Οι Αθλιοι τόμος Α - Βίκτορ Ουγκώ - Παγκόσμια Λογοτεχνία...

125
536 <f - - YJ '()

description

 

Transcript of Οι Αθλιοι τόμος Α - Βίκτορ Ουγκώ - Παγκόσμια Λογοτεχνία...

536

στουν γιά το νοίκι κα.l 06ς τοuς τα. δπόλοιπα. πέντε, χωρ!ς να. τοuς π;ϊς δτι τα. ~δωσα. έγώ.

Α ΝτΙ ΚΑΤ Α~Τ Α ΤΗ~

Το σuντα.γμα. δπου UΠΎ)ρετουσε δ όπολοχα.γδς Θεόδουλος, ά.νιΗα.6ε όπrι­

ρεσία. στ-ή φρουρ~ του Πιzρισιου. Αότb έφερε μιά. οεότερΎJ ίδέα. στ~ θεία. Γιλ­νορμάνδου. Ή πρώτrι ίδέα ήταν ν& κάνει τό Θεόδουλο κατάσκοπο τοu Μά:pιοu,

~ οεύ"ερη ήτα. ν ν&. τον κάνει διάδοχο του Μιiριω. <f πi)ρχε &.ν&.yκrι ένbς νεσι­νικοu πpοσι()που στό σπίτι. 'Ένα. νzα.piJ πρόσωπο άν~μεσα. στοuς γέρους, εtνα.ι

σ&.ν τlς π.ρωιν€ς άχτίδες &νιΧμεσα ατά έρείπια.. Χρεια.ζότα.ν στη γεpοΨcοκόpη

ενcι.ς άλλος Μά.ριος.

'Έvα. πρωί , κα.θιbς δ κ. Γιλνορμάνδος κα:θότα.ν κα.ι διά:6α.ζε την &φrιμερίδα

του, μπi)κε μέσα. ~ κόρη του καl με γλυκει& φων~, ά.ψοu έπρ6κειτ~ γιά τον

εuνοούμενό 'tΎ)ζ, του εrπε:

- Πα.τέριz, δ Θεόδουλος είπε δτι θa €ρθει σ~μεpα. το πpωt ν& σα.ς uπο-

Μλε~ τά. σέ6η του.

- Ποιός θεόδοuλος;

-Ό ά.νεψιός σα.ς.

-"Α! ~κα.νε δ πα.πούς.

"fσ,ερα. συνέχισε ":ο οιά.6α.σμα. τfjς έφηιιεpίδα.ς μέ κά.πι:ιια. δυσφορία,

πpά.γμα. ποu του συνέοαινε πά.ν'tοτε, δτα.ν διά.6α.ζε. Ή &ψημερίδα., 6α.σιλικη ψu­

σικά., άνά.γyελλε δτι τΥ)ν &λλη μέρα. οί φοιητες τi)ς νομικijς κα.t τijς 1α.τρικijς

θιΧ συγκεντρωθοΟν στ"fιν πλατεία. τοu Πανθέου το μ.εσημέρι για. ν?ι. συσκεψτοuν.

Έπρόκειτο για. το πupο6Ι)λικο τΥjς έθνοψuλακΥjς καt γι& μι& σύγκροuση με­

τιχξu τοσ δποuργοΟ τG">ν στρσιτιωτικG)ν κα.t τijς έθνοψροup&.ς, &π' &.iροpμ:ή με­

ρικών κανονιών ποu είχαν τοποθετηθεί ιιέσα στην α.όλή τιi'>ν &.να.κτόρων τοu

Λούοροu. Οί φοιτητές θά. συσκέφτοντα.ν γι' α.uτο το ζ~τημα.. Δε χρεια.ζότα.ν πε­

ρισσότερο δ κ. Γι λ νορμ.ιi~δος γι~ ν' ciνά.ψει κα.t νά. κορώσει.

Συλλογίστψε το Μά.ριο ποu fιτα.ν φο:τητ~ς κα.t 6έ6α.ια. θ&: π~γα.ινε κι'

α.uτός μέ τοuς &λλοuς νά. σuσκεφτεί το μεσημέρι στ~ν πλατεία. τl)u Πα.νθέσu. ΈνGΙ εκα.νε αuτες τlς δuσιipΕστες σκέψεις, ποu πρα.γμα.τικ~ το(} προκα.­

Χσuσα.ν ψuχικο πόνο, μπΥjκε μέσα δ •)πολσχα.γbς θεόδl)υλσς, ντυμένος με πσλι­

τικ~ σuμφωνα. μέ τ(ς σuμοουλές τijς θεία.ς, YJ δποία. ΚΙΧt τον εμπα.σε μέ πολu

ο~α:κριτικb τρόπο. '() λογχοψόρος είχε κ&.νει τ~ σκέψη δtι δ γέρος θ~ εχΕ ι

537

ιipκετ~ χρi)μα.τα. στ'ήν fiκρη. Άξίζει λόιπον τον κόπο ν& μετο:μοριpώνετο:ι κο:­νεtς κ!Χποu, κά.ποu.

Ή δεσποινίι; Γιλ νορμ!Χν~οu, μόλις μπ~κο:ν σ•ό οωμά.τιο, ε!πε στόν πα.'tέ-ρα. τΎjς:

-Ό &νεψtός μα.ς θεόοοuλος.

Κο:ί κρuιp~ σ•όν όπολοχα.γό: - Πρόσεξε ν?ι. τοu λες σε ολα. νο:ί.

Κα.t μόλις τοϋ ε!πε α.uτ!Χ εψuγε.

Ό δπολοχα.γός όποκλιθηκε με κ!Χποιο: ιiοεξιότητο:, για.τί ήτα.ν ιiσuνi)θt-στος σέ τέτοιες σε6ά.σμιες σuνα.ντi)σειι;, κα.ί πρόιpερε δειλά.:

- Κα.λ'Υjμέρα. σα.ς, θείε μοu. -'Ά! έσu εlσα.ι; κο:λά., κά.θφε, είπε δ πο:ποός.

Ό Θεόδοuλος κά.θφε κα.ί δ κ. Γιλνορμά.νδος σηκώθψε.

'Άρχισε ν~ περπα.τα. πέρα. - δωθε σ' δλο το μ'Υ)κος τοu δωμα.τίου, με τ?ι. χέρtα. στίς τσέπες τοίί γιλέκοu τοu, μιλώντο:ς οuνο:τ~ κο:t 6α.σα.νίζοντα.ς μέ τ~

δά.χτuλά τοu τίς καδένες των δuο ρολογιων ποu εlχε μέσα. στά. τσεπά.κια. τοu,

οπως Υjτα.ν -ή μ.6δο: τοσ κο:ψοσ.

-Άκοίίς! τά. 6ρωμ6πα.ιδα.! συγκέντρωση στ~ ν πλα.τεία. τοu Πα.νθέοu! Κό­

ρtε ~μων 'Ι ησοf.ί Χριστέ! Μιξιά.ρικα. .• ά.κόμ-η χθές 'f)τα.ν στο 6uζί τijς πα.ρα.μά.­να.ς 'tOUς. Μόλις εσκα.σα.ν ιiπδ τ' α.όγό! Ν~ σφίξεις τ'ή μuτη τομς, θά πετα.χτεί

τό γά.λα. άπό δω ϊσα. μ' έκεί πέρα.! Κα.ί α.uριο, τά. μοίίτρο: τοuς, κά.νοuν σuyκέv­

τρωση, άuλλα.λητi)pιο! Ποf.ί κα.τα.ντi)σα.με! Τί θα. γίνει α.ότδς δ κόσμος έκεί

πο.J πά.ει; Φώς ιpο:νερό, δλοι τοuς τρέχοuν πρός τδ χά.ος. Τ δ πupο6ολικδ τijς

έθνοφuλα.κijς! Κα.ί μ.ε ποιοός &.νθρώποuς θά. σuνα.ντηθοuν έκεί; Στοιχημ.ο:τίζω

οσα. θέλοuν, ενο: ~κα.τομμuριο ένα.ντίον ένός πράσοu, δτt aλλοt δέ θ~ εlνα.ι

πα.ρά. κο:τεργά.ρηδες, άνθρωποι, ποu &λλος σκότωσε τήν κόρη τοu κα.t άλλος τ~

μά.να. τοu. Οί δημοκpα.τικοt κα.ί οί ληστες είναι κομμένοι &.πδ τδ ίδιο uφα.σμα..

- ΙΙολU σωστιΧ, ε!πε δ θεόδ~uλος.

Ό κ. Γιλνορμά.νδος μισογόρισε τδ χ.εφά.λι , κοίταξε τδ θεόδοuλο γι& μιά.

στιγμή κα.t σuνέχισε:

-'Όσο σuλλογίζοιια.ι δτι κι' ο:uτδς δ πο:λιά.νθρωπος πijγε ν~ μοu γίνει

κα.ρμπονιiρος! Για.τί, μωρέ, έψuγες &.πό το σπίτι μοu; Νά. πaς κα.ί σU νά. γίνεις δημοκρο:τικός; Ou! να. κοuρεόεσο:ι. Κα.t πρώτα. &.π' δλα., δ λα.δς δέν τή θέλει

τή δημοκρα.τία. σοu, δέ τή θέλει, δ λα.ός ε!να.ι γνωστικός. Ό λο:δς ξέρει δτι

πάντοτε δπijρξα.ν 6α.σιλιιiδε; στη γη, κα.ί θ?ι. όπιiρχοuν πιiντοτε. Ό λα.ός, στο κά.τω - κόιτω, ξέρει πιbς είνα.ι λα.ός, τή δ1Jμοκρα.τία. σοu τή στέλνει στον

ιΧνεμο, χ.α.τα.λα.6α.ίνεις; ε, πα.λιά.νθρωπε! ΕΙδες έκεί φριχτή έπιθuι.ιί~! 'Έρωτ~ με τή λα.ιμητόμο, τρα.γοuδά.κια. μέ τ~ν κιθά.ρα. κά.τω aπό τft πα.ρ:iθupα. τοu

1793. Είν~ι Υ~ τοuς ψτόνεις στο πρόσωτcο δλοuς α.uτοuς τοuς νzο•Jς. τ~ ζ<i)α. τα. τετρά.ποδα.! σΟλοuς, δλοuς τοuς! Δέν εlνα.ι οuτε εν~ς με μuα.λό. Άρκεί ν'

538

riνα.πνεuσσυν τον riέριχ πσu φυσi στο ορ6ιιο, γι& ν~ γυρίσουν τ& κεψά.λιιχ τους.

'Ο δέκσ.τος ενα.το; ιχ1ι:ινα.ς είνα.ι δηλ·ητήpιο. Ό κά.Οε ξεμυα.λισμέν/jς ά.φ.Υιvει το

γένι "CCI!J σ?ι.v τοu ψά.γοu, νομίζει δτι τ&.χα. κιiτι εγινε κι' α/ιτός κι' &.ψήνει τοuς

γέpοuς γονείς τοu ν7.. βpά.ζσυv. Δημοκρατικ6ς, ρομiντικος οηλα.δή! Κα.ί τί πάει

vα. πε"ϊ pι:ιμα.ντ ικός; Σέ πα.ρα.κσ.λG> ν!J. μοu εξηγήσεις τί σημα.ίνει α.uτό; Σημαί­

νει ~λες τις τpέλλες, τις &νι:ιφίες ποu μπορεί κσ.νεlς νi ψα.ντιχστεϊ. Πρlν zνα.

χρόνο, 6που τρέξει - τpέ~ει, να. πivε v7. oσuv τον Έρνά.νη, στο θέιχτpσ. Έpνά.­νη , &.κοuς, zνα.v ά.νθρωπο γ::Χ κpέμα.σμιχ, να. χεφοκροτοuv τσuς άθλους τ?υ. Κuίτιχξ' έκεί &vτιθέσ~ις! Κιχί •3στεpιχ πιά.vι:ιuv κα.l σοu στήνοuν μέσc.G στΥjν α.i'ιλΥj

τοu Λοu6ρου κrι.νόνιrι.. Νά., τα. διιοpψ!Χ κα.μώμrι.τα. τοϋ σημερινοϋ κα.ιροu!

-'Έχετε οiκιο σε ολrι. , θ;ϊε μου, είπε δ Θεόδουλος. Ό κ. Γιλνορμάvδος έξα.κολσόθησε:

- Κrι.νόνια., λέει, μέσα. στην α.uλη τοu Μσuσείσu! Να τ?χ κά.νσuν τl; Tbv Άπόλi,ωνα. τοu Μπελβεντέρε θέλετε, κύριοι, v!J. κα.νονιοβολ.Υισετε, fι τΎ)ν 'Α­

φροδίτη -:Gιv Μεδίκων; "Οσσι &.π' α.οτοuς δεν εΙνα.ι &λιτήpι~ι, 6ά.νουν Βλιχ τι:ιυς τα. δυνα.τιΧ να. φα.νοϋν πα.λα.6ο[! 'Ό,τι μποpοuν κάνοuν για. να. χ&.σοuν κά.θε

χ6:.ρη, να. γίνουν &σκημοι μέχρι riηοία.ς. Βλέπεις τχ ρσuχα τους κα.l Χρα.τ&ς τα.

σωθικά. σοu &.πb τα. γέλια. . τοuς βλέπεις κα.l τρέμ.οuν μ.πρι:ιστα. στlς γυνσ."ίκες,

πάνε πίσω &π' rι.uτέ ς κα.t θα.ρρείς πwς ζ ητια.νεόουν, [χουν ε να. uψος ποu προ­

καλεί στlς ομ.ορψες γυvα. ϊκες τα χάχα. να.! Φοpοuν κ~ τι ροσχ~ σαν σακκιά.,

γιλέκα. &π' α.uτ!Χ ΠQU φopouv οι δπηρέτες τιϊιν στ(.(όλων, πι:ιuκά.ι.ι.ισα. &πο λινό

χοντρόπ~νο , πσ.ντελδνια. ιiπο χοντρότσοχιχ ~α.t 1ι λα.λιά. τους δμοια. μέ το σου­

λούπι τοuς. Κα.l δλl)ι α.·)τοί, ά.κοuς, "€.χουν πολιτικα ψpον'ήμrι.τιχ. ~Επρεπε ν'

ά.πογορευτοuν τά. πολιτικά. ψpον~μα.τσ.. Σι:.u κα.τασκεuά.ζουν πολιτεόμα.τα., κοι­

νωνικα συστήμrι.τιχ, aνα.πλ~θουν τrιv κοινωνία,, 6πσσκά.πτουν τ~ μονα.ρχίιχ , ό­

ποσκελίζοuν κi:ι.ί ποδοπα.τοuν τοuς νόμους, δσα. πρέπει νά. είνιχι ψηλιΧ τά. κrι.τε-

6ά.ζουν στο όπόγειο, -:α. &νω χάτω, τ? θυρωρό μ.οu στ~ θlση τοi) 6α.σιλισ., &.να.­

τρέπων δλη τ~ν Εupώπη, &νοικοδσμοuν τον κόσμο κιχί 1ι μεγάλη τους χσ.ρ&

εΤνοι ι να. 6λέποuν πι:ινηρά. τlς πλύστρες στlς γιΧμ.πες, οτα.ν ά.νεβα.ίνοuν στ' ά.μά.­

ξ ιrι. γι χ νιΧ πiνε στο χωριό τους! 'Ά, Μάριε! "Α, &.θλιε! Τρέχε κοιl σu τώpοι

μέσα. στο•)ς δρι:Jμους ν7. φωνιiζεις, πijyα.ινε στίς πλιχτείες νά συζητήσεις, ν&.

σκεφθείς, ν% λά.6εις τα. δέοντα. ι.ι.έτρα.! Να.ί! οιuτά. τα. . λένε μέτριχ! θεέ ιιοu!

Είδrι.ν τχ μά.τιιχ μου το χάος, τώρ~ 6λέποuν κα.ι τ~ σόγχιση. Φοιτητές σu­

σκέπτοντσ.ι yιά. την έθνοψpουpά., ιχότό οuτε στοuς κά.ψρΟ!Jς δέν &κοόστηκε.

ο' , \ - \ ' 1. ' \ - ι: 'λ \ ι α.γριοι ποu ψψοuν ψτερα. στο κεψσ.Λι , ποu πεpποιτοuν .,uπο uτοι κα.ι κpα.-

6 · , ι τ λ ι ζ- 2. ' ' ' ' λ ' "ΑΙ τiiνε ρ πrι.Μ στο χερι, εινιχι ιγωτερσ ωα. σ.π α.uτοuς 'tl)uς ογιωτα.τοuς. . οεv όπά.pχει ά.μψι6ολία., πλησιάζομε στο τέλος τοu κόσμου. Ό &.θλιος ιχότος κόσμος έγγίζει στΎ) σuντέλειά. τοu. Χpεια.ζότα.v ενοις τελεuτιχίος λuγμός, κα.l

να. τον βγά.ζει 1ι Γιχλλία.. Συσκεψθείτε άθλιοι, συσκεψθείτε. Είνα.ι φυσιΧο νά

yίνοντοιι α.i'ιτά τά. πρά.γμ.α.τα., δσο θά. δια.6ά.ζοuν έψημ.ερίδες κά.τω &πό τη στοά.

539

τοσ Ώοείοu. Δέ χpει~ζετα:ι νCι. ξοοέψοuν γι' ιχuτο πιχρCι μόνο ενσ.. ~ολοι κσ..ι

το λογικό τοuς, τήν κσ..pοιά. τοuς, την ψuχή τοuς ΚΙΧL το πνεuμ.α: τοuς. ΒγΙΧίνοuν ιΧπο κεϊ, τό σκ~Χνε ιiπο το σπίτι τοuς κσ..t τόψλσ.. ν'&.χοuν οί γονείς τοuς, τοuς

ποψχ-;οuν . 'Όλες οι &ψημεpίοες είναι πα.νώλ·η, δλες, &.κόμη ~αt ·ή «Λεuκ'fι Ση­μ.α.ία.! » ~Α, &θλιε! Π~γσ..ινε, π~γσ..ινε ΚΙΧl μπορείς να. "f.ΙΧUχiiσα.ι πιbς εφερες τόν πΙΧπποu σοu στΎjν &.πελπισ ίσ..

- Βε6αι6τα:τα, είπε δ Θεόδουλος.

Και έπωψελοόμεyος τΥ)ς εuκαιρίΙΧς, ποu δ κ. Γιλyοpμ~νδος σταμάτφε

λίγι; να. πάρει ά.νάσσ., ό λογχοφόρος πρόσθιzσε μ€ tίψος σ..όθεντικό.

- Μlσ. μόνο &ψημ.εpίς επρC:πε να. uπ~ρχει. «Ή έπίσημο; ΈψΥJμεpi; τ'Υ)ς Κu6ερν~σεως» κα.ί εν μόνον 6ι6λίeιν , «'Η Σψχτιωτικ'fι Έπιτηρίς» .

Ό κ. Γιλνορμ~Χνδος έζακολοuθησε.

-Τέτοιοι είνσ..ι 8λοι 'tΟ ΙJς, &πω; δ Σιεγιές τοu π .χ. πού εοωσε τον Φ'ΥJ­

φο τοu νά. θα.νατωθε'ί δ Λουοο6ϊκο; ΙΣΤ', ενας 6σ.σιλοκτό•;ος, τον δποίον uστε­

ρα ΕΧΙΧναy γερουσια.στrι! Γιατί ΕΚΕί κaταλΎ)γουν ολοι αuτοί οί ψιλελεόθεροι.

Σό, χρησψ()ΠΟιοuν τον έyικό, σύ, δλο μέ το σu ά.ρχίζοuν, πwς τά.χα &γαποuν

τijν ιΧπλότητα, για. ν' ιiνεοοuν επειτα και να. τοuς ψωνά.ζοuν <<κύρ ι ε κόμη, ή

εuγενεία: σα:ς» . Ό φιλόσοφος Σιεγίές! Χαίρομα.ι ποu δεν έδωσrχ ποτέ σηιιrχσία.

στtς φιλοσοφ ί ε;; δλων α.uτών τών ψιλοσόψων. Κύριοι πολίτες! Δηλιi)Vω κα.ί κηρύττω πwς 'ή πpόοδός σα.ς είνα.ι μι&. τρ&λλrχ, πι~)ς ή ψιλανθρωπίrχ σrχς ε!νrχι

ενα. ονειρο, πιJ.ις ή έπα.νάστα.σή σα.ς Είναι Ενσ. €γκλημα., Π~Jζ ή ί3ημσκρατίιχ σας

είνα.ι ένα.ς τραγέλα.ψος, πwς ·ή πα.ρθένος Γσ.λλίσ. σας βγαίνει !Χπb το τ:ορνο­

σ:άσιο, κα.ί το όποστηρίζω μπροσ:α. σ' δλοuς σα.ς, ιzrτε δημο~ιι:;γριiψ?ι είστε,

είτε οίκι:ινομογρά.φοι, εϊτε νομομάθείς, ε(τε γνωρίζετε τί εΙνα.ι ελωθεplα. , 1σ6-

:ης καl ά.δελψότης, δσο τή γνωρίζει κα.l τb λεπίδι της κrχρμα.νtόλσ.ς! ΆκοΟ­

στε rxuτa ποu σα.ς λέω κα.ί 6:Χλ τε τα. κσ.λa στb μuΙΧλ6 σα.ς .

-Δεν ύπιiρχει ά.ιι6ι6ολίοι;, ψώνοι;ξε δ ,jπολοχαγός, αuτb είνα.ι κι' <Χπb

τον ~λιο φωτεινότερο.

~ο κ. Γιλvορμάνδος εκοψε μιfι χειρονομίe"t πού θέλ-ησε νά. χάνει σ" ~πί­

ταση τιi>ν δσων είπε, γύρισε πρb:;; τb Θεόδοuλο, τον κοίταξε κα.τιiμα.τrχ κα.ι

είπε:

-Είσαι ενσ;ς ά.νόητος!

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΔΥΟ ΑΣΤΡΩΝ

Α'

ΠQ~ Π.ΑΡ.ΑΓΟΝΤ .ΑΙ Τ ,Α ΕΠQΝΥΜΑ

Ό Μάριος τ~ν έποχ~ έκείνΥJ ήτα.ν ti>pα.ίος νέος, μέ μέτριο &.ν~στrιμα., μ.ε πuκν~ κα.τιiμα.upα. ι.ιαλλιιi, με μέτωπο ψrιλό, ροuθο,jνια. πα.λλόμενα. 11ε πά­θος, uφος γα.λ:ήνιο κα.ί yψά.το ε1λικρlνεια.. Μ' gνιχ λόγο, τό σtίνολο τΙJG προ­

σώπσυ τοu είχε κάτι, το &γέpωχο, το στοχα.στικο καt &.γνό. Βpισκότα.ν στήν περlοοο &κεlνη της ζωης, ποtι τό πνεσμ.α. τιt>ν &;νθpώπων της σκέψ'Υ)ς ά.ποτε­

λείται ά.πό rσες ά.να.λοylες οά.θοuς κα.ί &.ψελεία.ς. Σε πεpιστά.σεις σποuδα.ϊες

είχε δ,τι χρειαζόταν, ιiΊστε να. φανεί σ&.ν 6λιiκας , ά.λλ& λίγο ~ν πιεζ6τα.ν μπο­

ροuσιο ν' ά.vα.οειχτεί πvεuμα. ~ξοχο. Οί τρόποι τοu ήταν σuvεστα.λμέvr.ιι, ψuχρο(, εόγενιΧοί Χα! Χά.πως έπιφuλα.κτικοl. Τό στόμα. τοu ~τα.ν ώρα.ίο. Ε!χε χείλη

κόκκινα. κα.ί γλυκά., δόντια κάτιχσπρα. σα. μαργαριτάρια. κιχί το μειδίαμιi του

διόρθωνε τήν α.t3στηρ-Υj lκψρα.ση της ψυσιογvωμία.ς τοu. Μεpικες στιγμές,

πcφουσια.ζότα.ν μιά. πα.ρά.ξε,νη &.ντ1θεση &.νά.μεσα. σ' έκείνο το &θωο, &γνό μέ­

τωπο κα.t τό ~δοvικό τοu χα.μόγc:λο. Είχε τό μά.τι μικρό κα.ί το 6λέμμα. μέγα..

Στίς ~μέρες της σκλΥJpης κα.ί της ι.ιεγά.λΥJς τοu οuστuχία.ς, πα.ρα.τηροσ­

σε δτι κοπέλλες γuριζα.ν καl .τδν κοιτοσσα.ν, 8τα.ν περνοuσε &.πδ μπροστά. τοuς

κ' ετρεχε vσ. κρυφτεί η ν' ά.πομα.κρυνθεί γρήγορα., α.1σθα.νόμενος μεγά.λο πόνο

στ~ν ψυχ~ κα.ί 6α.ρι& πλ·ηγωμένος. Νόμιζε 8τι τ& &.θλια. ροuχα. ποu ψοροuσε προ­κα.λοuσα.ν σ' α.uτες οtκτρΥ] zν-::uπωσ'Υ) Χα.l γι' α.t3τό γελοuσα.ν. Τό οΗSα.ιο είνα.ι

πως τόν πα.ρα.τηροuσα.ν γι~ τη χ&:pη τοu, -ή όποία. χά.ρ'Υ) τίς !νέ6α.λλε σε

ά.νήσυχοuς σuλλογισμοuς.

Ή σιωπηλή αuτή πα.ριχνόηση ά.νά.μεσα σ' α.uτόν κιχί τtς δμορφες Χοπέλ­

λες τόν είχε κά.νει ά.γριωπό. Σε κα.μμια. &.π' α.uτες οεν είχε δείξει προτί­

μφ'Υ), γιa τον ά.πλούστατο λόγο, 8τι τίς ά.πόψεuγε 8λες. 'Έτσι ζοuσε οόοέτεριχ,

«!Χνοήτως» κrιtθώς έλεγε δ Κοupψεpιiκ.

541

Ό Ι(οuρφερ&κ τοu ~λεγε συχν~:

- Κο!τιχξε, μΥ) φιχίνεσιχι σ~ν 1.\σιος. "Αν θέλεις ~κοuσε τή σuμ6οuλ-ή μοu. ΜΥ) σκύ6ει; τόσο πολu στά οιολίιΧ, ρίχνε ΚιΧt ΚιΧμμιά μιΧτιά στtς πετ7..λοσοες.

'Έχοuν κι' οιuτeς οΕ οιοι6αλεμ.ένες τό κα.λό τοuς, πίστεψέ με, Μ~ριε. "Αν έξα.κο­

λοuθ-ήσεις ~τσι νά τtς &.ποψεύγεις, πρέπει νά ξέρεις 1:\τι, στό τέλος, τό μuα.λό

σοu θ' ιiποχα.uνωθει

"Αλλοτε π~λι, δτα.ν τόν σuνα.ντοuσε στό δρόμο, δ Κοuρφερ~κ τον χα.ιρε­

τοuσε ειρωνικά.:

- Κα.λημέρα., πα.νοαιώ-=τιl uΟτοιν δ Κοuρψερ&κ τον χα.φετασσε lτσι, δ Μ~ριος dπόφεuγε τίς γuνα.ί­

κες, νέες κα.t γριές, περισσότερο ιiπό κά.θε &λλη φορά., όχτω μέρες σuνέ­χει~, κι' dκόμα. περισσότερο ιiπόφεuγε τόν Κeιuρφεράκ τόν ίδιο.

Άλλά μέσα. στijν ιiπερα.ντοσύνη της δημιοuργία.ς, ύπηρχα.ν κιχί δuό γuνα.ί­

κες, τtς δποίες δ Μά.ριος οεν &.πόψεuγε κοιt θ' &.ποροϋσε i7,y 'tΟϋ ~λεγε κοινεtς

1:\τι κι' <ιuτές ιiνijκοuν στό ώρα.ίο φuλο. Ή μιά &.π' α.uτές Υjτιχν 'ή γριά μέ τ<Χ.

γένειιχ ποu σκούπιζε 'tO δωμά.'ttό τοu Κα.t γιά. την όποία. ό Κοupφερ~κ ηεγε:

-Ό Μά.ριος 6λέπει τΟ: γένειοι της όπηρέψιά.ς τοu κιχt γι' ιχότό ξυρίζει

τ& οικά. τοu.

Ή &λλη ήτιχν μικρή κοπελλ!τσιΧ ποtι ό Μιiριος τήν εολεπε σuχνιi, rlλλιΧ

δέν τijν πρόσεχε κιχμ.μιά. φορά.. · ΙΙιiνω Ιiπό ΕΥΙΧ χρόνο τώριχ, δ Μά.ριος εολεπε σέ: μ.ιιΧ ιiπο τις ερημικές

δεντροσ'tοιχίες τοu Λοuξεμοούργοu ΕΥιΧΥ ηλικιωμένο ~ΥtpιΧ κ' ενα. παλtι νεα.ρο

κορίτσι νιΧ κιiθοντα.ι στόν ιδιο πάγκο, στό 6α.θότερο ι..ι.έρος τ~ς δεντροσταιχίιχς.

Κά.θε ψορ& πο\.ι ή •ύχη, α.ότή πού . πα.ρεμ6α.tνει στοuς πεpιπιiτοuς τών σuλλο­

γισ!J-ένων ιiνθριUπων, έψερνε τό Μάριο σ' -εκείνο τό μέρος, κι' α.ότό γι νότα. ν σχεδόν κιiθε μέρα., ξα.νιiορισκε τό ζεuγά.ρι στήν tδιιχ θέση. Ό ~ντριχς θά ήτιχν

ώς ~ξijντα. χρονών κα.ί φα.ινότα.ν θλιμένος κα.ί σο6α.ρός. Τό δλο τοu ψα.νέρωνε

ενα.·ι ε\>ρωστο &.κόμη άντρα., &.λλά κοupΜμένο &.πό το\.ις ιiγGJνες κοιί ποu τιUpοι

6ρισκότα.ν σ' ά:ποστρα.τεiα.. "Αν φοροuσε κα.νένιχ πα.ρά.σημο, δ Μάριος θά. ηε­

γε C.τι fιτιχν &.πόστριχτeις ι:iξιωμσ.τικός. 'Απο τό ϋψeις 'tOu ψσ.ινότοιν κσ..λός, ιiλλΟι.

ιiπρόσιτος κα.t το 6λέμμα. τοu ποτέ δέ σuνα.ντοϋσε 6λέμμσ. &λλοu. Φοραuσε

μ.πλέ πα.ντελόνι, μπλέ σα.κκιΧ.κι κα.ί κα.πέλλο μέ πλα.τu γύρο, ολα. κα.ινούpγια..

Μιχόρη γριχ61Χτr;t. κιχt ποuκά.μισο &σπρο πά.ντοι σιΧν το χιόνι. :Μιά. μοδίστρα.,

περνώντα.ς μια. μέρα. ιiπο κοντά τοu, εlπε: -Ν~ ενα.ς &νθρωπος χήρος πολ\.ι

κα.θα.ρός.

τ~ μ.α.λλιά. τοu ήτοιν κοιτά.λεuκσ..

'Ότα.ν, γιά. πριUτη φοριi, τ~ κοριτσάκι πο\.ι τ~ν σuν6δεuz ~ρθε κσ.ί κάθησε

μα.ζί τοu στό πσ.γκά.κι, θιΧ ήτα.ν δεκα.τριών η δεκα.τεσσιiρων χρονών, &.δύνσ.το

κιχί σχεδόν <Χσκημο, &.δέξιο, &σήμα.ντο κα.l πο\.ι τb μόνο πο\.ι δποσχότα.ν fιτα.ν νά ~χει ώρα.ίσ. μιΧ.τια.. Τά ροuχα. της ήτα. ν ροϋχα. γριά.ς κα.t μα.ζί κο ρ ι τσίστικσ.,

542

δπως δηλα.ο'i) φοpοίίν οι μα.θ'Ι)τpιες τών μονα.στ'r)ριών. Το ψόρεμ&. της aσκημ.rχ

κι:ιμμένι:ι κrχι ιiπό χι:ιντρό μcl;λλινο μα.Ορο δψα.σμα.. Φα.ίνοντα.ν σ~ν πα.τέpα.ς κα.t

κόρη.

Ό Μά.ριος πα.ρα.τηροuσε δuό, τpείς μέρες τον ~λικιωμένο έκεtνον 5.νθρω­

πο, ΠQU ο!ν ήτrχν ιiκόμ.η γέρος κrx.t τό κορίτσι ποίι οεν ~τα.ν άκόμ1J κοπέλλσ..

"f στερα. δμως δέν ~δωσε προσοχή σ' α.uτοός. Άλλσ. κα.t κείνοι δεν τον πρό­

σεξα.ν ποτέ. Μιλοuσα.ν μετσ.ξίι τοuς fjpεμσ. κσ.ί &διιiψορCG. Το κορίτσι ςρλuCGροΟ­σε &.οιcl;κοπrχ κα.ι χα.ροόμενα.. Ό ήλικιωμένος μιλοίίσε λίγο κα.ί, κα.τα. δια.λείμ­

μα.τrχ. προσ'Ι)λωνε τσ. μιiτιCG τοu π~νω της μ! &.νέκψρrχστη στοργή.

Ό Μά.ριος είχε πάρει μηχσ.νικσ. τ-Υj σuνήθεισ. νιΧ κ~νει τόν περίπα.τό τοu

στη Βεντροστοιχία. έκείνη, δποu τοuς εuρισκε πιiντσ. στ-Υjν rδισ. θέση. Μ' δλο ΠΟU σ.ότό γινότCGΥ κ~θε μέprχ οeν ιiντά.λλrχξα.ν ΠΟτέ οl)τε [νrχ χα.ιpετισμό, ΟUτε

μια. μα. τιά..

Ό &νθρωπος α.uτός κα.t ή κόρη τοu, επειδ-Υj &πόψεuγα.ν κάθε ολέμμα. κσ.ί

ποτέ οέν &ντιiλλrχξrχν με κιχ.νένιχ. οuτε χα.φετισμό, ~τα.ν φuσικό νσ.. τρα.6'Ι)ξοuν τijν προσοχ'ή μερικών φοιτητών, ποu σuν~θιζιχν ν~ κ<Χ.νοuν τον περίπrχτό τοuς

κι' α.uτοί σ' ΕΚείΥΟ τό μέρος τοίί Κ'ljΠOU. 0[ έπιμελε'ίς μετά. τij μελέτη ΚCGt ot aλλοι μετ~ το σςρα.φιστ'Ι)ριο. Ό Κοuρψερά.κ &.νijκε στούς τελεuτα.ίοuς κα.t τοίις

είχε πιχρσ.κολοuθ'ήσει γι~ μερικό κιχιρό. 'Αλλ~ ορήκε τΥjν κόρη &σκημη κrxt

πrχροιτήθ'ΥjΚε γpήγορrχ, ψεόγοντα.ς μά.λιστα. δπως οι Πά.ρθοι, &ντt γιά. βέλος,

τοUς ιiμόλuσε gyCG ΠCGριχτσοόκλι. 'Επειδή έκείνο ΠΟύ το(ί ίi:κα.νε περισσότερη

έyτίιπωση ~τα,y το μα.ίίρο ψόpεμιχ τοίί κοριτσιοίί κιχί τά. κιiτιχσπpCG μCGλλι~ tOU

πrχτέρcχ., ~6γcχ.λε τ'ήν κόρη <<δεσποινίοα. Μελα.νία.» κα.ι τον πα.τέρα. «κuριο Λεu­

κίCG» ΚΙΧί μιά. κα.t οέν τούς ήξερε κα.νένα.ς, το πα.ρα.τσοuκλι ΚΟλλ'Υjσε. 0[ ψοιτη­τ!ς έλεγα. ν:

-'Ά, δ κίιριος Λεuκία.ς κά.θετα.ι στο πα.γκά.κι τοu.

Κιχι δ Μιiριος, οπως τοuς &λλοuς, 6ρijκε 6ολικό νά. όνομά.ζει τόν ιiγνω­

στο α.uτό α.νθρωπο κuριο Λεuκία.. θά. τούς μιμηθούμε λοιπόν κ' έμεϊς κrx.t γιά. εuκολία. α.uτοίί τοίί δrrrιγ'Ι)­

μα.τος, θά. λέμε ιiπο δω κ' &μπρός, δ κ. Λεuκ!α.ς.

'Όλο τον πρώτο χρόνο, δ Μ&.ριος τοuς ~ολεπε κ~θε μέρα. στήν rοιΙΧ θέση.

Εδρισκε τον ιΧντρα. σuμπα.θητικό κα.ί τοίί &ρεσε δ χα.ρα.κτ'ήρα.ς τοu, &λλσ. το

κορίτσι τοσ ψιχ.ινότα.ν α.νοστο.

Β'

ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦQi

Τό οεότερο χρόνο, &.κρ~6ως στό σημείο τής ιστορία.ς α.•?ιτής, ποu εχει

cpτίχ.σει δ ά.να.yνώστης, δ Μά.ριος εκοψε τή σuν~θεια. των πzριπά.των τοu στό Λοuξεμ.6οuρyο, χωρίς κι' δ ϊδιος Υ~ ξέρει γι~ ποιό λόγο. ~Εκα.vε εξη μijvες

νik πα.τ~σει στ-ή- δεντροστοιχία..

Τέλος, μι& μέρα. π'Υjγε πά.λι γι?ι. περίπα.το. τΗτα.ν κα.λοκα.ίρι, α.fθριος b οuρα.vός κα.t κόκκινος δ Μriριος. ΤΗτα.ν εuθuμος, δπως γίνεται κα.νεtς δτα.ν δ

κα.ιρός είνα.ι ώρα.ϊος. Tou cpα.ινότα.ν οτι είχε μέσα. στ'ήν κα.ροι&. tO'J δλα. τιi. κελα.ηδ'ήμα.τα. τών πουλιών ποu ~κοuε, κι' δλο τό γα.λriζιο τ' οuρα.νοΟ ποu ε-

6λεπε ά.vriμεσα. ά.πο τik φύλλα. των δέντρων.

Προχώρησε rσια. προς τή <<δεντροστοιχία.» κα.t μόλις πλησία.σε, διriκρινε

στο rοιο έκείνο πα.γκά.κι το γνωστό τοu ζεuγά.ρι, ά.λλ!k πρόσεξε σ' α.uτό κα.t κά.­

ποια. διιιcpορά.. Ό ά.ντρας ~ταν δ ϊδ ιος, 'fι κοπέλλtι ομως τοΟ cpά.νηκε οια.ψορε­

-.ική. Τώρα. ~6λεπε μιιi. δεσποινίδα. όψηλij κα.t ώρ~ία., προικισμένη μέ δλες τtς

χα.ριτωμένες γρα.μμ.ές τής γuvα.ίκα.ς κα.! μ.ά.λιστα. μέ δλες τ!ς ά.cpελείς χά.ρες

τής πα.ιδικijς ijλ.ικία.ς. Στιγμη ποu πα.ρέρχετα.ι γρήγορα., στιγμη ά.γν'ή, ποu μπο­ροσν ν~ τijν έκcpρriσοuν μόνο α.uτες ciE δuό λέξει;. Δεκα.πέντε χρονών. Τί χrι..­

ριτωμένη κοπέλλα. ~ταν έκείνη. θα.uμά.σια. κα.στα.ν!k μαλλι!k μέ χρuσίζοuσες

cpλέ6ες έvδιriμεσα., μέτωπο ποu εμοια.ζε καμωμένο Ιiπο μriρι.ια.ρο, μriγοuλα. σ~

ροδοπέτα.λα., δψη ~σπρης λα.μπά.δα.ς, στόμα. γλuκό ποu το χα.μ.όγελό τοu ά.κτι­

νο6ολοϋσε cpώς κα.t σ!kν μοuσικη δ λόγος, κεψά.λι ποu δ Ρα.ψα.Υjλ θik το ά.ντέ­

yρα.ψε yιά. ν' ά.πεικοv(σ~ι το κεφιiλι της ΙΙα.ρθένοu Μα.ρία.;, τοποθετημένο σ'

εvα. λα.ιι.ιό ποu δ Zιi.v Γκοuζόv θιi. σμίλευε γιιi. την Άψροοίτη! Κα.t γιιi. vιi. μη

λείπει τίποτε ά.πό το yοητεuτικο πρόσωπο ποu περιγράψομε, 'fι μότη δέν ~τα.v ώρα.ία., f)τα.ν νόστιμ'Υ), οuτε ίσια., οuτε κuρτ'Υ), οuτε ιτα.λικi) οί.ίτε έλλΥ)νικ'Υ), fj-

' , .s, ζ 1. Μ' , , ' , λ , , , τα.ν YJ ι.ιuτη ., πα.ρι ι~ν~κη. uτη ποu ψα.νερωνe euψuια., eπτη , α.κα.νονιστη,

ποu aπελπίζει τοuς ζωγρά.cpοu:; κα.ί γοητεύει τοuς ποιητές.

Περvώντα.ς δ Μriριος ά.πό κοντά. της, δέ μπόρεσε νιi. δεί τιi. μriτια. της, για.τί

~τ11.ν έπίμον11. χα.μ'Υ)λωμένα.. Είδε μόνο τlς κα.στα.vές ολεψα.pίδες τοuς νοτισμέ­

νες &.πb τη σκι& τ'ijς σεμν6τrιτα.ς.

Αότό δμως οέν έμπόοtζε την ώpα.ία. κ6ρ'Υ) να χαμογελά, ά.Μύοντα.ς τόν

riσπpομά.λλ'Υ) ά.vτpα. vιi. τijς μιλά κα.ί τίποτε δέv ήτα.ν γοητεu"':ικώτψο ά.πό τό

γλuκό κα.ι οροσeρό χα.ι.ιόγeλο &κείνης με τ& χα.ι.ιηλωμένα. μά.τια.. Την πρώτη στιγμή, δ Μriριος όπόθεσε δτι θιi. ~τα.v κα.μμιά. &λλη κόρη

τοG ίδιοu ά.νθρώποu, κriποι:ι. ά.οελψη ϊσως της πρώτης, ά.λλιi. ετΙΧν Ειχνσ:ιcιΞrχι:r:;F.

544

&πο κοντ~ κα.t π?.pα.η]pησ~ τrιν κοπiλλ~ μέ πρ~σ~χή, είδε 5τι ήτα.ν ή ίδιιχ. Μέσ~ σ' &:ξη μijνες ή πα.ιοοuλα. ~γινε νε~ρ~ κόρη, α.•)τό ήταν δλο. Τlποτε πιό

σuνηθισμένο &π' ιχότb τb φιχινόμενο. 'Έρχετιχι στιγμ'ij κα.τα. τΥ;ν δποία. τ~ Μ-, ' 2 ' ' θ'ζ ' ' ,. ' ·~ Χθ' pιτσια. μετα.μοpφωνοντα.ι ~ποτr:;μv:, α.ν ι οuν κα.ι γ ινοντσ.ι φψνικα. pοοα.. ~ ες

τ& ιiψησες πα.ιδιά, οuτε τ& πρ6σεχες κα.θ6λοu, σήμερα. τ& ολέπεις και σοu &.ψαι ­

ροuν τ"ήν ήσuχία..

ΑότΥ) γιιΧ τΥ)ν δποία. μιλοuμε, οeν εlχε μόνο μεγαλώσει, πήρε .. α.ί μ.ι7.

μορφή !δεώδη. 'Όπως τρείς μόνο μέρες τοu 'Απρίλη είναι &.ρκετ&ς yιιΧ ν' &.ν­

θοψοpήσοuν μεpικιΧ οένψα., εξη ι.ι.Ύ)νες ήτα.ν &.pκετοt . yι' ~δtrι ν7. περι6ληθεϊ δλο ~κείνο τό κ6;Ηος. τΗρθε, κα.θ~Jς 6λέπετε, κα.ί δ δικός της Άπpίλης.

Τώρα. δέν ~τα.ν πια. ~ μα.θήτpια., ποu φοpοϋσε το πα.ιδικb κα.πελλίνο, το μάλλινο μαuρο φόρεμα., τ& ιiχαρα. πέδιλα. κα.ί εχοντα.ς τ& χέρια. της κόκκινα..

Μα.ζί με τ"ήν όμορφιιΧ ήρθε κα.ί το wρα.ίο γοuστο. Τ& ψορέμα.τά της εlχα.ν μιά

ά.πλi) κομψότητα., ενα.ν πλοΟτο χωρίς έπίδειξ'Υ). τb ψ6ρεμ.6. της ~τα.ν &.πa μα.Ορο

οαμάσκο, ~ έσάρπα της άπό τό ϊοιο ίίψοισμα., το καπελλίνο της &.πο ιiσπρο

κρέπ. Κάτω &.πο τ' &σπρα. γάντια. της φα.ινότα.ν ή λεπτότητα. τοΟ χεριοΟ της,

το ιιε-;α.ξωτ6 της γοοιiκι έδειχνε τ1jν κομψότητα τοΟ πeιδα.ριοΟ της. uΟταν περ·

νοuσε &.πο χοντά. της, ολο το ντuσψό της &.νά.οινε ενα νεα.νικο ιiρωμα., ποu

εlσχωροuσε ως τα. βάθη της ψuχΥ)ς τοu.

σΟτοιν δ Μάριος πέροισ~ οειίτερη ψορ& &.πό κοντιi της, ή νέα. κοπέλλα. σή­

κωσε τιΧ 6λέφα.ρα.. 'ΓιΧ μά.τια. της είχα.ν €.να. οόρά.νιο 6αθu χρώμα, &.λΗ. μέσα.

σ' εκείνον τb 6α.θι) πράσινο α.lθέρα. ύπijρχε &.κόμα το &πλο 6λέμμα τοu πα.ι­

οιοu. Κοίταξε τό Μά.ριο aοι~ψορα., κα.θwς θιi6λεπε εvα. νήπιο ποu έτρεχε μπρο­

στά της, η το μα.ρμά.ρινο aμφορέα., ποu έρριχνε τον ϊσκιο τοu πάνω σ'ο παγκά­

κι ποtι κα.θ6τα.ν. Ιlέρα.σε &κ6μη μερικές ψορές κοντ<Χ. &πο τό πα.γκά.κι ποu κα.θ6τα.ν, &.λλ<Χ.

χωρίς ν?ι. γuρίσει ν& τrιν κοιτάξει.

Τίς iπόμενες ήμέρες, σuνέχισε ν~ ξα.vιiρχετα.ι στον κηπο τοΟ Λοuξεμ6οιίρ­

γοu, δπως σuνήθως κι' δπως πά.ντα. είίρισκε κεί «τον πα.τέρα. καί τ~ν κόρψ>,

ά.λλοc δεν έδωσε πιοc προσοχrι. 'Όπως δεν τον ενοια.ζε κα.θόλοu yιά τijν κοπέλ­λα., δτα.ν rjτα.ν a.σκ.ημη, τό ίδιο κα.t τώρα. πο,:ι ήτα.ν ώρα.ία.. Σuνέχισε δμ.ως να.

1. ~· ' , _ ' t , ' θ' ' , ' ~ ~ περνi Π<Οtντα ΠΟΑU κοντα. <ΟtΠο το πα.γκα.κι ποu κα. οταν α.uτΥJ, yιατι ετσι ειχε

συνηθίσει.

Ό Μάριος π1]γιιινε κάθε /lf(lrt rιτtΊ Λο1•ξεμιlοίiργο, κρrιτιί1ντrις ίiνrι 6ι6λίο στο χέ. ­

ρι, και πάντα εδρισκε- «τόν πατέρα κnt τi1ν κόρη» στήν ίδια θέση: στΟν «πάyκο

ΤΟΙΙς».

545

Γ'

ΑΠΟΤΕΛΕiΜΑΤ Α THi ANOIΞHi

Μια. μέριχ , δ κιχιρος ήταν ιχίθριος, δ κήπος τοσ Λοuξεμ.6οuργοu πλημμυ­ρισμένος &.πb ijλιο κιχί ϊσκιοuς , δ οupανδς καθαρδς σα. να. τον εtχα.ν πλύνει

&κείνο •ο πρωί ot ~γγελοι, μικρά. ποuλ~κιιχ κελιχηδοίίσιχν με τίς ψιλές φωνές τοuς μέσιχ στlς πuκνες καστανιές. Ό Μ~ριος ε!χε aνοίξει •ήν ψuχή τοu δλη στη φιίση κιχl δε σκεφτότιχν τίποτε, έκείνη τη στιγμη ζοίίσε μόνο καl &νιΧπνεε.

Πέριχσε κοντα. ά.πό τον πιΧγκο !κείνο, ~ κόρη σ~κωσε τά. μ&;τια. κιχl τον κοί­τιχξε, τά. 6λέμματά. του~ συνα.ντήθηκα.ν .

Ίί τ~ χα. νά. όπi')pχε στο βλέμμα. τ'Υ)ς κόρης έΧείνη τΥ]ν -ήμέpα; Αότο δε μποροuάε νόι έξηγήσει δ Μιiριος. Δεν όπi')ρχε •iποτε, κι' δμως όπΎ)ρχε τό πάν. Μιά. πα.pά.ξενη &.στραπή.

'Εκείνη χαμήλωσε πιiλι τά. μ~τιιχ της, αότος έξιχΧολοόθησε το δρόμο τοu.

Το βλέμμα.~·~& ά.ντίκρυσε δ ΜιΧριος, οεν ήτιχν 6λέμμα. &.πλό κα.l &.θώο, ή­τιχν χά.ος μuσ,ηριώδες πού μισ!Χνοιξε γιά. μια. στιγμή κι' &πότομοι πιΧλι έκλεισε.

'fπά.pχει -κά.ποιιχ μέριχ, ποu κά.θε κορίτσι ρίχνει ενιχ 6λέμμιχ σά.ν α.ότο και

ιiλλοίμονο σ' έκείνον ποu θά. βρεθεί μπροστά. &κείνη την ήμέρα.! Το πρώτο οιό­

τb ολέμμα, 6λέμμοc ψuχi')ς, ποu δε γνωρίζει &κόμη τδν ~αuτ6 της, ε[ναι τό

λυκα.υγες στον οόρα.νό, ε!να.ι ή &νιiληψη ένός πριiγμα.τος ιiγνώστοu κα.ί γεμά.­

τοu &.χτινο6ολία. Τίποτε δέ μπορεί νά. &κψρά.σει τΥ]ν επικίνδυνη γοητεία της

&.προσδόκητης αότf)ς οcϊγ λ ης, ποu φωτίζει α.όριστιχ έρωτιώντοc σΧοτιΧδια καl ά.­

ποτελείτοιι &π' δλη •ήν ά.θωότητα. τοσ πα.ρόντcις κι' ~πό τό πιΧθος τοίί μέλλον­

τος. αΕνα. ε!δος &γά.π'Υ)ς πού διστά.ζει, ποu &ποκα.λUπτετα.ι τυχα.ία. κοιί κοιρα.-\ .

δοκ;;;ί. Παγίδοc, τijν δποίοc ση)νει 'ή &.θωότητα κocl πιά.νει τlς κιχρδιες χωρlς

νά. •b θέλει κα.l έν &γνοία. της. Ή πα.ρθένrχ ποu κοιτιiζει σά. γuνrχίκα..

Σπιiνια σuμ6αίνει νά. μ'ij γεννηθεί 6ιχθιίτατη έντιίπωσ'Υ) σ' αότόν ποu θά

πέσει α.ότb τό βλέμμα.. 'Όλη ή ά.γνότητα. κα.ί δλη ή σεμνότητα. συμπίπτουν

στήν οόρά.νιιχ ιχότή &.χτίδοι, -ή δποίιχ πά.νω &.πb τίς σοψές μα.τιές τών πιο ψιλά.­

ρεσκων' γuνα.ικων, εχει τ'ij μιχγική Μναμ'Υ) ν' ά.νοίγει &.μέσως στα. 6ιiθη τrjς

ψυχijς τό σκοτεινό, τό γεμ!Χτο ~ρωμα. κα.l δηλητήριο ά.νθος έκείνο, ποu ot ά-ν­

θρωποι τδ λένε ερωτιχ.

αΟτα.ν δ Μά.ριος γύρισε το 6ριiδι στδ φτωχικό τοu δωμιiτιο, ερριξε εvα

6λέμμιχ στιi ροuχα. τοu κα(, τώρα., για. πρώτη φοpιi πσ.ρα.τ'ήρησε δτι δεν -?jτσ.ν

&.ρκετιΧ εόπρεπή, γιιΧ νιΧ πηγαίνει μ' ιχuτιΧ στο Λουξεμ6οuρyο, 15τι ήτοιν &.νόητο

να. μή σκεφτεί &ς τώρα. Π~}ς ~τα.Υ ciναξιοπρέπεια να. ψοpεί αύτb τό τσοιλσ.κω ­

μένο κα.πέλλο , τ" χοντρά. ποιποuτσιιχ, τό ξεθωριασμένο στά. ϊ~v~τGt ΠGt'l'tzλ6y:

κα.l το τριμμένο στοuς &.γΧώνες μιχGρο τοu σιχκκά.κι.

546

Δ'

ΑΡΧΗ BAPIA~ APPQ~τiA~

Τi)ν άλλη μέρα., στiι σuνrιθισμένrι t'!ψι.., δ Μ~ριος Μγ~λe &.πό τη ντοuλ~π~ τοu τb κοιινοόργιο κοuσταόμ.t τοu, τό κα.λό τοu κα.πέλλο κα.t τιΧ κα.λ&. τοu π~­

ποότσιΙΧ, φόρεσε δλrι την πΙΧνοπλί~, ΜΙΧλε μ.ά.λιστΙΧ κα.t γά.ντια., πολuτέλεια. ίι­

πέρμ.ετρη κα.t τρά.6ηξε για τον κrjπο τοu Λοuξεμ6οόpγοu.

Στο ορόμ.ο σuνά.ντησε τον Κοuρψερά.κ, &.λλα προσποι~θ'Υ)κε οτι οέν τον εl8ε. Ό Κουρψερά.κ δτ~ν γύρισε καλ 6ρήκε 'tauς ψιλαuς τau τοuς διηγijθrικε:

- Μωρε πΙΧιδιά.! σuνά.ντησα. στο δρόμο τό κ~λό κ~πέλλο κα.l τiιν κα.ινοόρ­

για. φορεσιά. τοu Μά.ριαu κα.t 'tO Μά.ριο μέσα. σ' α.ότά.. Βέ6α.ια. θα π'Ιjγα.ινε νά.

δώσει κα.νένα. μά.θrιμ~ , ψα, ινότ~ν σά.ν ijλίθιος.

Ό Μά.ριος έιpτα.σε στό Λοuξεμ.6οuργο. Πρώτα. ~κα.νε εν~ γόρο στο σuν­

τρι6ά.νι μέ το\ις κύκνους κα.t uστερα. !μεινε &.ρκετή ώρα. κοιτά.ζοντα.ς ενrι. &.πό

τα &γά.λμα.τα. τοu κ"ήποu, ποu εlχε μαυρισμένο τό κεψ~λι &·πα τή μοόχλi κα.t τοu ~λειπε δ ενα.ς γοψός.

ΚοντιΧ στή δεξιχμενη στsκ6τα.ν ενιχς γέρος μέ μεγά.λη κοιλιά., κρα.τώντα.ς ενα. &.γορά.κι &.πό το χέρι, &ς πέντε χρονών κιχί τοuλεyε:

- ΠΙ?τέ πα.ιδί μ.οu, νΓJ.. μi)ν πέφτεις στό ιΗλο άκρο, ν' &ποψεόγειι: τlς ίι­περ6ολές, πρέπει ν' &.πέχει δ &νθρωπος έξ ίσοu κα.ί &.πό τό οεσποτισμb κα.t &.πό

-.ην &.νο:.ρχ(α..

Ό Μά.ριας &κοuσε α.tιτά. ποu ε!πε δ γέρος στb &.γορά.κι, εκα.νε μιά. &κόμη φοpα το γόpο της δεξα.μενijς κιχί, τέλος , πΎιpε τb 8ρόμCΙ yιά. «-.Yj οεντροσ-.οιχία.»

6α.δ(ζοντα.ς σΓ;.. νΓι. πijγα.ινε χωρtς τΥ) θέ):φ'ή τοu. Θα.ρροuσες δτι κά.τι τον

εσπpωχνε προς τά. έκεί κα.t κ&.-tt τόν έμ.πόδιζε . 'Αλλ' α.ότός δέν τ' ά.ντιλα.μ-

6α.νότrι.ν δλ' α.ότά. κα.ί νόμιζε δτι κά.νει κα.t σήμερα. δ ,τι εκα.νε κά.θε μέρα. .

Μόλις !ψτα.σε στήν &ρχij της δεντροστοιχία.-;, είδ:ο στΥjν &λλ1J &κρη τ'ΥJς

τον κ. Λεuκία. κα.ί τ~ν κόρη τοu νά. κιl.θοντσ.ι «στον πάγκο τοuς» . Κούμπωσε

το ροuχο τοu &ς ά.πά.νω, το τέ•1τωσε ν(J. μ.'ή ζα.pι~νε ι στΥj μέση, κο!τα.ξε μέ

ιptλα.ρέσκεια. το πα.ντελόνι τοu, ποu γuά.λιζε ΚΙΧL 6ά.δ tσε κα.τά. τοu πιiγκοu . Σ' rι.ότ~ τό 6&.δισμα. ένuπijρχε έπίθεση κα.ι &.να.μψίοολα. δρψΙJ κα.τ~χτησης. Λέω

λοιπόν, 6ά.δισε κα.τα. τοσ πά.γκοu, δπως θ(J. ελεγα., «δ Άνv!ο~ς 6ά.8ισε κrι.τά.

της Ρώμης».

'Όλε~ ΙSμως rι.ότ!ς οί κιν~σεις ήτα.ν &πλώς μηχα.νικές, χωρt;; νό: 5ια.κοποΟν

οι σκέψεις, στ!ς δποϊες σuν~θως 6uθιζότα.ν το μuα.λό τοu. Σκεφτότα.ν κείν'Υ)

τη στιγμη gνα. σόγyρα.μμα., δποu &νιl.λuα.ν σά.ν &ριστοuργijμα.τα, τοu &νθρώπι­

νοu πνεύματος τρείς τραγωδίες τοu Ρακίνα. κα.ί μονιiχα. μιά. ~πό -:;tς κωμω­

δlες τοu Μολιέροu, κα.t ελεyε μέσα. τοu, δτι πολu &νόητος fιτα.ν α.•)τ"ος δ κρι-

547

τικόι;;. Τό ενσ. τοu σ.ότl οοόιζε: πολu δuνσ.τιΧ . 'Ενώ ΠλΥjσίσ.ζε: στόν πιΧγκο δι6ρ~ θωνε τ~ pοuχσ. τοu κσ.i τα. μ<Χτισ. τοu κσ.ρφώνοντσ.ν π&;νω στ~ νε:σ.ρ~ κοπέλλσ..

Τοσ φσ.ινότσ.ν δτι &κε ίνη γέμιζε δλΥj την &κρη τijς οεντροστοιχίrι.ς μ' ένrι. &.κrι.­

θόρtστο γσ.λ<Χζιο φώι;;.

'Όσο πλφίrι.ζε, τό 6ήμrι. του γινότα.ν &.ργό. Άφοu εφτα.σε σέ μι~ δρι­σμ.ένη &.πόστrι.ση &πο τον π~γκο, πρtν ψτ~σει στο τέρμrι. της οεντροστοιχία.ς,

στσ.μά.τrισε κα.ί, χωρtι;; κι' δ ίδιοι;; να. ξέρει πώς εγινε σ.uτό, γuρισε: προς τα.

πίσω, &στε ε!να.ι ζήτημα. σ.ν ~ κόρη μπόρεσε να. δεί &.πό τόσο μσ.κριά., πόσο

εuπρε:πΥjς ~τα.ν μέ κείνα. τα. ροuχrι. . αομως γύρισε χωρίς να. προχωρήσει 6ij­μα., στά.θηκε κεί &κίνψοι;; μέ τό σώμα. ίσιο σα.ν κυπα.ρίσσι, για. ν' &.ρέσει έκ

των δπισθεν τοuλ~χιστον, άν επεφτε πρός ιχuτόν τό μά.τι τrις. αrστερα. προχώρησε λίγο κα.t &.μ.έσως ξα.να.γόρισε. Αότή τή ψαρά. πλη­

σίσ.σε περισσότερο, τρίσ. δέντρα. μόνο &.πόστα.ση τόν χώριζε &.πό «τον πά.γκο

της». 'Αλλ' έκεί εvοιωσε, ποιός ξέρει πώς, κα.t κοντοστάθηκε τα.λα.ντεuόμενος;

τοu ψα.ινότα.ν &Μνα.το να. προχωρήσει . Σέ μια. στιγμη τοσ ψά.νΥjκε: δτι τό πρό­

σωπο τής κόρης γuρισε προς το μέρος τοu. ~Εκα.νε: μια. fιρωικij προσπάθεια.,

gt)α.λε δλσ. τοu τα. δuνα.τά., 6ία.σε τον &α.uτό τόu, κrι.τά.ψερε να. νικήσει το δι­

στrι.γμό τοu κιχt προχώρΥjσε:. 'Έτσι σέ λίγες στιγμές, περνοuσε μπροστά. &.πό

τόν πά.γκο εόθuτεvής κα.t τολμηρός, κόκκινος δμως &ς τ' α.ότιιi, χωρίς να. τολ­

μ.~ ν~ στρίψει το 6λέμ.μ.ιχ τοu οδτε &.ριστερά., οδτε δεξιά., με τό χέρι στο σrι.κ­

κά.κι χωσμένο στο στήθος, δπως; σuv1jθως; πε:ρπrχτοuν οΕ διπλωμά.τες; κα.ί οι πο­

λιτικοί άντρες. Να.ί, &λλ<Χ. τη στ ιγμη ποu πε:ρνοuσε: «&πο το στόμrχ των πuρο-

66λων τοu ψροupίοu» ενοιωσε την κα.ρδιά. τοu να. χτuπ~ ουνrχτά..

Ή κόpΥj -ljτrxν ντuμένη μέ τα. ίοισ. ποu ψοροϋσε κα.i τ-Υjν προηyοuμε:νη.

Ό Μά.pιος &κοuσε μια. γλuκειά. ψωνή, ποu σίγοuρrι. θά. Υjτrι.ν «ή ψων1j της».

Μιλοί.iσε ήρεμα.. τΗτιχν ιi>ρrχι6τα.τη. Ό Μ<Χριος τό α.lσθα.ν6τα.ν, a.ν κα.ί δέν έ­

πιχείρησε να. τη δεϊ. 'Έλεγε μέ τα νοu τοu: -'Οπωσδήποτε θά. μ.' έκτψ.οtίσε rι.uτη ή κοπέλλα., iiν 'Ιjξερε πώς έγώ

είμιχι δ πρα.γμ.α.τικος; σuγγρα.ψέrχς; τοtί προλόγου ποu δΥ)μοσιεότΥJΚΞ στην τε:λεu­

τα.ία. εκοοση τοu «Ζtλ Μπλά.! · α. ν κα.t &λλ; ε6α.λε τήν όποy_ρrχψή του κα.ι

ψα.ίνετα.ι δτι lκα.νε α.ότή τή μελέτη.

Πέρrχσε τον πά.yκο, προχώρησε &ς τήν &.κρη τijς δεντροστοιχία.ς , επειτσ.

γupισε 'κrxt πέρα.σε πά.λι μπροστα. &.πο' την κόρη. Τώρα. ~τrχν πολu χλωμός. Άπομα.κρuνόμενος &πό τόν πά.γκο κσ.l &πό τη νέrχ κrxl εχοντrχς γυρισμένη

την πλά.τ'Υ) τοu πρός; σ.uτήν, ψα.ντσ.ζότσ.ν δτι έκείν'Υ) τόν ε6λεπε κι' α.ότό τόν

εκα.νε να. σκοντά.ψτε ι σuvεχώς.

Δέν έπιχε(ρησε Υ~ πλησιάσει &.λλη ψαρά. προς τον πά.γκο, &.Χλα. στά.θηκε

στΎj μέση τής δεντροστοιχία.ς κα.ί, έκεί, πριiyμα. ποu ποτ~ δέν είχε κά.νει &ς

τότε, κά.θησε, ρίχνοντας πλιiγιες μrχτιέι;; κσ.t κά.νοντσ.ς τη σκέψη, μέσσ. στά. μί­

χια. κα.l δuσδιά.γνωστα. 6ό:θΥJ τοu μuα.λοu τοu, οτι δόσκολο θ~ ήτα.ν ν~ lμεινα.ν

548

έντελώι; &.8ι&φοpει; προι; το στιλπνό το•J ποcντελ6νι κα.ι τό κιχ ινοόpγιο του σιχκ­

κ&κι ψuχές, τών δπο(ων α.uτός θιχόμα.ζι το !σπpο κοcπελλά.κι κοι.ι τό μιχuρσ

φόρεμα .

ufστεpΙΧ ά.ΠΟ Οεκα.πέντε λεπτά., σ'Ι)ΚώθΥjΚε με την πρόθεση ν~ προχωp~·

σει πά.λι πρός τόν ιiχτινο6όλο πιiγκο. Άλλ~ στ&θ"Ι)κε ~p&ος κι' &.κlνητος.

Πρώτη φορά., δστεpοc &.πο οεκιχπέντε μήνες, σκέφτηκε δτι δ κύριος έκείνος

ποί.ι κα.θότα.ν κιiθε μέρσ. μιχζ! με τήν κ6ρη τοu, οέ μπορεί ν~ μijν τόν ε!χε

προσέξει στ~ κιχθημεpινά. του πεpά.σμο:τα. Χα.ί, 6έ6α.ιιχ, ν~ μήν εδρισκε πα.ρ6..

ξενη τήν έπψσν'ή τοu . 'Επίσης , γι~ πρώτη φοριi, 6ρηκε δτι fιτα.ν ά.πρέπειιχ

κο:ι !λλεtψη σε6α.σμοu, το ν' &ποκα.λε'ί τόν ι!tγνωστο έκεtνον κόριο, !στω κιχι

κιχτ~ νοu, «κόριο Λεuκία.» .

'Έμεινε ετσι λίγα. λεπτ~ &.κίνητος, με τό κεφιiλι χα.μηλωμένο, κιiνσν­

τα.ς γρα.μμeς πιiνω στην !μμο μ' ενα λεπτό ριχ6δά.κι, ποu κρατοuσε στό χέ­

ρι τοu.

'Ύστερα. γόρισε πρός το tiντ!θετο μέρος τοu πιiγκοu τοu κ. Λεuκία. κα.ί

τ'i)ς κόρης του κιχ( πήρε τό δpό~ισ γι& το σπ(τι του.

Έκε!νη τ'ήν ήμέρα λησμόν'Υjσε ν& 8ειπνήσει. 'Ότοιν τό α.ίσθιiνθηκε ήτα.ν

ή δψοι δχτώ, ά.ργα. πια. γιιΧ. να. πιiει στό ξενοδοχείο, «δe 6α.ριέσα.ι» είπε κ' ε­

ι:pσ.yε ενιχ κομμά.τι ψωμl.

Δέν πλά.για.σε πα.ριΧ &.φοu ξεσκό·~ισε κα.λιΧ τά. ροuχιχ τσu κα.ί τ~ δίπλωσε

προσεχτικά..

Ε'

KEPAYNOI ~ΤΟ ΚΕΦ.ΑΛΙ ΤΗ! ΚΥΡ.Α Γl.ANQPI.A~

Την &λλη μέρα., ή κuρ~ Πανώρια. πιχρα.τi)ρησε μ' εκπληξη, δ"ι δ κόρισι;

:Μά.ριος εογα. ινε πά.λι μέ τήν κα.λ-Υj του ψορεσι~ .

