Το όνομα μου είναι Μααμπούρ

30

Transcript of Το όνομα μου είναι Μααμπούρ

(EIKONA 2) Ο Μπααµπούρ γεννήθηκε σε ένα µικρό χωριό, κάπου τρεις ώρες µακριά από την Καµπούλ, πρωτεύουσα του Αφγανιστάν. Μια χώρα µε πλούσια ιστορία χιλιάδων χρόνων, όµως φτωχή στα µάτια των σύγχρονων κατοίκων της. Μια χώρα σταυροδρόµι στο πέρασµα των αιώνων, µε ιστορική και οικονοµική σηµασία, µα σήµερα βασανισµένη από εισβολές ξένων και εµφύλιους πολέµους. Ψηλά, αγέρωχα βουνά, κατάλευκα τον περισσότερο καιρό από τα χιόνια, ποτάµια και εκτάσεις απέραντες που δεν µπορούν να καλλιεργηθούν. Κι όσες καλλιεργούνται, κυρίως µε σιτάρι, πληγώνονται από την ίδια τη φύση. Έτσι είδε κι ο πατέρας του Μπααµπούρ, ο Αζάρ, τη σοδειά του να καταστρέφεται µέσα σε λίγο καιρό από την ξηρασία. Καθώς ο βαρύς χειµώνας έδωσε τη θέση του στην άνοιξη, και τα χιόνια άρχισαν να γίνονται δροσερά ρυάκια σαν πνοή ζωής µέσα στα σκληροτράχηλα εδάφη, η σπορά περίµενε να έρθουν από τον ουρανό οι βροχές. Να µεγαλώσει το σιτάρι και για µια ακόµη χρονιά να γίνει χρυσάφι στα χέρια του φτωχού Αζάρ. Μα τούτη τη χρονιά οι βροχές δεν ήρθαν, κι η σοδειά καταστράφηκε. Ο Αζάρ µαζί µε τη γυναίκα του, την Ντελµπάρ, δεν είχαν τίποτα στα χέρια τους για να ζήσουν, εκτός από λίγες κατσίκες και µερικές κότες στο µικρό τους πέτρινο σπίτι. Το ίδιο δράµα ζούσαν χιλιάδες σαν τον Αζάρ και την Ντελµπάρ. Ο καιρός περνούσε και τα πράγµατα δυσκόλευαν όλο και πιο πολύ. «Τίποτα χειρότερο από την πείνα», σκεφτόταν ο Αζάρ. Βαθιά λυπηµένος, δεν έλεγε κουβέντα για πολλές µέρες. Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει την οικογένειά του. Μα τίποτα δε φαινόταν να τον βγάζει από το αδιέξοδο. Ρωτώντας και ψάχνοντας, έµαθε ότι µπορούσε να φύγει από το Αφγανιστάν για άλλα µέρη, πιο πλούσια. Κι έκανε τα πάντα για να βρει χρήµατα για την οικογένειά του, που, µαζί µε συγχωριανούς και αγρότες από άλλα χωριά, θα έφευγε µακριά, για ένα καλύτερο αύριο.

(EIKONA 3) Η Ντελµπάρ φρόντιζε τον µικρό Μπααµπούρ. ∆εν είχε λόγο στην απόφαση του άντρα της. Τον αγαπούσε και τον εµπιστευόταν. Μια µέρα, ο Αζάρ τής είπε να µαζέψει ό,τι υπήρχε από τα λιγοστά τους ρούχα, κυρίως βαριά, για κρύο. Το ταξίδι για έναν άλλο κόσµο µόλις άρχιζε. Σαράντα άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ξεκίνησαν έναν δρόµο δύσκολο. Έκαναν χιλιάδες χιλιόµετρα, µέσα σε βουνά και σε πεδιάδες. Πέρασαν ποταµούς, κινδύνεψαν, αρρώστησαν, πείνασαν.

(EIKONA 4) Μετά από µέρες πολλές, έφτασαν στη θάλασσα. Ο Μπααµπούρ ήταν µόλις έξι χρονών. Κι ήταν η πρώτη φορά που είδε το γαλάζιο του ουρανού να κινείται στα πόδια του, να αφρίζει, να κάνει σχέδια, να έχει ήχο. Η θάλασσα απλωνόταν µπροστά του σαν πεδιάδα, γεµάτη όχι µε δέντρα παρά µε χρυσαφένια φύλλα. Οι αχτίδες του ήλιου είχαν κάνει το θαύµα τους. Χιλιάδες φύλλα τρεµόπαιζαν πάνω στο νερό. Κι ο Μπααµπούρ δεν ξεκολλούσε το βλέµµα του. Με ένα µικρό πλοίο πέρασαν τα χρυσαφένια φύλλα που σιγά-σιγά χάνονταν µιας κι ο ήλιος έδινε τη θέση του στη νύχτα. Το σκοτάδι έσβησε τα πάντα, κι ο µικρός Μπααµπούρ αποκοιµήθηκε στην αγκαλιά της µάνας του έχοντας συντροφιά τη µουσική που έκανε το κύµα καθώς έσκαγε πάνω στο µικρό ξύλινο πλοίο. Ξύπνησε από τη φασαρία. Άντρες µε στολές τούς φώναζαν, χωρίς να καταλαβαίνει κανένας τίποτα. Τους είχαν πιάσει λιµενοφύλακες.

(EIKONA 5) Βρίσκονταν σε ένα νησί στην Ελλάδα. Ήταν όλοι τους παράνοµοι για το κράτος. Μα δεν µπορούσαν να τους στείλουν πίσω από τη στιγµή που είχαν βγει στην ακτή. Ταλαιπωρηµένοι, άυπνοι, διψασµένοι, πεινασµένοι. Με την αλµύρα να έχει κολλήσει πάνω τους, τα χείλη τους στεγνά, να αναζητούν µια σταγόνα γλυκού νερού να τα µαλακώσει. Τους πήραν τα στοιχεία και τους άφησαν ελεύθερους. Κανονικά, µετά από λίγες µέρες, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μα κανείς τους δεν ήθελε. Έφυγαν από τα σπίτια τους για να ζήσουν, και δεν είχαν σκοπό να γυρίσουν πίσω όσο κι αν πονούσαν για τους δικούς τους, για τα φτωχικά τους. Στις µέρες που πέρασαν, έφυγαν όλοι σχεδόν από το νησί, για αλλού. Σχεδόν, γιατί κάποιοι έµειναν. Ο Αζάρ, η Ντελµπάρ κι ο µικρός Μπααµπούρ ήταν ακόµα εκεί.

(EIKONA 6) Ο Αζάρ µαγεύτηκε από τη θάλασσα. ∆εν την είχε δει κι αυτός ποτέ στη ζωή του. Κάθε πρωί σαν το µικρό παιδί, έβρεχε τα πόδια του στα κύµατα που έσκαγαν στην ακτή. Έπιανε στα χέρια του την άµµο, µαζί του κι ο Μπααµπούρ. Έκαναν σχέδια, σαν να δηµιουργούσαν έναν καινούριο κόσµο που το κύµα σε δευτερόλεπτα τον διέλυε. Κι εκείνοι ξανά και ξανά, πάλευαν να κρατήσουν τον κόσµο τους ζωντανό. Ήταν ένα παιχνίδι ζωής. Ή θα τα κατάφερναν ή θα έχαναν κάθε ελπίδα. Οι κάτοικοι του νησιού είχαν δει πολλές φορές ανθρώπους σε άθλια κατάσταση να φτάνουν στον τόπο τους. Τους πρόσφεραν τα απαραίτητα, λίγο ψωµί, νερό, φαγητό, µερικά ρούχα σε όσους τα είχαν ανάγκη. Μέχρι να φύγουν για αλλού. Πάντα όλοι έφευγαν. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιοι παρέµεναν στο µικρό νησί. Ο Αζάρ δεν ήξερε λέξη ελληνικά. Με νοήµατα, προσπαθούσε να συνεννοηθεί µε τους ντόπιους. Έψαχνε δουλειά. Αυτό ήταν το µεγαλύτερο πρόβληµά του. Είκοσι µέρες τώρα, έµεναν σε µια µικρή αποθήκη και οι γυναίκες του νησιού, έφτιαχναν ένα πιάτο φαΐ και τους το έδιναν. Πολλοί από τους ντόπιους φοβόντουσαν. Ξένοι άνθρωποι. ∆εν ήξεραν ούτε ποιοι είναι, ούτε αν είναι καλοί ή κακοί. Κι αν φοβόντουσαν τον Αζάρ ή την Ντελµπάρ, τι να είχαν άραγε να φοβηθούν από τον µικρό Μπααµπούρ; Ο Αζάρ άρχισε να µαθαίνει κάποιες λέξεις µέρα µε τη µέρα. Μα εκείνη που έµαθε πρώτη και την έλεγε συνέχεια, ήταν η λέξη δουλειά. Και τι δουλειά να υπάρχει σε ένα µικρό νησί εκατό ανθρώπων; Οι περισσότεροι ηλικιωµένοι, εκτός από τρεις οικογένειες. Νέοι που είχαν µείνει στον τόπο τους. Γιατί ήθελαν να ζήσουν εκεί µαζί µε τα παιδιά τους. Στη γη των πατεράδων και των παππούδων τους. Το νησί µετρούσε όλο κι όλο οκτώ παιδιά. Τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Ο ∆ηµήτρης, ο Κωνσταντής κι ο Γρηγόρης. Η Μαρία, η Παναγιώτα, η Ελένη, η Νίκη και η Αγγελική. Ο µικρότερος όλων, ο ∆ηµήτρης, οκτώ χρονών. Ο πατέρας του, ο Βαγγέλης, ήταν ψαράς, όπως κι όλοι σχεδόν στο νησί. Η µάνα του είχε ένα µαντρί µε κατσίκια. Μαζί µε τις δουλειές του σπιτιού, φρόντιζε και τα ζωντανά, και το µποστάνι της µε ό,τι µπορούσε να φυτεύει για κάθε εποχή.

(EIKONA 7) Στον Βαγγέλη έφτασε ο Αζάρ µια µέρα, εκεί στη θάλασσα, καθώς εκείνος είχε µόλις γυρίσει µε τη βάρκα του. Είχε πιάσει λίγα ψάρια, δεν ήταν καλή µέρα. Όµως, στα µάτια του Αζάρ, φαίνονταν τόσα πολλά, που είχε µείνει για ώρα ακίνητος και τα χάζευε. Έτσι κι αλλιώς ψάρι δεν είχε φάει ποτέ στη ζωή του. Τα είχε δει, µα δεν τα είχε δοκιµάσει. Μαζί του κρατούσε και τον Μπααµπούρ. Τα σκούρα µάτια του µικρού περιεργάζονταν τα ψάρια που σπαρταρούσαν ακόµα. Φαινόταν τροµαγµένος µπροστά στο θέαµα. Μα µετά από λίγο, ηρέµησε στην αγκαλιά του πατέρα του. Ο Βαγγέλης καµώθηκε πως δεν έβλεπε τον Αζάρ. Έκανε και µια κίνηση να τον αποµακρύνει, σαν να τον ενοχλούσε, καθώς έφτιαχνε τα δίχτυα του. O Aζάρ έµεινε λίγο ακόµα µέχρι που κατάλαβε πως ο Βαγγέλης δεν τον ήθελε στα πόδια του. Την επόµενη όµως, βρισκόταν ξανά στο ίδιο σηµείο. Προσπάθησε επίµονα, επαναλαµβάνοντας τη λέξη δουλειά, να κάνει τον Βαγγέλη να ενδιαφερθεί. Μα εκείνος κοιτούσε µόνο τα δίχτυα του. Αυτό γινόταν µέρες. Μάταιος κόπος για τον Αζάρ. Καµία σηµασία δεν του έδινε ο Βαγγέλης. Ο παπάς του χωριού είχε µια αποθήκη. Εκεί είχαν βρει στέγη και παρηγοριά ο Αζάρ και η οικογένειά του. Οι νοικοκυρές τους λυπόντουσαν και τους πήγαιναν φαγητό. Έβλεπαν τη δυστυχία τους. ∆εν τους έκανε καρδιά να τους αφήσουν έτσι, νηστικούς και αβοήθητους. Οι άντρες πάλι ήταν πιο σκληροί. ∆εν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή. Μάλλον ήθελαν να τους δουν να φεύγουν µια ώρα αρχύτερα από το νησί τους. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Το κρύο είχε γίνει τσουχτερό. Η υγρασία της θάλασσας το έκανε ακόµα πιο δυνατό. Περνούσε µέχρι τα κόκκαλα. Ο Αζάρ άναβε µια φωτιά έξω από την αποθήκη και προσπαθούσε να ζεσταθεί µαζί µε τη γυναίκα του και τον µικρό γιο του. Οι νύχτες ήταν δύσκολες. Ας ήταν καλά ο παπάς, που τους έδωσε κουβέρτες. Σκεπάζονταν και οι τρεις µαζί, κι άφηναν µόνο τη µύτη τους απ’ έξω, να παίρνουν ανάσες. Κοιµόντουσαν αγκαλιασµένοι προσπαθώντας να ζεσταθούν, δίνοντας ο ένας στον άλλο όση θαλπωρή έβγαζε το ταλαιπωρηµένο τους κορµί. Προπαραµονή των Χριστουγέννων. Ο Αζάρ, µε τον Μπααµπούρ στην αγκαλιά, κατέβηκε ξανά στο λιµανάκι, εκεί που ο Βαγγέλης ετοίµαζε τα δίχτυα του. Ξαφνικά ο ∆ηµήτρης, ο γιος του ψαρά, πέρασε σβέλτα ανάµεσά τους και µε ένα σάλτο, βρέθηκε όρθιος στη βάρκα του πατέρα του.

