επιμετρο

6
Επίμετρο του μεταφραστή. Ο Μάριο δε Σά-Καρνέιρο γεννήθηκε στη Λισσαβόνα το 1890 και από λογοτεχνική σκοπιά ανήκει στο ρεύμα του πορτογαλικού μοντερνισμού. Η ζωή του, απαλλαγμένη από οικονομικά άγχη, ήταν ένα ψυχολογικό δράμα, από τη στιγμή που ορφάνεψε από τη μητέρα του, μωρό ακόμα. Ο πατέρας του, στρατιωτικός καριέρας, τον άφησε να τον μεγαλώσουν υπηρέτριες και μία νταντά. Έπειτα θα τον πάρει μαζί του σε διάφορες χώρες. Το 1912 έφυγε στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομικά. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία που ήταν τελικά το αποκλειστικό νόημα της ζωής του. Αργότερα επέστρεψε στο Παρίσι όπου και αυτοκτόνησε στην ηλικία των 26 ετών, πίνοντας στρυχνίνη και αφού έγραψε επιστολές για τον πατέρα του, την κοπέλα του, για τον στενό του φίλο Φερνάντο Πεσσόα και για δυο-τρεις άλλους φίλους. “Πεθαίνει νέος όποιον οι θεοί αγαπούν, λέει η αρχαία σοφία” αρχίζει ο Πεσσόα ένα κείμενό του για τη μνήμη του Σά-Καρνέιρο. Η τέχνη και η φαντασία είναι σημάδια της αγάπης των Θεών -λέει ο Πεσσόα- και οι Θεοί δίνουν αυτά τα χαρίσματα στους ομοίους τους. “Μεγαλοφυΐα στην τέχνη, ο Σα-Καρνέιρο δεν είχε ούτε χαρά ούτε ευτυχία σ' ετούτη τη ζωή. Μόνο η τέχνη που έκανε ή που αισθάνθηκε μερικές στιγμές τον θάμπωσε με παρηγοριά. Έτσι είναι αυτοί που οι Θεοί τους όρισαν δικούς τους. Ούτε η αγάπη τους αγαπά, ούτε η ελπίδα τους βρίσκει, ούτε η δόξα τους δέχεται. Ή πεθαίνουν νέοι ή επιβιώνουν μετά το θάνατό τους, ένοικοι της ακατανοησίας και της αδιαφορίας. Αυτός πέθανε νέος επειδή οι Θεοί τον αγάπησαν πολύ. Όμως για τον Σα-Καρνέιρο, διάνοια όχι μόνο της τέχνης αλλά και της πρωτοτυπίας, έσμιξε με την αδιαφορία που περιβάλλει τις μεγαλοφυίες και η περιφρόνηση που

Transcript of επιμετρο

Page 1: επιμετρο

Επίμετρο του μεταφραστή.

Ο Μάριο δε Σά-Καρνέιρο γεννήθηκε στη Λισσαβόνα το 1890 και από λογοτεχνική σκοπιά ανήκει στο ρεύμα του πορτογαλικού μοντερνισμού. Η ζωή του, απαλλαγμένη από οικονομικά άγχη, ήταν ένα ψυχολογικό δράμα, από τη στιγμή που ορφάνεψε από τη μητέρα του, μωρό ακόμα. Ο πατέρας του, στρατιωτικός καριέρας, τον άφησε να τον μεγαλώσουν υπηρέτριες και μία νταντά. Έπειτα θα τον πάρει μαζί του σε διάφορες χώρες. Το 1912 έφυγε στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομικά. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία που ήταν τελικά το αποκλειστικό νόημα της ζωής του. Αργότερα επέστρεψε στο Παρίσι όπου και αυτοκτόνησε στην ηλικία των 26 ετών, πίνοντας στρυχνίνη και αφού έγραψε επιστολές για τον πατέρα του, την κοπέλα του, για τον στενό του φίλο Φερνάντο Πεσσόα και για δυο-τρεις άλλους φίλους.

“Πεθαίνει νέος όποιον οι θεοί αγαπούν, λέει η αρχαία σοφία” αρχίζει ο Πεσσόα ένα κείμενό του για τη μνήμη του Σά-Καρνέιρο. Η τέχνη και η φαντασία είναι σημάδια της αγάπης των Θεών -λέει ο Πεσσόα- και οι Θεοί δίνουν αυτά τα χαρίσματα στους ομοίους τους.

