Η Κάθοδος Των Μυρίων - Μάικλ Κέρτις Φορντ

268
ΤΟΜΟΣ Α' + Β' Ιστορικό Μυθιστόρημα Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ MICHAEL CURTIS FORD

Transcript of Η Κάθοδος Των Μυρίων - Μάικλ Κέρτις Φορντ

ΤΟΜΟΣ Α' + Β'

Ιστορικό Μυθιστόρημα

Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ

MICHAEL CURTIS FORD

ΜΑΙΚΛ ΚΕΡΊΊΣ ΦΟΡΝΤ

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Α' ΤΟΜΟΣ

Μετάφραση από τα αγγλικά ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ

ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2007

Elifrac
Sticky Note
scanned by elifrac

Σειρά: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Τίτλος; πρωτοτύπου: THE TEN THOUSAND Συγγραφέας: MICHAEL CURTIS FORD

Copyright © Michael Curtis Ford, 2001 Copyright © 2002 για την ελληνική γλώσσα: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ABE Σόλωνος 96, 98-106 80 Αθήνα. Τηλ.: 3600398, Fax: 3617791 http://www.livanis.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομε'νου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανι­κό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκ­δότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

ISBN 960-14-0535-6

Printed and bound by Grafica Veneta S.p.A,, Trebaseleghe (PD) - Italy

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α' ΤΟΜΟΣ

Ιστορικό σημείωμα 5 Πρόλογος 11

Βιβλίο πρώτο: Η δόξα του πατέρα 27 Βιβλίο δεύτερο: Το μαντείο 81 Βιβλίο τρίτο: Οι πολεμιστές 115 Βιβλίο τέταρτο: Ανάβαση 157 Βιβλίο πέμπτο: Κούναξα 215

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΣΤΑ ΤΕΛΗ του 5ου αι. π.Χ. αιματοχυσία και αναστάτωση προκλή­θηκαν στο δυτικό κόσμο. Στη διάρκεια των προηγουμένων εκα-τό χρόνων η Αθήνα είχε βιώσει ένα Χρυσό Αιώνα, μια εκπληκτι­κή άνθηση πολιτισμού και σκέψης, με αποκορύφωμα την εγκα­θίδρυση της πρώτης στον κόσμο λειτουργικής, άμεσης δημο­κρατίας υπό τον Περικλή, τα αξεπέραστα λογοτεχνικά επιτεύγ­ματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και την κατασκευή του Παρ­θενώνα. Τεράστιοι στόλοι έφερναν αναρίθμητα αγαθά από κάθε γωνιά της Μεσογείου και τα κατορθώματα του ελληνικού στρα­τού είχαν γίνει αντικείμενο φθόνου και τρόμου όλου του αρχαίου κόσμου, μέσω δύο σημαντικών καινοτομιών: του βαριά οπλισμέ­νου και εξαιρετικά εκπαιδευμένου πολίτη-στρατιώτη, γνωστού ως οπλίτη, και του αδιαπέραστου σχηματισμού του επελαύνοντος πεζικού, της γνωστής φάλαγγας. Η Αθήνα είχε αποβεί το κατ' εξο­χήν κέντρο του ελληνικού πολιτισμού και η μεγαλύτερη ιμπερια­λιστική δύναμη στη Μεσόγειο - όλα όμως κατέληξαν σ' ένα κα­ταστροφικό τέλος το 404 π.Χ., όταν η πόλη ηττήθηκε ολοκληρω­τικά από τη Σπάρτη, το εικοστό έβδομο έτος του Πελοποννησια­κού Πολέμου.

Η πόλη των μαρμάρινων μνημείων είχε γονατίσει πια - τα γε­ρά της τείχη ήταν γκρεμισμένα, το ισχυρό ναυτικό της, με το οποίο είχε κυριαρχήσει στις θάλασσες, κατεστραμμένο, οι αγροί της πυρπολημένοι και μολυσμένοι, ο πληθυσμός αποδεκατισμένος από το λοιμό. Μια εγκληματική και εκδικητική κυβέρνηση ανδρει­κέλων, αυτή των Τριάκοντα Τυράννων, επιβλήθηκε από τους νικη­τές στην ηττημένη πόλη, προκαλώντας αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και αντίποινα και περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο ένα ήδη

6 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χαοτικό πολιτικό τοπίο. Χιλιάδες εμπειροπόλεμων, σκληροτρά­χηλων στρατιωτών, και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης, έ­μεναν απλώς στο εξωτερικό μετά την αποστράτευση τους, επι­διώκοντας να ικανοποιήσουν την ακόρεστη όρεξή τους για αίμα και λεηλασία, υπηρετώντας ως μισθοφόροι αυτόν που έδινε τις πε­ρισσότερες απολαβές. Η υπόλοιπη Ελλάδα, στην ουσία ολόκλη­ρος ο δυτικός κόσμος, δε θεωρούσε πια τη νικημένη Αθήνα ηγέ­τιδα πόλη - αλλά μάλλον το μυστικοπαθές, ξενόφοβο στρατιωτι­κό κράτος της Σπάρτης.

Η αναστάτωση είχε διασαλεύσει τα ηθικά θεμέλια της κοινω­νίας και υπήρχε ανάγκη να εμφανιστούν νέοι ηγέτες, κάποιοι που θα μπορούσαν ν' αφήσουν πίσω τους τον τρόμο του εμφύλιου, πο-λυαίμακτου πολέμου και θα κοίταζαν να ξαναχτίσουν την Αθήνα και ν' αποκαταστήσουν την υπεροχή της Ελλάδας στον κόσμο. Άλλα κέντρα εξουσίας, όμως, δε θα άφηναν την Αθήνα ν' ανυ­ψωθεί και πάλι τόσο εύκολα. Η Περσία ειδικά, μια τεράστια αυ­τοκρατορία που εκτεινόταν από την Ινδία μέχρι την Αίγυπτο, εί­χε πολλά να κερδίσει. Δύο φορές τον περασμένο αιώνα τα σχέδιά της για παγκόσμια κυριαρχία είχαν ανατραπεί από την ατιμωτι­κή ήττα της στην Ελλάδα - οι φιλοδοξίες της όμως εξακολου­θούσαν να υποβόσκουν και είχε στηρίξει οικονομικά τους Σπαρ­τιάτες τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, σε μια προσπάθεια να παρατείνει τη διαμάχη και να εμποδίσει τους Έλληνες ν' ανακτήσουν την ενότητά τους. Παρ' όλα αυτά, η Περ­σία αντιμετώπιζε δικά της, εσωτερικά προβλήματα, το σημαντι­κότερο από τα οποία ήταν ο αγώνας εξουσίας ανάμεσα στο Με­γάλο Βασιλιά Αρταξέρξη και το διεκδικητή του θρόνου, το νεα­ρό ετεροθαλή αδερφό του, τον Κύρο.

Οι ελληνικές πόλεις-κράτη της Θήβας και της Κορίνθου εί­χαν επίσης εύλογες απαιτήσεις για να παίξουν ηγετικό ρόλο και οι Συρακούσες, που ως σύμμαχοι της Σπάρτης είχαν καταστρέψει το φοβερό ναυτικό των Αθηναίων, παρέμεναν μία εξίσου ισχυρή δύναμη. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες, αν και κατ' όνομα κυρίαρχοι της ανατολικής Μεσογείου, ήταν στην καλύτερη περίπτωση α­πρόθυμοι ηγέτες, μια και φοβούνταν τη θάλασσα και δεν επιθυ-

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 7

μούσαν ν' ανοίξουν την κοινωνία και την οικονομία τους στις δια­βρωτικές επιδράσεις του εξωτερικού κόσμου. Οι διάφορες αντα­γωνιστικές δυνάμεις είχαν εξουδετερώσει αποτελεσματικά η μία την άλλη, δημιουργώντας μια ισορροπία ανικανότητας.

Μέσα σ' αυτή τη χαώδη κατάσταση, που κυριαρχούνταν από κατάθλιψη και νοσταλγία για τα περασμένα μεγαλεία, που ακο­λούθησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η Ελλάδα δε θα κατόρ­θωνε ν' ανακτήσει τη θέση της ως πολιτική ηγετική δύναμη και το μεγαλείο της για άλλα πενήντα χρόνια. Στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, που χαρακτηριζόταν από ηθική και οικονομική κατάπτωση, όταν ο ταπεινός φιλόσοφος Σωκράτης α­νέπτυσσε στην αγορά τους στοχασμούς του, οι οποίοι σύντομα θα αποτελούσαν τους αληθινούς στυλοβάτες της δυτικής σκέψης, έ­νας νέος με το όνομα Ξενοφώντας ενηλικιώθηκε. Ήταν μέλος της πρώτης μετα-Χρυσό Αιώνα αθηναϊκής γενιάς, κάποιος που, μο­λονότι εξαίρετος από πολλές απόψεις, θ' αγωνιζόταν έντονα για να ξεπεράσει την καταστροφική κληρονομιά που είχε αποκτή­σει. Ήταν ένα καθήκον που έμελλε να στοιχίσει πολλή αιματο­χυσία και πολλές ζωές, αλλά στο τέλος έμελλε επίσης να δημι­ουργήσει ήρωες τόσο μεγάλους όσο και οι άλλοι που μας έμειναν από την αρχαιότητα.

Δώστε μου την άδεια κι εγώ θα παρουσιάσω μπροστά στα μάτια σας σε ελάχιστο χρόνο έναν εκπληκτικό, αχανή, απέ­ραντο Ωκεανό απίστευτης τρέλας και παραφροσύνης: μια Θάλασσα γεμάτη προεξοχές και βράχια, αμμουδιές, κόλ­πους, Ευρίπους και παλιρροϊκά ρεύματα γεμάτα τρομερά τέ­ρατα, ακατέργαστα σχήματα, βρυχηθμούς κυμάτων, τρικυ­μίες και σειρηνικές ηρεμίες, Αλκυονίδες Θάλασσες, ανείπω­τη δυστυχία, τέτοιες Κωμωδίες και Τραγωδίες, τέτοια παρά­λογα και γελοία, θανατερά και αξιοθρήνητα ξεσπάσματα, ώ­στε δεν ξέρω αν θα πρέπει να τα οικτίρουμε ή να τα χλευά­ζουμε ή ίσως να τα πιστεύουμε, αφού καθημερινά βλέπουμε τα ίδια να εξακολουθούν να συμβαίνουν στις μέρες μας, νω­πά παραδείγματα, νέες ειδήσεις, καινούρια αντικείμενα δυ­στυχίας και τρέλας αυτού του είδους, που εξακολουθούν να μας παρουσιάζονται, απέξω, στο σπίτι, μέσα μας, στα στή­θια μας.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ Ο ΕΛΑΣΣΩΝ*

* Ψευδώνυμο του Αγγλου συγγραφέα Ρόμπερτ Μπάρτον (1577-1640). Το συ­γκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από το κυριότερο έργο του, Anatomy of Melancholy. (Σ.τ.Ε.)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΗΤΑΝ ΟΙ ΔΡΑΚΟΝΤΕΣ της Φυλής που μας νίκησαν στο τέλος. Αυτοί και ο Θρασύβουλος, αυτός ο στασιαστής, αυτός ο πα­

ράφρονας. Ως στρατηγός είχε δειπνήσει στο τραπέζι μας στην Αθήνα περισσότερες φορές απ' όσες μπορώ να υπολογίσω, αλλά, αφού ήρθε σε σύγκρουση με τους κακούς πολιτικούς, εξορίστη­κε στη Θήβα. Εκεί βρισκόταν σε κατάσταση αδημονίας, αναμο­νής, με το μίσος και την περιφρόνησή του να κακοφορμίζουν σαν κακό σπυρί, και είχε μαζέψει γύρω του μια μικρή ομάδα από ο­μοϊδεάτες του, Αθηναίους εξόριστους και μισθοφόρους, που ο κα­θένας τους είχε τα δικά του χρέη να ξεπληρώσει. Τώρα, με μια πράξη απίστευτου θράσους, είχε οδηγήσει τη δύναμή του, εβδο­μήντα επίλεκτους πολεμιστές, σιωπηλά μέσα από το φαράγγι, εί­χε κόψει το λαιμό των αντρών της προφυλακής μες στη νύχτα κι είχε καταλάβει το φρούριο της Φυλής, που φύλαγε το ορεινό πέ­ρασμα μόλις δεκαπέντε μίλια από την Αθήνα. Ομολογουμένως, μέσα στη σύγχυση που επικράτησε μετά την παράδοση της πό­λης στη Σπάρτη, οι συνθήκες τον προκάλεσαν ουσιαστικά να κά­νει κάτι τέτοιο, αφού η φρουρά είχε αποδυναμωθεί και αποδιαρ­θρωθεί εδώ και μήνες. Δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, πάντως, ν' απο­δοθούν ευθύνες στην ανοησία άλλων, μια και αυτό είναι το τελευ­ταίο καταφύγιο των χαμένων. Τώρα που ο Θρασύβουλος είχε κα­ταλάβει τη Φυλή, έμενε σ' εμάς να τον απομακρύνουμε από εκεί.

Ο Κριτίας είχε αναλάβει να συγκεντρώσει το στράτευμα και να ηγηθεί της επίθεσης, αλλά ο Κριτίας δεν ήταν στρατιώτης. Ήταν πολιτικός, ηγέτης της σκληροπυρηνικής φατρίας των Τριάκοντα, ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που ο Θρασύβουλος μισούσε πε­ρισσότερο. Έδωσε μια εκπληκτική παράσταση, παρ' όλη την κα-

12 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ταρρακτώδη βροχή, όλο κομπασμό και φιγούρα, διατάσσοντας τους πεζούς από τη μια μεριά και τους τοξότες από την άλλη, πο­ζάροντας με ένα καινούριο ξίφος, ενώ το θαυμάσιο καρχηδονια­κό του άλογο φρούμαζε κάτω από τα πόδια του. Αναντίρρητα το γεγονός ότι ήταν μονίμως περιτριγυρισμένος από μια διμοιρία σιωπηλών, ντυμένων με πορφυρόχρωμους χιτώνες Σπαρτιατών τού έδινε κάποια εξουσία. Αλλά ο πονηρός Θρασύβουλος είχε φράξει τον κεντρικό δρόμο για το φρούριο με τεράστιους βρά­χους, αναγκάζοντας μας ν' ανεβούμε από ένα στριφογυριστό κα-τσικόδρομο, κάτω από βασανιστική βροχή, ο οποίος σε ένα ση­μείο έφτανε επικίνδυνα κοντά στα εξωτερικά τείχη του φρουρί­ου. Όταν το σίδερο αντιμετώπισε το σίδερο και τα δερμάτινα σανδάλια μας βουτήχτηκαν στη λάσπη, δε θα έπρεπε να κάνει ε­πίθεση ο Κριτίας· ακόμα και το ιππικό ήταν άχρηστο σ' αυτή τη βραχώδη βουνοπλαγιά, ενώ το λουσάτο του άλογο σύντομα έ-σπασε το πόδι του, ρίχνοντας τον ατιμωτικά στη λάσπη. Η α­ναρρίχηση μέσα από το φαράγγι ήταν αποστολή για πεζούς, κα­θαρά και ξάστερα, κι ενώ ο Κριτίας με την καταλασπωμένη του φορεσιά μάς φώναζε από κάτω, ο Ξενοφώντας μαζί με την υπό­λοιπη ομάδα των ιππέων του κατέβηκε από το άλογο, πέταξε το χιτώνα του κι άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό με τα πόδια. Η δύ­ναμή μας ήταν τρεις χιλιάδες δυνατοί άντρες αλλά μουσκεμένοι ως το κόκαλο, μια και βρισκόμαστε εκεί έξω. Θα κατατροπώνα­με την αξιοθρήνητη συμμορία του Θρασύβουλου πριν νυχτώσει και θα γυρίζαμε πίσω το άλλο πρωί, μια κι ο πόλεμος είχε πια τε­λειώσει, είχε αρχίσει να κάνει παγωνιά και ήμαστε κουρασμένοι.

Η πρώτη μας επίθεση αποκρούστηκε με απώλειες. Η πύλη του παλιού φρουρίου, το μοναδικό στενό πέρασμα από τα εξω­τερικά τείχη, ήταν τόσο στενή, που χωρούσαν να περάσουν μόνο ανά τρεις οι άντρες, ενώ εκατέρωθεν περιστοιχιζόταν από δύο χοντρούς πύργους με επικλινείς βάσεις, κοντόχοντρους σαν βα­τράχια και εχθρικούς και από τις δυο μεριές της εισόδου. Στενά ανοίγματα πρόβαλλαν στους πέτρινους τοίχους των πύργων, πέντε περίπου μέτρα πάνω από το έδαφος, μέσα από τα οποία οι υπε-ρασπιστές έριχναν βροχή από φονικά βέλη προς την είσοδο, στο-

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13

χεύοντας τα πρόσωπα μας. Σαρκάζοντας και ουρλιάζοντας οι στα­σιαστές από τις επάλξεις, με φόντο το μολυβί ουρανό του πρώι­μου λυκόφωτος και λαμπυρίζοντας μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, πετούσαν πέτρες και αγκωνάρια στα κεφάλια μας, από τα οποία δεν μπορούσαμε να προφυλαχτούμε, αφού τα βέλη σά­ρωναν τις γραμμές μας από μπροστά. Ακόμα και όταν σηκώσα­με τις ασπίδες πάνω από τα κεφάλια μας και ορμίσαμε ανάμεσα στους πύργους σε σχηματισμό χελώνας, η τεράστια δρύινη, σφυ­ρήλατη με μπρούντζο πόρτα που έφραζε το πέρασμα μας στα­μάτησε και υποχωρήσαμε άτακτα, ξεπαγιασμένοι, αφήνοντας πί­σω μας πληγωμένους και νεκρούς.

Παρ' όλα αυτά δεν αποθαρρυνθήκαμε, επειδή είχαμε αντιμε­τωπίσει τέτοια εμπόδια. Κατά την ανάβαση μας μέσα από αυτό το απαίσιο ορεινό μονοπάτι και κάτω από καταρρακτώδη βρο­χή, τραβήξαμε με κόπο καμιά δεκαριά χοντρούς δρύινους κορ­μούς που ο καθένας είχε καλοδουλεμένες αυλακώσεις στα πλάγια όπου προσαρμόζονταν σφυρήλατες λαβές και ιμάντες. Στο κα­ταφύγιο που πρόσφερε ένας μισογκρεμισμένος τοίχος σε μια πλα­γιά μπροστά από το φρούριο, τη μόνη προστατευμένη περιοχή προτού μπούμε στην κόλαση του καταιγισμού των βελών κάτω α­πό τους πύργους, οι άντρες συγκέντρωσαν τα ξύλα με τα παγω­μένα τους χέρια και βιαστικά τα έδεσαν σφιχτά και τα στερέωσαν μεταξύ τους, φτιάχνοντας μια γερή, μυτερή σκεπή, βαριά από τη βροχή, που θα τη σήκωναν τρεκλίζοντας πέντε άντρες, αλλά δέ­κα θα μπορούσαν εύκολα να τη μεταφέρουν αν παρατάσσονταν από κάτω σε δύο σειρές των πέντε, κρατώντας τις σιδερένιες λα­βές και τα υποστυλώματα. Χοντρά πλεχτά παραπετάσματα κρέ­μονταν στα πλάγια, ολοκληρώνοντας το προστατευτικό κάλυμ­μα. Η κατασκευή δε θα προστάτευε μόνο τους οπλίτες που τη με­τέφεραν, τους οποίους αστειευόμενοι αποκαλούσαμε «νεκροπο-μπούς», αλλά και ορισμένους ακόμα στο κέντρο, ανάμεσα στους οπλίτες, που κυλούσαν τον πολιορκητικό κριό.

Ο κριός δεν ήταν καμιά επιδέξια κατασκευή. Στην πραγματι­κότητα ήταν κακοφτιαγμένος μέχρι γελοιότητας. Ήταν όμως α­δύνατο να σύρουμε τους συνηθισμένους κορμούς, τους επενδυ-

14 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μένους με ορείχαλκο, σ' αυτή τη βασανιστική ανοδική πορεία μας. Αυτοσχεδιάσαμε λοιπόν με ό,τι υλικά είχαμε πρόχειρα - έ­να στρογγυλεμένο αγκωνάρι ενάμισι μέτρο περίπου, που μας εί­χε φράξει το δρόμο κοντά στην κορυφή. Με σκαρπέλα και τσε­κούρια, πελεκήσαμε τις ακανόνιστες γωνίες και προεξοχές και ύ­στερα ανοίξαμε δυο βαθιές τρύπες από τη μια και την άλλη πλευ­ρά. Μέσα εκεί περάσαμε γερές σιδερόβεργες για να τις χρησι­μοποιήσουμε για λαβές, σαν άξονα σε τεράστιο σφαιρικό τροχό. Αυτή την προχειροφτιαγμένη μηχανή την τραβήξαμε κυρτωμένοι τα τελευταία λίγα ανηφορικά μέτρα μέχρι το μισογκρεμισμένο τοίχο και την τοποθετήσαμε ακριβώς απέναντι από τη βαριά δρύι­νη πόρτα. Ευτυχώς, το έδαφος μέχρι την πόρτα ήταν επίπεδο, αν και ελαφρά κατηφορικό. Υπολογίσαμε ότι με τέσσερις δυνατούς άντρες που θα έσπρωχναν το αγκωνάρι από τους άξονες, προ­στατευμένοι από τα βλήματα με το γερό ξύλινο στέγαστρο πάνω από τα κεφάλια τους, ο κριός θα ανέπτυσσε αρκετή ταχύτητα για να χαλαρώσει την αμπάρα και τους αρμούς κατά την πρόσκρου­ση - και με λίγη τύχη θα μπορούσε να ρίξει κάτω ακόμα και ο­λόκληρη την πόρτα.

Το πρώτο πέρασμα έγινε χωρίς τον κριό, καθώς οι δέκα «νε-κροπομποί» όρμησαν με το στέγαστρο, ενώ έξι άλλοι «συλλέκτες» έτρεχαν από κάτω, γλιστρώντας μες στη λάσπη και τα παγωμένα λασπόνερα για ν' απομακρύνουν πέτρες και εμπόδια στη δια­δρομή μέχρι την πόρτα. Στην επί τροχάδην επιστροφή τους, πε-ρισυνέλεξαν και τους νεκρούς από την προηγούμενη επίθεσή μας, τα σώματα των οποίων είχαν σχεδόν κομματιαστεί από τα βέλη και τις πέτρες που σωρηδόν είχαν πέσει πάνω τους. Περιέργως, οι επαναστάτες από επάνω δεν εμπόδισαν το έργο μας -μόνο ε­λάχιστα σποραδικά βέλη προσγειώθηκαν πάνω στα μαδέρια κι έ­πεσαν ακίνδυνα στο πλάι-, αλλά περιορίστηκαν να φωνάζουν αι­σχρές βρισιές.

Τελειώσαμε προς το σούρουπο και μας έμενε χρόνος μόνο για ένα ακόμα πέρασμα. Η βροχή είχε γίνει τώρα χιονόνερο και η κα­κοκαιρία και το σκοτάδι της νύχτας που έφτανε μας εμπόδιζαν να δούμε περισσότερο από λίγα μέτρα μακριά. Όταν οι άντρες που

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15

θα έσπρωχναν τον κριό πήραν θέση κάτω από το στέγαστρο, το στράτευμα συγκεντρώθηκε από πίσω, φτάνοντας μέχρι κάτω το λόφο εξαιτίας των στενών ορίων του χώρου. Έδωσαν μια μικρή ώθηση στο αγκωνάρι από την κορυφή του υψώματος κι αυτό έ­γειρε βαριά προς τα εμπρός και τα χέρια των τεσσάρων αντρών το οδήγησαν δυνατά, ώσπου απέκτησε την ταχύτητα αργού βη­ματισμού κι ύστερα καλπασμού. Οι άντρες που μετέφεραν το βα­ρύ σκέπαστρο το κοίταζαν φοβισμένοι, μήπως και παρεκκλίνει στο πλάι και τους συντρίψει κάτω από την αδυσώπητη πορεία του, αλλά η κλίση ήταν σωστή και το αγκωνάρι καλοσμιλεμένο. Ιδρώνοντας και βλαστημώντας, οι άντρες λύγισαν πλάτες και πό­δια κάτω από τις σιδερόβεργες, αποκτώντας αμείωτη ταχύτητα, καθώς το στράτευμα από πίσω βημάτιζε δυνατά, έτρεχε κι ύστε­ρα όρμησε προς τους πύργους, με τις φωνές τους να υψώνονται σε μουγκρητό που αντήχησε στους κοντινούς τοίχους και έγινε μια επωδός ενθάρρυνσης και προσδοκίας. Την ώρα που ο ογκό­λιθος πλησίαζε την πύλη, οι τέσσερις άντρες αγωνίζονταν να τον συγκρατήσουν καθώς αναπηδούσε και έγερνε ξέφρενα στο μο­νοπάτι. Δέκα μέτρα από την πύλη οι άντρες άφησαν τον άξονα. Οι «νεκροπομποί» παραπάτησαν σ' ένα εμπόδιο και ο ογκόλιθος εκσφενδονίστηκε κάτω από το στέγαστρο. Πίσω τους λυσσομα­νούσε η επικεφαλής φάλαγγα, ένα επίλεκτο τάγμα της Ιπποθοω-ντίδας φυλής που είχε πολεμήσει και εκφοβίσει τις αντίπαλες ο­μάδες για να έχει την τιμή να ηγείται της εφόδου, με τις ασπίδες υψωμένες πάνω από τα κεφάλια τους για προστασία και βγάζο­ντας την πολεμική κραυγή. Η τεράστια πέτρα ξεχύθηκε μπρο­στά, εξακοντίζοντας στα πλάγια παγωμένα νερά και λάσπη, και τελικά, πάνω που θα έφτανε στο στόχο της, χτύπησε σε μια μικρή προεξοχή και πετάχτηκε στον αέρα, χτυπώντας την πόρτα ακρι­βώς στη μέση και κάνοντας ένα φοβερό θόρυβο.

Η γερή εσωτερική αμπάρα έτριξε από τη δύναμη του ευθύ­βολου χτυπήματος και τα τεράστια δρύινα κομμάτια ξεκουνήθη-καν από τους αρμούς τους, ανοίγοντας ένα χάσμα τριάντα περί­που πόντων στην κορυφή και τα πλάγια, με την εξωτερική γωνία να γέρνει ξεχαρβαλωμένη προς το έδαφος. Η πρόσκρουση κομ-

16 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μάτιασε το ξύλο στη μέση της πόρτας και ένα τεράστιο σκίσιμο εμφανίστηκε από πάνω ως κάτω, απειλώντας να τη διπλώσει προς τα μέσα σαν κουφωμένη ασπίδα. Η σύγκρουση προκάλεσε μια δό­νηση που ξεκόλλησε πέτρες ψηλά από τους προμαχώνες, ένα τρί­ξιμο στα τείχη που το νιώσαμε αλλά και στο έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Οι Αθηναίοι έβγαλαν αλαλαγμό θριάμβου και οι «νε-κροπομποί» πέταξαν το βαρύ στέγαστρο και βιάστηκαν να πιά­σουν τις ασπίδες και τα όπλα τους που τα είχαν φυλάξει κάτω α­πό την κατασκευή. Αλαλάζοντας, η φάλαγγα όρμησε μπροστά για να πέσει πάνω στην αποδυναμωμένη πόρτα και να την ανοί­ξει διάπλατα, προτού οι επαναστάτες βρουν ευκαιρία να τους ε­μποδίσουν και πάλι.

Οι επαναστάτες, όμως, δεν είχαν πρόθεση να κρατήσουν κλει­στή την πόρτα. Προτού ακόμα πλησιάσουν την είσοδο οι οπλίτες, η πόρτα κλυδωνίστηκε και ταλαντεύτηκε και με μεγάλη και αρ­γή προσπάθεια άνοιξε τρίζοντας σαν από μόνη της. Οι υπερα­σπιστές στην κορυφή των πύργων έστεκαν σιωπηλοί και ακίνητοι, κοιτάζοντας μας μέσα από τα αλλεπάλληλα κύματα της βροχής, και οι ζητωκραυγές των Αθηναίων υψώθηκαν ακόμα πιο δυνα­τές, βλέποντας την όλη αντίδραση σαν ένδειξη υποχώρησης των επαναστατών. Τρέξαμε προς την είσοδο, μισοτυφλωμένοι από το χιονόνερο και τα λασπόνερα που πετάγονταν καθώς βούλιαζαν τα πόδια των μπροστινών μας· η τεράστια πόρτα αιωρήθηκε ορθά­νοιχτη προς τα μέσα, αποκαλύπτοντας τη θαμπή σκοτεινιά του θό­λου που σχημάτιζαν οι, πάχους τριών μέτρων, τοίχοι του φρουρίου της Φυλής. Μόλις ορμήσαμε μέσα από το άνοιγμα, οι δράκοντες ξαναζωντάνεψαν.

Φριχτές μπάλες φωτιάς ξεπήδησαν μέσα από το σκοτάδι, η δυ­σοσμία θειαφιού μάς παρέλυσε, καθώς το μαύρο, βρομερό υγρό τινάχτηκε στα σώματα και τα πρόσωπα των αντρών, κάνοντάς τους να λαμπαδιάζουν και να ουρλιάζουν και να τρεκλίζουν τυφλω­μένοι. Οι φλόγες ξέσπασαν φονικές, σαν ποτάμια, μουγκρίζοντας σε ύψος εννιά μέτρων, δέκα ή και περισσότερων, τρεις διαδοχι­κά σε όλο το πλάτος του ανοίγματος. Το κάθε ποτάμι φλόγας σταματούσε με τη σειρά του στιγμιαία, σαν πλάσμα που παίρνει

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 17

βαθιά ανάσα κι ύστερα ξαναρχίζει και πάλι το σατανικό του ξε-φύσημα. Από πίσω, μες στο σκοτάδι βλέπαμε τα πρόσωπα των ε­παναστατών του Θρασύβουλου, λαμπερά και φριχτά στις ανταύ­γειες της φωτιάς, τα μάτια τους άδειες μαύρες τρύπες κάτω από το γείσο του κράνους τους, τα δόντια τους να λάμπουν κίτρινα και οργισμένα, καθώς έγερναν πίσω το κεφάλι και μόρφαζαν α­πό την υπερένταση του τρομερού τους έργου.

Κραυγές αγωνίας και δυσωδία καμένης σάρκας γέμισαν τον αέρα, καθώς οι άντρες καίγονταν μέσα στη σφοδρή επίθεση, και εκείνοι που ήταν στην πρώτη γραμμή της εφόδου ψήνονταν ζω­ντανοί μέσα στις πανοπλίες τους, καρβούνιαζαν και σφάδαζαν ε­κεί που έπεφταν. Τα χέρια τους σούφρωναν και τα μέλη τους ζά­ρωναν καθώς έπεφταν νεκροί και μαζεύονταν στα πόδια τους σαν αράχνες που έπεσαν στη φλόγα του λύχνου. Στα μετόπισθεν, ο λαιμός μου σφίχτηκε κι ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα και να πνίγομαι από τον πηχτό, μαύρο καπνό που έβγαινε από την κα­μένη σάρκα των συντρόφων μου. Ένιωθα τη ζέστα από τις θα­νατερές ριπές στο πρόσωπό μου σαν να είχε ανοίξει ξαφνικά κά­ποιο καμίνι και η σκέψη ότι φριχτός θάνατος μας περίμενε πίσω από εκείνη τη σπασμένη και τσακισμένη πόρτα μάς καταρρά­κωνε όλους. Οι στρατιώτες πανικοβλήθηκαν.

Το στενό μονοπάτι πίσω μας εμπόδιζε μια ομαλή υποχώρηση. Οι άντρες ρίχνονταν ο ένας πάνω στον άλλο και πίεζαν να περά­σουν τρεις ή τέσσερις κάθε φορά, καθώς η κόλαση πίσω από την πλάτη τους τους απειλούσε με σατανικό θάνατο. Φλεγόμενα θύ­ματα έτρεχαν τρελαμένα ανάμεσα στις σειρές, ουρλιάζοντας να τους σβήσουμε, πράγμα που αδυνατούσαμε να καταφέρουμε, μια και η εμπρηστική ουσία συνέχιζε να καταστρέφει παρά το νερό ή τη λάσπη που της πετούσαμε. Οι άντρες, τρομοκρατημένοι, έπε­φταν ο ένας πάνω στον άλλο και ποδοπατούνταν οτη βιασύνη τους να το σκάσουν, ενώ οι τοξότες του Θρασύβουλου από τους πύργους έριχναν καταιγισμό βελών εναντίον μας, πληγώνοντας δεκάδες και εμποδίζοντας ακόμα περισσότερο την υποχώρησή μας. Κοί­ταξα πάνω από τον ώμο μου προς τους πύργους πίσω μας και εί­δα τις φλόγες να κοπάζουν, καθώς η γερή δρύινη πόρτα είχε γλι-

18 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

στρήσει και ξαναμπεί στη θέση της, και τα φρικιαστικά απομει­νάρια των πεθαμένων και των πληγωμένων να σφαδάζουν και να σπαράζουν παρατημένα σε σωρούς.

Το κατέβασμα της βουνοπλαγιάς ήταν σκέτη κόλαση, γιατί η πορεία που είχαμε κάνει πρωτύτερα, με δυσκολία ακόμα και με το φως της μέρας, τώρα ήταν σχεδόν αδύνατη με στρατιώτες πλη­γωμένους και πανικόβλητους, που είχαν να παλέψουν με τη νε­ροποντή και το ημίφως. Οι άντρες γραπώνονταν και κατέβαιναν χέρι με χέρι, βρίσκοντας ψηλαφιστά το δρόμο τους μέσα στα κα-τσάβραχα της βουνοπλαγιάς, που γινόταν όλο και πιο επικίνδυ­νη από τη σκοτεινιά του σούρουπου και των ψυχών τους. Οι νε­κροί και οι τραυματισμένοι παρασέρνονταν και σπρώχνονταν, με τα κεφάλια και τα μέλη τους να χοροπηδάνε πάνω στα βράχια, ενώ από πίσω στριμώχνονταν τρομαγμένοι, ασύνταχτοι και σα­στισμένοι στρατιώτες. Άντρες χτυπιούνταν μεταξύ τους με γροθιές και ξίφη για ν' ανοίξουν πιο γρήγορα δρόμο και κάποιος τρομο­κρατημένος φουκαράς πήδησε πάνω στους ώμους μου και προ­χώρησε μπροστά σκαρφαλωμένος στα κράνη των προπορευόμε­νων στρατιωτών. Κατάφερε να προχωρήσει μόνο λίγα μέτρα, προ­τού κάποιος οργισμένος οπλίτης του τσακίσει τα πλευρά με την κυρτή άκρη της ορειχάλκινης ασπίδας του, αφήνοντας τον να ξερνάει μες στη λάσπη μπροστά στα πόδια μας, να ποδοπατιέ­ται και να παρασύρεται από τον όχλο. Η ανάπτυξη ταχύτητας ή­ταν αδύνατη και όχι μόνο λόγω του σκοταδιού. Τα περάσματα ή­ταν τόσο απόκρημνα, ώστε ένα λαθεμένο βήμα στο σκοτάδι μπο­ρούσε να στείλει κάποιον να σκάσει πάνω στα κράνη ή τις αιχ­μές των ακοντίων αυτών που κατέβαιναν, γλιστρώντας πιο κάτω από εμάς.

Ο δρόμος περιέτρεχε το φρούριο, περνώντας πάνω από μια προεξοχή στο βράχο, σφηνωμένη ανάμεσα στα εξωτερικά τείχη και το απόκρημνο φαράγγι, όπου ήμαστε ευπρόσβλητοι από τον καταιγισμό βελών από τις επάλξεις. Ο Ξενοφώντας είχε εντολή ν' αναλάβει μια ομάδα από τοξότες που ο αρχηγός τους είχε χαθεί στην επίθεση και τους παρέταξε στο σημείο αυτό για να καλύ­πτουν την κατάβαση του στρατού, δημιουργώντας ένα φράγμα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19

από βέλη, αν κάποιοι επαναστάτες επιχειρούσαν να πετάξουν ή να γκρεμίσουν πέτρες στους στρατιώτες που υποχωρούσαν προς τα κάτω. Με αυτό τον τρόπο σκοτώσαμε ορισμένους από τους ά­ντρες του Θρασύβουλου που γκρεμίστηκαν από τις θέσεις τους στον προμαχώνα και προσγειώθηκαν σε μια λασπωμένη αχνιστή μάζα μπρος στα πόδια μας. Προτού, όμως, καταφέρουμε να κα­τεβούμε κι εμείς το στενό μονοπάτι, ο Θρασύβουλος έστειλε ένα απόσπασμα να οχυρωθεί στο στενότερο σημείο ανάμεσα στα ε­ξωτερικά τείχη και την απότομη χαράδρα, εμποδίζοντας την υ­ποχώρηση μας και αποκλείοντας να έρθουν ενισχύσεις σε βοήθεια μας από χαμηλά. Οι ελπίδες μας ότι θα ελιχθούμε προς τα κάτω, πριν ακριβώς από το ηλιοβασίλεμα, διαλύθηκαν, όταν ένας πε­λώριος επαναστάτης, φορώντας τη φλογερού χρώματος βοιωτική πανοπλία, έπεσε πάνω στον επικεφαλής μας, βγαίνοντας πίσω α­πό ένα βράχο. Με το μακρύ ξίφος του ο επαναστάτης κατάφερε δυνατό χτύπημα που διαπέρασε το κράνος του άντρα ως τη βά­ση του λαιμού, σκίζοντας στα δύο το κρανίο του, σκορπίζοντας τα μυαλά του και αφήνοντας τα δυο μισά του κεφαλιού του να κρέ­μονται από τους τένοντες του λαιμού του πάνω στους ώμους του. Ο Ξενοφώντας, που ακολουθούσε ακριβώς από πίσω, πέταξε έ­να δόρυ στο λαρύγγι του επαναστάτη, ο οποίος έπιασε το κοντά­ρι και επιχείρησε να το τραβήξει έξω, προτού σωριαστεί ανάσκε­λα στο τείχος, βρίζοντας βουβά και φτύνοντας αίμα. Αντικαταστά­θηκε αμέσως από ένα πλήθος εξαγριωμένων συμπολεμιστών που όρμησαν καταπάνω μας από το οχύρωμά τους, αναγκάζοντας μας με δόρατα και πέτρες να κάνουμε πίσω. Οπισθοχωρήσαμε στο κα­ταφύγιο του αναχώματος κοντά στους πύργους, όπου κουρνιά­σαμε, μουσκεμένοι και αξιολύπητοι, μέσα στο απόλυτο τώρα σκο­τάδι ανάμεσα σε δύο εχθρικές δυνάμεις.

Ήμαστε, ίσως, πενήντα τον αριθμό και κοιτάζαμε απογοητευ­μένοι το πέρασμα μπροστά από την πύλη, από όπου είχαμε πε­ράσει λίγη ώρα πριν. Το μονοπάτι φωτιζόταν από φλόγες που σι-γόκαιγαν, εξακολουθώντας να σφυρίζουν από το κολλώδες, τοξι­κό υγρό που λίμναζε ανάμεσα στα σώματα. Τόσο ξαφνικές ήταν οι αρχικές ριπές φωτιάς, ώστε τα πρώτα θύματα σωριάστηκαν

20 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

όλα μαζί, ορισμένα παραμένοντας όρθια και γέρνοντας προς το σωρό των συντρόφων τους, μην έχοντας χώρο να πέσουν, ακόμα και στο θάνατο ενωμένοι σε φάλαγγα. Ένας στρατιώτης διακρι­νόταν ξεκάθαρα, με το καρβουνιασμένο του κεφάλι πεσμένο α­πό τον καρκανιασμένο του λαιμό σαν ξεραμένο τσαμπί σταφύλι, να στέκεται φρουρός στη βροχή μπροστά από τους σωριασμέ­νους συντρόφους του, με το κουφάρι άκαμπτο σαν κούτσουρο μέ­σα στην πανοπλία του. Όσοι ζούσαν ακόμα μέσα σ' αυτό τον α­ποτρόπαιο σωρό, κοίταζαν προς το μέρος μας απελπισμένα μέ­σα στην αγωνία τους, ικετεύοντας μας με αδύναμες φωνές να τους σύρουμε έξω από τα σπασμένα και ματωμένα μέλη των συντρό­φων τους, προτού κακοφορμίσουν ή παγώσουν μέχρι θανάτου. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.

«Αφέντη Δία», μουρμούρισε ο Ξενοφώντας αδύναμα, καθώς ρουφούσε νερό από το φλασκί που του έδωσα, «τι στην ευχή κά-νουμε εδώ; Πώς γίνεται και ολόκληρος ο στρατός απωθήθηκε α­πό εβδομήντα άντρες μονάχα;»

Του έριξα μια ματιά μες στο σκοτάδι, αλλά δεν κατάφερα να διακρίνω την έκφραση του. «Όταν φτάσουμε στην Αθήνα, θα σ' επαινέσουν για την ανδρεία σου, επειδή οδήγησες αυτούς τους τοξότες».

Μόρφασε κι έμεινε σιωπηλός. Καθώς άπλωσα το χέρι μου στα τυφλά να πάρω πίσω το φλασκί, με άρπαξε από τον καρπό κι έ­νιωσα αφύσικα σκληρό το πιάσιμο του και το χέρι του να τρέμει. Τράβηξα το χέρι μου κι άρπαξα το δικό του καρπό, μετρώντας το σφυγμό του.

«Τι σου συμβαίνει;» ρώτησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Τίποτα. Πληγώθηκα. Δεν μπορώ να δω και δεν ξέρω». «Μα τους θεούς, δεν ανέφερες τίποτα. Πού είναι το τραύμα;» «Εδώ, στο πόδι μου». Άπλωσα το χέρι μου και αισθάνθηκα το στέλεχος του βέλους

να εξέχει εξήντα πόντους από το μηρό του, σχηματίζοντας γωνία με τον κορμό του, άκαμπτο και σκληρό, λες και είχε ριζώσει μες στη σάρκα του. Λίγες στιγμές πριν από την υποχώρηση μας από το τείχος, είχε χτυπηθεί από έναν τοξότη που στόχευσε κατευθείαν

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 21

πάνω του από ψηλά. Ψηλάφισα τη γωνία του βέλους στο σκοτά­δι, συμπεραίνοντας ότι δεν είχε σφηνωθεί στο κόκαλο ή ότι δεν είχε τρυπήσει την αρτηρία, ούτε, βέβαια, ότι είχε βγει από την άλ­λη μεριά, λόγω της υπερβολικά διαγώνιας διείσδυσης, κι ότι είχε τρυπήσει κατά μήκος ολόκληρο το επάνω μέρος του ποδιού του.

Όταν τράβηξα το χέρι μου κολλούσε από το αίμα. Δε θα μπο­ρούσε να περπατήσει μεγάλη απόσταση. Ακόμα κι αν αυτό ήταν δυνατό, δεν υπήρχε μονοπάτι. Είχαμε εγκλωβιστεί εδώ τουλάχι­στον μέχρι το πρωί και μέχρι τότε το πόδι του θα είχε σκληρύνει σαν παλούκι, αν δεν είχε ήδη πεθάνει από την αιμορραγία.

Δεν είχα καμιά ζώνη για να φτιάξω κάποιον επίδεσμο, μια και μαχόμαστε γυμνοί κάτω από την πανοπλία, με εξαίρεση τους άκα­μπτους ιμάντες από δέρμα βοδιού, για να προστατεύουν τα αχαμνά μας από την πίεση του ξίφους. Ψαχουλεύοντας γύρω μου στα τυφλά μέσα στη λάσπη όπου βρισκόταν η ομάδα μας, κι από όπου έβγαι­ναν μέσα από το σκοτάδι οιμωγές και αγκομαχητά από άντρες που υπέμεναν τα δικά τους τραύματα, βρήκα τυχαία το δερμάτινο φλα­σκί που είχα μόλις πετάξει. Το άρπαξα και έβγαλα το μαχαίρι μου, τρύπησα το δέρμα, σκίζοντας το κατά μήκος της ραφής, ύστερα το έκοψα σε μια ελαστική λουρίδα στο μέγεθος ζώνης. Με αυτήν έδε­σα το πόδι του Ξενοφώντα, ψηλά στους βουβώνες, τοποθετώντας το πόδι μου πάνω στα πλευρά του και τραβώντας για να το σφίξω προ­τού δέσω τον κόμπο. Ο Ξενοφώντας μούγκρισε από τον πόνο.

«Τρελάθηκες;» ρώτησε. «Το πετσί θα σφίξει ακόμα περισσό­τερο μ' αυτή τη βροχή και θα χάσω το πόδι μου».

«Προτιμότερο από το να πεθάνεις από αιμορραγία. Δεν υ­πάρχει χειρουργός εδώ πέρα και δεν μπορώ να δέσω την πληγή, αφού υπάρχει ακόμα μέσα το βέλος».

«Τότε θα πρέπει να το βγάλεις». «Που να σε πάρει! Δε θα κάνω τέτοιο πράγμα». «Είσαι δούλος. Θα κάνεις ό,τι σου πω εγώ». «Είμαι δούλος του Γρύλλου, όχι δικός σου». «Είσαι ακόλουθος μου στη μάχη. Βγάλε τώρα το βέλος». Μαζεύτηκα φοβισμένος για μια στιγμή, ακίνητος, καθώς α­

ναρωτιόμουν αν αυτή ήταν πραγματικά η επιταγή των θεών. Οι

22 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

άντρες γύρω μας είχαν βουβαθεί κι αισθανόμουν τα μάτια τους πάνω μου, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, αν και κανείς τους δεν προσφέρθηκε να βοηθήσει. Ο μόνος ήχος ήταν εκείνος των ε­χθρών φρουρών πάνω στον πύργο, λιγότερο από εκατό μέτρα μα­κριά, που καλούσαν τη σκοπιά. Η βροχή είχε δυναμώσει σε χιο­νόνερο κι εγώ γλίστρησα σιγά σιγά μέσα από την παγωμένη λά­σπη μέχρι τους ώμους του Ξενοφώντα, απέναντι από το βέλος που προεξείχε, έσκυψα μπροστά και άρπαξα το στέλεχος, στε­ρεώνοντας τα σανδάλια μου στα πλευρά του για να έχω επιπλέον στήριγμα.

«Μην τραβάς, ανόητε, σπρώξε!» «Τι;» «Σπρώξε το διαολεμένο βέλος μέχρι να βγει από την άλλη με­

ριά. Θα μου σκίσεις τους μυς του ποδιού με τα τραβήγματα σου». Η φωνή του ακουγόταν αδύναμη και καθώς έβγαλα το πόδι

μου από τα πλευρά του βουτήχτηκε σε μια λίμνη κάτω από το σώ­μα του που ήταν ζεστή παρά το χιονόνερο. Ο επίδεσμος δεν είχε σταματήσει την αιμορραγία. Έκοψα ένα κομμάτι από τη δερ­μάτινη λουρίδα που περίσσευε από τον επίδεσμο και του το έ­δωσα. Ήξερε τι του ζητούσα να κάνει. Το δίπλωσε στα δύο και το έβαλε στο στόμα, ανάμεσα στα δόντια του. Στριφογύρισα τη μύτη του σανδαλιού μου μέσα στο παγωμένο λασπόνερο, δημιουρ­γώντας ένα μικρό βαθούλωμα πίσω μου για να στηριχτώ, και με μια κίνηση άρπαξα ξανά το στέλεχος του βέλους και το έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη προς τη μεριά του γόνατου του.

Ίσως να δίστασα κάπως, γιατί στην αρχή δε μετακινήθηκε κα­θόλου. Ο Ξενοφώντας διπλώθηκε από τον πόνο, κυρτώνοντας τους ώμους και ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, ενώ τα χέρια του γραπώθη­καν στη γάμπα μου σαν μέγκενη. Το στήθος του φούσκωνε, καθώς ρουφούσε αέρα από τα ρουθούνια και μούγκριζε από τον πόνο, ε­νώ η αιχμή του βέλους άρχιζε τη βασανιστική πορεία της, σκίζο­ντας την εύπλαστη σάρκα του και παράγοντας ένα τρίξιμο που μπορούσε ν' ακούσει κάποιος. Ευχόμουν ότι οι θεοί θα διατηρού­σαν τη δύναμη μου, ότι δε θα τρεμούλιαζα, ότι δε θα τραβούσε ο Ξενοφώντας απότομα το πόδι του και ότι δε θα έσπαζε η αιχμή

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 23

του βέλους. Μολονότι το σώμα του διπλωνόταν από τον πόνο, κρά­τησε ακίνητο το πόδι του, ώσπου με μια ελαφριά μετατόπιση και μια ξαφνική υποχώρηση της πίεσης η χάλκινη αιχμή πρόβαλε α­κριβώς πάνω από το πλάι του γόνατου, ελαφρώς στραβωμένη αλ­λά ακόμα πάνω στο στέλεχος του βέλους.

Άφησα το στέλεχος, αλλά η λαβή μου ήταν τόσο σφιχτή, ώστε έπρεπε ν' ανοίξω σχεδόν με το ζόρι τα δάχτυλα μου, και τελικά έπεσα πίσω πάνω στις πατούσες μου εξαντλημένος. Ο Ξενοφώ­ντας χαλάρωσε το σφίξιμο στη γάμπα μου και έφτυσε το πετσί α­πό το στόμα του, σπαρταρώντας και μουγκρίζοντας. Άπλωσα το χέρι ν' αγγίξω το κεφάλι του και διαπίστωσα ότι παρά το τσου­χτερό κρύο ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.

«Και τώρα», είπε ασθμαίνοντας, «κόψε την αιχμή και βγάλε το βέλος προς τα πίσω».

Έβγαλα το μαχαίρι μου και ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά βρή­κα το σημείο που προεξείχε από το δέρμα η μακριά, στενή αιχ­μή. Το αίμα αναπηδούσε ακατάσχετα από την τρύπα και δεν υ­πήρχε χρόνος για χάσιμο. Έκοψα το ξύλινο στέλεχος με δύο χτυ­πήματα, αφήνοντας τη χάλκινη αιχμή να πέσει στα χαλίκια, α­νάμεσα στα πόδια μου με ένα μικρό κουδούνισμα και, στη συνέ­χεια, αφού ανακάθισα μέσα στη λάσπη πίσω από τους ώμους του, άρπαξα το στέλεχος και ομαλά και γρήγορα οδήγησα το βέλος πί­σω εκεί απ' όπου είχε μπει. Ο Ξενοφώντας δεν έκανε καμιά από­τομη κίνηση αυτή τη φορά, συσπάστηκε απλώς κι έμεινε βουβός, παρότι δεν είχε ξαναβάλει το πετσί στο στόμα του. Πήρα ένα μά­τσο λινούς επιδέσμους, παραγέμισα τις τρύπες από το τόξο, τις σιγούρεψα ακόμα περισσότερο δένοντας τους επιδέσμους γύρω από τις πληγές αρκετές φορές. Μες στο σκοτάδι δε μου είχε μεί­νει τίποτ' άλλο παρά να ελπίζω για το καλύτερο. Ο ανυπέρβλητος πόνος είχε κάνει τον Ξενοφώντα να χάσει τις αισθήσεις του πάνω στο χειρότερο, αλλά, αν κι ευχαρίστησα τους θεούς γι' αυτή τη μι­κρή ευλογία, το έκανα πρόωρα, γιατί δεν είχαν ακόμα τελειώσει μαζί μας.

Το χιονόνερο έγινε χαλάζι και το χαλάζι χιόνι κι όταν σηκω­θήκαμε όρθιοι για να χτυπήσουμε κάτω τα πόδια μας και να με-

24 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ταδώσουμε ζέστη στα ξεπαγιασμένα μέλη μας, ανακαλύψαμε ό­τι δε θα συνέβαινε κάτι τέτοιο και έτσι ξέραμε πια ότι δε θα μπο­ρούσαμε να ξαποστάσουμε εκείνη τη νύχτα. Ούτε συζήτηση βέ­βαια για φωτιά, αφού δεν υπήρχαν προσανάμματα σ' αυτή τη γε­μάτη κατσάβραχα πλαγιά. Τα σαγόνια μας είχαν μουδιάσει από το κρύο και μας ήταν δύσκολο να μιλάμε, έτσι περπατούσαμε ξυ­λιασμένοι πάνω κάτω στο λασπωμένο μονοπάτι σιωπηλά, αλλιώς δε θα νιώθαμε τα πόδια μας. Ολόκληρη τη νύχτα περπατούσαμε μπρος πίσω αργά στο λασπωμένο μονοπάτι, σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλο στα τυφλά, καθώς το χιόνι σωριαζόταν πά­νω στα κράνη και τους ώμους και κυλούσε ύπουλα μέχρι τα πό­δια μας. Δεν τολμούσαμε να προχωρήσουμε μακρύτερα μες στο σκοτάδι, από φόβο ότι θα πέσουμε στον γκρεμό ή ακόμα χειρότε­ρα πάνω στους άντρες του Θρασύβουλου που καραδοκούσαν σαν σκιές. Ο Ξενοφώντας, αν και ξύπνιος και έχοντας διαύγεια, εξα­κολουθούσε να πονάει ανυπόφορα και περνώντας το χέρι του γύ­ρω από τους ώμους μου βημάτιζε βουβός κούτσα κούτσα στο πλάι μου, όσο καλύτερα μπορούσε, αφού άνοιξαν οι ουρανοί και οι θεοί έριξαν πάνω μας περισσότερο χιόνι μέσα σε μια νύχτα απ' όσο είχε δει η Αθήνα εδώ και δύο γενιές.

Με το πρώτο γκρίζο φως που φάνηκε στην ανατολή, τρεις α­πό τους συντρόφους μας είχαν μεταβληθεί σε πτώματα, παγωμέ­νοι σαν κούτσουρα και σκεπασμένοι με ένα σάβανο λευκού χιο­νιού. Δεν είχαν καταφέρει να μετακινηθούν στη διάρκεια της νύ­χτας, εξαιτίας των τραυμάτων τους. Αλλά και ο Ξενοφώντας βρι­σκόταν σε επικίνδυνη κατάσταση. Η αιμορραγία είχε σταματή­σει, αλλά το πόδι του ήταν εντελώς μελανιασμένο από το κρύο και από την αδυναμία του να το πατήσει για να κυκλοφορήσει το αί­μα. Δεν αισθανόμαστε τίποτα, δεν μπορούσαμε να πιάσουμε τα δόρατα μας, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε και παρόλο που η πα­νοπλία μάς παρείχε κάποια προστασία από τον ορμητικό άνεμο και το τσουχτερό κρύο, η αίσθηση του μέταλλου πάνω στο δέρ­μα μας ήταν ανυπόφορη.

«Αναχωρούμε τώρα», μούγκρισε ο Ξενοφώντας, αγναντεύο­ντας αδύναμα το παχύ χιόνι, μόλις κατάφερε να βγει στη στενή

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 25

προεξοχή του μονοπατιού που περιέτρεχε το φαράγγι. Κράτησε τα παραλυμένα χέρια του μπροστά στο πρόσωπο του, χουχου-λιάζοντάς τα, μάταια, για να τα ζεστάνει.

«Κι αν οι άντρες του Θρασύβουλου...» άρχισα. «Θα παγώσουν όπως εμείς. Ή θα πεθάνουμε εδώ μες στο χιό­

νι ή θα πεθάνουμε μαχόμενοι. Προτιμώ το δύσκολο τρόπο». Τα λόγια του κυκλοφόρησαν σ' όλη τη γραμμή και σ' ένα λε­

πτό οι άντρες είχαν συγκεντρωθεί, μουσκεμένοι και κουτσαίνο­ντας, έτοιμοι για αναχώρηση. Φτιάχτηκαν φορεία από λαβές α­κοντίων και λουριά για τη μεταφορά των νεκρών και των πληγω­μένων και ξεκινήσαμε παραπατώντας μέσα στο στοιβαγμένο χιό­νι, ενώ προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από τα βράχια με τα πα­γωμένα μας χέρια, ώσπου τα δάχτυλα μάτωναν κι άφηναν άλικα ίχνη πάνω στην ασπρίλα, σηματοδοτώντας έτσι το πέρασμα μας, παρόλο που δεν αισθανόμαστε κανένα πόνο. Οι άντρες είχαν α­φήσει πίσω τον οπλισμό τους και σέρνονταν ο ένας πίσω από τον άλλο, ίδια φαντάσματα, με τα χέρια στις μασχάλες σαν αλλό­φρονες, προσπαθώντας να διακρίνουν φοβισμένα μέσα στο χιό­νι και το μισοσκόταδο τυχόν ίχνη επίθεσης.

Κανένα ίχνος. Στα μισά της διαδρομής, κατηφορίζοντας τη βουνοπλαγιά, αιφνιδιάσαμε ένα νεαρό φρουρό από το στρατό, με άγριο μάτι, που είχε κρυφτεί πίσω από ένα βράχο μόλις μας είδε να πλησιάζουμε, πιστεύοντας ότι είμαστε είτε τα φαντάσμα­τα των σκοτωμένων είτε άντρες του Θρασύβουλου σε πρωινή ε­πιδρομή. Έμεινε κατάπληκτος όταν έμαθε ότι είχαμε περάσει την τρομερή νύχτα πάνω στο βουνό κι έκανε τρέχοντας την υπό­λοιπη διαδρομή μέχρι το στρατόπεδο, γλιστρώντας και σκοντά­φτοντας, όπου οργάνωσε στα γρήγορα ένα απόσπασμα από ο­πλίτες για να σκαρφαλώσουν μέσα στο εκτυφλωτικό χιόνι και να μας βοηθήσουν στην κατάβαση μας.

Αργότερα εκείνο το πρωί, ενώ τουρτουρίζαμε κάτω από λεπτά σκεπάσματα στο στρατόπεδο και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, με­ρικοί Σπαρτιάτες του Κριτία επέστρεψαν από την αποστολή κα­τόπτευσης του φρουρίου, σε μια προσπάθεια να διερευνήσουν πόσο καλύτερα μπορούσαμε να κάνουμε την επίθεση και ν' ανα-

26 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

γκάσουμε τους επαναστάτες να παραδοθούν. Βημάτιζαν σιωπη­λοί δίπλα από τη φωτίτσα που είχαμε ανάψει, με τους κουρελια­σμένους πορφυρούς χιτώνες τους ν' ανεμίζουν και να θροΐζουν, α­διαφορώντας για τη σκόνη που σκέπαζε τα πόδια τους με τα πε­ταλωμένα σανδάλια. Ο Ξενοφώντας ανασηκώθηκε στον αγκώνα του, καθώς τους είδε να προχωρούν συντεταγμένοι προς τη σκη­νή του Κριτία για να δώσουν αναφορά.

«Πού είναι οι επαναστάτες;» τους φώναξε ο Ξενοφώντας. «Επι­σκεύασαν την είσοδο; Είδατε τους δράκοντες;»

Αγνόησαν την ερώτηση του, κοιτώντας ίσια μπροστά με πρό­σωπα σκληρά και πετρωμένα σαν το βουνό το ίδιο, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να κρύψουν την περιφρόνηση που ένιωθαν για μας.

Δυο μέρες αργότερα, έπειτα από τη βασανιστική επιστροφή στην Αθήνα μ' ένα επιταγμένο κάρο ανεφοδιασμού, στη διάρκεια της οποίας τρία από τα μουλάρια κατέρρευσαν και ψόφησαν μες στο τσουχτερό κρύο, μετέφερα τον Ξενοφώντα μισοκοιμισμενο και με πυρετό στο σπίτι του πατέρα του. Βλέποντας το γιο του να χα-ροπαλεύει για δεύτερη φορά στη ζωή του, ο σκληρός γερο-Γρύλ-λος έκλαψε δημόσια και αργότερα την ίδια εκείνη νύχτα, αφού πρόσφερε σπονδή από σπάνιο κρασί στους θεούς και μια ολό­κληρη κούπα σ' εμένα από ευγνωμοσύνη, με αντάμειψε με την α­πελευθέρωση μου. Ήμουν ελεύθερος άνθρωπος πια, τουλάχιστον σωματικά.

Αργότερα θα συναντούσα και πάλι τους δράκοντες και το φύ­λακα τους.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Μα δεν μπορούν οι άνθρωποι πάντα άγρυπνοι να μένουν, γιατί οι αθάνατοι θεοί στο καθετί ένα μέρος για τους ανθρώπους όρισαν στη γη τη σιτοδότρα.

ΟΜΗΡΟΣ*

* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία τ, στίχ. 590-592, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)

1

ΟΠΩΣ ΟΙ ΘΕΟΙ, ή μάλλον εντελώς αντίθετα με αυτούς, ήμουν πά­ντοτε μαζί του. Το ίδιο το παρατσούκλι μου, Θέο, το αποδεικνύ­ει. Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι απαράλλακτες με τις δικές του, αν και οι τελευταίες μου ενθυμήσεις φοβάμαι ότι εκτείνονται πο­λύ πιο πέρα από τις δικές του. Ήμουν παρών όταν γεννήθηκε. Βοήθησα να τον πλύνουν και είδα τα πρώτα του δάκρυα. Θα εί­μαι εκεί κι όταν πεθάνει, επιφορτισμένος αναμφίβολα με τα ίδια ακριβώς καθήκοντα. Σ' όλη μου τη ζωή τον περιποιήθηκα καλά, ένας φυλακας-άγγελος, μια μούσα, επικριτής και μπελάς. Μαζί περπατήσαμε με τους ίσκιους και πολεμήσαμε τους Σπαρτιάτες, υπηρετήσαμε πρίγκιπες κι αποκτήσαμε την εύνοια βασιλιάδων. Μαζί του μπήκα στην κόλαση κι επέστρεψα πίσω στους ζωντα­νούς. Και με εξαίρεση ένα σύντομο διάλειμμα σε κάποιο μακρι­νό λασποχώρι στη Μαύρη Θάλασσα, όταν η ψυχή μου δε μου α­νήκε ή, για να το εκφράσω καλύτερα, όταν δεν του ανήκε, στάθη­κα πάντα στο πλάι του. Το αντίστροφο θα ήταν αδιανόητο και για τους δυο μας.

Γεννήθηκα, όπως μου είπαν, στις Συρακούσες την εποχή που οι συμπολίτες μου είχαν εμπλακεί σ' έναν από τους αναρίθμη­τους, θλιβερούς και ασήμαντους πολέμους με τους Αθηναίους. Οι γονείς μου κι εγώ αιχμαλωτιστήκαμε στο πέλαγος, κάτω από ά­γνωστες σε μένα συνθήκες, είτε από πειρατές είτε στη διάρκεια κά­ποιας επίθεσης από αθηναϊκή τριήρη εναντίον κάποιου εμπορι­κού πλοίου από τις Συρακούσες με το οποίο ταξιδεύαμε - ποιος το ξέρει; Τα λίγα που έμαθα είναι ότι ο στρατιώτης πατέρας μου προκαλούσε προβλήματα κι ότι οι γονείς μου πουλήθηκαν ως δούλοι αρκετές φορές πιθανόν, ώσπου πέτυχαν να αναλάβουν κά-

30 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ποιες θέσεις στο σπίτι του Γρύλλου, ενώ ήμουν ακόμα μωρό. Η μό­νη ανάμνηση που κράτησα από εκείνα τα χρόνια είναι ένα κομμά­τι από κάποιο παλιό τραγούδι, σε μια γλώσσα την οποία δε μιλάω, ένα παράφωνο, άρρυθμο τραγούδι, το οποίο, αν και πολύ παλιά θα είχε κάποιο νόημα και θα έδινε ακόμα και χαρά σ' όσους το ά­κουγαν, για μένα παραμένει ανεξιχνίαστο, ακόμα και εφιαλτικό.

Οι γονείς μου πέθαναν νωρίς, στη διάρκεια μιας από τις τρο­μερές επιδημίες που περιοδικά σάρωναν την πόλη, από την ο­ποία ανεξήγητα γλίτωσα εγώ. Τα ορφανά ήταν πάρα πολλά ε­κείνη την εποχή· πολλά από αυτά φυσικά είχαν γεννηθεί από γνή­σιους Αθηναίους κι ήταν τα παιδιά γονιών που υπήρξαν θύματα συνεχιζόμενων εχθροπραξιών. Αυτά ανατρέφονταν από την πο­λιτεία, τα στεφάνωναν και τα τιμούσαν στις δημόσιες εκδηλώ­σεις, κι αν οι γονείς τους είχαν πεθάνει στον πόλεμο, τους απει­κόνιζαν ως ήρωες. Άλλα, όμως, απροσδιόριστης καταγωγής, τα πε­ρίμενε τελείως ακαθόριστη τύχη - ορισμένα ευημερούσαν, αν τ' αναλάμβανε κάποιος καλός ανάδοχος, ενώ άλλα απλώς τα αγνο­ούσαν και τ' άφηναν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Ακόμα χει­ρότερα βέβαια ήταν τα παιδιά που, όπως εγώ, είχαν γεννηθεί δού­λοι ή, ακόμα πιο κακότυχα, αν ήταν δούλοι που κατάγονταν από εχθρούς. Με κράτησαν από ευσπλαχνία στο σπίτι, παρά το γεγο­νός ότι δεν ήμουν παρά ένα παιδί ανίκανο να κερδίσω τα έξοδα μου. Πιθανόν να ήταν μια περίπτωση φιλανθρωπίας για εξευμε­νισμό των θεών ή μια χάρη στην ευγενική γριά παραμάνα που με φρόντιζε. Ο κύριος μου, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την καταγωγή μου, ούτε καν φάνηκε έστω και ελάχιστα περίεργος να μάθει. Ήταν απλώς ένα ακόμα μυστήριο, όπως η καταγωγή των θεών ή η παντοδυναμία του πατέρα του, την οποία αποδεχόταν ως κάτι αυτονόητο και αποτελούσε μέρος της πρώιμης αντίλη­ψης του για τη ζωή, ένα από εκείνα τα θέματα που δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό ν' αμφισβητήσει.

Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εύκολα. Η Αθήνα ήταν μπλεγμένη σε ένα δεκαετή, αυτοκαταστροφικό πόλεμο με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι, ύστερα από την ήττα των Περσών από τη συμμαχία των ελληνικών πόλεων, είχαν αρνηθεί να υποταχτούν στην απαίτηση

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 31

των Αθηνών για ηγεσία. Στην πραγματικότητα κάθε αρτιμελής πλούσιος άντρας και από τις δύο πλευρές είχε ενταχθεί στα τάγ­ματα των οπλιτών, βαριά οπλισμένα στρατεύματα πεζικού που α­ποτελούσαν τον πυρήνα του αθηναϊκού και του σπαρτιατικού στρατού. Καθένας από αυτούς τους άντρες, με τη σειρά του, έ­παιρνε έναν ή περισσότερους δούλους για να τον υπηρετούν ως συ­νοδοί και μεταφορείς κι αυτή η βαριά δέσμευση τόσων ανθρώπων στον πόλεμο άφηνε ιδιαίτερα μικρό ανθρώπινο δυναμικό στην πατρίδα για να πραγματοποιήσει όλα εκείνα για τα οποία απαιτού­νται άντρες, ώστε να διατηρηθεί πλούσια και ζωντανή μια πόλη.

Αυτό δυσκόλευε τη ζωή της οικογένειας του Γρύλλου, ενός πλούσιου Αθηναίου κτηματία που διατηρούσε ένα εξοχικό κτήμα στο δήμο των Ερχιέων,* δώδεκα μίλια ανατολικά της πόλης των Αθηνών. Εκεί με πρωτόφεραν παιδάκι ακόμα κι εκεί πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, μεγαλώνοντας από και υπηρετώντας μια παρέα γυναικών. Οι περισσότεροι άντρες, αφέντες αλλά και δούλοι, αφιέρωναν το χρόνο τους στο μέτωπο και μόνο λίγους μή­νες περνούσαν στο κτήμα ανάμεσα στους χωρικούς, προσπαθώ­ντας μάταια ν' αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο και να διορθώσουν τις φθορές που είχαν προκληθεί από την εγκατάλειψη. Ο Γρύλ-λος συγκεκριμένα πέρασε δύο χρόνια μακριά από το κτήμα και εμφανίστηκε στο σπίτι μόνο μία φορά για μία και μοναδική μέ­ρα προτού επιστρέψει και πάλι στο μέτωπο κατά διαταγή της πο­λιτείας. Στη διάρκεια αυτού του σύντομου διαλείμματος κατάφε­ρε να αποκτήσει ένα γιο.

Για τη γυναίκα του Γρύλλου, όμως, τη Διοδώρα, το να περνά­ει όλη τη ζωή της επιχειρώντας να φέρει βόλτα το φασαριόζο γιο της αλλά και το υπό κατάρρευση σπιτικό και το προσωπικό του κτήματος, ενώ ο Γρύλλος πολεμούσε τους Σπαρτιάτες ή συμμε­τείχε στην Εκκλησία του Δήμου στην Αθήνα, ήταν πάνω από τις

* Ερχιά ή Ερχεία: ένας από χους μεγαλύτερους δήμους της Αττικής. Η θέση του τοποθετείται στην περιοχή των Σπάτων. Από την Ερχιά καταγόταν ο Ξενοφώ­ντας και ο Ισοκράτης και ο Αλκιβιάδης είχε εκεί μεγάλη κτηματική περιουσία, σύμφωνα με τον Πλάτωνα. (Σ.τ.Μ.)

32 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δυνάμεις της. Έξι χρόνια αργότερα σήκωσε τα χέρια ψηλά, έ­κλεισε το σπίτι, πούλησε τα περισσότερα μέλη από το προσωπι­κό του κτήματος που είχαν απομείνει και πήγε να συγκατοικήσει με τη χήρα ξαδέρφη του άντρα της, τη Λήδα, που διατηρούσε έ­να σπίτι στην Αθήνα, ενώ το κτήμα του άντρα της στη Βοιωτία έ­μενε απεριποίητο. Το σπίτι στην πόλη είχε διαθέσιμο χώρο, αν και με τη συνεχιζόμενη έλλειψη αρτιμελών αντρών είχε αρχίσει να διαλύεται. Το λάδι για το φωτισμό και το μαγείρεμα είχε αρ­χίσει να φτάνει δύσκολα στην πόλη, ακόμα και για τους σχετικά πλούσιους. Τα ξύλα για τη φωτιά αποθηκεύονταν και στοιβάζο­νταν κομμάτι κομμάτι, ενώ τα ρούχα μπαλώνονταν και ξανα-μπαλώνονταν για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν πολύ πε­ρισσότερο απ' όσο θα έπρεπε, τόσο που, σε καλύτερες μέρες, θα δίνονταν στους ζητιάνους. Μόνο οι απλούστερες τροφές ήταν δια­θέσιμες και η βασική τροφή αποτελούνταν από ένα είδος χυλού από λιωμένες φακές. Σύκα, καρύδια και ελιές προσετίθεντο μερι­κές φορές για νοστιμιά και αραιά και πού η οικογένεια μπορού­σε να πετύχει λίγο αρνίσιο ή χοιρινό κρέας που έφερναν κρυφά στην πόλη οι παλιοί καλλιεργητές από την Ερχιά. Οι ακρίδες α­φθονούσαν στα απέραντα χωράφια κι ήταν μια πρόχειρη πηγή πρωτεϊνών για εμάς τους δούλους και το προσωπικό της κουζίνας, αφού ακόμα και τα πιο χοντρά κομμάτια με κρέας προτιμούσαν να τα ξεζουμίσουν τα αφεντικά παρά να τ' αφήσουν για το υπη­ρετικό προσωπικό. Μόνη μας παρηγοριά ήταν ότι η τροφή των Σπαρτιατών ως γνωστόν ήταν ακόμα χειρότερη. Ο Γρύλλος έλε­γε συχνά πως δεν ήταν καθόλου παράξενο που οι Σπαρτιάτες ή­ταν τόσο πρόθυμοι να πεθάνουν στη μάχη - ο θάνατος πρέπει να ήταν προτιμότερος από το να συνεχίσουν να ζουν τρώγοντας τέ­τοια φαγητά.

Στην Αθήνα λοιπόν αρχίσαμε μια καινούρια ζωή και ήταν α­κριβώς εκεί που μου ανέθεσαν τη μόνιμη επιτήρηση του μικρού σκανταλιάρη, για τον οποίο ήμουν υπεύθυνος, έστω και ανεπί­σημα, από τότε που είχαμε και οι δύο μόλις αρχίσει να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα. Ο γιος του Γρύλλου, ο οποίος μέχρι να με­τακομίσουμε στην Αθήνα δεν είχε βγει ποτέ έξω από τα όρια του

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 33

εξοχικού κτήματος ούτε είχε ξεφύγει από τα άγρυπνα μάτια της μητέρας του ή τα δικά μου, αντιμετώπισε την Αθήνα σαν αποκά­λυψη. Για μένα, που είχα αναλάβει τη φροντίδα της ασφάλειας του, η πόλη ήταν σκέτη φρίκη. Κλείνω τα μάτια και οραματίζο­μαι, τόσο καθαρά λες και είναι τώρα, ότι περπατάμε μέσα στους αποπνικτικά ζεστούς και σκονισμένους δρόμους της Αθήνας ε­κείνα τα χρόνια πριν από την πτώση της, ανάμεσα στις βρισιές των μουλαράδων και των νεαρών χαμινιών που τα χαζεύαμε με θαυμασμό για τον εκπληκτικό χειρισμό της λαϊκής γλώσσας· τη σταθερή ροή των ζητιάνων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν όχι μόνο ο συνηθισμένος συρφετός από παραμορφωμένους, τυ­φλούς, γέρους και ραχιτικούς, αλλά και ξένοι που περνούσαν δύ­σκολους καιρούς και τους είχε προσελκύσει το μεγαλείο της πό­λης· στοχαστές που απολάμβαναν αλλά κι αποζητούσαν τέτοιους δύσκολους καιρούς ως έμβλημα τιμής και πηγή έμπνευσης για τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές τους· και αργόσχολα πλήθη α­ξιόμαχων αντρών, στρατιώτες που έφευγαν και ναύτες που περί­μεναν τον επόμενο ναύλο τους. Βλέπω το συνονθύλευμα από μου­σικούς, γόητες φιδιών, ακροβάτες, αγγελιοφόρους, κλέφτες και πόρνες και των δύο φύλων ή ερμαφρόδιτους· ένα ανακάτεμα α­πό τους λογής λογής μόνιμους ανθρώπους του δρόμου, χτίστες και μαγαζάτορες, αργυραμοιβούς, πλανόδιους πωλητές φαγητού και νερού, γραφείς, ιχθυοπώλες, καλλιτέχνες της δερματοστηξίας, γανωτζήδες και ράφτες· και τις αποτριχώτριες, τις παρατίλτριες, από τα λουτρά, να ρίχνουν τον τόνο της φωνής τους και να στε­γνώνουν τα σύνεργά τους, καθώς ζητούσαν να βάλουν μια μπου­κιά στο στόμα τους. Βλέπω επίσης εκατοντάδες άλλες πολύχρω­μες φιγούρες, ηθοποιούς, ιερείς, αρκουδιάρηδες, στρατιώτες, μα­στροπούς και μαμές να διαλαλούν φωναχτά την πραμάτεια τους, πασχίζοντας ν' ακουστεί ο καθένας πάνω από τους υπόλοιπους, συμβάλλοντας στην εκκωφαντική οχλοβοή που αποτελούσε την έ­ξαψη, το αίσχος, τη φιλοδοξία και την τρέλα αυτής της πόλης, η οποία ήταν το κέντρο του κόσμου.

Με τα μάτια της φαντασίας μου βγαίνω από αυτούς τους χαο­τικούς δρόμους και περνώ από μια ταπεινή, κοινή αυλόπορτα, στο

34 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πλάι ενός μεγάλου πέτρινου τοίχου, σ' ένα σκοτεινό, δροσερό διά­δρομο και με το που κλείνω τη βαριά δρύινη πόρτα ακούω το βρυ-χηθμό της πόλης να κοπάζει σε ένα αχνό και απόμακρο παλμό. Ο διάδρομος των αναμνήσεων μου καταλήγει σε μια ηλιόλουστη αυ­λή, όπου κυριαρχούν ο καμπανιστός ήχος του νερού στη μικρο­σκοπική κρήνη, τα απαλά τσουγκρίσματα και ξυσίματα από το μαγείρεμα και τα ήσυχα γέλια των υπηρετών από την κουζίνα που βρισκόταν δίπλα από το κυρίως σπίτι. Ο πιο αταίριαστος από ό­λους είναι ο ήχος των πουλιών - αμέτρητα πραγματικά, αφού κά­θε γωνιά είναι εφοδιασμένη με ένα ή και περισσότερα κλουβιά γε­μάτα με μικροσκοπικά, πολύχρωμα ωδικά πτηνά, επιλεγμένα για τα εξαίσια σχέδια των φτερών και τη γλυκύτητα των τιτιβισμάτων τους. Πάνω από τους ανάλαφρους ήχους του σπιτιού υψώνονται οι τσιριχτές φωνές δύο μικρών παιδιών που παίζουν στο χώμα, δίπλα από την κρήνη, με μια χούφτα βόλους φτιαγμένους από πηλό.

Από τη στιγμή που μετακόμισε στο σπίτι αυτό το μικρότερο α­γόρι, ο γιος του Γρύλλου, είχε πλημμυρίσει η αυλή από το τρα­γούδι του, που συναγωνιζόταν σε ομορφιά και μελωδικότητα νό­τα τη νότα τα πουλιά στα κλουβιά. Ήταν πανευτυχής μόνο όταν καθόταν στα πόδια της μάνας του κάτω από τον ήλιο, τραγου­δώντας παιδικά τραγούδια και ομηρικούς στίχους που του είχε δι­δάξει με συχνές επαναλήψεις, πασχίζοντας να τον κρατήσει στους πολύπλοκους ρυθμούς και τραγουδιστικούς τόνους της εκπαίδευ­σης της.

Αν και δεν έλεγε και πολλά από εμφάνιση -ήταν κοντός στο ανάστημα και είχε αδύνατο στέρνο για την ηλικία του-, ήταν προι­κισμένος. Αυτό ήταν γνωστό σε όλους, μια κι είχε ήδη τραγουδή­σει σε λίγα από τα συμπόσια που είχε παραθέσει ο πατέρας του, στα οποία είχαν παρακαθίσει ορισμένοι από τους πιο ξακουστούς πολίτες και καλλιτέχνες. Το αγόρι είχε δεχτεί τους μεγαλύτερους επαίνους, τόσο από πολιτικούς όσο και από ποιητές για την κα­θαρή, καμπανιστή φωνή του και για την αυτοκυριαρχία του. Οι φιλοφρονήσεις, πάντως, των διπλωματών άφηναν ασυγκίνητο το παιδί συγκρινόμενες με τον έπαινο του πατέρα του, που σπάνια και απρόθυμα του πρόσφερε και μόνο σε εξαιρετικά καλές εμφα-

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 35

νίσεις, αλλά ακόμα και τότε περισσότερο από ικανοποίηση επει­δή είχε ευχαριστήσει τους καλεσμένους του παρά επειδή ένιωσε κάποια χαρά από το τραγούδι του γιου του.

Το παιδί είχε όνομα, φυσικά, αλλά η μητέρα του το φώναζε με το όνομα του μόνο όταν το μάλωνε και ο πατέρας του σπάνια απευθυνόταν άμεσα σ' αυτό. Πιο συχνά ανταποκρινόταν στο χαϊ­δευτικό του, εκείνο που φυσικότατα είχε προκύψει λόγω της ικα­νότητας του στο τραγούδι. Το φώναζαν Αηδόνι και το ασυνήθι­στο παρατσούκλι έμοιαζε να προοιωνίζει επιπλέον τύχη για το α­ναπτυσσόμενο ταλέντο του. Όχι, βέβαια, ότι ένα τέτοιο ταλέντο είχε κάποια μακροπρόθεσμη προοπτική: η οικογένεια του ήταν παλιά και πλούσια και η ζωή του τραγουδιστή ή του ποιητή δεν ήταν κάτι που προσδοκούσαν για τα παιδιά τους οι σημαντικές οικογένειες. Ωστόσο, ήταν διασκεδαστικό, του εξασφάλιζε λίγη περισσότερη προσοχή από αυτή που θα του έδειχνε ο πατέρας του και χρησίμευε για να κρατά απασχολημένο το παιδί μέσα στο σπίτι μέχρι ν' αρχίσει η κανονική του εκπαίδευση.

Ας επιστρέψουμε όμως στην αυλή του σπιτιού, όπου τα δύο παιδιά παίζουν με τους βόλους. Το μικρότερο, όπως προανέφε­ρα, ήταν το Αηδόνι. Το μεγαλύτερο ήταν ο Πρόξενος, δεύτερος ξάδερφος του και δύο χρόνια μεγαλύτερος του, ένα ξεκάθαρα διαμορφωμένο μικρό κτήνος, με ακατάσχετα σαρκαστικό γέλιο και κόρδωμα. Όπως ακριβώς το Αηδόνι ήταν γεννημένο ποιητής και τραγουδιστής, ο Πρόξενος ήταν από γεννησιμιού του πολε­μιστής· εντούτοις παρά τις διαφορετικές κλίσεις και ενδιαφέρο­ντα τους, οι δυο τους ήταν κολλητοί φίλοι, ανεξάρτητα από τη συγγένεια τους. Τουλάχιστον καθημερινά, ο Πρόξενος έκανε το Αηδόνι να πεταχτεί τρομαγμένο από τις συχνές ονειροπολήσεις του στην αυλή, χτυπώντας το στο κεφάλι με το αυτοσχέδιο ξύλι­νο σπαθί του, παρασύροντας το σε ένα κυνηγητό που κατέληγε με τα δύο αγόρια να κάνουν αγώνες δρόμοο μέσα στο σπίτι, να πα­λεύουν πάνω στις σκληρές πλάκες του δαπέδου και να μπερδεύ­ονται στα πόδια των ηλικιωμένων και πολυβασανισμένων υπη­ρετριών που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την τάξη. Το Αη­δόνι, επειδή ο Πρόξενος ήταν ο μεγαλύτερος και δυνατότερος α-

36 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πό τους δυο, νικιόταν μονίμως στις μάχες που έδιναν, αλλά σπά­νια ενέδιδε στις επαναλαμβανόμενες απαιτήσεις του μεγαλύτε­ρου αγοριού να παραδοθεί. Όταν στριμωχνόταν, προτιμούσε να αφοπλίσει τον Πρόξενο γελώντας σπασμωδικά και τραγουδώντας ψιθυριστά αισχρά τραγουδάκια που έκαναν συχνά το μεγαλύτερο ξάδερφο του να καταρρέει μέσα σε έναν παροξυσμό γέλιου.

Και στις ελάχιστες περιπτώσεις όμως που δεν ήταν παρών ο Πρόξενος, το Αηδόνι δεν ήταν ποτέ μόνο του, μια κι έπαιζε και μιλούσε ζωηρά με ένα φανταστικό του φίλο, μια ύπαρξη που, ό­πως έλεγε, ήταν πάντα μαζί του, παρόλο που αρνιόταν να πει το όνομα του, ισχυριζόμενο μόνο ότι επρόκειτο για ένα μικρό θεό. Αυτό αποτέλεσε πηγή μεγάλης ευθυμίας μέσα στην οικογένεια αρχικά, καθώς ο Πρόξενος και οι δούλοι προσποιούνταν καμιά φορά ότι παραπατούσαν κι έπεφταν λέγοντας ότι ο μικρούλης θεός του Αηδονιού είχε μπερδευτεί στα πόδια τους ή φόρτωναν στην απληστία του μικρού θεού την απώλεια κάποιων αντικειμέ­νων. Με τον καιρό, η θεότητα αυτή πέρασε στο πάνθεο των θεών της οικογενειακής εστίας, στην αρχή σαν αστείο, ύστερα σαν α­συνείδητη συνήθεια μάλλον και πολύ αργότερα, αφού το παιδί εί­χε μεγαλώσει πια κι είχε σταματήσει να επικοινωνεί ανοιχτά με το μυστηριώδη φίλο του, η μητέρα και οι δούλες εξακολουθού­σαν ν' αναφέρονται περιστασιακά στην παρουσία αυτού του μι­κρού θεού.

Στο διάστημα αυτό σπανίως βλέπαμε τον αυστηρό και από­μακρο πατέρα του Αηδονιού. Ακόμα και στις σύντομες αποδρά­σεις του από τα διπλωματικά και στρατιωτικά του καθήκοντα, ε­λάχιστο χρόνο διέθετε ο Γρύλλος για τα αγόρια, αφού έπρεπε μο­νίμως ν' ασχολείται με το πηγαινέλα παράξενων αντρών, αντρών σπουδαίων και φαντασμένων, που έρχονταν μέσα στη νύχτα για να του μιλήσουν και να λογοφέρουν μαζί του. Η φήμη του Γρύλ-λου ως αξιωματούχου ήταν τρομερή, όμως καλά τα κατάφερνε και στον πόλεμο. Είχε καταφέρει να διατηρήσει τα περισσότερα από τα μέλη του σώματος του, με εξαίρεση το ένα μάτι του που είχε δεχτεί αστραπιαίο χτύπημα από την αιχμή κάποιου σπαρ­τιατικού δόρατος και στη συνέχεια είχε μολυνθεί -έπαιρνε όρκο-

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 37

από τη θεραπεία κάποιου κομπογιαννίτη στρατιωτικού γιατρού με καταπλάσματα από κοπριά αγελάδας και ξίδι. Το μάτι έπρεπε ν' αφαιρεθεί, κάτι που ο Γρύλλος επέμενε να κάνει ο ίδιος με ένα κου­τάλι, για ν' αποφύγει να εκτεθεί έτσι περισσότερο στους κινδύ­νους της ιατρικής επιστήμης. Η οφθαλμική κοιλότητα γιατρεύτηκε ικανοποιητικά, αν και περιστασιακά έτρεχε ένα υδαρές υγρό χρω­ματισμένο με αίμα, όταν ο Γρύλλος ασχολιόταν με επίπονη σω­ματική δραστηριότητα, ενώ το τραύμα αποτελούσε πηγή περη­φάνιας και θαυμασμού για το γιο του.

Πού και πού ο Γρύλλος έπαιρνε τα αγόρια και τον παλιό του συνοδό στη μάχη, τον Λέοντα, και πήγαιναν στο εγκαταλειμμένο κτήμα στην Ερχιά, που είχε καταντήσει πραγματικό ερείπιο. Ο Γρύλλος διατηρούσε βαθιά αγάπη για τη γη και μολονότι έπρε­πε ν' αναβάλλει συνεχώς τα σχέδια του για να κάνει καρποφόρα τα χωράφια λόγω της κρισιμότητας του πολέμου, ήταν αποφασι­σμένος να μην εμποδίσει το γιο του να εξοικειωθεί με τη γη. Εξέ­τρεψε μερικά θαυμάσια άλογα που φρόντιζε ο ανάπηρος γιος του Λέοντα και τους πήγαινε μακρινές εξορμήσεις και κυνήγια στην εξοχή. Ακόμα κι όταν το Αηδόνι ήταν πολύ μικρό για να ιππεύει μόνο του, ανέβαινε στο άλογο του πατέρα του ανάμεσα στους δυ­νατούς μηρούς του Γρύλλου. Ο Γρύλλος αγαπούσε τόσο την ιπ­πασία, ώστε όταν ο γιος του κουραζόταν τον πήγαινε πίσω στο σπί­τι να πάρει έναν υπνάκο και ξανάφευγε αμέσως όλη την υπόλοι­πη μέρα, χωρίς να ξεκουραστεί καθόλου. Με πήρε κάποτε μαζί του για παρέα, παραχωρώντας μου ένα μικρότερο άλογο που σκό­πευε να το δώσει στο γιο του όταν θα μεγάλωνε. Ο Γρύλλος έλε­γε πως, αν συνεχιζόταν ο πόλεμος, το Αηδόνι θα υπηρετούσε ως αξιωματικός κι αν επρόκειτο να γίνω συνοδός του στη μάχη, θα χρειαζόμουν τουλάχιστον τις ίδιες ιππευτικές και στρατιωτικές δεξιότητες με τον κύριο μου. «Θα είμαι περήφανος», έλεγε, «όταν ο γιος μου σκοτώσει τον πρώτο Σπαρτιάτη».

Ο Γρύλλος μιλούσε ακατάπαυστα για τον πόλεμο και το μίσος του για τους Σπαρτιάτες και την καταστροφή που εκείνοι προξε­νούσαν στην ευημερία των Αθηνών ήταν απύθμενο. Απεχθανό­ταν τη χοντροκοπιά και την έλλειψη κουλτούρας αλλά και την α-

38 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λαζονική, κυριαρχική στάση τους απέναντι στις άλλες ελληνικές πόλεις, συμμάχους αλλά και εχθρούς. Κορόιδευε την τυφλή α­φοσίωση τους στη θλιβερή, μικρή, λασποχτισμένη πόλη τους και την προθυμία τους να καταβάλουν αφάνταστη προσπάθεια για να επιβάλουν το αυταρχικό σύστημα αστυνομοκρατίας στις μεγάλες πόλεις που κατακτούσαν. Θυμάμαι πολύ ζωηρά τη στιγμή που ο Γρύλλος χρησιμοποίησε τους Σπαρτιάτες για να δώσει ένα μά­θημα στο Αηδόνι, τον Πρόξενο κι εμένα, όταν αντιλήφθηκε ότι μας έλειπε η επιμέλεια για κάποια καθήκοντα.

«Αηδόνι», είπε, αφού μας έβαλε και τους τρεις στη σειρά μπρο­στά του, «νομίζεις ότι τα Σπαρτιατόπουλα αποφεύγουν τα καθή­κοντά τους; Αντιμιλούν ποτέ στους γονείς τους;»

«Όχι, πατέρα», απάντησε μηχανικά το αγόρι, αλλά από τη φωνή του έλειπε η ειλικρίνεια και τα μάτια του ήταν χαρωπά.

Ο Γρύλλος πέρασε το βλέμμα του από το πρόσωπο του Αηδο-νιού στο πρόσωπο του Πρόξενου, ύστερα στο δικό μου και πάλι από την αρχή και η έκφραση του απέκτησε σκληρότητα.

«Πρόξενε, τι κρατάς στο χέρι σου;» «Μελόπιτα, θείε», ψέλλισε ο Πρόξενος, με το στόμα γεμάτο.

Είχε διαλέξει άτυχη στιγμή για το κολατσιό του. «Μελόπιτα; Άνοιξε το χέρι σου». Ο Πρόξενος υπάκουσε κι ο

Γρύλλος πέταξε με μια απότομη κίνηση το περιεχόμενο χάμω και το τσαλαπάτησε. Ο Πρόξενος έγινε σαν παντζάρι και από τα μά­τια του ανάβλυσαν καυτά δάκρυα, αλλά παρέμεινε σιωπηλός.

Ο Γρύλλος κοίταξε τα αγόρια βλοσυρά. Η φωνή του ήταν χα­μηλή και βαριά, γεμάτη περιφρόνηση για την οικτρή μαλθακό-τητά μας. Έβλεπα τους τένοντες του λαιμού του να πετάγονται έ­ξω από την ένταση. «Τα Σπαρτιατόπουλα της ηλικίας σας τρώνε μια φορά τη μέρα ένα νερουλό μαυροζούμι, το μέλανα ζωμό, ό­χι με τις οικογένειες τους, αλλά έξω στο ύπαιθρο, με τους συμ­μαθητές τους. Οι Σπαρτιάτες πιστεύουν ότι ο καλοταϊσμένος στρα­τιώτης είναι ανεπαρκής στρατιώτης, γι' αυτό λιμάζουν όταν είναι παιδιά. Αν οι συμμαθητές τους συλληφθούν να κλέβουν τρόφιμα, μαστιγώνεται όλη η τάξη - όχι λόγω της κλοπής, αλλά επειδή στά­θηκαν τόσο ανόητοι ώστε να πιαστούν. Αν επιβιώσουν από το μα-

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 39

στίγωμα, τους διδάσκουν να χτυπούν με τη σειρά τους τους συ­ντρόφους τους. Καταλαβαίνετε;»

Κουνήσαμε όλοι το κεφάλι κρατώντας τα μάτια ορθάνοιχτα. Ο Γρύλλος κοίταξε και πάλι ερευνητικά τα πρόσωπα μας, με το

μοναδικό του μάτι στυλωμένο διαπεραστικά πάνω μας. Έπειτα α­πό λίγο σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε πιο μακριά. Εμείς εξακο­λουθούσαμε να στεκόμαστε προσοχή μπροστά του, εν αναμονή, και καθώς επανέφερε το βλέμμα του πάνω μας, αναστέναξε. Ύστε­ρα το πρόσωπο του ξαναπήρε τα σκληρά χαρακτηριστικά του.

«Λένε για κάποιο Σπαρτιατόπουλο που έκλεψε κάποτε ένα α-λεπουδάκι», είπε ο Γρύλλος, «γιατί για τους Σπαρτιάτες ακόμα και η αλεπού είναι τροφή. Το είδαν που το έβαλε στα πόδια και ο κάτοχος της αλεπούς το έπιασε. Προτού όμως το συλλάβουν, το αγόρι βρήκε χρόνο κι έκρυψε το αλεπουδάκι μέσα στο χιτώνα του. Όταν ο ιδιοκτήτης απαίτησε να μάθει πού ήταν το ζώο, το αγόρι αρνήθηκε ότι ήξερε οτιδήποτε. Γιατί έτσι είχε εκπαιδευτεί να κάνει. Η ανάκριση κράτησε αρκετή ώρα, ώσπου ξαφνικά το αγόρι σωριάστηκε νεκρό, εκεί που στεκόταν. Όταν εξέτασαν το νεκρό του σώμα, ανακάλυψαν ότι η πεινασμένη αλεπού τού είχε φάει τα σωθικά, αλλά το παλικάρι, ακολουθώντας τα ανόητα σπαρτιάτικα πρότυπα, είχε παραμείνει σιωπηλό με αντάλλαγμα τη ζωή του».

Ο Πρόξενος έμεινε σταθερός στη θέση του, αλλά το κάτω χεί­λος του Αηδονιού άρχισε να τρέμει. Καθώς ο Γρύλλος μάς παρα­τηρούσε με βλέμμα παγωμένο, το Αηδόνι πάνιασε και κάνοντας ξαφνικά μεταβολή βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ακούγαμε τον ήχο από τα αναγουλιάσματά του, όταν βγήκε έξω. Ο Πρόξε­νος κι εγώ στεκόμαστε σιωπηλοί, παρατηρώντας τον Γρύλλο που μας κοίταξε οργισμένα για μια στιγμή κι έπειτα αποχώρησε ή­ρεμα, αφήνοντας μας μόνους. Νύχτες ολόκληρες μετά, ξυπνού­σα μες στο σκοτάδι από ένα Αηδόνι που κουλουριαζόταν τρέμο­ντας στο κρεβάτι μου, τρομαγμένο από εφιάλτες με Ηρακλείδες Σπαρτιάτες, οι οποίοι έμπαιναν κι έκαναν κατοχή στο σπίτι του. Ο Πρόξενος όμως έμενε στο κρεβάτι του, τιναζόταν και στριφο­γύριζε, αντιμετωπίζοντας παλικαρίσια τους εισβολείς μόνος του.

2

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΟΡΜΗΣΕ στους κατάμεστους δρόμους, παραμερίζο­ντας αχθοφόρους και κάρα στο βιαστικό πέρασμα του, αρπάζο­ντας όλο χαρά φρούτα και γλυκά, έτσι για δοκιμή, μέσα από τα κάνιστρα που κουβαλούσαν οι γυναίκες και τα κορίτσια στο δρό­μο για την αγορά. Ανεβαίνοντας σαν σίφουνας το λόφο της Ακρό­πολης και περνώντας μέσα από τα Προπύλαια, σταμάτησε, μού­σκεμα στον ιδρώτα και ασθμαίνοντας, μπροστά στον πρόσφατα ολοκληρωμένο Παρθενώνα για να επιθεωρήσει εκ του πλησίον την πρόοδο που είχε γίνει στην κατασκευή των εντυπωσιακά δια­κοσμημένων μαρμάρινων ιερών. Ερχόταν εδώ σχεδόν κάθε μέρα, για να συζητήσει με τους λιθοξόους και τους χτίστες, που τον ή­ξεραν με το μικρό του όνομα, και να κάνει ατέλειωτες ερωτήσεις στον αρχιτέκτονα, τον Καλλικράτη, ο οποίος μισοαστειευόμενος του ζητούσε μερικές φορές να ελέγξει κάνα δυο υπολογισμούς.

Αφού περιεργάστηκε από κοντά τα θεμέλια για τις καινούριες κολόνες που θα στήνονταν στο ναό της Αθηνάς Νίκης, του θύμι­σα ότι σε λίγο θα ήταν η ώρα για τα απογευματινά του μαθήμα­τα, τα οποία παρακολουθούσα μαζί του στο σπίτι. Κούνησε α­πρόθυμα το κεφάλι και πρότεινε να παραβγούμε τρέχοντας μέ­χρι το σπίτι. Αποποιήθηκα την πρόκληση, όπως πάντα, αλλά α­γνόησε την άρνηση μου και κατέβηκε ολοταχώς το λόφο.

Βρισκόταν στο δωδέκατο έτος της ηλικίας του και οι πολυάριθ­μες ικανότητες του είχαν αρχίσει να γίνονται πια φανερές. Το Αη­δόνι δεν ήταν μόνο προικισμένο στη μουσική, διέθετε επιπλέον και δαιμόνιο πνεύμα - αν και αγόρια σαν κι αυτόν αφθονούσαν, μια και η Αθήνα τα καλλιεργούσε σαν αρωματικά χόρτα σε λαχανό­κηπο. Ακόμα όμως και μέσα σε αυτό το θερμοκήπιο πνευματικού

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 41

περιβάλλοντος της πόλης, ήταν ένα θαύμα, ένα προικισμένο παι­δί που μπορούσε να κάνει υπολογισμούς από μνήμης, προτού συ­ναντήσει το δάσκαλο του και τις αρπάξει από αυτόν για πρώτη φο­ρά, και του οποίου οι δεξιότητες σιη γλώσσα και την ανάγνωση ξεπερνούσαν εκείνες των αγοριών που είχαν τη διπλάσια από αυ­τό ηλικία. Μπορούσε να απαγγείλει μακροσκελή αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Στησίχορο από την αρχή ως το τέλος ή από οποιοδήποτε σημείο τού ζητούσε κάποιος να ξε­κινήσει. Μπορούσε ν' αναγνωρίσει τους συγγραφείς κάθε βιβλίου ή θεατρικού έργου των τελευταίων τετρακοσίων χρόνων ή ν' αυ­τοσχεδιάσει εύθυμα δεκάδες στίχους σε δακτυλικό εξάμετρο για οποιοδήποτε προτεινόμενο θέμα. Μπορούσε να συζητήσει την πυθαγόρεια θεωρία για τον υπολογισμό της υποτείνουσας και την αναλογία των μουσικών αρμονιών, να ερμηνεύσει το θεώρημα του Ιπποκράτη για τον τετραγωνισμό των μηνίσκων* και ν' ανοίξει συζήτηση για τις ασάφειες της ατομικής θεωρίας. Θαύμαζε τον Πίνδαρο, αν και ήταν αναγκασμένος να κρύβει τους παπύρους αυτούς από τον πατέρα του που δεν ενέκρινε τους Βοιωτούς συγ­γραφείς. Περιδιαβαίνοντας και μόνο στην Αθήνα, το αγόρι βρέ­θηκε περιτριγυρισμένο από ασυναγώνιστα από κάθε άποψη πρό­τυπα. Η ζωγραφική και η γλυπτική είχαν ήδη φτάσει σε τέτοια ακ­μή, που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει κανένας μεταγενέστερος καλλιτέχνης. Τα ονόματα του Ζεύξη, του Πολύκλειτου και του Πραξιτέλη συζητιούνταν από όλους. Η αρχιτεκτονική ήταν ζήτη­μα γοήτρου και κάλλους και διάσημοι αρχιτέκτονες συγκέντρω­ναν πολλούς ένθερμους θαυμαστές και παρατρεχάμενους, όπως συνέβαινε και με τους διάσημους καλλιτέχνες. Τα μαθηματικά διδάσκονταν παντού και μαθήματα γραμματικής, ρητορικής και

* Ιπποκράτης ο Χίος (470 περίπου-400 περίπου): σπουδαίος Έλληνας μαθη­ματικός σύγχρονος του Σωκράτη. Ίδρυσε σχολή στην Αθήνα και είναι ο πρώ­τος που επινόησε τη λύση του προβλήματος του διπλασιασμού του κύβου και α­νακάλυψε τον τετραγωνισμό του μηνίσκου στην προσπάθειά του να πετύχει τον τετραγωνισμό του κύκλου. Ο τετραγωνισμός του μηνίσκου αποτελεί την πρώτη απόδειξη τετραγωνισμού καμπυλόγραμμου σχήματος στην ιστορία των μαθη­ματικών. (Σ.τ.Μ.)

42 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΏΝ ΜΥΡΙΩΝ

δημόσιου λόγου δίνονταν ελεύθερα και σπουδάζονταν στην αγο­ρά και στις πλατείες της πόλης εδώ και μια εκατοστή χρόνια από περιοδεύοντες γραμματικούς.

Λίγο πριν από αυτή την περίοδο, η θεία Λήδα είχε αποφασί­σει να επιστρέψει στη Βοιωτία για να περισώσει ό,τι μπορούσε από την περιουσία του άντρα της από τη διαρπαγή άπληστων συγγενών. Κι ο Πρόξενος είχε πάει μαζί της. Το Αηδόνι είχε συ­ντριβεί από την απώλεια του ξαδέρφου του και όλο και περισσό­τερο στηριζόταν πάνω μου για παρέα. Ο Γρύλλος κατέληξε ότι το μέσο για να καλύψει το κενό στην ψυχή του Αηδονιού ήταν να το κρατά σε σωματική και πνευματική εγρήγορση όλη μέρα. Με τον Γρύλλο απόντα στην υπηρεσία της Εκκλησίας του Δήμου της Αθή­νας και τη μητέρα του απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού, το καθήκον αυτό ανατέθηκε σε μένα και στις στρατιές των δα­σκάλων που ο Γρύλλος είχε επιλέξει και προσλάβει με μεγάλη προσοχή. Παρά την αυστηρότητά τους αλλά και τις καλύτερες προσπάθειές μου, όταν έφυγε ο Πρόξενος, το Αηδόνι άρχισε να εμφανίζει μια αχαρακτήριστα σκληρή στάση, αποφασισμένο να δηλώσει την ανεξαρτησία του. Αντιδρούσε στις προσπάθειές μου να τον χαλιναγωγήσω και η προσπάθεια μου να υπερασπιστώ τις επικρίσεις και τις απαιτήσεις του Γρύλλου τον έκαναν να θυμώ­νει και να εξοργίζεται. Οι δάσκαλοι του κι εγώ προσπαθούσαμε αποφασιστικά να γεμίσουμε τη μέρα του με εποικοδομητικές δραστηριότητες, αλλά και στην ελάχιστη ένδειξη αγγαρείας ή α­νίας άφηνε στην άκρη τους παπύρους και τις δέλτους του κι έφευγε με μεγάλες δρασκελιές από το σπίτι ακριβώς όπως ήταν εκείνη τη στιγμή. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, καθώς όρμησε και ά­νοιγε δρόμο μέσα στην κατάμεστη πόλη, εγώ, ο εκνευρισμένος παιδαγωγός του, με διπλάσιο ύψος και μισή από την ταχύτητά του, μετά βίας κατάφερνα να τον ακολουθήσω.

Τρέχοντας πάρα πολύ γρήγορα μέσα από ένα στενό δρομά­κι, σκόνταψα πάνω σε κάποια βότσαλα του λιθόστρωτου κι έτσι τον έχασα. Εκείνος, προς μεγάλη μου φρίκη, συνέχισε χωρίς να τον βλέπω πια. Αυτό είχε ξαναγίνει, τρία χρόνια πρωτύτερα, και το περιστατικό αξίζει μια μικρή παρέκβαση. Τον είχα χάσει από

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 43

τα μάτια μου στη διάρκεια μιας γιορτής, όταν οι δρόμοι ήταν γε­μάτοι από ηθοποιούς, πωλητές και θεατές. Ο Γρύλλος θα σαλ-πάριζε την επομένη με το στόλο κι είχε πάρει μαζί του στη γιορ­τή το Αηδόνι, για να νιώσει την όλη συγκίνηση. Ήταν μια σπά­νια απόλαυση για τον νεαρό να συνοδεύει τον πατέρα του δημό­σια, αλλά ο Γρύλλος είχε λάβει τα μέτρα του, παίρνοντας κι εμέ­να μαζί τους και αναθέτοντας μου βλοσυρά την παρακολούθηση του παιδιού. Έτσι θα μπορούσε να χαιρετήσει τους ομότιμους του χωρίς εμπόδια. Το Αηδόνι βάδιζε περήφανα δίπλα στον πα­τέρα του, απαντώντας ευγενικά στις ερωτήσεις και τις φιλοφρο­νήσεις των συνεργατών του Γρύλλου. Παρ' όλα αυτά, το απρόσε­κτο παιδί ξέφυγε από την επίβλεψη μου, άγνωστο πώς, και χάθηκε μέσα στο συνωστισμό.

Ο Γρύλλος είχε απορροφηθεί εντελώς σε μια συζήτηση με με­ρικούς πολιτικούς σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου κι εγώ ή­μουν αυτός που αντιλήφθηκα πρώτος ότι το παιδί είχε χαθεί. Ο Γρύλλος με είδε που στεκόμουν στις μύτες των ποδιών μου και προσπαθούσα να δω μέσα στο πλήθος και κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Χωρίς να διακόψει σχεδόν καθόλου το ρυθμό της συνομιλίας του ή το εύθυμο χαμόγελο του, μου έσφιξε τόσο δυ­νατά τον ώμο, που μ' έκανε να μορφάσω, ύστερα έσκυψε και μου σφύριξε κατευθείαν μες στο αφτί:

«Αν το παιδί δε βρίσκεται δίπλα μου σε πέντε λεπτά, θα σε πουλήσω». Αυτό μόνο. Οι τρεις τελευταίες λέξεις ακόμα και τώ­ρα, πενήντα χρόνια μετά, κάνουν το λαιμό μου να σφίγγεται από το φόβο. Είχα πέντε λεπτά, αλλιώς η ζωή μου θα τελείωνε, προ­τού καλά καλά αρχίσει. Τέτοια εξουσία είχε πάνω μου ο Γρύλλος. Ύστερα συνέχισε χαμογελαστά τη συζήτηση του με τους συνα­δέλφους του που είχε αμελήσει για λίγο.

Το Αηδόνι δεν είχε σκοπό να χωριστεί από μας κι όταν κατά­λαβε τι είχε συμβεί, πανικοβλήθηκε. Ενώ στεκόταν στη μέση του δρόμου κλαίγοντας, τον έριξε σχεδόν κάτω ένας τεράστιος, μι-σομεθυσμένος ηθοποιός με πιθηκίσιο παρουσιαστικό, ένας ηθο­ποιός του δρόμου, ντυμένος με τη χαρακτηριστική ενδυμασία του: μια κεντημένη κελεμπία που άφηνε γυμνό το στέρνο, μάσκα

44 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

τραγωδίας και μαλλιά πλεγμένα με κορδέλες. Το Αηδόνι ήταν έ­να εκπληκτικά όμορφο αγόρι, με απαλό σταρένιο δέρμα, τερά­στια στρογγυλά μάτια, τόσο σκούρα, που έμοιαζαν σχεδόν μαύρα, και λευκά δόντια και δε θα μπορούσε να περάσει για πολλή ώρα απαρατήρητο τριγυρνώντας μόνο του στην πόλη. Ήταν τυχερό που ο ηθοποιός δεν αναζητούσε, όπως πολλοί του επαγγέλματος του, κάποιον κίναιδο, αλλά επρόκειτο μάλλον για έντιμο άνθρω­πο. Με το που είδε τον νεαρό πεσμένο κάτω, τον ρώτησε το όνο­μα του. Όταν ανακάλυψε μέσα από τα αναφιλητά του αγοριού ό­τι ήταν το Αηδόνι, που η μουσική του φήμη ήταν πασίγνωστη στους κύκλους των δραματουργών, ο άντρας του συστήθηκε κα­μαρωτά: «Ότος,* ο θρηνωδός, ξακουστός ερμηνευτής των μεγα­λύτερων Αθηναίων δραματουργών» και τον έβαλε να καθίσει με χαρά πάνω στους ώμους του. Μετά ο Ότος άνοιξε δρόμο και γέρ­νοντας από δω κι από κει μέσα στο πλήθος άρχισε να φωνάζει: «Γρύλλε! Άρχοντα Γρύλλε! Έχω ένα δέμα για σένα».

Οι συνάδελφοι του Γρύλλου άκουσαν πρώτοι τη φασαρία και κάποιος από αυτούς, κοιτάζοντας μέσα στο πλήθος, ρώτησε ψυ­χρά: «Γρύλλε, ο γιος σου δεν είναι αυτός που είναι ανεβασμένος στους ώμους αυτού του πιθηκάνθρωπου;» Ο Γρύλλος κοίταξε κα-ταπτοημένος την επεισοδιακή άφιξη του γιου του, που συνοδευό­ταν από τα χάχανα των παριστάμενων θεατών. Τα αυλάκια από τα δάκρυα έλαμπαν ακόμα πάνω στα σκονισμένα μάγουλα του Αη-δονιού, καθώς μας χαμογελούσε με ανακούφιση από εκεί ψηλά με μάτια αστραφτερά. Η έκφραση του Γρύλλου πάντως παρέ­μεινε παγερή όσο ποτέ άλλοτε. Αποδέσμευσε το βλαστάρι του πο­λύ προσεκτικά από τον Ότο και πέταξε ένα κομμάτι ασήμι στο δασύτριχο, δύσοσμο γίγαντα που το ανέμισε επιδεικτικά σαν νι­κητήριο δόρυ, γκαρίζοντας τις ευχαριστίες του. Ο Γρύλλος απο­χαιρέτισε ευγενικά τους ομότιμους του και μας οδήγησε κατευ­θείαν στο σπίτι, νεύοντας και χαμογελώντας στους περαστικούς, αλλά κρατώντας μας συνεχώς από το σβέρκο με μια θανατερή

* Ότος, που παραπέμπει στο Οτοτύξιοι, κωμικό κύριο όνομα στον Αριστοφά­νη, και σημαίνει άνθρωποι που θρηνούν. (Σ.τ.Μ.)

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 45

λαβή. «Αηδόνι», του σφύριξα, «ο πατέρας σου μου είπε να σε προ­σέχω, και τώρα να τι έκανες!» Όμως κανείς από τους δυο μας δεν ήταν σε θέση να συζητήσει περισσότερο το θέμα, επειδή ο Γρύλ­λος έσφιξε ακόμα περισσότερο τη λαβή στο σβέρκο μας. Έφαγα τόσο ξύλο εκείνο το βράδυ, που το άκουσαν όλοι, αν και η τιμω­ρία ήταν ήπια σε σύγκριση με αυτή του Αηδονιού. Σ' εκείνο ο Γρύλλος δεν είπε ούτε λέξη. Κανένα άγγιγμα, καμιά χειρονομία. Μόνο ένα σύντομο βλέμμα περιφρόνησης και απογοήτευσης, και το πρωί είχε φύγει, είχε ξαναγυρίσει στον πόλεμο. Παρόλο που τα δικά μου πισινά είχαν ανάψει, το Αηδόνι ήταν εκείνο που πολ­λές νύχτες μετά το γεγονός αποκοιμιόταν βουτηγμένο στο κλάμα, παρά τις προσπάθειες μου να το πείσω για το πραγματικό εν­διαφέρον του πατέρα του για το καλό του.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο δρομάκι, εκεί όπου είχα σκοντά­ψει: όταν κατόπιν ανέκρινα το Αηδόνι, μου είπε ακριβώς τι συ­νέβη όταν ξέφυγε τρέχοντας μπροστά από μένα. Στρίβοντας σε μια γωνιά βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε μια μαγκούρα που είχε απλωθεί οριζόντια κατά μήκος του μονοπατιού. Προσπάθησε χα­ρούμενα να περάσει από κάτω, αλλά ο κάτοχος της μαγκούρας επιδέξια εμπόδισε την κίνηση του και του έδωσε ένα χτύπημα στο στέρνο για να καταλάβει. Το Αηδόνι προσπάθησε να παρα­κάμψει την άκρη της μαγκούρας, αλλά ο κάτοχός της την έσπρωξε μπροστά ακόμα περισσότερο, χώνοντας την άκρη της σε μια ρωγ­μή του ξεφτισμένου σοβά στον απέναντι τοίχο του σοκακιού. Έχο­ντας εμποδίσει την πορεία του αγοριού, η μαγκούρα χρησιμο­ποιήθηκε σαν γκλίτσα τσοπάνη για να το σπρώχνει από τα πλά­για, ώσπου η πλάτη του ακούμπησε στον τοίχο με τη μαγκούρα να το πιέζει στην κοιλιά. Με την ηλικία και την ανάπτυξη που εί­χε το Αηδόνι θα μπορούσε εύκολα ν' απωθήσει την άκρη της μα-γκούρας από το σώμα του και να ελευθερωθεί, αλλά ξαφνικά, με μια επιδέξια κίνηση, ο μαγκουροφόρος πέρασε το ραβδί πίσω α­πό τα γόνατά του με τέτοιο τρόπο -ακόμα απορώ με την ταχύτη­τα-, ώστε με μια ελάχιστη απότομη κίνηση του καρπού του τα πό­δια του αγοριού γλίστρησαν και προσγειώθηκε γρυλίζοντας πά­νω στα πισινά του. Το Αηδόνι κοίταξε με έκπληξη τη μαγκούρα

46 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΝ ΜΥΡΙΩΝ

καθώς απομακρυνόταν από τα πόδια του και ακολουθώντας τη με το βλέμμα του αργά κατά μήκος έφτασε και στο σημείο επαφής με τον κάτοχο της, που είχε ένα ροζιασμένο, χοντροκομμένο γέ­ρικο χέρι σαν κανενός αρχαίου μάντη. Αυτό με τη σειρά του ε­νωνόταν με ένα γεροδεμένο καρπό και ένα μαλλιαρό, σημαδε­μένο μπράτσο - ένα μπράτσο που στον καιρό του πρέπει να είχε γευτεί ένα σωρό μάχες, αν και μάλλον με ξίφος παρά με ξύλινο στυλιάρι και μάλλον με Σπαρτιάτες και Θηβαίους παρά με γε­μάτα αυτοπεποίθηση αγοράκια.

Τα μάτια του Αηδονιού συνέχισαν την ανοδική πορεία τους στο μπράτσο του χειριστή του μπαστουνιού, ώσπου έφτασαν σ' ένα πολύ αξιοπρόσεκτο πρόσωπο που ανήκε σε κάποιο άντρα τον ο­ποίο έβλεπε συχνά στην αγορά να μιλάει σε παρέες νεαρών. Το πρόσωπο ήταν ίδιο και απαράλλακτο με του Μαρσυα του σάτυ­ρου, τη χάλκινη εικόνα του οποίου είχα κοροϊδέψει και δείξει στο Αηδόνι. Τα μάτια του άντρα ήταν στρογγυλά και πεταχτά, η μύ­τη του σπασμένη σαν κανενός πυγμάχου και τα παχιά του χείλη χώριζαν στη μέση το καταζαρωμένο του πρόσωπο σαν κι εκείνα τα δαμάσκηνα της Εφέσου που έβρισκες στην αγορά τις γιορτι­νές μέρες. Το κρανίο του ήταν εντελώς λείο και καραφλό στην κο­ρυφή, με λιγδιασμένες τούφες άσπρων μαλλιών να κρέμονται στα πλάγια και πίσω σε μακριές πλεξούδες, ενώ ο κουρελιασμένος, κα-κοφτιαγμένος του χιτώνας, που οι λαδιές του έδειχναν καθαρά τι είχε φάει για μεσημέρι εκείνη τη μέρα αλλά και αρκετές από τις προηγούμενες, δεν μπορούσε να κρύψει την τεράστια κοιλιά, η οποία ξεπρόβαλλε πάνω από δύο εντελώς άτριχα, ψηλόλιγνα πό­δια, σαν κανενός τεράστιου, άγαρμπου πτηνού.

Ως παλιός στρατιώτης που ήταν, ο άντρας σταμάτησε να εξε­τάζει κριτικά τη λεία του, ενώ τα μάτια του, παρά το άσχημο πα­ρουσιαστικό του, έλαμψαν χαρούμενα όταν μίλησε.

«Σου ζητάω συγνώμη, παλικάρι μου», κάγχασε, σαν ν' απολο­γιόταν που είχε παγιδέψει τυχαία το Αηδόνι στο σοκάκι και το περ-δούκλωσε με το ξύλινο ραβδί του, ώσπου να πέσει φαρδύ πλατύ κάτω. «Αναρωτιόμουν όμως μήπως θα είχες την καλοσύνη να μου πεις πού θα μπορούσα ν' αγοράσω λίγα γογγύλια».

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 47

Το αγόρι στύλωσε το βλέμμα του μπροστά, κατάπληκτο από αυτή την παράξενη ερώτηση. Τη σκέφτηκε προσεκτικά, κοίταξε τριγύρω για να δει αν υπήρχε κάποιος άμεσος τρόπος διαφυγής και αφού συνειδητοποίησε ότι η προσπάθεια ήταν άκαρπη, είπε με την τραγουδιστή φωνή του. «Μάλιστα κύριε. Στους πρώτους πά­γκους, καθώς μπαίνουμε στην αγορά από τη νότια πλευρά, που­λάνε όλων των ειδών τα φρούτα και τα λαχανικά. Σίγουρα θα βρεί­τε εκεί γογγύλια».

Ο άντρας μούγκρισε συναινετικά, αλλά εξακολούθησε να στέ­κεται εκεί που ήταν, με τη μαγκούρα να αιωρείται απειλητικά πάνω από το κεφάλι του αγοριού, καθώς προσπαθούσε να κατα­λάβει πλήρως την απάντηση, αργά και κάπως σαστισμένα. Σε αυ­τό ακριβώς το σημείο ήταν που έφτασα τρέχοντας κι εγώ, λαχα­νιασμένος και καταϊδρωμένος, και σταμάτησα κατάπληκτος στη θέα αυτού του χοντρού ανθρώπου με το παράξενο παρουσιαστι­κό που στεκόταν πάνω από τον προστατευόμενο μου κραδαίνο­ντας τη μαγκούρα. Με κοίταξε καταπρόσωπο και αντέκρουσα το βλέμμα του με βλοσυρό ύφος, αλλά μετά είδα ότι τα μάτια του ά­ντρα ξαναγύρισαν στο Αηδόνι που κρατούσε ασάλευτη τη ματιά του. Ένα ίχνος χαμόγελου είχε αρχίσει να σχηματίζεται στα χεί­λη του αγοριού.

«Και πού θα μπορούσα να βρω», συνέχισε ο άντρας, «λίγο απ' αυτό το καλό χωριάτικο ψωμί της Αττικής, εκείνο το στρογγυλό καρβέλι, το αχνιστό ακόμα από το φούρνο;»

Αυτή η απάντηση ήταν εύκολη, μια και το Αηδόνι το ίδιο εκείνο πρωί είχε ακριβώς βουτήξει κάμποσο απ' αυτό το ψωμί. Είδα μά­λιστα ένα ξεροκόμματο χωμένο στη ζώνη του προφανώς για το α­πογευματινό του. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι η θέα αυτού του ξεροκόμματου είχε προκαλέσει την ερώτηση του γέρου.

«Μα στο δρόμο με τους φούρνους, φυσικά», απάντησε. «Δεν πουλάνε όλα τα μαγαζιά το αττικό ψωμί που ζητάς, αλλά το τρίτο μαγαζί στ' αριστερά πολύ πιθανό να έχει και μπορείς να είσαι σί­γουρος για την ποιότητα του». Γέλασε πλατιά και αυτή τη φορά ο άντρας τού το ανταπόδωσε εγκάρδια, αγνοώντας με εντελώς και κοιτάζοντας με ειλικρίνεια, με πατρική σχεδόν λατρεία το Αηδόνι

48 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

για τη γρήγορη και σαφή απάντηση του. Είδα περαστικούς με την άκρη του ματιού μου να στριμώχνονται ανάμεσα στον τοίχο και τον γέρο χαζεύοντας μας για λίγο και μετά να χαμογελάνε, καθώς συνέχιζαν το δρόμο τους, κουνώντας το κεφάλι... από τι; Από ορ­γή; Λύπηση; Για το γερο-σάτυρο ή για εμάς; Ο άντρας κατέβασε τη μαγκούρα και την τοποθέτησε όρθια δίπλα του και το Αηδόνι σηκώθηκε στα πόδια του, αν και με κάποια προσοχή, μήπως και ξαναβρεθεί φαρδύ πλατύ μέσα στη σκόνη. Το άρπαξα από το μπράτσο και του μίλησα απότομα.

«Αηδόνι, πάμε! Ο πατέρας σου έχει την εντύπωση ότι κάνου­με τα μαθήματα μας τώρα...» κι άρχισα να τον τραβάω προς τα πίσω στο σοκάκι, από εκεί που είχαμε έρθει. Άρχισε να πισωγυ­ρίζει, αλλά μόλις ανέφερα τον πατέρα του, ξέφυγε ανυπόμονα α­πό το χέρι μου και στάθηκε κοιτάζοντας τον γέρο, με το πρόσω­πο ξάστερο και γεμάτο προσδοκία.

«Μία ακόμα ερώτηση για σένα, νεαρέ, αν έχεις λίγο χρόνο να σπαταλήσεις», είπε ο παράξενος άνθρωπος. Το Αηδόνι σχεδίαζε ήδη την απάντησή του, έτοιμο να κάνει επίδειξη του χαρισματι­κού του λόγου, όπως έκανε συχνά για τους φίλους του πατέρα του, που του έκαναν εύκολες ερωτήσεις τις οποίες ήξεραν ότι μπο­ρούσε να απαντήσει. «Πού θα έπρεπε να συχνάζουν οι άντρες για να γίνουν καλοί και έντιμοι;»

Το πρόσωπο του Αηδονιού σκυθρώπιασε από σύγχυση και στη συνέχεια από απογοήτευση, καθώς ανακάλυψε ότι είχε χάσει ε­ντελώς τα λόγια του.

«Δεν ξέρεις;» είπε ο άντρας. «Κρίμα, για ένα τόσο έξυπνο πα­λικάρι σαν κι εσένα. Έλα μαζί μου και θα σου δείξω».

Εκείνο το απόγευμα ο γέρος οικοδιδάσκαλος καθόταν εξορ­γισμένος στο σπίτι του Γρύλλου, περιμένοντας μέσα στο όλο και πυκνότερο σκοτάδι ένα μαθητή που δεν ήρθε. Το Αηδόνι κι εγώ είχαμε περπατήσει με κόπο ως την αγορά μαζί με τον παράξενο γέρο και περάσαμε την υπόλοιπη μέρα εκεί παρέα με αυτόν και τους οπαδούς του. Η εκπαίδευση του αγοριού ως μαθητή του Σω­κράτη είχε αρχίσει.

3

Ο ΑΝΤΙΝΟΟΣ ΗΤΑΝ ένας χοντροκομμένος νεαρός, με ώμους φαρ-διούς και γερούς σαν κιονοστοιχία ναού. Γάμπες σαν κούτσουρα στήριζαν ένα χοντρό κορμό, όμοιο ακριβώς με το καλλιτεχνικό ιδεώδες, αλλά το αποτέλεσμα ήταν άχαρο: η κοιλιά του είχε στην πραγματικότητα την ίδια περίμετρο με το στέρνο του, δίνοντας του ένα βαρύ, σχεδόν απαίσιο παρουσιαστικό, πολύ πιο άνευρο από την αγαπημένη κωνική στήλη ενός γλύπτη. Παρόλο που δεν ήταν καθόλου ψηλός, η περιφέρεια του έμοιαζε να του προσθέ­τει ύψος πέρα από το κανονικό. Η όλη εικόνα συμπληρωνόταν από κεφάλι και πρόσωπο σύμφωνα και ανάλογα με την υπόλοι­πη κατασκευή: ένα καταζαρωμένο μέτωπο και ένα προτεταμένο σαγόνι, αν και όχι υπερβολικά, και μια εκπληκτική μύτη σε μή­κος και ομαλότητα, εκπληκτική, λέω, λόγω του επαγγέλματος του, το οποίο συχνότατα είχε ως αποτέλεσμα μια προβοσκίδα που κρεμόταν σαραβαλιασμένη στα πλάγια ή μια μύτη με πα­ράξενα εξογκώματα των χόνδρων που στράβωναν την ισορροπία της.

Ειδικότητα του εικοσιδυάχρονου αθλητή ήταν το παγκράτιο, η ολοκληρωτική, άνευ ορίων πάλη που συνδύαζε λακτίσματα, πυγμαχία και λαβές. Το άθλημα ήταν φανατικά αγαπητό στην Αθήνα, παρά την απίστευτη βιαιότητα του - και τα πιο πονηρά κόλπα περιλάμβαναν σπάσιμο δαχτύλων, κλοτσιές στα αχαμνά ή στρίψιμο και βγάλσιμο από την κλείδωση της επιγονατίδας του αντιπάλου. Υπήρχε ολόκληρη σειρά από κινήσεις που αποσκο­πούσαν στην εισαγωγή του αντίχειρα μέσα σε διάφορες σωματι­κές κοιλότητες. Το δάγκωμα και το βγάλσιμο του ματιού ήταν α­παγορευμένα, αλλά ο κανόνας αυτός μόνο σποραδικά εφαρμο-

50 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ζόταν. Η δεξιοτεχνία του Αντίνοου στο άθλημα ήταν τέτοια, που του είχε αποφέρει κάποτε προσωρινή απαλλαγή από τη στρα­τιωτική εκπαίδευση. Στο διάστημα αυτό είχε εξασκηθεί με τους πιο φημισμένους προπονητές της πόλης, σε μια προσπάθεια να κερδίσει το δάφνινο στεφάνι στο άθλημα αυτό στους ολυμπια­κούς αγώνες.

Δυστυχώς αχρηστεύτηκε λίγες μέρες πριν από τους αγώνες, ό­ταν μια αδέξια δούλη έχυσε ένα κατσαρόλι με καυτό λάδι στο πί­σω μέρος του δεξιού του ώμου, παροπλίζοντας τον για μήνες και αφήνοντας του μια καταφανώς άσχημη, σουφρωμένη ροζ ουλή, πλατιά σαν απλωμένο ανθρώπινο χέρι.

