ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

22
ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ ΖΑΝΕΚΑ «ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ» ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ: ΔΟΚΙΜΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΗΡΩΩΝ Οι βασικοί ήρωες που κατονομάζονται στο διήγημα είναι δύο: o παππούς ο Γεώργης, και ο δεκάχρονος εγγονός του ο Γεωργάκης. Η ψυχοσύνθεση των δύο ηρώων έχει ομοιότητες στο βαθμό που και οι δύο για να αντισταθμίσουν την πίκρα τους από τις στερήσεις και τις ματαιωμένες επιθυμίες καταφεύγουν στον κόσμο των παραμυθιών και της ονειροπόλησης, δηλαδή η ομοιότητά τους εντοπίζεται στο επίπεδο της εσωτερικής δράσης. Στο επίπεδο της εξωτερικής δράσης, ο εγγονός είναι το alter ego του παππού × έχει ήδη πραγματοποιήσει ένα μεγάλο ταξίδι μόλις στα δέκα του χρόνια (Κωνσταντινούπολη), έχει ήδη προσπαθήσει να κατακτήσει το αντικείμενο του πόθου κάθε παραμυθά, την πολυθρύλητη βασιλοπούλα -άσχετα από το αποτέλεσμα, και -έστω ως ταπεινό ραφτόπουλο- έχει πάρει μια γεύση από «τις χίλιες και μια νύχτες» του παραμυθιού στο χαρέμι της Βαλιδέ-Σουλτάνας: «εισέδυσα εις τους μαγικούς και μυροβόλους “δαερέδες” του χαρεμίου της Βαλιδέ-Σουλτάνας» (171). Αντίθετα ο παππούς δεν έχει ταξιδέψει ποτέ στη ζωή του παρά μόνο με τη φαντασία του, και το «μόνον της ζωής του ταξίδειον» (ο θάνατος του) συμβαίνει σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, δηλαδή 1

description

Από τη διατριβή: Στεργιανή Ζανέκα, "Φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις στο έργο του Γ. Βιζυηνού", αδημοσίευτη διατριβή, Α.Π.Θ. 2002.

Transcript of ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Page 1: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ ΖΑΝΕΚΑ

«ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ» ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ:

ΔΟΚΙΜΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΗΡΩΩΝ

Οι βασικοί ήρωες που κατονομάζονται στο διήγημα είναι δύο:

o παππούς ο Γεώργης, και ο δεκάχρονος εγγονός του ο Γεωργάκης. Η

ψυχοσύνθεση των δύο ηρώων έχει ομοιότητες στο βαθμό που και οι

δύο για να αντισταθμίσουν την πίκρα τους από τις στερήσεις και τις

ματαιωμένες επιθυμίες καταφεύγουν στον κόσμο των παραμυθιών και

της ονειροπόλησης, δηλαδή η ομοιότητά τους εντοπίζεται στο επίπεδο

της εσωτερικής δράσης. Στο επίπεδο της εξωτερικής δράσης, ο

εγγονός είναι το alter ego του παππού× έχει ήδη πραγματοποιήσει ένα

μεγάλο ταξίδι μόλις στα δέκα του χρόνια (Κωνσταντινούπολη), έχει

ήδη προσπαθήσει να κατακτήσει το αντικείμενο του πόθου κάθε

παραμυθά, την πολυθρύλητη βασιλοπούλα -άσχετα από το

αποτέλεσμα, και -έστω ως ταπεινό ραφτόπουλο- έχει πάρει μια γεύση

από «τις χίλιες και μια νύχτες» του παραμυθιού στο χαρέμι της

Βαλιδέ-Σουλτάνας: «εισέδυσα εις τους μαγικούς και μυροβόλους

“δαερέδες” του χαρεμίου της Βαλιδέ-Σουλτάνας» (171). Αντίθετα ο

παππούς δεν έχει ταξιδέψει ποτέ στη ζωή του παρά μόνο με τη

φαντασία του, και το «μόνον της ζωής του ταξίδειον» (ο θάνατος του)

συμβαίνει σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, δηλαδή πρόκειται για ένα

ταξίδι της ψυχής ¾ όπως ήταν και τα προηγούμενα, αν θεωρήσουμε

ότι η φαντασία είναι συστατικό της ψυχής. Το αίνιγμα που θέτει ο

τίτλος του διηγήματος 1 επιδέχεται δύο απαντήσεις, από την οπτική

του ήρωα και του αφηγητή. O παππούς θεωρεί ως «το μόνο ταξείδι

της ζωής του» (198) την μισοτελειωμένη πορεία του προς την

1 ? Όπως παρατηρε ί ο Π. Μουλλάς ( Γ. Μ. Βιζυηνός , Νεοελλην ικά Διηγήματα ,

Αθήνα 1980, σ . πστ΄ ) «με εξαίρεση το Μοσκώβ-Σελήμ», όλοι ο ι τ ί τλοι

«υποβάλλουν την προσδοκία της απάντησης σε μ ιαν ερώτηση», ενώ ο M. Per i

(«To πρόβλημα της αφηγηματ ικής προοπτ ικής στα δ ιηγήματα του Βιζυηνού»,

Ελληνικά 36 (2) , 1985, σ . 304 , σημ. 45) προσθέτε ι ότ ι «στο Μοσκώβ-Σελήμ η

ερώτηση ε ίνα ι υπονοούμενη: γ ιατ ί ένα τέτο ιο παράξενο ρωσο-τουρκικό όνομα;» .

1

Page 2: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

«τούμβα», ενώ ο αφηγητής, με διάθεση μελαγχολικής ειρωνείας, το

θάνατό του, λες και ο θάνατος αποτελεί μαζί με τη ζωή ένα όλον που

είναι ο ευρύς χώρος της ενότητας των δύο περιοχών: «Διότι ο

καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα “το μόνον της ζωής

του ταξείδιον”» (201).

