ΠΑΣΧΑΛΗ...

19
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ 5 Μελέτες Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας5 ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΤΟΥ ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ

Transcript of ΠΑΣΧΑΛΗ...

  • ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

    5–Μελέτες Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας–5

    ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΤΟΥ ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

    ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ

    ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ

  • Τα κατά την Αναγόρευσιν του Ομότιμου Καθηγητή

    ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ

    σε Επίτιμο Διδάκτορατου Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας

  • Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγόρευσης των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τον Ν. 2121/1993 και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975), απαγορεύ-εται η αναδημοσίευση και, γενικά, η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.

    Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής ΑνθρωπολογίαςΔημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης – Παρατηρητής της Θράκης

    Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής ΑνθρωπολογίαςΠαναγή Τσαλδάρη 1, 69100 Κομοτηνή, Τ. 25310 39000www.he.duth.gr

    Εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης Έναντι Πανεπιστημιούπολης 691 00 Κομοτηνήe-mail: [email protected]

    ©

    Δημιουργικό, γραφιστική και τυπογραφική επιμέλεια, διορθώσεις, μοντάζ, εκτύπωση, παραγωγή:TWO K Project ΕΠΕ Όπισθεν Οικισμού Ηφαίστου, έναντι Πανεπιστημιούπολης, 691 00 Κομοτηνή

    ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ: ISBN 978-618-5001-47-6ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ: ISBN 978-618-5001-48-3

    Περισσότερες πληροφορίες για τα βιβλία των εκδόσεων Παρατηρητής της Θράκης, καθώς και ηλεκτρονικές πωλήσεις, στις διευθύνσεις: paratiritisbooks.gr και amazon.com.

  • ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣΣΧΟΛΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

    ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

    5–Μελέτες Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας–5

    Τα κατά την Αναγόρευσιν του Ομότιμου Καθηγητή ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ

    σε Επίτιμο Διδάκτορατου Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας

    –Κομοτηνή, 8 Μαρτίου 2018–

    ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΜ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ – Θ. Β. ΚΟΥΓΚΟΥΛΟΣ

    ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2019

  • Περιεχόμενα

    Α ΄ Μ έ ρ ο ς Τα κα τ ά τ η ν Ανα γό ρ ε υ σ ι ν

    Π ρ ο σ φ ώ ν η σ η 1 1του Προέδρου του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας Καθηγητή κ. Μανόλη Γ. Βαρβούνη

    Έ π α ι νο ς 1 5 του τιμώμενου, από τον Ομότιμο Καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Κωνσταντίνο Κ. Χατζόπουλο

    Ο μ ι λ ί α 2 5 του τιμώμενου Ομότιμου Καθηγητή κ. Πασχάλη Μιχ. Κιτρομηλίδη, με θέμα «Η σπουδή του Νέου Ελληνισμού ως επιστημονική πρόκληση»

    Β ΄ Μ έ ρ ο ςΦ ω τ ογρ α φ ι κό Π α ρ ά ρ τ η μ α

    Π ρ όγρ α μ μ α κα ι Α φ ί σ α 3 4 της ημερίδας «Νεοελληνικός Διαφωτισμός: ελληνικές και βαλκανικές διαδρομές», προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή κ. Πασχάλη Μιχ. Κιτρομηλίδη

    Ψήφισμα – Αναγόρευση – Επίτ ιμος Διδακτορικός Τίτλος 3 9 του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας για τον Ομότιμο Καθηγητή κ. Πασχάλη Μιχ. Κιτρομηλίδη

    Φ ω τ ογρ α φ ί ε ς 4 2 από την τελετή αναγόρευσης

  • 25

    Η σπουδή του Νέου Ελληνισμού ως επιστημονική πρόκληση

    Η σπουδή του νέου ελληνισμού αποτελεί επιστημονική πρόκληση με πολλές έννοιες και σε πολλά επίπεδα. Για όσους ασχολούνται με το θέμα, για τους ερευνητές που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και τον επιστημονικό τους μόχθο στην αναδίφηση των πολλαπλών πτυχών της νεοελληνικής εμπειρίας, η αποσαφήνιση της πρόκλησης είναι επι-βεβλημένη ως στοιχείο επιστημονικής αυτοσυνειδησίας και ως συ-ντελεστής επίγνωσης της γνωσιολογικής υπόστασης του έργου που επιτελούμε.

