Δεσποτάτο της Ηπείρου,Νάτσης - Μπόβολος

34
ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ Π Ε Τ Ρ Ο Σ Ν Α Τ Σ Η Σ Χ Ρ Η Σ Τ Ο Σ Μ Π Ο Β

Transcript of Δεσποτάτο της Ηπείρου,Νάτσης - Μπόβολος

ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥΠ

ΕΤΡΟΣ

ΝΑΤΣΗΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Μ Π Ο Β Ο Λ Ο Σ

ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θεωρούσε ότι είναι νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αρχικά περιελάμβανε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Γρήγορα επεκτάθηκε στα Ιόνια Νησιά καθώς και σε σημαντικά τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης.

Από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισε να συρρικνώνεται στα αρχικά του όρια, ενώ κατά διαστήματα υποτάχθηκε στους Σέρβους και στο κράτος της Νικαίας. Στα μέσα του 15ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Έχοντας αρχικά ως έδρα την πόλη της Άρτας και αργότερα τα Ιωάννινα. Διοικήθηκε διαδοχικά από Βυζαντινούς, Σέρβους και Ιταλούς ηγεμόνες.

Η φεουδαλική υπόσταση του κράτους οδήγησε συχνά τους ηγέτες του σε μία σειρά συμμαχιών, επιγαμιών και συγκρούσεων, με Φράγκους, Ιταλούς, Βουλγάρους και Βυζαντινούς ηγεμόνες του κράτους της Νίκαιας καθώς και με Αλβανούς και Βλάχους φυλάρχους.

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ (1204)

ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥΙδρύθηκε από τον Μιχαήλ Α΄ Δούκα το 1204. Ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός Δούκας ήταν εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Αρχικά είχε συνάψει συμμαχία με τον Βονιφάτιο Μομφερατικό. Στη συνέχεια προσπάθησε να ανακόψει την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους αν και δεν τα κατάφερε, χάνοντας στη μάχη του ελαιώνα του Κούνδουρου. Επέστρεψε στην Ήπειρο, στην πρώην αυτοκρατορική επαρχία του Θέματος της Νικοπόλεως και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου με έδρα την Άρτα διαλύοντας τη συμμαχία με τον Βονιφάτιο.

Μιχαήλ Α΄

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ Το 1265, τα Ιωάννινα παραχωρούνται από τον Νικηφόρο Α'

Άγγελο Κομνηνό, στον αυτοκράτορα Νίκαιας, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, το 1282, τα Ιωάννινα επανέρχονται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, υπό την εξουσία του Νικηφόρου Α' του Αγγέλου Κομνηνού. Κατά την περίοδο αυτή, σημειώνεται και η μεταφορά της έδρας του εκκλησιαστικού πρωθιερέα του Δεσποτάτου στα Ιωάννινα, η επισκοπή των οποίων φαίνεται να αναβαθμίζεται σε μητρόπολη, λόγω της ίδρυσης στην Ναύπακτο καθολικής αρχιεπισκοπής, με την παραχώρηση της πόλης στον Φίλιππο Ταραντίνο.

Το 1296, με τον θάνατο του Νικηφόρου Α' Αγγέλου Κομνηνών, αναλαμβάνει την εξουσία των Ιωαννίνων και της Ηπείρου, η χήρα του Άννα ως επίτροπος του γιου τους Θωμά Α'. Κατά την επιτροπεία της, επιτυγχάνεται η υποστήριξη των Βυζαντινών προς αποφυγή των πιέσεων των Ανδεγαυών. Έτσι, στέλνεται στα Ιωάννινα, αυτοκρατορικός στρατός, υπό τον Ιωάννη Λάσκαρη, ο οποίος στη συνέχεια κηδεμονεύει το Δεσποτάτο, σύμφωνα με τις θελήσεις του αυτοκράτορα του Ανδρόνικου Β'.

Το 1318, με τη δολοφονία του Θωμά Α', τελευταίου της δυναστείας των δεσποτών της Ηπείρου, Αγγέλων Κομνηνών, τα Ιωάννινα συγκεντρώνουν την προσοχή και τις βλέψεις των Βυζαντινών, των Ανδεγαυών και των Σέρβων. Τελικά, τα Ιωάννινα υποτάσσονται στο Βυζάντιο, ύστερα από την επέμβαση του Ιωάννη Συργιάννη από το Βεράτιο, ο οποίος έπεισε τους Ιωαννίτες, να υποταχθούν στον Ανδρόνικο Β', ώστε να αποκτήσουν την ευμένειά του.