Ο Αζάρ φώναξε: «δουλειά!». Μα ο Βαγγέλης είχε συνηθίσει πια και δεν του έδινε σηµασία. Ο µικρός ∆ηµήτρης ρώτησε τον πατέρα του τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος, παίρνοντας όµως σαν απάντηση ένα απότοµο «να µη ρωτάς». Γύρισε και κοίταξε τον Μπααµπούρ. Οι παιδικές τους µατιές συναντήθηκαν. Μετά από λίγο, πήδησε έξω από τη βάρκα και στεκόταν µπροστά στον Αζάρ. Εκείνος χαµογέλασε και κατέβασε από την αγκαλιά του τον Μπααµπούρ. Τα δύο παιδιά είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος, τα ίδια µαλλιά, τα ίδια µάτια. Μόνο που ο Μπααµπούρ ήταν πιο σκούρος στο δέρµα. Ο ∆ηµήτρης πίστεψε πως ήταν από τον ήλιο. Μα του φάνηκε περίεργο ∆εκέµβρη µήνα. Ρώτησε τον πατέρα του. «Είναι από το Αφγανιστάν» είπε ο Βαγγέλης και συνέχισε τη δουλειά του. «Πού είναι το Αφγανιστάν µπαµπά;» ρώτησε ο ∆ηµήτρης, που πρώτη φορά άκουγε αυτό το µέρος. «Πολύ µακριά, στην Αραβία» απάντησε ο Βαγγέλης. «Και γιατί ήρθαν εδώ µπαµπά;» «Γιατί εκεί πεινάνε, δεν έχουν δουλειά, έχουν πόλεµο… Και πάψε να ρωτάς πολλά» είπε αγριεµένος από τις ενοχλητικές ερωτήσεις ο Βαγγέλης. Ο ∆ηµήτρης µε την αφέλεια της ηλικίας του, ρώτησε το ξένο παιδί το όνοµά του. Μα ο µικρός Μπααµπούρ απλά τον κοιτούσε και δεν έλεγε κουβέντα. Τι να καταλάβει άλλωστε από µια γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει; «Πώς σε λένε; Πώς σε λένε; Εµένα µε λένε ∆ηµήτρη. Εσένα;» επέµενε. Ο Αζάρ κατάλαβε µε τα λίγα που είχε αρχίσει να µαθαίνει. «∆ηµήτρη» είπε. «∆ηµήτρης» φώναξε δυνατά ο µικρός και χαµογέλασε. «Εγκώ Αζάρ», και δείχνοντας τον γιο του, «Μπααµπούρ». Ο ∆ηµήτρης έβαλε τα γέλια. Του φάνηκε πολύ αστείο το όνοµα. ∆εν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο. Άρχισε να το λέει συνέχεια, µέχρι που ο πατέρας του έβαλε µια φωνή και τότε σταµάτησε. Ο Μπααµπούρ δεν είχε βγάλει µιλιά. Απλά περιεργαζόταν τον ∆ηµήτρη.

(EIKONA 8) Το βράδυ στο σπίτι, ο ∆ηµήτρης άνοιξε το βιβλίο της Γεωγραφίας που είχε η µεγαλύτερη αδερφή του, η Αγγελική, και άρχισε να ψάχνει το Αφγανιστάν. ∆εν το έβρισκε στην αρχή, µα κάποια στιγµή, φώναξε: «Nα το!!!!» Ο πατέρας του, η µάνα του, η αδερφή του, η γιαγιά µε τον παππού, ήταν όλοι εκεί. Κανένας τους όµως δεν έδωσε σηµασία. Ο µικρός άρχισε να διαβάζει για αυτή την παράξενη και µακρινή χώρα. ∆εν τα καταλάβαινε όλα. Μα η φαντασία του έφτιαχνε διάφορες εικόνες. ∆ιάβαζε για τα µεγάλα βουνά, τα ποτάµια, τους κρύους χειµώνες και τα καυτά καλοκαίρια. Είχε δει στην τηλεόραση άραβες µε κελεµπίες, ερήµους, καµήλες. Κάπως έτσι φανταζόταν το Αφγανιστάν. Ούτε µπορούσε κάποιος άλλος να του δώσει περισσότερες πληροφορίες. Κι οι δικοί του, το δηµοτικό είχαν βγάλει. Ό,τι µάθαιναν, ήταν µόνο από την τηλεόραση. Ο ∆ηµήτρης, αφού ρούφηξε όλο το κεφάλαιο για το Αφγανιστάν, έπεσε για ύπνο. Φανταζόταν τον Αζάρ µε άσπρη κελεµπία και τουρµπάνι στο κεφάλι, επάνω σε µια καµήλα, να ταξιδεύει µέσα σε µια έρηµο. ∆ε χρειάστηκε πολύ για να αποκοιµηθεί. Το διάβασµα τον είχε νυστάξει ήδη. Η µέρα που ξηµέρωσε ήταν παραµονή Χριστουγέννων. Το σπίτι καθαρισµένο και γιορτινό. Φτωχικό, µα ζεστό και όµορφο. Η µητέρα του ∆ηµήτρη µαζί µε τη γιαγιά είχαν ξυπνήσει από τα χαράµατα κι έφτιαχναν κουραµπιέδες και µελοµακάρονα. (EIKONA 9) Την ώρα που ξύπνησε ο ∆ηµήτρης, το σπίτι µοσχοβολούσε από τα φρεσκοψηµένα γλυκά, κι εκείνος έτρεξε και δοκίµασε µε λαιµαργία. Μετά ντύθηκε και µαζί µε την αδερφή του και τα άλλα παιδιά, µαζεύτηκαν κι άρχισαν να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για τα κάλαντα. Κατά το µεσηµέρι, κι αφού είχε γεµίσει µια σακούλα µε µελοµακάρονα, κουραµπιέδες, κουλούρια και µπισκότα, γυρνώντας για το σπίτι, ο ∆ηµήτρης πέρασε µπροστά από τη µικρή αποθήκη όπου έµενε η οικογένεια του Αζάρ.

(EIKONA 10) Στάθηκε απ’ έξω, όταν είδε τον Αζάρ να βγαίνει. «∆ηµήτρης» του φώναξε. «Αζάρ» αποκρίθηκε κι αυτός. «Ο Μπααµπούρ;» ρώτησε ο ∆ηµήτρης. Τότε, µε ένα νόηµα, ο Αζάρ τού έδειξε τον Μπααµπούρ που καθόταν τυλιγµένος µε µια κουβέρτα δίπλα στη µάνα του. Στην αρχή ο ∆ηµήτρης δίστασε, µα σε λίγο, είχε ήδη µπει στη µικρή αποθήκη. Είχε αρχίσει να βρέχει σιγανά. Οι σταγόνες της βροχής ακούγονταν στη σκεπή από λαµαρίνα. Το κρύο ήταν διαπεραστικό µέσα στην αποθήκη. Ο ∆ηµήτρης κοιτούσε όλο απορία. ∆εν µπορούσε να καταλάβει πώς είχαν βρεθεί στο νησί τους αυτοί οι άνθρωποι από τόσο µακριά. Κι ούτε µπορούσε να πει κάποια κουβέντα, γιατί δε γνώριζε ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Ο Αζάρ µόνο, είπε δυο λέξεις: «∆ουλειά...Φαΐ...». Τον κοίταξε ο µικρός ∆ηµήτρης κι είδε έναν άνθρωπο αδύνατο, µε µάτια να κλείνουν από κούραση και αδυναµία. Γύρισε και κοίταξε την Ντελµπάρ που καθόταν κουλουριασµένη στη γωνία και άκουσε τα δόντια της να τρίζουν από το κρύο. Με µια κίνηση, άνοιξε τη σακούλα κι έβγαλε από µέσα ένα µελοµακάρονο. Άπλωσε το χέρι του προς τον Μπααµπούρ και του το έδωσε. Εκείνος τον κοίταξε περίεργα, µα το ένστικτο λειτούργησε. Μέσα σε δευτερόλεπτα, το µελοµακάρονο είχε ήδη εξαφανιστεί. Ο ∆ηµήτρης έβγαλε κουραµπιέδες και µπισκότα από τη σακούλα. Έδωσε και στον Αζάρ και στην Ντελµπάρ. Ήταν η πρώτη φορά που έτρωγαν τέτοια γλυκά. Σε λίγο δεν είχε µείνει ούτε ψίχουλο! Κατάλαβε ο ∆ηµήτρης την πείνα τους, αλλά δεν είπε τίποτα. Γύρισε την πλάτη του κι έτρεξε προς το σπίτι, ενώ η βροχή έπεφτε όλο και πιο δυνατή.

Ο πατέρας του στεκόταν στην πόρτα. «Πού ήσουν τόση ώρα και σε περιµένουµε για φαγητό;» O µικρός φοβήθηκε να του πει. ∆ικαιολογήθηκε ότι ήταν µε τα άλλα παιδιά και ξεχάστηκε. Κάθισαν όλοι στο τραπέζι. Μια ζεστή ψαρόσουπα µε χόρτα και πατάτες ήταν ό,τι καλύτερο µε τέτοιο καιρό. Έκαναν τον σταυρό τους και ξεκίνησαν να τρώνε. Ο ∆ηµήτρης όµως δεν µπορούσε να βγάλει από το µυαλό του τον µικρό Μπααµπούρ και τους γονείς του. Θυµόταν πως πριν λίγο είχε βρεθεί σε ένα παγωµένο δωµατιάκι, µαζί µε τρεις ανθρώπους που έτρεµαν από το κρύο και πεινούσαν. Ξαφνικά, έβαλε µια φωνή. «Ήµουν στον Μπααµπούρ!» Όλοι κοιτάχτηκαν περίεργα. Ο πατέρας του άρχισε να φωνάζει. «Τι δουλειά είχες εσύ εκεί; Μπορεί να κόλλησες καµιά αρρώστια. Αυτοί είναι άπλυτοι. Βρώµικοι. ∆εν ξέρουµε από πού έχουν έρθει και τι κουβαλάνε µαζί τους». Τα ίδια άρχισε να λέει και η αδερφή του. Η µάνα του δε µίλησε, ούτε η γιαγιά. Ο παππούς όµως προσπάθησε να ηρεµήσει τα πνεύµατα. «Άνθρωποι είναι κι αυτοί Βαγγέλη! Ταλαιπωρηµένοι και δυστυχισµένοι. Σκέψου πώς ήµασταν πριν χρόνια κι εµείς. Θυµάσαι πώς ήσουν µικρό παιδί; Με κοντά παντελόνια χειµώνα- καλοκαίρι. Χωρίς πολλά-πολλά. ∆εν είχαµε ρεύµα. ∆εν είχαµε τρόφιµα όταν έπιανε φουρτούνα και δεν ερχόταν το καΐκι από απέναντι. Περάσαµε τόσα και τόσα. Μην είσαι σκληρός µε τη δυστυχία των άλλων». «Και τι να κάνουµε πατέρα; Να τους µαζέψουµε όλους εδώ; Και µετά; O Αφγανός έρχεται κάθε µέρα και µου λέει “δουλειά, δουλειά, δουλειά”. Κι εγώ ένα µεροκάµατο βγάζω, τι δουλειά να του δώσω; Nα φύγουν, να πάνε αλλού! Εδώ µόνο ψάρεµα υπάρχει. Τίποτα άλλο!» είπε ο Βαγγέλης και πήγε να κοιµηθεί. Ο ∆ηµήτρης είχε στεναχωρηθεί. Αν και µικρός για να νιώσει τι είχαν περάσει οι µεγάλοι, κατάλαβε τα λόγια του παππού του. Κι άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο στο µυαλό του. Έπρεπε µε κάποιο τρόπο να κάνει κάτι γι’ αυτούς τους ανθρώπους.

Ήταν παραµονή Χριστουγέννων. Όλοι στο νησί είχαν το έθιµο να µαζεύονται στα σπίτια. Να τρωγοπίνουν και να γελάνε δίπλα στη ζεστασιά του τζακιού. Μα πιο πολύ σκεφτόταν πως ο µικρός Μπααµπούρ θα κοιµόταν σχεδόν νηστικός µέσα στην παγωµένη αποθήκη. «Παππού!» είπε ο ∆ηµήτρης. «Πρέπει να τους φέρουµε στο σπίτι απόψε. Να πλυθούν, να φάνε µαζί µας και να ζεσταθούν». Ο παππούς δε χρειάστηκε παρά µερικά λεπτά για να συµφωνήσει. ∆ικό του ήταν το σπίτι. Με χίλιους κόπους το έφτιαξε. ∆αρµένος κι αυτός όλα τα χρόνια µέσα στη θάλασσα. Ήξερε πώς είναι να σε χτυπά το κύµα, το κρύο, η βροχή. Να µην έχεις τα απαραίτητα να φας. Μεγάλωσε τρία παιδιά µε πολλές δυσκολίες, µα τα κατάφερε. Έβαλε τον µικρό ∆ηµήτρη στα γόνατά του και του µίλησε µε έγνοια. «Όταν ο πατέρας σου θα φύγει για το καφενείο, εµείς θα πάµε στην αποθήκη που είναι οι φίλοι σου και θα τους φέρουµε εδώ». «Ναιιιιιιι!» φώναξε ο µικρός. Ο παππούς τού είπε να ησυχάσει, γιατί κινδύνευαν να προδοθούν. Με λαχτάρα περίµενε ο ∆ηµήτρης την ώρα που θα έβλεπε τον πατέρα του να φεύγει. Παραφύλαγε στη πόρτα του δωµατίου του, µέχρι που τον άκουσε να ντύνεται και να βγαίνει. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι πήγαινε στο καφενείο, ο µικρός έτρεξε στον παππού.

