Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

40
 ÑÅË ÖÍÌÐѹÏÆÇÅ ÑÌÖ τηςπόλης Tοsoundtrack

description

Tο soundtrack της πόλης

Transcript of Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

Page 1: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

της πόληςTο soundtrack

Page 2: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6
Page 3: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δ εν πετάω τίποτα. Ούτε σημαντικά, ούτε ασή-μαντα. Κάπου ανάμεσα στις δύο κατηγο-ρίες διασώθηκε μέσα στα χρόνια το μπλοκ

ζωγραφικής που είχα στο γυμνάσιο για το μάθημα των καλλιτεχνικών. Κάποια στιγμή διάλεξα να το ξε-φυλλίσω και γυρνώντας σελίδες με μέτρια μάλλον σχέδια βρήκα κάτι που με κάνει να επιμένω ότι δεν θα πετάξω ποτέ τίποτα. Στην άκρη του φύλλου, πάνω από κακοστρωμένη τέμπερα ενός σκοτεινού τοπίου, ήταν γραμμένη με στιλό η εξής φράση: από άνοιξη λίγα πράγματα και φέτος. Αν μπορώ να αξιολογήσω το γραφικό μου χαρακτήρα πριν από δεκαπέντε χρό-νια, αυτή τη φράση δεν πρέπει να την έγραψα εγώ αλλά κάποιος συμμαθητής ή συμμαθήτριά μου. Οχι ότι έχει καμία σημασία ποιος το έγραψε. Το ζητού-μενο είναι ότι κάθε άνοιξη, πάντα κάτι περιμένεις. Επειδή ανθίζουν οι πασχαλιές και μπλέκονται στα σύρματα των γραμμών του ηλεκτρικού κι επειδή «απόψε δεν θα πάρω μπουφάν» κι ας έχει ακόμα κρύο εδώ κι εκεί. Επειδή το «μέσα» και το «έξω» ξε-σηκώνονται συγχρόνως. Η ζωή στην πόλη την άνοιξη ακολουθεί όλα τα κλισέ της εποχής. Ερωτεύεσαι για πλάκα την άγνωστη κοπέλα στο μετρό, μελαγχολείς χωρίς ενδοιασμούς μόνο και μόνο επειδή ο ήλιος δύει, δεν μπορείς να δουλέψεις κι ας κάθεσαι όλη

μέρα μπροστά σε μια οθόνη. Και κάτι περιμένεις. Αυτό που ζητήσαμε απ’ τους συνεργάτες μας αυτή τη φορά ήταν να διαλέξουν τραγούδια και να τα χρω-ματίσουν με ιστορίες της πόλης. Τους ζητήσαμε να πάνε βόλτες και να καταγράψουν τα αστικά τοπία. Να βρουν τι μένεις από αυτό που όλοι περιμένουμε. Αλλοι φόρεσαν ακουστικά και βγήκαν, άλλοι άκου-σαν μουσική στο δρόμο, άλλοι έφτιαξαν εικόνες μέσα από στίχους. Η γνωστή ποικιλία της μητρόπο-λης δημιουργεί ένα σύνολο από σκοτάδι και πολλά λουλούδια, με αρκετό έρωτα και κάποια θλίψη, με μπόλικο παιχνίδισμα, τρέλα και προκλήσεις. Το ηχη-τικό πηλίκο, όπως αυτό αποτυπώνεται στην τελευταία σελίδα, προτείνουμε να το περάσετε στο mp3 σας και να το ακούσετε σε μια βόλτα στην πόλη απ’ την Πανε-πιστημίου μέχρι το Ψυχικό κι από το Γκάζι μέχρι το Παγκράτι. Αυτό είναι το soundtrack που προέκυψε από την ανοιξιάτικη βόλτα μας στην Αθήνα. Οπως λένε μετά πάθους και οι Wedding Present, “there’s always something left behind”, γιατί ακόμα κι αν περιμένεις περισσότερα απ’ την άνοιξη, ακόμα κι αν αυτό που τελικά πήρες είναι λιγότερο απ’ αυτό που είχες ζητήσει, πάντα κάτι μένει να στη θυμίζει. Και του χρόνου, σαν να είναι πρώτη φορά, με το που θα σημάνει άνοιξη, κάτι θα αρχίσεις να περιμένεις.

• Ο Τάσος Γραικός είναι το κλασικό κω-λόπαιδο. Πληροφορίες ενταύθα, 8-12 το πρωί. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιό-τητας. Παθόντες και παθούσες εξυπη-ρετούνται κατ’ εξαίρεση.

• Η Φωτεινή Γουβέλη τα τελευταία χρό-νια εισπνέει και εκπνέει αττικό αέρα. Δηλώνει αρχιτέκτονας, λάτρης του τζιν και της αλήθειας.

• Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος επιμελεί-ται καλλιτεχνικά τη ζωή του και κάνει πολλά κλικ στο diskman του.

• Ο Νικήτας Καραγιάννης είναι δημο-σιογράφος και παίζει μουσική στο Toy Cafe.

• Η Δώρα Κοροβέση έχει εθιστεί στις γε-μάτες σελίδες και τις άδειες σκέψεις.

• Ο Ηλίας Κολοκούρης είναι φιλόλο-γος. Αν δεν ήταν, θα έπαιζε εκκλησι-αστικό όργανο σε καθολικά μοναστή-ρια της Ιταλίας.

• Η Δήμητρα Μαρινάκη, αν και παραμέ-νει Klingon, θα live long and prosper.

• Ο Γιώργος Ρομπόλας ήθελε να γίνει κοσμοναύτης στο στόλο του Star Trek. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Δουλεύει καθημερινά και κάθε άνοιξη αναρω-τιέται τι πήγε στραβά.

• Η Σεμίνα Σαραντοπούλου είναι δημο-σιογράφος. Κάνει παρέα με ζώα του δάσους. Κοάλα, ρακούν, κάστορες και ελάφια.

• Η Μαρία Σούμπερτ είναι θεατρολόγος και είναι καλά. Εχει γράψει τα βιβλία: Invitation to a party (θεατρικό, 2009, Μπαρτζουλιάνος), Η Ρόζα στη μέση (2008, Μελάνι), Club Κυλικείο (2003, Κέδρος) και Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια (1998, Πόλις).

• Η Αλέξια-Μάρθα Συμβουλίδου είναι αρχιτέκτονας. Οταν θέλει να πάει κά-που φτιάχνει ένα σχεδιάγραμμα για-τί ξεχνάει τους δρόμους. Συγκρατεί ωστόσο με πείσμα τις ωραίες στιγμές.

• Ο Νάσος Τζάρτζανος γράφει ποίηση και «γεννήθηκε στιγμιαία».

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

Page 4: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Εξοδος: Αλεξία Μάρθα Συμβουλίδου

σελ. 6

Forget her: Δώρα Κοροβέση

σελ. 28Δρόμοι παλιοί: Φωτεινή Γουβέλη

σελ. 18

OST ανοιξιάτικης βόλτας

σελ. 38

Κλικ: Γεράσιμος Ευαγγελάτος

σελ. 10

Την έλεγαν Ανοιξη: Νάσος Τζάρτζανος

σελ. 30FineDesign: Γιώργος Ρομπόλας

σελ. 20Πανεπιστημίου & Μπενάκη: Μαρία Σούμπερτ

σελ. 12

The sound of silence: Τάσος Γραικός

σελ. 32Αγάπα με, αν τολμάς: Σεμίνα Σαραντοπούλου

σελ. 23Εαρινόν Ανθέμιον: Ηλίας Κολοκούρης

σελ. 15

Τυπωμένα λόγια: Νικήτας Καραγιάννης

σελ. 36Mental notes: Δήμητρα Μαρινάκη

σελ. 26

Page 5: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Page 6: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τ ην Κασσάνδρα κανείς δεν την πίστευε, κι ας αποδεικνυόταν πως είχε πάντα δίκιο τελικά. Eφταιγε μάλλον η κατάρα

του ονόματος... Μόνο ο Αλέξανδρος την πί-στευε πάντα, μα πάντα, όσο παράλογα κι αν του ακούγονταν όσα έλεγε η αδελφή του.Δεν ήταν στ’ αλήθεια αδέλφια οι δύο τους. Απλώς οι μαμάδες τους ήταν φίλες από το πανεπιστήμιο και γειτόνισσες από... πάντα. Χωρισμένες πολύ νέες και οι δύο, είχαν δι-αμορφώσει μια νέα μορφή πυρηνικής οικο-γένειας, φροντίζοντας να ρυθμίζουν έτσι τις δουλειές τους, ώστε πάντα να μένει κάποια από τις δύο με τα παιδιά και να μη χρειαστεί να βάλουν ξένη γυναίκα στο σπίτι. Η μαμά του Αλέξανδρου ήταν μεταφράστρια και η μαμά της Κασσάνδρας εικονογράφος παιδι-κών βιβλίων. Οι δε πατεράδες τους, άφαντοι. Το γεγονός δεν είναι και τόσο τυχαίο. Δεδο-μένου ότι οι δύο φίλες κουβαλούσαν τα ίδια

μυαλά, απόψεις και συνήθειες, και υποστή-ριζαν πάντα η μία την άλλη, χωρίς να υπάρ-χει μια τρίτη να ισορροπεί την κατάσταση, να τους βάζει μυαλό, ήταν λογικό να έχουν την ίδια κατάληξη.Η Κασσάνδρα και ο Αλέξανδρος μεγάλωναν μαζί απ’ όταν εκείνος ήταν 6 και εκείνη 4. Ποτέ δεν τσακώθηκαν, ποτέ δεν ερωτεύτη-καν ο ένας τον άλλον. Αντιμετώπιζαν από την αρχή τη συνύπαρξή τους με μια φυσικότη-τα που θα μπορούσε κανείς να περάσει για αδιαφορία. Καθρέφτιζαν ο ένας τις κινήσεις του άλλου ασυναίσθητα, χωρίς ποτέ να ανα-πτύξουν ιδιαίτερα τρυφερές σχέσεις. Δεν αγκαλιάζονταν, δεν αγγίζονταν, όμως ο ένας

βασιζόταν στον άλλον και μόνο. Αν και μικρό-τερη, η Κασσάνδρα ήταν εκείνη που έθετε τους όρους του παιχνιδιού: πότε έπρεπε να παίξουν με τα παιχνίδια του Αλέξανδρου, πότε έπρεπε εκείνος να πετάξει τις φακές και των δύο στη λεκάνη της τουαλέτας χωρίς να τους δει κάποια από τις μαμάδες (έτσι κι αλλιώς και τις δύο «μαμά» τις φώναζαν κι οι δύο), πότε όφειλε να προσποιηθεί ότι είναι ο φίλος της για να γλιτώσει από ενοχλητικούς «μνηστήρες». Εκείνος άκουγε και υπάκουε πάντα τις διαταγές της, πολύ απλά γιατί δεν τις έβλεπες ως τέτοιες. Ηταν ευτυχία γι’ αυ-τόν να μην παίρνει αποφάσεις στη ζωή του. Ηταν σαν η Κασσάνδρα να είχε τις σωστές

οδηγίες χρήσεις για τα πάντα. Ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό τι θα γινόταν αν δεν είχε χωρίσει τη Μαρία, επειδή του είχε πει η Κασσάν-δρα, αν είχε δηλώσει Μαθηματικό που νό-μιζε ότι ήθελε και όχι Φυσικό, που τον είχε πείσει ότι ήθελε η Κασσάνδρα. Απλώς του έλεγε «αν κάνεις αυτό, θα γίνει εκείνο, οπότε κάνε το άλλο». Κι έτσι έκανε.Καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι

ΑΛΕΞΙΑ ΜΑΡΘΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΔΟΥ

Page 7: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

μαμάδες τους πλησίαζαν τα εξήντα, η Κασ-σάνδρα του είπε μια μέρα, σε ανύποπτο χρό-νο, ενώ του γέμιζε μια κούπα γαλλικό καφέ: «Πρέπει να φύγουμε από το σπίτι σε λιγότερο από ένα μήνα, γιατί αλλιώς δεν θα μας αφή-σουν να φύγουμε ποτέ». Ο Αλέξανδρος την είχε ρωτήσει «γιατί τώρα;» κι εκείνη απλώς τον είχε κοιτάξει κεραυνοβολώντας τον. Παρ’ όλα αυτά, επειδή την ανησύχησε η ερώτηση και κλόνισε για λίγο την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στο αναμφίβολο του δεσμού της με τον «αιώνιο» σύντροφό της, αποφά-σισε να του απαντήσει: «Γιατί θα φοβηθούν τη μοναξιά. Τώρα δεν το ξέρουν ακόμη, γιατί πάντα επιστρέφουμε εδώ και άλλωστε ποτέ δεν εκδήλωσε κανείς αισθήματα σ’ αυτό το σπίτι. Ομως η μοναξιά είναι σαν το κρύο, τη νιώθεις. Δεν έχει να κάνει με αισθήματα». Ο Αλέξανδρος έβλεπε τη σκληρότητα στο βλέμμα της. Πάντα υπέθετε ότι οι σχέσεις και οι ισορροπίες όλων σ’ αυτό το σπίτι ήταν καθαρά εγκεφαλικές, από έναν κακώς ερμη-νευμένο φεμινισμό και μία ακόμη πιο κακώς ερμηνευμένη ταύτιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Τον κολάκευε που η Κασσάν-δρα τον είχε επιλέξει απ’ όλη την οικογένεια σαν σύντροφο, για να συνεχίσει τη ζωή της, όμως τον σόκαρε το γεγονός ότι είχε να κά-νει με μια τίγρη που ένιωθε εγκλωβισμένη. Wake from your sleep… the drying of your tears. Today we escape. Η Κασσάνδρα για πρώτη φορά διαπίστωνε δισταγμό στα μάτια του Αλέξανδρου. Για πρώτη φορά άρχισε να πιστεύει πως υπάρχει αυτό που αποκαλού-με «δεσμοί αίματος». Αναρωτιόταν γιατί στ’ αλήθεια χρειαζόταν τον Αλέξανδρο μαζί της. Ηταν όντως επειδή τη μοναξιά τη νιώθεις σαν το κρύο; Ή ήταν επειδή είχαν πλάσει ο ένας τον άλλο, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τους εί-χαν πλάσει τα δίωρα αγγλικών, μετά τα δίωρα έκθεσης, μετά τα δίωρα στο μουσείο, μετά τα δίωρα να στέκονται δίπλα απ’ την εκάστοτε μαμά λέγοντας «νυστάζω μαμά, άσε πια το

κρασί, πάμε σπίτι»; Δεν είχε περιθώρια να αμφιβάλλει η Κασσάνδρα. Ηξερε πως η από-φαση ήταν σωστή, θα είχε όλο το χρόνο να βρει τους λόγους, να τους ξεκαθαρίσει στην πορεία. Pack and get dressed, before your father hears us, before... all hell... breaks loose. Ο Αλέξανδρος είχε κολλήσει το φλι-τζάνι του καφέ στο πρόσωπό του, κάνοντας ότι πίνει, χωρίς όμως να κατεβάζει γουλιά, μη θέλοντας να αντικρίσει η Κασσάνδρα την αμφιβολία στο πρόσωπό του. Του μιλούσε για το σπίτι στο Λυκαβηττό, το σπίτι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της, σαν ένα μικρό «συγνώμη» για μια μεγάλη απουσία. Του μιλούσε για το πώς θα έφτιαχναν το νέο τους σπίτι από την αρχή, με τα έπιπλα που θα άρεσαν σε εκείνους, χωρίς χαρτιά γεμάτα ξένες γλώσσες και σκίτσα με ηλίθια χαμο-γελαστά ζώα να γεμίζουν τον τόπο. Εκείνου πάντα του άρεσαν οι ξένες γλώσσες και που

το τραπέζι της κουζίνας τους είχε πολύχρω-μους λεκέδες από νερομπογιές. Του έλεγε για το τελεφερίκ, στο τέλος της Πλουτάρχου, δύο λεπτά από το σπίτι εκείνο. Για το πώς θα περπατούσαν απ’ το τέλος της διαδρομής του ως το εκκλησάκι και θα έβλεπαν από ’κει όλη την Αθήνα και θα ξεχνούσαν τα πάντα. Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε να ξεχνάει. Ηθελε να θυμάται ανθρώπους και ονόματα και στιγμές. Breathe... keep breathing, don’t loose... your nerve. Breathe... keep breathing, I can’t do this... alone. «Κασσάνδρα; Θα ερχόμαστε να τις βλέπουμε;». «Αν θέλεις. Αν μπορείς να έρ-θεις και να ξαναφύγεις. Εμένα, έτσι κι αλλιώς, εκείνες με μεγάλωσαν να μη με ενδιαφέρει κανείς, γιατί το συναίσθημα είναι σκλαβιά. Το θυμάσαι; Πιο συχνά κι από νανούρισμα σε μας. Κι η μια στην άλλη. Και στις άλλες, στα τηλέφωνα». «Κι εγώ; Γιατί σε νοιάζει να έρθω εγώ;». «Εσύ είσαι άλλο. Εσύ δεν φταις. Μαζί

Page 8: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

μπορούμε να είμαστε αλλιώς». Ο Αλέξανδρος άρχισε να ανεβοκατεβάζει νευρικά το πόδι του. Το γόνατό του κοπάνησε μια-δυο φορές στο τραπέζι, που ήταν χαμηλό. Τις μελανιές τις είχε σίγουρες, την Κασσάνδρα όχι. Sing us a song, a song to keep us warm. There’s such a chill, such a chill. Η διώροφη μονο-κατοικία στην πλατεία Παπαδιαμάντη άρχι-ζε να τον πλακώνει. Η ζακέτα της μαμά του και η ομπρέλα της μαμάς της φαίνονταν να τον κοιτούν με αγωνία. Οι ζωγραφιές στους τοίχους γίνονταν γκροτέσκες καρικατούρες και οι τοίχοι πλησίαζαν όλο και πιο πολύ. Τηλέφωνο. Δεν το σήκωσε κανείς τους. Τη-

λεφωνητής. «Κορίτσια, η Αθηνά είμαι. Θα πάμε το Σάββατο στη Μάρθα; Επιτέλους ξε-φορτώθηκε τον άντρα της και τα παιδιά και θα ζήσει λίγο τη ζωή της σαν άνθρωπος». Η Κασσάνδρα γέλασε με κακία. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε αμήχανος, πικραμένος και νιώ-θοντας πλέον ανήμπορος να αντισταθεί στις αποφάσεις της. Ανήμπορος, την πρώτη φορά που το θέλησε. You can laugh.A spineless laugh, we hope your rules and wisdom choke you, now we are one, in everlasting peace. Μέσα στον επόμενο μήνα η Κασσάνδρα, αργά αλλά συστηματικά, είχε μαζέψει σχεδόν όλα

της τα πράγματα. Η μητέρα της δεν πήρε χα-μπάρι τίποτα. Ηταν πολύ απασχολημένη με τη δουλειά και τις ατυχήσασες φίλες της. Το ίδιο και η μητέρα του Αλέξανδρου, αλλά για άλ-λους λόγους. Ο Αλέξανδρος είχε αναλάβει να ετοιμαστεί το σπίτι στο Λυκαβηττό. Εκανε το γύρο του λόφου σχεδόν κάθε πρωί, πράγμα που του έπαιρνε πολλές ώρες, γιατί πίεζε τον εαυτό του να εντοπίσει τα μελλοντικά του στέ-κια. Είχε βρει ένα-δύο καφέ που τον κρατού-σαν, ένα καλό βιβλιοπωλείο, του άρεσε που ήταν και το Μέγαρο κοντά, κυρίως σαν ιδέα.

