ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ i matia sou_free.pdf ·...

24

Transcript of ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ i matia sou_free.pdf ·...

ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

Σειρά: Ελληνική ΠεζογραφίαΤίτλος: Όταν η ματιά σου άγγιξε την ψυχή μου

Συγγραφέας: Μαρία ΣωφρονίουΦιλολογική επιμέλεια: Aνθή Μπίσσα Θεώρηση δοκιμίων: Εύη Ζωγράφου Σελιδοποίηση: Έλενα Ματθαίου

Εκπόνηση εξωφύλλου: Φαίδων Σμυρναίος

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περι-ληπτική, η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχο-γράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Copyright © 2017: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ& Μαρία Σωφρονίου

Σόλωνος 136, Αθήνα 106 77Τηλ.: 210 3829339-210 3803925, Φαξ: 210 3829659

email: [email protected]

ISBN: 978-618-5104-92-4

ΜΑΡΙΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

Στον αγαπημένο μου Αντρέα,για τον ρομαντισμό, την έμπρακτη αγάπη,

την καλοσύνη και τη φροντίδαπου μου χάρισε απλόχερα…

Κεφάλαιο Πρώτο

Π ρώτ' αντίκρισα τα μάτια του, αγέλα-στα, μαύρα, έντονα, καυτά σαν κάρ-βουνα αναμμένα, καρφωμένα μέσα στα

δικά μου και ξαφνικά σταμάτησε ο χρόνος, και το παρόν, και η ζωή μου η ίδια, εκείνη τη μαγική στιγμή. Κι ας χόρευα στην πλατεία του χωριού και γύρω μου ήταν οι συγχορευτές μου και εκατοντά-δες άνθρωποι που μας παρακολουθούσαν. Κι ας κινούσε η δυνατή μουσική το σώμα μου. Τα μάτια μου έμειναν μέσα στα μάτια του, σάμπως βρήκαν το λιμάνι που έψαχναν από καιρό και άραξαν…

~ 10~

ΜΑΡΊΑ ΣΩΦΡΟΝΊΟΥ

Αυτό εμένα μου φάνηκε σαν αιωνιότητα. Στην πραγματικότητα, πρέπει να διήρκεσε κλάσματα του δευτερολέπτου. Σε μια στροφή του χορού, όταν ξαναγύρισα προς το μέρος του, δεν ήταν πια εκεί. Η μαγική στιγμή είχε περάσει.

t

Βρίσκομαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, είναι αργά το βράδυ. Ο Μορίς, ο άνδρας μου, κοιμάται στο πλάι μου. Έξω δεν ακούγεται το παραμικρό, η ησυχία είναι απόλυτη. Γυρίζω το κεφάλι και από το ανοικτό παράθυρο κοιτάζω τον έναστρο ουρανό και σκέπτομαι εκείνα τα μάτια που με συνεπή-ραν, σήμερα αργά το απόγευμα, στην πλατεία του χωριού. Προσπαθώ να φέρω την εικόνα αυτού του άγνωστου άνδρα στη σκέψη μου αλλά δεν υπάρχει τίποτε άλλο στη μνήμη μου παρά μόνο τα μάτια του. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Ούτε πώς έμοιαζε ούτε τί φορούσε ούτε αν ήταν όμορφος ή άσχημος ούτε αν ήταν ψηλός ή κοντός. Όχι, ψηλός θα πρέ-πει να ήταν! Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, παρά μόνο δύο μαύρα μάτια βυθισμένα στα δικά μου.

t

Στη Μεθώνη, ο άνδρας μου και εγώ φθάσαμε αρ-χές Απριλίου. Ούτε πού κατάλαβα πώς πέρασαν

~ 11~

ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

κιόλας τέσσερεις μήνες από τότε. Μαγεύτηκα από τον χώρο, από το πρώτο λεπτό. Ένιωσα οικεία! Σαν στο σπίτι μου…

Η άνοιξη είναι υπέροχη εποχή εδώ στην Ελλάδα. Εικόνες, αρώματα, χρώματα, διάθεση, όλα χαρού-μενα, όλα γιορτινά και φωτεινά.

Αυτή είναι η πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα. Ο Μορίς και εγώ, πιο πολύ ο Μορίς –ο οποίος είναι τακτικός επισκέπτης της Ελλάδας– το θέλαμε από καιρό αυτό το ταξίδι.