Ό Μα.ριος ξανα.πηγε στο Λουξεμ6οuργο, &λλά. δeν προχώρησε πιο πέρσι

&.πό τό μισό της δεντpοστσιχία.ς. Κά.θφε στον !διο π&.γκο πού είχε κιχt χθές

ΚΙΧθ~σεt, ΚOltά.ζOVtiXς ά.ΠΟ μακριά. το &σπpο Κ(].Πt:Αλ (νο, το ~~(I.Upo ψόpεμα. κα.ί

προ πα.ντός τό «γαλάζιο φώς». Δεν κιν~θηκε &.πο τΥ) θέσΎJ ~>1:εLvη κα.ι 8έ yό­pισε σπίτι του π~ρά. μον~χοι δτικy eψtJγzv κα.t σtJμπipcινε δτι θtiφuyα.ν tiπb τΥ)

δυτικij πόρτα. τοu κ~που. ~στa.ν δστερα. &πο λίγες 6δομοcοες a·,ι~θυμότιχν &κεί­

νο το 6ρά.δι, δέ μποροuσε νιΧ θυμηθεί άν εψαγε ~ οχι.

Τ~ν &λλη μέρα., τρίτη κα.τά. σεφά., πά;λι στ·ήv κυρα. Ιl?:Υιtφ ι~ lπεσε κε­

ρα.tJνός;,. Ό Μά.ριος ογijκε με τα. κσ.λά. τοu ροuχ~.

- Τρείς ήμέρες ιiπα.νωτά.! τi σ-ημοιίνει α.uτό το πρ~Χγμιχ;

549

Προσπ&:θησε Υ~ τον πι:χ.ρι:χ.κολοuθήσει , &λλα ό Μά.ριος περπ~τοσσε μΕ: γρή­

γορα. 6ήμα.τα.. Φσ.ντα.στείτε fπποπότι:χ.μ.? vιΧ έπιχεφεί νιΧ κuνηγήσει ζι:χ.ρκιΧοι.

Τον ~χ~σε ιiπο τα μά.τι~ της μέσ~ σε δub λεπτιΧ κ~ι γuρισε πίσω λα,χι:ι.νιι:ι.­

σμένη, σχεοον πνιγμ.ένη &πο το &σθμχ της κι:χ.ι πολu θυμωμένη .

- κ~λ~ &νθpωπια κι' α.ύτή! μο•Jριιι:/ιριζε, να. φορά.ει κά.θε μέρα. τα. κα.­

λά. τοu τιΧ ροσχ~ κ~ι νιΧ κά.νει τόν κό-Jμο νχ τρέχει πίσω του!

"Ο Μά.ριος πήγε στο Λ.ουξψοοuργο.

Ή κόρη 6ρισκότα,ν εκεί μ~ζι με τον κ. Λεuκία:. Ό Μά.ριος πλησία.σε

δσο περισσότερο μποροuσε, κά.νοντ~ς πως δι~6ά.ζει εν~ 6ι6λίο κ~ι πά.λι δμως

εμ.εινε μα.κριά.. 'ΈπειτΙΧ, ξι:χ.νι:χ.γuρ ισε κι:χ.l κά.θησε στον πά:γκο τοu, οποu πι:χ.ρά.­

μεινε τέσσεpες ώρες, 6λέποντι:χ.ς τα σποuργίτια. ποu &.να.πηδοuσα.ν μπροστά. τοu.

Τοσ ψι:χ.ιv6τοιv δτι κι ' ι:χ.ότα τον έμπα.!ζσ;νε.

Ιlέρα.σα.ν ετσι δub 6δομά.δες. Ό Μά.pιος πήyσ.ινε στο Λοuξεμ6οuργο ιίχι

πιιΧ για. περίπ~το, aλλα. γιιΧ να. κά.θετ~ι πά.ντ~ σ' έκεϊνο το ϊδιο μέρος. Μόλις

εψτα.νε κεί δε μ.ετι:χ.κ ιv ιότι:χ.v.

"Η όμι:φφιa τijς κ6pΎ)ς ~τα.ν &ληθινa έξα.lσια.. Ή μ.6vη &.ντlθεσ'Υ) ποu

όπηρχε ήτι:χ.ν &νά.μεσι:χ. στο μελ~γχολικό 6λέμμ~ της κι:χ.ι τό εϋθυμο χαμόγελό

της, δlνοvτσις στο yλuκό τΎ)ς πρόσωπο μια ~κψρα.ση τα.ρ~γμ.ένη κι:χ.ι μερικες

φορές &.λλόκοτη, χωρίς 6έ6ι:χ.ια. να. παuει να είνα.ι χι:ψτωμένο.

ΔΕ~ΜQΤΗ~

Μια. !Χπb τίς τελευταίες μέρες τ·(jς δεότψης 6δομά.δα.ς, . δ Μά.ριος κα.θό­

τα.v, οπως σuvήθως, στον πά.γκο τοu, κρσ;τώντι:χ.ς ενι:χ. '6ι6λίο στό χέρι ά.πό τό

όποίο οί•τε μια. σελίδα. δέν είχε γuρίσει δub ώρες τώρα.. Ξι:χ.ψνικa &.νοιτρ(χισ;σε;

Μέγα. γεγονbς είχε σuμ6εϊ στ~ν &κρη της δεντροστοιχία,ς. Ό κ. Λεuκία.ς wχι

ή κόρη τοu είχα.ν σrjκωθεϊ &.πο τον πά.γκο 1τους. Ή κόρη ήτι:χν στηριγμlνη στο μπρά.τσο τοu πσ;τέρα. t'Yjς κoct οί δuο προχωροuσα.v σιγιJι. προς τό μέρος

της δεντροστοιχίας,. δπου κοιθότι:χ.v δ Μά.ριος.

"Ο Μάριος εκλεισε το 6ι6λίο , το &νοιξε πά.λι, lκοιvε προσπά.θειι:χ. να. διοι -

6ά.σει. ~Ετρεμε. Τό γαλά.ζιο φως έρχόταν κα.τ' εύθεία. · πά.νω τοu.

-θεέ μου! σuλλογίστηκ.ε, .δε θα. προλ&.6ω να. πά.ρω uφος τέτοιο, ώστε ν~ μη φοιίvετα.ι έπιτηδεuμένο!

Στο μετα.ξu δ &.σπρομ&.λλης κόριος κα.t ~ νεα.ρ-Υj κοπέλλα. πλησία.ζα.ν. Του

ψαιvόταv 15τι αότο κρατοuσε gyαy α1ώvα. καt ταυτόχρονα. 1.\τι δέν είχε: καιρό

πα.ρ~ μόνο ενα. δευτερόλεπτο.

-τι sρχονται Υ~ κά.vοuν a.πό δώ; a.vοιpωτιόταν. Πpα.γμα.τικά., θα. πε-

550

ρά.σει τώρα. α.ότ'ή dπb δώ μπροστά.; Πώς! τα. πόδια. tYJς θά πα.τ~σοuν α.ότΎιν

τΎιν &μμο; Αότόν τό ορόμο; Οόο 6~μα.τα. &.πό μένΙΧ;

τΗτα.ν θορu~ημένος, έπιθuμοuσε ν~ ~'tα.Υ ώρα.tος, ijθελε ν& φορεί τό ΠΙΧ­

ρά.σημο τijς λεγεώνΙΧς. "Ακοuε να. πλησιά.ζοuν τα. Ηα.φριΧ κα.t ρυθμικά 6ήμα.­

τ&. τΥJς. 'Γοσ ψα.ινό•α.ν 5"tι δ κ. Λεuκία.ς τοσ ~ρριχνε όργισμένες μΙΧτιές. -Μήπως α.ότός δ κόριος θ& μοσ &.πεuθόνει τό , λόγο; ηεγε κα.τα. νοσ.

'Έσκuψε Ίο κεφά.λι, δτα.ν τό σ~κωσε ~τα.ν πολu κοντά. τοu . Ή κοπέλλα. πέρα.σε κα.ι, ;tερνώντα.ς τόν κοίτα.ξε. Τόν κο(τα.ξε έπ(μ.ονα., μ.έ 6λέμμα. 'i)ρεμο

κα.ί σuλλι:ηισμένο, ποu ~κα.νε τό Μ&.ριο ν& ριγ~σει &πό 'tO κεψά.λι &ς -~ πόοια.. Τοσ φά.νηκε σ~ να. τοu εκα.νε πα.ρα.τήpΥJσΥJ, δτι πέρα.σα.ν τόσες μέρες χωρlς

νά προχωρήσει &ς α.ό'tηΥ κα.ί σ~ Υ~ το\ίλεγε:

-'Έρχομ.α.ι λοιπόν έγώ.

Ό Μά.ριος έμεινε εκθα.μοος μπροστα. στα. μά.τια. έκεϊνα., τιΧ γεμάτα. φώς κα.t &6uσσο. Α1σθα.ν6τα.ν μέσα. στό κεςρΗι τοu ςρωτι&.. Δότη είχε έρθει! Τι 17.­γα.λλία.ση! ΚΙΧt επειτα. πώς τον είχε κοιτά.ξει! Τοσ ςρά.νηκε πιο ώρα. ία. &πό

κά.θε &λλη φορά.. Γuνα.ικε(ΙΧ ΚΙΧΑλονή κα.ί μ.α.ζ! &γγελική. Κα.λλονή ποu θ& τήν έζuμvοuσε δ ΠετριΧρχ'Ι)ς, κα.λλονή ιιπροστά στήν δποlα. θ~ γονά.•ιζε δ Δ~ν­

της. Tou φά.ν't)κε δτι πετοuσε σέ οόρα.vό γεμάτο &στρα., &λλα. τα.uτ6χpονα. λu­

π6τα.v πολό, για.τl τά πα.ποότσια. ετuχε ν?τ. ε!να.ι σκονισμένα.. Νόμιζε δτι έξά.­

πα.ντος η κ6p'IJ θα. εΙοε κα.l τά πα.ποότσια τοu.

Τήν &.κολοόθησε με τα. μά.τιιχ, ωσποu χά.θΎ)ΚΕ. 'Έπειτα. άρχισε να. πε ­

ριψέρετα.ι στόν κijπο σάν τρελλ6ς. Είνα.ι πιθιχνόv δτι κατά ο~α.λείμμα.τα. γελοσ­

σε χωρίς λόγο κα.ί μιλοuσε .δυνα.τά.. Τόσο όνειροπ6λο uφος είχε δτα.v σuναν­

τοσσε τις πα.ρα.μά.νες στον πεpίπα.το, ποu σuvόδεuα.v τα. πα.ιδιά., ωστε κά.θε μιιΧ

&π' α.ότές δΠ6θετε δτι είνα.ι έρωτεuμέvος μαζί τΥJς.

Βγ'fjκε &πό τόν κijπο τοu Λοuξεμ6οuργοu μέ τήν κpuψ~/ έλπ!οα. νά τη

σuνα.ντ~σει σε κα.νένα. δρόμο. Σuνα.vτ'ήθΎ)κε με τόν ΚοuρφεριΧ.κ κα.l τοu είπε:

-'Έλα. ν?τ. σοσ κά.νω τό τρα.πέζι.

Πήγαν στ'Υjς κuρlας Ροuσσω και ξό8εψα.v εξη ψρά.γκα. . Ό Μά.ρ ιος εψα.γε

σ~ δράκος. ~Εοωσε κα.t στό πα.ιδt έ:ξ'Υ) σολδlα.. Στό cpρouτo, είπε στόν Κοuρ­ψεpιiκ:

- Διάοα.σες τίς έψΎJμερίδες; Tl ώρα ία. διά.λεξ'ΙJ ~κανε δ κ. ΏνψΗ

'Ήτα.ν μα.νια.κ~ έρωτεuμένος.

Μετ~ το ψαγrιτ6, ε!πε στον Κοuρψεpά.κ:

-Πάμε στό θέα.τρο, σου κά.νω τα. εζοδα.. Πijγα.v στο θέα.τρο. Ό Μά.pιος οια.σκέδα.σε πολίι. Τα.uτόχpοvα. εγιvε

περισσότερο μισQγόν'Ι)ς. Βγα.ίvοντα.ς &.πδ τό θέα.τρο, γuρισε &.λλοu τά μ.ά.τιοr.

τοu για. να. μ-Υj οεί τΎjν καλτσοδέτα. μια.ς νέ α. ς κοπέλλα.ς ποu ορα.σκέλισε iiνα

χα.ντά.κι, ένώ δ Κοuρψερ~κ είπε: <<θ~ ~οι να. δεν ξέρω τ( γι' α.ότ~ν». Ό. Μά.­pιος κuρι..εuτηκε σχεδόν &.πδ ψplκη.

551

Ό Κοuρφεpά.κ τδν κιΗεσε νά. φάνε μα.ζt τ~ν Ηλ'Υ) μέρα . Ό Μάριος πή­γε κ' ~ψα.γε &κόμ'Υ) περισσότερο &πό τήν προrποuμεν'Υ). 'Ήταν πολu σκεψ::ι­

κός κrι.ί, μαζί, πολU εΟθuμ.ος. Γελοuσε μέ τό παραμικρό . ~Ενιχς ψοιτΥjτΎ]ς τοσ

σuστ'Υ)σε ενα.ν κuριο ποu ~ρθε &.πδ τ~ν έπα.ρχία., δ Μά.ριος τδν &.yκάλια.σιο κα. l

τον ψlλψε. Είχε σχ'Υ)μα.τιστεί ενα.ς κuκλος &π? ψοιτητές γupω ιiπό το τpΙΧ ­πέζι κιχί yινότιχν λόγος γι& τ& λοcθrι κιχl τlς έλλείψεις των λεξικών ποu Μρά.-

6εuσε τό όποuργεϊο. Ό Μάριος οιά.κοψε τή σuζ~τφ'Υ) λέγοντα.ς οuνιχτά.:

- Καl δμως ε!να.ι εuχά.ριστο πράγμα. Υ" ψορά.ει κανείς το πα.ρά.σrιιιι:ι τijς λεγεώνα.ς!

-Πώς τδ 6λέπεις ιχδτό; εtπε σιγά. δ Κοuρφερά.κ στό Γιά.ννΊ) Προu6αίp, οέ σοu ψαίνεται πα.ρά.οοξο;

- Πα.ριiδοξο δχι, ε!πε δ Προu6ιχίρ, &λλ~ σο6α.ρ6. Κα.! ήτα.ν πpα.γμα.τικ~ σο6α.ρ6. Ό Μά.ριος 6pισκ6τα.ν στην πρώτη έκείγη

στιγμ~, τ~ σψοορή κα.ί σuνά.ι.ι.α. γοί')τεuτικ~, ποu &ρχίζοuν τ& μεγά.λα πά.θη .

Κα.l δλα. α.uτά. τα. εκα.νε ενα. 6λέμμα.. Άλλα. δτrιν ~ uπόν~μος είνα.ι γε­μά.τη μπαρούτι, ετοφ'Υ) νά. πά.ρει ψωτιά., τίποτε πιο &.πλδ &.π' ιχδτό. QΕνα.

6λέμμα., είνα.ι σπινθ~ρα.ς.

Τετέλεστα.ι λοιπόν. Ό Μάριος ά.γα.ποuσε μιά. γuνα.ίκσ.. Ή μοίρα τοu μπ'ij­

κε στο χώρο τοu &.γνώστοu.

Τό ολέμμα. τών γuνα.ικών μοιά.ζει μέ τροχοuς μrιχα.νGΙν, τροχοuς ποu σ'J'J

ψα.ίvετα.ι δτι κινοuντσ;ι ήσuχσ;, &λλά. &μα. σ' &γyίξοuν είνσ;ι ψο6εροί. Περγz;

&.πο κοντά. τοuς κά.θε μέρα. ~σuχα. κα.l &.τψώρητα.. Νομίζεις δτι οέν ~χεις ν&

ψο6ηθείς τίποτε. 'Έρχεται στιγμ'Υj μά.λιστιχ ΠΟ!J ξεχνα.ς δτι τδ πρα.γμα. έκείν~

βρίσκετα.ι κοντά σοu. Πrιγα.ινοέρχεσα.ι, όνεφοπολεϊς, γελiς. Ζα.ψvικά. α. 1 σθι7.νΞ­

σα.ι 8τι πιά.στψες . Auτb ήτα.ν! Ό τροχός σέ 'Ιψiτrισε, το 6λέμιι(Χ σέ σσ.γr1 -νεψε. Σ' &ρπα.ξε, ά.Βιά.ψορο iπδ ποσ καt πGJς, σ' επιασε &.πο δποιοδήποτε μέ­

ρος της &ψηρrιμzνης σκlψης σοu , &πο μι&. σοu &.προσεξία. Πά.ει πι&., χά.θηκε;.

θιΧ περά.σε ις μέσα. &.πό κεί δλόκλί')ρος. Μuστ'Υ)p ttί>δει; δuνιiμεις σέ πεp:πλέ­

κοuν. Μά.τα.ια. πα.λεuεις, ζ ητώντσ;ς y' &.ποσπα.στείς. Κα. μ μι& aνθρώπινη 0'--ΙΓ

θεισ; οέν ε!να.ι ~uvα.τή. θ~ πέσεtζ &.πο περιπλοκή σε περιπλοκή, &,,;/; 6άσrtV'J

σε 6ά.σιχνο, &:πο &γωνία. σέ &:γωνlσ,, καt σύ, και ~ περιουσία. σοu, κα.ί τb μέλ­λον σοu, κor.t 1j ψuχή σοu κ'Χί &ξα.ρτ~τα.ι πι& &.πο τήν ποιότητα. τοu 1\ντος, σ":z

οίχτuα. τοu δποίοu επεσες , &v εlνα.ι ψοοερό , θιΧ ογείς aπο τΥ] μηχανΥ] έκεiΥ'Υ)

&.μαuρωμένος ά.πο τΎj ντροπή, av ε!vα.ι εuγενικό, &.λλοιωμένος &.πο το πά.θο;.

552

Ζ'

EIKAiiEi ΠΑΝQ iTO ΓΡΑΜΜΑ Ο

Πέpα.σε δλόκληρος μήνα.ς, χωρίς δ Μά.ριος να. λείψε ι οuτε μιά μέρα ~πο το Λοuξεμ6~uργο. 'Ότα.ν ~φτα.νε ~ &pα. &κείνη, τίποτε f.ie μποροσσε να. τον σuγκρα.τήσει.

--'Έχει «στρα.τιωτtκ'ή ύπηρεσία.», ελεγε δ Κοuρφερά.Χ.

'Ο Μά.ριος ζQiJσε στον πα.ρά.δεισο. Βέοα.ιο είναι 8τι iι νεαρ-ή κ6pη τόν κοί,α.ζε.

'() Μά.ριος πΥjρε θά.ρρος σιγα - σιyα κα.ί πλησία.ζε δλο κα.l πιο κοντά προς τόν πάγκο. Δεν περvοuσε δμως μπpοστ& &πό τον πά.γκο &πό δειλ1ΙΧ κΙΧt

&πο ένστικτο προφόλα.ξης ποu διακρίνει τοι)ς έρωτεuμένοuς. Σκέφτηκε δτι δε

σuμφέpει ν& τρα'6-ήξει «τήν προσοχ-ή τοσ πα.τέρα.» . Στεκότα.ν πίσω &.πο τ-Χ δέν­

τρα καl &.π6 τlς 6ά.σεις τwv &γαλμά.των τοu κ~ποu, άλλος 6αθuς Μα.κιαοέλης,

fJ>στ::. νχ ςρα(νετα.ι δσο το δuvσ.το περισσότερο &.πό τη yέΓJ, κα.l δσο τό δuvα.τό

λιγιί>τεpο &.πο τον ήλtΧtωιιένο κύριο . Κά.ποτε, στεκόταν δλόκληρα. τέταρ­

τα. τής Gψα.ς &.κivητος στη σκια κά.π~ιοu Λεωνίδα. η κά.ποιοu Σπά.ρτα.κοu, κρα­

τώντας έiνα. οιολίο στό χέρι, πάνω &πb τό δποϊο σήκωνε τα. μάτια τοu κ' , εστελ­

vε το 6λέμμα τοu στήv 15μοpφΥ) κόρη. Κι' αότή γόpιζε προς ΙΧότbν την ιiψΙΧ1ΙΧ

ΚΙΧτα.τομiJ της χαμογελώντας. Μιλοuσε ψuσικ~ κσ.l ήρεμα. με τοΥ ά.σπρομά.λλ'Ι) 2'- θ ' ~ λ ι ' Μ' ") ' i λ ' ' ' . ' σ.ν ρωπο κ εστε νε πρcις το ΙΧpιο ο ;ες τι; ι:ιvεφοπο ησεις ποu ψα.vερωvα.ν τα

παρθενικά κα.l δλο πάθος μάτια της. Πανάρχαιο καl πρσα.ιώνιο γvωστο τέχνα.­

σμΙΧ, τό όποίο ή EiJα. &γνώριζε &.πb τ'ήν πριJηη μέρα. τ'i)ς ζωή;! ΈvGJ το στό­

μα. aποκρινόταν στόν ενα., τό 6λέμμα άπαντοϋσε στόv ~λλο.

Πρέπει δμως va πισ:έψφε δτι ό κ. Λεuκία.ς, στο τΗος, κάτι κα.τιiλα6ε,

για.τί, πολλές ψορές, i;;τcι.ν ~ρχόταν ό Μά.ριος, σηκωνόταν κ' εκα.vε περιπά.τοuς.

Παρά.τφε τΥ] συνηθισμένη θέση καl διάλεξε &λλλον πά.γκQ, στ.Υ1 v &λλη &κρη τής δεντροστοιχίας, σ~ νά ήθελε vά δzί ?J.v δ Μιiριος θά το•'.ις ά.κολοuθ()uσε

κ' &κει. Ό Μ&:ριος δεν κατ&:λα.ο<- το στpα.τήγημ.α. κα.t εκcι.γε α.uτό τό λά.σος.

'Άρχισε λοιπον δ «πατέρας» v!ι.. μήv είναι &.κριtής καt ν!Χ μη ψέpνει τήν «κ6-

ρψ τοu στον πεpίπα.το κά.θε μέρα.. Κ7.μμια φορ~ έpχότα.v μόνος κα.l '6τε ό

Μάριος ~ψεuγε. "Αλλο λ&θος κι' .αίιτό.

'Ο Μά.ριος δεν εδωσε προσοχή σ' α.uτίι. τ& σuμπτώμα.τα. Άπο το στάδιο της οειλία.ς είχε περά.σει, φuσικΥ] καί όλέΟpια. πρόοδος, στο στά.15ιο τη;; τuφλό­

τy1τα.ς. Ή &γά.πη τοu μεγάλω'Ιε. uΟλη τη νόχτα. σκεψτότΙΧv. "fστερΙΧ τι:ιΟ

~ρθε κα.ι μια. ά.νέλπιστη εότuχία., λάδι πά.vω στ"fι ψωτιά. τοu, διπλασιασμός

τοu σκοτσ.διοu στ~ μά.τια. τοu.

~ .tι: vα. 6ριΧο ι, πρδς το σοόpοuπο, 6p'ijκε πά.vω στον πάγκο, &πο τον δ ποίο

553

πρtν &πό λίγο «δ κ. ΛεuΚίrχς κrxt ~ κόpΥJ τοu» ε!χοι.ν crΥJκωθεί, ~νσ. μσ.vτ~λι, &πλο μαντ~λι, χωρ!ς κεντ~μα.τιχ, λευκό δμως κοι.t λεπτό, ποu τοϋ φιiνηκε δτι ε6γσ.ζε &νέκφραστες; εύωδιές. η.~ &ρπιχξε μέ πιχρ&:cpοp'Υ/ χιχp&:. Το μιχντήλι ε!χε

&ρχικ~ στοιχεϊοι. Ο. θ. Ό Μιiριος οεν ~ξερε τίποτε για. το ώραίο έκεϊνο κο-, ν • ' ι ~ ι ~ ~ ~ • 'Α!= λL ριτσι, οuτε τ'Υ)ν οικογενειοι οuτε τ[) ονομιχ οuτε τ.1ν κιχτοικιοι τοu. .,ιο ~-

τρευτα. κεcpα.λιχία γριiμμα.τα., ιiπο τα. δποία άρχισε να. 6γά.ζει σuμπεpά.σμοιτοι. Το

Ο ~ταν &.σφα.λώς το &.ρχικο γράμμα τοu μικροu τΥJς όνόματος. Ούρα. ν ία! σuλ­

λογίστΎJκε, τί γλυκό ~νομιχ! ΦίλΎJσε το μοι.ντ~λι, το μύρισε, τΜα.λε στην καρ­

διά. του, πάνω στο yuμνο στήθος τοu, α.ύτα. την ~μέρσ.. Τη νύχτα κά.τω ιiπό

τ~ χείλη τοu, γι~ ν~ τον ποι.ίρνει ~τσι δ δπνος.

-Νοιώθω 3λΎJ τΎJς τΥjν ψuχΥj σ' οι.ότό το μα.ντ~λι! ηεγε.

"Ας σr;μειωθεί 8τι το μοι.ντ~λι οι.ότό ήτοι. ν τοσ ήλικιωμένοu κuρίοu, ποu

τοϊi επεσε &πο τ~ν τσέπΎ) χωρίς να. το κσ.τσ.λά.6ει.

Τlς έπόιιενες ήμέρες, μετα. &.π' αύτο το εuρΎ)μα., π'ήyα.ινε στο Λουξεμ6οuρ­

γο μέ το μοι.ντήλι, ποu ή το cpιλοuσε η τό ιiκοuμποuσε στ~ν κιχροιά. τοu. Ή

ώρrχίrχ κόρΊ) δέν κrχτrχλά.6rχιvε τίποτε &.π' δλσ. αuτ& κσ.ι μέ νεύμσ.τσ. &διόpιχτιχ,

&χ~ ~λωνε τ"'fιν ιiπορ(ιχ της.

- Τί σεμν6τr;ς! Ηεγε δ Μά.ριος.

Η'

Κ.ΑΙ ΟΙ .AilOM.AXOI MllOPEI Ν.Α EIN.AI M.AKAPIOI

Έπειοη πpοψέριχμε τη λέξη <<σεμνότητα.» κ' &πει8ή τίποτε οέν κρύ6ομε,

όφείλομε ν&. ποuμε δτι «~ Ούρα.νία. του», ετυχε ν!Χ. τοu δώσει, άνά.μεσιχ στ!ς

έκστά.σεις κα.t μι~ σοοα.ρη στενοχώρια. Αuτο ~γινε μια. ιiπο τίς ~μέρες ~κείνες,

πο•) ή κόρη κοι.τ&cρερνε τον κ. Λεuκίοι. νcΧ σηκώνοντα.ι &.πο το'Ι πά.γκο κα.l να.

κά.νοuν περίπατο στη δεντροστοιχία. Φuσοuσε κείνη την -ήμέρα. δuνα.τός άνε­

μος ποu εκα.νε τlς κορψές τGJV πλα.τσ.νιGJν νσ. γέρνουν. Ό πατέρας και "ή κόρη

πιασμένοι &.πο -:ο μπρά.τσο, "ε!χαν περάσει μπροστιΧ &.πο τον πά.γκο τοu Μά.­ριου. Αύτbς σηκώθηκε πίσω -::ους και τοu; πα.ρα.κολοu~οuσε μέ τα μά.τια, δταν

μια πνοη ά.νέμ.οu, δuνατ6τερr; ά.πb τίς &λλες, ϊσω~ προορισμένη νcΧ έκτελέσει

τά εργα. τΎjς .α.νοιζΎ)ς, ε1σ6ρμησ~ ά.πότομα μέσα στη' δεντροστοιχία, κύκλωσε τήν κόρη μέσα. σ' ενιχ γοητεuτικ6 κuμ.α.τισμό, ά.ντιiξιο των Νuμφιϊιν τοu Βφ­

γίλιου καt τwν Πανιίιν τοu Θεόκριτου, καί σ~κωσε λίγο το φόρεμά της, το

φόρεμα. έκεϊνο το πιο ίερό κι' ά.πό τΎ)ς "Ισιδος, σχεδόν μέχρι τήν καλτσο­

δέτα. της. Φά.νηκε τότε ή γά.μτια της κόρης, πόδι τελειότα.τοu σχηματισμού.

Ό Μά.ριος τήν ε!Sε, τήν ε!Sε κα.t θόμωσε, &γοι.νά.χτησε. Ή κόρη &.μέσως κα.~

554

τ~οασε το ψόρεμ~ tYJς, με μι~ κίνηση ποu ψανέρωνε θε{α &8ημονία., &λλ' α.ότο δέ λιγόστεψε τ~ δυσιχρέσκε ιιχ τοu Μ~ριου. Κ' ετυχε οέοαιιχ να. ε!ναι μόνος στ~

οεντροστοιχίιχ, &λλCι μποροuσε νά. ε!νιχι κα.t κά.ποιος ~λλος. Κι' άν πρα.γμα.τι­

κCι ορισκότιχν καί κιχνένιχς &λλος κ' lολεπε! Άκοuς πρα.γμιχ! Αuτο -Υίτιχν ψο-

6εpό! πως τό ~κιχ ν ε "ή Οuρα.νίιχ!

Άλλοίμ.ονο! ή τιχλιχίπωρrι κόρrι 8έν είχε κά.νει τίποτε. Ό μόνος ενοχος

Ύ)τιχν δ ά.νεμος. Άλλά. δ Μά.ριος ζ-ήλευε καt τ~ σκιά. του. 'Έτσι πρα.γμιχτικCι

εξεγείρετα-ι στ~ν ά.νθρώπιν'Υ) κα.ρδιά κ' έπι6ά.λλετα.ι, εστω κιχt χωρίς δικα.ί­

ωμ.ιχ, πικρη κιχt Sρψύτιχτrι ζrιλοτuπίιχ τιj)ν ιχίσθ~σεων. Άλλα. κα.ί χωρίς τή ζrι-) • , ,J, ' θ. - έ ' • ~ - , ' l ~ι • • .οτυπιιχ ιχuτ. 1 , 'Yj εα. τοu χα.ριτωμ νου εκεινου ποοιου, γι ιχυτον οι::ν ειχε τι-

ποτε εuχιiριστο. Ή ~σπρrι κά.λiσα. μια.ς τυχα.ία.ς γυνσ.ίκα.ς περισσότερο θά. τόν εόχα.ρt.στοϋσε.

uοτσ.ν <<ή Οόρα.νία. του», εψτα.σε &ς τήν &κρΎ) τi'jς οεντpοστοιχία.ς κα.t

γύp:σε πίσω μέ τbν κ. Λεuκίιχ, περνώντα.ς μπρος &πό τόν πιiγκο, δπου δ Μά.­

ριος ε!χε κα.θ'ήσει πά.λι, δ τελευταίος τής ερριξε μιά. ματιά. θυμωμ.ένrι, την δ­

ποία. βλέποντας ή κόρ'Υ), εκανε μιά. μικρ~ κίνΎ)ση τοΟ κεφαλιοΟ πρός τα. πίσω,

&π' ιχότές ποu σrικώνοντιχι μιχζt κι' οί ολεψα.ρ(8ες κα.ί ποu σ~μιχινε:

- Τί να. ~χει &ριχγε;

Αuτή -Υίτσ.ν ή «πρώτΎJ τοuς εpιδα». 'Αμέσως δστεριχ &π' ιχuτη τη σκψ'ή, πέριχσε &πο τή οεντροστοιχ!ιχ ενιχς

&.πόμαχος κιχμπουρια.σμένος, μέ ρυτιδωμένο πρόσωπο, μ' ενα. χέρι, μ.έ ξύλινο το

eνιχ πόδι κιχι μέ &.σημ.ένια σισ.γόνσ.. Φιiνηκε δέ στο Μά.ριο δτι τό ά.θλιο αύτό

πλά.σμα χαμογελοuσε μέ κα.κεντρέχιιχ γι& κάποιο θέιχμα κι' δταν μάλιστα. τό

Ύ..uνικό αότό γεροντά.Χι, κουτσαίνοντας πέρασε ιiπό μπροστά. του , τοu μισόκλει­

σε το μ.ά.τι μ.έ δψος οικείο κιχί εuθυμ.ο, σχημ.ά.τισε την εντύπωση δτι κι' α.ίιτός

γνώριζε τά. οια.τρέξα.ντιχ. Τί &ροcγε είχε οcότο το «έρείπιο τοu "Αρψ' κιχί ήτιχν

ετσι εuθυμ.ο ; Ό Μά.pιος εφτα.σε σέ πσ.ροξυσμό ~ Ύjλεια.ς. - θα. ορισκότιχν 'ίσως πιο κεϊ κιχί εί8ε! υ.εγε μέσα. του. Κα.! τοΟ γεννιό­

ταν ή έπιθυμία. νά. έξα.λείψει &.πο το πρόσωπο της γης τον &.νά.πηρο τοu πο­

λέμου.

ΆλΗ. με τόν κοcφο δλιχ ά.μ6λύνοντιχι. Ό θυμός το!} Μά.ριοu κιχτ.Χ τijς

«Ούρα.νίας του», δσο κι' α.ν ~ταν νόμιμος και οίκα.ιος, πέρα.σε. Έπl τέλους τ~ συγχώρησε, οχι χωρίς κόπο, τpείς μέρες τΊjς . εκΙΧνε το 6ΙΧpύ.

Στο μετα.ξύ, &.νά.μεσα. 1\λων αότών, rσως κΙΧι έξα.ιτlα.ς δλων α.uτών, το

πά.θοι;; φούντωνε κ' ~ψτα.νε &ι;; τ~ν πα.pΙΧφορά.

550

θ'

ΕΚΛΕΙΨΗ

Είο~με δτι δ Μά.ριος είχε &ν~κ~λuψει, ~ νόμισε δτι α.ν~κά.λυψε το ονο­μ&. της.

- Τ~ν ελεγ~ν Οόp~νι~.

'Όπως τρώγοντ~ς ερχετ~ι ή ορεξη, το !ot() aυμ6~ίνει κ~t μέ τ~ν &γά.­πη. Tb ν~ γνωρίζει τ' 5νομά. της ήταν πολό, &λλ~ οέν ήταν &ρκετό. Μέσα. σέ τρεΙς - τέaaερες 6οομά.οες, δ Μά.ριος χώνεψε ~uτΥ) τΥ)ν εuτυχί~. 'Ήθελε τώpcι

κι' &λλη. θέλησε ν~ μά.θει ποu κα.τοικοuσε ή «Οόρ~νία. του» .

Ε!χε κά.νει τό πρG>το λά.θος, δτα.ν δ κ. Λευκ!~ς ~λλα.ξε θέση στον κijπο, ν~ τον &κολοuθ~σει &ς έκεί . 'Έκα.νε τό θεότερο, ν!Χ μ.ή μένει στο Λοuξεμ6οuρ­

γο, δτα.ν δ κ. Λευκί~ς έρχότα.ν μόνος του. Τώρα. εκα.νε κ~ι τρίτο, μέγιστο.

Άκολοόθφε τijν Οόρα.νία..

Ό κ. Λεuκlα.ς μS: τΥ)ν κόρη τοu ~μενα.ν σ' ένα. σπίτι στΥ)ν δδό ΔόσΥJς,

στο πιb &πόμερο σημείο. Tb σπίτι Υjτcιν τριόροφο, νεόχτιστο, &.λλα χωρtς πο­

λυτέλεια..

Άπό τότε, δ Μά.ριος πρόσθεσε aτ~ν εότυχί~ ν~ τη 6λέπει aτό Λοuζεμ-

6οuργο, τήν εuτυχία. νσ. τήν &.κολουθε"ί μέχρι το σπίτι τΥJς .

Λίγο - λίγο ι.ι.εγά.λωνε η ορεξή τοu. Ό Μά.ριος ήξερε τό μικρό της ονο­

μα τοuλά.χιστον, α•3το ~ταν και το πιο εuχά.pιστο γι' αuτόν, εμαθε και ποu

κατοικοuσε, τώρcι λοιπόν Ύjθελε να. μά.θει και ποια. ήταν.

'Ένα. 6ρά.οι, &ψοu τοuς &κολοόθησε ό'>ς τό σπίτι τοuς, τοuς &ψησε να. μ.ποuν

μέσα. κα.ι δστερα &πδ λίγο μπήκε κι' αuτδς καl ρώτησε με θά.pρος τδ θυρωρό:

-Ό κuριος ποu μπf)κε πρtν άπb λίγο, ε!να.ι α.uτbς ποu μένει στο πρGJτο

πά.τωμα.;

-'Όχι, &.ποκρίθ'Υ)κε δ θυρωρός, είναι δ κύριος τοϋ τρίτου πατώμ~τος .

Ό Μά.pιος eμα.θε κι' αuτό. Ή επιτυχία ι:ι.ότ1j τbν ένθά.ρρυνε περισσότερο.

- Προς το δρόμο, ή στο πίσω ι.ι.έρος; ρώτησε πά.λι το θuρωρό.

-Τι προς το δρόμο κα.l προς τα. πίσω! &πά.ντησε α.uτός. Αότο το σπίτι

δεν εχει πίσω, 6λέπει στο δρόμ.ο.

- Καl τί έπά.γγελμ.α. έχει αότος δ κύριος; ξα.να.ρώτησε δ Μά.ριος.

- Είνι:ι.ι χτηματία.ς, πολu καλος άνθρωπος, άγα.πά τοuς φτωχοuς, δ. ν κα.ι

α.ότός είναι πλοόσιος.

- Ko:l πώς λέγε τα. ι; ρώτ1Jσε πά.λι δ Μά.ριος.

Ό θυρωρός σήκωσε το κεφά.λι και τοu είπε:

-" Ακοuσε να. σοu πω, κόριε, κά.πως πολ& έξε~ά.ζεις. Κι:ιιτά.σκοπος εΙσα.ι:

556

Ό Μά.ριο~ τότε !ψυγε ιiρκετ~ θλιμένοι;;~ ~λλ~ κα.t χα.ροuμενο~. Είχε προ­χωpijσει πολύ.

-'Έμα.θα. &pκετιi, σuλλογίστηχε. VΕμ~θα. δτι τ~ λένε Οόρα.νία., δτι δ

πιχτέρ0tς τ'ΥJς είνα.ι χτημα.τία.ς κα.t 8τι μένει στ~ν δοb Δ-όσης, στο τρίτο πά.τωμα..

Τήν άλλη μέρα. δ κ. Λευκία.ς χα.ί -ή κόρη, ~μεινα.ν πολύ λίγο στο Λου­ξεμ6οσργο κ' ~ψυγα.ν ένω ήτα.ν dκόμ.η μέρα.. Ό Μάριος τοuς ά.χολοόθησε &ς τb σπίτι τους, δπως είχε πά.ρει πι~ τΥ) σuνijθεια.. ·οτa.ν !ψτα.σα.ν στΥjν έξιοπορ­

τιχ, δ κ. Λευκία.ς; &φφε τΥjν κόρ'Υ) του να. περάσει μέσα. κι' α.uτός, πρίν πε­

ρά.σει τb κα.τώψλι, στά.θηκε κα.ί γυρίζοντα-ς προς το Μά.ριο τον κοίτα.ξε έπίμονα..

ΤΥjν έπόμενη μέρα. οέν ~ρθα.ν στό Λουξεμ6οuργο. Μά.τα.ια. δ Μ~ριος τοuς

περίμενε δλη τΥjν 1jμέρα.. UΟτα.ν σκοτείνιασε π'Υjγε στΥjν δδο τΎjς Δόσ'Υ)ς κα.ί

στ~ πα.ρ&.θυρα. τοσ τρίτου ε!οε ψώς. 'Έκα.νε 6όλτες ώσπου το ψώς !σ6ησε . .

Τήν !λλ"η μέρα., π&.λι κα.νένα.ς στό Λουξεμ6οuργο.'Ο Μ&.ριος περίμενε δ­λη τΥjν 1jμέρα., δστερα. π'Υjγε πά.λι στο σπίτι τους κ' ~μεινε κά.τω &πό τα πιχ­

ρά.θυρα. ώς τt~ δέκα. τ~ νύχτα.. Οuτε α.!σθα.νότα.ν τ~ν ά.νιiγκ"η τοσ δείπνου. Ό πυρετός τρέψει τοός ιlρρώστοuς κοιt δ ~ρωτσις τοός &ρωτεuμένοuς.

Πέρα.σα.ν lτσι δχτώ μέρες. Ό κ. Λευχ(α.ς κα.t Υι κόρ'Υ) του δέ φα.ίνοντιχν

πια. στο Λουξεμ6οσργο. Ό Μά.ριος ~χα.νε μύριες θλι6ερές σχέψεις. ΤΥjν 1jμέ­

ρα. δέν τολμοuσε ν& πΟtριχμονεόει τΥjν πόρτα., περιοριζότα.ν λοιπόν νά. Π"ηyα.ίνει

τΥι νύχτα. κα.t ν& κοιτά.ζει τήν κοκκινωπΥι ά.ντα.όγεια. στ& τζά.μια.. 'Έ6λεπε κα.μ­

μι~ ψορ& νά. περνοuν σχιές κα.t ή κα.ρδιά. του χτυποuσε δυνα.τά..

'Όταν τήν ~γοο'Υ) μέρα. ήρθε κ&.τω &πό τ& ποιρά.θuρα., ψώς πιόr. οέν ό­

π'Υjρχε.

- Ποφά.Sοξο, ε!πε, νά. μήν ~νά.ψουν τΥj λά.μπα., ένω νύχτωσε! Μijπως

6γ7'jκιχν !ξ ω;

Περίμενε ώς τίς δέκα., ώς τ~ μ.εσά.νυχτα., ώς τ~ μ!ιχ μετά. τά. μεσά.νuχτιχ . Κιχνένιχ φως ~ε φιiν'Υ)κε στά. πιχριiθυριχ τοu τρίτου κα.ί κα.νένα.ς δε μπ'Υjκε στο

σπίτι. VΕφυγε περίλυπος.

ΤΥ)ν &λλ'Υ) μέρα (δ Μά.ριος ζοuσε με το ιχ()ριο κιχ! τb μεθαύριο, τb σijμε­

ρα. δεν ίιπijρχε πι& γι' α.ίιτόν), δέ 6ρijκε πά.λι κσ.νένσ. στό Λουξεμ6οuργο. Αίι­

τb το περίμενε. Μόλις 6ριiδια.σε πΥjγε στό σπίτι. Κα.νένα. φώς στά. πιχρά.θυρα..

Tb τρίτο πά.τωμct ήτσ.ν κα.τα.σκότεινο κctl τά. πctτζοόpια. κλειστά..

Χ tUΠ'Υ)Οε τYjy πόρτα., μπ7'jκε Χα.l ρώτ'Υ)σε το θupωρό:

..c:.... Πα.ρα.κοr.λω, δ κόpιος τοσ τρίτου πα.τώμα.τος;

-Δεν κα.τοικεί έδώ, dποκριθηκε δ θυρωρός.

Ό Μά.ριος ~μεινε . άνιχuδος.

-'Από πότε !ψuγε; κα.τά.ψερε να. πεr μ' riδόνιχτη φωνή.

-'Από χθές.

- Κα.! ποο μένει τώρα.;

- Δέ γνωρίζω.

557

-Δεν &ψησε τη οιεόθuνση τ~ς νέοι.ς κοι.τοι)(.(οι.ς του;

-'Όχι . Κα.ι σηκώνοντα.ς τή μuτη τοu ιiνα.γνώρισε το Μιiριο.

- Μπιi! σU ε!σα.ι; πίσω μοu σ' !χω σα.τα.νιi! Κα.λ& τό όπόθεσα. οτι ε!-σιχι κοι.τιiσκοπος.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

Η ΠΑ ΤΡΟΜΙΝΕΤΤ Α

Α'

ΟΙ ΥΠΟΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΙΝ.ΑΔΟΡΟΙ

'Όλες ot ιiνθρώπινες κοινωνίεζ εχοuν κα.t τtς κα.τα.πα.κτές τοuς. Το κοι­νωνικό ~8α.ψος ε!να.ι πα.ντοΟ δποσκσψ.μένο, &λλcιο γιά. τό κα.λό κι' &λλcισ γιά. τό κακό. Ίπά.ρχcιuν uπόνομοι πιο κοντa στήν έπιφά.νεια. κα.ί uπόνομοι 6α.θuτεροι.

Κα.τa τόν παρελθόντα. α.ίώνιχ. ~ Έγκuκλοπιχ.ιδεία. fιτα.ν κι' ιx.uτij uπόνομος, ά.λ­λa σχεδον στήν έπιφά.νεια.. Ή πuκνi) δμlχλη, cιί σκοτεινές εκείνες στcιές πcιu

κuοφόρησα.ν τόy πρωτόγονο χριστιανισμό, εuκαιρία. μόνο περιμένα.ν για. να.

έκρα.γοΟν κά.τω &πό τούς Κιχίσιχρες κιχl ν7. πλημμuρίσοuν φι!Jς τό &νθρώπινο

γένος, για.τt μέσα. στiς ίερ€ς δμίχλες uπά.ρχει φώς. ΤCι -ήφαίστεια. εΙναι γεμά.τα.

σκοτά.δι, ποu μπορεί ν?ι. ξεpά.σει ψλόγες . Κά.θε λά.6α. στijν σ.pχij ψα.ίνετα.ι σκο­

τεινή. Οί κατακ6μ6ες, οποu ~γ ινε ή πρώτη χριστιανική λειτοuργία., δeν ήταν

μόνο της ΡιίψΥ)ζ, ά.λλ&. κα.l της Εuριί)ΠΥjζ δλης τα. uποχθόνια..

Κάτω ιiπο τi)ν κοινωνικi) δημιοuργία. ύπά.ρχοuν διά.φορα. χά.σμα.τα., έκσκα.­

ψές, uπόνομοι. ·rπ&:pχει δ θpησκεuτικος όπόνομος, οικονομικός όπόνομος, έπα.­

να.στα.τικος uπ6νομος. Ό ενα.ς σκά.6ει μέ τήν tδέα., δ άλλος μέ τοuς cΧ.ριθμοuς

κι' δ τρίτος μέ τήν όpγ'ή. Άπb τfι μι&. όπόνομο στfιν &λλη φωνά.ζοuν κα.ί

&πιχντοuν οι έργα.ζ6μενοι. Οί οότοπίες προχωροuν δπογείως, μέσα. στοuς διοι­

κλαδιζ6μενοuς όχετοuς καί προς δλες τίς μεριές . Κά.ποτε, σuνα.ντιόνται κι' ά.­

να.κα.τεύοντα.ι. Ό Ροuσσω δα.νείζει το μπα.στοuνι τοu στb Διογένη , ποtι κι' α.u­

τός 8ιχνείζει το ψανά.ρι τοu στό Ροuσσώ. Καμμιά. ψορά., σuγκροόοντιχι κι' &λ­ληλομά.χονται. Ό Κα.λ6ίνος ά.ρπάζει το Σοκέν ά.πό τα. μα.λλιri. Τίποτε δμως

δέν &μποδίζει οuτε στα.μα.τ~ τij άκόπιμη τά.ση ολων α.ότών τών ένεpγειι!)ν, ΠΟU

μεταμορφώνουν εyκα.ιpα τ'ήν έπιφά.νεια. ά.πο τό uπ66αθρο καί το έξωτερικο

559

!iπa τά. έγκα.τα.. 'ΆπειpΎ), &δΎ)λΎ), μuρμΎ)γκιώδ'Υ)ς κίνφ'Υ). Ή δ! κcινωνί11 μ6"

λις όποψιά.ζετα.ι τό κpuςρό α.uτό σκά.ψψ.ο, ποu !iςρ~νει !iνέπα.ςρη τήν έπιςρά.νειά. τ'r)ζ, τό φλοιό τ'r)ζ κα.t τήζ &λλοιώνει τ~ σπλιiχνα.. 'Όσες τιiξεις όποχθόνιες,

τόσει: διάφορες έργιχσίει; κιχt τόσει: Sιά.φορει: έξορύξειζ. Τί 6yα.ίνει &.π' 15λες

τίς 6α.θειές &.να.σκα.ςρές; Το μέλλον.

uΟσο 6α.θύτεριχ κα.τε6ιχίνεις, τόσο πιό μυσηjριοι ε!νιχι οί έργιiτες. Μέχρι

στο σ'r)μείο ποu δ κοινωνικος φιλόσοφος μπορεt να. διιχyνώσει, 'ή έρyιχσίιχ ε!να.ι

κα.λή. Πέρα. &.πο το σ'r)μεϊο rι.ότό, ή &ργα.σία. γίνετrι.ι μπεροεμ.ένη κα.t &.μψίοο­

λ'Υ), πιο κά.τω &.κόμ'Υ) yίνετιχι τρομερ'ή. Άπο ενα. δρισμένο 6ά.θος κα.t κιiτω τb

πνεuμα. τοσ πολιτισμοσ tϊέ μπορεί να. εtσχωp'ήσει στtς &.να.σκα.φές, θα. ξεπερνοσ­

σε τό οριο, ποu δ ~νθpώΠος μπορε"ί Υ~ πα.ίρνει &.να.πνο1ι, πιθα.νόν οτι &.πό κεί

κα.t κάτω &.ρχίζει δ κόσμος τών τεράτων.

Ε!να.ι πα.ρά.δοξ'r) 'ή κιχτ1)φορικfι σκά.λα.. Κά.θε σκα.λοπιiτι τ'Υ)ζ δδΥ)yεί σ' ε­

νrι. όπόγειο πιiτωμα., 15που ή φιλοσοφία. . μπορεί να. 6ά.λει το πόδι τ'r)ς κα.t 5ποu συνιχντα. κα.νεtς έρyάτες, ά.λλοτε ύπέροχους, θείουι; κα.t ά.λλοτε σιχτα.νικούι;,

σκιά.χτρα.. Κάτω &.πο τον 'Ιωά.νν'r) Οuς (*) , δ Λούθ'Υ)ρος, κιiτω ιiπο το Λοu­θ'r)ρο δ Ντεκά.ρτ, κιiτω &.πό τό Ντεκα.ρτ δ Βολτα.ίρος, κιiτω &.πό τό Βολτα.ίρο

δ Κοντορσέ, κά.τω ιiπό τόν ΚοντορσΕ: δ Ροβεσπιέρος, κιiτω ιiπb το Ρο6εσπιέ­

ρο δ Μα.ρά., κά.τω ιiπό τό Μα.ρα. δ Μπα.μπέλ, κα.ί οδτω κα.θεξης. 'Ακόμα. πιο

6α.θειιi, σuγκεχυμένα. ομως, οπου 1:0 &.μ.υδρό συνορεύει μέ τό &.όρα.το, ψα.ίνοντα.ι &.νθpωποι σκοτεινοί, ποίι ίσως δεv ήρθα.ν &.κόμrι στή ζω~. Οί χθεσινοί ε!να.ι ψα.ντ~σμ.α.τα., σε α.όρια.νοί ε!να.ι σκουλ-ήκια.. Τό μ.~-.ι τοσ πνεόμα.τος τοuς 6ια.­

κρίνει &.μuδρά.. Τό εμ6ρuο τijι; έργιχσία.ς τοu μέλλοντος ε!να.ι ενιχ &.πb τα. δ­

pιiμιχτα. τοu φιλόσοφου.

Πιο κά.τω &.π' δλους ι-tότοuς τοίις ύπονόμουι;, &ς ποuμε, πιο κά.τω &.π' δ­

λες α.ότέι; τlς στοές, δλου αότοu τοu ιiπέραντου ύποχθόνιου κι-tl πολυδι-tίδι-tλου

συστήμ.α:tος της προ66ου κι-tl της οότοπ(α.ς, ποu δια.κλι-tδίζετι-tι δπως οι ψλέ-

6ες στό σώμα., πολύ πιο 6ι-tθει~ μέσι-t στη γη, πιό κιiτω &.πό τό Μα.ρά., πιο

κά.τω &πο το Μπα.μπέλ, πιο κά.τω, πολu πιο κά.τω κα.ί χωρtι; κα.μμια συγκοι­

νωνία. μέ τα. πιο πά.νω, ε!να.ι το εσχα.το πά.τωμι-t, το τελευτα.ϊο ορυγμα.. Τό­

'πος ψο6εp6ι;. Αότb όνομά.σι-tμε τρίτι-t ύποχθόνια. . Ε!νι-tι τοu σκοτι-tδιοu δ 66θpος. Ό λά;κκος τών τυφλών.

Ό τόπος α.ότος tπικοινωνεϊ μόνο μ.έ τijν Μυσσο .

• 'Ιωάννης Οuς, περίφημος αίρετικός της καθολικής έκκλησίας. rε,Ύήθηκε στ·ί]

ΒοημCα καl κιιταδικάστ11κε στον διU. πυρος θάνατο στά. 1414. Διακ>\ρυττε &η ~.

πάπας δfν ε{ναι ή Κεφαλή τijς εκκλησίας, οτι ή εκκλησιαστική ύποτα•61 ιlvαΙ, ιJ.Υ·

θρώπινη επινόηση.

560

Β'

τ .Α Ε~Χ.Α τ .Α

'Εκεί ~ οιότοιπιiρνηση κοιί ~ &:νιοιατέλειοι σ6ήνοuν. 'Εκεί δ οοιίμ.ονοις σχε­

διά.ζετα.ι σuγκεχuμένα., κα.θένα.ς όπά.ρχει γι~ τον έοιuτό τοu. Το τuψλό «έγώ»

6ρuχa.τα.ι, ψά.χνει, κα.τα.τρώει τli. πιiντα..

Οί θηριώδεις σκιές παο περιψέρaντοιι σ' οιότον το λά.κκο, σχεδόν κτήνη,

σχεοον σκοuλήκίσ., κσ.θόλοu δέν ένδισ.ψέροντοιι γι~ τ~ν ποιγκόσμ.ιοι πρόοδο,

&.γνοοσν κοιί τ~ν 1οέοι κοιί τ'ή λέξη, νοιιiζοντοι.ι μόνο γι~ τον &:τομικό τοuς χορ­

τοισμό. Τοlις λείπει ij σuνείοηση κοιl όπά.ρχει μέσοι τοuς ψρικιοιστικό κενό. 'Έ­χοuν δuό μητέρες, μητρuιές κα.l τlς δuό, τ~ν ιiμά.θειοι. κοι.l τ~ φτώχεια. . ·οοη­γό eχοuν ενοι, την &.νά.γκη, κοι.t &.πόλσ.uση τήν ορεξη. Κτηνωδώς &:δηψά.γοι,

δ'ηλα.δ-Υ) ώμές, οχι δπως οι τuροιννοι, ιbμές 3πως οί τίγρεις. Άπο τή οuστu­

χίι:ι. περνοσν στο έγκλημοι.. Λότο ποlι ερπει στο τρίτο uποχθόνιο της κοινωνία.ς,

δέν είνσ.ι ή πνιγrιρή &.νσ.ζήτrισrι τοσ &.πόλuτοu, &.λλιl. ή 8ιοι.μ.οι.ρτuρίοι. της ϋλης. Έκεϊ δ &νθρωπος κι:ι.τσ.ντ:i δρά.κος. Ή πείνα. κσ.t ή δίψα. ε!νσ.ι ή &.φετηρία.,

το τέρμ.οι. ε!νοι.ι ή μ.ετοι.μ.όρψωση σε σοι.τι:ι.ν!l..

Στο τρίτο 6ι6λίο είδσ.με ενσ. &.πb τ&. πσ.τώμσ.τα. ποu είνοι.ι κοντ&. στην έ­πιψά.νειά., τής πολιτικής, τής ψιλοσοψικης κσ.l της έπα.να.στσ.τικης στο:iς. 'Ε­

κεί δλοι ε!νσ.ι εόγενικά., &ξια., τίμια.. Κι:ι.l κεί 6έ6α.ιοι. μπορεί κοι.νεlς νdt γελοι.στεί

κα.l γελιέτα.ι, ιiλλ~ ή πλιiνη ε!νσ.ι σε6σ.στή, για.τl περι60Cλλετοίι ήρωισμό. Το

σύνολο τijς &ργσ.σίι:ι.ς εχει Ι!νι:ι. κα.λό, λέγετα.ι πρόοδος.

ΤΗρθε ή &ρσ, ν& Sασμ.ε κσ,ί 6α.θότερα., ν& εlσχωρήσομ.ε στ' aπατρόπι:ι.ιοι.

6ιiθ'η.

Κιiτω &:πό τfιν καινωνίοι. όπιiρχει κα.ι θli. όπά.pχει, (ι)ς δτοu δια.λuθεί ~ ά.­

μιiθεισ., ή μεγά.λη σπηλι& τοσ κα.κaσ. Το &ντρα σ.ότο κιiτω aπ' δλοι. κι' δ

έχθρός δλων. Είνα.ι τό μίσος χωρίς έξα.ίpεCΠJ. Ό ύπδνομος αuτος δε γνωρίζει ψιλόσαψαuς. Δεν επισ.σε μολό6ι, δέν ξεψuλλισε 6ι6λiο, δeν &νοιξε εψημερίδοι.

Τό uπόγειο οιότό εχει σκοπό τ~ν κιχτιχστροψ~ των πά.ντων.

Μισεί τ~ πιό πά.νω πα.τώμιχτσ., uπονομεuει 5χι μόνο - το πα.ρόν κοινωνι­

κb σόστημα., ό:λλ& κσ,l τ~ ψιλοσοψίcχ, το ~ίκctta, τ~ν ό:νθρώπινη σκέψη, τΟΥ

- πολιτισμό, τ~ν επιστήμη, τ~ν &πα.νιiστα.ση, τi)ν πρόοδο. Auτdt είνα.ι τ& ~ρycx

τη; 68ελuρής α.ότής μuρμηγκι:iς. Όνομιiζετα.ι δε ά.πλιi. κλοπή, πορνεία. , φό­νος. Εί·,ια.ι σκοτά.δι κοιl θέλει χά.ος. Ό θόλος τοu ε!νοι.ι χτισμένος &.πό &.μά.θειιχ.

θΟλοι τli. πιό πιiνω στρώματα. εχοuν σκοπό τΥ)ν έξοιφιiνισή τοu. Προς σ.ύ­

\0 τείνοuν ή ψιλοσοψία. κοιl ή πρόοδος μέ δλα. τ~ μέσα., μέ τή 6ελ τ ίωση τ~~ πpα.γμιχτικότητα.ς κα.t τijς θεωρίσ.ς τοσ ά.πολuτοu. Κσ.τιχστρέψετε τbν όπόνομ.ο

Άμά.θειοι. κοι.l εχετε κοι.τοι.στρέψει τόν ιiσπά.λα.κα. nΕγκλημιχ.

561

Συγκεφιχλιχιώνοντιχς λέμε: Ό μόνος κίνδυνος τής κοινωνία.ς εΙ να. ι τό Σκο­

τάδι.

Άνθρωπότ'Υ)τΙΧ, θ~ πεί τα.υτότ'Υ)τΙΧ. οι &νθρωποι 8λοι ε!να.ι &.πό τό ίδιο

ψόρα.μα. . Κα.μμι& δια.φορ!Χ στον κόσμο α.ότό, στον προορισμό τ'Υ)ς. Ή ίδια. σκιοc

πρίν, lοια. σάρκα. στή οιιΧ.ρκεια. της ζωής, ίδια. στά.χ-t'Υ) μετά . Άλλ!Χ 'ή ιiμά;­

θεια. ιiνα.κα.τωμένΎJ με το aνθρώπινο φόρα.μα το κάνει μιχuρο. Ή &γιιΧ.τρευτη

α.ό•ή μ<1.υpίλα. ξα.πλώνετα.ι στό έσωτερικό τοu ιiνθρώπου καί &πο κεί ογα.ίνει

τό κα.κό.

Γ'

Ζ.ΑΜΓΙΕΤ .ΑΚΗ!, ΓΟΥ ΛΟΜ.ΑΡ .Α!, ΨΟΦΙ.Α!, Π.ΑΡΝ.Α!~Ο~

Άπό τΟι 1830 &ς τόι. 1835 Ιlρχοντες στ& τρίτα. όποχθόνια. τοu Πα.ρισιοu ~ταν ο[ ΨΌφιιiς, Γουλομιiρα.ς, ΖεμπετιΧ.κης κα.ί Π<1.pνα.σσός, στυγερή τετpά.δα..

Ό ΙΌυλομά.ρα.ς ~ταν ενα 'ήριiκλειο τέρα.ς. Το &ντρο του ήτα.ν ενα.ς δχετός ποu χυνότα.ν στο Σ'Υ)ΚΟυά.να.. Είχε δψος eξη πόδιcχ., στήθειcχ. μcχ.ρμά.pινα, ιiνα.­

πνοΥj φιiλα.ινα.ς, κορμί κολοσσοu, κεφά.λι πουλιοu. θα.ρροuσες π<hς εολεπες Ή­

ρα.κλij ν•uμένο με π<1.ντελόνι &.πό κcχ.ρcχ.66πcχ.νο κα.t μέ σα.κκιiκι &πό μπαμπακε­

ρb 6ελοuοο. 'Έτσι κα.τα.σκευ<1.σμένος δ Γοuλομά.ρα.ς, ~τ<1.ν ίκcχ.νός ν!Χ δα.μ.ά.σει

τέp<1.τα., ~λλ" τοupθε εuκολότερο νΓ:ι. γίνει τέρα.ς δ ίδιος. Μέτωπο χα.μηλό,

μά.γοuλ<1. πλα.τειά., δεν εΙχε ψτά.σει !Χκ6μα. στ" σcχ.ρά.ντcχ. του, τρίχωμα. . τραχu Κα.ί κοντό Κα.ί γένι σκα.τζόχοιpου. Οι μυώνες τοu ζΥjτΟUσΙΧΥ tpγα.σ(α., aλλQι. ~

r;α.χυλή του !Χνcχ.ισθησίcχ. τήν ιiποστpεφότα.ν. τΗτα.ν μιΓ:ι. μεγάλη όκνrιρή Ού­

ναμη. 'Ανθρωποκτόνος ~πό τεμπελιά.. Στ~ 1815 ~τcχ.ν &χθοφ6pος στήν πόλ'Υ) Άοινιόν. ~ Αφησε α.ότό το έπιiγγελμα. κα.l ε!χε γίνει κα.κοuργος. Αότός fιτα.ν

δ &νθρωπος.

Ή δια.φά.νεια. τοu Ζα.μπετά.κrι &ρχότα.ν σ' &.ντίθεσrι μ.ε τίς r;ληθωρικες σά.ρ­

κες τοσ Γουλομά.p<1.. Ό Ζα.μπετά.κης ήτα.ν &.δύνα.τος κα.l σοφός . τΗτα.ν δια.ψιχ­

νijς &.λλδι. στεγιχνός, &.δια.πέρα.στος. Μr;οροΟσες ν~ δεϊς τό φως της ijμέρ<1.ς

ιiνά.μεσcχ. &.πό τΓ:ι. κόκκα.λιi τοu, &.λλα. δέ μποροuσες ν& δια.κρίνεις τίποτε &.νόι­

~ιεσα. &.πό τό μά.τι τοu. 'Έκcχ.νε τό χημικό. Είχε κά.νει τον πα.λιriτσο, τό γε­

),ωτοποιό κα.ί τό θεατρίνο. Μιλοuσε ώρα.ί<1., όπογρ<i.μμιζε τ7. χ<1.ιιόγελά. τοu

κ' l6α.ζε σε παρενθέσεις τίς χειρονομίες τοu. Tb έπόιγγελμ<1. ποίι ψα.ινότα.ν

δτι &ξα.σκοuσε, fιτα.ν ν~ ποuλα. γύψινες r;ροτομές τ-:.σ «'Αpχ'Υ)γοu τdu κρά.τοuς» .

'Επιπρόσθετα εκανε &ξιχγωγες δοντιών. Στά. πιχνηγuρ:ιχ er;ιδείκνuε -cέρα.τιχ κιχί

ψοr.ινόμενQf. μέσQf. σέ κtΥ'Υ)tή ξuλιν'Υ) ποιρά.γκιχ, ποi.ι τ7. δισ.φήμιζε μέ σά.λπιγγα..

Στijν πα.ριiγκοr. είχε κα.ί έπιγριχψή. <<Ζα.μπετ&.κη; ;.~Q'Ι'tΟχεφοσργος, μέλος των

&.κα.δ'Υ)μιών, έκτελεί φuσικα. πειριiμα.τα. πάνω σε μέτα.λλα. κιχί μεταλλοειδή σώ-

3~

562

μ.ατα , κάνει &ξαγωγές όδόντων, &κόμη και τις ρίζες ποu άφησαν οί άλλοι

σuνά.δελφοί τοu. Τιμή, γιιΧ ενα δόντι &νά.μισu φράγκο, δuο δόντια, δuο φρά.γκα, τρία δόντια, οuόμ.ισu φράγκα. Έπωφελrιθεϊτε τής εόκαιρίαρ> . (Αότο το &πω­

φεληθε!τε τής ε&καφίας σήμαινε, 6γά.λτε δσα περισσότερα μπορείτε) . ΕΙχε

πα.ντρεuτεί κι' &πόχτησε .. . δuο πα.ιδιά . Δέν ήξερε τί &πόγινα.ν ή γuνα.ίκα. κα.l

τιΧ παιδιά. τοu. ΤΙΖ ~χα.σε δπως χάνει κα.νεlς το μαντήλι τοu. 'Υψηλή &ξαίρεση στό σκοτεινο κόσμο ποu ζοuσε, δ Ζα.μπετά.κης διά.6αζε &φημ.ερίδες . Μια μέρα,

δτα.ν ε!χε ciκόμη τή γυναίκα. τοu καί τιΧ πα.ιδιά. τοu, στο κινητό παράπηγμα,

διά.οασε στήν έφημερίδα δτι μι!Ζ γυναίκα. γέννφε παιδl με μοuσοtίδι μοσχα.­

ρ ιοίί, ποu θιΧ ζήσει, καί ψώναξε: «ΝιΧ τόχη, α.ότό είναι περιουσία! ποίί να

εΙ χε κ' η δική μοu γυναίκα το μυαλο νιΧ γεννήσει ε. να. παιδί σιΧν αότό! "·

Άπο τότε παράτησε κιiθε επάγγελμα γιιΧ νιΧ «κά.νει &πιχείρηση το Πα­ρίσι», κα.τιΧ τήν εκφρα.σή του.

Ό Wοφιaς τί ήταν; Ό Wοφιόr.~ ήταν ή νόχτα. Αuτός, γι!Ζ νιΖ μη τον δεϊ κανεις, περίμενε 'fΓh νυχτώσει καί τότε ε6γαινε. Κάθε t!ράδι εογαινε &.πο μιιΧ

τρtίπα., δποu έπέστρεψε χαρά.μ.ατοι. Ποσ 6ρισκότα.ν α.uτή ή τρtίπα; κα.νένΙΧς

δέν ήξερε. Κα.l μέσΙΧ στο σκοτάδι τijς νόχτα.ς, γιιΧ νιΧ μιλήσει μ.έ τοuς σuνενό­

χοuς τοu, τοuς γόριζε την πλάτη. Τον ελεγα.ν πρα.γμα.τικιΧ Wοφιά.; 'Όχι . Αό­

τος ελεγε «δνομά.ζομ<Χι τίποτα.». "Αν τόχσ.ινε νιΧ φα.νεϊ ξαψνικιΧ κα.νένα. ψα.νά.­

ρι, ψοροίίσε &μέσως μά.σκΙΧ. τΗτα.ν έyγαστρίμuθος, γι' ΙΧότο κι' δ Ζαμπετά.κης

έλεγε γι' α.ότόν:

-Ό WοφιιΧς είνα.ι νυχτωδία. με δuό ψωνές.

Ό WοφιιΧς fιτ<Χν άπι,χστος, φόΟος κα.ί τρόμος περιπλα.νώμενος . Κανένα.ς

δεν ήταν οέοαιος δτι αuτος εΙχε δνομα.. Κα.νένα.ς δέν f;τα.ν οέοαιος &.ν εrχε

φωνή, γιιχτί σε μ ιλοuσε μέ τό στόμοι, &λλα. μέ την κοιλιά.. Κα.νένα.ς δεν fιτα.ν

6έ6α.ιος δ.ν είχε πρόσωπο aνθρώπου, γισ.τί κα.νένσ.ς δέν είδε &λλο aπό τη μά.­

σκα του. Γινότιχν ~φα.ντος δπως δ καπνος και παρουσια.ζόταν σα. νιΧ ξεφύτρωσε

μέσα. &.πο τη γη.

