ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

20
Εύα Πετροπούλου Λιανού Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ Γ’ΕΚΔΟΣΗ Δίγλωσση έκδοση

description

δίγλωσσο παραμύθι (Ελληνικα-Αγγλικά)

Transcript of ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Εύα Πετροπούλου Λιανού

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

Γ’ΕΚΔΟΣΗ

Δίγλωσση έκδοση

Βιογραφικό

Εύα Πετροπούλου – Λιανού

«Η κόρη της Σελήνης» είναι το δεύτερο βιβλίο για παιδιά, της Εύας Πετροπούλου-Λιανού. Έκανε την εμφάνιση της στο μαγικό κόσμο του παιδικού βιβλίου, με την έκδοση του πρώτου βιβλίου της στα

Γαλλικά «Gerqldine et le lutin du lac», το Μάιο του 2007, από τις εκδόσεις Amalthee. Το βιβλίο πωλείται μέσω της ιστοσελίδας του Fnac.

Η Ευα Λιανού – Πετροπούλου γεννήθηκε στο Ξυλόκαστρο όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Αγαπούσε τη δημοσιογραφία από μικρή, «είχε έφεση» θα πουν οι φίλοι της.

Αποφασίζει να κάνει επάγγελμα τη μεγάλη της αγάπη και παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας στην σχολή του Αντένα. Τελειώνοντας με τις σπουδές της κάνει την πρακτική της, ως ελεύθερη

ρεπόρτερ σε διάφορες δημοσιογραφικές εκπομπές. Το 1994 φεύγει για τη Γαλλία όπου κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη γαλλική εφημερίδα «Le LIBRE JOURNAL».

Η αγάπη για την Ελλάδα όμως την κέρδισε, επέστρεψε στην ηλιόλουστη πατρίδα Κι από το 2002 ζει κι εργάζεται στην Αθήνα, ως καθηγήτρια Γαλλικής Γλώσσας.

Παράλληλα σπουδάζει στο Γαλλικό Ινστιτούτο, Lettres Modernes , γιατί πότε δεν είναι αργά να πραγματοποιούμε τα όνειρα μας .

Η «Χώρα του Ποτέ» είναι στην καρδιά μαςΑγαπημένος της ήρωας: ο Πήτερ Παν.Αγαπημένο μότο : Όλα θα πάνε καλά.

Η κόρη της σελήνης

ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΛΙΑΝΟΥ

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Τίτλος: Η κόρη της σελήνης

Συγγραφέας: Εύα Πετροπούλου Λιανού

Επιμέλεια - Διόρθωση - Σελιδοποίηση Μαρία Στυλιανού

Καλλιτεχνική Επεξεργασία Εξωφύλλου & Εικονογράφηση: Αποστόλης Μπάτης

Μετάφραση: Δημήτρης Θανασούλας

Διεύθυνση: Τ. Θ. 540654 3720 - Λεμεσός Τηλ.: 25561963www.anazitiseis.com

Copyright 2012 © Εύα Πετροπούλου Λιανού

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιοδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, ή η μετάδοση του βιβλίου ή μέρους του με οποιοδήποτε μέσο και σε οποιαδήποτε μορφή χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του συγγραφέα.

ISBN:

Αφιερωμένο...

Στη γιαγιά Μαργαρίτα που με ενέπνευσε, στους γονείς μου και στον αδελφό μου, και σε όσους παραμένουν ακόμη παιδιά …

Σε μια Χώρα μακρινή, που πάντα είναι Άνοιξη και τα χελιδόνια ζουν μόνιμοι κάτοικοι, κατοικούσε ένας Βασιλιάς με τη μονάκριβη του κόρη. Το όνομα της ήταν Ξακουστή. Η Ξακουστή ήταν πολύ ευτυχισμένη. Είχε πολλά όμορφα και πανάκριβα παιχνίδια, μοναδικά στην Οικουμένη. Είχε λαμπρά φορέματα, στολίδια και κοσμήματα, μα πιο πολύ από όλα η μικρούλα Ξακουστή προτιμούσε να διασκεδάζει καθισμένη στο χρυσό σκαμνί της, για ώρες, και να περνάει τον καιρό της, κοιτάζοντας ένα μεγάλο βιβλίο, με πολύχρωμες ζωγραφιές. Με το βλέμμα της χάιδευε αυτές τις ζωγραφιές, και θαύμαζε το φανταχτερό τους χρώμα.

