Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

21
NΝάνος Βαλαωρίτης "Το χιούμορ στον ελληνικό υπερρεαλισμό" Κάτι που δεν έχει σημειωθεί σχεδόν καθόλου απ' όσους έχουν γράψει για τον ελληνικό υπερρεαλισμό, είναι η παρουσία του χιούμορ, παρόλο που κυκλοφορούν δεκάδες ανέκδοτα για επεισόδια με τους διάφορους διάσημους ποιητές, όπως ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Αναλογιζόμενος τα χρόνια εκείνα όταν πρωτογνώρισα όλους όσους έγραφαν στα "Νέα Γράμματα", και φυσικά δεν ήταν όλοι Υπερρεαλιστές, ήταν το χιούμορ τους. Αν ο Σεφέρης ή ο Αντωνίου, ή ο Κατσίμπαλης δεν εθεωρούντο με κανένα τρόπο Υπερρεαλιστές, είχαν εντούτοις ένα πολύ χαρακτηριστικό χιούμορ, που έχει κάποια σχέση με την παράδοση του Ραμπελαί, στην περίπτωση του Κατσίμπαλη, και στην περίπτωση του Σεφέρη με το Ανατολίτικο στοιχείο, ας το πούμε προσωρινά σμυρνέικο χιούμορ, γιατί γνώρισα αργότερα κι άλλον ένα διάσημο χιουμορίστα από τη Σμύρνη, που ζούσε στο Σωσελίτο σε μια μαούνα-σπίτι, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο. Το 1939 είχα γνωρίσει και τον Λώρενς Ντάρρελ και τον Χένρυ Μίλλερ, που και οι δύο είχαν πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα του χιούμορ. Είναι δύσκολο να καθορίσω ακριβώς τι εννοώ με σμυρνέικο χιούμορ, στην περίπτωση του Σεφέρη, πάντως ένα τέτοιο χιούμορ, είχε και ο Κοσμάς Πολίτης, επίσης σμυρνιός, και παράδοξο πολύ, ο Αριστοτέλης Ωνάσης... Τα είδη αυτά του χιούμορ είναι φυσικά βασισμένα στην προσωπικότητα του καθενός. Στην περίπτωση του Βάρδα, το χιούμορ είχε μία καθαρά "ομηρική" χροιά - ποιητικές ιστορίες με απροσδόκητες καταλήξεις, για πρόσωπα και πράγματα, ένα χιούμορ συγγενικό με του Κατσίμπαλη, αλλά λιγότερο ραμπελαισιανό. Κι εδώ ο αναγνώστης των σελίδων αυτών θα αναρωτηθεί τι σχέση έχουν όλοι αυτοί με τον Υπερρεαλισμό. Παραδόξως το κλίμα του Υπερρεαλισμού, είναι κάπως γενικότερο απ' ό,τι νομίζεται. Ο Μοντερνισμός, μέρος του οποίου μοιραία είναι και ο Υπερρεαλισμός, δημιούργησε το δικό του χιούμορ, όπως το διαπίστωσα αργότερα, στις ατέλειωτες ιστορίες στα μπαρ των άγγλων φίλων μου, ανάμεσα στους οποίους έλαμπε σαν αστέρι πρώτου μεγέθους ο Ντύλαν Τόμας, ακούραστος ανεκδοτολόγος. Έμοιαζε με κάποιο τρόπο ολόκληρη μια ευαισθησία, ένα πνεύμα της εποχής να

description

Νάνος Βαλαωρίτης: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

Transcript of Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

Page 1: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

NΝάνος Βαλαωρίτης "Το χιούμορ στον ελληνικό υπερρεαλισμό"

Κάτι που δεν έχει σημειωθεί σχεδόν καθόλου απ' όσους έχουν γράψει για τον ελληνικό υπερρεαλισμό, είναι η παρουσία του χιούμορ, παρόλο που κυκλοφορούν δεκάδες ανέκδοτα για επεισόδια με τους διάφορους διάσημους ποιητές, όπως ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Αναλογιζόμενος τα χρόνια εκείνα όταν πρωτογνώρισα όλους όσους έγραφαν στα "Νέα Γράμματα", και φυσικά δεν ήταν όλοι Υπερρεαλιστές, ήταν το χιούμορ τους.

Αν ο Σεφέρης ή ο Αντωνίου, ή ο Κατσίμπαλης δεν εθεωρούντο με κανένα τρόπο Υπερρεαλιστές, είχαν εντούτοις ένα πολύ χαρακτηριστικό χιούμορ, που έχει κάποια σχέση με την παράδοση του Ραμπελαί, στην περίπτωση του Κατσίμπαλη, και στην περίπτωση του Σεφέρη με το Ανατολίτικο στοιχείο, ας το πούμε προσωρινά σμυρνέικο χιούμορ, γιατί γνώρισα αργότερα κι άλλον ένα διάσημο χιουμορίστα από τη Σμύρνη, που ζούσε στο Σωσελίτο σε μια μαούνα-σπίτι, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο. Το 1939 είχα γνωρίσει και τον Λώρενς Ντάρρελ και τον Χένρυ Μίλλερ, που και οι δύο είχαν πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα του χιούμορ. Είναι δύσκολο να καθορίσω ακριβώς τι εννοώ με σμυρνέικο χιούμορ, στην περίπτωση του Σεφέρη, πάντως ένα τέτοιο χιούμορ, είχε και ο Κοσμάς Πολίτης, επίσης σμυρνιός, και παράδοξο πολύ, ο Αριστοτέλης Ωνάσης... Τα είδη αυτά του χιούμορ είναι φυσικά βασισμένα στην προσωπικότητα του καθενός. Στην περίπτωση του Βάρδα, το χιούμορ είχε μία καθαρά "ομηρική" χροιά - ποιητικές ιστορίες με απροσδόκητες καταλήξεις, για πρόσωπα και πράγματα, ένα χιούμορ συγγενικό με του Κατσίμπαλη, αλλά λιγότερο ραμπελαισιανό. Κι εδώ ο αναγνώστης των σελίδων αυτών θα αναρωτηθεί τι σχέση έχουν όλοι αυτοί με τον Υπερρεαλισμό. Παραδόξως το κλίμα του Υπερρεαλισμού, είναι κάπως γενικότερο απ' ό,τι νομίζεται. Ο Μοντερνισμός, μέρος του οποίου μοιραία είναι και ο Υπερρεαλισμός, δημιούργησε το δικό του χιούμορ, όπως το διαπίστωσα αργότερα, στις ατέλειωτες ιστορίες στα μπαρ των άγγλων φίλων μου, ανάμεσα στους οποίους έλαμπε σαν αστέρι πρώτου μεγέθους ο Ντύλαν Τόμας, ακούραστος ανεκδοτολόγος. Έμοιαζε με κάποιο τρόπο ολόκληρη μια ευαισθησία, ένα πνεύμα της εποχής να συγκλίνει προς ένα ορισμένο χιούμορ που δεν λείπει από τα έργα του κυβισμού, του Πικάσσο, του Σαντράρς, της Γκέρντουντ Στάιν και πολλών άλλων. Το κλίμα λοιπόν των ποιητών και συγγραφέων του κύκλου των "Νέων Γραμμάτων" ήταν έντονα χιουμοριστικό. Εγώ κι ο Αντρέας Καμπάς, νέοι ποιητές τότε, αντί να αντιμετωπίσουμε "διανοούμενους" που συζητούσαν όλο σοβαρά πράγματα, βρεθήκαμε αντιμέτωποι σε ανθρώπους που κάθε μέρα μαζευόντουσαν είτε στον Κάτω Λουμίδη είτε στου Απότσου, είτε αλλού, και λέγανε ή ακούγανε τον περισσότερο καιρό ιστορίες. Αργότερα, όταν πήγα στην Αγγλία, πέρασα θαυμάσιες βραδιές στην Οξφόρδη με τον Καζαντζάκη, που είχε κι αυτός το ίδιο χιούμορ. Και φτάνω τώρα στον Γκάτσο και τον Ελύτη, που συμμετείχαν κι αυτοί στο γενικό κλίμα του χωρατού. Φυσικά ένα ατέλειωτο θέμα αστείων ήταν η αντίδραση του ανίδεου τότε κοινού, στην ακαταλαβίστικη ποίηση που γράφανε τότε, όχι μόνο ο Εμπειρίκος και ο Ελύτης, αλλά και ο Σεφέρης, ο Αντωνίου, ο Σαραντάρης και ο Δρίβας, που τους γνώρισα κι αυτούς στο διάσημο πια στέκι του Κάτω Λουμίδη το 1939-40. Η αντίδραση επίσης των άλλων πεζογράφων, όπως ο Καραγάτσης, και σχεδόν όλωνε εκείνων που έγραφαν τότε στη "Νέα Εστία", και των κριτικών, όπως η 'Αλκη Θρύλου, και των συντηρητικών ποιητών του ελληνικού συμβολισμού, καθώς και του κριτικού της