Παρά την καθημερινή χρήση αλοιφών και καταπλασμάτων, το δέρμα δεν είχε καταφέρει ν' αποκατασταθεί εντελώς. Ο ιστός της ουλής είχε σκληρύνει και έσκαγε περιοδικά, σαν ροζιασμένος κάλος ποδιού, παρατεντωμένος κατά τα φαινόμενα για την πε­ριοχή που κάλυπτε. Η υπερβολική ευπάθεια της ουλής εμπόδιζε τον Αντίνοο να ξαναγίνει πρωταθλητής πάλης και αυτή η ανα­τροπή των φιλοδοξιών του θα επέσπευδε την επιστροφή του στη συνηθισμένη ζωή των στρατοπέδων, αν δεν τον εντόπιζε το έ­μπειρο μάτι του Γρύλλου.

Αν το Αηδόνι ήταν ο γιος που δεν περίμενε ν' αποκτήσει ο Γρύλλος, ο Αντίνοος ήταν αυτός που ένιωθε ότι του άξιζε και, λί­γο μετά την επιστροφή του πυγμάχου, ο Γρύλλος, πρώην πα-γκρατιστής και ο ίδιος, τον προσέλαβε με υπέρογκη αμοιβή για να έρχεται στο σπίτι τρεις φορές την εβδομάδα και να συμπλη­ρώνει τη συνηθισμένη γυμναστική εξάσκηση του Αηδονιού. Στην πίσω αυλή, που χρησιμοποιούσαν ελάχιστα, κατασκευάστηκε έ­να πρόχειρο σκάμμα που χωριζόταν από το πίσω δρομάκι με έ­ναν γκρεμισμένο πέτρινο τοίχο· αυτό έγινε το μικρό κολαστήριο του Αηδονιού, όποτε ερχόταν ο Αντίνοος. Εξασκούνταν ολόγυ­μνοι, φορώντας μόνο χοντρά δερμάτινα λουριά περασμένα σφι­χτά γύρω από τις γροθιές τους, ώστε να προστατεύεται το λεπτό δέρμα των αρθρώσεων. Το λευκό, άτριχο σώμα του αγοριού ερχό­ταν σε έντονη αντίθεση με τον υπερβολικά μυώδη κορμό του Αντί­νοου.

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 51

Στην αρχή οι μέθοδοι του αθλητή έριχναν αναίσθητο το Αη­δόνι - αυτές οι προπονήσεις ήταν από μόνες τους αρκετές για να συντρίψουν κάθε θνητό. Ο Αντίνοος τέντωνε τους τένοντες και τους μυς του αγοριού σε σημείο που το έκανε να σπαράζει από πόνο, αισθανόμενο ότι το δέρμα του θα σκιστεί σαν τσιγαρόχαρ­το, και με θολωμένη την όραση πάσχιζε να μη λιποθυμήσει- το Αηδόνι αισθανόταν λες και το δέρμα του θα άνοιγε σαν κακοϋ-φασμένο ρούχο. Η εξάσκηση με βάρη έκανε τους τρικέφαλους και θωρακικούς του μυς να συσπώνται σπασμωδικά, καθώς ο Αντίνοος τον έβριζε και τον βλαστημούσε.

«Ακόμα μια φορά, κλαψιάρικη πατσαβούρα! Η αδερφή μου που είναι εννέα χρόνων θα έσπρωχνε περισσότερο. Σπρώξε!»

Όταν το Αηδόνι σωριαζόταν με την κοιλιά στο χώμα, ενώ έ­κανε κάμψεις, με τα δάκρυα να τρέχουν άθελα από τα μάτια του, ο Αντίνοος καθόταν από πάνω του με τα πόδια ανοιχτά και τον α­νασήκωνε από το στέρνο, αναγκάζοντας τον να κάνει κι άλλες κάμψεις μόνο με τα τρία τέταρτα του σωματικού του βάρους, κι ύστερα με το μισό, αφού τα χέρια του Αηδονιού εξασθενούσαν α­κόμα περισσότερο, ώσπου τελικά, τη στιγμή που η μυϊκή του α­δυναμία ολοκληρωνόταν, άφηνε το παιδί να ξαναπέσει κάτω. Τρία λεπτά ξεκούραση κι ύστερα άλλος ένας γύρος από τα ίδια, κι α­κόμα ένας, ώσπου ήταν ανίκανο πια να σηκωθεί κι έμενε ξαπλω­μένο ασθμαίνοντας και μούσκεμα στον ιδρώτα, κοιτάζοντας τον εκπαιδευτή του με μάτια γεμάτα μίσος, ενώ ο Αντίνοος ακου­μπούσε στον τοίχο, ξύνοντας αφηρημένα το αρκουδίσιο στέρνο του.

Εκτελούσα κι εγώ μαζί του τις ασκήσεις, σε ένδειξη αλληλεγ­γύης, αλλά και για να δυναμώσω τα δικά μου μέλη, αλλά ο Αντί­νοος με αγνοούσε, ένας απλός δούλος ήμουν, και το Αηδόνι όμως έκανε το ίδιο - αυτή ήταν μια δοκιμασία που προτιμούσε ν' αντέξει μόνο του. Τη νύχτα, αφού είχε φύγει ο Αντίνοος και το Αηδόνι εί­χε συνέλθει κάπως με το προσεκτικό μασάζ που του έκανα στους βασανισμένους μυώνες του, κατέκρινε τη σκληρότητα του πατέ­ρα του, αντικρούοντας τις ήπιες διαμαρτυρίες μου για τις γνήσια καλές προθέσεις του Γρύλλου. Το Αηδόνι ορκιζόταν ότι δε θα

52 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

έμενε ούτε μία μέρα παραπάνω στο σπίτι, ότι θα το έσκαγε μό­λις μπορούσε να σταθεί και πάλι στα πόδια του - αλλά την επο­μένη, καθώς οι φλογισμένοι μύες του άρχιζαν να γιατρεύονται, υ­παναχωρούσε στην απόφαση του ν' αψηφήσει τον πατέρα του και σκλήραινε απλώς το πρόσωπο του για να επιβιώσει στην ε­πόμενη συνάντηση.

Αρκετοί μήνες τέτοιας προσπάθειας είχαν επιφέρει ελάχιστα ορατά αποτελέσματα στο σώμα του -εξακολουθούσε να είναι ο α­δύνατος, κάπως νόστιμος νεαρός που ήταν πάντα-, αλλά είχε βελ­τιωθεί αρκετά η ανεκτικότητα του στον πόνο και, όταν ο Αντίνο-ος πείστηκε πια ότι το φορμάρισμα είχε αρχίσει να έχει το επι­θυμητό αποτέλεσμα, προχώρησε στο επόμενο στάδιο: την πραγ­ματική εκπαίδευση στο παγκράτιο.

Γι' αυτό το σκοπό έφερε μαζί του και βοηθό, το μικρότερο α­δερφό του, δυο χρόνια μεγαλύτερο από το Αηδόνι. Το αγόρι αυ­τό ήταν πολύ λεπτότερο από τον Αντίνοο και μολονότι δυνατό και γρήγορο, του έλειπε η τραχιά ομορφιά του αδερφού του. Πιο πι-θηκοειδής στην εμφάνιση, με ένα στρώμα από σκούρο τρίχωμα σε όλο το σώμα και χοντροκομμένο σαγόνι, είχε μακριά, πελώ­ρια χέρια που έφταναν σχεδόν στα γόνατα του όταν ήταν χαλα­ρωμένα. Το μυαλό του ήταν κλούβιο, τα μάτια του χάζευαν νω­θρά, μιλούσε με πολύ μεγάλη προσπάθεια κι είχε πάντα ένα α­νόητο χαμόγελο, παρά τη σωρεία των σιχαμερών επιθέτων με τα οποία τον έλουζε ο αδερφός του για τη βλακεία και τη χαζομάρα του. Ο Αντίνοος αρνιόταν ακόμα και να φωνάξει τον νεαρό με το όνομα του, λες και τον θεωρούσε πολύ χαζό και ζώο για να του α­ξίζει όνομα, και το φώναζε απλώς Αγόρι, αλλά ακόμα και τότε α­πρόθυμα, λες και δεν ήθελε να προκαλέσει υπερβολική προσοχή στην εξ αίματος συγγένεια. Κατά βάθος, το Αγόρι ήταν αρκετά ή­ρεμος τύπος, που πίστευε ότι μοναδική του αποστολή στη ζωή ή­ταν να ευχαριστεί τον Αντίνοο, τον οποίο ακολουθούσε σαν σκυ­λάκι. Είχε ελάχιστο ταλέντο στις πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές της πολεμικής τέχνης, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν γρήγορος και δυνα­τός και είχε αφομοιώσει αρκετά για να είναι επικίνδυνος, ενώ πα­ράλληλα ήταν χρήσιμος για ανάξιους αρχάριους. Καθώς το Αγό-

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 53

ρι γρονθοκοπούσε ανηλεώς το Αηδόνι, ο Αντίνοος παρακολου­θούσε με κριτικό μάτι, μαστιγώνοντας τους αδιακρίτως με έναν κόπανο, ένα χοντρό ραβδί που χρησιμοποιούσαν οι διαιτητές για να χωρίζουν τους συμπλεκόμενους αντιπάλους.

Σε μια σύντομη διακοπή από τα καθήκοντα του, ο Γρύλλος ζήτησε να παρακολουθήσει μια συνάντηση για να εκτιμήσει την πρόοδο του γιου του. Έδωσε εντολή στον Αντίνοο να μην ετοι­μάσει τίποτα ιδιαίτερο, αλλά να κάνει την προπόνηση με το συ­νηθισμένο τρόπο, ενώ εκείνος καθόταν ήσυχα σ' ένα σκαμνί σε μια γωνιά της αυλής. Το Αηδόνι κοίταξε μια φορά τον πατέρα του, ύ­στερα αγριοκοίταξε και κλότσησε την άμμο και πήρε θέση, πε­ριμένοντας το σύνθημα του Αντίνοου για ν' αρχίσει να παλεύει.

Με το χτύπημα των χεριών, το Αηδόνι έκανε ένα βήμα προς τον αντίπαλο προσεκτικά κι έπειτα από δυο γρήγορες προσποι­ήσεις όρμησε προς τα γόνατα του Αγοριού για να το ανατρέψει, κάνοντας του λαβή και στα δύο πόδια. Το μεγαλύτερο αγόρι ξά­πλωσε κάτω, με προβολή του ποδιού πίσω, για να εμποδίσει μια λαβή του Αηδονιού στους μηρούς, κι ύστερα έγειρε με όλο το βά­ρος του κορμού του πάνω στους ώμους του Αηδονιού, ξαπλώνο­ντας το με το πρόσωπο μέσα στην άμμο. Ο Αντίνοος ράβδισε το Αγόρι στην πλάτη για να σταματήσει τον αγώνα και αηδιασμένος έγνεψε στα παιδιά να σηκωθούν. Ο Γρύλλος παρακολουθούσε α­παθής.

Ο Αντίνοος ξανάδωσε το σύνθημα για ν' αρχίσει ο αγώνας και αυτή τη φορά το Αηδόνι έκανε κύκλους επιφυλακτικά γύρω από το Αγόρι για μερικά λεπτά, προτού ξαναριχτεί αστραπιαία στο έ­να γόνατο και βουτήξει κάτω από τα τεράστια χέρια του άλλου παιδιού για να του κάνει λαβή στο ένα πόδι, ελπίζοντας να ρίξει με την πλάτη κάτω το Αγόρι. Προτού όμως καν αγγίξει το πόδι του Αγοριού, εκείνο κατέβασε απότομα το γόνατο του στο πρόσω­πο του Αηδονιού, χτυπώντας το κατευθείαν στο σαγόνι με έναν έντο­νο κρότο και ρίχνοντας το κάτω βαριά σαν κανένα σακί κριθάρι πε­ταμένο από κάποιον χαμάλη του λιμανιού. Καθώς το Αηδόνι κει­τόταν ακίνητο, κοίταξα φευγαλέα τον Γρύλλο που δε σηκώθηκε, αλλά μισόκλεισε τα μάτια του, καθώς παρατηρούσε προσεκτικά

54 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

το γιο του. Ο Αντίνοος πλησίασε με το πάσο του και σήκωσε α­πότομα το Αηδόνι στα πόδια του.

«Θα ζήσεις», είπε άγρια, αφού εξέτασε στα γρήγορα τα μάτια και το πρησμένο χείλος του αγοριού, εκεί που είχε χτυπήσει. Ήταν η μεγαλύτερη τρυφερότητα που είχα δει να εκφράζει ποτέ ο Αντί­νοος.

Ξανά και ξανά το Αηδόνι βουτούσε για να πετύχει ανατροπή και ο Γρύλλος παρακολουθούσε το γιο του με το πρόσωπο του να χώνεται στο χώμα ή να πέφτει ανάσκελα ή να υποφέρει από το γόνατο του Αγοριού που κατευθυνόταν δυνατά στα νεφρά του. Κάθε φορά έπεφτε αναίσθητο για μια στιγμή, προτού ξαναστα-θεί αποφασιστικά στα πόδια του, με το πρόσωπο ματωμένο και τα μάτια σχεδόν κλειστά από το πρήξιμο. Αφού κουνούσε το κε­φάλι για να καθαρίσει το βλέμμα του, κοίταζε έντονα προς το μέ­ρος του πατέρα του, λες και προσπαθούσε ν' αποτυπώσει στη μνή­μη κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του, προτού επιστρέψει στη γωνιά του στην παλαίστρα, κοιτάζοντας οργισμένα το Αγόρι. Ο Αντίνοος άρχισε ν' ανησυχεί ότι αυτό δεν ήταν η επίδειξη δεξιο­τεχνίας που ήλπιζε ότι θα έδειχνε στον Γρύλλο αλλά μάλλον ένα θέαμα βουβής κτηνωδίας, που χαρακτηριζόταν από καθαρή επι­μονή και ηλιθιότητα παρά από κάποια βελτιωμένη ποιότητα.

«Το μάθημα τελείωσε», γρύλισε αρκετές φορές ο Αντίνοος, ελ­πίζοντας να δει το Αηδόνι να καταρρέει ως συνήθως από ανα­κούφιση. Κάθε φορά, όμως, το αγόρι κουνούσε το κεφάλι του σιωπηλά και επέστρεφε αποφασιστικά στη γωνιά του για έναν α­κόμα γύρο. Ο Αντίνοος το κοίταζε με απόγνωση. «Κράτα ψηλά το κεφάλι σου τότε», έλεγε, ή «θα πρέπει να τον στριμώξεις προτού σε ρίξει κάτω. Εγώ ο ίδιος θα σου σπάσω τη μύτη, αν δεν αρχί­σεις να χρησιμοποιείς το γαμημένο σου μυαλό όταν παλεύεις».

Ο Γρύλλος ανακάθισε ανήσυχος, καθώς το πρόσωπο του γιου του είχε γίνει αγνώριστο από το πρήξιμο. Το Αγόρι γελούσε χα­ζά έπειτα από κάθε αποτυχημένη έφοδο του Αηδονιού εναντίον του. Ο Αντίνοος όμως δεν άντεχε άλλο. Δε θα ανεχόταν να δει έ­να μαθητή του να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια του ίδιου του πατέρα του. Είδα τον εκπαιδευτή να κοιτάζει φευγαλέα το Αγόρι

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 55

και να του γνέφει σιωπηλά, με ένα σινιάλο γνωστό και στους δυο τους.

Το Αηδόνι ταλαντευόταν αβέβαια πάνω στα πόδια του, αλλά κινήθηκε αποφασιστικά προς το κέντρο της παλαίστρας και έκα­νε μια βίαιη κίνηση για ανατροπή του αντιπάλου. Το Αγόρι έκα­νε ένα επιδέξιο βήμα στο πλάι και κλότσησε στα πλάγια. Το πό­δι του Αηδονιού περδουκλώθηκε κάτω από το δικό του και τα χέ­ρια του γράπωσαν μόνο τον αέρα, καθώς έσκαγε στο χώμα γρυ­λίζοντας, με μια μπερδεμένη και σαστισμένη έκφραση στα μάτια.

Το Αγόρι κινήθηκε αστραπιαία. Πιέζοντας το ιδρωμένο του στήθος στην πλάτη του Αηδονιού, του έκανε λαβή στη ραχοκο­καλιά με τα πόδια σφιγμένα γύρω από το στομάχι του αντιπάλου του και το ποντίκι του μπράτσου του γύρω από το λαιμό του, ενώ πίεζε με το ελεύθερο χέρι του το κεφάλι του Αηδονιού προς τα ε­μπρός, κόβοντας του την αναπνοή. Τα μάτια του Αηδονιού πε­τάχτηκαν έξω, παρά το πρήξιμο τους, και η γλώσσα του πρόβα­λε από τα σκισμένα του χείλη, ενώ στριφογύριζε ανήμπορα τα πόδια του. Χτυπούσε δυνατά τα χέρια του από πάνω και πίσω του, αναζητώντας να γραπώσει οτιδήποτε -μαλλιά, ρουθούνια-, σε μια απελπισμένη προσπάθεια ν' απομακρύνει το μπράτσο του Αγοριού από το λαρύγγι του. Σ' αυτό τον αγώνα του κατάφερε να πιάσει κάπως με τα νύχια του το λοβό του αφτιού του Αγοριού, ξε­κολλώντας τον από τη λεπτή του σύνδεση στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού του. Ουρλιάζοντας από πόνο το Αγόρι τον παράτησε κι έκανε πίσω με το στόμα να ανοιγοκλείνει βουβά από αμηχανία. Ύστερα τα μάτια του στένεψαν από λύσσα.

Το Αηδόνι στυλώθηκε στα πόδια του, παίρνοντας ξαφνικά ε­νεργητικότητα από την απρόσμενη επιτυχία του, και κύκλωσε ε­πιφυλακτικά το Αγόρι, καθώς το κοίταζε θλιμμένα και κρατούσε το ματωμένο του αφτί. Οι δύο αντίπαλοι κοιτάχτηκαν στα μάτια. Οι μύες του Αηδονιού τρεμόπαιζαν από κούραση και ένταση. Εί­δα ότι ο Γρύλλος είχε ανακαθίσει και παρακολουθούσε τώρα τον αγώνα με αμείωτο ενδιαφέρον, καθώς τα δύο αγόρια ακινητο­ποιήθηκαν στιγμιαία, δοκιμάζοντας τα αντανακλαστικά του άλ­λου, προκαλώντας ο καθένας τον άλλον να επιτεθεί.

56 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Αυτή τη φορά ήταν το Αγόρι που επιτέθηκε πρώτο και με μια γρήγορη, γατίσια κίνηση γονάτισε στο ένα πόδι, άρπαξε από τα πόδια το Αηδόνι, προτού προφτάσει να κάνει πίσω και να ξεφύ­γει από τη λαβή, και το σήκωσε ψηλά στον αέρα. Το Αηδόνι, ό­μως, έχοντας καταλάβει το αδύνατο σημείο του αντιπάλου του, άρ­χισε να χτυπά επαναληπτικά το πληγωμένο αφτί με τη γροθιά του. Το γρονθοκόπημα ζάλισε το Αγόρι, που έριξε κάτω με λύσ­σα το Αηδόνι, ενώ το αφτί του μεταβλήθηκε σε μια καταμέλανη και πρησμένη άμορφη μάζα μπροστά στα μάτια μας. Προτού το Αηδόνι μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια του, το Αγόρι έκανε δυο γρήγορα βήματα προς τα εμπρός και του κατάφερε μια τρο­μερή κλοτσιά στα πλευρά, ξαπλώνοντας το με την κοιλιά στην ά­κρη της παλαίστρας, ξέπνοο. Το Αγόρι το κοίταξε άγρια για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν προσποιητή η εξάντληση και μετά κά­θισε καβάλα πάνω στην πλάτη του Αηδονιού, με μια τρελή έκ­φραση να περνά φευγαλέα από το πρόσωπο του, κρύβοντας τον πόνο που είχε φανερώσει ένα λεπτό πριν, όταν είχε κοπεί το αφτί του.

Πιάνοντας για μία ακόμα φορά το Αηδόνι από το λαιμό, το Αγόρι έχωσε τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού του στο πλάι του λαιμού, στο σημείο της τραχείας, εκεί που βρίσκεται η καρωτί­δα, σε ένα θανατερό σφίξιμο που σταματά την κυκλοφορία του αίματος προς τον εγκέφαλο και μπορεί να σκοτώσει κάποιον σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τα μάτια του Αηδονιού γυάλισαν στη στιγμή, καθώς ο ύπνος του θανάτου άρχιζε να το σκεπάζει, και όταν ατόνησε εντελώς, το Αγόρι χαλάρωσε το σφίξιμο των δα­χτύλων. Όταν όμως το Αηδόνι ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, το Αγόρι επανέλαβε για δεύτερη φορά το σφίξιμο. Ο Γρύλλος ανα­πήδησε ταραγμένος κι έτρεξε προς το γιο του, φτάνοντας ακρι­βώς λίγο πριν από τον Αντίνοο. Αρπάζοντας το Αγόρι από τα μαλ­λιά το τράβηξε απότομα πέρα, επιτρέποντας έτσι στο Αηδόνι να γυρίσει ανάσκελα πάνω στην άμμο, με τα μάτια ανοιχτά αλλά μάλλον απλανή. Εγώ τον μετέφερα στο δωμάτιο του, όπου τον συ­νέφερα με δυνατό κρασί και μασάζ στο στήθος, για ν' αυξηθεί η κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο, ενώ ο Γρύλλος συνόδευε

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 57

τον Αντίνοο και τον άξεστο αδερφό του στην πόρτα. Τους απέ­λυσε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας τους χωρίς περιστρο­φές ότι η επιστροφή τους σ' αυτό το σπίτι θα σήμαινε το θάνατο τους.

Τη νύχτα εκείνη, σε μια αδέξια χειρονομία συμφιλίωσης, ο Γρύλλος ήρθε στο δωμάτιο του Αηδονιού, κουβαλώντας ένα δέ­μα τυλιγμένο σε ένα λιγδιασμένο κομμάτι ύφασμα. «Δε θα γίνεις ποτέ σου παγκρατιστής», παραδέχτηκε βλοσυρά, «γι' αυτό θα πρέ­πει τουλάχιστον να είσαι πολύ καλά οπλισμένος».

Ξεδίπλωσε το δέμα για να παρουσιάσει ένα αστραφτερό, μι­κρό, σπαρτιάτικο μαχαίρι, ένα ξίφος, ελάχιστα μεγαλύτερο από εγχειρίδιο, αλλά κατασκευασμένο με τρομερή βαρύτητα που του προσέδιδε μια δύναμη κατάλληλη για καιρούς πολέμου. Το όπλο δεν ήταν καλοφτιαγμένο -στην πραγματικότητα είχε μάλλον χο-ντροκαμωμένο τελείωμα-, αλλά ήταν καλοζυγισμένο και είχε α­νεκτό βάρος. Η κατά τα άλλα λεία, απλή λαβή του είχε πάνω της ένα απλοϊκά σκαλισμένο ελληνικό γράμμα, το «κ». Τα μάτια του Αηδονιού έλαμψαν, η έκφραση του έδειχνε την έκπληξη που έ­νιωσε με αυτό το απροσδόκητο δώρο από τον πατέρα του. Ο Γρύλ­λος δεν είπε τίποτα για ένα λεπτό, καθώς ο γιος του στριφογύρι­ζε τη λεπίδα στα χέρια του.

«Μου το χάρισαν πριν από χρόνια, όταν συνόδευα, νεαρός α­ξιωματούχος τότε, μια αθηναϊκή αντιπροσωπία στη Σπάρτη σε δι­πλωματική αποστολή. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες αντάλλαξαν ό­πλα ως ένδειξη καλής θελήσεως και ο ομόλογος μου μου έδωσε αυτό το όπλο».

Ο Γρύλλος σταμάτησε για μια στιγμή, καθώς ο νους του γύρι­σε πίσω σε εποχές πριν από τη γέννηση του Αηδονιού.

«Έπεσα πάνω σ' αυτό το διαλόσπερμα πολλές φορές όλα αυ­τά τα χρόνια», αναπόλησε, «και μέσα στο πεδίο της μάχης και εκτός. Έμαθα με σκληρό τρόπο ότι δεν μπορούσα να τον εμπι­στευτώ περισσότερο από όσο μπορούσα να τον ρίξω κάτω στην παλαίστρα του παγκρατίου. Οι προδοσίες και οι αθετημένες συμφωνίες αυτού του ανθρώπου πρέπει να μου έχουν κοστίσει δέκα χρόνων γκρίζα μαλλιά. Ίσως κάποια μέρα τα καταφέρεις

58 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ν' ανταποδώσεις τη χάρη σε κάποιο Σπαρτιάτη, καρφώνοντας αυ­τό εδώ το ξίφος στα σωθικά του. Είναι δικό σου τώρα και είθε να το χρησιμοποιήσεις για καλό σκοπό. Δεν αντέχω πια να το

βλέπω». Αφού έφυγε ο Γρύλλος, το Αηδόνι κι εγώ ξαπλώσαμε στα κρε­

βάτια μας άγρυπνοι, αυτός ταραγμένος από την εξάντληση και τους εξουθενωτικούς μυϊκούς πόνους κι εγώ από την ένταση των γεγονότων της μέρας.

«Ας δοξάσουμε τους θεούς που ο πατέρας σου σταμάτησε τον αγώνα όταν έπρεπε», σχολίασα. «Το Αγόρι μπορούσε να σ' έχει σκοτώσει».

Το Αηδόνι σφίχτηκε και ανασηκώθηκε με κόπο στους αγκώ­νες του, αγνοώντας τον πόνο που αλλοίωνε από το μορφασμό το πρόσωπο του. «Χάρη στους θεούς! Τι ανοησία!» πέταξε. «Ο πα­τέρας μου ήταν αυτός που επέμενε από την αρχή να μάθω πα­γκράτιο! Πιστεύεις πως δεν ήξερε ότι ο Αντίνοος με διέλυε κάθε μέρα; Σε βαρέθηκα κι εσένα, Θέο, που υπερασπίζεσαι πάντα τον πατέρα μου, δικαιολογώντας τις πράξεις του. Είσαι σκλάβος! Τι αφοσίωση είναι αυτή που του έχεις;»

Ταραγμένος απ' αυτό το ξέσπασμα, δεν είπα κουβέντα για αρ­κετή ώρα, ώσπου ένιωσα ότι η ανάσα του είχε ξαναβρεί το ρυθ­μό της και ότι είχε ηρεμήσει.

«Αηδόνι, είσαι γιος του και σε αγαπά, όπως πρέπει να αγαπά ένας πατέρας το παιδί του. Απλώς, δεν είναι ο τύπος του ανθρώ­που που εκφράζει ανοιχτά τέτοιου είδους συναισθήματα. Η τρυ­φερότητα για σένα ή για οποιονδήποτε άλλο δεν είναι ένα συναί­σθημα που εκτιμά ιδιαίτερα ο Γρύλλος».

«Αν την εκτιμούσε ακόμα λιγότερο, τώρα θα ήμουν πεθαμένος». Το Αηδόνι ξαναβουβάθηκε και ήλπιζα ότι το θέμα είχε τελει­

ώσει, αλλά δεν έλεγε να ησυχάσει, παρά αναστέναζε και τιναζό­ταν. Ήταν καταφανώς ταραγμένο και τόσο προβληματισμένο, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, παρά την εξάντλησή του.

«Τι στην ευχή σ' έκανε να συνεχίζεις να παλεύεις σήμερα;» το ρώτησα, προσπαθώντας να το αποσπάσω από τις μελαγχολικές του σκέψεις. «Έδειχνες σαν να ήθελες να σκοτώσεις το Αγόρι».

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 59

Το Αηδόνι πήρε βαθιά ανάσα και δεν έβγαλε μιλιά για πολλή ώρα, τόσο που πίστεψα ότι τελικά το είχε πάρει ο ύπνος. Όταν κοίταξα κατά τη μεριά του, όμως, είχε στυλωμένο το βλέμμα στο ταβάνι και ακόμα και στο αμυδρό φως του δωματίου διέκρινα το πρόσωπο του παραμορφωμένο από βουβή λύσσα.

«Δεν μπορείς να καταλάβεις, Θέο», ψιθύρισε τελικά και ο πό­νος του φανέρωνε απόρριψη.

«Να καταλάβω; Τι πράγμα να καταλάβω;» Κι άλλη μεγάλη σιωπή. «Φανταζόμουν, απλώς, ότι το Αγόρι ήταν κάποιος άλλος. Αυ­

τό με βοηθούσε να συγκεντρωθώ». Στάθμισα προσεκτικά τα λόγια του, αλλά η περιέργεια νίκη­

σε τελικά την επιφυλακτικότητα μου. «Και ποιον φανταζόσουν ό­τι σκότωνες;» Με το που βγήκε η ερώτηση από τα χείλη μου, το μετάνιωσα, γιατί ήξερα εξίσου καλά με το Αηδόνι την απάντηση.

Με κοίταξε με περιφρονητικό βλέμμα για την κουταμάρα μου κι ύστερα γύρισε το πρόσωπο του προς τον τοίχο.

«Καλύτερα να είχα γεννηθεί νόθος», μούγκρισε βαριά μέσα α­πό τα σκισμένα του χείλη.

4

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ένα ήσυχο βράδυ, όταν το Αηδόνι ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, ξύπνησε από ένα θόρυβο που ήξερε ότι ήταν ασυνήθιστος για το σπίτι. Ως προσωπικός του υπηρέτης, ή­μουν ο μοναδικός οικιακός δούλος που του επιτρεπόταν να περ­νά τη νύχτα σ' εκείνη την πτέρυγα του σπιτιού κι έτσι ροχάλιζα στο κάτω μέρος του κρεβατιού του. Ο Γρύλλος έλειπε σε διπλω­ματική αποστολή, εδώ και αρκετές εβδομάδες, αναθέτοντας α­ναπόφευκτα τη φροντίδα του σπιτιού στο γιο του, ενώ το Αηδό­νι, αδημονώντας να ευχαριστήσει τον πατέρα του, ανέλαβε με ευχαρίστηση αυτή την ευθύνη. Ο ήχος τον είχε ξυπνήσει πριν α­πό μένα και, κρυφοκοιτώντας μέσα από τις γρίλιες του παραθύ­ρου, κατασκόπευε στο φεγγαρόφωτο κάποιον παρείσακτο στην πίσω αυλή· το μόνο που φορούσε αυτός ήταν ένα ζωνάρι γύρω α­πό τα λαγόνια. Ήταν πασαλειμμένος με μια σκούρα, γλοιώδη ουσία και σκαρφαλώνοντας τον τοίχο για την τραπεζαρία άφη­νε πίσω του μια αχνή μουντζούρα, ένα σκούρο λεκέ πάνω στον ά­σπρο σοβά. Το Αηδόνι άρπαξε το κοντό ξίφος που του είχε δώ­σει ο Γρύλλος και γλίστρησε αθόρυβα έξω από το δωμάτιο, απο­φασισμένο όχι μόνο να διαφυλάξει την τιμή και τα πλούτη της οι­κογένειας του, αλλά να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης του πα­τέρα του. Τρυπώνοντας αθόρυβα στην τραπεζαρία, έπιασε το μά­τι του φευγαλέα τη φιγούρα του κακοποιού να εξαφανίζεται στην άλλη πτέρυγα του κτιρίου και αναρωτήθηκε, παρά την ένταση της στιγμής, πώς ο τύπος ήξερε τόσο καλά τα κατατόπια του σπι­τιού.

Βρίσκοντας ψηλαφιστά το δρόμο του στα σκοτεινά, πέρασε μέ­σα από την άλλη πόρτα για να βγει μπροστά από τον κλέφτη και

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 61

μόλις έστριψε συγκρούστηκε με τον αντίπαλο του, ο οποίος με το μαυριδερό, γλοιώδες δέρμα και τα αχνά, λαμπερά μάτια έμοια­ζε με πλάσμα της κόλασης. Έβγαλαν και οι δύο δυνατή κραυγή, αλλά το Αηδόνι αντέδρασε πρώτο, αρπάζοντας τον άλλο και ακι­νητοποιώντας τον βίαια στο πάτωμα. Ύστερα άρχισε να κυλιέται μαζί του προς την τραπεζαρία. Στη διάρκεια της συμπλοκής ο γλιστερός εισβολέας ξέφυγε από τη λαβή του και τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του. Το Αηδόνι το είδε ν' αστράφτει αμυδρά, κοφτερό και φονικό μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Αντιλήφθηκε, ίσως από το ακανόνιστο λαχάνιασμα του άλλου και τις σπασμωδικές κινήσεις, ότι είχε παραλύσει από το φόβο και το Αηδόνι έκανε συνειδητή προσπάθεια να επιβραδύνει τη δική του αναπνοή, να τιθασεύσει το δικό του τρόμο και να σκεφτεί, να σκεφτεί με επι­μονή, τι θα ήθελε ο πατέρας του να κάνει. Κυκλώνοντας αργά και σιωπηλά τον κλέφτη, με τα μάτια ορθάνοιχτα για να βλέπει τις κι­νήσεις του άλλου μες στο σκοτάδι, το Αηδόνι όρμησε ξαφνικά στο στόχο του κρατώντας ψηλά το εγχειρίδιο του. Δεν υπολόγισε όμως σωστά τη θέση ενός σκαμνιού στο πάτωμα και καθώς χτύ­πησε το σβέρκο του εχθρού του, σκόνταψε και, πέφτοντας δυνα­τά με τον ώμο πάνω στον αντίπαλο του, ένιωσε ένα βουβό πόνο στα πλευρά. Πασχίζοντας να ξαναβρεί την ισορροπία του, γλί­στρησε σε κάποια απομεινάρια λιπαντικού με το οποίο είχε τρι­φτεί το πάτωμα, χτύπησε με δύναμη το κεφάλι στον πέτρινο τοί­χο και έχασε τις αισθήσεις του.

Έφτασα ακριβώς τη στιγμή που έπεφτε το Αηδόνι και αρχι­κά μπερδεύτηκα ακούγοντας μόνο το ξέφρενο τιτίβισμα των που­λιών - δεν είχα ακούσει δυνατή φασαρία πριν από λίγα δευτερό­λεπτα στο δωμάτιο; Εντούτοις, προχωρώντας στα τυφλά μες στο δωμάτιο, σκόνταψα πάνω σε κάτι μαλακό, πάνω σε κάποιον που κειτόταν στο πάτωμα κι ήταν πεσμένος βαριά πάνω σε κάποιον άλλο. Ένιωσα κάτι ζεστό να κολλάει στις παλάμες και στα γυμνά μου γόνατα και, συνειδητοποιώντας ένα λεπτό αργότερα τι ήταν, έτρεξα έξω με τρόμο, όρμησα στο δωμάτιο της μαγείρισσας και άρπαξα τη μικρή λάμπα λαδιού που η φοβισμένη γερόντισσα εί­χε αφήσει αναμμένη για παρηγοριά. Αφή\οντάς τη να στριγκλί-

62 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ζει στο σκοτάδι, όρμησα πίσω στην τραπεζαρία, όπου το σκηνι­κό που μόλις έβλεπα με άφησε άναυδο.

Με ανυπόφορο πόνο και δυσκολία το Αηδόνι είχε καταφέρει ν' ανακαθίσει με την πλάτη στον τοίχο και παρακολουθούσε με βουβό τρόμο το ζωηρό αίμα που ξεχυνόταν από τα πλευρά του, σφυρίζοντας ελαφρά καθώς ανακατευόταν με τον αέρα που ξέ­φευγε από τα τρυπημένα πνευμόνια του. Τα έπιπλα μες στην κά­μαρα ήταν αναποδογυρισμένα και ο μαυρισμένος με γράσο έ­νοχος κειτόταν μπρούμυτα στο πάτωμα, με το λαιμό μισοκομ-μένο από το μοναδικό, εύστοχο χτύπημα του ξίφους του Αηδο-νιού. Το αίμα του ανάβλυζε πηχτό από την αρτηρία με όλο και πιο αδύναμους σπασμούς, σαν του κριαριού που το χαρακώνουν για τη θυσία, κι ενωνόταν με τη γλοιώδη λιμνούλα που σχηματι­ζόταν κάτω από το Αηδόνι. Όπως συχνά μου συμβαίνει σε στιγ­μές τρόμου, εκείνος ο βουβός συρακούσιος ψαλμός βγήκε από τις σκοτεινές γωνιές του μυαλού μου, όπου παραμονεύει σαν νυχτε­ρίδα σε σπηλιά, και τράβηξε την προσοχή μου, και μόνο έπειτα από μεγάλη προσπάθεια μπόρεσα να τον αποδιώξω και να συ­γκεντρωθώ στα καθήκοντα εκείνης της στιγμής. Η μητέρα του Αη-δονιού όρμησε στο δωμάτιο κι άρχισε να θρηνεί τρομοκρατη­μένη και η ηλικιωμένη μαγείρισσα, προσέχοντας αυτή τώρα, ε­πιχειρούσε μάταια να βγάλει τη λάμα που είχε καρφώσει ο κλέ­φτης στα πλευρά του Αηδονιού και του έριχνε νερό στο πρόσω­πο από μια μικρή λεκάνη για να μην ξαναχάσει τις αισθήσεις του.

Τα πουλιά μέσα στο κλουβί είχαν σταματήσει το βραχνό τι­τίβισμα τους και τώρα παρακολουθούσαν έντονα τη διαδικασία, με ενδιαφέρον. Το Αηδόνι μόνο βαριανάσαινε, δεν έβγαζε κανένα άλλο ήχο. Έκλεισε τα μάτια και παρά τον πόνο του κατάφερε να μισοχαμογελάσει.

Λόγω της θέσης του Γρύλλου, αν και με κάποιες δυσκολίες, η οικογένεια κατάφερε να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες των πιο φη­μισμένων γιατρών της πόλης, οι οποίοι σύντομα έβγαλαν τη λά­μα από τα πλευρά του παιδιού και συνέστησαν μια αγωγή με κα-ταπλάσματα που αποτελούνταν από ένα παρασκεύασμα στάχτης,

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 63

φλόμου* και ξινισμένου κρασιού. Μέρες μετά του έδιναν να πιει ένα ρόφημα από πικρά βοτάνια που του προκαλούσαν παραλή­ρημα και υπνηλία.

Έστειλα ένα βιαστικό μήνυμα στον πατέρα του με το στρα­τιωτικό αγγελιοφόρο, από φόβο ότι το Αηδόνι μπορεί να πέθαι­νε ανά πάσα στιγμή, και ο Γρύλλος γύρισε στο σπίτι έπειτα από δύο εβδομάδες, με επιταγμένα άλογα και πλεούμενα κάθε είδους για να επισπεύσει το ταξίδι του. Φορώντας ακόμα τα σκονισμένα και καταϊδρωμένα ρούχα του -ήταν επάνω του εδώ και μια εβδο­μάδα-, όρμησε στο σπίτι χωρίς να κρατήσει τους τύπους, σταμα­τώντας ελάχιστα για ν' ανασυνταχτεί, κι ύστερα με δάκρυα στα μά­τια μπήκε στο δωμάτιο όπου ανάρρωνε ο γιος του.

«Γιε μου, είσαι πραγματικός άντρας», είπε σφίγγοντας και με τα δυο του χέρια το μπράτσο του Αηδονιού. «Έδρασες προς τη με­γαλύτερη δόξα των θεών και τον προγόνων μας. Η Αθήνα θα είναι περήφανη που μια μέρα θα την υπηρετήσεις· κι εγώ το ίδιο».

Τα μάτια του παιδιού έλαμψαν με το φιλί του πατέρα του, με έναν τρόπο που είχα να δω από τότε που ήταν μικρό παιδάκι, ε­νώ το ηθικό του ανέβηκε με τη σπάνια ένδειξη της πατρικής επι­δοκιμασίας. Ο Γρύλλος δεν άργησε ν' αφήσει τα νέα περί αν­δρείας του γιου του να διαδοθούν στους συνεργάτες του κι ύστε­ρα από λίγες μέρες το Αηδόνι κατακλύστηκε από προτάσεις για την πρόσληψη των πιο φημισμένων αθλητικών εκπαιδευτών. Οι φίλοι του τον αντιμετώπιζαν σαν να ήταν θεός ή τουλάχιστον ή­ρωας πολέμου, παρόλο που ο ίδιος αρνιόταν να συζητήσει το ζή­τημα κι απέφευγε παντελώς να το αναφέρει, παρά μόνο όποτε έ­κανε λόγο ο πατέρας του. Γιατί ήταν τόσο επιφυλακτικός στην α­ποδοχή της δόξας; Τους μήνες εκείνους που βρισκόταν ξαπλωμέ­νος στο κρεβάτι, αναρρώνοντας από το τραύμα του, και ειδικά α­φότου ο Γρύλλος επέστρεψε στα καθήκοντα του λίγες μέρες αργό­τερα, το Αηδόνι είχε πολύ καιρό στη διάθεοή του για να σκεφτεί ό­τι ο εισβολέας που είχε σκοτώσει δεν ήταν, στην πραγματικότητα,

* Φλόμος: ευφόρβια, κοινώς γαλατσίδα· αυτοφυές φυτό με γαλακτώδη χυμό και δηλητηριώδεις ιδιότητες. Χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό. (Σ.τ.Μ.)

64 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κάποιος διεφθαρμένος δολοφόνος. Ο κλέφτης, όπως αποδείχτη­κε, ήταν το Αγόρι, που κάποια στιγμή που η βλακεία του ξεπέρα­σε τα όρια της, ή με προτροπή του Αντίνοου, θέλησε να εκμεταλ­λευτεί το πλεονέκτημα ότι ήξερε καλά το σπίτι και να βουτήξει λί­γες πενταροδεκάρες για δικό του όφελος, και το οποίο πέθανε με το συνηθισμένο του ανόητο χαμόγελο. Το Αηδόνι δεν έτρεφε συ­ναισθήματα αγάπης για τον αντίπαλο του στην πυγμαχία, όμως το Αγόρι ήταν κατά κάποιο τρόπο γνωστός του, κάποιος που με τα χέρια του είχε αγγίξει το δέρμα και τα μαλλιά του, και σε καμιά πε­ρίπτωση δεν του άξιζε ένας τόσο αποκρουστικός θάνατος. Το Αη­δόνι αρχικά έπεσε σε μελαγχολία με αυτή την αποκάλυψη και η μό­νη του διέξοδος από την απελπισία ήταν να κάνει πέτρα την καρ­διά του, λέγοντας μέσα του ότι ο χαζός είχε λάβει δίκαιη τιμωρία, πείθοντας τον εαυτό του ότι το να βάζει τη δόξα και την ασφάλεια της οικογένειας του πάνω από το απλό συναίσθημα είναι σοφία.

Κι εγώ όμως είχα την ευκαιρία όλους αυτούς τους μήνες να σκε­φτώ πολύ για το συμβάν και, παρόλο που δεν ανέφερα ποτέ τις σκέψεις μου στον κύριό μου, κατέληξα πως όχι μόνο ένα αλλά δυο αγόρια είχαν πεθάνει από το μαχαίρι εκείνης της νύχτας. Γιατί στην πραγματικότητα το μικρό Αηδόνι δεν είχε συνέλθει μετά το μαχαίρωμα, παρά το κατάβρεγμα με κρύο νερό. Η χαρούμενη λε­πτή φωνή του δεν ξανακούστηκε στην αυλή μετά το δείπνο, ούτε τα πειράγματα και οι ερωτοτροπίες με τις δούλες την ώρα που πή­γαιναν στις δουλειές τους ξανασυνέβησαν. Τα παιδικά παιχνίδια και τα βιβλία φυλάχτηκαν με προσοχή σε ένα κασόνι. Γιατί, σκο­τώνοντας το Αγόρι, ο κύριός μου είχε σκοτώσει ταυτόχρονα κάτι μέ­σα του, κάτι πολύτιμο και αθώο, ένα αγόρι το οποίο κατά κάποιο τρόπο είχε ορφανέψει περισσότερο από εμένα. Το αγόρι αυτό ή­ταν το μόνο πρόσωπο που σκότωσε ποτέ ο κύριος μου, και δεν του άξιζε κάτι τέτοιο. Όσο για την καλλιτεχνική και μουσική προσφορά του δεν έπαψε ποτέ να νιώθει απόγνωση σε στιγμές μετάνοιας. Ακόμα και το όνομά του απορρίφθηκε από όλους, κατά τα φαινό­μενα ομόφωνα και ταυτόχρονα, λες και είχε υπογραφεί κάποιος όρ­κος αίματος, λες και οι πεθαμένοι δεν έπρεπε ν' αναφέρονται.

Το Αηδόνι πέθανε και γεννήθηκε ο Ξενοφώντας.

5

Η ΠΥΡΑ ΕΚΑΙΓΕ ΑΡΚΕΤΑ ΖΩΗΡΗ και λαμπερή, προκαλώντας συ­σπάσεις στα πρόσωπα όσων ήταν πολύ κοντά της και ιδιαίτερα όταν την κοίταζαν απευθείας. Εκατό ζευγάρια νεαρά μάτια γυά­λιζαν μες στο σκοτάδι που την περιέβαλλε, ορισμένα μισοκλεί­νοντας ακόμα από τον ύπνο τον οποίο είχαν μόλις διακόψει α­πότομα. Γύρω μας το φως από τις φλόγες αντανακλούσε κατα­κόκκινο σαν αίμα πάνω στα τραχιά πέτρινα τείχη, κοντά στα ο­ποία είχαμε παραταχθεί, σ' ένα μικρό ημικυκλικό αμφιθέατρο, στην άκρη του στρατοπέδου, που χρησιμοποιούσαν για εκφωνή­σεις λόγων ή επιδείξεις όπλων. Οι τρεμάμενες σκιές που σκόρπι­ζε ο λόχος των νεοσύλλεκτων εφήβων πάνω στα τείχη ήταν πε­ρίεργα παραμορφωμένες -μια μαύρη σειρά από στρογγυλά κε­φάλια και στενούς, τετράγωνους ώμους, όμοια σχεδόν με κρεμα­στάρια στη σειρά για να κρεμάνε τα ρούχα ή σαν σειρά καρφά­κια σε παιδικό παιχνίδι- και ταλαντεύονταν και τραντάζονταν πε­ρίεργα, πότε πότε, καθώς κάποιος γύριζε στο πλάι για να κοιτά­ξει ερωτηματικά το διπλανό του.

Στεκόμαστε σιωπηλοί. Την προηγουμένη, ο Ξενοφώντας, δε-καοχτάχρονος νέος, που ήταν πια σε ηλικία να υπηρετήσει στο στρατό, κι εγώ, ως εντεταλμένος ακόλουθός του στη μάχη, είχαμε βαδίσει, κάτω από το αυστηρό, περήφανο βλέμμα του Γρύλλου, προς το στρατόπεδο που βρισκόταν κοντά στα τείχη της πόλης. Μας είχαν ξυπνήσει στη μέση της νύχτας. Ο Ξενοφώντας και οι άλλοι έφηβοι είχαν υποχρεωθεί να φορέσουν τις χλαμύδες που μό­λις τους είχαν δώσει, τους μαύρους μέχρι τα γόνατα χιτώνες, εν­δεικτικούς της κοινωνικής τους τάξης, και όλοι μαζί είχαμε οδη­γηθεί εδώ σιωπηλά από ένα γεροδεμένο εκπαιδευτή που το πρό-

66 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σωπό του κρυβόταν πίσω από ένα κράνος μάχης οπλίτη, ενώ το πυκνό του γένι πρόβαλλε κάτω από τις παραγναθίδες σαν νυχτό­βιο θηλαστικό που κοιτάζει μέσα από το λαγούμι του. Μόνο τα μάτια του, όπως γυάλιζαν βαθιά μέσα από τη σκοτεινιά του γεί­σου, τον διαφοροποιούσαν από τις σκιές του κάτω κόσμου. Για μία περίπου ώρα στεκόμαστε ακίνητοι και σιωπηλοί μπροστά στην πυρά, παρακολουθώντας τη να καίγεται ώσπου κατέληξε σε λα­μπερά κόκκινα κάρβουνα, ενώ τα πρόσωπα μας γύρω της ξεθώ­ριαζαν αργά μες στο σκοτάδι, μέχρι που η μόνη ορατή εξ ολο­κλήρου ύπαρξη ήταν ο οπλίτης που έστεκε κοκαλωμένος σε στά­ση επιφυλακής, με τα πόδια σε διάσταση· ακουμπούσε το δόρυ, δύο μέτρα περίπου, στις πλάκες και το κρατούσε απερίφραστα σε στάση ετοιμότητας. Από τη στιγμή που φτάσαμε εδώ, ο άντρας διατηρούσε απόλυτα ακίνητο όλο το σφιχτοδεμένο σώμα του, και μετά τα πρώτα λεπτά μπροστά στην πυρά είχε επίσης σταματή­σει κάθε ψίθυρος και κάθε μας κίνηση, καθώς στρέψαμε τα μά­τια μας πάνω του με αδημονία και απορία, έτσι που γυάλιζε πε­ρίεργα η πανοπλία του στο φως της φωτιάς, λες και ήταν το ζω­ντανό δέρμα κάποιου τεράστιου ερπετού.

Χωρίς προειδοποίηση, αιφνιδιαστήκαμε από τον ξαφνικό ή­χο μιας πολεμικής σάλπιγγας, ακριβώς πίσω μας, και από δώδε­κα ακόμα οπλίτες με πλήρη πολεμική εξάρτυση που, κρατώντας στα χέρια από έναν αναμμένο δαυλό, βάδισαν σε σχηματισμό και παρατάχθηκαν μπροστά μας κόντρα στη δυνατή φωτιά. Για μια στιγμή στάθηκαν κι αυτοί ακίνητοι, σαν να μας επιθεωρούσαν, ό­πως κι εμείς αυτούς. Ύστερα, έτσι όπως ήταν στη σειρά, γύρισαν στο πλάι, απομακρύνθηκαν με βηματισμό και στάθηκαν σε ίσες αποστάσεις κόντρα στην περίμετρο του τείχους, περικυκλώνο-ντάς μας και λούζοντας με το ακανόνιστο φως των δαυλών τους τα πρόσωπά μας. Τους κοιτάζαμε ανήσυχα και ασυναίσθητα μα­ζευτήκαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο στη μέση, σαν αγέλη. Βρι­σκόμασταν και πάλι σε αναμονή, μέσα σε απόλυτη σιωπή που έ­σπαγε το ανεπαίσθητο τσιτσίρισμα από τις φλόγες που μας πε­ρικύκλωναν. Η τελετουργία αυτή, αν πραγματικά μπορούσε να ο­νομαστεί έτσι, ήταν μια τελετουργία έντασης και καταστολής,

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 67

σιωπής και αναμονής. Παρά τον ανοιχτό ουρανό πάνω από τα κε­φάλια μας, ένιωθα πνιγηρά και κλειστοφοβικά. Τελικά, ένας α­πό τους σιδηρόφρακτους οπλίτες, ψηλότερος και μεγαλύτερος α­πό τους άλλους, ολοφάνερα επικεφαλής τους, έκανε ένα βήμα μπροστά. Το παράστημα και ο τόνος της φωνής του έδειχναν ό­τι ήταν έμπειρος πολεμιστής.

«Έφηβοι!» ούρλιαξε με βαριά φωνή, τόοο δυνατά, που σχεδόν αισθάνθηκα την καυτή του ανάσα, παρόλο που βρισκόμουν αρ­κετές σειρές πίσω. «Κληθήκατε ν' αρχίσετε την εκπαίδευση σας ως υπερασπιστές της πόλης. Πρόκειται να ξεκινήσετε μια ιερή α­ποστολή, η οποία, ύστερα από το απαιτούμενο χρονικό διάστη­μα, θα σας μεταβάλει σε σκληραγωγημένους οπλίτες άξιους του ονόματος και των μαύρων χιτώνων που φέρετε τώρα». Μπορού­σα σχεδόν να νιώσω το κύμα έντασης και προσδοκίας που δια­περνούσε τη μάζα των αγοριών, τα οποία πλησίαζαν τώρα προ­σεκτικά όλο και πιο κοντά στον ομιλητή.

«Τα επόμενα δύο χρόνια, θα εκπαιδεύεστε μέχρι να πονέσουν οι μύες σας και το σώμα σας να ουρλιάζει για ανάπαυση. Θα μά­θετε να βαδίζετε σε σχηματισμό φάλαγγας, ώμο τον ώμο με τους συναγωνιστές σας, καταπάνω στον εχθρό, άσχετα αν ο φόβος κα­τατρώει τα σωθικά σας και σας πιέζει να κρυφτείτε πίσω από τη σκιά της ασπίδας του αδερφού σας. Θα μάθετε να στέκεστε α­κλόνητοι, με το ακόντιο στο χέρι, παρόλο που θα κινδυνεύετε α­πό τις εχθρικές λόγχες και θα δέχεστε επίθεση από τους διαβο­λικούς, καταραμένους Σπαρτιάτες, επειδή έχετε δώσει ιερό όρκο, σύμφωνα με το έθος των οπλιτών, να παραμείνετε και να μην ε­γκαταλείψετε τον άντρα που στέκεται δίπλα σας στις γραμμές της μάχης. Αυτό θα το ορκιστείτε στη ζωή σας!»

Τα αγόρια μουρμούρισαν και θορύβησαν προκαταβολικά για τη δόξα που τα περίμενε.

«Αλλά δεν είστε ακόμα άξιοι να ονομάζεστε οπλίτες! Προτού αποδείξετε ότι μπορείτε ν' αγωνίζεστε δίπλα σε κάποιον που η ζωή του εξαρτάται από τις ικανότητές σας, πρέπει να το αποδείξετε μαχόμενοι μόνοι σας. Ως έφηβοι, θα σας ανατεθεί να υπερασπί­σετε τα ακρότατα σύνορα της πόλης, να ενεδρεύετε τη νύχτα και

68 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

να περιπολείτε τα δάση που οριοθετούν τον πολιτισμό, να συλ­λαμβάνετε μοναχικούς κλέφτες και ξεκομμένους εισβολείς, προ­τού σας επιτραπεί να αγωνιστείτε σε ανοιχτή μάχη με κανονική παράταξη φάλαγγας. Έχετε ιερό καθήκον να μάθετε να προ­στατεύετε τον εαυτό σας και τους συναγωνιστές σας από τον εχθρό! Αυτό δε σημαίνει να είστε οι δυνατότεροι;»

Τον κοιτάζαμε με σιωπηλό ενθουσιασμό. «Είπα, αυτό δε σημαίνει να είστε οι δυνατότεροι, χέστηδες;» «Ναι!» φωνάξαμε, αν και με κάποιο δισταγμό. Ο εκπαιδευτής

στάθηκε μες στις σκιές και φάνηκε να μας κοιτάζει με αηδία, ώ­σπου έδειξε έναν από τους πιο αναπτυγμένους εφήβους που στε­κόταν στην πρώτη σειρά. Λύγισα ασυναίσθητα τα γόνατα μου, προσπαθώντας να φανώ κοντύτερος σε περίπτωση που θα κοίταζε κατά το μέρος μου. Το αγόρι προχώρησε αβέβαια προς το φως της φωτιάς.

Ο εκπαιδευτής έγνεψε στον πιο μικρόσωμο από τους οπλίτες που στέκονταν παράμερα ακίνητοι. Ο στρατιώτης έβγαλε το κρά­νος του και προχώρησε μπροστά, αργά και με απάθεια, ώσπου στάθηκε ακριβώς απέναντι από το αγόρι και πήρε θέση πάλης. Το αγόρι χαμογέλασε αχνά και ετοιμάστηκε κι αυτό, λες και α­δημονούσε να δείξει τις ικανότητες του στον πολύ πιο μικρόσω­μο αντίπαλο του. Με το χτύπημα των χεριών του εκπαιδευτή, ο οπλίτης πετάχτηκε μπροστά και με μια κίνηση σχεδόν αδιόρατη σ' εμάς μέσα στο μισοσκόταδο έριξε τον έφηβο με την κοιλιά στο χώμα, ενώ το χέρι του αγοριού τεντώθηκε ίσια πίσω, καθώς το πό­δι του στρατιώτη καρφώθηκε ακριβώς στην κλείδωση του ώμου του. Ο άντρας σταμάτησε για μια στιγμή προτού γείρει ελαφρά πάνω στο χέρι, προκαλώντας ένα ηχηρό «κρακ», καθώς η κλεί­δωση βγήκε από τη θέση της και το αγόρι ούρλιαξε. Το πλήθος πάγωσε από ανείπωτη φρίκη και όλοι κάναμε μισό βήμα πίσω τρομαγμένοι, καθώς ο οπλίτης βοηθούσε όπως όπως το αγόρι που έκλαιγε με αναφιλητά να σταθεί στα πόδια του, με το χέρι να κρέ­μεται διαλυμένο στο πλάι, και του έκανε νόημα να ξαναγυρίσει στη θέση του μες στο σκοτάδι.

Ο εκπαιδευτής έκανε και πάλι ένα βήμα μπροστά.

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 69

«Κάνατε λάθος!» ούρλιαξε. «Πάντα θα υπάρχει κάποιος αντί­παλος δυνατότερος από εσάς. Ακόμα και ο μεγάλος Έκτορας βρήκε κάποιον που ήταν δυνατότερος του. Αυτός που βασίζεται μόνο στη δύναμη θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και την πόλη. Μήπως αυτό σημαίνει, επομένως, ότι πρέπει να εί­στε οι πιο επιδέξιοι στα όπλα;»

Σιωπή. «Μπάσταρδοι, είπα, μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είστε

οι πιο επιδέξιοι στα...». «Όχι!» ούρλιαξαν εκατό φωνές. «Χρειάζεται να σας το αποδείξω;» ρώτησε με διαβολικό ύφος,

καθώς τραβούσε το ξίφος του κι άρχισε να ανιχνεύει τα πρόσω­πα των εφήβων που τον κρυφοκοιτούσαν τρομαγμένοι μέσα στο σκοτάδι.

«Όχι!» ουρλιάξαμε και πάλι με έκδηλο πανικό. «Το μάθατε γρήγορα το μάθημα σας», είπε κοφτά. «Πείτε μου

τότε, μήπως πρέπει να έχετε τα γρηγορότερα αντανακλαστικά;» «Όχι!» ακούστηκε αυτόματα η απάντηση. Κάγχασε υπόκωφα. «Πιστεύω ότι πρέπει να σας κάνω κάποια

επίδειξη σ' αυτό», είπε. Το πλήθος των παιδιών οπισθοχώρησε, καθώς άρχισε να κοι­

τάζει εξεταστικά τα πρόσωπά τους. Ανεξήγητα, η ματιά του στά­θηκε ακριβώς πάνω μου. «Εσύ», είπε, «ο ψηλός. Ας δοκιμάσουμε την ταχύτητά σου».

Βγήκα μπροστά επιφυλακτικά, οι μνήμες από τις προπονήσεις με τον Αντίνοο ήταν ακόμα νωπές στο μυαλό μου, παρόλο που εί­χαν συμβεί έξι χρόνια πριν. Ο εκπαιδευτής με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με μια σχεδόν απογοητευτική έκφραση πίσω από τη σκιά του γείσου του κράνους του.

«Ένας ακόλουθος», είπε περιφρονητικά παρατηρώντας την απουσία χλαμύδας. Καθαρίζοντας το λαιμό του έφτυσε μια τερά­στια γυαλιστερή ροχάλα μπροστά στα πόδια μου. «Δέσε μου τα μάτια, ακόλουθε». Έβγαλε το κράνος και το θώρακά του και στά­θηκε μπροστά μου, ογκώδης, με γυμνό στήθος και τους ώμους σκοτεινούς κάτω από ένα κύμα βοστρύχων, παρά το φως των δαυ-

70 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λών. Έσπευσα να υπακούσω, χρησιμοποιώντας ένα μαύρο λινό ύ­φασμα που μου έβαλε στο χέρι ένας από τους άλλους οπλίτες. Ύστερα οπισθοχώρησα και ο άντρας κοίταξε τα αγόρια, αν και δεν μπόρεσε να διακρίνει κανένα πίσω από το ύφασμα.

«Τώρα, ακόλουθε, χτύπα με, απ' όποια μεριά θεωρείς καλύ­τερη».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι άλλοι οπλίτες άρχισαν να χτυπούν δυνατά τα δόρατά τους πάνω στις ασπίδες, όλοι μαζί, προκαλώ­ντας τέτοιο ορυμαγδό, που επισκίαζε οποιοδήποτε ήχο μπορού­σαν να κάνουν τα πόδια μου, καθώς έκανα κύκλους γύρω του, α­ναζητώντας την προσφορότερη γωνία για επίθεση. Ο ρυθμικός χτύπος μεταδόθηκε αμέσως και στους εφήβους, που χτυπούσαν παλαμάκια και βροντούσαν τα πόδια τους στον ίδιο ρυθμό. Όταν όμως κοίταξα γύρω μου, είδα μόνο φόβο στα πρόσωπα αυτών που με τριγύριζαν. Στάθηκα ακίνητος για μια στιγμή, κοιτάζο­ντας τον εκπαιδευτή και συγκεντρώνοντας το κουράγιο μου, ενώ άκουγα το ρυθμικό χτύπημα των χεριών και τη χλαπαταγή των δο­ράτων. Ύστερα άρχισα να κινούμαι αργά γύρω του σε όλο και μι­κρότερους ομόκεντρους κύκλους, με τα μάτια καρφωμένα στα­θερά πάνω του, προσέχοντας για τίποτα κόλπα. Ο άντρας έστε­κε στητός και ακίνητος, χωρίς να κουνιέται ούτε ένας μυς του και με το σαγόνι προτεταμένο, σε απόλυτη αυτοσυγκέντρωση.

Καθώς πλησίασα πιο κοντά, έκανα διάφορες προσποιήσεις προς τη μεριά του, μια φορά μάλιστα σχεδόν τον ακούμπησα, για να δοκιμάσω τις αισθήσεις του, εξετάζοντας αν μπορεί να δει τις κινήσεις μου πίσω από το πανί που κάλυπτε τα μάτια του. Όλες αυτές οι κινήσεις αντιμετωπίζονταν με όλο και δυνατότερο σε ένταση σαματά από τους εφήβους, που από την έξαψή τους αύ­ξησαν την ταχύτητα του ποδοβολητού τους, χάνοντας την αίσθη­ση του σταθερού χτύπου, ώσπου ο θόρυβος δεν ήταν πια ένα ευ­διάκριτο ποδοβολητό αλλά μάλλον ένας εκτεταμένος κρότος. Ξα­νά και πάλι εφορμούσα, σταματώντας πριν ακριβώς πραγματο­ποιήσω μια ολοκληρωμένη επίθεση, ενώ ο άντρας στεκόταν μαρ­μαρωμένος.

Ξαφνικά, νιώθοντας ότι θα πρέπει να είχε χαλαρώσει η προ-

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 71

σοχή του, έπεσα μπροστά, χώνοντας τη γροθιά μου με όλη μου τη δύναμη κατευθείαν στην εκτεθειμένη κοιλιά του. Μόλις που εί­χαν ακουμπήσει τα δάχτυλα μου πάνω στο τρίχωμα του δέρμα­τος του, όμως, κι εκείνος κινήθηκε αστραπιαία σαν αιλουροειδές στο πλάι, αναγκάζοντας με να παραπατήσω, χάνοντας την ισορ­ροπία μου, ενώ στη συνέχεια με χτύπησε με μια σιδερένια γρο­θιά στο σβέρκο. Έπεσα ορμητικά με το σαγόνι πάνω στο λιθό­στρωτο, μισοαναίσθητος, και άκουσα βαθιά, σαν από απόσταση, τον ήχο μετάλλου να γλιστρά πάνω σε δέρμα, καθώς έβγαζε το ξί­φος του με εκπληκτική ταχύτητα και πίεζε τη μύτη του καταμε­σής στην πλάτη μου, πριν καλά καλά χτυπήσω στο κράσπεδο. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα μες στο μισοσκόταδο το πλήθος των σιωπηλών τώρα εφήβων. Φανταζόμουν το πρόσωπο του Ξενο­φώντα καθώς στυλώνει κατευθείαν πάνω μου τα ορθάνοιχτα από έκπληξη και τρόμο μάτια του.

«Κάνατε και πάλι λάθος, σκουλήκια», είπε ο εκπαιδευτής με χαμηλή, οργισμένη φωνή. «Έχει πραγματικά σημασία να έχεις τά ταχύτερα αντανακλαστικά».

Αντέξαμε δύο χρόνια εκπαίδευσης ως οπλίτες στη χρήση των ό­πλων, την τοξοβολία, τον ακοντισμό και το χειρισμό του κατα­πέλτη, γιατί κι εγώ περνούσα από τα ίδια γυμνάσια όπως κι ο Ξε­νοφώντας, υπηρετώντας τον ταυτόχρονα ως κομιστής του ξίφους και των όπλων του. Για δύο χρόνια σηκωνόμαστε από το κρεβά­τι πριν από το ξημέρωμα, για να υποβληθούμε σε εκπαιδευτικά γυμνάσια που ξεπερνούσαν εκείνα του Αντίνοου και για να υπο­φέρουμε αμείλικτες ασκήσεις αντανακλαστικών που είχαν σχε­διαστεί για να κάνουν τις αμυντικές μας αντιδράσεις αυτόματες και μηχανικές. Δειπνούσαμε σε κοινά συσσίτια με τους αξιωμα­τικούς και τους άντρες και κάναμε παρελάσεις ενώπιον ολόκλη­ρης της πόλης. Μέσα σ' αυτά τα δύο χρόνια γίναμε άντρες. Ύστε­ρα από επιτυχημένη ολοκλήρωση της στρατιωτικής προπαίδευ-σης, ο Ξενοφώντας κέρδισε ως έπαθλο μια θαυμάσια ασπίδα και ένα δόρυ και εντάχτηκε επίσημα στον αθηναϊκό στρατό. Έπειτα

72 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

από ορισμένες ενέργειες, πάντως, του Γρύλλου, ο νεαρός Ξενο­φώντας δε θα υπηρετούσε ως απλός πεζικάριος. Ο πατέρας του, που είχε αποστρατευτεί τώρα, αλλά διατηρούσε έντονη την πα­ρουσία του στην πολιτική ζωή της πόλης, τον εφοδίασε με ένα περίφημο άλογο και όλα τα ιππικά εφόδια, αναγκαία σε ένα νεα­ρό αριστοκράτη, και του πρόσφερε τη θέση αρχηγού ίλης, την ί­δια θέση απ' την οποία είχε ξεκινήσει κι ο ίδιος την ένδοξη στα­διοδρομία του πριν από πολλά χρόνια.

Στη θέση αυτή ο Ξενοφώντας έκανε καλή εντύπωση. Ήταν πια ένας άντρας μετρίου αναστήματος αλλά πολύ μυώδης, με πλατύ στέρνο που κατέληγε σε στενή μέση και καλοσχηματισμέ-νους μηρούς. Ο Γρύλλος έπρεπε πια να παραγγείλει ένα θώρακα ειδικά κατασκευασμένο γι' αυτόν, ώστε να είναι πιο άνετος στην τραχηλιά και στους ώμους. Τα μαύρα στιλπνά μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και σχημάτιζαν μπούκλες, σε στρατιωτικό στιλ, και αντίθετα από πολλούς γενειοφόρους αξιωματικούς είχε ξυρισμέ­νο πιγούνι. Τα μάτια εξακολουθούσαν να είναι το ίδιο στρογγυ­λά και λαμπερά όπως τότε που ήταν παιδί, αλλά μετά την ανάρ­ρωσή του από το τραύμα στο στήθος, κάμποσα χρόνια πριν, εί­χαν χάσει τη γλυκύτητα και την αθωότητά τους, όπως και αρκε­τό από το βάθος της ματιάς τους, και γυάλιζαν με μια σκληρότη­τα που διέψευδε την παιδικότητα του υπόλοιπου προσώπου του. Όταν συστηνόταν για πρώτη φορά στους άντρες του ή τους άλ­λους αξιωματικούς, τα χαρακτηριστικά του έδιναν αρχικά συχνά την εντύπωση ενός νέου που είχε προωθηθεί υπερβολικά γρήγο­ρα σε ένα επίπεδο που ξεπερνούσε την πείρα του, αλλά η εντύ­πωση αυτή έμελλε να αποκατασταθεί μόλις έδινε τις πρώτες ε­ντολές με βαθιά, επιτακτική φωνή και κάρφωνε τα μάτια στους αποδέκτες του με έκφραση που δεν επιδεχόταν καμιά διαφωνία.

Παρακολουθούσα τακτικά τα πρωινά γυμνάσια με τον Ξενο­φώντα και φρόντιζα το άλογό του, αναφέροντας στον Γρύλλο τον τόπο διαμονής του γιου του και ταξιδεύοντας μαζί του ως ακό­λουθος του στις θέσεις των αθηναϊκών φρουρών που έφθιναν. Ήταν υπόδειγμα αξιωματικού, χωρίς ίχνος επιπολαιότητας, το ι­δανικό της πολεμικής αρετής του πατέρα του. Κι όμως, στη διάρ-

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 73

κεια των σπάνιων αδειών του μπορούσε να εξαφανιστεί για μέ­ρες, τελικά, αποποιούμενος και τους συναδέλφους του στο στρα­τόπεδο και τις ανέσεις στο σπίτι του Γρύλλου, όπου ο πατέρας του μάταια περίμενε την άφιξη του, λαχταρώντας να πει και ν' α­κούσει ιστορίες του στρατοπέδου και να συζητήσει για στρατιω­τικές τακτικές. Μόνο εγώ ξέρω για τις ώρες που περνούσε με τα μουντά πολιτικά ρούχα, συνοδεύοντας ήσυχα τον Σωκράτη κα­θώς έκανε τις βόλτες του στην πόλη, και ότι ο Ξενοφών κρατού­σε διακριτικά κρυπτογραφικές σημειώσεις των λόγων του φιλό­σοφου σε μια μικρή ταξιδιωτική δέλτο και τις μετέφερε στο χαρ­τί το βράδυ. Μόνο εγώ ξέρω για τις μέρες που περνούσε με ένα στρυφνό, ανυπόληπτο παλιό στρατηγό, τον Θουκυδίδη, που ήταν απασχολημένος γράφοντας την ιστορία του πολέμου και ο οποί­ος περιστασιακά χρησιμοποιούσε τον Ξενοφώντα ως βοηθό, για να ελέγχει τους υπολογισμούς του και να οργανώνει τις σημειώ­σεις του. Μόνο εγώ τα ξέρω αυτά, επειδή ο Ξενοφώντας μού τα είπε και με όρκισε να τα κρατήσω μυστικά. Ο Γρύλλος θεωρού­σε τον Σωκράτη επιπόλαιο τσαρλατάνο και τον Θουκυδίδη τρε­λό αναθεωρητή και παρόλο που θα είχε οργιστεί με τον Ξενο­φώντα, επειδή έκανε συχνά παρέα με τον πρώτο, θα τον είχε α-ποκληρώσει επειδή βοηθούσε τον δεύτερο.

Η στρατιωτική κατάσταση της Αθήνας χειροτέρευε συνεχώς και μέσα στα επόμενα χρόνια ο Ξενοφώντας βρέθηκε ν' απα­σχολείται όλο και περισσότερο με αμυντικές δραστηριότητες που πιο πολύ άρμοζαν σε πολιορκημένη, επαρχιακή φρουρά παρά στο κέντρο του ελληνικού κόσμου. Βρισκόταν στην Αθήνα τη νύ­χτα που έφτασε η «Πάραλος», κουβαλώντας συγκλονισμένους ναύτες που έφερναν την αποτρόπαια είδηση της λεηλασίας αθη­ναϊκών αποικιών από το Σπαρτιάτη ναύαρχο Λύσανδρο. Εκείνο το χρόνο παρέμεινε στην πολιορκημένη πόλη, διατρέχοντας τα τείχη για να την προστατέψει από τις αυξανόμενες χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις της σπαρτιατικής συμμαχίας. Άκουσε τους τρα­γικούς θρήνους του λαού, για τις απώλειες αλλά και τη μοίρα του, και παρακολούθησε το γκρέμισμα των Μακρών Τειχών κάτω α­πό τους ρυθμικούς θρήνους των καλαμένιων αυλών που έπαιζαν

74 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ασταμάτητα, κλαίγοντας, νεαρές κοπέλες, αυλητρίδες τις οποίες είχε διατάξει ο Λύσανδρος να συνοδεύουν τη διάλυση της πόλης.

Αυτό υπήρξε το ζοφερό τέλος του πολέμου και μέσα στις α­σαφείς, ευμετάβλητες πολιτικές συμμαχίες που εμφανίστηκαν για να κυβερνήσουν την Αθήνα αμέσως μετά το άστρο του Ξενοφώ­ντα άρχισε να φθίνει. Ο τραυματισμός του στη Φυλή ήταν το ε­λάχιστο από τα προβλήματα του, μια και σύντομα το πληγωμένο του γόνατο απέκτησε και πάλι τη δύναμη του. Όταν οι Τριάκο­ντα ανατράπηκαν από τους δημοκρατικούς, ο Ξενοφώντας, ο ο­ποίος δεν είχε ποτέ υποστηρίξει προς τα έξω οποιοδήποτε καθε­στώς, αλλά απλώς ακολουθούσε τις εντολές του πατέρα και των ανωτέρων του, έπεσε σε δυσμένεια, για να μην πούμε ότι κινδύ­νευε ακόμα και η ζωή του. Το ιππικό διαλύθηκε και οι αμοιβές του Ξενοφώντα αναιρέθηκαν. Υπήρξαν ακόμα και φωνές στην Εκκλησία του Δήμου για επιστροφή όλων των πληρωμών που εί­χαν δοθεί στα ιππικά τάγματα τα δύο προηγούμενα χρόνια. Ο Γρύλλος κατέπνιξε βίαια αυτή την προσπάθεια και άλλες, σε μια αποφασιστική κίνηση υποχώρησης, για να προστατέψει τη φθί­νουσα υπόληψη του Ξενοφώντα αλλά και τη δική του. Οι νέοι η­γέτες της Αθήνας ήρθαν τελικά στα συγκαλά τους και επανασύ-στησαν το ιππικό σώμα για την άμυνα της πόλης - αλλά εμπόδι­σαν πρώην αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένου και του Ξενο­φώντα, να ενταχθούν, λόγω της παλιάς τους συνεργασίας με τους Τριάκοντα. Η πολιτική επιβίωση του Ξενοφώντα βρισκόταν σε κίνδυνο και είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμα και ο ίδιος ο πα­τριωτισμός του.

Αυτή περίπου την εποχή ήταν που το ηθικό του είχε πέσει πο­λύ και μου είχε εξομολογηθεί τους φόβους του ότι σύντομα θα ε­ξαναγκαζόταν σε εξορία ή φυλάκιση, αν δε σταθεροποιούνταν το καθεστώς, όταν συνέβη ένα τυχαίο γεγονός· μία από εκείνες τις ελάχιστες περιπτώσεις που κάνουν κάποιον να σηκώνει τα μάτια στον ουρανό, απορώντας με τον άψογα δραματικό συγχρονισμό των θεών. Ένα γράμμα έφτασε, το έφερε ένας δρομέας από το λι­μάνι, απ' όπου το είχε μόλις παραλάβει από ένα φορτηγό πλοίο που είχε έρθει έκτακτα από την Έφεσο. Ο Ξενοφώντας το ξεδί-

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 75

πλωσε καχύποπτα, μια και λίγες ειδήσεις από αυτές που πρό­σφατα είχε λάβει ήταν προς όφελος του, και τρόμαξε όταν ανα­κάλυψε ότι είχε γραφτεί από τον Πρόξενο, από τον οποίο δεν εί­χε καμιά είδηση από τότε που επέστρεψε στη Βοιωτία, δώδεκα χρόνια πριν.

Ο Πρόξενος, που είχε φτάσει στο βαθμό του στρατηγού στο θηβαϊκό στρατό και είχε προκαλέσει σημαντική καταστροφή στους Αθηναίους κατά τον πόλεμο, είχε βρει μια θέση στις Σάρ­δεις ως διοικητής ενός ελληνικού μισθοφορικού σώματος στην υ­πηρεσία του Πέρση πρίγκιπα Κύρου. Ο Κύρος είχε υποστηρίξει οικονομικά τη Σπάρτη με γενναιοδωρία κατά τη διάρκεια του πο­λέμου και τώρα συγκέντρωνε στρατό για ν' αντιμετωπίσει κάποιες ενοχλητικές γειτονικές φυλές στη Μικρά Ασία. Ο Πρόξενος ανα­ζητούσε αξιόμαχους εθελοντές για την εκστρατεία.

«Ξενοφώντα», έγραφε, «οι παλιοί πολιτικοί δεσμοί είναι άνευ σημασίας. Η προγενέστερη ιστορία παραγράφεται. Ο πόλεμος α­νάμεσα σε Σπάρτη και Αθήνα ανήκει στο παρελθόν. Οι μόνες α­παιτήσεις του Κύρου είναι θαρραλέο φρόνημα, δυνατά όπλα και επιθυμία για μάχη». Ήξερε ο Ξενοφώντας κάποιον που να έχει αυτά τα προτερήματα;

Είδα τα μάτια του να σκοτεινιάζουν σκεφτικά, καθώς αναμε­τρούσε την πρόταση του Πρόξενου και τις τρέχουσες προοπτικές του στην Αθήνα. Κρατώντας το γράμμα στο χέρι, έκανε μεταβο­λή κι άρχισε να προχωρεί ασυλλόγιστα προς το γραφείο του πα­τέρα του, σαν να ήθελε να ζητήσει τη συμβουλή του. Μου κόπη­κε η ανάσα, αλλά ύστερα τον πλησίασα βιαστικά και ακούμπη­σα το χέρι μου βαριά πάνω στον ώμο του. Σταμάτησε και με κοί­ταξε σαστισμένος.

«Ξενοφώντα», είπα, «περίμενε πριν μιλήσεις στον πατέρα σου. Σκέψου το. Ο Πρόξενος είναι ξάδερφος σου, αλλά είναι και Βοι­ωτός, σύμμαχος της Σπάρτης κι επομένως στα μάτια του Γρύλλου δεν είναι φίλος σου. Τώρα είναι μισθοφόρος, ένας ανυπότακτος, μισθωμένος από το μεγαλύτερο υποστηρικτή της Σπάρτης, ένας Μιδήσας. Είναι πραγματικά κάτι που θέλεις να παρουσιάσεις στον πατέρα σου;»

76 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου για μια στιγμή και ύ­στερα ξανακοίταξε το γράμμα. Είδα τον πάπυρο να τρέμει στο χέ­ρι του και ξαναθυμήθηκα την αγωνία που είχε περάσει όταν έφυγε ο Πρόξενος. «Ίσως είναι καλύτερα να μιλήσω πρώτα στον Σω­κράτη», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.

Εξέφρασα και γι' αυτό το θέμα δυνατά τις αμφιβολίες μου, παρότι γνώριζα το βαθύ θαυμασμό του για το γέρο φιλόσοφο. «Ξενοφώντα, πρόκειται να ζητήσεις τη συμβουλή ενός άντρα που δεν μπορεί ν' ανεχτεί ο πατέρας σου, σχετικά με ένα σχέδιο που θα τον σκότωνε, αν ήξερε ότι το σκέφτηκες καν».

Έγινε έξω φρενών προς στιγμήν. «Πάντα τον προστατεύεις, έ­τσι δεν είναι, Θέο; Γιατί δεν παίρνεις έστω και μια φορά το μέ­ρος μου; Ο Γρύλλος είναι πατέρας μου, και στην καλύτερη, ή τη χειρότερη περίπτωση, είμαι γιος του. Ο δικός του πόλεμος όμως δεν είναι και δικός μου». Κοίταξε μακριά, συγχυσμένος, κι εγώ πε­ρίμενα λίγο, ενώ πάσχιζε ν' ανακτήσει την ψυχραιμία του. Τελι­κά, πήρε βαθιά αναπνοή και έδειξε θλιμμένα το προ πολλού α­χρησιμοποίητο κάλυμμα της σέλας, όμορφα διπλωμένο στη γω­νία του δωματίου, και την πολεμική του ασπίδα, που μάζευαν και τα δυο σκόνη. «Τι θα 'θελες να κάνω, Θέο; Τι θα 'θελες να κάνω;»

6

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΟΤΑΝ ανάμεσα στους πάγκους της κατάμε­στης αγοράς, τρυπώνοντας μέσα στα μαγαζιά των εμπόρων που γνώριζε, πιάνοντας απαλά στα χέρια του φρούτα ή σανδάλια ή πή­λινους λύχνους και σχολιάζοντας κυρίως την ποιότητα τους. Κου­νούσε το κεφάλι και χαμογελούσε σε όλους, ακόμα και σε αυτούς που ήξερε ότι τους ενοχλούσε η απαξία του για τα υλικά αγαθά ή έβρισκαν επικίνδυνο τον τρόπο σκέψης του για τα ζητήματα αυτά. Στις άσκοπες αυτές περιπλανήσεις του συνοδευόταν από μικρή παρέα νεαρών, οι περισσότεροι γόνοι καλών οικογενειών, όπως φανέρωναν τα ρούχα τους. Όταν αντιλήφθηκε την παρου­σία μας, όμως, μια και σπάνια καθυστερούσαμε, ο Σωκράτης προσπέρασε τους άλλους και κυριολεκτικά έτρεξε κοντά μας, εκ­πληκτικά ευκίνητος για την ηλικία του και τη διάσταση της κοι­λιάς του, που δεν είχε μικρύνει καθόλου με τα χρόνια. Δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου από τότε που τον πρωτογνωρίσαμε, πα­ρά μόνο τα μάτια του θα έλεγε κανείς ότι είχαν ένα ακόμα πιο εύ­θυμο σπινθήρισμα από πρώτα.

Έπειτα από έναν ευγενικό χαιρετισμό, ο Ξενοφώντας, που ύ­στερα από πέντε χρόνια στο στρατό είχε ελάχιστη υπομονή για κουβεντούλα, έθιξε το θέμα του γράμματος του Πρόξενου στον Σωκράτη. Ο γέροντας συνοφρυώθηκε θλιμμένα.

«Ξενοφώντα, έχεις πολλούς λόγους να μείνεις εδώ», είπε ο Σω­κράτης, αφού το σκέφτηκε για ένα λεπτό. «Τα καθεστώτα έρχο­νται και παρέρχονται. Οι Τριάκοντα ήταν στην εξουσία δύο μό­νο χρόνια και τώρα κυβερνούν οι δημοκρατικοί. Και αυτοί σύ­ντομα θα φύγουν ή τουλάχιστον οι απερισκεψίες εκείνων που υ­πηρέτησαν υπό την εξουσία τους σύντομα θα σβηστούν από τη

78 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μνήμη. Αλλά ακόμα κι αν παραδεχτούμε κάτι τέτοιο -ή ίσως πως το πραγματικό σου πρόβλημα είναι ότι βαριέσαι κι επιθυμείς την περιπέτεια και τα πλούτη-, είναι πραγματικά η σημαία του Κύ-ρου αυτή κάτω από την οποία θα ήθελες να βαδίσεις; Η εξυπη­ρέτηση που πρόσφερες στους Τριάκοντα θα ξεχαστεί μέσα σε έ­ξι μήνες. Είναι άλλο ζήτημα όμως να συνδράμεις τον Κύρο που χρηματοδότησε τους Σπαρτιάτες για να καταστρέψει την πόλη μας, και την περιπέτεια σου θα την πληρώσεις πολύ ακριβά».

Ο Ξενοφώντας στεκόταν άκαμπτος, σε στρατιωτική στάση, α­ντίκρυ στο μέντορα του. Τα μάτια ήταν στραμμένα στον Σωκρά­τη, αλλά δεν εστίαζαν σ' αυτόν, σαν να ανήκαν σε κάποιον που εί­χε ήδη βάλει σε τάξη τη σκέψη του. Ο Σωκράτης το παρατήρη­σε και σταμάτησε, ερευνώντας το πρόσωπο του. Αναστέναξε.

«Ξενοφώντα», είπε απαλά. «Κάτι ακόμα: δεν έχεις παντρευτεί μέχρι τώρα και δεν έχεις μεγάλες πιθανότητες να βρεις γυναίκα να σου ταιριάζει στο στρατόπεδο των οπαδών του Κύρου. Ο πα­τέρας σου θα περιμένει γρήγορα εγγονό. Εδώ έχεις την οικογέ­νεια σου, φίλους, περιουσία, μέλλον μπροστά σου και μια Αθήνα που σύντομα θ' ανασυγκροτηθεί». Ο Σωκράτης χαμογέλασε θλιμ­μένα. «Ξέρω ότι ο Πρόξενος είναι συγγενής εξ αίματος και φίλος σου και υπάρχουν μεταξύ σας δεσμοί που δε θα χαλαρώσουν πο­τέ. Αλλά, σε παρακαλώ, σκέψου προσεκτικά τη θέση σου. Μίλη­σε στον πατέρα σου ή, αν καταλαβαίνεις ότι η απόφαση του εί­ναι γνωστή εκ των προτέρων, τουλάχιστον κάνε τον κόπο να θυ­σιάσεις στους θεούς και ζήτησε από το μαντείο των Δελφών να σε καθοδηγήσει στη λήψη της απόφασης σου».

Γυρίσαμε στο σπίτι σιωπηλοί. Το ίδιο απόγευμα έφιπποι, και πάλι σιωπηλοί, πήγαμε στο παλιό οικογενειακό κτήμα στην Ερχιά που είχε να το επισκεφτεί χρόνια. Ο καιρός ήταν κρύος, βροχερός και φυσούσε δυνατός αέρας, μα μόλις φτάσαμε ο Ξενοφώντας κα­τευθύνθηκε βιαστικά μέσα από τους σκονισμένους διαδρόμους στο παλιό του δωμάτιο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ελάχιστα τον είδα για δύο ολόκληρες μέρες, μια κι έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του, διαβάζοντας βιβλία που είχε κουβαλήσει μαζί του, γράφοντας γράμματα, δουλεύοντας επίμονα τις σημειώσεις του.

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 79

Δεν μπορώ να πω ότι ήταν κάτι το ασυνήθιστο - από τότε που έ­χασε τη θέση του είχε πέσει σε μια κατάσταση μελαγχολίας, κοι­μόταν αργά, έμενε αξύριστος, έγραφε τόμους ολόκληρους που πο­τέ κανείς δεν είδε. Μερικούς από αυτούς τους κατέστρεψε καίγο­ντας τους σε ένα μαγκάλι στο δωμάτιο του, ενώ κάποιους άλλους τους φύλαξε προσεκτικά σε μια κλειδωμένη κασέλα. Αυτή τη φο­ρά, όμως, ανησύχησα, επειδή υπήρχε κάτι τελεσίδικο στις πράξεις του, μια αποφασιστικότητα στην έκφραση του, σαν κάποιου που αποφασίζει να ολοκληρώσει ένα έργο, κι επειδή ήξερα για την α­πόφαση που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του βαριά σαν μολύ­βι, μια απόφαση που θα μ' επηρέαζε τόσο ολοκληρωτικά όσο και τον ίδιο.

Το πρωί της τρίτης μέρας όρμησε στο δωμάτιο μου, πλυμένος, ξεκούραστος και με ίχνη αίματος που αιωρούνταν ακόμα από το σαγόνι του σαν παράσιτα - αποτέλεσμα του βιαστικού ξυρίσμα­τος. Η μεταμόρφωση του ήταν τόσο δραματική, ώστε τρόμαξα προς στιγμήν αν και ταυτόχρονα χάρηκα που τον είδα να έχει ξα­ναβρεί τον εαυτό του.

Ο Ξενοφώντας, όμως, δεν είχε διάθεση για ανώδυνη κουβε­ντούλα.

«Ετοίμασε τα πράγματα, Θέο», ανακοίνωσε. «Σε μία ώρα φεύ­γουμε».

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ

...κι ήρθες στην Κρίσα κάτω από τον χιονισμένο Παρνασσό που στρέφεται στον Ζέφυρο η δασοπλαγιά του κι από πάνω βραχόπετρα κρεμνιέται, ενώ από κάτω απλώνεται βαθουλωτή χαράδρα τραχεία· εδώ αποφάσισε ο άναξ Φοίβος Απόλλων ναό να φτιάξει λατρευτό...

ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ*

* Δ. Π. Παπαδίτσας, Ελένη Λαδιά (κείμενο, μετάφραση, σχόλια), Ομηρκοί Ύμνοι, Στον Απόλλωνα, στίχ. 282-286, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1997. (Σ.τ.Ε.)

ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΜΑΧΗ και νόστιμον ήμαρ, κεραυνοβόλοι ουρανοί και αρκαδικές πεδιάδες, γρίφοι, κάτοπτρα, καπνοί, ψευδαισθήσεις, η αγάπη μιας γυναίκας, η οργή των θεών. Η ζωή είναι ένα δρά­μα, μια κωμικοτραγωδία, κι εμείς οι ηθοποιοί. Μια κοινότοπη πα­ρατήρηση, εμπνευσμένη, αναμφίβολα, από τις μούσες κάποιου άλλου. Κι όμως, παρ' όλα τα τρομακτικά και θριαμβικά δρώμε­να επί σκηνής, ανακάλυψα ότι η τέχνη του Διόνυσου ελάχιστα μπορεί να συγκριθεί με τους αγώνες και τα επιτεύγματα, τη ζωή και το θάνατο των αληθινών ανθρώπων ή τουλάχιστον των αν­θρώπων της σκέψης και της δράσης, των ανθρώπων που απαρ­νούνται την απάθεια και την άγνοια εκείνων που περνούν από τη ζωή σαν να ήταν προσωρινοί απλώς επισκέπτες, περιστασιακά ανόητοι, αλλά που ως επί το πλείστον ακολουθούν τις σαρκικές επιθυμίες της κοιλιάς και των λαγόνων τους. Ο Σοφοκλής τα εί­πε καλά όταν έγραφε λίγα χρόνια πριν:

Πολλά 'ναι τα θάματα, πιο θάμ' απ' τον άνθρωπο τίποτα· πέρ' απ την αφρομάνιστη τραβάει και πάει τη θάλασσα... Και γλώσσα και νόηση ανεμόφτερη...*

Ελάχιστα, όμως, από αυτά που απαγγέλλονται από σκηνής μπορούν να συναγωνιστούν την αληθινή ιστορία των ανθρώπων που επιζητούν να ξεπεράσουν την ευτελή παθητικότητα, των αν­θρώπων που έχουν πάρει τη ζωή στα χέρια τους, μεταβάλλοντας άλλους ανθρώπους και το περιβάλλον τους σε κάτι πιο πειθήνιο

* Σοφοκλή, Αντιγόνη, στίχ. 332-355, μετάφραση: Ι. Γρυπάρης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)

84 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

στις επιθυμίες τους και αλλάζοντας σ' αυτή τους την πορεία τον κόσμο τους. Οι άνθρωποι ζουν στ' αλήθεια το ίδιο παθιασμένα ό­πως και στις μεγάλες τραγωδίες. Πεθαίνουν το ίδιο βίαια. Αγα­πούν το ίδιο παράφορα. Αλλά στον πραγματικό κόσμο δε φορούν γύψινες μάσκες που τις κρεμούν στον τοίχο μετά το τέλος της πα­ράστασης. Οι πράξεις των ανθρώπων διατηρούνται πέρα από πρόσωπα και ονόματα και τα αποτελέσματα τους δεν είναι πε­ριορισμένα και παροδικά, αλλά περιβάλλουν τους απογόνους τους και τους απογόνους των συμπρωταγωνιστών τους σε όλο πιο πλα-τιούς αλλά διαρκώς πιο αχνούς κύκλους μέχρι την αιωνιότητα. Είναι πολύ παράδοξο στ' αλήθεια να επιζητούμε μέσα από το δράμα ν' απεικονίσουμε ή να δραπετεύσουμε από τον κόσμο μας, την ατέλειωτη ποικιλία και την κοσμική αιωνιότητα, η οποία προ­σβάλλει ακόμα και αυτή των θεών.

Η πένα μου περιπλανιέται άσκοπα κι οι ανυπόμονες Μούσες με πιέζουν να προχωρήσω την ιστορία μου.

1

Το ΤΑΞΙΔΙ για τους Δελφούς ήταν μακρύ αλλά και ενδιαφέρον συνάμα. Ο Ξενοφώντας ήταν τέλειος προσκυνητής, αφού σταμα­τούσε σε κάθε αξιοθέατο στο δρόμο, έχοντας ένα πουγκί γεμάτο οβολούς για να φιλοδωρεί τους νεαρούς οδηγούς που μας ζητού­σαν φορτικά να επισκεφτούμε αυτή ή εκείνη την ιερή πηγή, και δεν προσπερνούσε ποτέ ένα τραπέζι γεμάτο φρούτα στημένο έ­ξω από κάποια αγροικία χωρίς να δοκιμάσει. Οι δρόμοι ήταν κα­τάμεστοι από άντρες και γυναίκες, εμπόρους, δικηγορίσκους και πόρνες, που τραβούσαν όλοι για τους Δελφούς να παρακολουθή­σουν την ετήσια γιορτή προς τιμήν της αναχώρησης του Απόλλωνα για τη χώρα των Υπερβορείων, για να περάσει το χειμώνα, και την άφιξη του παράφρονα αδερφού του Διόνυσου. Η τελετή θα ξεκι­νούσε με το συνηθισμένο γλέντι-όργιο έπειτα από λίγες μέρες. Βιαζόμαστε να συμβουλευτούμε την Πυθία, τη μάντισσα του Απόλλωνα, προτού αρχίσει η γιορτή, αλλά μας εμπόδιζαν τα πλή­θη των άλλων ταξιδιωτών που προπορεύονταν προς την ίδια κα­τεύθυνση κι όσο περισσότερο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, τόσο πύκνωνε το πλήθος στους δρόμους, ώσπου τελικά ήταν α­δύνατο να προσπεράσουμε τους άλλους προσκυνητές· τόσο πο­λυσύχναστος ήταν ο δρόμος και από τις δύο μεριές. Κατεβήκαμε από τα άλογα μας και τα οδηγούσαμε πεζοί, για να ξεμουδιά­σουμε τα πόδια μας και να συζητήσουμε με ορισμένους από τους άλλους ταξιδιώτες, αφού, είτε μας άρεσε είτε όχι, ήμαστε κατα­δικασμένοι να συνταξιδεύουμε κατ' αυτό τον τρόπο σε όλο το δρό­μο για τους Δελφούς.

Ο Ξενοφώντας είχε επιλέξει προσεκτικά χους ταξιδιώτες κο­ντά στους οποίους είχε ξεπεζέψει κι έπιασε γρήγορα κουβέντα

86 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

με μια εύθυμη, εύσωμη χωριατοπούλα που την έλεγαν Αγλαΐα και η οποία ταξίδευε στους Δελφούς για πρώτη φορά, για να συμ­βουλευτεί το μαντείο ποιον να διαλέξει για σύζυγο μεταξύ τριών υποψηφίων. Περιέργως, δε συνοδευόταν στο ταξίδι της από κά­ποιο αρσενικό φύλακα, γεγονός που θα προκαλούσε την αποδο­κιμασία στην έκφραση των άλλων ταξιδιωτών, αν δεν υπήρχε μια τρομερή μπαμπόγρια που την έσερνε μαζί της και η οποία απο­δείχτηκε ότι ήταν γιαγιά της. Αν και ντυμένη με τα άκομψα ρού­χα μιας χωριατοπούλας, βοσκοπούλας στην πραγματικότητα, η Αγλαΐα ήταν αφράτη και όμορφη, με δυνατά, παχιά μπράτσα, μαυρισμένα από την καθημερινή της έκθεση στον ήλιο, και γε­μάτα, απαλά στήθη, τα οποία, παρόλο που δεν τα πρόβαλλε υ­περβολικά, εντούτοις τραβούσαν τα αντρικά βλέμματα με τη γοη­τευτική τους ωριμότητα. Τα μάτια της άστραφταν, όπως συμ­βαίνει με τις νεαρές παρθένες, πριν σκοτεινιάσουν από τις φρο­ντίδες του σπιτιού και τους πόνους της γέννας, και το ηχηρό της γέλιο ξεπερνούσε κατά πολύ την οχλαγωγία και το ποδοβολητό του ως επί το πλείστον αντρικού πλήθους. Μολονότι θαύμασα την ομορφιά της, ήταν εύρωστη και εκδηλωτική, το είδος ακριβώς της πουτανίτσας που σιχαινόμουν, κι έδειξε αμέσως προτίμηση στον Ξενοφώντα, θαυμάζοντας το άλογο του και χαϊδεύοντας α­παλά τη διακοσμημένη λαβή του μικρού ξίφους που κουβαλούσε στη ζώνη του.

«Ξενοφώντα!» είπα μέσα από τα δόντια μου. «Μην είσαι α­νόητος! Δε βλέπεις ότι θα σε κάνει να την παρακαλάς για να γί­νεις ο υπ' αριθμόν τέταρτος υποψήφιος;» Επιχείρησα να τον τρα­βήξω προς μια άλλη ομάδα ταξιδιωτών που προπορεύονταν στην ίδια κατεύθυνση μ' εμάς.

Μου έριξε ένα άγριο βλέμμα. «Τι με πέρασες, Θέο, για κανέ­να έφηβο;» μου σφύριξε. «Νομίζεις ότι είσαι ακόμα ο σκλάβος-χαφιές του πατέρα μου που σου έχουν αναθέσει να προστατεύεις τα χρηστά μου ήθη από τους πειρασμούς του κόσμου; Είμαι ε­νήλικος πια και δε χρειάζομαι τη χειραγώγηση σου».

Ένιωσα το σαγόνι μου να σφίγγεται από οργή για την προ­σβολή του, αλλά πίεσα τον εαυτό μου να παραμείνω σιωπηλός

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 87

και να συνεχίσω να κοιτάζω ίσια μπροστά. Ύστερα από λίγο φά­νηκε να μετανιώνει για τα σκληρά του λόγια και, αφού ζήτησε συγνώμη από το κορίτσι, με τράβηξε παράμερα. «Θέο, ηρέμησε. Έχω μήνες να μιλήσω καν με γυναίκα. Θέλω απλώς να κουβε­ντιάσω λιγάκι με κάποιον πιο όμορφο από σένα. Πίστεψε με, θα δεις ότι θα είμαι καλύτερη παρέα μετά».

Εξακολούθησα να κοιτάζω ίσια μπροστά, καθώς περπατού­σα, αποφασισμένος να μην του δώσω την ικανοποίηση να λάβει κάποια απάντηση από μένα, είτε οργής είτε συγνώμης. Σήκωσε τους ώμους και ξαναγύρισε δίπλα στην Αγλαΐα κι εγώ παθητικά ανέβασα την ηλικιωμένη γιαγιά στο άλογο μου, όπου στάθηκε ά­καμπτη και τρέμοντας, κρατώντας το σφιχτά με τα δύο χέρια α­πό τη χαίτη, από τον τρόμο της επειδή καθόταν τόσο ψηλά. Περ­πατούσα λοιπόν πίσω από τον Ξενοφώντα και το κορίτσι, ρίχνο­ντας τη μεγάλη σκιά μου πάνω στους ώμους τους.

Η Αγλαΐα είχε μάθει καλά το μάθημα της προτού ξεκινήσει το ταξίδι της και είχε συγκεντρώσει ένα σωρό ιστορίες που αναφέ­ρονταν στο μαντείο, ελάχιστες από αξιόπιστες πηγές, τις περισ­σότερες από τις πιο πλαστές που μπορούσες να φανταστείς. Μας διασκέδασε με όσα είχε μάθει και το ηχηρό της γέλιο έκανε τους άντρες να χαμογελούν μέτρα μακριά, παρόλο που δεν μπορούσαν ν' ακούσουν τα λόγια της. Ο Ξενοφώντας αντάλλασσε μαζί της ι­στορίες, προς μεγάλη της ικανοποίηση. Συγκινήθηκε περισσότε­ρο από την ιστορία του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, την οποία ο Ξενοφώντας είχε μάθει από τη μητέρα του, όταν ήταν μικρός.

«Ο Κροίσος», θυμήθηκε, «έμαθε ότι ο βασιλιάς των Περσών Κύρος γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και ισχυρότερος. Αυτό τον α­νησύχησε κι άρχισε ν' αναρωτιέται αν έπρεπε να επιτεθεί στους Πέρσες προτού γίνουν πολύ ισχυροί. Αποφάσισε λοιπόν να συμ­βουλευτεί κάποιο μαντείο.

»Την εποχή εκείνη, το μαντείο των Δελφών δεν ήταν το πιο φη­μισμένο στην Ελλάδα, ήταν απλώς ένα από τα πολλά. Αφού ο Κροίσος δεν ήξερε ποιο ήταν το πιο αξιόπιστο, έστειλε απε­σταλμένους από τις Σάρδεις στο καθένα από αυτά, ανάμεσά τους και στην Πυθία των Δελφών, με εντολή να περιμένουν να φτάσει

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

η εκατοστή μέρα από την αναχώρηση τους από τις Σάρδεις. Ακρι­βώς εκείνη τη μέρα κάθε απεσταλμένος θα συμβουλευόταν το α­ντίστοιχο μαντείο και θα ρωτούσε τι έκανε εκείνη τη στιγμή ο βα­σιλιάς Κροίσος. Όλες οι απαντήσεις θα έπρεπε να καταγράφουν και να μεταφερθούν στο βασιλιά.

»Μόλις μπήκε ο απεσταλμένος του βασιλιά στο άδυτο του μα­ντείου των Δελφών, προτού καν βρει ευκαιρία να θυσιάσει και να θέσει το ερώτημα του, η μάντισσα απήγγειλε σε τέλειο εξάμετρο στίχο:

»"Κάθε σπυρί της αμμουδιάς, της θάλασσας το τέρμα και του μουγκού το μίλημα και τ' άλαλου η κουβέντα για με δεν είναι μυστικά. Τα νιώθω και τα ξέρω. Φτάνει ως εμένα η μυρουδιά σκληρόδερμης χελώνας, που βράζει μέσα σε χαλκό μαζί μ' αρνίσιο κρέας και που 'χει για στρωμνή χαλκό και που χαλκό χροράει". *

»Όλοι οι απεσταλμένοι γύρισαν με τις απαντήσεις τους και ο Κροίσος άρχισε να τις διαβάζει, αλλά με το που διάβασε την α­πάντηση από τους Δελφούς, έμεινε σχεδόν άφωνος κι απέρριψε κάθε άλλη απάντηση. Τι είχε συμβεί; Όταν οι απεσταλμένοι του έφυγαν από τις Σάρδεις μήνες πριν, έστυψε το μυαλό του να σκε­φτεί τι απίθανο πράγμα θα μπορούσε να κάνει που κανένας θνη­τός δε θα μπορούσε να μαντέψει από τύχη. Κι έτσι, την εκατοστή μέρα πήρε μια χελώνα κι ένα αρνί, τα τεμάχισε με τα ίδια του τα χέρια και τα έβρασε μαζί μέσα σε μια χάλκινη χύτρα με χάλκινο καπάκι. Η μάντισσα το είχε περιγράψει τέλεια.

»Εξαιτίας αυτής της δοκιμής, ο Κροίσος κατέκλυσε με δώρα τους Δελφούς, για να πετύχει ευνοϊκή απάντηση στην κρίσιμη συμβουλή που ζητούσε. Θυσίασε χιλιάδες ζώα και αφιέρωσε στο μαντείο έναν τεράστιο σωρό από θησαυρούς, χρυσά κύπελλα, α­γάλματα και πορφυρά ενδύματα. Επέβαλε μάλιστα και βαρύ φό-

* Ηρόδοτος, Μούσαι, τόμ. Α', μετάφραση: Ευάγ. Πανέτσος, εκδ. Ι. Ζαχαρόπου­λου, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 89

ρο στο λαό του, μετατρέποντας όλα τα χρήματα που μάζεψε σε ατόφιες ράβδους χρυσού».

Στο σημείο αυτό το κορίτσι πέταξε ένα σχόλιο με το ιδιόρ­ρυθμο γέλιο του. «Ελπίζω ότι θα καταφέρω να δω ορισμένα από τα αγάλματα και να πιω από τους κρατήρες. Έχω ακούσει ότι α­κόμα και οι οδοκαθαριστές χρησιμοποιούν σκούπες με χρυσά κο­ντάρια!»

«Ο Ηρόδοτος», είπε ο Ξενοφώντας, «λέει ότι οι περισσότεροι θησαυροί βρίσκονται κλειδωμένοι στο θησαυροφυλάκιο, αλλά ό­τι ο ίδιος είχε δει τους τεράστιους κρατήρες της προσφοράς του Κροίσου και ένα άγαλμα κόρης από χρυσό, αφιερωμένο μαζί με το περιδέραιο και τη ζώνη της γυναίκας του».

Η Αγλαΐα έσκασε στα γέλια. «Θα πρέπει να με πας να τα δω», είπε πιάνοντας τον εύθυμα από το μπράτσο και κάνοντας ότι τον βιάζει να προχωρήσει γρηγορότερα, ώσπου πρόσεξε τη σκιά μου και, αφού με κοίταξε σαστισμένα, τον άφησε στην ησυχία του. Ο Ξενοφώντας γέλασε και μου έκλεισε το μάτι. «Και τι έγινε μετά;» τον ρώτησε.

«Ο Κροίσος, που λες, ρώτησε την Πυθία αν έπρεπε να κηρύ­ξει πόλεμο κατά των Περσών. Η απάντηση της μάντισσας ήταν αρκετά ξεκάθαρη: "Αν κάνεις πόλεμο με τους Πέρσες, θα κατα­στρέψεις μια μεγάλη δύναμη" Ο Κροίσος καταχάρηκε μόλις το άκουσε και βάδισε με το στρατό του από τις Σάρδεις εναντίον της Περσίας, όπου τα στρατεύματα του κατατροπώθηκαν. Υποχώ­ρησε στις Σάρδεις, καταδιωκόμενος από τον Κύρο. Ύστερα από πολύμηνη πολιορκία, οι Σάρδεις αλώθηκαν και ο Κροίσος έπεσε στα χέρια των Περσών. Όλη την υπόλοιπη ζωή του παραπονιό­ταν για το πόσο σκληρά εξαπατήθηκε από το μαντείο που τον εί­χε κάνει να πιστέψει ότι μπορούσε να διεξαγάγει πόλεμο ενα­ντίον των Περσών».

Η Αγλαία έμεινε σιωπηλή για κάποιο διάστημα, προβληματι­σμένη. «Μα γιατί τον εξαπάτησε η Πυθία;» ρώτησε στο τέλος. «Νόμιζα ότι το μαντείο λέει πάντα την αλήθεια!»

Ο Ξενοφώντας γέλασε. «Πέφτεις κι εσύ στην ίδια παγίδα που έπεσε και ο Κροίσος, εικάζεις την απάντηση πριν ακόμα κάνεις

90 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

την ερώτηση κι ύστερα έχεις αφτιά μόνο για την απάντηση που έχεις προδικάσει! Η μάντισσα είχε δίκιο. Είπε ότι ο Κροίσος θα κατέστρεφε μια μεγάλη δύναμη και αυτό έκανε - κατέστρεψε τη δική του. Η απάντηση της Πυθίας είχε τη μορφή γρίφου -σχεδόν πάντα έτσι είναι-, επομένως ο Κροίσος δεν είχε καθόλου δίκιο να παραπονιέται. Αν ήταν σώφρων, θα έπρεπε να ρωτήσει τη μά­ντισσα ποια δύναμη εννοούσε, την περσική ή τη δική του. Θα έ­πρεπε να είναι πιο προσεκτικός όταν διατύπωνε την ερώτηση κι έπαιρνε την απάντηση».

Ο Ξενοφώντας κοίταξε τσαχπίνικα το κορίτσι. Το πρόσωπο της ήταν όλο ένα χαμόγελο.

«Λοιπόν», είπε τελικά. «Τώρα βλέπω πόσο επικίνδυνο είναι να κάνεις στην Πυθία μια τόσο ασαφή ερώτηση. Εγώ επρόκειτο α­πλώς να ρωτήσω ποιος από τους τρεις υποψήφιους ήταν ο καλύ­τερος. Δε θα πρέπει ποτέ να κάνω μια τέτοια ερώτηση - είναι πά­ρα πολύ ασαφής. Πώς θα ήταν δυνατό να γνωρίζει ο θεός ποια είναι τα καλύτερα χαρακτηριστικά τους που μου ταιριάζουν; Οι θεοί έχουν τα δικά τους κριτήρια για το καλό κι εγώ φυσικά έχω τα δικά μου».

Προχωρήσαμε σιωπηλοί για λίγα λεπτά· σκεφτόμαστε το θέ­μα και καθώς η κοπέλα γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει τον Ξε­νοφώντα, διέκρινα ένα αδιόρατο χαμόγελο να σχηματίζεται αρ­γά στο πρόσωπο της.

«Λοιπόν, αυτό είναι», είπε τελικά. «Θα ρωτήσω απλώς τη μά­ντισσα να μου πει ποιος είναι ο πλουσιότερος».

2

ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΦΤΑΣΟΥΜΕ στον προορισμό μας, αντικρίσαμε φευ­γαλέα το νεφελοσκεπή Παρνασσό να υψώνεται πάνω από τις γει­τονικές ακρώρειες, με τις απότομες χιονοσκέπαστες κορφές, τα ανεμοδαρμένα δέντρα και πάνω από τη δεντρόφυτη ζώνη τις φα­λακρές πλαγιές του. Όταν πλησιάσαμε, ο άνεμος μερικές φορές κουνούσε τα κλαδιά των δέντρων, αποκαλύπτοντας το χωριό των Δελφών πάνω ψηλά, ένα λαμπερό σύνολο από φανταχτερά χρώ­ματα και απαστράπτον λευκό, σκαρφαλωμένο στην τεράστια πλαγιά του βουνού, που γυάλιζε σαν μικρό κόσμημα φορεμένο στα αφράτα στήθια κάποιας ματρόνας. Εκεί, στα μισά του δρό­μου, ανηφορίζοντας τη νότια πλευρά του φημισμένου σε όλο τον κόσμο βουνού, επειδή είναι αφιερωμένο στον Απόλλωνα, το μα­νιακό αδερφό του Διόνυσο και τις Μούσες, υπάρχει ένα είδος φυσικής κοιλότητας, σαν τεράστιο θέατρο καμωμένο για Τιτά­νες αλλά κατοικημένο από νύμφες, τριγυρισμένο από τις τρεις με­ριές από το ιερό βουνό και δύο τεράστιες όρθιες πέτρες, τις Φαι­δριάδες ή «λαμπρές πέτρες». Οι απόκρημνοι γκρεμοί τους φαί­νεται ότι αιχμαλωτίζουν το καυτό καλοκαιρινό φως του ήλιου και το προβάλλουν μέσα στο βαθύ, γεμάτο αντίλαλους φαράγγι. Εδώ, σαν κρεμασμένοι στο κενό πάνω από την κοιλάδα του ποταμού, εκτεθειμένοι στον άνεμο, τον ουρανό και το διαπεραστικό φως, βρίσκονται οι Δελφοί, το πιο σεβαστό μέρος σ' όλη την Ελλάδα, το μέρος που επέλεξε προσωπικά ο θεός Απόλλωνας για κατοι­κία του.

Παντού υπάρχουν σημάδια της θεϊκής παρουσίας και οι δυ­νάμεις της φύσης μοιάζουν σχεδόν να μεγεθύνονται από την κα­ταπληκτική εγγύτητα της θεότητας. Το φως είναι λαμπρότερο, ε-

92 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δώ, εκτυφλωτικό σχεδόν, και το καταμεσήμερο στην καθαρή α­τμόσφαιρα μοιάζει ν' ανυψώνονται ακόμα και τα βράχια από τη γη, ώσπου πυρακτώνονται σε μια έκρηξη ιερού φωτός. Την αυγή και το σούρουπο, τα εκπληκτικά χρώματα που βάφουν το τοπίο μέχρι το μακρινό ορίζοντα είναι τόσο ατόφια και καθαρά, ώστε γη και ουρανός μοιάζουν να μην έχουν πια καθορισμένα όρια. Σεισμοί τραντάζουν συχνά τα ταπεινά σπιτάκια που φωλιάζουν μέσα στον γκρεμό κι όταν σκοτεινιάζει, και η φύση φαίνεται πιο άγρια από ποτέ, κεραυνοί από μακρινές βουνίσιες καταιγίδες κα­τρακυλούν κι αντηχούν μέσα από το φαράγγι και τη βουνοπλα­γιά.

Δάσκαλοι της ρητορικής τέχνης διδάσκουν ότι δεν είναι σοφό να γνωρίζει τα ίδια και ο αναγνώστης και ο συγγραφέας. Εδώ χρειάζεται κάποια εξήγηση, σε περίπτωση που οι βιαστικές αυ­τές σημειώσεις πέσουν κάποια μέρα στα χέρια αναγνωστών που ζουν σε μακρινές χώρες και δε γνωρίζουν το μαντείο του Πύθιου Απόλλωνα, αν και μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι δε θα έχουν ακουστά γι' αυτό το θαύμα όσο μακριά κι αν βρίσκονται. Λέγεται ότι τα παλιά χρόνια, όταν οι θεοί τριγύριζαν μόνοι πάνω στη γη, ο τόπος των Δελφών ήταν κατειλημμένος από έναν τρομερό δρά­κο, ένα φίδι γνωστό ως Πύθωνα, που από τη σκοτεινή φωλιά του φρουρούσε τη Γαία, την αρχαία θεά της γης, που είχε τη δυνα­τότητα να προβλέπει το μέλλον. Όταν δημιουργήθηκε ο άνθρω­πος, ο Απόλλωνας, ο θεός της τέχνης και του φωτός, ήθελε να ε­πικοινωνεί με τους θνητούς, αλλά για να κάνει κάτι τέτοιο έπρε­πε να βρει ένα μέρος για να έρχεται σ' επαφή μαζί τους. Ένας αρ­χαίος ύμνος που ψάλλουμε συχνά προς τιμήν του στις γιορτές πε­ριγράφει πώς ο θεός ταξίδεψε από την Κρήτη καβάλα σε δύο δελ­φίνια, ώσπου έφτασε στους Δελφούς, όπου χτύπησε το φίδι με το τόξο του και πήρε το μαντείο για δική του χρήση. Από τότε και στο εξής έγινε ο κύριος των Δελφών, γνωστός και ως Πύθιος Απόλ­λωνας, και αργότερα ήρθε και ο νεότερος αδερφός του, ο μυστη­ριακός θεός Διόνυσος, που κατοικεί στους Δελφούς τρεις μήνες το χρόνο, όταν ο Απόλλωνας περνά τους μήνες του χειμώνα στη χώ­ρα των Υπερβορείων. Το ιερό μαντείο δε συνδιαλέγεται ποτέ ά-

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 93

μέσα με τους ανθρώπους, αλλά μέσω της Πυθίας, μιας ντόπιας, δελφικής ιέρειας, συνήθως από αγροτική γενιά, που επιλέγεται α­πό τους ιερείς του ναού σε νεαρή ηλικία και περνά ολόκληρη τη ζωή της με εγκράτεια και προσευχή στη υπηρεσία του θεού. Στην Πυθία σχεδίαζε ν' απευθύνει την ερώτηση του και ο Ξενοφώντας κι αν ο Απόλλωνας ήταν ευνοϊκός απέναντι στη θυσία και την α­γνότητα της καρδιάς του, τότε θα έπαιρνε την απάντηση από τα χείλη της Πυθίας, παρόλο που η θρυλική αμφισημία των απα­ντήσεων της, οι οποίες συχνά είχαν τη μορφή γρίφων, χρειάζο­νταν συνήθως γραπτή ερμηνεία από τους ακολούθους-ιερείς της, τους προφήτες.

Μόλις φτάσαμε εκείνο το βράδυ, ο Ξενοφώντας κι εγώ αρχί­σαμε αμέσως να ψάχνουμε για κατάλυμα -δύσκολο έργο αυτή την πολυσύχναστη εποχή- και φροντίδα για τα άλογα μας. Αφού κλείσαμε ένα δωμάτιο σε ένα μικρό, πολυκαιρίτικο πανδοχείο και καταβρεχτήκαμε γρήγορα με νερό από τη μικρή αναβρύζουσα πηγή του πανδοχείου, φύγαμε για να περιπλανηθούμε στους μα­γευτικούς δρόμους της ιερής πόλης, με οδηγό ένα από τα χαμί-νια του δρόμου που ήταν μαζεμένα έξω από το πανδοχείο μας ακριβώς γι' αυτό το σκοπό. Ο Ξενοφώντας, από την ώρα που φτάσαμε, βρισκόταν σχεδόν σε έκσταση, ένιωθε δέος και θαυ­μασμό επειδή είχε πλησιάσει τόσο τους θεούς και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον συγκρατώ, για να μην πέσει στον γκρεμό από την απόλυτη σύγχυση του, καθώς είχε τα μάτια μο­νίμως καρφωμένα στις κορυφογραμμές ή τις στέγες των ιερών, λες και περίμενε να φτάσει από στιγμή σε στιγμή ο Απόλλωνας με σάρκα και οστά για ν' απαντήσει προσωπικά στην ερώτησή του.

Η πόλη των Δελφών είναι κι αυτή εξίσου ωραία και θαυμαστή με την υπόλοιπη τοποθεσία. Πίστευα πάντα ότι η Αθήνα ήταν η ομορφότερη πόλη στον κόσμο, αλλά η πόλη των Δελφών είναι α­ξιόλογη αντίπαλός της. Κάτω από το φθινοπωρινό φως που έπε­φτε λοξά κι αντανακλούσε από τους γυαλιστερούς βράχους, οι πολύχρωμες επιφάνειες των ιερών και των δηρόσιων κτιρίων ά­στραφταν και λαμποκοπούσαν. Ο Ξενοφώντας κι εγώ είχαμε μα-

94 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ

γευτεί από την αντίθεση ανάμεσα στο εκτυφλωτικό άσπρο των πέτρινων κτιρίων στα ελάχιστα μέρη που είχαν μείνει αδιακό-σμητα και στις απαλές σκιές του ροζ, του γαλάζιου και του πρά­σινου που χρησιμοποιούσαν άλλου, τόσο αποτελεσματικά, οι κά­τοικοι των Δελφών για να τονίζουν τα περιγράμματα των κιονο­στοιχιών και της λιθοδομής. Οι γεμάτες χάρη κατασκευές των ιε­ρών και των γυμναστηρίων, των αψίδων και των κρηνών, των θη­σαυροφυλακίων και των πινακοθηκών, αλλά ακόμα και των πιο ταπεινών σπιτιών και πανδοχείων, ήταν όλες διακοσμημένες και οικοδομημένες σύμφωνα με τη λεπτή κομψότητα της ιερής πό­λης.

Κάτω από το φεγγαρόφωτο συναντήσαμε στη βόλτα μας ε­κατοντάδες απόκοσμα αγάλματα, αναθήματα από ευγνώμονες ι­κέτες και πόλεις, τα οποία έφεραν μια απαλή γαλαζοπράσινη πατίνα, δημιούργημα του νοτισμένου αέρα που πνέει μόνιμα στην περιοχή. Κατά μήκος της μιας πλευράς του ιερού δρόμου προς το άδυτο υπήρχε μια σειρά από χάλκινους ανδριάντες που είχαν αναγείρει οι Αθηναίοι, ενώ ακριβώς απέναντι τους έστεκαν, ρί­χνοντας εχθρικά βλέμματα στους σκαλισμένους εχθρούς τους, μια άλλη σειρά από χάλκινα αγάλματα που είχαν αναγείρει οι Σπαρτιάτες. Κάθε ναός περιβαλλόταν από αγάλματα, τα οποία ήταν διασκορπισμένα στις γωνίες των δρόμων, τις δημόσιες κρή­νες και τους κήπους. Υπήρχαν τα συνηθισμένα ομοιώματα των θεών, φυσικά, αλλά επίσης ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός α­πό γλυπτά ζώων που προσέδιναν μια σχεδόν βαρβαρική όψη στην πόλη. Αφθονούσαν τα αγάλματα αλόγων, αφιερώματα νικητών στρατηγών από το μερίδιο τους στα λάφυρα του πολέμου ή νι­κητών σε αρματοδρομίες κατά τις δελφικές γιορτές. Είδα ένα χάλκινο ταύρο, προσφορά των κατοίκων της Κέρκυρας ως αντα­μοιβή για μια εκπληκτική ψαριά τόνου κατά τη διάρκεια λιμού αρκετά χρόνια νωρίτερα· μερικές κατσίκες, μία από αυτές από μια μικρή φυλή ως ευχαριστήριο για την απαλλαγή της από την πανούκλα, και κοντά στο μεγάλο βωμό έξω από τον κεντρικό ναό ένα χάλκινο λύκο, προσφορά των ίδιων των κατοίκων των Δελ­φών, προς τιμήν ενός κτήνους που είχε σκοτώσει κάποιον κλέφτη,

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 95

ο οποίος είχε κλέψει ορισμένο από το χρυσό του ιερού προσκυ­νήματος. Υπήρχε ακόμα και άγαλμα γαϊδουριού που όπως λέγε­ται είχε προειδοποιήσει τους κατοίκους για μια ενέδρα. Οι θεοί τρέφουν φανερά την ίδια συμπάθεια για τους τετράποδους συ­ντρόφους μας όση και για εμάς τους ίδιους.

Την επομένη της άφιξής μας και την προηγουμένη του καθορι­σμένου μας ραντεβού με το μαντείο, συναντήσαμε τυχαία την ό­μορφη Αγλαΐα να περπατά σε ένα απόμερο δρομάκι, σέρνοντας από πίσω την ηλικιωμένη γιαγιά της μαζί με μια μικρή ακολου­θία θαυμαστών που είχε ήδη μαζέψει. Το πρόσωπό της ακτινο­βολούσε και χαιρέτησε θερμά τον Ξενοφώντα, λες κι ήταν δυο παλιοί φίλοι που είχαν μήνες να ιδωθούν.

«Έρχομαι από το μαντείο», ανακοίνωσε. «Ρώτησα την Πυθία αυτό ακριβώς που μου είπες να ρωτήσω και όχι "ποιον θα πα­ντρευτώ". Και, δε θα το πιστέψεις, αλλά ο άντρας που είπε ο Απόλ­λωνας ότι ήταν ο πλουσιότερος ήταν ακριβώς αυτός που ήθελα πε­ρισσότερο για σύζυγο, έτσι κι αλλιώς!»

«Εκτός κι αν η Πυθία τής έλεγε ότι κάποιος άλλος ήταν ακό­μα πλουσιότερος», μουρμούρισε η αυστηρή γριά.

Ο Ξενοφώντας τη συγχάρηκε για την καλή της τύχη κι αφού άκουσε αφηρημένα την πολυλογία της για λίγα λεπτά, δικαιολο­γήθηκε ευγενικά και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.

«Ξενοφώντα!» φώναξε η Αγλαΐα αφού είχαμε κάνει μερικά μό­λις μέτρα, «Θα φύγουμε αύριο το πρωί με το ξημέρωμα, αν λοι­πόν θέλεις να μ' επισκεφθείς το βράδυ για να μου ευχηθείς...»

Μόλις τελείωσε τη φράση της κοκκίνισε από αυτή την επίδει­ξη αναίδειας, που ακόμα και για την Αγλαΐα πρέπει να ήταν πο­λύ ακραία, και βιάστηκε ν' απομακρυνθεί. Ο Ξενοφώντας στάθηκε κοιτάζοντας τη να φεύγει για μια στιγμή κι ύστερα, απρόθυμα απ' ό,τι φάνηκε, συνέχισε μαζί μου την περιπλάνηση του στους δρόμους.

Περπατήσαμε βαριεστημένα για καμιά ώρα στα κατηφορικά και ανηφορικά καλντερίμια των Δελφών χωρίς ν' ανταλλάξουμε λέ-

96 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ξη μεταξύ μας. Σταμάτησα σ' ένα μαγαζί, θέλοντας ν' αγοράσω έ­να ενθύμιο της επίσκεψης μας, γιατί ποιος ξέρει πότε ή αν θα ξα­ναγύριζα. Διάλεξα ένα μικρό μπρούντζινο ειδώλιο του Απόλλωνα, με το ξίφος στο χέρι, που κρατάει από τα μαλλιά έναν άντρα με παρουσιαστικό αόριστα περσικό, γένι μακρύ και μυτερό. Ο μα-γαζάτορας δεν ήταν σε θέση να μου πει σε ποιο γεγονός αναφε­ρόταν, αλλά εγώ το αγόρασα έτσι κι αλλιώς, μια κι έμοιαζε καλός οιωνός και, επιπλέον, μου άρεσε. Αν και μικροσκοπικό, τα πρό­σωπα και οι εκφράσεις είχαν ένα ρεαλισμό που έκαναν κάποιον να πιστεύει ότι για τα αρχικά εκμαγεία είχαν ποζάρει άτομα γνω­στά στο γλύπτη και η θέση και η πόζα του θεού φανέρωναν πα­ντελή έλλειψη φόβου, εμπιστοσύνη στη δύναμη του κορμιού του και αυτοπεποίθηση από τη μεριά του γλύπτη στην αναπαράστα­ση μιας τέτοιας σκηνής που δεν είχε φαινομενικά σχέση με καμιά πραγματική ιστορία του Απόλλωνα. Πώς θα ήταν ο κόσμος, ανα­ρωτήθηκα, αν οι άνθρωποι ήταν τόσο σίγουροι για τους εαυτούς τους όσο αυτός; Ο Ξενοφώντας αδιαφορούσε για τα πολύχρωμα μαγαζιά, τους πάγκους που είχαν στηθεί στους δρόμους για το ε­περχόμενο παζάρι, για τα καταφανώς επιδοκιμαστικά βλέμματα των ντόπιων κοριτσιών που έβλεπαν τον ωραίο ξένο να περπατά αφηρημένος ανάμεσα τους, ακόμα και για την εκπληκτική θέα των κακοτράχαλων βουνών και των ναών που εμφανίζονταν μπρο­στά στα μάτια μας σε κάθε γωνία. Τελικά έσπασα τη σιωπή.

«Ξενοφώντα, δεν έχω πρόθεση να σε καταπιέσω, αλλά θα μπο­ρούσες να διαλέξεις ανάμεσα σε εκατοντάδες νεαρές παρθένες κα­λών οικογενειών της Αθήνας. Δεν μπορώ λοιπόν να καταλάβω πώς θαμπώθηκες από μια βρόμα του δρόμου σαν την Αγλαΐα».

Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και με κοίταξε επίμονα. Φο­βήθηκα ότι είχα και πάλι μιλήσει πολύ ασυλλόγιστα κι ετοιμά­στηκα ν' αντιμετωπίσω τη βίαιη αντίδραση του. Έπειτα από μια παύση, όμως, στη διάρκεια της οποίας μπορούσα σχεδόν να δω το μυαλό του να δουλεύει εντατικά για ν' απαντήσει στην καταγ­γελία μου, ξέσπασε σε ένα δυνατό γέλιο και με χτύπησε στην πλά­τη. Οι άνθρωποι γύρω μας, ακούγοντας τον ξαφνικό ήχο, διέκο­ψαν για μια στιγμή τη δουλειά τους και μας κοίταξαν.