'Άλλο &ποτρόπαιο όποκείμενο ήταν δ Παρνασσός. Ό Πα.ρνα.σσός ήταν

σχεδόν πα.ιδ(, δέν ήταν ά.κόμα. εt:κοσι χρονών, είχε ώpα.Ιο πρόσωπο, χείλη σdι.ν

κερά.σια, ώραία. μα.ίίρα. μαλλιά., &νοιξιάτικο ψώς στα. ι.ιά.τια.. Άλλα. είχε δλες

τις κακίες κα.ι Ύjτα.ν €τοιμος γιiι. δλα. τiι. έγκλήμα.τα. ~Ητα.ν χα.μ.ίνι ποu εψτα.­

σε &ς τijν ~σχα.τη φα.uλότητα.. θελκτικος δμ.ως, θηλυπρεπής, χα.pιτωμένος και

μέχρι θηριωδίας wμός. ΕΙχε &:να.σηκωμένο το γuρο του κσ.πέλλQU του στ' α­

ριστερά., γιιΧ να. κά.νει τόπο νσ. φαίνονται τα μαλλιά του . Το σα.κκά.κι του ήτ'J.ν

κομψιΧ ρα.μένο, &:λλ& fιτα.ν τρψμ.ένο . Ή α.~τία για. τι:k εγκλήματα τοίί εφηοοu

~ταν δ πόθος τοu νιΧ στολίζεται.

Ή πρώτη τοu πεζοδρομίου ποu τοίί είπε «είσα.ι ομ.ορψος >> στά.λα.ξε στην

ψυχή τοu μιχίίρο ρtίπο κα.ι μετά.οα.λε τον "Αοελ σέ Κά.ι-.ι. Άφοu ήταν ομορφος

Ύjθελε νiι. είναι καl κομψός. Πρώτη κομψότης λοιπόν, εrνα.ι ~ τεμπελιά.,'ή δέ

563

τεμπελιά. τοu cρτωχοu ε!ν~ι το ~γκλημ~. Λίγοι ~λιτήριοι ήτ~ν δπως δ Πα.ρ­να.σσός έπικίνδuνοι. Στα. δεκαοχτώ τοu χρόνια. εΙχε κι6λα.ς &.cρήσει πλήθος

πτωμriτων πίσω τοu. 'Όχ_ι λίγοι δια.Οά.τες ήτα.ν ξα.πλωμένοι μέ τ& χέρια. τεντω­μένα. κα.t μ! το πρόσωπο μέσα. σέ λίμνη &.πο α.ίμ.α., στη σκι" α.ότοσ τοσ aθλιοu. Ώρα.ία. κομμένα. τα. μ.~λλιά. κι' &ρωμ.α.τισμένο:, μέ λεπτη μέση, μ.έ γοcροuς γu­

ν~ικείοuς, ~ποσποuσε θ~uμα.στικά. &πιψωνήμα.τα. των yuνα.ικων τοϊί πεζοδρο­μίοu, &πιτήδειος στο δέσιμο της γρ~Οά:τα.ς, μ. ' ενα σιδερένιο ρόπαλο στην τσέ­

πη κ' Ι!να. λοuλοtίδι στο πέτο, τέτοιος fιτα.ν δ κα.τα.χθόνιος σαΌο:νωτ*.

Δ'

ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΝΤΕΣ ΤΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ

Οι τέσσεροι α.uτοt ciλιη]ριοι σχημά.τιζα.ν ενα. ε!δος Πρωτέα., ποu έλισ­

σότ~ν σά. ψίδι κα.t ξέψευγε &.πο την &στυνομ.ίόι. 'Άλλαζαν μορψές και ονό­

μα.τα.. Δά.νειζα.·ι μεταξύ τους τ& κόλπα. τοuς κα.ί τά. όνόμα.τά. τοuς, σκεπά.ζον­

το:ν κιΧτω &.πο την t'Οι~ τοuς τη σκιιΧ. Ε[χ~ν κρησψόγετα κο:t κ~ταφtίγια, ποu

τ& σuνιΗλα.ζα.ν ιιετα.ξύ τους, &.λλιΧζα.νε πρόσωπα. , δπως &.λλά.ζει κανείς τη ι..t.ύ

τη τοu μέ ψεtίτικη σε χορό μετα.μψιεσμένων κα.t κά.ποτε μiκpο:ινα.ν, &στε ο~

τέσσεροι να. ψα.ίνοντο:ι εν~ ς, ~λλοτε πιΧλι πολλα.πλα.σιά.ζοντσ.v ' &στ ε y(J. φσ.(­

νοντο:ι πιΧρ~ πολλοί.

οι τέσσεροι α.uτοt ιΧvθρωποι δέν fιτα.ν τέσεσροι, άλλά. fιτα.ν σά. μιά. uδpα.

μέ τέσσερ~ κεψιΧλια., ήτ~ν εvας τερατώδης πολtίποδα.ς, ποu eμ.ψώλεuε στηγ

καρδιά. τi'jς κοινωνίας.

Χά.ρη στtι; δια.κλα.δώσεις κα.t στά. κα.τσ.χθόνια. δίχτυα. ποιJ &πλωνα.ν, δ

Ζcψπετά.κης, δ Γουλομ.ά.ρα.ς, δ Wοψι&ς κι' δ Πα.ρνα.σσος ε!χα.γ τη γενικη εp­

yολα.6ία. κά.θε ένέδpα.ς στ~ν πρωτεύοuσ~ τijς Γα.λλίο:ς. Κά.θε πονηp~ ψ~ντο:­

σία. &.πευθυνότα.v σ' α.ότούς. Τοuς ~λεγε μόνο τί εlχε σκεψτεί, τοuς έφοο!α.ζε

μέ πληροφορίες κι' α.δτοt &.να.λιΧβα.ιvαν τά. όπόλοιπα.. Εlχα.ν δσα πρόσωπα. τοίις

χρειά.ζοντα.ν yι!Χ κά.θε έyκληματικ~ πρά.ξη, yι!Χ κά.θε κατσ.χθόνια. τραγωδία.

Γιά. τtς συγ-κεντρώσεις τους προτιμοσσα.ν το σούρουπο, εκείνη τ·!JV &ρα.

σηκώνονταν α.uτοί οί δα.ίμοvες &.πό τον ϋπνο. Μα.ζεόονταν εξω &.πό τήν πόλη

σ~ t..t.έpη έρημικά.. 'Εκεί: κα.τά.στρωναν τά. σχέδιά. τοuς. ΕΙχα.ν μπροστά. τοuς

δώδεκα δλ6κληρες σκοτεινές ώρες κα.ί κα.ν6νιζα.ν πώς θά. τ!ς << δουλέψουν».

Πολλές φορές σχημα.τiζει κα.νεtς μια. ίδέα. yιά. εvα. θεατρικό [pyo, μόλις τοu ποuνε τά. δνόμ.α.τ~ των προσώπων τοu. Το rofo μπορεί κιzγείς ν&. ικτιμή­

σεοι μι& συμμορία. &πο τον κα.τά.λογeι των προσώπων ποu τήν &πeιτzλοuν. ΝιΧ

τά. κuριώτεpα ά.π' α.ότά.:

Πιχ.χα.οόδιχ.ς, επιλεγόμενος Λοuλοόδ~ς ~ Πιyρενιχλι&.ς. Βόζοuνιχς.

:Ξ:όσψης, τόν είδιχμε κι' ά.λλοu, έρy&.της τών 8ρ6μων.

Ή χήρα.. Φίνος.

'Όμηρος Οuγκοός, Αίθίοπιχς.

Τριτη6ρ&.δηι;. :Ξ:σ.ποστόλης.

Φουντοuλοόρης, έπιλεγόμενος κα.i Μποuκέτο.

Δοξιχσμένος, πρώην κιχ.τ&.δικοι; τών κα-τέργων.

:Ξ:ιiπλα.ς, επιλεγόμενος κuριος Ντuπ6ν. Κιχρμιχνιόλιχς.

Άν&.σκελος.

Μα.yκοπ~ριχi'Μς.

Μα.ντηλοχ&.ψτης . Μπούκιχς, έπιλεγ6μενος κιχ.ί Μιλλιονά.ριος. κλπ. κλπ.

Τα. όνόμα.τα. ιχδτά. !χοuν μοpψές. Δέν εκψρ&.ζοuν μόνο πρόσωπιχ. aνθρώ­πων, aλλιΧ κιχ.ί πριiyμα.τα.. Κιχ.θένα. aπ' α.uτιΧ. τά. όνόμ~τιχ χα.ρσ.κτηplζεt κα.ί ε­

νιχ ε!δος ά.πb τ!Χ πα.ριχμοpψωμένα. μιχνιτά.pια. ποu ψuτpώνοuν κά.τω ά.πό τόν πο· λιτισμό . Στό διιiστημα τjjς 1jμέpας κοψ.όνταν, &λλοτε σέ πα.ριχ.τημένα. λα.το­

μεία., σέ &σ6εστοκ&:μινα., &λλοτε μέσα. στο&~ όπονόμοuς. Χώνοντσ.ν μέσιχ στ~

yjj σαν τ!Χ έρπετά, ~ τ& σκοuλ-Υjκιιχ..

Κσ.ί ολοι α.δτοί τί ά.πόyινιχν; Ίπijρχιχ.ν π&.ντοτε κα.ί όπ<Χpχοuν π<Χντοτε. Ό 'Uρά:tιος aνοι.ψέρει γι' ιχuτοuς. Κα. ι δσο 'ή κοινωνίιχ. θ& είνιχ.ι ιχ.δτ-Υj ποu ε!­να.ι, θ& όπ&.ρχοuν κι' α.ότοί.. Κ&.τω aπό τό σκοτεινό τοϋ όπογείοu τοuς, ά.νιχγεν­

νιώντσ.ι aοιιiκοπα. aπό τό κοινωνικό κιχ.τιχ.στιiλιχ.yμιχ. κιχ.ί έπιχ.νέρχοντιχ.ι σιΧ 6ρu­

κόλακες π&.ντσ. ιοιοι, μόνο ποu οέν εχοuν τιΧ ίδιοι. όνόμα.τιχ ΚQr.L τό tοιο τομιipι .

Τά άτομα. ιχδτιΧ έξοντώνοντιχι, &.λλ& ή ψuλή πα.ρσ.μένει. Κσ.ί "έχοuν πιiν­

τοτε τίς ίδιες ιδιότητες. ΜQr.ντεόοuν τά. πορτοψόλισ. μέσα. στίς τσέπες τG>ν πο­

λιτών, όσψρα.l νοντα.ι τ& ρολόyιιχ. Τό χρuσό κα.ί το ιiσ'ήμι έχοuν γι' α.uτοuς μιά

ϊδισ.ίτερη μuρωδιιi. Άλ'ήθεια., δπ&.ρχοuν κιχ.ί μερικοί πολίτες τόσο &.ψελεϊς, ω­

στε θά. μποροϋσε νά. πεϊ κιχνείς πως μόνο ά.πό τ'ή μορψ-Υj τοuς, ψα.ίνοντα.ι κα.­

τά.λλ-ηλοι yιά. νά. τοuς κλέψοuν. Αuτοuς ψά.χνοuν όπομονετικά. οι ά.λιτ'ήριοι κα.ί

δτσ.ν τοuς πιipει τό μά.τ ι τοuς σκυρτοϋν, 8πως ή &.ρά.χνη 8τα.ν πέσει στοίις

tστοuς της κιχμ.μιά. μσγσ..

Uί άνθρωποι ΙΙύτοί, δτιχ.ν τοιJς σuνα.ντ~ς κα.τά. τ& μεσιΧνuχτα. στοιJς !p'Υ)­

μοuς δρόμοuς, ψQr.(νοντσ.ι ψριχτοί. Δέ μοιιiζοuν άνθρωποι, ά.λλά. σχ-ΥjμΙΙτΙΙ ιiπό i\μ.ίχλη ζωντα.νή, θα.ρpείς δτι &.ποτελ"Jϋν ενσ.. σGη.ι.σ.. μέ το σκοτιiδ:, πιiJς δέν ξε­

χωρίζουν &.π' α.ύτό κ11l δτι μόνο μιά. στιγμή &.ποσπιΧστηκιχ.ν aπό τ'ή νόχτα., y:& νά. ζ'ήσοuν μι& ζφή ψρικσ..λ~ιχ καί ά.ποτρόπαιη.

565

Τι χρεtά.ζετ~t γιιΧ νιΧ !ξα.φ~νιστοσν α.uτιΧ ta κα.τα.κά.θια.; Φως! &φθονο

φώ~! 'Όλες ot νuχτερlδες χά.νοντ~ ι μόλις &νοιτειλει δ ήλιος. Άπο τιΧ κά-τω φω­

τ(στε τ~ν κοινων(α., &πο τιΧ κά.τω!

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Ο ΚΑΚΟΣ ΦΤΩΧΟΣ

Α'

Ο ιΥι.ΑΡΙΟΣ .AN.AZHTQNT .ΑΣ ΚΑΠΕΛΛΟ

ΣΥΝΑΝΤΑ ΚΑ~ΚΕΤΟ

llέρα.σε τό καλοκαίρι, πέρασε και το φθινόπωρο. ΤΗρθε δ χεψι!)νας. Δtν

πάτησε πι~ στο Λοuξεμ6οσργο οuτε δ κ. ΛευΥ.!ας οuτε rJ κόρη τσυ. Ό Μά.ρισς ' 6 τ ',!, ' ι: <:- • ' • ' ) t ' ' ' ' ι ιια. μ νο ειχε σκεψη, να ι.,cινα.οει εκεινο το γ ,uκrJ κα.ι α.γα.πημ.ενο προσωπο.

'Έψαχνε πά.ντα , έρευvοσσε παντοu , κανένα ϊχνος. Ό Μά.ριος εχοι.σz τον έν­

θοuσιαcψ.6 τοu, δέν ήταν πια. δ ά,ποφασ~στικος νέος μέ τtς τολμηρές σκέψεις, ιιz

τά. ι;ψcι.'ία ονειrια για. το μέλλον. 'Έμσια.ζε με περιπλανώμενο σκυλί. 'Έπεσε σε

6vφι:Χ μελαγχολία.. 'Αποστρεφόταν τη οοuλειά., τόν Χοuρα.ζε δ περiπσ.τος, ΎJ ιιο­

ναξιά. τον 'Jπληττε. ΊΙ φuση, τ:οu πρώτα. ·ητα.ν γψά.τη φώς κα.l ψωνΕ:ς κα.l συμ.·

οοuλές και οιδά.yμα.τα ΚΙΧl δpίζοvτες, σήμερα. fιτα.ν &δεια μπροστά του. Tou ψαιν6τα.ν δτι δλα. έξαψαν(στηκα.ν.

Σκεq:: τ6τα.ν πάντο-:ε, για.τl οε μποροuσε νιΧ κά.νει κ ι' άλλοιGJς, ά,λλa καμ­

μιχ σκέψη δεν τόν ίκαvοποιοuσε. Σε δλες τίς προτάσεις ποu τοu [κανε δ νοuς,

α ο τος &.ποκρι νότα. ν :

- τι ίlφελος!

'Έκσ.ν&>άδιά:κοπα ελεγχο στόν έαυτό του . Γιατί να. τ-fιv &:κολο•Jθ-Υjσω, &.ψοϋ

και μόνο ποu τi') v ε6λεπα fιμouv εδτυχισμέ·ιος! Με κοίταζε κ' &κείνη, οΞv ή-, · , • Α' ' -:-· J. ' • τ· ~ e λ • ""D ταν α.υτο α.ρκετο; · uτο οεν • 1 τα.ν το πα·;; ι η ε α περισσσ":ερο ; J<..κανα ιtε-

γ&.λη άvοησία. . Έγw ψτα.(ω κλπ .

'() Κοuρψερά.κ, στον δπστο τίποτε ΟΕΥ είχε &κμυστερευτεί, γισ.τt τέτ'Jι'J ή­

τ(Ι.V :ο φυσικό τοu, &:λλCι. ποu ,α_ μά.ντευε σχεοον δλα., για.τl τέτοιο ήτα.ν κ' ~­

κε ίνοu το ψυσικό , στην ~ΡΧiι τόv εΙχε συγχαρεί γιατi έπt τέλους έpωτεύτψ~ ,

567

&.λλά., δστερα., οτα.ν είοε σέ πόσο οα.ρι& μελα.γχολία. επεσε, τοσ εrπε μι& μέρα..

Βλ 1 1 1-1

' θ • ' λ~ Μ 1 'ζ ~ - επω τα. κα.τα;ψερες να αποκτηνω εις εντε ως. η συνεχι εις, ετσι,

ελα μαζί μοu ά.πόψε σ' ενα χορό, θά. ευχαριστηθείς, ίσως νοιώσεις κάποια ά.­

να.κοόψιση.

Μι& μέρα τον ~πεισαν οί cp1λοι του, δ Κουρcpερά.κ, ό ΆητC.ς και ό Γκρα.v­ταtρ ν& πάει μαζί τοuς σ' εναν εξοχικο χορό. Είχε τ"ήν ελπίδα. πι~Jς θά. τ"ήν

εδρισκε εκει. 'Όνεψο! παρά.τησε κσ.t τοuς ψιλοuς τοu κcχ! το χορο κcχ! γόρ ι ­

σε στο σπίτι του κατά.κοπος κι' ά:ψανισμένος, ψαρμακωμένος καt μελαγχο­

λικός.

'Από τότε &.πομ.ονώθηκε &.κόμη περισσότερο, κλεισι.J.ένος στη λύπη τοu πε­

ριφς_ρ6τα.ν Ιt~σrι. στο δωμιΧτι6 του, δπως δ λuκος στο κλοu6ί του Κrl.l &ναζ·ητοu­

σε παντοu εκείνη ποu ά.ποuσίαζε. Ό ερωτας πραγματικά. τον ιiποκτήνωσε.

Κά.ποιcχ μιfρcχ σuvιivτησε σ' gycxv &.πο το>'.ις στεvοuς δρ6μοuς της σuvοικία.ς

τGJν &πομά.χων εναν ήλικιωμένο άνθρωπο, ποu φοpοuσε εργατικά. ροuχα. κ' ε­

νσ. κσ.σκέτο ιιε χα.ιιηλο γείσο. Τά. λεuκά. μα.λλιά. τοσ &νθρώποu προξένησα.ν έν­

τύπωση στο Μά.ριο καt πρόσεξε περισσότερο αuτον τον &ντρσ., ποu περπατοίίσε

με apyα, 6iιμα.τσ. κσ.ι φαινόταν 6υθισμένος σε θλι6ερες σκέψε ις. Πράγμσ. πα.­

ρ6.οοξο! ό γέρος α.uτός είχε κ6.ποια. όμ.οι6τητα. μ.έ τον κ. Λεuκ1σ.. Δέ μποροσ­σε να. δισ.κρίνει το πρόσωπό τοu, &.λλιΧ το Όά.δισμά. τοu, τά. μαλλιά. του, ή κα.­

τατομ1) τοu ~τα. ν rοια. 'Αλλά. γιατί vά. φορεί α.uτά. τά. ροuχα.; 'rί σ'f)μα.ινε σ.•jτ"ή ~ μετα.μ.όρψωση; δ Μιiριος &.πόρησε πολύ. Άψοu γύρισε στό δωμά.τι6 τοu, με­

τάνοιωσε ΠΟΙJ οεν τον ΠΙΥ.pακολούθησε.

Β'

ΕΥΡΗΜΑ

Ό Μά.ριος μ' δλο ποu εμενε &ρκετο κα.ιρο στό σπίτι τοσ Κά.ρα.κα., θ~ν εί­

χε προσέξει ποτε ποιοι άλλοι κσ.τοικοίίσαν &κεί μέσα. 'Άλλωστε &κείνη τ+ιv

έποχ·ή δεν κα.τοικοuσαv &λλοι σ' αuτο το σπίτι, εκτbς ιiπb τ"ήν οικογένεια Ί­

ονδρέτη πού, άλλοτε, τής είχε πληρώσει το νοίκι, χωρlς δμως ν' ά.ντα.λλ6.ξει ποτε κοu6έντr:ι:, ο!Jτε με τον πατέρα. , οuτε με τη μητέρα., οuτε με τtς κόρες τους.

Uί 6tλλοι έvοικιαστες εrχαv μ~τακομίσει, "fj είχα.v πεθιiνει , η το,jς εΙχα.v κάΥει

~ξωση έπειδΎj δεν πλήρωναν το νοίκι.

Μιά. &πο τις ήμέρες εκείνου τοu χειμώνα. , γι~ τήν &.κρί6εια 2 τοσ Φλε­βά.ρη, δ ΜιΧpιος βγήκε ιiπb τb οωιιιΧτιό τοu κα.τ& τb σοvροuπο, vά. πιiει, 8πω;

σuνήθως γι& δείπνο. "Αψησε την κuριΧ Πανώρια ν& σκοuπίζει τό κατώφλι τής

πόρτσ.; τοu κα.t νΓι.. κοuοεντιά.ζει με τον έαuτό της, λέγοντα.ς τΓι.. πα.ρακά.τω α.-

568

ξιομ.νημόνεuτ~. 'Όλ~ τώριχ &κρ16ηνοcν. Το μόνο πρaγμιχ. ποu lμεινε ψτηνό εr­νιχι δ κόπος τoiJ &.νθρώπου. Μοχθείς δλη τfιν ijμέριχ. γιιΧ τό τ(ποτε.

Ό Μά.ριος προχωρούσε προς το ξενοδοχείο συλλογισμένος κιχt μέ το κε­

ψά.λι σκυψτό, οτ~ν ξ~ψνικιΧ lπεσε πά.νω του κά.ποιος οιιχ.6ά.της. Γuρισε κrχι

βλέπει δυο κοπέλλες ντυμένες μέ κουρέλιιχ κι' &Ούνιχτες, fι μιά. ψηλ-ή κιχ! fι

&λλη πιο κοντΎj, ποu περνοuσα.ν γρΎjγορσ., λιχχσ.νιι:ι.σμένες, ψο6ισμένες, σιΧ νιΧ

τtς κυνηγοtίσιχν. Έρχόμενες άπο τfιν &ντίθετη κιχτεόθυνση δέν τον εlδιχ.ν κ' ε­

πεσα.ν &πά.νω του. Ό Μά.ριος ομως διά.κριvε τ~ χλωμά. τους πρόσωπα., τ' &.­χτένιστιχ μιχλλιά. τους, τιΧ σκισμένιχ. ροuχα. τους κσ.t τ& χωρtς κόr.λτσες πόοιιχ

τους. 'Έτρεχιχν κιχt μιλοuσιχν τιχυτόχpονrχ μετrχξό τους. Ή μεγα.λότεpη lλεγε μ!

6α.pειά κιχ! χιχμηλΥι ψων~:

- Έπpόψτrχσrχν ot στιχυρωτ'i)δες, πιχ.ρ' όλ1γο νά. μ' έτσά.κωνιχ.ν.

Ή &λλη &.ποκρινότιχν.

- Τοuς ε!διχ. Γι' ιχ.ότό κ' έγώ lτρεχιχ., πηλ&.λιχ, γιιΧ νά. το στρίψω.

Ό Μά.ριος κιχτά.λιχ6ε &.πο τΥιν &.πrχίσιιχ δι&.λεκτο, δτι τίποτε ά.στυνομικο!

τ!ς κυνηγοuσιχν κιχ.! πιχρ' δλίγο νά. τ!ς πι&.σουν, ά.λλά. ιχδτά. τ' &.ζιοθρ-ήνψrχ κο­

ρίτσιιχ τοιJς ξέφυγα: ν.

Στά.θΥ)ΚΕ λίγο κιχt τtς πιχ.ριχκολουθοuσε μέ το μά.τι &.πομιχκρυνόμενες, ά.λ­

λ&. δτιχν πjjγε νά. προχωρήσει, εlοε κ&.τω gνιχ ψ&.κελλο. 'Έσκυψε κιχ! τον πr)­ρε. Είχε μέσα. χ~ρτιά..

- Σίγουρσ. θ&πεσε &.π' α.lιτές τ!ς δυστυχισμένες, σκέφτ'Υ)κε, χωρ!ς νά. τό

κιχ τιχ.λά.6ουν.

Γύρισε πίσω, φώναξε, &.λλά. δέν τtς πρόφτιχ.σε. 'Έ6σ.λε τό ψά.κελο στήν τσέπη κιχ.! πήγε νά. ψ&.ει.

Γ'

TETP.AnPO~QnO~

υΟτιχν δ Μά.ριος γόρισε στο οωμά.τιό του κιχ.t γουνότα.ν νά. πλα.γιιiσει, το

χέρι του επεσε στο ψά.κελλο, .ποιJ είχε 6ρεί στο δρόμο. Τον είχε λrισμονή­σει. Σκέφτηκε πώς επρεπε νά. τόν &.νοίξει, γισ.τt ίσως εδρισκε τΥι οιεόθυνση των κοριτσιών, α.ν ιχδτές τον εχιχ.σιχν, Υ) κά.ποιου &λλου στον δποίο &.νηκε. 'Άλ~ λωστε δ ψ&:κελλος οέν rjτιχν σψριχ.γισμένος.

Βρ'Υ)κε μέσιχ τέσσερες έπισtολές, κι' οιότές &.σψρ&:.γιστες, &.λλά. κά.θε μέprχ

μιά. ά.π' α.δτές είχε κrχι ο:ιχφορετικΥι διεόθuνσΥJ. ~ολες ε!χιχν μιά. &.ποκρουστι­κrι μυρωδιά. κιχπνοu. 'Η πρώτη ά.πευθυνότιχν, «Προς τfιν Κυρία., Κuρ(ιχ. μιχpκΥJ­

σ(α. ντε Γκpουσεριχί, ε !ς τΥjν πλιχτεία. lνα.ντι 6ouλ'ijς &.ριθ ... »,

569

Σκέψθrικε 1\τι rσως ιιι!σ~ εuρισκε τtς πλrιροψοp!ες πού χρειαζόταν yιά. νά. τtς έπιστρι!ψει στbν κά.τοχ6 τοuς . ΤΎjν ~νοιξε κα.ί οιά.6α.σε τιΧ πα.ρ~κά.τω:

«Kupί~ Μα.ρκrισι~,

»'Η d.ρετή τής έπιεικίας καt της εόσπλαχνίας είναι έκείνη πού ένώνει τ'ήν κοινωνία.ν στενώτερον. Έκτείν~τε τό χριστια.νικόν r.Gtσθrιμά. σα.ς Ύ.α.ί ρίψα.τε

εν βλέμμα. οίκτrιρμοu πρός εναν δuστuχ'Υ) Ίσπιχνόν, τον όποψ~ινόμενον, 1\στις

πιστός εες τά.ς &.ρχ~Χς της ιερα.ς νομιμότητος, δέν έψείσθη δι' αύτά.ς ~~τε τοu

αϊμιχ.τός τοu, οuτε τ'Υjς περιοuσίιχς τοu κιχί κιχτ'ήντ'Υ)σε σ-ήμ.εpο:η ε1ς τήν έσχά.την

ενδειcχ.ν. Δεν &.μψι6ά.λλει ποσιίJς, δτι το !ντιμον όποκείμενόν σας θά. ελθει εες

σuνδρομfιν τινά., είς τρόπον ί:)στε νά. ~μπορέση νά. σuντρέξη μία.ν uπαpξιν λία.ν

όδ•Jν'Υ)pά.ν Κuρία. μοu, ενα.ν στρατιωτικόν, δ δποϊος ηα.6ε κα.θd)ς πρέπει d.να.­

τροψήν κcχ.ι εχει tό σώμα. πλήρες τρα.uμ.riτων. Δι' δ κιχ.ί έκ των προτέρων όπο­

λογίζει ε 1ς τήν ψιλα.νθpωπία.ν σα.ς, ώς κ~ι ε~ς τήν σuμπά.θεια.ν της κuρία.ς Μα.p·

κrισίας είς τό δuστυχες ~θνος του, δτι δεν θά. κpοuσrι έπί ι..ι.~τα.ίω την θύρα.ν

σα.ς κα.t d.πb τοuδε διατελεί ύπόχρεος διά. 6ίου κιχ.t ταπεινότιχ.τος δοuλος της όμετέρα.ς εδγενείιχς.

»Ντον Άλ6α.ρέζ, Ίσπα.νδς λοχα.γδς τοu ίππικοu, πpόσψuξ εες τήν Γιχλλίιχν

δι~Χ τά. 6α.σιλικά. τοu ψρον)lμcχ.τcχ., δ δποίος έπιστρέψει είς τijν πατρίδα του κα.ί

δεν lχει τά. μέσα. νά. έξα.κολοuθ'ήση το τα.ξίοιόν τοu» .

Έπειοή δέν εlχε, έκτός d.πδ τήν όπι:ιγpcχ.ψή, κι:ι.νένσ. άλλο στοιχείο πο•) νά.

τόν διαφωτίζει, δ Μά.ριος α.νοιξε τή οεόtεp'ΥJ έπιστ()λΥj, ποίι &πεuθuν6τιχν, «Προς

τήν Κuρία.ν, Κυρίι:ι.ν κόμ:ησι:ι.ν ντε Μπον6ερνέ, δδός Κασσέτ, ά.ριθ. 9».

«Εόyενεστά.tη. Κuρία Κόμησα.,

»Μία. δυστυχισμέν'ΥΙ μ'Y}tέpa. Κξ'Υ/ πα.ιοιών, έκ τών δποίων τό τελεuτcχ.ίον ε!­να.ι δκτώ μ'1jνων, 6ρίσκετvχι σ-ήμερον κι:ι.τά.κοιτος κα.t έγκα.τι:ι.λελημμένη ά.πό

τόν σύζuγόν τ'ΥΙς πρό πέντε μηνών, &νεu οδοενός π6ροu ζωης εlς τόν κόσμον

κα.ί εlι; έσχιiτην ενδειιχν.

»Έλπίζοuσα. ε!ς ι..ι.όΥ1JΥ τήν εόγεν!ι:ι.ν σι:ι.ς δεχθ"i)τε τον 6ιχ.θύτα.τον σε6ιχσμόν

μοu .

Μαρία. Μπα.λιζά.ρ».

Ό Μά.ριος α.νοιξε τijν τρίτ1J έπιστολή πι;/) ~τι:ι.ν, δπως κι:ι.t οί προrιγούμε­

νες ίκετεuτικ'ή. 'Έγρcχ.ψε: «Πpός τόν Κόpιον Τοuλοuμπιέ, μεγαλέμποpον σκούφων, δοοι; 'Αγίου Δι­

ονuσίοu, ε!ς τήν γωνία. της δοοQ σιδηρικών. »Λαμ6&.νω τα. θιiρροι;; να. σά; στείλω τήν πιχρι:.uσα.ν, δια. vα. σ~ς πα.ριχκσ.·

λέσω ν~Χ ένδι<Χψερθ'Υjτε δι' ενα.ν &νθρωπον των γριχμμά.των, δστις εχει στείλει ε-

570

Υα. ορα.μα.τικον ~ρyον είς το θέα.τρον προς ~yκρισιν. Ή ίιπόθεσ ις τοu δράμα.­τος εlνα.ι ίστορικ~ κ~ί ή σκr;νΥ] παρίσταται ε1ς την 'Ωοέρνην κα.τ~ τον κα.ιρον της αύτοκρα.τορίας. Το ϋφος τοu λόγου εiνα.ι ψυσικ6ν, &.ιJlιχστον , λακωνικόν

ι<α.ί οιά τοuτο νομίζω οτι εχει κάπο~αν &ξία.ν. Έν τω μεταξu πα.ρεμοά.λλοντα.ι κα.ί στίχοι . Το κωμικόν, το σοοα.ρόν, το ά.πρόοπτον, ποικίλουν τοuς χα.ρα­κτήρα.ς.

Δεν σάς ά.ποκρόπτω δτι, μ' ολα. τα. προτψήμα.τα. τοϋ δράματός μοu, πολu

ψο6οuμαι μήπως δ φθόνος κα.ί δ έγωϊσμος τGJν &λλων προνομ.ιοόχων σuyγρα.­

ψέων κα.τορθώσει να. ά.ποκλείση το eργον μου, διότι δέν &γνοώ πόσας &ντι­

δράσεις συναντά π&ς νεομψανιζόμ.ενος.

»Κύριε Τοuλοuπιt, ~ δικα.ία. ψήμη σα.ς ώς πεψωτισμένοΙ> προστ&.τη τG'Jν

Μουσών μ' ένθα.ρρtίνει ν& σάς στείλω τήν κόρην μου, ~ δποία θ& σaς έκθέση

τΥjν έσχάτην eνδειάν μα.ς, στεροόμενοι κα.ι α.uτον τον tπιούσιον &ρ τον. Πα.ρα­κα.λιο την εuγενείαν σας να δεχθΥ)τε τr;ν ά.ψιέρωσιν τοQ δρά.ματός μι;υ κα.ί f}~

α.ίσθα.νθω tδια.ιτέρα.ν χα.ρΓJ.ν νσ. σκεπα.σθιίJ uπο τΥ)ν α.tyίδα.ν σα.ς κα.l να κοσμήσω

το ~ρyον μι;υ δι& τοu ονόματός σcι.; . Έα.ν ή γενναιοδωρία σα.ς εόα.ρεστηθή να.

σάς ύπαγορεύση δποια.νδήποτε προσψορ?ι.ν προς τον τα.πεινόν σuγγραψέα, θα.

&.σχοληθG) ά.μέσως νά ypά.ψω &:ναν πο:ητικον ΕΠΓΙ.t\10'1 εtς Ενδειξιν τi)ς προ; ύ­

μα.ς εόγνωμοσόνης μου . Το οέ ποίημα. τοϋτο, τό δποϊον θ?ι. προσπα.θήσι~ να. yίνη δσο το δυνα.τον τελειότερον, θά. σα.; στα.λη πριν τυπωθη ε [ς τfιν α.ρχΥ)ν τοu

δρά.μ.ατος καt οα. &κψωνηθη &.πο σκηyης.

»Προς τον Κuριον κα.ί την Κυρία.ν Τουλουπιέ,

τα. 6α.θύτα.τα σέβη μου.

Ζα.νψλα.έ σuyγρα.ψεός .

r. Γ. 'Έστω καl μόνον σαράντα σολοιά.

»Μέ συγχωρείτε ποu σ&ς σ;:έλλω την κόρην μου &.ντί νά. πα.ρουσιασθιiΙ δ ϊδιος, ά.λλ& ενεκα. ο1κτρών α.1τιών ά.ψορουσών εtς τΥ]ν ένοuμα.σlα.ν μοu, κρα.τοu­

μαι, ά.λλοlμονον, &κwν άκων περιορισμένος ε1ς τi)ν ο1κία.ν ... ».

Ό Μάριος α.νοιξε και την τέταρτη επιστολή. Είχε τη διεύθυνση «Προς τον Κόριον ψιλάνθρωπον τής έκκλησία.ς τοu Άyίοu Ίακώ6οu» .

« Φιλά.νθρωπε Κύριε!

»'Eav με ά.ξιώσετε της τιμής νΓJ. ά.κολουθήσετε τΥ;ν κόρην μοu, θά 1δrjτε

ε1ς ποίαν ά.θλ(αy κατάστασιν εύpίσκομα.ι κα.t θά. σάς δε(ξω τα πιστοποιητικά.

μοu. ''Uτα.ν αuτa τ& 1δrjτε, είμα.ι 6έ6α.ιος, 8-:ι ή ψuχή σα.ς πολu θά σuyκινηθη,

διότι οί άληθεϊς ψιλόσοψοι αίσθά:νοντα.ι πάντοτε συγκινήσεις ζωηράς .

»,Εν τη προσδοκία. της πα.ροuσ(ας , Ύ) τής y~ννα.ία.ς σuνδρομ.ης σας, σάς

πα.pακαλώ νa δεχθ'ίjτε τον 6αθότcι.τον σε6ασμόν μοu.

«Της ύμzτέρα.ς μεyα.λοψυχ(α.ς

Ταπεινότατος καt εόπειθέστοιτος δοuλος

Λα.μα.ρίνος, Ύjθοποιός».

571

Άψοu οι~6α.σe: κα.ί τίς τέσσe:ρες επ ιστολές, δ Μ~ριος ~μεινε με τ~ν ίδια. άπορ!α..

Σε Κα.μμιά. &.πο τίς έπιστολες δε φαινόταν ~ διεύθuνσΎJ τοu έπιστολοyρά. ­ψου. 'Έπειτα. κ~θε μια. &π' α.uτες είχε &λλΎJ ίιπογρα.φ~, δ yριχφικος χα.ρα.κτ~­ρα.ς δμως fιτιχν δ ίδιος . Auτb ~δειχνε 8τι ε!χαν γραψεί &.πb τb !διο πρόσωπο.

Τό ϊδιο χα.pτί, τά, ϊδιΙΧ όρθογpΙΧφικα. λά.θΎJ, "ή ίδια. &θλιΙΧ μυρωδιά, κα.πνοu. Οδ­

τε <iν ~τα. ν τών κοριτσιών ψαινόταν ποuθe:ν~! Ό Μιiριος τά. δίπλωσε κα.t τά.

πέταξε σε μι& γωνιά., γιιχτl οεοαιι~θψ6 ότι ~ταν παλιόχαρτα. χωρίς κα.μ.μ.ια. ά, ­

ξ(ΙΧ γιQ:. κείνοΥ ΠΟU τ&χα.σε κ' επεσε νά, κοιμΎ)θεί.

Κατά τtς &ψτα. τb πρωί, μόλις είχε σΎ)Κωθεt και προγευμάτισε κα.ί ήτΙΧν

ετοιμος ν' &.pχίσει την έργασία τοu, ά.κοuσε ενα σιγα.νό χτύπΎJι.ι.α. στην πόρ­τα. του.

Άψοu δέν ε!χε τίποτε νιΧ τοG κλέψουν, &ψΎJΥΕ πά.ντοτε τό κλε ιδt στην

πόρτα, έκτος οτΙΧν είχε πολu 6ιαστικΥ) έργασία και δ!ν .jjθελε νιΧ τον ένοχλ~­

σει κα.νένας, κι' αuτο πολU σπάνια . 'Έ6yΙΧινε εξω ΚΙΧt &φψε το κλειδί στΥ)ν

κλειδαριιi.

-θα. σα.ς κλέψοuν , τοσ ελεγε 'ή κuρ& πανώρια.

-τι θ&. οροuν νιΖ μοu κλέψουν; ά.ποκρινότΙΧν δ Μά.ριος.

ΆκούσtΎ)ΚΕ κιχl δεύτερος χτύπος και πά.λι σιγα.νbς δπως πρίν .

-Έμ.πρός, ε!πε δ Μά.ριος .

Ή πόρτα &νοιξε .

- Τί θέλεις κuρά. πανώplα; pώτψjε δ Μά.ριος χωρlς να. σrικώσει τα. μά.-

τια του &.πό τα. χα.ρτια. καl τα. 6ι6λία. ποu ε!χε πά;νω στό τρα.πέζι.

ΜιιΧ ψων-ΥJ ποu δεν ήταν τής κυριΧ - Πανώρια.ς, &.ποκplθΎ)κε.

-Με σuyχωρεϊτε, κίιριε ... τΗτα.ν μι&. ψωνη όπόκωψη, πνιγμένη φωνή, σα. φωνή γέpοu, 6pα.χν ια.σμ.έ­

νΎ) ά.πb το πιοτό.

Ό Μά.ριος γίιpισε &μέσως κα.ί μ' εκπληξ'Υ) είδε μιά. νέα. κοπέλλα.

Δ'

ΕΝΑ ΡΟΔΟ ~ΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ

'Ένα. πολu νεα.ρο κορ ίτσι στε;ι.όταν στΎjν πόρτα. , π?u τ -Ιjν κρα.τοuσε μισα. ­

νοιγμένη, fiyα. κορίτσι ο[κτρό, ΚΙΧχεκτικό , ά.ποσα.pκωμένο , ψ;uμέΥΟ μ' f.να σχι­

σμένο ψόρεμα. χ' ~νΙΧ &θλιο μεσοψόρι μέσΙΧ σε κείνο το δριμ.tί ψι)χο;. Γιά ζώ­

νη εlχε ενα. σπάγκο, για κορδέλλα. στα. μα.λλι~ το ϊδ t ο. Οί ΚΟΚΥ..'J.λ ιά:ρ ικοt ιΙJμοι της ξε6γα.ινα.ν <Χπο τα. σκισμένα. ροuχα. της, 'ή οψη της ωχρή, τ&: χέρια. της κόκ­

κινα, το στόμα. μισάνοιχτο και μαρα.μένο, δόντια λειψά., μά.τι σ6ηaμένο, θρα- ..

572

σu κιχ! πρόστuχο, γραμμές κοπέλλιχς &σθε',Ιικijς κα.t 6λέμμα. γριlί.ς διεφθα.ρμέ­

νης. τΗτα.ν δεκα.πέντε κα.l μα.ζ! πενijντιχ χρονών.

Ό Μά.ριι:Jς σηκώθηκε κα.t ΚQιτι:JΟσε ιχuτο το πλιiσμιχ, τQ(ί φα.ινότα.ν σά. σκιά., σά.ν ~νειpο.

Τό πιό συγκλονιστικό ~τα.ν, οτι το κορίτσι σ.ότο οέν ~ρθε στον κόσμο

γιά νά. ε!νιχι &σκημο. Στά. πα.ιδικά. τοu χρόνια. μά.λιστα., σίγι:Juρα. θά. ~τιχν ~­

μορφο. Ή χά.ρη κα.ι ή ήλικlα. &ντιπά.λεuιχν &κόμη μ.έ τ~ δια.φθορά. κα.ι τή δuστuχία.. UΕνιχ λείψιχνο ομορφιάς φιχινότα.ν νά. έΚπνέει πά.νω σ' ιχότb τb πρό­σωπο των οεκά.ξη χρονιϊ>ν, δπως δ ήλιος ποu σ6~νει τό χειμώνα. μόλις &.νσ.­

τέλλει κα.l σκεπά.ζετιχι &πό μα.uριχ σόννεφα..

Τό πρόσωπο ιχuτο δεν ~τα.ν έντελιί>ς άγνωστο στο Μά.ριο. Tou φιχιν6τιχν

ί.Ιτι κα.ί &λλοτε 'to ε!χε οεί, &.λλά. οέ θuμότιχν ποu. - τι θέλετε; τ'ή ρώτησε.

Ή κι:Jπέλλα. &.ποκρίθηκε μέ φωνή μέθuσοu &ντριχ:

-'Έχω α.ότό τb γρά.μμιχ γι& σlί.ς, κόριε Μά.ριε.

Γνώριζε τό μικρό τοu ονομσ.. Ποιά. ~τιχν &ρσ.γε κοιι πως ήξερε τ' ~νομcΧ.

τοu;

Χωρlς νά. περιμένει νά. τi)ς πετ νά. περάσει, έκείνη μπ'Υ)κε τολμηρά. κα.! κοίτα.ζε τό δωμά.τιο δλόγuρα. κα.l τό ξέστρωτο &κόμη κρε6ά.τι τοίί Μά.ριοu.

'Ήτοιν ξuπόλuτη. Άπο τlς μεγά.λες τρύπες τοu φοuστα.νιοϋ της φα.ίνοντα.ν τά.

μιχκριιΧ κι' &.Μνα. τα. πόοια. της κιχl τ' &.ποσα.ρκωμ.ένα. γόνα.τά. της . 'Έτρεμε

&.πό τό κρύο κα.t χτuποuσιχν τά δόντια. της.

Κριχτοuσε πρα.γμιχτικιΧ eνα. γρά.μ.μα. στό χέρι της, πλησία.σε κα.t τοδωσε

στο Μά.ριο.

Άνοίγοντα.ς το γρά.μμα. α.δτό, δ Μιiριος πα.ριχτήρησε οτι 'ή κόλλιχ τοu φα.­

κέλλοu ~τιχν &.κόμll. νωπή. Άσψα.λώς τό γρά.μμ.α. οέν έρχότα.ν &.πο πολU μα.­

κριά.. Το ξεοlπλωσε κιχl οιά.6οισε:

«Άγιχπητέ νέε, κόριε γείτων μοu!

»'Έμα.θα. τήν &νέρyειά.ν σα.ς, νά. πληρώσετε το ενοίκιόν μοu πρό iiξ'Y) μij­

νll.ς. 'Έχε τ'ήν εuχήν μοu κά.λλιστε νέε. Ή κόρη μοu fι μεγά.λη θά. σα.ς π'\')

δτι είμεθα οέκιχ ήμέριχς σήμερον χωρlς ενα. κομμά.τι ψωμί τέσσα.ρες ψuχές κα.ι

'ή yuνα.ίκα. μcu aρρωστη. "Ά •ι δέν μέ ά.πα.τa fι σκέψις μοu, νομίζω δτι πρέπει

νιΖ έλπlζω &.πό τr1ν εόγενij σα.ς κα.ροία.ν πά.ντα. οίκτον, δτα.ν &.να.yνώσετε τήν

πα.ροuσα.ν κα.ι δτι εrνα.ι &.Μνα.τον νά. μή λά.6ω κά.ποια.ν &να.κοόψισιν, εστω Κll.ί

Ελα.ψρά.ν.

»Τα.uτιχ κα.t μένω μέ 1\λην τ-Υjν 8ια.κεκpψέ·ιην όπόληψιν, ήτις χpωστείτα.ι

εις τοuς εuεργέτα.ς τijς &νθρωπότητος.

'Ιονορέτ1Jς · »Υ .Γ. Ή κόp1J μοu θά. προσμείνη τ!ς οια.τα.γές σα.ς, προσιφιλέστα.τέ μοι

κύριε ΜcΧ.pιε»,

573

Μέσα. σέ κείνα. τ~ σκοτειν~ γεγονότα., πού &.πα.σχολοσσα.ν τό Μιiριο &.πό το πpοrιγοuμενο 6pάδι, το γράμμα. α.ότό ~τα.ν σ~ν gνα. κερί μέσα. στο όπ6γιοιο. Τ~ πliν'tα. ψω'tίστηκα.ν μεμιeiς.

Ή έπιστολ~ α.ότ~ έρχότα.ν &π' δποu κα.ί ot &λλες τέσσερες. τΗτα.ν τό rδιο γράψιμο, τό ίδιο δψος, fι ίδια. όρθοyρα.ψία., το ϊδιο χα.ρτί, fι ίδια. μuρωδι& τοσ κα.πνοσ.

ΤΗτα.ν πέντε έπιστολές, πέντε ίστορίες, πέντε ονόμα.τα., πέντε όπογρα.ψές, gνα.ς κα.t δ α.ό•ος έπιστολογρliφος.

Είποr.με 5τι, δ Μliριος μ' δλο ποu κα.τοικοσσε ιiπό καιρό στό σπίτι έκεϊνο, σπάνια. τUχα.ινε νιΧ δit τοuς γείτονές τοu, για.τί ε!χε το νοσ τοu ιiλλοσ κα.ί

δπου ε!να.ι δ νοσς τοϋ ιiνθρώπου, έκεr κα.ι το 6λέμμα. του. Πολλές φορές, 6έ-6α.ια., θ(χ. σuνcΧ.ντ'Ι)σε τα. μέλ'Ι) τijς ο1κογένεια.ς 'Ιονδρέ•rι σ'tό διιiδρομο ~ σ't'ij σκcΧ.λα., ιiλλι% τόσο λίγ'Υ) προσοχ-ή ~δινε, &στε τ'ήν προ'Υ)γοόμενη τό 6ρli8ι σκόν­

'tα.ψε πιiνω σ•lς κόρες •οσ 'Ιονδρέ't'ΥJ, χωρίς να. τίς γνωρίσει. Κα.ι σ'ήμεριχ ποu fι μια. &π' α.ότές μπijκε στο δωμliτιό τοu,· ιiμuδρι% θuμ'ήθηκε δτι το πρό­

σωπο α.ο•ό δέν τοσ ~τα.ν εντελώς ιΧyνωστο.

Τώρα. τιΧ6λεπε δλα. κα.θα.ρά;. Ό γεί•ονά;ς του, δ 'Ιονδρέτης, ε!χε ώς 6ιο­

μ'Ι)χα.νία. ν' &πεuθόνετα.ι σs κ~θε &νθρωπο, γι& -.όy δποίο &Υ.Οuσε δτt έχει

φιλα.νθρωπικιΧ α.1σθήμα.τα., δτι μά.Οα.ινε τlς διεuθόνσεις κ' lγρα.ψε μέ διάφορα. δνόμα.τα., με•α.χειριζόμεvος 'tίς κόρες τοu για. γρα.μμα.τοκομισ'tές, χωρίς νιΧ

τόv ένδια.ψlρει σέ πόσους κινδόνοuς τtς έξέθετε. Για.τί, ε!να.ι ψα.νερό δτι δ

πα.τέρα.ς α.οτbς είχε cpτιiσει στό σημείο ν' ιiδια.φορεί γι& τι% πιivτα.. 'Έπα.ιζε

τα. ζά;ρια. μέ τήv τύχη κα.t ριψοκινοuvεuε τά. πα.ιδιά. τοu. Ό Μά.ριος θuμότα.ν

τώρα. πιi>ι;; έτρεχα.ν χθέι;; το 6ρά.δι, το λα.χά.νια.σμά. τοuι;;, τιΧ λόγια. ποu ηεγα.ν

με•α.ξό τοuς, περνώντα.ς πλά.ι τοu κα.t κα.'tα.λά.6α.ινε δτι οί δuστuχισμένες α.uτές

μικρές εκα.νοιν, ποιος ξέρει, τί &λλες σκοτεινές δουλειές, κι' οτι ιiπ' 8λα. α.utιi,

εlχα.ν φuτρώσει μέσα. στήν κοινωνία., δπως εΙνα.ι φτια.γμέvη σ~μερα., δυο ~θλια.

πλά.σμα.τα., ποίι δέν ήτα.ν οuτε πα.ιδιά., οuτε νέες, οuτε γuνα.ϊκε;, <Χ.λλιΧ είδος α.­

ψόσικων πλα.σμ~των, ιiθώα. . τέρα.'tα., γενν~μα.τα. τijς δuστuχία.ς.

"Αθλια. πλ&.σμα.τα. χωρίς ~νομα., χωρίς fιλικία., χωρίς ψσλλο, &.νίκα.να. γι~ _ τδ κα.λό κα.t για. τό κακό. Πλά.σμα.τα. ποό, 6γα.ίνοντα.ς στi)ν κοινωνία. ιiπό τi)v

πα.ιδικ'ij ~λικία., δέν εχοuν τίποtε σ' α.uτόν τόν κόσμο, οuτε έλεuθερία., outε ά.ρετή, οuτε εόθuνη τών πρliξεών τοuι;;. Ψυχές, ποu μόλις χθές ~νοιξα.ν κ~! σ-ή· ·

μερ~ μ~ρά.θηκ~ν, δμαιες με ~νθη ποu πtψταυν σ~ο δράμα κοιι πι~ο-ιλ(ζοντοιι ~π·

5λε~ τί~ λcΧ.σπες &σποu νι% τ& συντρίψει δ τροχό~ τοσ &.μ~ξιοϋ. Στο μεταξu, έvώ δ Μάριος τήv εολεπε μ' εκπληξη και λUπη μαζί, fι ΚΟ­

πέλλα. πεpιcpεpότα.v στό δωμιiτιο μέ παριi8οξη αύθ~δεια.. Οϋτε κα.l τήv ιν8ιέ­φερε, α.ν μέ τίς κιν~σεις της εδειχνε τή γύμνια της. Κάποu - κάποu, τb ξεσκι­σμένο κα.ί ξεκούμπωτο πουκ~μισό τηζ !πεφτε σχεδόν ως τ~ μέση. Μετα.κινοο­σε τίς κα.ρέκλες, ~να.κά.τεuε τ~ διliψορα. aντικείμενα. πά.νω στον κομό, επι~νε

574

τα. ροΟχΙΧ τοσ Μά.ριοu κΙΧ! κά.θε τι ποu 6ρισκότα.ν στίς γωνιες τοπα.ιρνε, τCι &ξέτοι;ζε.

-'Ά! φώνα.ξε, lχετε κα.ί καθρέφτη!

ΚΙΧt τΙΧuτόχρονΙΧ, σα. να. ~ταν όλομ6ναχη, σιγοτρΙΧγοuδοϋσε εuθuμ.α τpΙΧ­

γοuδά.κιΙΧ, ποu ~ οpΙΧχνή ψωνή της τα. ΕΚΙΧνε πένθιμα. Άλλrχ Υ.ά.τω &π' αuτή τΥ)ν άνσ.ίδειΙΧ, διιiκρινε κανείς κά.ποια. &νησυχίοι; κοι;! συστολή. Ή οι;όθ<iοειΙΧ φέρ­

νει κι' αuτη ντροπή, την έ6λεπες να. πηγαινοέρχεται κα.l νόμιζες δτι εολεπες

gνΙΧ &θλιο ποuλί μ.~ βγΙΧλμ.ένΙΧ τα. ποόποuλα κσ;l σπασμένrι τη μια φτερούγα..

ΚΙΧτα.λά6σ.ινες δτι, άν α.ότο το κορίτ εrχε &λλη &νοι;τροψη ΚΙΧL &λλη μ.οίpΙΧ,

OL κινήσεις τοu αuτές θ& ~ταν εuχάριστες κα.ί μά.λιστα χαριτωμένες. Άνά.­

μεσ7. στ& ΠΟUλι&, ο,τι Πλά.στηκε περιστέρι οε μετα6άλλετα.ι σe ΚΟU'JΙ.ΟUΟά.για,

μόνο στοuς &.νθρώποuς ΠΙΧpΙΧt"Υ)ρείτΙΧt ΙΧuτb το ψα.ιν6μενο.

Ό Μά.ριος τήν Ιt6λεπε συλλογισμένος κΙΧt τήν &ψψε να. κάνει δ,τι θέλει.

'Εκείνη πλψ~ί<Χσε στο τρα.πέζ ι .

-'Ά! είπε, 6ι6λία.!

Μια. &.νοιλΙΧμπή ψά.νηκε ξΙΧψνικα. στό θΙΧμπό μά.τι της καl με τόνο α.uτα.­

ρέσκεια.ς, ΠΟU εδειχνε την εuχα.ρίστησ"Υ) ΠΟU vι:ιιώθ;;ι καν;;(ς, οτα.ν μ.ποpεί ν&.

κΙΧuχηθεϊ για. Χά.τι, πρόσθεσε:

-Έyώ, ξέρω να. διΙΧ6ά.ζω.

υ Αρπα.ξε τό βιβλίο ποu ~τα. ν &.νοιχτο πά.νω στο τρα.πέζι κι' ~pχισε να.

οια.6ιiζει μ' εόκολία..

« ... Ό στpα.τηγος Μπωντοuέν Ιtλα.6ε τήν δια.τα.γij, να. κuριεuση, μέ τα.

πέντε τά.γμα.τα. της μερα.ρχία.ς του, τον πόρyο τοσ Οόγκομόν, κείμ.ενον στη

μέση της πεδιάδος τοϋ Βα.τερλώ ... ».

-'Ά! το Βα.τερλώ, ξέρω, έγινε εΧεΙ μια. μάχη, πήρε μέρος κι' δ πα.­

τέρα.ς μ.οu. Ό πα.τέρα.ς ι.ι.οu όπηρέτησε στο στρατό. Εrμ.ΙΧστε ολοι 6οναπα.ρτι­

κοί. Στο Βατερλw zyινε μά.χη με τοuς "Ayyλouς! 'Άφησε τό 6ι6λίο, πήρε μιa πέννα. κα.l φώναξε:

- :Ξ:έpω κΙΧl να. yρ<iψω. llptν προλά6ει δ Μά.ριος ν' &.πα.vτήσει, Υ) κοπέλλα. οούτηξε τήν πέννα.

στό μελά.νι κ' εyρα.ψε σ' ενα. ψύλλο λ:::uκό χα.ρτί δuό λέξεις.

«0[ Στα.uρωτήοες lρχοντα.ι».

'Άφησε uστερα. την πέννα. κα.l είπε:

-Δε eα. 6ρεΙτε κανένrι. όρθογρrι.φικό λά.θος. Κ' εγω ΚΙΧl ~ ά.δελφή μοu , πrιpetμ.z iνσ.τpοψΥJ. Δέν εϊμ.α.στε πά.ντ<Χ δπως εrμΙΧστε σrιμ.:::pΙΧ. Δέ γεννηθ·fικαμε

γιά ... Στα.μάτ"Υ)σε ΚΙΧt κάρφωσε το σ6φμένο μά.τι της πά.νω στο Μάριο , εοαλε

δστερα. τιΧ γέλιοι; κα.ί ταυτόχρονοι; ψώνα.ξε μ' gνα. τόνο, ποu κά.θε σποι.ρα.γμ.?ς

πνιγόταν &.π' τον κuνισμ6:

-Μπά.!

Κι' ~ρχισε Υ~ τρσ.γοuοιl. σ' εuθuμο σκοπο τοuς παρακάτω στίχr;uς:

Πεινώ, πατέρα. ψίχα. ψωμί.

Τρέμω, μ'Υ)τέρα,

γuμνο κορμί ...

Μόλις σταμιiτφε , ρώτφε το Μάριο:

ο/6

-Πηγαίνετε καμμι<Χ φοριΧ στο θέα.τρο; Έγw Π'Υ)γα.ίνω. 'Έχω ε να. μι­κρό Μελψό κι' οιuτός liχo:: ψίλοuς ·ηθοποιοuς κα.l κιiποτε μας δίνουν ε ισι­

τ-ήρια.. Δε μ' &ρέσει δμως νιΧ πηγαίνω στη γα.λα.ρίσι . Μα.ζεύετα.ι τόσος κόσμος,

ε!νοιι τόσο στενόχωρα. έκεϊ. 'Έρχο-ιτα.ι κα.t μερικοί aνθρωποι ποu 6ρωμοuν.

'Έπειτα. περιεργ~σ-τ;ηκε το Μ~ριο, πfjρε ε να. πα.ρά;ξενο uφος κα.l είπε:

- Ξερετε, κύριε Μιipιε, πwς είστε ενα.ς πολu ομορφος νέος;

Τα.uτόχρονσ. ήρθε κσ.l στοuς 8uό η ιοια. σκέψη, &.πο την δποία. α.uτη χα.μογέλα.σε κι' δ ΜιΧριος κοκκίνισε. ..

Ή κοπέλλα. πfjyε κοντ!Χ του κι' &.κούμπ'Υ)σε το χέρι της πάνω στόν ώμο τοu.

-'Εσείς, δέ μοu δίνετε κα.μμι<Χ προσοχ-ή, εγω δμως σάς γνωρίζω, κύρ ιε

Μιiριε. Σaς σuνα.ντώ έοω στη σκιiλα. κα.l aλλοτε πιiλι σά.ς 6λέπω να. μπαίνε­

τε στο σπίτι κά.ποιοu ποu τον λένε κ. Βο'ίδά. , εκεί προς τη γέψuρα. 'tOU Άού­

στερλιτς. ΑuτιΧ τά. μα.λλιά. σα.ς, δπως είνα.ι σγουρά., σα.ς πηγα.ίνοuν πολu ο­

μορψα..

Ή q:ιων~ της προσπα.θοuσε νιΧ ε!να.ι &.πα.λΊ), riλλ~ γινότα.ν τρα.χότερη. αΕνα. μέρος &.πb τα. λόγια. τ'ΥJς χα.νότα.ν &νιiμεσα. στο λιΧρuγγα. κα.t στά. χείλη

της, δπως &πιiνω σ' ενα. οργα.νο ποu τοσ λείπουν νότες.

Ό Μιiριος τρα.ο'ήχτηκε σιγά. κα.ί μΕ: τη σuνηθισμέvη ψuχρότητα. της

ε!πε:

- Κοιτιiξετε α.uτο το q:ιιiκελλο, [χει κ~ τι έπιστολές, οί δποϊες νομίζω

δτι &ν'ήκοuν σε σα.ς. Κα.ι τ~ς ~δωσε τό cρά.κελλο μέ τιΖ yρά.μμα.τα..

Ή κοπέλλα. ενωσε τα. χέρια. της και cρώνα.ξε:

- Φά.γσιμε τον κόσμο νά. τα. γ1)ρεύομε!

"Αρπα.ξε το cρά.κελλο, τον άνοιξε κα.l πήρε τα. γριΧμμα.τα. &πό μέσα..

- Κοίτα.ξε, κοίτα.ξε! έyuJ κα.t ή ά.δελφή μου ψιiξα.με παντοu! Κα.l τα.

είχα. τε ορεϊ &σεϊς! Στό ορ6μο θιΧ τά. 6ρήκα.τε, έκεί κοντά. στο Βουλε6ιiρτο.

'Εκεί μας εΙχα.ν πέσει. ΑuτΥ) ~ πpοκομέν'Υ) ~ ά.δελcρ'ή μοu [:ι.α.νε την ά.Ψ:J'Υ)σία..

"Οτα.ν φτιiσαμε στο σπίτι για. να. μή φάμε ξύλο, για ενα. πρ!Χyμα. aνώφελο,

&ντελώς &νώcρελο, δηλα.δΥ) σα.ς λέω &ντzj.GJς .. . είπα.με δτι πήγα.ι.~ε τά. γρά.μ­

μα.τα. στοuς ά.νθρώποuς κσ.l πwς ολοι μας είπσ.ν νίξ! Νιi τσ. λοιπον τά. φτωχσ.

κα.t τά. τέσσερα.. Κσ.l &.πό ποσ τό κα.τοιλά.6οιτε δτι ε!να.ι δ;κά. μα.ς; "Α! νσ.(, &πο το γρά.ψιμο. Σεϊς λοιπον ετστε &κείνος ποu πέσσ.με &πά.νω χθες το βριΧ1λ

576

Έγω ρώτησrι. τΥjν &.δελψή μοu, κόρ~ος ήτrι.ν rι.ότός; κ ι' rι.όt'ή μοσ &.ποκρ!θηκε: Νιχι, μοu ψιχίνεtιχι πως ήτιχν κόριος!

Στο μετιχξό, ε!χε ά.νοίξει τ'ήν ΕΠιστολή πού ιiπεuθuνότιχν: «Προς τον ψι­

λάνθρωπον κόριον τijς έκκλφίιχς τοu Άγίοu Ίιχκώ6οu>>,

Νά.! ε'ίπε, σιότο εΙ~ι γιά. τό γέρο έκείνον ποίι πά.ει πρwί στη λειτοuρ­

γίrι.. 'Ίσοc • ίσrι. ε!νrι.ι ~ ώρrι. τοu. Ν~ τοσ το πάω τώροc &μέσως, ίσως μα.ς δώ­

σει τίπο'tε ν~ ψaμε 'tO μεσημέρι.

"Αpχισε πά.λι νιΧ γελα..

-Ξέρετε, ε!πε , τί θοc πεί, α. ν κrι.τορθώσομε νοc ψα.με σήμεpΙΧ; Αότδ θά. πεί δτι μrι.σήσοιμε γι~ τό γεuμιχ 'tO προχθεσινό, γι~ τδ δείπνο μιχς 'to προχθε­σινό, τδ γεuμα μοcς το χθεσινό, το δείπνο μοcς τό χθεσινό, δλοc τ~ γεόμrι.τrι.

κcιί 't~ δεrπνιχ σ' ενιχ γεuμα., 'to σημερινό. ΓιιΧ λίγο το lχε'tε α.uτό; "Αν δέν

εlστε εόχσ.ρισt'Ι)μένοι μέ τόσο, ψοψείστε 6ρωμ.όσκuλ(;t!

Ψότε δ Μά.ριος θuμήθηκε γιά. ποιο λόγο ~ρθε α.ότΥj ~ κοπέλλσ. στό δω­

μriτι6 τοu. 'Έψοcξε το γιλέκο τοu, ιiλλιΧ δέ 6ρ'ijκε τίποτε.

Ή κοπέλλσ. συνέχισε ν~ μ.ιλ<Χ, σ~ ν~ μ.ήν ήτrι.ν &κεί δ Μά.ριος .

- Βγα.ίνω κά.ποτε τό 6pά.δι ~ξω. Κα.μμι~ ψοριΧ οδτε γuρίζω στό σπί'tι.

Πρίν νιχρθοuμε έδω, πέρuσι, τό χειμώνοc τον περάσοcμε κάτω ιΧπδ μιιΧ κά.μα.­

ρσ. γεψuριοu, στεγνή. Ό ενιχς σχεδόν πά.νω σ'tόν &.λλο γιά. νιΧ μ'ή κρuώνομε. Ή μικρή μοu &.δελψή ~κλσ.ιε. Νά. 6λέπει κιχνείς !κείνο τό νερό νά. περνa,

μrι.upίζει ~ ψuχή 'tOU &.νθρώποu! .u0σες ψορές μοQ έρχότιχν Υ~ πέσω στο νερό

νά. πνιγώ, ~λεγα.:

-'Όχι, θ~ ε!νιχι πολύ κρύο. Πηγιχίνω lξω δλομόνα.χη, κά.ποτε κοιμοσ­

ι.ι.rι.ι στοuς λά.κκοuς. Τή νόχτrι., ξέρετε, δ'trι.ν πεpπrι.'tG) σ't~ 6οuλε6ά.p'tα., 't~ δέν­

τρΙΧ μοu ψοcίνοντΙΧι σιΧν κρεμάλες. Βλέπω δλσι τά. σπίτια. στή σειρά. κοι.τά.μσιuροι

κα.ί μεγά.λα., σοcν τοc κωδωνοστά.σιοc, 6λέπω τούς άσπροuς τοίχοuς κιχί μοσ φοcί­

νον'tοι.ι πως ε!νσιι ποτά.μιοι.. Μπά.! λέω, νερό ε! να. ι έκεί; 'tιΧ &.στpα. μ.οu ψα.ίνον­

τα.ι σιΧ ψοινά.ριιχ, &π' α.uτιΧ ποu &νά.6οuν στίς γιορτές. Mou ψοι.ίνε'tοι.ι πως μέ πε­

τρο6ολοuν κα.ί τρέχω νιΧ σωθώ. 'Όλα. τ~ πράγμα.τα. γuρίζοuν δλόγuρά μοu , ε­νrι.ς &.νεμοστpό6ιλος. uοτοι.ν κrι.νένοι.ς 8έν fχε~ ψά.ει, ε!νιχι, 8έν ξέρετε ... έ:νοι

πp<Χγμrι. πrι.pά.ξενο!

Στcψά.τησε κcιt 'tOY κοίτrι.ξε μέ uψος χιχμένο.

Ό Μάριος κα.τά.ψεpε τέλος νά. 6pεί σέ μιά. τσέπη τcιu πέντε ψρά.γκοι κοιί

δεκοcέξη σολδία.. Αότ~ ήτοcν &κείνη τ'ή στιγμή δλη τcιu ~ περιοuσία..

- uοσο γιιΧ νιΧ ψά.ω, σκέφτηκε, 'tά. δεκά.ξη σολδίιχ μοu ψτά.νοuν, γιιi.

α.uριο 6λέπομε. Κράτησε λοιπον τ~ δεκιiξη σολδίοr. κ' έδωσε στήν κοπέλλα. τ~ πέντε

ψρά.γκα..

Άρπι1.ζει α.ότ·fι ιiμέσως τό νόμισμα. κcιί:

-"Α! ε!πε, νά. δ -§jλιος! cιδτός ε!νιχι δ ijλιος!

577

Κα.ί σά. να. είχε τήν ιδιότητα. δ fιλιος α.ύτός, ν' &.να.λόει το μυα.λό της σέ

χείμα.ρρο &.πό μόρτικα. λόγια., &ξα.Μλοuθηοε:

- Πέντε στρογγυλά., πέντε φράγκα.! Βρε μεγα.λεϊα.! "Q! κα.ί τί θcl. γί­

νει σήμερα. στο ρημά.δι μα.ς! Εfσα.ι πολύ έντά.ξει πα.ιδί, μπρά.6ο σου! θά. μα.­

σήσομε κα.λιl. σήμερα..