Page 2: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

"Καθημερινής", Αιμίλιου Χουρμούζιου, ήταν συχνά βίαιη. Μάλιστα στην περίπτωση του Εγγονόπουλου, είναι γνωστή η αναδημοσίευση ολόκληρης συλλογής του με χλευαστικά σχόλια στη "Βραδυνή". Εκείνο που δεν μας συγχωρούσαν τότε ήταν το στοιχείο του παραλόγου, που έγινε αργότερα το αντικείμενο τόσων συζητήσεων. Το παράλογο όμως τότε δεν ήταν μόνο τρόπος του γράφειν αλλά και τρόπος ζωής. Μεγάλος χιουμορίστας ήταν ο Νίκος Γκάτσος, και θρυλείτο ότι το ποίημά του η "Αμοργός", ήταν ένα αστείο,1 σε βάρος κάποιου φανταστικού ανίδεου ακροατή-αναγνώστη, που θ' αναρωτιόταν τι σχέση έχει η Αμοργός (το νησί) με το ποίημα. Φαίνεται ότι αμοργιανοί ενδιαφέρθηκαν, τότε, νομίζοντας ότι το ποίημα με κάποιο τρόπο παρουσίαζε το νησί τους, ενώ, σήμερα οι τουρίστες πηγαίνουν στην Αμοργό επειδή έχουν διαβάσει το ποίημα στις διάφορες ξένες μεταφράσεις του, σαν σε τόπο προσκυνήματος! Ένας φοιτητής του μάλιστα ήθελε να πολιτογραφηθεί κάτοικος της Αμοργού, όπου έζησε ένα μεγάλο διάστημα. Ο Γκάτσος εφάρμοζε και στη ζωή του ένα περίεργο σύστημα από ταμπού. Δεν πήγαινε ποτέ πιο πέρα από μια ιδεατή γραμμή στην οδό Σταδίου όταν πηγαίναμε προς τον Άνω Λουμίδη της οδού Βουκουρεστίου. Η γραμμή αυτή ήταν περίπου στο ύψος του πεζοδρομίου απέναντι στον κινηματογράφο Αττικόν. Αν λοιπόν η νέα μας ποίηση ξεκινάει κάτω από το άστρο του αστείου, της φάρσας, θα πούνε μερικοί, "μα πού είναι η σοβαρότητα του κινήματος;" Ότι ένα είδος χιούμορ μπορεί να έχει και μεταφυσικές διαστάσεις, θα φανεί καθαρά από τα χωρατά-ποιήματα, τις σάτιρες τις λεγόμενες του Σολωμού, και από το πρωτοϋπερρεαλιστικό αυτό έργο, την Πάπισσα Ιωάννα, του Ροΐδη. Ο Γκάτσος μάλιστα ο πιο σολωμικός από τους υπερρεαλιστές ποιητές, ακόμα και στην ολιγογραφία του, αλλά κυρίως στην υπαρξιακή του μεταφυσική διάθεση, δεν δίσταζε να προβαίνει σε παράδοξες φάρσες εις βάρος και των φίλων του, και μάλιστα του Ελύτη, τον οποίο εκβίαζε και τρόμαζε μια συμμορία της γειτονιάς, με διάφορες προφάσεις, πιθανώς διοχετευμένες από τον ίδιο τον Γκάτσο(;). Η τρομοκρατία, όχι φυσικά με όπλα, αλλά με λόγια ήταν ένα από τα συστήματα του γαλλικού Υπερρεαλισμού, και οι αναρίθμητες δίκες διάφορων παρωδούσαν τότε τις δίκες των Μπολσεβίκων της Μόσχας. Μια δόση αναρχισμού ήταν χαρακτηριστική του Γκάτσου της εποχής εκείνης, όταν, καθώς διηγόταν ο Κατσίμπαλης, κλήθηκε στρατιώτης πήρε το όπλο του και πήγε σπίτι του, και ξέχασε πως ήταν στο στρατό. Οι περιπλοκές που επακολούθησαν κατέληξαν να γίνει βοηθητικός και να εξαιρεθεί, αν θυμάμαι καλά, χάρη στην παρέμβαση του Κατσίμπαλη, καθώς έλεγε ο ίδιος2. Αλλά και τον Κατσίμπαλη δεν μπορούσε να τον πιστέψει κανείς όταν έλεγε κάτι. Ήταν πάντα έτοιμος να θυσιάσει την αλήθεια για την εντύπωση. Και όταν μια μέρα διηγόταν μπροστά στον Γκάτσο, πώς έσωσε ένα καράβι, πλοίο της γραμμής, στη Σύρο, από μια φουρτούνα, όταν ο καπετάνιος είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα, αρπάζοντας το τιμόνι από τον τιμονιέρη, και φέρνοντάς το στο λιμάνι, γύρισε προς εμάς και καλώντας τον Γκάτσο για μάρτυρα, μας λέει, "θα σας το μαρτυρήσει κι ο κύριος Γκάτσος που ήταν εκεί"... οπότε ο Γκάτσος είπε, "βεβαίως, εκεί ήμουνα, και συνέβηκε ακριβώς έτσι...". Αργότερα όταν είχαν φύγει οι άλλοι, λέει ο Γκάτσος στον Κατσίμπαλη, μα τέλος πάντων γιατί κοροϊδεύεις τον κόσμο με τέτοιες ιστορίες... του απαντάει ο Κατσίμπαλης, "Μα δεν ήσουν εκεί, αφού το βεβαίωσες και συ -Όχι δεν ήμουνα - απαντάει ο Γκάτσος... Ε, τότε εσύ είσαι ψεύτης, γιατί είπες ότι ήσουν εκεί ενώ δεν ήσουνα; Και εξαπατάς τον κόσμο!" Μεταξύ δύο λοιπόν απατεώνων ποιος ήταν ο μεγαλύτερος... Το παράλογο του ανέκδοτου αυτού έχει μια τελείως υπερρεαλιστική χροιά. Είναι το αυτοκαταστρεφόμενο ανέκδοτο, που αναιρεί τον εαυτό του. Και είναι χαρακτηριστικό του τρόπου που τα συγκοινωνούντα δοχεία του

Page 3: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

χιούμορ της εποχής καλύπτανε εξίσου τους υπερρεαλιστές και τους "συνοδοιπόρους" τους.

