60 κώλος Σημασια · 2015. 12. 1. · 60 κώλος Σημασια 1) ειδος...

20
60 κώλος Σημασια ειδος ζωου μεταξύ ελάφου και κριού. (οὔτε ἡ μάνα του τό ξέρει) 1) δημ. tò κόλον έντερον, το κατώτατον άκρον τοϋ εντερικού σωλήνος, ο αφεδρών, ò πρωκτός* 2) Κώλος Screen clipping taken: 16/3/2012 6:11 πμ ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 1

Transcript of 60 κώλος Σημασια · 2015. 12. 1. · 60 κώλος Σημασια 1) ειδος...

60 κλος Σημασια
ειδος ζωου μεταξ ελφου και κριο. (οτε μνα του τ ξρει)1) δημ. tò κλον ντερον, το καττατον κρον το εντερικο σωλνος, ο αφεδρν, ò πρωκτς*2)
Κλος
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 1
Υποκοριστικο το κωλον . Επζησε στο ποντιακο ιδιωμα.
Πβλ. Φρση "Μεσα το κοιλον, εξω το κωλον" Η ορθη σταση της γυνακας: ροφα την κοιλι σου και τορλωνε τον κωλο σου. Κολεαρχος : Ο χστης, ο δειλς.
Αλλ κυρια και συνθη υποκοριστικ του κωλος: κωλακι κωλαρκι, κωλαρντζος.
Αφεδρν Γεν. αφεδρνος Ετυμολογα: απ + δρα
Κατ Ματθαον 15.17
Λευιτικν 15.19
Screen clipping taken: 14/1/2013 4:54 μμ
ΚΑΤΡΑ ιδου πρωκτ περιπσοις Το νυν : Στου διαλου τον κλο Διογενειανος
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 2
Διογενειανος
λλη μορφ του κλον.1. Μπουτι, μηρος ειδικ. χοιρομρι 2. Ανδρικ αιδοα3.
Κωλ
στε μ πγχεσθ, ταν ρχεσθαι Παναθηναοις δον ατος τν σπδα τς κωλς προχων μελ τς Τριτογενεας.
πς σκω πο τος βλπω! Γι Παλλδα δε γνοιζονται, μνο μπροστ στ αχαμν τους κρατον την ασπδα.Σημασια 3.
Αριστοφνους Νεφλαι 989
Ο Λυσιστρατος ο Αθηναος ειχε χρησμοδοτσει τι οι γυνακες της Κωλιαδος θα μαγειρευουν με κουπι.
Κωλ λοιπον ονομαζονταν και το πδι. Παρατρηση:Η χερσονησος του Αγιου Κοσμ (λκιμος κρα) μοιαζει οντως με ποδι αλλα πελμα ποδιου. Βλ. εικονα:
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 3
Κωλιας σημανει αυτ που χει μορφα μποτια, πως κεφλας, παλαμς κλπ. Πραγμα που ταιριαζει στην καλλπυγο Αφροδιτη. Αφου χει ωραια πυγ (κλο) λογικο εναι να χει και ωραια μποτια. Πιθανον πρωτα να ονομασθηκε κωλις η Αφροδτη και μετ να πρε το νομα το ακρωτριο που βρσκεται ο νας της. Συνθως, πρεπει να παραδεχθω, ισχει το αντιθετο: το επνυμο παιρνεται απ το τοπωνμιο.
Κυσς η πυγ (κλος) το γυναικεον αδοον με ενδιαφροντα σνθετα Κυσοβκκαρις =ο τον κυσν μυριζων Κυσολκων =παιδεραστς Κυσολαμπς =κωλοφωτι, πυγολαμπδα. Κυσονπτης =πρνος. (πβλ. Παστρικι =πρνη)
ΣΣ: μλλον οθτερον εναι να σημαινει κλος. Αλλωστε η αποστασις εναι μικρη.
απ τη ζωη ως το θανατο ειν' να μονοπατι Κι απ τον κωλο στο μουνι δυο δαχτυλα και κτι.
