Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η...

13
Κάποτε στην Αίγινα ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ οσελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Transcript of Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η...

Page 1: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

Κάποτε στην ΑίγιναΜια αληθινή ιστορία αγάπης που ξεκινά στην Αί-

γινα, λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο του ’40. Αθηναία εκείνη, Γερμανός αυτός. Συμμαθητές από

παιδιά στο γυμνάσιο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Η αγάπη τους έμελε να περάσει μέσα από τη δίνη του πολέμου και τη γερμανική κατοχή. Να δοκιμαστεί σκληρά από ανθρώπους και γεγονότα, στη δύσκολη εκείνη εποχή που ο έρωτας μιας Ελληνίδας μ’ έναν Γερ-μανό αξιωματικό όχι μόνο σοκάριζε αλλά ήταν προδο-σία, ξεδιαντροπιά, έγκλημα...

Μια ιστορία που θα ξυπνήσει κοιμισμένες μνήμες στους παλιούς και ίσως διδάξει πολλά στους νέους για εκείνη την ταραγμένη περίοδο.

Μια πραγματική ιστορία με απρόβλεπτες εξελίξεις ως την στιγμή του επιλόγου, ο οποίος θα παιχτεί, πολ-λά χρόνια αργότερα, και πάλι στην Αίγινα.

Ο Αργύρης Φορτούνας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στην ΑΣΟ&ΕΕ, το σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολήθηκε επαγ-γελματικά με τη μελέτη και την παραγωγή βιομηχανικών θερμοπλαστικών προϊόντων και κυρίως με την κατασκευή σωλήνων για μόνιμες εγκα-ταστάσεις μεταφοράς υγρών και αερίων.

Έχει γράψει τεχνοοικονο-μικές μελέτες για τη χρήση, την ορθή εγκατάσταση και τις αντοχές των προϊό-ντων αυτών. Πολλές έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και γερμανικά περιοδικά του κλάδου.

Όταν το 1942, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αποφοίτησε από τη Γερμανι-κή σχολή Αθηνών, εγκατα-στάθηκε στην Αίγινα, όπου από την αρχή του ιταλικού πολέμου ζούσε η οικογένειά του. Μετά από παράκληση των ελληνικών αρχών του νησιού, δέχτηκε ν’ αναλάβει τη θέση του διερμηνέα.

Παντρεύτηκε το 1954 την

Νίκη Οικονόμου και έχει δυο παιδιά. Σήμερα ζει μόνιμα στην Αίγινα. Γεμίζει τις ώρες του με διάβασμα αλλά και τη συγγραφή προσωπικών του βιωμάτων που ξεχώρισαν στη μνήμη του.

Τα κείμενά του παρμέ-να όλα μέσα από παλιές αναμνήσεις, αναφέρονται σε ιστορίες και γεγονότα από την περίοδο της γερμανι-κής κατοχής, αλλά κι από τους μετέπειτα χρόνους του εμφυλίου. Ήταν στα δύσκο-λα χρόνια, που ξεκίνησαν το ’40 με τον ιταλικό πόλεμο και κράτησαν μέχρι το τέλος σχεδόν του ’49 με τη λήξη του εμφυλίου. Μια ταραγ-μένη και τραγική εποχή για τον τόπο, που του έταξε η τύχη να ζήσει ο ίδιος αρκετά έντονα.

Για την περίοδο της γερ-μανικής κατοχής που ήταν διερμηνέας και για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Αίγινα, κυκλοφορούν δύο βιβλία του, «Οι αναμνήσεις μου – Αίγινα 1941-1944» το οποίο σύντομα θα κυκλο-φορήσει και στην Αγγλική γλώσσα και «Οι αναμνήσεις μου Μέρος Β΄, Στα χρόνια της νιότης».

ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

Κάποτε στην Αίγινα

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

Page 2: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

ΤιΤλος Κάποτε στην Αίγινα ςυγγραφέας Αργύρης Φορτούνας ςειρα Λογοτεχνία [1358]0411/09 φωΤο εξωφυλλου Ελαιογραφία Ελένης Φορτούνα Copyright© 2011 Αργύρης Φορτούνας ΠρώΤη εκδοςη Αθήνα, Μάιος 2011 ISBN 978-960-9499-70-5

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις Οσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e—mail: [email protected], [email protected]

www. ocelotos. gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτο-ανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορ-φή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγ-γραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

Page 3: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

Κάποτε στην Αίγινα

Page 4: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές
Page 5: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

Στην τάξη του 1942 της γερμανικής σχολής Αθηνών.