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 97

«Καημένε Θέο, αυτό νομίζεις ότι βασανίζει το μυαλό μου όλη αυτή την ώρα; Η Αγλαΐα; Πήγαινε εσύ στο πανδοχείο της από­ψε, αν θέλεις, μια και σίγουρα ψάχνει για ένα στα γρήγορα, προ­τού παντρευτεί τον πλούσιο του χωριού της, ο οποίος πιθανότα­τα έχει τρεις οβολούς, ενώ ο αντίζηλος του μόνο δύο». Μου έ­κλεισε το μάτι κι εγώ μαζεύτηκα από σιχαμάρα. «Παρ' όλα αυτά έχεις δίκιο», συνέχισε. «Σκεφτόμουν την Αγλαΐα, αλλά όχι έτσι ό­πως νομίζεις. Συλλογιζόμουν πόσο ικανοποιημένη ήταν, επειδή είχε ρωτήσει το μαντείο τη συγκεκριμένη ερώτηση που δείχνει τη στενομυαλιά της κι είχε λάβει την πιο χρήσιμη γι' αυτήν απά­ντηση. Υπάρχουν εκατοντάδες περιπτώσεις ανθρώπων που τυ­φλωμένοι από την περηφάνια και τη φιλοδοξία τους υποβάλλουν στο μαντείο μια ανοιχτή, απροσδιόριστη ερώτηση και παίρνουν μια εξίσου ανοιχτή, απροσδιόριστη απάντηση. Παραβλέπουν την αμφισημία, ακούν μόνο αυτό που θέλουν ν' ακούσουν και ακο­λουθούν λαθεμένη πορεία δράσης, υποφέροντας στη συνέχεια. Μήπως η Αγλαΐα είναι σοφότερη απ' αυτούς τους μεγάλους βα­σιλιάδες, επειδή δεν προσπάθησε να ξεγελάσει ή να μπερδέψει το θεό και ζήτησε απλώς μια απάντηση που είναι σε θέση να ε­κτελέσει;»

Ο Ξενοφώντας συνέχισε τη βόλτα του, αλλά τώρα ήταν τα­ραγμένος. Δεν πρόλαβε να πει αυτά που σκεφτόταν και το πρό­σωπο του πήρε μια προβληματισμένη έκφραση. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Σωκράτης δε με συμβούλεψε γι' αυτό πριν φύ­γουμε», συνέχισε. «Καταλαβαίνω τη σοφία στη λύση της Αγλαΐας και την ικανοποίηση που νιώθει με την απάντηση που πήρε και η οποία στην πραγματικότητα είναι η απάντηση που ανέκαθεν ε­πιζητούσε. Αν όμως περιορίσεις την ερώτηση σου, όπως έκανε αυτή -περιορίζοντας το εύρος των απαντήσεων του θεού, σε τέ­τοιο σημείο ώστε να εξαλείψεις κάθε θεϊκή επιλογή εκτός από την απάντηση που επιθυμείς να λάβεις-, δεν επιχειρείς και πάλι να εξαπατήσεις το θεό και επομένως τον ίδιο τον εαυτό σου; Και αν εξαπατάς το θεό, ο θεός δεν το ξέρει; Θέλω να πω, οι θεοί βλέ­πουν πραγματικά τι συμβαίνει στην καρδιά και το μυαλό μας; Μπορούν να διαβάσουν τις ψυχές μας; Νοιάζονται καν γι' αυτό

98 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ

ή τους αρκεί να βλέπουν από την κορυφή του Ολύμπου τις σω­ματικές μας μόνο πράξεις, τις εξωτερικές ενδείξεις των σκέψεων μας;»

Συνέχισε να μιλάει, όλο και πιο συγκλονισμένος, χειρονομώ­ντας καθώς προχωρούσαμε, αδιαφορώντας για τα λοξά βλέμμα­τα των περαστικών.

«Το πρόβλημα είναι, Θέο, αν ο Απόλλωνας γνωρίζει ότι εξα-πατάται όταν του κάνουν μια στημένη ερώτηση που περιορίζει τις επιλογές του και τη δέχεται πειθήνια και υποχρεώνει το μαντείο να δώσει την πραγματικά καλύτερη απάντηση. Λόγω του εριφί­ου που θυσιάζουμε προς τιμήν του εκ των προτέρων; Τόσο εύκο­λα εξαγοράζεται ο θεός; Αν η αλήθεια της απάντησης του εξαρ­τάται από το μέγεθος της θυσίας, την επόμενη φορά θα προσφέ­ρω έναν ελέφαντα! Αν ο Κροίσος με τις τόσο πλούσιες προσφο­ρές του στο θησαυροφυλάκιο του μαντείου πήρε μια απάντηση υπολογισμένη για να τον οδηγήσει στην καταστροφή, παρόλο που ο θεός ήξερε τις φιλοδοξίες του να κατακτήσει την Περσία, τι ελ­πίδα είχε η απένταρη Αγλαΐα να λάβει έντιμη απάντηση από το θεό; Ο Κροίσος τουλάχιστον έκανε έντιμη ερώτηση!»

Ο Ξενοφώντας έμεινε σιωπηλός για λίγο, καθώς τελικά πλη­σιάζαμε στο πανδοχείο. Κοίταξε με λαχτάρα πίσω του τους δρό­μους, σαν να μην ήθελε να μπει μέσα, αν κι εγώ τουλάχιστον ή­μουν εξαντλημένος από τη μακριά μας περιπλάνηση στα ανη­φορικά και κατηφορικά καλντερίμια.

«Λέω ασυναρτησίες, Θέο, συγνώμη, αλλά είχα πολύ μεγαλύ­τερη εμπιστοσύνη στις προσδοκίες από το μαντείο προτού συνα­ντήσουμε την Αγλαΐα. Με γέμισε με περισσότερες αμφιβολίες απ' ό,τι ο Σωκράτης».

Δεν ήξερα τι ν' απαντήσω στον προβληματισμένο μου αφέ­ντη. Οι αχνοί αντίλαλοι του αρχαίου ύμνου είχαν αρχίσει να ε­παναλαμβάνονται στο μυαλό μου σαν ενοχλητικός βόμβος από τον οποίο ήμουν ανίκανος ν' απαλλαγώ και τα αισθήματα μου για την επιτυχία του εγχειρήματος μας είχαν αρχίσει να θαμπώνουν.

3

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ την είσοδο για το εσωτερικό του να­ού, ο θυρωρός μάς φώναξε, ζητώντας να μάθει τα ονόματα και το επάγγελμά μας. «Ξενοφώντας ο Αθηναίος», απάντησε ο κύριος μου συγκαταβατικά, «και ο απελεύθερος Θέο... Θεμιστογένης ο Συρακούσιος, ο οποίος θα με βοηθήσει». Ο επιστάτης μάς αξιο­λόγησε ψυχρά κι ύστερα στράφηκε σε έναν κυλινδρικό πάπυρο που περιείχε κατάλογο ονομάτων. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα που μπορούσε κανείς να συμβουλευτεί το μαντείο γι' αυτό το χρό­νο και, παρόλο που ο κατάλογος ήταν μικρός, περιλαμβάνοντας μόνο δυο τρία ονόματα, ο φρουρός ζάρωσε τα χείλη του αυτάρε­σκα κι έκανε σημαντική προσπάθεια να διατηρήσει την εξουσία της θέσης του. Τελικά, αφού βρήκε τα ονόματα μας στον κύλιν­δρο κι επαλήθευσε ότι είχαμε ήδη πληρώσει την εισφορά, ο φρου­ρός μάς έγνεψε απρόθυμα να περάσουμε από τη στενή πόρτα στον τεράστιο περίβολο του ιερού.

Μπροστά μας απλωνόταν ένα πλατύ, τετράγωνο αίθριο, στρω­μένο με πλάκες λειασμένες από τα εκατοντάδες σανδαλοφορε-μένα και γυμνά πόδια που είχαν διατρέξει την επιφάνεια του κι εντελώς εγκαταλειμμένο, με εξαίρεση έξι βοηθούς του ιερού που σφουγγάριζαν παθητικά τις πέτρες στις γωνίες με κουρέλια, κά­νοντας ετοιμασίες για την επέτειο της άφιξης του Διόνυσου την άλλη μέρα. Μπροστά από το αίθριο βρισκόταν ένας μικρός βω­μός μ' ένα αναμμένο λύχνο στο κάθε άκρο του. Μια μικρή πέ­τρινη γούρνα ήταν τοποθετημένη στο πλάι, μέσα στην οποία κυ­λούσε σταγόνα σταγόνα το νερό μιας από τις πολλές ιερές πηγές που βρίσκονταν στη βουνοπλαγιά. Βαδίσαμε επιφυλακτικά προς το βωμό και περιμέναμε σιωπηλοί, ενώ αναρωτιόμαστε αν περί-

100 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μεναν να ζητήσουμε κάποιον οδηγό ή να φωνάξουμε δηλώνοντας την παρουσία μας.

Στον τοίχο πάνω από το βωμό υπήρχαν σκαλισμένες οι σοφές απαντήσεις που προέρχονταν από το μαντείο επί γενεές. Το Γνώ­θι Σαυτόν και το Μηδέν Άγαν ήταν τοποθετημένα σε περίοπτες θέ­σεις, ακριβώς πάνω από την είσοδο στα ενδότερα του ναού. Άλλα ρητά επίσης, που όλα τους περιείχαν το αντιπροσωπευτικό πνεύ­μα του Απόλλωνα, κοσμούσαν τις πλαϊνές πόρτες, ακόμα και την είσοδο στον πέτρινο στάβλο όπου κρατούσαν τα ζώα που επρό­κειτο να θυσιάσουν για την τελετή: Μέτρον Άριστον, Κρείττον το Σι-γάν, Ουκ εν τω Πολλώ το Ευ και το αγαπημένο μου σε σχέση με το αποτέλεσμα του στην Αγλαΐα: Χαλινόν Εμβαλείν της Γυναικός. Έτσι κι αλλιώς δε θα είχε κανένα αντίκτυπο πάνω της, μια κι αμφέ­βαλλα αν ήξερε να διαβάζει.

Ξαφνικά άνοιξε μια πλαϊνή πόρτα και ένας φαλακρός, ηλικιω­μένος ιερέας με λευκό χιτώνα μπήκε σέρνοντας τα πόδια του, συνο­δευόμενος από ένα νεαρό βοηθό που οδηγούσε ένα μεγαλοπρεπή τράγο. Ο τράγος ακολουθούσε πειθήνια καθώς η τριάδα πλησίαζε ήρεμα το βωμό. Με το που έφτασαν, όμως, ο τράγος αποφάσισε να μη σταματήσει, αλλά να συνεχίσει τη βόλτα του και τότε το αγόρι χρει­άστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη για να δέσει το ζώο σε ένα σι­δερένιο κρίκο μπηγμένο μέσα στον πέτρινο τοίχο, από όπου το ζώο εξακολούθησε να τεντώνει την τριχιά με όλη του τη δύναμη.

Ο Ξενοφώντας είχε μελετήσει από πριν τις συνήθειες του μα­ντείου και ήξερε ότι στο σημείο αυτό αναμενόταν να θυσιάσου­με το ζώο, που η πληρωμή του ουσιαστικά συμπεριλαμβανόταν στην εισφορά. Η διαδικασία ήταν να ραντιστεί το ζωντανό με κρύο νερό από την ιερή γούρνα, για να του προκαλέσει ρίγος. Δε θα έπρεπε να είναι απλώς ένα γρήγορο ρίγος, αλλά μάλλον ένα τρεμούλιασμα που θα συνοδευόταν από τίναγμα σε όλο το σώμα του ζώου από την κορυφή ως τα νύχια. Ακόμα και τα κόκαλα του ζώου έπρεπε να τρίξουν ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του για τη θυσία. Αν μπορούσαν να το καταφέρουν αυτό, η περί­σταση θα εθεωρείτο ευνοϊκή και θα επιτρεπόταν στον Ξενοφώ­ντα να θυσιάσει στο θεό.

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 101

Με τη βοήθεια του αγοριού, κράτησα το ζώο που στριφογύ­ριζε συνέχεια ανάμεσα στα πόδια μου, μιλώντας κατευναστικά, ώσπου το τίναγμα του καταλάγιασε και στάθηκε ακίνητο σαν κούτσουρο. Κοιτάζοντας από πάνω το πρόσωπο του, είδα το κε­φάλι και το μπούστο μου ν' αντανακλώνται στα μεγάλα υγρά μά­τια του κριαριου, ώσπου τα πόδια μου εξαφανίστηκαν στην άκρη των μακριών του βλεφαρίδων. Αναρωτήθηκα αν και οι θεοί έ­βλεπαν την αντανάκλαση τους όταν κοίταζαν τα μάτια των αν­θρώπων ψηλά από τα ουράνια και μήπως, αν κάποιος ήταν προ­σεκτικός και παρατηρούσε από κοντά την Πυθία την ώρα που ε­πικοινωνούσε με τον Απόλλωνα, μπορούσε να συλλάβει φευγαλέα τον ίδιο το θεό στα μάτια της, έστω κι αν το είδωλο ήταν αντε­στραμμένο. Ο Ξενοφώντας πήρε μια χούφτα νερό και ράντισε απαλά το μέτωπο του κριαριου. Εκείνο τίναξε εκνευρισμένο το κεφάλι του και φταρνίστηκε, αλλά αυτό ελάχιστα έμοιαζε με ρί­γος. Ο Ξενοφώντας προχώρησε και πάλι προς τη γούρνα, πήρε περισσότερο νερό στις χούφτες του και αυτή τη φορά, αντί να το ραντίσει, του το πέταξε κατευθείαν μέσα στα μούτρα. Το ζώο βέ­λαξε οργισμένο και έφτυσε, ρίχνοντας με σχεδόν πίσω, καθώς πάλευα να το ακινητοποιήσω ανάμεσα στα πόδια μου, γραπώ­νοντας το δυνατά με τα χέρια από τα κέρατα. Κανένα ρίγος όμως και πάλι.

Μέσα στην απόγνωση του ο Ξενοφώντας έριξε μια ματιά γύ­ρω και είδε στη γωνία έναν από τους δούλους του ναού που συ­νέχιζε να σφουγγαρίζει πεσμένος στα τέσσερα, κάνοντας ότι α­γνοεί την όλη διαδικασία, ενώ οι ώμοι του τραντάζονταν από βου­βά γέλια. Προχώρησε ακάθεκτα προς το μέρος του, άρπαξε τον κουβά του νεαρού και προτού προλάβει κανείς ν' αντιδράσει βά­δισε κατευθείαν στη γούρνα κι έχυσε ολόκληρο τον κουβά πάνω στο καταδικασμένο ζώο, μουσκεύοντας εκείνο αρχικά αλλά κι ε­μένα στη συνέχεια.

Αν και δεν ήξερα ότι τα κριάρια μουγκρίζουν, αυτό μούγκρι­σε, με ένα βαθύ, μακρόσυρτο μούγκρισμα διαμαρτυρίας γι' αυτή την ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στη μεγαλειότητα του. Κλότσησε με τα πισινά του πόδια, περδουκλώνοντάς με και κά-

102 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

νοντάς με να τιναχτώ πάνω από το σώμα του και να πέσω κάτω ανάσκελα, κλοτσώντας το κενό. Το ένα χέρι μου ξέφυγε από τα κέρατα του και το κριάρι στριφογυρίζοντας σωριάστηκε από πά­νω μου μπουκώνοντας με με το μαλλί του στο πρόσωπο μου, τις σκληρές οπλές του να αιωρούνται, ενώ με το ελεύθερο πια χέρι μου πάσχιζα να πιαστώ από κάποιο μέλος του. Αρπάχτηκα από το μαλλί του κι ύστερα τελικά πίεσα δυνατά με ολόκληρη τη γρο­θιά μου την απαλή του σάρκα. Το ζώο κοκάλωσε σαν σανίδι και συνειδητοποίησα ότι το είχα αρπάξει από τα αχαμνά του, κάνο­ντας το να παγώσει από τρόμο και πόνο. Κατάφερα ν' ανασηκω­θώ επιφυλακτικά στα γόνατα και να σιγουρέψω τη λαβή του άλ­λου μου χεριού στα κέρατα του, ώσπου τελικά κατάφερα να ε­λευθερώσω το αμαρτωλό μου χέρι και να ξαναγυρίσω στην προη­γούμενη θέση μου, καβαλικευτά πάνω στη ράχη του, με τα χέρια μου να τραβάνε από τα κέρατα το κεφάλι του ζώου προς τα πά­νω. Καθώς άφηνα προσεκτικά τα αχαμνά του, το κριάρι το δια­πέρασε ένα τρομερό ρίγος ανακούφισης και ο ιερέας έγνεψε ι­κανοποιημένος. Ο Ξενοφώντας πλησίασε σκιρτώντας με το μα­χαίρι της θυσίας, εγώ μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου μια μικρή προσευχή και στη στιγμή η πράξη είχε συντελεστεί με επι­τυχία.

«Ξενοφώντα Αθηναίε», ανήγγειλε τραγουδιστά μια φωνή πίσω α­πό το βαρύ παραπέτασμα. Δυο δούλοι το έσυραν πάνω στη βέρ­γα από την οποία κρέμονταν οι κρίκοι που το συγκρατούσαν, α­ποκαλύπτοντας μια μικρή σκιασμένη αίθουσα, το κυρίως ιερό, το άδυτο, εκεί όπου μυστήρια αρχαιότερα ακόμα και από το ίδιο το ανθρώπινο είδος είχαν διαδραματιστεί. Μπροστά μας βρι­σκόταν το ιερότερο αντικείμενο στην Ελλάδα αλλά και το αρχαι­ότερο, ο ομφαλός της γης, το κέντρο του κόσμου. Από τη μια και την άλλη μεριά στέκονταν δυο ολόχρυσοι αετοί, μνημονεύοντας την εύρεση του τόπου από τους αετούς του Δία. Η ίδια η πέτρα δεν ήταν αξιόλογη: είχε κωνικό σχήμα και ένα περίπου μέτρο ύ­φος. Είχε λειανθεί από τα χέρια εκατοντάδων Πυθιών αλλά και

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 103

από το καθημερινό λάδωμα που ευλαβικά του έκαναν. Όσο α­ξιοπρόσεκτο κι αν ήταν, όμως, τα μάτια μου ούτε ένα λεπτό δε στάθηκαν πάνω του, αλλά στράφηκαν στο πλάι, όπου ένα ζαρω­μένο γυναικείο πλάσμα σαν μαϊμού καθόταν ακίνητο και σιωπη­λό, ωχρό σαν κάμπια, με τις πλούσιες πτυχές του εκτυφλωτικού λευκού χιτώνα της να πέφτουν γύρω και πίσω της· η καθαρότητα και η φρεσκάδα του κολλαριστού λινού υφάσματος έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με το άγριο, ζαρωμένο σαν χαρτί δέρμα και τις λεπτές τούφες μαλλιών που το περιέβαλλαν και το κάλυπταν.

Ο Ξενοφώντας στεκόταν σιωπηλός, ατενίζοντας τη μικροσκο­πική γριά καθώς καθόταν ακίνητη πάνω στον όλμο της, τον κοί­λο τρίποδα, με τα πόδια να κρέμονται κάτω και το πρόσωπο στραμμένο πάνω του, εν αναμονή. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλ­λά ακόμα κι έτσι μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι ήταν τυφλή - κι όχι απλώς τυφλή αλλά κι αόμματη· τα βλέφαρα έπεφταν ε­πίπεδα μπροστά από τις σκοτεινιασμένες κόγχες όπου έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια της, μην αφήνοντας την παραμικρή υποψία για την κανονική κυρτή προεξοχή βολβών. Τα βλέφαρα ήταν μα­ραμένα και ζαρωμένα, χωρίς βλεφαρίδες κι έδιναν την εντύπω­ση ότι ήταν κολλημένα για να κρύβουν μόνιμα τις άδειες κόγχες. Στην ποδιά της ήταν βαλμένο ένα απλό ξύλινο δοχείο, από το ο­ποίο έβγαινε μια μικρή στήλη καπνού από τα φύλλα δάφνης που είχαν καεί πάνω στο βωμό κι εξακολουθούσαν να καπνίζουν, δη­μιουργώντας μια μικρή τολύπη καπνού που αιωρούνταν νωθρά προς τα πάνω και τύλιγε το πρόσωπο της με το στυφό αχνό του. Στο κεφάλι της ήταν τοποθετημένο δάφνινο στεφάνι και στο δε­ξί της χέρι κρατούσε ένα μικρό κλωνάρι. Έτσι καθόταν η Πυθία, με τους δύο προφήτες εκατέρωθεν, περιμένοντας να ερμηνεύ­σουν ή να τη βοηθήσουν με άλλο τρόπο, όταν θα μιλούσε εκ μέ­ρους του θεού. Όλοι κοίταζαν τον Ξενοφώντα, αν ήταν έτοιμος για το ερώτημα του.

«Θα υποβάλεις την ερώτηση σου προς το θεό Απόλλωνα, μέ­σω της ιέρειάς του, της Πυθίας», ακούστηκε και πάλι να λέει τρα­γουδιστά η φωνή με τη βαριά προφορά της αρχαίας δελφικής διαλέκτου που μου προκάλεσε έκπληξη. Με μεγάλη δυσκολία και

104 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μόνο αφού ξανάφερα στο μυαλό μου την πρόταση, ήμουν σε θέ­ση να καταλάβω τι είχε πει ο συνομιλητής μας, που μόνο τώρα διέ­κρινα ότι ήταν ένας μικρόσωμος κοιλαράς γραφέας που καθόταν σε ένα ψηλό σκαμνί ακριβώς πίσω από την Πυθία, με το κοντύλι του έτοιμο πάνω από μια φρεσκογυαλισμένη με κερί πλάκα.

Η ματιά του Ξενοφώντα μεταφέρθηκε από την Πυθία στους δύο ιερείς και αντίστροφα, αλλά εξακολούθησε να σωπαίνει. Μή­πως δεν είχε καταφέρει να καταλάβει την εντολή του γραφέα να ξεκινήσει; Ετοιμάστηκα να προχωρήσω μπροστά βγαίνοντας α­πό τη σκιά και να τον βοηθήσω ψιθυρίζοντας του γρήγορα στο α­φτί. Ο ιερέας απέναντι μας στα αριστερά είχε μια ξινισμένη, ε­κνευρισμένη έκφραση, καθώς κοίταζε τον Ξενοφώντα λες και τον επιτιμούσε που τον είχε σηκώσει από το κρεβάτι του για να ε­κτελέσει το καθήκον του. Ο άλλος ιερέας, πάντως, ο μεγαλύτερος από τους δυο, είχε μια καλοκάγαθη, σαν πάππου, έκφραση και περίμενε υπομονετικά. Τελικά, ο μεγαλύτερος ιερέας έγνεψε στον Ξενοφώντα καλοσυνάτα, σαν να τον βεβαίωνε ότι του επιτρεπό­ταν να μιλήσει, κι άνοιξε ελαφρά το στόμα του, σαν να ήθελε να προφέρει λόγια ενθαρρυντικά. Ο Ξενοφώντας φάνηκε να ζωντα­νεύει και χωρίς καν να πάρει προκαταβολικά μια ανάσα ξεκίνη­σε την ερώτηση που τόσο προσεκτικά είχε ετοιμάσει τις προη­γούμενες μέρες.

«Μεγάλε αφέντη Απόλλωνα, σε ικετεύω ν' ακούσεις την ερώ­τηση μου», είπε ήρεμα αλλά προμελετημένα και τολμηρά, μι­μούμενος όσο καλύτερα μπορούσε την αρχαία διάλεκτο. Στεκό­ταν κοκαλωμένος σαν κούτσουρο και άκαμπτος σαν κουπί, με τα μάτια καρφωμένα στο αόμματο, ανέκφραστο πρόσωπο της Πυ­θίας. «Πύθιε Απόλλωνα, θεέ των Μουσών, σε ικετεύω να μου πεις αν θα ταξιδέψω στις Σάρδεις για να συντροφέψω το φίλο μου τον Πρόξενο στην εκστρατεία του με τον Κύρο...»

Από τη στιγμή που άρχισε να μιλάει, η ηλικιωμένη γυναίκα εί­χε αρχίσει να τρέμει και να δείχνει σημεία ταραχής. Κουνιόταν μπρος πίσω και σήκωνε το πιγούνι της προς τα πάνω, ενώ κλο­τσούσε και χτυπούσε τα πόδια της σαν μωρό που θέλει να κατέ­βει από κάποιο ψηλό κάθισμα. Η αναπνοή της έβγαινε σε αλλε-

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 105

πάλληλους κοφτούς αναστεναγμούς και προτού προλάβει να τε­λειώσει ο Ξενοφώντας, σήκωσε το πρόσωπο της κατευθείαν προς το ταβάνι, τινάζοντας ψηλά το κλωνάρι που κρατούσε, κι έκλεισε ορμητικά με τα χέρια τα αφτιά της. Έβγαλε μια κοφτή κραυγή, σαν να πονούσε, ενώ σταγόνες σάλιου λαμπύριζαν στο σαγόνι της. Οι δύο ιερείς, με πρόσωπα ακύμαντα όσο φρένιαζε το δικό της, τοποθέτησαν γρήγορα τα χέρια τους πίσω από τους ώμους της για να την εμποδίσουν να κυλήσει προς τα εμπρός από τον τρί­ποδα.

Ξαφνικά αναπήδησε από το κάθισμα και προσγειώθηκε τρε­κλίζοντας στο πάτωμα. Κάνοντας ένα αβέβαιο βήμα προς τον Ξε­νοφώντα, έστρεψε το παραμορφωμένο πρόσωπο της κατευθείαν στο δικό του, έκανε μια παύση κι ύστερα άρχισε να βηματίζει τρέμοντας προς το πλάι, υποβασταζόμενη από τους ιερείς και μουρμουρίζοντας στη διάλεκτο της τόσο γρήγορα και ασύνδετα, ώστε μόνο περιστασιακά μπορούσα να πιάσω κάποια λέξη. Τα χέ­ρια της τινάζονταν άγρια χειρονομώντας, λες κι ήταν μεθυσμένη ή σε έκσταση, και τα λόγια της, που επαναλάμβανε τώρα ξανά και ξανά, τονίζονταν ρυθμικά από τη ίδια μικρή στριγκλιά με την ο­ποία είχε διακόψει αρχικά τον Ξενοφώντα. Έβραζε και άφριζε, καθώς ταλαντευόταν μπρος πίσω μπροστά από το βωμό, δείχνο­ντας ν' αγνοεί την παρουσία μας, και τίναζε το κεφάλι της λες κι ήθελε να ξεφορτωθεί κάποιο έντομο που είχε φωλιάσει μέσα σε ένα από τα αφτιά της και τη βασάνιζε. Ο γραφέας ακολουθούσε από κοντά την ηλικιωμένη γυναίκα και τους δύο ιερείς, σκαλίζο­ντας αστραπιαία πάνω στην πλάκα τα λόγια της. Ο Ξενοφώντας στάθηκε αποσβολωμένος με τα χέρια κρεμασμένα πλαδαρά στα πλάγια και με κοίταξε με ένα βλέμμα απόλυτης αμηχανίας. Τί­ποτα απ' όσα είχαμε ακούσει δε μας είχε προετοιμάσει για μια τέτοια αντίδραση από την ιέρεια.

Ύστερα από λίγα λεπτά, η ηλικιωμένη γυναίκα ξανασταμά-τησε ακριβώς μπροστά από τον Ξενοφώντα και τον κοίταξε εξε­ταστικά, ενώ τα γέρικα δάχτυλά της ήταν πλεγμένα σε σφιχτές γροθιές και τα μαραμένα βλέφαρά της έμοιαζαν στυλωμένα κα­τευθείαν στο πρόσωπό του. Ο Ξενοφώντας παρέμεινε ακλόνητος,

106 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χωρίς να κουνήσει ούτε ένα μυώνα του, αφού η όψη και η συ­μπεριφορά της γριάς προκαλούσαν τρόμο.

Ξαφνικά φάνηκε να καταρρέει, αλλά το πρόσωπό της εξακο­λουθούσε να είναι στυλωμένο στο δικό του. Οι δύο ιερείς κουβά­λησαν κι έσυραν την Πυθία όπως όπως δυο τρία βήματα πίσω και την ανέβασαν και πάλι στον τρίποδά της, όπου πήρε βαθιά αναπνοή και ξαναβρήκε την ηρεμία και τη στάση αναμονής στην οποία την είχαμε δει όταν πρωτομπήκαμε. Οι ιερείς έβγαλαν προ­σεκτικά τα χέρια τους κάτω από τις μασχάλες της και όταν πεί­στηκαν ότι η ταραχή της είχε περάσει, προχώρησαν γρήγορα προς το γραφέα πίσω της και άρχισαν οι τρεις τους να συζητούν ψιθυριστά. Αφού ξαναγύρισαν στις θέσεις τους ύστερα από ένα λεπτό, ο γραφέας σηκώθηκε, κοίταξε τον Ξενοφώντα και μίλησε, διαβάζοντας από την πλάκα του:

«Αυτός ο ανυπέρβλητος σε σοφία, τα λόγια του οποίου πρέπει να συγκρίνονται με δηλητήριο, γνωρίζει αυτό που κυβερνά τους γέρους και τους τρελούς, αλλά όχι εσένα τον ίδιο και την αυτα­πάτη σου».

«Ξενοφώντα Αθηναίε, ο Πύθιος Απόλλωνας γνωρίζει τι συμ­βαίνει στην ψυχή σου».

Στο σημείο αυτό ο Ξενοφώντας ανοιγόκλεισε τα μάτια και φά­νηκε να σκιρτά ελαφρά από βουβή σύγχυση. Γρήγορα συνήλθε και στάθηκε και πάλι προσοχή, ακίνητος, ενώ ο γραφέας συνέχιζε.

«Επιχείρησες να εξαπατήσεις το θεό με τα θνητά σου χείλη. Ερεύνησε βαθιά μέσα σου και μην κάνεις ερωτήσεις στις οποίες ξέρεις ήδη την απάντηση, πάψε ν' αναζητάς συμβουλές στις ο­ποίες δεν έχεις πρόθεση να υπακούσεις. Μολονότι η θυσία σου ή­ταν αξιόλογη, ο Απόλλωνας απέρριψε την ερώτηση κι αρνείται να απαντήσει. Ρώτησε μόνο αυτό που έχει σημασία για σένα».

Πάνω εκεί, η αυτοπεποίθηση του Ξενοφώντα φάνηκε ν' ατο­νεί προς στιγμήν. Οι ώμοι του κύρτωσαν και κοίταξε και πάλι προς το μέρος μου αμήχανα, ώσπου κούνησα ανεπαίσθητα τους ώμους και κοίταξα μακριά. Στύλωσε τα μάτια του στο πάτωμα για ένα διάστημα που έμοιαζε με αιωνιότητα. Όσοι ήταν παρό­ντες στην αίθουσα, οι ιερείς, ο γραφέας και πολύ περισσότερο η

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 107

ίδια η Πυθία, είχαν καρφώσει τα ανέκφραστα πρόσωπα τους πά­νω του, διατηρώντας απόλυτη σιωπή. Τελικά σήκωσε τα μάτια, ίσιωσε τους ώμους του κι έκανε ένα βήμα μπροστά για να σταθεί ακόμα μια φορά απέναντι από το γερασμένο, πετσιασμένο πλά­σμα.

«Μεγάλε αφέντη Απόλλωνα, σε ικετεύω ν' ακούσεις την ερώ­τησή μου», ξανάρχισε χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη διατύ­πωση. Έκανε μια αμυδρή παύση κι ύστερα συνέχισε, με φωνή βραχνή και σπασμένη: «Σε ποιον από τους θεούς πρέπει να θυ­σιάσω για να είναι επιτυχημένο το επικείμενο ταξίδι μου στις Σάρδεις, για να τα πάω καλά και να επιστρέψω σώος;»

Αυτή τη φορά η Πυθία παρέμεινε ήρεμη, με το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο ανέκφραστο σαν ξεραμένο μήλο. Ύστερα από ένα λεπτό κάτι σαν χαμόγελο έσκασε στα χείλη της, αποκαλύπτοντας τις μαύρες χαλασμένες ρίζες των δύο μπροστινών δοντιών της. Ο αμφίσημος Απόλλωνας κατέκλυζε το είναι της, υφαίνοντας έναν ιστό από λέξεις στα χείλη της που θα μας άφηναν ν' αναρωτιό­μαστε μέσα στη σύγχυσή μας, λέξεις που θα τυλίγονταν και θα ξε­τυλίγονταν και θα ελίσσονταν γύρω από το νόημά τους σαν νε-ροφίδα σε καλαμιά. Ξαφνικά, άνοιξε διάπλατα τα νεκρά, ασά­λευτα βλέφαρά της, αποκαλύπτοντας πίσω τους όχι μάτια, ούτε καν το υγρό ασπράδι των κενών βολβών που συνήθως εμφανίζουν οι τυφλοί, αλλά κάτι ακόμα χειρότερο, το απόλυτο κενό - μαύρες, άδειες κόγχες, εκεί που έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια, σαν τις τρύπες στις γύψινες μάσκες που φορούν οι ηθοποιοί, αλλά χωρίς να υπάρχουν από πίσω τα ζωντανά μάτια του ηθοποιού για να ε­ξανθρωπίζουν τα απόκοσμα, νεκρά χαρακτηριστικά της κενής ε­πιφάνειας. Οι κενές, κούφιες τρύπες της εισχώρησαν βαθιά στο πρόσωπο του Ξενοφώντα και σε απάντηση της ερώτησης του πρό­φερε μόνο δύο λέξεις, μια κραυγή μιμητική ή κοροϊδευτική της δικής του φωνής.

«Στον Δία». Συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα, την ώρα που οι δούλοι έ­

κλειναν και πάλι τις κουρτίνες και το γεμάτο κακία βλέμμα της Πυθίας χανόταν από τα μάτια μας. Οι άδειες κόγχες όμως των μα-

108 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ

τιών της έμειναν καρφωμένες πάνω του, ώσπου τελικά εξαφανί­στηκε πίσω από τις πτυχές. Οι ακόλουθοι πλησίασαν και μας έ­πιασαν από τα μπράτσα, οδηγώντας μας από τη δροσερή, σιω­πηλή σκοτεινιά του ιερού στο εκτυφλωτικό φως και τις τραχιές φω­νές των πλανόδιων πωλητών που έστηναν τους πάγκους τους για τη γιορτή. 4

ΚΑΘΙΣΜΈΝΟΣ σε ένα χαμηλό σκαμνί στο μισοσκόταδο της μονα­δικής κάμαρας του Σωκράτη, ο Ξενοφώντας, μέσα στην ταραχή του, έδειχνε να ενδιαφέρεται ελάχιστα για το τι συνέβαινε.

«Έχασα την ευκαιρία», γρύλισε, με τους ώμους χαμηλωμένους και κυρτωμένη την πλάτη σαν δαρμένο σκυλί. Δεν είχα δει τον Ξε­νοφώντα τόσο καταρρακωμένο αυτά τα είκοσι χρόνια. «Ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να ζητήσω από το θεό να με καθοδηγή­σει στη σημαντικότερη απόφαση της ζωής μου κι εγώ έκανα λά­θος ερώτηση. Δεν μπορώ καν να πω στον πατέρα μου τι είπε το μαντείο, ακόμα λιγότερο τι σκοπεύω να κάνω στη ζωή μου».

Ο Σωκράτης έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, χασομερώντας εδώ κι εκεί μέσα στο δωμάτιο με την τακτοποίηση χαρτιών και πα­πύρων. Όπως πάντα δεν υπήρχε τίποτα υποτιμητικό στη σιωπή του, μόνο αυτοσυγκέντρωση και παρηγοριά, κάτι σαν την παρου­σία κάποιου αγαπημένου παππού. Ο Ξενοφώντας δε σάλευε, ού­τε εγώ από τη γωνιά στην οποία είχα αποτραβηχτεί, προσπαθώ­ντας να παραμείνω απαρατήρητος, όσο βέβαια μου το επέτρεπε το τεράστιο σκαρί μου.

«Επιχείρησες να εξαπατήσεις το θεό», είπε τελικά ο Σωκράτης με ανέκφραστο πρόσωπο που έμοιαζε με γέρου σάτυρου. «Έκα­νες την ερώτηση που ταίριαζε περισσότερο στις επιθυμίες σου».

«Μα, Σωκράτη», τον διέκοψε, αφού σηκώθηκε κι έκανε ένα βήμα, «επιχείρησα να κάνω την ερώτηση που μου είπες, αλλά η Πυθία με σταμάτησε και δε με άφησε να συνεχίσω! Μάρτυρες μου οι θεοί, προσπάθησα!» Μου έριξε ένα βλέμμα κι εγώ κούνη­σα αργά το κεφάλι, αλλά ο Σωκράτης ούτε καν μπήκε στον κόπο να διακόψει αυτό που έκανε.

110 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

«Γνωρίζεις ποια είναι η αληθινή σοφία;» ρώτησε τελικά ο Σω­κράτης κι αυτή τη φορά στάθηκε ακριβώς απέναντι από τον Ξε­νοφώντα, απαιτώντας να δώσει απόλυτη προσοχή στα λόγια του. «Καταλαβαίνεις ειλικρινά τι σημαίνει να υπακούς στο ρητό που είναι σκαλισμένο στον τοίχο του ιερού των Δελφών, το Γνώθι Σαυ­τόν; Άκουσε με προσεκτικά τώρα και μη με διακόψεις. Γιατί για μία και μόνη φορά αυτός δεν είναι διάλογος. Οι άνθρωποι με α­ποκαλούν σοφό κι εσύ, ολοφάνερα, πιστεύεις ότι είμαι, διαφορε­τικά δε θα βρισκόσουν εδώ τώρα, προτού καν μιλήσεις με τον πα­τέρα σου. Θα σε συμβουλέψω, όσο τουλάχιστον μπορώ, κι ίσως ν' ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, αν θέλεις. Σοφία είναι κάτι πε­ρισσότερο», συνέχισε ο Σωκράτης, «και, το σημαντικότερο, κάτι λιγότερο από αυτό που νομίζεις και σ' αυτό το σημείο οι άνθρω­ποι έχουν δίκιο - είμαι πραγματικά σοφός. Δε χρειάζεται, όμως, να πάρεις τα λόγια μου τοις μετρητοίς. Θα μπορούσες, αν ήθε­λες, να θεωρήσεις μάρτυρα της σοφίας μου, αυτής που έχω τέλος πάντων, το φίλο σου το θεό των Δελφών».

Ο Ξενοφώντας σήκωσε τα μάτια με ενδιαφέρον, γιατί κανείς από εμάς που είχαμε συνοδεύσει τον Σωκράτη στην αγορά δεν ξέ­ραμε ότι είχε συμβουλευτεί κάποτε την Πυθία.

«Δεν ήμουν εγώ αυτός που ζήτησε τη συμβουλή της», είπε, λες και διάβαζε τη σκέψη μας, «αλλά ο παιδικός μου φίλος, ο Χαι­ρεφώντας,* ο οποίος πριν από πολλά χρόνια ρώτησε το μαντείο αν υπήρχε κανείς σοφότερος από τον Σωκράτη. Στο ερώτημα αυ­τό η Πυθία απάντησε ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος».

Διέκρινα στα μάτια του Ξενοφώντα ότι είχε περάσει από το μυαλό του η σκέψη που είχε περάσει κι από το δικό μου: «Αυτός ο ανυπέρβλητος σε σοφία...» Πώς ήταν η συνέχεια; «Τα λόγια του οποίου πρέπει να συγκρίνονται με δηλητήριο». Αυτό δεν είχε σχέ­ση με τον Σωκράτη. Τα λόγια της Πυθίας παρέμεναν σκοτεινά. Ο γέροντας συνέχισε, διδάσκοντας τους άφρονες.

* Χαιρεφώντας: Αθηναίος ένθερμος μαθητής του Σωκράτη, εξορίστηκε από τους Τριάκοντα και επανήλθε με τον Θρασύβουλο, το 403 π.Χ. Πέθανε πριν από τη δίκη του Σωκράτη το 399 π.Χ. Τα συγγράμματά του είχαν χαθεί ήδη από την αρχαιότητα. (Σ.τ.Μ.)

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 111

«Όταν ο Χαιρεφώντας μου είπε την απάντηση του μαντείου, αναρωτήθηκα: Γιατί δε χρησιμοποιεί ξεκάθαρη γλώσσα ο θεός; Καταλαβαίνω ότι δεν έχω καμιά απαίτηση για σοφία, μεγάλη ή μικρή. Επομένως, τι εννοούσε λέγοντας ότι κανένας δεν είναι σο­φότερος από μένα; Δεν μπορεί να ψεύδεται, γιατί αυτό δεν αρ­μόζει σε ένα θεό. Αφού, λοιπόν, το σκέφτηκα αρκετό καιρό, τε­λικά αποφάσισα να ελέγξω πόσο πιστή ήταν η ρήση με τον ακό­λουθο τρόπο: πήγα και μίλησα με ένα διάσημο για τη σοφία του άντρα, γιατί κατάλαβα ότι έτσι θα πετύχαινα ν' ανατρέψω το χρη­σμό και ν' αποδείξω στο θεό ότι υπήρχε κάποιος σοφότερος από μένα. Λοιπόν, υπέβαλα τον άνθρωπο αυτό σε εξονυχιστική εξέ­ταση -δε θα σου αποκαλύψω το όνομα του, αλλά ήταν ένας από τους πολιτικούς της εποχής- και συζητώντας μαζί του κατέληξα ότι, παρόλο που στους πολλούς και ειδικά στον ίδιο τον εαυτό του έδινε την εντύπωση ότι είναι σοφός, στην πραγματικότητα δεν ή­ταν.

«Ξενοφώντα, η πραγματική σοφία είναι κτήμα μόνο των θε­ών και ο χρησμός μάς λέει ότι η ανθρώπινη σοφία έχει ελάχιστη ή καμιά απολύτως αξία. Τελικά» αποφάσισα ότι ο χρησμός δεν αναφερόταν κυριολεκτικά σε μένα, δηλαδή τον Σωκράτη, αλλά μάλλον ανέφερε το όνομα μου για παράδειγμα, σαν να ήθελε δη­λαδή να πει "σοφότατος άνθρωπος είναι εκείνος που, σαν τον Σω­κράτη, συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει, πραγματικά, τίποτα".

«Ξέρεις, κάποτε επιχείρησα να μελετήσω τα γραπτά του Ηρά­κλειτου του Σκοτεινού. Αυτά που κατάλαβα ήταν εκπληκτικά. Πι­στεύω, όμως, ότι εξίσου εκπληκτικά θα ήταν και αυτά που δεν κατάλαβα». Ο Σωκράτης χαμογέλασε με το σύντομο αστείο του. «Ο Ηράκλειτος», συνέχισε, «είπε κάποτε ότι δεν μπορείς να πε­ράσεις δύο φορές τον ίδιο ποταμό και σ' αυτό είχε δίκιο. Δεν μπο­ρείς ν' αποφασίσεις με δύο τρόπους.

«Ο θεός διείσδυσε στην καρδιά σου, Ξενοφώντα, και η σοφία που πίστευες ότι είχες, επιχειρώντας να ρωτήσεις για δεύτερη φο­ρά το θεό, ήταν άχρηστη. Είχες ήδη αποφασίσει τι θα κάνεις, α­νεξάρτητα από την απάντηση του μαντείου στη σκόπιμη ερώτη­ση σου. Μην αγνοείς τον ίδιο τον εαυτό σου, ούτε να κάνεις τα ί-

112 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δια λάθη που κάνουν άλλοι, οι οποίοι είναι τόσο απορροφημένοι με το να ασχολούνται με τις υποθέσεις των ξένων, ώστε δεν α­σχολούνται ποτέ διερευνητικά με τον εαυτό τους. Πήγαινε τώρα. Έλαβες την απάντηση σου από το μαντείο και τη συζήτησες μα­ζί μου. Ο κύβος ερρίφθη και δεν υπάρχει κάτι που να μπορώ να σε συμβουλέψω να κάνεις, εκτός από την επιταγή του θεού τώρα και πάντα».

Στο σημείο αυτό ο Ξενοφώντας, που κοιτούσε δύσθυμα το πά­τωμα, σήκωσε τα μάτια στον Σωκράτη κι είδε το γέροντα να του χαμογελά καλοσυνάτα, χωρίς ίχνος λύπης ή επιτίμησης. Δεν υ­πήρχαν δάκρυα ούτε ίχνος δισταγμού στο πρόσωπο του κι αγκά­λιασε τον Ξενοφώντα για μια στιγμή σαν να ήταν γιος του· ύστε­ρα τον άφησε, χτυπώντας τον απαλά στο χέρι, σαν για να τον ξε­προβοδίσει έξω από την πόρτα. Έπειτα στύλωσε το βλέμμα του πάνω μου -ήταν πιστεύω η πρώτη φορά που με είχε προσέξει- και με αγκάλιασε κι εμένα, αλλά καθώς με άφηνε με κοίταξε κατευ­θείαν στα μάτια με ένα σπιθοβόλημα και είπε απαλά: «Εσύ, Θέο, θεωρώ ότι συγκαταλέγεσαι ανάμεσα στους σοφότερους των αν­θρώπων. Είθε οι Μοίρες να βρίσκονται στο πλευρό σου». Λαμ­βάνοντας υπόψη τον ορισμό της σοφίας από τον Σωκράτη, δεν ή­μουν σίγουρος αν έπρεπε να το πάρω για φιλοφρόνηση ή για προ­σβολή, αλλά δέχτηκα με χαρά την ευχή του Σωκράτη κι ακολού­θησα τον Ξενοφώντα έξω από τη χαμηλή πόρτα.

Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κιόλας κι ο κρύος αέ­ρας ήταν τσουχτερός. Η Αθήνα προσπαθούσε ακόμα ν' ανακάμ­ψει από τη φτώχεια που έφερε ο πρόσφατος πόλεμος και η επα­κόλουθη ειρήνη με τη Σπάρτη και υπήρχε ελάχιστη κίνηση στους δρόμους όταν νύχτωνε. Λίγα πανδοχεία ήταν ανοιχτά και σπάνια ακούγονταν από τα παράθυρα ήχοι χαράς, γέλιου ή γιορτής. Ο Ξε­νοφώντας στάθηκε στο δρόμο αρκετή ώρα, παρατηρώντας το στε­γνό χώμα να παρασύρεται στα ρείθρα, βλέποντας τα παράθυρα των σπιτιών να σκοτεινιάζουν καθώς έπεφτε η νύχτα, αφού λίγοι άνθρωποι στη γειτονιά του Σωκράτη είχαν την οικονομική δυνα­τότητα ν' αγοράσουν λάδι για τους λύχνους τους. Η βρομιά και η δυσωδία, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε μεγαλούπο-

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 113

λης, δεν είχε γίνει ποτέ εμφανής στην Αθήνα· ίσως να κρυβόταν πίσω από την ομορφιά των κτιρίων και των μνημείων που βρί­σκονταν στις γωνιές κάθε δρόμου ή τη φυσική ζωντάνια των κα­τοίκων που πηγαινοέρχονταν βιαστικοί για τις καθημερινές τους ασχολίες. Το βράδυ εκείνο, πάντως, η βρομιά και η σαπίλα που συγκεντρωνόταν στα ρείθρα και στις άκρες των πάλαι ποτέ δη­μόσιων κτιρίων ήταν καταλυτική. Έδινε την κυρίαρχη αίσθηση μιας πόλης που είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί στα πνεύματα της, μέχρι να επιστρέψει το φως της αυγής και να την απαλλάξει από τα φαντάσματα της. Ο Ξενοφώντας στάθηκε και παρατήρησε το σκοτάδι που έπεφτε και είδε το μέλλον του στην πόλη αυτή το ί­διο ζοφερό με τις σκιές που αμείλικτα την κατέκλυζαν. Πριν από μερικές εβδομάδες με είχε προστάξει να σημαδέψω πάνω στο στήθος του με κόκκινο μελάνι τη θέση της καρδιάς, σε περίπτω­ση, είπε, που θα ήταν αναγκασμένος να τη χτυπήσει με το μα­χαίρι του για ν' αποφύγει να πέσει στα χέρια των εχθρών. Το εί­χα πάρει στ' αστεία τότε, αν και κάπως δύσκολα παραδέχομαι, θε­ωρώντας το τίποτα περισσότερο από ακραίους μελοδραματισμούς εκ μέρους ενός εξαντλημένου νεαρού. Παρ' όλα αυτά είχα απο­φασίσει να τον παρακολουθώ από κοντά και η διάθεση του από­ψε μ' έκανε να εύχομαι να είχα αστοχήσει με το κόκκινο πινέλο μου.

Εκείνο το βράδυ ο Ξενοφώντας θυσίασε ένα βόδι στον Δία, στον κεντρικό ναό, και νωρίς το άλλο πρωί επιβιβαστήκαμε σ' έ­να εμπορικό πλοίο που μετέφερε αττικά σγουρομάλλικα πρόβα­τα με προορισμό την Έφεσο. Την ώρα που απομακρυνόμαστε με τη βοηθητική βάρκα κοιτάξαμε πίσω κι είδαμε τον μονό-φθαλμο γερο-Γρύλλο να έχει εμφανιστεί στην γκρίζα και μου­σκεμένη από τη βροχή ακτή, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους ψαράδες και τους ημίγυμνους χαμάληδες, σε μια πάρωρη προ­σπάθεια να εμποδίσει το γιο του πριν αναχωρήσει. Καθόμαστε στη βάρκα, παγωμένοι από τη θέα του Γρύλλου που στεκόταν με τα πόδια βουτηγμένα ως το γόνατο στον αφρό των κυμάτων, κου­νώντας τις γροθιές του από οργή και ξεστομίζοντας κατάρες που ευτυχώς διαλύονταν στον αέρα από τους θεούς προτού φτάσουν

114 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ

στα αφτιά μας. Σε μια τελευταία, παιδαριώδη, μανιασμένη αντί­δραση για την προδοσία του Ξενοφώντα, ο Γρύλλος άρχισε να μας πετάει πέτρες που έσκαγαν άβλαβα μέσα στο νερό αρκετά κο­ντά στο πλεούμενο μας. Ο Ξενοφώντας δεν είχε ξεκινήσει το τα­ξίδι του προς τους Πέρσες για χάρη κανενός ανθρώπου, τουλά­χιστον όχι για χάρη του Πρόξενου ή του Κύρου, αλλά μάλλον για να βρει ένα δρόμο που θα τον οδηγούσε στον Δία. Αναζητώντας όμως κάποιον αθάνατο, άφησε πίσω του άλλους, μια και δε θα ξα­νάβλεπε τον Σωκράτη ούτε τον πατέρα του.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ

Πλούτη έχω αφήσει εκεί πολλά όταν 'ς στην Τροίαν ήλθα· κ' εδώθε χάλκωμα, χρυσόν και σίδερο θα πάρω και ωραίες κόρες λάφυρα δικά μου από τον κλήρον.

ΟΜΗΡΟΣ*

* Ομήρου, Ιλιάς, ραψωδία Ι, στίχ. 364-366, μετάφραση: Ιάκ. Πολυλάς, εκδ. Ι. Γ. Βασιλείου, Αθήνα, 1963. (Σ.τ.Ε.)

ϋ ί

1

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ των βογκητών και τον κρότο των αλυσίδων των κάθιδρων σκλάβων που δούλευαν στα κουπιά, το πλοίο έφτα-σε σκαμπανεβάζοντας στην προκυμαία της Εφέσου, το πλησιέ­στερο λιμάνι από τις Σάρδεις, αν και βρισκόταν πάνω από πενή­ντα μίλια μακριά. Πήρα τα μπογαλάκια μας κι ο Ξενοφώντας κι εγώ πηδήσαμε στην αποβάθρα, χωρίς να μπούμε καν στον κόπο ν' αποχαιρετίσουμε το βάναυσο καπετάνιο. Καταβροχθίσαμε στα γρήγορα μερικές φέτες αχνιστό ζυμωτό ψωμί αλειμμένο με μια πι­κάντικη σάλτσα από φακή που προμηθεύτηκα από κάποιο κοντι­νό πωλητή κι ύστερα από κάμποσο παζάρεμα αγόρασα δύο γερά μουλάρια Καππαδοκίας, για να μεταφέρουν εμάς και τις απο­σκευές μας. Λες κι ήταν ο απόηχος του ταξιδιού μας για τους Δελ­φούς, ταξιδεύαμε τρεις μέρες στη Βασιλική Οδό, το δρόμο που καταλήγει τελικά στη βασιλική πόλη, τα Σούσα, με σπουδαιότερο σταθμό του ταξιδιού τις Σάρδεις. Ανηφορίζοντας από τα παράλια, ο δρόμος περνούσε από γυμνούς, κατάξερους λόφους, άγονους σαν το γάμο της Αφροδίτης με το χωλό Ήφαιστο, για να κατηφορίσει τελικά στην κοιλάδα του Καύστρου, προτού ακολουθήσει την α­ριστερή όχθη του ποταμού Έρμου που μας οδήγησε ακριβώς στην πόλη. Τα αρχικά μας σχέδια ήταν ν' αναζητήσουμε αμέσως το μέ­ρος που βρίσκονταν τα στρατεύματα του Κύρου, αλλά τα αξιοθέ­ατα αυτής της ανατολίτικης μητρόπολης, της μεγαλύτερης πόλης που είχαμε ποτέ δει, ήταν τόσο ελκυστικά, ώστε αποφασίσαμε να βρούμε ένα κατάλληλο πανδοχείο και να περάσουμε μια δυο μέ­ρες περιοδεύοντας, προτού πάμε να συναντήσουμε τον Πρόξενο.

Οι Σάρδεις δε μας απογοήτευσαν. Περιτριγυρισμένη από εύ­φορους αμπελώνες και χωράφια, μέσα από τα οποία περάσαμε

118 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ο Ξενοφώντας κι εγώ, καθώς προχωρούσαμε έφιπποι, υψωνόταν η παλιά πόλη, δεσπόζοντας στην επίπεδη πεδιάδα, με ένα γερό, λιθόκτιστο φρούριο με ξεχαρβαλωμένους πυργίσκους που ανέ­βαιναν ψηλά στον ουρανό. Οι πολύβουες αγορές της, οι μεθυστι­κές μυρουδιές των μπαχαρικών και των αφεψημάτων από βοτά­νια που πουλιούνταν σε κάθε γωνιά και το πυκνό πλήθος πολιτών απ' όλα τα κράτη του κόσμου μού θύμισαν την Αθήνα των παιδι­κών μου χρόνων, πριν από την καταστροφή που έφερε την ένδεια της. Είχα πολύ καιρό να ευχαριστηθώ τις απολαύσεις μιας ευη­μερούσας, αισιόδοξης πόλης, ώστε ακόμα κι όταν ήμαστε μόνοι στα δωμάτια μας, ακούγοντας τους πνιχτούς ήχους από το δρό­μο, γέμιζα ζωντάνια από τις προοπτικές που με περίμεναν ακρι­βώς έξω από την πόρτα.

Τριακόσια περίπου χρόνια πριν οι Σάρδεις, μεγάλη πόλη από τότε, είχε κατακλυστεί από ορδές χλομών βαρβάρων που είχαν κατέβει αμέτρητοι από το βορρά σαν αγέλες λιμασμένων λύκων, λεηλατώντας όλα τα πλούτη και αναμειγνύοντας το άγριο βαρβα­ρικό τους αίμα με αυτό των εκλεπτυσμένων και ευαίσθητων ντό­πιων κατοίκων. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί άντρες και γυναίκες κατά τη διάρκεια της κτηνώδους βαρβαρικής επιδρο­μής στην πόλη, ώστε, όταν το μακελειό πήρε τέλος, χιλιάδες παι­διά έμειναν να τριγυρίζουν στους δρόμους θρηνώντας, άστεγα. Οι γόνοι της βασιλικής οικογένειας ανακατεύτηκαν με αυτούς των ταπεινών βουκόλων και η ταυτότητα των παιδιών χάθηκε, συνο­δεύοντας την απώλεια των ρούχων και των τρόπων συμπεριφο­ράς, καθώς στριμώχνονταν για αποφάγια στα ρείθρα των δρό­μων. Κατέληξαν, τελικά, ότι κανένα δεν μπορούσε ν' αποδείξει την καταγωγή του με βεβαιότητα, μια και κάθε παιδί ισχυριζόταν ότι είχε πατέρα το βασιλιά, κι έτσι απλώς τα αράδιασαν στην α­γορά, όπως τόσα άλλα αντικείμενα, και τα δημοπράτησαν στον πιο δυνατό πλειοδότη, σαν σκλάβους των βαρβάρων ή για υιοθεσία α­πό τους επιζώντες ενήλικους κατοίκους των Σάρδεων. Από εκείνη την εποχή, κάθε μωρό μαρκαριζόταν αμέσως μετά τη γέννηση του με ένα μικροσκοπικό, διακριτικό τατουάζ συνήθως στην επι­δερμίδα του σβέρκου, εκεί που τελειώνουν οι ρίζες των μαλλιών,

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 119

και το οποίο απεικόνιζε ένα αναγνωρίσιμο οικογενειακό σύμβολο, όπως για παράδειγμα ένα ζώο ή ένα γράμμα. Καθώς περπατού­σαμε στους δρόμους, διασκέδαζα παρατηρώντας αυτά τα μικρά σύμβολα πάνω στα μωρά που έκαναν τη βόλτα τους σε κούνιες πε­ρασμένες στην πλάτη των νταντάδων τους, με τα απαλά, άτριχα κε­φαλάκια τους γερμένα μπροστά και παραδομένα στον ύπνο.

Όταν ήρθε στην εξουσία ο Κροίσος, για τον οποίο λεγόταν ό­τι είχε τόσο χρυσάφι όσο κι ο Μίδας, αλλά τον είχαν καταραστεί οι θεοί, οι Σάρδεις ανακαινίστηκαν κι έγιναν ακόμα πιο πλούσιες από ό,τι στο παρελθόν. Τον περασμένο αιώνα οι Σάρδεις, όπως και η υπόλοιπη Μικρά Ασία, πέρασαν στην εξουσία των Περσών και παρά την κατά καιρούς σκληρή διακυβέρνηση από τους σατρά-πες και τους διαδόχους του Μεγάλου Βασιλιά, ο τελευταίος από τους οποίους ήταν ο νεαρός Κύρος, η πόλη εξακολούθησε με τα χρόνια να ευημερεί.

Από τις Σάρδεις ήταν που εξαπέλυσαν τις εκστρατείες τους ο Δαρείος και ο Ξέρξης εναντίον της Ελλάδας, σχεδόν εκατό χρό­νια νωρίτερα· του πρώτου κατέληξε με ήττα στο Μαραθώνα, του δεύτερου καθυστέρησε μοιραία από τους Σπαρτιάτες στις Θερ­μοπύλες. Από εδώ διατάχθηκαν και σχεδιάστηκαν φημισμένες μάχες της ελληνικής ιστορίας και από την περιοχή κυρίως των Σάρδεων είχαν αποσπαστεί στρατιώτες και στους τρεις ιωνικούς πολέμους και είχαν κάνει εδώ τον τελευταίο τους σταθμό πριν ξε­κινήσουν τις επιδρομές αντιποίνων εναντίον της Αθήνας. Τριγυ­ρίζαμε στις βιβλιοθήκες και τα μνημεία της πόλης τη μέρα, στις ταβέρνες και τα θέατρα το βράδυ και προτού συνειδητοποιήσω πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός, ο Ξενοφώντας παρατήρησε ότι είχαμε σπαταλήσει τρεις εβδομάδες και σημαντικό μέρος από τα όλο και λιγότερα αποθέματα μας σε άργυρο.

Μαζέψαμε τα πράγματα μας την άλλη μέρα, παίρνοντας πί­σω τα μουλάρια μας από τη μάντρα που τα είχαν κρατήσει, και δύο ώρες μετά την αναχώρηση μας από την πόλη είδαμε τις πρώ­τες περιφραγμένες περιοχές του στρατού, όπου φυλάσσονταν χι­λιάδες υποζύγια με τις ζωοτροφές τους, κι ύστερα ολόκληρα χι­λιόμετρα από στρατιωτικές σκηνές παραταγμένες τακτικά, οι πε-

120 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ρισσότερες από δέρμα, ορισμένες από φτηνότερο αλλά πιο αν­θεκτικό παρ' όλα αυτά καραβόπανο, που συνηθιζόταν όλο και πε­ρισσότερο στο στρατό. Ο αριθμός των στρατευμάτων που είχαν συγκεντρωθεί στην πεδιάδα ήταν εξαιρετικά μεγάλος. Ο Πρόξε­νος έγραφε στο γράμμα του ότι ο Κύρος συγκέντρωνε δύναμη που θα στηριζόταν σε Έλληνες μισθοφόρους για να καταστείλει εξέ­γερση των κατοίκων της Πισιδίας, αλλά οι κάτοικοι της Πισιδίας ήταν καθυστερημένη και βαρβαρική φυλή και σίγουρα η ανα­τροπή τους δεν απαιτούσε τον ογκώδη στρατό που είδαμε συγκε­ντρωμένο εδώ μπροστά μας. Δεν ήταν η αλητοσυμμορία γερα­σμένων Σπαρτιατών μισθοφόρων και οι κακομοιριασμένοι Πέρ­σες δούλοι-στρατιώτες που περιμέναμε να δούμε. Ένα ακαθόρι­στο συναίσθημα έντασης και ανησυχίας ένιωσα να επιδρά αργά και βαριά στο στομάχι μου, καθώς διατρέχαμε έφιπποι το στρα­τόπεδο, τριγυρισμένοι από παντού από βαριά οπλισμένους, γε­νειοφόρους Πέρσες στρατιώτες που δε νοιάζονταν καν να κρύ­ψουν τις εχθρικές ματιές που μας έριχναν στο διάβα μας.

Ο Ξενοφώντας ρώτησε τον πρώτο αξιωματικό που είδε πού βρισκόταν ο Πρόξενος από τη Βοιωτία. Κοίταξε τα σκονισμένα μας ρούχα αποτιμώντας ειλικρινά τις προθέσεις μας και μας κα­τεύθυνε επιφυλακτικά προς το κέντρο του στρατοπέδου, στο γε­νικό στρατηγείο. Στριφογυρίζαμε μια ώρα μέσα από στενά δρο­μάκια γεμάτα σκηνές και πυκνό πλήθος στρατιωτών, σε ένα στρα­τόπεδο που ήταν σχεδόν μια ανεξάρτητη και πλούσια πόλη, σαν τις Σάρδεις, με τις αγορές του, τις ταβέρνες, τα λουτρά και τις πε­ριοχές για κατοικίες. Τελικά μας σταμάτησαν δύο τεράστιοι Αι­θίοπες φρουροί που φορούσαν χιτώνες από δέρμα λεοπάρδαλης και κρατούσαν τρίμετρα ακόντια και μας πληροφόρησαν σε σπα­στά ελληνικά ότι δεν μπορούσαμε να περάσουμε στην περιοχή του Κύρου χωρίς την άδεια του.

Ο Ξενοφώντας ζήτησε τον Πρόξενο κι αυτοί μας έδειξαν ένα δρομάκι με σκηνές εκεί κοντά, που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το ελληνικό αρχηγείο, και ο πρώτος αξιωματικός που συναντή­σαμε στην πρώτη σκηνή ήταν ο Πρόξενος.

Αν τον είχα συναντήσει τυχαία στο δρόμο, δε θα τον αναγνώρι-

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 121

ζα ποτέ, αλλά όταν έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του τον Ξενοφώ­ντα με εκείνο το γνωστό αρκουδίσιο σφίξιμο και άστραψε σε μένα το γνωστό σαρκαστικό του γέλιο, κατάλαβα ότι εξακολουθούσε να είναι, κατά βάθος, ο Πρόξενος που ξέραμε πριν από χρόνια.

«Ξενοφώντα», φώναξε χαρούμενα και έγνεψε σε μερικούς α­πό τους αρχηγούς του να πλησιάσουν για να μας γνωρίσουν. «Άρχι­σες να ξυρίζεσαι; Μα τους θεούς, τι πλάτες είναι αυτές! Κύριοι», είπε στους συγκεντρωμένους συναδέλφους του, «αυτός ο καλο­φτιαγμένος διαβολάκος είναι ο ξάδερφος για τον οποίο σας μι­λούσα. Τον ντάντευα στην Αθήνα πριν από χρόνια όταν χρειαζό­ταν ακόμα να σκουπίζει τη μύτη του - και για κοιτάξτε τον τώρα, έχει γίνει σωστός άντρας!» Οι άντρες γέλασαν εύθυμα, μια και πραγματικά ο Ξενοφώντας είχε μεγαλώσει πολύ από την τελευ­ταία φορά που τον είχε δει ο Πρόξενος. Τώρα τον περνούσε μι­σό κεφάλι κι ήταν καμιά δεκαριά κιλά βαρύτερος από τον παι­δικό του φίλο. Ο Πρόξενος, αντίθετα, έμοιαζε πολύ πιο κοντός α­πό ό,τι τον θυμόμουν, ή ίσως η εντύπωση που είχα στο μυαλό μου για την ανάπτυξη του απλώς δε συμβάδιζε με τη σωματική του διά­πλαση, αλλά τα χρόνια που πέρασε μαχόμενος με τους Σπαρτιά­τες τον είχαν μεταβάλει σε έναν καχύποπτο, σκληροτράχηλο στρα­τιώτη, μαυριδερό και σημαδεμένο, και, προς μεγάλη μου έκπλη­ξη, στρατηγό ενός εμπειροπόλεμου στρατεύματος δύο χιλιάδων απόλυτα αφοσιωμένων αντρών, τους οποίους είχε στρατολογήσει αρχικά από την πρώην ταξιαρχία του στον πόλεμο με την Σπάρ­τη - χίλιοι πεντακόσιοι οπλίτες με τους συνοδούς τους κι ένα βοη­θητικό σώμα πεντακοσίων ελαφρά οπλισμένων που τον θεωρού­σαν όλοι τους, αδιαμφισβήτητα, αρχηγό τους.

Ο Ξενοφώντας γέλασε ευχαριστημένος, έλυσε το λουρί που συγκρατούσε τις αποσκευές του πάνω στο μουλάρι και πέταξε το βαρύ μπόγο στον Πρόξενο που προσποιήθηκε ότι παραπατάει από το βάρος. «Ευχαριστώ για το θερμό καλωσόρισμα, ξάδελ­φε», είπε κοιτώντας τις σκηνές που τον περιέβαλλαν. «Οι συνθή­κες είναι κομματάκι άθλιες, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα τις διορ­θώσεις. Στο μεταξύ, πού είναι τα διαμερίσματα μου, παρακαλώ;»

Ο Πρόξενος προσποιήθηκε άτι προσβλήθηκε και πέταξε επι-

122 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δεικτικά καταγής το σάκο, αλλά μετά γέλασε εύθυμα και χτύπη­σε στην πλάτη τον Ξενοφώντα. «Είσαι στ' αλήθεια ευπρόσδεκτος, ξάδερφε, κι εσύ, Θέο Γίγαντα», είπε απευθυνόμενος σε μένα. «Νό­μιζα ότι μόνο ο Ξενοφώντας είχε μεγαλώσει, αλλά, μα τους θεούς, θα απευχόμουν ν' αντιμετωπίσω μια στρατιά από Συρακούσιους, αν ήταν όλοι τους σαν κι εσένα!» Ύστερα, μιλώντας σοβαρά στους φίλους του είπε: «Ξέρω τον Ξενοφώντα από μικρό παιδί και πα­ρακολουθούσα τη στρατιωτική του καριέρα για χρόνια. Μπορώ να πω με περηφάνια ότι είναι ένας από τους καλυτέρους αξιω­ματικούς του ιππικού που απολύθηκαν ποτέ από το στρατό της Αθήνας και σήμερα είναι κολακευτικό να έχεις απολυθεί από αυ­τούς τους χοντροκέφαλους που είναι τώρα στα πράγματα εκεί πέ­ρα. Καλώς όρισες στην εκστρατεία μας, Ξενοφώντα, ο πρίγκιπας θα ευχαριστηθεί πολύ».

Στο σημείο αυτό οι άντρες γέλασαν ακόμα πιο δυνατά, αφή­νοντας κατάπληκτο τον Πρόξενο που προσπαθούσε να κάνει ε­πίσημες συστάσεις για το φίλο του. Η ειρωνεία, όμως, σύντομα έγινε ολοφάνερη, όταν κοίταξε πίσω από τον Ξενοφώντα, τον ο­ποίο μόλις πριν από λίγο είχε παρουσιάσει ως εξαιρετικό αξιω­ματικό του ιππικού, και είδε το ζώο με το οποίο είχε μόλις φτά­σει - το σκονισμένο μουλάρι που τρέκλιζε και προσπαθούσε ε­κείνη ακριβώς τη στιγμή να ξεστυλώσει και να μασουλήσει ένα λουρί της σκηνής. Ο Πρόξενος γέλασε σαρκαστικά. «Ελάτε μαζί μου», είπε. «Μπορείτε να πλυθείτε και να ξεκουραστείτε από το ταξίδι σας. Πρέπει να συζητήσω κάποια πράγματα με τους στρα­τιώτες μου απόψε, αλλά θα θυμηθούμε τα παλιά αύριο». Μας ο­δήγησε στα λουτρά των αξιωματικών, γεγονός σημαντικό, που άρμοζε στο στρατό του σατράπη των Σάρδεων, όπου περάσαμε το υπόλοιπο απόγευμα με μπάνιο και ύπνο, ώσπου ένας από τους έμπιστους αξιωματικούς του Πρόξενου κατέφθασε για να μας ο­δηγήσει στη σκηνή που μας είχαν παραχωρήσει.

Την επομένη ο Πρόξενος μάς έκανε μια ξενάγηση στο τερά­στιο στρατόπεδο και μας εξήγησε το ρόλο του στο στρατό. Είχε υ­πηρετήσει δραστικότατα τη Βοιωτία στη διάρκεια του πολέμου και φημιζόταν ιδιαίτερα για την επιδεξιότητα του στην κατασκευή

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 123

και χρήση της βοιωτικής στρατιωτικής μηχανής. Αυτή ήταν φτιαγ­μένη από ένα μακρύ ίσιο κούτσουρο, σκισμένο κατά μήκος στα δύο. Τα δύο μισά είχαν σκαφτεί προσεκτικά και επενδυθεί με σί­δερο και κασσίτερο και στη συνέχεια είχαν ξαναενωθεί, σχηματί­ζοντας έναν κούφιο σωλήνα. Ένα τεράστιο φυσερό ήταν προ­σαρμοσμένο στο κάτω άκρο και ένας μεγάλος σιδερένιος λέβητας που περιείχε ένα εκρηκτικό μείγμα από θειάφι και πίσσα κρεμό­ταν στο μπροστινό. Η όλη κατασκευή ήταν ανεβασμένη πάνω σε ένα κάρο σκεπασμένο με ένα χοντρό ξύλινο στέγαστρο για να προ­στατεύει τους οδηγούς από τα εχθρικά τόξα και βλήματα και όταν το έφερναν αρκετά κοντά στο αντίπαλο στράτευμα ή το οχυρό, το φυσερό έμπαινε σε λειτουργία, διοχετεύοντας ένα ρεύμα αέρα μέ­σα από το μακρύ σωλήνα και μέχρι το φλεγόμενο καζάνι στο άλ­λο άκρο, εκτοξεύοντας πάνω στο στόχο μια φονική, καυτή φλόγα. Ο Ξενοφώντας κι εγώ κοιταχτήκαμε με νόημα. Αυτός ήταν λοιπόν ο Δράκος που είχε χρησιμοποιήσει ο Θρασύβουλος με τόσο φο­νικά αποτελέσματα εναντίον μας στη Φυλή. Μετά την αρχική της χρήση στη διάρκεια του πολέμου, ο Πρόξενος είχε καταφέρει να κάνει αναρίθμητες βελτιώσεις στο σχέδιο της μηχανής, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της - είχε δημιουργήσει ακόμα και φο­ρητά μοντέλα που μπορούσαν να μεταφερθούν σε μια εκστρατεία και τώρα αδημονούσε να μας κάνει μια επίσημη επίδειξη.

Διανύσαμε έφιπποι αρκετά χιλιόμετρα έξω από το στρατόπε­δο και φτάσαμε σε ένα γυμνό τοπίο που χρησιμοποιούσε ο Πρό­ξενος για τις δοκιμές των μηχανών του, μακριά από τα βλέμμα­τα και τα σχόλια των άλλων στρατευμάτων και των περίεργων πο­λιτών. Εκεί ένα επίλεκτο σώμα τριάντα αντρών ήταν υπεύθυνο για τη συντήρηση και την πυροδότηση των μηχανών, η τελευταία παραλλαγή των οποίων περιλάμβανε ένα βαρέλι ύψους έξι περί­που μέτρων και διαμέτρου τριάντα εκατοστών. Το κύλησαν στην άκρη του στρατοπέδου, όπου είχε στηθεί ένα εκπαιδευτικό οχυ­ρό, ομοίωμα εχθρικού φρουρίου ή οχυρού. Σύμφωνα με τους υ­πολογισμούς του Πρόξενου, τα φυσερά είχαν σφηνωθεί επιδέξια και ο λέβητας κρεμόταν και μόλις τοποθέτησαν ένα ξύλινο πώμα στο μπροστινό άκρο, τα φυσερά εκτόξευσαν δεκάδες ριπές αέρα

124 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μέσα στο κούτσουρο για να δημιουργήσουν πίεση αέρα. Όταν η πίεση είχε αναπτυχθεί ικανοποιητικά, πετάχτηκε το πώμα και καθώς ο πιεσμένος αέρας χύθηκε προς τα έξω, ένας τρομακτικός ποταμός φλόγας εκσφενδονίστηκε χίλια διακόσια μέτρα μακριά στο πεδίο μέχρι το οχυρό, κατακαίγοντάς το αυτομάτως και κα­ψαλίζοντας τα χόρτα στο πέρασμα του πάνω από τη γυμνή γη.

Ο Πρόξενος μειδίασε ειρωνικά. «Πώς το βλέπετε;» Είχα μείνει κατάπληκτος όπως και την πρώτη φορά, στη Φυ­

λή. Με τρεις ή τέσσερις σωστά εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους άντρες να το χειρίζονται σε μάχη εκ του συστάδην, η μηχανή εί­χε την καταστροφική δύναμη τριάντα αντρών.

Ο Ξενοφώντας, πάντως, παρέμεινε συλλογισμένος. «Μα ο πό­λεμος έχει τελειώσει. Τι σκοπεύεις να κάνεις μ' αυτό - και με τους δύο χιλιάδες άντρες σου; Σίγουρα ο Κύρος δε χρειάζεται όλους τους Έλληνες σου αλλά και τους χιλιάδες των ντόπιων στρατιω­τών του για να καταπνίξει απλώς μια τοπική εξέγερση».

«Αυτή είναι απλώς η αρχή», απάντησε ο Πρόξενος παρακά­μπτοντας την ερώτηση. «Με έξι τέτοιες μηχανές-Δράκους, καμιά ε­χθρική δύναμη δε θα μπορεί να κρυφτεί από τους οπλίτες μου πίσω από ασπίδες ή οχυρά, ειδικά αφού θα έχει καμφθεί κάπως από τους σκοπευτές. Όσο για τον πόλεμο, δεν πιστεύω να νομίζεις ότι σε κου­βάλησα τόσο δρόμο για να σου κάνω απλώς μια επίδειξη!»

Καθώς παρακολουθούσαμε τις ασκήσεις, ο Ξενοφώντας τον πίεσε για περισσότερες λεπτομέρειες.

«Ο πρίγκιπας Κύρος προσέλαβε τους στρατιώτες μου για ν' αντιμετωπίσει τους Πισίδες που λεηλατούν τις δυτικές περιοχές της επαρχίας του. Και δεν είμαστε οι μόνοι Έλληνες που προ­σέλαβε. Ο Ξενίας βρίσκεται ήδη εδώ με άλλους τέσσερις χιλιά­δες πολεμιστές και ο Σοφαίνετος, ο Σωκράτης ο Αχαιός και ο Πασίωνας φτάνουν σύντομα με λίγες χιλιάδες ακόμα.* Ο "πό-

* Ο Ξενίας, ο Σωκράτης ο Αχαιός και ο Πασίωνας ήταν πλούσιοι τραπεζίτες της Αθήνας. Ο Σοφαίνετος ήταν στρατηγός από τη Στύμφαλο, φίλος του Κύρου του Νεότερου, και μετείχε στην εκστρατεία επικεφαλής χιλίων Αρκάδων. Έγραψε, κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, έργο με τίτλο Κύρου Ανάβασις. (Σ.τ.Μ.)

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 125

λεμος με τη Σπάρτη", όπως τον αποκαλείς, δεν κατάφερε παρά να μας αποδυναμώσει και να καταστρέψει τα ήθη μας - και η συμμαχία μας νίκησε! Δεν μπορώ να φανταστώ το αποτέλεσμα που είχε σ' εσάς τους Αθηναίους. Βαδίζοντας, όμως, ενάντια στους Πισίδες, με τον Κύρο και τους Πέρσες του με το μέρος μας, εμείς οι Έλληνες θα έχουμε την ευκαιρία να παραμερί­σουμε την παλιά μας έχθρα και ν' ανακτήσουμε την τιμή μας -και, επιπλέον, θα γεμίσουμε την τσέπη μας με λεφτά». Ο Πρό­ξενος μάς έκλεισε το μάτι και κοίταξε τα μουλάρια μας. «Τι λες; Έτσι θα είχες τη δυνατότητα να πάρεις καινούριο άλογο και ο Θέο, ο Γίγαντας από εδώ, δε θα είχε πιθανόν καμιά αντίρρηση να βουτήξει κάνα δυο Σύριες χορεύτριες. Και να είσαι σίγουρος ότι θα κάνω τις πρέπουσες συστάσεις στον Κύρο, αν βρίσκεσαι κοντά μου».

Ο Ξενοφώντας σούφρωσε σκεφτικός τα χείλη του και κοίταξε τους βλοσυρούς, σφιχτοδεμένους Βοιωτούς του Πρόξενου που χειρίζονταν με επιδεξιότητα τις μηχανές τους. Ατένισε τους χα­μηλούς λόφους μακριά στο βάθος, απ' όπου είχαμε φτάσει εκεί­νο το πρωί, τις ψηλότερες πλαγιές κρυμμένες πίσω από τη σκό­νη που σήκωναν χιλιάδες βόδια, άλογα και αιγοπρόβατα, τις πιο χαμηλές να κυματίζουν απαλά μαυρισμένες από τις δεκάδες χι­λιάδες σκηνές του πολυπληθούς στρατού. Το ολέθριο δυναμικό της απέραντης παράταξης των στρατευμάτων προκαλούσε ρίγος. Ο Κύρος είχε συγκεντρώσει μια τεράστια δύναμη μισθοφόρων που αποτελούνταν από εμπειροπόλεμους και πολεμοχαρείς βε­τεράνους και προετοιμαζόταν για τη δόξα.

Καθώς καλπάζαμε προς το στρατόπεδο μέσα στην τρομερή ζέ­στη, τόσο διαφορετική από την υγρή ψύχρα της Αθήνας τη μέρα της αναχώρησης μας, ο Ξενοφώντας ρώτησε τον Πρόξενο πιο συ­γκεκριμένα για τις προθέσεις του πρίγκιπα.

«Όπως αποδεικνύεται», είπε ο Πρόξενος, «ο Κύρος διαθέτει ένα όπλο που εξευτελίζει ακόμα και τις δικές μου μηχανές. Ήξε­ρες ότι προσέλαβε τον Κλέαρχο;»

126 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο Ξενοφώντας έδειξε έκπληκτος. «Τον Κλέαρχο, το στρατη­γό της Σπάρτης; Έμαθα ότι η Γερουσία της Σπάρτης τον κατα­δίκασε σε θάνατο».

«Φαίνεται ότι ο Κύρος τον αποκατέστησε», είπε ξερά ο Πρό­ξενος.

«Βρίσκεται τώρα στο στρατόπεδο του Κύρου;» «Όχι, συγκεντρώνει συμπληρωματικά στρατεύματα στα ανα­

τολικά». Παρατήρησαν τότε το σάστισμά μου και ο Πρόξενος προ­

σφέρθηκε να μου δώσει επιπλέον πληροφορίες γι' αυτό το μυ­στήριο άνθρωπο.

«Ο Κλέαρχος είναι ένας εξόριστος Σπαρτιάτης στρατηγός που θαυμάζει πολύ ο Κύρος για τις στρατιωτικές του ικανότητες. Εί­ναι ιδιοφυΐα στα στρατιωτικά αλλά και ο μεγαλύτερος κόπανος στο στρατό. Θα το καταλάβεις όταν τον γνωρίσεις. Σωματικά εί­ναι ένας γίγαντας, μεγαλύτερος κι από εσένα, Θέο, και έχει πά­ντα κακή διάθεση. Περνάει όλο του τον καιρό στο στρατόπεδο κα­τασκοπεύοντας κι ευχαριστιέται να τιμωρεί παραβάσεις της στρα­τιωτικής πειθαρχίας. Μοιάζει με διάβολο και μυρίζει ακόμα χει­ρότερα - μασουλάει ολόκληρα κεφάλια σκόρδο σαν σταφύλια και οι τσέπες του είναι πάντα γεμάτες από αυτά. "Καθαρίζουν το κεφάλι και σε προφυλάνε από την πανούκλα", λέει και η μπόχα της αναπνοής του αλλάζει τον αέρα γύρω του. Πριν από τη μά­χη, περνάει μισή μέρα πλέκοντας και αλείβοντας με λάδι τα μαλ­λιά του που κρέμονται ως τη μέση της πλάτης του. Δε θα ισχυρι­ζόμουν ότι βελτιώνουν κάπως την εμφάνιση του, παρόλη την πε­ριποίηση που τους κάνει».

«Ο πόλεμος δεν είναι καλλιστεία», μάλωσε τον ξάδερφο του ο Ξενοφώντας. «Δε μ' ενδιαφέρει αν μοιάζει με Κύκλωπα, αφού τρομοκρατεί τον εχθρό».

«Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς γι' αυτό», συνέχισε ο Πρόξενος. «Οι εχθροί θα τα κάνουν πάνω τους, αν τους πλησιάσει σε απόσταση εκατό μέτρων, ειδικά αν φυσάει κόντρα ο άνεμος. Τόσο απο­κρουστικός που είναι, δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη πιο ι­κανός απ' αυτόν στη μάχη».

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 127

Προχώρησε σωπαίνοντας για λίγα λεπτά. «Πιστεύεις ότι μου αρέσει ο πόλεμος», συνέχισε, «επειδή μπή­

κα στη υπηρεσία του Κύρου χωρίς να κάνω ένα διάλειμμα, αφό­του η Αθήνα έκανε ειρήνη με τη Σπάρτη. Ο Κλέαρχος, λοιπόν, πά­ει από πόλεμο σε πόλεμο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ο άν­θρωπος δεν μπορεί να ζήσει δίχως πόλεμο. Τρώει και κοιμάται με τον πόλεμο. Οι άντρες του τον τρέμουν, αλλά τον ακολουθούν τυφλά και τον υπερασπίζονται μέχρι θανάτου όταν ακούσουν σχό­λια από άσχετους, γι' αυτό πρόσεχε τι λες γι' αυτόν μπροστά σε άλλους. Θα έπρεπε να ευχαριστείς τους θεούς που θα βρίσκεσαι κάτω από τις διαταγές μου... ο Κλέαρχος κι οι αξιωματούχοι του αρνούνται να χρησιμοποιήσουν ακόμα και σκηνές. Κοιμούνται στο ύπαιθρο και με το χειρότερο καιρό, τρέφονται με μπαγιάτι­κο ψωμί κι εκείνο τον αηδιαστικό σπαρτιάτικο "μέλανα ζωμό" και περιφρονούν τις γυναίκες, είτε είναι πόρνες του στρατοπέδου είτε σύζυγοι τους. Οι άντρες του χρησιμοποιούν τις ασπίδες τους για μαξιλάρια και κοιμούνται μαζί με τα ακόντιά τους, ενώ βο­λεύονται ο ένας πάνω στον άλλο. Τον ρώτησα κάποτε γι' αυτό, πι­στεύοντας ότι υπέβαλλε τον εαυτό του σε κακουχίες απλώς για ε­πίδειξη, για να διατηρήσει εκείνο το ανυπόφορο σπαρτιάτικο προσωπείο. Στο κάτω κάτω είναι ο αρχιστράτηγος του Κύρου. Δεν είναι ανάγκη να κοιμάται πάνω στο χώμα. Κι αυτός είπε κο­ροϊδευτικά: "Σκατά! Κάθε κουτσός νεροκουβαλητής που του κρα­τάει κακία και κάθε κοκότα του χαρεμιού που ενοχλήθηκε από τον Κύρο επειδή κοιμήθηκε με κάποια άλλη κοκότα του χαρεμιού ξέρει πού θα τον βρει τη νύχτα. Να γιατί ο Κύρος έχει ανάγκη α­πό τριάντα φρουρούς γύρω από τη σκηνή του. Και ποιος έχει ε­μπιστοσύνη στους φρουρούς; Ευχαριστώ, να μου λείπει, θα κοι­μάμαι στο χώμα"».

«Και πώς ο Κλέαρχος γνωρίστηκε με τον πρίγκιπα;» τον διέ­κοψε ο Ξενοφώντας. «Από όσα λες είναι οι πιο διαφορετικοί άν­θρωποι πάνω στη γη».

«Είναι κάπως περίπλοκο. Πιστέψτε με, δεν υπάρχει αγάπη α­νάμεσα σ' αυτούς τους δύο, εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλο για τους σκοπούς τους. Ο Κλέαρχος προσέγγισε τον πρίγκιπα πριν α-

128 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πό ένα χρόνο, τον ίδιο περίπου καιρό με μένα. Αναζητούσε κά­ποιο προστάτη κι ο Κύρος γνώριζε ότι ήταν εξαιρετικός πολεμι­στής, και το πιο σημαντικό ότι ήταν φυγόδικος - δεν υπήρχε κα­μιά περίπτωση να λιγοψυχήσει και να γυρίσει στην πατρίδα του τη Σπάρτη, να δει τη μητέρα του, αν δυσκόλευαν τα πράγματα. Ο Κύρος του έδωσε δέκα χιλιάδες δαρεικούς» -εδώ και ο Ξενο­φώντας κι εγώ μείναμε με ανοιχτό το στόμα, μια κι επρόκειτο για τεράστια περιουσία- «για να στρατολογήσει μισθοφορικό στρα­τό και ο Κλέαρχος δεν ξόδεψε ούτε ελάχιστα για τον εαυτό του, αν και τον πρίγκιπα δε θα τον πολυένοιαζε αν το είχε κάνει. Όταν μαθεύτηκε ότι πληρώνει καλά λεφτά για βετεράνους στρατιώτες, άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα από κάθε γωνιά του ελ­ληνικού κόσμου νεοσύλλεκτοι - κάθε εξόριστος, απογοητευμέ­νος, ατιμασμένος, σκληροτράχηλος Έλληνας βετεράνος που ήθελε ένα καινούριο ξεκίνημα στη ζωή του απευθύνθηκε στον Κλέαρ­χο. Επέλεξε την αφρόκρεμα αυτών των αντρών, τους πλήρωσε προκαταβολικά κι εκπαίδευσε ένα στρατό για να καθυποτάξει, υ­ποτίθεται, τους Θράκες, που είχαν λεηλατήσει τις πόλεις του Κύ-ρου στα βορειοδυτικά. Η Γερουσία της Σπάρτης τον καταδίκασε σε θάνατο, επειδή επιδίωκε έναν αθέμιτο πόλεμο, παραβαίνο­ντας τις εντολές της - στη Σπάρτη αυτή η κατηγορία ισοδυνα­μούσε με προδοσία. Ο Κλέαρχος δεν έδωσε καμιά σημασία. Εί­ναι σαν λαγωνικό που ορμάει σε έναν κάπρο. Είναι ανίκανος να σταματήσει να κάνει πόλεμο και η Σπάρτη δεν έχει πια πολλούς πολέμους να διεξαγάγει ώστε να τον κρατήσει απασχολημένο.

»Εν πάση περιπτώσει, είδατε ήδη ορισμένα από τα στρατεύ­ματά του. Τους εφοδίασε όλους με καινούρια μπρούντζινα κρά­νη με λοφία από αλογοουρές και πορφυρούς χιτώνες - μοιάζουν όλοι με ευγενείς Σπαρτιάτες. Τους εξόπλισε μ' εκείνα τα απαίσια μικρά ξίφη, καινούριες μπρούντζινες ασπίδες και θώρακες και κουβάλησε μερικούς εκπαιδευτές από τη Σπάρτη για να τους εκ­παιδεύσουν. Παραλίγο να τους ξεκάνουν οι καταραμένοι και μι­σοί από τους άντρες απορρίφθηκαν ως ανίκανοι για στρατιωτική υπηρεσία. Μέσα σε έξι μήνες, όμως, ο Κλέαρχος είχε μεταμορ­φώσει όσους απέμειναν στον ισχυρότερο μόνιμο στρατό του ελ-

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 129

ληνικού κόσμου πλην των Λακεδαιμονίων και να είστε σίγουροι ότι ο νεαρός Κύρος είναι ευχαριστημένος. Απ' όπου περνούν οι στρατιώτες ο κόσμος πέφτει στα γόνατα και τους αποκαλεί "Έλληνες του Κύρου". Οι Έλληνες του Κύρου, λοιπόν, ακόνισαν την κόψη των σπαθιών τους καταστρέφοντας τους Θράκες και τώρα ο Κλέαρχος γυρίζει σε όλη τη χώρα συγκεντρώνοντας πε­ρισσότερους στρατιώτες. Θα τους συναντήσουμε αργότερα στην πορεία».

Συνεχίσαμε σιωπηλοί, προσπαθώντας ν' αφομοιώσουμε το πορτρέτο του μελλοντικού μας συνεργάτη. Ήξερα ότι ο Ξενο­φώντας θα βασανιζόταν με την ειρωνεία της τύχης. Είχε εγγρα­φεί στον κατάλογο του μόνου βιώσιμου ελληνικού στρατού, πλην Λακεδαιμονίων, εν μέρει τουλάχιστον με την προοπτική ν' απο­καταστήσει το όνομα το δικό του και του πατέρα του - για ν' α­νακαλύψει τελικά ότι θα συνυπηρετεί με τον άνθρωπο που ήταν ένας από τους πιο μισητούς εχθρούς της Αθήνας, έναν άνθρωπο τον οποίο ο Γρύλλος θα προτιμούσε να φτύσει και να καταραστεΐ μέχρι τρεις γενιές, παρά να δει το γιο του να πολεμά κάτω από τις διαταγές του. Πόσο παράξενα ορίζουν οι θεοί τα πράγματα, ώστε να διασταυρώνονται τα πεπρωμένα ανθρώπων τόσο διαφο­ρετικών όπως ο Κλέαρχος κι ο Ξενοφώντας. Αναρωτιέται κανείς αν ο Δίας είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του, όταν πρόσφερε στον Ξενοφώντα έναν τόσο ευνοϊκό χρησμό για το ταξίδι του στις Σάρ­δεις, και είναι δύσκολο να φανταστεί ότι δεν το είχε προβλέψει.

Μέσα σε τρεις μέρες από την άφιξή μας στο στρατόπεδο του Κύρου, ο Πρόξενος είχε συμπεριλάβει επίσημα τον Ξενοφώντα ως αξιωματικό και προσωπικό του υπασπιστή κι εμένα μου ετοί­μαζαν πανοπλία και οπλισμό ελαφρού ιππέα και μου ανέθεσαν το καθήκον να κουβαλώ τη σημαία της ίλης, μια μαύρη σημαία με ένα φίδι να εκτοξεύει φλόγες από το στόμα του. Προσωπικά ήμουν πολύ ευχαριστημένος με αυτό το ρόλο.

2

Ο ΠΡΟΞΕΝΟΣ, ο Ξενοφώντας κι εγώ μπήκαμε στην περιοχή του πρίγκιπα, κοιτάζοντας επιφυλακτικά τους αγριωπούς φρουρούς του Κύρου. Τριάντα περίπου από αυτούς τους γίγαντες, επιλεγ­μένοι προφανώς τόσο για την εξωτερική τους εμφάνιση όσο και για τη δύναμη και το φόβο που ενέπνεαν, είχαν υπηρεσία μόνο σε μία βάρδια. Οι μισοί ακριβώς ήταν Αιθίοπες, με δέρμα τόσο μαύρο, που σχεδόν μπλάβιζε, με τεράστια κεφάλια εντελώς ξυ­ρισμένα και γυαλισμένα με κερί, που έλαμπαν σαν καρούμπαλα, στολισμένα με ολόκληρες παραστάσεις από ανάγλυφα τατουάζ. Κρατούσαν τεράστια περσικά γιαταγάνια και φορούσαν φαρδιές πανταλόνες περσικού στιλ, ενώ είχαν τα γεροδεμένα στήθια τους γυμνά, τονίζοντας ιδιαίτερα την υπερφυσική μαυρίλα της επι­δερμίδας τους. Οι άλλοι μισοί από τους φρουρούς που ήταν πα­ραταγμένοι εναλλακτικά με τους μαύρους Αιθίοπες γύρω από τη σκηνή ήταν πελώριοι Σκύθες, με ωχρορόδινο δέρμα, σχεδόν αλ-μπίνοι, με ξυρισμένα πρόσωπα και μακριά, κρεμαστά μουστάκια, πλεξίδες από γλιτσιασμένα ξανθά μαλλιά, που κρέμονταν στα στήθη τους, δεμένες με χρωματιστές κορδέλες, κρατώντας μα­κριά ίσια ξίφη με σφυρήλατες λαβές και φορώντας επίχρυσα ο-φιοειδή βραχιόλια πάνω στα ποντίκια τους. Αν και οι δυο φυλές ήταν εκπληκτικές στη θέα ακόμα και για κοσμοπολίτες Αθηναί­ους όπως εμείς, οι Σκύθες προκαλούσαν ιδιαίτερα το ενδιαφέ­ρον, παρόλο που εξελληνισμένοι εκπρόσωποι της φυλής αυτής είχαν για καιρό χρησιμοποιηθεί στην Αθήνα ως μισθοφορικό α­στυνομικό σώμα. Ήταν γνωστό ότι οι Σκύθες στρατιώτες έπιναν το αίμα των αντρών που σκότωναν στη μάχη και έπαιρναν το δέρ­μα του κρανίου των εχθρών τους, χαράζοντας κυκλικά το δέρμα

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 131

του κεφαλιού πάνω από τα αφτιά, γραπώνοντας τα μαλλιά και κουνώντας απλά το κρανίο από το κάτω μέρος, αφήνοντας το θύ­μα, νεκρό ή ζωντανό ακόμα, με μια ματωμένη, λεία και θολωτή μεμβράνη. Αυτά τα τριχωτά δέρματα του κεφαλιού έπρεπε να τα παρουσιάσουν στο βασιλιά τους για να πάρουν μερίδιο από το πλιάτσικο κι ύστερα οι στρατιώτες τα έλιαζαν και τα κρεμούσαν από τα χαλινάρια των αλόγων τους ως ενθύμια. Αν ήταν αρκετά σε αριθμό, μπορούσαν να τα συρράψουν και να τα κάνουν μαν­δύες ή φαρέτρες για τα βέλη. Μια τέτοια τύχη αποτελούσε απο­τρόπαια προοπτική για έναν Έλληνα, που δεν μπορούσε να φα­νταστεί ότι θα παρουσιαζόταν στο βαρκάρη-Ερμή μετά θάνατο χωρίς μαλλιά και πιθανόν με δέρμα από άλλα μέρη του σώματος του, γδαρμένα και συρραμμένα με απαράδεκτο τρόπο, στα ατο­μικά είδη ενός βαρβάρου. Οι άντρες αυτοί, εναλ\ασσόμενες σει­ρές από Σκύθες και Αιθίοπες, ήταν οι προσωπικοί σωματοφύλα­κες του Κύρου και μας κοιτούσαν καχύποπτα, καθώς τους προ­σπερνούσαμε για να φτάσουμε στη σκηνή του.

Έχοντας ακούσει τόσα για τον πρίγκιπα, ήμουν περίεργος να τον γνωρίσω. Είκοσι τεσσάρων μόλις χρόνων, ο Κύρος μιλούσε ά­ψογα την αττική διάλεκτο και την περσική, καθώς κι άλλες έξι α­κόμα γλώσσες των υπό την κυριαρχία του χωρών, ενώ ήταν επί­σης μυημένος στα κείμενα των φιλοσόφων και των ανθρώπων της επιστήμης, και της Ανατολής και της Δύσης, όπως και πολλών άλ­λων που είχαν περάσει ολόκληρη τη ζωή τους κατακτώντας τέτοιες γνώσεις. Η εμφάνιση του ήταν άξια μελέτης, αντιθέτως: ήταν λε-πτοκαμωμένος, δεν είχε γένι και τα καστανά μαλλιά του ήταν μα­κριά και έπεφταν χυτά με ανεπιτήδευτο τρόπο, εντελώς αντίθετο από τα πομπώδη και θηλυπρεπή, προσεκτικά χτενισμένα μαλλιά των ευγενών που υπηρετούσαν ως σύμβουλοι και ανώτεροι αξιω­ματούχοι. Η φυσική ομορφιά του προσώπου του αλλά και η στα-ράτη επιδερμίδα του στέρνου και των μπράτσων του καταστρε­φόταν από μια σειρά βαθιές ουλές, τις οποίες, όπως μας εξήγη­σε ο Πρόξενος, του είχε προκαλέσει μια εξαγριωμένη θηλυκή αρ­κούδα σε κάποιο κυνήγι μερικά χρόνια νωρίτερα. Τη μέρα της α­κρόασης μας, ήταν ντυμένος πολύ απλά αλλά σοβαρά, με έναν κο-

132 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ντό τυπικό χιτώνα και από κάτω ένα στρατιωτικό μανδύα - συν­δυασμός που θα του επέτρεπε να συναντήσει από διπλωμάτες και στρατηγούς μέχρι τον ταπεινότερο πολίτη χωρίς να χάνει χρόνο για ν' αλλάξει ρούχα. Αυτή η ανεπιτήδευτη συμπεριφορά τον έ­κανε πολύ δημοφιλή στο στρατό του όπως και στους πολίτες υ­πηκόους του. Τα μπράτσα του ήταν γυμνά, αποκαλύπτοντας ένα μακρύ άσπρο σημάδι κατά μήκος του αριστερού του τρικέφαλου - ίσως από κάποια προγενέστερη μάχη ή από τη σύγκρουση του με την αρκούδα, δεν ξέρω. Ο χιτώνας του ήταν απλός, με πορφυρό κέντημα ενός εκατοστού στο τελείωμα, αλλά ήταν φτιαγμένος α­πό το πιο λεπτολαναρισμένο μαλλί της Μιλήτου. Τα σανδάλια του, αν και σκονισμένα, ήταν από γυαλιστερό και διακοσμημένο με χαραγμένα μοτίβα αιγυπτιακό δέρμα, με χρυσές αγκράφες. Το απλό αλλά κομψό ντύσιμο του Κύρου έδειχνε πως ήταν ο άν­θρωπος που ξέρει μόνο ένα μαγαζί στην αγορά, το καλύτερο.

Ο πρίγκιπας είχε γεννηθεί αφού ο πατέρας του είχε ανέβει στο θρόνο ως Μεγάλος Βασιλιάς της Περσίας κι έτσι ο Κύρος σύμ­φωνα με την αρχαία περσική παράδοση έπρεπε να προηγηθεί στη διαδοχή του αδερφού του Αρταξέρξη ο οποίος, αν και τριά­ντα χρόνια μεγαλύτερος, είχε γεννηθεί όταν ο πατέρας του ήταν ακόμα ένας απλός υπήκοος. Ο Μεγάλος Βασιλιάς, όμως, για λό­γους τους οποίους δε γνωρίζω, σκέφτηκε διαφορετικά και κανό­νισε να περιέλθει η διαδοχή στον Αρταξέρξη, αφήνοντας τον Κύ-ρο στη συγκριτικά κατώτερη θέση του σατράπη της Ιωνίας, ίσο τη τάξει με έναν πανούργο, γέρο παλιάνθρωπο, τον Τισσαφέρνη, που κυβερνούσε ακόμα νοτιότερα στη Μικρά Ασία. Ο Κύρος και ο Τισσαφέρνης είχαν μεγάλη προϊστορία - ο Τισσαφέρνης είχε παντρευτεί μια κόρη του Αρταξέρξη κι έτσι ο γέρος έγινε κατά κά­ποιο τρόπο συγγενής του πρίγκιπα, ανιψιός μέσω γάμου. Ήταν επίσης έμπιστος σύμβουλος του βασιλιά Δαρείου, με συνεχή πα­ρουσία στις αυλές, ακόμα και στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας, κι ο Κύρος απεχθανόταν την επιρροή που ασκούσε στον πατέρα του αυτός ο γλοιώδης και πανούργος σύμ­βουλος. Πριν από τρία χρόνια, καταλαβαίνοντας ότι η δύναμη και η επιρροή του πρίγκιπα μεγάλωνε, ο Τισσαφέρνης τον είχε

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 133

καταγγείλει με πλαστή κατηγορία στον Αρταξέρξη, ο οποίος εί­χε συλλάβει τον Κύρο και είχε διατάξει την εκτέλεση του. Η μη­τέρα του Κύρου έσωσε τη ζωή του και κανόνισε την μετακίνησή του από την αυλή και τη σατραπεία του στην Ιωνία, αλλά η οργή και η ταπείνωση που αισθάνθηκε ο Κύρος από αυτό το περιστα­τικό δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ· και αν εκείνη την εποχή ο πρί­γκιπας είχε νιώσει βαθιά επιθυμία ν' αποκτήσει εξουσία, τώρα του είχε γίνει έμμονη ιδέα, και η εξολόθρευση του Τισσαφέρνη και του Αρταξέρξη ένα πάθος που κυρίευε τη ζωή του.

Αφού μπήκαμε στη σκηνή του Κύρου μαζί με τον Πρόξενο και τον Ξενοφώντα, εγώ έμεινα κοντά στη πόρτα, ενώ οι δυο τους προχώρησαν στο τραπέζι και το κάθισμα του Κύρου, ο οποίος τους πρότεινε φιλικά να βολευτούν, ενώ τελείωνε ορισμένες τρέ­χουσες υποθέσεις που είχε με τους συμβούλους του. Μια και αυ­τή ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν τα διαμερίσματα ενός πλούσιου Πέρση, βρήκα την ευκαιρία να κοιτάξω διακριτικά τρι­γύρω: πρόσεξα λοιπόν τα παχιά χαλιά και τα κεντητά παραπε­τάσματα που διατηρούσαν τη σκηνή ευχάριστα σκοτεινή και δρο­σερή, αντιλήφθηκα, όμως, και τους βαριά οπλισμένους φρουρούς που στέκονταν ακίνητοι σε στάση προσοχής κι από τις δυο μεριές της εισόδου.

Μια ψηλή, αετίσια καλλονή σουλατσάριζε άτονα πίσω από τον Κύρο αερίζοντας τον απαλά με ένα πλατύ καλαμένιο ριπίδιο και ψιθύριζε περιστασιακά εντολές σε διάφορες υπηρέτριες και φύλακες που επιδίδονταν σε μια ασταμάτητη επίδειξη δράσης, στα σκοτεινά, ανάμεσα στο τραπέζι και μια χαμηλή πίσω πόρτα που επικοινωνούσε με μια άλλη κάμαρα της σκηνής. Η βασιλική αυτή σύζυγος, αν και εκπληκτικής ομορφιάς, έδειχνε εντελώς βα­ριεστημένη και δεν καταδεχόταν να κοιτάξει κανένα άλλο πρό­σωπο στο δωμάτιο.

Άκουσα ένα θρόισμα στα σκοτεινά, στην απέναντι γωνία, κι ό­ταν κοίταξα πιο προσεκτικά, διέκρινα δύο μαύρα αμυγδαλωτά μάτια να με περιεργάζονται με ενδιαφέρον, αποτιμώντας με ψυ­χρά, χωρίς ν' αποστρέφονται από το βλέμμα μου, όπως συνέβαι­νε συνήθως με τα μάτια των Περσίδων. Κράτησα το βλέμμα τους

134 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

για μερικά δευτερόλεπτα και τελικά ανταμείφθηκα από μια λάμ­ψη λευκών δοντιών μαζί μ' ένα γρήγορο, ντροπαλό χαμόγελο, κα­θώς το κορίτσι χασκογέλασε σιωπηλά με την τόλμη του. Έσκυψε προς τα εμπρός ελαφρά και το πρόσωπό της πρόβαλε από τη σκιά μέσα σε μια λεπτή φωτεινή δέσμη που έμπαινε στη σκηνή από το άνοιγμα ενός φύλλου της εισόδου· η καρδιά μου σταμά­τησε από την ομορφιά της - ήταν δεκαοχτώ χρόνων ίσως, με δέρ­μα δροσερό και προφανώς ανέγγιχτο από πρόσθετα καλλυντικά. Το μόνο της στολίδι ήταν ένα έντονα κίτρινο φτερό καρφωμένο προσεκτικά στα μαλλιά της, αποκαλύπτοντας μια αθωότητα και μια χαρούμενη διάθεση που διέψευδαν την ανεξήγητη παρουσία της στη σκηνή του Κυρου, την περιτριγυρισμένη από αγριωπούς Αιθίοπες φρουρούς και το πηγαινέλα στρατιωτικών μαντατοφό­ρων. Μου χαμογέλασε μια ακόμα φορά και ξαναγύρισε στη δου­λειά της στη σκοτεινιά - που τώρα είδα ότι σχετιζόταν με το χει­ρισμό ενός χοντρού κυλίνδρου. Αυτό μ' έκανε να εκπλαγώ ακόμα περισσότερο γι' αυτή, μια και ποτέ πριν δεν είχα δει γυναίκα να διαβάζει.

Οι σύμβουλοι του Κύρου έφυγαν έπειτα από λίγα λεπτά κι ο Πρόξενος πλησίασε προς το τραπέζι του πρίγκιπα, πληροφορώ­ντας τον ότι είχε φέρει ένα φίλο που θα συμμετείχε στην εκστρα­τεία.

«Καλά τα κατάφερες, Πρόξενε», είπε με θαυμασμό ο πρίγκι­πας. «Μ' εσένα και τον Κλέαρχο θα έχω τη μισή Ελλάδα να πολε­μά για μένα προτού τελειώσουμε!» Κι άστραψε στο πρόσωπό του ένα φιλικό γέλιο. «Ο Ξενοφώντας ο Αθηναίος, γιος του Γρύλλου;»

Ο Ξενοφώντας φάνηκε να μένει έκπληκτος στιγμιαία, αλλά γρήγορα ξαναβρήκε την ψυχραιμία του και απάντησε ψυχρά: «Μάλιστα, κύριε».

Ο Κύρος έμεινε να τον κοιτάζει προς στιγμήν κάπως διασκε­δαστικά. «Με το μαλακό, άνθρωπέ μου! Μα τους θεούς, ποιος νο­μίζεις ότι είμαι, ο βασιλιάς της Περσίας; Έχω ακούσει πολλά για τον πατέρα σου - όλα από αναφορές υψηλά ισταμένων, σε δια­βεβαιώνω, αν και δε φαντάζομαι ότι εκείνος θα έλεγε τα ίδια για μένα». Ο πρίγκιπας γέλασε και σηκώθηκε για να έρθει εκεί που

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 135

στεκόμαστε, κάνοντας το γύρο του τραπεζιού. Με έκπληξη δια­πίστωσα ότι ήταν πολύ κοντός. Ανέκαθεν φανταζόμουν ότι κατά κάποιο τρόπο η επιβλητικότητα των ανθρώπων συμβάδιζε με το ύψος τους και πάντα απογοητευόμουν βλέποντας πόσο ταπεινό παράστημα έχουν οι περισσότεροι μεγάλοι άντρες ή πόσο ψη­λός, αντίστοιχα, είμαι εγώ.

«Να συμπεράνω ότι είσαι οπαδός του Σωκράτη του Αθηναίου;» ρώτησε ο Κύρος. Ο Ξενοφώντας κοίταξε ερωτηματικά τον Πρό­ξενο, έκπληκτος και πάλι που ανακάλυπτε πόσα γνώριζε ήδη ο Κύ­ρος γι' αυτόν, αλλά ο Πρόξενος ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώ­μους σαν να έλεγε ότι ήταν δικό του θέμα οι απαντήσεις που θα έδινε. «Θα έχεις, πραγματικά παρέα εδώ σ' εμάς», συνέχισε ο Κύ­ρος. «Ένας από τους Αθηναίους στρατηγούς μου, ο Μένωνας, εί­ναι επίσης μαθητής του, μπορεί και να τον γνωρίζεις. Μετανιώ­νω που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να καθίσω κι εγώ στα γόνατα αυτού του σπουδαίου άντρα, αφού δε βρέθηκα ποτέ στην Αθήνα κι ο Σωκράτης αρνήθηκε όλες τις προσκλήσεις να μ' επισκεφτεί εδώ στις Σάρδεις. Ο Μένωνας, όμως, υπήρξε πολύ ευγενικός και μου επανέλαβε όλα όσα μπόρεσε να θυμηθεί. Πράγματι, πιο πο­λύ εντυπωσιάστηκα από τη δικαίωση της ζωής ενός στρατιώτη α­πό τον Σωκράτη κι έμαθα ότι κι ο ίδιος ο Σωκράτης είναι παλιός βετεράνος, και μάλιστα ευυπόληπτος. Όπως θυμάμαι, είπε ότι το να πέσεις στη μάχη είναι από πολλές απόψεις επιθυμητό. Ο άντρας αποκτά εξαίρετη ταφή, αντάξια άρχοντα, ακόμα κι αν πε­θάνει φτωχός, και, παρόλο που είναι πένης, επαινείται από σπου­δαίους ομιλητές που δεν προσφέρουν εύκολα τους επαίνους τους».

Ο Κύρος σταμάτησε μια στιγμή για να μουρμουρίσει κάτι στην ψηλή σύζυγο του, η οποία απομακρύνθηκε μέσα από το στενό φύλλο της πόρτας χωρίς λέξη, κι ύστερα ξαναγύρισε με το πλατύ του χαμόγελο. «Σε καμιά περίπτωση, πάντως, δε θα υπάρξει κίν­δυνος να πεθάνουν πένητες οι άντρες μου», γέλασε. «Και», είπε κοιτάζοντας κατευθείαν τον Ξενοφώντα, «είμαι ενθουσιασμένος που έχω ένα μορφωμένο άνθρωπο στο στρατόπεδό μου. Οι Σπαρ­τιάτες είναι ο σκληρότερος όχλος απλοϊκών παλικαράδων που μπορείς να φανταστείς και ειλικρινά, Πρόξενε, οι Βοιωτοί σου εί-

136 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ναι μια συμμορία από επαρχιώτικα γαϊδούρια, αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι οι μηχανές σου είναι θαύμα. Ξενοφώντα, ελπίζω τα καθήκοντά σου να μην είναι πολύ βαριά και να σου μένει λί­γος χρόνος για να πίνουμε μαζί λίγο καλό ελληνικό κρασί τα βρά­δια, αλλά και για να μου πεις ποια είναι τα τελευταία ανοσιουρ-γήματα του φίλου σου του Σωκράτη που έχουν εξαγριώσει τόσο τους ηγέτες της πόλης σας». Ο Κύρος ξεκίνησε να μας συνοδεύ­σει προς την πόρτα της σκηνής του.

«Θα χαρώ πολύ να σας συντροφέψω οποιαδήποτε ώρα, εξο­χότατε», απάντησε τυπικά ο Ξενοφώντας.

«Λοιπόν», είπε μ' ένα βεβιασμένο χαμόγελο ο Κύρος, «να υ­ποθέσω ότι ο Πρόξενος βρήκε την κατάλληλη θέση για σένα στο μικρό στρατό μας; Κάτι που θα σε αφήνει χαλαρό, ελπίζω, προ­τού γίνεις κι εσύ σαν τους Σπαρτιάτες. Δεν μπορώ να σου υπο­σχεθώ περισσότερα από έναν ή δύο δαρεικούς το μήνα για πλη­ρωμή, αλλά θα έχεις πλούτη που ξεπερνούν κάθε φαντασία από τα λάφυρα, αν είμαστε νικητές».

Ο Ξενοφώντας σκεφτόταν πώς ν' απαντήσει, καθώς απομακρυ­νόμαστε και οι τρεις μας από τη σκηνή, αλλά ακούγοντας τον ή­χο σπαθιού να γλιστράει πάνω σε δέρμα, στράφηκα και είδα ότι ο πρίγκιπας, με ένα πλατύ γέλιο, είχε τραβήξει το ξίφος του, κρα­δαίνοντας τη μύτη του κάτω από το σαγόνι του Ξενοφώντα, ενώ ο Πρόξενος παρακολουθούσε με έκδηλη ανησυχία, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές πότε στον Κύρο και πότε στον ξάδερφο του.

«Αν πρόκειται να πολεμήσεις Ασιάτες, πρέπει να συνηθίσεις στη δολιότητα», είπε ο Κύρος. Έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι, αλλά προτού προλάβει ν' αποσύρει το σπαθί του, κάποια κακό­βουλη θεότητα, κάποιο πειρακτικό σπέρμα σάτυρου που άκουσε περνώντας τη συζήτηση μας, πυροδότησε τα παλιά αμυντικά α­ντανακλαστικά που είχα αναπτύξει στη διάρκεια της εκπαίδευσης των εφήβων στην Αθήνα. Το στρατιωτικό ένστικτο μου ξανάρθε απότομα και χωρίς να σκεφτώ όρμησα στον Κύρο και του κατά­φερα ένα τρομερό χτύπημα στον καρπό με την ανάστροφη του χεριού μου. Το ξίφος πετάχτηκε ψηλά στον αέρα, τρυπώντας την οροφή της σκηνής και ελευθερώνοντας μια χαμηλή, τρομαγμένη

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 137

στριγκλιά από μέσα, κι όταν ολοκλήρωσα το χτύπημα μου, έκα­να κεφαλοκλείδωμα με το μπράτσο μου στο λαιμό του πρίγκιπα. Στη στιγμή, οχτώ πελώριοι Αιθίοπες φρουροί είχαν καρφώσει τα δόρατά τους σε ελάχιστη απόσταση από το πρόσωπό μου, αλλά εγώ κάρφωσα τα μάτια μου στον Ξενοφώντα, όπως είχα εκπαι­δευτεί να κάνω, σαν υπνωτισμένος, περιμένοντας από εκείνον να μου δώσει το σύνθημα πριν σπάσω το λαιμό του πρίγκιπα της Περσίας. Και μόνο τότε ξανάρθα στα συγκαλά μου, αφού ο κα­κόβουλος σάτυρος το είχε σκάσει γελώντας και συνειδητοποίησα με τρόμο τι είχα κάνει.

Ο Ξενοφώντας είχε πετρώσει και με πρόσταξε άγρια να στα­ματήσω, προβλέποντας ότι θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του σε κάποιο περσικό μπουντρούμι, προτού καν αρχίσει την πε­ριπέτεια του. Ο Κύρος, όμως, μετά το αρχικό στιγμιαίο σοκ, ξέ­σπασε σε γέλια.

«Μπράβο!» είπε με θαυμασμό ο καλός πρίγκιπας, καθώς τον άφηνα. Ο Πρόξενος ήταν άσπρος σαν πανί. Ο Κύρος έτριψε τον καρπό του και είπε κάτι ακατανόητα στους φρουρούς, εξηγώντας τους στη βαρβαρική τους γλώσσα να μη μας σουβλίσουν. «Πή­γαινα γυρεύοντας! Έπρεπε να ξέρω ότι δεν είναι οι Σπαρτιάτες οι μόνοι πολεμιστές που έχω στο στρατόπεδο μου. Αν αιφνιδιά­σεις και τον εχθρό τόσο καλά όσο κι εμένα, πριν τελειώσει ο χρό­νος θα είσαι στρατηγός!»

Ο Πρόξενος κοίταζε άγρια, αλλά είδα ένα κύμα ανακούφισης ν' απλώνεται στο πρόσωπο του μετά την ευχάριστη κατάληξη της ψευτοεπΐθεσης και ίσως και μια λάμψη περηφάνιας. Ο Κύρος χτύπησε φιλικά στην πλάτη τους δύο άντρες, καθώς μας συνό­δευε στα διαμερίσματα μας, ενώ εγώ προχωρούσα δίπλα τους, κι ο Πρόξενος εξακολούθησε να με κοιτά καχύποπτα με το εξα­σκημένο μάτι του, για να είναι σίγουρος ότι δε θα ξανάβαζα τη ζωή του σε κίνδυνο.

«Πρόξενε, θα ξεκινήσουμε σε τρεις μέρες. Προμήθευσε στον Ξενοφώντα την πανοπλία και τον αναγκαίο οπλισμό και εξα­σφάλισε του ένα άλογο ιππασίας αντί για εκείνο το μουλάρι με το οποίο περιπλανιέται, όπως έμαθα, μέσα στο στρατόπεδο. Και

138 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μην ξεχάσεις και τον ευέξαπτο φίλο μας από εδώ», είπε κουνώ­ντας το κεφάλι κατά το μέρος μου. «Αν υπάρχει κάποιος μέσα σ' αυτό το στρατόπεδο που θέλω να είναι ευχαριστημένος, είναι αυ­τός εδώ!» Και χαμογελώντας για άλλη μια φορά πλατιά, έκανε μεταβολή κι έφυγε μέσα από τα στενά δρομάκια των σκηνών, κά­τω από τις επιδοκιμασίες των αντρών του και την απόγνωση των παρατρεχάμενων συμβούλων και σωματοφυλάκων του.

Το ίδιο βράδυ, αφού οι δουλειές της μέρας είχαν ολοκληρωθεί και ο Ξενοφώντας, ο Πρόξενος κι εγώ μπανιαριζόμαστε στα λουτρά των αξιωματικών, ανέφερα τη σύντομη οπτασία της ωραίας κο­πέλας μέσα στη σκηνή του Κύρου. Ο Πρόξενος με κοίταξε πε­ρίεργα για μια στιγμή κι ύστερα αναστέναξε.

«Ώστε ποθείς την Αστερία. Στη σειρά, λοιπόν, πίσω από μας». Ο Ξενοφώντας τον κοίταξε διερευνητικά κι ύστερα πρόσθεσε

ήρεμα: «Κι εγώ την είδα. Διάβαζε, αυτό μόνο». Ο Πρόξενος μούγκρισε. «Είναι σπάνιο είδος. Ο Κύρος διατη­

ρεί ολόκληρο χαρέμι, φυσικά - ταξιδεύει μ' αυτό ακόμα και στις εκστρατείες και συνήθως είναι εκείνη η ψηλή σκύλα από τη Φώ­καια, αυτή που στεκόταν από πίσω του, που τον ικανοποιεί». Για να δώσει έμφαση έσκασε ένα χαμόγελο κακεντρέχειας. «Αλλά η αγαπημένη του είναι η Αστερία η Μιλήσια, αυτή που πρόσεξες κι εσύ. Μένει στη σκηνή όλο τον καιρό, όπως έμαθα, αλλά όχι για τους λόγους που νομίζεις. Και δεν είναι παλλακίδα, να το θυ­μάσαι αυτό οπωσδήποτε. Κάποτε ο Κύρος είχε μαστιγώσει κά­ποιον, έναν επόπτη, επειδή την είχε επισκεφθεί μια φορά. Λένε ότι είναι κόρη κάποιου από τους σατράπες του βασιλιά Δαρείου και πως συγγενεύει κάπως με τον Κύρο - ξαδέρφη ή ανιψιά του, κάτι τέτοιο. Μεγάλωσε στο χαρέμι στην Περσία μαζί με τα παι­διά του βασιλιά. Μιλάει ελληνικά καλύτερα από μένα, απαγγέλ­λει δυνατά Όμηρο, όταν ο πρίγκιπας θέλει να χαλαρώσει, και παίζει λύρα θεϊκά. Γνωρίζει επίσης και την τέχνη της ιατρικής, α­φού τη μελέτησε μαζί με τους θεράποντες του βασιλιά. Έμαθα ό­τι αυτή περιέθαλψε τον Κύρο κι αποκατέστησε την υγεία του έ-

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 139

πειτα από την περιπέτεια του με την αρκούδα, όταν οι δικοί του γιατροί τον είχαν για πεθαμένο. Συνέχισε να τη θαυμάζεις, αλλά να ξέρεις, μόνο εξ αποστάσεως. Αν ο Κύρος σε πιάσει να την κοι­τάς ακόμα και με την άκρη του ματιού σου, θα ενταχθείς στις τά­ξεις των ευνούχων του πριν καλά καλά προλάβεις να πεις "Ουρανέ, βοήθεια". Δεν έχω συναντήσει άλλη γυναίκα που ν' αξίζει τόσο».

Αυτή ήταν λοιπόν η πρώτη μου επαφή με την Αστερία, ένα κορίτσι που μπορούσε να διαβάζει Όμηρο και που επρόκειτο να ασκήσει τόσο μεγάλη επιρροή στην υπόλοιπη ζωή μου. Αν είχα μπει στη σκηνή του Κύρου είκοσι λεπτά νωρίτερα ή αργότερα ή αν δεν είχα κοιτάξει με περιέργεια σ' εκείνη τη σκοτεινή γωνιά, είναι απόλυτα πιθανό ότι δε θα είχα αντικρίσει ποτέ εκείνα τα μάτια με το μαύρο περίγραμμα. Αφού κατά το μεγαλύτερο μέρος του το μέλλον κρέμεται πάνω από τους πιο εφήμερους ιστούς που πλέκουν οι Μοίρες, ελάχιστη είναι η πιθανότητα, ένα από τα χι­λιάδες πιθανά αποτελέσματα, να ήταν επιλογή των θεών. Αν ο άνθρωπος κατάφερνε ποτέ να ξεμπλέξει αυτά τα νήματα, θα εί­χε τελικά λύσει το μυστήριο του σύμπαντος και θα είχε αποκτή­σει τη σοφία των θεών. Τότε, όμως, θα κατακρημνιζόταν από αυ­τές τις ίδιες θεότητες που θα υπερασπίζονταν την ύπαρξή τους, όπως συνέβη με τον Ίκαρο την ώρα που πλησίαζε τον ήλιο.

Ίσως είναι προτιμότερο ν' αποφασίσεις να μην επιχειρήσεις καν να ξεμπλέξεις αυτά τα νήματα, αλλά μια τέτοια παραίτηση έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη υπόσταση του καθενός. Εί­ναι ένα δίλημμα.

3

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΜΑΣ από τις Σάρδεις στις 9 του Μάρτη ήταν ε­ξαίσια, μια μέρα με λαμπρό ήλιο, που σε γέμιζε πίστη, κι ολό­κληρη η πόλη είχε παραταχθεί κατά μήκος του δρόμου για να δει το θέαμα. Οι άντρες άρχισαν την πορεία με το πρώτο φως και κατά το μεσημέρι ούτε καν ο μισός από τον τεράστιο στρατό δεν είχε βγει ακόμα στο δρόμο. Το τρομερό σύννεφο σκόνης που σηκώθηκε από το ρυθμικό βηματισμό σκοτείνιασε τον ήλιο τόσο, ώστε κανείς δεν μπορούσε να δει με μια ματιά όλο το στρατό- α­ντικρίζοντας όμως τόσες χιλιάδες επιβλητικά πρόσωπα, καθώς τα στρατεύματα περνούσαν σε μεγάλες σειρές, δεν μπορούσε κά­ποιος παρά ν' αντιληφθεί το μέγεθος της δύναμης, που ήταν ικανή να εντυπωσιάσει ακόμα και θεούς. Έλειπαν μόνο ο Κλέαρχος και οι πιο πρόσφατα στρατολογημένοι στρατιώτες του, καθώς θα μας έβρισκαν αργότερα, στη διάρκεια της πορείας.

Την πομπή οδηγούσαν μακριές σειρές από σκυθρωπές καμή-λες-υποζύγια κι ακολουθούσαν κοπάδια αιγοπρόβατα για τις κα­θημερινές θυσίες, ώστε να επιτευχθεί η εύνοια των θεών πριν α­πό τη μάχη και τα επικίνδυνα περάσματα των ποταμών. Έπειτα από αυτά έρχονταν σκυφτά βόδια με μεγάλα μάτια που έσερναν τεράστια βαγόνια γεμάτα με το βαρύ οπλισμό και τα εφόδια του στρατού. Το γεγονός ότι τα ζώα οδηγούσαν την πορεία θα τους ε­πέτρεπε να φτάσουν πρώτα, μαζί με τα εφόδια φυσικά, στον κα­θημερινό χώρο στάθμευσης και ν' αναζητήσουν βοσκή, διευκο­λύνοντας έτσι τους δούλους των αξιωματικών διαχείρισης υλικού ν' αρχίσουν να στήνουν τις σκηνές και τα μαγειρεία για το στρά­τευμα που θα έφτανε. Τα βόδια ακολουθούσαν σαράντα ελέφα­ντες που ο Κύρος είχε πάρει από Ινδούς έμπορους. Ήταν τα πρώ-

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 141

τα τέτοιου είδους μεγάλα ζώα που έβλεπα κι ήταν φοβερά, απο­μεινάρια προφανώς από την εποχή των Τιτάνων. Στέκονταν ψη­λοί όσο ένα μικρό δέντρο, άτριχοι και ρυτιδιασμένοι, και από α­πόσταση φαίνονταν σαν να είχαν ουρά και από τις δύο άκρες του σώματός τους. Για κάποιον που δεν ήξερε, του φαινόταν ότι προ­χωρούσαν προς τα πίσω, σύντομα, όμως, έμαθα ότι τα πλατιά, αι­ωρούμενα αφτιά τους ήταν μια σαφής ένδειξη για τη θέση του κε­φαλιού τους. Τα πλάσματα αυτά, πάντως, συμμετείχαν απλώς στο θέαμα της μεγαλόπρεπης αναχώρησης μας από τις Σάρδεις. Η βο­σκή που θα χρειάζονταν ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί στη διάρ­κεια μιας κανονικής πορείας, κι έτσι, αφού η μεγάλη παράσταση τελείωσε, ο Κύρος διέταξε να τους επαναφέρουν στην πόλη για να συνεχίσουν να βοηθούν στην κατασκευή των αμυντικών έργων.

Στη συνέχεια ακολουθούσαν τα ντόπια στρατεύματα του Κύ-ρου: εκατό χιλιάδες Πέρσες, Λυδοί, Αιγύπτιοι, ακόμα και Αιθίο­πες, που έφεραν τον οπλισμό και τα ρούχα της χώρας τους· κάθε στράτευμα είχε τους δικούς του τυμπανιστές και αυλητές που κρα­τούσαν ρυθμικό το βηματισμό αλλά και δικούς του αξιωματούχους που φώναζαν τις διαταγές σε βαρβαρικές διαλέκτους. Τα λάβα­ρα και τα εμβλήματα των ντόπιων ταγμάτων κυμάτιζαν περήφα­να και κάθε ομάδα προσπαθούσε να ξεπεράσει τις άλλες κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας εξόδου από τις Σάρδεις, μπροστά στα άγρυπνα μάτια του πρίγκιπα φυσικά.

