Δημήτρης Φύσσας - Με Τους Αλβανούς Στο Πάρκο (Σκάκι &...

6
Από τη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα με τίτλο “Αγύριστο κεφάλι”, εκδ. Εστία 2004. ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΒΑΝΟΥΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ Εδώ και μερικά χρόνια, ο Δήμος Αθηναίων έχει μετατρέψει σε πάρκο το παλιό εργοστάσιο του Φιξ, πρώην Κλωναρίδη (εξ ου και η ομώνυμη στάση τρόλεϊ και λεωφορείων), λίγο πριν από το Τέρμα Πατησίων. (Βέβαια το 2000 ο ίδιος αυτός Δήμος, επί δημαρχίας τού από κάθε άποψη κακόγουστου - και φυσικά μη Αθηναίου - Αβραμόπουλου, μισογκρέμισε με το «έτσι το θέλω» το κτίριο αυτό του 19ου αιώνα). Τέλος πάντων, από τότε που έγινε πάρκο, το μέρος συγκεντρώνει σταθερά πολύ κόσμο που περνάει καλά, ιδιαίτερα τις ηλιόλουστες μέρες: μανάδες με καρότσια, παιδιά που στριφογυρνάνε παίζοντας, αργόσχολους αλλοδαπούς, συνταξιούχους, ζευγαράκια, μοναχικούς, κοπανατζήδες, διάφορους ξέμπαρκους. Επιτραπέζια παιχνίδια όμως, κανείς δεν έπαιζε. Μέχρι που στη βόρεια πλευρά, αυτή με τα ψηλά δέντρα και με τα παγκάκια, που βρίσκεται προς το εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου (το πάρκο βλέπει από τις άλλες τρεις μεριές σε δρόμους: Πατησίων, Καυταντζόγλου, Τσίλερ) άρχισα τις Κυριακές να παρατηρώ κάποια ξεχωριστή κίνηση. Περνώντας με τη μοτοσικλέτα μου από την Πατησίων, έπαιρνε το μάτι μου άντρες - μόνο άντρες - καθιστούς στα παγκάκια και όρθιους, σε μικρές ομάδες, να χτυπάνε κάτι δυνατά, άλλοτε ψιλοφωνάζοντας κι άλλοτε πιο ήρεμα. Πλησιάζοντας, είδα τι έκαναν: έπαιζαν ντόμινο, πάνω σε κάτι παλιά τελάρα από κόντρα πλακέ ή φορμάικα (τα άφηναν πάντα εκεί. Τα είχα ήδη προσέξει, αλλά δεν είχα δώσει σημασία). Οι άνθρωποι αυτοί μιλούσαν ρώσικα (αυτοί μού το είπαν). Ήταν Ρωσοπόντιοι, Ρώσοι και Ουκρανοί. Έπαιζαν με πολλή ένταση, είτε σχολίαζαν το παίξιμο των άλλων. Τα «πλακάκια» που χρησιμοποιούσαν τα είχα δει πολλές φορές στις λαϊκές αγορές ή σε άλλα μέρη με υπαίθριους πωλητές, στον Άλιμο, στους Σταθμούς του Ηλεκτρικού, στο παζάρι του Πειραιά κι αλλού. Η θήκη εντός της οποίας πωλούνταν είχε πάνω τη λέξη «ντόμινο», γραμμένη στο κυριλλικό αλφάβητο. Σύντομα βαρέθηκα να χαζεύω, όπως βαριόμουνα πάντα και γενικά το ντόμινο. Ολοφάνερα το πράγμα είχε λαογραφικό ενδιαφέρον, αλλά δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο (πολλές φορές είχα δει στην

description

Διήγημα για το σκάκι.

Transcript of Δημήτρης Φύσσας - Με Τους Αλβανούς Στο Πάρκο (Σκάκι &...

Page 1: Δημήτρης Φύσσας - Με Τους Αλβανούς Στο Πάρκο (Σκάκι & Λογοτεχνία)

Από τη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα με τίτλο “Αγύριστο κεφάλι”, εκδ. Εστία 2004.

ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΒΑΝΟΥΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Εδώ και μερικά χρόνια, ο Δήμος Αθηναίων έχει μετατρέψει σε πάρκο το παλιό εργοστάσιο του Φιξ, πρώην Κλωναρίδη (εξ ου και η ομώνυμη στάση τρόλεϊ και λεωφορείων), λίγο πριν από το Τέρμα Πατησίων. (Βέβαια το 2000 ο ίδιος αυτός Δήμος, επί δημαρχίας τού από κάθε άποψη κακόγουστου - και φυσικά μη Αθηναίου - Αβραμόπουλου, μισογκρέμισε με το «έτσι το θέλω» το κτίριο αυτό του 19ου αιώνα). Τέλος πάντων, από τότε που έγινε πάρκο, το μέρος συγκεντρώνει σταθερά πολύ κόσμο που περνάει καλά, ιδιαίτερα τις ηλιόλουστες μέρες: μανάδες με καρότσια, παιδιά που στριφογυρνάνε παίζοντας, αργόσχολους αλλοδαπούς, συνταξιούχους, ζευγαράκια, μοναχικούς, κοπανατζήδες, διάφορους ξέμπαρκους.

Επιτραπέζια παιχνίδια όμως, κανείς δεν έπαιζε. Μέχρι που στη βόρεια πλευρά, αυτή με τα ψηλά δέντρα και με τα παγκάκια, που βρίσκεται προς το εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου (το πάρκο βλέπει από τις άλλες τρεις μεριές σε δρόμους: Πατησίων, Καυταντζόγλου, Τσίλερ) άρχισα τις Κυριακές να παρατηρώ κάποια ξεχωριστή κίνηση. Περνώντας με τη μοτοσικλέτα μου από την Πατησίων, έπαιρνε το μάτι μου άντρες - μόνο άντρες - καθιστούς στα παγκάκια και όρθιους, σε μικρές ομάδες, να χτυπάνε κάτι δυνατά, άλλοτε ψιλοφωνάζοντας κι άλλοτε πιο ήρεμα.

Πλησιάζοντας, είδα τι έκαναν: έπαιζαν ντόμινο, πάνω σε κάτι παλιά τελάρα από κόντρα πλακέ ή φορμάικα (τα άφηναν πάντα εκεί. Τα είχα ήδη προσέξει, αλλά δεν είχα δώσει σημασία). Οι άνθρωποι αυτοί μιλούσαν ρώσικα (αυτοί μού το είπαν). Ήταν Ρωσοπόντιοι, Ρώσοι και Ουκρανοί. Έπαιζαν με πολλή ένταση, είτε σχολίαζαν το παίξιμο των άλλων. Τα «πλακάκια» που χρησιμοποιούσαν τα είχα δει πολλές φορές στις λαϊκές αγορές ή σε άλλα μέρη με υπαίθριους πωλητές, στον Άλιμο, στους Σταθμούς του Ηλεκτρικού, στο παζάρι του Πειραιά κι αλλού. Η θήκη εντός της οποίας πωλούνταν είχε πάνω τη λέξη «ντόμινο», γραμμένη στο κυριλλικό αλφάβητο.

Σύντομα βαρέθηκα να χαζεύω, όπως βαριόμουνα πάντα και γενικά το ντόμινο. Ολοφάνερα το πράγμα είχε λαογραφικό ενδιαφέρον, αλλά δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο (πολλές φορές είχα δει στην Καλλιθέα, περιοχή - κέντρο των Ρωσοποντίων, παρόμοια φαινόμενα. Μάλιστα εκεί, στο ξύλινο δημοτικό κιόσκι της Πλατείας Δαβάκη, οι άνθρωποι εκείνοι έπαιζαν και σκάκι). Ύστερα από λίγο έφυγα- και ήταν για μένα απλώς ένα στιγμιαίο θέαμα όποτε περνούσα από την Πατησίων. Παρατήρησα επίσης ότι επεκτάθηκαν από τις Κυριακές και σε άλλες μέρες του χρόνου, καιρού επιτρέποντος. Αλλά σημασία, πλέον, δεν πολυέδινα.