Ιωαννίτες

Σ' αυτή τη συμφωνία υποταγής, οφείλονται τα δύο χρυσόβουλα (1319 και 1321) του Ανδρόνικου Β', τα οποία είναι πολύ αποκαλυπτικά για την ιστορία των Ιωαννίνων και για την εξέλιξη των φεουδαλικών σχέσεων. Κατά τη περίοδο της Βυζαντινής κυριαρχίας, στα Ιωάννινα , την εξουσία ανέλαβαν διαδοχικά, ο Νικόλαος Ορσίνη, επονομασθείς Ιωάννης Β' Κομνηνός Αγγελοδούκας, η σύζυγός του Άννα Παλαιολογίνα, ως επίτροπος του γιου τους Νικηφόρου Β' και τέλος ο Ιωάννης 'Αγγελος.

Με τον θάνατο του Μπουοντελμόντι, κατά το 1408/9, την εξουσία αναλαμβάνει ο Κάρολος Α' Τόκκος, δούκας της Κεφαλληνίας, ο οποίος αφού την χάσει από τον Μπουά Σπάτα, την ανακαταλαμβάνει το 1417/8 και τη διατηρεί μέχρι και το θάνατό του, το 1429.Ο Κάρολος Α' Τόκκος αναπτύσσει τα Ιωάννινα οικονομικά και πνευματικά και ισχυροποιεί το δεσποτάτο. Τον Κάρολο Α' διαδέχεται ο Κάρολος Β' Τόκκος.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΒΛΑΧΈΡΝΑΣ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Ι.Ν. ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΒΛΑΧΕΡΝΑΣ Άλλο ένα λαμπρό δείγμα της δόξας και της

θρησκευτικότητας των φίλεργων χριστιανών της Βυζαντινής Άρτας και των Κομνηνοδουκάδων δεσποτών τους. Είναι κτισμένο αντικριστά στο ερειπωμένο παλάτι των Κομνηνών στο κάστρο, κλείνοντας στους κόλπους του δυο βασιλικές σαρκοφάγους.

Τραυματισμένο σήμερα το μνημείο, ασκεί μια ξεχωριστή γοητεία, όχι τόσο για την πρωτότυπη αρχιτεκτονική του, όσο για το μεγάλο όνομα και την ιστορία που κουβαλάει πάνω του, στοιχεία πολύτιμα για την ιχνηλάτηση μιας συγκεκριμένης εποχής, μιας συγκεκριμένης τέχνης και τεχνοτροπίας, ενός συγκεκριμένου τόπου: της Άρτας του δεσποτάτου της Ηπείρου.

 Βρίσκεται στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι απ' την Άρτα, και πήρε το όνομα απ' την ξακουστή Παναγία των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 10ου αιώνα, ως τρίκλιτη θολωτή βασιλική και στα μέσα του 13ου αιώνα (1250-1260) ανακατασκευάστηκε απ' τον (ή επί) Μιχαήλ Β΄ και μετασκευάστηκε σε τρουλλαίο.

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ

Η Παναγία η Παρηγορήτισσα είναι ο πιο σημαντικός και διάσημος βυζαντινός ναός του νομού Άρτας. Χτίστηκε τον 13ο αιώνα από τον Νικηφόρο τον Α’ Κομνηνό Δούκα, στην ακμή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο ναός είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και υπάρχουν ενδείξεις ότι τον 16ο αιώνα ήταν το Καθολικό γυναικείου μοναστηριού.

Η ΕΦΕΣΤΙΟΣ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣΗ θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Παρηγορήτισσας βρίσκεται σε ξύλινο προσκυνητάρι του τέμπλου του ομώνυμου ναού και είναι η κύρια λατρευτική εικόνα του ναού. Η Παναγία αποτελεί εικονογραφική παραλλαγή του τύπου της Ελεούσας και συνδυάζει στοιχεία από τον τύπο της Παναγίας του Πάθους, όπως είναι το ανάστροφο πέλμα του Χριστού και η συγκρατημένη μελαγχολία της Παναγίας για το Πάθος του Χριστού.

ΚΤΗΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑΣ

Ο Ναός της Παρηγορήτισσας στην Άρτα, άρχισε να χτίζεται γύρω στο 1260, σύμφωνα με τις πηγές, από το Μιχαήλ Β’ Άγγελο Κομνηνό-Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου, και τη γυναίκα του βασίλισσα Θεοδώρα, την κατοπινή Αγία Θεοδώρα και πολιούχο της πόλης της Άρτας. Δε γνωρίζουμε αν αποπερατώθηκε αυτός ο πρώτος ναός ή αν έμεινε στη μέση. Αυτό που γνωρίζουμε σίγουρα από τις πηγές είναι ότι ολοκληρώθηκε από το διάδοχο του Μιχαήλ, το γιο του Νικηφόρο Α’ Άγγελο Κομνηνό-Δούκα και τη γυναίκα του Άννα Παλαιολογίνα Κατακουζηνού.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ

ΠΩΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η Θεοδώρα Πετραλίφαινα (1210 - 1280), βασίλισσα της

Άρτας και κατοπινή Αγία, γεννήθηκε το 1210 στα Σέρβια. Ήταν κόρη του Ιωάννου Πετραλίφα, σεβαστοκράτορος και διοικητού της Θεσσαλίας και Μακεδονίας και τη μητέρα της την έλεγαν Ελένη και ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τις πηγές, οι Πετραλίφες ήταν οικογένεια ιταλικής καταγωγής. Γενάρχης τους ήταν ο Πέτρος του Αλίφα (Πέτρος απόν το Αλίφε, πόλη της νοτίου Ιταλίας κοντά στην Καζέρτα), που πήρε μέρος στις νορμανδικές εισβολές του Ροβέρτου Γυισκάρδου και κατόπιν εισήλθε στη βυζαντινή υπηρεσία.

Με τον θάνατο του πατέρα της μεταξύ 1224 - 1230, ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ανέλαβε την προστασία της. Τον Θεόδωρο όμως μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους το 1230 στη περιοχή μεταξύ Φιλιππούπολης και Αδριανούπολης, διαδέχεται ο ανιψιός του Μιχαήλ΄, γιος του Μιχαήλ Α' Κομνηνού. Περνώντας από τα Σέρβια ο Μιχαήλ, συναντά τη Θεοδώρα, εντυπωσιάζεται από την ομορφιά της παντρεύονται τον ίδιο χρόνο και τη φέρνει μαζί του στη Ήπειρο. Αναφέρεται ότι ο Μιχαήλ παντρεύτηκε την Θεοδώρα σε μια προσπάθεια να επεκτείνει την εξουσία του. Η Θεοδώρα, φύση ιδιαίτερα ευαίσθητη και αφιερωμένη στο Θεό δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κοσμικούς ρυθμούς ζωής του συζύγου της και γίνεται όλο και περισσότερο υπόδειγμα αφιερωμένης και φιλάνθρωπης βασίλισσας. Ίσως γι’ αυτό και ο γάμος τους δεν είχε καλή έκβαση αφού ο Μιχαήλ την εγκατέλειψε για την Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή, την οποία μάλιστα εγκατέστησε στα ανάκτορα. Η Θεοδώρα δεν μπορεί να το αντέξει και αυτοεξορίζεται.

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ -- Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΕΤΡΑΛΙΦΑΙΝΑ

Για περίοδο πέντε χρόνων περιφέρεται στη περιοχή των Τζουμέρκων μαζί με τον πρωτότοκο γιο της Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα και σαν απλή χωρική ζει από τα αγαθά που της προσφέρει η εξοχή. Σε αυτή την κατάσταση, και ενώ συνέλεγε χόρτα, λεπτομέρεια που ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός μας μεταφέρει {λαχανευομένη}, την βρήκε ο ιερέας του χωριού Πρένιστα, σημερινό Κορφοβούνι. Μόλις του αποκαλύπτει την ταυτότητά της, την παίρνει μαζί του και στο πρόσωπο του βρίσκει παρηγοριά και συμπαράσταση.Η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ αποκτούν άλλα τέσσερα παιδιά, τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα.

Όμως ο λαός της Άρτας με επικεφαλής τους άρχοντές του, αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά του Μιχαήλ, καταφέρνει να εκδιωχθεί η Γαγγρινή από τα ανάκτορα και να επανέλθει η Θεοδώρα. Η Θεοδώρα συνεχίζει το έργο της φιλανθρωπίας που είχε ξεκινήσει ενώ ο Μιχαήλ επιδίδεται σε έργα μετάνοιας και έκτισε δύο ναούς, τον ναό της Παντάνασσας στη δεξιά όχθη του Άραχθου στην τοποθεσία Βλαχιόρου (ο οποίος σήμερα ονομάζεται ναός των Βλαχερνών), τη Μονή Κάτω Παναγιάς, τη Μονή του Αγίου Γεωργίου και τη Μονή της Παναγίας της Παντάνασσας έξω από την Φιλιππιάδα.

Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ και σχεδόν σαράντα χρόνια έγγαμου βίου, η Θεοδώρα περιβάλλεται το μοναχικό σχήμα, ζώντας για μια δεκαετία ως μοναχή στη μονή του Αγίου Γεωργίου, που κατά παράδοση ίδρυσε η ίδια και σήμερα φέρει το όνομά της. Πέθανε πιθανόν το 1280 σε ηλικία 70 ετών και ετάφη στον νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου, σημερινός ναός της Αγίας Θεοδώρας.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗΝΩΝ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑ

H μονή, που βρίσκεται στη δυτική όχθη του νησιού της λίμνης Παμβώτιδας, είναι ίδρυμα της οικογένειας των Φιλανθρωπηνών, μίας από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, που εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα μετά το 1204 στο κάστρο των Ιωαννίνων, που έχτισε ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας, ιδρυτής του Δεσποτάτου της ΗπείρουΕίναι το σημαντικότερο κατά πολλούς μοναστήρι στο Νησί της λίμνης Παμβώτιδας.