Πίσω από το πεζικό, με επικεφαλής τον ίδιο τον πρίγκιπα, ερ­χόταν το περσικό ιππικό, χιλιάδες αυθεντικά άσπρα αραβικά άτια, αναπηδώντας και ρουθουνίζοντας, με τους αγέρωχους αναβάτες τους να κάθονται στητοί και ακίνητοι, φορώντας αιχμηρά ορειχάλ­κινα κράνη και αλυσιδωτούς θώρακες που γυάλιζαν στον ήλιο σαν λέπια ψαριού. Γύρω από αυτούς υπήρχαν σειρές από Μήδους με φαρδιά παντελόνια που βάδιζαν με απόλυτο συγχρονισμό, κρατώ­ντας επίχρυσες λόγχες που έφεραν μεταξωτά λάβαρα οτην κορυφή με τη μορφή δράκων. Καθώς φυσούσε το αεράκι μέσα από τα στό­ματα τους που έχασκαν, έμοιαζαν να σφυρίζουν με οργή, ενώ οι μα­κριές ουρές τους κυμάτιζαν πίσω τους στον άνεμο. Ύστερα από το ιππικό, σε τιμητική θέση που συνήθως κρατούσε η σωματοφυλακή

142 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

του στρατηγού, έρχονταν οι αγέρωχοι Έλληνες, βαδίζοντας συντε­ταγμένοι, με τους πορφυρούς χιτώνες ν' ανεμίζουν στο ελαφρύ αε­ράκι, και ανάμεσα τους οι επιμελώς ενδεδυμένοι Σπαρτιάτες, με τις μακριές, λαδωμένες πλεξίδες των μαλλιών τους χυτές πίσω στην πλάτη τους. Θα ήταν πολύ ωραία μια επίδειξη των βοιωτικών μη­χανών του Πρόξενου πάνω σε ρόδες, αλλά υπήρχε μεγάλος συνω­στισμός και δε θα ήταν ασφαλές το πλήθος, εξάλλου ο Κλέαρχος, που μισούσε έτσι κι αλλιώς τις μηχανές, είχε αρνηθεί οποιαδήποτε συζήτηση του θέματος μεταξύ των στρατηγών του, ακόμα και στη διάρκεια της προσωρινής απουσίας του. Ο Πρόξενος κι ο Ξενο­φώντας, μαζί με τους άλλους αξιωματικούς, κάλπαζαν κατά μήκος των γραμμών της πορείας, όχι τόσο για να διατηρούν τους στρατιώ­τες σε τάξη όσο για να συγκρατούν τα πλήθη. Τόσο ενθουσιώδεις ήταν οι θεατές, ώστε ήταν δύσκολο να συγκρατήσει κανείς τις γυναί­κες και τις κοπέλες που ορμούσαν μέσα στις σειρές για ν' αποθέσουν ένα φιλί στα πρόσωπα των αντρών. Το ίδιο συνέβαινε με τους πα­ριστάμενους άντρες που έτρεχαν να χτυπήσουν αποφασιστικά τους Έλληνες μας στους ώμους, σε μια ενθουσιώδη επίδειξη αγάπης και ελπίδας για επιτυχία ενάντια στους τυχάρπαστους Πισίδες.

Ακριβώς από πίσω ακολουθούσαν οι εξακόσιοι ιππείς σωμα­τοφύλακες του Κύρου, οι Αθάνατοι, με συμπεριφορά και πει­θαρχία το ίδιο φοβερή με των Ελλήνων. Οι άντρες αυτοί είχαν ε­πιλεγεί από όλα τα έθνη που βρίσκονταν υπό περσική κατοχή, αλλά ήταν ντυμένοι κι εξοπλισμένοι ομοιόμορφα και είχαν εκ­παιδευτεί χρόνια, όχι για να υπηρετούν δικές τους επιδιώξεις, ού­τε να προσφέρουν εκδούλευση σε άλλο κύριο, παρά μόνο για να προστατεύουν τον Κύρο. Ήταν κάπως ενοχλημένοι που έπρεπε να βαδίζουν πίσω από τους Έλληνες στη στρατιωτική παράταξη, αλλά στη διάρκεια των επόμενων μηνών ο Κλέαρχος έκανε ση­μαντικές προσπάθειες ν' αποκτήσει την εύνοιά τους, όσο, τουλά­χιστον, ήταν ικανός, αν λάβει κανείς υπόψη την έλλειψη κοινω­νικότητάς του. Τελικά οι Έλληνες και οι Αθάνατοι του Κύρου πέ­τυχαν έναν απρόθυμο αλληλοσεβασμό.

Την οπισθοφυλακή αποτελούσε επιπλέον ντόπιο ιππικό και εί­κοσι δρεπανηφόρα άρματα, με τις κυρτές λεπίδες τους καλυμμέ-

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 143

νες στο κέντρο των τροχών για ασφάλεια, οι οποίες όμως εξακο­λουθούσαν να γυρίζουν απειλητικά στον αέρα, προς μεγάλη ικα­νοποίηση του πλήθους και την απόλυτη περιφρόνηση των Σπαρ­τιατών που απεχθάνονταν παρόμοια τεχνάσματα. Πίσω από αυ­τά βρισκόταν η προσωπική ακολουθία του Κύρου, ένα πλήθος κό­σμου: ο αρχιστράτηγος με τους ενενήντα κατώτερους αξιωματι­κούς, που ήταν υπεύθυνοι για τον καταυλισμό και τη σίτιση του στρατεύματος, μια ομάδα από αγέρωχους ιππείς-αγγελειοφόρους του πρίγκιπα και των ανώτερων αξιωματούχων και άμαξες που κουβαλούσαν δεκάδες Πέρσες μάντεις, ιερείς με τους βοηθούς τους, καθώς και ισάριθμα οχήματα φορτωμένα με τα εφόδια τους: πλούσιους χιτώνες και άλλα ενδύματα, τελετουργικά εγχειρίδια, κά­λυκες, λιβάνι, ρολά παπύρων και αγγεία. Στη συνέχεια υπήρχαν σκεπαστές άμαξες γεμάτες με τα βασιλικά ρούχα, που παρά το μέγεθος τους φαίνονταν λίγες μπροστά σ' εκείνες που κουβαλού­σαν τα ρούχα των Περσών στρατηγών, προκαλώντας το χλευασμό και την ευθυμία των Ελλήνων. Η σπουδαιότητα των συντεταγμέ­νων στρατιωτών και των αγαθών μειώθηκε αστραπιαία από τα ε­ξής: πενήντα άδειες άμαξες και σκευοφόροι που χρησίμευαν για εφεδρεία, μια ολόκληρη αγέλη ξεκαπίστρωτα άλογα που το καθένα οδηγούσε ένας μικρός Πέρσης με φαρδιά παντελόνια και πασού-μια και μια ατέλειωτη παρέλαση από άμαξες προοριζόμενες ει­δικά για παλλακίδες του πρίγκιπα, θαλαμηπόλους, γιατρούς, κου­ρείς, λακέδες, φαρμακοποιούς, γραφείς, αχθοφόρους, ράφτες, πλύστρες, τον αρχιμάγειρα και τους δεκατέσσερις βοηθούς του, το δοκιμαστή του πρίγκιπα και δύο αναπληρωματικούς δοκιμαστές, μηχανικούς και ιστορικούς - που έκαναν το μυαλό σου να γυρίζει.

Κι έπειτα ερχόταν το πραγματικό θέαμα -το τεράστιο, ξε­κομμένο από την κυρίως πορεία μπουλούκι του στρατοπέδου, που γιουχάιζε και επευφημούσε-, βυρσοδέψες, ψευτο-καλλιτέ-χνες, πόρνες, νερουλάδες, μουσικοί, ακροβάτες, ράφτρες, αργυ-ραμοιβοί, πλύστρες, γυναίκες και παιδιά των στρατιωτών και μια ορδή από ζητιάνους και αλήτες που ακολουθούσαν από πίσω, μια πλήρης αναπαράσταση ολόκληρου του κατώτερου στρώματος της περσικής κι ελληνικής κοινωνίας, μια πραγματική πόλη χι-

144 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λιάδων, περισσότερων από τους ίδιους τους στρατιώτες, που έ­βγαζαν το ψωμί τους υπηρετώντας και μαδώντας το στρατό τη μέρα και διασκεδάζοντας τον τη νύχτα ή μπορεί και το αντίστρο­φο, ελπίζοντας παράλληλα να κερδίσουν μερίδιο από τα λάφυρα και τη δόξα. Οι αξιωματούχοι και οι μόνιμοι στρατιώτες τους α­πεχθάνονταν, αλλά τελικά τους ανέχονταν και τους προστάτευαν ακόμα, επειδή διαφορετικά οι υπηρεσίες που παρείχαν θα έπρεπε να γίνουν από τους ίδιους τους στρατιώτες και οι εκπαιδευμένοι για μάχη άντρες ήταν εξαιρετικά πολύτιμοι, ώστε να χαραμίζο­νται σε καθημερινές ανιαρές δουλειές του στρατοπέδου.

Δε θα προχωρήσω σε υπερβολικές λεπτομέρειες σχετικά με την καθημερινή εξέλιξη της πορείας μας, μια και στο μεγαλύτε­ρο μέρος η ρουτίνα παρέμενε αδιατάρακτη. Ο Κύρος είχε εξα­σφαλίσει αρκετές προμήθειες από την αρχή κι έτσι δεν ήμαστε υποχρεωμένοι ν' αναζητούμε τροφή για τα ζώα από τα μέρη που περνούσαμε. Κατά συνέπεια, η άφιξή μας σε κάθε πόλη και χω­ριό δεν προκαλούσε φόβο στους κατοίκους, αλλά αντίθετα απο­τελούσε ευκαιρία για συγκρατημένους πανηγυρισμούς. Ο πρί­γκιπας ταξίδευε με μια πανταχού παρούσα κασέλα γεμάτη χάλ­κινα νομίσματα που τα πετούσε με τις χούφτες προς κάθε κατεύ­θυνση στα πλήθη, με τις απλόχερες κινήσεις φιλάνθρωπου πατέ­ρα. Τα πλήθη στριφογύριζαν έξαλλα γύρω από το καραβάνι, α­ντιμαχόμενα το μπουλούκι των ζητιάνων από τις Σάρδεις, και δη­μιουργούσαν οχλοβοή, καθώς στριμώχνονταν μέσα στη σκόνη για τα μικροσκοπικά νομίσματα που πατούσαν κάτω από τα πόδια τους. Ο Κύρος και οι ευνοούμενοι του προσπερνούσαν πάνω στα άλογα, σοβαροί και αυταρχικοί. Το μόνο που έσπαγε τη σοβα­ρότητα της συμπεριφοράς τους ήταν το περιστασιακό χαμόγελό τους με σφιγμένα τα χείλη, καθώς κοιτούσαν τους υπηκόους τους να κυλιούνται στη βρόμα κάτω από τις οπλές των αλόγων τους.

Έτσι ταξιδεύαμε σταθερά προς τα ανατολικά διασχίζοντας δια­γώνια τη Μικρά Ασία, με καλό καιρό και σε τάξη, αφού οι άντρες καλούνταν κάθε μέρα να βρίσκονται σε ετοιμότητα λόγω επιμονής του Κύρου και λόγω καθημερινών επιθεωρήσεων των εφοδίων και του οπλισμού μας. Κατευθυνόμαστε ίσια στην καρδιά της Πισι-

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 145

δίας - αν και, αντίθετα με τις προσδοκίες μας για μάχη και πλιά­τσικο, δε ρίξαμε ούτε ένα βέλος ούτε καταλάβαμε καμιά εχθρική περιοχή. Ο πρίγκιπας αγνοούσε περιφρονητικά τους βάρβαρους πολεμιστές που παρατάσσονταν απειλητικά στις κορυφογραμμές, παρακολουθώντας με δέος τις τεράστιες σκευοφόρους μας, τους υ­πηρέτες και το μπουλούκι του στρατοπέδου μας. Έπειτα από πέ­ντε εβδομάδες πορεία σταματήσαμε σ' ένα από τα παλάτια του Μεγάλου Βασιλιά πάνω στον ποταμό Μαίανδρο, το οποίο χρησι­μοποιήσαμε ένα μήνα σαν σταθμό για ανασύνταξη και ανεφοδια­σμό και επαναδιάταξη των αποσκευών. Εδώ ήταν, όπως λέει ο μύ­θος, που ο Απόλλωνας τιμώρησε το λάγνο σάτυρο Μαρσύα, ο ο­ποίος είχε προκαλέσει το θεό σε μουσικό αγώνα. Ο Απόλλωνας έ­παιξε τη λύρα του ανάποδα και ζήτησε από τον Μαρσύα να κάνει το ίδιο κατόρθωμα με το φλάουτό του, κάτι που φυσικά ήταν ανί­κανος να κάνει. Αφού έγδαρε ζωντανό τον ανόητο σάτυρο, ο Απόλ­λωνας κρέμασε το δέρμα του στον τοίχο μιας παρακείμενης σπη­λιάς, απ' όπου πηγάζει ένας μικρός αλλά αγριεμένος ποταμός που ονομάστηκε πολύ ταιριαστά Μαρσύας.

Εδώ ήταν επίσης που μας βρήκε ο προ πολλού αναμενόμενος Κλέαρχος με τον υπόλοιπο πυρήνα του στρατού που είχε συγκε­ντρώσει πρωτύτερα με τους δαρεικούς του Κύρου, χίλιους άγριους και σιωπηλούς πορφυροχίτωνες Σπαρτιάτες στρατιώτες, συνοδευό­μενους από δυο τρεις είλωτες ο καθένας για να μεταφέρουν τη βαριά αρματωσιά και τα όπλα τους. Κουβάλησε επίσης οχτακό­σιους ευρύστερνους Θράκες τοξότες που είχαν αυτομολήσει στις δυνάμεις του, καθώς και διακόσιους Κρήτες τοξότες. Αυτοί θα σχημάτιζαν το σκληρό κέντρο του ελληνικού στρατού του Κύρου, στρατηγός του οποίου ήταν ο ίδιος ο Κλέαρχος, ομόλογος ενός Πέρση που τον έλεγαν Αριαίο και διοικούσε τις αυτόχθονες δυ­νάμεις του Κύρου. Ο Κλέαρχος ήταν τόσο τρομακτικός, όσο μας είχε κάνει να πιστέψουμε ο Πρόξενος, και ακόμα χειρότερα. Το πρόσωπό του ήταν τόσο άσχημο και βλογιοκομμένο, ώστε να κα­ταντά κωμικό, αλλά είχε ένα διαβολικό εξογκωμένο σημάδι που έπιανε το μισό μέρος του κροτάφου του και το οποίο συνέχεια σκάλιζε, με αποτέλεσμα να είναι αναζωπυρωμένο, ίσως σκόπι-

146 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μα, για να κάνει εντύπωση. Το γένι του ήταν τόσο άγριο και ψει-ριασμένο, ώστε να προκαλεί την αποδοκιμασία ακόμα και των Σπαρτιατών, και δε χαμογελούσε - στην πραγματικότητα, σχεδόν δε μιλούσε καν παρά μόνο για να βρίσει τους άντρες του, ενώ ού­τε να μασήσει δεν μπορούσε, λόγω των σάπιων μαυριδερών δο­ντιών του. Πέρασε έφιππος περιφρονητικά ανάμεσα από το στρά­τευμά του και μετά βίας καταδέχτηκε να προσκυνήσει τον Κύρο, αλλά οι καινούριοι νεοσύλλεκτοι βάδιζαν με απόλυτο συγχρονι­σμό, χωρίς να πηγαίνει χαμένη ούτε μια κίνηση ή λόγος, δείχνο­ντας ελάχιστο ενδιαφέρον κι ακόμα λιγότερη περιέργεια για το ένα εκατομμύριο αυτόχθονες στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν την άφιξή τους· ακολουθούσαν δε την παραμικρή κίνηση ή προσταγή του Κλέαρχου τόσο προσεκτικά, λες και ήταν μηχανή - μια πολεμική μηχανή που είχε γεννηθεί με τη σειρά της από κάποιο θεό με δύναμη να ρυθμίζει τα πράγματα.

Στη διάρκεια της αναδιοργάνωσης του στρατού εδώ στον Μαί­ανδρο, ο Κλέαρχος, επισκοπώντας την κατάσταση, καταλήφθη­κε από οργή και απαίτησε να μειωθεί δραστικά η ποσότητα των αποσκευών αλλά και το μπουλούκι του στρατοπέδου - οι Σπαρ­τιάτες αρνούνταν να πολεμήσουν για να προστατέψουν σκευο-φόρους με ρούχα, αυλήτριες και μαγείρους. Ο Κύρος αντιτάχθηκε για ένα διάστημα, αν και, όταν ο Κλέαρχος απείλησε ότι θ' απο­χωρήσει με τα στρατεύματα που είχε μόλις φέρει, ο πρίγκιπας συγκατατέθηκε εν μέρει, μειώνοντας στο μισό τις σκευοφόρους και το μπουλούκι και πληρώνοντας αυτούς τους τελευταίους σε χρυσάφι για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Επέμεινε, όμως, παρά τη μουρμούρα του Σπαρτιάτη, να κρατήσει μια μικρή συ­ντροφιά από σκλάβες και υπασπιστές - ο πρίγκιπας ήταν Πέρσης και έπρεπε να τηρήσει τα προσχήματα.

Σε σχέση με αυτό που επιφύλασσαν οι Μοίρες για μένα, δεν μπορώ να πω αν το πείσμα του πρίγκιπα στην υπόθεση αυτή ή­ταν προς όφελός μου ή όχι, αν και η απόφαση του είχε εξίσου με­γάλο αντίκτυπο στη ζωή μου, όσο και κάθε απόφαση εκ μέρους των θεών ή των Σπαρτιατών στην προκειμένη περίπτωση.

Καταραμένος να 'ναι ο Κλέαρχος.

4

ΤΟ ΡΑΚΕΝΔΥΤΟ, ξυπόλυτο παιδί καθόταν πάνω σ' ένα βράχο στην άκρη του μονοπατιού, κοιτάζοντας με σταθερό βλέμμα μακριά, ενώ έψαχνε μεθοδικά μέσα σ' ένα δερμάτινο πουγκί περασμένο στη μέση του, βγάζοντας έξω κάμπιες που είχε μαζέψει κάτω α­πό κούτσουρα και ρίζες και μασουλώντας τες μία μία. Όχι ότι εί­χα ποτέ ιδιαίτερη συμπάθεια στις κάμπιες και τις ακρίδες που εί­χα φάει ως δούλος στην Αθήνα -γέμιζαν την κοιλιά, σχεδόν, και αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να πω υπέρ τους-, αλλά το γε­γονός ότι αυτό το παιδί τις έτρωγε συστηματικά έδειχνε ότι απο­τελούσαν το κύριο συστατικό της διατροφής του και όχι συμπλή­ρωμα, όπως είχαν υπάρξει για μένα, και το συμπόνεσα γι' αυτό.

Επί μία ώρα ο Ξενοφώντας κι εγώ είχαμε τρέξει με τα άλογα μέσα από το στενό φαράγγι του Μαιάνδρου, επιλέγοντας προσε­κτικά το δρόμο μας πάνω από το ποτάμι κατά μήκος ενός μονο­πατιού όλο κατσάβραχα, όπου ήταν επίφοβο να γυρίσει ανάποδα το γόνατο ή να σπάσει το πόδι κάποιου αλόγου. Αναζητούσαμε έ­να πέρασμα που οι οδηγοί μάς είχαν πει ότι θα βρίσκαμε εκεί κοντά, αλλά δεν είχαμε δει παρά μόνο τα απομεινάρια δύο γε­φυριών από κορμούς δεμένους με σκοινιά, κομμένων πρόσφατα από τους ντόπιους, προφανώς σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν την προέλαση του στρατού. Στην πραγματικότητα, ο στρατός δεν ακολουθούσε καν αυτό το μονοπάτι - ο Κύρος δεν έδειχνε κανέ­να ενδιαφέρον να καταδιώξει μικρές φυλές νομάδων βοσκών στις ενδότερες οροσειρές. Εντούτοις, τα κοπάδια μας είχαν παρενο­χληθεί τελευταία από ληστρικές ομάδες Πισιδών και ο Ξενοφώ­ντας είχε προσφερθεί να βγει σε αναζήτηση ενός μονοπατιού, στο οποίο μπορούσε να σταλεί αργότερα μια βαρύτερα οπλισμένη ο-

148 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μάδα οπλιτών για να τους τρομάξει και να τους διώξει μακριά. Ο Πρόξενος είχε συγκατατεθεί και μας είχε δώσει ένα διερμηνέα που τον έλεγαν Κλέωνα και δυο Βοιωτούς ανιχνευτές.

Έπρεπε να μιλάμε δυνατά για ν' ακουγόμαστε, καλύπτοντας το μουγκρητό του νερού, καθώς χυνόταν ορμητικά σε ένα χείμαρ­ρο μέσα από το στενό χάσμα που ανοιγόταν αρκετά μίλια πριν. Στα δεξιά μας υπήρχε ένας απότομος λόφος από ψαμμίτη, ένας γκρεμός σχεδόν, απροσπέλαστος, διάτρητος από τα λαγούμια μιας τεράστιας αποικίας τρωκτικών που είχαν κατασκευάσει ένα εκτε­ταμένο δίκτυο από στοές κάτω από την επιφάνεια. Μικρά κομ­μάτια από ξεφλουδισμένο σχιστόλιθο και μπάζα έπεφταν κάτω μπροστά ή πίσω μας καθώς περνούσαμε, κάνοντας μας να σκε­φτούμε ότι κάποιος πρέπει να βρισκόταν από πάνω μας στην κορ­φή της ράχης, κι όμως, όποτε κοιτάξαμε, είδαμε μονάχα το διά­στικτο ψαμμίτη και περιστασιακά κάποιο μικρό χνουδωτό κεφά­λι να ξεπροβάλει λαθραία από μια τρύπα.

Βλέποντας το παιδί να κάθεται εκεί πέρα μόνο του, έκανα νόη­μα στον Ξενοφώντα να σταθεί και σταματήσαμε τα άλογα μας στην άκρη, κοιτάζοντας το περίεργα. Μας αγνόησε τελείως ή προ­σποιούνταν ότι αγνοούσε την παρουσία μας. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από εννέα ή δέκα χρόνων και αναρωτήθηκα πώς είχε φτά­σει ως εδώ, επειδή ίχνος καταυλισμού Πισιδών δεν έβλεπα εκεί κοντά. Τα μάγουλα του ήταν ρουφηγμένα από την πείνα και τα μάτια του βαθουλωμένα. Το δέρμα γύρω από το στόμα του ήταν βρόμικο, λες κι είχε παραφάει μέλι λίγο πριν και ξέχασε να πλυ­θεί μετά, αφήνοντας τη βρομιά να μαζευτεί γύρω από τα χείλη του και ν' ανακατευτεί με το σταθερό ρυάκι μύξας από τη μύτη του που δεν έδειχνε να έχει καμιά πρόθεση να το σκουπίσει.

Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα με τον Ξενοφώντα. «Είναι στα κα­λά του το παιδί;» ρώτησα. Σήκωσε τους ώμους και φώναξε τον Κλέωνα να μας βοηθήσει στην επικοινωνία.

Ο Κλέωνας ήταν ένας ψηλός, λεπτός τύπος με βλέμμα άτονο και παράξενο και μαλλιά σαν αφάνα. Ένας Πισίδης που είχε πια­στεί αιχμάλωτος σε μια περσική επιδρομή, χρόνια πριν, αλλά α­πό τότε είχε εκπερσιστεί εντελώς. Κοίταξε το παιδί περιφρονη-

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 149

τικά και του πέταξε ξερά μια ερώτηση. Το παιδί δεν έδειξε το πα­ραμικρό ενδιαφέρον, απαξιώντας ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια ή να του ρίξει μια ματιά-. Συνέχισε, απλώς, να μασάει αδιάφορα και να γριτσανίζει τις γυαλιστερές κάμπιες. Ο διερμηνέας ρώτησε κάτι άλλο, αλλά είχε την ίδια τύχη, κι ύστερα σήκωσε τους ώμους.

«Είναι βλάκας», είπε ο Κλέωνας. «Ή είναι κωφάλαλος». «Θα ήταν χρήσιμο αν μπορούσαμε να το κάνουμε να μιλή­

σει», είπε ο Ξενοφώντας κοιτάζοντας σκεφτικά το χαμίνι. «Είναι σίγουρο ότι ξέρει την περιοχή, αλλιώς δε θα καθόταν εδώ με τό­ση άνεση. Πρέπει να ξέρει αν υπάρχουν τίποτα περάσματα εδώ κοντά».

Ξεκαβαλίκεψε από το άλογο του κι έκανα κι εγώ το ίδιο, ευ­ελπιστώντας να τεντώσω τα πόδια μου. Ο Ξενοφώντας κάθισε στο βράχο δίπλα από το παιδί, ανασκαλεύοντας τον μπόγο που κου­βαλούσε κρεμασμένο στα καπούλια του αλόγου του. Έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι ψητό αγριόχοιρο, απομεινάρι από μια κυνηγε­τική εξόρμηση δύο μέρες πριν, και το πρόσφερε στο λιμασμένο παιδί.

Τα μάτια του παιδιού τρεμόπαιξαν μόλις οσμίστηκε το κρέας κι έστρεψε αργά το κεφάλι του για να κοιτάξει καταπρόσωπο τον Ξενοφώντα. Ταχύτερα σχεδόν απ' όσο κατάφερα να δω, τινάχτη­κε το χέρι του και χωρίς καν να κοιτάξει το κρέας, το άρπαξε και με μια αστραπιαία κίνηση το έχωσε μέσα στο δερμάτινο σάκο του. Το φύλαξε για μεταγενέστερο φαγοπότι, υπέθεσα, επειδή στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του στον προηγούμενο στόχο του προς το ποτάμι και συνέχισε να μασουλά αργά τις κάμπιες.

«Δεν είμαι σίγουρος για το τι θέλει να μας πει», είπε ο Ξενο­φώντας προβληματισμένος. Έκανε νόημα στον Κλέωνα να κατέ­βει κι αυτός από το άλογο του και πέρασε τα χαλινάρια και των τριών αλόγων πάνω από τα στριφογυριστά κλαδιά ενός μικρού θά­μνου. Οι δύο Βοιωτοί περίμεναν υπομονετικά εκατόν πενήντα μέ­τρα πιο πίσω στο μονοπάτι, κολατσίζοντας και κουβεντιάζοντας ήσυχα μεταξύ τους.

«Μίλα του πιο ευγενικά», είπε ο Ξενοφώντας. «Μη ζητήσεις να μάθεις πού είναι το πέρασμα. Ρώτησέ το απλώς τι περιμένει».

150 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο Κλέωνας κατσούφιασε κι ύστερα με μεγάλη προσπάθεια μαλάκωσε την έκφραση του σε μια καρτερική γκριμάτσα. Έσκυ­ψε πίσω από το παιδί και το ρωτούσε αρκετά λεπτά, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Με το που στάθηκε ξανά όρθιος, όμως, το παιδί είπε κάτι γρήγορα στη γλώσσα του, δυο τρεις λέξεις μό­νο. Ο Κλέωνας έμεινε να το κοιτάζει ακίνητος, λες και περίμενε περισσότερα, αλλά το παιδί είχε τελικά απαγγείλει το ποίημα του και δεν είχε σκοπό να μιλήσει περισσότερο. Σήκωσε τους ώμους.

«Το παιδί λέει ότι περιμένει το Χάρο». Ο Ξενοφώντας κοίταξε πιο προσεκτικά το πρόσωπο του παι­

διού. «Είναι παράξενο», είπε. «Δείχνει πεινασμένο, ίσως, αλλά κα­θόλου ετοιμοθάνατο. Αναρωτιέμαι τι να εννοεί».

Ακριβώς τότε, ένας ακόμα σωρός από χαλίκια έπεσε και προ­σγειώθηκε στα πόδια μας. Είχαμε μάθει να παραβλέπουμε αυτές τις μικρές κατολισθήσεις, αλλά το παιδί κοίταξε φοβισμένα τις πέ­τρες που είχαν πέσει μπροστά μας. Τη μικρή ποσότητα χαλικιών ακολούθησε μια πιο μεγάλη πτώση, που αυτή τη φορά περιλάμ­βανε μερικά βράχια, αρκετά μεγάλα ώστε να μελανιάσουν κά­ποιο πόδι, αν το χτυπούσαν απευθείας. Κοίταξα προς την κορυ­φή της ράχης, αλλά δεν είδα τίποτα. Τα παιδί όμως πετάχτηκε α­πό το βράχο που είχε κουρνιάσει και στάθηκε απέναντι μας, με­τατοπίζοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο.

«Μοιάζει σαν να πρόκειται να πει κάτι τώρα», είπα, μια και εί­χε ανοίξει το στόμα του κι άρχισε να μιλάει, αλλά τα λόγια του πνίγηκαν ξαφνικά από έναν κρότο και έναν εκκωφαντικό, απαί­σιο βρυχηθμό. Όταν κοίταξα προς τα επάνω, είδα πως ολόκληρη η πρόσοψη του απότομου σχιστολιθικού γκρεμού είχε αποκοπεί από το υπόστρωμα του, σαν φλούδα που κόβεται από ένα σάπιο δέντρο, είχε σπάσει σε τεράστια κομμάτια και κατρακυλούσε πά­νω μας.

Δεν υπήρχε χρόνος ούτε καν να σκεφτούμε ν' αντιδράσουμε -μόνο να κινηθούμε μπορούσαμε. Ο Ξενοφώντας κι εγώ πηδήσα­με στο μονοπάτι κι ορμήσαμε μπροστά, ασυλλόγιοτα, αναζητώ­ντας μόνο να προσπεράσουμε τους κομματιασμένους βράχους που ακούγαμε να κατρακυλούν από τον γκρεμό από πάνω μας,

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 151

συμπαρασύροντας χαμόκλαδα, βράχους, τα πάντα στο διάβα τους. Βροχή από σκόνη, χαλίκια και μικρούς βράχους έπεφτε πάνω στα κεφάλια και στους ώμους μας και μοιάζαμε να τρέ­χουμε απίθανα αργά, όπως συμβαίνει όταν βλέπεις εφιάλτη. Μέ­σα σε δευτερόλεπτα είχαμε συρθεί πίσω από μια απότομη καμπή, όπου το μονοπάτι κατέληγε σε μια απόμερη γωνιά του φαραγγιού, και συνειδητοποιήσαμε ότι βρισκόμαστε έξω από την πορεία της κατολίσθησης και ήμαστε ασφαλείς, εκτός κι αν κατέρρεε ολό­κληρο το βουνό. Πιέσαμε τα πρόσωπα και τους ώμους πάνω στο πέτρινο τείχος, σκάβοντας με τα νύχια μας, ασθμαίνοντας και α­γκομαχώντας όχι από εξάντληση, μια και δεν είχαμε τρέξει πά­νω από λίγα μέτρα, αλλά σαν αποτέλεσμα ψυχικού καθαρμού α­πό απόλυτο τρόμο.

Για κάμποσα λεπτά ακούγαμε τον ορυμαγδό των βράχων που κατρακυλούσαν στα τοιχώματα πίσω από τη γωνιά μας χωρίς να τους βλέπουμε και σωριάζονταν με εκκωφαντικό θόρυβο στο μο­νοπάτι. Αφού χτυπούσαν πάνω στο ίσιο κράσπεδο του μονοπατι­ού οι τεράστιες πέτρες σταματούσαν στιγμιαία, λες κι υπολόγιζαν τη θέση τους, και ύστερα συνέχιζαν την ξέφρενη πορεία τους, χτυ­πώντας πάνω στα χαμηλότερα τοιχώματα και πέφτοντας κάτω, στο ποτάμι, δημιουργώντας έναν τεράστιο παφλασμό από κιτρι­νωπά απόνερα κι αφρούς. Ύστερα από ένα λεπτό ο ορυμαγδός σταμάτησε, όσο γρήγορα είχε αρχίσει, κι εμείς βγήκαμε προσε­κτικά από την προστατευτική μας γωνιά για ν' αντικρίσουμε την καταστροφή.

Το μονοπάτι είχε εξαφανιστεί τελείως. Κανένα ίχνος ζωής ή ανθρώπινης κίνησης δε φαινόταν και το μέρος όπου στεκόταν έ­να λεπτό πριν ο Κλέωνας και τα τρία άλογα ήταν σκεπασμένο α­πό τεράστια αγκωνάρια ύψους έξι μέτρων. Πυκνή σκόνη γέμιζε τον αέρα και δυσκολευόμαστε να δούμε, αλλά και ν' αναπνεύ­σουμε, ενώ από την πρόσοψη του γκρεμού, που προηγουμένως ή­ταν απότομη, σχεδόν κατακόρυφη, έμοιαζε τώρα να λείπει ένα τε­ράστιο κομμάτι, λες και κάποιος Τιτάνας είχε κόψει μια δαγκω­νιά, αφήνοντας ένα μεγάλο λάκκο ή σπηλιά, το βάθος του οποίου δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε καλά μέσα στη σκόνη.

152 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Μέσα από το σταθερό παφλασμό του ποταμού, πάντως, α­κούσαμε φωνές -όχι από κάποιους της ομάδας μας όπως πιστέ-ψαμε αρχικά, αλλά μάλλον νεανικές φωνές- και κοιτάζοντας προς τα πάνω στην κορυφογραμμή είδαμε μια σειρά από πενήντα πε­ρίπου φιγούρες να στέκονται στην άκρη. Έτσι όπως έπεφτε ο ή­λιος, διακρίναμε μόνο το περίγραμμα τους· δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε το ντύσιμο ή την όψη τους, αλλά από την κορμο-στασιά τους έμοιαζαν αγόρια - ορισμένα τόσο μικρά, όσο κι αυ-τό,στο οποίο είχαμε μιλήσει, άλλα ελάχιστα μεγαλύτερα. Κοιτά­ζοντας προς τα κάτω, ζητωκραύγαζαν και κουνούσαν τα χέρια για την καταστροφή, που τώρα βλέπαμε ότι ήταν δικό τους επί­τευγμα, μια και ορισμένα από τα μεγαλύτερα αγόρια κρατούσαν λοστάρια, τα οποία προφανώς είχαν χρησιμοποιήσει σαν μοχλούς για να σπρώξουν με δύναμη τ' αγκωνάρια από την κορυφή και ν' αρχίσει η κατολίσθηση. Το αποτέλεσμα θα πρέπει να ήταν πολύ πιο σπουδαίο απ' όσο είχαν αρχικά ελπίσει.

«Πισίδες», είπε ο Ξενοφώντας. «Μας έστησαν ενέδρα. Έπρε­πε ν' ακούσουμε το παιδί. Περίμενε το θάνατο. Το δικό μας. Κοί­τα!» και δείχνοντας προς το μέσο του λόφου είδαμε το ίδιο παιδί να πηδάει με ζωντάνια και ν' ανεβαίνει βράχο βράχο, καθώς εί­χε προφανώς προφυλαχτεί από την κατολίσθηση κάτω από τον ογκόλιθο του κι έτσι εμφανίστηκε χωρίς να έχει πάθει το παρα­μικρό. Πώς, αναρωτήθηκα, μπορεί να εξασκηθεί ένα παιδί να κάνει κάτι τέτοιο;

Στο διάστημα αυτό, οι κακούργοι μάς είχαν δει από την κο­ρυφογραμμή και ούρλιαζαν από λύσσα, επειδή απέτυχαν να μας εξοντώσουν με την επίθεση τους. Η μισή συμμορία εξαφανίστη­κε στη στιγμή, για ν' ακολουθήσει χωρίς αμφιβολία κάποιο από τα κρυφά μονοπάτια που κατηφόριζαν την πλαγιά και να μας α­ποτελειώσει εκεί που στεκόμαστε, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να μπήγουν έξαλλα τους μοχλούς τους στο έδαφος ξεθεμελιώνοντας κι άλλους βράχους και χαλίκια και απειλώντας να στείλουν κι άλ­λη βροχή από αγκωνάρια πάνω μας.

Ο Ξενοφώντας με προσπέρασε γρήγορα και σύρθηκε ξανά πί­σω από τη γωνία όπου είχαμε βρει αρχικά καταφύγιο, για να δει

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 153

τι επιλογές είχαμε από εκείνη την κατεύθυνση. Το μονοπάτι πί­σω μας, από το οποίο είχαμε έρθει, ήταν αδιάβατο. Αυτό προς τα εμπρός αντηχούσε ήδη από τις φωνές των εξαγριωμένων αγοριών που κατέβαιναν εκεί που βρισκόμαστε. Μια απειλητική βροχή α­πό χαλίκια άρχισε να πέφτει πάνω στα κεφάλια μας. Ο Ξενοφώ­ντας με κοίταξε μανιασμένα και χωρίς να πούμε λέξη αρχίσαμε και οι δύο να πετάμε την πανοπλία μας, ενώ την ίδια ώρα πότε κα­τεβαίνοντας, πότε κατρακυλώντας αρχίσαμε να γλιστράμε στην α­πότομη πλαγιά από κάτω μας, ελπίζοντας σε μια εύκολη πρόσβα­ση στο ποτάμι, πριν τσακιστούμε από μια ακόμα κατολίσθηση.

Η «εύκολη πρόσβαση» δεν ήταν αυτό ακριβώς που αποκαλύ­φθηκε, μια και στο σημείο αυτό το ποτάμι κυλούσε μέσα από έ­να στενό πέρασμα, με απότομα βράχια να προεξέχουν έξι μέτρα πάνω από την επιφάνεια του αφρισμένου νερού. Σταματήσαμε στιγμιαία στο χείλος και με μια γρήγορη προσευχή στους θεούς, για να μας θυμίσουν τις κολυμβητικές μας ικανότητες που είχα­με μάθει ως παιδιά στην Ερχιά, πηδήσαμε.

Οχτώ ώρες αργότερα, φτάσαμε κούτσα κούτσα στο στρατόπεδο, προς μεγάλη έκπληξη των φρουρών, φορώντας μόνο τα σανδά­λια μας, γεμάτοι βαθιά κοψίματα, μώλωπες και γρατσουνιές από αγκάθια. Αφού παλεύαμε μισή ώρα, κινδυνεύοντας να πνιγούμε, μέσα στο θολό νερό, είχαμε μεταφερθεί τέσσερα μίλια πίσω α­κολουθώντας το ρεύμα, αλλά ασφαλώς χωρίς να μπορούν να μας φτάσουν οι Πισίδες, απέχοντας, όμως, πολύ ακόμα από το στρα­τόπεδο μας, στο οποίο δε φτάσαμε παρά το σούρουπο. Ο Πρό­ξενος είχε ήδη ξεκινήσει τις νεκρώσιμες ετοιμασίες για μας, αφού είχε πληροφορηθεί με λεπτομέρειες από τους δύο τρομοκρατη­μένους Βοιωτούς συνοδούς για το φρικιαστικό μας θάνατο. Κα­ταχάρηκε με την επιστροφή μας και μας τάιζε μέχρι αργά τη νύ­χτα με κρέας συνοδευόμενο με ανέρωτο κρασί, ικετεύοντας μας ξανά και ξανά να του εξιστορήσουμε πώς πέσαμε στο ποτάμι για να ξεφύγουμε. Οι φήμες για την περιπέτεια μας έφτασαν εκείνο το βράδυ ακόμα και μέχρι τον Κύρο, ο οποίος είχε πληροφορηθεί

154 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

για τον άκαιρο θάνατο μας, και σταμάτησε στη σκηνή του Πρό­ξενου για να μας συγχαρεί που αποφύγαμε το μοιραίο.

«Η επιστροφή σας αποτελεί καλό οιωνό για το στρατό!» είπε με θαυμασμό. «Είπα στον υπεύθυνο για τα άλογα να σας δώσει καινούρια - μπορείτε να το κανονίσετε το πρωί. Στο μεταξύ... μα τον Δία, Θέο, κοίτα αυτή την πληγή!» Έτσι πέρασε το υπόλοιπο βράδυ μαζί μας, συγκρίνοντας τις ουλές του με τις δικές μας και γελώντας με την πιθανή αντίδραση των μικρών αγοριών, όταν θα κατέβηκαν τη βουνοπλαγιά και θ' ανακάλυψαν ότι είχαμε εξαφα­νιστεί.

Όσο για τον κακομοίρη τον Κλέωνα δεν ελέχθη τίποτα πε­ρισσότερο, μια κι η απώλεια του δεν ήταν και σπουδαία, αφού ή­ταν απλώς ένας διερμηνέας.

Αφού αφήσαμε τον Μαίανδρο, βαδίσαμε ήσυχα άλλα διακόσια πε­νήντα χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, με τον Κύρο να κάνει γιορ­τές και να ψυχαγωγεί τους ντόπιους αξιωματούχους, ώσπου φτά­σαμε στην απέραντη πεδιάδα του Καύστρου, όπου το στράτευμα συγκεντρώθηκε σαν τεράστιο κοπάδι από φασαριόζικα κοράκια που στριφογύριζαν, κορδώνονταν κι αντάλλαζαν φωναχτά εντο­λές και προσβολές. Η στάση ήταν απαραίτητη για ξεκούραση κι αναδιοργάνωση, μια και πορευόμαστε πάνω από τρεις μήνες τώ­ρα και ο καιρός είχε γίνει αποπνικτικά ζεστός και τα ελληνικά στρατεύματα προσαρμόζονταν στο κλίμα με αργό ρυθμό. Τα περ­σικά τμήματα που βρίσκονταν στο στρατό μας -οι στρατιώτες του Αριαίου και η επίλεκτη προσωπική έφιππη φρουρά του Κύρου-πείραζαν ανελέητα τους Έλληνες για τα παράπονα που έκαναν, λέγοντας ότι εκείνοι προσωπικά ένιωθαν πολύ δροσερά, αφού στο κάτω κάτω ταξιδεύαμε μέσα από τις σχετικά δροσερές ορο­σειρές της Πισιδίας. «Τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμα», σάρ-καζαν. «Εσείς οι καλομαθημένοι Έλληνες θα μαραθείτε σαν τους πανσέδες στην έρημο της Συρίας!»

Και το ηθικό, όμως, είχε αρχίσει να πέφτει επίσης. Οι άντρες παραπονιόνταν αρκετές εβδομάδες τώρα ότι τους χρωστούσαν

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 155

παλιούς μισθούς. Ο πρίγκιπας δεν επέτρεπε καμιά διαρπαγή καθ' οδόν, ούτε λεηλασία, κι εφόσον δεν είχε πληρώσει κανένα μισθό στους στρατιώτες από τότε που ξεκινήσαμε, οι άντρες αντιμετώ­πιζαν δυσκολίες κάθε φορά που περνούσαν από την αγορά κά­ποιας πόλης και δεν ήταν σε θέση ν' αγοράσουν ακόμα και βα­σικά εφόδια, πολύ περισσότερο να προμηθευτούν μπιχλιμπίδια ή να τζογάρουν. Αυτό δυσαρεστούσε πολύ τον Κύρο, μια και εί­χε υπάρξει πάντα, και δικαίως, περήφανος για το ότι συμπερι­φερόταν δίκαια στους άντρες του, και στήριζε πολλά στη διατή­ρηση της υπακοής τους, ειδικά λόγω του μεγέθους του στρατού του και της απομονωμένης του θέσης. Μόλις τα παράπονα άρχι­σαν να προβληματίζουν τους αξιωματικούς, είδαμε μια μικρή πο­μπή αμαξών να πλησιάζει από μακριά. Ο Κύρος δεν έδειξε κα­θόλου έκπληκτος - στην πραγματικότητα φάνηκε ότι την περί­μενε.

Τοποθέτησα το άλογό μου δίπλα στου Πρόξενου όταν έφτα­σε η πομπή και την παρακολουθούσαμε και οι δύο με ενδιαφέ­ρον. Οι άμαξες ήταν πλούσια εφοδιασμένες, με καλοντυμένα ά­λογα και δυνατούς φρουρούς και υπηρέτες ντυμένους με εκλεκτά μεταξωτά και χρυσές αλυσίδες. «Η πομπή ανήκει στη βασίλισσα της Κιλικίας Επύαξα», είπε. Καθώς η γυναίκα βγήκε προσεκτικά μπροστά στα μάτια του συγκεντρωμένου στρατού, είδα ότι είχε πε­ράσει η πρώτη της νεότητα, αν και διατηρούσε ακόμα κάποια λάμψη της ομορφιάς που κάποτε είχε.

«Είναι η γυναίκα του βασιλιά Συέννεση, ενός από τους συμ­μάχους του Κύρου. Είναι ένας γέρος που υπήρξε σατράπης και του πατέρα του πρίγκιπα».

«Πού είναι ο βασιλιάς;» ρώτησε ο Ξενοφώντας ερχόμενος προς το μέρος μας. «Δεν μπορεί να έστειλε μόνη τη γυναίκα του να μας συναντήσει, έτσι δεν είναι;»

«Χα! Είναι ολόκληρη ιστορία», απάντησε περιπαικτικά ο Πρό­ξενος. «Αυτός ο βασιλιάς δεν έχει εγκαταλείψει το παλάτι του για δέκα χρόνια, από ντροπή για τον τρόπο με τον οποίο τον μετα­χειρίστηκαν οι Πισίδες, όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο στη διάρ­κεια ενός από τους ασήμαντους μικροπολέμους του. Ψίθυροι λέ-

156 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

νε ότι η μεταχείριση που δέχτηκε κατέληξε στην απώλεια του αν­δρισμού του, αν και δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν αυτό ήταν κάτι σωματικό ή μια μορφή τρέλας που του επέβαλαν οι θεοί ως τιμωρία για κάποιες πράξεις του». Ο Πρόξενος σταμάτησε και κοίταξε γύρω προσεκτικά για να δει αν βρισκόταν κάποιος εκεί κοντά. Ύστερα έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. «Αλλά αν ο ανδρι­σμός του χάθηκε κάπου, λένε ότι από τότε η βασίλισσα δε χάνει ευκαιρία να τον αναζητά ανάμεσα σε τυχερούς υποψήφιους». , Πραγματικά, δεν ξέρω ακριβώς τι συνέβη στη σκηνή του Κύ-

ρου κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της βασίλισσας, γιατί ήταν μία από τις λίγες φορές που ο Πρόξενος δεν κλήθηκε να παρα­στεί στην επίσημη υποδοχή. Ακόμα και οι αγαπημένες παλλακί­δες του Κύρου βγήκαν έξω με συνοπτικές διαδικασίες, κάνοντας τους Έλληνες αξιωματικούς να ευθυμήσουν, βλέποντας τις αγα­νακτισμένες γκριμάτσες που έκαναν τα κορίτσια στη διάρκεια της προσωρινής τους εξορίας σε μια γειτονική σκηνή.

Ξέρω, πάντως, ότι η βασίλισσα έφερε στον Κύρο ένα τεράστιο ποσό χρημάτων, μερικές κασέλες γεμάτες ασήμι, μέρος του ο­ποίου χρησιμοποίησε για να πληρώσει επί τόπου μισθούς τεσ­σάρων μηνών στους στρατιώτες του και ένα επιπλέον επίδομα για την υπομονή τους. Οι άντρες εκδήλωσαν δυνατά την εκτίμηση τους για τη βασίλισσα, κάνοντας ευχή στο όνομα του θεού Πρία-που και κουνώντας τα κερατόσχημα κύπελλα τους εις υγείαν του απόντος συζύγου της. Η βασίλισσα, όντας πολύ αξιοπρεπής για να δείξει προσβεβλημένη, κούνησε απλώς το κεφάλι και χαμο­γέλασε στους άντρες σεμνά, όταν βγήκε από τα διαμερίσματα του Κύρου - έπειτα χώθηκε πάλι στην ταξιδιωτική σκηνή της από τριχωτό, ακατέργαστο δέρμα.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΑΝΑΒΑΣΗ

Ω, κρίμα αλήθεια, οι άνθρωποι με τους θεούς να τα 'χουν, γιατί θαρρούν πως από μας οι συμφορές τους βρίσκουν, ενώ παθαίνουν μόνοι τους απ' ασυλλογισιά τους, χωρίς να φταίει η μοίρα τους.

ΟΜΗΡΟΣ*

* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία α, στιχ. 32-35, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)

1

Η ΚΑΛΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Επύαξα μάς συνόδευσε στην πορεία για με­ρικές εβδομάδες και στο Τυρίαιο,* την πρώτη μεγάλη πόλη που συναντήσαμε μετά την άφιξή της, ο στρατός κλήθηκε να σταμα­τήσει για τρεις μέρες. Η βασίλισσα είχε γίνει ακόμα πιο παρά­τολμη στις εκδηλώσεις αγάπης προς τον Κύρο και τον είχε πα­ρακαλέσει να κανονίσει μια επίδειξη του στρατού του για χάρη της. Πιστεύοντας ότι μπορούσε ν' αποτελέσει καλή ευκαιρία για τον εντυπωσιασμό των κατοίκων της πόλης με τη στρατιωτική του δύναμη κι ως εκ τούτου τη συνέχιση του εύκολου ανεφοδιασμού, ο Κύρος δέχτηκε πρόθυμα.

Οι άντρες γκρίνιαξαν για την επιπλέον δουλειά που χρειαζό­ταν για το γυάλισμα των ασπίδων, το πλύσιμο των ασπρόρουχων αλλά και των σωμάτων τους και το χτένισμα των μαλλιών τους, αλ­λά πιστεύω ότι γενικά χάρηκαν με την ευκαιρία να δώσουν πα­ράσταση για το γεμάτο δέος πληθυσμό. Ήταν ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από τη ρουτίνα και τη χαμαλοδουλειά. Το Τυρίαιο δεν ήταν από καμιά άποψη μεγάλη πόλη - μια κοινότητα από χαμη­λά χαμόσπιτα, χτισμένα άτακτα, με μια σκονισμένη πλατεία στη μέση, όπου έμενε ο τοπικός κυβερνήτης και μια μικρή στρατιω­τική φρουρά, επικουρούμενη από μεγάλο πληθυσμό, άθλιων στην όψη, αγροτών και δούλων. Το μέρος ήταν νοσηρό - ένας ανοιχτός αγωγός με ακαθαρσίες περνούσε καταμεσής των σκονισμένων δρόμων, ενώ οι άνθρωποι υπέφεραν από μύγες που τους τσι­μπούσαν και η δυσωδία ήταν αποπνικτική. Ο Πρόξενος παρα-

* Τυρίαιο ή Τυραίο: πόλη της Λυκαονίας στα σύνορα με τη Φρυγία και την Πι-σιδία. Η θέση της παραμένει άγνωστη. (Σ.τ.Μ.)

160 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

τήρησε, χωρίς να τον ακούει ο Κλέαρχος και οι άντρες του, ότι εί­χε μεγάλη ομοιότητα με τη Σπάρτη και, πραγματικά, οι Σπαρ­τιάτες εδώ έδειχναν περισσότερο εξοικειωμένοι, σαν στο σπίτι χους, παρά με την ανατολίτικη λαμπρότητα των Σάρδεων ή το μεγαλείο της Αθήνας.

Οι Έλληνες πήραν εντολή να παραταχθούν σε θέση μάχης, ο καθένας ανάλογα με τα έθιμα της μονάδας και της χώρας του, και κάθε αρχηγός ν' αναλάβει τους άντρες του. Έτσι βαδίσαμε σε πα­ράταξη τεσσάρων ζυγών, δηλαδή βάθους τεσσάρων αντρών, με τον Μένωνα το Θεσσαλό και τους χίλιους βαριά οπλισμένους πε­ζούς του αλλά και τους πεντακόσιους ιπποτοξότες να κρατούν το δεξιό κέρας, τον Κλέαρχο και τους τρομακτικά ανέκφραστους Σπαρτιάτες το αριστερό, ενώ εμείς οι υπόλοιποι ήμαστε στο κέ­ντρο. Οι άντρες είχαν γυαλίσει τα χάλκινα κράνη τους με ένα λού­στρο που λαμποκοπούσε κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου που αναδείκνυε τις κνημίδες και τους πορφυρούς χιτώνες, ενώ είχαν αφήσει ακάλυπτες τις αστραφτερές ασπίδες τους. Για όποιον τους αντίκριζε έτσι όπως βάδιζαν αντίθετα στον ήλιο, η αντανάκλαση ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Ο Κύρος και η βασίλισσα επιθεώρη­σαν πρώτα τα περσικά στρατεύματα που παρέλαυναν με βασιλι­κή μεγαλοπρέπεια πάνω σε άλογα ή πεζά. Στη συνέχεια το βασι­λικό ζευγάρι επιβιβάστηκε σε ένα άρμα και πέρασε αργά μπρο­στά από την κεντρική παράταξη των Ελλήνων, όπου όλοι στεκό­μαστε ακίνητοι σε στάση προσοχής, ενώ ένα χαμηλό σύννεφο σκόνης κατακαθόταν στα πόδια μας και μια άχνα σηκωνόταν α­πό τα ιδρωμένα καπούλια των αλόγων των αξιωματικών.

Καθώς ο Κύρος και η βασίλισσα περνούσαν μπροστά από τις τελευταίες σειρές των Ελλήνων κι ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στα ιθαγενή στρατεύματα του πρίγκιπα, ο πρίγκιπας έκανε ένα βουβό σήμα πίσω από την πλάτη του στους Έλληνες. Και τότε, πίσω από τις γραμμές μας ήχησε το πένθιμο πολεμιστήριο σάλ­πισμα που έπαιζε η ελληνική σάλπιγγα, τον ηχηρό αντίλαλο της οποίας αποδίδει ο Αριστοφάνης στο όμοιο με πρωκτό κουνου-πιού σχήμα της. Τα δόρατα παρουσιάστηκαν με τις χάλκινες αιχμές τους παραταγμένες σε μια θανατηφόρα, αιχμηρή κόψη.

ΑΝΑΒΑΣΗ 161

Οι μπροστινές σειρές των στρατιωτών έφεραν τα λεία κοντάρια από ξύλο φλαμουριάς σε οριζόντια θέση διείσδυσης, ενώ αυτοί που βάδιζαν από πίσω έφεραν τα δικά τους στην κάθετη θέση ε­τοιμότητας, με σπαρτιάτικη ακρίβεια, και η ελληνική δύναμη προχώρησε με μοναδική ενότητα προς τον Κύρο και τα ιθαγενή στρατεύματα, επί τροχάδην, σαν να ετοίμαζαν επίθεση. Οι α­παίσιες βοιωτικές μηχανές του Πρόξενου, ετοιμασμένες εκ των προτέρων για μια αποτελεσματική επίδειξη, άρχισαν ξαφνικά να ξερνούν φωτιά στο κενό κατά μήκος των πλευρών του· στρατεύ­ματός μας και, όπως παρατήρησα, οι Πέρσες αξιωματικοί κο-κάλωσαν και κοίταζαν ερωτηματικά ο ένας τον άλλο και οι ά­ντρες τους άρχισαν να μετακινούνται νευρικά στις σειρές τους. Η σάλπιγγα ήχησε και πάλι, το παροτρυντικό, τραχύ κάλεσμα για επίθεση, και μέσα από δέκα χιλιάδες λαρύγγια βγήκε ένας εκκω­φαντικός αλαλαγμός. Ύστερα σηκώνοντας ψηλά τις ασπίδες και χτυπώντας μανιασμένα πάνω τους τα κοφτερά σαν λεπίδες δό­ρατα, ακολουθώντας το ρυθμό του βηματισμού τους, οι Έλληνες όρμησαν σε ένα έξαλ\ο τρέξιμο, καθώς ξεχύθηκαν σαν αιμάτινο, πορφυρό κύμα κατευθείαν προς το κέντρο των εμβρόντητων ι­θαγενών στρατευμάτων του Κύρου.

Οι Πέρσες έμειναν με γενναιότητα στη θέση τους για μια στιγ­μή, καθώς οι αξιωματικοί τους κοίταζαν κατάπληκτοι τη φονική επίθεση των Ελλήνων, κι ύστερα, λες και είχε δοθεί σήμα από το διοικητή τους, όλοι, εκτός από τον πρίγκιπα, έκαναν μεταβολή και άρχισαν να τρέχουν σαν λαγοί. Η τρομοκρατημένη βασίλισ­σα πήδησε από το άρμα, σαν μουλαράς που τον καλούν να κο-λατσίσει, κι όλος ο πληθυσμός της πόλης τράπηκε σε φυγή. Ο Κύ­ρος έκανε σήμα στους Έλληνες να σταματήσουν, πράγμα που έ­καναν αμέσως, σηκώνοντας ένα τεράστιο σύννεφο λεπτής σκόνης, καθώς έσυραν τα πόδια τους για να σταματήσουν, χαμηλώνο­ντας τα δόρατα τους στο έδαφος. Ο ήχος της τρομακτικής τους κραυγής έσβησε σε μια μακρινή ηχώ κι ύστερα εξαφανίστηκε ε­ντελώς. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν, διαπερνώντας το πεδίο και αντηχώντας στους σιωπηλούς, ανεμοδαρμένους δρόμους του Τυρίαιου, ήταν το αποδοκιμαστικό γέλιο του Κύρου, καθώς στε-

162 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κόταν μόνος μες στο άρμα του με δάκρυα να κυλάνε από τα μά­τια του.

«Μα τους θεούς», ψιθύρισα στον Ξενοφώντα με την άκρη των χειλιών μου, καθώς στεκόμαστε ακίνητοι μέσα στη σκόνη με τα μάτια καρφωμένα στον Κύρο. «Τους είδες πώς έτρεχαν;»

«Μην καμαρώνεις, Θέο. Να θυμάσαι πως υποτίθεται ότι είναι με το μέρος μας».

«Ας ελπίσουμε ότι οι βάρβαροι ενάντια στους οποίους θα πο­λεμήσουμε είναι ακριβώς το ίδιο δειλοί, αλλιώς δεν έχουμε καμιά τύχη», είπα.

Ο Ξενοφώντας απλώς μούγκρισε, αλλά μπορούσα να διακρί­νω ότι είχε πάρει κάποια μικρή ευχαρίστηση από την επίδειξη.

Οι άντρες ήταν εξαγριωμένοι και η ένταση μες στο αποπνικτικά ζεστό, σκονισμένο στρατόπεδο ήταν ολοφάνερη. Αφού αφήσαμε την κουρασμένη πια βασίλισσα στην Ταρσό, όπου ο χρόνια πά­σχων σύζυγος διατηρούσε το παλάτι του, ο στρατός είχε απει-θαρχήσει κι αρνιόταν να προχωρήσει για τρεις εβδομάδες, προς κοινή κατάπληξη του γέρου βασιλιά Συέννεση και του Κύρου. Οι στρατιώτες είχαν ακούσει φήμες ότι πραγματικός σκοπός του πρί­γκιπα ήταν να νικήσει τον αδερφό του, το βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη, αλλά δεν τους είχε προσλάβει για κάτι τέτοιο, είπαν. Η στάση ήταν επικείμενη και δυσαρεστημένοι ηγήτορες είχαν προβάλει ανάμεσα στους άντρες. «Οι Έλληνες είναι θαλασσινός λαός!» φώναζε ένας νεόκοπος ομιλητής. «Η θάλασσα! Όσο βρι­σκόμαστε κοντά στη θάλασσα βρισκόμαστε και κοντά στα σπίτια μας! Τα ίδια νερά που γλείφουν τα πόδια μας σ' εχθρική περιο­χή βρέχουν επίσης και τις αγαπημένες ακτές της γενέτειρας μας!» Η σκέψη της αντιμετώπισης των τεράστιων δυνάμεων ενός ισχυ­ρού βασιλιά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, διασχίζοντας καυτές αμμώδεις ερήμους και κατάξερες οροσει­ρές, ανάμεσα σε παράξενους θεούς και άντρες που αγνοούσαν τη θάλασσα, ήταν ακατανόητη στους στρατιώτες και, με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες του Κλέαρχου, αρνούνταν να δεχτούν επιπλέον

ΑΝΑΒΑΣΗ 163

εντολές. Όταν μια ομάδα των αξιωματικών με επικεφαλής τον Πρόξενο στάθηκαν μπροστά στο στράτευμα και επιχείρησαν να τους πείσουν με λόγια, εισέπραξαν απλώς σάπια τρόφιμα.

Ο Ξενοφώντας επέστρεψε στη σκηνή μας συγχυσμένος κι έκ­πληκτος, σκουπίζοντας αβγά από τα μαλλιά του. Δεν είχε καθό­λου χρόνο να ξεκουραστεί ή να δώσει εξηγήσεις, όμως, μια και ο Πρόξενος όρμησε βιαστικός, μέσα από τα παραπετάσματα της σκηνής, ένα λεπτό αργότερα.

«Μη διανοηθείς να καθαριστείς!» διέταξε, με το πρόσωπο κόκ­κινο και το σαγόνι σφιγμένο από τη μανία, ενώ ο χιτώνας του ή­ταν γεμάτος σάπια φρούτα, «Θέλω να το δει αυτό ο Κλέαρχος!» Αρπάζοντας τον Ξενοφώντα, προχώρησε ορμητικός προς την πε­ριοχή του στρατηγού, συναντώντας στο δρόμο και άλλους αξιω­ματικούς που ήταν παρόντες και εξίσου εξοργισμένοι.

Όταν άκουσε την αναφορά τους, ο Κλέαρχος κιτρίνισε και πηγαινοερχόταν στη σκηνή μπροστά στους αξιωματικούς μουρ­μουρίζοντας απειλές για θανάτωση των στασιαστών. Τελικά στα­μάτησε ατενίζοντας τους αξιωματικούς και πήρε βαθιά ανάσα που την κράτησε για μια στιγμή. Η ουλή στον κρόταφο του είχε πεταχτεί από τη γύρω επιδερμίδα αγριεμένη και προκαλώντας του πόνο. Ελευθέρωσε την ανάσα του που κατέληξε σε βαθύ α­ναστεναγμό κι ύστερα αργά και συνειδητά ανασυγκρότησε το πρόσωπο του με τον αέρα ήρεμου ηθοποιού που παίζει τον πρώ­το ρόλο σε τραγωδία του Ευριπίδη στο μεγάλο θέατρο της Αθή­νας. Παίρνοντας τον Πρόξενο σε μια άκρη, του ψιθύρισε για ένα λεπτό, χειρονομώντας έντονα με τα χέρια του, με νευρικά μικρά σπρωξίματα και χτυπήματα, καθώς ο Πρόξενος κουνούσε βλο­συρά το κεφάλι του. Ύστερα βγαίνοντας ατάραχα από τη σκηνή του, ο Κλέαρχος σκαρφάλωσε σε ένα μεγάλο αγκωνάρι, παρα­γκωνίζοντας ένα θυμωμένο λοχία που καταφερόταν εναντίον του Κύρου στις ολοένα αυξανόμενες γραμμές των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο λοχίας κοίταξε αρχικά πίσω του θυμωμένα για την α­πότομη αυτή συμπεριφορά, αλλά όταν είδε τον Κλέαρχο να τον καρφώνει με το βλέμμα, πάνιασε και βιαστικά πήρε τη θέση του ανάμεσα στο πλήθος που παρακολουθούσε.

164 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο Κλέαρχος ηρέμησε και καθάρισε το λαιμό του, καθώς οι ά­ντρες άρχιζαν να ησυχάζουν για να τον ακούσουν. Ήταν ένας ά­ντρας με κύρος, ένας Έλληνας όπως αυτοί, παρ' όλα αυτά κά­ποιος που δεν ήταν σίγουροι ότι μπορούσαν να εμπιστεύονται. Και τότε άρχισε να κλαίει.

«Σύντροφοι!» φώναξε με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα του. Οι στρατιώτες έμειναν σιωπηλοί σαν απολιθωμένοι από αυ­τή την αναπάντεχη επίδειξη συναισθήματος. «Πολεμάμε και βα­δίζουμε μαζί από τότε που πελεκήσαμε τους Θράκες μες στα χιό­νια των βουνών τους πριν από ένα χρόνο. Ορισμένοι από εσάς εί­ναι μαζί μου από πιο παλιά ακόμα, από τον πόλεμο Αθήνας-Σπάρ-της· από τότε έχω το προνόμιο να ηγούμαι βετεράνων από κάθε ελληνική πόλη, όντας στην υπηρεσία του ευεργέτη μου Κύρου. Ο πρίγκιπας μου έδωσε δέκα χιλιάδες δαρεικούς για να με πείσει να ενταχθώ στις δυνάμεις του - κι ούτε μια δεκάρα δεν ξόδεψα για τον εαυτό μου! Τα έχω διαθέσει όλα για σας, για να στρατο­λογήσω τους πιο ικανούς, τους πιο έμπειρους, τους πιο σκληρο­τράχηλους παλιοκερατάδες που περπάτησαν ποτέ πάνω στη γη!»

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν από διάφορα σημεία ζητω­κραυγές, τις οποίες όμως αρνήθηκε ν' αποδεχτεί, με τα μάτια καρφωμένα κάτω λες και ντρεπόταν. Τους είχε του χεριού του, κα­θώς χαμήλωσε τη φωνή του για εντυπωσιασμό, και οι άντρες συ­σπειρώθηκαν πιο κοντά για ν' ακούσουν τα τρεμάμενα λόγια του, καθώς ο πορφυρός κουρελιασμένος χιτώνας του ανέμιζε γύρω του μέσα στον καυτό λίβα της ερήμου.

«Ξέρω, το ίδιο καλά μ' εσάς, ότι ο πρίγκιπας δε μας φέρθηκε τίμια», είπε ξανακοιτάζοντας τους άντρες. «Ο Κύρος φοβήθηκε ό­τι θα αρνιόμαστε να πορευτούμε μαζί του στον Ευφράτη, μια κι αυτή είναι η πρόθεσή του - όχι να πολεμήσει κατά του αδερφού του, του βασιλιά, όπως ίσως να έχετε ακούσει, αλλά να συντρίψει τον παλιό του εχθρό, τον Αβροκόμα.* Κι εγώ αισθάνομαι εξαπα-

* Αβροκόμας: σατράπης της Φοινίκης επί Αρταξέρξη, στον οποίο είχε ανατε­θεί η φύλαξη της διάβασης του Ευφράτη και των στενών της Κιλικίας, όταν ο Κύρος εξεστράτευσε εναντίον του. (Σ.τ.Μ.)

ΑΝΑΒΑΣΗ 165

τημένος. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθώ να υπολογίζω στη φιλία του πρίγκιπα. Γι' αυτό ακριβώς τώρα πιέζομαι τόσο πολύ για να σας απαντήσω. Πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στο να σας εγκαταλείψω και να διατηρήσω τη φιλία του ή να τον προδώσω και να μείνω μαζί σας».

Οι άντρες παρακολουθούσαν με προοδευτικά αυξανόμενη α­γωνία, καθώς ο διοικητής τους στάθμιζε το δίλημμα του σε ένα συναισθηματικό ξέσπασμα.

Ο Κλέαρχος αναστέναξε βαθιά και κοίταξε τους άντρες με μά­τια κόκκινα και λαμπερά. «Έχετε καμιά αμφιβολία για το ποια θα είναι η επιλογή μου; Δε θα επιτρέψω σε κανένα να πει ότι οδήγη­σα τους άντρες μου -τους Έλληνές μου!- εναντίον βαρβάρων κι ύ­στερα επέλεξα να τους εγκαταλείψω και να ενωθώ με τους βαρ­βάρους. Είμαι πρώτα από όλα και πάνω από όλα Έλληνας και μό­νο έτσι είμαι στρατηγός του Κύρου. Αν καταλήξω σε κάποια από­φαση, θα ταυτίσω την τύχη μου με τη δική σας, ας πάνε στα κομ­μάτια οι συνέπειες! Εσείς είστε η χώρα μου! Εσείς είστε οι φίλοι και σύντροφοι' μου! Μαζί σας αποκτώ τιμή, χωρίς εσάς είμαι ένα τίποτα, γιατί η φιλία ακόμα και με έναν άντρα τόσο σπουδαίο ό­σο ο Κύρος είναι ανάξια, αν έχω προδώσει τους άντρες μου». Στο σημείο αυτό οι άντρες ξέσπασαν σε μια δυνατή ζητωκραυγή. Ο Κλέαρχος έμοιαζε χαμένος σε ονειροπόληση, με το βλέμμα καρ­φωμένο κάτω στα πόδια του και τους ώμους να τραντάζονται λες κι είχαν διαλυθεί από το συναίσθημα. Ύστερα από ένα λεπτό ξα­νακοίταξε τους άντρες με μάτια καθαρά, ατενίζοντας τα πρόσωπα αυτών που λίγα λεπτά πρωτύτερα ήταν έτοιμοι να τον λιντσάρουν, αλλά που τώρα τον τιμούσαν με αλλεπάλληλα κύματα ζητωκραυ­γών. Παρακολουθούσα τη σκηνή όπως ένας απλός μαθητής κά­ποιου μεγάλου γλύπτη που μένει ενεός καθώς ο καλλιτέχνης κό­βει ένα κομμάτι πηλό και αρχίζει να το πλάθει, μαλάσσοντάς το για να το ζεστάνει και να το μαλακώσει κι ύστερα αρχίζει να το φτιάχνει επιδέξια σύμφωνα με τα σχέδιο του.

Ο Κλέαρχος αναστέναξε και πάλι αξιολύπητα και μετά κατέ­ληξε. «Οι ευχές των Ελλήνων στρατιωτών θερμαίνουν την καρδιά μου όσο τίποτ' άλλο. Πάντως, αφού σπάσω τον όρκο υπακοής

166 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

προς τον Κύρο, μου είναι αδύνατο να παραμείνω στην αρχηγία. Δεν μπορώ να παραμείνω στρατηγός, περιμένοντας να με ακο­λουθήσουν άλλοι άντρες. Ακόμα και τώρα που στέκομαι εδώ, ο Κύ­ρος με καλεί να του δώσω εξηγήσεις. Σας ικετεύω να εκλέξετε κά­ποιον άξιο άντρα για να σας οδηγήσει κι εγώ θα πάρω τη θέση μου στις γραμμές δίπλα στον ταπεινότερο γιδοβοσκό. Με τη βοή­θεια των θεών, ο νέος ηγέτης σας θα σας οδηγήσει πίσω στην α­γαπημένη μας πατρίδα, μέσα από τις εχθρικές χώρες των Κιλί-κων και των Πισιδών».

Εχθρικές χώρες; Οι στασιαστές είχαν αποφύγει, ανεξήγητα, να το αναφέρουν αυτό και οι άντρες άρχιζαν να μουρμουρίζουν. Τε­λικά, κάποιος σηκώθηκε πάνω και φώναξε: «Ο Κλέαρχος έχει δί­κιο! Θ' αγοράσουμε προμήθειες και θα επιστρέψουμε στην Ελλά­δα, προτού ο Κύρος αποφασίσει να μας ξεπαστρέψει!» Κάποιος άλλος φώναξε αντίθετα. «Όχι! Να ζητήσουμε από τον Κύρο πλοία για να μας μεταφέρουν πίσω από τη θάλασσα ή τουλάχιστον να μας δώσει κάποιο οδηγό!» Κάποιος ούρλιαξε ότι δε θα ανέβαιναν ποτέ σε πλοίο του Κύρου, από το φόβο προδοσίας, ενώ άλλοι δια­μαρτύρονταν ότι δε θα ακολουθούσαν ποτέ έναν από τους οδη­γούς του. Η συγκέντρωση εκφυλίστηκε σε χάος, αλλά ο Κλέαρχος στεκόταν σιωπηλός πάνω στο βράχο, με το κεφάλι κατεβασμένο από ντροπή και κυρτωμένους τους δυνατούς του ώμους. Ξαφνι­κά ο Πρόξενος προχώρησε και στάθηκε δίπλα του, χειρονομώ­ντας στους άντρες να σωπάσουν. Κοίταξα τον Κλέαρχο και τον εί­δα να λοξοκοιτάζει τον Πρόξενο με την άκρη του στεγνού τώρα πια ματιού του, ενώ ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε να σχηματίζε­ται στην άκρη του στόματος του, αν βέβαια ο Κλέαρχος ήταν ι­κανός να χαμογελάσει.

«Έλληνες!» φώναξε ο Πρόξενος και οι άντρες σώπασαν. «Τσα­κωνόμαστε για την τύχη ενός στρατού δέκα χιλιάδων, αλλά α­γνοούμε τα γεγονότα! Δεν έχουμε ιδέα για το ποια θα είναι η α­ντίδραση του Κύρου, αν θα είναι εχθρική ή φιλική· γνωρίζουμε μόνο ότι δε θα παραμείνει αδιάφορος. Ας στείλουμε τον Κλέαρ­χο στον Κύρο για να τον ρωτήσει άμεσα τι σκοπεύει να κάνει. Ο πρίγκιπας είναι έντιμος. Μπορεί είτε να μας πείσει να μείνουμε

ΑΝΑΒΑΣΗ 167

και να τον συνοδεύσουμε εναντίον του Αβροκόμα ή μπορούμε να τον πείσουμε να μας αφήσει ν' αποχωρήσουμε έντιμα, ως φίλοι, με την υπόσχεση μιας ασφαλούς συμφωνίας. Ύστερα μπορούμε ν' αποφασίσουμε αν θα βασιστούμε στην απάντηση του».

Οι άντρες μουρμούρισαν συναινετικά και ο Κλέαρχος κατέ­βηκε από το βάθρο του. Συνοδευόμενος από τον Μένωνα και τον Πρόξενο, άφησε τους άντρες στο πεδίο ασκήσεων και κατευθύν­θηκε αργά, διασχίζοντας το στρατόπεδο, προς το αρχηγείο του Κύρου, όπου προσπέρασε τους φρουρούς και μπήκε στη σκηνή α­πό καραβόπανο. Έμειναν εκεί δύο ώρες, ενώ οι φόβοι των αντρών στη σκέψη ότι θα ξανάκαναν το δρόμο από τον οποίο είχαν έρθει χωρίς τον Κύρο και τα ντόπια του στρατεύματα για να τους προ­στατεύουν και να τους οδηγούν θέριευαν και δηλητηρίαζαν το νου τους. Ο Ξενοφώντας παρέμενε σιωπηλός, χωριστά από τους υπό­λοιπους. Αδιαφορούσε για τις προσπάθειες που έκαναν ορισμένοι από αυτούς να εκμαιεύσουν τη γνώμη του, ενοχλημένος από το ό­τι στρέφονταν τόσο πρόθυμα για συμβουλή σε κάποιον που λίγο πριν τον είχαν περιλούσει με βρομιές. Οι σκιές μεγάλωναν και η υπομονή των αντρών είχε τεντωθεί σε σημείο που κόντευε να σπά­σει, όταν κάποιος τελικά φώναξε ότι επέστρεφαν οι αξιωματικοί και είδαμε τον Κλέαρχο και τους άλλους να εμφανίζονται μέσα στο φως του ήλιου, ν' αποχαιρετούν στη σκοτεινή είσοδο της σκηνής και να κατευθύνονται αλύγιστοι διασχίζοντας το στρατόπεδο προς τους άντρες που περίμεναν ανυπόμονοι.

Ο Κλέαρχος ξανασκαρφάλωσε στο βράχο του και κοίταξε τους άντρες, αυτή τη φορά με τους ώμους τεντωμένους προς τα πίσω και το πλατύ αρκουδίσιο του στέρνο προτεταμένο, με το παρα­δοσιακό αλαζονικό σπαρτιάτικο κόρδωμά του. Δε χρειάστηκε κα­θόλου να επιβάλει ησυχία στους άντρες με το χέρι του, εντούτοις έμεινε σιωπηλός, απολαμβάνοντας τη γεμάτη προσδοκία σιωπή τους, αρκετά λεπτά πριν ξεκινήσει.

«Άντρες!» ούρλιαξε. «Ο πρίγκιπας μου είπε ότι σκοπεύει να βαδίσει μέχρι τον ποταμό Ευφράτη, δώδεκα στάδια μακριά, και να δώσει μάχη με τον εχθρό του Αβροκόμα. Αν ο Αβροκόμας εί­ναι εκεί όταν φτάσει, θα τον καταστρέψει και θα διαλύσει τον ε-

168 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

παναστατικό στρατό. Ο Κύρος μάς καλεί να πάμε μαζί του, αν ό­μως αρνηθούμε, θα μας επιτρέψει ν' αποχωρήσουμε σαν φίλοι και θα μας δώσει οδηγό για τη χερσαία πορεία μας. Για να γλυκάνει την απόφαση μας, προσφέρει σε κάθε άντρα πενήντα τοις εκατό αύξηση του προηγούμενου μισθού - αντί του ενός δαρεικού το μήνα ανά άντρα, ενάμιση...»

Οι άντρες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, προτού καν τελειώσει, και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το ποια απόφαση θα έ­παιρναν. Οι στρατιώτες διαλύθηκαν ευχαριστημένοι και ξανα­γύρισαν στις μονάδες τους.

Το ίδιο απόγευμα, σε απάντηση των ερωτηματικών βλεμμά­των του Ξενοφώντα, ο Πρόξενος γέλασε και μας είπε ότι ήταν δε­σμευμένος με όρκο να μην κοινοποιήσει τη συζήτηση που πραγ­ματοποιήθηκε στη σκηνή του Κύρου. Αργότερα ανακάλυψα, ό­μως, ότι ο πρίγκιπας δεν ήταν καν παρών στη σκηνή - είχε φύγει από το στρατόπεδο μια μέρα πριν σε κυνήγι αγριόχοιρου και δεν είχε επιστρέψει παρά μετά το ηλιοβασίλεμα της επόμενης μέρας.

2

«ΟΛΑ ΑΡΧΙΣΑΝ όταν πέθανε ο παλιός μου κόκορας», είπε ο Νί-καρχος, με θολά τα μάτια από τη φωτιά, αλλά με ένα πονηρό χα­μόγελο απλωμένο σε όλο του το πρόσωπο.

Εκείνη τη νύχτα, ενώ είχα μείνει ξάγρυπνος από όλους αυτούς τους ήχους από τα τραγούδια και τους πανηγυρισμούς γύρω μας, ο Ξενοφώντας με φώναξε για παρέα. Όταν πλησίασε σε μια φω­τιά που έκαιγε καλά, τον υποδέχτηκαν και τον χαιρέτησαν άντρες που μας κάλεσαν να κάτσουμε μαζί τους και να πιούμε μια δυο γερές γουλιές από το φλασκί τους - έμοιαζαν να έχουν ήδη ξοδέ­ψει τους επιπλέον δαρεικούς που τους είχε υποσχεθεί ο Κύρος.

Ο Νίκαρχος ο Αρκάς, ένας από τους λοχίες του Πρόξενου, γε­λούσε τόσο δυνατά με ένα αστείο, που νόμισα ότι θα έσκαγε η κοι­λιά του. Όταν μας είδε να πλησιάζουμε, ξαναβρήκε την αυτοκυ­ριαρχία του, χτύπησε στον ώμο τον Ξενοφώντα και με επισημό­τητα ξεσκόνισε μια γωνιά σε κάποιο κούτσουρο για να καθίσου­με. Κανονικά ήταν ένα συντηρητικό, ακόμα και δύσθυμο άτομο, που μιλούσε αργά στο τοπικό του ιδίωμα, κόβοντας τα φωνήε­ντα, αλλά τώρα τα μάτια του ήταν κόκκινα από το πολύ κρασί κι αισθανόταν ιδιαίτερα φλύαρος εκείνο το βράδυ.

«Τι ευχαρίστηση που μπορείς να μας συντροφέψεις, καπ' τά-νιε», είπε συρτά, υπερβάλλοντας σε επισημότητα για ν' αντισταθ­μίσει την έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης, και μου έδωσε το φλασκί που έσταζε. Κοίταξα γύρω από την πυρά και είδα είκοσι πρόσω­πα, σε διαφορετικές φάσεις μεθυσιού, να μου χαμογελούν πλατιά κι αναρωτήθηκα αν θα ξόδευα καλύτερα το χρόνο μου εκείνη τη νύχτα συνεχίζοντας να προσπαθώ να κοιμηθώ. «Τραγ'δούσαμε κάτι παλιά τραγ'δάκια και μιλούσαμε για τη δοξασμέν' ιστορία

170 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

και τον πολιτισμό της αγαπημέν'ς μου ιδιαίτ'ρης πατρίδας». Έσκυ­ψε μπροστά για να ζητήσει το κρασί.

«Μην τον ακούτε, κύριε», είπε ο Γέλλιος, ένας σκληροτράχη­λος παλιός βετεράνος πολεμιστής, ο μόνος ανάμεσα στους άλ­λους που έδειχνε να διατηρεί τη νηφαλιότητα του. «Λες και ο Νί-καρχος είχε ποτέ συνεισφέρει στη δόξα της Αρκαδίας! Δεν είναι παρά ένας μεθύστακας γερο-αγρότης τόσο χωμένος στο κρασο-πότηρό του, που ούτε μια ιστορία δεν μπορεί να πει σωστά».

Ο Νίκαρχος σηκώθηκε προσβεβλημένος. «Ένας μεθύστακας γερο-αγρότης είπες;» Τα μάτια του πάλευαν να συγκεντρωθούν. «Θα πρέπει να ξέρεις ότι ήμουνα ο μεγαλύτ'ρος παραγωγός α­βγών όλης της Αρκαδίας και θα εξακ'λουθούσα να ζω τη ζωούλα μ' εκεί σήμερα, αντίς να στρών' εδώ τον κώλο μ' μ' εσάς τις ψω-ροφαγωμένες γουρουνοκουράδες, αν δεν ήταν αυτός ο αναθεμα­τισμένος κόκορας». Κοίταξε γύρω από την πυρά του στρατοπέδου με αδημονία, περιμένοντας να τσιμπήσει κάποιος το δόλωμα. Εί­δα κάποιους από τους άντρες να χαμογελούν και να κουνούν τα κεφάλια τους εξοργισμένοι.

Ύστερα από δευτερόλεπτα σιωπής, η περιέργεια μου υπερί­σχυσε και παρά τις επιφυλάξεις μου ρώτησα τον Νίκαρχο: «Ποιος κόκορας;» Ορισμένοι από τους άντρες μούγκρισαν.

«Λοιπόν, κύριε μου», είπε σκεφτικά, «είναι ολόκλ'ρη ιστορία και πολύ διδακτική, θα πρόσθετα». Άρχισα να σκέφτομαι ότι θα καταλήγαμε να δούμε την ανατολή εδώ έξω, αλλά οι άντρες ήταν χαρούμενοι, το φλασκί με το κρασί συνέχιζε να περνάει από χέ­ρι σε χέρι κι έτσι κι εγώ βολεύτηκα.

«Π' λες, είχα ένα μεγάλο αγρόκτημα, με το μεγαλύτ'ρο κοτέ-τσι σ' εκείν' τα μέρη - εκατόν ογδόντα καρπερές κότες είχα, και τουλάχιστον ήταν καρπερές, ώσπου μια αλ'πού έφαγε τον κόκορα μου. Στηριζόμουν ο' αυτά τ' αβγά για να βγάλω το ψωμάκι μ', βλέ-π'ς, γι' αυτό κατεβαίνω στην πόλη σ' αυτόν που πουλούσε πουλε­ρικά και του ζητάω τον καλύτερο κόκορα που έχει, επειδή έχω έ­να σωρό κότες που χρειάζονται βάτεμα.

«Ο πωλητής μπαίνει μέσα στο κλουβί του και τραβάει έξω τον μεγαλύτ'ρο κόκορα που είχα δει. Έχει ένα τεράστιο κόκκινο λει-

ΑΝΑΒΑΣΗ 171

ρί, φουσκωτά μπούτια και ένα σπαρτιάτικο λάμδα χαραγμένο στον ώμο του που ήταν ξεπουπ'λιασμένος. Σκατά, αν ο Κλέαρχος ήταν κόκορας, σίγουρα θα ήταν αυτός. "Το όνομά του είναι Λε­ωνίδας", λέει ο πωλητής, "και θα σου στοιχίσει κάτι παρ'πάνω, αλ­λά θα ικανοποιήσει τις κότες σου"».

Οι άντρες κάγχασαν κι ο Νίκαρχος έγειρε μπροστά για να συνδαυλίσει τη φωτιά.

«Λοιπόν, παίρνω τον Λεωνίδα στο σπίτι και τον πετάω μέσα στο κοτέτσι μαζί με τις κότες και, στα σίγουρα, περπατά κορδω-τός, σαν υπερφυσικός διαγουμιστής, διαλέ'ει την κότα που θέλει, π'δάει επάνω της και προτού καν εκείνη προλάβει να βγάλει φω­νή τουμπάρει από πάνω της νεκρός. Τον σηκώνω από το λαιμό και σκέφτομαι: "Τι στην ευχή μού πούλησ' ο μπάσταρδος; Αυτό το βρομαρπακτικό δεν πρόλαβε καλά καλά να το κάνει κι έπεσε κάτω παγωμένο".

»Το ίδιο απόγεμα παίρνω το πεθαμένο πουλί και πάω στον πωλητή και του δείχνω τι συνέβη. Πρέπει να παραδεχτώ, βέβαια ότι ο πωλητής ήταν αρκετά ευγενής για όλ' αυτά, μέχρι που ζή­τησε συγνώμη για την αξιοθρήνητη παράσταση του Λεωνίδα, κι άρχισα σχεδόν να αισθάνομαι λύπη για τον κακομοίρη. Κι έτσι ξαναμπαίνει στο κλουβί κι βγάζει έναν άλλο κόκορα, ακόμα με­γαλύτ'ρο από τον πρώτο. Αυτός έχει γυαλιστερό λειρί και γαλά­ζια μάτια -και μοιάζει με γαμημένο Σκύθη- και να με πάρει αν δε φοράει ένα αγκαθωτό δερμάτινο λουράκι στο λαιμό, σαν το βρομόσκυλο τον Κέρβερο, και διώχνει ο μασκαράς με κλοτσιές τους άλλους κόκορες μες στο κλουβί. Τον παίρνω, λοιπόν, στο σπί­τι και τον πετάω μες στο κοτέτσι με τις κότες μου, να δω αν άξιζ' τα λεφτά που έδωσα γι' αυτόν.

»Αυτός ο ξανθός κόκορας, το ορκίζομαι, δεν περπατάει καν καμαρωτός. Απλώς πηδάει πάνω στην πρώτη κότα που βλέπει, κάνει στα γρήγορα το καθήκον του, πηδάει πάνω στη δεύτερη και τη στριμώχνει στον τοίχο, πάει για την τρίτη και δεν κοντανασαί-νει καν, όταν εντελώς ξαφνικά αναπηδά και πεθαίνει κι αυτός σαν τον Λεωνίδα. Αρχίζω να πιστεύω ότι κάτι συμβαίνει με τις κότες μου».

172 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Στο σημείο αυτό, ο Νίκαρχος αναστέναξε θλιμμένα και ά­πλωσε το χέρι του για μία ακόμα γουλιά κρασί, λες κι ήθελε να πνίξει τα βάσανα του.

«Λοιπόν», είπε μακρόσυρτα ο Νίκαρχος, «άρπαξα τον ξανθό γίγαντα και τον έσυρα ξανά πίσω στον πωλητή και φώναξα: "Άκου να δεις, βρομιάρη, η επιχείρηση μου πάει κατά διαόλου, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορείς να μου πουλήσεις ένα π'λί που να μπορεί να κρατήσει ψηλά το πράμα του για δυο ώρες, προτού μου πεθάνει! Δώσε μου ένα δουλευταρά κόκορα τώρα αμέσως, παλιοπίθηκε, αλλιώς θα σου κάνω γυαλιά καρφιά το μαγαζί". Ο τύπος αρχίζει να δείχνει κάπως ανήσυχος. Μπαίνει μες στο κλου­βί και τραβάει το πιο αδύνατο και ζαρωμένο π'λί που είχα ποτέ δει. Το λοφίο του είναι πεσμένο μες στο μάτι και δεν έχει πάνω από δύο φτερά σ' όλο του το σώμα. Με δυσκολία στέκεται από τις κλοτσιές που είχε φάει την προηγούμ'νη από το Σκύθη κόκορα. Αλλά αυτός ο εξαθλιωμένος κόκορας έχει ακόμα λίγη ζωή στα μάτια του και ο πωλητής λέει: "Δε θα ήθελα να φορτώσω σε κα­νέναν τον παλιο-Πολυφάγο από εδώ, αλλά είσαι απελπισμένος και είναι το τελευταίο μου π'λί, επομένως, πάρ' τον".

»Ο Πολυφάγος. Άθλιο όνομα και αξιολύπητο π'λί. Είμαι έξω φρενών, μπορώ να πω, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή, κι έτσι παίρ­νω αυτό το άθλιο π'λί στο σπίτι και το βάζω μαζί με τα κοτόπ'λά μου, χωρίς πολλές ελπίδες. Δεν πάω καν να σταθώ απέξω και να δω -δε νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω-, αλλά τότε, καθώς κάνω στροφή για να φύγω, βλέπω τον Πολυφάγο να στέκεται στητός και ψηλός και σου λέω ότι με έκπληξη βλέπω το παλιοκτήνος να τριγυρίζει σαν γαϊδούρι. Κοιτάζει γύρω του τις εκατόν ογδόντα κό­τες μου, αποκτά ένα διαβολικό χαμόγελο στο ράμφος του και πέ­φτει πάνω στην καθεμιά λες και δεν υπήρχε αύριο, και ύστερα ο παλιομπάσταρδος πρέπει να έχασε το λογαριασμό, γιατί, να με πάρει και να με σηκώσει αν δεν τις κανόνισε όλες τους και δεύ­τερη φορά. Γύρω του υπήρχαν κότες ξαπλωμένες ανάσκελα με η­λίθια χαμόγελα στο πρόσωπο τους και όταν στράφηκα να δω τον Πολυφάγο τον βρήκα να τρυπάει τον τοίχο του κοτετσιού και να προσπαθεί να απαυτώσει το σκύλο μου.

ΑΝΑΒΑΣΗ 173

«Λοιπόν, να είσαι σίγουρος ότι έμεινα κατάπληκτος. Τον άρ­παξα από το λαιμό και τον κλείδωσα στην αποθήκη εκείνο το βράδυ, για να ξαποστάσουν λιγάκι κι οι κότες, αλλά τ' άλλο πρωί πάω και τον φέρνω και τον πετάω πάλι μέσα στο κοτέτσι. Ο πα-λιο-Πολυφάγος στην πραγματικότητα είναι έξαλλος που είχε μείνει απομονωμένος για... πόσο; Για δώδεκα ολόκληρες ώρες; Και προτού καταφέρω να τον ξαναπιάσω, ξανακουτούπωσε ό­λες τις κότες, το χοίρο μου, μια σπουδαία γουρούνα και δύο α­πό τις 'γελάδες μου. Τελικά το έπιασα αυτό το πριαπικό τέρας, του έδωσα δυο φάπες στο κεφάλι για να τον ηρεμήσω και τον ξα-ναπέταξα στην αποθήκη για να μπορέσω να συνεφέρω τα ζώα μου.

»Την άλλη μέρα το πρωί, όταν πήγα να ξαναπιάσω τον Πο­λυφάγο, ανακάλυψα ότι ο παλιομπάσταρδος είχε τρυπήσει τον τοίχο της αποθήκης και το είχε σκάσει. Το κοτέτσι παρουσιάζει εικόνα καταστροφής, το κυνηγόσκυλο τρέμει σε μια γωνιά και η γουρούνα μου κάθεται μέσα στη γούρνα με το νερό, προσπαθώ­ντας να ηρεμήσει. Φοβάμαι ότι ο Πολυφάγος έχει πάει στο γει­τονικό αγρόκτημα κι έτσι βουτάω το μ'λάρι μου, με τα στραβο-πόδαρά του να τρεκλίζουν, και φεύγω για να πιάσω το π'λί πριν κάνει κάποια μεγαλύτερη ζημιά.

»Να φανταστείς ότι τουλάχιστον δεν ήταν δύσκολο να βρω τα ίχνη του. Που να πάρει, ο δρόμος ήταν γεμάτος με τραυματίες. Κουτσές κατσίκες και παλουκωμένα πρόβατα. Μια χελώνα που ξανάμπαινε τρέμοντας στο καβούκι της και τρία κουτσά ορτύκια. Βρήκα ακόμα ένα μεγάλο τριχωτό αγριόχοιρο να προσπαθεί σκληρά να πνίξει ένα χαμόγελο. Τελικά, στρίβω σε μια γωνιά και να σου ο Πολυφάγος ξαπλωμένος ανάσκελα, ακίνητος, με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, ενώ δύο γύπες κάνουν κύκλους χαμη­λά πάνω από το κεφάλι του. Υπόθεσα ότι ο Πολυφάγος είχε τε­λικά παραδώσει το πνεύμα και ο καλύτ'ρος κόκορας που είχα εί­χε γίνει τώρα ένα με τους θεούς.

»"Πολυφάγε! Όχι!" ούρλιαξα και αφού κατέβηκα από το μ'λά­ρι μου γονάτισα δίπλα του. Αλλά να μη σώσω αν αυτός ο παλιο-κόκορας δεν άνοιξε το μπιρμπιλωτό του μάτι και με κοίταξε, δεί-

174 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χνοντάς μου τα όρνια και ψιθυρίζοντας: "Σταμάτα να φωνάζεις! Θα μου τα τρομάξεις και θα φύγουν!"»

Οι άντρες μούγκρισαν κι εγώ τεντώθηκα αναζητώντας και πά­λι το φλασκί με το κρασί. Ο Ξενοφώντας μόλις είχε πιει μια ρου-φηξιά, αλλά δυστυχώς συνέπεσε ακριβώς με το τέλος της ιστο­ρίας και τώρα πότε γελούσε και πότε πνιγόταν, καθώς του έτρε­χε κρασί από τη μύτη κι έπεφτε πάνω στα πόδια του διπλανού του.

«Ωραία ιστορία, φίλε μου», πέταξε βραχνά, ενώ δάκρυα έ­τρεχαν από τα μάτια του. «Θα σε σκέφτομαι όποτε τρώγω αβγά!» Οι άντρες ξέσπασαν και πάλι στα γέλια και την ώρα που σηκω­θήκαμε να φύγουμε οι πρώτες ρόδινες ακτίνες της αυγής άρχιζαν να αυλακώνουν τον ουρανό στην ανατολή.

Γυρνώντας με κόπο στη σκηνή μας, ο Ξενοφώντας στύλωσε τα μάτια στην απέραντη έκταση του λαμπρού ουρανού· σταθή­καμε σε ένα μικρό ύψωμα να δούμε σε όλη του την έκταση το στρα­τόπεδο, τις χιλιάδες σκηνές που απλώνονταν σε τακτικές σειρές σχεδόν μέχρι τον ορίζοντα, μια πόλη που ξεπήδησε από το που­θενά, λες και διατάχτηκε η ύπαρξη της από το ίδιο το χέρι του Δία. Άντρες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Ξύνονταν και χασμουριό­νταν, αναζωπυρώνοντας τις πυρές της προηγούμενης βραδιάς. Καπνός παρασυρόταν νωθρά, τριγυρίζοντας σαν σκιά σε χαμη­λές εσοχές ή σε μουντούς στρόβιλους, προτού ανέβει άθελά του σχεδόν στο ύψος των δέντρων, όπου διαλυόταν από μια αύρα α­νεπαίσθητη ακόμα από αυτούς που ήταν κάτω. Η αποπνικτική ζέ­στα της προηγούμενης μέρας ήταν απλώς μια μακρινή ανάμνη­ση ή μια αχνή ανησυχία για τις σκληρές ακτίνες που θα έπεφταν επάνω μας εκείνο το απόγευμα. Η ζωηρή πρωινή ατμόσφαιρα, η απαλή μυρουδιά του λαδιού που σιγοψήνεται στη φωτιά κι η α­πόλυτη ομορφιά της απέραντης ερήμου που πρόβαλλε μέσα από τη νύχτα μάς πλημμύρισαν με μια αίσθηση αγαλλίασης.

Στα διαμερίσματα του Κύρου στο πλάι του στρατοπέδου είδα μερικές από τις γυναίκες να ξεπροβάλλουν από τη σκηνή του, τυ­λιγμένες από την κορυφή ως τα νύχια με τα πέπλα που φορούν από σεμνότητα όταν βρίσκονται μπροστά σε άντρες, ακόμα και αυτή την πρωινή ώρα. Κουβέντιαζαν ζωηρά μεταξύ τους, καθώς

ΑΝΑΒΑΣΗ 175

πηγαινοέρχονταν φουριόζες στις δουλειές τους, αν και δεν μπο­ρούσα να καταλάβω τα λόγια τους, και σε λίγο είδα την Αστερία, την οποία αναγνώρισα από τη γεμάτη χάρη κίνηση της και τη ραδινή της σιλουέτα, χωρίς καν να δω το πρόσωπο της. Όταν πρόβαλε από τη σκηνή, στάθηκε ακίνητη μια στιγμή, κοιτάζοντας προς το μέρος μας, αν και δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν κοι­τούσε εμάς ή καμάρωνε τις ρόδινες, φωτεινές λωρίδες που α­πλώνονταν τοξωτά στον ουρανό πίσω μας. Της έγνεψα αδιόρατα με το χέρι μου, όχι έντονα, για να μην προκαλέσω την προσοχή των άλλων, αλλά αρκετά ώστε να το προσέξει αν κοιτούσε εμένα. Κοίταξε έντονα μένοντας για λίγο ακόμα ακίνητη κι ύστερα γυρ­νώντας απότομα έφυγε χαρούμενα προς τις μεγαλύτερες γυναίκες που ήταν εκεί κοντά, από τις οποίες άκουσα ένα λεπτό αργότερα ένα ξέσπασμα γέλιου.

Καθώς στράφηκα προς τον Ξενοφώντα, τον είδα να κοιτάζει προς την ίδια κατεύθυνση, με τη σκέψη του συγκεντρωμένη στο ίδιο θέαμα. Με κοίταξε και χαμογέλασε.

«Ωραίο θέαμα για να ξεκινήσεις τη μέρα σου», είπε. «Η αυγή και η ακόλουθος θεά της».

Και με κατέβασε τρέχοντας από το λόφο, όπως ακριβώς κά­ναμε κάτι τέτοιες καλοκαιριάτικες μέρες στην Αθήνα πολύ παλιά.

3

Ο ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΕΥΦΡΑΤΗΣ. Οι δυο αυτές λέξεις είναι αχώριστες, σαν δίδυμοι με ενωμένα τα πλευρά, σαν το Μεγάλο Νείλο, σαν τον Ολύμπιο Δία. Ακόμα κι εδώ, εννιακόσια περίπου χιλιόμετρα πέ­ρα από το δέλτα του, το ποτάμι είχε φάρδος σχεδόν ογδόντα πέ­ντε μέτρα, μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη εκροή είχαμε δει στη ζωή μας. Ένας βασιλιάς των ποταμών. Οι πλημμυρισμένες πεδιάδες εκτείνονταν ολόκληρα χιλιόμετρα πέρα από τις δύο ό­χθες και μόνο τα αρδευτικά κανάλια, που είχαν κατασκευαστεί α­πό προηγούμενες γενιές ανθρώπων, μπορούσαν, καθένα ξεχωρι­στά, να εξυπηρετήσουν μια πόλη στο μέγεθος της Αθήνας. Από πόσο μακριά πρέπει να έρχεται αυτός ο ποταμός, από ποιες μα­κρινές βροχερές χώρες ή παγωμένες οροσειρές, για να κουβαλάει τόσο μεγάλες ποσότητες νερού σ' αυτή την έρημο που σε οποια­δήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν στερημένη από οποιαδήποτε υ­γρασία; Οι ντόπιοι μάς έδειξαν ψάρια που είχαν πιάσει, αρχαία πλάσματα μακρύτερα κι από δύο άντρες μαζί, φοβερά πλάσμα­τα με ρύγχη ερπετών, από τα οποία οι άνθρωποι αφαιρούσαν τα αβγά για δική τους κατανάλωση κι ύστερα τα ξανάριχναν στο πο­τάμι. Τέτοια τέρατα θα έβαζαν σε σκέψη τους ανθρώπους ακό­μα κι αν βρίσκονταν στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Εδώ, στο γάργαρο νερό του ποταμού, η παρουσία τους ήταν τρομακτική. Στο σημείο αυτό ο ποταμός ήταν διαβατός μόνο από μια μακριά πλωτή γέφυρα, αλλά είδαμε ότι αυτή που υπήρχε κάποτε είχε πυρποληθεί πρόσφατα. Τα δύο άκρα της εξακολουθούσαν να σι-γοκαίνε από τη φωτιά που είχε ανάψει λίγες μέρες πριν. Ο Αβρο-κόμας είχε αποφασίσει να μην τηρήσει το ραντεβού που είχε με τον Κύρο στο συγκεκριμένο μέρος και το είχε βάλει στα πόδια,

ΑΝΑΒΑΣΗ 177

περνώντας το ποτάμι με τους τριακόσιες χιλιάδες άντρες του για να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του βασιλιά Αρταξέρξη.

Ο στρατός στρατοπέδευσε εδώ για πέντε μέρες, ενώ ο Κύρος μελετούσε την επόμενη κίνηση του, και το τέταρτο βράδυ ο πρί­γκιπας συγκάλεσε τους Έλληνες αξιωματικούς στη σκηνή του για συμπόσιο και πολεμικό συμβούλιο. Ο Ξενοφώντας με κάλεσε να τον συνοδεύσω και δέχτηκα ευχαρίστως, ακόμα κι αν δε μου ε­πιτρεπόταν τίποτα περισσότερο από το να σταθώ ήσυχα στη σκιά κοντά στην πόρτα, μαζί με τους άλλους συνοδούς και φρουρούς. Η τεράστια σκηνή είχε διακοσμηθεί εσωτερικά σαν μνημειώδες τρόπαιο μάχης, μια εκπληκτική κίνηση από πλευράς Κύρου σχε­διασμένη για να ενθαρρύνει και να εξωτερικεύσει το πολεμικό πνεύμα των καλεσμένων του. Δεν είχαν καλά καλά καθίσει, όταν σηκώθηκε επάνω ο Κύρος.

«Αρχηγοί», είπε, αποφεύγοντας τον περίτεχνο λόγο που οι Πέρ­σες φυλάνε για τέτοιες επίσημες περιπτώσεις. «Θα μιλήσω απε­ρίφραστα. Κανονικά, για ν' αποκτήσει δύναμη ο δεύτερος γιος ε­νός μεγάλου βασιλιά, όπως εγώ, είτε περιορίζεται σε κάποια ε­λάσσονα σατραπεία ή καταφεύγει στις ικανότητες ενός δολοφό­νου. Η θέση του είναι ασαφής, παραμένει πάντοτε στο έλεος των άλλων. Προτιμώ τον πόλεμο. Στον πόλεμο, είτε νικάς είτε χάνεις. Η έκβαση είναι ξεκάθαρη. Το μολυσμένο μέλος κόβεται καθαρά και το τραύμα δεν κακοφορμίζει.

»Ο Αβροκόμας το έσκασε από το φόβο του για εμάς, με την ου­ρά στα σκέλια, παρόλο που οι δυνάμεις του υπερτερούν των δικών μας, σε αναλογία ένας προς τρεις. Η ατυχία του είναι ότι ενώνο­ντας το στρατό του με αυτόν του αδερφού μου, του βασιλιά, δεν αυξάνει τη δύναμη του. Μια παρέα δειλών το μόνο που καταφέρ­νει είναι να κάνει όσους βρίσκονται γύρω της ακόμα πιο δειλούς. Τώρα έχουμε να κατατροπώσουμε ένα εκατομμύριο άντρες, αντί για τριακόσιες ή εφτακόσιες χιλιάδες. Να πείτε στους άντρες σας να ξεκουράσουν με περισσή φροντίδα το δεξί τους χέρι - η σφα­γή που μας περιμένει είναι πολύ μεγαλύτερη απ' όσο ελπίζαμε».

Ο Κύρος κάθισε και πάλι στη θέση του και ήπιε ήρεμα από το κύπελλό του. Οι πάντες στη σκηνή είχαν βυθιστεί σε μια τρο-

178 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μακτική σιωπή από αυτή την επίδειξη παλικαρισμού. Με δυσκο­λία κουνιόταν κάποιος, εκτός από τους δούλους που έτρεχαν αθό­ρυβα ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες γεμίζοντας τις κούπες τους. Ο Ξενοφώντας μου έριξε ένα βλέμμα δυσπιστίας, εκεί που βρι­σκόμουν στα σκοτεινά.

Ορισμένοι από τους αρχηγούς, συγκεκριμένα οι Σπαρτιάτες του Κλέαρχου, κούνησαν τα κεφάλια τους κι άρχισαν να χτυπούν με ενθουσιασμό τις γροθιές τους πάνω στο τραπέζι, δηλώνοντας φωναχτά την επιδοκιμασία τους. Άλλοι, πάντως, μουρμούριζαν μέσα από τα δόντια τους, απελπισμένα, για το πώς θ' ανακοίνω­ναν τα νέα στους άντρες τους που είχαν ήδη πιεστεί σε οριακό ση­μείο από τη μακριά πορεία και δεν έδειχναν διατεθειμένοι να α­ποτολμήσουν ν' απομακρυνθούν από τη θάλασσα ακόμα περισ­σότερο απ' όσο είχαν ήδη τολμήσει. Ύστερα από λίγα λεπτά ση­κώθηκε ο Πρόξενος και στο χώρο απλώθηκε και πάλι σιωπή.

«Πρίγκιπα Κύρο, αν μου επιτρέπεις, θα μιλήσω ανοιχτά, προ­βλέποντας τις αντιδράσεις των αντρών μας». Ο Κύρος έγνεψε συ­ναινετικά.

«Σε ακολουθήσαμε υπάκουα ως εδώ, πρώτα πιστεύοντας ότι επρόκειτο να τιμωρήσουμε τους Πισίδες, μετά τους Κίλικες και τελικά τον Αβροκόμα εδώ στον Ευφράτη. Κάθε φορά ωθούσαμε τους άντρες μας όλο και πιο μακριά από την Ιωνία. Αλλά το ν' α­πομακρύνεις τους Έλληνες από τη θάλασσα είναι σαν ν' απομα­κρύνεις γάτες από ένα πιάτο με ψάρια. Οι άντρες θα πουν ότι ο πραγματικός σου σκοπός, από την αρχή, ήταν να συγκρουστείς με το στρατό του βασιλιά και ότι τους το έκρυψες· ότι τους εμπό­δισες ν' αποχωρήσουν πριν από εβδομάδες, όταν είχαμε στρατο­πεδεύσει στην Κιλικία, και τώρα, που έχουμε προχωρήσει μέχρι τον Ευφράτη, τους εξαπάτησες και πάλι, μια και είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιστρέψουν τώρα στην πατρίδα τους. Πρίγκιπα Κύ­ρο, με όλο το σεβασμό, σε προειδοποιώ ότι κινδυνεύεις επιχει­ρώντας να διασχίσεις τις συριακές έρημους και να πολεμήσεις το βασιλιά με ελληνικό στρατό, εκτός και αποζημιώσεις τα ελληνι­κά στρατεύματα και τα πείσεις ότι από αυτά εξαρτάται αν θα συ­νεχίσουν να σε ακολουθούν».

ΑΝΑΒΑΣΗ 179

Μου κόπηκε η ανάσα με την τόλμη του Πρόξενου. Ο Κύρος, φυσικά, δεν ήταν αφελής. Ο υπαινιγμός του Πρόξενου ήταν τό­σο σαφής, ώστε να ισοδυναμεί με εκβιασμό, αλλά ο πρίγκιπας δεν οπισθοχώρησε. Κοίταξε στα ίσια τον Πρόξενο, που παρέμε­νε όρθιος και κοίταζε με τη σειρά του ατάραχα τον πρίγκιπα, ε­νώ οι άλλοι αξιωματικοί μετακινούνταν ανήσυχα στις θέσεις τους. Τελικά ο Κύρος χαμογέλασε και, αφού σηκώθηκε όρθιος, ύψω­σε την κούπα του προς τον Πρόξενο.

«Νόμιζα ότι εγώ ήμουν αυτός που μιλάει σταράτα», είπε ο Κύ­ρος καθώς οι άντρες κρυφογελούσαν τεταμένα, αν και με κάποια ανακούφιση. «Πρόξενε, γνωρίζεις καλά, όπως και κάθε άλλος ά­ντρας, ποιες είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζω. Για πρακτικούς λόγους, δεν μπορώ να κουβαλάω σκευοφόρους γεμάτες χρυσό για να το μοιράζω κάθε μήνα στους άντρες. Αναγνωρίζω όμως ότι οι άντρες μπορεί να είχαν... άλλες προσδοκίες».

Οι αξιωματικοί κούνησαν συναινετικά τα κεφάλια τους κι ο Κύ­ρος έκανε μια στιγμιαία παύση σαν να σκεφτόταν, με τα μάτια καρφωμένα ακόμα στον Πρόξενο.

«Ας κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία που μπορείτε να τη μετα­φέρετε στους άντρες σας. Όταν φτάσουμε στη Βαβυλώνα, κάθε άντρας θα δικαιούται πέντε μηνών μισθό σε ασήμι». Φοβερό βου­ητό ξέσπασε ανάμεσα στους άντρες μέσα στη σκηνή, ακόμα κι οι δούλοι σταμάτησαν τις δουλειές τους για ν' ακούσουν πιο προσε­κτικά. Το ποσό ήταν υπέρογκο. «Και», συνέχισε, «θα διπλασιάσω τους τρέχοντες μισθούς σε τρεις δαρεικούς το μήνα μέχρι να ε­πιστρέψουν ασφαλείς στην Ιωνία».

Οι αξιωματικοί έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ο Πρόξενος, αι­νιγματικός όπως πάντα, κοντοστάθηκε στιγμιαία, προτού σηκώ­σει την κούπα του σε ανταπόκριση προς τον πρίγκιπα. «Γενναιό­δωρη προσφορά, μεγαλειότατε. Θα τη μεταβιβάσω στους άντρες μου και, μολονότι δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω εξ ονόματος τους, είμαι σίγουρος ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες θα σας ακολου­θούσαν ακόμα και στον Άδη».

Οι αξιωματικοί ξέσπασαν σε δυνατά επιφωνήματα, σηκώθη­καν και ύψωναν τα κύπελλά τους προς τιμήν του πρίγκιπα, ενώ

180 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χτυπούσαν χαϊδευτικά ο ένας τον ώμο του άλλου. Ο Ξενοφώντας, όμως, άργησε να σηκώσει την κούπα του κι έμεινε ήσυχα στη θέ­ση του, δίπλα στον Πρόξενο, χωρίς ν' αρθρώσει λέξη, ενώ γύρω του οι άντρες κουβέντιαζαν μεταξύ τους με ενθουσιασμό. Αργό­τερα θα μου έλεγε ότι εκείνη τη στιγμή φανταζόταν πώς η μά­γισσα Κίρκη είχε απλώσει τα απόκοσμα μάγια της πάνω στους ά­πληστους άντρες και τους είχε μεταμορφώσει σε χοίρους. Ανα­ρωτήθηκα τι να έλεγε άραγε ο γερο-Γρύλλος, όταν θα μάθαινε για τον πόλεμο που έκαναν οι Έλληνες όχι για τιμή ή αρχές, αλ­λά για τρεις περσικούς δαρεικούς το μήνα.

Το συμπόσιο εξελίχθηκε ευχάριστα. Οι δούλοι του Κύρου μοί­ρασαν άφθονες ποσότητες καλού ρετσινωμένου κρασιού από τη Θάσο, που το είχαν μεταφέρει από την Ελλάδα, για την ευωχία των καλεσμένων. Αχνιστές πυραμίδες από ψητά ψάρια προ­σφέρθηκαν, ολόφρεσκα από το ποτάμι, βουτηγμένα σε σιρόπι ροδιού και χυμό ροδάκινου και γαρνιρισμένα με σέλινα και άλ­λα χορταρικά, συνοδευόμενα από τσίχλες σερβιρισμένες πάνω σε αχνιστό στρώμα από σπαράγγια. Μόλις άνοιξε η όρεξη των κα­λεσμένων, ήχησε ένα σύνολο αυλών και έξι άντρες μπήκαν τρε­κλίζοντας στη σκηνή, κουβαλώντας έναν ψητό ταύρο περασμένο σε σούβλα. Ακουμπώντας τον προσεκτικά πάνω σε ένα φαρδύ ε­πίπεδο τραπέζι, ένας από αυτούς έβγαλε ένα καμπύλο ξίφος και με τρία καταπληκτικά χτυπήματα άνοιξε την κοιλιά του ζώου α­πό το στέρνο μέχρι τα αχαμνά. Οι ακόλουθοι του έβαλαν τα χέ­ρια τους μέσα στην κοιλότητα μέχρι τους ώμους, κι εκεί που πε­ριμέναμε να βγάλουν έξω τα σπλάχνα, πρόβαλε περήφανα ένα ψη­τό αρνί, αχνίζοντας και στάζοντας με κρεμμύδια και μυρωδικά και τις σάλτσες να τρέχουν από τα πλάγια. Ο άντρας με το καμπύλο ξίφος το άνοιξε κι αυτό, με ένα χτύπημα, πιτσιλίζοντας τους κο­ντινούς καλεσμένους με ευωδιαστά ζουμιά. Μέσα από αυτό το α­νακάτεμα εμφανίστηκε ένας ψητός χοίρος, με την κοιλιά του ραμ­μένη προσεκτικά. Ο άντρας άφησε έναν αναστεναγμό προσποι­ητής απόγνωσης, προς ευχαρίστηση των συνδαιτυμόνων, και με ένα ακόμα χτύπημα άνοιξε το χοίρο που ήταν παραγεμισμένος με ένα κατσικάκι, ενώ τα κενά είχαν συμπληρωθεί με ψητά μήλα

ΑΝΑΒΑΣΗ 181

που είχαν σιγοψηθεί για ώρες μέσα σε όλο αυτό το παρασκεύα­σμα, ποτίζοντας με το λεπτό τους άρωμα το κρέας όλων των ζώων που τα περιέβαλλαν. Το θέαμα συνεχίστηκε. Κάθε ζώο περιείχε κάποιο μικρότερο, μια παχιά χήνα, ένα κοτόπουλο, μια πέρδικα, έναν ορτολάνο, ένα αηδόνι και μερικά ακόμα πουλιά, για να κα­ταλήξει χωρίς αμφιβολία στο τέλος σε μια ακρίδα ή μια κάμπια, παρόλο που ήμουν πολύ μακριά, στο βάθος της σκηνής, για να δω τι ακριβώς παρουσίαζε ο μάγειρας. Οι υπηρέτες βεβαιώθηκαν στα γρήγορα ότι κάθε καλεσμένος ροκάνιζε ευχαριστημένος το κομμάτι που του άρεσε και παρακολουθούσαν προσεκτικά να μην εμφανιστεί άδειος χώρος στο πιάτο τους χωρίς να ξαναγεμί­σει από μία ακόμα φέτα αχνιστού κρέατος ή ένα μεγάλο κομμά­τι φρυγανισμένου ζυμωτού ψωμιού.

Ένα συμπόσιο του Κύρου δεν μπορούσε να είναι πλήρες χω­ρίς διασκέδαση, την οποία και πρόσφερε εν αφθονία με τα τα­λέντα που είχε φέρει μαζί του ή που προσέλαβε αργότερα μέσα από το μπουλούκι του στρατοπέδου. Οι Σπαρτιάτες κοιτούσαν έκθαμβοι και αποσβολωμένοι αλλά και αρκετά θορυβημένοι, κα­θώς σαλτιμπάγκοι και ακροβάτες, τις υπηρεσίες των οποίων πί­στευαν ότι είχαν αποκλείσει εδώ και μήνες από το στρατό, μπή­καν χοροπηδώντας στη σκηνή, εκτελώντας αμέσως ορισμένα νού­μερα για διάφορες ομάδες των συνδαιτυμόνων. Ο Κλέαρχος, ε­ξαιτίας του άγριου παρουσιαστικού του, ερχόταν σε μεγάλη α­ντίθεση με τους γελωτοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς, αν και περιέργως τους αντιμετώπισε με καλή διάθεση. Όμορφες, γυ­μνές αυλήτριες από τη Συρία πρόσφεραν ακόμα πιο δραστήρια ψυχαγωγία, χορεύοντας και συστρέφοντας τα λυγερά κορμιά τους μέσα από στριφογυριστές σειρές στεφανιών που πετούσαν στον αέρα, υπολογίζοντας ακριβώς πόσο ψηλά έπρεπε να τα ρίξουν, ώστε να τα πιάσουν σε συγχρονισμό με τη μουσική, ή έκαναν τα­χυδακτυλουργικά με μικρά κοφτερά ξίφη που λαμποκοπούσαν στο φως των λύχνων. Ένα κορίτσι χόρευε και κουλουριαζόταν στο έδαφος μαζί με ένα πελώριο εκπαιδευμένο φίδι κι ήταν α­ξιοθαύμαστο πόσα πράγματα του είχε μάθει ή ίσως πόσο το είχε ναρκώσει. Ξαφνικά, όμως, με ένα σήμα του Κύρου, όλοι οι δού-

182 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λοι ταυτόχρονα έσβησαν τους λύχνους στους τοίχους, κάνοντας τον μονίμως σε ένταση Κλέαρχο και τους αρχηγούς του να θορυβη­θούν, ενώ οι καλλίπυγες καλλονές επιδόθηκαν σε άγριες χορευ­τικές φιγούρες με αναμμένους δαυλούς, απειλώντας μονίμως να βάλουν φωτιά στη σκηνή ή να κάψουν τα μακριά μαλλιά των Σπαρτιατών, αλλά πετυχαίνοντας πάντα να ολοκληρώσουν τα πο­λύπλοκα βήματα τους με απόλυτη ακρίβεια. Οι ζητωκραυγές για την παράσταση τους ήταν εκκωφαντικές. Καθώς αποχωρούσαν, περνούσαν με χάρη ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες, ζητώντας ε­πιπλέον νομίσματα, σταματώντας εδώ κι εκεί για να χτυπήσουν καλοπροαίρετα κάποιο ιδιότροπο χέρι που είχε κατά τύχη προ­χωρήσει πολύ ψηλά σε κάποιο λυγερό, μελαψό μηρό.

Εκπλήσσοντας τους πάντες, ο Κλέαρχος σηκώθηκε και με σο­βαρή έκφραση χτύπησε το τραπέζι με την παλάμη του χεριού του για προσοχή, ώσπου όλοι σώπασαν. Με υπόκωφη φωνή εξέφρα­σε τα ευχαριστήρια του στον Κύρο και, λικνιζόμενος ελαφρά στα πόδια του, προχώρησε ακάθεκτα σε αυτό που σύντομα αντιλη­φθήκαμε με τρόμο ότι ήταν μια στρατιωτική αγόρευση.

«Σύντροφοι αξιωματικοί, αυτά τα κορίτσια απέδειξαν ότι δεν έχουν λιγότερες φυσικές ικανότητες από τους άντρες, αλλά υστε­ρούν μόνο σε κρίση και σωματική δύναμη. Κανείς από όσους πα­ρακολούθησαν αυτά τα εκπληκτικά κατορθώματα με τα ξίφη και τη φωτιά δεν μπορεί ν' αρνηθεί ότι το θάρρος είναι χαρακτηρι­στικό που μπορεί να διδαχτεί, όταν αυτά τα εύθραυστα κορίτσια ρίχτηκαν τόσο άφοβα πάνω στις κοφτερές λάμες. Ακριβώς έτσι κι εμείς οι Σπαρτιάτες πρέπει να διδάξουμε τα στρατεύματα μας, πα-παγαλιστί αν είναι ανάγκη, να δώσουν σημασία στο κάλεσμα των όπλων και να επιδείξουν τέτοιο θάρρος ώστε...»

Ο Κύρος, απελπισμένος από αυτή την αναπάντεχη και απε­ρίσκεπτη διακοπή της γιορτής του, πέταξε στον Κλέαρχο ένα με­γάλο κομμάτι σκληρό ψωμί που τον βρήκε στο λαιμό και έκοψε στη μέση την αγόρευση του. Ο Σπαρτιάτης σήκωσε τα μάτια ξαφ­νιασμένος από αυτή την παραβίαση του πρωτοκόλλου και της στρατιωτικής επισημότητας και κοίταξε οργισμένος μες στο σκο­τάδι και τη θολούρα της σκηνής, σε μια προσπάθεια να εντοπίσει

ΑΝΑΒΑΣΗ 183

την πηγή της προσβολής. Η εύθυμη φωνή του Κύρου ήχησε μες στη σιωπή.

«Κάθισε κάτω, Κλέαρχε, και πάψε. Απόψε δεκάρα δε δίνω αν είσαι Σπαρτιάτης στρατηγός ή η γριά γιαγιά μου. Άλλη είναι η ώ­ρα που θ' επιδείξουμε θάρρος κι άλλη η ώρα που θα χαρούμε. Κα­νείς δεν αμφισβητεί την υπεροχή σου σε θέματα πολέμου. Αλλά αν επιμένεις να κάνεις επίδειξη της κατωτερότητας σου σε θέ­ματα κοινωνικότητας, δε θα διστάσω να σε πετάξω έξω από τη σκηνή!» Πάνω σ' αυτό χτύπησε δύο φορές τα χέρια του και δύο τεράστιοι Αιθίοπες στάθηκαν στο πλάι του -αθέατοι στο σύνολο τους μέσα στο ημίφως της σκηνής, εκτός από το ασπράδι του μα­τιού τους και τα γυαλιστερά τους δόντια- και στύλωσαν τα μάτια άπληστα πάνω στον έκπληκτο Κλέαρχο. Οι άντρες μούγκρισαν α­πό αυτό το ανήκουστο ράπισμα στον οργισμένο στρατηγό κι αυ­τός κάθισε πάλι στη θέση του με μια σαστισμένη έκφραση. Οι Σπαρτιάτες αρχηγοί, ασυνήθιστοι στην ποσότητα του κρασιού που είχαν πιει, ξέσπασαν ταυτόχρονα σε ένα νικητήριο σπαρ­τιατικό παιάνα, επιχειρώντας αδέξια ν' ανασκευάσουν την ά­κομψη παρέμβαση του Κλέαρχου, ενώ οι μουσικοί τους συνόδευ­σαν με κέφι, καθώς συμμετείχαν στο τραγούδι κι οι άλλοι αξιω­ματικοί.

Ενώ οι χορεύτριες και οι αυλητρίδες αποχωρούσαν από την πί­σω είσοδο, ο Κύρος άρχισε να κοιτάζει με αδημονία την μπρο­στινή, καταφέρνοντας με δυσκολία να διατηρήσει την προσοχή του. Η συζήτηση στο τραπέζι των αξιωματικών είχε ξαναρχίσει και η σκηνή είχε ξαναγεμίσει από τα τραχιά γέλια, τους κομπα­σμούς και τα πειράγματα των χαρούμενων αντρών. Τελικά, ο πρί­γκιπας ανταμείφθηκε, καθώς το παραπέτασμα της σκηνής τρα­βήχτηκε και μπήκε στο χώρο η Αστερία, ίδια κι απαράλλαχτη με την Άρτεμη ή τη χρυσή Αφροδίτη, με τη μικρή της λύρα κάτω α­πό τη μασχάλη, τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά κι ένα ντροπαλό χαμόγελο στο πρόσωπο της. Φορούσε ένα διάφανο μακρύ φόρε­μα, που άφησε να φανούν φευγαλέα οι κοριτσίστικες γραμμές της καθώς πέρασε μπροστά από τους λύχνους, και τα μακριά μέ­χρι τη μέση μαύρα μαλλιά της ήταν χτενισμένα περίτεχνα και τυ-

184 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λιγμένα γύρω από το κεφάλι της, με μια ποικιλία από πολύχρω­μα φτερά περασμένα ανάμεσα στις μπούκλες, που δημιουργούσαν ωραία αντίθεση με το γυμνό και αστόλιστο λαιμό και τα χέρια της. Ήταν ξυπόλυτη και είχε βάλει ελάχιστο κοκκινάδι στα μάγουλα της, μια κι η φυσική σταρένια επιδερμίδα της την έκανε ν' ακτι­νοβολεί κάτω από το φως των λύχνων. Ήταν απελπιστικά νέα και όμορφη, αν και το απαλό φούσκωμα και τρεμούλιασμα του στή­θους της, ορατό μέσα από το λεπτό ύφασμα του φουστανιού της που φωτιζόταν από πίσω, μαρτυρούσε το γεγονός ότι ήταν πια μια σχηματισμένη γυναίκα και ότι είχε πλήρη συναίσθηση της α­ποχαύνωσης που προκάλεσε στους συγκεντρωμένους.

Ένας ναζιάρης ευνούχος ακούμπησε μια χαμηλή καρέκλα στο χαλί, στο κέντρο της σκηνής, που λαμποκοπούσε κάτω από το φως των δαυλών με τις ψηφιδωτές σπείρες της από ασήμι και φίλντισι. Ο τεχνίτης που την είχε φτιάξει για τους προγόνους του Κύρου, αιώνες πριν, είχε προσθέσει ένα χαμηλό υποπόδιο, κάτω από το κάθισμα, ενσωματωμένο στο σκελετό, ένα εκπληκτικό σχέ­διο, για να ξεκουράζει το πόδι του κάποιος μουσικός όταν παίζει τη λύρα του. Ήταν ντυμένο με βαριά προβιά για άνεση. Η Αστε­ρία κάθισε απαλά στο εκπληκτικό κάθισμα και επικράτησε σιω­πή στο χώρο.