Μια άλλη σκηνή, αυτή τη φορά περιλάμβανε τον Σικελιανό, πάλι με αφορμή την "Αμοργό". Ξαφνικά ένα μεσημέρι καθώς μιλούσαμε ο Γκάτσος κι εγώ όρθιοι στον Κάτω Λουμίδη εμφανίζεται ο Σικελιανός -πρόδρομος κι αυτός του Υπερρεαλισμού, σύμφωνα με την άποψη του Ελύτη, και φυσικά όλων μας, και μάλιστα στα γνήσια Υπερρεαλιστής στον περίφημο Πρόλογο στον Λυρικό βίο. Μετά από τις πρώτες φιλοφρονήσεις, ήταν Κατοχή, μας λέει ότι μόλις γύρισε από την Αίγινα όπου είχε πάει με το πλοίο -είναι φυσικά ζήτημα αν υπήρχαν πλοία της γραμμής εκείνη την εποχή, πάντως μας δήλωσε ότι είχε πάρει μαζί του την "Αμοργό" του Γκάτσου, που τότε το 1943 είχε πρωτοεκδοθεί3, και τη διάβαζε όπως μας είπε κατά τη διάρκεια του πλου, ψιθυρίζοντας διαρκώς, "Σαν τον Όμηρο, σαν τον Όμηρο..." Όταν έφυγε, γυρίζει ο Γκάτσος και μου λέει: "Τι απατεώνας, έτσι τα λέει ψέματα, δεν το 'χει διαβάσει καν...". Εγώ πιο αφελής, διαμαρτυρήθηκα και του λέω, μα πώς είναι δυνατόν...; Ναι, μου λέει, πίστεψέ με δεν το 'χει ανοίξει καν. Το τρομερό αυτό επεισόδιο επιβεβαιώθηκε όταν μετά το θάνατό του βρέθηκαν άκοφτα τα βιβλία των Υπερρεαλιστών, και του Σεφέρη, στη βιβλιοθήκη του. Δεν ξέρω μέχρι σήμερα αν είχε δίκιο ο Γκάτσος, κάτι μέσα μου επαναστατεί... Πάντως αν είχε δίκιο, ο Σικελιανός έστω και σε άκοφτο βιβλίο, μια ματιά του θα είχε αρκέσει να πιάσει κάτι ομηρικό στο ύφος του Γκάτσου. Το μεταφυσικό του πνεύμα μπορούσε να πιάνει από τη "ρίζα όπου λειτουργούσε", τα πάντα, με μια διαίσθηση και μόνο -ώστε να γράψει αργότερα ένα αρκετά πληροφορημένο άρθρο για τον Υπερρεαλισμό, στα κατοχικά "Νέα Γράμματα", χωρίς να τον ξέρει πολύ καλά. Αν ο καλόπιστος σημερινός αναγνώστης ξαφνιαστεί γι' αυτά που γράφω εδώ, θέλω να τον καθησυχάσω. Οι ποιητές και γραφείς δεν είναι μια μαφία από απατεώνες, όπως μπορεί να νομίσει κανείς, αλλά μια ομάδα ανθρώπων που διασκεδάζουν τη ζωή τους, που τη θεωρούν κάτι που δεν πρέπει να το πάρει κανείς κατά γράμμα αλλά, μεταφορικά. Η εποχή μας είδε πολλά "παράλογα" να συμβαίνουν γύρω της, και δεν ξαφνιάστηκε διόλου έστω κι αν ασθενικά διαμαρτυρήθηκε κάποτε για τα τερατώδη πράγματα. Μέσα σ' αυτό το κλίμα πάντοτε κινήθηκαν οι ουμανιστές, ας θυμηθούμε μόνο τον Ραμπελαί, που έκανε αστεία όταν κινδύνευε το πετσί του από την Ιερή Εξέταση. Ενώ ο Αλφρέντ Ζαρρύ όλη του τη ζωή, θυσίασε τη δημοτικότητα για να προκαλεί το κοινό, όπως την πρώτη εκείνη βραδιά στο θέατρο του Παρισιού όπου παίχτηκε ο Ουμπού, με τη λέξη "Σκρατά"4... που προκάλεσε πανδαιμόνιο. Σε μια πιο πρόσφατη περίοδο, ο Χόρχε Μπόρχες, με τους φίλους του στην Αργεντινή, γράφανε, λέει, μόνο και μόνο για να εκπλήττουν και να προκαλούν σύγχυση στο κοινό, που πέρα έβρεχε. Η ιδέα του ψευτοδοκιμίου γεννήθηκε από μια τέτοια πρόθεση, και κατέληξε σ' ένα είδος νόμιμο, μοντερνιστικά υπερρεαλιστικό, φανταστικά υπερβατικό. Σήμερα το κοινό, ειδοποιημένο πια ότι τέτοια αστεία κάποτε καταλήγουν σε βραβεία Νόμπελ, καταπίνει συχνά τις αντιρρήσεις του για μια τέχνη που του φαίνεται ακόμα εξωφρενική, ακατάληπτη, αλλοπρόσαλλη. Ακούω φυσικά αντιρρήσεις που θα προέρχονται από μια μερίδα ανθρώπων που δεν βλέπουν τι ρόλο παίζει το αστείο στη ζωή μας, έστω κι αν ο Φρόυντ το ονόμασε μια εκδήλωση του υποσυνείδητου ή του ασύνειδου. Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων για τους οποίους το χιούμορ είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, και πολύ επικίνδυνο για τη διατήρηση της "σοβαροφάνειάς"5 τους και μιας υποκριτικής πρόσοψης. Αν η ζωή είναι μια φάρσα, πού ανήκουν οι ευγενικοί αγώνες, οι ιδεολογίες, και όλα τ' άλλα; Ακριβώς εδώ έρχεται να μας βοηθήσει η ανάλυση του Μικαΐλ Μπαχτίν, του διάσημου ρώσου κριτικού, που καθόρισε το ρόλο του καρναβαλίστικου,

Page 4: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

ανατρεπτικού πνεύματος, ως τον αναγκαίο ανάποδο κόσμο, την ανάπαυλα, την εναλλαγή, από τη σοβαρότητα της επίσημης ιδεολογίας. Η ζωή λοιπόν δεν είναι ούτε μια φάρσα ούτε μια διαρκής τραγωδία -αλλά μια εναλλασσόμενη τραγικωμωδία. Είναι το σοβαρό μέσα στο αστείο και το αστείο μέσα στο σοβαρό. Ειδικά το υπερρεαλιστικό χιούμορ, είναι το λεγόμενο μαύρο χιούμορ που έχει συχνά μια τραγική χροιά. Το χιούμορ που μας αποκαλύπτει, όπως η ειρωνεία του Σωκράτη, το άπειρο, το κενό, την άβυσσο, την προέκταση του περιορισμένου στο ατέλειωτο, το άνοιγμα της άπειρης πιθανότητας πέρα από τα στενά όρια της καθημερινής ζωής. Θυμάμαι λοιπόν, σχετικά με το τραγικό αυτό χιούμορ την αυτοπεριγραφή του Σαλβατόρ Νταλί, όταν γνώρισε τους υπερρεαλιστές, και βρισκόταν σε μια "ψυχωτική κατάσταση", γελώντας ασυγκράτητα όλη την ώρα ενώ του μιλούσαν. Αργότερα τους αποκάλυψε ότι έβλεπε τον καθένα με ένα καπέλο σε σχήματα αλλοπρόσαλλα τούρτας, καμωμένης από σκατά. Το γέλιο των ψυχωτικών είναι τραγικό γιατί δεν το ελέγχουν. Το γέλιο του Νίτσε όταν τρελάθηκε, ή το γέλιο του γοτθικού σατανικού ήρωα Μέλμοθ που ήταν ένας σκέτος μορφασμός. Ωστόσο το νευρικά ακατάσχετο γέλιο είναι μια δικλείδα ασφαλείας, ένα ξέσπασμα που προκαλεί μια εσωτερική ανακούφιση. Θυμάμαι όταν ο Εγγονόπουλος διάβαζε στην κατοχή τον "Μπολιβάρ" του στο σπίτι του Εμπειρίκου, μ' έπιασε ένα ακατάσχετο γέλιο όταν έφτασε ο ποιητής στην κατακλείδα του ποιήματος, στον στοίχο: Μπολιβάρ είσαι ωραίος σαν έλληνας Το γέλιο αυτό δεν ήταν προσβολή εναντίον του ποιήματος, αλλά κοπλιμέντο. Το ποίημα είχε συσσωρεύσει μέσα μου μια ένταση, που οφείλονταν εν μέρει στο παράδοξο περιεχόμενό του, και εν μέρει στον αμίμητο τόνο φωνής με τον οποίο το απήγγειλε ο ποιητής, έναν συγκρατημένο ειρωνικό σαρκασμό... Ο Εγγονόπουλος, κατεξοχήν ποιητής στα όρια του χιούμορ και του τραγικά ρομαντικού, του σοβαροφανούς αστείου, είπε ίσως την πιο χαρακτηριστική φράση υπερρεαλιστικού μαύρου χιούμορ όταν τον ρώτησαν τι σκεπτόταν για το θάνατο σε μια πρόσφατη συνέντευξη: "Λυπάμαι, απάντησε, πως όταν θα πεθάνω θα πάψω να είμαι έλλην πολίτης". Η φράση αυτή παρωδεί και απηχεί τα αρχαία ελληνικά επιγράμματα, και μάλιστα τον Αισχύλο, που έβαλε στον τάφο του το διάσημο εκείνο επιτύμβιο για την ιδιότητά του ως μαραθωνομάχου, κι όχι ως ποιητού των έξοχων δραμάτων -αφορμή για το ποίημα του Καβάφη "Οι νέοι της Σιδώνος"... Φυσικά το χιούμορ του Εγγονόπουλου είναι τελείως ανατολίτικο, και μάλιστα κωνσταντινοπουλίτικο, απόπου όπως λέει ο ίδιος κρατάει η σκούφια του -πράγμα κι αυτό αβέβαιο, όπως όλα τα "ανέκδοτα" των Υπερρεαλιστών. Πάντως εφόσον ξέρουμε πόσο ο Μοντερνισμός του Έλιοτ και του Σεφέρη υπογράμμισαν αυτό το στοιχείο της "μεγάλης εποχής", όπου ο πολίτης και ο καλλιτέχνης, δεν ήταν διχασμένος, ο Εγγονόπουλος, με αυτή τη φράση προβαίνει σ' ένα ειρωνικό σχόλιο για τις θεωρίες των μοντερνιστών για την παρακμή της εποχής μας, με το να αντιστρέφει ολόκληρο το σεφερισμό και τον ελιοτισμό με μια φράση, αμφίρροπη, συγκλονιστική, σαρκαστική. Το κλασικότερο, στο είδος του, ελληνικό ποίημα, αυτού του δανδισμού, του εξωφρενικού πνεύματος που προκαλεί τον φυσικό κόσμο σε ό,τι έχει προφανώς πιο σταθερό, πιο βέβαιο, είναι "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής" σεντόνια π' άλλα ανεμίζανε σα σημαίες κι ωσάν υελοπίνακες κι άλλα ήτανε