Πβλ. ποιημα
Συννυμα
Κλον το=τον κλον Κολρο, (το, ουδ.) πληθ. τα κολρα =οι γιακδες, αλλ και εξαρτματα περισφιξης σωληνων σε ακροφσια. κωλρα = υπερμεγθης κλος Ομοιως υπρχουν υποκοριστικα : κολαρκι και κωλαρκι = κομψς κλος
Ομηχα
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 4
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 5
4 Ο μελμπυγος μαλλιαρκωλος
300 × 204 - palo.gr
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 6
Ο κλος κυριολεκτικ1)
τον περιβρισε σκαιτοτα
τον πρασε απ του σκυλιο τον κλο
κουρστηκα, κοπασα υπερβολικ. Η φραση «ξεκωλιστηκα» εναι συνωνυμη του «ξεποδαριστηκα »: Εκανα μεγλες και κουραστικς πεζοπορεες. Κατεπεκταση εκανα κατι καθπερβολν. Ετσι λμε "ξεκωλιστηκα στο φα". Λεμε μως και μου βγκε ο κλος π τ δουλει c
Μου βγηκε ο κλος ξεκωλιστηκα
2) συνεκδοχικα και μεταφορικως αντ του εμαυτον, τον εαυτο μου Κοιταω να φυλαξω τον κωλο μου Να διασφαλισω τα νωτα μου
πντηση σε απειλοντα
Τον κλο σου να φοβερζεις
3) συνεκδ.γεν. τα περ τον πρωκτν μερη του σματος, ο γλουτο, πισινς.
εναι στεντατα συνδεδεμνοι
Που να χτυπας το κλο σου κατω
τον αππεμψε σκαις . Του διαβολου ο κωλος πως και του διαβολου η μανα θεωρουνται ευρισκομενα εις λιαν απομακρον περιοχν.
τον στελε στου διβολου τον κλο
επι φιλασθνου ανθρπου'
πτ' Γιννης δεν μπορε, πτ' ο κλος του πονε
4) γεν, το οπσθια, τ ντα :
Μου γυρισε την πλατη, με περιφρονησε.
μο γρισε τον κλο
Ελα με τον κωλο
5) επι ενδματος, το μρος τ φαπτμενον τν γλουτν μου τρπησε κλος του πανταλονιο·
Προβληματα τριτων
Δινω κωλο
Μας πισανε τον κωλο
Θα γνουμε κλος
Ανλογες απειλες στρεφομενες κατ του κωλου των λλων συναντουμε στον
Αριστοφνη Πχ. Στους Ιππς 365
γ δ κινσω γ σου τν πρωκτν ντ φσκης. Το πισινο σου φουσκωτο κωλαντερο θα κανω
Ο Αλλαντοπλης
γ δ γ ξλξω σε τς πυγς θραζε κβδα. Κι εγω απ' τον πισιν σκυφτ στο δρμο θα σε σρω.
Και ο Κλων απαντει
Απειλ επικειμνης τιμωρας με αναγκαστικ επκυψη. Βλ. Κφων.
Θα δες του κλου σου την τρπα
Υπηρχε θρυλος τι ειχε αθλοθετηθει να εκατομμυριο δραχμες* ως επαθλον για τον
πρωτο αντρα που θα γενουσε να κωλπαιδο. Οι ομοφυλοφιλοι εφεροντο να κανουν
φιλοτιμες και επανειλημενες προπαθειες για κερδισουν το επαθλον.
Θα παρεις το εκατομμριο
______________________________ *)την εποχη που δεναν τα σκυλια με τα λουκνικα.
Πηγαινει γυρεοντας. Πβλ. Τα* 'θελες -Τα παθες. __________________________________________________ *) το «τα» εχει χαρακτηρα αντωνυμιας αυτ τα οποια ηθελες τα επαθες.
Τα* θελει ο κλος του
ννιμερα τελετ π του τφου ννα μρες μετ την ταφ. φρση χαρακτηρζει τς σστατες δικαιολογες (σως π τους δικαιολογομενους γι την πουσαν τους π το μηνμσυνο , πρς τους συγγενες του θανντος) Κατλλους παιτονται 9 μρες γι την παναφορ της λαστικτητος του πρωκτο μετ π πρωκτικ σξ (Dr. Ασκτης). μως εναι δυσεξγητη συσχτιση της φρσης μ σστατες δικαιολογες.