Ο Μορίς μάλιστα ήθελε να ζήσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα, να κάνει τις έρευ-νές του, τις μελέτες του επί τόπου και να γράψει το νέο του βιβλίο.

Ο άνδρας μου είναι συγγραφέας, πολύ καλός συγγραφέας, διακεκριμένος, βραβευμένος!

Εγώ πάλι ήθελα να έρθω στην Ελλάδα ορμώ-μενη από μια εσωτερική αγάπη γι’ αυτή τη χώρα, την οποία έτρεφα από μικρή. Είναι μια αγάπη που καλλιεργήθηκε μέσα μου από την οικογένειά μου και από έναν μεγάλο πίνακα που είχαν οι γονείς μου κρεμασμένο στον τοίχο του σαλονιού μας και ο οποίος απεικόνιζε τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, στην Πύλο, που έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1827. Ήταν ένα δώρο από τον γάμο τους και έδειχνε μια συγκλονιστική σκηνή από την ιστορία της Ελλά-δας. Όσο μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου, αυτός ο τεράστιος πίνακας ήταν πάντα εκεί, στην ίδια

~ 12~

ΜΑΡΊΑ ΣΩΦΡΟΝΊΟΥ

θέση να αιχμαλωτίζει τη ματιά μου και να με επη-ρεάζει αθόρυβα και σταθερά.

Αγάπησα τη ζωγραφική και ζωγράφιζα από μικρή, παρακινημένη από αυτό το έργο.

Σπούδασα ζωγραφική και κάθε φορά που άρχιζα έναν νέο πίνακα, προσδοκούσα όταν τελειώσει, να έχει τη δύναμη να επηρεάσει έστω και έναν άνθρωπο, όπως ακριβώς συνέβη και με μένα.

t

Αντίθετα με τη ναυμαχία που ήταν η αρχή του τέλους της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, έπειτα από τετρακόσια περίπου χρόνια τουρκικής κατο-χής, η χθεσινή εκδήλωση στην πλατεία γινόταν επετειακά, εις μνήμη της σφαγής των κατοίκων της Μεθώνης από τους Τούρκους κατακτητές, στις 10 Αυγούστου του 1500.

Οι χοροί είχαν επιλεγεί αυστηρά, να είναι χοροί λυπητεροί και να εκφράζουν την οδυνηρή καμπή της ιστορίας του τόπου.

Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα μου εδώ στη Μεθώνη προσχώρησα στον χορευτικό όμιλο επι-θυμώντας να ενσωματωθώ και να προσαρμοστώ στον τρόπο ζωής του τόπου. Ομολογώ πως υπήρξα πολύ τυχερή, και ευχαριστώ την καλή μου τύχη γι’ αυτό, επειδή η επιθυμία μου αυτή βρήκε τέτοια απρόσμενη υποστήριξη και έγινε τόσο αβίαστα

~ 13~

ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

και φυσικά, που σε λίγες ημέρες ένιωθα σάμπως να έζησα εδώ μια ολόκληρη ζωή.

Στο πούλμαν που μας έφερνε από την Αθήνα στη Μεθώνη, είχα την τύχη να γνωρίσω την Ειρήνη, μια κοπέλα είκοσι έξι ετών, η οποία κάθισε δίπλα μου και λίγο το νεαρό της ηλικίας μας, λίγο το αυθόρμητο του χαρακτήρα της βρεθήκαμε να κου-βεντιάζουμε, να γελάμε, να ανοιγόμαστε και να συνδεόμαστε. Η τετράωρη διαδρομή μηδενίστηκε και έμεινε μόνο μια φιλία που γεννήθηκε αυτόματα και που διευκόλυνε τη ζωή μου εδώ στη Μεθώνη όσο δεν μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ.

t

Με τον Μορίς παντρευτήκαμε πριν από τρία χρό-νια. Εγώ στα είκοσί μου και αυτός στα τριάντα επτά του. Όμως, η καταπληκτική μας σχέση είχε αρχίσει από πολύ πιο νωρίς, όταν εγώ δεν ήμουν παρά ένα κορίτσι δεκαέξι χρονών. Τότε ο Μορίς ήρθε να ζήσει στο σπίτι που βρισκόταν δίπλα στο πατρικό μου.