Page 5: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

ριχμένα κάτω σαν καθρέφτες κι άλλα μιλούσαν λέξεις άναρθρες σαν καπνοδόχες κι άλλα στρωμένα σε κρεββάτια σαν κομήτες .......... κι άλλα έντυναν με δροσιά και τραγικές κραυγές γυναίκες ολόγυμνες κι ωραίες Αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι μια κατάργηση των παραδεδεγμένων παραμέτρων του φυσικού κόσμου -που δημιουργεί το αίσθημα μιας εκπυρσοκρότησης... Το εγγονοπουλικό πνεύμα εισδύει στα μύχια και γαργαλάει το νεύρο των πιο βαθιών μας πεποιθήσεων, προκαλώντας σπασμούς στο ψυχοσωματικό επίπεδο που δρούνε όπως μια πέτρα σε στεκάμενα νερά, προκαλώντας θόρυβο, ριπές, κύματα, παλμούς, δονήσεις... Και να ένα δυο ανέκδοτα χαρακτηριστικά: Κάποιος τον συγχάρηκε ότι θα πήγαινε στην Μπιενάλε, μόνος εκπρόσωπος της Ελλάδος, και απάντησε ψευτοσυντετριμμένος, "Ναι έχετε δίκιο μόνος πάλι, πάντα μόνος..." Στον Καραντώνη που ήταν στην επιτροπή κρατικών βραβείων που του είχε απονείμει το βραβείο ποίησης, μουρμούρισε: "Συγχαρητήρια κύριε Καραντώνη, βλέπω ότι εσείς τουλάχιστον δεν μισείτε αυτά που αγαπάτε..." Τελικά όταν φοιτητές στο Πολυτεχνείο για να τον πειράξουν τον ρώτησαν: "Κύριε Καθηγητά, τον Εγγονόπουλο τον χασάπη τι τον έχετε;" απάντησε λακωνικά: "Χεσμένο". Η μυθική αυτή ανεκδοτολογία βέβαια έχει επεκταθεί σήμερα και περιλαμβάνει και πολλά απόκρυφα που γίνονται μέρος της φήμης του ποιητή, τον αντανακλούν δηλαδή, όπως "οι καθρέφτες-σεντόνια". Άλλος μεγάλος υπερρεαλιστικός χιουμορίστας, αδικημένος από την φευ, σοβαροφανή μας κριτική, είναι ο Νικόλαος Κάλας, στη σειρά των ποιημάτων που έγραψε τα τελευταία χρόνια, και που δημοσιεύτηκαν πρώτα στο περιοδικό "Πάλι", τη δεκαετία του 60, και αργότερα στον τόμο των ποιημάτων του στον "'Ικαρο", με τίτλος "Οδός Νικήτα Ράντου". Ο Κάλας, πνεύμα ρηξικέλευθο, και οξύ, καλλιεργεί ένα χιούμορ δηκτικό, ως γνήσιος Αθηναίος - Νεογιορκέζος. Η τακτική του Κάλας είναι να σατιρίζει την εξάπλωση του μοντερνισμού, που από κίνημα επαναστατικό στη δεκαετία του 20-30, κατάντησε κοινοτοπία μετά το 60. Οι στερεότυπες φράσεις, τα παραδεδεγμένα, τα κλισέ, οι παρεξηγήσεις, οι κοινωνικές ακατανοησίες, η παντελής άγνοια, που είδαμε να παρελαύνουν τα τελευταία χρόνια εικονίζονται μέσα στα μικρά αυτά ποιήματα, με αλύπητη παρατηρητικότητα. Ένας κόσμος ξεφτισμένος και εξευτελισμένος, που θέλει να 'ναι της μόδας και πληροφορημένος, παραδέρνει μέσα σε μια χοντράδα παρεξηγήσεων για τα πάντα. Να μερικοί σκόρπιοι στίχοι που δίνουν τη γεύση:

Ήσουν Ασπασία και σε γνώρισα στην οδό Περικλέους...

Μ' έναν όμως όρο "Ποτέ την Κυριακή"...

Page 6: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

Και στα καταγώγια της, θίασος και ηρωίνη...

Η κυρία Πάγκονυ από το Μιάμι και τα Φάρσαλα γιορτάζει φέτος το Χριστός ανέστη χορεύοντας Ροκ εντ Ρολ μ' έναν τσολιά... Ενώ στην Πλάκα άγγλος με άπταιστη ερασμιακή προφορά απαγγέλλει Καβάφη

Κάθε απομεσήμερο σέρνει η Αντιγόνη το τυφλό της πάθος στο Κολωνάκι... Ματαιοπονεί. Το γκαρσόνι με τον Ηδύποδα δεν της έρχεται...

Φαίδρα φαιδρή μου φαιδρούλα απόψε θα χύσουμε αίμα οδός Μαυρομιχάλη...

Για την Μαρία Τριχερούσα μιαν ακανθοδέσμην. Να της ζήσει ο νόθος της. Αύριο είναι του Χριστοφόρου του Κυνοκέφαλου Σκυλόμουτρο φώναζαν τον Χριστάκι οι γειτόνισσες... Μας τον μάτιασαν στενάζει η νουνά του...

Υπερπληρώθη το Ακροπολώδειον...

Πάνε στο Σάπιο ν' απολαύσουνε Την αίγλη της αποτυχίας των.

Όποιος δεν είναι αθηναίος -έστω κι αν είναι Νεογιορκέζος- δεν μπορεί ν' απολαύσει τ' αμίμητα λογοπαίγνια, και τα υπονοούμενα του καλασιανού χιούμορ. Αλεπάλληλες ριπές πολυβόλου είναι τα ποιήματα αυτά που αφήνουν τον αναγνώστη διάτρητο. Αν γράφτηκε ποτέ ένα ποίημα για την Αθήνα, ανάλογο με την "Έρημη Χώρα" του 'Ελιοτ (για το Λονδίνο), είναι ασφαλώς η σειρά "Οδός Νικήτα Ράντου". Και τελειώνω τον Ράντο με το αξέχαστο εκείνο:

"Ο Μπακλαβάς είναι γλυκύτερος από τον θάνατο".

όπου σατιρίζει τον Σεφέρη που τον ονομάζει: "Ο Κανατάς που ανεκάλυψε την ποιητική αξία του ζεστού νερού..." Όλα δεν ήταν καλά (Όλα Καλά δηλ. Ο.Κ.) όλα λοιπόν δεν ήταν Καλά(ς), στη γενιά του Τριάντα που μερικοί θέλουν να την παρουσιάσουν σαν μια ομόφωνη και ομοούσια μάζα. Οι προσωπικές αντιρρήσεις ήταν έντονες -κι ο Εγγονόπουλος δεν τις αποσιωπούσε, αποκαλώντας τον Σεφέρη, ο κύριος Σεφεριάδης που έγραψε τα ποιήματα και ο Σεφέρης που έγραφε τις "Δοκιμές"... 'Η που έλεγε ότι ο Ελύτης, είναι δύο πρόσωπα, το ένα λέγεται Ελύτης και το άλλο Μόραλης... μ' ένα σμπάρο δυο τριγόνια... ενώ σε μένα είχε πει, "εσείς κύριε Βαλαωρίτη, προτιμάτε από μένα τον Κύριο Αλεπουδέλη και τον Κύριο Σεφεριάδη..."6. Όλα αυτά με φέρνουν τελικά στο δάσκαλο και πρώτο διδάξαντα, Ανδρέα Εμπειρίκο, που η ψυχαναλυτική του παιδαγώγηση δεν του επέτρεπε να παρεκτρέπεται όπως όλοι οι άλλοι σε αστεία επιθετικά. Κι όμως το χιούμορ ξεσπάει και εκρήγνυται σε κάθε

