περ ικετιδεσ ελ

1
Ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα, μετέβει με στρατό Αργείων στη Θήβα για να πάρει πίσω την εξουσία της πόλης από τον αδερφό του, Ετεοκλή. Ο διαμάχη των δύο αδερφών δεν έληξε ειρηνικά, παρά τις προοτροπές της μητέρας τους, μα οδηγήθηκαν στην αλληλοεξόντωση. Οι Θηβαίοι κέρδισαν τον πόλεμο, αλλά αρνούνται στους Αργείου να πάρουν τους νεκρούς για ταφή. Η τραγωδία αρχίζει με την είσοδο των Αργιτισσών μανάδων και συζύγων των νεκρών στην ορχήστρα. Βρισκόμαστε έξω από το παλάτι του βασιλιά της Αθήνας, Θησέα. Οι Ικέτιδες έρχονται μαζί με το βασιλιά τους, Άδραστο, να ζητήσουν τη βοήθειά του για να πάρουν τους νεκρούς από τη Θηβαϊκή γη και να τους τιμήσουν όπως αρμόζει. Βρίσκουν συμπαραστάτισσα στον αγώνα τους την Αίθρα, μητέρα του Θησέα. Ο Άδραστος θα μας ενημερώσει για το πώς πείστηκε να διεξάγει τον πόλεμο ενάντια στη Θήβα: «Χάρη έκανα στους δυο γαμπρούς μου». Οι μάντεις είχαν αντίθετη άποψη, μα η νεολαία θέλησε πολύ αυτόν τον πόλεμο, που τελικά τους οδήγησε στην καταστροφή. Ο πόνος των γυναικών και ο θρήνος τους κορυφώνεται καθώς ακούν από τον Θησέα να τους διώχνει από την πόλη του: «Πήγαινε στο καλό σου (Άδραστε). Άκριτα όσα έκανες και βάλ’ τα με τη μοίρα σου άσε με μένα.» Τα παρακάλια και οι γόοι των γυναικών, ωστόσο, θα των συγκλονίσουν και έπειτα από την παρέμβαση της μητέρας του θα δεχτεί να βοηθήσει. Στόχος του να ζητήσει πρώτα τους νεκρούς με αγγελιοφόρο. Ο ερχομός του Θηβαίου Κήρυκα, όμως, και η επιμονή του να μη βοηθήσει τις Αργείτισσες θα τον πεισμώσει και θα αποχωρήσει για να τους πάρει ο ίδιος: «Με το λόγο θα τους πάρω. Αν δεν μπορέσει ο λόγος μου, θα κάνει το κοντάρι και οι θεοί βοήθεια.» Έτσι και θα γίνει. Οι Αθηναίοι θα κατατροπώσουν τους Θηβαίους, όπως μας ενημερώνει ο αγγελιοφόρος και ο Θησέας θα πάρει τους νεκρούς για ταφή. Η θέα των πτωμάτων μέσα στη φωτιά θα τρελάνει την Ευάδνη, γυναίκα του Καπανέα (ένας από τους επτά στρατηγούς των Αργείων), που παρά την αποτροπή του πατέρα της, Ίφι, θα πέσει κι εκείνη στη φωτιά: «Στις κόκκινες φλόγες θα σμίξω με τον άντρα μου. Σφιχτά το κορμί μου στο δικό του. Πάνω του. Θα πεθάνω. Δε θα σ’ αφήσω ποτέ ολομόναχο.» Το μέλλον θα μας γίνει γνωστό από την επέμβαση της Αθηνάς. Βάζει το Θησέα να ορκίσει τον Άδραστο και τις Αργίτισσες ότι δε θα στραφούν ενάντια στην Αθήνα ούτε οι ίδιοι ούτε οι μελλούμενες γενιές, ενώ προμηνύει την καταστροφή της Θήβας από τους απογόνους των νεκρών

Transcript of περ ικετιδεσ ελ

Page 1: περ ικετιδεσ ελ

Ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα, µετέβει µε στρατό Αργείων στη Θήβα για να πάρει

πίσω την εξουσία της πόλης από τον αδερφό του, Ετεοκλή. Ο διαµάχη των δύο

αδερφών δεν έληξε ειρηνικά, παρά τις προοτροπές της µητέρας τους, µα οδηγήθηκαν

στην αλληλοεξόντωση. Οι Θηβαίοι κέρδισαν τον πόλεµο, αλλά αρνούνται στους

Αργείου να πάρουν τους νεκρούς για ταφή.