(ΕΙΚΟΝΑ 11) Τότε κίνησαν κι αυτοί για τη µικρή αποθήκη. Όταν έφτασαν, βρήκαν και τους τρεις, σκεπασµένους µε τις κουβέρτες κι από ένα κοµµάτι ψωµί στα χέρια. Ο παππούς ένιωσε ένα σφίξιµο στην καρδιά του. Άρχισε να τους φωνάζει να σηκωθούν, µα εκείνοι δεν καταλάβαιναν λέξη. Με τα χίλια ζόρια, τους σήκωσε και µε νοήµατα, τους έβαλε να τον ακολουθήσουν. Έφτασαν στο σπίτι. Ο Αζάρ κοντοστάθηκε. ∆ίσταζε να προχωρήσει. Ήξερε ότι σ’ αυτό το σπίτι έµενε ο Βαγγέλης. Φοβήθηκε ότι θα είχε φασαρίες. Μπορεί να µη γνώριζε την ελληνική γλώσσα, αλλά καταλάβαινε τη γλώσσα του σώµατος. Ο παππούς άνοιξε την πόρτα και τους έκανε νόηµα να µπουν µέσα. Μία, δύο, τρεις φορές, µπήκαν τελικά. Όλοι ήταν εκεί, έκπληκτοι και παράλληλα καχύποπτοι. Μόνο ο Βαγγέλης έλειπε, κι αυτό φοβόντουσαν πιο πολύ. Τι θα γινόταν όταν θα ερχόταν; Η µητέρα του ∆ηµήτρη ετοίµασε το µπάνιο κι έτρεξε να βρει καθαρά ρούχα για τους ξένους. Έτσι της είπε να κάνει ο πεθερός της, κι εκείνη τον σεβόταν. Μα ήταν κι η ίδια καλός άνθρωπος και καταλάβαινε τι σήµαινε όλο αυτό για τις τρεις ταλαιπωρηµένες ψυχές. Ο Αζάρ είχε σκύψει το κεφάλι και ντρεπόταν να κοιτάξει γύρω. Το ίδιο κι η γυναίκα του. Ο µικρός Μπααµπούρ όµως δεν είχε τέτοιες αναστολές. Η παιδική ψυχή δεν καταλάβαινε από αυτά. (ΕΙΚΟΝΑ 12) Το σπίτι ήταν στολισµένο. Ένα µικρό καράβι, όπως συνήθως στολίζουν στα νησιά για τα Χριστούγεννα, µάγεψε το ξένο παιδί. ∆εν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όπως δεν είχε ξαναδεί και χριστουγεννιάτικο δέντρο. Γεµάτο στολίδια, φωτεινά λαµπιόνια κι από κάτω, κουτιά τυλιγµένα µε δώρα. ∆εν πρόλαβε να δει και πολλά, γιατί τους οδήγησαν κατευθείαν για µπάνιο. Μετά από λίγη ώρα, καθαροί και φρεσκοντυµένοι µε τα ρούχα της οικογένειας, κάθονταν κοντά στο τζάκι για να ρουφήξουν όλη τη ζεστασιά. Μην µπορώντας να πουν κάποια λέξη στα ελληνικά, µόνο χαµογελούσαν. Η µητέρα του ∆ηµήτρη ετοίµαζε το τραπέζι για το βραδινό. Κοτόσουπα. Φρέσκο κοτόπουλο, δικό τους. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα. Απόλυτη ησυχία. Περίµεναν όλοι την έκρηξη του Βαγγέλη. Εκείνος, µόλις είδε τον Αζάρ και την οικογένειά του µέσα στο σπίτι, άρχισε να κοκκινίζει, να φουσκώνει. Ήταν έτοιµος να βάλει τις φωνές, όταν σηκώθηκε ο πατέρας του, τον κοίταξε µε βλέµµα αυστηρό και ξανακάθισε. Ο Βαγγέλης δεν είπε λέξη. Πήγε κατευθείαν στο δωµάτιό του. ∆ε βγήκε µέχρι να τον φωνάξουν για φαγητό.

(ΕΙΚΟΝΑ 13) Κάθισε στο τραπέζι, ενώ είχαν καθίσει ήδη όλοι... και ο Αζάρ και η Ντελµπάρ και ο Μπααµπούρ. Ήταν ένα τραπέζι γιορτινό, φορτωµένο καλούδια. Ο Βαγγέλης κι όλη η οικογένεια έκαναν τον σταυρό τους. Ο Αζάρ και η γυναίκα του απλά κατέβασαν το κεφάλι. ∆ιαφορετική η θρησκεία τους: Μουσουλµάνοι. Ο Βαγγέλης το ήξερε αυτό κι ήταν σαν το έκανε κάπως επίτηδες. Μα δε δόθηκε συνέχεια. Ξεκίνησαν να τρώνε. Με νοήµατα, κατόρθωσαν να συνεννοηθούν. Στην τηλεόραση είχε εορταστικό πρόγραµµα µε µπουζούκια. Ο Αζάρ κι η γυναίκα του είχαν χρόνια να ακούσουν µουσική. Ήταν απαγορευµένη στη χώρα τους. Μα δεν τους φάνηκε κάτι ξένο. Στα αυτιά τους ήταν οικείο. Άρχισαν να γελάνε και να κουνιούνται στον ρυθµό της µουσικής. Ο Βαγγέλης άρχισε να γελά κι εκείνος µετά από ένα µπουκάλι κρασί που είχε πιει. Αφού έφαγαν όλοι µέχρι σκασµού, ο ∆ηµήτρης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ και τον πήρε από το χέρι. Ο Μπααµπούρ αυτή τη φορά δε δίστασε καθόλου.

(ΕΙΚΟΝΑ 14) Τον ακολούθησε στο δωµάτιό του και κάθισαν κάτω στο ζεστό χαλί. Ο γιος του ψαρά έβγαλε όσα παιχνίδια είχε, την µπάλα του, φωτογραφίες της αγαπηµένης του ποδοσφαιρικής οµάδας. Έβγαλε και το µπλοκ ζωγραφικής κι όλους τους µαρκαδόρους του. Άρχισε να ζωγραφίζει θάλασσα και βάρκες. Έδωσε και στον Μπααµπούρ που χαµογελούσε πλατιά. Χωρίς να τα καταφέρνει και τόσο καλά, το ξένο παιδί άρχισε να ζωγραφίζει βουνά, µεγάλα βουνά!