Από το πρώτο κιόλας άγγιγμα των χορδών της λύρας αιχμα­λώτισε τους άντρες και τους κράτησε σε αγωνία, γοητευμένους α­πό την ομορφιά και τη γλυκιά, κρυστάλλινη καθαρότητα της φω­νής της. Στην αρχή ακουμπούσε τις χορδές του οργάνου σχεδόν τυχαία, σαν ν' αναζητούσε κάποιο σκοπό ή να επιχειρούσε να συ­νταυτίσει διάθεση και μουσική, κι ύστερα, ξαφνικά, έδειξε να την απορροφά απόλυτα η μουσική που έπαιζε. Τα δάχτυλα της κυλούσαν πάνω στις χορδές σαν πλεούμενο που κατεβαίνει ένα ορμητικό ρεύμα, σταματώντας εδώ κι εκεί για να εξερευνήσει υ­δάτινους στροβίλους και ν' αποφύγει υφάλους, περνά με μεγάλη ταχύτητα από τους καταρράκτες και στη συνέχεια λικνίζεται πά­νω στα ακύμαντα νερά μιας ουράνιας λίμνης που λαμπυρίζει κά­τω από το φεγγαρόφωτο. Το κορίτσι τραγουδούσε σε άπταιστα ελληνικά μια ερωτική ωδή που είχε μελοποιηθεί αναμφίβολα α-

ΑΝΑΒΑΣΗ 185

πό την ίδια, μια και είχε στοιχεία από περσικά μουσικά διαστή­ματα, εντελώς διαφορετικά από αυτά που μπορούσε ν' ακούσει κανείς στην Αθήνα, και τα οποία βρίσκονταν σε χτυπητή αντί­στιξη με τον τελείως ελληνικό τρόπο και τους στίχους του τρα­γουδιού. Το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση τόσο τέλειας αυτο­συγκέντρωσης, σχεδόν αφόρητης, σαν αυτές τις διφορούμενες μάσκες που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για ερωτικές σκηνές, πάνω στις οποίες συναντιούνται και συνυπάρχουν ανείπωτη α­πόλαυση και οδυνηρός πόνος, μοιάζοντας να ξεσπούν το ένα πά­νω στο άλλο εναλλακτικά σαν κύματα παλίρροιας. Η λύρα μού φάνηκε ότι σίγησε, παρόλο που την άκουγα· με έκπληξη ανακά­λυψα ή ίσως απλώς φαντάστηκα ότι, καθώς το βλέμμα της Αστε­ρίας γυρνούσε απαλά σε όλο το χώρο, από άντρα σε άντρα, ενώ τραγουδούσε, έμοιαζε να καθυστερεί πάνω μου κι έτσι ένιωσα σαν να απευθυνόταν μόνο σ' εμένα. Χωρίς αμφιβολία κάθε ά­ντρας ένιωθε το ίδιο, γιατί είχε μάθει με ποιους τρόπους να ευ­χαριστεί το ακροατήριο της - και πραγματικά, υπήρχε καλύτε­ρο μέτρο επιτυχίας από το να αισθάνεται κάθε άντρας ότι απο­τελούσε τον αποδέκτη ιδιωτικής παράστασης; Κι όμως ήμουν σί­γουρος ότι το βλέμμα της είχε σταθεί στο δικό μου περισσότερο απ' όσο την είχαν διδάξει οι μουσικοδιδάσκαλοι των παιδικών της χρόνων.

Υπάρχει μια αρχαία ελληνική λέξη, μια παράξενη και όμορ­φη λέξη που σπάνια χρησιμοποιείται πια με την πρώτη της ση­μασία, η οποία περιγράφει τη σταδιακή επαναφορά της παλλό­μενης χορδής της λύρας στο σημείο ακινησίας και ισορροπίας, αφού το έγχορδο έχει πάψει να ηχεί. Στις μέρες μας, μια πιο ά­σχημη σημασία έχει επιβληθεί της πρωταρχικής. Καθώς η τε­λευταία, γλυκιά νότα της Αστερίας έσβηνε αργά μες στη σιωπή, ξαναφέρνοντας στο νου αυτή την αρχαία λέξη, κάθε άντρας, δού­λος αλλά και στρατηγός, έμεινε με κομμένη την ανάσα. Ύστερα κοιτώντας προς το μέρος μας χαμογέλασε δειλά, σηκώθηκε όρ­θια, γνέφοντας με σεβασμό προς τον Κύρο και γλίστρησε από το πίσω μέρος της σκηνής για να βρει την παρέα της. Οι κουβέντες των αντρών άρχισαν και πάλι να γεμίζουν το δωμάτιο, αν και πιο

186 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πνιχτές αυτή τη φορά, καθώς η τραχιά τους διάθεση είχε σπάσει, έχοντας αντικατασταθεί από το ονειροπόλημα. Άπαξ και τον αγ­γίξουν οι θεοί, είναι δύσκολο για ένα θνητό να επιστρέψει αμέ­σως στους γήινους μόχθους. Το συμπόσιο άρχισε να διαλύεται έ­πειτα από λίγο, καθώς ο καθένας έβρισκε μια δικαιολογία, ευ­χαριστώντας τον πρίγκιπα και παρέχοντας εγγυήσεις για τη βοή­θεια του στο μελλοντικό εγχείρημα. Ο Ξενοφώντας κι εγώ επι­στρέφαμε αργά στο στρατόπεδο μας, βυθισμένοι στις σιωπηλές σκέψεις μας ο καθένας, αναλογιζόμενοι, αναμφίβολα, το ίδιο πράγμα.

Η λέξη, με κεντρίζουν οι Μούσες μου· ποια είναι η αρχαία αυτή λέξη που ανέφερες με τη διπλή σημασία; Μια λέξη που υ­ποδηλώνει όψεις τέχνης και βίας, ζωής και θανάτου, ομορφιάς και τρόμου, μια παράξενη λέξη λόγω της ικανότητας της να συνται­ριάζει ταυτόχρονα τέτοια πράγματα, μια λέξη τραγική λόγω της απώλειας της γλυκιάς της έννοιας προς χάριν μιας περισσότερο σκληρής. Μια τέτοια λέξη, τόσο ταιριαστή από πολλές απόψεις με τη μικρή μου ιστορία. Αυτή τη λέξη τη σηκώνω προσεκτικά και τη βγάζω από το μνήμα της για τελευταία φορά, με την ελπίδα ό­τι η πρώτη της σημασία, αυτή της ειρηνικής απόθεσης μιας ελα­φρά παλλόμενης χορδής, δε θα πρέπει να ξεχαστεί χωρίς ένα του­λάχιστον νεκρικό ξενύχτι.

Η λέξη είναι καταστροφή.

4

Ο ΕΝΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ οι μάντεις που μουρμούριζαν και ταλα­ντεύονταν σηκώθηκαν όρθιοι, εγκαταλείποντας τη σκυφτή στάση τους, με τα χέρια βουτηγμένα ως τους αγκώνες στο αίμα, αφού τε­λείωσαν την εξέταση των σπλάχνων των θυσιασμένων κατσικιών, και συζητούσαν μεταξύ τους για τη σημασία τους. Ο πρίγκιπας είχε συγκεντρώσει όλο το στράτευμα στο πρόχειρο πεδίο ασκή­σεων δίπλα στην όχθη του ποταμού για να παρακολουθήσει την έκβαση των οιωνών για τη διάβαση του τεράστιου ποταμού και την προέλαση στη Βαβυλώνα. Οι άντρες τέντωναν το λαιμό τους, κοιτώντας με περιέργεια τα μυστηριακά δρώμενα, με τις καρδιές βαριές από τη σκέψη του όποιου αποτελέσματος. Οι μάντεις έ­γνεψαν τελικά στον Κύρο να πλησιάσει και με σοβαρές και προ­σεκτικές εκφράσεις τού εξήγησαν σε χαμηλούς τόνους τα αποτε­λέσματα των οιωνών. Εκατό χιλιάδες ζευγάρια μάτια ήταν καρ­φωμένα στο πρόσωπο του, καθώς ξέσπασε αργά σε ένα γέλιο και σήκωσε θριαμβευτικά τα χέρια του.

«Οι θεοί είναι μαζί μας!» φώναξε. «Οι οιωνοί είναι καλοί, θα περάσουμε το ποτάμι σήμερα!»

Μερικοί στρατιώτες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και όσοι βρί­σκονταν στα άκρα άρχισαν να διασκορπίζονται, ορισμένοι χωρι­σμένοι σε ομάδες που είχαν ήδη οργανωθεί και είχαν δουλέψει αρκετές μέρες για να επισκευάσουν τη γέφυρα, ενώ άλλοι επέ­στρεφαν στις ιδιαίτερες μονάδες τους για ν' αρχίσουν να διαλύουν το στρατόπεδο. Οι πάντες όμως σταμάτησαν την αποχώρηση τους, όταν αντιλήφθηκαν τι έκανε στη συνέχεια ο Κύρος.

Αφού συγκέντρωσε την εκλεκτή σωματοφυλακή του από εξα­κόσιους ιππείς, ήρεμα και μελετημένα κατέβηκε στην όχθη του

188 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ποταμού και χωρίς να σταματήσει σπιρούνισε το καθαρόαιμο ά­λογο του, ακολουθούμενος στενά από τους στρατιώτες του. Μπή­καν όλοι μαζί μέσα και καθώς το πλατύ ποτάμι βάθαινε σταδια­κά, το νερό έφτασε στα γόνατα των αλόγων, στις κοιλιές και μέ­χρι τους σβέρκους τους. Οι άντρες έστεκαν σιωπηλοί, ορισμένοι μουρμούριζαν ερωτηματικά μόνοι τους, καθώς απορούσαν πώς θα κατάφερνε ο πρίγκιπας να περάσει κολυμπώντας το άλογο του μέσα από το ορμητικό ρεύμα και, αν τα κατάφερνε, πώς περίμε­νε να τον ακολουθήσει ολόκληρο σώμα εκατό χιλιάδων στρατιω­τών, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήξεραν να κολυμπούν, όντας φορτωμένοι με όπλα, πανοπλίες και τις τεράστιες σκευο-φόρους.

Τα άλογα συνέχισαν να προχωρούν και τώρα είχαν φτάσει στο μέσο του σκουρόχρωμου ποταμού, ενώ το νερό πιτσίλιζε τα κα­πούλια τους. Ακόμα και από τόσο μακριά μπορούσαμε να δούμε τα εκπαιδευμένα στην έρημο περσικά άλογα να διστάζουν, με τα μάτια διάπλατα από τον τρόμο· οι πειθαρχημένοι ιππείς όμως που κάθονταν αγέρωχα στητοί και κοίταζαν ίσια μπροστά τους την απέναντι όχθη κρατούσαν σφιχτά τα γκέμια. Ξαφνικά, με τα μά­τια όλων καρφωμένα στον Κύρο, είδαμε ότι είχε προβάλει από το ρεύμα η κοιλιά του αλόγου του - ύστερα η ουρά του, ο ταρσός του, ενώ με μια τελική κίνηση ο πρίγκιπας ανάγκασε το άλογο του να καλπάσει. Και οι εξακόσιοι, όμως, βγήκαν στα ρηχά στην απέ­ναντι μεριά, σκορπίζοντας ένα σύννεφο από σταγόνες και βγά­ζοντας ουρανομήκη κραυγή που μπορέσαμε να την ακούσουμε καθαρά πάνω από τον πάταγο του νερού που κυλούσε ορμητικά μπροστά μας σε μήκος οχτακοσίων περίπου μέτρων.

Ανταποκριθήκαμε με ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό - σηκώνο­ντας ο καθένας τις γροθιές του, το δόρυ, την περικεφαλαία, πα­νηγυρίζοντας για τον πιο αξιόλογο οιωνό που είχαμε δει μέχρι τότε από τους θεούς: ο ισχυρός Ευφράτης, που οι ντόπιοι θεω­ρούσαν αδιάβατο χωρίς πλοία, είχε σημάνει ότι η αισχρή πυρ­πόληση της γέφυρας από τον Αβροκόμα ήταν μια μάταιη προ­σπάθεια. Ακόμα κι ο ίδιος ο ποταμός άνοιγε δρόμο για το στρα­τό του πρίγκιπα.

ΑΝΑΒΑΣΗ 189

Καθώς προχωρούσαμε, είχαμε τον Ευφράτη στα δεξιά μας, αν και κατά διαστήματα εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους ήμα­στε αναγκασμένοι ν' απομακρυνθούμε ολόκληρα χιλιόμετρα από την κοίτη του. Ένα μήνα αφότου τον είχαμε διαβεί, επιλέγαμε σιωπηλά το δρόμο μας μέσα στο καταραμένο αυτό έδαφος, όπου ο περσικός θεός ήλιος Αχούρα Μάζντα βασάνιζε τη γη με εκτυ­φλωτικό φως και τυραννική ζέστη τη μέρα, ενώ τη νύχτα έπαιρνε τη θέση του κάποια διαβολική σεληνιακή θεότητα, η οποία επω­φελούμενη από την προσωρινή απουσία του συναδέλφου της από τον ουρανό έστελνε σκοτάδια τόσο παγερά, όσο η σκυθική βαρυ­χειμωνιά, που βασάνιζαν στον ύπνο τους στρατιώτες. Τα ξύλα των αμαξών ξεραίνονταν και ζάρωναν τόσο, ώστε οι σφήνες και οι ε­νώσεις ξέφευγαν από τους αρμούς τους και οι ακτίνες των τροχών κροτάλιζαν και γύριζαν παράταιρα στους στρόφαλούς τους, εκτός και τις έδεναν με νωπά δέρματα ή τις στερέωναν με βότσαλα που σφήνωναν μέσα στα κενά. Η γη ήταν τόσο επίπεδη και καυτή σαν αμόνι σιδηρουργού και η ζέστη σηκωνόταν κατά κύματα στον ο­ρίζοντα, εμποδίζοντας ακόμα και τα δέντρα να μεγαλώσουν, μια και τίποτα δεν μπορούσε να επιβιώσει εκτός από παραμορφωμέ­νους, κατσιασμένους μικρούς θάμνους, που δεν επαρκούσαν καν για μικρές φωτιές για την προετοιμασία του φαγητού του στρατού, και αξιοθρήνητα, κολλημένα στο έδαφος, χορταράκια.

Ακόμα και τριπλάσια να ήταν τα εκατόν εβδομήντα χιλιόμε­τρα, αυτή η αραιή χορτονομή μάς ήταν απόλυτα ανεπαρκής κι έ­τσι δεκάδες υποζύγια πέθαιναν από ασιτία. Το έδαφος ήταν γυ­μνό και τα δημητριακά είχαν τελειώσει. Η αγορά που διατηρού­σε το τσούρμο που ακολουθούσε το στρατόπεδο του Κύρου επέ­βαλε εξωφρενικές τιμές - ορισμένοι από αυτούς είχαν εμπορικό ταλέντο κι αποδείχτηκαν ικανότεροι σε τρόπους ανεφοδιασμού απ' ό,τι οι επιτελάρχες μας. Έτσι με εξήντα δραχμές μόλις που μπορούσες ν' αγοράσεις μια ξινισμένη γαϊδουροκεφαλή. Ζητια­νεύαμε πολύ πριν βγούμε από την έρημο κι οι περισσότεροι εί­χαν αναγκαστεί να ροκανίζουν το ισχνό, πετσιασμένο κρέας των μουλαριών και των ταύρων που είχαν πεθάνει από πείνα ή δίψα καθ' οδόν. Μόνο οι καμήλες της σκευοφόρου του Κύρου έδειχναν

190 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ευχαριστημένες, αν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο για καμήλες, μια κι είναι τόσο κακόβουλα πλάσματα.

Ο Ξενοφώντας φιλοσοφούσε την κατάσταση και κάποια στιγ­μή τον έπιασα ακόμα και να χαμογελάει, καθώς άκουγε κάποιο Σπαρτιάτη στρατηγό, τον Χειρίσοφο,* να παραπονιέται πικρά για την τιμή στην οποία είχε αναγκαστεί να πληρώσει το στάρι.

«Γιατί γελάς;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο αξιωματικός. «Θυμήθηκα ένα φίλο μου στην Αθήνα, τον Χαρμίδη»,** απά­

ντησε ο Ξενοφώντας. «Τον θυμάμαι», παρενέβη ο Μένωνας που περνούσε τυχαία

και σταμάτησε ν' ακούσει, «από τις συζητήσεις του Σωκράτη στην αγορά. Ο άνθρωπος αυτός τελικά συνήθιζε να καυχιέται για τη φτώχεια του - έλεγε ότι ήταν πολύ περήφανος που δεν ήταν πια δούλος του πλούτου του».

«Ανόητος ήταν», είπε ο Χειρίσοφος. «Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι είναι καλύτερα να ζει σαν ζητιάνος παρά σαν πλούσιος;»

Ο Ξενοφώντας γέλασε. «Το έκανε στην πραγματικότητα, για χάρη του επιχειρήματος». Το επιχείρημα για το επιχείρημα πόρ­ρω απείχε των γνώσεων του ανυπόμονου Σπαρτιάτη. «Ο Σωκρά­της επαινούσε την ιδέα της πενίας. "Μια σπουδαιότατη αξία", θα έλεγε. "Δεν προκαλεί καθόλου ζήλια ή ανταγωνισμό, δεν απαιτεί καμιά προστασία για να διατηρηθεί ασφαλής και προοδεύει μό­νο από την αμέλεια"».

Ο Χειρίσοφος απλώς μας κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Ποιος στη ευχή είναι τέλος πάντων αυτός ο Σωκράτης;» ρώτησε

* Ο Χειρίσοφος είχε σταλεί από τη Σπάρτη προς βοήθεια του Κύρου εναντίον του Αρταξέρξη με εφτακόσιους ή οχτακόσιους οπλίτες. Κατά τον Διόδωρο ο Χειρίσοφος ανέλαβε, μετά τη δολοφονία των στρατηγών, την αρχηγία των Μυ­ρίων μαζί με τον Ξενοφώντα για να τους οδηγήσει στην Ελλάδα. Δεν πρόλαβε να ξαναδεί την πατρίδα του, γιατί πέθανε άρρωστος στο λιμάνι της Κάλπης, στο Βυζάντιο. (Σ.τ.Μ.) ** Χαρμίδης: γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Αθήνας του 5ου αι. π.Χ., υπήρξε πιστός φίλος του Σωκράτη και διακρινόταν τόσο για την ωραιότητα του όσο και για τα πνευματικά χαρίσματα και τη σεμνότητα του. Αποτελεί και το κύριο πρόσωπο του ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου που πραγματεύεται τη σω­φροσύνη. (Σ.τ.Μ.)

ΑΝΑΒΑΣΗ 191

κι απομακρύνθηκε βαριά, κουνώντας το κεφάλι του για την α­μάθεια μας.

Ήταν συνήθεια του Κύρου να συσκέπτεται με τον καθένα από τους ανώτερους αξιωματικούς ξεχωριστά, όταν προέβλεπε κά­ποια σοβαρή σύγκρουση, γνωρίζοντας ότι θα αισθάνονταν πιο ε­λεύθεροι να εκφράσουν τις πραγματικές τους απόψεις μόνοι πα­ρά ομαδικά. Όταν ο γραφέας του ήταν ανίκανος να εργαστεί κά­ποια μέρα λόγω ασθένειας, ο Πρόξενος μου ζήτησε να τον συνο­δεύσω σε μια συνάντηση που τον είχε καλέσει ο Κύρος. Μπαίνο­ντας στη σκηνή του πρίγκιπα, με την οποία τώρα είχα εξοικειω­θεί, περίμενα μερικά λεπτά για να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι κι ύστερα άρχισα να κοιτάζω γύρω μου άπληστα αλλά διακριτικά, μήπως διακρίνω φευγαλέα την Αστερία. Αποζημιώ­θηκα αμέσως από ένα γρήγορο χαμόγελο από τη γωνία, όπου την είδα να κάθεται ήσυχα πάνω σε ένα μαξιλάρι, απασχολημένη με το ράψιμο ενός λεπτού κομματιού κεντήματος. Ήταν σχεδόν α­όρατη μέσα στις σκιές, αφού το σταρένιο δέρμα της ίσα που ξε­χώριζε μέσα στο μαυρισμένο από την κάπνα καραβόπανο των τοιχωμάτων της σκηνής. Μόνο το ασπράδι των μεγάλων, καθα­ρών ματιών της μαρτυρούσε τυχαία την παρουσία της, καθώς κα­τά καιρούς τα κάρφωνε σβέλτα στη συζήτηση που γινόταν στο μπροστινό μέρος της σκηνής, προτού τα επαναφέρει και πάλι στη δουλειά της.

«Καταλαβαίνω, Πρόξενε», είπε ο Κύρος ύστερα από κάποιο προεισαγωγικό αστείο, «ότι είχες την ευκαιρία να πολεμήσεις ε­ναντίον κάποιων Περσών μισθοφόρων σε μία από τις εκστρατεί­ες σου στην Ιωνία. Έμαθες τίποτα που πιστεύεις ότι θα μπορού­σε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του βασιλιά;»

Ο Πρόξενος σκέφτηκε μια στιγμή, καθώς κατέγραψα βιαστι­κά σημειώσεις πάνω στις κερωμένες μου πλάκες και παράλληλα έριχνα φευγαλέες ματιές στην Αστερία πίσω από τον πρίγκιπα. «Με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, κύριε», είπε, «δεν πολέμησα πραγματικά με Πέρσες, αλλά μάλλον ανέκρινα κάποιον που εί-

192 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χαμε πιάσει αιχμάλωτο και ο οποίος έτυχε να είναι πρώην μέλος της προσωπικής φρουράς του βασιλιά, ένας από τους Αθανάτους του. Είχε πέσει σε δυσμένεια για κάποιο λόγο και παρείχε τις υ­πηρεσίες του ως αξιωματικός. Γίναμε πραγματικά φίλοι, μέχρι ε­νός σημείου».

Ο Κύρος τέντωσε το κορμί του από ενδιαφέρον. «Όπως γνωρίζεις», συνέχισε ο Πρόξενος, «οι Αθάνατοι του βα­

σιλιά είναι εξαιρετικά εκπαιδευμένοι - πιθανόν οι καλύτερα εκ­παιδευμένοι φυλακές και ιππείς σε όλο τον κόσμο. Αυτό αποτε­λεί τη δύναμη αλλά και την αδυναμία τους ταυτόχρονα. Σύμφω­να με αυτό το άτομο, οι Αθάνατοι είναι τόσο πειθαρχημένοι, ώστε είναι άκαμπτοι. Παραλύουν χωρίς συγκεκριμένες εντολές από το βασιλιά».

Ο Πρόξενος το άφησε αυτό κατά μέρος για ένα λεπτό. Ο Κύ­ρος ήξερε καλά τους Αθανάτους, φυσικά, αφού κι ο ίδιος είχε εκ­παιδευτεί και μεγαλώσει μαζί τους κι είχε και δική του τέτοια ο­μάδα, ως σωματοφυλακή, αλλά αυτό ήταν μια άποψη που δεν την είχε σκεφτεί.

«Ολόκληρος ο κόσμος τρομοκρατείται από τους Αθανάτους», είπε ο Πρόξενος, «και ο βασιλιάς Αρταξέρξης έχει έξι χιλιάδες α­πό αυτούς - απόλυτα αφοσιωμένους στον κύριο τους, έτοιμους να πεθάνουν γι' αυτόν μέσα σε μια στιγμή. Ο μόνος τρόπος για να τους καταφέρεις είναι να σκοτώσεις την κεφαλή, τον ίδιο το βα­σιλιά δηλαδή. Ένα θαρραλέο χτύπημα για να βγει από τη μέση ο βασιλιάς -ακόμα και με μικρότερη δύναμη, ίσως ένας μόνο που θα φέρει σε πέρας μια αποστολή αυτοκτονίας- και ολόκληρη η ομάδα των Αθανάτων θ' ακινητοποιηθεί και, βλέποντας κάτι τέ­τοιο, όλος ο περσικός στρατός θα τραπεί σε φυγή».

Ο Κύρος κάθισε αποσβολωμένος, βυθισμένος στις σκέψεις του. Η βελόνα της Αστερίας δούλευε πιο αργά τώρα, ενώ τα μά­τια της καρφώθηκαν διάπλατα πάνω στον πρίγκιπα, προκαλώντας μου μεγάλο εκνευρισμό. Ο Πρόξενος, όμως, παρ' όλα αυτά δεν είχε τελειώσει.

«Το ίδιο συμβαίνει και με το στρατηγό του βασιλιά, τον Τισ­σαφέρνη», είπε. Ο Κύρος άρχισε να βγαίνει από το ονειροπόλη-

ΑΝΑΒΑΣΗ 193

μά του με την αναφορά του μισητού ονόματος. «Καταλαβαίνω ό­τι παρά τους παλικαρισμούς του είναι βασικά δειλός. Του αρέσει να καυχιέται, να φαίνεται καλός, αλλά όταν έρθει αντιμέτωπος με μια αποφασισμένη δύναμη, ακόμα και μικρότερη, ζαρώνει σαν παιδί που αντικρίζει το ζωστήρα του πατέρα του».

Μια ξαφνική κίνηση έγινε στη γωνία πίσω από τον Κύρο κι εί­δα την Αστερία να πιπιλάει προσεκτικά το δάχτυλο της εκεί που το είχε τρυπήσει με τη βελόνα. Η προσοχή της διασπάστηκε, αλ­λά προτού ξαναγυρίσει στο ράψιμό της την είδα να καρφώνει έ­να βλέμμα όχι σε μένα ή τον πρίγκιπα, αλλά αλάθητα στον Πρό­ξενο που στεκόταν δίπλα στον Κύρο. Ακόμα και μέσα στο ημίφως της σκηνής, μπορούσα να δω τα μάτια που έσταζαν δηλητήριο.

Ο πρίγκιπας εξακολούθησε να σκέφτεται για πολλή ώρα, χω­ρίς να βγάλει κουβέντα. Η Αστερία, πάντως, δεν ξανασήκωσε τα μάτια από το ράψιμό της κι ο Κύρος, τελικά, μας επέτρεψε να φύ­γουμε.

5

ΤΑ ΖΩΑ ΜΑΣ ΥΠΕΦΕΡΑΝ ΤΡΟΜΕΡΑ στην πορεία και πέθαιναν ομα­δικά, παρόλο που η έρημος παρείχε κάποια τροφή σε χιλιάδες ά­γρια πλάσματα. Θα μπορούσε να είναι παράδεισος για κάποιο κυ­νηγό, αλλά ελάχιστοι από εμάς είχαν τη δύναμη να κυνηγήσουν τα θηράματα. Μας παρακολουθούσαν συνέχεια, σχεδόν μας συ­ντρόφευαν στρατιές ολόκληρες από ταχύποδες ονάγρους, αγριό-γαλους και γαζέλες, όπως και στρουθοκαμήλους που οι άντρες άρχισαν να τις αποφεύγουν, όταν κάποιος σκοτώθηκε από κλο­τσιά που δέχτηκε στο κεφάλι. Οι ντόπιοι οδηγοί μάς έλεγαν ι­στορίες για κάποιο μυστηριώδες χωριό στην έρημο με γουρονό-μορφους κατοίκους, από το οποίο δε γύριζαν ποτέ στα καλά τους όσοι ταξιδιώτες έχαναν το δρόμο τους. Αψηφούσα αυτού του εί­δους τους χωριάτικους μύθους και μερικές φορές κυνηγούσα ο­νάγρους που έδειχναν να είναι ο ευκολότερος στόχος απ' όλα τα ντόπια ζωντανά. Έτρεχαν ταχύτερα από τα άλογα μας, πάντως, αφήνοντας με τόσο πίσω, ώστε μπορούσαν να σταματήσουν ξαφ­νικά και να σταθούν ακίνητα για ένα λεπτό, σαν να με κορόι­δευαν και να με προκαλούσαν να τα πλησιάσω περισσότερο. Αλλά μόλις το επιχειρούσα, έφευγαν και πάλι, παραμένοντας πάντα ε­κτός βολής. Έπειτα από επίπονη προσπάθεια και λάθη, ανακαλύ­ψαμε ότι μπορούσαμε να τα σκοτώσουμε αν ιππείς έπαιρναν θέ­σεις κατά διαστήματα και τα κυνηγούσαν εναλλακτικά, ώσπου ο όναγρος που είχαμε βάλει στο στόχαστρο έπεφτε κάτω απλώς α­πό εξάντληση. Στο διάστημα, όμως, αυτό θα είχαμε εξαντλήσει πέντε ή έξι από τα δικά μας άλογα και άντρες, άρα επρόκειτο για έναν ελάχιστα αποτελεσματικό τρόπο προμήθειας κρέατος για το στρατό.

ΑΝΑΒΑΣΗ 195

Μια τέτοια καταδίωξη ενός κοπαδιού ονάγρων με οδήγησε χι­λιόμετρα μακριά από το κύριο σώμα του στρατού, σε ένα τραχύ έδαφος με ένα απότομο φαράγγι, όπου το άλογο μου παραπάτη­σε σε μια τρύπα. Το πόδι του έσπασε σαν καλαμάκι και με πέ­ταξε πάνω από το κεφάλι του σε κάτι κοφτερά βράχια. Πρέπει να έμεινα αναίσθητος αρκετή ώρα, γιατί, όταν συνήλθα, ο ήλιος βρι­σκόταν χαμηλά στον ορίζοντα και δεν υπήρχαν πουθενά οι σύ­ντροφοι μου. Είχαμε παραταχθεί αραιά σύμφωνα με το περιοδι­κό σύστημα καταδίωξης και πιθανόν να μην είχαν καταλάβει πα­ρά ώρες αργότερα ότι δεν ήμουν πια μαζί τους. Το κεφάλι μου με κοπανούσε σαν σφυρί σε αμόνι από την πτώση μου αλλά και από τη ζέστη που με χτυπούσε όλο το απόγευμα και σε μια πολύ απερίσκεπτη στιγμή άδειασα ολόκληρο το φλασκί με το νερό, πί­νοντας λαίμαργα τη μια στιγμή και στη συνέχεια χύνοντας το υ­πόλοιπο γλυφό νερό του Ευφράτη πάνω στο πονεμένο κεφάλι μου, βρίσκοντας ελάχιστη ανακούφιση.

Το άλογο κειτόταν στο έδαφος λίγο πιο πέρα, ουρλιάζοντας σαν παιδί και με σπασμούς από τη ζέστη και τον πόνο από το συντρι­πτικό κάταγμα στο πόδι του. Έπρεπε να θανατωθεί, πράγμα που έκανα με πόνο και κάποια δυσκολία, θρυμματίζοντας το κρανίο του με ένα βράχο. Ύστερα σκαρφάλωσα ως την κορφή του γκρεμού για να βρω τον προσανατολισμό μου και με το τελευταίο φως της μέρας πίστεψα ότι διέκρινα το σύννεφο σκόνης που σήκωνε πέρα μακριά ο στρατός, καθώς διέσχιζε την έρημο. Τράβηξα προς ε­κείνη την κατεύθυνση, συνοδευόμενος από τον όλο και πιο μακρύ μαύρο σωσία μου, και συνέχισα να βαδίζω με επιμονή το μεγαλύ­τερο μέρος της νύχτας. Με καθοδηγούσαν τα αστέρια και σταμά­τησα μόνο λίγο για να ξαποστάσω κοντά στους μισοθαμμένους σκελετούς τριών μουλαριών από κάποιο προγενέστερο καραβάνι ταξιδιωτών. Τα κόκαλα τους ήταν τόσο άσπρα και καθαρά, που έ­μοιαζαν σχεδόν πυρακτωμένα κάτω από το φεγγαρόφωτο.

Το άλλο πρωί, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, είδα ξανά το σύννεφο της σκόνης - αλλά με φόβο συνειδητοποίησα ότι βρισκόταν στην ίδια απόσταση όπως και το προηγούμενο βράδυ και ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν σε καμιά περίπτωση σκόνη, αλλά η συ-

196 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

νηθισμένη θολούρα του ορίζοντα, την οποία προκαλούσαν τα κύ­ματα ζέστης που ανέβαιναν από την άμμο και τους βράχους. Φο­βόμουν και διψούσα τρομερά, μια και παρά το ολονύκτιο τρέξι­μο δεν είχα πιει ακόμα τίποτε, αφότου είχα στραγγίξει το τελευ­ταίο μου νερό το προηγούμενο απόγευμα. Προς το μεσημέρι έ­νιωσα ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω παραπέρα και, βρίσκο­ντας ένα υποτυπώδες καταφύγιο από τον ανελέητο ήλιο σε ένα μι­κρό πέτρινο χαντάκι, βούλιαξα εκεί κάτω και περίμενα να πε­θάνω.

Το πρωί ξύπνησα από τον αχνό ήχο κουδουνιών. Το στόμα μου μύριζε απαίσια και το ένιωθα σαν μαλλιασμένο και το δέρ­μα μου ζεστό κι ευαίσθητο στην αφή. Κατάλαβα αμυδρά ότι είχα πυρετό και ότι θα πρέπει να τον είχα αρκετό χρόνο, ίσως ώρες, γιατί στο παραλήρημα και την ανησυχία μου είχα σκίσει τα λιγο­στά ρούχα που φορούσα και τώρα κείτονταν κομματιασμένα δί­πλα μου, μέσα στη σκόνη. Κοίταξα κάμποσο τον απέραντο, στεί­ρο ουρανό, προσπαθώντας να καθαρίσω το μυαλό μου, να βρω τον προσανατολισμό μου, κι αναρωτιόμουν γιατί δεν είχα πεθάνει α­κόμα, όταν ξανάκουσα τον ήχο, το μακρινό χτύπο κουδουνιών.

Στάθηκα τρέμοντας στα πόδια μου και κοίταξα γύρω, αλλά δεν μπόρεσα να δω πολλά πράγματα έτσι στριμωγμένος που ή­μουν στο χαντάκι. Τα γόνατα μου έτρεμαν, η τάση για εμετό γαρ­γαλούσε και πάλι το λαιμό μου. Συνειδητά και προσεκτικά τοπο­θέτησα τα πόδια μου σε φυσικές προεξοχές στον γκρεμό και σπρώχνοντας έφτασα μέχρι την κορυφή. Η απόσταση ήταν ίση με ένα ανθρώπινο κεφάλι, αλλά, εξαιτίας της αδυναμίας μου, μου φάνηκε σαν την κορυφή του Ολύμπου. Σωριάστηκα με την κοι­λιά, έμεινα εκεί για λίγα λεπτά, πασχίζοντας να εστιάσω τα μά­τια μου, ώσπου κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και ν' ανι­χνεύσω θολά το γύρω χώρο για ν' ανακαλύψω την πηγή του ήχου.

Δεν ήταν δύσκολο να τη βρω. Καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα τριγύριζε ένα μικρό κοπάδι γαριασμένα πρόβατα. Το βρόμικο τρίχωμα τους είχε μια κρούστα από χώμα και αγκάθια της ερή­μου και τα μάτια τους κοίταζαν κάτω από τις ακούρευτες μπού­κλες της μάλλινης προβιάς τους που κάλυπτε τη μουσούδα τους,

ΑΝΑΒΑΣΗ 197

καθώς περιφέρονταν ήρεμα σε ένα ελάχιστα ορατό μονοπάτι α­νάμεσα στα χαλίκια. Η έντονη, ταγκή μυρουδιά της άπλυτης προ­βιάς τους παρασυρόταν προς το μέρος μου, δίνοντας μου μια πα­ράξενη αίσθηση παρηγοριάς. Τα πρόβατα αγνοούσαν ή δεν εν­διαφέρονταν για την παρουσία μου και συνέχισαν τα απαλά βε­λάσματα και τα κουδουνίσματα τους, λες και δεν είχα μεγαλύτε­ρη αξία από ένα κούτσουρο ή κάποιο μαραζωμένο θάμνο της ε­ρήμου.

Δε συνέβη το ίδιο όμως με την κυρά τους. Το νεαρό κορίτσι, που φορούσε ένα φαρδύ και βρόμικο ρούχο στο ίδιο χρώμα με τα πρόβατα της κι ένα λεπτό λινό κουρέλι δεμένο χαλαρά στο κε­φάλι της σαν αντήλιο, δεν μπορεί να ήταν πάνω από δώδεκα, δε­κατριών χρόνων. Συνόδευε το κοπάδι της στο πλάι, παράλληλα με το χαντάκι μου, και τώρα στεκόταν λιγότερο από τέσσερα μέτρα μακριά μου, κοιτάζοντας με βουβή κατάπληξη τον τεράστιο γί­γαντα με τα απλανή μάτια που είχε ξεφυτρώσει μπροστά της ο­λόγυμνος, προφανώς μέσα από την ίδια τη γη. Δεν είχα καν την ετοιμότητα να σκεπάσω τη γύμνια με τα χέρια μου ή να της ζη­τήσω με μια κίνηση μια γουλιά νερό από το φλασκί που είδα κρε­μασμένο από τον ώμο της, γιατί η σκοτοδίνη που με τύλιξε από­τομα περιόρισε αμείλικτα την όραση μου σε μια μικρή τρύπα, έ­να μικρό κύκλο, και επικεντρώθηκε στο μουσκεμένο φλασκί με το νερό ακριβώς μπροστά μου. Προχώρησα βαριά προς το μέρος της, με τεντωμένα τα χέρια, σαν τυφλός, ενώ άκουγα το λαχάνια­σμα και τις στριγκλιές της λες κι έρχονταν από πολύ μακριά, κι ύστερα ακόμα και η οξύτατη θέα του φλασκιού μαύρισε και χά­θηκε.

Ξύπνησα λες και γύριζα από εκείνη την ίδια απίθανη από­σταση, με το αγωνιώδες θρηνολόγημα του κοριτσιού να ηχεί α­κόμα στ' αφτιά μου, κι έμεινα ακίνητος αρκετή ώρα, με τα μάτια κλειστά, προσπαθώντας να εκτιμήσω τη θέση μου από την αί­σθηση της ωμοπλάτης μου από κάτω και του βάρους του υφά­σματος που με σκέπαζε από πάνω. Το στόμα μου μύριζε σαν πο-ντικοφωλιά με ψόφια ποντίκια. Οι θρήνοι συνεχίζονταν κι άνοι­ξα επιφυλακτικά τα θολά και κατακόκκινα μάτια μου.

198 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Η λιγδιασμένη δερμάτινη σκηνή ήταν μικρή και άδεια και μπόρεσα να δω από το ανοιχτό παραπέτασμα ότι είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Μια χαμηλή φωτιά από ξεραμένη κοπριά προβά­των τρεμόπαιζε ακριβώς απέξω κι άκουσα τους ανακουφιστικούς ήχους ανθρώπων που έσερναν τα πόδια τους και κουβέντιαζαν καθώς έκαναν τις δουλειές τους. Το θρηνολόγημα δεν έμοιαζε να προέρχεται από φόβο ή αγωνία, όπως είχα υποθέσει αρχικά, ό­ταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ενώ έκαιγα από πυρετό, αλλά ή­ταν μάλλον το γαλήνιο μουρμούρισμα κάποιας που καθόταν ή­συχα στην απέναντι γωνία της σκηνής κι έτριβε κάτι μέσα σ' ένα πέτρινο γουδί. Την κοίταζα ακίνητος μέσα στο μισοσκόταδο, πα­ρατηρώντας αυτή τη φορά τα μακριά μαύρα μαλλιά της πλεγμέ­να με περίτεχνο τρόπο και πιασμένα γύρω από το κεφάλι της και το φαρδύ φόρεμα της, το ίδιο που την είχα δει να φοράει πρω­τύτερα. Το φόρεμα κάλυπτε εντελώς τους ώμους, την πλάτη και τα πόδια της, εντελώς διαφορετικό από τον ελαφρύ και αέρινο χι­τώνα που φορούν οι Αθηναίες τις καλοκαιρινές νύχτες.

Στο πρόσωπο του κοριτσιού είχαν αρχίσει να διαγράφονται κάποια αμυδρά γυναικεία χαρακτηριστικά, αν και διατηρούσε α­κόμα την απαλή, όλο εμπιστοσύνη αθωότητα ενός παιδιού. Η έκ­φρασή της, καθώς έξυνε ελαφρά κι έτριβε, έδειχνε ότι ήταν από­λυτα απορροφημένη από την απλή δουλειά που εκτελούσε και ευχαριστημένη από την πρόοδο της. Μετακινήθηκα ελαφρά και το μουρμουρητό της σταμάτησε, όταν κοίταξε προς το μέρος μου, μένοντας ακίνητη προς στιγμήν, λες και τρόμαξε για δεύτερη φο­ρά, την ίδια μέρα, αντικρίζοντας με. Αυτή τη φορά, όμως, το πρό­σωπό της φωτίστηκε από ένα ευχαριστημένο χαμόγελο και ση­κώθηκε γρήγορα για να έρθει κοντά μου, γονατίζοντας στο πλάι μου. Σήκωσε το ασκί με το νερό που βρισκόταν πιο δίπλα κι α­φού αφαίρεσε το πώμα έφερε το στόμιο στο στόμα μου για να μου δώσει να πιω. Έπιασα το ασκί και κατέβασα άπληστα μεγά­λες γουλιές, αλλά μου το τράβηξε μακριά γελώντας και βγάζο­ντας μια απαλή κραυγή που έμοιαζε με διαμαρτυρία κι ύστερα πήρε το ασκί μαζί της, καθώς γλίστρησε έξω από το άνοιγμα της σκηνής.

ΑΝΑΒΑΣΗ 199

Άκουσα έκπληκτες φωνές απέξω και ύστερα τα παραπετά­σματα της σκηνής άνοιξαν και μπήκαν μέσα στο μικρό δωμάτιο αρκετοί άνθρωποι. Ήταν κοντοί και ισχνοί και όλοι τους, άντρες και γυναίκες αδιακρίτως, φορούσαν ρούχα από το ίδιο άγριο, βρόμικο ύφασμα. Το πιο περίεργο ήταν ότι τα χέρια και τα πρό­σωπα τους ήταν τελείως καλυμμένα με λερωμένα κουρέλια, σαν για να προστατεύονται από τη ζέστη και τη σκόνη της ερήμου. Μόνο τα μαύρα διαπεραστικά τους μάτια ήταν ορατά μέσα από τα πολύπλοκα καλύμματα. Κουβέντιαζαν ήρεμα με την ακατα­νόητη, όλο λαρυγγισμούς γλώσσα τους, καθώς κοίταζαν το ξα­πλωμένο κορμί μου κάτω από την κουβέρτα. Μια γριά γυναίκα μπήκε, η μόνη με ακάλυπτο πρόσωπο, με μια μορφή τόσο ρυτι­δωμένη εκ πρώτης όψεως και τόσο σταφιδιασμένη σαν της Πυ­θίας. Όταν έσκυψε από πάνω μου στο μισοσκόταδο, όμως, και την κοίταξα από πιο κοντά μέσα στη θολούρα του πυρετού μου, το πρόσωπο της απέκτησε τρομακτικά χαρακτηριστικά: μαύρα γυαλιστερά μάτια τοποθετημένα όχι πάνω από μια μύτη, αλλά μάλλον πάνω από δύο ανοιχτά ρουθούνια, όπως το τελείωμα της μουσούδας αγριογούρουνου, και δόντια που πρόβαλαν γυμνά μέ­σα από ένα αποκρουστικό γέλιο, λες και προεξείχαν τόσο, που τα λεπτά χείλη ήταν ανίκανα να τα καλύψουν. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου κι επέβαλα στον εαυτό μου να ξαναβρεί τη διαύ­γειά του και να ξεφύγει από αυτό το όραμα των γουρουνάθρω-πων, όπως κάνει κάποιος που ονειρεύεται, αλλά ξέρει ότι ονει­ρεύεται και μέσα στο όνειρό του προστάζει τον εαυτό του να ξυ­πνήσει.

Η γυναίκα πέρασε το χέρι της πάνω από το πρόσωπο και το μέτωπό μου, πάνω ακριβώς από το δέρμα μου, αλλά χωρίς να το αγγίζει - ψάχνοντας, υποθέτω για ενδείξεις πυρετού. Όταν, ό­μως, άνοιξα ανήσυχος τα μάτια μου και πάλι, δεν είδα ένα γυ­ναικείο χέρι, αλλά το στρογγυλεμένο, κοντόχοντρο πόδι ενός γου-ρουνιού, ξεθωριασμένο και παραμορφωμένο, να περνά πέρα δώ­θε μπροστά από το πρόσωπό μου. Προφανώς ανίχνευε τη ζέστη του πυρετού που έβγαινε από το δέρμα μου, αφού στράφηκε στο κορίτσι που ζυγιαζόταν πάνω από τον ώμο της και του είπε κάτι

200 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σε έντονο τόνο, κάνοντάς το να φύγει τρέχοντας από τη σκηνή. Στη συνέχεια η γριά γουρουνογυναίκα τράβηξε απαλά τη λεπτή κου­βέρτα από το σώμα μου, αφήνοντας με και πάλι εκτεθειμένο σε απόλυτη γύμνια, προκαλώντας την προφανή κατάπληξη των πα­ρατηρητών μέσα στη σκηνή που τα μάτια τους διέτρεχαν από πά­νω ως κάτω τα μέλη μου και οι φωνές τους περιορίστηκαν σε ψί­θυρους. Ανακάθισα κι επιχείρησα αδύναμα να ξανασκεπαστώ με την κουβέρτα, αλλά ένα ξαφνικό κύμα ζάλης και ναυτίας με κα­τέκλυσε κι έγειρα και πάλι πίσω γρήγορα, καταλήγοντας απλά ό­τι έπρεπε να υπομείνω τον εφιάλτη, ώσπου να έρθει το παρήγο­ρο φως της αυγής.

Το κορίτσι επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα κρατώντας ένα πήλινο βάζο με μια ουσία που μύριζε σαν ξίδι, αλλά με εντονότε­ρη, πιο ταγκή οσμή, που θύμιζε τα βρόμικα πρόβατα τα οποία βο­σκούσε πρωτύτερα. Στη συνέχεια έχυσε άφθονη από αυτή την ου­σία πάνω σε μερικά φρεσκοπλυμμένα κουρέλια που πήρε από έ­να καλάθι στη γωνία. Μη δίνοντας σημασία στις αδύναμες δια­μαρτυρίες μου, το κορίτσι σφούγγισε απαλά όλο μου το σώμα μ' αυτό το φάρμακο, ανασηκώνοντας τα μέλη μου και καθαρίζοντας δίπλες και σχισμές, καθώς η γουρουνογυναίκα τις έδινε εντολές. Η μυστηριώδης ιαματική ουσία δρόσισε και απάλυνε τα ερεθι­σμένα μου εξανθήματα, όπως όταν βγαίνει κανείς από το μπάνιο βρεγμένος και αισθάνεται μια δροσιστική ανατριχίλα πάνω στο νωπό κορμί του. Κουβέντιαζαν ήρεμα μεταξύ τους, την ώρα που εκτελούσαν το έργο τους, η γυναίκα υποδεικνύοντας σημεία που είχε παραλείψει το κορίτσι και γελώντας τρυφερά με τις περίερ­γες ερωτήσεις του, ενώ εγώ ανοιγόκλεινα εναλλάξ τα θαμπά, πρη­σμένα μάτια μου, από φόβο και περιέργεια, προσπαθώντας απε­γνωσμένα ν' ανακτήσω καθαρή όραση. Τελικά, κατέφυγα στις άλ­λες αισθήσεις μου, ειδικά στα αφτιά μου, επιχειρώντας να μα­ντέψω τι να έλεγαν τάχα οι δύο γυναίκες. Το κορίτσι επαναλάμ­βανε συνέχεια μια λέξη όταν κοίταζε τη γριά, μια προσφώνηση που θεώρησα ότι σημαίνει «γιαγιά» ή κάτι αντίστοιχο, ενώ η γριά σε απάντηση επαναλάμβανε μια λέξη επίσης: το όνομα του κορι­τσιού, Ναζίκ.

ΑΝΑΒΑΣΗ 201

Σ' αυτή την κατάσταση έμεινα δύο μέρες και δύο νύχτες, αν και αυτό το ξέρω μόνο επειδή το πληροφορήθηκα αργότερα από τους συντρόφους μου. Ο δικός μου υπολογισμός του χρόνου ήταν μπερ­δεμένος, μια και παράπαια μεταξύ παραληρήματος και διαύγει­ας, τρόμου και εξάντλησης. Η Ναζίκ ύγραινε υπάκουα το σώμα μου με τη δροσιστική ουσία αρκετές φορές τη μέρα, ενώ δύο α­πό τους άντρες, τους οποίους πέρασα για πατέρα και αδερφό της Ναζίκ, έμπαιναν περιστασιακά για να δουν πώς τα πάω, μερικές φορές με καλυμμένα τα πρόσωπα, άλλες πάλι με τις γουρουνί-σιες μουσούδες τους εκτεθειμένες, υποβάλλοντας μου απευθείας ερωτήσεις στη γλώσσα τους, στις οποίες δεν μπορούσα ν' απα­ντήσω, και προσφέροντας μου κομμάτια καπνιστής σαύρας ή κα-κοφτιαγμένες πίτες ψωμιού. Η γιαγιά τους έδιωχνε εκνευρισμέ­νη με φωνές, επιβάλλοντας μου τη δική της δίαιτα από μικρές δόσεις νερού που συμπλήρωναν μερικές κουταλιές από ένα είδος κρεατόσουπας που είχε φτιάξει η Ναζίκ. Η καλή αλλά άγρια μέ­θοδος θεραπείας της γιαγιάς, να με ταΐζει αλλά να μη με αγγίζει, ερχόταν σε αντίθεση με τα παρατεταμένα βλέμματα και τα δρο­σερά δάχτυλα του κοριτσιού που απέθετε απαλά στο μέτωπο μου μετά το πλύσιμο. Ορισμένες φορές, πάντως, η γριά τής μιλούσε έντονα, κάνοντας να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της, καθώς ση­κωνόταν κι έφευγε από τη σκηνή για να κάνει το θέλημα της για­γιάς της. Αδύναμος και μπερδεμένος καθώς ήμουν εκείνο το διά­στημα, πιέζομαι πολύ τώρα για να καταλάβω πόσα από αυτά που θυμάμαι είναι αλήθεια και πόσα είναι ένα απλό όνειρο του πυ­ρετού.

Το απόγευμα της τρίτης μέρας ξύπνησα από βαριές πατημα­σιές οπλών και φωνές αντρών. Αυτό το πρώτο κύμα αναστάτωσης έξω από τη σκηνή, όμως, το ακολούθησαν λίγο αργότερα κι άλ­λες φωνές, αυτή τη φορά αγωνίας, συνοδευόμενες από το σύρσι­μο οπλών και τη γρήγορη αποχώρηση των αλόγων που είχαν μό­λις φτάσει. Ο πυρετός μού είχε πέσειτώρα κι ένιωθα πολύ πιο ζω­ηρός, αν και τρομερά αδύναμος, όταν νόμισα ότι άκουσα τη βα­ριά φωνή του Πρόξενου που με καλούσε από μακριά και με με­γάλη προσπάθεια ανασηκώθηκα, ακουμπώντας στον αγκώνα μου.

202 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Το παραπέτασμα της σκηνής άνοιξε κι όρμησε μέσα η Ναζίκ με ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό της. Ακούμπησε το μέτωπό μου για να δει μήπως έχω πυρετό, με κοίταξε στα μάτια για να ελέγ-ξει αν είχα ανακτήσει τις αισθήσεις μου και έδειξε ευχαριστημέ­νη για μια στιγμή και με βοήθησε να πιω από το ασκί νερό. Έπει­τα από αυτό, μιλώντας σιγά στη γλώσσα της, μου έκανε νόημα να σηκωθώ, κάτι που έκανα πονώντας και τρέμοντας. Με έκπληξη παρατήρησα, σαν να ήμουν ένας παρείσακτος που παρακολου­θούσε αντικειμενικά τη σκηνή, ότι είχα χάσει κάθε ίχνος της ντρο­πής που ένιωθα πριν να εμφανίζομαι γυμνός μπροστά στο νεαρό κορίτσι. Εκείνη, πάντως, στύλωσε τα μάτια στο σώμα μου, λες και το παρατηρούσε για πρώτη φορά, και χαχανίζοντας σαν να ντράπηκε άρπαξε την κουβέρτα και την τύλιξε σεμνά γύρω από το στήθος μου, κάτω από τις μασχάλες, στερεώνοντας τη με μια οστέινη περόνη που τράβηξε από τα μαλλιά της. Ύστερα μου έ­κανε νόημα να σκύψω και να βγω από τη σκηνή.

Βγήκα τρεκλίζοντας και στάθηκα τυφλωμένος κάτω από το λαμπερό φως, ανήμπορος ακόμα να δω καθαρά με τα θολωμένα από τον ήλιο μάτια μου. Η Ναζίκ με οδήγησε αργά σε ένα μικρό αγκαθωτό δέντρο λίγα βήματα μακρύτερα και με στήριξε πάνω του, καθώς ο κόσμος γύριζε ιλιγγιωδώς γύρω μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα έξω από τη σκηνή και καθώς εξέταζα νωθρά το περιβάλλον με έκπληξη είδα ότι η σκηνή της Ναζίκ δεν ήταν το μόνο τέτοιο καταφύγιο, αλλά μάλλον αποτελούσε μέρος ενός μικρού νομαδικού χωριού από περίπου είκοσι σκηνές, όλες φτιαγμένες από το ίδιο λιγδιασμένο δέρμα, με μικρές φωτιές να καπνίζουν μπροστά από την καθεμιά. Δεν υπήρχε, όμως, κανένα σημάδι άλλων κατοίκων, γουρουνανθρώπων ή άλλων.

Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας άντρας από το πλάι, ένας άντρας γνωστός μου, αν και παράξενα φοβισμένος και μαζεμένος. Ανα­γνώρισα ότι ήταν ένας από τους ντόπιους διερμηνείς του Κύρου που μας είχε βοηθήσει πολύ εκείνες τις μέρες, μια κι ήταν από ε­κείνη την περιοχή της ερήμου και μιλούσε τις γλώσσες διαφόρων φυλών της. Στάθηκε μακριά μου και μιλώντας γρήγορα διέταξε έντονα τη Ναζίκ ν' απομακρυνθεί από κοντά μου, όπως και υπά-

ΑΝΑΒΑΣΗ 203

κουσε, απρόθυμα απ' ό,τι φάνηκε. Ύστερα απευθύνθηκε σε μέ­να με σπαστά ελληνικά.

«Θέο, ο Πρόξενος είναι εδώ, σε βρήκαμε. Θα έρθεις τώρα;» Το σαγόνι μου χαμήλωσε. Ήταν λοιπόν η φωνή του Πρόξε­

νου αυτή που είχα ακούσει να με καλεί λίγα λεπτά πριν. Κοίταξα μπερδεμένος το διερμηνέα.

«Πού είναι; Δεν ξέρω αν μπορώ να περπατήσω», είπα έπειτα από προσπάθεια. «Ζήτησε από τον Πρόξενο να έρθει εδώ, αλ­λιώς πρέπει να με βοηθήσει ο πατέρας του κοριτσιού να πάω σ' αυτόν».

Ο διερμηνέας με κοίταξε με μάτια διάπλατα κι άρχισε να κου­νάει τα χέρια του, καθώς πάσχιζε να βρει λέξεις. «Ο Πρόξενος λέ­ει να πας εσύ, αυτός δεν έρχεται, δεν πρέπει ν' αγγίξει αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς τους... άρρωστους ανθρώπους».

Έκανα οδυνηρή προσπάθεια να σταθώ στα πόδια μου, γδέρ­νοντας την πλάτη μου στον τραχύ κορμό του δέντρου, κι ακολού­θησα τρεκλίζοντας τον άντρα. Κοίταξα φευγαλέα τις άλλες σκη­νές κι αναρωτήθηκα αόριστα γιατί δεν έβλεπα κανέναν, ενώ έ­φερνα στο νου μου τους ήχους των παιδικών γέλιων και των δου­λειών του νοικοκυριού έξω από τη σκηνή της Ναζίκ τις μέρες της ανάρρωσης μου. Στρίβοντας στην τελευταία σκηνή της μικρής κοι­νότητας, όμως, σταμάτησα άψυχος, τρέμοντας από εξάντληση. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω α­πό μια μικρή μυλόπετρα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά που έκλαι­γαν με λυγμούς στέκονταν σε ένα σφιχτό κύκλο, με παραμορφω­μένα τα πρόσωπα και τα μέλη τους τυλιγμένα με διάφορους τρό­πους. Τους φυλούσαν τρεις Έλληνες τοξότες με τα τόξα τους βγαλ­μένα και τα βέλη τους να στοχεύουν κατευθείαν πάνω στην τρο­μοκρατημένη ομάδα. Ο Πρόξενος επέβλεπε την επιχείρηση, ενώ ο Νίκαρχος στεκόταν νευρικά πιο πέρα, κρατώντας τα γκέμια με­ρικών αλόγων στα χέρια του και ρίχνοντας ματιές αδημονίας στο χωριό απ' όπου είχα βγει σέρνοντας οικτρά τα πόδια μου.

«Θέο, είσαι ζωντανός ή μήπως είσαι φάντασμα;» φώναξε ο Πρόξενος, αλλά δεν έτρεξε προς το μέρος μου για να με χαιρε­τήσει, όπως περίμενα, ούτε έκανε κάποια κίνηση να με στηρίξει

204 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

στην πορεία μου. «Φύγε από τους λεπρούς όσο πιο γρήγορα μπο­ρείς και πήγαινε σ' εκείνο το άλογο που είναι δεμένο στο θάμνο».

Λεπροί; Αναπήδησα από τρόμο, ενώ αναρωτιόμουν ποιον άρα­γε να εννοούσε και τότε, αρχίζοντας να καταλαβαίνω περισσότε­ρα, κοίταξα πιο προσεκτικά τους γουρουνάνθρωπους του χωρίου, ορατούς καθαρά τώρα πια κάτω από το λαμπερό φως του ήλιου. Η γιαγιά της Ναζίκ στεκόταν μπροστά από τη θλιβερή ομάδα των ολοφυρόμενων γυναικών, μόνη αυτή σιωπηλή, σχεδόν προκλητι­κή. Όπως και πριν, αρνήθηκε να κρύψει το πρόσωπό της, προ­καλώντας με να κοιτάξω την απούσα μύτη της, τα σκασμένα και κομμένα χείλη της που αρνούνταν να καλύψουν τα δόντια της, τα ισχνά μαλλιά που έλειπαν κατά τούφες από το λεπιασμένο της κρανίο. Κοιτάζοντας με κατάματα σήκωσε το χέρι της για να με ευλογήσει ή να με καταραστεί κι εγώ οπισθοχώρησα μπροστά στα στρογγυλεμένα, κολοβά χέρια της, από τα οποία απουσίαζαν όλα τα δάχτυλα, με το ξεγδαρμένο και ματωμένο δέρμα.

«Προχώρα, Θέο!» μου φώναξε ο Πρόξενος, αιφνιδιάζοντας με εκεί που είχα ριζώσει από αποστροφή. Προχώρησα τρεκλί­ζοντας προς το άλογο που μου έδειξε ο Πρόξενος και ένας από τους τοξότες έτρεξε γρήγορα κοντά μου, με διέταξε να βγάλω την κουρελιασμένη κουβέρτα και τύλιξε στη μέση μου ένα καθαρό πανί που έβγαλε από το σάκο του. Έβγαλα την κουβέρτα και φό­ρεσα το καινούριο ρούχο, ενώ ολόκληρος ο πληθυσμός του χω­ριού, σιωπηλός τώρα, με παρακολουθούσε. Ο στρατιώτης με βοή­θησε κοπιάζοντας να σκαρφαλώσω στη ράχη του αλόγου, όπου με στερέωσε μπρούμυτα, με το πρόσωπο να ακουμπάει πάνω στο λαιμό του ζώου, για να μ' εμποδίσει λόγω της αδυναμίας μου να πέσω κάτω. Ύστερα ξαναγύρισε στα υπόλοιπα άλογα.

Ο Πρόξενος έδωσε το πρόσταγμα και οι τοξότες χαλάρωσαν την επιτήρησή τους, κάνοντας νόημα στους κατοίκους του χωριού να επιστρέψουν στις σκηνές τους. Τον άκουσα να λέει απότομα στο διερμηνέα να ευχαριστήσει τον πατέρα της Ναζίκ για τον κό­πο του και τον είδα να πετάει στον άντρα ένα χρυσό δαρεικό που προσγειώθηκε στο χώμα μπροστά στα πόδια του. Ο πατέρας της Ναζίκ σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον Πρόξενο πάνω στο άλογό

ΑΝΑΒΑΣΗ 205

του κι ύστερα το νόμισμα κάτω στο έδαφος σαστισμένος και κα­τάλαβα ότι ήταν ανίκανος να το σηκώσει με τα τυλιγμένα στα κου­ρέλια κουτσουρεμένα χέρια του. Φώναξε ένα από τα παιδιά, το οποίο, όπως η Ναζίκ, φαινόταν να μην έχει προσβληθεί από την αρρώστια. Το παιδί ήρθε τρέχοντας και με εντολή του άντρα σή­κωσε με επισημότητα το νόμισμα και το έβαλε στην τσέπη του. Ύστερα έκαναν και οι δύο μεταβολή χωρίς επιπλέον λέξη ή βλέμ­μα και προχώρησαν σιγά και με μεγάλη αξιοπρέπεια στον κα­ταυλισμό.

Μόνο η Ναζίκ εξακολουθούσε να στέκεται εκεί, μοιάζοντας α­ποσβολωμένη από τη θέα των Ελλήνων στρατιωτών, τα άλογα τους και την ξαφνική μου αναχώρηση. Αφού εξέτασε προσεκτικά τους τοξότες την ώρα που εκείνοι μάζευαν τα όπλα τους και ξανακα-βαλίκευαν τα άλογά τους, προχώρησε ήρεμα προς το άλογο που βρισκόμουν, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, και έβαλε το χεράκι της μέσα στο πλατύ μου χέρι. Χτύ­πησε απαλά το άτονο χέρι μου όπως θα έκανε ένα κοριτσάκι πα­ρηγορώντας την κούκλα του, χαμογελώντας ευγενικά και κουβε­ντιάζοντάς μου στη γλώσσα της, σίγουρη ότι την καταλάβαινα ή ότι θα την καταλάβαινα κάποτε. Καθώς ο Νίκαρχος πλησίασε για να δέσει το άλογό μου με το δικό του και να με οδηγήσει, η Να­ζίκ άπλωσε το χέρι της να μου χαϊδέψει για μία ακόμα φορά το μέτωπο. Αλλά ενώ το έκανε, παρατήρησα για πρώτη φορά το μι­κρό λευκό εξάνθημα στο κατά τ' άλλα άψογο δέρμα του χεριού και του μπράτσου της. Άθελα μου ρίγησα και τίναξα πέρα το κεφάλι μου. Η Ναζίκ, ακολουθώντας το βλέμμα μου, τράβηξε στη στιγ­μή το χέρι της και το έκρυψε στο φόρεμά της, με τα μάτια πλημ­μυρισμένα από δάκρυα. Στάθηκε ακίνητη παρακολουθώντας το ά­λογό μου ν' αποχωρεί με έναν οδυνηρό καλπασμό όλο κραδα­σμούς. Δεν έκανα παραπάνω από δύο ώρες για να επιστρέψω στο ελληνικό στρατόπεδο, όπου η άφιξή μου σε αυτή την εξευτελιστι­κή στάση καλύφθηκε από τον ερχομό της νύχτας.

Ανάμεσα στους δικούς μου συνήλθα γρήγορα. Ο Κύρος έστειλε συγχαρητήριο μήνυμα για τη σωτηρία μου και μια καλοπροαίρετη απειλή ότι θα μου ξαναδώσει το μουλάρι μου, μια κι αυτό ήταν

206 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ

το δεύτερο από τα άλογά του που έχανα. Κανόνισε επίσης να πα­ρακολουθεί την ανάρρωση μου ο προσωπικός του γιατρός, ένας Πέρσης έμπειρος στους τρόπους θεραπείας ασθενειών της ερή­μου. Ο γιατρός ήρθε να μ' επισκεφτεί συνοδευόμενος από την Αστερία, η οποία πίσω από την πλάτη του κουνούσε το κεφάλι της, αντιδρώντας σιωπηλά στη διάγνωση του σοφού γιατρού. Καθώς ο γιατρός αποχωρούσε από τη σκηνή μου, εκείνη μένοντας λίγο πίσω γλίστρησε στο χέρι μου ένα μικρό πήλινο βάζο με μια πι­κρή ουσία από βότανα, σφραγισμένο με το δικό της κερί, και μου έδωσε την πρώτη δόση που την είχε ανακατέψει σε ένα μεγάλο κύπελλο με νερό, ενώ παράλληλα μου υπέδειξε ν' αγνοήσω την προτεινόμενη από το γιατρό θεραπεία των καθημερινών αφαι­μάξεων. Σε αντάλλαγμα, της δώρισα ένα μικρό φτερό στρουθο­καμήλου που είχα βρει σε μία από τις παλιές εξόδους μου στην έρημο και το οποίο είχα φυλάξει για την κατάλληλη περίσταση.

Από τότε δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχω βρει κάποια στιγμή για να ζητήσω από τους θεούς να ευλογούν την ευγενική Ναζίκ, τη για πάντα παρθένα Ναζίκ, και να ζητήσω συγνώμη για τη συμπεριφορά μου απέναντι της. Για σπονδή προσφέρω μια κούπα αγνό, καθαρτήριο νερό, την ιερότερη γνωστή ουσία, έχο­ντας την αίσθηση της άοσμης δροσιάς του, γοητευμένος με την ιδέα του περιεχομένου του, σε άθλια ή αποσταγμένη μορφή, τα αρχαία εκείνα συστατικά από τα οποία διαμορφώθηκε η γη, την ιερή βροχή από τους ουρανούς, ίσως ακόμα και κάποια ελάχιστη ουσία αθανασίας.

6

ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΤΩΝ ΑΝΤΡΩΝ ήταν ήδη τεντωμένα όταν ξέσπασε η φα­σαρία.

Μέρες ολόκληρες οι ανιχνευτές ανέφεραν σημάδια ότι οι δυ­νάμεις του βασιλιά είχαν περάσει πρόσφατα το δρόμο πριν από εμάς. Η εμπροσθοφυλακή προχωρούσε μέσα από τις ακαθαρ­σίες αρκετών χιλιάδων αλόγων που ήταν τόσο φρέσκιες, ώστε δεν είχαν καλυφθεί ακόμα από το στρώμα της λεπτής σκόνης που κα-τακάθεται στα πάντα, από τις τροφές μέχρι τα πρόσωπα των κοι­μισμένων αντρών, αν μείνουν εκτεθειμένα πάνω από λίγες ώρες. Χωριά και λαχανόκηποι που συναντούσαμε στο δρόμο μας σιγό-καιγαν ακόμα από την πρόσφατη πυρπόλησή τους, που σκοπό είχε να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό μας. Λιποτάκτες από τις δυ­νάμεις του βασιλιά άρχισαν να εμφανίζονται σε αυξανόμενο α­ριθμό, αλλά όταν ανακρίνονταν έδιναν αντιφατικές πληροφορίες. Ο Κλέαρχος είχε τη γνώμη ότι μπορεί να είχαν σταλεί σκόπιμα από το βασιλιά με εντολές να διογκώσουν αριθμητικά τη στρα­τιωτική του δύναμη για να δημιουργήσουν αναστάτωση στα στρα­τεύματα μας. Οι άντρες παρέμεναν σε κατάσταση υψίστης επι­φυλακής, η οποία σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανησυχία τους, επειδή βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, και τη σωματική τους εξάντληση, ανέβασαν σε μεγάλο βαθμό το επί­πεδο έντασης τους στρατεύματος.

Όταν ξέσπασε καβγάς με γροθιές ανάμεσα σε μερικούς στρα­τιώτες του Μένωνα και του Κλέαρχου, ο Κλέαρχος τον διέκοψε κι αφού άκουσε τα επιχειρήματά τους κατέληξε ότι οι άντρες του Μένωνα είχαν αρχίσει πρώτοι και έναν από αυτούς τον τιμώρη­σε ραβδίζοντάς τον αμείλικτα. Αυτό δεν τους καλοφάνηκε κι αρ-

208 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

γότερα την ίδια μέρα, όταν ο Κλέαρχος κάλπαζε με το άλογο του μέσα στο στρατόπεδο, ένας από τους άντρες του Μένωνα του πέ­ταξε ένα μικρό τσεκούρι. Η κόψη του καρφώθηκε μέχρι τη μέση στο καπούλι του αλόγου, κάνοντας το ν' ανασηκωθεί από τον πό­νο και να ρίξει τον Κλέαρχο στο έδαφος. Αλώβητος αλλά μανια­σμένος, σηκώθηκε απότομα και με κατάπληξη είδε ότι είχαν συ­γκεντρωθεί και αρκετοί άλλοι από τους στρατιώτες του Μένωνα, όχι για να τον βοηθήσουν, αλλά μάλλον για να τον πετροβολήσουν ενώ ήταν πεσμένος κάτω. Ο Κλέαρχος μούγκρισε σαν ταύρος, άρπαξε ένα πελώριο μπαστούνι που βρισκόταν εκεί κοντά και στριφογυρνώντας το σαν ρόπαλο παραλίγο να σκοτώσει έναν α­πό τους βασανιστές του με ένα τρομερό χτύπημα στο σβέρκο, ε­ξαγριώνοντας ακόμα περισσότερο τους άντρες του Μένωνα.

Ευτυχώς για τον Κλέαρχο, ο οποίος, παρόλο που ήταν ασυνα­γώνιστος μαχητής, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον α­ριθμό των συγκεντρωμένων Θεσσαλών του Μένωνα, ένας από τους αρχηγούς του που βρισκόταν εκεί κοντά άκουσε τη φασαρία και νομίζοντας ότι είχε ξεσπάσει κάποια αψιμαχία με την ομά­δα των στρατιωτών του βασιλιά συγκέντρωσε μια ταξιαρχία πε­ζών Θρακών, οι οποίοι όρμησαν σε σχηματισμό μάχης, ενώνοντας τις δρύινες ασπίδες τους σε φάλαγγα πίσω από τον Κλέαρχο, ε­νώ σαράντα Σπαρτιάτες ιππείς εισέβαλαν στο στρατόπεδο του Μένωνα ακριβώς από πίσω, στριμώχνοντας στον πέτρινο τοίχο τους φοβισμένους τώρα Θεσσαλούς, με τις παλλόμενες νευρικά λόγχες τους έτοιμες να τους σκοτώσουν.

Ο Πρόξενος, ο Ξενοφώντας κι εγώ, που βρισκόμαστε εκεί κο­ντά, ήρθαμε τρέχοντας άοπλοι και έκπληκτοι, όπως και ο Μένω-νας, που έγινε κάτωχρος από την οργή του βλέποντας σαράντα στρατιώτες του να παρακαλούν γονατιστοί τους Σπαρτιάτες για τη ζωή τους. Ο Κλέαρχος ήταν έξω φρενών.

«Τους είδες αυτούς τους τρελούς;» ούρλιαξε περπατώντας α­γέρωχα μπρος πίσω, μπροστά από τον Πρόξενο κι εμένα, με τη γενειάδα γεμάτη φτυσιές και μια πελώρια φουσκωμένη μπλε φλέ­βα να πάλλεται ορατά στο μέτωπό του. «Αυτούς τους γαμημένους προδότες! Μα τους άγιους θεούς, θα τους κόψω τα μπαλάκια τους

ΑΝΑΒΑΣΗ 209

σαν μήλα και θα τους στείλω πίσω μ' ένα σκουπιδάμαξο προτού ξεπουλήσουν όλο το στρατό στον ύπνο του κάποια νύχτα!» Σή­κωσε το ρόπαλό του σαν να επρόκειτο να χτυπήσει και οι σαρά­ντα άοπλοι Θεσσαλοί του Μένωνα ζάρωσαν και μαζεύτηκαν από το φόβο τους ταυτόχρονα.

Ο Πρόξενος, αν και κατώτερος από τον Κλέαρχο, πήρε επι­τακτικό ύφος. «Πάμε στο αρχηγείο, Κλέαρχε, και ανακάλεσε τους άντρες σου. Ας διευθετήσουμε το θέμα ιδιωτικά μεταξύ αξιωμα­τικών κι όχι εδώ μπροστά στο τσούρμο του στρατοπέδου και στους κεφαλοδεμένους Πέρσες». Έριξε μια ματιά στον αυξανόμενο α­ριθμό των ντόπιων στρατιωτών που συγκεντρώνονταν στο πλάι, παρατηρώντας με αδημονία, γοητευμένοι από την προσδοκία ό­τι θα δουν τα ελληνικά στρατεύματα να χτυπιούνται μεταξύ τους μέσα στη σκόνη.

Ο Κλέαρχος δεν είχε καμιά διάθεση για συζήτηση. «Στην πραγ­ματικότητα λιθοβολήθηκα μέχρι θανάτου από αυτούς τους βρο­μερούς, καμηλόχειλους μπάσταρδους!» πέταξε φτύνοντας. «Κού-τσαναν το άλογό μου! Ήταν ακόμα στις φασκιές όταν σκότωνα τους γιδοβοσκούς πατεράδες τους στη Θεσσαλία και καταραμένος να 'μαι αν αφήσω να κόψουν τα λαρύγγια ολόκληρου του αναθε­ματισμένου στρατού μες στη νύχτα εξαιτίας αυτών των φοβιτσιά-ρικων σκυλιών που επιτίθενται σε άοπλους αξιωματικούς...»

Ακριβώς τότε ο Κύρος και οχτώ από τους σωματοφυλακές του έφτασαν βροντώντας, σπρώχνοντας με τα άλογα τους βίαια στην άκρη τους θεατές και σκουντώντας αποφασιστικά τους ακλόνη­τους στρατιώτες του Κλέαρχου που εξακολουθούσαν να έχουν τις λόγχες έτοιμες να κατακρεουργήσουν όλη την ομάδα του Μένω­να, τη στιγμή που ο στρατηγός τους θα έδινε το σύνθημα. Το πρό­σωπο του Κύρου ήταν ξαναμμένο από οργή, καθώς επιθεωρού­σε σιωπηλά τη σκηνή. Ο Κλέαρχος κατέβασε αργά το ρόπαλο του, αλλά διατήρησε την προκλητική του έκφραση.

Τελικά ο πρίγκιπας μίλησε, με φωνή σκληρή αλλά τόσο σι­γανή, που οι άντρες σώπασαν και ενστικτωδώς έσκυψαν μπροστά για ν' ακούσουν τι έλεγε. «Κλέαρχε και Πρόξενε, κι εσείς οι υπό­λοιποι, δεν έχετε ιδέα τι προκαλείτε. Έχω υπό τις διαταγές μου

210 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

περισσότερους από εκατό χιλιάδες άντρες, αλλά αν χάσω τους δέκα χιλιάδες Έλληνες μου δε θα έχω τίποτα. Αν υπάρχει διχό­νοια στις γραμμές του στρατεύματος σας, απειλείται η ενότητα ο­λόκληρου του στρατού μου. Θα δείτε τότε ότι η οργή του βασιλιά δε θα είναι τίποτα σε σύγκριση με αυτή των αντρών που είναι γύ­ρω σας». Σηκώσαμε τα μάτια κι είδαμε ότι χιλιάδες Πέρσες είχαν συγκεντρωθεί και συνέχιζαν να μαζεύονται στον τόπο της φιλο­νικίας, περιμένοντας να συμβεί κάτι τρομερό.

Στο σημείο αυτό τα μάτια του Κλέαρχου έχασαν την ξαναμ­μένη τους λάμψη και ξαναβρήκε τον εαυτό του. Πρόσταξε βλο­συρά τους άντρες του ν' ανασυνταχτούν και να επιστρέψουν στο στρατόπεδο τους. Οι τρομοκρατημένοι Θεσσαλοί σηκώθηκαν όρ­θιοι και ντροπιασμένοι ξαναγύρισαν στα καθήκοντα τους και το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Ο Κύρος κοίταξε τον Ξενοφώντα κι εμένα και κούνησε επιφυλακτικά το κεφάλι του, λες και καθάρι­ζε το μυαλό του από κάποιο τρομακτικό όνειρο. «Χαίρομαι που οι Έλληνες είναι έτοιμοι να πολεμήσουν», μουρμούρισε καθώς α­νέβαινε και πάλι στο άλογο του. «Πιστεύω ότι θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν κάμποσο από το πλεόνασμα της ενεργητικό­τητας τους σε μια δυο μέρες».

7

ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ από σκλάβα αλλά όχι ακριβώς ομότιμη, κάτι παραπάνω από βασιλική σύζυγος αλλά κατώτερη από α­δερφή, μορφωμένη σαν άντρας αν και σοφή από τις μεθόδους του χαρεμιού. Ο ρόλος της στα ιδιαίτερα διαμερίσματα και την καρδιά του Κύρου ήταν θολός και ακαθόριστος, πηγή μηχανορ­ραφιών και περιέργειας για όσους ζούσαν εκτός, αλλά αποδεκτός και ευχάριστος όπως αυτός ανάμεσα σε ξαδέρφια για όσους ζού­σαν εντός. Έχει περάσει προ πολλού ο χρόνος που θα έπρεπε να ξεκαθαρίσω τη θέση της Αστερίας, να την εισαγάγω επίσημα στη διήγηση, αλλά έχω αντισταθεί ως τώρα είτε από έλλειψη ικανό­τητας και αντικειμενικότητας είτε από καθαρή άγνοια - ας κρί­νει ο αναγνώστης.

Τη γνώρισα καλύτερα στη διάρκεια μερικών μηνών και, μο­λονότι έσπασα το κεφάλι μου, είμαι ανίκανος να εξακριβώσω πό­τε ακριβώς ή σε ποια περίπτωση συνέβη αυτή η καθοριστική στιγ­μή οικειότητας. Έχω ήδη διηγηθεί την πρώτη φορά που την εί­δα στη σκηνή του Κύρου στις Σάρδεις, αν και όταν μίλησα μαζί της αρκετά αργότερα μου ορκίστηκε ότι δεν μπορούσε να θυμη­θεί εκείνη την εκπληκτική συνάντηση, προς μεγάλη μου απο­γοήτευση. Το όραμα που είχα δημιουργήσει και πλάσει στο μυα­λό μου, διυλίζοντας ώρες και μέρες αυτή τη μοναδική ανάμνηση, σε σημείο που να λάμπει σαν πετράδι φρεσκογυαλισμένο από αμμόλουτρο, δεν ήταν γι' αυτή παρά μια τυχαία συνάντηση, μια στιγμιαία ματιά σε έναν από τους δεκάδες ανώνυμους επισκέπτες που δεχόταν ο κύριός της στα διαμερίσματά του κάθε μέρα. Μια λαμπρή ανάμνηση έπεφτε από τα ουράνια σαν αγριόπαπια χτυ­πημένη από κάποια σφεντόνα, αφήνοντας πίσω της ένα μικρό

212 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

απομεινάρι από καταπληκτικά φτερά που κατέβαιναν αργά προς τα κάτω, οριοθετώντας συνοπτικά και το ύψος στο οποίο είχε φτά­σει το πουλί στους αιθέρες αλλά και το τελικό σημείο πρόσκρου­σης με την ωμή πραγματικότητα.

Κι όμως, από την εποχή του καταστροφικού και κάπως τα­πεινωτικού συναπαντήματός μου με το θάνατο στην έρημο, είχα­με κατά κάποιο τρόπο γνωριστεί καλύτερα. Είμαι σίγουρος γι' αυ­τό, επειδή στις δύο ή τρεις μέρες της ανάρρωσής μου ήταν αρκε­τά τολμηρή ώστε να μ' επισκεφτεί πραγματικά στη σκηνή μου, στολισμένη όπως όλες οι γυναίκες του χαρεμιού, τυλιγμένη με α­ραχνούφαντα ρούχα και πέπλα από τα νύχια ως την κορυφή, και να μου αφήσει ενθύμια της αγάπης της - ή τουλάχιστον έτσι εξέ­λαβα εκείνα τα μεμονωμένα αγγίγματα, το περιττό αλλά καλοδε­χούμενο ανεπαίσθητο άρωμα του γιασεμιού μέσα στο φαρμα­κευτικό νερό που μου έδωσε, τα μακρόσυρτα, περισσότερο απ' ό­σο χρειαζόταν, βλέμματα πίσω από την ανωνυμία των καλυμμά­των του προσώπου. Πότε, όμως, αναπτύχθηκε αυτή η οικειότητα;

Για μένα, οι αναμνήσεις μου έχουν ήδη μοιραία αμφισβητη­θεί από την απόλυτη αδυναμία της να θυμηθεί την πρώτη ματιά που της έριξα και στην πραγματικότητα ήταν το ίδιο ανίκανη, ό­πως κι εγώ, να θυμηθεί την ακριβή στιγμή που η στάση της απέ­ναντι' μου άλλαξε από αδιαφορία ή, στην καλύτερη περίπτωση, μέτρια περιέργεια σε κάτι περισσότερο. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι στη διάρκεια αυτών των μηνών της πορείας στην έρημο έγινα ενθουσιώδης μελετητής του κυνηγιού, όχι τόσο στρουθο­καμήλων και ονάγρων, αλλά φτερών που πλέκονται περίπλοκα μέ­σα σε σκούρες τούφες μαλλιών, υπογραμμισμένων με μαύρο μο­λύβι ματιών με ελαφρά γυριστές βλεφαρίδες, μιας λεπτής κορι­τσίστικης μορφής που αλαφροπατά όλο χάρη πάνω στο θαμπό γρασίδι ή στους θάμνους του στρατοπέδου, ανίκανη να κρυφτεί κάτω από τις πλούσιες πτυχές του χιτώνα και των πέπλων. Σαν πα­γιδευτής, αναζητούσα το θήραμά μου εκεί που ήταν πιο πιθανό να βόσκει, μακριά από την ασφαλή περιφρούρηση της σκηνής της, με τους αγριωπούς Αιθίοπες τριγύρω: δηλαδή, στην περιοχή των γιατρών στην άκρη του στρατιωτικού καταυλισμού, όπου περ-

ΑΝΑΒΑΣΗ 213

νούσε ώρες ολόκληρες συζητώντας περί ιατρικής τέχνης και συ­γκρίνοντας τεχνικές με τους μορφωμένους γιατρούς· στις έρημες άκρες του στρατοπέδου, όπου έκανε ήσυχα βόλτες με τις άλλες τροφίμους του χαρεμιού· στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, στις αγορές των πόλεων από τις οποίες περνούσαμε, όπου καθυστε­ρούσε κουβεντιάζοντας με τους πωλητές και τους γραφείς, ενώ οι αμαθείς και αδαείς ακόλουθες της την τραβούσαν ανυπόμονα α­πό το μανίκι. Το κυνήγι μου όμως ήταν κρυφό και περνούσε α­παρατήρητο, πιστεύω, από αυτούς που παρακολουθούσαν. Είχα ενστερνιστεί την αρχική προειδοποίηση του Πρόξενου γι' αυτή και είχα αποφασίσει να κρατήσω ανέπαφο κάθε πολύτιμο κύτταρο της ανατομίας μου εκεί κάτω.

Με δεδομένη τη μυστικότητά μου, με καταλάβαινε όταν την κυνηγούσα; Προσωπικά δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το κατα­λάβαινε και πραγματικά κάποτε, σε μια στιγμή αδυναμίας από μέ­ρους της, κατάφερα να επιτύχω ακόμα και την απρόθυμη απο­δοχή της, αν και δεν άφησε τίποτα να φανεί γι' αυτό τότε. Ένας αδέξιος, ονειροπαρμένος ξένος που περνά ένα ολόκληρο κεφάλι τους γύρω του και μοιάζει να είναι παρών όποτε εκείνη προβάλ­λει από τα διαμερίσματά της θα ήταν δύσκολο να της διαφύγει και εδώ η μεταφορά του κυνηγού και του θηράματος καταρρί­πτεται, γιατί αν πραγματικά εκείνη ήταν κάποιο είδος ανθρώπι­νης λείας κι εγώ ο διώκτης, δε θα αργούσε πολύ να μάθει να με αποφεύγει, να τοποθετεί φρουρούς που έμεναν άγρυπνοι και χα­χάνιζαν ταυτόχρονα να παρακολουθούν το αγέρωχο πλησίασμα μου κι επομένως ν' αποθαρρύνει παθητικά τις ανεπιθύμητες φι­λοφρονήσεις μου. Όπως φάνηκε τελικά, δεν το έκανε κι έτσι δι­καιωματικά έδωσε ώθηση στο κυνήγι μου, ρίχνοντας μου ακόμα και κάποιο χαμογελαστό βλέμμα ενθάρρυνσης πότε πότε, όταν η υπομονή μου έμοιαζε να εξαντλείται,

Ποιος ήταν επομένως ο κυνηγός και ποιος το θήραμα; Ακόμα και σήμερα είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορώ

ν' απαντήσω.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΚΟΥΝΑΞΑ

Ο αγώνας του νικητή είναι ευχάριστος στους θεούς, αλλά τα κορίτσια προτιμούν τον ηττημένο...

ΑΓΝΩΣΤΟΥ

1

Ο ΠΕΡΣΗΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ κάλπασε δαιμονισμένα προς τον Κύρο πάνω στο αφρισμένο του άλογο· το γένι του ήταν σκληρό και σκο­νισμένο από την ταχύτητα του καλπασμού και η έκφραση των ματιών του άγρια. Φώναξε σε περσικά και σε ελληνικά, μερικές φορές ανακατεύοντας και τα δύο, ενώ η γλώσσα του μπερδευό­ταν από τη βιασύνη του.

«Ο βασιλιάς... ο βασιλιάς βαδίζει εναντίον μας σε παράταξη μάχης! Σήμερα είναι η μέρα, αφέντη Κύρο! Επίκειται η ώρα της δόξας σου!»

Η πληροφορία απλώθηκε γρήγορα στις γραμμές, δημιουρ­γώντας πανικό στο τσούρμο του στρατοπέδου και σύγχυση στους άντρες. Αξιωματικοί που βάδιζαν στις πρώτες σειρές, κοντά στην συνοδεία του Κύρου, έκαναν αμέσως μεταβολή κι άρχισαν να ε­πιστρέφουν, τρέχοντας στις μονάδες τους, πέφτοντας πάνω στους στρατιώτες που προέλαυναν. Ανήσυχος ότι ανά πάσα στιγμή μπο­ρούσαμε να δεχτούμε επίθεση και σε δυσμενές έδαφος, ο πρίγκι­πας έστειλε αξιωματικούς κατά μήκος της πορείας του στρατού για ν' αρχίσουν να βάζουν σε τάξη το χάος και να εφοδιάσουν τους στρατιώτες. Άλλους έφιππους τους έστειλε στους τριγύρω λό­φους να παρατηρούν τις δυνάμεις τον βασιλιά και ν' ανιχνεύσουν ευνοϊκό έδαφος για μάχη. Ο ίδιος ο Κύρος φόρεσε βιαστικά θώ­ρακα και περικνημίδες.

Μέσα σε μισή ώρα το στράτευμα είχε συνταχθεί σε πλήρη σχηματισμό μάχης κατά μήκος της κορυφογραμμής μιας χαμη­λής σειράς λόφων που έφταναν ως το ποτάμι. Βρισκόμαστε έξω ακριβώς από ένα μικρό χωριουδάκι, τα Κούναξα, έξι μήνες και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις Σάρδεις, μόλις τρεις μέρες

218 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δρόμο από τη Βαβυλώνα. Οι Σπαρτιάτες πήραν θέση στην κε­ντρική δεξιά γραμμή προς τον Ευφράτη, με τη μεραρχία του Πρόξενου δίπλα τους, μαζί με χίλιους Παφλαγόνες ιππείς από τα ντόπια στρατεύματα του Κύρου, και όλοι αυτοί θα ήταν κάτω α­πό τις διαταγές του Κλέαρχου. Ο Μένωνας κράτησε το αριστερό κέρας, συνεχόμενο του Αριαίου, ενώ οι υπόλοιποι από τους ντό­πιους στρατιώτες τοποθετήθηκαν στο κέντρο. Πίσω από τις μα­κριές σειρές των στρατιωτών είχαν συγκεντρωθεί όπως όπως χι-λιά,δες από το ετερόκλητο μπουλούκι που ακολουθούσε το στρα­τό, με ξεδοντιασμένα χαμόγελα προσδοκίας και κρατώντας πρό­χειρα όπλα που είχαν συναρμολογήσει από σπασμένα υπολείμ­ματα στο πεδίο ασκήσεων. Όλοι κουβαλούσαν σάκους ή καλάθια, γιατί δεν είχαν πρόθεση να επιστρέψουν με άδεια χέρια από το έργο τους. Πίσω από αυτούς οι αξιωματικοί της διαχείρισης υλι­κού εργάζονταν μανιωδώς, παρατάσσοντας τις άμαξες με τα ε­φόδια σε μια συμπαγή, οργανωμένη σειρά, οδηγώντας τα τερά­στια κοπάδια ζώων που χρησιμοποιούσαν για μεταφορές και σφά­για σε προσωρινά μαντριά και στήνοντας υπαίθρεια νοσοκομεία και στρατώνες για τους αξιωματικούς. Οι πεντακόσιοι Λυδοί φύ­λακες του Κύρου που είχαν τοποθετηθεί πέρα από τις εγκατα­στάσεις του στρατοπέδου, σε διαρκή τιμωρία για την αξιοθρήνητη παράστασή τους μπροστά στη βασίλισσα Επύαξα, βάδιζαν ανή­συχα μέσα στο χάος, εξαγριωμένοι αφού τους είχε ανατεθεί η φύ­λαξη του στρατοπέδου. Ο Κύρος καθόταν ακίνητος πάνω στο ά­λογό του στο μέσο των πρώτων γραμμών και διακρινόταν εύκο­λα από το ακάλυπτο κεφάλι και τα κυματιστά μαλλιά του, περι­τριγυρισμένος από τους εξακόσιους ιππείς του με τις γυαλισμέ­νες πανοπλίες που άστραφταν κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου.

Στεκόμαστε παραταγμένοι σιωπηλά, αντικρίζοντας τους λό­φους προς την ανατολή, απ' όπου θα έφταναν τα στρατεύματα του βασιλιά. Σπάνια σάλευε κάποιος. Η μόνη κίνηση ήταν ο πε­ριστασιακός καλπασμός κάποιου ιππέα αποστάσεων, από ή προς το στρατό, που παρέδιδε μηνύματα από τις προφυλακές και με­τέφερε διαταγές του Κύρου στις απομακρυσμένες πτέρυγες. Η

ΚΟΥΝΑΞΑ 219

στιγμή ήταν απόκοσμη και μυστηριακή -δεκάδες χιλιάδες στρα­τιώτες ακίνητοι και σιωπηλοί-, εκείνη η ελάχιστη στιγμή πριν α­πό τη σύγκρουση, όταν οι γραμμές βρίσκονται τακτικά παραταγ­μένες, οι στρατιώτες γεμάτοι πίστη, τα άλογα ήρεμα και η ομηρι­κή δόξα της μάχης είναι πια προφανής και αναμενόμενη.

Οι μακρινοί αντικρινοί μας λόφοι άρχισαν να τρεμουλιάζουν μέσα στην απογευματινή ζέστη, να φαίνονται θαμποί και ακα­θόριστοι. Μυγάκια ζουζούνιζαν μπροστά στα πρόσωπα μας και ιδρώτας έσταζε στα πλευρά μου κάτω από το θώρακα. Το κρα­νίο μου είχε ανάψει και μ' έτρωγε κάτω από το κράνος, ενώ το τσό-χινο σκουφάκι που έντυνε το κεφάλι μου από κάτω ήταν ήδη μού­σκεμα από τον ιδρώτα. Η αρχική ένταση, ο σφιχτός κόμπος που είχα αισθανθεί στο στομάχι ενώ έκανα τις προετοιμασίες μου, εί­χε αντικατασταθεί από μια πνιχτή σουβλιά, ένα βάρος στο υπο­γάστριο και τα γόνατα, μια διάχυτη υποβόσκουσα παρουσία προσ­δοκίας και φόβου. Ορισμένοι στρατιώτες, ακόμα και αξιωματι­κοί, έγιναν ανυπόμονοι μέσα στη ζέστη, έσερναν τα πόδια τους, κατάπιναν βρομερό νερό από τα παγούρια τους και συζητούσαν άσκοπα με τους συντρόφους τους. Λίγοι ακουμπούσαν τις βαριές ασπίδες τους στο έδαφος γερμένες πάνω στα γόνατά τους, για να ελευθερώσουν τα χέρια τους όσο στράγγιζαν τις κούπες τους. Άλλοι απλώς κάθονταν κάτω, μέσα στη σκόνη, εκεί που βρίσκο­νταν, βροντώντας δυνατά καθώς κάθονταν, αλλά καταλήγοντας ό­τι οποιαδήποτε ανάπαυση ήταν σε θέση να προσφέρουν στα τε­ταμένα μέλη τους άξιζε, παρά τη δυσκολία της επαναφοράς τους στην όρθια θέση κάτω από το βάρος της θωράκισης τους.

Ο ήλιος μάς χτυπούσε ανελέητα, κάνοντας το εσωτερικό του θώρακα και του κράνους μας καυτό σιην αφή και ζεματώντας τα κορμιά μας εσωτερικά σαν φραντζόλες ψωμιού στο φούρνο. Η θο­λούρα αυξήθηκε κι είχαμε αρχίσει σχεδόν να αμφιβάλλουμε αν θα βλέπαμε κάποια δράση εκείνη τη μέρα, όταν παρατηρήσαμε το σαφές περίγραμμα ενός καφετιού σύννεφου που σηκωνόταν α­πό τον ορίζοντα. Στην αρχή ήταν τόσο μακρινό και αχνό, που ό­ταν το έδειξα στον Ξενοφώντα απλός το αψήφησε ως αποτέλεσμα θερμών κυμάτων πάνω στην άμμο, κοθώς ο ήλιος την έκανε πιο

220 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

καυτή. Ύστερα από λίγα λεπτά, όμως, είδαμε ότι το σύννεφο πα­ρασυρόταν πιο κοντά και γινόταν πυκνότερο και απειλητικότερο όσο πλησίαζε - η σκόνη που σηκωνόταν από ένα εκατομμύριο πόδια του στρατού του Αρταξέρξη καθώς έτρεχαν.

Ο ορίζοντας στην κορυφογραμμή των μακρινών λόφων σκο­τείνιασε μέχρι που μαύρισε κι ύστερα έγινε μια κυματιστή χο­ντρή γραμμή που απλωνόταν, από την κατεύθυνση που κυλούσε ο Ευφράτης στα δεξιά της παρούσας θέσης μας, σε ένα πλατύ τό­ξο σχεδόν μέχρι το αριστερό άκρο του οπτικού μας πεδίου - και ύστερα η γραμμή άρχισε ν' απλώνεται και να παχαίνει σαν τη σκούρα σκιά ενός σύννεφου και να κινείται προς το μέρος μας, αδυσώπητη και καταραμένη σαν πανούκλα, καθώς οι συμπαγείς δυνάμεις από άντρες και άλογα πενταπλάσια των εκατό χιλιάδων μας πλησίαζαν σε παράταξη μάχης. Σίγουρα, τίποτα απ' όσα εί­χαν δει θνητοί, ούτε η άλωση των Θηβών ούτε η καταστροφή του Ιλίου ούτε καν ο πόλεμος μεταξύ θεών και Τιτάνων, δεν μπορού­σε να συγκριθεί με το θέαμα του τεράστιου στρατού του βασιλιά, από την άποψη της καθαρά καταστροφικής λαμπρότητας του. Εδώ κι εκεί άστραφταν λάμψεις φωτός, καθώς ο ήλιος αντανα­κλούσε πάνω στους γυαλιστερούς θώρακες και τα στιλπνά χαλι­νάρια, και μέσα σε λίγες στιγμές οι σποραδικοί ήχοι από τα προ­στάγματα των αξιωματικών, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και το βροντερό, ρυθμικό ποδοβολητό -πάνω απ' όλα το ποδοβολητό-παρασύρονταν και μεταφέρονταν στα αφτιά μας από σκόρπιες ριπές ανέμου.

Πρωτύτερα την ίδια μέρα ο Κύρος μάς είχε προειδοποιήσει να μην πτοηθούμε από τις πολεμικές κραυγές των βαρβάρων. Πέρσης και ο ίδιος, ήταν αρκετά συνηθισμένος στην τεχνική που εφάρμοζαν για να διασπάσουν την προσοχή των εχθρών τους προτού καν συμπλακούν, βγάζοντας μια διαπεραστική κραυγή που ακουγόταν μίλια μακριά, μελετημένη για να ενσπείρει τρό­μο στις καρδιές όλων όσων την άκουγαν. Αυτή τη φορά, όμως, ο πρίγκιπας έκανε λάθος: οι βάρβαροι έρχονταν βαδίζοντας σε α­πόλυτη και τέλεια σιωπή, χωρίς να βγαίνει άλλος ήχος από τους άντρες τους εκτός από το επίμονο ποδοβολητό. Από αυτή την ά-

ΚΟΥΝΑΞΑ 221

ποψη αυτό ήταν ακόμα πιο αποθαρρυντικό και τους έκανε να μοιάζουν με σκιές ή θεούς μάλλον παρά με πλάσματα με σάρκα και οστά.

Έριξα μια ματιά στον Ξενοφώντα που στεκόταν εμβρόντητος από απόλυτο θαυμασμό βλέποντας μέσα σ' αυτό το γυμνό, άδειο τοπίο το τεράστιο πλήθος αντρών και ζώων που ξαφνικά εμφα­νίστηκαν από το πουθενά. Μόνο ο Κλέαρχος έμοιαζε ασυγκίνη­τος από το θέαμα. Κάλπαζε αδιάκοπα πάνω κάτω στις γραμμές, πάνω στο τεράστιο πολεμικό του άλογο που άφριζε, τελειοποιώ­ντας κάποιους σχηματισμούς εδώ, επιπλήττοντας κάποιο αξιω­ματικό εκεί, με τις μακριές, προσεκτικά χτενισμένες κοτσίδες του να κυματίζουν πίσω του, κάτω από το σπαρτιατικό πολεμικό του κράνος που κάλυπτε όλο του το πρόσωπο - ένα τρομακτικό θέα­μα, αφού μόνο τα γυαλιστερά του μάτια και το φουντωτό του πι­γούνι έβγαιναν κάτω από το στιλπνό μπρούντζο.

Ο Κύρος έτρεξε προς τις γραμμές μας, αναζητώντας τον Κλέ­αρχο που ολοκλήρωνε ψύχραιμα αλλά ουρλιάζοντας κάποιες δια­ταγές στους αρχηγούς του προτού στραφεί στον πρίγκιπα, ο ο­ποίος περίμενε υπομονετικά πάνω στο αφρισμένο άλογό του. «Υψηλότατε!» θριαμβολόγησε ο Κλέαρχος, ενώ άστραψε μια δο­λοφονική λάμψη μέσα από τις βαθιές κόγχες των ματιών του μπρούντζινου κράνους του. «Αυτό είναι το ελληνικό στράτευμά σας! Αυτοί είναι οι άντρες που θα σας οδηγήσουν στη νίκη!»

Ο Κύρος αγνόησε τον κομπασμό του Κλέαρχου. «Νίκη! Νίκη ίσως επί του βοηθητικού εχθρικού στρατεύματος. Ο ψεύτικος βα­σιλιάς και οι Αθάνατοι του βαδίζουν εναντίον μας στο κέντρο των δικών τους δυνάμεων - αν τους καταβάλουμε εκεί, έχουμε νική­σει στη μάχη. Δεν είσαι στο σωστό άκρο της παράταξής μας, στρατηγέ! Υποχώρησε και πέρασε με τους άντρες σου στο αρι­στερό!»

Ο Κλέαρχος κοίταξε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη τον Κύρο, ύστερα ανίχνευσε πιο προσεκτικά τις επερχόμενες δυνάμεις κι είδε ότι αυτό που είπε ο πρίγκιπας ήταν σωστό - ο εχθρός υ­περείχε τόσο πολύ αριθμητικά, ώστε το κέντρο του βασιλιά στην πραγματικότητα ήταν απέναντι από το αριστερό άκρο μας. Τό-

222 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σο υπερκάλυπτε και εκτεινόταν πέρα από τη δική μας η παράταξη του βασιλιά. Όμως, η σημασία της μεταφοράς του στρατεύματός του στο άλλο άκρο της παράταξης αυτή την τελευταία στιγμή ή­ταν αμφίβολη και η υπονοούμενη αμφισβήτηση της τακτικής του από το βασιλιά ήταν ανυπόφορη. Έβγαλε απότομα το κράνος του από οργή.

«Λάθος άκρο, που να πάρει! Ο πρώτος κανόνας της μάχης, πρίγκιπα, είναι να τοποθετείς το ισχυρότερο στράτευμα σου στα δεξιά. Αν λείψουμε εμείς, το ιππικό του βασιλιά θα διασπάσει το δεξιό κέρας σαν βούτυρο και θ' αναδιπλωθεί πίσω σας. Με τις δυνάμεις μας να κρατούν γερά το ποτάμι, δεν μπορούμε να υ-περφαλαγγιστούμε σε αυτή τη μεριά τουλάχιστον. Πίστεψέ το -το έχω δοκιμάσει προτού ακόμα εσύ γεννηθείς. Όσο διοικώ εγώ, το ελληνικό στράτευμα θα παραμείνει στο δεξιό κέρας».

Τώρα ήταν η σειρά του Κύρου να μείνει με το στόμα ανοιχτό από την απευθείας πρόκληση του κατωτέρου του κι έπειτα από μια παύση κατάπληξης επιτέθηκε στο Σπαρτιάτη με ένα χείμαρ­ρο από βρισιές και προσβολές που έκαναν τις τρίχες μου να ση­κωθούν, ακόμα και κάτω από το μουσκεμένο κράνος και το σκου­φάκι μου. Ο Πρόξενος, ο Ξενοφώντας κι εγώ παγώσαμε όταν εί­δαμε τον Κύρο και τον Κλέαρχο να κομπάζουν ο ένας στον άλλο, με φωνές και χειρονομίες, ενώ οι απέραντες δυνάμεις του εχθρού συνέχιζαν την αδυσώπητη πορεία τους εναντίον μας μέσα από την πεδιάδα. Ο Αρταξέρξης δε θα περίμενε να λύσουμε τις δια­φωνίες μας σε θέματα τακτικής για να ρίξει στη μάχη τα στρα­τεύματά του. Απελπίστηκα όταν είδα τους δύο στρατηγούς έτοι­μους να πιαστούν στα χέρια, αλλά ο Κλέαρχος παρέμενε αμετά-πειστος. Λίγοι άντρες είναι πιο ξεροκέφαλοι από έναν παλιό στρα­τιώτη και κανένας πιο ξεροκέφαλος από ένα Σπαρτιάτη. Ο Κύ­ρος τελικά σήκωσε απότομα την παλάμη του χεριού του, κόβοντας στη μέση το τσίριγμά του.

«Έχω στοιχηματίσει τη ζωή και την περιουσία μου ότι θα νι­κήσω τον ψεύτικο βασιλιά σ' αυτή τη μάχη», είπε έξω φρενών, με φωνή που ελάχιστα ακουγόταν σ' εμάς τους υπόλοιπους, «και δε θα μ' εμποδίσει ένας μηδαμινός απολυταρχικός. Αντιτίθεσαι στις

ΚΟΥΝΑΞΑ 223

διαταγές μου, αλλά δεν έχω χρόνο να τις επιβάλλω διά της βίας. Ο εχθρός μάς επιτίθεται! Αν δεν αναλάβεις το βασιλιά, μα τους θεούς, θα το κάνω εγώ ο ίδιος! Και σε διαβεβαιώνω, Κλέαρχε, ό­τι θα ξανασυζητήσουμε το θέμα μετά τη μάχη».

Και τραβώντας θυμωμένος τα γκέμια γύρισε το άλογό του κι απομακρύνθηκε καλπάζοντας, με τα καστανά μαλλιά του ν' ανε­μίζουν ελεύθερα πίσω του, ενώ ο Κλέαρχος σφήνωσε μανιασμέ­να το κράνος στο κεφάλι του. Οι μακριές σπαρτιάτικες πλεξίδες του, λαδωμένες και μαύρες, αν και γκριζαρισμένες κάπως απ' τα χρόνια, κάλυψαν τους ώμους του σαν τα φίδια στο γοργόνειο.*

«Ανόητε, ματαιόδοξε μπάσταρδε, δε φοράς τουλάχιστον ένα κράνος», πέταξε ο Κλέαρχος, χωρίς να νοιαστεί να χαμηλώσει τη φωνή του για να εμποδίσει εμάς τους υπόλοιπους να γίνουμε μάρ­τυρες της απείθειάς του. «Αν θέλει να νιώθει τον άνεμο να περνά μέσα από τα μαλλιά του, καλά θα έκανε να καλπάζει χωρίς πα­ντελόνια. Έτσι τουλάχιστον δε θα έβαζε σε κίνδυνο ολόκληρο το στράτευμα, που να πάρει!»

Ο Πρόξενος μίλησε για πρώτη φορά, πλευρίζοντας με το ά­λογό του το νευρικό άτι τού Κλέαρχου για να τον ηρεμήσει και κοι­τάζοντας καταπρόσωπο το μαινόμενο Σπαρτιάτη.

«Κλέαρχε, η θέση σου είναι σωστή, αλλά δεν είναι ώρα τώρα για να τσακωθείς με τον πρίγκιπα. Ανεξάρτητα αν ο Κύρος έχει δί­κιο ή άδικο, απείθησες σε άμεση εντολή του και αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτεί ποτέ από εμάς. Για χάρη του στρατού και του μέλ­λοντός μας, στείλε κλάδο ελαίας, προτού αρχίσει η μάχη».

Ο Κλέαρχος τον κοίταξε μανιασμένα και νόμισα ότι μπορού­σε ακόμα και να χτυπήσει με το σπαθί του τον Πρόξενο, επειδή τον κριτικάριζε, αλλά ύστερα από ώρα κοίταξε μακριά σιωπη­λός, με τις φλέβες του λαιμού του να πάλλονται πυρετωδώς, κα­θώς στράβωσε το σαγόνι του κι επιθεώρησε τον ταχύτατα επερ-

* Το ασώματο κεφάλι της Γοργώς (Μέδουσας) που το περιβάλλουν φίδια. Αυτή η τρομερή στην όψη μορφή θεωρούνταν ότι είχε αποτρεπτική δύναμη εναντίον κακοποιών δυνάμεων. Αυτό οδήγησε στη χρήση του γοργόνειου ως επίσημου εμβλήματος ασπίδων. Γοργόνειο είχε και η ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου του Φειδία. (Σ.τ.Μ.)

224 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χόμενο εχθρό. Έβηξε απότομα, καθαρίζοντας το λαρύγγι του α­πό την παχιά, διαπεραστική σκόνη, κι ύστερα, στρέφοντας το κε­φάλι του στο πλάι, έπιασε τη μύτη του ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη και φύσηξε δυο μακρινάρια μύξας στο έδαφος, α­ποφεύγοντας ελάχιστα το άλογο του Πρόξενου. Ύστερα γύρισε από την άλλη μεριά στο κάθισμά του για να εντοπίσει τον πρί­γκιπα που τώρα είχε πάρει θέση σε μια πιο ευνοϊκή από άποψη θέας περιοχή, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά. «Εσύ», εί­πε κοιτάζοντας τον Ξενοφώντα, «πήγαινε τρέχοντας ένα μήνυμα στον Κύρο εκεί κάτω. Πες του ότι θα το φροντίσω και όλα θα πά­νε καλά». Και πάνω εκεί έκανε μεταβολή περιφρονητικά και κάλ­πασε με το άλογό του για να κάνει επιπλέον προετοιμασίες. Ο Ξενοφώντας κι εγώ κάναμε αγώνα δρόμου για να φτάσουμε στη θέση του Κύρου, έχοντας αγωνία να παραδώσουμε το μήνυμα και να επιστρέψουμε στην παράταξη μας προτού αρχίσει η μάχη.

Οι δυο αντίπαλοι δεν απείχαν τώρα περισσότερο από τετρα­κόσια μέτρα και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα διάφορα περ­σικά τάγματα. Από το μαύρο σύννεφο της πορείας μπορούσες τώ­ρα να διακρίνεις άτομα. Ιππείς με λευκούς, επενδυμένους με με­τάξι φαρδιούς θώρακες υποστήριζαν το βαρύ πεζικό στην αρι­στερή πτέρυγα του εχθρού απέναντι από εμάς και ο Κλέαρχος διέδωσε στις γραμμές ότι επικεφαλής αυτών των ιππέων πρέπει να ήταν ο ίδιος ο Τισσαφέρνης. Ένα λεπτό αργότερα βγήκε α­ληθινός, όταν φάνηκε να φουσκώνει στον αέρα το προσωπικό λά­βαρο του αρχηγού των εχθρών - ένα χρυσό, φτερωτό άλογο πά­νω σε μαύρο τριγωνικό ύφασμα. «Ένα χρυσό δαρεικό στον άντρα που θα σκοτώσει αυτό τον γαϊδουροκέφαλο μπάσταρδο!» ούρ­λιαξε ο Κλέαρχος σε όλους όσοι βρίσκονταν σε απόσταση ακοής. Η έξαψη των αντρών αυξήθηκε φανερά.

Μέσα σε λίγα λεπτά, ήμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε την ε­μπροσθοφυλακή του βασιλιά στα αριστερά μας, τους φοβερούς Μήδους, να προελαύνουν σε πειθαρχημένη σιωπή με τα βαμμέ­να τους πρόσωπα, τις έντονα πορφυρές παντελόνες τους και τους γεμάτους κοσμήματα λαιμούς και αφτιά τους. Έμοιαζαν με τους θηλυπρεπείς ευνούχους του Κύρου, αλλά τα θωρακισμένα με α-

ΚΟΥΝΑΞΑ 225

λυσίδες γιλέκα, τα λοφία στις ορειχάλκινες περικεφαλαίες και τα μαυρισμένα, φουσκωμένα από μυς μπράτσα πρόσθεταν ένα δυ­σοίωνο αποτέλεσμα στην κατά τ' άλλα λεπτεπίλεπτη εμφάνιση τους, το οποίο αποσκοπούσε στο να σκορπίσει τον τρόμο σε λι­γότερο πειθαρχημένες ομάδες, όπως προκαλεί το διφορούμενο πρόσωπο ενός κλόουν σε κάποιο μικρό παιδί. Τους ακολουθού­σαν στρατεύματα από τα δεκάδες έθνη στα οποία κυριαρχούσε ο βασιλιάς της Περσίας και από τα οποία είχε στρατολογήσει διά της βίας τις δυνάμεις του: Φρύγες, Ασσύριοι, Βακτριανοί, Άραβες, Χαλδαίοι, Αρμένιοι, Κούρδοι - ο κατάλογος ήταν ατελείωτος και ακόμα και οι πιο έμπειροι από τους στρατιώτες μας ήταν ανίκα­νοι, στο τέλος, να διακρίνουν τον έναν από τον άλλο κι ακόμα λι­γότερο να θυμηθούν τους ιδιαίτερους τρόπους πολέμου, τα όπλα και τις ειδικές προτιμήσεις σφαγής. Το εκπληκτικότερο από όλα ήταν η ποικιλία των όπλων και οι αμυντικές εφευρέσεις που εί­χαν απλωθεί μπροστά μας - από τις ελαφρές, ψάθινες ασπίδες που έφεραν οι Κίσσιοι* τοξότες, πολύ διαφορετικές από τις δικές μας χοντρές δρύινες και χάλκινες σφαιροειδείς, μέχρι τα λεπτά, σαν καλάμια δόρατα των Αιγυπτίων που ήταν θανατηφόρα όταν ρίχνονταν σε μέση απόσταση, αλλά ήταν πολύ ελαφριά για μάχη εκ του συστάδην. Ίσως το πιο αποθαρρυντικό για όλους, εκτός α­πό τους Σπαρτιάτες, ήταν τα εξήντα δρεπανηφόρα που έσερναν λευκά καθαρόαιμα άλογα, με τους ηνίοχους τους να γελούν δολο­φονικά κάτω από το γείσο του κράνους τους, καθώς κατόπτευαν τις γραμμές μας, περιμένοντας την ευκαιρία να επέμβουν στη σύρραξη, με συναρμολογημένες λεπίδες στους άξονες, για να κό­ψουν στη μέση ή να χτυπήσουν όποιους από τους στρατιώτες θα βρίσκονταν στο δρόμο τους. Για τον Κλέαρχο η παράταξη των αντρών και οι τεχνικές ήταν άνευ σημασίας. Αντιμετώπιζε όλες τις

* Κίσσιοι: κάτοικοι της Κισσίας, περιοχής της Ασίας για την ακριβή θέση της οποίας δε συμφωνούν οι αρχαίες πηγές. Kατά τον Ηρόδοτο είναι η εβραϊκή Ελάμ, κατά τον Διονύσιο τον Περιηγητή βρισκόταν πέρα από τη Βαβυλώνα, ε­νώ οι νεότεροι ιστορικοί θεωρούν την Κισσία δεύτερη ονομασία της Σουσια-νής. Οι Κίσσιοι αναφέρονται ως πολεμιστές με διαφορετική αμφίεση από τους άλλους Πέρσες, ένα είδος χιτώνα, την «κυπάσσιν». (Σ.τ.Μ.)

226 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

εχθρικές δυνάμεις με την ίδια περιφρόνηση, πεπεισμένος ότι η υπέρτερη σπαρτιατική πειθαρχία και η αντοχή των στρατευμά­των του ήταν ικανές να υπερνικήσουν οποιονδήποτε αριθμό ε­χθρικών δυνάμεων κι αν αντιμετώπιζε.

Καθώς ο εχθρός πλησίαζε σταθερά, ο Κλέαρχος κατέβηκε α­πό το άλογο του και κατευθύνθηκε προς τους μάντεις που περί­μεναν μπροστά από τις πρώτες γραμμές των στρατιωτών. Όπως ο Ευριπίδης, πίστευε ότι οι σώφρονες αρχηγοί εξαπολύουν επί­θεση μόνο με την εύνοια των θεών, ποτέ παρά τις επιθυμίες τους, κι έτσι διέταξε να θυσιάσουν μια κατσίκα στον Δία και στη συνέ­χεια στον Φόβο, θεό του τρόμου και της συντριβής, ζητώντας ν' αποστρέψει τα μάτια του από τους άντρες μας και να τα στρέψει στους Πέρσες. Ο ίδιος ο Κλέαρχος άρχισε την ιεροτελεστία και παρά την αμείλικτη προέλαση του εχθρικού στρατεύματος ακο­λούθησε την καθιερωμένη διαδικασία προσεκτικά και με επιμέ­λεια, μπήγοντας την κόψη του μαχαιριού του στον εκτεθειμένο λαιμό του ζώου και κάνοντας το αίμα να αναβλύζει και ν' αναπηδά για να εξευμενίσει τους θεούς. Καθώς το αίμα χυνόταν, πότιζε την καυτή ξεραμένη γη, αφήνοντας μια σκούρα, αχνιστή κηλίδα που έσβηνε μέσα σε λίγα λεπτά από τη σκόνη που επικαθόταν, μια και η γη επούλωνε μόνη της τα σημάδια και τις κηλίδες που της προκαλούσαν οι άνθρωποι για τις ασήμαντες υποθέσεις τους.

Ο Κλέαρχος δεν είχε ζητήσει ακόμα από τους στρατιώτες του να σταθούν προσοχή και, μολονότι παρακολουθούσαν προσεκτι­κά τις προελαύνουσες ορδές και τις θυσίες, προσποιούνταν απά­θεια, ρίχνοντας βιαστικά βλέμματα με τις άκρες των ματιών τους, με τις ασπίδες τους ακουμπισμένες στα πόδια τους κοι τις λαβές εκτεθειμένες, ενώ ορισμένοι εξακολουθούσαν να κάθονται κάτω. Ο Ξενοφώντας κι εγώ είχαμε ειδοποιηθεί εκ των προτέρων από τον Πρόξενο γι' αυτή τη συγκλονιστική συνήθεια των Σπαρτιατών, μια υπολογισμένη ενέργεια σχεδιασμένη για να δείξει την περι­φρόνησή τους για τον προελαύνοντα εχθρό. Και μόνο όταν οι Πέρσες τοξότες, σε απόσταση διακοσίων μέτρων περίπου, άρχι­σαν τελικά να μπαίνουν στη σειρά τους, οι άντρες σηκώθηκαν όρ­θιοι και ύψωσαν τις ασπίδες τους.

ΚΟΥΝΑΞΑ 227

Με ένα σήμα από το σαλπιγκτή του Κλέαρχου οι Έλληνες φώ­ναξαν το σύνθημα που είχαμε επινοήσει, «Δίας σωτήρας και Νί­κη!», χτυπώντας τις ασπίδες τους και αυξάνοντας την ένταση της μυριόστομης κραυγής σε κάθε επανάληψη, ώσπου ακόμα και η γη έμοιαζε να σείεται. Ύστερα από ένα λεπτό, ο οξύς θρηνητικός ήχος των πολεμικών αυλών κάλυψε τις φωνές μας, μια απόκοσμη μουσική κορύφωση που υψώθηκε σε μια χωρίς ρυθμό αντίστιξη με τις βαριές φωνές του καταχθόνιου ομαδικού μας τραγουδιού. Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος των τύμπανων που νιώθαμε σαν υ­πόκωφο τρέμουλο στα σωθικά μας διαπέρασε τις γραμμές μας και καθώς οι χτύποι της καρδιάς μας επιταχύνθηκαν ξαφνικά, αρχί­σαμε όλοι μαζί με μια φωνή να τραγουδάμε τον πολεμικό ύμνο, τον παιάνα στον Απόλλωνα. Η βροντή από τις δέκα χιλιάδες δυ­νατές φωνές μας και η εκρηκτική κλαγγή των δοράτων πάνω στις ασπίδες απλώθηκε κυματιστά στην πεδιάδα ανάμεσα στις αντί­παλες δυνάμεις και φάνηκε να χτυπά τους Πέρσες σχεδόν πραγ­ματικά σαν τείχος. Οι εχθρικές ομάδες ακριβώς απέναντι από το δεξιό μας κέρας ταλαντεύτηκαν και οι πρώτοι φανερά τρεμού-λιασαν, καθώς οι πίσω από αυτούς άρχισαν να στριμώχνονται κα­τά ομάδες.

Ύστερα από ένα ακόμα εκκωφαντικό σάλπισμα ορμήσαμε με βήμα ταχύ εναντίον του αριστερού τμήματος των Περσών, με τους οπλίτες μας να διατηρούν άψογο, σφιχτό σχηματισμό φά­λαγγας στην ελάχιστα κατηφορική πεδιάδα, ενώ το ελαφρύ πεζι­κό ακολουθούσε από κοντά, ετοιμάζοντας κατά την πορεία τα τό­ξα και τραγουδώντας πάντα τον αιμοχαρή παιάνα. Όταν πλη­σιάσαμε στα πενήντα μέτρα περίπου τις εχθρικές γραμμές, το βαριά οπλισμένο πεζικό διέκοψε το ρυθμό του πολεμικού παιά­να και άρχισε ένα λαρυγγισμό, ένα ουρλιαχτό χωρίς λόγια, μια κραυγή σαν συγκρατημένη οργή που καλούσε τον Άρη, τον αδυ­σώπητο θεό του πολέμου, με την εκκωφαντική κραυγή «Ελελεύ! Ελελεύ!». Κατέβασαν τα δόρατα κάτω με απόλυτο συγχρονισμό σε πλήρη οριζόντια θέση διείσδυσης, με τις φρεσκοακονισμένες αιχμές και άκρες τους ν' αντανακλούν κάτω από το εκτυφλωτικό φως την υπόσχεσή τους για οδυνηρό θάνατο. Τα στόματα των

228 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

τρομοκρατημένων εχθρών απέναντι μας άνοιξαν άφωνα, συσπα-σμένα από φόβο, και τα άλογα των αξιωματικών τους ανάστρε­φαν άγρια τα μάτια και σήκωναν τα κεφάλια στο πλάι σε μια προ­σπάθεια να ξεφύγουν από το βροντερό ανθρώπινο και μεταλλικό τείχος που πλησίαζε αστραπιαία.

Η εχθρική παράταξη ταλαντεύτηκε, οι πρώτες σειρές σταμά­τησαν απότομα. Οι Πέρσες που προχωρούσαν από πίσω, ανίκα­νοι να δουν τι συνέβαινε στο ύψωμα πέρα από τους προπορευό­μενους συντρόφους τους, συνέχιζαν να σπρώχνουν προς τα ε­μπρός, σκοντάφτοντας πάνω σ' αυτούς που είχαν σταματήσει α­πότομα μπροστά, και με τη σειρά τους σπρώχνονταν από τους ερχόμενους από πίσω. Ενθαρρυμένοι από αυτή την ένδειξη δι­σταγμού, οι βαριά οπλισμένοι Έλληνες πεζοί επιτάχυναν το βή­μα τους κι άρχισαν να τρέχουν, με τις ασπίδες και τους θώρακες να χτυπούν δαιμονισμένα. Τμήμα της γραμμής μας, οι γρηγορό­τεροι δρομείς άρχισαν ν' απλώνονται, ανοίγοντας επικίνδυνα κα­τά τόπους και κινδυνεύοντας να διασπαστούν, ενώ κάποιοι λιγό­τερο πειθαρχημένοι στρατιώτες δημιουργούσαν κενά, επιζητώ­ντας ασυναίσθητα την προστασία της ασπίδας που κρατούσε ο σύντροφός τους από τα δεξιά. «Συμπτυχθείτε!» ούρλιαξε ο Πρό­ξενος μέσα στη μάχη και ο Ξενοφώντας κι εγώ τρέχαμε πάνω κά­τω στη γραμμή, ενώ βέλη περνούσαν ξυστά από τα κράνη μας, σφυρίζοντας διαβολικά, και φωνάζαμε στους άντρες να προχω­ρούν με τάξη ώστε να διατηρήσουν ένα συμπαγές τείχος από α­σπίδες για ν' αποφύγουμε τυχόν εχθρικό ρήγμα ή και για να τους εμποδίσουμε να διαπιστώσουν την έλλειψη βάθους της παράτα­ξής μας. Ορισμένοι από τους στρατιώτες έπιασαν το μήνυμα κι άρχισαν να επιπλήττουν τους υπερενθουσιώδεις συναγωνιστές τους με φωνές όπως «Μην κάνετε αγώνα δρόμου!» και «Κρατήστε τη γραμμή!», έτσι μέσα σε δευτερόλεπτα είχε αποκατασταθεί η ί­σια γραμμή. Η πειθαρχία των ελληνικών δυνάμεων ήταν εκπλη­κτική - άντρες σε πλήρη ετοιμότητα εναντίον απροετοίμαστων, ευταξία εναντίον αταξίας, στρατιώτες που ορμούσαν μπροστά με απόλυτη, φοβερή ακρίβεια, τόσο σφιχτοδεμένοι και τόσο ομοιό­μορφοι σαν τις ασπίδες.

ΚΟΥΝΑΞΑ 229

Όσο για το τι συνέβη στη συνέχεια, είναι αδύνατο να πει κα­νείς αν ήταν υπεύθυνοι οι θεοί ή αν κανένας εχθρός δεν μπορού­σε ν' αντισταθεί σε ένα ρεύμα αντρών τόσο αποφασισμένων όσο οι δικοί μας. Οι ραψωδοί τραγουδούν την ηρωική μάχη σαν να ε­πρόκειτο για Τιτανομαχία, ποδιά την ποδιά, ασπίδα πάνω στην ασπίδα, λοφίο το λοφίο, περικεφαλαία την περικεφαλαία, στή­θος με στήθος, προσεγγίζουν τον εχθρό και πολεμούν για την κα­ταστροφή. Η μάχη αυτή, πάντως, αν μπορείς να την ονομάσεις έ­τσι, δεν ήταν πιο επική ή θεϊκή από το έργο των δούλων που πα­ραδίδουν το αγριογούρουνο ύστερα από ένα επιτυχημένο κυνήγι. Οι περσικές γραμμές κατέρρευσαν αμαχητί στη θέα της ελληνι­κής διαβολικής θύελλας. Απουσίαζε ακόμα κι ο εκκωφαντικός θό­ρυβος που συνήθως ακούει κανείς όταν οι επικεφαλής πολεμιστές των αντίπαλων δυνάμεων συγκρούονται και συμπλέκονται μέσα σ' ένα χάος από μέταλλο, σωματικά υγρά και κραυγές. Η πρώτη γραμμή έσπασε κι εμείς τους ισοπεδώσαμε λες και ήταν ποντι-κοφωλιές, αμελώντας ακόμα και να σκοτώσουμε όσους προσπερ­νούσαμε, αλλά απλώς τους ποδοπατούσαμε και συνεχίζαμε στην επόμενη σειρά, ένα ορμητικό, βροντερό τείχος από μέταλλο και θάνατο. Το έξαλλο πλήθος που ακολουθούσε από πίσω αφαιρού­σε από τους νεκρούς τα αντικείμενα αξίας και τα τρόφιμα, χρη­σιμοποιώντας ρόπαλα και σπασμένες λόγχες για ν' αποτελειώσει όποιον από τους στρατιώτες του εχθρού είχε την αποκοτιά να συ­νεχίζει να σφαδάζει ή να θρηνολογεί, αφού τον θέρισε το κύμα των οπλιτών. Οι Πέρσες στις πρώτες γραμμές προσπαθούσαν απε­γνωσμένα να κάνουν μεταβολή και να τραπούν σε φυγή, αλ\ά οι σύντροφοι τους από πίσω, σε βάθος δεκαπέντε ή είκοσι σειρών, συνέχιζαν να προελαύνουν πειθήνια προς τα εμπρός σαν σκλάβοι που ήταν, κάτω από τα μαστίγια και τις απειλές των επικεφαλής τους, κλείνοντας το δρόμο στους πανικόβλητους των μπροστινών σειρών και εμποδίζοντας τη φυγή τους. Ακολούθησε σφαγή, πα­νικός τροφοδοτημένος από πανικό, και ακόμα κι αυτοί οι λίγοι Πέρσες που αρχικά είχαν τη δύναμη να σταθούν και να πολεμή­σουν λιποψύχησαν όταν είδαν ότι είχαν εγκαταλειφθεί απ' όλες τις πλευρές κι ενώθηκαν κι αυτοί με το τρομοκρατημένο πλήθος.

230 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Οι τοξότες μας έβαλαν στόχο τους οδηγούς των εχθρικών δρε-πανηφόρων που είχαν παραμείνει ελάχιστα πίσω από το βαρύ πεζικό τους, περιμένοντας να δημιουργηθεί κάποιο κενό στη σύρ­ραξη, μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα δρε-πανηφόρα τους, χωρίς να κατακρεουργήσουν τους δικούς τους ά­ντρες, και στη συνέχεια ν' αναδιπλωθούν και να κυκλώσουν από πίσω τις γραμμές μας. Οι Σπαρτιάτες σιχαίνονταν τέτοιου είδους μηχανές και δεν τις χρησιμοποιούσαν στις δικές τους δυνάμεις ε-δώ,κι εκατό χρόνια. Τους άρεσε, όμως, η ιδέα να τις αντιμετωπί­σουν, μια και κατείχαν απόλυτα την τεχνική ν' ανοίγουν ήσυχα κά­ποια κενά ενδιάμεσα από τα οποία μπορούσαν να εφορμήσουν οι οδηγοί ακίνδυνα, ενώ ένας ή δύο Σπαρτιάτες χυμούσαν από το πλάι και μαχαίρωναν το άλογο ή τον οδηγό, πηδούσαν πάνω στο άρμα και τελικά το σταματούσαν. Στα νιάτα του ο Κλέαρχος ή­ταν γνωστό ότι πραγματοποιούσε με επιτυχία αυτό το κόλπο.

