Κώστας Καρυωτάκης

19
Κώστας Καρυωτάκης Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το απόγευμα της 21 ης Ιουλίου 1928

Transcript of Κώστας Καρυωτάκης

Page 1: Κώστας Καρυωτάκης

Κώστας Καρυωτάκης

• Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1928

Page 2: Κώστας Καρυωτάκης

Κώστας Καρυωτάκης

• Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Η ποίηση του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού

Page 3: Κώστας Καρυωτάκης

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από τα Χανιά και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Έχει μια αδερφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, την Νίτσα και έναν αδερφό μικρότερο το Θάνο.

Page 4: Κώστας Καρυωτάκης

Φοιτητής Νομικής στην Αθήνα

Το 1914 ο Κώστας Καρυωτάκης μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικό.

Page 5: Κώστας Καρυωτάκης

Επαγγελματική καριέρα ως δικηγόρος

Το 1917 ο Καρυωτάκης πήρε το πτυχίο Νομικής με βαθμό "λίαν καλώς". Το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Το ίδιο έτος έλαβε άδεια δικηγόρου και διορίσθηκε υπουργικός γραμματέας Α’ στη Θεσσαλονίκη, προφανώς για να είναι κοντά στους γονείς του.

Page 6: Κώστας Καρυωτάκης

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΗΜΑΤΑ

Ανδρείκελα

Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τηγη.Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία. Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμόανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυοχέρια,χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,άτονα, κοιτώντας παθητικά τ' αστέρια.

Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθεχαρά.Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστεπαρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώςδιαβαίνει. Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρόςκι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στοσώμακι άμα δεν ήταν στην ψυχή οπραγματικός πόνος μαςνα λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.

Page 7: Κώστας Καρυωτάκης

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρεςο άνεμος όταν περνάει, στίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένεςυψώνονται σαν δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους το άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

• Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεστα όνειρά μας μπερδεύεται όλη η φύσιςστο σώμα στην ενθύμηση, πονούμεκι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις.

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, κάτι απίστευτες αντένες, κάτι διάχυτες αισθήσειςστο σώμα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Page 8: Κώστας Καρυωτάκης

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα `ναιζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ έναΑμάλθειο κέρας.

Όνειρο ανάγλυφο, θα `ρθω κοντά σουκατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσωτ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,πολύ θ’ αρέσω.

Page 9: Κώστας Καρυωτάκης

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος

• Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου, κι αν έχασα για πάντα τη χαρά, κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου, πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδιστον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί, το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδικι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

• Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μουβαθιά μέσα στον πόνο που πονώ καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μουσα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη, και ογραίνοντας την άμμο το πρωί, μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι, μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

Page 10: Κώστας Καρυωτάκης

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων

• Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί, μαραίνονται οι Βερλέν τους απομένει πλούτος η ρίμα πλούσια κι αργυρή.Οι Ουγκό με "Τιμωρίες" την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί, η αθανασία τους είναι χαρισμένη. Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε. Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

• Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί, στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί, παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή. Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε, νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί: "Ποιος άδοξος ποιητής" θέλω να πούνε "την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;"

Page 11: Κώστας Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον Παναγιώτη.Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα, άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο, αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.Eκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο, το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο, σα να `λεγε, σαν να παρακαλούσε:«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι, μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος, μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

Page 12: Κώστας Καρυωτάκης

Όταν κατέβουμε• Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα

πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε, αυστηροί γνώριμοι, αόριστοι φίλοι, μ`ένα χαμόγελο στ` ανύπαρκτά τους χείλη;

Τουλάχιστον δω πέρα είμαστε μόνοι, περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνεικαι μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμακάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.

• Άλλα εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε, με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες, ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει, θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου, το τριαντάφυλλο θα`ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε, τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε, Κύριε, Κύριε και το τερραίν του Παραδείσουόπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.

Page 13: Κώστας Καρυωτάκης

Σάββατο βράδυ• Φέγγει στου σκοτεινού δρόμου την

άκρημε το παράπονο και με το δάκρυμόλις και φαίνονται οι άσπρες εικόνεςτ’ άνθη χαμόγελα μες στους χειμώνες

Αεροσαλέυουνε κρίνοι και χέριαήλιοι τα πρόσωπα, μάτια τ’ αστέριαΕίναι και ανάμεσα σ’ όλα η αγάπηστο πρωτοφίλημα κόρη που εντράπη

Σάββατο βράδυ ανοίγουνε στο δρόμο σαν λουλούδιαοι απλές καρδιές, παθητικά ν’ ανέβουνε τραγούδιαπου τη χαρά ή τον απαλό του έρωτα ψάλλουν πόνοενώ για μένα η εβδομάδα ετέλειωσε και μόνο