Καθηγητής πανεπιστημίου, λέκτορας φιλοσο-φίας, με διδακτορικό στον Ελληνικό Πολιτισμό, ένας υπέροχος άνθρωπος απ’ όλες τις απόψεις.

Οι γονείς μου τον αγκάλιασαν απ’ την πρώτη στιγμή που τον γνώρισαν. Τους κέρδισε αστρα-πιαία, αλλά δεν ήταν και δύσκολο να το πετύχει.

~ 14~

ΜΑΡΊΑ ΣΩΦΡΟΝΊΟΥ

Είχε το μαγικό κλειδί. «Ελληνικός Πολιτισμός». Αυτές οι δύο λέξεις είναι ο κωδικός που ξεκλειδώ-νει τις ψυχές των γονιών μου.

Γεννημένοι και οι δύο στη Γαλλία, όπως και εγώ άλλωστε, έχουν καταγωγή και ανατροφή ελληνική, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Επίσης, στην ευρύτερη οικογένεια του πατέρα μου υπήρχε από παλιά κάτι σαν σιωπηλός νόμος: τα παιδιά να έχουν ελληνική παιδεία και ανα-τροφή και να παντρεύονται πάντα Έλληνες στην καταγωγή, έστω κι αν αυτοί είναι Γάλλοι γέν-νημα-θρέμμα. Δεν ξέρω πώς γεννήθηκε αυτός ο νόμος, αλλά κρατήθηκε με ευλάβεια μέχρι τις ημέρες μου. Πρώτη εγώ τον έσπασα και παντρεύ-τηκα έναν αληθινό Γάλλο, που λατρεύει όμως την Ελλάδα.

Οι γονείς μου αποδέχτηκαν αυτήν την εξαίρεση για δύο λόγους. Πρώτον, διότι αγαπούσαν και θαύμαζαν τον Μορίς και πίστευαν ότι κοντά του θα ζούσα μια ζωή όμορφη, γεμάτη αγάπη, μιας και ο Μορίς με λατρεύει και έχει αφιερώσει όλο του τον εαυτό στο να είμαι εγώ ευτυχισμένη. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι ίδιοι παντρεύτηκαν από συνοικέσιο και δεν ευτύχησαν. Έμειναν μαζί, ίσως για μας τα παιδιά τους, αλλά είναι τόσο δια-φορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι, όπως η ανατολή με τη δύση.

Δεν είχαμε ποτέ τσακωμούς στο σπίτι· αντιθέ-τως, υπήρχε μια απάθεια και μια αδιαφορία για

~ 15~

ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

οτιδήποτε θα μπορούσαμε να κάνουμε από κοι-νού. Ο καθένας έκανε από μόνος του ό,τι ήθελε. Δεν μαζεύαμε κοινές αναμνήσεις από εκδρομές, παραστάσεις, συζητήσεις και ευτυχισμένες οικο-γενειακές στιγμές…

Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ο Μορίς μπήκε στη ζωή μου με τέτοια ευκολία και αντικα-τέστησε με τη σταθερότητα και τη φροντίδα του όλη εκείνη την αδιαφορία και απάθεια. Βρήκα σ' αυτόν την αδελφή ψυχή, που ήταν πάντα σταθερά δίπλα μου, γεμάτη προθυμία να ακούσει, να μοι-ραστεί, να συμπαρασταθεί, να γίνει ο προστάτης άγγελός μου και προ πάντων μέσα από τη δική του προσωπικότητα να διαμορφωθεί και ο δικός μου χαρακτήρας και η δική μου προσωπικότητα, ήρεμα και σωστά, στα χρόνια της εφηβείας μου.

Αγαπηθήκαμε βαθύτατα, σιγά-σιγά, χρόνο με τον χρόνο. Γίναμε αχώριστοι. Πάντα και παντού μαζί. Κοντά του γνώρισα τη μουσική, τη φιλοσο-φία, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, το θέατρο, την όπερα, τις εκδρομές, τις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής και πάνω απ’ όλα τις συζητήσεις. Συζητούσαμε για όλα, ώρες ατελείωτες, υπέροχες, και όταν στα δεκαεννιά μου με αγκάλιασε τρυ-φερά και μου έδωσε το πρώτο φιλί, ήδη εγώ τον αγαπούσα τόσο πολύ που κούρνιασα στην αγκα-λιά του και έμεινα εκεί προστατευμένη και γαλή-νια από τότε μέχρι σήμερα.