Το σπίτι είχε γε-μίσει με χρώματα και είχε μέχρι και κίτρινες, καναρινί

τέντες. Η Κασσάνδρα γιόρταζε την επερχόμενη ελευθερία της, ντύνοντας το σπίτι με το ουράνιο τόξο. Είχε πείσει τον εαυ-τό της ότι οι μητέρες τους τους μεγάλωσαν για να τις εγκαταλείψουν, ότι αυτή η έξοδος θα ήταν και για τις ίδιες η απόλυτη απόδειξη ότι τα παιδιά ακολούθησαν τις αρχές τους.Και ήρθε το βράδυ της αναχώρησης. Η Κασσάνδρα πέρασε κάτω από το σπίτι στην πλατεία Παπαδιαμάντη και κόρναρε περι-μένοντας τον Αλέξανδρο να κατέβει με μια τελευταία κούτα, εκείνη με τα ενθύμια που ήθελε να πάρει μαζί του. Και πράγματι σε πέντε λεπτά ήταν κάτω. «Καλή τύχη, εμένα απέτυχαν να με εκπαιδεύσουν. Είμαι τρωτός και τις έχω ανάγκη, όμως εκείνες είναι δύο, δεν έχουν μίσος μέσα τους. Δίπλα τους είναι πιο ανώδυνα». We hope that you choke... that you choke... We hope that you choke... that you choke… We hope that you choke... that you choke. Και γύρισε την πλάτη και μπήκε στην πολυκατοικία σφυρίζοντας. Και η Κασ-σάνδρα, αφού πάτησε με το αυτοκίνητο την κούτα με τα ενθύμια, έφυγε σφυρίζοντας.

Page 9: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

Ν έο γραφείο πληροφόρησης επισκεπτών “Info-Point” του δήμου Αθηναί-ων ξεκίνησε τη λειτουργία του, το οποίο στεγάζεται στον ισόγειο χώρο του πολυκαταστήματος Public στο Σύνταγμα.

Εκτός, όμως, από πληροφορίες για τα αξιοθέατα, το shopping, τη διασκέδαση και τη γαστρονομία, ο Ελληνας και ο ξένος επισκέπτης της Αθήνας έχει επιπλέ-ον τη δυνατότητα να προμηθευτεί τη νέα συλλογή τουριστικών προϊόντων της πόλης, από το πρώτο επίσημο τουριστικό κατάστημα της Αθήνας “Breathtaking Athens”, το οποίο δημιουργήθηκε από την Εταιρεία Τουριστικής και Οικονομι-κής Ανάπτυξης του δήμου Αθηναίων (ΕΤΟΑΑ), η οποία υποστηρίζει δραστηρι-ότητες που αναδεικνύουν την Αθήνα, ενώ η δημιουργία της σειράς εντάσσεται στο πλαίσιο της στρατηγικής του δημάρχου Αθηναίων κ. Νικήτα Κακλαμάνη, για την προβολή και προώθηση της εικόνας της πόλης ως αστικού προορισμού.Στο κατάστημα «Breathtaking Athens» πωλούνται τα νέα τουριστικά προϊόντα της Αθήνας, τον εικαστικό σχεδιασμό των οποίων υπογράφει ο Ελληνας designer, Γιάννης Κουρούδης. Μοντέρνα σχέδια, με σύμβολα παραδοσιακά σε σύγχρονα υλικά, επικοινωνούν το συναρπαστικό σύνολο της Αθήνας του σήμερα.Οι επιλογές σε κούπες, μπλούζες, μπρελόκ, μαγνήτες, καρφίτσες, μολύβια, ομπρέλες και άλλα σουβενίρ είναι μεγάλες, καθώς τα διαφορετικά σχέδια και χρώματά τους συνθέτουν μια πλούσια συλλογή αντικειμένων για όλα τα γούστα και για κάθε περίσταση, ενώ αποτελούν εξαιρετικά προσωπικά, αλλά και επι-χειρηματικά δώρα.Για τον εικαστικό σχεδιασμό των επίσημων σουβενίρ της πόλης συνδυάστη-καν τα παραδοσιακά αθηναϊκά στοιχεία με το μοντέρνο πρόσωπο της Αθήνας. Κουκουβάγιες και τσαρούχια παρουσιάζονται μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Σε κάποια αντικείμενα έχει χρησιμοποιηθεί ως εικαστικό το ελληνικό κείμενο, και αυτό, γιατί τα ελληνικά γράμματα ασκούν μια γοητεία στον ξένο επισκέπτη, αφού είναι γνωστά ως σύμβολα των θετικών επιστημών. Τα χρώματα έντονα και οι συνδυασμοί τους ανατρεπτικοί, πέραν του μπλε-άσπρου. Η λογική ήταν, να είναι αντικείμενα που ο κόσμος -είτε ξένοι επισκέπτες είτε Ελληνες- θα χρησι-μοποιήσει, επειδή πραγματικά του αρέσουν.

PUBL

I

• Breathtaking A

thens •

Page 10: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ηταν ένα μεγάλο ανούσιο τραπέζι, από αυτά που συντίθενται από πρό-σωπα αβάσιμης οικειότητας. Φίλους

που τους μάζεψαν οι περιστάσεις, η τυχαι-ότητα, οι χαμηλές αντιστάσεις, οι δεδομένες συνθήκες -σίγουρα πάντως όχι η συνειδη-τή επιλογή. Τα ποτά διαδέχονταν το ένα το άλλο, εξίσου ανούσια κι άσκοπα με την ίδια τη συνεστίαση. Ηταν ένα ανοιξιάτικο σαββα-τόβραδο. Ψυχαναγκαστικής -ίσως και λίγο εκβιασμένης- διασκέδασης. Ενα «μη μείνεις μέσα μωρέ, θα μιζεριάσεις χειρότερα». Ενα σπρώξιμο φίλων απ’ το κενό στο άλλο κενό, το μεγαλύτερο: το αβάσιμο.Από τα ηχεία του μαγαζιού ακούγονταν αδιά-φορα τραγούδια του συρμού, επιλεγμένα δί-χως προσοχή και φροντίδα (τη φροντίδα του dj στα μαγαζιά τη νιώθεις πάντα, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή). Οι κουβέ-ντες περιστρέφονταν γύρω από φιλοσοφικά ζητήματα, λάθη που έγιναν, αποφάσεις που δεν πάρθηκαν, υπερβολικές προσδοκίες, μα-ταιότητα, ματαιότητα, ματαιότητα...Σταδιακά τα πρόσωπα έγιναν κάτι παραπάνω από ανοίκεια: ξένα. Τα χαμόγελα έγιναν απει-λή και το τραπέζι παγίδα. Μια εχθρική επι-κράτεια από την οποία έπρεπε πάση θυσία να ξεφύγω. Ο χρόνος είχε σταματήσει μαζί με την ψύχραιμη σκέψη. Οι τάσεις φυγής είναι μια παρόρμηση που δεν μπορείς να την παλέψεις -όσο κι αν θες (που συνήθως δεν θες). Το να μην ανήκεις κάπου είναι ένα ένστικτο τόσο απόλυτο και δυνατό, που όταν πυροδοτηθεί δεν έχει επιστροφή.Καθώς έψαχνα τις τσέπες μου για ψιλά, ένιω-σα μαζί με τα κέρματα να αφήνω στο τραπέζι και μια χούφτα μεταλλικούς κρίκους από τις αλυσίδες που με έσφιγγαν. Η νυχτερινή μυ-ρωδιά μιας ανοιξιάτικης γαζίας έδωσε την οριστική ώθηση. Εσπρωξα την καρέκλα, είπα

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

Page 11: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

μια βιαστική καληνύχτα κι άφησα πίσω μου τα οκτώ πρόσωπα της απόλυτης απορίας να συνεχίσουν την ανοιξιάτικη συνωμοσία τους. Εγώ δεν ήμουν μέρος της. Οχι αυτή τη νύχτα, τουλάχιστον.Η νυχτερινή ησυχία όσο απομακρυνόμουν από το μαγαζί επανέφερε τους παλμούς μου

στο ρυθμό τους. Ησυχία. Ο πεζόδρομος της Ερμού ήταν άδειος, με μόνη εξαίρεση την επί-μονη μυρωδιά της γαζίας. Μέχρι τις αρχές της Πειραιώς η απόλυτη σιωπή. Εξω απ’ το Γκάζι ο πανικός των αυτοκινήτων. Δεν ήταν αυτός ο ήχος της στιγμής. Ενα κλικ στο discman: Nina and Strings: η Simone την άνοιξη είναι

μεγάλη ευθύνη, δεν παίζεις μαζί της τις δύ-σκολες στιγμές. Αλλο κλικ: o Keith Jarrett στο κονσέρτο της Κολωνίας: κάτι πιο άγριο, αυτή η πρώτη κίνηση παραφέρνει πολλές μνήμες που δεν είναι της παρούσης. Το ένα κλικ μετά το άλλο. Η Αθήνα είναι ήχοι, τραγούδια, μουσικές ακροάσεις και ηχητικά τοπία. Θα ήθελα να έχω κάτι πιο επιθετικό στα mp3 μου. Κάτι να βάζει φωτιά στα πάντα. Να συντονίζεται με το βήμα μου, καθώς δαμάζει την Πειραιώς και κατευθύνεται στην Πέτρου Ράλλη, αποφασισμένο να τη διασχίσει μεταμε-σονύχτια μέχρι να φτάσει κάπου, σε ένα συ-μπέρασμα, σε μια απάντηση, έστω σε ένα «δεν πειράζει, δεν τρέχει και τίποτα, χαλάρωσε...».Βγαίνω Πέτρου Ράλλη στο ύψος του Ρουφ - Lou Reed: “hey babe, take a walk on the wild side”… μια ζωή ειρωνικό από το αγαπημένο transformer. Οι κιθάρες του Reed είναι ακρι-βώς ό,τι χρειάζεται να συνοδέψει το βήμα ενός χαμένου ανθρώπου, σε ένα δρόμο φτιαγ-μένο αποκλειστικά και μόνο για αυτοκίνητα. Κι ακόμα πιο ιδανικό, να συνοδέψει μια βόλτα σε σκέψεις κι αποφάσεις ακόμα πιο άγριες από ένα δρόμο-επικράτεια της ερημιάς και των αδέσποτων σκυλιών.Ολοι και όλα έμοιαζαν να είναι κόσμους μακριά. Είχε μόνο άνοιξη, νύχτα, ένα ελα-φρύ αεράκι εκεί στα ψηλά της γέφυρας, με τα τρένα από κάτω να περνούν, και σταθερά μια επίμονη μυρωδιά γαζίας, λυτρωτική σαν υπαρξιακή απάντηση, σαν ένα σήκωμα των ώμων που έκλεινε ένα τεράστιο «γιατί;». Σε ποια ερώτηση όμως; Ούτε που θυμόμουν. Το μόνο που είχε πια σημασία ήταν μια αίσθηση: ότι ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι γραφόταν εκείνη τη στιγμή.

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

Page 12: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δ εν περνάω ποτέ από την Ομόνοια. Δεν μου αρέσει. Ακόμα και όταν εί-μαι υποχρεωμένη, δεν διασχίζω ποτέ

την πλατεία. Ή αυτό το τσιμεντένιο πράγμα που λένε πλατεία. Κάτι έχει η περιοχή που με ενοχλεί. Η μυρωδιά, η επιθετικότητα. Οχι πως μου έχει συμβεί ποτέ κάτι εκεί. Ακούω από γνωστούς και φίλους να περιγράφουν πώς τους έκλεψαν, τους χτύπησαν, τους τρο-μοκράτησαν κάποιο βράδυ, πρωί ή μεσημέρι, γύρω από την πλατεία και λέω δόξα τω Θεώ, κακό δεν μου έχει συμβεί ακόμα. Παρόλα αυτά φοβάμαι. Σχεδόν πανικοβλήθηκα την τελευταία φορά που κατέβηκα, πηγαίνοντας στο θέατρο. Πρόσωπα σκοτεινά, κουρασμένα, απελπισμένα. Στην ατμόσφαιρα ένιωθες ένα φόβο, μια ανασφάλεια. Και ο δρόμος να μυ-ρίζει κάτουρο. Κατεβαίνω από τον ηλεκτρικό και ανεβαίνω τα σκαλιά. Δεν έχει μετρό σήμερα. Απεργούν. Και το τρένο δεν θα λειτουργεί όλη μέρα. Θα έχουν κι αυτοί στάση εργασίας. Σκατά. Θα ρίξω πολύ ποδαρόδρομο μέχρι να γυρίσω πάλι το μεσημέρι στο σπίτι. Ανεβαίνοντας τις χαλασμένες κυλιόμενες σκέφτομαι πως με τσατίζει όταν γίνεται κάτι κι εγώ το μαθαίνω τελευταία. Δεν ήξερα πως θα έχει απεργία σήμερα. Δεν έχω ιδέα αν το Κέντρο είναι ανοιχτό ή αν έχει πορεία. Στο μυαλό μου έχει κολλήσει ένα τραγούδι.

Ληστέψανε την τράπεζακαι τι με νοιάζει εμέναδεν είμαι με κανέναν.

Χθες το βράδυ είχε πάλι, σε επανάληψη, μια εκπομπή για τα Εξάρχεια. Κάποια στιγμή ακούστηκε και το τραγούδι. Μου κόλλησε. Ταιριάζει και με την περίσταση. Με τις ημέρες. Βγαίνω από τον υπόγειο σταθμό και βρίσκο-μαι στην πλατεία. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο είναι έρημη. Τα περίπτερα είναι κλειστά, τα καταστήματα έχουν κατεβασμένα ρολά. Τι έγινε; Τα κλείσανε τα μαγαζιά και κατέβη-καν στη Λούτσα για καφέ και ψάρι; Είναι και ο καιρός ωραίος, έχει ζέστη και ήλιο -δεν την κατάλαβα φέτος την άνοιξη πότε ήρθε, αφού δεν είχαμε καθόλου χειμώνα. Βγάζω το μπουφάν μου και το κρεμάω στην τσάντα. Δεν μου αρέσει να κουβαλάω πράγματα στα χέρια μου. Ετσι νιώθω πιο ελεύθερη. Παίρ-νω μια βαθιά ανάσα -η μυρωδιά αναλλοίωτη φτάνει στα ρουθούνια μου- και αρχίζω να ανηφορίζω την Πανεπιστημίου. Δεν ακούγε-ται σχεδόν τίποτα.

Σου λέω καλά της κάνανεγιατί μας προκαλούσε,γεμάτη εκατομμύρια,ενώ κι ο Θεός πεινούσε.

Κοιτάζω το ρολόι μου. Η ώρα είναι έντεκα παρά δέκα. Σε δέκα λεπτά θα πρέπει να εί-μαι στο ραντεβού. Δεν είναι μακριά, θα φτά-σω νωρίτερα. Αυτές τις μέρες δεν έχω στα-ματήσει να πηγαίνω σε ραντεβού. Απ’ όταν με απέλυσαν από τη δουλειά, είμαι όλη την ημέρα στα τηλέφωνα και στο ξεφύλλισμα των εφημερίδων. Μπαίνω στο ίντερνετ και ψά-χνω. Δεν με παίρνει να μείνω καιρό άνεργη. Η αποζημίωση ίσα που έφτασε να καλύψει τα έξοδα του μικρού, το σχολείο και τα φροντι-στήρια. Καταραμένα φροντιστήρια και κατα-ραμένο σχολείο. Αν το ένα έκανε σωστά τη δουλειά του, δεν θα χρειαζόμασταν το άλλο! Βάζω τα χέρια στις τσέπες και περπατάω.Γωνία με Μπενάκη σταματώ απότομα. Από κάπου ακούγεται ένας βόμβος. Προσπαθώ να προσανατολιστώ. Γυρίζω το κεφάλι και καταλήγω να στριφογυρίζω με άξονα εμέ-να. Ζαλίστηκα. Κοιτάζω την Πανεπιστημίου με κατεύθυνση προς Ακαδημία. Ο θόρυβος έρχεται από εκεί. Λες να έχει πορεία και να μην το ήξερα; Δεν θα με εξέπληττε καθόλου. Ποιοι την οργανώνουν; Για ποιο λόγο; Γελάω σπασμωδικά. Λες και πρέπει να υπάρχει συ-

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Υ Κ

ΑΙ Τ

Η Μ

ΑΡ

ΙΑ Γ

ΙΑ Τ

Α Τ

ΡΑ

ΓΟΥΔ

ΙΑ!

ΜΑΡΙΑ ΣΟΥΜΠΕΡΤ

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

Page 13: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

γκεκριμένος λόγος αυτόν τον καιρό για να απεργήσεις. Τόσα γίνονται, δεν είναι αρκετά; Κοιτάζω το ρολόι μου. Εχω ακόμα επτά λεπτά. Για λίγη ώρα στέκομαι αναποφάσιστη. Κοιτά-ζω την Μπενάκη. Νιώθω τα δευτερόλεπτα να χτυπάνε εντατικά μέσα στο κεφάλι μου. Δεν έχω χρόνο! Πρέπει να βρω δουλειά! Κοιτάζω την Πανεπιστημίου. Και τόσα ραντεβού που έκανα, τι κατάλαβα; Τα προσόντα μου είναι υπερβολικά. Δεν μπορούν να με πληρώ-σουν όπως πρέπει, και για να μην με ρίξουν, προτιμούν να μην με προσλάβουν. Και τι με νοιάζει; Πάρε με και με εφτακόσια ευρώ! Το ταμείο δεν φτάνει ούτε για τα βασικά έξοδα.

Περαστικοί, αδιάφορα,εκάτσαν και κοιτούσαν,του διευθυντή της οι κοιλιέςκι αυτούς τους ενοχλούσαν...

Ωραίο το τραγούδι. Μου θυμίζει την εφηβεία μου. Τότε που ακούγαμε Σιδηρόπουλο και μας φοβέριζαν οι γονείς και οι δάσκαλοι πως θα γίνουμε ναρκομανείς και αλήτες. Ο Σιδη-ρόπουλος τους έφταιγε. Τα χάλια που αυτοί μας ετοίμασαν λιθαράκι-λιθαράκι δεν τους ενοχλούσαν... Πού να πάω; Κοιτάζω τις κολόνες. Ολο και κάποια αφίσα θα είναι κολλημένη. Κάποια ενημέρωση. Να δω ποιοι είναι μαζεμένοι. Δεν υπάρχει τίποτα. Σαν να μην ετοιμάζεται πορεία, να μην ξέρει κανείς τίποτα, αλλά όλοι είναι προετοιμασμένοι. Κοιτάζω τα γεμάτα γκράφιτι ρολά των καταστημάτων. Στα παρά-θυρα των πολυκατοικιών και των μεγάρων έχουν μαζευτεί άνθρωποι. Κοιτάζουν και αυτοί ψηλά στην Πανεπιστημίου. Τι βλέπετε; Θέλω να τους φωνάξω, να μου πουν. Κοίταξα το ρολόι. Εντεκα. Επρεπε να ήμουν εκεί. Αν βιαζόμουν, θα πρόφταινα -να, στη γωνία με Ακαδημίας είναι το γραφείο. Θα έλεγα πως άργησα επειδή είχε πορεία. Πά-ντα σε πιστεύουν. Δεν το ψάχνει πια κανείς. Είναι σίγουρο πως στο Κέντρο της Αθήνας θα

έχει σχεδόν κάθε μέρα πορεία. Τι να κάνω; Κάποιος να μου πει! Κι αν την πάρω σήμερα αυτή τη δουλειά;

...κάποιος πανικοβλήθηκεμπας κι ήτανε ο γιος τουκι ο ιδρωμένος λογιστής,μπας κι ήταν ανεψιός του...

Το μάτι μου έπεσε στην άκρη του πεζοδρομί-ου. Εκεί που βρίσκονταν ριγμένα φλάιερ. Λευ-κά με μαύρα γράμματα. Πλησίασα και έσκυ-

ψα. Ισως να ήταν της πορείας. «Αισθησιακά dvd σε προσφορά! Δες τα πιο γνωστά μοντέλα στις πιο καυτές στιγμές!». Αϊ σιχτίρ! Εδώ ο κό-σμος καίγεται και το μουνί ψειρίζεται! Εριξα μια τελευταία ματιά στην Μπενάκη και άρχισα να ανηφορίζω την Πανεπιστημίου. Εβγαλα το κινητό από την τσέπη του παντελο-νιού μου. Το κράτησα σφιχτά στο χέρι. Αν με έπαιρναν τηλέφωνο, θα τους έλεγα πως λόγω πορείας δεν μπόρεσα να φτάσω. Ισως να κλείναμε ένα άλλο ραντεβού; Χαμογέλασα. Τι έχω να χάσω; Κατέβηκα από το πεζοδρόμιο και βγήκα στο δρόμο. Δεν υπήρχαν αυτοκί-νητα. Δεν κυκλοφορούσε τίποτα. Η Πανεπι-στημίου θύμιζε αυγουστιάτικο τοπίο. Ο ήλιος έλαμπε και ο δρόμος ήταν έρημος. Οσο πλη-

σίαζα στην Ακαδημία, ο βόμβος δυνάμωνε. Ξεχώριζαν φωνές. Δεν καταλάβαινα ακόμα τι έλεγαν. Στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής τους είδα. Πιτσιρίκια. Ισως και στην ηλικία του δικού μου. Αγόρια και κορίτσια δεκαπέντε χρόνων. Χαμογέλασα. Τι δουλειά είχα εκεί; Ισως να προλάβαινα να γυρίσω στο ραντεβού. Κοντοστάθηκα στο ύψος της Ιπποκράτους. Τα παιδιά είχαν κλείσει την Πανεπιστημί-ου και την Ιπποκράτους. Είχαν σταθεί μέσα στη μέση του δρόμου. Με μαλλιά φουντωτά, καρό και ριγέ ρούχα, με έντονο μακιγιάζ. Με φθαρμένα ολστάρ παπούτσια και ταχυδρομι-κές τσάντες γεμάτες όνειρα. Δεν είχαν ντου-ντούκες, δεν είχαν μουσική «πορείας». Δεν είχαν καμία κονσέρβα επάνω τους.

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

Page 14: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«Τι γίνεται εδώ;», ρώτησα κάποιον που έμοιαζε μεγαλύτερος.«Συγκέντρωση διαμαρτυρίας», μου είπε.«Γιατί;», ρώτησα πάλι.«Για όλα!»«Ποιος το οργανώνει;», ρώτησα πάλι.Με κοίταξε επιτιμητικά. Εκείνη τη στιγμή θα κοιτούσα κι εγώ τον εαυτό μου επιτιμητικά. «Τα παιδιά!», μου απάντησε και προχώρη-σε προς τη συγκέντρωση. Σαν μια μεγάλη παρέα έμοιαζαν που βγήκε στους δρόμους. Χωρίς συνθήματα, χωρίς κατευθύνσεις, χω-ρίς υποδείξεις.

Σκέφτηκα τον δικό μου. Θα ήταν στο σχολείο τώρα. Ξανασκέφτηκα. Θα ήταν; Και γιατί να μην είναι εδώ; Με έπιασε μια ανησυχία. Αν πάθαινε κάτι; Πληκτρολόγησα τον αριθμό του και κόλλησα το τηλέφωνο στο αυτί μου. Καλούσε. «Ναι;», άκουσα κάποιον να ψιθυρίζει. «Εγώ είμαι. Είσαι στο σχολείο;».«Και πού θέλεις να είμαι;», ψιθύρισε πάλι. «Καλά, γεια», είπα και του το έκλεισα. Ντράπηκα. Που ανησύχησα. Που χάρηκα που ήταν στο σχολείο, αντί να είναι εδώ με τα άλλα τα παιδιά.

...κι όσο για τον ταμία που πήγε ν’ αμυνθεί,όταν αναρωτήθηκε για ποιον και το γιατί,«στα αρχίδια μου» ψιθύρισεκαι γέμισε τις τσάντες.«Αντε... και καλή τύχη,μάγκες!»

Να μην μπορεί να μου ξε-κολλήσει αυτό το τραγούδι από το κεφάλι! Και τι δεν σκέφτηκα! Οχι πως δεν μου αρέσει, αλλά το τραγουδάω από χθες το βράδυ! Πρέ-πει να σταματήσω κάποια στιγμή! Πλησίασα τη συγκέ-ντρωση και προσπάθησα να υπολογίσω πόσοι ήταν μα-ζεμένοι εκεί. Μου φάνηκαν αναρίθμητοι... Από τον προ-περασμένο Δεκέμβρη είχα να δω τόσα παιδιά μαζεμένα. Χαμογέλασα. Για μια στιγμή ευχήθηκα να ήταν και ο δι-κός μου εδώ μαζί μου σή-μερα. Μόνο για μια στιγμή. Μετά μου πέρασε. Οπως γύρισα να φύγω είδα στις παρόδους των μεγάρων παρατεταγμένα τα ΜΑΤ. Ενα

άλλο τραγούδι του Σιδηρόπουλου «έσκασε» στο μυαλό μου.

Υπερασπίσου το παιδίγιατί αν γλιτώσει το παιδίυπάρχει ελπίδα .

Εκανα μεταβολή και κατευθύνθηκα προς τους πιτσιρικάδες. Ο καιρός ήταν καλός και ο ήλιος έλαμπε.

Page 15: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο Ηδύφιλος τίναξε απότομα τρεις φορές τα χέρια του. Κοίταξε ψηλά. Ο ήλιος ανέτειλλε πορφυρός άναξ. Παγωμένο

το νεράκι του Ιλισσού. Ωραία τα είχαν κου-βεντιάσει κάποτε εδώ για τον έρωτα ο Σω-κράτης κι οι μαθητές του. Αλλά όλα αυτά δεν βοηθούσαν καθόλου τον έρμο τον Ηδύφιλο. Λάλον ύδωρ το ποταμίσιο, μα εκείνου του είχε κοπεί η λαλιά.«Βρεκεκέξ κόαξ κόαξ! Βρεκεκέξ!» συνέ-χιζαν τα φουσκωλαιμιασμένα βατράχια του Ιλισσού, κοροϊδεύοντας τον κακομοίρη μεσή-λικα. Ναι, κοάσματα έβγαιναν από το στόμα του Ηδύφιλου, όχι λόγια καθαρά. Πώς είχε εμπλακεί σε αυτήν την ιστορία; Λουλουδάτη, μα εκείνος μαραινόταν. Οταν πρωτογνώρισε το Ανθέμιον δεν περίμενε να καταλήξει έτσι. Λαβωμένος απ’ τις πληγές έρωτος ανόσιου. Ολη του η ευδαιμονία να εξαντλείται στα δευτερόλεπτα που κύλαγε στο μέτωπό του το ποταμίσιο νερό...Πρώτη φορά είδε το Ανθέμιον να παίζει με τις

κούκλες του. Αμώμητον κοράσιον, παιδίσκη πάναγνη. Καθισμένη στο πεζούλι μπροστά απ’ το σπίτι της. Τα πόδια των δύο κουκλών της ήσαν υπερφυσικά μεγάλα, κάτι πέλματα να! Η μία νύμφη φορούσε γαλάζιο χιτώνα και η άλλη ωχρό. Τα πόδια του κοριτσιού, πάλι, ήσαν λερωμένα, γεμάτα χώματα. Τόσο όμορ-φα. Τι δουλειά είχε όμως ο Ηδύφιλος εκεί; Να στέκει σιελοπλήσμων εμπρός στο ανυπε-ράσπιστο Ανθέμιον;«Μου φωνάζεις τη μητέρα σου εύμορφος κο-ρασίς;», της είπε. Κι η Ανθέμιον έτρεξε σαν

μαραθωνοδρόμος μικρών αποστάσεων μέσα στο σπίτι. Κατόπιν ακούστηκαν κλαυθμοί και οδυρμοί ανήλικοι. Η μητέρα της βγήκε, σκού-πισε τον ιδρώτα απ’ το λαιμό της και κοπά-νησε το χέρι της στην παραστάδα της πόρτας απηυδισμένη. «Κύριε Ηδύφιλε, τι να σου πω; Το δαιμονισμένο μου πήγε και τραυματίστηκε σφοδρώς πάνω στον κρατήρα μου! Πάλι καλά, δεν τον θρυμμάτισε! Το λοιπόν, τα ιμάτιά σου δεν είναι ακόμη καθαρά. Αύριο θα σου τα έχω έτοιμα!». Πλύστρα η μαμά της, είχε αναλάβει τα του κυρίου Ηδύφιλου και δεν πρόσεχε αρ-

ΗΛΙΑΣ ΚΟΛΟΚΟΥΡΗΣ

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

Page 16: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

κετά το δεκαετές Ανθέμιόν της. «Τουλάχιστον η μικρή σας είναι καλά;», ρώτησε ο Ηδύφιλος. Η μαμά της τον κοίταξε με καχυποψία. Είδε τα μάτια του να γυαλίζουν από επιθυμία μέσα σε έναν ασυνήθη εσμό συναισθημάτων. Η καρδιά του ζουζούνιζε σαν μελίσσι. Τότε το εύμορφο κοράσιον βγήκε, έμπλεον δακρύων κι αν ήταν, με τρεις κρίνους στο χέρι. «Είμαι καλά κύριε Ηδύφιλε! Καλά! Να σου δείξω ένα μαγικό που έμαθα με αυτά τα άνθη;». Κι είχε ένα χαμό-γελο κάτω απ’ τα οδυνηρά δάκρυά της... Τα δοντάκια της γυάλιζαν σαν μικρά νεογέννητα όστρακα. Επειτα ο Ηδύφιλος έφυγε έμπλεος επιθυμίας αναίσχυντης.Από τότε πήγαινε καθημερινώς στης κυρα-πλύστρας, ακόμα και με ελάχιστον ιματισμό. Εκείνη η άνοιξη πέρασε μέσα στην καθαριό-τητα. Ακόμα και αφόρετον ιματισμόν της πή-γαινε προς πλύσιν. Ολα για να δει το ολάνθι-στο δεκαετές Ανθέμιον. Ηρεμούσε εκεί.Μα μέσα του έβραζε. Μάλλον είχε ξεπεράσει προ πολλού το σημείο βρασμού. Πλέον εξα-

τμιζόταν, άφριζε, έλιωνε. Ποια ανόσια κατά-ρα της Αφροδίτης τον είχε χτυπήσει; Αυτός, νεαρός παιδαγωγός, να πηγαίνει καθημερι-νώς σε εκείνο το χαμόσπιτο για να συνομι-λήσει με την κορασίδα ενός απελεύθερου, να νιώσει εκείνη τη χαρά με τις αυτοφυείς απορίες της. «Και δεν φοβάσαι μήπως σου κλέψουν τα λεφτά οι έμποροι, κύριε Ηδύφι-λε;». «Δηλαδή αν τανύσω και εγώ ένα μίτο από της μητρός μου το ρούχον θα δύναμαι να παίξω λύρα;».Τι χαρά Θεού ήταν αυτό το κοράσιον. Ασπιλο, αμόλυντο, αναίμακτο μα προικισμένο με της Κύπριδος τα δώρα. Οι μαστοί της μόλις που πέταγαν, ίδιοι μήλα των Εσπερίδων άωρα. Η όψη της, οι οφθαλμοί της, μαύροι σαν ελίτσες θρούμπες... Οποτε της μιλούσε και της μάθαινε κάτι, η Ανθέμιον άνοιγε σαν βλαστός, άνοιγε τα μάτια της σαν να έβλεπε θεσπέσια διογέννητα δώρα. Κι ο έρμος ο Ηδύφιλος, ο παιδαγωγός, ξαναγνώριζε τον κόσμο και τη γνώση μέσα απ’ τα μάτια του φιλομαθούς Ανθεμίου.