Σ’ αυτούς που μένουν. Ανάμνηση γλυκιά για όσους έφυγαν.

Page 6: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές
Page 7: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ 7

Σαν πρόλογος

Μια αληθινή ιστορία που ξεκινάει λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο από την Αίγινα, με το τέλος της να γράφεται και πά-

λι στην Αίγινα κάποια αυγουστιάτικη μέρα του 1976.Οι ήρωές της λίγο-πολύ γνωστοί, μια κι η τύχη το ’φερε έτσι να

τους γνωρίσω, να μιλήσω μαζί τους και να παίξω κι εγώ κατά την περίοδο του πολέμου εκεί μέσα κάποιο ρόλο κομπάρσου. Πάντα κρατούσα στο μυαλό μου τη σκέψη να καθίσω κάποτε να τη γρά-ψω. Ωστόσο, ο φόβος μη κι ανασκαλέψω αραχνιασμένες παλιές μνήμες που ’μεναν από χρόνια ξεχασμένες στο χρονοντούλαπο, μ’ έριχναν πάντα σε δίλημμα και με προβλημάτιζαν. Έτσι, κατέλη-ξα κάποια στιγμή ν’ αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη να βαδίσει παράλληλα με την πραγματικότητα και ν’ ανασκευάσει όλα εκείνα τα σημεία που δημιουργούσαν το πρόβλημα. Άλλα ονόματα παρέ-μειναν ως είχαν, ενώ άλλα αντικαταστάθηκαν με φανταστικά. Για τους ίδιους λόγους έπρεπε ν’ αλλάξουν κάπως, ακόμα να παραλει-φθούν, γεγονότα που θ’ άφηναν πιθανώς πίσω τους κάποιο χνάρι αναγνώρισης.

Είμαι σίγουρος πως η Χριστίνα –όπως τη βάφτισε η φαντασία– και που για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο εξακολουθούσε να πα-ραθερίζει με την οικογένειά της στην Αίγινα, θα παραμείνει άγνω-στη πρωταγωνίστρια της ιστορίας ακόμα κι ανάμεσα σε εκείνους που τυχόν την είχαν τότε γνωρίσει.

Ιδιαίτερη προσοχή έδωσα στους διαλόγους. Δεν ήταν μοναχά να μη ξεφύγει κάτι, έστω και μια λεπτομέρεια που ’πρεπε να μείνουν θαμ-μένοι στη λήθη, αλλά προσπάθησα να προσεγγίσουν μέσα από τη φα-ντασία μου όσο γινόταν περισσότερο την πραγματικότητα. Ακόμα έπρεπε, παρόλες τις αλλαγές που αναγκαστικά έγιναν, τα γεγονότα κι οι διάλογοι να έρθουν και να δέσουν μεταξύ τους, έτσι ώστε η ιστο-ρία να κυλήσει ομαλά σαν ένα μυθιστόρημα.

Ήταν τότε, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ό,τι είχα τελειώσει το γυμνάσιο στη γερμανική σχολή της Αθή-

νας κι έφευγα για να βρω τους δικούς μου –τη μητέρα με τα τρία

Page 8: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

8 ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

μου αδέλφια– στο εξοχικό μας σπίτι στην Αίγινα που από τις αρ-χές του πολέμου είχαν εγκατασταθεί εκεί. Ο πατέρας είχε πεθά-νει πριν από λίγα χρόνια. Σε εκείνα τα πέτρινα χρόνια του 1942, καταμεσής της κατοχής, επιστρέφοντας στο νησί, βρέθηκα, δί-χως να το επιδιώξω, διερμηνέας των Γερμανών. Άλλοι το αποφά-σισαν. Εγώ απλώς, ίσως κι απερίσκεπτα με την απειρία των τότε δέκα επτά μου χρόνων, το δέχτηκα.