Ο παππούς, αναντίρρητα, συνιστά ένα αφηγηματικό πρόσωπο

που υπαγορεύει την ψυχαναλυτική ανάγνωση. Στις πρώτες σελίδες

του διηγήματος, ο παππούς δεν συμμετέχει στη δράση, αλλά η εικόνα

του μεταφέρεται στον αναγνώστη ως εικόνα στη συνείδηση του

εγγονού του: «ο παππούς ήτο δι’ εμέ ο πλέον κοσμογυρισμένος και

κοσμομαθής άνθρωπος» (170). Ο επιρρηματικός προσδιορισμός «δι’

εμέ» σε συνδυασμό με τη μυθοπλαστική ικανότητα του παππού που

γνωστοποιείται αμέσως παραπάνω: «Ταύτα πάντα (το παραμύθι του

ραφτόπουλου) μοι τα διηγείτο ο πάππος μου», δημιουργούν

επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα των επιθέτων («κοσμογυρισμένος

και κοσμομαθής») που του αποδίδονται. Αμέσως μετά το πάθημα του

Γεωργάκη στο χαρέμι του παλατιού, όπου η βασιλοπούλα

αποδεικνύεται… ευνούχος, αρχίζει σταδιακά η αποκαθήλωση της

εικόνας του παππού, η απομυθοποίηση του βίου του, στο

υποσυνείδητο του παιδιού και στη συνείδηση του αναγνώστη: «Διότι ,

δεν είναι δυνατόν , ο παππούς πρέπει να ταις είδε (τις βασιλοπούλες),

πρέπει να ταις ηξεύρῃ× ίσως ίσως και θα ερωτεύθηκε ο ίδιος με

καμμιάν, αν και δεν ήτο ο καϋμένος ούτε ράπτης, ούτε τραγουδιστής

περίφημος». Η υπογράμμιση είναι δική μας (176). Άλλωστε,

δηλωτική της απομυθοποιητικής διαδικασίας που έχει ήδη αρχίσει

είναι η ήττα του παππού στη πάλη του με τον άγγελο, όπως αυτή

καταγράφεται στη φαντασίωση του Γεωργάκη, κατά τη διάρκεια του

ταξιδιού της επιστροφής στο σπίτι , μετά από επιθυμία του παππού.

Οι ανομολόγητες υποψίες του Γεωργάκη για τη γνησιότητα των

βιωμάτων του παππού, γίνονται βεβαιότητα λίγο αργότερα στο λόφο

της Μπαήρας, όπου τον συναντά να πλέκει μία κάλτσα της γιαγιάς.

Στη σκηνή της Μπαήρας, λίγο πριν το θάνατο (η χρονική συγκυρία δεν

είναι τυχαία), παρακολουθούμε έναν απολογισμό ζωής που

εκμαιεύεται μέσα από τις ερωτήσεις του εγγονού, ο οποίος, με την

2

Page 3: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

αθωότητά του, αγνοώντας έννοιες και θεωρίες επιτελεί ένα ρόλο

ψυχαναλυτή. Γιατί , πράγματι, θα επακολουθήσει αμέσως κατόπιν η

αποκάλυψη της «πρωταρχικής», αρχέγονης σκηνής (σε σχέση μ’ ένα

συγκεκριμένο τραύμα), η ανασύσταση της οποίας είναι το ζητούμενο

κάθε ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Μέχρι τα δέκα του χρόνια ο

παππούς ήταν κορίτσι, εξαιτίας του φόβου των Γενιτσάρων: «Πες πως

ήμουνα κορίτσι, ψυχή μου» (194). Συμβολικά έχει επιτελεστεί μια

πράξη παρατεταμένου ευνουχισμού, ο οποίος συνεχίζεται και μετά την

αποκατάσταση της αρσενικής υπόστασης του παιδιού, στιγμή που το

παιδί βιώνει εξίσου τραυματικά και τρομακτικά:

Σαν έγε ινα καμμιά δεκαριά χρονώ, με π ιάνε ι μ ιαν ημέρα ¾Θεός

σχωρέσ’ τονα¾ ο κύρης μου, με καθίζε ι στο σκαμνί , με κόφτε ι τα ις

μεγάλαις μου πλεξούδαις , μου βγάζε ι τα φουστανέλια και :

¾Διες εδώ, με λέγε ι , Γεωργιά , από σήμερα και να πάγ ῃ ε ίσαι

“Γεώργης” , ε ίσαι αγόρι× από αύριο και να πάγ ῃ ε ίσαι άνδρας , ο άνδρας της

Χρουσής , που παίζετε κάθε μέρα τα ις κούκλαις και τα πεντόβολα.

Αυτό ήταν όλο κ ι όλο , που με ε ίπε , κα ι μ’ εφόρεσε τ ’ αγορίστ ικα

ρούχα.

Την άλλη την ημέρα, ψυχή μου, ήλθαν τα β ιολ ιά και τα λαγούτα ,

κα ι μ’ επήραν στην εκκλησιά , κα ι μ’ εστεφάνωσαν με την γ ιαγ ιά σου. (195) .

Του αποκαλύπτεται η ταυτότητά του φύλου του σε μια περίοδο

λανθάνοντος ερωτισμού και το στάδιο μετάβασης όχι μόνο στον κόσμο

των αγοριών, αλλά και των ανδρών συρρικνώνεται μέσα σε μια

στιγμή, από την οποία δεν μένει παρά το άγχος του ευνουχισμού: «με

καθίζει στο σκαμνί, με κόφτει ταις μεγάλαις μου πλεξούδαις». Εδώ

θεμελιώνεται η ριζική αδυναμία του παππού για δράση, η αδύναμη

θέληση, οι διαφυγές του στον κόσμο των παραμυθιών. Απανωτοί

καταναγκασμοί που ασκήθηκαν κατά τη νηπιακή και ώριμη ηλικία

καθήλωσαν την ήμερη ψυχή του παππού στην ακινησία. Από την άλλη

πλευρά, και η ίδια η Ιστορία εξαπολύει τους δικούς της τρόμους,

στοιχειώνοντας την παιδική φαντασία και υπαγορεύοντας το έργο των

μεγάλων: «Γιατί , κάθε λίγο και πολύ, […] έβγαινε, ψυχή μου, το

Γιανιτσαριό ¾ κάτι μεγάλοι και φοβεροί Τουρκαλάδες, με τ’ αψηλά τα

“καβούκια”, με τα κόκκινα καβάδια, κ’ εγύριζαν αρματομένοι στα

χωριά, με τον “ιμάμην” εμπρός με τον “τσελάτη” καταπόδι, κ’