Μα η εντροπή τον είχε αποκάμει. Δεν έτρω-γε πια, πονούσε σε όλο του το σώμα. Αυτός ο έρως έπρεπε να διακοπεί. Ηταν ανίερος. Αλ-λωστε το έαρ είχε πια απέλθει, το θέρος ήταν πολύ πλησίον τους. Ο Ηδύφιλος πήγε για μία τελευταία φορά στο χαμόσπιτο. «Δεν θα είμαι εδώ Ανθέμιον, δεν θα εορτάσουμε τα Πανα-θήναια ομού. Πάω στη Σικελία», της είπε. Κι εκείνο το καημένο, τα φρύδια της γύρισαν σαν ανάποδα μισοφέγγαρα, λυπημένο άρχισε να χτυπά τις πήλινες κούκλες της μέχρι που τις έσπασε. Πέρασε ο καιρός, ο παιδαγωγός έφτιαξε το δικό του οίκο στη Γέλα της Σικελίας με δικά του κοράσια και γυναίκα, κι ελησμόνησε τη νεανική του αυτή αβλεψία.Εως χθες. Χθες όπως έφευγε από την Αγο-ρά, ξελαρυγγιασμένος μα και ήρεμος, την είδε. Γύρισε στην Αθήνα από τη Γέλα για περιουσιακά ζητήματα και βρήκε αυτό. Το Ανθέμιον. Υστερα από τόσα χρόνια. Στην κο-σμάρα του ως συνήθως κι άξαφνα τη βλέπει να περνάει. Με μια τσάντα με κουκιά και να του χαμογελάει. Σαλιγκάρια του Σταδίου και τριφύλλια του Μουνιχιώνος μήνα, ομορφαί-νεις βάδισμά μου την Αθήνα. Λεμονιές νυν και αεί περικοκλάδες, χιτώνας, πρέπει να σε ξαναδώ κατά μόνας. Και αρχίζει η ανοιξιά-τικη μπόρα...Το Ανθέμιον! Οπως έβρεχε είχε γεμίσει νερά στα ρούχα της. Θα ήταν τώρα ίσαμε είκοσι πέντε ετών. Είχε γίνει μια!.. Αχ! Μηλόρροια εν συμπάκτω γάλακτι μετά μέλιτος! Βάδιζε με τη μητέρα της την πλύστρα, γερασμένη πια εκείνη. Τόσα χρόνια είχε να τις δει, μα η γριά τον κατάλαβε. «Κύριε Ηδύφιλε! Τι κάνεις; Να σου γνωρίσω την κόρη μου, το Ανθέμιον!». Το Ανθέμιον τον κοίταξε ανοίγοντας τα μά-τια πάλι διάπλατα όπως τότε, εκείνα τα μάτια που βλέπαν’ κάθε ημέρα τον κόσμο σαν να τον βλέπαν’ για πρώτη φορά. Τα μαλλιά της, μακριά και σκοτεινά. Μα τα μάτια της τα δι-

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

Page 17: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

άπλατα φώτιζαν πάλι, θαλασσινές σταγόνες.Η συνομιλία τους υπήρξε αδιάφορη. Δεν άλ-λαξε σε κάτι το βίο της ευμόρφου κορασίδος. Μα από εχθές ο Ηδύφιλος δεν μπορούσε να καθεύδει. Ο ύπνος έμοιαζε άπιαστο όνειρο. Το βράδυ, το ανοιξιάτικο αυτό βράδυ που τα λουλούδια γιόμιζαν πνοές αρωματικές τον αέρα, εκείνος περιπλανήθηκε μαινόμενος σε δύσοσμα σημεία. Στα ύποπτα σπίτια της Αθή-νας, στης Φρύνης τις θωπείες και των ετέρων εταίρων τα χάδια. Δεν βρέθηκε εταίρα άξια να τον ξεδιψάσει απ’ το λαγήνι της. Ουδέν σκεύος δυνάμενο.Κι έπειτα ήρθε εδώ κάθιδρος. Κάθισε στα βότσαλα στην όχθη του Ιλισσού. Πάνω του σκοτεινή πλάτανος τον ασπαζόταν, μα τίποτα δεν γινόταν. Το άνθος του Ανθεμίου τον τυ-ραννούσε. Ξενύχτησε απελπισμένος ακούγο-ντας την επώδυνη αηδόνα. Σκορπούν εωδιές τα λουλούδια, μεθά πιο πολύ η καρδιά, γλυ-κά κελαηδούνε τραγούδια πουλάκια μες στα κλαδιά. Για μας κελαηδούν τα πουλιά, χαρού-μενα μες στη φωλιά. Νίφτηκε άλλη μια φορά, μήπως ηρεμούσε. Κι έπιασε το διάλογο:-Τιο τιο τιο τιξ, τίο τιξ τιο τιξ!-Πουλάκι μου! Γεια σου κι εσένα!-Τίο τιξ!-Ναι, ερωτευμένο κι εσύ...-Τίο τιξ τίο τιξ!-Περιμένεις τη δικιά σου! Τι να κάνω πουλάκι μου εγώ; Μανία έχω πάθει...-Τίο τιξ, τίο τιξ!-«Πέρασε η βοή το άσπρο σύννεφο», ωραία υμνείς καλό μου. Μα τι να κάνω εγώ; Είναι τόσο εύμορφο το Ανθέμιον...-Τίο τιξ! Τιξ! Τιξ! Τιξ!-Να ημερώσω τ’ αγρίμια!-Τιξ! Τιξ! Τιξ! Τιξ!-Να σβήσω τα κύματα! Μα τα μάτια της τα θαλασσιά...-Τιξ! Τιξ! Τιξ! Τιξ!-Μια γαλήνια νύχτα θα ’ρθει, λες ε;-Τίο τιξ, τίο τιξ! Τίο Τίο Τίο!-Μα δεν είναι ανόσιο όλο ετούτο; Είμαι τόσο γέρος... Σαράκοντα έτη στην πλάτη μου...-Τίο Τίο Τίο Τίο!-Αυτό λέω κι εγώ, θα με φωνάζει θείο...-Τίο Τίο Τίο Τίο!-Α, σαν το θείο Απόλλωνα το εννοείς! Σε ευ-χαριστώ αηδονάκι μου για την παρηγοριά!-Τίο Τίο Τίο τιξ τιξ τιξ!

-Να μην υπολογίσω τίποτα λες;-Τιξ Τιξ!-Θα θέλει κι εκείνη λες;-Τιξ Τίο, τίξ Τίο!-Να μπήξω ο θείος; Γερομπήχτης δηλαδή, ε;-Τιξ Τιξ Τιξ Τιξ!-Ντροπή πουλάκι μου, ντροπή αηδονάκι μου...-Τιξ!

-Αχ, φεύγεις... Να ‘σαι καλά! Χαιρετισμούς στην αγαπητικιά σου, καλό μου!Το επόμενο πρωί βρήκαν τον Ηδύφιλο νεκρό στη δροσερή όχθη του ποταμού. Είχε σκαρ-φαλώσει στη σκιερή πλάτανο κι είχε πέσει χάμω. Μια γαλήνια έκφραση είχε παγώσει στο πρόσωπό του κι η ανοιξιάτικη πάχνη τον έκανε να μοιάζει θεϊκός. Σε κάποιο όνειρο μεταθανάτιο οι γάμοι του με την Ανθέμιον.

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

Page 18: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«Δ εν καπνίζει ούτε ένα τζάκι». Αυτή τη φράση έλεγε ο πατέρας, χειμώνα καιρό, όταν ήθελε να

περιγράψει παραστατικότερα ότι δεν υπάρ-χει ψυχή στο χωριό. Για κείνη όμως, που τώρα ανηφόριζε την Ακαδημίας εισπνέοντας δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι, αυτή η φράση δεν ήταν και πολύ ταιριαστή για να παρομοι-άσει την απόλυτη ερημιά που την περιέβαλε. Πάντως, αν έπρεπε να σκεφτεί κάτι αντίστοι-χο της περίστασης θα έλεγε ότι τα, μετρημέ-να στα δάχτυλα, αμάξια που είχαν ήδη περά-σει, δεν στέκονταν καν στο κόκκινο φανάρι. Μάλλον οι πιθανότητες να διασταυρωθείς με άλλο αυτοκίνητο στις έξι και τέταρτο το πρωί, εν μέσω διακοπών Πάσχα, είναι τόσες, όσες και να κερδίσεις το Τζόκερ. Ισως, πάλι, τι νό-ημα έχει ένα ατύχημα όταν δεν υπάρχει μαρ-τυρία πως όντως έγινε. Οτιδήποτε συμβαίνει χωρίς την παρουσία έστω και μιας ανθρώπι-νης ψυχής είναι σαν να μην έγινε ποτέ.Αυτές και άλλες πολλές αμπελοφιλοσοφίες σκεφτό-ταν η Μάγδα καθώς περπα-τούσε. Δεν το έκανε επειδή την είχε συνεπάρει η ρέμβη του ανοιξιάτικου πρωινού ή το χάραμα που θα επέβαλε εντός ολίγου την παρουσία του, άλλωστε ήταν φύσει και θέσει αντιρομαντικό ον. Ηθε-λε απλώς να απασχολήσει με κάτι το μυαλό της. Να μην σκεφτεί επ’ ουδενί αυτά που πραγματικά την ενδιαφέρουν, δηλαδή αυτά που την αφο-ρούν. Να μη σκεφτεί τη ζωή της, την ασήμαντη παρουσία της. Ξαφνικά επιτάχυνε το βήμα της και άρχισε να επα-ναλαμβάνει από μέσα της ξανά και ξανά «σπίτι, σπίτι, σπίτι». Αν και συνήθιζε να περπατά (όχι φυσικά με αυ-τές τις ψηλοτάκουνες μαύρες

γόβες που φορούσε σήμερα), η Ακαδημίας τώρα της φαινόταν ένας δρόμος ατέλειωτος. Αυτή η βροντερή σιωπή είχε αρχίσει να την ενοχλεί περισσότερο και από την αδιάφορη μουσική, εκτοξευμένη σε ψηλά ντεσιμπέλ, που έπαιζε στο μπαράκι 3 ώρες πριν. Εκεί που γνώρισε το Βασίλη και ύστερα από δύο ποτά κατέληξαν σπίτι του, στη Στουρνάρη. Εβγαινε συχνά μόνη της, κατέληγε συχνά σε σπίτια γνωστών-αγνώστων και έπειτα περ-

πατούσε συχνά προς το σπίτι της. Αυτό το «συχνά» ήταν που είχε κάνει και την εναλ-λαγή εραστών σε τακτά χρονικά διαστήματα μια συνήθεια. Δεν το είχε επιδιώξει ακριβώς, αλλά σίγουρα δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι συνέβαινε. Μετά το χωρισμό της με το Δημή-τρη, δύο χρόνια πίσω, δεν την ένοιαζε τίποτα πια. Δεν θα αποδεχόταν ποτέ ότι ο άντρας που θέλησε πιο πολύ, απλώς τη βαρέθηκε και την παράτησε, ένα χάραμα σαν και αυτό, φεύγο-

ΕΥΧΑ

ΡΙΣ

ΤΩ Τ

Η Λ

ΕΝΑ Κ

ΑΙ Τ

Ο Δ

ΗΜ

Ο Π

ΟΥ

ΜΕ

ΒΟ

ΗΘ

ΗΣΑ

Ν Μ

Ε ΤΟ

Ν Τ

ΡΟ

ΠΟ Τ

ΟΥΣ

ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΟΥΒΕΛΗ

ΦΩ

ΤΟ: Σ

ΤΑΥΡ

ΟΣ

ΠΕΤ

ΡΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ

Page 19: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ντας, ακροπατώντας από την πόρτα της κου-ζίνας. Αυτός, που την είχε γνωρίσει ατίθαση και ξεχασμένη, την εξημέρωσε και έπειτα την αμόλησε πίσω στη ζούγκλα. Τι ανανδρία! Κάπου στο ύψος της εκκλησίας της Ζωοδό-χου Πηγής σταμάτησε. Οι γόβες είχαν κάνει δύο μικρές πληγές στις φτέρνες της και το αίμα γλιστρούσε γοργά στην ολισθηρή λου-στρινέ επιφάνεια των παπουτσιών της. Εψα-ξε για χαρτομάντιλο στην τσάντα αλλά δεν βρήκε. Αντ’ αυτού, έπιασε τα τσιγάρα της και αποφάσισε να ανάψει ένα. Η φλόγα του αναπτήρα τρεμόσβηνε στις υγρές από τον ιδρώτα παλάμες της αλλά τελικά, εισπνέο-ντας βαθιά, κατάφερε να το ανάψει. Μόλις τράβηξε την πρώτη τζούρα, σαν η νικοτίνη να ήταν ο πιο ισχυρός καταλύτης του εγκε-φάλου της, συνειδητοποίησε κάτι παράλογο. Μύριζε λουλούδια! Δεν ήταν ένα είδος λουλουδιού, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Η προσπάθεια να μαντέψει τη σύνθεσή τους θύμιζε την προσπάθεια γευσι-γνώστη με δεμένα μάτια, να αποσπάσει στο νου του ένα-ένα τα συστατικά της τέλειας μπουκιάς. Αλλά επειδή οι πιο επιτυχημένες συνταγές δύσκολα αποκωδικοποιούνται, εγκατέλειψε γρήγορα την προσπάθεια της ανάλυσης του μεθυστικού μύρου και αφέ-θηκε απλώς στη ζάλη του. Αυτή η ζάλη τής ήταν τόσο οικεία, τόσο γνωστή, σαν τις φά-τσες παλιών συμμαθητών που όμως αν τις δεις ύστερα από είκοσι χρόνια, σε ξενίζουν περισσότερο και από φάτσες αγνώστων. Είναι τα ίδια πρόσωπα, χωρίς σπυριά, χωρίς σιδε-ράκια, χωρίς γυαλιά, χωρίς παραπάνω κιλά στα μάγουλα, χωρίς απεριποίητα μαλλιά, χω-ρίς καθαρό βλέμμα, χωρίς αθωότητα. Ναι, η Μάγδα ήξερε. Ηξερε καλά τι μέρα ήταν και τι γίνεται αυτή τη μέρα. Είχε τώρα ξημερώσει και τα κορίτσια που κατά παρά-δοση ήταν ακόμα παρθένα, στόλιζαν όλοι την προηγούμενη νύχτα τον Επιτάφιο. Θυμόταν πως και αυτή κάποτε ζητούσε άδεια από τη

μητέρα της για να πάει. Αλλά ποτέ δεν είχε μπει την εκκλη-σία για να γίνει μέρος αυτού του μακάβριου θρησκευτι-κού σκηνικού. Ηταν απλώς η τέλεια δικαιολογία για να κά-θεται ως αργά στον περίβολο και να μιλά με αγόρια που της άρεσαν. Αυτή την εικόνα επένδυε το αποπνικτικό μυ-ρωδικό που τώρα οσφραινό-ταν. Η μικρή Μαγδαληνή, που αργότερα έγινε Μάγδα, δεν είχε καμία δουλειά με παρ-θένες που αργότερα έγιναν απλώς Μαρίες. Το είχε άλ-λωστε φιλοσοφήσει πως για κείνην η Μαγδαληνή κατείχε πιο ιερή θέση από την Πανα-γία στα μάτια του Ιησού. Τους γονείς δεν τους διαλέγουμε, τους εραστές μας όμως…Είδε την πόρτα της Ζωοδό-χου Πηγής μισάνοιχτη και για μια στιγμή ασυναίσθητα κίνησε προς τα εκεί. Οταν πάτησε στο πρώτο σκαλί, ένας σφάχτης παρέλυσε σχεδόν το νευρικό της σύ-στημα. Ο πόνος προερχόταν απ’ αυτές τις τρισκατάρατες γόβες. Το αίμα δεν είχε σταματήσει και το άκαμπτο υλικό του παπουτσιού προχωρούσε απτόητο στα ενδότερα του δέρματός της. Αυτό το ανόητο περιστατικό της έκοψε τη φόρα, το εξέλαβε σαν ένα σημάδι, σαν Θεία Δίκη. Ψέλλισε μια βρισιά, έκανε επιτόπου στροφή και ξαναβγή-κε με ορμή στην Ακαδημίας. Η ώρα ήταν ήδη επτά παρά και τα αμάξια πια σταματούσαν στο κόκκινο. Στη διασταύρωση με Χαριλάου Τρικούπη, έσκυψε, έλυσε τα γοβάκια και τα κράτησε στα χέρια της σαν να ήταν καλο-γυαλισμένα περίστροφα. Οι πρώτοι αγουρο-

ξυπνημένοι πεζοί την έκαναν χάζι, αλλά δεν την ένοιαζε. Ακόμα και αν ήταν παλιοί της συμμαθητές σίγουρα δεν τη γνώριζαν πια. Ούτε και η εκείνη τους γνώριζε.

Page 20: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Χ ίλια κιλά πάνω στο στέρνο μου. Και θα αργήσω για τη δουλειά. Ο αγχωμέ-νος γραφίστας. Με αυτά ξυπνάω κάθε

πρωί παρέα. Τις περισσότερες φορές κοιμά-μαι αργά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Χτες βράδυ με καβάλησε η γριά η Μόρα και έκανε πάλι τα κέφια της! Εχουν περάσει χρόνια από την πρώτη φορά που το έπαθα. Τότε έλεγα στους φίλους μου για το πώς χέστηκα πάνω μου. Ανοιξα τα μάτια μου μες στον ύπνο μου και δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε χέρια, ούτε πόδια. Και έβλεπα σκιές. Πέντε χρόνια μετά έμαθα ότι αυτό που είχα πάθει το λένε, έχω την εντύπωση, υπνοπαράλυση. Σπάνιο, αλλά φυσιολογικό. Βέβαια, όποτε το παθαίνω το

περιγράφω με τα μελανότερα χρώματα, αφή-νω την ανάλυση απ’ έξω. Σκοτώνει τη γοη-τεία. Ασχετο που εκείνες τις στιγμές με κάνει να νιώθω αβοήθητος σαν να είμαι μωρό πα-ρατημένο σε ξένα σκαλοπάτια.Πάντα άνοιξη το παθαίνω. Οπου και να είμαι. Φταίει η γύρη, φταίει η αλλαγή του καιρού, φταίω εγώ. Ειλικρινά δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι έρχεται την άνοιξη. Μάλλον με πιάνουν οι ορ-μόνες μου. Ολα την άνοιξη έρχονται. Την πρώ-τη φορά που έφαγα μπουνιά ήταν Απρίλης και την πρώτη φορά που «πήδηξα», πάλι άνοιξη ήταν. Τότε, βέβαια, είχα περισσότερα όνειρα και δεν είχα δουλειά. Τώρα έχω δουλειά που απαιτεί και σακάκι. Ευτυχώς δεν χρειάζεται γραβάτα. Master στη γραφιστική και «πολύ καλό χέρι». Αυτά έχω. Και εργασία κάθε πρωί, 9 με 5, Ερμού και Κορνάρου γωνία. Εταιρεία “FineDesign” και εγώ ο μισθωτός της. Αβε οκτάωρο, οι ξενύχτηδες σε χαιρετούν!Το γραφείο μου είναι δίπλα στο κουζινάκι. Οταν βαριέμαι κάνω μια βόλτα ανάμεσα στα