Αυτό είναι όμως μια άλλη ιστορία. *Στη δύσκολη εκείνη εποχή που τη ζωή μας την κουμάνταρε ο

κατακτητής, ο έρωτας μιας Ελληνίδας μ’ έναν Γερμανό αξιωματι-κό σοκάριζε. Σκορπούσε δικαιολογημένα θυμό, αγανάκτηση και περιφρόνηση. Έθιγε τα Ιερά και Όσια του ρημαγμένου λαού. Ήταν μέγα ολίσθημα και ασυγχώρητο αμάρτημα. Μια Ρωμιά ερωμένη ενός Γερμανού. Αγαπητικιά του μισητού εχθρού και καταπατητή της πατρίδας. Προδοσία; Ξεδιαντροπιά; Έγκλημα; Όπως και να το ’λεγες εκείνες τις μέρες, ήταν πολύ ήπιος ο χαρακτηρισμός.

Κι όλοι εμείς οι παλιοί, όσοι απομείναμε κι επιμένουμε να ζού-με ακόμα μέχρι σήμερα, δεν έχουμε λησμονήσει εκείνες τις μαύ-ρες μέρες της γερμανικής κατοχής.

Το γεγονός πως ο έρωτας δεν ξεχωρίζει εθνικότητα, φυλή και ιδεολογία, κανείς δεν το λογάριαζε εκείνα τα χρόνια, μια εποχή ταραγμένη, γεμάτη από πάθη, μίση κι ανελέητους αγώνες επιβί-ωσης. Σε μια εποχή που η οσμή του θανάτου πλανιούνταν ολόγυ-ρα και δε γνώριζες πώς θα ξημέρωνε η άλλη μέρα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα ιστορικά γεγονότα ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγμα-τικότητα. Γεγονότα, ημερομηνίες και ιστορικές περιγραφές αναφέρονται ακριβώς όπως τα ζήσαμε τότε και σημάδεψαν για πολλά χρόνια τις τύχες ολόκληρης της Ευ-ρώπης.

Α. Φ.

* Αναφέρεται στο βιβλίο μου «ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ Αίγινα 1941 – 1944»

Page 9: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ 9

h 1 g

Δεκέμβρης 1941

Ήταν θαρρώ λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Τα πιο θλιβερά και παγωμένα Χριστούγεννα που πέρασαν μέχρι σήμερα. Το φως της Γέννησης του Κυρίου δεν κα-

τάφερε στις Άγιες εκείνες μέρες να φωτίσει και να φέρει κάποια ζεστασιά στις καρδιές των ανθρώπων.

Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές των ανθρώπων που πάσχιζαν ν’ αντέξουν τη σκλαβιά. Να προσπαθούν να ξεπεράσουν με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο την πείνα και να κρατηθούν με νύχια και με δόντια στη ζωή. Κι ο χειμώνας, σαν να ’χε κι εκείνος συμμαχήσει με τον κατακτητή, έδειχνε τα δόντια του στρώνοντας για μέρες πολλές στα λευκά ολόκληρη την Αττική.

Στην Αίγινα, στη στρατιωτική λέσχη των Γερμανών, στον πα-ραλιακό δρόμο του νησιού, μέσα στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Ακταίον» που ήταν επιταγμένο από τα στρατεύματα κατοχής, οι στρατιώτες είχαν από νωρίς πιάσει να πίνουν απανωτά τις μπίρες και τα ποτά. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχναν στο μπράντι «Μετά-ξας», όπως το ’λεγαν, με τονισμένη την παραλήγουσα. Τα τραγού-δια τους που μιλούσαν γι’ αφημένους στην πατρίδα έρωτες, έμοια-ζαν πιότερο με τα στρατιωτικά τους θούρια. Τα παράφωνα ξεφω-νητά τους ακούγονταν μέτρα μακριά. Κάθε τόσο η πόρτα άνοιγε κι ένας στρατιώτης έβγαινε τρικλίζοντας από το μεθύσι, προσπαθώ-ντας να διασχίσει τον παραλιακό δρόμο και να φτάσει μέχρι αντί-περα στο κεφαλόσκαλο του λιμανιού. Εκεί, πάνω από τη θάλασ-σα, ξεδιάντροπα, μπροστά στους λιγοστούς περαστικούς, άνοιγε τα πόδια πασχίζοντας να ισορροπήσει ορθός και ν’ αδειάσει την κύστη του.