3

Page 4: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

εμάζωναν τα ευμορφότερα χριστιανόπαιδα, ψυχή μου, και τα

τούρκευαν» (194). Ωστόσο, η ψυχή δεν ελευθερώνεται ποτέ από το

φάσμα των Γενιτσάρων, την ψυχική σκευή των οποίων ενδύεται πλέον

η γιαγιά: «M’ επάνδρεψαν λοιπόν “εν πομπή και παρατάξει”, και

έτσι, ψυχή μου, αντί να με πάρῃ κανένας Γιανίτσαρος ¾ μ’ επήρεν η

γιαγιά σου» (195). 2

Η εμπειρία του ευνουχισμού δεν βιώνεται μόνο μια φορά, αλλά

επαναλαμβάνεται το ίδιο τελετουργικά σ’ όλη του τη ζωή. Ο πατέρας

που κόβει τις πλεξούδες αντικαθίσταται από τη γιαγιά Χρουσή που δεν

τον αφήνει να «καβαλικέψει» το άλογο, όπως λέει , και να ξεκινήσει το

προγραμματισμένο ταξίδι του: «Mα, σαν είναι μέσα ναικατωμένη η

γιαγιά σου, η Χατζίδενα, πάνε συ πλεια ναύρῃς λογαριασμό! […]

Όσαις φοραίς ετοιμάσθηκα να ταξειδεύσω ¾Πότ’ εγεννούσε κάνα

πράμμα, πότε ξεπετούσε το μελίσσι, πότ’ αρρωστούσε κανένας, πότε

ήρχονταν “μουσαφίρης” ¾Θαρρείς που τα είχε παραγγελμένα, ψυχή

μου, ίσα ίσα την ώρα που έκαμνα τον σταυρό μου να καβαλικέψω!»

(192). Τα ματαιωμένα ταξίδια μπορούν ίσως να ερμηνευτούν ως

ματαιωμένες απόπειρες ανάκτησης ή ουσιαστικής πραγμάτωσης του

ανδρισμού του. Ως πρώτη αποτυχημένη απόπειρα πραγμάτωσης του

ανδρισμού του μπορεί να θεωρηθεί η μοναδική του έξοδος στον

κόσμο, ως την αντικρινή “τούμβα”, που έμεινε τελικά ατελείωτη:

«Ήταν “το μόνο ταξείδι της ζωής μου”, επρόσθεσεν είτα σύννους ο

γέρων, μα ¾ έμειν’ ατελείωτο»:

¾Έξω από τ ’ ορν ιθαριό , ε ίπεν , ήτον ένα ξύλο στημένο, με κάτ ι

ξυλάκια σταυρωτά πάνω σ’ αυτό καρφωμένα, γ ια να πατούν ο ι όρν ιθες ν ’

αναιβαίνουν σταις φωλια ίς των . Το ε ίχα από μ ιας αρχής στο μάτ ι . Θα τ ’

ακουμβήσω στο γυαλί του ουρανού, έλεγα με το νου μου, σαν σκάλα, θ’

αναίβω, θα τρυπήσω μια τρύπα ¾ θαμβώ μέσα. Έτσι , ψυχή μου, σου παίρνω

το ξύλο στον ώμο, και , σαν με δ ιουν , ας με γράψουν!

Βγαίνω από την αυλή, στρ ίβω δεξ ιά και ¾ δρόμο! […]. Ήταν σαν

να ήρθα πρώτη φορά στον κόσμο.

[…] Πάγω ένα μόλι , πάγω δύο. Μα ¾ τ ι θαρρε ίς , ψυχή μου; Η

“τούμβα” , όσο προχωρώ, τραβιέτα ι μακρότερα! Ο ουρανός , όσο κοντεύω,

σηκώνετ’ αψηλότερα! Α! αυτό , ψυχή μου, μ’ έκοψε τα γόνατα! […]. Τότε

2 ? Βλ . Κ. Περαντζάκη, «Δοκιμή ψυχαναλυτ ικής ανάγνωσης του δ ιηγήματος

“Το μόνον της ζωής του ταξ ίδε ιον”» , Οδός Πανός 88 , 1996, σσ. 9-16 .

4

Page 5: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

μου εκόπηκε το “χαβέσι” , κα ι έννοιωσα, πως ε ίμαι κουρασμένος , πως πε ινώ,

πως το ξύλο που σηκόνω βαραίνε ι σαν μολύβι , πως άρχησε να βραδυάζ ῃ και

¾τ ι τα θέλε ις , ψυχή μου; ¾ τότες εγύρισα π ίσω κ ι αφήκα το ταξε ίδ ι

ατελε ίωτο!

[…] Ήταν “το μόνο ταξε ίδ ι της ζωής μου” , επρόσθεσεν ε ίτα

σύννους ο γέρων, μα ¾ έμε ιν ’ ατελε ίωτο . (198) .

Η ματαιωμένη επιθυμία του παππού (όταν ήταν ακόμη μικρό

αγόρι, αμέσως μετά την πρώτη εμπειρία ευνουχισμού) να «τρυπήσει

μια τρύπα και να μπει μέσα στο θόλο του ουρανού» με το στυλιάρι

που χρησιμοποιούσαν στο ορνιθαριό, σε συνδυασμό με τη

μεταγενέστερη ματαιωμένη επιθυμία να «καβαλικέψει» το άλογο, θα

μπορούσαν να επισύρουν πολλές φροϋδικές ερμηνείες, λιβιδινικής

λίμνασης 3 . Πρόκειται για οικονομική διαδικασία (με όρους της

ψυχικής οικονομίας), η οποία πιθανολογείται από τον Freud ως

υπαίτια για την είσοδο στη νεύρωση ή στην ψύχωση. Όταν η l ibido

δεν βρίσκει πια διέξοδο προς την εκφόρτιση, συσσωρεύεται πάνω

στους ενδοψυχικούς σχηματισμούς× η ενέργεια που συσσωρεύεται

κατ’ αυτόν τον τρόπο θα χρησιμοποιηθεί στη συγκρότηση των

συμπτωμάτων. Ο Freud δεν θεωρεί τη λίμναση αυτή καθαυτή

παθογόνο. Μπορεί να οδηγήσει σε φυσιολογικές συμπεριφορές:

