Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

201

description

 

Transcript of Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

Page 1: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)
Page 2: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ

Page 3: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

Ί'ζόζεφ Κόνραντ, Λόρδος 'Γζ,ιμ

Τίτλος πρωτοτύπου: Joseph Conrad, Lord Jίm, 1900

Μετάφραση: Δέσποινα Κερεβάντη, Γιάννης Βαλούρδος

Εξώφυλλο: Μαγιού Τρικεριώτη

ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ'ΓΥΠΙΑ

Page 4: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡ ΑΝΤ

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ

Μετάφραση

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΕΡΕΒΑΝΤΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΟΥΡΔΟΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

2006

Page 5: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)
Page 6: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

Ο τζόζεφ Κόνραντ γεννήθηκε στο Μπερνκστζέβ της Ουκρανίας και

πέθανε το 1924 στο Μπίσοπσμπουρν του Κεντ. Λογοτεχνικό ψευδώ­

νυμο του πολωνικής καταγωγής άγγλου συγγραφέα Τζόζεφ Τεοντόρ

Κόνραντ Νάλετς Κορζενιόφσκι (Jozef Teodor Konrad Nalen Korzeniowski). Ήταν γιος διανοουμένου, ο οποίος εξορίστηκε λόγω της συμμετοχής του στους αγώνες για την πολωνική ανεξαρτησία.

Από αυτόν ο Κόνραντ γνώρισε τη γαλλική και την αγγλική λογοτε­

χνία. Όταν ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, ο πατέ­

ρας του πέθανε και ο Κόνραντ εγκατέλειψε την Πολωνία και πήγε

στη Γαλλία. Ένα χρόνο αργότερα ξεκίνησε από το λιμάνι της Μασ­

σαλίας για το πρώτο από τα αναρίθμητα ταξίδια του. Έκτοτε, ταξι­

δεύοντας για είκοσι χρόνια μεταξύ Ευρώπης, Ασίας, Αμερικής και

Αφρικής, συσσώρευσε τις εμπειρίες που αποτέλεσαν κατόπιν το υλι­

κό -κυρίως αυτοβιογραφικό-των βιβλίων του . Το 1883 έγινε πλοίαρ­

χος του Βρετανικού Ναυτικού και τον επόμενο χρόνο απέκτησε την

αγγλική υπηκοότητα. Το 1889 άρχισε να γράφει στο κατάστρωμα ενός πλοίου στα αγγλικά το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Η τρέλα

του Αλμάιερ, το οποίο ολοκλήρωσε πέντε χρόνια αργότερα. Όταν

όμως το έργο δημοσιεύτηκε το 1895, αποκάλυψε ένα συγγραφέα ο οποίος είχε ήδη κατακτήσει τη δημιουργική του ωριμότητα και εκ­

φραζόταν με aριστοτεχνικό ύφος, και ιδιαίτερα σε μία γλώσσα που

δεν ήταν η μητρική του. Τον ίδιο χρόνο ο Κόνραντ εγκατέλειψε το

επάγγελμα του ναυτικού, για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη λογο­

τεχνία. Ακολούθησαν, πριν από την επιτυχία και την επίσημη ανα­

γνώρισή του, πολλά χρόνια φτώχειας, που δεν κατάφεραν όμως να

πλήξουν τη δημιουργικότητά του. Το 1896 εκδόθηκε Ο aπόβλητος των νησιών, το 1897 Ο νέγρος του Νάρκισσου και το 1900 οΛ6ρδος Τζ,ιμ .

Από την εποχή εκείνη και ύστερα το κυρίαρχο θέμα των βιβλίων του

Κόνραντ -η μοίρα των μοναχικών ανθρώπων που ζουν αποκομμένοι

από τους ομοίους τους- εμπλουτίστηκε με μια βαθύτε~Jη ψυχολογική

Page 7: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

6 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ανάλυση . Ενώ όμως ο θαυμασμός των συγχρόνων του γι' αυτόν μεγά­

λωνε -απόδειξη, μεταξύ άλλων, τα βιβλία που έγραψε συνεργαζόμε­

νος με τον Φορντ Μαξ Φορντ Οι κληρονόμοι (1901) και Romance (1903)- ο Κόνραντ συνέχιζε την επίμονη αναζήτησή του στην ψυχολο­

γία των ηρώων του και στο λογοτεχνικό ύφος. Έτσι, το 1903 εξέδωσε το aφήγημα Τυφώνας (που από πολλούς θεωρείται το aριστούργημά

του), το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστό χάρη στην επιμελημένη γαλλι­

κή μετάφραση του Αντρέ Ζιντ. Τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε τον

Λοστρόμο· έκτοτε, οι εξωτικές χώρες και η θάλασσα αποτελούσαν

σχεδόν το μόνιμο περιβάλλον των παθών που περιέγραφε. Με τα μυ­

θιστορήματα Μυστικός ΠQάκτοQας (1907) και Κάτω από τα μάτια της Δύσης (1911) το σκηνικό μεταφέρθηκε στην Ευρώπη, η μυθιστορημα­

τική πλοκή απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις, και το φόντο, μέσα στο

οποίο κινούνται οι μορφές των αδύναμων και αποτυχημένων ηρώων

του, πολιτικά χαρακτηριστικά . Ωστόσο, τα μακρινά θαλασσινά ταξί­

δια και οι άνθρωποι που χάθηκαν σε αυτά επανεμφανίστηκαν στη Νί­

κη (1915), στα αυτοβιογραφικά του έργα Η γραμμή του ίσκιου (1917), Το χρυσό βέλος (1919) και στη Λύτρωση (1920), ενώ ο Τυχοδιώκτης (1923) είναι ιστορικο-πολιτικής έμπνευσης.

Εκτός από τα πολυάριθμα μυθιστορήματα και αφηγήματα, ο Κόν­

ραντ έγραψε και αρκετά θεατρικά έργα, όπως Ο Μυστικός Πράκτο­

ρας (1923) και Μια μέρα ακόμη (1924) .

Page 8: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

Στον κύριο και την κυρία Γ. Φ.Γ. Χόουπ

μαζί με την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μου

για την πολύχρονη φιλία μας.

Είναι σίγουρο ότι οποιαδήποτε ατομική πεποίθηση

προσλαμβάνει διαμιάς ανυπολόγιστες διαστάσεις,

από τη στιγμή που θα βρεθεί ένα δεύτερο ανθρώπινο

πλάσμα να την ενστερνιστεί.

NOVALIS

Page 9: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Όταν πρωτοκυκλοφόρησε αυτό το μυθιστόρημα; δημιουργήθηκε

γενικά η εντύπωση ότι ήταν κάπως παρατραβηγμένο. Μερικοί

κριτικοί ισχυρίζονταν ότι ουσιαστικά άρχιζε σαν διήγημα κι έπει­

τα ξέφευγε απ' τον έλεγχο του συγγραφέα. Ένας δυο απ' αυτούς

μάλιστα, βάλθηκαν να ανακαλύψουν εσωτερικά στοιχεία που να

πιστοποιούν το γεγονός, πράγμα που, ως φαίνεται, τους διασκέ­

δαζε αρκετά. Έτσι, έφτασαν να μου υποδεικνύουν τους περιορι­

σμούς που ισχύουν για τον αφηγηματικό τρόπο γραφής. Ένα από

τα επιχειρήματά τους ήταν ότι είναι πρακτικά αδύνατον να διαρ­

κεί μια αφήγηση τόσο πολλή ώρα, κι οι άλλοι να κάθονται και ν'

ακούνε. Δεν είναι αρκετά πειστικό, έλεγαν.

Το θέμα αυτό με απασχόλησε ούτε λίγο ούτε πολύ σχεδόν δε­

κάξι χρόνια, και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι κάθε άλλο παρά

δίκιο έχουν. Τόσο στην τροπική όσο και στην εύκρατη ζώνη του

πλανήτη, υπάρχουν άνθρωποι που ξαγρυπνάνε τη μισή νύχτα, aνι­

στορώντας ο ένας στον άλλον «της Χαλιμάς τα παραμύθια». Στο

κάτω κάτω, εδώ πρόκειται μόνο για μία ιστορία, και υπάρχουν

διακοπές που προσφέρουν μια μικρή ανάπαυλα. Όσο αφορά την

υπομονή των ακροατών, θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ότι η

ιστορία είναι πράγματι ενδιαφέρουσα. Αυτό αποτελεί αναγκαία

προϋπόθεση . Αν δεν τη θεωρούσα ενδιαφέρουσα, δε θα καθό­

μουν ποτέ να τη γράψω. Εν σχέσει δε με τις ρεαλιστικές διαστά­

σεις του πράγματος, είναι γνωστό τοις πάσι ότι μερικές από τις

αγορεύσεις στη Βουλή διαρκούν σχεδόν έξι ώρες αντί των καθιε­

ρωμένων τριών ωρών· εν αντιθέσει προς αυτές, υποθέτω πως το

μέρος του βιβλίου που καταλαμβάνει η αφήγηση του Μάρλοου θα

μπορούσε να διαβαστεί δυνατά σε χρόνο μικρότερο των τριών

ωρών. Εξάλλου -σε συνδυασμό με την προσπάθειά μου να αφαι-

Page 10: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 9

ρεθεί οποιαδήποτε πλεονάζουσα λεπτομέρεια- γιατί να μη θεω­

ρΊΊσουμε πιθανό ότι κατά τη διάρκεια εκείνης της βραδιάς προ­

σφέρθηκαν τα απαραίτητα αναψυκτικά, κι ο aφηγητής μας ήπιε

κάτι ενδιαμέσως, ας πούμε ένα ποτηράκι μεταλλικό νερό, για να

μην του στεγνώσει το λαρύγγι.

λλλά τώρα, για να σοβαρευτούμε, η αλήθεια είναι ότι αρχικά

ξεκίνησα να γράψω ένα διηγηματάκι που θα περιλάμβανε μόνο το

επεισόδιο με το πλοίο των προσκυνητών1 και τίποτε παραπάνω.

Μια ιδέα που ευθυγραμμίζεται απολύτως με τα ειωθότα. Ωστόσο,

μετά τις πρώτες σελίδες, μου δημιουργήθηκε μια ακαθόριστη δυ­

σφορία, κι έτσι τις παράτησα σ' {να συρτάρι για αρκετό καιρό. Τις

ξαναέβγαλα μόνο όταν ο μακαρίτης ο Γουίλιαμ Μπλάκγουντ μού

πρότεινε να γράψω κάτι για το περιοδικό του .

Τότε διαπίστωσα ότι το επεισόδιο του πλοίου αποτελούσε ιδα­

νικό προοίμιο για μια ιστορία πολύ πιο ελεύθερη και πολύπλοκη,

ένα γεγονός που αποδίδει με έντονο χριδμα όλη την «αίσθηση της

ύπαρξης>> ενός απλσιJ κι ευαίσθητου χαρακτήρα. Μόνο που αυτές

οι αρχικές προθέσεις και πνευματικές αναζητήσεις ήταν αρκετά

συγκεχυμένες εκείνο τον καιρό, και δυστυχώς παραμένουν εξίσου

ασαφε ίς ακόμη και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια .

Οι λιγοστές εκείνες σελίδες που είχα βάλει στην μπάντα τότε,

δεν υστερούσαν σε βαρύτητα ως προς την επιλογή του θέματος.

Κάθισα όμως και τις ξανάγραψα με πλήρη επίγνωση πια ότι θα

αποτελούσαν μέρος ενός εκτεταμένου μυθιστορήματος, μολονότι

δεν μπορούσα φυσικά να προβλέψω ότι θα καταλάμβανε δεκα­

τρία τεύχη του περιοδικού .

Πολλές φορές με ρώτησαν αν ο Λόρδος τζιμ είναι το πιο αγα­

πημένο μου έργο . Επειδή όμως απεχθάνομαι ιδιαιτέρως τις δια­

κρίσεις αυτού του τύπου σε όλα τα επίπεδα : κοινωνικά, προσωπι­

κά, ακόμα και στη λεπτή σχέση του συγγραφέα με τα έργα του , δε

σκοπεύω να του χαρίσω την προτίμησή μου· είναι, ας πούμε, θέμα

αρχ1iς . Πάντως, οφείλω να ομολογήσω ότι η ξεχωριστή αγάπ11 που

1 Ο Κόνραντ βασίζει το βιβλίο του σ' ένα αληθινό περιστατικό που έλαβε χώρα

σrα 1880, όταν το Τtέντα. που μετέφεοε εννιακΩσιους μουσaυλμΠvι111ς προσκυνη ­τές απ' τη Σιγκαπούρη στην Τζέντα, εγκαταλείφθηκε από τους ευρωπαίους αξιω­

ματικούς του .

Page 11: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

10 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

δείχνουν για το βιβλίο αυτό μερικοί αναγνώστες, κάθε άλλο παρά

με δυσαρεστεί. Δεν προτίθεμαι να αναφωνήσω το γνωστό «Μα

δεν μπορώ να καταλάβω ... >> Ε, όχι! Αν και, σε μία περίπτωση, κά­

ποιο σχόλιο μού προκάλεσε κατάπληξη και αμηχανία.

Ένας φίλος που γύρισε από την Ιταλία είχε συναντήσει εκεί

μια κυρία που δεν της άρεσε το βιβλίο. Λυπηρό φαινόμενο βεβαί­

ως, αλλά εκείνο που με εξέπληξε, ήταν ο λόγος της απαρέσκειάς

της. «Νά, ξέρετε>> είπε , «είναι πολύ νοσηρό κατασκεύασμα>>.

Ο ως άνω ισχυρισμός παρείχε τροφή στην ανήσυχη φαντασία

μού επί μια ολόκληρη ώρα. Τελικώς, έβγαλα το συμπέρασμα ότι,

λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι το βιβλίο πραγματεύ­

εται ένα θέμα μάλλον ξένο προς τη γυναικεία φύση, η εν λόγω κυ­

ρία δε θα πρέπει να ήταν Ιταλίδα. Και διερωτώμαι ειλικρινά, μή ­

πως δεν ήταν καν Ευρωπαία; Διότι το ταμπεραμέντο των Λατίνων

επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα τιμής, και κάθε

άλλο παρά νοσηρότητα θεωρεί τη θλιβερή επίγνωση της ατίμω­

σης. Φυσικά, τέτοιου είδους ευθ ιξία δυνατόν να θεωρηθεί λανθα­

σμένη ή σωστή, ή να την απορρίψουμε ως επίπλαστη και υποκριτι­

κή· και εν εσχάτη αναλύσει, ο δικός μου τζιμ μπορεί κάλλιστα να

ξεφεύγει από τα κοινά μέτρα και σταθμά. Είμαι σε θέση να διαβε­

βαιώσω τους αναγνώστες ότι ο χαρακτήρας του Τζιμ δεν είναι

αποκύημα μιας διεστραμμένης φαντασίας. Ούτε και γέννημα της ομίχλης του Βορρά. Ένα ηλιόλουστο πρωινό τον είδα να περνά

από δίπλα μου, μέσα στη συνηθισμένη ατμόσφαιρα ενός λιμανιού

της Ανατολής - γοητευτικός - σημαίνων - φευγαλέος και μυστη­

ριώδης - μέσα σε απόλυτη σιωπή. Κι έτσι έπρεπε να είναι. Το δικό μου Ί'αθψων ήταν να βρω, παραnινημeνος από την ανθρώπινη συ­

μπάθεια που ένιωσα. τα λόγια για να ε~ιχνιάσω το νόημα τηι; ύπαρξ1Ίς του. '!Ι ταν ~~ως Εις Εξ ημώνη.'

z «ΙΟΟύ Αδαμ γεγσνεν ως εις ες ημων, του γιγνωσκειν καλον και πονηρόν>> μ ·έ·

νεσιc 3.22).

Page 12: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

1

Ήτανε γεροδεμένος, γύρω στο ένα κι ογδόντα -ίσως και κομμα­

τάκι πιο κοντός- κι όταν τον έβλεπες να προχωράει ολόισια κατα­

πάνω σου, με τους ώμους κυρτούς, το κεφάλι σκυμμένο μπροστά

και το βλέμμα διαπεραστικό, ελαφρά συνοφρυωμένο, σου θύμιζε

ταύρο που επιτίθεται. Η φωνή του δυνατή και βαθιά· στο φέρσιμό

του μια πεισματάρικη αδιαλλαξία που, ωστόσο, δεν είχε τίποτα το

επιθετικό, αλλά έμοιαζε να ξεπηδάει από μέσα του αυθόρμητα,

γιατί στρεφόταν πρώτα απ' όλα ενάντια στον ίδ ιο του τον εαυτό κι

ύστερα σ' οποιονδήποτε άλλον. Στην εμφάνιση περιποιημένος

άψογα, ντυμένος στα κάτασπρα απ' την κορφή ώς τα νύχια· στα

διάφορα λιμάνια της Ανατολής όπου έβγαζε το ψωμί του σαν

aτζέντης κάποιου προμηθευτή πλοίων, ήταν πολύ αγαπητός.

Η φύση της δουλειάς ενός τέτοιου ατζέντη δεν τον υποχρεώνει

να περάσει από κανενός είδους εξετάσεις. Θεωρείται όμως προ­

σόν απαραίτητο να είναι άνθρωπος «Καπάτσος» -γενικώς κι αορί­

στως- και να το αποδεικνύει εμπράκτως. Πιο συγκεκριμένα, η

δουλειά του συνίσταται στο να προσπαθεί να ξεπεράσει πάση θυ­

σία, χρησιμοποιώντας μια βάρκα με πανιά, ατμό ή κουπιά, τους

άλλους aτζέντηδες, για να φτάσει πρώτος στο κάθε καράβι που

ετοιμάζεται ν' αραξοβολήσει . Στη συνέχεια καλωσορίζει τον κα­

πετάνιο εγκάρδια και του πασάρει ένα μπιλιετάκι -την κάρτα του προμηθευτή- μόλις δε εκείνος πατήσει πόδι στη στεριά, τον οδη­

γεί έντεχνα και σταθερά, πλην μετά πάσης διακριτικότητος, σ' ένα

μαγαζ( που μοιάζε ι με αχανή σπηλιά, γεμάτο φαγώσιμα, πιοτά κι

όλα τα χρειαζούμενα των καραβιών · εκεί βρίσκει κανείς όλα όσα

μπορούν να κάνουν ένα σκαρί καλοτάξιδο κι όμορφο, αnό ασορ­

τιμέντα μικρούτσικα άγκιστρα ώς και τεράστια βιβλία με επίχρυ­

σα φύλλα για τη φιγούρα της πλώρης. Ο καπετάνιος γίνεται δε­

κτός με αδερφική συγκίνηση από έναν έμπορα, που δεν τον έχει

Page 13: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

12 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Τον περιμένει ένα δροσερό καθιστικό,

αναπαυτικές πολυθρόνες, πιοτά, τσιγάρα, γραφική ύλη, αντίγρα­

φα των κανονισμών του λιμανιού, κι ένα καλωσόρισμα αρκετά

θερμό για να λιώσει πάραυτα την άρμη που μαζεύτηκε στην καρ­

διά του ναυτικού ύστερα από τρεις μήνες στη θάλασσα. Η σχέση

που αρχίζει μ' αυτό τον τρόπο, διατηρείται ολοζώντανη όσο το

πλοίο παραμένει στο λιμάνι, χάρη στις καθημερινές επισκέψεις

του ατζέντη, που -προικισμένος με ιώβεια υπομον1Ί, με την ανιδιο­

τελή αφοσίωση μιας γυναίκας και το κέφι ενός ευχάριστου μακα­

ντάση- παραστέκει στον καπετάνιο πιστός σαν φίλος και στοργι­

κός σαν γιος. Οσάκις τώρα ένας «ικανός>> aτζέντης -με τη γενική

πάλι έννοια του όρου- έχει συνάμα και το πλεονέκτημα να 'ναι

θαλασσοθρεμμένος, τότε τα αφεντικά του τον έχουν στα όπα όπα

και δεν τσιγκουνεύονται καθόλου την πληρωμή. Ο Τζιμ έπαιρνε

πάντα καλά λεφτά, κι όσο για τα καλοπιάσματα που του κάνανε,

θα 'ταν ικανά να εξαγοράσουν ακόμα και την αφοσίωση του δια­

βόλου. Ωστόσο εκείνος, με πρωτοφανή αχαριστία, παρατούσε κά­

θε τόσο τη δουλειά του κι έφευγε. Οι εξηγήσεις που έδινε στ' αφε ­

ντικά του κρίνονταν ελάχιστα ικανοποιητικές. «Π' ανάθεμά σε,

ηλίθιε» καταριόντουσαν εκείνοι αμέσως μόλις τους γύρναγε την

πλάτη. Αυτό 11ταν το μοναδικό σχόλιό τους για τη σπάνια ευαισθη­

σία που τον διέκρινε.

Για τους λευκούς που δούλευαν στα λιμάνια και για τους καπε­

ταναίους ήταν απλώς ο τζιμ -τίποτε παραπάνω. Είχε φυσικά κι άλ­

λο όνομα, αλλά πάντα φοβόταν μη μαθευτεί. Εκείνο που ήθελε να

κρατήσει στην αφάνεια, το διάτρητο σαν κόσκινο ινκόγνιτό του,

δεν ήταν μια προσωπικότητα αλλά ένα γεγονός. Μόλις αυτό το γε­

γονός έβγαινε στην επιφάνεια, εκείνος έφευγε απ' το λιμάνι που

τύχαινε να βρίσκεται εκείνο τον καιρό και πήγαινε σε άλλο -ολοέ­

να και πιο βαθιά στην Ανατολή. Ζούσε πάντα στα λιμάνια επειδή

ήταν ναυτικός εξόριστος απ' τη θάλασσα, κι επειδή το μόνο που

διέθετε, ήταν αυτή η «ικανότητα» -γενικώς κι αορίστως- που δε

χρησιμεύει σε καμιά άλλη δουλειά πέρα απ' αυτήν του ατζέντη των

λιμανιών. Το μυστικό του τον καταδίωκε τυχαία, όσο και αδυσώπη­

τα, αναγκάζοντάς τον σε τακτική υποχώρηση προς τις χώρες του

Ανατέλλοντος Ηλίου. Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου έγινε αρκε­

τά γνωστός στη Βομβάη, στην Καλκούτα, στο Ρανγκούν, στο Πε-

Page 14: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 13

νάνγκ, στην Μπατάβια -και σ' όλους εκείνους τους σταθμούς τον

ήξεραν απλώς σαν «Ί'ζιμ ο aτζέντης». Αργότερα, όταν η επώδυνη

ευαισθησία του για τα πράγματα που θεωρούσε «aνυπόφορα» τον

οδήγησε για πάντα μακριά απ' τα λιμάνια και τους λευκούς, μέσα

στα παρθένα δάση, οι Μαλαίοι κάτοικοι του χωριού της ζούγκλας

που διάλεξε για ν' αποκρύψει τη θλιβερή αυτή αρετή του χαρακτή­

ρα του, πρόσΘεσαν ακόμη μια λέξη στο μονοσύλλαβο ινκόγνιτο και

τον αποκαλούσαν Τουάν3 Τζιμ: σαν να λέμε Λόρδο τζιμ.

Η σκούφια του βαστούσε από ένα πρεσβυτέριο. Πολλοί αξιωμα­

τικοί του περήφανου Εμπορικού Ναυτικού μας έλκουν την κατα­

γωγή τους από παρόμοια ευσεβή και ειρηνικά ενδιαιη1ματα. Ο πα­

τέρας του κάτεχε εκείνη την aπαρασάλευτη γνώση του Αγνώστου,

που προορίζεται να κρατάει στο δρόμο του Θεού τα ανθρωπάκια

που ζουν στις χαμοκέλες, χωρίς να διαταράσσει τους ειρηνικούς

διαλογισμούς εκείνων που μια αλάθητη Θεία Πρόνοια έταξε να

περνούν τη ζωή τους σε επαύλεις. Το μικρό εκκλησάκι πάνω στο

λόφο είχε κάτι απ' την γκριζάδα των χορταριασμένων βράχων που

ξεχωρίζουν μέσα απ' τις μπλεγμένες φυλλωσιές. Στέκει εκεί αιώ­

νες τώρα, κι αν πεις για τα δέντρα που το τριγυρίζουν, είναι τόσο

παλιά κι ετούτα, που μπορεί να θυμούνται ακόμα και πότε μπήκε η

πρώτη πέτρα στα θεμέλιά του. Από κάτω, η πρόσοψη του πρεσβυ­

τέριου λαμπύριζε με μια ζεστ1Ί κόκκινη απόχρωση ανάμεσα στις

πελούζες, στα παρτέρια των λουλουδιών και τα έλατα, ενώ από την

πίσω μεριά υπήρχε ένα περιβόλι· στ' αριστερά, η πλακοστρωμένη

αυλή του στάβλου, και το γερτό τζάμι του θερμοκηπίου στηριγμένο

σ' έναν τοίχο από τούβλα. Επί γενιές ολόκληρες ώς τα τώρα, κανέ­

να απ' τα ζωντανά τουλάχιστον μέλη της οικογένειας δεν είχε απο­

σπαστεί μακριά απ' τους κόλπους της αλλά ο τζιμ είχε ακόμα τέσ­

σερις αδερφούς, κι έτσι, όταν μετά από μια περίοδο ενθουσιώδους

περιδιάβασης στο χώρο της ελαφράς λογοτεχνίας εκδηλώθηκε η

κλίση του για τη θάλασσα, τον έστειλαν ευθύς σ' ένα εκπαιδευτικό

πλοίο για αξιωματικούς του Εμπορικού Ναυτικού.

Εκεί έμαθε λίγη τριγωνομετρία και πώς να σταυρώνει τις aντέ­

νες του παπαφίγκου. Ήταν γενικά συμπαθής . Στο πιλοτάρισμα εί-

3 Λόρδος; συνήθης ευγενική προσφώνηση των ανωτέρων στη Μαλαισία.

Page 15: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

14 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

χε το τρίτο πρόσταγμα, κι έκανε το λεμβίτη στη σκαμπαβία. Με το

γερό του μυαλουδάκι και την εξαίρετη φυσική κατασκευή του τα

κατάφερνε να δείχνει πάνω στ' άλμπουρα επιδεξιότητα θαυμα­

στή. Κρατούσε βάρδια στην κόφα του τουρκέτου. Συχνά, με την

περιφρόνηση ενός ανθρώπου που η μοίρα τον προορίζει για περι­

πέτειες και λαμπρά μεγαλεία, χαμήλωνε το βλέμμα του προς τις

ειρηνικές στέγες δεξιά κι αριστερά απ' το καφετί ρεύμα του ποτα­

μού· στις παρυφές της πεδιάδας που απλωνόταν γύρω γύρω, υψώ­

νονταν διάσπαρτες κάτω απ' τον γκριζωπό ουρανό οι ολόισιες κα­

μινάδες των εργοστασίων, λεπτές σαν μολυβδοκόντυλα, ξερνώ­

ντας καπνούς σαν ηφαίστεια. Έβλεπε τα μεγάλα καράβια να πη­

γαινοέρχονται ακατάπαυστα, τις μικρές βάρκες να πλέουν στο βά­

θος κάτω απ' τα πόδια του. Διέκρινε πέρα μακριά τις νεφελώδε ις

υποσχέσεις της θάλασσας και την ελπίδα μιας συναρπαστικής ζω­

ής στον κόσμο της περιπέτειας .

Στον κουραδόρο, μέσα στη χάβρα των φωνών που έβγαιναν

από καμιά διακοσαριά στόματα, aποξεχνιόταν και ζούσε προκα­

ταβολικά με τη φαντασία του τη θαλασσινή ζωή της ελαφράς λο­

γοτεχνίας. Έβλεπε τον εαυτό του να σώζει ανθρώπινες ζωές από

πλοία που βούλιαζαν, να κόβει κατάρτια σε θύελλες, να κολυμπά­

ει aρπαγμένος από ένα παλαμάρι στον αφρό των κυμάτων ή να

πηγαινοέρχεται σε μια κατάγυμνη ξέρα, μοναχικός ναυαγός, ξι­

πόλητος και μισόγυμνος, ψάχνοντας να βρει τίποτε θαλασσινά για

να μην πεθάνει από την πείνα . Πολεμούσε τους άγριους σε τροπι­

κά ακρογιάλια, κατέπvιγε aνταρσίες καταμεσής στα πέλαγα, και

μέσα σε μια μικρή βάρκα στον ωκεανό ψύχωνε τους aπελπισμέ­

νους συντρόφους του -πάντα πρότυπο aφοσίωσης στο καθήκον,

ακλόνητος σαν ήρωας σε μυθιστόρημα .

«Κάτι τρέχει. Όλοι απάνω ! »

Ο Τζιμ αναπήδησε. Οι δόκιμοι σκαρφάλωναν βιαστικοί τις

σκάλες. Από πάνω ακούγονταν τρεχαλητά και δυνατές φωνές, κι

όταν βγήκε απ' την καταπακτή, απόμεινε ακίνητος -σαν να τα 'χε

χαμένα.

Ήτανε τ' aπόβραδο μιας χειμωνιάτικης μέρας . Η θύελλα δυνα­

μωμένη μετά το μεσημέρι, είχε κόψει την κυκλοψορία στο ποτάι-ιι,

και τώρα λυσσομανούσε ένας τυφώνας όλο αιφνίδια ξεσπάσματα,

που ακούγονταν σαν ομοβροντίες μεγάλων κανονιών καταμεσής

Page 16: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 15

σε ωκεανό. Η βροχή έπεφτε λοξά σαν πέπλος πυκνός που κάπου

κάπου τρεμόπαιζε κι υποχωρούσε, και τότε ο τζιμ έριχνε γρήγο­

ρες τρομαγμένες ματιές στον αναβρασμό των κυμάτων, στα μικρά

σκάφη που τριγύριζαν και χοροπηδούσαν πλάι στην όχθη, τα ακί­

νητα κτίρια και την ομίχλη που τα τύλιγε γοργά, τ' αραξοβολημένα

ρυμούλκα να σκαμπανεβαίνουν βαριά, τις τεράστιες ξύλινες aπο­

βάθρες να χάνονται στον αφρό των κυμάτων. Το επόμενο μπουρί­

νι, ακόμη πιο δυνατό, θαρρείς και τα παράσυρε όλ' αυτά πέρα, μα­

κριά. Ο αέρας βαρύς από τις σταγόνες του νερού. Ένιωθε πως

υπήρχε μια οργισμένη σκοπιμότητα σ' αυτή τη μάνητα της θύελ­

λας, μια άγρια επιβουλή στο σκλήρισμα του ανέμου, στον απάν­

θρωπο σάλαγο γης και ουρανού που έμοιαζε να ζητάει τον αφανι­

σμό του και του έκοβε την ανάσα απ' τον τρόμο . Δεν μπορούσε να

κάνει την παραμικρή κίνηση, σαν να βρισκόταν στο έλεος μιας

ρουφήχτρας που τον στριφογυρνούσε σαν παιχνιδάκι. Ένιωσε να τον σπρώχνουν. «Στη σκαμπαβία!» Μερικοί δόκι­

μοι περνούσαν βιαστικοί από δίπλα του. Ένα ακτοπλο"ίκό που

προσπαθούσε να βρει aπάγκιο στο λιμάνι, είχε πέσει πάνω σε μια

aραγμένη σκούνα, κι ένας απ' τους εκπαιδευτές του πλοίου πήρε

είδηση το ατύχημα. Κάμποσοι νεαροί σκαρφάλωσαν στη λαγκέτα

και στριμώχτηκαν γύρω απ' τους μακαράδες. «Σύγκρουση, ίσα

μπροστά μας. Την είδε ο κύριος Σάιμον». Μια σκουντιά τον έκανε

να πέσει παραπατώντας πάνω στη μετζάνα και να πιαστεί από ένα

σκοινί για να κρατηθεί όρθιος. Το παλιό εκπαιδευτικό πλοίο, δε­

μένο στο μουράγιο ταρακουνιόταν απ' άκρη σ' άκρη, γέρνοντας

απαλά την πρώρα του στον άνεμο, ενώ τα λιγοστά ξάρτια του

μουρμούριζαν με βαθιά μπάσα φωνή το ξεπνο·ίσμένο θαλασσινό

τραγούδι της χαμένης του νιότης. Είδε να μανουβράρουν τη βάρ­

κα, να τη ρίχνουν σβέλτα κάτω απ' την κουπαστή κι έτρεξε γρήγο­

ρα προς τα κει. Άκουσε έναν παφλασμό. «Αλάργα, μολάρετε το

παλάγκο!» Έσκυψε πάνω απ' τη λαγκέτα. Μέσα στο σούρουπο

που έπεφτε, φαινόταν η βάρκα, που το μάγεμα των κυμάτων και

του ανέμου την κράτησε για μια στιγμή ακίνητη κι ύστερα την τί­

ναξε πέρα δώθε στην μπάντα του καραβιού. Μια στριγκή φωνή

έφτασε αμυδρά ώς τ' αυτιά του: «Με τέμπο, μυξιάρικα. Αν θέλετε

να γλιτώσετε κανέναν, με τέμπο!» Και ξαφνικά, η βάρκα τίναξε την πλώρη της ψηλά, και καβαλώντας ένα κύμα με σηκωμένα κου-

Page 17: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

16 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

πιά, λευτερώθηκε απ' τα μάγια του ανέμου και των κυμάτων που

την κρατούσαν δεμένη.

Ο Ίζιμ ένιωσε να τον αδράχνει κάποιος σφιχτά απ' τον ώμο.

«Πολύ αργά, αγόρι μου». Ο καπετάνιος συγκράτησε με το χέρι του

τον νεαρό που ετοιμαζόταν να σαλτάρει απ' την κουβέρτα· στα μά­

τια του Τζιμ καθρεφτίστηκε ο πόνος απ' τη γεύση της ήττας. Ο κα­

πετάνιος τού χαμογέλασε με συμπάθεια. «Άντε, και την άλλη φορά

μπορεί να σταθείς πιο τυχερός. Πρέπει να 'σαι πιο σβέλτος».

Η βάρκα έγινε δεκτή με χαρούμενες ζητωκραυγές . Γύρισε στο

καράβι χορεύοντας, μισόγεμη νερά, και με δυο aποκαμωμένους

άντρες να παραδέρνουνε στον πάτο της. Η χλαλο1Ί και η μάνητα

του ανέμου και της θάλασσας φαίνονταν τώρα στα μάτια του Τζιμ

άξια κάθε περιφρόνησης, κι ένιωσε μέσα του να δυναμώνει η λύ­

πη για το φόβο που δοκίμασε μπροστά στην κούφια ξιπασιά τους.

Τώρα 11ξερε τι να σκεφτεί για όλ' αυτά. Του φαινόταν σαν να μην

τον άγγιζε καθόλου η θύελλα. Μπορούσε να τα βγάλει πέρα με

πιο μεγάλους κινδύνους. Ναι, μπορούσε -καλύτερα από κάθε άλ­

λον. Ούτε η παραμίκρή υποψία φόβου δεν είχε απομείνε ι μέσα του. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ έμεινε παράμερα απ' τους άλλους.

Ο γαντζιέρης της βάρκας -ένα αγόρι με κοριτσίστικο πρόσωπο

και μεγάλα γκρίζα μάτια- είχε γίνει ο ήρωας του κουραδόρου.

Τον πολιορκούσαν μ' ένα σωρό aνυπόμονες ερωτήσεις. Κι εκεί­

νος εξιστορούσε: «Τότε βλέπω ένα κεφάλι να μπαινοβγαίνει στο

νερό, ρίχνω κι εγώ το γάντζο μου ... Πιάνεται στο παντελόνι του,

και λίγο έλειψε να βρεθώ στη θάλασσα μαζί του, αλλά ο μπαρμπα­

Σάιμον παρατάει το δοιάκι και μ' αρπάζει απ' τα ποδάρια -στο με­

ταξύ η βάρκα κόντευε να μπατάρει απ' τα νερά. Α, ο μπαρμπα­

Σάιμον είναι πολύ ξηγημένος. Μην κοιτάτε που 'ναι όλο φωνές

και γκρίνια . Όλη την ώρα που βάσταγε το πόδι μου, με βλαστήμα­

γε, αλλά αυτό το 'κανε μόνο για να μη μου φύγει ο γάντζος μέσα

απ' τα χέρια. Είναι πολύ τσαντίλας ο γερο-Σάιμον, ε; Όχι, όχι ο

πιτσιρικάς ο ξανθός -ο άλλος, ο μεγάλος με τα μούσια. Να δείτε

πώς έκανε όταν τον σύραμε στη βάρκα. "Ωχ, το πόδι μου, το ποδα­

ράκι μου!" βογκούσε, και τα μάτια του γυρίσανε ανάποδα. Φαντα­

στείτε, κοτζάμ παλικάρι λιγοθύμησε σαν γυναικούλα. Όχι πείτε

μου, θα λιγοθυμούσατε σεις απ' το τσιμπηματάκι ενός γάντζου;

-Εγώ πάντως, όχι. Νά, τόσο δα μπήχτηκε στο ποδάρι του». Κι

Page 18: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 17

έδειξε το γάντζο που τον είχε φέρει κάτω επιτούτου, πράγμα που

προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. «Όχι, όχι, ρε βλάκα! Το παντελόνι

του τον κράτησε, όχι το πετσί του . Έχασε βέβαια πολύ αίμα».

Ο τζιμ όλ' αυτά τα θεωρούσε μια αξιοθρήνητη επίδειξη ματαιο­

δοξίας. Η θύελλα είχε υποθάλψει έναν ηρωισμό το ίδιο κίβδηλο με

τον δικό του υποτιθέμενο φόβο. Ένιωθε οργή για το απάνθρωπο

αντάριασμα της γης και τ' ουρανού που τον έπιασε στον ύπνο, και

δεν τον άφησε, άδικα των αδίκων, να δείξει πόσο έτοιμος ήταν να

παίξει τη ζωή του κορόνα γράμματα. Απ' την άλλη, μιας κι επρόκει­

το για ένα κατόρθωμα εντελώς ανάξιο λόγου, ήταν μάλλον ευχαρι­

στημένος που δεν είχε κατέβει στη βάρκα. Η εμπειρία του είχε

εμπλουτιστεί περισσότερο από εκείνων που είχαν κάνει τη δου­

λειά. Όταν όλοι θα δείλιαζαν, τότε -ήταν σίγουρος- μονάχα αυτός θα 'ξερε πώς να τα βγάλει πέρα με την κούφια μάνητα του ανέμου

και των κυμάτων. Ήξερε τώρα τι να σκεφτεί γι' αυτά. Αν έβλεπες

το πράγμα ψύχραιμα, θα σου φαινόταν άξιο κάθε περιφρόνησης.

Δεν ένιωθε πια καμιά ταραχή μέσα του, και η τελική επίδραση που

είχε πάνω του αυτό το συγκλονιστικό γεγονός ήταν ότι, εκεί που

έστεκε aπαρατήρητος και μακριά απ' το θορυβώδες πλ1Ίθος των

νεαρών, ανανέωσε τον ενθουσιασμό και την απληστία της καρδιάς

του για περιπέτεια, μαζί με την αίσθηση πως ό,τι και να του τύχαινε

από δω και μπρος, θα επιδείκνυε ένα σπάνιο θάρρος.

Page 19: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

2

Ύ σrερα από δυο χρόνια εκπαίδευση μπαρκάρισε, και προς μεγάλη

του έκπληξη ανακάλυψε ότι αυτός ο κόσμος, που ήταν τόσο οικείος

στη φαντασία του, δεν είχε να του προσφέρει καμιά περιπέτεια.

Έκανε πολλά ταξίδια. Γνώρισε τη μαγική μονοτονία της ζωής ανά­

μεσα σ' ουρανό και θάλασσα· έμαθε να ανέχεται τα σχόλια των άλ­

λων, τις υπέρμετρες απαιτήσεις της θάλασσας και την ανούσια, άτεγ­

κτη ρουτίνα των καθημερινών ενασχολήσεων, που μπορεί μεν να

σου παρέχουν τον άρτο τον επιούσιο, αλλά δε σε aνταμείβουν πραγ­

ματικά για τα κόπια σου, παρά μονάχα όταν τρέφεις απόλυτη αφο­

σίωση κι αγάπη για τη δουλειά σου. Ο ίδιος μάταια αναζητούσε μια

τέτοιου είδους ανταμοιβή . Αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω, γιατί

δεν υπάρχει πράγμα στον κόσμο πιο μαυλιστικό όσο και πικρό, που

να σε κάνει σκλάβο του πιο πολύ, απ' τη ζωή σrη θάλασσα. Εξάλλου,

οι προοπτικές διαγράφονταν καθ' όλα ευοίωνες. Ήταν αξιοπρεπέ­

σrατος, συνεπής, υπάκουος, με πλήρη επίγνωση των υποχρεώσεών

του, και πολύ γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας του, έγινε υπο­

πλοίαρχος σ' ένα θαυμάσιο καράβι χωρίς, είν' αλήθεια, να έχει δοκι­

μαστεί ακόμη από κείνα τα περιστατιΚά της θάλασσας που αποκα­

λύπτουν την εσωτερική αξία ενός ανθρώπου, τη σφραγίδα του χαρα­

κτήρα του, τη γνήσια σrόφα του· που φανερώνουν την ποιότητα της

αντοχής του και την απόκρυφη αλήθεια των πράξεων κι επιδιώξεών

του, όχι μόνο σrους άλλους, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό.

Μόνο μια φορά ακόμα όλον αυτό τον καιρό γεύτηκε φευγαλέα την

πικρόχολη οργή της θάλασσας, που δε χωρατεύει. Αυτή η αλήθεια δε

φανερώνεται τόσο συχνά όσο πιστεύουν ορισμένοι. Ο κίνδυνος στις

περιπέτειες και τις καταιγίδες παίρνει πολλές αποχρώσεις, αλλά μο­

νάχα σποραδικά ξΕπροβάλλΕι απροκάλυπτη στην πρώτη γραμμή μια

μοχθηρή βίαιη επιβουλή -ένα απροσδιόριστο κάτι, που υποβάλλει

στο μυαλό και την καρδιά του ανθρώπου τη σκέψη ότι αυτές οι σuγκυ-

Page 20: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 19

ρίες, αυτή η μάνητα των στοιχείων της φύσης εξαπολύεται καταπάνω

του με κακία, δύναμη ανεξέλεγκτη και μια aπανθρωπιά τόσο αχαλί­

νωτη, που απειλεί να ξεριζώσει διά παντός από μέσα του τις ελπίδες

και τους φόβους, την κούραση και τη λαχτάρα του για ανάπαυση· που

αποζητάει να συντρίψει, να καταστρέψει, να εκμηδενίσει όλα όσα εί­

δε, γνώρισε κι αγάπησε, όλα όσα είναι γι' αυτόν ανεκτίμητα κι ανα­

γκαία -το φως του ήλιου, τις αναμνήσεις του, το μέλλον· που θέλει να

σαρώσει απ' τα μάτια του όλους τους θησαυρούς του κόσμου μπρο­

στά στο αμετάκλητο και τρομερό γεγονός του θανάτου.

Στην αρχή μιας βδομάδας, για την οποία ο σκοτσέζος καπετάνιος

έλεγε κατόπιν «Αδέρφι, θάμα σωστό πώς βάστηξε το σκαρί!», ο τζιμ

τραυματίστηκε από ένα κατάρτι που έπεσε πάνω του, και πέρασε

πολλές μέρες ξαπλωτός, παραζαλισμένος, σε κακό χάλι και μαύρη

απελπισία, μια κόλαση δίχως αναπαμό, στα βάθη της αβύσσου.

Αδιαφορούσε εντελώς για την κατάληξη του πράγματος, και στις

στιγμές της διαύγειάς του εκτιμούσε το στωικισμό του υπέρ το δέον.

Ο κίνδυνος, όταν δεν είναι άμεσα ορατός, έχει κάτι απ' την ατέλεια

και την αοριστία της ανθρώπινης σκέψης. Η σκιά του φόβου ξεφτί­

ζει· και η φαντασία, αυτός ο εχθρός του ανθρώπου που γεννά όλων

των ειδών τους τρόμους, aποδυναμωμένη, βουλιάζει κι aποκοιμιέται

στα βάθη μιας συγκίνησης που ξεθύμανε πια. Ο τζιμ δεν έβλεπε τί­

ποτ' άλλο, πέρα απ' την ακαταστασία της καμπίνας του που σκαμπα­

νέβαινε στα κύματα. Έγερνε εκεί κατατσακισμένος μέσα σε μια μι­

κρή έρημο, κι ένιωθε κρυφή αγαλλίαση που δεν ήταν αναγκασμένος

να ανέβει στο κατάστρωμα. Από καιρό σε καιρό όμως, κυριαρχούσε

πάνω του ένα ανεξέλεγκτο αίσθημα αγωνίας, που του έκοβε την

ανάσα και τον έκανε να σπαρταράει κάτω απ' τις κουβέρτες ύστε­

ρα, αυτή η άνευ όρων παράδοση του εαυτού του στην τυφλή αγωνία

τέτοιων αισθημάτων τον έκανε να νιώθει στερημένος από ανθρω­

πιά, και τον γέμιζε aνήμπορη λαχτάρα να ξεφύγει απ' αυτή την κα­

τάσταση πάση θυσία. Στη συνέχεια ο καιρός καλοσύνεψε, κι όλες

εκείνες οι σκέψεις έσβησαν τελείως απ' το μυαλό του .

Ωστόσο το πόδι του κούτσαινε άσκημα ακόμη, κι όταν το καράβι

έφτασε σ' ένα λιμάνι της Ανατολής: αναγκάστηκε να πάει στο νοσο-

4 Είναι η Σιγκαπούρη, όπου ο Κόνραντ ανάρρωσε μετά τον τραυματισμό του στο

Χάιλαντ Φόρεστ.

Page 21: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

20 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

κομείο. Η ανάρρωσή του αργούσε και το καράβι έφυγε χωρίς αυτόν.

Στο θάλαμο των λευκών νοσηλεύονταν μόνο άλλοι δύο άρρω­

στοι: ο ταμίας μιας κανονιέρας, που κουτρουβαλιάστηκε από μια

καταπακτή κι έσπασε το ποδάρι του, κι άλλος ένας, κάτι σαν εργο­

λάβος σιδηροδρόμων από μια γειτονική περιοχή, που είχε προσ­

βληθεί από μια μυστηριώδη τροπική ασθένεια, αποκαλούσε το για­

τρό γάιδαρο, και παραδινόταν σε ηδονικά όργια, χάρη στα ειδικά

καταπότια που του 'φερνε λαθραία ο ακαταπόνητος κι αφοσιωμέ­

νος Ταμίλ5 υπηρέτης του. Μερικές φορές μίλαγαν για τη ζωή τους ή

έπαιζαν για λίγη ώρα χαρτιά, κι άλλοτε πάλι έμεναν ξαπλαρισμέ­

νοι απ' το πρωί ώς το βράδυ με τις πιτζάμες στις αναπαυτικές πολυ­

θρόνες, και χασμουριόντουσαν τεμπέλικα δίχως να βγάζουν μιλιά

απ' το στόμα τους. Το νοσοκομείο ήταν χτισμένο πάνω σ' ένα λόφο

κι απ' τα ορθάνοιχτα παράθυρά του έμπαινε πάντα ένα δροσερό

αεράκι, κουβαλώντας στο γυμνό δωμάτιο την απαλότητα του ουρα­

νού, την τρυφεράδα της γης, τη σαγηνευτική αύρα των νερών της

Ανατολής. Έφερνε αρώματα, υποσχέσεις μιας αιώνιας γαλήνης,

δώριζε όνειρα που δεν έχουν τελειωμό . Κάθε μέρα, ο τζιμ στεκό­

ταν μπροστά στο παράθυρο και αγνάντευε πάνω απ' τις συστάδες

των κήπων, πέρα απ' τις στέγες της πολιτείας και τα φουντωτά φοι­

νικόδεντρα της παραλίας, κατά το aραξοβόλι που είναι το πέρα­

σμα για την Ανατολή -ένα aραξοβόλι διάστικτο από δαντελένια

νησάκια, φωταγωγημένο απ' τον ήλιο γιορταστικά, τα καράβια στα

νερά του σαν κουκλίστικα παιχνίδια, το φανταχτερό σούρτα φέρτα

του παρόμοιο με φαντασμαγορικό ξεφάντωμα, με την ακατάλυτη

αταραξία του ουρανού της Ανατολής, και το μειδίαμα του απάνε­

μου πελάγου της που απλώνεται ώς πέρα στον ορίζοντα.

Αμέσως μόλις μπόρεσε να περπατήσει χωρίς δεκανίκι, κατέβη­

κε στην πόλη μήπως και πετύχει καμιά ευκαιρία για να γυρίσει

στην πατρίδα. Δε βρήκε όμως τίποτα με την πρώτη, κι όσο καιρό

περίμενε, συναναστρεφόταν, όπως είναι φυσικό, με θαλασσινούς

απ' το σινάφι του που τριγύριζαν κι αυτοί στο λιμάνι. Ήταν δυο λο­

γιών. Μερικοί από δαύτους, ελάχιστοι, έσκαγαν μύτη πολύ σπάνια

και ζούσαν μια ζω1Ί μυστηριώδη, έχοντας κρατήσει μέσα τους, σαν

γνήσιοι κουρσάροι, μια ακατάβλητη ενέργεια που έκανε τα μάτια

5 ΜFλrψψnί Υιlτnι1ωι τηι; Ν. Ινδίας Χαι της Κ~ϋλάνης, άλλως Δραβίδc~ .

Page 22: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 21

τους να φαντάζουν ονειροπόλα. Έμοιαζαν να ζούνε σ' έναν παρα­

νο·ίκό λαβύρινθο από σχέδια, ελπίδες, κινδύνους, εγχειρήματα, μα­

κριά απ' τον πολιτισμό, στις σκοτεινές γωνιές της θάλασσας κι ο

θάνατος τους φαινόταν να είναι το μόνο γεγονός σ' αυτή την εξω­

πραγματική κι αλλόκοτη κατάσταση ύπαρξης, στο οποίο κατάφερ­

ναν να προσδώσουν μια λογική βεβαιότητα. Η πλειοψηφία ωστόσο

ήταν άνθρωποι σαv κι αυτόν, που βρέθηκαν εκεί από κάποιο ατύ­

χημα και παρέμειναν σαν αξιωματικοί στα ντόπια καράβια. Και

μόνο η ιδέα για επάνοδο στην υπηρεσία του Αγγλικού Εμπορικού,

με τις σκληρότερες συνθήκες, την αυστηρότερη άποψη για το κα­

θήκον, και τους κινδύνους στους φουρτουνιασμένου ς ωκεανούς,

τους γέμιζε τρόμο. Είχαν εναρμονιστεί πλήρως με την αιώνια ειρή­

νη του ουρανού και της θάλασσας της Ανατολής. Τους καλάρεσαν

τα σύντομα ταξιδάκια, οι άνετες σεζλόνγκ, ένα μεγάλο τσούρμο

από ιθαγενείς για το καράβι, και η περίοπτη διάκριση τού να είναι

λευκοί. Η σκέψη της σκληρής δουλειάς έκανε το πετσί τους να ανα­τριχιάζει, και ζούσαν μια χουζούρικη αλλά επισφαλή ζωή, πάντα

στο χείλος της απόλυσης, πάντα έτοιμοι για μια καινούργια πρό­

σληψη , δουλεύοντας για Κινέζους, Άραβες, μιγάδες -ακόμα και

στη δούλεψη του σατανά θα μπαίνανε, φτάνει να τους παρείχε τις

απαραίτητες ευκολίες. Μόνιμο θέμα στις κουβέντες τους ήταν τα

γυρίσματα της τύχης: πώς ο τάδε γίνηκε καπετάνιος ενός καραβιού

στις ακτές της Κίνας -τεφαρίκι πράμα· πώς ο δείνα βρήκε μια λου­

φαδόρικη θεσούλα κάπου στην Ιαπωνία, κι ένας άλλος βολεύτηκε

μια χαρά στο ναυτικό του Σιάμ· και σ' όλα τα λεγόμενά τους -στις

πράξεις, στις ματιές, πάνω στο ίδιο τους το κορμί- έβρισκες το

στίγμα της μαλθακότητας, του εκφυλισμού, την απόφαση να ξοδέ­

ψουν όλη τους την ύπαρξη ραχατεύοντας εκ του ασφαλούς.

Στα μάτια του Τζιμ, που στην αρχή παρατηρούσε αυτό τον μπό­

σικο συρφετό απ' τη σκοπιά ενός ναυτικού, όλοι αυτοί φαινόντου­

σαν πιο ανυπόστατοι κι από σκιές. Αλλά στο τέλος άρχισε να τον

γnητFΊiει κ6.πως το θέαμα αυτών των ανθρώπων, που cδcιχναν τρι­

σευτυχισμένοι μ' ένα τόσο μικρό μερτικό κινδύνων και μόχθου.

Με τον καιρό, κοντά στην αρχική περιφρόνηση που ένιωθε γι' αυ­

τούς , γεννήθηκε σιγά σιγά μέσα του κι ένα διαφορετικό αίσθημα·

και ξάφνου, παρατώντας την ιδέα να γυρίσει στην πατρίδα, π1)γε

και μπαρκάρισε αξιωματικός στο Πάτνα.

Page 23: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

22 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

Το Πάτνα ήταν ένα βαπόρι ντόπιο, σκέτος σκυλοπνίχτης, φτενό

σαν κυνηγιάρικο σκυλί και φαγωμένο απ' τη σκουριά σαν παρα­

πεταμένος γκαζοντενεκές. Ιδιοκτησία ενός Κινέζου και ναυλωμέ­

νο από έναν Άραβα, είχε καπετάνιο έναν ξοφλημένο Γερμαναρά

απ' τη Νέα Νότια Ουαλία,6 που δεν έχανε αφορμή να βλαστημάει

ανοιχτά την πατρίδα του, αλλά και που, προφανώς ελέω της νικη­

φόρας πολιτικής του Μπίσμαρκ, φερόταν σαν κτήνος σ' όλους

εκείνους που δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται, κι έπαιρνε ένα

τουπέ «διά πυρός και σιδήρου», ασορτί με τη μελιτζανιά μύτη και

το ρούσο μουστάκι του . Το καράβι μπογιατίστηκε απ' έξω κι

aσπρίστηκε από μέσα, κι έπειτα ανεβήκανε αμπόρδο καμιά οχτα­

κοσαριά προσκυνητές, όταν πλεύρισε με τις μηχανές αναμμένες

σε μια ξύλινη προβλήτα.

Οι προσκυνητές χύθηκαν πάνω στο βαπόρι απ' τις τρεις σκάλες

σαν ποτάμι, χύθηκαν μέσα παρακινημένοι απ' την πίστη και την

ελπίδα να κατακτήσουν τον παράδεισο, μ' ένα παρατεταμένο πο­

δοβολητό και σούρσιμο των γυμνών τους πελμάτων, δίχως λέξη,

δίχως έναν ψίθυρο ή μια ματιά πίσω στη στεριά· κι όταν πέρασαν

απ' τα ρέλια, σκόρπισαν ολούθε στο κατάστρωμα, κύλησαν προς

την πλώρη και προς την πρύμνη, χάθηκαν στις καταπακτές που

έχασκαν κάτω απ' τα πόδια τους, πλημμύρισαν όλες τις γωνιές του

καραβιού -σαν το νερό που ξεχειλίζει στη στέρνα, σαν το νερό που κατρακυλάει απ' τις χαραγματιές και τις τρύπες, σαν το νερό

που ανεβαίνει αθόρυβα ίσαμε το χείλος. Οχτακόσιοι άντρες και

γυναίκες με πίστη κι ελπίδες, με αισθήματα αγάπης κι αναμνή­

σεις, είχαν μαζευτεί από βορρά και νότο, από τα πέρατα της Ανα­

τολής, διαβαίνοντας τα μονοπάτια της ζούγκλας, κατεβαίνοντας

τα ποτάμια, γιαλό γιαλό με τις πιρόγες στα ρηχά, περνώντας με μι­

κρά μονόξυλα από νησί σε νησί, με χίλια βάσανα, συναπαντώντας

στο δρόμο τους πράγματα παράξενα, πολιορκημένοι από φόβους

αλλόκοτους, ψυχωμένοι από ένα μοναδικό πόθο. Έρχονταν απ'

τα μακρινά καλύβια τους στην ερημιά, από μεγάλα χωριά της

Ινδονησίας, από χωριά πλάι στη θάλασσα. Στο κάλεσμα μιας ιδέ­ας παρατήσανε τα δάση τους, τα ξέφωτα, την προστασία των αρ­

χηγών τους, τα αγαθά και τη φτώχεια τους, τον τόπο της νιότης και

6 Μια απ6 τις aυστραλιανές πολιτείες του Νότου.

Page 24: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 23

τους τάφους των γονιών τους. Έρχονταν κατασκονισμένοι, ιδρω­

μένοι, βρώμικοι, κουρελιασμένοι -οι δυνατοί άντρες επικεφαλής

στις φαμίλιες, οι γέροι, αδύναμοι, να σέρνουν το βήμα τους με κό­

πο, χωρίς ελπίδα επιστροφ1Ίς, τα παλικαράκια με άφοβα μάτια

που έλαμπαν γεμάτα περιέργεια, τα μικρά ντροπαλά κοριτσάκια

με ξέπλεκα μακριά μαλλιά· γυναίκες χαμηλόθωρες που έσφιγγαν

στα στήθια τους, τυλιγμένα στη λυμένη άκρια ενός βρώμικου πα­

νιού, τα κοιμισμένα μωρά τους, aνύποπτους προσκυνητές μιας πί­

στης που δεν αρκείται σε λίγα.

«Ντέστε αυτά τα ζωντανά» είπε ο γερμανός καπετάνιος στον

καινούργιο του υποπλοίαρχο.

Ένας Άραβας, ο αρχηγός αυτής της ομάδας των ευσεβών ταξι­

διωτών, ανέβηκε στο καράβι τελευταίος. Περπατούσε στο κατά­

στρωμα με αργό βήμα, καλοκαμωμένος και σοβαρός με την άσπρη

κελεμπία και το μεγάλο τουρμπάνι του. Πίσω του, μια ακολουθία

από υπηρέτες που ήταν φορτωμένοι με τις αποσκευές του· το Πάτ­

να βιράρισε κι άφησε πίσω του την αποβάθρα.

Τραβερσάρισε ανάμεσα από δυο μικρά νησιά, προσπέρασε λο­

ξοδρομώντας τα αραξοβολημένα ιστιοφόρα, διέγραψε ένα ημικύ­

κλιο στη σκιά ενός λόφου, κι ύστερα πλησίασε σε μια αράδα ξέρες

μισοβουλιαγμένες στον αφρό. Ο Άραβας όρθιος στην πρύμνη,

έψαλλε δυνατά την προσευχή αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασ­

σα. Επικαλούνταν τη χάρη του Υψίστου για το ταξίδι τους, εκλιπα­

ρούσε την ευλογία του για τους μόχθους των ανθρώπων και για

τους aνομολόγητους πόθους της καρδιάς τους. Το ατμόπλοια aυ­

λάκωνε βαθιά τα ήσυχα νερά των Στενών μες στο σούρουπο, και

πέρα μακριά, πίσω απ' την πρύμνη του καραβιού με τους προσκυ­

νητές, στημένος απ' τα χέρια των aπίστων πάνω σε μια ξέρα,

άστραφτε ένας φάρος, που τώρα έμοιαζε ν' ανοιγοκλείνει το φλο­

γερό του μάτι στο πλοίο, σαν να περιγελούσε την ευλαβική του

αποστολή.

Ύστερα καβατζάρισε τα Στενά, πέρασε τον κόλπο, και συνέχι­

σε το δρόμο του μέσα απ' το πέρασμα της «Μιας Μοίρας», βάζο­

ντας ρότα για την Ερυθρά Θάλασσα, κάτω από έναν ουρανό γα­

λήνιο, ξάστερο, παραδομένο στο κάμα του ήλιου που aφάνιζε κά­θε σκέψη, συνέθλιβε την καρδιά, παρέλυε όλη την ενεργητικότητα

και τη δύναμη της θέλησης. Και κάτω απ' το σατανικό μεγαλείο

Page 25: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

24 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

του ουρανού, η θάλασσα γαλάζια κι αβυσσαλέα, έμενε ακίνητη,

μήτε ένα σκίρτημα, μήτε μια ζάρα, μήτε μια ρυτίδα -γλοιώδης, τελ­

ματωμένη, νεκρή. Το Πάτνα , μ' έναν αδύναμο συριγμό, γλιστρού­

σε σ' αυτή τη γυαλιστερή, λεία επιφάνεια, ξετυλίγοντας μια μαύρη

κορδέλα καπνού στον ουρανό, αφήνοντας πίσω του στα νερά μια

άλλη κορδέλα άσπρη από αφρό που, ευθύς μόλις σχηματιζόταν ,

χανόταν σαν φαντασματέvιο χνάρι χαραγμένο πάνω σε θάλασσα

άψυχη από βαπόρι στοιχειωμένο.

Κάθε αυγή ο ήλιος, θαρρείς και συντόνιζε τ:ην τροχιά του με την

πορεία των προσκυνητών, ανάτελλε με μια αθόρυβη έκρηξη φω­

τός στην ίδια πάντα απόσταση απ' την πρύμη του πλοίου· το μεση­

μέρι έπεφτε κατακόρυφος, καρφώνοντας τα συγκεντρωμένα πυρά

των ακτίνων του πάνω στις ευσεβείς προθέσεις των ανθρώπων,

ενώ στο βασίλεμά του γλιστρούσε μπροστά και βούλιαζε με τρόπο

μυστηριώδη στη θάλασσα, κρατώντας την ίδια πάντα απόσταση

μπροστά απ' την πλώρη που ολοένα προχωρούσε. Οι πέντε λευκοί

του πληρώματος ζούσαν στο ταμπούκι ξεκομμένοι απ' το ανθρώ­

πινο φορτίο. Οι τέντες σκέπαζαν την κουβέρτα απ' άκρη σ' άκρη

μ' ένα λευκό παραπέτασμα, και μονάχα ένας ανεπαίσθητος βόμ­

βος, ένα σιγανό μουρμουρητό από θλιμμένες φωνές φανέρωνε την

παρουσία ενός πλήθους ανθρώπων πάνω στον μεγάλο φλογισμέ­

νο ωκεανό. Έτσι κυλούσαν οι μέρες, aσάλευτες, ζεστές, βαριές,

και χάνονταν στο παρελθόν η μια μετά την άλλη σαν να τις κατάπι­

νε μια άβυσσος που ανοιγόταν στα υγρά χνάρια του πλοίου· και το

πλοίο, μοναχικό κάτω από μια τούφα καπνού , κρατούσε τη σταθε­

ρή του ρότα, σκοτεινό κι αναμμένο σαν κάρβουνο στην απεραντο­

σύνη μιας ανελέητης φωτοχυσίας, τσουρουφλισμένο από τη φλόγα

που εξακόντιζε ο άσπλαχνος ουρανός.

Η νύχτα έπεφτε πάνω του σαν ευλογία .

Page 26: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

3

Θαυμαστή ηρεμία βασίλευε στην πλάση, και τ' άστρα μαζί με τη

γαλήνια μαρμαρυγή τους έμοιαζαν να στέλνουν στη γη την υπό­

σχεση μιας αιώνιας σιγουριάς. Το νιο φεγγάρι ξανάκανε την εμ­

φάνισή του στραφτοκοπώντας χαμηλά στη δύση, σαν ροκανίδι ξε­

φλουδισμένο από πλάκα χρυσάφι, κι η Αραβική Θάλασσα, που

φάνταζε λεία και δροσερή σαν πέπλος πάγου, άπλωνε το τέλειο

επίπεδό της ώς εκεί που άρχιζε ο τέλειος κύκλος του σκοτεινού

ορίζοντα. Η προπέλα του καραβιού γύριζε αβίαστα, θαρρείς κι ο

χτύπος της έδενε αρμονικά στο σχέδιο ενός κραταιού σύμπαντος,

ενώ απ' τα πλα·ίνά της πρύμνης χαράζονταν αδιάλειπτα δυο βαθιά

αυλάκια νερό, σκοτεινά στο aρυτίδωτο λαμπύρισμα της επιφάνει­

ας, κλείνοντας μες στη διχαλωτή ράχη τους λίγες μικρές, λευκές

δίνες από αφρό που ξέσπαγαν μ' έναν αδύναμο συριγμό, μερικά

κυματάκια και λίγες ζαρωματιές, που καθώς ξέμεναν πίσω, άφη­

ναν για μια στιγμή μετά το πέρασμα του πλοίου την επιφάνεια του

νερού αναστατωμένη· ύστερα υποχωρούσαν παφλάζοντας απαλά,

και τέλος γαλήνευαν, μπαίνοντας στον κύκλο της ακινησίας που

σχημάτιζαν θάλασσα κι ουρανός, με τη μαύρη κουκκίδα του καρα­

βιού να ταξιδεύει καρφωμένη για πάντα στο κέντρο του.

Ο Τζιμ, όρθιος στη γέφυρα, ένιωθε να τον διαπερνά βαθιά αυτή

η μεγάλη σιγουριά, η απέραντη ασφάλεια και γαλήνη που διάβαζε

στη σιωπηλή όψη της οικουμένης, ίδια με τη γεμάτη φροντίδα κι

αγάπη σιγουριά που εμπνέει το τρυφερό και πράο πρόσωπο μιας

μητέρας. Κάτω απ' τη σκέπη που σχημάτιζαν οι τέντες, αφημένοι

όλο εμπιστοσύνη στη σοφία και το θάρρος των λευκών, στη δύνα­

μη της απιστίας τους και στο σιδερένιο καβούκι του πλοίου τους

που eβγαζε χωτνό, χοιμόντουσαν οι προσκυνητές αυτής της αυ­

στηρής πίστης, πάνω σε ψάθες, κουρελούδες, στα γυμνά σανίδια,

σε όλα τα καταστρώματα, όλες τις σκοτεινές γωνιές, τυλιγμένοι σε

Page 27: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

26 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

πολύχρωμα τουλπάνια, κουκουλωμένοι με βρώμικα κουρέλια· το

κεφάλι ακουμπισμένο πάνω σε μικρά μπογαλάκια, και το πρόσω­

πο γερμένο στο μπράτσο: άντρες, γυναίκες, παιδιά· οι γέροι μαζί

με τους νέους, κορμιά μαραγκιασμένα πλάι στην ευρωστία της

νιότης -όλοι ίσοι μπροστά στον ύπνο, τον αδερφό του θανάτου.

Η κίνηση του πλοίου έφερνε απ' την πλώρη έναν ανάλαφρο

μπάτη , που φύσαγε σταθερά στο σκοτεινό διάδρομο ανάμεσα στις

ψηλές κουπαστές, πάνω απ' τις αράδες των ξαπλωμένων σωμά­

των- στα οριζόντια δοκάρια της τέντας, κρεμόντουσαν χαμηλά νυ­

χτοφάναρα που φώτιζαν αμυδρά, κάνοντας να ξεπροβάλλει εδώ

κι εκεί, μέσ' απ' τους θαμπούς κύκλους φωτός, που aπλώνονταν

προς τα κάτω τρεμουλιάζοντας ελαφρά από τους αδιάλειπτους

κραδασμούς του καραβιού, ένα πηγούνι στραμμένο προς τα πάνω,

δυο βλέφαρα σφαλιστά, ένα μελαψό χέρι με ασημένια δαχτυλίδια,

ένα ισχνό κομμάτι κορμιού τυλιγμένο σε κουρέλια, ένα κεφάλι

γερμένο προς τα πίσω, ένα γυμνό πόδι, ένα ακάλυπτο λαρύγγι που

πρόβαλλε σαν να προσφερόταν σε μαχαίρι. Οι ευκατάστατοι εί­

χαν φτιάξει για τις οικογένειές τους τσαντίρια με μεγάλα χαρτοκι­

βώτια και σκονισμένα χράμια· οι φτωχοί πλάγιαζαν στριμωγμένοι

με όλα τους τα υπάρχοντα σ' ένα μπογαλάκι για προσκεφάλι· τα

μοναχικά γερόντια κοιμόντουσαν πάνω cπο κιλίμι της προσευχής τους, με τα σκέλια ζαρωμένα, το πρόσωπο χωμένο ανάμεσα στους

αγκώνες, και τις παλάμες πάνω cπ' αυτιά· ένας πατέρας καθιστός,

με το μέτωπο ακουμπισμένο στα γόνατα, σήκωνε στη ράχη του

aποκαρωμένος ένα αγοράκι μ' ανάκατα μαλλιά, που κοιμόταν με

το χεράκι τεντωμένο όλο δεσποτισμό· μια γυναίκα, τυλιγμένη σαν

μούμια απ' την κορφή ώς τα νύχια μ' ένα άσπρο σεντόνι, ζέσταινε

κάτω απ' τις μασχάλες της δυο γυμνά παιδιά· τα μπαγκάζια του

Άραβα, aραδιασμένα στην πρύμνη, σχημάτιζαν ένα μεγάλο σωρό

με ακανόνιcπο περίγραμμα, ενώ το λυχνάρι που κρεμόταν από πά­

νω, φώτιζε ένα κομφούζιο από ακαθόριστα σχήματα: κοντόχο­ντρα και γυαλιστερά μπακιρένια τσουκάλια, τα ποδάρια μιας ξα­

πλωτής πολυθρόνας, αιχμές ακοντίων, το ολόισιο θηκάρι ενός πα­

λιού σπαθιού aπιθωμένο πάνω σε μια στοίβα μαξιλάρια, το μα­

κρουλό στόμιο μιας τσίγκινης κανάτας του καφέ. Η παρκέτα, στε­

ρεωμένη στο καλκάνι της πρύμνης, αντηχούσε κάθΕ τόσο μ' έναν

σιγανό κουδουνιστό χτύπο για κάθε μίλι που άφηναν πίσω τους οι

Page 28: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 27

σταυροφόροι της πίστης. Ένας αδύναμος, καρτερικός στεναγμός

πλανιόταν κάπου κάπου πάνω απ' το μπουλούκι των κοιμισμένων,

ο aπόηχος ενός στενάχωρου ονείρου · κι απ' τα κατάβαθα του

πλοίου έβγαιναν άξαφνα κοφτά μεταλλικά χτυπήματα, το τραχύ

γρατζούνισμα ενός φτυαριού, η πόρτα του καζανιού που βρόνταγε

με δύναμη, άγριες εκκωφαντικές εΚρήξεις μες στη σιωπή, θαρρείς κι οι άνθρωποι που μαστόρευαν εκεί κάτω με σύνεργα αλλόκοτα,

έτρεφαν στα στήθια τους θυμό μεγάλο. Στο μεταξύ, το λεπτοκαμω­

μένο aψηλό κουφάρι του aτμόπλοιου τραβούσε τη ρότα του απερί­

σπαστο, με τα γυμνά του κατάρτια ολόστητα, σκίζοντας ακατά­

παυστα τον καθρέφτη του νερού κάτω απ' την άπιαστη γαλήνη του

ουρανού.

Ο Τζιμ βημάτιζε πέρα δώθε στην κουβέρτα, και μες στη βαθιά

σιγαλιά, τα βήματά του αντηχούσαν στ' αυτιά του δυνατά, σαν να

του 'στελναν τα άστρα που ξαγρυπνούσαν τον αντίλαλο πίσω. Τα

μάτια του, έτσι που περιπλανιόνταν στη γραμμ11 του ορίζοντα,

έμοιαζαν να προσβλέπουν αδηφάγα στο απρόσιτο, ενώ δεν έβλε­

παν το επερχόμενο γεγονός που άπλωνε κιόλας τη σκιά του. Η μο­

ναδική σκιά στη θάλασσα, ήταν η σκιά της μακριάς μαύρης λουρί­

δας από καπνό, που ξεχυνόταν πυκνός και βαρύς απ' την τσιμινιέ­

ρα, με την ουρά του να σκορπίζει σιγά σιγά στον αέρα. Δυο Μα­

λαίοι, σιωπηλοί και σχεδόν δίχως να σαλεύουν, βάσταγαν το τιμό­

νι -ο ένας απ' τη μια μεριά, ο άλλος απ' τη άλλη- κι η μπρούντζινη

στεφάνη της ρόδας στραφτάλιζε δω κι εκεί κάτω απ' το φωτεινό

δαχτυλίδι που έριχνε πάνω της η γκριζόλα . Στο σημείο που έπεφτε

το φως, φαινόταν κάπου κάπου ένα χέρι με μαύρα δάχτυλα ν'

αφήνει λίγο λάσκο το τιμόνι κι έπειτα να το συγκρατεί ξανά. Οι

χαλκάδες της αλυσίδας τρίζανε βαριά στη βάση του κυλίνδρου. Ο

Τζιμ κοίταζε μια την πυξίδα και μια τον απρόσιτο ορίζοντα, στρί­

βοντας νωχελικά το κορμί του γεμάτος ευεξία ώσπου να τρίξουν

οι κλειδώσεις μεθυσμένος απ' αυτό τον απροσμάχητο ειρηνικό

θρίαμβο, θάρρεψε να πιστέψει πως ό,τι και να λάχει στο δρόμο

του , ώς τα υστερνά του ακόμα, δε θα 'χε τη δύναμη να τον κλονί­

σει. Πότε πότε, έριχνε μια νωθρή ματιά σ' ένα χάρτη στερεωμένο

με τέσσερις πινέζες στο τρίποδο τραπεζάκι δίπλα στη λαγουδέρα.

ο Βυθό( τικ θάλασσαc όπως φαινόταν στο χαρτί, ~άτω απ' 'tO

στρογγυλό φωπινό μάτι της λάμπας που ήταν δεμένη σ' έναν ορ-

Page 29: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

28 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

θοστάτη, έμοιαζε επίπεδος και λείος, σαν τη γυαλιστερή επιφά­

νεια του νερού. Πάνω στο χάρτη βρίσκονταν ακουμπισμένοι πα­

ράλληλοι χάρακες κι ένας διαβήτης το στίγμα του πλοίου το απο­

μεσήμερο ήταν μαρκαρισμένο μ' ένα μαύρο σταυρουδάκι, και η

ολόισια μολυβιά, τραβηγμένη σταθερά ώς το Περίμ,7 έδειχνε την

πορεία του -το μονοπάτι που πορεύονται οι ψυχές για τους Άγιους

Τόπους, την επαγγελία της σωτηρίας, την ανταμοιβή της αιώνιας

ζωής- ενώ το μολύβι, που η αιχμηρή του μύτη έδειχνε τις ακτές της

Σομαλίας, έστεκε εκεί στρογγυλό κι aσάλευτο σαν το γυμνό κα­

τάρτι καραβιού, που σοβεντάρει στα φιλόξενα νερά ενός μόλου.

«Μήτε χαρακιά δε φεύγει απ' τη ρότα του» σκεφτόταν με θαυμα­σμό ο Ί'ζιμ, με κάτι σαν ευγνωμοσύνη γι' αυτή την εξαίσια γαλήνη

θάλασσας κι ουρανού. Κάτι τέτοιες στιγμές τού ενέπνεαν σκέψεις

ηρωικών κατορθωμάτων· πόσο τα λάτρευε αυτά τα όνειρα και τα

λαμπρά ανδραγαθήματα της φαντασίας του. Ήταν ό,τι καλύτερο

είχε να του προσφέρει η ζωή, η απόκρυφη αλήθεια της, η μυστική

της πραγματικότητα. Γεμάτα σφρίγος και αρρενωπότητα, του χά­

ριζαν τη μαγεία του ακαθόριστου, διάβαιναν μπρος απ' τα μάτια

του μ' έναν ηρωικό παλμό· του συνεπαίρνανε την ψυχή, και τη με­

θούσαν με το θείο άρωμα μιας αυτοπεποίθησης δίχως όρια. Και

τότε ένιωθε ικανός ν' αντιμετωπίσει τα πάντα. Ένα χαμόγελο ικα­

νοποίησης άνθισε στα χείλη του μ' αυτή τη σκέψη, καθώς κοίταζε μπροστά, χαμένος στους ρεμβασμούς του· κι όταν έριξε μια ματιά

πίσω του, είδε το αφρόστικτο αυλάκι να χαράζεται απ' την καρίνα

του πλοίου ολόισια πάνω στο νερό, σαν τη μαύρη γραμμή του μο­

λυβιού πάνω στο χάρτη .

Οι σκουπιδοντενεκέδες χοροπηδούσαν πάνω κάτω με θόρυβο

στον εξαεριστήρα του μηχανοστασίου, κι αυτός ο μεταλλικός ήχος

τού υπενθύμισε ότι η βάρδια του κόντευε να τελειώσει. Έβγαλε

ένα στεναγμό ανακούφισης και λύπης μαζί, στη σκέψη ότι θα 'πρε­πε ν' αποχωριστεί αυτή την ηρεμία που υποδαύλιζε την ελεύθερη

περιπλάνηση της φαντασίας του στις σφαίρες της περιπέτειας. Ήταν κομμάτι νυσταγμένος συνάμα, κι ένιωθε μια γλυκιά χαύνω­

ση να διατρέχει παντού το σώμα του, σαν να μην έτρεχε αίμα μέσα

του αλλά ζεστό γάλα . Ο καπετάνιος του είχε ανέβει αθόρυβα, με

7 Αγγλικό νησί στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας.

Page 30: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 29

το σακάκι της πιτζάμας ξεκούμπωτο. Μαχμουρλίδικα, με πρόσω­

πο μελιτζανί, το αριστερό του μάτι γλαρωμένο, και το δεξί να κοι­τάζει ηλίθια και ανέκφραστα, κρέμασε την κεφάλα του πάνω απ'

το χάρτη κι έξυσε νυσταγμένος τα παtδια του. Υπήρχε κάτι επαί­

σχυντο στη θέα της γυμνής σάρκας του. Το στήθος του γυάλιζε μα­

λακό και πλαδαρό, λες κι όσο κοιμόταν, το λίπος του έλιωνε κι

έσταζε σε ιδρώτα. Έκαμε ένα σχόλιο επαγγελματικής φύσεως με

τραχιά άρρυθμη φωνή, ίδια με το γραντζουνιστό ήχο που κάνει η

ξύλινη λίμα πάνω στο σανίδι · το προγούλι του κρεμόταν σαν σα­

κούλα σφιχτομποντζαρισμένη κάτω απ' το πηγούνι του. Ο 'Γζιμ

ξαφνιάστηκε, και οι απαντήσεις του δεν υπολείπονταν σε σεβα­

σμό· ωστόσο, η αποκρουστική και ζωώδης εικόνα του καπετάνιου,

που σαν να την έβλεπε πρώτη φορά έτσι όπως ήταν στην πραγμα­

τικότητα, σε μια στιγμή αποκάλυψης, αποτυπώθηκε στη μνήμη του

για πάντα, σαν ενσάρκωση όλων των μοχθηρών και πρόστυχων

πραγμάτων που ελλοχεύουν πίσω απ' ό,τι αγαπάμε σ' αυτό τον κό­

σμο: μέσα στην ίδια μας την καρδιά που εμπιστεύεται τη σωτηρία

της στους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, πίσω απ' τις όψεις του

κόσμου που γεμίζουν τα μάτια μας, τους ήχους που γεμίζουν τ' αυ­

τιά μας, και τον αέρα που γεμίζει τα πνευμόνια μας.

Το κοντυλένιο χρυσαφί ροκανίδι του φεγγαριού γλίστρησε αρ­

γά προς τα κάτω ώσπου χάθηκε στη σκοτεινή επιφάνεια των νε ­

ρών, και η αιωνιότητα φάνηκε να χαμηλώνει απ' τα βάθη του ου­

ρανού πιο κοντά στη γη, καθώς τ' άστρα φεγγοβόλησαν πιο δυνα­

τά, κι η σκοτεινιά στον λαμπερό μισοδιάφανο θόλο βάθυνε κι άλ­

λο, και σκέπασε τον επίπεδο δίσκο της μουντής θάλασσας. Το

πλοίο έπλεε τόσο .αθόρυβα, που η κίνησή του προς τα μπρος δε γι­

νόταν άντιληπτή απ' τις αισθήσεις των ταξιδιωτών· σαν πλανήτης

βαρυφορτωμένος με ανθρώπους που διανύει τρέχοντας τα σκοτει­

νά διάκενα του αιθέρα, πίσω απ' τα σμήνη των ήλιων, μέσα στην

τρομερή και γαλήνια ερημιά του διαστήματος, προσδοκώντας την

ανάσα των πλασμάτων που θα κυοφορήσει το μέλλον. «Το τι ζέστη

κάνει εκεί κάτω, δε λέγεται» είπε μια φωνή.

Ο Τζιμ χαμογέλασε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. Ο καπετά­

νιος έκανε τον κουφό· το 'χε χούι να καμώνεται πως δεν παίρνει

χαμπάρι την παρουσία σου, εκτός κι αν το έκρινε σκόπιμο να γυρί­

σει και να σε κοιτάξει μΕ μια άγρια ματιά, προτού αφήσει να ξεχυ-

Page 31: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

30 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

θεί απ' το στόμα του ένας χείμαρρος από βλαστήμιες, ίδιος υπόνο­

μος που ξερνοβολάει τις βρωμιές του. Αυτή τη φορά περιορίστηκε

σ' ένα βλοσυρό γρύλισμα· ο δεύτερος μηχανικός έστεκε στο κεφα­

λόσκαλο της γέφυρας, μαλάζοντας με τις ιδρωμένες παλάμες του

ένα μουσκεμένο, λερό κουρελόπανο, και συνέχιζε απτόητος να

κλαψουρίζει τα παράπονά του. Καλοπερνάγανε οι ντα'ίφάδες εκεί

πάνω. Και σάματις κάνανε και καμιά δουλειά της προκοπής, οι

χαραμοφάηδες. Ενώ οι καψεροί οι λαδάδες σκίζονται για να φορ­

τσάρει το βαπόρι, κι άμα λάχει, ξέρουνε να κουμαντάρουν κι όλα

τα υπόλοιπα μια χαρά· μα τον άγιο, αυτοί ... «Βούλωσ' το! » μού­γκρισε με απάθεια ο Γερμανός. «Ναι, βέβαια, πρέπει να το βου­

λώσω -και μόλις κάτι πάει στραβά, τρέχετε αμέσως σ' εμάς» συνέ­

χισε ο άλλος. «Αλλά μη θαρρείς, ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φο­

βάται. Έτσι που τσιτσιρίστηκα τρεις μέρες, δεν ιδρώνει πια τ' αυτί

μου για κόλαση και τα ρέστα. Έννοια σου, κι έκανα εγώ προπόνη­

ση πρώτης τάξης για κει που πάνε οι μόρτηδες άμα τινάξουνε τα

πέταλα -μα τον άγιο- άσε που ξεκουφάθηκα ο δόλιος απ' το παν­

δαιμόνιο του κερατά εκεί κάτω. Εκείνο τ' aφορεσμένο, το σαρά­βαλο το καζάνι, ένα μάτσο παλιοσίδερα ξεχαρβαλωμένα, σου τρυ­

πάει τ' αυτιά σαν σκουριασμένο βίντσι κι ακόμη χειρότερα. Πώς

στραβώθηκα κι ήρθα να παίζω το κεφαλάκι μου κορόνα γράμμα­

τα είκοσι τέσσερις ώρες τη μέρα, φουλαριστός στις πενήντα εφτά

στροφές μέσα σε τούτον το σκυλοπνίχτη, ένας Θεός το ξέρει.

Αλλά τι να κάνεις, άμα είναι το φυσικό σου να παίρνεις τα πράμα­

τα aψήφιστα -μα τον άγιο. Εγώ .. . » «Ποιος διάολος σου 'δωσε να πιεις;" ρώτησε ο Γερμανός, πολύ

φαρμακερός, αλλά εντελώς ασάλευτος κάτω απ' το φως της γκρι­

ζόλας, σαν χοντροκομμένο ξόανο ανθρώπου πλασμένο με ξίγκι. Ο

Τζιμ συνέχιζε να χαμογελάει, κοιτάζοντας τον ορίζοντα που ολοέ­

να κι απομακρυνόταν· η καρδιά του πλημμύριζε από μεγαλόψυχες

παρορμήσεις, και το μυαλό του έπλεκε το εγκώμιο της ανωτερότη­

τάς του. «Να πιω!» επανέλαβε ο μηχανικός με οικειότητα και πε­

ριφρόνηση μαζί· ήταν πιασμένος με τα δυο του χέρια απ' τη λαγκέ­

τα, μια αχαμνή σιλουέτα μ' ευλύγιστα ποδαράκια. «Πάντως όχι η

αφεντιά σου, καπετάνιο. Εσένα η τσιγκουνιά σου δε λέγεται

-αδερφάκι. Εσύ, παιδί μου, να πεθαίνει χριστιανός μπροστά στα

μάτια σου, δεν πρόκειται να του δώσεις ούτε στάλα. Αυτό, εσείς οι

Page 32: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 31

Γερμανοί, το λέτε οικονομία. Φτηνός στ' αλεύρι, ακριβός στα πί­

τουρα». Ύστερα τον έπιασε το συναισθηματικό του. Ο μηχανικός

τού 'χε δώσει κατά τις δέκα ένα ποτηράκι δυο δάχτυλα -«μόνο

ένα, μα τον άγιο!»- αξιωματικός μάλαμα· όσο όμως για να τον ξε­

κουνήσεις τον παλιομπαγάσα απ' το γιατάκι του -ούτε με γερανό.

Με καμία κυβέρνηση. Γι' απόψε το βράδυ τουλάχιστο. Κοιμόταν

γλυκά σαν αγγελούδι, με μια μπουκάλα φίνο μπράντι στο προσκέ­

φαλό του. Ο aξιότιμος κυβερνήτης του Πάτνα έβγαλε τότε απ' το

χοντρό του λαρύγγι ένα υπόκωφο μπουμπουνητό όπου ο ήχος της

λέξης Schweίn8 κυμάτιζε πάνω κάτω σκαμπρόζικα, σαν πούπουλο

στην απαλή πνοή του αέρα. Ήτανε κώλος και βρακί με τον πρώτο,

εδώ και κάμποσα χρονάκια στη δούλεψη του ίδιου αλέγρου, κα­

τεργάρη γερο-Κινέζου , με τα κοκάλινα ματογυάλια, και το κόκκι­

νο μεταξωτό κορδελάκι πλεγμένο στις σεβαστές γκρίζες τρίχες

της κοτσίδας του . Ο κόσμος στους ντόκους, εκεί που έπιανε μόνι­

μα aραξοβόλι το Πάτνα, έλεγε ότι αυτοί οι δυο κομπιναδόροι δεν

είχανε το ταίρι τους στην ξετσιπωσιά και τη ρεμούλα. Εξωτερικά,

δεν είχαν τίποτα κοινό: ο ένας με βλέμμα κοιμήσικο, υστερόβου­

λος, πλαδαρός και πατσαδιασμένος ο άλλος, ξερακιανός, μπα­

σμένος, μ' ένα κεφάλι μακρουλό και κοκαλιάρικο σαν γέρικο άλο­

γο, σκαμμένα μάγουλα, βουλιαγμένους κροτάφους, βαθουλά μά­

τια μ' ένα αδιάφορο, γυάλινο βλέμμα. Το πρώτο καράβι του, πριν

είκοσι χρόνια και βάλε, είχε εξοκείλει κάπου στην Ανατολή -στην

· Καντόνα, στη Σαγκάη, ή μπορεί και στη Γιοκοχάμα · πιθανότατα

δεν πολυσκοτιζόταν να θυμάται με ακρίβεια τον τόπο 1l την αιτία του ναυάγιου. Τον είχαν διώξει με τις κλοτσιές, αλλά χωρίς μεγά­

λο ντόρο, γιατί λυπήθηκαν τα νιάτα του· και το χειρότερο για δαύ­

τον ήταν που δεν του είχε λάχει καμιά κακοτυχιά, μόνο όλοι θυμό­

ντουσαν πως το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά δικό του. Ύστερα

ήρθε η εποχή του aτμόπλοιου στις ανατολικές θάλασσες, και κα­

θώς στην αρχή οι άντρες της ειδικότητάς του σπάνιζαν, τα 'φερνε

κατά κάποιο τρόπο βόλτα. Με σκοτεινά μισόλογα, άφηνε τους ξέ­νους να πιστεύουν «ότι ήταν παλιά καραβάνα εκεί πέρα». Σαν

περπατούσε, έμοιαζε με σκέλεθρο που σαλεύει μπόσικα πέρα δώ­

θε μες στα φαρδιά ρούχα του · aπορροφημένος στις άσκοπες βόλ-

s Γουρούνι.