Page 7: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

γραμμή της Υψικάμινου και σε όλα σχεδόν τα κομμάτια της Προσωπικής Μυθολογίας και του Μεγάλου Ανατολικού. Ένα χιούμορ με διαπασόν βαθύτερο, όλων των άλλων, που έμοιαζε πότε-πότε με βρυχηθμό λιονταριού, όπως άλλωστε και το γέλιο του. Το χιούμορ του Εμπειρίκου είναι κατ' αρχήν "ερωτικό", όπως αυτό που ο περιγράφει ο Φρόυντ, μια εκδήλωση του ασυνείδητου. Το χιούμορ του Εμπειρίκου είναι πολύ κοντά στο χιούμορ του Μπουνουέλ. Παίζει με τις λέξεις, με τις εικόνες, τις αφήνει να μιλήσουν μόνες τους. Απευθύνεται κατευθείαν στο υποσυνείδητο του καθενός. Θυμάμαι όταν διάβαζε ποιήματά του κάποτε στο Αμερικανικό Ινστιτούτο, τον καιρό της σύντομης άνοιξης του 1963-67, κι έφτασε στη φράση του τέλους του κειμένου "Ο Περιστερεών", όπου η νεάνις:... "ξέσχισε την μπλούζα της και τους μαστούς της, και φώναξε με όλη την δύναμη της ψυχής της: "Τι κρίμα που με λένε Αμαλία!" -μια νεαρή ακροάτρια, που είχε ασφαλώς ταυτισθεί προηγουμένως με το πρόσωπο της νεάνιδος, άφησε να της ξεφύγει ένα έκπληκτο και ερωτικό "Αχ!" που αντήχησε σ' όλη την τεράστια αίθουσα του Ινστιτούτου σαν μια επικύρωση, μια επισφράγιση του όλου προσανατολισμού του κειμένου που αποσκοπούσε να ελευθερώσει τα βαθιά στρώματα της ψυχικής έντασης που προκαλούν η απώθηση και ο πόνος σε συνδυασμό, η μια με τον άλλο. Το "αχ" αυτό εκπροσωπούσε όλους μας, που συγκρατούσαμε τα επιφωνήματά μας, ξεσπώντας μονάχα σε χειροκροτήματα ομαδικά και απρόσωπα, αμέσως κατόπιν. Υπήρξε η στιγμή αυτή μια θριαμβευτική επαλήθευση της γνησιότητας της αναζήτησης του Υπερρεαλισμού, που σκόπευε ακριβώς τέτοιες περιοχές μέσα στα όντα. Το υπερρεαλιστικό χιούμορ, μετατόπιζε τα πράγματα, τα καλώς ή τα κακώς έχοντα, και τα ανέτρεπε, τα αποδιοργάνωνε, τους ξανάδινε τη γεύση του χάους της αρχικής τους προέλευσης. Μας επέστρεφε χειροπόδαρα δεμένους στις πηγές μας. Στο κομμάτι "Τα κείμενα", της Προσωπικής Μυθολογίας του Εμπειρίκου, ο Δήμαρχος προσφέρει στον μυθικό ποδηλατιστή, ένα καινούριο ποδήλατο που εκείνος το αποποιείται, ζητώντας σε αντάλλαγμα "να λάβη τη νεαρά και ωραία γυναίκα του Δημάρχου εις γάμον." Εδώ το εμπειρικικό χιούμορ, αντανακλά το οιδιπόδειο, με καταστροφικές συνέπειες για την πόλη. Αντί να παντρευτεί τη μητέρα του, ο νέος αυτός Οιδίποδας-ποδηλάτης, γίνεται θύμα του μπάτσου του πατέρα-δημάρχου και αρρωσταίνει και πεθαίνει με καταστροφικές συνέπειες για την πόλη. Ο αρχαίος μύθος αναποδογυρισμένος, μετατοπισμένος χρονικά στην κατοχή, τραγικωμικός, έχει μεταμορφωθεί με τη διεργασία του υπερρεαλιστικού χιούμορ σε παρεξήγηση άλλου είδους. Μια κλασική παρεξήγηση τύπου 19ου αιώνα. Δράμα τιμής, και ατιμίας. Το κωμικό στοιχείο πάλι απηχεί τους κρυφούς πόθους μιας ομαδικά απωθημένης κοινωνίας που δεν αναγνωρίζει στους πόθους της το δικαίωμα του "πολίτη", της πόλης, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Όλα τα κομμάτια της "Π.Μ." περιέχουν τέτοια στοιχεία ένθετου χιούμορ, που υπονομεύει και αποκαλύπτει συνάμα τις βαθιές μας πεποιθήσεις. Με τη φράση: "Θυμάμαι πως όλοι μας ψάχναμε τις τζέπες μας κατά τρόπον φρενήρη", αρχίζει το κομμάτι, "Μαντόνα, ή αι κυρίαι των πόλεων". Ο αφηγητής αναπολεί τη σκηνή, χωρίς να ξέρει γιατί είναι μαζεμένοι εκεί, αυτός και άλλοι μπροστά σε πέντε γυναίκες και μια κορασίδα. Ετούτη στέκεται ακριβώς απέναντι απ' τον αφηγητή, με κοντογούνι βελούδινο και μακριά πράσινη φούστα, όπως φορούσε η βασίλισσα της Ελλάδος Αμαλία. Υπογραμμίζω, γιατί εδώ ενδοκειμενικά, τ' όνομα Αμαλία φωτίζει τη φράση στο προηγούμενο κείμενο: "Τι κρίμα που με λένε Αμαλία..." Ο ποιητής αναφέρεται στην Αμαλία, σύζυγο του ανίκανου λέγεται ρομαντικού βαυαρού πρίγκηπα, του 'Οθωνα, που έχουν γίνει πια λαϊκό κτήμα τα ανέκδοτά της με τον Σούτσο, τον υποτιθέμενο εραστή της - με λογοπαίγνιο στ' όνομά του Π...ος. Εδώ η υπερρεαλιστική μούσα ενώνεται με τη λαϊκή, και κάνει κοινό

Page 8: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

μέτωπο εναντίον της απώθησης και της στειρότητας του ανερωτισμού, που και ακόμα σήμερα μας κατατρέχει, ώστε να παρεξηγούνται τα κείμενά μας. Το εμπειρικικό όραμα της κορασίδας "Αμαλίας", με φέσι και ξανθά μαλλιά, τοποθετεί τη σκηνή, όπου θα ξεσπάσει μια λέξη εκ πρώτης όψεως άσχετη: "Στέαρ". Δηλ. πάχος. Και στην οποία απαντάει ο αφηγητής: "Ο Αλλάχ, ο Αλλάχ να είναι μαζί μας". Όλα αυτά μέχρι τώρα αυθαίρετα σκοτεινά και παράλογα. Όμως στο τέλος όλα εξηγούνται: Και ακολουθεί η ερωτική σκηνή του γονατίσματος και της παύσης του ψαξίματος στις τσέπες, και της ανύψωσης του φουστανιού της κόρης ως τη μέση. Τι σχέση θα μου πούνε έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; Ε λοιπόν θ' απαντήσω ο Μεταξάς γνώριζε τη σχέση αυτή των φάντηδων -(των κομμουνιστών στη νοοτροπία του) με το τιμωρό μπαστούνι, το ρετσινόλαδο και μάλιστα με τον πάγο. "Βάλτου πάγο"... δηλαδή κορόιδεψέ τον... Βασάνισέ τον. Σε μια εποχή φασισμού όπου γράφονταν αυτά, δηλαδή τρομερής απώθησης του ερωτικού, ξαφνικά η λέξη "στέαρ", αποκτάει μια σχέση με τα ρέστα, το ανάγραμμά της, που προφανώς γι' αυτά ψάχνουν, οι ιστάμενοι προ των γυναικών, μια μετατόπιση του σεξουαλικού πόθου στα λεφτά -που παύει τη στιγμή που αναγνωρίζεται, (χάρη στη συμπαράσταση των ερωτικών σκηνών της Πομπηίας και του Αλλάχ, θεού της ερωτικής απόλαυσης, από μερικές απόψεις, και της χλιδής του μωαμεθανισμού), το ερωτικό αντικείμενο.

Όλα αυτά ανήκουν στην περιοχή του χιούμορ, του αθέλητου καμιά φορά και άλλοτε του ηθελημένου. Ο Θεός της αρχαίας κωμωδίας, ας μη το ξεχνάμε, ήταν ο ίδιος τραγικός Διόνυσος - Χριστός, που φανερώνεται αμυδρά κάτω από τα καρναβάλια του Μεσαίωνα. Το έργο του Εμπειρίκου είναι γεμάτο από τέτοια παραδείγματα, όπου η γλώσσα η ίδια παίζει το ρόλο του λυτρωτή απ' τα ψυχολογικά δεσμά. Και φτάνω τώρα στα δύο τελευταία παραδείγματα υπερρεαλιστικού χιούμορ, στον Ελύτη και στον Σαχτούρη. Εκ πρώτης όψεως τίποτα πιο απομακρυσμένο, από το "λυρικό" έργο του Ελύτη και από το "φρικιαστικό" του Σαχτούρη, από το χιούμορ. Κι όμως κι όμως, μπορούμε κι εδώ να βγάλουμε κι από το λάδι ξύγγι, αν θέλουμε, με τρόπο υπερρεαλιστικό.

Ο Ελύτης είναι αυτούσια λυρικός, υμνητικός ποιητής. Πού είναι το χιούμορ του; Κι όμως μια φράση απ' τον "Ήλιο τον Πρώτο": "Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη/ θα τον σφίξω στα μπράτσα μου/ θα τον δείρω τον Μάη/ θα τον σπαράξω..." εμφανίζει τον κρυμμένο πράκτορα του χιούμορ στον ελυτικό χώρο... Ο Ελύτης συνήθως εκεί που σατιρίζει όπως στο "'Αξιον Εστί", σε κομμάτια όπως στο "Καταπρόσωπόν μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρινοί", ή στο "Αυτός είναι, ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας": Μηχανές του αέρος τον απάγουνε και βαρύν από ρούγα και ταρταρούγα στα Ηλύσια και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. .... και σκιρτούν των αντρών του Λυκαβηττού οι ημίγυμνες τίγρισσες!