'Ανασήκωσε το πουκάμισό της στοuς ~μοuς, χαιρέτισε με όπόκλιση το

Μά.ρ ιο, eκα.νε μιά. κίνηση φιλική με το χέρι κα.t προχώρησε προς τήν πόρτα

λέγοντας:

- Δοίιλη σα.ς ταπεινή, κόριε Μάριε. Πηγα.ίνω να. ορω το γέρο μ.οu.

Περνώντα.ς μπροστά. ά;πb τον κομό, είδε ενα κeιμ.μ.ά.τι ψωμ.ί γεμ.ά.το σκόνη,

τό &ρπαξε κα.l το δά.γκασε λα.ίμ.α.pγα..

-Είναι ξερό, εΙπε, &λλα. εlνα.ι κα.λ6! σπι:Χε: τα. Οόντια.

Κα.ί ογηκε.

Ε'

MI.A ΤΡΥΠ.Α ΤΗ~ ΘΕΙ.Α~ ΠΡΟΝΟΙ.Α~

Ό Μάριος είχε ζήσει πέντε χρόνια. μέσα στη ψτώχεια, &λλa &.κόμη δέv

είχε γνωρίσει τήν &.ληθινή δuστuχία. Τώρα μόλις τη γνwρ ισε, ποu πέρα.σε

μπροστά &πο τά ΙJ.ιiτια. του. Πpα.γμα.τικά., οποιος είδε μόνο τοσ άντρα τή φτώ­

χεια., δέν είδε τίποτε. Της γυναίκας τη ψτώχεια πρέπει va Βεϊ, για. ν&. κα­

ταλά.οει τί ε!να.ι φτώχεια.. Κι' οποιος είδε μόνο της γυvα.ίκα.ς τή φτώχεια.,

::άλι δέν ε!δε τt είνα.ι. Πρέπει να. οεί τοΟ παιδιοσ τη φτώχεια. γιά. να κα.τα­

λά.6ει τι είναι rlληθινη δυστυχlcι..

"Οτα.ν δ a.ντpα.ς φτάσει στ·ijν εσχα.τη φτώχεια, άλλοίμονο σε κείνα. τα.

πλά.σμα.τα. ποu προστα.τεόοντα.ι &.π' ο;uτόv. τα. πά.vτα. χάvοvτα.ι το;υτόχροvα. !Χπ ' α.ότόv, κα.t δουλειά, κα.l μισθός, κα.ί το ψωμί, κα.l ή ψωτιά, κα.t το κου­

ράγιο. Άπόξω ψα.ίνετα.ι να. σβήνει το ψως της ήμέρα.ς, μέσα. τοu σοήνει το

rιθικο φώς. Μέσα. σ' α.ότο το σκοτάδι, δ α.ντρα.ς συvαvτa τrιv &.δυvα.μία. της γυ­

vα.ίκα.ς κα.l τοi) παιοιοσ κα.t τοlις uποτά.σσει με τ'i) ο(α. σε κάθε ντροπή.

Τότε γίvετα.ι δυνα.τη κά.θε &.νόσια. πρ&.ξη. Ή &.πελπισία μοtά.ζει μέ φu­

λα.κη ποu οί πόρτες της δλες είvα.ι σά.πιες κα.l σπα.vε κι' &.νοίγοuν εuκολα..

"Ολες α.uτές οι πόρτες όΒηγοΟν στο άθέμιτο, στην ά.μα.ρτία., στό €γκλημιχ.

Ή όγεία., τα. νιάτα, ή τιμή, ή ίερη κι' &.τίθσ,"η εuα.ισθησία. της νεα.pijς

&.κόμη σά.ρΚΙΧζ, ή κα.ρδιά., ή παρθενία, ή λεπτη έΥ,είvη ΖΠ~Οεpμ(οι;.:. τijς ψυχης,

ποu τη λέιιε α.tδώ , μαλάσσονται &.παίσια άπο το ψηλά.φημα., ποu ζητi νi:ι. 6pεί κά.ποιο πόρο ζω'Υ)ς καl σuvσ.ντα. τη ντροπη μ,ε την δπο(σ., σuμβιβ!Χζετα.ι. Πα.-

37

578

τερά.δες, μψέρες, πα.ιδιά., ~δέλφια., &δελφές, &ντρες, γυνα.ίκες, χόρες ένώνον­

tΙΧι κΙΧί σuγκολλοuντΙΧι κι' δπως σuμ6ΙΧίνει aτΌ σχημΙΧτισμό των μεi~"λλ.ιιι_ν, συσ­σωματώνοντΙΧι σχεδόν μέσΙΧ σ' ΙΧοτό τό σκοτzινό &.νΙΧκάτεμΙΧ ψuλοu, σuγγένει~,

ήλικίΙΧς, κά.θε &.τιμίΙΧς ΚΙΧL κά.θε &.θωότητας. Σuναγzλά.ζοvται ολοι μαζί &.κοuμ­

πισμένοι στίς πλάτες δ ενας τοu άλλοu μέσα στήν τρώγλη τοuς, δπως τ~ κτή­

νη στ"ή φωλιά. τοuς κι' &.λληλοκοιτά.ζοντΙΧι θλι6ερά. 'Ώ ! οί δuστuχισμένοι!

πόσο χλωμοί είνΙΧι και πώς τοuρτοuρίζουν. Νομίζεις δτι 6ρίσΜνtΙΧι σε πλΙΧΨή­

τη ΠΟU ckπέχει ΠΟΑU μΙΧκpuτzpα &.πο το δικό μΙΧς Ύjλιο!

Ή κοπέλλα ~οίι είδε δ Μάριος , τοu &.ποκάλuψε Κνα &.πό τά. πιό ψριχτά.

τμήμα.τα τοσ σκοτα.διοu . "Αρχισε νΓι. νοιώθει τύψεις aτή συνείδησή τοu, για.τt

•όσον κΙΧιpο γεί•ονrχς "'vτών τώv πλα.σμά.των, &.πα.σχολημένος με τίς όvzφο­

πολήσει; του ΚΙΧL το zρωτικό του πάθος, δεν εδωσε καμ.μιά. προσοχη σ' αοτ~

μέχρι τ"ήν ήμέρα. εκείvη. Πλήρωσε το ενοίκ:ο, &.λλ' αvτό ~ταν μ:ά. μηχανικ"ή

χειρονομία. Ό κα.θένας θά. μποροϋσε νά. το κά.νει. Ό Μάριος δμως, eπρεπε

νa κάνει κάτι καλλίτερο γι' α.{ιτούς. υΕνα.ς τοίχος τον χώριζε &.πό τ' &.π6-

κληρΙΧ ΙΧuτά. πλά.σμ()(.τα , τά. σUV?.VτoiJσε κά.θε ι.ιέpα στο διάδρομο, ήτα.ν δ τελεu-... ι '""'θ' ι '~'"ζ'" 'ζ~ ταιος κρικος τοu α.ν ρωπινοcι γενοuς , ποu α.uτα α.γγι α.ν, 'tΙΧ ακοuε πο•J οu-

σα.ν, η μάλλον πο•) &.ργοπέθΙΧιVΙΧV εκε"ϊ κοντά του κα.ί νά. μ"ήν τά. προσέ;ει κα.­

θόλοu! Μιλοuσα.ν, σηκώνοντα.ν , κr7,θοντα.ν , περπα.τοDσα.ν χι' δμως ποτε δε στά.­

θηκε ν' &.κοόσει. Ή σκέψη τοu ορισκότα.ν &.λλοσ, σ& χρυσά. ονειpα ερωτrχ καί

νεότητας, ένώ οι «έv Χριστώ» &.δελφοί του &γωνιοuσα.ν στο πλάι του. 'Ίσως, ~ιά.λιστα, βοηθοuσε στ"ή δυστυχία. τοuς, γιατί aν ήταν κά.ποιος !Χλλος μπορεί va παρατηροuσε τόσον καιρό την &.θλιότητά το:ηις κα.ί νCι. ε!χε κάνει κάτι γι~ την

&.νΙΧκούφισΊ; τους. Βέ6αια. τ~ πλάσμα.τα. α.uτ!Χ φα.ίνοντα.ν διεφθα.ρμένα., επονεί­διστα, &.πα.ίσια., δμως εΙvα.ι σπά.vιοι α-Jτοί ποu ξεπiψτοuv στην εσχατη ενδεια

χωρίς νά. κατρα.κuλf;σου·ι στη ντροπή. 'Άλλωστε uπά.ρχει ενα. σημείο, οπου

οί δuστυχωμένοι καί οί &τιμοι ~νακατεuονι:α.ι σε μια. καί μόνη λέξη «&θλιοι)).

Ιlοιός ψταίει j Κ' ί)στερα. δσο βαθύτερη είνα.ι fι πτώση, aεν πρέπει Υ~ ε!να.ι τόσο μ.εγα.λότερη κα.ί ή εόσπλα.χνία.;

Αότα. σκεψτότα.ν δ Μάριος κα.ί τα.υτόχρονα κοίτα.ζε τον τοίχο, ποu τόν

χώριζε &.πο τ"ήν οικογένεια. τοσ Ίονδρέτη, ενα.ν τοίχο λεπτο &.πό σανίδες κα.ί

σου6α.τισμένος μ' ενα ψηλό γόψινο στριί>μα. Ξαψνικα. σηκώθηκε . Εrχε πα­

ρατηρήσει στο πάνω μέρος τοu τοίχου, κοντα στη σκεπή, μια τριγωνικη τρό­

πα., ποu σχημα.τιζότα.ν &.πο τήν κσ.κη σuνα.ρμογi) δυό κα.ορονιών. Ό σοu61Χς ποu

σκέπαζε ιΧλλοτε α.οτό τό κενό, ε!χe. πέσει, &στε, ά.ν ά.vέοαινε κα.νεtς πιiνω στόν

κομο μποροDσΕ να. δεί μέσα. στ"ήν τρώγλη τοu Ίονδρέτη . "Ε , ι ' , J, ' ' ι ι Σ -χει, κα.ι πρεπει να. εχει, ,1 σuμπονια. την περιεργεια. της. υγχωpει-

, 'ζ ' ' ~ ι ' ' ι ι !1 ό ται να. κοιτα. ει κρuψα. τη ουστυχια. κα. ι να κρυψα.:ι.οuει κανεις, uταν πρ κειται

να. zρθει dpωγος σ' αuτiJY.

579

"Ας δοuμε, ε!πε δ Μάριος, τί ε!να.ι ΙΧuτοi. ot ~νθρωποι κ~ί πώ; ζοuνε. Άνέ6ηκε στόν κομό, πλησίιι.σε τό μ.ά.τι τοu στ~ν τpuπα: κα.l κοίτα.ξε.

Ο ΑΓΡΙΑΙ'ΙΘΡQΓ10~ ~T!-IN ΤΡQΓ Λ!-1 ΤΟΥ

'Όπως στα. δά.ση, gτσι κ~ι στi.ς πολιτείες uπιiρχοuν &ντρα:, οποu κpu6ε­

τα.ι δ,τι πιο φο6ερο κα.l επικίνδυνο. Ή οια.ψοp!Χ. είνιι.ι δτι, ~uτό ποu κρuοετα:ι

στις πόλεις είνα.ι ά.yριο, &κιΧθcι;ρτο κι;ι;i. μ.ολuσμ.ένο, δηλα.δ~ εtδεχθές, &νώ α.uτο

πο•:ι κpΜετΙΧι στα. δά.ση, είνΙΧι κι' ιι.uτο &.γριο, &ν~ ιερο, ά.λλ&. μεγάλο, δηλα.δή

ώρα. ίο. Φωλιες κι' α.ότές, φωλιές κ' έκεΈνες, &λλα. των θηρίων ε!νΙΧι προτι ­

μότερες ά.πο των &νθρώπων.

Ό Μά.ριος f1τ~ν ψτωχος κα.i. τό δωμάτιό τοu φτωχικό, &λλi δπως ·ή

ψτώχειΙΧ τοu fιτα. εuγενικιά, /tτσι χι;ι;i, το κι;ι;τά.λuμ.ά. τοu ήτα,y κα:θα:pό, tνώ

το δωμά.τιο ποu ~ολεπε &.πό κείνη την τρuπα. ήτα.ν άθλιο, ρuπα.ρό, 6pώμικο,

σκοτεινό κα.i. μολυσμένο.

'Όλα τ!Χ ΕΠιπλα ήτι;ι;y μιa ΚΙΧpέκλι;ι; ψά.θινη, itνΙΧ τp:Χπέζι μέ σπΜμένο

το eΥι;ι; ΠΟΟι, κά.τι πήλινα: &.γγείΙΧ ΚΙΧi. στi.ς OUO γωνιΕς ΟUό στpώμα:τα. &,θ).ια,

κα.i. ρuπα.pά.. Φωτιζόταν &.πο ενσ. ψηλο πσ.ρά.θuρο με τέσσερα. τζά.μ.ιι;ι; γεμά.τι;ι;

ά.pιiχνες. Ul τοίχοι είχι;ι;ν μια. δψη σα. νσ.χοuν λέπρα:, γεμ.ά.τοι &πιδιορθώσεις,

κeιψιές κα:i. οόλές, δπως ενα: πρόσωπο πcι.ρα.μ.ορφωμένο &.πο κάποια. τρομερή

&.ρρώστεια:. 'Έστα.ζα.ν uγpα.σία. κα.l οια.κρίνοντα.ν πά.νω τοuς διά.ψορα. &.σελγη

σχέδιι;ι; κlhμ.ωμ.ένι;ι; μέ κά.ρ6οuνο

Ot πλά.κες &.πο το πά.τωμα. είχα.ν 6γεϊ καί το εοσ.φος f)ταν ά.νώμα.λο ,

μα.upο, ιiσιiρωτο. Πάνω σ' α.uτο fιτα.ν πετΙΧμένα. στην τύχη πcι:λιοπέδιλ:Χ κικl

κουρέλια. ά.ηοια.στικιΧ. Ε!χε δμως ενα: τζά.κι ιι.ότό τό δωμά.τιο κα.l γι' ιχuτο το

&νοίκιο ήτα.ν σα.ρά.ντα ψρά.γκα. το χρόνο. Δυο δαυλοί κάπνιζα.ν πένθιμα. σ' α.u­

το το τζάκι.

Τό δωμά.τιο ~τα.ν μεγά. ο, &.λλ' α:ότό το Ιtκα.νε πιό &.πα.ίσιο. Είχε προεξο­

χές, &σωχές, τρuπες σκοτεινές, &ράχνες μ' ά.πλωμένοuς ίστοuς κα.i. γuμ.ν6.

Σέ μι~ γωνιδι κρεμ.ότα.ν στον τοίχο, μέσα. σε ξuλινο μα.upο πλα.ίσιο, μια.

εικόνα. ~γχpωμ.η, ποu στο κάτω μέρος ήταν γρα.μμ.ένο με μεγάλα. ζωηρ!); yράμ­

μα.τα : ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ. Ή εlκόνα. πα.ράστι;ι;ινε μιό: γuνα.ίκα. &.ποκοιμισμένη μ' ενα. πα.ιδί στα. γό­

να.τα. ποu έπ(σης κοψ.6τα.ν, [να.ν &ετό μέσα. σε σόννεφο μ' ΕΥΙΧ στεφάνι στο

ρά.μ.ψος τοu κα.l τή γuνα.ίκα. / a.πωθεί τό στεψά.νι &.πο το κεψ&.λι τοu πα.ιδιοu χωρίς νi ξuπνα.. Στό 6άθο~ δ Νιι.πολέων σέ &.ποθέωση στηριζόμενος πάνω σ&:

580

μι&: χοντρ~ πράσινη κολόνιχ. μέ κιονόκpα.νο, στολισμένη μ.έ την έπιγρα.ψή:

ΜΑΡΕΓΚΟ

ΑΟΤΣΤΕΡ ΛΙΤΣ

ΙΕΝΝΑ

BArKPAM ΕΛQ

Κοντά. στό τρα.πέζι, πάνω στό δποίο ό Μάριος lολεπε μελανοδοχείο,

πέννα και χαρτί, καθότα.ν ενα.ς &ντρα.ς &ς έξήντα. χρονών, μικρόσωμος, &.δU­

να.τος, κίτρινο;, με μάτι ΠΟν'Υ)ρό, ώμός κι' άνήσuχος, ενας μuσα.ρος κα.t μοθχη­

ρός &ντρα.ς, τοσ δποίοu ή ψuσιογνωμ.ία. θuμ.ιζε γόπα. κα.l μα.ζt στρεψόδικο ε(­

σα.γγελέα.. Είχε γενειιiδα. μα.κριa καl γκρίζα., ψοροuσε γuνα.ικείο ποuκά.μισο,

ποu &ψηvε ιiκά.λuπτο τό οα.σότριχο στήθος τοu κιχ.l τοlις 6ρα.χίονι;ς, πα.ντελόνι

κα.τα.λα.σπωμένο κα.ί πα.ποό,σια. liπo ,<Χ, δποϊα. εογα.ινα.ν εξω τδl δά.χτuλιi τοu.

Εlχε μιa μικρ~ πίπα. στο στόμα. κοιί κ&.πνιζι;. Δέν όπηρχε ψωμί σ' α.uτό

τόν &δη, κα.πνος δμως 6pισκότα.ν γιa τόν οικοδεσπότη. 'Έγρα.φε ποιος ξέρει

τί! 'Ίσως καμμι& &πιστολΥι π:Χλι σ~ ν 01uτες ποu εrχε οια.6ά.σει δ Μά.pιος.

Σε μι&: ίJ.κρη τοσ τρα.πεζιοσ φα.ινότα.ν ε να. παλιό 6ι6λίο μέ τον τίτλο: Ο θΕΟΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ, Η TΠtfH ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ. 'Ένα. μuθιστόρημιχ. τοu

1814. 'Ενώ εγραφε, δ άνθρωπος αuτος μιλοuσε μέ δuνιχτΥj ψωνή:

-Άκοσς &κεϊ, οuτε μετιi τό θά.να.το νa μ~ν uπάρχει ίσότητα.! πήγα.ινι;

στο νεκροταφείο να. το δείς. Ot μεγά.λοι, οί πλούσιοι, θά.Βοντα.ι στό έπά.νω μέ­ρος, κά.τω &πό τΎ) δεντροστοιχία., τοuς κοu6ιχλοσν &ς &κεϊ μέ το &.μ.ά.ξι. Οί μι­

κροί, οί φτωχοί, ot δuστuχείς πα.ρα.χώνοντα.ι στο κα.τηφορικο μέρος, εκεί ποu

η λιiσπη φτάνει &ς το γόνα:το, μέσα σέ κά.τι λά.κκοuς δλο νερά.. 'Επίτηδες τοuς 6ά.ζοuν έκεϊ γιά. νά. σα.πίσοuν γρηγοpιiJτερα.

Στα.μάτησε, χτόπησε τ~ γροθιά τοu στο τρα.πέζι, eτριξε τά. δόντια. κα.ί

ψώνα.ξε:

-~Q! α.uτον τον κόσμο θέλω νΓι. τον φά.ω!

Μια πα.χειa γuνα.ίκσ., &ς σσψiντα., rσως κ' έκrχτο χρονών, κα.θότα.ν κον­τά. στο τζά:κι πά:νω στiς γuμνές της φτέρνες. Δ~ φοροuσε κι' α.\ιτ-fι πrχρά. ε να.

ποuκά.μισο, ενα. μεσοφόρι yεμά.το μπαλώματα. ιiπό παλιο μάλλινο πανl καί μι&

ποδιά. πού σκέπαζε το μισό πανωφόρι. Πα.ρ' δλο ποu καθότα.ν πά.νω στά. πό­

δια. της, η γuνα.ίκα. α.uτη ψα.:νότα.ν ψηλοu &να.στrιμα.τος. ΕΙχε ά.θλια. μα.λλιά.,

τωρρόξα.νθα., ποu εΙχα.ν ά.ρχίσει ν' riσπρίζοuν, τά. όποία eξuνε κάθε λίγο. Κον­

τά. της, κά.τω στο ΕΟα.φος, ~ταΥ sνα &λλο 6ιt:λίσ στο rδισ μέγεθος μ.ε το πρώ­

το κοι.ί, πιθανόν, οεuτερος τόμος τοσ ιδιοu μuθιστορrιμα.τος.

Πάνω a' sνα &.πο τ& ouo &θλια. στρώματα κ~θότ~ν ενα. μικ.ρb κορίτσι μι­

κρόσωμο κι' άδύνα.το, σχεδόν γuμνό, μ.έ τα. πόδια. κρεμασμzνα. και ψα.ινότα.y

8τι οuτε &.κοόει, ΟJτε Βλέπει, οuτε ζει θa ~τα.ν 6έ6α.ια. ή μικρότερη &.οελψΥj

581

τής ~λλΎJς, πού έπισκέψθ'Υ)κε το Mrkpιo. 'Έμοιαζε σιΧ νιΧ ~ταν εντεκα χρονών. 'Όταν τijν έξέταζε καvzις με προσοχη ψαινότοcν δτι ε!νοcι οεκοcτεσσr};ρων.

ΤΗταν αότη ποtι την προηγοuμενη νuχτα. ελεγε στό δρόμο «ετρεχα, πηλά.λσ.,

Π'Υ)λάλα».

Κανένα ίχνος εργασίας δεν εολεπες σ' αuτό το σπίτι, οδτε &ρyόχειpο, οuτε

&.νέι.ι.η, οΙJτε &λλο έργαλεϊο. Βασίλεuε παντοΟ ή σκuθpυπή έκείν'Υ) &.πραξία,

ποu [ρχεται μετιΧ τijv &.π6γνωση κα.ί προηγείται της &.γωνία.ς τοCί θα.vr};τοu.

Ό ά.ντρα.ς επα.ψε ν& μιλα., 'ή ΎU'~αίκα. δεν ελεyε τίποτε, Υι κ6ρη ψοcι­

νόταν δτι οέν &.νασαίνει. Άκοuόταν μόνο το τρίξιμο της πέννσις πάνω στο

χαρτί. 'U άντρας χωρlς να. σταματήσει το γράψιμο, μοuρμ.οuρισε;

--J(αθr};ρματα! καθ~ρμα.τα.! κα.θ~ρμα.τα.!

Το &πιψώνημα ~κανε τΥj γuναίκα ν' &.ναστενά.ξει.

-- τί κάθεσαι κοcί γρά.ψεις, καλέ μοu, καί χολοσκα.ς. Μ ή σπά.ζεις &οικα

τό κεψά.λι σοu νσ. γpά.ψεις σ' δλοuς α.uτοuς.

'Εκείνος έξα.κολοuθοCίσε να. γράψει.

Ζ'

~ΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΚτΙΚΗ

Ό Μά.ριος έτοιμαζότα.ν να. κοcτε6εϊ &.πο το παροct'Υ)p'Υ)tήριο κα.ταλuπημέ­

νος, δτα.ν ά.νοιξε &.πότομα ή πόρτα τοϋ δωματίου καt παροuσι~στ'Υ)κε στο κα­τώψλι ή μεγοcλuτερΎj κόρΎj. Μπήκε, ~κλεισε τΥ)ν πόρτα πίσω της, στά.θηκε

λίγο ν& πάρει ά.νάσα, για τι ~ταν λα.χανιασμέν'Υ) και τέλος φώναξε με χαρά.: --'Έρχεται!

'Ο ποcτέροcς γύρισε τ& μά.τια κιχί -ή μψέριχ τό κειpά.λι πρbς ιχότήν, -ή μι-

κpΥj riδελψή δε σά.λεψε.

-- Ποι6ς, μωρή; ρώτησε δ πσtτέριχιο.

--'Εκείνος δ κuριος.

--'0 ψιλιiνθρωπος; --Ναι --Της έκκλ'Υ)σίας τοϋ Άγίοu Ίακώ6οu;

--Να(.

--'Έρχεται;

--'Ερχόταν πίσω μοu.

-- Ε!σαι 6έ6oct'Y);

-- Βέ6α.ι'Υ), ερχετα.ι μέ &.μά.ξι. --Μέ &μιiξι; ~Ω! eσ. είναι δ Ρότσιλδ!

582

Ό πα.τέpα.ς σψώθΎ)κε .

- Πως λές δτt είσα.t 6έ6α.ιΎ); Άφοίί εpχετα.ι μέ ά.μά.ξι ΠG)ζ εφτα.σ~ς εσυ

πρlv &π' οιuτόv; Τοσ εδωσες τουλ<Χχιστοv κσ;λδ: vδ: κοιτσ;λ<Χβει τή διει)θυvση;

Tou είπες στο Οάθος τοu δισ;δρ6μ.ου δεξιά; Στήv Ε:κκλφίσ; τον βρήκες; Διά­

βασε το γpά.μμ<Χ μου; τί σοίί είπε;

- Μπf)κ<Χ στ""ήν εκκλησί<Χ και τrν ορηκα στη συνηθισμένη θέση, τον χαι­

ρέτισα. με u .6κλιση κcι.l τοu [δωσcι. τ6 γράιψα.. Το διάβασε &ιιέσως καl με

ρώτησε: llou μένετε, Π<Χtδί μοu; Έγι)) τοu είπα: "Αν θέλετε, σaς r)3ηγrϊ!

έγώ. 'Όχι, μοu άπriντησε, οeν είναι ιJ.vάγκη, πές μοu μόνο που κriθεστε. Ή κ6ρη μ.οu ~χει κάτι ψώνια ν& κάνει, θ& πάρω gνα &μάξι καl δσο ν& ψτάσεις

έσu έκ~ϊ , θ:i ~ίμαι κ' έγώ. 'Όταν τοu ~ίπα. που μέναμε, φriνηκ~ σα να δίσταζε, ιiπόρησε κά."τως για μια στιγμή, έ:πειτα. μοσ είπε: "Ας εί·ια.ι, έ:pχοιw.ι. Μόλις

τελε{ωσε ή λειτοupγία, 6y1jκz άπο τήν ΕΚΚλησία. με την κόp·η τΟU Καt τΟΙJζ

είδα. ποu &νέ6Ύ)κα.ν σ εν'l ά.μιiξι .

-Το σ είπες ·ή τε ' ευταίσ. π6ρτcι. στο βάΟος τοσ διαδρ6μοu;

- Τοσ είπα., .οσ εΙ πα! Κοιt είδα. το &μάξι ΠΟ'J ~ρχετcι.ι προς τ& &δG),

γι' α.uτο ετρφ~ vrι. σα.ς το πω.

- Κ<Χt. ΠG)ς ξέρεις δτι είναι το Ι:διο &.μά.ξι;

-Είδα τ ν &pιθμf τοu .

- Καl τί &:ρ ι μο εχει;

- Ε!να.ι &.yοραϊο και [χει &.ριθμb 440. - .Μπρά6ο, είσαι έξυπνη κόρη.

-'ΈξuπνΎ), fι.λ)/· κοίταξε τά .χπούτσια. μου σέ τ[ κcι.τά.στασγ1 zίνcι.~!

'Άλλο .. δέν τδ: ψορώ. Δέν τ&. θέλω, πρ(iηον γ~ά τ·fιν 6γε!α. μου κcι.l δεύτεpο

γι& κα.θαpι6τψα . Τ{α.λλίτεpα. ν&. πεpπατGJ ζυπ6λuτη, πχpδ: ν' aκοόω α.6τδ: τδ:

πα.λιοπά.ποuτσα. νά κά.νοuν κζί, κζί, μέσα στιΧ νερά κcι.l τtς λά.σπες.

-'Έχεις δ ίκιο, ά.ποκριθηκε δ πα.τέ . α.; μα λα.χά., πα.ρ' δλο πο•) Ύι κο ­

πέλ α. τοu μιλοίίσε ζωηρά κ' ε ιπληκτικά.. 'Έχεις πολu δίκιο, &.λλά ξυπόλυτη

δΕ: σ' &.ψψουν νά μπεϊς στην Ξκκλησία.. Είνα.ι ά.πα.yοpευιι~vο, βλέπεις, στο,)ς

ψτωχσ,)ς ν& πηγcι.lνοΙJν ν& πρσσκΙJνο lίν τb Θεb ξΙJπ6λΙJτοι! πp6σθzσε μΕ: πικρ1cι.

δ πα.τέpα.ς.

υfστερσ; ξα.νά.ρθε στο θέμcι. ΠΟ'J τον ~νοιάψεpε.

- Κα.ι είσα.ι βέβαιη, πwς !€ρχεται;

- Σοσ λέω, Ξpχετcι.ι πί .ω μου .

Ό &ντρας σηκώ ηκε . Το πρ6σωπ6 τοu ελαιιψε .

- Γuνιzίκα, φuJναξε, &κοuς; 'Έρχεται 6 φιλάνθρωπος, ε:pτι:ι.σε. Σ6ησε

τ1] ψωτιά..

Ή yυvr ( α. δε σάλεψε, ~μ.εινε σαν &.. ο6λα.κωμένη &π' αuτο ΠΟΙJ &κοu­

σε. Χωplς να χάσει κα.ιρο δ &ντρχς, &:pπά.ζει εν πήλινο δοχείο με σπα.σμέν

λα.ψό, ΠΟ'J fιτα.ν πάνω στο τζάκι y,' ερριξε γερο στοuς OIJO οσ;υλσός.

583 "Υ' /ζ 1 I λ I I I 6 t: στερα. γυρι οντα.ς προς τη μεγα. υτερη κορη του, τrιν πρ στα.,ε:

-'Εσύ, πιάσε γρ-ήγορα καt χάλασε την ψά.θα τ'Υ)ς καρέκλας!

Ή κόρη οΕ:ν κcχ.τά.λαβε τί τής είπε δ πα.τέρα.ς της.

'Αρπάζει τότε αuτος την καρέκλα κα.ί, μέ μια. δυνατή κλωτσιά., μέ τή

φτέρνα, τρόπφε τήν ψά.θα της. Τό πόοι -cου πέρασε μέσα..

Ένω τραοοuσε νά. ογά.λει το πόδι του, ρώτησε τήν κόρη του:

-Κάνει κρύο ~ξ ω;

- Πολu κρόο, χιονίζει.

Ό πα.τέρα.ς στρά.φηκε στή μικρότερη κόρη , ποu κιχθότα.ν πάνω στο κρε-

6ά.τι, κοντα. στο παρά.θυρο, καί μέ δυνατή φωνή της είπε:

- Μωρ'ή! κατέβα &πό τό κρε6ά.τι γρ'ήγορα, ποu μόνο για. να. κάθεσαι

καί νά. χά.φτεις μόγες είσαι ίκα.νή. Σπά.σε ~να. τζά.μι &.π' το παρά.θυρο!

Ή κόρ'fl κατέ6ηκe: γρ~γcρα &πδ το κρ~6ιiτι, τρέμοvτα.ς άπb τb κpuo . - Σπά.σε Ιtνα. τζά.μι, σοu λέω , οέν άκουσες;

Ή μ.ικρη στεκόταν σα.στισμένη.

- Μωρή, δΕ: ν &.κοίίς τί σοίί λέω; σπά.σε ~να τζάμι.

'Γό κορίτσι τρομοκρατημένο όπά.Μυσε. 'Ορθώθηκε στtς μότες τGΊν πο­

οιιi>ν της κ' ~οωσε μιά. γροθιά. στο τζά.μι. Το γυαλι εσπα.σε καί τα. κομμάτια

επεσαν κά.τω με πά.τα.γο.

-'Έχει καλώς, είπε δ πατέρας.

'Ήτα.ν σκυθρωπός κα.t &.πότομος. Παρα.τηροίίσε σ: δλe:ς τtς γωνιές τοίί

δωματίου. 'Έμοιαζε μέ στρατrιγό ποu κάνει τίς τελευταίες προετοιμασίες κα.ί παίρνει 8λα. τδ: μέτρα., μιά. στιγμή πρίv &ρχίσει -ή μά.χΎ) .

Ή μΎJτέρα, πού &ς έκείνΎJ τή στιγμη δέν εlχε ογά.λει λέξη, ά.νασηκώ-

θηκε λίγο και ρ~>τησε, προφέροντας ~ργά., σά.ν άρρωστη:

- Τί θέλεις να. κά.νε ι ς, εuλογημένε;

- Πέσe: στο κρε6ά.τι, &.πά.ντησε δ &.ντρας.

Ό τόνος της φωνης του δέν ~πιδεχότα.ν ά.ντίρpηση . Ή μά.να. ύπά.κουσε κα.ί πλά.για.σε, πέφτοντας βαριά. πά.νω σ' ενα. &πο τα. κρε6άτια.

Στο μεταξύ &κοόστηκα.ν λυγμοί σέ μιά. γωνιά..

-τι τρέχει; φώνα.ξε δ πατέρα.ς .

Ή μικρότερη κόρη, &πό τΥ] σκιι!ι. ποu εlχε μαζευτεί, ~οειξε τό χέρι της

κα.ταμα.τωμένο. Πηγε κοντχ στο κρε6ά.τι της μά.να.ς της κ' εκλα.ιε σιγανά..

τΗρθε κα.ί τής μά.να.ς ή σειρά. να. σηκωθεί &.γαναχτησμένη.

- Νά., μέ τά. κα.μώμα.τά. σου, κόπηκε τό παιδί μέ τό τζάμι ποu της ε!-

πες ν!J. σπάσει.

-Τόσο το κα.λλίτερο, είπε δ ά.ντρας. Κι' αuτο το πρ66λεψα.

-Πως; τόσο το κα.λλίτερο! ρώτησε 'ή γυναίκα..

-Ήσυχία., τσιμουοιά., φώναξε δ ά.ντρα.ς, καταργώ τήν &λευθεροτυπία.

'Έσκισε το yυνα.ικετο πουκ&:.μισο πού ι:ροροuσε, ~κοψε ενα κουρέλι κα.t

τόλιξε το ~τωμένο χέρι τijς μικρής.

584

Μόλις τελείωσε, χαμ·ήλωσε τα μάτια κα.l κοίταξε το σκισμένο ποuκ~μι­σο με ίκαvοποίψ1η.

-'Έγινε κι' αuτό, είπε, καθ~Jς επρεπε. υΟλα τtiψα εχοuv καλη έμψ~vιση.

Παγερος ιΗρα.ς, στο μ.ετα.ξό, εμπα.ινε άπο το σπα.σμένο τζιΧμι, μαζl με

το χιόνι Κ7.( το κρύο τοuς εκανε VCt τρέμοuv.

Ό πιχτέριχς ερριξε μι&. τελε•Ηαία. μrχτιά, γιΟι v& 6ε6α.ιωθεί δτι σε λ ησμό­

νησε τίποτε. Πηρε εvα πα.λιο ψτuάρι κ' ερριξε στάχτrι πάνω στα Gρεγμέvα. ξύλα. για νά. τά. σκεπάσει έντελGΊς.

"rστερ(ί(. στήριξε τtς πλάτες τοu στο τζάκι, λέγοντας:

-Τώρα. , μποροuμε vα. οεχτοuμε το φιλάνθρωπο.

Η'

ΜΙΑ ΑΧΤΙΔΑ ΜΕ~Α ~ΤΗΝ ΤΡQΓ Λt-1

ΊΙ μεγα.λότεpη xόp'f) πλrισίrχσε κι' &κοuμπησε τό χέρι της στο χέρι του

πατέρα. της.

- Πιriσε ν?χ δεΙς τί Χpόα είναι! τοU είπε.

-Μπά.! ά.ποκρίθηκε δ πα. τέρας, έyι)> κρuι.:>νω περισσότερο &.πο σένα..

Ή μά.νrχ εaωσε διέξοδο στην &.γα.νάχτησή της.

- Να.ί, είπε, έσίι πάντα εχεις κά.τι παpα.πά.vω ά.πδ τούς aλλοuς, &.κόμα.

καl δταν κανένας πονε!.

- Σιωπή! ψ,;Jνα.ξε δ σuζuyος.

Ή μάνα. τον κοίταξε μ' &ποστροφΥ) καl σιtiΙπησε.

'Έγινε γιΟι λίγο σιωπή . Ή μεγαλύτερ-η κόp'f) ετpιbε τlς λά.σπες &.πο τtς

ακpες τοu φορέματός της, ή μικρότερη &ξα.κ'lλοuθοuσε να κλαίει μέ λuyμοuς.

Ή ιιά.να. ε!χε πά.ρε ι το κεψιiλι της στα οuό της χέρια. , το φιλοuσε κα.l της

Ελεγε μ€ χαμηλΥ) ψωv-ή:

- Δέν είναι τίποτε &γάπη μοu, δεν είΎα.ι τίποτε. Μη κλα.ίς κα.ι κάνεις

το·• πιχτέρα. σοu κιχt θuμ.ιbσει.

-~Οχι ! ψώνιχξε δ πcιτέριχς, τό Εναντίον μιΗιστα., πρέπει να κλα.ϊς, μοuρ­

μ.οόρα., μοuρμοόριχ , α.uτb χρειά.ζετα.ι.

·Έπειτα, γuρίζοvτα.ς στη μεγά.λη τοΙJ κόρη:

-ΆλλιΧ, ά.ργεϊ είπε, μ'ήπως δέν ερθει; 'Έσβησα. τη ψωτιιi μοΙJ, χά.λα.­

σΙJ, τΎ)·ι κα.ρέκλα μοu, εσκισα. το ποuκά.μισ6 μοu, ~σπιχσα. το τζά.μ.ι μ.οu κι' ?J.ν

οεν ερθει, δλα. &.νώψελα.

- Κα. ι πλήγωσες κα.l τη μικρή! πρ6σθεσε ή μ.ιΧ να..

- Ξέρεις, είπε δ πα.τέρα.ς, οτι κάνει οια.βολεμένο κρύο σ' ι:ι.uτή τ-Υjν πα.-

585

λιο<iGχuρώvιχ; "Αν -.όχει κα.ι δέv ερθει δ άνθρωπος ιχuτός 1 Έκείνον τί τόν νοιά.ζει; 'Άς μέ περιμένουν λέει, ποιά, είναι ~ δοuλειά. τοuς. 'Ώ! πόσο τοuς μισ(j) ο:.ότοuς τους πλοόσιους! Μέ πόση χαρa Κctt &.γαλλία.ση θa τοι'ις ~πvιγα

δλους! Αότοuς τοuς Ελεήμονες, ποu σοσ κάνουν τοuς κο:.λομαθημένουι;;, πού Πά.Υε τάχα στην έκκλησία Κat πpοσκuνοuν το θεό, πού θαρpοuν πwς ,?-::έκοv­

τιχι πά.νω ιiπό μα.ς κ' eρχονται να. μα.ς ταπεινώσου'/, να. μα.ς ντύσουν, καθwς

λέyε, &.κοuς! να μας Oώcrouv τ' &.ποψόριιχ τοuς, αό-;ιΧ ποu δέv ά.ξίζουv μια δε­

κά.ρο:., και λίγο ψωμί! Τρίψτε τα μοuτρα σας καθάρματα! δέ μοu χεριά.ζοντιχι

ο:ότά.. Έγω θέλω χρήματιχ. 'Ά! χρήματα; ποτέ! 'Όχι χρήματα, σοu λένε, , - ' ' , ' ' 'θ ' 2 , , Α' ' ' Ι για. τι πατε και να. πιvετε και γιvεστε με υσοι και vκΥηpοι. υτοι; τι ε ναι

αότοί; Κrχι τί Ύjτα.νε στον κιχιρ6 τους; Κλέφτες, &.γιογδUτες! ΙΙοιός πλaύτισε

χωρlς νΓι. κλέψει! Αότή τήv κο ι vωviα ε πρεπε να. τη 6ά.λει κcι:yε!ς σ' ε να σεν ­

τόνι, νά. τb τεντώσει ιiπό τίς τέσσερες γωνιές κο:l va τήv τιvά.ξει στον ά.έρα! Μ' ο:ότο -.ον τρόπο δλα. 6έ6αια θιΧ γίνονταν κομμάτια, άλλιΧ τουλάχιστο δε θ& εί-

' ' ' ' ' θ ' :ι, ' ' <:> ' 'Αλλ' ' ' ' ' ' . χε κα.vεις τιποτε κι ιχuτο ο: , 1 τοι.ν τv κερvος. α. τι γινετΙΧ ι μ ΙΧυτον τι

φιλάνθρωπο τον εuεpγέτη σοu, για. τ( ιipγεί τόσο j θά.pθει τΟ ζώο, ·fι μη jLt

τανόησε, rι μήπως λησμόνησε τον άριθμο τοσ σπιτιοσ! Στοιχrιματίζω πwς δ

πα.λιόyερος αότός ... Έκείνη τη στιγμη &κοuστηκε ενα ελαφρb χτύπ·ημα στ~ν πόρτα. 'Έτρε­

ξε &.μ.έσως δ &ντριχς καί τ·i)ν &νοιξε.

-"Ω! φώνα.ξε κ' ~κα.νε 6αθιlτιχτη uπόκλιση έποινειλημμένο: με μ.ε ι οιά. ­

ματα λατρείας . Όρίστε μέσα, κuρ ιέ μου! καταδεχτείτε νιΧ μπείτε, κα,θwς και

ή χαριτωμένη <Χρχοντοπούλοι . Είστε 6 εόεpγέτης μοu, είστε δ σωτήρας μοu!

'Ένα.ς ά.ντρας ήλικιωμένος καl μι& νεα.ρ"i) κοπέλλο:, ποιροuσιά.στηκcιν στο

κο:τώψλι.

'Ο Μά.ριος στεκότα.ν π!Χντοτε στ+; θέση του κα.ι κοιτοuσε στήν τρώγλη.

'Ό ,τι ενοιωσε κείνη τη στιγμή, είναι &.δύνατο ν& τό έκφρά.σει &.νθρώπινη γλώσ­

σα..

7Ηταν 'Εκείνη!

vοσοι ά:γά.πησαν στη ζω~ τοuς, ~κείνοι μόνο μποροϋv νa καταλά.6ουv τ"i)

σημασ(α. πού εχουν C'luτιΧ τ~ εξη γράμμΜΙΧ, Έ κ ε 1 ν YJ· "'Ητα.ν προιγμοιτικ~ εκείνη. ΤΗταν το γλuκο έκεινο πλ~σμιz, ΠΟ'J το ε!­

χε χά.σει. Το &στρο ποu τον ψώτιζε εξη δλόκληρους μi)ΥΞζ, τα. μάτια έΥ.είνα,

το μέτωπο έκείνο, το στ6μ.οι &κείνο, το ώραίο έκείνό πρόσωπο ποu χά.θηκε

κιχι τόν 6ύθισε στό σκοτά.δ ι. Είχε δύσει καt τώρΙΧ &.νά.τελλε.

Άνάτελλε μέσα. σέ κείνο το σκοτά.δι, μέσα σε κείνο το Ηεεινο άντρο ,

μέσα σε κείνη τΥ] φρίκη! Οί παλμοί τi')ς καρδιάς του σκοτείνιαζαν τ"i)ν δρα.σή τοu. ~ΕΥaιωθε ενα

κόμπο στο λά.ρuγγά. του, τοuρχότο:ν v~ κλιΧψει . 'Αλήθεια, την ξο:νά.6λεπε i.ί-

). ' ό ' ' ι ~φ ' τ - ό " ί . στερα ~πο τ σο καιρο ποu μα.ταιιz ε αχνε . ou ψαιv ταν οτι ε χε χα.σει

την ψuχή τοu κα.ί την είίρισκε τώρα.

586

Ή «Οuρανία.>> ~ταν πά.ντα η rοια. Μόνο λίγο χλωμή, ~ταν τώρα. Τό &.­ορό πρόσωπό της ΠΑ<Χ(σιωyότα.ν &.πδ εvα. 6ελοόοιvο καπέλλο μενεξεδί, το κορ­μί της καλυπτόταν ά.πb ενα. μα.κρu πα.νωψόρι, &πο μα.ίiρο &.τλά.ζι.

Ό σΙJνοΟός tΎJς ήτα.ν, οπως πάντα., δ κ. Λευκίας . Προχώρησε στό έσωτεpικο τοu οωμα.τίου κι' &.κοόμπησε πά.vω στο τρα.­

πέζι ενα δέμα &.ρκετιΧ μεγάλο .

Ή μεγάλη κόρη τοσ Ίονδρέτ'Υ) είχε τρα.6'Υ)χτεί πίσω &πδ τ~ν πόρτα , &π' 8ποu ~6λεπε με μά.τι 6λοσuρο το 6ελοό8ινο κα.πέλλο, τό μετα.ξωτό πα.νωψόρι

κα.t τό ώραϊο χ' εuτυχισμένο έκεϊνο πρόσωπο.

θ'

Ο ΙΟΝΔΡΕΤΗΣ: !ΧΕΔΟΝ ΚΛΑΙΕΙ

Τόσο σκοτεινη ήτα.ν ή τρώγλη, ιϊιστε οί &νθρωποι ποlι ~μπα.ινα.ν &.πέξω

εlχα.ν τήν έντόπωση δτι κα.τε6α.ίνοuν σε ίιπόγειο. 'Έτσι οί νεοφερμένοι προ­

χώρφαν διστακτικά., οιακpίνοντα.ς με δυσκολία. τοu;; γύρω τοΙJς, ενω οί ενοι­

κο ι , εξοικειωμένοι στο μ(σr;;σκότα.δο τοuς εολεπα.ν καθαρά.

Ό κ. Λευκία.ς πλησία.σε τον πα.τέpα., κοιτά.ζοντά.ν τον μελα.yχολικά κα.t

καλοκάγαθα. και τοu είπε:

- Κόριε, μέσα. σ' α.uτό τό δέμα. θό: βρείτε λίγα. καινούργια. ψορέμα.τα. ,

κά.λ τσε ς κα.l κοut)έρτες μά.λλι •;ες .

- Είστε δ εuεργέτrις μα.ς, &.πά.ντrισε δ Ίονοpέτης, κά.νοντα.ς ίιπόκλιση

&ς τό εοα.ψος. "fστερα., σκόβοντα.ς σ't' α.\ιτt της μεγά.λrις κόρης του, ενιϊJ οι

δυο ξένοι έξέτα.ζα.ν το &θλιο &κείνο δωμάτιο, είπε 6ια.στικά κα.t με χα.μηλη

ψωνή:

-'Έ; Τι ελεγα. πρωτ'ήτερα.; Κουρέλια. μα.ς eψερε κι' α.ότός. Χρήμα. τα.

τίποτε. "Ολοι τους ίοιοι είνα.ι. Γι& πές μου πώς είχα. ιjπογpά.ψει στην έπι­

στολη ποu εδωσες σ' <Χότόν ;

- Λα.μ<Χpίνος, &κούστηκε η κόρη.

-'Ά, να.ί, δ ~θοποιός, έν τά.ξει .

Κα.t ρώτησε ά.κpιοώς πά.vω στην &ρα., γιοcτt έκείvη τή στιγμή δ κ. Λευ­

κίοcς στρά.ψrικε πpδς α.οτόν κoct τοu είπε, με uψος ποu έδειχνε 8τι προσπα.θεί

ν ?.ι. 6pεί τ' δνομά. του .

-Βλέπω δτι Βρίσκεστε πpαγμα.τικ?.ι. σε πολU άθλια. κατά.στα.ση κύριε ... - Λα.μα.ρίνε, ά.ποκρίθrικε &.μέσως δ Ίονορέτης .

-Κύρι ε Λα.μα.p ίνε, να.ί, θυμήθrικα..

-'Ηθοποιός, κόριε, δ δποίος μάλιστα εlχα. &λλοτε &ρκετές έπιτuχίες.

587

ΈoGJ δ Ίονδρέτης νόμισε τη στιγμη κατάλληλη να κιzτιzχτήσει το <<φι­

λάνθρωπο». Kιzl άρχισε να μιλ& μ' ενιz τόνο ψωνfjς ποu θόμιζε την κομπορ­

pημοσόvη τών θηριοτρόψων καl τών γελοτοποιG'JΥ στα πανηγόρια κα.l τιzυτό­

χρονα τήν ικετευτική θρηνωοίιz τώv ζητιάνων στοuς μεγάλους δρόμους ,

- Τοσ Ταλμi έκείνου τοσ διάσημου ήθοποιοσ μιzθητής, κόριε, μάλιστα .

Έγιb ~γενvήθην, σεβαστέ μοu κόpιε εlς τ& ... Ή τόχη μέ εt'ινόησε. Δυστuχώς

ήρθε τώρα καl "ή σειp~ της δυστυχίας. Κοιτάξτε, εόεργέ:tΙΧ μου, ψωμl τίποτε,

cpωτι!Χ τίποτε. Πα.γώσΙΧμε ολοι &.πο το ψσχος! Μιά. κα.ί ~~όνη κΙΧpέκλα κι' α.οτη

χωρίς ψά.θα. Το τζάμι έκείνο σπασμένο! Με καιρον τόσο άθλιοv! Ή γυνα.ί­

κ.z μου κατάκοιτη, ίiρpωστη.

-Ταλαίπωρη γυναίκα.! είπε δ κ. Λεuκία.ς.

-Το ποcιθί ιιοu, με Υ.~ίνη την πληγη στο χέρι του!

Ή μικρή οταν είδε τοuς ξένοuς επιzψε να κλαίει καl κοιτοuσε μέ θα.uμα-, -h ~ ~~ ' ' C' ... ,

σμο τ.1 «vεσποινιuα.» με τα ωραια. ψορεματα.

-Κλάψε , μωρή! τώρα. σταμάτησες; μουρμοόρισε δ ΊονορέτΎJς κα.l τΙΧυ­

τόχpοvα. της εσφιξε το πληγωμένο χέρι. σΟλιz ιzuτα μ' έπιδεξιότΎJτα ά.ληθινοσ

ταχuδοιχτuλοuρyοu.

Ή ιιικρη ~βαλε τχ κλ&ματιz.

Ή χαριτωμένη δεσποινίς, πού ή κα.pδιά τοσ Μάριου τ~ν όνόμα.ζε <~Οόpα.­νίΙΧ τοu», eτpεξε ά.μέσως κοντά. της καί μ.~ θλίψη είπε;

-Ή καομένη!

-Κοιτάξτε, ιοραία μου δεσποινίς, συνέχισε δ Ίονορέτης, κοιτάξτε σε ποια κατάσταση zίνιzι το χέρι της. 'Εργαζόταν γι& νχ κερδίσει τί; εξη σολδία τΥ;ν ήμέpα! καl ή μ'Υ)χαν'i) τη; -:ο &pπα.ξε. Θα χρειαστεί ισως να της το κό­

ψουν για vrx προληψθεϊ ή γά.γγpα.ιvα.!

-'Αλήθεια; είπε μέ ζωηρη &:νησυχίιz δ ξένος.

Ίl ιιικρή, πο1) πήρε στα σοοα.ρά. α.ότ'ή τη σuζ*ηση, άρχισε vά. κλα.ίει δυvατι:Χ..

- Ναί, δuστuχώς, · .tψε, &ποκρίθηκε δ Ίονθρέτης.

Στο μετα.ξ ι'> δ 'Ιονδρέτης είχε ά.ρχίσει νά. Όλέπει το φιλάνθρωπο κάπως παράδοξα. Ένω μ.~λοσσε προς αuτόν, ψαινόταν νσ. έξετάζεt με προσοχη τη

μορψή τοu κα.l προσπα.θοuσε νιΧ θuμηθzί. Σ€. μιιΧ στιγμη πο•) οί ξένοι εΙχοcν

πλησι6:σει τή μ•.κρή κσ.l τή ρωτοσσα.v μ' ένθια.ψέρον γι% την πληγη τοσ χε­

ριοu της, α.δτος πέρασε κοντιΧ &πο τη γuναίκα τοu, ποu ήτα.ν κτηνωδώς ξα­

πλωμένη στο κρεβάτι, κα.l τής είπε γρήγορα κιχl σιγά:

-Για. κοίταξε καλα. αότ6ν τον άνθρωπο!

"f στερσ., γυρίζοντας πιΧλι προς τον κ . Λεuκία, εξακολοόθησε τη θpηνο­

λογlιz.

- Κοιτά.ξετz, &.ψ±'Ι:η, κοtτά.ξετε, δεν εχω &λλο ροuχο &.π' α;uτό το ποu­

κ~μισο τής γuναίκα'ς fLOU! Κοupελιασμένο κι' αuτό, μέσ' στην καpδιrχ τοQ

588

χειμώνα . Δέ μπορώ yά, 6γii> εςω, εΙμα.ι &ναγκα.σι.ι.ένος Υ~ κιkθοιια.ι στό σπίτι.

"'Αν εΙχιχ εvα. ψόρεμα. θά. πήγαινα νά. δώ τη δεσποινίδα Μά.ρς, ποt'.ι μέ γνιι~iζει

και μ' έκτιμ& πολύ. Πρέπει νά. ξέρετε, κόριε, δτι Εχω παίξει μαζί της στά. θέ­

cιτρΙΧ τu)'/ έπαρχιιίJν. Μάλιστα, κtίριε, συμμερίστηκα τlς Μψνες της, έγ~) ποu

με 6λέπετε. Ε!ι.ι.ιχι 6έοιχιος δτι ?lv μ' ε6λεπε .. . 'ή Έλμίρα. θά. Όοηθοuσε το Βε­

λισάριο . Και ο1Jτε δεκά.ρα.. Ή γυνΙΧίκα. ι.ι.ου &ρρωστη &πο &.σθμΙΧ, ή κόρη μου

θέλει κι' αuτΊJ για.τρό, θέλΙJUΥ πzριποίηση κα.l φά.ρμα.κα. Άλλά ποσ γιιχτρός!

ΠΟU ψα.pμακοποιός! υQ),ΙΧ θέλουν πληρωμη καί ΟΕΥ UΠάpχει οuτε Ε_να λεπτό!

Είμαι !κα.νός νά. προσκυνήσω μιά. δεκά.ρα.! Νά. ποΟ κα.τιkντησΙΧΥ ο[ κα.λές τέ­

χνες! ΚΙΧί σημειιΔσα.τε , γεννΙΧίε ι~ου προστάτη ΚΙΧl σείς ώρΙΧίΙΧ μου δεσποινίς

δτι 6pίσκομα.ι σ' α.ότη την κα.τά.στα.ση γιΙΧτt δe θέλησα ol κόρες ν' &κολοu­

θήσουν το θέΙΧτpο. Έγw πρέπει ν& ξέρετε, στίς κόρες μοu δίνω θρησκεuτικΥ)

&νατροι:ρή. 'Ά! ιbς προς αότο ε!μα.ι α.uστrιρότα.τος. Δεν πα.ίζω στο ζήτημα. της

τιμής κα.l τής &.ρετΥjς, γίνοι.ιιχι θηρίο. "Ας σα.ς πouv ο! ίδιες γι' αuτό. Πρέπει

ν' &.Μλουθήσουν τόν ισιο δρόμο. Δέ θ& επιτρέψω ποτε νά. πα.ντρεuτοCίy τό δη­

ι.ιόσιο . Νά. εrνιχι οεσποινίοες καt νά. γίνονται κυρίες ολου τοu κόσμου. Ό θεδς

νά. φυλάξει καt να. μη συμ6εί τέτοιο πράγμα ε(ς το γένος Λα.μαpίνου! Άλλά.,

καθιlJς βλέπετε ·ή μοίρα. είναι σκληpη σ€ [ψς . Αιίριο, σά. νά. μήν εψτιχνε ή

ουσ-cυχία. ποu 6λέπετε, θά. ε!να.ι μέρα. όλέθρισ.. Aup:o εχομε 4 Φε6pουα.ρίου, 'ή

τελευτιχία προθεσμία. ΠΟ'J μοσ εοωσε δ σπιτονοικοκόρης. "Αν iπόψε δεν τόν

πληρώσω, α.ΙJριο η μεγά.λη ι~ου κόρΥ), έγώ, ή γυναίκα μου μέ την &ρpώστεια.

της , ~ κόρΎ) μοu μέ τό πλrιγωμένο χέρι, θά. πεταχτοuμε στοuς πέντε δρόμους,

χωρtς στέγη μέσα στή οpοχ"ή, μέσα. στο χι6νι. Αίιτά., κtίριέ μοu! Κα.t χρωστιi>

τέσσερες τpψηνίες, gyΙΧ δλόκληρο χp6νο! QΥ)λαοη έξ"ήντχ φpά.γκα.

Ό Ίονόpέτrις ελεγε Υ.αt σ' ιχuτο ψέμ.α.τα. ΠpGnα. για.τt οί τέσσερες τρι­

μΙJνίε;; Ε.καναν σιχρά.ντcι. φρά.γκcι. κα.ί δεότερο για.τt πρtν εξη μηνες εΙχε πλrι­

ρώσει δ Μά.ριος για. τtς ουο τρtμΥ)Υ!ες.

Ό κ . Λευκ(ας !6γαλε aπο την τσέπrι του πέντε φράγκα. κα.ί τ' tί.ι:ρrισε

πά.νω στό τραπέζι. '() Ίονδρέτrις ψιθuρισε στ' ΙΧuτι της μεγά.λης κ6ρrις τοu:

-τ σ γα'ίοοόρι! τί θέλει να. πρω;;οκcΧ.νω με τα. πέντε φράγκα. του; οuτε

γιά. τήν κα.ρέκλσ. μοu καl για το τζά.μι μοu οέ ψτά.νοuν. Βά.λε τώρα. τά. &λλα

εξοοΙΧ.

Στό μ.ετιχξt'.ι δ κ. Λεuκία.ς είχε 6γά.λει τό πα.vωψόρι του καt το εlχε ρί­

ξει στή "pάχΥ) τrjς καρέκλας.

- Κόριε Λα.μα.ρίνε, είπε, δυστυχώς μόνον α.ότά. τά. πέντε ι:ρρά.γκα εχω

επά.νω μου, ά.λλά. θά. πά.ω τώρα τΥ]ν κόpΎ) μου στο σπίτι και το 6ρά.δι θ .χ έ­

πιστpέψω. 'Απόψε στtς ΕξΥ), δεν εϊπατε, δτι πρέπει νά. πληρωθεϊ τό ένο(­

κιό σας; .. . Τό πρόσωπο τοu Ίονορέτη ηα.μ.ψε κά.πως πα.pιΧοοξο:.

589

- Μά.λιστιχ, κόριε, &.ποκρίθηκε &.μέσω~. Στ!.ς όχτιh ή ώρα. πρέπει νά 6ρεθώ στοσ σπιτονοικοκύρη μοu.

-Έγω θά εί·μσιι στtς εξη ή ώpσι κσιt θ~ σ&ς ψέρω τ~ &ξήντσι ψp&.γκσι .

-Είστε δ εuεργέτης μοu! φώναξε, κά.νοντιχς τον εξαιρετικά σuγκινημέ-

νο ~πό εόγνωμοσύνη.

Κιχ!. γuρίζοντιχς προς ,-η γuνιχίκιχ τοu 't~ς είπε με χιχμηλη ψωνή :

- Πρόσεξέ τον κιχλά ιχuτό τόν άνθρωπο!

Ό κόριος Λεuκία.ς πήρε ~πό το χέρι την ομορφη κόρη τοu κιχ!. προχώ-

ρησε πρός την π6ρτσι.

- Καλb ορά.δι λοιπόν, φίλοι μοu! ε!πz προς τΎjν οtκοyένεια Ίονδρέτη.

- Στ!.ς εξη ή ι'Jψχ, ε!πσιτε κόριε;

- Νσιί, νσιί, στlς ifξη &κpιοώς.

Έκε(νη τη στιγμή, ή μεyαλότεpη κόρη τοσ Ίονδρέτη, πρόσεξε δτι δ

ξένος ~ψησε το πανωφόρι τοu πά.νω στην καρέκλιχ.

- Κuριε, φώναξε, ξεχά.σατε το πανωφόρι σας.

Ό Ίονδρέτ'f)ς εξακόντισε κατά τΎ)ς κόρης τοu ενα. βλέμμα. γεμά.'tο όργή.

Ό κόριος Λεuκ(ιχς γόρισε κι' &ποκρίθηκε μ' έλαψρο χαμόγελο:

-'Όχι, πσιιδί μοu, δέν το ξέχσισα, το &ψησσι.

-"Ώ! γενναίε μοu προστά.τα! &.ν έκραξε δ 'Ιονοpέτης, σεβαστέ μοu κό-

ριε, οέ μπορώ Υ~ κρσιτήσω τ<Χ δά.κpuσι. 'Επιτρέψετέ μ.οu ν<Χ σ!Χς σuνοοεόσω

&ς τ' &μά.ξι σα.ς.

-"Αν βγείτε εξω, ~πά.ντησε δ κ. Λεuκία.ς, φορέστε αότο το πανωφόρι.

'Έχει πολu δια.περcι.στικο ψuχος.

Ό 'Ιονοpέτης δεν περίμενε νά. το &.κοόσει δεότερη φορά. Φόρεσε &.μέ­

σως τό οα.ρu πανωφόρι, κ' eτσι 6γ~καν κι' οι τρεϊς, με τόν 'Ιονδρέτη μπροστά..

Ι'

τι ΒΓ AINEI ΑΓΙΟ ΕΝΑ ΑΓΟΡΑΙΟ ΑΜ.ΑΞΙ

ΤLποτε &ιπ' δλη αUτ~ τή σκηνή δε Οιέψuγε &πδ τό μιά.τι και τό ~ότt

Μ · κ, .. .)., · ~· r~ · , ' · τοΟ σιpιοu. ι ομως στ • 1 ν πρα.γμα.τιΊωτητα. οεν ε. ο ε τιποτε, για.τι τα μ.ατια.

τοu, δ νοΟς τοu, τb είναι τοu ολο, είχαν προσηλωθεί κιχ!. είχιχν δοθεί στη νέα.

κοπέλλσ. c7.πο την πρώτη στιγμη ποu πάτησε στο ~θλιο δωμάτιο τοσ Ίονορέτη .

Σ' δλΎJ τΎj δtιipκεια τής πι:φοuσίας της δ Μιipιος ζοuσε σε ΙΞκστα.σΎJ, ζοuσε τη

ζωη έκείνη πού κό6ει την &ντίληψη γι~ τ~ &ντικείμ.ενσι κσιl ή ψuχη σuγκεν ­

τpώνετα.ι σ' ε να. κα.l μόνο σΎJμεϊο! Έ~ν εμπα.ινε τ' &.στέρι Σείριος μέσα. σ' ~­

κείνο το δωμάτιο, ό Μάριος δε θα. θαμπων6τα.ν τόσο.

590

Έ·ιώ fι «Οuρα.νiα.» του &νοιyε τό δέμα. κα.ί ξεδίπλωνε τa φορέματα. κr,ι.l

τlς κουβέρτες κα.ι ρωτοuσε η] μ~να. με κα.λωσόνη κα.l την τρα.υμα.,:σιtένη κό­

ρη με συμπάθεια., δ Μά.pιος παρα.κολουθοGσε κάθε κ1νησή της κcι.l ?ψοσπα.­

θοuσε ν' &.κούσει κιΧθε λέξη της. Γνώριζε τα. μιΧτια. της, τό μέτωπο, τΎ]v ομ.οp­

ψι~, το &.νά.στημ.α, το οάοισμα., ΙJ.ό·ιο τον ήχο της ψωνης της οεν είχε &.κού­

σει, α.uτόν &.yνοοuσε . Tou φάνηκε μια. cpoρa στο Λοuξεμβοuρyο, δτ: &κουσε με­ρικές λέξε:ς της, &.λλ:Χ δέν ήτα.ν βέβαιος. θ:Χ εοινε δέκα. χρόνια α.π' τη ζωή

του, γιa ν' &.κοόσει, για. να. μπορέσει να. κρα.τήσει μέσα. στ+;ν ψυχ-/; του λίγη

&.πό κείνη τf) μουσική. Άλλ:Χ οί θρηνωδίες κα.l οί κομπορρr;μοσόνες τοu Ί­ονδρέτη σκέπα.ζα.ν τα. λόγια. της κοπέλλα.ς κ' εψερνα.ν το :Μά.pιο σε εσχα.τη

&.γωνία.. ΤΎ)ν &.γκά.λια.ζε με τα. μάτια.. Tou ψα.ιvόταν &.πίστευτο ότι &.ληθινα.

το οuρά.νιο α.uτο πλά.σμα. βρισκόταν &.νά.μεσα. σ' εκείνα. τ:Χ καθά.ρμα.τα., μέσα.

στή ψωλιa τών θηρίων.

υοτα.ν α.uτ'lj βγήκε, ενα πριΧγμ.α. σκέψτr κε &.μέσως, να. τf)ν &.κι::ιλουθήσει,

ν?ι. μf) χάσει τ:Χ ίχνη της, να μ'lj τΥ]ν &.ψήσει C1.ν οέ μάθει το σπίτι της, ν:Χ ΙJ.iι

την ξα.ναχ&.σει, ά.ψοσ τή βρήκε ώς έκ θα.ύμα.τι::ις. Πήδησε iπο τον κομο κά.τω

κα.l fί.ρπα.ζε το καπέλλο του να. 6γετ. Άλλά., κα.θwς &γγιζε το χερούλι της πόρ­

τα.ς ν' aνοίξει, μια. σκέψη τον στα.μά.τr;σε. Ό διάδρομος ήτ'J.ν μακρός, ή σκά.­

λα rσια, ορθι«, δ 'Ιονορέτης ψλόαρος, δ κ. Λευκία.ς δέ οα. είχε φτ&.σει &κόμη

' ά.μιΧξι. "Αν γύριζε και τον εολεπε στο διά.δρομο η στη σκ&.λα, 6πωσδr;­

ποτε θ' &.νησυχοuσε κα.t θΜρισκε πάλι τρόπο νά. εξαφανιστεί κα.l τότε Oa τοuς εχα.νε για. πά.ντα.. Πως να. κ&.vει; Να. περιμένει λίγο; 'Αλλ' α.uτοt είχα. ν οχη­

μα., οε θ?ι. τι::ιuς προλάβαινε πιά.. Βρέθηκε σ' cΧμηχαvία .. Τέλος, &.ποψά.σ:σε v:Χ

το ριψοκινδυνεόσει, βγήκε ά.π' το δωμά.τιο.

Εuτυχώς στ? :s~iδpoμo δεν ήτσ.'Ι κσ.νένσ.ς, ετpzξε προς τη σκά.λα., οuτε

κ' εκεί OEV είδε κανένα. Κατέβηκε γρήγορα τα. σκαλvπ&.τ:α, ογηκ::: στ~ δρό­

μο κΙΧ[ πpόλα.6ε ν&. δε~ τ' άμά.ξι ΠΟ'J ε'στριοε στη γωνία. 'Έτρεξε πpο; τό δρό­

μο &κεινο κα.l πά.λ: εϊδε τό ά.μά.ξ: cΧπο μακριά.. 'Αλλa το ά.μά.ξι ετρεχε, α.uτός

πεζός, ΠGJς να τό &.κολοuθήσει; ΤΗ τα. ν &δόνατο. Κ' uστερα ήταν πιθανο να. τόν

δοσν &.πό τ' ά.μ&.ξι νa τρέχει και ν&. το·ι γνωρίσει δ πα.τέρα.ς . Έκείvη τΎ] στιγμή,

κατ&. τύχη, πεpνοuσε ενα &λλο ά.μ&:ξι &.γοραϊο, &δειο.

Ό Μά.ριος εκσ.νε ν6ημα. στον &.μσ.ξα. να. στ<ψατήσε ι κα.l τοσ ψώνα.ξε:

-Με την ώρα. .

Ό Μά.ριος ψοροuσε το παλ:ο κοστούμι, δε ψοροuσε γpα.β&.τα. κα.ι τ~ που­

κάμισό του στο στήθος ήτα.ν λίγο σκισμένο.

Ό &.μα.ξ:Χς στα.μάτησε, μισόκλεισε τό μά.τι κι' &πλωσε τό χέρι του προς

το Μάριο.

- Τί; ρώτησε δ Μάριος.

- τα. λεψτ:Χ μπροστά. , εrπε δ ά.μσ.ξά.ς.

