Αλεξάνδρεια: Φιλοσοφία και ο Αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός -...

6
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΣ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ Η λαμπρή πρωτεύουσα της Αιγύπτου, από την ίδρυσή της (331 π.Χ.) από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι το 641 μ.Χ. (οπότε κατακτήθηκε από τους Άραβες), υπήρξε, πανθομολογούμενα, «βασίλισσα της Μεσογείου» και κοσμοϊστορική μητρόπολη του κόσμου. Εκεί όπου ομιλείτο η λεγόμενη κοινή ελληνιστική γλώσσα, άνθησαν ―με την προστασία τών Πτολεμαίων― η Φιλοσοφία (πυθαγορική, πλατωνική, περιπατητική, στωική, νεοπυθαγορική και νεοπλατωνική), οι Επιστήμες, τα Γράμματα και οι Τέχνες (Αρχιτεκτονική, Λογογραφία, Ποίηση, Θέατρο, Μουσείο, δυο Βιβλιοθήκες κ.λπ.). Ιουδαίοι ζούσαν στην Αίγυπτο προ τής υποταγής της στον Μ. Αλέξανδρο (Schürer 1909, Παπαδόπουλος 1914). Ωστόσο, τόσο ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όσο και ο Πτολεμαίος Α’ ο «Σωτήρ» (305-283 π.X.) οδήγησαν από τα Ιεροσόλυμα στην Αλεξάνδρεια και τη Θηβαΐδα χιλιάδες Σαμαρειτών και Ιουδαίων, παρέχοντάς τους (όπως αργότερα οι Ρωμαίοι) θρησκευτική (ως προς τη θρησκεία τού προσωπικού Μονοθεϊσμού τους) ελευθερία (“religio licita”) και άλλα προνόμια αλλά και αστικά δικαιώματα (Ιώσηπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 6, 4. 11. 4, Ιουδαϊκός Πόλεμος 2, 13, 7. 12, 1, Κατά Απίωνος 2, 4). Αρχές τού 2 ου μ.Χ. αι. οι Ιουδαίοι τής Αλεξάνδρειας αριθμούσαν περί τις 100.000, κατέχοντας τα δυο (βορειοανατολικά) από τα πέντε τμήματα της πόλης (το 40%, κατά τον Feldman), με δική τους αυτόνομη, αναγνωρισμένη επίσημα, δικαιοδοσία (γερουσία 71 μελών, με επικεφαλής τον εθνάρχη ή άρχοντα, η μορφή τού οποίου πάνω στα νομίσματα έφερε ελληνιστί από τη μια όψη τον τίτλο τού βασιλιά και από την άλλη εβραϊστί τον τίτλο τού αρχιερέα) και οικονομία, σαν δηλ. μια ανεξάρτητη κοινότητα, χωρίς όμως να αποτελούν ghetto· κοινωνικά, κατείχαν θέση ανώτερη των μετοίκων, αλλά δεν είχαν και πλήρη ισοπολιτεία (Schürer 1907, Pfeiffer, S. 167), παρά τα περί τού αντιθέτου λεγόμενα από τον Ιώσηπο (Αρχαιολ. ΧΙΧ 5, 2). Κατά τον Φίλωνα (Προς Φλάκκον VI), όλοι οι Ιουδαίοι τής Αιγύπτου έφθαναν σε πληθυσμό το ένα εκατομμύριο. Σύμφωνα δε με την Επιστολή Αριστέα, ο Πτολεμαίος ο Λάγου μετέφερε στην Αίγυπτο, μετά τη μάχη τής Γάζας (311 π.Χ.), περίπου 100.000 Ιουδαίους, από τους οποίους 30.000 προσαρτήθηκαν στον στρατό και στάλθηκαν σε

description

http://iorthodoxitheologia.blogspot.com

Transcript of Αλεξάνδρεια: Φιλοσοφία και ο Αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός -...