Page 2: Δημήτρης Φύσσας - Με Τους Αλβανούς Στο Πάρκο (Σκάκι & Λογοτεχνία)

Πριν λίγο καιρό όμως, πάλι Κυριακή, απομεσήμερο, μου φάνηκε σα να πήρε το μάτι μου κάτι διαφορετικό. Πλησίασα. Ήταν μόνο δύο άντρες, κι έπαιζαν σκάκι. Ο νεότερος, ένα μελαχρινός σαραντάρης, καθόταν καβάλα στο παγκάκι. Ο μεγαλύτερος, ένας σχεδόν φαλακρός πενηντάρης, καθόταν κανονικά, με το ένα πόδι πάνω στ΄ άλλο, στρίβοντας το κορμί του πλάγια για να παίζει. Η σκακιέρα ήταν ανοιγμένη ανάμεσά τους. Ήταν ξύλινη, παλιά και πολυχρησιμοποιημένη, όπως και τα πιόνια. Όλα όμως ήταν καλοφτιαγμένα και διατηρούσαν ίχνη παλαιάς ομορφιάς.

Υπήρχε μία μισοδιαλυμένη καρέκλα. Ρώτησα αν μπορούσα να καθήσω. Κάθησα. Παίζοντας, μιλούσαν μεταξύ τους. Ρώτησα «Τι γλώσσα μιλάτε;» και ο μελαχρινός μού απάντησε «αλβανικά». Παρακολούθησα αρκετές παρτίδες, χωρίς - κατά τη συνήθειά μου - να λέω τίποτα. Ο μελαχρινός μού μιλούσε πού και πού στα ελληνικά. Οι Αλβανοί έπαιζαν αρκετά γρήγορα, μερικές φορές μάλιστα πολύ γρήγορα. Ο φαλακρός κέρδισε όλες τις παρτίδες εύκολα, εκτός από την τελευταία.

Σ΄ αυτή την τελευταία, ο φαλακρός έπαιζε με τα λευκά και ο μελαχρινός με τα μαύρα. Ο βασιλιάς του νεότερου παίκτη ήταν παγιδευμένος, χωρίς τετράγωνο διαφυγής, και περίμενε απλώς να ακουστεί το μοιραίο «σαχ» του ματ. Τα πιόνια ήταν επίσης όλα ακινητοποιημένα. Τότε ο μαύρος θυσίασε με τη σειρά έναν πύργο και έναν αξιωματικό και, με τον πύργο που του είχε απομείνει, έδωσε σαχ από κολλητό τετράγωνο στο λευκό βασιλιά. Εκείνη τη στιγμή ο λευκός, αλλά κι εγώ απέξω, καταλάβαμε πού το πήγαινε ο μαύρος: αν ο λευκός βασιλιάς έπαιρνε τον ανυποστήρικτο πύργο που τον απειλούσε, ο μαύρος δε θα είχε τι να παίξει και η παρτίδα θα έληγε ισόπαλη, με πατ. Κομμάτι να πάρει τον πύργο ή να παρεμβληθεί δεν υπήρχε. Έτσι, ο λευκός δεν πήρε το μαύρο πύργο και απλώς κίνησε το βασιλιά του πιο κει. Ο προκλητικός πύργος του μαύρου συνέχισε ν΄ απειλεί πάλι και πάλι το λευκό βασιλιά, «ακουμπώντας» τον συνεχώς.

Κοίταξα συνολικά τη σκακιέρα και κατάλαβα ποια ήταν η μόνη λύση: ο λευκός βασιλιάς θα έπρεπε, παρότι απειλούμενος συνεχώς, να πλησιάσει στο σημείο όπου ήταν αποκλεισμένος ο μαύρος βασιλιάς. Στον αποκλεισμό συμμετείχε ένας λευκός ίππος. Καθώς ο λευκός βασιλιάς θα πλησίαζε, θα παρέσυρε βέβαια μαζί του και τον ενοχλητικό μαύρο πύργο. Κάποτε θα τον έφερνε στην απόσταση βολής του λευκού ίππου. Όταν ο μαύρος πύργος θα έδινε ένα ακόμα σαχ, ο λευκός ίππος θα έπαιρνε τον πύργο, και με τη μετακίνησή του αυτή θα «δημιουργούσε» επιτέλους ένα ελεύθερο τετράγωνο για το μαύρο βασιλιά. Ή - δεύτερη εκδοχή - ο μαύρος, από φόβο μήπως χάσει τον πύργο χωρίς να πετύχει το ματ, θα έπαιζε το κομμάτι του σε άλλη θέση, διακόπτοντας τα συνεχή σαχ. Και στις δύο περιπτώσεις, ο λευκός θα κέρδιζε εύκολα στη συνέχεια.