Τ6τε θυμήθηκε ΠbJς δέν ε[χε παρa δεκα.έξη σολ~!σ..

591

-Πόσοι;

- Δub φρά.γκrt.

-θ~ σέ πληρώσω στήν έπιστορφή.

Ό &μαξά.ς &.ντl γι' &π&.ντηση χτύπησε μέ το καμτσίκι το ~λογο κι' &ρ­

χισε νιΧ σφuρίζει εναν εuθuμο σκοπό.

'Ο Μ ' ·~ ' λ ' ' ' 'ξ ' ' Γ ' · ' αριος ειvε απε πισμενος το αμα ι να. ψεuγει. ια ειΜσιτεσσερα

σολδίιχ 'έχανε τή χαρά., τ'Υ)ν εuτuχίιχ, τόν 'έρωτά. τοu! ξανά.πεφτε στο σκοτά.­

δι. Είδε γι~ μι!Χ στιγμ.i) τό φως τοu κ' εμεινε πά.λι τuφλός. Είχε μεταν-:ιήσει

ποu Ιtδωσε κείνο το πρωί τ~ π{ντε ψρά.γκσ. στο ιΧθλιο εκείνο κορίτσι. "Αν εί­

χε τώριχ τά. πέντε ψρά.γκα θά. σωζότιχν, θ' &vαγενν~όταv. θιΧ6γαινε &.πο το

ι:rκοτιiδι, &.πο τ~ν ξρ'Ι)μιιi, &.πb τ~ν ΠlΧpί(Ι., &.πb τrιν ορφάνια. Θi ξαvιiδενΞ τη μιχύρη κλωσ'tη 'tijς μοίριχς 'tou μz ,(; χρuσο εκείνο νijμσι, ποu ψά.νηκε γιά.

μιά. σ'tιγμή σ'tά. μά.τισι 'tO'J Κα.l πά.λι κόπηκε. Γύρισε ά.π~λπισμένος στο σπί­

τι τοu.

θCι. 11ποροuσε νCι. πιχρηγοpηθεί ?lν σκεψ'tό'tιχν ο'tι ό κ. Λεuκίσις είχε δπο­

σχεθεί δτι θά. επανέλθει το 6ρά.δι καl θi ε!χε δλο τόν καιρό v'x πά.ρει τα κα­

τά.λληλα μέτρα καl νά. τον παραΜλοuθrισ.::~, &.λλά. μέσα. στήν εκστασrι τοu εί-.,, 'J'I , τ )""

νσι: '=>ΎJ'Ύ)μα. ιχν το ειχε κα.τιχ ,α.οει. . Καθwς πήγαινε να μπεί στην πόρτα, πι:ι.ρα.τ·ίιρησε πρός την ιΧ·ιτίθετη πλεu­

ρά τοσ δρόμου τδν Ίcινορέτη, τuλιγμένο στο πανωφόρι τοσ «φιλα ·ιθρώποu» , ν~

11ιλα. !.!.' ενα. UΠΟΠ'tΟ πρόσωπο. ΣτέΜντα.ν &.κίνητοι μέσ' στο χιόνι , ποu εξσικο­

λουθοσσε νιΧ πέφτει πuκνό. Τοσ φά.νηκε ot'. αuτός ποu σuvομιλοϋσε μέ τον Ί­ονορέτη Εμοιαζε μ' εναν ΙΙαχαούοα., έπιλεγόι.1.ενο Λοuλούδα. κα.l llιγρενσιλιά.,

ποlι δ Κουρφερά.κ τοu είχε δείξει μιά. φορά., ώς ά.νθρωπο πολu επικίνδυνο . Άv­

τcφώσαμε αότο τό δνομα στο προηγοuμενο 6ι6λίο. 'Αργότερα πέρασε &.πb rΧρ­

κετές δίκeς κ' 'έγιν<> οι&.crηι1ο για. τα. έyκλrιμσιτ&. του. Αuτη την εποχη ή rΧ­

σ,uνψία. γνώριζε τlς σχέσεις τοu μέ άλλα εγκληματικά. πρόσωπα καl ά.γpυ ­

πνcιuσε, μ' δλο ποu &.κόμη δέy eίχ;; τίποτε σuyκεκpιμ.ένο γι' cι.u't6Y .

ΙΑ'

Η Δ ΥΣΤΥΧΙΑ ΙlΡΟΣΦΕΡΕΙ YllHPEΣIA ΣΤΗ ΘΛΙΨΙ-Ι

Ό Μ&.ριος &.νέ6ηκε τή σκάλα μέ ά.ργά. 6ήματα. Τη στιγμη πού πήγαινε

νιΧ μπεί στο δωμάτιό τοu, είδε πίσω τοu στο διάδρομο τη μεyαλuτερη κόρη τοσ 'Ιονδρέτη , πού ~ρχόταy πίσω τQU, Α1σθά.νθηκε &.ποστροψη γι' αύτrιν, γιατl

α.ότή εΙ χ:; τ,χ πέντε ψρ&.γκσι του. Νά. τ& ζητήσει πια ήτ'Υ..Υ ά.νώφελο, ά.φοu κσ.! το άμιiξι είχε φόγει καί τα χρήματα τώρα δέ θ& τα. είχε σιύτrι. Νά. τη ρωτrι-

592

σει ποu κα.τοικοuσα.ν οι ouo ξένοι, ποu εφuγα.ν πριν &.πο λίγο, πάλι fιτα.ν &.νώ­

φελο, γιατt κι' α.οτη δε θά. το ήξερε, drpou το γράμμα. &πεuθuνότα.ν «Προς τον φιλάνθρωπον κuριον τi)ς έκκλησία.ς τοu Άγίοu Ία.κώοου».

Ό Μάριος μπήκε στο δωμάτιο κ' εσπpωξε τ'i)ν πόρτα. ν&. κλείσει, &.λλά. ή πόρτα. δέν ~κλεισε, γuρισε κα.t βλέπει ενα. χέρι ποu τήv κρά.τησε μισα.vοι­

χτή.

-τι είvα.ι; ρώτησε, ποιός είνα.ι έκεί;

τΗτα.ν ή κόρη τοu Ίοvδρέτη.

-Έσu είσα.ι πά.λι; cpώνα.ξε σχεδόν σκληρά. δ Μά.ριος, πά-ντοτε &σU; τί

μ.έ θέλεις ;

Ή κοπέλλα. cpα.ιν6τσ.ν σκεψτικη κα.t οuτε κοCτα.ζε προς το Μάριο. Δεν είχε το πρωινο θρά.σος . Στά.θψε ~ξω στη σκιά. τοσ δια.δρόι.ι.ου, δπου δ Μά.ριος

την ~βλεπε dπο τη μισάνοιχτη πόρτα.. ' - Δέν &.κοuς τί σοσ λέω! είπε:: δ Μά.ριος, τί με θέλzις;

Ή κοπέλλα. σ~κωσε τ&. μελαγχολικά. μάτια. της κι' &.ποκρίθηκε:

- Κuριε Μά.ριε, σ~ς βλέπω πολU στενοχωρημένο. Τί έχετε; -'Εγώ ; είπε δ Μά;ριος.

-Να.ί.

- Δέν εχω τίποτε.

-'Όχι, κά.τι 11χετε.

-'Άψησέ με Ύjσuχο , σε πα.ρα.κα.λώ!

Κα.t δ Μά.ριος ~σπρωξε τ+ιν πόρτα., dλλ!Χ ή κr;πέλλα. έξα.κολουθοuσε νά. τήν κρα.τδi.

-'Ά, κuριε Μάριε, εχετε &οι κο. ~Αν κα.l δέν εΙστε πλοόσιος, σήμερα. τό

πρωt ψα.νήκα.τε τόσο κα.λός. Φα.vi)τε κα.l τώρα. δ ϊοιος. Mou οώσα.τε να. φά.ω ποu πεινοuσα., πέστε μου τώρα. κα.t τί 11χετε; Κά;τι σ~ς βα.σα.viζει, α.ότο εrνα.ι

ψα.νερό. Δε θέλω νά. σ~ς βλέπω λυπημένο. "Αν μΠ"Οροuσιχ νά. κά;νω τίποτε

γιά. σα.ς, νά. σα.r,; δώ χα.ροuι.ι.εvο .. . Δε μπορώ ν!Χ σας ψα.νώ χρήσιμη σέ τίποτε;

Πέστε μου, θιΧ το κά.νω &.μέσως. Δε ζητώ νά. μοu πείτε τ!Χ μυστικά. σιχς, δεν

έχετε &.νά.γκη νά. μοσ τιl. φανερώσετε, ά.λλiι.. δε μπορG) νχ σάς cpα.νώ σε κά;τι

χρήσιμη; 'Όπως οοηθώ τόν πα.τέρα. ι.ι.ου, θιΧ μπορeιuσα. ϊσως νά. βοηθήσω κα.l

σα.ς . υοτα.ν χρειά.ζετα.ι να πά.ω γpά.μμα.τα., να. πάω σε σπίτια., νa ρωτrισω &.πό

πόρτα. σέ πόρτα., νά. βρώ ποu κά.θετα.ι κά.ποιος, ν!Χ πα.ρα.κολουθήσω κά.πο ιου τ!Χ

ίχνη, σ' α.ότa εΙμα.ι πολu &πιτήδεια.. θέλω νά. σάς πώ, μπορείτε κα.t σ~ίς νά. ~ιοσ

πείτε τ[ εχετε , aν είνα.ι &νά.γκη να. πά.ω κάποu, ν?:ι. βpώ κάποιον, νΙΖ μιλήσω

σε κά;ποιον. Κα.μμιά. φορά. συμ.βα.Lνει με μ~όl κοuοέντα. ποu θά. ποσμε σ' cνα.

τρίτο πρόσωπο, ν:Χ οιορθωθοuν δλα.. Σα.ς λέω , δοκιμάστε , χρησιμοποιείστε με.

Αότ?:ι. τ?:ι. λόγια. ένέπνεuσα.ν μι?:ι. tδέα. στο Μά.ριο. υΟτα.v δ &vθpωπος γzpε­

ι.ι.ίζετα.ι, πιάνεται &.π' δποιο κλαράκι βρε! στην πτu)ση του .

'Έρχεται λοιπόν δ Μά.pιος κοντά. στ+ιν κοπέλλα. κα.ι τη; λέει:

593

-"Ακοuσε ... Αίιτ'ή τόv οι έκοψε μ.έ χ~ροόμ.εvη ~κψρ~ση στ~ μ.ιiτι~:

- Εuχα.ριστω, τοίi λέει. Στόν ένικό ν~ μ.οίi μ.ιλ&τε, μ' &ρέσει.

-" Ακοuσε, έκείνο τόν κύριο με τ~ν κόρη τοu έcro τοuς ~φερες;

-Νσ.ι.

-Γνωρίζεις τfι διεύθυνσή τους;

-'Όχι, δέν τή ξέρω.

-Μπορείς ν~ μοu τ~ 6ρεtς;

Το μά.τι τijς κόρ'Υ)ς τοίi Ίονδρέτ'Υ) ά.πο μελα.γχολικό είχε γίνει χα.ροόμενο,

τώρα. ά.πο χα.ροόμενο εγινε θλ ιμένο κα.ι σκοτεινό. - Αuτο θέλα.τε; ρώτ11σε τό Μιiριο.

-Ναι

- Κα.ί τοuς γνωρίζετε;

-'Όχι.

- Δηλα.δή δέν τή γνωρίζετε, ά.λλ~ θέλετε ν~ τ~ γνωρίσετε. 'Εκείνο τό «τούς» πο•) ~γιvε «τ'ή» έλέχθη μ.έ πικρί~.

-Τέλος πά.vτωv, μπορείς; είπε δ Μά.ριος.

- 8ΙΧ ~χετε τ'ή οιεύθυνσ'Υ) τijς ώρα.ία.ς οεσποινίοα.ς.

Κσ.ι πάλι σ' α.ότές τις λέξεις τής «ώρα.ία.ς δεσποινίδα-ς», δ Μά.ριος lνοιωσε

κά.ποια. ένόχληση .

- Τέλος, ε!πε α.uτός, έχω ά.νά.γκη ν~ μά.θω πoiJ κά.θοντα.ι, ποu είνα.ι το

σπίτι τοuς, μ' α.ότο τί δηλα.δή;

Ή κόρη τοό Ίοvορέτη τοv κοίτ~ξε κ~τά.μ.α.τ~.

- Κα. ι τί θ~ μοu δώσετε σε τς;

-'Ό,τι θέλεις σοσ δίνω.

-'Ό,τι θέλω, κύριε Μιiριε;

-Νσ.ι.

-θ~ ~χετε τήv πληροψορί11. ποό !πιθυμ.εtτε.

'Έσκυψε τό κεφάλι κιχt μέ μι~ ά.πότομη κίνηση lκλεισε τήν πόρτιχ.

Ό Μά.ριος 6ρέθ'Υ)κε πά.λι μόνος. 'Έπεσε σ~ μι~ κιχρέκλιχ κι' &κούμπ'Υ)­σε τούς ά.γκωνες του πcivω στό κρε6ciτι μ.έ τό κεψciλι μέσ~ στά. χέρι~ τοu κ~ι

6υθίστηκε σέ σκέψεις. "Ολα. οσα. lγινα.ν έκεϊvο τό πρωί, ή έμψά.vισ'ΥJ τοϊi &.γ­

γέλου, ή έξα.ψά.vισή τοu, τ~ λόγια. ποu &κουσε &πο την κόρη α.ότή, ενα. ψwς

έλπίο~ς ποό πα.ρουσιά.στηκε μ.έσ~ στήv &.πέρα.ντη &.πογνωσή του, /Sλα. α.ότ~

πλ'Υ)μμύριζα.v συγκεχυμένα. τό μυα.λό τοu.

Μι~ φωνή τοu ά.πόσπα.σε ά.πότομσ. τ'i)v προσοχή, ~ φωνή τοσ Ίοvδρέτη,

δυvα.τή, όξεία. ςρωvή. - Σοσ λέω πώς είμ.α.ι 6έ6α.ιος, τον &.να.γvώρισα.! Είvα.ι έκείνος!

Ό Μά.ριος lμεινε εκπλ'Υ)κτος. Γι!Χ ποιόν ελεγε δ Ίοvδpέτ'Υ)ς; Πο:Jιόν iv~·

γνώρισε; Τον κ. Λευκί~; Τον πα.τέρα. τijς «Οόρ~νί~ς» του; Μήπως θiΚ. μ.ιiθ~ι-38

594

Υε μΕ tOY &πότ0μ0 Κα.ί ά.πpοσδόΚψΟ α•)τό τρόπο τtς πληpοψοpίες εΥ.εί·;ες, χω­

ρίς -.lς fnt(lίε; YJ ζωή τοu θi ήτα. ν &θλια. κα.t σκοτεινή;

Μ' ενα. μόνο σά.λτο 6pέθ-ηκz πά.νω στον κομο κα.t ~στησε το μiτ: τοu στ'fιν τpuπα. τοϋ τοίχοu, ποu τον χώριζε &π' το δωμ~τιο τοu Ίονδρέτη ..

'Έβλεπε πά.λ, τό ~θί.ιο ξσωτεp;κ.ό της τρώγλης τοΟ 'Ιονδρέτη.

ΙΒ'

ΓΙΟΥ ΧΡΙ-fζΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΤΟ ΠΕΝΤΟΦΡΑΓkΟ ΤΟΥ κ . ΛΕΥΚΙΑ

υΟλιz εκε'ϊ μέσα. ήτσ.ν 5πως κο:t πρίν , μ6νο 1ι μά.νσ. κα.t οί κόρες της ε!­

χα.ν 6γά.λzι &πο το oiμ.et κσ.l '?6pεσιχν κrkλτσες κσ.ι ζα.κέτες μά.λλινες. Κι' ιi­

κόμη δu6 μά.λλινες κοuοέρτε; ήτα.ν ριγμένες πά.νω στο κρε6ά.τι .

Ό Ίονδρέτης φαινόταν δτι μόλις μπήκε, για.τl ήταν &κόμ.η λιχχα.γισ.σμ.έ­

νος. οι δuό κόρες κά.θοvτα:ι κά.τω κοyτiΧ, στό τζά.κ; κ' 1ι μεγα.λύτιψrJ εδενε το

χέρι τής αδελψΥjς τη;. Ή γuνσ.[κιχ τοϋ Ί·:ινδρέτη κα.θότα.y στό κpε6ά.τι της

καl ήταν σαστισμένη. 'Ο Ίονδρέτης περπατούσε μz μεγά.λα. oijμ.etτα. . Τα. μά.­

τια. τοu εΙ χα. ν μ.ί&ν εκψρα.ση α.σuνήθιστη.

Ή γuναίκ::ι. τέλος τόλμησε κα.ί τοu είπε:

- Σi.ν ιiπ(cr-.εuτο μι:ιu φα.ίνετα.ι. Είσ:Η 6έ6α.ιος;

- Βέοα.ιος λέει; Βεοα.ιότcιτος! II.ipα.crzv &.πό τότε όχτω χρόνια., δμως τόν θυμήθηκα.! Ιlpα.γμα.τικ!Χ ΟΕΥ τον γνι~p tσΕς &σu καθόλοu;

-~Οχ ι.

- Κα.l σο•j εΙπα νχ τbν προσέξzις. 'Γο tοιο ά,y~στημα. , τ6 t'διο πρόσωπο,

μόλ~ς π::, λίγο γερασμένος. Μεpικοl ποτέ δέ γεpvοίίν, δεν ξ.tρω πώς τ~ κα.τιχ.­

ψέρvοuν, ή ψωνrι t(IU δμως ή rοι<ι:. Μόνο πως εrvα.ι ;;-~uμέvος κα.λλίτερα.. 'Ά! Βιά.6ολε θ~ σοu δεiξω εγώ! κα.Η σ' &:6α.λα. στο χέρι , zνvοια. σr:ιu!

Γόρισ;; προς τlς κόρες κrxl τlς διάτα.ξε:

-Έσε'ίς ψuγετε &.πο δω , πηγσ;ίvετ~ ~ξ ω! 'Ακοuς! πα.pάδοξο, ν ?:ι. μ.Υ.ι τον

γνωρίσεις!

ΟΕ κόρες σηκώθηκαν ν?:ι. φuγeιuν. Ή μητέρχ μσυρμούpι~ε:

-l\H τb πονεμiνο χέρ: •ης; Ν δ\ φuγε: κι' α.Οτή; -Δεν τ::εφά.ζει, δΞ.ν πεφά.ζει, δ &.έρα.ς θ~ τη; κά.νε~ κα.λ?, .:;!11;ε δ Ίον-

οpέτης. Πηγαίνετε, πηγσ.ίν~τε. 'ΊΙτ:l.Υ ψα:ιεpb Πt;)ς γι~ γ' σ.ντψιλ-/jσεις στόν ayθpωπο α0:6 fιτ(ι,,y &πιΎ..ίν ­

δuνο. οι ουό κόρες 6γ·ηκα.ν.

595

Άλλ~ μόλις ή μεyσ.λότερη πηyε v!J. περιΧσει Ιiπό το :-tα.τώφλ~, δ πα.τέ­ρα.ς την ~π:α.σε &.πο το χέρι.

-'Άκοuσε, τής είπε κάπως &λλόκοτα, κοίταξε στίς πέντε vlι. ο( δ•;ο π~λι ~δω, &.κpιοGJς στις πέντε, για.τι 88\ σας χρεισ.στω .

Ό Μιiριος τότz εοωσε περισσότερη προσοχή. 'Όταν ό Ίοvδρέτης itμειvε μόνος με τΎ) γuvσ.ίκσ. τοu, &.ρχισε

, , ειστε κι

περπcι.τ<i στο δωμάτιο κι' <Χψοσ !iκα-νε δuο τpείς γupouς σιωπηλός, στcί.θηκε

Κ' εχωσε στη ζώνη τοu ΠΧΥτεΑΟ\ΙlΟU τοu το yuνα.ικείο ΠΟUΚά:μισο Π01J ψopOU'JZ.

υlΌτερΙΧ γόρισε προς τΥ) γuνrχiκα. τοu, σταtίρωσε τ~ χέρια. χα l εΖτ,ε:

- κ()\ι θέλε ις νC. σοσ πώ κrxt κά.τι &λλο; ή κόρη ποv είχε ιια-ζί τοu .. . - Τί; ρώτησε ή γuvα.ίκα..

υΟλη i) uπα.ρξη τοσ Μά.ριοu σuγκεvψιοθηχε στην dxoi; τ?υ, ιiλλά δ

Ίονδρέτης εσκuψε κα.ι μίλησε στη Ύuνα.!κα. τοu κρuψΧ. 'Ί'στ;ψα. σηκιΜψε

και πρόσθεσε με δuvατη φωνή:

-Το κεψά.λι μοu οά.ζω στοίχημα πwς είναι αuτή.

- Αοτή; εΙπε fι γuvα:ίκα..

-Δοτή! zπαvάλα6ε δ Ίοvδρέτης.

Eivcι.ι &γέκψρσ.στος δ ,όνος, με τbv δ1tοτο ή γυγ.:χ ίκα. :χοτή πpόφψε τη

λέξη «αuτψ>. Ό τόνος αοτος Ιt δειχγε z-κπληξη, θαuμασμό, κα.( μσ.ζl μ.Ισος κcc l

οργή λυσσασμένη. 01 λίγες λέξεις πο:J ψιθύρισε ό Ίονδρέτης στο α.uτί Π)ζ,

μετι;ι;βά.λαγε τη γιηα(κι;ι; άπό άποχα.uγωμi-ιη καl γυσ,α.λzcι. σ' &ηοια.στ:χ·rι κα l

θηριώδη.

-'Αδύνατο! μούγΧpισε, αότό τb πραγμα είναι τι\Jv &.δυνάτωv &Βύvα.το!

Οί δικές μοu οί κόρες κα.τ&ντησα.v ξuπ6λuτες κα.ί yuμviς. /ι.)τη μ' &τλο-.ζ~νιο:

γούνα, με οελοόδιvο κα.πέλλο, με μετcιξω:~ παπουτσάκια., με δλα της σωστά ... &ς διακόσια ψρά.γκcι. κrxl πψισσότερο θ!Χ στοιχ ίζοuγ, σ&. μ.εγά.λη κuρ:Χ! Μέ­

γα. λά.θος κά.vεις! Καt πp<lHOV &κείνη ~τα:v &σκημ.η, ενα σιχcψέvο, ZVGJ cc:Jτη

είνα.ι ομορφη. Σοσ λέω είναι ιiδύνα.το v&. είΎα.ι ή rοια. ε-κείνη. -Έκε(ψη είνα.ι σοΟ λέω, θ~ το δεtς.

'Η γuvα. ίκα τοϋ Ίονδρέτη σήκωσε τό κεφάλι της προς τό ταβάνι κα.ί το πρόσωπό της ε[χε μ.ια. Ιiκψριι.ση πα.ρα.μ.ορψωμένη . Έκε!νη τη στιγμή ψά.νηκε

cnό Μά.ριο πwς η γuγα.(κιχ αuτη ήταν ψοοερι~τερη κι' &πο τον a'ΙψΧ της .

Νόμισε δτι είδε μιιΧ γροuνα μέ μά.τια. τίγρης.

Είνα.ι πpιΧγμα. α.οτο ν~ ,σ σκεψτείς! Au,o τό σιχα:μέν'.i, το &ρχογτοzό­

ριτσο, ΠΟU κοίταζε τίς -κόρες μοu GCG yΓJ. τίς λuπ6τανε, Υ~ ε[να.ι zκείvο το ψεt­

pιά.pικο, το ζητιανιί.κι. ~Α! νιΧ τήν είχα, κα.l ν&. 'Υίι~οuγ 6έ6α. ιη πι~)ς ήτα. ν εκε ί-

θ ' Ν ~- ' ' ι vη, α. της ιι.νοιγα. 'YJ'i κοιΑtΙΧ.

Πήδησε κάτω &.πο το κρε6ά;τι καl στάθηκε δpθια, &. vcχμαλλ:ασμένη, riχτt-, , θ , ~ ι ' 1 ' i ι

vιστη , μέ ψοuσκωμενα τcι; pou ουνια., i-1·"' μ.ισσ.γο ιγμεγο τc; :Ηcι μ.r;ι., μ.ε '(/, χεpιz προς τα. π(σω καί με σφuγμένες :lς γροθtές, κοίταξε Cί.γρtcι. y:.\ p{J) τη; κ7.l ;7.­νiπεσε στο κρε6ά.τι.

&96

Ό &ντρα.ς έξα.κολουθοuσε νιΧ. περπα.τα. χωρίς νιΧ προσέχει κα.θόλο•J ατό «θ'Υjλυ» του. "fστερα. ~πό λίγο πλησιάζει σ' α.uτΥ)ν κα.ί στέκεται, μέ σταυρω­μένα. τιΧ. χέρια., 8πως κα.ί πριν.

- Κα.ί θέλεις να. σοu πώ κα.ί κιΧ τι α.λλο;

- Tl; ρώτησε !κείνη. -'Έκα.να. τΥ)ν τUχη μου! &ποκρίθηκε δ 'Ιοvορέτης μέ χαμηλότερη φωνή

κα.ί πολ& γοργή. ... Ή γυνα.ίκα. τον κοίτα.ξε μ' evα. βλέμμα. σΙΖ v&λεγε:

-ΜΥ) τpελλιiθηκε α.uτός δ &.νθρωπος;

Ό 'Ιοvδρέτης έξα.κολοόθησε:

- Τιfψα. eα. Sεϊς έσό! Ν~ π~ ρ ει δ δι~βολος! Άpκετο κα.ιpb είμα.ι τ~ ς ένορία.ς τής Άγία.ς «πέθα.vε ιiπό τΥ)ν πείνα. ~Υ lχεις ψωτια. ·I) πέθα.vε &πό τό

κρύο α. ν εχει; ψωμί!)), Φτάνει πια. "ή φτώχεια., ως έδG)! ΤΗρθε κα.t μένα. ή

σειριΧ μου vα. ψιiω, vιΧ πιώ, vrk ξα.πλωθώ, vrk μη μέ vοιά.ζει γιfι. τίποτε! Άμ'

τί! πρίν πεθάνω θέλω κ' έγιh νά γίνω λίγCJ έκα.τομμuριοuχος !

Κα.ί κά.vοvτα.ς μι!Χ οόλτα. d:κόμα. μέσα. στο δωμά.τιCJ, πρόσθεσε:

-'Όπως οι &λλοι.

- Τί τά.χα. θές νά πείς; ρώτησε ή γυνα.ίκα..

Ό 'Ιονορέτης κοόνησε το κεφάλι κα.ί Οψωσε τη φωνή, δπως οι ά.yt.ίρτες

τών δρόμων δτα.ν κιiνουν πα.ρα.στιiσεις κ' επιδείξεις. - Τι θέλω νσ. πώ; ~ Ακουσε!

-.Σιγά.! εlπε ή yυvα.ίκα., μ ή ψωvά.ζεις δuvα.τιΧ, αν θιΧ πείς πρά.γμα.τα. ποu δέν πρέπει νιΧ τ' ιiκοόσει κα.νεlς.

- Ποιός y' ά.κοόσει, δέν είν' έδώ κα.νείς. Ό yείτονα.ς; Τόν ε!δα. ποu 6γη­

κε πρlν &πι? λίγο. Άλλα. κα.l νά. εlνα.ι μήπως &κοόει ποτέ α.ότο το ζώο; Κ' 0-στερα. κα.θιhς σοu λέω, τον εΙδα. κ' εψευγz.

Κα.l δμως δ 'Ιονδρέτης χα.μήλωσε η] φωνή του ιiπb κά.ποιο ~νστικτο,

&λλ& 15χι κα.t τόσο, &στε vιΧ μΥ)ν ιiΚCJuει δ Μά.ριος . 'Έξω οί δρό~~οι fιτα.v στρω­

μένοι μέ χιόνι , ποu έξα.κολουθοuσε νιΧ. πέφτε ι κι, α.ότό επvιγε τό θόρυβο τώv

&μα.ξιώv κα.t 6οηθοuσ~ το Μά.ριο v!X μη χάvει λέξη. 'Έτσι δ Μάριος aίκοuσε τιΧ έξης:

- Γυvα.ίκα., &κι:ιuσε κσ.λά α.uτά ποu θά σοu πώ . Λογάριασε 8τι τον aν­

θρωπό μοu τόν εχω 6ά.λει μtσα. στό σα.κκί. Αuτος θ&ρθε ι &πόψε στίς εξη ~

ίJ>ρα.. 'Έχω συνεννοηθεί μέ ιiνθρώπους. uΟλα. είναι προετοιιJ4:σμένΙΧ. μέ κά.θε

λεr.:τομέρεια.. Είδες πώς τοu παράστ-ησα. δτι ελ·ηξε ~ διορία. &.πόψε κα.ί πρέπει

ν~ πληρwσω τό vοiκι &.πάψε; Αuτbς λοιπbv θ&ρθει v~ φέρει τ~ έξ'ήvτα. τr.ιυ

φρά.γκα, δ πα.λιά.νθρωπο;! AuτYj την ίίψσ. Ύι κυρα. Πα.νιίψια πλένει πtά.τχ εξ ω

στα. έστιΙΧτόpιΙΧ. Ό γείτοvΙΧς πηγαίνει να. δειπνήσε ι κσ.ί δέv έπιστρέφε~ πr.ιτε

νωρίτερα. &.πό τίς evτεκα.. 0t ι_ι.ικρeς θ& ε!vσ.ι εξω v:Χ πα.ρακ';λοuθοΟv . "Av 'ΧΡΕLα.στεί θά. μiς οοηθijσεις κα.ί σύ . τί θCΧ. κά.νει; θ' ά.ναγκα.στεί Ya πληρώ­σει ο,τι τοσ ζητήσ?με.

597

-Κι' α. ν &ντισταθεί; ρώτησε ή γuναίκα .

- θα. τόν στριμώξομε, είπε δ Ίονδρέτης καt γέλασε iπαίσια.

ΙΙpι(ιτη ψορα. είδε δ Μά.ριος αδτόν τόν άνθρωπο να. γελii. Αδτό -;~ γέλιο

~ταν ψuχρδ καt φριχτό. 'Έκανε το Μά.ρι? ν' &.νατριχιά.σει.

'Άνοιξε δ Ίονορέ,η; ενα. ντοuλά.πι κοντά. στ~ τζά.κι, εΌγαλε &πο μέσα.

Ιtνα. πα.λιδ κασκέτο) το ξεσκόνισε κα.t το ψόρεσε.

- Τdψα, είπε, πά.ω εξω . 'Έχιο) &κόμη να. οιϊ:> καt μερικο•'.ις &.λλοuς, &.π'

αδτοlις το•)ς έντά.ξει ιiνθρώποuς. eα. δείς πόσο καλα. eα. πα.vε τα. πpά.γμα.τα.!

θά. προσπαθήσω να. επιστρέψω πολu γρήγορα. . Έσu κά.θησε να ψuλaς το σπ!τι.

Κι' &.φοu εοαλε τά. χέρια τοu στtς τσέπες τοu παντελονιοu τοu, εμεινε γι&

λίγο σκεψτικός. 'Ίστερα. ψώνα.ξε:

- Καλα. ποίι δε με γνώρισε ~κείνος! ~Αν μ' ~.να.γνιJψιζε, Οέ θιi ξαναρ­

χόταν . Θα. τον χά.να.με μέσα. &π' τα. χέpιιχ μα.ς! Τά. γένεια. μοu ψα.ίνετιχι, μ'

εκα.ναν διαφορετικό, αuτά. τα. ρομαντικά. μοu γένεια είδες τί κατορθώνουν! με

σώσα.νε .

Κιχt πά.λι ~οιχλε τά. γέλισ;. 'Έπει,;σ; πήγε προς ;;ό πα.ρά.θuρο. Τό χιόνι

έξακολοuθοuσε νά. πέφτει, δ οδρανός ~ταν γκρίζος.

- Ti δια.οολόκαφος! είπε.

Σταuρι:Jνοντιχς πά.νω στο στήθος τοu το πα.λτ6, γύρισε πρός τη γuνιχίκα

τοu κα.t είπε:

- Mou ε!να.ι πά.ρα πολU ψα.pοu α•)το το ροuχο . Άλλα. μοσ εΙ ναι &.διά­

φορο . Καλά. τόν φώτισε δ διιΜολος καl μοu τ' &φησε . Χωρlς αοτο οέ θά. μπο­

pοuσα. να. 6γώ Ιiξω καt η δοuλεια. δε θα. ήτα.ν δuνατδ να. γίνε ι . Βλέπεις &πό

c:i &ξα.pτιi>Υτ<Χι, Χ<Χ\.ψιa cρ rψά., τα. πράγματα.!

Κατέβασε το κασκέτο &ς τά. μά.τια κα.l ογijκε . Άλλά. μόλις εκα.νε μερι­

κ?χ βήματα καt .YJ πόρτα. ξανάνοιξε, και ή παμπόν'Υ)ρ'Υ) έγκλrιματικΎ) μορφή

τοu τ.:ρόεlιχλε πciλι.

- Λησμόνησα να. σοu πιϊ:>, εΙπε στη γuναίκα τοu. Ν& 6Ηεις κά.ρ6οΙJνα I

σ-.:ο μιχγκάλι, να. το €χεις ετοιμο. ' K>>f ξ J, .,., - Ι \ I '- >'

ερpι ε στ.1ν ποοια; της γuνα; ικιχς τοu το πεντοςppα;γκο, ποu πηρε Ο<ΠΟ

το «φιλάνθρωΠΟ» .

-Πόσα κάροοuνα ν' &.γορά.σω; ρώτησε f] γuνα.lκα.

- Πά.ρε ouo μόοια.

--Κοστίζουν τριά.ντα. σολδιά. Με τα ύπόλοιπα θ& πάρω κάτι νά φάμε.

-'Όχι, μ.Ύ)ν τα. οώσεις για. ψα.γητό.

- Για.τί; -Θ~ μοu χρεια.στοuν τα. ύπόλοιπα.. ~Εχω κά.τι ν' ά.γορά.σω κ' έγιi:ι .

-Τι;

- QΕνα πράγμα. &.κόμη θά. μοu χρειαστεί.

- Και πόσοι. θα. ξο8έψεις γι' α.ότ6;

598

- Ξtρεις C!.v ~χει κα.v~vι:ι. σιοεp~8ικο &εω κοvτ~;

--~Εχει έκεί στ~ν όδb Μονφεpάτ.

- 'Ά, vα.ί, &κ.εt στή γωνι~ τοσ ορόμοu, ξέρω.

- Δε μοίi ε!πες πόσα. θά. σοu χρεια.στοuν γι' α.ότο ποu θ' &.γορά.σεις.

- Πενήντ~ ως έξi)ντα. σολδία..

- Κα.l δkν περισσε:.ίει τίποτε v?ι. φάμο:.

-"Ας λείψει σήμερα. το φα.t. 'Έχι:;με &λλα. &.να.γκcι:ι6τερα. νά. κ&:;ομε.

- Ψuχ1ι μοu! Κά.vε ντε ν& σε oGJ.

Ό Ίονδρέτης δστερσ. &.π' α.ότο τόν τρuψερο λόγο, εκλεισε τΥjν πόρτα.,

κι' α.ότΎι τΥj ψορ~ δ Μά.pιος aκοuσε τά 6ήμα.τά. τοu άπομα.·,φuν6μενιχ στο διά.­

δρομο.

ΈκείνΎJ τη στιγμή, τό pολ6ι της &κκλφία.ς χτuποσσε ι.ι.ία. ~ετιΧ το με­

σημέρι .

ΙΓ'

ΜQΝΟΣ ΜΕ ΜΟΝΟΝ.

!Ε ΤΟΠΟ ΚΡΥΦΟ ΚΙ' ΑΠΟΜΑΚΡΟ

Ό l\1&-ριος ήτα.ν συνα.ισθημcιτικ6ς, ό'ιειροπ6λος, είχε 6α.θει0ι κα.λωσuνη κ'

ξyοιωθ~ σuμ.πό:θειΙΧ γ:ι7, τόν α:ιθpωπο. 'Αλλ(;. ·ί;τΙJ.Υ τcωτ6χpονα. κιχl α.όστηp6ς.

Λυπόταν ν!Χ πα.τ·ήσει μια ιiρά.χνη, &.λλα πα.τοuσε χωρίς διστα.γμδ το κεφά.λι

τοu σκοpπιοu. Αότ~ τfι cροpα. τδ μ&.τι τοu ε1σχ<Ιψησε σε cρωλια. φιδιιον, σε &v­τpo ΠΟ>J εμενα.ν &.νθpωπ6μοpψα. τέp<ϊ.τΙΧ.

-Πρέπει εΙπz νf:ι. Υ.ατα.πα.τηθοuν α.ότοt ο! ~θλιοι.

ΚχνένΙΧ άπο τχ α.ίvίγματα ποu είχε τ·(ιν Ηπίοιχ δτι μπορεί νά. λuθοuν,

οέν ε!χε ξεκα.θσ.ρίσει. Άvτiθετ!h ιι~λιστlh, F.γινα.ν σκοτεινότερα. Δέν Εtμα.flε τί­

ποτε περισσότερο γιιΧ τ·ήν ώριχία. κοπΟ.λιχ τοu Λοuξεμβούργοu κα.ί γι& τον

&νθρωπο ποu τόν δν6μα.ζ~ κ. Λεuκίιχ, έκτός &πό τb δ,τι δ 'Ιονδpέτης το,)ς

γνι!ψιζε. 'Από τ.Χ σκοτειν~ λ6για. ποu ε(πώθηκα.ν, ενα. πpα.γμιχ κιχτά.λα.6ε κα.­

λά,, οτt έτοιμαζό-cα.ν Χϊltϊlχθόνια. ένέδpα, ΚIXL δτι κα.ί οι Οuό οι&τpεχα.ν μέγα. χ(y­

οuνο. 'Έπρεπε λοιποv ν~ σωθοϋν, . επpεπz ν3: μιχτιχιωθοσv οι έγχλημα.τικS:ς

πλεκτάνες τοu Ίοvδpέτη, vά. ΚΟΠ'Jijν οι !στtΛ ποu sπλεκιzν α.ότzς τlς ιl.pά,χνες.

Ε._. ,J, , , ' ' ... "Ι ~ , rt , ιχε πσφιχτηρ.ρει μια στιγμη τ·η γυνα.ικιz τοu ονοpετη, οτα.ν φειvε

μόνη, οτ : τpά.6ηξε ιiπb ι.ΗΧ γωγι&, f.yα σιδερένιο μα.γκ!Χλ ι κ' Εtψα.χvε V~ οpεί

κά.τι σ' itvα σωρb &πό πcιλι3: σιδερικά..

uy στερα δ Μά.ριος, κατέβηκε &.πό τον κομ.δ &θόp,;βσ. κα.l μέσα. στη ψρί-

599

κη τοu ενοιωθε χαρ~ με τη σκέψη δτι Ο~ γινόταν ϊσως δ σωτήρα; της ά.γα­

πημέν1Jς τοu.

Άλλα ποu να. πάει; Να. ειδοποιήσει α.uτοuς ποu κινδuνεuουν; Δέν 'ijξερε

τ:Χ διεόθuνσή τοuς. Πσ.ροuσιά.στηκσ.v γ:Οι μιec στιγμη μπροστ:Χ στ.:Χ μά.τια. τοu

κ' επειτα. χάθηκαν μzσrι. στο λα.6όρινθι:ι τοϋ &πέραντοu Πα.ρισωu. Ν?χ. περι­

μένει τον κ. Λεuκ(α. στην π6pτα. στlς εξη ΠIJU θ:Χ ξανα.ρχότα.ν Υ.α.t ν?: τδν ε1-

δοποιΎ)σει για. την &νέδρα; Άλλα. ~ Ίονδρέτης κrxl ο! άλλοι θ:Χ τον εολεπιχν,

το μέρος ~τα.ν έpΎ)μtΚΟ κι' α.ύτοl tσχυpότΕpοι, θάοpισκα.ν τρόπο ν(ι. τον ά.πο­

μα.κpόνοuν κα.t τότε δ άνθρωπος πο:ι fιθελε ν:Χ σιίισει, θιΧ χα.νότα.ν . Ή ιrψrχ

·~·ω.v μ.ίrι., ή ενέδρα. στηνόταν γιά τtς εξ'f/. Ό Μιiριος είχε πέντε ώρες κα.ιρ6.

'Ένα.ς μόνο τρόπος του έμενε.

Φόρεσε τό καθημερινό του κοστούμι, εοεσε τη γpα.6ά.τα. του, πijpε το κα.­

πiλλο τοu κrxt ογijκε, πα.τώντα.ς στlς μύτες των ποδιιί)ν τοu, γι:Χ νά . μην &κοό­

σει -ή γuνα.ίκα. τοϋ 'Ιονδpέτη 1\τι ε6γα.ινε κε1ν1J τ-fιν uψα. &π6 το δωμ.!i-.ιό τοu.

~Άλλωστε ή μέγαιρα. α.uτη κατα.yινότα.ν &κόμη με τό &.νακά.τωμα. τών σιδε­

ρικών.

Ό Μά.ριος ογηκε άπό το σπίτι κσ.l προχώρησε προς την πόλη. Περνι!ιν­

'α.ς ά.πό ενα. χαμηλό τοίχο, πίσω ά.πό τον δποί-:ι οpισϊ..ότσ.ν ~ιεγά.λο ο1κ6πzδο, I I ' I > 6 ~ J. ~. ' t λ' > θ I κα.ι προχωρωντα.ς σιyα. πανω στο χι νι, α.κουσε •1χο υ.πο ομ.ι ιες αν ρωπων,

κά.που εκεί κοντά.. Γuρισε ν& δεΙ. Ό δρόμος ήτα.ν εpημος. Πλησίασε στον τοί­

χο κ' εσκuψε το κε::ρrkλι τΙJυ πάνω &π' αότον νά. ΚΙJ~ττά.ξει μέσα.. Τρα.6ήχτ-φιε &μ&σως. Πρα.γμ.α.τικά., δuο &νθpωποι κά.θοvτα.ν πά.νω στο χιόνι κα.l σ•Jζ ητοu·

σαν σιγά..

Δυο aίνθρωπο~ aίγvωσ-:οι στο Μάριο. Ό Ιiνα.ς είχε γένεια. κσ.ι φοροuσε

μπλούζα.. 'Ο άλλος είχ:ο πυκνα. μα.λλιΓ.ι. κrxl ::ροροuσ~ κοuρέλια. . 'Ο l\11ipιoς ι~ι:l. κα.t δiy τον ε!οα.v α/ιτο1, στά.θηκε v' &κοuσzι τί ηεγα.ν. Α·)τος μ.~ τ& κουρέλια. ~σπρωχνε τον άλλο με τόν &γκώ·ια. κα.l τοu ε λεγε:

-Μωρέ, με την πα.τpομι·ιέττα. ψο6:Χσαι; 'Άμα εχει τήν πα.τροιιινέττα. κοντά; τοu, δλα θά. π~:ιε καλtΧ, εννοι-:χ. σοu.

- Λές; ρωτοϋσε δ γενειοφόρος .

Ό δ.λλος Ξπανrkλα.6ε:

- Ε!να.ι νά. πά.ρει δ ·ι..α.θέvας ι.ι.α.ς &πο πεντα.κ6σια. πέτα.λα., κα.l το χει-

ρότερο ποlι μπορεί να. πά.θει, εΙ ναι πέντε, εζη, δέκα., τό πολu, χρόνια φuλ<Χκ1)!

Ό ~λλος ιΧποκpίθηκε με δισταγμό κα.ι τρέμοντας δλόκi.ηρος.

-· Ε!δες τ( λές; Λίγο ·)) ~χεις α/ιτ6;

- Μ:Χ σου λέω εννοια. σου, άφοu εrσα.ι με τήv πα.τρομινέττα.. υrστερα. δ

γέρο Τέτο ιος πήρε τ~ μέτρα. το:>, θ~ ζέψει το &μ.ά.ξι τοu. "f ~ • · • ' ι λ Ι\: , τ~: ..1, στερσ. α.ρχ:σα.ν να. μιJ.Όυν για. κα.ποιο με οupαμα., που ειuα. Υ τψ πpοη-

γούμενrι, στδ θέατρο.

'Ο Μά.pιος &ξι:αολούθησε το δρόμο τοu. 'Γοϋ ψιiνηκε δτι τά σκοτεινά

600

λ6γισ. ~κείνων τών &.νθρώπων ε!χ~ν σχέση μέ τ~ έγκλημιχτικ~ σχέδια τοίί Ίονορέτη. 'Ίσως νά. μιλοuσ~ν yιά. τΥ)ν ίδια. «όπόθεση».

Ρώτησε ποu ε!ν~ι τό πλησιέστερο &στuνομικό τμijμιχ καt τρά6ηξε προς τ& κει

Στο δρόμο μπήκε σ' ~νιχ φοuρνο κι' &γόρα.σε ouo σολο!α ψωμ!, τό !φ~­γε, κιΧνοντα.ς τή σκέψη οτι έκείνο το 6pά.οι δέν έπρ6κειτο να. δειπν~σει .

Προχωρώντα.ς για τό τμijμ.ιχ, εόλογοuσε τό θzb ποu zίχε δώσει τα. χρ~­

ματιχ και οέ μπόρεσε να πιχριχκολοuθ~σει τόν κ. ΛεΙJκία .... Α ν τόν πα.ρακολοu­θοuσε οε θ& μάθα.ινε για. τήν ένέδριχ κα.ί δέ eα. μποpοuσε να. μ.ιχταιώσει τσ.

σχέδιά. τοuζ.

ΙΔ'

ΟΠΟΥ ΕΝ,Α~ ΕΠΙΘΕQΡΙ-ΙΤ!-1~ ΤΗ~ A~TYNOMI,A~

ΔΙΝΕΙ ΔΥΟ ΓΡΟΘΙΕ~ ~' ΕΝΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟ

'Ότα.ν !φτασε στο &στuνομικό τμήμα, &νέ6ηκε στο πρG'>το πάτωμα. κα.t

ζ*ησε τόν d.στuvόμο. -Ό κύριος &στuνόμος &ποuσιά.ζει, είπε gνας uπά.λληλσς τοu γρα.φείσΙJ,

ε!να.ι ενα.ς έπιθεωρητΥjς ποu τ?ν ~νσ.πληρώνει. θέλετε νά. μιλήσετε σ' αότόν;

Είστε 6ιιχστικός;

-Πολύ, ε!πε δ Μάριος.

'() δπιΧλληλος bοήγφε τό Μάριο aτό γριχψεϊο τοu έπιθεωρητij . 'Ένας

&ντρας ψηλός, στεκόταν 15ρθιο:ις, πίσω ~πο eνα. κά.γκελο κα.t στηριζόταν σέ μια.

σιδερένια θερμάστρα. Πρόσωπο:; τετράγωνο, χείλη λεπτά, φα6ορ!τες πuκveς κα.t

πολί.ι άγριες, 6λέμμα. !κανb ν' &.να.ποοοyupίσει τtς τσέπες τG'>ν ρούχων σr;u.

Άλijθε tα, θά. μπr;ροuσε νά. πεί κανεις γι' σιuτδ τό 6λέμμα, δτι οχι μόνο ε1σχω­

ροϋσε στήν ψuχή σοu, &λλά. δτι την ψrιλ~φοuσε κιόλας.

Δέν ήτσ.ν λιyώτερο φο:ι6εpος κι' &.πα.!σιι:ις στο πρόσωπο &.πό τl:ιν Ίονορέ­

τη. Κιίποτε κιχ! μολr;σσό δτα.ν σuνιχντjς δεν τpομιίζειι;; λιγώτερο &.πδ τό σuνσ.­

πιΧντrιμα με λόκο. - τί θέλετε; ρώτησε, χωρ!ς ν!Χ. προσθέσει «κύριε».

- Τόν κύριο &στuνόμ.ο.

-Δεν είνσ.ι έδω αύτή τήν wρα. Τόν &νιχπληρώνω έγώ.

-Πρόκειται για. uπόθεση πολu μuστική.

-Λέγετε λοιπόν.

- Κσ.t κατεπείγουσα.·

-Λοιπόν λέγετε γρ'ήγορrι..

601

Ό &.νθρωπος αότος ένέπνεε ψ66ο, ταυτόχρον~ κ' &μπιστοσύνη. Ό Μά­ριος τοu διηγijθηκε τα. πρά.γμα.τα. ~οτι ενa.ς κύριος, τον δποίο δε γνώριζε

πα.ρ~ ιιόνο στήν 15ψη, ~μελλε να. πα.ρα.σuρθεί &κείνο τό οριiοι σ' ένέορα. uοτι

κα.τοικοϋσε στο διπλανο δωμά.τιο, δπου εμελλε να. γίνει το κα.κ6, δτι, α.ότbζ

δ Μιiριος Πcψερσό, δικηγόρος, άκουσε &πο το με_σότοιχο δλη τη σuνωμοσία.,

8τι δ &λεεινός ποu ε!χε μηχα.νευτεί δλη τη σκευωρία. ήτ!itν κ<Χποιος '!ονορέ­

της, ποίι θα. έπαιρνε καί σuνεν6χουζ &λλους &λijτες, δπωζ ενα.ν Πα.χα.οίιδα.,

έmλεγόμενο Λουλοόδα. κα.t Πιγρενα.λιιi, δτι οι κόρες τοΟ ΊονδρέτΎJ θα. πα.­ρα.ψύλα.γ!itν ~ξω στό δρόμο κα.ί τέλος δτι τρόπος νά ε1οοποι-rιθεί δ ~νθρωπος

ποί.ι κινδόνεuε δεν ύπijρχε, &φοϋ ~ταν άγνωστα. κa.t τ' ονομα κ' ~ κατοικία. τοu. Κι' &.κόμ:η δτι 8λα. α.ότα. έπρόκειτο να. λά.6ουν χώρα. στίς εξη τό 6ρ<Χοι στό

έρ'Υ)μικώτερο μέροζ τi)ζ δδου Νοσοκομείου, στο σπίτι με τον ιiριθμο 50 - 52. Μόλις άκουσε τοuς ιiριθμοuς α.uτούς, δ &στuνομικος σήκωσε τό κεψιiλι

κα.! ρώτησε ψυχρά:

-.Στο δωμάτιο ποί.ι 6ρίσκετα.ι στο 6ά0ος τοϋ δια.δρόμοu;

-Άκρι6ως, ιiπ<Χντησε δ Μ<Χριος. Σα.ς ε! ναι γνωστο a.uτo το σπίτι;

Ό έπιθεωρ'Υ)τής lμεινε πρός στιγμή σιωπηλός, ζεστσ~(νοντσ~ς τή ψτέρνσ~

του στη σόμπα, uστερα. ιiποκρίθηκε:

- Κσ~θιhς ψα.ίνετα.ι. Έξα.κολούθφε να. λέει, μάλλον στη γρα.6ά.τα. tou πα.ρά στό Μά.ριο:

-Πρέπει να. εχει την οtιριi της κ' ij πατρομινέττα. μέσα σ· δλα. α.uτά..

Ή λέξη ~ότ'ή εκα.νε έντύπωση στό Μά.ριο.

- Πα.τρομιν~ττα.; Πρα.γμΜικα. &.κοuσα. να. προφέρουν α.ότ-Υj τή λέξ-rι.

Καt διΎ)yήθΎ)κε στόν έπιθεωpψη το διά.λογο των δuο ιiνθρώπων, ποί.ι κά.-

θοντσ~ν πά.νω στό χιόνι, πίσω &.πό τό χσ~μηλό τοίχο, τοσ γενειοφόρου κlit! τοσ

&.να.μα.λλιά.ρη.

Ό &πιθεωρητ-Υjς μουρμοίιρισε:

-:-'0 &ναμαλλιά.ρ'Υ)ς θ& ήταν δ Βίιζουνας κι' δ άλλος με τα. γένεια δ Μιλ­λιοιηιiριος.

'Έπειτα. πά.λι χcψήλωσε τ& 6λέψα.ρα. κα.ί ψα.ιν6τα.ν να. σκέψτετα.ι.

-'Όσο για. το γέρο Τέτοιο, σuμπερα.ίνω ποιος θα. είνα.ι. Να. πά.ρ' 'ή όp­

yή! Ι!κσ~ψα. τό πα.νωψόpι μ.οu. 'Έβαλα. ν πολλή ψωτια. σ' α.ότ'ή τ"ήν καταραμένη

τ-ή σόμπα.. Ό &ριθμος 50 - 52, εΙ να. ι το πα.λι6σπιτο τοϋ Κάρα.κα. ... Γupίζοντα.ς προς το Μά.pιο τον ρώτφε:

-'( Αλλον δέν εtδα.τε έκτος &.π ο το yενά.το κα.! τον &.να.μα.λλιά.pη;

- Κα.t τόν Πα.χα.ούδα..

- Δέν εtδα.τε να. τριγυρίζει έκεϊ πουθενα. ενα.ς κα.μαpωτος νεα.νία.ς, ε να

όποκείμενο τοσ δια.6όλου;

-'Όχι. - Οuτε κα.νένα.ν ΠQGχuσ!itpκo, Ιiνα.ν ποu ι~οι~ζει μέ τον &λέψα.ντα. τοσ

ζωολοyιχοu κ~ποu;

602

-'Όχ~.

- 01)τε ενιχν &λλο, ενα.ν πα.μ.π6νηρο ποtι μο~ά.ζε~ σα. ν ιiλεποu; -'Όχι.

- Τι εΙ να. ι ολοι α.ότοι; ρώτησε δ Μάριος. Ό έπιθεωρητης δεν &πά.ντησε, πρόσθεσε μόνο: -'Άλλωστε δεν εΙνιχι κιχt ~ wρι:ι. τους.

Στιχμά.τησε λίγο κ' uστερα. πιiλι πρόσθεσε: -'Αριθμός 50 - 52. Τό ξέρω τό κιχτrl.γώγι τοuς. Νά. κρuψτοΟμε έκε"ϊ

μέσα., χωρίς να. πά.ροuν μ.uρωδια. οί έργολά.οοι, είνα.ι &.δόνατο! θ~ τοuς χά­

σομ.ε. "Οχι, κά.πως &λλοιu}ς πρέπει ν?ι. γ(νει.

Γuρίζοντα.ς προς το Μά.ριο, μετ" το μονόλογο, τον κο!τα.ξε κα.τιiμα.τα. κα.ί τόν ρώτΎ)σε:

- Για. πές μοu, ψοο&σα.ι;

- Tl ν& Ι'Ι')οοηθώ ; &.πά.ντησε δ Μά.ριος.

- Αuτοuς τοuς κα.κοποιοuς .

--'Όσο κα.l σεϊς, τοΟ &πά.ντησr:: δ Μά.ριος &πότομ.α. , για. τι ε!χε προσέξει 15τι 15ση &ρα συνομιλοοσα.ν, δ &στυνομ.ικος α.ότος οϋτε μιά. φορά. δkν τοΟ είπε

«κόριε».

Ό έπιθεωρητ+ις κοίτα.ξε το Μάριο πιο έπίμονα. κα.ί τοΟ είπε με ί.ίψος

σο6α.ρό:

- Μιλα.τε σά.ν άνθρωπος γεννα.ίος κα.ί σά.ν !Χνθρωπος τίμιος. Ή γενναιό-

τητα. Οέ cροοάτα.ι το ~γκληιιιχ Κrl.l ή τψι6τητιχ ΟΕ ψοοό(.τα.ι την έξοuσ(α,.

Ό Μάριος τον 1Μκοψε: - Πολlι κα.λιi, &λλά. τ( σκοπεuετε νιΧ κά.νέ:τε;

Ό έπιθεωρητης περιορίστηκε ν' &πα.ντησει:

- Ot ένοικια.στες α.ύτοο τοu σπιτιοu εχοuν κλειδιά., για ν' &.νο1γουν τΥ)ν

έξώποpτα., δταν έπιστρέψοuν τη νuχτα. θά. εχετε 6έ6α.ια. κα.ι σείς.

-'Έχω, εΙπε δ Μάριος.

-ΊΌ έχετε μα.ζ ί σα.ς; - Να.ί.

-Δώστε μοο το, είπε δ έπιθεωp'Υ)τ1jς.

Ό Μά.ριος ε6γα.λε τό κλειδί &.πό την τσέπη τοu, το παράδωσε στον έπι­θεωp'f/τη κιχl τοσ είπε :

-'Έχω τη γνώμη δτι πρέπει να.pθείτε μέ στρατιωτική δύνα.μη.

Ό έπιθεωpητ-Υjς εppιξε έ:να. 6λέμ.μα. πά.νω στό Μά.ριο, τέτοιο ποu θιΧ ερ­

ριχνε κα.ί δ Βολ τ~ίρος σ' ε να. ν &.καδημα.·ίκ~ ποΙ) θιΧ toG πρότεινε κ& ποια. δ­

μ..οιοκα.τα.ληξία. . 'Έχωσε, ί.ίστερα. τά. τεpά.στια. χέριcι τοu μέσα. στlς τσέπες, YJ

κα.λλίτεp~ στtς μεγά.λες σακκοuλες τοΟ πα.νωψοpιοΟ τοu, e6γα.λε δuό μικρά.

πιστόλια., &.π' α.ότa ποu τα. ονομάζουν «γροθιές» κα.ί τα. πρότεινε στό Μά.pιο

λέγοντά.ς του γρήγορα.:

- Ν6ι, πά.pτε ο:ότ& κσι.t γuρ!στε στο 8ωμ..ά.τι6 σrι.ς. Κρυψτε"ίτε ~κεt μέσα..

603

Πρέπει να. νομίζοuν 5τι λείπε'tε εξω . ΕΙνα. ι yεμά.τι:t, το καθένα με δuό σφαϊρ~ς.

θά πcψχκολοuθήσετε &πό τ~ν τρύπα., πού μοσ εrπο:τε πwς εχει δ τοίχος. ~οταν

έρθοuν οι &λλοι, τούς &.ψήνετε να. προχωρήσουν λίγο στο έργο τοuς κα.ί μόνον

οτο:ν δείτε 8τι ~ρθε fι κα.τά.λληλη στ:γμή, κα.t πρέπει να. έμποδιστοuν, θα. τρα.-

6ήξετε μιά. πιστολιά., στόν &.έρα, στο το:οά.ν:, δποuδήποτε. Προσέχετε μ~ 6ια.­

στεϊτε. Περιμένετε ν' &ρχίσσuν τΎjν έκτέλεσ'Υ) τοu έργοu ~οuς. ΕΙστε οtκ'Υ)γό­

ρος κcχί κα.τcχλcχ6cχίνετε τί σημcχίνει α.uτό. τα. ά.λλα. ε!να.ι ο:κή μοu οοuλειά..

Ό Μάριος Πijρε τά πιστόλια κι:ι.t τά ~6cχλε στ~ν πλα.ϊνΥj τσέπη τοσ σιχκ­κο:κιοu τοu.

-'Όχι, έκεί κά.νοuν Ι)γκο, είπε δ έπ:θεωρητής. Κι:tλλίτεpα. στtς τσέ ­

πες τοσ πα.ντελονιοσ σα.ς.

Ό Μά.ριος εοcχλε τα. πιστόλια. δποu τοu είπε δ ιiνθρωπος τijς ά.στuνομίcχς .

-Τώρα., έξα.κολούθησε δ επιθεωρητής, δ!ν εχομε κο:ιρο γιά χάσιμο. Τί

ίi1ρα. ε!να.ι; Δuόμισ'Υ). Στις έφτά ~ϊπαμ~;

- Στtς εξη, εΙπε δ Μά.ριος.

-'Έχω κα.ιρό , σuνeχισε δ έπιθεωpητής, &λλά μόλις προψτα.ίνω . Μ'ή λη-

σμονήσετε τίποτε ιiπ' δ,τι σα.ς είπα. . Μπά.μ! μια. πιστολιά..

- Μι;(νετε ήσuχος, ά.ποκp!θηκε δ Μά.pιος . Καί κο:θwς δ Μάριος &κοuμποσσε το χέρι τοu στό πόμολο της πόρτα.ς,

ν' &νοίξει κα.l να. 6γεί έξω, δ έπιθεωρψΎjς τοu φώνcχξε:

-Άλήθειcχ, aν σ' cχuτδ τδ μετcχξύ με χρειο:στεϊτε, έλα.τε Ύ) στείλτε κά­

ποιον να. με είδοποιήσει . Ζ'ΥJτεϊστε τον έπιθεωρητη 'Ια13~pη.

ΙΕ'

Ο ΙΟΝΔΡΕΤΗ~ ΑΓΟΡ.ΑΖΕΙ Α ΥΤΟ

ΠΟΥ ΤΟΥ XPEIAZOT ΑΝ

Λίγ'Υ) &ρα ά.ργ6τερcχ, κατά τtς τpείς, δ Κοuρψe:ρι~κ περνοuσε τuχα.ϊα. &.πό

τΥ)ν δδό Μονψεράτ μαζί με τον Άητό. Τό χιόνι επεφτε πιό πuκνο κα.t ά.­

διά.κοπα..

- Κοίτσ.ξε, κοίτο:ξε, πετο:λοσδες! ελεγε δ Άητός, οείχvοντο:ς στόv Κοuρ­

φερα.κ τlς πuκνες κrιl μεγάλες νιφάδες πού γέμιζι:tν τον ι:tίθέρα.. Kι:tt κα.Οu)ς

κοίτα.ζε μ.προστά. τοu κ' εοειχνε το χιόνι πού έπεφτε, είδε το Μά.ριο ποu προ­

χωροuσε πρός την πύλη τΥjς πόλ'Υ)ς.

- Μπά.! φώναξε , δ Μά.ριος .

-Τον ε!δcχ, ά.ποκρίθηκε δ Κοuρψερά.κ. "Αψησέ τον, a.ς μ~ τοσ μιλή-

σομε.

- Γιατ!;

- Ε!ν~ι &.π~σχολημένος.

-Σέ τί;

-Δε 6λέπεις τί ϋφος εχει; Φαίνεται νά. πα.ρα.κολουθεϊ κιiποιον .

- Πρα.γμα.τικιi, είπε δ Άητός, &.λλδι ποιόν π~ρα.κσλουθεί;

- Π ο ιός ξέρει; ίσως καμμιά. μικροuλα. πεταχτή. Αότος τώp~ ε!ν~ι ~pω-

τευμένος.

-Άλλά., έγώ δέ 6πλέπω κα.μμιά. μικροuλ~. Γυνα.ίκ~ σ-.ο δρόμο οε φα.ί-

νετα.ι.

Ό Κουpφερά.κ κοί-.α.ξε στο δρόμο κα.t είπε σ-.ον Άητό: -" Αντpα. πα.pα.κολοuθεί, &ντρα.. uΕνιι.ς dντριι.ς ποί.ι φοροuσε κα.σκέτο, προπορευότα.ν κα.μμιδι ε!κοσα.ρι«

6-ήμα.τα. &πο το Μιiριο. Τό περίεργο ήτα.ν δτι το πα.νωφόpι τοu &.νθρώποu

ιχίιτοu φα.ινόταν κα.ινοόργιο, ενω τό πα.ντελόνι του fιταν σέ άθλια. κα.τιiστα.ση,

πολι) πα.λιο κα.ι κ~τα.λα.σπωμένο: Ό Άητός ε6α.λε τδι γέλια. .

- Τί σουλούπι είναι α.ίιτό;

- Αότ6ς; &.π&ντησε δ Κοuρφεριiκ. Αuτός είναι ποιητής. Οι ποιητές μό-

νο εlνα.ι ικανοί νδι φορέσουν πα.ντελόνι καθαριστή των &.ποπ!Χτων κα.ί ρεντιγκό­τα. γερουσια.στη.

-'Έλα. νά. το\ις π&pομ.ε &.πb πίσω, είπε δ Άητός, να. δοuμ.ε ποu πιiει δ Μά.ριος καί κείνος δ παριiξενος άνθρωπος!

-Άητέ! Άητέ! μοuγκρισε δ Κουρq::zρά.κ, είνα.ι άθλ•.? ν?χ πα.ρα.κολοu­

θ'ήσομε ενα.ν ιiνtρα., πο\ι πα.pα.κολοuθε'ί ~να.ν &λλον &νψα. .

οι δυό νέοι γuρισα.ν κα.ί πίjpα.ν tΥ]ν aντίθετη κα.τεuθuνση.

Πρα.γμα.τικ&, δ Μ&pιος είχε οεί -.ον 'Ιονδpέτη νσ. πεpνii ά.πο τ'fιν ί.δό

Μονφερα.τ καί τον πα.ρα.κολουθοuσε.

Ό 'Ιονδρέττης προχωροuσε μπpοστ&. ιiπό τό Μιiριο, χωρtς νά. όπt;;πτεu­

ετα.ι δτι κ&.ποιο μά.τι πίσω του -.όν !6λεπε.

~ Αφφε τΥ)ν δδο Μονφερά.τ κα.ί πijρε εν~ &λλο στενό ορι:ιμιiκι, iπ' δπου

δ Μά.pιος τον ε!οε νά. μπα.ίνει σ' ενα. άθλιο παλιόσπιτο, στο δποϊ:ο πα.pά.μεινε

&ς δεκα.πέντε λεπτά. κ' ϋστερl); ξα.να.γupισε στην δοό Μονψεpιiτ. Στ~μάτησε

σ' ενα. κα.τά.στημα. ποίι πουλοuσε διάφορα. έργα.λεία. κα.ι λίγες στιγμές &.pγότε­

ρα., δ Μά.ριος τον είδε να. 6γα.ίνει &.πό τδ μ.α.γα.ζ1, κρατώντας στb χέρι ένα μεγάλο σκα.ρπέλο με ξόλιν-η λα.6'ή, ποtι τδκpυψε κά.τω &.πο το πα.νωψόpι του.

UΟτα.ν lψτα.σε στο πεpιμ.α.ντρωμ.ένο οικόπεδο, δποu δ Μάριος ετχε δεί έκείνους

τούς δυο καθισμένους στό χιόνι νά. συζη-.οuν, δριχσκέλισε τόν τοίχο κα.ί προ­

χώρησε μέσα.. Τό οικόπεδο αuτο συγκοινωνοuσε μέ το πίσω μέρος της α.όλης &νος πα.λιοσ ~μ.α.ξοσ-.α.σίου, ποίι δ ιδιοκτήτ-ης του είχε πολίι κα.κη ψfιμ-η. ΤΗτα.ν

χpεωκοπημένος τώρα., &.λλά. ε!χε &κόμ-η μερικά. &θλια. &μιiξια., τά. δποτα. νοι­

κια.ζε.

605

Ό Μά:ριοζ σκέφτηκε δτι είνα.ι κα.ιρδς νσ. έπωφεληθεί &.πδ τ~ν &.ποuσία.

τοu Ίονδρέτri, γισ. νσ. γuρίσει σπίτι τοu. "Άλλωστε κα.ι ή ώρα. προχωροuσε,

νόχτωνε. ''Εφτοισε στο πα.λιόσπιτο Κ&ψα.κα., &.νέ6ηκε γρήγορα. τη σκάλα. κα.ί,

πα.τώντα.ς στlς μuτ-aς των ποδιών τοu, προχώρησε &ς τήν πόρτα. τοu δωμα.­

τίοu τοu.

Αuτος δ διά.δρομος, κα.θwς οσ. θuμα.τα.ι δ &;να.γνώστης, είχε κι' &;πο τlς

ouo πλεuρές δωμάτια., τα. δποτα. ομως &κείνη την έποχη Υjτα.ν άδεια.. Ή κu­

ρa Πανώρια. σuν~θιζε ν' &.φήνει τtς πόρτες &.νοιχτές. Περνώντας τb διάδρομο,

δ Μ<Χpιος νόμισε πως είδε, μέσα. σ' ενα. ιiπο τσ. ιiκα.τοίκητα. έκεtνα. δωμά.τια.