Από πολύ μικρή, η Ξακουστή έδειχνε ότι θα γινόταν μια πολύ ωραία αλλά προπαντός μια καλή και μυαλωμένη κοπέλα. Ήταν πάντοτε γλυκομίλητη, φρόνιμη, ευγενική. Αγαπούσε τα βιβλία, και φερόταν σε όλους, υπηρέτες, αυλικούς και την νταντά της, με πολύ καλούς τρόπους. Το σπουδαιότερο από όλα, ήταν η αγάπη της για τα ζώα και τα λουλούδια.

Όταν κατέβαινε στους κήπους του Παλατιού, η πεντάμορφη πριγκίπισσα, για να περπατήσει, ντυμένη με το θαυμάσιο φορέμά της, φτιαγμένο από μαργαριταρένια κουμπιά και ζαφείρια, τούλια πολύχρωμα και μουσελίνες, όλα τα ζώα και τα πτηνά του ουρανού, καθώς περνούσε, της κελαηδούσαν και μιλούσαν στη δική τους γλώσσα. ΄Ηταν τόσο χαρούμενα που την έβλεπαν και προσπαθούσαν να την πλησιάσουν.

Κι εκείνη τους τραγουδούσε :

« Ζώα του κήπου μου αγαπημέναΠουλιά του ΟυρανούΓλυκά που κελαηδείτε

Ελάτε να σας σφίξω ένα- έναΚι όλα μαζί ελάτε στη μικρή μου αγκαλιά…»

Κι αφού τα αγκάλιαζε κι έπαιζε μαζί τους, έπειτα τα άφηνε ελεύθερα, αφού τα αποχαιρετούσε φιλώντας τα ένα – ένα. ΄Ηταν ένα καλό πλάσμα η μικρή Ξακουστή κι όλοι εντός κι εκτός του Βασιλείου τη λάτρευαν κι έβλεπαν σε αυτήν μια μελλοντική και δίκαιη Βασίλισσα. Φυσικά αυτός που καμάρωνε περισσότερο από όλους ήταν ο πατέρας της, ο Βασιλιάς. ΄Ηταν όλη του η ζωή!

Αυτή η χαρά δυστυχώς, δεν κράτησε για πολύ, για τη Ξακουστή.Ο πατέρας της ένιωθε μοναξιά, κι αποφάσισε να παντρευτεί. Η δεύτερη γυναίκα του όμως, ήταν κακιά

Εύα Πετροπούλου Λιανού

Η κόρη της σελήνης

και ζηλιάρα, και δεν αγαπούσε καθόλου την προγονή της.

Ο λαός τη δέχτηκε με μεγάλη αγαλλίαση. Ξεγελάστηκε με τα ωραία λόγια και την υποκρισία της, όπως και ο Βασιλιάς και είδαν στο πρόσωπό της τη μακαρίτισσα την πρώτη Βασίλισσα. Επειδή ήταν και οι δύο όμορφες, κανείς όμως δε μπόρεσε να αντιληφθεί ότι η τωρινή Βασίλισσα θα έκρυβε μια καρδιά μαύρη, σκοτεινή.

Κοίταζε κάθε φόρα τη μικρή Ξακουστή, με φθόνο και ζήλια και σιγά σιγά μια επιθυμία άρχισε να φουντώνει μέσα της έντονα, να εξαφανίσει τη μικρή πριγκίπισσα.΄Ηθελε να έχει όλο το παλάτι για τον ευατό της.

Από την πρώτη μέρα κιόλας άρχισε να δείχνει τον κακό της χαρακτήρα στην Ξακουστή. Της απαγόρευε πλέον τις βόλτες στους κήπους του Παλατιού. Της απαγόρευε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο με τις πολύχρωμες ζωγραφιές. Κι αντί να της δίνει τα αγαπημένα της μπισκότα, όπως της έδιναν συνήθως για το κολατσιό, εκείνη γέμιζε ένα μπολ με άμμο κι έλεγε : «Αυτό θα φας, τίποτα άλλο δεν υπάρχει.»Ήταν τόσο διεστραμμένη και τρομερή, που άρχισε να λέει ψέματα στο Βασιλιά, για τη συμπεριφορά της μικρής του κόρη, ότι ήταν ατίθαση και ανυπάκουη.

Ευτυχώς ο Βασιλιάς δεν άκουγε τίποτε από όλα αυτά κι ούτε πίστευε τίποτα κι αγαπούσε ακόμη πιο πολύ την Ξακουστή του.