Σαν τέλειωνε, με αναστεναγμό ανακούφισης έπιανε να διορθώ-

Page 10: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

10 ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

σει όπως όπως το παντελόνι του κι επέστρεφε να συνεχίσει τη δια-σκέδαση. Οι Γερμανοί μέσα στη λέσχη άφηναν καμιά φορά τα ερω-τικά τραγούδια κι έπιαναν τα στρατιωτικά θούρια. Είχαν συνθέσει μάλιστα κι ένα ειδικά για την Αίγινα. Συνήθιζαν να το τραγουδούν σαν βάδιζαν παραταγμένοι σε τριάδες είτε για την υπηρεσία είτε για τον οίκο ανοχής που διατηρούσαν μόνιμα στην πόλη.

Κι ένας στίχος από το τραγούδι τους μεταφρασμένο στα ελλη-νικά έλεγε:

Θέλουμε να βαδίζουμε όλο και πιο μακριά Κι ας πέφτουν κι από τον ουρανό σκ...ά Να γυρίσουμε πίσω στη Γερμανία θέλουμεΗ Αίγινα είναι ο κώ... ς του κόσμου.

Στα γερμανικά βέβαια υπήρχε ομοιοκαταληξία κι ο σκοπός του για στρατιωτικό τραγούδι δεν ήτανε κακός. Τα λόγια του, γεμάτα πατριωτισμό και δόξα, φανέρωναν τη νέα τάξη πραγμάτων που ’θε-λαν να επιβάλουν οι ναζί στην Ευρώπη. Οι αφιονισμένοι υποτελείς του ανισόρροπου αρχηγού τους. Πολλοί Αιγινήτες, από τις πολλές φορές που το ’χαν ακουσμένα, είχαν μάθει πια το σκοπό και πολ-λές φορές το σιγοτραγουδούσαν δίχως να γνωρίζουν βέβαια τι εν-νοούσαν τα λόγια του.

Στην πίσω μεριά της στρατιωτικής λέσχης που έβλεπε στο στε-

νό χωμάτινο σοκάκι απέναντι από το χορταριασμένο παρκάκι της εκκλησιάς της Παναγίτσας, ο Γερμανός μάγειρας έβγαζε κάθε τόσο με δύο κουβάδες τα σκουπίδια της κουζίνας. Τα άδειαζε σ’ ένα με-γαλύτερο δοχείο που ήταν ακουμπισμένο δίπλα από την εξώπορτα του μαγειρείου. Εκεί, λίγα μέτρα πιο πέρα, μισοκρυμμένα στα στε-νοσόκακα της γειτονιάς, περίμεναν καρτερικά καμιά δεκαριά πι-τσιρικάδες. Κοιτούσαν με λαίμαργα μάτια πότε θα ανοίξει η πόρ-τα να φανεί ο μάγειρας. Όλοι τους με ορατά τα σημάδια της πείνας στ’ αδύνατα κορμάκια τους.

Μπορούσαν για ώρες να στέκονται εκεί στην παγωνιά, κοιτά-ζοντας πότε θα βγουν τα σκουπίδια των Γερμανών με το πολύτιμο

Page 11: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ 11

περιεχόμενό τους. Τα αποφάγια των χορτάτων άφηναν πάντα πε-ρισσεύματα τροφής για τους πεινασμένους.

Ο μάγειρας δεν προλάβαινε να κλείσει καλά καλά το καπάκι του δοχείου και να ξαναμπεί στην κουζίνα, όταν οι πιτσιρικάδες ορμού-σαν μ’ όση δύναμη τους είχε απομείνει στα σκελετωμένα τους πο-δάρια.

Οι δύο Γερμανοί, μάγειρας και βοηθός, κοντοστέκονταν τότε στην πόρτα κι έκαναν χάζι το θέαμα. Περιγελούσαν με την ψυχή τους τη δυστυχία. Η σκηνή επαναλαμβανόταν συχνά, και κυρίως τα βράδια που μαζεύονταν οι στρατιώτες στη λέσχη και τα σκου-πίδια με τ’ αποφάγια πολύστευαν.