Εντούτοις εδώ οι Σπαρτιάτες έμελλε να απογοητευτούν, μια και ούτε ένα περσικό δρεπανηφόρο δεν αποπειράθηκε καν να διεισ­δύσει στις ελληνικές γραμμές. Οι τοξότες μας χτύπησαν αρκε­τούς από τους οδηγούς και στο χάος που επακολούθησε κανείς α­πό το περσικό πεζικό δεν μπήκε στον κόπο να πιάσει τα ηνία των συναγωνιστών του. Τα πανικόβλητα άλογα έτρεχαν άσκοπα ανά­μεσα στο στράτευμα με τις ακονισμένες λεπίδες των δρεπανοφό-ρων να διαφθείρουν την ιερότητα και την παρθενικότητα του ευ­αίσθητου δέρματος, κλαδεύοντας ένα χέρι εδώ, ένα κεφάλι εκεί, κόβοντας πολεμικούς θώρακες και ανθρώπινα πλευρά λες κι ή­ταν τυρί, αποκαλύπτοντας τα μυστικά των θεών στα μάτια των βλοσυρών και τρομοκρατημένων θεατών. Παρακολούθησα δύο Βοιωτούς από το τάγμα του Πρόξενου, αδέρφια όπως αποδεί­χτηκε, που ο καθένας τους ανέλαβε από ένα αφηνιασμένο άρμα και άρχισαν μεθοδικά και πειθαρχημένα να σκορπούν το θάνα­το, στρέφοντας τα πιο τρομακτικά περσικά όπλα εναντίον των ί­διων των Περσών με ολέθρια αποτελέσματα. Έκαναν ένα αιμα­τηρό πέρασμα θερίζοντας την πιο πυκνή από τις εχθρικές φά­λαγγες κι ύστερα οδήγησαν ήρεμα τα κατακτημένα τρόπαια τους στον Πρόξενο γελώντας, ενώ κρέμονταν ακόμα από τα θανατη-

ΚΟΥΝΑΞΑ 231

φόρα δρεπάνια τους παράταιρα κομμάτια ματωμένης σάρκας και μουσκεμένα στο αίμα πετσιά από κράνη. Ο Σωκράτης είπε κάποτε πως για να δεις τα ενδότερα μιας ανθρώπινης ύπαρξης πρέπει να την κάνεις να γελάσει ή να την παρατηρήσεις σε στιγ­μές έρωτα. Παρέλειψε όμως να προσθέσει ότι μπορείς επίσης να χρησιμοποιήσεις μια λάμα ή την αιχμή δόρατος. Αυτή η τελευ­ταία μέθοδος αποδεικνύει αναμφίβολα ότι οι άνθρωποι μοιάζουν πολύ περισσότερο εσωτερικά παρά εξωτερικά και στην πραγμα­τικότητα ελάχιστα διαφέρουν από τους χοίρους ή τα γαϊδούρια.

Ο Ξενοφώντας κάλπαζε μπρος και πίσω κατά μήκος της γραμ­μής μας, διαγράφοντας με το άλογό του μικρούς κύκλους στο τέ­λος της παράταξής του και παρατηρώντας στενά τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη για τυχόν ένδειξη επίθεσης ή απόπειρας υπερφα-λάγγισης του στρατεύματός μας. Η άσκηση αυτή όμως ήταν ά­χρηστη, μια και το ιππικό του Τισσαφέρνη ήταν αβοήθητο μέσα στο χάος και παρέμενε συγκεντρωμένο νευρικά στα μετόπισθεν της μάχης, περιμένοντας την έκβαση. Έριξα μια ματιά στον Πρό­ξενο που μπαινόβγαινε ορμητικά με το άλογό του στη σφαγή, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποια τάξη σε όλη αυτή την πα­ραφροσύνη, και στον Κλέαρχο, ο οποίος, αφού οδήγησε τους ά­ντρες του κατευθείαν εναντίον των εχθρικών γραμμών, είχε επι­στρέψει πίσω για να εποπτεύει την όλη κατάσταση και τώρα κα­θόταν ατάραχος πάνω στο άλογο του στην άκρη της σύρραξης, πα­ρακολουθώντας ήρεμα τους άντρες του που έκοβαν τον εχθρό λες και θέριζαν στάχυα σε κάποιο χωράφι.

Τελικά, οι επιζώντες στο κέντρο και την οπισθοφυλακή των Περσών κατάφεραν ν' αντιστρέψουν την πορεία τους κι άρχισαν γενική υποχώρηση. Οι Έλληνες τους κυνηγούσαν καθώς έφευ­γαν σκοντάφτοντας πάνω στα σώματα όσων έπεφταν και βουλιά­ζοντας μέσα στο πηχτό αίμα στο έδαφος, που είχε μεταβληθεί σ' ένα μείγμα αραιής λάσπης και κάτουρου, πάχους τριάντα πό­ντων, παστωμένο με σπασμένα όπλα και μέλη ετοιμοθανάτων. Τα δόρατα των Ελλήνων, τόσο η αιχμή όσο και ο σαυρωτήρας, το στέλεχος με τη χάλκινη προεξοχή, η «δολοφόνος σαύρα», που το χρησιμοποιούσαν για να στηρίζεται το όπλο στο έδαφος όταν

232 Η ΚΑΘΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δεν ήταν σε δράση, είχαν προ πολλού σπάσει και θρυμματιστεί στις εύθραυστες ράχες και τα κρανία των Περσών και οι άντρες μας περιορίζονταν τώρα σε ένα μανιασμένο, αιματηρό κομμά-τιασμα με τα κοντά σπαθιά τους. Πλήθη Περσών πετούσαν τις α­σπίδες και τα όπλα τους μέσα στον πανικό τους, αποποιούμενοι οποιαδήποτε προστασία, λησμονώντας ακόμα και να πολεμή­σουν και κάνοντας το παν για να διευκολύνουν τη σφαγή τους. Οι νεκροί των εχθρών ανέρχονταν σε χιλιάδες, ενώ τα δικά μας στρα­τεύματα μετά βίας είχαν χάσει έναν άντρα· υποφέραμε μόνο α­πό το μούδιασμα των κουρασμένων μελών μας, λόγω της υπερέ­ντασης από την ακατάπαυστη σφαγή.

Ο Κλέαρχος ξύπνησε τελικά από την προφανή πλήξη του φρι­κτού μακελειού και διέταξε τον σαλπιγκτή να σημάνει παύση. Τί­ποτα δε συνέβη, για ένα διάστημα που φάνηκε αιωνιότητα. Το φρικιαστικό λουτρό αίματος συνεχίστηκε αμείωτο. Τελικά, όμως, έπειτα από επιπλέον σαλπίσματα κι αφού αναγκάστηκε ο ίδιος ο Κλέαρχος να μπει έφιππος μες στη σφαγή, κραδαίνοντας το σπα­θί του και χτυπώντας τους δικούς του με το πίσω μέρος του σπα­θιού για να τους αναχαιτίσει και να επιβάλει μια ανάπαυλα, η μανιασμένη αιματοχυσία έπαψε και οι Έλληνες παραπαίοντας και ξέπνοοι σταμάτησαν. Οι συντετριμμένοι άντρες κατέβασαν αργά τα χέρια τους και στάθηκαν τρεκλίζοντας επιτόπου, πετώ­ντας τα άρματά τους εξαντλημένοι. Ο τρομερός αχός της μάχης έσβησε σε μια απλή ηχώ μες στα κεφάλια μας, που σταδιακά α­ντικαταστάθηκε από τις οιμωγές των πληγωμένων και των ετοι­μοθανάτων. Η όψη των στρατιωτών ήταν καταχθόνια, θεϊκή - τό­σο αιματοβαμμένοι ήταν από το κράνος μέχρι τις περικνημίδες, ώστε πρέπει να είχαν βουτηχτεί εκεί μέσα σαν τα σκυλιά, με τα μάτια τους να λάμπουν διαβολικά κάτω από τη σκιά του γείσου του κράνους τους και με τους μυώνες των ώμων και των μηρών τε­ντωμένους και κάθιδρους. Τα στήθη τους ήταν φουσκωμένα, τα τρεμάμενα πόδια τους έτοιμα να τους προδώσουν από εξάντλη­ση, ορισμένοι μάλιστα κατέρρεαν επιτόπου μέσα στον αχνιστό, βρομερό βόρβορο, κλοτσώντας στην άκρη κουφάρια και σκόρπια σπλάχνα για να κάνουν χώρο για τους ίδιους. Οιμωγές αγωνίας

ΚΟΥΝΑΞΑ 233

γέμιζαν την ασάλευτη, βαριά ατμόσφαιρα, ο επιθανάτιος ρόγχος πληγωμένων Περσών που δεν τους είχε ακόμα αποτελειώσει το ανελέητο μπουλούκι που ακολουθούσε. Το έδαφος είχε κατα-κοκκινίσει από το αίμα που κυλούσε σε ρυάκια μέσα σε λιμνού­λες και λακκούβες και συγκεντρωνόταν σε κοιλώματα. Κουφάρια κείτονταν ανακατεμένα το ένα πάνω στο άλλο. Ασπίδες κομμα­τιασμένες, ακόντια σπασμένα, εγχειρίδια βγαλμένα από τα θη­κάρια τους, μερικά στο χώμα, τα περισσότερα καρφωμένα σε κορμιά, ορισμένα στα χέρια των νεκρών. Οι πιο σκληροί από τους Έλληνες στρατιώτες πάσχιζαν να κρατηθούν στα πόδια τους, ε­νώ τα χέρια τους έτρεμαν από την έκσταση της σφαγής και την ένταση της προσπάθειάς τους, ενώ αναζητούσαν συναγωνιστές, α­κόμα και ξένους, για να γείρουν πάνω τους εξαντλημένοι, αλλά και για να αισθανθούν κάποιο ίχνος ανθρώπινης παρηγοριάς.

Μόνο εκείνη τη στιγμή οι άντρες συνειδητοποίησαν την έκτα­ση του κατορθώματός τους και του κινδύνου που αντιμετώπισαν, μια και, παρ' όλη την τρομερή μανία μας, η επίθεσή μας ήταν ε­πισφαλής: οι άντρες είχαν κρατήσει τις ασπίδες τους σε ευθεία γραμμή λόγω πλήρους πειθαρχίας, αλλά το απροσδόκητο αποτέ­λεσμα ήταν να κρύψουν από τα μάτια των εχθρών τι βρισκόταν πίσω από την πρώτη γραμμή μας. Στην πραγματικότητα είχαμε απλωθεί τόσο πολύ, για να καλύψουμε σε όλο τους το μήκος τις απέναντι μας συμπαγείς περσικές δυνάμεις, ώστε η φάλαγγά μας είχε βάθος μόνο τέσσερις σειρές - τ ο μισό του κανονικού βάθους. Είχαμε μόνο μια ευκαιρία να διασπάσουμε τις εχθρικές γραμμές και παρ' όλες τις αντιξοότητες το είχαμε καταφέρει.

Ο Κλέαρχος ξεπέζεψε και προχώρησε επίσημα ανάμεσα στους αποσβολωμένους άντρες, προσφέροντας τον ώμο του σε κάποιον για ν' ακουμπήσει στιγμιαία, βοηθώντας κάποιον άλλο να σηκω­θεί από το σημείο όπου είχε γονατίσει από την ένταση της σφα­γής. Έκπληκτος τον είδα να προφέρει ήρεμα, ήσυχα, ενθαρρυ­ντικά λόγια σε όλους όσους προσπερνούσε, γοητευμένος από την εμφανή δύναμη που έδινε στον καθένα, καθώς διάβαινε ανάμε­σα στις γραμμές, αφού οι άντρες από τους οποίους περνούσε στέ­κονταν στα πόδια τους εμφανώς ψηλότεροι και πιο δυνατοί από

234 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

αυτούς που δεν είχε ακόμα αγγίξει τους ώμους τους. Αυτή, κατέ­ληξα, ήταν η πηγή της δύναμης του Κλέαρχου, η αγριάδα του, αυ­τό το τονωτικό και εμψυχωτικό αποτέλεσμα στους άντρες που εί­χε κάτω από τις διαταγές του. Ύστερα από λίγα λεπτά, βρήκε έ­να μικρό βράχο πάνω στον οποίο στάθηκε και, βγάζοντας την πε­ρικεφαλαία και υψώνοντας το αιματοβαμμένο σπαθί του στον ου­ρανό, έβγαλε μια τρομερή κραυγή προς τους θεούς: «Πατέρα των θεών, προστάτη των στρατών, αυτοί οι άντρες - αυτοί οι άντρες είναι Έλληνες! Δίας σωτήρας και Νίκη!»

Οι στρατιώτες χοροπήδησαν θριαμβευτικά, χτυπώντας τα ξί­φη πάνω στις ασπίδες με εκκωφαντικό αποτέλεσμα, επαναλαμ­βάνοντας τον τρομακτικό πολεμικό παιάνα. Ακούγοντας ένα πνι­χτό «Ελελεύ, ελελεύ» να βγαίνει με μεγάλη προσπάθεια από κά­που κοντά, κοίταξα πίσω μου και κατάλαβα ότι ερχόταν από το ξεραμένο, κλεισμένο λαρύγγι του Ξενοφώντα, καθώς κοίταζε έ­ντονα κι αυτός τον Κλέαρχο με μια έκφραση φονικού θριάμβου στα μάτια.

Οι άντρες ξανακάθισαν να ξαποστάσουν μια στιγμή, σιωπη­λοί από την εξάντληση αλλά και την ευγνωμοσύνη που ήταν ακόμα ζωντανοί, καταπίνοντας λαίμαργα νερωμένο κρασί από τα πα­γούρια τους. Με απαίτηση του Πρόξενου, κάλπασα μέχρι την κο­ρυφή ενός μικρού υψώματος για να έχω καλύτερη ορατότητα και προσπάθησα να διακρίνω μέσα από τα κύματα ζέστης που ση­κώνονταν από τη γη εκεί που το ιππικό του Κύρου και το αρι­στερό κέρας των Ελλήνων έστεκαν περιμένοντας την έκβαση της αψιμαχίας μας. Η σκόνη ήταν ακόμα πυκνή στην ατμόσφαιρα, αλλά καθώς κατακάθιζε αργά διέκρινα το περίγραμμα των άλλων στρατευμάτων μας, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Ύψωσα το λάβαρο του Πρόξενου και το κούνησα ξέφρενα κι ύστερα εί­δα τις δικές τους τριγωνικές σημαιούλες να σηκώνονται ψηλά α­πό αγαλλίαση, στρατιώτες να υψώνουν τα όπλα τους πάνω από το κεφάλι τους και ένα λεπτό αργότερα άκουσα την ιαχή τους να φτάνει κυματιστή προς τη μεριά μου πάνω από την πεδιάδα. Κοί­ταξα τον Πρόξενο. Τα μάτια του χαμογελούσαν κάτω από το α­νασηκωμένο γείσο του κράνους του.

ΚΟΥΝΑΞΑ 235

Ο πιο άμεσος κίνδυνος ερχόταν από τη δεξιά πτέρυγα του βα­σιλιά, που εκτεινόταν απέναντι μας όσο έπιανε το μάτι, υπερκα­λύπτοντας κατά πολύ τη σχετικά κοντή αριστερή παράταξη του Κύρου. Ο ίδιος ο βασιλιάς είχε κανονίσει να βρίσκεται αντιμέ­τωπος με τον Κύρο και προφανώς είχε διατάξει κυκλωτική κίνη­ση, μια και η υπερεκτεταμένη δεξιά πτέρυγα συμπτυσσόταν τώ­ρα και κύκλωνε την αριστερή πλευρά του πρίγκιπα. Ακόμα και ο πιο άσχετος πολεμικός ακόλουθος μπορούσε να δει ότι αν δεν α­ναλάμβαναν αμέσως δράση, τα στρατεύματα του Κύρου μπο­ρούσαν είτε να κυκλωθούν, αναγκασμένα να υποχωρήσουν αφή­νοντας την ομάδα μας χωρισμένη και ευάλωτη, είτε να υποχρε­ωθούν να οπισθοχωρήσουν δεξιά τους προς το ποτάμι, αφήνο­ντας μας όλους εμάς στην τύχη μας, παγιδευμένους ανάμεσα σε έναν τεράστιο στρατό από μπροστά και έναν αδιάβατο ποταμό α­πό πίσω.

Βλέποντας το δίλημμα του πρίγκιπα, ο Κλέαρχος διέταξε τους άντρες να σηκωθούν και να συνταχθούν για μάχη. Έτσι ξεκινή­σαμε ένα αναγκαστικό τροχάδην κάτω από τον αποχαυνωτικό ή­λιο, διασχίζοντας την πεδιάδα, για να ξαναγυρίσουμε εκεί απ' ό­που είχαμε μόλις έρθει, για να υποστηρίξουμε τις δυνάμεις του Κύρου. Το ιππικό του Τισσαφέρνη, όμως, δε φαινόταν πουθενά κι όταν το επισήμανα στον Ξενοφώντα, κοίταξε ψηλά ξαφνια­σμένος. Ο Πρόξενος τού είχε αναθέσει να παρακολουθεί τις κι­νήσεις του, αλλά μέσα στην εξάντληοη και τον ενθουσιασμό της συντριβής των αντιμέτωπών μας Περσών είχε παραμελήσει το καθήκον του για αρκετά λεπτά.

Ο Κύρος δεν επρόκειτο να περιμένει εμάς να φτάσουμε ή να κυκλωθούν οι δυνάμεις του για να επιτεθεί. Περιέργως, διέταξε να ηχήσει η σάλπιγγα κι άρχισε να προελαύνει εναντίον των έξι χι­λιάδων βαριά οπλισμένων πεζών του βασιλιά, με τους εξακόσιους ιππείς του πίσω του σε σφιχτό σχηματισμό, που πάσχιζαν να συμ­βαδίζουν με τον ορμητικό αρχηγό τους, ενώ κραύγαζαν την τρο­μακτική, θρηνητική περσική πολεμική κραυγή καθώς έτρεχαν. Οι άντρες του βασιλιά σταμάτησαν αμέσως την πορεία τους, μέ­νοντας απολιθωμένοι από έκπληξη. Επρόκειτο όμως για καλο-

236 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

εκπαιδευμένα στρατεύματα που δεν είχαν σκοπό να το βάλουν στα πόδια με την πρώτη προσέγγιση των αντιπάλων, όπως αυτοί που είχαμε αντιμετωπίσει εμείς, αλλά δεν ήταν και τόσο απερί­σκεπτοι για να συνεχίσουν να προελαύνουν κατά μέτωπο του ορ­μητικού ιππικού του Κύρου.

Ο βασιλιάς φώναξε ένα παράγγελμα και οι τάξεις των τοξοτών εξαπέλυσαν τα βέλη τους, σχηματίζοντας πυκνό σύννεφο, λες κι ή­ταν απαίσια πουλιά που σφύριζαν και βούιζαν στον αέρα. Ορι­σμένα προσγειώθηκαν ανάμεσα στα επικεφαλής άλογα του Κύρου, κάνοντάς τα να τριποδίσουν, πετώντας κάτω τους αναβάτες τους και δημιουργώντας χάος, καθώς αυτοί που έρχονταν από πίσω σκόνταφταν πάνω στα σφαδάζοντα σώματα των πεσμένων. Άλλος καταιγισμός τόξων εξαπολύθηκε και αυτή τη φορά τα περισσότε­ρα βρήκαν το στόχο τους. Ο Κύρος, όμως, εξακολούθησε να τρέ­χει ολοταχώς με τη μακριά χαίτη των μαλλιών του να κυματίζει πί­σω από το άσκεπο κεφάλι του σαν δαυλός σε δυνατό άνεμο.

Με ένα μουγκρητό φρενιασμένων ανθρώπων και αλόγων και μια ηχηρή σύγκρουση μετάλλου πάνω σε μέταλλο, το ιππικό του πρίγκιπα χτύπησε τα θωρακισμένα στρατεύματα του βασιλιά κι η σύγκρουση έμοιαζε με έκρηξη. Τρομερές κραυγές έβγαιναν α­πό άντρες και ζώα, καθώς οι πρώτες σειρές των Περσών ποδο­πατούνταν ανελέητα και τα επικεφαλής άλογα του Κύρου έτρε­χαν με ακόντια καρφωμένα πάνω τους ή με τα πόδια σακατεμέ­να από εχθρικά ξίφη, ανατρέποντας τους αναβάτες τους στο χώ­μα. Τρέχαμε τώρα όσο γρήγορα μας επέτρεπε η κούρασή μας, α­ποφασισμένοι να υποστηρίξουμε τον πρίγκιπα στην ανέφικτη ε­πίθεσή του εναντίον των υπερβολικά ανώτερων δυνάμεων του βα­σιλιά, αν και δεν τολμούσαμε σχεδόν να πιστέψουμε αυτό που βλέπαμε, ότι δηλαδή κανένα από τα άλογα του Κύρου δεν οπι­σθοχωρούσε από τον ανεμοστρόβιλο του σύννεφου της σκόνης και ότι στην πραγματικότητα ένα σταθερό κύμα από διαλυμέ­νους και τρομοκρατημένους στρατιώτες του εχθρού ορμούσαν προς τα μετόπισθεν του βασιλιά, μετατοπίζοντας σταθερά το σύν­νεφο προς τα πίσω και σκοτεινιάζοντας κι αυτό το λίγο που μπο­ρούσαμε να διακρίνουμε από τη μάχη.

ΚΟΥΝΑΞΑ 237

Στο σημείο αυτό η όρασή μου με πρόδωσε εξαιτίας της σκό­νης και των σκιών που άρχιζαν να μεγαλώνουν και θα πρέπει να διηγηθώ αυτά που έμαθα μετά τη μάχη από τους συντρόφους του Κύρου. Ακόμα και με το φως της μέρας είναι αδύνατο να δουν τα πάντα αυτοί που δίνουν τη μάχη κι επιπλέον στη μάχη, όπως ως επί το πλείστον και στη ζωή, κανείς δεν ξέρει πραγματικά πε­ρισσότερα απ' όσα συμβαίνουν ακριβώς γύρω του. Όταν τελικά φτάσαμε στο αρχικό σημείο σύγκρουσης του πρίγκιπα με τον ε­χθρό, δεν υπήρχε πια κανένας ζωντανός. Οι μαχόμενες δυνάμεις είχαν απομακρυνθεί, τρέχοντας σαν κυνηγόσκυλα που πέφτουν φρενιασμένα το ένα πάνω στο άλλο μες στο δρόμο, και η αρχική γραμμή των εξακοσίων ιππέων του Κύρου είχε διασπαστεί και διαλυθεί μέσα στη σύγχυση σε μικρές ομάδες που κυνηγούσαν τους Πέρσες κατά δεκάδες. Ο ίδιος ο πρίγκιπας είχε επιτεθεί στο στρατηγό που διοικούσε τους έξι χιλιάδες Αθανάτους του βασιλιά, λογχίζοντας το άλογο του αξιωματούχου στα καπούλια για να το κάνει να παραπατήσει και να ρίξει κάτω τον αναβάτη του κι ύ­στερα, χρησιμοποιώντας και πάλι τη λόγχη, την κάρφωσε πέρα για πέρα στο λαιμό του, καθώς κειτόταν αβοήθητος καταγής.

Η θέα του λογχισμένου στρατηγού τους που συσπόταν και σφάδαζε εξαιτίας της σπασμένης αιχμής έσπασε το ηθικό των ε­λάχιστων εχθρικών δυνάμεων που παρέμεναν ακόμα σε τάξη κι άρχισαν και αυτές να τρέπονται σε φυγή, μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες, διασχίζοντας την ανοιχτή πεδιάδα διασκορπισμένοι για ν' αποφύγουν την καταδίωξη από το ληστρικό ιππικό του Κύρου. Η στρατηγική του απέδιδε, μια και, αφού κατατρόπωσε τις προ­σωπικές δυνάμεις του βασιλιά, το δεξιό κέρας των Περσών στα­μάτησε ν' αναπτύσσει την κυκλωτική του κίνηση, καθώς οι αξιω­ματικοί προσπαθούσαν να διαβλέψουν την έκβαση της μάχης, προτού εμπλακούν περισσότερο σε μια επίθεση εναντίον των δυ­νάμεων του Αριαίου και του Μένωνα.

Ύστερα από μια ξέφρενη κούρσα ταχύτητας μερικών εκατο­ντάδων μέτρων στην πεδιάδα, ο Κύρος τελικά διέκρινε το βασι­λιά και τη σωματοφυλακή του που προσπαθούσαν να διατηρήσουν κάποια μορφή τάξης κατά την υποχώρηση. «Να τος!» φώναξε ο

238 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πρίγκιπας. «Θάνατος σε όποιον χτυπήσει το βασιλιά πριν από μέ­να!» Καλπάζοντας κατά του Αρταξέρξη τον χτύπησε στο στήθος με τη στομωμένη άκρη του σπασμένου ακοντίου του, ρίχνοντάς τον κάτω από το άλογό του. Μόλις τον χτύπησε, όμως, ένας από τους φρουρούς του βασιλιά, πετώντας το δικό του ακόντιο για ν' αποτρέψει τον αιμοχαρή πρίγκιπα, χτύπησε τον Κύρο στο μά­γουλο, κάτω από το μάτι, και τον έριξε αναίσθητο κάτω από το άλογό του. Οι σωματοφύλακες του βασιλιά και οι ευγενείς του Κύρου άρχισαν να χτυπιούνται λυσσασμένα μεταξύ τους για την κατοχή των σεβαστών σωμάτων των αρχηγών τους, χωρίς να ξέ­ρουν ούτε οι μεν ούτε οι δε αν ο βασιλιάς και ο πρίγκιπας ήταν ακόμα ζωντανοί, μια και κείτονταν ακίνητοι σαν πετρωμένοι, α­δέρφια που άγγιζαν σχεδόν ο ένας τον άλλο με τα απλωμένα τους χέρια. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο βασιλιάς σηκώθηκε αδύναμα κι άρχισε να συμμετέχει πραγματικά και ο ίδιος στη μάχη, που δεν ήταν πια μια υπόθεση αντάξια βασιλιάδων πάνω σε εξαίσια άλογα, αλλά έμοιαζε μάλλον με μάχη μεταξύ κοινών στρατιωτών στο έδαφος, μέσα στα κάτουρα και τη λάσπη, κι ο βασιλιάς μα­χόταν πια για την ίδια του τη ζωή.

Οι άντρες του Αρταξέρξη κατάφεραν τελικά να έχουν το πά­νω χέρι, σκοτώνοντας οχτώ από τους φρουρούς που υπερασπίζο­νταν το αναίσθητο σώμα του πρίγκιπα. Ένας από αυτούς, ο Αρτα-πάτης, ένας ρωμαλέος, σημαδεμένος Σκύθης που ήταν μαζί με τον πρίγκιπα από την παιδική του ηλικία και ήταν ο πιο έμπιστος προστάτης του Κύρου, κατέβηκε από το άλογό του και άπλωσε το πελώριο σώμα του πάνω από τον πρίγκιπα καλύπτοντάς τον, με αποτέλεσμα να δεχτεί είκοσι λόγχες στην πλάτη που προορίζονταν για τον Κύρο. Ακόμα και τότε, όμως, ο άντρας εξακολουθούσε να ζει και ν' αναπνέει και, όταν οι εναπομείναντες της φρουράς εί­χαν εξολοθρευτεί και ο βασιλιάς έτρεξε στο σημείο που κειτόταν ο Κύρος, πικράθηκε όταν βρήκε τον παλιό πολεμιστή να γρυλί­ζει μέσα από τα σπασμένα δόντια του με άγριο μίσος εναντίον του, σπασμένες αιχμές δοράτων να εξέχουν από την πλάτη του σαν τρίχες αγριόχοιρου και από κάθε πόρο του να χύνεται αίμα. Γο­νατιστός ο βασιλιάς θερμοπαρακαλούσε τον Αρταπάτη ν' αφή-

ΚΟΥΝΑΞΑ 239

σει το σώμα του πρίγκιπα, μια και ο βασιλιάς θα τον λυπόταν, α­φού ο γέρος Σκύθης υπήρξε και δικός του δάσκαλος όπως και του Κύρου, όταν ήταν παιδί. Ο πολεμιστής τον έφτυσε με μανία, υπερβολικά εξαντλημένος και ετοιμοθάνατος για να τον κατα-ραστεί με τα χείλη, αν και τα όλο και πιο γυάλινα μάτια του εξα­κολούθησαν να αγριοκοιτάζουν το βασιλιά με δηλητηριώδη ορ­γή. Με λύπη ο βασιλιάς τράβηξε από τη ζώνη του Αρταπάτη το καμπυλωτό σπαθί του και μουρμούρισε μια γρήγορη προσευχή. Ύστερα το κατέβασε δυνατά και με ένα γρήγορο χτύπημα απέ­σπασε το δυνατό, κακοπαθημένο κεφάλι του τρομερού παλαίμα­χου που τα μάτια του συνέχισαν να σπιθίζουν άγρια μέσα από τις αόμματες κόγχες τους, μαζί με το μικρό, λείο, σχεδόν παιδικό κε­φάλι του Κύρου που κύλησε μερικά μέτρα πιο πέρα ακολουθώ­ντας την ίδια πορεία και καταλήγοντας στο γκριζόμαλλο σαγόνι του Αρταπάτη, λες κι εξακολουθούσε ν' αναζητά το καταφύγιο και την προστασία του παλιού του δάσκαλου στο θάνατο όπως και στη ζωή - σαν δύο γύψινες μάσκες πεταμένες απρόσεκτα σε μια γωνιά μετά το τέλος της παράστασης.

2

ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ξαναζωντάνεψαν στη θέα του ζωντανού α­κόμα βασιλιά τους και οι αξιωματικοί άρχισαν να τους ανασυντάσ­σουν σε σχηματισμό μάχης. Ο βασιλιάς, που είχε συνέλθει τώρα α­πό την πτώση του, οδήγησε προσωπικά ένα μεγάλο τμήμα στρατού μέσα από την πεδιάδα, αναζητώντας το κύριο σώμα των επιτιθε­μένων, που ήξερε ότι θα πρέπει να βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά που μέσα στο χάος της στιγμής το είχε χάσει από τα μάτια του.

Ο Πρόξενος είχε διατάξει τον Νίκαρχο κι εμένα να καλπά­σουμε προς ένα μικρό ύψωμα που απείχε ένα δυο μίλια από τα στρατεύματά μας, για να κατοπτεύσουμε συνολικά τη σκηνή των συγκρούσεων και να προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε πού θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε περισσότερο, όταν μέσα από τον κουρνιαχτό είδαμε μερικές εκατοντάδες Πέρσες ιππείς ν' απο­σπώνται και ν' αρχίζουν να τρέχουν σαν αστραπή προς την κα­τεύθυνση του στρατοπέδου μας. Η συνειδητοποίηση του γεγονό­τος μάς χτύπησε και τους δύο ταυτόχρονα σαν ράπισμα στο πρό­σωπο - ο Τισσαφέρνης! Οι Έλληνες είχαν αφήσει αφύλαχτο το στρατόπεδο, μέσα στη βιασύνη της προπαρασκευής για μάχη, θεωρώντας ότι οι εχθρικές δυνάμεις δε θα μπορούσαν ποτέ να περάσουν απαρατήρητες πίσω από τις γραμμές μας και πως αν υποχρεωνόμαστε σε υποχώρηση, θα γυρίζαμε απλώς κατευθείαν στο στρατόπεδο που είχαμε αφήσει πίσω μας, για να προστατέ­ψουμε τις προμήθειές μας και το τσούρμο που μας ακολουθού­σε. Κάναμε μεταβολή με τα άλογά μας.

«Τρέξε στο στρατόπεδο!» ούρλιαξε ο Νίκαρχος, καθώς κατη­φόρισε ορμητικά με το άλογό του την απότομη πλαγιά. «Συγκέ­ντρωσε το πλήθος πίσω από τις σκευοφόρους! Βάλε τα δυνατά

ΚΟΥΝΑΞΑ 241

σου να κρατήσετε!» Ύστερα όρμησε προς το στράτευμα του Κλέ­αρχου, ελπίζοντας να τους συναντήσει πριν απομακρυνθούν πο­λύ από το στρατόπεδο και να πει στον Κλέαρχο να κάνει μεταβολή για να προστατεύσει τα πολύτιμα αποθέματά μας.

Ήταν ένας αγώνας που ήταν γραφτό μου να τον χάσω. Παρόλο που οι Πέρσες κι εγώ τρέχαμε προς το στρατόπεδο από αντίθε­τες πλευρές, το άγριο έδαφος που συνάντησα εμπόδιζε το άλογό μου κι είχα καταλάβει πια ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ειδο­ποιήσω τους ανθρώπους του στρατοπέδου πριν από τις ορδές που επρόκειτο να τους σαρώσουν. Το άλογό μου κατέβηκε μια ρηχή ρεματιά και ακολούθησε την κοίτη ενός ξεροπόταμου για αρκε­τές εκατοντάδες μέτρα, ενώ στο διάστημα αυτό έχασα από τα μά­τια μου το στρατόπεδο. Όταν ανηφόρισα και πάλι, λίγα λεπτά αργότερα, ήταν ήδη αργά - το σύννεφο της σκόνης είχε φτάσει στην ακολουθία του Κύρου και στις σκευοφόρους και τώρα πλα­νιόταν εκεί σαν σίφουνας σταματημένος στο σημείο εκείνο όπου μοιραία προκαλεί τη μεγαλύτερη καταστροφή.

Μερικοί από τους ντόπιους στρατιώτες του Αριαίου, τοποθε­τημένοι κοντά στον Κύρο, είχαν γυρίσει πίσω βιαστικά για να υ­περασπιστούν το στρατόπεδο, όταν κατάλαβαν ότι οι Πέρσες το είχαν βάλει στόχο, αλλά δεν ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για τους συμπατριώτες τους κι έτσι αποκρούστη­καν εύκολα, απωθούμενοι από τους πλιατσικολόγους του Τισσα­φέρνη, σαν μπάλα που πετάει ένα παιδί σε πέτρινο τοίχο. Τρά­πηκαν σε φυγή, δώδεκα μίλια πίσω, όσο απείχε το στρατόπεδο της προηγούμενης μέρας, χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους εκτός α­πό εκείνα που κουβαλούσαν στην πλάτη τους.

Συνέχισα να καλπάζω, ελπίζοντας να βοηθήσω το άτυχο τσούρ­μο του στρατοπέδου, κι όρμησα στα τυφλά μέσα στον κουρνια­χτό και το χάος, μην ξέροντας καν αν μπήκα στη μάχη με το μέ­ρος των Περσών ή το δικό μας. Όσοι βρίσκονταν στο στρατόπε­δο τα κατάφερναν, πραγματικά, πολύ πιο γενναία από τους στρα­τιώτες του Αριαίου. Είχαν παρατάξει βιαστικά τη φτωχική τους άμυνα σε κύκλο γύρω από τις ελάχιστες προμήθειές τους και χρη­σιμοποιούσαν όπως μπορούσαν τις βοιωτικές μηχανές, όπως εί-

242 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χαν δει να κάνουν και οι στρατιώτες. Το ρακένδυτο πλήθος από αρρώστους, πόρνες, μαγείρους και μουλαράδες, περιέργως, α-πέκρουσε το επιτιθέμενο ιππικό του Τισσαφέρνη με τρομερή α­ποτελεσματικότητα. Φλόγες εκτοξεύονταν προς κάθε κατεύθυν­ση από τον τρομοκρατημένο όχλο που συνωστιζόταν πίσω από τις μηχανές, ένα σφιχτοδεμένο ολοφυρόμενο πλήθος· ορισμένοι πε­τούσαν άστοχα πέτρες στους Πέρσες, άλλοι αναζητούσαν απε­γνωσμένα καταφύγιο -κάτω από σκηνές, ζώα, ακόμα και κάτω από,πεσμένα κορμιά- από τις ριπές των βελών και των βλημάτων που έπεφταν βροχηδόν πάνω τους από τους ιππείς. Πλήθη Περ­σών και αφηνιασμένων αλόγων συνωθούνταν σφαδάζοντας μπρο­στά στις μηχανές, πολλοί καρβουνιασμένοι από τη φωτιά, ορι­σμένοι ψημένοι ζωντανοί μέσα στις βαριές πανοπλίες τους, κα­θώς οι παχύρρευστες φλόγες χύνονταν πάνω στους μεταλλικούς θώρακες και τα κράνη τους.

Ξεπέζεψα για να προχωρήσω καλύτερα μέσα στο χάος και τη σφαγή και τότε είδα κάτι που έκανε το αίμα μου να παγώσει. Ο ίδιος ο Τισσαφέρνης βρισκόταν ανάμεσα στους πλιατσικολόγους. Είχε ξεπεζέψει κι αυτός και περπατώντας αγέρωχα ανάμεσα στους αχαλίνωτους στρατιώτες του με τη βαριά πανοπλία του ιπ­πέα είχε αρπάξει από τα μαλλιά την όμορφη ερωμένη του Κύρου, τη Φωκαΐδα, καθώς έβγαινε τρομοκρατημένη από τη φλεγόμε­νη σκηνή του Κύρου. Ο στρατηγός την παρέδωσε στα χέρια του πολεμικού του ακολούθου για να την πάει πίσω από τις περσικές γραμμές κι ύστερα διέταξε τρεις φρουρούς του να ορμήσουν μέ­σα στους πηχτούς μαύρους καπνούς, να μπουν στο τμήμα εκεί­νο της σκηνής του Κύρου που δεν είχε πιάσει ακόμα φωτιά και ν' αρπάξουν ό,τι πολεμικά σχέδια ή άλλα είδη μπορούσαν να βρουν.

Αυτό που βρήκαν ήταν το πιο πολύτιμο και το πιο τρομακτι­κό - γιατί με το που ξεπρόβαλαν ένα λεπτό αργότερα, οι δύο α­πό αυτούς κρατούσαν στα χέρια τους ρολά περγαμηνών και χάρ­τες που είχαν αρπάξει στα τυφλά παλεύοντας με τις φλόγες, ενώ ο τρίτος έσερνε την Αστερία από τη λαιμόκοψη του φουστανιού της. Ο Τισσαφέρνης πάγωσε όταν την είδε να παλεύει σαν Ερι-

ΚΟΥΝΑΞΑ 243

νύα, βουλιάζοντας μέσα στη βρομιά με τα γυμνά της πόδια και γρατσουνώντας με τα νύχια της το φρουρό. Τελικά έμπηξε τα δόντια της τόσο βαθιά στον καρπό του, που τον έκανε να ουρ­λιάξει από πόνο και οργή· αφήνοντας στιγμιαία τη λαιμόκοψη, τη χτύπησε στο μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού του, αρ­κετά δυνατά ώστε να την κάνει να πεταχτεί στον αέρα, προτού προσγειωθεί σβέλτα με τα τέσσερα, σαν γάτα, φτύνοντας αίμα α­πό τα σκισμένα χείλη της και κοιτάζοντάς τον με μάτια γεμάτα μίσος.

Ο Τισσαφέρνης αντέδρασε μανιασμένα. Τράβηξε το στολι­σμένο με πολύτιμους λίθους γιαταγάνι του κι όρμησε εκεί που η Αστερία είχε κουβαριαστεί γεμάτη τρόμο και οργή. Κοιτάζοντας χαμηλά προς το μέρος της, με το πρόσωπο μαύρο και παραμορ­φωμένο από οργή, σήκωσε το γυαλιστερό λεπίδι ψηλά πάνω α­πό τον αριστερό του ώμο κι εγώ αισθάνθηκα τον κόσμο να στα­ματά σιγά σιγά. Όλη η αναταραχή και το χάος γύρω μου έμοια­ζε να παγώνει, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει. Τα ουρλιαχτά των πληγωμένων αντρών και των τρομαγμένων αλόγων, που είχαν γί­νει πια εκκωφαντικά, τώρα ηχούσαν μέσα σε σιωπή και η δυσω-δία του πνιγηρού μαύρου καπνού και της φλεγόμενης σάρκας εί­χε χωθεί σαν άοσμος αχνός στο βάθος του μυαλού μου. Τα δια­στήματα ανάμεσα στις στιγμές έμοιαζαν να εκτείνονται, να πλα-ταίνουν κι όλες μου οι αισθήσεις εστιάστηκαν, με απόλυτη αυτο­συγκέντρωση, χωρίς καμιά εξαίρεση, στην ονειρικά αργή τροχιά του φονικού εκείνου σπαθιού. Στο αποκορύφωμα της αψιδωτής τροχιάς του δίστασε προς στιγμήν, ταλαντεύτηκε κι εγώ κράτη­σα την αναπνοή μου, καθώς τα μάτια της Αστερίας, του φρουρού και τα δικά μου σύγκλιναν όλα στην άκρη του, και ο καθένας α­πό εμάς το οδηγούσαμε με όλη τη δύναμη τού είναι μας σε μια κατεύθυνση που τελικά θ' αποφασιζόταν μόνο από τον Τισσα­φέρνη και τους ίδιους τους θεούς. Ο κόσμος άρχισε να κινείται αργά, σαν σε έκσταση, καθώς η Αστερία σήκωσε τα λεπτά της χέρια με αγωνία για ν' αποφύγει το χτύπημα, κι εγώ άθελά μου έκανα το ίδιο, αν και απείχα από το σπαθί πολλά μέτρα· μια ολό­κληρη ζωή.

244 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ουρλιάζοντας απότομα, η κο-σμοχαλασιά γύρω μου κατέκλυσε εκρηκτικά τη συνείδηση μου κι ο αχός της μάχης μου έκοψε σχεδόν τα πόδια με την ξαφνική του αγριότητα. Δεν άφησα το σπαθί από τα μάτια μου κι ο Τισ­σαφέρνης, στριφογυρνώντας γρήγορα, σπάθισε απαίσια τον αέ­ρα, σχεδόν γρηγορότερα απ' όσο μπορούσε να δει το μάτι, κό­βοντας στα δυο το κεφάλι του φρουρού που είχε χτυπήσει την Αστερία, όπως ο κηπουρός κλαδεύει ένα παράταιρο κλαδί από κάπριο οπωροφόρο δέντρο του. Δύο παχύρρευστα ποτάμια αί­ματος ξεπήδησαν στριφογυρίζοντας σαν φίδια από τον κομμένο λαιμό, τα οποία διασταυρώνονταν και μπλέκονταν μεταξύ τους καθώς ενώνονταν σε μια ημικυκλική πορεία για να καταλήξουν σταλάζοντας μέσα στη σκόνη μπροστά στα πόδια του Τισσα­φέρνη. Ο νεκρός φρουρός στάθηκε όρθιος για μια στιγμή, ανα-βρύζοντας αίμα από το ακέφαλο σώμα του, άκαμπτος και στη­ριγμένος στη βαριά πανοπλία του ιππέα, προτού λυγίσουν τα γό­νατά του και σωριαστεί σιγά σιγά στο χώμα, με το αίμα να πε­τιέται σαν μέλανας ζωμός από την παλλόμενη ακόμα σάρκα του κομμένου λαιμού του και ν' ανακατεύεται με τις μαύρες λίμνες που σχηματίζονταν κάτω από τα πόδια του και μύριζαν ξινίλα. Ο Τισσαφέρνης έριξε μια άγρια ματιά στο κεφάλι που κειτόταν σαν προεξοχή μερικά μέτρα μακρύτερα, με την περικεφαλαία, στραβοβαλμένη από την πρόσκρουση, ν' αποκαλύπτει τα μάτια του άτυχου φρουρού και το στόμα του που έχασκε ορθάνοιχτο α­πό αιώνια πια κατάπληξη.

Στη συνέχεια ο Τισσαφέρνης κατέβασε το οπλισμένο χέρι του και χωρίς σχεδόν να κοιτάξει τη ζαρωμένη από το φόβο Αστερία φώναξε κάτι σε κάποιον άλλο από τους φρουρούς του που στέ­κονταν πιο πέρα κι ανέβηκε και πάλι στο άλογο του. Ο νέος φρου­ρός άρπαξε άγρια το κορίτσι από τη λαιμόκοψη κι άρχισε να το σέρνει και πάλι. Εκείνη τινάχτηκε σπασμωδικά σαν ψάρι που έ­χει πιαστεί στο αγκίστρι, τραβώντας απελπισμένα το φόρεμα της για ν' ανακουφιστεί από την πίεση στο λαιμό της και ν' αποφύγει το στραγγαλισμό, καθώς τελικά αναγκαζόταν να πάει πίσω από τις περσικές γραμμές.

ΚΟΥΝΑΞΑ 245

Κάτι μέσα μου σκίρτησε, εκείνο το ένστικτο της αυτοσυντή­ρησης με το οποίο γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι και το οποίο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό εξουσιάζει όλες τις δραστηριό­τητες μας. Εκείνη τη στιγμή το ένστικτο αυτό πέθανε κι έκανα πράγματα που κανένας λογικός άνθρωπος δε θα έκανε. Ανεβά­ζοντας την ασπίδα μέχρι το πρόσωπο μου για να προφυλαχτώ α­πό τις ρίψεις των ακοντίων, όρμησα στα τυφλά μέσα στις περσι­κές γραμμές, πετσοκόβοντας κάθε ζωντανή ύπαρξη που συνα­ντούσα, αποκρούοντας κι αντιδρώντας από απόγνωση, και ξαφ­νικά ανακάλυψα, έκπληκτος, ότι δεν υπήρχε καμιά αντίσταση, καθώς τα εχθρικά στρατεύματα παραμέριζαν απλώς για να με α­φήσουν να περάσω, μια και ένας και μόνος παράφρονας Έλλη­νας δεν είχε και τόση σημασία για τους Πέρσες που ήταν προ­σηλωμένοι στο πώς θα ξεφύγουν από τη βοιωτική φωτιά και τα πλήθη του στρατοπέδου που έσκουζαν. Κάθε Πέρσης στρατιώτης θεωρούσε ότι κάποιος άλλος πίσω από αυτόν θα με ξεπάστρευε.

Δεν άφησα από τα μάτια μου την Αστερία και μολονότι από τη στιγμή που την έσυραν έξω από τη σκηνή δεν μπορεί να είχε περάσει περισσότερο από ένα λεπτό, εμένα το όλο διάστημα μου φάνηκε σαν αιωνιότητα, καθώς άνοιγα δρόμο στο κατόπι της. Όταν είχα προχωρήσει αρκετά μέτρα, τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω μου και παρόλο που ήταν αδύνατο ν' αναγνώρισε ποιος ή­μουν μέσα από την περικεφαλαία και το υπόρρινο, και τα στρώ­ματα φρέσκου και ξεραμένου αίματος που είχαν κολλήσει πάνω στο θώρακα και τα μέλη μου, μια λάμψη αναγνώρισης έμοιαζε ν' αστράφτει στα μάτια της, αναζωογονώντας την παρόλο που μι-σοπνιγόταν. Ξαφνικά, συγκεντρώνοντας κάθε ίχνος δύναμης που της απέμενε, με τα μάτια γουρλωμένα και το πρόσωπο κατακόκ­κινο σαν να έχει πάθει αποπληξία, έχωσε τα πόδια της για άλλη μια φορά στο έδαφος, άρπαξε το μεταξωτό ύφασμα που είχε σφι­χτεί και τυλιχτεί γύρω από το λαιμό της από τη λαβή του φρου­ρού και το τράβηξε με όλη της τη δύναμη, σκίζοντάς το από το λαιμό ως τη μέση.

Η ξαφνική απαλλαγή από το βάρος της καθώς έπεσε στο έ­δαφος με τα οπίσθιά της έκανε το φρουρό που πάσχιζε να κρα-

246 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

τήσει την ισορροπία του να τη χάσει κι έπεσε προς τα εμπρός με τα μούτρα. Απείχα ακόμα αρκετά μέτρα κι ακριβώς τότε βρέθη­κα αντιμέτωπος με έναν Πέρση καβαλάρη που έδειχνε, για πρώ­τη φορά, να συνειδητοποιεί ότι ένας οπλισμένος Έλληνας έτρεχε αχαλίνωτος καταμεσής των γραμμών του, λες και δεν είχε πάρει είδηση ότι δεν περιστοιχιζόταν από τη φάλαγγα του. Ο άντρας τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του ακριβώς μπροστά μου και με ένα διαβολικό γέλιο σήκωσε τον πολεμικό του πέλεκυ, έτοιμος να μου κόψει το κεφάλι σαν πεπόνι. Δεν μπορούσα παρά να τρα­βήξω τα μάτια μου από την Αστερία που καθόταν με κομμένη την ανάσα στο έδαφος, τραβώντας τις λουρίδες από το μακρύ της φό­ρεμα που είχαν μπερδευτεί στο λαιμό και στα πόδια της. Ο φρου­ρός που την έσερνε πάσχιζε να ξανασταθεί στα πόδια του, τον ε­μπόδιζαν, όμως, η άβολη πανοπλία του ιππέα που φορούσε και τα ορμητικά πλήθη που τον περικύκλωναν και τον έριχναν κάτω.

Έστρεψα την προσοχή μου στο άλογο που στεκόταν μπροστά μου σηκωμένο στα πισινά του πόδια και χαμηλώνοντας το κεφάλι μου όρμησα με όλες μου τις δυνάμεις κατευθείαν πάνω στην κοι­λιά του αλόγου, νιώθοντας τη μεταλλική άκρη του λοφίου της πε­ρικεφαλαίας μου να μπήγεται βαθιά μέσα στο μαλακό ηλιακό πλέγμα και μάλλον αισθάνθηκα παρά άκουσα το βαρύ αγκομα­χητό του, καθώς ο αέρας ξεθύμαινε από το διάφραγμα και τα πνευμόνια του. Πετάχτηκα πίσω μακριά από το άλογο που είχε κλονιστεί από την πρόσκρουση και ο πέλεκυς του καβαλάρη θέ­ρισε τον αέρα, κόβοντας το πορφυρό, από αλογότριχες, λοφίο της περικεφαλαίας μου. Το άλογο παραπάτησε από τον πόνο, δι­πλώθηκε στα δύο κι έπεσε σφαδάζοντας στο πλάι· βρόμικα σά­λια έτρεχαν από το στόμα του, πιτσιλώντας το πρόσωπο και το λαι­μό μου, ενώ τα μάτια του είχαν αναποδογυρίσει από τρόμο. Η γλώσσα του αλόγου που αιμορραγούσε, αφού την είχε δαγκώσει μέσα στον αιφνιδιασμό του χτυπήματος, κρεμόταν σακατεμένη α­πό την άκρη του στόματός του.

Ο αναβάτης έπεσε ουρλιάζοντας κάτω από το ζώο, αλλά κι ε­γώ παραπάτησα κι έπεσα και σπατάλησα πολύτιμα λεπτά πα­σχίζοντας να σταθώ στα πόδια μου, προσπαθώντας απεγνωσμέ-

ΚΟΥΝΑΞΑ 247

να ν' αποφύγω τις οπλές που τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Δε μου εί­χε απομείνει σχεδόν καθόλου δύναμη στα χέρια και στα πόδια και τρέκλισα σαν ταύρος που τον σφάζουν σε θυσία. Στράφηκα από­τομα προς το σημείο που είχα δει για τελευταία φορά την Αστε­ρία. Εκεί στεκόταν ο δεσμοφύλακάς της, έχοντας καταφέρει τε­λικά να σταθεί στα πόδια του, ο οποίος εξακολουθούσε να σφίγ­γει ένα μακρύ κομμάτι μεταξωτού υφάσματος στο χέρι σαν σκι­σμένο λάβαρο, δείχνοντας αποβλακωμένος και ψάχνοντας να βρει το κορίτσι στο σημείο που είχε ξεφύγει από τη λαβή του. Εκεί, ό­μως, βρίσκονταν μόνο τα απομεινάρια του φορέματός της, το ο­ποίο είχε τελικά ξεμπλέξει από τα χτυπημένα μέλη και το λαιμό της. Και να, δέκα μέτρα μακριά, με την απόσταση να μεγαλώνει από λεπτό σε λεπτό, βρισκόταν η ταχύποδη Αστερία που έτρεχε ολόγυμνη ανάμεσα στους κατάπληκτους στρατιώτες του εχθρού, φορώντας μόνο το ρουμπίνι της εταίρας στον αφαλό της και κρα­τώντας μια τεράστια ψάθινη ασπίδα που είχε αρπάξει από κάποιο νεκρό Πέρση, για να την προστατεύει από τα ξίφη αλλά και τα έκλυτα βλέμματα.

Πήδησα πάνω από το άλογο που μόλις είχα ρίξει κάτω και βαριανάσαινε, χτυπώντας στο πρόσωπο με τη σόλα των δερμάτι­νων σανδαλιών μου τον αναβάτη του που εξακολουθούσε να πα­λεύει, κι όρμησα πίσω της πασχίζοντας ν' ανοίξω δρόμο με το νε­κρωμένο ήδη δεξί μου χέρι, ενώ εκείνη ορμούσε έξω από τις περ­σικές γραμμές και περνούσε σβέλτα, σαν κατατρομαγμένο κου­νέλι, μέσα από ένα κενό που άφηναν οι φλόγες των βοιωτικών μηχανών. Εγώ, αντίθετα, δεν ήμουν τόσο γρήγορος και προτίμη­σα να πάρω τη δοκιμασμένη και σίγουρη στάση, βάζοντας κάτω το κεφάλι και κυλώντας μέσα από τις φλόγες, ελπίζοντας να τα κα­ταφέρω. Ως εκ θαύματος, τα κατάφερα και βγήκα άθικτος από τις φλόγες.

Με τις τελευταίες δυνάμεις που μου είχαν απομείνει, έτρεξα μέσα στο πλήθος που γραπωνόταν πάνω μου λες κι ήμουν ο από μηχανής θεός τους, καθώς έψαχνα απεγνωσμένα να βρω μέσα στο χάος των αμυντικών κατασκευών προς τα πού μπορεί να έ­τρεξε η Αστερία. Τελικά τη βρήκα, τελείως απροσδόκητα και χω-

248 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ρίς να νοιάζεται για την καταρρακωμένη της σεμνότητα, να βοη­θά μερικές γυναίκες που ενεργοποιούσαν μια από τις μηχανές με τα φυσερά. Ήταν ένα θέαμα που κάτω από άλλες συνθήκες θα μου άρεσε να το απολαύσω με την ησυχία μου. Αλλά τώρα όρ­μησα, έριξα τον αιματοβαμμένο και φθαρμένο πορφυρό χιτώνα μου πάνω στους ώμους της κι ύστερα πήρα τη θέση μου ανάμε­σα στη γραμμή των αμυνομένων.

Ο βαρύς ήχος από τις οπλές του αλόγου του μοναχικού καβαλά­ρη έκανε τους στρατιώτες του Κλέαρχου να βγουν τρομαγμένοι από το μηχανικό ρυθμό πορείας στον οποίο είχαν πέσει εξα­ντλημένοι μετά τη μάχη.

Βρίσκονταν μίλια μακριά από το στρατόπεδο, αναζητώντας τη θέση της μάχης του Κύρου και πιστεύοντας ότι είχαν νικήσει σε όλα τα μέτωπα. Οι περισσότεροι εύχονταν ν' αποφύγουν άλλη σύ­γκρουση εκείνη τη μέρα, αφού η νίκη σε υπερβολικό βαθμό μπο­ρεί να κάνει τα γόνατα ενός άντρα να τρέμουν όσο και η ήττα, και το μόνο που επιθυμούσαν τώρα οι άντρες ήταν να γυρίσουν στο στρατόπεδο, να ξαρματωθούν και να ξεκουραστούν. Κανείς δε γνώριζε τη μοίρα του Κύρου, εκτός από εκείνους που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, και οι Έλληνες συμπέραιναν απλώς ότι είχε πετύχει στη γενική επίθεση και τώρα λεηλατούσε και πλιατσικο­λογούσε στο έπακρο.

Ο καβαλάρης, αιματοβαμμένος και λερωμένος με χώμα και βρομιές, έφτασε τρέχοντας στους άντρες και, από τη βιασύνη του, έπεσε σχεδόν κάτω από το άλογό του, καθώς καλούσε δυνα­τά τον Πρόξενο. Κατά τύχη, βρέθηκε αμέσως ο ακόλουθος του Πρόξενου και ακόμα κι αυτός χρειάστηκε μερικά λεπτά για ν' α­ναγνωρίσει, κάτω από τα στρώματα βρομιάς και αίματος, τον Νί-καρχο.

«Οι Πέρσες!» είπε με κομμένη την ανάσα ο Νίκαρχος. «Οι Πέρσες λεηλατούν το στρατόπεδό μας! Τρέξτε και φέρετε τον Πρόξενο!» Ο ακόλουθος εμβρόντητος δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αφτιά του - ο βασιλιάς βρισκόταν στο στρατόπεδο μας; Είχαμε

ΚΟΥΝΑΞΑ 249

ηττηθεί τελικά; Και τι απέγινε ο Κύρος; Ο ακόλουθος διέσχισε τρέ­χοντας τους χιλιάδες πεζούς, φωνάζοντας τους να συνεχίσουν την πορεία, και βρήκε τον Πρόξενο και τον Κλέαρχο να προχωρούν μαζί έφιπποι, συζητώντας ήρεμα αν έπρεπε να καταδιώξουν κι άλ­λο τους Πέρσες ή να επιστρέψουν στο στρατόπεδο τη νύχτα. Ο Νίκαρχος έφτασε τρέχοντας και είπε τραυλίζοντας τα νέα σχε­δόν χωρίς να τους χαιρετήσει. Με τα μάτια διάπλατα από την αμ­φιβολία, κάλπασαν προς τους στρατιώτες και τους βρήκαν να κα­τευθύνονται ήδη προς το στρατόπεδο και να επιταχύνουν το βή­μα τους σε τροχάδην προτού καν τους δοθεί διαταγή. Ο Κλέαρ­χος έτρεχε πεζός στη κεφαλή των στρατιωτών του, ενώ σκεφτό­ταν ανήσυχα τι μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο.

Όταν έφτασαν, το στρατόπεδο δεν ήταν παρά καπνισμένα ε­ρείπια. Τα πλήθη που ακολουθούσαν το στρατό τριγυρνούσαν σαν φαντάσματα, προσπαθώντας να διασώσουν ό,τι μπορούσαν από είδη καταφυγίου και τρόφιμα. Τα στρατεύματα του βασιλιά είχαν καταφέρει να κάψουν ή να λεηλατήσουν πάνω από τετρα­κόσιες άμαξες με εφόδια, μέσα σ' αυτά και το μεγαλύτερο μέρος από το κριθάρι και το κρασί που με τόσο κόπο είχαμε μεταφέρει μέσα από την έρημο. Αντί για ζεστό φαγητό και ύπνο που οι κου­ρασμένοι στρατιώτες προσδοκούσαν, συμβιβάστηκαν με βρομό-νερα, με ελάχιστα απομεινάρια μπαγιάτικου ψωμιού που είχαν διασωθεί από τη λεηλασία και ανάπαυση χωρίς σκεπάσματα πά­νω στο σκληρό χώμα.

Το χειρότερο, όμως, δεν είχε έρθει ακόμα· αφού οι αναφορές του Κλέαρχου επιβεβαίωσαν ότι ο Κύρος -ο πραγματικός λόγος της μακράς πορείας μας και η ελπίδα μας για εφόδια και συνο­δούς κατά την επιστροφή μας στην Ελλάδα- είχε σκοτωθεί. Μπο­ρεί οι Έλληνες να μη χάσαμε σχεδόν κανένα άντρα στη μάχη, εί­χαμε χάσει, όμως, τις πολύτιμες προμήθειές μας αλλά και τον η­γέτη και ευεργέτη μας. Ήταν μια μακριά, παγωμένη νύχτα.

3

ΠΡΩΤΑ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΑΧΝΗ κινούμενη σκιά που έπεφτε πάνω στον τοίχο, πριν ακόμα δω από πού προερχόταν, καθώς ο παρείσα­κτος γλίστρησε σιωπηλά μέσα στη σκηνή του Πρόξενου και κι­νήθηκε με προφυλάξεις προς το στρώμα μου.

Επειδή πάρα πολλές σκηνές αξιωματικών είχαν καταστραφεί κατά την επίθεση, ο Πρόξενος είχε καλέσει τον Ξενοφώντα κι ε­μένα να μετακομίσουμε στο δικό του κατάλυμα, μέχρι να κανο­νιστούν καλύτερα τα πράγματα. Παρόλο που η σκηνή του ξεχώ­ριζε καθαρά από τα διακριτικά σήματα ότι είναι κατάλυμα α­ξιωματικού, είχε διασωθεί άγνωστο πώς από τη βιαιοπραγία των Περσών και έτσι ακόμα κι αυτό φάνηκε στους άντρες σαν θετικό σημάδι από τους θεούς, σημάδι έσχατης ελπίδας και θριάμβου. Αφού ο Πρόξενος θα περνούσε τη νύχτα με τους άλλους αξιωμα­τικούς στο αυτοσχέδιο επιτελείο του Κλέαρχου, ξεδιαλύνοντας τα γεγονότα της μέρας και σχεδιάζοντας τη στρατηγική τους για την επομένη, ξάπλωσα μόνος, προσπαθώντας ν' αδειάσω το μυαλό μου από τις μυριάδες σκέψεις και αναμνήσεις που συνέχιζαν να συνωστίζονται εκεί μέσα. Υπέφερα πάντα απ' αυτή την αδυνα­μία μου. Δεν ξέρω αν το βιώνουν αυτό κι άλλοι, μια κι ανέκαθεν ντρεπόμουν υπερβολικά να ρωτήσω, κι αν συμβαίνει αυτό, δεν έ­χω καμιά αμφιβολία ότι και αυτοί δε θα μπορούν να το αναφέρουν από φόβο ότι έχουν τρελαθεί. Βρίσκω ότι ακριβώς αυτές τις στιγ­μές, όταν ζητώ πάνω από όλα καθαρό κεφάλι -καθώς συνειδητά προσπαθώ να καθαρίσω τους ιστούς από τις αράχνες, όλες εκεί­νες τις άσχετες και ασύνδετες εφήμερες ιδέες που παρεμβάλλο­νται συνεχώς διασπώντας την προσοχή μου-, κι είναι ακριβώς σε αυτό το διάστημα που λες και το σύνθημα κάποιου σκανταλιάρη

ΚΟΥΝΑΞΑ 251

θεού μ' εμποδίζει να κάνω οποιαδήποτε λογική πράξη, που κά­θε άσχετη σκέψη, κάθε φόβος, κάθε ανάμνηση ασήμαντης παι­δικής αισχύνης, κάθε λύπη για παλιές χαμένες αγάπες, κάθε τύ­ψη μεταμέλειας για πεθαμένους πια φίλους, κάθε απόσπασμα τραγουδιού που αντηχεί τρελά, όλα εισβάλλουν πίσω στο κρανίο μου σαν αέρας σε κενό, σπρώχνοντας το ένα το άλλο για να έρ­θουν στο προσκήνιο των σκέψεών μου, όπου και πάλι παραμερί­ζονται ή παραγκωνίζονται από κάποια άλλη σκέψη. Αυτό φτάνει για να τρελαθεί κανείς, και μπορεί να διαπιστώσει κάποιος από τις αποκλίσεις και την ταραγμένη μου σύνταξη ότι δεν μπορώ ού­τε καν λογικά να εξηγήσω αυτό που βιώνω. Ήμουν ξαπλωμένος εδώ, το μυαλό μου έκαιγε σε σημείο πανικού, όταν είδα μέσα α­πό τις βλεφαρίδες των μισόκλειστων ματιών μου ότι το παραπέ­το της σκηνής είχε ανοίξει ελάχιστα και κάποιος είχε μπει κρυ­φά μέσα.

Στη στιγμή καθάρισε το κεφάλι μου. Όποιος έμπαινε σ' αυτή τη σκηνή δεν μπορούσε παρά να ζητά τον Πρόξενο, μια και στο απαλό τρεμάμενο φως του μικρού λύχνου που ήταν στερεωμένο στο τραπέζι μου είδα ότι δεν ήταν ο Ξενοφώντας, όπως αρχικά σκέφτηκα. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, μου κόπηκε η ανάσα, κα­θώς αναγνώρισα την παρείσακτη να στέκεται αποσβολωμένη, ε­νώ διαγραφόταν η φιγούρα της σ' ένα μικρό χώρο στο μέσο της σκηνής, με τα μάτια ασυνήθιστα ακόμα στο μισοσκόταδο. Τρά­βηξα την κουβέρτα μου για ν' ανακαθίσω και η Αστερία, ξαφ­νιασμένη, στριφογύρισε για να δει από πού ερχόταν ο ήχος. Έδει­ξε ταραγμένη όταν με αναγνώρισε και στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή, κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου, προτού κατευθυνθεί σιωπηλά προς το στρώμα μου. Φορούσε μόνο μια λεπτή πουκα­μίσα και μια δερμάτινη ζώνη κι ήταν ξυπόλυτη, τρέμοντας από το κρύο ή απ' όσα τρομερά είχε δει εκείνη τη μέρα ή από φόβο για το τι θα πάθαινε τώρα που ο κύριός της είχε πεθάνει κι αυτή είχε απομείνει μόνη. Διέκρινα τα στεγνά ίχνη από δάκρυα που εί­χαν σχηματίσει λωρίδες μέσα από το στρώμα της σκόνης που ε­ξακολουθούσε να καλύπτει να μάγουλά της, καθώς χωνόταν στην αγκαλιά μου, πιέζοντας το σώμα της πάνω στο στήθος μου και χώ-

252 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

νοντας το πρόσωπό της στο λαιμό μου, ενώ έβγαζε έναν αναστε­ναγμό - ένα μακρόσυρτο, τρεμάμενο, βασανιστικό αναστεναγμό που έμοιαζε υπερβολικά βαθύς για το μικροσκοπικό της σώμα, λες και ξεχείλιζε από μέσα της από κάποιο κρυφό μέρος, από κά­ποια άλλη μακρινή εποχή.

Την κράτησα σφιχτά, τραβώντας την κουβέρτα πάνω από τους δυο μας, κι αισθάνθηκα τα κρύα, τρεμάμενα μέλη της να χαλα­ρώνουν απαλά και ν' ανταποκρίνονται στη ζεστασιά του κορμιού μου. Ύστερα από κάμποση ώρα οι σπασμοί των λυγμών της στα­διακά καταλάγιασαν κι έμεινε ήσυχα στην αγκαλιά μου, άγρυ­πνη και βυθισμένη στις σκέψεις της, με τις μακριές βλεφαρίδες να μου αγγίζουν το λαιμό, καθώς ανοιγόκλεινε τα μάτια, με το υ­γρό, αχνό άρωμα της ανάσας και των μαλλιών της να φτάνει στο πρόσωπό μου μέσα στη σιωπή. Σήκωσε το κεφάλι της. Το πρό­σωπό της απείχε μερικά εκατοστά από το δικό μου μες στο μι­σοσκόταδο και με κοίταξε έντονα στα μάτια, αναζητώντας τις σκέψεις μου, αν και στο αμυδρό φως του λύχνου δεν μπορούσα να δω τίποτα περισσότερο από τη σκούρα σιλουέτα και τα μακριά μαλλιά της που φωτίζονταν από πίσω με ένα αχνό φωτοστέφανο, ενώ η μυρουδιά καμένου ξύλου και λιωμένων λουλουδιών από το δέρμα και τα μαλλιά της ήταν παράξενα ανακουφιστική. Έπια­σα με τα χέρια μου το πρόσωπό της, έβαλα τα δάχτυλα μες στα μαλλιά της, όπου ένιωσα το σπασμένο άξονα ενός μικρού φτε­ρού σαν σπασμένη λόγχη που είχε μπλεχτεί μες στις τούφες των μαλλιών, διαλεγμένο με κόπο από τις στάχτες των καμένων υ­παρχόντων της σε μια προσπάθεια να διασώσει κάποιο τελευταίο απομεινάρι στολιδιού. Μετατόπισα ελάχιστα το κορμί μου και γύρισα το πρόσωπό της στο αμυδρό φως για να διακρίνω την έκ­φρασή της. Τότε κοίταξα διαπεραστικά τις κυματιστές σκιές που περνούσαν από μπροστά της αποκαλύπτοντάς την. Παρατηρού­σα το σκιόφως που αποτραβιόταν από τα κοιλώματα ανάμεσα στα φρύδια και τα μάγουλα, περιμένοντας να εμφανιστούν τα μά­τια της μέσα από το σκοτάδι, σαν εκείνο το μάντη που παρατη­ρεί γεμάτος φόβο την εμφάνιση της σελήνης μετά την έκλειψη και νιώθοντας τις ίδιες δονήσεις και αβεβαιότητα όπως κι εκείνος κα-

ΚΟΥΝΑΞΑ 253

θώς μαντεύει τις προθέσεις των θεών. Μάτια σαν και τα δικά της δεν έχουν ξαναϋπάρξει, τουλάχιστον όχι στον κόσμο αυτό, και μέσα στο σκοτάδι το χρώμα τους, μπλε, γκρίζο ή πράσινο, ήταν ακαθόριστο. Το πραγματικό χρώμα μπορεί να ήταν κάποιο από όλα ή όλα μαζί, αλλά αυτό εξαρτιόταν από τα χαρακτηριστικά του εξωτερικού φωτισμού ή τις εσώτερες σκέψεις που έκρυβαν. Αργό­τερα, τις μέρες που επρόκειτο να έρθουν, έμελλε να τα δω να γί­νονται τόσο μαύρα και ανεξιχνίαστα, όσο τα βάθη του ωκεανού όταν κάποιος τα κοιτάζει από την κουπαστή του πλοίου, και στον ύπνο της, όταν κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρα οι κόγχες ακτι­νοβολούσαν ένα λαμπρό, ψυχρό άσπρο, σαν κομμάτι πάγου που αστράφτει ζωογόνα αλλά και θανατηφόρα στον ήλιο.

Φάνηκε ν' αναρωτιέται σιωπηλά, μαντεύοντας το χρησμό, και προφανώς έλαβε θετική απάντηση από τους θεούς, μια και εντε­λώς αιφνιδιαστικά πίεσε το θερμό, γλυκό της στόμα απεγνωσμέ­να στο δικό μου, εντονότερα απ' όσο μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν δυνατό για κάποια τόσο εύθραυστη φαινομενικά γυναίκα. Και τότε ένιωσα τα υγρά, λουλουδένια χείλη της να γλιστρούν ε­λαφρά αλλά με αυξανόμενη πίεση στο λαιμό και στο στήθος μου, καθώς της έβγαζα το λεπτό της ρούχο που το συγκρατούσε μια ζώνη με ένα τεράστιο στιλέτο βαλμένο σε θήκη· κι εγώ τύλιξα τα χέρια μου γύρω της και δώσαμε μεγάλη παρηγοριά ο ένας στον άλλο.

Έμεινα άγρυπνος το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της νύχτας, παρακολουθώντας το φόβο και την ανησυχία να εγκαταλείπουν λίγο λίγο το γεμάτο ένταση πρόσωπο της και τα χαρακτηριστικά της να χαλαρώνουν σε ένα ευτυχισμένο όνειρο ή μπορεί απλώς στην ανυπαρξία, σε ένα κενό όπου η απουσία πόνου και φόβου, ακόμα και της αγάπης, είναι η μεγαλύτερη ευτυχία. Χανόμουν για λίγα λεπτά κάθε φορά, ξυπνώντας με τον παραμικρό θόρυβο, όπως το διακριτικό βήξιμο ενός σκοπού που βημάτιζε απέξω, κι ύστερα βυθιζόμουν και πάλι σ' ένα ταραγμένο όνειρο. Ήμουν κοιμισμένος ή έτσι νόμιζε εκείνη, όταν σηκώθηκε τελικά μια ώ­ρα πριν το πρώτο ίχνος της αυγής αρχίσει να φωτίζει τον ουρα­νό στα ανατολικά. Την παρατηρούσα σαν σε όνειρο, αν και δεν

254 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

είχα ανοιχτά τα μάτια, καθώς πέρασε την πουκαμίσα στο λεπτό της σώμα κι έσφιξε τη ζώνη στη μέση της. Μέχρι σήμερα, δεν εί­μαι σίγουρος αν εξακολούθησα να παρακολουθώ ή είχα ξαναγυ­ρίσει σε κάποιο όνειρο, όταν τράβηξε σιωπηλά το στιλέτο της, το παρατήρησε από κοντά για μια στιγμή στο μισοσκόταδο και ύ­στερα προσεκτικά κι αθόρυβα, μην τολμώντας να με αγγίξει με το χέρι ή το μανίκι της, μήπως με ξυπνήσει, ακούμπησε τη μύτη της αιχμηρής λεπίδας στην παλλόμενη μπλε φλέβα του λαιμού μου ακριβώς κάτω από το σαγόνι. Είτε ήμουν πραγματικά ξύπνιος εί­τε απλώς ονειρευόμουν, προσποιήθηκα ότι κοιμόμουν βαθιά, α­πό φόβο ότι η παραμικρή χειρονομία, το παίξιμο του ματιού μου ή το απαλότερο κράτημα της αναπνοής μου θα έκαναν το στιλέ­το να βυθιστεί στο λαιμό μου. Εκείνη κράτησε τη μύτη του εκεί για κάμποσα λεπτά απ' ό,τι μου φάνηκε, χωρίς να παίρνει ανά­σα, σαν κάποιον που αντίκρισε το γοργόνειο, κοιτώντας επίμονα τα σχεδόν κλειστά μάτια μου, προκαλώντας την παραμικρή α­ντίδραση. Η ψυχή μου γλίστρησε έξω από το σώμα μου και πλα­νήθηκε μέσα της, πίσω της, στο ταβάνι της σκηνής, και μπορού­σα να τη βλέπω από πάνω, να γέρνει πάνω από το παγωμένο μου σώμα, με τους τένοντες του καρπού της τεντωμένους και παλλό­μενους από την έντονη προσπάθεια που κατέβαλε για να κρατή­σει το μαχαίρι απόλυτα ακίνητο στο λαιμό μου.

Μια μικρή σταγόνα αίμα εμφανίστηκε πάνω στο δέρμα μου ακριβώς κάτω από τη μύτη του στιλέτου, ατόφια και καθαρή, παρθενική σε σύγκριση με το λερωμένο, πηγμένο αίμα που είχα παρακολουθήσει ν' αναπηδά την προηγούμενη μέρα, και φάνη­κε να έχει σκοπό να δημιουργήσει αργά το δικό του ρυάκι κατη­φορίζοντας στο πλάι του λαιμού μου, όταν σταμάτησε, λες και μελετούσε αν ήταν αυτός ο καλύτερος τρόπος δράσης, κι άρχισε σιγά σιγά να κολλάει και να πήζει. Μπορούσα να το δω αυτό, μα τους θεούς, ορκίζομαι ότι έβλεπα, λες κι ήμουν ένας τρίτος στο δωμάτιο, παρακολουθώντας ανίσχυρος και άφωνος πίσω από την πλάτη της. Η σταγόνα τρεμούλιασε και στάθηκε μετέωρη, σαν χάντρα σε περιδέραιο, με το αυξανόμενο βάρος στο εσωτερικό της να πιέζει την όλο και πυκνότερη επιφάνεια, ενώ τα μάτια μου α-

ΚΟΥΝΑΞΑ 255

πό ψηλά ήταν ανίκανα να συγκεντρωθούν σε κάτι άλλο εκτός α­πό αυτή τη μικροσκοπική, σκληρή, κοκκινόμαυρη σφαίρα που α­ντανακλούσε, ανάστροφα, την κυματιστή φλόγα του λύχνου και το παράξενα παραμορφωμένο και μεγεθυσμένο πρόσωπο του κο­ριτσιού. Από την αντανάκλαση έβλεπα ότι και τα δικά της μάτια ήταν προσηλωμένα στη σταγόνα λες και βρισκόταν σε έκσταση, εξετάζοντας όλες τις επιπτώσεις στη δική της ζωή αλλά και τη δι­κή μου που παρουσιάζονταν μέσα σε αυτή τη σιωπηλά διογκού­μενη μικρή μάζα, αυτό το μικροσκοπικό, γόνιμο βολβό που εμ­φανιζόταν προικισμένος ν' αυξάνει τη ζωή μάλλον, παρά απλώς ν' αντανακλά τη ζωή και το θάνατο.

Σηκώθηκε χωρίς προειδοποίηση, έφερε και πάλι το μαχαίρι μπροστά στα μάτια της κι εξέτασε για μια στιγμή στο απαλό φως του λύχνου την κοκκινισμένη του μύτη, προτού κουνήσει το κεφάλι της, σαν κάποιος που ξυπνάει από βαθύ ύπνο, και το ξαναβάλει γρήγορα στη θήκη της ζώνης της. Έσκυψε και πάλι, έγλειψε σιω­πηλά τη μικροσκοπική κόκκινη σταγόνα από το λαιμό μου με την καυτή της γλώσσα και το ίδιο σιωπηλά φίλησε τα στεγνά και τρε­μάμενα χείλη μου. Ύστερα γλίστρησε και πάλι έξω στα κρύα κάρ­βουνα της πυράς του στρατοπέδου, το ίδιο αέρινα όπως είχε μπει, και η ψυχή μου ξαναγύρισε βιαστικά στο κορμί μου, αφήνοντας με ξέπνοο και τρέμοντας από κρύο ιδρώτα να κάθομαι μόνος στο στρώμα μου, λες και ξύπνησα από κάποιο εφιάλτη. Δεν είχαμε πει τίποτα ο ένας στον άλλο όλη τη νύχτα, στην πραγματικότητα δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ καμιά κουβέντα, αλλά ένιωσα ότι η μοί­ρα μου βρισκόταν ολοκληρωτικά στα χέρια αυτής της γυναίκας όπως και των θεών και συνειδητοποίησα πόσο εξαιρετικό και α­παίσιο πράγμα μπορεί να είναι κάτι τέτοιο.

ΜΑΪΚΛ ΚΕΡΤΙΣ ΦΟΡΝΤ

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Β' ΤΟΜΟΣ

Μετάφραση από τα αγγλικά ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ

ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2007

Για τον Αίμονα, που βρέθηκε κάποτε πάνω στους ώμους κάποιου γίγαντα, και για την Ισαβέλα, που της αρέσουν τα φτερά.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Β' ΤΟΜΟΣ

Βιβλίο έκτο: Κλέαρχος 257 Βιβλίο έβδομο: Όνειρα και πέτρες 313 Βιβλίο όγδοο: Βάρβαροι 353 Βιβλίο ένατο: Ο Ρόδιος ανιχνευτής 399 Βιβλίο δέκατο: Χειμώνας 427 Βιβλίο ενδέκατο: Ο τροχός της τύχης 475 Βιβλίο δωδέκατο: Θεός και άνθρωπος 511

Επίλογος 517

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ

ΚΛΕΑΡΧΟΣ

Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή από αυτό, ανάμεσα στους προμάχους να κείτεται νεκρός άντρας παλαιός πιο μπροστά από τους νέους και να έχει κατάλευκο κεφάλι και κατάλευκα γένεια και ν' αφήνει τη γενναία ψυχή του μέσα στη σκόνη, κρατώντας στα χέρια τα ματωμένα απόκρυφά του.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ *

* Λυκούργος, Άπαντα, Κατά Λεωκράτους, παράγραφος 107, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σαράντος Τ. Καργάκος, εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)

1

Η Τ Α Ν Η ΔΥΣΩΔΙΑ που τελικά μ' έβγαλε από τα ταραγμένα μου όνειρα εκείνο το πρωί - μια καπνιστή, γλυκιά μυρουδιά όχι σαν εκείνη του κρέατος που ψήνεται για θυσία, αλλά μια απροσ­διόριστη ταγκίλα, σαν το κάψιμο μολυσμένης σάρκας, κρέατος που του λείπει το λίπος για ν' απορροφήσει τη ζέστη και τη φλό­γα και να επιτρέψει στη φωτιά να ψήσει σταδιακά το υλικό, πα­ρά να το καρβουνιάσει γρήγορα. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας από το στρώμα μου, έριξα μια χούφτα νερό στο πρόσωπό μου από το κρεμασμένο από ένα καρφί δίπλα στην πόρτα παγούρι και βγήκα έξω.

Ο πρωινός ουρανός, αντίθετα από το συνηθισμένο γαλαζωπό του χρώμα που γεννά και συνοδεύει τη ζέστη της ερήμου, είχε σήμερα ένα απειλητικό, απαίσιο κιτρινιάρικο γκρι. Ο αέρας ή­ταν μπουκωμένος από έναν απαίσιο, βρομερό καπνό που κρεμό­ταν χαμηλά πάνω από το έδαφος και παρασυρόταν σαν να είχε ζωή, στριφογυρνώντας αργά σε μικρούς κύκλους, σκορπιζόταν κι έπηζε, σερνόταν σαν φίδι σε μάταια μονοπάτια που άρχιζαν με θάνατο και τελείωναν σε απρόθυμη λήθη. Η ανεμοδούρα έσβη­νε τις ζωογόνες ακτίνες του ήλιου, προσδίδοντας τους ένα θαμπό, ψωριάρικο κόκκινο χρώμα, κάνοντας τον ουρανό να μοιάζει α­πίστευτα εχθρικός, λες κι ο ήλιος σιχαινόταν να κάνει κάποια με­γαλύτερη προσπάθεια για να σηκωθεί πιο ψηλά ή να λάμψει. Χι­λιόμετρα ολόκληρα προς όλες τις κατευθύνσεις απλωνόταν η ε­πίπεδη, αχανής, πληκτική έκταση της ερήμου. Εκτεινόταν αδιά­σπαστη μέχρι τον ορίζοντα, χωρίς σχεδόν ένα δέντρο ή μια σει­ρά λόφων για να σπάει η μονοτονία. Δεν είχα παρατηρήσει πρω­τύτερα την τρομερή απεραντοσύνη του τοπίου που ήταν εγκατα-

260 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λειμμένο από τους θεούς και στερημένο από κάθε ενδιαφέρον, πα­ρόλο που το είχα διασχίσει μόλις λίγες μέρες πριν.

Καθώς τα μάτια μου ταξίδεψαν από τον ορίζοντα σε μια πιο κοντινή θέα, είδα πως, αντίθετα με την πρώτη μου εντύπωση, η περιοχή είχε πολλά χαρακτηριστικά που δεν ήταν άμεσα εμφα­νή, όπως οι πινελιές σε έναν πίνακα ή τα κύματα και τα ρεύματα της θάλασσας όπως τα βλέπει ο ναύτης να στέκονται ανάγλυφα πάνω από την ατέλειωτη, επίπεδη ομαλότητα του νερού. Η γη ή­ταν σκασμένη και κατακερματισμένη, χωρισμένη σε περίεργα σχήματα που διακλαδίζονταν και σύγκλιναν σαν δερματικό ε­ξάνθημα, στρωμένα με χαντάκια και διαβρώσεις, ξεροπόταμα και χαμηλούς ξεραμένους θάμνους, ένα ελεεινό τοπίο πόνου και διάψευσης· έδαφος που είχε καθυστερήσει τη φρενιασμένη έ­φιππη επιστροφή μου στο στρατόπεδο την προηγούμενη μέρα. Κάπου στη μέση, ακριβώς πέρα από μια σειρά μικρών λόφων που μετά βίας ξεχώριζαν από το γύρω χώρο, διέκρινα την απέ­ραντη έκταση του περσικού στρατού, εκεί που είχε σταματήσει την υποχώρησή του, μια συμπαγή μάζα σαν αποικία χιλιάδων μυρ­μηγκιών, που απλωνόταν ως τον ορίζοντα, με τα περσικά πολε­μικά λάβαρα να δίνουν χρώμα και λάμψη σε ελάχιστα σημεία στο κατά τ' άλλα γκριζόμαυρο, ομοιόμορφο σύννεφο από άντρες και ζώα. Κούνησα το κεφάλι μου για να συγκεντρώσω τις σκέ­ψεις μου και εστίασα το βλέμμα μου σε συγκεκριμένα μέρη.

Χιλιόμετρα ολόκληρα γύρω μου κείτονταν τα συντρίμμια και η καταστροφή της εκτεταμένης μάχης της προηγούμενης μέρας. Αναποδογυρισμένες άμαξες που μισοκαίγονταν ακόμα στα πλά­για, με το περιεχόμενό τους, σιτάρι και παστά ψάρια, σκορπι­σμένο και πυρπολημένο, ορισμένες ξερνώντας ακόμα βρομερό, πνιχτό καπνό. Κοντάρια δοράτων και ακόντια βρίσκονταν διε­σπαρμένα στη σκληρή γη με παράλογες κλίσεις εκεί που είχαν καρφωθεί, με τις άκρες τους να πάλλονται και να τρεμουλιάζουν ελαφρά, λες και περίεργοι, αόρατοι θεοί της ερήμου μετρούσαν το βάθος και τη στερεότητα των κονταριών. Το βλέμμα μου πλα­νήθηκε στο ανοιχτό τοπίο, περνώντας φευγαλέα από το κατα­κερματισμένο ύψωμα στη μαραμένη συστάδα χόρτων, ώσπου α-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 261

πρόθυμα, άθελά μου, του επέτρεψα να σταθεί στους μαυριδερούς όγκους που ήταν σκορπισμένοι στην πεδιάδα, τόσοι πολλοί, που ήταν αδύνατο να καταμετρηθούν: παραμορφωμένα σώματα α­νάπηρων ή ποδοπατημένων αλόγων, βόδια και πρόβατα πετσο­κομμένα βάναυσα στην κοιλιά ή το λαιμό -για κανένα άλλο λόγο παρά για να στερήσουν τους Έλληνες από την τροφή και την εκ-δούλευσή τους-, και ίσως το πιο αναπάντεχο, αλλά και το πιο φρι­κιαστικό, άντρες.

Ήταν χιλιάδες άντρες, ή πρώην άντρες, αν και πολλοί δεν ή­ταν αναγνωρίσιμοι πια. Μία μόλις μέρα είχε περάσει αφότου έ­πεσαν στη μάχη, αλλά το καμίνι της ζέστης τους είχε ψήσει εκεί που βρίσκονταν μέσα στην καυτή άμμο και πολλοί είχαν διπλα­σιαστεί σε όγκο, πρησμένοι από τα αέρια της κοιλιάς τους. Οι περισσότεροι κείτονταν νεκρικά ακίνητοι, αδρανείς και σιωπηλοί όπως τα βράχια και οι στραπατσαρισμένες άμαξες που απλώνο­νταν στην πεδιάδα. Άλλοι, όμως, φύσαγαν και ξερνούσαν μέσα στη ζέστη, κουνώντας και τινάζοντας κατά καιρούς τα μέλη τους, ε­νώ η ηρεμία τους γινόταν ακόμα πιο δύσκολη από τα βραχνά κρωξίματα των όρνεων που έκαναν κύκλους και συγκεντρώνο­νταν από πάνω τους στον ουρανό, μαζεύοντας το κουράγιο τους για επιδρομές στη γη, στοχεύοντας ειδικά εκείνους τους νεκρούς που τα σπλάχνα τους ήταν πιο εκτεθειμένα τώρα στα επουράνια. Κατάπια την αναγούλα που μου ερχόταν και πίεσα τον εαυτό μου για να αφομοιώσω τη σκηνή, να πιάσω μόνο τις μεταβαλλόμενες λεπτομέρειες, παρατηρώντας καθώς κοίταζα ότι δεν ήταν όλα τα σώματα σε πρηνή στάση και νεκρά, αλλά υπήρχαν πολλές μαύ­ρες φιγούρες από το μπουλούκι που ακολουθούσε το στρατό ή στρατιώτες που περιδιάβαιναν άσκοπα ή γονάτιζαν ή κοιμούνταν στο ύπαιθρο, δίπλα στα χυμένα σωθικά των πεθαμένων. Ένας ε­ξαντλημένος Έλληνας, από αυτούς που ακολουθούσαν το στρά­τευμα, σηκώθηκε από τον ύπνο του για να χτυπήσει ένα άπληστο κοράκι που είχε δοκιμάσει να τον ραμφίσει στο μάτι και ένας αι­μόφυρτος Σπαρτιάτης, φορώντας ακόμα τη στολή της μάχης, α-νακάθισε βλαστημώντας και κλοτσώντας ένα αδέσποτο χοίρο που είχε αρχίσει να του ανασκαλεύει το αχαμνά. Μια γυναίκα με βρό-

262 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ Μ Υ Ρ Ι Ω Ν

μικα ρούχα ταλαντευόταν μπρος πίσω στο έδαφος, γδέρνοντας με τα χέρια το πρόσωπό της και τραβώντας τα μαλλιά της, καθώς ο-λοφυρόταν και μοιρολογούσε βουβά μια αδιευκρίνιστη απώλεια.

Στα δεξιά μου καμιά εκατοστή στρατιώτες και ακόλουθοι του στρατού είχαν οργανωθεί σε συνεργεία ενταφιασμού και είχαν αρχίσει ν' ανάβουν πυρές και να συλλέγουν πτώματα για ταξινό­μηση και κάψιμο. Πέρσες στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη μισοκαρβουνιασμένοι από τις βοιωτικές μηχανές, είχαν απογυμνωθεί από κάθε χρηστικό αντικείμενο και είχαν μείνει γυ­μνοί εκεί που έπεσαν, με τη σάρκα τους αιματοβαμμένη ή καμέ­νη, στραγγιγμένη από αίμα, ενώ το δέρμα του προσώπου τους ή­ταν σαν απαίσια γαλαζωπή μάσκα. Μερικά από τα πτώματα εί­χαν περισυλλεγεί από το μπουλούκι του στρατού του Κύρου, είχαν αναγνωριστεί στο μέτρο του δυνατού και οδηγούνταν έπειτα από σύντομη τελετή στις πυρές που τριζοβολούσαν, από άντρες ντυ­μένους από την κορυφή ως τα νύχια και κουκουλωμένους με χο­ντρές κουβέρτες για να προφυλαχτούν από την έντονη ζέστη και τη δυσωδία. Προς μεγάλη μου ανακούφιση δεν είδα πανοπλία Έλληνα στρατιώτη στις σειρές των νεκρών.

Ξύλα για τις πυρές βρίσκονταν εύκολα από τα χιλιάδες περ­σικά τόξα και τις βαριές αιγυπτιακές ασπίδες που υπήρχαν σε ό­λο το γύρω χώρο, εγκαταλειμμένες κατά τη βιαστική αποχώρη­ση των κατόχων τους. Άθικτες άμαξες και κάρα ήταν επίσης δια­θέσιμα και παρά τη σφαγή που επιχείρησαν οι Πέρσες εκατο­ντάδες βόδια και πρόβατα είχαν επιβιώσει, άγνωστο πώς, της σφαγής των αδερφών τους και το είχαν σκάσει τη νύχτα και τώ­ρα τριγύριζαν κοντά στο στρατόπεδο βελάζοντας για άρμεγμα και περιποίηση. Παρόλο που δεν είχαμε αρκετές προμήθειες που θα κρατούσαν για όλο το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα, ή­μαστε τουλάχιστον επαρκώς εφοδιασμένοι για να περάσουμε αρ­κετές από τις επόμενες μέρες.

Τριγύριζα στο στρατόπεδο, κάνοντας επισκόπηση της κατά­στασης κι αναζητώντας τον Ξενοφώντα και τον Πρόξενο. Ένα σύννεφο σκόνης είχε ξεχωρίσει από το κύριο σώμα του εχθρικού στρατεύματος πέρα μακριά, πολύ μικρό για να σημάνει συνα-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 263

γερμός, αλλά που άξιζε την προσοχή μου, μια κι εμποδίστηκε α­πό τους Σπαρτιάτες ανιχνευτές που ο Κλέαρχος είχε θυμηθεί να τοποθετήσει στις εισόδους του στρατοπέδου. Σύντομα μπόρεσα να διακρίνω έναν ιππέα που έμπαινε από την εξωτερική περιφέ­ρεια του πεδίου της μάχης, άοπλος, κρατώντας μόνο το κηρύκειο. Μια και βρισκόμουν κοντά, τον περίμενα σιωπηλά, καθώς περ­νούσε προσεκτικά μέσα από τα πρησμένα πτώματα των Περσών ύστερα τον οδήγησα στη σκηνή του Πρόξενου που, λόγω έλλει­ψης καλύτερου καταλύματος, είχε γίνει ο ανεπίσημος χώρος συ­γκέντρωσης των αξιωματικών του στρατού.

Ο Κλέαρχος, που μόνο αυτός ανάμεσα στους Έλληνες είχε α­νεξήγητα εύθυμη διάθεση, ήρθε να τον συναντήσει κι ανακάλυ­ψε με έκπληξη ότι ήταν ο Φαλίνος, ένας μεγαλύτερος σκυθρωπός Σπαρτιάτης που στα νιάτα του είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του, αλλά η εμπειρία τού είχε φανεί πολύ κουραστική κι είχε κα­ταφέρει να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία κάπου αλλού. Ο Φαλίνος θεωρούσε ανέκαθεν τον εαυτό του ειδικό στη στρα­τιωτική στρατηγική μάλλον παρά αληθινό μαχητή και πριν από αρκετά χρόνια είχε πείσει τον Τισσαφέρνη να τον προσλάβει γι' αυτή του την ικανότητα. Έλεγαν ότι ακόμα και ο Αρταξέρξης τον είχε σε μεγάλη υπόληψη για τις γνώσεις του σχετικά με τις σπαρ­τιατικές στρατιωτικές τακτικές και μεθόδους. Ο Κλέαρχος τον χτύπησε καλοπροαίρετα στον ώμο.

«Παλιόσκυλο! Πώς και δε σου είπε ακόμα ο βασιλιάς να τα μα­ζεύεις μετά την απαίσια χτεσινή παράσταση! Μάλλον τον κάνεις ό,τι θέλεις με τα παραμύθια σου για τις μεγάλες νίκες σου ενα­ντίον της Αθήνας. Δεν του έχεις πει ακόμα ότι σε είχα για τα θε­λήματα όταν είμαστε νεαροί ηβώντες* στη Σπάρτη;» κάγχασε ο Κλέαρχος, αλλά ο Φαλίνος παρέμεινε ψυχρός και ανέκφραστος, ενώ τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και υδαρή από τον καπνό των ταφικών πυρών, καθώς αρνήθηκε ν' ανταποδώσει στον πρώ­ην συναγωνιστή του το φαιδρό χαιρετισμό.

* Έφηβοι. (Σ.τ.Μ.)

264 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο Φαλίνος περίμενε σιωπηλά να φτάσουν όλοι οι Έλληνες αρ­χηγοί κι ύστερα ζήτησε παγερά την προσοχή τους.

«Ο βασιλιάς», ανακοίνωσε με επίσημη φωνή, «αφού σκότω­σε τον Κύρο και λεηλάτησε το στρατόπεδο των Ελλήνων, πέτυχε μεγάλη νίκη. Σας διατάζει να καταθέσετε τα όπλα σας και να τον ικετεύσετε για τον οίκτο που ίσως ευαρεστηθεί να σας δείξει».

Απόλυτη σιωπή. Οι Έλληνες έμειναν άφωνοι κι εγώ είδα τον Κλέαρχο να φουντώνει αυτοστιγμεί και το σημάδι στο μάγουλό του να ζωντανεύει. Έμεινε αμίλητος για λίγο, μέχρι να καταφέ­ρει να ελέγξει το θυμό του.

«Δεν αρμόζει σε νικητές να καταθέτουν τα όπλα», είπε αργά και ψυχρά, κάνοντας μια πλατιά χειρονομία με το στιβαρό, τρι­χωτό χέρι του προς το απέραντο πεδίο, το σπαρμένο με κουφά­ρια Περσών. Ύστερα βγήκε βαριά έξω για να ολοκληρώσει μια θυσία που σκόπευε να εποπτεύσει, αφήνοντας τους άλλους αρ­χηγούς συγκεντρωμένους γύρω από τον Φαλίνο να μουρμουρί­ζουν μεταξύ τους.

Ο Πρόξενος τελικά έσπασε την ένταση. «Φαλίνε, κι εσύ ο ίδιος είσαι Έλληνας. Μίλησέ μας ανοιχτά και τίμια. Απευθύνεται ο βα­σιλιάς σ' εμάς ως κυρίαρχος ή μας ζητά απλώς να καταθέσουμε τά όπλα ως χειρονομία καλής πίστης;» Στο σημείο αυτό, όλοι οι αρχηγοί άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί, είτε γιουχάροντας τον Πρό­ξενο για την ευθύτητα του απέναντι στον Φαλίνο είτε επιχειρώ­ντας να θέσουν τις δικές τους ερωτήσεις. Τελικά, ένας Αθηναίος αρχηγός, ο Θεόπομπος, ένας κομψευόμενος που είχα δει μια δυο φορές με τον Σωκράτη στην αγορά, κατάφερε να κερδίσει την προσοχή των άλλων.

«Φαλίνε», είπε. «Έλα στη θέση μας. Τώρα που έχουμε λεη­λατηθεί από το βασιλιά, δεν έχουμε τίποτ' άλλο εκτός από τα ό­πλα και το θάρρος μας. Όσο έχουμε τα όπλα μας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το θάρρος μας. Αν όμως παραδώσουμε τα όπλα μας, χάνουμε και τα δύο. Πώς μπορείς να μας κατηγο­ρήσεις αν απορρίψουμε την απαίτηση του βασιλιά;» Χαμογέλα­σε αυτάρεσκα με το μεστό του επιχείρημα και περίμενε την α­ντίδραση του Φαλίνου. Όλοι τον κοιτάξαμε.

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 265

Ο Φαλίνος γέλασε σφιγμένα. «Καλά τα είπες, μικρέ Σωκράτη! Η λογική όμως δεν προωθεί την υπόθεσή σας, αν τα γεγονότα εί­ναι εναντίον σας. Είτε έχετε είτε δεν έχετε θάρρος, ο βασιλιάς έ­χει ακόμα μισό εκατομμύριο άντρες στην πεδιάδα και πολύ πε­ρισσότερους στη Βαβυλώνα, λίγες ώρες μακριά από εδώ. Είστε α­νόητοι αν νομίζετε ότι μπορείτε να καταφέρετε ν' αναχαιτίσετε τη δύναμή του. Κι εγώ είμαι Έλληνας. Αν πίστευα ότι έχετε έστω και μια πιθανότητα στις χίλιες να υπερισχύσετε του βασιλιά ή έ­στω να ξεφύγετε και να επιστρέψετε σώοι στην πατρίδα, θα σας έλεγα να το κάνετε. Μα τους θεούς, έχω κερδίσει ένα μικρό κο-μπόδεμα από χρυσό υπηρετώντας τους Πέρσες όλα αυτά τα χρό­νια - και θα αποφάσιζα ακόμα και να έρθω μαζί σας. Το ότι δεν το κάνω τα λέει όλα. Ρωτήστε το μεγάλο σας φιλόσοφο τι θα έ­κανε σε αυτή την περίσταση».

Μέχρι τότε ο Κλέαρχος είχε ολοκληρώσει τη θυσία και ξανα­γύρισε με το πρόσωπο μαύρο από τη λύσσα που είχε φουσκώσει μέσα του. «Πήγαινε και πες τούτο εδώ στο βασιλιά», πέταξε. «Αν επιθυμεί φιλία μαζί μας, θα του είμαστε πιο πολύτιμοι με τα όπλα παρά χωρίς αυτά. Αν επιθυμεί να κάνει πόλεμο εναντίον μας, α­κόμα καλύτερα για μας να κρατήσουμε τα όπλα μας. Τα όπλα θα τα κρατήσουμε και θα παραμείνουν ακονισμένα. Κι εσύ, Φαλίνε, γελοίε μπάσταρδε, την επόμενη φορά που θα σε δω στο στρατό­πεδό μου θα σου κόψω τα αρχίδια και θα τα φάω για πρωινό».

Ο Φαλίνος χαμογέλασε ανόητα. «Εγώ είμαι απλώς εκπρόσω­πος του βασιλιά», είπε υποκριτικά. «Δεν μπορώ να σε αποτρέψω από το να διαπράξεις ανοησία, Κλέαρχε. Αλλά έχω ένα ακόμα μήνυμα από το βασιλιά. Παραχωρεί ανακωχή αν μείνετε εδώ που βρίσκεστε, αλλά πόλεμο αν μετακινηθείτε από αυτό το μέ­ρος, είτε προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω. Δώσε μου μια απά­ντηση να τη μεταφέρω στο βασιλιά: Θα υπάρξει ανακωχή ή πό­λεμος;»

«Ναι», απάντησε ο Κλέαρχος. Ο Φαλίνος τον κοίταξε μπερδεμένος κι ύστερα του έριξε ένα

άγριο βλέμμα. «Τι υποτίθεται ότι θα πω στο βασιλιά;» ρώτησε ε­κνευρισμένος.

266 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

«Ότι για μία έστω φορά συμφωνούμε μαζί του. Θα υπάρξει α­νακωχή αν μείνουμε και πόλεμος αν μετακινηθούμε».

Αλλά δεν είπε τι εννοούσε.

Το ίδιο απόγευμα ο Κλέαρχος μας διέταξε να διαλύσουμε το στρα­τόπεδο αμέσως μετά το δείπνο. Όταν ο Ξενοφώντας μου μεταβί­βασε την εντολή, δεν μπορούσα να πιστέψω στ' αφτιά μου.

«Καταλαβαίνεις ότι ο Κλέαρχος μόλις υπέγραψε τη θανατική μας καταδίκη;» φώναξα. «Είμαστε μόνο δέκα χιλιάδες - ο βασι­λιάς θα ρίξει ολόκληρο το στρατό του εναντίον μας μέχρι το ξη­μέρωμα!»

Ο Ξενοφώντας δεν υπαναχώρησε. «Μπορεί να συμβεί και αυ­τό, αλλά ο Κλέαρχος αναγκάστηκε να το κάνει από τους ίδιους τους δικούς μας στρατιώτες. Το ήξερες; Τριακόσιοι Θράκες πε­ζοί και σαράντα ιππείς λιποτάκτησαν στο βασιλιά το απόγευμα».

«Τριακόσιοι σαράντα; Δεν μπορούσαν να τους συγκρατήσουν οι αξιωματικοί τους μέχρι ν' αποφασίσουμε όλοι μαζί;»

Ο Ξενοφώντας δίστασε και κοίταξε μακριά με μια έκφραση πικρίας. «Οι ίδιοι οι αξιωματικοί τους οδήγησαν. Και μόλις δια­δοθεί η είδηση περί λιποταξίας στο στράτευμα, θα υπάρξουν και άλλοι».

Συλλογίστηκα τα λόγια του. Δεν μπορούσε να ξέρει κανείς πό­σο ακόμα θα ήταν ικανός να κρατήσει ενωμένο το στρατό ο Κλέ­αρχος, αφού έλειπε η κοινή ελπίδα λαφυραγώγησης από τον Κύ-ρο. Μία κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του Αρταξέρξη, με αριθ­μητικά πολύ ανώτερο στρατό, ήταν αδιανόητη. Μένοντας εκεί που βρισκόμαστε, χωρίς προμήθειες, ενώ ο βασιλιάς θα μας έ­φθειρε με καθυστερήσεις, θα σήμαινε παθητική αυτοκτονία. Απλά, δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τη θέση μας.

«Και πού σκοπεύει ο Κλέαρχος να μας οδηγήσει;» ρώτησα. Ο Ξενοφώντας σήκωσε τους ώμους. «Δεν έχει καμιά άλλη ε­

πιλογή από το να ενωθούμε με τον Αριαίο και τα ντόπια στρα­τεύματα και να ελπίζουμε ότι θα μείνουν πιστοί σ' εμάς μάλλον παρά στο βασιλιά».

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 267

Δεν ειπώθηκε, αν και υπονοούνταν, ότι η μετακίνηση μας α­πό την παρούσα θέση σήμαινε κήρυξη πολέμου εναντίον όλης της περσικής αυτοκρατορίας, όπως άλλωστε είχαν κηρύξει και οι προπάτορές μας πόλεμο εναντίον των προγόνων του βασιλιά, του Δαρείου και του Ξέρξη.

Ύστερα από μακρά πορεία μέσα στο σκοτάδι, φτάσαμε τα μεσάνυχτα στο στρατόπεδο του Αριαίου. Οι αξιωματικοί μαζεύ­τηκαν αμέσως γύρω από μια φωτιά για συμβούλιο και όλοι τους, Πέρσες και Έλληνες, ορκίστηκαν να υπερασπιστούν μέχρι θα­νάτου οι μεν τους δε. Έπειτα από επιμονή του Αριαίου, επι-σφράγησαν τη συμφωνία βουτώντας τα δόρατα τους στο αίμα ε­νός ταύρου που είχαν θυσιάσει πριν από λίγο, αλείφοντας ο κα­θένας λίγο το στήθος του διπλανού του με την αιχμή σε ένδειξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Ύστερα πήρε το λόγο, ανυπόμονα, ο Κλέαρχος. «Τώρα που ορκιστήκαμε αμοιβαία πίστη με αυτό το σημάδι

από το αίμα του ταύρου και αναγνωρίσαμε ότι βρισκόμαστε κι ε­μείς κι εσείς στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση, τι προτείνεις, Αρι-αίε; Γνωρίζεις καλά τη χώρα αυτή. Να γυρίσουμε λοιπόν από το δρόμο που ήρθαμε;»

Ο Αριαίος στύλωσε τα μάτια στη φωτιά σκυθρωπός για λίγες στιγμές προτού απαντήσει.

«Αν επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο, είναι σίγουρο ότι θα λι­μοκτονήσουμε. Κατά την ανάβαση μας ως εδώ το τοπίο ήταν μια άγονη έρημος. Σε δεκαεφτά σταθμούς ήμαστε υποχρεωμένοι να στηριχτούμε στις προμήθειες που κουβαλούσαμε μαζί μας και τώρα δεν έχουμε τίποτα». Έκανε μια στιγμιαία παύση σκεφτικός. «Η επιστροφή από το βορρά είναι μακρύτερη, αλλά τουλάχιστον θα περάσουμε μέσα από εύφορη γη γεμάτη χωριά, απ' όπου μπο­ρούμε να πάρουμε προμήθειες. Το μυστικό είναι να κινηθούμε γρήγορα, ώστε να μεσολαβήσει ανάμεσα σ' εμάς και τον Αρτα­ξέρξη όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση. Δε θα τολμήσει να μας επιτεθεί με μικρή δύναμη, αλλά αν κινηθεί με όλο το στρα­τό του θα πηγαίνει πολύ αργά για να μας προλάβει. Προτείνω να κινηθούμε γρήγορα, όσο έχουμε τη δυνατότητα».

268 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Αυτό έκανε τους αξιωματικούς να δυσφορήσουν, μια και φά­νηκε σαν δειλία - σαν να κόβαμε απλώς λάσπη. Κανείς άλλος, ό­μως, δεν είχε καμιά καλύτερη ιδέα κι έτσι αναγκαστικά οι αξιω­ματικοί την ψήφισαν για σχέδιό τους, έκαναν θυσία στους θεούς και ο καθένας αποχώρησε να κοιμηθεί έστω και λίγες ώρες, μέ­χρι να ξυπνήσει το εξαντλημένο στράτευμα το άλλο πρωί και να ξεκινήσει την αναγκαστική του πορεία.

Καθυστέρησα κάμποσο στη σκιά δίπλα στη φωτιά, απρόθυ­μος να επιστρέψω στη σκηνή, με το μυαλό μου να στριφογυρίζει και το σώμα μου τσιτωμένο και ανήσυχο. Παρά τη φρίκη αυτής της μακριάς και πικρής μέρας -το κάψιμο των νεκρών, την αντι­μετώπιση του Φαλίνου, την εξαντλητική πορεία μες στο σκοτάδι μέχρι το στρατόπεδο του Αριαίου-, δεν μπορούσα να σκεφτώ τί-ποτ' άλλο εκτός από το συμβάν της προηγούμενης νύχτας. Οι σκέ­ψεις μου συναγωνίζονταν σε ταχύτητα το εναργές όνειρο που είχα ζήσει, την παραλίγο βεβαιότητα ότι επρόκειτο να πεθάνω στα χέ­ρια της Αστερίας, επειδή είχα διαπράξει χωρίς να το ξέρω κάποιο αδίκημα λαγνείας, όπως κάποιο από εκείνα τα αρσενικά έντομα που είχα παρακολουθήσει κάποτε έντρομος, όταν ήμουν παιδί, που κατά τη διάρκεια της ίδιας της ερωτικής πράξης καταβρο­χθίζεται ήρεμα από το θηλυκό, αρχικά από το κεφάλι και στη συ­νέχεια μέχρι κάτω το παλλόμενο ακόμα από οργασμό υπογάστριο. Αφού τριγύρισα άσκοπα στο στρατόπεδο κάμποση ώρα, συνειδη­τοποίησα με έκπληξη ότι τα πόδια μου με είχαν φέρει, σχεδόν εν­στικτωδώς, στην περιοχή των ακολούθων του στρατοπέδου.

Ανοίγοντας δρόμο μέσα από τον κυκεώνα των σκευοφόρων και των σκηνών στην περιοχή των γυναικών και νιώθοντας να βα­ραίνουν πάνω μου θρηνητικά και επιτιμητικά βλέμματα πίσω α­πό κάθε σκιά και καταφύγιο, τριγυρνούσα στα τυφλά και μάταια για μία ώρα, σίγουρος ότι δε θα κατάφερνα να τη βρω - όταν ξαφνικά, σαν από το πουθενά, αισθάνθηκα το απαλό της χέρι να γλιστρά μέσα στο δικό μου και να με τραβάει από απαλά. Με ο­δήγησε στην άκρη του στρατοπέδου και προσπάθησα να την τρα­βήξω κοντά μου, αλλά μου αντιστάθηκε ψυχρά κι εξακολούθησε να με οδηγεί μπροστά μες στο σκοτάδι, ώσπου αφήσαμε πίσω

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 269

μας το θρήνο του στρατοπέδου και φτάσαμε σ' ένα μικρό βράχο που προεξείχε προφυλαγμένος από ένα μοναχικό θάμνο. Εδώ τε­λικά σταμάτησε και χωρίς να καθίσει κάτω στράφηκε προς το μέρος μου, με το πρόσωπό της να σκιάζεται από το σκοτάδι και το σώμα της σε υπερένταση.

«Θέο, χτες το βράδυ... χτες το βράδυ φοβόμουν τα πάντα κι αυ­τό που κάναμε ήταν λάθος. Λυπάμαι».

Έμεινα σιωπηλός, περιμένοντας να συνεχίσει, αφού δεν είχα τίποτα να προσθέσω σε μια δήλωση σαν κι αυτή.

«Με γνωρίζεις, αλλά δεν ξέρεις τίποτα για μένα», είπε. «Είμαι γόνος της περσικής αυλής. Χρωστούσα ευγνωμοσύνη στον πρί­γκιπα και πρωτύτερα στην οικογένεια του. Παρ' όλα αυτά εδώ στην έρημο δεν έχω τίποτα. Το μόνο που μπορώ να σου προ­σφέρω είναι δυστυχία».

«Αστερία, αν εννοείς κάποια προίκα, αυτό δεν είναι κάτι που με απασχολεί. Κι εγώ δεν έχω τίποτα στην κατοχή μου. Κι είναι αδύνατο προς το παρόν να παντρευτούμε κάτω από αυτές τις συν­θήκες».

Έκανε μια στιγμιαία παύση, δείχνοντας μπερδεμένη, προτού διακρίνω ένα αχνό, θλιμμένο χαμόγελο να σχηματίζεται φευγα­λέα στο πρόσωπό της. «Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό. Είναι θέμα οικογενειακής τιμής. Ο πατέρας μου...»

Τη διέκοψα αγριοκοιτάζοντάς την. «Νοιάζεσαι για την τιμή και τον πατέρα σου - γιατί; Επειδή δεν είμαι από ανώτερη κοινωνι­κή τάξη; Είμαι Αθηναίος στρατιώτης, είμαι πολεμιστής. Δεν έχω χρήματα, αλλά έχω δυνατό εξοπλισμό και την τεράστια κληρο­νομιά της πόλης μου. Ποιος είναι ο πατέρας σου και τι έχει για να περηφανεύεται;»

Αναστέναξε, «Θέο, δεν καταλαβαίνεις. Αν επρόκειτο απλώς για την αποδοκιμασία του, θα μπορούσα να το αντέξω. Είναι κά­τι πολύ περισσότερο, κάτι που φοβάμαι ότι δε θα μπορούσα να ξεπεράσω. Πώς μπορώ να προδώσω τον πατέρα μου;»

«Να τον προδώσεις; Πού βρίσκεται τώρα ο πατέρας σου; Τι απειλή θ' αποτελούσα πιθανόν γι' αυτόν ή αυτός για μένα;»

«Δεν είμαι καν σίγουρη κι εγώ η ίδια...»

270 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

«Αστερία - δες την κατάσταση μας, δες τη δική σου κατάστα­ση. Μια γυναίκα πρέπει να δέχεται την προστασία που της πα­ρουσιάζεται. Εγώ βρίσκομαι εδώ, ενώ αυτός όχι».

Έκανε παύση για αρκετή ώρα μες στο σκοτάδι, κοιτάζοντας ε­ξεταστικά το πρόσωπό μου, δείχνοντας να με βλέπει καθαρά, λες κι υπήρχε φως, σαν να επιχειρούσε και πάλι να μαντέψει την α­πάντηση των θεών προτού δράσει. Μια στιγμή αργότερα κινήθη­κε προς το μέρος μου κι αισθάνθηκα το θερμό, λεπτοκαμωμένο κορμί της πάνω μου. Έσκυψα προς τα κάτω για ν' ανασάνω τη μυ­ρουδιά της, το ίδιο δυνατό άρωμα καμένου ξύλου και λιωμένων λουλουδιών που είχε μείνει για ώρα στα ρουθούνια μου μετά τη χτε-σινοβραδινή της επίσκεψη. Καθώς είχαμε βολευτεί πάνω στο α­ραιό, σκονισμένο γρασίδι, άρχισα να ψαχουλεύω αδέξια το χιτώ­να της, προσπαθώντας να γλιστρήσω το χέρι μου από κάτω.

«Περίμενε», είπε, «δεν έχουμε χρόνο. Ο ήλιος αρχίζει ήδη να ανατέλλει». Και πραγματικά ο ουρανός κατά τη μεριά της ανατο­λής είχε αρχίσει να φωτίζεται και το στρατόπεδο είχε αρχίσει να ξυπνάει με τους ήχους των πρωινών δραστηριοτήτων, αν και κα­νείς δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί περισσότερο από λίγες ώρες.

Χαλάρωσα και μια σχεδόν ολοκληρωτική αίσθηση κούρασης και παραίτησης με κατέκλυσε, κάνοντάς με να αισθάνομαι ευ­γνωμοσύνη που είχα έστω την ευκαιρία να είμαι ακόμα ξαπλω­μένος κρατώντας τη στην αγκαλιά μου. Κι εκείνη, όμως, έδειχνε ευχαριστημένη, απέχοντας πολύ από την ένταση και την από­γνωση της προηγούμενης νύχτας. Παρ' όλα αυτά οι τρομερές αμ­φιβολίες που είχα νωρίτερα εξακολουθούσαν να με απασχολούν.

«Αστερία», άρχισα διστακτικά, «χτες τη νύχτα, την ώρα που έ­φευγες, νομίζω ότι ονειρεύτηκα - σαν να ήσουν εσύ και με το μα­χαίρι σου...» Δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις, γιατί πώς να μιλή­σεις σε κάποιον για μια τέτοια εμπειρία; Κοίταξα το πρόσωπό της που είχε αρχίσει σιγά σιγά να διακρίνεται καθαρότερα στον γκρι­ζωπό ουρανό, τα διάφανα μάτια της που έλαμπαν στο αιθέριο φως της αυγής, αν και ακόμα άχρωμα σαν τις σκιές. Το πρόσω­πό της ήταν ανέκφραστο, σχεδόν ειρωνικό, καθώς μου ανταπέ­δωσε κι αυτή ήρεμα το βλέμμα.

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 271

«Δεν ξέρουμε από πού έρχονται τα όνειρα», είπε, «ή γιατί ξε­θωριάζουν. Δεν έχει σημασία. Ονειρεύτηκες θάνατο, αλλά δεν ή­ταν παρά ένα όνειρο. Οι ζωές μας συνεχίζονται».

Για δεύτερη φορά στη ζωή μου άκουσα δύο λέξεις που με συ­γκλόνισαν, αφήνοντας μου ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα, σαν οικο­γενειακό σημάδι σε μωρουδίστικο λαιμό. Την κράτησα σφιχτά και κοίταξα την επιστροφή της Ηώς και ύστερα κοιμήθηκα για λίγο, ευτυχώς χωρίς να δω περίεργα όνειρα.

Την επομένη ταξιδέψαμε χωρίς απρόοπτα, μέχρι που φτάσαμε σε μια μικρή συστάδα χωριών χωρίς να δούμε καθόλου εχθρικές δυνάμεις, αν και σε όλο το δρόμο μάς παρακολουθούσαν οι ανι­χνευτές του ιππικού του Τισσαφέρνη, ένας ένας ή σε ομάδες α­πό δυο τρεις, μένοντας σταθερά εκτός βολής των τόξων μας. Εκεί­νη τη νύχτα, την πρώτη έπειτα από μια εβδομάδα που ο στρατός είχε τη δυνατότητα να ξεκουραστεί από το σούρουπο ως την α­νατολή του ήλιου, οι άντρες ήταν αλαφιασμένοι. Νιώθοντας την ανησυχία τους, ο Ξενοφώντας μού ζήτησε να κάνω ήσυχα κά­ποιες βόλτες και να προσπαθήσω να εξακριβώσω τους φόβους τους.

«Δεν είναι ανάγκη, Ξενοφώντα», είπα, «ξέρω ακριβώς τι αι­σθάνονται. Οι άντρες έχουν δει τόσα. Είναι τρομοκρατημένοι ε­πειδή έχασαν τον πρίγκιπα και βρίσκονται μίλια μακριά από τη θάλασσα και την πατρίδα. Φοβούνται ότι οι παλιοί τους Έλληνες θεοί τους έχουν εγκαταλείψει κι αυτό τους σκοτίζει το μυαλό».

Ο Ξενοφώντας συλλογίστηκε τα λόγια μου, αλλά κατάλαβα α­πό την έκφρασή του ότι παρέμενε προβληματισμένος.

«Αυτά είναι γενικοί προβληματισμοί», αντέτεινε, «αλλά οι ά­ντρες αυτοί είναι ψημένοι πολεμιστές, βετεράνοι - έχουν δοκιμά­σει ήττες αλλά και ισάριθμες νίκες. Δεν μπορεί ολόκληρο το στρα­τόπεδο να βρίσκεται στα πρόθυρα πανικού, εξαιτίας κάποιου α­καθόριστου αισθήματος εγκατάλειψης από τους θεούς!»

«Είναι και κάτι ακόμα», παραδέχτηκα καθώς με κοίταξε με α­δημονία. «Οι Έλληνες στρατιώτες, αντίθετα από τους αξιωματι-

272 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κούς, δεν έδωσαν όρκο υπακοής στους άντρες του Αριαίου. Δεν τους εμπιστεύονται, ειδικά μετά την εγκατάλειψη του τσούρμου του στρατοπέδου στα Κούναξα. Το στρατόπεδο των ντόπιων στρα­τευμάτων απέχει μόνο ένα μίλι από εδώ και υπερέχουν αριθμη­τικά σε αναλογία ένας προς δέκα. Οι άντρες μας δεν μπορούν ν' απαλλαγούν από το συναίσθημα ότι μια μαύρη σκιά έχει πέσει κα­τευθείαν πάνω τους».

Ο Ξενοφώντας κοίταξε με κατανόηση το στρατόπεδο κι άρχισε να βαδίζει αργά προς τα καταλύματα του Κλέαρχου. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και σύννεφα που προμηνούσαν θύελλα έκρυβαν το φεγγάρι και τα άστρα και οι στρατιώτες στριμώχνονταν κοντά στις φωτιές και μεταξύ τους για παρηγοριά. Κάθε δυνατός ήχος από κάποια γειτονική παρέα, κάθε βλαστήμια από κάποιο στρα­τιώτη που χτυπούσε το δάχτυλο του καθώς έσπαγε ένα ξύλο, κά­θε μακρινό χλιμίντρισμα αλόγου έκανε τους άντρες ν' αναπηδούν και να κοιτάζουν φοβισμένα μες στο σκοτάδι. Όλοι ήξεραν ή φα­ντάζονταν ότι ήμαστε περικυκλωμένοι από κρυμμένους Πέρσες, δολοφόνους του Τισσαφέρνη ή προδότες του Αριαίου που και­ροφυλακτούσαν αθέατοι μες στο σκοτάδι, έτοιμοι να χτυπήσουν όσους έμεναν πίσω, κόβοντας τους στα γρήγορα το λαιμό ή ξε­κάνοντας ολόκληρες παρέες με έναν καταιγισμό από βέλη, έτσι καθώς διαγράφονταν οι σιλουέτες μας την ώρα που περνούσαμε μπροστά από τις πυρές.

Ακόμα και κατά τη δεύτερη περίπολο, κανένας από τους Έλλη­νες δεν είχε πάει για ύπνο. Άρχισαν να μαζεύονται σε μεγαλύτε­ρες ομάδες, καθώς οι άντρες αναζητούσαν όσους ήταν από το ί­διο μέρος και μιλούσαν την ίδια διάλεκτο, για παρηγοριά. Δύο φο­ρές ξέσπασαν τρομακτικές ταραχές, καθώς κάποιος φώναξε ότι δέχονταν επίθεση και όλοι βιάστηκαν να πάρουν τα όπλα τους. Ο στρατός δε θα έβγαζε καλά τη νύχτα - βρισκόταν στα πρόθυ­ρα ταραχών και οι άντρες ήταν έτοιμοι είτε να σκοτώσουν τους αρχηγούς τους από οργή επειδή ναυάγησαν τα όνειρα τους για πλουτισμό είτε να το σκάσουν άγρια μέσα στη νύχτα, προσπα­θώντας να σώσει ο καθένας το τομάρι του, εγκαταλείποντας ό,τι πίστευε πως ήταν βέβαιος θάνατος για τους άλλους.

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 273

Καθώς προχωρούσε η νύχτα και τρίτο κύμα πανικού κατέλα­βε τους Έλληνες κι ύστερα όλο το στρατόπεδο κι επακολούθησε οχλοβοή, όπως θα περίμενε κανείς έπειτα από αιφνίδια εχθρική επιδρομή. Ο Κλέαρχος βρέθηκε σε απόγνωση μπροστά στο φό­βο των στρατιωτών. Έβαλε τις σάλπιγγες να ηχήσουν και έστει­λε το βετεράνο αγγελιοφόρο του, τον Τολμίδη τον Ηλείο, να γυ­ρίσει το στρατόπεδο, αυτόν που είχε μια σκληρή, ενοχλητική φω­νή, η οποία μπορούσε ν' ακουστεί σαν σπασμένη καμπάνα πάνω από το σαματά. Με εντολή του Κλέαρχου ο Τολμίδης ούρλιαξε να σωπάσουν κι ανακοίνωσε μια προκήρυξη του αρχηγείου:

«Ας μάθουν όλοι το εξής! Ο αρχηγός σας ο Κλέαρχος σας δια­τάσσει να επιστρέψετε στις ομάδες σας και να παραμείνετε ήρε­μοι, διαφορετικά θα τιμωρηθείτε με θάνατο αν εγκαταλείψετε τη γραμμή και την παράταξή σας. Επιπλέον, προσφέρει αμοιβή ε­νός ταλάντου, ή δεκαπέντε χρόνων μισθούς, για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στην εξακρίβωση της ταυτότητας του άντρα ο ο­ποίος άφησε ελεύθερο μέσα στο στρατόπεδο το άγριο γαϊδούρι και δημιούργησε αυτή την παράλογη αναστάτωση που διατα­ράσσει τον ύπνο του αρχηγού».

Σε αυτούς που ήταν σίγουροι ότι επρόκειτο για εχθρική επί­θεση, η είδηση ότι η φασαρία είχε προκληθεί απλώς από ένα α­δέσποτο γαϊδούρι προκάλεσε μια ευπρόσδεκτη διασκεδαστική ανακούφιση και τους καθησύχασε ότι μπορούσαν να ξεκουρα­στούν την υπόλοιπη νύχτα. Οι πιο έξυπνοι, που γνώριζαν ότι δεν είχε παρουσιαστεί εχθρός, αλλά φοβούνταν ακόμα περισσότερο την πιθανότητα αυτοκαταστροφής του στρατού, ηρέμησαν με την προνοητικότητα του Κλέαρχου να δηλώσει ότι αυτός, τουλάχι­στον, κοιμόταν βαθιά. Ελάχιστοι τολμηροί μόνο πέρασαν τη νύ­χτα κοιτάζοντας μέσα σε κάθε σκηνή και αναζητώντας το κατερ-γάρικο γαϊδούρι.

Όσο για μένα, πέρασα την υπόλοιπη βραδιά αναλογιζόμενος τι να σκέφτονταν οι θεοί κι είχαν βγάλει τόσο εκτός πορείας τους άτυχους Έλληνές τους.

274 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TΩN ΜΥΡΙΩΝ

Ο Πρόξενος ξύπνησε νωρίς την άλλη μέρα το πρωί, με εύθυμη διάθεση.

«Φτάνουν οι πρέσβεις του Τισσαφέρνη! Ο Κλέαρχος μόλις πή­ρε μήνυμα από την προφυλακή μας ότι ζήτησαν να μπουν στο στρατόπεδο αγγελιοφόροι των Περσών!» Φόρεσα έναν καθαρό χι­τώνα κι άρχισα να γυαλίζω με άμμο την πανοπλία του Ξενοφώ­ντα και τη δική μου. Ο Κύρος ήταν νεκρός, αλλά ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης έδειχναν ν' ανησυχούν για τους Έλληνες όσο κι εμείς γι' αυτούς, αλλιώς δε θα έστελναν πρεσβεία με σημαία α­νακωχής για να διαπραγματευτούν μαζί μας.

Στο μεταξύ, ο Κλέαρχος δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει τους πρέσβεις του Τισσαφέρνη να αισθανθούν κάπως άβολα. Έστει­λε μήνυμα στην προφυλακή να καθυστερήσουν την παρουσίαση τους μέχρι να ετοιμαστεί ο ίδιος. Ύστερα κάλεσε τους αρχηγούς του για να τους δώσει οδηγίες.

«Παρατάξτε το στράτευμα σε θέση μάχης μέχρι την κορυφή», είπε. «Τοποθετήστε τους βαριά οπλισμένους στο κέντρο μαζί με τους ιπποτοξότες από τη μια μεριά και το ιππικό από την άλλη. Βεβαιωθείτε ότι η παράταξη έχει βάθος τρεις τουλάχιστον σειρές και κρατήστε τις σκευοφόρους και το μπουλούκι που ακολουθεί το στρατό στην πεδιάδα. Δε χρειάζεται να υπενθυμίσουμε στο βασι­λιά ότι μας ξεπερνάει αριθμητικά σε αναλογία έναν προς εκατό».