Βλέποντας αυτά η Βασίλισσα, η κακία, ο φθόνος την κυρίευε όλο και περισσότερο. Έτρεμε σύγκορμη. Τα μάτια της ήταν γεμάτα μίσος και ζήλια. Και μόλις έβρισκε ευκαιρία, πλήγωνε την όμορφη βασιλοπούλα. Χωρίς αφορμή, της μιλούσε άσχημα. Και είχε δώσει εντολές στο υπηρετικό προσωπικό, να της κρύβουν τα παιχνίδια και τα όμορφα φορέματά της. Τα μεταξένια μαλλιά της δεν της επέτρεπε πλέον να τα στολίζει με όμορφες γαλάζιες και ροζ κορδέλες.

Κι όταν έκανε μπάνιο, είχε συνωμοτήσει με μια δεύτερη υπηρέτρια, να κάνει κάτι πολύ απαίσιο. Έτσι, κάθε φορά που η Ξακουστή έκανε μπάνιο, η υπηρέτρια της κακιάς Βασίλισσας της πετούσε απαίσιους βάτραχους, για να την τρομάζουν. Η ζωή της μικρής πριγκίπισσας είχε γίνει πλέον μια κόλαση. Η κακιά Βασίλισσα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη βλέποντας την Ξακουστή να λάμπει από ομορφιά και να είναι αγαπητή.

Συνεχώς κατέβαζε το μυαλό της δαιμόνια σχέδια και πήγαινε στους βρωμερούς λάκκους με τους

Εύα Πετροπούλου Λιανού

Η κόρη της σελήνης

υπηρέτες – συνεργούς της. Εκεί όλοι μαζί μάζευαν αγριόχορτα, και πήγαιναν και τα έβραζαν στην κουζίνα.Έπειτα έβαζαν το ζουμί τους στα όμορφα καλοχτενισμένα ξανθά μαλλιά της μικρής πριγκίπισσας…

Παρόλο την επιμονή της κακιάς Βασίλισσας, τόσο πιο πολύ ομόρφαινε η μικρή πριγκιποπούλα. Και τα βάσανα της μικρής Ξακουστής δεν είχαν τέλος. Μέχρι και βρόμικες αλοιφές φτιαγμένες από τσουκνίδες και αγριόχορτα τις έβαζαν στο όμορφο ροδαλό προσωπάκι της και στο λευκό σαν πορσελάνη σώμα της. Μα και πάλι, η Ξακουστή παρέμενε ένα πανέμορφο κι αγαπητό πλάσμα σε όλους, κι αυτό εξαγρίωνε ακόμη πιο πολύ τη μητριά της. Στο μεταξύ, η μικρή Ξακουστή υπέφερε πολύ, από όλη αυτή την άσχημη μεταχείριση της μητριάς της και απέφευγε να βγαίνει από τα διαμερίσματα της. Εκεί, νιώθοντας προστατευμένη από όλη αυτή την κακία, ξεσπούσε σε λυγμούς και τα δάκρυα της κυλούσαν στο πάτωμα.

Οι φίλοι της, τα ζώα και τα πουλιά, που τόσο καιρό δεν την είχαν δει στους κήπους, έτρεξαν στο παράθυρο της και κελαηδούσαν, για να της δώσουν παρηγοριά και κουράγιο. Η μικρή Βασιλοπούλα ήταν απαρηγόρητη. Κι έκλαιγε, έκλαιγε με πόνο μεγάλο στην καρδιά. Αισθανόταν ότι κάτι κακό θα της συνέβαινε. Πραγματικά, λίγες μέρες αργότερα οι μαύρες προαισθήσεις της δεν άργησαν να βγούν αληθινές.

Ενώ η ειρήνη βασίλευε, στην όμορφη Χώρα, κι ο Βασιλιάς χαιρόταν να βλέπει το λαό του ευτυχισμένο και να απολαμβάνουν όλοι τα αγαθά της εύφορης γης τους, μια είδηση ήρθε ξαφνικά να τους αναστατώσει…Ένα κακό νέο που εξαπλώθηκε αμέσως σε όλη τη Χώρα. Στρατός πολύς, βάρβαροι έρχονταν προς την πατρίδα τους κι από όπου περνούσαν λεηλατούσαν, κατέστρεφαν, έκαιγαν και ρήμαζαν τις περιούσιες. Και πριν καλά - καλά πέσει η νύχτα, ακουστηκαν κιόλας από το ψηλό παρατηρητήριο οι σάλπιγγες του κινδύνου. Οι άγρυπνοι φρουροί είδαν μέσα στο σκοτάδι τις φωτιές και το στρατό των βαρβάρων να πλησιάζει. Έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον Βασιλιά. Σύντομα, οι βάρβαροι θα βρίσκονταν στην όμορφη Χώρα. Ο Βασιλιάς κάλεσε συμβούλιο με τους Στρατηγούς του. Η απόφαση πάρθηκε. Θα γινόταν πόλεμος.