άλλα γραφεία και λέω χαζά inside jokes. Μ’ αρέσει η δουλειά μου. Τη νιώθω δημιουργική και πάντα αυτό ήθελα να κάνω. Να σχεδιάζω με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Και τότε πριν από χρόνια που ο Τζίμης με το Νίκο εί-χαν φτιάξει την μπάντα, εγώ θα τους έκανα το εξώφυλλο για το ep. Πίναμε μπίρες με τις ώρες στα Εξάρχεια και το σχεδιάζαμε. Μετά εκείνοι ήθελαν να πάνε στο Mo better, αλλά κλώτσαγα εγώ. Το ’χα ρίξει στην EBM επειδή είχα βαρεθεί τις μεταλιές. Με βρίζαν, όπως συνήθως κάνουν, και με λέγανε «κυρία» και «σαραντάρη». Τελικά το ep βγήκε κι εγώ έκανα το εξώφυλλο. Ενα κόκκινο ηλιοβασί-λεμα πάνω από διαλυμένες πολυκατοικίες. “Macabre Sundown” το βγάλαμε. Τώρα μου φαίνεται δακρύβρεχτο, αστείο, παιδικό και πολλά άλλα. Αλλά τώρα πάω στη δουλειά μου, ευτυχώς χωρίς γραβάτα.Προφανώς κάτι μου λείπει, το ’χω καταλάβει. Κάθομαι ώρες μπροστά στο Mac διορθώνο-ντας λεπτομέρειες. Το InDesign είναι φίλος

μου. Οι πελάτες μας είναι πολύ ευχαριστημέ-νοι. Δουλεύουμε κυρίως με φαρμακευτικές εταιρείες. Οταν έρχεται η υπεύθυνη του δι-αφημιστικού τους, για να ελέγξει τη δουλειά, τα έχω όλα τέλεια και φοράω σακάκι. Εγώ έχω κάνει την ελληνική γραφιστική δουλειά για το εμβόλιο Gerdasil, για το Sontrex, εγώ για το Meselid. Και όταν πηγαίνω στις φαρμα-κευτικές με έτοιμη πρόταση στο Powerpoint φροντίζω να ’χω ξυριστεί. Το αξύριστο κουλ-τουρέ στιλάκι δεν πιάνει στους business men, πιάνει μόνο στα κορίτσια. Εχω αρχίσει να πιστεύω ότι θα ’ναι καλό να βάλω και γρα-βάτα. Μου λείπει από το ντύσιμό μου.Η Ερμού πήρε το όνομά της από τον πονηρό θεό του εμπορίου. Και το αξίζει. Από το πα-ράθυρο χαζεύω ιστορίες. Βλέπω ανθρώπους που έγιναν πρεζάκια, Ινδιάνους μουσικούς με χαλασμένα μικρόφωνα, ανθρώπινους μί-μους, αγάλματα βαμμένα με κιμωλία να ζη-τούν ευρώ με τη σιωπηλή παράστασή τους. Βλέπω σφιχτούς κώλους και πόδια σε τσιτω-μένα τζιν και χαίρομαι. Χαζεύω με τις ώρες κρατώντας πάντα γερά το ποντίκι του υπο-λογιστή για να φαίνεται ότι δουλεύω. Πότε όμως δεν είχα χαζέψει τόσο όσο τις δύο τε-λευταίες βδομάδες. Από τότε που άρχισε να φτιάχνεται απέναντι το καινούργιο εμπορικό. Με τις σκαλωσιές και τους σοβάδες. Με τους μετανάστες από κάθε γωνιά της γης. Ολες οι φυλές του Ισραήλ να χτίζουν μια εμπορική Βαβυλώνα. Ολα τα βλέπω από τα παράθυρο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΜΠΟΛΑΣ

Page 21: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Με εντυπωσίαζαν οι εργάτες που ανέβαιναν σε σκάλες δέκα μέτρων. Οι κουβάδες που άλ-λαζαν χέρια.Ολη αυτή η δουλειά με τα χέρια, ο ιδρώτας. Και εμείς να καθόμαστε μες στην τρέλα του γραφείου. Ευτυχώς. Οχι, δεν θέλω να κουβαλάω τούβλα. Σκεφτόμουν Φλαμαν-δούς εργάτες του Μεσαίωνα, σε κάποιον πί-νακα του Bruegel. Και η εμπορική Βαβυλώνα να παίρνει σχήμα σιγά σιγά για να στεγάζει όλες τις μάρκες του καιρού μας. Ολη η γύρη της άνοιξης στους ώμους τους. Ολη αυτή η κίνηση και εγώ πίσω από το διπλό τζάμι του γραφείου. Να κοιτάω όλη αυτή τη μανία να τελειώσουν γρήγορα. Να βλέπω τις φωνές των εργοδηγών αλλά να μην ακούω τίποτα. Και τα σκοινιά με τους κουβάδες, δεμένα στις σκαλωσιές, να πηγαίνουν πέρα δώθε. Εδώ και εκεί από το σκονισμένο αφρικανικό αέρα. Σαν κούνιες δίχως κάθισμα. Εκείνο το πρωί πήγα πιο νωρίς στο γραφείο. Το καθιερωμένο μισάωρο κωλοβαρέματος είχε τελειώσει πιο νωρίς για μένα στις 19 Απριλίου 2010. Κρατούσα σφιχτά το ποντίκι μου και χάζευα την ανέγερση απέναντι. Πίσω από το διπλό τζάμι. Οι εργοδηγοί έκαναν σω-στά τη δουλειά τους. Γκάριζαν στους εργάτες να κάνουν πιο γρήγορα. Η διαστημική ταχύ-τητα του καιρού μας. Και εγώ να παρακολου-θώ το τζάμπα θέαμα. Ενα βουβό ντοκιμαντέρ μες στη σκόνη. Να κεντράρω σε έναν αγχω-μένο Ανατολίτη εργάτη. Μάλλον Ινδό. Να έχει βάλει το δεμένο στο σκοινί κουβά γύρω από το λαιμό του, να κρατάει τα εργαλεία του σφι-χτά. Θα έπρεπε να είχε δέκα χέρια σαν τη θεά Κάλι για να τα προλάβει όλα. Να νιώθω την έντασή του. Ενας μικροσκοπικός αγχωμένος άνθρωπος που προσπαθεί να τα φέρει βόλτα.

Ο κουβάς γλίστρησε, το σκοινί τεντώθηκε. Ο εργάτης να φεύγει από τη σκαλωσιά, να πέ-φτει πέντε μέτρα κάτω και το σκοινί να δένε-ται σαν οχιά γύρω απ’ το λαιμό του, σφιχτά.Σηκώθηκα όρθιος χωρίς να πω κουβέντα και κόλλησα στο τζάμι. Κανένας δεν είχε ακούσει τίποτα. Ομως ήμουν σίγουρος ότι είχα ακού-σει τον ήχο από το σβέρκο που σπάει. Αργά αλλά σταθερά το γραφείο ξυπνούσε. Καταλά-βαινε την αναστάτωση στην Ερμού. Γυναίκες που πέταξαν τα ψώνια τους κάτω. Ανθρωποι ακίνητα αγάλματα έτρεχαν και φώναζαν. Ινδι-άνοι άναβαν τσιγάρα νευρικά. Μανάδες σκέ-

παζαν τα μάτια των παιδιών τους και κοίταζαν τον κρεμασμένο να πηγαίνει πέρα δώθε. Μια συνάδελφος τσίριξε. Εγώ κολλημένος στο τζάμι. Εργάτες που βρίζουν θεούς και δαί-μονες. Είδαμε μια σειρήνα περιπολικού να πλησιάζει. Παρακολουθούσαμε ένα θάνατο σε πρώτη μετάδοση, LIVE. Και όμως ήμουν σίγουρος ότι άκουσα τον ήχο από το σβέρκο που σπάει.Κλάματα στο γραφείο. Μεγάλες κουβέντες, αφορισμοί. Λύπη, φρίκη, θλίψη και συμπό-νια σε όλο της το μεγαλείο. Εγώ όμως δεν μπορούσα να νιώσω τίποτα. Εχω δει τόσους θανάτους στις ειδήσεις των οκτώ και μισή που με έχουν νεκρώσει. Κοιτούσα το νεκρό εργάτη να πηγαίνει πέρα δώθε. Και ήμουν σίγουρος ότι στα χείλια του είχε σχηματιστεί ένα φοβερό χαμόγελο. Και το μόνο πράγμα που ένιωθα να ψιθυρίζω ήταν: the secret of the hanged man - the smile on his lips. Το μυστικό του κρεμασμένου και το χαμόγελο στα χείλη του. Revelations από Iron Maiden. Κάποιοι ζήτησαν άδεια, βρήκαν ευκαιρία. Σίγουρα το σοκ ήταν μεγάλο. Δεν μπορώ να

Page 22: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

πω ότι δεν λυπήθηκα και σίγουρα με τρό-μαξε. Σε κηδείες έχω πάει, αλλά ένας live θάνατος είναι άλλη ιστορία. Αρχισα να το σκέφτομαι συνέχεια. Διάβασα όσα άρθρα κάλυψαν την είδηση, τα διάβασα με φανατι-κή μανία. Με έκαναν να νιώθω ότι συμμετέ-χω σε ένα κοινό γεγονός. Με έκαναν να νιώ-θω πιο σημαντικός από την τετριμμένη ζωή μου. Είχα μια ιστορία να πω. Μια ιστορία που την παρακολούθησα με τα ίδια μου τα μάτια. Αλλά κάτι με έτρωγε. Κάτι πάλι έλειπε. Και οι άυπνες νύχτες έγιναν πιο έντονες. Φτωχέ Ινδέ και τι σου έμελλε να πάθεις.Αρχισα ξανά να βγαίνω την τελευταία εβδο-μάδα αν και το είχα κόψει. Δεν με ένοιαζε να χαζέψω γκόμενες. Ηθελα ανθρώπους που ξέρω, για να τους περιγράψω αυτό που είδα με τα μελανότερα χρώματα. Να το μοιρα-στώ μαζί τους. Αρχισα να νιώθω τύψεις για το μακάβριο του πράγματος. Πήγα ξανά στα παλιά μου στέκια. Βρήκα ξανά τον Τζίμη και το Νίκο. Ξαναζήσαμε μεγάλες βραδιές στην «Κρύπτη» στα Μελίσσια. Αγαπημένο ροκάδι-κο. Απλώς τώρα είναι κάποια κιλά πιο χοντροί και οι φτηνές μπίρες που πίναμε έχουν γίνει ακριβά ουίσκι, έτσι, για την καταξίωση του πράγματος. Και ήταν όλοι αυτιά για την ιστο-ρία μου. Οπως κάποτε άκουγαν για την υπνο-παράλυσή μου. Για τη Μόρα. Οπως κάποτε τους έδειχνα τα σχέδια με τους σκελετούς, τώρα τους έλεγα για τον κρεμασμένο.Μέθυσα τρεις φορές σε πέντε μέρες και φώ-ναζα γελώντας στον dj να βάλει το Revelations από Maiden. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, όσο και αν ξαφνικά η ζωή μου ξέφυγε από τα κα-θιερωμένα. Κάτι μου έλεγε ότι κάτι άλλο μου έχει συμβεί, κάτι άλλο με τράνταξε. Ενας πε-νηντάρης αλκοολικός μου θύμισε τον κρεμα-σμένο από τις κάρτες ταρώ που ψαχούλευα φοιτητής, αλλά τίποτα. Κάποια βαθιά καταχω-νιασμένη μνήμη με κρατούσε σε ταραχή. Και μετά ήρθε χτες ξανά η υπνοπαράλυση. Στο γραφείο μερικές μέρες τώρα τα είχα κάνει σκατά. Είχα αφήσει τις δουλειές πίσω. Ξενύ-χτια, ποτά και ιστορίες δεν βοηθούν.

Το πρωί ήπια καφέ στο γραφείο έπειτα από ένα χρόνο. Δεν μπορούσα να θυμηθώ. Οι κου-βέντες του προϊσταμένου μου όμως, πριν από λίγα λεπτά, με ξύπνησαν. Μου είπε: «Τι γίνεται, ρε Κώστα; Μου χρωστάς πράγματα, τι έγινε; Δεν το συνηθίζεις». Και του απάντησα: «Δεν θα ξαναγίνει». Μου είπε ήρεμα: «Δεν πειρά-ζει, αλλά ξέρεις εδώ μέσα δεν λέει να δίνεις κακή εικόνα, θα πέσουν να σε φάνε». Τότε και μόνο τότε θυμήθηκα.Θυμήθηκα το οικογενειακό ταξίδι μας στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας όταν ήμουν πέ-ντε χρόνων. Εγώ σε μια προβλήτα να βλέπω τη θάλασσα και να θέλω να τρέξω σε εκείνη. Να πάω να φύγω και ο πατέρας μου να με κρατάει. Να χτυπιέμαι και τα χέρια του να

σφίγγουν, χωρίς να το θέλει. Να σφίγγουν στο λαιμό μου επειδή φοβόταν μην πέσω στη θάλασσα. Να με εγκλωβίζουν. Εγώ να γελάω γιατί ήξερα ότι θέλω τη θάλασσα. Αλλά με κράτησε. Και εγώ χαμογελούσα πνιγμένος. Τότε έμαθα ότι πάντα υπάρχει κάτι να σου σφίγγει το λαιμό. Κάτι πιο μεγάλο από σένα. Και το μόνο που μπορείς να κάνεις στο ανα-πόφευκτο είναι να χαμογελάς. Και υπάρχουν πολλά σίγουρα χέρια, ορατά και αόρατα, να σε κρατούν πνιγμένο αλλά τελικά εσύ φταις. Γι’ αυτό γελάς σκανδαλιάρικα. Και χρειάστη-κε ένας άτυχος εργάτης με σπασμένο σβέρκο για να θυμηθώ.

Page 23: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δ εκαεπτά δευτερόλεπτα πέρασαν μέ-χρι να συνειδητοποιήσει ποια είναι, πού βρίσκεται, τι συνέβη το προηγού-

μενο βράδυ και γιατί το πρόσωπό της ήταν ακόμη μουσκεμένο από δάκρυα.Είμαι η Δανάη, χθες τα ήπια με τις αλλοπρό-σαλλες κολλητές μου, γύρισα σπίτι κομμάτια και κατάφερα να κλάψω. Καιρός ήταν. Μέρες τώρα προσπαθούσε να ξεσπάσει με κάποιον τρόπο, αλλά μάταια. Οχι, δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Το κλάμα για εκείνη ήταν μια απλή μέθοδος αποσυμφόρησης και το αλκοόλ κατάφερε, για ακόμη μια φορά, να γκρεμίσει τις άμυνές της. Ωραία, μυαλό και σώμα συντονίστηκαν.Κίνηση πρώτη: παράθυρο. Μία-μία οι αισθή-σεις της καλημέρισαν το -σαν από παραμύθι βγαλμένο- το-πίο. Φρέσκος αέρας που τρυ-πώνει συνωμοτικά στο δέρμα και προκαλεί μια γλυκιά ανα-τριχίλα, μυρωδιά λουλουδιών, το ενίοτε ενοχλητικό τιτίβισμα των πουλιών, εκτυφλωτικός ήλιος και ανεξήγητα παιχνι-διάρικη διάθεση. Η άνοιξη ήταν η αγαπημένη της εποχή: ειλικρινής -ούτε υπερβολικά γελαστή, ούτε ενοχλητικά μί-ζερη και κυκλοθυμική- άλλοτε σου ανοίγει την ψυχή κι άλλο-τε σε μελαγχολεί. Κίνηση δεύτερη: καφές. Σκέ-τος. Επειγόντως. Κίνηση τρίτη: κινητό. Τέσσερις κλήσεις μαμάς και ηχητικό μή-νυμα μπαμπά. Ελεος. Οι άλλες θα είναι ακόμη αναίσθητες από τη χτεσινή κραιπάλη. Κίνηση τέταρτη: μουσική; Μπα, τρελός πονοκέφαλος. Κρύο ντους καλύτερα. Κίνηση πέμπτη: είναι Κυριακή και άρα δεν υπάρχει λόγος να σχεδιάζεις την κάθε σου κίνη-ση, κομπλεξική. Ηταν εθισμένη στα εγκεφαλικά -σχεδόν ψυχα-ναγκαστικά- κουτάκια της, δεν

λειτουργούσε χωρίς αυτά. Σήμερα όμως είναι μη εργάσιμη ημέρα, χαρά Θεού που θα έλε-γε κι η γιαγιά της και είχε κάθε δικαίωμα να διασκεδάσει, να χαζολογήσει, να μείνει μόνη της. Αυτό ακριβώς χρειαζόταν. Ηρεμία.Αέρινα ρούχα, κοραλλί νύχια και γυαλιά ηλί-ου -ο ερχομός της άνοιξης επισφραγίζεται με

κεφάτες στιλιστικές επιλογές. Μέρες σαν κι αυτή αισθάνεται τυχερή που μένει στο Παλαιό Ψυχικό. Κατά τα άλλα, δεν βολεύει καθόλου. Σήμερα όμως θα ήταν αχαριστία να μην το εκτιμήσει. Χαμογελαστοί γείτονες στις βερά-ντες, παιδάκια τρέχουν ανέμελα πέρα-δώθε στα στενά, μαθητές με ποδήλατα σχεδιάζουν

ΣΕΜΙΝΑ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Page 24: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

την επόμενη κοπάνα. Σαν σκηνή από τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση».Της προκαλούσε ένα γαργαλητό στο στομάχι η ιδέα της βόλτας δίχως προ-ορισμό. Θαρρείς πως κουβαλούσε το πιο σημαντικό μυστικό, την ολότελα δική της νεανική σκανταλιά. Προ-σπερνάει τη Β’ Πλατεία και κατευ-θύνεται προς Φιλοθέη. Οποιαδήποτε αρνητική σκέψη που την καταπιέζει αιωρείται τώρα πάνω από το κεφά-λι της σαν σαπουνόφουσκα που δεν πρόκειται να σκάσει. Κανένα αναθε-ματισμένο deadline και κανένας βα-ρετός γκόμενος δεν είχαν σημασία. Το μόνο που ήθελε να σκεφτεί ήταν ο εαυτός της και το μέλλον της. Κάθι-σε στο αγαπημένο της παγκάκι δίπλα από το πέτρινο περίπτερο, ρούφηξε δύο γουλιές από το παγωμένο τσάι ροδάκινο και άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Τι ευτυχία.Να πάω στην Παλιά Αγορά με τους άλλους μετά; Πρέπει να δω και γονείς κάποια στιγ-μή. Το βράδυ να πάμε Γκάζι; Βαριέμαι οι-κτρά. Τον εσωτερικό της μονόλογο διέκοψε το θρασύτατο αγόρι που κάθισε δίπλα της χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Τι νομίζει ότι κάνει; Ανενόχλητος στρίβει το τσιγάρο του και ατενίζει το κενό. Είναι όμορφος και μο-σχοβολάει “Chrome”. Αλλά δεν της μιλάει. Καλύτερα. Προσπαθεί να ξαναβρεί τον ειρ-μό της σκέψης αλλά ο εκνευριστικός -πλην ωραίος- τύπος έχει ρυθμίσει το volume στο i-pod τόσο δυνατά που σε κάνει να αναρωτιέ-σαι πώς δεν έχει τρυπήσει κανένα τύμπανο.

