ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

44
ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ ΖΑΝΕΚΑ «ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ ΜΟΥ» ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ: ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΚΑΙ SCHOPENHAUER H ανίχνευση κάποιας «καθαρής» επίδρασης της φιλοσοφίας του Schopenhauer (1788-1860) στη λογοτεχνική γραφή του Βιζυηνού είναι κάπως παρακινδυνευμένη. Η απουσία απτών αποδείξεων που θα δικαιολογούσαν κάποια άμεση επαφή, δεν μας επιτρέπει ν’ αναζητήσουμε οποιαδήποτε επίδραση, αλλά οι υπάρχουσες ενδείξεις ίσως δικαιολογούν κάπως το εγχείρημά μιας επιλεκτικής παρουσίασης ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών στη βιοθεωρία των δύο στοχαστών, έτσι που, αν πράγματι ο Βιζυηνός δεν γνώριζε συγκεκριμένα τον Schopenhauer, να καταδεικνύεται ότι συμπίπτει σε μερικές απόψεις με έναν από τους σημαντικότερους διανοητές του 19 ου αιώνα. Η επιλογή του διηγήματος «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», για τον βαθμό της επίδρασης του Schopenhauer στον Βιζυηνό, δεν είναι τυχαία καθώς το διήγημα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της άποψης που προσπαθούμε να αποδείξουμε. 1

description

Από τη διατριβή: Στεργιανή Ζανέκα, "Φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις στο έργο του Γ. Βιζυηνού", αδημοσίευτη διατριβή, Α.Π.Θ. 2002.

Transcript of ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Page 1: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ ΖΑΝΕΚΑ

«ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ ΜΟΥ» ΤΟΥ Γ.

ΒΙΖΥΗΝΟΥ: ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΚΑΙ SCHOPENHAUER

H ανίχνευση κάποιας «καθαρής» επίδρασης της φιλοσοφίας του

Schopenhauer (1788-1860) στη λογοτεχνική γραφή του Βιζυηνού είναι

κάπως παρακινδυνευμένη. Η απουσία απτών αποδείξεων που θα

δικαιολογούσαν κάποια άμεση επαφή, δεν μας επιτρέπει ν’

αναζητήσουμε οποιαδήποτε επίδραση, αλλά οι υπάρχουσες ενδείξεις

ίσως δικαιολογούν κάπως το εγχείρημά μιας επιλεκτικής παρουσίασης

ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών στη βιοθεωρία των δύο

στοχαστών, έτσι που, αν πράγματι ο Βιζυηνός δεν γνώριζε

συγκεκριμένα τον Schopenhauer , να καταδεικνύεται ότι συμπίπτει σε

μερικές απόψεις με έναν από τους σημαντικότερους διανοητές του

19 ο υ αιώνα. Η επιλογή του διηγήματος «Ποίος ήτον ο φονεύς του

αδελφού μου», για τον βαθμό της επίδρασης του Schopenhauer στον

Βιζυηνό, δεν είναι τυχαία καθώς το διήγημα ανταποκρίνεται στις

ανάγκες της άποψης που προσπαθούμε να αποδείξουμε.

Το όνομα του Schopenhauer δεν υπάρχει σε κανένα διήγημα ή

φιλοσοφικό σύγγραμμα του Βιζυηνού. Ίσως μπορούμε να υποθέσουμε

ότι ο συγγραφέας απέφυγε μια τέτοια παραπομπή εξαιτίας της

ανυποληψίας που ετύγχανε ο πεσιμιστής φιλόσοφος στους

ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής. Από την άλλη δεν μπορούμε να

φανταστούμε ότι ο Βιζυηνός δεν είχε διαβάσει έργα ενός φιλοσόφου

που εκθειάστηκε δημόσια από τους σημαντικότερους ρεαλιστές

πεζογράφους της Ευρώπης του 19 ο υ αιώνα. Ο Emile Zola και ο Guy de

Maupassant τον λάτρεψαν. Στα γραπτά των: Strindberg, Huysmans,

Leo Tolstoi , Flaubert , Fontane, Raabe, Anatole France, Hamsun, Shaw

βρίσκει κανείς πολλά εγκωμιαστικά σχόλια για τον ιδιότυπο

φιλόσοφο. Η παρουσία του Schopenhauer συνεχίζεται και στον 20 ο

αιώνα: οι Proust , Thomas Mann, Gide, Kafka και Borges εκδήλωναν

σε κάθε ευκαιρία τον αμέριστο θαυμασμό τους. Ας σημειώσουμε εδώ

και την επιρροή του σε άλλες τέχνες (π.χ. Wagner).

1

Page 2: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι στη λογοτεχνία και στις

τέχνες, το δεύτερο ήμισυ του 19 ο υ αιώνα ¾τότε που ζει και γράφει ο Γ.

Βιζυηνός¾ ε ίναι εμποτισμένο από τη σκέψη του Schopenhauer . H

απαισιόδοξη διάθεση που κυριαρχούσε τις πρώτες δεκαετίες μετά το

1850 στη Γερμανία οφειλόταν στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες

εκείνης της περιόδου× έτσι εξηγείται και η πρόθυμη αποδοχή της

διδασκαλίας του Schopenhauer ¾κάτι στο οποίο συνέτεινε και η

μεγάλη λογοτεχνική αξία του έργου του. Υπήρξε ένας από τους

μεγαλύτερους φιλοσόφους. Χάρη στην τεχνική διάρθρωση των έργων

του και στην εκφραστική δύναμη της γλώσσας του, που απαλλαγμένη

από κάθε λόγια σχολαστικότητα απευθυνόταν στις καλλιεργημένες

συνειδήσεις, άσκησε πολύ σημαντική επίδραση. Η απαισιόδοξη

διάθεση διατηρήθηκε και μετά το 1870 και, ακριβώς στη δεκαετία

1870-1880, πήρε τη μορφή ακατάσχετης λαϊκιστικής φιλοσοφικής

φλυαρίας, που για ένα διάστημα δέσποσε στα γράμματα γενικά. 1

1 ? Βλ . W. Windelband -H. Heimsoeth , Εγχε ιρ ίδ ιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας ,

Αθήνα 1991, τομ. 3 , σσ . 65 , 180 .

2

Page 3: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

H γενικότερη επίδρασή του μας ενδιαφέρει στο βαθμό που

διαμορφώνει το κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκε ο Βιζυηνός.

Σπουδάζει φιλοσοφία, από το 1875 ως το 1881 στη Γερμανία. Όπως

λέει και ο Ν. Δήμου 2 , ε ίναι αξιομνημόνευτη η σύμπτωση ότι ο

Βιζυηνός γράφει τα διηγήματά του στο εξωτερικό, και

πρωτοδημοσιεύει το «Αμάρτημα» στα γαλλικά, στο Παρίσι, την ίδια

χρονιά που ο Zola, o Maupassant και ο Huysmans εκθειάζουν δημόσια

τον Schopenhauer . O I . M. Παναγιωτόπουλος μας πληροφορεί ότι στη

Γερμανία ο Βιζυηνός: «Προσπαθεί να συλλάβει την ουσία του έργου

του Wagner . Bυθίζεται στα βιβλία του Nietzsche» 3 . Αλλά ο

Nietzsche, εκείνα τα χρόνια, βρίσκεται ακόμα κάτω από την επίδραση

του Schopenhauer ¾ το ίδιο και ο Wagner . Ας σημειωθεί ότι ο

Βιζυηνός έγραψε ένα άρθρο για τον Wagner στο εγκυκλοπαιδικό

λεξικό των Μπαρτ και Χιρστ 4 . H πιθανότητα μιας επιρροής, έστω

έμμεσης, είναι λοιπόν πολύ υψηλή. Η παρακάτω άποψη του Ν. Δήμου

νομίζουμε ότι τοποθετεί το θέμα στις σωστές του διαστάσεις: « Aν δεν

την [επιρροή] τεκμηριώνουν τα στοιχεία, την επιβεβαιώνει το έργο.

Eίναι γεγονός πως κυρίως τα διηγήματα του Βιζυηνού αποτελούν σε

πολλά σημεία πιστή αποτύπωση των ιδεών του Schopenhauer στη

λογοτεχνία. Αξίζει λοιπόν να δώσουμε μια εικόνα της μιας και της

άλλης κοσμοθεωρίας και να διαπιστώσουμε τις συγγένειες. Έστω

τελικά κι αν δεν αποδειχθεί ποτέ η επίδραση, έστω κι αν πρόκειται για

παράλληλη πορεία, σύμπτωση, ή έμμεση επιρροή ¾ το

φαινόμενο είναι ενδιαφέρον και ζητάει να το ερευνήσουμε πιο

συστηματικά» 5 .

* * *

2 Βλ . Ν. Δήμου, «Βιοθεωρία και Φιλοσοφία του Γεωργίου Βιζυηνού»,

Γεώργιος Βιζυηνός , Η ζωή και το έργο του (Περιφερε ιακό συνέδριο Κομοτηνής

2 ,3 και 4 Απριλ ίου 1993) , Κομοτηνή 1997, σ . 81 .

3 ? Βλ . Ι . Μ. Παναγιωτόπουλος , «Βασική Βιβλιοθήκη» αρ . 18 , 1954, σ . 15 .

4 ? Βλ . «Λεξικόν Εγκυκλοπαιδ ικόν» Μπαρτ και Χιρστ , τόμ. 2 , Μάιος 1890 -

Νοέμβριος 1891, σσ. 635α - 636α. ΒΣ.

5 ? Βλ . Ν. Δήμου, ό .π . , σ . 81-82 .

3

Page 4: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Πιο αναλυτικά, το διήγημα «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού

μου» εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνάδουν με τις

φιλοσοφικές παραμέτρους της πιο πεσιμιστικής φιλοσοφίας του 19 ο υ

αιώνα: Η βούληση των ηρώων για ζωή ή για θάνατο είναι ο

κινητήριος μοχλός της δράσης. Η παράλληλη ύπαρξη και λειτουργία

δύο διαφορετικών πραγματικοτήτων στις προσλαμβάνουσες

παραστάσεις των ηρώων υπογραμμίζει το βαθμό της παραστατικότητας

του κόσμου. Ο πόνος αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο συναίσθημα του

διηγήματος. Οι ήρωες μοιάζουν να είναι αθύρματα μιας τύχης που δεν

μπορούν να ελέγξουν.

Για την απόδειξη της θέσης μας, επιλέγουμε μια ιδιαίτερη

οπτική γωνία, που προέρχεται από το χώρο της διεθνούς πολιτισμικής-

λογοτεχνικής επικοινωνίας. Ο στόχος μας επικεντρώνεται στη

διερεύνηση της δημιουργικής μετάπλασης, ενσωμάτωσης και

αφομοίωσης της σκέψης του Schopenhauer στο έργο του Γ. Βιζυηνού,

και ειδικότερα στο εν λόγω διήγημα. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα

που τίθενται προς διερεύνηση των κοινών όψεων του στοχασμού των

δύο διανοητών, είναι: το θέμα της διπλής πραγματικότητας, βούληση

και άρνηση της βούλησης, ο πόνος ως κυρίαρχο συναίσθημα της

ανθρώπινης ύπαρξης, και ο ρόλος της τύχης στα ανθρώπινα δρώμενα.

