Καλικάντζαροι

8
Παραμύθι: Καλινάντζαροι Τα Παγανά - Στρατή Μυριβήλη Καλικάτζαροι Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι ορφανό από μάνα που ζούσε με τον πατέρα του και τη μητριά του. Ο πατέρας του κοριτσιού ταξίδευε συχνά κι έτσι η μικρή τον περισσότερο καιρό έμενε με τη μητριά του, που ήταν κακιά και το βασάνιζε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το ξεφορτωθεί. Καθώς ήρθαν τα Χριστούγεννα, το δαιμόνιο μυαλό της μητριάς σκαρφίστηκε τρόπο για να βγάλει από τη μέση το κοριτσάκι μας. Σκέφτηκε πως, μιας και τις νύχτες τούτες κυκλοφορούσαν τα καλλικαντζάρια, ήταν ευκαιρία να βρει αφορμή να το στείλει για κάποιο θέλημα ένα βράδυ, ώστε να την αρπάξουν και να γλιτώσει από αυτό. Κι έτσι, αφού σκοτείνιασε το έστειλε στο μύλο να πάει να αλέσει στάρι, τάχα γιατί είχε σωθεί το αλεύρι και δεν είχανε να φτιάξουνε ψωμί. Το κοριτσάκι, που γνώριζε για τους καλλικαντζάρους, δεν ήθελε να βγει μες στη νύχτα καθώς φοβόταν πως θα το έπαιρναν μαζί τους, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς κι αναγκάστηκε να πάει.

description

Παραμύθι λαϊκό με καλικάντζαρους

Transcript of Καλικάντζαροι

Page 1: Καλικάντζαροι

Παραμύθι: Καλινάντζαροι –

Τα Παγανά - Στρατή Μυριβήλη

Καλικάτζαροι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι

ορφανό από μάνα που ζούσε με τον πατέρα του και

τη μητριά του. Ο πατέρας του κοριτσιού ταξίδευε

συχνά κι έτσι η μικρή τον περισσότερο καιρό έμενε

με τη μητριά του, που ήταν κακιά και το βασάνιζε

και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το ξεφορτωθεί.

Καθώς ήρθαν τα Χριστούγεννα, το δαιμόνιο μυαλό

της μητριάς σκαρφίστηκε τρόπο για να βγάλει από

τη μέση το κοριτσάκι μας. Σκέφτηκε πως, μιας και

τις νύχτες τούτες κυκλοφορούσαν τα

καλλικαντζάρια, ήταν ευκαιρία να βρει αφορμή να

το στείλει για κάποιο θέλημα ένα βράδυ, ώστε να

την αρπάξουν και να γλιτώσει από αυτό. Κι έτσι,

αφού σκοτείνιασε το έστειλε στο μύλο να πάει να

αλέσει στάρι, τάχα γιατί είχε σωθεί το αλεύρι και

δεν είχανε να φτιάξουνε ψωμί. Το κοριτσάκι, που

γνώριζε για τους καλλικαντζάρους, δεν ήθελε να

βγει μες στη νύχτα καθώς φοβόταν πως θα το

έπαιρναν μαζί τους, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι

αλλιώς κι αναγκάστηκε να πάει.

Page 2: Καλικάντζαροι

Φόρτωσε λοιπόν τα σακιά με το στάρι στο

γαϊδουράκι και ξεκίνησε. Φτάνοντας στο μύλο,

βρήκε το μυλωνά να σφαλίζει την πόρτα. Μόλις το

είδε ο μυλωνάς, απόρησε:

-Γιατί κοριτσάκι γυρνάς τέτοια ώρα έξω; Δεν

ξέρεις πως τέτοια ώρα βγαίνουν τα

καλλικαντζάρια;

-Το ξέρω, μα και τι να κάνω; Με έστειλε η μητριά

μου για αλεύρι.

αποκρίθηκε εκείνο.

-Καλά, έμπα μέσα και άλεσε. Μα σαν τελειώσεις,

φεύγοντας, κλείσε την πόρτα.

του 'πε ο μυλωνάς κι έφυγε.

`Αρχισε να αλέθει το κοριτσάκι και να 'σου

φανερώνονται τα καλλικαντζάρια κι αρχίσαν να

του λένε πως θα το πάρουνε μαζί του. Τί να κάνει

το κοριτσάκι, προσπάθησε να τα καθυστερήσει,

μπας και γλιτώσει. Κι έτσι, κάθε φορά που το

ρωτούσαν αν θα 'ρθει μαζί τους, εκείνο τους

ζητούσε κι από ένα πράγμα για ανταλλάγμα. Μ'

αυτό τον έξυπνο τρόπο, προσπαθούσε να τα

καθυστερήσει μέχρι να λαλήσει ο πετεινός τρεις

Page 3: Καλικάντζαροι

φορές κι εκείνα να εξαφανιστούν! Κι έτσι κι έγινε.

Κι όταν τελικά λάλησε ο κόκκορας τρίτη φορά, όχι

μόνο τα καλλικαντζάρια ξεκουμπίστηκαν, αλλά το

κοριτσάκι είχε κερδίσει κι ένα σωρό καλούδια από

κείνα που τους ζητούσε κάθε φορά που τη

ρωτούσαν αν θα πήγαινε μαζί τους.

Έτσι, όταν έφτασε στο σπίτι της, η κακιά μητριά,

που την είδε να γυρίζει πίσω σώα και μάλιστα

φορτωμένη με ένα σωρό δώρα, σάστισε κι άρχισα

να ζητάει να μάθει πως έγινε τούτο και πως

βρέθηκαν τόσα πράγματα. Το κοριτσάκι της

εξήγησε πως της τα δώσαν τα καλλικαντζάρια

καθώς τους τα ζήταγε για αντάλλαγμα για να τα

ακολουθήσει. Μόλις τ' άκουσε αυτό η άπληστη

μητριά αποφάσισε να πάει κι εκείνη στο μύλο το

επόμενο βράδυ.

Όταν, λοιπόν, πήγε η μητριά και φανερώθηκαν τα

καλλικαντζάρια για να την πάρουνε μαζί τους,

εκείνη ανυπόμονη και αχόρταγη τους ζήτησε

μονομιάς όλα εκείνα που ήθελε μαζεμένα. Οπότε οι

καλλικάντζαροι της τά 'φεραν στη στιγμή, δεν είχε

απομείνει πια τίποτε να ζητήσει, οπότε την

άρπαξαν και την κατέβασαν μαζί τους στα άδυτα

της γης. Κι έτσι, το κοριτσάκι μας γλίτωσε από

Page 4: Καλικάντζαροι

την κακιά μητριά κι έζησε ευτυχισμένο με τον

πατέρα του που γύρισε απ' τα ταξίδια.

Page 5: Καλικάντζαροι

Τα Παγανά - Στρατή Μυριβήλη

..."Από τα Γέννα ως τα Φώτα αυτή 'ταν η μυστική

λαχτάρα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Θα τα

δούνε φέτος τα Παγανά; Κάθε βράδι γι' αυτά

μιλούσαν. Για τα συνήθια και για τα καμώματά

τους.

Η μάνα, σαν έγερναν να κοιμηθούν, έριχνε μια

φούχτα αλάτι στη σκεπασμένη χόβολη. Τσατ, πατ,

έσκαγε κάθε λίγο και λιγάκι τ'αλάτι, να τρομάζουν

οι καλλικαντζάροι, να μη σβήνουν τη φωτιά με τον

τρόπο πούξεραν. Τρόμαζαν τα Παγανά, τρόμαζαν

και τα παιδιά πάνω στον ύπνο τους και

ξεπετιόνταν. Πριν πέσει να κοιμηθεί στρίμωχνε και

μια ρίζα αφάνες μπροστά στη σταχτοθυρίδα, μην

κατεβούν και κατουρήσουν τη στάχτη κ' ύστερα

λιώνουν και τρυπάνε τα ρούχα στη μπουγάδα.

Κρέμαζαν οι γυναίκες μάτσα τρικοκκιές και γύρω

στο ψωμοσάνιδο, να μη μπορούν να μαγαρίσουν τη

ζυμωσιά.

Page 6: Καλικάντζαροι

Όμως κάποιο βράδυ έρχονται πλια οι

Καλλικαντζάροι, και μάλιστα με τον πιο πίσημον

τρόπο.

Κει που καθόντανε κουλουριασμένα τα παιδιά μέσα

στο παραγώνι κι άκουγαν νυσταγμένα τα

παραμύθια της γριάς, πατημασιές έτριζαν πάνω

στο χιονισμένο δώμα, γέλια πνιγμένα και μικρά

ουρλιαχτά.

Κόβονταν τότε στη μέση οι κουβέντες, οι καρδιές

χτυπούσαν με λαχτάρα, τα μάτια καρφώνονταν

στο ταβάνι.

-Αυτοί είναι, μάνα!

Τα παιδιά πετάγονταν έξω από το παραγώνο,

χλωμά-θειαφοκέρι.

-Εμ, Αυτοί θάναι, έλεγαν οι μεγάλοι, και

κοιτάζονταν με νόημα. Ποιός άλλος, μέρες πούναι!

Είτανε αλήθεια οι Καλλικαντζάροι.

Σε λίγο γινόταν μια μικρή φασαρία από σιδερικά

εκεί ψηλά, μέσα στα μαύρα βάθια της καμινάδας.

Τσάγκα, τσούγκα! Οι καπνιές πλια μαδούσαν και

πέφτανε πάνω στα κούτσουρα, και σε λίγο να και

Page 7: Καλικάντζαροι

κατέβαινε σιγά-σιγά ένα λανάρι κρεμασμένο από

ψιλό σκοινί. Το λανάρι κουνιότανε πέρα-δώθε πάνω

από τη φωτιά, και μεσ' από την καμινάδα

ακούγονταν οι Καλλικαντζάροι που τραγουδούσαν

το τραγούδι τους:

Λαγκούρ, λουγκούρ τα λανάρια

του παπά τα καλεντάρια!

Για μια πίτα με τυρί

για σαράντα σαραϊλί!

Είτανε κάτι που δε λέγεται το τί νιώθαν οι μικροί.

Μια γλυκιά φρίκη έτρεχε μέσα στα φυλλοκάρδια,

στύλωναν τα μάτια, κ' η καρδιά χτυπούσε να

σπάσει.

Η μάνα πήγαινε έφερνε τυρόπιτα και την κάρφωνε

στα καρφιά του λαναριού. Που να βρεθούν

"σαράντα σαραϊλί" στο φτωχικό τους.

Οι Καλλικάντζαροι ανασέρνανε πάλι το λανάρι, και

πριν να φύγουν κατέβαινε ακόμη μια φορά η φωνή

τους μέσ' από τον μπουχαρή.

-Και του χρόνου Χριστιανοί!

Page 8: Καλικάντζαροι

-Αμήν! έλεγαν σοβαρά, σιγανά όλοι οι μεγάλοι. Και

του χρόνου νάμαστε γεροί."....