Αγένεια να του κάνει παρατήρηση, στο κάτω κάτω, βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο. Οσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πολύ φούντωνε η περιέργεια για το μυστηριώδη άγνωστο. Ηταν άλλωστε αναμενόμενο: καθετί καινούργιο και αινιγματικό της προξενούσε νοητή έκσταση. Ο συγκεκριμένος δε, φαινόταν και ελαφρώς διαταραγμένος. Ακουγε το “Teardrop” στο repeat. Την ταξίδευε αυτή η μελωδία. Ταίριαζε με τα μπουμπούκια που ξεπετάγονταν και με τις πεταλούδες που άλλοι ένιωθαν στο στο-μάχι τους τέτοια εποχή. Εκείνη μπορούσε να αρκεστεί στην όψη τους, ούτε λόγος για κάτι παραπάνω. “Love is a doing verb… shakes

me, makes me lighter”. Την ξεκούραζε αυτή η προσέγγιση. Η λέξη «αγάπη» ήταν για τη Δανάη επικίνδυνη, άγνωστη, βαριά. Ποτέ της δεν την χρησιμοποιούσε, επαναπαυόταν στην ασφάλεια των πράξεων κι ας τα πήγαινε τόσο καλά με τα λόγια. Ο επαναλαμβανόμε-νος ήχος που διαπερνούσε τα ακουστικά του νεαρού της θύμιζε την αγαπημένη της ταινία, το “Jeux d’ enfants”. Ετσι φανταζόταν τον έρωτα, σαν παιχνίδι. Το κεφάλι της βουίζει και οι σκέψεις κυλούν τώρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Εκείνος βγάζει χαρτί και στιλό και με την ίδια πάντα μουσική υπόκρουση αρ-χίζει να γράφει. Σπρώχνει το χαρτί προς το μέρος της. «Δεν ξέρω ποια δύναμη γεννάει

Page 25: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

τόσα ερωτηματικά, τι μας κάνει να στροβιλι-ζόμαστε γύρω από τα ίδια λάθη και γιατί συ-νεχίζουμε τις σβούρες ακόμη κι αν ζαλιζό-μαστε. Αναλύουμε και εκλογικεύουμε μέχρι τελικής πτώσης, από συνήθεια που μετατρά-πηκε σε ανάγκη, γιατί αποζητάμε μια λεπτή γραμμή αλήθειας. Κι όταν τη βρούμε;». Τα άκρα της είχαν μουδιάσει, αποτέλε-σμα έντονου συναισθήματος που δεν βρίσκει ποτέ διέξοδο. “Fearless on my breath”, λες και οι στίχοι συντονί-ζονταν με το συναισθηματικό ανεμο-στρόβιλο που την κυρίευε. Οπως στην ταινία, σκέφτηκε, αυτό το χαρτί να εί-ναι το δικό τους καρουσέλ. Να το δίνει ο ένας στον άλλο και να βάζουν κατα-στροφικά για την ψυχική τους ισορρο-πία στοιχήματα. Μήπως ενθουσιάζομαι πάλι με μια ιδέα; Συνέχισε να κρατά-ει το χαρτί κι εκείνος ανέκφραστος, δήθεν αδιάφορος. “Water is my eye, most faithful mirror”. Σαν να μετα-φέρθηκε τηλεπαθητικά στον πλανήτη του Μικρού Πρίγκιπα ένιωθε, εκεί που η μόνη αλήθεια κρύβεται στα μάτια της ψυχής. Μα εκείνη δεν είχε δει τα μάτια του, ούτε είχε ακούσει τη φωνή του. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν εκτός από έναν ψυχαναλυτι-κό συνειρμό που μοιράστηκε μαζί της. Κι όμως αυτή η σιωπή φάνταζε ιδανι-κή. Σαν πολύχρωμες, αδέξιες πινελιές σε λευκό καμβά. Κάπως έπρεπε να αντιδράσει. Προσε-κτικά και έξυπνα. Εγραψε στο χαρτάκι και το άφησε δίπλα της. “Cap ou pas cap?”. Το μειδίαμα που σχηματίστηκε στα χείλη του την άγχωσε. Λες να μην κατάλαβε; Μακάρι να μη μιλήσει. Του-

λάχιστον να τελειώσει αυτή η σουρεαλιστική ιστορία όπως ξεκίνησε. Το χαρτάκι ήταν και πάλι στα δικά της χέρια, αλλά δεν τολμούσε να το κοιτάξει. “Stumbling a little”, το τέλος του τραγουδιού, κι εκείνος βγάζει τα ακουστικά. Φεύγει;

Μια ψιχάλα πέφτει στο χαρτί και το βλέμμα της χάνεται στην τελευταία λέξη: Φίλιππος. Κοιτάζονται για πρώτη φορά και ξεσπούν σε γέλια. Οι ψιχάλες πληθαίνουν και βρέχουν το πρόσωπό της, σαν τα δικά της πρωινά δάκρυα. Ετσι είναι η άνοιξη στην Αθήνα. Απρόβλεπτη.

Page 26: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

8.15 Τετάρτη πρωί, χωρίς ξυπνητήρι.

Ω ωωχ, τώρα γιατί ξύπνησα; Ας στριφο-γυρίσω λίγο, θα με ξαναπάρει. Δύο, πες δυόμισι, τρεις, τέσσερις, πέ-

ντε, έξι, εφτά, οχτώ, πες οκτώμισι. Εξι ώρες ύπνου. Λίγο. Νυστάζω. Οοοχι μυαλό μην πηγαίνεις εκείιιι... Γαμώτο, ύπνε δεν με προ-λαβαίνεις... Σκέψου κάτι άλλο, σκέψου κάτι άλλο, σκέψου κάτι άλλο. «Θα βρω αλλού να τα λέω, κάπου που να μ’ ακούν». Σκέψου ότι είχε ήδη βρει, σκέψου ότι είχε ήδη βρει, σκέ-ψου ότι είχε ήδη βρει. Τι να κάνω, να σηκω-θώ; Μπας και σκάσει το κωλομυαλό; Σήκω, έχεις τόσα να κάνεις που παραμελούσες τόσο καιρό. Σκατά. Θα βάλω το πλυντήριο που δεν έβαλα χθες και θα ξαναπέσω. Δεν δουλεύω σήμερα, άρχισε το Πάσχα. Ορθια. Ελα, step by step, ανοίγουμε το πορτάκι, βάζουμε τα ρούχα, κλείνουμε το πορτάκι, μη σκέφτε-σαι, βάζουμε απορρυπαντικό, το πλυντήριο στην πρίζα, πατάμε το on. Ξαναπέφτουμε στο

κρεβάτι, φρέσκα σεντόνια, ακόμα ζεστά από πριν, μυρίζουν υπνάκο. Κόκκινο το φως απ’ τα κλειστά παντζούρια. Γκρου γκρουν γκρουν το πλυντήριο, γκρου γκρουν. Υπνος.

10.36 Τετάρτη πρωί, δεύτερο ξύπνημα.Εβλεπα όνειρο. Τι έβλεπα; Εκδρομή με το σχολείο, με συμμαθητές, τους φίλους απ’ το Λονδίνο. Στο πούλμαν υπάρχει ένα τεράστιο ενυδρείο με ένα πολύ μικρό ψαράκι μέσα. Τι να κάνει αυτός ο διακόπτης; Τον πατάω. Το ενυδρείο μετατρέπεται σε κλίβανο, ρουφάει

το ψαράκι και το ψήνει. Αχου, τι έκανααα... Η ιδιοκτήτρια του ψαριού έρχεται κατά πάνω μου κλαίγοντας... Κάτι σημαίνει το ψάρι, να ρωτήσω τη μαμά. Θα σηκωθώ. Να απλώσω και τα ρούχα. Μη σκέφτεσαι, μη σκέφτεσαι. Εχεις να κάνεις πολλά πράγματα που είχες παραμελήσει. Ορθια. Βγάζω το πλυντήριο απ’ την πρίζα, ανοίγω το πορτάκι, βγάζω τα ρούχα. Βάζω μέσα τα επόμενα. Παίρνω λε-κάνη, απλώνω ρούχα. Done! Να φτιάξω μια εσπρεσάρα να μπει το μυαλό σε τάξη. Ανοί-γω ράδιο. Εν λευκώ. Τραλαλαλαλα, ε, μα όχι άλλη τζαζοfunkoswing, θα σπάσει το κεφάλι μου. Θα βάλω cd. Manic street preachers, με τίποτα, My bloody valentine, τους βαριέμαι για πρωί, πού να είναι εκείνο το best των Gin blossoms; Είχα όρεξη για λίγο εφηβικό 90’s indie τώρα. Ωπ! Kings of Leon, το πρώτο τους! Super. Ανοίγω πορτάκι, έχει το δώρο που μου έδωσε μέσα, Beatles. Ημαρτον, γαμώτη μου. Μη σκέφτεσαι, μη σκέφτεσαι, «δεν νομίζω ότι έχουμε τίποτα να πούμε». Τα σημειώματά του είναι ακόμα στο ψυγείο. Να τα πετάξω; Οχι, θα τα αφήσω, να τα κοιτάω κάθε μέρα, μέχρι να μη σημαίνουν τίποτα. Πού είσαι Χριστίνα, ψυ-χολόγε, να καμαρώσεις τη φίλη σου!!! Μυα-λό σκάσε, παλουκώσου κάτω, έχεις πολλά να κάνεις, πιες λίγο καφέ και ξεκόλλα. Βάλε τους Kings of Leon μέσα, πάτα play.

Πρώτο τραγούδι, “red morning light”!Καλή φάση! Λοιπόν, έχουμε και λέμε, να πάρω λαμπάδα για βαφτιστήρι, να σχεδιάσω προσκλητήρια γάμου της Λένιας. Για τη δου-λειά: περιοδικό α’, θέμα διπλωματικές σχέ-σεις Ελλάδας - Τουρκίας, ή κάτι τέτοιο. Χμ, άρα κάποια στιγμή μιλάω με Θ. μετά το Πάσχα. Προς το παρόν, επεξεργασία στο μυαλό. Περι-οδικό β’, εξώφυλλο, μαζεύω μπλουζάκια με συγκροτήματα, κατάλληλη ταράτσα βρήκα, να πάρω την Αννα να της πω για τη φωτογράφη-ση στην ταράτσα της. Να πάρω και τον Α. να του πω να μου στείλει την ύλη με τις ιστορίες. Ουφ, θα με βρίσει στο τέλος, θα στείλω email καλύτερα. Μήπως να γράψω κι εγώ μία, που ήθελα; Αυτό θα κάνω. Είπαμε, αυτά που έχω

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΡΙΝΑΚΗ

Page 27: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

παραμελήσει. Λοιπόν, soundtrack της πόλης, τραγούδι, όχι ερωτο-καταθλιπτικό, λίγο dark. Για ποιο τραγούδι να γράψω; Τώρα σωθήκα-με. Να γράψω για τους Semaphore; Oχι, βρω-μάει Λονδίνο από χιλιόμετρα μακριά. Τίποτα country; Λίγο banjo να γουστάρω; Το βρήκα! Hank Williams, “my son calls another man daddy”! Super! Ή μήπως Johnny Cash, “a boy named Sue”; Mην μπερδεύεσαι! Nα γράψω για το Μάρκο της Λένας Πλάτωνος που έχω και έτοιμη εικονογράφηση; Παραείναι εύκο-λο! Σκέψου, σκέψου, όχι μη σκέφτεσαι αυτόν, τι είπαμε; Οχι μη, όχι μη, όχι... Ξεκατινιάστη-κες πάντως προχθές με τα μηνύματα, το ξέ-ρεις, ε; Δεν έπρεπε. Γιατί δεν έπρεπε; Είπαμε, κάνουμε όπως αισθανόμαστε. Ας πάρω βρα-βείο ανωτερότητας στον επόμενο γκόμενο.

Δεύτερο τραγούδι, “happy alone”!Ωπα! Ναι ρε! Happy alone, μια χαρά και μόνη μου. Αφού ποτέ δεν είχα πρόβλημα με τη μοναξιά, τώρα θα αποκτήσω; Χμμ. Μην πα-ραμυθιάζεσαι! Σκατά! Πάμε πάλι! Είμαι μία 29χρονη ταλαντούχα γραφίστρια εικονογρά-φος, ανερχόμενη συγγραφέας (χα), όμορφη (mental note: να πάω δερματολόγο για τα σπυράκια στη μούρη αν θέλω να παραμείνω), με όλο το χρόνο μπροστά μου να διαπρέψω, εκατοντάδες ευκαιρίες που θα αρπάξω, εκα-τοντάδες άνθρωποι που θα γνωρίσω. Happy alone. Tο σώσαμε! Συνεχίζουμε. Οχι, συνε-χίζουμε σε λίγο. Ωρα για ντους. Να λούσω και κανένα μαλλί που κοντεύει να γίνει σαν τη φλοκάτη (mental note: μήπως ήρθε η ώρα να τις μαζέψω. Ναι, καλοκαίριασε, Να πάρω ναφθαλίνη). Πατάω pause.

Καθαρή-γυαλιστερή, για πάμε λοιπόν, πού ήμασταν; Τραγούδια για ιστορία. Stone roses, “All across the sands”... καθόλου κακό, έχουμε και λέμε: “Bones of an impressive romance, scattered all across the sand”. Εεε, άσ’ το καλύτερα... πολύ καταθλιπτικό, μου θυμίζει το Γιάννη, μου θυμίζει και τη συ-ναυλία του Ian. Ουφ, δεν νιώθω πολύ καλά.. Πατάω play.

Τρίτο τραγούδι, “wasted time”.Ουφ! Ουφ! Ουφ! Πονάω. Μήπως να ξεχυθώ στους δρόμους και στα μπαρ να κάνω αχα-λίνωτο σεξ με αγνώστους; Καλά, δεν παίζει... Πρέπει να ρίξω κι ένα κλάμα σε κάποια φάση ή να μπω σε terminator mode; Terminator mode activated. Ουφ! Ουφ! Πονάω ακόμα. Να είχα κανένα mutation σαν τον Professor

Xavier στο X-MEN 2, που στην αρχή σταματάει το χρόνο. Χμμ, δεν βολεύει γιατί σταματάει ο χρόνος για όλους εκτός απ’ αυτόν... Το βρήκα: “Twentieth century fox in association with marvel comics presents X-MEN 4: Dimitra, the fujiyama mama”! Το κορίτσι που έσκαγε σαν ηφαίστειο, καυτηριάζοντας όσους ήθε-λε, όποτε ήθελε... Αρχισες τις βλακείες πάλι.Πιες λίγο καφέ, στρίψε ένα τσιγάρο.

Τέταρτο τραγούδι, “Joe’ s head”.Fujiyama mama με περίστροφο. Εχουμε ανέβει πίστα με upgrade στο οπλοστάσιο. Καλή φάση. Αλλά οχι πολύ πρακτικό, ούτε πολύ σοφό στην πραγματικότητα.

Πέμπτο τραγούδι, “trani”.Δεν μου πολυαρέσει. Ευκαιρία για απολο-γισμό πρωινού: πλυντήριο (δις), πρόγραμμα επαγγελματικών υποχρεώσεων: Σε standby,

τακτοποίηση χαοτικής σκέψης: αποτυχής (αποκλείεται...). Γράψιμο ιστορίας: ξανα-διαβάζω για editing, διορθώνω ορθογρα-φικά, βάζω τόνους. Επιτυχές, αν και αντί για τραγούδι αναφέρομαι στο μισό album, δεν αναφέρομαι στην Αθήνα - η ιστορία εκτυλίσσεται στο σαλόνι μου, είναι ερω-το-καταθλιπτική και καθόλου dark. Μάλ-λον εκτός θέματος. Δεν πειράζει, ας πάρω pulitzer για το επόμενο τεύχος (mental note: να διαβάσω επιτέλους τον Οδυσσέα του James Joyce, να δω πώς καταφέρνει τη λε-πτό προς λεπτό περιγραφή μιας ολόκληρης ημέρας σε 800 σελίδες, που εμένα μου πήρε για τόσες ώρες, μόνο δύο).

Εκτο τραγούδι, “california waiting”! Αυτά εί-ναι!! “Every little thing is gonna be just fine” (mental note: άλλη μια ρυτίδα στο πορτρέτο του Dorian Gray).

ΦΩ

ΤΟ: Ρ

ΟΥΜ

ΠΙΝ

Η Ν

ΑΤΣ

Η

Page 28: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τ ο κρύο τσίμπαγε την πλάτη και τους ώμους του και στο δέρμα του οι πό-ροι είχαν γίνει ανάγλυφοι. Καθισμένος

μπροστά στο λάπτοπ έγραφε χωρίς μάλλον κάποια ενόχληση.