Σύμφωνα με τον Βαγγ. Αθανασόπουλο, «όλες οι ιστορίες του

Βιζυηνού ξεκινούν, αλλά και διατρέχουν ένα μεγάλο μέρος της

ανάπτυξή τους ¾το οποίο μέρος μπορεί να φτάσει και ως το σημείο

της κλιμάκωσης της πλοκής¾ μέσα στα πλαίσια μιας πραγματικότητας

που δίνει την εντύπωση πως είναι απόλυτα επαρκής για να στηρίξει

την ανάπτυξη της πλοκής. Ξαφνικά, όμως, η πραγματικότητα αυτή

αναδιπλασιάζεται: δεν αντικαθίσταται από μιαν άλλη νέα

πραγματικότητα που αποκαλύπτεται, αλλά υπάρχει παράλληλα με

αυτήν. Η παρουσία δύο χαρακτήρων από τους οποίους ο ένας έχει

συνείδηση της μιας πραγματικότητας, ενώ ο άλλος έχει συνείδηση της

άλλης πραγματικότητας, αποτελεί τον απλούστερο και τον πιο

ανώδυνο τρόπο αυτής της παράλληλης ύπαρξης ¾αλλά και

4

Page 5: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

λειτουργίας¾ δύο διαφορετικών έως και αντίθετων

πραγματικοτήτων». 6 Με τον όρο πραγματικότητα εννοούμε την κατά

χώρο και χρόνο δράση και εποπτεία των ηρώων. Με τον όρο εποπτεία

εννοούμε την άμεση αντίληψη φυσικών ή ψυχικών φαινομένων, καθώς

και τη γνώση μιας «αλήθειας» για τα πράγματα ή τις σχέσεις ανάμεσά

τους.

Ακολουθώντας τη διαίρεση του διηγήματος από τον Παν.

Μουλλά διακρίνουμε τέσσερα μέρη που πιστοποιούν «ότι η σαφήνεια

της δομής συνδυάζεται με την ισορροπία των όγκων, με τη λογική

οργάνωση των αναλογιών και με τη συμμετρία των αντιθέσεων» 7 :

Σκηνή α΄ (σσ. 60-77) - Διηγηματικό ιντερμέδιο (σσ. 78-80) - Σκηνή β΄

(σσ. 80-100) - Διηγηματικός επίλογος (σσ. 100-103). Στην πρώτη

σκηνή αποκαλύπτεται σταδιακά η πρώτη πραγματικότητα του

διηγήματος. Στο διηγηματικό ιντερμέδιο υπερτονίζονται τα

χαρακτηριστικά της και συγχρόνως προετοιμάζεται το πέρασμα στην

άλλη πραγματικότητα, με όρους σκηνικής οικονομίας. Στη δεύτερη

σκηνή αποκαλύπτεται η δεύτερη πραγματικότητα το ίδιο σταδιακά με

την παράλληλή της. Τέλος, στον διηγηματικό επίλογο βρίσκεται μια

συγχωνευμένη μορφή της παράλληλης ύπαρξης και λειτουργίας των

δυο πραγματικοτήτων × ε ίναι εκείνη στην οποία έχουν παγιδευτεί

όλοι οι βασικοί πρωταγωνιστές (αφηγητής, μητέρα, Κιαμήλ) και,

φυσικά, και η όλη διήγηση που προσφέρει στον συγγραφέα το υλικό

για «να πειραματιστεί πάνω στην ίδια του τη συνείδηση του

πραγματικού, καθώς και στη συνείδηση της προσωπικής του

ταυτότητας» 8 .

Στην α΄ σκηνή βρισκόμαστε σ’ ένα ξενοδοχείο στο Βόσπορο,

μια μέρα του 1880(;) . Αρχικά τα πρόσωπα είναι τρία: αφηγητής,

μητέρα, Μιχαήλος (αδελφός του αφηγητή). Η μητέρα σ’ ένα

δραματικό μονόλογο εξιστορεί το χαμό του Χρηστάκη. Ο μονόλογός

της προσφέρει τα υλικά για το χτίσιμο της πρώτης πραγματικότητας

6 ? Βλ . Β. Αθανασόπουλος , Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ . Β ιζυηνού ,

Αθήνα 1996, σ . 160 .

7 ? Βλ . Π. Μουλλάς , Γ. Μ Βιζυηνός , Νεοελλην ικά Διηγήματα , Αθήνα 1980, σ .

ρ ια΄ .

8 ? Βλ . Β. Αθανασόπουλος , ό .π . , σ . 161 .

5

Page 6: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

¾όπως ακριβώς, αναλογικά, ο μονόλογος της τουρκάλας μητέρας

στην β΄ σκηνή επιτελεί την ίδια λειτουργία στο χτίσιμο της δεύτερης

πραγματικότητας. Εξαιτίας του φονικού η μητέρα έχει χάσει τη

βούληση για ζωή και προσπαθεί να την ξαναβρεί («-Σήμερα πια θα

φάγω μία βούκα ψωμί να πάγῃ στην καρδιά μου! -Πρώτα κάμε το, και

ύστερα πε το, μητέρα», 60) για να υπηρετήσει τη βούλησή της για

θάνατο (του φονιά και του δικού της): «Να τον ιδώ κρεμασμένον,

έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω!» (69).

Η βούληση της μητέρας για ζωή ή για θάνατο είναι ο

κινητήριος μοχλός της δράσης. Σ’ αυτό το σημείο εκκίνησης της

δράσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ποιότητα της βούλησής της,

καθώς «η συνείδηση a posteriori πληροφορείται, μετά την εκτέλεση

της πράξης σε ποια από τις δύο πλευρές έδειξε προτίμηση ή θέληση,

δεδομένου ότι a priori ενώ μπορούμε να επιθυμήσουμε δύο αντίθετα

πράγματα, στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να θέλουμε παρά

ένα» 9 . Η επιθυμία της μάνας για εκδίκηση μετατρέπεται σε απόφαση,

και καθώς «το οριστικό πέρασμα στην απόφαση μόνο η πράξη μπορεί

να τ’ αποδείξει» 1 0 , η μάνα κινητοποιείται με τα μέσα που διαθέτει

στην Πόλη. Εξάλλου είναι η αντικειμενική δυνατότητα που καθορίζει

τα πράγματα «γιατί η συνείδηση δεν μας αποκαλύπτει παρά τη

βούληση, όχι όμως και τα αίτια που την καθορίζουν και που δίδονται

από την εξωτερική αντίληψη, η οποία κατευθύνεται προς τα εξωτερικά

αντικείμενα» 1 1 . Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτή τη δυνατότητα

την προσφέρει η οικογένεια του Κιαμήλ (ο αδελφός του είναι

ανακριτής της τουρκικής αστυνομίας) που θέλει να ανταποδώσει την

προγενέστερη ευεργεσία της μάνας στο νεαρό Τούρκο.

Μόνο που τα μέσα της αποδεικνύονται η κυριότερη πηγή της

αυταπάτης της. Η οικογένεια του Κιαμήλ είναι η οικογένεια του

φονιά, ενώ αυτός που αγαπά σαν παιδί της είναι ο φονιάς του

πραγματικού παιδιού της. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε τη δύναμη της

αυταπάτης, χάρη στην οποία ένα άδολο πνεύμα φαντάζεται πως σε μια

9 ? Βλ . A. Schopenhauer , Κριτ ική της ελευθερ ίας της βουλήσεως , μτφρ. Χ.

Βασιλε ιάδης , Αθήνα χ .χ . , σ . 28 .

1 0 ? Αυτ . σ . 27 .

1 1 ? Αυτ . σ . 29 .

6

Page 7: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

δεδομένη στιγμή μπορεί να ικανοποιήσει τη θέληση του, χωρίς να

υπολογίσει την ανεπάρκεια της ανθρώπινης γνώσης. Σύμφωνα με τον

Schopenhauer «επειδή ακριβώς οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες,

μπορεί να υπάρξουν γεγονότα που είναι αδύνατο να τα διερευνήσουμε

ή να τα προβλέψουμε και που θα μπορούσαν να νοθέψουν το

αποτέλεσμα όλων των υπολογισμών μας. […] όλα τα ανθρώπινα

πράγματα επηρεάζονται από την τύχη και την πλάνη» 1 2 . Άλλωστε, «η

πορεία της ζωής μας δεν είναι μόνο δικό μας έργο× ε ίναι

δημιούργημα δύο παραγόντων, δηλαδή της σειράς των γεγονότων και

της σειράς των αποφάσεών μας, που αδιάκοπα

αλληλοδιασταυρώνονται και αλληλομεταβάλλονται» 1 3 . Πολλά

δράματα ίσως θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί στην ιστορία μας,

αν η μάνα δεν είχε ξενιτεμένο γιο, αν δεν αποφάσιζε να περιθάλψει

τον πάσχοντα ξένο, αν ο Κιαμήλ δεν είχε βρεθεί στο δρόμο της, αν ο

Χρηστάκης δεν είχε αποφασίσει ν’ απομακρυνθεί από το σπίτι του

κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του άρρωστου Τούρκου, αν δεν είχε

αποφασίσει να αναλάβει την πόστα, αν δεν υπήρχε εξωτερική

ομοιότητα ανάμεσα στους δυο άντρες (Χρηστάκη και Χαραλαμπή) ¾ ο

κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Πολλά από τα παραπάνω επεισόδια

προοικονομούν στο διήγημα την εξέλιξη της δράσης.

Η μάνα θέλει συγχρόνως το καλό του Κιαμήλ και το κακό του

φονιά. Στενοχωριέται που ο γιος της «ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει

ησυχία, μόνο παλεύει μέσ’ στο μνήμα του όσαις φοραίς νοιώθει το

φονιά του να πατῄ τα χώματα» (68), ενώ συγχρόνως επιτρέπει στον

τρελό πλέον Κιαμήλ να περιποιείται τον τάφο του γιου της. Ο Κιαμήλ

θέλει να βοηθήσει στις έρευνες της ανεύρεσης του φονιά, χωρίς να

γνωρίζει ότι ο ίδιος είναι ο υπεύθυνος για τον καημό της ευεργέτιδάς

του. Το οξύμωρο της θέλησής της μάνας μπορούμε να το

κατανοήσουμε αν το αναγάγουμε στην άγνοια από μέρους της όλων

των παραμέτρων της ιστορίας ¾ άγνοια που διατηρείται ως το τέλος.

Η περιορισμένη αντίληψη της μάνας και του Κιαμήλ (τα δύο τραγικά

1 2 ? Βλ . A. Schopenhauer , Αφορισμοί (γ ια τη φρόνηση στη ζωή ) , μτφρ. Μίνα

Ζωγράφου, Αθήνα 1964, σσ. 172-173.

1 3 ? Αυτ . σ . 219 .

7

Page 8: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

πρόσωπα της ιστορίας) είναι η πηγή του τραγικού στο διήγημα και

κατ’ επέκταση στα ανθρώπινα πράγματα.

Η τραγικότητα του ανθρώπου (εδώ της μάνας και του Κιαμήλ)

προέρχεται από τη θέση του μέσα στον κόσμο. Ο κόσμος θεωρούμενος

ως παράσταση (Schopenhauer) ¾δεδομένου ότι υποκείμενο

(αντιλαμβανόμενο ον) και αντικείμενο (έχει ως μορφή το χώρο και το

χρόνο) προσδιορίζονται αμοιβαία, δηλαδή υπάρχουν και παύουν να

υπάρχουν μαζί, ή αλλιώς περιορίζονται αμοιβαία [όπου αρχίζει το

αντικείμενο, τελειώνει το υποκείμενο (θεμελιώδης αρχή του Kant)]

¾είναι ίσως μια άποψη που θα μπορούσε να στηρίξει την παρουσία

της αβεβαιότητας, της αμφισημίας και της σχετικότητας στον «κόσμο»

του Βιζυηνού, όχι μόνο στο συγκεκριμένο διήγημα, αλλά και σε όλα

τα διηγήματά του. Βέβαια, εδώ πρέπει να σημειώσουμε παρενθετικά

ότι η έννοια της σχετικότητας των πραγμάτων του κόσμου προϋπάρχει

του Schopenhauer (Ηράκλειτος, σοφιστές, στωϊκοί, επικούρειοι , κ.ά),

αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης μελέτης.