“Μεγαλοφυΐα στην τέχνη, ο Σα-Καρνέιρο δεν είχε ούτε χαρά ούτε ευτυχία σ' ετούτη τη ζωή. Μόνο η τέχνη που έκανε ή που αισθάνθηκε μερικές στιγμές τον θάμπωσε με παρηγοριά. Έτσι είναι αυτοί που οι Θεοί τους όρισαν δικούς τους. Ούτε η αγάπη τους αγαπά, ούτε η ελπίδα τους βρίσκει, ούτε η δόξα τους δέχεται. Ή πεθαίνουν νέοι ή επιβιώνουν μετά το θάνατό τους, ένοικοι της ακατανοησίας και της αδιαφορίας. Αυτός πέθανε νέος επειδή οι Θεοί τον αγάπησαν πολύ.

Όμως για τον Σα-Καρνέιρο, διάνοια όχι μόνο της τέχνης αλλά και της πρωτοτυπίας, έσμιξε με την αδιαφορία που περιβάλλει τις μεγαλοφυίες και η περιφρόνηση που καταδιώκει τους πρωτοπόρους, τους προφήτες, όπως η Κασσάνδρα, αληθειών που όλοι τις θεωρούν ψέματα.”(Από κείμενο που δημοσιεύτηκε στο Athena n 2, Νοέμβριος 1924).

Μα και ο Όσκαρ Ουάιλντ τονίζει στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ τη μοίρα που επιφυλάσσουν οι θεοί στους ευνοούμενούς τους:

“...θα υποφέρουμε όλοι για τα δώρα που μας χάρισαν οι θεοί, και θα υποφέρουμε τρομερά”1 σ 18

1”Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ μετάφρ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, Εκδ. Ζαχαρόπουλος.

Page 2: επιμετρο

Πράγματι το ποίημα Μανικιούρ, “:Ήθελα να ήμουν γυναίκα για να μη χρειάζεται να σκέφτομαι ...” που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ορφέας” προκάλεσε μεγάλη αναταραχή και έγινε αντικείμενο πολεμικής στους λογοτεχνικούς κύκλους.

Το έργο του Σα-Καρνέιρο θεωρείται αντιπροσωπευτικό του λογοτεχνικού ρεύματος “της παρακμής”, που ονομάστηκε “Decadentismo”. Η Απολογία του Λούσιο, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα, μαζί με το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (1890) του Όσκαρ Ουάιλντ και το Il piacere (1889) του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο.

Πρόκειται για την αριστοκρατική, ελιτίστικη απόρριψη της αστικής κοινωνίας που δείχνει πια σαφώς την αποτυχία της να φέρει την ευτυχία στην ανθρωπότητα. Η τέχνη είναι ύψιστο και απόλυτο αγαθό, η μόνη διέξοδος. Όμως η τέχνη είναι έργο των εκλεκτών και προορίζεται για τους εκλεκτούς. Ο αληθινός καλλιτέχνης δεν 'ζει', παρότι αγαπά τον “υπερπολιτισμό”, τον κοσμοπολιτισμό, “τις γέφυρες και τους πύργους”, είναι απ' έξω, είναι ψηλότερα από τη ζωή, αρνείται το συρμό, αρνείται κάθε τι υλικό, αρνείται ακόμα και να δημοσιεύσει τα έργα του για να μη μολυνθούν από τη μάζα των αδαών. Απόλυτος στόχος της τέχνης είναι η ομορφιά και η ηδονή ή μάλλον ομορφιά και ηδονή ορίζουν την τέχνη χωρίς να μεσολαβεί κανένας στόχος ή σκοπός. Όπως αποφαίνεται ο Όσκαρ Ουάιλντ: “κάθε τέχνη είναι απολύτως άχρηστη” και “Ο καλλιτέχνης είναι δημιουργός ωραίων πραγμάτων”. Υποφέρει από τη σκέψη και ζηλεύει την αδράνεια του πνεύματος. Φόβος για την ομοιομορφία, σφοδρή επιθυμία για το ξεχωριστό, για το μοναδικό και συνάμα εξω-ρεαλιστικό που δεν παύει να αποτελεί πραγματικότητα για το υποκείμενο. “Είμαστε αλκοόλ, φωτιά”, «Χίμαιρα! Χίμαιρα!” Απαντούσε ο ποιητής. «Ούτε και εγώ δεν ξέρω τι είμαι…φωνάζει ο ποιητής που ενσαρκώνει το πνεύμα.

Ωστόσο αυτό είναι βάσανο για τον καλλιτέχνη και 'ζηλεύει” τους απλούς ανθρώπους που απλώς ζουν απροβλημάτιστα μακριά από την ομορφιά του πνεύματος.

“Ο άνθρωπος που ξεχωρίζει από σωματική ή πνευματική άποψη, σέρνει πίσω του μια μοίρα όμοια μ' εκείνη που παρακολουθεί τα ασταθή βήματα των βασιλιάδων μέσα στην ιστορία. Είναι προτιμότερο να μη διαφέρει κανείς από τους συνανθρώπους του. Οι άσχημοι και οι ηλίθιοι παίρνουν το καλύτερο μεράδι σ' αυτόν τον κόσμο. Κάθονται με την ησυχία τους και παρακολουθούν χάσκοντας το θέαμα της ζωής”2

Όπως ο Ρικάρντο ντε Λοουρέιρο, ο ποιητής της απολογίας του Λούσιο, που λέει:

2 ο.π σ 17

Page 3: επιμετρο

«Χίμαιρα! Χίμαιρα!” Απαντούσε ο ποιητής. «Ούτε και εγώ δεν ξέρω τι είμαι… Πάντως κοιτάξτε τι θλιβερή είναι η κοινοτοπία των άλλων… Δείτε πώς η «πλειονότητα» ικανοποιείται με ελάχιστες ανησυχίες, με λίγες πνευματικές επιθυμίες, τόση λίγη ψυχή… Είναι απελπιστικό!.. Ένα έργο του Jorge Ohnet, ένα μυθιστόρημα του Bourget, μια όπερα του Βέρντι, στίχοι του Ζοάο ντε Ντέους ή ένα ποίημα του Τομάς Ριμπέιρο αρκούν για να χορτάσουν τα ιδανικά τους. Μα τι λέω; Έστω κι αυτό είναι δείγμα ανώτερων ψυχών. Δεν χρειάζονται περιστροφές, τα υπόλοιπα άτομα –οι αληθινά φυσιολογικοί τύποι- απλώς ικανοποιούνται με τις φανταχτερές προστυχιές του πρώτου τυχόντα επιθεωρησιογράφου που δεν ξέρει ούτε γραμματική… Οι πολλοί, αγαπητέ μου…. Η πλειονότητα, οι ευτυχείς … Αλλά ποιος ξέρει αν τελικά αυτοί έχουν δίκιο… αν όλα τα υπόλοιπα είναι μπούρδες… Τελικά… τελικά…»Κι έπειτα ζηλεύει την ανεμελιά της κοπέλας που περνάει μέσα στην άμαξά της.

Η λατρεία της ομορφιάς της τέχνης βρίσκεται στον αντίποδα του Ρεαλισμού, της κοινωνικής διαμαρτυρίας και της κριτικής των υλικών όρων του πολιτισμού. Η ψυχή, το άτομο, οι ιδέες, η προσωπικότητα και η ολοκλήρωσή της βρίσκονται στο κέντρο. Τυπικός ήρωας είναι ο δανδής όπως τον πλάθει ο Ουάιλντ. Ο Σά-Καρνέιρο στην περιγραφή της ανωτερότητας και της μεγαλοφυΐας, όπως και στην αποθέωση της ηδονής και της ομορφιάς ως ύψιστη έκφραση τέχνης, δεν αφήνει να παρεισφρήσει ούτε η παραμικρή επιρροή της υλικής πραγματικότητας. Δεν μαθαίνουμε παρά μόνο ελάχιστα για την “υλική” ζωή των προσώπων, δεν υπάρχει ούτε η οικογένεια ούτε το χρήμα. Στην Απολογία του Λούσιο το χρήμα εμφανίζεται μόνο μια φορά, όταν ο θεατρικός επιχειρηματίας επιμένει στην “εμπορική” μορφή της τέχνης που ο Λούσιο την απορρίπτει μετά βδελυγμίας , παρά το υψηλό τίμημα. Επίσης η ηδονή είναι τέχνη, σύμφωνα με την Αμερικάνα του Σά-Καρνέιρο και “ένα νέο Ηδονισμό χρειάζεται ο αιώνας μας” σύμφωνα με τον δανδή λόρδο του Όσκαρ Ουάιλντ.

Οι πόθοι της ψυχής παίρνουν μυστηριώδεις δρόμους, αλλά και η εκδήλωση του πνεύματος και η πνευματική εξύψωση είναι επίσης μυστήριο, είναι παράδοξο. Η λογική, ο ρεαλισμός και ο ρομαντισμός απέτυχαν και στη θέση τους έρχεται η μαγεία, το φανταστικό και το μυστηριακό. Ο Λούσιο πλάθει με πολλαπλούς τρόπους αυτή τη μαγεία, με πάμπολλες επαναλήψεις του “παράδοξου” , του “παράξενου”, με γλωσσικά εργαλεία όπως η συναισθησία αλλά και μ' ένα παιχνίδι με καθρέφτες, προσφέροντας πολλαπλές αναγνώσεις. Η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι πολλαπλή. Ο Ρικάρντο πλάθει τη Μάρτα για να πετύχει την απόλυτη επαφή με το φίλο του, που μπορεί να είναι μόνο σαρκική. Αλλά μήπως και ο Ρικάρντο είναι επίσης πλάσμα της φαντασίας του Λούσιο, η άλλη όψη του εαυτού του; Τις ίδιες απόψεις που ο αφηγητής βάζει στην αρχή στο στόμα

Page 4: επιμετρο

του φίλου του, μετά τις επαναλαμβάνει για τον εαυτό του, με κυριότερη ότι δεν μπορεί να νιώσει αγάπη παρά μόνο έρωτα, ηδονή.Ποιον σκοτώνει τελικά ο αφηγητής; Μήπως απλά τον άλλον του εαυτό; Μήπως δεν βρίσκεται στη φυλακή αλλά σε ψυχιατρείο, όπως ίσως υπονοεί το “μαστίγωμα” με το παγωμένο νερό και τελικά η ιστορία που αφηγείται είναι η ιστορία που του ενέπνευσε κάποιος άλλος έγκλειστος, ο οποίος έζησε τη “κορυφαία στιγμή” της ζωής του; Αυτή είναι η επιτυχία του αφηγητή στην άσκηση των αισθήσεων και της τέχνης του λόγου. Η λογοτεχνία είναι η πραγματικότητά του, το έγκλημά του είναι η ζωή που δεν έζησε.

Δύο λόγια περί μετάφρασης: Τα μεταφραστικά ζητήματα που αναδεικνύει το έργο είναι πολλά. Θα σταθώ σε ορισμένα, με κυριότερο το ύφος της λογοτεχνικής σχολής με τις ιδιομορφίες του. Ο συμβολισμός είναι χαρακτηριστικό της και λόγου χάρη τα ονόματα «Λοουρέιρο» και «Λούσιο» κάθε άλλο παρά τυχαία φαίνονται. Ο δαφνοστεφής ποιητής Λοουρέιρο θυμίζει Λόουρο που σημαίνει «δάφνη» και ο Λούσιο θυμίζει το φως, τη διαύγεια, τη φωτιά, στοιχεία που τόσο συχνά επαναλαμβάνονται. Θυμίζει, αλλά μπορεί και όχι. Θεωρώ ότι θα ήταν αυθαιρεσία, στην προκειμένη περίπτωση, να επιλεγεί μια ή άλλη ερμηνευτική μετάφραση των ονομάτων.Οι διαφορές που προκύπτουν από το ύφος και τη χρονική απόσταση δεν είναι λίγες. Οι συναισθησίες ξενίζουν το σημερινό αναγνώστη, όπως «πορφυρός μυστικισμός» ή η «γαλάζια ηδονή». Το ίδιο και ορισμένες μεταφορές. Οι υπερβολικές επαναλήψεις συνωνύμων του παράδοξου, του φανταστικού, του μαγικού, του αλλόκοτου, επίσης δημιουργούν δισταγμούς στο μεταφραστή. Το ελλειπτικό ύφος (φαίνεται άλλωστε με τα πολλά αποσιωπητικά) επιφέρει επίσης αμφισημίες, εκτός από την ίδια την πολυσημία των όρων. Και τα δύο είναι επιλογές του συγγραφέα. Η επιλογή της απόδοσης ουσιαστικών εννοιών είναι ευθύνη του μεταφραστή με βάση την προσωπική του ανάγνωση, όπως στις περιπτώσεις των αισθημάτων, των αισθήσεων και των αφηρημένων εννοιών της ψυχολογίας. Κρίτων Ηλιόπουλος 9/2011