Page 1: Αλεξάνδρεια: Φιλοσοφία και ο Αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΣ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ

Η λαμπρή πρωτεύουσα της Αιγύπτου, από την ίδρυσή της (331 π.Χ.) από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι το 641 μ.Χ. (οπότε κατακτήθηκε από τους Άραβες), υπήρξε, πανθομολογούμενα, «βασίλισσα της Μεσογείου» και κοσμοϊστορική μητρόπολη του κόσμου. Εκεί όπου ομιλείτο η λεγόμενη κοινή ελληνιστική γλώσσα, άνθησαν ―με την προστασία τών Πτολεμαίων― η Φιλοσοφία (πυθαγορική, πλατωνική, περιπατητική, στωική, νεοπυθαγορική και νεοπλατωνική), οι Επιστήμες, τα Γράμματα και οι Τέχνες (Αρχιτεκτονική, Λογογραφία, Ποίηση, Θέατρο, Μουσείο, δυο Βιβλιοθήκες κ.λπ.).

Ιουδαίοι ζούσαν στην Αίγυπτο προ τής υποταγής της στον Μ. Αλέξανδρο (Schürer 1909, Παπαδόπουλος 1914). Ωστόσο, τόσο ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όσο και ο Πτολεμαίος Α’ ο «Σωτήρ» (305-283 π.X.) οδήγησαν από τα Ιεροσόλυμα στην Αλεξάνδρεια και τη Θηβαΐδα χιλιάδες Σαμαρειτών και Ιουδαίων, παρέχοντάς τους (όπως αργότερα οι Ρωμαίοι) θρησκευτική (ως προς τη θρησκεία τού προσωπικού Μονοθεϊσμού τους) ελευθερία (“religio licita”) και άλλα προνόμια αλλά και αστικά δικαιώματα (Ιώσηπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 6, 4. 11. 4, Ιουδαϊκός Πόλεμος 2, 13, 7. 12, 1, Κατά Απίωνος 2, 4). Αρχές τού 2ου μ.Χ. αι. οι Ιουδαίοι τής Αλεξάνδρειας αριθμούσαν περί τις 100.000, κατέχοντας τα δυο (βορειοανατολικά) από τα πέντε τμήματα της πόλης (το 40%, κατά τον Feldman), με δική τους αυτόνομη, αναγνωρισμένη επίσημα, δικαιοδοσία (γερουσία 71 μελών, με επικεφαλής τον εθνάρχη ή άρχοντα, η μορφή τού οποίου πάνω στα νομίσματα έφερε ελληνιστί από τη μια όψη τον τίτλο τού βασιλιά και από την άλλη εβραϊστί τον τίτλο τού αρχιερέα) και οικονομία, σαν δηλ. μια ανεξάρτητη κοινότητα, χωρίς όμως να αποτελούν ghetto· κοινωνικά, κατείχαν θέση ανώτερη των μετοίκων, αλλά δεν είχαν και πλήρη ισοπολιτεία (Schürer 1907, Pfeiffer, S. 167), παρά τα περί τού αντιθέτου λεγόμενα από τον Ιώσηπο (Αρχαιολ. ΧΙΧ 5, 2). Κατά τον Φίλωνα (Προς Φλάκκον VI), όλοι οι Ιουδαίοι τής Αιγύπτου έφθαναν σε πληθυσμό το ένα εκατομμύριο. Σύμφωνα δε με την Επιστολή Αριστέα, ο Πτολεμαίος ο Λάγου μετέφερε στην Αίγυπτο, μετά τη μάχη τής Γάζας (311 π.Χ.), περίπου 100.000 Ιουδαίους, από τους οποίους 30.000 προσαρτήθηκαν στον στρατό και στάλθηκαν σε διάφορες φρουρές, ενώ οι υπόλοιποι υποβιβάστηκαν σε δούλους (Αγουρίδης, σ. 392). Τα ίδια επαναλαμβάνει και ο Ιώσηπος (Κατ’ Απίωνος ΙΙ, 4, Αρχαιολ. ΧΙΙ, 1). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι φιλελεύθεροι Πτολεμαίοι επιδίωκαν τη γόνιμη σύζευξη του ιουδαϊκού με τον ελληνικό πολιτισμό, σε αντίθεση με τούς «εθνικιστές» Σελευκίδες, οι οποίοι αποσκοπούσαν στον βίαιο εξελληνισμό τών Ιουδαίων τής Παλαιστίνης (Holtzmann, S. 50), οι οποίοι διατηρούσαν έντονη την εθνική και θρησκευτική τους συνείδηση, συσπειρωμένοι γύρω από τον πάτριο Νόμο και ζώντας ένθερμα τις μεσσιανικές τους προσδοκίες (Θεοδώρου, τ. Α’, σ. 119). Πράγματι, πολλοί Αλεξανδρινοί Έλληνες, των οποίων ο πολιτισμός ήταν σαφώς ανώτερος του αμιγώς αιγυπτιακού (Frazer, p. 56-57) και του παλαιστινιακού, συμμετείχαν στις ιουδαϊκές (θρησκευτικές) εορτές, όπως μάς αναφέρει ο Φίλων, ταυτίζοντας ενοθεϊστικά και συγκρητιστικά (Παπαχατζής, σ. 406) τον YHWH με τον Ολύμπιο θεό Δία.