Δηλαδή, ο κόσμος δεν υπάρχει παρά μόνο σαν παράσταση, στη

σχέση του μ’ ένα αντιληπτικό ον, που είναι ο άνθρωπος. Όλος ο

αντικειμενικός κόσμος είναι και παραμένει παράσταση, και, γι’ αυτό

το λόγο, διέπεται απόλυτα και αιώνια απ’ το υποκείμενο. Απ’ αυτό

δεν προκύπτει πως είναι αυταπάτη ή ψέμα: δίδεται γι’ αυτό που είναι,

για μια παράσταση, ή μάλλον μια συνέχεια παραστάσεων που ο κοινός

δεσμός τους είναι η αρχή της αιτιότητας (η αρχή της αιτιότητας ισχύει

μόνο στη σχέση δύο αντικειμένων, και ποτέ στη σχέση ενός

υποκειμένου και ενός αντικειμένου).

Από την άλλη, ο κόσμος δεν υπάρχει παρά σαν βούληση. Μια

πραγματικότητα που δεν μπορεί ν’ αναχθεί ούτε στο πρώτο ούτε στο

δεύτερο απ’ αυτά τα στοιχεία (παράσταση, βούληση) που θα ήταν ένα

καθεαυτό πράγμα (εδώ βρίσκεται η διαφωνία του Schopenhauer με τον

Kant), αυτή η δήθεν πραγματικότητα είναι χιμαιρική. 1 4 Αυτή η

σύμπτωση παράστασης και πραγματικότητας, καθώς και βούλησης και

πραγματικότητας θεωρούμε ότι αποκαλύπτεται στην κατά χώρο και

1 4 ? Βλ . Α. Schopenhauer , O κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση , μτφρ.

Α. Βαγενάς , επ . Κ. Μερτ ινός , Αθήνα χ .χ . , σσ . 13-16 .

8

Page 9: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

χρόνο δράση και εποπτεία των ηρώων του διηγήματος. Θα αναπτύξω

αναλυτικότερα παρακάτω.

Στο διήγημα, ο Κιαμήλ, τη στιγμή που σκοτώνει τον

Χρηστάκη, νομίζει πως σκοτώνει τον Χαραλαμπή, και γι’ αυτό

αργότερα, τη στιγμή που σκοτώνει τον Χαραλαμπή νομίζει πως

σκοτώνει ένα βρικόλακα. Και στις δυο περιπτώσεις, μπορούμε ν’

αποδώσουμε την αυταπάτη του στην εσφαλμένη γνώση της

πραγματικότητας του εξωτερικού κόσμου γιατί «στα μάτια των

αισθήσεων και της νόησης, ο κόσμος αποκαλύπτεται και δίδεται μ’

ένα είδος αφελούς ειλικρίνειας γι’ αυτό που είναι, για μια νοητική

παράσταση, που αναπτύσσεται κάτω απ’ τον έλεγχο του νόμου της

αιτιότητας» 1 5 . Στην πρώτη περίπτωση, ο Κιαμήλ γνωρίζει το εξής

δεδομένο: ο ταχυδρόμος του συγκεκριμένου δρομολογίου είναι ο

φονιάς του αδελφοποιτού του. Από την άλλη, ¾μέσα στα πλαίσια της

αισθητικότητας¾ «βλέπει» τη μορφή του φονιά μπροστά του. Λογικό

συμπέρασμα: αυτός είναι ο φονιάς. Δηλαδή, ο Κιαμήλ εμπιστεύεται

τον φαινομενικό κόσμο, γιατί είναι ο μόνος που του δίνεται (ο Κιαμήλ

δεν γνωρίζει την εξωτερική ομοιότητα του Χρηστάκη και του

Χαραλαμπή, ούτε την παγίδα που έστησε ο

δεύτερος στον πρώτο)× αλλιώς, γιατί απ’ αυτόν (τον

φαινομενικό

κόσμο) συνίσταται η εμπειρική του πραγματικότητα που τελικά είναι

μια παράσταση που κανονίζεται από το νόμο της αιτιότητας.

Στη δεύτερη περίπτωση, ο Κιαμήλ «γνωρίζει» ότι ο

Χαραλαμπής είναι νεκρός. Το μόνο λογικό συμπέρασμα γι’ αυτόν, τη

στιγμή που τον βλέπει μπροστά του, είναι ότι πρόκειται για

βρικόλακα. Αυτή είναι η μόνη δυνατή νοητική διεργασία της σκέψης

του Κιαμήλ για τον αιτιολογικό δεσμό που συνδέει τα φαινόμενα,

δεδομένου ότι η σκέψη του Κιαμήλ είναι εμποτισμένη από τις

θρησκόληπτες αντιλήψεις του μοναχικού σχήματος που ανήκει,

δηλαδή των δερβίσηδων: «Μη τον βλέπεις που μοιάζει τον

σκοτωμένο», με είπεν (ο Σεΐχης). «Ο βρυκόλακας είναι μόνον ένα

“τουλούμι” γεμάτο αίμα. Φέρε με ένα “μαυρομάνικο” μαχαίρι να σε

1 5 ? Αυτ . σ .31 .

9

Page 10: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

το διαβάσω× και άμα τον ξαναϊδῄς, τρύπα τον, να χυθῄ το αίμα!

Άλλη μια φορά δεν θα ξαναβγῄ μπροστά σου» (97).

Ο Schopenhauer ορίζει το φαινόμενο ως εξής:

Αυτό που ο λόγος αναγνώρισε κατά ένα σωστό τρόπο ονομάζεται

αλήθεια× ε ίναι πάντοτε μια αφηρημένη κρίση που στηρίζεται σ’ έναν

επαρκή λόγο. Αυτό που αναγνωρίστηκε κατά τον ίδ ιο τρόπο με τη

νόηση ονομάζεται πραγματικότητα: ε ίναι το νόμιμο πέρασμα απ’ το

αποτέλεσμα που δημιουργήθηκε στο έμμεσο αντικείμενο στην αιτ ία

του. Στην αλήθεια αντιτ ίθεται το λάθος, που ε ίναι , αυταπάτη της

νόησης. Το φαινόμενο δημιουργείται απ’ το γεγονός ότι μία μόνη και

η ίδ ια ενέργεια μπορεί να παράγεται από δύο αιτ ίες απόλυτα

διαφορετικές , που η μία να ενεργεί συχνά και η άλλη σπάνια: Η

νόηση που δεν έχει κριτήρια γ ια να διακρίνει ποια απ’ τ ις δύο

δημιουργεί το αποτέλεσμα σε μια δεδομένη στιγμή, υποθέτει πως αυτό

πρέπει ν’ αποδοθεί στην πιο κοινή αιτ ία× καθώς, λοιπόν, η ενέργεια

της νόησης ε ίναι όχι αντανακλαστική, αλλά ευθεία και άμεση, η αιτ ία,

αυτή που ε ίναι ολότελα υποθετική και συλλογιστική, φαίνεται

απατηλά σαν ένα αντικείμενο της εναίσθησης. Τέτοια ε ίναι η φύση

του φαινομένου. 1 6

Η πιο προφανής αιτία του φονικού είναι σύμφωνα με τους

συγγενείς του θύματος (αφηγητής, μητέρα) κάποια προσωπική

διαμάχη του φονιά με το θύμα. Αφηγητής: «Δεν εφονεύθη λοιπόν

τυχαίως, ουδ’ εν συμπλοκῄ» (68). Μητέρα: «Ο φονιάς πρέπει να ήταν

μανιασμένος μαζί του, και πρέπει να το ήξευρε» (68). Ο κυριότερος

ύποπτος για τους συγγενείς και την αστυνομία είναι ο πρώην

ταχυδρόμος, καθώς συνδέουν την επιμονή του να αναλάβει ο

Χρηστάκης την πόστα με το φόνο, που ίσως δεν γίνεται τυχαία

ακριβώς την πρώτη ημέρα της εργασίας του νέου ταχυδρόμου. Το

τυχαίο και το φαινομενικό συμπλέκονται όμως μεταξύ τους μ’ έναν

τρόπο που δεν μπορούν να φανταστούν ούτε οι συγγενείς ούτε η

αστυνομία. Σε μια άλλη πραγματικότητα που δεν γνωρίζουν —πώς θα

μπορούσαν άλλωστε, αφού υποκείμενο και αντικείμενο

προσδιορίζονται αμοιβαία— και που δρα παράλληλα, ο Κιαμήλ, που

1 6 ? Αυτ . σσ. 41-42 .

10

Page 11: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

χρωστά τη ζωή του στην φιλοξενία μιας ελληνίδας μάνας, στη δίνη

μιας φαινομενικής πραγματικότητας σκοτώνει λάθος άνθρωπο× και

μάλιστα από διαστροφή της τύχης, αυτός ο άνθρωπος είναι ο γιος της

ευεργέτιδάς του.

Το λάθος του Κιαμήλ καθώς και το λάθος όλων όσοι ψάχνουν

το φονιά (αφηγητής, μητέρα, αστυνομία, Εφέντης) είναι προϊόν της

αυταπάτης της νόησης, που θα μπορούσε να οριστεί ως εξής: είναι

ένα είδος ανικανότητας να κάνουμε χρήση της αρχής της αιτιότητας,

μια έλλειψη δεξιοτεχνίας να συλλαμβάνουμε τους δεσμούς είτε της

αιτίας προς το αποτέλεσμα, είτε της αιτίας προς την πράξη. Η

αυταπάτη των ηρώων θα μπορούσε να παραλληλισθεί με τη διπλή

αντίληψη της όρασης ή της αφής κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα: η βέργα που βυθίζουμε μέσα στο

νερό και που φαίνεται σπασμένη (τεθλασμένη), οι εικόνες από τους

σφαιρικούς καθρέφτες, το φεγγάρι που φαίνεται πολύ πιο μεγάλο στον

ορίζοντα παρά στο ζενίθ, βουνά πάρα πολύ ψηλά φαίνονται πιο κοντά

σε μας απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα, κ.ά. Παράβαλλε στο

διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»: «Πάγω ένα μίλι , πάγω

δύο. Μα ¾ τ ι θαρρείς, ψυχή μου; Η “τούμβα”, όσο προχωρώ,

τραβιέται μακρύτερα! Ο ουρανός, όσο κοντεύω, σηκώνετ’

αψηλότερα!» (198).

Το ίδιο και ο φονιάς× ε ίναι πολύ πιο κοντά τους απ’ ότι

νομίζουν. Το είπε και «η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο

φονιάς είναι κοντά σας× γυρίζει τριγύρω σας× μην τον ζητάτε

μακριά» (81). Η αυταπάτη τονίζεται και με τα λόγια του Εφέντη: «Η

γρῃά ζητᾴ τον ψύλλο μέσ’ στο πάπλωμα κ’ εκείνος κάθεται πά’ στα

ματογυάλια της» (85). Κανείς όμως δεν μπορεί να τον εντοπίσει.

Μόνο μετά την αποκάλυψη των αιτιολογικών σχέσεων που συνδέουν

τα γεγονότα ¾τα εξαρχής νομιζόμενα τελείως ασύνδετα μεταξύ

τους¾ ο αφηγητής θα συνθέσει την ακριβή εικόνα των πραγμάτων.