(ΕΙΚΟΝΑ 15) Γύρισαν µετά από λίγη ώρα στο σαλόνι, µε τις ζωγραφιές στα χέρια. Τα δυο παιδιά είχαν σµίξει τη γη µε το νερό. Τα ψηλά βουνά µε τη βαθιά θάλασσα. Τίποτα δεν τα χώριζε. ∆εν υπήρχαν σύνορα γι’ αυτά. Οι µεγάλοι χαµογέλασαν. Ο παππούς πήρε αγκαλιά και τα δύο παιδιά και τους έδωσε από µια σοκολάτα. Έφαγαν λαίµαργα και κάθισαν δίπλα στο τζάκι, συνεχίζοντας να παίζουν. Είχε πάει δώδεκα και µισή. «Φέρτε το στρώµα από την αποθήκη, καθαρές κουβέρτες και µαξιλάρια να κοιµηθούν οι άνθρωποι εδώ απόψε» είπε ο παππούς. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Έβαλαν το στρώµα δίπλα στο τζάκι, καθαρά σεντόνια, κουβέρτες και µαξιλάρια. Τα µάτια όλων άρχισαν να κλείνουν. Ένας-ένας πήγαιναν στα δωµάτιά τους για ύπνο. Στο σαλόνι είχαν αποµείνει ο παππούς µε τον ∆ηµητράκη και ο Αζάρ µε την οικογένειά του. Ο παππούς τούς φίλησε και έφυγε. Ο ∆ηµητράκης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ, του έπιασε το χέρι και του ευχήθηκε «Χρόνια Πολλά». Ο Μπααµπούρ δεν κατάλαβε τίποτα, µα δεν τον πείραξε. Ένιωσε ότι κάτι καλό θα ήταν. Χαµογέλασαν όλοι. Κι ο Αζάρ κι η Ντελµπάρ αισθάνθηκαν µετά από πολύ καιρό µια κρυφή χαρά. Ήξεραν ότι τίποτα δεν ήταν εύκολο. Ότι είχαν πολύ δρόµο ακόµα µπροστά τους. Μα ετούτη η χριστουγεννιάτικη νύχτα, που αγνοούσαν τη σηµασία της, ήταν ίσως η πιο ζεστή και όµορφη στη ζωή τους. Ξάπλωσαν και αποκοιµήθηκαν µέσα σε λίγα λεπτά, πιασµένοι χέρι-χέρι.

(ΕΙΚΟΝΑ 16) Ο µικρός Μπααµπούρ ξάπλωσε κι αυτός, µα δεν κοιµήθηκε παρά πολύ αργότερα. Τα µάτια του έµειναν ανοιχτά να χαζεύουν το καραβάκι από τη µια µεριά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο από την άλλη. Τα φωτεινά λαµπάκια αναβόσβηναν σαν τρελά. Μέσα στο σκοτεινό δωµάτιο, ήταν ό,τι πιο όµορφο είχε δει µέχρι τώρα. Τα ξηµερώµατα, τους ξύπνησε όλους η καµπάνα της εκκλησίας. Χριστούγεννα! Η οικογένεια έβαλε τα καλά της κι ετοιµάστηκε για την εκκλησία. Ο Αζάρ πήγε να σηκωθεί, µα ο Βαγγέλης του έδειξε µε νοήµατα να µείνει ξαπλωµένος. Έκανε τον σταυρό του ενώ χτυπούσε η καµπάνα. Κοίταξε ψηλά κι έδειξε µε το δάχτυλο. «Ο Θεός!» είπε. «Αλλάχ!» έκανε ο Αζάρ. «Θεός!» ξανάπε ο Βαγγέλης. «Κι οι δυο σας», του λέει ο παππούς, «για τον Ίδιο λέτε. Κι οι δυο σας άνθρωποι είστε, φτιαγµένοι από τον Θεό ή τον Αλλάχ. Φτιαγµένοι είµαστε για να βοηθάµε ο ένας τον άλλο, για να µπορούµε να δίνουµε αγάπη». Ο Βαγγέλης κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά. Μόνο σε µια στιγµή, καθώς έβγαιναν από το σπίτι για την εκκλησία, ψιθύρισε στο αυτί του πατέρα του. «Ξέρεις µε τι νευρίασα περισσότερο πατέρα χθες το βράδυ;» «Mε τι;» τον ρώτησε απορηµένος εκείνος. «Που είδα τον Αζάρ να φορά το καλό µου το πουλόβερ.... ∆εν το είχα φορέσει ακόµα, καινούργιο ήταν να πάρει η οργή!» Και έβαλαν και οι δυο τα γέλια. Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν πράγµατι διαφορετικά. Μια αγκαλιά έγιναν όλοι. Ένα σπίτι άνοιξε και δέχθηκε µε ζεστασιά τρεις ανθρώπους άγνωστους, µα τελικά ανθρώπους. Και δυο παιδιά, νίκησαν τις προκαταλήψεις και τους φόβους. Ίσως µια µέρα, ο Μπααµπούρ καταλάβει τη λέξη χαρά στα ελληνικά. Γιατί στη γλώσσα του, τα αφγανικά, το όνοµά του αυτό σηµαίνει! Και τούτο το Χριστουγεννιάτικο βράδυ ήταν πράγµατι Μπααµπούρ!