Του κωλου τα εννιμερα
Παροιμες
Για αυτους που κανουν μια δουλει και αναστατωνουν τα πντα
Αλειφης εφαγε να αβγο κι αλειφτηκε ως τον κλο
ν δν ταλαπωρηθεις δν επιτυγχνεις το επιδιωκμενο
Αν δε βρξεις κλο, ψρι δεν τρως 207.4
επι τν λαν παιτητικων κα λεπτολογοντων δι πρξιν γενομνην π ακαταλλλου προσπου
Απ κλο μυλωνος ζητς ορθογραφα;
ν δν ταλαπωρηθεις δν επιτυγχνεις το επιδιωκμενον
Βρξε κλο ν φς ψρι
Η θεα πρνοια μεριμν δι τος πντας
Για της ορφανς τον κλο χει ο θες μεγλο ψλο
επ του μ εργαζομνου συντνως
Γλυκς πνος τν αυγ, γυμνς κλος τ Λαμπρ 207.11
Η κωλοσουσα, σεισοπυγς σουσουρδα εναι προσωπο επιληψιμου διαγωγης.9585.190
Γυνακα που περπατε, και τον κλ της κουνε, χε την χωρς τιμ
Εις του ταπεινο τον κλον παραχειμζουν δαμονες.
Ο συλλογεας το εξηγει to a bad man who envelops his real character in a garb of humidity. μως νομιζω τι το «ταπεινς» σημαινει τον φτωχο, τον ταπεινης καταγωγης που τραβει παντα το διαβολο του.9213.36[55]
Για τους ασημαντους που υπερηφανεονται
Εκανε κι μυγα κλο κι εχεσε τον κσμο ολο
Επ ασημαντων και αναξιων μωρολογουντων
Εμαθε ο κωλος λογο και ολη μερα εποδοκοπα
Κεφαλληνας 9584.303
Εχει θις χλωρας ματσοκες για τν ρφανν τσους κλους
επ παιδς μ σωφρονιζομνου δια τς μαστιγσεως, τον οποιο μως εξακολουθουμε να αγαπομε.
Κλο δρνεις, κλο αφνεις, πλι κωλαρεντζος εναι
Η αποβολη αερων εναι υγιειης συνηθεια κατοι αναισχυντος και δυσωδης.
Κλος κλασμνος, γιατρς χεσμνος
Λαλειε με κωλο νακουσεις πορδες
Παρμοια: Μην ταξεις σ αγιο κερι και σε παιδι κουλουρι. Θα χρειασθει να εκπληρωσεις τα υπεσχημνα.
Μητε στο διβολο κερ μτε στον Τορκο κλο.
Ο κλος ο τζτζιρος εδε βρακ κι εχσθη
πνος θρφει μγουλα καΙ ξεγυμννει κλους
ο οκνηρο παχνονται λλα πτωχεουν
Ο πνος θρφει μγουλα και ξεζορκιζει κλους 207.33
Οπου αλεσει χαιρεται
Παλεθει τραγουδει Κι ο που ειν'ν' αλεσει καρτερει Του κλου του τραβει. Οσο ο γαδαρος γκαριζει τοσο ο κωλος του ανογει
Πβλ. ΦΡ το κωλοβαρει.
Ο λωλος δουλει δεν ειχε κι ετριβε τον κωλο του.
Αδιαφορω για τα προβλματα των λλων.
Πντε δκα ματσουκις σι ξνο κλο τι εναι;
Τα οσπρια και ιδιως τα κουκι προκαλουν εντερικες ενοχλησεις. Πβλ. ΦΡ τα θελει ο κωλος του.

Τα μεταξωτα βρακια θελουν επιδεξιους κλους
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 9
______________________________________ *) Ο λαος δεν ξεχν τι σημαινει δεξι.
Αλλ: Μια λλη λξη για την πουτνα βρκα στον Μακρυγιννη Μιλντας για τον Παπαφλσσα "γλεντγε με τις συμπατριτισσς του ... γρευε τις
επιδξες ..., ο φιλογναιος"
Ενθα επιδξα = πρνη απ το επδειξη ( το επδηξα; επιδξια δηλ. ικανη, καπατσα, πονηρη. Πβλ. παλια πουτανα, στην πουτανα πουτανιες δεν περνανε) ρα κατ αυτν την ννοια ο επιδξιος κλος = ο κλος της πουτνας που σαφς χρειζεται μεταξωτ βρακι. Η φρση μως δεν χει κποιο βαθ νημα, κποιο βθος. Αντιθετως ο κλος της πουτνας μως χει βθος αμτρητον.