Τότε αποκαλύπτεται ο φαύλος κύκλος της αναζήτησης του φονιά όπου

ο τελευταίος κρίκος φαίνεται απροσδόκητα σαν σημείο της σύνδεσης

του πρώτου. O τελευταίος κρίκος της ιστορίας, δηλαδή ο φόνος του

Χαραλαμπή από τον Κιαμήλ που νομίζει ότι σκοτώνει τον βρικόλακα

11

Page 12: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

του σκοτωμένου, συνδέεται με τον πρώτο κρίκο της ιστορίας, δηλαδή

την επιμονή του ταχυδρόμου ν’ αναλάβει την πόστα ο Χρηστάκης, με

σκοπό ν’ αποφύγει την εκδίκηση του Κιαμήλ.

Στο διήγημα άλλωστε υπάρχει κι ένα πιο άμεσο παράδειγμα της

παραστατικότητας του κόσμου. Ο Κιαμήλ «θερμασμένος» και σε

κατάσταση παραληρήματος περνάει μια βάτο για την αγαπημένη του

και μία αγριαγκινάρα για τον φονιά του αδελφοποιτού του:

Εδώ ήταν μ ια βάτος , κ ι εδώ μι ’ αγριαγγ ινάρα. Κι ο Τούρκος , που

παράδερνε παραλαλώντας ε ι ς την μέση, εγύριζε στη βάτο , κα ι της έκαμνε

τεμενάδες , κα ι την γλυκομιλούσε , κα ι της έκαμνεν εργολαβία . Εγύριζε στην

αγριαγγ ινάρα κ’ έτρ ιζε τα δόντ ια , κ ι αγρίευε τα μάτ ια , κ ’ εσήκωνε με

βρυσια ίς το χέρ ι του , να της κόψ ῃ το κεφάλι ! (73) .

Οι παραπάνω αντιδράσεις του Κιαμήλ μπορούν βέβαια πολύ εύκολα ν’

αποδοθούν στον πυρετό, και σ’ έναν παρατηρητή να προκαλέσουν

γέλιο (Μιχαήλος: «Τα μεγάλα του λόγια απ’ την μια και η αδυναμία

του από την άλλη ήταν να σκάσῃς από τα γέλοια», 73), στη συνείδηση

όμως του Κιαμήλ τα δύο φυτά είναι δύο άνθρωποι και κανείς δεν θα

μπορούσε να τον πείσει για το αντίθετο. Αναλογικά, για τους ήρωες

του διηγήματος, που μοιάζουν με τους δεσμώτες του πλατωνικού

σπηλαίου 1 7 που βλέπουν τις σκιές των πραγμάτων κι όχι τα ίδια τα

πράγματα, οι άνθρωποι που τους περιστοιχίζουν είναι αυτοί που

νομίζουν ότι είναι και κανείς δεν θα μπορούσε να τους πείσει για το

αντίθετο. Για τη μητέρα, ο Κιαμήλ είναι σαν γιος της, η μητέρα

του μια φιλόξενη Τουρκάλα φίλη, ο Εφέντης ο ανακριτής που θ’

ανακαλύψει το φονιά του παιδιού της. Για τον Κιαμήλ, η ελληνίδα

μάνα είναι η ευεργέτιδά του και ο αδικοχαμένος γιος της είναι το ίδιο

αδελφός του με τον Εφέντη: «Όταν σκοτώθηκε το παιδί της Βαλιδές

μου, είναι σαν να σκοτώθηκεν ο Εφέντης ο αδελφός μου. Πρέπει να

γενῄ εκδίκησι!» (76).

Σε παρόμοια κατάσταση βρίσκεται και ο αφηγητής, δέσμιος

των μορφών της σκιώδους πραγματικότητας που αντιλαμβάνεται. Γι’

αυτόν, η τουρκική οικογένεια μπορεί να βοηθήσει στις έρευνες («η

πρόσκλησις αύτη μοι εφαίνετο ευνοϊκή δια την υπόθεσίν μας», 77),

1 7 ? Πολιτε ία 514a-520e .

12

Page 13: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

και ο Κιαμήλ είναι ένας φιλότιμος νέος που προσπαθεί ν’ ανταποδώσει

την ευεργεσία που του έγινε. Από την αρχή άλλωστε ο Κιαμήλ

κερδίζει τη συμπάθεια και τον οίκτο του αφηγητή: «Τόσον πολύς

ήτον ο προς τον δυστυχή οίκτος μου» (96). Μετά την αποκάλυψη της

αλήθειας, ο αφηγητής και ο Κιαμήλ μοιάζουν με τους δεσμώτες του

πλατωνικού σπηλαίου που αντικρίζουν για πρώτη φορά το φως του

ήλιου. Ο Κιαμήλ τυφλώνεται από το φως του ήλιου και γι’ αυτό

«επιλέγει» να ξανακατέβει στο σκοτάδι του σπηλαίου, σε συνθήκες

που η ολική ή η μερική απώλεια της μνήμης θα μετριάσει τον πόνο,

δηλαδή σε συνθήκες παραφροσύνης. Παράλληλα, ο αφηγητής μένει

στην επιφάνεια της γης και τη στιγμή που βλέπει τα πράγματα να

καταυγάζονται από το φως θα καταλάβει την πλάνη του και θα μείνει

σαν αποπληγμένος: «δεν ήμην σχεδόν κύριος των αισθήσεών μου» ─

«Κ’ ενῴ εσωτερικώς ενόμιζον ότι κινούμαι, εξωτερικώς έμενον

αδρανής, ως άνθρωπος αποπεπληγμένος» (99). Η μάνα δεν θ’ ανέβει

ποτέ στην επιφάνεια της γης ν’ αντικρίσει τον ήλιο: «Δεν συνέφερε

κατ’ ουδένα τρόπον να μάθῃ την αλήθειαν» (100). Το πέρασμα από

τον κόσμο της δόξας ή της εικασίας στο κόσμο της καθαρής νόησης

είναι επώδυνο.

Οι ήρωες του διηγήματος μοιάζουν επίσης με ηθοποιούς που

πάνω στη σκηνή παίζουν διάφορους ρόλους, άλλος παίζει το ρόλο του

πρίγκιπα, άλλος του λακέ, ή του στρατιώτη, ή του στρατηγού, και

ούτω καθεξής. Αλλά οι διαφορές αυτές υπάρχουν μόνο εξωτερικά×

εσωτερικά, σαν πυρήνας του ήρωα, κρύβεται σε όλους το ίδιο

πρόσωπο: ένας φτωχός ηθοποιός, με τα βάσανα και τις έγνοιες του. 1 8

Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε τον Εφέντη που έχοντας βγάλει

προς στιγμήν το προσωπείο του σεβάσμιου ανακριτή παραπαίει «από

τοίχου εις τοίχον», όχι επειδή εμφορείται από το «νέον πνεύμα», αλλά

από «οινόπνευμα» (87), σύμφωνα με το σχόλιο του αφηγητή.

Η διπλή πραγματικότητα του διηγήματος, όπως την

παραθέσαμε παραπάνω, παραπέμπει στον ακρογωνιαίο λίθο της

φιλοσοφίας του Schopenhauer , στο ότι «κάθε πραγματικότητα, δηλαδή

κάθε "γεμάτο παρόν", αποτελείται από δύο μισά, από το υποκείμενο

1 8 ? Βλ . Α. Schopenhauer , Αφορισμοί , ό .π . , σ . 14 .

13

Page 14: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

και το αντικείμενο αλλά τόσο αναγκαστικά και τόσο στενά ενωμένα

μεταξύ τους, όπως είναι το οξυγόνο και το υδρογόνο στο νερό. Έτσι,

όταν το αντικειμενικό ήμισυ είναι το ίδιο, αλλά το υποκείμενο είναι

διαφορετικό ή αντίστροφα, η παρούσα πραγματικότητα θα φαίνεται

εντελώς διαφορετική […]. Και για να το πούμε πιο απλά: Ο καθένας

είναι χωμένος μέσα στη συνείδησή του, όπως είναι μέσα στο πετσί του

και μόνο μέσα σ’ αυτήν ζει άμεσα× έτσι, δεν μπορεί να έχει και

πολλή βοήθεια απ’ έξω» 1 9 .

Ίσως, τα αντιφατικά συναισθήματα του αφηγητή στον επίλογο

του διηγήματος, όπου συνυπάρχουν οι δύο πραγματικότητες σε μια

τρίτη μορφή, ιδωμένα κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν εκπλήσσουν τον

αναγνώστη καθώς βρίσκουν έρεισμα και στις δυο πραγματικότητες που

τελικά είναι μία: «δεν ηξεύρω οποίον παράξενον κράμα βδελυγμίας

και οίκτου επλήρου την καρδίαν μου» (101) - «Και δεν ήξευρον να

εύρω, ποίος εκ των δύο ήτον ο φονεύς του αδελφού μου!» (103), γιατί

το υποκειμενικό είναι ασύγκριτα ουσιαστικότερο από το

αντικειμενικό, και γιατί η συμπόνια «είναι η αληθινή πηγή της

αληθινής δικαιοσύνης και αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους» 2 0 .

Επιπρόσθετα, τα λόγια του αφηγητή υποδηλώνουν την αναζήτηση της

ταυτότητάς του, μια αναζήτηση που μένει μετέωρη σ’ όλο το διήγημα

και που αισθητοποιείται καλύτερα στα λόγια της μάνας που κι αυτή με

τη σειρά της αναζητά την ταυτότητα του γιου της:

Αμ’ ξέρω και γω μαθές ; Ο νουνός του το βάφτ ισε Γιωργί , κα ι πατέρας

του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραμματευτής , ο άνδρας μου. Μα κε ίνο , ακούς ,

επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου × κα ι τώρα, σαν το

γράφουνε μέσ’ σταις εφημερίδες , δεν ηξεύρω κ ι εγώ η ίδ ια , το παιδ ί μου

ε ίνα ι μαθές που λένε , ή κανένας φράγκος! (71-72) .

Εν κατακλείδι , η πραγματικότητα στα διηγήματα του Βιζυηνού

είναι μια αυθαίρετη κατασκευή με μεταβαλλόμενη ποιότητα λόγω της

σχέσης αμοιβαιότητας που υπάρχει ανάμεσα στο υποκείμενο και το

1 9 ? Αυτ .

2 0 ? Βλ . A. Schopenhauer , Parerga und Paral ipomena , 1851, § 114. Από

μτφρ. βλ . A. Schopenhauer , Σοπενάουερ , Επιλογή από το έργο του , μτφρ. Ν. Μ.

Σκουτερόπουλος- Κ. Μπέτσεν , Αθήνα 1993, σ . 49 .