μετουσίωση, μεταμόρφωση της έντασης του παρόντος σε

δραστηριότητα που καταλήγει στην ανεύρεση ενός ικανοποιητικού

αντικειμένου. Με άλλα λόγια, η φαντασιοπληξία του παππού

αντιπροσωπεύει μια απόπειρα αναπροσανατολισμού της λιβιδινικής

ενέργειας προς έναν εξωτερικό κόσμο πλασμένο από την αρχή. Ο

παππούς, όπως και άλλοι ήρωες του Βιζυηνού (Πασχάλης, Κλάρα,

Κιαμήλ, Μοσκώβ-Σελήμ), μπορεί να βρει τη θέση του στην ευρύτατη

επιφάνεια των εννοιών της ψύχωσης ή της νεύρωσης, όπως αυτές

ορίζονται από την ψυχιατρική κλινική ή την ψυχανάλυση. Ο ακριβής

εντοπισμός αυτής της θέσης θα μπορούσε να γίνει μόνο από έναν

3 ? Βλ . J . Laplanche - J . -B. Ponta l i s , Λεξιλόγ ιο της Ψυχανάλυσης , Αθήνα

1996, σ . 295 . Βλ . S . Freud, The S tandard Edi t ion o f the Comple te Psychological

Works o f S igmund Freud, μτφρ. J . S t rachey , τόμ. 24 , London 1953-1966, τόμ. 12 ,

σ . 237 , τόμ. 16 , σ . 421 .

5

Page 6: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

εξειδικευμένο ψυχίατρο ή ψυχαναλυτή. Εμείς μπορούμε να κάνουμε

μόνο υποθέσεις.

Αν θελήσουμε να προβάλλουμε το μοντέλο του C. G. Jung στο

διήγημα, τότε μπορούμε να κάνουμε το εξής σχόλιο: To δίπολο

persona - animus (-a) ισχύει αντιστραμμένα στο ζευγάρι του

διηγήματος (παππούς - γιαγιά). Ο παππούς έχει θηλυκή persona και

αρσενικό animus , ενώ η γιαγιά έχει αρσενική persona και θηλυκή

anima . Με άλλα λόγια, η γενική ψυχική στάση του παππού προς τον

εξωτερικό κόσμο (persona) είναι συναισθηματική και προς τον

εσωτερικό κόσμο (animus : ε ικόνα της ψυχής) διανοητική, ενώ της

γιαγιάς είναι ακριβώς αντίστροφα. Ο παππούς από τη μια έχει

θηλυπρεπή συμπεριφορά παραβιάζοντας έτσι τη σύμβαση μεταξύ

ατόμου και κοινωνίας για το πώς θα έπρεπε να φαίνεται ο άνδρας

(θηλυκή persona) . Από την άλλη, στις φαντασιώσεις του, όπου

αποτυπώνεται η εσωτερική μορφή του animus , ε ίναι

«κοσμογυρισμένος και κοσμομαθής» (170, αρσενική στάση ζωής)× η

εξωτερική μορφή του animus (ένα τμήμα του εκφράζει την ατομική

ανθρώπινη εμπειρία του αντίθετου ερωτικού φύλου× στον παππού:

αρσενικό animus - σύζυγος με αρσενικά χαρακτηριστικά), δηλαδή ένα

τμήμα της ασυνείδητης ψυχής του παππού, προβάλλεται στη γυναίκα

του. Αλλιώς, η γυναίκα του, που τον αντιμετωπίζει με αρσενικό

τρόπο, είναι στην ουσία ο δικός του εσώτερος εαυτός× ίσως γι’ αυτό

τον αντικαθιστά σ’ όλα του τα ταξίδια: «Σαν είσαι συ ταμμένος,

νοικοκύρη μου, ανδρόγυνο δεν είμασθε; ένα πράγμα είμασθε. Είτε συ

επήγες, είτ’ εγώ, το ίδιο πράμμα κάνει» (193). 4

Ο παππούς, σαν άλλος Πέερ Γκυντ 5 , λέει παραμύθια και τα

πιστεύει× δεν πρόκειται για απάτη αλλά για αυταπάτη. Ο

4 ? Γ ια το μοντέλο του Jung βλ . στο τρ ίτο κεφάλαιο , «“Μοσκώβ-Σελήμ”: Η

λε ιτουργ ία της ατομικής και της συλλογικής ψυχής» . Γ ια τους όρους persona -

animus ( -a ) βλ . C. G. Jung , Φιλοσοφικοί Τύποι , μτφρ. Σ . Άντζακα, Θεσσαλονίκη

1991, τόμ. 2 . , σσ . 722-731 και Jo lande Jacobi , Βασικές αρχές της ψυχολογ ίας του

C. G. Jung , μτφρ. Κ. Καλογερόπουλος , Αθήνα 1995, σσ. 44-49 , 161-172.

5 ? H . Ibsen , Peer Gynt , 1867. O ήρωας πήρε τ ’ όνομά του από ένα παλιό

Νορβηγικό λαϊκό παραμύθι . Ο Βιζυηνός , πρώτος παρουσίασε τον Ibsen στον

ελλαδικό χώρο: «Ερρίκος Ίβσεν», περ . Εστ ία Εικονογραφημένη 10 , 11 , Α΄ εξάμ.

1892, σσ. 153-156, 167-171.

6

Page 7: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

αταξίδευτος και, πιθανότατα, με μια γενικότερη έννοια ανέραστος

εαυτός του στήνει με άπειρη ηδονή τις παραμυθικές αυτές σκηνές, ως

ένα είδος οθόνης ανάμεσα σ’ αυτόν και μιαν αβάσταχτη και

αποκρουστική πραγματικότητα, κατευνάζοντας έτσι τους

κατατρεγμένους πόθους του βίου του 6 . Ο παππούς αναζητεί στο

παραμύθι, δηλαδή στην Τέχνη, έστω παροδικά, την απελευθέρωσή του

¾όσο αυτό είναι δυνατόν¾ από τους βουλητικούς προσδιορισμούς που

σφράγισαν τη ζωή του με ανεκπλήρωτες ελπίδες, ματαιώσεις και

διαψεύσεις. Σ’ αυτό το σημείο (η Τέχνη ως οδός λύτρωσης από τα

πάθη) διασταυρώνονται οι ζωές του παππού και του εγγονού (-

συγγραφέα). Τα λόγια που απευθύνει μία φρενοβλαβής

καλλιτέχνις στον Βιζυηνό και στην ομήγυρη του Δρομοκαΐτειου

ανταποκρίνονται πλήρως στο έργο και στο βίο του συγγραφέα: « To

καλλίτερον ψυχιατρείον είνε η ποίησις, είνε ο ρεμβασμός, ο έρως.