Οι κάτοικοι πήραν ότι πολυτιμότερο είχαν και σκορπίστηκαν προς τα βουνά, κι όσοι έμειναν πίσω κλείστηκαν στα γιγάντια απόρθητα τείχη του Παλατιού. Επικρατούσε πανικός, φωνές ανθρώπων και ποδοβολητά αλόγων. Τύμπανα ακούγονταν και σάλπιγγες. Ο Πόλεμος κηρύχθηκε! Αντρειωμένοι πολεμιστές ετοιμάστηκαν, με πανοπλίες και κράνη, όπλα κι άλλοι καβάλα σε άλογα κι άλλοι πεζοί, ξεκίνησαν για τη μάχη.

Εύα Πετροπούλου Λιανού

EVA PETROPOULOU LIANOU

THE MOON’ S DAUGHTER

3rd Edition

Bilingual publication

Eva Pe

AUTHOR’S BIO

Eva Petropoulou-Lianou was born in Xylokastro, where she completed her basic education. She loved journalism from an early age, so she decided to pursue this career. She attended courses in Journal-ism at the School of Antenna Channel. After graduating, she worked as an apprentice as a freelance

reporter in various TV programmes. In 1994, she left for France, where she worked as a journalist for the French newspaper, ‘Le LIBRE JOURNAL’. At the same time, she contributed articles to the Corin-

thian newspaper, ‘Today’. Her love for Greece, however, brought her back to her sunny country, and has lived in Athens since 2002. Her main occupation is French language teaching in various cultural associations, such as

Ash n’ art, she holds seminars on the French language in private companies, while at the same time she translates books and assignments.

Her fairy-tales and interviews, as well as articles, have been published in the electronic jour-nals, Eimastegynaikes and Anazitisis, in Cyprus and Greece.

She is currently studying at the French Institute, Lettres Modernes, as it is never too late to make our dreams come true. ‘Neverland’ is always in our hearts...

Her favourite hero is Peter Pan. Her favourite motto: Everything will be all right.

Dear fellow, writer and journalist,

Thank you for including me among the members of your audience. It is a responsible piece of work with great potential, not the least of which is the warm allure of communication and of maximum sen-suous enjoyment. It is the essay of interactive communication among arts imparted in the same book and is notable as an artistic result. The artist investor of the visual dialogue was marvellous with his structure and colour tech-nique, as he rendered the imagery, reconstructed the author’s voice and the vivid imagination of her impressions, and invested the sacramental climax of the story with colour, design and expression--all in harmony with the beauty of the lyrical rendition of her speech. A speech which grows on you and makes you a vehicle for its creator’s sensibilities. The book invites you and lures you with its consummate imagination, artistic offer, its commu-nicative dimension, its consistent record of episodes/incidents, its thematic imagination, its respect for the tardy course and evolution of the myth, with its evident allusions to experiential images of partici-pation and give-and-take. It is a piece of work based on communication, love and forgiveness, whose elements invoked the mental cultivation of its claims and decisions, conveying magnanimity, pity, forgiveness, love, jus-tice and respect. Its heroes are Princess Famous (‘The Moon’s Daughter’), Granny Adrianna (a simple and humble lady filled with love and spontaneity), the evil stepmother (second wife of Famous’ father) and, finally, the young King. The story has been written with love and understanding, since its author is fully aware that it is addressed to young children, whose demands are great and criticism often harsh and unequivocal. Of course, it was well-received and shared with every and each member of its audi-ence--through the vehicle of its narrative aesthetics--this fight between fairy-tale schemata, the epic result of fiction, as well as its grandeur and magic.