14

Page 15: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

αντικείμενο, και κατ’ επέκταση η έννοια της ταυτότητας

προσδιορίζεται από όρους διττότητας και πλαστότητας. Στο διήγημα

«Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» υποκείμενο και αντικείμενο

αποτελούν τα δύο μισά της πραγματικότητας και είναι αχώριστα,

ακόμα και στη σκέψη× το καθένα απ’ αυτά δεν είναι πραγματικό και

νοητό παρά απ’ το άλλο και για το άλλο× υπάρχουν και παύουν να

υπάρχουν μαζί. Προσδιορίζονται αμοιβαία: όπου αρχίζει το

αντικείμενο, τελειώνει το υποκείμενο. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο

στο οποίο συναντάται ο Βιζυηνός με τον Schopenhauer . Σύμφωνα με

τον φιλόσοφο, ο κόσμος, εξεταζόμενος σαν παράσταση, περιλαμβάνει

δύο ουσιώδη μέσα, αναγκαία και αχώριστα: υποκείμενο και

αντικείμενο. Γι’ αυτό ένα μόνον υποκείμενο, συν το αντικείμενο, θ’

αρκούσε να συστήσει τον εξεταζόμενο κόσμο σαν παράσταση, τόσο

τέλεια όσο και τα εκατομμύρια των υποκειμένων που υπάρχουν. 2 1

Τελικά, οι ήρωες του Βιζυηνού επιβεβαιώνουν τη στενή συγγένεια που

υπάρχει ανάμεσα στη ζωή και το όνειρο και δίνουν νόημα στους

Σεξπηρικούς στίχους: «Γινήκαμε απ’ το ύφασμα απ’ το οποίο είναι

υφασμένα τα όνειρα, και η τόσο σύντομη ζωή μας έχει για σύνορο

έναν ύπνο».

* * *

Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της βιοθεωρίας του

Βιζυηνού, o βαθύς πεσιμισμός του, θυμίζει επίσης έντονα τη

φιλοσοφία του Schopenhauer . Οι ήρωες του Βιζυηνού έχουν

μελαγχολική ιδιοσυγκρασία και μια κυριαρχική διάθεση για τη θλίψη,

για τη «βαθέως ελεγειακήν θλίψιν» (100). Η απέραντη θλίψη των

ηρώων, που σταθερά μένει αλύτρωτη μέσα στο χρόνο, αποκτά

διαστάσεις υπαρξιακής αναπηρίας σε στιγμές που δεν δικαιολογείται

πάντα από τις περιστάσεις. Σύμφωνα με το σχόλιο του Παν. Μουλλά:

«O Βιζυηνός, χρησιμοποιώντας με γνώση τα εκφραστικά του μέσα και

τεχνάσματα ("ενδείξεις" αστυνομικού χαρακτήρα, σήματα, σύμβολα,

δυναμικά μοτίβα), συνδυάζοντας τις μνήμες του και σκαλίζοντας τις

2 1 ? Βλ . Α. Schopenhauer , O κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση , ό .π . ,

σσ . 16-17 .

15

Page 16: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

πληγές του, ορθώνει το αφηγηματικό του έργο σαν ενιαίο οικοδόμημα

ενάντια στο χρόνο: μνημείο αγαπημένων υπάρξεων και συνάμα

οχύρωμα μπροστά στο θάνατο, το φόβο, τη σκότιση του νου, τη

νοσταλγία και την απέραντη θλίψη του " ἱέμενος καὶ καπνὸν

ἀποθρώσκοντα νοῆσαι" (133)» 2 2 .

Στο διήγημα «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», η

ιστορία του Κιαμήλ αποτελεί μαρτυρία της πιο πεσιμιστικής θεώρησης

της ζωής που πρεσβεύει ότι «κάθε ευτυχία είναι χιμαιρική, ενώ,

αντίθετα, κάθε οδύνη πραγματική» 2 3 . Ο Κιαμήλ στην προσπάθειά του

να βρει την ευτυχία στο πρόσωπο της αγαπημένης του υφίσταται

δυστυχίες και βάσανα και καταλήγει τραγικό πρόσωπο της μοίρας. Η

ιστορία του μας διδάσκει «ότι κάθε ευτυχία είναι μια fata morgana

(οφθαλμαπάτη), ορατή μόνον από μακριά, η οποία εξαφανίζεται μόλις

την πλησιάσουμε× κι ότι αντίθετα, τα βάσανα κι ο πόνος είναι

πραγματικά, μας δίνονται με αμεσότητα, χωρίς να μας δημιουργούν

ψευδαισθήσεις ή αισθήματα αναμονής» 2 4 .

Ο Κιαμήλ είναι ένας ήρωας με έντονη ευαισθησία που έχει τη

ρίζα της σε μια μεγαλύτερη ορμητικότητα της βούλησης και, κατά

συνέπεια, του πάθους που οπλίζει τελικά το χέρι του. Τα δύο

εγκλήματα ¾αν και το πρώτο έχει έρεισμα στο δίκαιο του άγραφου

νόμου, εντούτοις ε ίναι η απαρχή της τραγικής κατάληξης¾

προκύπτουν από τη σημαντική ένταση των συγκινήσεων που δέχεται ο

ήρωας εξαιτίας μιας βούλησης που ξεπερνά το μέτρο: Kιαμήλ:

«Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λάβῃς! Ο διάβολος που χύνει την

σφαίρα για τον φονιά, χύνει και μια για τον εκδικητή του» (97).

Ο Κιαμήλ ανταποδίδει το κακό με ένα άλλο κακό και κινείται

μέσα στο πνεύμα της εκδίκησης που εμπεριέχει την έννοια της κακίας:

«το άγριον καθήκον της σκληράς, της αιμοχαρούς αυτοδικίας» (95).

Σκέφτεται αυτό που συνέβη στο παρελθόν, και βλέπει στο κακό που

ανταποδοτικά προκάλεσε ένα σκοπό, ζητά δηλαδή στον πόνο του

φταίχτη μια κατασίγαση του δικού του πόνου. Η ζωή του δεν έχει

αξία στα μάτια του παρά σαν ένα μέσο να εκδικηθεί: «Ποιος άλλος

2 2 ? Βλ . Π. Μουλλάς , ό .π . , σ . ρβ΄ .

2 3 ? Βλ . Α. Schopenhauer , Αφορισμοί , ό .π . , σ . 236 .

2 4 ? Αυτ . σ . 139 .

16

Page 17: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

είχε το καθήκον παρά εγώ, είπεν ο Τούρκος μετά τοιαύτης

υπερηφανείας, ώστε να τον βδελυχθώ» (97). Η κακία σύμφωνα με τον

Schopenhauer «συνεπάγεται μία υπερβολική ανάπτυξη της βούλησης,

και κατά συνέπεια οδύνες υπερβολικές. Μια απ’ αυτές τις οδύνες

είναι η τύψη, ή αίσθημα ταυτότητας ανάμεσα στο δήμιο και το θύμα,

και της μοιραίας σύνδεσης ανάμεσα στη βούληση και την οδύνη» 2 5 :

«Aπό μέσα έχει το σκουλήκι που του αλέθει την καρδιά!» (88) - « Mα

καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία

και δεν χωρεί στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει!» (92). Ίσως

ισχύει και για τον Κιαμήλ αυτό που λέει ο Χρηστάκης για τον

Χαραλαμπή: «Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα» (64). Οι

δυο φονιάδες του διηγήματος, ο Χαραλαμπής και ο Κιαμήλ, μετά τις

εγκληματικές τους πράξεις παρουσιάζονται σαν πλάσματα που έχουν

επαφή με τον άλλο κόσμο, δηλαδή τον κόσμο στον οποίο έστειλαν τα

θύματά τους: Για τον Χαραλαμπή: «…τον έπιασε μια τρεμούλα και

άσπρισαν τα χείλη του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος»

(64) - Για τον Κιαμήλ: «Η ωχρά μορφή του […] εφαίνετο ως μορφή

νεκρού προ πολλού εκπνεύσαντος! […] αι κινήσεις αυτού ως κινήσεις

πτώματος υπό την επήρειαν μυστικού τινος γαλβανισμού

διατελούντος» (96).

Τελικά, ο Κιαμήλ, μετά την αποκάλυψη της αλήθειας και μη

μπορώντας να υποφέρει τις τύψεις του, περιχαρακώνεται στο

καταφύγιο της παραφροσύνης που του εξασφαλίζει την παρηγοριά της

ολικής ή μερικής απώλειας της μνήμης. Όπως λέει και η μητέρα σε

ανύποπτο χρόνο «Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι» (64).

Η τρέλα του Κιαμήλ λειτουργεί σαν κάθαρση στον επίλογο του

διηγήματος και θα μπορούσε να παραλληλισθεί με την τιμωρία πολλών

ηρώων της αρχαίας τραγωδίας που μέσα στην άγνοιά τους προκαλούν

τη Θεία Δίκη και τη Νέμεση. Η τρέλα του Κιαμήλ σαν την

αυτοτύφλωση του Οιδίποδα έρχεται να φέρει μερική λύτρωση στον

ήρωα για το άδικο που προκάλεσε. Ίσως γι’ αυτό η θέα του Κιαμήλ

πάνω στον τάφο του αδελφού του δεν προκαλεί στον αφηγητή εκείνη

2 5 ? Βλ . A. Schopenhauer , O κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση , ό .π . ,

σσ . 459-471.

17

Page 18: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

την ιερή αγανάκτηση που θα παραβίαζε τη σιωπή του και θ’ ανέτρεπε

τις λεπτές ισορροπίες. Άλλωστε, ο αφηγητής φαίνεται ότι πιστεύει

στη θεϊκή τιμωρία: «Τις οίδεν εάν οι φονείς δεν εύρον τα επίχειρα

της κακίας αυτών θεόθεν» (85).

Το δεύτερο έγκλημα προκύπτει επίσης και από μια υπερβολική

ευαισθησία στους ψυχικούς πόνους, όπως και από μια μεγαλύτερη

ανυπομονησία (σε σχέση με τη μεσότητα) απέναντι σε κάθε εμπόδιο.

Εκείνο που συμβάλλει ακόμα εντονότερα σε όλα αυτά, είναι η δύναμη

της φαντασίας: «…ταχυδρόμον, ου την πραγματικήν παρουσίαν

εξελάμβανεν, εν τῃ πλάνη του, ως δαιμονικήν εμφάνισιν προς

καταδίωξίν του ερχομένην» (100). Tη ζωή του Κιαμήλ «τη

συνταράζουν τα πάθη και γι’ αυτό γίνεται οδυνηρή» 2 6 .

O Κιαμήλ για ν’ αποφύγει τον ψυχικό πόνο και για να βρει

καταφύγιο από τους "βρικόλακες" που τον κυνηγούν γίνεται «σοφτάς»

(97), δηλαδή γίνεται μέλος των δερβίσηδων, μιας μυστικιστικής

θρησκευτικής αδελφότητας που αντιμετωπίζει τους πόνους της ζωής

με την άρνηση της βούλησης του ζην μέσα σ’ ένα αυστηρό ασκητικό

σύστημα, με σκοπό το ανέβασμα της ψυχής στην πιο υψηλή

μυστικιστική τελειότητα:

Από τον καϋμό του εγράφθηκε δόκιμος ε ι ς τον “Τεκέ” εδώ κοντά μας ,

κα ι πάγε ι κάθε Παρασκευή και τρώγε ι μαζ ί με τους νδερβησάδες το αφιόν ι ,

κα ι γονατ ίζε ι μ’ αυτούς και αναστενάζε ι , ως που α ιματώνουν τα σπλάγχνα

του , κα ι χτυπᾴ τα στήθια του , ως που τον βγάλλουν λ ιποθυμημένον από την

μέση τους […] μ ίαν ημέρα το παιδ ί μου θενά γε ίν ῃ άγιος . (92) .

Και ο Κιαμήλ […] μοι παρουσιάζετο α ίφνης ως ανήκων ε ις την

μάλλον φανατ ικήν τάξ ιν δερβισών ο ιμωζόντων, ως άνθρωπος δυστυχής , του

οποίου α ι φρένες , ίσως εκ του ατυχούς έρωτος , ίσως εκ της μεγάλης

χρήσεως του οπίου , ήσαν παρασεσαλευμέναι , έπασχον τούτ’ αυτό

περιοδ ικάς εκλε ίψε ις ! (93) .