Έτσι, οι (ελληνιστές) Ιουδαίοι τής Αιγύπτου, και δη τής Αλεξάνδρειας (γνωστοί και ως Ιουδαίοι τής Διασποράς), αφού ―συνειδητά ή ασυνείδητα― υπέστησαν την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείψουν τα πάτρια θρησκευτικά ήθη και έθιμά τους (Χρήστου, σ. 38), ευημέρησαν υλικά και πνευματικά, υιοθετώντας μάλιστα την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό τρόπο ζωής και ένδυσης, μετονομάζοντας ακόμα και τις (ιουδαϊκές) πόλεις τους. Ο ίδιος ο Ιουδαίος Αρχιερέας Yeshua, που αντικατέστησε τον αδελφό

Page 2: Αλεξάνδρεια: Φιλοσοφία και ο Αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

του Onia, εξελλήνισε το όνομά του από Ονίας σε Ιάσων, από το οποίο προήλθε και το όνομα Ιησούς. Εξάλλου, στην Ιερουσαλήμ ιδρύθηκε αρχαιοελληνικού τύπου Γυμνάσιο, στο οποίο ―μεταξύ τών άλλων― οι νέοι Ιουδαίοι ιερείς διδάσκονταν τα ελληνικά ιδεώδη. Ωστόσο, η εγκατάσταση ειδωλολατρικών ειδώλων στον Ναό υπήρξε η αφορμή για την πρόκληση βίαιης αντίδρασης ιουδαϊκών ομάδων (βλ. Ζηλωτές Hasidim ή Ασσιδαίους και Μακκαβαίους), εναντίον τών οποίων ξέσπασε βάρβαρος διωγμός. Παραδόξως, όμως, μετά από έναν εικοσιπενταετή αγώνα σκληρών συγκρούσεων, ο οίκος τών Ασμοναίων ή Μακκαβαίων προσαρμόστηκε τελικά στον ελληνικό βίο και πολιτισμό (Χρήστου, σ. 33).