Μόνον αυτά γλυκαίνουν το σώμα, σταλάζουν δρόσον εις την καρδίαν

και η γοητεία της φαντασίας καθιστᾴ μαλακόν και υποφερτόν τον

βίον» 7 .

Στο έργο του Βιζυηνού εισχωρούν τα παιδικά του τραύματα, οι

ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι προσωπικοί μύθοι του, οι ταξιδιωτικές

διαψεύσεις. Τα ταξίδια του παππού στις παραμυθένιες χώρες

πραγματώνονται στον ίδιο φανταστικό χώρο με το ταξίδι στην Ινδία

του εγγονού («Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»). Η υπόθεση του

μεταλλείου στο Σαμάκοβο 8 που επρόκειτο να γίνει σύμβολο της

ψύχωσης και των έμμονων ιδεών του Βιζυηνού έχει την ίδια ανεπιτυχή

έκβαση με τη μοναδική έξοδο του παππού στον κόσμο ως την

αντικρινή τούμπα. Και στις δύο περιπτώσεις όταν η μυθοπλασία

εκτρέπεται σε πραγματικό σχέδιο για να καταλήξει άδοξα, συμβάλλει

στην κατάλυση της λογικής. Η εκτροχιασμένη σκέψη του έγκλειστου

Βιζυηνού καταλήγει συχνά στα μόνιμα θέματα της μεγαλομανίας του:

την επιτυχία, την αναγνώριση, τα πλούτη, τη χαμένη αγάπη. Ο

6 ? Βλ . Κ. Περαντζάκη, ό .π . , σσ . 10-11 .

7 ? Βλ . Ν. Βασιλε ιάδης , Εικόνες Κων/λεως και Αθηνών , Εν Αθήναις 1910, σ .

335 .

8 ? Βλ . Β. Αθανασόπουλος , «Το όνε ιρο του μεταλλε ίου», Οι μύθοι της ζωής

και του έργου του Γ . Β ιζυηνού , Αθήνα 1996, σσ. 53-56 .

7

Page 8: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

βιογράφος και φίλος του Ν. Βασιλειάδης μας μεταφέρει την εμπειρία

του:

Μοι εφάνη η όψις του ως να παρεμορφώθη παραχρήμα και

τεταν ικώς εν σπασμῴ υψών τας χε ίρας του μοι κατεστρώννυε όλα τα χρυσά

του όνε ιρα , τα ρόδινα παραπλανήματα της παραπλήγος φαντασίας του , τα

παράλογα, τα τρελλά. Τους αμυθήτους θησαυρούς του και τας εκτρόχους

σκέψεις του , ίνα συζεύξῃ τους πλανήτας υπό την μυστηριώδη δύναμιν , ην

προ ολ ίγων ημερών εφεύρε , κα ι να εκδώσ ῃ τα συγγράμματά του τα μεγάλα,

τα πρωτοφανή, τα θαυμαστά του ποιήματα. 9

Κεντρικός θεματικός άξονας του διηγήματος είναι ο μύθος και

η αναίρεσή του. Αν στην παιδική σκέψη (Γεωργάκης) ο μύθος

καλείται να συμπληρώσει τα κενά της αντίληψης, τ ις αφανείς

σημασίες των πραγμάτων, όταν αυτές δεν είναι αυτονόητες, στη σκέψη

του παραδοσιακού πολιτισμού (παππούς) ο μύθος μεταβάλλεται σε

πραγματική ιστορία (παραμύθι του ραφτόπουλου) και η πραγματική

ιστορία σε μύθο (μυθική διάσταση της ζωής του Μ. Αλεξάνδρου).

Παιδική και παραδοσιακή σκέψη ταυτίζονται στο βαθμό που διαθέτουν

το κοινό «χάρισμα να μετατρέπουν μέσω της εξιδανίκευσης το

πραγματικό σε απόκρυφο» 1 0 , παρεμβαίνοντας στην τρέχουσα ηθική και

μεγεθύνοντας τις μορφές, τις ιδέες, τα γεγονότα. Είναι μια δύναμη

που προσθέτει στο φυσικό στοιχείο υπερφυσικό αποτέλεσμα 1 1 .

Η απόσυρση στη φαντασιωτική ζωή είναι για τον Freud ένας

από τους δύο βαθμούς της αναδίπλωσης της l ibido και είναι σύμπτωμα

ναρκισσισμού . Κατά τον Freud, ο ναρκισσισμός δεν είναι μόνο μία

«ενδοϋποκειμενική» υπόθεση ¾ η αγάπη δηλαδή του εαυτού¾ αλλά

και ένας τύπος σχέσης με το αντικείμενο, δηλαδή η αγάπη για κάποιον

που μοιάζει με μία ορισμένη εικόνα του εαυτού. Στο ναρκισσισμό , ο

Freud διαχωρίζει δύο πλευρές που θεωρούνται πια κλασικές: από τη

9 ? Βλ . Ν. Βασιλε ιάδης , «Σελίδες εν φρενοκομεί ῳ . / Ο ατυχήσας ποιητής» ,

Ποικίλη Στοά / Εθνικόν Εικονογραφημένον Ημερολόγ ιον , Έτος 10ον , 1894, σ . 148 .

Βλ. και Β. Αθανασόπουλος , «Ο Βιζυηνός στο φρενοκομείο» , ό .π . , σσ . 98-137.

1 0 ? Βλ . Κ. Κ. Ruthven , O Μύθος , μτφρ. Ι . Ράλλη - Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα

1977 (Σε ιρά: H Γλώσσα της Κριτ ικής) , σ . 21 .

1 1 ? Βλ . Γ . Πανεθυμιτάκης , Οι μεταμορφώσεις των μύθων , Αθήνα 1999, σ .

43 .