Τον έκαμαν άγ ιον! Aφ’ ότου ετρελλάθηκε τον έκαμαν άγ ιον . Και του

φιλούν το χέρ ι , κα ι του φέρνουν φαγητά, και του φέρνουν ρούχα, και

θέλουν να τον πάρουν ε ι ς του καϋμακάμη το σπίτ ι . Μα εκε ίνος δεν τρώγε ι

παρά ξερό ψωμί , δεν φορε ί παρά αυτά που βλέπε ις , κα ι κο ιμάται κατά γης

μέσ’ στην αχυρώνα. (102) .

2 6 ? Βλ . Α. Schopenhauer , Αφορισμοί , ό .π . , σ . 44 .

18

Page 19: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Ο Κιαμήλ βρίσκεται πια σ’ έναν κόσμο μη-νοητό, όπου δεν υπάρχει

ούτε βούληση, ούτε παράσταση, ούτε κόσμος. Η «αγιότητά» του

έγκειται στην άρνηση και στη θυσία κάθε βούλησης. Σ’ ένα σημείο

μηδέν βρίσκει τη λύτρωση από έναν κόσμο του οποίου η ουσία

ανάγεται στον πόνο. Η άρνηση του Είναι που εκφράζεται με την ιδέα

του μηδενός στην πιο γενική εκδοχή του είναι ταυτόχρονα άρνηση

του κόσμου της παράστασης στον οποίο αντικειμενικοποιείται και

καθρεφτίζεται η βούληση. Ο Κιαμήλ βρίσκει γαλήνη και παρηγοριά

στην εκμηδένιση του κόσμου που τον περιβάλλει, ενός κόσμου που

χαρακτηρίζεται από το αιώνιο πέρασμα απ’ την επιθυμία στο φόβο,

απ’ τη χαρά στην οδύνη, με την ελπίδα που δεν σβήνει ποτέ να

μεταβάλλει τη ζωή του ανθρώπου, όσο η βούληση τον εμψυχώνει, σ’

ένα πραγματικό όνειρο. Τώρα δεν περιμένει πια παρά ένα πράγμα, την

εκμηδένιση και του τελευταίου ίχνους αυτής της βούλησης μαζί με το

σώμα που εμψυχώνει. Γιατί «ο πόνος και οι θλίψεις φτάνουν εύκολα

σ’ ένα βαθμό όπου ο θάνατος μας γίνεται επιθυμητός και μας τραβά

χωρίς αντίσταση» 2 7 .

Ο Κιαμήλ φτάνει στην άρνηση της βούλησης του ζην από το

συναίσθημα εκείνο της απελπισίας που έρχεται από μια συνέχεια

φρικτών δεινών. Άμεσο επακόλουθο η «αγιότητά» του, λες και η

οδύνη έχει τεράστια καθαγιαστική δύναμη. Ίσως σ’ αυτό το σημείο

μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε επιρροή του συγγραφέα 2 8 από την

χριστιανική ηθική. «Άλλωστε το δόγμα του προπατορικού

αμαρτήματος (εκδήλωση της βούλησης) και της λύτρωσης (άρνηση της

βούλησης), είναι η πρωτεύουσα αλήθεια που αποτελεί τον πυρήνα του

Χριστιανισμού» 2 9 .

Ο Κιαμήλ εκμηδενίζοντας τη βούληση για ζωή ακυρώνει την

πηγή του πόνου του: η θύελλα των παθών, η πίεση της επιθυμίας και

του φόβου, και όλα τα βάσανα της βούλησης καταλαγιάζουν αμέσως

2 7 ? Βλ . A. Schopenhauer , O κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση , ό .π . , σ .

399 .

2 8 ? Ο Βιζυηνός από το 1868-1872 υπήρξε ρασοφόρος προστατευόμενος και

υποτακτ ικός του αρχ ιεπ ισκόπου Σωφρονίου Β΄ .

2 9 ? Βλ . A. Schopenhauer , O κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση , ό .π . , σ .

519 .

19

Page 20: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

με τρόπο θαυμαστό. Η προσοχή του παύει πια να είναι στραμμένη

στις βουλητικές παρορμήσεις και συλλαμβάνει τα πράγματα

ανεξαρτήτως από τη σχέση τους με το βούλεσθαι, επομένως τα

αντικρίζει εντελώς αντικειμενικά, χωρίς συμφέρον, χωρίς

υποκειμενικές προσμίξεις, δίνεται ολάκερη σ’ αυτά, στο βαθμό που

αποτελούν απλώς παραστάσεις του συνειδέναι και όχι κίνητρα της

βούλησης. Και η γαλήνη που πάντα αναζητούσε όσο πορευόταν σ’

εκείνον τον πρώτο δρόμο της βούλησης, έρχεται μεμιάς από μόνη της

και τον κάνει να αισθάνεται καλά. Μοιάζει σαν να ξέφυγε από τον

περιστρεφόμενο τροχό του Ιξίονα, από τον πίθο των Δαναΐδων και από

τα αιώνια βάσανα του Ταντάλου, στα οποία είναι καταδικασμένοι οι

άλλοι άνθρωποι, τα υποκείμενα του βουλητικού ενεργήματος. «Γιατί

κάθε βουλητικό ενέργημα πηγάζει από την ανάγκη, επομένως από

στέρηση, επομένως από πόνο». 3 0 Ακόμα και το επαναλαμβανόμενο

μότο του Κιαμήλ «Για τον Θεόν, Σουλτάνε μου, να μην το μάθ ῃ η

κοκκώνα!» δεν είναι παρά μια αναλαμπή της τρέλας του, ένα μικρό

φως στα σκοτάδια του νου του, το μόνο που τον συνδέει με τον κόσμο

των ζωντανών: «Μόνον σαν τον στενοχωρήσουν παρά πολύ, μόνο σαν

ταραχθῄ , βγάζει μία παράξενη φωνή ¾Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να

μην το μάθῃ η κοκκώνα!¾ Άλλο απ’ αυτό δεν ηξεύρει τίποτε!» (102).

O Κιαμήλ έχει χάσει το λογικό του και έχει βρει τη γαλήνη.

Σύμφωνα με τον Schopenhauer , το λογικό, που αναπτύσσεται απλώς

για να αντισταθμίσει την καχεξία των ενστίκτων του, εξασφαλίζει

στον άνθρωπο την υπεροχή έναντι των άλλων ζώων, παράλληλα όμως

οξύνει στο έπακρο την ικανότητα αίσθησης του άλγους. Όπως ωστόσο

τεκμηριώνεται κυρίως από το παράδειγμα των ασκητών, η άλογη αρχή

του κόσμου έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει μέσω του ανθρώπου

συνείδηση της αρνητικότητάς της και να αυτοαναιρεθεί. Μόνο η

απονέκρωση της βούλησης επιφέρει εκείνη τη λυτρωτική και

«γαλήνια» κατάσταση, όπου όλα γίνονται -σύμφωνα με την

3 0 ? Βλ . A. Schopenhauer , Sämt l iche Werke [A. Hübscher] , Wiesbaden 1946-

1950, τόμ . 2 , σ . 230 . Από μετάφραση βλ . A. Schopenhauer , Σοπενάουερ , Επιλογή

από το έργο του , ό .π . , σσ . 70-74 .

20

Page 21: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

πολυθρύλητη τελευταία λέξη του βιβλίου Ο κόσμος σαν βούληση και

σαν παράσταση - «μηδέν». 3 1

Στο διήγημα, όπως άλλωστε σε όλα τα διηγήματα του

Βιζυηνού, η χαρά είναι εξοβελισμένη, λες και πρόκειται για νόθο ή

παρέμβλητο συναίσθημα: «H εμή παρουσία καθίστα την απώλειαν του

μακαρίτου πολύ μάλλον επαισθητοτέραν, διότι , καθώς έλεγεν η μήτηρ

μου δικαίως, εφαίνετο πλέον πως η χαρά μας δεν ειμπορούσε να είναι

σωστή» (67). Ο πόνος είναι το κυρίαρχο συναίσθημα του διηγήματος.

Το διήγημα δεν είναι διαποτισμένο μόνο από τον πόνο του Κιαμήλ,

αλλά και από τον πόνο όλων των άλλων ηρώων: H ελληνίδα μάνα δεν

θρηνεί μόνο για το αδικοχαμένο παιδί της αλλά και για την θλιβερή

κατάληξη του θετού της γιου, του Κιαμήλ. Ο αφηγητής βρίσκεται

συνεχώς σε κατάσταση αθυμίας και «μία αόριστος ανησυχία, εν

κρυφόν προαίσθημα αγνώστου τινός δυστυχήματος κυριεύει την

καρδίαν του» (94). Ακόμη και ο Μιχαήλος με τον ευτράπελο

χαρακτήρα του έχει χάσει το γέλιο του. Στον αντίποδα της ελληνικής

οικογένειας, στους κόλπους δηλαδή της τουρκικής οικογένειας, ο

πόνος της τουρκάλας μάνας δίνεται με σπαραχτικές πινελιές, και ο

Εφέντης ανακριτής φαίνεται να κουβαλάει τον προσωπικό του σταυρό.

Οι περισσότεροι ήρωες του Βιζυηνού (Κιαμήλ, Μοσκώβ-Σελήμ,

παππούς, Πασχάλης, Κλάρα) πορεύονται σε μια τρελή πλάνη ατομικής

ζωής, άλλοι για να γνωρίσουν τελικά μέσα από τις κακοτυχίες τους

τον εαυτό τους, και άλλοι για να νιώσουν τη σφαλερή φρίκη του

κόσμου. Ο κόσμος τους, ένας κόσμος εφιαλτικός, πραγματώνεται σε

μια αδιάκοπη, ηθική δραστηριότητα τόσο αναφορικά με το άτομό

τους, όσο και με την κοινωνία. Φτάνουν στο υψηλότερο σημείο

εγκαρτέρησης, γαλβανισμένοι από πόνους δυστυχίες και ατυχίες. Ο

δρόμος της λύτρωσής τους οδηγεί άλλοτε στην τρέλα κι άλλοτε στο

θάνατο, δηλαδή στην άρνηση των εγκοσμίων, χωρίς ίχνος

εναλλακτικής λύσης. Η μόνη ηρωίδα που ξεφεύγει από τις δύο

συμπληγάδες της τρέλας και του θανάτου, η μάνα στο «Αμάρτημα»,

στο τέλος μένει αλύτρωτη. Η υποτονική σωματικότητά τους έρχεται

3 1 ? Γ ια την άρνηση της βούλησης , όπως αυτή εκφράζεται στον ασκητ ισμό

βλ . A. Schopenhauer , O κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση , ό .π . , σσ . 485-

528.

21

Page 22: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

να επιβεβαιώσει την ανισορροπία τους. Το σώμα από ανύπαρκτο έως

διαστρεβλωμένο και το πνεύμα πάσχον συμπληρώνουν μια παρακμιακή

εικόνα που, άλλες φορές είναι το αποτέλεσμα μιας περίεργης

παθητικότητας, και άλλες φορές μιας εσφαλμένης ενεργητικότητας

των ηρώων.