Όταν οι απεσταλμένοι έφτασαν λίγο αργότερα, έδωσε διατα­γή ν' αφοπλιστούν και ν' αφιππεύσουν και να αποσυρθεί ακόμα και η εθιμοτυπική λόγχη που έφερε το λάβαρο του Τισσαφέρνη με το χρυσό φτερωτό άλογο. Τους συνόδευσαν μάλιστα οι πιο σω­ματώδεις και βαριά οπλισμένοι Σπαρτιάτες και τους πέρασαν μέ­σα από μια περιοχή όπου έξι βοιωτικές μηχανές του Πρόξενου βρίσκονταν σκόπιμα σε λειτουργία, ασκώντας το τρομακτικό έρ­γο τους, μέχρι το αρχηγείο του Κλέαρχου. Αυτό το είχε διαμορ­φώσει κάπως σαν αίθουσα θρόνου φυλάρχου -ακολουθώντας την εμπειρία του από τα χρόνια που είχε περάσει στο Βυζάντιο- μέ­σα σε μια τεράστια σκηνή που είχε φτιάξει βιαστικά, ενώνοντας μερικές άλλες. Το εσωτερικό ήταν μεγαλοπρεπές - πάνοπλοι α­κόλουθοι, πεπλοφόρες κοπέλες του χαρεμιού ξαπλωμένες πάνω

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 275

σε μαξιλάρες, ανεκτίμητα χαλιά στο δάπεδο και στους τοίχους και πιστές σκλάβες που περίμεναν την οποιαδήποτε εντολή. Το όλο σκηνικό ήταν τόσο ξένο σε όλους εμάς που, αντίθετα από τον Κλέαρχο, δεν είχαμε καμιά εμπειρία των περσικών συνηθειών, ώ­στε δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε να βάλουμε τα γέλια, ειδι­κά όταν είδαμε το λιτοδίαιτο Σπαρτιάτη αρχηγό μας εν μέσω τέ­τοιας πολυτέλειας. Μας έριξε όμως ένα τόσο άγριο βλέμμα με το τρομερό, σημαδεμένο του πρόσωπο και το μοναδικό, φουντωτό του φρύδι που κάλυπτε όλο το μήκος του μετώπου του χωρίς δια­κοπή, ώστε μας έκανε να σωπάσουμε ακαριαία στις γραμμές μας. Ύστερα άλλαξε την έκφραση του, παίρνοντας ένα υπεροπτικό, βλοσυρό ύφος για να υποδεχτεί τους καλεσμένους του.

Οι Πέρσες εντυπωσιάστηκαν από το σκηνικό, αφού αρχικά, έξω από τη σκηνή, πέρασαν τον Πρόξενο για αρχηγό λόγω της δεσποτικής του εμφάνισης και στη συνέχεια, αφού δέχτηκαν τη δέουσα επίπληξη από κάποιο φρουρό για έλλειψη σεβασμού, ο­δηγήθηκαν μέσα στη θολή, καπνισμένη παγερότητα «της αίθου­σας του θρόνου». Ήταν τρεις - στρατηγοί όπως φάνηκε από την υπεροπτική στρατιωτική συμπεριφορά τους, τα θαυμάσια μετα­ξωτά ζωνάρια και τα ρούχα τους και τις προσεκτικά μυρωμένες και κατσαρωμένες γενειάδες τους. Καθώς μπήκαν στη σκηνή πα­τώντας περήφανα πάνω στα χαλιά, ο Κλέαρχος ανασηκώθηκε, αργοπίνοντας μια κούπα κρασί, παίρνοντας πόζα υπέρτατης α­διαφορίας, ενώ οι απεσταλμένοι άρχιζαν την προσεκτικά προε­τοιμασμένη εισαγωγή και τις διατυπώσεις που προηγούνταν ό­λων των περσικών αυλικών διαπραγματεύσεων, απαγγέλλοντας όλο το κατεβατό των τιμητικών τίτλων που κοσμούσαν το όνομα του Μεγάλου Βασιλιά σαν πετράδια σε στέμμα:

«Στρατηγέ Κλέαρχε: εκ μέρους του αφέντη Τισσαφέρνη, αρ­χηγού του ιππικού του βασιλιά, ο οποίος εκπροσωπεί το μεγάλο βασιλιά Αρταξέρξη, βασιλιά των βασιλέων και δικαστή των αν­θρώπων, κυβερνήτη πλήθους χωρών και λαών, κατακτητή φυλών που κατοικούν σε όλα τα πέρατα της γης, αδερφό του Ήλιου, πα­ντοδύναμο ανάμεσα στους θνητούς, αήττητο και ανώτατο, Πέρση και τέκνο Περσών...» Ο απεσταλμένος βιάστηκε να συνεχίσει.

276 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο Κλέαρχος έσκυψε μπροστά και διέκοψε το χειμαρρώδη λό­γο, κουνώντας το χέρι του βαριεστημένα και απορριπτικά.

«Δεν έχω χρόνο για τις γλοιώδεις εισαγωγές σας», σάρκασε με την ενοχλητική φωνή του. «Σκορπίζετε άσκοπες φιλοφρονήσεις σαν κουτσουλιές καμιάς γαμημένης κατσίκας». Παρακαλούσα να είναι έξυπνος ο αντιπρόσωπος ή τουλάχιστον να μην καταλάβαι­νε καλά τα ελληνικά. «Διέλυσα τα σαθρά σας στρατεύματα στο πε­δίο της μάχης στα Κούναξα σαν να ήταν καμιά παρέα αυλητρί-δων από τη Χίο. Το πλήθος που ακολουθεί το στρατό μου λιανί­ζει τα κόκαλα τους και αδημονεί για ακόμα περισσότερα. Αν ο σχι-στοπόδης βασιλιάς σας επιθυμεί ανακωχή για να προχωρήσουν τα πράγματα, καλά θα έκανε να μη στείλει κοπροφάγους σφουγ-γοκωλάριους σαν κι εσάς. Να πείτε στον Αρταξέρξη ότι ο στρα­τός μου δεν έχει προγευματίσει ακόμα και ότι εμείς δεν κάνουμε τις δουλειές μας με άδειο στομάχι. Οι Έλληνες δεν τρώνε σκυ-λοκούραδα και αγκάθια, όπως έχω μάθει ότι συμβαίνει με τους Πέρσες, γι' αυτό αν ο βασιλιάς είναι ανίκανος να μας προμηθεύ­σει με τη θέλησή του κάποιες σωστές προμήθειες, ως ένδειξη κα­λής θέλησης, θ' αναγκαστούμε να αποκτήσουμε εφόδια με τους δικούς μας όρους». Στο σημείο αυτό ο Κλέαρχος, ο ασκητικός Σπαρτιάτης, έγειρε πίσω στο σκοτάδι με ένα διαβολικό χαμόγε­λο, γνέφοντας σε κάποια από τις κοπέλες που έτρεμαν να του ξα­ναγεμίσει το ποτήρι.

Οι Πέρσες στρατηγοί έμειναν αποσβολωμένοι από τρόμο, συ­γκρατώντας μετά βίας την οργή τους που αναψοκοκκίνιζε τα μά­γουλά τους. Αναγκάστηκα να τσιμπήσω το χέρι μου μέχρι να το μελανιάσω για να αποφύγω να καγχάσω επιτόπου και διέκρινα τους μυς στο σαγόνι του Πρόξενου να τεντώνονται, καθώς πάσχι­ζε να πνίξει το γέλιο του. Οι πρέσβεις βγήκαν σιωπηλοί ο ένας πί­σω από τον άλλο και τότε είδαν ότι οι άντρες μας είχαν παρατα­χτεί σε δυο μακριές σειρές έξω από την είσοδο της σκηνής, ανά­μεσα από τις οποίες ήταν αναγκασμένοι να περάσουν για ένα διά­στημα που τους φάνηκε αιώνας, ώσπου τελικά να φτάσουν στα ά­λογά τους και να ξαναπάρουν τα όπλα τους. Την ώρα που ίππευ­αν, οι στρατιώτες έπειτα από σύνθημα του Πρόξενου έβγαλαν μια

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 277

εκκωφαντική κραυγή κι άρχισαν να χτυπούν δυνατά τα δόρατα τους πάνω στα μεταλλικά στεφάνια των ασπίδων τους. Αυτός ο αιφνίδιος θόρυβος τρόμαξε τόσο τα ήδη νευρικά άλογα των Περ­σών, που σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια και το μόνο που μπο­ρούσαν να κάνουν οι οργισμένοι στρατηγοί ήταν να πιαστούν και με τα δυο τους χέρια από τη χαίτη των αλόγων τους για ν' απο­φύγουν το πέσιμο, καθώς απομακρύνονταν ορμητικά προς την κορυφογραμμή για να επιστρέψουν στο περσικό στρατόπεδο.

Το τέχνασμα του Κλέαρχου πέτυχε, μια και οι πρέσβεις επέ­στρεψαν το ίδιο απόγευμα με περισσότερη ταπεινοφροσύνη και λιγότερο τυπική συμπεριφορά. Αυτή τη φορά τους έκανε να πε­ριμένουν σχεδόν δύο ώρες, προτού τους καλέσει να εμφανιστούν ενώπιον της μεγαλειότητάς του. Χωρίς πρόσθετες εισαγωγές τον πληροφόρησαν ότι ο Τισσαφέρνης θεωρούσε κάτι παραπάνω α­πό λογικό το αίτημά του και ότι, ως ένδειξη καλής πίστης, θα τους οδηγούσε σε ένα χωριό αρκετά μεγάλο, όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν άνετα όσο καιρό ήθελαν, θα είχαν πρόσβαση σε αγορά για τρόφιμα και για να κάνουν με την άνεση τους προ­ετοιμασίες, ώστε να ολοκληρωθούν οι συμφωνίες μεταξύ του βα­σιλιά και της ελληνικής ηγεσίας.

Ο Κλέαρχος ξαπόστειλε τους απεσταλμένους, παραθέτοντας τους ένα φτωχικό δείπνο που είχε ετοιμάσει ειδικά γι' αυτούς (το­ποθετώντας αβρά στο πιάτο του καθενός από ένα μάτσο αγκάθια για να τους κάνει, όπως είπε, να νιώσουν σαν στο σπίτι τους), και συσκέφθηκε με τους συμβούλους του. Φάνηκε προτιμότερο να μην ενεργήσει παρακινδυνευμένα, αφού αργά ή γρήγορα ο Τισσα­φέρνης θ' ανακάλυπτε την πραγματική δύναμη του ελληνικού στρατού, και δε χρειαζόταν να τον προσβάλει περισσότερο μέχρι να συμφωνηθεί κάποια κανονική ανακωχή. Ο Κλέαρχος περίμε­νε να περάσει αρκετή ώρα, κάνοντας τους πρέσβεις να φοβηθούν σε τέτοιο σημείο για την έκβαση, ώστε μόλις που άγγιξαν το φα­γητό τους. Και όταν ακόμα και οι Έλληνες αξιωματικοί άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως είχε αλλάξει γνώμη, ξανακάλεσε τελικά τους πρέσβεις και τους έδωσε εντολή να επιστρέψουν στο βασιλιά και να κανονίσουν για οδηγούς με το πρώτο φως της μέρας.

2

M E ΤΗΝ ΥΠΟΨΊΑ ενδεχόμενης προδοσίας εκ μέρους του βασιλιά, ο Κλέαρχος έδωσε εντολή στο στράτευμα να βαδίζει παραταγ­μένο για μάχη. Τα φυσικά εμπόδια που συναντούσαμε, περιέρ­γως αρκετά, δεν ήταν εκ θεών, βουνά ή ποτάμια ή ακόμα και έ­ρημοι, αλλά μάλλον ανθρώπινα κατασκευάσματα. Η γη ήταν κα­τακερματισμένη από δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες αυλάκια και αρδευτικά κανάλια που δεν μπορούσαμε να διασχίσουμε αν δεν κατασκευάζαμε πρώτα γέφυρες, τις οποίες φτιάχναμε κόβοντας χουρμαδιές και δένοντάς τες σφιχτά. Ο ίδιος ο Κλέαρχος έδωσε το παράδειγμα στην προσπάθεια αυτή, τσαλαβουτώντας μέσα στη λάσπη μαζί με τους νεότερους και κουβαλώντας κορμούς στους ώμους του. Σε κάποιο σημείο, βλέποντας κάποιον φυγό­πονο να ξεκουράζεται μες στα καλάμια, μασουλώντας ένα κομ­μάτι ψωμί που είχε φυλάξει από το πρωί, τον έσυρε από τα μαλ­λιά, τον πέταξε μες στη λάσπη στην κοίτη του καναλιού και τον έδειρε κτηνωδώς με ένα βαρύ ξύλινο λοστάρι που κουβαλούσε για να χωρίζει τους σφηνωμένους κορμούς. Ο άντρας αιμορρα­γούσε και είχε χάσει τις αισθήσεις του προτού τελικά ο Κλέαρχος δώσει τέλος στην τιμωρία του. Οι στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί τριγύρω σιωπηλοί και τώρα στέκονταν με τα μάτια στυλωμένα, ο­ρισμένοι επιτιμητικά, άλλοι με φόβο και κατάπληξη από τη σκλη­ρή αντιμετώπιση.

Ο Κλέαρχος σκαρφάλωσε πάνω στο στήριγμα της γέφυρας και κοίταξε έντονα τους άντρες. «Τι στην ευχή χαζεύετε όλοι σας εδώ πέρα;» φώναξε άγρια. «Ο Κύρος είναι νεκρός κι εσείς βαδί­ζετε μόνοι σας μέσα σε εχθρικό έδαφος! Χάρη στο έλεος των θε­ών, έχετε την τύχη, παλιομουλάρια, να έχετε για στρατηγό έναν

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 279

Σπαρτιάτη. Όταν οδηγώ άντρες, δεν περιμένω τίποτα περισσό­τερο από τον εαυτό μου παρά να κάνουν αυτό που τους διατάσ­σω. Και δεν περιμένω τίποτα λιγότερο από τους άντρες μου πα­ρά τυφλή υπακοή! Όταν Σπαρτιάτης ηγείται ενός στρατεύματος, το στράτευμα αυτό είναι σπαρτιατικό! Κι εσείς λοιπόν θα δου­λεύετε σαν Σπαρτιάτες και θα συμπεριφέρεστε σαν Σπαρτιάτες ή, μα τους θεούς, θα πεθάνετε σαν Σπαρτιάτες».

Οι άντρες διαλύθηκαν σκυθρωποί, αποφεύγοντας το σκληρό βλέμμα του Κλέαρχου, αλλά δεν υπήρξε κανένα επιπλέον κρού­σμα φυγοπονίας, μια και όλοι διπλασίασαν τις προσπάθειες τους για τη μεταφορά του στρατού και των σκευοφόρων πάνω στους κακοτράχαλους δρόμους. Ο Ξενοφώντας λοξοδρόμησε για να με πλησιάσει καβάλα πάνω στο άλογό του, λίγα λεπτά μετά το επει­σόδιο, με το πρόσωπο κόκκινο από οργή.

«Τον άκουσες, Θέο; Ο άνθρωπος είναι σκέτος τύραννος! "Θα δουλέψετε σαν Σπαρτιάτες ή θα πεθάνετε σαν Σπαρτιάτες". Αυ­τός ο σκυλιασμένος κόπανος θα κάνει τους άντρες να λιποτακτή­σουν σαν τους Θράκες, αν δεν τους προσφέρει κάποιο καλύτερο λόγο για να τον ακολουθήσουν εκτός από την απειλή του ξυλο­δαρμού με ένα στυλιάρι μέσα στη λάσπη».

«Όπως ότι θα λιμοκτονήσουν μέσα στην έρημο, ίσως!» πρό­τεινα ήρεμα. «Ή ότι θα τους πετσοκόψουν ύπουλα έφιπποι Πέρ­σες; Αυτοί θα μπορούσαν να είναι καλοί λόγοι».

Με αγριοκοίταξε, αλλά εγώ αντιστάθηκα στο βλέμμα του κι έ­τσι έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε καλπάζοντας με το ά­λογο του.

Όταν φτάσαμε στο χωριό, τρεις μέρες αργότερα, ανακουφι­στήκαμε όταν είδαμε ότι οι συνθήκες ήταν όπως ακριβώς είχαν υποσχεθεί οι πρέσβεις του βασιλιά. Ήταν γεμάτο σιτάρι, φοίνικες και χουρμαδιές και οι ντόπιοι είχαν γεμίσει δεξαμενές με ένα εί­δος χουρμαδόκρασου, από το οποίο δοκίμασαν αμέσως οι στρα­τιώτες, προς μεγάλη λύπη των αξιωματικών. Γιατί οι άντρες δεν είχαν χάσει μόνο την ικανότητά τους να αντέχουν το ποτό, στη διάρκεια της πορείας τους από τις Σάρδεις, αλλά αυτό ειδικά το ποτό είχε την τάση να τους ακινητοποιεί με έναν εξοντωτικό πο-

280 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

νοκέφαλο αφού το είχαν πιει. Ο Κλέαρχος απαγόρευσε αμέσως την κατανάλωσή του, αφού όμως το μισό στράτευμα είχε πέσει ξε­ρό για μια μέρα, ενώ στο διάστημα αυτό ο Ξενοφώντας κι εγώ ευ­χόμαστε να είναι αξιόπιστη η υπόσχεση του βασιλιά για ασφαλείς συνθήκες.

Τελικά έφτασε κι ο Τισσαφέρνης με τη συνοδεία του, η οποία περιλάμβανε τον αδερφό της βασίλισσας, τους τρεις πρέσβεις που τους είχαμε ήδη γνωρίσει και μια μακριά πομπή από σκλάβους που κουβαλούσαν δώρα και προμήθειες. Εκεί βρισκόταν κι ένας άντρας πιο γερασμένος απ' όσο τον θυμόμουν, όταν τον είδα μέ­σα στο χάος της μάχης, έξω από τη σκηνή του Κύρου, πολύ πε­ρισσότερο απ' όσο θα περίμενε κανείς για ένα διοικητή ιππικού. Ήταν ψηλός, πάντως, με μακριά και αεικίνητα μέλη, με δέρμα πετσιασμένο και θυσανωτό γένι και κουνιόταν συνέχεια με μια νευρική ενεργητικότητα αταίριαστη για την ηλικία του και με μια δεσποτική συμπεριφορά που δήλωνε ότι δε θ' ανεχόταν καμιά διαφωνία. Τα μάτια του ήταν διαπεραστικά και ξεθωριασμένα, αχνογάλαζα ή γκρίζα, κι αφού μπήκε στη σκηνή με το γρήγορο, αποφασιστικό βήμα του νικητή, σταμάτησε ξαφνικά και κοίταξε ερευνητικά το χώρο, σαν να γύρευε κάποιον συγκεκριμένα. Είδα την Αστερία, που στεκόταν πίσω από τον Κλέαρχο, στην ακο­λουθία του, να ζαρώνει πίσω από τη διπλανή της σκλάβα, προ­σπαθώντας ν' αποφύγει το ερευνητικό του βλέμμα.

Ο Τισσαφέρνης δε φάνηκε να τρομοκρατείται τόσο εύκολα όσο οι προηγούμενοι εκπρόσωποι του βασιλιά, έχοντας δε προει­δοποιηθεί για τη σκληρή αντιμετώπιση τους, θεώρησε πρωταρ­χικό θέμα να καρφώσει με το αετίσιο βλέμμα του τον Κλέαρχο, εξασφαλίζοντας έτσι ότι θα γίνει δεκτός ως ίσος ή ανώτερος, ώ­σπου ο Σπαρτιάτης χαμήλωσε το δικό του. Αφού κανόνισε αυτό το θέμα ιεραρχίας, χωρίς ν' αρθρώσει καν μια λέξη, διασφάλισε ακόμα περισσότερο τη θέση του ανάμεσα στους Έλληνες αξιω­ματικούς με μια επιτηδευμένη διανομή δώρων από χρυσούς κά­λυκες και άλλα πολυτελή είδη. Στον Ξενοφώντα δόθηκε ένας ό­μορφα διακοσμημένος περσικός χαλινός, φτιαγμένος από ασήμι και ορείχαλκο, εξοργιστικά πολυτελής για έναν αξιωματικό της

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 281

σειράς του ή για οποιονδήποτε αξιωματικό υπηρετούσε υπό σπαρ­τιατική διοίκηση. Παίρνοντας το δώρο έγνεψε βλοσυρά τις ευ­χαριστίες του στον επόπτη του Τισσαφέρνη κι ύστερα μου το έ­δωσε, θέλοντας να το ξεφορτωθεί, προτού επιστρέψει στη θέση του μαζί με τους άλλους Έλληνες αξιωματικούς που στέκονταν στο βάθος της σκηνής.

Ύστερα από τις καθιερωμένες αρχικές δηλώσεις, στη διάρκεια των οποίων ο Κλέαρχος χασμουριόταν επιδεικτικά, κάτι που ά­φησε φανερά ασυγκίνητο τον Τισσαφέρνη, ο Πέρσης στράφηκε και απευθύνθηκε όχι μόνο σ' αυτόν αλλά σε όλους τους αξιωμα­τικούς. Χρησιμοποίησε μεταφραστή, αν και μιλούσε τέλεια τα ελληνικά.

«Κύριοι», είπε με παράδοξα τσιριχτή και γλυκερή φωνή. «Όπως ίσως γνωρίζετε, η πατρίδα μου γειτονεύει με τη δική σας· έλαβα λοιπόν το θάρρος να προτείνω στο βασιλιά να σας συνο­δεύσω εγώ ο ίδιος στην πατρίδα σας, με την ευκαιρία ενός ταξι­διού που είχα ήδη προγραμματίσει για να επισκεφθώ τα κτήμα­τά μου. Έχω την ελπίδα ότι αυτό θα μου αποφέρει την ευγνωμο­σύνη τη δική σας και της πατρίδας σας κι επιπλέον θ' αποτελέ­σει πλεονέκτημα για το βασιλιά, αφού θ' απαλλαγεί έτσι από ξέ­νο στρατό που καταλαμβάνει το έδαφος του.

»Ο βασιλιάς υποσχέθηκε ότι θα μελετήσει το σχέδιο αυτό. Πρώτα, όμως, μου ζήτησε να σας ρωτήσω γιατί ξεκινήσατε πό­λεμο κατά της χώρας του. Ο στρατός σας είναι πολύ μικρός και οι προμήθειες σας δεν είναι αρκετές για να εγκατασταθείτε μό­νιμα εδώ. Παρ' όλα αυτά είστε αρκετά δυνατοί για να προκαλέ­σετε σημαντική καταστροφή προτού εξολοθρευτείτε ολοκληρω­τικά. Σας προτρέπω ν' αφήσετε κατά μέρος τη σκληρή αντιμε­τώπιση που δείξατε στους Πέρσες πρέσβεις και ν' απαντήσετε στην ερώτησή μου με όλη την πρέπουσα περίσκεψη, ώστε να δώ­σω ικανοποιητική απάντηση στο βασιλιά κι ως εκ τούτου να σας βοηθήσει να βγείτε από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεστε».

Το πρόσωπο του Κλέαρχου μαλάκωσε ελάχιστα, λες και ικα­νοποιήθηκε αρκετά από τη λογική κρίση του στρατηγού. Αν και ο Τισσαφέρνης δεν ήταν τόσο ταπεινόφρονας όσο ήλπιζε, του-

282 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λάχιστον, δεν είχε τάση για άσκοπο κομπασμό με τον οποίο οι προηγούμενοι πρέσβεις είχαν προσβάλει τους Έλληνες. Αφού συ-σκέφθηκε για λίγο με τον Πρόξενο, ο Κλέαρχος απάντησε κάνο­ντας προσπάθεια να φανεί ευγενικός:

«Άρχοντα Τισσαφέρνη, δεν είχαμε αρχικά την πρόθεση να ξε­κινήσουμε πόλεμο κατά του βασιλιά, αλλά κατά των Πισιδών. Ο Κύρος, όμως, μας έπεισε, υποσχόμενος δόξα και πλούτη, να τον βοηθήσουμε στον πραγματικό του σκοπό κι εμείς δεχτήκαμε λό­γω πίστης και φιλίας στο πρόσωπο του. Δεν έχουμε καμιά πρό­θεση να εγκατασταθούμε στη χώρα σας, ούτε έχουμε κακή πρό­θεση εναντίον σας. Ο Κύρος είναι νεκρός κι εμείς δεν έχουμε κα­μιά δουλειά πια εδώ πέρα. Δεν επιθυμούμε τίποτα περισσότερο από το να επιστρέψουμε ειρηνικά στην πατρίδα μας, με τον όρο ότι δε θα παρενοχληθούμε στη διάρκεια της πορείας μας. Θα α­ντικρούσουμε οποιαδήποτε επίθεση αμείλικτα».

Έπειτα από ολιγόλεπτη εθιμοτυπική κουβέντα, ο Τισσαφέρ­νης και η ακολουθία του υποκλίθηκαν βαθιά κι αποσύρθηκαν στις άμαξες τους, αυτή τη φορά περιτριγυρισμένοι από σιωπηλούς Έλληνες. Μετέφερε το μήνυμα στο βασιλιά και επέστρεψε λίγες μέρες αργότερα με μια πιο ολιγομελή, λιγότερο εθιμοτυπική συ­νοδεία, και το σημαντικότερο απ' όλα μια θετική απάντηση. Ο Τισσαφέρνης υποσχέθηκε να μας συνοδεύσει με το στρατό του στο ταξίδι της επιστροφής, παρέχοντας μας αγορές σε όλη τη δια­δρομή, αν οι Έλληνες συμφωνούσαν να συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονταν σε φιλικό έδαφος. Δε θα επικρατούσε κανενός είδους βία από καμιά μεριά. Ο Τισσαφέρνης και ο Κλέαρχος σφράγι­σαν τη συμφωνία με όρκο και χειραψία και οι αρχηγοί και αξιω­ματικοί και από τις δυο πλευρές ήπιαν οι μεν στην υγειά των δε. Στη συνέχεια, ο Τισσαφέρνης επέστρεψε στο στράτευμά του για να κανονίσει τα του ταξιδιού και ο Πρόξενος, ο Ξενοφώντας κι ε­γώ επιστρέψαμε στους Βοιωτούς μας για ν' ανακοινώσουμε το σχέδιο και να περάσουμε όσο διάστημα έμενε μέχρι την αναχώ­ρησή μας.

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 283

Περιμέναμε εκεί, έξω από το χωριό, δίπλα από τα στρατεύματα του Αριαίου, τρεις εβδομάδες και οι άντρες άρχισαν, ταυτόχρο­να, να χάνουν τη συνοχή τους όλο και περισσότερο λόγω της α­ναγκαστικής απραξίας και να γίνονται νευρικοί λόγω της στασι­μότητας. Η τοποθεσία ελάχιστα πρόσφερε από άποψη ψυχαγω­γίας ή άνεσης. Τα στρατεύματα είχαν στρατοπεδεύσει κοντά σε μια σειρά από απέραντα χωράφια που τώρα ήταν ξερά και χέρ­σα, άκαμπτα μέσα στην επίπεδη, καφετιά μονοτονία τους. Νερό αντλούσαμε από ένα φαρδύ λασπερό αρδευτικό κανάλι που ο Τισσαφέρνης είχε διατάξει τους χωρικούς ν' ανοίξουν για δική μας χρήση. Τα μεταλλικά άλατα που περιείχε το νερό λέκιαζαν τα πάντα, από τα κύπελλα μέχρι τα ρούχα μας - ένα είδος θολής κιτρινίλας που λειτουργούσε σαν καταθλιπτική αντίστιξη στην α­διάλειπτη λάμψη του ήλιου, η οποία δε διακοπτόταν από τη σκιά κανενός δέντρου ή από κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του το­πίου. Οι δερμάτινες και λινατσένιες σκηνές μας ελάχιστη ανα­κούφιση πρόσφεραν στην ασφυκτική και αποπνικτική ζέστη και για να είμαστε πιο ακριβείς ήταν αφόρητα κλειστές και αποπνι­κτικές για να κοιμηθεί κανείς μέσα εκεί τη νύχτα. Οι περισσότε­ροι έκοβαν απλώς τα σκέπαστρά τους κατά μήκος των ραφών και τις μετέτρεπαν σε τέντες στηριγμένες σε κοντάρια δοράτων, πα­ρά την αβάσταχτη αποδοκιμασία του Κλέαρχου που το θεωρού­σε ως ένα επιπλέον εμπόδιο για την πολεμική ετοιμότητα. Παρ' όλα αυτά, τελικά υποτάχτηκε στη λογική και συμμορφώθηκε με την άποψη του Πρόξενου ότι έπρεπε να επιτραπεί στους άντρες αυτή η μικρή παραχώρηση για περισσότερη άνεση.

Τρόφιμα και προμήθειες αποκτούσαμε καταβάλλοντος από κοινού τις οικονομίες μας που έφθιναν συνεχώς και στέλνοντας διάφορες ομάδες με υποζύγια στο άθλιο, βρομερό χωριό τις μέ­ρες που είχε παζάρι για να τριγυρίσουν ανάμεσα στις πλινθόκτι­στες καλύβες με τις αχυρένιες σκεπές και να προσπαθήσουν να πετύχουν καλύτερες τιμές, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες από τους πονηρούς χωριάτες. Η επιτυχία μας στην προσπάθεια αυτή δεν ήταν πάντα επιτυχημένη και τα σκουληκιασμένα, μαραμένα λαχανικά και το ταγκό αλογίσιο κρέας που μας έφερναν οι επι-

284 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

αιτιατικές ομάδες μάς έκαναν να λαχταράμε τα πλούσια, συχνά γεύματα που είχαμε απολαύσει στη διάρκεια των πρώτων μηνών της πορείας μας από τις Σάρδεις.

Στο διάστημα εκείνων των ζεστών, αποπνικτικών ημερών της αναγκαστικής χωριάτικης ζωής μας, οι Έλληνες και οι ντόπιοι στρατιώτες άρχισαν να γίνονται όλο και μαλθακότεροι, χάνοντας κάθε αντίληψη για την πραγματική τους κατάσταση. Οι άντρες του Αριαίου λιποτακτούσαν στον εχθρό ομαδικά κι εμείς φοβό­μαστε ακόμα και για τον ίδιο τον Αριαίο, μια και δεχόταν κάθε μέρα επισκέπτες από Πέρσες συγγενείς, φίλους, ακόμα και πρώ­ην συμπολεμιστές από τις δυνάμεις του βασιλιά. Ορκιζόταν βέ­βαια ότι όλα αυτά αποτελούσαν απλώς καθησυχαστικά μηνύμα­τα εκ μέρους του βασιλιά, που είχε εγγυηθεί ότι δεν κρατούσε κα­μιά κακία στον Αριαίο για την εκστρατεία του με τον Κύρο και υ­ποσχόταν ότι θα τηρήσει την ανακωχή, αλλά οι υποψίες του Πρό­ξενου αυξάνονταν καθημερινά.

«Γιατί χρονοτριβούμε;» ξέσπασε τελικά μια μέρα ο Πρόξενος σε μένα, την ώρα που κάναμε για χιλιοστή φορά απογραφή στα αποθέματα μας. «Τι περιμένουμε; Να συγκεντρώσει τα στρατεύ­ματα του ο βασιλιάς ή να ενισχύσει τις θέσεις του; Βρισκόμαστε σε εχθρικό έδαφος, χωρίς καθόλου εφόδια, εκτός από αυτά που μας έχει δώσει ο φιλάνθρωπος Τισσαφέρνης, η δύναμη του ο­ποίου αυξάνεται καθημερινά. Ποιος στρατός έχει καιρό για χά­σιμο; Ο δικός τους ή ο δικός μας; Είναι πραγματικά διατεθειμέ­νος ο βασιλιάς να μας αφήσει να επιστρέψουμε ανεμπόδιστα στην Ελλάδα για να κοκορευόμαστε ότι κατατροπώσαμε τις καλύτε­ρες από τις συμπαγείς δυνάμεις της Περσίας με δέκα χιλιάδες μόνο άντρες μας και ότι παραχορτάσαμε από χουρμαδόκρασο;» Έσβησε αηδιασμένος τους υπολογισμούς που έκανε πάνω στο τραπέζι και βγήκε βαριά έξω από τη σκηνή για να συγκεντρώσει τους άντρες για μία ακόμα επιθεώρηση των όπλων.

Συλλογίστηκα τη θέση μας. Μήπως ο Πρόξενος συνηγορούσε να υποχωρήσουμε χωρίς την έγκριση του βασιλιά; Κάτι τέτοιο θα ήταν σκέτη αυτοκτονία, γιατί, αν χάναμε την προστασία του Τισ­σαφέρνη, δε θα είχαμε άλλες προμήθειες εκτός από εκείνες που

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 285

θ' αρπάζαμε από τις γύρω περιοχές - μια πολύ λιγότερο σίγουρη μέθοδος από το παζάρι που μας παρείχε το χωριό, χωρίς να υ­πολογίζουμε και τα χρηματικά μας αποθέματα που λιγόστευαν συ­νεχώς. Η διαρπαγή συνεπαγόταν παράβαση του επίσημου όρκου προς τον Τισσαφέρνη για τήρηση της ανακωχής. Επιπλέον, δε θα είχαμε οδηγούς για να μας φέρουν πίσω, αν κι ο Πρόξενος εί­χε εκφράσει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των οδηγών του βασιλιά έτσι κι αλλιώς. Η αναχώρηση μας θα μείω­νε επίσης αισθητά τις δυνάμεις μας, μια και ήταν σίγουρο ότι ο Αριαίος δε θα ερχόταν μαζί μας. Η κατάσταση μας ήταν ζοφερή, αν και κάποιος τυχαίος παρατηρητής δε θα κατέληγε ποτέ στο συ­μπέρασμα αυτό, εξαιτίας των γέλιων και των παιχνιδιών των α­ντρών που περνούσαν έτσι τον καιρό τους στο στρατόπεδο.

Αν ο Κλέαρχος σκεφτόταν το ίδιο πράγμα, δεν εκδήλωσε κα­μιά τέτοια ένδειξη, όταν τελικά ο Πρόξενος αποφάσισε να τον προσεγγίσει και να του εκφράσει τις ανησυχίες του. Χωρίς σχε­δόν να σηκώσει τα μάτια του από μια αναφορά με προμήθειες που ξανακοίταζε εκνευρισμένος μαζί με έναν επισιτιστή που έτρεμε και τραύλιζε, απέρριψε με απόλυτο τρόπο τις ανησυχίες του Πρό­ξενου.

«Αν ο Αρταξέρξης ήθελε να μας επιτεθεί, δε θα είχε καμιά α­νάγκη τους όρκους και τις εγγυήσεις που δώσαμε», είπε. «Ο βα­σιλιάς και ο Τισσαφέρνης δεν έχουν σκατά στο κεφάλι τους. Ας τους αφήσουμε να πατήσουν το λόγο τους μπροστά σ' όλο τον κό­σμο. Μπορεί να πεθάνουμε όλοι, αλλά για καθέναν από μας θα σκοτώσουμε πέντε δικούς τους, και δε θα κάνω την ατίμωση μας μεγαλύτερη αθετώντας το λόγο μας στη συμφωνία».

Ο Πρόξενος επέστρεψε στη σκηνή οργισμένος από την άρ­νηση του Κλέαρχου ν' αναλάβει δράση, αν και ο Ξενοφώντας τού θύμισε ότι δε θα μπορούσε να περιμένει τίποτα διαφορετικό. Δεν προφτάσαμε να υποφέρουμε περισσότερο, πάντως, γιατί την ε­πομένη έφτασε ο Τισσαφέρνης με τις δυνάμεις του, οι οποίες πα­ρά τους χειρότερους φόβους μας δεν ήταν σε σχηματισμό μάχης, κι αμέσως έκανε τον Κλέαρχο και τον Πρόξενο να ησυχάσουν με την πρόσχαρη συμπεριφορά του. Αυτή τη φορά τον συνόδευε η

286 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

γυναίκα του, η κόρη του βασιλιά, με ολόκληρη την ακολουθία της και ο Ξενοφώντας κι εγώ παρακολουθούσαμε κατάπληκτοι και με εύθυμη διάθεση τον Κλέαρχο που βγήκε έξω από το στρατόπεδο για να τους χαιρετήσει.

«Είδες τις αποσκευές του Τισσαφέρνη;» ρώτησα δείχνοντας στον Ξενοφώντα την ακολουθία των υπηρετών, τις άμαξες φορ­τωμένες με δώρα και τις μεταξοστολισμένες σκλάβες που η γυ­ναίκα του στρατηγού είχε στην ακολουθία της. Η πομπή αντα­γωνιζόταν σε χλιδή αυτή του Κύρου όταν έφευγε από τις Σάρδεις. Ο Ξενοφώντας άφησε να του ξεφύγει ένα σιγανό σφύριγμα.

«Φαίνεται σαν να σχεδιάζει ο Τισσαφέρνης να επιστρέψει στη χώρα του με πολύ στιλ», είπε.

Κοίταξα προσεκτικά τις άμαξες. «Πιστεύεις ότι μπορεί κά­ποια από αυτές να περιέχει όπλα; Μπορεί να σχεδιάζει κάποια προδοσία;»

Ο Ξενοφώντας χαμογέλασε. «Πιστεύω ακριβώς το αντίθετο», απάντησε. «Δε νομίζω ότι ο φίλος μας ο Τισσαφέρνης έχει καμιά πρόθεση να στραπατσάρει τα ρούχα του, μπλέκοντας σε τσακω­μό με λίγους ιδιότροπους Έλληνες που τον συνοδεύουν στο ταξί­δι του».

Οι δύο στρατοί ξεκίνησαν την επομένη. Ο Τισσαφέρνης πήγαι­νε πρώτος κατά μήκος του Ευφράτη, συγκεντρώνοντας προμήθειες και υπηρέτες, καθώς προχωρούσε, και συνεχίζοντας να μας προ­μηθεύει εφόδια μέσω αγορών τρις την εβδομάδα, ενώ ο Αριαίος τον συνόδευε οδηγώντας τα δικά του στρατεύματα. Οι Έλληνες α­κολουθούσαν από πίσω, εξακολουθώντας να βρίσκονται σε πλή­ρη παράταξη μάχης, συνεχίζοντας να είναι καχύποπτοι για τις προθέσεις των Περσών και διατηρώντας μεγάλη απόσταση ανά­μεσα σ' εμάς και στις δυνάμεις του Τισσαφέρνη. Κάθε νύχτα στρα­τοπεδεύαμε αρκετά μίλια πίσω από την ομάδα του Τισσαφέρνη, κάτι που έκανε τους άντρες να γκρινιάζουν, εξαιτίας του μπελά που τους προκαλούσε στο να έχουν πρόσβαση στην αγορά και στις σκλάβες, αλλά μια σφοδρή αγόρευση του Κλέαρχου περί διατή­ρησης της στρατιωτικής πειθαρχίας καταλάγιασε για κάποιο διά­στημα τα παράπονα τους. Αρκετές μέρες έπειτα από αυτή τη ρύθ-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 287

μίση, όμως, η παράνοια του φάνηκε ότι είχε βλαβερά αποτελέ­σματα, καθώς αδικαιολόγητες υποψίες αύξησαν σταδιακά το επί­πεδο έντασης ανάμεσα στους δύο στρατούς και ξέσπασαν ακόμα και εχθροπραξίες μια δυο φορές ανάμεσα σε ομάδες Ελλήνων και Περσών που συναντιούνταν τυχαία στο ύπαιθρο σε ανιχνευτικές περιπολίες ρουτίνας ή μάζευαν προσανάμματα για τη φωτιά.

Τότε περίπου ήταν που οι δύο στρατοί πέρασαν ένα τεράστιο αρδευτικό κανάλι, τόσο πλατύ και ορμητικό σαν ποτάμι, που ά­φησε κατάπληκτους τους άντρες με το πλάτος και το βάθος του, και την επομένη φτάσαμε στον Τίγρη, κοντά στην πόλη Σιττάκη, δυόμισι χιλιόμετρα απόσταση στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Στρατοπεδεύσαμε σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία που δέσποζε στην περιοχή του ποταμού, καλυμμένη με απαλό χορτάρι και σκια­σμένη από μεγάλα, ψηλά δέντρα. Οι δυνάμεις του Τισσαφέρνη πέρασαν πρώτες το ποτάμι και στρατοπέδευσαν στην απέναντι ό­χθη μαζί με τους άντρες του Αριαίου, έξω από το οπτικό μας πε­δίο, σύμφωνα με τη συνήθεια που είχε αναπτυχθεί τις λίγες τε­λευταίες μέρες. Εκείνο το βράδυ, καθώς τριγυρνούσα στο στρα­τόπεδο μαζί με τον Πρόξενο και τον Ξενοφώντα, επιθεωρώντας τις προετοιμασίες, μας πλησίασε ένας Πέρσης δρομέας, με κομ­μένη την ανάσα και κατακόκκινο πρόσωπο, κουβαλώντας ένα μι­κρό σημαιάκι που αποδείκνυε ότι ήταν μέλος της προσωπικής συνοδείας του Τισσαφέρνη.

«Οι θεοί μαζί σας», είπε ασθμαίνοντας. «Γυρεύω ή τον Πρό­ξενο ή τον Κλέαρχο. Φέρνω μήνυμα από τον Αριαίο».

«Εγώ είμαι αυτός που ζητάς», απάντησε ο Πρόξενος. «Μίλα χω­ρίς περιστροφές». Σκέφτηκα ότι ήταν παράξενο που ο Αριαίος έ­στελνε μήνυμα στον Πρόξενο κι όχι στον προσωπικό του φίλο τον Μένωνα, ο οποίος ήταν Έλληνας αξιωματικός του ίδιου βαθμού με τον Πρόξενο, αλλά παρέμεινα σιωπηλός και απλώς έσκυψα πιο κοντά για ν' ακούω. Ο δρομέας με κοίταξε αβέβαια και ύστερα συνέχισε.

«Ο Αριαίος μού ζήτησε να προλογίσω το μήνυμα μου με την υπενθύμιση ότι, παρόλο που ταξιδεύει με την ακολουθία του Τισ­σαφέρνη, ήταν πιστός στον Κύρο και παραμένει πιστός και στους

288 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Έλληνες φίλους του. Ο Αριαίος με διέταξε να σας προειδοποιή­σω να βρίσκεστε σε επιφυλακή απόψε για ν' αντικρούσετε κά­ποια επίθεση. Ο Τισσαφέρνης έχει αναπτύξει μεγάλη δύναμη στην απέναντι ακριβώς πλευρά της γέφυρας και είναι αποφασι­σμένος να την καταστρέψει για να σας εμποδίσει να περάσετε κι έτσι να σας παγιδέψει ανάμεσα στον ποταμό και το κανάλι».

Στύλωσα πάνω του τα μάτια με κατάπληξη. Ο Πρόξενος έ­δρασε αστραπιαία. Γραπώνοντας τον άντρα από το σβέρκο, τον οδήγησε σπρώχνοντας τον μισοπνιγμένο στο αρχηγείο του Κλέαρ­χου που βρισκόταν λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, για να ε­παναλάβει την ιστορία του. Στη διαδρομή ως εκεί πήρε το μάτι μου την Αστερία καθώς ερχόταν τρεκλίζοντας από το ποτάμι προς την περιοχή που στρατοπέδευε το μπουλούκι των άτακτων, κουβαλώ­ντας δυο κουβάδες νερό με ένα ζυγό περασμένο στους λεπτούς ώ­μους της, όντας τελείως ασυνήθιστη για τέτοια δουλειά. Η Αστε­ρία δε με είδε αρχικά, γιατί είχε καρφωμένα τα μάτια της στον αγ­γελιοφόρο και δεν πρόσεχε τίποτ' άλλο. Κοίταξα φευγαλέα το πρό­σωπο του αγγελιοφόρου τη στιγμή ακριβώς που της ανταπέδιδε κι εκείνος το βλέμμα, ενώ σε ένδειξη αναγνώρισης το στόμα του σφί-χτηκε ελαφρά σε ένα βλοσυρό χαμόγελο και κούνησε σχεδόν α­νεπαίσθητα το κεφάλι. Η Αστερία έγινε κάτασπρη σαν πανί, όχι ροδοκόκκινη όπως θα γινόταν μια γυναίκα που θα συναντούσε ξαφνικά μια κρυφή ή περασμένη της αγάπη, αλλά μάλλον πά-νιασε από φόβο και γρήγορα απέστρεψε το βλέμμα της. Το όλο επεισόδιο δεν κράτησε περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα, αλ­λά ήταν κάτι που κουβαλούσα μέσα μου αρκετές εβδομάδες με­τά, αν και αναρωτιόμουν μήπως το είχα απλώς φανταστεί.

Η αντίδραση του Κλέαρχου μόλις έλαβε τις ειδήσεις του αγγε­λιοφόρου ήταν να ξεστομίσει μια σειρά από βρισιές που έκανε κά­θε άντρα που βρισκόταν εκεί κοντά να τρέχει να κρυφτεί, ελπίζο­ντας ότι η οργή του δεν απευθυνόταν κατά κάποιο τρόπο εναντίον του. Ο αγγελιοφόρος έτρεμε, γιατί, αν μη τι άλλο, ο Κλέαρχος είχε αποκτήσει μια ακόμα πιο τρομακτική φήμη μεταξύ των Περσών παρά μεταξύ μας, αποτέλεσμα της απαίσιας αντιμετώπισης εκ μέ­ρους του των πρέσβεων του βασιλιά. «Αφήστε τον να ζήσει», είπε

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 289

απρόθυμα, γιατί από το φόβο του νεαρού φαινόταν ότι δεν ήταν κα­νένας αργόσχολος φαρσέρ που αποφάσισε να βασανίσει τους Έλληνες, αλλά μάλλον αυθεντικός αγγελιοφόρος του Αριαίου, που έλεγε την αλήθεια. Ύστερα ο Κλέαρχος έστειλε τον Τολμίδη να συγκαλέσει τους στρατηγούς σε συμβούλιο. Ο ήλιος είχε ήδη κα­τέβει χαμηλά στη δύση κι έτσι το ζήτημα έπρεπε να τελειώνει.

Παρακολούθησα το συμβούλιο μαζί με τον Ξενοφώντα και διέκρινα την ανησυχία χαραγμένη στο πρόσωπο του καθενός. Έπειτα από πορεία αρκετών ημερών οι άντρες ήταν κουρασμέ­νοι, αλλά και η θέση μας ήταν δύσκολη, περικυκλωμένοι καθώς ήμαστε από τεράστιες ποσότητες νερού διαβατές μόνο με πλω­τές γέφυρες. Θα ήταν δύσκολο να υπερασπιστούμε το «νησί»μας - το έδαφος ήταν σχεδόν απόλυτα επίπεδο, χωρίς φυσικά υψώ­ματα ή προεξοχές πάνω στις οποίες θα μπορούσαμε να υψώσουμε οχυρώματα και ήταν ιδανικό για εφόδους του ιππικού που θα έ­στελνε κατά ομάδες ο βασιλιάς, ενώ εμείς θα περιοριζόμαστε στα σαράντα περίπου υπάρχοντα άλογα μας. Ο Κλέαρχος έβριζε και ξανάβριζε καθώς μελετούσε δυνατά την κατάσταση.

Το γεγονός πάντως ότι ο Αριαίος είχε στείλει το μήνυμά του όχι σε κάποιο φίλο που γνώριζε καλά αλλά στον Πρόξενο είχε προκαλέσει αμφιβολίες στο μυαλό του Ξενοφώντα και για πρώ­τη φορά πήρε το λόγο παρουσία ανώτερων αξιωματικών χωρίς να συζητήσει πρώτα το ζήτημα με τον Πρόξενο.

«Στρατηγοί, με την άδεια σας, ο ισχυρισμός του Αριαίου δεν είναι λογικός. Γιατί οι Πέρσες να επιτεθούν σ' εμάς και να κατα­στρέψουν ταυτόχρονα τη γέφυρα; Αν επιτεθούν, ή θα νικήσουν ή θα νικηθούν. Αν νικήσουν, γιατί να καταστρέψουν ένα τέτοιο α­πόκτημα; Θα το χρειάζονται κι αργότερα για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ εμείς θα είμαστε καταδικασμένοι με γέ­φυρα ή χωρίς γέφυρα. Αν χάσουν, θα χρειάζονται τη γέφυρα α­κόμα περισσότερο, για ν' αποφύγουν το θάνατο από τα δικά μας χέρια, παρά να παγιδευτούν στη νησίδα».

Ο Κλέαρχος τον άκουγε προσεκτικά, με ένα κάπως έκπληκτο ύφος στο πρόσωπό του, που δεν ήξερα αν οφειλόταν στο ότι είχε προσέξει τον Ξενοφώντα για πρώτη φορά στο στρατόπεδο του ή

290 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

στα αληθινά του λόγια. Το σκέφτηκε για μια στιγμή κι ύστερα ρώτησε τον αγγελιοφόρο πόση γη παρεμβαλλόταν ανάμεσα στον Τίγρη και στο κανάλι που είχαμε περάσει το προηγούμενο πρωί.

«Πάρα πολλή, άρχοντα μου, όπως και πολλά χωριά, ορισμέ­νες πόλεις και εκτεταμένη εύφορη γη, όπως αυτή πάνω στην ο­ποία έχετε στρατοπεδεύσει».

Οι άλλοι αξιωματικοί είδαν τότε τι εννοούσε ο Ξενοφώντας, κάτι που ο Κλέαρχος είχε καταλάβει αμέσως. Οι Πέρσες είχαν στείλει τον αγγελιοφόρο να μας προειδοποιήσει για επίθεση, α­κριβώς για να μας αποτρέψουν να κόψουμε εμείς οι ίδιοι τη γέ­φυρα πάνω από τον Τίγρη κι έτσι να μείνουμε επ' αόριστο σε μια απόρθητη θέση, προστατευμένη από τη μια μεριά από τον ποταμό και από την άλλη από το κανάλι, με πολλά εφόδια από τα ενδιά­μεσα χωριά και τη γύρω περιοχή και ικανοί έτσι να αποσπάσου­με επιπλέον παραχωρήσεις από τον Τισσαφέρνη. Από τη δική μας σκοπιά ήταν για γέλια, μια κι αφότου πέθανε ο Κύρος δεν υ­πήρχε ούτε ένας από τους δέκα χιλιάδες που να μη λαχταρούσε να επιστρέψει στην πατρίδα όσο το δυνατό γρηγορότερα και να φύγει από αυτή την ξένη χώρα με τα παράξενα έθιμα και το κρα­σί που σκότιζε το νου. Ήταν αδιανόητο να επιχειρήσουμε ν' α­ντισταθούμε στις δυνάμεις του βασιλιά και σε αυτές τις δυσκολίες. Οι Πέρσες όμως εξακολουθούσαν να μας φοβούνται όσο τους φο­βόμαστε κι εμείς και οι υποψίες για προδοσία ήταν κοινές και α­πό τις δύο πλευρές. Γι' αυτό και ο Τισσαφέρνης έπαιζε μαζί μας αυτό το περίπλοκο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, για να προ­στατεύσει την οπισθοφυλακή του.

Ο Κλέαρχος δεν το διακινδύνευσε, πάντως, και τοποθέτησε ε­κείνη τη νύχτα ισχυρή φρουρά και στις δύο άκρες της γέφυρας, μαζί με εφεδρικούς έφιππους δρομείς για να τον πληροφορήσουν μέσα σε λίγα λεπτά αν είχε ξεκινήσει κάποια επίθεση. Έδωσε πάντως εντολή στους αρχηγούς να μην πουν λέξη για την υπόθε­ση στους άντρες τους, παρά να τους αφήσουν να κοιμηθούν ήσυ­χοι όλη τη νύχτα. Οποιαδήποτε αναταραχή σαν εκείνη που είχε προκύψει μετά τη μάχη, την οποία είχε κατασιγάσει με την ι­στορία του άγριου γαϊδουριού, θα είχε πολύ πιο σοβαρές επι-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 291

πτώσεις αυτή τη φορά, με τους Πέρσες να βρίσκονται πραγματι­κά σε απόσταση βολής στην απέναντι πλευρά του ποταμού.

Το άλλο πρωί ο στρατός ξύπνησε πριν από το ξημέρωμα, για να περάσει τα τριάντα εφτά πλοιάρια που σχημάτιζαν την πλωτή γέ­φυρα, προτού καν οι Πέρσες τελειώσουν το πρόγευμα τους. Και πάλι ο Κλέαρχος πήρε κάθε προφύλαξη, μετακινώντας πρώτους όλους τους βαριά οπλισμένους για να εγκαταστήσει προγεφύρω­μα και φρουρά ενάντια σε περσική επίθεση, την ώρα που θα ή­μαστε ευάλωτοι πάνω στη στενή γέφυρα. Οι αποσκευές και οι πο­λίτες που ακολουθούσαν το στρατό έρχονταν τελευταίοι κι όχι προστατευμένοι στη μέση, όπως συμβαίνει συνήθως, αφού τα με­τόπισθεν μας ήταν εξασφαλισμένα, προστατευμένα από τη θέση μας πάνω στη νησίδα. Παρακολουθούσα τη διάβαση του ποτα­μού μαζί με τον Ξενοφώντα από την κορυφή ενός κοντινού υψώ­ματος, καθώς ο ήλιος που ανέτελλε αντανακλούσε πορτοκαλο-ρόδινος πάνω στο αστραφτερό ποτάμι, σχηματίζοντας αργόσυρ­τους μαιάνδρους προς τον ορίζοντα του νότου που διακόπτονταν μόνο από τη λεπτή γραμμή της γέφυρας, σαν μια κλωστή που έ­σφιγγε έναν κοιμισμένο Τιτάνα πάνω στη γη. Η γέφυρα λόξευε προς τα έξω, καθώς το ρεύμα του ποταμού πίεζε τα μεσαία πλοία κατά τη φορά του νερού, και ζοριζόταν μάταια, κατά τα φαινό­μενα, από τους δεσμούς που την κρατούσαν σταθερή στις όχθες και από τα δύο άκρα.

Παρά τη νωθρή ηρεμία του νερού, είναι δύσκολη υπόθεση να καταφέρεις να περάσεις πάνω από μια στενή πλωτή γέφυρα σκευ-οφόρους και υποζύγια. Κάθε σύνθετο σύστημα, όπως είναι ο στρα­τός ή ο άνθρωπος, που φαίνεται σταθερό και συμπαγές από μα­κριά, στην πραγματικότητα, αν το δεις από πιο κοντά, είναι ένα σύνολο αποτελούμενο από πολλά ασύνδετα μεταξύ τους συστατι­κά που το καθένα προκαλεί μυριάδες μικρές εξεγέρσεις κατά του άλλου, συνεχείς διεκδικήσεις ανεξαρτησίας. Και μια σπονδυλω­τή γέφυρα σαν κι αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα πλοιάρια από τα οποία ήταν κατασκευασμένη κουνιόνταν κι ανασηκώνονταν

292 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

και τα σκοινιά με τα οποία τα είχαν δέσει έτριζαν και τεντώνο­νταν, και με κάθε ομάδα οπλιτών, με κάθε κοπάδι τρομαγμένους χοίρους που σκλήριζαν, με κάθε βαρυφορτωμένο από σκεύη κου­ζίνας και βαρύ εξοπλισμό κάρο που ταλαντευόμενο διέσχιζε ως εκ θαύματος το στενό αυτό σημείο, ο Ξενοφώντας άφηνε να του ξεφύγει ένας αχνός αναστεναγμός ανακούφισης και κουνούσε ε­λάχιστα το κεφάλι σε ένδειξη ευχαριστίας προς τους θεούς, προ­τού εστιάσει και πάλι έντονα το βλέμμα του στην επόμενη ομά­δα που ετοιμαζόταν να περάσει.

Ενώ παρακολουθούσα τους πολίτες που ακολουθούσαν το στρατό, κατάφερα να διακρίνω την Αστερία να περνά παλικαρί­σια μαζί με πολλές άλλες γυναίκες, κουβαλώντας έναν μπόγο στους ώμους της που έδειχνε πολύ πιο βαρύς απ' όσο θα μπο­ρούσε να μεταφέρει. Επειδή ήμουν ανίκανος να κάνω κάτι πε­ρισσότερο για να τη βοηθήσω, αίσθημα ντροπής με βασάνιζε πο­λύ στη διάρκεια αυτής της μακριάς φάσης της πορείας· μετριά­στηκε μόνο από τις χαμογελαστές της διαβεβαιώσεις ότι δε με κατηγορούσε όταν τη ρώτησα γι' αυτό τη νύχτα.

«Οι γυναίκες είναι καλύτερες πεζοπόροι από τους άντρες», δή­λωσε μισοπειρακτικά. «Παρατήρησε τους στρατιώτες σας όταν φτιάχνουμε το στρατόπεδο. Οι άντρες ιδρώνουν και σωριάζονται στο έδαφος σαν τα γουρούνια, φωνάζοντας τους συνοδούς να τους βοηθήσουν να βγάλουν την πανοπλία τους. Εμείς οι γυναίκες δεν κάνουμε καν παύση - αρχίζουμε αμέσως να μαζεύουμε προσα-νάμματα και να μαγειρεύουμε. Ακόμα κι εγώ που δεν είχα μαζέ­ψει ποτέ στη ζωή μου ούτε ένα κομμάτι ξύλο!»

Παραδέχτηκα την άποψή της, αν κι εξακολουθούσα να θέλω να τη βοηθήσω με κάθε τρόπο που δε θα αποδιοργάνωνε, όμως, τα καθήκοντά μου προς τον Πρόξενο. Η μόνη της απαίτηση ή­ταν ιατρικά εφόδια και σ' αυτό ήμουν σε θέση να τη βοηθήσω, μια και είχα άμεση πρόσβαση στα ατομικά είδη των αξιωματικών, και της έδωσα βότανα και αλοιφές και νήματα ραφής τραύματος όποτε μπορούσα, με τα οποία διατήρησε τη δύναμη και την υγεία της ομάδας των γυναικών που συνόδευε.

Οι στρατοί συνέχισαν την πορεία τους κατά μήκος του Τίγρη

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 293

για αρκετές ακόμα εβδομάδες, κάτω από τις ίδιες συνθήκες κα­χυποψίας, και η συνεχής ένταση απαιτούσε βαρύ φόρο από τους άντρες. Η πορεία μέσα από ξένο έδαφος με εχθρικούς ντόπιους πληθυσμούς απ' όλες τις πλευρές προκαλεί αρκετή ένταση. Το να εξαρτάσαι από τη φιλευσπλαχνία ενός ξένου στρατού δέκα φο­ρές μεγαλύτερου, τον οποίο είχες πολεμήσει και ταπεινώσει με­ρικές εβδομάδες πριν, ήταν αρκετό να κάνει ακόμα και ένα Σπαρτιάτη να λυγίσει. Όταν φτάσαμε στον ποταμό Ζαπάτα -πλά­τους τεσσάρων περίπου πλέθρων και αρκετά δυσκολοδιάβατο ώστε ν' αναγκαστούν οι στρατοί να στρατοπεδεύσουν για αρκε­τές μέρες-, ο Κλέαρχος αποφάσισε τελικά να πάρει την κατά­σταση στα χέρια του. Δεν ήταν καθόλου διπλωμάτης, αλλά η α­σταμάτητη ένταση του ταξιδιού και η καχυποψία ανάμεσα στους δύο στρατούς ωθούσε τους άντρες του σε μια έκρηξη και σκε­φτόταν ότι τα μεμονωμένα περιστατικά των περιπόλων που πιά­νονταν στα χέρια μπορούσαν ν' ανάψουν μια κανονική πυρκα­γιά ανάμεσα στις δύο πλευρές· έτσι οι Έλληνες θα συντρίβονταν. Έστειλε μήνυμα στον Τισσαφέρνη ότι επιθυμούσε μια ιδιωτική συνάντηση μαζί του, την πρώτη μετά την αρχική ανακωχή που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους αρκετές εβδομάδες πριν, και ο Τισσαφέρνης συμφώνησε πρόθυμα. Ο Κλέαρχος περιέργως κά­λεσε τον Ξενοφώντα να συνοδεύσει τον ίδιο και τους σωματο­φυλακές του ως επίσημος γραμματέας. Ο Πρόξενος είχε μείνει έκπληκτος.

«Φαίνεται ότι το άστρο σου ανεβαίνει στα μάτια του Κλέαρ­χου», είπε. «Μήπως είναι αυτό το περσικό άρωμα που άρχισες να βάζεις τελευταία ή του έριξες κανένα φίλτρο στο κρασί του; Θα πρέπει ν' αρχίσω να ψάχνω για καινούριο βοηθό». Αλλά τα μάτια του γελούσαν. Ο Πρόξενος ευχόταν πάντα το καλύτερο για τον ξά­δερφό του κι είχα την ελπίδα ότι αυτό το καινούριο καθήκον ταί­ριαζε στα σχέδιά του. Όσο για τον Ξενοφώντα, αν και το να συ­νοδεύει το στρατηγό σε επίσημη αποστολή αποτελούσε τιμή από κάθε άποψη, δεν ήμουν σίγουρος αν χαιρόταν ή φοβόταν για τη ζωή του - είτε λόγω Περσών είτε λόγω Κλέαρχου.

Ο Ξενοφώντας δέχτηκε τις ειρωνείες του Πρόξενου καλοδιά-

294 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

θετά και προσφέρθηκε να του αφήσει το άρωμα του όσο θα έ­λειπε. «Αν και δείχνεις να τα πηγαίνεις καλά και χωρίς αυτό, ξά­δερφε... Δεν παρατήρησα καμιά έλλειψη από προβατίνες γύρω α­πό τη σκηνή σου».

Ο Πρόξενος κάγχασε. «Θα κρατήσω και μια για σένα!» Κι ύ­στερα πιο σοβαρά: «Να προσέχεις, Ξενοφώντα. Ο Κλέαρχος ξέ­ρει τι του γίνεται και δεν έχει κανένα φόβο να μπει στο στρατό­πεδο των Περσών. Πιστεύω ότι ο Τισσαφέρνης και ο Αριαίος θα του παρέχουν αρκετή προστασία, όπως κάναμε κι εμείς όταν ήρ­θε ο Τισσαφέρνης στο στρατόπεδο μας. Αλλά κάποιοι μεμονω­μένοι Πέρσες στρατιώτες μπορεί να κρατούν κακία και ο Τισ­σαφέρνης δε θα μπορέσει να κάνει τίποτα αν κάποιος παλιάν-θρωπος πεζικάριος είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί το θάνα­το κάποιου φίλου του, διασπώντας τις γραμμές και διαπερνώντας σε με κάποιο δόρυ. Ο Τισσαφέρνης θα μπορούσε ακόμα και να "διευκολύνει" ένα τέτοιο περιστατικό εκ των προτέρων και να κρατήσει τα χέρια και την υπόληψη του καθαρά. Εσύ κι ο Θέο μπορεί να γίνετε στόχοι εκεί πέρα. Να προσέχετε».

Την επομένη, καθώς η μικρή ομάδα μας προχωρούσε έφιπ­πη προς το περσικό στρατόπεδο, η προειδοποίηση του Πρόξενου παρέμενε ζωηρή μες στο μυαλό μου.

Ο Τισσαφέρνης μάς δέχτηκε σαν πρίγκιπες του βασιλείου. Η υ­ποδοχή ήταν μεγαλοπρεπής: σπάνια κρασιά και πουλιά από κυ­νήγι, χρυσά λαγήνια και φανάρια και ένα πλήθος από σκλάβους και σκλάβες, αρκετούς για κάθε καλεσμένο, τόσους ώστε και μια γουλιά κρασί να έπινες, μια μπουκιά φαγητό να έτρωγες, σου το αντικαθιστούσε αμέσως κάποιος υπηρέτης που στεκόταν κοντά σου, έτοιμος να εκπληρώσει κάθε σου επιθυμία. Προτού συναντή­σω τον Κύρο, δεν είχα καν φανταστεί ότι μπορούσε να ταξιδεύει κανείς μ' αυτό τον τρόπο και πολύ λιγότερο ένας στρατηγός σε εκ­στρατεία, αλλά ο Τισσαφέρνης ξεπερνούσε σε αυτό ακόμα και τον Κύρο που ήταν πρίγκιπας.

Ο Κλέαρχος δεν άργησε καθόλου ν' αναφέρει την αιτία της ε-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 295

πίσκεψής μας. «Άρχοντα Τισσαφέρνη», είπε απότομα, αφού κα­θάρισε το λαιμό του και ρεύτηκε ευγενικά αλλά δυνατά. «Σου εί­μαι ευγνώμων για τη φιλοξενία σου. Για μένα αυτό ξεκαθαρίζει πολλά από τα ερωτήματα που είχα όταν ήρθα εδώ. Δεν αμφι­σβήτησα ποτέ το λόγο ή την πρόθεση σου να μας οδηγήσεις σώ­ους στην πατρίδα μας. Μας έδωσες τους πιο αξιόπιστους αξιω­ματικούς και οδηγούς σου και ξέρω ότι κανένας Έλληνας δε θα σκεφτόταν να κάνει κακό ακόμα και στον ταπεινότερο αχθοφό­ρο του στρατού σου».

Στα λόγια αυτά ο Τισσαφέρνης ανταποκρίθηκε με ένα αργό νεύμα ευχαρίστησης κι ο Κλέαρχος ήπιε μια ακόμα γουλιά κρα­σί από το κύπελλο του προτού συνεχίσει.

«Μολονότι εσύ κι εγώ είμαστε σίγουροι για την αμοιβαία εμπι­στοσύνη μας, τα στρατεύματα μας αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο με καχυποψία και φόβο, λες κι είμαστε ακόμα εχθροί. Ξέρω ότι οι άντρες μισούνται συχνά αναίτια, εξαιτίας συκοφαντιών. Γι' αυτό ακριβώς θέλησα να σε συναντήσω αυτοπροσώπως, για να διαλύ­σουμε αυτές τις εντάσεις προτού ξεσπάσουν σε βίαια επεισόδια».

Γέλασε με ένα απαίσιο χαμόγελο, αν κι από το στόμα του κυ­λούσαν σαν μέλι ευγενικά λόγια.

«Εσύ προσωπικά δεν έχεις κανένα λόγο να μη μας εμπιστεύε­σαι, κυρίως εξαιτίας του όρκου που δώσαμε και ο οποίος είναι ιε­ρός για τους Έλληνες. Αν παρέβαινα τον όρκο μου, πού θα μπο­ρούσα να φύγω και να κρυφτώ; Όχι από τους θεούς, που βλέπουν και γνωρίζουν τα πάντα, και ακόμα λιγότερο από σένα, αφού εί­μαστε εξαρτημένοι ο ένας απ' τον άλλο. Αν είχαμε σκοπό να σας προσβάλουμε, θα έπρεπε να δώσουμε λόγο γι' αυτό στο βασιλιά σας μέσα στη δική του επικράτεια ή να κάνουμε το ταξίδι της ε­πιστροφής διασχίζοντας χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στην έρημο χω­ρίς οδηγό».

Ο Κλέαρχος έσκυψε τότε προς τον Τισσαφέρνη και η φωνή του χαμήλωσε αποκτώντας συνωμοτικό τόνο. Ο Τισσαφέρνης, πά­ντως, δεν έκανε καμιά προσπάθεια ν' ανταποκριθεί, αλλά έμεινε στυλωμένος στο κάθισμα του, ψυχρός, χαμογελώντας αχνά, με τα δάχτυλα τεντωμένα.

296 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ

«Κι εσύ, με τη σειρά σου, θα πρέπει να έχεις καταλάβει ότι έ­χεις συμφέρον να μας διατηρήσεις σώους», είπε ήσυχα ο Κλέαρ­χος. «Γνωρίζω ότι αντιμετωπίζεις εχθροπραξίες στα ίδια τα εδά­φη σου: οι Μυσοί κατέκαψαν μερικά από τα κτήματα σου και οι Πισίδες και οι Αιγύπτιοι σου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Δεν υπάρ­χει έθνος στον κόσμο που να μπορεί ν' αντισταθεί στους παλαί­μαχους πολεμιστές μου και θα χαιρόμουν να θέσω στη διάθεση σου τις δυνάμεις μου, αν αυτό μπορούσε να σου προσφέρει κά­ποια βοήθεια».

Στο σημείο αυτό, έγειρε και πάλι στη θέση του και πρότεινε το ποτήρι του για να του το ξαναγεμίσουν με μια άνετη κίνηση οι­κειότητας, ταυτόχρονα έκλεισε τα μάτια του με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε σχεδόν σαν να μισοκοιμόταν. Δεν κοιτούσε ούτε τον Τισ­σαφέρνη ούτε τον Ξενοφώντα, αλλά έμοιαζε ικανοποιημένος α­πό τη δήλωση του, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για οποια­δήποτε αντίδραση μπορούσε να έχει ο Τισσαφέρνης.

Ο Τισσαφέρνης τον παρατήρησε στοχαστικά για λίγα δευτε­ρόλεπτα, με μια σχεδόν διασκεδαστική έκφραση, στρίβοντας α­παλά την άκρη της γενειάδας του και χαμογελώντας καλοπροαί­ρετα. Η προσφορά του Κλέαρχου να τον βοηθήσουν οι δυνάμεις μας στις προσωπικές του στρατιωτικές εκστρατείες ήταν εξαιρε­τική χειρονομία. Όχι μόνο εγγυόταν έτσι την ασφαλή επιστροφή μας στην πατρίδα εκ μέρους του Τισσαφέρνη, αλλά εξασφάλιζε στους στρατιώτες μια επιπρόσθετη εργασία για το εγγύς μέλλον. Ένας άνθρωπος σαν τον Κλέαρχο δεν μπορούσε να θέλει τίποτα περισσότερο και στην καλύτερη περίπτωση θα έδινε την ευκαι­ρία στους άντρες του να γεμίσουν τα άδεια πουγκιά τους με με­ρικά πλούσια αιγυπτιακά λάφυρα προτού επιστρέψουν στα σπί­τια τους.

Ο Τισσαφέρνης τελικά απάντησε, αν κι αυτή τη φορά έδιωξε το διερμηνέα. Μίλησε με ευχέρεια την ιωνική διάλεκτο, σε γλώσ­σα επίσημη και προσεγμένη.

«Αγαπητέ Κλέαρχε», είπε παίρνοντας έναν ευγενικό και σχε­δόν προστατευτικό τόνο. «Χαίρομαι πραγματικά που ακούω να μας καθησυχάζουν τα λόγια σου για τις καλές σας προθέσεις, αν

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 297

κι εγώ προσωπικά δε θα απαιτούσα ποτέ τέτοια εγγύηση εκ μέρους σου. Σίγουρα θα αποβαίνατε ο χειρότερος εχθρός εσάς των ίδιων αν επιχειρούσατε να μας βλάψετε στη διάρκεια του ταξιδιού μας. Από τη μεριά μου τώρα, αν είχαμε αισθανθεί ποτέ την ανάγκη να αθετήσουμε τον όρκο μας και να καταστρέψουμε το στρατό σας, δε θα μας έλειπαν οι ευκαιρίες να το κάνουμε. Κι όμως, δε σας έχουμε δείξει ποτέ καμιά εχθρότητα.

«Μολονότι έχουμε πολλούς τρόπους για να -να τολμήσω να το πω;- τέλος πάντων, να σας καταστρέψουμε, χωρίς να βλάψουμε καθόλου εμάς τους ίδιους, δε θα επιλέγαμε ποτέ να προσβάλου­με θεούς κι ανθρώπους αθετώντας τον ιερό μας όρκο να σας προ­στατέψουμε και να σας συνοδεύσουμε σώους και ασφαλείς πίσω στην πατρίδα σας. Δεν είμαστε μοχθηροί, Κλέαρχε, ούτε και α­νόητοι. Ο Κύρος σάς εμπιστευόταν, θαύμαζε τις ικανότητες σας και επιζητούσε να τις εκμεταλλευτεί όσο καλύτερα μπορούσε, θέ­τοντας σας επικεφαλής του κατακτητικού στρατού του. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κάνω κι εγώ το ίδιο. Δεν έχει καμιά σημα­σία ποιον Πέρση υπηρετείτε, εφόσον σας φέρονται δίκαια και λαβαίνετε το μερτικό της ανταμοιβής σας. Ένας σοφός έλεγε κά­ποτε πως μόνο ο βασιλιάς μπορεί να φορά κορόνα στο κεφάλι του, αλλά ένας τίμιος μπορεί να φοράει κορόνα στην καρδιά του, κι εγώ έχω την πρόθεση να το κάνω».

Στο σημείο αυτό ο Κλέαρχος φταρνίστηκε, αλλά ύστερα χα­μογέλασε μοχθηρά. «Επομένως, Τισσαφέρνη, συμφωνούμε από­λυτα. Χαίρομαι που ακούω να επιβεβαιώνεις τις ειρηνικές σου προθέσεις, αν και ποτέ δεν αμφέβαλα προσωπικά γι' αυτές. Για να αποτρέψουμε, όμως, στο μέλλον να προκληθούν αμφιβολίες με­ταξύ των αντρών, δε βλέπω καλύτερο τρόπο από το να τιμωρή­σουμε όποιον πιάσουμε να διασπείρει ψεύδη για εμάς ή να υπο­δαυλίζει τους στρατιώτες και από τις δύο πλευρές. Δε συμφωνείς;»

«Πράγματι», είπε ο πονηρός γέρος Πέρσης, κρατώντας την α­ναπνοή του σε μια στιγμή δισταγμού. Έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό, σαν να τον είχαν απορροφήσει οι σκέψεις του. «Αν συμ­φωνούμε σε αυτή τη λύση, Κλέαρχε, τότε ας την επιδιώξουμε δρα­στήρια και ολόκαρδα, ξεριζώνοντας αυτές τις εστίες έντασης και

298 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ας τις καταστρέψουμε. Έλα αύριο με τους αρχηγούς και τους α­ξιωματικούς σου. Θα κάνω το ίδιο κι εγώ, και θα δείξουμε ο ένας στον άλλο αυτούς που ψιθυρίζουν συκοφαντίες στα αφτιά των α­ντρών μας για να υποκινήσουν την αντίθετη πλευρά σε άσκοπη επίθεση».

Ήταν φυσικά αυτό ακριβώς που είχε επιδιώξει ο Κλέαρχος με την πρόταση του για τιμωρία των συκοφαντών, μια κι ήταν από­λυτα σίγουρος για την υπευθυνότητα των Ελλήνων αξιωματικών του, αλλά είχε αρχίσει να υποπτεύεται τα κίνητρα του Αριαίου και των αντρών του, ειδικά μετά το επεισόδιο στη γέφυρα του Τί­γρη, μερικές εβδομάδες πρωτύτερα.

Καθώς βγαίναμε έφιπποι από το περσικό στρατόπεδο εκείνη τη νύχτα, ο Κλέαρχος ήταν σιωπηλός αλλά ευχαριστημένος. Εί­χε διευθετήσει το ζήτημα της καχυποψίας του Τισσαφέρνη κι ε­πιπλέον είχε εξασφαλίσει τη θέση του στρατού του σε μελλοντι­κές εκστρατείες με τους Πέρσες. Επιπλέον, προσδοκούσε να ε­ξακριβώσει ανάμεσα στους Πέρσες τους προδότες που είχαν προ­καλέσει τόσο μεγάλο πρόβλημα στους Έλληνες κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων της πορείας, γεμίζοντας τα μυαλά τους με απειλητικές ιδέες και σπαταλώντας την επινοητικότητα τους. Ο Ξενοφώντας δεν είχε πει κουβέντα όλο το βράδυ, αλλά το έκανε τώρα, επιφυλακτικά, διστάζοντας να διακόψει τον Κλέαρ­χο από τις σκέψεις του.

«Με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, στρατηγέ, δεν ανησυχεί­τε πως η απόπειρα σας να επισύρετε κατηγορίες μπορεί να ενο­χοποιήσει και κάποιους αθώους Έλληνες αξιωματικούς; Θα στοι­χημάτιζα ότι όλοι οι συνωμότες σε αυτή τη φάρσα βρίσκονται στην περσική πλευρά, αλλά ο Τισσαφέρνης δε θα ικανοποιηθεί εύκολα αν επισημάνουμε μόνο τους δικούς του για να θανατωθούν και δεν του δοθεί η ίδια ευκαιρία να δει ένα δυο Έλληνες να πε­θαίνουν».

Ο Κλέαρχος το σκέφτηκε σιωπηλά για μια στιγμή μισοχαμο-γελώντας.

«Κανένας Έλληνας δε θα πεθάνει γι' αυτό», είπε τελικά, «και θα έμενα κατάπληκτος αν δε συνέβαινε το ίδιο και για οποιον-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 299

δήποτε από τους γαμημένους του Τισσαφέρνη. Δε συμφέρει κα­νένα στρατό να χάσει αξιωματικούς στη μέση μιας εκστρατείας. Αλλά πρόσεξε: θα κάνουμε τον Αριαίο να κατουρηθεί πάνω του και μετά θα εξακολουθήσουμε να τον χρησιμοποιούμε στο μέλ­λον όπως ακριβώς μας ήταν χρήσιμος και στο παρελθόν». Γέλα­σε με ένα κοφτό, στεγνό γέλιο κι ύστερα κοίταξε πιο προσεκτικά τον Ξενοφώντα.

«Φαίνεσαι γνωστός», είπε. «Σκεφτόμουν σίγουρα ότι σε ήξερα προτού ακόμα αρχίσει όλο αυτό το γαμημένο σχέδιο, αλλά δεν εί­ναι δυνατό. Εσύ μόλις που βγήκες από το αβγό σου. Δεν ήσουν βέ­βαια στη Θράκη, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, στρατηγέ. Δεν είχα βγει σχεδόν καθόλου έξω από την Αθήνα από τότε που έγινα έφηβος».

Ο Κλέαρχος σήκωσε τους ώμους κι ύστερα έριξε μια ματιά στο ξίφος του Ξενοφώντα. «Μοιάζει με όπλο Σπαρτιάτη. Έχεις κα­λύτερο γούστο στα όπλα από το μέσο όρο των Αθηναίων», γρύλι­σε και τεντώθηκε πάνω από το κενό που υπήρχε ανάμεσα στα ά­λογα τους για να το βγάλει από το θηκάρι που κρεμόταν στο γο­φό του Ξενοφώντα. Επιθεώρησε τη λάμα και το έπιασε σιωπηλά για μια στιγμή ώσπου το βλέμμα του έπεσε στο βαθύ, χοντρο­κομμένα χαραγμένο ελληνικό γράμμα Κ, το πρώτο γράμμα του ονόματος του, και τα μάτια του γούρλωσαν.

«Πού στην ευχή το βρήκες αυτό!» ξέσπασε κουνώντας τη λά­μα επικίνδυνα κάτω από τη μύτη του Ξενοφώντα και ξαφνιάζο­ντας τα άλογα. «Αυτό ήταν δικό μου! Το αντάλλαξα μ' εκείνο τον γουρουνοκέφαλο Γρύλλο, πριν από είκοσι χρόνια!» Και ξαφνικά μια έκφραση αναγνώρισης άστραψε στο πρόσωπο του και γέλα­σε διαβολικά.

«Είσαι γιος του Γρύλλου του Αθηναίου;» τον ρώτησε βραχνά σκύβοντας τόσο κοντά, που η σάπια αναπνοή του έκανε τον Ξε­νοφώντα να νιώσει ναυτία. Ο Κλέαρχος σούφρωσε περιφρονητι-κά τα χείλη όπως είχε κάνει ο Γρύλλος τη μέρα που παρακολου­θούσε την προπόνηση στο παγκράτιο. Ο Ξενοφώντας στύλωσε το βλέμμα κατευθείαν μπροστά, φροντίζοντας να συμβαδίζει το βή­μα του αλόγου του με αυτό του ζώου του στρατηγού.

300 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

«Μάλιστα κύριε, αυτός είμαι», είπε ήρεμα. «Ο πατέρας μου εί­ναι σπουδαίος άνθρωπος ή τουλάχιστον ήταν, μια και δεν ξέρω αν εξακολουθεί ακόμα να ζει. Αλλά συνέβαλε πολύ στο μεγαλείο της Αθήνας. Είμαι περήφανος που είμαι γιος του Γρύλλου».

«Περήφανος», γέλασε αυτάρεσκα ο Κλέαρχος. «Περήφανος! Και πόσο περήφανη μπορεί να είναι τώρα η Αθήνα, πόσο περή­φανος μπορεί να είναι ο πατέρας σου, όταν βλέπει το βλαστάρι του να εκστρατεύει με Σπαρτιάτη διοικητή, αφού πολέμησε για μια περσική οικογενειακή βεντέτα; Δεν ήταν αρκετά διεγερτική για σένα η άθλια, γαϊδουρινή πόλη σας που βρισκόταν υπό σπαρ­τιατική διοίκηση, ώστε αναγκάστηκες να κάνεις όλο αυτό το τα­ξίδι για να γίνεις αυθεντικός Σπαρτιάτης;»

«Δεν το ενέκρινε καθόλου. Είμαι σίγουρος ότι αυτό τον πέθα­νε όταν ανακάλυψε τι έκανα».

«Και ο κόσμος θα πρέπει να ησύχασε χωρίς αυτόν», είπε μέ­σα από τα δόντια του ο Κλέαρχος. «Αυτός ο άνθρωπος, ο πατέ­ρας σου, μ' εμπόδιζε κάθε φορά που είχα εντολή να διαπραγμα­τευτώ μαζί του, ματαίωνε κάθε συνθήκη που μου ανέθεταν να κλείσω μαζί του. Θα τον είχα γονατίσει κάτω αν μου το επέτρε­παν, και το γνώριζε αυτό. Καθυστέρησε δέκα χρόνια την καριέ­ρα μου».

«Δεν μπορώ να μεμφθώ ή να επαινέσω τη συμπεριφορά του πατέρα μου. Υπηρέτησε την Αθήνα κι αν οι πράξεις του απέβη­σαν εις βάρος σου, ήταν για το καλό της Αθήνας. Εγώ είμαι άλ­λος άνθρωπος και παίρνω τις δικές μου αποφάσεις».

«Και αυτή, μικρέ μου Ξενοφώντα, γιε του Γρύλλου, είναι εις βάρος σου. Καταράστηκα πολλές φορές τον πατέρα σου να πάει στον Άδη, γιατί ήταν εχθρός μου. Αλλά τουλάχιστον αυτός ήξερε τι ήταν. Χειρότερο κι απ' το να είσαι Αθηναίος είναι να είσαι προ­δότης και ένας Αθηναίος προδότης δεν είναι φίλος μου. Χάσου από τα μάτια μου. Θα ξεράσω και μόνο με τη σκέψη ότι θα πο­λεμάς δίπλα μου».

Ο Ξενοφώντας σπιρούνισε το άλογό του κι έφυγε μπροστά με το πρόσωπο ήρεμο αλλά με τα μάτια του να καίνε από οργή και την ψυχή του να κατακλύζεται από χείμαρρο συναισθημάτων. Εί-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 301

χε τον Γρύλλο που τον τυραννούσε όταν ήταν αγόρι και τον Κλέ­αρχο που έκανε το ίδιο τώρα που ήταν άντρας· και οι δυο για τον ίδιο λόγο: επειδή ήταν γιος του Γρύλλου.

«Στάσου, Αθηναίε!» φώναξε ο Κλέαρχος, καθώς ο Ξενοφώντας είχε αρχίσει ν' απομακρύνεται. Σπιρούνισε το άλογό του και πλεύ­ρισε τον Ξενοφώντα. «Παρ' το αυτό», είπε και ξανάβαλε το ξίφος στο θηκάρι του. «Για να σου θυμίζει τους καλύτερους σου».

3

ΟΡΓΉ - αυτό ψάλλουν οι Μούσες, αφού από την εποχή του Αχιλ­λέα δεν είχε νιώσει άλλος άνθρωπος τέτοια οργή σαν αυτή που τυ­ραννούσε τον Ξενοφώντα. Αφού γύρισε έξαλλος από την έξοδο του με τον Κλέαρχο, αρνήθηκε να μιλήσει ακόμα και στον Πρόξενο για ό,τι συνέβη, αλλά προτίμησε να πηγαινοέρχεται οργισμένος μέσα στη σκηνή των αξιωματικών, σηκώνοντας σκόνη κι ανεμί­ζοντας στο πέρασμα του τους χάρτες και τους πάπυρους του Πρό­ξενου, ώσπου τελικά ο Πρόξενος τον πέταξε έξω με εντολή να μην ξαναγυρίσει μέχρι να ηρεμήσει. Ο Ξενοφώντας μαινόταν α­πέξω κι ο θυμός του έμοιαζε με μεγάλο φουσκωμένο σπυρί που αρνιόταν να σπάσει και να καταλαγιάσει, ενώ εγώ είχα κολλήσει πάνω του σαν βδέλλα, που του την έχει βάλει ο γιατρός προσπα­θώντας να τον ηρεμήσει.

Τη μισή νύχτα την πέρασε βαδίζοντας στις απόμερες γωνιές του στρατοπέδου, στενοχωρημένος από τις προσβολές που είχε δε­χτεί αλλά και τη δική του σιωπή μπροστά στους αισχρούς χαρα­κτηρισμούς που ξεστόμισε ο Κλέαρχος για τον πατέρα του.

«Τον ίδιο τον πατέρα μου, Θέο! Κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να τον υπερασπιστώ, τίποτα για να προκαλέσω τον Κλέαρχο!»

«Θα ήσουν ανόητος, αν επιχειρούσες κάτι», αντέδρασα εγώ. «Ξέ­ρεις το χαρακτήρα του - περίμενε πώς και πώς να χάσεις την ψυ­χραιμία σου. Θα σε μαχαίρωνε με το ίδιο σου το ξίφος, με την πα­ραμικρή πρόφαση, και θα χαμογελούσε την ώρα που θα το έκανε».

«Παρ' όλα αυτά δεν μπορώ ν' αγνοήσω τα λόγια του. Αν δια­κυβευόταν μόνο η δική μου τιμή, θα κατάπινα την περηφάνια μου, αλλά πρόκειται για την τιμή του πατέρα μου!»

«Δεν είναι ώρα για προσωπικούς καβγάδες», τον συμβούλευ-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 303

σα. «Κανόνισε τους τσακωμούς σου αργότερα. Ο Κλέαρχος σου ρίχνει το δόλωμα και θα του δώσεις μεγάλη ικανοποίηση αν εν­δώσεις. Ο στρατός βρίσκεται σε κίνδυνο και σ' αυτό πρέπει να ε­στιάσεις την ενεργητικότητα σου. Άφησέ τον να κάνει ανοησίες. Ζήτησε από τους θεούς να σε φωτίσουν να κάνεις το σωστό».

Αυτό φάνηκε να τον ηρεμεί κάπως και κατάφερε να επιστρέ­ψει στη σκηνή του Πρόξενου και να φάει με το ζόρι λίγο κρύο πρό­γευμα. Δεν αναφέρθηκε ξανά στο περιστατικό εκείνη τη μέρα, παρά μόνο πληροφόρησε τον Πρόξενο, μάλλον απρόσωπα, ότι δε θα τον συνόδευε το βράδυ στην ειρηνική διάσκεψη στο στρατό­πεδο του Τισσαφέρνη. Ο Πρόξενος ανασήκωσε έκπληκτος τα φρύδια του, αλλά δεν είπε τίποτα.

Το ίδιο εκείνο βράδυ, ακριβώς την ώρα που το φως της μέρας έσβηνε, γλίστρησε μες στη σκηνή η Αστερία, ενώ φρόντιζα τα προσωπικά είδη του Ξενοφώντα. Απόρησα που την είδα να στέ­κεται στην πόρτα, μια και στο παρελθόν καταστρώναμε πάντα προσεκτικά σχέδια για να συναντηθούμε αφού έπεφτε το σκοτά­δι, αλλά δεν είχαμε κανονίσει τίποτα εδώ και κάμποσες μέρες. Στην πραγματικότητα η παράλειψή της να με αναζητήσει πρω­τύτερα κι ο αναπάντεχος ερχομός της τώρα με το φως της μέρας με εκνεύρισαν. Βγήκα έξω από τη σκηνή και αρπάχτηκα μαζί της για κάποια ασήμαντη παρατήρηση. Έμεινε σιωπηλή για μια στιγ­μή κι ύστερα στράφηκε να φύγει θλιμμένη. Άπλωσα να πιάσω το χέρι της κι άρχισα να δικαιολογούμαι.

«Θέο», είπε. «Δεν έχει σημασία. Ήρθα μόνο για λίγο. Δεν μπο­ρώ να μείνω, οι φίλες μου με περιμένουν να γυρίσω γρήγορα. Σε παρακαλώ, μην πας απόψε στον Τισσαφέρνη. Ούτε και τον κύ-ριό σου ν' αφήσεις να πάει».

Έριξα μια ματιά μες στη σκηνή, στον Ξενοφώντα που κοίτα­ζε αφηρημένα τον τοίχο. «Δε μου φαίνεται ότι υπάρχει καμιά πι­θανότητα να πάει», είπα σαρκαστικά. «Το κτήνος είναι έξω φρε­νών, προσπαθώντας ν' αποφασίσει αν θα δολοφονήσει στα γρή­γορα τον Κλέαρχο ή θα επινοήσει έναν πιο οδυνηρό τρόπο. Δεν υπάρχει θέμα εξάλλου, μια κι απόψε θα γίνει μία ακόμα ειρηνι­κή διάσκεψη σαν όλες τις άλλες που έχουν γίνει».

304 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Η Αστερία με κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα, δείχνοντας να βλέπει βαθιά μες στο μυαλό μου, προτού σηκώσει τους ώμους και μουρμουρίσει ότι θα δανείσει στον Ξενοφώντα έναν από τους πά­πυρους της που είχε καταφέρει να διασώσει, για να του φτιάξει το κέφι. Πάντως λίγο πριν κάνει να φύγει για δεύτερη φορά, με ξανακοίταξε, με μάτια που μισόκαιγαν μες στο μεστό σκοτάδι. «Ο Κλέαρχος είναι ένας αφελής τρελός, Θέο», ψιθύρισε βιαστικά. «Δεν αξίζει να στενοχωριέται γι' αυτόν ο Ξενοφώντας. Μόνο ένας ανόητος σαν τον Κλέαρχο θα έπαιρνε τοις μετρητοίς τα λόγια του Τισσαφέρνη».

«Τι εννοείς;» τη ρώτησα προβληματισμένος. «Τα κατάφερε με τον Τισσαφέρνη, όποτε συναντήθηκαν. Τι έχει να φοβηθεί τώρα;»

Κοιτάζοντας γύρω της προσεκτικά, χαμήλωσε τη φωνή της μέχρι που μόλις ακουγόταν. «Θυμήσου ποιοι είστε εσείς και ποιος είναι ο Τισσαφέρνης. Είναι γεμάτος μίσος· δόλιος ακόμα και για τους Πέρσες. Τον ξέρω, Θέο, τον ξέρω όπως τον... όπως τον πα­τέρα μου. Μην περάσεις τον κλάδο ελιάς που προτείνει για ει­ρηνική χειρονομία. Το ίδιο ξύλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ανάψεις μια νεκρική πυρά. Σε παρακαλώ... πες το στον Ξενο­φώντα».

Διέγραψα ανυπόμονα τα λόγια της σαν συναισθηματικές α­νοησίες μιας υπερβολικά αναστατωμένης γυναίκας κι εκείνη χά­θηκε μες στο σκοτάδι. Έτσι κι αλλιώς εγώ θα περνούσα ένα ήσυχο βράδυ με τον Ξενοφώντα εδώ στη σκηνή μας και ήμουν ανακου­φισμένος που δε θα ξαναπήγαινα στο περσικό στρατόπεδο.

Ο Κλέαρχος πήρε τον Πρόξενο και τέσσερις ακόμα στρατη­γούς μαζί του στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, καθώς και είκο­σι ακόμα αξιωματικούς και καμιά διακοσαριά άντρες για να προ­μηθευτούν εφόδια από την αγορά που θα είχε στηθεί στο στρα­τόπεδο εκείνο το βράδυ. Ο Χειρίσοφος ήταν ο μόνος ανώτερος αξιωματικός που έμεινε πίσω, επειδή είχε καθυστερήσει να επι­στρέψει από μια περιοδεία σε κάποια απομακρυσμένα χωριά σε αναζήτηση φτηνότερων προμηθειών. Ορισμένοι από τους στρα­τιώτες διαμαρτυρήθηκαν ότι κανείς από τους αξιωματικούς, συ­μπεριλαμβανομένου και του Κλέαρχου, δεν μπορούσε να είναι

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 305

ασφαλής στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, αλλά εκείνος το γύ­ρισε στο αστείο, λέγοντας ότι τέτοιοι φόβοι ήταν απλώς ένα δείγ­μα του πόσο καλά είχαν κάνει τη δουλειά τους οι συνωμότες μέ­σα στο στράτευμα. Ο Πρόξενος άφησε απρόθυμα τον Ξενοφώ­ντα και του είπε ότι θα συζητούσε μαζί του όταν θα επέστρεφε το βράδυ. Ο Ξενοφώντας ήταν τόσο βαθιά απορροφημένος στον ε­αυτό του, ώστε δεν πήρε σχεδόν είδηση τον αποχαιρετισμό του ξαδέρφου του.

Αποσύρθηκε νωρίς τη νύχτα και, εξαντλημένος από την ακα­τάσχετη φλυαρία του της προηγουμένης νύχτας, έπεσε γρήγορα σε βαθύ ύπνο. Όπως μου εξιστορούσε αργότερα, η πρώτη του α­νάμνηση από εκείνο το βράδυ ήταν η φωνή μου που τον καλού­σε σαν να ερχόταν από πολύ μακριά - μια αχνή φωνή που τον α­ναζητούσε, πιέζοντας τον να εγκαταλείψει το βολικό καταφύγιο των ονείρων. Τον είδα που έκανε συνειδητή προσπάθεια ν' απο­διώξει τα λόγια μου, αλλά μίλησα δυνατότερα, πιο επίμονα, λες και ήμουν κυνηγός που είχα πλησιάσει πολύ κοντά κάποιο ελάφι στο δάσος, στριμώχνοντας το υπομονετικά εκεί από όπου δεν μπορούσε να ξεφύγει. Τον σκούντησα απαλά να ξυπνήσει, φω­νάζοντας τον με ολοένα μεγαλύτερη επιμονή.

«Ξενοφώντα... Κάτι τρομερό συνέβη. Πρέπει να ξυπνήσεις! Ξενοφώντα!»

Ανακάθισε, έτοιμος να καταρρεύσει, πασχίζοντας να εστιάσει στο πρόσωπό μου για να πιάσει το νόημα όσων του έλεγα σε σύγ­χυση.

«Έλα γρήγορα! Ο Νίκαρχος γύρισε από το περσικό στρατό­πεδο μόνος. Ο Πρόξενος και οι άλλοι αξιωματικοί βρίσκονται α­κόμα εκεί. Κάτι δεν πάει καλά».

Βγήκε παραπατώντας έξω καθώς του έδειχνα το μέρος που ο Νίκαρχος ο αβγοπαραγωγός, ένας από τους κατώτερους αξιωμα­τικούς που είχαν συνοδεύσει τον Κλέαρχο στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, βρισκόταν καθισμένος στο έδαφος με πρόσωπο τε­φρό, περιτριγυρισμένος από ένα όλο και μεγαλύτερο σώμα α­ντρών που φώναζαν και ένα αφρισμένο και μουσκεμένο στο αίμα άλογο που έξυνε με την οπλή του το χώμα εκεί κοντά, αφύλακτο.

306 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Όταν πλησιάσαμε τον Νίκαρχο, είδα ότι ένας λεκές από σκού-ρο αίμα απλωνόταν μαυριδερός στην άμμο από κάτω του. Κοί­ταξε τον Ξενοφώντα με ένα κράμα τρόμου και ανείπωτης θλίψης και όταν άπλωσε τα χέρια του απομακρύνοντας τα από τα πλευ­ρά του με μια χειρονομία εγκαρτέρησης και ματαιοπονίας, ο Ξενοφώντας φαρμακώθηκε σχεδόν και η θολούρα του μυαλού του εξαφανίστηκε αυτοστιγμεί. Η κοιλιά του άντρα ήταν ανοιγμέ­νη από τον αφαλό μέχρι του βουβώνες και αυτό που κρατούσε ήρεμα στα χέρια του ήταν ένα γυαλιστερό, κιτρινοκόκκινο κου­βάρι από τα ίδια του τα έντερα που είχαν χυθεί έξω από την κοι­λιά του. Ο Νίκαρχος προσπαθούσε απεγνωσμένα να τα συγκρα­τήσει, αλλά γυαλιστερές, λεπτές κουλούρες εξακολουθούσαν να ξεφεύγουν μέσα από τα δάχτυλα του και να γλιστρούν μες στη βρομιά.

Ο Ξενοφώντας φώναζε έξαλλος να πάει κάποιος να φέρει το χειρουργό του στρατοπέδου, αλλά με την αιμορραγία και τη φθο­ρά των χυμένων σπλάχνων του ήταν ξεκάθαρο ότι δεν απέμεναν παρά λίγα λεπτά ζωής στον πιστό Νίκαρχο. Άπλωσα βιαστικά έ­να μανδύα στο έδαφος από κάτω του και τον βοήθησα να καθί­σει σε μια πιο αναπαυτική, σχεδόν εμβρυακή στάση, που δε θα τον ζόριζε τόσο πολύ στο σημείο που πρέπει να είχε ένα εξαιρε­τικά οδυνηρό τραύμα. Δε χωρούσε στο μυαλό μου πώς μπόρεσε ν' αντέξει τόσο πολύ.

«Νίκαρχε, μα τους ουράνιους θεούς, μίλα! Τι συνέβη; Πού εί­ναι ο Κλέαρχος και οι άλλοι αξιωματικοί;»

Μέχρι τότε η είδηση για την άφιξη του Νίκαρχου είχε διαδο­θεί στις γειτονικές σκηνές και ένα όλο και αυξανόμενο πλήθος άρχισε να μας πιέζει, φωνάζοντας και χειρονομώντας.

«Ξενοφώντα... πάνε, χάθηκαν! Μα τους θεούς, χάθηκαν, όλοι τους!» Ο Νίκαρχος πάσχιζε να μείνει συγκεντρωμένος, να κρα­τήσει το βλέμμα του και τις αισθήσεις του. «Εμείς... Όταν φτά­σαμε στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, ο Κλέαρχος και οι αρχη­γοί πήγαν στην κεντρική σκηνή, ενώ εμείς οι υπόλοιποι μείναμε απέξω, μιλώντας με κάποιους Πέρσες αξιωματικούς που μας ό­ρισαν για συνοδούς».

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 307

Τον έπνιξε το αίμα που ανέβαινε στο λαρύγγι του, ξεχειλίζοντας μαυριδερό από τις άκρες του στόματος του, και κοντανάσανε.

«Δόθηκε σήμα από μέσα και τότε όλοι οι Πέρσες έβγαλαν ξί­φη και μας κατέκοψαν. Εγώ... εγώ κατάφερα να σωριαστώ πάνω σ' ένα άλογο και να γυρίσω εδώ, αλλά οι άλλοι...» Ο δύστυχος Νί­καρχος μέχρι τότε έκλαιγε βουβά κι η φωνή του γινόταν όλο και αχνότερη. «Έπρεπε να έχω μείνει μαζί τους! Ίσως να μπορούσα να τους βοηθήσω...»

Έσφιξα το χέρι του ετοιμοθάνατου άντρα και τον διαβεβαίω­σα ότι, χωρίς τη γενναία επιστροφή του, το στρατόπεδο μας δε θα είχε καταφέρει να τεθεί σε επιφυλακή και πιθανόν να είχε πια-. στεί στον ύπνο. Όσο οδυνηρή κι αν ήταν η κατάσταση του Νί­καρχου, δεν είχαμε καθόλου διαθέσιμο χρόνο. Ο Ξενοφώντας πα­ραπατούσε συγκλονισμένος απ' όσα είδε και άκουσε. Φώναξε α­μέσως στους συγκεντρωμένους άντρες.

«Μαχητικές βάσεις! Όλοι να ενταχθείτε σε μαχητικές βάσεις! Σχηματίστε ένα τετράγωνο γύρω από τις σκευοφόρους και τις ά­μαξες, οι βαριά οπλισμένοι μπροστά και στη μέση οι πολίτες που ακολουθούν το στρατό. Οι χειριστές των μηχανών! Ανάψτε δαυ­λούς και βάλτε τις βοιωτικές μηχανές μπροστά!» Τοποθέτησε ό­σους τοξότες και ιπποτοξότες ήταν διαθέσιμοι στην είσοδο του στρατοπέδου, ως αρχική προειδοποίηση, κι ύστερα τον βοήθησα να δέσει το θώρακα και το κράνος του, προτού σκαρφαλώσει στο πρόχειρο παρατηρητήριο του στρατοπέδου για να δει τι συνέ­βαινε στο περσικό στρατόπεδο. Δεν του είχε καν περάσει από το μυαλό ότι δεν είχε το βαθμό για να διατάξει ένα στρατό δέκα χι­λιάδων αντρών να πάρει θέση μάχης, αλλά δεν είδε κανένα άλλο ανώτερο αξιωματικό να είναι διαθέσιμος, και οι άντρες, μέσα στη σύγχυση τους λόγω των γεγονότων, αναζητούσαν απεγνωσμένα κάποιον ν' αναλάβει την ευθύνη και να τους αναθέσει τα καθή­κοντα που θα τους κρατούσαν απασχολημένους.

Μακριά προς τη μεριά του περσικού στρατοπέδου είχαν α­νάψει εκατοντάδες πυρσοί και φωτιές. Απ' όσο μπορούσα να δω, καμιά εχθρική δύναμη δεν προέλαυνε, αλλά μεγάλος αριθμός ιπ­πέων κάλπαζε τριγύρω σε τυχαίους σχηματισμούς και κατά πε-

308 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ριόδους ο αέρας μετέφερε αχνά φωνές, πανηγυρικές κραυγές και ουρλιαχτά αγωνίας. Είδα ότι το μεγαλύτερο μέρος της δράσης φαινόταν να επικεντρώνεται κοντά στον ποταμό, εκεί που θα στη­νόταν η νυχτερινή αγορά, και φοβήθηκα τα χειρότερα για τους διακόσιους στρατιώτες που είχαν πάει στο περσικό στρατόπεδο για να προμηθευτούν εφόδια για το στρατό.

Οι Έλληνες παρέμειναν στα πόστα τους, φοβούμενοι επικεί­μενη επίθεση η οποία, στην πραγματικότητα, δεν υλοποιήθηκε. Αυτό που έφτασε ήταν ένα σώμα τριακοσίων ιππέων που ξεπή­δησαν από το χάος και τη φωτιά του περσικού στρατοπέδου και κάλπασαν προς το μέρος μας, οπλισμένοι βαριά και σε θέση μά­χης. Ο Ξενοφώντας πλησίασε με αγέρωχο βήμα στο πόστο των φρουρών, στην μπροστινή είσοδο του στρατοπέδου, και σήκωσε σημαία ανακωχής για να τους σταματήσει και ν' ανακαλύψει τις προθέσεις τους.

Καθώς πλησίασε η ίλη του ιππικού, είδα ότι επικεφαλής ήταν ο Αριαίος, ο Αρτάοζος και ο Μιθριδάτης, οι στενότεροι φίλοι του Κύρου ανάμεσα στα συμμαχικά στρατεύματα. Ο διερμηνέας του Ξενοφώντα, που είχε καταφθάσει ξέπνοος πίσω από μένα, διέ­κρινε επίσης και τον αδερφό του Τισσαφέρνη, που κρατούσε κρυμμένο το πρόσωπο του κάτω από το γείσο του κράνους του, πίσω από τον Αριαίο, αλλά που έδειχνε να έχει επικοινωνία και με αυτόν αλλά και με τους δυο άλλους αξιωματικούς. Το από­σπασμα σταμάτησε τα άλογα του μπροστά στον Ξενοφώντα, κοί­ταξαν προς τα κάτω περιφρονητικά κι ύστερα ζήτησαν έναν αρ­χηγό στον οποίο θα παρέδιδαν το μήνυμα του βασιλιά.

Ο Ξενοφώντας ατένισε με περιφρόνηση τον Αριαίο που είχε προφανώς τόσο άπιστα προδώσει τους Έλληνες συντρόφους του κι ύστερα έστειλε το διερμηνέα στο στρατόπεδο να βρει κάποιους αρχηγούς που θα είχαν ξεμείνει πίσω μετά την αναχώρηση του Κλέαρχου. Επέστρεφε λίγα λεπτά αργότερα τρέχοντας μαζί με τον Κλεάνορα και τον Σοφαίνετο που ήταν απασχολημένοι με την παράταξη των μηχανών και των στρατιωτών και δεν είχαν δει τον ερχομό των ιππέων. Ήταν οι μόνοι εναπομείναντες αρχηγοί στο στρατόπεδο.

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 309

«Έλληνες, σκυλιά εσείς!» φώναξε ο Αριαίος. Ανατρίχιασα. «Ο Κλέαρχος αθέτησε τον όρκο και την ανακωχή και γι' αυτό έχει δί­καια τιμωρηθεί τώρα με θάνατο! Αλλά ο Πρόξενος και ο Μένω-νας ανέφεραν υπάκουα την παρασπονδία και τη συνωμοσία του και ακόμα και τώρα τους αποδίδονται τιμές από το βασιλιά! Ο βα­σιλιάς απαιτεί, και οι Πρόξενος και ο Μένωνας υποστηρίζουν το αίτημα του, ν' αφήσετε αμέσως τα όπλα σας και να παραδώσετε το στρατόπεδο. Όλα όσα έχετε είναι δικά του, ισχυρίζεται ο βα­σιλιάς, γιατί ανήκαν στον Κύρο που ήταν αδερφός του βασιλιά και δούλος».

Ακούγοντας αυτά οι Έλληνες ούρλιαξαν έξαλλοι από οργή, οι φρουροί χτυπούσαν τις ασπίδες με τα δόρατα τους κι έλουζαν με βρισιές τους βαριά οπλισμένους Πέρσες. Η κατάσταση μπορού­σε να εκτραπεί περισσότερο. Τελικά ο Κλεάνορας σήκωσε την ασπίδα του και ούρλιαξε να σωπάσουν, μια και ήταν ο μόνος πα­ρών ανώτερος αξιωματικός:

«Εσύ είσαι, Αριαίε, άθλιο σπέρμα Πέρση δούλου! Πώς τολ­μάς κι έρχεσαι εδώ με τους σκατάδες κωλογλείφτες σου, στους Έλληνες που έσωσαν το τομάρι σου στα Κούναξα, και ζητάς να υποκύψουμε στη δολιότητά σου; Δεν ντρέπεσαι καθόλου να εμ­φανίζεσαι μπροστά σε πραγματικούς άντρες; Δε φοβάσαι τους θεούς, αφού αθέτησες μια επίσημη υπόσχεση κι αφού μας πρό­δωσες στον πιθηκομούρη Τισσαφέρνη και τον αδερφό του τον ευνούχο; Δολοφόνησες τον άντρα εκείνο με τον οποίο είχες ορ­κιστεί συμμαχία και πήγες με το μέρος των εχθρών μας! Είθε να βρεις οικτρό και καταραμένο θάνατο από τα χέρια αυτών που πρόδωσες!»

Ο Αριαίος χαμογέλασε ισχνά στις απειλές του Κλεάνορα και είδα τον αδερφό του Τισσαφέρνη να του ψιθυρίζει κάτι από πί­σω, με τα μάτια φλογισμένα από λύσσα που έκοβε σαν ξυράφι. Ο Ξενοφώντας σήκωσε τα χέρια για να ησυχάσουν και πήρε το λόγο σε μια προσπάθεια να αποτρέψει το επικείμενο ξέσπασμα. «Ο Κλέαρχος, λοιπόν, τιμωρήθηκε. Αν αθέτησε το λόγο του, τότε του άξιζε η τιμωρία. Αλλά τι συμβαίνει με τον Πρόξενο και τον Μένωνα, Αριαίε; Είναι στρατηγοί μας. Αν είναι στ' αλήθεια σώοι

310 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

και ασφαλείς, στείλ' τους εδώ. Είναι φίλοι και με τις δυο πλευρές· αυτοί είναι που θα διαπραγματευτούν την παράδοση των Ελλή­νων στις δυνάμεις σας».

Οι Πέρσες το συζήτησαν μεταξύ τους στη βαρβαρική τους διάλεκτο, τόσο χαμηλόφωνα, που ο διερμηνέας μας δεν μπόρε­σε να καταλάβει τι εννοούσαν. Ύστερα έφυγαν χωρίς να πουν κουβέντα.

Ο Ξενοφώντας κοίταζε με μάτια θολά το δέμα που πέταξε στη σκηνή μας το επόμενο απόγευμα ένας μοναχικός Πέρσης ιππέ­ας, ο οποίος έκανε στα γρήγορα μεταβολή και γύρισε καλπάζο­ντας στο στρατόπεδο του. Πληροφοριοδότες των Ελλήνων από το περσικό στρατόπεδο μας είχαν αναφέρει το πρωί ότι, αντί να τιμηθούν από το βασιλιά ο Πρόξενος και ο Μένωνας, στην πραγ­ματικότητα τους έδεσαν χειροπόδαρα, τους έσυραν από τα πόδια πίσω από άλογα μέχρι τη σκηνή του βασιλιά και τους έγδαραν ζω­ντανούς, μιλάμε βέβαια για όσο δέρμα είχε απομείνει ακόμα πά­νω στα κορμιά τους, κι ύστερα τους αποκεφάλισαν. Οι διακόσιοι στρατιώτες που προμηθεύονταν εφόδια στην αγορά είχαν έναν κά­πως πιο γρήγορο θάνατο, αφού κατασφάχτηκαν σχεδόν αμέσως, έπειτα από ένα σινιάλο, από οπλισμένους Πέρσες στρατιώτες που είχαν καταλάβει τους πάγκους της αγοράς.

Μισότρελος από θλίψη, τριγυρισμένος από μπερδεμένους και τρομοκρατημένους άντρες, κι ενώ αναρωτιόταν τι άλλο θα μας έ­βρισκε στη συνέχεια, ο Ξενοφώντας μού ζήτησε ν' ανοίξω το δέ­μα. Με τρόμο ανακαλύψαμε ότι περιείχε το κεφάλι του Κλέαρ­χου, με τις μακριές πλεξίδες να το πλαισιώνουν και εμφανή τα ση­μάδια άγριου ξυλοδαρμού πριν από το θάνατο του. Αφού έμεινε μια μέρα μέσα στη ζέστη και την υγρασία, καλυμμένο μόνο με έ­να λεπτό περιτύλιγμα από πάπυρο, το κεφάλι είχε ήδη παρα­μορφωθεί άσχημα. Οι κόρες του ματιού είχαν ζαρώσει, τα χείλη είχαν μπλαβίσει και το δέρμα είχε φουσκώσει. Το μόνιμα ερεθι­σμένο σημάδι στον κρόταφο του, που τόσο είχε τρομοκρατήσει τους άντρες του, ήταν τώρα κάτασπρο πάνω στο στεγνό από αί-

ΚΛΕΑΡΧΟΣ 311

μα δέρμα. Μύγες το τριγύριζαν νωθρά, περιμένοντας να τις α­φήσω να κάνουν τη δουλειά τους. Ένιωσα ανείπωτη μοναξιά και θλίψη. Οι συρακούσιοι ύμνοι των παιδικών μου χρόνων, που δε με είχαν βασανίσει εδώ και κάμποσο καιρό, ανάβλυζαν τώρα α­πό μέσα μου. Με απειλούσαν και με πίεζαν και μόνο ύστερα α­πό μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να τους παραμερίσω, να τους παραχώσω σε μια γωνιά του μυαλού μου και να συγκεντρωθώ στο τρομερό έργο που με περίμενε.

Αφού διασφαλίσαμε το στρατόπεδο το προηγούμενο βράδυ, η πρώτη μας δουλειά ήταν ν' αφήσουμε ν' αναπαυτούν οι ψυχές των δολοφονημένων - πράγμα δύσκολο, μια και δεν είχαμε καν τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε στο στόμα τους το συνηθισμένο ο­βολό για να πληρώσουν το βαρκάρη Χάροντα ή να αλείψουμε με λάδι τα σώματά τους για την ταφή. Οι Πέρσες κρατούσαν τα πτώ­ματά τους και αναμφίβολα διέπρατταν ωμότητες πάνω τους, όπως είχαν κάνει και στο πτώμα του Κλέαρχου. Κάναμε μια βιαστική τελετή, αυτοσχεδιάζοντας εγκώμια και θυσιάζοντας προς τιμήν τους έναν πολύτιμο ταύρο, κι ύστερα θάψαμε ένα και μοναδικό ομοίωμα μέσα σε έναν τάφο, που αντιπροσώπευε όλους τους ά­ντρες που είχαν πεθάνει εκείνο το βράδυ.

Ήταν πολύ περίεργο, αλ\ά, παρά τη θλίψη μου για το θάνα­το του Πρόξενου, ένιωσα τις σκέψεις μου να γυρίζουν ξανά και ξανά στον Κλέαρχο και στην τρομερή απώλεια που είχαμε βιώ­σει λόγω της δόλιας δολοφονίας του. Δεν τον είχα αγαπήσει. Ήταν ανίκανος να δώσει αγάπη και θα την αντιμετώπιζε σαν τη χειρό­τερη αδυναμία αν τη δεχόταν -στην πραγματικότητα τον μισού­σα για την υπεροψία, την οξυθυμία, την πλήρη ανικανότητα του να συμβιβαστεί και να δεχτεί οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία εκτός από το «δίκαιο του ισχυρότερου»-, αλλά τον είχα λατρέψει κατά κάποιο τρόπο, όπως κάποιος λατρεύει ένα σκληρό θεό, όπως έ­να μικρό παιδί κάνει με έναν υπερβολικά αυστηρό πατέρα. Είχα πιστέψει ότι ήταν πραγματικά αθάνατος και άφθαρτος κι ήμουν ανίκανος να αποδεχτώ την εικόνα του Κλέαρχου με το μπλαβι-σμένο, αποσυντεθειμένο κεφάλι του να είναι πεσμένο σαν κομμένο λάχανο μέσα σε ένα σακούλι, στα χώματα.

312 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από τη Σπάρτη θα είχε στε­φθεί βασιλιάς και θα είχε μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σπουδαιότερους και πιο σκληρούς. Αλλά ήταν από τη Σπάρτη, τη μόνη χώρα στον κόσμο όπου υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι ά­ντρες, και ήταν ο Κλέαρχος, ο μόνος άντρας στον κόσμο πιο Σπαρ­τιάτης κι απ' τους Σπαρτιάτες, κι επομένως ήταν γραφτό του, ί­σως, να έχει έναν τραγικότερο θάνατο από αυτόν της Σπάρτης. Αντί για εγκώμιο ενός τέτοιου άντρα, τον Κλέαρχο, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε προσωπικότητα που εμφανίζεται σε αυτή τη διστακτική καταγραφή, αξίζει να τον θυμόμαστε για τις ικα­νότητες του και να τον συγχωρήσουμε για τα ελαττώματα του, α­κόμα και με καθυστέρηση πενήντα χρόνων. Το σώμα του πέθα­νε, αλλά προσευχόμουν, για χάρη της δικής μας επιβίωσης, να πα­ραμείνει για λίγο ακόμα μαζί μας το πνεύμα του και να εγκατα­σταθεί σ' έναν άντρα άξιο να το φέρει.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ

...που μέσα σε υπόγεια σκοτεινά ψιθύριζαν την ώρα του ύπνου στους θνητούς τα κοντινά κι απόμακρα μελλούμενα.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ*

* Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, στίχ. 1262-1264, μετάφραση: Τάσος Ρούσσος εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)

1

Ο ΥΠΝΟΣ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΑΝΗΣΥΧΟΣ. Ο καθένας με τα δικά του όνει­ρα, γιατί τα όνειρα, σαν τις Μούσες ή τους ανθρώπους, έχουν μια υπερφυσική ομοιότητα μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν είναι πραγ­ματικά όμοια. Το να πεις «ονειρεύτηκα έναν άνθρωπο» είναι ε­ξίσου ασαφές με το να πεις «ένιωσα τον ήλιο». Η πρώτη δήλωση δε λέει τίποτα χρήσιμο για τον άνθρωπο, ούτε κι η δεύτερη λέει, αν ο ήλιος ήταν ο ζωοποιός πλανήτης που συντηρεί την ύπαρξη μας ή η άγρια, δολοφονική φωτιά που τσουρουφλίζει το λαρύγγι μας και υπονομεύει τη δύναμη μας αν επιχειρήσουμε να την α­ψηφήσουμε. Το όνειρο ανήκει μόνο σ' αυτόν που το βλέπει και κανείς άλλος δεν μπορεί να ξέρει το νόημα του αν δε γνωρίζει τους φόβους και τις βλέψεις αυτού που το ονειρεύεται. Περνάμε από τον ονειροπόλο στο όνειρο, από τον άνθρωπο στις Μούσες, ζητώντας να εναρμονίσουμε τα δύο μισά και να τα κάνουμε ένα, αν και τα όνειρα, από την ίδια τους τη φύση, σπάνια είναι στα­θερά· ούτε βέβαια είναι και οι άνθρωποι.

Ορισμένοι αποκαλούν τα όνειρα στοχασμούς και υπολογι­σμούς του ασυνείδητου, καθώς η ψυχή αποκτά έλεγχο πάνω στη διάνοια, απαλλαγμένη από τον πόνο και τις ηδονιστικές επάρ­σεις του θνητού σώματος. Άλλοι ισχυρίζονται ότι τα όνειρα είναι άμεσα μηνύματα από τους θεούς που μπορούν να γίνουν αποδε­κτά μόνο όταν σώμα και νους βρίσκονται σε ύπνωση και είναι ευ­άλωτα. Ο άνθρωπος παίρνει τη ζωή του στα χέρια του κάθε νύ­χτα ενώ κοιμάται, την ώρα που βυθίζεται άοπλος και γυμνός μέ­σα σε ένα ποτάμι-χείμαρρο που αλλάζει την προοπτική αντίλη­ψη, όπου ακόμα και ο χτύπος της καρδιάς ή ο ρυθμός της ανα­πνοής του δε θ' αρκούσαν για να τον στηρίξουν αν ήταν σε κατά-

316 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σταση αφύπνισης και όπου ορισμένες φορές οι νεκροί τολμούν, διακυνδινεύοντας την ύπαρξη του, να τον παρασύρουν να ξεπε­ράσει τα όρια του ή τον πιέζουν να επιστρέψει στη βασανιστική και εγκόσμια κατάσταση του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ύπνος, ο ευ-λογημένος αυτός θεός, είναι δίδυμος εκ γενετής με τον Άδη, το φτερωτό θεό του Θανάτου, με τον οποίο συνεργάζεται στενά.

Είναι παράξενο το ότι δίνουμε τόσο λίγη σημασία στον ύπνο, φτάνουμε ακόμα και να τον καταριόμαστε, επειδή μειώνει το χρή­σιμο διαθέσιμο χρόνο μας. Ίσως ν' απαιτείται ορισμένη ταπει­νοφροσύνη για να εκτιμήσουμε ένα τέτοιο δώρο, μια ταπείνωση που δεν είναι έμφυτη στη διάθεση των περισσότερων ανθρώπων. Στον ύπνο, ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους ο φιλόσοφος από τον προδότη, ένας βασιλιάς μετά δυσκολίας διακρίνεται από το ζη­τιάνο έξω από την πόρτα του. Μόνο οι θεοί, που βλέπουν από τι είναι καμωμένα τα όνειρα, μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά, αν βέβαια ενδιαφέρονται.

Και ποιος ξέρει; Στο βαθμό που οι θεότητες είναι τόσο απα­σχολημένες με τους ασήμαντους καβγάδες τους για τις καθημε­ρινές ζωές των θνητών, στο βαθμό που ο άνθρωπος πραγματικά ελέγχει το πεπρωμένο του, το πνεύμα του ανθρώπου, ειδικά το πνεύμα κατά τη διάρκεια του ύπνου, ελευθερωμένο από σωματι­κές αδυναμίες, είναι ο θεός του και το όνειρο είναι η πράξη και το επακόλουθο συλλογισμού ανεμπόδιστου από υλικές έγνοιες. Είτε είναι σταλμένο από τους θεούς, απέξω, είτε έχει δημιουργη­θεί εσωτερικά από το ίδιο το θεϊκό πνεύμα του ανθρώπου, το ό­νειρο είναι τρομακτικό όταν το δέχεσαι και τις εντολές του δεν πρέπει να τις παίρνεις επιπόλαια.

Πιο τρομακτικό, ίσως, είναι να σου σταλεί ένα όνειρο που ό­μοιό του δεν είχες δει για χρόνια - από την παιδική σου ηλικία, ί­σως, τότε που τα όρια ανάμεσα στον υλικό και τον πνευματικό κό­σμο είναι λιγότερο συμπαγή και τα όνειρα και η ανάμνηση τους πιο εύκολη-, να σου σταλεί ένα τέτοιο όνειρο και να μην ξέρεις ποια είναι η εντολή του. Γιατί ένα τέτοιο όνειρο δέχτηκε ο Ξενο­φώντας μέσα στον ανήσυχο ύπνο του τη νύχτα μετά το θάνατο του Κλέαρχου, καθώς σωριάστηκε στο πλάι μου μπροστά στη φωτιά.

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 317

Θα πίστευε κανείς πως ένα τόσο θαυμαστό και εναργές όνειρο θα ήταν εξίσου ξεκάθαρο και στο νόημα του, αλλά μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλήξω αν ήταν ένας κακός οιωνός ή ένα σημάδι ελ­πίδας ότι οι θεοί παρακολουθούσαν και θα μας οδηγούσαν.

«Είδα ότι στεκόμουν έξω από το πατρικό μου σπίτι», μου εί­πε, «το οποίο δε βρισκόταν στην Ερχιά ή την Αθήνα, αλλά σ' ένα απέραντο τοπίο χωρίς ίχνος δέντρου, μοναχικό, ένα τοπίο κα­λυμμένο από ασφόδελους.

»Ένας τεράστιος σχηματισμός από άσπρα στρογγυλά σύννεφα είχε συγκεντρωθεί», συνέχισε, «που εκ πρώτης όψεως φαινόταν ό­τι θα μπορούσαν να φέρουν καταιγίδα, αλλά δεν είχαν την απει­λητική βαριά γκριζάδα της βροχής και της θύελλας. Τα σύννεφα είχαν το πιο λαμπρό και αστραφτερό λευκό και ο ζεστός ήλιος έ­πεφτε λαμπερός πάνω μου, ζεσταίνοντας το κρανίο, τους πονεμέ­νους ώμους και την πλάτη μου με τα καταπραϋντικά του δάχτυλα, και ένιωσα παντού γύρω ειρήνη και ηρεμία. Κοιτάζοντας προς τα πάνω είδα το γαλήνιο πρόσωπο του Δία στην κορυφή της δέσμης των κεραυνών. Μια τεράστια, μεγαλοπρεπής παρουσία, που δέ­σποζε σε όλο τον υπερουράνιο θόλο κι έριχνε το βλέμμα του πά­νω μου χαμογελώντας καλοσυνάτα· αισθάνθηκα να κατακλύζομαι από την αγάπη και την αποδοχή του και από ατελείωτη γαλήνη.

»Ενώ όμως στεκόμουν ακίνητος στην πεδιάδα, παρατηρώντας με δέος το θεό, είδα το τεράστιο πρόσωπο του να ραγίζει ξαφνικά κάνοντας κάτι σαν μορφασμό, ένα αδιαμόρφωτο γέλιο, από ένα στόμα γεμάτο χαλασμένα δόντια κι ένα ερεθισμένο σημάδι στον κρόταφο. Μαύρες σπαρτιάτικες πλεξίδες ξεφύτρωναν από το πίσω μέρος του κεφαλιού του λες και φυσούσε δυνατός άνεμος και κα­θώς παρατηρούσα ένα αστροπελέκι εκτοξεύτηκε από τα θεϊκά μά­τια, πέφτοντας στη γη με ουρλιαχτό και σφύριγμα σαν αυτό που κά­νουν εκατό φονικές βολίδες όταν ρίχνονται από εχθρικούς εκτο-ξευτήρες και σε μια εκτυφλωτική έκρηξη χτύπησαν το πατρικό μου και το ισοπέδωσαν μεμιάς, κατακαίγονιας τα πάντα γύρω μου».

Αρκετή ώρα μετά τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι διά­πλατα ανοιχτά κι αφού κατέβασε μια μεγάλη γουλιά από το φλα­σκί με το κρασί του για να ηρεμήσει το νεύρα του, συνδαύλισε τη

318 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

φωτιά και τυλίχτηκε σε ένα μανδύα για ν' αντιμετωπίσει την υ­γρασία της προχωρημένης νύχτας. Επανέλαβα το όνειρο του σιω­πηλά από μέσα μου, ψάχνοντας να βρω απάντηση στο τι θα μπο­ρούσε να σημαίνει. Από τη μια έμοιαζε με καλό σημάδι, ότι, παρ' όλους τους κινδύνους που είχαμε περάσει, εξακολουθούσαμε να περιβαλλόμαστε από το φως και την καλοσύνη των θεών και ο Δίας μάς παρακολουθούσε από ψηλά. Αλλά το όνειρο ενέπνεε και φόβο, επειδή ο Ξενοφώντας ήταν σίγουρος ότι είχε σταλεί από τον ίδιο τον Δία και προμηνούσε την καταστροφή και την ερήμωση που θα προέκυπτε από οποιαδήποτε προσπάθεια κάναμε να ε­γκαταλείψουμε αυτό το μέρος.

Μια ώρα έσπαζα το κεφάλι μου μαζί του μ' αυτό το γρίφο, αλ­λά δεν είμαι μάντης για να ξεδιαλύνω τη σημασία των ονείρων και διαθέτω ελάχιστη φαντασία ή επιδεξιότητα κι ακόμα λιγότερη υ­πομονή. Η σκέψη, πάντως, που ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου, όλο και πιο πιεστικά, ελάχιστη σχέση είχε με το μαγεμένο, αναί­σθητο νου του Ξενοφώντα εκείνη τη νύχτα, ενώ συνδεόταν άμεσα με την απτή, χειροπιαστή πραγματικότητα της κατάστασης που αντιμετωπίζαμε. Κατάλαβα ότι είχα αρχίσει να αηδιάζω με την έλ­λειψη πειθαρχίας τόσο τη δική μου όσο και των άλλων Ελλήνων, καθώς η νύχτα προχωρούσε και δεν κάναμε τίποτα για να προ­φυλαχτούμε από μια εχθρική επίθεση που ήταν σίγουρο ότι θα ε­ξαπολυόταν με το πρώτο φως της μέρας. Οι στρατιώτες ήταν δια­σκορπισμένοι όπου τύχει σε όλο το στρατόπεδο και τα γειτονικά χωράφια, εκεί που έτυχε να σωριαστούν από την κούραση και την απόγνωση, πολλοί περιμένοντας απλά να πεθάνουν στον ύπνο τους κάτω από τις κοφτερές οπλές των έφιππων Περσών που θα ορμούσαν καλπάζοντας μέσα στο στρατόπεδο μας για ν' αποτε­λειώσουν την καταστροφή που είχαν αρχίσει. Αν πέφταμε στα χέ­ρια του βασιλιά, ήταν σίγουρο ότι θα πεθαίναμε, αφού θα είχαμε υποστεί τρομερά βασανιστήρια και αγριότητες. Δεν είχε τάχα κό­ψει ο βασιλιάς το κεφάλι του ίδιου του αδερφού του και το είχε καρφώσει σε ένα παλούκι που το είχε τοποθετήσει μπροστά από τη σκηνή του; Και ο Τισσαφέρνης δεν είχε γδάρει ζωντανούς αυ­τούς τους Έλληνες με τους οποίους είχε προσποιηθεί φιλία λίγα

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 319

λεπτά πριν; Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό το ενδε­χόμενο. Και στην πραγματικότητα ελάχιστοι αξιωματικοί είχαν α­πομείνει στο στρατόπεδο για να δώσουν εντολές στους άντρες, και αυτοί που είχαν επιζήσει ήταν το ίδιο ακινητοποιημένοι από το φόβο και τη θλίψη όσο και ο κατώτερος υπασπιστής. Εξέφρα­σα τις σκέψεις μου για όλα αυτά στον Ξενοφώντα.