Page 33: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

32 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

τες του γύρω απ' το σπιράγιο του μηχανοστασίου, κάπνιζε νευρι­

κά, χωρίς να το απολαμβάνει, νοθεμένο ταμπάκο μ' ένα μεγάλο

τσιμπούκι από ξύλο κερασιάς και μπακιρένιο λουλά, έχοντας το

αποβλακωμένο, σοβαροφανές ύφος στοχαστ1Ί, που απ' τη νεφελώ­

δη σπίθα μιας αλήθειας συνάγει ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστη­

μα. Ήταν κάθε άλλο παρά κουβαρντάς στα κεράσματα απ' την

προσωπική του κάβα· αλλά εκείνη τη νύχτα πρόδωσε τις αρχές

του, έτσι που ο δεύτερος, ένας αλαφρόμυαλος πιτσιρικάς απ' το

Γουόπινγκ, έγινε πολύ ευτυχισμένος, αθυρόστομος και πολυλογάς

απ' το απρόοπτο του τραταρίσματος και το δυνατό πιοτό . Ο Γερ­

μανός απ' τη Νέα Νότια Ουαλία άφρισε απ' το κακό του · ξεφυ­

σούσε σαν ατμομηχανή, κι ο τζιμ, κάνοντας λίγο χάζι με τη σκηνή ,

αδημονούσε να 'ρθει η ώρα για να πάει κάτω· τα τελευταία δέκα

λεπτά της βάρδιας του καθόταν σ' αναμμένα κάρβουνα· αυτοί οι

άνθρωποι δεν είχαν καμιά σχέση με τον κόσμο των ηρωικών περι­

πετειών, αν και κατά βάθος δεν ήταν εντελώς κακοί. Ακόμη κι ο

καπετάνιος ... Στη θέα αυτής της μάζας των κρεάτων, που αγκομα­χούσε λαχανιασμένη καθώς ξερνούσε γουργουρίζοντας ένα μουρ­

μουρητό, ένα σκοτεινό βόρβορο από προστυχιές, το στομάχι του

ανακατώθηκε· είχε αφεθεί όμως σε μια τόσο γλυκιά χαύνωση, που

του ήταν αδύνατο να νιώσει πραγματική απέχθεια γι' αυτόν ή για

οποιοδήποτε άλλο πράγμα. Το ποιόν αυτών των ανθρώπων δεν εί­

χε καμιά σημασία· ήταν μαζί τους απ' το πρωί ώς το βράδυ, αλλά

δεν μπορούσαν να τον αγγίξουν· μπορεί να ανάσαιναν τον ίδιο

αέρα, αλλά αυτός ήταν διαφορετικός ... Λες να ριχνόταν τελικά ο καπετάνιος στον μηχανικό; .. . Η ζωή ήταν εύκολη, κι ο Τζιμ ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του -τόσο σίγουρος, ώστε ... Η κλω­στή που συγκρατούσε τους στοχασμούς του να μη βουλιάξουν σ' ένα λαθραίο υπνάκο στα όρθια, ήταν πιο λεπτή κι απ' τον ιστό της

αράχνη ς.

Ο δεύτερος δε δυσκολεύτηκε καθόλου να περάσει στο θέμα

των αποδοχών και του θάρρους του.

«Ποιος πίνει; Εγώ; Να μου κάνεις τη χάρη, καπετάνιο! Πώς

σου 'ρθε κι αυτό. Συ πρέπει δα να το ξέρεις, είναι τόσο καρμίρης ο

πρώτος, που ούτε σπουργίτης να 'σαι, δε μεθάς μ' αυτό που σε

κερνάει, μα τον άγιο. Εμένα ποτέ στη ζωή μου δε με πείραξε το

πιοτό· δε βρίσκεται πράμα να με μεθύσει ε μένανε . Εγώ μπορώ να

Page 34: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 33

πιω φωτιά ανiί για το παλιοουίσκι σου, το 'να πίσω απ' τ' άλλο,

σαν να 'τανε νεράκι. Εγώ άμποτε σουρώσω, κάλλιο το 'χω να φου­

ντάρω στη θάλασσα -μα τον άγιο, κάλλιο να σκοτωθώ. Λόγω τι­

μής. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και μη θαρρείς πως θα φοβηθώ και

θα λακίσω απ' τη γέφυρα. Πού στον κόρακα να πάω να πάρω λίγο

αέρα μια νύχτα σαν και τούτη, ε ; Μήπως μαζί μ' αυτούς τους ψει­

ριάρηδες στην κουβέρτα; Θα σου καλάρεσε, ε; Σιγά μη μας κάνεις

νταντά!»

Ο Γερμανός σήκωσε ψηλά τις δυο μεγάλες γροθιές του προς

τον ουρανό και τις κούνησε λίγο πέρα δώθε αμίλητος.

«Εγώ δεν ξέρω τι πά' να πει φόβος» συνέχισε ο μηχανικός, με

τον ενθουσιασμό που προκαλεί η ακλόνητη αυτοπεποίθηση. «Εγώ

δεν κολλάω να κάνω όλη τη σκατοδουλειά σ' αυτή την παλιοκα·ίά­

σα, μα τον άγιο . Και να δοξάζετε το Θεό που πάντα υπάρχουν κά­

τι σαν κι εμάς, που δε δίνουν δυάρα για το τομάρι τους, ειδαλλιώς

τι θα γινόσασταν -εσείς, κι αυτός ο σκυλοπνίχτης που η λαμαρίνα

του είναι σαν στρατσόχαρτο; -στρατσόχαρτο, Θεέ μου, σχώρα με.

Για σας, βέβαια, όλα είναι μια χαρά ... Εσείς, είτ' έτσι είτ' αλλιώς,

το παραδάκι το 'χετε στο χέρι· αλλά μ' ε μένανε τι γίνεται, ε; .. . εγώ τι Παίρνω; εκατόν πεν1Ίντα ψωροδόλαρα το μήνα, κι άντε βγάλ' τα

πέρα. Θα 'θελα να σ' αρωτήσω μ' όλο το συμπάθιο -μ' όλο το συ­

μπάθιο, δηλαδ11ς- ξέρεις πολλούς να κάνουν αυτή τη σκατοδου­

λειά; Τη ζωούλα μου κορόνα γράμματα, Θεέ μου, σχώρα με, κο­

ρόνα γράμματα! Αλλά εγώ είμαι από κείνα τα παλικάρια που δε

σκιάζονται με τίποτα .. . >> Τράβηξε τα χέρια του απ' τη λαγκέτα κι άρχισε να κάνει φαντα­

χτερές χειρονομίες, σαν να ζωγράφιζε στον αέρα το μπούγιο και το

παράστημα της λεβεντιάς του· η φωνούλα του aντιλαλούσε τσιρ"ι­

χτή πάνω απ' τη θάλασσα· περπατούσε μπρος πίσω στις μύτες των

ποδιών, για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση σ' αυτά που έλεγε, και

ξαφνικά, κουτρουβαλιάστηκε χάμω με το κεφάλι σαν να έφαγε

μπουνιά στην πλάτη. Καθώς σωριαζότανε, φώναξε: «Ανάθεμα!>>

Μια στιγμή σιωπής ακολούθησε την κραυγή του· ο Τζιμ κι ο καπε­

τάνιος τρέκλισαν προς τα μπρος ταυτόχρονα σαν συνεννοημέΎοι,

βρήκαν πάλι την ισορροπία τους, κι έμειναν να κοιτάνε με μάτια στυλά, aσάλευτοι και παραξενεμeνοι, την ακύμαντη ΕπιφάνΕια της

θάλασσας. Ύστερα σήκωσαν το βλέμμα ψηλά προς τ' άστρα.

Page 35: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

34 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

Μα, τι είχε γίνει; Το υπόκωφο αγκομαχητό των μηχανών συνέ­

χισε ν' ακούγεται κανονικά. Μπας και φρενάρισε απότομα η γη

καθώς γυρνάει; Δεν μπορούσαν να καταλάβουν· κι άξαφνα, η

ηρεμία της θάλασσας κι ο ανέφελος ουρανός δεν πρόσφεραν πια

καμιά σιγουριά, καθώς φάνηκαν να ισορροπούν απειλητικά στο χείλος της καταστροφής. Ο μηχανικός στυλώθηκε πάλι ορθός στα

ποδάρια του και ξανασωριάστηκε ευθύς χάμω σαν κακοδεμένος

μπόγος. «τι 'ν' τούτο;» σκλήρισε ο μπόγος με πνιχτή φωνή που φα­

νέρωνε βαθιά τρομάρα. Ένας υπόκωφος ήχος σαν κεραυνός, ένα

μακρινό μπουμπουνητό που μετά βίας ακουγότανε, μια ανεπαί­

σθητη δόνηση που έσβησε σιγά σιγά. Το πλοίο ανταποκρίθηκε μ'

ένα τρέμουλο, θαρρείς και το μουγκρητό του κεραυνού είχε ανέ­

βει από κάτω, απ' τα βαθιά νερά. Τα μάτια των δυο Μαλαίων στο

τιμόνι στράφηκαν γυαλίζοντας κατά τη μεριά των λευκών, αλλά τα

μελαψά τους χέρια παρέμειναν σφίχτοδεμένα στις aχτίνες της ρό­

δας. Απ' ό,τι φαίνεται, το φτενό κουφάρι του πλοίου ανασηκώθη­

κε μερικές σπιθαμές απ' τη μια άκρη ώς την άλλη, σαν να 'χε απο­

κτήσει κάποια ελαστικότητα, και ξανακάθισε βαρύ, σκίζοντας πά­

λι την ήρεμη επιφάνεια των νερών. Το τρέμουλό του σταμάτησε,

και μαζί έπαψε απότομα ο αμυδρός aπόηχος του κεραυνού, λες

και το καράβι είχε τραβερσάρει μέσα από ένα στενό πέρασμα με

ταραγμένα νερά και βουερό άνεμο.

Page 36: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

4

Περίπου ένα μήνα αργότερα ο 'Γζιμ, καθώς προσπαθούσε ν' απα­

ντήσει με κάθε ειλικρίνεια στις εξονυχιστικές ερωτήσεις των ανα­

κριτών για το τι ακριβώς έγινε, είπε πως το πλοίο «γλίστρησε πά­

νω από κείνο το πράμα όπως γλιστράει το φίδι πάνω σ' ένα ρα­

βδί>> . Η παρομοίωση θεωρήθηκε λίαν επιτυχής οι ερωτήσεις εί­

χαν σκοπό να διαλευκάνουν τα «γεγονότα>>, η δε επίσημη ανάκρι­

ση διεξαγόταν στην αίθουσα του κακουργιοδικείου ενός λιμανιού

της Ανατολής. Έστεκε όρθιος, με ξαναμμένα μάγουλα, στο βήμα

του μάρτυρα, μέσα σε μια ψυχρή ψηλοτάβανη αίθουσα: ψηλά πά­

νω απ' το κεφάλι του αιωρούνταν ανάλαφρα οι μεγάλες σκαλω­

σιές των πάνκας,9 κι από κάτω τον κάρφωναν πλήθος διαπεραστι­

κά βλέμματα από πρόσωπα σκουρόχρωμα, λευκά, κόκκινα ... πρό­

σωπα γεμάτα προσήλωση, σαν μαγεμένα, λες κι όλοι αυτοί οι άν­

θρωποι που κάθονταν σειρά σειρά στους στενόμακρους πάγκους,

είχανε σκλαβωθεί απ' τη σαγήνη της φωνής του: μιας φωνής πολύ

δυνατής, που αντηχούσε παράξενα ακόμη και στα δικά του τα αυ­

τιά, σαν να 'ταν ο μοναδικός ήχος πάνω στη γη, και να έδινε από­

κριση σ' όλες αυτές τις ανελέητες, εξαντλητικές ερωτήσεις που

επιζητούσαν εκβιαστικά μια απάντηση, και μετατρέπονταν μες

στο στήθος του σε αγωνία κι οδύνη -τον κατακλύζανε αδυσώπητες

και βουβές, σαν τα τρομερά ερωτηματικά της συνείδησής μας.

Έξω απ' το δικαστήριο, ο ήλιος πύρωνε -μέσα όμως, ο αέρας απ'

τους μεγάλους ανεμιστήρες τού έφερνε ρίγη, η ντροπή τον έκαιγε,

τα επίμονα βλέμματα τον τρυπάγανε σαν μαχαίρια, κι ανάμεσα

στα δυο ηλιοψημένα πρόσωπα των παρέδρων του Ναυτικού, το

πρόσωπο του προέδρου καθαρό, φρεσκοξυρισμένο, απροσπέλα­

στο, αντιμετώπιζε τον Τζιμ με νεκρική απάθεια. Ψηλά, κοντά στο

9 Μεγάλοι κρεμαστοί ανεμιστήρες από πανί.

Page 37: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

36 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡ ΑΝΤ

ταβάνι, ένα φαρδύ παράθυρο έλουζε με το φως του τα κεφάλια

και τους ώμους των τριών αντρών, και τους έκανε να ξεχωρίζουν

έντονα στο μισόφωτο της μεγάλης αίθουσας, ενώ το ακροατήριο

έμοιαζε σαν ένα πλήθος σκιές με γουρλωμένα μάτια . Ήθελαν γε­

γονότα . Γεγονότα! Απαιτούσαν απ' αυτόν γεγονότα, θαρρείς και

τα γεγονότα θα 'χαν τη δύναμη να εξηγήσουν το παραμικρό!

«Αφού καταλήξατε στο συμπέρασμα ότι είχατε συγκρουστεί με

κάτι που επέπλεε κάτω απ' την επιφάνεια, ας πούμε ένα μισοβου­

λιαγμένο ναυάγιο, ο καπετάνιος σάς έστειλε στην πλώρη για να

ελέγξετε αν έγινε καμιά αβαρία. Σας πέρασε τότε καθόλου απ' το

μυαλό ότι μπορεί να προκλ1Ίθηκε ζημιά απ' τη δύναμη της σύ­

γκρουσης;» ρώτησε ο πάρεδρος που καθόταν στ' αριστερά. Είχε

ένα γενάκι σαν αλογοπέταλο, πεταχτά μήλα, και παρατηρούσε τον

'Γζιμ με τα σκεφτικά γαλάζια μάτια του, έχοντας τους δυο αγκώνες

ακουμπισμένους στο γραφείο, και τις τραχιές χερούκλες του πλεγ­

μένες μπρος απ' το πρόσωπό του· ο άλλος, ένας μεγαλόσωμος,

υπεροπτικός άντρας, στηριζόταν αναπαυτικά στο κάθισμά του,

ενώ τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του που 1Ίταν τεντωμένο

στην έδρα, χορεύανε διακριτικά πάνω σ' ένα κομμάτι στυπόχαρτο.

Στη μέση ο πρόεδρος, στημένος στην ευρύχωρη πολυθρόνα του, με

το κεφάλι λίγο γυρτό, τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, και

πλάι του, κοντά στη βάση του μελανοδοχείου, ένα γυάλινο βάζο με

λίγα λουλούδια.

«Όχι>> είπε ο 'Γζιμ. «Πήρα διαταγή να μη φωνάξω κανέναν και

να μην κάνω θόρυβο για να μη δημιουργηθεί πανικός . Θεώρησα

αυτές τις προφυλάξεις πολύ λογικές. Πήρα μια απ' τις λάμπες που

κρέμονταν κάτω απ' την τέντα του καταστρώματος και πήγα προς

την πρώρα. Μόλις άνοιξα το πλωριό καπάκι, άκουσα να μπάζει

νερά. Χαμήλωσα τη λάμπα όσο έπαιρνε το σκοινί, και είδα ότι το

αμπάρι είχε κιόλας πλημμυρίσει ώς τη μέση. Κατάλαβα ότι πρέπει

ν' ανοίχτηκε μεγάλο ρήγμα κάτω απ' τα ίσαλα του καραβιού».

Σταμάτησε.

«Μάλιστα>> αποφάνθηκε ο μεγαλόσωμος πάρεδρος, ρίχνοντας

ένα ονειροπόλο μειδίαμα προς το στυπόχαρτο· τα δάχτυλά του

έπαιζαν ακατάπαυστα αλλά αθόρυβα πάνω στο χαρτί.

«Δε μου 'χε περάσει ακόμη απ' το μυαλό ότι κινδυνεύουμε .

Μάλλον ήμουν λίγο σαστισμένος με όλ' αυτά· έγιναν όλα τόσο

Page 38: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 37

αθόρυβα κι απροσδόκητα. Ήξερα ότι δεν υπήρχε άλλο χώρισμα

στο πλοίο, εκτός απ' αυτό τον μπουλμέ ανάμεσα στο μεσιανό

αμπάρι και τη μάσκα. Γύρισα πίσω για να δώσω αναφορά στον

καπετάνιο. Στο δρόμο, συνάντησα τον .δεύτερο που προσπαθούσε

να σηκωθεί όρθιος μπροστά στη σκάλα της γέφυρας έμοιαζε να

τα 'χει χαμένα και μου είπε πως είχε σπάσει το αριστερό του χέρι·

την ώρα που εγώ ήμουν κάτω, αυτός πήγε να κατέβει ξοπίσω μου,

γλίστρησε κι έπεσε απ' την κορυφή της σκάλας. "Χριστός κι από­

στολος! " φώναξε. "Αυτός ο σαπιομπουλμές δε θα βαστάξει ούτε

δευτερόλεπτο. Η παλιοσαβούρα θα πάει ίσα στον πάτο σαν μολύ­

βι" . Με το δεξί του χέρι μ' έσπρωξε από μπροστά του, κι έτρεξε ν'

ανέβει πρώτος τη σκάλα ξεφωνίζοντας. Το αριστερό του χέρι κρε­

μόταν στο πλευρό του σαν παράλυτο. Ανέβηκα κι εγώ πίσω του, κι

όταν έφτασα πάνω, είδα τον καπετάνιο που του 'ριξε μια γροθιά

και τον ξάπλωσε ανάσκελα φαρδύ πλατύ . Δεν τον ξαναχτύπησε·

έσκυψε από πάνω του και του μιλούσε θυμωμένος, αλλά πολύ σι­

γανά. Φαντάζομαι πως τον ρωτούσε γιατί στο διάολο δεν έτρεχε

να σταματήσει τις μηχανές, παρά ανέβηκε στην κουβέρτα για να

σηκώσει όλο τον κόσμο στο ποδάρι. Τον άκουσα να λέει: "Σήκω

πάνω! Τρέχα! Τσακίσου!" Έβριζε κιόλας. Ο μηχανικός κατέβηκε

τη δεξιά σκάλα, κι όρμησε προς το σπιράγιο του μηχανοστασίου

που ήταν στην αριστερή μαυράδα του πλοίου . Βογκούσε καθώς

έτρεχε ... »

Μιλούσε αργά· οι εικόνες στη μνήμη του διαδέχονταν η μια την

άλλη με ασυνήθιστη ζωηρότητα· θα μπορούσε κάλλιστα να επανα­

λάβει σαν ηχώ τα βοΎκητά του μηχανικού, προς πληρεστέραν δια­

φώτισιν εκείνων των ανθρώπων που διψούσαν τόσο για γεγονότα.

Μόλις πέρασε η πρώτη αγανάκτηση, σκέφτηκε πιο ψύχραιμα ότι

μονάχα αν κατέθετε με σχολαστική ακρίβεια, θα μπορούσε να τους

παραστήσει τον αληθινό εφιάλτη που κρυβόταν πίσω απ' την ανα­

τριχιαστική επιφό.νεια των πραγμάτων. Τα γεγονότα που όλοι αυ­

τοί οι άνθρωποι επιθυμούσαν τόσο διακαώς να γνωρίσουν, τα ορα­

τά, τα απτά γεγονότα που επέδρασαν άμεσα στις αισθ1Ίσεις του,

κάτεχαν τις δικές τους διαστάσεις στο χώρο και στο χρόνο· η ανα­

παράστασή τους απαιτούσε ένα aτμόπλοιο χιλίων τετρακοσίων

τόνων και μια βάρδια είκοσι εφτά λεπτών· συγκροτούσαν ένα σύ­

νολο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κι εκφραστικές αποχρώσεις,

Page 39: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

38 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ένα περίπλοκο φαινόμενο που μόνο στα μάτια μπορεί να εντυ­

πωθεί· κι ήταν ενωμένο με κάτι άλλο, αθέατο, μ' ένα ολέθριο σατα­

νικό πνεύμα που το χειραγωγούσε, όπως μια μοχθηρή ψυχή σέρνει

ένα διεφθαρμένο σώμα. Ο Ί'ζιμ έκανε ό,τι μπορούσε για να το πε­

ριγράψει με σαφήνεια. Δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση, ακόμα

και η παραμικρότερη λεπτομέρεια είχε μεγάλη σημασία, κι ευτυ­

χώς εκείνος θυμόταν τα πάντα. Ήθελε να συνεχίσει να μιλάει για

χάρη της αλήθειας, ίσως και για το δικό του καλό· κι ενώ τα λόγια

του ήταν πολύ συγκροτημένα, το μυαλό του πετούσε συνέχεια στον

αδιάρρηκτο κύκλο των γεγονότων, που τον είχαν Παρασύρει σαν

χείμαρρος για να τον aπομονώσουν απ' τους συνανθρώπους του·

έμοιαζε με αγρίμι που συνε ιδητοποιεί ότι είναι αιχμάλωτο, παγι­

δευμένο σ' ένα χώρο κλειστό, περιφραγμένο με ψηλούς πασσά­

λους, και τρέχε ι σπασμωδικά γύρω γύρω, σαστισμένο μες στο σκο­

τάδι, πασχίζοντας ν' ανακαλύψει ένα αδύνατο σημείο, μια χαραγ­

ματιά, μια προεξοχή για να σκαρφαλώσει, ένα άνοιγμα να συρθεί

και να το σκάσει. Αυτή η μύχια, ιλιγγιώδης δραστηριότητα του μυα­

λού του τον έκανε πολλές φορές να κομπιάζει ... «0 καπετάνιος συνέχισε να γυροφέρνει στη γέφυρα· φαινόταν

αρκετά ψύχραιμος, μόνο που κάπου κάπου παραπατούσε, και μια

φορά που στάθηκα μπροστά του για να του πω κάτι, ήρθε κι έπεσε

πάνω μου σαν να 'τανε τυφλός. Δε μου 'δωσε καμιά συγκεκριμένη

απάντηση σ' αυτό που τον είχα ρωτήσει . Απλώς μουρμούρισε κάτι

μέσ' απ' τα δόντια του · το μόνο που άκουσα, ήταν λίγες λέξεις που

έμοιαζαν με κάτι σαν "του διαόλου το βαπόρο" ή "τ' αναθεματι­

σμένο βαπόρο" -κάτι πάντως με βαπόρι. Σκέφτηκα ... » Είχε αρχίσει να γίνεται aσυνάρτητος μια ερώτηση «επί της ου­

σίας» που την αισθάνθηκε σαν μια σουβλιά πόνου, τον έκανε να σταματήσει απότομα αυτό που έλεγε, νιώθοντας εντελώς aποκαρ­

διωμένος και κουρασμένος. Τώρα που κόντευε να φτάσει σ' εκεί­

νο το σημείο, στο σημείο που ... τον διέκοψαν τα ζώα, κι έπρεπε ν' απαντήσει μ' ένα σκέτο ναι ή όχι. Απάντησε με ειλικρίνεια, ξερά:

«Ναι, το έκανα» κι απόμεινε πάνω στο βήμα στητός, χωρίς να κα­

μπουριάσει καθόλου τους ώμους του, ψηλόκορμο:;, με το καθαρό

του πρόσωπο, τα νεανικά του μάτια σκοτεινιασμένα και την ψυχή

του να σπαρταράει στα σωθικά του . Υποχρεώθηκε ν' απαντήσει

σε μια ακόμα ερώτηση εξίσου «ουσιαστική», εξίσου άχρηστη·

Page 40: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 39

ύστερα περίμενε πάλι. Το στόμα του είχε στεγνώσει με μια άνοστη

γεύση σαν να είχε φάει χώμα, κι από πάνω μια αρμύρα και πικρί­

λα όπως όταν καταπίνεις θαλασσινό νερό. Σφούγγιξε το υγρό του

μέτωπο, πέρασε τη γλώσσα πάνω απ' τα ξεραμένα χείλια του ,

ένιωσε ένα σύγκρυο να διατρέχει την πλάτη του από πάνω ώς κά­

τω. Ο σωματώδης πάρεδρος χαμήλωσε τα μάτια του και με ύφος

αδιάφορο έπαιξε τα δάχτυλά του αθόρυβα και πένθιμα· στα μάτια

του άλλου πάρεδρου που κοίταγαν πάνω απ' τις ηλιοκαμένες

σφιγμένες παλάμες του, διακρινόταν μια σπίθα συμπάθειας . Ο

πρόεδρος είχε σκύψει προς τα μπρος το χλομό του πρόσωπο τα­

λαντευόταν κοντά στα λουλούδια, κι ύστερα έγειρε λοξά πάνω στο

μπράτσο της πολυθρόνας και στήριξε με το χέρι το μέτωπό του. Ο

αέρας απ' τους ανεμιστήρες στροβιλιζόταν πάνω απ' τα μελαψά

κεφάλια των ιθαγενών, που κάθονταν τυλιγμένοι στις πτυχές των

σαρόνγκ, ιο πάνω απ' τα κεφάλια των Ευρωπαίων που καθόντου­

σαν όλοι μαζί σε μια μεριά, μπα"ίλντισμένοι απ' τη ζέστη, με τα

ντρίλι να κοστούμια κολλημένα πάνω τους απ' τον ιδρώτα σαν δεύ­

τερο πετσί, και τις στρογγυλές aποικιακές κάσκες τους ακουμπι­

σμένες στο γόνατο. Οι κλητήρες του δικαστηρίου ξεγλιστρούσαν

αθόρυβα σύρριζα στους τοίχους της αίθουσας, ζωσμένοι σφιχτά

σε μεγάλες άσπρες κελεμπίες, κι έτρεχαν βιαστικοί πέρα δώθε, ξι­

πόλητοι, με κόκκινα τουρμπάνια, αέρινοι σαν φαντάσματα, όλο

μάτι κι αυτί, σαν καλογυμνασμένα κυνηγόσκυλα.

Στις παύσεις που μεσολαβούσαν απ' τη μια απάντηση του 'Γζιμ

ώς την άλλη, τα μάτια του περιπλανιόντουσαν γύρω στην αίθουσα,

και σταματούσαν για κάμποσο σ' έναν λευκό που καθόταν παρά­

μερα απ' τους άλλους, με πρόσωπο σπασμένο και στενάχωρο, αλλά

μάτια γαλήνια και καθαρά, που κοιτούσαν μπροστά γεμάτα ενδια­

φέρον. Ο 'Γζιμ απάντησε σε μια ακόμα ερώτηση, κι ήταν φανερό

ότι κρατιόταν με κόπο για να μην ξεφωνίσει: «Μα, τι χρειάζονται

όλ' αυτά! Τι χρειάζονται!» Άντ' αυτού, έπαιξε νευρικά το πόδι του στο πάτωμα, δάγκωσε τα χείλια του κι έριξε το βλέμμα του πέρα,

πάνω απ' τα κεφάλια του ακροατηρίου. Συνάντησε τα μάτια του

λευκού. Αυτή η ματιά που έπεσε πάνω του δεν ήταν ίδια με το aπο­

χαυνωμένο κοίταγμα των άλλων . Φανέρωνε μια ισχυρή θέληση.

10 Ένδυμα των Μαλαίων και των κατοίκων της Ιάβας.

Page 41: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

40 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

Στο κενό μεταξύ δύο ερωτήσεων, ο Τζιμ ξεχάστηκε τόσο, που ,βρή­

κε τον καιρό να κάνε ι μια σκέψη. Αυτός ο τύπος -σκέφτηκε- με

κοιτάζει σαν να βλέπει κάποιον ή κάτι πίσω απ' την πλάτη μου. Κά­

που τον είχε ξαναδεί αυτό τον άνθρωπο -ίσως στο δρόμο. Ήταν

σίγουρος ότι δεν είχαν μιλήσει ποτέ. Εξάλλου, από μέρες τώρα δεν

είχε μιλΊiσει σε άνθρωπο, δεν είχε ανοίξει το στόμα του σε κανέ­

ναν, είχε γίνει εντελώς aσυνάρτητος και μονολογούσε ακατάσχε­

τα, σαν φυλακισμένος στην απομόνωση 1l στρατοκόπος που χάθηκε στις ερημιές. Προς το παρόν, απαντούσε στανικά σ' ερωτήσεις που

στερούνταν σημασίας, όχι όμως και κάποιου σκοπού, ενι6 μέσα του

αναρωτιόταν αν θα μπορέσει να ξαναβγάλει μιλιά στη ζωή του. Η

ίδια η φωνή του κι η ειλικρίνεια των δηλώσεών του επιβεβαίωναν απλώς την πεποίθηση που είχε κατασταλάξει μέσα του, ότι τα λό­

για δεν ωφελούσαν πια σε τίποτα. Εκείνος ο άνθρωπος εκεί κάτω

έμΟίαζε να καταλαβαίνει την απελπιστική δυσκολία που αντιμετώ­

πιζε. Ο Τζιμ τον κοίταξε, ύστερα απόστρεψε το βλέμμα του αποφα­

σιστικά, όπως aποχαιρετάς κάποιον για πάντα.

Κι αργότερα, πολύ συχνά, σε τόπους aπόμακρους, ο Μάρλοου

έφερνε στη θύμησή του τον Ί'ζιμ, ζωηρά, με κάθε λεπτομέρεια και

μάλιστα μεγαλοφώνως.

Ίσως μια τέτοια φορά να ήταν, μετά το δείπνο ας πούμε, σε κά­

ποια aπάνεμη βεράντα πνιγμένη στις φυλλωσιές, γεμάτη λουλού­

δια, τυλιγμένη στο βαθύ σούρουπο, κατάστικτο από καύτρες τσι­

γάρων. Στο μακρουλό όγκο της κάθε ψάθινης πολυθρόνας βυθι­

σμένος κι ένας σιωπηλός ακροατής. Κάπου κάπου, μια μικρή κα­

τακόκκινη λάμψη αλλάζει θέση απότομα, κι απλώνει το φως της

στα δάχτυλα ενός χεριού που κρέμεται άτονα, ενός προσώπου που

μένει aπλανές, 1l ρίχνει την πορφυρή του λάμψη σε δυο στοχαστι­κά μάτια που τα σκιάζει ένα aρυτίδωτο ήρεμο μέτωπο· και με την

πρώτη κιόλας λέξη που βγαίνει απ' τα χείλη του Μάρλοου, το σώ­

μα του βυθίζεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα, κι απομένει τελεί­ως ακίνητο πια, θαρρείς και το πνεύμα του διασχίζει φτεροκοπώ­

ντας προς τα πίσω όλο το χρόνο που μεσολαβεί, και μιλάει μέσα

απ' το στόμα του παρελθόντος.

Page 42: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

5

«Μάλιστα, την παρακολούθησα όλη τη δίκη» έλεγε, «Και μέχρι σή­

μερα ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι μ' έσπρωξε και ΠΊiγα εκεί πέρα. Δε θα διαφωνούσα καθόλου μαζί σας, αν μου λέγατε ότι ο κα­

θένας μας έχει το φύλακα άγγελό του, υπό τον όρο πως μαζί μ' αυτό

το αγγελάκι συγκατοικε ί μέσα μας κι ένας δαίμονας. Εγώ τουλάχι­

στον τον έχω στα σίγουρα, κι επειδή δε μ' αρέσει καθόλου να απο­

τελώ εξαίρεση, θα σας παρακαλούσα να συμφωνήσετε χωρίς πολ­

λές τζιριτζάντζουλες. Δεν έχουμε γνωριστεί βεβαίως ποτέ μας αυτο­

προσώπως μ' αυτό τον κύριο, αλλά έχω βάσιμες ενδείξεις για την

ύπαρξή του. Τυγχάνει παρών αδιαλείπτως, και με τη μοχθηρία που

τον χαρακτηρίζει, με βάζει κάθε τόσο να μπλέκω σε διάφορες ιστο­

ρίες. Τι λογής ιστορίες; Νά, με τη δίκη φερειπείν, κι εκείνο τον αδέ­

σποτο σκύλο -διότι, πού να φανταστείτε τώρα ότι θ' aφήνανε να τριγυρνάει αμολητός στο προαύλιο του δικαστικού μεγάρου ένας

ψωραλέος ντόπιος κοπρίτης, που μπερδευόταν ανάμεσα στα πόδια

των ανθρώπων ... Κοντολογίς, κατά έναν τρόπο πολύ σατανικό κι απροσδόκητο, πάω και πέφτω όλο πάνω σε ανθρώπους σημαδεμέ­

νους απ' τη μοίρα· ο ένας με την κρυφή αδυναμία του , ο άλλος με τη

σκληράδα του, κι ο άλλος με τα μυστικά του βaσανα. Αμάν, Θεέ

μου! Με το που θα με δούνε, λύνεται η γλώσσα τους κι αρχίζουν να

μου ξεφουρνίζουν εμπισrευτικά όλα τους τα άπλυτα, λες κι εγώ

-Θεέ μου, σχώρα με- δεν έχω μαθές αρκετά μυστικά για να βασα­

νίζω την ψυχή μου ίσαμε που να 'ρθει η ώρα μου. Μα τι στο καλό

μού βρίσκουν; Το σίγουσο είναι πως μι:: απορροφούν ~ι ~μ~να οι προσωπικές μου υποθέσεις όπως τον καθένα, κι όσο για τη μνήμη

μου, δε διαφέρει σε τίποτε από του πρώτου τυχόντα θεοφοβούμε­

νου ιθαγενή σε τούτη την κοιλάδα, και ως εκ τούτου, δε διαθέτω ιδι­

αίτερες ικανότητες για να κάνω τον εξομολογητή. Γιατί λοιπόν; Ου­δεμία εξήγηση -εκτός κι αν το κάνουν για να περάσει η ώρα τους

Page 43: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

42 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

μετά το φαγητό. Φίλε μου Τσάρλυ, το δείπνο σου παραήταν γενναι­

όδωρο, και κατά συνέπεια οι αξιότιμοι καλεσμένοι σου βρίσκονται

σε τέτοια κατάσταση, που και μια φιλική παρτίδα ουίστ θα απαιτού­

σε τεράστια προσπάθεια εκ μέρους τους. Αντ' αυτού, προτιμούν να

θρονιάζονται στις αναπαυτικές σου πολυθρόνες σκεπτόμενοι κατ'

ιδίαν: ''Ας αράξουμε τώρα εμείς, κι άσ' τον Μάρλοου να παρλάρει'Ό »Εντάξει λοιπόν, θα παρλάρω! Κι είναι πολύ εύκολο βέβαια να

μιλήσεις για τον Λόρδο 'Γζιμ μετά από ένα γερό τσιμπούσι, εξήντα

μέτρα πάνω απ' την επιφάνεια της θάλασσας, μ' ένα κουτί ακριβά

πουράκια στο τραπέζι. Μια τόσο γλυκιά βραδιά, δροσερή κι αστρο­

φώτιστη, ακόμα κι οι πιο ξύπνιοι ανάμεσά μας aποξεχνιούνται, και

δε σκέφτονται ότι καταχρηστικώς πλέον σερνόμαστε πάνω σε τούτη

τη γη, πασπατεύοντας να βρούμε το δρόμο μας μια ζωή στα σκοτει­

νά, λογαριάζοντας τσιγκούνικα το κάθε δευτερόλεπτο που κυλάει,

το κάθε βήμα που δεν έχει γυρισμό. Βαυκαλιζόμαστε ότι στο τέλος

θα τα καταφέρουμε να αποχωρήσουμε aξιοπρεπώς -πλην επ' αυ­

τού , ουδεμία εγγύησις βεβαίως- όσο για την ευγενή συμπαράσταση

των ανθρώπων που μας συναναστρέφονται δεξιά κι αριστερά, ας

μην περιμένουμε και πολλά πράγματα. Δε λέω, υπάρχουν άνθρω­

ποι που μπορεί να περάσουν τη ζωή τους ολόκληρη όπως καθόμα­

στε εμείς τώρα, καπνίζοντας το πούρο τους ύστερα από ένα καλό

δείπνο · μια ζωούλα άνετη, ευχάριστη, κενή, και για να ξυπνάνε λι­

γάκι τα αίματα, κανένα παραμυθάκι με συγκρούσεις ηρωικές, που

το ξεχνάνε πριν καλά καλά τελειώσει -πριν ακούσουν το τέλος­

στις περιπτώσεις βέβαια που υπάρχει κάποιο τέλος.

>>Τα μάτια μας συναντήθηκαν για πριότη φορά σ' εκείνη τη δίκη.

Πρέπει να ξέρετε ότι όλοι όσοι είχαν κάποια σχέση με τη θάλασσα,

βρισκόντουσαν εκεί πέρα, επειδή ολόκληρη η πόλη κουβέντιαζε γι'

αυτή την υπόθεση εδώ και μέρες -για την ακρίβεια, από τότε που

έφτασε εκείνο το μυστηριώδες τηλεγράφημα που προκάλεσε τη γε­

νική θυμηδία και τα κουτσομπολιά. Λέω μυστηριώδες, επειδή έδινε

πράγματι κάπως αυτή την εντύπωση, μόλο που δεν αναφερόταν πα­

ρά σ' ένα ξερό γεγονός, ξερό και άσκημο όπως όλα τα "γεγονότα''.

Έγινε βούκινο σ' όλους τους ντόκους. Πρωί πρωί, καθώς ντυνό-

μουν -το πρώτο πράμα που άκουσα πίσω απ' τον μπουλμέ ήταν οι

φλυαρίeς για το Πάτνα απ' τον ινδό διΕρμηνέα μου, που έπινε το

τσάι του τιμής ένεκεν στη δεσπέντζα1 1 μαζί με τον καμαρότο. Και το

Page 44: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 43

πρώτο πράγμα που άκουσα μόλις πάτησα πόδι στη στεριά από διά­

φορους γνωστούς, ήταν κάτι σαν "Τέτοιο κάζο δεν έχει ματαγίνει",

κι ανάλογα με την πάστα του καθενός, άλλος χαμογελούσε κυνικά,

άλλος έδειχνε λυπημένος ή ξεστόμιζε κάνα δυο χριστοπαναγίες.

Άνθρωποι που ήταν εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους πιάνανε κουβέ­

ντα στο δρόμο με οικειότητα, απλά και μόνο για να ξαλαφρώσουν

απ' αυτά που πιπιλίζανε στο μυαλό τους γύρω απ' το θέμα. Όλοι οι

ανεπρόκοποι σουλατσαδόροι της πόλης βγάζανε πλούσια συγκομι­

δ11 από κεράσματα στα πιοτά, μιλώντας για την υπόθεση. Παντού τα

ίδια, στο λιμεναρχείο, στα ναυτιλιακά γραφεία, στο πρακτορείο,

άσπροι, μαύροι, μιγάδες, όλοι μιλούσαν γι' αυτό, ακόμα κι οι μαου­

νιέρηδες ξαπλαρισμένοι μισόγυμνοι στα πέτρινα σκαλιά καθώς

ανέβαινα -μα το Θεό! Μερικοί ήταν γεμάτοι αγανάκτηση, άλλοι

κάνανε πλάκα, κι άλλοι ατελείωτες συζητήσεις για το τι είχαν απο­

γίνει οι ναυτικοί, καταλαβαίνετε. Το ίδιο βιολί συνεχίστηκε επί δυο

βδομάδες, και σιγά σιγά διατρανώθηκε η πεποίθηση ότι πίσω απ' το

μυστήριο κρυβόταν συνάμα κάτι πολύ τραγικό. Ώσπου ένα όμορφο

πρωινό, εκεί που στεκόμουν στον ίσκιο δίπλα στα σκαλοπάτια του

λιμεναρχείου, είδα τέσσερις ανθρώπους να ζυγώνουν προς το μέ­

ρος μου από το μόλο. Αναρωτήθηκα για λίγο από πού να 'χε ξεφυ­

τρώσει αυτό το περίεργο τσούρμο, και ξαφνικά, πώς να σας πω,Ι

βγήκε από μέσα μου ένα ξεφωνητό: "Αυτοί είναι!" Ι »Ναι, αυτοί ήταν, χωρίς αμφιβολία, οι τρεις απ' αυτούς μεγέθους

κανονικού, κι ο τέταρτος με κάτι σκεμπέδες κατά πολύ μεγαλύτε-1

1 ρους απ' αυτούς που δικαιούται να έχει ανθρώπινο πλάσμα· μόλις

είχαν κατέβει στο λιμάνι από ένα βαπόρι των εξωτερικών γραμμών

της Ντέηλ Λάιν, που είχε καταπλεύσει καμιά ώρα μετά το χάραμα,

αφού μπουζουριάσανε πρώτα ένα ξεγυρισμένο πρωινό. Δεν υπήρχε

περίπτωση να κάνω λάθος. Εκείνο το "νούμερο", τον καπετάνιο του

Πάτνα, τον αναγνώρισα με την πρώτη: ο μεγαλύτερος μπαφούσκας

σ' ολόκληρο τον τροπικό που ζώνει γύρω γύρω το δόλιο μας πλανή­

τη. Τον είχα ξανατρακάρει εξάλλου πριν εννιά μήνες περίπου στο

Σαμαράνγκ. 12 Το καράβι του φόρτωνε στη ράδα, κι εκείνος έβριζε

συνέχεια τους aυταρχικούς νόμους της Γερμανικ1Ίς Αυτοκρατορίας

ι ι Διανομείο, σκευοθ1jκη.

12 Λιμάνι της Ιάβας.

Page 45: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

44 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

και μούλιαζε στην μπίρα επί μονίμου βάσεως, απ' το πρωί ώς το βρά­

δυ, στο καταγώγιτου Ντε Γιον, σε σημείο που ακόμα κι ο ίδιος ο πα­

ραδόπιστος Ντε Γιον, που θησαύριζε χρεώνοντας ένα φιορίνι το

μπουκάλι, μ' έπιανε παράμερα, σούφρωνε το μικρό aργασμένο του

μουσούδι και μου έλεγε εμπιστευτικά: "Δε λέω, η δουλειά δουλειά,

καπετάνιο, αλλά αυτός ο άνθρωπος μου γυρίζει τ' άντερα. Φtου!"

»Τον παρατηρούσα απ' τη σκιά που βρισκόμουν. Καθώς προχω­

ρούσε φουριόζος, το φως του ήλιου που χτυπούσε πάνω του τόνιζε

τον τεράστιο εκείνο όγκο κατά τρόπο ανεκδιήγητο . Έμοιαζε μ' εκ­

παιδευμένο ελεφαντάκι που περπατάει στα πισινά του ποδάρια. Τα

χρώματα πάνω του σωστή πανδαισία -φορούσε ακόμα τις ίδιες λι­

γδιασμένες ριγωτές πιτζάμες, λαχανί και σκούρο πορτοκαλί, ξεκάλ­

τσωτος, μ' ένα ζευγάρι ξεπατωμένες aχυρένιες παντούφλες, κι ένα

ψαθί -ποιος ξέρει τίνος ήταν;- μες στη βρώμα, τουλάχιστο δυο νού­

μερα μικρότερο, δεμένο στην κορφή της κεφάλας του μ' ένα κομμάτι

ξεφτισμένο φιλιππινέζικο σπάγκο. Διότι φυσικά ήταν των αδυνάτων

αδύνατον αυiός ο άνθρωπος να βρει ρούχο δανεικό για να φορέσει.

Θαυμάσια. Είχε βάλει πλώρη, που λέτε, ολοταχώς. Περνάει καρφί

από δίπλα μου , ίσα μ' ένα μέτρο απόσταση, χωρίς να ρίξει ματιά ού­

τε δεξιά ούτε αριστερά, κι ανεβαίνει ο καλός σου με όλη του την

αφέλεια στο γραφείο του λιμενάρχη για να κάνει την κατάθεσή του

ή την αναφορά του, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε.

»Απ' ό,τι φαίνεται, παρουσιάστηκε κατευθείαν στο γραφείο

ναυτολόγησης, όπου ο Άρτοι Ράθβελ μόλις είχε μπει, καταπώς

έλεγε αργότερα ο ίδιος, κι ήταν έτοιμος να aρχινήσει την κοπια­

στική του μέρα ρίχνοντας μια γερή κατσάδα στον ιδιαίτερό του.

Μπορεί μερικοί από σας να τον θυμάστε κιόλας -11ταν ένας ευγε­

νέστατος κοντούλης πορτογάλος μιγάς, μ' ένα λαιμουδάκι aχαμνό,

πετσί και κόκαλο, και πάντα αλέστα να πάρει μπαξισάκι, κανένα

φαγώσιμο απ' τους καπεταναίους -κάνα κομμάτι παστό χοιρινό,

ένα κουτί μπισκότα, πατάτες, ό,τι να 'ναι. Σ' ένα μου ταξίδι, θυμά­

μαι, του χάρισα ένα ζωντανό αρνάκι που είχε περισσέψει στο

αμπάρι μας όχι πως ήθελα καμιά εκδούλευση -γιατί στο κάτω κά­

τω δεν περνούσε και τίποτα απ' το χέρι του- αλλά επειδή με συγκι­

νούσε αφάνταστα η παιδιάστικη πίστη του στο ιερό δικαίωμα αυ­

τών των "εκτάκτων προσόδων". Μια πεποίθηm1 τόσο έντονη, που

γινόταν σχεδόν γοητευτική. Η ράτσα του -ή μάλλον οι δυο ρά-

Page 46: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 45

τσες- και το κλίμα ... Τέλος πάντων, η ουσία είναι πως έτσι aπό­κτησα έναν πιστό φίλο για όλη μου τη ζωή.

»Λοιπόν, καταπώς μου αφηγήθηκε ο Ράθβελ, την ώρα που έδινε

μια αυστηρότατη διάλεξη -περί του ηθικού χρέους έναντι της υπηρε­

σίας, φαντάζομαι- άκουσε πίσω απ' την πλάτη του ένα πνιχτό σού­

σουρο, και στρέφοντας το κεφάλι του, αντίκρισε -όπως μου είπε επί

λέξει- ένα πράγμα στρογγυλό, τεραστίων διαστάσεων, σαν καρδά­

ρα του ενάμιση τόνου τυλιγμένη σε ριγέ ντρίλι, που κάποιος την είχε

αναποδογυρίσει μες στη μέση στο πάτωμα του δωματίου. Απ' ό,τι λέ­

ει, σάστισε τόσο πολύ, που για κάμποση ώρα δεν πήρε χαμπάρι ότι

αυτό το πράγμα ήταν ζωντανό, παρά καθόταν στη θέση του ακίνη­

τος, κι αναρωτιόταν για ποιο σκοπό και με τι μέσον είχε κουβαληθεί

το εν λόγω αντικείμενο μπροστά στο γραφείο του. Στην είσοδο του

προθάλαμου είχαν στριμωχτεί πατείς με πατώ σε ένα σωρό άνθρω­

ποι, οι υπηρέτες που γυρίζανε τους ανεμιστήρες, οι κλητήρες της αστυνομίας, ο λοστρόμος και το τσούρμο απ' την aτμάκατο του λιμε­

νικού, και ξελαιμιαζόντουσαν κυριολεκτικά για να απολαύσουν το

θέαμα. Σωστό συλλαλητήριο. Στο μεταξύ ο καπετάνιος, αφού κατά­

φερε με τα πολλά να ξελύσει και να βγάλει το καπέλο απ' το κεφάλι

του, προχώρησε μ' αλαφριές υποκλίσεις προς τον Ράθβελ, ο οποίος

είχε πάθει τέτοια ταραχή από το θέαμα, ώστε επί αρκετή ώρα ήταν

ανίκανος να συνειδητοποιήσει τι του έλεγε εκείνος ο βρικόλακας.

Του μιλούσε με φωνή τραχιά και πένθιμη αλλά θαρρετή, και σιγά σι­

γά, ο Άρτσι άρχισε να ψυλλιάζεται πως εδώ άνοιγε ένα καινούργιο

κεφάλαιο στην υπόθεση Πάτνα. Μόλις κατάλαβε, λέει, με ποιον είχε

να κάνει, του 'ρθε σκοτοδίνη -Ό φουκαράς ο Άρτσι, είναι πολύ συ­

ναισθηματικός και τα χάνει με το παραμικρό- αλλά τελικά επιβλή­

θηκε στον εαυτό του και φώναξε: "Στοπ! Δεν έχω δικαιοδοσία να

σας ακούσω. Πρέπει να πάτε στο Διοικητή. Δεν είναι δική μου δου­

λειά. Ο καπεταν-Έλιοτ είναι ο αρμόδιος. Από δω, παρακαλώ, από

δω". Πήδηξε απ' τη θέση του, έκανε τρέχοντας το γύρο του μεγάλου

του γραφείου και βάλθηκε να τον σπρώχνει με χέρια και με πόδια, ο

δε άλλος αφέθηκε να παε_>ασυeθεί sαφνιασμΕΥΟς αλλά ΠΕιθήνιος; στην αρχή, και μονάχα όταν έφτασε μπροστά στην πόρτα του ιδιαί­

τερου γραφείου, ένα είδος ζωικό ένmικτn τnν έκανε να Χοντοσταθcί

Χαι να φροuμά~cι <Jαν σκιαγμένο μοσχ~ρι: 11Γιci ~&στα! Τι τρέχει; Αφήστε με κάτω. ηά σLγά!" Ο Άοτσι άνοιξε με πάτανο την πόρτα

Page 47: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

46 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

χωρίς να χτυπήσει. 'Ό κυβερνΊΊτης του Πάτνα, κύριε" φώναξε. "Πε­

ράστε, κωτετάνιε". Πρόλαβε κι είδε το γέρο να σηκώνει το κεφάλι

απ' τα γραφτά του τόσο ωτότομα, που του 'πεσαν τα ματογυάλια ωτ'

τη μύτη, ύστερα βρόντηξε ξανά την πόρτα πίσω του κι έτρεξε να χω­

θεί στο γραφείο του, τάχα για να υπογράψει κάτι έγγραφα· αλλά με

το κακό που ξέσπασε σε λίγο, δεν μπορούσε να συμμαζέψει το μυα­

λό του ούτε για να συλλαβίσει σωστά τ' όνομά του. Δεν υπάρχει πιο

λεπτεπίλεπτος λιμενάρχης στην υφήλιο απ' τον Άρτσι. Λέει πως ένιωθε σαν να 'χε ρίξει έναν άνθρωπο βορά στα λιοντάρια. Πάντως

ο σαματάς ήταν άνευ προηγουμένου. Έφτανε ώς εμένα κάτω, κι έχω

κάθε λόγο να πιστεύω ότι ακουγόταν καθαρά σε όλη την πλατεία μέ­χρι την εξέδρα της φιλαρμονικής. Ο μπαρμπα-Έλιοτ διέθετε πλου­

σιότατο λεξιλόγιο και (pωνή καμπάνα -ούτε και τον ένοιαζε ποτέ με ποιον έχει να κάνει. Δεν το 'χε σε τίποτα να πατήσει κατσάδα και

στον ίδιο τον Αντιβασιλέα. Όπως μου έλεγε συχνά: "Κοίταξε , παιδί

μου, να φτάσω πιο ψηλά ωτ' ό,τι είμαι, δε γίνεται· τη συνταξούλα μου

την έχω σίγουρη. Έχω βάλει στην μπάντα μερικά λεφτουδάκια, κι

αν δεν τους αρέσουν οι αντιλ1Ίψεις μου για το καθ1Ίκον, μπορούν μια

χαρά να με στείλουν σπιτάκι μου από τώρα. Εγώ πάντα θα τα λέω

έξω ωτ' τα δόντια, δε θ ' αλλάξω τώρα στα γεράματα. Το μόνο που

θέλω ακόμα προτού κλείσω τα μάτια μου, είναι να δω τις κόρες μου

παντρεμένες". Αυτή ήταν η αδυναμία του. Οι κόρες του ήταν εξαιρε­τικές κοπέλες, αν και φυσιογνωμικά φτυστές ο πατέρας τους. Οσά­

κις τύχαινε να ξυπνήσει το πρωί με ζοφερές σκέψεις για τη μελλοντι­

κή τους αποκατάσταση, όλοι οι υπάλληλοι του γραφείου διάβαζαν

ΓΙ1Ι'η1 1r1 rr~ι'1itr1 rrτrι ιιfίτιrι 1':()11 . ~.ι rινrιοωηΛvτrιν ιιl' mΊν~Ο1Ι() νιrι 'f()

υποψήφιο θύμα που θα κατασπάραζε σαν πρωινό. Εκείνο το πρωί,

ωστόσο, δεν καταβρόχθισε το μουρτάτη, τον κωτετάνιο, αλλά, αν

μου επιτρέπετε να συνεχίσω την παρομοίωση, τον μάσησε καλά κα­

λά σε μικρά κομματάκια και -τον ξαναξέρασε.

»Έτσι, πολύ σύντομα είδα τον τερατώδη όγκο του Γερμανού να

κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλοπάτια και να στέκει ακίνητος στο πλα­

τύσκαλο. Στάθηκε εκεί παραδίπλα μου για να μελετήσει εμβριθώς

την κατάσταση· οι χοντρές κόκκινες μαγούλες του τρέμανε. Δάγκω-

νε το μεγάλο του δάχτυλο και ύστερα από λίγο μού έριξε μια λοξή, θυμωμένη ματιά. Οι υπόλοιποι τρεις λεβέντες που είχαν κατέβει απ'

το καράβι παρέα του, τον περίμεναν όλοι μαζί λίγο πιο πέρα. Ο

Page 48: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 47

ένας, κιτρινιάρης και κοντός, με το χέρι του κρεμασμένο από μια γά­

ζα, κι ο άλλος, ψηλός και ξερακιανός με μπλε σουρτούκο μάλλινο, κι

αδύνατος σαν στέκα, με κάτι χοντρές γκρίζες κρεμαστές μουστάκες,

και ύφος γεμάτο ανεμελιά κι ηλιθιότητα. Ο τρίτος ήταν ένα λεβεντό­

κορμο παλικάρι που έστεκε με τα χέρια στις τσέπες, και τις φαρδιές

του πλάτες γυρισμένες στους άλλους δυο που έμοιαζαν να κουβε­

ντιάζουν τάχα κάτι σοβαρό. Το βλέμμα του περιπλανιόταν στην

αδειανή πλατεία. Μια σαραβαλιασμένη κατασκονισμένη άμαξα με

στόρια βενετσιάνικα ήρθε και στάθηκε αντίκρυ στην παρέα, κι ο κα­

ροτσέρης σταύρωσε το δεξί του πόδι πάνω απ' το αριστερό και βάλ­

θηκε να εξετάζει μετά σπουδής τα δάχτυλά του. Ο νεαρός έμενε τε­

λείως aσάλευτος, ούτε μια κίνηση του κεφαλιού, με τα μάτια στυλά

στο λιόφωτο. Έτσι ήταν ο Ί'ζιμ την πρώτη φορά που τον είδα. Με

όλη την αδιαφορία και το αγέρωχο ύφος που χαρίζει η νιότη. Έστε­

κε εκεί, καλοκαμωμένος κι όμορφος, με τα πόδια σταθερά στημένα

στη γη, ένα παλικάρι σαν τα κρύα νερά· και καθώς τον κοίταζα, ξέ­

ροντας όλα όσα ήξερε και κάτι παραπάνω, τα 'βαλα θυμωμένος μαζί

του, θαρρείς και πήγαινε να μ' εξαπατήσει με υποκρισίες και τεχνά­

σματα. Φαντάσου, είπα μέσα μου, αν ένα τέτοιο παιδί μπορεί να ξε­

στρατίσει έτσι ... και μου 'ρθε να ρίξω κάτω το καπέλο μου και να το τσαλαπατήσω με μανία, όπως έκανε κάπστε ο καπετάνιος ενός ιτα­

λικού τρικάταρτου, γιατί το κωθώνι ο γραμματικός του τα έκανε μα­

ντάρα με τις άγκυρες καθώς προσπαθούσε να φουντάρει βιαστικά σ'

ένα aραξοβόλι γεμάτο πλεούμενα. Τον έβλεπα έτσι ατάραχο κι ανα­

ρωτιόμουν -μα βλάκας είναι; μπας κι είναι ολωσδιόλου αναίσθητος;

Έλεγες ότι από στιγμή σε στιγμή θ' αρχίνηζε να σιγοσφυράει κάνα

τραγουδάκι. Και σημειωτέον, η στάση των δυο αλλονών με άφηνε

τελείως αδιάφορο. Οι φυσιογνωμίες τους ταίριαζαν γάντι με την

ιστορία που είχε πλάσει η κοινή γνώμη και που σύντομα θα γινόταν

το αντικείμενο μιας επίσημης ανάκρισης. "Εκείνος ο μουρλόγερος

του κερατά με είπε παλιοτόμαρο" διαμαρτυρήθηκε ο καπετάνιος

του Πάτνα-. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν ξέρω αν με θυμήθηκε

-μάλλον ναι. Εκείνος με αγριοκοίταξε -εγώ του χαμογέλασα· το

"παλιοτόμαρο" ήταν το πιο ανώδυνο κοσμητικό που είχε φτάσει στ'

αυτιά μου απ' το ανοιχτό παράθυρο. "Σοβαρά;" είπα, μην μπορώ­

ντας, κατά περίεργο τρόπο, να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.

Έγνεψε καταφατικά, δάγκασε πάλι το δάχτυλό του, βλαστήμησε

Page 49: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

48 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

μέσ' απ' τα δόντια του, κι ύστερα, σηκώνοντας το κεφάλι και ρίχνο­

ντάς μου ένα βλοσυρό και ξεδιάντροπο βλέμμα, είπε: "Σιγκά! Το Ει­

ρηνικός είναι μεγκάλο, φίλε μου. Ντεν πά' να λυσσάξετε, βρωμοεγ­

γλέζοι· έννοια σας, κι εγκώ θα βρω τρύπα να τρυπώσω -έχω πολ­

λούς γκνωστούς εγκώ, στην Απία, στη Χονολουλού, στο ... " Σταμάτη­σε σκεφτικός όσο για μένα, δε χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια

για να φανταστώ σε τι λογής ανθρώπους ήταν "γκνωστός" σ' εκείνα

τα μέρη . Εξάλλου, δεν το κρύβω, έχω κι εγώ αποκτήσει κάμποσους

τέτοιους "γκνωστούς". Έρχονται στιγμές που ένας άνθρωπος πρέ­

πει να συμπεριφερθεί σαν να 'ταν η ζωή εξίσου ευχάριστη με οποια­

δήποτε συντροφιά. Έχω βρεθεί και του λόγου μου σε παρόμοια θέ­

ση, κι επιπλέον δε σκοπεύω να σας παραστήσω τώρα την οσία Μα­

γδαληνή, γιατί στο κάτω κάτω πολλές απ' αυτές τις "επίμεμπτες" συ­

ναναστροφές, θες από έλλειψη ηθικού -ηθικού, πώς να το πω; -ανα­

στήματος, θες από άλλους, εξίσου σημαντικούς λόγους, αποδεικνύο­

νται λίαν εποικοδομητικές και aπείρως τερπνότερες απ' τους καθ'

όλα aξιοπρεπείς κλεφταράδες χοντρέμπορους που εσείς, αγαπητοί

μου, προσκαλείτε καθημερινώς να κάτσουν στο τραπέζι σας δίχως

καν να παρακινείστε από κάποια αληθινή ανάγκη -έτσι από συνή­

θεια, από δειλία, από αβροφροσύνη, κι από χίλιες δυο άλλες aνομο­

λόγητες κι αντιφατικές αιτίες.

»"Εσείς οι Εγγλέζοι, κανάγιες όλοι σας" συνέχισε το πατριωτάκι

απ' την Αυστραλία· το Φλένσμποργκ ή το Στετίνο, να σας πω την αλή­

θεια δεν καλοθυμάμαι ποιο απ' τα aξιοπρεπέστατα λιμανάκια της

Βαλτικής ζέστανε στον κόρφο του αυτό το μίασμα. "Ποιοι είσαστε

και μας κάνετε τον κόκορα, ε; Μπορείς να μου πεις; Σιγά μη μας

βγείτε τώρα οι καλύτεροι του χωριού· κι αυτός ο γερο-ταρνανάς λύσ­

σαξε πια μαζί μου". Όλος εκείνος ο σωρός των κρεάτων έτρεμε πά­

νω στις δυο κολόνες των ποδιών του· έτρεμε ολάκερος απ' την κορφή

ώς τα νύχια. "Πάντα έτσι κάνετε σεις οι Εγγλέζοι -φασαρία του γκε­

ρατά γκια το τίποτα, γκιατί ντεν γκεννήθηκα στην γκαταραμένη τη

χώρα σας. Να μου πάρει την άντεια. Πάρτε την. Σιγκά το κωλόχαρτο.

Ένας άντρας σαν κι εμένα ντεν έχει ανάγκη τα vejluchte 13 τα χαρτιά

σας. Το φτύνω εγκώ το χαρτί σας" . Έφτυσε. "Θα γκίνω Αμερικάνος"

φώναξε πυρ και μανία, κι έσερνε τα ποδάρια του σαν να πάσχιζε να

Β Καταραμένα.

Page 50: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 49

λύσει απ' τους aστραγάλους του κάποια αόρατα και μυστηριώδη δε­

σμά που τον κράταγαν καρφωμένο εκεί. Είχε ανάψει απ' το κακό του

σε τέτοιο βαθμό, που, χωρίς υπερβολή, η κορφή της κρατουνοκεφά­

λας του άρχισε να aχνίζει. Ο λόγος που μ' εμπόδισε να τον παρατήσω

και να φύγω, δεν ήταν καθόλου μυστηριώδης η περιέργεια δεν κρύ­

βει δα και κανένα μυστήριο· έμεινα εκεί για να δω πώς θα αντιδρού­

σε ο νεαρός μόλις μάθαινε ολόκληρη την αλήθεια. Στο μεταξύ εκεί­

νος, με τα χέρια στις τσέπες, είχε γυρίσει την πλάτη προς την αλέα και

κοίταζε πέρα απ' την πελούζα της πλατείας προς την είσοδο του ξενο­

δοχείου Μαλαμπάρ14 με τις κίτρινες κολόνες, σαν να περίμενε κανέ­

να φιλαράκι για να πάνε τσάρκα. Αυτή την εντύπωση έδινε, και φυσι­κά προκαλούσε έντονη απέχθεια. Περίμενα να τον δω τσακισμένο,

να μην ξέρει τι του γίνεται, να νιώθει διαλυμένος σε χίλια κομμάτια,

να σφαδάζει σαν έντομο μπηγμένο πάνω σε καρφίτσα -κι απ' την άλ­

λη, με κυρίευε φόβος που θα τον έβλεπα έτσι -δεν ξέρω αν καταλα­

βαίνετε τι εννοώ. Δεν υπάρχε ι πιο απαίσιο θέαμα, απ' το να παρατη­

ρείς έναν άνθρωπο που πιάνεται ένοχος όχι για κάποιο συνηθισμένο

έγκλημα, αλλά γιατί έδειξε κάτι παραπάνω από εγκληματική αδυνα­

μία. Γιατί τελικά αρκεί μια στοιχειώδης αυτοπειθαρχία, ώστε να μας

απστρέψει απ' το να γίνουμε εγκληματίες, με τη νομική σημασία του

όρου. Αντιθέτως, ο αληθινός κίνδυνος πηγάζει από μια αδυναμία

άγνωστη, που ωστόσο υποψιαζόμαστε την ύπαρξή της, όπως σε μερι­

κά μέρη του κόσμου υποψιάζεσαι ότι μέσα σε κάθε θάμνο κρύβεται

ένα φαρμακερό φίδι -είναι μια αδυναμία που μένει μέσα μας κατα­

χωνιασμένη, συνειδητή ή aσυνείδητη, που μερικοί την αντιμετωπί­

ζουν με ξόρκια κι άλλοι με aντρίκεια περιφρόνηση, την καταπιέζου­

με ή πολλές φορές την αγνοούμε επιδεικτικά μια ζωή ολόκληρη. Εί­

ναι φυσικό να παρασυρθούμε και να κάνουμε πράγματα που μας

στιγματίζουν, πράγματα που μας στέλνουν στην κρεμάλα, κι όμως

παρ' όλ' αυτά, το πνεύμα μπορεί κάλλιστα να επιβιώσει -να επιβιώ­

σει απ' τ' αναθέματα, να επιβιώσει απ' την ίδια την κρεμάλα, διάολε!

Ενώ απ' την άλλη μεριά, υπάρχουν κάτι πραγματάκια -που μπορεί να

φαίνονται εντελώς ασήμαντα -κι ωστόσο σε τσακίζουν τελείως. Δεν

έλεγα να πάρω τα μάτια μου από κείνο το παλικάρι. Μου άρεσε το

παρουσιαστικό του. Μου ήταν γνώριμο. Καλή πάστα. Ήταν δικός

14 Ξενοδοχείο Μαλαμπάρ: εμπνευσμένο απ' το Hδtel de I'Europe στη Σιyκαπούeη.

Page 51: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

50 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΓ

μας άνθρωπος. Σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς αντρών και γυναι­

κών που μπορεί να μην είναι ούτε ιδιαίτερα έξυπνοι, ούτε ευχάριστοι,

riλλ.ά στηρίζουν την ύπαρξή τους πάνω στην τιμιότητα και την εμπι­

στοσύνη, σ' ένα ανεξάντλητο πηγαίο κουράγιο. Δεν εννοώ το θάρρος

του στρατιώτη, του αστού ή οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο είδος,

αλλά απλά και μόνο εκείνη την έμφυτη ικανότητα να aντικρίζεις τους

πειρασμούς καταπρόσωπο -μια ετοιμότητα τελείως απέριττη, που ο

Θεός ξέρει πόσο λίγο έχει σχέση με εγκεφαλικές διαδικασίες, μια

δύναμη αντίστασης, καταλαβαίνετε, λίγο άχαρη έστω, αλλά πολύτιμη

-μια ενστικτώδης, ευλογημένη αντίσταση μπροστά στο φόβο, τον

εξωτερικό ή εσωτερικό, μπροστά στην παντοδυναμία της φύσης και την ξελογιάστρα διαφθορά της κοινωνίας -μια πίστη που αδιαφορεί

για το όποιο κύρος των δήθεν γεγονότων, δεν επηρεάζεται από ξένα

πρότυπα, δεν την τρώει το σαράκι του ιδεολογικού προβληματισμού.

Στο διάολο οι ιδέες! Ρέμπελες κι ακαμάτρες, που τρυπώνουνε στα

μουλωχτά απ' το παραπόρτι του μυαλού μας για ν' aπομυζήσουν στα­

λιά σταλιά την ίδια μας την ουσία, να μας στερήσουν αυτά τα πέντε

έξι πραγματάκια που πρέπει να γραπωθεί κανείς γερά από πάνω

τους, άμα θέλει να ζήσει τίμια και να πεθάνει γαλήνια!

»Όλ' αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τον 'Γζιμ· μόνο που, εκ πρώ­

τtΊς όψεως τουλάχιστον, είχε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά εκείνου

του καλού, αγαθιάρη ανθρώπου που τόσο μας αρέσει να τον νιώθου­

με πλάι μας στο διάβα της ζωής, γιατί δεν τον κλονίζει τίποτα, ούτε

τα τσαλιμάκια της σκέψής, ούτε οι νευρικές ... οι νευρικές διαστρο­φές, ας πούμε. Σ' ένα τέτοιο παλικάρι, απ' το σουλούπι του και μόνο

να κρίνεις, θα του δώσεις στα χέρια το τιμόνι με κλειστά μάτια -εν­

νοώ όχι μόνο σαν σχήμα λόγου, αλλά και στη δουλειά επάνω. Και μη

θαρρείτε πως είμαι κανένας άσχετος. Γιατί έχω βγάλει στο κουρμπέ­

τι τόσους και τόσους πιτσιρικάδες στη δούλεψη του Αγγλικού Εμπο­

ρικού, για να μάθουν την τέχνη της θάλασσας δυο κουβέντες είναι

όλο κι όλο το μυστικό της, αλλά αυτές τις δυο κουβέντες πρέπει να

τους τις χώνεις κάθε μέρα στο νιούτσικο νιονιό τους, ώσπου να γί­

νουν ένα με κάθε άλλη σκέψη που κάνουνε στον ξύπνο τους -μέχρι

που να τρυπώσουν παντοτινά σ' όλα τα νεανικά τους ονείρατα. Είναι

αλήθεια πως η θάλασσα στάθηκε πάντα καλή μαζί μου, μα σαν ανα­

λογίζομαι κι όλα εκείνα τα παιδιά που πέρασαν απ' τα χέρια μου,

άλλοι είναι άντρες τώρα πια, άλλοι πνίγηκαν, όμως όλοι ανεξαιρέ-

Page 52: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 51

τως γινήκανε καλοί θαλασσινοί, λέω πως καλά τα κατάφερα σαν δά­

σκαλος. Πάω στοίχημα ότι έτσι και γυρνούσα αύριο κιόλας στην

Αγγλία, προτού περάσουν καλά καλά δυο μέρες, όλο και κάποιος

ηλιοψημένος νεαρός γραμματικός θα με σταματούσε στο λιμάνι, και

μιλώντας πάνω απ' τό καπέλο μου με μια δροσερή βαθιά φωνή, θα

με ρωτούσε : "Με θυμάστε, κύριε; Ναι! Ο μικρός Τάδε. Στο τάδε κα­

ράβι. Ήταν το πρώτο μου μπάρκο!" Κι εγώ θα θυμόμουν ένα σαστι­

σμένο αγοράκι, τόσο δα, ίσαμε την πλάτη τούτης της καρέκλας, με

μια μάνα κι ίσως μια μεγάλη αδερφή στο μουράγιο, πολύ δειλές και

τόσο συγκινημένες συνάμα, ώστε ξεχνούν να σηκώσουν τα μαντίλια

τους για ν' aποχαιρετήσουν το καράβι που γλιστράει απαλά έξω απ'

τα μπράτσα του λιμανιού· ή πιθανόν μ' έναν πολύ καθωσπρέπει με­

σόκοπο πατέρα, που ανεβαίνε ι στο καράβι απ' τ' άγρια χαράματα με

το γιο του για να τον ξεπροβοδίσει, και κάθεται εκεί όλο το πρωινό,

γιατί προφανώς η γκριζόλα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Τελι­

κά, μένει ώς τη στερνή στιγμή και πρέπει να κατέβει άρον άρον μες

στη φασαρία και τα σπρωξίματα, χωρίς να προκάμει να πει ούτ' ένα

αντίο . Ο πιλότος του ρυμουλκιαδόρου στον α·ίνά, μου φωνάζει σέρ­

νοντας τα λόγια του: "Βάστα λιγουλάκι τις μπαρούμες, κυρ-γραμμα­

τικέ. Είν' ένας κύριος για τη στεριά ... Έλα, καλέ μου άνθρωπε. Λίγο

ακόμη και θα σε πάμε στο Ταλκαγουάνο. 15 Τώρα· με το μαλακό.

Έγινε . Λάσκα τις πρυμάτσες πάλι, εκεί μπροστά" . Οι ρυμουλκιαδό­

ροι καπνίζουν σαν τα καζάνια της κόλασης, ρουφάνε κι αναταρά­

ζουν τα νερά του γερο-ποταμού με μανία· ο κύριος στη στεριά τινά­

ζει τη σκόνη απ' τα μπατζάκια του - ο καμαρότος, ευγενέστατος, του

σβουρίζει ξοπίσω την ομπρέλα του. Όλα καταπώς πρέπει. Πρόσφε­

ρε στη θάλασσα τη μικρή του θυσία, και τώρα επιστρέφει σπίτι κάνο­

ντας τάχα ότι δε σκέφτεται πια τίποτα γι' αυτό· και πριν ακόμα έρθει

το άλλο πρωί, το νεαρό εκούσιο θύμα θα παραπατάει απ' τη ναυτία.

Και με τον καιρό, αφού μυηθεί σ' όλα τα μικρά μυσniρια, και το ένα

και μοναδικό μεγάλο μυστικό του επαγγέλματος, θα είναι καθ' όλα

έτοιμος να ζήσει ή να πεθάνει στο πρόσταγμα της θάλασσας όσο για

κείνον που έβαλε και το δικό του χεράκι σ' αυτό το ανόητο παιχνίδι

-στο παιχνίδι που βγαίνει πάντα κερδισμένη η θάλασσα- νιώθει

ικανοποίηση όtαν κάποιο βαρύ νεανικό χέρι τού χτυπάει φιλικά την

ι s Εμπορικός σταθμός στη Χιλή .

Page 53: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

52 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

πλάτη και μια χαρούμενη Θαλασσινή φωνή του λέει: "Με Θυμάστε,

κύριε; Ο μικρός Τάδε".

»Ναι, είναι καλό. Είναι ένα σημάδι ότι τουλάχιστον μια φορά στη

ζωή σου έκανες τη δουλειά σου σωστά. Έχω νιώσει αυτό το χτύπημα

στην πλάτη και μου 'δωσε να καταλάβω, γιατί το χέρι ήταν βαρύ, κι

όλη τη μέρα το πρόσωπό μου έλαμπε- όταν έπεσα στο κρεβάτι για

ύπνο, ένιωθα λιγότερο μόνος στον κόσμο εξαιτίας αυτού του εγκάρ­

διου χτυπήματος. Μα πώς γινόταν να ξεχάσω τον νιούτσικο Τάδε!

Γι' αυτό σας λέω, το μάτι μου κόβει με το πρώτο τι λογής είναι η κα­

θεμιά φάτσα. Μια απλ11 ματιά θα 'φτανε για να εμπιστευτώ το τιμόνι

σ' εκείνο το παλικάρι και θα πήγαινα για ύπνο με το κεφάλι ήσυχο

-κι όμως, διάολε, τίποτα δε θα 'ταν σίγουρο. Είναι μεγάλη η φρίκη

που κρύβει αυτή η σκέψη. Έδειχνε ατόφιος σαν νιόκοπο χρυσό

φλουρί, κι όμως το κράμα ήταν μπασταρδεμένο με κάποιο ευτελές

μέταλλο. Ποσότητα; Μηδαμινή -μια τόση δα σταλίτσα πρόσμειξη,

δυσεύρετη και σατανικιά· μια τόση δα σταγονίτσα! -που σ' έκανε

όμως, καΘώς έστεκε εκεί πέρα με το ανέμελο ύφος του, σ' έκανε να

αναρωτιέσαι μήπως τελικά δεν ήταν παρά ένας ντενεκές ξεγάνωτος.

»Όχι, δεν μπορούσα να πιστέψω κάτι τέτοιο. Σας είπα ότι ήθελα

να τον δω να χτυπιέται για την τιμή του επαγγέλματος. Στο μεταξύ,

εκείνα τα άλλα δυο ανθρωπάκια είδαν τον καπετάνιο τους κι άρχι­

σαν να 'ρχονται σιγά σιγά προς το μέρος μας. Φλυαρούσαν μεταξύ

τους καθώς περπάταγαν, κι εγώ δεν τους έδωσα πια καμιά σημασία,

σαν να μην ήταν ορατοί διά γυμνού οφθαλμού. Χασκογελούσαν ο

ένας στον άλλον -ποιος ξέρει, μπορεί να λέγανε ανέκδοτα. Παρατή­

ρησα τελικά ότι ο ένας είχε σπάσει το χέρι του. Όσο για τον ψηλό με

τα ψαρά μουστάκια, ήταν ο πρώτος μηχανικός, προσωπικότητα δια­

βόητη για πολλούς και ποικίλους λόγους. Κι οι δυο τελείως ασήμα­ντοι. Μας πλησίαζαν. Ο καπετάνιος είχε καρφώσει το άψυχο βλέμμα

του κάτω, ανάμεσα στα ποδάρια του . Έμοιαζε να 'χει πρηστεί σε

βαθμό αφύσικο από μια τρομερή αρρώστια, από τη μυστηριώδη επί­

δραση ενός άγνωστου δηλητήριου. Σήκωσε το κεφάλι του, είδε τους

άλλους δυο να τον περιμένουν, άνοιξε το στόμα μ' έναν ανεκδιήγητο

σαρκαστικό μορφασμό τού φουσκωμένου του προσώπου -για να

τους μιλήσει, υποθέτω- κι ύστερα, απ' ό,τι φαίνεται, του 'ρθε ξαφνικά ~μπνευση. Χωρίς να βγάλει λέξη, ξανάσμιξε τ'α χοντρά, μπλαβιά χεί­

λια του, και παλαντζάροντας δεξιά αριmερά, κατευΕtύνθηκε αποφα-

Page 54: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 53

σιmικά προς την άμαξα, όπου άρχισε ν' ανεβοκατεβάζει το χερούλι

της πόρτας με τέτοια τυφλή και ζωώδη ανυπομονησία, που έλεγες ότι

από mιγμή σε mιγμή η άμαξα θα τουμπάρει μαζί με το άλογο. Στο

πρόσωπο του οδηγού, που αποσπάστηκε βίαια απ' την εμβριθή εξέ­

ταση του πέλματός του, ζωγραφίστηκαν ευθύς αμέσως όλα τα σημά­

δια ενός aπροσμέτρητου τρόμου· πιανόταν όσο πιο σφιχτά μπορού­

σε, και κοίταζε μέσ' απ' το κουβούκλιό του αυτό τον τεράmιο μπόγο

που ταρακουνούσε το όχημά του . Η μικρή άμαξα σειόταν και κλυδω­

νιζόταν πέρα δώθε με θόρυβο· ο αναψοκοκκινισμένος σβέρκος εκεί­

νου του κοντόχοντρου λαιμού, οι διαmάσεις των τεντωμένων μηρών,

τα αλογάριαmα στρώματα λίπους που κρύβονταν κάτω απ' τη λιγδια­

σμένη πλάτη με τις πορτοκαλοπράσινες ρίγες, μαζί με όλη την ανα­

σκαφική δραmηριότητα στην οποία είχε επιδοθεί ο εν λόγω κακό­

γουmος, ρυπαρός όγκος, ήταν τόσο κωμικά και τρομακτικά συνάμα,

πσυ μπέρδευαν το λογικό σαν εκείνες τις γκροτέσκες, ζωηρές παραι­

σθήσεις που μας πανικοβάλλουν και μας γοητεύουν όταν μας ψήνει ο

πυρετός. Ύ mερα χάθηκε μες στην άμαξα. Δε θα μου έκανε καμιά

εντύπωση να 'βλεπα την οροφή της να χωρίζει στα δυο, και το μικρό

κουτί πάνω mους τροχούς να σκάει σαν ώριμη κάψα βαμβακιού -αλ­

λά αυτό μονάχα βούλιαξε μ' έναν ξερό κρότο των ελατηρίων που κα­

τακάθισαν, και ξαφνικά το ένα mόρι άνοιξε κροταλίζοντας. Φάνη­

καν οι ώμοι του σφηνωμένοι mo μικρό άνοιγμα· το κεφάλι του κρε­μάστηκε έξω, φουσκωμένο και κατα.ίδρωμένο καθώς τιναζόταν πέρα

δώθε σαν αιχμάλωτο μπαλόνι, τσιρίζοντας με λύσσα. Έχωσε επιδει­

κτικά κάτω απ' τη μύτη του αμαξά τη γροθιά του που ήταν υγρή και

κόκκινη σαν κομμάτι ωμό κρέας. Του ούρλιαξε να ξεκινήσει επιτέ­

λους. Για πού; Για τον Ειρηνικό, ίσως. Ο οδηγός τίναξε το καμτσίκι

του· το αλογάκι φρούμαξε, ορθώθηκε mα πίσω του πόδια και χίμηξε

μπροmά καλπάζοντας. Για πού; Απία; Χονολουλού; Είχε στη διάθε­

σή του έξι χιλιάδες μίλια τροπικής ζώνης για να βρει τη βολή του, και

δεν άκουσα την ακριβή διεύθυνση. Ένα αλογάκι που ρουθούνιζε,

τον άρπαξε ώσπου να πεις κύμινο για την Ewigkeit/6 και δεν τον ξα­

νάδα ποτέ· κι όχι μόνο εγώ, αλλά απ' όσο ξέρω και κανένας άλλος,

από τότε που χάθηκε απ' τα μάτια μου καθισμένος στο σαραβαλια­

σμένο μικρό αμαξάκι, που έmριψε mη γωνία μέσα σ' ένα άσπρο σύν-

Ι6 Αιωνιότητα.

Page 55: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

54 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

νεφο σκόνης. Έφυγε, εξαφανίστηκε, χάθηκε από προσώπου γης, το

'σκασε, και κατά έναν παράδοξο τρόπο, έμοιαζε να 'χει πάρει μαζί

του και το αμαξάκι, γιατί ποτέ μου πια δεν ξανάδα εκείνο το μαυρο­

κόκκινο πόνυ με το σκισμένο αυτί, ούτε τον συνοφρυωμένο Ταμίλ

οδηγό με την πονεμένη πατούσα. Ο Ειρηνικός είναι όντως μεγάλος,

αλλά είτε είχε βρει ένα μέρος κατάλληλο για το απρόσκοπτο ξεδί­

πλωμα των χαρισμάτων του είτε όχι, παραμένει γεγονός αναμφισβή­

τητο ότι είχε χαθεί μες στο διάστημα σαν μάγισσα καβάλα στο σκου­

πόξυλό της. Ο κοντοστούπης με το σπασμένο χέρι βάλθηκε να τρέχει

πίσω απ' την άμαξα βελάζοντας: "Καπετάνιο! Ε, άκου, καπετάνιο!

Έεε!" -αλλά ύστερα από λίγο κοντοστάθηκε, κρέμασε το κεφάλι,

και γύρισε πίσω με αργό βήμα. Ο νεαρός μας μόλις άκουσε το ξερό

κροτάλισμα των τροχών, στριφογύρισε επιτόπου. Δεν έκανε καμιά

άλλη κίνηση, χειρονομία ή νόημα, κι απόμεινε να κοιτάζει προς την

κατεύθυνση που τράβηξε το αμαξάκι, ακόμα κι όταν εκείνο χάθηκε

απ' τα μάτια του.

»Όλ' αυτά έγιναν βέβαια πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι μου πήρε για

να σας τα πω, γιατί αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω ένα σωρό λόγια

για να σας περιγράψω μια στιγμιαία οπτική εντύπωση. Αμέσως μετά,

εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο μιγάς υπάλληλος που έστειλε . ο Άρτσι

να δει μήπως χρειάζονται τίποτα οι φουκαράδες οι ναυαγοί του Πάτ­

να. Ήρθε έξω τρέχοντας με ζήλο, ξεκαπέλωτος, ρίχνοντας ματιές δε­

ξιά κι αριστερά, αφοσιωμένος πλήρως στην εκτέλεση της αποστολής

του, που ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, όσο αφορούσε τουλάχι­

στον το κύριο αντικείμενό της εκείνος όμως κοντοζύγωσε τους υπό­

λοιπους όλο σπουδή, και σχεδόν αμέσως τον άρπαξε απ' τα μούτρα ο

νεαρός με το σπασμένο χέρι, που αποδείχτηκε ότι είχε όλη την καλ1Ί

διάθεση για καβγά. Δε σήκωνε προστάγματα εκείνος -"μα τον άγιο".

Δε τον τρόμαζαν εκείνον οι ψευτιές ενός μπάσταρδου, ξιπασμένου

καλαμαρά. Δεν κιοτούσε εκείνος "με κάτι τέτοια υποκείμενα", ακό­

μη κι αν το παραμύθι που τους τσαμπούναγαν, ήταν αληθινό, "ακόμη

και τότε!" Έσκουζε δυνατά λέγοντας ότι αυτό που θέλει, αυτό που

πρέπει να κάνει, είναι να κρεβατωθεί. "Αν δεν ήσουν κωλοπορτογά­

λος" τον άκουσα να ωρύεται, "θα σου 'κοβε να σκεφτείς ότι μόνο για

νοσοκομείο είμαι εγώ τώρα". Έσφιξε τη γροθιά του καλού του χερι­

ού κάτω απ' τη μύτη του αλλουνού· στο μεταξύ είχε αρχίσει να μαζεύ­

εται κόσμος ο μιγάς, νευριασμένος, αλλά βάtοντας όλα του τα δυνα-

Page 56: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 55

τά να δείχνει αξιοπρεπής, προσπάθησε να εξηγήσει τις προθέσεις

του. Όσο για μένα, έφυγα χωρίς να περιμένω την κατάληξη.

»'Ετυχε όμως εκείνο τον καιρό να είναι στο νοσοκομείο ένας απ'

το καράβι μου, κι όταν πήγα να τον επισκεφθώ, μια μέρα πριν την

έναρξη της δίκης, είδα στο θάλαμο των λευκών εκείνο τον μπασμένο

να κουνιέται μπρος πίσω στο κρεβάτι του, με το μπράτσο στο νάρθη­

κα και ύφος χαμένο και παραζαλισμένο . Ξαφνιάστηκα όταν διαπί­

στωσα ότι κι ο άλλος, ο ψηλολέλεκας με τις μεγάλες γκρίζες μουστά­

κες, είχε καταφέρει να τρυπώσει κι αυτός στο νοσοκομείο. Θυμήθη­

κα ότι την ώρα του καβγά τον είχα δει να το στρίβει στα μουλωχτά,

μισοκορδωμένος μισοσερνάμενος, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να

κρύψει το φόβο του . Απ' ό,τι φαίνεται, ήξερε καλά όλα τα κατατόπια

του λιμανιού, και μόλις τα βρήκε σκούρα, πήγε ντουγρού στο μπαρ

του Μαριάνι με τα μπιλιάρδα, κοντά στο παζάρι. Αυτός ο aπερίγρα­

πτος μπαγαπόντης, ο Μαριάνι, που τον ήξερε καλά και το θεωρούσε

υποχρέωσή του να του ικανοποιεί όλα τα βίτσια από παλιά, μόνο

που δεν του φίλησε τα πόδια, που λέει ο λόγος, όταν τον είδε, και τον

έκρυψε σ' ένα απ' τα πάνω δωμάτια σ' εκείνο το βρωμερό καταγώ­

γιο με μια γερή κουμπάνια πιοτί. Ο άλλος τού είπε αόριστα ότι βρι­

σκόταν σε κίνδυνο η προσωπική του ασφάλεια και χρειαζόταν επει­

γόντως μια κρυψώνα. Ο Μαριάνι, ωστόσο, όπως μου είη;ε ύστερα

από πολύ καιρό (μια μέρα που ανέβηκε στο καράβι μου για να πα­

ρακαλέσει τον καμαρότο να του ξοφλήσει κάτι πούρα που του χρω­

στούσε), θα 'χε κάνει πολύ περισσότερα γι' αυτόν και χωρίς να ρω­

τήσει τίποτα, γιατί του 'χε μεγάλη υποχρέωση για κάποια όχι ϊ:Gαι πο­

λύ αθώα χάρη πριν πολλά χρόνια --απ' ό,τι τουλάχιστον μπόρεσα να

καταλάβω . Με τα μεγάλα μαύρα του μάτια να γυροφέρνουν γυαλί­

ζοντας απ' τα δάκρυα μες στο aσπράδι τους, χτύπησε δυο φορές τη

γροθιά του στο χοντρό του στήθος: 'Άντόνιο δεν ξεχνάει ποτέ! - Πο­

τέ!" Δεν έμαθα ποτέ μου ποια ήταν η ακριβής φύση αυτής της ύπο­

πτης υποχρέωσης, αλλά όποια και να 'ταν, έδωσε στον άλλο το πλεο­

νέκτημα, τη στιγμή που τον κυριαρχούσε αυτός ο παράλογος πανι­

κός, να έχει στη διάθεσή του μια καλοκλειδωμένη κάμαρη, με καρέ­κλα, τραπέζι, ένu uη,>ώμα σε μια γωνιά, ένα πάτωμα γεμάτο σπασμέ­

νους σοβάδες, και τα τονωτικά του Μαριάνι για να κρατάει ψηλά το ηθικό του. Έμεινε εκεί αμπαρωμένος ώς τη νύχτα της τρίτης μέρας

όταν, βγάζοντας μερικά τρομερά ουρλιαχτά, βρέθηκε να παλεύει

Page 57: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

56 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

εναγωνίως για να ξεφύγει από ένα σμήνος σαρανταποδαρούσες.