* * *

Παραπάνω σημειώσαμε ακροθιγώς το θέμα της τύχης στο

διήγημα «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Το θέμα θίγεται, μ’

έναν υποδόριο τρόπο θα λέγαμε, σε πολλά στάδια της εξέλιξης του

δράματος όπου διάφορες «περίεργες» συμπτώσεις ¾τόσο περίεργες

που χάνουν τον ευκαιριακό τους χαρακτήρα¾ παίζουν καταλυτικό

ρόλο στη ζωή των ηρώων. Αυτές οι συμπτώσεις, όπως είπαμε

παραπάνω, είναι δημιούργημα δύο παραγόντων, δηλαδή της σειράς

των γεγονότων και της σειράς των αποφάσεων των ηρώων που

αδιάκοπα αλληλοδιασταυρώνονται και αλληλομεταβάλλονται. Τα

γεγονότα της ζωής των ηρώων μοιάζουν με τις εικόνες του

καλειδοσκοπίου: σε κάθε στροφή βλέπουμε άλλες, ενώ στην

πραγματικότητα έχουμε το ίδιο πράγμα εμπρός στα μάτια μας. Οι

αρχαίοι έλεγαν ότι τρεις δυνάμεις κυριαρχούν τον κόσμο: «σύνεσις,

κράτος, και τύχη» (η φρόνηση, η δύναμη και η τύχη). Σύμφωνα με

τον Schopenhauer (και ίσως σύμφωνα με το συγγραφέα μας) «η

τελευταία ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση» 3 2 .

Βέβαια, ο ρόλος της τύχης στα ανθρώπινα δρώμενα, τόσο στη

φιλοσοφία, όσο και στη λογοτεχνία είναι ένα άλυτο θέμα και καμιά

άποψη δεν μπορεί να το φωτίσει ολόπλευρα. Εμείς, εδώ θα

προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την άποψη του Βιζυηνού για το

θέμα, έχοντας ως οδηγούς μας τον Schopenhauer και το διήγημα,

επειδή κατά τη γνώμη μας, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να

συμβάλλει στην ανεύρεση κάποιων βασικών στοιχείων της βιοθεωρίας

του συγγραφέα. Το τυχαίο, με την ανεξέλεγκτη δύναμή του και την

ευμετάβλητη φύση του, ξεπροβάλλει στο διήγημα ήδη από τη δεύτερη

σελίδα στα λόγια της μάνας:

3 2 ? Βλ . A. Schopenhauer , Αφορισμοί , ό .π . , σ . 218 .

22

Page 23: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Έτσι περνούν τα χρόν ια , κα ι γυρνούν τα πράγματα! Απ’ εκε ί που

εφοβούμην δεν έπαθα τ ίποτε× κα ι απ’ εκε ί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό!

Επήγες ε ι ς την άκρη του κόσμου, παιδ ί μου , κα ι δεν εχάθηκες , κ ’ εγύρισες .

Και ο Χρηστάκης μας ¾ πέντε ώραις δρόμον επήγε , κ’ έμε ινεν εκε ί !… Ε…

μόνον ο ι νεκροί δεν γυρίζουν π ίσου!… (61-62) .

Τα παραπάνω λόγια σε συνδυασμό με την απόφαση της μάνας να

περιθάλπει οποιονδήποτε ξένο που θα βρισκόταν στο δρόμο της ¾με

την ελπίδα ότι κάποιος άλλος θα ανταπέδιδε το καλό στην ανάγκη του

ξενιτεμένου της παιδιού, και με δεδομένο ότι ο Κιαμήλ, ο μελλοντικός

φονιάς του άλλου της γιου βρέθηκε στο δρόμο της¾ επιβεβαιώνουν

τα λόγια του Schopenhauer ότι «το τυχαίο παίζει τόσο μεγάλο ρόλο σε

όλα τα ανθρώπινα πράγματα, ώστε όταν προσπαθούμε να αποφύγουμε,

με άμεσες θυσίες, κάποιον απώτερο κίνδυνο, αυτός συχνά

εξαφανίζεται με μιαν απρόοπτη τροπή που παίρνουν τα γεγονότα, και

όχι μόνο πάνε χαμένες οι θυσίες, αλλά και η μεταβολή που επέφεραν

γίνεται και η ίδια ασύμφορη μπροστά στην καινούργια κατάσταση των

πραγμάτων» 3 3 .

Ο ρόλος της τύχης υπερτονίζεται από το συγγραφέα του

διηγήματος και στα λόγια της τουρκάλας μάνας: «Ποιος ηξεύρει σε

ποιο κάμπο θα ήσαν τώρα σκόρπια τα κόκκαλά του, αν δεν είχε (ο

Κιαμήλ) την τύχη να ξεπέσῃ στο χωριό σας, αν δεν ευρίσκετο η αγία

αυτή γυναίκα, η βαλιδέ η μητέρα σου, να τον πρεμαζεύσῃ στο σπίτι

της και να τον κυττάξῃ […]. Ταις βουλαίς του Θεού κανείς δεν ταις

ηξεύρει!» (91). Τα λόγια της τουρκάλας μάνας ηχούν σαν τραγική

ειρωνεία. Η τύχη του Κιαμήλ να πέσει στα χέρια της ελληνίδας μάνας

συναντάται κομβικά με την ατυχία της μάνας να πέσει στα χέρια της.

Την ώρα που η μάνα σώζει τη ζωή του Κιαμήλ, συγχρόνως

«καταδικάζει» σε θάνατο τον πρωτότοκο γιο της.

Η παραπάνω θεώρηση του τυχαίου (όπως ορίζεται από τον

Schopenhauer) μπορεί επίσης να προβληθεί και σε δύο άλλους ήρωες

του διηγήματος, στον Χαραλαμπή και τον Κιαμήλ. Η προσπάθεια του

Χαραλαμπή να αποφύγει τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του

παγιδεύοντας τον Χρηστάκη, τελικά αποβαίνει μοιραία για τη ζωή

3 3 ? Αυτ . σ . 222 .

23

Page 24: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

του. Στην περίπτωση του Κιαμήλ, η μεταβολή στα πράγματα που

επέφερε η απόφασή του να σκοτώσει τον ταχυδρόμο και η επιλογή του

να βοηθήσει στις έρευνες ανεύρεσης του φονιά, αποδείχτηκαν, από

γύρισμα της τύχης, τελείως ασύμφορες μπροστά στην καινούργια

κατάσταση των πραγμάτων. Η ευθύνη όμως δεν μπορεί ν’ αποδοθεί

αποκλειστικά στην τύχη, δεδομένου ότι «εκτός από την αντικειμενική

πλευρά του παρόντος και της πραγματικότητας που είναι στα χέρια της

τύχης και είναι ως εκ τούτου μεταβλητή, υπάρχει και η υποκειμενική

πλευρά που είμαστε εμείς οι ίδιοι ¾ άρα είναι ουσιαστικά

αμετάβλητη. Επομένως η ζωή του ανθρώπου, παρ’ όλες τις

εξωτερικές εναλλαγές στις οποίες υπόκειται, έχει πέρα ως πέρα τον

αυτό χαρακτήρα και μπορεί κανείς να την παρομοιάσει με μια σειρά

παραλλαγών σε ένα θέμα. Από την ατομικότητά του δεν μπορεί να

ξεφύγει κανένας» 3 4 .

Πράγματι, οι ήρωες του διηγήματος, αλλά και των άλλων

διηγημάτων του Βιζυηνού, δεν μπορούν να ξεφύγουν, θα λέγαμε, από

την ατομικότητά τους. Κάθε τι που τους συμβαίνει , κάθε τι που

υπάρχει γι’ αυτούς, είναι πάντα αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη

συνείδησή τους και περνάει μέσα από αυτήν. Το στοιχείο που τους

διαφοροποιεί είναι η ποιότητα της συνείδησής τους και ο τρόπος με

τον οποίο επεξεργάζονται τις εικόνες που παρασταίνονται σ’ αυτήν.

Από την άλλη πλευρά, οι ήρωες του Βιζυηνού μόνον a posteriori ,

ύστερ’ από την εμπειρία τους, διαπιστώνουν πως δεν είναι ελεύθεροι,

αλλά υποταγμένοι στην αναγκαιότητα× πως παρά τα σχέδιά τους και

τις σκέψεις τους, δεν αλλάζει σε τίποτε η πορεία της ζωής τους, μια

πορεία που μοιάζει σαν να χαράχτηκε χωρίς την συγκατάθεσή τους.

Δηλαδή, το αντικειμενικό και το υποκειμενικό στοιχείο συμπλέκονται

σ’ ένα αδιάλυτο σύνολο που δημιουργεί αυτό που ονομάζουμε

πεπρωμένο.

Η έννοια του πεπρωμένου αισθητοποιείται στο διήγημα στις

δύο σκηνές που διαδραματίζονται στο σπίτι της οικογένειας

αντίστοιχα σε δύο παραμονές των Φώτων. Η μάνα αρχίζει το

μονόλογό της ενθυμούμενη τα γεγονότα που οδήγησαν στο χαμό του

3 4 ? Αυτ . σ . 15 .

24

Page 25: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Χρηστάκη: «Ήτανε παραμονή των Φώτων» (62). Αμέσως μετά κάνει

ένα άλμα πίσω στο χρόνο, ένα άλμα που κάνει κάθε χρόνο τέτοια

μέρα, και θυμάται μία άλλη παραμονή των Φώτων τότε που οι δύο

απόντες του παρόντος της διήγησης, ο πεθαμένος άντρας της και ο

ξενιτεμένος της γιος ο Γιωργής, ήταν παρόντες στη γιορτή. Ο μικρός

Γιωργής μέσα στο πνεύμα του εθίμου που θέλει τους ανθρώπους να

προλέγουν τη μοίρα τους εκείνη τη μέρα, μιμούμενος «τα παιδιά που

κρατούσαν ταις “σουρβιαίς” και “σούρβιζαν” τους ανθρώπους μέσ’

στον δρόμο», «σουρβίζει» τον πατέρα του με μια σκούπα και λέει:

«Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και

του χρόν’ γεροί!». Και τότε ο πατέρας θαυμάζοντας την εξυπνάδα του

γιου του προλέγει και λέει: «Αυτό το παιδί , γυναίκα, θα γέν ῃ!» (62),

όπως και έγινε.

Η μάνα επανέρχεται στο παρόν της διήγησής της με τη φράση-

γέφυρα «Έτσι κ’ εκείνη την παραμονή» (62). Ο Μιχαήλος, ο μικρός

της γιος, πηγαίνει στο βουνό και φέρνει μια σουρβιά: «Μ’ αυτά τα

σούρβα, μανά, θα διούμεν απόψε την τύχη μας». Τα τρία

εναπομείναντα μέλη της οικογένειας, η μάνα, ο Χρηστάκης και ο

Μιχαήλος, συγκεντρώνονται μπροστά στο τζάκι και ο Μιχαήλος βάζει

τα σούρβα στη φωτιά, ονοματίζοντας το κάθε μέλος της οικογένειας,

σύμφωνα με το τελετουργικό του εθίμου. Η ένδειξη για τον Γιωργή

που ζει πλέον στην ξενιτιά είναι θετική, το ίδιο και για τη μάνα. Η

τύχη του Χρηστάκη όμως είναι δυσοίωνη. Το δικό του σούρβο

μαυρίζει , βγάζει καπνούς και καίγεται. Η επανάληψη της διαδικασίας

από τη μάνα που δεν θέλει να δεχτεί το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την

προφητεία. Μόνο όταν ανατρέπονται οι κανόνες του τελετουργικού

από τον Χρηστάκη, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, αλλά είναι άκυρο.

Και η μάνα, που ξέρει πλέον το άδοξο τέλος που επιφύλαξε η μοίρα

στο γιο της, παραδέχεται: «To πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο»

(63).