Από την άλλη μεριά, η πληθυσμιακή αύξηση αλλά και η όλη αυτή οικονομική άνθηση και ευημερία τών Ιουδαίων τής Αλεξάνδρειας (Toynbee, vol. XII, p. 485), οφειλόμενη βασικά στον οργανωμένο αυστηρά (κυρίως για λόγους διατήρησης της εθνικής τους ταυτότητας) και πειθαρχημένο ηθικο-θρησκευτικά τρόπο ζωής τους αλλά και στην υψηλή αυτοπεποίθησή τους («περιούσιος λαός», «καθαροί») έναντι όλων τών άλλων λαών, προκαλούσε συχνά – πυκνά τη μήνι και το μίσος των Εθνικών (Ελλήνων και Αιγυπτίων), οι οποίοι στην αρχή έγραφαν εναντίον τους και αργότερα εξεγέρθηκαν και ένοπλα κατ’ αυτών, δεδομένου ότι και οι Αλεξανδρινοί Ιουδαίοι υπέβλεπαν τους Αλεξανδρινούς Εθνικούς (Έλληνες), λόγω τής ειδωλολατρίας και των κοινωνικο-πολιτικών προνομίων τους (Toynbee, vol. VI, pp. 218-219). Πάντως, καθ’ όλη την Πτολεμαϊκή εποχή, η ελληνιστική κυβέρνηση συγκρατούσε και κατέπνιγε κάθε αντισημιτικό κίνημα μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, οπότε άλλαξε η προς αυτούς πολιτική. Επί Ρωμαίου έπαρχου Αβίλλιου Φλάκκου, το αντιιουδαϊκό κλίμα και ο αντισημιτισμός γενικά έφθασαν να καταλήξουν στην καταστροφή τών Ιουδαίων τής Αλεξάνδρειας. Αποκατάσταση των προνομίων προς τους Ιουδαίους έγινε αργότερα, με σχετικό διάταγμα από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κλαύδιο (41-54 μ.Χ.), για να εξεγερθούν και πάλι οι Ιουδαίοι τής Αιγύπτου κατά τών Ελλήνων επί τών αυτοκρατόρων Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.) και Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), και να καταπνιγεί και η εξέγερσή τους αυτή στο αίμα (κατά τον Ιώσηπο, σφαγιάστηκαν 50.000 επί Νέρωνος και 40.000 επί Βεσπασιανού), σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας («Εκκλησιαστική Ιστορία», ΒΕΠΕΣ, τ. 19, σ. 283-284· πρβλ. Μπρατσιώτη, σ. 47).

Η πολιτισμική μείξη ελληνικού (αλεξανδρινού) και ιουδαϊκού πολιτισμού οδήγησε στο ιστορικό μόρφωμα του λεγόμενου «αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού». Έτσι, ο αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός συνίσταται βασικά στην εκφιλοσόφηση (πλατωνικά και στωικά) τής ιουδαϊκής θρησκείας. Με τον όρο «εκφιλοσόφηση», είναι δυνατόν κάποιος ―με μια πρώτη ματιά― να εννοήσει μια εκλογίκευση ή διανοητικοποίηση της θρησκευτικής Αποκάλυψης. Εντούτοις, αν και το ζήτημα των σχέσεων Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού είναι τεράστιο, πολύπλοκο και αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο πληθώρας εξειδικευμένων μελετών, εδώ δεν πρόκειται απλά για ένα φαινόμενο «εξελληνισμού» τού Ιουδαϊσμού (ή, αντίθετα, «εξιουδαϊσμού» τού Ελληνισμού), αλλά μάλλον για μια μιξοφυή ζύμωση (βλ. ενοφθαλμισμό) μεταξύ των δυο αυτών παγκόσμιων τρόπων τού «σκέπτεσθαι» (βλ. Pfeiffer, S. 182-183).

Κατά τη Λιλή Ζωγράφου (σ. 316), που βασίζεται στον M. Simon (1972, 1976), αλλά και τον καθηγητή Αγουρίδη (σ. 360) που βασίζεται στον Schürer (1909), η όλη ελληνιστική ιουδαϊκή Γραμματεία (ιδίως οι Σιβυλλικοί Χρησμοί), αποτελεί ψευδεπίγραφο και χαλκευμένο προϊόν τού αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού, που προπαγανδίζει συστηματικά εναντίον τής Ρώμης και υπέρ τής αποκατάστασης του ιουδαϊκού έθνους στην αρχαία του δόξα (Χρήστου, σ. 41).

Κύριος εκπρόσωπος του αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού θεωρείται σχεδόν από όλους τούς μελετητές (Wolfson, Chadwick κ.ά.) ο Ιουδαίος ελληνοτραφής φιλόσοφος

Page 3: Αλεξάνδρεια: Φιλοσοφία και ο Αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