Άνοιξε με όλη του τη φόρα την πόρτα, έκανε ένα σάλτο μορτάλε απ'

τη μικρή ετοιμόρροπη σκάλα, προσγειώθηκε κυριολεκτικά πάνω

στο στομάχι του Μαριάνι, σηκώθηκε κακήν κακώς, και χάθηκε τρέ­

χοντας σαν λαγός μες στα σοκάκια. Νωρίς τα χαράματα τον περιμά­

ζεψε η αστυνομία πλάι από ένα σωρό με σκουπίδια. Στην αρχή νόμι­

ζε πως τον πηγαίνανε για κρεμάλα και αγωνίστηκε ηρωικά για την

ελευθερία του, όταν όμως παλουκώθηκε στο κρεβάτι, ήταν εδώ και

δυο μέρες ήσυχος σαν αρνάκι. Πήγα κι έκατσα δίπλα του. Το ισχνό,

χαλκοπράσινο μούτρο του με τα άσπρα μουστάκια έμοιαζε πάνω στο

μαξιλάρι ευγενικό και ήρεμο, σαν το πρόσωπο ενός στρατιώτη με

άδολη ψυχή που aπόκαμε πια απ' τους πολέμους μονάχα η φευγα­

λέα σκιά μιας αμυδρής ανησυχίας διακρινόταν να καραδοκεί στην

αδειανή γυαλάδα της ματιάς του, ίδια με την ακαθόριστη ακόμα

μορφή ενός τρομακτικού πλάσματος που κουρνιάζει σιωπηλά πίσω

απ' το τζάμι ενός παράθυρου. Ήταν τόσο ήρεμος, ώστε άρχισα να

τρέφω μέσα μου την παράλογη ελπίδα ότι θα μπορούσα ν' ακούσω

και τη δική του άποψη για την περίφημη υπόθεση. Δυστυχώς, μου εί­

ναι αδύνατον να εξηγήσω αυτή τη διακαή μου επιθυμία να ξεσκαλί­

σω τις άθλιες λεπτομέρειες ενός συμβάντος που, στο κάτω κάτω, δε

με αφορούσε άμεσα, παρά μονάχα ως μέλους ενός ακαθόριστου συ­

νόλου ανθρώπων, που τους ενώνει ο αφανής κι άδοξος μόχθος και η

προσκόλληση σε ορισμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Νοσηρή περιέρ­

γεια αν θέλετε· κάτι όμως μέσα μου με βεβαιώνει ότι ο λόγος που

ανακατεύτηκα σ' αυτή την υπόθεση ήταν ότι κάτι έψαχνα να βρω,

ίσως ασυναίσθητα, κάποια βαθιά κι εξαγνιστική αιτία, μια παρήγο­

ρη εξήγηση, μια πειστική δικαιολογία. Τώρα μόνο καταλαβαίνω ότι

έλπιζα να κατορθώσω τα ακατόρθωτα, να ξορκίσω εκείνο το στοι­

χειό που δεν ξεκολλάει με τίποτα πλάι απ' τα ανθρώπινα πλάσματα,

εκείνη τη μύχια αμφιβολία που ξεσηκώνεται σαν ομίχλη, που μας

ροκανίζει σαν σκουλήκι, πιο παγερή ακόμα κι απ' το αναπόφευκτο

του θανάτου -την αμφισβήτηση που aποσαθρώνει την κυριαρχική

δύναμη και το σφρίγος ενός καλοσταθμισμένου πρότυπου συμπερι­

φοράς. Δεν υπάρχει σκληρότερη δοκιμασία απ' αυτήν· δικό της γέν­

νημα είναι τόσο οι γοερές κραυγές του πανικού, όσο κι οι πιο συγκα­

λυμμΕVΕς μικροπρεπείς ασχημοσύνες και κακίες όλεθρος σωσrός. Πίστευα λοιπόν σ' ένα θαύμα; και γιατί το επιθυμούσα τ6σο σφο-

Page 58: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 57

δρά; Μήπως τελικά δεν αποσκοπούσε παρά στο δικό μου όφελος

αυτή η επιθυμία μου να ανακαλύψω έστω και μια μικρή δικαιολογία

για κείνο το παλικάρι, που στο κάτω κάτω το έβλεπα πρώτη φορά

στη ζωή μου, αλλά που το παρουσιαστικό του και μόνο έφτανε για να

προσδώσει στις σκέψεις μου για την αδυναμία που είχε δείξει έναν

τόνο πολύ προσωπικό -πράγμα μυστηριώδες και τρομακτικό- σαν

υπαινιγμός ότι το ίδιο ολέθριο πεπρωμένο βαραίνει κι όλους εμάς,

που η αλλοτινή μας νιότη έμοιαζε με τη δικ11 του. Πολύ φοβάμαι ότι

αυτό ήταν το κρυφό κίνητρο των προσπαθειών μου. Περίμενα να γί­

νει κάνα θαύμα. Εντέλει, το μόνο πράγμα που μετά από τόσο καιρό

μου φαίνεται όντως άξιο θαυμασμού είναι το μέγεθος της βλακείας μου, αφού έτρεφα την παράλογη ελπίδα ότι αυτό το σμπαραλιασμέ­

νο, αξιοθρήνητο ραμολιμέντο θα κατάφερνε να διαλύσει τις αμφιβο­

λίες μου. Απ' ό,τι φαίνεται, βρισκόμουν σε μεγάλη απελπισία γιατί,

χωρίς να χάσω καθόλου καιρό, μετά από δυο τρεις φιλικές κουβέ­

ντες περί ανέμων και υδάτων, στις οποίες εκείνος αποκρίθηκε με τη

νωθρή ετοιμότητα που διαθέτουν όλοι οι καθωσπρέπει ασθενείς,

του πασάρισα αμέσως τη λέξη Πάτνα κουκουλωμένη επιδέξια μέσα

σε μια ερώτηση, σαν σε τούφα φτηνιάρικο μετάξι. Συμφεροντολόγος

μεν, αλλά με διακριτικό τρόπο· δεν ήθελα να τον τρομάξω· όχι πως

μ' έκοφτε για ελόγου του· δε μου προξενούσε θυμό ούτε οίκτο -θεω­ρούσα τις εμπειρίες του εντελώς ανάξιες λόγου· όσο για την εξιλέω­

σή του, με άφηνε εντελώς αδιάφορο. Ένας τιποτένιος γερο-aπατεώ­

νας που δεν μπορούσε να εμπνεύσει ούτε αποστροφή ούτε λύπηση.

Επανέλαβε ερωτηματικά "Πάτνα;" κι ύστερα φάνηκε να κάνει μια

μικρή προσπάθεια για να θυμηθεί. "Πολύ σωστά" είπε. "Εγώ είμαι

παλιά καραβάνα. Το 'δα που βούλιαξε''. Ήμουν έτοιμος να ξεσπά­

σω · αγανακτισμένος μπροστά σ' ένα τέτοιο ηλίθιο ψέμα, όταν συ­

μπλήρωσε ήσυχα ήσυχα "Ήταν γεμάτο σαύρες".

»Αυτό μ' έκανε να συγκρατηθώ. Τι ήθελε να πει; Το ανήσυχο φά­

σμα του τρόμου πίσω απ' τα γυάλινα μάτια του στεκόταν ακίνητο και

με κοίταζε μελαγχολικά. "Με ξεσήκωσαν άρον άρον απ' το γιατάκι

μου νυχτιάτικα για να το δω που βούλιαζε" συνέχισε συλλογισμένος.

Η φωνή του είχε γίνει άξαφνα δυνατή και γεμάτη ανησυχία, πράγμα

που μ' έκανε αμέσως να μετανιώσω για την aποκοτιά μου . Γύρισα το

βλέμμα μου στο θάλαμο, αλλά δεν είδα πουθενά να ανεμίζει βιαστι­

κά το χιονάτο φτερωτό φακιόλι της νοσοκόμας λίγο μακρύτερα

Page 59: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

58 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

όμως, ανάμεσα στ' αδειανά σιδερένια κρεβάτια, μισοσηκώθηκε στο

μαξιλάρι τσυ ένας τραυματίας από ατUχημα στο μουράγιο, ηλιοκαμέ­

νος και κοκαλιάρης, μ' έναν άσπρο επίδεσμο τυλιγμένο όπως όπως

γύρω απ' το μέτωπο. Ξαφνικά, ο aξιοπερίεργος γερο-σακάτης μου,

τέντωσε ψηλά το χέρι του, αδύνατο σαν οδοντογλυφίδα, και με γρά­

πωσε απ' τον ώμο . "Μόνο το δικό μου μάτι έκοβε, απ' όλους εκεί μέ­

σα. Όλοι έχουν να το λένε. Να δεις που γι' αυτό με φώναξαν. Ούτε

ένας τους δεν πήρε χαμπάρι πώς βούλιαξε, αλλά όταν το κατάλαβαν

στο τέλος άτι πήγε στον πάτο, αρχινήσανε όλοι μαζί τα κακαρίσματα

-νά, έτσι" ... Ένα λυκίσιο ουρλιαχτό με τρύπησε ώς τα κατάβαθα της ψυχής μου. "Αμάν, πες του να το βουλώσει" γκρίνιαξε ο τραυματίας

τσαντισμένος. "Θαρρώ πως δε με πιστεύεις" συνέχισε ο δικός μου, μ'

ένα ανεκδιήγητα υπεροπτικό ύφος. "Σ' το ξανάπα, δεν υπάρχει μάτι

σαν το δικό μου σ' όλο τον Περσικό. Κοίτα κάτω απ' το κρεβάτι!"

»Εγώ βέβαια, έσκυψα στο λεπτό. Όχι, εσείς δηλαδή τι θα κάνατε

στη θέση μου; Ύστερα με ρώτησε: "Πες μου, τι βλέπεις;" "Τίποτε"

απάντησα, οικτίροντας τον ίδιο μου τον εαυτό για το ρεζιλίκι. Με κε­

ραυνοβόλησε με μια άγρια, επιτιμητική ματιά. "Σωστά" είπε, "αν

όμως έσκυβα εγώ, θα 'βλεπα -το δικό μου το μάτι είναι άλλο πράμα,

σου λέω". Ξανά με γράπωσε απ' τον ώμο απεγνωσμένα για να χαμη­

λώσω και να μου ξομολογηθεί αυτά που τον βάραιναν μέσα του.

"Εκατομμύρια ροζ βατράχια. Δεν υπάρχει μάτι σαν το δικό μου. Εκατομμύρια ροζ βατράχια. Τι καράβια που βουλιάζουν και πράσι­

να άλογα. Μπορώ να βλέπω όλη τη μέρα καράβια να σκυλοπνίγο­

νται, και να φουμέρνω το τσιμπούκι μου σαν να μην τρέχει τίποτα.

Γιατί μου πήραν το τσιμπούκι μου; Να τραβήξω καμιά τζούρα τώρα

που κάθομαι και φυλάω αυτά τα βατράχια. Το καράβι ήταν φίσκα

από δαύτα. Ξέρεις τιδρα, πρέπει να 'χω το νου μου". Μου έκλεισε το

μάτι με νόημα. Ο ιδρώτας έσταζε απ' το μέτωπό μου κι έπεφτε πάνω

του, το λινό σακάκι είχε κολλήσει στην πλάτη μου· φύσηξε ορμητικά

ένα αεράκι aπογεματινό πάνω απ' τα κρεβάτια, και οι βαριές κουρ­

τίνες κροταλίσανε δεμένες στις σιδερόβεργες τα καλύμματα στα

αδειανά κρεβάτια όλης της σειράς κυμάτισαν αθόρυβα αγγίζοντας

σχεδόν το γυμνό πάτωμα, κι εμένα με περόνιασε σύγκρυο ίσαμε το

μεδούλι. Το αεράκι των τροπικών μού φαινόταν μέσα σ' εκείνον το

γυμνό θάλαμο μαύρο κι άραχλο, σαν χειμωνιάτικη θύελλα εγγλέζικη

που σαρώνει τους ετοιμόρροπους αχερώνες. "Να χαρείς, κύριος,

Page 60: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 59

κάνε κάτι μην ξαναρχίσει τα σκουξίματα" φώναξε ο τραυματίας από

μακριά, με μια ταλαίπωρη, θυμωμένη κραυγή, που έφτασε ώς τ' αυ­

τιά μου βουίζοντας ανάμεσα στους τοίχους σαν τρεμουλιαστός αντί­

λαλος σε τούνελ. Το κοκαλιάρικο χέρι με τράβηξε πάλι απ' τον ώμο·

ο μηχανικός με στραβοκοίταξε όλο σημασία. "Το καράβι ήταν γεμά­

το από δαύτα, καταλαβαίνεις, κι έπρεπε να την κοπανήσουμε πριν

μας μυριστούνε" ψιθύρισε με μεγάλη βιάση . "Όλα ροζ, ροζ και τε­

ράστια σαν μαντρόσκυλα, ψηλά στο κούτελο ένα μάτι, και γύρω γύ­

ρω στη στοματάρα τους είχανε δαγκάνες. Αχ, αχ!" Τα δυο aποσκε­

λετωμένα ποδάρια τινάζονταν σπασμωδικά κάτω απ' την ψιλή κου­

βέρτα σαν να τον περνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Τράβηξε το χέρι του

απ' τον ώμο μου και το τέντωσε ψηλά, σαν να 'θελε να πιάσει κάτι

στον αέρα· το σώμα του σκίρτησε γεμάτο υπερένταση σαν χαλασμέ­

νο ελατήριο, και τότε είδα να ξεχύνεται aσυγκράτητος απ' τη γυάλι­

νη ματιά του ο εφιάλτης που τόση ώρα παραμόνευε . Το πρόσωπο

του παλαίμαχου στρατιώτη με τις ευγενικές και ήρεμες γραμμές

αποσυντέθηκε στη στιγμή, και φανέρωσε μπροστά στα μάτια μου

όλη την κρυμμένη σαπίλα, την καταχθόνια πανουργία, την αηδιαστι­

κή καχυποψία και τον τρελό πανικό του. Έπνιξε μέσα στα δόντια

του ένα ξεφωνητό -"Σσσς! Τι κάνουν αυτά εκεί κάτω;" ρώτησε, δεί­

χνοντας το πάτωμα και παίρνοντας όλες τις δυνατές προφυλάξεις

τάχα για να μην τον δουν ή τον ακούσουν, και που η σημασία τους

άστραψε ξαφνικά στο μυαλό μου, κάνοντάς με να νιώσω αηδία για

την "εξυπνάδα" που είχα κάνει. "Κοιμούνται όλα" του απάντησα,

και τον κοίταξα καλά καλά. Αυτό ήταν. Αυτό ήθελε ν' ακούσει· τά

μόνα λόγια που μπορούσαν να τον. καλμάρουν. Πήρε μια βαθιά ανά­

σα. "Σσσς! Ησυχία, προσοχή! Είμαι παλιά καραβάνα εγώ εδώ πέρα.

Έννοια σου, και τα ξέρω καλά αυτά τα σιχάματα. Το πρώτο που θα

σαλέψει, τσάκισέ του το κεφάλι. Υπάρχουν τόσο πολλά από δαύτα,

κι αυτό το σαπιοκάικο δε θα βαστάξει πάνω από δέκα λεπτά". Έχα­

σε πάλι την ανάσα του . "Γρήγορα" έσκουξε ξαφνικά, κι ύστερα η

κραυγή του έγινε παρατεταμένη και διαπεραστική. "Ξύπνησαν όλα

-εκατομμύρια. Με τσαλαπατάνε με τα πόδια τους! Μη φεύγεις! Αχ,

περίμενε! Θα τα ξεπαστρέψω σαν μύγες. Περίμενέ με ! Βοήθεια!

Βοήθεια!" Αυτό το μακρόσυρτο ακατάπαυστο ουρλιαχτό υπήρξε το

επιστέγασμα της πανωλεθρίας μου. Είδα από μακριά τον τραυματία

να φέρνει τα χέρια του με απελπισία στο μπανταρισμένο κεφάλι του·

Page 61: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

60 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡ ΑΝΤ

ένας νοσοκόμος με ποδιά ώς το λαιμό φάνηκε να πλησιάζει απ' την

άκρη του διαδρόμου, μικροσκοπικός σαν μέσα από ανεστραμμένο

τηλεσκόπιο . Χωρίς δεύτερη σκέψη το 'βαλα ηρωικά στα πόδια, δρα­

σκέλισα μια τζαμαρία και βγήκα στον εξωτερικό διάδρομο. Πίσω

μου άκουγα να με καταδιώκε ι το ουρλιαχτό του μηχανικού σαν να ζητούσε εκδίκηση. Έστριψα σ' ένα έρημο κεφαλόσκαλο, και ξαφνι­

κά όλα γύρω μου ησύχασαν. Μέσα σ' αυτή την ηρεμία, κατάφερα να

συγκεντρώσω το σκόρπιο μου μυαλό και να κατέβω τα γυμνά, γυαλι­

στερά άκαλοπάτια. Όταν έφτασα κάτω, με σταμάτησε ένας γιατρός

που διέσχιζε το προαύλιο. "Ήσασταν στο φίλο σας, καπετάνιε;

Ίσως τον αφήσουμε να φύγει αύριο. Το κακό είναι ότι αυτοί οι χαζο­

βιόληδες δεν ξέρουν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Νά, έχουμε τώ­

ρα και τον μηχανικό εκείνου του καραβιού με τους προσκυνητές. Μο­

ναδική περίπrωση. Delirίum Tremens του χειρότερου είδους. Μπε­κρούλιαζε τρεις μέρες συνέχεια στο καπηλειό εκείνου του Έλληνα ή

Ιταλού. Φυσικό ήταν. Απ' ό,τι μου είπαν, τέσσερις μπουκάλες τη μέ­

ρα από κείνο το κονιάκ. Σωστό θαύμα, αν αληθεύει. Τα σωθικά του

γίνηκαν μπουρλότο. Όσο για το κεφάλι του, ε, αυτό πια το 'χασε για

τα καλά βέβαια, αλλά το περίεργο είναι ότι το παραμιλητό του δεν

είναι τελείως ασύνδετο. Προσπαθώ να βρω μια συνοχή. Πολύ ασυ­

νήθιστη αυτή η συνέχεια της λογικής σ' ένα τέτοιο παραλήρημα. Κα­

νονικά θα 'πρεπε να βλέπει φίδια, αλλά αυτός τίποτα. Η παλιά καλή

μας ιατρική δε μετράει και πολύ την σήμερον ημέραν. Αχ! Ναι ... τα δικά του οράματα είναι βατραχοειδή. Χα! χα! Καλά, για να μιλήσου­

με και λίγο σοβαρά, δε θυμάμαι να μου κίνησε ποτέ τόσο πολύ την

περιέργεια παρόμοια περίπτωση αλκοολικού ντελίριου. Κανονικά,

μετά από έναν τέτοιο ξεπατωμό θα 'πρεπε να τινάξει τα πέταλα. Πο­

λύ σκληρό καρύδι. Κι έχει κάνει είκοσι τέσσερα χρόνια στους τροπι­

κούς. Αξίζει τον κόπο να του ρίξετε μια ματιά. Ένας μεγαλοπρεπέ­

στατος γερο-μπεκρούλιακας. Πιο καταπληκτικό άνθρωπο δεν έχω

ξανασυναντήσει-από ιατρική άποψη, εννοώ".

>>'Οση ώρα μού μιλούσε, έκανα ό,τι μπορούσα για να δείχνω τυ­

πικώς κάποιο ενδιαφέρον, αλλά τώρα πήρα ένα ύφος λυπημένο,

μουQμούοισα κάτι για έλλειψη χρόνου και του έσφιξα βιαστικά το

χέρι. "Δεν μπορεί" φώναξε από πίσω μου, "να παρευρεθεί στη δί­

κη. Νομίζετε ότι η μαρτυρία του είναι καθοριστική;" >>"Κάθε άλλο" του φώναξα απ' την καγκελόπορτα>> .

Page 62: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

6

«0 ι αρχές είχαν προφανώς την ίδια γνώμη με τη δική μου . Η δίκη

δεν αναβλήθηκε. Έγινε την καθορισμένη μέρα για να ικανοποιηθεί

το αίσθημα της δικαιοσύνης, και λόγω του αναμφίβολου ανθρωπι­

στικού ενδιαφέροντος που παρουσίαζε, είχε πυκνό ακροατήριο.

Όσον αφορά τα γεγονότα -εννοώ εκείνο το ένα και ουσιαστικό γε­

γονός- δεν υπήρχε κανένας ενδοιασμός. Ο τρόπος τώρα που το

Πάτνα έπαθε την αβαρία, ήταν αδύνατο να ανακαλυφθεί· το δικα­

στήριο το ήξερε αυτό· ούτε και σε ολόκληρο το ακροατήριο εξάλλου υπήρχε κανείς που να ενδιαφέρεται γι' αυτό το πράγμα. Εντούτοις,

όπως σας είπα, όλοι οι ναυτικοί του λιμανιού ήταν εκεί, καθώς και

μια πλήρης αντιπροσωπεία των πάσης φύσεως θαλασσινών επαγ­

γελμάτων. Συνειδητό ή ασυνείδητο, το ενδιαφέρον που τους τράβη­

ξε εκεί πέρα ήταν καθαρά ψυχολογικής φύσεως -η προσδοκία κά­

ποιων καίριων αποκαλύψεων για τη δύναμη, την εξουσία και τον

τρόμο που κρύβουν τα ανθρώπινα αισθήματα. Πράγμα που φυσικά

ήταν ολωσδιόλου ανέφικτο. Η εξέταση του μοναδικού μάρτυρα που

μπορούσε και ήθελε ν' αντιμετωπίσει ανοιχτά την κατάσταση, περι­

στράφηκε μοιραία γύρω απ' το πασιφανές γεγονός, και το παιχνίδι

των ερωτήσεων γι' αυτό το ζητούμενο υπήρξε ήκιστα διαφωτιστικό·

σαν να χτυπάς με το σφυρί ένα κλειστό σιδερένιο κουτί, ενώ το αντι­

κείμενο που ψάχνεις, μένει καταχωνιασμένο μέσα του. Α.Αλ.ά όπως

και να το κάνουμε, μια επίσημη ανάκριση δεν μπορεί να προσφέρει

και τίποτα περισσότερο. Το αντικείμενό της δεν ήταν το θεμελιώδες

γιατ~ αλλά το επιφανειακό πώς αυτής της υπόθεσης.

»Εκείνο το παλικάρι θα μπορούσε να τους πει τα πάντα, και πα­

ρόλο που αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που ενδιέφερε το ακροα­τήριο, οι Ερωτήσεις που του έθεταν, τον απομάκρυναν αναγκαστι­

κά απ' τη μοναδική, κατά τn γνώιιn ιιου. αλήθεια που αξί.tι: ι . νη νf­νει γνωστή. Βεβαίως, κανείς δεν έχει την απαίτηση απ' τις καθε-

Page 63: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

62 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

στηκυίες αρχές να βυθομετρούν την καρδιά ενός ανθρώπου -ή

έστω τα φυλλοκάρδια του. Το καθήκον τους εξαντλείται στη σύνο­

ψη των συνεπειών μιας πράξεως, κι εδώ που τα λέμε, δεν μπορείς

να ζητάς και τίποτε παραπάνω από έναν τυχαίο πρόεδρο και δυο

πάρεδρους του Εμπορικού Ναυτικού. Δε θέλω μ' αυτό να καταλή­

ξω ότι ήταν βλάκες. Ίσα ίσα που ο πρόεδρος ήταν πολύ υπομονε­τικός, ο ένας απ' τους πάρεδρους με την κόκκινη γενειάδα, που

ήταν καπετάνιος ιστιοφόρου , φαινόταν να 'χει πολύ ευσεβή χαρα­

κτήρα, κι ο τρίτος ήταν ο Μπράιερλυ. Ο περίφημος Μπράιερλυ. Θα πρέπει να τον έχετε ακουστά μερικοί από σας -αυτός που κυ­

βερνούσε το πιο σπουδαίο σκαρί της Μπλου Σταρ Λάιν». Έμοιαζε να πλήττει μέχρι θανάτου με την τιμή που του έλαχε. Ο

ίδιος δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του το παραμικρό λάθος, δεν του εί­

χε συμβεί ποτέ ατύχημα, ούτε καμιά αναποδιά, κανένα πρόσκομμα

στην εξέλιξη της καριέρας του, κι έδειχνε να είναι από κείνους τους

τυχερούς ανθρώπους που δεν ξέρουν τι πάει να πει αμφιταλάντευση,

και πολύ λιγότερο έλλειψη αυτοπεποίθησης. Στα τριάντα δυο του κά­

τεχε μια απ' τις καλύτερες θέσεις κυβερνήτη στα εμπορικά της Ανα­

τολής, ένα πόστο που το θεωρούσε λίαν σημαντικό. Λες και δεν

υπήρχε δεύτερη θέση σαν και τη δική του στον κόσμο, κι υποθέτω

πως αν τον ρωτούσε κανείς στα ίσα, θα παραδεχόταν ότι, κατά τη

γνώμη του, ήταν ο καλύτερος καπετάνιος του κόσμου. Αυτοί που τον

διάλεξαν, είχαν κάνει διάνα. Όλο το υπόλοιπο της aνθρωπότητας

που δεν κυβερνούσε το aτσαλένιο aτμόπλοιο Όσσα των δεκάξι κόμ­

βων, αποτελούνταν από πλάσματα κατά το μάλλον ή ήττον aξιολύπη­

τα. Είχε σώσει ζωές στη θάλασσα, είχε βοηθήσει πλοία σε κατάσταση

ανάγκης, είχε ένα χρυσό χρονόμετρο, δώρο των ιδιοκτητών μετόχων

του καραβιού του, κι ένα ζευγάρι κιάλια με την ανάλογη αφιέρωση

από μια ξένη κυβέρνηση εις ανάμνησιν των υπηρεσιών του . Είχε πλή­

ρη συναίσθηση της αξίας και των δικαιωμάτων του. Τον συμπαθούσα

αρκετά, αν και μερικοί γνωστοί μου -πράοι άνθρωποι και με καλή

καρδιά- δεν μπορούσαν να τον χωνέψουν με τίποτα. Δεν έτρεφα την

παραμικρή αμφιβολία ότι θεωρούσε τον εαυτό του κατά πολύ ανώτε­

ρό μου -κοντολογίς, ακόμη κι ο κυρίαρχος του σύμπαντος να tΊσουν,

δε θα μπορούσες να μην αναγνωρίσεις την κατωτερότητά σου μπρο­

στά του- εντούτοις, εγώ δεν ένιωθα καθόλου προσβλημένος. Η κατα­

φρόνια του δεν αφορούσε κάτι συγκεκριμένο πάνω μου που θα μπο-

Page 64: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 63

ρούσε να αλλάξει -κάποια πλευρά του χαρακτήρα μου -καταλαβαί­

νετε; Αντιπροσώπευα μια αμελητέα ποσότητα, απλά και μόνο επειδή

δεν ήμουν ο μοναδικός εκλεκτός της τύχης, επειδή δεν ήμουν ο Μό­

νταγκιου Μπράιερλυ, ο κυβερνήτης του Όσσα, ο κάτοχος του χρυσού

ρολογιού με την αφιέρωση, κι ενός ζεύγους επάργυρων διοπτρών,

που θα πιστοποιούσαν την τελειότητα της ναυτικής μου τέχνης και το

ακατάβλητο θάρρος μου· επειδή δεν είχα πλήρη επίγνωση της αξίας

και των δικαιωμάτων μου, και επιπλέον την αγάπη και την αφοσίωση

ενός μαύρου λαγωνικού, απ' τα πιο όμορφα της ράτσας του -γιατί δεν

υπήρξε άλλος άνθρωπος που να αγαπήθηκε τόσο πολύ από τέτοιο

σκυλί. Φυσικά, όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να με κάνουν έξω φρε­

νών, αλλά συλλογιζόμενος ότι ουσιαστικά μοιραζόμουν τα ίδια ανα­πόφευκτα μειονεκτήματα με άλλα εκατόν είκοσι περίπου εκατομμύ­

ρια ανθρώπους πάνω στον πλανήτη, ανακάλυψα ότι χάρη σε μια αό­

ριστη γοητεία που ασκούσε αυτός ο άνθρωπος πάνω μου, δε μου κό­

στιζε και πολύ να ανέχομαι τον καλοπροαίρετο όσο και περιφρονητι­

κό οίκτο που μου αναλογούσε. Δεν μπόρεσα ποτέ να ξεκαθαρίσω μέ­

σα μου το είδος αυτής της γοητείας, υπήρχαν όμως στιγμές που τον

ζήλευα. Το φαρμακερό κεντρί της ζωής δεν άφηνε πάνω στην αυτά­

ρεσκη ψυχή του ούτε γρατζουνιά, σαν σκάλισμα καρφίτσας στη στιλ­

πνή επιφάνεια ενός βράχου. Αυτό σου γεννούσε αισθήματα ζήλιας.

Καθώς τον κοίταγα να κάθεται δίπλα στον συγκαταβατικό, χλομο­

πρόσωπο πρόεδρο, η ναρκισσιστική του αυτάρκεια τον έκανε να φα­

ντάζει στα μάτια μου και στα μάτια των άλλων αδιαπέραστος σαν

γρανίτης. Μετά από λίγο καιρό αυτοκτόνησε.

»Δεν είναι καθόλου παράξενο που η υπόθεση έκανε τον τζιμ να

βαριέται, γιατί την ώρα που εγώ αναλογιζόμουν, με κάποιο αόριστο

αίσθημα φόβου, την άμετρη περιφρόνηση που θα πρέπει να 'νιωθε

για τον νεαρό κατηγορούμενο, εκείνος έκανε πιθανόν ένα σιωπηρό

απολογισμό της δικής του περίπτωσης. Προφανώς, η ετυμηγορία τον

έκρινε ένοχο χωρίς ελαφρυντικά, και μ' εκείνη τη βουτίά πήρε μαζί

του στη θάλασσα όλα τα πειστήρια του εγκλήματός του. Απ' όσο

μπορώ να γνωρίζω την ανθρώπινη φύση, θα πρέπει να επρόκειτο

χωρίς αμφιβολία για ζήτημα μεγίστης σπουδαιότητας, κάποια από

κείνες τις ασήμαντες λεπτομέρειες που γεννούν ένα σωρό ιδέες μες

στο μυαλό, και ανακατεύουν στη ζωή μας τέτοιου Είδους σκέψΕις, που, αν δεν είσαι προκαταβολικά συνηθισμένος στη συντροφιά τους,

Page 65: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

64 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

γίνεται αδύνατο να συνεχίσεις να ζεις. Είμαι σε θέση να ξέρω ότι

δεν επρόκειτο για λεqrcά, πιοτό ή γυναίκες. Πήδηξε απ' το καράβι

και πνίγηκε μόλις μια βδομάδα μετά το τέλος της δίκης, και λιγότερο

από τρεις μέρες αφότου το καράβι του έβαλε πλώρη για το εξωτερι­

κό, θαρρείς κι είχε αντικρίσει ξαφνικά, σ' εκείνο ακριβώς το σημείο

που φουντάρισε, μες στην αχλ1Ί του θαλασσινού νερού, τις πύλες του

άλλου κόσμου ν' ανοίγουν διάπλατα για να τον υποδεχτούν.

>>Κι όμως δεν ήταν μια ξαφνική παρόρμηση. Ο γκριζομάλλης ο

γραμματικός του, ένας ναυτικός πρώτης τάξεως και φίνος μακαντά­

σης με όλους τους ξένους, αλλά στις σχέσεις με τον καπετάνιο του ο

πιο δύστροπος αξιωματικός που έχω δει ποτέ, μου αφηγήθηκε την ιστορία με βουρκωμένα μάτια . Απ' ό,τι φαίνεται, όταν ανέβηκε εκεί­

νο το πρωινό στην κουβέρτα, βρήκε τον Μπράιερλυ να γράφει στο

τσάρτρουμ. "Ήταν τέσσερις παρά δέκα" είπε, "και η μεσιανή βάρ­

δια δεν είχε αλλάξει βέβαια ακόμη. Άκουσε τη φωνή μου στη γέφυ­

ρα καθώς μιλούσα με τον ανθυποπλοίαρχο, και με φώναξε. Δεν είχά καμιά όρεξη να πάω, και για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, καπεταν­

Μάρλοου -δεν μπορούσα να τον υποφέρω καθόλου το φουκαρά τον

καπεταν-Μπράιερλυ, ντρέπομαι που το λέω· πού να ξέρεις τι κρύβει

ο καθένας μέσα του. Είχε πάρει προαγωγή πιο γρήγορα από πολ­

λούς άλλους, κι από ελόγου μου βέβαια, κι είχε ένα διαολεμένο τρό­πο να σε κάνει να νιώθεις σαν σκουλήκι, απλά και μόνο με το τουπέ

που σου έλεγε καλημέρα. Δεν ξανοίχτηκα ποτέ σε κουβέντες μαζί

του εξόν απ' τα θέματα της υπηρεσίας, αλλά και τότε ακόμη έβαζα

όλα μου τα δυνατά για να μη φανώ αγενής". (Σ' αυτό το σημείο είχε

βάλει μπόλικη σάλτσα, διότι εγώ ανέκαθεν aπορούσα πώς τα κατά­

φερνε ο Μπράιερλυ κι ανεχόταν τους τρόπους του γραμματικού του

στα ταξίδια ίσαμε το τέλος. ) "Τι να γίνει, που έχω γυναίκα και παι­

διά" συνέχισε. "Δέκα χρόνια στη δούλεψη της Εταιρείας, κι όλο πε­

ρίμενα πως θα μου δώσουν εμένα το γκουβέρνο -καλό κορόιδο και

του λόγου μου. Μου λέει λοιπόν : «Ελάτε εδώ, κύριε Ί'ζόουνς>> μ'

εκείνη την ψωροπερήφανη τη φωνή του -«Ελάτε εδώ, κύριε τζό­

ουνς>> . Ε, πήγα κι εγώ. «Πρέπει να σημειώσουμε το στίγμα μας>> εί­

πε, σκύβοντας πάνω απ' το χάρτη μ' ένα διαβήτη στο χέρι. Σύμφωνα

με τους κανονισμούς, αυτό ήταν δουλειά του αξιωματικού που τέλει­

ωνε τη βάρδια του. Αλλά δεν είπα τίποτε, παρά καθόμουν και τον

κοίταζα που σημείωνε τη θέση του πλοίου μ' ένα μικρούτσικο σταυ-

Page 66: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 65

ρουλάκι, κι έγραφε μέρα και ώρα. Σαν να τον βλέπω τώρα δα μπρο­

στά μου να γράφει τα νούμερα καθαρά καθαρά: δεκαεπτά, οκτώ,

τέσσερις π.μ. Τη χρονολογία τη γράφαμε με κόκκινο μελάνι πάνω

πάνω στο χάρτη. Δεν κράταγε ποτέ ένα χάρτη πάνω από χρόνο ο κα­

πεταν-Μπράιερλυ. Κείνη τη χάρτα την πήρα εγώ να τηνε φυλάξω.

Όταν aποτέλειωσε, κοίταξε τα σημαδάκια που είχε κάνει και χαμο­

γέλασε από μόνος του, κι απέ σήκωσε τα μάτια του προς τα μένα.

«Τριάντα δύο μίλια πρόσω» μου είπε, «και ξεμπερδέψαμε, έπειτα

αλλάζετε ρότα είκοσι μοίρες νότια».

»''Ο δρόμος μας περνούσε βόρεια απ' το Χέκτορ Μπανκ, 17 σ'

εκείνο το ταξίδι. «Μάλιστα, κύριε» του λέω εγώ, μόλο που δεν καλο­

καταλάβαινα γιατί τα μπέρδευε έτσι τα πράγματα, σάματις δε θα τό­

νε φώναζα να τον αρωτήσω προτού αλλάξω πορεία; Πάνω στην ώρα χτύπησε η ογδόη, βγήκαμε έξω στη γέφυρα, κι ο ανθυποπλοίαρχος

έκανε πριν φύγει τη συνηθισμένη του αναφορά -«η παρκέτα στα

εβδομήντα ένα». Ο καπεταν-Μπράιερλυ έριξε μια ματιά στον μπού­

σουλα κι ύστερα κοίταξε τριγύρω του. Ο ουρανός ήταν aφέγγαρος

και ξάστερος, κι όλα τα αστέρια ξεχώριζαν πεντακάθαρα σαν να

'μαστε στην πολική ζώνη. Κι άξαφνα έβγαλε ένα μικρό στεναγμό και

μου λέει: «Πάω πρύμα, θα σας βάλω την παρκέτα στο μηδέν για να

'μαστε σίγουροι. Τριάντα δύο μίλια αυτή τη ρότα, κι ύστερα κανένα

πρόβλημα. Γιά να δούμε -διόρθωση στην παρκέτα, έξι τοις εκατό

συν· στη συνέχεια, πες, τριάντα μίλια με το μετρητή και αμέσως μετά

στροφή είκοσι μοιρών δεξιά. Γιατί να κάθεσαι να μπλέκεσαι με με­

γάλες αποστάσεις, ε;» Πρώτη μου φορά τον άκουγα να λέει τόσα

πολλά μονοκοπανιά, και χωρίς κανένα λόγο όπως νόμιζα τότε. Εγώ

δεν είπα τίποτα. Κατέβηκε τη σκάλα, και το σκυλί που τον έπαιρνε

πάντα καταπόδι όπου κι αν πήγαινε, νύχτα μέρα, ακολούθησε από

πίσω μουσουνίζοντας. Άκουσα τα τακούνια απ' τις μπότες του να

χτυπάνε ελαφριά πέρα δώθε στο κάσαρο, έπειτα σταμάτησε και εί­

πε στο σκύλο -«Γύρνα πίσω, Ρόβερ! Στη γέφυρα, αγόρι μου!

Εμπρός, γρήγορα!» Ύστερα μου φωνάζει απ' τα σκοτεινά: «Παρα­

καλώ πολύ κλείστε το σκυλί στο τσάρτρουμ, κύριε τζόουνς».

»"Αυτή ήταν η τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή του, καπε­

ταν-Μάρλοου . Οι τελευταίες κουβέντες που είπε σε άνθρωπο" . Σε

17 Ύφαλος στ' ανοιχ;ά της νοτιοδυτικής ακτής της Β6ρνεο.

Page 67: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

66 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

τούτο το σημείο η φωνή του γερο-μακαντάση ράγισε. "Φοβόταν μην

και το έρμο το ζωντανό πηδήξει ξοπίσω του, καταλαβαίνετε , ε;" συ­

νέχισε μ' ένα κόμπιασμα. "Ναι, καπεταν-Μάρλοου, μου έσιαξε και

την παρκέτα -της έριξε και μια σταγόνα λάδι- το βάνει ο νους σας;

Το λαδικό το άφησε εκεί παραδίπλα. Στις πεντέμισι ο μούτσος

έβγαλε το λάστιχο στην πρύμνη για να πλύνει την κουβέρτα· σε λι­

γάκι, τα παρατάει σύξυλα κι ανεβαίνει στη γέφυρα ... «Μπορείτε να 'ρθετε πρύμα, κύριε τζόουνς» είπε . «Ένα πράμα παράξενο. Δε θέ­

λω να βάλω χέρι». Ήταν το χρυσό ρολόι του καπεταν-Μπράιερλυ,

κρεμασμένο προσεχτικά στη λαγκέτα απ' την καδένα.

»"Μόλις το είδα, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, σαν να

το 'ξερα, κύριε. Μου κοπήκανε τα πόδια. Λες και τον είχα δει να

βουτάει με τα ίδια μου τα μάτια, και σαν να μπορούσα κιόλα να υπο­

λογίσω πόσο πίσω τον είχαμε αφήσει. Η παρκέτα στο καλκάνι έδει­

χνε δεκαοχτώ μίλια και τρία τέταρτα, κι απ' το μεγάλο άλμπουρο

λείπανε τέσσερα κουτσανέλα. Τα 'βαλε στις τσέπες του για βαρίδια, φαντάζομαι, αλλά τι να σου κάνουν, Θεέ μου, τέσσερα σιδερένια

κουτσανέλα σ' έναν άντρακλα θεριό σαν τον καπεταν-Μπράιερλυ.

Ποιος ξέρει, μπορεί την τελευταία στιγμή να τον έπιασε λιποψυχιά,

να τα 'χασε λιγάκι, πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του· κι απέ

κόβω το κεφάλι μου πως μόλις έπεσε στο νερό, δεν κούνησε μήτε το

μικρό του δαχτυλάκι για να κολυμπήσει -αυτός που άμα είχε πέσει

στη θάλασσα κατά λάθος, θα κρατιόταν στο νερό ολάκερη μέρα . . Μάλιστα, κύριε . Κανένας δεν τον ξεπερνούσε, όπως το 'λεγε κι ο

ίδιος τον άκουσα μια φορά. Είχε γράψει δυο γράμματα στη βάρδια

του, ένα για την εταιρεία κι ένα για μένα. Μου άφηνε ένα σωρό πα­

ραγγελιές για το ταξίδι -εμένα τώρα, που όταν ήμουν στο Εμπορικό,

αυτός δεν είχε βγει ακόμη απ' τ' αυγό- και συμβουλές πώς να φερθώ

στους ιδιοκτήτες στη Σαγκάη για να με κάνουν κυβερνήτη του Όσσα.

Μου έγραφε σαν πατέρας στον αγαπημένο του γιο, καπεταν-Μάρ­

λοου, εμένα, που ήμουν είκοσι πέντε χρόνια μεγαλύτερός του, κι εί­

χα φάει τη θάλασσα με το κουτάλι τότε που αυτός φόραγε ακόμα κο­

ντά παντελονάκια. Στο γράμμα του στους ιδιοκτήτες -το 'χε αφήσει

εξεπίτηδες ανοιχτό για να το διαβάσω- έλεγε ότι είχε σταθεί πάντα

εντάξει απέναντί τους -μέχρι εκείνη τη στιγμή- αλλά ακόμα κι έτσι

δεν πρόδινε την εμπιστοσύνη τους, μιας κι άφηνε το καράβι στο κου­

μάντο του πιο άξιου ναυτικού πού μπορούσε ποτέ να βρεθεί -κι είχε

Page 68: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 67

στο μυαλό του εμένα, κύριε, εμένα! Τους έλεγε ότι αν με την τελευ­

ταία τούτη πράξη της ζωής του δεν έχαναν όλη την εκτίμηση που τρέ­

φανε για το πρόσωπό του, θα 'πρεπε να ζυγιάσουν ε καλά στο μυαλό

τους την αφοσίωσή μου στην υπηρεσία και τις θερμές του συστάσεις,

όταν θα 'ρχόταν η ώρα να αναπληρώσουν το κενό που άφηνε ο θά­

νατός του. Έγραφε κι άλλα πολλά ακόμα, κύριε. Δεν μπόραγα να

πιστέψω στα μάτια μου . Με πόνεσε σαν μαχαιριά" συνέχισε ο γερο­

θαλασσινός πολύ ταραγμένος, και σκουπίζοντας κάτι απ' τη βρύση

του ματιού του με την άκρη του αντίχειρα που ήταν φαρδύς σαν σπά­

τουλα. "Θαρρείς και πνίγηκε μόνο και μόνο για να δώσει σ' έναν κα­

κορίζικο άνθρωπο σαν κι εμένα μια τελευταία ευκαιρία να πάει

μπροστά. Για μια βδομάδα είχα αποκουτιάνει για τα καλά· μια ο

τρομερός κι aσυλλόγιστος τρόπος που χάθηκε, και μια που σκεφτό­

μουν πως εγώ είχα πιάσει έτσι την καλή. Αλλά τζάμπα φοβήθηκα. Ο

καπετάνιος του Πήλιον πήρε μετάθεση για το Όσσα -μας ανέβηκε

αμπόρδο στη Σαγκάη- ένας λιμοκοντόρος μισή μερίδα, κύριε, με

πράσινο καρό κοστούμι και χωρίστρα στη μέση. «Χμ -είμαι -,χμ --ο

καινούργιος σας καπετάνιος, κύριε -κύριε -χμ -τζόουνς». Κολυ­

μπούσε στ' αρώματα -αληθινά σκυλοβρώμαγε, καπεταν-Μάρλοου.

Έτσι που τον έκοφτα, τον έκανα να χάσει τα λόγια του, μάσησε μέσ'

απ' τα δόντια του κάτι για τη δικαιολογημένη απογοήτευσή μου -θα

'ταν καλό να ξέρω απαρχής ότι ο γραμματικός του στο Πήλιον πήρε,

τη θέση για καπετάνιος -εκείνος βέβαια δεν είχε καμιά ανάμειξη σ'

αυτό -τα γραφεία αποφασίζουν γι' αυτά -λυπότανε ... Του λέω κι εγώ: «Μη χολοσκάτε για τον γερο-τζόουνς, κύριε, τα 'χει φάει με το

κουταλάκι κάτι τέτοια». Αμέσως το κατάλαβα ότι είχαν σοκαριστεί

τ' aυτάκια του, κι όταν καθίσαμε δίπλα δίπλα στο κολατσιό, άρχισε

να με ψέλνει με τον σαχλό του τρόπο για ένα σωρό στραβά κι ανάπο­

δα που έβρισκε τάχατες στο καράβι. Μήτε στο κουκλοθέατρο δε μι­

λάνε με φωνή σαν και δαύτη . Έσφιξα γερά τα δόντια, στύλωσα τα

μάτια στο πιάτο μου και βαστήχτηκα όσο μπορούσα· αλλά, διάολε,

έπρεπε να πω κάτι· πετάχτηκε πάνω ο δικός σου στις μύτες των πο­

διών και τσίτωσε τα λιλιά του σαν κοκόρι έτοιμο για καβγά: «Πολύ

σύντομα θα διαπιστώσετε ότι έχετε να κάνετε μ' έναν άνθρωπο πολύ

διαφορετικό απ' το μακαρίτη τον καπεταν-Μπράιερλυ» . «Το 'χω κα­

ταλάβει κιόλας» είπα εγώ, ξινισμένα και κάνοντας ότι είμαι απα­

σχολημένος με την μπριτζόλα μου. «Είσαι ένας γερο-γρουσούζης,

Page 69: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

68 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

κύριε ... 'Γζόουνς, και να έχεις υπόψη σου πως και στην εταιρεία δε σ' έχουν για τίποτα καλύτερο» μου είπε σκούζοντας. Οι αναθεματισμέ­

νοι οι καμαρότοι έσtεκαν τριγύρω μας κι ακούγανε σαν χάνοι με το

στόμα ορθάνοιχτο. «Ό,τι και να 'μαι» απάντησα, «μια φορά τα μού­

τρα σου καθισμένα σtην καρέκλα του καπεταν-Μπράιερλυ δε βα­

στώ να τα βλέπω». Κι aπίθωσα κάτω μαχαίρι και πιρούνι. «Θα σου

καλάρεσε να κάτσεις εσύ --αυτό σου ξινίζει» γρύλισε. Έφυγα απ' το

σαλόνι, έκανα έναν μπόγο τα κουρέλια μου, και πριν καλά καλά οι

στοιβαδόροι ξαναπιάσουν δουλειά, εγώ βρισκόμουν όρθιος στο μό­

λο μ' όλα μου τα τσιμπράγκαλα σκόρπια σtα πόδια μου. Ναι. Στους

πέντε δρόμους ξέμπαρκος -μετά δέκα χρόνια υπηρεσία- με μια έρ­

μη γυναίκα και τέσσερα κουτσούβελα να περιμένουν έξι χιλιάδες μί­

λια μακριά να χορτάσουν ε ψωμάκι απ' το επίδομα της διαθεσιμότη­

τας. Ναι, κύριε. Χίλιες φορές που έμεινα χωρίς δουλειά, παρά ν'

ακούω να βρίζουν τον καπεταν-Μπράιερλυ. Μου άφησε το μικρό

του τηλεσκόπιο για τη νύχτα -νά το· και με παρακάλεσε να φροντί­

σω και το σκύλο -εδώ τον έχω. Ε, Ρόβερ, τι 'ναι, αγόρι μου. Πού 'ναι

ο καπετάνιος, Ρόβερ;" Ο σκύλος σήκωσε το βλέμμα και μας κοίταξε

με τα κίτρινα λυπημένα μάτια του, ύσtερα άφησε ένα γάβγισμα όλο

απελπισία και τρύπωσε κάτω απ' το τραπέζι.

>>'Ολ' αυτά γινόντουσαν δυο χρόνια μετά την αυτοκτονία του

Μπράιερλυ στην κουβέρτα εκείνου του σαπιοκάραβου, της Βασί­

λισσας της Φωτιάς, που το 'χε αναλάβει ο εν λόγω καπεταν-τζό­

ουνς -υπό μάλλον κωμικοτραγικές συνθήκες- απ' τον Μάθερσον

-τον ζουρλο-Μάθερσον, όπως τον φώναζαν όλοι- εκείνον που τον

πιο πολύ καιρό άραζε σtην Χα"ίφόνγκ, ξέρετε, πριν να έρθουν οι

δυνάμεις κατοχής. Ο γέρος ρούφηξε τη μύτη του και συνέχισε .. . »''Αχ, κύριε, τουλάχισtον εδώ υπάρχει κάποιος να θυμάται τον

καπεταν-Μπράιερλυ. Έκατσα κι έγραψα στον πατέρα του όλα τα

καθέκαστα λεπτομερώς, μα εκείνος δε μ' αποκρίθηκε μήτε μια λέ­

ξη -ούτε ένα «φχαριστώ» 1l «άμε στο διάολο!» -κουβέντα! Ίσως δε θέλανε να ξέρουν τίποτα". »Η εικόνα του γερο-Τζόουνς με τα βουρκωμένα μάτια καθώς

σκούπιζε την καράφλα του μ' ένα κόκκινο μπαμπακερό μαντίλι, το

θλιβερό αλύχτισμα του σκύλου κι η όλη κακομοιριά αυτού του φουκαρά χοντροκεφάλα, θεματοφύλακα της μοναδικής ανάμνη­

σης του Μπράιερλυ επί της γης, απόπνεε μια ανείπωτη μιζέρια

Page 70: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 69

-σαν μεταθανάτια εκδίκηση της μοίρας για εκείνη την τυφλή αυ­

τοπεποίθηση του Μπράιερλυ, που είχε στερήσει απ' τη ζωή του

τον ανθρώπινο τρόμο της. Σε μεγάλο βαθμό μάλλον. Ίσως κι εντε­

λώς . Ποιος να ξέρει τι είδους κολακευτικές διαστάσεις είχε δώσει

με το μυαλό του στην ίδια του την αυτοκτονία.

»"Γιατί την έκανε αυτή την aποκοτιά, καπεταν-Μάρλοου;

-μπορείτε να μου πείτε; " ρώτησε ο Τζόουνς σμίγοντας σφιχτά τις

φούχτες. "Γιατί; Θα μου φύγει το τσερβέλο! Γιατί;" Έδωσε μια

στο στενό ρυτιδιασμένο του κούτελο . "Μαθές, ήταν κανένας γερο­

μπατίρης που τον κυνηγούσανε τα χρέη -χωρίς στον ήλιο μοίρα ή

κάνας ζουρλός; Αλλά δεν ήταν απ' αυτούς που τους στρίβει, απο­

κλείεται. Ξέρω τι λέω. Άμα είσαι γραμματικός δίπλα του, τόνε μα­

θαίνεις τον καπετάνιο απέξω κι ανακατωτά. Νιάτα, υγεία, γεμάτη

τσέπη, χωρίς σκοτούρες ... Κάθομαι δωνά καμιά φορά και συλλο­γιέμαι, συλλογιέμαι μέχρι που το κεφάλι μου γίνεται καζάνι. Δεν

μπορεί, κάποιος λόγος πρέπει να υπήρχε".

»"Ένα είναι το σίγουρο, καπεταν-Ί'ζόουνς" είπα εγώ, "ότι ήταν

κάτι που εμείς οι δυο θα το περνάγαμε χωρίς να χολοσκάσουμε και

πολύ". Και τότε, σαν ν' άστραψε ένα φως μες στην μπερδεμένη του

την γκλάβα, ο φουκαράς ο γερο-τζόουνς βρήκε να πει ένα στερνό

λόγο εκπληκτικής εμβρίθειας. Φύσηξε τη μύτη του και κούνησε το κε­

φάλι μελαγχολικά: "Ναι, και μήτε σεις, κύριε, μήτε κι εγώ δεν κάτσα­

με ποτέ να σκεφτόμαστε τόσο πολύ τον εαυτό μας, όπως εκείνος".

»Η θύμηση της τελευταίας μου κουβέντας με τον Μπράιερλυ είναι

φυσικά χρωματισμένη με τη γνώση του τέλους του που ακολούθησε

πολύ σύντομα. Μίλησα μαζί του τελευταία φορά στη διάρκεια της δί­

κης. Την πρώτη μέρα, μετά τη λήξη της συνεδρίασης έτρεξε να με

προφτάσει στο δρόμο . Ήταν αναστατωμένος, κάτι που μου έκανε

εντύπωση, γιατί συνήθως, οσάκις καταδεχόταν να πιάσει με κάποιον

κουβέντα, διατηρούσε απόλυτα την ψυχραιμία του συγκερασμένη με

μια καλοπροαίρετη, εύθυμη διάθεση, λες κι η ύπαρξη του συνομιλητή

του σε τούτο τον κόσμο δεν αποτελούσε παρά μια διασκεδαστική

φάρσα. "Μ' έμπλεξαν με το στανιό σ' αυτή τη δίκη, καταλαβαίνεις"

άρχισε, και συνέχισε για λίγο τα παράπονά του για το οχληρό καθή­

κον της καθημερινής παρουσίας του στο δικασιήριο. "Κι ένας Θεός

ξέρει πόσο θα τραβήξει ακόμα. Τουλάχιστον ένα τριήμερο". Τον

άφησα να μιλάει χωρίς να λέω τίποτα. Είχα τη γνώμη πως οποιαδή-

Page 71: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

70 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ποτε στάση και να κρατούσα, θα 'ταν το ίδιο. "Σάμπως πρόκειται να

βγει και τίποτα; Είναι το πιο ηλίθιο φιάσκο που μπορεί να φανταστεί

άνθρωπος" συνέχισε αγανακτισμένος. Εγώ παρατήρησα ότι δεν

υπήρχε άλλη επιλογή. Με διέκοψε νευρικά, προσπαθώντας ν' αυτο­

κυριαρχηθεί. "Όλη την ώρα εκεί μέσα νιώθω σαν βλάκας" είπε. Σή­

κωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Αυτό πια, πήγαινε πολύ -για

έναν άνθρωπο σαν τον Μπράιερλυ. Σταμάτησε απότομα, μ' έπιασε

απ' το πέτο του σακακιού μου και με τράβηξε ελαφριά. "Ποιος ο λό­

γος να καθόμαστε και να βασανίζουμε αυτό το παλικαράκι;" ρώτησε.

Αυτή η ερώτηση ταίριαζε τόσο καλά με τον πένθιμο απόηχο μιας δι­

κής μου σκέψης, που, έχοντας μπροστά στα μάτια μου την εικόνα του

φυγόδικου κυβερνήτη του Πάτνα, απάντησα στη στιγμή: "Να με πά­

ρει και να με σηκώσει, δεν έχω ιδέα, εκτός κι αν είναι εκείνος ο ίδιος

που το ζητάει". Διαπίστωσα μ' έκπληξη ότι αυτή η συγκεχυμένη μου

φράση κάθε άλλο παρά ακατανόητη του φάνηκε. Ξέσπασε θυμωμέ­

νος. "Ναι, βέβαια, μα δε βλέπει τον αλήτη τον καπετάνιο του που την

κοπάνησε; Τι περιμένει να γίνει; Δε σώνεται με τίποτα. Είναι ξε­

γραμμένος πια". Περπατήσαμε λίγα βήματα παρακάτω αμίλητοι.

"Γιατί να φάει στα μούτρα όλη αυτή τη βρωμιά;" φώναξε με τη χαρα­

κτηριστική υποτονική ζωντάνια των ανατολικών κλιμάτων -το υπέρ­

τατο είδος έντονης ενεργητικότητας που μπορεί κανείς να διαθέτει

όταν ζει στ' ανατολικά του πεντηκοστού μεσημβρινού και εντεύθεν.

Εκείνη την ώρα, το σκεπτικό του μου προξένησε μεγάλη απορία, τώ­

ρα όμως πιστεύω ότι ήταν απολύτως σύμφωνο με το χαρακτήρα του.

Ο κακομοίρης ο Μπράιερλυ πρέπει να σκεφτόταν σε τελευταία ανά­

λυση πάλι τον εαυτό του. Του θύμισα ότι ο καπετάνιος του Πάτνα είχε

γερό κομπόδεμα και μπορούσε να βρει παντού καβάτζες για να το

σκάσει. Με τον τζιμ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η κυβέρνηση

τον συντηρούσε για την ώρα στον Οίκο του Ναύτου,18 και πιθανότατα

δεν είχε δεκάρα τσακιστή στην τσέπη. Ούτε να εξαφανιστείς δεν

μπορείς χωρίς λεφτά. "Αλήθεια; Εξαρτάται" είπε εκείνος μ' ένα πι­

κρό χαμόγελο, κι όταν εγώ συνέχισα κάτι να του λέω, μου απάντησε:

"Ωραία λοιπόν, να πάει να χωθεί έξι μέτρα κάτω απ' τη γη και να μεί­

νει εκεί για πάντα! Μα το Θεό! Εγώ έτσι θα 'κανα!" Δεν ξέρω γιατί,

18 Οίκος των αξιωματικών του Εμποοικού στη Σιγκαπούρη, όπου ο ίδιος ο Κόν­

ραντ είχε μείνει το 1888.

Page 72: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 71

αλλά ο τόνος της φωνής του με προκάλεσε, και του είπα: "Χρειάζο­

νται γερά κότσια να τραβάς τα πράγματα ίσαμε το τέλος όπως αυτός,

τη στιγμή μάλιστα που ξέρει πολύ καλά ότι αν την κοπανήσει, κανείς

δε θα σκοτιστεί να τον πάρει από πίσω". "Σιγά τα κότσια ! " γρύλισε ο

Μπράιερλυ. "Τέτοιο θάρρος κατόπιν εορτής, τι να σου κάνει; Να μου

'λεγες ότι το κάνει από δειλία, από μαλθακότητα, μάλιστα. Ξέρεις κά­

τι, του δίνω διακόσιες ρουπίες, βάλε κι εσύ άλλες εκατό και ψήσ' τον,

το λιμοκοντόρο, να φύγει αύριο κιόλας τα χαράματα. Μπορεί να σι­

. χαίνομαι που τον βλέπω, αλλά του αναγνωρίζω ότι είναι κύριος -θα

το καταλάβει. Πρέπει! Το πράγμα παίρνει τέτοιες διαστάσεις, που γί­

νεται σωστό σκάνδαλο: κάθεται εκεί πέρα, ενώ όλοι αυτοί οι αναθε­ματισμένοι οι ιθαγενείς, λοστρόμοι κι υποναύκληροι και πλήρωμα δί­

νουν καταθέσεις που σου πέφτουνε τα μούτρα απ' το ρεζιλίκι. Είναι

ανυπόφορο. Ναι, Μάρλοου, δεν το βλέπεις κι εσύ, δεν το νιώθεις πό­

σο εξευτελιστικό είναι και για σένα τον ίδιο -σαν ναυτικό; Αν σηκω­

θεί και φύγει, όλ' αυτά σταματάνε αμέσως". Τα τελευταία λόγια τα

είπε με μεγάλη έξαψη κι έκανε μια κίνηση σαν για να βγάλει το πορ­

τοφόλι του. Τον απέτρεψα, και του δήλωσα κοφτά ότι, στο κάτω κά­

τω, η δειλία που έδειξαν αυτοί οι τέσσερις άντρες δε μου φαινόταν

και τόσο φοβερή. "Και μου περνιέσαι γι' αληθινός ναυτικός!" φώνα­

ξε εκτός εαυτού. Του είπα ότι ναι, έτσι έλεγα, κr ότι έτρεφα την έλπί­δα πως δεν έπεφτα έξω. Μ' άφησε να τελειώσω κι έκανε μιa χειρονο­

μία με το μεγάλο του χέρι, σαν να 'θελε να μου στερήσει την προσω­

πικότητά μου και να με απωθήσει μες στο ανώνυμο πλήθος. "Το χει­

ρότερο απ' όλα" είπε, "είν' ότι όλοι εσείς δεν έχετε αίσθηση αξιοπρέ­

πειας δεν κάνετε καν τον κόπο να σκεφτείτε ποια είναι η θέση σας

στην κοινωνία".

»Όλη αυτή την ώρα περπατάγαμε σιγά σιγά, και τώρα είχαμε

σταματήσει αντίκρυ στην είσοδο του λιμεναρχείου, στο ίδιο ακριβώς

σημείο απ' όπου εκείνος ο τόφαλος, ο καπετάνιος του Πάτνα, γίνηκε

κυριολεκτικά άφαντος απ' το πρόσωπο της γης, σαν φτερό που το

παρέσυρε ο ανεμοστρόβιλος. Χαμογέλασα. Ο Μπράιερλυ συνέχισε

το βιολί του: "Είναι ντροπή! Έχουμε κάθε καρυδιάς καρύδι ανάμε­

σά μας -μερικοί απ' το σινάφι είναι ρεμάλια απ' τα γεννοφάσκια

τους, αλλά, τι στο διάβολο, πρέπει να προφυλάξουμε την τιμή του

επαγγέλματος, ειδάλλως θα καταντήσουμε ένα τσούρμο χαμένα

κορμιά, χειρότεροι απ' τους; γύφτους;. Ο κόσμος μάς έχει εμπιστοσύ-

Page 73: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

72 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡ ΑΝΤ

νη. Καταλαβαίνεις; -μας εμπιστεύονται! Ειλικρινά σου μιλάω, σκα­

σίλα μου μεγάλη για όλου του κόσμου τους προσκυνητές, αλλά ένας

άνθρωπος με αξιοπρέπεια, μήτε μπόγους με κουρέλια να κουβαλού­

σε δε θα τα παράταγε έτσι. Σαν ομάδα δεν έχουμε καμιά συνοχή, το

μόνο πράγμα που μας κρατάει ενωμένους είναι αυτή η αξιοπρέπεια,

έστω και κατ' όνομα. Τούτη η υπόθεση σου κλονίζει όλη την εμπιστο­

σύνη. Δε λέω, μπορεί να φας όλη σου τη ζωή στη θάλασσα και να μη

βρεθείς ποτέ στην ανάγκη να ζοριστείς έτσι. Αλλά όταν έρθει η στιγ­

μή ... Χμ! ... Αν ήμουν εγώ ... " »Σταμάτησε για λίγο, κι ύστερα με αλλαγμένο τόνο συνέχισε:

"Θα σου δώσω τώρα δα διακόσιες ρουπίες, Μάρλοου, κι εσύ

απλώς θα του μιλήσεις. Π' ανάθεμά τον! Μακάρι να μην είχε πα­

τήσει ποτέ το πόδι του δω χάμω. Άσε που οι δικοί μου ξέρουν το

σόι του. Ο γέρος του είναι παπάς, ναι, θυμάμαι που 'χαμε συνα­

ντηθεί πέρσι, όταν πήγα στου ξαδέρφου μου στο Έσεξ. Το καημέ­

νο το γεροντάκι το 'χε καμάρι που ο γιος του ήταν στο Ναυτικό.

Τρομερό! Εγώ δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου -ενώ εσύ ... " »Έτσι, εξαιτίας του Τζιμ, είχα την ευκαιρία να πάρω μια γεύση

απ' τον αληθινό χαρακτήρα του Μπράιερλυ, λίγες μέρες προτού

παραδώσει τον αληθινό μαζί με τον επίπλαστο εαυτό του στην

αγκαλιά της θάλασσας. Εγώ βέβαια αρνήθηκα κάθε ανάμειξη. Ο

τόνος της φωνής του στα τελευταία του λόγια "ενώ εσύ ... " (του κα­κομοίρη, του 'ρχόταν εντελώς αυθόρμητα), που έμοιαζε να υποδη­

λώνει ότι δε με υπολόγιζε παραπάνω από κουνούπι, μ' έκανε να

αγανακτήσω με την πρότασή του, και είτε κάτω από την επήρεια

αυτού του θυμού είτε για κάποια άλλη αιτία, καρφώθηκε στο μυα­

λό μου η σκέψη ότι η δίκη του τζιμ ήταν μια αυστηρή τιμωρία, κι

ότι η επιμονή του να μην το βάλει στά πόδια -γιατί ουσιαστικά το

είχε διαλέξει με τη θέλησή του- προσφερόταν σαν εξιλασμός σ'

αυτή τη σιχαμερή υπόθεση. Δεν ήμουν και πολύ σίγουρος γι' αυτό

προηγουμένως. Ο Μπράιερλυ έφυγε μπουρινιασμένος. Όλ' αυτά

που γίνονταν μες στο κεφάλι του, μου φαινόντουσαν τότε πολύ πιο

αινιγματικά απ' ό,τι μου φαίνονται τώρα.

»Την άλλη μέρα έφrασα στο δικαστήριο αρyοπορημ~νοι;: και κά­

θισα κάπου παράμερα. Φυσικά, δεν μπορούσα να ξεχάσω την κου­βέντα με τον Μπράιερλυ , ειδικά τώ!}ιι πuυ ι::ίχιι κιιι τuυς δυο μπρο­

στά στα μάτια μου. Η όλη στάση του ενός φανέρωνε θυμό κι αυθά-

Page 74: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 73

δεια, και του αλλουνού μια αφ' υψηλού βαριεσtημάρα· δεν υπήρχε

κανένας λόγος να θεωρήσεις τη συμπεριφορά του ενός πιο ειλικρινή

από του άλλου. Ήξερα όμως ότι τουλάχιστον ο ένας προσποιούνταν .

Ο Μπράιερλυ δε βαριόταν -αντίθετα ήταν όλο νεύρα, κι εφόσον αυ­

τό ήταν αλήθεια, τότε κι ο 'Γζιμ θα μπορούσε μια χαρά να μην είναι

τόσο αναίσθητος όσο φαινόταν. Σύμφωνα με τη θεωρία μου δεν

ήταν. Σκέφτηκα ότι μάλλον ήταν aπελπισμένος. Ακριβώς εκείνη τη

στιγμή συναντήθηκαν οι ματιές μας. Κοιταχτήκαμε, και το βλέμμα

που μου έριξε, ήταν αρκετό για ν' αποθαρρύνει οποιαδήποτε μελλο­

ντική διάθεση προσέγγισης εκ μέρους μου. Είτε το ένα ίσχυε είτε το

άλλο -αυθάδεια ή απελπισία- ένιωσα ότι δεν μπορούσα να τον βοη­

θήσω σε τίποτα. Αυτά έγιναν τη δεύτερη μέρα των ανακρίσεων. Σχε­

δόν αμέσως μετά απ' αυτή την ανταλλαγή βλεμμάτων, έγινε νέα δια­

κοπή της δίκης για την επομένη. Χωρίς να χάσουν καιρό, οι λευκοί

άρχισαν να φεύγουν μπουλούκι απ' την αίθουσα. Ο 'Γζιμ είχε κατέ­

βει απ' το βήμα του μάρτυρα λίγο νωρίτερα, και τώρα έβγαινε έξω

απ' τους πρώτους. Είδα τους φαρδιούς ώμους του κςιι το περίγραμμα

του κεφαλιού του να διαγράφονται στο φως της πόρτας, κι ενώ προ­

χωρούσα χωρίς να βιάζομαι, κουβεντιάζοντας με κάποιον -έναν ξέ­

νο που με είχε διπλαρώσει τυχαία- τον είδα μέσα απ' την αίθουσα

του δικαστηρίου, όπου βρισκόμουν ακόμα, ν' ακου~ιπάει και τους δυο ςιγκώνες του στο κιγκλίδωμα της βεράντας, και να γυρνάει την

πλάτη του στο μικρό ποτάμι των ανθρώπων που κατέβαινε κατρακυ­

λώντας τα λιγοστά σκαλοπάτια. Ένα διάχυτο μουρμουρητό ακουγό­

ταν από παντού κι ένα σούρσιμο ποδιών.

»Η επόμενη υπόθεση αφορούσε, απ' ό,τι νομίζω, την κακοποίη­

ση ενός τοκογλύφου, κι ο κατηγορούμενος -ένας σεβάσμιος χωρι­

κός με περιποιημένη άσπρη γενειάδα- καθόταν σ' ένα χαλάκι

ακριβώς έξω απ' την πόρτα μαζί με γιους, θυγατέρες, γαμπρούς,

ενώ χωρίς υπερβολή οι μισοί τουλάχιστον συγχωριανοί του κάθο­

νταν ανακούρκουδα ή έστεκαν ορθοί τριγύρω του. Μια λεπτοκα­

μωμένη, μελαχρινή γυναίκα με γυμνό τον έναν ώμο κι έναν λεπτό

χρυσαφένιο κρίκο στη μύτη , άρχισε ξαφνικά να μιλάει με τσιρι­

χτή, στρίγκλικη φωνή. Ο συνομιλητής μου γύρισε ενστικτωδώς και

την κοίταξε. Εκείνη τη στιγμή βγαίναμε απ' την πόρτα, περνώντας

πίσω απ' τις γεροδεμένες πλάτες του 'Γζιμ.

»Αν τώρα εκείνο το κοπρόσκυλο το είχαν cρέρει μαζί τους οι χω-

Page 75: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

74 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ριάτες, δεν το ξέρω. Το γεγονός πάντως είναι ότι ανάμεσα στα πό­

δια των ανθρώπων σουλατσάριζε πέρα δώθε ένα σκυλί, μ' εκείνο

τον αθόρυβο, κλεφτό τρόπο που έχουν τα ντόπια σκυλιά, κι ότι ο

σύντροφός μου σκόνταψε πάνω του. Το σκυλί ανασκίρτησε κι απο­

μακρύνθηκε χωρίς να βγάλει άχνα· ο άλλος ύψωσε λίγο τη φωνή

του, μ' ένα ελαφρύ χάχανο, κι είπε "Γιά κοίτα το κοπρόσκυλο", κι

αμέσως μετά χωριστήκαμε βίαια από ένα πλήθος ανθρώπων που

μπήκε σπρώχνοντας ανάμεσά μας. Εγώ παραμέρισα για μια στιγμή

προς τον τοίχο, ενώ ο άγνωστος κατάφερε να κατέβει τις σκάλες

και χάθηκε μέσα στον κόσμο. Τότε είδα τον 'Γζιμ να γυρίζει σαν

σβούρα. Έκανε ένα βήμα μπροστά και μου 'φραξε το δρόμο. Είχα­με μείνει μόνοι οι δυο μας με κοίταζε μ' εκείνο το ύφος το πεισμα­

τάρικο κι αποφασιστικό. Λες κι είχα πέσει σε ληστρική ενέδρα μέ­

σα στο δάσος. Η βεράντα ήταν έρημη, οι φωνές και τα σούρτα φέρ­

τα στο δικαστήριο είχαν σταματήσει· βαθιά σιωπή κυριαρχούσε

στο κτίριο, ενώ κάπου μακριά, στο βάθος του, κλαψούριζε μια ανα­

τολίτικη κακομοιριασμένη φωνή . Το σκυλί που πάσχιζε στο μεταξύ

να τρυπώσει απ' την πόρτα, στρώθηκε τελικά χάμω κι άρχισε να

κυνηγάει τους ψύλλους του με νευρικές κινήσεις.

»"Είπατε τίποτα;" είπε ο τζιμ πολύ χαμηλόφωνα, με μια κλίση

προς τα μπρος, όχι απλώς με πρόθεση να με πλησιάσει, αλλά να

μου ορμήσει, αν μ' εννοείτε. Απάντησα αμέσως "Όχι". Υπήρχε

κάτι στο χαμηλό τόνο της φωνής του που μ' έκανε να προετοιμα­

στώ για επίθεση. Οι δυνάμεις μου μπήκαν σ' επιφυλακή. Η όλη

κατάσταση θύμιζε όντως συναπάντημα με άγνωστο στο δάσος, μό­

νο που η έκβαση φαινόταν αρκετά πιο αβέβαιη, δεδομένου ότι

τούτος εδώ δεν ήθελε ούτε τα λεφτά μου ούτε τη ζωή μου -εν ολί­

γοις δε ζητούσε κάτι απ' αυτά που θα μπορούσα να χάσω ή να υπε­

ρασπιστώ με καθαρή συνείδηση . "Εσείς μπορείτε να λέτε όχι" εί­

πε πολύ απειλητικά. "Εγώ όμως τ' άκουσα". "Λάθος" διαμαρτυ­

ρήθηκα εγώ, που τα είχα χάσει πια για τα καλά, χωρίς να τον αφή­

νω στιγμή απ' τα μάτια μου. Το πρόσωπό του έμοιαζε με βαρύ

σκοτεινιασμένο ουρανό λίγο πριν πέσει το αστροπελέκι, τότε που

πυκνώνουν τα σύννεφα σιγά σιγά το ένα πάνω στ' άλλο και πλα­

κώνει εκείνη η έντονη απειλητική μαυρίλα, η νηνεμία πριν απ' το κακό που 'ναι ώριμο πια να ξεσπάσει.

»"Απ' όσο μπορώ να ξέρω, δε σας έχω απευθύνει ποτέ το λόγο"

Page 76: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 75

τον διαβεβαίωσα και πάλι, λέγοντάς του φυσικά την πάσα αλή­

θεια. Εκείνη η παράλογη αναμέτρηση είχε αρχίσει να μου δίνει

στα νεύρα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βρίσκω ότι ποτέ άλλοτε

στη ζωή μου δεν έφτασα τόσο κοντά στο σημείο να aρπαχτώ με

κάπο ιον -εννοώ κυριολεκτικά, δηλαδή να παίξω μπουνιές. Το δι­

αισθανόμουν αμυδρά στην ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί με­

ταξύ μας. Όχι ότι έκανε καμιά συγκεκριμένη επιθετική κίνηση .

Αντιθέτως, είχε μια παράξενη παθητικότητα -καταλαβαίνετε- αλ­

λά νά, έτσι που έσκυβε, μολονότι δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσω­

μος, έδινε γενικά την εντύπωση ότι ήταν ικανός να γκρεμίσε ι ολό­

κληρο ντουβάρι. Το πιο καθησυχαστικό σημάδι που πρόσεξα,

ήταν μια αργή , διστακτική επιφύλαξη, απόδειξη ότι η ολοφάνερη

ειλικρίνεια των τρόπων μου και του τόνου της φωνής μου τον είχε

κλονίσει. Κοιταχτήκαμε καταπρόσωπο. Στο μεταξύ, στην αίθουσα

του δικαστηρίου η υπόθεση περί της σωματικ1Ίς βλάβης προχω­

ρούσε. Άκουσα τα λόγια : "Πηγάδι - βουβάλι - ραβδί - μέσα στη

μεγάλη τρομάρα που με είχε πιάσε ι ... " »"Τι θέλατε και με κοιτάζατε συνέχεια όλο το πρωί;" είπε τελι­

κά. Σήκωσε το βλέμμα και το χαμήλωσε πάλι. "Τι περίμενες δηλα­

δή , να καθόμαστε όλοι με τα μάτια κάτω σαν χαμηλοβλεπούσες

για να μην προσβάλουμε την ευαισθησία σου; " του aνταπάντησα

κοφτά. Δεν είχα καμιά απολύτως διάθεση να κάτσω και να aπολο­

γούμαι ταπε ινά για τις βλακείες που μου 'λεγε. Ξανασήκωσε το

βλέμμα, κι αυτή τη φορά συνέχισε για κάμποσο να με κοιτάει κα­

τάματα. "Όχι. Εντάξει" είπε, σαν να ζύγιαζε προσεχτικά στο μυα­

λό του κατά πόσο αλήθευε αυτό που είπα -"εντάξει, έληξε αυτό.

Μόνο που" -κι εδώ τα λόγια του κύλησαν κάπως πιο γρήγορα­

"δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να με βρίζει έξω απ' αυτό το δι­

καστήριο. Ήταν και κάποιος άλλος μαζί σου. Μιλάγατε μαζί -ναι

-ξέρω · όλα καλά κι άγια. Υποτίθεται πως το 'λεγες σ' εκείνον, αλ­

λά δυνατά για να τ' ακούω κι εγώ ... " »Εγώ τον διαβεβαίωσα ότι έκανε ένα τρομερό λάθος. Δεν μπο­

ρούσα να καταλάβω πώς του είχε έρθει η ιδέα. "Νόμιζες ότι θα φο­

βόμουν και θα έκανα πως δεν άκουσα" είπε, με μια ανεπαίσθητη πί­

κρα στη φωνή του. Παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιάφέρον και τις

πιο αμυδρές αλλαγές στην έκφρασή του, χωρίς όμως να μπορώ να

βγάλω το παραμικρό διαφωτιστικό συμπέρασμα· απ' την άλλη πάλι,

Page 77: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

76 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡ ΑΝΤ

δεν ξέρω τι υπήρχε μες σtα λόγια του ή ίσως απλώς mον τόνο της

φωνής του, που με παρακίνησε ξαφνικά ν' αρχίσω να του βρίσκω μέ­

σα μου διάφορες δικαιολογίες. Η δυσφορία μου γι' αυτό το απροσ­

δόκητο μπλέξιμο εξαφανίστηκε. Σίγουρα έκανε κάποιο λάθος και

μάλιστα χοντροειδέστατο και πολύ άστοχο. Ήθελα, πρώτον, να τε­

λειώνουμε μια ώρα αρχύτερα μ' αυτή τη σκηνή χωρίς να πειραχτεί η

αξιοπρέπεια κανενός, και δεύτερον, να αποφύγω τις οποιεσδήποτε

οικειότητες και οχληρές εκμυστηρεύσεις, που κάθε άλλο παρά επι­

θυμητές μού ήταν. Το πιο αστείο απ' όλα ήταν ότι, εν μέσω όλων αυ­

τών των βαρυσήμαντων mοχασμών υψηλού επιπέδου, μ' έπιανε πα­

ράλληλα φόβος και τρόμος μπροστά στη δυνατότητα -ή μάλλον πι­

θανότητα- να καταλήξουμε σε μια γρονθοπατινάδα ολκής, που όχι

μόνο δε θ' άφηνε κανένα περιθώριο περαιτέρω εξηγήσεων, αλλά θα

μ' έκανε και ρεζίλι των σκυλιών. Δεν είχα καμιά όρεξη να ποζάρω

επί τριήμερο σtο πάνθεον της δημοσιότητας σαν κάποιος που του

μαύρισε το μάτι ο αξιωματικός του Πάτνα, ή κάτι παρεμφερές. Αυ­τός, κατά πάσα πιθανότητα, ενεργούσε εντελώς ασυλλόγισtα, ή εν

πάση περιπτώσει πίστευε ακράδαντα ότι έχει απόλυτο δίκιο . Δε

χρειαζόταν να 'χεις μαντικές ικανότητες για να καταλάβεις ότι ήταν

τρομερά τσαντισμένος με κάτι, παρά την ήρεμη και νωθρή συμπερι­

φορά του. Ομολογώ ότι εκείνη τη σtιγμή θα έκανα ό,τι πέρναγε απ'

το χέρι μου για να τον καθησυχάσω, αλλά έλα που δεν είχα ιδέα τι

έπρεπε να κάνω. Όπως καταλαβαίνετε, είχα σαστίσει τελείως. Βρι­

σκόμουν σε μαύρο σκοτάδι. Στεκόμασtαν φάτσα με φάτσα, αμίλη­

τοι. Εκείνος σταμάτησι;: για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα έκανε ένα

βήμα προς το μέρος μου, κι εγώ ετοιμάστηκα ν' aντικρούσω ένα χτύ­

πημα, χωρίς ωστόσο να φανεί ότι έκανα την παραμικρή κίνηση.

"Μωρέ και διπλός mo μπόι να 'σουν, κι έξι νομάτους να 'βαζες κά­τω" είπε χαμηλόφωνα, "πάλι θα σου έλεγα τη γνώμη μου για πάρτη

σου, νέτα σκέτα. Είσαι ... " "Σταμάτα!" φώναξα εγώ. Αυτό του 'κοψε τη φόρα για μια σtιγμή. "Προτού μου πεις τι σκέφτεσαι για μένα"

συνέχισα βιαστικά, "θα είχες την ευγενή καλοσύνη να με πληροφο­

ρήσεις τι έχω πει ή τι έχω κάνει;" Στο σιωπηρό διάλειμμα που ακο­

λούθησε, με παρατηρούσε γεμάτος αγανάκτηση, ενώ εγώ έκανα

υπεράνθρωπες προσπάθειες να θυμηθώ, πλην ματαίως, γιατί δε μ' άφηνε να συγκεντρωθώ εκείνη η ανατολίτικη φωνή με την παθια­

σμένη της λογοδιάρροια, που ακουγόταν να διαμαρτύρεται για την

Page 78: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 77

άδικη κατηγορία μέσ' απ' την αίθουσα του δικαστηρίου. Έπειτα μι­

λήσαμε κι οι δυο σχεδόν ταυτόχρονα. "Πολύ σύντομα θα σου δώσω

την ευκαιρία να καταλάβεις ότι δεν είμαι τέτοιος που λες" είπε, μ'

έναν τόνο που υποδήλωνε ότι είχαμε φτάσει πια στο πιο κρίσιμο ση­

μείο. "Σου είπα ότι δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς" διαμαρτυρή­

θηκα εγώ σοβαρά την ίδια στιγμή. Μου έριξε μια ματιά γεμάτη περι­

φρόνηση σαν να 'θελε να με κάνει λιώμα με το βλέμμα. "Τώρα που

είδες πως δεν έχεις να κάνεις με κανένα φοβητσιάρη, πας να μου τα

στρίψεις, ε; Ποιος είναι το κοπρόσκυλο λοιπόν, ε;" και τότε επιτέ­

λους κατάλαβα.

»Εκείνος περιεργαζόταν εξεταστικά το πρόσωπό μου με τόση

ένταση, λες κι έψαχνε να βρει το κατάλληλο μέρος για να μου ρίξει τη

γροθιά του. "Δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα" μουρμούρισε απειλη­

τικά. Μια παρεξήγηση στ' αλήθεια σατανική. Τώρα τον διάβαζα σαν

ανοιχτό βιβλίο. Η ταραχή που ένιωσα, δεν περιγράφεται. Θαρρώ ότι

κάτι έπιασε απ' τα συναισθήματα που καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό

μου, γιατί η έκφρασή του άλλαξε λίγο. "Ύψιστε Θεέ!" τραύλισα.

"Δεν πιστεύω να νομίζεις ... " "Είμαι εντελώς σίγουρος ότι τ' άκουσα"

επέμεινε, υψώνοντας τη φωνή του για πρώτη φορά απ' την αρχή αυ­

τής της aξιοθρήνητης σκηνής. Κι έπειτα πρόσθεσε επιτιμητικά: "Δεν

ήσουν εσύ λοιπόν; Πολύ καλά· θα βρω τον άλλον" . "Μην είσαι βλά­

κας" φώναξα εγώ έξω φρενών, "κάνεις μεγάλο λάθος" . "Το άκου­

σα!" ξαναείπε συνοφρυωμένος, με ακλόνητη επιμονή .

»Ίσως κάποιος άλλος στη θέση μου να 'βαζε τα γέλια μπροστά

σε τέτοια ξεροκεφαλιά . Εγώ πάντως όχι. Κάθε άλλο . Πρώτη φορά

έβλεπα άνθρωπο να προδίνεται και να εκτίθεται τόσο ανελέητα κι

αυθόρμητα απ' την ίδια του την εσωτερική προδιάθεση. Έφτανε

μια απλή λέξη μόνο, για να τον κάνει να χάσει κάθε προνοητικό­

τητα -όλη εκείνη την περίσκεψη που κρίνεται γενικώς αναγκαία

για την ευπρέπεια του εσώτερου είναι μας, όπως τα ρούχα για την

κοσμία περιβολή του σώματός μας. "Μη γίνεσαι βλάκας" επανέ­

λαβα. "Όμως ο άλλος το είπε, αυτό δεν μπορείς να το αρνηθείς"

είπε με καθαρή φωνή, και με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά

μου. "Όχι, δεν μπορώ" είπα, αντιγυρίζοντας τη ματιά του. Τέλος,

το βλέμμα του χαμήλωσε για ν ' ακολουθήσει την κατεύθυνση που

έδειχνε το τεντωμένο μου δάχτυλο. Στην αρχή έδειξε να μην κατα­

λαβαίνει, ύστερα σάστισε τελε ίως, και τέλος γέμισε κατάπληξη

Page 79: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

78 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

και τρόμο, σαν να μην έβλεπε σκύλο, αλλά κάποιο τέρας που το

αντίκριζε για πρώτη φορά στη ζωή του . "Κανείς δεν είχε την πα­

ραμικρή πρόθεση να σε προσβάλει" του είπα.

»Κοίταξε συλλογισμένος το κακομοιριασμένο το ζωντανό, ακί­

νητο σαν ψεύτικο, με τ' αυτιά τεντωμένα και τη μυτερή μουσούδα

του στραμμένη προς την είσοδο, που σήκωσε άξαφνα το πόδι του

για να χτυπήσει μια μύγα με μια κίνηση απότομη λες και το 'χανε

κουρντίσει.

»Γύρισα το βλέμμα μου στον Ί'ζιμ. Το ρόδινο χρώμα κάτω απ' το

ξανθό χνουδάκι στα λιοκαμένα του μάγουλα σκούρυνε άξαφνα,

κυρίεψε το μέτωπο κι απλώθηκε ώς τις ρίζες των σγουρών μαλλιών

του . Τα αυτιά του γίνηκαν κατακόκκινα. Ακόμη και τα μάτια του τα

ολογάλανα σκοτείνιασαν από το αίμα που ανέβηκε στο κεφάλι του.

Τα χείλια του στράβωσαν λίγο μ' ένα τρέμουλο σαν να 'ταν έτοιμος

να βάλει τα κλάματα. Καταλάβαινα ότι δεν μπορούσε ν' αρθρώσει

λέξη απ' την ντροπή . Ίσως κι ά.Π' την απογοήτευση -ποιος ξέρει.

Μπορεί να το 'χε ανάγκη εκείνο το ξυλοκόπημα που προόριζε να

μου δώσει, για να αποκαταστήσει και να ικανοποιήσει την αξιο­

πρέπειά του. Ποιος μπορεί να ξέρει τι λογής ανακούφιση περίμενε

να βρει σ' αυτή την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε για καβγά;

Με την αφέλε ια που τον έδερνε, όλα ήταν πιθανά· αλλά σ' αυτή την

περίπτωση είχε εξευτελιστεί για το τίποτα. Τόλμησε να εκτεθεί με

τόση ευθύτητα απέναντι στον εαυτό του -και παρεμπιπτόντως προς

εμένα- ελπίζοντας απεγνωσμένα να λάβει κάποια ικανοποίηση με

τη διάψευση εκείνης της κατηγορίας, αλλά νά που τα άστρα τον ει­

ρωνεύονταν σκληρά γι' άλλη μια φορά. Έβγαλε απ' το λαρύγγι του

έναν άναρθρο θόρυβο, σαν κάποιος που πέφτει μισολιπόθυμος

από γροθιά στο κεφάλι. Ήταν για λύπηση.