    Σας ομολογώ ότι το ζήτημα με απασχόλησε από τα νεανικά μου χρό-νια, από τα χρόνια των μεταπτυχιακών μου σπουδών και σε ολόκλη-ρη την πανεπιστημιακή μου διαδρομή χωρίς να πω ότι έχω καταλήξει σε οριστικές απαντήσεις ή ότι έχω κατορθώσει καν να αποσαφηνίσω μέσα μου τις ποικίλες διαπλοκές και περιπλοκές του θέματος. Τι κά-νουμε ακριβώς στη σπουδή του νέου ελληνισμού, ποια είναι τα ζητού-μενα, ποιο είναι το νόημα των διανοητικών μας προσπαθειών;

    Τα ερωτήματα γίνονται συχνά βασανιστικά στην ατομική μας ύπαρ-ξη, ιδίως με το πέρασμα του προσωπικού χρόνου και τις αυτοκριτικές αναδρομές που πρέπει να κάνει ο καθένας που διαθέτει πνευματική ειλικρίνεια τουλάχιστον με τον εαυτό του. Γίνονται όμως και επίμα-χα σε συλλογικό επίπεδο, όπου υπεισέρχονται στη στάθμισή τους οι παράγοντες της κοινωνικής μας ύπαρξης, με τις αντιφάσεις, τα αντι-

  • 26

    κρουόμενα συμφέροντα, τις ιδεολογικές αντιθέσεις, τις εμμονές και τις ανεπάρκειες που καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.

    Ήδη το θέμα αποκτά τις διαστάσεις του προβλήματος. Επαναλαμβάνω εξαρχής ότι δεν έχω απαντήσεις, ίσως γιατί δεν είμαι φορέας κάποιας μεθοδολογικής ορθοδοξίας, ούτε πιστεύω ιδιαίτερα στις θεωρητικές βεβαιότητες. Θα ήθελα όμως να μοιραστώ μαζί σας αυτήν τη σημα-ντική στιγμή στην προσωπική μου διαδρομή στο δύσβατο πεδίο της επιστημονικής πράξης, μερικές υποθέσεις και κάποιες εντυπώσεις από τις αλλεπάλληλες δοκιμές μου να αναμετρηθώ με το πρόβλημα. Θα εκθέσω τις σκέψεις και υποθέσεις μου παρουσιάζοντας τέσσερις εκδοχές των μορφών που μπορεί να λάβει η πρόκληση στην οποία αναφερόμαστε.

    Η πρώτη μορφή που λαμβάνει η πρόκληση συνδέεται με την επιλογή του θέματος από εμάς τους φορείς και κληρονόμους της ελληνικής πνευματικής παραδόσεως και ομιλητές της ελληνικής. Για μας τους Έλληνες η σπουδή του νέου ελληνισμού έναντι μιας άλλης δυνητι-κής επιλογής, της σπουδής λ.χ. της ελληνικής αρχαιότητας, η οποία προσφέρεται ως θέμα ασύγκριτα πιο αναγνωρίσιμο και καθιερωμένο στο διεθνές επιστημονικό γίγνεσθαι με πολύ περισσότερες δυνατό-τητες ενσωμάτωσης σε αυτό, αν φυσικά τηρούνται οι κανόνες και τα απαιτούμενα μέτρα ποιότητας και εξειδίκευσης στο παραχθησόμενο επιστημονικό προϊόν, είναι ενδεικτική. Ο νέος ελληνισμός ως επιστη-μονικό αντικείμενο δεν προσφέρει αυτές τις δυνατότητες και εγγυή-σεις και ως εκ τούτου υπό αυστηρή επιστημονική έννοια η επιλογή του είναι πολύ πιο παρακινδυνευμένη ως προς τα αποτελέσματα που μπορεί να αποδώσει.

    Δίλημμα ανακύπτει επίσης ως προς την επιλογή της ειδικότητας του νέου ελληνισμού σε σχέση με άλλα ευρύτερα επιστημονικά αντικείμε-να, τα οποία επικεντρώνουν την προσοχή τους σε διεθνώς καθιερω-μένα θέματα, π.χ. ευρωπαϊκή ιστορία, συγκριτική φιλολογία, κοινωνι-κή ανθρωπολογία, ιστορία πολιτικών ιδεών.