8

Page 9: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

μια, υπάρχει απόσυρση της l ibido και γενικότερα του «ενδιαφέροντος»

για τον εξωτερικό κόσμο. Από την άλλη, αναλογικά, εκφράζεται η

ανάγκη να καθηλωθεί η l ibido σε έναν διαφορετικό τύπο αντικειμένου,

τo εσωτερικευμένo αντικείμενo. Δηλαδή, ο Freud διακρίνει δύο

βαθμούς αναδίπλωσης της l ibido : απόσυρση στη φαντασιωτική

ζωή και απόσυρση σ’ αυτό το προνομιακό αντικείμενο που είναι

το Εγώ . 1 2

Το παραλήρημα της μεγαλομανίας εκδηλώνεται μόνο σε

συνδυασμό με την αναδημιουργία ενός κόσμου φαντασιωτικού και

ανήκει αποκλειστικά στη σφαίρα του Εγώ που προσπαθεί να

«δεσμεύσει» τη λιβιδινική ενέργεια που έχει απελευθερωθεί. Η

επικράτηση του ναρκισσισμού κατά την παιδική ηλικία συμπίπτει με

τις φάσεις διάπλασης του Εγώ (Γεωργάκης), ενώ, όταν δεν

εμφανίζεται πλέον ως εξελικτικό στάδιο ταυτίζεται με τη λιβιδινική

λίμναση (απόσυρση της l ibido μέσα στο υποκείμενο ¾ παππούς). Στον

ναρκισσισμό τα όρια του Εγώ διευρύνονται μέχρι την «άκρη του

κόσμου», η l ibido υπόκειται σε ένα ¾μεγαλύτερο ή μικρότερο¾

έλεγχο και η ψυχωτική διαμάχη εκδηλώνεται πάντοτε στα αρχικά της

στάδια ως απεγνωσμένη προσπάθεια να επανεπενδυθεί μία ορισμένη

περιοχή. Στην Eισαγωγή του ναρκισσισμού υπάρχει ένα σημαντικό

σημείο αναφοράς πρωταρχικού ή πρωτογενούς ναρκισσισμού×

πρόκειται για την αναφορά στην «ψυχολογία του παιδιού και των

πρωτόγονων λαών», την οποία ο Freud εμφανίζει ως αποτέλεσμα της

κλινικής του εμπειρίας, ενώ παράλληλα τη συνάγει από τις αναλύσεις

του Τοτέμ και ταμπού (Totem und Tabù , 1913):

Στα παιδιά και στους πρωτόγονους λαούς βρίσκουμε στοιχεία,

που αν ήταν μεμονωμένα, θα μπορούσαμε να τα αποδώσουμε στο

μεγαλομανιακό παραλήρημα: την υπερτίμηση της δύναμης των

επιθυμιών τους και των ψυχικών τους ενεργειών, την «παντοδυναμία

της σκέψης», την πίστη στη μαγική δύναμη των λέξεων και , τέλος, μία

τεχνική χειρισμού του εξωτερικού κόσμου ¾τη «μαγεία¾ που

1 2 ? Βλ . S . Freud , «Για τον ναρκισσισμό» ( Zur Einführung des Narz issmus ,

1914) , S . E . , ό .π . , τόμ. 14 , σσ. 73-102 ( On Narc iss i sm: an in t roduct ion ) . Βλ . κα ι

J . Laplanche , κεφ. 4 : «To Εγώ και ο Ναρκισσισμός» , Ζωή και θάνατος στην

ψυχανάλυση , μτφρ. Ν. Παπαγιαννοπούλου, Αθήνα 1988, σσ. 127-157.

9

Page 10: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

εμφανίζεται σαν συνεπής εφαρμογή αυτών των μεγαλομανιακών

προϋποθέσεων . 1 3

Οι δύο ήρωες χρησιμοποιούν το μύθο ως προσθετικό στοιχείο

της πραγματικότητας όσες φορές νομίζουν ότι αυτή είναι ελλιπής. Ο

Γεωργάκης προσθέτει μυθικά στοιχεία στην πραγματικότητα της

άχαρης δουλειάς του ραφτόπουλου και ο παππούς στην

πραγματικότητα των ανεπιτυχών ταξιδιωτικών του εξορμήσεων. Και

στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια ναρκισσιστική ταύτιση με το

αντικείμενο, δηλαδή με την εικόνα του παραμυθένιου ραφτόπουλου

και με την εικόνα του πολυταξιδεμένου. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι

ήρωες κινούνται στον παραπλανητικό χώρο των ψευδαισθήσεων.

Μύθος και ψευδαίσθηση δεν ταυτίζονται× εάν ο μύθος συνοδεύει το

φυσικό πράγμα, η ψευδαίσθηση συνοδεύει το νοητικό ομοίωμα ενός

πράγματος 1 4 . Για την καλύτερη κατανόηση της παραπάνω

διαπίστωσης θεωρούμε πολύ διαφωτιστική τη δήλωση του Wolfgang

Iser , την οποία και παραθέτουμε:

Οποιαδήποτε και αν ε ίναι η χρήση της μυθοπλασίας, κάθε τ ι

μυθοπλαστικό ε ίναι κάτι το κατασκευασμένο, και η κατασκευή

προϋποθέτει προσδιορισμένες προθέσεις . Έτσι , η μυθοπλασία

παράγεται υπό ορισμένες συνθήκες που απαιτούν συνοχή και

καταδηλώνουν την αναφορική της φύση. Η αναφορικότητα

συναρτάται προς έναν ορατό στόχο, τον οποίο η μυθοπλασία ε ίναι

σχεδιασμένη να εκπληρώσει , και μέσα εκεί βρίσκεται μια μείζων

διάκριση μεταξύ αφ’ ενός της μυθοπλασίας και αφ’ ετέρου της

ψευδαίσθησης και της σύμβασης. Η μυθοπλασία δεν ε ίναι ούτε εξ

ολοκλήρου απατηλή ούτε εξ ολοκλήρου αξιόπιστη. Είναι ένα «ως

εάν», που δηλώνει υποθετικές προϋποθέσεις [ hypothet ical

presupposi t ions ] , ο ι οποίες δεν μπορεί να εξαλειφθούν ανεξάρτητα

από τη μεταμφίεση που θα ενδυθεί η μυθοπλασία. Το «ως εάν»

πάντοτε υπερακοντίζει σκόπιμα το υπαρκτό, και γ ι ’ αυτόν το λόγο

πρέπει να έχει ορισμένη κατεύθυνση, επισκιάζοντας με την

αναφορικότητά του τη λειτουργία γ ια την οποία προορίζεται ¾ μια

1 3 ? Βλ . S . Freud , S . E . , ό .π . , τόμ. 14 , σ . 75 .

1 4 ? Βλ . Γ . Πανεθυμιτάκης , ό .π . , σ . 46 .