Η τραγωδία αρχίζει µε την είσοδο των Αργιτισσών µανάδων και συζύγων των

νεκρών στην ορχήστρα. Βρισκόµαστε έξω από το παλάτι του βασιλιά της Αθήνας,

Θησέα. Οι Ικέτιδες έρχονται µαζί µε το βασιλιά τους, Άδραστο, να ζητήσουν τη βοήθειά

του για να πάρουν τους νεκρούς από τη Θηβαϊκή γη και να τους τιµήσουν όπως

αρµόζει. Βρίσκουν συµπαραστάτισσα στον αγώνα τους την Αίθρα, µητέρα του Θησέα.

Ο Άδραστος θα µας ενηµερώσει για το πώς πείστηκε να διεξάγει τον πόλεµο

ενάντια στη Θήβα: «Χάρη έκανα στους δυο γαµπρούς µου». Οι µάντεις είχαν αντίθετη

άποψη, µα η νεολαία θέλησε πολύ αυτόν τον πόλεµο, που τελικά τους οδήγησε στην

καταστροφή. Ο πόνος των γυναικών και ο θρήνος τους κορυφώνεται καθώς ακούν από

τον Θησέα να τους διώχνει από την πόλη του: «Πήγαινε στο καλό σου (Άδραστε).

Άκριτα όσα έκανες και βάλ’ τα µε τη µοίρα σου άσε µε µένα.»

Τα παρακάλια και οι γόοι των γυναικών, ωστόσο, θα των συγκλονίσουν και

έπειτα από την παρέµβαση της µητέρας του θα δεχτεί να βοηθήσει. Στόχος του να

ζητήσει πρώτα τους νεκρούς µε αγγελιοφόρο. Ο ερχοµός του Θηβαίου Κήρυκα, όµως,

και η επιµονή του να µη βοηθήσει τις Αργείτισσες θα τον πεισµώσει και θα αποχωρήσει

για να τους πάρει ο ίδιος: «Με το λόγο θα τους πάρω. Αν δεν µπορέσει ο λόγος µου, θα

κάνει το κοντάρι και οι θεοί βοήθεια.»

Έτσι και θα γίνει. Οι Αθηναίοι θα κατατροπώσουν τους Θηβαίους, όπως µας

ενηµερώνει ο αγγελιοφόρος και ο Θησέας θα πάρει τους νεκρούς για ταφή. Η θέα των

πτωµάτων µέσα στη φωτιά θα τρελάνει την Ευάδνη, γυναίκα του Καπανέα (ένας από

τους επτά στρατηγούς των Αργείων), που παρά την αποτροπή του πατέρα της, Ίφι, θα

πέσει κι εκείνη στη φωτιά: «Στις κόκκινες φλόγες θα σµίξω µε τον άντρα µου. Σφιχτά

το κορµί µου στο δικό του. Πάνω του. Θα πεθάνω. ∆ε θα σ’ αφήσω ποτέ ολοµόναχο.»

Το µέλλον θα µας γίνει γνωστό από την επέµβαση της Αθηνάς. Βάζει το Θησέα να

ορκίσει τον Άδραστο και τις Αργίτισσες ότι δε θα στραφούν ενάντια στην Αθήνα ούτε οι

ίδιοι ούτε οι µελλούµενες γενιές, ενώ προµηνύει την καταστροφή της Θήβας από τους

απογόνους των νεκρών