    Η λύση του διλήμματος προκύπτει από μια υπαρξιακή επιλογή: επι-λέγουμε τη σπουδή του νέου ελληνισμού διότι ως έχουν σήμερα τα πράγματα είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να το κάνουμε, μετά την έκλειψη σε ανησυχητικό βαθμό της σοβαρής μελέτης του αντικειμέ-νου εκτός Ελλάδος. Επιλέγοντας το αντικείμενο συντηρούμε ζωντα-νή μια ειδικότητα στο ευρύ πεδίο των επιστημών του ανθρώπου, την

  • 27

    οποία αν δεν θεραπεύσει με σοβαρότητα η σύγχρονη ελληνική επι-στημονική κοινότητα κινδυνεύει να εκλείψει. Η ευθύνη και η πρόκλη-ση είναι όντως μεγάλες. Το πραγματικό πρόβλημα σε σχέση με αυτήν την επιλογή και τη λογική της και ο πραγματικά μεγάλος κίνδυνος για το αντικείμενο και τις προοπτικές του συνίστανται στο ενδεχόμενο να επιλέγεται και να θεραπεύεται από μελετητές, οι οποίοι δεν έχουν τις δυνατότητες να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Αν αυτός είναι ο λόγος επιλο-γής του αντικειμένου, και αυτό φαίνεται από το έργο –δεν μπορεί να αποκρυβεί– οι προοπτικές είναι πράγματι ζοφερές και ο μελλοντικός μαρασμός προδιαγεγραμμένος.

    Η δεύτερη μορφή της πρόκλησης ανακύπτει από το ερώτημα πώς οφείλουμε να μελετούμε το αντικείμενο του νέου ελληνισμού, μια ομολογουμένως μικρή μεν ειδικότητα στην ευρυχωρία των επιστημών του ανθρώπου, η οποία πάντως διαθέτει την ευδιάκριτή της ταυτότη-τα, τους κανόνες και τα μέτρα της ποιότητας που την προσδιορίζουν. Εδώ τα πράγματα είναι πιο σαφή και οι κανόνες πιο αναγνωρίσιμοι, διότι ισχύουν οι γενικές αρχές της επιστήμης. Πρώτον, απαιτείται εξοι-κείωση και έλεγχος του corpus των πηγών της ιστορίας και φιλολογί-ας του νέου ελληνισμού στην περίοδο με την οποία ασχολείται ο κάθε ερευνητής αλλά και ένας γενικότερος έλεγχος και επίγνωση του πλή-ρους εύρους του φάσματος του πηγαϊκού υλικού του μικρού αυτού αντικειμένου. Αυτό είναι κυρίως το πρόβλημα των πλείστων ξένων νεοελληνιστών, ιδίως των νεοτέρων και εκείνων που θητεύουν στις κοινωνικές επιστήμες, οι οποίο κατά κανόνα δεν διαθέτουν τον έλεγχο του φάσματος των πηγών αλλά ούτε καν, σε πλείστες περιπτώσεις, επίγνωση του στοιχειώδους αυτού επιστημονικού αιτήματος. Αποτε-λεί επείγουσα ανάγκη να αποφευχθεί από την εγχώρια κοινότητα των νεοελληνιστών αυτή η παθολογία.

    Δεύτερον, επιβάλλεται η εξοικείωση με τη βιβλιογραφία του νέου ελληνισμού. Οι νεοελληνιστές είμαστε κατά τούτο τυχεροί, αλλά και διπλά υπεύθυνοι, διότι το αντικείμενο διαθέτει πλήρεις βιβλιογραφι-κές συναγωγές, με κορυφαίες πάντα εκείνες του Αιμιλίου Λεγκράντ (Émile Legrand), αλλά και εκείνες των συνεχιστών του. Αυτά τα ανε-κτίμητα έργα αναφοράς πρέπει να είναι στα χέρια όλων μας τα εργα-λεία της δουλειάς. Οι βιβλιογραφίες θα μας καθοδηγήσουν και προς την κατεύθυνση της εξοικείωσης και του ελέγχου των πηγών. Απαιτεί-ται εξίσου η γνώση της γραμματολογίας, από όλες τις ειδικότητες και όχι μόνο από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας: ιστορικοί, λαογράφοι,

  • 28

    κοινωνικοί επιστήμονες απαιτείται να διαθέτουν επίγνωση της γραμ-ματολογικής συγκρότησης του νέου ελληνισμού, τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα και εντεύθεν. Επίσης, για να είμαστε εγγράμματοι στο πεδίο αυτό της έρευνας, απαιτείται επίγνωση της σημασίας της προ-σωπογραφίας, της ιστορικής γεωγραφίας και της εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας.

    Αυτή είναι η απαιτουμένη υποδομή. Ο νεοελληνιστής χρειάζεται να δι-αθέτει μια εγκύκλιο παιδεία στα αντικείμενα αυτά ώστε αυτά που λέγει στη συγκεκριμένη ειδικότητά του να μην είναι έωλα και αθεμελίωτα. Δυστυχώς, πρέπει να πούμε και το εξής με κάθε ειλικρίνεια: χωρίς αυτήν την εγκύκλιο παιδεία δεν μπορούμε να είμαστε σοβαροί.

    Η τρίτη πρόκληση αναφέρεται στους κινδύνους που πολιορκούν και συχνά ενυπάρχουν στην ειδικότητα της σπουδής του νέου ελληνισμού. Οι κίνδυνοι είναι σύμφυτοι με το αντικείμενο: πρόκειται για την εσω-στρέφεια και τον εθνοκεντρικό επαρχιωτισμό. Ελλοχεύουν οι κίνδυνοι αυτοί στην ίδια τη φύση της επιλογής του αντικειμένου του νέου ελ-ληνισμού στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Μπορούν όμως να αντιμετωπισθούν, αν πρώτον διαθέτουμε επίγνωση της ύπαρξής τους και δεύτερον, αν διαθέτουμε τη βούληση να μην παραμείνουμε παγιδευμένοι σε αυτούς. Η εσωστρέφεια και ο εθνοκεντρικός επαρχι-ωτισμός ανακύπτουν από τη μελέτη του αντικειμένου μας σε απομό-νωση, τόσο στον χρόνο όσο και στον χώρο. Μεγεθύνεται ο κίνδυνος στην περίπτωση των τοπικών μελετών, οι οποίες αν επιτελούνται με σοβαρότητα και τήρηση των κανόνων της επιστήμης, είναι αναμφίβο-λα πολύτιμος αγωγός και συμβάλλουν στην καλλιέργεια της αυτογνω-σίας. Όμως και στην περίπτωση αυτή η παγίδευση των θεμάτων σε αποκλειστικά τοπικό επίπεδο και η μη συνδιάλεξη με τη βιβλιογραφία αποβαίνει μοιραία ως προς την επίτευξη της ποιότητας και καθιστά τις τοπικές μελέτες παραδείγματα ακριβώς των κινδύνων στους οποίους αναφερόμαστε.

    Πώς μπορούν να αποφεύγονται οι κίνδυνοι αυτοί είναι το αναπόφευ-κτο επόμενο ερώτημα. Η απάντηση είναι σχετικά προφανής ως προς την επιστημονική αρχή, γίνεται όμως πιο σύνθετη στην εφαρμογή στην επιστημονική πράξη. Οι κίνδυνοι της εσωστρέφειας στην έρευνα του νέου ελληνισμού μπορούν να αντιμετωπιστούν, να τεθούν υπό έλεγχο ακριβέστερα, δια της συγκριτικής μεθόδου.