τέσσεpιχ κεφάλια &.νθρώπινα, &.κ ίνητα, ποu τ?ι. ψώτιζε &.μuδpά. μιιΧ τελεuτιχίιχ

&ντα.uγεια. τΥ); ~μέρας, ποu εμπα.ινε &.πο ενα. φεγγίτη.

Δε θέλησε νσ. προσέξει περισσότερο, &;πο φόβο μ'ή τον οοuν. Μπήκε στο

δωμ<Χτι6 τοu ιiθ6pu6α., χωplς κα.νένα.ς να. τον ά.ντιληψτετ. Κα.ι Υjτα.ν κα.ιp6ς,

για.τl ίίστερα. &.πο λίγο ιΧκοuσε τήν κuριΧ Ιlα.νώρια. πού εψεuγε, δπως σuνή­

θως, για. να. πά.ει νόι πλόνει πι<Χτιχ στα. έστιιχτόριιχ, κιχl τ'ήν εξω πόρτιχ ποu

~κλεινε. 'Άν έpχότα.ν λίγο aργότερα., οα. eμ.ενε eξω ιiπο το σπίτι, για.τl είχε

δώσει το κλειδί τοu στον &στuνομικο έπιθεωρητ~.

ΕΙ'ΙΑ ΤΡΑΓΟΥ ΔΙ iΓlOY ΗΤ Al'l ΤΗ~ ΜΟΔΑ~ ~ΤΑ 1832

Ό Μάριος κά.θησε πά.νω στο κρε6ιiτι τοu. θCι. ~τα.ν ~ ώρα. πέντε κα.l μι­

σή. Μόνο μισ'ή ώριχ τον χώριζε &;κόμη &;π' ιχuτο ποu έπρόκειτο νσ. γίνει. "Ενοιω­

θε τlς ψλέ6ες τοu νιΖ χτuποuν. Φα.ντα.ζότα.ν τη διπλή πορεία. ποu γιν6τα.ν &κεί­

νη τη στιγμη μέσ' στο σκοτάδι . το εγκλημιχ πού προχωροuσε &.πο τη μιά.

μεριά., τ'ή δικιχιοσόνη ποu έπερχότιχν ιiπο την &λλη. Δέν ιχ1σθα.νότα.ν φόβο, &;λ­

λόι μια. ιiνησuχία., ενα. ιiνα.τpίχια.σμ.α. &.πό τα. γεγονότα. ποu σέ λίγο οα. λά.-

6α.ινα.ν χώρα.. Πα.σπά.τεuε &.οιά.κοπα. τσ. oub πιστόλιιχ στlς τσέπες τοu πιχντε­

λον ιοu τοu.

Το χιόνι ε!χε στα.μα.τήσει. Το φεγγάρι κα.θ~ριζε λίγο - λίγο, z6γα.ινε &.πδ

τά. σuννεφα. κα.l το φwς τοu, &.να.κατεμένο μέ τη λεuκή &.ντα.uγεια. τοΟ στρω­

μένου χιονιοu, εοινε στό δωμάτιο ιιιά. πένθιμη δΦrι·

Στο οωμ<Χτιο τοσ 'Ιονορέτη όπfjρχε ψώς, &.λλά. ψώς κόκκινο, α.ίμά.τ ινο .

ΤΗτα.ν ψα.νερο δτι το φwς α.οτο δέν Υjτα.ν &.πο κερί , ~ &.πδ λuχνά.pι, άλλά ιkπο

φωτιά. . Κα.μμιΓι. κίνηση, κα.μμισ. δμιλία. δεν α.κοuz, επικρα.τοσσz δα.θε:% σιγ·η

κα.l οέν είχε ψώς, θιΧ νόμιζε κα.νεlς δτι εΙν&.ι τά.ψος.

606

Ό Μάριος ε6γιχλε ijσuχα τα παποuτσιιχ τοu καl τά ~σπρωξε κιΧτω &.πδ

τδ κρε6ti.τι.

'Ίστερα &.πό λlγιχ λεπτά., &κοuσε τ~ν ~ξω πόρτα -y &.νοlγει. uΕνα. 6η­

μα. ά.νορικό, 6α.ρu κιχl γρ'ήγοpο, ά.νέ6ηκε τή σκά.λα. κιχl πέpα.σε τό διάδρομο.

Ή πόρτα τof.J 'Ιονδρέτη ~νοιξε μ.έ θόρu6ο. 'Ήταν δ 'Ιονοpέτης.

- Καλησπέρα, μ.πιχμ.π&κα. ! ψώνα.ξα.ν οί θuγα.τέρες.

-~Ε, τ! νέσ,; ρώτησε fι μητέρα..

-'Όλα έντti.ξει, ιiπ~ντησε δ 'Ιονορέτης, μόνο κοντεύω νά. χ!Χσω τά. πό-

δια. μοu &,πό το κρόο. "Α, καλά ~κανες καί ντόθηκες. Πρέπει νά. τοσ έμπνεu­σομε &μπιστοσUνη στήν &.ρχή. MYj ξεχ&:σεις τίποτε &π' δ,τι σοσ είπα..

-Γι' σ,δτό μείνε ήσυχος.

- Σοσ τό λέω γιατί ... είπε δ 'Ιονορέτης. Άλλά. οέν τελείωσε τή ψρ&:-

ση τοu.

Ό Μά.ριος τον &κοuσε ν' ά.κοuμπ~ κti.τι 6αpu π&:νω στο τρα.πέζι, τδ σκα.ρ-

πέλο rσωι;;, ποu &.yόρασε.

- Τί ijθελα. νΓι. πώ; είπε δ Ίονδρέτης, εφσ,γε κσ,νεlς εοώ;

- Νσιl, τρε!ς πα.τ~τες μ.εγ&ιλες ~ψησοι κοιί τίς ψ&:γα.μ.ε μ~ &.λ&:τι.

- Aupιo, α.upιο νΓJ. δείτε! αuριο θά σ~ς πάρω νά. πiμε δλοι μαζl νά.

φσ.με εξω. Μιά. πά.πια. θά. πσ,ρα.γγείλω, με δλα. τά. όπόλοιπΙΧ .

Χαμηλώνοντας τή φωνή πρόσθεσε:

-Ή ποντικοπαγίδα. εΙνα.ι στημένη, ~τοιμ.η. Ot γά.τοι ε!να.ι έκεί μέσα

μέ τ' α.ότια. τεντωμένα..

Χα.μ'ήλωσε &.κόμη περισσότερο τή ψωνή τοu κα.t είπε:

- Βά.λε το αότό στή ψωτιά. νά. πuρώσει καλά..

Ό Μ&:ριος &κοuσε ιiνα.σκά.λεμ7. στά. κ!Χρ6οuvα. με τσιμπίδα., ~ κά.ποιο

rλλλο σιδερένιο έργσ,λεϊο, κσ,t δ 'Ιοvδρέτ'Υ)ς έξα.κολοόθφε: -'Έ6α.λες γράσο στοuι;; μεντεσέδες; τijς πόρτας νά μ 'ή τρlζοuν;

- Να.ί, ά.ποκρίθ'Υ)ΚΕ ~ γuνσ,ίκα. . . - τι &ρα είναι;

- Κοντεtίοuν εξη, &κοuσα. το ρολόι της έκκλησία.ς ποu χτtίπησε πέντε

κα.ι μισή.

- UOπou κι' α. ν είναι θά. φανεί, εΙπε δ Ίονορέτης, είναι &.νιΧγκη νά. πα.νε

α.ότές εξω νά. πα.ρα.κολοuθοuν. Έλα.τε σεϊς έδώ, ά.κοuστε.

Ό 'Ιονορέτης τοuς μlλησε κρuψ&:, &.κοtίστηκε μόνο δ ψιθuρισμός της φω-

ν~ς του, έπειτα εrπε: ----'-Ή κuρά. Πα.νώρια. εφuγε;

- Να.ί, &.πάντησε ή μ'Υ)τέρα.

-Είσαι 6έ6αιη πwς μέσα στοu γείτονα. δεν είναι κανένας;

-'Έλειπε σήμερα. δλη τ~ν ήμέρα, κ' uστερα. α.ότ~ τ·(jν. &ρα., ξέρεις,

πηγα.ίνε~ για. ψα.γητό.

607

- Ε!σ~ι οέ6~ιη;

-ΝσΛ.

-'Οπωσδήποτε , ε!πε δ Ίονδρέτης, δέ θα. κά.νομ.ε άσκημ.~ νά πά.ει ενα.ς

ν& οεί στο δωμά.τιό τοu. Κόρη, πά.ρε το λuχνά.ρι Κ7..l πήy~ινε, μι& στιγμή,

νά. δείς.

Ό Μά.ριος επεσε κά.τω κα.l σοόρθηκε μέ τα. χέρι~ κα.l τιΧ yόνα.τα. κά.τω

!Χπο το κρεοά.τι. Μόλις χώθηκε κεϊ, είδε ψώς riνά.μεσα. riπo τtς χα.ρα.μά.δες

τijς πόρτ~ς τοu.

-Μπαμπά., ψώνα.ξε μι& φωνή, δέν εΙνα.ι μέσα..

Ό Μά.ριος γνώρισε τfι φωνή τijς μεγ~λύτερης κόρης.

-Μπήκες μέσα. ν& δε!ς; ρώτησε ό πα.τέpα.ς.

-'Όχι, riλλά. είνα.ι το κλειδί στήν πόρτα. , δπως το ~Χψήνει δτα.ν πηγα.i-

νει ~ξω.

-"Ας εΙνα.ι, ~μπα. μέσα. ν?ι. δεtς .

Ή πόρτα. άνοιξε κα.t ό Μάριος εί.δε νfι. μπα.ίνει ~ μ.εγα.λότερη κόρη τοu

Ίονδρέτη, μ' εν~ λuχνά.ρι στο χέρι. '"Πτα.ν δπως τό πρωί, μόνο ποlι ψα.ινότ~ν

πιο &πα.ίσια μέ κείνο το φώς.

Ή καρδιά. τοu Μάριοu χτuποuσε, &λλα. ή κόρη τοu Ίονδpέτη πpοχι!J­ρησt πρός τον κοι.θρέψτη, ποlι κpεμ.ότα.ν στον τοίχο κοντά. στο κpεοά.τι. Σηκώ·

θηκε στίς μότες των ποδιιον της κα.ί κοιτά.χτηκε στον καθρέφτη. Στο πλα.ϊνο

δωμά.τ ιο riκοuότα.ν θόρu6ος riπo ~Χνα.κά.τωμα. σιδερικών.

Ή κόρη τοσ Ίονδρέτη Ιtστρωσε τ& μ~λλιά. της μέ τήν πα.λά.μη, χα.μογε·

λώντα.ς τα.uτόχρονα. προς τον καθρέφτη κι' &ρχισε νά. τρα.γοuδιi μ.έ τrι σπα.­

σμένη καt πένθιμ'Υ) φωνή τΥJς:

Γιά. μιά. μόνον έοδομά.δα.

μ' &γα.ποuσες δuνα.τά..

Τί fι.γάπ' rιταν έκείν'Υ) , καt τί πόθος φλογερός!

τώρα., κατ' α.uτον τον "?όπο,

δέν ά.ξίζει κιiν τον κόπο.

'Έπρεπε y,X μ.ήν τελειώνει τ-ijς !Χγά.πης δ κα.ιρός.

"Αχ! ποτέ y,X μην τελ~ιι~σει τής &.γιiπης δ καιρός!

Άλλά. δ Μάριος, στb μετα.ξό, ετρεμε. ΊΌΟ φα.ινότα.ν πwς ήταν ιiδόνατο

νά. ~ιην &κοόσει την &.νά.σα. τοu.

Ή κόρη προχώρησε προς το πα.ρά.θuρο κα.t κοίτα.ξε zξω, μιλώντας μό-

νη, της .

- OiJφ! τί &σκημο είνα.ι το Πα.ρίσι, μ' 7-.uτο το &c:, ' ' .;; τοu ποuχσ.μ.ισο.

-'Έ, τί κά.νεις α.uτοu κα.l κά.θεσα.ι τόσην wρα.; φώνα.ξε ·J πα.τέρα.ς της ά.πδ

το δωμά.τιό τοu.

--- Κοιτά.ζω κά.τω &πb το

κόρη, ρίχνοντα.; μιά τελεuταία.

κρεβιiτι κσ.ι &πο τtς κα.ρέκλες, &πωι:ρωηκε f; μ.α.τι!Χ στον κα.θρέφτη. Δεν εrνα.: κrι,ν::.lς μiαα,

608

-''Ε, λοιπόν τι στέκεις κ~ι π ε ρ να. fι ίό ρ~; 'Έλ~ γpήγοp~. -'Έρχομ~ι, ~ρχομα.ι, &.πά.ντησε fι κόρη. Δεν ~χει κα.νε!ς οuτε μια. στιηι.ΎJ

κ~φο μέσ~ σ' α.ύτο το ρημιiδι τοuς.

Κα.t πά.λι σιγοτρα.γοόοφε:

τη δόξ~ έπροτίμ'Υ)σες, κ~ί οι' ~ότ~ν μ' ιiψ~νεις.

Άλλ' σ.ν κ~ι ψεόγεις, fι φτωχή,

fι λυπ'Υ)μέν'Υ) μου ψυχή π~ντοu θα. σε &κολουθεί. ..

Άψοσ ερριξε μια. τελευτ~ί~ μ~τια. στον κ~θρέφτ'Υ), 6yfjκε κ' !κλεισε πιiλι

τήν πόρτ~ πίσω τ'Υ)ς.

Σε λίγες στιγμές , δ Μιiριος &κοuσε τα. yυμνα. πόδι~ των ουό κοριτσιών

να. 6α.οίζουν στό οιά;ορομο, κ~ι τή φωνή τοσ Ίονορέτ'Υ) ποu τούς φών~ζε:

-Να. προσέχετε κα.λά.! fι μια. &.πό τό ι να. μέρος τοσ δρόμου κ' fι α.λλ'Υ/

&πο το &λλο. κ~ι το μά.τι σ~ς να. τό έχετε πά.ντ~ στήν πόρτ~ τοu σπιτιοu,

κα.t το πα.ρα.μικρο &ν δείτε, να. τρέξετε &.μέσως &δω, με τα. τέσσερα.! Το κλει­

δί το έχετε γιά. ν' &.νοίξετε.

Ή μεγ~λότερη μουρμούρισε:

- θ& στεκόμα.στε τώρα. ν& πα.ριχμονεόομε ξυπόλυτες μέσα. στό χιόνι!

- Αϋριο θά. εχετε μετα.ζωτά. πα.ποuτσιiκια, χρώμα. καστα.νl, εlπε δ πα.-τέρα.ς. .

οι κόρες κ~τέ6ηκ~ν τ'ή σκά.λ~, κι' δ χtόπος τijς !ξώποptα., ποί.ι !κλει­σε uστερα. ιiπCι λίγες στιγμές, εlδοποιοuσε οτι 6γήκα.ν στο δρόμο.

'Άλλος 8! 6ρισκότα.ν πι& μέσα. στό σπlτι, &κτός ιiπό τό Μιiριο, τόν Ίον­δρέτ'Υ) κe1ί τή γuνCΙίκCΙ του. 'Ίσως Ι$μ.ως κe1t τά. μυστ'Υ)pιώδ'Υ) &κείνα. πλά;σμα.­

τ~, τα. δπο"ί~ ό Μιiριος είχε δι~κρίνει &μυδpιi, πά.νω &πο τ'ήν πόρτα. τοϋ ιiκα­

τοίκ'Υ/του οωμα.τίου.

ΙΖ'

ΣΕ τι ΧΡΕΙΑΣΤΗΚε ΤΟ ΠΕΝΤΟΦΡΑΓΚΟ ΤΟΥ MAPIOY

Ό Μά.ριος εκpινε κ~τιiλλ'Υ]λ'Υ) τ'ήν ίόρα. νόt ξα.ν~πιiρει τ'ή θέση του πιiνω

στον κομό. Με τi)ν εuκινrισί~ ποίι εχουν τα. νιά;τα., 6ρέθ'Υ)ΚΕ μ.' εν~ πrιδ'Υ)μ.~

στ ή σκοπιά. τοu.

Κοίτ~ξε. Τό δωμ.ά.τιο τοο Ίονδρέτ'Υ) είχε δψ'Υ) &π~ίσια.. Δε φωτιζόt~ν μό­

νο &.πο τό &.να.μ.μ.ένο κερί, &.λλCι. κυρίως &.πο τη λά.μ.ψη ποίι Μγα.ινε &.πό τά. κόκ­κινα. κά.ρ6ουνα., ποu εκα.ι~ν μέσα. σ' εν~ μεγά;λο μα.γκά;λι τοποθεt'Υ)μ.ένο στο τζά.­

κι. Μέσα. στ' &ν~μμέν~ κιiρ6ουν~ δια.κρινόt~ν, κοκκινισμένο τώρ~, τό σκ~ρπέ­λο, ποu ε!χε &.γορά.σει δ Ίονορέτης πρtν λίγες ώρες . Κοντ& στΥjν πόρτα., σέ

'0 Μάριος , ι'ιφοίi χόρταrιε ι'ιπι) τiιν ίκηνΩΠΩίηrιη νrι 1\λfπει τiιν «Οί•ρανί α>.' του στόν κijπο, τοϋ άνοιξε ή l)ρεξη νrΊ. τiιν Πκολουθii κι' ίι\ς το σπίτι της .

609

μ.ι:Χ γωνι&;, ~'tΙJ.Y δίιο σωροί, ό eνΙJ.ς &πb σιδεριχ." κι' δ &λλος &πb σχ.οινιtΧ. 'Ό­

πως ~τοcν φωτισμένο το aντρο εμ.οια.ζε περισσ6-τ;ερο μ.έ σιδηρουργείο, π111ρχ μ.έ

σ-τ;όμ.α. 'tOU &0'1). Άλλα. δ Ίονδρέτης στ~ λάμψη εκείνη, εμο ιαζε περ ισσότερο

μ.έ διά.οολο τιΙJ.ρ~ μ.έ σιδερά..

'Ο 'Ι οι, έ • ' ' ·" ' ' · ' ~ θ · · oνup της ε:χε α.νοcψει •rιν πιπα. του κα.ι κα.πν ιΙ, ε, κα. ισμενος στην

τρυπημένη κ111pέκλα. -τ;ου. Ή γυνσ.ίκα τοu μιλοuσε σιγά. . ..-ΗτΙJ.ν ντυμένrι με τά.

ροuχα ποlι τΥ)ν εlδε προηγούμενα. δ Ίονορέτης κα.l τ~ ς ε!πε: «'Ά! κ111Η ΙiκΙΙΙ­

μες καl ντuθηκες . Εlναι &νάγκη να. τοu &μπνείισομε zμπιστοσύνrι !, Φοpοuσε

λοιπον [yσ. μ.σ.uρο ΚΙJ.πέλο μέ μεγάλα. ψτερά, [να τεράστιο σάλι, ΠΟU /iψτΟIΥΕ wς

τ& π68ιοc της, μέ ποcρ8αλ!Χ τετριΧγωνοc, πάνω &πο το μ.εσοψόρι της κα.t &.ντp ικα.

πέδιλα. Ό Ίονδρέτης ψοpοuσε ιiκόμη τb πα.νωψόρι τοu κ. Λεuκία..

-Άλiιθεια., λέει ξαφνικα. δ ' Ιονδρέτης στ~ γυνσ.ίκα. του. Αuτος θ& ερθaι

μέ c\:μά.ξι &γορα.ϊο . Υ ΑνΙJ.ψε το ψΙJ.νοcρι κ111l κ01-τ;έοα. κάτω να. στέκε ις πίσω &π?

τ~ν πόρτα. "Οτα·ι &κούσεις το &.μάξι, &νοίγεις &μέσως τΥ)ν πόρτα. κα. t τοu ψέγ­

yεις στ~ σκάλα. κα.ί στο διάδρομο, μόλις ΙJ.ότος μπεί στο δωμάτιο , έσu θt>: ξΙΧ­

να.κα.τεοείς γρήγορα., θα. πληρώσεις τον &.μ.σ.ξ:Χ κα.l θόr. -τ;ον διώξεις.

- Κα.l χρήματα γι& ν& πληρώσω, εlπε ή γυναίκα.

Ό Ίονδρέτης εψαξε στ~ν τσέπη τοu πσ.ντελονιοu τοu κα. ί τ1jς εοωσε ενσ.

πεντ6ψpΙΧjΚ'J.

- Auτb πr.ιu το ορήκες; ψ:.ιύγκρισε ή μ.έγσ.φοc .

Ό Ίονορέτης &ποκρίθηκε &ξιοπρεπιJ)ς.

- ΕίνΙΧι δ μονάρχης ποlι μ5.ς zοωσε σήμερα. το πρωί δ γείτονα.ς . Κσ.t

πρόσθεσε:

- Ξέρεις; θ:Χ μα.ς χρεια.στοuν Μο κα.ρέκλες.

-Γιοcτί;

-Για. να. κα.θήσομz .

Ό Μά.pιος ιiνα.τpίχια.σε, ιiΜuοντσ.ς τη γuνΙΙΙiκα. Υ~ λέει ήρεμα..

- Αότο εδκολοc διορθώνεται, πά.ω μιιΧ στιγμΥ) νιΧ ψέρω τlς κα.ρικλες τοu

γείτονα.

Κ:, &νοιξε &.μέσως τrιν πόp'tα. .

Ό Μά.ριος δεν πρ6ψτα.ινε ν!Χ κα.τε6εϊ ιiπο το κομο κor. l ν ιΧ κpυφτεt κά.τω

ιiπi:.ι 'to κρεβά.τι. ' -Πάρε τό κερί , ψd>νοcξε δ Ίονδρέτης . -Δε χpειά.ζετα.ι, δε μπcpώ ν:Χ το κρατιί>, zχω ν?:ι. φέρω δυο κα.ρ έκλες ,

έχε ι ψεγγά.ρι.

Ό Μάριος ~κοuσε τb ΟΙΧΡ'J χ~ρι τ1jς γυνα.ίκα.ς τοίi Ίονδρ~τη, νά. ψάχ·ι ει

μέσ' στο σκοτάδι v&. ορεϊ το κλε ι δί τοu. Ή πόρτα ά.νσι ζz. ~Εμεινε στ~) θ έση

;'J'J Κ(Λ.ρψωμ.ένος σ?ι, στύ λος.

Ή γυναίκα. μπήκε στο δωμάτιο. 'Αλλ& ε lι τυχwς, ενι.lJ :~ ψG> ; :ο5 'f εγγ'l. ­

ριοϋ, ποi.ι [μπαιπ ιiπb τό παp&.θupο, χτuποuσε στχ μάτια. τη ς , δ τοτχος ποu

3 ~

610

ήτα.ν ιiκοιψ.πισμ.ένος δ Μά.ριος εμενε στη σκιά.. ΥΕτσι ή γuνα.ίκα. δέν είδε το

Μάριο, πήρε τlς δuο κα.ρέκλες, τlς μόνες ποu είχε κ' ~ψuγε ξα.να.κλείνσντα.ς την

πόρτα..

- Ν&., π&.ρε τίς δub κα.ρέκλες, είπε, μ.πα.ίνοντα.ς στο άντρο της.

-Πάρε κα.l σu τό ψα,νάρι, είπε δ σuζuyος κα.l κα.τέοα. γρήγορα..

Αύτη όπά.κοuσε aμέσως κι' δ 'Ισνδρέτrις εμεινε μόνος.

'Έβαλε τίς δόοκα.ρέκλες &.π? τη μ.ι~ κet.ί την άλλη πλεup~ τοσ τpα.πεζιοσ,

στριφογύρισε τb σκαρπέλο μέσα. στ~ κάροοuνα., επειτα. πijyε στή γωνι~ ποu ή­

τ(;(.ν δ σωρος μέ τ~ σκοινια. κ' έσκμψε να. έξετάσει κάτι . Τότε μόλις δ Μάριος

εrοε, πwς δ σωρος &κείνος ήτ(;(.ν μ.ι~ σκοινένt(;(. σκά.λα. άριστα. ,κα.τα.σκεuα.σμένrι,

μέ ξόλινα σκαλοπάτια. Κt;(.L μέ δuό γάτζοuς γιιΧ να. κρεμ.ιέτα.ι.

Ή σκά.λα. α.ότή, κα.θwς κα.t μερικ!Χ χοντρά. εργαλεία., &.ληθιν~ σιδερένια.

ρόπα.λα, ciνχκατεμένα στο σωρο τα σιδερικά., πίσω &.πο την πόρτα, δέν όπijρχα.ν

τb πρωί στb δωμά.τιο του 'Ιονδρέt'Ι), ιΗλii, κα.θwς ψαίνετα.ι, τα ε!χα.ν ψέρει

μετιΧ τό μεσημέρι, κα.τ~ την &.ποuσ(α. τσΟ Μά.ρισu.

Ό Ίσνδρέτης εΙχε &.cρήσει την πlπα. τοu να. σοήσ.:::, σημά.οι μεyά.λης ε­

yνοιcι..ς . Είχε καθίσει πά.λι στήν καρέκλα τοu κοντa στο τραπέζι. Φαινόταν σκε­

ψτικος κα.l μ.ιλοuσε μόνος τQu, ζιiρων.:: σuνεχως τά. ψρuδια. κα.t κάποu, κάποu

&νοιγε κ' εκλειvε τό δεξί τοu χέρι, σα. ν' ιiποκρινότΙΧν στlς τελεuτΙΧίες σuμβοu­

λές τσσ σκοτεινοσ έσωτερικοσ μονόλογοι) τοu. Τρά.6ηξε &πότομα το σuρτάρι

τοίί τραπεζιοίί, εοyα.λε ιiπό μέσα. ενα. μ.α.χα.ίρι μα.κρu κα.l δοκίμασε στο νuχι

τοu, ?J.ν ή Υ.όψη τοu ~τσ.ν cipκετa τροχισμένη . ay στεpα. itοα.λε πά.λι τΟ μ.α.χα.ίpι

στο σuρτά.ρι κα.ί τοκλεισε.

Κα.t δ Μά.ριος πήρε τότε, ιiπο τή δεξια. τσέπη τοϋ πα.ντελονιοϋ τοu, εvσ. ciπo τά. πιστόλια. κα.l ciνέβα.σε το λuκο τοu.

Το σήκωι~(;(. τοίί λuMu εκα.νε έ:να. κρ6το ξεpο κα.ί κσ.θσ.ρό.

Ό Ίονδρέτης ταράχτηκε Κt;(.L σηκιbθηκε &.πb τήν καρέκλα..

- Ποιόι;; εrvα.ι; φιbνα.ξε.

Ό Μιiριος κρά.τησε τήν Ιiνα.πνοή τοu. Ό 'Ιονδρέτ·ης Ιiφοuγκpά.στηκε μια.

στιγμ-ή, επειτα γέλα.σε κ~ί εΙπε.

-τι aνόητος είμα.ι! κανένα. σα.νίδι τοίί τοίχου θ :Χ ετριξε.

υ Μά.pιος κρά.τησε τ? πιστόλ: στο χέρι τοu.

ΙΗ'

ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΤΟΥ MAPIOY

ΜΠΑΙΝΟΥΝ ANTikPYΣT Α

611

';ί' 0 , , \ λ' Ν , ) / \ Ν λ ~ \ ... αφνικα. α.κοuστηκε το ρο οι της εκκ :ησια.ς ποu χτuποuσε με α.γχοΛικα.

την ό'>ρα.. Ό Ίονδρέτης μέτρησε τούς χτύπους έ'vα.ν, έ'να.ν, κουνώντας κάθε φο­ρ~ τό κεφά.λι. 'Έξη, στον έ'κτο χτύπο εσβησε το κερl με τ~ οά.χτuλά. του .

"f στερα. &ρχισε να. περπατά μέσα στο δωμάτιο, σε κά.θε στρσφη σταμα­τοuσε κα.l τέντωνε τ' α.οτί του προς τό οιά.ορομο.

-Μην τύχη κα.l δεν Ιtρθει ;

'Έπειτα ξα.να.κάθησε στην κα.ρέκλα κι' &.κούμπησε τοuς &.γκώνες στο τρα­

πέζι.

Μόλις είχε καθίσει, καl ή πόρτα. &νοιξε .

Την &νο:ξε ή γυναίκα τοu κα.l στ!Χθηκε επειτα στο διάδρομο. Καl μ' εvα

μuσαρο μορφασμό, φιλοφροσύνης δijθεν, εΙπε.

-Κοπιάστε μέσα, κupιε .

-Όρiστε, εuεργέτα μας, δρίστε μέσα, πρόσθεσε δ Ίονδρέτης καl ση -

κώθηκε &μέσως.

llαρουσιά.στηκε δ κ . Λευκίας, εΙχε ενcι. γαλήνιο 5φος ποu τον ίtκα.vε &.­ληθινu σε6ά.σμω.

"Αψησε πά.vω στο -φαπέζι τέσσερα χρuσχ ε1κοσ6::ρραγκα.

- Κuριε Λαμcφίνε, είπΞ, σ&.ς εφψ:ι. α.Uτi. γι& το νοίκι σα.ς κα.l γιa τlς

πιο έπείγουσες &.νά.γκες σας. Κα.l &.ργότερα θ&; δοσμε.

-Ό θεος νά σaς το &.vταποδώσει, γενναίε μας εοεργέτα! εΙπε δ Ίοvδρt­

της, καl πλησιά.ζοvτα.ς &μέσω; τΊ) γυvα.[κα του:

- Διώξε &.μέσως τ' &μά.ξι, τijς είπε σιγά..

Ή γυναίκα. εψuγε, έvώ δ &vτρας της zκα.vε όποκλ iσεις στον κ. Λεuκία.

κα.l τοσ πρόσφερε κcφέκλα ν&; καθίσει. 'Εκείνη, σέ λίγο ξαναγupισε κcι;l είπε

κpuψu στον &vτρ\1. της.

-'Έγινε .

Το πλακόστρωτο ήταν σκεπασμένο με παχi) στριϊιμα. χιοvιου, ωστε το a-Lι: ':0~ , ' .. " -1, θ Υ ' ' ' " Ν ' ' μιι."'ι uο.ν α,κουστηκε οvτε οτt1.ν , 1 ρ ε! οuτε και τωρσ. ποΙJ εψuγε . • εκρικη σιγη

&πικρατοϋσε παντοϋ.

Ό Ίονδρέτης κά.θφε &:πέvα,vτι στον κ. Λευκiα. . Ό κ. Λευκίας κσ.θ6ταν

1jpεμος, δ Ίοvδρέτης χαμ.ογελαστος καl ψpι·~αλέος , ή γυ•ιαίκα τοu Ίοvδρέτη,

&νά.μεσα στtς μητέρες λύκαινα, στεκόταν σε μι~ γωνιά., στο δωμά.τιο, ό Μά.pιος,

t7.όρατος, 15pθιος πά.νω στον κομό του, χωρtς νr.ι. χάνει λέξη' οi!τε την παρ::ι.ι~ι­

κpή κίνηση, με το πιστ6λι στο χέρι και το μά.τι στήν τpuπα. .

612

- To'i κρατώ αότό τδv άθλιο, ~λεγε, θ~ τδv σταμ.ατ·Ιισω δταv θέλω.

Α1σθανότ~ν τfιν &στuνομ1α νά παpαμοvzuει, περιμένοντας το σuμφωvημενο σι­νlά.λο, ετσιμη ν' Ιiπλώσει το χέρι της πά;νω σ' αότον τον &.λιτ~ριο.

Είχε τ~v &λπίοα &λλωστε να μ.ιiθει κιiτι &π' δσ~ τον ιvοιέψεραν, &πδ τήv

&.νώμ~λη &κείνη σuνιiντηση τοG 'Ιονδρέτη με τον κ. Λεuκία.

Ι θ'

ikOTEiNEi ANHiYXIEi

Μόλις κά.θησ:;, δ κ. Λωκίσ.ς γupιcιz τιΧ μά.τια προς τοc δύο κρεΜτια, τοc δ­ποία ε!δε άδεια.

-Πως εlναι ή μ.ικpή σα.ς μz το πληγωμ.έΨ-' χέρι της; ρώτησε.

-'Όχι καλά., όποκρίθηκ::; δ Ίον8ρέτης μέ χαμ6γzλο ποu ~όειχνε θλίψη

κ' εόγνωμοσίινη. Ή μεyαλuτψη iΒελψ~ της την πηyε στο ΝοσοΜμzίο νrι. της δέσοuv τηv πληγ-!ι . Τι:ψιχ, δπω κ c ' ~,~ είvα.ι θ(ι. gpθouv.

Ή κυρία Λα.μαρίνω μοu ψα.ίνzτα.ι κα.λλίτ:;ρα. στΥjν δγεία της, εΙπε δ κ.

Λωκίας, ρίχνοντας μιά μα.τιCι: σcr;v ιiλλ6κοτη περιοολfι της.

'Εκείνη στεκόταν ορθια &vά;μεσα. στc'ι έπ:σκέπτη και στήv πόρτα, σά νά.

κρα.τοtίσε &πο τώρα. τήν zξοδο κα.ί τον ε6λεπε ετοιμοπόλεμη.

- Στέκει μέ τήv ψuχΎι στο στόμα, εΙπε δ Ίοvδρέτης. Άλλοc τί ν& σaς

πω, σεοα.στέ μοu κύριε, α.ότi) ή γuvα.ίχ~. :;;ί·ια. ι τόσο κα.ρτερικ~! Δεν zίνα.ι γu­

vα.ίκα. α.ίιτή, είvα.ι, μ.~ σuχωp~ίτε, 6ι.ϊ;δ, ..

Ή γuνα.!κα. τ-:;u Ίοvοptπι, συγκινήθηκε δ.π& τbν επα.ινο α.ίιτQ κα.l εlπε μ.e

α.Οτα.ρέσκεια. &.νθpωπόμcψpο•J τέρατος πού το v.,ολάκ'lψ!ΧV.

-"Ω! ?J.ν ά.κοuτε τον Χ. Ίονδρέτη, εΙνrΧι πιivτα. τόσο καλος σ' εμένα; .

- liG>ς εfπα:-:ε; Ίοvδρtτη; ρώτησz ό κ. Λωκίας. ΛαμΟΧpίνος, δεν μοu εΙ-

χα. τε πεί, νομίζω, δτι λέγεστε;

-- Λα.μα.ρϊ:vος, tπιλzγόι.>.εvος κχl 'Ιοvορέ-ηις! εσπε•.ισε ·/ &.π:ι:vτήσει δ σu ­

ζuyος. :Ξ:Ε.ρετε ο [ κα.λλιτέχv.~ς μεταξύ τους, έχουν κα.λλtτεχvικ~ έπ~)νuμα..

'Έpp ιξε λαθραία EYCt οργισμένο ολέμμα. προς τ"i) γuvziΎ.α. του κα.t συνέχι­

σε με πpσσποιημ~vο κα.! χα.ϊδεuτικ& τόνο. - Auτb είvαt το μ6 ·ισ πού μiς εμεινr; , 11 &.yά.πη μεαξ•) : υ.ι.ς καl 1ι ?.μ.ο ι -

6σ.ία. εκτίμηση. Το μόνο α.πο τοuς πα.λιοuς κα.λούς κα.φοv; της εt! ':uχίσ,ς μα.ς,

σ.UτΟ κcι.t εvσ.ς πίνα.κας, πολότιμΙJς γ ι& μένα., τΟν δποϊο 3μως Θ ό-~ πουλοασ(l aν

εδρισκα. τ·f)v τιμ-ή τοu, για. τι zrνα.ι &.νά.γκη νά. ζ·ήσομε! Όπωσοψτστε, πρέπΕι

γ?;, ζ ήσομ.ε κιόλα.ς !

β13

Ένω μιλοuσε δ 'Ιονθpέτης, δ :Μά.ριος σ-ήκωσε τ!Χ μά.τια καt είδε στο 6ά.­

θοι; τ'ijς κ&.μσφα.ς έtνα.ν &νθρωπο, ποu πρlν οέν uπηρχe.

Τόσο ~σuχα ε!χε μπεί αuτδς δ άνθρωπος, ίΔστε δέν &:κοuστ"Ι)Κε οuτε το πα­

pcφικpο τρίξιμο της πόρτας. Φι:ιροuσz ενα γιλέκι:ι πολu παλιό, τριμμένο, λε­

κιασμένο, μέ τρuπες σέ κάθε τοu δίπλα, ενα. φαροu παντελόνι ιiπδ 6ελοu8ο

μπαμπακερό , παλιb και λεκιασμένο κι' αότ6, χωρlς ποuκά.μισσο, με γuμνb λαι­

μδ και μέ γuμνδ\ μπράτσα, στιγματισμένσ. με ζωγραφιές κα.t μe πρόσωπο μοu­

τζοuρωμένο. Ε!χε καθίσει ιiμίλητος, με τά χέρια. σταΙJρωμένα κιχί , έπειδή στ~­

κόταν μπροστά. τοu YJ yuναίκοc τοu 'Ιοvδpέτη, μόλις διακρινόταν μέσα. στ~ σκtα.

Άλλα ταuτόχρονοc με το Μά.ριο, η μοcγνψικ·η έκείν'Υ) προα.ίσθφη ποu ε!­

οοποιe;ϊ -.;;Υjν 5ρα.ση , ~κα.ν~ Ύ.!Χί •ον κ. Λ~uκ(α, Υ~ γuρίο~ι κα.ί y-}. ο~ί τον 5-ν­θρωπο α.uτο με κά.ποια. &.πορία., πράγμα. ποu aε διέφuyε του 'Ιονδρέτη τήν

προσοχ1j.

-'Ά! εΙ π ε δ ΊονδρέτΥ)ς, τή ρεντιγκότα. σα.ς πα.ρα.τΎ)ρείτε, δέ μ.οu πά.ει

κα.t τόσο tΧΟχ"f)μα..

- Ποι6ς ε!νσ;ι α.ότός δ ~νθρωπος; ρώ-τ:φε δ κ. Λευκίας.

- Ποι6ς; Αότbς έκε'ί; ΕΙ να. ι lνας γε1τονά.ς μα.ς. Μ ή δίνετε καιψιά ση-

μασία..

Ό γε(-τ:ονα.ς ε!χ~ πα.ρ&.δοξη οψη, &.λλά Οϊ;ΥJ συνοικία. εκείνη uποφχοuv

πολλά. εργοστάσια. χημικών προϊόντων, wστε δέν ε!να.ι σπά.ν:ο y/y, σuναν-τ:&

κο:νεtς εκεί έργά.τες με πρόσωπο μο!Jτζοupωμένο .

-Με σuγχωρεϊτε σ!Χς διέκοψα, -τ:ί μοu λέγατε κ . Λαμ.αρϊνε ... -Σ&; Ηεγα, σεβαστέ μ.οu κόριε, είπε ό Ίονδρέτ·ης, άκοuμπώντας με τοuς

άγκGινες πάνω στο τρα.πέζι κα.ί κι:ιι-τ:άζσντα.ς τρuψερά τδν κ. Λεuκία., με βλέμ­

ματα οόα., σ&ς έλεγα 8τι εχω να. που):/ισω εναν πίνα.κα..

Άκοόστηκε εvα.ς έλα.ψρ6ς θ6pu6σς στΎ)ν πόρτα. . Καί νά ενα.ς δεύτερος ~ν­

θpωπος ιιπi)κε και κιiθησε στο κpε6ιiη, πίσω απο τη γuνα.iκι.χ τοσ Ίοvορέτη.

Κι' α.ότός, οπως κι' δ πρώτος, εΙχε γυμνά. τ& μπράτσα κα.ί το πρόσωπο μοu­

τζοuρωμένο.

Πα.ρ' ολο ΠΟΙJ δ &νθρωπος α.ότός εισχώρησε μέσα. στο δωμάτιο σά.ν άέρΙΧς,

δ~ διέψuγε &.πο τb μ&τι τοσ κ. Λεuκία..

-Μ ή δ(νετε, κόpιε, κα.μμι& προσοχ·ή, είπε δ Ίονδρέτης. Ε!νσ:ι !Χνθρω­

ποι τοσ σπιτιοσ. Σ&ς ελεγα. λοιπόν, δτι μοσ eμεινε ίtνα.ς πίνι;ι;κα.ς πολότιμος ... 'Uρ ίστε , κuριέ μοu, Χοιτά.ξτε ...

ΣηκώθrJΧΖ, πpοχιbpησε προς τη γωνιδ; κα.l πijpε μιά σα.νU)α,, τή γtίpισε

&.πο τ~ν &λλη μερια. κσ;ί τ·ή στήριξε σ-τ:bν , τοίχο. Π&.νω στ~ σα.νίδα. ήταν κ&.τι

ζωγραφισμένο, &λλιΧ σκα.ιο κα.ί 6άvα.uσο, σ& ν& είναι οχι &.πό χέρι ζωγράφου,

fι.λλfι.. μπογιατζή κα.l μάλιστα άτεχνου. Ό Μά.ρως σε μ.πορσuσε να. δια:χ.ρίνει

τ( πα.ρίστα.νε δ π(να.κας α.δτ6ς, για.τt στεκόταν μπροστ<Χ ή γuνα.1κα. τοu 'Ιον­

δρέτη.

614

- Τί είναι αlιτό; ρώτησε δ κ. Λεuκίας. · -'Έργο &νος ξακοuστοσ ζωγρά.φοu, ιiφέντη, ενας πίνα.κι:ι.ς ιiνεκτίμητος,

μεγά.λης &.ζ1α.ς. Τον &.γαπGJ σ&v τ:Χ jJ.ιΧτιιχ μ.οu, σ&ν τίς κόρες μ.οu. Mou φέρνει &.να.μνήσεις. 'Αλλα. κι:ι.θώς σάς είπα. , &.πο &.νάγκη θ& τόν διοσω πλέον., σ~ς ~­

δωσα τό λόγο μοu!

Το βλέμμα τοσ κ . Λεuκ1ιχ, ε'ίτε τuχα!cι:, ε!τέ γιιχτι δ &νθρωπος &ρχισε ν' &.νησuχετ, ΚG:θι1>ς πzpιεpγαζότα.ν τ~ν ε1κόνα., προχώρησε πρός το Μθος τοσ δω­

μα.τίοu , δποu οί δποπτοι &κε!vοι &νθρωποι είχσ,ν γίνει τέσσερ'J: . Οί τpείς κι:ι.θι­

σμένοι πάνω στο κρε6ά.τι , δ τέτα.ρτος στεκόταν κοντιΖ στήν πόρτα. Κα.t οί τέσ­

σεροι μz γuμ v7. μπpά::σχ κ'Χl μοτcζοuρωμένα. πρόσωπα.. 'Έvcις &π' cιότοuς π ο•)

κάθονταν στό κρεβά.τι , εΙχε τ& μ.ά.τισ. κλειστά., σιΧ να κοφότα.ν. Αότος ήταν γέ­

ρος, τα &σπpα τοu μαλλιCι.. μz :~ μα.upισμ.ένο τ:ρ6σωπο, πα.ρίστcι:να.v κιΧτι ψρι­

χτ6, &.παίσιο. οι δύο &λλο: ψι.ίvοντα.ν νέοι, .δ ενας με γένειιχ κι' δ α.λλος με

πuκνχ μα.λλιά.. Κα.νένο:ς δε ψοροuσε πcιπούτσιιχ .

'Ο Ίονδpέτης παρατ·ήρ-φε δτι τό μάτι τοσ κ . Λεu·ι.1α. προσηλωνόταν σ'

αότούς.

ΕΥ 'λ ~ 'Γ ' ~ ' 'Η "ψ τ ' - Λνα.ι ψι οι, ειπε . ()1Jζ εχομε γε ιτονες. ο η τοuς εινι:ι:ι μι:ι:upισμε-

vη, tπzιδή δο'Jλεύουν στΟ; κά.p6οuνα. Μην εχετε καμμι:Χ &.νησuχία.. Να &.γοpά.­

σετε τον πί·ιe<κά. [L01J, rJ.ν εΙ·ια.ι οuνeι:τό. Σi; τον δ ίνω φτηνά. . Πόσr;. τον εκτι­

μάτε;

-τι ν% σα.ς πω; ιJ.πιΧντησε δ κ. Λεuκίας, Κ()tτά.ζοντα.ς τον Ίονδρέτη κα.­

τάματα, σ~ν &vθpωπσς ποlι &.ρχiζει , ν~ παίρνει τ~ μ.έτptΧ του, α.ότb το πρ:Χγμα.

είναι μια. σιχνίδcι, &.π' ι:ι:uτzς ποlι καpφι.!Jνσ•Jν πάνω &.π6 τ!ς πόρτες τGJv καπη­

λειών, θ' &ξίζει ί'σως τρία. φp±γκα..

'Έχετε μ<Χζ1 σα.ς, &ψέvτη, το πορτι:ιψόλι σας; ρώτησε 6 Ίονδρέτης με ή­

πιο σφος, θ& sμεvα εlιχαptστημzνσς &ν μ.οσ δίνατε .. . εστω χίλιο:ι. πεντα.κόσtι:ι:

ψρά.γκα.

Ό κύριος Λευκία.ς σηκrJJθηκε ορθιος, ά.κούμΠ'ΥjΟΕ τήν πλάτη του στον τοί­

χο κσ.ι κο(ταζε γι)ρω τοu στ6 διuμάτισ. 'Αριστερά τοu είχε τον Ίονδρέτη, προς

τ? ποψΧθ•.ψο, δεξι&. του τή γυνα.ίκα. τοu Ίονδρέτη καl τέσσεp()•Jς &ντρ~ς, ποu

~μενα.ν &κίνητοι κσλ ψα. ί νοvτιzy σ~ yrι, μή προσέχουν κι:ι:θόλοCJ σ' ι:ι:ότόν. Ό

'Ιονδρέτης άρχισε να του μιλ& σε τόνο θρηνώδη, τόσο &.ξιοθρήνητσ, ίΔστε δ

κ . Λεuκίας eα. μποροuσε να. τον πάρει γι% άνθρωπο ποu τρελλάθηκε &πο τήν, &-

πελπισία. -

-"Αν δε μοu &γοράσετε αοτη τΥ]ν ε1κ6να., ελεγε δ 'Ιονδρέτης, &γιJ) πρέ-

πει vCι. πάω νΓι. πέσω στό ποτά.μι, να πνιγω. Πpοχθες πfιγα. μιiλιστι:ι: . ΠΎjγα.

πρός το μέρος τής γιψυρα.ς τσu Άούστερλι τς. 'Ήμουν ετοιμος!

Ξα.φνικιΧ , το πρόσωπο τοσ 'Ιονοpέτη ιiλλοιιbθψ.ε, το σοησμένο του t.t.ιiτ ι

&στpα.ψε, δ μικρόσωμο; α.uτος (ί:ιθpωπΌς dνα.στηλώθηΥ.ε, εγινε τρομερός . 'Έ­

κc.tvε ενΙΧ οi)μι:ι: προς τον κ . Λεuκία. κtι.t ψώνα.ξε με ψωνΥj οροντώδη:

615

- Δέν πρόκειτ!Χι γι~ ολΙΧ ΙΧuτά. τά. πρά.γμ.ΙΧτΙΧ, άς τ' &ψήσωμ.ε ΙΧuτά.! Με γνωρίζεις; Καλά. κοίταξέ με, καλά.!

Κ'

ΕΝΕΔΡΑ

Ταuτ6χρονα άνοιξε 61αια ή πόρτα τοu &ντροu καl φάνψαν ά.κ6μ η τρεϊς άνθρωποι , ιι~ πρά.σ ι νες μπλοσζ ες Κ!ΧL μz προσωπ ίδες &πο μ.ΙΧΟρο χΙΧρτ ί . Ό πρώ­

τος ήτΙΧν &οόνα.τος Κ!ΧL κpΙΧτοuσε eνσ. ρόπΙΧλο μΕ σιδερένιο κεψάλι στη μ.ιά. rt-'Q <:ο ι ~ ζ \ "\ ' 1 ..,. rι ι e , '

κpη. οωτερος εμοια ε με κοΑΟσσο και κριχτοuσ~ ενιχ τσεκοuρι ικιχνο νσ. σκο-

τώσει Q()}Qt . Ό τρίτος, ενα.ς άντpα.ς με τετpά.γωγοuς ώμ.οuς, ΠΟοJ οεγ ~τ!Χν &­ΟU'ΙΙΧτος δπως δ πρώτος, οuτε γιγα.γτόσωμος δπως δ δεότερος , κρΙΧτοΟσε Ε'Ια.

τεράστιο κλειδί , κλεμμένο ίσως &.πο κάποια πόρτα φuλιχκf)ς .

Auτou; περίμεγε, κιχθwς φαίγετα.ι, δ Ίονδpέτης wς έκείνη τη στιγμή . 'Α-

μέσως Cί.pχισε τίς έρωτήσε ις προς τον πρG')τΟ, τον aδύγατο.

-'Έτοιμα. δλα.;

- ΝΙΧ!, &.ποκρίθηκε ΙΧίιτος με το ρόπα.λο.

-Ό ΠΙΧρνασσος ποΟ ε!γαι;

-Στάθηκε δ όμοpψο'Ιιός νά. πιά.σει κοu6έντα. μέ την κόρη σοu.

-Με ποιά.ν ά.πο τtς δuό;

- Μέ τη μεγάλη.

-Ε! να. ι κά.τω κα.νένα. &μάξι;

- Να.i.

-το &λλο ά.μά.ξι είνα.ι ετοιμο; - υΕτοιμο.

-Τ~ άλογα είνΙΧι καλά.;

- Έξιχιpετικά..

-Περιμένει έκεί ποu ε!πΙΧ;

- Ναί.

- ΚΙΧλά., είπε δ Ίονδρέτης.

Ό κ. Λ.εuκίας ~ταν χ λ ωμό;. Παριχτηροuσε τό κά.θε τι μέσΙΧ σ' έκείνο τό άντρο, σaν άνθρωπος ΠΟοJ καταλα6αίνει ΠΟU eπεσε, &λλά. ή μ.οpψή τοu οέν f;­

οειχνε κανένσ; ψόοο. Στά.θηκε π ίσω &πο το τραπέζι, ΠΟ'J το παρενέ6α.λε σά.ν

&μuντικο ψραγμο &.νάμ.εσά τοu και σ' έκείνοu; κιχί δ άνθρωπος αuτος πού ,

πρlν μιά. στιγμi), είχε UψΟς ι7.γΙΧθο() γέροντα , εγινε ξα.ψνικά. έπι6λητικος &θλη­

τής . 'Ακούμπησε tΎj ρωμ.ΙΧλέΙΧ γροθιά τοu πά.νω στ-Υj ρά.Χ'Υ) τής καρέκλας , μ€ μιιΧ

κίνηση πού εδειχνε θά.pρος άξιο θΙΧUμα.σμοΟ.

Ή σuμπεριψορΟ: α.ίιτοi} τοΟ &νθρώποu μπροστ~ στον κίνδuνο, ~δειχγε δτι

616

&ν~κει στίς γεννα.ϊες έκεϊνες φόσειι;, ο! δποίει; γι& τόν rοιο λόyο ποu ε!ναι τό­σο καλόκαρδες, είναι καί &.τρόμητες.

Οόδέποτε δ ποcτέραι; τής γυναίκας ποu &.γαποuιι.ε μ~ς ε!νιχι ξένος. Ό Μά­ριος ~νοιωσε εuχα.ρίστηση κιχί περηφά.νεια &.π' αότ~ τ~ συμπεριψορ~ τοu &.yνώ­στου .

Τpε'ίς ιίπό τοuς &νθρώπουι;, ποδ κά.θοντο:ν π!Χνω στο κρε6ά.τι , πλησία.σιχν

στό σωρό με τ& σι8ερικχ κιχ! πf}ρα.ν δ ενιχς μιιΧ ψαλίδα, ό &λλος μι& μεγά.λη

τσιμπίδα καt δ τρίτος zν11. σψυρί , κα.t στά.θηκα.ν κι' α.ότοί κοντά στήν π6pτct.

Ό γέρος μόνο ε!χε μείνε ι πά.νω στο κρε6ά.τι κι;ιί είχε &.νοίξει τι\ψα. τα μάτια

τοu. Ή γυν11.ίκα. τοu 'Ιονορέτη κα.θότα.ν κοντά. του.

Ό Μά.ριος εrοε οτι πλησίαζε ή στιγμή ν& πυρο6ολήσει, γι' α.uτb σήκωσ~ το δεξί του χέρι προς τό το:6άνι, ετοιμος να τρα6ήξει τη σκανδά.λη.

Ό Ίονορέτης, &.ψοσ τελείωσε τό διά.λογό του μ€ τό ροπαλοψ6ρο , ξο:νct-γύρισε στόν κ. Λευκία καί τόν ρώτησε.

-Λοιπόν, οέ μ: έγνώpισες;

-'Όχι, dπά.ντησε ό κ . Λευκία.ς κιJιτά.ζοντά. τον κα.τά.μα.το:.

"Εσκυψε τ6τε πά.vω &.πο τό τραπέζι, κοντά στο κεpl. ΠΟ'J ά.Ψ:ι.bε καί σχ

θηptο ΠIJ!J έτοψάζετ('.ζ t να οσιyκ6:σει, ψιί)να,ξ ε:

- Δέ ι_ι,έ λέv Λαμα.pϊvο , δ€ μέ λεν 'Ιοvδρέτη, θερναοιέρο μe λένε. Έyιh

εΙμcι.ι ΠI?ΙJ είχο: τδ ξενοοσχείο στο Μσμψε ρμίλ. Ό θερναοιέρσς είμα.ι. Με θυ­

μ. ήθηκες τώριχ ; - Οuτε, &.πά.vτησε fιρεμοc ό κ. Λεcικία.ς μ' ίiνα. έλαψρο κοκκίνισμα..

Ό ΜιΧριος Ci eν &κοuσε τΎj'Ι riπάντηση τοu κ . Λεuκίσ. . Άλλα &.πb τη στι ­

γμή ποu άκουσε τον Ίονορέτ'Υ/ ν~ λέει «θερνιχδιέpο με λένε» άρχισε να τρέ­

μ.;;ι δλόκληpος καt στηρίχτηκε στbν τοίχο , σα να τοu τρuπησε τήν κα.ροιδl ή

πα.γερή μ.ότη ~νbς σπα.θωσ . ΚατέΒασε ΙΧρyιΧ τb χέρι πο\ι ήτσ.ν ετσιμσ ν& πυ­

ρο6σλ-ήσει κο:l δταν δ 'Ιο'ιορέτΎ) ς ~ πΙJ.νιΧλα.όε , « δ Θεpνα.οιέρος είμαι» πα.ρά.λυ­

σΙJ.v τ&; οιΧχτυλά. του κα.ι λίγο ελειψε ν!Χ. φύγει τδ πιστόλι &π' αότά. Ό Ίον­

ορέτης με τό να. ψιχvερ ι:> σει ποιος είναι, θe σηκίνησε καθόλο•J τον Χ. Λευκία. ,

&λλα; κεραυνοΒόλ-ήσε το Μά.ριο. Το ονομα α.lιτό το εfχε γριΧψει στήv κα.ροιά. τσu, &vιχψερότα.ν στή 8 ιΙΧθ'ήκη -τ:οσ πο:τέpα. τοu. Ό συντιχγμα.τά.pχης τοu ~ψησε

πα.ραγyελία, &.ν ποτε τδv συνΙΧντήσει, να. τοσ κάνει καλό, δσο μπορεί. Αuτδς

λο ιπδν ήταν δ θερνα.διέρος, δ ξενοδόχος τοu Μομφερμίλ, ποό μιΧταιct τb'ι &.­

να.ζητοuσε έπl τ6σο χρόνο . 'Επί τέλους τον εuρισκε. Άλλά πιi>ς! Μάθαινε

ταuτόχρονιχ δτι δ σωτήριχς τοu πατέρα. τ~:ιυ fιτο:ν ενο:ς ληστ-ής, evα.ς &λιτήριος!

'Ο &vθρωπος αuτός, προς τόν δποίο δ Μά.ριοι; ποθοuσε με δλη τQu τ~ Μναμη

v' &.ψοσιωθεr, ήτο:ν ενα. &.νθpωπ6μορψο τέρας . Ό λ•;τρωτής τοσ συvτα.ηια.τά.ρχη

Πομερσu προετοίμαζε εγκλrιμα, δολοφον ία. Καί έvαντίον τ1νος; Μεγά.λε θεέ!

'Ώ όλέθρια σύμπτωση ! "Ω πικρη εtρωνεία τijς τόχης! Ό πατέρα.ς τον διάτα.­ζε ιiπb τον τά.φο v& κάνει δσο κcι;λό μ.πσροuσε στό θερvαδιέρο. Τέσσερα. χρό-

617

νια. &γωνιζότα.ν νά. !κπληρώσει α.ότb το χρέος προς τον πατέρα. του. Κα.ί νά.!

τη στιγμη ποί.ι έτοιμ.α.ζότα.v να. Πα.ραδώσει στ'ή δικα.ιοσuνΎJ εvαv κα.κοupγο, τη,ν όΊρα. ποu έτοιμα.ζότα.ν νά. κά.νει τb εγκλημα., ~ μοίρα. του φώνΙΧζε: «Είνα.ι

δ θερνα.διέρος». Τή ζωή τοu πα.τέρα. τΙJυ, πΙJ(} σώθψε μέσα. σ' Ιi.νσ. χσ.λά.ζι

&πb σφα.ϊρες μ.uδρα.λλίων, στό ~ρωικό πεδίο τοu Βα.τερλιό, eα. την ξεπλ'ήρωνε

στέλνοντα.ς στή λσ.ι~ητόμο το σωτήρα. της!

Ό πσ.τέρσ.ι;; τοu ηεγε : «Ν~ ο~Jrιθήσεις τό θερνα.οιέρο!» Κι' α.ότός &.πο­

κρινότα.ν στην ιερη α.tιτη φωνή, με τΥ)ν κα.τα.στpοφη τοu θεpνα.διέpου! Τί

ε!ρωνία. ήτα. ν α.ότή; Νά. κρα.τ~ τόσα. χρόνια. πά.νω στο στήθος του τίς τελευ­

ταίες θελήσεις τοσ πα.τέρα. του, γρα.μμένες με το ίδιο του τό χέρι, κα.ι τ<~ρα.

νά. κά.νει, κα.τ& τρόπο φριχτό, τb &,γτίθετο!

Άπο τήν &λλη I ν&. 6ρεθεϊ α.•)τόπ-;;ης μά.ρτυρα.ς της οολοψ~Jνικης α.ότΎ)ς πα.­

γίδα.ς κα.t να. μήν τήν έμποοίσει; Πώς μποpΙJuσε ν& έγκα.ταλείψει τό θuμα. κα.t

y' &πα.λλά.ξει το δολοφόνο; Ε!'fΙΧι δυνΙΧτb vσ. είνΙΧι δεσμεuμένος &πο εuγνωμο­

σόνη μπροστά. σ' Ιi.να.ν &θλιο;

Ό Μά:ριος ορέθηκε σε πλ~ρrι ιiμrιχσ.νία.. ''Αν πυροι?ολοuσε σωζ6τrι;ν δ κ. Λευκία.ι;; κα.l &φα.νιζό-:α.ν δ θερνα.διέρος. "Αν δέν πυροοολοϋσε, δ κ. Λιωκίοcς

θυσια.ζότα.ν κα.ί, ποιός ξέρει; !σως δ Θεργα.οιέρος διέφευγε. Τί ν~ κά.νει; Ποιό

επρεπε να. διαλέξει; ΤΙ)σ φα.ινόταν 8τι, &.πb τήν μι& &κοuε τYjv << Οuρα.νία. του»

νσ. τόν !κετεuει νσ. σώσει τον πΙΧτέρα τΎ)ς, κι' &.πό τήν 1iλλ'Υ), τον πατέρα. του

να. τοϋ λέει: <<οο'ήθησε τό θερνα.διέρο» . Νόμιζε πι\Jς θ& τρελλα.ιvότα.ν . Τ& γό­

νατά. του λuγιζα.v. ΟΙJτε κcιφο δέv είχε ν~ σκεφτεί ώριμ6τερα κα.ι ν' ά.ποψα.­

σίσει. Τσ. γεγόvότσ. έξελίσσοvτα.ν δριιrιτικ~, γρήγορα, οίσ.ζα.v. 'Ήτα.v ετοιμος

ν~ λιποθυμίσει.

Ό θερνα.διέρος, στb μ~τα.ξύ, περιφερότα.ν μέσα. στό 8ωμά.τιο, ξέφρενος &­πδ τb θρία.μ6ο. "Αρπα.ξε τδ κερι iπό τδ τραπέζι κα.l το &.κοuμπφε πιiνω στο

τζά.κι, τόσο vευρικ& πού κόντεψε v& σ6ήσει . "fστεpΙΧ γύρισε πρός τόν κ. Λευ­κία. κι' άρχισε y(ι. ξερνά &πειλές.

-'Έσ6φες, χά.θηκες, χα.ντα.κώθηκες, θα. σε τσιγα.ρίσω !

Κσ.ι ξα.ν&.pχισε ν~ περιψέρετα.ι σCΙ.ν έξα.γριωμένο θηρίο.

-~Α! σε ξα.vα.6ρίσκω, έπt τέλους, ψιλά.vθρωπέ μ"υ κύριε! κύριε ~κιχ.­

τομμ.uριοuχε ι\ε το λιγδωμ.ένο για.κά.. Κόpιε γεννα.ϊε &pχοvτα. ποlι οορίζεις κοuκλες στ~ πα.ιοιά.! 'Ά! &στ ε ~ ά.ψεντιά. σου δε με γνωρίζεις! 'Όχι, οεν

εrσα.ι σlι ποί.ι ήρθες στb Μομψεpμίλ, τη 6pα.δυ!Χ τ!)Jv χpιστουγέvvων, έοω κα.t

δχτw χρόνια., στά. 1823! Δεν είσσ;ι σ1.ι ποu πήρες ,α πσ;ιδl ,ης Φα.ντίνα.ς ιiπδ

τό σπίτι μου! T~v Κορυqα.λλ1οα.! Δέv ε!σα.ι σlι ποlι φοpοίiσες μιά. κιτριvωπ'ή,

ρεντιγκότα. κα.l κρα.τοuσες aτά. χέρια. σου εvα. δέμα. μέ p~Juχα., δπως σήμερα. τό

πρωt, δτσ.ν ήρθες σπίτι μου! Είδες, ρέ γυναίκα.; μα.vίσ. εχει, κα.θwς φα.ίvετα.ι;

δ έλε'ήμοvα.ς α.uτός να. κου6ιχλοc δέματα. στσ. σπίτια. γ ε μ~ τα. μιiλλινες κά.λ τσε ς .

Μήπως lχεις έργα.στήριο ποu κά.vει κά.λτσες κσ.t σκοίιψους, κύριε Μιλλιονιiριε

618

καl θέλεις να. το ιiδειιΧσεις δίνοντας στοuς ψτωχοός; 'Ά! οε με γνωρίζεις ε;

Θα σου δ~ίξω έγώ, γέρο, παιδοκλέψτΎJ, να. μέ φοβερίζ~ις ~λλοτ~, δταν μέ δεϊς

μέσα στο διΧσος!

Στο:μ.ά.τησε για. μια. στιγμή κι' uστερα πρόσθεσε. -Κι' εχει τον τρόπο να σου παρουσιάζεται μέ ϋφος ήρεμο κο:λοκά.yα­

θο! Μ' α/ιτο κα.ι μ' εξα.πιΧτΎ)σε. Αuτος ε!να.ι ή α.ιτία. δλης μοu της δuστuχία.ς.

Χτόπησε το χέρι στο τρα.πέζι κα.ι uψωσε ιiπε ιλητικα. τον τόνο της ψω­νΎjς τοu.

-"Ήρθες κα.ι μου πηρες για. χίλια. πενtα.κόσια. ψρ!Χγκα. μιΟ: κόρη πλοό­

σιοu πατέρα:, μάλιστα., μια. κόρη &.πο τήν δποία. εοyα:λα: πολλι); χρήμα.τα., κα.ι

θά επα.ιρνα κι' &λλα., &στε νά. ε χω να ζήσω σ' δλη μοu τή ζωή! Μου π9)ρες

τΥιν Κορ\.Jδα.λλίδα.! 'Ήσοuν δuνατώτεpος, κρατοuσες τό pα.οδt στό χέρι κι' εl'­μ.αστε μ:έσσ; στο ?Jά.σος, έ'τuχε ν!Χ λησμσνήσω το τοuφέκι μοu, μ' έφοοέρισες,

τΥ)ν πήρες κ' εφuyες . Τιίψα: ήρθε ή σειρά μοu. Είμα:ι δuνα:τ6τερος ά.πο σένα:. Κα.­

λΓι. σ' επιασα. στην πα.γίδα.. 'Απόψε eα σου ψά.ω την καρδιά.

Ό κ. Λεuκία.ς δέν τον δι έκοψε κα.θόλοu, τον &ψηνε με ά.τα.ρα.ξία. ν?; σuνε­χίζει. 'Αλλ& έδώ δ Θεriναδιέρος στα:μάτησε μόνος τοu. τΗταν λα.χανια:σμ.ένος.

Το μικρό τοu στ'Υ)θος ά. ·ιεβοκατέοα.ινε, το μάτι τοu ξεχείλιζε ιiπο την ποτα.πη

&κείνη εuτuχ!α. πο~ νοιώθει ~να. πλάσμα &.δόνατο, μοχθηρό, δειλb κα.l &ναvδρο,

δτα.ν νομίζει δτι μπορεί να σuντρίψει δ,τι ~λλοτε ετρεμε. Τότε ό κ. Λεuκία.ς

το!J ε!πε:

- Δεν κατο:λα6α.ίνω τίποτε &π' ο:uτα. ποu μου λές. Κάνεις λάθος. Πολu

&πέχω &.πο του νά. ε!μα.ι έκα.τομμuριουχος, δπως νομίζεις. Δε σέ γνωρίζω, δέ

σε είδα. ποτε άλλοτε. Με παίρνεις για. κάποιον &λλον.

'Ακόμη! οuρλια.σε δ Θερνα.διέρος, &κόμη συνεχίζεις α.uτο το χωρατό! Δε

γνωρίζεις ποιός είμα.ι, ε;

- Με σuyχωρετς, aποκρίθηκε δ κ. Λεuκ(σ;ς, βλέπω 1\-ς;ι εrσαι f:όνσ;ς &.λι­

τήριος, ενα.ς ληστής.

Σέ ποιόν δέν ετuχε νά. τb πα.ρα.τηρήσει, δτι κα.ι τά. ά.χρετα. κα.ι τα. μΙJ­

σαρώτερα. πλά.σματα. εχοuν ε να εuθικτο μέρος, κά.ποιιz εόαισθησία; Και τά τέ­

ρατα εχοΙJν φιλοτιμία. κι' αuτα. ποu θίγεται. Ή γΙJνα.ίκα. το!J θερναδιέροu μό­

λις &κοuσε τή λέξη «ά.λιτήριος» πετιΧχτηκε ιiπb το κρε6±τι γεμ.ά.τη όργή, δ

Θερνσ;διέρος &ρπαξε τΥ]ν κι:tρέκλα. τοu, σ!Χ ν&θελε ν& τΥ]ν τσα.κ(σει μέσα. στ& χέ­

ρια τοu.

- ΚιΧθησε σό, μ. ή κοuνηθεtς, ε!πε στή γuναίκα τοu.