10

Page 11: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

λειτουργία που προσδιορίζεται από τα συμφραζόμενα επί των οποίων

θα παραχθεί το αποτέλεσμα 1 5 .

Μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για τη διάσταση του μύθου και του

«πρωταρχικού», ενός πρωταρχικού που στη φροϋδική σκέψη για να

γίνει προσιτό στη φαντασία μεταγράφεται με τη χρήση όρων

δανεισμένων από τη βιολογία: «Έτσι σχηματίζουμε την εικόνα μιας

πρωταρχικής λιβιδινικής επένδυσης του Εγώ× αργότερα ένα μέρος της

εκχωρείται στα αντικείμενα, όμως βασικά η επένδυση του Εγώ

διατηρείται και συμπεριφέρεται απέναντι στις επενδύσεις των

αντικειμένων, όπως το σώμα μιας αμοιβάδας απέναντι στα ψευτοπόδια

που έχει βγάλει» 1 6 .

Η φιλοσοφική στάση του αφηγητή-παιδιού και του ενήλικου

αφηγητή απέναντι στα διαδραματιζόμενα καταγράφεται σε διάφορα

σημεία του διηγήματος. Στo παρακάτω παράθεμα διαπιστώνουμε ότι

η σκέψη του αφηγητή διανύει παρόμοια φιλοσοφικά μονοπάτια μ’

αυτά στο διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας». Το ύφος και

η μορφοποιητική διαδικασία της σκέψης είναι ίδια. Αλλάζει μόνο η

γενεσιουργός αιτία, δηλαδή το εξωτερικό ερέθισμα που πυροδοτεί την

διατύπωση θεμελιωδών ερωτημάτων της ζωής, όπως: Με ποια

κριτήρια θεωρούμε αυτό σωστό και εκείνο λάθος; Πως εξηγούνται

όλα αυτά που συμβαίνουν και τι στ’ αλήθεια σημαίνουν; Αν όλα

έχουν τους λόγους τους, υπάρχει καθόλου περιθώριο ελευθερίας για

τους ανθρώπους; Τι σημαίνουν τα καλά και τα κακά, τα όμορφα και

τα άσχημα; Συνολικά, έχει νόημα ο κόσμος ή αποτελεί μιαν ανόητη

και άσκοπη υπόθεση; Και τι σημαίνει αυτή η απειλητική σκιά που

μας παρακολουθεί αδιάκοπα όσο ζούμε ¾ ο θάνατος; Πρόκειται

για ριζικά, και γι’ αυτό άπιαστα, ερωτήματα που σπάνια οδηγούν σε

τελικά συμπεράσματα. Η αδυναμία της διατύπωσης τελικών

1 5 ? Βλ . W. Iser , «Προς μ ια λογοτεχν ική ανθρωπολογία» , μτφρ. Σ . Ροζάνης ,

περ . Λόγου χάριν 2, άνοιξη 1991, σ . 10 . Με τον τ ί τλο αυτό δημοσιεύτηκε

μεταφρασμένο στα ελληνικά το ομώνυμο καταληκτ ικό κεφάλαιο του β ιβλ ίου του

W. Iser , Prospec t ing : From Reader Response to L i terary Anthropology ,

Ba l t imore 1989.

1 6 ? Βλ . S . Freud , S . E . , ό .π . , τόμ. 14 , σ . 75 .

11

Page 12: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

συμπερασμάτων καλύπτεται κάτω από ένα πρόσχημα: «… διακόψασα

αίφνης το ρεύμα των ελεγειακών μου σκέψεων, πριν ή λάβωσιν

τελειωτικώς την λογικήν αυτών διατύπωσιν» (175)

Στην πρώτη περίπτωση φιλοσοφικής ενατένισης του κόσμου, ο

μικρός Γεωργάκης, απογοητευμένος από την κακή έκβαση της

«σχέσης» του με τη βασιλοπούλα, και μετά από σωματική κακοποίηση

(εξωτερικό ερέθισμα) που υφίσταται από τον μάστορή του,

παρασύρεται σ’ ένα ρεύμα «ελεγειακών σκέψεων». Εδώ έχουμε ένα

ακόμη δείγμα «ελεύθερου πλάγιου λόγου» που συγγενεύει με

εσωτερικό μονόλογο× η φωνή του αφηγητή αναμειγνύεται με τη φωνή

του παιδιού. Ο Γεωργάκης μεμψιμοιρεί και ελέγχει τον Θεό, διότι

είχε την πρωτοβουλία να ράψει με τα ίδια του τα χέρια το δερμάτινο

χιτώνα που έντυσε τη γυμνότητα της Εύας και να δώσει έτσι «αρχήν

και γένεσιν» στο επάγγελμα των ραπτών. Στις «Συνέπειες»

(εξωτερικό ερέθισμα: η θέα της άρρωστης Κλάρας) διατυπώνεται

παρόμοια μεμψιμοιρία εναντίον της Φύσης, που ενώ φέρεται

φιλόστοργα απέναντι στο σκουλήκι και στα ορυκτά της γης, δεν κάνει

το ίδιο για το ωραιότερο δημιούργημά της, την άρρωστη Κλάρα (117-

118). Οι φιλοσοφικοί-συνειρμικοί δρόμοι της κριτικής σκέψης του

παιδιού δεν οδηγούν βέβαια στη διατύπωση κάποιας μεγαλόσχημης

φιλοσοφικής θεωρίας, αλλά στον εξής απλοϊκό προβληματισμό:

12

Page 13: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Αυτό εξήψε την αγανάκτησίν μου μέχρι ασεβε ίας . Δ ιότ ι

ενθυμούμαι πολύ καλά, ότ ι κατά το ενδόμυχον εκε ίνο πε ίσμα μου ήρχ ισα να

μεμψιμοιρώ και να ελέγχω π ικρότατα αυτόν τον Θεόν , δ ιότ ι έσχε την

πρωτοβουλίαν να ράψῃ ιδ ία ις χερσί τον περίφημον εκε ίνον δερμάτ ινον

χ ιτώνα περί την γυμνότητα της Εύας και να δώσ ῃ το ιουτοτρόπως αρχήν και

γένεσιν ε ι ς το των ραπτών επάγγελμα. Εάν ήμην εγώ Θεός , έλεγον κατ’

εμαυτόν , θα την άφινα την Εύα μου καθώς την ε ίχα πλάσει . Τ ι θα μ’