Review by Mr. Kyriakos Valavanis(Critic and Playwright)

Title: The moon’ s daughter

Author: Eva Petropoulou Lianou

Book lay out: Maria Stylianou

Cover & book design Apostolis Mpatis

Translation in English: Dimitris Thanasoulas

Published by: Vivlioekdoseis Anazitiseis Ltd

P.O.BOX: 540654 3720 - Limassol - Cyprus

Tel.: 25561963

www.anazitiseis.com

Copyright 2012 © Eva Petropoulou Lianou

ISBN:

THE MOON’ S DAUGHTER

EVA PETROPOULOU LIANOU

In a distant country, where it is always spring and sparrows are permanent residents, lived a king with his beloved daughter. Her name was Famous. She was very happy. She had lots of beautiful and expensive toys, unique around the world. She had bright dresses, ornaments and jewels. But more than anything else, Famous preferred having fun, seated on her golden stool for hours on end and passing her time looking through a big book full of multi-coloured pictures. With her eyes, she would touch those pictures and admire their bright colour. From an early age, Famous showed signs of becoming a very beautiful but, above all, a kind and sensible girl. She was always affable and polite. She loved books and was well-mannered to everyone-servants, courtiers and her nanny. Most important of all was her love for animals and flowers. When the beautiful Princess walked around the Palace Garden, dressed in her wonderful gown made of pearl buttons and sapphires, multi-coloured tulles and muslins, all the animals in the garden and the birds in the sky chriped abd talked to her in their own language, as she passed by. They were so happy to see her and tried to approach her. And she sang to them: Animals of my garden, Beloved Birds of the Sky, How sweetly you chirp! Come to give each of you a hug. Come nest in my embrace!

She hugged them and played with them. Then, she set them free, after she had kissed each and every one of them. Little Famous was a nice creature and everyone, inside and outside of the Kingdom, adored her, seeing in her a fair future Queen. Of course, he who was the most proud was her father, the King. His daughter was the apple of his eye! Unfortunately, this happiness did not last for Famous. Her father felt lonely and decided to get married. His second wife, though, was mean and jealous of her step-daughter. People welcomed her with great enthusiasm. They were deceived by her kind words and hypocrisy, just like the King, and saw in her the late first Queen. As they were both beautiful, no one realised that the present Queen had a black heart. Every day, she would view Famous with spite and envy, and her desire gradually grew to kill

Εva Petropoulou Lianou

The moon’ s daughter

the little princess. She wanted to keep the whole palace to herself. From the very first day, she showed her true colours to Famous. She forbade her to walk around the Palace Gardens or read her favourite book with the multi-coloured pictures. And, instead of giving her her favourite biscuits, like they used to for a snack, she filled a bowl with sand and said: ‘That’s what you will eat. There’s nothing else’. She was so twisted and mean that she started lying to the KIng about his little daughter’s behaviour. She wanted to have him believe that Famous was unruly and disobedient. Fortunately, the King wouldn’t listen to all this, nor did he believe her. On the contrary, he loved his little Famous all the more. Seeing all this, the Queen, the bad one, was overwhelmed with envy. She trembled. Her eyes were filled with hate and envy, and she seized every opportunity to hurt the beautiful Princess. For no reason, she spoke to her in a bad manner. She had given orders to the servants to hide her toys and beautiful dresses. She even forbade her to decorate her silk hair with beautiful blue and pink ribbons. Besides, she had conspired with one of her maids to do something really mean: every time Famous took a bath, the maid would throw frogs at her to scare her. The little Princess’s life was like hell. The mean Queen was far from satisfied seeing that Famous shone with beauty and was adorable. Her mind would constantly come up with evil plans and she went to some filthy pits with her servants, who were her accomplices. There, they would all pick wild greens and, when they got back to the palace, they would boil them in the kitchen. Then, they put their juice on the beautifully combed blond hair of the little Princess... Despite the mean Queen’s persistence, the little Princess grew even prettier, while there was no end to her plight. They even applied dirty ointment made of nettle and weeds to her pretty pink face and her body, which was as white as porcelain. Still, Famous remained a beautiful lovable creature to all, which frustrated her step-mother even more. In the meantime, the little girl suffered so much because of all this bad treatment that she avoided getting out of her room. There, feeling protected against that malice, she burst out crying and her tears dropped on the floor. Her friends, the animals and birds that hadn’t seen her in the gardens for so long ran up to her window and started singing to give her strength and courage. The little princess, however, was inconsolable. And she would weep and weep, her heart filled with pain. She felt that something bad was going to happen to her. Indeed, her gloomy presentiment was soon borne out.

Εva Petropoulou Lianou