Πόσο ήπιες πάλι;Γάμησέ τα.Φόρα κάτι, ρε μαλάκα.

Με ποια μιλάς;Με τη Νίκη.

Κλείσ’ τη τη μαλακία! Δεν αντέδρασε. Don’t fool yourseeelf…Για την ακρίβεια, κάθε βράδυ που γυρνού-σε και άνοιγε το ίντερνετ, έβγαζε τα ρούχα και έμενε με το φανελάκι μπροστά στο λά-πτοπ μέχρι να νυστάξει. Πολλές φορές και για ώρα αφότου είχε νυστάξει. Οσο κρύο κι αν έκανε. Για κανένα συγκεκριμένο λόγο.

Βαριέμαι.Καλημέρα. Πώς πάμε; Ησυχία μικρέ… Τα ίδια… Η σχολή, καλά;Καλά, τώρα πάω.Πού έχεις περάσει είπαμε;Στο Deree.Α ναι, μπράβο, στου Ντιρή. Η Πανάθα χθες; Ακουσα τα ωραία που γράφετε στο ίντερ-νετ… «Γιατί να δω την Τζούλια; Βλέπω τσόντα όταν παίζει ο Παναθηναϊκός».

Χα, χα, χα, ναι, έτσι είναι κύριε Τάκη… Χιούμορ γιατί καιγόμαστε και ως χώρα και ως ομάδα…Εκανε λίγα βήματα στην Αλεξάνδρας με τα ακουστικά στο αυτί χωρίς να πατήσει το play. Ακουγε το θόρυβο μέχρι που άναψε πράσινο. Διασχίζοντας το δρόμο σιωπή. Πα-τώντας το πόδι στο πεζοδρόμιο άκουσε την πρώτη ρόδα, την πρώτη κόρνα. Περπατούσε γρήγορα, αλλά σαν σταρ, όχι και πολύ γρή-γορα δηλαδή. Ισως κάποιος να τον έβγαζε μια φωτογραφία στη μέση του βήματος, στο

ένα τέταρτο του βήματος, με το δεξί χέρι λίγο μπροστά και το αριστερό λίγο πίσω, τα Ray Ban ελαφρώς πιο έξω από το σημείο της μύτης όπου θα έπρεπε να ακουμπάνε. Τα έφτιαξε. Βλέποντας ξαφνικά τον Πύργο Αθη-νών, μια σκέψη(;) χτύπησε πάνω του στο κενό ανάμεσα στα μάτια. Δυνατά.Η κοπέλα μου είναι στο δωμάτιο και κλαίει.Ανοιξε το iPod. Οχι αυτό γαμώ. My heart is frozen still…

Τι ακούς;Jeff Buckley. Αααα nice!

Ποια είναι τα πολλά μου προβλήμα-τα και ποια τα λίγα μου; Βάζω να πιω γιατί είναι κινηματογραφικός σχε-δόν ο ήχος όταν κυλάει το ποτό στον αέρα, όπως βυθίζει τον πάγο πνίγεται κάθε διάθεση σοβαρής περισυλλο-γής. Η σοβαρή περισυλλογή ε;Η κοπέλα μου πεθαίνει.Οπως έφευγα από το νοσοκομείο τις προάλλες μου χτύπησε το μυαλό η σκέψη σαν γροθιά ανάμεσα στα μάτια. Βέβαια το ήξερα. Θα το περιγράψω.

ΔΩΡΑ ΚΟΡΟΒΕΣΗ

Page 29: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η κοπέλα μου είναι στο δωμάτιο και κλαίει. Κι όπως περπατάω στο δρόμο μου φεύγοντας, ή μάλλον πηγαίνοντας, τη βλέπω να κλαίει μέσα σε ένα κουτί από τούβλα, σε ένα κουτί μέσα σε ένα μεγαλύτερο κουτί. Οχι περισσότερο σπαρακτικά από κάθε άνθρωπο που κλαίει μέσα στο κουτί του δικού του κουτιού. Περ-πατάς στο δρόμο και σε χωρίζουν λίγα μέτρα από τον κάθε κύβο και το κάθε παραλληλό-γραμμο όπου βρίσκονται οι άλλοι που κλαίνε ή γελούν ή κάθονται με εκτεθειμένη την πλάτη στο κρύο. Σαν να έχω ακτίνες Χ, σαν να έχω τα μάτια μου κολλημένα πάνω σε μια συσκευή που ξεκινά από ένα σημείο ζωγραφισμένο σαν σχέδιο με γραμμές και σιγά-σιγά ξεδιπλώνο-νται τα γύρω-γύρω μέχρι που φτάνουμε στο… στη Γη; Μερικές φορές νιώθω ότι περνούν οι λυγμοί από τα κουτιά στο σώμα μου, κι όπως

περπατάω ρυθμικά προσαρμόζω το βηματισμό μου στις δονήσεις τους. Και εκείνη, ξαπλωμέ-νη σε ένα ακόμα πιο μικρό παραλληλόγραμμο κρεβάτι, να κλαίει επειδή με είδε. Να κλαίει επειδή έχει να μου πει μια λέξη. Ξέχνα. Θυμάμαι τη λακκουβίτσα κάτω από το δεξί της ώμο, όπως έπιανε τα μαλλιά της ψηλά, μπρο-στά στον καθρέφτη. Θυμάμαι ίσως την άκρη του δαχτύλου της να περνά για ένα δευτερό-λεπτο την πλάτη μου, όπως έπαιζα παιχνίδια στο λάπτοπ. Μερικές φορές νομίζω ακόμα το θυμάμαι, όταν ανοίγει η πόρτα και κυματίζει το ξεχειλωμένο φανελάκι μου. Ναι, είμαι σί-γουρος ότι το νιώθω πάνω στη σπονδυλική μου στήλη. Θυμάμαι τους χοντροκομμένους ήχους του πνιχτού γέλιου μας όταν βλέπαμε ή ακούγαμε κάτι αστείο, γελοίο ή και όχι τόσο αστείο αλλά ξέρεις, από αυτά που κοροϊδεύ-

αμε συχνά. Θυμάμαι πως αυτά που τώρα μου αφήνουν μια πικρή γεύση στο λαιμό, με έκαναν να δι-ασκεδάζω. Θυμάμαι εικόνες που με τσιμπάνε για μια στιγμή μόνο. Μετά μένω με την πικρή γεύση.

I think I forgot her now.

Η κοπέλα μου πεθαίνει. Don’t fool yourself. Δεν τον ξεγελώ. Θέλω να τον ξεγελάσω. Δεν τον ξεγελώ. Η κοπέλα μου πεθαίνει. Η κοπέλα μου πεθαίνει.Ανοίγει την πόρτα χωρίς να ανοί-ξει το iPod. Τα ακουστικά στην τσέπη. Περπατάει και ακούει το θόρυβο της κυκλοφορίας. Τα αυτοκίνητα σαν αιμοσφαίρια που κυλούν μέσα στις φλέβες. Οι κόρνες κραυγές ή ενοχλητικά γέλια στις ουρές της τράπεζας. Οι μηχανές που ημερεύουν με κάθε χαμήλωμα του συμπλέκτη για να στρίψουν, ανάσες. Στα περίπτερα κρεμασμένα λόγια του αέρα. Ει-κόνες κρεμασμένες από το χέρι. Ανοιξε ο καιρός. Σταμάτησε και το κρύο. Μεσογείων.

Ο Γαλαξίας έχει την Αλίκη του Τιμ Μπάρτον.

Page 30: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τ α δάχτυλά της μύριζαν άνοιξη, χιλιά-δες μικρόβια ολάνθιστων χρυσάνθε-μων που χτυπούσαν πάνω στο κορμί

της, κάθε κόκκος γύρης εκτοξευόταν κάτω απ’ το τακούνι της την ώρα που αυτά συνέ-θλιβαν την άσφαλτο της ανοιξιάτικης Αθήνας.Ηταν μια οπτασία δίχως προηγούμενο, το μαύρο φόρεμά της κυριαρχούσε πάνω στο γκρίζο της πόλης, αλλά με μια δαγκωνιά της η φύση έσβηνε τη μαυρίλα αυτή με τα λουλού-δια που πετούσαν γύρω της. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο, δεν ήταν απλώς μια πανδαισία, ήταν ολόκληρος ο παράδεισος. Τα μαύρα της μαλ-λιά έπαιζαν ένα περίεργο παιχνίδι με τον άνε-μο, μια ονειρεμένη καταδίωξη νεράιδας απ’ τα στοιχεία της φύσης, σβησμένες φλόγες. Συνέχιζε να δημιουργεί αναταραχές στα λι-μνάζοντα νερά της φλογισμένης πια Αθήνας,

τα καλοσχηματισμένα της πόδια έσκιζαν το χειμωνιάτικο αέρα, το φθινοπωρινό αέρα, τη μούχλα της μοναξιάς, τα δεμένα μάτια των αν-θρώπων, κατέβαινε τους δρόμους της Αθήνας, κοιτούσε τα δέντρα, κοιτούσε με πάθος καθετί

που άνθιζε, ήταν γι’ αυτήν κάτι το πρωτόγνω-ρο, δεν είχε βιώσει κάτι το τόσο όμορφο. Δεν είχε ξαναδεί, δεν είχε πιάσει με τα δάχτυλά της τα λουλούδια που βυθίζονταν στις χαρα-κιές του προσώπου της Αθήνας. Σε κάθε γκρι

λημέρι, σε κάθε βρωμισμένη σπηλιά με τα αγριεμένα τετράποδα θηρία φύτρωναν ανθι-σμένοι πια σπινθήρες, ικανοί να βάλουν φω-τιά σε αυτή τη συνηθισμένη πια μιζέρια. Κατέληξε να βρίσκεται χαράματα σε ένα ολάνθιστο πάρκο της Αθήνας, σε αυτά που ακόμα δεν τα έχουν αγγίξει, σε αυτά που για πάντα βασιλεύει η άνοιξη, εκεί που τα χελι-δόνια αρπάζουν την άνοιξη και τη σπέρνουν στα μάτια των ανθρώπων, τη γενέτειρα της πιο ανθισμένης γλάστρας, τους οργασμούς, τους ήχους που ο καθένας ακούει, τη χρωμα-τιστή υγρασία που νιώθει κανείς όταν περπα-τεί σε ένα βασίλειο λουλουδιών, τα πρόσωπα των αστεριών που τυφλώνουν τα βράδια τις λίμνες. Και βρέθηκε εκεί ολομόναχη, αυτή και η αγαπημένη της μουσική. Χιλιάδες πε-ραστικοί, χιλιάδες μάτια, πόδια, χέρια, ανα-πνοές, εκφράσεις, πρόσωπα, περνούσαν απ’ έξω απ’ το πάρκο, μα αυτή απτόητη. Αρχισε να χορεύει με ένα κομμάτι των Gotan Project, ‘’Milonga De Amor’’, σταμάτησε ολόκληρη η φύση να δουλεύει, βυθίστηκε στην πιο γλυ-κιά και ευωδιαστή στιγμή, ταξίδευε στην πόλη αυτή με τη φαντασία της, ταξίδευε με χιλιάδες χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο, ξε-κινούσε από τα λημέρια του Λυκαβηττού, τα ανθισμένα βράχια του, τα μικρά λουλουδάκια

ΝΑΣΟΣ ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΣ

Page 31: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

που δεσπόζουν και ατενίζουν σαν πρασινοκί-τρινοι βασιλιάδες τα άμορφα γκρι κουτάκια, περνούσε από τις νεραντζιές του Κολωνακί-ου, τις ένιωθε να ακτινοβολούν πορτοκαλί ει-κόνες στα μυαλά ρομαντικών ανθρώπων, στα δικά της χέρια να σβήνουν οι χαρακιές των δαχτύλων της, να γίνεται ένα με αυτά τα νε-ράντζια. Περνούσε από τον ολάνθιστο Εθνικό

Κήπο, το ονειρεμένο -ανθρώπινο άλλοτε μα πια λουλουδιασμένο- βασίλειο, κοιτούσε το πώς έγερναν τα λουλούδια πάνω από τις λί-μνες με τα ψάρια, τα ρυάκια, τα αγριόχορτα, το πώς μοιράζονταν οι μυρωδιές μέσα στο κορμί της και πώς αυτή ενθουσιαζόταν με το καθετί. Περνούσε τρέχοντας, με το μαύρο φόρεμά της να καλπάζει σαν μανιασμένο άτι από τις εκτάσεις του Ζαππείου, με τον φρέ-σκο ήλιο να πετάει τα φλογερά του ακόντια με περισσή δύναμη ζωής πάνω της, λίμνα-ζαν τα ηλιακά ρυάκια πάνω στο πρόσωπό της, μα με μια γύρα, μια φιγούρα του ταγκό, στροβιλίστηκε και με δύναμη εκτοξεύτηκε στο πάρκο Ριζάρη, και λυγίζοντας το κορμί

της μύρισε χιλιάδες σπέρματα αφθονίας των ονείρων, κοίταξε επάνω, ξέχασε ότι από δί-πλα περνούσαν αυτοκίνητα και με όλη της τη δύναμη άρχισε να σπάει τα φράγματα της πραγματικότητας, να σβήνει καθετί άσχημο, πήρε πινέλο και το λίκνιζε επάνω στην ει-κόνα της Αθήνας, κατέρρευσαν οι τοίχοι και γέμισαν λουλούδια, και ζούσαν οι άνθρωποι

επάνω σε φύλλα, σε ροδοπέταλα, κινούνταν με γύρη, πετούσαν. Ανοιξε τα μάτια της, είχε βρεθεί ανάσκελα στο πιο γλυκό γρασίδι. Στο άγνωστο αυτό πάρκο. Στην πιο κρυφή γωνιά της Αθήνας. Χιλιόμε-τρα, έτη φωτός πίσω στο χρόνο. Με πατημένο το γκάζι προς το άπειρο. Σηκώθηκε και τίναξε το φόρεμά της. Χιλιάδες λουλούδια, έπεσαν. Ο πιο εκτυφλωτικός καταρράκτης, το μαχαίρι της άνοιξης. Αρχισε και πάλι να χορεύει. Με κάθε στροβιλισμό της τα λουλούδια έφευγαν γύρω της, καθώς το φόρεμά της έκανε κύ-κλους γύρω απ’ αυτήν. Μα δεν έπεφταν απλώς κάτω, δεν σβήναν όπως το φθινόπωρο σκοτώνει τα πέταλα αυτά.

Επαιρναν μορφή ανθρώπινη, γίνονταν δά-χτυλα, πόδια, γάμπες, στήθος, χέρια, λαιμός, πρόσωπο, μαλλιά.Ο χορευτής της φύσης γεννήθηκε στιγμι-αία, την αγκάλιασε, την πήρε στο κορμί του πάνω, βυθίστηκε μέσα στις νότες, εικόνες, μέρες, νύχτες, χόρευαν έως το άλλο πρωί, το πιο αισθησιακό ταγκό του κόσμου. Το ταγκό της άνοιξης.Και μόλις ξημέρωσε... Τα λουλούδια πέταξαν και σκορπίστηκαν και πάλι στον αέρα, μα αυτή τη φορά έπλεαν επάνω στον αέρα, σαν μικρά καραβάκια στη θάλασσα του Αιγαίου. Κι αυτή, χαμογέλασε, δεν ένιωσε ούτε λίγο πίκρα, έπιασε με τα ροδαλά της χέρια ένα απ’ τα λουλούδια και το ’βαλε στο αυτί της.Και με αυτή της την κίνηση, άρχισε πάλι να χορεύει. Να χορεύει ως το άλλο πρωί. Κι ως το επόμενο. Και το μεθεπόμενο. Μέχρι να μην είναι πια η σειρά της. Και ξανά του χρόνου πάλι. Τη λέγαν’ Ανοιξη.

Page 32: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

H ello darkness my old friend… Πού χάθηκες εσύ τόσο καιρό; Πρέπει να φοβάσαι το χειμώνα πάρα πολύ, γιατί

έχω να σε δω από τότε που τα πρώτα φύλλα άγγιξαν απαλά το ζεστό ακόμα, από τον κα-λοκαιρινό ήλιο, έδαφος, σαν ένα πτώμα που μόλις εξέπνευσε και ακόμα έχει την ψευδή θέρμη της ζωής επάνω του.

I’ve come to talk to you again… Να σου τα πω και πάλι, σαν κάθε αρχή άνοιξης όπως και τώρα που ξετρυπώνεις από το πουθενά, σαν τις νυσταγμένες αρκούδες που ξυπνούν από τη χειμερία νάρκη. Θα σου τα πω απλά, κατα-νοητά και σβέλτα. Γιατί δεν έχω χρόνο, μπορεί αυτά τα λόγια να είναι και τα τελευταία μου.

Because a vision softly creeping… Το όραμα αυτό έρχεται συνέχεια και μάλιστα αυτήν την εποχή είναι πιο έντονο από ποτέ. Ερχεται και φεύγει όποτε το θελήσει, μα τελευταία έχει γίνει μόνιμος βραχνάς στο μυαλό μου και στοιχειώνει τις νύχτες μου.

Left it’s seeds while I was sleeping… Τρυ-πώνει ακόμα και στα πιο απόκρυφα όνειρά μου, αναταράζει τις σκέψεις μου και πώς να σε κάνω να το καταλάβεις, φτιάχνει ακόμα μία πραγματικότητα, σμιλεύει μία δική του αλήθεια μέσα στο μυαλό μου! Τόσο, που η αλήθεια εκεί έξω καταντάει ψέμα.

And the vision that was planted in my brain… Ολο αυτό όμως, και αυτό θέλω να σου δώσω να καταλάβεις, είναι τόσο απόκο-σμο, έχει κάτι που δεν το έχουν τα υπόλοιπα οράματα, δεν μπορείς να το βιώσεις, αλλά σί-γουρα το νιώθεις.