• Πόσο τ’ ανέβασμα του άχαρου δρόμουστρέφω κοιτάζοντας προς τ’ όνειρο μουκι όλο μακραίνουνε πύργοι παλάτιακλαίνε μου οι θύμησες, κλαίνε τα μάτιαΣάββατο, Σάββατο, Σάββατο, Σάββατο

Σάββατο βράδυ ανοίγουνε στο δρόμο σαν λουλούδιαοι απλές καρδιές, παθητικά ν’ ανέβουνε τραγούδιαπου τη χαρά ή τον απαλό του έρωτα ψάλλουν πόνοενώ για μένα η εβδομάδα ετέλειωσε και μόνο

Page 14: Κώστας Καρυωτάκης

Γενικά χαρακτηριστικά του ποιητή Α) Απογοήτευση.

• Επηρεασμένος από τη γαλλική ποίηση και κυρίως από τον Μπωντλαίρ. Στα Νηπενθή κυριαρχούν τα μοτίβα του χαμένου Ονείρου και του Χρόνου. Ο Καρυωτάκης δέχεται ότι στον κόσμο επικρατεί η υποκρισία και η μοχθηρία και ότι ο ποιητής δεν μπορεί να βρει θέση πουθενά σ’ αυτόν τον «χαμηλό» κόσμο. Οι πραγματικοί ποιητές είναι «καταραμένοι» να δημιουργούν μέσα σ’ αυτήν τη δυστυχία. Αντιτιθέμενοι στις κοινωνικές συμβάσεις προσπαθούν να ανακαλύψουν με την τέχνη τους έναν κόσμο μαγικό και ιδανικό. Γι’ αυτό και βιώνουν την μετριότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, αισθάνονται ξένοι και εξόριστοι, γιατί βλέπουν ότι ο κόσμος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα οράματά τους. Έτσι κι ο Καρυωτάκης διακρίνεται από απογοήτευση, διάθεση φυγής, πικρία και απαισιόδοξη στάση.

Page 15: Κώστας Καρυωτάκης

Β) Σαρκασμός και αυτοσαρκασμός.

• Στην ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες παρατηρείται μια στροφή. Όσα έχει θρηνήσει θα γίνουν αντικείμενο σαρκασμού. Ο Καρυωτάκης επηρεασμένος από τους Fantaisistes του Βιγιόν , του ποιητή που γελούσε κλαίγοντας, αφήνει το θρήνο για το χαμένο όνειρο, αποδέχεται το αναπότρεπτο και ως τελευταίο όπλο κρατά τον σαρκασμό και κυρίως τον αυτοσαρκασμό

Page 16: Κώστας Καρυωτάκης

Γ) Κοινωνική κριτική• . Στο στόχαστρo του ποιητή

βρίσκεται η υποκρισία, ο αριβισμός, η κακία, η εκμετάλλευση, η μοχθηρότητα. Ο ποιητής πνιγμένος σ’ αυτά τα πλαίσια, επαναστατεί μέσω της ποίησής του. Είναι και συνδικαλιστής αλλά με μικρή καριέρα.

• Εξέφρασε με ενάργεια την αδυναμία του απαιτητικού ανθρώπου να προσαρμοσθεί σε έναν κόσμο ηλίθιο και πληκτικό, όπως ήταν η κοινωνία της εποχής του -- και όπως εξακολουθεί βεβαίως να είναι. «αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο»  «κάθε πραγματικότητα μου είναι αποκρουστική».

Page 17: Κώστας Καρυωτάκης

• Δ) Καταφύγιο η ποίηση. Ο Καρυωτάκης είναι ένας αυτοαναφορικός ποιητής. Τα μισά σχεδόν ποιήματά του έχουν σχέση με την ποιητική πράξη και γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία. Γι’ αυτόν η ποίηση είναι «το καταφύγιο που φθονούμε» Αναζητά στην ποίηση τη λύτρωση από τους εφιάλτες του αλλά τελικά κεντρικός άξονας της ποίησής του θα γίνει ο θάνατος.

Page 18: Κώστας Καρυωτάκης

• Ε) Βασικά μοτίβα:• απογοήτευση, • πικρία, • ειρωνεία, • αυτοσαρκασμός, • πεζολογική διάθεση, • ρεαλιστική ματιά

• Στ) Μορφή. Τα ποιήματά του διακρίνονται από μετρική αρτιότητα. Χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές την ομοιοκαταληξία. Δουλεύει πάρα πολύ τον στίχο του, προσπαθεί να συνδυάσει περιεχόμενο και μορφή.

Page 19: Κώστας Καρυωτάκης

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ• Στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ.,

και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης»