Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

7
Το όνομά μου είναι Τζαφάρ του Δημήτρη Δεληγιαννάκη ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ ΣΧΟΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Σχολικό έτος 2015-2016

Transcript of Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

Page 1: Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

Το όνομά μου είναι Τζαφάρ

του Δημήτρη Δεληγιαννάκη

ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ ΣΧΟΛΗΣ

ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Σχολικό έτος 2015-2016

Page 2: Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

2

Το όνομά μου είναι Τζαφάρ. Γεννήθηκα στην Αίγυπτο, αλλά μεγάλωσα μέσα

από τις περιπέτειές μου. Θα σας διηγηθώ την ιστορία μου, αλλά, προτού

ξεκινήσω, πρέπει να μάθετε κάποια πράγματα για μένα. Όπως μάλλον ήδη

καταλάβατε, είμαι μελαμψός. Για κάποιους, αυτό και μόνο το στοιχείο

φτάνει για να με χαρακτηρίσουν. Είμαι λεπτός. Κοκκαλιάρης, θα έλεγε

κανείς. Μέτριου αναστήματος, με πυκνά μαύρα μαλλιά. Στο λεωφορείο με

κοιτούν παράξενα. Όταν κάθομαι δίπλα τους, αλλάζουν θέση. Στο δρόμο

αλλάζουν πεζοδρόμιο, για να μην αγγίξουν. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.

Η ιστορία μου ξεκινάει όταν ήμουν δέκα χρονών. Η οικογένειά μου ήταν

πολύ φτωχή. Ο πατέρας μου δούλευε ως εργάτης σε ένα εργοστάσιο και η

μητέρα μου σε μια βιοτεχνία. Συχνά ένας απ’τους δυο έκανε διπλή βάρδια.

Κάποιες φορές είχα να δω τον πατέρα μου τρεις ή και τέσσερις συνεχόμενες

μέρες, αφού γύρναγε αργά το βράδυ, όταν κοιμόμουν, και έφευγε προτού

ξυπνήσω. Μια μέρα όμως το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε, έκλεισε, και

έτσι έμεινε άνεργος. Ο μισθός της μητέρας μου οριακά έφτανε για να

συντηρήσει ένα άτομο, πόσο μάλλον τρία. Φύγαμε. Αποφασίσαμε να πάμε

στην Ευρώπη. Θα πηγαίναμε στην Ιταλία και έπειτα στην Γερμανία, όπου θα

ζούσαμε μια καλύτερη ζωή. Μαζέψαμε όσα λεφτά είχαμε, αγοράσαμε τα

εισιτήρια, συγκεντρώσαμε τα λίγα υπάρχοντά μας, και μέσα σε λίγες μέρες,

ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε τη νέα μας ζωή. Αυτή η νέα ζωή όμως δεν

θα ήταν αυτό που περιμέναμε.

Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο ήλιος ήταν ψηλά. Θυμάμαι την ασφυκτική

ζέστη που επικρατούσε. Ασυνήθιστη για την Άνοιξη. Το πλοίο κατέπλευσε

Page 3: Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

3

λίγο αργότερα. Ετοιμαστήκαμε να επιβιβαστούμε. Στην είσοδο του πλοίου

ένας λιμενικός μας σταμάτησε. «Πού νομίζετε ότι πηγαίνετε;» μας ρώτησε

επιτακτικά. Ο πατέρας μου έδειξε τα εισιτήρια και εξήγησε ότι θέλαμε να

επιβιβαστούμε στο καράβι. Ο λιμενικός όμως δεν φάνηκε να πείθεται. Με

εξεταστικό βλέμμα άρχισε ψάχνει για να βρει κάτι να επιβεβαιώσει τις

αβάσιμες υποψίες του. Στην έκφρασή του μπορούσε κανείς να διαβάσει μια

έντονη ανησυχία, μια εγρήγορση, σαν τη γαζέλα που ακούει το σύρσιμο των

ποδιών του λιονταριού και ετοιμάζεται να ξεκινήσει το ξέφρενο τρέξιμό της.

«Ανοίξτε τις τσάντες σας», γρύλισε και έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. Τις

έψαξε όλες μία προς μία. Φάνηκε απογοητευμένος. Δεν βρήκε τίποτα

ύποπτο. Διαψεύστηκε. Έπειτα ζήτησε να δει τα ταξιδιωτικά έγγραφα. Πάλι

όμως δεν βρέθηκε τίποτα παράνομο. Εμφανώς ενοχλημένος, μας επέτρεψε

να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Ήταν φανερό όμως πως, αν του δινόταν η

ευκαιρία, θα μας έστελνε από εκεί που ήρθαμε.

Το ταξίδι με το πλοίο ήταν ήρεμο. Αν δεν υπήρχε η ψυχολογική πίεση των

καταστάσεων, θα το χαρακτήριζα μάλλον ευχάριστο. Αλλά για μένα αυτές οι

48 ώρες του ταξιδιού σηματοδοτούσαν την αρχή της νέας μου ζωής. Ήταν

όμως ένα βήμα στο σκοτάδι, μια βουτιά στο άγνωστο. Οι γονείς μου, με

βλέμμα απλανές, παρέμειναν στο μεγαλύτερο διάστημα, σιωπηλοί . Οι ώρες

περνούσαν αργά και βασανιστικά. Όλοι σκεφτόμασταν το μετά…

Μόλις το καράβι έφτασε στο λιμάνι, ετοιμαστήκαμε για την αποβίβαση. Με

τα απαραίτητα χαρτιά στο χέρι, θα μπαίναμε και επίσημα στην Ευρώπη. Ο

ελεγκτής μας ζήτησε να ανοίξουμε τις τσάντες μας και να βγάλουμε έξω τα

Page 4: Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

4

πράγματά μας. Εξέτασε προσεκτικά κάθε αντικείμενο και όταν έφτασε στις

κονσέρβες με τα φαγητά που είχαμε μαζί μας, τα μάτια του έλαμψαν.

Ανακοίνωσε με μια προσποιητή λύπη ότι έπρεπε να κατασχέσει τα «δοχεία»

για κάποιους λόγους. Συμφωνήσαμε - θα μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς;

-και περιμέναμε να τελειώσει αυτή η ιστορία. Ακολούθησε ο σωματικός

έλεγχος. Μας έψαξαν παντού, με μεγαλύτερη προσοχή απ’ ό,τι τους

επιβάτες που προηγήθηκαν. Το μόνο που απέμενε ήταν ο έλεγχος των

εγγράφων. Παραδώσαμε τα χαρτιά μας. Μας τα πέρασαν μέσα από ένα

ειδικό μηχάνημα. «Παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα. Παρακαλώ, ελάτε λίγο μαζί

μου. Μην ξεχάσετε τα πράγματά σας», είπε ο ελεγκτής. Ο πατέρας μού ζήτησε

να τους περιμένω λίγο πιο πέρα. Θα τελείωναν γρήγορα και θα συνεχίζαμε

όλοι μαζί. Άρχισαν να απομακρύνονται σιγά – σιγά. Άνοιξαν μια πόρτα και

μπήκαν μέσα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τους είδα.

Σχεδόν ταυτόχρονα με πλησίασε ένας άνθρωπος. Περπατούσε λίγο

περίεργα. Σε συνδυασμό με το παρουσιαστικό του δημιουργούσε μια

περίεργη εικόνα, σαν ένα πίνακα του Πικάσο. Δεν έμαθα ποτέ το όνομά του.

Ἐτσι θα τον λέω Πικάσο. Ο Πικάσο, λοιπόν, ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Μου

άνοιξε την κουβέντα και σύντομα με ρώτησε πού ήταν οι γονείς μου. Του

απάντησα όσο πιο ειλικρινά μπορούσα. Μετά από σύντομη συζήτηση με τον

Πικάσο, και αφού αυτός έμαθε από μένα όσα ήθελε, μου πρότεινε να μου

δείξει το «μυστικό του εργαστήριο». Αρχικά αρνήθηκα, αλλά μου έδωσε την

εντύπωση ότι είχε καλές προθέσεις. Τον ακολούθησα, με την προϋπόθεση

να επιστρέψουμε σύντομα. Με το αυτοκίνητο του φτάσαμε σ’ένα

Page 5: Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

5

μισοερειπωμένο κτίριο. Μπήκαμε μέσα, και αμέσως κλείδωσε την πόρτα. Το

θέαμα, που αντίκρυσα, ήταν εφιαλτικό. Καμιά δεκαριά άνθρωποι, όλοι

αλλοδαποί, δούλευαν σε παλιές, σχεδόν ξεχαρβαλωμένες μηχανές. «Θέλω να

φύγω», είπα με τρεμάμενη φωνή. Μ’ έσπρωξε βίαια. Με οδήγησε σε μια κενή

θέση, και πιέζοντας ένα πιστόλι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, είπε:

«Και τώρα, δούλευε!»

Καθημερινά δουλεύαμε μέχρι που δεν αντέχαμε άλλο. Στις τρεις ακριβώς

κάθε μεσημέρι μας μοίραζαν ένα γεύμα, και μετά πίσω στη δουλειά. Εκεί,

στην τρύπα που έμενα, γνώρισα ένα παιδί. Ήταν περίπου στην ηλικία μου.

Ήταν λεπτό και ψηλό. Όλοι τον φώναζαν Καρφί. Δεν ρώτησα γιατί, αλλά μια

ουλή στο δεξί του χέρι, στη μέση της παλάμης, μου έδινε όσες πληροφορίες

ήθελα να μάθω. Το Καρφί λοιπόν ήταν η μόνη μου συντροφιά σ’αυτή την

κόλαση. Δεν είχαμε πολλά κοινά, αλλά η δίψα για την ελευθερία ήταν

αρκετή.

Στους επόμενους δυο μήνες, σχεδιάσαμε πάνω από τριακόσια σενάρια και

καταλήξαμε σ’ ένα, που θα γινόταν το σενάριο της δικής μας ζωής. Δεν το

ανακοινώσαμε σε κανένα. Όσο λιγότεροι γνωρίζαμε τόσο καλύτερα. Τα

βράδια που κοιμόντουσαν όλοι, εξαντλημένοι από την δουλειά της ημέρας,

εμείς ξοδεύαμε τη λιγοστή μας ενέργεια για την επεξεργασία του σχεδίου.

Η μεγάλη μέρα ήρθε. Ὀπως συνήθιζε, στις τρεις ακριβώς, μπήκε στο

δωμάτιο ο Πικάσο. Μοίρασε τα φαγητά, και όλοι άρχισαν να τρώνε.

Αδειάσαμε το φαγητό μας στο πιάτο του διπλανού, όπως είχαμε

συμφωνήσει. Ο γέρος που καθόταν δίπλα μου με κοίταξε με απορία.

Page 6: Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

6

«Χάρισμά σου», του είπα. Πήρα το πιάτο και ακολούθησα μαζί με το Καρφί

τον Πικάσο προς την πίσω πόρτα. Κανείς δεν αντιλήφθηκε την απουσία μας.

Ἠταν προσηλωμένοι στο λιγοστό φαγητό τους. Τον ακολουθήσαμε από

μακριά, μέχρι που φτάσαμε στον τελευταίο διάδρομο. Ο Πικάσο έβγαλε τα

κλειδιά του από την τσέπη. Τον πλησιάσαμε. Κοιταχτήκαμε και τον

χτυπήσαμε, με τα άδεια πιάτα που κρατούσαμε, στο πίσω μέρος του

κεφαλιού. Ο άντρας έπεσε αναίσθητος. Πήρα τα κλειδιά, άνοιξα την πόρτα

και βγήκα τρέχοντας έξω με το Καρφί να με ακολουθεί.