~ 16~

ΜΑΡΊΑ ΣΩΦΡΟΝΊΟΥ

Μέχρι σήμερα, διότι σήμερα κάτι συνέβη. Με αναστάτωσαν δύο μαύρα μάτια. Δύο μαύρα μάτια που δεν ήξερα τον ιδιοκτήτη τους.

t

Τις επόμενες τρεις ημέρες, όταν κατεβαίναμε κάτω στο χωριό –το σπίτι μας είναι πάνω στον λόφο– έπιανα τον εαυτό μου να κοιτάζει στα μάτια όλους τους άνδρες που συναντούσα μπροστά μου. Αν συνεχιζόταν αυτό ακόμη λίγες ημέρες, θα έβγαζα το όνομα της πλανεύτρας. Ντρεπόμουν για λογα-ριασμό μου.

Αποφάσισα να ξεχάσω την όλη ιστορία, να τη βγάλω από τη σκέψη μου, να ηρεμήσω και να συνεχίσω τη ζωή μου.

t

Ο άνδρας της Ειρήνης, της πρώτης και καλύτερής μου φίλης εδώ στη Μεθώνη, είναι ο γεωπόνος της περιοχής. Ένας υπερδραστήριος τριανταπεντά-ρης. Έχει ένα τεράστιο φυτώριο με ό,τι λουλούδι, φυτό ή δένδρο βάλει ο νους σας. Λατρεύει τη δου-λειά του! Όλοι σ’ αυτόν τρέχουν για να αγοράσουν τα φυτά τους ή τα φυτοφάρμακά τους ή όταν θέλουν τη συμβουλή του για οτιδήποτε αφορά τους κήπους, τα περιβόλια ή τα μποστάνια τους.

~ 17~

ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

Ξέρει τα πάντα στον τομέα του και είναι ο πιο πρόθυμος άνθρωπος στον κόσμο στο να μοιράζε-ται τις γνώσεις του. Όλοι τον αγαπούν.

Το σπίτι που νοικιάσαμε στην κορυφή του λόφου είναι κτισμένο στη μέση του κτήματος. Ανατολικά και βόρεια του σπιτιού είναι ο ελαιώνας, με κάπου δεκαοκτώ ελιές. Μπροστά, στα δυτικά δηλαδή του σπιτιού, βρίσκεται ένας καταπληκτικός τρια- νταφυλλόκηπος με περισσότερες από πενήντα τριανταφυλλιές. Τον Απρίλη, όταν φτάσαμε εδώ, ήταν όλες ολάνθιστες και μοσχομυριστές.

Ο Μορίς και εγώ τρελαθήκαμε. Υιοθετήσαμε αμέσως τον κήπο, σαν παιδί μας.

Πρωί-πρωί, μόλις ξυπνούσαμε, πριν ακόμη βγει ο ήλιος, κατεβαίναμε στην αυλή για να κόψουμε τα μαραμένα τριαντάφυλλα, να κλαδέψουμε, να ξεχορταριάσουμε, να φυτέψουμε και ταυτόχρονα να μυριστούμε και να θαυμάσουμε…

Για μας ήταν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο, που μας ενθουσίασε και που μας έκανε να θέλουμε να μάθουμε τα πάντα, για το πώς να περιποιηθούμε, να συντηρήσουμε και να μεγαλώσουμε αυτόν τον θαυμάσιο κήπο.

Φυτέψαμε τέσσερα γιασεμιά, ένα αγιόκλημα, μια βουκαμβίλια, ιβίσκους, γεράνια, χρυσάνθεμα και ένα σωρό άλλα λουλούδια.

Αλλά η χαρά μας και το καμάρι μας ήταν το περιβόλι που δημιουργήσαμε στη νότια πλευρά

~ 18~

ΜΑΡΊΑ ΣΩΦΡΟΝΊΟΥ

του σπιτιού. Φυτέψαμε έξω-έξω, κοντά στην περί-φραξη, τέσσερεις διαφορετικές ποικιλίες κλή-ματα, δύο βερικοκιές, μια συκιά, μια μουσμουλιά και μια λεμονιά. Πιο κοντά στο σπίτι, δημιουργή-σαμε τον λαχανόκηπό μας. Δυόσμο, βασιλικό, μαϊ-ντανό, σέλινο, κρεμμυδάκια, πιπεριές, κολοκυθιές, ντοματιές. Φυτεύαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας, όλα από το φυτώριο του Γιάννη και με τον ίδιο, συμβουλάτορα και καθοδηγητή μας.