Στην περίπτωση του Χρηστάκη, η αντικειμενική πλευρά

βρίσκεται στα χέρια της δυσοίωνης τύχης του, ενώ η υποκειμενική

είναι συναρτημένη με τον χαρακτήρα του που δεν του επιτρέπει να

ακολουθήσει τη συμβουλή της μητέρας του να μην αναλάβει την

25

Page 26: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

πόστα: «Μα κείνος ο μακαρίτης ¾τον ήξευρες πως ήτανε¾ δεν τον

εχωρούσεν ο τόπος να καθήσῃ . Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ’

αργαστήρι, για να πιάσῃ τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που

αγαπούσε να γυρνᾴ μέσα στους δρόμους!» (65). Δηλαδή, η αλήθεια

του πεπρωμένου που πρεσβεύει πως ό,τι συμβαίνει , γίνεται

αναγκαστικά, δηλαδή αναπόφευκτα, μπορεί να ελεγχθεί με την

παρέμβαση της (ελεύθερης) βούλησης να πράξει ή όχι . Από την άλλη

πλευρά, «όλα τα ανθρώπινα πράγματα επηρεάζονται από την τύχη και

την πλάνη» 3 5 . Και ο Χρηστάκης δεν είναι μόνο έρμαιο μιας άδικης

τύχης, αλλά και πλανεμένος από τις προθέσεις του ταχυδρόμου.

Σ’ ένα άλλο σημείο της αφήγησης η αναζήτηση της αλήθειας

μετατίθεται σ’ ένα μεταφυσικό πλαίσιο. Οι δύο γυναίκες του λαού, η

μάνα του αφηγητή και η μάνα του Κιαμήλ, αναθέτουν σε μια

τσιγγάνα-μάντισσα την ανεύρεση του φονιά. Σ’ αυτό το σημείο ο

συγγραφέας καταγράφει την τέλεση μιας μαγικής πράξης που στην

παραδοσιακή σκέψη δεν είναι παράλογη, αλλά έχει τη δικιά της

λογική που βασίζεται στο νόμο της συμμετοχής ( law of part icipation),

σύμφωνα με τον οποίο το άτομο και ο κόσμος βρίσκονται σε μια

αξεδιάλυτη, μυστική ενότητα (mystic unity). Ο προεπιστημονικός,

μυστικός, ή προλογικός αυτός τρόπος σκέψης, είναι χαρακτηριστικό

των πρωτόγονων κοινωνιών οι οποίες χρησιμοποιούν το υπερφυσικό

για να εξηγήσουν τα απροσδόκητα και μη ομαλά γεγονότα. 3 6 Στον

παραδοσιακό πολιτισμό η μαγική πράξη είναι ένας συμβολικός τρόπος

δράσης που έχει ως στόχο την επίλυση καταστάσεων συναισθηματικής

έντασης 3 7 . Η ειδική σχέση της μάνας με τη μαγεία αποτυπώνεται και

στο «Αμάρτημα», όπου θρησκεία και μαγεία δεν διαφοροποιούνται,

στο βαθμό που και τα δυο συστήματα αποτελούν συμβολικούς τρόπους

δράσης για την επίτευξη του ίδιου στόχου. Η στενή σχέση θρησκείας

και μαγείας είναι φανερή και στο έθιμο των σούρβων που συνδέεται

άμεσα με μια χριστιανική γιορτή (των Φώτων). Ο R. R. Marret

εισηγείται το μεικτό όρο «μαγικοθρησκευτικός» για να περιγράψει τα

3 5 ? Αυτ . σ . 173 .

3 6 ? Βλ . L . Lévy-Bruhl , Les fonc t ions menta les dans le soc ié tés in fér ieurs

1920, μτφρ . Li l ian Clare : How nat ives th ink , New York 1966, σσ . 54-81 .

3 7 ? Βλ . R. R. Marre t , The Threshold o f Re l ig ion , London 1914.

26

Page 27: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

σχετικά φαινόμενα 3 8 . Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι απόψεις του

A. E. Crawley, o οποίος υποστηρίζει την αδυναμία διάκρισης μαγείας

και θρησκείας, καθώς και τα δυο φαινόμενα προκύπτουν από το φόβο

καταστάσεων ενός παντοδύναμου αγνώστου 3 9 . Το απόσπασμα έχει ως

εξής:

¾Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν

υπέρ την κεφαλήν και όπ ισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν . ¾Τώρα,

ε ίπεν έπε ιτα , σε ις μετρήσετέ τα κ ι εγώ να τα ρωτήσω.

[…]

¾Άνθρωπος σκοτώθηκε , πο ιος να τον εσκότωσε; ¾Τρεις τους λύκους ,

τρε ις τους κλέφταις , τρε ις τ ’ ασκέρια τα σκασμένα× τρε ις γ ια τους κρυφούς

εχθρούς του , κα ι κουκκιά σαρανταένα. ¾Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους

κυάμους ε ι ς δ ιαφόρους τρ ιάδας , κατά το φαινόμενον , αποδιδούσα ε ις

εκάστην δ ιάφορον θέσιν και ιδ ιότητα . ¾Τρεις τους κλέφταις , τρε ις τους

λύκους , τρε ις τ ’ ασκέρια τα σκασμένα, τρε ις γ ια τους κρυφούς εχθρούς του

και κουκκιά ¾“σαρανταένα”!

Πόσα κουκκιά εμέτρησες , κοκκώνα;

¾Σαράντα, ε ίπεν η μήτηρ μου.

¾Και σαράντα ήτανε , ε ίπεν η Αθιγγαν ίς . Μα, μβήκε μέσα κ ι ο φον ιάς

κ’ έγε ιναν σαράντα ένα . Θωρείς τον έχω μαγεμμένο, κ’ ε ίμ’ άξ ια να τον

φέρω μέσ’ στο κόσκινό μου κ ι από την άκρηα του κόσμου. (82) .

Στο απόσπασμα παρακολουθούμε μια πράξη μιμητικής μαγείας που

βασίζεται στις σχέσεις ομοιότητας μεταξύ της μαγικής πράξης και της

διαδικασίας που ακολουθείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου

αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος (επωδή, γητειά, ξόρκι)

συνδέεται άμεσα με την τελεστική πράξη, καθώς παρατηρείται μια

ταυτόχρονη πραγμάτωσή του. Η λογική που στηρίζει αυτού του

είδους τις πράξεις είναι η εξής: Κάποιες αλλαγές συμβαίνουν σε

κάποιο αντικείμενο α που αντιπροσωπεύει το αντικείμενο-στόχο β ,

οι ίδιες αλλαγές θεωρείται ότι επιχειρούνται και στο β . Η μαγική

αυτή πρακτική βασίζεται στην ταύτιση του συμβόλου α με το

συμβολιζόμενο αντικείμενο β , τα οποία όμως στην πραγματικότητα

είναι εντελώς ξεχωριστά. Με άλλα λόγια, η μορφή των αλλαγών που

3 8 ? Αυτ .

3 9 ? Βλ . A. E . Crawley , The Myst ic Rose . A S tudy o f Pr imi t ive Marr iage ,

Macmi l lan 1902.

27

Page 28: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

συμβαίνουν στο αντικείμενο που αντιπροσωπεύει το δέκτη, θεωρείται

ότι συμβαίνουν, σύμφωνα με τη μαγική σκέψη, στο ίδιο το

αντικείμενο αναφοράς, δηλαδή στο ίδιο το άτομο που το αντικείμενο

α αντιπροσωπεύει. 4 0 Τελικά, η τσιγγάνα αποφαίνεται ότι ο φονιάς

είναι τόσο κοντά στη μάνα του θύματος που κανένας δεν είναι τόσο

κοντά της, όσο αυτός και τα παιδιά της.

Οι δυο γυναίκες ξαφνιάζονται από την παρουσία του αφηγητή,

καθώς ο Μιχαήλος, στον οποίο είχαν αναθέσει το καθήκον να φυλάει

την πόρτα για το ενδεχόμενο της έλευσης του αφηγητή, δεν βρισκόταν

στη θέση του. Οι δυο γυναίκες, όπως λέει ο αφηγητής, γνωρίζοντας

«τον κατά δεισιδαιμονιών και μαγισσών ιδί ᾳ πόλεμόν του […]

εξέλεξαν την απόκεντρον εκείνην γωνίαν δια τας μαντείας αυτών,

χάριν ασφαλείας» (83). Το αίσθημα της ανασφάλειας όμως των δυο

γυναικών, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, δεν προκύπτει μόνο

από φόβο για την κριτική του αφηγητή (μια κριτική που τελικά

αποφεύγεται πολύ εύκολα), αλλά και από το γεγονός ότι οι μαγικές

πράξεις είναι πράξεις ιδιωτικές, απόκρυφες και μυστηριακές που

τείνουν στο απαγορευμένο.

Εκείνο που εντυπωσιάζει τελικά τον αναγνώστη και στις δύο

περιπτώσεις μαγικών πράξεων του διηγήματος (σούρβα, τσιγγάνα)

είναι η ακρίβεια των προβλέψεων. Αυτή η ακρίβεια έρχεται σε

αντίθεση με την αρνητική αντιμετώπιση του ζητήματος από τον

αφηγητή. Ίσως, όμως δεν πρέπει να βιαστούμε να διακρίνουμε κάποια

αντίφαση εδώ, αλλά μάλλον πρέπει να αποδώσουμε την επιτυχία των

μαγικών πράξεων του διηγήματος στο γενικότερο κλίμα του

λαογραφισμού που επικρατεί στα διηγήματα της εποχής. Ο αφηγητής

από την αρχή του διηγήματος παρουσιάζεται προσεχτικός,

επιφυλακτικός, άνθρωπος με αυστηρή επιστημονική σκέψη, που

στηρίζεται στη λογική αντιμετώπιση των καταστάσεων, αν και στη

συνέχεια ο χαρακτήρας του παίρνει συναισθηματική απόχρωση με τη

συμπάθεια που εκδηλώνει για το πρόσωπο του Κιαμήλ. Αν ρίξουμε

όμως μια ματιά πίσω από τον επιστημονικό μανδύα του συγγραφέα-

4 0 ? Βλ . Χ. Ν. Πασσαλής , Νεοελλην ικές Λαϊκές Επωδές (Γητε ιές , Ξόρκια ) :

Μορφολογ ικά χαρακτηριστ ικά και εθνογραφικές καταγραφές , Δ ιδακτορική

δ ιατριβή , Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 248-249.

28

Page 29: ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

αφηγητή θα ανακαλύψουμε έναν μεγάλο παραμυθά. Και όπως «έλεγε

η Οθωμανίς» «τόσο σοφός και σπουδασμένος που ήτανε, δεν έγεινε

ειδωλολάτρης άπιστος, μόνον επίστευε με όλη την καρδιά του εις τα

παραμύθια» (80). Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για ένα στοιχείο

συναμφότερο που χαρακτηρίζει όλα τα εννοιολογικά δίπολα που

καταγράφονται στα διηγήματα του Βιζυηνού.

Εν κατακλείδι , στο διήγημα «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού

μου» ο συγγραφέας πειραματίζεται πάνω στην ίδια του τη συνείδηση

του πραγματικού, καθώς και στη συνείδηση της προσωπικής του

ταυτότητας. Έναν ανάλογο πειραματισμό μπορούμε να ανιχνεύσουμε

σ’ όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού. Η σύμμετρη παρουσίαση των

κοινών όψεων του στοχασμού του Schopenhauer και του Βιζυηνού

ίσως έριξε λίγο φως σ’ αυτόν τον πειραματισμό.

ΖΑΝΕΚΑ ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ

Δρ. Φιλολογίας

29