Εκεί, λέω, που σατιρίζει, ξιφομαχεί συνήθως με τους εχθρούς του και τους αντιπάλους του νοερά. Σκιαμαχεί όπως θα λέγαμε: Ήρθαν ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου...

Page 9: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

Στα λιγοστά αυτά κομμάτια βλέπουμε το χιούμορ του Ελύτη, που του το γνωρίζουμε ως άνθρωπο όταν αμέτρητες φορές γελούσαμε με διάφορα συμβάντα. Το χιούμορ αυτό στον ποιητή, εμφανίζεται ως λόγχη κατά των εχθρών: Μετατοπίζει τους Ύμνους και τις Γραφές και τους δίνει ερωτικό-ανατρεπτικό περιεχόμενο. Αυτή και μόνο η διαδικασία περιέχει το υπερρεαλιστικό χιούμορ, ένα χιούμορ "σοβαρό", ιδεολογικό αλλά και κρυμμένα προσωπικό. Δεν είναι χώρος εδώ να πω ποιοι του δώσανε την αφορμή σε μερικά απ' τα ποιήματα αυτά, όπως μου το εκμυστηρεύτηκε κάποτε, αλλά μάλλον πρέπει να στραφούμε στη Μαρία Νεφέλη, όπου ο εχθρός, έρχεται ντυμένος μποέμισσα, μηδενίστρια, νεαρή ποιήτρια. Εδώ η ξιφομαχία παύει να είναι σκιαμαχία, παρόλο που φυσικά τελικά και το πρόσωπο αυτό, το αληθινό, γίνεται μυθικό και φανταστικό. Στην Μαρία Νεφέλη, περιέχονται η πρωινή γυμναστική, το γιόγκα, διάφορες ρήσεις, απορίες και αντιρρήσεις, που καλύπτουν ερωτικά αισθητικά και κοινωνικά θέματα. Το ποίημα έχει μια ταχύτητα δραματική και κάποτε μια πικρία. Παρόλα αυτά σκιαγραφείται, μέσα από τα ποιήματα αυτά, η εποχή μας, στην παράλογη και ακατανόητη πορεία, μέσα από τις αντιφάσεις της. Διάφορα πρόσωπα -περσόνα- αναδύονται και καταδύονται. και είναι χαρακτήρες ή τύποι αναγνωρίσιμοι. Το χιούμορ του Ελύτη έχει μια ειρωνική σαρκαστική διάθεση που το πλησιάζει στο χιούμορ των πρώτων γερμανών Ρωμαντικών, που το θέλαμε καταγόμενο από την ειρωνεία του Σωκράτη. Είναι ένα χιούμορ μεταφυσικό που μας δίνει την αίσθηση της παρουσίας του άπειρου και της αιωνιότητας, μέσα από τη διαλογική μορφή της Μαρίας Νεφέλης. Τέλος έρχομαι στον Σαχτούρη. Ετούτος είναι τελείως βυθισμένος στο λεγόμενο Μαύρο χιούμορ. Το σκάβει σε όλο του το έργο, όπως ένας πηγαδάς το πηγάδι του.

Κόκκινο φεγγάρι ούρλιαζε δεμένο σα σφαγμένο βόδι...

Κοράκια ντύθηκαν κόκκινα σαν πόρνες

...βρίσκουν τσακισμένη κομματιασμένη την ξύλινη αγελάδα της βασίλισσας...

και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι γεμάτο οινόπνευμα...

και πέφτει η οβίδα στη φάτνη του μικρού Χριστού το αίμα το αίμα το αίμα.

Τα λιγοστά αυτά παραδείγματα, μπορώ να αναφέρω πολλά ακόμα, περνάνε την εξέταση του χιούμορ, περιφραγμένου από ένα πένθιμο αναγγελτήριο θανάτου. Συχνά το χιούμορ αυτό του Σαχτούρη παίρνει έναν λαϊκό χαρακτήρα. "Δεν βογγά μόνο η γυναίκα κι ο σκύλος κι ο λαγός". Βυθισμένη η ποίησή του στην αλγολαγνεία, στη διαρκή τιμωρία, το παράλογο στοιχείο της γίνεται φρικιαστικός ερωτισμός με φαντασιώσεις σφαγής, κρεμάλας, θυσίας. Τόσο έντονο είναι το κλίμα αυτό στην

Page 10: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

ποίησή του, που αν δεν ήταν οι εικόνες του συχνά τόσο χρωματισμένες, θα μπορούσε να θεωρηθεί άξιος διάδοχος του Καρυωτάκη. Κι όμως το υπερρεαλιστικό χιούμορ, σώζει την ποίηση αυτή, από την καρυωτακική κατάθλιψη, την τόσο κατά γράμμα και επικίνδυνη, για τον γραφέα της. Όχι πως δεν είχε ο Καρυωτάκης χιούμορ, και μάλιστα πικρό και κεραυνοβόλο, αλλά το χιούμορ αυτό, ελεγειακό καθαρά, δεν έχει το στοιχείο του καρναβαλιού, που έχουν τελικά όλοι οι υπερρεαλιστές - την αίσθηση του μασκαρέματος και της μάσκας, δηλαδή του παιχνιδιού. Είναι όπως πάντα ζήτημα γλώσσας.

είδα το ψάρι πάνω στον τοίχο να ξυπνάει και να γράφει γράμματα κόκκινα πυκνά...

Κι εδώ συνοψίζω και συμπληρώνω αυτή την περιοδεία στην άγνωστη και τόσο γνώριμη συνάμα Γη του Χιούμορ. Το υπερρεαλιστικό χιούμορ κατάγεται από τον Λωτρεαμόν, τον Ζαρρύ, τον Σουίφτ, τον Μπλέηκ, τον Ρεμπώ, τον Πόε, τον Μπωντλαίρ. 'Εχει στον αιώνα μας πρώτους οπαδούς τον Ραϋμόντ Ρουσσέλ, τον Απολλιναίρ, τον Μαρσέλ Ντουσάντ, τον Πικαμπιά, τον Τζαρά, και τους Ιταλούς και Ρώσους φουτουριστές και φορμαλιστές. Υπάρχει στον Βαλερύ, στον "Κύριο Τεστ", και στον Ζιντ, στους "Κιβδηλοποιούς" και στις "Κάβες του Βατικανού". Περνάει μέσω του Βιτράκ και του Αρτώ, στον Ιονέσκο, στον Μπέκετ, και μας έρχεται από μιαν άλλη πλευρά, από τον Κάφκα, και τον Τζόις. Λίγο πολύ οι μοντερνιστές το υιοθετούν. Δεν μίλησα για το χιούμορ του Σεφέρη επειδή το θέμα μας είναι ο Υπερρεαλισμός. 'Ομως σ' έναν αιώνα ή δύο, αν επιζήσει η ανθρώπινη φυλή του μαυρότατου χιούμορ της ατομικής μπόμπας, όλα αυτά θα πλησιάσουν, και θα γίνουν ένα είδος ιστορικό: Το κλίμα του εικοστού αιώνα.7 Θέλω να κλείσω με αυτόν που πρώτος δημιούργησε το ύφος του νέου χιούμορ, της ειρωνικής φράσης στην ποίησή μας; Τον Καβάφη. Φράσεις όπως "το ουσιώδες είναι που έσκασε", "οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύση", έχουν περάσει στη γλώσσα μας. Είναι το χιούμορ του ποιητή, που βλέπει με μάτι ειρωνικό τη ρητορεία της ιστορίας. Η αμφίρροπη αυτή στάση είναι και σήμερα το καλύτερο όπλο που έχουμε εναντίον της μετριότητας, του γκρίζου, και του κακού, που μαστίζει την εποχή μας: την ομοιομορφία, που ισοπεδώνει τα πάντα...