O πιχειρν οιονδποτε ργον πρπει να χει την προσκουσαν εις τοτο εφυαν κα δεξιτητα κα μπειραν. ς δ κα των πολυτελν ενδυμτων αξα ττε μνον εξαρεται, ταν κα το σμα του φοροντος εναι ευπλαστον, ουτω κα τν ψηλν αξιωμτων ναγνωρζεται το κρος, ν ο
κατχοντες τατα εναι Ικανο κα ενρετοι. 9584.179

Τρμις () θηλ. και η τρμη, γειτονας του κλου. χι ο κακος γειπονας αλλα «στενος
χωρος των σκελων απ του πρωκτου μεχρι των αιδοων»196 συγγενς εναι εναι και ο τρμος. Διαβαστε και θα καταλαβετε.
196
Συγγενικ
Ο Βλφγκανγκ Αμαντους Μτσαρτ ( Johannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart)
συνθεσε το 1782 τον καννα για ξι φωνς «Γλεψε μου τον κλο» και τον καννα για
τρεις φωνς «Γλεψε μου τον κλο μορφα κι ωραα». 2069.109
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Αναγνωση
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 10
κλος
Προθεμα ως χαρακτηρισμος της κακης ποιτητας του δευτερου συνθετικου. Πχ. Κωλο-πραγμα, κωλο-παιδο, κωλο-σπιτο, κωλο-γναικο. κωλ- [koló] ταν ο τνος ανεβανει στο α' συστατικ κωλ- [kol] πριν απ φωνεν Προρχεται απ το ουσιαστικ κλος.
Στον προφορικ λγο, το κωλο- σχηματζει λξεις που δηλνουν σχση με τα οπσθια ανθρπου ζου.
Κωλ-ντερο, κωλο-μρι, κωλο-τομπα, κωλ-τσεπη, κωλο-φωτι (= πυγολαμπδα),
κωλ-χαρτο (= πτυχο χαρτ τουαλτας)
1. Αναφορ στα οπσθια
Ειδικτερες σημασες Μεταφορικ χρησιμοποιονται λξεις με το κωλο- για να δηλσουν με μφαση μα θετικ ιδιτητα πως μεγλη τχη, ικαντητα εξυπνδα. Για παρδειγμα, κωλφαρδο λμε κποιον που εναι πολ τυχερς, κωλοφωτι λμε επσης τον πολ ξυπνο νθρωπο. 2088.76 Δεν ισχει καποιος κανονας . Η κθε ειδικη σημασια πρεπει να αντιμετωπιζεται ξεχωριστ. κωλοφαρδα κωλφαρδος, -η, -ο κωλοπετσωμνος, -η, -ο Κωλοβελνης λεγεται ο καλλικαντζαρος.
Κωλο-
Το ακρον του παχος εντρου, το ορθον. Καταλγει στον πρωκτο.
Κωλντερο
Τυχη. Ισως επειδη οι ερωτικοι συντροφοι των αρχ ελληνων ετυγχαναν ιδιαιτερας ευνοιας.
Κωλοφαρδος , κωλοφαρδια
Δεν κανω τιποτα παραγωγικο. Μενω αδρανης. Αναλογο του ψωλοβαρω. Πολλακις και μετα αδηλου αντικειμενου: το κωλοβαρει.
Κωλοβαρω
χι κωλο-παιδο (παλιοπαιδο), αλλα παιδι που γενναει «αντρας» απ τον κωλο. Αθλοθετημενο βραβειο 1.000.000 δρχ. που δεν εμαθα αν εχει αναπροσαρμοσθει τιμαριθμικως. Ευφημιστικη περιφραση "πει για το εκατομμριο" αντι "τον παιρνει"
Κωλοπαιδο
Κωλοξεσχιμενος/η
Φανταστικο εργαλειο των στατιωτικων ιατρων δια του οποιου ερευναται εν ο νεοσυλλεκτος «τον παιρνει».