    Συγκριτικές προσεγγίσεις μπορούν να επιτρέψουν καλύτερη στάθμι-

  • 29

    ση των πραγμάτων και να συμβάλουν στην απαλλαγή από τη μονο-μέρεια και την υπερβολή. Αυτό είναι το απλό μέρος της απάντησης. Τα πράγματα γίνονται συνθετότερα αν ερωτήσουμε πώς συντελείται στην ερευνητική πράξη, την κρίση και την ερμηνεία, η σύγκριση. Σ’ αυτό το επίπεδο, το οποίο είναι το κρισιμότερο όλων, η ίδια η ερευνη-τική πράξη δηλαδή, απαιτείται η γνώση των θεωρητικών συζητήσεων, όχι κατ’ ανάγκην ως αυτοσκοπός αλλά ως προτάσεις και υπαινιγμοί που υποβάλλουν σκέψεις και ερωτηματικά, απαιτείται ακόμη η τόλ-μη των αναγωγών, ώστε να καθίσταται δυνατόν να υποδεικνύεται υπό ποιες γενικότερες κανονικότητες ή φαινόμενα που μελετούν οι επιστήμες του ανθρώπου μπορούν να υπαχθούν ή να συνδεθούν τα νεοελληνικά φαινόμενα ώστε να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν αποτελεσματικότερα. Έτσι ξεφεύγουμε από την εσωστρέφεια.

    Η αναγκαία συνθήκη για όλα αυτά βέβαια είναι να μεριμνούμε οι ανα-γωγές, οι συγκρίσεις, οι διασυνδέσεις να βασίζονται στα πράγματα, να οριοθετούνται αυστηρά από τις δυνατότητες που προσφέρει το ίδιο το πραγματολογικό υλικό και τα συμφραζόμενά του. Για τον λόγο αυτόν η εγκύκλιος παιδεία στην οποία προαναφέρθηκα αποτελεί την αναγκαία υποδομή του έργου του νεοελληνιστή, για να παραμένουμε εντός των συμφραζομένων και να μην αοριστολογούμε.

    Σπεύδω να διευκρινίσω. Η σύγκριση δεν σημαίνει ισοπέδωση, άμ-βλυνση των αιχμών και της ιδιοσυστασίας των φαινομένων για να χω-ρέσουν σε θεωρητικά σχήματα, πολλές φορές επείσακτα και τεχνητά. Σκοπός της σύγκρισης είναι να συμβάλλει και στην προσαρμογή, την εκλέπτυνση ή και αναθεώρηση των σχημάτων αυτών. Ούτε σημαίνει η σύγκριση ότι εγκαταλείπουμε τη θεώρηση των φαινομένων που με-λετούμε εντός των συμφραζομένων της ελληνικής ιστορικής και πο-λιτισμικής πραγματικότητας, ως έναν διάλογο εντός μιας πανάρχαιας ανελισσόμενης παράδοσης την οποία συνέχει η ελληνική γλώσσα. Δι-ορθώσεις και κριτικές σταθμίσεις των συγκριτικών θεωρήσεων που μπορεί να προέλθουν από αυτήν την οπτική επί των πραγμάτων είναι πάντοτε πολλαπλά εποικοδομητικές.

    Ωστόσο η επιτυχής διεκπεραίωση της σύγκρισης μπορεί να συντελέ-σει στην επίτευξη του σημαντικότερου επιστημονικού ζητουμένου για τη μελέτη του νέου ελληνισμού, την καθιέρωσή του ως επιστημονικά νόμιμου και αναγνωρίσιμου επιστημονικού αντικειμένου στην ευρυ-χωρία των ειδικοτήτων των επιστημών του ανθρώπου, την έξοδό του από το περιθώριο και την απαλλαγή του από την τουριστική χροιά και

  • 30

    τον φολκλορισμό με τα οποία συχνά γίνεται αντιληπτό αυτό το αντι-κείμενο. Το ζητούμενο είναι δύσκολο αλλά είναι κατά τη γνώμη μου κατορθωτό λόγω του πλούτου της θεματολογίας και των πραγματικά σημαντικών ζητημάτων που ανακύπτουν από τη διαπραγμάτευση αυ-τής της θεματολογίας. Επί πλέον η επιστημονική καθιέρωση και ανα-γνωρισιμότητα του αντικειμένου της σπουδής του νέου ελληνισμού, ενέχει σημασία ευρύτερη, πέραν της επιστημονικής, που θα μπορού-σε να χαρακτηριστεί εθνική, ακριβώς γιατί συνδέεται με την επιβίωση και το μέλλον του πολιτισμού μας ως συστατικού στοιχείου της ευρω-παϊκής κοινοπολιτείας λαών και πολιτισμών.