Still remains, within the sound of silence… Εχει ήχο αλλά δεν ακούγεται τίποτα, σαν να κελαηδάει στα αυτιά σου η απόλυτη σιωπή. Το έχεις νιώσει ποτέ; Οχι, ε; Ημουν σίγουρος, γι’ αυτό θέλω να σου μιλήσω, μήπως και το μοιραστώ μαζί σου, τώρα που ξύπνησες και εσύ από το λήθαργο και καιρός έπιασε να χα-μογελάει ερωτικά στις δεσποινίδες τα βράδια.

Ιn restless dreams I walked alone… Ολα αυτά που θα σου πω ευθύς αμέσως ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού. Στο όραμά μου είναι Απρίλης, όπως τώρα, κοντά στη Λαμπρή και λίγο πριν αναστηθεί ο Λάζαρος! Λέω πάντα να βγω μία βόλτα, να ξεσκάσω, γιατί η εποχή είναι δύσκολη, ανεργία και κρίση βλέπεις.

Νarrow streets of cobblestone… Η νύχτα εί-ναι ζεστή. Παίρνω τις στενές πλακόστρωτες στράτες του Κέντρου της Αθήνας, εκεί που κάποτε περίσσευαν τα γέλια και ανάσαιναν τα πιο όμορφα κορίτσια του κόσμου! Τώρα απλώνεται μια απέραντη σιωπή, καθώς τα πάντα κλείνουν νωρίς και ο καθένας στριμώ-χνεται στο καβούκι του και στο απαστράπτον κουτί του.

ΤΑΣΟΣ ΓΡΑΙΚΟΣ

Page 33: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Beneath the halo of a street lamp… Μόνο οι λάμπες των δρόμων πια θυμίζουν ότι υπάρχουν άνθρωποι κά-που τριγύρω. Αυτή όμως η συγκεκριμένη λάμπα που βλέπω και ξαναβλέπω, μου φαίνεται ότι έχει ένα «φωτο-στέφανο», σαν και αυτό που βλέπαμε μικροί στις εικόνες να έχει ο Αϊ-Δημήτρης. Την κοιτάζω και την ξανακοιτά-ζω, μήπως και βρω κάτι μέσα στη θολή της αντανάκλαση.

Ι turn my collar to the cold and dump… Εκείνη την ώρα, πάντα μία ριπή ανέ-μου σηκώνει ένα αγιάζι και «τεντώνει» τις αισθήσεις μου. Ενστικτωδώς γυρνάω να προστατευτώ από το ξαφνικό κρύο και στρέφω το βλέμμα μου προς την αντίθετη κατεύθυνση.

When my eyes were stabbed by the flash of the neon light… Οταν στα μάτια μου πέφτει μία δέσμη από φως «νέον», από αυτές που έχουν στα μαγαζιά τη νύχτα και σε καλούν να τα επισκεφτείς.

Τhat split the night… Αυτή η λάμψη όμως εί-ναι ανυπόφορη για τα μάτια μου, καθώς σκί-ζει σχεδόν τη νύχτα στα δύο και με τυφλώνει τελείως. Παράλληλα όμως, σε εκείνο το ση-μείο ακριβώς, και αν δεν μπορώ να δω, μπο-ρώ να ακούσω έναν ήχο, που μου φαίνεται ότι γεννιέται από την ίδια τη σιωπή.

And in the naked light I saw… Μέσα από αυ-τόν τον ήχο, τα μάτια μου συνηθίζουν όχι να

βλέπουν, αλλά να ακούν και να σχηματίζουν εικόνες από αυτή την ηχηρή ησυχία -μη μου γελάς, σε βλέπω, περίμενε λιγάκι να τελειώ-σω και μετά μου λες αν με πιστεύεις…- και μου φάνηκε να διακρίνω….

Ten thousand people, maybe more… Χιλιά-δες άνθρωποι ξεπρόβαλαν μέσα από αυτό το ηλεκτρικό φως, σαν να άνοιξε από τη μία ο παράδεισος και από την άλλη η κόλαση ταυτόχρονα, και αναμίχθηκαν οι «ένοικοι» των δύο κόσμων. Με περικύκλωσαν και άνοιγαν τα στόματά τους σαν κάτι να ήθελαν να μου πουν.

People talking without speaking… Μου έλεγαν και μου έλεγαν, λόγια μικρά και μεγάλα, σοφά και ανούσια, αλήθειες αλλά και ψέματα. Δίχως όμως να βγάζουν φωνή, δίχως να έχουν ήχο, τους καταλάβαινα και

ένιωθα τις αγωνίες τους, όμως δεν μπορού-σα να τους ακούσω. Και σε εκείνο το ση-μείο, προσπάθησα να τους εξηγήσω και εγώ τι ένιωθα.

People hearing without listening… Σταμά-τησαν και με άκουσαν με προσοχή. Εστησαν τα αυτιά τους προς τα εμένα, αλλά καταλά-βαινα ότι όσο και να φώναζα, όσο και να ωρυόμουν, δεν μπορούσε η φωνή μου να γίνει δυνατότερη…

And no one dare, disturb the sound of silence… Kαι κανείς τους, μα κανείς τους, δεν τόλμησε να φωνάξει πιο δυνατά ή να κά-νει τον κόπο να ακούσει πραγματικά, πίσω από αυτό το άηχο τραγούδι της σειρήνας που δεν είχε σταματήσει στιγμή και σφηνωνόταν σαν περτσίνι στο μυαλό μου -και από ό,τι φαί-νεται και στο μυαλό των υπολοίπων.

ΦΩ

ΤΟ: Ρ

ΟΥΜ

ΠΙΝ

Η Ν

ΑΤΣ

Η

Page 34: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

“Fools”, I said, “you don’t know, silence like cancer grows”… Επεσα πάνω τους με τα χει-ρότερα λόγια, προσπαθούσα να τους ταρα-κουνήσω να τους πω ότι έχουν όλοι πλανευ-τεί. Αυτός ο ήχος, αυτή η σιωπηρή μουσική, τους έχει μαγέψει σε σημείο να μην μπορούν να αντιληφθούν όχι εμένα, αλλά ούτε ο ένας τον άλλον πλέον. Εχουν μαζοποιηθεί τόσο που ενώ η φύση οργιάζει, αυτοί στριμώχνο-νται στα μπαρ και στα σκοτάδια και αναπνέ-ουν καπνό αντί για αέρα.

“Hear my words that I might teach you”… «Ακούστε με, ακούστε», ούρλιαζα σχεδόν μέσα στη νύχτα και είχα γίνει άλλος άνθρω-πος. Εφτασα να βάζω τη γλώσσα μου μέσα

στα τύμπανά τους σχεδόν, μήπως και ξυπνή-σουν, μήπως και φτάσει έστω μία νότα μέσα στον εγκέφαλό τους και ξυπνήσουν από αυ-τήν την πλάνη.

“Take my hands and I might reach you”… Τους έδινα τα χέρια μου και τους έλεγα: «Ελάτε, ας πάμε έξω από αυτό το εκτυφλω-τικό φως. Μπορεί να έχει λιγότερο έξω, αλλά σίγουρα θα βλέπετε παραπάνω, τα μάτια συ-νηθίζουν στο σκοτάδι και οι πιο ωραίες φι-γούρες δημιουργούνται στο λυκόφως».

But my words like silent raindrops fell, and echoed in the wells of silence… Μα η φωνή μου ήταν σαν να γέμιζε μία βροχή την έρη-

μο, που δεν την ακούει κανείς. Αυτός ο κα-ταραμένος ήχος που δεν το άκουγε κανένας, αλλά ταυτόχρονα τον ένιωθαν όλοι μαζί είχε γίνει τ-ήχος (τοίχος) και τα λόγια και οι πρά-ξεις μου απλώς γκρεμίζονταν επάνω του και έφευγαν άρον-άρον με πολλαπλά κατάγμα-τα...Το μόνο που άφηναν ήταν μία αντήχηση στο ίδιο μου το μυαλό.

And the people bowed and prayed, to the neon god they made… Και ο όχλος, μη μπο-ρώντας πια να με καταλάβει, στράφηκε προς το φως από το οποίο ξεπρόβαλε. Εδειχναν τόσο κουρασμένοι από μία καθημερινότητα που τους σκότωνε. Εδειχναν τόσο ανήμποροι να αντιδράσουν σε οποιοδήποτε ερέθισμα τους δινόταν, απλώς γιατί είχαν ξεχάσει πώς είναι να αντιδράς

And the sign flashed out it’s warning, in the words that it was forming… Και τότε ήταν που το φως άρχισε να αναβοσβήνει και να σχημα-τίζει λέξεις, λέξεις που έβγαζαν ένα νόημα, το οποίο δεν είχα ξανασκεφτεί ποτέ πριν στη ζωή μου. Αλήθειες που ποτέ δεν είχα καθίσει να ανθολογήσω στην καθημερινή μου ζωή.

And the sign said: «Τα λόγια των προφητών γράφονται στους τοίχους του μετρό, στις ερ-γατικές κατοικίες και στα παραπήγματα! Αν ακούσεις με προσοχή τον ήχο της σιωπής, θα μπορέσεις να τα ακούσεις».Εκεί είναι που ξυπνάω φίλε μου. Εκεί είναι που επανέρχομαι σε αυτόν τον κόσμο, αλλά πλέον δεν ξέρω πού είναι το φανταστικό και πού το πραγματικό. Και αλήθεια είναι ότι στενοχωριέμαι, γιατί σε κανένα όραμα δεν προφταίνω να ακούσω τα λόγια των προφη-τών, τα λόγια αυτά που στριμώχνονται τόσο πολύ από τις κρίσεις της «εικονο-μίας». Και αυτή η άνοιξη είναι περίεργη φίλε μου, και πολύ φοβούμαι ότι έτσι που γλύκανε απότο-μα ο καιρός και η πόλη ανοίγει κάθε βράδυ τα φώτα της, δεν θα μπορέσω να τα ακούσω ποτέ. Ισως γιατί δεν θα τη βγάλω καθαρή μέ-χρι την επόμενη άνοιξη.

Page 35: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6
Page 36: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ηρθε η στιγμή που είπε στον εαυτό του «ποτέ ξανά». Κουβέντες-«σωσίβια» που θέλει να φορέσει πριν ξαναβγεί

στους δρόμους της πόλης, ώστε να μην πνι-γεί πάλι στον ανθρώπινο ωκεανό τους. Σε ένα χαμόγελο που του κόβει τα γόνατα. Σε μια ματιά όπου εκείνος, μόνος του, αυθαίρετα χάνεται, βουλιάζει. Σε ένα άγγιγμα που τον αναστατώνει, σε λέξεις που τον αφοπλίζουν. «Ποτέ ξανά» συμβουλεύει το πίσω μέρος του μυαλού του, αλλά, που όπως αποδείχτηκε, για ακόμα μία φορά αρνήθηκε ν’ ακούσει. Απόγευμα στο γραφείο και είναι μελαγχολι-κός. Η αίσθηση ότι έχει αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί, ξανά, στον ίλιγγο του έρωτα, τον εκνευρίζει και ταυτόχρονα τον μαγεύει. Τον παγώνει και τον καίει μαζί. Ακούει το κομμάτι της Billie στο YouTube και κολλάει στη σκέψη του σαν τσίχλα. Η προσπάθειά του να το σιγοτραγουδήσει σκοντάφτει στην αδυ-ναμία της άχρηστης μνήμης του. «Κατεβάζει» τους στίχους από το internet και τους εκτυ-πώνει. Στην επιστροφή για το σπίτι, κρατάει το χαρτί στα χέρια, τη μελωδία και τη φωνή

της Billie στο νου. Αφήνει το βλέμμα του να πετάξει έξω από το βαγόνι του τρένου και τη σκέψη του να τρέξει στα απαγορευμένα νερά της αγαπημένης ύπαρξης. Ναι, καλά τα λέει η θεά. Το ήξερε από τη πρώτη στιγμή ότι δεν έπρεπε ν’ αφεθεί, να μπει σε μια μάχη χαμένη «από χέρι». Ο πό-

λεμος του έρωτα θέλει -εκτός από θέληση- κουράγιο, από το οποίο όμως δεν φαίνεται να του έχει απομείνει αρκετό. Τώρα, νιώθει εγκλωβισμένος, υπνωτισμένος, προδωμένος από τον εαυτό του. Το τρένο σταματάει στα Πετράλωνα. Ενας τύπος μπαίνει και κάθεται στη διπλανή θέση. Σχεδόν αμέσως, η ματιά

του πέφτει στο χαρτί με το τραγούδι. Το περιεργάζεται. Μπορεί να νομίζει ότι θέλει να το αποστηθίσει για κανέ-να διαγωνισμό καραόκε. Θα τον πε-ράσει για ψώνιο; Δεν τον ενδιαφέρει. Βασικά, εδώ και καιρό δεν τον ενδι-αφέρουν και πολλά άλλα πράγματα εκτός από εκείνη τη ματιά, εκείνο τον τόνο της φωνής, εκείνο το άρωμα που τον συνεπαίρνει. Ο μονότονος ρυθμι-κός ήχος από τις ράγες σκεπάζει το μουρμουρητό που ντύνει άχαρα τους στίχους. Λίγο πριν ο διπλανός του κα-τέβει στο Μοναστηράκι, γυρίζει και τον κοιτάζει. Το τρένο ξεκινάει και πάλι. Το ίδιο και οι σκέψεις του. Τοποθετεί τον εαυτό του επάνω σε μια φωτισμένη σκηνή, να τραγουδάει απομονωμέ-νος στο πονεμένο νόημα των στίχων

ΝΙΚΗΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Page 37: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

της Billie. Το σκοτάδι των στοών πριν από την Ομόνοια ταιριάζει… γάντι. Οι φάτσες γύρω του, καθόλου. Ξαναμπαίνει στο προηγούμενο σκηνικό και μένει εκεί μέχρι που κατεβαίνει στη Βικτώρια. Το χαρτί με τους στίχους έχει τσαλακωθεί. Σαν κι εκείνον. Βγαίνει από το σταθμό και συνεχίζει με τα πόδια. Τώρα, αρχίζει να κουράζεται πια από τη μαζοχιστική επανάληψη της μελωδίας, αλλά δεν μπορεί να τη σταματήσει, να τη φι-μώσει. Λες και τον πήρε χαμπάρι η Billie και δεν λέει να τον αφήσει ήσυχο. Σταματάει να πάρει τσιγάρα και για ένα λεπτό σταματάει και η ηχώ του τραγουδιού που βασανίζει το μυαλό του. Μόλις απομακρύνεται από το πε-ρίπτερο, ξαναρχίζει. Οσο πλησιάζει στο σπίτι του, η έντασή του δυναμώνει. Time and time again / I said I’d leave you / Time and time

again I went away / But then would come the time  / When I would need you / And once again these words I had to say / I’m a fool to want you… Η ορχήστρα ανεβάζει το τραγούδι ακόμα περισσότερο, ενώ η Billie κοιτάζει στο «πουθενά» επαναλαμβάνοντας συνεχώς “I’m a fool to want you”. Ανόητος, ανόητος, μεταφράζει εκείνος αυτόματα στο μυαλό του, λίγα μόνο μέτρα από την είσοδο της πολυκατοικίας του. Μέχρι ν’ ανέβει στο διαμέρισμα, η Billie έχει τελειώσει το τρα-γούδι της και υποκλίνεται στο κοινό που την αποθεώνει. Το ίδιο κι εκείνος. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα, για να βρεθεί απέ-ναντι στα μάτια που ποθεί, στη φωνή και το άρωμα που τον παραλύουν. Λίγες κουβέντες και μια αγκαλιά. Τι έκανε στη δουλειά; Πώς ήταν η μέρα του; Κουρά-

στηκε; Ο άλλος ετοιμά-ζεται να βγει έξω. Εχει ραντεβού με την παρέα τους. Δεν ξέρει αν θ’ αργήσει, οπότε καλύτε-ρα να μην τον περιμένει αν είναι κουρασμένος. Ας ξαπλώσει και τα

λένε αργότερα. Αντε, φιλιά. Η πόρτα κλείνει πίσω του και το διαμέρισμα φαίνεται έρημο. Οχι όμως για πολύ. Το ασανσέρ δεν θα είχε φτάσει καλά καλά στο ισόγειο όταν η γνωστή, αγαπημένη, στοιχειωμένη μελωδία αντη-χεί πάλι στο μυαλό του. Ανάβει τσιγάρο και βλέπει τα φώτα στη σκηνή ν’ ανάβουν ξανά. I know it’s wrong, it must be wrong / But right or wrong / I can’t get along / Without you…

Page 38: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

1. Exit - Radiohead2. Take a walk on the wild side - Lou Reed 3. Κάποτε θα ’ρθουν - Παύλος Σιδηρόπουλος 4. Αυτή που περνάει - Φοίβος Δεληβοριάς5. Δρόμοι παλιοί - Μίκης Θεοδωράκης6. Revelations - Iron Maiden7. Teardrop - Massive Attack8. California waiting - Kings of Leon9. Forget her - Jeff Buckley10. Milonga De Amor - Gotan Project11. The sound of silence - Simon & Gartfunkel12. I’m a fool to love you - Billy Holiday

Bonus Track:* My favorite dress - Wedding Present

ΦΩ

ΤΟ: Ρ

ΟΥΜ

ΠΙΝ

Η Ν

ΑΤΣ

Η

Page 39: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6

Μπες στο www.metropolitanstories.blogspot.comκαι λάβε μέρος μ’ αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία

των επόμενων Μητροπολιτικών Ιστοριών. Στείλε μας μια ιστορία απ’ την Αθήνα!

Στείλε την ιστορία σου!

www.metropolitanstories.blogspot.com

Page 40: Μητροπολιτικές Ιστοριες τεύχος 6