Κα.ι γuρίζοντα.ς προς τον κ . ΛεΙJκία.:

'Αλιτήριος! ναt το ξέρω, ετσι μα.ς λέτε κόpιοι πλούσιοι! Έyιb οΕ:ν ιipνou-" 6 rι ~' " ψ ι ~~ ~' , ~ ]_ τ ~' ~ ... μαι οτι χρεωκ πησα, οτι οεν εχω ωμι, οτι οεν εχω οα.κοφα., ειμαι ενα.ς; α.λ.ι-

τήριος! ε χω τρεϊς μέρες ποu δέν εφα.γα! 'Ά! σεϊς δμωζ ε χετε νa ζε~τα.ίνετε

τα πόδια. σα.ς μέσα. σε παπούτσια. ποu οεν τα πεpνα. οuτε ύγρα.σία., ψορα.τε οσ;-

619

ριά πανωψόρια παραγεμισμένα ~~ε μπαμπάκι, σάν aρχιεπίσκοποι , κάθεστε στα πρώτα πατd)ματα, τpG)τΕ τοu ποuλιοu το γάλα. κα.( ξαπλώνεστε στοuς μα.λακοuς

καναπέδες σας. ~οταν θέλετε νrι. δείτe ?lν κιiνει πολtι κρύο εξώ κοιτα.τε τό θερ ­

μόμετρο. 'Ενώ εμείς! εμείς εϊμα.στε ο[ rόιο ι θερμόμετρο! 'Εμείς δεν ~χομε

&νά.yκ"f'J ν& δοuμε το:Jς 6α.θμσuς τοu ψuχοuς σε μιιΧ μηχαν~] . Αtσθα.νόμα.στε το αίμα μα.ς νrχ πα.yώνει μ.έσο: στtς ψλέοες μα.ς κι:ι.l τότε φωνιiζομε: Δεν ύπάρχει n.~όςΙ κ' "π~ιτ "ρχ~σ - I ' ι I - - 'λ , I <:'/ <Ο • ε. <Ο ο: ε <Ο τε σεις στις σπΎ)Λtες μο:ς να μο:ς πει τε α ιτΎ)ριοvς.

Καt γυρίζοντας προς α.δτοuς ποu στέκονταν στην πόpτcι., τοuς είπε τρέ­ι~οντα.ς &πο θυμό.

-Άκοuτε, μωρέ πα.ιδιιi, ά.Χοuτε, πώς μaς μεταχειρίζεται ή aφεντιά. του,

σδ:. ν&μαστε σκοuπίδια. τοu δρόμοu! "Υ ιγ ι' 1 λ ι 6 ι ~ στερο: γvρι<,οντΟ'.ς Π<Χλt σ-:ον :ι. . ΙΗ:υκια, μαιΊ μενο; ψωνα.,ε.

-Άκ.όμη πρέπει νχ μάθεις , κύριε φιλάνθρωπε, δτι zyι:) δzν είμαι Υ.ανέ­

νας &.σήμ.α.ντος, δπως με ψαντάζεσcι;ι. Ύπηρέτησχ κ' έγι!> την πχτρίδcι; ι1)ς στρα­

τιώτης ΚΙΧL ~'I δ~ν π'ijpΙΧ παριΧσηιιο, υ.ιχβιχ :ιέpος σε μά.χες, κο:θι!)ς καl στη

μάχη τοu Βατεpλι;), έγw ποu με 6λέπεις . Καt εσωσcι. μιiλιστcι. κ' ενα στpα.τη­

γο μέσα, σ' έκείνη τη θιίελλο: τf)ς μάχης, κιiποιον κ6μητο: Πομερσύ! Αύτη ή

ε1κ6vα: ποu βλέπεις ιzίνα:c ζωγραφισμένη &πο το διά.σηιιο ζωγράφο ΝταοίΊτ

στίς Βρυξέλλες! Κα.l ξέρεις τί πα.pιστά.νει; 'Εμένα πcι.pιστάνΞι! Ό Ντcι.οlντ

θέλησε v' &ποθαvατίσε~ αΛτΟ i:Ov &θλο. Έγι}) είμαι ποι) σΥ]κώνω στοUς ι'όμοuς

μοu το στρα:τηγο Ιlομερσu κα,l τον κουοα.λώ μέσα &πο τ~ μ'JδράλλιΙΧ. Αuτο

είνΙΧι το 1στορικό . Κι' δμως osv είδα Χ'Υ.νένα. καλο &.π' α:δτο το σψα:τηγό. τΗ­

ταν κι' α:οτος σόlv δλοuς τούς &λλους. Έγι;J 8μως τoiJ έσωσΙΧ τή ζωή με κ1νοu­

νο της δι κ. ης μοu. Και εχω Ε.νcι. σωρο πιστοποιητικα. σ:lς τσέπες μοu! Στο Βα.­

τεpλ ι)J πολέμησα, κ.' έγώ, τί μ' Ξ·ιόιιισες! Κα.t τώpcι; ποu τα. εμ.α:θeς δλα, α.οτ~,

&.ς τελειώνομε. Mou χρειά.ζοντα:c ΧΡ"fιμα:τα:, πολλ:Χ χp-Ιιματα, &λλοιG)ς χάθηκες

&πο τb πρόσωπο της γfις.

Δεν [μεινz πι:Χ κα.μμc:Χ &.μψιοολiα στο Μάριο, δτι αότος ε!νcι.ι δ Θεpνcι; ­διέρος της δια.θήκης τοi) πΙΧτέpα. -;ou. '() νέος κυριεύτηκε &πο ψp!κη, 8ταν &­

κουσε va κcι.τηγοpοuν τον πατέρα του yιa &.χαριστία, την δϊ.'J!'Χ μάλιστα cι;δτος 1]τα.ν &vΟ\yκα:σμ.ένος &πο τ ·i(Ι &νεξερεύνητη κα.ι τόσο δλέf1r:ο :>' σ.i)τi; -:Ύj στ ι­

γμrι, μοίpcι; , νχ έπισφρα:γίσει. Ή &.μηχαvία: τοu διπλα.σιάστγ1 :ι.ε . Καl να.ί μεν

στα. λόγια τοσ θερναδιέpου φcι.ιvόταv ή εσχατη κο:τά.πτωση ΕΥΟς τιποτένιοv &.v­θρώποu, 'fJ ξ ετσίπωτη γύμνια. τής ορι:Jμικης ψυχΎjς τοu, aλλχ ταuτόχpονΙΧ ψαι­

vότα.ν κcι.ί μιδ:. δδvνεφη &.λήθεια:.

'Η περίφημη ε1κόνα., τb &.ριστοtιpγημο:τικό εργο τοu Ντcι;ο ί vτ, το όποίο

' ' Θ ~ ' ' • ' ' ' ' :s, θ' θ' '' πpοτειvε ο ~ εpνα.uιεpος στον κ . 11εt>κια ν σ;Ύορο:σει, • 1τα,ν , κο: ως α: κο:το:Λο:-

6ε δ &.vαΎνι:)στης, ή κακογραψίΙΧ εκείνη, ποu κpεμ6τ'Χν πάνω &.πο τηv πόρτα.

τοσ πανδοχείοu τοσ Θεpνcι;Βιέpοv στο Μομφερμiλ, ψτι~:t.γμ.ένη &.πδ -ιοv !διο και

jJ.ΟΥαδικο ά.πομεινάρι &πο -ςb vα.υά.γιό τοv.

620

Ό Μάριος ~~λεπε τιfψα. &κείνο τό 51α.vίοι - εtκόνα., ά.λλα το μισοσκόταδο Οέν τοu έπέτpεπε ν& τ~ν περιεργαστεί κα.λά.. Το μόνο ποu διά.κρινε ~π' α.ότή

τη μουντζοuρα. ·ljτιχν κάτι σδ:v κα.πvος στο βάθος κ' ίένα.ν άνθρωπο να. κρ~τα ενχν

&λλο στον ιiΊμο του, τό δεκα.νtσ.. σιi>ζοντσ.. το σuvταγμα.τά.pχη. Ή καpδιrΧ τoiJ :Μάριου χτuποϋσε δυνα.τά., ενοιωθε ζά.λη στό κεφά.λι, στ' αΛτιά: του 6ροντοuσα.ν

τα. κα.νόνια. τοσ Βα.τερλώ, ~6λεπε με τη ψαντα.σία. τοu τόν πα.τέρα. τοu μα.τω­

μέvο μέσα. σ' ΕΚείνο το κά.ορο ΚΙΧ! tOU ψα.ιν6τα.y δτι τΟΥ κο(τα.ζε κα.τά.μα.τα. .

Άψοσ δ θερνα.διέρος πήρε &.νά.σα. , κά.ρφωσε τα. μά.τια. του στον κ. Λευκία.

καt •οtί ε!πε;

-Λέγε! τί ~χεις νά πεϊς, πρtν σε κά.νω κψμ&τια.!

Ό κ. Λεuκία.ς σι ω • '.Ισε. Μέσα. σ' α.ότ~ την &πόλυτη σιωπή, &.κοuστηκε μια. 6ραχνή ψωv-ή ά.πο το διά.δpομο.

"Αν χρειοιστετ να. σκ!σωι~ε τίποτε ξuλα., έγιb ε!μα: ι έδΘ, ετοιμος.

ΤΗτα.ν δ &.νθpωπος μέ τό τσεκοuρι ποu ~κα.νε τb σrχρκαστικb d.σ-:εϊο. Και ταυτόχρονα. φάνηκε στήν πόρτα. μι& &.πα.ίσια. χωμα.τ~νια. μορφ1) μ' ~να στυ­

γερό γ~λιο, ώστε νά ψα.ίν'Jντα. ι μέσα. σε κείνο τό ψριχτο στόμα οχt δόντια., &λ­

λα. κά.τι &.ρπάγες .

-Γιατί, μωρέ εογα.λες τη μάσκα. σου; φrονα.ξε &.γριφένος δ θψ.ιαδι€pος.

-Για. νά γελά.σ'Jμε, &π'Jκpίθηκε δ Ιiθλιος με τό τσεκούρι.

Στό μετα.ξu, δ κ. ΛευΧία.ς πρόσεχε δλες τις κινήσεις τοu θ:;;ρνΙΧθιέpοu, σα

ν' &.να.ζητοuσε κατάλληλη στιγμή γι& κ&ποια. τολμηρη &πόπεφα.. ττι στιγμ7]

λοιπόν ποίι δ θερνα.διέρος μιλοuσε στόν άνθρωπο μΕ: το τσεκούρι κα.t είχε γυ­

ρlσει τ!ς πλάτες του στον κ. Λεuκία, δ τελευταίος ~δωσε μι& με το πόδι τοu στΥ)ν Κα.pέκλο:, ~λλΎ) μιά. μΕ: το χέpι του στο τpα.πέζι κrχ( μ' Ιiνα. ΠΥJΟΊ)μ.ΟG 6ρ:f ­

θ·ηκε στο παράθυρο . Πρlv δ θεpvα.διέρος προλά.6ει ν!χ γυρίσει, το &νοιξε κιχl με 'Υ.~~δι~l,η~"Ι!ι-u~ ~·~~ι·..~-., e:~ Ή,~. ι .oe~χJ"'C-ιrιo:o.. ,.ό, εp.;,r;. Q· ....-.. lλ w<J:; . l{p~fQτtN)" χ;. .. Ciλ~ς ~

μισός εξω , δτα.ν εξη δυνατ& χέρια. τόν &.ρπο:ξα.ν κα.t μέ &κο:τα.μά.χητη δu';α.μη τδν τρά.6ηξσ;y πάλι μέσσ; στQ άντρο. Εrχαν έφορμ~σει πά.νω τοu οι τρεΙς μέ το

μουντζοuρωμ.ένο πρόσωπο. Τα.uτόχρονο: 1ι γυνα.ίκα. τοu θο:ρνο:οιέρου τον &Οpα­

ξε &.πό τα. μα.λλιά. .

Μέ τ'ή φα.σα.ρία. ποu ~γινε , ετρεξα.v στήν κά.μα.ροι κιχ! ο[ &λλσι &λιτήρ ιοι ,

ποu στέκον'τα.ν eξω &πδ τήν πόρτα., στό οιά.δρομο. Ό γέρος ποu ήτα.ν ξα.πλω ­μένος στό κρε6ά.τι ζαλισμένος &πό το κρα.σ(, σηκώθηκε κι' α.ότος κο:t προχώ­

ρησε τρεκλίζοντα.ς, κρα.τώντα.ς ενα σψυρt στο χέρι.

VΕνΙΧς &.π' αuτοuς μέ τό μουτζουρωμένο πρόσωπο, ΠΟ'J μόλις επεσε πάνω

του τδ ψwς τοG κεριοσ, δ Μά.ριος &.να.γνώρισε τον Πα.χα.ούοα., η Λουλοuδα., η

Πιγρενα.λιά., σήκωσε πά.νω &.πό το κεψά.λι τοG κ. Λευκία. μιά. σιδερένια. μπά.λα..

Ό Μοcριος δεν μπόρεσε πια. ν' &.ντέξει σ' ΙΧuτό το θέαμα..

- Συγχώρεσέ με, πιχτέρα. μου, είπε με το νοu του.

621

Κιχί το Μχτuλό τοu πέριχσε στή σκιχνο<Χλη τοu πιστολιοu, ετοιμος •;& πu­

ρο6ολ~σει, οτα.ν ζα.ψνικά &κοuσε το Θεpνα.διέpο νά ψωνά.ζει δuνα.τιΧ. - Μ η τδν χτuπ~σετε!

'Αντί νά. έξα.γριώσει τό θερνα.ο~έρο ή &.πεγνωσμένrι ιΧπόπεφα. τοίί θύ­

μα.τός τοu, τον είχε κα.λμιΧpει. Στο ψα.Ολο α.uτο &νθpωπιΧκι σuνuπηpχα.ν δuο

&νθpωποι, δ κτψωδώς α.ιμ.ο66ρος κα.t δ πα.νοίίργος. ~οσο εολ:;;πε μπροστά. τοu

το θίίμ.ιχ τα-πεινωμένο κιχl χωρίς &.ντ!στιχση, το ιχίμο6όρο &νθρωπά.κι έθριά.μ-

6ευε, <iλλά. δτα.ν το είδε y' <iντιστέκετα.ι, εκρινε δτι συμφέρει περισσότερο 1ι

πονηριli.

-Μη τον χτυπήσετε! έπιχνά.λιχ6ε.

Κα.ί, χωρίς νά. τό όποψιά.ζετα.ι, ε!χε τήν πρώτη έπιτuχία., έκα.νε το Μά.­ριο νά. πα.ρα.λόσει κα.t νά. στα.μα.τήσει τό χέρι τοu στή σκοινδά;λη, γιιχτl δ Μά;­

ριος μόλις είδε δτι πέρα.σε ό άμεσος κίνδυνος δέν πυρο6όλησε με τήν έλπίδα.

οτι κliποιο ά.προσδόκητο περιστα.τικό; κά.ποια. κα.λή σύμπτωση μποροίίσε νά.

έποικολοuθ~σει κοιl νά. τον &.πιχλλ<Χξει &πο τό ψριχτο έκείνο ο!λημμ.οι, ~ ν' &­φήσει τον πα.τέρα. της «Οόρα.νία.ς» ν' &φα.νιστεί ~ νά. κα.τα.στρέψει τb σωτήρα.

τοσ πα.τέρα. του .

"Αρχισε τότε μιά. ήρά.κλεια. πά.λη μέσα. στη σπηλι~ τών θηρίων. Ό κ .

Λευκία.ς μέ μια. γροθιά. ξά.πλωσε το γέρο, ποlι στεκότα.ν μπροστά: του μέ τb

σφυρί στο χέρι, στή μέση τής κά:μα.ρα.ς. 'Αμέσως , ϋστερα., με μιά. γροθιά. ά.ρι-' \ \ \:> ξ I Υ ξ I \:> ο "λλ ! ' 1 \ ο - Τ 1

στερα. κα.ι μια. uε ια., ερρι ε κα.τω ι;ιuο ιχ οuς οιπ οιuτοuς ποu τοu ειχιχν e:πι-

τεθεί, &λλοuς δυο κρα.τοίίσε κά.τω &.πb τά. γόνα.τά. του, ποlι σuνθλί6οντα.ν κα.l

ψυχορα.γοίίσα.ν μέ την τ..ίεσή τοu, δπως κά.τω ιΧπδ γρα.νιτένιο ορά.χο. οε &λλοι

τέσσεροι δμως είχιχν γρα.πώσει το γεννα.ίο γέροντα. &πο τα. δυο μπρά.τσα. κα.ί &,.

πο το λα.ιμb κα.l τον κρα.τοσσα.ν σκυμμένο πιΧνω στοlις δuο «ά.νθpα.κωρόχους»

ποu πίεζε κ!Χτω ιΧπο τά. γόνσ.τά; τοu. 'Έτσι σuνθλ(οοντσ;ς τοtις δuο κιiτω ιΧπδ

τιΧ γονα.τά. τοu κα.! σuνθλ~οομένος &πό τοlις τέσσερους ποlι είχα.ν πέσει πιΧνω

τοu, προσπα.θώντα.ς μά.τα.ια. ν' &.ποτινά.ξει τήν πίεσ"Ι) ποu σώρια.ζα.ν πά.νω τοu, δ

κ. Λεuκία.ς κρu66τ"ν κliτω &.πο το ψριχτό σωρο !κείνων τών &λιτήριων, σιΧν &.γριόχοιρος; κΟΟτω &πό τα. γιχuγίσμα.τιχ και τά. δα.γκώμα.τα. ιiyέλΥ)ς σκuλιών .

σοu .

Ή γuνα.(κα. τοίί θερν"διέροu έξ"κολοuθοσσε νά. 'tOY κρα.•α. ιΧπδ •ά. μιχλλιά;. -Έσύ, τη; ε!πε δ Θερνιχδιέρος, μ~ν &νιχκα.τώ·;εσα.ι θα. σκίσεις το σ~λι

Ή θερνσ.διέροu όπά.κοuσε, οπως ή λuκα.ινα. όπα.κοuει στο λύκο, μ' ενα.

οuρλιc;ι;σμ.οι.

-Τώρα. ψά.ξτε τον, εrπε δ θεpνα.διέρος στοuς &λλοuς .

·ο κ. ΛeΙJκία.ς ψα.ινότα.ν σ~ ν~ είχε πα.pσ;ιτηθεί ιiπο κά.θε &ντίσταση . Τον εψα.ξιχν πα.ντοσ . Δε οpijκα.ν τίποτε &λλο έκτος &πό SΥΙΧ πέτσ,;>ο πι;:ρτοφολiκt

μέ εξη φpά.γκα. κα.l εvα. μα.ντήλ ι. Ό Θεpνα.οιέρος ~οr1.λε τδ μοιντ~λι στην τσέπη τοu.

622

- Χα.ρτοψuλιΧκιο! πως γίνεται να μην εχει χα.pτοφuλάκιο! pώτrιaε. - Κα.ι οuτε pολόϊ, πρόσθεσε iiνα.ς &.πδ τοuς «&.νθρακωρuχοuς».

-Ν σ. σοσ πω! μοupμοόρισε μέ φωνή έγκα.aτpίμuθοu δ προσωπιδοψόρος ποu κpα.τοΟσε το χοντρο κλειδί, α.uτος δ γέρος είνα.ι πολu γερο κόκκα.λο.

Ό θερνα.διέρος προχώρησε προς τη γωνία, πηρε ενα. μά.τσο σκοινισ. κα.ί τ~ πέταξε στοuς σuντρόφοuς τοu.

- Ν~, π~ρτε τα. κα.ί δέστε τον στο πόδι τοσ κρε6α.τιοu, τοuς είπε.

'Ίστερα. κα.θwς είδε το γέρο ξα.πλωμένο στή μέση της κrl.μαρα.ς ά.πο τη γροθι&. τοσ κ. Λεuκία νά. μένει &.κίνητος, είπε:

-Μωρέ, μήπως τ~ τiνα.ξε δ Εόστρης;

-'Ά! &.ποκρίθηκε δ ΠιγρενΙΧλιά.ς, εΙνΙΧ ι οτοuπί μεθuσμένος. - Κα.ί οέν τόν ρίχνετε σέ μια. γωνιά, νlχ χάνετι>:ι, είπε ό θερνα.διέρος ... Δub &.πb τοuς «&.νθpα.κωpόχοuς>> εσπpωξα.ν μέ τό πόδ ι τοuς τό μ.εθuσμένο

κοντα. στο σωpb με τ~ σιδερικά..

- Ζαμπετάκη, για.τί τοu; κοu6άληaες ολοuς α.ότοuς; ε[πε ό θερvα.διέ­

ρος μέ χα.μηλ'Υj ψωνή στόν ιΧνθρωπο ποu κρΙΧτοuσε τό σιδερένιο pι>:οδί, είναι &.­νώφελοι.

- Ίί να. κάνω; &.πά.vτησε έΧείvος, ~θελι>:ν να.ρθοuν. 0[ καιροl είναι δύ­

σΜλοι. Δέν εχει οοuλΕιές.

Στό μετα.ξu ο! ~λλοι ληστές εδενα.ν στέρεα. τον κ. Λεuκία. στο κρεοά.τι,

ποu 6ρισκ6τα.ν κοντ:Χ aτό τζά.κι. Τόν εδεσα.ν ορθιο.

- T<fψel. σέ κρα.τω κα.λόι, εΙπε δ θερνα.διέρος στον κ. Λεuκίιχ~

Και παρα.μερίζοντα.ς μΕ: μι~ κίνηση τοu χεριοu, τοuς ληστές πού τον κρα.­

τοuσα.v &.κόμη, τούς εΙπε :

- Τριχοηχτείτε πιό πέρα κα.t &.ψίjστε με λίγο να. μιλ·ήσω μέ το &.φεν­

τικ6.

uΟλοι πα.ρcφέρισα.ν καl τpα6~χτψαν πpb; τ~ν πόρτα. κα.ί τότε b θεp­νιχSιέpος ιΧρχισε.

- Εολογημ.ένε, 8έν lκcι.νες κσ.λ~ Υ~ θέλεις v&. πηοήσεις ιiπο το παpά.θupο. 'fπήpχε κίνδuνος ν&. σπά.σε ι ς κα.( κανένα. π6δ ι! Τώρα. , με τήν &δειιχ σοu,

θά. μιλήσομε ήauχel. - fjσuχα.. uEvιx πpά.yμα. μέ κά.vει ν' &.πopG), πώς δέν f..6γα­

λε; &κόμη τήν έλά.χιστη φων~. 'Οποιοσδήποτε &λλος στη θέση σου, θά. ψώvαζε,

θά. ζητοίίσε βοήθε ια.. Αuτο ήτrχν φuσικό . Βp(σκεσ?.: &νά.μεσα. σ' &νθρώπr:.ιu;; ϋ­

ποπτcιuς. Κο:ταλα.οο:ίνεις 6έ6α.tΙΧ δτι, ολοι αuτοl δi σε -φιγupίζοuν γ:& Κ?.λ6 .

Κι' ομω:;;, QZY εοyα.λες μ:Cι. φωνή, σωπ?.ίνεις! Ai'nb μοσ φαίνεται πcιλ·) πα.ρά.­

ξεvο . Είνα ι ±λ1ιθε:α. δτ ι και νά. φώναζες κcψμ:?: ιbφέλε ι α. δz eα. είχες, για -.: l

α.οτο τδ δωμ.ά:τιο εΙνcι.ι σά.v τά.ψος, οροντrι Υ~ πέσει δε θ' άΖ/)'JΟΠί . Άλλ% πάλι

ό α.vθρωπ'Jς, 00·? κα.ί νχ είναι, δτα.ν οpεθεί οέ τέτοιο κίvδuνο, θά. φωνά.ξει.

Αύτ:i1 σο'J ή σιωπή μ~ δδηyετ σ' f..vry.. σuμπέpα.σμα., ί'J.v κα.ι δz σοσ χpύδω οτι α.U'tO τό UΠΟΠτεuψα.t πpό ΠΟλλοU. uοτα.ν φωνά.ξεt κα.νεις σ' α•),eς τ(ς ΠEpt ·

623

πτώσεις, ποιός εpχετ<Χι; Ή ά.στυνομί<Χ. Κ<Χί μετά τΎ)ν ά.στuνομi<Χ; Ή δικ<Χιοσύ-Γ ' ' ' 't: θ' .. ' , , ) , ,, I ' , νη. ιιχ ν<Χ μη ψωνιχ~εις ιχ πει πως εχεις καποιο .oyo, εχει; συμψερο Ψχ κρu-

ψεις κά.τ: . Κ' εμείς εχοιιε το λόγο μ<Χς, εχομε τό ϊδιο συμφέρο . 'Έτσι λοιπόν, μποροίίμε να. σuνεννοηθοίίμε.

Κ' &νώ nzyε <Χuτά. , δ θερναδιέρος εlχε κα.ρφώσει το δι<Χπzριχστικ6 του

μά.τι στον κύριο Λεuκία, σα. να. ζητοu-;ε να. εισδύσει στ ·i a.δυτα. της συνείδη­

σης ι:οίί ιχ1χμσ.λώτοu τοu. 'Από το ολέμμσ. τοu σ.ύτο κι' &.πb τ'iJ'i σ~ουλη τροπΎ)

ποlι εδωσε στη σuζήτησή τι:ιu, φαινότιΧν δ άθλιος δcι «ΠpιΧγμα.τικ?ι.. εΙχε σποu­

δά.σει κά.ποτε γι!Χ ν!Χ γίνει πιχπiς» .

οι ΠΙΧp<Χτηρfισεις τοi) θεpνΙΧδιέρου προξένησα.ν &ντuπωση κα.ί στο ΜιΧριο.

Ή σιωπη τοu δεσμώτη , ποu εφτανε wς το σημείο να παραμελεί τ+ιν ιδιιχ τ'ή ζωή τοu, 'ή α.ντίστα.σή τοu στο φuσικο ενστικ.το ποu σπρώχνει τον όιyθρωπο

να 6γά.λει μια φωνή, εκΙΧν<Χν κα.ί το Μά.ριο ν' &.πορεϊ: κα.ί μά.λιστ<Χ τον &νοχλοu­

σα.ν στΥ) σuμπά.θεια ποu εΎοιωθε yι' α.lιτ6ν. Βέοα.ια. κά.ποιο μυστ-ήριο εκρuοε

' · δ " θ 'Αλλ ' δ ~ ' ' " J:. " "' ' ' " " ιχuτος υ.ν ρωπος. σ. ποιοσοηποτε κι ιχν • 1 τα.ν, ο,τωηποτε κι ιχν εκρu-

οε, ετσι καθ~Jς ήτα.ν δεμένος, περικυκλωμένος &.πο ληστες κσ.l δήμιοuς, δz

μποpοuσε Gt, ΜιΧpιος ν&. μ.ή θα.υμιΧζει -τ:i)ν ιΧγiρωχη ά.τα.ρα.ξία. "Λ.σ.l -;η μελ<Χγχο -

λ ' ~ .J, - ' "Ε"'λ ' ' ' ' ' " θ ' ικη "(ΙΧΛ. 1Υη του προσωπου του. 'eι επε κΙΧνεις σ οωτον τον α. ν ρωπο μια.

ψuχή &.τpόμητη, &.πρ6σιτη στο φόβο, &πτ6ητη μπροστα στον εσχιχτο κίνδυνο.

Ό θερναδιέρος προχώρησε πρός -τ:ό -τ:ζά.κι, δποu ορισκότα.ν το ι.ι.α.γκιΧλι

γεμά.το κά.ρ6οuν<Χ, επιιχσε ά.πb τ.Υι λιχ6Ύ) το πuριχκτωμένο σκα.ρπέλο, το στριφο­

γύρισε μέσα στa κά.ρ6οuν<Χ κα.i ξα.vα.yύρισε στον κ . Λεuκία. .

-Τα πρά.yμιχτα. είπε μποροuν ν& διορθωθοuv με ψιλικο τρόπο . Πρωτή­

τερα. πα.ρα.ψέρθηκσ., εκα.να. &σκημα.. Με πήρε δ θυμός κα.t είπα. λόγιιχ ποu

δεν επρεπε νσ. πω. Άλλσ. δέν είχα. το μuα.λο στο κεφά.λι μου. ΈπειδΎ] είσιχι

εκα.τομμυριοuχος, είχα. πει δτι θέλω χpήμσ.τ:;ι, πολλά χρήμα.τσ.. Αότο δεν fιτσ.ν

σωστό. Μπορεί κΙΧνεlς νά. εiν:ιι πολu πλούσιος , &.λλa eχει καl τά. 6άρη τοu.

Κα.ί ποιός δεν εχει 6άρη ; 'Εγώ, δεv εχω σκοπο νfJ. σοο πά.ρω κα.l τb . ποuκά.μι­

aό aou, θεbς φuλάξοι! δεν εΙμα.ι τέτοιος &νθpωr:ος. Δε θέλω να κάνω κα.τάχρη­ση σ.uτη τη στιγμή, &πειδή βρ1σκομσ.ι σέ πλεονεzτικΎ] θέση. θα. κά.νω μιιΧ

Ουσία. . Μόνο δια.κόσιες χιλιά.δες φpά.y:ι.α. ζητώ κα.l μένω zuχα.ριστημέvος.

Ό κ. Λευκία.ς δεν ε6yα.λε λέξη. Ό θψια.διiρος εξακολούθησε:

-Βλέπεις δτι ε6α.λα. vεpo στο κρασί μου. Τί είναι δια.κόσιες χιλιά.δες

φράγκα. γι& τΎ)ν ά.ψεντιά. σοu; σχεδον τίποτε. Ε[σαι ίtνσ.; φιλά.vθρωπος, δ!νεις

μια. 6οήθεια σ' ίtνα. φτωχό οlκοyε·ιειά.ρχη, οπω; είμα.ι έγώ. Μόλις δώσετε α.lι-;b το μικρο ποσό, οεν iiχετε Υ~ ψοβηθεϊτε τίποτε. Θα. μ.οu πείς Π~Jς δεν

κp<ΧτιΧς διακόσιες χιλιά.δες ψρά.yκα. μα.ζi σου, γι' αuτό μη χΓJλοσκάς. Φτ6:νc:ι ν&

λά.6εις την κχλωσuνη να. γρά.ψ~ις δuό λέξεις σ' εvα. χα.ρτί. Κα.l μά.λισ>ν: ι?ι. σοσ

τlς ύπα.yορεύσω εyω α.uτες τlς λέξεις .

624

Έοω δ θερνα.οιέρος σταμάτησε. 'Έπειτα. πρόσθεσε μ' έ:να.ν &λλόκοτο τόνο, ρίχνοντας ταυτόχρονα. κα.l μια. χcψ.οyελοι.στή ματιά. τφός τό μοιγκ!Χλι.

-Σε προειδοποιώ 8μως, 8τι α.ν μοu πείς ~τι δέν ξέρεις να. γρά.ψεις, δέ

θά. τό πα.ρα.οεχτω.

"Αν ενα.ς μέyα.ς ιεροεξεταστijς τuχcιινε έκεϊ παρών κ' l6λεπε το στυγερό

χα.μόγελο τοu θερνα.διέρου, σίγουρα. θ& τό c:ρθονοuσε.

'Έσπρωξε τότε δ &.λιηjριος το τρα.πέζι κοντα. στον κ. Λευκία.. Πηρε το

f!-Ελοινοοοχείο, μιά. πέννα. χ' ενα. ψόλλο χα.ρτί cΧΠΟ το σuρτά.ρι, το δποίο άφ-ησε

· ιi.νοιχτό για. νά. ψα.ίνετα.ι ~ μοικριά. γuα.λιστερή λάμοι ένος μα.χα.ιριοu, κα.t τα.-

6ιχλε μπροστά. στον Χ. Λευκlα..

-Γράψε, του είπε. -Πως θέλεις να. γρά.ψω, &.ψοu ε!μοιι δεμένος; είπε δ οεσμώτης, &νοί-

γοντα.ς έπί τέλοuς το στόμα. τοu.

-'Έχεις οίκιο, μέ συγχωρείς! εrπε δ θερνα.διέρος, !χεις μεγάλο δίκιο.

Κα.ί, γυρίζοντας στον Πιγρενο:λι!Χ:

- Λόσε, μωρέ, το δεξl χέρι τοu ιiφεντικοu, γρ~γορα..

Ό α.λλος ιiλιτ~ριος, δ Ποιχα.οόοα.ς, ~ Λουλοuδα.ς, ~ Πιγρενα.λιάς, uπ!Χκοu­

σε ά.μέσως στij δια.τα.γή. 'Ότα.ν λευτερώθηκε τό δεξl χέρι τοu δεσμώτη, δ θερ­

ναδιέρος 6οότηξε τ'i)ν πέννα. στο μελα.νοδοχείο κcιl τοu τήν gδωσε.

-Σημείωσε κ<Χλά., &.φεντικό, δτι 6ρiσκεσαι στην έξοuσία μα.ς, στήν &.­πόλυτη διά.θεσή μα.ς, δτι Κ<Χμμιά. &.νθρώπινη Μν<Χμη δέ μπορεί ν?ι. σε λευτερώ­

σει &.πο δω μέσα. κα.l 8τι πολtι eα. μα.ς κο:κοφα.ινότα.ν &ν βρισκόμασταν στην

ά.ν!Χγκη νά. κά.νομε κάτι πολί.ι δυσάρεστο. Δε γνωρίζω οuτε τ' 15νομά. σοu, οuτε

τήν κατοικία σου, &.λλά σέ προειδοποιώ δτι θα. μείνεις &δω δεμένος, &ς δτοu

έπιστρέψει δ &νθρωπος ποί.ι θά. στείλαμε νά. πάει το γράμμα. Τώρα. λάβε τήν

κα.λωσόνη νά. γράψεις .

-τι νά. γρά.ψω; ρώησε δ δεσμώτης .

-Έγω θ?ι. σοu uπα.γορεuσω.

Ό κ. Λευκία.ς πήρε τήν πέννcι. Ό θερνο:διέρος &ρχισε νά. όπα.γορεtίει:

- «Κόρη μου ... >> . Ό δεσμώτης έρρίγrισε ά.πb φρ1κrι κα.ί σήκωσε τά. μά.τια προς το θερνα.-

διέρο.

- Γρά.ψε καλλίτερα. «προσφιλής μ.οu κόρψ>, εlπε δ θερνοιδιέρος.

Ό κ. Λευκίοις όπά.κουσε, δ θερνοιδιέρος Ε:ξα.κολοtίθησε:

- «Να. ~λθεις &.μ.έσως &δω, είνοιι ιi.π6λuτη ιi.νά.γκη . .Σέ περιμένω. 'Ακολού­θησε τη γuνα.ίκα. ποu σοu φέρνει το γpά.μμα., ή δποία. θtΧ σέ δδηγ~σει κοντά.

μοu. 'Έλα. χωρις νά. ψο6ηθεϊς διόλοu». 'Ο κ. Λεuκία.ς lγρα.ψε 5σα. τοu ύπα.γόρευσε δ θερνα.διέρος. Ό τελευταί­

ος δμως, uστερα &.πό μικρη σκέψη τοu είπε: -'Όχι , σ6ijσε το «lλα. χωρίς νά. ψο6ηθεϊς διόλου», για.τί δεν ε!να.ι ψυσι-

Ό Ία6έρης; μπαίνει στι'ι ι'ίντριι , ΟΠΟ\1 οί άλιτJlQΙΙΗ Εχουν δέσει το Γι άννη Άγιάννη ,

626

κο το πρα.γμιχ κιχt ~ μικρή μπορεί ν& όποθέσει δτι κά.τι εχει ν& ψοοηθεί.

Ό κ. Λεuκ!α.ς εσοησε τiς πέντε λέξεις.

-Τώρα., σuνέχισε δ θερνα.διέρος όπόγρα.ψε. Πως όνομάζεσα.ι;

Ό οεσμώτrις &φ'ΥJi1ε τήν πέννα. κιχt ρώτησε:

- ΓιιΧ ποιόν ε!να.ι το γρά.μμα.;

-Γι~ τη μικρή, το ξέρεις πολ\ι κιχλά., &ποκρίθηκε ό θο:pνΙΧδιέpος.

Άπόφεuγε δ θεpνΙΧδιέρος νιΧ πεί το ονομιχ τijς νέιχς . 'Έλεγε <<-ή ΚοpuδΙΧλ­

λίδΙΧ», ελεγε «ή μικρi)», ciλλιΧ δέν πρόφερε το πρα.γμα.τ ικό της ονομα.. Προφύ­

λα.ξη πονηροu &.νθρώποu ποί.ι φuλά.ει το μυστικό τοu μπροστ!Χ στο•)ς σuνεννό­

χοuς τοu. "Αν Ηεγε το ονομα. θιΧ τοuς πα.ρόιοινε στ& χέρια. δλη τη οοuλει&

κα.t θ~ τοuς μά.θα.ινε περισσότερα. &.π' δ,τι χρεια.ζότα.ν νά. μ~θοuν. -'Υπόγριχψε, ε!πε στο δεσμώτη. Ιlοιό είνΙΧι τ' ονομά. σοu;

-'Ονούφριος θρά.μπ, &.πά.ντησε δ ιχίχμάλωτος.

Ό θεpνΙΧδιέρος εχωσε &μέσως το χέρι στ~ν τσέπrι τοu κ' εογα.λε &πο κεί τό μα.ντήλι ποu ε!χε πά.ρει &.πο τον κ. ΛεuκίΙΧ. Πλησίιχσε στο φώς τοσ κε­

ριοσ κα.ι κοίτα.ξε τ' dρχικ~.

-Ο. θ. πολu κιχλά., ε!πε. Όνοόφρ ιος Θρά.μπ. Τπόγριχψε λοιπον Ο. θ.

Φτά.νει τόσο.

·ο δεσμώτης όπόγρα.ψε.

-Έπειοη χρειάζοy-tιχι κcιc.t τά. ouo χέρια. γιά. νά. διπλωθεί τό γρά.μμα.,

δός μοu ν& τό διπλώσω &γώ.

urστερα. &π' α.uτο δ θερνα.διέρος είπε:

-Γράψε κα.t τij οιεtίθuνση. Προς τij οεσποινίοΙΧ θρά.μπ. Ποσ κα.το~κεί­

τε; ... Ξέρω δτι δέν κα.τοικείς μα.κριιΧ &.πο δώ. ΕίσΙΧι τής ένοpία.ς α.uτής τής

έκκλφlα.ς, τοσ Άγίοu Ία.κώοοu, dφou πrιγα.ίνεις έκεϊ κι' riκouς τ~ λειτουργία.

κά.θε μέρα..

·ο δεσμώτrις εμεινε γιά. μιά. στιγμη σκεφτικός, lπειτΙΧ πijρε την πέννα.

κ' εγριχψε:

Πρός τη δεσποιν18α. θρ&μπ

οίκία. Όνοuφρ!οu ΘpιΧμπ

δ60ς ·Αγιοu Δομιν(κοu ιΧριθ. 17.

·ο θερνα.διέρος &ρπα.ξε το γρά.μμα. με πuρετικb σπασμb &.πb τήν προαί-

σθηση της έπι τuχ ία. ς, κα.t φώνcιc.ξο::

-Γuνιχ.lκιχ.!

·π θερνα.διέροu ετpεξε . . - Πά.ρε το γρά.μμ.ιχ. Ξέρεις τ ί θά. κά.νεις. Κά.τω περψ.ένει ενσ. &μά.ξ ι .

Πά.p' το κα.t φuγε &μέσω;. θ& γυρίσεις γρήγορα. , &ντε να σέ οώ!

Κα.ί, yuρίζοντα.ς στον άνθρωπο ποu κρσ.τοuσε το τσεκοόpι:

- Πήyσ.ινε κο:t σu μα.ζί της . Κά.θφε στα. πίσω τοu ά.μ7.. ξlΟU. Ξέρεις r;Q')

ίί.ψησες τδ &λλο &.μάξι. 40

626

- Να.ί, ~πιiντφε δ ληστής με τό τσεκούρι. Κα.ί, &.φ~νοντα.ς τό τσεκοόρι

σε μιιΧ γωνιά., &.κολούθησί> τή θερνα.~ιέροu.

'Ενώ φεόγα.νε, δ θερνα.Sιέρος πρόοa.λε τό κεψ&:ιι\.ι τοu ~πό τή μισιiνοιχτη

πόρτα. κα.! φώνα.ξε πρός α.ότοuς στο οιά.ορομο:

-Πρόσεξε μή χιiσεις τό γρά.μμα. ποu κρα.τάς! σκέψοu πώς κρα.τii.ς ~ιa.-

κ6σιες χιλιti.οες φρti.γκα.!

Ή 6ρα.χν~ φωνΥ) τ'Υjς θερνα.οιέροu &.ποκρίθηκε:

-Μείνε ijσuχος . . Τό ε6α.λα. μέσα. στ~ στ~θια. μοu.

-Σε τρίa. τέταρτα. της 6ψ:τ.ς θ~ είναι έ8ώ 'ή ιiρχόντισσα., είπε δ θερ-

να.διέρος.

Π'Υjρε μιιΧ καρέκλα., πλησίασε στό τζti.κι κα.ί κά.θησε κοντιΧ στό μα.γκά.λι

μ.έ στa.υρωμ.ένa. τ~ χέρια. κrιλ σηκώνοντας τά. πα.ποuτσια. τοu κατά. τ.Υι φωτιά..

-Κρυώνουν τά. πόδια. μου! εΙπε.

Στο ιiντρο έμεναν τώρα. μα.ζt μέ τό θερνα.διέρο κa.t τό δεσμώτη πέντε

μόνο cΧ.λιτήριοι, ποu με τ!ς προσωπίδες fι μέ τη μουτζούρα. στά. πρόσωπα. φa.ί­

νοντιχν σ~ν κιχροουνιti.ρηδες , νέγροι 1) 8ια.66λοι. 'Ήτα.ν δλοι σωρια.σμένοι σέ

μια. γωνιιi σ?ι.ν κτ-ήνη κα.t σιωποϋσα.ν. Ό Θερνα.Sιέρος θέρμαινε τιΧ πόδια. του.

Ό δεσμώτης είχε ξα.να.πέσει στή 6α.θέιά σιωπ~ τοu. ΝεκρικΥ) σιγΥ) ε!χε οιa.­

οεχτεί το θηριώοη θόρυοο, ποu πριν λίγο γέμιζε τη σπηλιά. έκεiνη τ'Υjς κόλα.­σης . Τίποτε άλλο δέν ιiκοuότα.ν έκεί μέσα., έκτός &.πό τή βa.ρει~ &.νa.πνοή τοσ

μεθυσμένου γέρου, ποu κοιμόταν σέ μι~ γωνιά..

Ό Μά.ριος περίμενε κa.t 'ή &.γωνία. του είχε κορυφωθεί. Τό a.rνιγμa. εγι­

νε σκοτεινότερο ιiπΟ πρίν. Ποιά. ~τa.ν &ριχγε α.ότή «-ij μικρ~,, ποu δ θερνα.διέ­

ρος την όν6μα.ζε κα.ι Κορυδα.λλiδα.; .,.Η τα. ν ~ «Οuρα.νία. του»; Ό δεσμώτης δέ

φ&:νηκε κα.θ6λοu νά. συγκινήθηκε, δτα.ν ~κοuσε το όνομα. «Κορυδα.λλίοα.». Άπό

την 6.λλη μεριιi τά δυο ά.ρχικά Ο. θ. σiιμιχινcι:; Όνοuψριοι; θρti.μπ, κ' fι Οδρa.­

νία. δε λεγ6τα.ν πιά. Oupa.yίa.. Αότό ήτι:ι..ν κα.t το μόνο ποu μπόρεσε νli ξεκα.­

θιχρίσει.

<<'Οπωσο-ήποτε, σκεφτότιχν, ά.ν 'ή Κορυοα.λλίοα. εΙνα.ι &κείνη, θά. τό Sώ σέ

λίγο, riφoO 'ή γυνa.ίκα. τοu θερνα.διέροu θά. τή φέρει έδώ. ''Αν δώ /Sτι πρα.yμιχ­

τικά. είνα.ι έκείν'Υ), ε! τότε οuτε τή ζωή ι.ι.ου θά. λογcιι;ριά.σω πι&:, οuτε κα.νένσ.ν

~λλο. θά. χuσω κα.ι το α.[μ.α. μου γι~ νά. τΥ) σώσω! » .

Πέρα.σε ετσι σχεδbν μιιΧ wριz. Ό Θερνα.διέρος φα.ιν6τα.ν ουθισμένος σέ

σκοτεινες σκέψεις. Ό ~εσμώτης εμενε &.κiνητος. Έν τούτοις, δ Μά.ριος, ~δω

κα.ι λίγ'Υ) wρα. &κουε κά.ποιο θόρυοο, κα.τ~ δια.λείμμιχτα., &.πο έλα.ψρ~ τριοή,

ποu προερχότιzν ά.πό τη μεριά τοϋ δεσμώτη.

Sα.ψνικά. δ θερνα.διέpος στρά.φηκε προς τον a.1χμά.λωτο κα.ί τοΟ λέει:

-" Ακουσε, κύριε θριiμπ, α.uτb ποu εΙνα.ι ν~ μά.θεις δστερ' ιiπό λίγο, μπο­ρώ ν~ σοσ το πώ κι' &.πό τώριχ.

627

Ό Μά.ριος κριiτησε τήν ανσ..πνο~ του ν' ακούσει. Ό Θερνσ..διέρος tξσ..κο · λούθησε:

- Τιίψα., δπου κι' άν είνα.ι fι γuνα.ίκα. μοu θ!Χ γυρίσει . Έγw πιστεόω δτι fι Κορuδα.λλ(οα. είνQΙ.ι κόρη σοu κα.ί ψυσικά., θά. κα.τοικεί κοντά. σου . Ή γυνα.ί ­

κα. μου ~χει πά.ει τώρα. νά. τή ορεί με το γρcψμΙΧ σου. θ' ιiνεοοuν ΚΙΧl ο[ ΟυΟ

στ' &.μιiξι κα.t στο πίσω μέρος θά. καθίσει ό σόντροψός μοu. 'Έξω &.πο τήν

πόλη περιμένει ενα. &λλο &μ.ά.ξι με δυο κα.λά. ~λογα.. την κόρη σου θά. την π~­

νε έκεt. Ό σόντροψός μου θ' &;νεοεί μα.ζί της στο &λλο &μά.ξι κ' ~ γuνα.ίκα.

μοu θά. έπιστpέψει έδω νά. μιiς πεί: Ή δοuλειά. τελείωσε. UΟσο γιά. τήν κόρη

σου, οέν πρόκειτα.ι νά. πάθει κα.νένα. κα.κό. θά. την πά.ει το &λλο &μά.ξι σε κά.­ποιό μέρος, δποu θCι. μείνει &.σψα.λισμένη κα.ί μόλις δώσεις τίς δια.κόσιες χιλιά.­

δες, ποσο &.σiιμα.ντο γιά. σένα., θά. σοο τήν zπιστρέψομε &.μέσως. "Αν ομως

με προοώσεις στη,. ιi.στuνομ.lα. κα.l με σuλλά.Ι3ει, γνώριζε δτι δ σόντροψός μοu

θά. σψίξει το λα.ρύγγι της Κοpυδα.λλίδα.ς. Λότο είνα.ι.

Ό δεσμώτης δεν Η5γα.λε λέξη. Ό Θερνα.διέρος, uστερα aπο μικρή σιω­

π~ , πρόσθεσε:

- Το πρΧγμ.α. κα.θwς βλέπεις εlνα.ι &.πλό. Κα.νένα. κα.κο οε θCι. γίνει, &ν

δε θελ~σεις έσu νά. γίνει κα.κό. Άπλώς σοσ εlπσ.. για. νά. ξέρεις. Σε προειδο­

ποιησα..

Στα.μά.τησε πά.λι. Ό δεσμώτης οϋτε τώρα. εογα.λε λέξη. Ό θερνα.διέρος

συνέχισε:

-Τώρα., μόλις έπιστρέψει ή γυvα.ίκα. μου καί μ.~ς πεί, ή Κορuδα.λ­

λίδα. είνα.ι στο ορόμ.ο, &μείς &.μέσως θιΧ σ' &.ψήσομ.ε έλεύθερο, να. πii.ς να. κοι­

μ'f)θείς στο σπίτι σοu. Βλέπεις πwς δέν εχομε κα.θόλοu κα:χ.ο σκοπό.

Άπο τή σκέψη τοu Μάριου περνοσσα.ν τρομερές εiκόνες. Λοιπόν, δέ θά.

τήν εψερνα.ν έδω. 'Ένα. &.πο τα. θηρία. έκεtνα. θά. τrιν δδηγοuσε στο σκοτά.δι!

Ποu ; ... Ό Μά.ριος έτρεμε. 'Ένοιωθε νά. στα.μα.τa. fι κα.ρδιri τοu. Τί νά κά.νει; Νά. πυροβολήσει ; Να. προδώσει δλους α.ότούς τούς &θλιους, τοuς ληστές, στην

&.στυνομ.ία. j 'Αλλ~ δ &λλος &κείνος, δ τρομερός, δ ψριχτος α.vθρωπος μέ το

τσεΥ.οόρι lλειπε. 'Έλειπε κα.l ε!χε μα.ζί τοu κ' &κείνη. 'Εκείνος δε θιΧ πια.νό­τα.ν κι' δ Μά.ριος θυμότα.ν μ.έ ψρ1κη τ~ λόγια. τοu θερνα.διέpοu; ,,"Αν με προ­

δώσεις κα.ι με συλλάοει Ύι &.στυνομία., δ σύντροφός μου eα. σφίξει το λα.ρόγγι

τijς Κορυδα.λλίδelζ». UΩστε, τώρα, δ Μά.ριος δέ οεσμεuότα.ν μόνο &.πο τη δια.­

θ~κη τοσ πα.τέprl τοu, &.λλά κι' &:πο τον ϊδιο τον ερωτri του, κι' ιkπο το μ.έγC"Ι.

κίνδυνο ποu &πειλοuσε την &.γctπημένη τοu .

Μέσα. σ' αότeς τlς όδuνηρeς σκέψεις του, δ 1\iιiριος α.κοuσε τον κρότο

τής εξώπορτα.ς ποu &νοιξε κ' uστερC"Ι. εκλεισε. Ό δεσμώτης κινήθηκε λίγο μέσ' στα. δεσμά. του.

- Νά. τ'Υ)ν 1) ιiρχόvτισσ&:· μου, εrπε δ θερνC"Ι.οιέρος. Πρα.γμα.τικά., οέν πρόλα.οε να. τελειώσει κι' ορμησε μέσ' στη σπηλιά. ή

()28

γυνχίκα. του κα.τα.κόκκtνη, οργισμένη, λα.χοινιο:σιιένη, μέ μά.τια. ποu π~τοuσα.ν

ψωτιές κ~ι μ.οόγκpισε, χτuπώντοις τοιυτόχρονα. τα. χοντρόχερά της πάνω στοuς

γοφούς της.

- Μα.ς γέλασε! Δεν ήτοι ν έκείνο το σπίτι!

Ό &λιτ-Jιριος πο•) είχε πά.ει μα.ζί της πα.ρουσιάστηκε στΥjν πόρτα. κοιί ξοι­να.πf)ρε στα. χέρια. τοu το τσεκοόρι.

- Μα.ς γέλα.σε; tπα.ν~λα.6ε δ θερνα.διέρος.

- Κα.νένα.ς! πρόσθεσε ή γυνα.ίκα.. Όοος Άγίοu Δομινίκου, ά.ριθμος 17, δέ γνωρίζουν κοινέ να. κ. Όνούψριο θριΧμ.π! Δεν ξέροuν πο ιός ε!να.ι!

Στ~μάτησε για. μια. στιγμή, έπειδ'ή πνιγ6τα.ν &.πο το λα.χά.νια.σμοι κιχί το θuμο κ' uστερα. σuνέχ ι σε:

-'Ά! κύριε Θερνα.3ιέρε, σοtί τΥιν eσκα.σε! Να. ~ κιχλωσύνη σοu! Τά.

6λέπεις τώρα.; 'Εγώ, α. ν 'fίμοuν τώρα. στη θέσrι σοu, θ~ τον κοιτα.ξέσκιζα.! Κι'

α. ν ιlντιστεκότα.ν θ:Χ τον εψφοι ζων-.οινό! Να. δεϊς λέει η δέ λέει ποu ~χε ι τΥjν

κόρrι του! Έγw σ. ν ~μοuν ! .. . Κα.λά. λένε δτι ο! ~ντpες ε!να.ι πιό ζώα. ιiπο τtς

γuνοιίκες. Κοινένα.ς κόpιος θράμπ, στο σπίτι ιiριθμος 17! Μιά. μεγά.λη έξώπορ­τα., μπα.ίνεις &μ.έσως σ-.Υjν α.uλή. Κόριος θράμπ; τίποτε! Κα.i τσα.κιστήκοιμε

ν?ι. -.ρέχομε μέσ' στο χιόνι κα.ί ΟU)σε κα.l στον &μσ.ξ~ νά πιεί! Μίλησα. μέ το

θupωρb κοιl μέ τ'ή γυvα.(κα. τοu , μια. γερ'ή δμορφογuνιχίκα. , δεν ξέροuν τέ-tοιον

5.νθpωπο!

Ό Μιiριος &.νάπνεuσε. Ή Οuρα.νία. η Κορuδοιλλίδα., εκείνη ποu δέν ijξε­

ρε πώς να. τή λέει, ορισκόταν τώρα. μακριά. ά.πb τον κίνδuνι:ι.

Ένω ~ γuνα.ίκ~ τοσ θ.:;ρν~διtpοu οiίρλ ια.ζε ιiγα.να.χτισμένη, α.ότος κα.θό­

τ~ν π6:νω o'to -.ρα.πέζι. ~Εμενε κεί χωρlς νά προψέρει λέξη, κοuνώντ~ς 'tό δε­

ξί τοu πόδι, ποu κpφό-.α.ν κα.t κο(τιιζε 6λοσuρ& το μαγκάλι .

Τέλος, στρά.φ'Υjκε προς το δεσμώτη κα.l -.ou ε!πε ιipγ& μέ τόνο φωνής.

ποu φα. νέρωνε τίς &γρι ες διαθέσεις τοu:

- Μ~ς γέλα.σες! Κα.i τί τά.χα. Ίjθελες νά. κά.μεις μ' cιότό;

- Μόνο γιά. νά. κερδίσω κα.ψ6! είπε, μ~ φων'ή ποu εμοια.ζε περισσότε-

ρο μέ σεισμό, δ δεσμώτης.

Κα.l τα.uτόχρονα., με μιά δuνα.τΥ] κίνηση εσπα.σε τιΧ δεσμ6: τοu . Μόνο ιiπο

το ενα. πόδι ήτα,ν δεμένc.ς ιiκ6μα. στο κρεΟά.τ ι.

ΙΙρtν &.κ6μrχ σuνέλθοuν ~πό τi)ν εκπληξή τοuς ?ί &φτC.: &ντρες κα.ί δρμ:rι ­

σοuν πά.νω τοu, εσκuψε, &pπαξε &πο το μα.γκά.λι -.ο κοκκινισμένο σκαρπέλο;

το σήκωσε πiνω ~πό τό κεφά.λι τοu κα.( κοίτcι.ζε γύρω τοu, eτοψος vCι. κερα.υνο­

οολήσει δποιον τολμοσσε νΓι, τον πλφι~σεί. υΟλοι τότε τpα6ήχτηκα.ν στη ·; &.­κρη τοu δωμcιτίοu κ' ~μεινα.ν &κlνητο ι κοιτ~ζον-c~ς τον κα:cά.πληκτοι κα.ι τρο

μα.γμένοι.

Ή δικα.σ'tικΥj ιi·~ά.κρ ιση, ΠQU έπα.κολούθησε μετα. τ(ι, γεγονότα., ορηκz στο

δωμά.τιο ποu κα.τοικοuσε δ θερνσ.διέρος Ι!.να. μεγ6:λο χ6:λκινο νόμισμα των πέν-

629

) ~· ' ' ~· ' 6 ~ " ' ' ' θ ' ' • '· τε σο ,uι ων, cιuτο uε το ν μισμcι -ητcιν ενcι cιπο τcι α.uμcισια. εκεινα. α.ριστο!)p-

γήμcιτcι , ποtι έπιvοεϊ κcιl κcιτεργ6.ζετcιι ~ δπομονij των κcιτcιδ ίκωv στά κά.τερ­

γσ.. Αuτο το χιiλκινο ν6μ.ι σμσ. τό πpιονίζοuν όπομονετικά κα.l τό χωρίζοuν σε ouo ίσα κα.l 15μοια. πέταλα.. Σκά.οοuν α.Lιτά τά οuό πέτα.λα. έσωτερικά χωρlς νά

πειρά.ζοuν κcιθόλοu το:Jς τuποuς τοu νομίσματος. Χcιρά.ζοuν uστερα. τοuς γuροuς

των δuο πετά.λων κοχλιοειοώς, ώστε \1~ σuνα.ρμ6ζοντα.ι τ~ ouo πέτα.λοι κοιt το

νόμισμcι νά φαίνεται &.κέραιο. Το νόμισμα. ετσι γίνεται μικρο κοuτά.κι , μέσα

στο όποίο μποpοuν ν&; κpuψοuν ενσ. έλα.τήριο pολογιοu . Κα.l το Ελσ.τήριο α.Lιτο

ιιε τ~ν όπομον~ κα.ί ":~Υ έπtτΎ)δει6τητα., κ66ει κρίκοuς &.πο &λuσίδες κα.ί

κά.γκελcι σ ι δερένιcι. Ό δεσμοψύλetκcις νομ ίζει δτι δ κcιτά.δικος εχει ενα ν6μι­

σμ.σ. ,&.λλ' cι\ιτός, με τό &.πίθcιvο ~ργο της όπ(/μοvης κcιί της τέχνης, ~χ~ι τijv

ελεuθερίcι τοu.

~Ενα. τέτοιο νόμισμα. 6pέθψε &.πb τijν ά.στuνομία. στο δωμάτιο τοu Θερνα­

διέpου, κetθwς κ' eνcι λεπτ6τcιτο ά.τσcιλένιο πριονάκι. Μ' αuτb ψα.ίνzτα.ι 15τι ' ' 'λ ~ ψ ' , ' ο αιχμα ωτος εκο ε τα οεaμα τοu.

Φαίνετιχι πwς &πο ψό6ο μην προδοθεί δε θέλφε ν?;. σκύψει γι.Χ ν~ κό­

ψει κιχt τ&; δεσμ.ΙΧ τοσ &ριστ~pοσ ποδιοσ τοu.

Στο μεταξu οί ληστές σuνijρθcιν ά.πο τ~ν εκπλr;ξ"ή τοuς.

-Μ fιv ά.vησuχείς, ε!πΕ δ Πιγρενcιλιάς στο θερνα.διέρο, δέ μπορεί νά. ψίιγει. Εlναι ά.κ6μη δεμένος &.πb το Ιtνα. πόδι. Στο έγγuwμαι. Έγw τοσ το

εοε:σα..

-Είστε ολοι σοις μηοα.μινοί κα.ί ά.θλιοι! ψώνοιξε οuνοιτά δ δεσμώτης, &.λ­

λ& ... ~ ζω"ή μοu δέν &ξ1ζει τον κόπο να. τΥ)ν όπερα.aπιaτω τόaο πολύ. "Αν 15-μως νομίζε-cε πι<ις θ~ μέ &νιχγκά.σετε ν&. μιλήσω, πwς θ~ μέ &.νcιγκά.σετε νά.

γρά.ψω κάτι ποu ο~ θέλω, Π~>ς θα. ΙΙ~ &.νιχγκά.aετε νά πG> κά.τι ποu δέ θέλω

να. πω ... Άνcισήκωσz τό μcινίκι τοu &ριστεροu τοu χsριοu κcιt πρόσθεσε:

--'- Κοιτά.ξετ~!

Τιχuτ6χpονα. Cί.πλωσε τό μπριiτσο τοu κι' ά.κοίιμ.πησε πιiνω στ~ γuμν~ σχpΧα. το πuρα.κτωμέν~ σκα.pπέλο, ΠΟU Κpιχτο\)σε με τΟ Οεξί χέρι ά.ΠΟ τΥ)y ξύ­

λινη λσ.6ή . Κα.l τότε ιiκοόστηκε το τσιτσ(ρισμσ. της σliρκα.ς ποu κrι.ιγότιχν κα.t

·ή οaμ·ή &πο τ~ν κα.ιόμενη σ&:pκcι &πλώθΎ)Κε σ' δλο το οωμά.τιο. Ό Μά.pιος ΕΥΟιωσε ψρίκη, &.νcιτρίχια.σε. 'Ακόμα. κα.l τοuς κα.κοίιpγοuς τοuς κα.τά.λα.6ε τρό­

μος. Ένιο το πρόσωπο τοu πα.ρά.δοξοu γέροu μόλις ε:Ιχε σuνοφρuωθει Ένω το κ6κκινο σίδερο 6υθιζ6ταν μέσιχ στijν πλ'f)γi) πο\J κάπνιζε, έκείνος ά.πcιθijς κcιl μεγοιλειώοης, ε!χε κcιρψώσει πά.νω στο θερναδιέρο χωρlς μίσος τό ώρα.ίο

του βλέμμα.

-'Άθλιοι! ε!πε, μΥ) με ψο6aστε περισσότερο &.π' δσο σα.ς ψο6οuμ.α.ι εγιί1.

Κσ.ί ογά.ζοντQr.ς το σίδερο &.πο τΎjν πληγή το πέτα.ξε ~ξω &.πb το ποι­

ριiθuρο.

630

-Τώρα, κοcμετέ με 3,τι θέλετε.

'Έμεινε άοπλος.

- Πιά.στε τον! ε!πε δ θερνα.διέρος;.

Δub &.πό τοι'ις &λιτ-ήριοuς τbv &ρπ~ξιχv ά.πο τοuς ό)μους κι' δ έγκιχστρίμυ­

θος μέ τη μιiσκα., ποu κρατοuσε το μεγάλο κλειδί, στάθηκε μπροστά. του ετοι­

μος ν& τοσ συντρίψει τό κει:pά.λι , iiν ε6λεπε &ντίστιχση.

Ταυτόχρονα. δ Μάριος &κοuσε κά.τω &.πο το μεσότοιχο ποu τον χιίφιζε

&πο τοuς ληστές, &λλ& πολu κοντά, ί{)στε δέ μποροuσε νά οεί α.ι)τοuς ποu μι ­

λοuσα.ν' τον πα.ρα.κά.τω οιά.λογο:

- Δέ μένει τίποτε &λλο νά γlνει .

-Ν& τbν ξεκά.vομε! λές;

-Να. ι.

Auτot ποι) μιλοσσα.ν ήτα.ν δ θεpνα.διέρος κ' ή γuνα.ίκα. του .

Πpοχώρrισε λοιπόν δ θερνα.οιέρος μέ &ργό οijμα. πρός τό τραπέζι, άνοι­

ξε το σuρτάρ:, καl π'Υ)ρε &πό μέσα. τό μαχαίρι .

Ό Μάριος οίστα.ζε &κόμη Γlν επρεπε ν?.ι. πuρο6ολ~σει. Δυο ψωνές μι­

λοuσα.ν σuνεχώς στΥ) συνείδησή τι;;υ. Ή μιa τοu ι:pιίJνα.ζε νa σεβαστεί τη δια.­

θ·ήκη τοσ πα.τέρα. τοu, ή άλλη ν& 6οηθΥ)crει τό δεσμώτη ποu κινοuvεόει. Ή ιi­

γωvία. τοu ~ψτα.σε στο κατακόρυφο. Ό κίνδυνος ζuγωσε. Ό θzρνα.οιέρος στε­

κόταν μέ το φονικό δργανο στό χέρι. Σιχστ ισμ.ένος, ιiνα.ποψriσιστο;, στριψογό­

pιζε τ?.ι. μά.τια. τοu δλόγυρα. &.νιχζητώντα.ς μηχανικά στήν &.πελπισί~ τοu κά.­

ποια λuσ'Ι'].

Ξα.ψνικά θυμήθηκε. Πάνω σ' ενα. ψuλλο χιχρτt ή μεγά.λη κόρη τοσ θεp­

να.οιέpοu είχε γράψει το πρωί έκείνrις τη; ήμέρα.ς, μέ μεγάλα. yριΧμμ.α.τοc τίς

λέξεις:

-ΟΙ ΣΤΑΙΡQΤΗΔΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ.

Άμέσως πέρασε σάν &στρα.πη μια. tδέοc ciπo το μuα.λΟ του Μάριου. ΤΗτα.ν

δ μόνος τρόπος; ν?.ι. γλυτώσει το δολοψόνο &πο τήν &.στυvομία. κα.ί νά. σtί)σει

τΎJ ζωή τοu δεσμώτrι.

"Εσκυψε στον κομό, &πλωσe τό χέρι τι:ιu, πηρε το χσ.pτί, &π6σποισε σιγά

ενιχ κομμάτι γuψο &πδ τον τοίχο , το tuλιξε μέσσ. στο χσ.ρτt κι' &πδ τ~ν τρύ­

πα. τό πέτα.ξε μέσα. στό ά-ντρο.

Ή ώροc rjτοιν κιχτά.λληλη, γιατι δ θερν~διέρος , νιΥ.ώντας τοuς τzλευτα.ί-

ους ο ιστιχyμοός τοu, σήκωνε το μαχαίρι νά. χτυπΥ)σει τδv cι)χμά.λωτQ.

- Τί εfvα.ι αύτο ποu ~πεσε; ψώ'(ά.ξε ή θερvα.οιέρου.

- Τί επεσε; ρώτησε δ &ντρα.ς της .

Ή γuνα.ίκα. &ρπα.ξε τό χαρτι καl τ15δωσε, δπως ~τα.ν, στον &vτρα. της.

-Άπό ποσ Ιtπεσε; ρώτησε δ θερνα.οιέρος.

-Άπb ποu &.λλοσ θ~ πέσει; &πό το πιχρά.θuρο, iπά.vτησε ή γυναίκα.

-Έγω το είοσ., ~πb , τό πα.ρά.θυpο πέρα.σε, ε!πε δ Πιγρενα.λιιΧς.

Ό θερναοιέpοζ ~νοιξε τό χαρτl καl πλ·φίασε στό φώς τau κεριau. - Διιt6ολε! φώναξε, είναι τb γράψιμο τf)ς Πονίνα.ς. Ή θερναοιέροu πλησlσ.σε κι' δ &ντρας της της lοειξε τί γρό:ψει.

631

- Γρ~γορα τ~ σκά.λα! Κρεμά.στε την ά.πό τό παρά.θuρο, φώναξε ό θερ-να.διέρος, και δρόμο δλοι μας.

-Χωρίς ν<Χ τοσ κόψοuμε πρώτσ. τό ),σ.ρόγyι; ρώτ-ησε ή θερναοιέροu.

- Δέν εχομε κα.ιρό.

-Άπο τό παριΧθuρο θά κατε6οuμε; ρώτησε δ Πιγρενσ.λιό:ς.

- Βέ6αια, ή Πονlνα έρριξε τό χαρτί &πό τό πσ.ρά.θuρο, σ.ότό σημσ.ίνει

δτι &π' αuτό τό μέρος τό σπίτι δεν είναι ζωσμένο .

Ό !γκσ.στρ(μuθος μέ τή μό:σκσ., ιiψησε κά.τω το χοντρο κλειδί κσ.ί σ~­

κωσε τιΧ ou6 τοu χέρισ. ψηλό:, τιΖ ~νοιξ~ κσ.ί τ&κλεισε τρείς ψοpές, σijμσ.,

κα.θrί>ς φα.ίνετιχι, γιά τοuς ά.λιτ~ριοuς, γιατί &μέσως παρά.τφαν τον αtχμά.λω­

το κ' ~τρεξαν νσ. κρεμό:σοuν τή σκά.λα. στό πα.ρό:θuρο .

Ό ιχ1χμό:λωτος ψσ.ινότσ.ν σ& νά. μ:ή προσέχει τ( γιν6τσ.ν γόρω τοu. Νό­

μιζε κα.νεlς δτι είναι &πορροφημένος &πο σκέψεις η δτι προσεόχετα.ι.

-'Έ, ποu ε!σαι; ψώνιχξε τή γuνσ.lκα τοu δ · θερνιχοιέρος, ιιόλις στερειi>θη-

κε ή σκά.λιχ. . ι

Κιχί ταuτόχρονα ετρεξε πpός το παρά.θuρο, &λλά μόλις πήγε νά. το δρα-

σκελ!σει, δ Πιγρενσ.λιά.ς τόν &ρπσ.ξε &.πό τό σο~ρκο.