Τρέχαμε για αρκετή ώρα χωρίς να σκεφτόμαστε πού πηγαίναμε. Ήμασταν

σε μια πόλη της Ιταλίας. Υπήρχαν σημαίες παντού. Με τους ντόπιους δεν

μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, αφού κανείς από τους δυο μας δεν ήξερε

Ιταλικά ή Αγγλικά. Το Καρφί μου εξήγησε ότι μπορούσαμε να

τηλεφωνήσουμε σε έναν γνωστό του που θα μας βοηθούσε. Υπέθεσα ότι

ήταν η μόνη λύση. Συμφώνησα και το Καρφί έκανε το τηλεφώνημα.

Απομακρύνθηκε όμως τόσο που δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγε.

Αμέσως μετά μου εξήγησε πως ο φίλος του μας είχε εντοπίσει.

Βρισκόμασταν στο Ροσάνο, μια πόλη στη νοτιοανατολική Ιταλία. Θα

ερχόταν να μας βρει σε δύο μέρες για να μας μεταφέρει σε κάποιο πιο

ασφαλές μέρος. Ρώτησα ποιος ήταν ο σωτήρας μας. «Οικογενειακός φίλος»,

απάντησε. Βλέποντας την απροθυμία του να μου δώσει περισσότερες

πληροφορίες, σώπασα.

Ο φίλος του κατέφθασε νωρίτερα απ’ ό,τι είχε πει στο τηλέφωνο. Μας βρήκε

στην κεντρική πλατεία της πόλης και μας έβαλε σε ένα αμάξι χωρίς να πει

Page 7: Το όνομά μου είναι Τζαφάρ Δημήτρης.pdf

7

κουβέντα. Το Καρφί φαινόταν να τον εμπιστεύεται και εγώ δεν είχα και

πολλές επιλογές. Μετά από αρκετές ώρες ταξίδι και μία στάση για φαγητό,

το οποίο πλήρωσε αυτός, φτάσαμε σε μια μεγάλη πόλη. Εκεί έμενε. Στο

σπίτι του καθίσαμε και οι τρεις γύρω από ένα τραπέζι. Ζήτησε να μάθει την

ιστορία μας. Μας παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον. Εκείνος δούλευε,

όπως μου είπε, σε μια ανθρωπιστική οργάνωση και ήταν πρόθυμος να μας

βρει ανάδοχες οικογένειες.

Το είπε και το έκανε. Μέσα σε μία εβδομάδα ήμουν στα χέρια μιας νέας

οικογένειας. Αιγύπτιοι στην καταγωγή ήταν. Ακόμη και σήμερα με

μεγαλώνουν σαν γιο τους. Το Καρφί δεν το ξαναείδα από τότε. Ούτε τον

φίλο του. Και δεν μπόρεσα ούτε να τον ευχαριστήσω.

Ζω σε μια πόλη της Ιταλίας. Έχω γνωρίσει την εκμετάλλευση και τον

ρατσισμό από πρώτο χέρι, αλλά πιστεύω στους ανθρώπους. Οι τελευταίοι

μήνες περνούν σχετικά ευχάριστα, και έτσι σκοπεύω να ζω την κάθε μου

στιγμή από εδώ και πέρα. Το γράμμα αυτό είναι το τελευταίο μου αντίο

στην παλιά μου ζωή. Ξεπλένω τις αναμνήσεις μου, πετώντας αυτό εδώ το

μπουκάλι στον θάλασσα. Όλα είναι καινούργια, μέχρι και το όνομά μου.

Τώρα πια με λένε Ιωακείμ. Το όνομά μου ήταν Τζαφάρ.