Φίλων, που βασίστηκε στον περιπατητικό φιλόσοφο Αριστόβουλο τον Αλεξανδρινό. Άλλοι εκπρόσωποι του αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού μπορούν να θεωρηθούν οι ιστορικοί Ιώσηπος, Νικόλαος ο Δαμασκηνός, Δημήτριος, Κλεόδημος ή Μάλχος, Ιάσων ο Κυρηναίος και Ιούστος ο Γαλιλαίος (από την Τιβεριάδα), οι ιστοριογράφοι Αλέξανδρος Πολυίστωρ, Αριστέας, Θαλλός, Θεόδοτος και ο Παλαιστίνιος Ευπόλεμος, οι «θρησκευτικοί φιλόσοφοι» Αρτάπανος και Ποσειδώνιος, οι ποιητές Φίλων ο Πρεσβύτερος, Ιεζεκιήλ, Ψευδο-Φωκυλίδης και Ψευδο-Εκαταίος, ο ρήτορας Καισίλιος κ.ά.

Θεμελιώδη χαρακτηριστικά τού αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού μπορεί να θεωρηθούν: α) η αντίληψη των Ιουδαίων ως «περιούσιου λαού» τού Θεού, που κατέχει την πλήρη θρησκευτική αλήθεια (δηλ. τον θρησκευτικό μονοθεϊσμό και την αθανασία τής ψυχής), β) η γνώση τών θεμελιωδών αληθειών περί Θεού, Θ. Πρόνοιας και ανθρώπου και από κάποιους εθνικούς φιλοσόφους (Πυθαγόρας, Πλάτων κ.ά.), μέσω κάποιας προφορικής παράδοσης ή δανείων από τα ιερά βιβλία τών Εβραίων (Tixeront, p. 46), γ) η έμφαση στον (Θείο) Λόγο ή τη Σοφία (από Πλατωνική, Στωική και Φιλώνια επίδραση), ήτοι η εκφιλοσόφηση της ιουδαϊκής θρησκείας, δ) η δημιουργική αλληγορία (από πλατωνική επίδραση) τόσο τής Βίβλου όσο και της ελληνικής Μυθολογίας (μέθοδο που ήδη χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες για την πνευματικότερη εξήγηση λ.χ. στίχων τού Όμηρου), οι συμβολισμοί, οι μεταφορές και οι προσωποποιήσεις ή οι ανθρωπομορφισμοί (χαρακτηριστικά τής ιουδαϊκής νοοτροπίας), κατά τον David Dawson, ε) η διαλεκτική εθνικισμού και παγκοσμιότητας, στ) η τήρηση των βασικών εντολών τού μωσαϊκού Νόμου, ζ) ο Αποκαλυπτισμός ακόμα και ελληνικών μεταφυσικών ή φιλοσοφικών στοιχείων, η) ο Αποκρυφισμός, θ) η Εσχατολογία, ι) η Πολιτική Θεολογία, ια) ο θρησκευτικός συγκρητισμός και η ενοθεΐα, ιβ) η μαγεία και μαντεία, και ιγ) η θεολογία τής θεοδικίας.