Κάποτε οι μάγειροι σκέφτηκαν να διασκεδάσουν περισσότερο. Έπιασαν κι έριξαν στ’ αποφάγια μπόλικο πιπέρι. Τα παιδιά ανυπο-ψίαστα έπεσαν πεινασμένα όπως πάντα να γεμίσουν τα στόματα με τα γλειμμένα κόκαλα και τα υπολείμματα ψωμιού των χορτα-σμένων. Μερικά τα ’φτυσαν αμέσως. Άλλα έμεναν για μια στιγμή με μπουκωμένο το στόμα σκεφτικά κι αναποφάσιστα. Το αδειανό στομάχι περίμενε ανυπόμονα το φαγητό. Όμως το στόμα καιγόταν. Γλώσσα και ουρανίσκος έβγαζαν φωτιές. Οι περισσότεροι πήραν τη γενναία απόφαση. Έδωσαν μια και τα κατάπιαν. Η πείνα είχε νι-κήσει τους δισταγμούς. Οι πιο τολμηροί προχώρησαν και σε δεύ-τερη μπουκιά που τώρα έδειχνε να ’ναι λιγότερο καφτερή. Έμοια-ζε να το συνήθιζαν σιγά σιγά και συνέχισαν να γεμίζουν τα πεινα-σμένα τους στομάχια ξανά και πάλι ξανά. Κι όλο και πιο γλυκό έδει-χνε να μοιάζει. Κι οι Γερμανοί να κοιτάζουν τα χλομά πρόσωπα των παιδιών να μορφάζουν στην προσπάθεια να ξεπεράσουν το αναπά-ντεχο και να κρατούν την κοιλιά τους από τα γέλια.

Εκείνο το βράδυ ο μικρός Κωνσταντίνος άρχισε ξαφνικά να νιώ-θει πόνους στην κοιλιά. Το τρυφερό κι αδειανό στομάχι του μικρού δε δέχτηκε τη φλόγα του πιπεριού. Κρατιόταν με δυσκολία να μη φανερωθεί. Να μην το καταλάβει η μάνα του. Δεν ήθελε να μάθει πως έτρωγε από τα σκουπίδια των Γερμανών. Εκείνη όμως το ’ξε-ρε, όπως το ’ξεραν κι όλες οι άλλες μανάδες της παρέας του. Όμως το ’βλεπαν σαν κάποια λύση στην απόγνωση. Προτιμούσαν να το

Page 12: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

12 ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

προσπερνούν ασχολίαστα και να το αποδιώχνουν από το μυαλό τους.

Κάποια στιγμή οι πόνοι έσφιξαν το μικρό Κωνσταντίνο. Έγιναν αβάσταχτοι και τον ανάγκασαν να ζητήσει τη βοήθεια της μητέρας του. Η κυρα-Φωτεινή, φοβισμένη, έτρεξε να φωνάξει το γιατρό.

Ο Ξυδέας, ο ένας από τους δύο γιατρούς του νησιού, έφτασε γρήγορα στο σπίτι.

—Τι έχεις, μάτια μου; τον ρώτησε μπαίνοντας με τη βροντερή του φωνή.

Ο μικρός τα μάσαγε στην αρχή. Φοβόταν να μαρτυρήσει την αλήθεια. Ίσως να ντρεπόταν κιόλας να ομολογήσει στο γιατρό για τ’ αποφάγια των Γερμανών. Ο γιατρός όμως κάτι ψυλλιάστηκε. Κάτι έπρεπε να ’φαγε ο νεαρός που τον πείραξε. Έπρεπε να μάθει οπωσδήποτε, για να ξέρει πώς θα ενεργήσει. Μπορεί να ’ταν καμιά δηλητηρίαση. Με το πες πες, άλλοτε με το άγριο κι άλλοτε με το καλό, άρχισε ο μικρός να τα βγάζει.

—Να, κειδά στους Γερμανούς είχαμε πάει με τ’ άλλα παιδιά... Κάτι φάγαμε αλλά οι μαγείροι είχαν ριγμένο μέσα πολύ πιπέρι και μετά μας κορόιδευαν. Γελούσαν μαζί μας, άρχισε με δυσκολία να τα μαρτυράει ο μικρός Κωνσταντίνος.