Καλιφόρνια 1985

Παραπομπές 1. Βλέπε τις σημειώσεις για την "Αμοργό" 2. Ο Κατσίμπαλης 3. Βλέπε σημείωση 4. Merdre 5. Βλέπε σχετικά σημείωση για τον Ελύτη 6. Βλέπε σημειώσεις 7. Βλέπε την τελευταία σημείωση

Σημειώσεις Α' Τον Κατσίμπαλη ένα καλοκαίρι σύστησα στην Κυρία Μπρετόν στο Μπαρ του Ζωναρά. Αμέσως μας διηγήθηκε την ιστορία μιας κυρίας που ονειρευόταν πως ένας τρομερός νέγρος της έσπαγε την πόρτα για να μπει στο δωμάτιο, ενόσω εκείνη

Page 11: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

έντρομη και γυμνή σκεπαζόταν με κόπο με το σεντόνι της, και όταν τελικά πέφτοντας η πόρτα εμφανίζεται ο νέγρος, γυμνός, εν πλήρη στύσει, να προχωράει προς το κρεββάτι, η κυρία έντρομη πάντοτε, καταφέρνει να ψελλίσει, "μα επιτέλους κύριε τι θέλετε;" κι ο νέγρος να της απαντάει με ψιλή φωνή γυναικεία: "Εγώ τι θέλω κυρία μου, εσείς να μου πείτε τι θέλετε, που ονειρεύεστε τούτο το όνειρο". Μια χαρακτηριστική φράση - άνοιγμα του Κατσίμπαλη ήταν: "Μήπως έχει ποτέ κάνει εμετό επάνω σας ένας γάιδαρος;" - φράση που άρχιζε μια "επική" διήγηση για ένα ταξίδι στη Δήλο από τη Μύκονο με καΐκι, με φοβερή τρικυμία, όταν ένας γάιδαρος έπαθε ναυτία και έκανε εμετό, επάνω στους επιβάτες μεταξύ των οποίων και ο Κ. Το "έπος" συνεχίζεται και καταλήγει σ' ένα χιτσκοκικό κυνηγητό, μιας νυμφομανούς που μαγκώνει τον αφηγητή στα ερείπια μέσα, και τον προκαλεί να κάνουν έρωτα, και πάει λέγοντας... 'Ενα άλλο "έπος" περιλαμβάνει τα δύο ναυάγιά του στη Μεσόγειο στη διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου, σ' ένα ταξίδι από την Μασσαλία στην Ελλάδα, όταν ενόσω το τορπιλισμένο πλοί βούλιαζε, και έσπευδε ο αφηγητής στις βάρκες για να σωθεί, είδε το εξαιρετικό θέαμα μιας γυμνής γυναίκας, που ντρεπόταν να σηκώσει το πόδι της να μπει στη βάρκα μπροστά σε τόσους άντρες και έκρυβε με τα χέρια της την τριχωτή της ήβη, όταν ένας γαλαντόμος αξιωματικός του πλοίου τη σήκωσε ολοσούσσουμη, και την έβαλε στη βάρκα. 'Υστερα από ένα δεύτερο ναυάγιο σε άλλο πλοίο νοσοκομειακό που τους περιμάζεψε, φτάσαν επιτέλους, στην Αλεξάνδρεια, όπου συνεχίζονται οι περιπέτειες του αφηγητή με μια αιγύπτια ερωμένη του, που είχε πάντα στο κρεβάτι της, μαζί της, μια σαύρα, κατατρομάζοντας έτσι τον εραστή της που είχε καταντήσει ανίκανος σχεδόν από το φόβο της τεράστιας σαύρας... και άλλα επεισόδια με παπάδες και πουτάνες και και και, πάει λέγοντας. Το χιούμορ του Κατσίμπαλη, αληθινά υπερρεαλιστικό, ήταν μια αντίφαση στο χαρακτήρα ενός ανθρώπου τόσο συντηρητικού στα γούστα του για την ποίηση. Στον Σεφέρη καθώς και στον Ντάρρελ άρεσαν πολύ τα σκωπτικά ποιηματάκια, τα λίμερικς, που συχνά είχαν ερωτικό περιεχόμενο όπως το: There was a young lady called Bright (Φωτεινή) who ran much faster than light so that, instead of coming she went! μετάφραση: 'Ηταν μια νεαρή δεσποινίς που τη λέγανε Φωτεινή και που 'τρεχε πιο γρήγορα απ' το φως 'Ωστε αντί να έρχεται (coming) έφευγε Δηλ. αντί να πάθει οργασμό (coming) έπαιρνε δρόμο (she went).

Σημειώσεις Β' Σχετικά με τη στάση μου απέναντι στους έλληνες ποιητές των δύο παρατάξεων, ήμουν από νωρίς ένας μεταμοντερνιστής. Τους έβλεπα όλους με εξίσου εκτίμηση και θαυμασμό. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν είχαμε μικρές διαφορές. 'Οσο για την εποχή του μεταμοντερνισμού που μπορούμε να την ονομάσουμε και μεταυπερρεαλιστική, περνάμε σε άλλα πρόσωπα και πεδία όπως ο Νώντας Γονατάς, ο Πεντζίκης, ο Αλέξανδρος Σχινάς, η Μαντώ Αραβαντινού, ο Κώστας Ταχτσής, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ίσαμε τους ποιητές του 70. Θα χρειαστεί ειδικό άρθρο γι' αυτούς όλους. Καθώς και για μερικούς περιθωριακούς όπως ο Κωνσταντίνος Νικολούδης και ο Μάκης Μιχαλόπουλος. Στην περίπτωση του Ελύτη επίσης, το χιούμορ, υπάρχει άφθονο στα διάσημα πια δοκίμιά του, τα ΤΤΤ (τύχη, τέχνη, τόλμη) και όλη τη σειρά των Ανοιχτών Χαρτιών, όπου περιγράφονται πολλές υπερρεαλιστικές μέθοδοι και σκηνές.

Page 12: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

Στα δικά μου έργα, το χιούμορ αυτού του είδους περιέχεται στο μυθιστόρημα Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη και στον Θησαυρό του Ξέρξη, καθώς και σκόρπια στα πεζά μου, τον Προδότη του Γραπτού λόγου, και τον Διαμαντένιο Γαληνευτή, και στις Μικρές Γυναίκες, που επειδή πήραν βραβείο έγιναν αντικείμενο επιθέσεων από ανθρώπους που προφανώς τους λείπει το χιούμορ τελείως, και παρεξηγήσεων από άλλους, οπισθοδρομικούς, που δεν ήξεραν αν ήταν ποίηση ή πεζογραφία. Φαίνεται ότι δεν έχουν διαβάσει τα πεζά ποιήματα του Μπωντλαίρ και αυτά που λέει ο ίδιος για τα "διηγήματα" του Πόε που τα ταξινομεί στα ποιητικά έργα (ως πεζά ποιήματα)! Τελικά στον "Έγχρωμο Στυλογράφο", έμμετρο εγκυκλοπαιδικό ποίημα μυθιστορηματικών διαστάσεων, έχω εναποθηκεύσει ό,τι μου έμενε από χιούμορ που περίσσευε απ' τ' άλλα μου γραφτά. (Τυπώνεται αυτή τη στιγμή στη Δωδώνη). Χρησιμοποιώ τη λέξη χιούμορ - ας με συγχωρέσει ο αυστηρός φύλακας της γλωσσικής ελληνικότητας -, 'Αγγελος Βλάχος, γιατί οι λέξεις πνεύμα, αστείο, φάρσα, κωμικό, δεν αποδίδουν την ιδιότητα ενός ανθρώπου που έχει ένα ιδιαίτερο είδος κωμικού πνεύματος, που είναι άλλοτε παράλογο, άλλοτε λογικό, πάντοτε όμως δραστικό και έγκλειστο σε ένα ορισμένο είδος γραψίματος, ή λόγου. Πρέπει να υπογραμμίσω εδώ την περίπτωση του Αλεξ. Σχινά, του οποίου το πρωτοποριακό, και conceptuel χιούμορ σε περιλαμβάνει μέσα του, με κάποιο μπορχεσιανό τρόπο. Π.χ. μου απέδωσε τη συγγραφή ενός άρθρου για τον ίδιο, που το έγραψε ο ίδιος, για τον εαυτό του - πράγμα που έκανε συχνά ο Πόε. Το άρθρο αυτό καταλογεί ανέκδοτα σχέδια διηγημάτων αριστουργηματικών, ολόκληρος κόσμος εαυτοαλλοκατευθυνόμενος.

Σημειώσεις Γ' Από την "Αμοργό" του Γκάτσου, που δημοσιεύτηκε από τον "Αετό Α.Ε." το 1943 με ένα μανιτάρια αμανίτα μουσκάρια, χρωματιστό στο εξώφυλλο, (έχω ακόμα το πρώτο αυτό αντίτυπο εδώ μαζί μου), σημειώνω φράσεις όπως: "Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθεια κοριτσιού που σαλεύουν/ Και μη γελάς και μη κλαις και μη χαίρεσαι/ Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια/ Μη γίνεσαι ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΝ... που έχουν καθαρά χιουμοριστική χροιά, και θυμίζουν ποιήματα του Βενιαμίν Περέ, του πιο εξωφρενικού απ' τους Υπερρεαλιστές. Στο διάσημο κομμάτι "Στου πικραμένου την αυλή", που είναι ολόκληρο ένας ύμνος στο μαύρο χιούμορ υπάρχει ο στίχος: "Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα"... Ο Γκάτσος εδώ καταφέρνει να μπαινοβγαίνει απ' το παράλογο χιούμορ στο άκρο ρομαντισμό με μια άνεση προκλητική:

Κι αν διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο Κι αν πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι...