Σχεδόν ταυτόχρονα, το κατάλαβε και ο ίδιος ο παίκτης. Μετά από κάθε σαχ, άρχισε να μεταφέρει σταδιακά το βασιλιά του προς τα απομεινάρια της παράταξης του αποκλεισμένου μαύρου βασιλιά, προς

Page 3: Δημήτρης Φύσσας - Με Τους Αλβανούς Στο Πάρκο (Σκάκι & Λογοτεχνία)

τα τετράγωνα όπου επιδίωκε να ενεργοποιήσει τον ίππο του. Το κατάλαβε όμως και ο αντίπαλος, και διάλεγε θέσεις που να μπορεί να δίνει σαχ, χωρίς όμως να μπαίνει στο παιχνίδι ο ίππος του λευκού. Ο μαύρος πάλεψε πολύ, αλλά τελικά ο φαλακρός έφερε το λευκό βασιλιά σε θέση που ο μαύρος πύργος δεν μπορούσε να δώσει σαχ ατιμωρητί. Εκεί ο μελαχρινός εγκατέλειψε. (Στο μεταξύ, βέβαια, φώναζαν και λογομαχούσαν αρκετά, κι έτσι από τη συνεχή επανάληψη έμαθα την αλβανική λέξη για την σκακιστική ισοπαλία: «ραμί»).

Μετά τους ζήτησα να παίξω κι εγώ. Ο φαλακρός στην αρχή ήθελε να παίξει μόνο με το φίλο του, όχι μαζί μου. Εκείνος όμως δεν ήθελε, προφανώς γιατί έχανε συνέχεια. Έλεγαν διάφορα στα αλβανικά μεταξύ τους. Τελικά, ο μεγαλύτερος παίκτης δέχθηκε να παίξουμε. Πήρα τη θέση του μελαχρινού καβάλα στο παγκάκι, ενώ εκείνος πήρε τη θέση μου στην καρέκλα.

Τη μεγαλόψυχη δυσφορία, με την οποία ο φαλακρός συνόδεψε την κατάφασή του, την ήξερα καλά: ήταν ο καλός παίκτης, που δε θέλει να χαραμίσει χρόνο με αυτόν που θεωρεί κατώτερο αντίπαλο. Και με θεωρούσε κατώτερο, πίστεψα τότε, γιατί τόση ώρα καθόμουνα και δεν έλεγα τίποτα - άρα πόσα καταλάβαινα από αυτά που έβλεπα; Ίσως μάλιστα να μην ήταν καν «μεγαλόψυχη δυσφορία», αλλά κάτι παραπάνω: υπεροψία. Λοιπόν, κάτι τέτοιους παίκτες συνήθως τους νικούσα.

Είπα τ΄ όνομά μου και ρώτησα τ’ όνομα του αντιπάλου μου. Μου είπε «Λούλι». Πήρα τα λευκά. Αρχίσαμε μία «ισπανική» παρτίδα. Στις πρώτες κινήσεις ήταν άνετος, αλλά όσο η παρτίδα σοβάρευε, άρχισε να σφίγγεται. Είχε τη συνήθεια να κρατάει πολλή ώρα στο χέρι τα κομμάτια που έπαιρνε, ακόμα και δύο ή τρία μαζί. Ήταν καλός παίκτης, αλλά από την αρχή απέκτησα μία ελαφριά υπεροχή, την οποία σταδιακά διεύρυνα και μπήκα σε φινάλε με υπεροχή ίππου και δύο πιονιών. Ο Λούλι εγκατέλειψε. Ο μελαχρινός έφυγε εντυπωσιασμένος.