    Αυτή η τελευταία διάσταση του θέματος μας οδηγεί στην τέταρτη πρό-κληση στην οποία θεωρώ ότι επιβάλλεται να αναφερθώ, τις δυσκολί-ες που ενυπάρχουν στην επιτέλεση αυτού του έργου ως έργου επιστη-μονικής συγκρότησης και ως διαδικασίας σοβαρής παραγωγής νέας γνώσης –το κατ’ εξοχήν ζητούμενο της επιστήμης. Οι δυσκολίες είναι πολλές, μερικές προφανείς, άλλες συγκεκαλυμμένες, απροσδόκητες και απρόβλεπτες. Θα απαριθμήσω μόνον ορισμένες προς προβλημα-τισμό, σκέψη και περίσκεψη.

    Μια πρώτη δυσκολία, η οποία πρέπει να είναι προφανής στους πα-ροικούντες στο ερευνητικό πεδίο σπουδής του νέου ελληνισμού, εί-ναι πλέον η ανεπάρκεια των ξένων νεοελληνιστών και των εστιών σπουδής του νέου ελληνισμού στο εξωτερικό. Ενώ κανονικά οι νε-οελληνιστές του εξωτερικού και οι ειδικότητές τους θα έπρεπε ή θα μπορούσαν να ήταν η γέφυρα και ο αγωγός της καθιέρωσης του νεο-ελληνικού υποδείγματος στη διεθνή επιστήμη, η δική τους περιθωρι-ακή θέση, λόγω κυρίως ποικίλων ανεπαρκειών, δεν συμβάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση.

    Αντίθετα αναπαράγει την εσωστρέφεια και την απομόνωση. Δυστυ-χώς τα πράγματα έχουν ριζικά αλλάξει στη μελέτη του νέου ελληνι-σμού σε διεθνές επίπεδο. Έχει παρέλθει η εποχή κατά την οποία οι ξένοι νεοελληνιστές, ιστορικοί, φιλόλογοι, ανθρωπολόγοι βρίσκονταν στην κορυφή των επιστημονικών τους ειδικοτήτων και καθόριζαν το επίπεδο μελέτης του νέου ελληνισμού. Η γενεά εκείνη έχει παρέλθει και οι σημερινοί μελετητές είναι δύσκολο λόγω ποικίλων περισπα-σμών να επιδείξουν αντίστοιχης ποιότητας έργο στη βασική έρευνα, που θα συνέβαλλε στην καθιέρωση του νεοελληνικού υποδείγματος. Φυσικά εξαιρέσεις υπάρχουν και μάλιστα σοβαρές, ιδίως στη Βρε-τανία και τη Γερμανία, αλλά είναι λίγες και περιορίζονται κυρίως στο

  • 31

    πεδίο της φιλολογίας. Οι δυσκολίες δεν περιορίζονται σε αυτήν την αισθητή διεθνή κάμψη των νεοελληνικών σπουδών. Η αδυναμία και η έλλειψη συγκρότησης του αντικειμένου καθιστούν δυνατή την ει-σβολή άσχετων κλάδων και της αυθαιρεσίας των μεταμοντέρνων προσεγγίσεων, που χαρακτηρίζονται ακριβώς από την έλλειψη της στοιχειώδους εγκυκλίου παιδείας στο αντικείμενο για να μπορέσουν να το θεραπεύσουν σοβαρά. Η ως εκ τούτου επίταση της αδυναμί-ας της ειδικότητας καθιστά ευάλωτο το αντικείμενο σε εσκεμμένες πρωτοβουλίες αλλοιώσεως του χαρακτήρα του, όπως η προσπάθεια, που παρατηρείται κυρίως στις ΗΠΑ, εξοθωμανισμού της σπουδής του νέου ελληνισμού. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η τάση αυτή είναι άκρως ανησυχητική, διότι εκπορεύεται συχνά από ούτω καλούμενα προγράμματα ελληνικών σπουδών σε ισχυρά πανεπιστήμια. Δυστυ-χώς για λόγους χρόνου δεν μπορώ να επεκταθώ επί αυτού του σοβα-ρού ζητήματος στο οποίο έχω και άλλοτε αναφερθεί.