έβλαπτε τάχατες η καϋμένη, γυμνή καθώς ήτο; Θαρρώ μάλιστα , πως θα ήτο

και ωραιοτέρα. Έπε ιτα , ενόσ ῳ ε ίχε την γυναίκα ε ι ς τον Παράδε ισον , ήγουν

ε ι ς το σπίτ ι του ο “μαστο-θεός” , την άφινε γυμνήν × όταν όμως απεφάσισε

να την φορτώσῃ δ ιά παντός ε ι ς τον “γ ιακάν” του δυστυχούς Αδάμ, να την

εβγάλῃ ε ι ς τον κόσμον , τότε την επροίκ ισε και μ’ ένα στολίδ ι . Δεν βλέπε ις

τ ι κακόν έχε ι κάμε ι ; Ίδρυσε με τα ίδ ια του χέρ ια το κακοδαιμονέστατον

“εσνάφι” των ραπτών, καταδικάσας με να κάθημαι εδώ σταυροποδητός και

εσκυμμένος από πρωίας μέχρι βαθυτάτης νυκτός , κα ι ίδρυσε την κακίστην

συνήθε ιαν , να προικ ίζουν ο ι πατέρες τας θυγατέρας των, όχ ι μ’ εσωτερικάς

αρετάς , ενόσῳ τας έχουν ε ι ς τους ο ίκους των, αλλά μ’ εξωτερικήν

πολυτέλε ιαν , όταν τας φορτώνουν ε ι ς την ράχην των γαμβρών των. (174-

175) .

Ουσιαστικά, πρόκειται για μια φαντασίωση του Γεωργάκη που

επιτελεί την ίδια λειτουργία στον ψυχισμό του μ’ όλες τις άλλες που

περιγράφονται στο διήγημα. Ο ρόλος της είναι εξισορροπητικός

απέναντι στις καταπιεστικές και αποθαρρυντικές συνθήκες της

πραγματικότητας. Είναι μια απόπειρα νοητικής απόδρασης που

προκύπτει από τη δυσκολία προσαρμογής σε μια πραγματικότητα που

δεν προσφέρει καμιά ορατή διέξοδο. Ο Γεωργάκης έχει αναπτύξει μια

προσωπική φιλοσοφία ή μια προσωπική ευφυΐα, που αν και είναι

αντίθετες με την κοινή λογική, του προσφέρουν μια παραλλαγή της

εμπειρίας. Το ονειροπόλημα παίζει το ρόλο της ταξιδιωτικής

περιπέτειας. Οι φαντασιώσεις που δημιουργούνται στις

ονειροπολήσεις, σύμφωνα με τον A. Adler , δεν είναι παρά πλάγιοι

δρόμοι που προσπαθεί να πάρει ένα άτομο για να αποφύγει δυσάρεστα

πράγματα και πιθανές αποτυχίες στη ζωή 1 7 . Ο Γεωργάκης του

διηγήματος αποφεύγει έτσι την εμπειρία της σωματικής κακοποίησης,

1 7 ? Βλ . Α. Adler , H αγωγή του παιδ ιού , μτφρ. Κ. Λιάπτση, Αθήνα 1978, σ .

102 .

13

Page 14: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

και συγχρόνως, αμύνεται απέναντι στην πιθανότητα αποτυχίας να

μεταμορφωθεί στο ραφτόπουλο του παραμυθιού.

Στο διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» η αναίρεση

του μύθου δεν είναι διάλυση των ψευδαισθήσεων, αλλά μετάβαση από

το επίπεδο των υπαρχόντων αφανών πραγμάτων στο επίπεδο των

υπαρχόντων εμφανών πραγμάτων. Το διήγημα κινείται στο χώρο όπου

συναντώνται τα πράγματα, σε μια περιοχή όπου οργανώνεται η

αμοιβαία εξάρτησή τους. Πραγματικότητα και μύθος είναι ζεύγος

αντιθέτων που συγκατοικούν στο χρόνο και στο χώρο ¾ ένα ζεύγος

αντιθέτων πάνω στο οποίο η αρχή της συμπληρωματικότητας πλάθει

μορφές 1 8 . Η ευκολία μετάβασης από τον ένα πόλο στον άλλο επιδρά

θεραπευτικά στον ψυχισμό των δύο ηρώων, καθώς ο μύθος γεννά

αισθήματα αποδοχής, πληρότητας, συναίνεσης και συμπλήρωσης 1 9 . Το

αίσθημα κατωτερότητας του Γεωργάκη 2 0 θεραπεύεται (έστω

προσωρινά) από τη μεγαλομανή προσδοκία ενός γάμου με τη

βασιλοπούλα. Σύμφωνα με τον A. Adler «η μεγαλομανία στα

ονειροπολήματα είναι πάντα ένα σημάδι ισχυρού αισθήματος

κατωτερότητας , που παρακινεί τους απογοητευμένους ανθρώπους να

αναζητούν την ικανοποίηση και τη γοητεία σε αισθήματα που δεν

έχουν σχέση με την πραγματικότητα» 2 1 . Οι ενδοψυχικές συγκρούσεις

του παππού (έχουν τη ρίζα τους στο πρόβλημα της ταυτότητας του

φύλου και της αναπλήρωσης του ρόλου του από τη γυναίκα του) και το

συνακόλουθο αίσθημα κατωτερότητας , βρίσκουν διέξοδο στη

μυθική εικόνα του κόσμου.

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να σημειώσουμε, ότι η διαπλοκή

μύθου και πραγματικότητας στο διήγημα «Το μόνον της ζωής του

ταξείδιον» αναλύεται ακροθιγώς, μόνο για τις ανάγκες της

ψυχολογικής περιγραφής των δύο ηρώων.

1 8 ? Βλ . Γ . Πανεθυμιτάκης , ό .π . , σ . 42 .

1 9 ? Αυτ . σ . 46 .

2 0 ? Στο δ ιήγημα «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», καταλήξαμε επ ίσης

στο συμπέρασμα ότ ι ο αφηγητής πάσχε ι από α ίσθημα κατωτερότητας .

2 1 ? Βλ . A. Adler , H αγωγή του παιδ ιού , ό .π . , σ .33 .

14

Page 15: ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΒΙΖΥΗΝΟΣ

ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ ΖΑΝΕΚΑ

Δρ. Φιλολογίας

15