Στο μεταξύ, ο Λούλι κι εγώ είχαμε ανακαλύψει ότι ξέραμε κι οι δυο λίγα ιταλικά και είχαμε αρχίσει ήδη να μιλάμε. Αφού ανταλλάξαμε φιλοφρονήσεις για το παίξιμό μας, μου είπε ότι ήταν μηχανολόγος μηχανικός, βρισκόταν στην Ελλάδα μόνο ένα μήνα και ήταν, φυσικά, άνεργος. Με ρώτησε τι δουλειά κάνω και του είπα. Μου είπε επίσης ότι έφερε τη σκακιέρα του από την Αλβανία και στον ένα αυτό μήνα είχε νικήσει όλους όσους μαζεύονταν στο πάρκο (μαζεύονταν στο Πάρκο Κλωναρίδη για σκάκι; Κι εγώ πως δεν το είχα προσέξει;). Στην Αλβανία ήταν μέλος σκακιστικού συλλόγου, αλλά δεν κατάφερα να διευκρινίσω ποιου επιπέδου. Με ρώτησε γιατί οι Έλληνες δεν παίζουν σκάκι. «Παίζουν», προσπάθησα να δικαιολογηθώ, «αλλά ίσως να μην έρχονται εδώ για να παίξουν». Τελικά μου ξαναείπε ότι παίζω “molto bene”. Αλλά, συνέχισε, “pensai molto”. “Scusi per pensare tanto molto”, του απάντησα, αλλά αυτός είναι ο τρόπος μου. Υποσχέθηκα όμως ότι δε θα σκέφτομαι τόσο πολύ και θα παίζω “piu presto” από δω και πέρα.

Page 4: Δημήτρης Φύσσας - Με Τους Αλβανούς Στο Πάρκο (Σκάκι & Λογοτεχνία)

Παίξαμε δεύτερη παρτίδα. Άρχισε με γκαμπί της βασίλισσας που το αποδέχτηκα, αλλά στη συνέχεια το άνοιγμα έγινε ανώμαλο. Κάναμε αντίστροφα ροκέ, με πίεσε πολύ και αναγκάστηκα να θυσιάσω αξιωματικό για δύο πιόνια, ώστε να σταματήσω την επίθεση εναντίον του ροκέ μου. Στη συνέχεια αμύνθηκα αρκετά καλά, έκανε κι αυτός κάποια λάθη και τελικά μπήκαμε σε φινάλε όπου είχα υπεροχή αξιωματικού (είχαμε και οι δύο πύργο και πιόνι, με τα πιόνια σε διπλανές κολόνες, αντιμέτωπα). Αυτός έκανε το λάθος να προσπεράσει το πιόνι μου (ενώ μπορούσε να κάνει ανταλλαγή) και να προσπαθήσει για βασίλισσα. Με πολλή δυσκολία, πήρα το πιόνι του (στην 7η γραμμή!) και κατάφερα να προαγάγω σε βασίλισσα το γωνιακό δικό μου. Ο Λούλι εγκατέλειψε ξανά. Δύο άλλοι Αλβανοί, που είχαν παρακολουθήσει την παρτίδα, άρχισαν να μιλάνε μαζί του για το φινάλε, δείχνοντας εναλλακτικές κινήσεις στη σκακιέρα, σχολιάζοντας κλπ.

Συζητήσαμε αρκετά με το συμπαίκτη μου και μου είπε πάλι ότι παίζω molto bene. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν αλήθεια. Συνήθως είμαι ένας μετριότατος παίκτης στο άνοιγμα, αρκετά καλός στο μέσο της παρτίδας και απλά επαρκής στα φινάλε. Όταν παίζω με παίκτες που κατέχουν τα ανοίγματα, σχεδόν πάντα αργώ να ισορροπήσω την παρτίδα (πράγμα που φάνηκε, άλλωστε, στη δεύτερη παρτίδα μου με το Λούλι), αν δε χάσω κιόλας σε μινιατούρα (Α ρε Φίσερ, με το Fisherrandom σου!). Σπάνια μπορώ να θυμηθώ μια ολόκληρη παρτίδα και να την ξαναπαίξω από την αρχή, όπως κάνουν όλοι οι σοβαροί σκακιστές, ούτε είμαι σίγουρος ότι μπορώ να κάνω ματ με αξιωματικό και ίππο. Εκείνη την ημέρα, όμως, είχα παίξει πολύ καλύτερα από το συνηθισμένο μου «αρκετά καλά», και δεν είχα κάνει χοντρά λάθη.