~~την επόμενη στιγμή, χρειάστηκε ν' ανοίξω το βήμα μου για να

τον προφτάσω τρέχοντας σχεδόν έξω απ' την καγκελόπορτα στο

προαύλιο. Όταν τελικά έφτασα λαχανιασμένος δίπλα του και τον

μάλωσα γιατί το 'βαζε στα πόδια, εκείνος απάντησε "Ποτέ!" και

φρενάρισε αυτοστιγμεί. Του εξήγησα ότι δεν εννοώ βεβαίως πως

το βάζει στα πόδια από μένα . "Ούτε κι από κανέναν άλλον -από

κανέναν άνθρωπο στον κόσμο" με βεβαίωσε όλο πείσμα. Εγώ με

τη σειρά μου aπέφυγα να του υποδείξω ότι και για τους πλέον γεν­

ναίους ανάμεσά μας φαίνεται να ισχύει σαφώς το αντίθετο· σκέ-

Page 80: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 79

φτηκα ότι πολύ σύντομα θα το ανακαλύψει μόνος του. Με κοιτούσε

υπομονετικά όση ώρα αγωνιζόμουν, χωρίς επιτυχία, να πω κάτι

κατάλληλο για την περίσταση, ώσπου ξανάρχισε να περπατάει.

Τον πήρα από πίσω, κ ι από φόβο μην τον χάσω, είπα βιαστικά ότι

δεν ήθελα να μείνει με μια λανθασμένη εντύπωση για το .. . για το ... Κόμπιασα. Η βλακεία της φράσης, που πανικόβλητος προσπαθού­

σα να τελειώσω, δεν είχε όρια, αλλά ευτυχώς η δύναμη των προτά­

σεων δεν εξαρτάται από τη σαφήνεια του νοήματος ή τη λογική συ­

ντακτική δομή . Το ηλίθιο ψέλλισμά μου φάνηκε να τον ευχαριστεί.

Ο τρόπος που με αντίσκοψε, ευγενικός και ήρεμος, φανέρωνε τε­

ράστια δύναμη αυτοκυριαρχίας ή τουλάχιστον μια θαυμαστή ευε­

λιξία πνεύματος: "Το λάθος ήταν εξολοκλήρου δικό μου". Τα λό­

για του με άφησαν άναυδο -σαν να αναφερόταν στο πιο κοινό και

τετριμμένο γεγονός . Άραγε δεν αντιλαμβανόταν τη θλιβερή τους

σημασία; "Ελπίζω να με συγχωρήσετε" συνέχισε κάπως ενοχλημέ­

νος. "Όλοι αυτοί που με χαζοκοιτάνε στο δικαστήριο φαίνονται

τόσο ηλίθιοι -που θα μπορούσε κάλλιστα να 'ναι όπως το φαντά­

στηκα" .

»Προς μεγάλη μου απορία, αυτό ήρθε ξαφνικά να φωτίσει μια

άλλη πτυχή του χαρακτήρα του. Σήκωσα το βλέμμα παραξενεμέ­

νος, και συνάντησα την aτάραχη, αδιαπέραστη ματιά του. "Δεν

μπορώ να κάνω τον κουφό" είπε πολύ απλά, "ούτε κι έχω την πα­

ραμικρή διάθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Στη δίκη είναι διαφορετι­

κά· εκεί πρέπει να υπομείνω -και θα το υπομείνω".

»Δεν ισχυρίζομαι πως τον κατάλαβα. Οι όψεις του εαυτού του

που μου επέτρεπε να δω, ήταν σαν τα τοπία μιας χώρας που δια­

κρίνει κανείς από ψηλά, μέσα από φευγαλέες σχισμές πυκνής ομί­

χλης -ζωηρές λεπτομέρειες που προβάλλουν και χάνονται αστρα­

πιαία δίχως να προσφέρουν μια ενιαία συνολική εικόνα. Απλώς

εξάπτουν την περ ιέργεια χωρίς να την ικανοποιούν· δε σε βοηθά­

νε να προσανατολιστείς . Γενικά ο Τζιμ με παραπλανούσε. Μ' αυ­

τή την αίσθηση έφυγα αργά το ίδιο βράδυ όταν χωριστήκαμε. Η

επιμονή μου υπήρξΕ τόσο μεγάλη, που εντέλει εκείνος υποχώρησε

και δειπνήσαμε μαζί στο ξενοδοχείο Μαλαμπάρ όπου έμενα για

λίγες μέρες».

Page 81: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

7

«Εκείνο το απόγευμα είχε καταπλεύσει ένα ποστάλι των εξωτερι­

κών γραμμών, κι η μεγάλη σάλα του ξενοδοχείου κατακλύστηκε από

ταξιδιώtες που κάνανε το γύρο του κόσμου μ' ένα εισιτήριο των εκα­τό λιρών στην τσέπη. Ζευγάρια παντρεμένοι σπιτόγατοι που έδει­

χναν να σκυλοβαριούνται ο ένας τον άλλον από τη μέση κιόλας του

ταξιδιού τους, μικρές και μεγάλες παρέες ή μοναχικοί τύποι έτρω­

γαν το φαγητό τους διακριτικά ή το γλένταγαν με σαματά, αλλά όλοι

ανεξαιρέτως εννοούσαν να σκέφτονται, να μιλάνε, ν' aστειεύονται ή

να κοιτάζουν τριγύρω κατσούφικα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που

το 'χουν συνήθειο και στην πατρίδα τους. Όσον αφορά την ευαισθη­

σία και τη δεκτικότητα προς τις νέες εντυπώσεις, ήταν εφάμιλλες

των μπαούλων που σέρνανε στα δωμάτιά τους. Από δω και στο εξής,

θα ήταν σταμπαρισμένοι κι αυτοί σαν τα μπαγκάζια τους με μια ετι­

κέτα, σημάδι απ' τον τάδε ή τον δείνα τόπο που επισκέφθηκαν . Το

ως άνω γεγονός αποτελούσε εξέχουσα τιμητική διάκριση για το

πρόσωπό τους ως εκ τούτου, φύλαγαν τατικέτα στα πορτμαντό σαν

αδιάσειστο τεκμήριο, μοναδική κι ακλόνητη απόδειξη για το μεγάλο

τους τόλμημα. Οι σκουροπρόσωποι σερβιτόροι στροβιλίζονταν αθό­

ρυβα πάνω στα αχανή καλογυαλισμένα πατώματα· πότε πότε αντη­

χούσε το γέλιο μιας κοπέλας αθώο και κούφιο σαν το μυαλουδάκι

της ή, όταν αίφνης σταματούσε για λίγο το κροτάλισμα των πιατικών,

ακούγονταν δυο τρεις λέξεις από μια μακρόσυρτη επιτηδευμένη φω­

νή, με το καθιερωμένο "πιπεράτο" ύφος, που αφηγούνταν στους

συνδαιτυμόνες τα τελευταία κουτσομπολιά της κρουαζιέρας και

αποσπούσε τα γνωστά βλακώδη μειδιάματα. Δυο γεροντοκόρες τα­

ξιδιάρες με αμφίεση κυριολεκτικά ξεκαρδιστική λογάριαζαν ξινι­

σμένες τα έξοδα του ταξιδιού, κι όλο ψουψουρίζανε η μια στην άλλη μι:: μαραμtνα χι::ίλια, ~-ιαι πρόσωπα ανι'.~-ιφραστα, γ~-ιροτι'.σκα και φα­

νταχτερά σαν σκιάχτρα. Λίγο κρασάκι στάθηκε αρκετό για να ανοί-

Page 82: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 81

ξει την καρδιά του Ί'ζιμ και να λύσει τη γλώσσα του. Κι από όρεξη

δεν πήγαινε καθόλου πίσω. Όσο για τον επεισοδιακό τρόπο που

γνωριστήκαμε, έδειχνε να τον έχει θάψει κάπου πολύ βαθιά μέσα

του. Σαν να επρόκειτο για ένα θέμα που έληξε πια οριστικά και δεν

υπάρχει περίπτωση να ξανασυζητηθεί. Είχα διαρκώς μπροστά μου

αυτά τα γαλάζια αγορίστικα μάτια να κοιτούν ολόισια μες στα δικά

μου, αυτό το νεαρό πρόσωπο, τους δυνατούς ώμους, το καθαρό ηλιο­

ψημένο μέτωπο με μια άσπρη γραμμή κάτω απ' τις ρίζες των πυκνών

ξανθών μαλλιών του · αυτό το παρουσιαστικό, που το συμπάθησα

ολόψυχα απ' την πρώτη στιγμή· το γεμάτο ειλικρίνεια ύφος, το ανε­

πιτήδευτο χαμόγελο, τη νεανική σοβαρότητα. Ήταν από καλή γενιά·

δικός μας άνθρωπος . Μιλούσε νηφάλια, ελεύθερα αλλά όχι απερί­

σκεπτα, με μια αταραξία που θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτέλε­

σμα αντρικής αυτοκυριαρχίας, θράσους, αναισθησίας, μνημειώδους

έλλειψης aυτογνωσίας ή μιας κολοσσιαίας ψευδαίσθησης . Ποιος ξέ­

ρει! Αν έκρινε κανείς απ' τον τόνο της φωνής μας, θα νόμιζε ότι κου­

βεντιάζαμε για ένα τρίτο πρόσωπο, μια ποδοσφαιρική συνάντηση ή

τι καιρό έκανε πέρυσι. Το μυαλό μου πελάγωνε μες στις διάφορες

εικασίες, μέχρι που σε μια καινούργια τροπή της συζήτησης βρήκα

την ευκαιρία να παρατηρήσω, προσέχοντας τα λόγια μου μην τον

προσβάλω, ότι, γενικά, η δίκη θα πρέπει να 'ναι γι' αυτόν σκληρή δο­

κιμασία. Τέντωσε το μπράτσο πάνω στο τραπεζομάντιλο, έσφιξε το

χέρι μου δίπλα στο πιάτο και με κοίταξε κατάματα. Εγώ τα 'χασα.

"Πρέπει να 'ναι τρομερά σκληρό" ψέλλισα μέσ' απ' τα δόντια μου,

σαστισμένος απ' αυτή τη σιωπηλή εκδ1Ίλωση των συναισθημάτων

του. "Είναι κόλαση" ξέσπασε τέλος με πνιγμένη φωνή .

»Αυτά τα λόγια μαζί με τη χειρονομία έκαναν τα δυο καλοντυ­

μένα και κοσμογυρισμένα αρσενικά που κάθονταν στο διπλανό

τραπέζι, να μας ρίξουν ένα βλέμμα πάνω απ' τα παγωτά τους με

αισθήματα έκδηλης ανησυχίας. Σηκωθήκαμε και πήγαμε στην

μπροστινή βεράντα για καφέ και τσιγάρο.

»Πάνω στα μικρά οκτάγωνα τραπεζάκια έκαιγαν κεριά μέσα σε

σφαιρικά λαμπογυάλια· συστάδες από φυτά με σκληρά φύλλα

έμπαιναν ανάμεσα στις αναπαυτικές ψάθινες πολυθρόνες και τις

χωρίtανε κατά τόπους απ' τις κοκκινωπές αψίδες των κιόνων που

γυαλοκοπούσαν οτη σπρά μπρος στα ψηλά παράθυρα, ~ρεμό-rαν η vύχτα στραφταλιστή και βαριά σαν πολύτιμο παραπέτασμα. Τα φω-

Page 83: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

82 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡ ΑΝΤ

σάκια των καραβιών στο aραξοβόλι τρεμόσβηναν μακρινά σαν

άστρα που γέρνουν στη δύση, και τα βουναλάκια πέρα απ' τον όρμο

θύμιζαν μαύρες μπάλες σύννεφα, μπουρινιασμένα αλλά ακίνητα.

»"Δε γινόταν να την κοπανήσω" άρχισε ο 'Γζιμ. ''Ο καπετάνιος

το 'κανε -κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Εγώ όμως μήτε μπορούσα, μήτε

κι ήθελα. Βρήκαν όλοι μια ευκαιρία να βγάλουν την ουρά τους απ'

έξω, μόνο που εγώ είμαι άλλο".

»Τον άκουγα με όλη μου την προσοχή συγκεντρωμένη, χωρίς να

τολμάω να κάνω την παραμικρή κίνηση. Τόσο πολύ ήθελα να μάθω

την αλήθεια -μα ώς τα σήμερα τίποτα δεν έμαθα, μόνο υποθέσεις

μπορώ να κάνω. Η σταθερότητα και η πίκρα ανακατώνονταν στη

φωνή του , λες κι η αλήθεια που σπαρταρούσε μέσα του, αντιπάλευε

σε κάθε της βήμα με μια εσωτερική ακλόνητη πεποίθηση στην αθωό­

τητά του και δεν μπορούσε να βγει. Ξανάρχισε λέγοντας, σαν άν­

θρωπος που παραδέχεται την αδυναμία του να πηδήξει έναν τοίχο

έξι μέτρα ψηλό, ότι τώρα ήταν αδύνατον πια να γυρίσει πίσω στην

πατρίδα· αυτό έφερε στο μυαλό μου τα λόγια του Μπράιερλυ, "ότι ο

γερο-πάστορας το 'χε καμάρι για το γιόκα του τον θαλασσινό" .

»Δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν ο Ί'ζιμ είχε επίγνωm1 πόσο τον

"καμαρώνανε", αλλά ο τρόπος που αναφέρθηκε στον "μπαμπά" του,

μου έδωσε να καταλάβω ότι εκείνος ο καλοκάγαθος επαρχιώτης γε­

ρο-παπάς ήταν για το γιο του υπόδειγμα μοναδικό, λες και κανένας

άλλος άνθρωπος από καταβολής κόσμου δεν είχε επωμιστεί τη μέρι­

μνα μιας πολυμελούς οικογένειας με παρόμοιο τρόπο. Όχι δηλαδή

πως είπε τίποτα τέτοιο, αλλά το άφηνε πάντα να εννοηθεί με όλη του

την ειλικρίνεια και την τρυφερότητα, χωρίς να δίνει το παραμικρό

περιθώριο για αμφιβολίες έτσι, κοντά στ' άλλα στοιχεία της ιστο­

ρίας, ήρθε να προστεθεί μια οδυνηρή αίσθηση νοσταλγίας γι' αγα­

πημένους ανθρώπους που ζούσαν πολύ μακριά. "Τώρα θα τα 'χει

διαβάσει όλα στις εφημερίδες" είπε, "δε θα μπορέσω ποτέ πια να

ξαναδώ τον κακομοίρη το γέρο μου". Εγώ δεν τόλμαγα να πάρω τα

μάτια μου απ' το τραπέζι, ώσπου τον άκουσα να συμπληρώνει: "Δε

θα μπορούσα ποτέ να του εξηγήσω. Δε θα καταλάβαινε". Τότε σή­

κωσα το βλέμμα μου. Κάπνισ~ νια λίνο το τσιγάρο του πεσμένος σε

βαθιά συλλογή, κι ύστερα, βγαίνοντας απ' το λήθαργο, συνέχισΕ την κουβέντα. Εξέφρασε την επιθυμία να μην τον ταυτ{ζω με τους άλ­

λους σ' εκείνο -σ' εκείνο το έγκλημα, ας πούμε. Δεν ήταν σαν κι αυ-

Page 84: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 83

τούς ήταν εντελώς αλλιώτικος. Κι εγώ φυσικά ουδόλως διαφώνησα.

Δεν είχα καμιά πρόθεση, μόνο και μόνο για χατίρι της καθαρ1iς αλή­

θειας, να του στερήσω την όποια ελάχιστη πιθανότητα λύτρωσης του

προσφερόταν. Δεν ήμουν σε θέση να ξέρω κατά πόσο το πίστευε ο

ίδιος. Δεν ήξερα τι ήθελε ν' αποδείξει -αν ήθελε καν να αποδείξει

κάτι- και υποπτεύομαι πως ούτε κι εκείνος ήξερε· γιατί πιστεύω ότι

κανένας μας δεν καταλαβαίνει ποτέ απόλυτα τα επιδέξια κόλπα που

μηχανεύεται για να ξεφύγει απ' τη ζοφερή σκιά της aυτογνωσίας.

Δεν άνοιξα καθόλου το στόμα μου όση ώρα αναρωτιόταν τι ήταν κα­

λύτερο να κάνει, μόλις "τέλειωνε αυτή η ηλίθια δίκη".

»Προφανώς συμμεριζόταν την περιφρονητική άποψη του

Μπράιερλυ γι' αυτές τις νομικές διαδικασίες. Ήταν τελείως ξεκρέ­

μαστος, εξομολογήθηκε, μιλώντας μάλλον φωναχτά στον εαυτό του

παρά σε μένα. Δίπλωμα τέλος, καριέρα καταστραμμένη, χωρίς λεφτά

για να φύγει, καμιά δουλειά στον ορίζοντα· ίσως μπορούσε να βρει

κάτι στην Αγγλία· αυτό όμως σήμαινε ότι θα ζητούσε βοήθεια απ'

τους δικούς του, κάτι που αποκλειόταν. Η μόνη λύση που έβλεπε,

ήταν ναύτης -θα μπορούσε ίσως να γίνει τιμονιέρης σε κανένα aτμό­

πλοιο. Ναι, θα μπορούσε να κάνει τον τιμονιέρη ... "Το πιστεύεις αυτό στ' αλήθεια;" τον ρώτησα αμείλικτα. Τινάχτηκε πάνω απότομα, πήγε

στο πέτρινο κιγκλίδωμα κι έριξε μια ματιά έξω, στη νύχτα. Την επό­

μενη στιγμή γύρισε πίσω και στάθηκε πάνω απ' την καρέκλα μου, με

το νεαρό του πρόσωπο συννεφιασμένο ακόμη απ' τον πόνο ενός συ­

ναισθήματος που καταπνίγηκε. Καταλάβαινε πολύ καλά βέβαια ότι

δεν αμφισβήτησα την ικανότητά του να πιλοτάρει ένα καράβι. Μ' ένα

ελαφρό τρέμουλο στη φωνή με ρώτησε: "Γιατί το είπα αυτό; Η καλο­

σύνη που είχα δείξει απέναντί του «δεν είχε όρια». Δεν είχα καν γε­

λάσει, όταν" -εδώ άρχισε να μασάει τα λόγια του- "εκείνη η παρεξή­

γηση, καταλαβαίνεις -φέρθηκα σαν γελοίος". Τον έκοψα, λέγοντάς

του με θέρμη ότι δεν έβρισκα τίποτα το αστείο σ' ένα τέτοιο λάθος.

Κάθισε και ρούφηξε συλλογισμένος τον καφέ του, αδειάζοντας ώς

τον πάτο το μικρό φλιτζανάκι. "Αυτό βέβαια δε σημαίνει ούτε κατά

διάνοια ότι είχα τη μύγα και μυγιάστηκα, που λένε" δήλωσε κοφτά,

με καθαρή φωνή . "Καθόλου;" είπα. "Καθόλου" επιβεβαίωσε ήρεμα

κι αποφασιστικά. "Μπορείs να μου πειs τι θα 'χι;;ς χάπι ωύ στη θtση

μου, ε; Ή μπας και θαρρείς τον εαυτό σου για κάνα" ... ξεροκατάπιε λίγο ... "για κάνα κοπρόσκυλο, ε;"

Page 85: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

84 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

»Και σ' αυτό το σημείο -λόγω τιμής!- με κοίταξε ερωτηματικά.

Νά λοιπόν που, απ' ό,τι φαίνεται, επρόκειτο όντως για μια ερώτη­

ση -μια καλόπιστη ερώτηση! Ωστόσο, δεν περίμενε την απάντησή

μου. Προτού προλάβω να συνέρθω, συνέχισε με τα μάτια στυλω­

μένα μπροστά, μες στη νύχτα, σαν να διάβαζε κάτι χαραγμένο στο

σώμα της. "Το θέμα είναι να 'σαι προετοιμασμένος. Εγώ δεν

ήμουν· όχι -όχι ακόμα τότε . Δε θέλω να δικαιολογήσω τον εαυτό

μου· θα 'θελα όμως να εξηγήσω -θα 'θελα κάποιον να με καταλά­

βει -κάποιον -ας είναι κι ένας μονάχα! Εσύ! Γιατί όχι εσύ!"

»Είναι συγκινητικός και λίγο γελοίος μαζί ο αγώνας στον οποίο

επιδίδεται κανείς για να περισώσει την αντίληψη που έχει για το δέ­

ον της ηθικής του ταυτότητας, μια πολύτιμη αντίληψη θεμελιωμένη

στη συμβατικότητα, που δεν είναι παρά μονάχα ένας απ' τους κανό­

νες του παιχνιδιού, τίποτε παραπάνω, αλλά συνάμα διαθέτει φοβερή

αποτελεσματικότητα, επειδή θεωρείται ικανή να καθυποτάσσει με

απεριόριστο σθένος τα τυφλά ένστικτα, καθιστώντας τις ποινές για

την αποτυχία τρομερές. Άρχισε να διηγείται την ιστορία του αρκετά

ήρεμος. Το τσούρμο εκείνου του aτμόπλοιου της ΝτέηλΛάιν, που εί­

χε περιμαζέψει τους τέσσερις ναυαγούς από μια βαρκούλα την ώρα που το ηλιοβασίλεμα άπλωνε απαλά τα χρώματά του στη θάλασσα,

άρχισε απ' τη δεύτερη κιόλας μέρα να τους στραβοκοιτάζει. Ο χο­

ντρός καπετάνιος ξεφούρνισε κάποιο παραμύθι που, καθώς οι άλλοι

παρέμειναν σιωπηλοί, έγινε καταρχήν πιστευτό. Κανείς δεν κάθεται

να ανακρίνει τέσσερις φτωχούς ναυαγούς που είχαν την καλή τύχη

να σωθούν, αν όχι από ένα σκληρό θάνατο, τουλάχιστον από σκληρά

βάσανα και δοκιμασίες. Αλλά στη συνέχεια, έχοντας όλο τον καιρό

στη διάθεσή τους να το ξανασκεφτούν, οι αξιωματικοί τουΆβοντεηλ

θα πρέπει να έκριναν πως υπήρχε κάτι σ' αυτή την υπόθεση "που

βρώμαγε άσκημα". Φυσικά, κράτησαν τις αμφιβολίες για τον εαυτό

τους. Είχαν περισυλλέξει τον καπετάνιο, τον αξιωματικό και δυο μη­

χανικούς του aτμόπλοιου Πάτνα που βούλιαξε, κι αυτό βέβαια τους

έφτανε και τους περίσσευε. Δε ρώτησα τον τζιμ για το πώς ένιωθε

εκείνε5 τι5 δέκα μέρε5 που πέρασε στο Άβοvrεηλ . Απ' τον τρόπο

όμως που αφηγήθηκε εκείνο το μέρος της ιστορίας, μπορούσα να

βγάλω eύκολα το συμπέρασμα 6τι ήταν ι::ν μέρει κατάπληκτος απ'

την ανακάλυψη που 'χε κάνει -την ανακάλυψη για τον εαυτ6 του­

και χωρίς αμφιβολία τώρα έκανε 6,τι μπορούσε για να την εξηγήσει

Page 86: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 85

στο μοναδικό άνθρωπο που ήταν ικανός να συλλάβει τις τρομακτι­

κές της διαστάσεις. Πρέπει να πιστέψετε ότι δεν προσπαθούσε κα­

θόλου να μειώσει τη σημασία της. Γι' αυτό είμαι απόλυτα σίγουρος

κι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά του απ' τους άλλους. Όσο για τα

αισΘήματα που δοκίμασε όταν κατέβηκε στη στεριά κι άκουσε την

απρόβλεπτη κατάληξη της ιστορίας, στην οποία είχε παίξει έναν τό­

σο θλιβερό ρόλο, δε μου μίλησε καθόλου, και η φαντασία εδώ δεν

μπορεί να προσφέρει και πολλά πράγματα. Αναρωτιέμαι αν ένιωσε

'tη γη ν' ανοίγει κάτω απ' τα πόδια του. Ποιος ξέρει. Το βέβαιο όμως

είναι ότι πολύ σύντομα κατάφερε να ξαναβρεί το βήμα του . Ήταν

στη στεριά δυο ολόκληρες βδομάδες σε αναμονή στον Οίκο του

Ναύτου, και καθώς εκείνο τον καιρό έτυχε να μένουν εκεί ακόμα έξι

εφτά ναυτικοί, είχα ακούσει μερικά πράγματα γι' αυτόν. Όλοι εκεί

έμοιαζαν να πιστεύουν με το νωθρό μυαλό τους ότι -εκτός από τα

άλλα κουσούρια που τον έδερναν- ήταν κι ένας άξεστος χοντράν­

θρωπος. Καθόταν συνέχεια στη βεράντα χωμένος σε μια μεγάλη πο­

λυθρόνα, και δεν ξεκόλλαγε από εκείνο τον τόπο του ενταφιασμού

του παρά μονάχα την ώρα του φαγητού ή αργά το βράδυ, όταν βολό­

δερνε στις aποβάθρες ολομόναχος, χαμένος στον δικό του κόσμο,

σιωπηλός, με β1iμα αναποφάσιστο, σαν στοιχειό που δε βρίσκει σπί­

τι να κατοικήσει. "Δεν πρέπει ν' άλλαξα ούτε μια λέξη με άνθρωπο

όλες εκείνες τις μέρες" είπε, κάνοντάς με να τον λυπηθώ κατάκαρ­

δα· κι αμέσως μετά, πρόσθεσε: "Φοβόμουν μήπως κανείς απ' αυτούς

τους εξυπνάκηδες πετάξει καμιά κουβέντα που είχα αποφασίσει να

μην ανεχτώ με τίποτα, και δεν ήθελα καθόλου να τσακωθώ. Όχι.

Όχι τότε. Ήμουν τόσο -τόσο ... Δεν είχα το κουράγιο για τσακω­

μούς". 'Άλλά στο κάτω κάτω εκείνος ο μπουλμές άντεξε" παρατήρη­

σα εγώ ανέμελα. "Ναι" μουρμούρισε, "βάσταξε, κι όμως σ' τ' ορκί­

ζομαι, τον ένιωσα να φουσχ.ώνει την ώρα που τον ακούμπησα". ''Εί­

δες τι γερές που σου είναι αυτές οι παλιολαμαρίνες καμιά φορά" εί­

πα εγώ. Με τη ράχη πίσω στην καρέκλα, τα πόδια του απλωμένα

αλύγιστα μπροστά και τα χέρια κρεμασμένα κάτω, έγνεψε μερικές

φορές ελαφριά με το κεφάλι. Δεν μπορείτε να διανοηθείτε πιο θλι­

βερό θέαμα. Ξάφνου, σήκωσε το κεφάλι του, ανακάθισε και χτύπη­

σε με το χέρι το μπούτι του. "Αχ, να χάσω τέτοια ευκαιρία, Θεέ μου,

τέτοια ευκαιρία, κι Εγώ την έχασα!" ξέσπασε, κι αυτό το τελευταίο

"έχασα" ακούστηκε να βγαίνει από μέσα του σαν κραυγt1 πόνου.

Page 87: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

86 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

«Ύστερα απόμεινε πάλι σιωπηλός, με την όψη aσάλευτη κι από­

μακρη, γεμάτη άγρια λαχτάρα γι' αυτή τη διάκριση που έχασε μέσ'

απ' τα χέρια του, με τα ρουθούνια για μια στιγμή διεσταλμένα να

ρουφάνε άπληστα το μεθυστικό άρωμα της ευκαιρίας που χαραμί­

στηκε έτσι άδοξα. Σας πληροφορώ πως πέφτετε τελείως έξω αν νο­

μίζετε πως είχα ξαφνιαστεί ή σοκαριστεί απ' τη στάση του. Το 'ξερα

πως είναι ονειροπόλος ο φουκαράς. Και νά που τώρα προδόθηκε,

δεν μπορούσε να κρυφτεί πια. Έβλεπα στη ματιά του, που ξεχυνό­

ταν μες στη νύχτα, ολόκληρη την εσώτερη ύπαρξή του να επελαύνει

ασυγκράτητη προς το παραμυθένιο βασίλειο των παράτολμων ηρωι­

κών κατορθωμάτων. Δεν είχε τα περιθώρια να λυπηθεί γι' αυτά που

έχασε, γιατί ολόκληρη η ψυχή του ήταν aπορροφημένη στη σκέψη

εκείνου που δεν κατάφερε να κατακτήσει. Ήταν φευγάτος, πολύ

μακριά από μένα που καθόμουν μόλις τρεις σπιθαμές αντίκρυ του

και τον παρατηρούσα. Κάθε στιγμή που περνούσε, εκείνος καταδυό­

ταν όλο και πιο βαθιά στον απίθανο κόσμο των ρομαντικών κατορ­

θωμάτων. Ώσπου στο τέλος κυριεύτηκε ολόψυχα. Μια παράξενη έκ­

φραση μακαριότητας απλώθηκε στα χαρακτηριστικά του · τα μάτια

του σπιθοβόλησαν στο φως του κεριού που έκαιγε ανάμεσά μας και

μα την αλήθεια, χαμογέλασε! Είχε διεισδύσει ώς την καρδιά -ώς την

καρδιά εκείνου του κόσμου! Ένα εκστατικό χαμόγελο, αγαπητοί

μου κύριοι, που δε θα το γνωρίσουν ποτέ τα μούτρα σας, ούτε βέβαια

και τα δικά μου. Τον επανέφερα βίαια στην πραγματικότητα, λέγο­

ντας: "Θες να πεις, έτσι κι έμενε ς στο καράβι".

»Στράφηκε και με κοίταξε με μάτια γεμάτα κατάπληξη και πό­

νο, το πρόσωπό του αμήχανο, ξαφνιασμένο, βασανισμένο, σαν να

γκρεμίστηκε κάτω ξανά στη γη από ένα αστέρι. Ένα βλέμμα με το

οποίο εμείς δε θα κοιτάξουμε ποτέ μας άνθρωπο. Αναρρίγησε σύ­

γκορμος σαν να του άγγιξε την καρδιά ένα παγερό δάχτυλο. Στο

τέλος έβγαλε ένα στεναγμό.

»Δεν είχα καμιά όρεξη να τον λυπηθώ. Η αντιφατική του συμπε­

ριφορά ήταν μια πρόκληση. "Τι κρίμα που δεν ήξερες από πριν τι θα

γίνει ! " είπα, κάθε άλλο παρά με ευγενικές προθέσεις, αλλά η μπα­

μπέσικη σπόντα μου δεν έπιασε τόπο -έπεσε μπροστά στα πόδια του

σαν αδύναμη σα:ιτα, κι εκείνος δεν έσκυψε καν να τη μαζέψει, που

λέει ο λόγος. Ποιος ξέρει, μπορεί να μην το πήρε καθόλου χαμπάρι.

Κι ύστερα ξάφνου, αφού πρώτα βολεύτηκε καλά καλά στο κάθισμά

Page 88: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟ~ΤΖΙΜ 87

του, μου κάνει: "Να πάρει και να σηκώσει! Αφού σου λέω, είχε φου­

σκώσει. Εκεί που πήγαινα να κρεμάσω τη λάμπα ψηλά στο πρέκι του

κουραδόρου, πέφτει ξαφνικά μπροστά στα πόδια μου ένα κομμάτι

σκουριά μεγάλο σαν την παλάμη μου". Πέρασε το χέρι πάνω από το

μέτωπό του. "Όση ώρα καθόμουν εκεί και το κοίταζα, τρεμούλιαζε

και χοροπηδούσε μπροστά στα μάτια μου, ούτε ζωντανό να 'ταν" .

"Κι εσύ, δικαιολογημένα, τα χρειάστηκες" παρατήρησα εγώ επί τη

ευκαιρία. "Μπας και νομίζεις" είπε, "ότι σκεφτόμουν τον εαυτούλη

μου, με εκατόν εξήντα νομάτους φορτωμένους στην πλάτη μου να

κοιμούνται του καλού καιρού μόνοι στο πλωριό κατάστρωμα; -χώ­

ρια αυτοί που ήτανε πρύμα· και στην κουβέρντα -κοιμισμένοι- χω­

ρίς να ξέρουν τίποτε για όλ' αυτά -οι βάρκες δε χωρούσαν ούτε το

ένα τρίτο, ακόμη κι αν προλαβαίναμε. Έτσι όπως στεκόμουν εκεί,

περίμενα από στιγμή σε στιγμή να δω τη λαμαρίνα ν' ανοίγει και να

τους πνίγουν τα νερά, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι ... Τι μπορούσα να κάνω; Τι;"

»Σαν να τον βλέπω τώρα δα να στέκει μέσα σ' εκείνο το θεο­

σκότεινο λαγούμι, γεμάτο ανθρώπους, με το φως της λάμπας να

πέφτει πάνω σ' ένα μικρό κομμάτι του μπουλμέ, που η απ' έξω

μπάντα του σήκωνε όλο το βάρος του ωκεανού, ενώ στ' αυτιά του

έφτανε η ανάσα των ανθρώπων που κοιμούνταν αμέριμνοι. Τον

βλέπω να στυλώνει την αγριεμένη του ματιά στα σίδερα, ξαφνια­

σμένος απ' τη σκουριά που έπεσε, να συνθλίβεται ανελέητα απ'

την επίγνωση του θανάτου που πλησιάζει. Υποθέτω ότι αυτή πρέ­

πει να ήταν η δεύτερη φορά που τον έστειλε μπροστά ο καπετά­

νιος, ο οποίος, απ' ό,τι φαίνεται, ήθελε να τον ξεφορτωθεί απ' τη

γέφυρα. Μου είπε ότι στην αρχή τού 'ρθε να φωνάξει, για να βγά­

λει όλους αυτούς τους ανθρώπους απ' τον ύπνο τους και να τους

παραδώσει στον τρόμο· αλλά αμέσως μετά τον κυριάρχησε ένα τέ­

τοιο αίσθημα απελπισίας, που έχασε τελείως τη λαλιά του. Είναι

αυτό που λέμε, κόλλησε η γλώσσα του στο στόμα. "Ξεράθηκε"

ήταν η λακωνική έκφραση που χρησιμοποίησε για να περιγράψει

την κατάστασή του. Έτσι άφωνος λοιπόν, σκαρφάλωσε απ' το

πλωριό καπάκι έξω στην κουβέρτα. Μια πάνινη ανεμοδόχη που

κρεμόταν εκεί κάτω χτύπησε τυχαία πάνω του, και θυμόταν πως

εκείνο το ανάλαφρο άγγιγμα του καραβόπανου στο πρόσωπό του

κόντεψε να τον πετάξει από τη σκάλα.

Page 89: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

88 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

»Μου εξομολογήθηκε πως όταν ανέβηκε στο πλωριό κατά­

στρωμα κι αντίκρισε άλλο ένα πλήθος κοιμισμένους, τα γόνατά

του άρχισαν να τρέμουν για τα καλά. Στο μεταξύ, οι μηχανές είχαν

σταματήσει κι απ' τα φουγάρα ξέφυγε ο ατμός μ' ένα βαρύ, υπό­

κωφο βουητό, που έκανε τη νύχτα να δονείται σαν μπάσα χορδή .

Το πλοίο σείστηκε ολόκληρο .

»Πού και πού, έβλεπε ένα κεφάλι να ανασηκώνεται απ' το ψαθί ή

μια ακαθόριστη σιλουέτα να ανακάθεται, γροικώντας για μια στιγμή

μισοκοιμισμένη τους θορύβους της νύχτας, κι έπειτα να βουλιάζει

ξανά μέσα σ' ένα σωρό από ανακατωμένα κιβώτια, βαρούλκα κι

ανεμοδόχες. Ήξερε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα από

καράβια για να καταλάβουν τι σήμαινε εκείνος ο παράξενος θόρυ­

βος. Το σιδερένιο σκαρί, οι άντρες με τα λευκά πρόσωπα, όλα όσα

έβλεπε κι άκουγε πάνω στο καράβι αυτό το αδαές και ευσεβές πλή­

θος, ήταν πράγματα αλλόκοτα κι άξια εμπιστοσύνης επειδή ακριβώς

έμεναν τυλιγμένα για πάντα στο σκοτάδι της άγνοιας . ''Ευτυχώς" · σκέφτηκε. Κι όμως, πόσο φοβερή ήταν αυτή η σκέψη.

»Μην ξεχνάτε πως νόμιζε, όπως θα νόμιζε κι ο καθένας στη θέ­

ση του, ότι το καράβι ήταν έτοιμο από στιγμ1Ί σε στιγμή να φουντά­

ρει· οι φουσκωμένες, κατασκουριασμένες πλάκες που συγκρατού­

σαν τον ωκεανό ήταν μοιραίο να υποχωρήσουν μια κι έξω, σαν

φράγμα που ανατινάζεται αφήνοντας χείμαρρους νερών να κατα­

κλύσουν τα πάντα. Έστεκε εκεί ακίνητος, σαν άνθρωπος που ξέ­

ρει την αμετάκλητη καταδίκη του, κοιτάζοντας με μάτια στυλά τα

ξαπλωμένα κορμιά, εκείνη τη σιωπηλ1Ί συντροφιά των πεθαμέ­

νων. Ναι, ήταν κιόλας νεκροί. Τίποτα δεν μπορούσε να τους σώ­

σει. Ακόμα κι αν οι βάρκες χώραγαν περίπου τους μισούς, δεν

υπήρχε καθόλου καιρός. Καθόλου καιρός! Ούτε λεπτό! Δεν είχε

κανένα νόημα ν' ανοίξει το στόμα του ή να σαλέψει από κει που

ήταν. Προτού προλάβει να ξεστομίσει τρεις λέξεις ή να κάνει τρία

βήματα, θα βρισκόταν να παραδέρνει σε μια θάλασσα με τα νερά

όλο aφρούς απ' τις aπεγνωσμένες προσπάθειες αυτών των αν­

θρώπων να κρατηθούν επάνω, μέσα σε μια χλαλοή από aπελπι­

σμένες κραυγές βοήθειας. Δεν υπήρχε περίπτωση βοήθειας. Φα­

ντάστηκε με τέλεια ακρίβεια όλα όσα επρόκειτο να γίνουν· τα έζη­

σε όλα μέσα του, ακίνητος, πλάι στο καπάκι με τη λάμπα στο χέρι

-τα έζησε όλα μέχοι την τελευταία σπαοακτικ'ή λεπτομέοεια. Νο-

Page 90: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 89

μίζω ότι τα ξανάζησε το ίδιο έντονα την ώρα που μου τα έλεγε· αυ­

τά που δεν μπόρεσε να πει στο δικαστήριο.

»"Ήμουν εντελώς σίγουρος, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, ότι

δεν μπορούσα να κάνω απολύτως τίποτα . Λες και το σώμα μου εί­

χε παραλύσει τελείως, χωρίς καθόλου ζωή μέσα του. Σκέφτηκα ότι

δεν υπήρχε λόγος να κουνηθώ απ' τη θέση μου. Πίστευα ότι σε με­

ρικά δευτερόλεπτα όλα θα 'χαν τελειώσει ... " Ξαφνικά, το φουγά­ρο σταμάτησε να βγάζει ατμό. Ο θόρυβος, είπε, σταμάτησε, αλλά

αμέσως μετά πλάκωσε μια βαριά, αβάσταχτη σιωπή.

»"Σκέφτηκα ότι θα έσκαγα από ασφυξία προτού πνιγώ" είπε.

»Όχι, διαμαρτυρήθηκε, δε σκεφτόταν πώς να γλιτώσει τον εαυ­

τό του. Η μοναδική ξεκάθαρη σκέψη που πέρναγε και ξαναπέρνα­

γε απ' το μυαλό του, ήταν : οχτακόσιοι άνθρωποι κι εφτά βάρκες

οχτακόσιοι άνθρωποι κι εφτά βάρκες.

>>"Άκουσα μια δυνατή φωνή μες στο κεφάλι μου" είπε λίγο

αγριεμένος. "Οχτακόσιοι άνθρωποι κι εφτά βάρκες -και καθόλου

καιρός! Το φαντάζεσαι;!" Έσκυψε προς τα μένα πάνω απ' το μι­

κρό τραπέζι κι εγώ προσπάθησα ν' αποφύγω τη ματιά του. "Νομί­

ζεις ότι φοβόμουν να πεθάνω;" ρώτησε με τραχιά και δυνατή φω­

νή. Κι αμέσως μετά, χτύπησε την ανοιχτή του παλάμη με δύναμη

στο τραπέζι, κάνοντας τα φλιτζανάκια του καφέ να χοροπηδήσουν.

"Μπορώ να σου ορκιστώ πως δε φοβήθηκα -δε φοβήθηκα ... Μα το Θεό -όχι! " Ανασηκώθηκε απότομα στην πολυθρόνα του και σταύ­

ρωσε τα χέρια· το πηγούνι του έπεσε βαρύ στο στέρνο του.

>>Μέσ' απ' τα ψηλά παράθυρα, ακουγόταν αμυδρά ο ελαφρύς

θόρυβος απ' τα πιατικά. Και κάποια στιγμή ξέσπασε ένα δυνατό

βουητό από φωνές μια ευδιάθετη κομπανία από ζωηρούς κυρίους

ξεμπουκάρισε στη βεράντα. Αντάλλασσαν ευτράπελες αναμνήσεις

περί γα"ίδάρων στο Κάιρο. Ένας χλεμπονιάρης, νευρικός νεαρός,

περπατώντας ανάλαφρα με τα μακριά του κανιά, δεχόταν τα πει­

ράγματα ενός κορδωτού και κοσμογυρισμένου κοκκινομούρη για

τα ψώνια που είχε κάνει στο παζάρι. "Όχι, πες μου στ' αλήθεια

-νομίζεις ότι θα μπορούσα ποτέ μου να φτάσω ώς ΕΚΕί;" μΕ Qώτrισε αQγά και σοβαQά. Η παρ~α απομακρύν9ηκε · 9ρονιdστηκαν του καλού καιρού σε κάτι nολυθρόνΕς πιο πΕρα· φλόγες από σπίρτα τρεμόπαιξαν tωηρά, και φανέρωσαν για μια στιγμή πρόσωπα

ολωσδιόλου ανέκφραστα και την άτονη γυαλάδα κατάλευκων πλα-

Page 91: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

90 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΓ

στρόν· ο σαματάς των διαφόρων συζητήσεων στα γύρω τραπέζια,

που εμψυχώνονταν απ' την πανδαισία των φαγητών, έφτανε στα

αυτιά μου σαν κάτι τελείως αλλόκοτο και άπειρα μακρινό .

«"Μερικοί απ' το τσούρμο κοιμόντουσαν στο μεγάλο κουβούσι·

έτσι να 'κανα το χέρι μου, θα τους έπιανα" ξανάρχισε ο τζιμ.

»Σ' εκείνο το πλοίο κρατάγανε βάρδια καλασέ.19 Έτσι, όλο το

τσούρμο κοιμόταν τις νύχτες, μονάχα η σκάντζα του τιμονιέρη και

του βαρδιάνου σηκωνόταν απ' το κρεβάτι. Του 'ρθε να πιάσει απ'

τον ώμο τον πιο κοντινό του Ινδό και ν' αρχίσει να τον ταρακουνάει

ίσαμε να ξυπνήσει, αλλά δεν το 'κανε. Κάτι κράταγε τα χέρια του

κάτω, κολλημένα στα πλευρά. Δε φοβόταν -ω, όχι! απλώς δεν μπο­ρούσε -αυτό ήταν όλο . Αλλά κι αν ακόμα δε φοβόταν το θάνατο,

φοβόταν στα σίγουρα τη φάση πριν την τελική καταστροφή . Η τα­

ραγμένη του φαντασία ζωντάνευε στο μυαλό του όλο τον τρόμο του

πανικού, τα ποδοπατήματα μες στην τρεχάλα, τα ζοφερά ουρλια­

χτά, τις φισκαρισμένες βάρκες -όλα τα φρικιαστικά πράγματα που

είχε ακούσει ότι γίνονται σ' ένα ναυάγιο. Ίσως να το 'χε πάρει από­

φαση ότι θα πέθαινε, αλλά νομίζω πως ήθελε αυτό να γίνει χωρίς

παραπανίσια φρίκη, ήσυχα, μ' ένα είδος γαλήνιας έκστασης. Δεν εί­

ναι και τόσο σπάνιο να συναντιέται κανείς με τη στιγμή του χαμού

του κάπως προετοιμασμένος, αλλά πολύ δύσκολα βρίσκεις ανθρώ­

πους που οι ψυχές τους, aτσαλωμένες απ' την άτρωτη aρματωσιά

της αποφασιστικότητας, είναι έτοιμες να πολεμήσουν ώς το τέλος

σε μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων. Όσο εξασθενεί η ελπίδα, τό­

σο δυναμώνει ο πόθος για ένα γαλήνιο τέλος, ώσπου νικάει ακόμα

κι αυτή τη δίψα για ζωή. Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να

μην το 'χει παρατηρήσει, ή καλύτερα, να μην έχει γευτεί κάτι απ'

αυτό το αίσθημα στον ίδιο του τον εαυτό -αυτό το τέλειο aποκάρω­

μα των συναισθημάτων, τη ματαιότητα κάθε προσπάθειας, τη λα­

χτάρα για αναπαμό. Αλλά καλύτερα απ' όλους το ξέρουν αυτοί που

έχουν συγκρουστεί με τις άλογες δυνάμεις του κόσμου -οι ναυαγοί

στις βάρκες, οι χαμένοι στις έρημους, αυτοί που παλεύουν με τους

τυφλούς νόμους της φύσης ή την ηλίθια κτηνωδία του όχλου>>.

'" Ναυτιχός των Ανατολιχών Ινδιών. Βίί[!δια καλασι=:: όχι U(!γανωμένο σύστημα

βdρδιας, που οι δουλειές γί\ιονται απ' όλο το πλήρωμα αδιακρίτως.

Page 92: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

8

«Δεν ξέρω πόση ώρα ακριβώς έμε ινε εκεί, πλάι στο καπάκι του καταστρώματος, πετρωμένος σαν άγαλμα, περιμένοντας από στιγ­

μή σε στιγμή το καράβι να βουλιάξει κάτω απ' τα πόδια του, και τα νερά να τον αρπάξουν ορμητικά από πίσω και ν' αρχίσουν να τον

τινάζουν πέρα δώθε σαν παιχνιδάκι. Πάντως όχι πάρα πολύ -ίσως

δυο λεπτά περίπου. Δύο άντρες, που δεν τους ξεχώριζε καθαρά

μες στο μισοσκόταδο, άρχισαν να κουβεντιάζουν μισοκοιμισμέ­

νοι, και το αυτί του έπιασε ακόμα, δεν μπορούσε να πει από πού,

έναν περίεργο θόρυβο από σούρσιμο ποδιών. Και πάνω απ' όλους

αυτούς τους αμυδρούς ήχους, πλανιόταν εκείνη η τρομερή ακινη ­

σία που προηγείται μιας καταστροφής, εκείνη η τυραννική σιωπ1Ί

που κυριαρχεί μια στιγμή πριν από την τελική κατάρρευση· ύστε­

ρα του πέρασε απ' το μυαλό ότι ίσως προλάβαινε ακόμη να τρέξει

για να κόψει όλα τα σάγουλα στους μόρσους, ώστε οι βάρκες να

έμεναν στο νερό όταν το καράβι θα βούλιαζε.

»Το Πάτνα είχε μεγάλη γέφυρα κι όλες οι βάρκες βρίσκονταν

εκεί, τέσσερις στη μια μουράδα και τρεις στην άλλη -οι μικρότε­

ρες αριστερά, και πολύ κοντά στο τιμόνι. Με διαβεβαίωσε, με έκ­

δηλη ανησυχία μήπως δεν το πιστέψω, ότι είχε κάνει ό,τι έπρεπε

για να είναι έτοιμες στην περίπτωση που θα το καλούσε η ανάγκη.

Είχε επίγνωση των καθηκόντων του. Πιστεύω ότι ήταν καλός

αξιωματικός. "Πάντα ήμουν της γνώμης ότι πρέπει να είσαι έτοι­μος για το χειρότερο" μου εξήγησε, με τα μάτια στυλωμένα πάνω

μου όλο αγωνία. Έγνεψα καταφατικά ενώπιόν αυτής της καθ' όλα

υγιούς, λογικής άποψης, απέστρεψα όμως το βλέμμα μπροστά

στην αδιόρατη ανασφάλεια του φερέφωνού της.

»Άρχισε να τρέχει, αλλά με βήμα aσταθές. Έπρεπε να περάσει

πάνω από πόδια, να προσέξει μη σκουντουφλήσει σε κανένα κε­

φάλι. Ξάφνου, ένα χέρι τον άρπαξc; απ' το σακάκι, και κάτω απ'

Page 93: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

92 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

τον αγκώνα του ακούστηκε μια φωνή όλο έγνοια και παράπονο.

Το φως απ' τη λάμπα που κράταγε στο δεξί του χέρι έπεσε πάνω σ'

ένα σκοτεινό πρόσωπο, τεντωμένο ψηλά, με μάτια ικετευτικά σαν

τη φωνή. Τους είχε ακούσει αρκετές φορές να μιλάνε ώστε να κα­

ταλάβει τη λέξη νερό, που ο άλλος έλεγε και ξανάλεγε κάθε τόσο,

μ' έναν τόνο επιμονής, ικεσίας, σχεδόν απελπισίας. Πήγε να κάνει

έναν πήδο για να ξεφύγει, αλλά ένα χέρι που τυλίχτηκε σφιχτά γύ­

ρω απ' το πόδι του τον σταμάτησε.

»''Ο aνθρωπάκος αγκιστρώθηκε πάνω μου σαν τον πνιγμένο"

είπε με φανερή συγκίνηση. "Νερό, νερό! Μα για τι νερό μιλούσε;

Τι ήξερε; Όσο πιο μαλακά μπορούσα, τον πρόσταξα να μ' αφήσει

να φύγω. Με καθυστερούσε, ο χρόνος πίεζε, είχαν αρχίσει κι άλ­

λοι να σαλεύουν μες στον ύπνο τους. Δεν είχα καιρό για χάσιμο

-έπρεπε να μολάρω τις βάρκες. Είχε αρπάξει το χέρι μου τώρα,

και είπα ότι όπου να 'ναι θα έμπηγε τις φωνές. Αυτό θα 'ταν ό,τι

έπρεπε, σκέφτηκα αμέσως, για ν' αρχίσει ο πανικός, και καθώς

προσπάθησα με το ελεύθερο χέρι μου να του ξεφύγω, τον χτύπησα

κατά λάθος με τη λάμπα στο πρόσωπο. Το γυαλί κουδούνισε, η

φλόγα έσβησε, αλλά το χτύπημα τον έκανε να μ' αφήσει, κι εγώ

βιάστηκα να φύγω -ήθελα να πάω στις βάρκες ήθελα να πάω στις

βάρκες. Πήδηξε το κατόπι μου. Γύρισα και τον κοίταξα. Ήταν πο­

λύ aνήσυχος προσπάθησε να φωνάξει· λίγο έλειψε να τον πνίξω

ώσπου να καταλάβω τι ήθελε. Δε ζητούσε παρά λίγο νερό -νερό

, για να πιει, τους το έδιναν με το σταγονόμετρο, ξέρεις, κι είχε έναν πιτσιρικ& που μου είχε τραβήξει την προσοχή αρκετές φο­

ρές. Το παιδί του ΊΊταν άρρωστο και διψούσε, μου είπε. Με είδε

καθώς περνούσα και παρακαλούσε για λίγο νερό. Αυτό ήταν όλο.

Ήμασταν κάτω απ' τη γέφυρα, στο σκοτάδι. Με είχε γραπώσει

σφιχτά και δεν έλεγε να μ' αφήσει· ήταν αδύνατο να τον ξεφορτω­

θώ. Έτρεξα στην καμπίνα μου, βούτηξα το παγούρι και το 'ριξα

στα χέρια του. Το πήρε κι έγινε άφαντος. Και μόνο τότε συνειδη ­

τοποίησα κι εγώ πόσο πολύ διψούσα". Ακούμπησε στον έναν

αγκώνα κι έφερε το χέρι πάνω απ' τα μάτια του.

>>Μια ανατριχCλα διιfτρεξε από πάνω ώs κάτω τη eαχοκοκαλ~ά

μου· υπήρχε κάτι πολύ παράξενο σ' όλ' αυτά. Τα δάχτυλα του χε­

ριού του που σκίαζαν τα μάτια του τρεμούλιασαν ελαφρά. Έσπα­σε πρώτος τη σύντομη σιωπή.

Page 94: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 93

»"Αυτά τα πράγματα τυχαίνουν μονάχα μια φορά στη ζωή σου,

και ... Α! Τέλος πάντων! Όταν τελικά κατάφερα να πάω στη γέφυ­

ρα, εκείνα τα ρεμάλια μα"ίνάριζαν κιόλας μια βάρκα απ' τους μόρ­

σους. Μια βάρκα! Ανέβαινα τη σκάλα τρεχάτος, όταν κάτι βαρύ

έπεσε πάνω στον ώμο μου περνώντας ξυστά δίπλα απ' το κεφάλι

μου. Δε σταμάτησα, κι ο πρώτος -τον είχαν ξεσηκώσει στο μεταξύ

απ' το γιατάκι του- σήκωσε πάλι από χάμω τον πασαμπάγκο της

βάρκας για να με χτυπήσει. Στην κατάσταση που βρισκόμουν, τί­

ποτα δε μου προξενούσε έκπληξη. Μου φαίνονταν όλα πολύ αυτο­

νόητα -και τρομαχτικά -πολύ τρομαχτικά. Τον βούτηξα και τον

σήκωσα στον αέρα σαν να 'ταν παιδάκι, κι εκείνος ο φουκαρατζί­

κος άρχισε να ψελλίζει σαν μανιακός μες στα χέρια μου. «Μη!

Μη! Νόμισα πως είσαι κανένας απ' αυτούς τους aραπάδες!» Τον

τίναξα πέρα· κουτρουβαλιάστηκε στη γέφυρα και μπουρδουκλώ­

θηκε στα πόδια εκείνου του ζουμπά, του δεύτερου. Ο καπετάνιος

που πολέμαγε κάτι στη βάρκα, έριξε μια ματιά γύρω του κι όρμησε

καταπάνω μου με το κεφάλι σκυφτό, γρυλίζοντας σαν άγριο θη ­

ρίο. Εγώ δεν κούνησα ρούπι απ' τη θέση μου. Έμεινα ντούρος σαν

τούτο δω το ντουβάρι" -και χτύπησε ελαφριά με τους κόμπους των

δαχτύλων τον τοίχο πίσω απ' την καρέκλα του . "Λες κι όλ' αυτά τα

'χα δει, τα 'χα ακούσει, τα 'χα ξαναζήσει εκατό φορές ακόμα. Δεν

τους φοβόμουν. Σήκωσα την μπουνιά μου, κι εκείνος κοντοστάθη ­

κε μουρμουρίζοντας:

»"«Α! εσύ είσαι. Σβέλτα, βάλε ένα χεράκι» .

>>"Έτσι είπε. Σβέλτα! Λες και μπορούσαμε να προλάβουμε τί­

ποτα. «Δε θα κάνεις τίποτα;» τον ρώτησα. «Βέβαια, θα του δίνου­

με» γρύλισε πάνω απ' τον ώμο του.

>>"Δε νομίζω ότι κατάλαβα τότε τι εννοούσε. Στο μεταξύ, οι άλλοι

δυο είχαν σηκωθεί από χάμω και τρέξανε μαζί προς τη βάρκα. Βρό­

νταγαν τα ποδάρια τους, ξεφυσούσαν, σπρώχνανε, βλαστ1Ίμαγαν τη

βάρκα, το καράβι, ο ένας τον άλλον -εμένα. Ψιθυριστά όμως. Εγώ

δεν έκανα τίποτα, ούτε έβγαζα άχνα. Παρατηρούσα την κλίση του

πλοίου. Στεκόταν τελείως ακίνητο σαν να ακούμπαγε πάνω στις σχά­

ρες μιας..δεξαμενής -μόνο που έγερνε κάπως έτσι". Σήκωσε ψηλά το

χέρι του, με την παλάμη προς τα μέσα και τις άκριες των δαχτύλων προς τα κάτω. "Κάπως έτσι" ξανάπε. "Μπροστά μου, πάνω απ' το κο­

ράκι, διαγραφόταν καθαρή σαν κρύσταλλο η γραμμή του ορίζοντα·

Page 95: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

94 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

έβλεπα ώς πέρα μακριά τη θάλασσα, σκοτεινή, στραφταλιστή, aσά­

λευτη -aσάλευτη σαν γούρνα, σαν νεκρ1Ί· δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη

ζωή μου θάλασσα τόσο ακίνητη -τόσο, που μου ήταν ανυπόφορο να

την κοιτάζω. Έχεις δει ποτέ σου ένα καράβι να πλέει με την πλώρη

μισοβουλιαγμένη και να βαστιέται στα νερά μονάχα από ένα φύλλο

παλιοσίδερα, τόσο φαγωμένο απ' τη σκουριά, που δε σηκώνει στυλώ­

ματα; Μάλιστα στυλώματα. Το σκέφτηκα κι αυτό. Ό,τι σκέψη θες και

δε θες, μου πέρασε απ' το κεφάλι. Άντε όμως να πουντελιάσεις έναν

μπουλμέ σε πέντε λεπτά, ούτε μια ώρα δε φτάνει. Και πού θα 'βρισκα

ανθρώπους να κατέβουν εκεί κάτω; Άμ' το δοκάρι -το δοκάρι; Θα

'χ ες εσύ το κουράγιο να ρίξεις την πρώτη σφυριά αν είχες δει εκείνο τον μπουλμέ; Μην πεις ναι· γιατί δεν τον έχεις δει· κανείς δε θα μπο­

ρούσε . Στο διάολο -για να το κάνεις αυτό, πρέπει να πισrεύεις ότι

υπάρχει μια ευκαιρία, έσrω μία σrις χίλιες, η παραμικρή ελπίδα· κι

αν ήσουν εκεί, θα σου ήταν αδύνατο να το πισrέψεις. Κανείς δε θα το

πίσrευε . Ίσως να με παίρνεις για κανένα χαμένο κορμί, αλλά εσύ τι

θα 'κανες στη θέση μου; Τι; Δεν ξέρεις τι να πεις, ε; -κανείς δεν ξέ­

ρει. Πρώτ' απ' όλα πρέπει να έχεις λίγο καιρό να καταλάβεις τι σου

γίνεται. Εσύ δηλαδή τι θα 'θελες να κάνω; Το θεωρείς εσύ καλοσύνη

να κάνεις όλους αυτούς τους ανθρώπους να ζουρλαθούν απ' το φόβο

τους, τη σrιγμή που βέβαια δεν μπορούσα να τους σώσω μοναχός μου

-που τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τους σώσει; Έτσι είναι, σου λέω, όπως σε βλέπω και με βλέπεις ... "

»Κάθε που ξεσrόμιζε λίγες κουβέντες, κοντανάσαινε και μου έρι­

χνε κοφτές ματιές, θαρρείς κι ενδιαφερόταν, παρ' όλη την αγωνία

του, να δει την επίδραση που είχαν τα λεγόμενά του στο πρόσωπό ΙJ{)1! . λr>ν απι;>υ/}υνόταν σ' •ψένα ακριβώς, ωτλώς Ιλιλούσc cΥώnιόΥ

μυυ υιιν νιι λuγομαχούσε με μια αθέατη προσωπικότητα, έναν αντα­

γωνιστή και συνάμα αχώριστο συνεταίρο στην ύπαρξή υου -ένα συνι

διοκτιΊτη της ψυχής του. Εδώ παίζονταν ποάγματα που ζεπει::ινούσαν

καυά nολύ υις αρμοδιόυητcς cνός δηιαστηρίου: σ' αυτ1Ί την πe;ρίπλο~η

και βαουσήμαντrι διαμάχη για την αληθινή ουσία της ζωής~" χρι>ιrι­ζόταν χριυή. ΧρΕιαζόταν σύμμαχο, συμJLuι,ιuυιU:ιη, υυνtνυχυ. Εγώ

απ' τη μεοιά μcη ι , ι'νιωΑrι 6τ:ι κινδύνε·υα να παοΝcvΙΙρθcο, να τυψλωθ<ο,

να τσιμJtΙ]σw ~υ Ούλwμu, κuι vu ι::ξαναγκαmώ ίσως να ΠάQω θέση σε μια ~ιχ()γνωμ(Ν ι:)π{)1! f>.ίναι αδύνατον ν' αποψασίσεις, αν θες να 'σαι

δίκuιuς κι αμερόληπτος απέναντι σε όλες τις φαντασιοπλn~ίεc: που

Page 96: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 95

έχουμε στη διάθεσή μας -τόσο απέναντι στην ευυποληψία και τις

απαιτήσεις της, όσο και στην ανυποληψία, που έχει κι αυτή τα δικαι­

ώματά της. Είναι πολύ δύσκολο να σας εξηγήσω, εσάς που δεν τον

έχετε γνωρίσει προσωπικά κι έχετε ακούσει τα λεγόμενά του μόνο

από δεύτερο χέρι, πόσο μπερδεμένα κι αντιφατικά αισθανόμουν.

Ένιωθα σαν να με πίεζε μια τυφλή ανάγκη να κατανοήσω το ακατά­

ληπτο -και δε νομίζω ότι υπάρχει τίποτε άλλο που να συγκρίνεται με

τη στενόχωρη κατάσταση που σου προξενεί μια τέτοια αίσθηση.

Ήμουν αναγκασμένος να σταθώ πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στη

συμβατικότητα που ελλοχεύει πίσω από κάθε αλήθεια, αλλά και με

το ουσιαστικό μερίδιο ειλικρίνειας που κρύβεται πίσω από ένα λά­

θος. Μέσα απ' τα λόγια του ξεδιπλώνονταν όλες οι όψεις της ψυχής

μας -τόσο η όψη που 'ναι στραμμένη παντοτινά στο φως του ήλιου,

όσο κι εκείνη η πλευρά που, σαν το αθέατο ημισφαίριο του φεγγα­

ριού, μένει κρυφή, βουτηγμένη στο αιώνιο σκοτάδι, αφήνοντας μονά­

χα να φανεί αχνή κι ανάρια μια απειλητική σταχτόχρωμη λάμψη στο

χείλος του . Είχα μπει στο παιχνίδι του για τα καλά. Ναι, δεν το κρύ­

βω, το παραδέχομαι. Η περίπtωσή του ήταν σκοτεινή, ασήμαντη -αν

σας αρέσει: ένα παραστρατημένο νιάνιαρο, σταγόνα στον ωκεανό­

κι όμως ήταν δικός μας άνθρωπος ένα ατύχημα τόσο τιποτένιο, όσο

και η πλημμύρα σε μια μυρμηγκοφωλιά, κι όμως η μυστηριώδης συ­

μπεριφορά του με κρατούσε αιχμάλωτο, λες κι επρόκειτο για καμιά

σπουδαία προσωπικότητα που στέκει στις εμπροσθοφυλακές της aν­

θρωπότητας, λες κι οι σκοτεινές, aξεδιάλυτες αλήθειες που διακυ­

βεύτηκαν εκεί ήταν τόσο βαρυσήμαντες, ώστε να επηρεάσουν την

ιδέα που έχει το ανθρώπινο είδος για τον εαυτό του ... »

Ο Μάρλοου σταμάτησε για να ανάψει το φτηνό του πουράκι

που είχε σβήσει, κι έμοιαζε να 'χει aπολησμονήσει τελείως την

ιστορία του, αλλά ξαφνικά άρχισε πάλι.

«Δε φταίει κάνας άλλος από μένα, βέβαια. Τι δουλειά είχα εγώ ν' ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις. Αλλά τι να κάνω, είναι μια απ' τις

αδυναμίες μου. Η δικιά του ήταν άλλης λογής. Θέλω να πω ότι ποτέ

η ματιά μου δε στέκει στο δευτερεύον -στο εξωτερικό- στην τραγιά­

σκα του σκουπιδιάρη ή στο φίνο λινό του πλησίον μου. Ο πλησίον

-αυτό είναι. Έχω συναντήσει τόσο πολλούς ανθρώπους» συνέχισε

με μια στιγμιαία θλίψη -«κι έχω νταλαβεριστεί μαζί τους αρκετά

στενά, ας πούμε· όπως μ' αυτό το παλικάρι, για παράδειγμα. Σ' όλες

Page 97: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

96 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

τις περιπτώσεις, το μόνο που μπόρεσα να ξεχωρίσω πίσω απ' την

επιφάνεια ΊΊταν η απλή αίσθηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια ανα­

θεματισμένη δημοκρατική ιδιότητα της όρασης, που είναι βέβαια

προτιμότερη απ' την ολοκληρωτική τύφλωση, αλλά που εμένα προ­

σωπικά, μπορώ να σας διαβεβαιώσω με σιγουριά, δε μου πρόσφερε

ποτέ κανένα πλεονέκτημα. Γιατί αυτό που περιμένουν οι άλλοι από

σένα είναι να εκτιμήσεις δεόντως το φίνο ασπρόρουχό τους. Αλλ.ά

εγώ δυστυχώς δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι μ' έπιασε ποτέ οίστρος

για πράγματα παρόμοιας υφής. Κακό κουσούρι· κι έπειτα έρχεται

μια γλυκιά βραδιά· οι περισσότεροι είναι αρκετά βαριεστημένοι για

να παίξουν ουίστ -και μια ιστορία ... » Σταμάτησε πάλι, περιμένοντας ίσως κάποιο ενθαρρυντικό σχό­

λιο· κανείς όμως δεν άνοιξε το στόμα του· μονάχα ο οικοδεσπό­

της, σαν να του το επέβαλλε κάποιο καθήκον, μουρμούρισε:

«Μας τα μπερδεύεις λιγάκι, Μάρλοου».

«Ποιος; Εγώ;» είπε ο Μάρλοου χαμηλόφωνα. «Εγώ, κάθε άλλο!

Εκείνος τα μπέρδευε· και μόλο που βάζω όλα μου τα δυνατά να σας

ιστορήσω με επιτυχία αυτό το παραμύθι, μου ξεφεύγουν αναρίθμη­

τες αποχρώσεις -τόσο λεπτές, τόσο δύσκολο να ξαναζωντανέψουν

με άχρωμες λέξεις. Και τα έκανε όλα ένα μάτσο κουβάρι, γιατί ήταν

πολύ απλο"ίκός -το άκρον άωτον της aπλότητας, ο φουκαράς! ... Θεέ μου! ήταν καταπληκτικός . Καθόταν εκεί και μου έλεγε ότι, όπως σε

βλέπω και με βλέπεις, δε φοβάμαι να τα βάλω μ' οτιδήποτε -και το

πίστευε κιόλας. Ναι, η αγαθοσύνη του ήταν το κάτι άλλο! Του έριξα

μια καχύποπτη ματιά σαν να του καταλόγιζα την πρόθεση να παίξει

μαζί μου κρυφτούλι. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν υπήρχε τί­

ποτα σ' ολόκληρη την υδρόγειο που "με πάσα ειλικρίνεια", φαντα­

στείτε, "με πάσα ειλικρίνεια!" δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει.

Από τότε που ήτανε "τόσος δα" - "πιτσιρικάκι" ακόμη, είχε προε­

τοιμάσει τον εαυτό του για όλες τις δυσκολίες που μπορεί να συνα­

παντήσει κανείς σε στεριές και θάλασσες. Την είχε κρυφό καμάρι

αυτή του την προνοητικότητα. Είχε στοχαστεί ώς την τελευταία λε­

πτομέρεια κινδύνους και προφυλάξεις, περιμένοντας πάντα το χει­

ρότερο, προβάροντας ξανά και ξανά τον καλύτερο εαυτό του. Είχε

ζήσει με το μυαλό του μια αληθινά ανώτερη ζωή. Μπορείτε να το

φανταστείτε; Μια τόσο μεγαλειώδης πορεία! Δόξα με το τσουβάλι,

οι περιπέτειες κομπολόι, η μια πίσω απ' την άλλη· και η βαθιά συναί-

Page 98: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 97

σθηση της διορατικότητάς του να στεφανώνει κάθε στιγμή της εσω­

τερικής του ζωής. Είχε aποξεχαστεί ολότελα· τα μάτια του έλαμπαν·

και με κάθε του λέξη ένιωθα την καρδιά μου, που έψαχνε να βρει

κάποιο φως στα σκοτάδια του παραλογισμού του, να πλακώνει πιο

βαριά τα στήθια μου. Δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να με πιάσουν τα

γέλια, και για να μη μου ξεφύγει κανένα χαμόγελο, πήρα μια πετρω­μένη έκφραση. Αυτό έδειξε να τον εκνευρίζει λιγάκι.

»"Πάντα γίνεται αυτό που δεν περιμένουμε" είπα, μ' έναν εξευμε­

νιστικό τόνο. Η aποκοτιά μου τον έκανε να βγάλει ένα περιφρονητι­

κό "Τσς!" Υποθέτω πως αυτό σήμαινε ότι το απροσδόκητο δεν είχε

καμιά δικαιοδοσία πάνω του· μονάχα το ακατανόητο -τίποτα λιγότε­

ρο- ήταν ο aντίπαλος που θα μπορούσε να αχρηστέψει τις άψογες

προετοιμασίες του. Πιάστηκε στον ύπνο -και μουρμούρισε μέσ' απ'

τα δόντια του μια κατάρα για τη θάλασσα, τον ουρανό, το καράβι και

τους ανθρώπους. Όλοι και όλα τον είχαν προδώσει! Είχε εγκαταλει­

φθεί σ' ένα είδος υψηλόφρονης παραίτησης που δεν τον άφηνε να ση­

κώσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι, ενώ οι άλλοι, που είχαν μια ξεκά­

θαρη αντίληψη για τις ανάγκες της στιγμής, καταφέρονταν ο ένας

εναντίον του άλλου και πάλευαν με απόγνωση, χύνοντας ποτάμια

ιδρώτα για να ξεσκαλώσουν τη βάρκα. Πρέπει να 'χαν κάνει κάποιο

λάθος την τελευταία στιγμή. Φαίνεται ότι μέσα στην αναμπουμπούλα

είχαν καταφέρει να σφηνώσουν κατά κάποιο μυστήριο τρόπο τη δι­

κλείδα ασφαλείας στον μπροστινό μόρσο, με συνέπεια να χάσουν και

το λίγο μυαλό που τους είχε απομείνει απ' αυτή την αναποδιά που

μπορούσε ν' αποβεί μοιραία. Πολύ χαριτωμένο θέαμα να βλέπεις

εκείνους τους αγριεμένους κανάγιες να 'χουν πέσει με τα μούτρα στη

δουλειά, μέσα σ' ένα aσάλευτο βαπόρι που επέπλεε ήσυχα καταμε­

σής ενός σιωπηλού, κοιμισμένου κόσμου, δίνοντας μάχη με το χρόνο

για να λασκάρουν τη βάρκα, άλλοτε μπουσουλιστοί στα τέσσερα κι

άλλοτε όρθιοι γεμάτοι απελπισία, να τραβάνε τα σκοινιά, να σπρώ­

χνουν γρυλίζοντας ο ένας στον άλλο λόγια φαρμακερά, έτοιμοι να σκοτώσουν Ίl να βάλουν τα κλάματα, ενώ το μόνο πράγμα που τους

συγκρατούσε για να μη δαγκώσει ο ένας το λαρύγγι του άλλου, ήταν

ο φόβος του θανάτου που έστεκε ανάμεσά τους βουβός, σαν ανελέη­

τοs αφέντης με γυάλινο βλέμμα. Ναι, χωgίς άλλο, πgέπει να 'ταν πολύ χαριτωf!ιfνο θιfαf!α. Βκείνοs τα έζησι; Wliό 11.οντά όλ' αυτά, και τα λό·

για του ήταν γεμάτα πίκρα και σιχασιά· σκέφτηκα ότι πρέπει να έπια-

Page 99: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

98 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

σε τι γινόταν γύρω του με κάτι σαν έκτη αίσθηση, γιατί μου ορκίστηκε

ότι είχε μείνει παράμερα, χωρίς να ρίξει μια ματιά ούτε σ' αυτούς ού­

τε στη βάρκα -ούτε μια ματιά. Και τον πιστεύω. Γιατί φαντάζομαι ότι

όλη του η προσοχή θα ήταν στραμμένη στην απειλητική κλίση του

πλοίου, στη φοβερή επιβουλή που ξεφύτρωσε ξάφνου μέσα στην πιο

τέλεια ασφάλε ια -συνεπαρμένος απ' το λεπίδι που κρεμόταν σε μια

κλωστή πάνω απ' το φαντασιόπληκτο κεφάλι του .

»Τίποτα δε σάλευε στον κόσμο που απλωνόταν μπρος στα μά­

τια του, αυτός όμως μπορούσε να φέρει εύκολα στο μυαλό του την

εικόνα της ξαφνικής aντάρας ψηλά στους σκοτεινούς ουρανούς,

τον αιφνίδιο αναβρασμό στην αχανή επιφάνεια της θάλασσας, το

γρήγορο, βουβό τίναγμα, το κτηνώδες πέταγμα, το άδραγμα της

αβύσσου, την ανέλπιδη πάλη, το φως των αστεριών να σβήνει πά­

νω απ' το κεφάλι του για πάντα, σαν την πλάκα που πέφτει βαριά

και σφραγίζει έναν τάφο -η κραυγή διαμαρτυρίας για τα χαμένα

του νιάτα -το σκοτάδι του τέλους . Ναι, τα 'βλεπε όλα. Ύψιστε!

Και δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι ήταν φτασμένος καλλιτέχνης σε κά­

τι τέτοια · ένας προικισμένος κακομοίρης, με την ικανότητα για

αστραπιαία οράματα που προφτάνουν τα χειροπιαστά γεγονότα.

Αυτές οι εικόνες, που έστεκαν ολοζώντανες μπροστά στα μάτια

του, τον έκαναν να παγώσει, να πετρώσει απ' την κορφή ώς τα νύ­

χια· το κεφάλι του όμως έκαιγε από έναν ξέφρενο χορό σκέψεων,

ένα χορό από ακρωτηριασμένες τυφλές, μουγκές σκέψεις -ένας

στρόβιλος από σιχαμερούς σακάτηδες. Σας έχω πει κιόλας ότι

έβγαζε μπροστά μου όλα του τα σώψυχα, θαρρείς κι είχα τη δύνα­

μη να του δώσω άφεση. Έσκαβε μέσα του βαθιά, ώς τα μύχια, με

την ελπίδα να μου αποσπάσει μια συγχώρεση, που βέβαια δε θα

του χρησίμευε σε τίποτα. Γιατί ήταν από κείνες τις περιπτώσεις,

που καμιά παπαδίστικη κατεργαριά δεν μπορεί να μετριάσει την

οδύνη τους, που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να βοηθ1Ίσει, που κι

αυτός ο ίδιος ο Δημιουργός φαίνεται να εγκαταλείπει τον αμαρ­

τωλό να τα βγάλει πέρα μονάχος του.

»Έστεκε στη δεξιά μουράδα της γέφυρας, όσο πιο μακριά γινό­

ταν απ' τη βάρκα που ο τιτάνιος αγώνας για το ξεσκάλωμά της συνε­

χιζόταν αμείωτος, με όλη την έξαψη της τρέλας και τη μυστικοπά­

θεια μιας συνωμοσίας. Οι δυο Μαλαίοι απ' την άλλη, δεν είχαν αφή­σει στιγμή απ' τα χέρια τους το τιμόνι. Βάλτε τώρα με το νου σας τους

Page 100: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 99

ήρωες που πήραν μέρος σ' αυτή την, ευτυχώς, σπάνια σκηνή στ' ανοι­

χτά του πελάγους τέσσερις από δαύτους να πασχίζουν σαν μανια­κοί, με μια πυρετώδη αλλά μυστική δραστηριότητα, κι οι υπόλοιποι

τρεις να κοιτάνε τελείως aσάλευτοι, πάνω απ' τις τέντες που σκέπα­

ζαν τή βαθιά άγνοια εκατοντάδων πλασμάτων -με την κσύραση, τα

όνειρα και τις ελπίδες τους -γραπωμένα από ένα αόρατο χέρι που

τους έσερνε στο χείλος του αφανισμού. Δεν έχω καμιά αμφιβολία

για όλα αυτά: ήταν η πιο πιστή περιγραφή που θα μπορούσε να κά­

νει κανείς για όσα έγιναν στο καράβι. Εκείνοι οι άμοιροι που πολέ­

μαγαν στη βάρκα είχαν κάθε λόγο να κατουρηθούν από το φόβο

τους. Νομίζω ότι κι εγώ, μα την αλήθεια, αν βρισκόμουν εκεί, δε θα

πίστευα ούτε μια στο εκατομμύριο ότι το καράβι θα μπορούσε να

κρατηθεί πάνω στα νερά περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Κι

όμως έμεινε! Ήταν γραφτό, απ' ό,τι φαίνεται, σ' εκείνους τους κοι­

μισμένους προσκυνητές να φέρουν εις πέρας την αποσrολή τους και

να δοκιμάσουν την πίκρα ενός αλλιώτικου τέλους. Θαρρείς και ο

Παντοδύναμος έκρινε αναγκαία για λίγο ακόμα την ταπεινή παρου­

σία τους επί της γης ως τεκμήριο της ελεητικής του διάθεσης, κι είχε

χαμηλώσει το βλέμμα του προς τα κάτω, δίνοντας σrον ωκεανό ση­

μάδι και προσταγή "Μη γένοιτο!" Η θαυμαστή κι ανεξήγητη σωτη­

ρία τους θα βασάνιζε σίγουρα αρκετά το μυαλό μου, αν δεν ήξερα

πόσο ανθεκτικό μπορεί να είναι ένα κομμάτι παλιοσίδερα -τόσο αν­

θεκτικό μερικές φορές, όσο και το πνεύμα ορισμένων ανθρώπων

που, παρότι περιφέρονται σαν ξεφτισμένες σκιές, συνεχίζουν ωσrό­

σο να κουβαλάνε σrους ώμους τους το βάρος της ζωής. Αυτό που δε

μου έκανε καμιά εντύπωση , ήταν η σrάση των δυο τιμονιέρηδων σ'

εκείνο το εικοσάλεπτο. Ήταν ανάμεσα σrο τσούρμο των κάθε λογής

ιθαγενών που φέρανε απ' το Άντεν για να καταθέσουν σrο δικαστή­

ριο. Ο ένας τους, που πάλευε να ξεπεράσει τη μεγάλη του ντροπή,

ήταν πολύ νέος κι έδειχνε ακόμα μικρότερος με την πράα, ωχρή και

καλοκάγαθη όψη του. Θυμάμαι πολύ καλά που ο Μπράιερλυ τον

ρώτησε, μέσω διερμηνέα, τι είχε σκεφτεί εκείνη την ώρα, κι ο διερ­

μηνέας, μετά από ένα σύντομο διάλογο μαζί του, σrράφηκε προς το δικαστήριο με ύφος περισπούδαστο:

>>''Λέ~ι ότι δε σκέφτηκε τίποτα" . »0 άλλος, με μάτια καρτερικά που βλεφαρίζανε ασrαμάτητα, ένα

γαλάζιο μπαμπακερό μαντίλι, ξεθωριασμiνο απ' τα πολλά πλυσCμα-

Page 101: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

100 τzΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

τα και δεμένο μ' έναν προσεγμένο φιόγκο γύρω απ' τα πλούσια γκρί­

ζα τσουλούφια του, με πρόσωπο σκαμμένο από βαθιές χαρακιές, κι

ένα πλέγμα από ρυτίδες που έκαναν το καφετί πετσί του να φαίνεται

ακόμη πιο σκούρο, εξήγησε ότι κατάλαβε πως κάποιο κακό πράγμα

βρήκε το καράβι, αλλά δεν είχε λάβει κανένα όρντινο· δε θυμότανε

να του δώσαν κανένα όρντινο · γιατί ν' αφήσει λοιπόν το πόστο του;

Σε κάποιες άλλες ερωτήσεις, τίναξε πίσω τους αδύνατους ώμους

του, και δήλωσε πως δεν του πέρασε καθόλου απ' το μυαλό τότε ότι

οι λευκοί ετοιμάζονταν ν' αφήσουν το καράβι για να γλιτώσουν το

θάνατο. Ούτε και τώρα το πίστευε. Πρέπει να υπήρχαν κάποιοι μυ­

σηκοί λόγοι. Έγνεψε πολύξερος με το γέρικο πηγούνι του. Ναι, ναι,

κάποιοι μυσtικοί λόγοι. Είχε περάσει πολλά στη ζωή του και θα ήθε­

λε, εκείνος ο λευκός Τουάν να ξέρει --στράφηκε προς τον Μπράιερ­

λυ που δε σήκωσε το βλέμμα του- ότι είχε μάθει πολλά πράγματα τό­

σα χρόνια στη δούλεψη των λευκών στις θάλασσες -και ξαφνικά,

βαθιά συγκινημένος, άρχισε ν' aραδιάζει, ενώ εμείς ακούγαμε με

τεντωμένα αυτιά, ένα σωρό αλλόκοτα ονόματα, ονόματα πεθαμένων

κι aπολησμονημένων καπεταναίων, ξεχασμένων τοπικών καρα­

βιών, ονόματα που ο ήχος τους ακουγόταν στο αυτί οικείος αλλά και

κάπως παράξενος μαζί, λες απ' την υπόγεια επίδραση του χρόνου

στο πέρασμα του καιρού. Τελικά, κάποτε του είπαν να σταματήσει.

Σιωπή απλώθηκε στο δικαστήριο -μια σιωπή που κράτησε τουλάχι­

στον ένα λεπτό και ξεδιπλώθηκε μαλακά σ' ένα βαθύ μουρμουρητό.

Αυτό το περιστατικό δημιούργησε τη μεγαλύτερη αίσθηση τη δεύτε­

ρη μέρα της διαδικασίας -συγκίνησε όλο το ακροατήριο, συγκίνησε

τους πάντες εκτός απ' τον τζιμ, που καθόταν ακίνητος στην άκρη του

πρώτου πάγκου, και δε σήκωσε ούτε μια στιγμή το κεφάλι του για να

δει αυτόν τον αλλόκοτο κι αναθεματισμένο μάρτυρα, που έμοιαζε να

κατέχει κάποια μυστηριώδη θεωρία υπεράσπισης.

»Έτσι, αυτοί οι δυο ιθαγενείς έμειναν κολλημένοι στο τιμόνι

του καραβιού με τις σβησμένες μηχανές, έτοιμοι να πεθάνουν στο

πόστο τους αν τους ήταν γραμμένο. Οι λευκοί δεν τους είχαν ρίξει

ούτε μια ματιά όλη αυτή την ώρα, πιθανότατα είχαν ξεχάσει ακό­

μα και την ύπαρξή τους. Σίγουρα τους είχε ξεχάσει κι ο τζιμ. Θυ­

μόταν ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα · δεν μπορούσε να κάνει

απολύτως τίποτα· ήταν ολομόναχος. Δεν είχε τίποτ' άλλο να κάνει, απ' το να περιμένει να πάει στον πάτο μαζί με το καράβι. Δεν

Page 102: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 101

υπήρχε κανένας λόγος βέβαια να χαλάσει τον κόσμο γι' αυτό. Ψέ­

ματα; Περίμενε όρθιος, χωρίς να βγάζει άχνα, αλύγιστος, όπως

του το επέβαλλε η ιδέα κάποιας ηρωικής σύνεσης. Ο πρώτος διέ­

σχισε με προφυλάξεις τη γέφυρα και τον τράβηξε απ' το μανίκι.

»"Έλα, βοήθα κι εσύ! Για του Θεού τη χάρη, έλα, βοήθα!"

»Ύστερα έτρεξε πίσω στη βάρκα ακροπατώντας, ξαναγύρισε

αμέσως και κρεμάστηκε πάλι απ' το μανίκι του Τζιμ, με παρακα­

λετά και βρισιές μαζί.

»"Εκεί που ήταν έτοιμος να μου φιλήσει τα ποδάρια" είπε ο

Τζιμ άγρια, "την άλλη στιγμή άρχισε ν ' aφρίζει απ' το .κακό του

και μου ψιθύρισε κατάμουτρα: «Αν πρόκαμα, θα σου 'λιωνα το

καύκαλο». Του 'δωσα μια σπρωξιά. Ξαφνικά κρεμάστηκε απ' το

λαιμό μου. Ανάθεμά τον! Μ' ανάγκασε να τον χτυπήσω. Του έδω­

σα μια στα τυφλά. «Δεν τη λυπάσαι τη ζωούλα σου -παλιοχέστη;»

είπε κλαψουρίζοντας . Παλιοχέστη! Χα! Χα! Με είπε παλιοχέστη!

Χα! Χα! Χα! Με είπε -χα! χα! ... " >>Είχε γείρει πίσω στην καρέκλα του σκασμένος στα γέλια. Δεν

έχω ακούσει πιο θλιβερό πράγμα στη ζωή μου από εκείνο το γέλιο.

Έπεσε σαν μαχαιριά ανάμεσα σ' όλες εκείνες τις εύθυμες κουβέ­

ντες για γα"ίδάρους, πυραμίδες, παζάρια ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.

Οι φωνές απ' τη μια άκρη της μισοφώτιστης σάλας ώς την άλλη χαμή­

λωσαν, τα αχνοκόκκινά πρόσωπα γύρισαν προς το μέρος μας όλα

μαζί, σαν συνεννοημένα. Πλάκωσε μια τόσο βαθιά μουγκαμάρα,

που το οξύ κουδούνισμα από την πτώση ενός μικρού κουταλιού στο

μωσα·ίκό της βεράντας aντήχησε σαν κοφτό αργυρόηχο επιφώνημα.

>>"Δεν είναι σωστό να γελάς έτσι μες στον κόσμο" τον μάλωσα.

"Δε θα τους είναι, ξέρεις, και πολύ ευχάριστο" .

>>Στην αρχή δε φάνηκε να με άκουσε, αλλά ύστερα από λίγο, μ'

ένα βλέμμα που, αγνοώντας τελείως την παρουσία μου, έμοιαζε

απορροφημένο στην εξερεύνηση ενός τρομερού οράματος, μουρ­

μούρισε αδιάφορα: "Ω, δε βαριέσαι, θα με πάρουν για πιωμένο".

»Και στη συνέχεια, αν έκρινε κανείς τουλάχιστον απ' την όψη

του, θα 'λεγε ότι δεν πρόκειται να ξανανοίξει το στόμα του. Αλλά

μπα -δεν υπήρχε φόβος για κάτι τέτοιο. Τώρα πια του ήταν αδύ­

νατον να σταματήσΕι να μιλάει, θα 'ταν σαν να 'θελε να σταματή­σει τους χτύπους της καρδιάς του με μια απλή εντολή του μυαλού» .

Page 103: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

9

«"Βούλιαξε, παλιοκάραβο -βούλιαξε να τελειώνουμε!" έλεγα συ­

νέχεια από μέσα μου" ξανάρχισε ο 'Γζιμ. Ήθελε να ξεμπερδεύει

μια ώρα αρχύτερα. Έστεκε εκεί ξεκομμένος απ' τους άλλους κι

απευθυνόταν με τούτα τα λόγια στο καράβι σαν να το καταριόταν,

ενώ την ίδια στιγμή έχαιρε του προνομίου να παρίσταται μάρτυρας

των τραγελαφικών σκηνών μιας -κατά τη γνώμη μου- φαρσοκω­

μωδίας του χειρίστου είδους. Στεκόντουσαν ακόμη γύρω από εκεί­

νο το μόρσο. Ο καπετάνιος έδινε διαταγές: "Μπέστε από κάτω και

σπρώχτε να σηκωθεί", και οι άλλοι έκαναν βέβαια το κορόιδο. Το

να 'σαι στου μπηγμένος κάτω απ' την καρίνα μιας βάρκας, δεν είναι

σίγουρα η ιδανική θέση, όπως καταλαβαίνετε, για να σωθείς αν το

πλοίο βουλιάξει ξαφνικά. "Και γιατί όχι του λόγου σου -που 'σαι κι

ο πιο νταβραντισμένος" κλαψούρισε ο μπασμένος ο μηχανικός. ''Ο

ντιάολος να με πάρει! Είμαι πολύ χοντρό!" τραύλισε ο καπετάνιος

με απόγνωση. Θέαμα αρκετά αστείο, για να γελάσει και το παρδα­

λό κατσίκι. Στάθηκαν για μια στιγμή άπραγοι κι ύστερα ο πρώτος

όρμησε ξαφνικά προς τον τζιμ.

»"Έλα λοιπόν, άνθρωπέ μου, να βοηθήσεις! Τι στο διάβολο,

λωλάθηκες για τα καλά; δεν τη θες τη ζωούλα σου; Άντε λοιπόν,

κουνήσου! Κουνήσου! Δε βλέπεις τι έρχεται; -εκεί -εκεί!"

»Με τα πολλά, ο τζιμ κοίταξε προς την πρύμη, εκεί που του

έδειχνε ο άλλος με μανιασμένη επιμονή. Είδε μια αθόρυβη μαύρη

σπιλιάδα, που είχε καταπιεί κιόλας το ένα τρίτο του ουρανού . Τα

ξέρετε αυτά τα εποχιακά ραγάνια σ' εκείνες τις θάλασσες. Το μό­

νο που φαίνεται στην αρχή είναι ένα σκοτείνιασμα στον ορίζοντα

-τίποτ' άλλο. Ύστερα πυργώνεται ένα σύννεφο συμπαγές σαν τοί­

χος. Μια μυτερή αιχμή από υδρατμούς πλαισιωμένη από αδύναμες άσπρΕς αναλαμπές ππάει ψηλά απ· τα βορειοδυτικά, καταβροχeί­

ζοντας ολάκερους σχηματισμούς από αστέρια· η σκιά του ταξιδεύει

Page 104: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 103

πάνω στα νερά κι ανακατεύε ι θάλασσα κι ουρανό σε μια σκοτεινή

άβυσσο. Και τίποτα δε σαλεύει. Μήτε βροντές, μήτε άνεμος, μήτε

ήχος μήτε το τρεμοφέγγισμα της αστραπή ς. Ύστερα, μέσ' απ' τον

αχανή ζόφο φανερώνεται μια μαυροκίτρινη αψίδα· ένα φούσκωμα

ή δυο, θαρρείς κυματισμοί του ίδιου σκότους, προσπερνούν γοργά,

κι αμέσως μετά ξεσπάνε ταυτόχρονα αγέρας και βροχή με τόση

παραφορά, σαν να ξέφυγαν με εκρηκτική δύναμη μέσα από ένα

στέρεο σώμα. Ένα τέτοιο σύννεφο ζύγωσε στο καράβι όση ώρα

εκείνοι καταπιάνονταν με τη βάρκα. Το πήραν είδηση την τελευ­

ταία στιγμή, κι είχαν απόλυτο δίκιο λογαριάζοντας ότι, αν υπήρχε

έστω και μια πιθανότητα να κρατηθεί το καράβι λίγα λεπτά ακόμη

τώρα που η θάλασσα ήταν λάδι, η παραμικρή αναταραχή στα νερά

της θα σήμαινε πάραυτα το τέλος του. Το πρώτο κούνημα του κα­

ραβιού στο φούσκωμα της θάλασσας, που προηγείται απ' το ξέ­

σπασμα μιας τέτοιας σπιλιάδας, θα ήταν και το τελευταίο του, θα

έκανε ένα σκαμπανέβασμα κι ύστερα ένα βαθύ μακροβούτι, που

λέμε, ίσα ώς τον πάτο. Ιδού λοιπόν ο λόγος για τα καινούργια σκιρ­

τήματα του φόβου τους, για τα καινούργια μασκαριλίκια που φανέ­

ρωναν την πλήρη αποστροφή τους προς το θάνατο .

»"Ήταν μαύρο, κατάμαυρο" συνέχισε ο Τζιμ σταθερά και με­

λαγχολικά. "Μας την είχε φέρει πισώπλατα! Ανάθεμά το! Νομίζω ότι ίσως κάπου βαθιά μέσα μου υπήρχε ακόμα κρυμμένη μια μι­

κρή ελπίδα. Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά όπως και να 'χει, χάθηκε κι

αυτή τώρα. Ένιωθα πιασμένος στη φάκα και μου 'ρχόταν να τρε­

λαθώ. Στη φάκα! Κόντευα να σκάσω απ' το κακό μου. Θυμάμαι

ακόμα ότι η νύχτα ήταν ζεστή . Δε φύσαγε καθόλου". »Και πράγματι, τα θυμόταν όλα τόσο καλά, που έτσι όπως τον

έβλεπα ν ' αγκομαχάει στην καρέκλα του, έμοιαζε να ιδρώνει και να

μην μπορεί να πάρει ανάσα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σπιλιάδα

τον είχε aποτρελάνει, του είχε δώσει μια καινούργια κατραπακιά

-τρόπος τού λέγε ιν- αλλά τον έκανε επίσης να θυμηθεί τη σημαντι­

κή αποστολή για την οποία είχε τρέξει στη γέφυρα και που την είχε

~~χάσει ολότελα. Είχε έρθει για να απελευθερώσει τις f\ΠQκες . Τράβηξε το μαχαίρι του κι άρχισε να κόβει τα σ~-ιοινιά σαν να μην είχε δει ή ακούσει τίποτα, σαν να είχε ξεχάσει τελείως την παρου­

σία των ανθρώπων πάνω στο καράβι. Οι άλλοι σκέφτηκαν ότι δεν

ήξερε τι κάνει απ' την απελπισία του , ότι ζουρλάθηκε για τα καλά,

Page 105: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

104 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

αλλά δεν κιοτούσαν να του πουν τίποτε φωναχτά γι' αυτό το άσκοπο

χασομέρι. Όταν τελείωσε, γύρισε στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχε

ξεκινήσει. Εκεί τον περίμενε ο πρώτος, που μόλις τον είδε, τον βού­

τηξε απ' το χέρι, έφερε το μοUτρο του κοντά στο δικό του και του ψι­

θύρισε φαρμακερά στο αυτί σαν να 'θελε να το δαγκώσει ... »"Ναι, εξυπνάκια μου ! Κατέβασέ τους τις βάρκες, θαρρείς ότι

αυτά τα ζωντανά θα σου απλώσουνε το χέρι όταν θα βουλιάζεις

στο νερό . Μωρέ θα σου λιώσουνε το καύκαλο, σου λέω".

»0 'Γζιμ δεν του έδωσε καμιά σημασία κι εκείνος απόμεινε δί­

πλα του, σφίγγοντας τα χέρια με απόγνωση. Ο καπετάνιος πηγαι­

νοερχόταν νευρικά στο ίδιο μέρος και μουρμούριζε: "Ένα σφυρί!

Ένα σφυρί! Mein GottJ2° Δώστε ένα σφυρί!" ~~ο δεύτερος κλαψούριζε σαν μωρό, αλλά παρά το σπασμένο

χέρι, το μικρό του μπόι και τα υπόλοιπα, αποδείχτηκε ο πιο ψυχω­

μένος απ' όλη την κομπανία, δίνοντας δείγματα μεγάλης γενναιό­

τητας καθώς προσφέρθηκε να πάει εθελοντικά στο μηχανοστάσιο.

Δεν ήταν και μικρό πράγμα δα, οφείλουμε να του το αναγνωρί­

σουμε με πάσα αμεροληψία. Ο 'Γζιμ μού είπε ότι αφού έριξε κάνα

δυο ματιές γεμάτες απόγνωση, σαν κάποιος που τον έχουν στρι­

μώξει σε μια γωνιά και δεν έχει από πού να φύγει, έβγαλε έναν

αδύναμο ολολυγμό και ξαμολήθηκε σαν σα"ίτα. Γύρισε στο λεπτό,

ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας του σκοτωμού, με το σφυρί στο χέ­

ρι, και χωρίς να σταθεί να πάρει ανάσα, όρμησε στο μόρσο. Οι

υπόλοιποι παράτησαν αμέσως τον 'Γζιμ κι έτρεξαν να τον βοηθή­

σουν . Άκουσε τον ελαφρύ ρυθμικό χτύπο του σφυριού και τον ήχο

που έκανε ο τάκος καθώς ξεσκάλωνε. Η βάρκα λευτερώθηκε. Μό­

νο τότε γύρισε να κοιτάξει -μόνο τότε. Δεν πλησίασε όμως -όχι,

ούτε βήμα. Μου το τόνισε ιδιαίτερα -δεν κούνησε καθόλου απ' τη

θέση του· δεν είχε τίποτα το κοινό μ' αυτούς τους ανθρώπους -που

είχαν το σφυρί. Απολύτως τίποτα. Και πράγματι, το πιθανότερο

είναι ότι ένιωθε να τον χωρίζει απ' αυτούς τεράστια απόσταση,

ένα αξεπέραστο εμπόδιο, ένα απύθμενο χάσμα. Έμεινε όσο πιο

μακριά τους γινόταν -στην άλλη άκρια του καραβιού.

>>'Εστεκε τελείως ακίνητος με τα πόδια κολλημένα σ' εκείνο το

απόμακρο σημείο, και τα μάτια στυλωμένα στις ακαθόριστες φιγού-

20 Θεέ μου!

Page 106: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 105

ρες που έσκυβαν και ταλαντεύονταν πέρα δώθε αλλόκοτα, βασανι­

σμένες απ' το μαρτύριο του τρόμου. Η φορητή λαμπίτσα που κρεμό­

ταν σ' ένα στύλο πάνω απ' το προχειροφτιαγμένο τραπεζάκι στη γέ­

φυρα -το Πάτνα δεν είχε τσάρτρουμ μέτζο νάβε- φώτιζε τους ώμους

τους που ίδρωναν απ' την προσπάθεια, τις ράχες τους που καμπού­

ριαζαν κι ανεβοκατέβαιναν. Έσπρωχναν την πλώρη της βάρκας. Την

έσπρωχναν έξω, στο σ~οτάδι της νύχτας έσπρωχναν, κι ούτε που θα

'ριχναν πια ματιά πίσω, προς το μέρος του. Δεν υπήρχε πλέον γι' αυ­

τούς, λες και καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορούσε να τον φέρει

πάλι κοντά τους, έτσι που δεν άξιζε τον κόπο να του απευθύνουν μια

λέξη, μια ματιά, ένα σινιάλο. Δεν είχαν καθόλου καιρό για να κοιτά­

ξουν πίσω, τον παθητικό ηρωισμό του, να νιώσουν το κέντρισμα της

αδράνειάς του. Η βάρκα ήταν πολύ βαριά· έσπρωχναν την πλώρη χω­

ρίς να τους περισσεύει ανάσα για ενθαρρυντικές κουβέντες αλλά η

χλαλοή του τρόμου μες στα στήθια τους, που είχε <J",ωρπίσει τον αυτο- · έλεγχό τους σαν άχυρο στους πέντε ανέμους, έκανε τις aπεγνωσμέ­

νες προσπάθειές τους να μοιάζουν με χοροπηδητά παλιάτσων, ένα κι ένα -μα το Θεό- για παράσταση κλόουν στο τσίρκο. Έσπρωχναν με

χέρια και κεφάλια, έσπρωχναν για να σώσουν τη ζωούλα τους, με όλο

το βάρος του κορμιού τους, με όλη τη δύναμη της ψυχής τους -κι αμέ­

σως μόλις κατάφεραν να γείρουν τη στείρα της πλώρης απ' το καπόνι,

σταμάτησαν να σπρώχνουν και βάλθηκαν όλοι μαζί σαν ένας άνθρω­

πος να σκαρφαλώνουν με άγριες κινήσεις πάνω της. Όπως ήταν φυ­

σικό, η βάρκα παλαντζάρισε απότομα και τους έριξε πίσω στην κου­

βέρτα του πλοίου ένα κουβάρι, όπου άρχισαν να σπρώχνονται με

λύσσα για να ξεμπλεχτούν. Στάθηκαν για λίγο εκεί παραζαλισμένοι,

πετώντας ψιθυριστά ο ένας στον άλλον ό,τι βλαστήμια τούς πέρναγε

απ' το μυαλό, κι ύστερα έκαναν ακόμη μια προσπάθεια. Τρεις φορές

έγινε το ίδιο. Μου τις περιέγραψε βαρύθυμος και σκεφτικός. Δεν εί­

χε χάσει την παραμικρή λεπτομέρεια απ' όλη αυτή την aξιοδάκρυτη

κωμωδία. "Τους μισούσα. Με γέμιζαν σιχασιά. Αηδίαζα και μόνο

που τους έβλεπα" είπε χωρίς έμφαση, ρίχνανtάς μου μια μελαγχολι­

κή, εξεταστική ματιά. "Πες μου, υπάρχει άνθρωπος που να γνώρισε

το δικό μου τον εξευτελισμό;"

»Έπιασε για μια στιγμή με τα δυο του χέρια το κεφάλι, σαν κά­ποιος που νιώθει να χάνει τα λογικά του μπροστά σε μια απερί­

γραπτη προστυχιά. Ήταν πράγματα που δεν μπορούσε να εξηγή-

Page 107: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

106 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

σει στο δικαστήριο -ούτε καν σε μένα· αλλά νομίζω ότι μπορούσα

τουλάχιστον να καταλάβω το νόημα που είχαν οι παύσεις ανάμε­

σα στα λόγια του, ειδάλλως θα είχα αποδειχτεί τελείως ανάξιος

των εξομολογήσεών του. Πιστεύω δηλαδή ότι σ' αυτή τη δοκιμα­

σία που υποβλήθηκε το κουράγιο του, υπήρχε η χλευαστική πρό­

θεση μιας μοχθηρής και ποταπής aντεκδίκησης ένα στοιχείο πα­

ρωδίας -ένα είδος ξεπεσμού στο επίπεδο μιας aστείας γκριμά­

τσας καθώς προσεγγίζει ο θάνατος ή η στιγμή της aτίμωσης.

»Δεν έχω ξεχάσει τίποτε απ' όσα μου αφηγήθηκε, αν και μετά

από τόσο καιρό δεν μπορώ να θυμάμαι με ακρίβεια τις λέξεις που

χρησιμοποίησε . Θυμάμαι μοναχά ότι κατάφερε να μου μεταδώσει

με θαυμαστό τρόπο, εξιστορώντας μου απλώς και μόνο τα γυμνά γε­

γονότα, τη μνησικακία που φώλιαζε μες στην καρδιά του. Δυο φο­

ρές, απ' ό,τι μου είπε, έκλεισε τα μάτια του με τη βεβαιότητα ότι είχε

φτάσει πια το τέλος, και δυο φορές αναγκάστηκε να τα ξανανοίξει.

Κι είχε προσέξει και τις δυο φορές τη σκοτεινιά που συνόδευε την

απόλυτη ακινησία. Ο ίσκιος του σιωπηλού σύννεφου είχε πέσει πά­

νω στο καράβι απ' το ζενίθ, κι έμοιαζε να εξαλείφει κάθε ήχο q.π' τις

ζωές που κουβαλούσε. Δεν άκουγε πια τις φωνές κάτω απ' τις τέντες.

Κάθε φορά, μου είπε, που έκλεινε τα μάτια, μια σκέψη σαν αστραπή

τού φανέρωνε ολοκάθαρα ότι ένας σωρός από κορμιά κειτόταν εκεί,

αφημένα στο έλεος του θανάτου . Κι όταν τ' άνοιγε, διέκρινε αμυδρά

τους τέσσερις άντρες που πολέμαγαν σαν παλαβοί να κουλαντρί­

σουνε την πεισματάρα τη βάρκα, που τους ξάδειαζε κάθε τόσο πίσω

στην κουβέρτα. "Σηκώνονταν, βριζόντουσαν, και ξαφνικά όρμαγαν

πάλι όλοι μαζί πατείς με πατώ σε ... ήταν για να πεθαίνεις στα γέλια" σχολίασε με χαμηλωμένα τα μάτια του· ύστερα τα σήκωσε για μια

στιγμή ώς το πρόσωπό μου μ' ένα ζοφ~ρό χαμόγελο: "Θα τη βλέπω

τόσες φορές ακόμη αυτή την αστεία εικόνα μπροστά στα μάτια μου

προτού πεθάνω, που, μα το Θεό, έχω εξασφαλισμένη διασκέδαση

για όλη μου τη ζω1Ί". Τα μάτια του ξαναχαμήλωσαν. "Θα βλέπω και

θ' ακούω ... Θα βλέπω και θ' ακούω" επανέλαβε δυο φορές, με μεγά­

λα διαλείμματα που τα γέμιζε το αφηρημένο του βλέμμα.

>>Ανασηκώθηκε στο κάθισμά του.

»"Ύστερα αποφάσισα να κλείσω τα μάτια μου και να μην τα

ξανανοίξω" είπε, "αλλά δεν μπόρεσα. Δεν μπόρεσα και δε με κό­

φτει κανενός η γνώμη γι' αυτό. Ας περάσει κανένας πρώτα αυτό

Page 108: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 107

που πέρασα εγώ, κι ύστερα τα λέμε . Ας το ζήσει πρώτα -κι αν κά­

νει κάτι καλύτερο από μένα -τότε μάλιστα. Τη δεύτερη φορά, τα

μάτια μου άνοιξαν από μόνα τους, μαζί και το στόμα μου. Είχα

νιώσει ότι το πλοίο κουνιόταν. Είχε χαμηλώσει απλώς την πλώρη

του στο νερό -κι ύστερα την ξανασήκωσε ανάλαφρα -αργά, πολύ

αργά. Ατελείωτα αργά· κι ελάχιστα. Είχε να κουνηθεί τόσο πολύ

μέρες και μέρες. Στο μεταξύ το σύννεφο είχε πλησιάσει κι άλλο, κι

η πρώτη του φουσκονεριά μάς σίμωνε ολοένα ταξιδεύοντας πάνω

σε μια θάλασσα από μολύβι. Μια κίνηση ανεπαίσθητη, ξεπνο"ίσμέ­

νη. Ήταν αρκετή, ωστόσο, για να ταρακουνήσει βίαια κάτι μες

στο κεφάλι μου. Τι θα 'κανες εσύ στη θέση μου; Θα πρέπει να 'σαι πολύ σίγουρος για τον εαυτό σου -ε; Αλλά μπορείς να μου πεις τι

θα 'κανε ς αν ξαφνικά τώρα -αυτή δα τη στιγμή- το ξενοδοχείο άρ­

χιζε να κουνιέται έτσι, μια ιδέα έστω, κάτω απ' την καρέκλα σου;

Θα πήδαγες! Μα το Θεό! Θα 'δινες ένα σάλτο απ' την καρέκλα

σου και θα βρισκόσουν σ' εκείνους τους θάμνους εκεί κάτω" .

>>Τέντωσε το χέρι του προς τα έξω, στη νύχτα, πέρα απ' το πέ­

τρινο κιγκλίδωμα. Εγώ κράτησα την ψυχραιμία μου Με κοίταξε

σταθερά και πολύ πολύ σοβαρά. Δεν υπήρχε περίπτωση : μου την

είχε φέρει για τα καλά, και μου ήταν τώρα πια αδύνατον να πω μια

λέξη ή να κάνω έστω μια χειρονομία, χωρίς τον κίνδυνο να οδηγη­

θώ σε κάποια μοιραία απόφανση για τον εαυτό μου, με όλα τα

επακόλουθα. Δεν είχα καμιά διάθεση για τέτοιου είδους ρίσκα.

Μην ξεχνάτε ότι τον ε ίχα εκεί μπροστά μου και ήταν άνθρωπος

απ' τη δικιά μας πάστα, τουτέστι λίαν επικίνδυνος. Και δεν έχω

κανένα πρόβλημα να σας πω, αν έχετε την περιέργεια να μάθετε,

ότι έριξα μια γρήγορη ματιά για να ζυγιάσω την απόσταση απ' το

τραπέζι μας ώς το σκοτεινό σωρό από θάμνους, που βρίσκονταν

στη μέση της πελούζας μπροστά απ' τη βεράντα. Μπα, τα παράλε­

γε. Σίγουρα θα προσγειωνόμουν αρκετά μέτρα πιο μπροστά -κι

αυτό είναι το μόνο για το οποίο νιώθω απόλυτα σίγουρος . . »Η τελευταία στιγμή είχε φτάσει, όπως πίστευε, αλλά εκείνος δεν

έκανε καμιά κίνηση . Τα πόδια του έμεναν κολλημένα στα σανίδια,

αν και στο κεφάλι του παράδερναν δω κι εκεί ένα σωρό ξεκάρφωτες

σκέψεις. Την ίδια στιγμή επίσης, είδε έναν από κείνους στη βάρκα

να πισωπατάει απότομα, να παλεύει με υψωμένα τα χέρια να πια­

στΕί απ' τον αΕρα, να τρεκλίζει και να σωριάζεται χάμω. Δεν έπεσε

Page 109: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

108 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ακριβώς, αλλά γλίστρησε απαλά και κάθισε κουλουριαστός, με τους

ώμους ακουμπισμένους στο σπιράγιο του μηχανοστασίου . "Ήταν ο

βοηθός μηχανικός. Ένα χλεμπονιάρικο παλικάρι πετσί και κόκαλο,

με τσιρομαδημένα μουστάκια. Δόκιμος τρίτος" μου εξήγησε.

>>"Πέθανε" είπα εγώ . Θυμόμουν που το είχαν αναφέρει στο δι­

καστήριο.

>>"Έτσι είπαν" σχολίασε με σκοτειν1i αδιαφορία. "Δεν έμαθα

ποτέ μου ακριβώς. Αδύναμη καρδιά! Λίγες μέρες πριν, παραπο­

νιόταν ότι δεν ήτανε καλά. Υπερδιέγερση. Υπερκόπωση. Ο διάο­

λος ξέρει τι. Χα! Χα! Χα! Ήταν φως φανάρι ότι κι αυτός δεν είχε

καμιά διάθεση να πεθάνει. Αστείο, ε; Έτσι που προκάλεσε το θά­

νατό του από μόνος του, πιάστηκε μεγάλο κορόιδο. Κορόιδο -τί­

ποτε παραπάνω ή παρακάτω. Μεγάλο κορόιδο, μα το Θεό! Σαν κι

εμένα ... Α! Άμα είχε κάτσει στ' αυγά του· άμα τους είχε στείλει

στο διάολο όταν πήγανε να τον βγάλουν άρον άρον απ' το γιατάκι

του , επειδή και καλά το καράβι βούλιαζε! Άμα είχε σταθεί με τα

χέρια στις τσέπες και τους έβριζε!"

>>Σηκώθηκε, κούνησε τη γροθιά του, μου έριξε ένα έντονο βλέμ­

μα και ξανακάθισε.

»"Έχασε την ευκαιρία, ε;" μουρμούρισα εγώ ... >>"Δεν είναι για γέλια;" είπε. "Μονάχα ο διάολος θα μπορούσε

να σκαρφιστεί τέτοιο καλαμπούρι. Αδύναμη καρδιά! ... Μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα 'θελα να είχα κι εγώ αδύναμη καρδιά".

»Αυτό μ' έβγαλε απ' τα ρούχα μου. "Μπα, σοβαρά;" πέταξα με

μεγάλο σαρκασμό. "Ώστε δεν μπορείς να το καταλάβεις;" φώνα­

ξε. "Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να σου κατέβει να θελήσεις" είπα

θυμωμένα. Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Η σπόντα

μου είχε ξαστοχήσει, όπως και η προηγούμενη, και δεν ήταν από

κείνους που σκοτίζονται για τα αδέσποτα βέλη. Απ' την άλλη, εί­

μαι βέβαιος ότι ήταν πολύ καλόπιστος δεν ήταν για να παίζεις μα­

ζί του. Χάρηκα που η μπηχτή μου πήγε στο βρόντο -που δεν είχε

καν γίνει αντιληπτό το τάνυσμα της χορδής.

»Εκείνη τη στιΊμ11 βέβαια, δεν μπορούσε να ξέρει ότι ο άλλος

είχε πεθάνει. Το επόμενο λεπτό -το τελευταίο του στο καράβι­

έφερε ένα συρφε-rό γεγονότων και συναισι:lημό.των, που ξ"χ~Gη­καν καταπάνω του όπως η θάλασσα σκάέι σ' ένα βράχο . Διάλεξα

αυτή την παρομοίωση επί τούτου, επειδή όσα μου είπε, μ' έκαναν

Page 110: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 109

να πιστεύω ότι όλη την ώρα έτρεφε μέσα του μια αλλόκοτη ψευ­

δαίσθηση παθητικότητας, θαρρείς και του είχε αφαιρεθεί κάθε

δυνατότητα δράσης, κι αφέθηκε υποχείριο στις καταχθόνιες δυνά­

μεις που τον είχαν επιλέξει για θύμα των αστε·ίσμών τους. Το πρώ­

το πράγμα που άκουσε, ήταν ο ξερός 1)χος απ' τα βαριά καπόνια

που επιτέλους γυρίσανε -ένα τράνταγμα, που λες και μπήκε στο

κορμί του απ' τα σανίδια της κουβέρτας, ανεβαίνοντας απ' τις σό­

λες των παπουτσιών του ώς τη ραχοκοκαλιά, κι από κει ώς την

κορφή του κεφαλιού του. Ύστερα το μπουρίνι, πολύ σιμά τώρα

πια, ξεσήκωσε μια δεύτερη και πιο βαριά φουσκονεριά, κάνοντας

το αδύναμο κουφάρι του καραβιού να υψωθεί επικίνδυνα, έτσι

που του έκοψε την ανάσα, ενώ κάτι πανικόβλητα ουρλιαχτά δια­

περνούσαν σαν στιλέτα την καρδιά και το μυαλό του. "Μάινα! Για

το Θεό, μάινα! Μάινα! Βουλιάζει" . Στη συνέχεια, τα σερνάμενα

της βάρκας κύλησαν στους μακαράδες, και κάτω απ' τις τέντες

ακούστηκαν οι σαστισμένες φωνές πολλών ανθρώπων που άρχι­

σαν να μιλάνε. "Ώς και τους πεθαμένους ξύπναγαν τα σκουξίματα

αυτών των μασκαράδων καθώς την κοπάναγαν απ' το καράβι" εί­

πε. Αμέσως μετά απ' το βρόντο που 'κανε η βάρκα όταν κυριολε­

κτικά βούτηξε στα νερά, ακολούθησαν πνιχτοί θόρυβοι από πόδια

που πηδάνε και κορμιά που κουτρουβαλιάζονται, ανάκατοι με

μπερδεμένες κραυγές. "Ξεκολλήστε απ' την μπάντα! Ξεκολλήστε!

Σπρώχτε! Σπρώχτε, για τη ζωούλα σας! Το μπουρίνι σιμώνει, σι­

μώνει ... " Τότε άκουσε, ψηλά πάνω απ' το κεφάλι του, το αμυδρό μουρμούρισμα του ανέμου· άκουσε χαμηλά, κάτω απ' τα πόδια

του, μια κραυγή πόνου. Και μια πνιχτή φωνή από πλάι που βάλθη­

κε να βλαστημάει το περιστρεφόμενο κοράκι. Ένας βόμβος άρχι­

σε να ξεσηκώνεται στο καράβι πρύμα πλώρα, σαν κυψέλη που τα­

ρακουνήθηκε . Χωρίς να χάσει καθόλου την ηρεμία του, που διατη­

ρούσε όση ώρα μού τα εξιστορούσε όλ' αυτά -γιατί όταν έφτασε σ'

αυτό το σημείο της aφήγησης, ήταν γενικά πολύ ήρεμος, το πρόσω­

πο, η φωνή του, όλα- συνέχισε δίχως να μου δώσει κανένα προειδο­

ποιητικό σημάδι, λέγοντας: "Σκουντούφλησα πάνω σtα πόδcα του".

»Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα ότι είχε σαλέψει απ' τη θέση

του . Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα γρύλισμα έκπληξης. Νά επιτέλους κάτι που τον είχε ξεκουνήσει, αλλά για το πότε ακριβώς

έγινε αυτό ή για το ποια ήταν η αιτία που τον απόσπασε απ' την

Page 111: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

110 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ακινησία του, δεν ήξερε πιο πολλά απ' όσα ξέρει ένα ξεριζωμένο

δέντρο για τον άνεμο που το σώριασε χάμω. Σαν θύελλα είχαν πέ­

σει πάνω του: οι θόρυβοι, οι εικόνες , τα πόδια του πεθαμένου

-Θεέ μου! Η σατανική φάρσα τον είχε μπουκώσει με διαβολικό

τρόπο ώς το λαρύγγι, αλλά -πρέπει να σας πω- δε θα παραδεχό­

ταν με τίποτα ότι, έστω, έκανε κάποια κίνηση και την κατάπιε. Εί­

ναι εκπληκτικό το πώς σε τύλιγε στη λογική των ψευδαισθήσεών

του. Τον άκουγα σαν να μου έλεγε ένα παραμύθι για την επίδραση

της μαύρης μαγείας πάνω σ' ένα πτώμα.

>>"Έγειρε πλάι, πολύ απαλά, κι αυτό είναι το τελευταίο πράγμα

που θυμάμαι να είδα πάνω στο καράβι" συνέχισε . "Δε μ' ένοιαζε τι έκανε. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να σηκωθεί· μου φαινό­

ταν βέβαια φυσικό να ξανασηκωθεί· και περίμενα να τον δω να

πηδάει μπροστά μου πάνω απ' τη λαγκέτα και να ρίχνεται στη

βάρκα πίσω απ' τους άλλους. Τους άκουγα να στριφογυρίζουν πέ­

ρα δώθε στη βάρκα, και μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει μέσ'

από πηγάδι να λέει «'ΓζάJρτζ». Έπειτα τρεις φωνές μαζί έσμιξαν

σ' ένα ουρλιαχτό. Έφταναν σε μένα χωριστά, η μια σαν βέλασμα,

η άλλη στριγκιά και η τελευταία σαν μουγκρητό. Ουφ!"

»Αναρρίγησε λίγο και τον είδα να σηκώνεται αργά απ' την κα­

ρέκλα του σαν να τον τράβαγε απ' τα μαλλιά ένα στιβαρό χέρι. Ση ­

κώθηκε σιγά σιγά ολόρθος, κι όταν τα γόνατά του ίσιωσαν αλύγι­

στα, το χέρι τον παράτησε, και κλυδωνίστηκε λίγο πάνω στα πόδια

του . Όταν είπε "φωνάζανε", υπήρχε στο πρόσωπό του, στις κινή­

σεις του, ακόμη και στην ίδια του τη φωνή, μια τρομερή ακινησία

-κι εγώ ασυναίσθητα τέντωσα το αυτί μου για ν' aφουγκραστώ το

φάντασμα εκείνης ·της φωνής, που αναδύθηκε ατόφια μέσ' απ' την

παραπλανητική επίδραση της σιωπής. "Ήταν οχτακόσιοι άνθρω­

ποι σ' εκείνο το καράβι" είπε, καρφώνοντάς με πίσω στην καρέ­

κλα μου μ' ένα φοβερό, κενό βλέμμα. ''Οχτακόσιοι άνθρωποι, κι

αυτοί σκούζανε σ' έναν πεθαμένο να πηδήξει για να σωθε ί. «Πή­

δα, Τζωρτζ! Πήδα!» Εγώ στεκόμουν πλάι του με το χέρι στο ρέλι.

Ήμουν πολύ ήρεμος . Είχε πέσει τώρα μαύρο σκοτάδι. Δε φαινό­

τ.πν μήτ.F: n1Ι('Πνnι:; ιιήτ.ε θάλασσα. Άκουσα τη βάρκα να χτυπάει

στην μπάντα, μπουμπ-μπουμπ, κι ύστερα για λίγο κανέναν άλλο

θόρυβο από κει, αλλά στο καράβι από κάτω μου, στην κουβέρτα,

είχε ξεσηκωθεί ένας βόμβος από ομιλίες. Ξάφνου, ο καπετάνιος

Page 112: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 111

ούρλιαξε: <<Mein Gott! Η σπιλιάδα! Η σπιλιάδα! Σπρώχτε να φύ­

γουμε». Με το πρώτο σύριγμα της βροχής, με την πρώτη ριπ11 του

ανέμου στρίγκλισαν: «Πήδα, Τζωρτζ! Θα σε πιάσουμε! Πήδα!»

Το καράβι άρχισε σιγά σιγά να κλυδωνίζεται· η βροχή σάρωνε την

κουβέρτα σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα· ο αέρας μού πήρε το

καπέλο· δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Σαν να 'μουν στην κορφή

ενός πύργου, έφτασε από κάτω ώς τ' αυτιά μου ένα ακόμη άγριο

ουρλιαχτό: «Τζώωωρτζ! Άντε, πήδα!» Το καράβι βούλιαζε, βού­

λιαζε. με την πλώρη, κάτω απ' τα πόδια μου ... " »Έφερε το χέρι του σκεφτικός ώς το πρόσωπο, ψηλαφώντας το

με τα δάχτυλά του σαν να 'θελε να ξεμπλέξει από πάνω του τους

ιστούς μιας aράχνης ύστερα κοίταξε για περίπου μισό δευτερόλε­πτο την ανοιχτή παλάμη του, και ξεστόμισε:

»"Πήδηξα .. . " Συγκρατήθηκε, τράβηξε το βλέμμα ... "Απ' ό,τι φαίνεται" πρόσθεσε.

»Τα καθαρά, γαλανά μάτια του γύρισαν και με κοίταξαν με μια

έκφραση πόνου, κι έτσι που έστεκε μπροστά μου ορθός, βουβός,

τσακισμένος και πληγωμένος, ένιωσα ένα πλάκωμα στην καρδιά

από τη θλιβερή αίσθηση μιας άχρηστης σοφίας, ανάκατης με την

κάπως κωμική και βαθιά θλίψη ενός γέρου, που στέκει aνήμπορος

μπροστά στη δυστυχία ενός παιδιού.

>>"Έτσι φαίνεται" είπα .

»"Δεν το 'χα συνειδητοποιήσει, ώσπου κοίταξα πάνω" εξήγησε

βιαστικά. Κι αυτό καθόλου απίθανο . Έπρεπε να τον ακούω όπως

θ' άκουγα ένα παιδί που μπλέχτηκε σε μια παλιοδουλειά άθελά

του . Δεν ήξερε. Δεν είχε καταλάβει πώς έγινε. Δε θα το ξανάκανε

ποτέ. Έπεσε ο μισός πάνω σ' έναν άλλον, κι ο άλλος μισός πάνω

στον πάγκο της βάρκας. Νόμιζε πως όλο του το δεξί πλευρό είχε

γίνει θρύψαλα· ύστερα κύλησε ανάσκελα και είδε αμυδρά το κα­

ράβι που 'χε εγκαταλείψει να πυργώνεται από πάνω του, με το

κόκκινο πλαγιοφάναρο να φέγγει δυνατά μες στη βροχή, όπως ξε­

χωρίζει μέσ' απ' την ομίχλη η λάμψη της φωτιάς στο φρύδι ενός λό­

φου. "Έμοιαζε με πανύψηλο τοίχο· σαν βράχος που υψωνόταν

μες στο σκοτάδι πάνω απ' τη βάρκα ... Πόσο θα 'θελα να 'χα πεθά­νει" φώναξε. "Δε γινόταν πια να γυρίσω. Σαν να 'χα πηδήξει σ' ένα πηγάδι -σε μια τρύπα δίχως πάτο">>.

Page 113: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

10 «Έμπλεξε μια τα δάχτυλά του μαζί, κι ύστερα τα χώρισε πάλι. Δε θα

μπορούσε να το πει πιο πετυχημένα: αληθινά, είχε πηδήξει μέσα σε

μιαν aπύθμενη τρύπα. Είχε κατρακυλήσει από ένα ύψος που δε θα

μπορούσε ποτέ να ξανανέβει. Στο μεταξύ, η βάρκα άρχισε να ξανοί­

γεται. Το πηχτό σκοτάδι τούς εμπόδιζε να βλέπουν ο ένας τον άλλον,

χώρια η βροχή που τους τύφλωνε και κόντευε να τους πνίξει. Μου εί­

πε πως ένιωθε σαν να γλιστρούσε μέσα σ' ένα αχανές, θεοσκότεινο

τούνελ, παρασυρμένος απ' τη φουσκονεριά. Γύρισαν με την πλάτη

στο ραγάνι, και πρέπει να 'ταν ο καπετάνιος αυτός που τράβαγε κου­

πί στην πρύμνη για να κρατήσει τη βάρκα μπροστά απ' τον άνεμο· για

δυο τρία λεπτά έλεγες ότι ένας κατακλυσμός είχε φέρει τη συντέλεια του κόσμου μέσα στο μαύρο σαν κατράμι σκοτάδι. Η θάλασσα σύριζε

"σαν ένα μιλιούνι τσουκάλια". Δικ1Ί του παρομοίωση. Φαντάζομαι

ότι, μετά το πρώτο ξέσπασμα, ο αέρας θα πρέπει να καταλάγιασε. Το

παραδέχτηκε κι ο ίδιος στην ανάκριση, λέγοντας ότι δεν είχε καθό­

λου θάλασσα εκείνη τη νύχτα. Ζάρωσε χάμω στα σανίδια της πλώρης

κι έριξε μια κλεφτή ματιά προς τα πίσω. Το μόνο που μπόρεσε να δει,

ήταν μια κιτρινωπή λάμψη ψηλά στο κολομπίρι, να ξεθωριάζει κι αυ­

τή σαν το στερνό αστέρι του ουρανού που ετοιμάζεται να σβήσει.

"Με γέμιζε τρόμο να το βλέπω ακόμα εκεί πέρα". Έτσι ακριβώς εί­

πε. Αυτό που τον τρόμαζε, ήταν η σκέψη ότι το καράβι δεν είχε βου­

λιάξει ακόμη. Χωρίς αμφιβολία, ήθελε να τελειώνει μ' αυτό το αίσχος

όσο γινόταν πιο γρήγορα. Κανείς δεν έβγαζε άχνα στη βάρκα, που

έμοιαζε να πετάει μες στο σκοτάδι, αλλά βέβαια δεν μπορεί να 'χε

απομακρυνθεί ακόμα πολύ απ' το καράβι. Ύ οτερα η μπόρα ξεμά­

κρυνε, κι ο δυνατός, βασανιστικός, συριστός ήχος την ακολούθησε κι

έσβησε μακριά. Δεν ακουγόταν τίποτα τώρα, πέρα απ' τον ανάλαφρο

παφλασμό των νερών στις μπάντες της βάρκας. Καποιανού χτυπού­

σαν τα δόντια με δύναμη. Ένα χέρι τον άγγιξε από πίσω, στην πλάτη.

Page 114: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΊ'ΖΙΜ 113

Μια ξέψυχη φωνή είπε "Μπα, εσύ είσαι;" Μια άλλη φώναξε τρεμου­

λιασtή "Βούλιαξε", και σηκώθηκαν όλοι μαζί για να κοιτάξουν πίσω.

Δεν είδαν κανένα φως. Παντού μαύρο σκοτάδι. Ένα τσουχτερό ψι­

λόβροχο τους χτυπούσε κατάμουτρα. Η βάρκα μποτζάρισε ελαφριά.

Τα δόντια κροτάλισαν πιο δυνατά, σταμάτησαν μια στιγμή, κι άρχι­

σαν πάλι με διπλάσια δύναμη τώρα, προτού ο κάτοχός τους καταφέ­

ρει να συγκρατήσει το τρέμουλό του για να πει 'Άαακριββώς, παπά­

νω σ στην ώωωρα ... Μπρρρ". Ύστερα αναγνώρισε τη φωνή του πρώ­

του, που έλεγε αγριεμένος: "Το 'δα να βουλιάζει. Πάνω που γύριζα

το κεφάλι μου". Ο αέρας είχε πέσει για τα καλά.

»Με τα κεφάλια μισογυρισμένα σοβράνο, στύλωσαν τα μάτια

μες στο σκοτάδι σαν να περίμεναν ν' ακούσουν κραυγές . Εκείνος,

απ' τη μια ευγνωμονούσε τη νύχτα που είχε κρύψει τη σκηνή απ'

τα μάτια του, απ' την άλλη, ωστόσο, το γεγονός ότι ήξερε τι είχε γί­

νει, χωρίς όμως να 'χει δει ούτε ακούσει τίποτα, του φαινόταν σαν

το αποκορύφωμα μιας aπαίσιας κακοδαιμονίας . "Δεν είναι παρά­

ξενο;" μουρμούρισε, διακόπτοντας την aσυνάρτητη αφήγησή του .

»Εμένα πάντως δε μου φάνηκε και τόσο παράξενο. Γιατί βαθιά

μέσα του πρέπει να έτρεφε μια aσυνείδητη πεποίθηση ότι η πραγμα­

τικότητα δεν μπορούσε να 'ναι ούτε στο μισό τόσο κακή, τόσο εφιαλ­

τική, φριχτή κι εκδικητική, όσο ο τρόμος που φώλιαζε στα δημιουρ­

γήματα της φαντασίας του. Είμαι σίγουρος ότι εκείνη την πρώτη

πρώτη στιγμή, η καρδιά του σφίχτηκε απ' το μαρτύριο των ανθρώ­

πων πάνω στο καράβι, ότι η ψυχή του γεύτηκε τη μαζωμένη πίκρα,

όλο το φόβο, όλο τον τρόμο και την απελπισία οχτακοσίων πλασμά­

των, που είδαν έναν απρόσμενο και βίαιο θάνατο να ρίχνεται κατα­

πάνω τους μες στη νύχτα, ειδαλλιώς γιατί να έλεγε: "Μου φαινόταν

ότι έπρεπε να πηδήξω απ' αυτή την καταραμένη βάρκα και να κολυ­

μπήσω πίσω για να δω -μισό μίλι -πιο πολύ -όσο και να 'ταν -ώς

εκεί πέρα .. . "; Γιατί το 'θελε αυτό; Καταλαβαίνετε τι σημαίνει; Γιατί πίσω εκεί; Γιατί να μην πνιγόταν εκεί που βρισκόταν δίπλα στη βάρ­

κα -αν μιλούσε για πνίξιμο; γιατί ήθελε να γυρίσει πίσω, γιατί ήθελε να δει; -μήπως για να καταπραiJνει τη φαντασία του, με τη βεβαιότη­

τα ότι όλα εκεί είχαν τελειώσει προτού έρθει και γι' αυτόν η οριστική

λύτρωση του θανάτου; Όχι, αν έχετε καμιά άλλη εξήγηση στη διάθε­σή σας, ακούω. Μου χάριζε ξανά μιαν απόκοσμη, συνταρακτική ει­

κόνα του εαυτού του μέσα απ' την ομίχλη. Μια ανεπανάληπτη εξο-

Page 115: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

114 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

μολόγηση που την έκανε σαν να 'ταν το πιο φυσικό πράγμα στον κό­

σμο. Κατανίκησε εκείνη την παρόρμηση , κι ύστερα συνειδητοποίησε

βαθιά τη σιωπή που τον τριγύριζε . Μου μίλησε γι' αυτή τη σιωπή.

Θάλασσα κι ουρανός, πλεγμένα aξεδιάλυτα σ' ένα aσάλευτο, θανα­

τερό χάος, να ζώνουν ολούθε απειλητικά εκείνες τις τρεμάμενες ζω­

ές που 'χαν γλιτώσει απ' τον πνιγμό. "Καρφίτσα να 'πεφτε στη βάρ­

κα, θα την άκουγες" είπε μ' ένα περίεργο σφίξιμο των χειλιών, σαν

άνθρωπος που πασχίζει να ελέγξει τα συναισθήματά του καθώς εξι­

στορεί κάποιο πολύ συγκινητικό περιστατικό. "Μια σιωπή". Μονά­

χα ο Θεός, που τον είχε πλάσει έτσι όπως ήταν, μπορούσε να ξέρει

πώς ακριβώς ένιωσε στα κατάβαθα της ψυχής του εκείνη τη στιγμή.

"Αδύνατο να φανταστώ μέρος πάνω στη γη βουτηγμένο σε τέτοια

ακινησία" είπε. "Δεν ξεχώριζες ουρανό από θάλασσα, δεν έβλεπες

τίποτα, δεν άκουγες τίποτα. Μήτε ασπρογάλιασμα, μηδέ σχήμα, μή­

τε ήχος. Σαν να 'χε φουντάρει όλη η στεριά στον πάτο της θάλασσας,

κι όλοι οι άνθρωποι είχανε πνιγεί εξόν από μένα κι εκείνα τα ρεμά­

λια μέσα στη βάρκα". Έσκυψε πάνω απ' το τραπέζι, στηρίζοντας

τους κόμπους των δαχτύλων του ανάμεσα στα φλιτζανάκια του κα­

φέ, στα ποτήρια του λικέρ, στις γόπες των τσιγάρων. "Το 'χα πιστέ­

ψει, θαρρώ. Όλα είχαν τελειώσει -είχαν καταστραφεί τα πάντα ... " έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ... "για μένα"». Ο Μάρλοου ανακάθισε απότομα και πέταξε μακριά το πούρο

του με δύναμη. Εκείνο άφησε ξοπίσω του μια κόκκινη γραμμή σαν

. παιδική ρουκέτα, περνώντας ανάμεσα απ' τη βαριά κουρτίνα των αναρριχητικών cpυτών . Κανείς δεν κουνήθηκε απ' τη θέση τn11.

«Λοιπόν, εσείς τι νομίζετε;» φώναξε, ζωηρεύοντας ξαφνικά. «Λέ­

τε τελικά να κρυβόταν πίσω απ' το δάχτυλό του; Τη ζωή του την είχε

σώσει, κι όμως τα Πάντα είχαν καταστραφεί, γιατί δεν έβρισκε γη να στυλώσει πάνω της τα πόδια του . Τα μάτια του δε βλέπανε τίποτα,

φωνές δεν έφταναν στ' αυτιά του . Η συντέλεια του κόσμου -ε! Κι

όλη την ώρα, ένας ουρανός αδιάκοπα αραχλιασμένος, θάλασσα δί­

χως μια ρυτίδα, ο αέρας ξέπνοος. Μονάχα η νύχτα· κι η σιωπή.

»Αλλά ύστερα από λίγο, οι άλλοι άρχισαν ξαφνικά όλοι μαζί να

κάνουν μεγάλη φασαρία για το πώς κατάφεραν να γλιτώσουν. "Μω­

ρέ το κατάλαβα με την πρώτη πως πήγαινε για φούντο". "Πάνω στην

ώρα". "Στο τσακ τη σκαπουλάραμε, διάολε!" Εκείνος δεν έλεγε τί­

ποτα, αλλά ο αέρας που 'χε πέσει, ξαναφύσηξε απαλά κι επίμονα, κι

Page 116: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 115

η θάλασσα, σμίγοvtας το μούρμουρό της με τις φλυαρίες τους, συ­

vtρόφευε τώρα τις βουβές στιγμές της αγωνίας του. Βούλιαξε, λοι­

πόν! Βούλιαξε! Δεν απόμενε η παραμικρή αμφιβολία. Ούτε και θα

πέρναγε απ' το χέρι κανενός να το γλιτώσει. Έλεγαν και ξανάλεγαν

τα ίδια λόγια, ασυγκράτητοι, σαν να μην μπορούσαν να σταματή­

σουν. Κι ήταν σίγουροι εξαρχής πως το καράβι θα πάει καλιά του .

Νά, τα φώτα είχαν σβήσει. Το πράμα δε χώραγε κουβέvtα. Τα φώτα

είχαν σβ1iσει. Τι άλλο να περιμένεις; Ήταν σίγουρο ότι βούλιαξε .. . Παρατήρησε ότι μιλούσαν σαν να μην είχαν αφήσει πίσω τους, παρά

ένα πλοίο αδειανό από ανθρώπους. Βγάλανε μάλιστα και συμπέρα­

σμα ότι δεν μπορεί να κράτησε πολύ, άπαξ κι aρχίνησε να βουτάει.

Αυτό έμοιαζε να τους δίνει κάποια ικανοποίηση. Βεβαίωναν ο ένας

τον άλλον ότι ήταν αδύνατον να κρατηθεί πολύ πάνω στο νερό μισο­

βουλιαγμένο. "Πήγε σούμπιτο σαν μολύβι". Ο πρώτος έλεγε πως το φωτάκι της μcίtστρας φάνηκε να πέφτει "σαν αναμμένο σπίρτο που

ρίχνεις χάμω". Τότε ο δεύτερος βάλθηκε να γελάει σαν μανιακός.

''τι κκκαλά, τι κκκαλλλά" και τα δόvtια του κροταλίζανε, λες και τα

"περνούσε ηλεκτρικό ρεύμα" είπε ο 'Γζιμ. "Ύ σrερα, εvtελώς ξαφνι­

κά, πάτησε τα κλάματα. Άρχισε να σκούζει και να τσιρίζει σαν μω­

ρό. Η αναπνοή του κοβόταν, κι ανάμεσα σr' αναφιλητά του μοιρολο­

γούσε : «Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου!» Ησύχαζε για λίγο και ξανάρ­

χιζε απότομα: «Ωχ, το χεράκι μου! Ωχ, το χεράαακι μου!» Έτσι μου

'ρχόταν να τον πλακώσω σrο ξύλο. Κάποιοι από δαύτους είχαν λου­

φάξει κάτω απ' τους μουσαμάδες της πρύμης. Ίσα που ξεχώριζα τη

σκιά τους. Στ' αυτιά μου έφταναν φωνές, μουρμουρητά, γρυλίσματα.

Έλεγα πως δε θα το αvtέξω τέτοιο μαρτύριο . Είχα ξυλιάσει τελείωc:. Δεν μπορούσα να κουν11σω ούτε δαχτυλάκι. Σκεφτόμουν ότι, άμα

σάλευα απ' τη θέση μου, το μόνο που μου απόμενε να κάνω, ήταν να

γείρω απ' την κουπαστή και να ... " »Το χέρι του πασπάτεψε σrα τυφλά, άγγιξε το ποτήρι του λικέρ,

και τραβήχτηκε πίσω απότομα σαν να 'χε πιάσει πυρωμένο κάρβου­

νο. Εγώ έσπρωξα απαλά το μπουκάλι. "Δε θες λίγο ακόμα;" τον ρώ­

τησα. Με κοίταξε άγρια. "Μπας και νομίζεις πως πρέπει να σουρώ­

σω για να μιλήσω;" έκανε . Η φασαριόζα κοσμοπολίτικη κομπανία

είχε πάει για ύπνο. Είχαμε απομείνει ολομόναχοι πια, εκτός από μια

ακαθόριστη λευκή φιγούρα κρυμμένη στη σκιά, που, μόλις κατάλαβε πως την πήραμε είδηση, έκανε μια δουλική υπόκλιση, κοvtοσrάθηκε

Page 117: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

116 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

για λίγο κι ύστερα αποσύρθηκε σιωπηλά. Είχε περάσει πια η ώρα,

αλλά δεν ήθελα καθόλου να βιάσω τον καλεσμένο μου.

»Μέσα στην ερημιά του, άκουσε τους συντρόφους του να ταβά­

ζουν με κάποιον. ''τι σ' έπιασε και δεν πήδαγες, aνισόρροπε;" είπε

μια σαρκαστική φωνή. Ο πρώτος σηκώθηκε απ' την πρύμη κι ακού­

στηκε να σέρνεται απειλητικά προς τα μπρος, με άγριες διαθέσεις

για "το πιο ηλίθιο ζώον που υπήρξε ποτέ" . Ο καπετάνιος, κουρνιαγ­

μένος δίπλα στα κουπιά, σκλήριζε πρόστυχα επίθετα με μια φωνή

που τρύπαγε τ' αυτιά. Σήκωσε το κεφάλι του σ' αυτόν το σαματά κι

άκουσε τ' όνομα "Ί'ζωρτζ", ενώ ένα χέρι τον χτύπησε κατάστηθα μέσ'

απ' το σκοτάδι. "Τι καμώματα ήταν αυτά, βρε όρνιο;" ρώτησε κάποι­

ος, που έβραζε τάχατες από δίκαιη οργή. "Μ' εμένα τα 'χ αν βάλει" εί­

πε. "Με βρίζανε -με βρίζανε ... νομίζοντας πως ήμουν ο Ί'ζωρτζ'Ό >>Σταμάτησε για να με κοιτάξει, προσπάθησε να χαμογελάσει,

έστρεψε το βλέμμα του αλλού και συνέχισε . "Εκείνος ο κοντο­

στούπης, ο δεύτερος, έχωσε το μούτρο του κάτω απ' τη μύτη μου.

«Μπα! Καλέ, τούτος εδώ είναι ο γραμματικός, τρομάρα να του

'ρθει!>> «Τι!» φρύαξε ο καπετάνιος απ' την άλλη άκρια της βάρ­

κας . «Μη μου πεις!» τσίριξε ο μηχανικός, καθώς στάθηκε κι εκεί­

νος για να καλοδείτη φάτσα μου" .

>>0 αέρας είχε καταλαγιάσει απότομα. Άρχισε πάλι η βροχή, κι

απ' όλες τις μεριές μέσα στη νύχτα ξεσηκώθηκε ο αχός της θάλασ­

σας που υποδέχεται τη νεροποντή aπαλός, αδιάκοπος, λίγο μυστη­

ριώδης. "Στην αρχή ξαφνιάστηκαν τόσο, που δεν έβρισκαν τίποτε να

πούνε" συνέχισε την αφήγησή του σταθερός, "κι εγώ, τι θα 'πρεπε να

τους πω;" Κόμπιασε για μια στιγμή κι έπειτα πρόσθεσε με κόπο:

"Με βρίζανε με τα χειρότερα λόγια". Η φωνή του είχε αδυνατίσει

σαν ψίθυρος, αλλά κάπου κάπου δυνάμωνε αιφνίδια και σκλήραινε

γεμάτη καταφρόνια, σαν να 'βγαζε στο φως της μέρας τα πιο αηδια­

στικά μυστικά. "Δε με πείραζαν οι βρισιές τους" είπε βλοσυρά. "Μα

οι φωνές τους φανέρωναν μίσος. Κι ευτυχώς που ήταν έτσι. Δεν μπο­

ρούσαν να μου συγχωρέσουν που βρισκόμουν σ' εκείνη τη βάρκα.

Τους γυρνούσαν τ' άντερα. Είχανε μανιάσει ... " Του ξέφυγε ένα κο­

φτό γέλιο ... 'Άλλά αυτό με γλίτωσε από ... Νά! Έτσι καθόμουν πάνω στο παραπέτο με τα χέρια σταυρωμένα. .. " Πλησίασε το σώμα του με σβελτάδα στην άκρη του τραπεζιού και σταύρωσε τα χέρια ... "Έτσι -καταλαβαίνεις; Λίγο να έκανα πως γέρνω προς τα πίσω και ... τετέ-

Page 118: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 117

λεσται -θα πήγαινα κι εγώ να βρω τους άλλους. Μόνο μια μικρή

σπρωξιά -ένα απλό σκουντηματάκι". Κατσούφιασε, και χτυπώντας

ελαφριά το κούτελο με την άκρια του μεσιανού δαχτύλου: "Δεν ξε­

κόλλαγε ούτε λεπτό απ' το κεφάλι μου αυτή η σ"ιι.έψη" είπε με έξαψη.

"Ούτε λεπτό. Κι η βροχή -παγωμένη, χοντρές σταλαγματιές, μπούζι,

σαν λιωμένο χιόνι -και πιο κρύα ακόμη -πάνω στα ψιλά μπαμπακε­

ρά που φορούσα -τέτοια παγωνιά δε θα την ξανανιώσω ποτέ στη

ζωή μου, το ξέρω. Κι ο ουρανός μαύρος κι αυτός -πίσσα απ' άκρη σ'

άκρη. Μήτε ένα αστέρι, μήτε ένα φωτάκι πουθενά. Τίποτα, πέρα

από κείνη την αναθεματισμένη βάρκα και τους δυο λεχρίτες να γα­

βγίζουν μπροστά μου σαν ψωραλέα κοπρόσκυλα, που στριμώξανε

κάποιον λωποδύτη πάνω στο δέντρο. Γαβ! Γαβ! Σαν τα χιόνια! Καλό

κουμάσι ελόγου σου! Βέβαια, φοβόμασταν μπας και λερώσουμε την

υπόληψή μας. Τι έγινε, ξύπνησες λοιπόν; και μας την έσκασες στη

ζούλα, ε; Γαβ! Γαβ! Α, ρε θρασίμι! Γαβ! Γαβ! Οι δυο σκιζόντουσαν

ποιος θα γαβγίσει πιο δυνατά. Ο τρίτος αλυχτούσε απ' την πρύμη μες

στη βροχή -δεν τον έβλεπα -Όύτε άκουγα τι μου έσερνε -μ' εκείνα

τα εμετικά αλαμπουρνέζικά του. Γαβ! Γαβ! Γάου, αου, αου, αου!

Μου φαινόταν γλυκό αυτό το γάβγισμα· αυτό ήταν που με κράτησε

ζωντανό, το διανοείσαι; Μου έσωσαν τη ζωή. Είχαν γκανιάξει να

ουρλιάζουν, σαν να πολεμάγανε να με ρίξουν απ' τη βάρκα με τις

φωνάρες τους! ... Μωρέ, πού τα βρήκες τα κότσια και σαλτάρισες! Δε σε γουστάρουμε δω χάμω. Αν ήξερα ότι ήσουν εσύ, θα σ' είχα στεί­

λει από κει που ήρθες -χαμένο κορμί. Τι του 'κανες του αλλουνού;

Πού τα βρήκες τα κότσια και πήδηξες, ε; -χέστη. Είμαστε τρεις, τι

νομίζεις, δεν κοτάμε να σου ρίξουμε ένα φούντο; ... Είχαν λαχανιά­

σει πια· το aπόβροχο ακούστηκε να ξεμακραίνει πάνω στη θάλασ­

σα. Ύστερα τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα γύρω απ' τη βάρκα, ούτε ο

παραμικρός ήχος. Περίμεναν λοιπόν στ' αλήθεια να πέσω να πνιγώ.

Μα την ψυχή μου! Αν είχαν σταματήσει τα ουρλιαχτά, θα τους το 'χα

κάνει το χατίρι. Να με ρίξουν απ' τη βάρκα! Άραγε θα τόλμαγαν;

«Γιά κοπιάστε» είπα. «Μωρέ για λόγου σου, μήτε δυάρα τσακιστή!»

«Πολύ σου πάει» έσκουζαν όλοι μαζί. Το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό,

που μονάχα όταν κουνιόταν κάποιος από δαύτους σιγουρευόμουν

πως κάτι έβλεπα. Μα το Θεό! Μακάρι να το 'χε κάνει".

>>Δεν fλΠόρεσα να κρατηθώ. ''Εξωφρενική ιστορία!" φώναξα.

«"Χαριτωμένη, ι:: ;" ι::ίπι::, κομματάκι ξαφνιασμένος. "Και καλά πί-

Page 119: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

118 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

στευαν ότι για τον άλφα ή βήτα λόγο είχα ξεπαστρέψει το φουκαρά

τον καρβουνιάρη. Γιατί θα 'κανα κάτι τέτοιο; Και πού διάβολο να

ξέρω. Σάματις δεν είχα πηδήξει κι εγώ σ' εκείνη τη βάρκα; Σ' εκείνη τη βάρκα- εγώ ... " Οι μύες γύρω απ' τα χείλια του τραβήχτηκαν σε μιαν αυθόρμητη γκριμάτσα, που τρύπησε τη μάσκα της συνηθισμέ­

νης του έκφρασης -κάτι βίαιο, στιγμιαίο κι εκτυφλωτικό, σαν αστρο­

πελέκι που δίνει στο μάτι την ευκαιρία να τρυπώσει για μια στιγμή

στους aπόκρυφους λαβύρινθους ενός σύννεφου. "Ναι, εγώ το είχα

κάνει αυτό. Νά που βρισκόμουν μαζί τους εκεί πέρα. Δεν είναι τερα­τώδες να σέρνεται άθελά του ένας άνθρωπος σε κάτι τέτοιο -κι από

πάνω να φορτώνεται και την ευθύνη; Τι να τους απαντήσω για τον

'Γζώρτζη τους που μου ουρλιάζανε; Θυμόμουν ότι τον είχα δει κου­

λουριασμένο κατάχαμα στην κουβέρτα. «Δειλέ, φονιά!>> μου φώνα­

ζε συνέχεια ο πρώτος. Σαν να μην μπορούσε να θυμηθεί άλλες απ'

αυτές τις δυο λέξεις. Όχι ότι μ' ένοιαζε, μονάχα που η βαβούρα του

άρχισε να μου δίνει στα νεύρα. «Βούλωσ' το!>> του είπα. Τότε εκεί­

νος μάζεψε όση φωνή του 'χε απομείνει, και στρίγκλισε σαν Βελζε­

βούλης: «Τον ξέκανες! Τον ξέκανες!» «Όχι» φώναξα εγώ, «αλλά θα

σκοτώσω εσένανε τούτη τη στιγμή>> . Χίμηξα πάνω του, κι εκείνος

σκουντούφλησε πάνω σ' ένα τουράκι κι έπεσε ανάσκελα μ' έναν

απαίσιο δυνατό γδούπο. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν πολύ σκοτεινά. Θα

έκανε να τραβηχτεί προς τα πίσω μάλλον. Στάθηκα ακίνητος και

κοίταζα προς την πρύμη, ενώ εκείνος ο γύφτος, ο κοντοστούπης ο

δεύτερος, άρχισε τις κλάψες: «Πα' να βαρέσεις άνθρωπο με σακατε­

μένο χέρι -και λες ότι είσαι και κύριος». Άκουσα ένα βαρύ βήμα

-ένα -δυο -κι ύστερα ένα πνιχτό γρούξιμο. Απ' την πρύμη, το άλλο

το κτήνος είχε αδράξει ένα κουπί κι έκανε γιούργια καταπάνω μου.

Τον έβλεπα να πλησιάζει μεγάλος, τεράστιος -σαν βραχνάς μες

στην ομίχλη, σαν όνειρο. «Γιά έλα λοιπόν!>> φώναξα. Θα τον είχα

κουτρουβαλιάσει χάμω σαν μπάλα από παλιόσκοινα. Σταμάτησε,

μουρμούρισε κάτι μέσ' απ' τα δόντια του και γύρισε πίσω. Ίσως να

'χε φοβηθεί τον αέρα που φρεσκάριζε απότομα. Εγώ πάντως όχι.

Αυτό ήταν το τελευταίο μεγάλο πατιρντί που είχαμε. Μούλωξε πίσω

με το κουπί του. Κρίμα. Έπρεπε να τον βουτήξω και να ... να ... " »Άνοιξε μια και ξανάκλεισε τα σφιγμένα του δάχτυλα, ενώ τα

χέρια του τα διαπέρασε ένα τρέμουλο παθιασμένο κι αδυσώπητο. "Κάλμα, κάλμα" μουρμούρισα.

Page 120: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 119

»''Ε; Τι; Μια χαρά είμαι" διαμαρτυρήθηκε καταντροπιασμένος,

και μ' ένα νευρικό τίναγμα του αγκώνα του έριξε το μπουκάλι με το

κονιάκ. Αναπήδησα αλαφιασμένος, σπρώχνοντας πίσω την πολυ­

θρόνα μου . Εκείνος τινάχτηκε από το τραπέζι σαν να 'χε σκάσει

φουρνέλο πίσω απ' την πλάτη του, και προτού ξανακάτσει, μισογύ­

ρισε προς το μέρος μου συσπειρωμένος σαν αίλουρος, μ' ένα ζευγά­

ρι σαστισμένα μάτια και νεκρική χλομάδα στο πρόσωπό του γύρω

απ' τα ρουθούνια. Ύστερα με κοίταξε ενοχλημένος. "Χίλια συγνώ­

μη . Είμαι μεγάλο κωθώνι!" μουρμούρισε τσαντισμένος, ενώ η αψιά

μυρωδιά του χυμένου αλκοόλ μάς τύλιξε ξαφνικά με μια αίσθηση

πρόστυχου μεθυσιού μες στο παρθένο, δροσάτο σκοτάδι της νύχτας.

Τα φώτα στην τραπεζαρία είχαν σβήσει· μονάχα η φλόγα του κε­

ριού μας λαμπύριζε στη μεγάλη βεράντα, κι οι κολόνες αναδύονταν

ολοσκότεινες απ' τη βάση ώς την κορφή τους. Κάτω απ' τα λαμπερά

άστρα, ξεχώριζε καθαρά το ψηλό αέτωμα του λιμενικού στην άλλη

πλευρά της πλατείας, λες και το βλοσυρό μέγαρο είχε ξεγλιστρήσει

πιο κοντά για να μπορεί να βλέπει και ν' ακούε ι.

»Πήρε ύφος ανέμελο τάχα.

»"Μπορώ να σου πω ότι ήμουν πιο ήρεμος τότε απ' ό,τι τώρα.

Ήμουν έτοιμος για τα πάντα. Δεν άξιζαν τον κόπο ... " » "Ζόρικα τα πράματα σ' εκείνη τη βάρκα" παρατήρησα εγώ. >>"Ήμουν έτοιμος" ξαναείπε. "Πάνω σ' εκείνη τη βάρκα, αφό­

του σβήσανε τα φώτα του καραβιού, θα μπορούσαν να συμβούν τα

πάντα -ό,τι μπορεί να βάνει ο νους σου- και κανείς στον κόσμο δε

θα 'παιρνε χαμπάρι. Το ήξερα αυτό και μου άρεσε. Ήταν και το

σκοτάδι πήχτρα εξάλλου. Σαν να μας είχανε χτίσει ζωντανούς σ'

έναν aπλόχωρο τάφο. Δε μας καιγόταν καρφί για το παραμικρό.

Κανένας δε βρισκόταν για να μας κρίνει. Τίποτα δεν είχε σημα­

σία" . Για τρίτη φορά στη διάρκεια αυτής της συζήτησης, ξέσπασε

σ' ένα παρανο·ίκό γέλιο, αλλά τώρα δεν υπήρχε κανείς άλλος τρι­

γύρω για να τον θεωρήσει απλούστατα στουπί. "Κανένας φόβος,

κανένας νόμος, ούτε φωνή, ούτε ματιά -ούτε καν η δική μας, μέχρι

-μέχρι τουλάχιστο την ώρα που βγήκε ο ήλιος" .

»Μου έκανε πολλή εντύπωση η αλήθεια που έκλειναν τα λόγια του.

Μια βάρκα που παραδέρνει στ' ανοιχτά της θάλασσας έχει πάνω της

κάτι αλλόκοτο . Η τρέλα ζώνει με τη ζοφερή σκιά της τις ψυχές, που

μόλις ξεγλιστρήσανε απ' τον ίσκιο του θανάτου. Όταν το πλοίο σου

Page 121: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

120 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

σε προδίνει, είναι σαν να σε προδίνει ολόκληρος ο κόσμος σου· ο κό­

σμος που σ' έπλασε, που σου έθεσε κάποια όρια, που σε νοιάστηκε .

Μοιάζουν τότε οι ψυχές των ανθρώπων ν' aρμενίζουν στην άβυσσο,

ξεγυμνωμένες μέσα στο χάος από περιττούς ηρωισμούς ή ακόμα κι

απ' την αηδία. Φυσικά, σrα πισrεύω μας, σrις σκέψεις, την αγάπη, το

μίσος, τις ιδεολογίες, ή ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε

τον αισθητό κόσμο, θα μπορούσαν να μετρηθούν τόσο πολλά ναυάγια

πλοίων, όσοι είναι κι οι άνθρωποι. Όμως τούτο εδώ απόπνεε τέτοια

μιζέρια και ξεπεσμό, που έκανε την ερημιά ακόμη πιο ολοκληρωτική

-ήταν τόση η κακοδαιμονία των περιστάσεων, που διαμιάς σrερούσε

από κείνους τους ανθρώπους την επαφή με την υπόλοιπη ανθρωπότη­

τα, με τους τυχερούς που κρατάνε το ιδανικό τους πρότυπο συμπερι­

φοράς αλώβητο απ' τη δοκιμασία ενός παρόμοιου εωσφορικού και

φρικαλέου ασrείου. Οι τρεις είχαν φρενιάξει μαζί του, γιατί ήταν

ένας θρασύδειλος τεμπελχανάς εκείνος πάλι διοχέτευε πάνω τους το

μίσος του για την όλη κατάσrαση· διψούσε να εκδικηθεί παραδειγμα­

τικά για την αποκρουστική τρικλοποδιά που είχαν βάλει στο δρόμο

του. Μια βάρκα στη μέση του ωκεανού προσφέρει τις καλύτερες προ­

ϋποθέσεις για να βγει στην επιφάνεια όλο το παράλογο, που εμφω­

λεύει πίσω από κάθε σκέψη, αίσθηση, συναίσθημα ή συγκίνηση. Το

γεγονός ότι δεν πιάστηκαν σrα χέρια θα πρέπει να αποδοθεί εξίσου

στην αξιοθρήνητη γελοιότητα που χαρακτήριζε αυτήν ειδικά τη θα­

λασσινή τραγωδία. Περιορίστηκαν σε απειλές, καλοστημένες ψευτο­

επιθέσεις, μια παρωδία απ' την αρχή ώς το τέλος, που οι σκοτεινές δυ­

νάμεις του πεπρωμένου εξυφαίνουν με ανείπωτη περιφρόνηση, γιατί

η πραγματική τους φρίκη σrο κατώφλι του θριάμβου κατασrρατηγεί­

ται πάντα απ' το ανυποχώρητο πείσμα των ανθρώπων. Περίμενα για

λίγο κι έπειτα ρώτησα: "Τι έγινε τελικά;" Άσκοπη ερώτηση. Δεν είχα την αφέλεια να ελπίζω στην παραμικρή νύξη ηθικής ανάτασης, δε θα

μού έκανε το χατίρι να κρύψει το αληθινό πρόσωπο της τρέλας, να

επισκιάσει τη φρίκη. "Τίποτα" είπε. "Εγώ ήθελα παστρικές δουλειές,

αλλά αυωί μείνuνε uτu λύγιu. η:πuτu".

»Και η ανατολή του ήλιου τον βρήκε στο σημείο ακριβώς που είχε πηδήξει, στην πλώρη της βάρκας. Ακάματη ετοιμότητα! Εκτός των

άλλων, είχε περάσει όλη τη νύχτα με το δοιάκι σφιγμένο στο χέρι του. Το πηδάλιο της βάρκας τούς είχε πέσει στη θάλασσα την ώρα που προσπαθούσαν να το μοντάρουν, όσο για το δοιάκι, κάποιος θα

Page 122: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 121

το κλότσησε απ' τη μέση καθώς έτρεχαν πέρα δώθε, πασχίζοντας με

κάθε τρόπο να ξαλαργάρουν στα γρήγορα απ' τα πλα·ίνά του καρα­

βιού. Ήταν ένα μακρουλό κομμάτι ξύλο, σκληρό και βαρύ, που προ­

φανώς το κρατούσε γερά ανά χείρας επί εξάωρον. Οποία απαρά­

μιλλη ετοιμότης! Φανταστείτε τον όρθιο κι αμίλητο μεσονυχτίς, με το

πρόσωπο κάτω απ' τις ριπές της βροχής, τα μάτια καρφωμένα σ'

εκείνες τις σκοτεινές φιγούρες μην του ξεφύγει ούτε η πιο ανεπαί­

σθητη κίνηση, και το αυτί τεντωμένο για να πιάσει τ'αανάρια, σιγα­

νά μουρμουρητά απ' την πρύμη . Ακατάβλητο θάρρος ή απλώς φό­

βος; Εσείς τι λέτε; Πάντως η καρτερία του θα πρέπει να θεωρηθεί

αναμφισβήτητη. Περίπου έξι ώρες σε επιφυλακή· έξι ώρες επαγρύ­πνηση κι ακινησία, ενώ η βάρκα aρμένιζε αργά αργά ή έστεκε ακί­

νητη σύμφωνα με τα καπρίτσια του ανέμου· ενώ η θάλασσα ησύχασε

κι αποκοιμήθηκε, και τα σύννεφα διάβαιναν πάνω απ' το κεφάλι

του. Το μουντό, κατασκότεινο αχανές του ουρανού περιορίστηκε τώ­

ρα κάτω από έναν βλοσυρό στιλπνό θόλο, που σπίθιζε με μια κάπως

πιο έντονη μαρμαρυγή, ξεθωριασμένος στην ανατολή και χλομός

στα μεσούρανα· τα σκοτεινά σχήματα που έκρυβαν τα χαμηλά αστέ­ρια στην πρύμη απόχτησαν περίγραμμα· γίνηκαν ώμοι, κεφάλια,

πρόσωπα, χαρακτηριστικά -που τον αντίκριζαν με μάτια αδειανά,

μαλλιά ανακατωμένα, κουρελιασμένα ρούχα, βλέφαρα κόκκινα που

τρεμόπαιζαν στο λευκό χάραμα. "Σαν να βολοδέρνανε μεθυσμένοι

στα λασπόνερα ολάκερη βδομάδα" περιέγραψε με γραφικότητα. Κι

ύστερα μουρμούρισε κάτι για την ανατολή που προμηνούσε μια

όμορφη μέρα. Ξέρετε τη μανία των ναυτικών να μιλάνε για τον και­

ρό με κάθε ευκαιρία. Όσο για μένα, ήταν αρκετά αυτά τα ψιθυριστά

μισόλογα για να μου παραστήσουν το κάτω κάρτα του ήλιου να ξε­

καθαρίζει τη γραμμή του ορίζοντα, και το σπασμό μιας πελώριας ζα­

ρωματιάς να διατρέχει τη θάλασσα σύγκορμη, θαρρείς και τα νερά

σπαρταρούσαν γεννοβολώντας τη φωτεινή σφαίρα, ενώ η στ_ερνή

πνο1Ί της αύρας ανάδευε στον αέρα ένα στεναγμό ανακούφισης.

«"Κάθονταν κι οι τρε ις στην πρύμη στριμωχτοί, με τον καπετά­

νιο στη μέση, και με κόφτανε λοξά σαν βρωμοκουκουβάγιες" τον

άκουσα να λέει, f-νώ το μίσος του μπόλιαζε αυτές τις συνηθισμένες

λέξεις με μια ουσία διαβρωτική, σαν σταλαγματιά φαρμάκι που πέφτει σ' ένα ποτήρι νερό · όμωs εμένα το μυαλό μου στριφογυρ­

νούσε ακόμα σ' εκείνη την ανατολή του ήλιου. Σκεφτόμουν αυτούς

Page 123: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

122 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝτ

τους τέσσερις ανθρώπους κάτω απ' το κρυσταλλένιο κενό τ' ουρα­

νού, αιχμάλωτους στην ερημιά της θάλασσας, ενώ ο μοναχικός

ήλιος aνηφόριζε, αδιάφορος για αυτές τις ζωντανές κουκκιδίτσες

από κάτω, στην καθαρή καμπύλη του στερεώματος, θαρρείς και

τον έκαιγε η λαχτάρα να καμαρώσει από ψηλά το μεγαλείο του

στο γυαλί του ωκεανού. "Με φώναζαν απ' την πρύμη" είπε ο τζιμ,

"σαν να 'χαμε γίνει ξαφνικά φιλαράκια. Τους άκουγα. Με παρα­

κάλαγαν να βάλω μυαλό και να πετάξω <<αυτό το παλούκι που βά­

σταγα». Γιατί τους φερόμουν έτσι; Σάμπως μ' είχανε πειράξει; Δε

μου 'χαν κάνει κανένα κακό ... Κανένα κακό!" »Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε, θαρρείς κι ο αέρας είχε

μπλοκαριστεί στα πνευμόνια του και δεν μπορούσε να βγει.

»"Κανένα κακό!" ξέσπασε στο τέλος. "Τ αφήνω στην κρίση σου.

Καταλαβαίνεις. Έτσι δεν είναι; Με νιώθεις -ε; Κανένα κακό! Ύψι­

στε Θεέ! Τι χειρότερο μπορούσαν να μου είχαν κάνει; Ναι. Το ξέρω

πάρα πολύ καλά -πήδηξα απ' το καράβι. Μάλιστα, πήδηξα! Το πα­

ραδέχομαι· αλλά σε βεβαιώ, δε θα βρισκόταν άνθρωπος να τους

αντισταθεί. Εκείνοι μ' ανάγκασαν, σαν να μ' είχαν μαγκώσει με το

γάντζο και με σύρανε κάτω. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Πρέ­

πει να το καταλάβεις. Έλα λοιπόν. Μίλα -έξω απ' τα δόντια".

»Τα μάτια του στυλώθηκαν στα δικά μου ανήσυχα, όλο ερωτη­

ματικά και παρακάλια, ικεσία και πρόκληση . Εκείνη την ώρα να

με σκότωνες, δε θα μπορούσα να κρατηθώ. "Ήταν σκληρή δοκι­

μασία" μουρμούρισα σιγανά. "Σκληρότερη απ' όσο μου άξιζε"

αντίσκοψε γοργά. "Δε μου δόθηκε καμιά ευκαιρία -με μια συμμο­

ρία σαν και δαύτους. Και τώρα μου το γυρίζανε στο φιλικό -ανά­

θεμα τη φιλία τους! Τακίμια, σου λέει, συναδελφάκια. Όλοι στο

ίδιο καζάνι βράζουμε. Να τη βγάλουμε καθαρή όσο γίνεται. Δεν

έτρεχε τίποτα. Όσο για τον Τζώρτζη, σπουδαία τα λάχανα. Είχε

γυρίσει στο γιατάκι του να πάρει κάτι την τελευταία στιγμή, και

την πάτησε. Ντιπ βλάκας ο τύπος. Κρίμα, βέβαια ... Τα μάτια τους με κοίταζαν, τα χείλια τους σάλευαν· μου κουνούσαν τα κεφάλια

απ' την άλλη άκρη της βάρκας -κι οι τρεις μου κάνανε νόημα

-εμένα . Και γιατί όχι; Σάμπως δεν είχα πηδήξει; Εγώ δεν έβγαζα

άχνα. Δε βρίσκονταν λόγια γι' αυτά που ήθελα να πω. Αν άνοιγα

το στόμα μου εκείνη τη στιγμή, θα ούρλιαζα σαν θηρίο. Αναρωτιό­

μουν πότε επιτέλους θα βγω απ' το λήθαργο που βρισκόμουν.

Page 124: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 123

Εκείνοι μου φώναζαν να πάω στην πρύμη για ν' ακούσω με την

ησυχία μου κάτι που ήθελε να πει ο καπετάνιος. Σίγουρα θα μας

περιμαζεύανε πριν πέσει η νύχτα -ήμαστε ακριβώς πάνω στη ρότα

του Σουέζ· είχε φανεί κιόλας καπνός από μαtστρο μεριά.

»"Ταράχτηκα πολύ μόλις είδα αυτή την αμυδρ11, αδιόρατη μουν­

τζουρίτσα, μια χαμηλή καφετιά ομίχλη ανάμεσα θάλασσα κι ου­

ρανό. Τους φώναξα ότι τους άκουγα μια χαρά κι από εκεί που κα­

θόμουν. Ο καπετάνιος άρχισε να βλαστημάει βραχνά σαν κουρού­

να. Δεν είχε σκοπό να ξελαρυγγιάζεται για χάρη μου. «Μπας και

φοβάσαι μη σ' ακούσουν στη στεριά;>> τον ρώτησα. Με στραβοκοί­

ταξε σαν να 'θελε να με κάνει χίλια κομμάτια. Ο πρώτος τον ορμή­

νευε να με πάρει με το καλό. Είπε ότι τάχα δεν έστεκα και πολύ

στα καλά μου ακόμη. Ο άλλος σηκώθηκε στην πρύμη, μια χοντρο­

καμωμένη όρθια μάζα από κρέατα -και μίλαγε -μίλαγε ... " »0 τζιμ απόμεινε σκεφτικός. "Λοιπόν;" είπα. "Και τι μ' έκοφτε

εμένα τι λογής παραμύθι είχαν συμφωνήσει να ξεφουρνίσουν;" φώ­

ναξε με περιφρόνηση. "Δεν πά' να λέγανε ό,τι τους κατέβει. Δική

τους δουλειά. Εγώ την αλήθεια την ήξερα. Ακόμη κι αν ρίχνανε στά­

χτη στα μάτια του κόσμου, για μένα δεν άλλαζε τίποτα. Τον άφησα να

λέει και να ξελέει του κάκου. Έκοβε κι έραβε χωρίς σταματημό.

Ξαφνικά, ένιωσά τα γόνατά μου να λυγίζουν. Μου 'ρθε λιποθυμιά,

ήμουν τρομερά κουρασμένος -κουρασμένος του θανατά. Το δοιάκι

μού 'πεσε απ' το χέρι, τους γύρισα την πλάτη μου κι έκατσα στο του­

ράκι της πλώρης. Ν ισάφι πια. Με ρωτούσαν αν κατάλαβα καλά -αυ­

τή δεν ήταν η αλήθεια, λέξη προς λέξη; Ναι, ήταν αλήθεια, πέρα για

πέρα! Η δικιά τους αλήθεια. Δε γύρισα το κεφάλι μου. Τους άκουγα

να λένε διάφορα κουραφέξαλα. «Αυτός ο μουρόχαυλος δεν πρόκει­

ται ν' ανοίξει το στόμα του». «Μωρέ μπήκε μια χαρά στο νόημα» .

«Άσ' τονα, θα συνέρθει». «Ε, και τι άλλο μπορεί να κάνει;» Αλήθεια,

τι μπορούσα να κάνω; Δεν είπαμε; Βράζαμε όλοι στο ίδιο καζάνι

-στην ίδια βάρκα μάλλον. Προσπάθησα να μην ακούω. Ο καπνός κα­

τά το βοριά είχε εξαφανιστεί. Έπεσε μια κάλμα θανατερή. Ήπιαν

μια γουλιά απ' το παγούρι· ήπια κι εγώ. Ύστερα καταπιάστηκαν με το δύσκολο έργο να aπλώσουν το πανί της βάρκας πάνω απ' την κου­

παστή. Θα 'χα την καλοσύνη να έχω το νου μου; Χώθηκαν κάτω απ'

το πανί, δεν τους έβλεπα πια, δόξα τω Θεώ. Ένιωθα κουρασμένος,

κουρασμένος, aποκαμωμένος, σαν να μην είχα κοιμηθεί ούτε μια

Page 125: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

124 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ώρα απ' τη μέρα που γεννήθηκα. Στο θάμπος του ήλιου, τα μάτια μου

δεν ξεχώριζαν το νερό. Πού και πού, κάποιος ξετρύπωνε έξω, έριχνε

μια ματιά γύρω γύρω και ξαναχωνόταν μέσα. Κάτω απ' το πανί ακού­

γονταν κοφτά ροχαλητά. Τα κατάφεραν και κοιμήθηκαν! Έστω κι ο

ένας τους. Εγώ δεν μπορούσα! Όλα φως, φως, κι η βάρκα έμοιαζε να

βυθίζεται μέσα του. Έρχονταν στιγμές που δε χώραγε στο μυαλό μου

ότι ήμουν εγώ που καθόμουν σ' έναν πάγκο ... " »Άρχισε να πηγαινοέρχεται με καλοζυγιασμένα βήματα πέρα

δώθε μπρος απ' την πολυθρόνα μου, με το ένα του χέρι στην τσέπη

του παντελονιού, το κεφάλι σκυφτό και συλλογισμένο, ενώ κατά

διαστήματα σήκωνε το δεξί του χέρι, σαν να 'θελε να διώξει απ' τη

μέση έναν αόρατο παρείσακτο μουσαφίρη.

»"Τώρα εσύ θα νομίζεις σίγουρα ότι μου 'χε στρίψει" ξανάρχι­

σε σε διαφορετικό τόνο. "Και θα 'χεις απόλυτο δίκιο, αν λογαριά­

σεις μάλιστα ότι είχα χάσει και την τραγιάσκα μου. Ο ήλιος σερ­

νόταν στον ουρανό απ' την ανατολή ώς τη δύση πάνω απ' το κεφά­

λι μου, αλλά εκείνη τη μέρα τίποτα δεν μπορούσε να με βλάψει.

Δεν είχε τη δύναμη ο ήλιος να με τρελάνει ... " Το δεξί του χέρι πα­ραμέριασε την ιδέα της τρέλας ... "Ούτε και να με σκοτώσει ... " Ξα­

νά το χέρι του απέρριψε μια σκιά .. . "Σε κάτι τέτοιο, τον πρώτο λό­

γο θα τον είχα εγώ".

»"Το πιστεύεις αυτό;" είπα, aποσβολωμένος απ' αυτή την και­

νούργια τροπή. Τον κοίταζα με την ίδια αίσθηση που θα δοκίμαζα,

αν στριφογυρνούσε ξαφνικά και μου παρουσιαζόταν μ' ένα εντε­

λώς αγνώριστο πρόσωπο.

»"Δεν έπαθα ηλίαση, κι ούτε τα τίναξα" συνέχισε. "Δε με σκότιζε

καθόλου ο ήλιος που έκαιγε πάνω απ' το κεφάλι μου. Σκεφτόμουν

τόσο ψύχραιμα, όπως οποιοσδήποτε άνθρωπος που κάθεται και

συλλογιέται σ' ένα σκιερό μέρος. Ο καπετάνιος, εκείνο το λιγδιάρι­

κο κτήνος, έβγαλε την αποκουρεμένη του κεφάλα απ' το καραβόπα­

νο και ζάρωσε τα ψαρίσια μάτια του προς τα μένα. «Donnerwetterf' Θα ψοφήσεις» γρύλισε, και ξαναχώθηκε μέσα σαν χελώνα στο κα­

βούκι της. Τον είδα. Τον άκουσα. Δε με διέκοψε πάντως. Ακριβώς

αυτό σκεφτόμουν κι εγώ εκείνη τη στιγμή: ότι δε θα πέθαινα".

»Προσπάθησε να βολιδοσκοπήσει τις σκέψεις μου, ρίχνοντάς

21 Σκατόκαιρος.

Page 126: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 125

μου μια φευγαλέα εξεταστική ματιά. "Θες να πεις πως σκεφτό­

σουν αν θα σκοτωθείς ή όχι; " τον ρώτησα όσο πιο ανέκφραστα

μπορούσα. Έγνεψε καταφατικά χωρίς να σταματήσει. "Ναι, σ'

αυτό είχα καταλήξει καθώς καθόμουν εκεί μονάχος" είπε . Προ­

χώρησε λίγα βήματα, ώς το τέρμα της νοερής του περιπολίας, κι

όταν γύρισε πάλι απότομα προς τα πίσω, είχε και τα δυο χέρια βα­

θιά χωμένα στις τσέπες . Σταμάτησε μπροστά στην πολυθρόνα μου

και χαμήλωσε τα μάτια. "Δεν το πιστεύε ις;" ρώτησε με έντονη πε­

ριέργεια. Ένιωσα την ανάγκη να του δηλώσω επισήμως ότι ήμουν

ανεπιφύλακτα διατεθε ιμένος να πιστέψω οτιδήποτε έκρινε άξιο

λόγου να μου ανακοινώσει».

-------

Page 127: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

11

«Μ' άκουσε ώς το τέλος, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, προσφέ­

ροντάς μου άλλη μια φευγαλέα του εικόνα μέσα από μια σχισμή

στην ομίχλη που τύλιγε τις κινήσεις και την ύπαρξή του. Το μόνο

φως για να τον βλέπω, ήταν το κεράκι με τις ακανόνιστες σπίθες

του μέσα στο στρογγυλό λαμπογυάλι· πίσω απ' την πλάτη του

απλωνόταν η σκοτεινή νύχτα με τα καθαρά της αστέρια, που η από­

μακρη μαρμαρυγή τους στρωμένη πάνω σε αλλεπάλληλες επιφά­

νειες παράσερνε το μάτι στα βάθη ενός ολοένα και πιο πυκνού

σκοταδιού· κι όμως, για μια στιγμή μού φάνηκε πως το αγορίστικο

κεφάλι του λούστηκε από μια μυστήρια λάμψη, θαρρείς από το

φέγγος της νιότης μέσα του· αμέσως ύστερα έσβησε. "Είσαι πολύ

καλός που κάθεσαι και μ' ακούς" είπε. "Μου κάνει καλό. Δεν μπο­

ρείς να φανταστείς τι σημαίνει αυτό για μένα. Δεν μπορείς ... " έχα­

σε τα λόγια του. Ναι, μια εικόνα φευγαλέα, μα ξεκάθαρη. Ένα απ'

αυτά τα παιδιά που χαίρεσαι να τα βλέπεις γύρω σου· που μ' ευχα­

ρίστηση φαντάζεσαι ότι στα νιάτα σου τους έμοιαζες η παρουσία τους ζωντανεύει τα όνειρα που θεωρούμε πια κρύα, σβησμένα, που

σαν να αναζωπυρc6νονται απ' το πλησίασμα μιας άλλης παρόμοΊας φλόγας, πεταρίζουν πάλι βαθιά κάπου μέσα μας, με μια τρεμουλια­

στ~ αναλαμπ11 .. . μια ζεστασιά! Ναι, είδα το αληθινό του πρόσωπο για λίγο ... και δεν ήταν η μοναδική φορά ... "Δεν ξέρεις τι σημαίνει, για έναν άνθρωπο στη δικιά μου κατάσταση, να λέει κάτι και να

τον πιστεύουν -ν' ανοίξει την καρδιά του σ' έναν μεγαλύτερο. Εί­

ναι τόσο δύσκολο -τόσο άδικο ... ασύλληπτο, αδιανόητο!" »Τα πέπλα της ομίχλης κλείσανε ξανά. Δεν ξέρω ποσό γέρος

φαινόμουν στα μάτια του -και πόσο σοφός. Η καρδούλα μου μόνο

το 'ξερε πόσο γερασμένος ένιωθα εκείνη τη στιγμή· πόσο φορτω­μένος με περιττή σοφία. Σίγουρα δεν υπάρχει άλλη δουλειά εκτός

απ' τη θαλασσιν11, που να κάνει τις καρδιές των απόμαχων, έτσι-

Page 128: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 127

μες πια για φούντο ή για άραγμα στα ρηχά, να νιώθουν τόση στορ­

γή για τους πρωτοτάξιδους νεαρούς, καθώς τους βλέπουν να ατε­

νίζουν με μάτια φωτεινά την αχανή αστραφτερή επιφάνεια, δηλα­

δή το ανταύγασμα της δικής τους φλογερής ματιάς. Αυτή η αόρι­

στη παρόρμηση που έχει οδηγήσει τον καθένα από μας στη θά­

λασσα, η ακαθόριστη μέθη, η δίψα για περιπέτεια, είναι τόσο συ­

ναρπαστική, ώστε δε χρειάζεται καμιά άλλη ανταμοιβή. Όσο για

το τι βγαίνει στο τέλος -καλύτερα να μη μιλάμε γι' αυτό · ωστόσο,

ποιος από μας θα μπορούσε να συγκρατήσει εδώ ένα χαμόγελο;

Δε βρίσκεται άλλος τρόπος ζωής, που να κυριαρχεί τόσο πολύ η

ψευδαίσθηση και τόσο λίγο η πραγματικότητα -το ξεκίνημα είναι

ολόκληρο μια ψευδαίσθηση -η aποκαρδίωση ακολουθεί σχεδόν

αμέσως μετά -και η υποδούλωση στο τέλος, άνευ όρων. Αρχίζου­

με όλοι μας με την ίδια λαχτάρα και τελειώνουμε με την ίδια επί­

γνωση, κι όταν μας τυραννάν ε τα μαύρα τα δαιμονικά, κουβαλάμε

πάντα μέσα μας την ίδια ανάμνηση μιας μαγείας αγαπημένης. Κα­

θόλου παράξενο λοιπόν, όταν κάποιος απ' τους μικρούς φάει τέ­

τοιο στραπάτσο, αυτός ο δεσμός της αλληλεγγύης μεταξύ μας ν'

aποδείχνεται πολύ γερός εξόν απ' τη συνηθ ισμένη αδερφοσύνη

στο σινάφι, υπάρχει κι ένα αίσθημα βαθύτερο -το αίσθημα που

δένει έναν άντρα μ' ένα παιδί. Στεκόταν εκεί μπροστά μου, με την

ελπίδα ότι η σοφία των γηρατειών μπορεί να βρει μια παρηγοριά

για τον πόνο που προξενεί η αλήθεια· ξεδίπλωνε μπρος στα μάτια

μου όλο του το είναι, ένα παλικαράκι μπλεγμένο στου διαόλου τα

γρανάζια, σ' ένα χάλι που μπροστά του οι σοφοί ψαρομάλληδες

κουνάνε τάχα σοβαρά το κεφάλι, κι από πίσω κρύβονται να μη χα­

μογελάσουν. Και έβαλε με το νου του να σκοτωθεί --ο κακομοίρης.

Και το σκεφτόταν αυτό, επειδή πίστευε ότι γλίτωσε μόνο τη ζωή

του , ενώ όλα του τα σαγηνευτικά όνειρα είχαν βουλιάξει μαζί με

το καράβι μες στη νύχτα. Τι πιο φυσικό! Κι όλη η κατάσταση ήταν

βέβαια ιλαροτραγωδία, έτσι που γύρευε τη συμπόνια μου παρα­

καλεστά . Σάμπως ήμουν εγώ σε τίποτα καλύτερος απ' τους άλλους

για να του αρνηθώ αυτή τη χάρη; Ενώ ακόμα τον κοιτούσα, τα σύννεφα της ομίχλης κύλησαν, έκλεισαν εκείνη τη χrιρrιματιά, κι

ωιούστηχs; η φωνή του:

,,"Τα 'χα τόσα χι--.ψ.έvcι, κcιταλαj3αίvειs. Ήταν α;π;' τα nράγματα

που δeν πeριμtνtις. Δc:v ήταν όπως σ' έναν καβγά, ας πούμε".

Page 129: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

128 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

»"Ναι, δεν ήταν έτσι" συμφώνησα. Φάνηκε αλλαγμένος, σαν να

'χε ωριμάσει μέσα σε μια στιγμή.

»"Δεν μπορούσα να 'μαι σίγουρος για τίποτα" μουρμούρισε.

>>''Ε, βέβαια, πώς να 'σαι σίγουρος!" είπα, κι ένιωσα ανακούφι­

ση απ' τον ήχο ενός αμυδρού στεναγμού, που πέρασε ανάμεσά

μας σαν πουλί και πέταξε μες στη νύχτα .

>>"Ναι, δεν ήμουν" είπε θαρραλέα. "Ήταν κάπως σαν εκείνη

την αξιοθρήνητη ιστορία του καπετάνιου . Δεν ήταν ψέμα -αλλά

ούτε κι αλήθεια. Ήτανε κάπως .. . Το ανοιχτό ψέμα φαίνεται εύκο­λα. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέ­

μα δε χώραγε στο πάχος ούτε ψιλόχαρτο για να τα ξεχωρίσεις".

»"Πόσο πάχος σού χρειαζόταν;" ρώτησα· νομίζω όμως ότι μίλη­σα τόσο σιγανά, που δεν το έπιασε. Σύμφωνα με το σκεπτικό του,

θα νόμιζε κανείς πως η ζωή είναι ένα πλέγμα από εντελώς ξεχωρι­

στά μονοπάτια με βαθύτατα χάσματα ανάμεσά τους. Τα λόγια του

ηχούσαν απολύτως λογικά.

>>"Ας υποθέσουμε ότι δεν είχα ... θέλω να πω, ας υποθέσουμε ότι

είχα μείνει στο καράβι. Ωραία. Για πόση ώρα ακόμη; Πες ένα λε­

πτό -μισό. Γιά σκέψου το . Σε τριάντα δευτερόλεπτα, όπως φαινό­

ταν τότε σίγουρο, θα είχα πέσει στη θάλασσα· και το σίγουρο εί­

ναι ότι θα άρπαζα το πρώτο πράγμα που θα 'βρισκα μπροστά μου

-κουπί, σωσίβιο, συντρίμμι -οτιδήποτε. Κι εσύ άμα ήσουν, το ίδιο

δε θα 'κανες;"

>>"Και θα γλίτωνες" τον αντίσκοψα.

»"Πάντως θα το 'θελα" απάντησε, "ενώ το άλλο ήταν έξω απ' τη

θέλησή μου, όταν ... " ανατρίχιασε σαν να 'πρεπε να καταπιεί ένα φάρμακο που του 'φερνε αναγούλα ... "πήδηξα" ξεστόμισε σε μια ύστατη προσπάθεια, που η αγωνία της θαρρείς και μεταδόθηκε

σαν κύμα στον αέρα και με ταρακούνησε εκεί που καθόμουν στην

καρέκλα. Χαμήλωσε απε ιλητικά τα μάτια του πάνω μου. "Δε με

πιστεύεις;" φώναξε. "τ' ορκίζομαι! ... Στο διάολο! Μ' έφερες εδώ να μιλήσω, και ... Πρέπει να με πιστέψεις! ... Μου 'πες ότι θα με πι­

στέψεις ... " "Και βέβαια σε πιστεύω" διαμαρτυρήθηκα έντονα για να τον καθησυχάσω. "Συγνώμη" είπε. "Δε θα σ' τα 'λεγα βέβαια

6λ' αυτά, αν δεν πίστευα πως είσαι κύοιος. Μποοώ να κάνω αυτή τη διάκριση ... γιατί είμαι -είμαι κι εγώ -κύριος ... " "Μα, φυσικά" βιάστηκα να συμφωνήσω. Με κοίταξε κατάματα κι ύστερα απο-

Page 130: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 129

τράβηξε αργά το βλέμμα του . "Πρέπει να καταλαβαίνεις τώρα

γιατί μετά απ' όλα αυτά δε ... δε θέλησα να ξεφύγω έτσι, με πλάγιο τρόπο. Δεν ήθελα να δείξω λιποψυχιά γι' αυτό που είχα κάνει.

Έτσι κι αλλιώς, και στο πλοίο να 'χα μείνει, θα 'κανα ό,τι μπορού­

σα για να σωθώ. Ένα σωρό ναυαγοί έχουν βαστάξει ώρες ολό­

κληρες -μέσα στα πέλαγα- σάματις θα 'πρεπε να ντρέπονται που

σωθήκανε στο τέλος; Και μη νομίζεις πως δε θ' άντεχα καλύτερα

απ' τον καθένα. Έχω καρδιά σίδερο εγώ" . Έβγαλε το δεξί του χέ­

ρι απ' την τσέπη, και η γροθ ιά που έδωσε στο στήθος του aντήχησε

σαν υπόκωφη έκρηξη μέσα στη νύχτα.

»"Ναι" είπα. Απόμεινε σκεφτικός, με τα πόδια λίγο ανοιχτά και

το πηγούνι σφιγμένο προς τα μέσα. "Ούτε μια τρίχα" μουρμούρι­

σε. "Ούτε μια τρίχα απόσταση να μη χωρίζει την αλήθεια απ' το

ψέμα. Τη στιγμή που ... " »"Όπως και να το κάνουμε, είναι κομματάκι ζόρικο να ξεδια­

λέγεις τρίχες μες στα μαύρα μεσάνυχτα" έκανα εγώ, πιθανόν με

κάποια μοχθηρία. Καταλαβαίνετε τώρα τι εννοώ με τη συναδελφι­

κή αλληλεγγύη του επαγγέλματος; Είχα νευριάσει μαζί του σαν να

μου στερούσε εμένα -εμένα προσωπικά!- μια θαυμάσια ευκαιρία

να κρατήσω ζωντανή τηv ψευδαίσθηση των πρώτων μου χρόνων, σαν να 'χε ξεγυμνώσει το κοινό όραμα της ζωής μας απ' την τελευ­

ταία μαγική του αναλαμπή. "Κι έτσι προτίμησες να καθαρίσεις

-μια κι έξω".

»"Πήδηξα" με διόρθωσε κοφτά. "Απλώς έδωσα έναν πήδο -μην

το ξεχνάς!" επανέλαβε, κι εγώ άρχισα πάλι να αναρωτιέμαι για τις

προθέσεις του, τις ολοφάνερες και συνάμα σκοτεινές. "Εντάξει

λοιπόν! Μπορεί να στραβώθηκα εκείνη την ώρα. Όμως ύστερα, σ'

εκείνη τη βάρκα είχα όλο το χρόνο μπροστά μου, κι από φως, δόξα

τω Θεώ. Και· το μυαλό μου ήταν λαμπίκο. Κανείς δε θα το μάθαινε

βέβαια, αλλά αυτό δε μου έκανε καθόλου πιο εύκολη την κατάστα­

ση. Είναι κι αυτό αλήθεια, και πρέπει να το πιστέψεις. Τι κάθισα

και τα είπα όλ' αυτά ... Όχι ... Ναι .. . Δε θα πω ψέματα .. . Εγώ το θέ­

λησα: το είχα ανάγκη -ορίστε. Μη νομίζεις ότι εσύ ή οποιοσδήποτε

άλλος θα μπορούσε να με κάνει να μιλήσω, αν εγώ δεν ... όχι, δε φο­βάμαι να μιλήσω . Ούτε και τότε φοβόμουν να σκεφτώ. Ήθελα να βλέπω τα πράματα όπως είναι. Δε eα 'θελα να τα κουκουλώσω.

Στην αρχή -τη νύχτα, αν δεν aρπαζόμουν μ' εκείνα τα καθάρματα

Page 131: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

130 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

στη βάρκα, μπορεί ... Όχι! Μα το Θεό! Όχι! Τέτοια ικανοποίηση δε θα τους την έδινα ποτέ. Αρκετά μου είχαν κάνει κιόλας. Σκαρώ­

σανε το παραμύθι, κι απ' όσο ξέρω, το πίστευαν κιόλας. Εγώ όμως

ήξερα την αλήθεια και θα την πάλευα -μόνος, με τον εαυτό μου. Δε

σκόπευα να παραδοθώ χωρίς αντίσταση σ' αυτή την τερατώδη αδι­

κία. Και στο κάτω κάτω, τι θα απόδειχνα με την αυτοκτονία; Ξε­

κομμένος απ' όλους και όλα. Για να σου πω την αλήθεια, τη ζωή

μου την αηδίαζα· αλλά και ποιο θα 'ταν το όφελος αν την είχα κο­

πανήσει -έτσι πλάγια. Δεν ήταν αυτό το σωστό. Πιστεύω ότι μ' αυ­

τό τον τρόπο -μ' αυτό τον τρόπο δε θα τέλειωνε -τίποτα".

»Όση ώρα μιλούσε, περπάταγε πάνω κάτω, αλλά με την τελευ­

ταία αυτή λέξη ζύγωσε κοντά μου .

»"Εσύ τι πιστεύεις;" ρώτησε βίαια. Μεσολάβησε μια παύση,

και ξαφνικά ένιωσα να με καταβάλλει μια βαθιά κι ανέλπιδη κού­

ραση, θαρρείς κι η φωνή του με είχε αποσπάσει βάναυσα απ' την

εφιαλτική μου περιπλάνηση σ' ερημικά διαστήματα, που η aχανής

έκτασή τους μου ταλάνιζε την ψυχή και μου εξαντλούσε το σώμα.

»" ... δε θα τέλειωνε τίποτα" μουρμούρισε από πάνω μου με πεί­

σμα ύστερα από λίγο. "Όχι! Το σωστό ήταν να το παλέψω μόνος

-να περιμένω μια καινούργια ευκαιρία -να βρω ... "»

Page 132: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

12 <<Παντού τριγύρω, όσο έπιανε τ' αυτί μου, βασίλευε ησυχία. Η

αχλή των αισθημάτων του γυρόφερνε ακατάστατα ανάμεσά μας

σαν να την ανακάτωνε η πάλη που έκανε, και κάτω απ' το επίμονο

βλέμμα μου, ο Τζιμ εμφανιζόταν μέσα απ' τις σχισμές του άυλου

πέπλου εντελώς συγκεκριμένος στο σχήμα και μεστός από μια

ακαθόριστη γοητεία, σαν συμβολική φιγούρα σε πίνακα ζωγραφι­

κής. Το τσουχτερό αγιάζι της νύχτας έμοιαζε να βαραίνει πάνω

στο κορμί μου λες κι ήταν μαρμαρένια πλάκα.

»"Καταλαβαίνω" μουρμούρισα, όχι για κανέναν άλλο λόγο, πα­

ρά για ν' αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να ξεφύγω απ' τη

νάρκη που με είχε κυριέψει.

»"Λίγο προτού πέσει ο ήλιος, μας περιμάζεψε το Άβοντεηλ"

πρόσθεσε συνοφρυωμένος. "Είχε βάλει πλώρη ίσια καταπάνω

μας. Εμείς απλώς καθόμασταν και περιμέναμε".

»'Υ στερα από μια μεγάλη παύση συνέχισε: "Τους ξεφουρνίσανε

το παραμύθι". Ακολούθησε πάλι βαριά σιωπή . "Τότε μονάχα συνει­

δητοποίησα καλά την απόφαση που είχα πάρει" συμπλήρωσε.

»"Εσύ δεν είπες τίποτα;" ψιθύρισα.

»"Τι να 'λεγα;" ρώτησε με την ίδια σιγανή φωνή ... "Ένα μικρό τράκο. Το καράβι κώλωσε . Εξακρίβωση για την αβαρία. Μέτρα

για να κατέβουν οι βάρκες χωρίς να δημιουργηθεί πανικός. Με το

που ρίξαμε την πρώτη βάρκα, το καράβι μπατάρισε από ένα μπου­

ρίνι. Βούλιαξε σαν μολύβι ... Τι πιο ξεκάθαρο;" ... έσκυψε το κεφά­λι, "και πιο φριχτό;" Καθώς στύλωσε τα μάτια του στα δικά μου, τα

χείλια του τρέμανε. "Κι εγώ είχα πηδήξει -έτσι δεν είναι;" ρώτησε

κατατσακισμένος. "Μ' αυτό είχα να τα βγάλω πέρα. Η ιστορία δεν

έπαιζε κανένα ρόλο .. . " ;Επλεξε για μια στιγμή τα δάχτυλά του, κι έριξε μια ματιά δεξιά κι έπειτα αριστερά μες στο σκοτάδι. "Ήταν

σαν να κορόιδευα τους πεθαμένους" ψέλλισε.

Page 133: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

132 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

»"Μόνο που δεν πέθανε κανένας" είπα.

»Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω, αλλά μόλις άκουσε αυτά τα λό­

για, πήρε δρόμο. Την άλλη στιγμή έβλεπα κιόλας την πλάτη του

κοντά στα κάγκελα του μπαλκονιού. Στάθηκε για κάμποσο εκεί,

σαν να αποθαύμαζε την καθαρότητα και τη γαλήνη της νύχτας. Τα

ανθισμένα δεντράκια του κήπου από κάτω σκόρπιζαν το δυνατό τους άρωμα στο νοτισμένο αέρα. Ξαναγύρισε με βιαστικές δρα­

σκελιές.

»''Ούτε αυτό παίζει κανένα ρόλο" είπε με όλο του το πείσμα.

»"Μπορεί να 'ναι κι έτσι". Άρχισα να 'χω την αίσθηση ότι δεν

μπορώ να τον καταλάβω. Τι ήξερα γι' αυτόν στο κάτω κάτω;

»"Πεθαμένοι ή όχι, το θέμα είναι πως δεν είχα το δικαίωμα να

την κοπανήσω απ' το δικαστ1Ίριο" είπε. "Έπρεπε να μείνω ζωντα­

νός και να πληρώσω· ή μήπως δεν είναι έτσι;"

»"Ναι, εντάξει -αν το πάρεις έτσι" μουρμούρισα εγώ.

»"Χάρηκα, βέβαια" πέταξε αδιάφορα, ενώ το μυαλό του τρι­

γυρνούσε σε κάτι άλλο. 'Ή ντροπή" είπε αργά και σήκωσε το χέρι

του . "Ξέρεις ποια ήταν η πρώτη μου σκέψη μόλις έμαθα τι είχε γί­

νει; Ξαλάφρωσα. Ένιωσα να μου φεύγει ένα βάρος όταν έμαθα

ότι εκείνες οι φωνές -αλ1iθεια, σ' το 'πα ότι είχα ακούσει φωνές;

Δε σ' το 'πα. Ναι, είχα ακούσει φωνές να ζητάνε βοήθεια ... τις έφερνε ο αέρας μες στ' ανεμοβρόχι. Η φαντασία μου ίσως. Όμως

πολύ περίεργο ... Βλακείες ... Οι άλλοι δεν είχαν ακούσει τίποτα. Τους ρώτησα μετά. Όλοι απάντησαν όχι. Όχι; Εγώ όμως τις άκου­

γα στ' αυτιά μου και πολύ αργότερα. Θα μπορούσα βέβαια να ρω­

τήσω και να μάθω -αλλά το μυαλό μου δε δούλευε -μονάχα τ' αυ­

τιά. Κάτι πολύ απόμακρε ς φωνούλες -κάθε μέρα . Ύστερα ήρθε

και μου μίλησε εκείνος ο κοντούλης ο μιγάς. «Το Πάτνα ... μια κα­

νονιέρα φραντσέζικη .. . το ρυμούλκησε ώς το Άντεν ... Έρευνα ... Λιμεναρχείο ... ο Οίκος του Ναύτη ... φα"C και ύπνος ταχτοποιημέ­

να>>. Στο μεταξύ, εγώ περπατούσα μαζί του και χαιρόμουν επιτέ­

λους τη σιωπή . Ώστε δεν ακούστηκε καμιά φωνή εκεί πέρα. Φα­

ντασίωση. Ήμουν αναγκασμένος να τον πιστέψω. Ευτυχώς δεν

άκουγα πια καμιά φωνή. Άραγε πόσο καιρό ακόμη θα είχα αντέ­

ξει; Κι είχαν αρχίσει νιχ χειροτερεύουν ... Θέλω να πω -να γίνο­νται πιο δυνατές".

»'Επεσε σε συλλογ1i.

Page 134: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 133

»"Το λοιπόν, ήταν της φαντασίας μου! Πάει καλά -ας είναι.

Αλλά τα φώτα! Τα φώτα βούλιαξαν! Δεν τα ξανάδαμε. Εξαφανί­

στηκαν. Αν τα 'βλεπα, θα 'χα γυρίσει πίσω κολυμπώντας -θα 'χα

γυρίσει και θα τους φώναζα από κάτω -θα τους παρακάλαγα να με

ανεβάσουν στο καράβι .. . Αυτό θα 'ταν τουλάχιστον κάτι, μια ευκαι­

ρία ... Δε με πιστεύεις ... και πώς μπορείς να ξέρεις τι ένιωθα; ... με τι δικαίωμα αμφιβάλλεις ... λίγο έλειψε να το κάνω κι αυτό -το κατα­λαβαίνεις;" Η φωνή του χαμ1Ίλωσε. "Δε φαινόταν ούτε μια σπίθα

-ούτε μια σπίθα" παραπονέθηκε μελαγχολικά. ''Αν έβλεπα έστω

και το παραμικρό, δε θα με είχες τώρα εδώ πέρα, κατάλαβες; Αλλά

νά που με βλέπεις εδώ χάμω -και γι' αυτό αμφιβάλλεις".

»Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Σήκωνε πολλή κουβέντα

αυτό το ζήτημα για τα φώτα, που και καλά πάψανε να τα βλέπουν,

τη στιγμή που η βάρκα δεν είχε ξεμακρύνει απ' το καράβι παρα­

πάνω από ένα κάτρο μίλι. Ο Ί'ζιμ επέμενε ότι ύστερα απ' την πρώ­

τη νεροποντή δε φαινόταν πια τίποτα· και οι άλλοι το είχαν επιβε­

βαιώσει στους αξιωματικούς του Άβοντεηλ. Όσοι τ' άκουγαν βέ­

βαια, κούναγαν τα κεφάλια τους χαμογελώντας. Ένας γερο-κα­

πετάνιος που καθόταν δίπλα μου στο δικαστήριο μού γαργάλισε

το αυτί με την άσπρη του γενειάδα, καθώς έσκυψε για να μου ψι­

θυρίσει, "ψευταράδες". Στην πραγματικότητα, κανένας δεν έλεγε

ψέματα· ακόμα κι ο πρώτος, με την ιστορία του για το φως στη με­

τζάνα που βούλιαξε σαν σπιρτόξυλο, δεν έλεγε ψέματα. Συνειδη­

τά τουλάχιστον . Ένας τύπος σαν ετούτον θα μπορούσε κάλλιστα να νομίζει πως είδε με την άκρια του ματιού του μια σπίθα να πέ­

φτει καθώς έριχνε μια βιαστική ματιά πάνω απ' τον ώμο του . Δεν

είδαν φως πουθενά., παρόλο που βρίσκονταν σε πολύ κοντινή από­

σταση, κι έτσι, δεν μπορούσαν να δώσουν παρά μονάχα μία εξή­

γηση: το πλοίο είχε βουλιά.ξει. Ήταν ολοφά.νερο και τους βόλευε.

Το γεγονός που είχαν προβλέψει, ήρθε τόσο γρήγορα, που δικαί­

ωνε πέρα για πέρα τη βιασύνη τους. Δεν είναι καθόλου παράξενο

που δεν πολυψά.ξανε για άλλη εξήγηση. Κι όμως, η αλήθε ια ήταν

πολύ απλ1Ί, κι αμέσως μόλις την ανάφερε υποθετικά ο Μπράιερλυ,

το δικαστ1ΊQιο έπαψε να ασχολείται μ' αυτό το ζήτημα. Αν θυμά­

στε καλά, το καράβι είχε σταματήσει με την πλώρη πάνω στη ρότα

που τράβαγε εκείνη τη νύχτα, την πρύμη τουμπαρισμένη ψηλά και

τις μάσκΕς μέσα στο νερό, αφού είχαν πλημμυρίσει τα μπροστινά.

Page 135: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

134 ΤΖΟΖΕΦ ΚΌΝΡΑΝΤ

χωρίσματα. Έτσι που είχε παλαντζάρει λοιπόν, μόλις το βρήκε λι­

γάκι το μπουρίνι στις μπάντες, γύρισε με την πλώρη σοβράνο σαν

να 'ταν αραξοβολημένο. Μ' αυτή τη μετατόπιση, όλα του τα φώτα

μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έπαψαν να φαίνονται απ' τη βάρκα

που βρισκόταν από σταβέντο . Αν είχαν παραμείνει ορατά, μπορεί

να τους επηρέαζαν με μια βουβή επίκληση -οι αμυδρές αναλαμπές

τους τυλιγμένες στη σκοτεινιά της ομίχλης, σαν ανθρώπινο βλέμμα

που έχει τη μυστήρια δύναμη να ξυπνάει αισθήματα μεταμέλειας

και οίκτου. Θα 'λεγαν: "Εδώ είμαι -ακόμα εδώ" ... ακριβώς όπως μιλούν τα μάτια και του πιο aξιολύπητου διακονιάρη. Εκείνο όμως

τους γύρισε τη ράχη σαν να περιφρονούσε εντελώς την τύχη τους:

είχε aποστρέψει το βλέμμα του, βαρυφορτωμένο, για να aτενίσει

κατάματα με πείσμα το καινούργιο ρίσκο της aνοιχτής θάλασσας,

απ' όπου του ήταν γραφτό να γλιτώσει για να τελειώσει τις μέρες

του σ' έναν ταρσανά, πέφτοντας άδοξα κάτω απ' τα χτυπήματα

των σφυριών. Δεν είμαι σε θέση να προβλέψω ποιο τέλος προόρι­

ζε η μοίρα για τον καθένα προσκυνητή χωριστά· πάντως στο άμε­

σο μέλλον, γύρω στις εννιά το επόμενο πρωί, τους πρόσφερε μια

γαλλική κανονιοφόρο που επέστρεφε στην πατρίδα απ' τα Ρηγιού­

νιον Άιλαντς.22 Η αναφορά του κυβερνήτη της πήρε διαστάσεις δη­

μοσίου ζητήματος. Έκανε μια μικρή παρέκκλιση για να διαπιστώ­

σει τι είχε πάθει εκείνο το aτμόπλοιο που έγερνε επικίνδυνα, στα­ματημένο μες στην ομίχλη και την κάλμα της θάλασσας με την

πλώρη του μισοβουλιαγμένη. Είδε μια σημαία ν' ανεμίζει στην μπούμα, με το εγγλέζικο έμβλημα προς τα κάτω (ευτυχώς ο ινδός

λοστρόμος είχε τη φαεινή ιδέα να σηκώσει σινιάλο κινδύνου μόλις

ξημέρωσε)· ωστόσο, οι μαγέροι ετοίμαζαν aτάραχοι το πρωινό

στα μαγειριά της πλώρης. Στα καταστρώματα ήταν στοιβαγμένοι

οι επιβάτες σαν γίδια στο μαντρί· πολλοί ήταν κουρνιασμένοι στα

παραπέτια, κι άλλοι στριμωγμένοι πάνω στη γέφυρα σε μια συ­

μπαγή μάζα· όταν πλεύρισε η κανονιέρα, εκατοντάδες μάτια κοί­

ταγαν χωρίς ν' ακούγεται ούτε ένας ψίθυρος, λες κι όλα αυτά τα

στόματα είχανε χάσει τη λαλιά τους από μαγικό ξόρκι.

»0 Γάλλος φώναξε, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει καμιά καταλη­πτή απάντηση, κι αφού σιγουρεύτηκε με τα κιάλια ότι το πλήθος

22 Γαλλικό νησί στον Ινδικό Ωκεανό, ανατολικά της Μαδαγασκάρης.

Page 136: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 135

στο κατάστρωμα δεν έμοιαζε για πανουκλιασμένο, αποφάσισε να

στείλει μια βάρκα. Δυο αξιωματικοί ανέβηκαν στο καράβι, άκου­

σαν τι είχε να τους πει ο λοστρόμος, προσπάθησαν να συνεννοη­

θούν με τον Άραβα, δεν καταλάβανε γρι : αλλά φυσικά ο λόγος του

συναγερμού δε χρειαζότανε σχόλια. Τους έκανε ακόμα μεγάλη

κατάπληξη η ανακάλυψη ενός λευκού, που ήταν πεθαμένος, κου­

λουριασμένος γαλήνια στη γέφυρα. "Fort ίntrίgues pω· ce cadav­re"23, όπως με πληροφόρησε ένας γάλλος γερο-γραμματικός, που θυμόταν ακόμα την υπόθεση πολύ καλά τότε που τον συνάντησα

τυχαία, κάποιο απόγευμα μετά από πολλά χρόνια, σ' ένα καφε­

νείο στο Σίδνεϋ. Πράγματι, αυτή η υπόθεση, σημειώνω παρεμπι­

πτόντως, είχε μια καταπληκτική δύναμη ν ' αντιστέκεται στη λήθη

και στη φθορά του χρόνου: κρατιόταν στο μυαλό των ανθρώπων,

στην άκρια των χειλιών τους, με μια ζωντάνια σχεδόν διαβολική.

Την έβρισκα να ξεφυτρώνει, πράγμα που δε μου ήταν πάντα ευχά­

ριστο, πολλά χρόνια μετά, εκατοντάδες μίλια μακριά, μέσα απ' τις

πιο απίθανες συζητήσεις και τους πιο άσχετους υπαινιγμούς. Ορί­

στε, που έκανε την εμφάνισή της κι απόψε ανάμεσά μας. Παρόλο

που είμαι ο μόνος θαλασσινός εδώ. Ο μόνος που κουβαλάει την

ανάμνησή της κι όμως, νά την πάλι που βγήκε στη φόρα! Κι αν πά­

ρουμε δυο ναυτικούς, άγνωστους μεταξύ τους, αλλά που ξέρουν

αυτή την ιστορία και συναντιούνται τυχαία σ' οποιοδήποτε σημείο

της γης, σίγουρα πριν χωριστούν θα ξετρυπώσει κι αυτή ανάμεσά

τους, αμετάκλητη σαν την μοίρα. Εκείνο τον Φραντσέζο πρώτη

φορά τον έβλεπα, όσο για τη γνωριμία μας, πήρε τέλος οριστικά

μέσα σε μια ώρα όλη κι όλη: δε φαινόταν ιδιαίτερα ομιλητικός

εξάλλου ήταν ένας τύπος ήσυχος, παχύς, με παστρεμένη στολή,

και καθόταν μισογλαρωμένος πάνω από ένα ποτήρι γεμάτο ώς τη

μέση μ' ένα σκούρο πιοτό. Τα γαλόνια του ήταν κομμάτι στραπα­

τσαρισμένα, και τα μάγουλά του φρεσκοξυρισμένα, παχιά και ξα­

σπρουλιάρικα· μπορεί και να ρουφούσε λιγάκι πρέζα -ε, ξέρετε.

Δε λέω σίγουρα, αλλά θα του ταίριαζε αυτό το συνήθειο. Όλα άρ­

χισαν όταν άπλωσε το χέρι του πάνω απ' το μαρμαρένιο τραπεζά-

23 Ο Κόνραντ μεταφράζει τη φράση στο τέλος της παραγράφου . Πολλές φράσεις

στα γαλλικά που χρησιμοποιεί ο γάλλος αξιωματικός έχουν το αyy λικό ισοδύναι-ιό

τους στο κείμενο.

Page 137: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

136 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΓ

κι, προτείνοντάς μου ένα φύλλο των Νέων της Πατρίδας, που εγώ

aποποιήθηκα μ' ένα "Mercί" .24 Αvtαλλάξαμε μερικά τυπικά, αθώα

σχόλια, και ξαφνικά, προτού καλά καλά το καταλάβω, νά σου και

πιάσαμε την ίδια ιστορία, κι εκείνος άρχισε να μου λέει πόσο τους

είχε "προβληματίσει εκείνο το πτώμα" . Αποδείχτηκε τελικά ότι

αυτός ο Γάλλος ήταν ένας απ' τους αξιωματικούς που είχαν ανέβει

στο καράβι.

»Στο μαγαζί που καθόμασταν, μπορούσε κανείς να βρει όλων

των λογιών τα ξενικά πιοτά που τα ψuλάνε για τους περαστικούς

αξιωματικούς του Ναυτικού, κι εκείνος κατέβασε τώρα μια γουλιά

απ' το μαυροζούμι του που έμοιαζε σαν φάρμακο, προφανώς κα­

νένα ξέρασμα σαν το cassίs a l'eau 25 κι ύστερα, κοιτώντας με το ένα

μάτι μέσα στο ποτήρι, κούνησε ελαφρά το κεφάλι του . "lmpossibίe

de compredι·e - vous concevez"26 είπε μ' ένα αξιοσημείωτο συνονθύ­

λευμα αδιαφορίας και περισυλλογής. Το φαvtαζόμουν φυσικά ότι

θα τους ήταν αδύνατον να βγάλουν συμπέρασμα. Κανείς απ' την

κανονιοφόρο δεν ήξερε αρκετά εγγλέζικα για να καταλάβει την ιστορία με τον τρόπο που την αφηγούvtαν ο λοστρόμος. Γινόταν

εξάλλου κι αρκετή φασαρία γύρω απ' τους δυο αξιωματικούς. ''Εί­

χαν πέσει όλοι πάνω μας. Είχαν κάνει έναν κύκλο γύρω απ' τον

πεθαμένο" περιέγραψε . "Δεν είχαμε καιρό για πολλά πολλά. Εί­

χαν αρχίσει να αναστατώνοvtαι -Parbleu/27 Ένας όχλος σαν κι αυ­τούς -καταλαβαίνετε;" μου εξήγησε εν παρενθέσει με αυταρέ­

σκεια φιλόσοφου. Όσο για τον μπουλμέ, είχε συμβουλέψει τον κυ­

βερνήτη του ότι το πιο ασφαλές θα 'ταν να μην τον πειράξουν κα­

θόλου στο χάλι που βρισκόταν. Ρίξανε αμέσως στο κατάστρωμα

δυο χοvtρές μπαρούμες και ρυμούλκησαν το Πάτνα -με την πρύμη

-πράγμα που κάτω απ' αυτές τις συνθήκες δεν ήταν και τόσο χαζό,

μιας και το πηδάλιο ήταν σηκωμένο τόσο ψηλά έξω απ' το νερό,

που δεν μπορούσε να κυβερνήσει το βαπόρι, κι επιπλέον, αυτή η

μανούβρα μείωσε την πίεση στον μπουλμέ που η κατάστασή του,

όπως μου δήλωσε ο συνομιλητής μου με φλεγματική ευγλωττία,

24 Ευχαριστώ. 25 Τονωτικό με μαύρη σταφίδα και νερό. 26 Αδύνατον να καταλάβουμε -μ' εννοείτε;

27 Ανάθεμα! Να πάρε ι η οργή!

Page 138: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 137

"απαιτούσε τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή". Απ' ό,τι κατάλαβα,

ο καινούργιος μου φίλος είχε το πρόσταγμα στις περισσότερες

από αυτές τις διευθετήσεις: φαινόταν ικανός αξιωματικός, μόλο

που είχε χάσει πια το σφρίγος του, και οπωσδήποτε έμοιαζε για

θαλασσινός, αν και, έτσι όπως καθόταν εκεί, με τα χοντρά του δά­

χτυλα πλεγμένα πάνω στο στομάχι, σου θύμιζε έναν από κείνους

τους χλομούς, φιλήσυχους χωριατοπαπάδες, που στ' αυτιά τους

έχουν σταλάξει οι αμαρτίες, τα βάσανα, οι μεταμέλειες γενεών

και γενεών χωρικών· που η γαλήνια κι απλο·ίκή έκφραση του προ­

σώπου τους μοιάζει με ένα πέπλο ριγμένο για να σκεπάσει το μυ­

στήριο του πόνου και της δυστυχίας. Αντί για στρατιωτικό επενδύ­

τη με επωμίδες και μπρούντζινα κουμπιά, θα του ταίριαζε μάλλον να φοράει ένα τριμμένο μαύρο ράσο, καλοκουμπωμένο ίσαμε το

πλαδαρό πηγούνι του. Το φαρδύ του στέρνο ανεβοκατέβαινε ατά­

ραχο, καθώς συνέχισε λέγοντάς μου ότι ήταν πολύ σκατοδουλειά,

όπως σίγουρα θα το καταλάβαινα κι ο ίδιος σαν ναυτικός που

ήμουν. Μόλις τέλειωσε τη φράση του, έγειρε ελαφρά το σώμα του

προς το μέρος μου, και ζαρώνοντας τα αμούστακα χείλια του,

άφησε να φύγει μέσα απ' το στόμά του ο αέρας μ' ένα ελαφρό σφύριγμα. ''Ευτυχώς" συνέχισε, "η θάλασσα ήταν λάδι, στρωτή

σαν τούτο δω το τραπεζάκι, κι όσο για τον αέρα, φύσαγε όσο φυ­

σάει κι εδώ μέσα ... " Το μαγαζί μού φάνηκε ξαφνικά aνυπόφορα πνιγηρό και ζεστό· το πρόσωπό μου άναψε, σαν να 'μουν ακόμα

κανένα παιδαρέλι που μπορεί να τα χάνει και να κοκκινίζει. Βά­

λανε πλώρη, συνέχισε, για το πλησιέστερο αγγλικό λιμάνι

naturellement,28 όπου θα έπαυαν πια να έχουν και την ευθύνη.

"Dieu merci ... "29 Φούσκωσε ελαφριά τα σακουλιασμένα του μά­

γουλα .. . "Επειδή, έχετε υπόψη, όλη την ώρα που τους ρυμουλκού­σαμε, είχαμε δυο υποναύκληρους με τσεκούρια σε επιφυλακή δί­

πλα στις μπαρούμες, για να τις κόψουν σε περίπτωση που το καρά­

βι .. . " Χαμήλωσε τα βαριά του ματόφυλλα, κάνοντας αυτό που ήθε­λε να πει όσο πιο σαφές γινόταν ... "Τι τα θέλετε! Ο καθένας κάνει αυτό που μπορεί", και για μια στιγμή κατάφερε να δώσει στη βι­

βλική αταραξία του έναν τόνο εκφραστικής παραίτησης. "Δυο

28 Φυσικά.

29 Δόξα τω Θεώ.

Page 139: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

138 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

υποναύκληροι -τρlάντα ώρες -συνέχεια εκεί. Δύο! " ξαναείπε, ση ­

κώνοντας λίγο το δεξί του χέρι και δείχνοντας τα δυο δάχτυλα.

Αυτή ήταν, χωρίς υπερβολές, η πρώτη χειρονομία που τον είδα να

κάνει. Μου έδωσε την ευκαιρία να "επισημάνω" μια ουλή σαν

αστέρι στη ράχη της παλάμης του -από σφαίρα προφανώς και με

οξυμένη παρατηρητικότητα πλέον ύστερα απ' αυτή την ανακάλυ­

ψη, πρόσεξα ακόμα τη ραφή από κάποια παλιά λαβωματιά, που

άρχιζε λίγο χαμηλότερα απ' τον κρόταφο και χανόταν στο πλάι

του κεφαλιού κάτω απ' τα κοντά γκρίζα μαλλιά -γδάρσιμο από

ακόντιο ή κόψιμο από σπαθιά. Ξανασταύρωσε τα χέρια πάνω απ'

το στομάχι του. "Έμεινα πάνω σ' αυτό το -το -αχ, πάει, το ξέχα­

σα.Αh! Patt-na. C'est bien ςα. Patt-na. Merci. 30 Αστείο πόσο εύκολα

ξεχνάει κανείς. Έμεινα τριάντα ώρες σ' εκείνο το καράβι ... " »"Τριάντα! " φώναξα με θαυμασμό. Εκείνος κοιτώντας πάντα

τα χέρια του, σούφρωσε πάλι λίγο τα χείλια, χωρίς όμως αυτή τη

φορά ν' ακουστεί κανένα σφύριγμα. "Θεωρήθηκε απαραίτητο" εί­

πε , σηκώνοντας με απάθεια τα φρύδια του, "να μείνει εκε ί ένας

αξιωματικός για να 'χει το νου του" ... αναστέναξε τεμπέλικα ... "και για να στέλνει σινιάλα για επικοινωνία με την κανονιέρα -με

εννοείτε;- και τα λοιπά. Γι' αυτά τα υπόλοιπα ήμουν κι εγώ σύμ­

φωνος. Ετοιμάσαμε τις βάρκες μας απίκο για κάθε ενδεχόμενο

-κι εγώ με τη σειρά μου πήρα τα μέτρα μου σ' εκείνο το καράβι .. . Enftnf3' Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Ήταν πολύ λεπτή κατάσταση. Τριάντα ώρες. Μου ετοίμασαν λίγο φαγητό. Όσο για κρασί -τρέ­

χα γύρευε -ούτε μια σταγόνα" . Χωρίς να σαλέψει στο παραμικρό

και χωρίς καμιά φανερή αλλαγή στην aτάραχη έκφραση του προ­σώπου του, κατάφερε, κατά περίεργο τρόπο, να αποδώσει την αί­

σθηση μιας βαθύτατης αηδίας. "Καταλαβαίνετε -να φάω φαγητό

χωρίς μια στάλα κρασί -μου κόβονται τα πόδια".

»Φοβήθηκα ότι τα παράπονά του θα τραβούσαν σε μάκρος,

γιατί ήταν σαφέστατο, μόλο που δεν κούνησε ούτε το μισό του δα­

χτυλάκι ούτε έκανε καμιά γκριμάτσα, ότι αυτή η ανάμνηση τον

έκανε έξω φρενών. Αλλά απ' ό,τι φάνηκε στη συνέχεια, την ξέχα­

σε εντελώς . Παρέδωσαν την ευθύνη τους στις "λιμενικές αρχές" ,

30 Α! το Πάτνα. Μάλιστα, το Πάτνα. Ευχαριστώ.

J ι Εδώ: τέλος πάντων.

Page 140: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΊ'ΖΙΜ 139

όπως το διατύπωσε. Του είχε κάνει εντύπωση η ψυχραιμία με την

οποία εκείνοι δέχτηκαν το γεγονός. "Θαρρείς και δεν πέρναγε

μέρα που να μην τους φέρουν ένα τέτοιο κελεπούρι . Είστε κατα­

πληκτικοί -εσείς οι Άγγλοι" είπε επιδοκιμαστικά, με την πλάτη

ακουμπισμένη στον τοίχο, εκφραστικός και γεμάτος συναίσθημα

όσο κι ένας σάκος με μπλιγούρι. Εκείνες τις μέρες έτυχε να βρί­

σκεται στο λιμάνι ένα θωρηκτό κι ένα εγγλέζικο aτμόπλοιο της

γραμμής των Ινδιών. Ο Γάλλος δεν έκρυψε το θαυμασμό του για

τον άψογο τρόπο που οι βάρκες αυτών των δυο καραβιών μετέφε­

ραν τους επιβάτες του Πάτνα. Τελικά, κάτω από την επιφανειακή

νωθρότητα της συμπεριφοράς του, αποκαλύπτονταν τα πάντα: κα­

τείχε εκείνη τη μυστηριώδη, θαυματουργή ικανότητα να εντυπω­

σιάζει με μέσα ανεπαισθήτως λεπτά, πράγμα που αποτελεί εξάλ­

λου και την πεμπτο"t!σία της υψηλής τέχνης. "Μέσα σε είκοσι πέντε

λεπτά -με το ρολόι -ούτε λεπτό παραπάνω ... " Ξέμπλεξε και ξανα­έμπλεξε τα δάχτυλά του χωρίς να βγάλει τα χέρια πάνω απ' την

κοιλιά του, κι όμως, η κίνηση αυτ1Ί ήταν απείρως πιο θεαματική

απ' το να σήκωνε τα χέρια του εκστατικός προς τους ουρανούς .. . "Βγάλαν όλο αυτό το τσούρμο στη στεριά -με τα μικρομπαγάζια

τους- δεν έμεινε ούτε ένας στο καράβι, εκτός από μια φρουρά με

ναύτες κι εκείνο το τόσο ενδιαφέρον πτώμα. Είκοσι πέντε λε­

πτά ... " Με μάτια χαμηλωμένα και το κεφάλι ελαφρά γερμένο απ' το ένα πλάι, έμοιαζε να δοκιμάζει στο στόμα του σαν ειδικός τη

γεύση μιας μικρΊiς καλοφτιαγμένης σπεσιαλιτέ. Δε χρειάζονταν κι

άλλες αποδείξεις για να σε πείσει ότι η δική του έγκριση άξιζε

όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, κι επανερχόμενος στην ακινησία,

που είχε διαταραχτεί άλλωστε τόσο ελάχιστα, με πληροφόρησε εν

συνεχεία ότι μετά δύο ώρες έφυγαν, επειδή είχαν διαταγές να γυ­

ρίσουν στην Τουλών το ταχύτερο, "κι έτσι υπάρχουν ένα σωρό

πράγματα σ' αυτό το επεισόδιο της ζωής μου που παραμένουν

ανεξιχνίαστα"».

Page 141: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

13

«Μετά απ' αυτά τα λόγια, και χωρίς να κουνήσει καθόλου απ' τη θέ­

ση του, βυθίστηκε παθητικά, ας πούμε, σε μια σιωπή. Εγώ έμεινα να

τον συντροφεύω · και ξαφνικά, αλλά με απόλυτη φυσικότητα, λες κι

είχε φτάσει πια η προκαθορισμένη ώρα να αναδυθεί απ' το ναρκω­

μένο του σώμα η μετρημένη και βραχνή φωνή του, είπε "Mon Dίeuf32

Πώς περνάει ο καιρός". Πιο κοινότοπο σχόλιο βέβαια δεν υπάρχει·

αλλά η στιγμή συνέπεσε με μια δική μου αστραπιαία ενορατική συ­

νειδητοποίηση. Είναι εκπληκτικό το πώς περνάμε τη ζωή μας με μά­

τια μισότυφλα, με την ακοή νωθρή και τη σκέψη aποκαρωμένη.

Ίσως να μην είναι κι άσκημο αυτό· μπορεί ίσα ίσα να 'ναι αυτή ακρι­

βώς η αποβλάκωση που κάνει τη ζωή για τη συντριπτική πλειοψηφία

των ανθρώπων τόσο υποφερτή κι ευπρόσδεκτη. Ωστόσο, δεν υπάρ­

χουν παρά ελάχιστοι που να μην έχουν γνωρίσει κάποτε εκείνες τις

σπάνιες στιγμές εγρήγορσης -τότε που ξαφνικά βλέπουμε, ακούμε

και κατανοούμε τόσο πολλά -τα πάντα -σαν αστραπή -προτού ξα­

ναπέσουμε πάλι στην τρυφηλή μας υπνηλία. Σήκωσα τα μάτια και

τον κοίταξα καθώς μιλούσε , κι ήταν σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά · στη ζωή μου . Είδα το πηγούνι του βυθισμένο στο m;έρνο, την άχαρη

τσάκιση του σακακιού του, τα m;αυρωμένα χέρια, την aσάλευτη στά­

ση του, όλ' αυτά που υποδήλωναν κατά τόσο περίεργο τρόπο ότι αυ­

τός ο άνθρωπος είχε ξεμείνει αγύρευτος εκεί πέρα. Ναι, ο καιρός εί­

χε περάσει· τον προσπέρασε και τράβηξε μπροστά. Εκείνος έμεινε

πίσω για πάντα μ' ένα φτωχικό μπαξίσι: τα ασημόγκριζα μαλλιά, τη

βαθιά κούραση στο λιοκαμένο του πρόσωπο, δυο ουλές, κι ένα ζευ­

γάρι ξεθωριασμένες επωμίδες ένας από κείνους τους Ουνεπείς κι

αξιόπιστους ανθρώπους που γίνονται σερμαγιά για τη δημιουργία

των ενδόξων υπολήψεων, μια ζωή που κανένας δεν τη λογαρbάζει,

32 Θεέ μου!

Page 142: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 141

εντειχισμένη χωρίς τυμπανοκρουσίες στο βάθρο των μεγάλων κα­

τορθωμάτων. "Τώρα είμαι τρίτος υποπλοίαρχος στο Βικτωριάνς"

(ήταν η ναυαρχίδα της γαλλικής μοίρας στον Ειρηνικό εκείνο τον

καιρό) είπε, γέρνοντας προς τα μπρος δυο πόντους απ' τον τοίχο που

ακουμπούσε, για να συστηθεί. Έσκυψα κι εγώ ελαφρά απ' το κάθι­

σμά μου στο τραπέζι και του είπα ότι ήμουν κυβερνήτης σ' ένα σκά­

φος του Εμπορικού, αραγμένο αυτή τη στιγμή στον Κόλπο Ράσκα­

τερ.33 Του είχε "τραβήξει την προσοχή" -όμορφο καραβάκι. Ήταν

πολύ ευγενικός παρ-' όλη τη μακάρια απάθειά του . Αν δεν απατώμαι,

μπήκε στον κόπο να σκύψει και το κεφάλι του για να τονίσει τη φιλο­

φρόνησή του όταν επανέλαβε βαριανασαίνοντας: "Α, ναι. Ένα μι­

κρό μαύρο σκαρί -πολύ όμορφο". Μετά από λίγο, έστριψε το σώμα

του αργά για να κοιτάξει προς την τζαμένια πόρτα δεξιά μας. "Θλι­

βερή πόλη" σχολίασε κοιτάζοντας το δρόμο. Η μέρα έλαμπε κατα­

κάθαρη· μόνο που φυσούσε μια μανιασμένη όστρια και βλέπαμε

τους περαστικούς, άντρες και γυναίκες, να παλεύουν με τον άνεμο

στα πεζοδρόμια, και τη λιόλουστη πρόσοψη των σπιτιών απέναντι να χάνεται πίσω από ψηλούς στρόβιλους σκόνης. "Βγήκα στη στεριά"

είπε, ''για να ξεμουδιάσω κομμάτι, αλλά ... " Δεν πρόλαβε ν' aποσώ­σει τη φράση του και βούλιαξε πάλι στα βάθη της aταραξίας του.

"Παρακαλώ -πείτε μου" ξανάρχισε, ξεκουνώντας με δυσκολία, "τι

κρυβόταν τελικά πίσω απ' αυτή την υπόθεση -ακριβώς; Είναι παρά­

δοξη. Εκείνος ο πεθαμένος λογουχάρη -κι ένα σωρό άλλα".

»"Υπήρχαν και ζωντανοί" είπα εγώ, "κάτι που 'ναι ακόμα πιο

παράδοξο".

»"Έ, βεβαίως" είπε μέσ' απ' τα δόντια του, κι ύστερα, σαν να το

καλοσκέφτηκε, μουρμούρισε: "Προφανώς". Δε δυσκολεύτηκα να

του δώσω να καταλάβει αυτό που είχε τραβήξει πιο πολύ την προσο­

χή μου σ' εκείνη την υπόθεση. Μου φαινόταν ότι είχε κάθε δικαίωμα

να μάθει: τριάντα ώρες είχε περάσει πάνω στο Πάτνα -κατά κάποιο

τρόπο είχε πάρει κι αυτός με τη σειρά του τη σκυτάλη, έκανε "ό,τι

πέρναγε απ' το χέρι του". Με άκουγε, μοιάζοντας ακόμα περισσότε­

ρο από πριν σαν παπάς, κι έδινε την εντύπωση -πιθανόν εξαιτίας των

χαμηλωμένων του ματιών- ότι έχει πέσει σε απερίσπαστη συλλογή.

Μια δυο φορές ανασήκωσε τα φρύδια (όχι όμως και τα βλέφαρα ),

" Βρίσκεται στη Νέα Νότια Ουαλία, ανατολικά του Σίδνεϋ.

Page 143: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

142 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

σαν να 'θελε να πει "Διάολε!" Μια φορά αναφώνησε ήσυχα μέσ' απ'

τα δόντια του "Φτου!", κι όταν τέλειωσα, ζάρωσε σκεφτικός τα χείλια

του κι άφησε να του ξεφύγει ένα μελαγχολικό σφύριγμα.

»Για οποιονδήποτε άλλον αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ση­

μάδι βαριεστημάρας κι αδιαφορίας αλλά εκείνος κατάφερε, με

την απόκρυφη τέχνη του, να δείξει ότι, παρά τη φαινομενική ατα­

ραξία του, δεν έμε ινε καθόλου αναίσθητος σ' αυτά που άκουσε, κι

ότι το κεφάλι του έσφυζε από σκέψεις γεμάτες ουσία, σαν το κρο­

κάδι του αυγού. Στο τέλος, δεν είπε παρά ένα "Πολύ ενδιαφέρον",

που ακούστηκε ευγενικά και μόλις πιο δυνατά από ψίθυρο. Προ­

τού προλάβω να ξεπεράσω την απογοήτευσή μου, συμπλήρωσε σαν να μονολογούσε: "Αυτό είναι. Αυτό ακριβώς" . Το πηγούνι

του φάνηκε να χαμηλώνει πιο βαθιά στο στήθος του, το σώμα του

να βυθίζεται πιο βαρύ στο κάθισμά του. Ήμουν έτοιμος να τον

ρωτήσω τι εννοεί, όταν ένα προεισαγωγικό τρέμουλο διαπέρασε

όλο του το σώμα, σαν το ανεπαίσθητο ρίγος που διατρέχει τα νερά

της λίμνης πριν ακόμη τα ξεσηκώσει ο άνεμος. "Κι έτσι λοιπόν,

εκείνο το κακόμοιρο το παλικαράκι το 'βαλε στα πόδια μαζί με

τους άλλους" είπε σοβαρός και γαλήνιος .

»Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να χαμογελάσω: είναι η μο­

ναδική φορά που θυμάμαι να χαμογέλασα αληθινά σε σχέση με την

υπόθεση του τζιμ. Αλλά δεν ξέρω πώς, αυτή η απλή διατύπωση του

πράγματος μου φάνηκε αστεία στα γαλλικά ... "S'est enfuί avec les autres"34 είχε πει ο υποπλοίαρχος, και ξαφνικά ένιωσα θαυμασμό

για τη διορατικότητά του. Είχε κάνει διάνα με την πρώτη: είχε πιά­

σει αμέσως το μοναδικό πράγμα που μ' ενδιέφερε. Μου φάνηκε

σαν να 'παιρνα τη γνώμη ενός ειδήμονα. Ψύχραιμος και έμπειρος

σαν βιρτουόζος που παίζει στα δάχτυλα τα γεγονότα, και η περι­

πλοκότητά τους είναι γι' αυτόν παιχνιδάκι. ''Α! Τα νιάτα, τα νιάτα"

είπε με συγκατάβαση. "Και στο κάτω κάτω, δεν πεθαίνει κανείς απ'

αυτό" . "Να πεθάνει από τι;" ρώτησα γρήγορα. "Από φόβο". Διευ­

κρίνισε αυτό που ήθελε να πει και κατέβασε μια γουλιά ποτό.

>>Επειδή τα τρία τελευταία δάχτυλα του χτυπημένου χεριού του

ήτανε δύσκαμπτα και δεν μπορούσαν να κινηθούν το ένα ανεξάρτη­

τα απ' το άλλο, σήκωνε το ποτήρι του μ' ένα πολύ άτσαλο σφίξιμο.

~4 Το 'βαλε στα πόδια μαζί μΕ τους άλλους.

Page 144: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 143

"Όλοι μας φοβόμαcπε . Μπορεί να λέμε διάφορα, αλλά ... " Άφησε το ποτήρι του κάτω αδέξια. ''Ο φόβος, ο φόβος -κοιτάξτε -είνάι πάντα

μέσα μας ... " Έφερε το χέρι στο στήθος του κοντά σ' ένα μπρούντζι­νο κουμπί, στο ίδιο σημείο ακριβώς που ο 'Γζιμ είχε χτυπήσει με το

δάχτυλο όταν διαμαρτυρόταν ότι η καρδιά του έcπεκε μια χαρά. Θα

του φάνηκε ότι δυσανασχετούσα μ' αυτά που έλεγε, γιατί έγινε πιο

επίμονος. "Ναι. Ναι! Από λόγια όλοι είμαστε πρώτοι· τα λόγια είναι

όμορφα και καλά· αλλά σtο τέλος, όταν έρθει η ώρα του απολογι­

σμού, κανείς δε βγαίνει πιο ξύπνιος απ' τους άλλους ούτε πιο γεν­

ναίος. Γενναίος! Κάθε cπιγμή το διαπισtώνεις αυτό. Τον έχω περπα­

τήσει τον κόσμο" είπε, χρησιμοποιώντας αυτή τη λα"ίκή έκφραση με

πάσα σοβαρότητα, "ίσαμε την άκρη της γης έχω γνωρίσει θαρραλέ­

ους άντρες -ξακουστούς! Allez/"35 Ήπιε λίγο ακόμα με ανέμελο ύφος ... "Θαρραλέος -με εννοείτε -σtο στρατό -δεν μπορείς να κά­

νεις κι αλλιώς -είναι της δουλειάς. Έτσι δεν είναι;" με ρώτησε με

όλο του το δίκιο. 'Έh bίen!'6 Όλοι τους -μηδενός εξαιρουμένου- θα

παραδέχονταν τίμια και ειλικρινά ότι υπάρχει ένα όριο -ένα σημείο

που δεν μπορείς να βασtάξεις παραπέρα. Κι είμαcπε αναγκασμένοι

να ζήσουμε μ' αυτή την αλήθεια -καταλαβαίνετε; Κάτω από μια δε­

δομένη συγκυρία γεγονότων, ο φόβος σε κυριεύει αναπόφευκτα.

Μια τρομάρα αηδιαcπική. Ακόμα κι αυτούς που δέν πιστεύουν ότι είναι αλήθεια, τους πιάνει ο ίδιος φόβος -ο φόβος για τη ζωή τους.

Σίγουρα. Δε χωρά η παραμικρή αμφιβολία ... Ξέρω τι λέω, στην ηλι­

κία μου πια - que dίable?1 Μιλούσε μ' έναν τρόπο τόσο απαθή, σαν να χρησμοδοτούσε για λογαριασμό τής πλέον θεωρητικής και αφηρη­

μένης σοφίας, αλλά μόλις έφτασε σ' εκείνο το σημείο, η αποcπασιο­

ποίησή του έγινε ακόμη πιο αποτελεσματική καθώς άρχισε να στρι­

φογυρίζει αργά αργά τους aντίχειρες. "Είναι ολοφάνερο -parbleu!" συνέχισε, "γιατί, δεν πα' να 'χεις πάρει την πιο ακλόνητη απόφαση,

φτάνε·ι ένας πονοκέφαλος ή μια βαρυστομαχιά ... Πάρε λόγου χάρη εμένα -που υποτίθεται ότι έχω δοκιμαcπεί στην πράξη . Eh bien! Εμένα που με βλέπεις, μια φορά ... "

«Στράγγιξε το ποτήρι του ώς τον πάτο και ξανάρχισε να παίζει

35 Εδώ: Ακούτε με που σας λέω! Πιστέψτε με!

36 Ε, λοιπόν!

37 Τι στο δ ιάβολο!

Page 145: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

144 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

τα δάχτυλα. "Όχι, όχι, δεν πεθαίνεις απ' αυτό" είπε τελεσίδικα, κι

εγώ ένιωσα μεγάλη απογοήτευση όταν κατάλαβα ότι δε σκόπευε

να μιλήσει άλλο γι' αυτό που του είχε συμβεί· δυστυχώς, το θέμα

ήταν τόσο προσωπικό, που δεν μπορούσα, όπως καταλαβαίνετε,

να τον πιέσω. Καθόμουν σιωπηλός κι εκείνος το ίδιο, λες κι αυτό

αποτελούσε τη μεγαλύτερή του απόλαυση. Ακόμη και τα δάχτυλά

του έμεναν aσάλευτα τώρα. Ξαφνικά, είδα τα χείλια του να κου­

νιούνται. "Έτσι είναι" συνέχισε ήσυχα. 'Ό άνθρωπος είναι από

γεννησιμιού του δειλός. Αυτή είναι η δυσκολία -parbleu! Ειδαλ­

λιώς, όλα θα 'ταν εύκολα. Αλλά, λίγο η συνήθεια -η συνήθεια -λί­

γο η ανάγκη -καταλαβαίνετε; -για τα μάτια του κόσμου - voila .38

Αναγκάζεσαι να κάνεις κουράγιο. Κι έπειτα, σου δίνουν το παρά­

δειγμα οι άλλοι, που στο κάτω κάτω δεν είναι καλύτεροι από σέ­

να, αλλά τους βλέπεις να αντέχουν παλικαρίσια ... " »Η φωνή του έπαψε ν' ακούγεται.

»"Όμως εκείνο το παιδί -είναι σημαντικό αυτό- δεν είχε κανέ­

να στήριγμα -τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή" παρατήρησα εγιό.

>>Σήκωσε τα φρύδια του καλόπιστα. "Ναι, δε λέω· δε λέω. Ο νε­

αρός φίλος μας μπορεί να 'χε τις καλύτερες προθέσεις -τις καλύ­

τερες προθέσεις" ξαναείπε ξεφυσώντας ελαφρά.

>>"Χαίρομαι που τον κρίνετε με επιείκεια" είπα . "Γιατί ο ίδιος

αντιμετώπιζε την κατάσταση με μια αίσθηση -αχ! -μαύρης απελ­

πισίας, και ... " >>Το σούρσιμο των ποδιών του κάτω απ' το τραπέζι μ' έκανε να

σταματήσω. Ανασήκωσε τα βαριά του ματόφυλλα. Κυριολεκτικά τα

ανασήκωσε, γιατί μόνο έτσι μπορεί να περιγραφεί αυτή η αργή, στα­

θερή, προμελετημένη ενέργεια -και επιτέλους μου αποκαλύφθηκε

πλ1Ίρως. Βρέθηκα αντιμέτωπος με δυο στενά γκρίζα κυκλάκια, δυο

μικροσκοπικά δαχτυλίδια από ατσάλι γύρω από το βαθύ σκοτάδι της

κόρης των ματιών του. Το απότομο βλέμμα που έβγαινε απ' αυτό το

ογκώδες κορμί, δημιουργούσε την αίσθηση μιας τρομερής οξύτητας, σαν λεπίδα πάνω σε τσεκούρι πολεμικό. "Παρντόν" είπε με μεγάλη

σχολαστικότητα. Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά κι έΟ",ωψε προς τα μπρος.

"Αν μου επιτρέπετε ... το μόνο που ισχυρ(οτηκα, ε(ναι ότι εύκολα μπο­ρεί ο καθένας να συμβιβαστεί με την ιδέα πως το θάρρος δε γεννιέται

38 Νά, ορίστι; . Αυτό ι;ίναι.

Page 146: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 145

μέσα μας από μόνο του. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να στεναχωριό­

μαστε για αυτό. Όπως και να το κάνουμε, μια αλήθεια παραπάνω

δεν κάνει δα τη ζω1Ί μας ανυπόφορη . Αλλά η αξιοπρέπεια -η αξιο­

πρέπεια, αγαπητέ μου κύριε! Η αξιοπρέπεια ... αυτή είναι μια πραγ­ματικότητα -ναι! Και τι μπορεί ν' αξίζει η ζωή όταν ... " -σηκώθηκε όρ­

θιος, δυσκίνητος αλλά ορμητικός σαν αλαφιασμένο βόδι που αναση­

κώνεται απ' το γρασίδι ... "όταν χάνεται η αξιοπρέπεια -ah r;;a! par example39

- δεν μπορώ να πω τίποτα. Δεν μπορώ να πω τίποτα επ' αυ­

τού -επειδή -αγαπητέ μου κύριε -δεν έχω γνώση του πράγματος" .

>>Είχα σηκωθεί κι εγώ, κι από υπερβολική αβροφροσύνη ο ένας

προς τον άλλον, κοιταζόμασrαν μουγκοί σαν διακοσμητικά σκυλιά από πορσελάνη πάνω στο τζάκι. Μωρέ, άι σιχτίρι ο μπάρμπας! Η σα­

πουνόφουσκα έσκασε . Το σαράκι της ματαιότητας που πάντα καρα­

δοκεί πίσω απ' τα λόγια των ανθρώπων τρύπωσε στην κουβέντα μας

και την έκανε ένα συνονθύλευμα από κούφιους ήχους. "Σύμφωνοι"

είπα μ' ένα ενοχλημένο χαμόγελο, "αλλά θα μπορούσε τουλάχιστον

να μείνει κάπως κρυφό". Για μια στιγμ1Ί φάνηκε έτοιμος να μου αντα­

παντήσει, αλλά όταν τελικά μίλησε, είχε αλλάξει γνώμη. "Αυτό, κύ­

ριε, είναι πολύ περίπλοκο για μένα -είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μου

-δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα γι' αυτό". Υποκλίθηκε βαριά, κρατώ­

ντας μπροστά του το πηλήκιο άκρη άκρη με τον αντίχειρα και το δεί­

χτη του σακατεμένου χεριού του. Υποκλίθηκα κι εγώ. Υποκλιθήκαμε

μαζί· χτυπήσαμε και τα τακούνια στο πάτωμα με όλους τους τύπους,

ενώ ένα ρυπαρό δείγμα σερβιτόρου μάς παρατηρούσε από κοντά

θαρρείς κι είχε κόψει εισιτήριο για την παράσταση. "Δούλος σας" εί­

πε ο Γάλλος. Κι άλλο τρίξιμο τα τακούνια. "Monsίeur''4{J· ·· "Monsίeur'' .. . Η τζαμένια πόρτα έκλεισε πίσω απ' τις φαρδιές του πλάτες. Είδα πως

τον άρπαξε η νοτιά και τον έσερνε κατά κει που φυσούσε, με το ένα

του χέρι σrο καπέλο, τους ώμους κορδωμένους, και τις άκριες του πα­

νωφοριού να χτυπάνε με ορμή πάνω στα πόδια του .

>>Κάθισα πάλι κάτω, μόνος κι aποκαρδιωμένος -aποκαρδιωμέ­

νος για την περίπτωση του 'Γζιμ. Αν σας φαίνεται παράξενο που με

ταλαιπωρούσε ακόμα, ύστερα από τρία χρόνια και βάλε, θα πρέπει

να σας πω ότι στο μεταξύ τον είχα συναντήσει πολύ πρόσφατα. Είχα

39 Όσο γι' αυτό.

40 Κύριε.

Page 147: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

146 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΓ

έρθει γραμμή απ' το Σαμαράνγκ όπου είχαμε φορτώσει για Σίδνεϋ:

χαμαλοδουλειά χωρίς κανένα ενδιαφέρον -απ' αυτές που ο φίλος

μου ο Τσάρλυ από δω τις χαρακτηρίζει σαν ορθολογικές συναλλα­

γές -και στο Σαμαράνγκ είχαμε μια μικρή συνάντηση με τον 'Γζιμ.

Δούλευε τότε, χάρη στη μεσολάβησή μου, στον Ντε Γιον. Προμηθευ­

τή πλοίων. 'Ό αντιπρόσωπός μου που κολυμπάει" όπως τον έλεγε ο

Ντε Γιον. Δε φαντάζομαι να υπάρχει πιο στείρα κι άχαρη δουλειά

από δαύτην, δίχως καμιά παρηγοριά, δίχως μια σπίθα ομορφιάς

-μόνο το επάγγελμα του ασφαλιστή ~ιπορεί ίσως να συγκριθεί μαζί

της. Ο Μπομπ Στάντον, ο κοντούλης -ο Τσάρλυ τον ήξερε καλά- εί­

χε περάσει κι αυτός τα ίδια και την ήξερε τη γλύκα. Είναι εκείνος

που πνίγηκε αργότερα για να γλιτώσει την υπηρέτρια μιας λαίδης,

όταν βούλιαξε το Σεπφώρα. Μπορεί να το θυμάστε ακόμα, ένας τρά­

κος μες στην ομίχλη του πρωινού στ' ανοιχτά της Ισπανίας . Αφού εί­

χαν τακτοποιηθεί όλοι οι επιβάτες στις βάρκες ήσυχα κι ωραία και

ξαλαργάρανε απ' το βαπόρι, τότε βρήκε ο Μπομπ να γυρίσει τη βάρ­

κα πίσω και να σκαρφαλώσει στην κουβέρτα για να πάρει την κοπε­

λιά. Πώς είχε ξεμείνει πίσω, δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω· πά­ντως της είχε σαλέψει τελείως της κακομοίρας -δεν ήθελε να κατε­

βεί απ' το καράβι με τίποτα -μόνο έσφιγγε τα κάγκελα σαν το χάρο.

Οι άλλοι απ' τις βάρκες βλέπανε καθαρά την πάλη που ακολούθησε·

αλλά ο φουκαράς ο Μπομπ ήταν ο πιο κοντός υποπλοίαρχος του

Εμπορικού μας, κι εκείνη έφτανε το ένα εβδομήντα με τακούνια και

νταβραντισμένη μάλιστα, απ' ό,τι λέγανε τουλάχιστον. Έτσι τραβο­

λογιόντουσαν μια από δω, μια από κει· το έρμο το κορίτσι έσκουζε

συνέχεια, κι ο Μπομπ έμπηζε κάπου κάπου μια δυνατή φωνη για να

ειδοποιΊψει τη βάρκα του να κρατηθεί αλάργα απ' το καράβι. "Μα

το Θεό, κύριε" μου είπε αργότερα ένας ναύτης, που κρατήθηκε με το

ζόρι να μη γελάσει καθιός το θυμόταν, "ήταν σαν σκανταλιάρης πι­τσιρικάς που πάλευε με τη μάνα του". Αυτό το ίδιο το παιδί μού είπε

ότι "στα τελευταία, ο κύριος Στάντον aπόκαμε πια να τραβολογάει

την κοπελιά, κι έμεινε εκεί να την κοιτάει σαν κάτι να περίμενε .

Όταν είχαν τελειώσει πια όλα, σκεφτήκαμε ότι μάλλον θα περίμενε

πως η ορμή του νερού θα την ξεκολλούσε σιγά σιγά απ' τη λαγκέτα,

δίνοντάς του έτσι ίσως μια ευκαιρία να τη σώσει. Εμείς δεν κοτούσα­με πια να πλησιάσουμε μην και μας πάρει σβάρνα· και μετά από λί­

γο, το καράβι βούλιαξε σούμπιτο με τη δεξιά μπάντα -πλαφ. Ο ρού-

Page 148: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 147

φουλας που γίνηκε tΊταν τρομερός. Τίποτα δεν ξαναβγήκε απάνω,

μήτε ζωντανό, μήτε άψυχο". Το λίγο καιρό της ζωής του που πέρασε

στη στεριά ο άμοιρος ο Μπομπ ήταν, απ' ό,τι ξέρω, ανακατεμένος σε

μια ερωτοδουλειά. Πίστευε μ' όλη του την καρδιά ότι είχε ξεμπερδέ­

ψει με τη θάλασσα μια για πάντα, κι ήταν σίγουρος πια πως του 'λα­

χε ο παράδεισος πάνω στη γη. AJJ..ά τελικά γίνηκε ασφαλιστής. Τη

δουλειά τού τη βρήκε κάποιος ξάδερφός του απ' το Λίβερπουλ. Μας

έλεγε συχνά τι είχε τραβήξει σ' εκείνο το πόστο. Μας έκανε να γελά­

με μέχρι δακρύων, και έτσι κοντοπίθαρος π.ου ήταν και με μια γενει­

άδα ίσαμε τη μέση του σαν καλικάντζαρος, σηκωνόταν στις μύτες

των ποδιών του ανάμεσά μας, και καθόλου δυσαρεστημένος απ' το

αποτέλεσμα της ιστορίας του, έλεγε: "Βέβαια, εσείς, βρε αθεόφοβοι,

μπορεί να γελάτε, αλλά εμένα, μετά από μια βδομάδα σ' εκείνη τη

δουλειά, η αθάνατη ψυχή μου είχε ζαρώσει σαν καβουρντιστό μπιζέ­

λι". Δεν ξέρω πώς τα 'βγαλε πέρα η ψυχή του τζιμ στις καινούργιες

συνθήκες της ζωής του -εμένα μ' ένοιαζε μόνο να του βρω μια δουλί­

τσα ίσα ίσα για να τον aποτρέψω απ' το ν' aποδημήσει εις τόπον χλο­

ερόν- αλλά η φαντασία του, που δίψαγε για περιπέτειες, σίγουρα

έλιωνε από ασιτία. Δεν έβρισκε καμιά τροφή σ' αυτή την καινούργια

απασχόληση. Καιγόταν η καρδιά σου να τον βλέπεις να δουλεύει

έτσι, αν και το αντιμετώπιζε με γα'ίδουρινή ψυχραιμία, πράγμα το

οποίο του αναγνωρίζω ανεπιφύλαχτα. Έβλεπα να σέρνει το ζυγό

αυτών των τιποτένιων καθηκόντων σαν ένα είδος τιμωρίας για τον

ηρωισμό της φαντασίας του -μια εξιλέωση, γιατί είχε λαχταρήσει

δόξες πιο βαριές απ' όσες aντέχανε τα κότσια του . Του άρεσε υπερ­

βολικά να φαντάζεται τον εαυτό του σαν νικηφόρο άλογο στους αγώνες, και τώρα, νά που καταδικάστηκε να μοχθεί σκληρά κι άδο­

ξα σαν γα'ίδούρι στο κάρο του μανάβη. Τα κατάφερνε πολύ καλά.

Κλεινόταν στον εαυτό του, έβαζε το κεφάλι κάτω και δεν έλεγε κου­

βέντα. Πολύ καλά· άψογα -εκτός μόνο από μερικά παράλογα και βί­

αια ξεσπάσματα, στη θλιβερή περίπτωση που ξεφύτρωνε πάλι στη

μέση η αιώνια ιστορία με το Πάτνα. Για κακή του τύχη, αυτό το

σκάνδαλο στιι_: θάλασσες της Ανατολής δεν έλεγε ακόμα να ξεχα­

στεί. Κι αυτός ήταν ο λόγος που δεν μπορούσα να νιώσω μέσα μου

ότι είχα ξεμπερδέψει επιτέλους μαζί του. »Αφού έφυγε ο γάλλος υποπλοίαρχος, καθόμουν εκεί και τον

σκεφτόμουν, όχι όμως όπως τον θυμόμουν στην κρύα και μουντή

Page 149: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

148 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

αποθήκη του Ντε Γιον όπου είχαμε σφίξει βιαστικά τα χέρια πριν λί­

γο καιρό, αλλά όπως τον είχα δει πολλά χρόνια πρωτύτερα, στις τε­

λευταίες αναλαμπές του κεριού, μονάχο του μ' εμένα στη μεγάλη βε­

ράντα του Μαλαμπάρ, και πίσω του το αγιάζι κι η σκοτεινιά της νύ­

χτας. Το σεπτό σπαθί της βρετανικής δικαιοσύνης κρεμόταν τότε πά­

νω απ' το κεφάλι του. Αύριο -ή μήπως κιόλας σήμερα; (ήταν περα­

σμένες δώδεκα, πολύ πριν χωρίσουμε) ο άτεγκτος στρατοδίκης με το

πέτρινο πρόσωπο, αφού θα επέβαλλε πρώτα κάποιο πρόστιμο και

ποινή φυλάκισης στην προηγούμενη υπόθεση περί "επιθέσεως και

προκλήσεως σωματικής βλάβης", ύστερα θα ύψωνε την τρομερή του

κάμα για να θερίσει το σκυμμένο λαιμό του τζιμ. Η βραδινή μας εγκάρδια επικοινωνία έμοιαζε πολύ με ολονυκτία στο πλευρό ενός

θανατοποινίτη. Ήταν κι αυτός ένοχος -ήταν ένοχος -όπως έλεγα

και ξανάλεγα μέσα μου τόσες φορές, ένοχος και ξεγραμμένος πια·

ωστόσο ήθελα να τον γλιτώσω απ' την αργή αγωνία μιας εικονικής

εκτέλεσης. Δε νομίζω ότι μπορώ να εξηγήσω με λόγια αυτή την επι­

θυμία μου -θαρρώ πως είναι αδύνατον· αλλά, αν δεν μπορείτε να το

καταλάβετε καθόλου, τότε ή εγώ είμαι κακός αφηγητή ς ή εσείς είστε

πολύ κοιμισμένοι για να με παρακολουθήσετε. Δε συνηγορώ υπέρ

της ηθικής μου. Δεν είχε καμιά σχέση με την ηθική αυτό που μ'

έσπρωξε να του μαρτυρήσω το aφελές σχέδιο "αντιπερισπασμού"

που είχε καταστρώσει ο Μπράιερλυ -αν μπορούμε να το ονομάσου­

με έτσι τέλος πάντων. Τις ρουπίες τις είχα μαζί μου -στην τσέπη μου,

στην απόλυτη διάθεσή του. Α! Δεν ήταν βέβαια παρά δανεικές ένα

δάνειο, κι αν χρειαζόταν, μια συστατική επιστολή σε κάποιον που

μένει στο Ρανγκούν και θα μπορούσε να του βρει μια δουλειά ... μετά χαράς θα τον εξυπηρετούσα. Στο δωμάτιό μου στον πρώτο όροφο εί­

χα πένα, μελάνι και χαρτί. Κι ενώ μιλούσα, aνυπομονούσα κιόλας ν'

aρχινήσω το γράμμα: μέρα, μήνας, χρονιά, δύο και τριάντα π. μ ... στ'

όνομα της παλιάς μας φιλίας, σου ζητώ να βρε ις κάποια απασχόλη­

ση για τον κύριο τζέημς Τάδε, στον οποίον, και τα λοιπά, και τα λοι­

πά. Είχα προετοιμάσει ακόμα και το τυπικό ύφος με το οποίο θα

αναφερόμουν στο άτομό του. Αν υποθέσουμε ότι δεν είχε κεντρίσει

τη συμπάθειά μου, είχε πετύχει κάτι ακόμη καλύτερο -είχε φτάσει

ώς την πρώτη αρχή και πηγή αυτού του συναισθήματος, είχε αγγίξει

τη μυστική ευαισθησία του εγωισμού μου. Δε σας κρύβω τίποτα, για­

τί τότε οι πράξεις μου θα φαίνονταν πιο ακατανόητες απ' ό,τι επιτρέ-

Page 150: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 149

πεται να είναι οι πράξεις ενός λογικού ανθρώπου, και -κατά δεύτε­

ρο λόγο- είναι σίγουρο πως αύριο κιόλας θα έχετε ξεχάσει τις εξο­

μολογήσεις μου αυτές μαζί με τα υπόλοιπα διδάγματα του παρελθό­

ντος. Σ' αυτή την εμπορική δοσοληψία, για να μιλήσουμε ανοιχτά,

εγώ υποτίθεται ότι έπαιζα το ρόλο του ηθικά άμεμπτου ανθρώπου·

αλλά οι συγκαλυμμένες προθέσεις της ανηθικότητάς μου δεν μπο­

ρούσαν να τα βγάλουν πέρα με την ηθική καθαρότητα του ενόχου .

Φυσικά, ήταν κι αυτός εγωιστής, αλλά ο δικός του εγωισμός είχε μια

υψηλότερη προέλευση, έναν ανώτερο σκοπό. Ανακάλυψα ότι, άσχε­

τα με τις δικές μου φλυαρίες, για κείνον ήταν εντελώς απαραίτητο να

υποστεί όλο το τυπικό της εκτέλεσης και δεν πρόβαλα μεγάλες

αντιρρήσεις, γιατί προαισθάνθηκα ότι αν aνοίγαμε κουβέντα, δε θα

τα 'βγαζα εύκολα πέρα με τη νιότη του: το δικό του πιστεύω άρχιζε

εκεί όπου εγώ δε διατηρούσα πια ούτε την παραμικρή αισιοδοξία.

Υπήρχε κάτι εξαίσιο σ' εκείνη την άγρια, συγκεχυμένη ελπίδα του.

"Να την κοπανήσω! Ούτε καν μου περνάει απ' το μυαλό" είπε, μ'

ένα τίναγμα του κεφαλιού. "Σου κάνω μια προσφορά, για την οποία

ούτε ζητάω ούτε περιμένω κανένα αντάλλαγμα" είπα· "θα επιστρέ­

ψεις τα χρήματα όποτε ευκολύνεσαι και ... " "Μεγάλη σου καλοσύνη" μουρμούρισε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Τον κοίταξα προσε­

χτικά: το μέλλον πρέπει να διαγραφόταν στα μάτια του τρομερά

αβέβαιο· αλλά δεν είχε κανέναν ενδοιασμό, η καρδιά του άντεχε στ'

αλήθεια μια χαρά. Νευρίασα -για πολλοστή φορά εκείνη τη νύχτα.

"Αρκετή πίκρα δεν τράβηξες μ' αυτή την κωλο'ίστορία, άνθρωπε

μου;" "Ναι" ψιθύρισε δυο φορές με τα μάτια στυλωμένα στο πάτω­

μα. Σου σκιζόταν η καρδιά να τον βλέπεις. Σήκωσε το κεφάλι του

πάνω απ' το φως, κι είδα το χνούδι στο πηγούνι του και μια κοκκινί­

λα ν' απλώνεται κάτω απ' το απαλό δέρμα του προσώπου του. Δεν

ξέρω αν με πιστεύετε ή όχι, άλλά σας το ξαναλέω, μου σπάραζε την

καρδιά. Μ' έσπρωξε να μιλήσω χοντρά. "Ναι" είπα, "κι επίτρεψέ

μου να σου ομολογήσω ότι δεν καταλαβαίνω καθόλου ποιο το όφε­

λος να κάθεσαι να γλείφεις το σκατό ώς τον πάτο" . "Όφελος!"

μουρμούρισε aσάλευτος. "Δεν το καταλαβαίνω, που να πάρει ο διά­

ολος!" είπα εγώ έξω φρενών. "Προσπάθησα να σου εξηγήσω το λό­

γο" συνέχισε αργά, σαν να σκεφτόταν κάτι που ήταν αδύνατον να βρεθεί απάντηση . "Αλλ.ά, στο κάτω κάτω, το πρόβλημα είναι δικό

μου". Άνοιξα το στόμα μου να πω κάτι, αλλά ξαφνικά διαπίστωσα

Page 151: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

150 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΓ

πως όλη μου η αυτοπεποίθηση είχε εξανεμιστεί μονομιάς κι εκείνος

έμοιαζε ν' αγνοεί πια την παρουσία μου, γιατί άρχισε να μουρμου­

ράει σαν άνθρωπος που σκέφτεται φωναχτά. ''το σκάσανε ... μπήκαν στα νοσοκομεία ... Κανείς τους δεν κάθισε να τ' αντιμετωπίσει ... Αυ­τοί! ... " Κούνησε ελαφρά το χέρι του για να εκφράσει την περιφρόνη­

σή του. 'Άλλά εγώ πρέπει να φτάσω ώς το τέλος, δεν πρέπει να την

κοπανήσω, γιατί ... δε θα την κοπανήσω" . Απόμεινε σιωπηλός. Το

βλέμμα του έμοιαζε τελείως αλλοπαρμένο. Στο πρόσωπό του καθρε­

φτίζονταν ασυναίσθητα οι φευγαλέες εκφράσεις της καταφρόνιας,

της απελπισίας και της αποφασιστικότητας -ξεγλιστρούσαν αθόρυ­

βα η μια πίσω απ' την άλλη, μορφές aπόκοσμες μέσα σε μαγικό κα­

θρέφτη. Ζούσε τριγυρισμένος από απατηλά φαντάσματα, aπαιτητι­

κές σκιές. "Ωχ! aνοησίες, φίλε μου" άρχισα. Οι κινήσεις του έδειξαν

κάποια δυσφορία. "Απ' ό,τι φαίνεται, δεν κατάλαβες" είπε σαρκα­

στικά· ύστερα, χωρίς να παίξει καθόλου το μάτι του, με κοίταξε:

"Μπορεί να πήδηξα απ' το βαπόρι, αλλά τώρα δεν πρόκειται να το

βάλω στα πόδια". "Δεν ήθελα να σε προσβάλω" είπα, κι απόσωσα

βλακωδώς: "Και καλύτεροι άνθρωποι από σένα το θεώρησαν μερι­

κές φορές σκόπιμο να το βάλουν στα πόδια" . Κοκκίνισε σαν παντζά­

ρι, ενώ εγώ μες στην αμηχανία μου κόντεψα να καταπιώ τη γλώσσα

μου. "Μπορεί" είπε στο τέλος. "Εγώ δεν είμαι τόσο καλός δεν έχω

τη δύναμη . Πρέπει να το παλέψω αυτό το πράγμα -κι αυτή τη στιγμή

παλεύω" . Σηκώθηκα απ' την πολυθρόνα μου κι ένιωσα όλο μου το

σώμα πιασμένα. Η σιωπ1Ί που έπεσε ήταν πολύ στενάχωρη, και δεν

μπόρεσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο για να της δώσω ένα τέλος, απ'

το να διαπιστώσω με ύφος ανάλαφρο: "Μωρέ μπράβο, πώς πέρασε

έτσι η ώρα ... " "Μπούχτισες, μου φαίνεται" είπε απότομα· "και για

να σου πω όλη την αλήθεια" -άρχισε στο μεταξύ να ψάχνει τριγύρω

για το κασκέτο του- "το ίδιο ισχύει και για μένα".

»Ωραία λοιπόν! Είχε αρνηθεί αυτή τη μοναδική προσφορά. Του

άπλωσα χέρι βοηθείας κι αυτός το 'σπρωξε πέρα· και τώρα ετοιμα­

ζόταν να φύγει, ενώ απ' το μπαλκόνι η νύχτα έμοιαζε να καιροφυλα­

κτεί aσάλευτη για το θήραμα που είχε επισημάνει. Άκουσα τη φωνή

του ''Α, νά το". Είχε βρει το καπέλο του . Για μερικά δευτερόλεπτα

σταθήκαμε εκεί αναποφάσιστοι. "Και τι θα κάνεις ύστερα από

-από ... " ρώτησα πολύ χαμηλόψωνα. "Θα πάω στ;ο διάολο, ξtρω κι εγώ;" μούγκρισε μέσ' απ' τα δόντια του . Είχα ξαναβρεί ώς ένα βαθ-

Page 152: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 151

μό την αυτοκυριαρχία μου και θεώρησα καλύτερο να μη δώσω ιδιαί­

τερη βαρύτητα. "Σε παρακαλώ, μην ξεχάσεις" είπα, "ότι θα 'θελα

πάρα πολύ να σε ξαναδώ προτού φύγεις". "Το μόνο εύκολο. Αυτή η

σκατοϋπόθεση δεν τα κατάφερε να με κάνει αόρατο" είπε με μεγά­

λη πίκρα -"πού τέτοια τύχη". Κι ύστερα, σαν ήρθε η στιγμή του aπο­

χαιρετισμού, γίνηκε κυριολέκτικά άνω κάτω, και με μπουρδούκλω­σε κι εμένα μέσα σε αβέβαια ψελλίσματα και κινήσεις γεμάτες δι­

σταγμό. Ο Θεός ας τον συγχωρ1Ίσει κι αυτόν -κι εμένα! Του 'χε κολ­

λήσει για τα καλά στο φαντασιόπληκτο μυαλό του ότι μπορεί και να

μην πολυήθελα να του δώσω το χέρι μου. Στα χάλια που βρισκόμα­

σταν, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε κουβέντα. Νομίζω ότι μούγκρι­σα κάτι τόσο ξαφνικά, όπως φωνάζεις με αγωνία κάποιον που τον

βλέπεις έτοιμο να γκρεμιστεί απ' τα βράχια. Θυμάμαι τη φωνή μας

που δυνάμωσε, το πρόσωπό του χαραγμένο σε μια αξιοθρήνητη γκριμάτσα, μια χειραψία σαν τανάλια, το νευρικό του γέλιο. Το κερί

έσβησε τσιτσιρίζοντας, και η παράσταση πήρε τέλος μ' ένα βογκητό

που ακούστηκε μες στο σκοτάδι. Κι έφυγε εντέλει. Η νύχτα κατάπιε

τη μορφή του. Τα 'χε κάνει όλα θάλασσα. Τρομερός aτζαμής. Τα χα­

λίκια έτριξαν κάτω απ' το βιαστικό του βήμα. Έτρεχε. Να τρέχεις

σαν τρελός δίχως να ξέρεις πού πηγαίνεις. Και να μην είσαι ακόμη

καλά καλά ούτε είκοσι τεσσάρων χρόνων».

Page 153: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

14 «Κοιμήθηκα λίγο, ήπια βιαστικά τον καφέ μου, κι έπειτα από ένα

μικρό δισταγμό αποφάσισα να μην κάνω την πρωινή επίσκεψη στο

καράβι μου. Ήταν στ' αλήθεια μεγάλο λάθος, γιατί ο υποπλοίαρ­χός μου, ένας εξαιρετικός άνθρωπος από κάθε άποψη, ήταν δυ­

στυχώς έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πέσει θύμα σκοτεινών φαντα­

σιώσεων, που τον έκαναν, αν δεν έπαιρνε, για παράδειγμα, ένα

γράμμα απ' τη γυναίκα του στον προκαθορισμένο χρόνο, να παλα­

βώνει απ' τη ζήλια και το κακό του, να χάνει το κουμάντο της δου­

λειάς, ν' aρπάζεται για ψύλλου πήδημα με το πλ1Ίρωμα, κι είτε να

κάθεται μυξοκλαίγοντας στο γιατάκι του είτε ν' αγριεύει τόσο πο­

λύ, που να εξωθεί το τσούρμο στα πρόθυρα της ανταρσίας. Δεν

μπόρεσα ποτέ μου να το καταλάβω αυτό το πράγμα· ήταν παντρε­

μένοι δεκάτρία χρόνια· την είχα δει μια φορά και, μα το Θεό, μου

φαινόταν αδύνατον να βρεθεί άνθρωπος τόσο πωρωμένος, που να

αμαρτήσει για το χατίρι τέτοιας άχαρης γυναίκας. Δεν ξέρω αν

έκανα καλά που δεν έφερα ποτέ το φουκαρά τον Σέλβιν αντιμέτω­

πο μ' αυτή την πραγματικότητα· είχε κάνει τη ζωή του σωστή κόλα­

ση. Κατά κάποιο τρόπο υπέφερα κι εγώ μαζί του , αλλά, από ένα

είδος κακώς εννοούμενη ς διακριτικότητας, δεν του έλεγα την αλη­

θινή μου γνώμη. Οι συζυγικές σχέσεις των ναυτικών αποτελούν

ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα· θα μπορούσα να σας αναφέρω πλεί­

στα παραδείγματα που ... Ωστόσο, αυτό θα Ίlταν εκτός τόπου και χρόνου, γιατί τώρα έχουμε να κάνουμε με τον τζιμ που ήταν aνύ­

παντρος. Λοιπόν, αν Ίiταν το φαντασιόπληκτο μυαλό του ή η περη­φάνια του· αν έφταιγαν τα aχαλίνωτα όνειρα και τα αυστηρά ιδα­

νικά, αυτοί οι καταστρεπτικοί σύντροφοι της νιότης του, που δεν τον άφηναν να ξεφύγει απ' τον πάγκο του χασάπη, εξίσου ακατα­

νόητα μ' έσπρωχνε κι εμένα, που δεν μπορώ βέβαια να κριθώ ύπο­

πτος για τέτοιου είδους νεανικούς παραλογισμούς, μια ακαταμά-

Page 154: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 153

χητη τάση να μη χάσω το θέαμα της καρατόμησής του . Έτσι, με

φέρανε τα βήματά μου στην αίθουσα του δικαστηρίου. Δεν περί­

μενα βέβαια να βρω εκεί τίποτα εντυπωσιακό, εποικοδομητικό,

ενδιαφέρον, ή έστω τρομακτικό -αν και, για κάποιον που έχει

ακόμη μπροστά του ορισμένα περιθώρια ζω1Ίς, μια γερή δόση τρο­

μάρας κάπου κ(iπου είναι πολύ υγιεινή προπόνηση. Ούτε όμως εί­

χα υπολογίσει ότι θα με πιάσει τέτοια απαίσια κατάθλιψη. Αυτό

που έκανε την επιβολή της ποινής μαρτυρική ήταν η παγωνιά και η

μιζέρια της ατμόσφαιρας. Η ουσιαστική σημασία μιας εγκληματι­

κής πράξης έγκειται στο ότι δημιουργεί ένα επικίνδυνο ρήγμα

στην εμπιστοσύνη που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις, και γι' αυ­τόν ακριβώς το λόγο δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε δακτυλοδει­

κτούμενος προδότης, αλλά τουναντίον, η εκτέλεσή του έπρεπε να

γίνει συγκαλυμμένη , στα μουλωχτά. Ούτε ψηλό ικρίωμα ούτε πορ­

φυρός χιτώνας (άραγε στον Πύργο του Λονδίνου τούς φόραγαν

την πορφύρα; κανονικά θα έπρεπε), ούτε έντρομο πλ1Ίθος για να

φρίξε ι με την aνόσια ψυχή του και να συγκινηθεί μέχρι δακρύων

για τη μοίρα του -ούτε καν η ζοφερή παρουσία της νέμεσης . Αντί­

θετα, το καθαρό φως του ήλιου ακολουθούσε τα βήματά μου · μια

λάμψη ανελέητη κι ολοζώντανη που δε μου πρόσφερε καμιά πα­

ρηγοριά, οι δρόμοι τυλιγμένοι σ' έναν κυκεώνα χρωμάτων σαν

θρυμματισμένο καλειδοσκόπιο, πράσινα, γαλάζια, εκτυφλωτικό

άσπρο, ένας γυμνός ώμος σοκολατένιος, μια βο.ίδάμαξα με κόκκι­

νο κουβούκλιο, μια διμοιρία ιθαγενείς πεζικάριοι με μπεζ ρούχα

και μελαχρινά κεφάλια, που παρελαύνουν με σκονισμένα άρβυλα,

ένας ιθαγενής χωροφύλακας με μια υποτυπωδώς ραμμένη, θλιβε­

ρή στολή και μαύρη πέτσινη ζώνη, που με κοίταξε με τα πονετικά

ανατολίτικα μάτια του, θαρρείς και η ταξιδιάρα του ψυχή υπέφερε

τα πάνδεινα μέσα σ' εκείνη την απρόβλεπτη -πώς τη λένε;- μετεν­

σάρκωση . Στο προαύλιο, κάτω απ' τη σκιά ενός μοναχικού δέ­

ντρου καθόταν μια ειδυλλιακή συντροφιά από χωριάτες για κείνη

την υπόθεση της "σωματικής βλάβης", σαν έγχρωμη λιθογραφία

με βοσκούς σε εγχε ιρίδιο ταξιδιωτικών εντυπώσεων από την Ανα­

τολή. Το μόνο που έλΕιπΕ , ήταν η απαραίτητη στήλη καπνού σε

πρώτο πλάνο και το κοπάδι με τα ζωντανά να βόσκουν. Πίσω τους

υψωνόταν ένας γυμνός κίτρινος τοίχος, που ξεπερνούσε το δέντρο

και αντανακλούσε την κιτρινίλα του ήλιου. Η αίθουσα του δικα-

Page 155: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

154 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

στηρίου σκοτεινή, έδειχνε πιο μεγάλη απ' ό,τι ήταν στην πραγματι­

κότητα. Ψηλά στο ταβάνι, μέσα στο μισοσκόταδο, οι πάνκας ανε­

μίζανε βιαστικά πέρα δώθε. Αριά και πού, ξεχώριζε μπρος στους

τεράστιους γυμνούς τοίχους κάποια μικροσκοπική σιλουέτα με τη

χαρακτηριστική ντόπια φορεσιά να κάθεται aσάλευτη ανάμεσα

στις σειρές των άδειων πάγκων, σαν aπορροφημένη ευλαβικά σε

βαθύ διαλογισμό. Ο ενάγων που είχε υποστεί την επίθεση , ένας

παχύσαρκος σοκολατένιος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι, το χο­

ντρό του στήθος ξεγυμνωμένο απ' τη μια μεριά, και μια χτυπητή

κίτρινη βούλα στη ρίζα της μύτης, σημάδι της κάστας του, καθόταν

εκεί ακίνητος και μεγαλοπρεπής: μονάχα τα μάτια του τρεμόπαι­

ζαν σπινθηροβόλα στο μισόφωτο, και τα ρουθούνια του διαστέλ­

λονταν και ξεφούσκωναν ορμητικά καθώς ανάσαινε. Ο Μπράιερ­

λυ σωριάστηκε στο κάθισμά του εξουθενωμένος, λες κι είχε κάνει

ολονύχτιο δρόμο ταχύτητας σε πίστα στρωμένη με στάχτες.41 Ο θε­

οφοβούμενος καραβοκύρης έδειχνε ταραγμένος κι έκανε aνήσυ­

χες χε ιρονομίες, σαν να κατέπνιγε με δυσκολία μέσα του την επι­

θυμία να σηκωθεί όρθιος και να μας παροτρύνει σοβαρά να προ­

σευχηθούμε και να μετανοήσουμε. Το πρόσωπο του προέδρου, λε­

πτό και χλομό κάτω απ' τα καλοχτενισμένα μαλλιά του, θύμιζε σα­

κάτη κατάκοιτο που, αφού τον μπανιάρανε και τον χτενίσανε με

φροντίδα, τον έστησαν καθιστό στο κρεβάτι. Παραμέρισε το αν­

θοδοχείο -ένα μάτσο λουλού.δια μενεξεδιά και λίγα ροζ με ψηλά

κοτσάνια- έπιασε με τα δυο του χέρια ένα μακρόστενο φύλλο γα­

λαζωπό χαρτί, του 'ριξε μια γοργή ματιά από πάνω ώς κάτω, στή ­

ριξε τους αγκώνες στην άκρη της έδρας κι άρχισε να διαβάζει δυ­

νατά, με ήσυχη, καθαρή κι άχρωμη φωνή.

»Μα το Θεό! Όλες αυτές οι aνοησίες για κρεμάλες και κομμέ­

να κεφάλια δεν πιάνανε μπάζα μπροστά στην πραγματικότητα

-ήταν aπείρως χειρότερη απ' τη λαιμητόμο. Όταν πέφτει το πελέ­

κι, κρατάς μια ελπίδα για μεταθανάτια παρηγοριά και γαλήνη ,

όμως εκεί, πάνω απ' όλα αυτά, πλανιόταν μια βαριά αίσθηση αιώ­

νιας καταδίκης που δεν αλάφρωνε με τίποτα . Εκείνες οι διαδικα­

σίες έκλειναν μέσα τους όλη την παγερή μνησικακία μιας θανατι­

κής εκτέλεσης, όσο και τη σκληρότητα της ισόβιας εξορίας. Έτσι

41 Είθισται στις ιπποδρομίες, και αλλού, να στρώνουν στάχτη στην πίστα.

Page 156: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 155

τα 'βλεπα τα πράγματα εκείνο το πρωινό -κι εξακολουθώ να πι­

στεύω ακόμα και τώρα ότι αυτή η άκρως συναισθηματική στάση

απέναντι σ' ένα τόσο συνηθισμένο περιστατικό διατηρεί αναμφι­

σβήτητα κάποια στοιχεία εκπληκτικής αυθεντικότητας . Δεν μπο­

ρείτε να φανταστείτε πόσο συγκλονίστηκα τότε. Ίσως και γι' αυ­

τόν ακριβώς το λόγο δεν κατάφερα ποτέ να συμβιβαστώ με το τε­

λεσίδικο του πράγματος. Το είχα διαρκώς στο μυαλό μου, ήμουν

πάντα έτοιμος ν' ακούσω μια καινούργια γνώμη, σαν να μην είχε

λήξει οριστικά: μια προσωπική γνώμη -τη διεθνή κοινή γνώμη -Ω,

Χριστέ μου! Τη γνώμη εκείνου του Γάλλου, για παράδειγμα. Οι

δηλώσεις της ιδιαιτέρας του πατρίδος επί του θέματος, διατυπω­μένες όλο σαφήνεια και απάθεια σε μια φρασεολογία που μόνο οι

μηχανές θα χρησιμοποιούσαν, αν οι μηχανές μπορούσαν ποτέ να

μιλήσουν. Το κεφάλι του προέδρου ήταν μισοκρυμμένο πίσω απ'

το χαρτί, το φρύδι του σαν αλαβάστρινο .

»Το δικαστήριο ασχολήθηκε με διάφορα ζητήματα. Πρώτον, αν

το καράβι ήταν από κάθε άποψη έτοιμο και κατάλληλο για το τα­

ξίδι. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν. Στη συνέχεια, απ' ό,τι θυ­

μάμαι, μπήκε το θέμα αν, ώς την ώρα του ατυχήματος, το καράβι

είχε κυβερνηθε ί σωστά και με όλους τους καθιερωμένους κανόνες.

Η απάντηση σ' αυτό υπήρξε καταφατικ11, ένας Θεός ξέρει γιατί,

και ύστερα αποφάνθηκαν ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις για τα ακρι­

βή αίτια του ατυχήματος. Ίσως τα επιπλέοντα συντρίμμια ενός '

ναυάγιου. Εγώ ο ίδιος θυμάμαι ότι εκείνο τον καιρό είχε χαθεί

ένα νορβηγέζικο μπάρκο φορτωμένο με ξυλεία πεύκης, και ήταν

ακριβώς από εκείνα τα σκαριά που τα αναποδογυρίζει το μπουρί­

νι και παραδέρνουν μήνες ολόκληρους τουμπαρισμένα στον αφρό

-σαν λάμιες που κυνηγάνε ν' aφανίσουν τα καράβια μες στο σκο­

τάδι. Τέτοια περιπλανώμενα λείψανα βρίσκονται πολύ συχνά

στον Βόρειο Ατλαντικό , που τον στοιχειώνουν όλοι οι τρόμοι της

θάλασσας -ομίχλες, παγόβουνα, καράβια πεθαμένα έτοιμα να

σπΕίρουν το κακό, και μεγάλες, καταχθόνιες θύελλες που γραπώ­νονται πάνω σου σαν βρικόλακες και σου ρουφάνε ώς το μεδούλι

όλη τη δύναμη, το κουράγιο, ώς και την τcλcυταία ελπίδα, για να σ'

αφήσουν έπειτα ένα ανθρώπινο κουφάρι αδειανό . Αλλά εκεί

-στις θάλασσες του Νοτιά- ένα τέτοιο ατύχημα είναι αρκετά σπά­

νιο , και δύσκολα θυμίζει προμελετημένο έργο κάποιας κακόβου-

Page 157: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

156 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

λης θεότητας, η οποία, εκτός κι αν το 'χε βάλει σκοπό να σκοτωθεί

ντε και καλά ένας "καρβουνιέρης" και να περάσει ο Τζιμ μαρτύ­

ρια χειρότερα κι απ' το θάνατο, θα φαινόταν ότι σκαρώνε ι τέτοιες

διαβολοδουλειές εντελώς άσκοπα. ΑυηΊ η σκέψη μού απορρόφη­σε όλη την προσοχή . Για κάμποση ώρα, η φων1] του προέδρου

αντηχούσε στ' αυτιά μου σαν ήχος χωρίς νόημα· αλλά μέσα σε μια

στιγμ1] άρχισε να μετατρέπεται σε ευδιάκριτες λέξεις ... "διότι ολο­σχερώς ημέλησαν τα πλέον στοιχειώδη καθήκοντά των" έλεγε η

φων1] . Η επόμενη πρόταση, δεν ξέρω πώς, μου διέφυγε, και ύστε­

ρα ... "καταλιπόντες εν κινδύνω το έμψυχον και άψυχον υλικόν,

του οποίου την φύλαξιν είχον αναλάβει" .. . συνέχισε η ανέκφρα­στη φωνή κι έπειτα σταμάτησε . Δυο μάτια κάτω απ' το ωχρό μέτω­

Πο έριξαν ένα σκοτεινό διαπεραστικό βλέμμα από την άκρη του

χαρτιού. Έψαξα βιαστικά να δω πού 1]ταν ο Τζιμ σαν να φοβό­

μουν μην εξαφανιστεί. Ήταν εντελώς ακίνητος -ωστόσο δεν είχε

χαθεί. Καθόταν εκεί ροδομάγουλος, παστρικός και μ' όλη του την

προσοχή τεντωμένη. "Διά ταύτα .. . " άρχισε πάλι η φωνή με έμφα­

ση . Εκείνος κοίταζε με το στόμα μισάνοιχτο, κρεμασμένος απ' τα

λόγια του ανθρώπου που καθόταν στην έδρα. Τα λόγια του αναδύ­

θηκαν μες στη σιωπή και σκόρπισαν απαλά με τον αέρα που έκα­

ναν οι πάνκας, κι εγώ, απ' την αγωνία μου να δω πώς θ' αντιδρά­

σει, δεν άκουγα παρά μόνο κάτι αποσπάσματα τυπικ1Ίς φρασεο­

λογίας ... "Το δικαστήριον ... Γουστάβον Τάδε, κυβερνήτην ... γερ­μανό υπ1]κοον ... τζέημς Τάδε ... αξιωματικόν ... και κατάσχει τα δι­πλώματα" . Ακολούθησε σιωπή. Ο πρόεδρος άφησε το χαρτί να

πέσει απ' τα χέρια του, και γέρνοντας πάνω απ' το μπράτσο της

πολυθρόνας του, Ι βάλθηκε να κουβεντιάζει ήσυχα με τον Μπράιερλυ. Ο κόfμος σηκώθηκε για να φύγει· άλλοι σπρώχνο­

νταν για να μπούνf μέσα, κι εγώ με τη σειρά μου τράβηξα προς

την έξοδο. Στάθηκα απ' έξω, κι όταν ο τζιμ πέρασε από μπροστά

μου πηγαίνοντας ~ρος την καγκελόπορτα, τον σταμάτησα πιάνο­ντάς τον απ' το μπ_~άτσο. Η ματιά που μου έριξε με γέμισε αμηχα­νία, λες κι 1Ίμουν ~ώ ο υπεύθυνος για την κατάστασή του: με κοί­ταξε σαν να 'μουν η ζωντανή ενσάρκωση του κακού. "Τέλειωσε

πια" τραύλισα . " I ι" είπε με πνιγμένη φωνή. "Και τώρα δε θα επιτρέψω σε κανέ'iαν .. . " Ελευθέρωσε μ' ένα τίναγμα το μπράτσο του. Έβλεπα την πλάτη του καθώς απομακρυνόταν. Ο δρόμος που

Page 158: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 157

προχωρούσε ήταν αρκετά μακρύς, κι έτσι μπορούσα να τον βλέπω

για κάμποση ώρα. Το βήμα του κάπως αργό και τα πόδια λίγο

ανοιχτά, σαν να του 'πεφτε δύσκολο ν' ακολουθήσει ευθεία πο­

ρεία. Λίγο πριν τον χάσω απ' τα μάτια μου, φάνηκε ότι άρχισε να

τρεκλίζει κομμάτι.

»"Άνθρωπος στη θάλασσα" ακούστηκε μια φωνή από πίσω

μου. Γύρισα και είδα έναν τύπο που κάπου τον γνώριζα, έναν Δυ­

τικοαυστραλό· Τσέστερ42 τ' όνομά του. Κοίταζε κι αυτός τον Τζιμ.

Ήταν ένας τύπος με τεράστιο πλατύ στέρνο, μούτρο τραχύ, καλο­

ξυρισμένο, κοκκινόμαυρο σαν μαόνι, και δυο ψαλιδισμένες ψαρές

τούφες από τρίχα σκληρή σαν ταβανόβουρτσα στο πάνω του χείλι.

Είχε υπάρξει, απ' ό,τι θυμάμαι, κυνηγός μαργαριταριών, ναυαγός,

έμπορας και φαλαινοθήρας καταπώς έλεγε κι ο ίδιος -όλα όσα

μπορεί να γίνει κάποιος στη θάλασσα -εκτός από πειρατής. Ο Ει­

ρηνικός, απ' το βοριά ίσαμε το νότο, ήταν η περιοχή που προτιμού­

σε ως πεδίο των δραστηριοτήτων του, αλλά τώρα έτυχε να ξεμα­

κρύνει τόσο πολύ από κει, επειδή έψαχνε ν' αγοράσει ένα φτηνό

aτμόπλοιο. Τελευταία είχε ανακαλύψει κάπου -έτσι είπε- ένα νη­

σί με γκουάνο,43 μόνο που η πρόσβαση ήταν πολύ επικίνδυνη , κι

όσο γι' aραξοβόλι, μεγάλο ρίσκο. "Σωστό χρυσωρυχείο" ξεφώνι­

σε. "Χωμένο ανάμεσα στις ξέρες του Γουώλπολ,44 πουθενά δε βρί­

σκεις πάτο να ρίξεις άγκυρα πιο ρηχά απ' τις σαράντα οργιές, και τι έγινε; Είναι και οι κυκλώνες. Αλλά είναι πράμα πρώτης κλάσεως.

Σωστό χρυσωρυχείο -και βάλε! Και να μη βρίσκεται ούτ' ένας ηλί­

θιος να μπει στο νόημα. Ούτε καπετάνιος, ούτε πλοιοκτήτης δεν

κοτάει να πλησιάσει εκεί. Κι έτσι, το πήρα απόφαση, θα το κουβα­

λήσω το πράμα μονάχος ... " Γι' αυτό έψαχνε γι' aτμόπλοιο, κι ήξε­ρα ότι ίσα ίσα εκείνο τον καιρό βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις

με κάποια περσική εταιρεία για ν' αγοράσει μια αντίκα της θά­

λασσας, μια σαβούρα δικάταρτη των ενενήντα ίππων, κι ήταν πια

ενθουσιασμένος. Είχε τύχει να συναντηθούμε και να μιλήσουμε

αρκετές φορές. Κοίταζε πονηρά τον τζιμ να ξεμακραίνει. ''το πή-

42 Ο Τσέστερ, και ο Ρόμπινσον παρακάτω, ήταν πασίγνωστοι τον καιρό του Κόν­

ραντ στις θάλασσες της Αυστραλίας.

43 Κοπριά από θαλασσοπούλια.

" ΚοραλλιογΕνιjς ·ύφαλος στο νοτιοδυτικύ Ειρηνικό.

Page 159: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

158 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ρε κατάκαρδα;" ρώτησε με περιφρόνηση. "Πάρα πολύ" είπα.

"Άμα είναι έτσι, δεν αξίζει μία" αποφάνθηκε. "Γιατί τόση βαβού­

ρα; Έχασ' η Πόλη γάιδαρο. Δεν είν ' aντρίκεια φερσίματα αυτά.

Πρέπει να τα βλέπεις τα πράματα όπως είναι -άπαξ και δεν μπο­

ρείς, χαιρέτα μου τον πλάτανο. Τίποτες δε θα καζαντίσεις σε τού­

το τον ντουνιά. Δε βλέπεις εγώ; Το 'χω για αρχή μου τίποτα να μην

το παίρνω κατάκαρδα" . "Ναι" είπα εγώ, "βλέπεις τα πράγματα

όπως είναι" . "Για την ώρα θα'θελα να 'βλεπα το συνεταιράκι μου

να 'ρχεται κατά δω μεριά -αυτό θα 'θελα" είπε. "Τον ξέρεις το συ­

νεταίρο μου. Τον γερο-Ρόμπινσον . Μάλιστα· Ρόμπινσον με τ' όνο­

μα. Πώς και δεν τον ξέρεις; Τον Ρόμπινσον, τον περιβόητο. Στα νιάτα του πέρασε απ' το χεράκι του τόσο όπιο και τομάρια φώκιες

στη ζούλα, που δεν πιάνουνε μπάζα μπροστά του όλα τα αλάνια

που κυκλοφοράνε στην πιάτσα την σήμερον ημέρα. Λένε πως έβα­

λε πλώρη με τη σκούνα του για φώκιες στην Αλάσκα όταν η ομίχλη

ήταν τόσο παχιά, που μήτε ο Παντοδύναμος αυτοπροσώπως δε θα

ξεχώριζε την τύφλα του απάνω στο καράβι. Ο Ρόμπινσον που ήτα­

νε φόβος και τρόμος. Ελόγου του είναι. Μαζί θα την κάνουμε αυτή

την μπίζνα με το γκουάνο. Η μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής του".

Πλησίασε τα χείλια του στο αυτί μου . 'Ό Κανίβαλος45 -του 'χαν

κολλήσει αυτό το παρατσούκλι από χρόνια. Θυμάσαι την ιστορία;

Είχανε ναυαγήσει στα δυτικά παράλια του νησιού Στιούαρτ- μάλι­

στα· εφτά από δαύτους τους ξέβρασε στη στεριά, κι απ' ό ,τι φαίνε­

ται, φάγανε τα μουστάκια τους. Είναι μερικοί τύποι, αδερφέ μου,

που σου τσιτσιρίζουν τα σκώτια απ' την γκρίνια με το τίποτα -δεν

τους κόβει να κάνουν και λίγο μόκο στις αναποδιές -δε βλέπουν

τα πράματα όπως είναι -όπως είναι, ρε αδερφέ μου! Και το απο­

τέλεσμα; Φως φανάρι! Καβγάδες και κόντρα καβγάδες ώσπου

τρώνε κάνα κατακέφαλα· και καλά να πάθουνε δηλαδ1Ί. Αυτοί οι

βλάκες χρησιμεύουνε πιότερο πεθαμένοι παρά ζωντανοί. Λένε

ότι τον βρήκε μια βάρκα απ' το Αγρίμι, του Βασιλικού Ναυτικού,

γονατισμένο στα φύκια, τσιτσίδι όπως τον γέννησε η μάνα του , να

ψέλνει κάτι τροπάρια · έπεφτε μάλιστα και χιονόνερο κείνη την

ώρα. Περίμενε μέχρι που η βάρκα ζύγωσε πια δυο σπιθαμές απ'

45 Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ναυτι­

κούς αρκετές ιστορίες περί κανιβαλισμού_

Page 160: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 159

το γιαλό, και τότε τινάχτηκε πάνω και γίνηκε μπουχός. Μια ώρα

τον κυνηγούσαν στα κατσάβραχα, ώσπου ένας ναύτης τού πέταξε

μια κοτρόνα που τον πέτυχε για καλή του τύχη πίσω απ' το αυτί και

τον έριξε χάμω αναίσθητο. Ήταν μονάχος, βέβαια. Μα δε βαριέ­

σαι, τα ίδια παραμύθια λένε και για τις σκούνες που κυνηγάνε φώ­

κιες. Μονάχα ο Ύψιστος ξέρει πού 'ναι η αλήθεια και πού το ψέ­

μα σε τούτη την ιστορία. Το τσούρμο της βάρκας δεν έκατσε να ψι­

λολογήσει και πολύ. Τον τύλιξαν σε μια βελάδα και τον πήραν να

φύγουνε μάνι μάνι, γιατί έπεφτε νύχτα θεοσκότεινη, ο καιρός

ήταν μπουρινιασμένος, και το καράβι έριχνε κάθε πέντε λεπτά

προειδοποιητικές βολές για να γυρίσουν. Σε τρεις βδομάδες είχε

γίνει περδίκι. Στα παλιά του τα παπούτσια όλος ο ντόρος που γινό­

ταν στο λιμάνι· δεν πά' να ουρλιάζανε όσο τους κάπνιζε, εκείνος

το 'ραψε το χείλι του και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Εδώ είχε χάσει το

καράβι του, ό,τι είχε και δεν είχε, και θα καθόταν να δώσει βάση

στα μπινελίκια του καθενός; Για μένα, αυτός είναι άντρας με τα

όλα του". Σήκωσε το χέρι του γνέφοντας σε κάποιον στο βάθος

του δρόμου. "Έχει λίγο παραδάκι, κι έτσι αναγκαστικά πρέπει να

του δώσω μίζα απ' τη δουλειά. Τι να γίνει! Αμαρτία απ' το Θεό να

πετάξω τέτοιο κελεπούρι τώρα που είμαι πανί με πανί. Μωρέ, μου

καίγεται η καρδούλα μου, αλλά το 'δα το πράμα ρεαλιστικά, κι

αφού πρέπει σώνει και καλά να χαλαλίσω μερτικό σε κάποιονα

-σκέφτηκα- ο Ρόμπινσον είναι ο μόνος που τ' αξίζει. Τον άφησα

να φάει πρωινό στο ξενοδοχείο και ήρθα στο δικαστήριο επειδή

μου κατέβηκε μια ιδέα ... Α! Καλημέρα, καπεταν-Ρόμπινσον ... κα­πεταν-Ρόμπινσον, από δω ένας φίλος".

»Ένας λίαν επιβλητικός και σαρακοφαγωμένος γερο-μαθουσά­

λας, με άσπρο ντρίλινο κοστούμι και ψαθάκι με πράσινη μπορντού­

ρα πάνω στο τρεμάμενο γεροντικό του κεφάλι, διέσχισε το δρόμο

σέρνοντας κούτσα κούτσα τα πόδια του κι ήρθε να σταθεί κοντά

μας, διατηρώντας μια πολύ επισφαλή ισορροπία με τα δυο του χέ­

ρια στηριγμένα στη λαβή της ομπρέλας του. Μια άσπρη γενειάδα

με κιτρινιασμένες λουρίδες κρεμόταν μαραμένη ώς κάτω απ' τη μέ­ση του. Με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας σαστισμένος τα σταφιδια­

σμένα καπάκια των ματιών του. "Πώc; πάει; Πώς πάει;" είπε πολύ

εγκάρδια με την κατσαρή του φωνή, και τρ~uλιζε ~τοιμος- να σω­ριαστεί κάτω. "Είναι κομμάτι περήφανος στ' αυτιά" έκανe ο Τσέ-

Page 161: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

160 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

στερ από δίπλα. ''Αθεόφοβε, δεν τον λυπήθηκες γέρο άνθρωπο να

τον κουβαλήσεις έξι χιλιάδες μίλια μακριά για να σου αγοράσει

ένα σαπιοκάραβο;" τον ρώτησα. "Μωρέ και δυο φορές τη γύρα του

κόσμου θα τον έβανα να κάνει" είπε ο Τσέστερ aπτόητος. "Μ' αυ­

τό το βαπόρι θα γίνουμε οι πρώτοι, μάγκα μου . Σάματις, ρε παιδί

μου, εγώ τα φταίω, που σ' ολόκληρη Αυστραλία δε βρίσκεται ούτε

ένας καραβοκυραίος, ούτε ένας καπετάνιος που να το λέει η περδι­

κούλα του; Μια δόση, πιπίλαγα το μυαλό ενός τύπου στα Ώκλαντ

τρεις ώρες. «Στείλε μου ένα καραβάκι>> του έλεγα, «βρε στείλε ένα

καράβι. Το μισό φορτίο για πάρτη σου, τζάμπα πράμα, ίσα να κά­

νουμε καλή αρχή». Και τι γυρίζει και μου λέει; «Μωρέ χίλιες φο­ρές να το δέσω, παρά να το στείλω κει χάμω>> . Γα.ίδούρι με τα όλα

του. Βράχια, λέει, ρεύματα, χωρίς ράδα, ακτές απόκρημνες για να ζυγώσεις, καμιά ασφαλιστική εταιρεία δεν έπαιρνε το ρίσκο. Δεν

έβλεπε το ζωντόβολο που θα φισκάριζε τ' αμπάρια του το πολύ σε

τρία χρονάκια. Μέχρι και τα πόδια κόντεψα να του φιλήσω . «Μα

δες το πράμα όπως έχει» του έλεγα. «Στο διάολο τα βράχια κι οι

θύελλες. Γιατί δε βλέπεις τα πράματα όπως είναι; Έχει του κόσμου

το γκουάνο εκεί πέρα. Οι καλλιεργητές του ζαχαροκάλαμου απ' το

Κουήνσλαντ θα μαλλιοτραβηχτούν ποιος θα το πρωτοπάρει μόλις

σκάσει μύτη στο μουράγιο, θα σκοτωθούνε, σου λέω ... >> Αλλά άντε να βγάλεις άκρια μ' έναν κόπανο .. . «Πάλι τα καλαμπούρια σου άρ­

χισες, Τσέστερ>> λέει ... Καλαμπούρι! Μου 'ρθε να πατήσω τα κλά­

ματα. Νά, ρώτα και τον καπεταν-Ρόμπινσον από δω ... Αμ' ο άλλος,

εκείνος ο χοντρομπαλάς ο αρματόρος απ' το Γουέλινγκτον -μου

'θελε κι άσπρο γιλεκάκι- που του 'χε κολλήσει ντε και καλά ότι πή­

γαινα να του τη φέρω; «Κοίτα να δεις» μου κάνει, «δεν ξέρω τι λο­

γής βλάκα ψάχνεις να βρεις, αλλά εγώ αυτή τη στιγμή πνίγομαι στη

δουλειά. Καλημέρα». Έτσι μου 'ρθε να τόνε βουτήξω με τα δυο

μου χέρια και να τον ξαμολήσω απ' το παράθυρο του γραφείου

του. Αλλά τι να κάνω, κρατήθηκα. Και τον πήγα λάου λάου. «Σκέ­

ψου το>> του είπα, «σκέψου το καλύτερα. Θα ξανάρθω αύριο το

πρωί». «Αύριο θα λείπω όλη μέρα» μου γρυλίζει μέσ' απ' τα δόντια του. Μ' έπιασε τέτοια τσαντίλα, που φεύγοντας στις σκάλες λίγο

έλειψε ν' αρχίσω να κοπανάω την κούτρα μου στον τοίχο. Νά, ο κα­

πεταν-Ρόμπινσον από δω μπορεί να σου πει. Σ' έπιανε μούρλανα

σκέφτεσαι ότι όλο αυτό το θαυμάσιο πράμα πήγαινε χαράμι κάτω

Page 162: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 161

απ' τον ήλιο -ώς τα μεσούρανα θα τιναζόταν το ζαχαροκάλαμο με

τέτοιο λίπασμα. Σαν ευλογία θα 'πεφτε στο Κουήνσλαντ. Σαν ευλο­

γία! σου λέω. Και στο Μπρήσμπεην που πήγα να προσπαθήσω τε­

λευταία βολά, με είπανε τρελό. Γομάρια! Ο μόνος που πέτυχα εκεί

με λίγο νιονιό, ήταν ο αμαξάς που με γύριζε στην πόλη. Ένας μπα­

τίρης λιμοκοντόρος. Ε! Καπεταν-Ρόμπινσον! Θυμάσαι που σου

έλεγα για τον αμαξά στο Μπρήσμπεην; Του έκοβε το μάτι του μα­

καντάση. Μπήκε με την πρώτη στο νόημα. Άνοιγε η καρδιά σου να

μιλάς μαζί του. Ένα βράδυ ήμουν τόσο ράκος, είχα περάσει μια

σκατομέρα γυρνώντας απ' τον έναν εφοπλιστή στον άλλον, που του

'πα: «Απόψε πρέπει να τα κοπανήσω. Έλα μαζί μου· πρέπει να τα

κοπανήσω, ειδαλλιώς θα μου στρίψει για τα καλά». «Εδώ είμ' εγώ»

λέει, «φύγαμε». Δεν ξέρω τι θα 'χα απογίνει χωρίς δαύτον. Ε, κα­

πεταν-Ρόμπινσον;"

»Και του 'δωσε μια σκουντιά στα πλευρά. "Χι, χι, χι!" γέλασε το

γερόντιο, κι αφού έριξε μια aποχαυνωμένη ματιά στο βάθος του

δρόμου, γύρισε το θαμπό μελαγχολικό του βλέμμα και με κοίταξε

καλά καλά γεμάτος δυσπιστία ... "Χι, χι, χι" ... Ύστερα έγειρε ακό­μα πιο βαρύς πάνω στην ομπρέλα και στύλωσε τα μάτια του στο

έδαφος. Δε χρειάζεται βέβαια να σας πω ότι έκανα αρκετές προ­

σπάθειες για να ξεφύγω, αλλά ο Τσέστερ κάθε φορά ματαίωνε τις

aπόπειρές μου τραβώντας με επίμονα απ' το σακάκι. "Στάκα μια

στιγμή. Μου 'ρθε μια ιδέα". "Μα τι διάολο ιδέα μού τσαμπούνας

τόσην ώρα;" ξέσπασα στο τέλος. "Αν σου περνάει απ' το μυαλό ότι

θα 'ρθω μαζί σου ... " "Όχι, όχι, φίλε μου. Πολύ αργά, ακόμα και να το 'θελες. Το 'χουμε τώρα το βαπόρι μας" . "Το λες βαπόρι εσύ αυ­

τό;" "Για το ξεκίνημα είν' ό,τι πρέπει -δεν κάνουμε κουτουράδες

εμείς, ε καπεταν-Ρόμπινσον;" "Όχι, όχι!" έκρωξε ο γέρος χωρίς

να σηκώσει τα μάτια του, και το τρέμουλο του κεφαλιού του απ' τα

ξεμωράματα έγινε σχεδόν βίαιο, όλο αποφασιστικότητα. "Απ' ό ,τι

πιάνω, το ξέρεις εκείνο το παλικάρι" είπε ο Τσέστερ, γνέφοντας

προς το δρόμο που είχε χαθεί προ ολίγου ο τζιμ. "Άκουσα πως

ψες βράδυ τα κοπανάγατε παρεούλα στο Μαλαμπάρ".

»Εγώ το παραδέχτηκα, κι εκείνος, αφού δήλωσε ότι κι aυτου­

νού τον άρεσε η χαλοπ~ραση χαι η μεγάλη ζωή, μόνο που για την

ώρα έπρεπε να βάνει στην μπάντα και την τελευταία πεντάρα -"όσα και να 'χεις για τη δουλειά, χρειαζούμενα! Τα λέω καλά,

Page 163: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

162 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

καπεταν-Ρόμπινσον;"- ίσιωσε τους ώμους κι έστριψε το ιδρωμένο

μουστάκι του , ενώ ο περιβόητος Ρόμπινσον που έστεκε δίπλα του

βήχοντας, έσφιξε ακόμη πιο δυνατά το χερούλι της ομπρέλας του

κι έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει επιτόπου σ' ένα σωρό γέρικα

κόκαλα. "Βλέπεις, όλο το παραδάκι το 'βαλε ο γέρος στη δουλειά"

μου ψιθύρισε ο Τσέστερ εμπιστευτικά. "Εγώ έμεινα πανί με πανί

ώσπου να το κάνω να πάρει μπροστά το σαπιοκάραβο. Μα βάστα

ένα λεπτό, ένα λεπτάκι μόνο . Πού θα πάει, θα την πιάσουμε την

καλή" ... Έδειξε να ξαφνιάστηκε απ' τα σημάδια aνυπομονησίας που έδειχνα. "Βρε θεομπαίχτη!" φώναξε, " εγώ σου μιλάω για τη

μεγαλύτερη μπίζνα που 'χει γίνει ποτέ, κι εσύ ... " "Ξέρεις, με περι­μένουν" επικαλέστηκα μελιστάλαχτα. "Και λοιπόν;" ρώτησε με

αληθινή έκπληξη, "άσ' τους να περιμένουν". "Το 'χω κάνει κιό­

λας" παρατήρησα, "δε μου λες καλύτερα μια κι έξω τι θες από μέ­

να;" "Μωρέ με το παραδάκι που θα βγάλω, θα σ' αγοράσω εγώ εί­

κοσι χοτέλια σαν και δαύτο" γρύλισε μέσ' απ' τα δόντια του· "μαζί

μ' όλους τους εξυπνάκηδες που μένουν εκεί μέσα -είκοσι βολές

τον καθένα" ... Σήκωσε το κεφάλι στα σβέλτα . "Θέλω εκείνο το

παλικάρι" . "Δεν κατάλαβα;" είπα. "Δε λέει και πολλά πράματα,

ε;" είπε ο Τσέστερ ζωηρά. "Όσο γι' αυτό, δεν έχω ιδέα" διαμαρ­

τυρήθηκα. "Κάτσε ντε, εσύ ο ίδιος δε μου 'λεγες ότι το πήρε κατά­

καρδα;" αντέταξε ο Τσέστερ. "Το λοιπόν εγώ προσωπικά, είμαι

της γνώμης ότι ένας τύπος που ... Τέλος πάντων, δεν πρέπει ν' αξί­

ζει και πολλά πράγματα· αλλά καταλαβαίνεις, χρειάζομαι κά­

ποιον, κι έχω για δαύτονα κάτι που θα του 'ρθει γάντι. Θα του δώ­

σω δουλε ιά στο νησί μου". Έγνεψε με σημασία. "Λογαριάζω να

βάλω καμιά σαρανταριά κούληδες εκεί πέρα -ακόμα και με το

στανιό αν το φέρει η ανάγκη . Δε μαζέύεται μόνο του το πράμα. Α,

όλα κι όλα, δε μ' αρέσουν οι τσαπατσοδουλειές εμένα: ξύλινη πα­

ράγκα, τσίγκινη οροφή -ξέρω κάποιον στο Χόμπαρτ που μου δίνει έξι μήνες παράτα για να του πληρώσω τα υλικά. Ναι, σ' ό,τι έχω ιε­

ρό . Ύστερα είναι και οι προβιζιόνες του νερού. Πρέπει να ψάξω

στη γύρα για καμιά ντουζίνα ντεπόζιτα, δεύτερο χέρι. Να μαζώνω

το νερό, ε; Δεν πρέπει να χάσει τέτοια ευκαιρία. Θα τον κάνω επι­

στάτη στους κούληδες. Δεν είναι καλή ιδέα; Συ τι λες; " "Μα στο

Γουώλπολ βρέχει μια ψορά στ;α δέκα χρόνια" είπα εγώ, που απ'

την κατάπληξή μου δεν μπορούσα ούτε να γελάσω. Ο άλλος δα-

Page 164: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 163

γκώθηκε και είπε απότομα: "Ωχ, καλά ντε, κάτι θα βρεθεί και για

δαύτους -θα τους αφήσω καμιά προμήθεια. Τι κάθεσαι και κοσκι­

νίζεις τώρα. Εδώ θα κολλήσουμε;"

»Εγώ δεν είπα τίποτα. Φαντάστηκα για μια στιγμή τον Τζιμ ζα­

ρωμένο πάνω σ' έναν κατάγυμνο βράχο, βουτηγμένο ώς το γόνατο

μες στο γκουάνο, με τα κρωξίματα των γλάρων στ' αυτιά και την

πύρινη μπάλα του ήλιου πάνω απ' το κεφάλι του · ολούθε, ώς πού φτάνει το μάτι, ο έρημος ουρανός και η έρημη θάλασσα να τρε­

μουλιάζουν σι-yοβράζοντας μαζί μέσα στην κάψα. "Ούτε στο χει­

ρότερο εχθρό μου δε θα το ευχόμουν" άρχισα. "Μα τι λες, ρε παι­

δάκι μου" φώναξε ο Τσέστερ. "Εδώ σου λέω ότι θα τα 'κονομήσει

χοντρά -μόλις το πράμα μπει σε μια ρέγουλα, βέβαια . Αστεία

πράματα. Σάματις θα 'χει να κάνει και τίποτα -με δυο εξάσφαιρα

στο ζωνάρι .. . Και τι να φοβηθεί απ' τους κούληδες -ο μόνος οπλι­σμένος, με δυο εξάσφαιρα κιόλας! Τσίφτικη δουλειά. Θέλω να με

βοηθήσεις να τον ψήσω". "Αποκλείεται" φώναξα. Ο γερο-Ρόμπιν­

σον σήκωσε για μια στιγμή σκυθρωπός τα θολά του μάτια, ενώ ο

Τσέστερ με κοίταξε με άπειρη περιφρόνηση. "Το λοιπόν, δε θα

του μιλήσεις;" έκανε μακρόσυρτα. "Με καμιά δύναμη" απάντησα

γεμάτος αγανάκτηση, σαν να 'χε προσπαθήσει να με κάνει συνέ­

νοχό του σε φονικό · "εξάλλου, κόβω το κεφάλι μου ότι δε θα δεχό­

ταν. Μπορεί να 'χει φάει άσκημο στραπάτσο, αλλά απ' όσο ξέρω,

δε μουρλάθηκε ακόμα". "Αυτός είναι καλά καλά άχρηστος" συλ­

λογίστηκε ο Τσέστερ φωναχτά. "Θα 'ταν ό,τι έπρεπε για μένα.

Άμα το δεις το πράμα όπως είναι, θα καταλάβεις ότι κι aυτουνού

του έρχεται κουτί. Άσε που .. . που ... Μα τι στο διάολο! Θαρρείς πως κάθε μέρα θα του τυχαίνουν τέτοιες ευκαιρίες .. . " νευρίασε ξαφνικά . "Χρειάζομαι κάποιον . Να πάρει! ... " Χτύπησε χάμω το ποδάρι του και χαμογέλασε χολιασμένος. "Τουλάχιστο το νησί δε

θα βουλιάξει κάτω απ' τα πόδια του, του το υπογράφω -άμα είν'

αυτό που τον καίει δηλαδ1iς". "Καλημέρα" είπα ξερά. Με κοίταξε

σαν να 'μουν διανοητικά καθυστερημένος .. . "Φεύγουμε, καπεταν­

Ρόμπινσον" ούρλιαξε απότομα μες στο αυτί του γέρου. "Αυτά τα

γιαννάκια, οι Πάρσοι, μας περιμένουν για να κλείσουμε τη συμ­

cρωνία". Άδραξε σψιχτά το συνεταίρο του παραμάσχαλα, τον έφε­

ρε μισή γύρα, και ξαcρνικά με στραβοκοίταξε πάνω απ' τον ι6μο του . "Εγώ μια καλοσύνη ήθελα να του κάνω" είπε, μ' έναν αέρα

Page 165: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

164 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

και ύφος που μου ανέβασε όλο το αίμα μονομιάς στο κεφάλι. "Χί­

λια ευχαριστώ για την προθυμία -εκ μέρους του" aντιγύρισα.

"Από πνεύμα, σκίζουμε" είπε σαρκαστικά, "αλλά μη θαρρείς πως

είσαι καλύτερος απ' τους άλλους. Ταξιδεύεις κι εσύ στα σύννεφα.

Άντε να δούμε εσένα, τι θα τον κάνεις". "Και ποιος σου 'πε ότι θέ­

λω να τον κάνω τίποτα" είπα εγώ. "Γιατί, δε θέλεις;" πέταξε ο άλ­

λος τον είχε πιάσει τέτοιο κακό, που τα γκρίζα μουστάκια του ση­

κώθηκαν στον αέρα, ενώ δίπλα του έστεκε με την πλάτη γυρισμέ­

νη ο διαβόητος Ρόμπινσον, στηριγμένος στην ομπρέλα του, υπομο­

νετικά και υπάκουα σαν ψωράλογο. "Εγώ δεν έχω ανακαλύψει

κανένα νησί με γκουάνο" είπα . "Μωρ' εσένα και κάτω απ' τη μύτη

σου να το χώνανε, δε θα το 'παιρνες χαμπάρι" έκανε γρήγορα·

"και σ' αυτό τον κόσμο, για να βγάλεις όφελος από κάτι, πρέπει

πρώτα ν' ανοίξεις τα γκαβά σου και να το δεις". ' 'Και ν' ανοίγεις και τα μάτια των άλλων" υπαινίχθηκα εγώ, ρίχνοντας μια ματιά

στην καμπουριασμένη ράχη που έστεκε δίπλα του. Ο Τσέστερ με

κοίταξε κορο.ίδευτικά. "Έννοια σου; και το μάτι του κόβει aυτου­

νού . Δεν είναι κανένας χάνος να τον σέρνουν από δω κι από κει".

"Ω, προς Θεού, ποτέ κάτι τέτοιο" είπα εγώ. "Έλα, καπεταν-Ρό­

μπινσον" φώναξε απειλητικά αλλά και με σεβασμό μαζί κάτω απ'

το καπέλο του γέρου· το σκιάχτρο έκανε πειθήνια ένα μικρό πηδη­

ματάκι. Τους περίμενε εκείνο το σαπιοκάραβο, για το νησί των

θησαυρών! Ένα παράξενο ντουέτο Αργοναυτών. Ο Τσέστερ προ­

πορευότανε λίγο, κορδωτός κορδωτός, επιβλητικός, με αέρα κα­

τακτητή· ο άλλος στενόμακρος, τσιρομαδημένος, μαραγκιασμέ­

νος, κρεμόταν στο μπράτσο του πρώτου, σέρνοντας τα παραλυμέ­

να ποδάρια του με aπεγνωσμένες προσπάθειες» .

Page 166: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

15 «0 μοναδικός λόγος που δεν άρχισα να ψάχνω αμέσως για τον Ί'ζιμ, ήταν ότι είχα πράγματι ένα ραντεβού που δε σήκωνε αναβο­

λή. Εκεί όμως που ετοιμαζόμουν να φύγω απ' το γραφείο του πρά­

κτορά μου, με διπλάρωσε, προς μεγάλη μου ατυχία, ένας τύπος που

είχε έρθει πρόσφατα απ' τη Μαδαγασκάρη γεμάτος σχέδια για μια

σπουδαία δουλειά. Ήταν κάτι με βόδια, ψυσίγγια και κάποιον πρί­

γκιπα Ραβονάλο · αλλά η πέτρα του σκανδάλου ήταν ένας ναύαρ­

χος -ναύαρχος Πιερ, αν θυμάμαι καλά- και η παροιμιώδης βλα­

κεία του. Απ' αυτόν ξεκίναγαν και σ' αυτόν τέλειωναν όλες οι κου­

βέντες του εν λόγω παλικαριού, που δεν παρέλειπε παράλληλα να

επισημαίνει πόσο δύσκολο του ήταν να βρει τα κατάλληλα λόγια,

για να εκφράσει την εκτίμηση που έτρεφε στο πρόσωπό μου. Τα

στρογγυλά του ματάκια πετάγονταν απ' την κόχη τους με μια σβη­

σμένη λάμψη, το κούτελό του ήταν γεμάτο γρομπούλια, και τα μα­

κριά μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω δίχως χωρίστρα. Του

άρεσε πολύ μια φράση, που την έλεγε και την ξανάλεγε θριαμβευ­

τικά: "Εμένα η αρχή μου είναι, το ελάχιστο ρίσκο για το μέγιστο

κέρδος". Μου ζάλισε το κεφάλι, έχασα για χάgη του το κολατσό

μου, αλλά εκείνος βέβαια δε χαμπάρισε τίποτε, αρκεί που έκανε το

κέφι του · όταν επιτέλους κατάφερα με χίλιους κόπους να τον ξε­

φορτωθώ, τράβηξα γραμμή στο λιμάνι. Είδα τον τζιμ ακουμπισμέ­

νο στο παραπέτο του μόλου. Δίπλα του, τρεις ιθαγενείς βαρκάρη­

δες έκαναν φοβερό σαματά καθώς λογοφέρνανε για πέντε άννα.'6

Δε με κατάλαβε που τον πλησίασα, αλλά μόλις έκανα να τον αγγί­

ξω, τινάχτηκε πίσω σαν να 'χε φάει γροθιά. "Χάζευα" τραύλισε.

Δε θυμάμαι τι ακριβώς του είπα, πάντως δε χρειάστηκαν πολλά για

να tον καταφέρω να 'ρθει μαζί μου στο ξενοδοχείο .

46 Ένα άννα: το ένα δέκατο έκτο της ρουπίας.

Page 167: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

166 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

»Με ακολούθησε όλο προθυμία σαν μικρό παιδί, υπάκουα, χω­

ρίς καμιά αντίδραση, θαρρείς κι ήταν εμένα ακριβώς που περίμε­

νε εκεί για να τον πάρω μαζί μου . Η έκπληξη που δοκίμασα βλέ­

ποντάς τον τόσο πειθήνιο, δεν είχε μάλλον και πολλή βάση. Ήταν

δα ολοφάνερο ότι σε ολόκληρη την υφήλιο, που σε μερικούς φαί­

νεται τεράστια ενώ σε άλλους πιο μικρή κι από έναν κόκκο άμμου,

δεν υπήρχε γι' αυτόν κανένα μέρος που να μπορούσε να -να -πώς

να το πω; -ν' aποτραβηχτεί. Ναι, αυτό είναι! Ν' aποτραβηχτεί -να

μείνει μονάχος στην ερημιά του . Περπατούσε στο πλάι μου τώρα,

πολύ ήρεμος, ρίχνοντας ματιές δω κι εκεί, και μια φορά μάλιστα

γύρισε ολόκληρο το κεφάλι του για να κοιτάξει ένα μαύρο θερμα­

στή με ζακέτα και κιτρινωπά παντελόνια, που το μαύρο του πρό­

σωπο ανταύγαζε στιλπνό σαν κομμάτι aνθρακίτης. Ωστόσο, πολύ ,

αμφιβάλλω αν έβλεπε όντως τίποτε απ' όλ' αυτά, ή ακόμη αν είχε

καν όλη την ώρα συναίσθηση ότι ήμασταν παρέα, γιατί, αν δεν τον

έσερνα τη μια δεξιά και την άλλη αριστερά, μου φαίνεται πως θα

τραβούσε ντουγρού μπροστά του στα τυφλά, ώσπου να τον σταμα­

τήσει κάνας τοίχος ή κάποιο άλλο εμπόδιο. Τον έφερα στο δωμά­

τιό μου και στρώθηκα αμέσως στο τραπέζι για να φέρω σε πέρας

την αλληλογραφία μου. Αυτό το δωμάτιο ήταν το μοναδικό μέρος

στον κόσμο (εκτός, ίσως, απ' την ξέρα του Γουώλπολ -αλλά εκεί

δεν ήταν και τόσο εύκολο να πάει) που μπορούσε να μείνει μόνος

με τον εαυτό του, τελείως ανενόχλητος απ' τον υπόλοιπο κόσμο .

Εκείνη η "τρισκατάρατη ιστορία" -όπως την είχε αποκαλέσει­

κάθε άλλο παρά αόρατο απ' τα μάτια του κόσμου τον είχε κάνει,

εγώ όμως φερόμουν ακριβώς σαν να μην aντιλαμβανόμουν την

παρουσία του. Γιατί με το που κάθισα στην πολυθρόνα μου, έσκυ­

ψα πάνω απ' το γραφείο σαν καλόγερος του μεσαίωνα, κι εκτός

απ' την κίνηση του χεριού μου που κρατούσε την πένα, παρέμεινα

aσάλευτος, κι ας μ' έτρωγε η αγωνία. Όχι πως φοβόμουν· αλλά σί­

γουρα έκανα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, σαν να παραμόνευε

μες στο δωμάτιο κάνα επικίνδυνο αγρίμι που με την πρώτη μου κί­

νηση θα ορμούσε. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν αδειανό -ξέρετε πώς

είναι αυτά τα υπνοδωμάτια των ξενοδοχείων-: ένα ψηλό κρεβάτι

με κουνουπιέQα, δυο τQε ις καQέκλες, το τραπέζι που έγραφα, το γυμνό πάτωμα. Υπήρχε και μια μπαλκονόπορτα που έβγαζε στη

βεράντα του επάνω πατώματος, μπροστά στην οποία πήγε και

Page 168: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 167

στάθηκε για να περάσει τις μαρτυρικές στιγμές του, όσο γινόταν

πιο μακριά απ' τα μάτια του κόσμου. Κάποια στιγμή ήρθε και το

σούρουπο· άναψα ένα κερί με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία

κινήσεων και με όλες τις προφυλάξεις, λες και διέπραττα καμιά

παρανομία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πέρναγε δύσκολες ώρες,

αλλά μαζί του βασανιζόμουν ουκ ολίγον κι εγώ, έτσι, που έφτασα

στο σημείο να εύχομαι να πάει στον αγύριστο ή έστω στην ξέρα

του Γουώλπολ. Μια δυο φορές μάλιστα, μου πέρασε απ' το μυαλό

η σκέψη πως, στο κάτω κάτω, ο Τσέστερ ήταν ίσως ο μόνος άν­

θρωπος στον κόσμο που θα μπορούσε να βγάλει κάτι θετικό από

μια τέτοια καταστροφ11. Τελικά, εκείνος ο ιδιόρρυθμος ιδεαλιστής

είχε βρει με την πρώτη, κάνοντας διάνα, την πρακτική ωφέλεια

του πράγματος. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να σε κάνει να

σκεφτείς ότι πιθανότατα μπορούσε πράγματι να διακρίνει την

αληθινή όψη των πραγμάτων, που στα μάτια όσων δε διέθεταν τη

δική του φαντασία έμοιαζαν ανεξήγητα ή στερημένα από κάθε

προοπτική. Στο μεταξύ, εγώ έγραφα μανιωδώς αφού ξεμπέρδεψα

με όλη την αλληλογραφία μου που είχε μείνει πίσω, συνέχισα γρά­

φοντας σε ανθρώπους που ούτε στ' όνειρό τους δε θα περίμεναν

να πάρουν από μένα ένα κουτσομπολίστικο γράμμα. Από καιρό

σε καιρό, του έριχνα μια κλεφτή ματιά. Έμενε βιδωμένος στο ίδιο

σημείο , αλλά κάτι σπασμωδικά τρέμουλα διέτρεχαν τώρα ώς κάτω

τη ραχοκοκαλιά του· οι ώμοι του τινάζονταν ξαφνικά. Πάλευε

-πάλευε -για να πάρει ανάσα, απ' ό,τι φαίνεται. Οι ογκώδεις σκιές, που τις έσπρωχνε όλες μαζί σε μια κατεύθυνση η αλύγιστη

φλόγα του κεριού, μοιάζαν να έχουν επίγνωση της θλίψης μέσ'

απ' τα κρυφοκοιτάγματά μου, τα aσάλευτα έπιπλα έμοιαζαν να

τον παρατηρούν με τεντωμένη προσοχή. Κι εκεί που έγραφα με

επιμέλεια τα ορνιθοσκαλίσματά μου, η φαντασία μου άρχισε ξαφ­

νικά να οργιάζει· και μόλο που για μια στιγμή, όταν η πένα μου

σταμάτησε το γρατζούνισμά της, απλώθηκε στο δωμάτιο τέλεια

σιωπή και ακινησία, εγώ υπέφερα από τη βαθιά σύγχυση που ανα­

στατώνει τις σκέψεις μας όταν τριγύρω επικρατεί τρελό πανδαι­

μόνιο -νά, λογουχάρη μια μανιασμένη φουρτούνα στη θάλασσα.

Μερικοί από σας μπορεί να ξέρουν τι εννοcδ -εκείνο το κράμα

αyωνίαs, θλίψηs κι ορyήs, μαζί με μια κρυφή λιποψυχιά -που δεν

είναι καθόλου ευχάριστο να τη νιώθεις μέσα σου, αλλά που δίνει

Page 169: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

168 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡ ΑΝΤ

συνάμα την ευκαιρία να αναμετρήσεις τα κουράγια σου . Δε λέω

βέβαια πως συμμεριζόμουν την αγωνία του Τζιμ με την ίδια έντα­

ση που τη ζούσε εκείνος εγώ είχα πάντα το καταφύγιο των γραμ­

μάτων· θα μπορούσα ν' αρχίσω να γράφω ακόμα και σε πρόσωπα

φανταστικά, αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Ξαφνικά, καθώς έπαιρνα

ένα καινούργιο επιστολόχαρτο, άκουσα ένα σιγανό ήχο· ο πρώτος

Ίiχος που έφτανε στ' αυτιά μου μες στη μουντή ακινησία του δωμα­

τίου απ' την ώρα που κλειστήκαμε εκεί μέσα οι δυο μας. Απόμεινα

με το κεφάλι σκυφτό, το χέρι μετέωρο. Ήταν σαν εκείνους τους

ανεπαίσθητους ήχους που ακούει κάποιος όταν κάνει νυχτέρι

πλάι στο κρεβάτι ενός άρρωστου, ήχοι που ξεπηδάνε μες στην

ησυχία της νύχτας από ένα τσακισμένο κορμί, μια aποκαμωμένη

ψυχή . Έσπρωξε την μπαλκονόπορτα με τόση φόρα, που το τζάμι

της κουδούνισε επικίνδυνα: βγήκε έξω, κι εγώ τέντωσα το αυτί

μου με κρατημένη την ανάσα, μην ξέροντας τι μου έμελλε ν' ακού­

σω στη συνέχεια. Είχε πάρε ι στ' αλήθεια πολύ κατάκαρδα αυτή

την καθαρά τυπική διαδικασία, που, σύμφωνα με την ακριβοδί­

καιη κριτική του Τσέστερ, δεν άξιζε καθόλου ν' απασχολήσει τη

φαιά ουσία ενός ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα όπως είναι.

Μια τυπική διαδικασία χωρίς καμιά απολύτως ουσία. Γιατί, τι άλ­

λο είναι το δίπλωμα από ένα κομμάτι περγαμηνή; Έτσι είναι.

Όσο για κείνο το δυσπρόσιτο στρώμα του γκουάνο, αυτό είναι άλ­

λη ιστορία. Αυτό, μάλιστα, είναι να σου ραγίζε ι την καρδιά. Ένα

υπόκωφο ξέσπασμα από πολλές φωνές, ανακατεμένες με το κου­

δούνισμα ασημικών και πιατικών, αναδυόταν απ' την τραπεζαρία

στο ισόγε ιο · η άκρια απ' τη φλόγα του κεριού έριχνε μες απ' την

ανοιχτή πόρτα το αδύναμο φως της στην πλάτη του· αλλά μπροστά

του κυριαρχούσε το σκοτάδι· έστεκε στο χείλος ενός απέραντου

σκότους, σαν μοναχή φιγούρα στο φρύδι ενός δυσοίωνου και

άσπλαχνου ωκεανού . Υπήρχε βέβαια και η ξέρα του Γουώλπολ

μέσα σ' αυτό τον ωκεανό -ναι, ναι -μια σπιθίτσα στο σκοτεινό κε­

νό, μια σανίδα για το ναυαγό. Θα 'ταν αρκετά οδυνηρό, σκέφτηκα

με συμπόνια, να τον έβλεπαν αυτή τη στιγμή οι δικοί του. Και με

βασάνισε αρκετά αυτή η σκέψη. Η ράχη του δεν τρεμούλιαζε πια

απ' την προσπάθεια να πάρει ανάσα· έστεκε ευθύς σαν κυπαρίσ­

σι · μισοκρυμμένος στο σκοτάδι κι aσάλευτος κι εγώ ένιωσα το

νόημα της ακινησίας του να βουλιάζει ώς τα μύχια της καρδιάς

Page 170: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 169

μου, όπως βουλιάζει το σίδερο στο νερό, και την έκανε τόσο βα­

ριά, που για μια στιγμή ευχήθηκα ολόψυχα να μη μου 'χε απομεί­

νει πια καμιά άλλη έγνοια γι' αυτόν, απ' το να πληρώσω τα θαφτι­

κά. Ακόμα κι ο νόμος είχε ξεμπερδέψει μαζί του. Τι εύκολη καλο­

σύνη να τον χώσεις κάτω απ' το χώμα! Και πόσο σύμφωνη με το

σοφό ένστικτο της ζωής, που κουκ.ουλώνει με επιμέλεια μπρος απ'

τα μάτια μας όλα όσα μας θυμίζουν τη βλακεία, την αδυναμία, τη

θνηη1 μας φύση · όλα όσα παρεμποδίζουν την αυθόρμητη τάση μας

για δράση -τη θύμηση των αποτυχιών μας, τα σημάδια των αιώ­

νιων φόβων, τα κορμιά των πεθαμένων φίλων . Ίσως τελικά να το

παραπήρε κατάκαρδα. Κι αν αυτό αληθεύει, τότε -η προσφορά

του Τσέστερ ... Σ' αυτό το σημείο πήρα ένα καινούργιο φύλλο χαρ­

τί κι έπεσα πάλι με τα μούτρα στο γράψιμο. Το μόνο που έστεκε

ανάμεσα σ' αυτόν και το μαύρο ωκεανό ήμουν εγώ. Είχα ένα αί­

σθημα ευθύνης απέναντί του. Τι θα 'κανε αλ1Ίθεια, αναρωτήθηκα,

αυτό το ακίνητο και βασανισμένο παλικάρι αν του 'λεγα για τον

Τσέστερ; -θα βούταγε άραγε μες στο μαύρο σκοτάδι, θ' aρπαζό­

ταν απ' αυτή τη σανίδα σωτηρίας; Συνειδητοποίησα τότε πόσο δύ­

σκολο είναι μερικές φορές να βγάλεις απ' το στόμα σου έστω και

μια λέξη, έναν ήχο. Συναισθάνθηκα την άμετρη δύναμη που μπο­

ρεί ν' αποκτήσει μια λέξη, όταν τη λες σ' έναν άλλον. Ε, άι στα

τσακίδια! και γιατί όχι στο κάτω κάτω; ρώταγα και ξαναρώταγα

τον εαυτό μου, ενώ συνέχιζα να γράφω. Και τότε, εντελώς ξαφνι­

κά, ακριβώς κάτω απ' τη μύτη της πένας μου στο λευκό χαρτί, οι

φιγούρες του Τσέστερ και του μαθουσάλα συνεταίρου του ξεγλί­

στρησαν στο πλάι, ακέραιες κι ευδιάκριτες, με μεγάλες δρασκε­λιές και χειρονομίες, σαν να αναπαράγονταν από κάποιο παιχνίδι

της όρασης. Τις κοίταξα για λίγο σκεφτικός. Όχι! Ήταν υπερβο­

λικά εξωπραγματικοί για να παίξουν ένα ρόλο στο πεπρωμένο

ενός ανθρώπου. Και μια λέξη μπορεί να σε παρασύρει μακριά

-πολύ μακριά -φέρνει την καταστροφή καθώς διασχίζει το χρόνο,

όπως οι σφαίρες δολοφονούν όταν εκτινάζονται μέσα στο χώρο. Δεν είπα τίποτα· κι εκείνος, με την πλάτη γυρισμένη στο φως, λες

δεμένος χειροπόδαρα και φιμωμένος απ' όλους τους aόρατους

e;χθρούς του ανθρώπου, έστΕΚΕ ΕΚΕί έξω τΕλΕίως aσάλΕυτος και

βουβός».

Page 171: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

16

«Παρ' όλ' αυτά, ζύγωνε πια ο καιρός που θα 'βλεπα να τον περιβάλ­

λουν με αγάπη, εμπισtοσύνη και θαυμασμό, πλέκοντας γύρω απ' τ'

όνομά του ένα μύθο δύναμης και ανδρείας, ένα μύθο άξιο μόνο για i']ρωες. Ναι, έτσι είναι, χωρίς υπερβολές -σας το προσυπογράφω· εί­

ναι αληθινό σαν κι εμένα, που κάθομαι τώρα εδώ πέρα και σας μιλάω

γι' αυτόν, λες και θα μπορούσε να βγει κάτι. Εκείνος, απ' την πλευρά

του, είχε την ικανότητα να πιάνει με την πρώτη ένδειξη την αντιστ:οι­

χία μιας κατάστ:ασης με τα χαρακτηριστ:ικά του πόθου του και τη μορ­

φή των ονείρων του, που χωρίς αυτά η γη μας δε θα γνώριζε τι πάει να

πει έρωτας ή περιπέτεια. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και μιας μακά­

ριας ευδαιμονίας (δε θα κάνω λόγο για αθωότητα) μες στη ζούγκλα,

κι αυτό είχε για κείνον την ίδια αξία με την εύνοια και την ευδαιμονία

που χαρίζει στ:ους άλλους ανθρώπους ο πολιτισμένος κόσμος. Η ευτυ­

χία, η ευδαιμονία -πώς αλλιώς να το πω;- πίνεται άπληστ:α από μια χρυσαφένια κούπα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Η γεύση της

εξαρτιέται αποκλεισtικά απ' τον κάτοχό της, κι είναι σtο χέρι του να

την κάνει όσο μεθυστική θέλει. Ο Ί'ζιμ ήταν απ' αυτούς που κατεβά-ζουν γeννα[es ρουψηζι.ιfs, όπωs Οα ne~,n;~ι, llSη vα ?(.α,ι;α.λό.βα:ι;ι;;; \..QL' · ιιu.

προηγούμενα. Τον βρήκα, αν όχι ακριβώς μεθυσμένο, τουλάχισtον

ξαναμμένα απ' το ελιξίριο που γεύονταν τα χείλια του. Δεν το είχε

αποκτήσει με την πρώτη. Είχε προηγηθεί, όπως ξέρετε, μια περίοδος

σκληρής δοκιμασίας στ;η δούλεψη εκείνων των καταραμένων προμη­

θευτών πλοίων, που στη διάρκειά της είχε υποφέρει τα πάνδεινα, κι

εγώ ήμουν :ιtολύ aνήσυχος για -για -τον κηδεμονευόμενό μου -αν σας

αρέσει να το πείτε έτσι. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να με καθησυχά­

σει τώρα το γεγονός ότι αξιώθηκα να τον δω σ' όλο του το μεγαλείο. Γιατί αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που κράτησα: τυλιγμένος μέσα σ'

ένα ουράνιο φως, κυρίαρχος, κι όμως σε πλήρη αρμονία με τον κόσμο

γύρω του -με τη ζωή των δασών και τη ζωή των ανθρώπων. Ναι, δεν

Page 172: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 171

μπορώ νά πω ότι δεν εντυπωσιάστηκα απ' όλ' αυτά, αλλά πάλι θα 'ταν

ψέμα αν έλεγα ότι αυτή είναι η εντύπωση που υπερισχύει τελικά μέσα

μου ."Η μοναξιά του τον τύλιγε μ' ένα προστατευτικό πέπλο, μόνος αυ­

τός απ' το ανώτερο είδος του· κι απ' την άλλη πάλι, βρισκόταν πολύ κο­

ντά στη φύση, που παραχωρεί αφειδώλευτα την εμπιστοσύνη της

στους εραστές της. Κι όμως δεν μπορώ να κρατtiσω σταθερά μπροστά

στα μάτια μου αυτή την ειδυλλιακή εικόνα. Γιατί ξαναγυρίζει πάντα

στο μυαλό μου όπως τον είδα τότε, μέσ' απ' την ανοιχτή μπαλκονόπορ­

τα του δωματίου μου, να υποφέρει, ίσως υπέρ το δέον, για τις συνέπει­

ες της αποτυχίας του. Δε μου πέφτει βέβαια άσκημα που απ' τις προ­

σπάθειές μου βyιΊκε κάτι καλό ---ώς και κάτι μεγαλειώδες μπορούμε να

πούμε· αλλά μερικές φορές μού φαίνεται ότι θα 'ταν πολύ προτιμότε­

ρο για τη γαλήνη του μυαλού μου να μην είχα σταθεί ανάμεσα σ' αυτόν

και σ' εκείνη την καταραμένη "γενναιόψυχη" προσφορά του Τσέστερ .

Αναρωτιέμαι τι θα 'χε κάνει η πληθωρική φαντασία του στο νησί Γου­

ώλπολ -σ' εκείνο τον ξεχασμένο από θεούς κι ανθρώπους σβόλο ξε­

ραμένης γης πάνω στην επιφάνεια των νερών. Το πιθανότερο είναι να

μην είχα μάθει ποτέ, γιατί πρέπει να σας πω ότι ο Τσέστερ, αφού πρώ­

τα πήγε σε κάποιο λιμάνι της Αυστραλίας για να μερεμετίσει εκείνο το

παλαιολιθικό μπρίκι του, ύστερα έβαλε πλώρη για τον Ειρηνικό μ' ένα

τσούρμο από είκοσι δυο νομάτους όλους κι όλους, απ' ό,τι λένε, και η

μοναδική αληθοφανής φήμη για το μυστηριώδες πεπρωμένο του είναι

ότι τον πέτυχε τυφώνας κάνα μήνα αργότερα, στο δρόμο του για τις

ξέρες του Γουώλπολ. Ούtε ίχνος πια απ' τους Αργοναύτες μας, ούτε

λέξη απ' τις ερημιές του πελάγους. Fίnίs!47 Ο Ειρηνικός είναι ο πιο δια­

κριτικός απ' όλους τους ζωντανούς, οξύθυμους ωκεανούς: κι οι πάγοι

της Ανταρκτικής μπορούν να κρατήσουν μυστικά, αλλά μ' έναν τρόπο

που θυμίζει πιο πολύ τάφο.

»Υπάρχει σ' αυτή τη διακριτική σιωπή κάτι πραμυθητικό κι αμε­

τάκλητο, που είμαστε όλοι, με περισσότερη ή λιγότερη ειλικρίνεια,

πρόθυμοι να το παραδεχτούμε -τι άλλο μάς μένει που να κάνει την

ιδέα του θανάτου πιο υποφερτή; Τέλος! Τελεία και παύλα! Η κρα­

ταιά λέξη που εξορκίζει απ' τον οίκο της ζωής τη στοιχειωμένη σκιά

της μοίρας. Αυτό το τέλος είναι που -παρά τη μαρτυρία των ματιών

μου και τις δικές του επίμονες διαβεβαιώσεις- μου λείπει όποτε κά-

47 Τέρμα. Τέλος.

Page 173: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

172 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

νω αναδρομή στην επιτυχία του τζιμ. Όπου υπάρχει ζωή, υπάρχε ι κι

ελπίδα, ναι, είν' αλήθεια αυτό · αλλά και φόβος μαζί. Δε θέλω να πω

ότι μετανιώνω για ό,τι έκανα, ούτε και να παραστήσω ότι δε μου

κολλάει ύπνος τη νύχτα από τις τύψεις αυτό που μ' ενοχλεί κυρίως,

είναι ότι είχε πάρει πολύ επί πόνου την ατίμωσή του, ενώ το μόνο

που μετρά στο κάτω κάτω της γραφής, δεν είναι παρά η ενοχή του.

Δε μ' άφηνε, αν επιτρέπεται η έκφραση -να τον ξεψαχνίσω. Δεν

ήταν διάφανος . Κι έχω την υπόνοια ότι δεν ήταν ειλικρινής ούτε στον

ίδιο του τον εαυτό. Είχε τις λεπτές ευαισθησίες του, τα θαυμαστά του

αισθήματα, τους υπέροχους πόθους του -ένα είδος ανώτερου, εξιδα­

νικευμένου εγωισμού. Ήταν -πολύ φίνος πολύ ντελικάτος -και πο­

λύ άτυχος. Μια φύση λίγο περισσότερο άξεστη δε θα 'χε αντέξει το

ζόρι· θα 'χε συνθηκολογήσει με τον ίδιο της τον εαυτό, μ' ένα στε­

ναγμό, ένα γρύλισμα 1l ακόμη καγχάζοντας ειρωνικά· ενώ μια ακό­μα πιο άξεστη, θα 'χε παραμείνει εντελώς αλώβητη μέσα στην

άγνοιά της, και δε θα παρουσίαζε κανένα απολύτως ενδιαφέρον.

»Αυτός όμως παραήταν ενδιαφέρων ή άτυχος για να πεις ότι θα

τον έριχνες στα σκυλιά, ή έστω στον Τσέστερ. Το ένιωσα βαθιά

αυτό όπως καθόμουν σκυμμένος πάνω απ' το χαρτί, ενώ εκείνος

αγωνιζόταν να πάρει μια ανάσα με τον τρομερό, συγκαλυμμένο

τρόπο του, μες στο δωμάτιό μου· κι όταν τον είδα να ορμάει έξω

στη βεράντα, είπα ότι θα βούταγε κάτω -αλλά δεν το 'κανε· το πε­

ρίμενα από στιγμή σε στιγμή όλη την ώρα που έμεινε έξω, με τη

φλόγα του κεριού να τον φωτίζει αμυδρά και τη σκοτεινιά της νύ­

χτας να ξανοίγεται μπρος του σαν μαύρη, ανελέητη θάλασσα.

»Ένας απότομος βαρύς κρότος μ' έκανε να σηκώσω το κεφάλι

μου. Ο ήχος έμοιασε να σβήνει μακριά, και ξάφνου, πάνω στο τυφλό

πρόσωπο της νύχτας, χτύπησε ένα διαπεραστικό, άγριο φεγγοβόλη­

μα. Οι εκτυφλωτικές αναλαμπές που όλο και δυνάμωναν, φάνηκαν

να κρατούν αιώνες. Ο βρυχηθμός της βροντής θέριεψε καθώς κοίτα­

ζα τον τζιμ (μια μαύρη καλογραμμένη σκιά που έστεκε ακλόνητη

στο φρύδι ενός ωκεανού από φως). Τη στιγμή που η λάμψη κορυφώ­

θηκε, η σκοτεινιά υποχώρησε μ' έναν εκκωφαντικό πάταγο, κι εκεί­

νος εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά μπρος απ' τα θαμπωμένα μάτια

μου θαQQείς κι είχε σκοοπίσει σε χίλια κομμάτια· ακολούθησε μια

ορμητιχή mοή ανέμου σαν μανιασμένο χέρι που ξΕπάτωνΕ τα χαμό­δεντρα, λύγιζε τις κορφές των δέντρων ώς το χώμα, βρόνταγε τις

Page 174: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 173

πόρτες και θρυμμάτιζε τα τζάμια όλων των παραθύρων στην μπρο­

στινή όψη του κτιρίου. Ο τζιμ μπήκε μέσα, έκλεισε πίσω του την

πόρτα και με είδε σκυμμένο πάνω απ' το τραπέζι· εμένα τότε μ' έπια­

σε μια ξαφνική και υπέρμετρη ανησυχία για το τι θα έλεγε, μια αγω­

νία που πλησίαζε τα όρια του τρόμου. "Μπορώ να πάρω ένα πουρά­

κι;" ρώτησε. Έσπρωξα το κουτί χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου .

"Θέλω -θέλω -ταμπάκο" μουρμούρισε. Αυτό μου άλλαξε μονομιάς

όλη τη διάθεση. ''Αμέσως" γρύλισα όλο προθυμία. Έκανε μερικά

βήματα πέρα δώθε. "Αυτό ήταν, πέρασε" τον άκουσα να λέει. Μια

μακρινή μοναχική βροντή ακούστηκε πέρα απ' τη θάλασσα σαν σή­

μα κινδύνου. "Οι μουσώνες πιάσανε νωρίς εφέτος" παρατήρησε για

να σπάσει τον πάγο, καθώς έστεκε πίσω μου. Έτσι πήρα κι εγώ το

θάρρος να γυρίσω προς το μέρος του, πράγμα που έκανα αμέσως

μόλις έγραψα τη διεύθυνση πάνω στον τελευταίο φάκελο. Στεκόταν

στη μέση του δωματίου ρουφώντας τον καπνό με απληστία, και πα­

ρόλο που μ' άκουσε να γυρίζω στην καρέκλα μου , έμεινε κάμποση

ώρα με την πλάτη γυρισμένη.

»"Άντε, το καβατζάραμε και τούτο" είπε, κάνοντας μια απότο­

μη στροφή. "Κάτι ξόφλησα απ' τους λογαριασμούς μου -αλλά όχι

και πολλά. Το θέμα είναι από δω και πέρα τι γίνεται". Το πρόσω­

πό του δεν έδειχνε κανένα ίχνος συγκίνησης, μονάχα που φαινό­

ταν κομμάτι σκοτεινιασμένο και σαν πρησμένο, λες και του 'χε κο­

πεί η ανάσα για πολλή ώρα εκεί έξω. Χαμογέλασε, κάπως βεβια­

σμένα μάλλον, και συνέχισε, ενώ εγώ είχα στυλώσει τα μάτια μου

πάνω του αμίλητος.. . "Πάντως, σ' ευχαριστώ -το δωμάτιό σου

-ό,τι πρέπει -για κάποιον -που δε θέλει να βλέπει άνθρωπο μπρο­

στά του ... " Έξω στον κήπο, έπεφτε γοργή κι ανάλαφρη η βροχή· ένα λούκι (προφανώς τρύπιο) ακουγόταν να στάζει ακριβώς κάτω

απ' το παράθυρο, σαν παρωδία θρηνητικού άσματος με κωμικούς

λυγμούς και κελαρυστά μοιρολόγια, που κάπου κάπου διακόπτο­

νταν από aπότομους σπασμούς σιωπής ... "Μια aπόμερη γωνιά" μουρμούρισε και σταμάτησε.

»Το ξέθωρο φως ενός κεραυνού τινάχτηκε μέσα απ' τη μαύρη

ξυλοδεσιά του παραθύρου κι έσβησε εντελώς αθόρυβα. Σκεφτό­

μουν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τον πλησιάσω (δεν εί­

χα καμιά διάθεση να φάω πάλι τα μούτρα μου), όταν ξέσπασε σ'

ένα μικρό γέλιο. "Έτσι που κατάντησα τώρα σαν γύφτος" ... η

Page 175: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

174 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

άκρια του τσιγάρου του σιγοκαιγόταν ανάμεσα στα δάχτυλά του .. . "να μην έχω ούτε ένα -ούτε ένα" έκανε μακρόσυρτα· "κι όμως ... " Σταμάτησε πάλι· η βροχή έπεφτε τώρα με διπλάσια δύναμη . "Δε

γίνεται, κάποτε πρέπει να σου δίνεται η ευκαιρία να κερδίσεις πά­

λι πίσω όσα έχεις χάσει. Πρέπει!" ψιθύρισε , καθαρά, με τα μάτια

καρφωμένα στα παπούτσια μου.

>>Ακόμα και τώρα δεν ξέρω τι ήταν αυτό που λαχταρούσε με τόσο

μεγάλο πάθος να ξανακερδίσει, αυτό που είχε τόσο πολύ ανάγκη.

Ίσως κάτι πολύ ακριβό, κάτι που ήταν αδύνατο να χωρέσει σε λέ­

ξεις. Ένα κομμάτι γα"ίδουροτόμαρο, σύμφωνα με την ορολογία του

Τσέστερ ... Με κοίταξε ερωτηματικά. "Πιθανόν. Αν ζ1Ίσεις κάμποσα χρονάκια ακόμα" μουρμούρισα μέσ' απ' τα δόντια μου με αδικαιο­

λόγητη κακία, "αλλά αυτό ποτέ δεν το ξέρεις στα σίγουρα" .

>>"Διάολε! Αισθάνομαι σαν να μην μπορεί πια τίποτα να με

βλάψει" είπε με βαθιά πεποίθηση. "Αφού την έβγαλα καθαρή

ύστερα απ' όλ' αυτά, δε φοβάμαι καθόλου μην και δεν προφτάσω

να -ξελασπώσω, και .. . " Σ1Ίκωσε το κεφάλι του. >>Κατάλαβα τότε ξαφνικά πως τη μεγάλη στρατιά των aπόκλη­

ρων της γης τη φτιάχνουν άνθρωποι σαν κι αυτόν, όλοι εκείνοι που

κατρακυλούν στο βόρβορο του πεζοδρομίου. Με το που θα έφευ­

γε απ' το δωμάτιό μου, εκείνη την "aπόμερη γωνιά", θα έπαιρνε

αμέσως τη θέση του ανάμεσά τους, τραβώντας έναν κατήφορο χω­

ρίς σταματημό. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα ψευδαισθήσεις αλλά

ήμουν εγώ ο ίδιος πάλι που, ενώ μόλις ένα λεπτό πρωτύτερα ένιω­

θα τόσο σίγουρος για τη δύναμη των λέξεων, τώρα φοβόμουν να

ανοίξω το στόμα μου, σαν κάποιος κρεμασμένος από μια γλιστερή

προεξοχή που δεν κοτάει να κουνηθεί για να μην πέσει. Μονάχα

όταν πασχίζουμε να κατανοήσουμε τις βαθιές ανάγκες ενός άλ­

λου, μπορούμε να νιώσουμε πόσο aσύλληπτες, αμφισήμαντες και

ομιχλώδε ις είναι οι υπάρξεις που μοιράζονται μαζί μας το θέαμα

του έναστρου κόσμου και τη θαλπωρή του ήλιου. Θα 'λεγε κανείς

πως η μοναξιά είναι μια σκληρή κι απαράβατη συνθ1Ίκη της αν­

θρώπινης ύπαρξης και το περίβλημα από σάρκα κι αίμα, αυτό το

αποκούμπι της ματιάς μας, αποσυντίθεται προτού καν απλωθεί το

χέρι, αφ11νοντας στη θέση του το αυθαίρετο, aπαρηγόρητο κι

άπιαστο πνεύμα, που κανένα μάτι δεν μπορεί να πάρει το κατόπι,

κανένα χέρι δεν μπορεί ν' αδράξε ι. Ήταν ο φόβος μην τον χάσω

Page 176: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 175

που μ' έκανε να μένω αμίλητος, γιατί, ξαφνικά, κυριάρχησε μέσα

μου ακαταμάχητη η σκέψη ότι θα 'μουν τελείως aσυγχώρητος αν

τον άφηνα να ξεγλιστρήσει μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας.

>>"Λοιπόν . Για άλλη μια φορά -σ' ευχαριστώ. Στάθηκες ... ε ... εξαιρετικά ... ε ... αλήθεια, δε βρίσκω τα λόγια για ... Εξαιρετικά! Δεν ξέρω γιατί, μα είμαι σίγουρος. Και να ξέρεις πως αν όλ' αυτά

δεν είχαν πέσει πάνω μου τόσο σκληρά κι ανελέητ'α, θα φερόμουν

με πιότερη ευγνωμοσύνη απέναντί σου. Γιατί κατά βάθος ... εσύ, ο ίδιος ... " τραύλισε.

»"Πολύ πιθανό" έκανα εγώ. Συνοφρυώθηκε.

»"Όπως και να 'ναι, ο καθένας έχει τις ευθύνες του". Με κοίτα­ξε όπως το γεράκι τη λεία του.

>>"Κι αυτό σωστό".

»"Λοιπόν, αρκετά ώς εδώ, και δε θ' αφήσω κανέναν να μου το

πετάξει κατάμουτρα χωρίς να -χωρίς να το πληρώσει". Έσφιξε τη

γροθιά του.

>>"Και με τον εαυτό σου, τι γίνεται; " είπα χαμογελώντας πένθι­

μα, ένας Θεός ξέρει γιατί· αλλά εκείνος μου έριξε ένα μοχθηρό

βλέμμα. "Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά" είπε. Μια έκφραση

αδάμαστης αποφασιστικότητας ζωγραφίστηκε κι έσβησε στο πρό­

σωπό του σαν μάταια, φευγαλέα σκιά. Την επόμενη στιγμή έμοια­

ζε πάλι μ' ένα συμπαθητικό αγοράκι που βρίσκεται σε απόγνωση .

"Άντε γεια" είπε, με την ξαφνική βιάση ανθρώπου που δε βλέπει

την ώρα να φύγει μπροστά στη σκέψη μιας επείγουσας δουλειάς

που τον περιμένει· μεσολάβησε ένα περίπου δευτερόλεπτο που

έμεινε εντελώς ακίνητος. Η νεροποντή έπεφτε, με τη βαριά, ανερ­μάτιστη ορμή ενός ποταμού που κατηφορίζει σαρώνοντας ό,τι βρί­

σκει στο διάβα του, με το μουγκρητό ξέφρενης, μανιασμένης

πλημμύρας, φέρνοντάς σου στο νου εικόνες από γιοφύρια που κα­

ταρρέουν, ξεριζωμένα δέντρα, aποσαθρωμένα βουνά. Κανείς δεν

μπορούσε να τα βάλει με τον κολοσσιαίο και ακάθεκτο χείμαρρο

που λυσσομανούσε, μοιάζοντας να διαρρηγνύει την εύθραυστη

ακινησία στην οποία είχαμε καταφύγει καλού κακού, σαν ναυαγοί

πάνω σ' ένα βραχάκι. Το τρύπιο λούκι γουργούριζε , μπούκωνε,

ξέβραζε το νερό, και πλατσούριζε με την επαχθή γελοιότητα πανι­

κόβλητου κολυμβητή που πασχίζει να κρατηθεί στην επιφάνεια. "Βρέχει" διαμαρτυρtjθηκα. "και. .. " "Βρέξει, χιονίσει" άρχισε από-

Page 177: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

176 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΎ

τομα, ύστερα συγκρατήθηκε και π1Ίγε στο παράθυρο. "Σωστός κα­

τακλυσμός" μουρμούρισε μετά από λίγο· κόλλησε το μέτωπό του

στο τζάμι. "Είναι και σκοτεινά".