Αυτός, τέλος, ο αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός υπήρξε η μήτρα για τη μετέπειτα γέννηση τόσο τής γνωστής μετάφρασης των Ο’ (Μπρατσιώτης, σ. 47, Γαλίτης, σ. 38) καθώς και του «εθνικού Χριστιανισμού» ή και της χριστιανικής εν γένει Θεολογίας (Παπαδόπουλος, σ. 139) αλλά και της ίδρυσης της περίφημης Κατηχητικής Σχολής τής Αλεξάνδρειας, όσο και του (ιουδαΐζοντα) αλεξανδρινού Γνωστικισμού (βλ. Βασιλείδη, Βαλεντίνο, Ισίδωρο, Κήρινθο) ή και του ελληνίζοντα Ισλαμισμού, αλλά και του ιουδαϊκού Μυστικισμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Hol tzmann H., Judenthum und Christenthum im Zeitalter der apokryphischen und neutestamentlichen Literatur, Leipzig 1867· Schürer E., Geschichte des Jüdis-chen Volkes in Zeitalter Jesu Christi, Dritter Band. Das Judentum in der Zerstreuung und die Jüdische Literatur, Leipzig I (1901), II (1907), III (1909)· Παπαδόπουλου Χ. Α., «Έλληνες και Αιγύπτιοι», Εκκλησιαστικός Φάρος ΙΓ’ (1914) 417-450· του ιδίου , «Οι ελληνισταί Ιουδαίοι τής Αλεξανδρείας», Εκκλησιαστικός Φάρος ΙΓ’ (1914) 565-593· του ιδίου , Ιστορία τής Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1935· Tixeront J., Histoire des dogmes. La Théologie anténicéenne, Paris 1924· Bel l H. I., Juden und Griechen im Römischen Alexandreia, Leipzig 1927· Toynbee A. J., A study of His-tory, Vols. VI και XII, London 1961· Θεοδώρου Α., Ιστορία τών Δογμάτων, εν Αθήναις 1963, τ. Α’, σ. 119-129· Μπρατσιώτης Π. Ι., «Ο αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός», ΘΗΕ 2 (1963) 46-48· Παπαχατζής Ν., «Η θρησκεία στα ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά χρόνια», Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, τ. 5 (1974) 402-423· Hengel M., Judentum und Hellenismus. Studien zu ihrer Begegnung un-der besonderer Berücksichtigung Palästinas bis zur Mitte des 2 Jh. S.v. Chr. (Wissenschaftliche Unter-suchungen zum Neuen Testament, ed. J. Jeremias and O. Michel, x), Tübingen 21969· του ιδίου , Ju-den, Griechen und Barbaren: Aspekte der Hellenisierung des Judentums in vorchristlicher Zeit, 1976· του ιδίου , Zum Problem der “Hellenisierung” Judäas im 1. Jahrhundert nach Christus. Institut für Judaistik der Freien Universität Berlin und vor dem Theologischen Seminar Leipzig 1989· Pfeiffer R. H., History of New Testament Times, with an Introduction to the Apocrypha, London: Greenwood Press, 1972· Simon M., "Theos Hypsistos", in: Ex Orbe Religionum, G. Widengren FS., Vol. 1. Lei-

Page 4: Αλεξάνδρεια: Φιλοσοφία και ο Αλεξανδρινός Ιουδαϊσμός - Σπυρίδων Τσιτσίγκος

den: Brill, 1972, pp. 372-385· του ιδίου , "Jupiter-Yahve", Numen 23 (1976) 40-66· Ζωγράφου Λ., Αντιγνώση: Τα δεκανίκια τού Καπιταλισμού, Αθήνα 1974· Χρήστου Π. Κ., Ελληνική Πατρολογία, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1976· Παπαδόπουλου Σ. Γ., Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1977· Αγουρίδης Σ. Χ., Ιστορία τών χρόνων τής Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1980· Fraser P. M., Ptolemaic Alexandria, I. Text, Oxford 1986· Dawson D., Allegorical Readers and Cultural Revision in Ancient Alexandria, University of California Press, 1992· Feldman L. H., Studies in Hellenistic Judaism (Arbeiten zur Geschichte des antiken Judentums und des Urchristentums, 30), Leiden – New York – Köln: E. J. Brill, 1996, 1997· Borgen P., Early Christianity and Hellenistic Judaism, Edinburgh, T. & T. Clark, 1997· Haas C., Alexandria in Late Antiquity. Topography and Social Conflict, Baltimore and London: Johns Hopkins University Press, 1997· Gruen E. S., Heritage and Hellenism. The Reinvention of Jewish Tradition (Hellenistic Culture and Society, 30), University of California Press, 1998· Γαλίτης Γ., Ιστορία Εποχής τής Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 41988· Φούγιας Μ. Γ., Η ελληνιστική ιουδαϊκή παράδοση, Αθήνα 1995· του ιδίου , Ελληνισμός και Ιουδαϊσμός: ιστορικοί σταθμοί στις σχέσεις Ελλήνων και Ιουδαίων, Αθήνα 21995· Kovelman A., Between Alexandria and Jerusalem - The Dy-namic of Jewish and Hellenistic Culture, Arkady Kovelman, 2005· Τσιτσίγκου Σ. Κ., Συγκριτική Ψυχολογία των Πολιτισμών Ιουδαιοχριστιανικού και Ρωμαίικου, Αθήνα 2010.

Σ.Κ.Τ.