Από όσα είπε ο Λούλι, κατάλαβα ότι ο λόγος που δεν ήθελε στην αρχή να παίξει μαζί μου δεν ήταν καν μια γενική υπεροψία, αλλά το γεγονός ότι ήμουνα Έλληνας - άρα, κατά τη γνώμη του, άσχετος με το σκάκι ή, έστω, κακός σκακιστής. Ενώ κατά το Λούλι, “tutti Albanesi” παίζουν σκάκι - και παίζουν καλά! Συνειδητοποιώντας ότι πρόκειται για αντεστραμμένο ρατσισμό, δε μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο, το οποίο ευτυχώς δε χρειάστηκε να εξηγήσω.

Μαζέψαμε τα πιόνια μέσα στη σκακιέρα. Είπαμε να ξαναπαίξουμε τις επόμενες μέρες στο ίδιο μέρος. Δώσαμε τα χέρια και ο Αλβανός παίκτης έφυγε. Ήταν φανερό ότι δεν τον είχε πειράξει η ήττα. Η όλη στάση του, με τα συγχαρητήρια και τα συναφή, αυτό έδειχνε. Ίσως μάλιστα και να είχε χαρεί που βρήκε άξιο αντίπαλο, έστω και προερχόμενο από το έθνος των σκακιστικά άσχετων Ελλήνων! Για μένα, ήταν ένας ακόμα δυνητικός σκακιστικός φίλος, ακριβώς όπως o Τζον Λ…, ο μιγάς αγγλοχιλιανός που επισκευάζει μηχανές πλοίων, με τα σχιστά μάτια (με καταγάλανες όμως ίριδες!), που είναι μόνιμος συμπαίκτης μου στο σκάκι, όποτε βρίσκεται στην Ελλάδα.

Στο μεταξύ, είχε προχωρήσει αρκετά το απόγευμα εκείνο του Σεπτεμβρίου. Είχαν μαζευτεί αρκετοί αλλοδαποί στο πάρκο και έπαιζαν

Page 5: Δημήτρης Φύσσας - Με Τους Αλβανούς Στο Πάρκο (Σκάκι & Λογοτεχνία)

- φυσικά - ντόμινο (μόνο μία σκακιέρα έβλεπα εν ενεργεία). Από δύο διαφορετικές παρέες με ρώτησαν ελληνικά «Ποιος νίκησε;». Τους είπα και, μετά τη μετάφραση της απάντησής μου για όλους, παρατήρησα το εμφανές σούσουρο: δεν το περίμεναν. (Από αυτό συμπέρανα ότι οι παίκτες του ντόμινο - Ρωσοπόντιοι και Αλβανοί - όχι μόνο ήξεραν από σκάκι, αλλά επίσης ήξεραν τι εστί Λούλι). Εγώ το είχα χαρεί πολύ, ειδικά τη δεύτερη παρτίδα που τη γύρισα. Εκείνη τη στιγμή δε μ΄ ένοιαζε καθόλου ότι ο Λούλι ήταν μετανάστης, κατά πάσα πιθανότητα φτωχός και με ποιος ξέρει τι συνθήκες ζωής στην Ελλάδα. Για μένα ήταν ένας σκακιστής επιπέδου, ένας παίκτης που έπαιρνε μέρος σε επίσημους αγώνες, τον οποίο εγώ είχα νικήσει.

Όμως δεν εξωτερίκευα τίποτα. Γενικά δεν έχει έννοια να θριαμβολογείς στο σκάκι. Ό,τι γίνεται, γίνεται στη σκακιέρα. Και εδώ μάλιστα ήξερα πολύ καλά ότι ήταν συζητήσιμο αν υπήρχε καν διαφορά δυναμικότητας: τι μπορεί κανείς να κρίνει με δύο μόνο παρτίδες, και μάλιστα τόσο δύσκολα κερδισμένες; Για να μην πω ότι ο άνθρωπος ήταν φιλοξενούμενός μας στην Ελλάδα, άρα σε καμιά περίπτωση δε θα έπρεπε να τον προσβάλλουμε. Απολαμβάνοντας λοιπόν μόνο εσωτερικά το θρίαμβό μου, έφυγα.

«Ο καθένας βρίσκει τον Αλβανό που του ταιριάζει», σχολίασε αργότερα με διφορούμενο τρόπο μια φίλη. Εγώ όμως ήξερα ότι βρήκα συμπαίκτη για το χειμώνα και μια ευκαιρία να εξασκήσω τα ιταλικά μου. Το μόνο που χρειάζεται, βέβαια, είναι να παίζω “piu presto”.