»"Ναι, θεοσκότεινα" είπα εγώ .

>>'Εκανε στροφή επιτόπου, διέσχισε το δωμάτιο, κι είχε κιόλας

ανοίξει την πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο, προτού προλάβω να

πηδήξω απ' την καρέκλα μου. "Μια στιγμή" του φώναξα, "θέλω

να σου ... " "Μη μου πεις να φάμε πάλι μαζί απόψε το βράδυ" μου πέταξε, ο μισός κιόλας έξω απ' την πόρτα. "Δεν είχα την παραμι­

κρή πρόθεση" είπα δυνατά. Τότε τραβήχτηκε πάλι πίσω, αλλά πα­

ρέμεινε καρφωμένος πλάι στην πόρτα κοιτώντας με δύσπιστα .

Χωρίς να χάσω καιρό, τον παρακάλεσα να μη φέρεται παράλογα·

να μπει μέσα και να κλείσει την πόρτα».

Page 178: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

17

«Με τα πολλά μπήκε· αλλά το πιο πολύ εξαιτίας της βροχής, νομί­

ζω· ακριβώς εκείνη τη στιγμ1Ί, είχε φτάσει το απόγειο της κατα­

στροφικής της μανίας, ενώ σιγά σιγά στη συνέχεια μαλάκωσε όση

ώρα εμείς μιλούσαμε . Έδειχνε πολύ νηφάλιος και ψύχραιμος φε­

ρόταν σαν άνθρωπος λιγομίλητος από φυσικού του, που διακατέ­

χεται επιπλέον από μια έμμονη ιδέα. Εμένα η κουβέντα μου περι­

στρεφόταν αποκλειστικά γύρω απ' την οικονομική του κατάστα­

ση· το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν πώς θα σωθεί

απ' τον ξεπεσμό, την καταστροφή και την απελπισία, που εκεί έξω

κυριεύουν πολύ γρήγορα έναν άνθρωπο χωρίς φίλους και πατρί­

δα. Τον εκλιπαρούσα να δεχτεί τη βοήθειά μου· πρόβαλα ένα σω­

ρό λογικά επιχειρήματα· και κάθε φορά που σήκωνα τα μάτια μου

σ' εκείνο το αφηρημένο, απαλό πρόσωπο, τόσο σοβαρό και νεανι­

κό, είχα τη δυσάρεστη αίσθηση ότι, αντί για συμπαραστάτης, έστε­κα μάλλον εμπόδιο μπροστά στον μυστηριώδη, ανεξήγητο, ασύλ­

ληπτο αγώνα που διεξήγαγε το λαβωμένο του πνεύμα.

>> ''Υποθέτω ότι σκοπεύεις να τρως, να πίνεις και να κοιμάσαι

κάτω από μια στέγη, όπως όλος ο κόσμος" θυμάμαι ότι του είπα κά­

πως εκνευρισμένος. "Λες ότι δεν πρόκειται ν' αγγίξεις τα λεφτά

που δικαιούσαι" . Μόλις την τελευταία στιγμή συγκράτησε μια χει­

ρονομία αποποίησης, τόσο χαρακτηριστική των ανθρώπων του εί­

δους του, σαν εκδήλωση του τρόμου που τον γέμιζε ένα τέτοιο εν­

δεχόμενο. (Είχε να παίρνει μισθούς για τρεις βδομάδες και πέντε

μέρες σαν αξιωματικός του Πάτνα.) "Καλά, εξάλλου είναι πολύ λί­

γα για να σώσουν την κατάσταση· αλλά μπορείς να μου πεις πώς θα

τη βγάλεις από δω κι ύστερα; Πού θα πας; Πρέπει κάπως να ζή­

σεις ... " "Δεν είναι εκεί το tήτημα" του ξέφυγε μέσ' απ' τα δόντια. Έκανα πως δεν άκουσα, και συνέχισα θέλοντας να κατανικήσω

αυτό που κατά τη γνώμη μου δεν ήταν παρά οι ενδοιασμοί μιας

Page 179: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

178 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

υπερβολικής ευαισθησίας. "Όπως και να 'χει το πράγμα" κατέλη­

ξα, "πρέπει να μ' aφήσεις να σε βοηθ1Ίσω". "Δεν μπορείς" είπε,

πολύ απλά κι ευγενικά, aπορροφημένος βαθιά από κάποια σκέψη

που, ναι μεν διέκρινα το τρεμούλιασμα της επιφάνειάς της όπως τα

νερά μιας λιμνούλας στο σκοτάδι, αλλά που δεν είχα καμιά ελπίδα

να ζυγώσω αρκετά κοντά για να τη βυθομετρήσω. Παρατήρησα το

αρμονικό παρουσιαστικό του . "Εν πάση περιπτώσει" είπα, "όσο

είμαι ικανός να καταλάβω κάτι από σένα, μπορώ να βοηθ1Ίσω. Δεν

παριστάνω ότι μπορώ περισσότερα". Κούνησε το κεφάλι του με

αμφιβολία χωρίς να με κοιτάξει. Με πλημμύρισε ένα κύμα συμπά­

θειας. "Κι όμως μπορώ" επέμεινα. "Μπορώ να κάνω ακόμα περισ­

σότερα. Κάνω κιόλας περισσότερα. Σ' εμπιστεύομαι .. . " "Τα λε­

φτά .. . " άρχισε. "Μα την πίστη μου, θαρρώ ότι πας γυρεύοντας να σε διαολοστείλω" φώναξα, αφήνοντας να ξεσπάσει ελεύθερα όλη

μου η αγανάκτηση . Εκείνος αιφνιδιάστηκε, έσκασε ένα χαμόγελο,

κι εγώ έδωσα τη χαριστική βολή. "Το ζήτημα δεν είναι καθόλου

στα λεφτά, είναι ότι στέκεσαι πολύ στην επιφάνεια των πραγμά­

των" είπα (και την ίδια ώρα σκεφτόμουν από μέσα μου: Λοιπόν,

τώρα κάτι κάνουμε! Κι εδώ που τα λέμε, δεν πρέπει να 'ναι και ψέ­

ματα). "Σκέφτηκα να σου δώσω αυτό το γράμμα, ρίξ' του μια μα­

τιά. Γράφω σε κάποιον που δεν του ζήτησα ποτέ καμιά εξυπηρέτη­

ση, και του γράφω με λόγια που θα χρησιμοποιούσα μόνο για τον

καλύτερό μου φίλο . Παίρνω πάνω μου ανεπιφύλακτα όλη την ευθύ­

νη για σένα. Αυτό είναι που κάνω λοιπόν. Κι αλήθεια, αν κάτσεις

να σκεφτείς λιγάκι τι σημαίνει αυτό .. . " »Σήκωσε το κεφάλι του. Η βροχή είχε σταματήσει· μονάχα το

λούκι έξω απ' το παράθυρο συνέχιζε ακόμη να κλαψουρίζει μ' ένα

γελοίο πλιτς πλιτς πλιτς. Στο δωμάτιο επικρατούσε μεγάλη ησυχία,

ενώ οι σκιές ήταν στριμωγμένες όλες μαζί στις γωνιές, μακριά απ'

την ακίνητη φλόγα του κεριού που έκαιγε ορθόστητη κι αιχμηρή

σαν στιλέτο· κι ύστερα από λίγο, σαν να 'χε έρθει κιόλας το χάρα­

μα, ένα απαλό φως άπλωσε την ανταύγειά του στα χαρακτηριστι­

κά του προσώπου του .

>> "'Υψιuτιο!" έκανε. 'ΌποCα αβρότης!"

»ΛΙ{όμα ~tαι τη γλώσσα να μου 'βγαζc Ηορο.ίδeυτικά, δε θα 'χα

νιώσει τ6ση ταπείνωση. Είπα απ6 μiσα μου -iτσι μπαγάσικα που

πήγες να του τη φέρεις, καλά να πάθεις ... Με κοίταξε κατάματα με

Page 180: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 179

βλέμμα που άστραφτε, αλλά χωρίς χλευασμό. Εντελώς ξαφνικά,

άρχισε να τινάζεται σπασμωδικά σαν μαριονέτα που κουνιέται

πέρα δώθε δεμένη από ένα σπάγκο. Τα μπράτσα του σηκώθηκαν

κι ύστερα ξανάπεσαν με θόρυβο. Είχε γίνει τώρα στην κυριολεξία

άλλος άνθρωπος. "Κι εγώ να μην έχω πάρει καν χαμπάρι τη .. . " φώναξε · δάγκωσε ξάφνου τα χείλια του και κατσούφιαοε, "τη γα"ί­δουριά μου" είπε πολύ αργά σαν φοβισμένος ... "Κι εσύ μου φέρ­θηκες τόσο εντάξει! " συνέχισε με πνιγμένη φωνή. Άρπαξε το χέρι

μου σαν να το 'βλεπε για πρώτη φορά και το ξανάφησε αμέσως.

"Είναι ακριβώς αυτό που εγώ -εσύ -εγώ ... " τραύλισε , κι ύστερα,

φορώντας πάλι τη μάσκα της δήθεν αδιαφορίας του, ή αλλιώς, της

μουλαρίσιας του ξεροκεφαλιάς, άρχισε βαριά: "Θα ήμουν εντε­

λώς ζώον αν ... " έπειτα η φωνή του ράγισε. "Ας τ' αφήσουμε αυτά" είπα . Είχα αρχίσει σχεδόν να ανησυχώ απ' αυτή τη διαχυτικότητα,

την τόσο φορτισμένη από μια ασυνήθιστη ένταση, με την οποία εκ­

δήλωνε τα συναισθήματά του. Είχα τραβήξει το σπάγκο που έδενε

τη μαριονέτα, στην τύχη , όπως ήρθε· δεν μπορούσα να κατανοήσω

απόλυτα τη λειτουργία του παιχνιδιού. "Πρέπει να πηγαίνω τώρα"

είπε. "Θεέ μου, να 'ξερες πόσο με βοήθησες! Μ' έσπρωξες να κά­

νω επιτέλους κάτι. Κι είναι τόσο σημαντικό .. . " Με κοίταξε με αμή­χανο θαυμασμό. "Είναι τόσο σημαντικό ... "

>>Και βέβαια ήταν. Ήταν στη μία παρά δέκα ακριβώς που τον εί­

χα σώσει απ' τη λιμοκτονία -από εκείνο το ιδιαίτερο είδος της λι­

μοκτονίας που συνοδεύεται σχεδόν πάντα απ' το πιοτό. Αυτό ήταν

όλο. Δεν είχα την παραμικρή ψευδαίσθηση για κάτι παραπάνω,

αλλά καθώς τον κοίταζα, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ για εκεί­

νο το κομμάτι του χαρακτήρα του που είχε κυριαρχήσει τόσο φανε­

ρά μέσα του τα τελευταία τρία λεπτά. Τον είχα αναγκάσει να δε­

χτεί τα μέσα που κρίνονται αναγκαία στη σοβαρότατη υπόθεση

μιας αξιοπρεπούς επιβίωσης, να βρει φαγητό, νερό και μια στέγη

όπως όλοι οι άνθρωποι, ενώ το λαβωμένο του πνεύμα, σαν πουλί με σπασμένη φτερούγα, θα σερνόταν χοροπηδώντας και φτερουγίζο­

ντας αδύναμα σε κάποια τρυπούλα για να πεθάνει ήσυχα από ασι­

τία. Ναι. σ' αυτό τον είχα σπρώξει: σε κάτι αναμφισβήτητα τιποτέ­

νιο· όμως -προσέξτε!- ο τρόπος που το αποδέχτηκε . του 'δωσε μια άλλη διάσταση , το 'κανε ν' αναδυθεί μέσ' απ' το μουντό φως του κε­

ριού σαν μεγάλη, ακαθόριστη, ίσως απειλητική σκιά. "Μη με συνε-

Page 181: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

180 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ρίζεσαι που δε βρίσκω τα κατάλληλα λόγια" ξέσπασε. "Δεν υπάρ­

χουν λόγια γι' αυτά τα πράγματα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο

καλό μού 'κανες χτες το βράδυ. Κάθισες και μ' άκουσες -καταλα­

βαίνεις; Μα το Θεό, ήρθαν στιγμές που έλεγα ότι το κεφάλι μου θα

γίνει χίλια κομμάτια ... " Άρχισε να χοροπηδάει -στην κυριολεξία­πέρα δώθε, χώνοντας τα χέρια του στις τσέπες με βία, βγάζοντας

τα πάλι με φόρα, παίζοντας το καπέλο στο κεφάλι του. Δε μου είχε

περάσει ποτέ απ' το μυαλό ότι θα μπορούσε να 'ναι τόσο κινητικός.

Σαν ξερό φύλλο που στροβιλίζεται ανήμπορο στον αέρα, σκέφτη­

κα, ενώ μια ακαθόριστη ανησυχία, κάτι σαν το βάρος μιας αβάστα­

χτης αμφιβολίας με καθήλωνε στην καρέκλα μου. Έπειτα απόμει­

νε ακίνητος, σαν στήλη άλατος μπροστά σε μια απρόσμενη αποκά­

λυψη. "Χάρη σε σένα ξανακέρδισα την αυτοπεποίθησή μου" δήλω­

σε νηφάλια. "Όχι, για τ' όνομα του Θεού, φίλε μου, μην ... " του είπα ικετευτικά, σαν να με είχε πληγώσει. "Ωραία. Από δω και μπρος

λοιπόν, δεν ξανανοίγω το στόμα μου. Δεν μπορείς όμως να μ' εμπο­

δίσεις και να σκέφτομαι ... Τέλος πάντων .. . Κι όμως, μπορώ να σου αποδείξω ... " Πήγε βιαστικά ώς την πόρτα, στάθηκε εκεί μια στιγμ1Ί

με το κεφάλι σκυμμένο και ξαναγύρισε με αργά, προσεχτικά βήμα­

τα. "Πάντα πίστευα ότι αν δινόταν σε κάποιον η ευκαιρία να κάνει

μια καινούργια αρχ11 ... Και τώρα εσύ ... κατά κάποιο τρόπο ... ναι ... μια καινούργια αρχή". Κούνησα το χέρι μου για να διαμαρτυρηθώ,

αλλά εκείνος είχε βγει κιόλας απ' το δωμάτιο χωρίς να κοιτάξει πί­

σω· ο aπόηχος απ' τα βήματά του έσβησε σιγά σιγά πίσω απ' την

κλειστή πόρτα -το σταθερό, αποφασιστικό βήμα ενός νέου μες στο

άπλετο φως της ημέρας .

»Όσο για μένα, όμως, που είχα μείνει πίσω με μοναδική συ­

ντροφιά το κεράκι, βρισκόμουν ακόμη κατά παράξενο τρόπο στα

μαύρα σκοτάδια. Δεν ήμουν πια αρκετά νέος, για να μπορώ να

εξωρα·tζω με τέτοια ζηλευτιΊ μεγαλοπρέπεια τα χνάρια απ' τις μη­

δαμινές πατημασιές μας στην επικράτεια του καλού και του κα­

κού. Η σκέψη ότι στο κάτω κάτω αυτός ήταν απ' τους δυο μας που

μπορούσε ακόμα να βλέπει to φως, μ' έκανε να χαμογελάσω . Κι

ένιωθα ένα σφίξιμο στην καρδιά . Μια καινούργια αρχή, έτσι μου

είπε. Δεν είχε μάθει ακόμα πως η πρώτη λέξη στο ριζικό του καθε­

νός είναι χαραγμένη βαθιά, με γράμματα ανεξάλειπτα, πάνω σ'

r.να σκληρό βράχο».

Page 182: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

18

«Έξι μήνες αργότερα, πήρα γράμμα απ' το φίλο μου (ένα γερο­

ντοπαλίκαρο άνω των πενήντα, μισάνθρωπο, με φήμη εκκεντρι­

κού, και ιδιοκτήτη ενός ρυζόμυλου ), ο οποίος, βλέποντας πόσο θερμές ήταν οι συστάσεις μου για τον τζιμ, έκρινε ότι θα με χαρο­

ποιούσε ιδιαιτέρως να πληροφορηθώ κάπως διεξοδικά για τα χα­

ρίσματα του ευνοουμένου μου . Επρόκειτο προφανώς για εκείνες

τις αρετές που δεν κάνουν μπαμ, αλλά αναδεικνύονται στην πρά­

ξη. "Καθώς μέχρι τώρα δεν μπορούσα να βρω στην καρδιά μου τί­

ποτ' άλλο πέρα από μια παθητική ανοχή για κάθε συνάνθρωπό ' μου, έμενα μονάχος σ' ένα σπίτι που, ακόμα και σε τόσο υγρό κλί­

μα, μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά μεγάλο για ένα μαγκούφη

σαν κι εμένα. Εδώ και λίγο καιρό, τον πήρα να μένει μαζί μου. Απ'

ό,τι φαίνεται, δεν έπεσα έξω''. Τα λεγόμενά του μου έδωσαν την

εντύπωση ότι ο φίλος μου είχε βρει στην καρδιά του κάτι περισσό­τερο από ανοχή για τον Τζιμ -κάτι σαν το προμήνυμα μιας ενεργη­

τικΊΊς συμπάθειας. Στη συνέχεια μου εξέθετε τους λόγους οι οποί­

οι τον ώθησαν σ' αυτή την πράξη, με τον δικό του πολύ χαρακτηρι­

στικό τρόπο . Πρώτ' απ' όλα, ο τζιμ διατήρησε ακέραια όλη τη ζω­

ντάνια του σ' εκείνο το φριχτό κλίμα. Αν ήταν κορίτσι -έγραφε ο

φίλος μου- θα μπορούσες να πεις ότι άνθιζε -έθαλλε, σεμνός και

απλός- σαν βιολέτα, όχι σαν κάποιο από κείνα τα χυδαία τροπικά.

λουλούδια. Ήταν κιόλας ενάμισης μήνας που έμενε στο σπίτι, και

δεν είχε αποπειραθεί ακόμα να τον χτυπήσει φιλικά στην πλάτη ή

να τον αποκαλέσει "παλιόφιλο", αλλά ούτε και τον έκανε να νιώ­

θει σαν προ"ίστορικό απολίθωμα. Δεν έπασχε καθόλου από εκείνη την εκνευριστική, ακατάσχετη ψλυαρία των νεαρών. Ήταν με­

tQιόφQων, δεν έλεγε πολλά για τον εαυτό του και δ~ν μπορούσε~ σε καμιά περίπτωση να τον χαρακτηρίσεις ως έξυπνο -δόξα τω

Θεώ- έγραφε ο φίλος μου . Απ' ό,τι φαινόταν, ωστόσο, ο Τζιμ ήταν

Page 183: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

182 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

αρκετά έξυπνος, ώστε να μπορεί να εκτιμήσει το λεπτό χιούμορ του φίλου μου και συνάμα να τον διασκεδάζει με την αφέλειά του.

"Έχει όλη τη φρεσκάδα της νιότης , κι από τότε που είχα τη φαε ινή

ιδέα να του δώσω ένα δωμάτιο στο σπίτι και να τρώμε παρέα, άρ­

χισα να νιώθω λιγότερο χούφταλο. Τις προάλλες, του κατέβηκε να

πάει απ' τη μια άκρια της κάμαρης ώς την άλλη, με μοναδικό σκο­

πό να μου ανοίξει την πόρτα για να περάσω· χρόνια είχα να νιώσω

τόσο κοντά μου ένα ανθρώπινο πλάσμα. Καλό και τούτο, ε ; Ψυλ­

λιάζομαι, βεβαία, ότι υπάρχει κάτι -ένα μελανό σημείο- που εσύ

πρέπει να το ξέρεις -αλλά ακόμη κι αν ήξερα θετικά ότι πρόκειται

για κάτι τρομερό και αποτρόπαιο, νομίζω ότι δε θα δυσκολευόταν

κανείς να το παραβλέψει. Εγώ απ' την πλευρά μου, δηλώνω ότι

μου είναι αδύνατον να τον φανταστώ ένοχο για κάτι χειρότερο

από μια ε~ιδρομή σ' ένα κοτέτσι. Είναι, αλήθεια, κάτι χειρότερο;

Ίσως θα 'πρεπε να μου το 'χες πει· ή μήπως πέρασε πια τόσος και­

ρός από τότε, που, θέλοντας και μη, καλογερέψαμε, ώστε ξέχασες

πως κι εμείς κάναμε τις σκανταλιές μας στον καιρό μας; Τέλος πά­

ντων, να ξέρεις πως αργά ή γρήγορα θα σου ζητήσω μια απάντη­

ση, κι ελπίζω να τη λάβω. Δε θέλω να ρωτήσω τον ίδιο προτού έχω

μια ιδέα περί τίνος πρόκειται. Εξάλλου είναι πολύ νωρίς ακόμη.

Κάτσε να μου ανοίξει μερικές φορές ακόμα την πόρτα για να πε­

ράσω ... " Αυτά λοιπόν με το φίλο μου. Όσο για μένα, η χαρά που δοκίμασα ήταν τριπλή -μια πως τα πράγματα για τον Τζιμ πήγαι­

ναν τόσο καλά, μια για το ύφος του γράμματος, και τέλος, για την

απόδειξη της ιδιοφυ"tας μου. Ηλίου φαεινότερον ότι έπραξα με

σύνεση και σοφία. Είχα αποδειχτεί αλάθητος κριτής της ανθρώπι­νης ψυχής -και δε συμμαζεύεται. Φυσικά, απ' όλ' αυτά δεν μπο­

ρούσε να βγει τίποτε άλλο, εξόν από κάτι απρόσμενο και θαυμά­

σιο. Εκείνη τη βραδιά, βυθισμένος σε μια ξαπλώστρα κάτω απ' τη

σκιά της τέντας στο κάσαρο του καραβιού μου (στο λιμάνι του

Χονγκ Κονγκ), έθεσα, επ' ονόματι του τζιμ, το πρώτο λιθάρι ενός

κάστρου στην άμμο.

»Έκανα ένα ταξίδι στα βόρεια, κι όταν ξαναγύρισα, βρήκα να

με περιμένει ένα δεύτερο γράμμα απ' το φίλο μου. Βιάστηκα να το

ανοίξω πρώτο απ' όλα. "Όλα τα ασημικά στη θέση τους, απ' όσο

τουλάχιστον βλέπω" διάβασα στην πρώτη γραμμή · "γιατί δεν κά­

θισα να ψάξω. Έφυγε, αφήνοντας στο τραπέζι του πρωινού ένα

Page 184: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 183

σύντομο, τυπικό απολογητικό σημείωμα, που μονάχα ανόητο ή

αχ άριστο αξίζει να το χαρακτηρίσεις. Ίσως και τα δυο -ένα και το

αυτό για μένα. Επίτρεψέ μου να σε πληροφορήσω ότι αν τύχει κι

έχεις περίσσευμα ακόμα κανέναν μυστηριώδη νεαρό, η πόρτα του

μαγαζιού μου είναι κλειστή οριστικά και αμετάκλητα. Η τελευ­

ταία φορά που πέφτω θύμα μιας ιδιοτροπίας μου . Μη σου περάσει

ούτε στιγμή απ' το μυαλό ότι χάλασε η ζαχαρένια μου, αλλά η

απουσία του έγινε τόσο αισθητή στη λέσχη του τένις, που αναγκά­

στηκα, για το δικό μου καλό, να βρω ένα πειστικό ψέμα για να δι­

καιολογηθώ ... " Πέταξα το χαρτί παράμερα κι άρχισα να ψάχνω στη στοίβα των άλλων γραμμάτων, ώσπου το μάτι μου έπεσε πάνω

στο γραφικό χαρακτήρα του τζιμ. Φανταστικό, ε; Μια πιθανότητα

στις χίλιες! Αλλά τελικά πάντα αυτή συμβαίνει! Εκείνος ο μπα­

σμένος δεύτερος μηχανικός του Πάτνα είχε μείνει λίγο πολύ μπα­

τίρης και βολεύτηκε προσωρινά ως επόπτης των μηχανημάτων στο

μύλο του φίλου μου. "Μου ήταν αδύνατον να ανεχτώ την οικειότη­

τα αυτού του τετραπόδου" έγραφε ο τζιμ, από ένα λιμάνι εφτακό­

σια μίλια νοτιότερα απ' το μέρος που θα 'πρεπε να βρίσκεται περ­

νώντας ζωή χαρισάμενη. "Για την ώρα, είμαι στους Έγκστρεμ και

Μπλέικ, προμηθευτές πλοίων, και κάνω τον ... μικρό για τα θελή­

ματα, για να μην κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας. Για συστά­

σεις , χρησιμοποίησα τ' όνομά σου, που βέβαια τους είναι γνωστό,

κι αν μπορούσες να γράψεις μια καλή κουβέντα για μένα, θα με

προσλαμβάνανε μόνιμα στη δουλειά". Εγώ βέβαια είχα ενταφια­

στεί άδοξα κάτω απ' τα συντρίμμια του κάστρου μου, αλλά φυσικά

κάθισα κι έγραψα όπως το ήθελε. Δεν είχε βγει ακόμα η χρονιά,

όταν ένα καινούργιο μπάρκο μ' έφερε προς τα κει, κι έτσι είχα την

ευκαιρία να τον ξαναδώ.

»Ήταν ακόμα στους Έγκστρεμ και Μπλέικ, και συναντηθήκα­

με σ' αυτό που αποκαλούσαν "σαλονάκι μας", μπροστά απ' το κυ­

ρίως μαγαζί. Μόλις είχε γυρίσει απ' την επίσκεψη σ' ένα καράβι, κι όταν με είδε, προχώρησε προς το μέρος μου με κατεβασμένο το

κεφάλι, έτοιμος για καβγά. "Λοιπόν, τι έχεις να πεις; " άρχισα

εγώ, με το που αφήσαμε τα χέρια. "'Ο,τι σου έγραψα -τίποτε άλ-

λο" είπε πεισματάρικα. ''τα 'βγαλε όλα στη φόρα εκείνος ο τύπος -ή έγινε τίποτ' άλλο;" ρώτησα. Με κοίταξε χαμογελώντας αμήχα­

να. "Ω, όχι! Δε μίλησε. Ίσα ίσα, έκανε σαν να 'ταν το κοινό μας

Page 185: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

184 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

μυστικό που δεν έπρεπε να μάθει κανείς άλλος. Κάθε φορά που

ανέβαινα στο μύλο, έπαιρνε ένα σιχαμερό εμπιστευτικό ύφος μου

έκλεινε το μάτι όλο εκτίμηση -σαν να 'θελε να πει «Έχουμε το μυ­

στικό μας εμείς>>. Μια δουλοπρέπεια και οικειότητα που σου γύρι­

ζαν τ' άντερα" . Έπεσε βαρύς σε μια πολυθρόνα και στύλωσε τα

μάτια του στο πάτωμα. "Μια μέρα που δεν ήταν κανείς άλλος

μπροστά, γύρισε μ' όλη του τη γα"ίδουριά και μου 'πε: «Το λοιπόν,

κύριε 'Γζέημς» -με φωνάζανε κύριο 'Γζέημς εκεί πέρα, σαν να

'μουν ο γιος του αφεντικού -«νά 'μαστε πάλι παρεούλα εδώ πέρα.

Καλύτερα από κείνο το σαπιοκάραβο, ε; ... » Δεν είναι τρομερό

αλήθεια; Τον κοίταξα, κι εκείνος πήρε ένα περισπούδαστο ύφος.

«Μη χολοσκάς, κύριε» είπε, «έννοια σου, και μπορώ εγώ να ξεχω­

ρίσω έναν κύριο καθωσπρέπει και να καταλάβω τι κρύβει στο . καρδουλάκι του. Ελπίζω πάντως να με κρατήσεις σ' αυτt1 τη δου­

λειά. Πέρασα κι εγώ δύσκολες στιγμές μ' όλο εκείνο το πατιρντί

που 'γινε για τ' αναθεματισμένο το Πάτvα>>. Δι6.ολε! Ήταν τρομε­

ρό. Κι αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή δε με φώναζε απ' το διάδρομο

ο κύριος Ντένβερ, δεν ξέρω κι εγώ τι θα 'χα κάνει. Με ήθελε για

να πάμε να κολατσίσουμε παρέα στο κιόσκι. Καθώς περνάγαμε

μέσ' απ' τον ΧΙ)πο, μου έκανε διάφορα φιλικά πειράγματα ... Πι­

στεύω πως με συμπαθούσε ... " »0 'Γζιμ έμεινε για λίγο σιωπηλός. »"Ναι, ήμουν σίγουρος ότι με συμπάθησε, κι αυτό έκανε τα

πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Ήταν τόσο θαυμάσιος άνθρωπος!

Εκείνο το πρωινό μ' έπιασε κι αγκαζέ ... Μου φερόταν κι αυτός με οικειότητα". Άφησε να του ξεφύγει ένα σύντομο κοφτό γέλιο και

χαμήλωσε το πηγούνι ώς το στέρνο του. "Φτου ! Όσο σκέφτομαι

πώς μου είχε μιλήσει εκείνο το ζωύφιο" άρχισε ξαφνικά με τρε­

μουλιαστή φωνή. "Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ τον εαυτό

μου ... πιστεύω να καταλαβαίνεις ... " Έγνεψα καταφατικά ... "Ούτε πατέρας μου να ήταν" είπε δυνατά· κι ύστερα η φωνή του χαμήλω­

σε. "Έπρεπε να του το πω. Δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι -μπο­

ρούσα;" "Κι ύστερα;" μουρμούρισα εγώ, αφού πρώτα περίμενα

λίγο. "Προτίμησα να φύγω" είπε αργά· "6σο πιο λίγοι το ξέρουν, τόσο το καλύτεeο".

»Απ' το βάθος του μαγαζιού ακούγαμε τον Μπλέικ που κατσά­

διαζε φωναχτά τον Έγκστρεμ με λόγια προσβλητικά. Είχαν συν ε-

Page 186: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 185

ταιριστεί εδώ και πολλά χρόνια, και κάθε μέρα, απ' τη στιγμή που

θ' άνοιγε η πόρτα του μαγαζιού τους ώς την ώρα που θα 'κλεινε,

άκουγες τον Μπλέικ, ένα κοντοπίθαρο ανθρωπάκι με ίσια κορα­

κίσια μαλλιά και δυσtυχισμένα μικρά ματάκια, να τρώει τα λυσσα­

κά του μαλώνοντας για ψύλλου πήδημα με το συνέταιρο του. Η

φασαρία αυτής της αιώνιας γκρίνιας είχε γίνει ένα με το χώρο του

μαγαζιού, όπως τα έπιπλά του· ακόμα και οι ξένοι δεν έδιναν πια

καμιά σημασία μόλις πέρναγε λίγη ώρα απ' την άφιξή τους μουρ­

μούριζαν το πολύ κάνα "Πόπο, βαβούρα" ή πετάγονταν ξάφνου

επάνω κι έκλειναν την πόρτα του "σαλονιού". Ο Έγκστρεμ, ένας

ξερακιανός, βαρύς Σκανδιναβός, σκυλί στη δουλειά και με τερά­

στιες ξανθιές φαβορίτες, συνέχιζε να δίνει εντολές στους υπαλλή­

λους, τσεκάριζε τα δέματα, έκανε λογαριασμούς ή έγραφε γράμ­

ματα στο ψηλό γραφείο του, χωρίς να δίνει καμιά απολύτως σημα­

σία σ' εκείνο το σαματά, σαν να 'ταν ντιπ κουφός. Κάπου κάπου,

άφηνε ν' ακουστεί για τους τύπους ένα ενοχλημένο "Σςςς" που ού­

τε είχε, ούτε και περίμεν ε κανείς βέβαια να έχει κάποιο αποτέλε­

σμα. "Είναι πολύ εντάξει μαζί μου εδώ πέρα" είπε ο 'Γζιμ. ''Ο

Μπλέικ είναι λιγάκι μπαγάσας, αλλά ο Έγκστρεμ είναι κύριος με

τα όλα του". Σηκώθηκε ξαφνικά, πήγε με συγκρατημένο βήμα ώς

το παράθυρο, όπου πάνω σ' ένα τρίποδο υπήρχε ένα τηλεσκόπιο

γυρισμένο προς τη ράδα, και κόλλησε το μάτι του στο φακό. 'Ά,

φύσηξε επιτέλους, και μπαίνει κείνο το καράβι που 'χε μείνει απα­

γκιασμένο όλο το πρωί" σχολίασε ήσυχα. "Τζιμ!" φώναξα.

Έστρεψε το κεφάλι του, με το χέρι στο πόμολο της πόρτας : "Γιατί

-γιατί άφησες να σου φύγει μέσ' απ' τα χέρια τέτοια ευκαιρία;"

Έκανε στροφή και γύρισε πίσω. "Ήταν λεβέντης ο γέρος, ε;" εί­

πε , "όμως τι άλλο μπορούσα να κάνω -τι;" Τα χείλια του σούφρω­

σαν. 'Άλλά εδώ που είμαι τώρα, δεν έχει σημασία". "Αχ! είσαι

-είσαι ... " άρχισα ψάχνοντας τα λόγια μου, και προτού καλά καλά συνειδητοποι1Ίσω ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τον κατάλλη­λο χαρακτηρισμό, εκείνος είχε κιόλας εξαφανιστεί. "Άκουσα απ'

έξω τον Έγκστρεμ να λέει με βαθιά, ευγενική και χαρούμενη φω­νή: "Αυτό, Τζίμυ, είναι το Σάρα Β. Γκρέιντζερ. Πρέπει να τα κατα­

φέρεις να ανέβεις πρώτος". Ακριβώς τότε έσκασε μύτη κι ο Μπλέικ, σκούζοντας σαν παπαγάλος έξαλλος από θυμό. "Πες

στον καπετάνιο ότι έχουμε δω κάμποσα γράμματά του. Έτσι, θα

Page 187: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

186 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

'ρθει στα σίγουρα . Μ' έπιασες, κύριε aποτέτοιε;" Κι ύστερα ο

Τζιμ απάντησε στον Έγκστρεμ μ' έναν παιδικό τόνο στη φωνή

του: "Εντάξει. Θα κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου". Έμοιαζε να

αντλεί κάποια παρηγοριά απ' αυτή τη φάση της άχαρης δουλειάς

του που είχε να κάνει με τον αγώνα ταχύτητας της βάρκας.

»Δεν τον ξανάδα σ' εκείνο το ταξίδι, αλλά στο επόμενο (είχα

ένα εξάμηνο μπάρκο) πήγα πάλι ώς το μαγαζί. Δέκα ολόκληρα μέ­

τρα πριν απ' την πόρτα, άκουσα κιόλας την γκρινιάρικη φωνή του

Μπλέικ, κι όταν μπήκα, μου έριξε ένα βλέμμα aπύθμενης δυστυ­

χίας. Ο Έγκστρεμ με πλησίασε χαμογελώντας μου ευγενικά και

μου πρότεινε το μακρύ κοκαλιάρικο χέρι του. "Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω, καπετάνιε ... Σςςς ... Το 'ξερα ότι όπου να 'ταν θα μας ξαναρχόσασταν. Τι είπατε, κύριε; ... Σςςς ... Α, εκείνος! Μας άφη­σε. Περάστε στο σαλονάκι μας". Πίσω απ' την πόρτα που έκλεισε,

η τσιριχτή φωνή του Μπλέικ ακουγόταν τώρα απόμακρη, σαν τη

φωνή κάποιου που ξελαρυγγιάζεται απεγνωσμένα στην έρημο ... "Μας έβαλε σε μεγάλους μπελάδες. Δε φέρθηκε εντάξει. Πρέπει

να πω ... " "Πού πήγε; Ξέρετε;" ρώτησα. "Όχι. Όχι μόνο εγώ, αλλά

και κανείς άλλος" είπε ο Έγκστρεμ, καθώς έστεκε μπροστά μου

εξυπηρετικότατος, με τις μεγάλες του φαβορίτες, τα χέρια κρεμα­

σμένα άγαρμπα δίπλα στα πλευρά του, και μια λεπτή ασημένια

καδένα ρολογιού, θηλυκωμένη πολύ χαμηλά σ' ένα aσιδέρωτο

μπλε γιλέκο από σερζ. "Είναι απ' αυτούς που τραβάνε όπου τους

βγάλει" . Ήμουν τόσο έκπληκτος με το yέο της εξαφάνισης του

τζιμ, που δε σκέφτηκα να τον ρωτήσω τι εννοεί μ' αυτό, κι εκείνος

συνέχισε. "Έφυγε ... α, ναι -την ίδια μέρα που έπιασε εδώ εκείνο το βαπόρι με τους προσκυνητές απ' την Ερυθρά Θάλασσα, γιατί

είχε μια αβαρία στην προπέλα. Είναι τρεις βδομάδες σωστές από

τότε". "Μ1Ίπως έγινε καμιά κουβέντα για την υπόθεση του Πάτ­

vα ;" ρώτησα, περιμένοντας τα χειρότερα. Αναπήδησε ξαφνιασμέ­

νος και με κοίταξε σαν να 'μουν μέντιουμ. "Ναι, βέβαια. Μα, πώς

το ξέρετε; Ήταν κάνα δυο καπεταναίοι, ο διευθυντής του μηχα­

νουργείου του Βάνλο στο λιμάνι, δυο τρcις άλλοι, κι cγώ. Ήταν κι

ο Τζψ μ' ένα σάντουιτc; κι ένα ποη1eι μπίρα· 6ταν έχουμε πολλή

δουλΕιά --χ.αταλαΡαίνcτΕ , -χ.απΕτάνιΕ- δΕν προλαpαίνουμΕ να κο­

λατσίσουμ,ε σαν άνθοωποι. Έστεκε δίπλα σ' αυτό το τοαπέtι κι έτρωγε το σάντουιτς, ενώ οι υπόλοιποι ήμασταν γύρω απ' το τηλε-

Page 188: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 187

σκόπιο και παρατηρούσαμε την είσοδο του aτμόπλοιου· τότε ο δι­

ευθυνη1ς του Βάνλο έφερε την κουβέντα στον μηχανικό του Πάτ­

να- του είχε κάνει κάτι μικροεπισκευές παλιότερα· ύστερα μας εί­

πε ότι ήταν ένα σαπιοκάραβο, και πόσα λεφτά είχε βγάλει απ' αυ­

τή τη δουλειά. Στη συνέχεια μίλησε για το τελευταίο ταξίδι του κα­

ραβιού, κι εμείς τότε μπήκαμε όλοι στην κουβέντα. Ο καθένας

έλεγε το μακρύ του και το κοντό του -όχι και τίποτα σοβαρό -ξέ­

ρετε τώρα, αυτά που λένε όλοι σε παρόμοιες περιπτώσεις αλλά

πάνω που έπεσαν και μερικά γέλια, ο καπεταν-Ο'Μπράιαν του

Σάρα Β. Γκρέιντζερ, ένας κοτσονάτος, σαματατζής γέρος, που κα­

θόταν σ' εκείνη εκεί την καρέκλα και μας άκουγε, χτύπησε ξάφ­

νου το μπαστούνι του στο πάτωμα, και χούγιαξε: «Παλιοτόμαρα!»

Τιναχτήκαμε όλοι σαν ελατήρια. Ο διευθυντής του Βάνλο μάς

έκλεισε το μάτι και τον ρώτησε: «Τι τρέχει, καπεταν-Ο'Μπράιαν;»

«Τι τρέχει; Ακούς εκεί τι τρέχει!» άρχισε να φωνάζει ο γέρος. «Τι κακαρίζετε, βρε κοκκινόκωλοι; Πού τα βρήκατε τα γέλια, ε; Τού­

το είναι ρεζιλίκι για όλη την ανθρωπότη -ντροπ1Ίς πράμα. Μωρ'

εμένα να μ' έφτυνες, δε θα 'μενα στην ίδια κάμαρη μ' έναν από

δαύτους. Έτσι είναι, κύριοι!» Μου φάνηκε πως κοίταξε προς τα

μένα, και σκέφτηκα ότι έπρεπε να πω κάτι από ευγένεια. <<Βέ­

βαια, βέβαια» είπα, «πρώτης τάξεως παλιοτόμαρα, καπεταν­

Ο'Μπράιαν· και μην aνησυχείς, ούτε κι εγώ θα τους άφηνα ποτέ

να πατήσουν πόδι εδώ μέσα, έλα τώρα, πάρε κάτι να βρέξεις το

λαρύγγι σου». «Βρε άι παράτα μας, κι εσύ και το βρωμοπιοτί σου,

Έγκστρεμ» είπε και τα μάτια του πέταξαν σπίθες, «σαν θέλω να

πιω, θα σε φωνάξω. Αλλά θαρρώ, καιρός να του δίνω, πολλή μπό­

χα πλάκωσε εδώ μέσα». Όλοι βάλανε τα γέλια κι έφυγαν παίρνο­

ντας από πίσω το γερόντιο. Και τότε, κύριε, εκείνος ο aφορεσμέ­

νος ο Τζιμ, αφήνει κάτω το σάντουιτς που βάσταγε, και κάνοντας

τη βόλτα του τραπεζιού, έρχεται σε μένα· η μπίρα του παρατημένη

εκεί, ίσα που την είχε αγγίξει. «Φεύγω» μου λέει επί λέξει.

«Έχουμε ακόμα ώς τη μιάμιση» του κάνω, «κάνε πρώτα ένα τσι­

γαράκι». Νόμιζα πως έλεγε ότι ήταν ώρα να πιάσει δουλειά. Όταν κατάλαβα πού το πήγα~νε, έμεινα ξερός. Δε βρίσκεις μαθές τέ­

τοιον άνΕJρωπο κάΕJε μέρα, κύριε Μάρλοου· σωστός δαίμονας στο κουμάντο της βάρκας ξανοιγόταν μίλια μακριά, με ό,τι καιρό θες,

για να υποδεχτεί τα καράβια. Θυμάμαι έναν καπεταναίο, και δεν

Page 189: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

188 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

ήταν ο μόνος, που ήρθε κατενθουσιασμένος μαζί του , και πριν

ακόμα πει καλημέρα, αρχίζει : «Μωρέ τι θεόμουρλο ατζέντη που

'χεις, βρε Έγκστρεμ, αυτόν δεν τον κάνεις ζάφτι με τίποτα! Εκεί

που πολέμαγα να μπω στο λιμάνι μόλις χάραξε, σχεδόν ξυλάρμε­

νος, νά σου και βλέπω να ξεφυτρώνε ι μες στο πούσι, ίσα κάτω απ'

το κοράκι, μια βάρκα μισοβουλιαγμένη απ' τα νερά, με κάτι κυμα­

τάρες θεόρατες να τινάζονται πάνω απ' το πανί της, δυο φοβισμέ­

νους aράπηδες κολλημένους στον πάτο κι έναν Βελζεβούλη στη

λαγουδέρα να σκούζει. Έι! Έι! Απ' το καράβι! Έι! Έι! Καλώς

ήρθατε - Έγκστρεμ και Μπλέικ! Εδώ! Εδώ! Έγκστρεμ και

Μπλέικ ! Χαλά ! Έι! Ωπ ! Δίνει μια κλοτσιά στους aράπηδες -μολά­

ρει τη μούδα -όλ' αυτά μες στο μπουρίνι τώρα, σου λέω- βγαίνει

μπροστά μου, σκούζοντας να κάνω πανιά για να με πιλοτάρει μέ­

σα -ίδιο δαιμονικό , σου λέω. Τέτο ιο κουμάντο βάρκας δεν έχω

ματαδεί στη ζωή μου. Δεν πιστεύω να 'ταν πιωμένος -ε; Κι απ' την

άλλη, τόσο μετρη μένο, γλυκομίλητο παλικάρι -κοκκίνισε σαν κο­

πελούδα μόλις ανέβηκε αμπόρδο ... » Σου λέω, καπεταν-Μάρλοου,

έτσι κ ι έβγαινε ο τζιμ για ξένο καράβι, δεν υπήρχε περίπτωση να

το χάσουμε. Όλοι οι άλλοι προμηθευτές ίσα που κρατάγανε την

παλιά τους πελατεία, και ... " »0 Έγκστρεμ έδε ιχνε πολύ συγκινημένος .

»"Ναι, κύριε Μάρλοου -ούτε που το σκεφτόταν καθόλου να ξα­νοιχτεί εκατό μίλια μ' ένα καρυδότσουφλο, προκειμένου να τσι­

μπήσε ι ένα πλοίο για την εταιρεία. Ούτε δικό του να 'τανε το μα­

γαζί δε θα κόπιαζε τόσο . Λες κι όλο το κέρδος πήγαινε στην τσέπη

του . Και τώρα .. . έτσι ξαφνικά ... στα καλά καθούμενα! Λέω από μέσα μου: «Αχά! αυξησούλα μού θέλεις, ε; -αυτό δεν ε ίναι; Εντά­

ξει το λοιπόν» και του λέω: «Γι' αυτά θα χαλάσουμε τις καρδιές

μας , βρε τζίμυ; Πες μου ευθέως πόσα θέλεις. Μόνο παράλογα

πράγματα μη ζητάς, κι εγώ είμαι δω» . Με κοίταξε σαν να του 'χε

κάτσει κάτι στο λαιμό και πνιγόταν . «Δε γίνεται να μείνω άλλο

εδώ~~ . <<Τι σημαίνει πάλι αυτό το καλαμπούρι;» ρώτησα. Κούνησε

το κεφάλι του, κι εγώ κατάλαβα απ' τα μάτια του ότι ήταν κιόλας

φευγάτος, κύριε . Έτσι, βάλθηκα να τον aποπαίρνω ώσπου μάλ­

λιασε η γλώσσα μου. «Γιατί θες να φύγεις;» τον ρώτησα. {{Σε πεί­οαξε κανένας:: Μπαc και σε cpοβερίσανε ; Μωρέ ~ι ένα ποντί~ι

έχει πιότερο νιονιό από σένα · αυτά τουλάχιστον δεν πηδάνε από

Page 190: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 189

ένα καλό καράβι. Πού περιμένεις να βρεις καλύτερα, ε, κύριε

aποτέτοιε;» Μόλις το άκουσε αυτό, κιτρίνισε σαν το λεμόνι. «Τού­

το δω το μαγαζί, παιδί μου, έχει ψωμί, δεν πρόκειται να βουλιά­

ξει» συνέχισα. Τινάχτηκε ίσαμε το ταβάνι. «Αντίο» είπε, κορδω­

τός σαν λόρδος. «Δεν είσαι κακός άνθρωπος, Έγκστρεμ. Πρέπει

να πιστέψεις ότι αν ήξερες τους λόγους που με κάνουν να φύγω,

δε θα 'θελες καθόλου να με κρατήσεις». «Έλα, καημένε, άσ' τα

παραμύθια τώρα>> είπα εγώ, «θαρρείς πως θ' αλλάξω γνώμη έτσι

εύκολα;» Όλ' αυτά μου φαίνονταν τόσο παλαβά, που έβαλα ταγέ­

λια. «Ε, κάτσε τουλάχιστον ν' aποσώσεις την μπίρα σου, καλέ μου

άνθρωπε!» Δεν μπορώ να καταλάβω τι τον είχε πιάσει· λες κι είχε

ξεχάσει πού ήταν η πόρτα· ήταν για γέλια σας λέω, καπετάνιε .

Ήπια εγώ την μπίρα του. «Το λοιπόν, αφού είσαι τόσο βιαστικός,

πίνω στην υγειά σου με το δικό σου πιοτό» του κάνω· «μονάχα ένα

θα σου πω ακόμα να το θυμάσαι: να ξέρεις πως αν τραβήξεις κι

άλλο τούτο το παιχνίδι, σε λίγο καιρό δε θα σε χωράει η οικουμέ­

νη ολάκερη -δεν έχω τίποτ' άλλο να σου πω». Μου έριξε μια σκο­

τεινή ματιά, και παίρνοντας μια έκφραση σαν μπαμπούλας, πετά­

χτηκε έξω απ' την πόρτα κι έγινε καπνός".

>>0 Έγκστρεμ ξεφύσηξε μελαγχολικά και ίσιωσε την πυρόξαν­θη φαβορίτα του με τα ροζιασμένα του δάχτυλα. "Από τότε δε

βρήκαμε κανέναν που ν' αξίζει μια στάλα. Όλο μπελάδες έχουμε

στη δουλειά, όλο μπελάδες και τίποτ' άλλο. Κι εσείς πώς έτυχε και

τον ξέρετε, αν επιτρέπετε, καπετάνιε;"

»"Ήταν ο υποπλοίαρχος του Πάτνα σ' εκείνο το ταξίδι" είπα,

γιατί ένιωθα ότι του χρώσταγα μια εξllγηση. Ο Έγκστρεμ απόμει­

νε για κάμποση ώρα σύξυλος, με τα δάχτυλα χωμένα στα μαλλιά

πάνω απ' τον κρόταφό του, κι έπειτα ξέσπασε. "Και ποιος διάολος

σκοτίζεται για δαύτο;" "Κανένας, θα 'λεγα ... " άρχισα. "Και τι διά­

ολο νομίζει πως είναι -τέλος πάντων -πόσο θα τραβήξει αυτό το

βιολί;" Έχωσε ξαφνικά τη δεξιά του φαβορίτα στο στόμα, και με

μάτια αλλοπαρμένα φώναξε: "Έ, ρε Παναγιά μου! Κι εγώ έκατσα

και του 'πα πως σε λίγο δε θα τον χωράει η οικουμένη ολάκερη"».

Page 191: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

19 «Αναφέρθηκα επίτηδες με τόσες λεπτομέρειες σ' αυτά τα δυο

επεισόδια, για να πάρετε μια ιδέα περί του πώς αντιδρούσε σ' αυ­

τές τις καινούργιες συνθήκες της ζωής του. Υπάρχουν καμιά ντου­

ζίνα ακόμη παρόμοια περιστατικά.

«Διακρίνονται όλα εξίσου από προθέσεις ευγενικές και παρά­

λογες, που έκαναν τη ματαιότητά τους ακόμα πιο ριζική κι επώδυ­

νη. Είναι πολύ εύκολος ηρωισμός να πετάς έτσι το ψωμί της επι­

βίωσής σου, για να 'χεις τα χέρια αδέσμευτα στην πάλη σου μ' ένα

φάντασμα. Δεν ήταν βέβαια ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που

έκανε κάτι τέτοιο (αν και εμείς που έχουμε δει τη ζωή απ' την κα­

λή και την ανάποδη, ξέρουμε καλά ότι δεν είναι η στοιχειωμένη ψυχή, αλλά το λιμασμένα κ0ρμί που σε ρίχνει στο περιθώριο)· και

είναι αρκετοί απ' αυτούς που, ενώ δεν εννοούν να ρισκάρουν με

τίποτα το καθημερινό τους σιτηρέσιο, βλέπουν με καλό μάτι μια

τέτοια γνήσια aποκοτιά. Αλλά εκείνος ήταν πέρα για πέρα άτυ­

χος, γιατί, παρά την aψηφισιά του, δεν μπορούσε να γλιτώσει απ'

την υποψία που τον ακολουθούσε σαν ίσκιος. Το θάρρος του

έμπαινε πάντα υπό αμφισβήτηση. Είναι στ' αλήθεια αδύνατον, απ'

ό,τι φαίνεται, να εξορκίσεις το στοιχειό ενός γεγονότος . Δεν έχεις

παρά να το πολεμήσεις ή να κάνεις πως δεν το βλέπεις -κι έχω συ­

ναντήσει κάνα δυο ανθρώπους που μπορούσαν να γνέφουν άφοβα

στα στοιχειά της ζωής τους . Προφανώς ο τζιμ δεν ήταν απ' αυτό

το είδος αλλά δεν μπόρεσα ποτέ μου να ξεδιαλύνω αν η όλη του

στάση υποδήλωνε την πρόθεση ν' αποφύγει, ή ν' αντιμετωπίσει

ανοιχτά το φάντασμά του.

>>'Οσο χι αν ζ6ρισα το φτωχ6 μου μυαλουδά7Η, στο μ6νο ποv ~ια

τέληsα ήταν 6τι, 6πως σ' 6λες μας τις πράξι:;ις, 15τσι κι εδώ, τα

πράγματα ήταν τόσο περίπλοκα και τα όρια της διαφοράς τόσο

ανεπαίσθητα, που μου ήταν αδύνατον να αποφανθώ. Ίσως να ήταν

Page 192: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 191

φυγή, αλλά μπορεί εξίσου καλά να ψαν και μια μορφή αγώνα. Η κοινή . γνώμη τον θεωρούσε πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη, επειδή αυ­

τή ήταν και η πιο κωμική πλευρά της ιστορίας σε λίγο καιρό είχε

γίνε ι πια γνωστός, για την ακρίβεια ξακουστός, μέσα στον κύκλο

των περιπλαν1Ίσεών του (που είχε διάμετρο γύρω στα τρεις χιλιά­

δες μίλια), όπως εξαπλώνεται η φήμη ενός εκκεντρικού χαρακτή­

ρα σ' ολόκληρη την επικράτεια μιας επαρχίας. Στην Μπανγκόκ,

για παράδειγμα, που βρέθηκε να δουλεύει υπάλληλος στους αδελ­

φούς Γιάκερ, ναυλωτές καραβιών κι εμπόρους ξυλείας τικ, ήταν

σχεδόν θλιβερό να τον βλέπεις να τριγυρνάει κάτω απ' το φως του

ήλιου, κρύβοντας σαν κόρη οφθαλμού το μυστικό του που το 'ξε­

ραν ακόμα κι οι πέτρες. Ο Σόμπεργκ, ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου

όπου είχε καταλύσει, ένας δασύτριχος Αλσατός με αρρενωπό πα­

ρουσιαστικό κι ακαταπόνητος αναμεταδότης όλων των σκανδαλι­

στικών κουτσομπολιών της περιοχής, εξιστορούσε, με τους αγκώ­

νες του στηριγμένους στο τραπέζι, μια περίτεχνη εκδοχή της ιστο­

ρίας σε όλους τους πελάτες που διψούσαν για μάθηση και γι' ακρι­

βά οινοπνευματώδη. "Και μη θαρρείτε, δε βρίσκεις κάθε μέρα τέ­

τοιους ανθρώπους" κατέληγε μεγαλόψυχα· "πολύ ανώτερος άν­

θρωπος". Το γεγονός ότι ο τζιμ έμεινε έξι ολόκληρους μήνες στην

Μπανyκόκ είναι σίγουρα προς τιμήν όλου εκείνου του ανώνυμου πλήθους που σύχναζε στο πανδοχείο του Σόμπεργκ. Πρόσεξα ότι

άνθρωποι εντελώς άγνωστοι του φέρονταν όπως φέρεται κανείς

σ' ένα aξιαγάπητο παιδί. Οι τρόποι του ήταν συγκρατημένοι, αλλά

η απλ1Ί του παρουσία και μόνο, τα μαλλιά, τα μάτια, το χαμόγελό

του, έφτανε και το με το παραπάνω για να κάνει φίλους όπου κι αν

πΙΊγαινε. Και φυσικά δεν ήταν καθόλου βλάκας. Μια φορά άκου­

σα τον Ζίγκμουντ Γιάκερ (γέννημα θρέμμα Ελβετό), έναν ευγενι­

κό άνθρωπο, τσακισμένο από μια άσπλαχνη δυσπεψία και τόσο

φοβερά σακατεμένο απ' το 'να πόδι, που το κεφάλι του διέγραφε

τόξο ενενήντα μοιρών σε κάθε του βήμα, να δηλώνει επαινετικά

ότι παρά το νεαρόν της ηλικίας του ο Τζιμ ήταν "μεγάλης ισχύος",

θαρρείς κι επρόκειτο για θέμα κυβικής χωρητικότητας . "Γιατί δεν

τον στέλνετε στα μεσόγεια;" έριξα εγώ aνήσυχος την ιδέα. (Οι

αδελφοί Γιάκερ Είχαν δικαιώματα εκμετάλλευσης σrα δάση του εσωτερικού της χώρας.) "Αν είναι έτσι ικανός που λέτε, θα μπει

αμέσως στο νόημα της δουλειάς. Κι από υγεία είναι ταύρος. Δεν

Page 193: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

192 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

έχει αρρωστήσει ποτέ στη ζωή του". "Ω! είναι μεγκάλο ντουλειά

μη έχε ι κανείς ντυσπεξία σ' αυτό το χώρα" αναστέναξε με ζήλια ο

φουκαράς ο Γιάκερ, κι έριξε μια κλεφτή ματιά στο καταστραμμέ­

να του στομάχι. Έφυγα αφήνοντάς τον να παίζει ταμπούρλο με τα

δάχτυλά του πάνω στο γραφείο συλλογισμένος και να μουρμουρί­

ζει: ''Es ist eine Idee. Es ist eine Idee"48• Κατά κακή τύχη, το ίδιο

βράδυ συνέβη στο ξενοδοχείο ένα δυσάρεστο γεγονός.

>>Δεν ξέρω αν πρέπει να ρίξω όλη την ευθύνη στον Ί'ζιμ, αλλά

όπως και να 'χει, επρόκειτο για ένα πολύ θλιβερό περιστατικό.

Ήταν ένας από κείνους τους aξιοθρήνητους καβγάδες στα μπαρ·

στο αντίπαλο στρατόπεδο ένας αλλήθωρος Δανός, απ' αυτούς που

κάτω από το δυσειδέστατο όνομα στο επισκεπτήριά τους παραθέ­

τουν και τα aξιώματά τους: υποπλοίαρχος στο Βασιλικό Ναυτικό

του Σιάμ. Δεν είχε βέβαια και μεγάλη σχέση με το μπιλιάρδο, αλ­

λά υποθέτω ότι δεν του άρεσε καθόλου να χάνει. Καθώς τα 'χε

τσούξει, μετά το έκτο παιχνίδι αγρίεψε και άρχισε να κάνει ειρω­

νικά σχόλια εις βάρος του Τζιμ. Οι περισσότεροι εκεί δεν άκου­

σαν τι είπε , αλλά κι αυτοί που άκουσαν, πήραν όπως φαίνεται τέ­

τοια τρομάρα απ' τα φοβερά γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως

μετά, ώστε τους ήταν αδύνατο κατόπιν να θυμηθούν με ακρίβεια.

Ευτυχώς για τον Δανό που ήξερε κολύμπι, γιατί κάτω απ' το μπαλ­

κόνι της αίθουσας κυλούσε φαρδύς κι ολοσκότεινος ο ποταμός

Μενάμ. Μια βάρκα με Κινέζους, αγκαζαρισμένους κατά πάσα πι­

θανότητα σε κάποια βρωμοδουλειά, ψάρεψε τον αξιωματικό του

Βασιλέως του Σιάμ, ενώ ο τζιμ ήρθε και με βρήκε γύρω στα μεσά­

νυχτα στο καράβι μου χωρίς καπέλο. "Σαν να το 'ξεραν όλοι εκεί

μέσα" είπε με κομμένη ακόμα την ανάσα απ' τον καβγά. Έδειχνε

μάλλον στεναχωρημένος σε γενικές γραμμές για ό,τι είχε συμβεί,

αν και σ' αυτή την περίπτωση δεν είχε , όπως το είπε, "άλλη επιλο­

γή". Αυτό που του έκοβε στην κυριολεξία τα πόδια, ήταν η ανακά­

λυψη ότι δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην ξέρει το μυστικό του·

σαν να το κουβαλούσε όλο τον καιρό ξέσκεπο στην πλάτη. Μετά

απ' όλ' αυτά, ούτε λόγος βέβαια για να μείνει άλλο εκεί. Η κτηνώ­

δης συμπεριφορά του, τόσο ανάρμοστη για έναν άνθρωπο στη δι­

κή του λεπτή θέση, επέσυρε τη γενική κατακραυγή· μερικοί δια-

48 Είναι μια ιδέα κι αυτό.

Page 194: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 193

τείνονταν ότι δεν ήξερε τι του γινόταν απ' το μεθύσι· άλλοι κριτι­

κάριζαν την έλλειψη διακριτικότητας. Ακόμα κι ο Σόμπεργκ είχε

ενοχληθεί σε μεγάλο βαθμό. "Είναι θαυμάσιο παλικάρι" μου είπε

εκθέτοντας τα επιχειρήματά του, "αλλά κι ο υποπλοίαρχος δεν εί­

ναι κανέvας παρακατιανός. Τρώει κάθε βράδυ στο δικό μου table d'h6te, καταλαβαίνετε. Χώρια που έσπασε και μια στέκα. Δεν μπορώ να το αφήσω έτσι αυτό. Μόλις 'σηκώθηκα το πρωί, πήγα

γραμμή στον υποπλοίαρχο να του ζητήσω συγνώμη, κι ελπίζω να

μην του μείνει καμιά κακία μαζί μου· αλλά γιά σκεφτείτε το μια

στιγμή, καπετάνιε, ν' άρχιζε ο καθένας να κάνε ι τέτοια πράματα!

Εδώ ο άνθρωπος κόντεψε να πνιγεί! Και πού θα βρω εγώ τώρα

καινούργια στέκα, ε; Πρέπει να γράψω στην Ευρώπη. Όχι, όχι!

Δεν έπρεπε να μου το κάνει αυτό ... " Τον είχε πικράνει πολύ η ιστορία με τη στέκα.

»Αυτό ήταν το χειρότερο περιστατικό που του έτυχε στην -στην

υποχώρησή του. Μονάχα εγώ μπορούσα ν' aντιληφθώ τη σοβαρό­

τητα του ζητήματος γιατί μέχρι τώρα, το μόνο που άκουγα γι' αυ­

τόν όταν έφευγε από κάπου, ήταν κάτι σχόλια του τύπου: 'Ά, αυ­

τός -ναι, εδώ γύρω νταλαβεριζότανε κάμποσο καιρό". Ωστόσο,

μέχρι τώρα είχε αποφύγει τις γρονθοπατινάδες. Μ' αυτή την τε­

λευταία περίπτωση με ζώσανε τα φίδια, γιατί αν η υπερβολική του

ευαισθησία τον έμπλεκε συνέχεια σε καβγάδες στα καπηλειά, στο

τέλος θα 'χανε το όνομα του άκακου, αν και αγιάτρευτου, βλάκα

και θα αποκτούσε τον τίτλο του κοινού αλήτη. Με όλη την εμπιστο­

σύνη που του είχα, δεν μπόρεσα να αποδιώξω απ' το μυαλό μου τη

σκέψη ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις η απόσταση ανάμεσα στ' όνο­

μα και την αλήθεια δεν είναι παρά μονάχα ένα βήμα. Όπως θα

καταλάβατε, εκείνο τον καιρό μου ήταν αδύνατο να νίψω τα χέρια

μου και να τον αφήσω στην τύχη του. Τον πήρα στο καράβι μου

λοιπόν, μακριά απ' την Μπανγκόκ, και κάναμε μια μεγάλη περα­

τζάδα. Σου πλάκωνε την ψυχή να τον βλέπεις πώς κλεινόταν όλο

και πιο πολύ στον εαυτό του . Οι ναυτικοί, ακόμα και σαν απλοί

επιβάτες, παρατηρούν τη θαλασσινή ζωή γύρω τους γεμάτοι εν­

διαφέρον και με το κριτικό μάτι ενός ζωγράφου που απολαμβάνει

τη δουλειά των συναδέλφων του. Βρίσκονται, με όλη τη σημασία

της λέξης, "στην κουβέρτα"· αλλά ο Τζιμ λούφαζε τον περισσότε­

ρο καιρό κάτω σαν λαθρεπιβάτης. Αυτό μ' έκανε ν' αποφεύγω να

Page 195: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

194 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

μιλάω μαζί του για θέματα της δουλειάς, όπως θα ήταν βέβαια πο­

λύ φυσικό να κάνουν δυο ναυτικοί στη διάρκεια ενός ταξιδιού.

Ήταν φορές που δεν έβγαζε κουβέντα απ' το στόμα του για ολό­

κληρες μέρες ένιωθα πολύ στενάχωρα να δίνω οδηγίες στους

αξιωματικούς μου όταν ήταν μπροστά. Συχνά, όταν βρισκόμασταν

μόνοι στο κατάστρωμα ή στην καμπίνα, οι ματιές μας συναντιό­

ντουσαν γεμάτες αμηχανία.

»Τον έστειλα στον Ντε Γιον, όπως σας είπα, με όλη την καλή

διάθεση να τον ξεφορτωθώ από πάνω μου όπως όπως, αλλά και με

τη βεβαιότητα ότι η θέση του είχε γίνει πια αφόρητη. Είχε χάσει

ένα μέρος από εκείνη την ευελιξία, που του έδινε τη δυνατότητα

να επιστρέφει στην αδιάλλακτη στάση του ύστερα από κάθε κα­

τραπακιά. Μια μέρα που έβγαινα στη στεριά, τον είδα να στέκεται

στο μουράγιο· τα νερά, όπως συγκλίνανε στη ράδα, και το βάθος

του ανοιχτού πελάγους ενώνονταν σ' ένα υπερυψωμένο επίπεδο,

και τα καράβια που ήταν aραγμένα έξω έξω έμοιαζαν να στέκουν

aσάλευτα στην επιφάνεια τ' ουρανού. Περίμενε τη βάρκα του, που

τη φόρτωναν μπροστά μας με δέματα από διάφορες μικροπρομή­

θειες για ένα πλοίο έτοιμο να σαλπάρει. Αφού χαιρετιστήκαμε,

μείναμε σιωπηλοί δίπλα δίπλα. "Θεέ μου!" είπε ξαφνικά. "Αυτό

το πράγμα είναι αργός θάνατος".

»Μου χαμογέλασε· πρέπει να παραδεχτώ ότι μπορούσε ακόμα

να χαμογελάει. Εγώ δεν του απάντησα τίποτα. Ήξερα καλά ότι

δεν εννοούσε την κούραση · ήταν σχεδόν ανύπαρκτη πλάι στον

Ντε Γιον . Αλλά έτσι που μου το 'πε, κατάλαβα αμέσως ότι εννοού­

σε τη φύση της δουλειάς του . Αποφεύγοντας να τον κοιτάξω, είπα:

"Θα 'θελες να φύγεις μακριά απ' αυτά τα μέρη· να κάνεις μια προ­

σπάθεια ας πούμε στην Καλιφόρνια ή στη Δυτική ακτή; Ίσως μπο­

ρώ να κάνω κάτι γι' αυτό ... " Με διέκοψε με μια μικρή δόση ειρω­

νείας. "Νομίζεις πως αυτό θ' άλλαζε τίποτα;" Είδα αμέσως ότι εί­

χε απόλυτο δίκιο . Δεν υπήρχε καμιά διαφορά· αυτό που του χρει­

αζόταν δεν ήταν η αλλαγή αέρα. Αισθανόμουν, μέσες άκρες, ότι

αυτό που ήθελε, αυτό που, ας πούμε, περίμενε, ΊΊταν δύσκολο να

οριστεί -κάτι σαν ουρανοκατέβατη ευκαιρία. Του είχα δώσει πολ­

λές ευκαιρίες, μα ήταν απλά και μόνο Ευκαιρίες για τον άρτον τον

επιούσιο. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Η κατάστασή του μου φαι­

νόταν τελείως απελπιστική . Θυμήθηκα τα λόγια του φουκαρά του

Page 196: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 195

Μπράιερλυ: "Άσ' τον να συρθεί έξι μέτρα κάτω απ' το χώμα και

να μείνει εκεί" . Χίλιες φορές καλύτερα αυτό, σκέφτηκα, απ' το να

περιμένει πάνω απ' το χώμα για να γίνουν τ' αδύνατα δυνατά.

Αλλά πάλι, μπορείς να 'σαι απόλυτα σίγουρος; Τότε, εκείνη ακρι­

βώς τη στιγμή, μπροστά στη βάρκα του που έστεκε τρεις κουπιές

μακριά απ' το μόλο, αποφάσισα να πάω το ίδιο βράδυ στον Στάιν

για να μου δώσει τη συμβουλή του.

»Τούτος ο Στάιν ήταν ένας καθ' όλα ευκατάστατος κι aξιοσέ­

βαστος έμπορας. Ο "εμπορικός οίκος" του (γιατί επρόκειτο για

εταιρεία, Στάιν και Σία, που διέθετε κι ένα συνεργάτη, κάτι σαν

συνεταίρο που, όπως έλεγε ο Στάιν, "είχε στη δικαιοδοσία του τις

Μολούκες") άπλωνε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στο

εσωτερικό του νησιού, μ' ένα πλήθος εμπορικών σταθμών εγκατε­

στημένων στις πιο απομονωμένες περιοχές για να αγοράζουν τα

τοπικά προ"ίόντα. Ο λόγος που μ' έκανε να aποζητήσω τη συμβου­

λή του δεν ήταν η οικονομικ11 άνεση και η ευυποληψία του. Ένιω­

θα την ανάγκη να του εκμυστηρευτώ τις δυσκολίες μου , επειδή

ήταν ένας απ' τους πιο αξιόλογους ανθρώπους που έχω γνωρίσει

ποτέ μου. Στο μακρουλό, καλοξυρισμένο κι έξυπνο πρόσωπό του

ανταύγαζε το πράο φως μιας aπέριττης, ακάματης προσήνειας .

Κάτω απ' το σαγόνι του σακούλιαζαν βαθιές δίπλες κι είχε τη χλο­

μάδα κάποιου που κάνει καθιστική ζωή -πράγμα που στην προ­

κειμένη περίπτωση απείχε παρασάγγες απ' την αλήθεια. Το μέτω­

πό του πλατύ και ψηλό, με τα αραιά μαλλιά χτενισμένα προς τα πί­

σω. Ήταν εξηντάρης, αλλά σου έδινε την εντύπωση ότι και στα εί­

κοσι θα ήταν σχεδόν ο ίδιος. Το πρόσωπό του θύμιζε νεαρό σπου­

δαστή· μονάχα τα σχεδόν κάτασπρα πυκνά φρύδια του μαζί με τη

σταθερή, εξεταστική ματιά που έλαμπε από κάτω τους, έρχονταν

σε αντίθεση με το, ας πούμε, λόγιο παρουσιαστικό του. Ήταν ψη­

λός και προχώραγε σαν ξεγοφιασμένος το ελαφρύ καμπούρια­

σμα των ώμων του μαζί μ' ένα αθώο χαμόγελο τον έκαναν να φαί­

νεται ανά πάσα στιγμή έτοιμος να σ' ακούσει με προθυμία και κα­

λοσύνη· τα μακριά του χέρια με τις μεγάλες άσπρες παλάμες έκα­

ναν αραιά και πού μερικές καλομελετημένες κινήσεις σαν να 'θε­λαν να υποδείξουν ή ν' αποδείξουν κάτι σε κάποιον. Λέω τόσο πολλά για το άτομό του, επειδή κάτω απ' αυτό το εξωτερικό πα­

ρουσιαστικό, και σε συνδυασμό μ' έναν ακέραιο και καλοσυνάτο

Page 197: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

196 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

χαρακτήρα, αυτός ο άνθρωπος ήταν προικισμένος μ' ένα ατρόμη­

το πνεύμα κι ένα φυσικό θάρρος που θα μπορούσε να θεωρηθεί

επιπολαιότητα, αν δεν είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας φυσιολο­

γικής λειτουργίας του σώματος -μιας καλής πέψης, για παράδειγ­

μα- που δεν έχει καμιά απολύτως συναίσθηση του εαυτού της.

Μερικές φορές λένε για κάποιον ότι κρατάει τη ζωή του στα χέρια

του . Για τον Στάιν αυτή η έκφραση δεν τα λέει όλα, γιατί όταν

πρωτόρθε να ζήσει στην Ανατολή, έπαιζε τη ζωή του στα χέρια του σαν να 'τανε μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Όλα αυτά ανήκαν βέβαια

στο παρελθόν, αλλά εγώ ήξερα καλά την ιστορία της ζωής του και

την προέλευση της περιουσίας του. Ήταν ακόμα φυσιοδίφης, με

κάποιο όνομα, ή ίσως ταιριάζει καλύτερα να πούμε πολυμαθής

συλλέκτης . Ειδίκευσή του η εντομολογία. Η συλλογή του από

Buprestidae και Longicoιns -όλα τους σκαθάρια- κάτι τρομερά μι­

κροσκοπικά τερατάκια, που έμοιαζαν κακόβουλα μέσα στη νεκρι­

κή τους ακινησία, και η βιτρίνα του με τις πεταλούδες, όμορφες

και ακίνητες με τα άψυχα φτερά τους κάτω απ' το τζάμι των προ­

θηκών, είχαν απλώσει τη φήμη του σε πολλά μέρη του κόσμου. Το

όνομα αυτού του ριψοκίνδυνου έμπορα και κατά καιρούς συμβου­

λάτορα τού σουλτάνου των Μαλαίων (που πάντα τον αποκαλούσε

'Ό φτωχός μου Μοχάμεντ Μπόνσο") είχε γίνει γνωστό, χάρη σε

μερικές χούφτες ψόφια ζουζούνια, στους μορφωμένους Ευρωπαί­

ους που δεν είχαν καμιά ιδέα και βέβαια καμιά σκοτούρα να μά­

θουν οτιδήποτε απ' τη ζωή ή το χαρακτήρα του. Εγώ όμως, που

ήξερα κάτι παραπάνω, τον θεωρούσα σαν το πλέον κατάλληλο

πρόσωπο για να του ανοίξω την καρδιά μου, τόσο για τις δυσκο­

λίες που αντιμετώπιζε ο τζιμ όσο και για τις δικές μου».

Page 198: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

20

«Αργά το ίδιο βράδυ, μπήκα στο γραφείο του αφού πρώτα διέσχισα

μια επιβλητική αλλά έρημη τραπεζαρία, βουτηγμένη στο μισοσκό­

ταδο . Το σπίτι ήταν σιωπηλό. Με οδήγησε ένας ηλικιωμένος βλοσυ­

ρός υπηρέτης απ' την Ιάβα, ντυμένος με κάτι σαν λιβρέα, άσπρο σα­

κάκι και κίτρινο σαρόνγκ. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα, αναφώνησε

σιγανά: "Ω, αφέντη!", και την ίδια στιγμή που παραμέρισε για να

περάσω, εξαφανίστηκε, μ' έναν τρόπο εντελώς ανεξήγητο, λες κι

ήταν κανένα τζίνι, που ενσαρκώθηκε στον κόσμο μονάχα για όση

ώρα απαιτούσε η εκτέλεση αυτής της συγκεκριμένης αποστολής. Ο

Στάιν γύρισε με την καρέκλα του, σπρώχνοντας ταυτόχρονα τα γυα­

λιά του ψηλά στο μέτωπο. Με καλωσόρισε με την ήρεμη κι εύθυμη

φωνή του. Μονάχα μια γωνιά στο αχανές δωμάτιο, εκεί που βρι~

σκόταν το γραφείο, φωτιζόταν άπλετα από μια λάμπα διαβάσματος,

ενώ όλος ο υπόλοιπος χώρος έμοιαζε με τεράστια σπηλιά βυθισμέ­

νη σ' ένα άμορφο σκοτάδι. Στενά ράφια γεμάτα με μαύρα ομοιό­

μορφα κουτάκια πλαισίωναν γύρω γύρω τους τοίχους, όχι απ' το

πάτωμα ώς το ταβάνι, αλλά κατά μήκος μιας σκουρόχρωμης λωρί­

δας γύρω στο ένα μέτρο φάρδος. Κατακόμβες σκαθαριών. Από πά­νω κρέμονταν σε ακανόνιστα μεσοδιαστήματα ξύλινες ταμπελίτσες .

Το φως που έφτανε σε μια απ' αυτές, έκανε τη λέξη Κολεόπτερα,

γραμμένη με χρυσαφιά γράμματα, να λαμπυρίζει aπόκοσμα μες στη

βαθιά μουντάδα του δωματίου. Οι γυάλινες προθήκες με τις πετα­

λούδες ήταν aραδιασμένες σε τρεις μεγάλες σειρές πάνω σε λεπτο­

πόδαρα τραπεζάκια. Μια απ' αυτές τις προθήκες είχε μετακινηθεί

αn' τη θέση της και βρισκόταν πάνω στο γραφείο, στην επιφάνεια

του οποίου ήταν στρωμένες στενόμακρες ταμπελίτσες με μικροσκο­

πικές χειρόγQαψες λέξεις; από μαύοο μελάνι.

>>"Λοιπόν, ήρθες να με δεις, ε;" είπε. Μου έτεινε το χέρι πάνω

απ' την προθήκη , όπου μια πεταλούδα μοναδικού μεγαλείου

Page 199: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

198 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

άπλωνε τις βαθύχρυσες φτερούγες της, κάπου δεκαπέντε πόντους

στο πλάτος, στολισμένες με εξαίσιες άσπρες ρίγες και μια υπέρο­

χη μπορντούρα από κίτρινες βούλες. "Όλο κι όλο που 'χουν στο

Λοντίνο σας απ' αυτές, είν' ένα δείγμα -τίποτ' άλλο. Στη μικρή μου

πατρική πόλη θ' αφήσω τη συλλογή μου, κληρονομιά. Να 'χουν κά­

τι από μένα. Το καλύτερο".

»Έσκυψε μπροστά στην πολυθρόνα του, και με το πηγούνι πά­

νω απ' το άνοιγμα της θήκης κοίταξε μαγεμένος την πεταλούδα.

Εγώ στεκόμουν πίσω του. ''Υπέροχη!" ψιθύρισε, κι έμοιαζε να

έχει ξεχάσει εντελώς την παρουσία μου εκεί. Η ιστορία της ζωής

του ήταν πολύ περίεργη. Είχε γεννηθεί στη Βαυαρία, και στα είκο­σι δυο του πήρε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1848. Βρέθη­κε άσκημα μπλεγμένος αλλά κατάφερε να το σκάσει, βρίσκοντας

αρχικά άσυλο σ' έναν φτωχό δημοκράτη ρολογά στην Τεργέστη.

Από κει, τράβηξε μ' ένα μικρό απόθεμα από ρολόγια για την Τρί­

πολη, όπου έκανε το γυρολόγο -δεν επρόκειτο εδώ που τα λέμε

για κανένα σπουδαίο ξεκίνημα, αλλά του βγήκε σε καλό, επειδή

εκεί συνάντησε έναν ολλανδό περιηγητή -άνθρωπο μάλλον διά­

σημο, απ' ό,τι ξέρω, αλλά που ξεχνάω τ' όνομά του. Εκείνος ο φυ­

σιοδίφης τον πήρε μαζί του σαν βοηθό στην Ανατολή. Τέσσερα χρόνια ταξίδευαν στα νησιά του Αρχιπελάγους, άλλοτε μαζί κι άλ­

λοτε χώρια, μαζεύοντας έντομα και πουλιά. Ύστερα ο φυσιοδί­

φης γύρισε στην πατρίδα του, κι ο Στάιν, χωρίς σπιτικό να τον πε­

ριμένει, έμεινε μ' ένα γέρο έμπορα που είχε γνωρίσει στις περι­

πλανήσεις του στο εσωτερικό της Κελέβης -αν μπορεί να πει κα­

νείς ότι η Κελέβη έχει ενδοχώρα. Αυτός ο γερο-Σκοτσέζος, ο μο­

ναδικός λευκός με άδεια παραμονής στη χώρα εκείνο τον καιρό, ήταν επιστΊΊθιος φίλος της βασίλισσας των πολιτειών του Βάχο. Εί­

χα ακούσει αρκετές φορές τον Στάιν ν' αφηγείται πώς εκείνος ο

γέρος, με ελαφριά ημιπληγία, τον είχε παρουσιάσει στη Αυλή λίγο

πριν τον ξεκάνει οριστικά μια τελευταία συμφόρηση . Ήταν ένας

παχύς άντρας με σεβάσμια άσπρη γενειάδα κι επιβλητικό ανάστη­

μα. Μπήκε στην αίθουσα του συμβουλίου όπου ήταν μαζεμένοι

όλοι οι μαχαραγιάδες, οι πάνγκερα49 και οι αρχηγοί, μαζί με τη

βασίλισσα, μια χοντρή ρυτιδωμένη γυναίκα (πολύ ελευθερόστομη,

49 Προεστοί.

Page 200: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

ΛΟΡΔΟΣΤΖΙΜ 199

έλεγε ο Στάιν) που ήταν μισοξαπλωμενη σ' έναν ψηλό σοφά κάτω

από ένα κουβούκλιο με κουρτίνες. Σέρνοντας αργά τα πόδια του

και χτυπώντας το ραβδί στο πάτωμα, έπιασε τον Στάιν απ' το

μπράτσο και τον οδήγησε γραμμή μπροστά της. "Ιδού, βασίλισσα

κι εσείς πρίγκιπες, ο γιος μου" ανήγγειλε με στεντόρεια φωνή .

"Έκανα εμπόριο με τους πατεράδες σας, και σαν πεθάνω, αφήνω

στη θέση μου τούτον εδώ για να εμπορευτεί μ' εσάς και τους γιους

σας".

»Μ' αυτές τις απλές διατυπώσεις, ο Στάιν κληρονόμησε την προ­

νομιακή θέση του Σκοτσέζου, μαζί με όλη την πραμάτεια του κι ένα

οχυρωμένο σπίτι στις όχθες του μοναδικού πλωτού ποταμού της χώρας. Λίγο μετά, η γριά βασίλισσα, που ήταν τόσο ελευθερόστο­

μη, πέθανε, και η χώρα αναστατώθηκε απ' τους διάφορους διεκδι­

κητές του θρόνου. Ο Στάιν πήγε με το μέρος του μικρότερου γιου ,

εκείνου που ακόμα και τριάντα χρόνια αργότερα αποκαλούσε

πάντα ''ο φτωχός μου ο Μοχάμεντ Μπόνσο" . Υπήρξαν και οι δυο

πρωταγωνιστές σε αναρίθμητα ηρωικά κατορθώματα· έζησαν θαυ­

μαστές περιπέτειες, και μια φορά ένας ολόκληρος στρατός τούς

πολιόρκησε χωρίς αποτέλεσμα τριάντα μέρες στο σπίτι του Στάιν,

όπου είχαν κλειστεί με καμιά εικοσαριά οπαδούς όλους κι όλους.

Φαντάζομαι ότι οι ιθαγενείς θα μιλάνε μέχρι σήμερα ακόμη για

εκείνο τον πόλεμο . Στο μεταξύ, ο Στάιν δεν παρέλειπε όλο αυτό

τον καιρό, απ' ό,τι φαίνεται, να πλουτίζει τη δικ ιά του πια συλλογή

με όλες τις πεταλούδες και τα σκαθάρια που έπεφταν στα χέρια

του. Μετά από οχτώ περίπου χρόνια πόλεμο, διαπραγματεύσεις,

ψευτοανακωχές, ξαφνικές αναζωπυρώσεις, συμφιλιώσεις, προδο­σίες κι όλα τα συναφή, ακριβώς τότε που η ειρήνη έμοιαζε να έχει

εδραιωθεί επιτέλους οριστικά, ο "φτωχός του Μοχάμεντ Μπόνσο"

δολοφονήθηκε μπροστά στην πόρτα του παλατιού, την ώρα που ξε­

πέζευε απ' το άλογό του χαρούμενος ύστερα από ένα πλούσιο κυ­

νήγι ελαφιού . Η θέση του Στάιν έγινε τότε πολύ επισφαλής, αλλά

πιθανότατα δε θα 'χε αναγκαστεί να φύγει, αν δεν έχανε μετά από

λίγο καιρό και την αδερφή του Μοχάμεντ ("την προσφιλή μου σύ­

ζυγο την πριγκίπισσα" όπως συνήθιζε να την αποκαλεί επισήμως),

που μαζί της είχε κάνει μια κόρη . Μάνα και κόQη πέθαναν με tQεις μέρες διαφορά, η μια πίσω απ' την άλλη, από λοιμώδη πυρετό. Η

ζωή του εκεί γίνηκε πια αβάσταχτη μετά απ' αυτό τον άσπλαχνο

Page 201: Λόρδος Tζιμ - Tζόζεφ Kόνραντ (part 1)

200 ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ

χαμό, κι αποφάσισε να φύγει. Έτσι, πήρε τέλος η πρώτη, θυελλώ­

δης περίοδος της ζωής του. Τα πράγματα στη συνέχεια πήραν μια

τόσο διαφορετική τροπή, που, αν δεν είχε ριζώσει βαθιά μέσα του

η χειροπιαστή πραγματικότητα του πόνου, θα 'μοιαζαν με όνειρα.

Είχε βάλει στην μπάντα κάποια λεφτουδάκια. Έκανε λοιπόν ένα

καινούργιο ξεκίνημα, και με τον καιρό απόχτησε σεβαστή περιου­

σία. Στην αρχή ταξίδευε τακτικά στα νησιά, αλλά όσο τον έπαιρναν

τα χρόνια, τόσο πιο σπάνια aποχωριζόταν τη σπιταρόνα του, τρία

μίλια έξω απ' την πόλη, που διέθετε ένα μεγάλο κήπο κι ήταν τριγυ­

ρισμένη από στάβλους, γραφεία και καλύβες μπαμπού για τους

υπηρέτες και τους πολυάριθμους υποτακτικούς του. Κάθε πρωί,

πήγαινε με το αμαξάκι του στην πόλη όπου είχε ένα γραφείο με

λευκούς και κινέζους υπαλλήλους. Ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού

στόλου από σκούνες και τοπικά σκάφη, κι έκανε χοντρικό εμπόριο

με τα προ'ίόντα του νησιού. Κατά τα άλλα ζούσε μοναχικά, χωρίς

ωστόσο να 'ναι μισάνθρωπος, με τα βιβλία και τη συλλογή του, τα­

κτοποιώντας και ταξινομώντας διάφορα είδη εντόμων, αλληλο­

γραφώντας με τους εντομολόγους της Ευρώπης και συντάσσοντας

έναν αναλυτικό κατάλογο των θησαυρών του. Αυτή ήταν η ιστορία

του ανθρώπου που πήγα να συμβουλευτώ για την υπόθεση του

'Γζιμ. Δεν είχα καμιά συγκεκριμένη ελπίδα, αλλά πίστευα ότι θα

μου έκανε καλό ν' ακούσω απλώς και τη δική του γνώμη . Παρόλο

που δε με χώραγε ο τόπος απ' την ανυπομονησία, δεν μπορούσα να

μη σεβαστώ τον έντονο, σχεδόν παθιασμένο τρόπο που παρατη­

ρούσε μια πεταλούδα· έτσι όπως κοίταζε τελείως aπορροφημένος

την μπρούντζινη γυαλάδα εκείνων των εύθραστων φτερών, τις λευ­

κές ρίγες και τις υπέροχες βουλίτσες, έμοιαζε να διακρίνει κάτι άλ­

λο πίσω απ' αυτά, κάτι σαν το είδωλο ενός πράγματος φθαρτού αλ­

λά συνάμα γεμάτου aψηφισιά μπρος στον αναπόφευκτο όλεθρο.

Εκείνοι οι περίτεχνοι και άψυχοι ιστοί φανέρωναν ένα μεγαλείο

ανέγγιχτο απ' το θάνατο .

»"Υπέροχη!" ξαναείπε , σηκώνοντας επιτέλους το βλέμμα του σ'

εμένα. "Ιδού! Η ομορφιά! -αλλά αυτό δεν είναι τίποτε ακόμη

-πρόσεξε ακρίβεια, πρόσεξε αρμονία! Και τι λεπτοδουλειά! Τι δύναμη! τι τελειότητα! Αυτή είναι η φύση -το ισοζύγιασμα κολοσ­

σιαίων δυνάμεων. Ο ίδιος νόμος για το κάθε αστέρι -για το κάθe:

φυλλαράκι χλόης -κι ο Μιfγας Κόσμος δημιουργεί μέσα από μια