Κωλοβυθομετρο
Κωλοπετσωμνος
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 11
χαρακτηρισμς ανθρπου εξαιρετικ ξυπνου και ικανο να πετυχανει ,τι επιδικει. Αυτος που χει διασφαλισει (πετσσει, επιστρωσει) τα νωτα του (τον κωλο του) . Η προστασια των νωτων θεωρειται δειγμα ευφυας και προνοητικτητας. Επιδραση απ το καπτσος (Ιτ. Capace, capacità = Ικανς) Δες πετσνω.
Κωλοπετσωμνος
Κωλοτομπα
Κωλοφωτι
Κωλοκαθιζω
Ευρπρωκτος
Ξεκωλιαρης
Γαμ καποιον απ τον κωλο, χωρις πολλς ευγνειες λιπαντικα μσα.
Ξεκωλιαζω
Αναλ. Φρ. Βρκε το διβολο του, Βρκε το μστορη του.
Φανεται τι τα γνια (γενναος, βαρβτος), και ο μαλλιαρς κλος ταν δεγματα
ανδρισμο. ποιος δεν εχε γνια ταν αγνειος = ευνοχος Σπανομαρα. Το αγενς < α στερ. + γνος, γενι χι γενειδα.
ΦΡ Βρκε το μαλιαρκωλ του. Το γενναο νδρα που τον νκησε.
Μαλλιαρκωλος
Πρωκτς
Κναιδος
Κατπρωκτος
Αυτς που χει δασυτριχους γλουτους. Δηλ. αυτος που δεν αποψιλνει, δεν αποτριχωνει τους γλουτους του πως οι κιναιδοι. Δηλ. ο βαρβατος ανδρας ο μη ποστης. Συννυμα
μελμπυγος. Απ το μλας+πυγ. Φαινεται μαλιστα τι υπηρχε στην αρχαια Λοκρδα ο
Μελμπυγος λιθος, δεδομενου τι ο λιθος δεν εχει κωλο, υποθετω οτο ηταν ο λιθος κποιου Μελμπυγος.
ΗΡΟΔΟΤΟΥ- ΙΣΤΟΡΙΑΙ 7.18
Ο Αργιλοχος ονομαζε μελμπυγον να ειδος αετου (πυγη για τα πτηνα η ουρα πβλ. Σεισοπυγις, σουσουρδα, πυγολαμπς = κωλοφωτι). Συντιπας - Fabulae graece et latine
Qui sunt nigre nates; fortis Τραχς εντεθεν μελμπυγος τος χθρος πσσειν ς δε και Φορμων Συννυμα:κρατερς, νδρεος
Δασπρωκτος
κουνω επιδεικτικα τον κωλο μου με θηλυπρεπεια επιδιωκωντας να προσελκυσω εραστες. Σαυλος = Εναι ο Θηλυπρεπης. Το εβραικο Σαολ (πβλ. Σαουλ, Σαολ τι με δικεις;) το ονομα του Αποστολου Παυλου πριν δει το φς του, σημαινει στα εβραικ αιτηθεις, ο αναζητουμενος που βεβαια δεν σημαινει θηλυπρεπης εκτος αν ο αναζητων εναι κολομπαρας*. Το εξελλνισαν σε Σαυλος χωρις να λβουν υποψιν αντιστοιχες κινησεις του Αποστολου των Εθνων. ________________________________________________
Σαυλοπρωκτιω
Πυγ
Καλλιπυγος, ευπυγος
κιναιδος ο παθητικος ομοφυλοφιλος Αλλα και ο μεσος της χειρς δκτυλος
Ο δ ττικο και τον μσον τς χειρς δκτυλον καταπγονα νμαζον. (Πολυδεκους ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ §373)
Καταπγων
οι λεοι την πυγν. Αυτοι που εχουν λεο κλο.
Φανεται τι τι λισππυγους και πολσπους χαρακτριζαν τους Αθηναους.
(Op 373) · ο δ Αττικο και τν μσον της χειρς δκτυλον καταπγονα νμαζον. ο δ νδες πυγν χοντες λσποι και πλισποι καλονται και λισππυγοι, φ' μλιστα Αθηναοι κωμωδονται. την δ δε χουσαν και διατρμιν* (Στρττις) (Πολυδεκους ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ §373)
*) Τρμις καλεται το περνεον η περιοχη του σματος μεταξυ πρωκτο και οσχου. Αλλ κατ το
ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ τρμιν ονμαζαν και τ τρμα τς δρας (κωλοτρυπδα).,
λισππυγοι
Ροδπυγος
Και ροθοπυγζω Δινω κτυπημα στα οπισθια, κλωτσω καποιον στον κωλο.