Ο γιατρός κατάλαβε. Είχαν και κεινού τα μάτια κάτι πιάσει όταν μια μέρα περνούσε από κει. Έγραψε βιαστικά μια συνταγή και εί-πε στη κυρα-Φωτεινή να σαλτάρει κειδά δίπλα στο φαρμακείο του Στράτου που ήταν απέναντι από τα ψαράδικα, να πάρει το φάρ-μακο.

—Θα του δώσεις μάτια μου τώρα αμέσως μια κουταλιά της σού-πας, κι άλλη μία το βράδυ. Μην ανησυχήσεις σαν κάνει εμετό. Το πρωί θα ’ναι περδίκι, την καθησύχασε. Και κοίτα ρε μπαγάσα, συ-νέχισε ο γιατρός γυρίζοντας προς το μικρό και κοιτάζοντάς τον αυ-στηρά στα μάτια, μη σε πιάσω άλλη φορά να τρως από τα σκουπί-δια των Γερμανών... Σε σκότωσα.

Η κυρά Φωτεινή δεν τ’ άφηκε όμως να περάσει έτσι απαρατήρη-το. Φοβήθηκε... Μια στιγμή πέρασε κι από το μυαλό της, μήπως και κάποια μέρα οι Γερμανοί έριχναν και κάνα δηλητήριο στ’ αποφάγια τους. Είχε ακουστά τόσα που γίνονταν στην Αθήνα από δαύτους που τρομοκρατήθηκε. Την άλλη μέρα κιόλας κίνησε για το γερμα-

Μια αληθινή ιστορία αγάπης που ξεκινά στην Αί-γινα, λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο του ’40.

Αθηναία εκείνη, Γερμανός αυτός. Συμμαθητές από παιδιά στο γυμνάσιο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Η αγάπη τους έμελε να περάσει μέσα από τη δίνη του πολέμου και τη γερμανική κατοχή. Να δοκιμαστεί σκληρά από ανθρώπους και γεγονότα, στη δύσκολη εκείνη εποχή που ο έρωτας μιας Ελληνίδας μ’ έναν Γερ-μανό αξιωματικό όχι μόνο σοκάριζε αλλά ήταν προδο-σία, ξεδιαντροπιά, έγκλημα...

Μια ιστορία που θα ξυπνήσει κοιμισμένες μνήμες στους παλιούς και ίσως διδάξει πολλά στους νέους για εκείνη την ταραγμένη περίοδο.

Μια πραγματική ιστορία με απρόβλεπτες εξελίξεις ως την στιγμή του επιλόγου, ο οποίος θα παιχτεί, πολ-λά χρόνια αργότερα, και πάλι στην Αίγινα.

Ο Αργύρης Φορτούνας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στην ΑΣΟ&ΕΕ, το σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολήθηκε επαγ-γελματικά με τη μελέτη και την παραγωγή βιομηχανικών θερμοπλαστικών προϊόντων και κυρίως με την κατασκευή σωλήνων για μόνιμες εγκα-ταστάσεις μεταφοράς υγρών και αερίων.

Έχει γράψει τεχνοοικονο-μικές μελέτες για τη χρήση, την ορθή εγκατάσταση και τις αντοχές των προϊό-ντων αυτών. Πολλές έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και γερμανικά περιοδικά του κλάδου.

Όταν το 1942, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αποφοίτησε από τη Γερμανι-κή σχολή Αθηνών, εγκατα-στάθηκε στην Αίγινα, όπου από την αρχή του ιταλικού πολέμου ζούσε η οικογένειά του. Μετά από παράκληση των ελληνικών αρχών του νησιού, δέχτηκε ν’ αναλάβει τη θέση του διερμηνέα.

Παντρεύτηκε το 1954 την

Νίκη Οικονόμου και έχει δυο παιδιά. Σήμερα ζει μόνιμα στην Αίγινα. Γεμίζει τις ώρες του με διάβασμα αλλά και τη συγγραφή προσωπικών του βιωμάτων που ξεχώρισαν στη μνήμη του.

Τα κείμενά του παρμέ-να όλα μέσα από παλιές αναμνήσεις, αναφέρονται σε ιστορίες και γεγονότα από την περίοδο της γερμανι-κής κατοχής, αλλά κι από τους μετέπειτα χρόνους του εμφυλίου. Ήταν στα δύσκο-λα χρόνια, που ξεκίνησαν το ’40 με τον ιταλικό πόλεμο και κράτησαν μέχρι το τέλος σχεδόν του ’49 με τη λήξη του εμφυλίου. Μια ταραγ-μένη και τραγική εποχή για τον τόπο, που του έταξε η τύχη να ζήσει ο ίδιος αρκετά έντονα.