-'Όχι Μ., μέ τό σuγγνώμ'Ι), θ~ 6γείς ϋστερ' &πό μα.ς!

- "fστερ' &πό μα.ς, φώνα.ξαν κιχt ot &λλοι &λιτήριοι .

- Μήν είστε πσ.ιοιά.! ψώνσ.ξε δ θερνιχδ ι έρος. Χά.νομε καιρό, ένώ ή &-στuνομίσ. ερχεται.

-νΕ, τό λοιπόν, είπε ενσ.ς &πό τοvς &λιτ'ήpιοuς, πιά.νομ.ε τόν κόμπο, Ί)

ρlχνομε λιχχνοvς ποιός θά κατεβεί πρώτος.

-Μωρέ τρελλιχθijκατε δλοι σιχς! ψώνιχξε δ Θεpναοιέρος. Άκοσς έκεί ,

νιΧ ρ1ξψe λσ.χνeιός! Νά. γρό:ψομε κιχl τά. όν6μιχτσ., ε; Νά τά ρ1ξομε σ' ένα

σκοuφο! ... -θέλετε τό δικό μοu σκοuψο; &.κοuστηκε μιά δuνσ.τή φωνή &πό τήν

πόpτςt..

Γuρισιχν δλοι πρός αuτijν. ~ .. Ητιχν δ 'Ισ.6έρης. Κpιχτοϋσε το κα.πέλλο τοu στό χέρι κσ.ί τοός τό πρό-

τεινε χιχμοyελώντιχς.

632

ΚΑ'

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ 11PQT Α EI1PEI1E ΝΑ Σ.Υ ΛΛΑΜΒΑΝΕΙ

ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ

Ό Ίιχ6έρ'Υ)ς είχε κρuψτεϊ με τοuς ά.νθρώποuς τοu, μόλις σοupοuπωσε, γύ­

ρω &πο το σπίτι τοίί Κάpιχκα. Πρώτα &νοιξε τlς τσέπες τοu για. να. χώσει

μέσιχ σ' ιχότkς τtς δuό κόρες, πού πιχpα.μόνεuιχν εξω &.πο το σπίτι. 'Αλλ&

μόνο την Άζέλμα 6ρήκε , ή Έπονίνη οεν είχε μείνε ι στη θέση της. Είχε έξα.­ψιχνιστετ κιχt δε μπόρεσε να. τήν πιάσει. Περίμενε uστεριχ δ Ίιχοέρ'Υ)ς ν' &.κού­

σει τb σuνθημιχτικb πυροβολισμό. Τά πήγαινε - ελα τοίί &μα.ξιοu τον είχαν

6ιΧλει σε μεγάλη α.νησuχία. Τέλος lχιχσε την δπομονή τοu κιχl 6έ6α ιος οτι &­κεϊ όπηρχε ψωλιά., δτι &.πόψε τοίί χα.μοyελοίίσε η τ{ιχ'Υ) , ά.ψοu ιιtiλιστσ. είχε

γνωρίσει κιχl πολλοuς ά.πο τοuς ά.λιτήpιοuς, πού μπi'jκα.ν έκεϊ μέσα., &ποφάσι­

σε ν' ά.vεοεί χωρ(ς ν& περψ.ένει τον Π!ψΟtJολ ι σι..ιό.

'Ο ά.νιχγνώστη; θuμχτ(Χι, οτι δ Ία.6 έpης είχε πάρει το κλειδl τi)ς &ξώ­

πορτιχς &.πb τb Μά.ριο.

Άνέο'Υ)Κε &κρι6ώς στήν κpίσιμΥ) στιγμή.

οι κα.κοuργοι μόλις τον ε!δα.ν , ετρεξα.ν κα.l πηpα.ν τ~. δπλα. τοuς, πού τά είχα.ν πα.pατ"ήσει έδιi> κα.l κεί , Υ.α.θwς fτοιμά:ζοντα.ν ν& ψύγοuν. ΠΊjρα.ν λοιπbν

τά δπλιχ τοuς κα.l πιχρατά.χtΥ)Χα.ν σε θiση &ιωνιχς . Ό θερνιχδιέρος κpιχτοσσ~

το μα.χα. ίρι τοu, ή γuνα!κα. τοu &pπιχξε μ.ιά μεγά.λη πέτρα., πού 6pισκότιχν κά.­

τω &πο τb πα.ρά.θuρο κα.l τη χρφψοποιοuσιχν ο ! κ6ρες της γιά σκιχμνί.

Ό Ίιχ6έρης ψόpεσε πά.λι τb κα.πέλλο τοu , κ, ε κανε δuο οήμα.τιχ μέσα

στην τρώyλ'Υ), μέ τά χέρια. στιχuρωμένιχ, με τό pα.βδl κά.τω άπb τη μα.σχάλη

κα.l μέ τb σπαθί τοu ά.κόμΥJ στη Οήκrι .

- Στιχθητε! τούς είπε. :Μ ή κοuνηθεί κιχνείς. Δέ θa περάσετε τώριχ &.πό

το παρά:θuρο, θά 6γεϊτε ολοι &.πb τΎ)ν πόρτιχ. Είνιχι όγιειν6τεpο κιχl ιiσψιχλέ­

στεpο . Είστε έψτά. κιχί εϊμα.στε δεκαπέντε. Δzν κά.νει να πιαστοuμε &.πό τά.

μαλλιr!ι, σav τ& παιδ ι ά.. Θέλω εότιχξία, πολιτισμένα.

Ό Πιyρενα.λιας ε6γαλε ενα πιστόλι, πού τb είχε κρuμ.μένο κάτω ciπo -;η

ι..ιπλοuζα. τοu καt τοδωσε στο θερνα.διέpο, λέγοντάς τοu στ' αότί:

- Αuτος εlναι δ 'Ιαοέpης. Έγ~) οεν τολμώ νά τοu ρίξω σ.ότοσ τοΟ δια.-

6ολσ.νθρώποu . Σοu 6α.στα. έσένα;

-Για. τ( 5χι! ά.ποκρίθΥ)ΧΕ δ θερνσ.διέpος.

- Ρ1ξε, τό λοιπόν .

Ό θzρνιχδιέρος σ-ήκωσε τb πιστόλι κα.l σ'Υ)μάδεψε τον 'Ιαβέρη, ποu &.πείχ:ο

μ6λις τρ{α. 6-ήμ.ιχτιχ.

633

Ό Ία6έρΥJς; τον κοίταξε κα.τά.μα.τα. κα.t χωpiς νιΧ κά.νει κιχμμιιΧ κίνrισrι, &ρκέστrικε μόνο νιΧ τοQ πεί:

-Μη τpιχβ~ξεις, μ:fι! 'Άδικα.. Δέ θιΧ πά.ρει ψωτιά.!

Ό θερνα~ιέρος τριi6'Υ)ξε, ιiκοuστ'Υ)κε ενα κιά.κ, ιiλλιΧ έκπuρσοκp6τφrι τ(-ποτε.

Δέ σοσ το ε!πιχ; ψώναξε δ 'Ια6έp'f/ς.

Ό ΠιγρεναλιιΧς πέταξε το σιδερένιο ρόπαλο στα. πόδια τοϋ 'Ια.6έρ'fj.

- Ε!σα.ι δ ιiρχ'fjγος των οια.66λων, ε!πε, ιiφοu και τα. δα.ιμόνια. >Jποτιiσ-σοντα.ι σε σένα.. Πα.ρα.δίνομιχι.

-'Έ, έσείς ot άλλοι, τ( κά.νετε; ρώτφε δ 'Ιιχ6έρης .

-Άμ' κα.ί μείς! ... &ποκρίθrικα.ν οί &λλοι &λι·η)ριοι.

Ό Ία6έρΥ)ς; πρόσθεσε &.τά.ραχα.:

-Καλά κά.νετε, έγw σ!Χς ε!πα.. Εuτιχξ/ιχ! Φρόνημιχ! - UΕνα. μόνΙJ σΙJϋ ζ rιτι7J, εΙ π ε δ Πιγρενα.λιά.ς, ν&. μ ή μ.οϋ κόψοuν τον κα.-

πνό, δτιχν θ&. με πάνε στη φυλα.κ'ή.

- Γεννηθ'ήτω το θέλημά. σου, ιiπά.ντησε δ Ίιχ6έρης. Κιχί γυρ/ζοντας πίσω τοu, ψώνα.ξε:

-'Ελάτε τώρα. μέσιχ.

'Ένιχ πλΥjθας &νόπλων χωpοψuλά.κων ιιπi'jκε &.μέσως μέσα.. Τ!Χ χέρια. τιί>ν

λΥJστών οέθrικιχν. Το δωιιά.τιο γέμισε ~ντpες, ποlι ψιχίνοvτα.ν σα. σκιές, στο

ψως τοu μονα.δικοu κεριοu.

Ένιϊ> περνοϋσιχν τις χειροπέδες στα. χέρια. τιi>ν κα.κοuργων, &.κοuστηκε ι.ιια.

6α.pει& κα.t δυνα.τ~ φωνή, ποu μόλις διακρινόταν γιά. γυναικεία..

- 'Άς δοκιμά.σει, οϋρλια.ζε, aς δοκιμά.σει κα.νεtς να. ε ρθει κοντά. μου.

ΤΗτα.ν ~ ψωνη τi'jς θερνα.οιέραυ, ποίι στεκότα.ν σε ιιιιΧ γωνιιΧ κοντιΧ στο

πα.ρά.θυρο, κρα.τώντα.ς με τά. δυό τΥ)ς χέρια, ποcνω &.πο το κεψά.λι τ'Υ)ς, τή με­

γιiλrι πέτρα. Ε!χε πέσει &.πο τοίις ώμους τ11ς το σά.λι, &.λλιΧ έξακολοuθοϋσε νά. ψοpεt

τό καπέλλο.

Ό θερνιχδιέρος ~τιχν χωμένος π!σω tΥ)ς κα.t κιιλυπτότα.ν ιiπό τό γιγciν­τιο σ6ψα. t'Υ)ς .

-θ&. σπά.σω κεψά.λια! κραuγιχζε ~ μέγαιρα, κουνώντας &.πειλητικά.

τη μεγά.λη πέτρα.

uΟλοι τριχ6ήχτηκιχν προς το οιά.δρομο. uΕνιχ μεγά.λο κενό σχηματίστηκε

στη μέσΥ) τi)ς κά.μιχριχς.

ΊΙ θερνα.διέροu ερριξε ενα. περιψρονΥ)τικο 6λέμμιχ στοuς λΥjστές, πι:.u &­ψηνΙΧν νά. τοlις δένουν χωρtς καμμιιΧν &.ντ/στα.ση καt μοuγκρισΞ μέ 6ρα.χνη κιχ! γεμά.τΥ) &.γιχνά.χτΥ)σΥ) φωνή:

-Δειλοί! 'Άνα.νοροι! Ό 'Ιιχ6έp1Jς; χ<Χμογέλα.σε κα.ι πpΙJχώpΥJσε στόν κενο χwpo.

634

_:::Μη πλησιάζεις! σ' ~κ~ν~ Χομμά.τι~, &.ν κά.νεις μισό 6Υjμ.οι &κόμη, ψώ­νιχξε 'ή μιγιχιριχ.

- Μπρά.6ο I πρωτοπιχλλ~Χιχρο, ε!πε ~ρεμ.οι δ 'Ια.6έρης. 'Έ, θεία. Ι Κιχt σU !χεις γένει~ σά.ν &ντρα.ς, μά. χ' έγω εχω νόχι~ σά. γυνιχίκιχ.

Κιχι 6ά.οισε !Χτά.ρα.χος.

Ή θερνα.οιέρου, μ' ενα. λ!κνισμιχ γιγάντισσα.~', πέτα.ξε με μα.νίΙΧ τtιν πέ· τρα. στο κεφάλι τοϋ Ίσ.6έρη. ~ο Ίσ.6έρης μέ μιά. γρ-ήγορη κίνηση ~σκυψε κι' &πόψυγε το χτόπημιχ. Ή πέτριχ πέριχσε πά.νω ciπo το κεφά.λι του, χτό­

πησε στον τοίχο, τοϋ πέτιχξε ενιχ μ.εγά.λο κομ.μ.ά.τι γόψο κα.t κόλησε στο κενό.

Τ1jν ίδια. στιγμ1j τά. 6ιχρειά. χέριιχ τοϋ Ίιχ6έρη ~πεσιχν τό ενα. π&.νω στον

iliμ.o τijς γuνιχίκοις κιχt το ιi.λλο πά.νω στο κεφάλι τοσ dντριχ.

-Περάστε τους τlς χεφοπέοες Ι ε!πε.

Άμέσως ο[_ ά.στυνομικοl μπ'ijκα.ν μέσιχ κιχt σέ λlγες στιγμές ~ οια.τιχγή

τοϋ Ίιχ6έpη ε!χε έκτελεστει

Ή θερνο-.οιέρου κοίτιχξε τά. οεμ.ένιχ χέρια. της, uστεριχ τά. χέρι~ τοϋ άν­τρα. της κ~ ι σuντριμμένΎ) ~πεσε κ&. τω κιχl φώνα.ζε κλιχίγοντιχς:

- Τά. κορ(τσιοc μου! Τί θά. γίνου·: τά. κορίτσια. μ.οu!

- τίποτε, !Χπά.ντησε δ Ίιχ6έρης. Οι κοροuλες σοu είνιχι χιόλ~ς στ~ δρο·

σιά..

Στο μετιχξό, οι χωροψόλα.κες ε!οιχν το μεθυσμινο γέρο, ποu κοιμότσ.ν &­κόμα. σέ μιά. γωνιά. κα.t τόν τιχρα.κουνοuσιχν μέ τά. πόοιιχ ν1ι. ξυπν-ήσει. Τέλος

ξόπνησε κα.t τρί6οντιχς τά. μιiτισ., εlπε τρσ.uλίζοντιχς:

-~Ε, ΊονορέτΎJ! τελείωσε ή δουλειά.;

-Τελείωσε I ά.πά.ντ'Υ)σε δ Ίιχ6έρης.

οι !ξΎ) λΎ)στές στέκοντα-ν οpθιοι μέ τlς χειροπέδες στά. χέριιχ, οι τρείς

μέ μουντζουρωμένο το πρόσωπο κα.t ο! ιΧλλοι φορι!Jντιχς &'κόμη τtς προσωπίδες. --Μ~ 6γιiζετε τtς πρ,οσωπlοες σιχς, ε!πε δ 'Ιοι6έρΎJς.

Περνώντιχς ά.πο μπροστά. τους, δπως ~τιχν πιχριχτιχγμένοι στη σκιά., σά.ν

~λλος Μέγιχς Φρειοερίκος έπtθεωρών το στριχτό του, ε!πε στοuς τρετς «ιiΥ­

θριχκωρόχους»:

- Γειά. σου ΙΙιγρενιχλιιi. Γειιi σου Βύζουνιχ. Γειά. σοu Μιλλιονά.ριε.

Γυρίζοντα.ς επειτιχ στοuς τρεϊς προσωπιδοφόρους, ε!πε στον &νθρωπο μ.έ

το τσεκοόρι:

- Γειιi σοu Γοuλομιiρ~ I

Κιχ ι στον ά-νθρωπο μέ τό σιδερένιο ρόπα.λο:

- Γ ει&. σου Ζα.μπετά.ΚΎ)!

Τέλος, πρός τον εγκιχστρ!μυθο:

- Τί νέα. μωρέ Ψοψιιi!

ΈκείνΎJ τη στιγμ-ή, πα.ριχτ-ήρησε τον α.!χμά.λωτο τών κοικοποιών, δ δπο!-

635

ος &.πb τήν ώρ~ πού μπijκ~ν ο! χωροψόλ~κες, οeν είχε προψέρει λέξη κ~t

στεκότα.ν μέ σκuμένο το κεψά.λι. • - Λύστε τον κύριο! είπε δ 'Ια.6έρ't)ς κα.ί προσέξετε νά μ ή 6γεί κα.νένα.ς

~ξ ω.

Άφοu τελείωσε μ' α.uτά, κά.θφε fιγεμονικά στό τραπέζι, δποu το κερt

καλ τb μελ~νοδοχεϊο, ~ογ~λε &.πό τήν τσέπ't) τοu μιά κόλλα. χα.ρτοσ't)μα.σμένη κι' ~ρχισε viJ. γρά.ψει τ-)jν &.να.ψορά. τοu.

"Uτα.ν εγρα.ψε τlς πρώτες σειρές, O't)λα.oiJ τά τuπικιi, ποu εΙνα.ι πάντοτε

τσ. ίοια., σ~κωσε τσ. μιiτια. κ~ί είπε:

-"Ας ερθει κοντ&. δ κuριος, πού είχα.ν δεμένον έδω.

οι χωροφόλα.κες κοίταξαν γόρω τοuς.

->~Ε, είπε δ Ία.6έρ't)ς, ποσ είν~ι;

Ό δεσμώτ't)ς τGJY &λιτήριων, δ κ. Λεuκ{α.ς, δ κ. Όνοόψριος θρά.μπ, δ

πα.τέρα.ς τijς Οuρα.νία.ς η Κορuδα.λλίοα.ς, είχε γίνει &φα.ντος. Ή πόρτα. ψuλα.γ6τα.ν, /Jχι 8μως κα.t το πα.ρά.θupο. Μόλις τον Ι!λuσα.ν

κ' ένω δ 'Ια.6έρ't)ς κα.τα.yινότα.ν να. γριiφει τα. τuπικα τi)ς ά.να.κρίσεως, επωφε­

λήθηκε &.πο τήν τα.ρα.χή, το θόpu6ο, το σuvωστισμο μέσα. στο οωμά.τιο, το σκο­

τά.δι κα.t σέ μι&. στιγμΎ) ποu κα.νένα.ς δέν πρόσεχε σ' α.οτόν, ορα.πέτεuσε &.πο

το παρά;θuρο.

"Ετρεξε εν~ς &.πο τούς vωροψόλα.κες στο πα.pιiθuρο κα.t κοίτα.ξε,. %λλά. ~ξω δέ ψα.ινότα.ν κα.νε1ς. Ή σ~οινένια. σκάλα. 11τρεμε &.κόμη &.πο τήν κά.θοδο. τοσ ορα.πέτ't).

- Διά.6ολε, 8ιά.βολε! μοuρμοόρισε δ Ία.βέρης. Αότος πρέ7J;ει νδι. 1jτα.ν

δ κα.λλίτερος.

ΚΒ'

ΜΙΚΡΟΣ ΤΡΑΓΟΥ ΔΙΣΤΗΣ

ΤΎ]ν ~λλη μέρα., μετ:Χ τά γεγονότα., ενα. πα.ιδt έρχότα.ν στό πα.λιόσπιτο

&.πο τή μεριιΧ τΎjς γέ~•Jρα.ς τοσ Άοόστερλιτς. Είχε νυχτώσει. Το παιδί α.ότ6,

ώχρό, ά.Οόνα.το, ντuμένο μέ κοuρέλια., μ' ενα. πα.ντελό 1iι μπα.μπακερδ μέσ' στό

χιόνι, Φε6ροuιiριο μήνα., &νέ6~ινε τό ορ6μ.ο κα.ι· τρα.γοuοοuσε εuνα.τά:. Σε μιιΧ γωνιά., κοντιΧ στο δρόμο δποu το σπί~ι τοu Κά.ρα.κα., μιιΧ γρια.

~τα.ν σκuμ.έν't) κα.t σκά.λιζε ενα. σωρό &πο σκοuπ!δια., κά.τω &πο ενα φα.νιiρι τοu

δρόμοu. Το 1J:α.ιοι !πεσε πιΧνω της, κα.θώς περνοσσε γρήγορα., κα.t όπισθο­

χώp-ησε &.μέσως.

- Μπιi! φώνα.ξε , τι ε!να.ι τοuτο; θά.ρρεψα. πώς ~τα. ν κα.νένα.ς σκόλος!

"Ενα.ς τόσο ... μεγιΧλος σκόλος!

Ή γριά ά.να.σηκιbθψε άμέσως δργισμένη.

636

- Πιχλιόσκuλο, φώναξε, οιαοόλοu γέννα! "Ας μ.~ν ήμ.οuν σχuιιένη κal

ήξερα. ~ο(ί θα. σοuοινα. τijν κλωτσιιi!

Tb πα.ιει ήτα.ν κιόλα.ς μ.α.κρι&. .

- Εί! ξ(! ξί! &πα.ντοuσε πρbς τή γρ:&. Σε πηριχ γιχ σκι.\ λο, δeν είχα.

Sμ.ως κι' δ.δικο.

Λuσσώντα.ς ή γριιΧ &.πb όργ-ή, σ-ήκωσε τ~ κεψ&.λι της κal τό ψώς το\J ψα.­

να.ριοσ επεσε πά.νω στό &.οuνα.το κα.t όpyωμένο &πό p•;τίδες πρόσωπό της. Τό

πα.ιοί τήν κοίτα.ξε.

- τί να. σοίί πω, κuρά:, της φ(ονα.ξε, oe μοu κά:νεις! 'Έχεις ε να. ε!οος

Gιμορψι~ς, πού κα.θόλοu οέ μοίί κάνει .

Σuνεχίζοντας το ορόμ.ο το•J, ξα.νάρχισε τό τρα.γοuδι:

Ό 6α.σιλιιΧς δ κόπα.νος

έ6γijκε 'ς τό κuν'ήγι

νιΧ κuνηγήσει κόpα.κες ..•

Μετα. &π' ιχuτοuς τοuς τρεϊς στίχοuς , eψτσισε στήν &ξώπορτa τοσ πα.λιό­

σπιτι;;ι; τοσ Κά:ρα.κα. κ' &πειδij τij 6ρ'Υjκε κλειστ-ή, άρχισε ν& τήν κλωτσi. ~­

ρωικ&., σΟι. ν~θελε νΟι. τή σπ&.σει.

Στο μετα.ξό, έτρεξε πίσω τοu κα.i ~ γριά., ποu είχε πέσει π&.νω της στη

γωνιιΧ 'tOU bpόμ.ou, ή δ~οία. μόλις άκουσε τίς οuνατές κλωτσιές ποu εοινε τb πα.ιδί στήν πόρτα., ψιf)να.ζε οuνα.τΟι. κα.ί χειρονομ.οσσε:

- Τί εΙ να. ι α.uτό; Τί :cίνιχι ocuτ6; Χpιστ~ς κα.ί Πα.να.y ι &.! θχ σπά.σοuv τήv

πόp'tα..

Μόλις πλ'Υ)σία.σε, σ•α.μιi•ησε τίς ψωνές. Άνα.yν<Ιψισε "tO πα.ιδί.

-"Α! πά.λι α.ότος δ σα.τα.νά.ς! ε!πε.

- Μπά.! είπε τό πα.ι81. Μωρέ εrνaι ή γρι~ τοσ σπιτιοσ . Καλησπέρα.

κuρα. Πα.νώρια.. ΤΗρθα. κuρα. Πα.νώρια. νΟι. διi) τοuς οικοuς μοu.

- ΤΙJuς ο•κοuς σοu! δια.6ολόσ~ερμα., τώρα. κι' &λλ'Υ) μιά φορά.! Δ€ ν εί-

να.ι κιχνένα.ς μέσα..

- Κιχλά;! κιχί 'ltOU εlνιχι δ πα.τέρα.ς μοu τό λοιπόν; ρώτησε το πσιιοί.

-Τον ~α.•έρα. σοu τόν π'Υjyα.ν στη ψuλα.κij, στή ΦόpκΥJ.

- Μπά:! κα.ί ή μά:να. μοu; -Ή μιiνα. σοu εlνα.ι σέ !λλη ψuλιχκ'ή, στόν ~ Αγιο Λά.ζα.ρο.

-"Ε, κοιl ο! aοελψές μοu;

- uι &.δελψές σοu σέ !λλ'Υj ψuλα.κij, στίς Μα.γδα.λψοσλες. I

Το ~ιχιδί εξuσε •ό ~ισω μέρος τοσ α.ύτιοϋ τοu, κο(τιχξε τΥjγ κuρα. Πα.νώ­

ριιχ κιχ ι ε!πε:

- Μ~ιi! χ.α.λό χ.ι' a.uτό.

'Έ~ειτα. εχα.νε !πι τόποu μετα.6ολ7J κ' uστεριχ ιiπό λLγες στιγμές, 1) ypι~ ποu στεκόταν στό κα.τώψλι τ~; έξώπορτιχ;, 'tό &κοuσε ν~ τριχγοuο~ μέ 't~Y

637

κα.θοψή πα.ιδικ~ τοu ψων~, κα.θώς &.πομ.α.κρuν6τα.ν μ.έσrχ στ& σκοτεινά δέντρα.

τοϋ δρόμοu, ποu ψιθόριζα.ν κ&.τω &.πο το χειμ.ωνι&.τικο &.έρrχ:

Ό 6rχσtλtάς δ κόπrχνοζ

!6γηκε γι~ κuν~γι, νά. κuν'Υ)γi)σει κόρrχκεζ

πά.νω σε οεκrχν(κtrχ

κι' Βποιοι;; περν' &.πό κά.τω τοu

τοσ δινει δuό κrχπικιrχ.

ΤΕΛΟΣ TOr Α' TOMOr

ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΦΑΝτΙΝΑ

ΕΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣ

ΑΌ ΜυριΥjλ ..... . 'Σελlς

9

Β'. Ό Μυρι~λ γίνετσ.ι έπίσκοπος θεοδώρητος 11

Γ'. Σε κσ.λόν έπίσκοπο 6σ.ρειά. έπισκοπ~ . . . . . . . . . . . . . . 16

Δ' Λόγια πού μοιά.ζουν μέ τιΧ εργσ. . . . . . . . . . . . . . . . . . 18

Ε'. Τά. ρ±σσ. τι:ιΟ θεοδώρητοu δεσπότη δισ.τηροΟντα.ν πολu κσ.ιρό 24

ΣΤ'. Πι:ιιόν ήθελε φύλακσ. τοΟ σπιτιοο τοu . . . . . . 26

z ·. Ό :Κρα:ο±τσ.ς . . • . . . . . . . . . . . • . . • . . . . . 30

Η'. Μετά. τό κρασί Φιλοσοψία. . . . . . . . . 34

θ'. Ή ~δελψή εξιστορεί τόν ~δ::λψο . . . . . . . . 37 Ι' . Ό έπlσκοπος μπροστά. σέ &γνωστο ψώς 40

ΙΑ'. 'Ά~ εrμ.σ.στε έπιψυλC(.κτικοt . . . . 52

ΙΒ' Μονσ.ξιά. τοίί θε!JοώpΥJτου δεσπότΥJ 56

ΙΓ '. Τί πίστευε . . . . . . . . 58

ΙΓ'. τι σκεφτόταν . . . . . . . . 60

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕl.ΤΕΡΟ

ΚΑΤΆΠΤΩΣΗ

Α'. Βρά.δι επειτα. ά.πό μιά. μέρα πορείσ. ..

Β' Συμ.6ουλές της ψρόν·φης στ'ή σοψlσ. . .

Γ'. 'Ηρωισμός τής πσ.θητικης ίιπακοijς . . . . ..

Δ' Συζ~τηση γιi τά. τυροκομεία. τοίί Ποντσ.ρλιέ ..

Ε'. Ήσuχίσ. ............... .

ΣΤ' Γιά.ννης Άγιά.ννης . . . . . . . · . . . . . . . • . .

63 73

76 80

83

85 76

1202

Σελiς

z'. τα. 6ά.θη τi'jζ &πελπισίσ.ζ . . . . . . 89

Η'. Κuμα. κιχt σκια. . . . . . . . . . . . . 94

e·. Κα.ινοuργιες α.ιτίεζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 96

Ι'. 'Ότα.ν σrικώθηκε &π' τον uπνο . . . . . . . . . . . . 97

ΙΑ'. Ί'ί κιiνει .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 99

ΙΒ '. Ό έπ(σκοπος έpγιiζετα.ι . . . . . . . • . . . . . . 102

ΙΓ'. Μιχα.λιiκrις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 105

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

Α'. 'Έτο~ 1817 .. 112

Β'. Τετρσ.φωνίε; .. .. . . .. .. .. ., . . .. .. 114

Γ'. Τέσσεροι μέ τέσσερες . . . . . . . . . . . . . . . . 118

Δ'. Ό θολομής εlνα.ι τόσο ε~θuμοι:, ποίι τρσ.γοuδli Εaπα.νικιΧ τρα.-

γοuδισ. . . . . . . . . . . . . . . 120

Ε'. Στοu Μπομπιiρδα. .. .. .. .. .. .. .. . . 122

ΣΤ'. Κεφιiλα.ιο δποu λα.τρεuοντα.ι . . . . . . . . . . 124

Ζ'. Σοψία.; θολομη τό ιiνιiγνωσμα. . . 125

Η" θά.νσ.τ'Jς ιiλόγοu .... ~. . . 128

θ'. Εuθuμο τέλος τοu γλεντιοσ . . 130

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕrΕΣΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΆΠΟΤΕ

ΣΑ ΝΑ ΠΑΡΑΔΙΝΕΣΑΙ

Α'. Μ rιτέpα. ιi ντα.μώνει ~λ λ 'YJ μητέρα. . . . . . .

Β'. Πρώτο σκίτσο σέ 8uό ιiμψί6ολες μορφές ..

Γ'. Κορu8οιλλί8α. .. ... ...... ...... .

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΚΑΤΆΝΤΗΜΑ

Α'. Ίcrτορ1α. προόδοu στοlις τεχνrιτοtις γα.γά.τες

Β Ό Ό θεϊι:ις Μα.γδα.λ ηνής . :• . . . . . . . . . .

Γ'. Κσ.τα.θiσεις στον τpσ.πεζίτη Λσ.φίτ . . . . . . . .

133

140

142

144

Η6

Η9

1203

Σελίς

Δ'. Ό κ. Μ~γδ~ληνής πενθεί . . . . . . . . . . . . . . 152 Ε'. Μιι.ιφινές ~στp~πές στόν δpίζοντ~ . . 153

ΣΤ' , . Ό μπιipμπα θερσ~νέμ1Jς . . . . . . . . . . . • 157

Ζ'. Ό θεpσανέμης κηπ~upός στό Ηα.pίσ: . . . . . . . . . . 160

Η'. ΊΙ Υ.υpία. Βοuκτοupνιά.~ι:ιu δα.πα.νά. τpιά.ντ~ ψpά.γκα. γιά. τ~ ν

rιθική : .•......•.•......

θ'. Έπιτυχί~ τrjς κυρία.ς Βουκτουρνιά.δου

Ι' . .Συγέπ~ιες τοΟ κοr.τορθώμ()(.-.ι;ις . . . .

ΙΑ'. Χριστέ, λότρωσόν μ.α.ς . . • . . .

ΙΒ'. Ό ά.ργόσχολος Γομοr.ριά.οηb . . . .

ΙΓ:. Λόση ά.στυνομικών &.ρμοοιοτ~των

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

ΙΑΒΕΡΗ.Σ

Α'. Άρχ~ &.ν&πα.uσης ..

Β'. Π ιi)ς δ Γιά.ννης γ1νετα.ι Για.στοόρα.ς

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΔΙΚΗ ΓΙΑΣΤΟfΡΑ

Α'. Όσια. Σεμπλίτσι~

Β'. 'Οξυδέρκεια. τοσ μα.στρο - Σκωψλιοu . . . .

161 163

166

171

172 174

182

185

193

195 Γ'. Τρικυμία. μέσα. στό κρα.νίο . . . . . . 198

Δ'. Ε1κόνες τοu ψυχικοu πόνου στόν δπνο 210

Ε'. Προσκόμμοr.τοr. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 213

.ΣΤ'. Ή δσlα. Σψπlτσια. σέ οοκψα.σlοr. . . . . . . . . . . . . 221 Ζ'. Μόλις lψτα.σε κα.ί ~τοιμόtζετα.ι ν' ά.να.χωpήσει . . 227

Η' . Εrσοδος &.πό εδνοιιχ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 230

θ'. 'Εκεί δπου σχrιμα.τlζοντα.ι οί πεποιθ~σεις . . . . 232

Ι'. Το &.ρνrιτικο σόστημα. . . . . . . . . . . . . . . . . 236

ΙΑ'. Ό Γιαστοόpιχς τά χιiνει δλότελιχ . . . . . . . . 241

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ

Α'. Ό Μα.γ·δα.λrιν~ς 6λέπει σ' ~Υ~ κα.θρέψτ'Υj τ& μα.λλιιi τοu 245

1204

ll'. Ή Φ:χντίνα. εότυχής . . . . . . . . . .

Γ'. Ό Ία.οιfρ'Ι)ς ικα.V(JΠΟι'Ι)μ.έvος ..... .

Δ'. Ή &ξοuσία. ιivα.κτα. τά δικα.ιwμ.α.τιΧ της

Ε'. Ί'ά.ψος ποu &.ρμόζει . . . . . .

ΜΕΡΟΣ ΔΕΤΊ'ΕΡΟ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΏΤΟ

ΒΑΊ'ΕΡΛΩ

:Σ ελlς

247

249

251

255

Α'. Ί'ί ιivτα.μ~)vει δποιος ερχετα.ι ιiπό τη Νι6έλ . . 263

Β Ό 01γκομόν . . . . . . 264

Γ'. 18 Ίουνίοu 1815 . . . . . . . . . . . . . . 267

Δ'. Ί'οπογρα.ψία. . . . . . . . . . . . . . . . . 269

Ε'. Στίς τέσσερε~ τό ιiπόγεuμα. . . . . . . • . . . . . . . . . 271

Σ'ΓΌ Ό Να.πολέων εuθuμ.ος . . • . . . . . . • 273 z I. υ α.ότοκριΧτοpα.ς ρωτα. τόy δS'Ι)γό Λα.κόστ 276

Η'. Ί'~ ιiπρ(;σSόκητα. . . . . • , . . . . . . • • 277

θ' . ΊΌ όροπέοι(; . . . . . . . . . . . . . . . . • . • • . • . . 280

Ι'. Κα.κόv όSηyό δ Ν α.πολέωv, ·κα.λόv δ Μπuλw6 284

ΙΑ'. Ή α.t'.ιτοκρα.τορική ψροuριΧ 285

ΙΒ'. Κα.τα.στροψrι . . . . . . . . . . . . . . 287 Il". Το τελεuταί(; τ~τρά.γωvο . . 289

ΙΔ ·. Κα.μπρwν . . . . . . . . . . . . . . 290 ΙΕ'. Κρίσεις γιά. το Βα.τερλώ . . . . . . 292

Ι~ Τ'. Έγκρίνετα.ι τό Βατερλw; . . . . 293

ΙΖ'. Ή θε(:χ δίκη . . . . . . . . • . . . . . . . . • . . . . . . 295

lll'. Τό πε~ίο τ'ijς μά.χης νύχτα. . . . . . . . . . . . . 297

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ

ΤΟ ΔΙΚΡΟΊ'Ο «QPIQN,

Α'. 'Ο ιiplθμός 24601 γίvετα.ι 9430 ....... . 301

1205

Σελtς

Β'. 'Όποu ouo στίχοι ποu ίσως είναι τοu οια.66λοu . . . . . . . . 303

Γ'. Χωρίς προπα.ραaκεuΥ) κα.ί με ε να. χτύπΥ)μα. 'ή &λuσίοα. οeν l-

σπα.ζε . . . . . . . . • . . . . . . . • . . . . • • . . . . . . . 309

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΕΚΠΛΗΡQΣΗ TOf ΧΡΕΟfΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΕΚΡΗ Α'. Πρ66λ"'Ιιια. νεροϋ ~. .. .. .. .. . . .. .. .. .. .. .. 312

Β'. Σuμπλ~pωσ'f) δύο ποpτpα.ίτων . . . . . . . . . . . . . . . . . . 314 Γ·. Χρωί.ζs-.:αι κρασί γιά. τοίις ιiνθρώποuς κα.l νερό γιί'ι.. τ' 6-λογα. 316

Δ'. Εϊσοδος κούκλας στi) σκ"Ι)ν-ή . . . . . • . . . . . . . . . . 318

Ε·. Ή μικρΥ) δλομόνα.χ'f) τΥ) νύχτα. . • . . . . . . . . . . . . . . 320

ΣΤ'. Κιiτι πού, ίσως, ψα.νερώνει τήν όξuδtρκεισ. τοu :Ε:ύσψrJ . . 322 Ζ'. Ή Τιτίκα. 6σ.δίζει πλιiι - πλιiι μ~ τbν dγνωστο στό σκοτιiδι 324

Η'. Σκοτοόρα. νά. ψιλοξ~νείς ψτωχό ποίι ίσως ε!να.ι πλοόσιος. . 327

θ'. Ό θερνα.οιέρος έπt τό lργον . . . . . . . . . . . . . . . . . . 340

Ι" uΟποιος ζητ& τb κα.λλίτ~ρο μπορ~t ν& βρ~t τό χ~ιρ6τ~ρο . . . . 346

ΙΑ'. Ό &.ριθμός 9430 πιχροuσιιiζετιχι κιχl ~ Τιτίκα. τόν κερδίζει

στό λα.χ~ίο 350

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Α'. Πιχλιχιόσπιτο Κά.pιχκιχ ..••.••.•••••• , . . • 351

Β'. Δuο οuστuχίες &νωμένες κιiνοuν μιι!ι εότuχlιχ . . 353

Γ'. Ο! πιχριχt'r)ρ~σεις τ~ ς γριάς . . . . . . . . . . . . 355

Δ'. Πεντόψρα.γκο ποu πέψτει κά.τω κά.νει κρότο . . . . 357

ΉΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

BOrBA ΣΚrΛΙΑ ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΚrΝΗΓΙ

Α'. Ο! λοξοορομί~ς τ~~ στριχτ'r)γικijς . . . . . . . . . • . . 360

Β'. Εuτuχ~ς ιχ&τός ποu 6ρίσκει &μ.ά.ξι πά.νω στ~ γέψuριχ τοu Ά-

οuστερλιτς . . . . . . . . . . . . . . . .

Γ'. Tl σχέδιο ~!χε τό Πα.ρlσι στ& 1727 ..

Δ'. 'ΑΜνα.το aν είχε έφΞuρεθεί δ &τμός ..

Ε'. Άρχi) α.1νίγμα.τος . . . . . . . . . . . . ΣΤ'. Σuνέχειιχ τοσ α.lνlγμιχτος . . . . . . . . . . . .

362

363

36!)

368 370

1206

z,. π ιό σΚΙJτε~νό το ιχrνιγμσ. . . . . . . . .

Η'. Ό κω8ωνοψόpος ••.......•.•

θ'. Πως παρσ.πλιχν~θηκε δ Ίιχ6έρης ......... .

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΙΚΠΟΣ

Α'. '08bς Πίκποu ά.ριθ. 62 .....••.

Β 1 • Ό κανον~σμ.ός τeιΟ Μαρτίν':Ιu Β~pγκσ. . . . . . .

Γ 1 • Αόστηρότη~:ες . .

Δ'. Χα.ρές ..... .

Ε' . Διιχσκεο&σεις ..

ΣΤ'. Το μeινό8ριeι .......... ..

Ζ'. Σκίτσιχ τijς νόχτα;ς ............. .

· Η'. Μονιχχοf) ένbς: αίι:)Ψ1. . • •• • .

θ'. Τiλος τσu Μικροu Πίκποu ........... .

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΠΑΡΕΝθΕΣΗ

Α'. Tb μeινΜτ~pι J)ς lδέα. &ςρηpημένη . . . .

ll'. Τ δ μσvιχστήρι ώς ίστορικb γεγονός . . . .

Γ'. Ί πό ποιο&ς 8ροuς σε66μιχστε τό πιχρελθ6ν

Δ'. Τδ ιιονιχστήρι ά:πb τ~ν aποψr; τιiJν ά.ρχιί)ν

Ε'. Προσ~uχή ............. ; ... .

ΣΤ' ΆπόλΙJτη ά.γιχθότητιχ της προσεuχjjς

Ζ'. Έπιψuλιχκτικότητσ. στ'ή μcιμψή . . . .

Η Ό Π ίστrι, νόμος

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Α Ό Π ι;); θ& γίνει Υι είσι:ι.yωyή; . . . . . . . .

R'. Ό θερσιχvέμη; μπροστ& στίς δuσκολCες . . . .

Γ' . Ή ήγοuμένη . . . . . . . . . .

Δ Ό Π οι6ς ε!νιχι μέσα. στο ψέρετρο . . • • . . • . • •

Σελtς

371

373

376

381 383

387 389

391 396' 397 398

400

402

402

405 407 408 410 412

413

415 421 42.2

428

Ε'. Π εθα,lνοuν κα,! ο! μέθuσοt . . . ·. . . . . . • . . . .

ΣΤ' Ά νά.μεσα, σε τέσσερες σα,νίδεc: . . . . . . . . . . . .

Ζ'. Άγωνlσ: ..................... .

Η'. Έπιτuχίσ:

θ' Άσψιiλεια. . . . .

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΜΑΡΙΟΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΟ KfTTAPO τω·

Α'. Παιδί ..................... .

R'. Μφικά. iπδ τ~ 1θια,ίτερσ; χσ:ρα,κτ"Ι)ρtστικ~ τοu

Γ , "Ε , , , . χει κα: τ"/) χα.ρη τι:ιu . . . . . . . . . . . . . .

Δ'. Μπι:ιρεί ν~ ε!να.ι χρfισψι:ι . . . . . . . . . . . .

Ε'. Και λ1γ"Ι) ίστι:ιρlα. . . . . :. . . . . . . . . . . . .

ΣΤ'. Tb χαμίνι θα. εlχε θέσ11 στ1jν κοινωνικ1j τιχξιν6μφ'η τii)y

'Ινδιών ............................. .

Ζ'. UΟπι:ιu δια.6άζοuμε μι& ι~ρα.ία. ψρά:σ11 τι:ιu τελεuτα.ίοu 6α.σιλιά

Η'. Το άρχσ.ίο yα.λσ.τικδ πνεuμα. . . . . . . . .

θ'. Ίδοίι το Παρίσι, tOOΙJ ~ α.νθpωπος

Ι'. Νά ψλuα.ρείς κα.t νά 6ασιλεuεις . . . . . . . .

ΙΑ'. το λαvθά.νον μέλλον eνός λαοu . . . . . . . . ΙΒ'. Ό μικρός Γα.6ριά:ς . . . . . . . . . . . . . .

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕfΤΕΡΟ

ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ

Λ'. Έvεv~vτα. χρ6vισ. κα.t τρια.ντα.δόο δόντια.

R'. Κα.τά. το νοικοκύρη κα! ~ κα.λό6α. τω . . . . . .

Γ'. Φώτιος .................... .

Δ'. Π ρώτα. νά. zκα.ττοστίσω κα.t :;στερα. d.ς πεθά.νω ..

Ε'. Μπα.yι&; κα.t Ν ικολέττα. . . . . . .

ΣΤ'. Οί συγγενείς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

1207

Σελlς

433

436 438

443

445

453

454 455 456 457

459

460 462 462

4fi4 4fifl

467

46!1 470 471

4ί2

473

474

1208

Σελlς

Ζ'. Σuναναστροφη σε πλούσια σαλόνια . . . . . . . . . . . . 477

Η'. ενοc &πb τ& αίμοχαρ'ij φαντά:σματιχ τοu Χοcιροu έΧείνοu 4 79

θ'. Άνα.γκα.ία. έξ~γησ'Υ) . . .. .. .. .. .. .. • . .. . . 485

Ι'. τα τiλος τοσ Ι; φτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 486

ΙΑ'. Π Ί)γα.ίνοντα.ς κα.Υείς στην έκκλφία. κιν~uνεuει ν~ γίνει έπιχ-

να.στ&.της . . . . . . . . . . . . . . . • . . . . . . . . . . . . . . 489

ΙΒ,. τι 6γοcίνει &πο τη σuν&.Υt'Υ)ΟΊ) μ' EYOCY έπίτροπο τijς έκκλΊJ-

σ!σ..ς . . . f ι • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • 490 ΙΓ'. ΚιΧ ποιο~ πο06γuρος . . . . . . . . . . 495

ΙΔ '. ΜιΧρμα.ρο πιΧνω σέ γρα.νίτη . . 499

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΟΙ ΦΙΛΟΙ TQN ΑΝΑΛΦΑΒΗΤQΝ

Α'. Σόλλογο; Π'JU πιχρ' όλίγο Υ~ γίνει ιστορικός

Β'. Π ροσθήκΊJ τι;ι(ί M&.pιou • . . . . . . . • .

Γ'• Ή πίσω α.!θοuσα. τοu κα.ψεvείοu Mouσocίou ..

Δ'. Εuρόνετα.ι δ δρίζοντιχς ..

Ε'. Στεναγμοί &πό πα.ντοu . . . .

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ Ε:Ε:ΟΧΟ ΤΗΣ ΔrΣΤrΧΙΑΣ

Α'. Ό Μ&.ριος σέ gy8εια. . . ; . . . . . . . . . . .

Β'. Ό Μάριο:; φτωχό:; . . . . . . . . . :

Γ'. Ό ΜιΧριος aντριχς . , . . . . . . . . . . . . . .

Δ'. Ό κ. Βοϊδοcς . . ; . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ε'. Ή φτώχεια. κα.λη γε~τόνισσα. τ'ijς δuστuχίιχς ..

ΣΤ'. Άντικιχτα.στ&.τΎJς . . . . . . . . . . . . . . ~ .

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΣrΜΠΤΩΣΗ ΔrΟ ΑΣΤΡΩΝ

504

512 515 518 521

524 5211

528 531

534

536

Α'. Πώς. πα.ρά.yοντα.ι τα έπώνuμα . . . . . . . . . . . . 540

Β'. Κιχt έγένετο φ6>ς . . . . . . . . . . . . . . . . . . 543

Γ'. 'Αποτελέσματα. τjjς &νοιξ'Υ)ς . . . . . . . . . . . . . . . . 545

Δ'. Άρχή 6α.ριiς &ρpώστια.ς . . . . . . . , , .

Ε'. Κερα.uνοί στό κεψά.λι της κuρά. Πα.νJψι9tς

ΣΤ'. Δεσμώτες . . . . . . . . . . . . . . . · . . · .

Ζ'. Ε1κΙΧσίες πά.νω στό γρά.μμα. Ο . . . . . . . . . .

Η'. Κοιl οί &.πόμοιχοι μπορεί νά. ε!να.ι μα.κά.ριοι ..

θ'. ~Εκλεtψ'Υ) ........ ...... ..... .

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

Η ΠΑΤΡΟΜΙΝΕΤΤΑ

Α'. Οί ύπόνομοι και οί μιναδόροι . . . . . . . .

Β'. Τα. εσχα.τα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . • . . . .

Γ'. Ζαμπετά.κης, Γουλομοcρα;, Ψοψιιiς, Πα.ρνα.σσός ..

Δ'. Οί συγκροτοϋντες τή σuμμορ(α.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Ο ΚΑΚΟΣ ΦηαΟΣ

1209

Σελίς

546

548

549

522

553

555

558 560

561

563

Α'. Ό :Μά.ριος &ναζΎ)τώντα.ς κα.πέλλο, συνα.ντi Υ.α.σκέτο 566

Β'. Εδp'ΥJιια. . . . . . . . . . . . . . . . . . • . . . . . . 567

Γ'. Τετρα.πρόσωπος . . . . . . . . 568

Δ'. uΕνα. ρόδο στήν ιiθλιότητα. . . . . . . . . . . . . 571

Ε'. Μια. τρύπα. της θείας πρόνοιας . . . . 577

ΣΤ'. Ό άyριιiνθρωπο; στήv τρώγλη του . . . • . . 5ί9

Ζ'. Στρα.τ't)γική κα.t τα.κτικij . . . . . . . . , , . . . . 581

Η'. Μιιi ιiχτίδΙΧ μέσα. στήν τρώγλη . . . . • . . . . . . . . . 584

θ'. Ό Ίονδρέτης σχεδδv κλα(ει . . . . . . . . . . 586

Ι·. τι 6γα.1Ύει σ.πό ενσ. &γορσ.το &μ&.ξι . . . . . . . . . . 589

ΙΑ'. Ή οuστuχ!σ. προσψέρει ίιπ'Υ)ρεσ(α. στ~ θλίψη . . . . 591

ΙΒ'. Ποu χρησιμοποιήθηκε τό πεντόψρα.γκο τοu κ. Λεuκία. . . f>Ω4

ΙΓ'. Μόνος μέ μόνον. Σέ τόπο κρuψό κι' &πόμα.κρο . . . . . . 598

ΙΔ I. 'Όπου ενας έπιθεωρ'ητής τ~ ς ά.στυνομ(α.ς δίνει δυό γροθιές

σ' Ιινα. δικηγόρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 600

ΙΕ'. Ό Ίονορέτης &.γοοά.ζει α.ότό ποu τοu χρεια.ζότα.ν . . 603

ΙΣΤ'. uΕνα. τριχγούδι ποtι 'fjτιχν τ'ijς μόδα.ς στ& 1832 . . 605

ΙΖ'. Σέ τί χρειιiστΥ)κε τό πεvτόψρα.γκσ τσϋ Μιiρισu . . . . 608

1210

ΙΗ'. Οι οuδ κ~ρέκλες τοu Μάριοu μπ~ίνοuν &ντικρuστοc . .

ΙθΌ Σκοτεινές &νφuχίες ............ .. .. ..

Κ'. Ένέορα. . . ............. . ......... .

ΚΑ'. Ή &στuνομία. πρωτ~ lπpεπε να σuλλ~μ6άνει τ~ θόμα.τα. ..

ΚΒ'. Μικρός τρα.γοuοιστής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΕΙΔfΛΛΙΟ ΚΑΙ ΕΠΟΠΟΙ·Ι·Α

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Σελίς:

611

612 615 632 635

Α'. Ό Λοuοο6ίκος Φίλιππο; . . . . . . . . . . . . . . . . 649

Β'. Ρα.γ1σμ~τ~ στ~ θεμέλια. . . . . . . .

ΓΌ Ό Ένζολωρaς κ~t το έπιτελείο τc.υ ..... . . .

ΒΙΒΛΙΟ Δ~fΤΕΡΟ

ΕΠΟΝΙΝΗ

Α'. Ό &γρός τ-ης Κοpuοα.λλlοα.ς . . . . . .

R'. Στ!ς ψuλα.κές Κuοψοροuντα.ι -~ &γκλήμα.τα. ..

Γ'. Όπτα.σία. τοu κ . Βοϊ8α. . . . . . . . . . . . . . .

Δ'. Π α.ροuσι&.ζετα.ι σ'tb Μ&.ριο . . . . . . . . . . . .

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΔΟf ΠΛΟ!ΜΕΤ

Α'. Το κρuψο κα.τ&.λuμα. .............. .. .

Β'. Ό Γιά.'~νης Άγιά.ννης Έθνοψuλα.κα.ς ..

Γ' . Φόλλα. κα.ί κλα.ριά. . . . . . . . . . . . .

Δ'. Άλλα. γ-ή σιοερ6πορτα.ς . . . . . . . . . .

Ε'. Ρόδο α.!σθά.νετα.ι τοv έα.uτό τοu πολεμικη μηχα.νη

ΣΤ'. 'Ένα.pξη τ'Υ)ς μά.χψ . . . . . . .. . . . . . .

Ζ'. Θλίψη π&.νω στή θλlψη . . . . . . . . . . . . . .

Η'. Ol ~λuσ(δες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

657 660

633 666

669 fl72

677 f\80

682 f\85

fi88

fi93

695

700

ΒΙRΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

rΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΑΠ' ΤΑ ΚΑΤΩ ΒΟΗθΕΙΑ

ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΝΩ

1211

~ελις

Α'. Τρ~uμ~τισμός !ξω , θερ~πεί~ μέσ~ ο ο ο ο ο ο ο ο 705

Β' ο Ή κuρ~ πλοuτ<iρχοu εξηγεί &μέσως ~να. φαινόμενο ο ο 707

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΔΕ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Α' ο ΣuνδuΜμος μοναξι~ς κα! στρατών~ ο ο ο ••• ο . 715

Β' ο Φό6οι τΥ)ς Τιτικσ.ς . ο • ο· ο ο • ο ••• ο • ο ο. 716

Γ'. Τά. σχόλια τΥ)ς Π~ν~γιιίησ.ς . . 718

Δ' ο Καρδιά. κάτω ιiπο τi)ν πέτρα. . . . . . . ο • ο ο ο ο ο ο 720

Ε' ο Ή Τιτίκα μετά. τ-Υjν έπιστολi) . . . . . . ο • • • • • ο • 724 ΣΤ' Οί γέροι !χοuν πλο:στ~ί για. ν' &ποuσιιiζοuν στΥjν κατιΧλλΎJ-

λ'fJ ώρα. . . . ' ' ο • • • ' ' • ο • • • • • • • • • ο ο ο ο ο ο ο 726

L ΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

Ο ΜΙΚΡΟ Σ Γ ΑΒΡΙΑΣ

Α' . "Ανψος τιiΊν ιiνέμων ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο : • ο • 720

Β Ό UOπou δ μικρός Γα.6 :j ια.ς εuεργετείτ~ι &.πο τό μέγα Νσ.πολέοντ~ 731

Γ' Ot περιπέτειες τ'ijς δρα.πέτεuσΎ)ς ο ο ο • ο ο ο ο ο • ο • ο ο ο ο ο ο 7 43

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Η ΑΡΓΚΩ

Α'. Ή ρίζ~ t'f)ς ο ο ο ο ο ο

Β' ο Άργκι}) ποu θpΎJΥεί -κ~ ι &.ργκώ πού γελίi.

Γ' Ν' &.γρuπνοuμε κσ.ι ~ά. Ηπίζομε ο ο • • • ο • ο ••

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ θΛΙWΕΙΣ

ΑΌ Πλrjρες φως . ο

Β'. Ό σΧόλος ποιός 'fiτ~ν;

753

756

759

763

766

1212

Γ'. Σκοτεινά lρy~ ..... Σελίι;:

769

Δ'. Ό Μά.pιοι; δίνει τ-ή cιεύθuνση 1.οσ σπιτιοu τοu στ-ήν Τιτίκιχ 774

Ε' ΓέptΚΥ) κ~ ι νέ~ κ~ρ8ια aντψ$τωπες . . . . • • . . . . . . . . 778

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ

ΠΟr KATErθrNONTAI;

Α'. Ό Γιιiννης Άγιά.ηηc; . . . .

Β'. Ό Μ~ριος . . . . _

Γ' Ό Βοϊδ~ς

ΒΤΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

Η 5 IOfNIOf 1832

Α'. Ή Έπιψά.ν~;ια. τοσ ςηη]μα.τος ..... . . .

Β'. Το 6ιΧθος τοu ζητijμα.τος . . . . . . . . . . . .

Γ'. Μι& κηδεία. α.tτία. έξέγερση; . . . . . . . . . .

Δ' οι &.να.οpα.σμσl &κε(νσu 'tOU κα.φοu . . . . . . . .

Ε' Μ6νο στο Πσ.ρίσι σuμ6α.ίνοuν ..•... . ....

ΒΙΉΛlΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

ΜΙΑ ΠΝΟΗ ΑΔΕΛΦΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ θfΕΛΛΑ

Α'. Ή ποίηση τοu Γα.6ρι~ κα.t ~ κα.τα.γωyij 'tΥ)ς ....

Β'. Ό γέρος θα.uμά.ζει -.δ πα. ιοί . . . . . . . . . . . • • .

Γ' Ό γέρος ................. .

Δ' . Ο! νεοσόλλεκτοι . . . . . .

ΒΙΒΛΙΟ Δ Q Δ Ε Κ Α Τ Ο

ΚΟΡΙΝθΟΣ

Α '. Ίστορία. τi)ς Κορ1νθοu &.πό τΥjν ο1κο86μησij της

Β'. Π ρώτα. τ' &.ΙJτεία. . . . . . . . . . . . . . . . •

Γ' . Ό Γκρα.ντα.ίρ σκοτείνιασε ......... .

Δ'. 'Λπ6πειρα. πα.ρηγορι~ς στ"ήν κuρCι Λuκα.ίνιχ.

Ε'. Ο! προπα.ριχσκεuες . . . . . . . . . . . . . .

ΣΤ'. Στο μετα.ξίι ................ ..

789

790

792

797

798

800

803

806

809

810 813 814

81ϊ

818 825

827

830

832

1213

Σελίς

Ζ'. Ό όψrιλός ~θελοντ~ς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 832

Η'. Έρωτήμα.τιχ κιχt &πορίε~ για Ε.νιχν Κιχ6οόt'ΥJ ποu οεν πρέπει

νΓι. λεy6τιχν Κο:6οόκ'Υ/~ . . . . . . . . . . 835

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

Α" Άπο την δοο lΙλοuμετ στ~ν σuνοικίο: Άγίοu Διονuσίοu 839

Β'. το Πιχρίσι τή νόχτο: • • • . • • . . . • . . • • 841

Γ'. Ό Μάριος; οισταιχ:τ:ικος; .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. 843

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝQΣΗΣ

Α' . Ή σrιμο:ίιχ: Π ριiξrι πρώτrι . . . . . . . . . . . . . . . . 84 7

Β'. Ή ση μα. ία.: Πρά.ξη δεύτερη . . . . . . . . . . . . . . 849

Γ'. Κα.λλίτερα. θ~κα.νε δ Γα.ορι~ς ν~ ~πα.φνε τ~ν κιχρο:μπίνα. τοίί

Ένζολωρα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 851

Δ'. Το ~α. ρέλι με το μπαροότι . . . . . . . . . . . . . . 852

Ε'. Τέλος τών στίχων τοίί Π ροu6ιχtρ . . . . . . . . • • . . 854

ΣΤ' Ή &.γωνία τοίί θανά.τοu μετα. τ~ν ά.yωνίσ, τής ζωής; 856

Ζ'. Ό Γιχ6ριckς όπολοyισ t~ς των ιiποστιiσεων . . . . . . . . 860

ΒΙΒΛΙΟ Δ ΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΟΔΟΣ ΕΝΟΠΛΟf

Α' . Το στuπ6χα.ρτο προδίνει . . . .

Β'. Πόλεμο στα cpιχνιiρια. .. .. .. .. .. .. .. Γ'. 'Ενώ ο! yuνα.ίκες κο ι μοίίντιχι . . . . . . . . . .

Δ'. 'fπερ6ολικός ζfjλος .. . . . .... ... ...•..

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΙΑΝΝΗΣ

ΒΙΒ Λ ΙΟ ΠΡQΤΟ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΟfΣ ΤΟΙΧΟrΣ

863 867 870

871

Α'. ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΥΛΛΑ ΣΤΗ ΧΑΡrΒΔΗ . . . . . . . . . . . 87!:1

1214

Σeλlς

Β' . 'Αφοu ~εν κάνοuν τίποτ' &λλο μέσα. στήν Μuσσα, κauοεν

τιιΧζοuν . . . . . . . . . . . . . . . . . . • • • • . 884

Γ'. Εuθuμίιχ κιχ( κα.τ~φεια. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 887

Δ'. li έντε λιγότεροι προσθήκη ένός . . . . . . . . . . . . . . . . 888

Ε'. Ό δρίζοντα.ς πιΧνω iπό το δδόφρα.γμα. . . . . . . . . . . . . 3<14

. ΣΤ'. Ό Μά.ριος έκστα.τικός, δ 'Ια.6έρ'f)ς λα.κωνικός . . 8U7

Ζ'. Ή κα.τιΧστα.ση έπιδεινώνετΙΧι . . . . . . . . . . . . . . . . 898

Η'. οι πuρο6ολητές δέν ΠΙΧίζοuν . . . . . . . . . . . . . . 901

θ'. Ό πα.λιός λα.θροθήρΙΧς κιχt 'fι εtιστοχίΙΧ τοίί δπλοu τοu 903

Ι'. Ή α.ύγ~ . . . • • • • . . . . . . . . . . . . . . . . . 905

ΙΑ'. Τό &λάνθσ.στο τοuψέκι ποu δέν σκοτώνει κrι,νένι:ι.ν 008

IR:. Ή &.τα.ξίσ. δπα.οό; τής τά.ξrις . . . . . . . . . . . . 909

ΙΓ '. Στιγμια.ίες &.στρα.πές . . . . . . . • . . . . . . . . 912

ΙΔ' . ~ Οποu το ονομα. τής &ρωμένης το σ Ένζολωpα. 914

ΙΕ'. Ό Γα.6ριοcς lξω . . . . . . . . . . . . . . . . • . • . . . . . 916

ΙΣΤ'. Πώς &πό ιiδελψος γίνετα.ι πα.τέρα.ς . . . . . • . . . . . . 918

ΙΖ'. Ό πεθΙΧμένος πα.τέρα.ς περιμ~ν€ι τό σκοτωμ.~να πσ.ιοt . . . . 922

ΙΗ'. ·ο γόπα.ς lγινε 6opoc . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 924

Ι θ'. Ό ΓιιΧννης 'Α,γιιΧννης έκδικείτcιι . . . . . . . . . . . . 927

Κ'. Οί νεκραt !χοuν δίκιο κcιί ot ζωντανοί δέν εχοuν ιΧδικο 929

ΚΑ'. Ο! ήρωες . . . . . . . . • . . • . . . . . . . . . . . . . . 935

KR'. Βημ.α. πρbς 6ήμ.σ. . . . . . . . . . . . . . • . . . . . . . . . . 938

ΚΓ ι. Όρέστ'Ι); ΥΥjψά.λιος κσ.t ΠuλtΧ.δης μ.εθuσμ.ένος 941

ΚΔ'. Αίχμ.ιΗωτος . . . . .. . .. . . . • . .. .. .. 9-14

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕrΤΕΡΟ

ΤΟ ΕΝΤΕΡΟ TOr ΛΕΒΙΆθΑΝ

Α'. Ή θ&λΜσα. κ&.νει πιό φτωχή τή γη ....

Β'. Ή πα.λι& tστορία. τοu όπονόμοu

Γ'. Ό Μπρuν€ζώ . . . . . .

Δ'. "Αγνωστες λεπτομέρειες . . . .

Ε' • Σtίγχρονη πpόοSος . . . . · .•

ΣΤ'. Μέlλον-rι'>'-~ πplr>~v~ ..

947

951

954

957 9ϋ0

303

1215

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΒΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ

Σελίς

Α'. Ό όπόνομοι; κ~ί οι έκπλiιξεις τοu . . 9G6

Β'. Έξ~γηση . . . . • . . . • . . . . . . . 970

Γ'. Ό iϊ.νθρωπος ποu ποψχκολοuθείτα.ι . . U72

.1'. Ε:' α.ότbς &π ίσης σηκώνει τό στ~uρό τοu 97 4

Ε'. Στbν &μμο, δπως κ~ί στη γuνα.ί:ια. όπάpχει Οόλια. λεπτ6τητ!Χ. U7G

ΣΤ'. Ή ά.γωνία. . . . . . . . . . . . . . . 978

Ζ'. Ν α.uάγιο μέσα. στο λιμάνι . . . . . . . . . . . . . . \JϊU

Η'. ΊΌ κομμιΧτι τοu σκισμένοu pouχou . . . . . . . . . . \JS:ι

θ' . Ό ΜιΧριος φα.ίνετα.t νεκρός . . . . . . . . . . . . . . . . . . \J85

Ι'. Ό γuρισμb;; τοίί έγγονοίί . . . . . . . . . . !:J88

JA'. Ό ciδuσώπητος κλονίστηκε . . . . . . . . . . . . . . . . 990

Ill;. Ό πα.πποuς . . . . . . . . . . . . . . . . . . • • 992

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Α'. Ό 'Ισ.6έρη' τα.λσ.ντεuετα.ι .. 999

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΗΤΟ

ΕΓΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠ ΠΟΥΣ

Α'. 'Όποu ξα.να.φα.ίνzτα.ι τό δέντρο μέ τον τσίγκινο lπίδεσμο 1007

Β'. 'Ο ΜιΧριος μόλις 6γηκε ιiπb τον έμφuλιο iϊ.ρχισε τόν οικοyε-

νεια.κό πόλεμο . . . . . . . . . . . • . . . . . • . . . . . . . . 1010

Γ'. Ό Μάριος έπιτlθετα., ............ , . . . . . . . . . . 10Η

Δ'. Ή δεσποινίς Γιλνοpμάνοοu οέ 6pίσκει πι~ τίποτε κα.κό ποu δ

κ. θερσα.νέιιης μπήκε κρα.τώντα.; κάτι κοcτω ά.πό τη μα.σχιiλη 1017

Ε'. Κιχτα.θέστε κα.λλίτερσ τ~ χρήμα. τ&: σα.ς σ' Ε. να. δ&:σος πα. ρ~ σ'

gyσ. σuμ6ολα.ιογριΧιρcι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1022

ΣΤ' Οι oub' γέροι προσπιχθοuν γιά. τήν εt'ιτuχία. τής Τιτίκα.ς. . . 102-1

Ζ'. 'Ανα.μν~aεις ·μέσα. στην εt'ιτuχίσ. . . . . . . . . . . . . . . . . 1031 Η'. Δύο ποu δε 6p&θrικσ.ν ciκόμη . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1033

1216

ΒΙΒΛΙΟ EKTU

Η ·· .ONfXTIA

Α'. 16 Φε6ρουα.ρίου 1833 ..

Β'. Ό Γιά.ννrι~ Άγιά.ννrις !χει π~ντιχ το χέρι κρεμιχσμένο . ο

Γ'. Ό aχώριστας;; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Δ' . Α1ώνιο μα.pwρια . . . • . ....••.....••..

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΕR!ΚΕΝQΣΗ TOf ΠΟΤΗΡΙΟr QΣ ΤΟΝ ΠΑΤΟ

Σελtς

1037 1043 1050

1052

Α'. ~Εοοομος κύκλος κα.! δγδοος οuρα.νδς .. ο ο ο • • • • • ' · . • • 1057

Β'. Τ~ σκοτεινά. σrιμεία. μια.~ &.ποκά.λυψrις, δ Μά.ριος ~μεινε &.νιχ.-

στα.τωμένος . •

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΠΡΟΣ ΤΗ ΔfΣΗ TOf ΗΛΙΟf

Α' ο Τό κ&. τω οωμ.&.τια . . • . . • ο • • • , • • • • • •

Β'. Κι' &λλα. οήμα.τιχ προς τ~ π!σω . . . . . . . •

Γ'. Ξα.νσ.θuμοuvτα. ι τόν κijπο τij~ δSοσ Πλουμετ .. Δ'. 'Έλξη κα.ι &.π6σ6εσ"ΙJ . . . . . . . . . . . . . .

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ

fΣΤΑΤΟ ΣΚΟΤΆΔΙ, fΣΤΑΤΗ ΑfΓΗ

Α'. Οrκτο προς τοuς δυστυχισμένους, &.λλ~ έπιείκεια. πρός τοuς

1073

1081 1086

1089 1094

εuτυχισμένους . . . ο ο ο ο • • ο • ο ο • • ο • • • • • • • • ο ο 1097

Β'. Τελεuτα.ϊες &.να.λα.μπeς λυχνα.ριοσ ποu σοήνει . . . . ο • • • 1100

Γ'. Bo:puς δ κονδυλοφόp~ς σ' α.ότόν ποu σήκωσε τό &.μliξι τοσ

θεpσα.νέμrι .. .. . . . . . . . . . . . . . . . . • . 1102 Δ Ό Φιά.λη Μελά.νης πι:ιu λευκα.ίνει &.vτί ν' &.μιχ.υρώσει . . 1105

Ε'. ΙΙ ίσω &πb τ~ν fιμέρσ. fι νύχτα. ο • • • • ο • ο • • • • • • 1123

~Γ . Τ' &.γριοχόρτα.ρα. κρύοι:ιυν χ.α.ι ή οροχΥj σεirινει 1133