Κοντά στον Γιάννη και στην Ειρήνη βρήκαμε αγάπη και φιλία και τα ανταποδώσαμε. Είναι παράξενο, το πόσο σύντομα τους νιώσαμε εντε-λώς δικούς μας ανθρώπους.

Ο Μορίς λέει πως αυτές είναι ευλογίες στη ζωή μας, που πρέπει να τις δεχόμαστε και να τις εκτι-μάμε σαν θεϊκά δώρα…

t

Ένα βράδυ αποφασίσαμε να πάμε όλοι μαζί για φαγητό, κάτω στο χωριό, σε μια όμορφη ταβέρνα, στον πάνω δρόμο, τον λεγόμενο εμπορικό, ο οποίος τα βράδια του καλοκαιριού κλείνει και γίνεται πεζόδρομος δίνοντας την ευκαιρία σε ντόπιους και ξένους να απολαύσουν τη βόλτα τους και το φαγητό τους.

Η ταβέρνα ανήκει σ’ ένα ανοιχτόκαρδο ζευγάρι. Μαγειρεύουν εξαιρετικά και οι δύο, σερβίρουν και

~ 19~

ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

οι δύο και αρέσει και στους δύο η κουβέντα με τους πελάτες.

Όλοι οι ξένοι, μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, Ελβετοί, Ολλανδοί, Άγγλοι, Γερμανοί, Αυστρια-κοί κ.λπ., είναι πελάτες τους. Όλοι λατρεύουν την ελληνικότατη κουζίνα του ζευγαριού.

Όταν φτάσαμε, παρ’ όλο που ήταν νωρίς –ο ήλιος μόλις είχε δύσει– τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα από χαρούμενους, καλοκαρδισμένους ανθρώπους και ο χώρος έμοιαζε σαν μια μικρή Βαβέλ, όπου όλοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα.

Βολευτήκαμε σ’ ένα ακριανό τραπεζάκι και καθίσαμε έχοντας θέα προς την πλευρά του κάστρου, που εκείνη την ώρα έλαμπε στο τελευ-ταίο φως του ήλιου, που καθυστερούσε ακόμη στον ορίζοντα.

Ήμουν απορροφημένη στη συζήτηση των ανδρών που περιστρεφόταν γύρω από τα φυτά, όταν ξαφ-νικά ένιωσα, ναι ένιωσα, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, κάποιον να με κοιτάζει. Γύρισα τα μάτια μου και τον είδα. Ερχόταν αργά, σαν σε αργή κίνηση ή έτσι μου φάνηκε εμένα, ένας άνδρας που με κάρφωνε με τα μάτια του, εκείνα τα μαύρα διαπεραστικά μάτια, που είχα νομίσει πως δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά στη ζωή μου. Πάγωσα, πιάστηκε η αναπνοή μου, έμεινα ασάλευτη, μαρμαρωμένη.

Πλησίαζε, όλο και πλησίαζε, και τα μάτια μας συνέχιζαν να είναι ενωμένα, σαν μαγνητισμένα.

~20~

ΜΑΡΊΑ ΣΩΦΡΟΝΊΟΥ

Σταμάτησε να με κοιτάζει, όταν πέρασε από δίπλα μας, ακριβώς πίσω από τον Μορίς. Μας προσπέρασε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Εκείνη τη στιγμή νόμισα πως η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά. Ήθελα να γυρίσω πίσω μου, να τον κοι-τάξω, αλλά δεν είχα τη δύναμη να το κάνω.

Όταν συνήλθα, η συζήτηση για τα φυτά συνεχι-ζόταν και κανένας δεν είχε αντιληφθεί αυτό που μου συνέβη.

Εγώ όμως δεν ήμουν πια η ίδια. Κάτι πολύ δυνατό συγκλόνισε τη ζωή μου.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από τη βραδιά.