    Πέραν των εξωτερικών αυτών δυσκολιών υπάρχουν και οι εγχώρι-ες. Η Ελλάδα, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά της ιδρύματα είναι σήμερα το κέντρο της σπουδής του νέου ελληνισμού. Όμως η εξέλι-ξη αυτή εκθέτει την καλλιέργεια του κρίσιμου αυτού αντικειμένου για την ταυτότητα και την αυτογνωσία της κοινωνίας μας στις παθογένει-ες της πνευματικής ζωής της χώρας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σε όλες τις ειδικότητες των νεοελληνικών σπουδών σήμερα στην Ελλάδα γίνεται σοβαρή εργασία και συντελείται, παρά τις ποικίλες δυ-σχέρειες, αξιόλογη συχνά πρόοδος. Θα μπορούσαν να αναφερθούν αρκετά παραδείγματα για να τεκμηριωθεί αυτός ο ισχυρισμός.

    Δεν παύει όμως να κατατρύχεται η καλλιέργεια των νεοελληνικών σπουδών στη χώρα από τις ενδημικές παθογένειες που ανάγονται μάλλον στην κοινωνιολογία της επιστήμης και επηρεάζουν τη φορά της ερευνητικής πράξης: κατ’ εξοχήν ο φατριασμός και η ιδεολογική μονομέρεια που καλύπτουν εκτεταμένα δίκτυα πελατειακών σχέσεων, προσκολλημένα συχνά σε κομματικούς σχηματισμούς.

    Αυτά είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Το ανησυχητικό περί αυτών των φαινομένων είναι ότι λειτουργούν ανασταλτικά στην επιστημονική πρόοδο και, έχοντας ως κύρια μέριμνα τη διατήρηση των κεκτημένων, καταλήγουν να παράγουν μόνο εγχώριας κοπής, μη εξαγώγιμη επιστήμη που δεν μπορεί να συμβάλει σοβαρά στο ζητού-μενο που είναι η καθιέρωση του νεοελληνικού υποδείγματος, όπως κατ’ επανάληψη επισημάναμε σε ό,τι προηγήθηκε, ως της πρωταρχι-

  • 32

    κής ανάγκης και πρόκλησης ενώπιόν μας. Εξαιρέσεις βεβαίως υπάρ-χουν, αλλά είναι ως επί το πλείστον εξατομικευμένες και αντιπροσω-πεύουν τα αποτελέσματα μοναχικών επίμονων διαδρομών.

    Πρέπει να οδηγήσουμε τον προβληματισμό μας περί σπουδής του νέου ελληνισμού σε κάποια κατακλείδα. Δεν θα ήθελα η κατακλείδα αυτή να είναι απαισιόδοξη. Σας εξέθεσα προβληματισμούς, εντυπώ-σεις και διαπιστώσεις από την προσωπική μου διαδρομή και από τη θητεία μου στο πεδίο σπουδής του νέου ελληνισμού στο οποίο αφιέ-ρωσα τη ζωή μου και την επιστημονική μου προσπάθεια.

    Είναι ενδεχόμενο να παρουσίασα τη σημερινή κατάσταση των πραγ-μάτων κάπως πιο αυστηρά από ό,τι τής αξίζει, αλλά αυτό ας εκλη-φθεί ως εκδήλωση του ενδιαφέροντος και της ανησυχίας μου για τη σπουδή του νέου ελληνισμού και τις προοπτικές της. Πάντως ισχυρή πεποίθησή μου είναι ότι απέναντι στις προκλήσεις, τα προβλήματα, τους κινδύνους και τις δυσκολίες υπάρχει μια στρατηγική άμυνας και υπέρβασης: η πνευματική ειλικρίνεια στην αναγνώρισή τους και η σο-βαρότητα στην αντιμετώπισή τους με τη μόνη ενδεδειγμένη και αλάν-θαστη μέθοδο, δηλαδή με σοβαρή εργασία, με αδιαπραγμάτευτη προ-σήλωση στις αρχές και τους κανόνες της επιστήμης και με πίστη στην αξία του νέου ελληνισμού ως συστατικού στοιχείου της πανάρχαιας ελληνικής πνευματικής παράδοσης, που αποτελεί έναν ανεκτίμητο θησαυρό για ολόκληρη την ανθρωπότητα, και πρέπει πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανή και δημιουργική.

    ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΙΧ. ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