Για την περίοδο της γερ-μανικής κατοχής που ήταν διερμηνέας και για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Αίγινα, κυκλοφορούν δύο βιβλία του, «Οι αναμνήσεις μου – Αίγινα 1941-1944» το οποίο σύντομα θα κυκλο-φορήσει και στην Αγγλική γλώσσα και «Οι αναμνήσεις μου Μέρος Β΄, Στα χρόνια της νιότης».

ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

Κάποτε στην Αίγινα

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

Page 13: Κάποτε στην Αίγιναmedia.public.gr/Books-PDF/9789609499613-1054117.pdf · Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ 13

νικό φρουραρχείο. Γνώριζε τη Διονυσία, την κοπέλα που ήταν εκεί διερμηνέας κι ήξερε πως θα τη βοηθούσε. Τουλάχιστον να μην ξα-νάριχναν πιπέρι οι μαγείροι.

Φρούραρχος ήταν τότε ένας νεαρός έφεδρος ανθυπολοχαγός. Χέλμουτ Νίκολας τον έλεγαν. Ήταν ένα παλικάρι που έδειχνε πά-ντα κατανόηση σε κάθε πρόβλημα των πολιτών. Στην πατρίδα του την Γερμανία ήταν φοιτητής της νομικής. Ήταν ευγενικός με τον κόσμο του νησιού, μα παθιασμένος εθνικοσοσιαλιστής.

Την κυρα-Φωτεινή τη δέχτηκε καλόκαρδα και την άκουσε με προσοχή. Έδειξε να θύμωσε με όσα του ανέφερε. Της είπε να γυ-ρίσει σπίτι της και την καθησύχασε. Δε θα ξανασυνέβαινε, τη δια-βεβαίωσε.

Από εκείνη τη μέρα οι δύο μάγειροι της λέσχης χάθηκαν. Στη θέ-ση τους ήρθαν άλλοι. Αποφάγια δεν ξαναβγήκαν στον πίσω περίβο-λο δίπλα στην πόρτα του μαγειρείου. Ο Γερμανός φρούραρχος κρά-τησε την υπόσχεση που είχε δώσει στην κυρα-Φωτεινή. Μα τα παιδιά στη γειτονιά έχασαν το καθημερινό τους φαγητό. Μοναδική τους λύ-ση απέμενε τώρα να ψάχνουν στα φτωχά σκουπίδια της πόλης, όπου δύσκολα θα έβρισκαν κάποιο απομεινάρι να τρώγεται.

Εκείνος ο χειμώνας του ’41, δε θα ξεχνιόταν. Έμεινε γραμμένος ανεξίτηλα στις μνήμες. Δεν ήταν μοναχά η πείνα που θέριζε τους ανθρώπους, μα και η αβάσταχτη παγωνιά. Το χιόνι είχε φτάσει και στην Αίγινα μέχρι κάτω τη θάλασσα και κράτησε για μέρες. Οι πα-λιοί, όπως έλεγαν, δεν είχαν ματαδεί όσα χρόνια θυμούνταν τέτοιο πράγμα. Κι όσοι είχαν χτήματα, κι είχαν κάνα δέντρο να κόψουν για τη σόμπα ή το τζάκι, τη βόλευαν. Ειδάλλως, έμεναν εκεί πεινα-σμένοι να ξυλιάζουν, περιμένοντας καρτερικά την εξ ουρανού βο-ήθεια που δεν θα ’φτανε ποτέ.

Και ο πόλεμος συνεχιζόταν με την πείνα και τη δυστυχία να θε-ρίζουν τη μικρή τότε κοινωνία του νησιού. Κι η καμπάνα της εκ-κλησιάς της Παναγίτσας όλο και βάραγε κάθε τόσο πένθιμα για κείνους που άφηναν τα εγκόσμια και τραβούσαν μακριά γι’ άλλους τόπους, όπου δεν υπήρχε πείνα και Γερμανοί κατακτητές.