Λέγεται και μονή Σπανού γιατί δίδαξε ο Διδάσκαλος Σπανός. Κατά την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου και μετέπειτα του Αλή πασά, ήταν το σπουδαιότερο Εθνικοθρησκευτικό Πνευματικό Κέντρο ενώ στην εποχή που λειτουργούσε, διδάσκονταν τα Αρχαία Ελληνικά. 

ΜΙΧΑΗΛ Α’ ΚΟΜΝΗΝΟΣ ΔΟΥΚΑΣ Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας υπήρξε ο ιδρυτής

και ο πρώτος Δεσπότης του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1205-1215). Το πλήρες επώνυμό του είναι Κομνηνός Δούκας Άγγελος, αλλά οι Άγγελοι της Ηπείρου το απέφευγαν (τα εξαδέλφια τους οι Άγγελοι προκάλεσαν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204) και προτιμούσαν αυτό της μητέρας τους Δούκαινας και της γιαγιάς τους Κομνηνής.

Ο Μιχαήλ ήταν ο νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και πρώτος εξάδελφος των αυτοκρατόρων: Ισαακίου Β' Άγγελου και Αλεξίου Γ' Άγγελου.

Πριν το 1204, ήταν διοικητής του θέματος στα Μύλασα στην Μικρά Ασία. Αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), για μικρό χρονικό διάστημα ήταν στις υπηρεσίες του Βονιφάντιου του Μομφερατικού, Λατίνου άρχοντα της Θεσσαλονίκης. Η Μιχαήλ τελικά τον εγκατέλειψε και μετά από αποτυχημένη απόπειρα να επιβληθεί ως άρχοντας της Πελοποννήσου, κατέληξε στην Ήπειρο.

Στην Άρτα ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, που γεωγραφικά αντιστοιχούσε στο βυζαντινό θέμα Νικοπόλεως. Το νέο αυτό κράτος αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Ο Μιχαήλ μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως δεύτερος Νώε για αυτό το λόγο.

Ο εξόριστος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης στη Νίκαια, Ιωάννης Ι' Καματερός, δεν θεώρησε τον Μιχαήλ νόμιμο συνεχιστή των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, αλλά έχρισε Αυτοκράτορα τον Θεόδωρο Α' Λάσκαρη της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο Μιχαήλ αντιδρώντας σε αυτή την κίνηση στράφηκε προς τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ', τον οποίο θεώρησε και θρησκευτικό του ηγέτη στο εξής.

Αρχικά απέκρουσε προσπάθεια του Βονιφάντιου του Μομφερατικού να υποτάξει το Δεσποτάτο. Αμέσως μετά, ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Ερρίκος της Φλάνδρας απαίτησε την υποτέλειά του, και αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης ήταν μια βραχείας διάρκειας συμμαχία που επισημοποιήθηκε με τον γάμο της κόρης τού Μιχαήλ με τον αδελφό τού Λατίνου αυτοκράτορα (1209). Ο Μιχαήλ δεν τίμησε αυτή την συμμαχία, θεωρώντας την ορεινή και απρόσιτη Ήπειρο αδιαπέραστη.

Ερρίκος της Φλάνδρας

Το 1210 συμμάχησε με την Βενετία και επιτέθηκε στην Θεσσαλονίκη. Έχει υποστηριχθεί από ιστορικούς ότι ο ίδιος υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός με τους αιχμαλώτους του, σταυρώνοντας Λατίνους ιερείς. Αυτό οδήγησε στον αφορισμό του από τον Πάπα. Τελικά με ενισχύσεις από τον Λατίνο αυτοκράτορα προς τους πολιορκημένους, η Θεσσαλονίκη δεν καταλήφθηκε.

Ο Μιχαήλ κατέλαβε μία σειρά από πόλεις επεκτείνοντας τα όρια του Δεσποτάτου: Λάρισα (1212), Δυρράχιο, Κέρκυρα (1214). Επίσης κατέλαβε την παραλιακή ζώνη του Κορινθιακού κόλπου. Ήρθε σε σύγκρουση με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους. Δολοφονήθηκε το 1215 από κάποιον υπηρέτη του και τον διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Άγγελος.

ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

ΜΑΘΗΤΕΣ: ΜΠΟΒΟΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΝΑΤΣΗΣ ΠΕΤΡΟΣ

ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ

ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