Είχα βυθιστεί στη σκέψη αυτής της συνάντη-σης και ένιωθα μια γλύκα να γεμίζει όλη μου την ύπαρξη.

Όταν αργότερα βρέθηκα στην ησυχία της νύχτας και της κρεβατοκάμαράς μου, ανενόχλητη, άφησα ελεύθερη τη σκέψη μου να ξαναζωντανέψει αυτό που συνέβη. Έκλεισα τα μάτια μου και τον είδα να πλησιάζει με εκείνο το αργό, με τη χάρη αιλου-ροειδούς, περπάτημά του. Πραγματικά ψηλός, με ένα σώμα λεπτό, νευρώδες, δυνατό. Με μια φυσιογνωμία που με ελκύει βαθύτατα, κι ας μην την έχω δει παρά μόνο δύο φευγαλέες στιγμές. Δεν μπορώ ακόμη να προσδιορίσω ακριβώς πώς μοιάζει, αν είναι ξανθός ή μελαχρινός, με χοντρά ή λεπτά χαρακτηριστικά, με ίσια ή σγουρά μαλλιά. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτό που αντίκρισα,

~21~

ΟΤΑΝ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΓΓΙΞΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

και τις δύο φορές που συναντηθήκαμε, μου αρέ-σει, θέλω να το βλέπω και όταν το χάσω από τα μάτια μου, το αναπολώ.

Ποιός είναι αυτός ο άνδρας; Γιατί η δύναμη της ματιάς του ακουμπά την ψυχή μου; Γιατί αφήνω τα μάτια μου να συναντούν τα δικά του και ανα-στατώνομαι; Αυτός είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας;

t

Το πρωί όταν ξύπνησα, άπλωσα το χέρι μου ανα-ζητώντας τον Μορίς, όμως η θέση του στο κρεβάτι μας ήταν άδεια.

Τον άκουσα στην κουζίνα, να ετοιμάζει τον χυμό μας, κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο μπορούσε.

Ο Μορίς και εγώ είμαστε άνθρωποι πρωινοί. Κοιμόμαστε νωρίς, ξυπνάμε νωρίς, γεμάτοι ζωντά-νια και όρεξη για δουλειά.

Κάθε πρωί, πίνουμε τον χυμό μας και κατεβαί-νουμε στον κήπο. Όταν επιστρέψουμε στο σπίτι, κάνουμε το μπάνιο μας και παίρνουμε το πρό-γευμα καθισμένοι στη βεράντα, χαζεύοντας την καταπληκτική θέα της Μεθώνης, του κάστρου της, της θάλασσας και όλου του ορίζοντα.

Στη συνέχεια, ο Μορίς αφοσιώνεται στο γρά-ψιμό του και εγώ στη ζωγραφική μου.

Αυτό το διάστημα ετοιμάζω τους πίνακες για την πρώτη ατομική μου έκθεση. Σε ομαδικές εκθέσεις έχω πάρει μέρος αρκετές φορές, με τρεις

~22~

ΜΑΡΊΑ ΣΩΦΡΟΝΊΟΥ

ή τέσσερεις πίνακες κάθε φορά. Όμως δική μου, κατάδική μου έκθεση, είναι η πρώτη φορά που ετοιμάζω και είμαι τόσο, μα τόσο συγκινημένη.

Μου αρέσει να ζωγραφίζω τοπία ονειρικά, τοπία που δεν υπάρχουν παρά μόνο στη φαντασία μας.

Αρχίζω τον πίνακα από το βάθος, με τοπία σαν μέσα από πέπλο, ομιχλώδη, μακρινά, με χρώ-ματα αχνά και όσο έρχομαι πιο έξω, τα χρώματα ζωντανεύουν, τα τοπία ζωντανεύουν, οι μορφές ζωντανεύουν και ενωμένα όλα μαζί εκφράζουν τον εσώτερό μου κόσμο, που είναι ευαίσθητος και ρομαντικός και ταυτόχρονα τολμηρός και χαρού-μενος.

Κανένας πίνακας δεν μοιάζει με τον άλλον και αυτό αποδεικνύει πόσο πολλούς και διαφορετι-κούς κόσμους έχουμε μέσα μας. Αυτό είναι κάτι που εκπλήσσει και εμένα την ίδια, κάθε φορά που τελειώνει ένα δημιούργημά μου.

t