Σουδα
Ραθαπυγζω
Κν. Κωλοσοσα (< κωλος+σεω μτχ. σειουσα) Το πουλι σουσουρδα και πασα γυνη ενεργουσα ομοιως. Πβλ. τραγουδι Αχ βρε παλιοσουσουρδα Ψεματα μου λες αρδα Επνυμον: Πχ. Σεραφειμ Κωλοσοσας . Ο Σεραφεμ Κουλοσοσας (αφνω ασχολαστο το επθετο του ατμου αλλ φανεται μερικς φορς, τι και η ονοματολογα παζει περεργα παιχνδια με μερικος ανθρπους). Ο υπεθυνος του Γραφεου Τπου και του Προσωπικο Γραφεου του Χριστδουλου. Μιλμε δηλαδ για ΤΟ τομο, δπλα στον Χριστδουλο. Αμσως με το που γνεται η λη ιστορα παραιτεται και αρχζουν να βγανουν διφορα και γι' αυτν: Εχει συλληφθε απ την Αστυνομα σε μπαρ πλης της Θεσσαλας και μλιστα περιφρεται και μια κατηγορα διακνησης ναρκωτικν.ΠΗΓΗ
Σεισοπυγις
Κυσς = η πυγ (κλος) το γυναικεον αδοον με ενδιαφροντα σνθετα Κυσοβκχαρις =ο τον κυσν μυριζων Κυσολκων =παιδεραστης Κυσολαμπς =κωλοφωτι, πυγολαμπδα. Κυσονπτης =πρνος. (πβλ. Παστρικι =πρνη)
Σσ: μαλλον οθοτερον εναι να σημαινει κωλος. Αλλωστε η αποστασις εναι μικρη.
απ τη ζωη ως το θανατο ειν' να μονοπατι Πβλ. ποιημα
Κυσς
Ετυμολογα
πρωκτος
πυγ
Glossarium novum ad scriptores medii aevi - du Cange
Ipsam cessionem faciendo in loco juris Avillianæ publicæ culum nudum super lapide imponat et aliter nec alio modo admittatur: & ponatur Iapis prope berlinam seu locum berlinæ. Κωδ. Βασ. 4624 Τον μεταφερουν στον χωρο δημοσιας διαπομπευσης και τον καθιζουν, με γυμνο κωλο πνω στην πτρα, με λλο τρπο του επιβλεται να καθσει πανω στην μπερλνα στο χρο της μπερλνας.
Culo Prendere per il culo = ξεγελω, απατ, κοροιδεω. Κυριολεκτικα πιανω καποιο απ τον κωλο. Prendere (o pigliare) per il culo. Prendere in giro. Prendere, pigliare per il bavero . Prendere (o trattare) a pesce in faccia. Maltrattare qualcuno, bistrattarlo.
Ιταλικα
Αγγλικα
cul
Γαλλικα
Βλτο στον κλο σου!-
Συνθως η ερτηση υποβλλεται εν ο ερωτν κρατει κτι επμηκες. Η απντηση χει τη σημασα : «Αδιαφορ! Κνε το ο,τι θλεις»
Αντpα φτευε μου αμπλια κα λινρι μ μου σπρνης τ, αν μου σπερας κα το βγλω, μσ' στον κλο θα σ το βλω.