Στην περίπτωση του Ελύτη υπάρχει μια φράση που δείχνει την κατανόηση που είχε για το παιχνίδι: "Μας έφαγε η σοβαροφάνεια, η δεύτερη αυτή μεγάλη μάστιγα της λογοτεχνίας μας που όσο την καλλιεργούμε και την αναπτύσσουμε, τόσο η ομορφιά της "φανταστής οικουμένης" περιορίζεται και στενεύει, αστυνομευμένη από ενωμοτίες ολόκληρες λογίων με χοντρά μυωπικά γυαλιά και νευρωτικούς κοντυλοφόρους". Στην εποχή μας ούτε αυτό δεν υπάρχει πια, αλλά μια ισοπέδωση και βουλιμία επιτυχίας που τα περνάει όλα με την ψιλή ή με τον οδοστρωτήρα. Ο Ελύτης κατάλαβε πολύ καλά τη χιουμοριστική πρόκληση που υπήρχε στα πρώτα υπερρεαλιστικά πειράματα. Παραθέτω μερικές ερωταποκρίσεις που έκαναν με τον Εμπειρίκο: Ε- Τι είναι το κόκκινο χρώμα;

Page 13: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

'Ενα χαστούκι από παπαρούνες. Ε-Τι είναι η ποίηση; Συνουσία επ' άπειρον. Ε-Τι είναι αετός; Εκείνο που βάζουμε πολύ πιο πάνω απ' το κεφάλι μας

'Αλλη παραλλαγή του παιχνιδιού: 'Οταν λύνονται οι φιόγκοι της ημέρας Τα κούμαρα φωνάζουν τ' όνομά τους

'Οταν ο κοκοβιός θολώνει τα νερά του Η σημαία του γάτου αλλάζει τρία χρώματα...

Σημειώσεις Δ' Πρέπει νομίζω να περιλάβω εδώ και ένα συγγραφέα που ενώ τυπικά δεν ανήκει στον Υπερρεαλισμό, ουσιαστικά είναι μέρος του. Τον Κοσμά Πολίτη, ιδίως για το έργο του "Ερόικα" που είναι ένα ποιητικό-φανταστικό αριστούργημα. Ο υπερρεαλισμός του Πολίτη βρίσκεται στις διαστάσεις αυτές, καθώς και σε μια έντονη ενδοκειμενική τεχνική αναφορών, από άλλα έργα. Κι εδώ το χιούμορ, πικρό καμιά φορά και ειρωνικό, ξεσπάει σε κάθε γραμμή του βιβλίου. Είναι συνυφασμένο στενά με το ελλειπτικό ύφος της γραφής και της αναφορικότητας του κειμένου συνεχώς σε άλλους χώρους κι εποχές. Για ν' αναφέρω μερικά παραδείγματα: Η νταντά του Λοΐζου λέγεται Μίσες Μπάσκετ (Καλάθι), ο διάλογος του Βενιαμίν με τον ιμπρεσάριο του τον Μάϊ-μπλουμ που του συσταίνει να 'ναι πάντα "καθαρό το κλαβιέ του πιάνου..." Μάι-μπλουμ, μαγιάτικο άνθισμα, θυμίζει τον Μπλουμ του "Οδυσσέα" του Τζόυς. Σινιόρ πουλάς "σουλειπεινούς", ρωτάν τα παιδιά τον φυστικά -κι αυτός απαντά "Δεν έχει σήμερα"... Σου-λείπει-νους. Το φαρμακείο της πόλης λέγεται "Ιπποκένταυρος"... Ο Λούκιος Κνοπφ, ο φαναράς από το Λουξ, Λούσιαν, Λούτσε, φως... Η Πολυξένη, η εγγονή του, είναι ξανθιά σαν Βαυαρέζα, είναι δηλαδή "πολύ-ξένη"... το ανέκδοτο για το Πρώτα οι Κυρίες, Ladies first. Ο άντρας που λέει στο δήμιο που θα τους κρεμάσει, "Κρέμασε πρώτα τη γυναίκα μου παρακαλώ..." Ο Βάσκο δε Γάμα γίνεται αντικείμενο μαθητικού αστείου... Ο Μεμάς λέγεται Κρονίδης, ο κύριος Βόγαρις -από το Βούλγαρις προφανώς, καθηγητής αρχαίων και φιλοσοφίας που λέει... "ας πούμε η κατανόηση της απλότητας του βάθους..." γλώσσα ακατανόητη για τους μαθητές... Η Μις Κάλενταρ, καθηγήτρια της φυσικής - "Δεσποινίς Ημερολόγιο"... που παίζει φυσαρμόνικα!... Κατόπιν άλλα ονόματα όπως ο "Ο Θείος Πλάτων", ο Κύριος Κλήμης με τον μπακαλόγατο -αναφορά στον Καβάφη- ένα παιδί του φωνάζει: "Τον δ' επαμειβόμενος", με διπλή σημασία εκείνου που αμείβεται... αλλά και το ομηρικό "τον δεπαμεί-βόμενος", (που απαντάει)... φίλος του όμορφου Αντρέα, αναπόληση του γερο-Φοίνικα της Ιλιάδας, σε μια πολυσημία χιουμοριστικά μοντερνιστική... και εκείνο το Quid πλατανών opacissimus του Σεφέρη σκαλισμένο στον πλάτανο. Τελικά το αμάρτημα του Γκαετάνο που σκότωσε με μια κοτρώνα αμέτρητα μερμήγκια πάνω στη γλύκα τους ενόσω τρώγαν ζάχαρη -ειρωνική αναφορά στους μυρμιδόνες-μερμύγκια, αν ο Γκαετάνο είναι ο 'Εκτορας και το σπίτι των Μοντεκούκουλι, η Τροία, ή φυσικά ο Πάρις που τοξεύει τον Αχιλλέα όταν πάει να συναντήσει μια γυναίκα, (την Ελένη;). Ο 'Εκτορας ρίχνει πέτρες στην Ιλιάδα... Το χιούμορ του Πολίτη εκτοξεύεται πολλαπλό, υπερρεαλιστικό, μοντερνιστικό, σχεδόν σε κάθε γραμμή του μυθιστορήματος, που είναι ένα σωστό "Πανηγύρι Τρελών".

Σημειώσεις Ε'

Page 14: Το χιούμορ στον υπερρεαλισμό

'Ενα πολύ σημαντικό άρθρο του Ιακόβ Κοργκ, καθηγητού στο Πανεπιστήμιο του Ουάσιγκτον, για τις Τεχνικές Μοντέρνας Τέχνης στην 'Ερημη Χώρα του 'Ελιοτ, προτείνει την άποψη ότι το ποίημα είναι το αποτέλεσμα μοντερνιστικών τεχνικών, που αρχίζουν με τους φουτουριστές, τους ντανταϊστές, τους κυβιστές και τον Υπερρεαλισμό. Πρώτα-πρώτα για την τεχνική του Κολάζ που προϋποθέτει, κατόπιν για την ανάμιξη ονείρων, αναπολήσεων, φαντασιώσεων με την πραγματικότητα, τη ροή των συνειρμών, και τον υποσυνείδητο χώρο που καλύπτει το ποίημα με την ελλειπτικότητά του και τη συγχρονιστική του τακτική, που δείχνει την επιρροή του Απολλιναίρ της "Ζώνης". Ο 'Ελιοτ για ν' αντιδράσει εναντίον της συναισθηματικότητας χωρίς αντίκρυσμα, των Βικτοριανών και Γεωργιανών ποιητών, χρησιμοποίησε την αντίθεση, το χιούμορ, την ειρωνεία, την ιστορία, και τις τεχνικές των ζωγράφων της εποχής. 'Οταν λοιπόν κατακαθίσει η σκόνια των ιδεολογικών διαφορών, θα φανεί ότι οι τεχνικές του μοντερνισμού και του υπερρεαλισμού συγγενεύουν, εφάπτονται και συνοδοιπορούν, τόσο που καμιά φορά να μη διακρίνονται. Η θέση μου για το χιούμορ είναι ακριβώς η ίδια. Βλέπε για το άρθρο του Ιακόβ Κοργκ, (A collection of Critical essays on the "Waste Land", Spectrum 1968). Με την οπτική αυτή, το έργο του Σεφέρη θα φανεί πιο συγγενικό με τον Υπερρεαλισμό, παρόσο το παρουσιάζει η τρέχουσα ελληνική κριτική.

"Διαβάζω", τεύχος 120, 5-6-1985