Ανλογη απειλη στην Παροιμια
— πΙ οκνηρν κα μθυσων γυναικν. Επιθυμε αμπλους να εχει αφθονον τον οινον, εν του λιναριο κατεργασα εναι
πιπονωττη.9584.178
Αντλογοι
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 15
Η φρση «culasse d'un canon» εναι πιθανον δανειο απ την λεξη του Βενετικο ιδιματος culazzo πβλ. Ιταλ. . culaccio « κωλθρα κανονιου» (1540 Biringuccio, De la pirotecnia, I, 83 ds Batt.) et culatta ΠΗΓΗ <http://www.cnrtl.fr/etymologie/culasse>
Ποιηση Ποημα των Οπισθων του Γεωργου Σουρ
«Κλοι πολλο υπρχουνε εις το ωραον φλον, με σχματα διφορα σε μγεθος ποικλλον. Κλοι χοντρο, κλοι λεπτο, κλοι απαλο κι αφρτοι, κλοι σα ζμη μαλακο και κλαροι τριζτοι, κλοι σκληρο σαν πτρινοι και λλοι λαστιχνιοι, κλοι δροστοι, τροφαντο και κλοι μαραμνοι, κλοι μεγλοι σαν βουν και κλοι μια χουφττσα, κλοι που ' χουν κουνματα και κνουνε καπρτσια κλοι σαν τβλα εππεδοι, κι λλοι ψηλ βαλμνοι, κλοι σαν φρπες τουρλωτο και κλοι κρεμασμνοι, κλοι κομψο, συμμετρικο και περιποιημνοι και κλοι ασουλοπωτοι, «μπγοι κακοδεμνοι» . Κλοι σαν τριαντφυλλο και κλοι σαν αχλδι, κλοι που προκαλον κλοτσι κι λλοι που θλουν χδι Κλοι σαν αλαβστρινοι, που μοιζουν με καθρφτη κλοι που θλουν φλημα κι λλοι που θλουν νφτι κλοι σπανο, δαστριχοι, κλοι σαν κολλιτσδες και κλοι που στενζουνε απ αιμορροδες. Κλοι ακριβο, κλοι φτηνο, μονχα δυο παρδες και κλοι που προσφρονται εις τους κωλομπαρδες κλοι «τοιοτων», ευτραφες, μοσχοπουδραρισμνοι, και κλοι απλησαστοι γιατ' εναι λερωμνοι. Κλοι αριστουργματα, λο καλλιγραφα και κλοι σαν της μυλωνος την ανορθογραφα. Κλοι που σε ζαλζουνε σαν τους κρυφοκοιτς και που σε κνουνε να λες.. « ταν επ τας»! Κλοι οπο το βλμμα σου δεν ξεκολλ ευκλως που τους θωρες ταν περνον κι αναφωνες:
«Τι κλος!»
Σημεισεις 1 Στεατοπυγα Η λεξη παραγεται απ το στεαρ (λπος) και πυγ (κλος) και σημαινει υπρμετρη εναπθεση λπους στους γλουτος
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 16
Αν και προκειται για προφαν διαμαρτα περι την διπλαση του σματος της Καυκσιας φυλς εν τουτοις οι κομψευμενες κυρες του 19ου αιωνα επεδιωκαν να επιδεικνυονται ως στεατοπυγικες φορντας ειδικους μεταλλικους σκελετους των φορεματων τους (tournures), σαν κρινολινα, που εδιναν την εντυπωση στεατοπυγιας (στη μοδα γυρω στα 1870). Βλ. εκονες κατω
2 Καλλπυγος
ΑΣΥ ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ Page 17
Η Αφροδτη Καλλπυγος εναι αρχαο ελληνικ γαλμα, και το τολμηρτερο της αρχαιτητας. Το γυμν σμα στην αρχαα ελληνικ τχνη ταν ρρητα συνδεδεμνο με το ηρωικ στοιχεο, εν μχρι τον τον 4ο αινα π.Χ. ταν καλλιτεχνικ κφραση αποκλειστικ ανδρικν σωμτων. Πρτος ο Πραξιτλης τλμησε να εικονσει την Αφροδτη της Κνδου γυμν το 340 π.Χ. Σε αντθεση με την φυσικ γμνια της Αφροδτης της Κνδου, η Αφροδτη Καλλπυγος παρουσιζει τα θλγητρ της στην δημσια θα, προσκαλντας τον θεατ να τα θαυμσει. Το νομα του αγλματος εναι δη αρχαο και αναφρεται στους Δειπνοσοφιστς του Αθναιου*.
Το γαλμα ταν τοποθετημνο στον ομνυμο να της Αφροδτης Καλλιπγου στις Συρακοσες, το 200 π.Χ. περπου, ο οποος σμφωνα με τον μθο κτστηκε απ δο αδελφος, κατπιν καλλιστεω