Ανήμπορος να ξανακοιμηθεί σηκώθηκε κι άρχισε να τριγυρί­ζει κάτω από το φεγγαρόφωτο, στο τεράστιο, χαοτικό στρατόπε­δο, περπατώντας αθόρυβα και καλώντας τους ομαδάρχες του Πρόξενου να συγκεντρωθούν, πολλοί από τους οποίους αναπαύ­ονταν μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα. Ξεπρόβαλλαν βρό­μικοι και καταλασπωμένοι από τους σποραδικούς θάμνους και τα χαντάκια, όπου τους έβρισκε συνοδευόμενους μερικές φορές α­πό πολίτες με νυσταγμένα μάτια, αν και οι περισσότεροι ήταν μό­νοι τους, έχοντας χάσει ή εγκαταλείψει την επαφή τους με τους στρατιώτες για τους οποίους ήταν υπεύθυνοι. Έδειχναν ευγνώ­μονες επειδή είχαν κάποιο λόγο για να σηκωθούν και ν' αρχίσουν να δραστηριοποιούνται, ακόμα και κατ' εντολή κάποιου που δεν είχε καμιά εξουσία πάνω τους. Όταν τελικά κατάφερε να συγκε­ντρώσει και να συμμαζέψει καμιά εικοσαριά αναμαλλιασμένους άντρες που βρίσκονταν σε διάφορα στάδια θλίψης και διάλυσης, τους μίλησε ήσυχα πάνω από τη ζωηρή φωτιά που είχα ανάψει.

«Μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ απόψε και είμαι σίγουρος ό­τι το ίδιο συμβαίνει και μ' εσάς, μια και σκέφτομαι τις δυνάμεις του βασιλιά. Από τότε που τους νικήσαμε στα Κούναξα, καθυ­στερούν να μας επιτεθούν, εκτός κι αν διακρίνουν κάποιο σημά­δι αδυναμίας. Τους αφήσαμε να μας απομακρύνουν από το μα­λακό τους υπογάστριο, τη Βαβυλώνα -στα Κούναξα απείχαμε μό­λις ογδόντα χιλιόμετρα- και τώρα βρισκόμαστε στη μέση της ε­ρήμου, στη χώρα των Μήδων, και μας έχουν σκοτώσει τους αρ­χηγούς μας. Αυτό είναι το αδύναμο σημείο που περιμένουν. Θα μας παρακολουθούν από μακριά όταν ξημερώσει με κατάσκο­πους και ανιχνευτές, για να δουν αν ο φόνος των αρχηγών μας ε­πέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα και αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να μας καταστρέψουν μια για πάντα.

320 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

»Ο Τισσαφέρνης παραβίασε έναν επίσημο όρκο που μας έ-δωσε ενώπιον των θεών. Κι όμως, γύρω μας υπάρχει μια αχανής χώρα, με ανεξάντλητους πόρους, με κοπάδια προβάτων και βο­οειδών και αμύθητες ποσότητες λαφύρων. Αυτά αξίζει να τα κερ­δίσει όποια παράταξη έχει τους καλυτέρους άντρες και όποια υ­ποστηρίζουν οι θεοί. Σωματικά είμαστε καλύτερα εκπαιδευμένοι από εκείνους για να αντέχουμε τις κακουχίες και ψυχικά είμαστε πιο ανθεκτικοί. Το πιο σημαντικό: εμείς είμαστε ελεύθεροι, ενώ οι Πέρσες στρατιώτες είναι δούλοι. Αυτό τον αγώνα θα τον κρί­νουν οι θεοί- ποιον πιστεύετε ότι θα ευνοήσουν, τους ψεύτες Πέρ­σες ή εμάς;

«Προτείνω να μην περιμένουμε άλλο. Ο εχθρός θα έρθει με την αυγή. Αν ηγηθείτε εσείς, να υπολογίζετε ότι θα σας ακολου­θήσω χωρίς αντιρρήσεις, αλλιώς, αν μου δώσετε εντολή να ηγη­θώ εγώ, θα το κάνω με σοβαρότητα και δε θα υπάρχει κανένα ε­λαφρυντικό εξαιτίας της νεότητας ή της απειρίας μου».

Όση ώρα τον άκουγαν οι αξιωματικοί παρέμεναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας με ανέκφραστα μάτια τη φωτιά που τριζοβολούσε. Όταν, όμως, ο Ξενοφώντας τελείωσε το σύντομο λόγο του, αλλη-λοκοιτάχτηκαν για αρκετό διάστημα, πιο ζωηροί τώρα. Τα λόγια του είχαν διώξει από πάνω τους κάθε ίχνος υπνηλίας ή θλίψης. Τελικά, ο Ιερώνυμος ο Ηλείος, ο αρχαιότερος ομαδάρχης του Πρόξενου, ένας γκριζομάλλης και ρωμαλέος βετεράνος με τριά­ντα χρόνια εμπειρίας στις εκστρατείες, που τον εκτιμούσαν απε­ριόριστα και οι άντρες αλλά και οι στρατηγοί, σηκώθηκε αργά και προχώρησε προς τη φωτιά.

«Ωραία μίλησες, νεαρέ Ξενοφώντα», είπε κοιτάζοντας τον ε­ξεταστικά στα μάτια. «Το πρόσωπο σου μοιάζει παιδικό, αλλά α­πόψε είπες λόγια που κανείς άλλος δεν είχε το θάρρος να ξεστο­μίσει. Εγώ πρώτος θα σταθώ πίσω σου αν ηγηθείς εσύ».

Κι ορισμένοι άλλοι σηκώθηκαν επίσης και στάθηκαν δίπλα στον Ιερώνυμο και τότε ένας ένας, άλλοι με αδημονία, άλλοι μάλ­λον πιο απρόθυμα, συμφώνησαν τελικά όλοι με αυτή την πρότα­ση, εκλέγοντας εν λευκώ τον Ξενοφώντα ως εκπρόσωπο των στρα­τιωτών του Πρόξενου.

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 321

Ο Ξενοφώντας, ανέκφραστος, ευχαρίστησε τους άντρες για την εμπιστοσύνη που του έδειξαν κι ύστερα ξαναγύρισε και πά­λι στο προκείμενο θέμα.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να ετοιμαστούμε. Διασκορπιστείτε και τρέξτε σε όλο το στρατόπεδο για να βρείτε όλους τους επιζή­σαντες αξιωματικούς και ιλάρχους. Συνάντηση εδώ σε μία ώρα και με τη βοήθεια των θεών θ' αποφασίσουμε για την τύχη μας».

Αυτό και κάναμε, ενώ ο Ξενοφώντας αποσύρθηκε μόνος στη σκοτεινιά της σκηνής του. Καθώς τριγύριζα στο στρατόπεδο, το άκουγα ν' αφυπνίζεται παρά την προχωρημένη ώρα. Άντρες έ­βγαιναν άτακτα, αναμαλλιασμένοι και αγουροξυπνημένοι, από τα χωράφια και τους τομείς των πολιτών που ακολουθούσαν το στρατό, όπου είχαν καταλύσει μέσα στην απελπισία τους και την έλλειψη πειθαρχίας. Ψιθυριστές συσκέψεις γίνονταν γύρω μου και άκουσα να προφέρουν στα σκοτεινά το όνομα του Ξενοφώ­ντα, καθώς οι άντρες έδειχναν ο ένας στον άλλο το μέρος που έ­καιγε η φωτιά και που έμελλε να συναντηθούμε έπειτα από λίγο.

Επιστρέφοντας στον Ξενοφώντα μία ώρα αργότερα, έσκυψα για να περάσω μέσα από το φύλλο της χαμηλής εισόδου της σκη­νής. Τον βρήκα να κάθεται σταυροπόδι, ακουμπώντας στην τε­ντωμένη λινάτσα που χρησίμευε για τοίχος, με τα μάτια κλειστά, μουρμουρίζοντας απαλά μέσα από τα δόντια του σαν γυμνός Ινδιάνος μάντης σε έκσταση. Η τρεμάμενη φλόγα της μικρής λά­μπας λαδιού που ήταν ακουμπισμένη κατάχαμα μπροστά του έρι­χνε ένα μικρό φωτεινό κύκλο γύρω από το σώμα του, αντιφεγγί­ζοντας την απαστράπτουσα γυαλάδα από τους κόμπους του ιδρώ­τα στο λαιμό και το πρόσωπο του. Καμιά κίνηση του σώματος του δεν έδειξε έστω και ελάχιστα ότι με είχε ακούσει να μπαίνω.

«Ξενοφώντα...» είπα με κάποια επιφύλαξη, από φόβο ότι ξαφ­νικά είχε ανεβάσει πυρετό. «Ξενοφώντα! Οι άντρες έχουν συγκε­ντρωθεί και σε περιμένουν. Ξέρεις τι θα τους πεις;»

Έμεινε σιωπηλός και αργά, με έναν αναστεναγμό που έμοια­ζε να πηγάζει βαθιά μέσα από το στέρνο του, άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε χωρίς να τ' ανοιγοκλείσει μέσα στο αμυδρό φως.

«Όχι. Τώρα προσεύχομαι».

322 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Έκανα μια παύση έκπληκτος και στύλωσα τα μάτια μου στα δικά του για αρκετή ώρα.

«Μόνος; Χωρίς θυσία ή σπονδή;» Όιαν προσεύχεται κανείς για κάτι τόσο πολύτιμο όσο η επιβίωση, θα έπρεπε τουλάχιστον να μπει στον κόπο να προμηθευτεί ένα κατσικάκι, να ζητήσει τη συν­δρομή κάποιου ιερέα κι ύστερα να εκτελέσει μια καθωσπρέπει θυ­σία μπροστά στους άντρες.

Ο Ξενοφώντας κούνησε το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια. Οι θεοί είδαν μέσα στην ψυχή μου στους Δελφούς και βλέπουν μέσα της και τώρα. Ξέρουν καλά ότι η θυσία που κάνω ξεπερνάει κάποιο κατσίκι πάνω σ' ένα βωμό. Και δεν προσεύχο­μαι βέβαια για την επιβίωση».

«Τότε σίγουρα θα προσεύχεσαι να κρατηθεί μακριά μας το χέρι του εχθρού...»

«Ούτε αυτό. Όλοι μας θα πεθάνουμε, σε πέντε ώρες ή σε πε­νήντα χρόνια, και, μα την αλήθεια, δεν το θεωρώ πρέπον να ικε­τεύω τους θεούς να παρατείνουν τον καθορισμένο μου χρόνο. Η ψυχή μου είναι βαρυφορτωμένη, Θέο. Αισθάνομαι ότι ανέλαβα ένα καθήκον πολύ βαρύ. Απλά προσεύχομαι να μου δώσουν τη δύ­ναμη οι θεοί να ζήσω το διάστημα που μου απομένει όσο πιο έ­ντιμα μπορώ». Με κοίταξε κι άνοιξε τα χείλη του λες κι ήθελε να πει περισσότερα, αλλά μετά σώπασε. Του έδειξα με το κεφάλι ό­τι οι άντρες τον περίμεναν απέξω. Μου έγνεψε κι αυτός με το κε­φάλι και σηκώθηκε κι ύστερα βγήκαμε και οι δύο απ' τη σκηνή και προχωρήσαμε προς το φως.

Όταν φτάσαμε στο σημείο της συνάντησης, είδα μια τεράστια δυνατή φωτιά να καίει, με πελώρια φλόγα που σκόρπιζε φως στα είκοσι μέτρα προς όλες τις κατευθύνσεις, φωτίζοντας τα αδημο-νούντα και σε εγρήγορση πρόσωπα εκατό αντρών, τους περισ­σότερους από τους οποίους είχα δει ή είχα συναλλαγές μαζί τους στη διάρκεια της πορείας μας εδώ και καιρό, αλλά δεν ήξερα τα ονόματα τους. Είχε διαδοθεί η φήμη σε όλο το στρατόπεδο ότι θα γινόταν μια συνάντηση για ν' αποφασιστεί η τύχη του στρατού και ορισμένοι από άλλες ομάδες, από περιέργεια και φόβο, είχαν συγκεντρωθεί πίσω από τον κύκλο των νεότερων αξιωματικών,

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 323

γύρω από την πυρά του στρατοπέδου, περιμένοντας ν' ακούσουν τι θα συνέβαινε και να τα μεταδώσουν στους συντρόφους τους. Η φωτιά τριζοβολούσε και σπίθιζε και όταν ολόκληροι οι κορμοί που είχαν στοιβαχτεί στην κορυφή πήραν σιγά σιγά να καίγονται, η φλόγα άρχισε να μουγκρίζει, σαν ποτάμι ή σαν τη θάλασσα που βροντάει με πάταγο, στέλνοντας γλώσσες φωτιάς και σπίθες να γλείφουν τα ουράνια και να ενώνονται με τα αστέρια - ένας τε­ράστιος φωτεινός φάρος φεγγοβόλησε περιφρονητικά προς τους εχθρούς, αποκαλύπτοντας τη θέση μας και προκαλώντας τους ξε­κάθαρα να επιτεθούν, γνέφοντας με τη ζεστασιά της, αλλά ταυ­τόχρονα αποτρέποντας και απειλώντας με το άγριο, επίμονο μου­γκρητό της. Οι άντρες κοίταζαν σαν υπνωτισμένοι στο κατάφω-το κέντρο της και τα πρόσωπα τους, όπως και του Ξενοφώντα, γυά­λιζαν από τον ιδρώτα, ορισμένοι από αυτούς μάλιστα μουρμού­ριζαν. Αναρωτήθηκα αν οι άντρες, χάνοντας την ελπίδα τους, εί­χαν χάσει μαζί και τα λογικά τους και αν ο Ξενοφώντας, φέρνο­ντας τους εδώ, τους οδηγούσε στην τρέλα.

Ο Ιερώνυμος πλησίασε τη φωτιά, με τις τρεμουλιαστές σκιές να υπερτονίζουν τις ήδη βαθιές χαρακιές στο δέρμα του ανεμο-δαρμένου, ζαρωμένου του προσώπου, και μίλησε λακωνικά με την τραχιά φωνή του:

«Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, συγκεντρωθήκαμε από­ψε εδώ για να βρούμε μια κοινή στρατηγική. Ένας ανάμεσα μας, ο Ξενοφώντας, πήρε την πρωτοβουλία και τον καλώ να μιλήσει όπως έκανε και στους αξιωματικούς του Πρόξενου πρωτύτερα α­πόψε».

Ο Ξενοφώντας σηκώθηκε και κάλυψε τα ίδια θέματα όπως και προηγουμένως, αν και πιο αργά και πιο εκτεταμένα. Προτού όμως κλείσει το λόγο του, κοίταξα πέρα από το κοντινό φως της φωτιάς και κατάπληκτος αντίκρισα όχι μόνο τους εκατό αξιωμα­τικούς και τις σκόρπιες συντροφιές των αντρών που είχαν την πε­ριέργεια να δουν τι συζήτηση γινόταν γύρω από τη μεγάλη φω­τιά, αλλά μάλλον, από ό,τι φαινόταν, όλο το στρατόπεδο, δέκα χι­λιάδες πεντακόσιους άντρες, καθώς υπήρχαν και πολλοί από το μπουλούκι που ακολουθούσε το στρατό και είχαν συγκεντρωθεί

324 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

εκατοντάδες μέτρα γύρω από τον τόπο της συγκέντρωσης, πολύ πιο πέρα από εκεί που έφτανε το φως της φωτιάς. Στρατιώτες που στέκονταν παραταγμένοι δίπλα σε στρατιώτες, πλύστρες που ανέβαιναν με τη σειρά η μία στους ώμους της άλλης για να δουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών, έμποροι που είχαν α­πλωθεί άτακτα σ' όλη την περιοχή και δεν μπορούσαν ακόμα ν' αποφασίσουν αν θα ταύτιζαν την τύχη τους με αυτή των συντρό­φων, τους Ελλήνων ή θα επαφίονταν στο έλεος των Περσών - το τεράστιο πλήθος παρ' όλα αυτά ήταν σιωπηλό. Όλα τα μάτια ή­ταν καρφωμένα πάνω στον Ξενοφώντα, περιμένοντας τα λόγια που θα έκριναν αν επρόκειτο να παραδοθούν στον εχθρό για σκλαβιά και θάνατο ή αν είχαν λόγο να ελπίζουν ότι θα μπορού­σαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Κι ο Ξενοφώντας είπε κλεί­νοντας την επίκληση του προς τους αξιωματικούς:

«Έχουμε μια ευκαιρία μπροστά μας. Δέκα χιλιάδες στρατιώ­τες έχουν στραμμένα τα μάτια τους πάνω σας. Δυο μέρες τώρα εί­ναι αποθαρρυμένοι, χωρίς καν την επιθυμία να ζήσουν. Κι όμως, να που τώρα βρίσκονται εδώ, συγκεντρώνοντας τη λίγη ελπίδα που τους έχει ακόμα απομείνει. Αν δουν ότι εσείς είστε αποθαρ­ρυμένοι και φοβισμένοι, θα δειλιάσουν. Αν τους αφήσετε ν' ανα­ρωτιούνται για το τι θα τους συμβεί και πιστέψουν ότι είναι α­βοήθητοι, θα μείνουν αδρανείς. Αν όμως σας δουν να εξουσιάζε­τε την τύχη σας, έτοιμοι ν' αντιμετωπίσετε τον εχθρό, και τους ζητήσετε να σας βοηθήσουν στο έργο αυτό, να είστε σίγουροι ό­τι θα σας ακολουθήσουν και θα σας μιμηθούν και θα το κάνουν ευχαρίστως. Στο στρατό εσείς είστε οι προνομιούχοι. Δε μεταφέ­ρετε αποσκευές, παίρνετε υψηλότερο μισθό, διευθύνετε τις μάχες πίσω από τις γραμμές του μετώπου. Δίκαιο, λοιπόν, είναι να ε­πωμιστείτε ένα επιπλέον καθήκον τώρα.

«Γνωρίζουμε ότι ο Τισσαφέρνης μάς άρπαξε ό,τι μπορούσε μέχρι τώρα. Πιστεύει ότι είμαστε τσακισμένοι και σχεδιάζει να μας καταστρέψει και ν' απαλλάξει οριστικά τη χώρα από εμάς. Δεν είναι, όμως, παρά ένας βάρβαρος! Πρέπει ν' αντιστρέψουμε την κατάσταση και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να του αντι­σταθούμε. Έχουμε το ισχυρότερο όπλο - δέκα χιλιάδες δυνατούς

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 325

άντρες, εκπαιδευμένους να μάχονται με συνοχή. Και ξέρετε κα­λά πως τη νίκη στον πόλεμο δεν τη φέρνει η αριθμητική δύναμη, αλλά μάλλον το ψυχικό σθένος και η θέληση. Όποιος στρατός εί­ναι πιο αποφασισμένος, αυτός είναι που θα υπερισχύσει. Μάθε­τε το καλά αυτό κι εφαρμόστε το. Φανείτε άντρες! Και να είστε βέβαιοι ότι οι άλλοι θα σας ακολουθήσουν».

Ο αναστεναγμός ανακούφισης και επιδοκιμασίας από τους ε­κατό άντρες γύρω από τη φωτιά ήταν έκδηλος. Ο ενθουσιασμός απλώθηκε προς τα πίσω, πέρα από το φως της πυράς, κατά κύ­ματα, με επιταχυνόμενη ορμή καθώς παρασυρόταν, και γύριζε πί­σω με αυξημένη δύναμη, σαν κύματα ωκεανού που αποτραβιού­νται από την ακτή και προστίθενται στην τρομερή δύναμη των νέ­ων κυμάτων. Οι άντρες άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους, πρώτα σι­γανά και μετά με αυξανόμενη ένταση, ώσπου μια φωνή ξεκομμένη άρχισε να λέει ρυθμικά «Ξε-νο-φώ-ντας! Ξε-νο-φώ-ντας!», για να ενωθούν αυτόματα μαζί της καμιά δεκαριά άλλες, ύστερα εκατό, ώσπου όλος ο στρατός όρθιος, και ακτινοβολώντας από την ε­κτυφλωτική φωτιά, φώναζε ουρλιάζοντας το όνομα του. Στεκό­μουν καθηλωμένος και θορυβημένος από την παρόρμηση που εί­χε δημιουργηθεί λίγες μόλις ώρες πριν ως αποτέλεσμα ενός ανη­συχητικού ονείρου, βλέποντας για δεύτερη φορά εκείνη τη νύχτα την καθαρτική και ταυτόχρονα καταστροφική δύναμη της φω­τιάς πάνω στις τύχες των αντρών, ακολούθησα, όμως, τη συμ­βουλή του Ξενοφώντα κι έκανα το πρόσωπο μου ν' αναδεικνύει μια έκφραση σιγουριάς, πιάνοντας την κουβέντα χαμογελαστά με ορισμένους από τους άντρες του Πρόξενου, ενώ οι ζητωκραυ­γές κυριολεκτικά μας έλουζαν.

«Πιστεύεις, αλήθεια, ότι μπορούμε να το πετύχουμε αυτό;» Η Αστερία σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε συλλογισμένη, ενώ καθόμαστε σε μια μεγάλη πέτρα, παρακολουθώντας τη μεγάλη φωτιά να σβήνει ως τα κάρβουνα και τους τελευταίους στρατιώ­τες και πολίτες που ακολουθούσαν το στράτευμα να τυλίγονται στις κουβέρτες τους, κουβεντιάζοντας για τις βραδινές εξελίξεις.

326 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Σήκωσα τους ώμους. «Τι σε κάνει να μην το πιστεύεις; Είδε έ-να όνειρο, ένα έντονο όνειρο, και πιστεύει ότι είναι εντεταλμένος από τους θεούς».

«Εντεταλμένος από τους θεούς; Θέο, οι άνθρωποι αυτοί είναι όχλος! Για το μπουλούκι, τουλάχιστον, που ακολουθεί το στρατό, ο Κλέαρχος ήταν απλώς ένα όνομα - δε γνώριζαν τίποτα για το ιστορικό του, τις ικανότητες, τα προσόντα του. Τον ακολουθού­σαν απλώς επειδή αυτοαποκαλούνταν αρχηγός του στρατού. Δεν πρέπει να θεωρείς δεδομένο ότι θα δείξουν μεγαλύτερη υπακοή στο πρόσωπο του Ξενοφώντα απ' όση έδειχναν σ' αυτόν. Αν ο γε­λωτοποιός του Κύρου σηκωνόταν πάνω και αυτοαναγορευοταν στρατηγός, θα τον επευφημούσαν κι αυτόν το ίδιο δυνατά».

Η αναφορά στο όνομα του Κύρου μ' έκανε να μορφάσω. «Αστερία, τον Ξενοφώντα δεν τον επευφήμησε μόνο το μπο-

λούκι που ακολουθεί το στρατό -τα ίδια τα ελληνικά στρατεύματα ήταν αυτά που τον υποστήριξαν απόψε».

Με κοίταξε αποθαρρυμένη. «Αν αυτό σε παρηγορεί, τότε εί­σαι κι εσύ όσο κι εκείνοι μέρος αυτού του όχλου».

Τα λόγια της μ' εκνεύρισαν το κατάλαβε όμως κι ακούμπησε ελαφρά το χέρι της στο μπράτσο μου.

«Θέο, είσαι απελεύθερος, όχι σκλάβος, κι ακόμα κι αν ήσουν δε­μένος μαζί του, αυτές είναι περίεργες συνθήκες, όπου οι διακρίσεις μεταξύ δούλου και κυρίου δεν ισχύουν πάντα. Δεν έχεις καμιά α­νάγκη να συνταυτίζεσαι με την οχλοκρατία. Είσαι μορφωμένος, δυνατός, ικανός να σκέφτεσαι - γιατί να υφίστασαι τα περιστα­σιακά καπρίτσια των τυραννίσκων Σπαρτιατών του Κλέαρχου;»

Της έριξα ένα περιφρονητικό βλέμμα. «Απορρίπτω την άπο­ψή σου. Είναι ανώφελο ακόμα και να κάνεις τέτοιες σκέψεις. Τι πρέπει να κάνω - να σηκωθώ πάνω και να διαχωρίσω τη θέση μου και να διακηρύξω δημόσια ότι τα διαπιστευτήρια του Ξενοφώντα για το αξίωμα του στρατηγού δεν είναι τόσο εντυπωσιακά όσο περίμενα, απειλώντας ν' αποσύρω την υποστήριξη μου; Ευχαρι­στώ, αλλά θα το διακινδυνεύσω μαζί με τον όχλο».

Η Αστερία σούφρωσε τα χείλη της σφιχτά και κοίταξε το έ­δαφος σιωπηλή, τρίβοντας ασυναίσθητα τα δάχτυλα των χεριών

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 327

της που είχαν σκληρύνει από την πολύωρη μεταφορά νερού με νε-ροκολοκύθες και κουβάδες κρεμασμένους από λεπτά δερμάτινα λουριά.

«Δεν εννοούσα αυτό και το ξέρεις», μουρμούρισε απαλά. «Με­ρικές φορές νομίζω ότι σκόπιμα ενεργείς απερίσκεπτα».

«Με κολακεύεις», της απάντησα ξερά, «αφού θεωρείς ότι πρό­κειται μόνο για ενέργεια».

«Θέο, δε χρειάζεται να γίνει έτσι. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μες στη βρομιά, να φοβόμαστε καθημερινά για τη ζωή μας και ν' αναρωτιόμαστε πού θα βρούμε το επόμενο γεύμα μας».

«Τι θέλεις να πεις;» «Έχω... δικούς μου εδώ γύρω. Θα μας καλοδεχτούν, για όλη

μας τη ζωή. Δε θα οφείλεις τίποτα σε κανέναν, θα σε τιμήσουν δε­όντως κι εγώ θα μπορούσα...»

Οι λέξεις άρχισαν να μπερδεύονται η μία με την άλλη από τη συγκίνηση της, τα χέρια της να κουνιούνται ακατάπαυστα στην προσπάθεια της να συγκροτήσει το χειμαρρώδη λόγο της. Την έ­πιασα από τους ώμους δυνατά και τη γύρισα ακριβώς κατάφατσά μου, αναγκάζοντας τη να με κοιτάξει στα μάτια.

«Εννοείς να λιποτακτήσουμε; Ο θάνατος τόσων Ελλήνων, ο θά­νατος του Κύρου δεν έχουν λοιπόν καμιά σημασία για σένα, αφού φτάνεις να λες κάτι τέτοιο; Ν' αυτομολήσουμε στον εχθρό;»

Έγλειψε τα χείλη της και μέτρησε προσεκτικά τα λόγια της προτού απαντήσει.

«θέο, βλέπεις τα πάντα είτε μαύρα είτε άσπρα. Δεν είναι όλοι οι Πέρσες εχθροί σου, ούτε όλοι οι Έλληνες φίλοι σου. Ακόμα κι ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και τα δύο, να μην έ­χει αμιγές πνεύμα και πρόθεση, μπορεί μερικές φορές να ενεργεί σαν να είναι δύο διαφορετικά άτομα. Ο Κύρος ήταν Πέρσης, παρ' όλα αυτά πολέμησες γι' αυτόν. Κι ο πατέρας μου είναι Πέρσης, παρ' όλα αυτά... εγώ βρίσκομαι εδώ. Ανατράφηκα ανάμεσα σε Πέρ­σες. Ο Αρταξέρξης μου φερόταν πάντα με καλοσύνη, σαν αγαπη­μένη του ανιψιά, και θα σε δεχόταν κι εσένα σαν... σαν ανιψιό του».

«Κι ο πατέρας σου, Αστερία; Φοβόσουν ότι θα με αντιμετώπιζε σαν προδότη της τιμής του».

328 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

«Το έχω σκεφτεί κι αυτό. Θα μπορούσαμε να πάρουμε κά­ποια μέτρα προτού φύγουμε που θα του μαλάκωναν την καρδιά... αν ήθελες...»

Κοίταξα έντονα τα ικετευτικά της μάτια και χάθηκα μέσα τους για μια στιγμή, καθώς συλλογιζόμουν ακαθόριστα την παράξενη πρόταση της. Όταν όμως ξαναβρήκα τον εαυτό μου, κούνησα το κεφάλι μου, αμφιβάλλοντας αν θα μπορούσα ποτέ να δεχτώ μια τέτοια ιδέα.

«Δε χωρά καμία συζήτηση. Ξέρω ότι έχεις καλές προθέσεις, αλ­λά δε θα μπορούσα ποτέ να εγκαταλείψω τους Έλληνες, ούτε να προδώσω ποτέ τον Ξενοφώντα».

Δάγκωσε τα χείλη της και στύλωσε τα μάτια στο έδαφος με σιωπηλή απογοήτευση.

«Δε θα σου το αναφέρω ξανά, Θέο». Της έγνεψα σιωπηλά, ενώ ένα κύμα ευγνωμοσύνης και ανα­

κούφισης με πλημμύρισε. Μια ανησυχητική ιδέα όμως πέρασε ξαφνικά από το μυαλό μου.

«Αστερία... στα Κούναξα, όταν σ έσυραν έξω από τη σκηνή του Κύρου, γιατί ο Τισσαφέρνης σκότωσε αντί για σένα τον ίδιο το σω­ματοφύλακά του;»

Με κοίταξε ήρεμα και κατέβασε απαλά από τους ώμους της τα βαριά μου χέρια.

«Είναι αυτό που σου έλεγα προηγουμένως: δεν είναι όλοι οι Πέρσες εχθροί σου, Θέο...»

Εξακολούθησα να την κοιτάζω σιωπηλός, περιμένοντας ν' α­ποτελειώσει τη φράση της.

«Ούτε όλοι οι Έλληνες είναι φίλοι σου».

2

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ξημέρωσε ψυχρό και κρύο, με ένα δυνατό ψι-λόβροχο που διέψευδε ότι βρισκόμαστε σε μια απέραντη, έρημη πεδιάδα. Τα σύννεφα κρέμονταν χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας και η κατάξερη γη είχε προ πολλού απορροφήσει όποια ε­λάχιστη υγρασία μπορούσε να συγκρατήσει και τώρα αρνιόταν να δεχτεί άλλη. Το νερό απλώς κυλούσε στην επιφάνεια, σαν σε ρη­χή, λασπωμένη λίμνη, αντανακλώντας τη δυστυχία μας και α­πορρίπτοντας κάθε θλιβερή μας απόπειρα να βρούμε ένα στεγνό μέρος για να καθίσουμε, να σταθούμε ή ν' ανάψουμε φωτιά.

Οι άντρες ήταν κουρασμένοι και ανήσυχοι και δεν υπήρχε τί­ποτα να φάμε για πρωινό. Οι στρατιώτες στριφογύριζαν άσκοπα, εκτελώντας τα καθήκοντα τους έτσι, χωρίς ειρμό, νιώθοντας πά­λι εκείνη την απόγνωση που τους βάραινε μετά τη σφαγή του Κλέ­αρχου και των άλλων αξιωματικών. Ψηλά στην κορυφογραμμή βρισκόταν παραταγμένο ακριβώς απέναντι μας ένα σώμα εχθρι­κού ιππικού που όλο και μεγάλωνε, με τις λόγχες ζυγιασμένες και τα λάβαρα ν' ανεμίζουν, έτοιμο από ό,τι φαινόταν για έφοδο, κα­τατρομάζοντας το δικό μας στράτευμα, του οποίου ολόκληρη η δύναμη σε άλογα δεν αριθμούσε πάνω από σαράντα.

Ο Ξενοφώντας πλησίασε τον Χειρίσοφο, τον ανώτερο σε βαθ­μό Σπαρτιάτη που είχε απομείνει στο στρατό και καλό, παλιό στρατιώτη, τον οποίο εκτιμούσαν πολύ οι άντρες. Μια πρώτη μα­τιά στο ανεμοδαρμένο δέρμα του βετεράνου και τα κυματιστά μολυβένια μαλλιά και γένια θα έκανε κάποιον ν' αναρωτηθεί πώς ένας άνθρωπος τόσων χρόνων μπόρεσε να επιζήσει της δύσκολης πορείας του μέχρι εδώ. Και πραγματικά, καθόταν συχνά σιωπη­λός και ξεκομμένος από τους στρατιώτες, δείχνοντας να λαγο-

330 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κοιμάται, σαν κανένας ηλικιωμένος υπηρέτης που οδεύει ήσυχα προς αποχώρηση. Η εμφάνιση του, όμως, ήταν απατηλή, μια και ο Χειρίσοφος ήξερε απλά να χειρίζεται τις δυνάμεις του. Όταν τον καλούσαν να δράσει, ήταν ακμαίος σαν εικοσάχρονος έφηβος, κι όταν θύμωνε, ξεσπούσε σε εκκωφαντικές βλαστήμιες που θα κα-τσάρωναν το γένι και του πιο βλάσφημου Σπαρτιάτη στα πέριξ. Ο Χειρίσοφος είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κλέαρχου είκοσι χρόνια και ήταν ο μόνος άντρας που μπορούσε ν' αντέξει τις α­πειλές και τη μανία του βίαιου στρατηγού χωρίς το φόβο τιμωρίας, πιθανόν ο μόνος στρατιώτης που ο Κλέαρχος είχε πραγματικά σε εκτίμηση. Αυτό τον άντρα πλησίασε ο Ξενοφώντας.

«Χειρίσοφε, χρειάζομαι την καθοδήγηση σου. Οι Σπαρτιάτες σου ξεστήνουν το στρατόπεδο και διατηρούν την τάξη σαν στρα­τιώτες σε πεδίο ασκήσεων, αλλά οι υπόλοιποι στρατιώτες μοιά­ζουν με γριές γυναίκες».

«Κι εγώ το παρατήρησα», είπε ξερά ο Χειρίσοφος, μασώντας ένα φυλλαράκι χόρτου και παρακολουθώντας τις τσαπατσούλικες προετοιμασίες των άλλων στρατιωτών και το σχεδόν απολύτως ανοργάνωτο χάος του μπουλουκιού που συνόδευε το στρατό. Οι βαθιές ρυτίδες στις άκρες των ματιών του δεν ήταν αποτέλεσμα εκφράσεων χαράς, όπως συμβαίνει σε ορισμένους ηλικιωμένους, αλλά μάλλον δήλωναν πολύωρη ενατένιση κάτω από έντονο ήλιο και τελικά κάτι σαν κούραση και πλήξη για τον κόσμο. «Και πι­στεύω ότι θα έπρεπε ν' απαλλαγούμε από ορισμένους πολίτες που ακολουθούν το στρατό, με τη δυστυχία που μας δέρνει».

Ο Ξενοφώντας αγνόησε το σκληρό σχόλιο. «Κοίτα, χτες τη νύ­χτα με ψήφισες για να σας οδηγήσω βόρεια - σε είδα. Αποτελώ, όμως, ένα μεγάλο ερωτηματικό. Οι άντρες σ' εσένα στρέφονται. Πάρε μερικούς από τους συναδέλφους σου και σκορπιστείτε α­νάμεσα στους στρατιώτες. Μίλησε τους και αναπτέρωσε το ηθι­κό τους αν μπορείς. Μίλα τους σαν φίλος. Δεν έχω απώτερα κί­νητρα με το να θέλω να ηγηθώ, αλλά μπορεί και να μην το πι­στεύουν. Πείσε τους ότι είναι ανάγκη να μετακινηθούμε».

Ο Χειρίσοφος τον κοίταξε αρκετή ώρα, σαν ν' αξιολογούσε τη σκέψη του. Αναρωτήθηκα μήπως ο Χειρίσοφος επέλεγε απλά να

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 331

επιστρέψει μόνος στην πατρίδα, συνοδευόμενος μόνο από τους Σπαρτιάτες του, παρά να φορτωθεί ένα πλήθος από κατώτερους στρατιώτες άλλων ελληνικών πόλεων και έναν πραγματικά δεύ­τερο στρατό από ετερόκλητους παρίες που ακολουθούσαν το στρατό. Από ό,τι φάνηκε, αποφάσισε υπέρ του Ξενοφώντα, αφού, μετακινώντας επιφυλακτικά το χόρτο που μασούλιζε στην άλλη άκρη του στόματος του, κοίταξε προς τους στρατιώτες του και κάλεσε τρεις τέσσερις από τους ιλάρχους του.

Όσο ο Χειρίσοφος έκανε βόλτες και μιλούσε ήσυχα με τους άντρες κατά μικρές ομάδες, ο Ξενοφώντας κανόνισε να παρευ­ρίσκεται στις συζητήσεις τους τάχα από σύμπτωση και ρωτούσε τους άντρες να του πουν τις ανησυχίες τους.

«Το ιππικό!» φώναξε ένας. «Πώς περιμένεις από μας να ξα­ναγυρίσουμε στον Τίγρη, πολεμώντας ενάντια σε ιππικό δέκα χι­λιάδων αντρών, όταν εμείς δεν έχουμε καθόλου;»

Ο Ξενοφώντας κοίταξε σκεφτικός κατά την κορυφογραμμή, ό­που η ίλη του βασιλικού ιππικού εξακολουθούσε ν' αυξάνει σε δύ­ναμη και τώρα ζυγιαζόταν από πάνω μας σαν μαύρος μοχθηρός κεραυνός έτοιμος να εκραγεί. Πίεσε τον εαυτό του να ξαναχα-μηλώσει το βλέμμα του στους στρατιώτες που είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του αδημονώντας σιωπηλά. Διέκρινα τις ουλές τους, τους ροζιασμένους μυώδεις ώμους τους, τις μακριές σπαρ­τιάτικες πλεξίδες που προκαλούσαν πάντα φόβο στους εχθρούς, τις συμπαγείς, βαριές δρύινες και ορειχάλκινες ασπίδες που τις κουνούσαν λες και ήταν φτιαγμένες από πάπυρο, τα κοντά αλλά θανατερά ξίφη τους που το καθένα τους είχε σκοτώσει καμιά δε­καριά ή και παραπάνω άντρες στη μάχη. Και ήξερα πέρα από κά­θε αμφιβολία ότι οι Πέρσες ιππείς, παρόλο που ήταν οι καλύτε­ροι ιππείς στον κόσμο και καβαλίκευαν τα καλύτερα άτια, ήταν άντρες όπως κι εμείς, αλλά όχι σαν εμάς. Γιατί αυτοί ήταν Πέρ­σες κι εμείς Έλληνες.

«Είστε αποθαρρυμένοι επειδή ο εχθρός έχει ιππικό κι εμείς δεν έχουμε;» ρώτησε ο Ξενοφώντας με έκφραση δυσπιστίας. «Το ιπ­πικό όμως δεν είναι παρά άντρες καβάλα σε άλογα! Θα έβαζα ο­ποιαδήποτε μέρα να αναμετρηθούν οι δέκα χιλιάδες έφιπποι ά-

332 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ντρες τους ενάντια στους δέκα χιλιάδες δικούς μας που πατούν σε ασφαλές και σταθερό έδαφος. Κανείς δεν έχει πεθάνει ποτέ στη μάχη από κλοτσιά αλόγου, μόνο από ξίφος ή ακόντιο, και τα δι­κά σας σπαθιά έχουν περάσει πολύ περισσότερο χρόνο μέσα σε περσικές κοιλιές απ' όσο υπολογίστηκε ποτέ για όπλο. Οι Πέρ­σες βρίσκονται πάνω στην κορυφογραμμή προσπαθώντας να συ­γκεντρώσουν το θάρρος τους για να μας επιτεθούν και φοβούνται μήπως πέσουν από το άλογο τους όσο φοβούνται και το σιδερέ­νιο μαχαίρι των Ελλήνων στα σπλάχνα τους. Είμαι ένας καλά εκ­παιδευμένος ιππέας και, πιστέψτε με, τα άλογα είναι τρομακτι­κά λόγω μεγέθους και ταχύτητας, αλλά δεν πλεονεκτούν απένα­ντι σε μια φάλαγγα Ελλήνων οπλιτών - με εξαίρεση ότι ένας δει­λός μπορεί να τραπεί σε φυγή γρηγορότερα πάνω σε ένα άλογο!»

Με αυτό το τελευταίο οι άντρες γέλασαν και ξαναζωντάνεψαν φανερά και η απόδειξη ήταν ορισμένα σκόρπια χτυπήματα ξιφών πάνω στις ασπίδες. Είδα τους ιππείς του Τισσαφέρνη να στέκο­νται σαν αποσβολωμένες φιγούρες πάνω στην κορυφογραμμή, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον την υπόθεση, παρόλο που δεν μπορούσαν ν' ακούσουν τα λόγια.

«Θα είμαι σύντομος. Οι εχθροί πίστεψαν ότι αν σκοτώσουν τους αρχηγούς μας θα καταρρεύσουμε και θα εξαφανιστούμε. Έκαναν όμως λάθος. Τα περσικά στρατεύματα αποτελούνται από ξένους που εξαναγκάζονται να πολεμούν υπό την απειλή του μαστιγίου και της εκτέλεσης. Νομίζουν ότι, επειδή ο δικός τους στρατός θα δια­λυόταν χωρίς τα μαστίγια των αξιωματικών τους, όλοι οι στρατοί είναι το ίδιο. Εμείς, όμως, είμαστε 'Ελληνες! Σκοτώνοντας τον Κλέ­αρχο θα δουν να ξεπετάγονται και να παίρνουν τη θέση του δέκα χιλιάδες νέοι Κλέαρχοι. Είστε όλοι Κλέαρχοι τώρα!»

Οι άντρες ξέσπασαν σε δυνατές επευφημίες και καθώς ο δυ­νατός άνεμος παρέσυρε τον ήχο πέρα από την άδεια πεδιάδα, εί­δα σποραδικά μερικά περσικά άλογα να σηκώνονται στα πισινά τους πόδια τρομαγμένα.

«Αν επιθυμείτε να ξαναδείτε τους αγαπημένους σας, να 'χετε στραμμένα τα μάτια σας στο δρόμο βόρεια, προς τη Μαύρη θά­λασσα. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μπορούμε να πάρουμε.

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 333

Κάψτε τις επιπλέον σκευοφόρους και έτσι δε θα ταξιδεύουμε υ­πόδουλοι των αποσκευών μας. Κάψτε επίσης και τις σκηνές, να κοιμάστε σαν Σπαρτιάτες. Τα υπάρχοντα είναι βάρος και δε συ­νεισφέρουν στις μάχες μας. Όσο περισσότεροι άντρες οπλισμέ­νοι και όσο λιγότεροι σπρώχνουν σκευοφόρους, τόσο το καλύτε­ρο για μας. Αν ηττηθούμε, όλα όσα μεταφέρουμε θ' ανήκουν στον εχθρό σε κάθε περίπτωση. Αν πάλι νικήσουμε, θα πάρουμε λά­φυρα και θα χρησιμοποιήσουμε τους εχθρούς για βαστάζους».

Χτυπώντας τα όπλα τους, οι άντρες ξέσπασαν σε ζητωκραυ­γές κι έτρεξαν να μαζέψουν τις σκηνές και τα πλεονάζοντα εφό­δια για να τα ρίξουν στη μεγάλη φωτιά. Όσοι ανήκαν στο άτα­κτο πλήθος έκλαιγαν και έσφιγγαν τα χέρια τους, αλλά οι στρα­τιώτες τους αγνοούσαν ή τους αποσπούσαν με βία τα πράγματα που κρατούσαν σφιχτά, ξέροντας ότι κάθε άχρηστο εφόδιο που έβγαζαν από τη μέση τώρα θα τους επέτρεπε να κουβαλήσουν έ­να επιπλέον ζευγάρι τόξα και πιθανόν να σώσουν τη ζωή του ά­θλιου εκείνου που τα πράγματα του επρόκειτο να ριχτούν άσπλα­χνα στη φωτιά. Ένα μεγάλο σύννεφο πηχτού μαύρου καπνού ση­κώθηκε στον αέρα, αλλά δεν ανέβηκε πάνω από λίγα μέτρα, για­τί το ψιλόβροχο είχε γίνει πια κανονική νεροποντή που έμοιαζε να πιέζει και ν' αναγκάζει τον καπνό να κατακάθεται, καθώς α­πλωνόταν πάνω από την πεδιάδα, εμποδίζοντας τη θέα στους Πέρσες ιππείς που μας παρακολουθούσαν. Ο Ξενοφώντας έστειλε ιππείς με όσα άλογα είχαν απομείνει να παρακολουθούν το στρα­τό του Τισσαφέρνη όσο διάστημα διαλύαμε το στρατόπεδο. Με τα λίγα πράγματα που είχαμε αφήσει, το έργο αυτό δεν πήρε πολ­λή ώρα.

Τον στρίμωξα σε ένα σύντομο διάστημα ηρεμίας. «Η Μαύρη Θάλασσα, Ξενοφώντα, απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από εδώ. Εί­ναι πέρα από τη Μηδία και τη χώρα των Καρδούχων και πέρα α­πό τα βουνά της Αρμενίας. Ο χειμώνας πλησιάζει. Έχεις συνει­δητοποιήσει τι ζητάς;»

Απέφυγε το βλέμμα μου καθώς έδενε τα σανδάλια του. «Είναι ο μόνος δρόμος που μας μένει», μουρμούρισε, επιτρέποντας για πρώτη φορά να σκοτεινιάσει το πρόσωπο του από μια έκφραση

334 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

αποθάρρυνσης. «Το ξέρεις ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε α­πό το δρόμο που ήρθαμε, μέσα από την έρημο, και οι δρόμοι προς τα δυτικά, διά μέσου της Μικράς Ασίας, είναι αδιάβατοι. Η μόνη μας ελπίδα είναι να τραβήξουμε βόρεια, μέσα από τις ο­ροσειρές που καταλήγουν στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί υπάρχουν μικρές ελληνικές εμπορικές πόλεις κολλημένες στη νότια ακτή σαν σειρά από μαργαριτάρια - η Σινώπη, τα Κοτύωρα, η Τρα­πεζούντα. Μπορούμε να συγκεντρώσουμε στόλο σε μία από αυ­τές και να επιστρέψουμε μέσα από τον Ελλήσποντο στην Ιωνία και από εκεί στην κυρίως Ελλάδα».

Ξεφύσηξα αγριεμένος. «Και πώς σκέφτεσαι ν' αγοράσεις στό­λο; Περιμένεις ν' αποσπάσεις χρυσό και λάφυρα από τις ορεσί­βιες φυλές που θα κατακτήσουμε καθ' οδόν; Από ό,τι θυμάμαι α­πό τον Ηρόδοτο, είναι ελάχιστα καλύτεροι από άγριοι».

Σταμάτησε να ασχολείται με ασήμαντα πράγματα και τελικά με κοίταξε καταπρόσωπο, σχεδόν θυμωμένα. «Ποιος μίλησε για αγορά στόλου; Μη με υποτιμάς, Θέο. Δεν ήταν μια αυθόρμητη α­πόφαση αυτή που πήρα. Φυσικά και δε θ' αγοράσουμε στόλο. Θα τον πάρουμε εκβιαστικά».

Το κοίταξα σαστισμένος. «Έλληνες κατοικούν σε όλη αυτή τη σειρά των εμπορικών

σταθμών, Θέο», συνέχισε, «αλλά αυτό σημαίνει ότι είναι αδέρφια μας; Δύσκολο το βλέπω. Θ' ανησυχήσουν όσο κι ο Αρταξέρξης ό­ταν θα μας δουν να φτάνουμε και θ' ανακουφιστούν το ίδιο όταν φύγουμε. Θα βιαστούν να μας δώσουν πλοία. Αν εσύ ήσουν κά­τοικος της μικρής πλινθόκτιστης Τραπεζούντας, θα σου άρεσε να δεις δέκα χιλιάδες άγριους, πεινασμένους μισθοφόρους να κα­τασκηνώνουν έξω από τα τείχη της πόλης σου;»

Παραδέχτηκα το επιχείρημα του, αλλά ήταν ακόμα αμφίβο­λο αν αυτό αποτελούσε επαρκή βάση για να σύρεις δέκα χιλιά­δες άντρες μέσα από τις οροσειρές το καταχείμωνο.

Ο Ξενοφώντας συσκέφθηκε και πάλι με τον Χειρίσοφο όσο ε­μείς συντασσόμαστε σε θέση μάχης και αποφάσισαν να παρατά­ξουν ένα ρηχό τετράγωνο, τοποθετώντας μαζί με τις αποσκευές που απέμεναν και τους ατάκτους στο κέντρο, για προστασία. Ο

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 335

Χειρίσοφος και οι Σπαρτιάτες του θα πήγαιναν μπροστά και θα διασπούσαν τυχόν επιθέσεις περσικών στρατευμάτων που θα γί­νονταν από μπροστά, ενώ ο Ξενοφώντας θα διοικούσε την οπι­σθοφυλακή, αποκρούοντας τυχόν παρεισφρήσεις από το ιππικό του Τισσαφέρνη κατά τις απόπειρες τους να διασπάσουν τις γραμμές μας και να φτάσουν τις σκευοφόρους.

Λίγο πριν αναχωρήσουμε, πληροφορηθήκαμε από τους ανι­χνευτές μας ότι πλησίαζε μια περσική αποστολή και ο Ξενοφώ­ντας κι εγώ πήγαμε απρόθυμα να τη συναντήσουμε, αμφιβάλλο­ντας αν μπορούσαν να μας φέρνουν κάποια καλή είδηση και αν μπορούσαμε να τους εμπιστευτούμε, ό,τι κι αν έλεγαν. Με έκπλη­ξη είδα τον Μιθριδάτη, έναν Έλληνα που είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Αριαίου και είχε πρόσφατα αποσκιρτήσει στον Τισ­σαφέρνη, να φτάνει καλπάζοντας με τριάντα ιππείς. Απηύθυνε θερμό χαιρετισμό στους φίλους του Έλληνες, αλλά ο Ξενοφώντας παρέμεινε ψυχρός.

«Τελείωνε γρήγορα την αποστολή σου, Μιθριδάτη, διαφορε­τικά η ελεύθερη άδεια κυκλοφορίας που έχεις θα σου είναι τόσο άχρηστη, όσο και αυτή που επιφύλαξαν στον Κλέαρχο οι γελοί­οι Πέρσες αφέντες σου. Θα γυρίσεις στην παράταξη σου κλα-ψουρίζοντας σαν σκυλάκι με την ουρά στα σκέλια».

Ο Μιθριδάτης έσφιξε τα χείλη του και κατέβηκε από το άλο­γο του. Με ένα νεύμα του Ξενοφώντα, μια ομάδα από γεροδε­μένους οπλίτες άρπαξαν το άλογο του και το απομάκρυναν. Ανά­γκασαν και τους άλλους Πέρσες που τον συνόδευαν να ξεκαβα-λικέψουν και πήραν και τα δικά τους άλογα στο καραβάνι με τις αποσκευές. Ο Μιθριδάτης διαμαρτυρήθηκε για τη συμπεριφο­ρά αυτή, αλλά ο Ξενοφώντας του εξήγησε: «Οι θεοί μάς απαγο­ρεύουν να καταπατήσουμε τον ιερό όρκο και να ασκήσουμε βία σε αγγελιοφόρους και πρέσβεις που έχουν άδεια να κυκλοφο­ρούν ελεύθερα». Και πρόσθεσε με ένα πικρό γέλιο: «Αλλά απ' ό­σο ξέρω δεν αναφέρουν τίποτα για τη συμπεριφορά μας προς τα ζωντανά».

Πλήθος άρχισε να συγκεντρώνεται για ν' ακούσει τη δια­πραγμάτευση και είδα την Αστερία να στέκεται μαζί με μια ο-

336 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μάδα άτακτων, τεντώνοντας το λαιμό της πάνω από τους άντρες που στέκονταν μπροστά της. Έπιασα τη ματιά της και μου έγνε­ψε ότι με αναγνώρισε με σφιγμένα χείλη, κάτι που έγινε ελάχιστα αντιληπτό, αλλά και με σκληρή έκφραση στα μάτια.

Ο Μιθριδάτης ανέκτησε την ψυχραιμία του: «Γνωρίζετε ότι ή­μουν πιστός στον Κύρο όσο ήταν ζωντανός και ότι παραμένω Έλληνας», είπε έπειτα από μια παύση, παρατηρώντας με παρά­πονο να βγάζουν τα πλούσια στολίδια από το άλογο του. «Πείτε μου τι προτείνετε κι αν πιστέψω ότι έχετε κάποια πιθανότητα ε­πιτυχίας, ευχαρίστως θα σας ακολουθήσω, μαζί με όλους τους ά­ντρες που διαθέτω. Να με θεωρείτε φίλο και συμβουλάτορά σας».

Ο Χειρίσοφος, που είχε στο μεταξύ έρθει κοντά μου, μίλησε περιφρονητικά. «Επιστρέφουμε στην πατρίδα και να πεις στον κύριό σου ότι θα διασχίσουμε γρήγορα τη χώρα, παίρνοντας μό­νο τα αναγκαία και προκαλώντας όσο το δυνατό λιγότερη κατα­στροφή, αν μας αφήσετε ήσυχους. Αν επιχειρήσει, όμως, κανείς να μας παρεμποδίσει, θα τον στείλουμε πίσω σκληρίζοντας σαν γουρούνι, είτε είναι Πέρσης είτε οποιοσδήποτε άλλος», είπε και αγριοκοίταξε τον Μιθριδάτη.

Ο Μιθριδάτης διατήρησε σταθερό το βλέμμα του κι ύστερα το απέστρεψε απορριπτικά και απευθύνθηκε και πάλι στον Ξενο­φώντα. «Είναι αδύνατο να διασχίσετε τη χώρα χωρίς τη συγκα­τάθεση του βασιλιά. Δεν έχετε προμήθειες και από ό,τι βλέπω τώ­ρα κάψατε και τα εφόδια σας. Μήπως ο βασιλιάς θα πρέπει να σας προμηθεύσει και σκηνές τώρα, όπως και άδεια ελεύθερης διέλευσης; Μήπως αρχίσετε να παραπονιέστε και για την ποιό­τητα του κρασιού που σας στέλνει για να σβήσετε τη δίψα σας;»

Ο Χειρίσοφος μούγκρισε λυσσασμένος και ρίχτηκε στον Μι­θριδάτη, σημαδεύοντας με το ξίφος το λαιμό του. Εγώ και μερι­κοί άλλοι τον συγκρατήσαμε, αλλά ο Μιθριδάτης ελάχιστα οπι­σθοχώρησε.

«Μιθριδάτη, έχεις το προνόμιο να κυκλοφορείς ελεύθερα και θα σε συμβούλευα να φύγεις τώρα, όσο ακόμα μπορείς», είπε ή­συχα ο Ξενοφώντας. «Οι στρατιώτες βρίσκονται υπό έλεγχο και έχουμε νέα ηγεσία. Θύμισε στον Τισσαφέρνη τη δειλία που έδει-

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 337

ξαν στα Κούναξα. Θα βαδίσουμε μέσα από τη χώρα του βασιλιά, με ή χωρίς τη συγκατάθεση του».

Ο Μιθριδάτης τον αγριοκοίταξε για μια στιγμή με ψυχρή ορ­γή και ύστερα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. Παίρνοντας βα­θιά ανάσα για να συγκεντρωθεί, αγνόησε και πάλι απροκάλυπτα τον Χειρίσοφο και απευθύνθηκε κατευθείαν στον Ξενοφώντα.

«Ο Τισσαφέρνης έχει μία ακόμα απαίτηση», είπε. «Να απε­λευθερώσετε όλους τους Πέρσες που κρατάτε ομήρους και τότε θα εξετάσει το ζήτημα να σας επιτρέψει να φύγετε ασφαλείς α­πό τα εδάφη του βασιλιά».

Στο σημείο αυτό οι Έλληνες αξιωματικοί έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο αμήχανα. Μου ξανάρθε στο μυαλό η συζήτηση που είχα με την Αστερία την προηγούμενη νύχτα κι όταν την κοίταξα απέφυγε το βλέμμα μου, καρφώνοντας τα μά­τια της μόνο στον Μιθριδάτη. Ο Ξενοφώντας έκανε ένα βήμα μπροστά προς το μέτωπο των Ελλήνων και στράφηκε για να μας αντικρίσει.

«Σύντροφοι Έλληνες!» φώναξε με καθαρή, επιτακτική φωνή και όλοι σώπασαν. «Αν κάποιοι αισθάνονται ότι ταξιδεύουν υπό πίεση ή πιστεύουν ότι θα είναι προς όφελος τους να πάνε με τους Πέρσες, μπορούν να το κάνουν τώρα, ανεμπόδιστα. Στέκομαι ε­δώ έτοιμος, αυτή ακριβώς τη στιγμή, να χορηγήσω ασφαλή μετά­βαση στις περσικές γραμμές σε όλους όσοι το επιθυμούν».Ύστε-ρα στάθηκε ακίνητος και σιωπηλός, ψάχνοντας μέσα στο πλήθος των στρατιωτών που μουρμούριζαν, υπομένοντας για αρκετή ώ­ρα τα άγρια βλέμματα τους. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στης Αστερίας και τα δικά της ορθάνοιχτα και ακίνητα είχαν εστιάσει ακριβώς πάνω στον Ξενοφώντα. Είχε χλομιάσει τελείως και τα χείλη της έτρεμαν μισάνοιχτα. Μου είχε κοπεί η ανάσα καθώς πε­ρίμενα την αντίδραση της. Ήταν γεμάτη αλλοφροσύνη και έντα­ση, σαν να ετοιμαζόταν να πεταχτεί μπροστά ανά πάσα στιγμή, αλλά παρ' όλα αυτά παρέμεινε ακίνητη.

Ο Ξενοφώντας τελικά κατέβασε το βλέμμα του και στράφηκε στον Μιθριδάτη. «Δεν έχουμε Πέρσες ομήρους», είπε ήρεμα, «και ο Τισσαφέρνης το ξέρει. Όλοι όσοι ταξιδεύουν μαζί μας έρχονται

338 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

οικειοθελώς. Αν ο Τισσαφέρνης προσπαθεί να βρει κάποια πρό­φαση για να κινηθεί εναντίον μας, δε χρειάζεται να δημιουργή­σει θέμα. Πες του απλώς να μας επιτεθεί, ανοιχτά κι όπως ται­ριάζει σε έναν άντρα, και τότε θα δει τι σημαίνει να δοκιμάζει ελ­ληνικό σίδερο, κι όχι να μένει πίσω από δειλία όπως έκανε στα

Κούναξα». Ο Μιθριδάτης κοίταξε οργισμένα τον Ξενοφώντα, ύστερα έ-

κανε μεταβολή και βγήκε με βαριά καρδιά από το στρατόπεδο, τραβώντας για εκεί από όπου είχε έρθει, με τους Πέρσες ακολού­θους από πίσω του, προσπαθώντας να περιμαζέψουν όση από την αξιοπρέπεια τους μπορούσαν, βαδίζοντας μέσα στις λάσπες και τις καβαλίνες με τα λεπτά, μυτερά πασούμια τους, αφού τους είχαν απαλλάξει από τα καθαρόαιμα άλογα τους. Ο Χειρίσοφος βαριανάσαινε ακόμα, αλλά είχε ηρεμήσει αρκετά για να ξανα­γυρίσει στους στρατιώτες του, που τους είχε παρατάξει ανά τρεις σε σχηματισμό πορείας. Στους άτακτους και την οπισθοφυλακή πήρε περισσότερο χρόνο να συνταχθούν, αλλά στα μισά του πρω­ινού ο στρατός ήταν έτοιμος κι έτσι διασχίσαμε αργά την πεδιά­δα, αφήνοντας πίσω μας μόνο μια στήλη μισοκαμένα απομεινά­ρια, που έβγαζαν έναν βρομερό μαύρο καπνό, και τα τελευταία όνειρα μας για μια θριαμβευτική επιστροφή στην Ελλάδα από την κεντρική πύλη.

3

Ο ΜΙΘΡΙΔΑΤΗΣ πήρε την εκδίκηση του για την προσβολή που δέ­χτηκε από τον Ξενοφώντα. Δεν είχαμε καλά καλά ξεκινήσει εκείνη τη μέρα όταν εμφανίστηκε πάλι πίσω μας, αυτή τη φορά συνοδευ­όμενος από διακόσιους ιππείς και τετρακόσιους ελαφρά οπλισμέ­νους πεζούς σφενδονήτες. Ο κήρυκας του κρατούσε μια σημαία α­νακωχής και παρόλο που δε σταματήσαμε την πορεία μας για να τον υποδεχτούμε, ο Ξενοφώντας και ορισμένοι νεότεροι αξιωματι­κοί έμειναν πιο πίσω και τον περίμεναν να πλησιάσει, παραλείπο­ντας να καλέσουν κάποιο βοηθητικό σώμα πεζικού για προστασία.

Ήταν λάθος, γιατί μόλις δημιουργήθηκε αρκετά μεγάλο κε­νό ανάμεσα στην ομάδα του Ξενοφώντα και το στρατό, οι ιππείς του Μιθριδάτη μαστίγωσαν τα άλογα τους και όρμησαν στα πλά­για, θέλοντας να μπουν σφήνα ανάμεσα σ εμάς και το κύριο σώ­μα του στρατού μας και να μας πετσοκόψουν. Καλπάσαμε ξέ­φρενα προς τα πίσω στην ασφάλεια του στρατεύματος μας, απο­φεύγοντας μόλις και μετά βίας να κυκλωθούμε, αλλά παρ' όλα αυτά η εγγύτατη προσέγγιση του Μιθριδάτη βρήκε απροετοίμα­στο το στρατό κι έτσι τα τόξα του περσικού ιππικού αλλά και τα βλήματα των καλοεκπαιδευμένων σφενδονητών του Μιθριδάτη εί­χαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών αντρών της οπι­σθοφυλακής μας, προτού καταφέρουμε τελικά να τους απομα­κρύνουμε λόγω καθαρά αριθμητικής υπεροχής. Ήμαστε συνη­θισμένοι στα δυνατά, μακριά όσο ένα μπόι, τόξα των Περσών που χρησιμοποιούσαν στις μάχες, τα οποία μολονότι δύσχρηστα είχαν μεγαλύτερη απόσταση βολής απ' τα τόξα των δικών μας Κρητών. Δεν είχαμε όμως υπολογίσει την επικίνδυνη δύναμη των σφενδονητών Περσών, οι μεγάλες πέτρες των οποίων, αν και δε

340 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σκότωσαν ουσιαστικά κανέναν από τους άντρες μας, τους κρα­τούσαν ζαρωμένους πίσω από τις ασπίδες τους και εκτεθειμένους στις επιθέσεις του περσικού ιππικού.

Ο Ξενοφώντας διέταξε καταδίωξη, αλλά χωρίς αρκετούς ιπ­πείς δεν μπορούσαμε να πιάσουμε κανέναν από το περσικό ιπ­πικό, ενώ ακόμα και οι ταχύτεροι πεζικάριοι δεν μπόρεσαν να κερδίσουν έδαφος απέναντι στους σφενδονήτες και τους τοξότες, ,αφού είχαν τόσο μεγάλο προβάδισμα. Με το τέλος της μέρας ο στρατός δεν είχε καλύψει πάνω από τρία μίλια και οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής είχαν σκορπιστεί προς όλες τις κατευθύνσεις για διάστημα δύο ωρών ή και περισσότερο, σε πλήρη αταξία. Η πρώτη μέρα της πορείας χωρίς ανώτερους αξιωματικούς υπήρξε σκέτη αποτυχία και ο Χειρίσοφος και οι αρχαιότεροι αρχηγοί δήλωσαν καθαρά ότι δεν έφταιγε κανένας άλλος για τη διάλυση του στρατού παρά ο Ξενοφώντας, που είχε αφεθεί να τον παρα­σύρουν οι Πέρσες και να βρεθεί εκτεθειμένος, αλλά και επειδή είχε διακινδυνεύσει το ίδιο το κεφάλι του για να καταδιώξει τα στρατεύματα που είχαν τραπεί σε φυγή.

Ο Ξενοφώντας άκουσε τις επικρίσεις τους σιωπηλά, με ανέκ­φραστο πρόσωπο, και αναγνώρισε το σφάλμα του, μιλώντας μό­νο για να ευχαριστήσει ταπεινά τους θεούς που η πρώτη του δο­κιμασία, διά πυρός και σιδήρου, είχε να κάνει μόνο με μια μικρή δύναμη Περσών ακροβολιστών και όχι με ολόκληρη τη στρατιά του Τισσαφέρνη. Καθώς επιστρέφαμε στη σκηνή μας, είδα ότι δεν έδειχνε τόσο αποθαρρυμένος, όσο ότι κάτι απασχολούσε επίμο­να το μυαλό του.

«Οι Σπαρτιάτες περιφρονούν τους σφενδονήτες», είπε. «Απο­καλούν τα όπλα τους παιδικά παιχνιδάκια που δεν ταιριάζει να τα χρησιμοποιούν αληθινοί άντρες με ξίφη και ακόντια. Παρα­τήρησες, όμως, πόσο καταπτόησαν οι σφενδονήτες του εχθρού τα στρατεύματα μας, ακόμα και τους Σπαρτιάτες; Οι Πέρσες μπο­ρούσαν να παραμένουν μακριά από την εμβέλεια μας και όμως μας κρατούσαν μαζεμένους κάτω από τις ασπίδες μας σαν χελώ­νες. Εμείς έχουμε σφενδονήτες στο στρατό μας για να τους χρη­σιμοποιήσουμε κατά τον ίδιο τρόπο;»

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 341

Σκέφτηκα μια στιγμή. «Οι Ρόδιοι είναι οι πιο φημισμένοι με­ταξύ των Ελλήνων για την επιδεξιότητά τους στο χειρισμό της σφε­ντόνας», απάντησα. «Αλλά δεν έχουμε ομάδα σφενδονητών. Οι Ρο­δίτες μας βρίσκονται διάσπαρτοι μέσα στις άλλες ομάδες ανάλο­γα με τις διάφορες ικανότητες τους - λίγοι είναι οπλίτες και οι πε­ρισσότεροι πελταστές* και τοξότες. Ξέρω κάποιον - θα τον ρωτή­σω αν υπάρχουν σφενδονήτες εδώ μεταξύ των συμπατριωτών του».

Έψαξα και βρήκα κάποιον που είχα γνωρίσει κατά τη διάρ­κεια της πορείας μας μέσα από την έρημο, ένα νεαρό ανιχνευτή, τον Νικόλαο τον Ρόδιο, και τον ρώτησα αν κάποιοι από τους συ­μπατριώτες του ήξεραν να χειρίζονται σφεντόνα. Ο Νικόλαος ή­ταν μελαχρινός, μικροκαμωμένος, στην πραγματικότητα ελάχιστα ψηλότερος από παιδί, με λεπτά, σχεδόν γυναικεία χαρακτηρι­στικά και κοντοκομμένα μαλλιά, όπως συνήθιζαν στο νησί του. Έμοιαζε να έχει δύναμη μόλις για να τραβήξει τη χορδή του τό­ξου. Πολιτικά γεγονότα στο νησί είχαν συντελέσει ώστε να οδη­γηθεί, όπως και πολλοί άλλοι σαν αυτόν, στην εξορία σε πολύ νε­αρή ηλικία, αλλά η φήμη των Ροδίων ως αποτελεσματικών ανι­χνευτών των βουνών και δεινών σκοπευτών τους είχε διευκολύνει να βρουν δουλειά σε μισθοφορικούς στρατούς γύρω από τη Με­σόγειο. Οι Ρόδιοι ήταν γνωστοί για την καλή τους διάθεση και την άκαμπτη αντοχή τους στις κακουχίες. Ο Νικόλαος χάρηκε που εί­χα μπει στον κόπο να τον αναζητήσω και χαμογέλασε ειρωνικά στην ερώτησή μου.

«Πήγαινε με στον Ξενοφώντα», είπε ψαρεύοντας μια μακριά, μπερδεμένη σφεντόνα βαθιά μέσα από το σάκο του και αρπάζο­ντας ένα μπαστούνι, «και μάζεψε κάμποσα πρόβατα που πρό­κειται να σφαγούν απόψε για τους στρατιώτες». Καθώς γυρίζαμε πίσω, σφύριξε σε μερικούς από τους φίλους του που είχαν κατα­λύσει σε μονάδες από τις οποίες περνούσαμε και όλοι τους έ­μοιαζαν με μικρά αγόρια όπως κι αυτός και τους φώναξε στη λα-

* Πελταστής: στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος με πέλτη και ακόντιο. Η πέλτη ήταν ελαφριά, μικρών διαστάσεων ασπίδα, σχήματος μισοφέγγαρου, συνήθως πλεχτή από κλωνάρια ιτιάς, η οποία είχε κάλυψη από δέρμα γίδας. (Σ.τ.Ε.)

342 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ρυγγική ροδιακή του διάλεκτο να τον ακολουθήσουν και να φέ-ρουν τις σφεντόνες και τα μπαστούνια τους.

Φτάνοντας στη σκηνή του Ξενοφώντα, μάντρωσα τα πρόβα­τα στο γειτονικό χωράφι, ενώ ο Ξενοφώντας κι εγώ παρακολου­θούσαμε τους Ροδίτες να μετράνε μια απόσταση εκατό βημάτων από τα πρόβατα και να στέκονται περιμένοντάς μας. Κοιτάξαμε συλλογισμένοι την απόσταση.

«Πιστεύετε ότι μπορείτε να χτυπήσετε ένα πρόβατο από αυτή την απόσταση;» τους ρώτησε αμφιβάλλοντας ο Ξενοφώντας.

Ο Νικόλαος χαμογέλασε. «Εκατό βήματα», είπε, «είναι η α­πόσταση από την οποία οι Πέρσες σφενδονήτες του Τισσαφέρ­νη μπορούν να χτυπήσουν ένα πρόβατο με αυτές τις πέτρες σε μέ­γεθος γροθιάς που χρησιμοποιούν».

Είχα εκπλαγεί. Πέτρες αυτού του μεγέθους ήταν αρκετά μεγά­λες για να πετάξουν την ασπίδα από το χέρι ενός οπλίτη, ενώ μπο­ρούσαν εύκολα να βουλιάξουν το ορειχάλκινο κράνος κάποιου μες στο κρανίο του. Δεν ήταν λοιπόν να απορεί κανείς που οι ά­ντρες μας σφυροκοπούνταν από τους ελαφρά οπλισμένους Πέρ­σες πεζούς. Οι Ροδίτες προχώρησαν άλλα εκατό βήματα προς τα πίσω, ενώ εμείς τους ακολουθούσαμε με ακόμα μεγαλύτερη αμ­φιβολία.

«Διακόσια βήματα», είπε ο Νικόλαος, «είναι η απόσταση από την οποία ένας Ρόδιος σφενδονήτης μπορεί να χτυπήσει ένα πρό­βατο, χρησιμοποιώντας ένα μικρό ποταμίσιο βότσαλο που βρή­κε στο χώμα».

Κοίταξα τον Ξενοφώντα που είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι αυ­τή η κραυγαλέα επίδειξη ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Νικόλαος οπι­σθοχώρησε εκατό επιπλέον βήματα, συνολικά τριακόσια περί­που μέτρα. Τώρα τα πρόβατα βρίσκονταν σε μια παράλογα με­γάλη απόσταση, πέρα από το βεληνεκές ακόμα και των δικών μας τοξοτών, και οι Ροδίτες γελούσαν και σκούνταγαν ο ένας τον άλλο λες και επρόκειτο για κανένα αστείο.

«Αυτή λοιπόν είναι η απόσταση από την οποία μπορώ να χτυ­πήσω ένα πρόβατο, χρησιμοποιώντας μια μολυβένια σφαίρα και το μπαστούνι μου».

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 343

Ο Νικόλαος έβγαλε από ένα μικρό σακούλι κρεμασμένο στη μέση του μια συλλογή από αυτά που αποκαλούσε μολυβένιες σφαίρες, η καθεμιά από τις οποίες είχε περίπου το μήκος αν­θρώπινου αντίχειρα, ήταν διπλάσια σε πάχος κι είχε σχήμα βα-λανιδιού, σχηματίζοντας μύτη στο ένα άκρο και βαθούλωμα στο άλλο. Εξήγησε ότι τις αποκαλούσαν βαλάνους στη διάλεκτό του και τις είχε για το κυνήγι, μια τεχνική στην οποία είχε εντρυφή­σει από την παιδική του ηλικία, αλλά του είχαν απομείνει πολύ λίγοι τέτοιοι βόλοι. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω γιατί οι Σπαρ­τιάτες περιφρονούσαν ένα τέτοιο όπλο όσο αυτούς τους ασήμα­ντους μεταλλικούς βόλους. Ταυτόχρονα, θυμήθηκα ότι ο Νικό­λαος ήταν αυτός που είχε χτυπήσει τη μοναδική στρουθοκάμηλο του στρατού, στη διάρκεια της πορείας μας μέσα από τη συρια­κή έρημο μερικούς μήνες πριν. Τότε δεν είχα καν αναρωτηθεί πώς, αλλά τώρα είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι.

Ο Ξενοφώντας σήκωσε τους ώμους με εγκαρτέρηση. «Καλά, λοιπόν», είπε, «μας φέρατε μέχρι εδώ. Δείξτε μας τώρα την εξά­σκηση σκοποβολής». Ο Νικόλαος πέρασε επιδέξια τη δεμένη σε κόμπο άκρη του λουριού της σφεντόνας σε μια εγκοπή του μπα-στουνιού του που το έλεγε «αορτήρα», διάλεξε ένα σφαιρίδιο, το τοποθέτησε στη δερμάτινη θήκη της σφεντόνας, τύλιξε την άλλη άκρη του λουριού της σφεντόνας, που ήταν αρκετά μακρύτερο, γύρω από ένα μικρό εξόγκωμα στην άκρη του ραβδιού και σε ό­λο το στέλεχος ως το χέρι του. Περιστρέφοντας το όλο κατα­σκεύασμα πάνω από το κεφάλι του δυο τρεις φορές, εκσφενδό­νισε το σφαιρίδιο.

Κανείς από μας δεν μπορούσε να το δει αφότου έφυγε από το όπλο του, αλλά το ακούγαμε να βουίζει δαιμονισμένα καθώς διέ­σχιζε αστραπιαία τον αέρα σαν μανιασμένη μέλισσα. Τα πρό­βατα δεν είχαν καν το χρόνο να κοιτάξουν από πού ερχόταν αυ­τός ο παράξενος θόρυβος και είδαμε το μάτι ενός από αυτά να δια­λύεται μέσα σε πλημμύρα από αίμα και μυαλά και το ζώο να σω­ριάζεται επιτόπου, χωρίς να συσπαστεί καν. Τα άλλα πρόβατα κοίταζαν άλαλα το σύντροφό τους, αλλά δεν είχαν και πολύ χρό­νο ν' αναρωτηθούν για την τύχη του, μια και οι άλλοι Ρόδιοι εί-

344 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΊΏΝ ΜΥΡΙΩΝ

χαν απελευθερώσει τις σφεντόνες και τα ραβδιά τους και έστελ-ναν σφυρίζοντας τα σφαιρίδια τους κατευθείαν και αλάθητα πά­νω στα κεφάλια τους. Όλα τα πρόβατα έπεσαν λες και τα χτύπη­σε κεραυνός, σαν μικρές φούσκες από αίμα και προβιά, εκτός α­πό ένα που είχε χτυπηθεί ψηλά στο λαιμό κι όχι στο κεφάλι. Πά­λευε παλικαρίσια να ξανασταθεί στα πόδια του κι άρχισε ν' ανα­πηδά και να χτυπιέται από τον πόνο σαν ατίθασο άλογο, καθώς το αίμα ανάβλυζε από τη βαθιά τρύπα πάνω στη λερή άσπρη προ­βιά του. Ο Ροδίτης που είχε ρίξει εκείνο το σφαιρίδιο ζήτησε συ­γνώμη για την αδεξιότητα του, έβαλε ήρεμα μια άλλη σφαίρα και την άφησε να κατευθυνθεί προς το ζώο που σφάδαζε μανιασμέ­να, χτυπώντας το αυτή τη φορά κατευθείαν στο πρόσωπο, παρά τις ξέφρενες κινήσεις του, και ρίχνοντας το κάτω νεκρό όπως και τα άλλα.

Ο Ξενοφώντας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Μα τον Δία!» εί­πε στο τέλος. «Πόσοι Ροδίτες βρίσκεστε στο στρατό;»

«Όχι περισσότεροι από διακόσιοι, κύριε, αλλά όλοι μας μπο­ρούμε να χειριστούμε σφεντόνα».

«Συγκέντρωσε τους εδώ σ' ένα τέταρτο. Έχω να τους κάνω μια πρόταση».

Ο Νικόλαος με κοίταξε με μάτια που άστραφταν από ευγνω­μοσύνη. «Σου είμαι υπόχρεος», είπε.

«Ανοησίες. Είναι η πρέπουσα αναγνώριση για το μόνο άντρα στο στρατό που κατάφερε να σκοτώσει μια στρουθοκάμηλο».

Γέλασε ευχαριστημένος κι έφυγε τρέχοντας να βρει τους συ­μπατριώτες του.

Το ίδιο βράδυ ο Ξενοφώντας οργάνωσε την ομάδα σφενδονη-τών του στρατού, προάγοντας τον Νικόλαο σε αρχηγό τους και υ­ποσχόμενος να τους πληρώσει διπλούς μισθούς για τις υπηρεσίες τους μετά την ασφαλή επιστροφή μας στην πατρίδα. Σε ανταπό­δοση γι' αυτό, αλλά και για την εξαιρετική αναγνώριση που πα­ρείχε στους Ροδίτες, δημιουργώντας για χάρη τους δική τους το­πική μονάδα, με ιδιαίτερη σημαία και χωριστούς αξιωματικούς, πέτυχε τη διαρκή ευγνωμοσύνη και την αδιαμφισβήτητη υπακοή τους. Εκείνη τη νύχτα κατασχέθηκε επίσης από το στρατόπεδο των

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 345

ατάκτων ένα φορτίο τσεκούρια και εργαλεία για να λιώσουν τους μολυβένους πυρήνες τους και να φτιάξουν ομοιόμορφα σφαιρί­δια για τους σφενδονήτες. Οι σιδηρουργοί του στρατοπέδου δια­τάχτηκαν να δουλέψουν όλη νύχτα αν χρειαζόταν, για να φτιάξουν εξήντα βαλάνους για κάθε άντρα. Ο ίδιος ο Νικόλαος έδειξε στους σιδηρουργούς πώς να τους καλουπώσουν και πρόσθεσε μια επι­πλέον καινοτομία: να χαράξουν μια ρηχή ελικοειδή εγκοπή γύ­ρω από κάθε σφαιρίδιο, που το περιέτρεχε πέντε έξι φορές από την άκρη μέχρι πίσω. Αυτή η εγκοπή είχε σμιλευτεί πάνω στο μα­λακό μέταλλο αφού είχαν κρυώσει τα καλουπωμένα σφαιρίδια και άφηνε να προεξέχουν οδοντωτά τελειώματα που μπορούσαν να σου κόψουν το χέρι, αν δεν τα έπιανες προσεκτικά. Όταν πα­ραπονέθηκα στον Νικόλαο για τη σημαντικά μεγάλη πρόσθετη προσπάθεια που χρειαζόταν για να εκτελεστεί αυτή η εγκοπή, γέ­λασε και πρόσθεσε μυστηριωδώς: «Τα κάνει να σφυρίζουν». Οι ίδιοι οι Ροδίτες, όταν πήρε ο καθένας το μερίδιο του από τα σφαι­ρίδια, έβγαλαν χαρούμενοι τα μαχαίρια τους και άρχισαν να δί­νουν προσωπικό χαρακτήρα στα βλήματα με μικρά σημάδια ή χαράγματα, που όπως έλεγαν ήταν η καλύτερη διαφήμιση γι' αυ­τούς μετά την εκτέλεση του στόχου. Ορισμένοι από αυτούς που ήξεραν να γράφουν σκάλιζαν ακόμα και σαρκαστικές αφιερώσεις -Πέθανε, σκυλί ή Άρπα τη-, αλλά η επίδρασή τους σίγουρα θα χανό­ταν για το στρατιώτη στο λαιμό του οποίου θα φυτευόταν ίσως έ­να τέτοιο σφαιρίδιο.

Στο μεταξύ, ξεχωρίσαμε από τα υποζύγια είκοσι άλογα και καταστρέψαμε κι άλλες αποσκευές για να καλύψουμε τη διαφο­ρά από την απώλεια της ικανότητας τους για μεταφορά. Ιππικά εξαρτήματα φτιάχτηκαν πρόχειρα από διάφορα δερμάτινα υπο­λείμματα και κουβέρτες. Όταν συνυπολογίστηκαν και τα τριά­ντα άλογα που είχαν κατασχεθεί από τον Μιθριδάτη και τους ά­ντρες του την προηγούμενη μέρα, καθώς και λίγα σκόρπια που είχαν απομείνει από την προσωπική φρουρά του Κύρου, ο Ξενο­φώντας ανακάλυψε ότι είχε τώρα στη διάθεσή του μια ίλη ιππι­κού από εκατό σχεδόν άλογα, αρχηγό της οποίας διόρισε το νεα­ρό του φίλο Λύκιο τον Αθηναίο. Ιππικό από εκατό άλογα, τα μι-

346 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σά σχεδόν από τα οποία ήταν πρώην υποζύγια... Ακουγόταν γε­λοίο σε σύγκριση με τις δέκα χιλιάδες του Τισσαφέρνη, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Δε χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ για να διαπιστώσουμε το σθένος των νεοαποκτηθέντων μας σφενδονητών και του ιππικού. Το άλλο πρωί ο στρατός αναχώρησε με το χάραμα, πριν από το πρόγευμα. Έπρεπε να περάσουμε μέσα από μια στενή λαγκαδιά με το φως της μέρας και ελπίζαμε ότι θα φτάναμε πριν από τους Πέρσες. Στο μεταξύ ο Μιθριδάτης, παίρνοντας θάρρος από την επιτυχία του εναντίον των στρατευμάτων μας την προηγουμένη με τόσο μικρό αριθμό στρατιωτών, είχε πείσει τον Τισσαφέρνη να του δώσει χίλιους ιππείς και τέσσερις χιλιάδες ελαφρά οπλισμέ­νους πεζούς, υποσχόμενος την παράδοση ολόκληρου του ελληνι­κού στρατού και την κεφαλή του Ξενοφώντος επί πίνακι με τον ερχομό της νύχτας. Αυτό τουλάχιστον είπε ο κήρυκας του Μιθρι­δάτη αργότερα, το ίδιο εκείνο απόγευμα, όταν ζήτησε αναιδέ­στατα την παράδοση μας.

Αυτή τη φορά ο Ξενοφώντας είχε αφιερώσει πάρα πολύ χρό­νο συζητώντας με τον Χειρίσοφο και τους άλλους παλιότερους α­ξιωματικούς σχετικά με το ποια ακριβώς στρατεύματα θα μπο­ρούσε ν' αναπτύξει, ποια θα απαιτούνταν να μείνουν με την οπι­σθοφυλακή και ποιος ακριβώς θα ήταν ο ρόλος των σφενδονητών μας. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες πληροφορήθηκαν τις πειραματικές τακτικές μας ακριβώς πριν από την προσέγγιση του Μιθριδάτη. Όταν είδαν τους νεαρούς, λεπτεπίλεπτους Ροδίτες με την παι­διάστικη διάπλαση και τα «παιδικά» τους όπλα να παίρνουν θέ­ση, οι σημαδεμένοι, μυώδεις Σπαρτιάτες άρχισαν τα γιου­χαίσματα, ορισμένοι μάλιστα απέστρεψαν το βλέμμα αηδιασμέ­νοι, επειδή ο Ξενοφώντας θα διακινδύνευε την ασφάλεια του στρατού τοποθετώντας στην πρώτη γραμμή αυτούς τους άτριχους Γανυμήδηδες που στριφογύριζαν κάτι υπερμεγέθη κορδόνια πα­πουτσιών.

Ο Μιθριδάτης δε σκοτίστηκε να κάνει ένα πολύπλοκο σχέδιο δράσης, αφού ήταν τόσο πετυχημένη η μέθοδος της προηγούμε­νης μέρας. Όταν τα στρατεύματά του πρόφτασαν την οπισθοφυ-

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 347

λακή μας, αφήσαμε το ιππικό και τους σφενδονήτες του να πλη­σιάσουν μαζικά μέσα στα όρια της λαγκαδιάς, ώσπου τα βλήμα­τα τους άρχισαν να μας προκαλούν ζημιά. Όταν έδωσε το σύν­θημα ο Ξενοφώντας, οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες μας παρα­μέρισαν και οι διακόσιοι Ροδίτες προχώρησαν στις πρώτες σει­ρές φορώντας ελαφρές πανοπλίες και κράνη, αλλά χωρίς ασπί­δες, και αγνοώντας τα περσικά βέλη που εξακοντίζονταν γύρω τους. Από τόσο κοντινή απόσταση οι Πέρσες αποτελούσαν ου­σιαστικά στόχους εξ επαφής για τους επιδέξιους Ροδίτες και, ό­πως το είχαν σχεδιάσει, οι Ροδίτες δεν επιχείρησαν καν να ση­μαδέψουν τους βαριούς ορειχάλκινους θώρακες και τα κράνη των εχθρών. Αντίθετα, έστειλαν τις θανατερές μολυβένιες τους «μέ­λισσες» κατευθείαν στους ακάλυπτους λαιμούς και τα καπούλια των αλόγων, ενώ εμείς παρακολουθούσαμε με θαυμασμό ανά­μεικτο με τρόμο τα αγκιλωτά σφαιρίδια ν' ανοίγουν βαθιές τρύ­πες στους μυώδεις λαιμούς και τα λαρύγγια των αλόγων. Οι ελι­κοειδείς εγκοπές πάνω στις βαλάνους είχαν το ηχητικό αποτέλε­σμα που είχε σχεδιάσει ο Νικόλαος - ένα τρομακτικό, υφίφωνο ουρλιαχτό, καθώς ο αέρας στριφογύριζε αστραπιαία στα αυλάκια πάνω στα βλήματα. Η συνδυασμένη ενέργεια εκατό τέτοιων αλ­λόκοτων ηχηρών σφαιρών κάθε φορά και οι ζουμεροί, δυνατοί ή­χοι που έκαναν καθώς έπεφταν με πάταγο πάνω στους σάρκινους στόχους τους έκαναν τα εχθρικά άλογα ν' αφηνιάσουν. Μέσα σε δευτερόλεπτα οι περσικές γραμμές είχαν περιέλθει, από το σί­γουρο βάδισμα του ιππικού και την αποφασιστικότητα του πεζι­κού να καταστρέψει τον εχθρό και να γυρίσει στη βάση του στην ώρα του για το δείπνο, στο απόλυτο χάος και στην καταστροφή. Άλογα οπισθοχωρούσαν κι έπεφταν ανατρέποντας και ποδοπα­τώντας τους αναβάτες τους και οι Πέρσες τοξότες και σφενδονή­τες ήταν ανίκανοι να τα καταφέρουν με τα μεγάλα και άγαρμπα όπλα τους σε τόσο περιορισμένο χώρο και με τόσο συνωστισμό.

Οι Σπαρτιάτες οπλίτες κουνούσαν με απορία τα κεφάλια τους και καθώς ο εχθρός τελικά κατάφερε ν' αλλάξει πορεία και να ο­πισθοχωρήσει στη λαγκαδιά, το νεοαποκτημένο ιππικό μας όρ­μησε καλπάζοντας σε καταδίωξή τους, ακολουθούμενο από τους

348 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Σπαρτιάτες που ποδοπατούσαν κι άλλο και πετσόκοβαν τους τρο­μοκρατημένους Πέρσες στρατιώτες που συναντούσαν στο δρόμο τους. Ο Ξενοφώντας κι εγώ παρακολουθούσαμε την πανωλεθρία με θαυμασμό και ικανοποίηση.

«Μα τους θεούς!» είπε με κατάπληξη. «Μακάρι να είχα έναν ολόκληρο στρατό από αυτούς τους νεαρούς. Αξίζουν όσο πέντε Σπαρτιάτες και πάω στοίχημα ότι τρώνε λιγότερο!»

Γέλασα, αλλά αμέσως σοβάρεψα. «Σου είναι ευγνώμονες, Ξε­νοφώντα, επειδή τους ένωσες και αναγνώρισες τις ικανότητες τους. Είναι οι πιο πιστοί στρατιώτες που έχεις στο στρατό».

Ο Ξενοφώντας χάζευε σκεφτικός το ελληνικό ιππικό που κα­ταδίωκε και το οποίο ξεμάκραινε πολύ λόγω της καταδίωξης. «Αυ­τή η πίστη δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη», είπε, «μπορεί να έρθει καιρός που θα τη χρειαστούμε. Πρέπει να φροντίζουμε πο­λύ τους Ροδίτες μας - ειδικά τον Νικόλαο», και κάλπασε πίσω στις γραμμές για να συσκεφθεί με τους αξιωματικούς.

Δεκαοχτώ θαυμάσια περσικά άλογα πιάστηκαν αλώβητα στη διάρκεια της καταδίωξης και αποτέλεσαν χρήσιμο συμπλήρωμα του ιππικού μας και θαυμάσια γεύματα τους μήνες που θ' ακο­λουθούσαν. Όσο για τους νεκρούς Πέρσες, ύστερα από πολλή συζήτηση με τον Χειρίσοφο, ο Ξενοφώντας διέταξε απρόθυμα να τους ακρωτηριάσουν και να τους ατιμάσουν κατά τον περσικό τρόπο, για να ενσπείρει τρόμο στον εχθρό. Οι Σπαρτιάτες τίμη­σαν αυτούς που αποκαλούσαν «μελισσοφόρους» του Ξενοφώντα, έτσι όπως μόνο οι Σπαρτιάτες μπορούσαν, ψάλλοντας επίσημα τον νικητήριο ύμνο στον Άρη, το θεό του πολέμου και στεφανώνο­ντας με απλά στεφάνια μυρτιάς, την ύψιστη στρατιωτική τιμή για τους Σπαρτιάτες, τους νεαρούς Ροδίτες που ακτινοβολούσαν.

Ο Τισσαφέρνης συνέχισε να μας ακολουθεί κατά πόδας, αλλά τώρα κρατούσε κάποια λογική απόσταση. Κατ' αυτό τον τρόπο πορευτήκαμε τετρακόσια ενενήντα χιλιόμετρα με κατεύθυνση προς βορρά, κατά μήκος της αριστερής όχθης του Τίγρη, προς τις αρχαίες πόλεις Νιμρούντ και Νινευί, που κάποτε τις κατοι-

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 349

κούσαν οι τρομεροί Μήδοι, αλλά είχαν κυριευτεί από το Μεγάλο Βασιλιά πριν από εκατόν πενήντα χρόνια. Η σκέψη ότι κάποιος περσικός στρατός, όπως αυτός εδώ που μας έκανε να υποφέρου­με τώρα, είχε καταφέρει κάποτε να υπερνικήσει τέτοια τρομερά οχυρά σαν αυτά με άφηνε κατάπληκτο, γιατί τα τείχη αυτών των πόλεων είχαν πάχος σχεδόν ένα μέτρο και ύψος τριάντα μέτρα και οι θέσεις τους έμοιαζαν απόρθητες. Ο Μεγάλος Βασιλιάς, όμως, ήταν πολύ πιο σπουδαίος άντρας από τον άτυχο απόγονό του Αρταξέρξη - τον λέω άτυχο επειδή η κατωτερότητα του βασιλιά Αρταξέρξη ήταν γνωστή όχι μόνο στους πολίτες και τους στρα­τιώτες και των δύο πλευρών, αλλά ακόμα και στον ίδιο. Είναι θλι­βερό να είναι υποχρεωμένος κάποιος να παραδεχτεί ταπεινά τη φανερή ανωτερότητα κάποιου προγόνου του. Είναι σαν ν' απο­τελεί όνειδος στη διαδοχή των γενεών. Ένας γόνος στέρφος σαν μουλάρι, όχι από την άποψη της γονιμότητας αλλά της δύναμης και της τιμής. Είναι τρομερό να ξαναφέρνεις στο νου τη δοξα­σμένη ιστορία μιας οικογένειας και να βλέπεις να συγκλίνουν τα πολλά και φημισμένα παρακλάδια της σε ένα ασήμαντο σημείο, σαν τις άτονες και μαραμένες κορυφές ενός θεόρατου δέντρου, και να συνειδητοποιείς ότι αυτή η γελοία και αταίριαστη κορύ­φωση των γενεών, σαν σκιά ενός σπουδαίου ονόματος, είσαι εσύ ο ίδιος.

Χαζεύαμε κατάπληκτοι τα χαλάσματα αυτών των ισχυρών πό­λεων, τα μισογεμισμένα από άμμο και χώμα, με τα από ψημένο άργιλο τείχη τους να καταρρέουν σε σωρούς ερειπίων. Οι μόνοι κάτοικοι ήταν ύαινες που μπαινόβγαιναν απαρατήρητες στα δρο­μάκια, ουρλιάζοντας στους ίσκιους τους, και όρνια κουρνιασμέ­να σε αρχαίες επάλξεις, με τα ροζ κεφάλια τους σκληρά και α­γριεμένα και ριζωμένες στα μυαλά τους αρχέγονες μνήμες από σα­πισμένα κουφάρια στοιβαγμένα στα τείχη της πόλης, που δεν εί­χαν γι' αυτά καμιά θρεπτική αξία εδώ και πέντε ή και περισσό­τερες γενεές. Μόνο τα σποραδικά εμπορικά καραβάνια ή κάποια ομάδα Βεδουίνων περνούσε από εκεί, σπανίως μένοντας περισ­σότερο από μια νύχτα.

Στρατοπεδεύσαμε για τρεις μέρες μέσα στα τείχη' οι περισ-

350 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σότεροι στρατιώτες επειδή φοβούνταν τα φαντάσματα συντά­χτηκαν κατά ομάδες σε ανοιχτούς χώρους. Μόνο λίγοι τόλμησαν να τριγυρίσουν στις αυλές και στα γκρεμισμένα παλάτια ή να μπουν σε εγκαταλειμμένα σπίτια ή σε συγκροτήματα κατοικιών και να περιδιαβούν τα σιωπηλά, έρημα δωμάτια. Τι είδους άν­θρωποι είχαν κατοικήσει αυτούς τους χώρους, αναρωτιόμουν. Πώς γινόταν ανθρώπινες ζωές εκατό χρόνων ή και πεντακοσίων χρόνων μέσα σε αυτά τα δωμάτια -αιώνες γέλιου, συνωμοσιών, ε­ρώτων, φαγητού και κατρουλιού- να έχουν σβηστεί τόσο ολο­κληρωτικά από τη γη και τη μνήμη, ώστε να μην απομένουν ού­τε φαντάσματα για να μας τους θυμίζουν, έχοντας εξαφανιστεί απογοητευμένα από την έλλειψη ζωντανών επισκεπτών που θα τους βασάνιζαν μέσα στα λημέρια τους; Μάταια χτένιζα τα αρ­χαία δωμάτια και τις εστίες αναζητώντας -δεν είμαι σίγουρος τι-κάποιο στοιχείο που θα έκανε αισθητή την ανθρώπινη παρουσία, κάποιο μικρό κατάλοιπο ή σημάδι, κάποιο τεκμήριο, ένα παι­χνίδι ή ένα εργαλείο, ότι εδώ έζησε ένα άτομο, ένας άνθρωπος σαν κι εμένα, ότι παρά τον τρόμο της κατεστραμμένης του πόλης ε­ξακολουθεί να υπάρχει κάποια μικρή απόδειξη της αλλοτινής του παρουσίας. Το μόνο που βρήκα όμως, μέχρι την τελευταία νύ­χτα, ήταν στάχτες.

Εκείνη τη νύχτα, στην ένωση δύο γερών, κάθετων τοίχων, ένα έρημο μέρος όπου συναντηθήκαμε με την Αστερία σε μία από τις άσκοπες νυχτερινές μας περιπλανήσεις, κλότσησα στην άκρη κάποια χαλάσματα για να καθαρίσω το μέρος να καθίσουμε και με τρόμο ανακάλυψα ένα άψογα διατηρημένο ανθρώπινο χέρι να ξεπροβάλλει από τη γη. Το λείο, υπερφυσικό μέλος έλαμπε με μια απαίσια γκριζάδα, ένα από τα μαρμάρινα δάχτυλά του έλει­πε και η άγρια πέτρα μέσα από το σπάσιμο λαμποκοπούσε, α­ντανακλώντας τον ουρανό από πάνω μας που ήταν γεμάτος α­στέρια αλλά χωρίς φεγγάρι. Το μέλος φάντασμα έμοιαζε σχεδόν να τρέμει κάτω από το τρεμουλιαστό φως του μικρού λύχνου μου και για μια στιγμή νόμισα ότι το είδα να κινείται, επιπλήττοντάς μας που διαταράξαμε την ηρεμία του κατόχου του, ή ότι μας έ­γνεφε με τα δάχτυλα που του απέμεναν να πλησιάσουμε πιο κο-

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 351

ντά. Αποχωρήσαμε από εκείνο το μέρος γεμάτοι τρόμο και δέος και επιστρέψαμε στο στρατόπεδο, κοιτάζοντας πάνω από τους ώμους μας ανήσυχα, από φόβο μήπως οι ίσκιοι των αρχαίων βα­σιλιάδων μάς ακολουθούσαν αθέατοι μέσα στις γκρεμισμένες αυ­λές και στους δρόμους της πόλης. Έμεινα ξάγρυπνος πολλές ώ­ρες εκείνη τη νύχτα, κοιτάζοντας την οροφή κι ακούγοντας το α­παλό θρόισμα και το τυχαίο γρύλισμα των άγριων σκυλιών που παραμόνευαν έξω από τη σκηνή, ρουθουνίζοντας για μπαγιάτι­κες κόρες ψωμιού ή εγκαταλειμμένη σάρκα.

Το άλλο απόγευμα, καθώς κατασκηνώναμε σε απόσταση μιας μέρας πορεία από τα τείχη της εγκαταλειμμένης πόλης, κάτω α­πό ανεμοδαρμένα και παγερά ουράνια, με μαύρα αστροπελέκια ν' αγριοκοιτάζουν απειλητικά το συγκεντρωμένο στρατό από κά­τω, έκανε την εμφάνιση του ο ίδιος ο Τισσαφέρνης στην πεδιά­δα, ολοκάθαρα επικεφαλής του στρατού του, με τα μαύρα λάβα­ρα του με το χρυσό φτερωτό άλογο να κυματίζουν στον αέρα. Στο διάστημα των εβδομάδων που είχε περάσει καταδιώκοντας μας μέχρι εδώ είχε ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του Ορόντα, ε­νός ακόμα γαμπρού του βασιλιά, και τις εκατό χιλιάδες των ντό­πιων δυνάμεων του Αριαίου που είχαν διασχίσει τη χώρα ως φί­λοι μας και που τώρα παρατάσσονταν απέναντι μας ως εχθροί. Οι ενωμένες δυνάμεις ήταν τεράστιες και έμοιαζαν να καλύπτουν όλη την πεδιάδα. Όταν ανέβηκα πολύ προσεκτικά στην κορυφή μιας γκρεμισμένης έπαλξης και επισκόπησα ολόκληρη την περ­σική παράταξη, σε σύγκριση με την ασήμαντη ομάδα των δικών μας καταρρακωμένων Ελλήνων, εκατοντάδες από τους οποίους ήταν πληγωμένοι και πολλοί άλλοι ακόμα απασχολημένοι σέρ­νοντας τις σκευοφόρους, οι πόροι μας έμοιαζαν τρομακτικά λί­γοι και αναρωτιόμουν με φόβο τι άλλο ακόμα μας επιφύλασσαν οι θεοί.

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΒΑΡΒΑΡΟΙ

Και πίσω τους οι βαθυγάλαζες Κήρες, τρίζοντας τ' άσπρα τους δόντια αγριομάτες και βλοσυρές και ματωμένες κι αζύγωτες πάλευαν γι αυτούς που έπεφταν κι όλες ορμούσαν το μαύρο αίμα να πιουν κι όποιον πρωτάρπαζαν πεσμένο ή να πέφτει φρεσκοπληγωμένος, γύρω του μια τού 'μπηγε τα μεγάλα νύχια κι η ψυχή του στον Άδη κατέβαινε στον παγερό Τάρταρο- κι όταν χόρταινε η ψυχή τους αντρικό αίμα, αυτόν τον πετούσαν πίσω, και πάλι στην αντάρα και στον αγώνα λυσσώντας ορμούσαν.

ΗΣΙΟΔΟΣ*

* Ησίοδος, Άπαντα, Ασπίς Ηρακλέους, στίχ. 248-257, μετάφραση: Σωκράτης Σκαρ-τσής, εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)

1

ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΑΠΟ ΝΩΡΙΣ ότι ήταν αδύνατο να προσπαθού­με να βαδίσουμε και ταυτόχρονα ν' αποκρούουμε τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη που μας παρενοχλούσαν έτσι σε κάθε χωριό α­πό το οποίο περνούσαμε μέναμε πολύ, φροντίζοντας τους πλη­γωμένους μας, θάβοντας τους νεκρούς μας και γυρνώντας σε όλη την περιοχή για προμήθειες. Όταν ο εχθρός έδειχνε να έχει χα­λαρώσει, συνήθως τη νύχτα, διαλύαμε στα κλεφτά το στρατόπε­δο και διασχίζαμε γρήγορα την περιοχή, καλυπτόμενοι από το σκοτάδι, μέχρι το επόμενο χωριό, όπου έπρεπε να περιμένουμε κάποια άλλη ευκαιρία για να κάνουμε ένα διάλειμμα. Πεταγό­μαστε έτσι από κρυψώνα σε κρυψώνα, λες και παίζαμε κάποιο παιδικό παιχνίδι, όπου όμως ο χαμένος έπρεπε να υποστεί την έ­σχατη και αναπόφευκτη τιμωρία. Οι περσικές δυνάμεις ήταν ά­χρηστες τη νύχτα - είχαν δεμένα τα άλογα τους, ξεσαμάρωτα και ξεχαλίνωτα και σε περίπτωση νυχτερινής επίθεσης ήταν ανίκανοι να ετοιμάσουν στα γρήγορα ζώα, θωράκιση και οπλισμό. Για να φυλαχτούν από τυχόν αιφνιδιασμό των οπλιτών μας μες στο σκο­τάδι, στρατοπέδευαν συνήθως δώδεκα με δεκατρία χιλιόμετρα μακριά από τις θέσεις μας. Το βράδυ, μόλις βλέπαμε να ηχούν οι σάλπιγγες τους για νυχτερινό σιωπητήριο, εμείς ετοιμάζαμε τις αποσκευές μας και όταν οι Πέρσες είχαν εξαφανιστεί από τα μάτια μας, κάναμε αναγκαστική πορεία, δημιουργώντας μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους δυο στρατούς και αναγκάζοντας τους Πέρσες να διανύουν διπλή απόσταση την επομένη.

Μια νύχτα, όμως, οι Πέρσες άλλαξαν τη συνήθεια τους. Προ­σποιήθηκαν αποχώρηση το βράδυ, αλλά έστειλαν ένα μεγάλο α­πόσπασμα μπροστά από εμάς, πίσω από μια σειρά λόφων, κατά-

356 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λαμβάνοντας ένα ύψωμα πάνω στο δρόμο απ' όπου έπρεπε να περάσουμε.

Κατά την πορεία της επόμενης μέρας, όταν ο Χειρίσοφος, που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, παρατήρησε ότι ο λόφος μπρο­στά μας είχε ήδη καταληφθεί, έστειλε ιππείς στον Ξενοφώντα στα μετόπισθεν και του ζήτησε να προωθηθεί με τους σφενδονήτες. Εμείς όμως ήμαστε καθηλωμένοι, επειδή ο υπόλοιπος στρατός του Τισσαφέρνη μάς ακολουθούσε από κοντά, απασχολώντας τους σφενδονήτες και τους τοξότες μας με κάθε ευκαιρία. Εκνευ­ρισμένος με τις όλο και πιο πιεστικές εκκλήσεις του Χειρίσοφου και τις αδιάκοπες παρενοχλήσεις του Τισσαφέρνη, ο Ξενοφώ­ντας τελικά άφησε τον Λύκιο προσωρινά υπεύθυνο της οπισθο­φυλακής και έτρεξε αυτοπροσώπως μπροστά, συνοδευόμενος α­πό τον Νικόλαο κι εμένα, για να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς ζητού­σε ο Σπαρτιάτης.

«Που στο καλό ήσουν;» πέταξε έξαλλος, επειδή αργήσαμε να φτάσουμε. «Πού είναι η υπόλοιπη ακολουθία σου; Ζαρωμένοι πί­σω από τις σκευοφόρους;»

Ο Νικόλαος μπλάβισε και τον αγριοκοίταξε, αλλά ο Ξενοφώ­ντας αγνόησε την αγένεια του Σπαρτιάτη και τον κοίταξε ψυχρά. «Αν είχα φέρει τους σφενδονήτες μου, ο Τισσαφέρνης θα ύψωνε τις σημαίες μπροστά σας πριν πέσει ο ήλιος. Οι σφενδονήτες θα μείνουν στα μετόπισθεν, όσο θα βρίσκεται ακόμα εκεί ο περσι­κός στρατός».

Ο Χειρίσοφος βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. «Έχουν καταλάβει το λόφο μπροστά μας κι εμείς θα κολλήσουμε εδώ σαν σκατά μέσα σε κουβά, μέχρι να ξεφορτωθούμε αυτούς τους γα­μημένους Πέρσες που θα φάνε ζωντανούς τους άντρες μου έτσι καλά που στοχεύουν».

Ο Ξενοφώντας κοίταξε προς τα πάνω σκεφτικός. Όταν διε­ξάγεται μάχη σε ένα πεδίο με απότομη κλίση, οι αμυνόμενες δυ­νάμεις στην κορυφή έχουν τη δυνατότητα να στρέφουν τα όπλα τους πάνω σε ολόκληρο το σώμα του στρατού των επιτιθεμένων από κάτω, από την πρώτη γραμμή ως το τέλος της παράταξης. Οι ασπίδες είναι άχρηστες στους επιτιθεμένους, εκτός και τις κρα-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 357

τούν σηκωμένες οριζόντια, σαν καβούκια χελώνας, άβολη θέση για μάχη και αναρρίχηση. Ακόμα χειρότερα, αν οι επιτιθέμενοι από κάτω έχουν έστω τη δυνατότητα να ρίξουν ή να χτυπήσουν, μπο­ρούν να στοχεύσουν μόνο τις μπροστινές σειρές των στρατιωτών στην κορυφή, αλλά αν οι αμυνόμενοι είναι καλά οχυρωμένοι, α­κόμα και αυτό είναι αδύνατο.

Καλπάζοντας αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά για να επο­πτεύσει καλύτερα το χώρο, ο Ξενοφώντας παρατήρησε έναν άλ­λο απότομο λόφο πίσω από αυτόν που κατείχε ο εχθρός, ο οποί­ος δεν είχε καταληφθεί ακόμα από τους Πέρσες και ήταν ουσια­στικά ψηλότερος, με μια στενή, βραχώδη πρόσβαση να τους χω­ρίζει. Επέστρεψε στον Χειρίσοφο σχεδόν ξέπνοος.

«Πρέπει να καταλάβουμε εκείνο το ύψωμα τώρα», είπε, «προ­τού αντιληφθούν οι Πέρσες τι τρέχει. Οι στρατιώτες μου είναι κα­θηλωμένοι περίπου πέντε χιλιόμετρα πίσω από τον Τισσαφέρνη. Ή στέλνεις τους Σπαρτιάτες σου να κυριεύσουν το λόφο ή μένεις εδώ κι αναλαμβάνεις το στράτευμα, όσο εγώ θα πάω μ' ένα από­σπασμα από τους άντρες σου. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κοί­τα να φανείς χρήσιμος».

Ο Χειρίσοφος τον αγριοκοίταξε. «Δική σου η επιλογή, στρα­τηγέ», είπε σαρκαστικά, τονίζοντας με έμφαση την τελευταία λέ­ξη για να κάνει εντύπωση. «Εγώ θ' ακολουθήσω τις διαταγές σου».

Πήρα βαθιά ανάσα καθώς είδα τον Ξενοφώντα να σταματά για μια στιγμή, αναμετρώντας επίτηδες τον Σπαρτιάτη προτού τελι­κά αποφασίσει, για μια ακόμα φορά, ν' αγνοήσει τον προσβλη­τικό τόνο στη φωνή του. Μπορούσα ν' αποδώσω την αυτοσυ­γκράτηση του Ξενοφώντα στην επιθυμία του να διατηρήσει πά­ση θυσία την ενότητα του στρατεύματος, που υπερίσχυε ακόμα και μιας προσωπικής προσβολής. Ο Γρύλλος προ πολλού είχε προ­ειδοποιήσει ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύεσαι τους Σπαρτιάτες. Ευ­τυχώς, σκέφτηκα, που οι Ροδίτες επιδείκνυαν αδιαμφισβήτητη υ­πακοή, γιατί αποτελούσαν μεγάλη πηγή ανακούφισης, καθώς και ένα υπολογίσιμο αμυντικό πλεονέκτημα.

Ο Ξενοφώντας σκίασε τα μάτια του για ν' αποφύγει τον ήλιο και ξανακοίταξε ψηλά το λόφο. «Χρειάζομαι τριακόσιους άντρες»,

358 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

είπε. «Σε μία ώρα θα ξέρεις αν πετύχαμε ή όχι». Ο Χειρίσοφος κούνησε το κεφάλι κι άρχισε να επιλέγει άντρες· είμαι σίγουρος ότι διάλεξε τριακόσιους από τους πιο σωματώδεις, τους πιο ανά­ξιους και ασχημότερους γιους του Όρκου που είχε και τους πα­ραχώρησε στον Ξενοφώντα για ν' ανέβουν εσπευσμένα το λόφο. Ξεκινήσαμε αμέσως, αλλά ο Ξενοφώντας σταμάτησε τον Νικόλαο και τον έβαλε στην άκρη. «Εσύ περίμενε εδώ».

Ο Ροδίτης τον κοίταξε σαστισμένα και μετά τα μάτια του στέ­νεψαν από κακία. Όπως όλοι οι συμπατριώτες του, είχε μεγάλη ευαισθησία σχετικά με το νεαρό της ηλικίας του και το κοντό πα­ράστημα του και αντιδρούσε σε κάθε απόπειρα να του αναθέ­τουν ελαφρύτερα καθήκοντα.

«Γιατί, Ξενοφώντα; Εγώ, με τη σφεντόνα μου, θα ρίξω κάτω τρεις Πέρσες για καθέναν που ποδοπατούν οι Σπαρτιάτες».

Ο Ξενοφώντας γέλασε με το πνεύμα του αγοριού. «Δεν είναι αυτό. Θέλω κάποιον έμπιστο να περιμένει εδώ τον Λύκιο και να του εξηγήσει την κατάσταση. Δε θέλω να μάθει τα νέα από τον Χειρίσοφο».

Ο Νικόλαος συγκατένευσε επιφυλακτικά και ο Ξενοφώντας έ­στριψε το άλογο του για να φύγει, καλπάζοντας πίσω από τους στρατιώτες του που είχαν ήδη αρχίσει την αναρρίχηση τους.

Μόλις οι Πέρσες από το χαμηλότερο λόφο αντιλήφθηκαν το α­πόσπασμα να κάνει κύκλο πίσω τους και να έχει βάλει στόχο τα ε­λεύθερα υψώματα, έφτιαξαν κι εκείνοι ένα απόσπασμα από με­ρικές εκατοντάδες άντρες που άρχισαν να κάνουν αγώνα δρόμου προς το ίδιο μέρος. Σιωπή επικράτησε και στις δύο πλευρές. Αν και κανένα από τα επιτιθέμενα αποσπάσματα δεν έβλεπε το άλλο που σκαρφάλωνε από την άλλη πλευρά του λόφου, οι δύο στρατοί κάτω στην πεδιάδα έβλεπαν όλη την εξέλιξη. Μια ζητωκραυγή ξέ­φυγε ξαφνικά από τους Έλληνες, κάτω, κι ένα λεπτό αργότερα α­ντήχησε μία από το περσικό στρατόπεδο, καθώς οι Έλληνες ξα-ναβυθίστηκαν στη σιωπή τους. Όπως συμβαίνει σε αγώνα δρόμου στους Ολυμπιακούς Αγώνες που ο κάθε θεατής στο στάδιο προ­τρέπει τους συμπατριώτες του, οι στρατιώτες ούρλιαζαν για να δώ­σουν κουράγιο στους συντρόφους τους που ανέβαιναν στο λόφο.

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 359

Ο Ξενοφώντας πηγαινοερχόταν πάνω στο άλογο του ανάμεσα στους ασθμαίνοντες Έλληνες του αποσπάσματος που έκανε α­ναρρίχηση, κουνώντας το ξίφος του και φωνάζοντας ώσπου βρά-χνιασε η φωνή του. «Κουνηθείτε, μπάσταρδοι, κουνηθείτε! Οι Πέρσες επιτίθενται από την άλλη πλευρά! Αγωνιστείτε για την Ελλάδα!»

Οι άντρες ιδρωμένοι και λαχανιασμένοι, πιέζοντας μέχρι εξα­ντλήσεως τους εαυτούς τους, είχαν καρφωμένα τα μάτια μόνο στην κορυφή. Ένας γεροδεμένος τύπος, με στήθος χοντρό σαν βαρέλι και με μπούτια δυνατά σαν πέτρινες κολόνες, άρχισε να διαμαρ­τύρεται με φωνή που ακουγόταν ακόμα και πάνω από τα μου­γκρητά και τις βλαστήμιες των συντρόφων του. Κοίταξα πιο προσε­κτικά το στρατιώτη - σίγουρα ήταν αθλητής ή τουλάχιστον πρώην, κάποιος που θα έπρεπε να ηγείται των άλλων παρά να μένει πίσω και να βαρυγκομάει. Ήμουν σίγουρος ότι τον είχα ξαναδεί, αλλά δεν μπορούσα να τον αναγνωρίσω με το πρόσωπο κρυμμένο πί­σω από την καλύπτρα της μύτης και των παριών της πολεμικής του περικεφαλαίας. Τον έδειξα στον Ξενοφώντα και καθώς τον κοι­τάζαμε σταμάτησε και ίσιωσε την πλάτη του, λαχανιασμένος, ψη­λαφώντας με το χέρι του πίσω σε μια έξαλλη προσπάθεια να ξύ­σει τον ώμο του εκεί που τα λουριά της επένδυσης του θώρακα και της πλάτης πρέπει να του είχαν κάνει σημάδι.

«Γαμημένοι αξιωματικοί!» ξέσπασε με οργή στους γύρω του. «Έρχονται καβάλα στα βρομιάρικα άλογα τους, ενώ εμείς ανε­βαίνουμε με κόπο τούτο εδώ το βουνό μέσα στη βρόμα, με όλη μας την ταχύτητα, σαν γαμημένοι δούλοι σε αλατωρυχεία!»

Ο άντρας συνέχισε τα μεγάλα του λόγια, αλλά ήταν αυτή η προσβολή που χτύπησε τον Ξενοφώντα σαν χαστούκι στο μάγουλο κι έγινε κατακόκκινος από οργή - ήταν μια έκφραση που είχα δει πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά κοσμούσε κυρίως τα πρόσω­πα των Σπαρτιατών εκπαιδευτών και είχα καταφέρει συνήθως να την αποφύγω με τον τρόπο μου. Κατέβηκε χωρίς να πει κουβέντα από το άλογο του, δίνοντας μου τα χαλινάρια, όρμησε προς εκεί­νο τον αργοκίνητο και πλησίασε το πρόσωπο του σε απόσταση α­ναπνοής από τον τεράστιο, κτηνώδη τύπο που παραληρούσε.

360 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

«Πάρε δρόμο από εδώ και γύρνα στο στρατόπεδο να βοηθάς τις πλύστρες!» του φώναξε. Ύστερα άρπαξε την ασπίδα του εμ­βρόντητου άντρα κι άρχισε ν' ανεβαίνει τρέχοντας το λόφο κου­βαλώντας την -όχι και μικρό κατόρθωμα, αφού φορούσε την ά­βολη πανοπλία του ιππέα- και συνέχιζε να ουρλιάζει στους στρα­τιώτες για να τους πιέσει να προχωρήσουν. Οι άλλοι άντρες χτυ­πούσαν το στρατιώτη στο κεφάλι και στην πλάτη με το πίσω μέ­ρος των σπαθιών τους καθώς περνούσαν, περιγελώντας και βρί­ζοντας τον, έτσι όπως στεκόταν ακίνητος και άλαλος, ώσπου τε­λικά, βυθισμένος στην απόλυτη ντροπή, έβαλε το κεφάλι κάτω κι άρχισε και πάλι ν' ανεβαίνει το λόφο, ουρλιάζοντας τον παιάνα προς τον ισχυρό Απόλλωνα, τον οποίο σύντομα έπιασαν και οι υ­πόλοιποι από τους αναρριχώμενους καθώς και ο στρατός κάτω στην πεδιάδα. Προφταίνοντας τον Ξενοφώντα, βούτηξε την α­σπίδα του πάλι πίσω αγριοκοιτάζοντάς τον κι εκείνος, εξαντλη­μένος, έπιασε τα γκέμια του αλόγου του που του πέταξα και πά­σχιζε να ξαναϊππεύσει με την πανοπλία του.

Η οχλοβοή και από τους δυο στρατούς από κάτω έδειχνε ότι ε­πρόκειτο για ισόπαλη κούρσα. Ο Ξενοφώντας αναγκάστηκε να ξεπεζέψει λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους κι αγωνιζόταν να βγάλει την άβολη πανοπλία του για να συνεχίσει πεζός την α­νάβαση. Οι άντρες σκαρφάλωναν τώρα χέρι με χέρι, ενώ βράχια και χαλίκια ξέφευγαν, κατρακυλώντας πάνω σ' αυτούς που βρί­σκονταν πιο κάτω, καθώς γραπώνονταν βίαια προς τα πάνω, ιδρω­μένοι, βρίζοντας και παλεύοντας να κρατήσουν τις ασπίδες και τα ξίφη τους. Οι πρώτοι απείχαν μόνο εφτά μέτρα από την κορυφή, ύστερα τρία, όταν με φρίκη είδα το λοφίο ενός ορειχάλκινου περ­σικού κράνους να εμφανίζεται στην κορυφή από την άλλη πλευ­ρά κι ύστερα ακόμα ένα. Οι προπορευόμενοι Έλληνες, απορρο­φημένοι από την προσπάθεια της αναρρίχησης δεν το κατάλα­βαν, ώσπου οι πρώτοι έξι από αυτούς σωριάστηκαν εξουθενωμέ­νοι στα βράχια του ψηλότερου σημείου - κι επακολούθησε μια στιγμιαία παύση όταν οι εξαντλημένοι άντρες και των δύο πλευ­ρών άνοιξαν τα μάτια τους και είδαν τους θανάσιμους εχθρούς τους να τους αντικρίζουν από ενάμισι μέτρο απόσταση.

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 361

Έλληνες και Πέρσες πάλευαν να σταθούν στα πόδια τους, α­βέβαιοι αν έπρεπε να συμπλακούν μεταξύ τους ή να κοιτάξουν κάτω και από τις δύο πλευρές του υψώματος για να δουν πόσοι ακόμα από τους εχθρούς βρίσκονταν εκεί κοντά. Οι δύο Πέρσες που αναρριχήθηκαν πρώτοι είχαν αφήσει πολύ πίσω τους συ­ντρόφους τους στον αγώνα δρόμου προς την κορυφή, ενώ σχεδόν όλο το σώμα των Ελλήνων, με την απεγνωσμένη πίεση του Ξε­νοφώντα, είχε μείνει ενωμένο κατά την αναρρίχηση και τώρα ε­τοιμαζόταν να φτάσει εν σώματι στην κορυφή. Το αποτέλεσμα ήταν να μη συμπλακούν καθόλου οι πρώτοι Έλληνες και Πέρσες, μια και μόλις οι Πέρσες κοίταξαν κατά κάτω και από τις δύο πλευρές και σύγκριναν τις αντίστοιχες αποστάσεις των δύο επι­τιθέμενων ομάδων αποφάσισαν ότι η καλύτερη περίπτωση για την ασφάλεια τους ήταν να παραχωρήσουν την κορυφή στους Έλλη­νες. Με μια φωνή πήδησαν προς την πλευρά τους, πάνω στα κε­φάλια των συντρόφων τους που βρίσκονταν από κάτω και οι ο­ποίοι έκαναν μεταβολή και μισοτρέχοντας, μισογλιστρώντας άρ­χισαν να κατεβαίνουν την απόκρημνη πλαγιά. Οι ζητωκραυγές της περσικής πλευράς στην πεδιάδα σταμάτησαν, ενώ εκείνες της ελληνικής πλευράς έγιναν ένας εκκωφαντικός κεραυνός. Πή­ραμε την κορυφή χωρίς καμιά απώλεια και καθώς ο Ξενοφώ­ντας και οι υπόλοιποι οπλίτες πάσχιζαν να φτάσουν ασθμαίνο­ντας πάνω, κοιτάζαμε κάτω τους Πέρσες στρατιώτες που κρα­τούσαν το γειτονικό ύψωμα, το οποίο επόπτευε το δρόμο προς το βορρά. Και αυτοί με τη σειρά τους είχαν σταματήσει να γιουχά­ρουν και να στοχεύουν τις δυνάμεις του Χειρίσοφου κάτω από αυ­τούς και τώρα έστεκαν αποσβολωμένοι, κοιτάζοντας μας κατα­τρομαγμένοι.

«Κοιτάξτε το αυτό», είπε ο Ξενοφώντας στους άντρες με ένα ά­γριο χαμόγελο. «Θέο, κάνε σινιάλο στον Χειρίσοφο να επιτεθεί».

Έβγαλα το κράνος μου και το κρέμασα στην άκρη ενός δό­ρατος δυόμισι περίπου μέτρων που άρπαξα από ένα διπλανό μου οπλίτη και σηκώνοντας το ψηλά το κούνησα πάνω κάτω τρεις φο­ρές, όπως ήταν το προκαθορισμένο σινιάλο. Μια στιγμή αργότε­ρα, μια τρομερή κραυγή σηκώθηκε από τους στρατιώτες του Χει-

362 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ρίσοφου κάτω χαμηλά, καθώς ορμούσαν στους πρόποδες του λό­φου κι άρχισαν να ανεβαίνουν χέρι με χέρι προς την κορυφή του κοντινού υψώματος. Οι Πέρσες αντιμετωπίζοντας σφοδρή επί­θεση ανάμεσα στα δυο στρατιωτικά μας σώματα οπισθοχώρη­σαν τρομαγμένοι.

Ο Ξενοφώντας κραύγασε τότε: «Επίθεση!» και οι οπλίτες μας, με τα μάτια να λαμπυρίζουν άγρια μέσα από τις χαραμάδες του κράνους τους και με τα δόντια ν' αστραποβολούν σαν του λύκου πίσω από τα γείσα τους, πάνω στη βιασύνη τους να κατέβουν, στην κυριολεξία πήδησαν πάνω στο αναρίθμητο πλήθος των περ­σικών δυνάμεων από κάτω.

Οι Πέρσες δεν περίμεναν να δουν να εκπληρώνεται μια προ­δικασμένη έκβαση. Πετώντας τα όπλα τους και χτυπώντας με τρόμο τα χέρια τους, κατρακύλησαν ουσιαστικά από τη μεριά του ευάλωτου δικού τους τώρα πια προμαχώνα, μέσα στον πανικό τους να ξεφύγουν από τους οπλίτες που ορμούσαν από πάνω κι από κάτω ουρλιάζοντας απειλητικά.

«Αφήστε τους να φύγουν», φώναξε γελώντας, καθώς οι τρο­μοκρατημένοι Πέρσες μέσα στη βιασύνη τους να ξεφύγουν κα­τρακυλούσαν κι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο στα χαλίκια της βουνοπλαγιάς. «Ακόμα και ένας σπασμένος καρπός για εμάς δεν αξίζει τα πενιχρά λάφυρα που θα αρπάζαμε από αυτούς». Οι ά­ντρες συγκατατέθηκαν απρόθυμα και επέστρεψαν στους στρα­τιώτες του Χειρίσοφου με πανηγυρική διάθεση.

Ύστερα από εκείνη τη φορά δεν είχαμε καμιά επιπλέον συ­μπλοκή με την κύρια δύναμη του Τισσαφέρνη, αν και μικρές περ­σικές ομάδες καταδρομών κατέκοπταν περιστασιακά Έλληνες που είχαν τυχόν ξεμείνει πολύ μακριά από το στρατό όταν έκα­ναν λεηλασίες. Οι βάρβαροι έστελναν έφιππους προπομπούς να καίνε τα πλούσια χωριά του Τίγρη και τις καλλιέργειες πάνω στον προσχεδιασμένο δρόμο μας, γεγονός που εκλαμβάναμε ως μια τε­λευταία ένδειξη απόγνωσης εκ μέρους τους, και παρόλο που δη­μιουργούσαν σημαντικά προβλήματα στα στρατεύματα μας όταν αυτά προσπαθούσαν να βρουν αρκετές προμήθειες, ξέραμε ότι αυτό θα ήταν παροδικό - ένας ντόπιος στρατός δεν μπορεί να

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 363

κατακαίει συνέχεια την ίδια του τη χώρα, χωρίς ν' αντιμετωπίσει σύντομα αντίσταση από το λαό.

Και είχαμε δίκιο, φυσικά, μια και λίγες μέρες αργότερα ο Τισ­σαφέρνης παράτησε εντελώς τις επιθέσεις, περιορίζοντας την πα­ρουσία του απλώς σε λίγους ξεκομμένους ανιχνευτές που συνέχι­σαν να μας ακολουθούν από απόσταση για λίγες ακόμα εβδομά­δες, καθώς φύγαμε από τη σφαίρα επιβολής του βασιλιά. Μιλώ­ντας με την Αστερία εκείνη τη νύχτα, ενώ τη βοηθούσα να βγάλει νερό από ένα κοντινό ρέμα για τους άτακτους, από την έκφραση του προσώπου της φάνηκε να σοκάρεται, όταν ανέφερα ότι ήταν απίθανο να ξαναδούμε τον Τισσαφέρνη. Με κοίταξε ερωτηματι­κά για μια στιγμή, ζητώντας μου σιωπηλά για μια ακόμα φορά να της πω αν δεχόμουν την πρόταση που μου είχε κάνει παλιό­τερα, κι εγώ αργά αλλά με έμφαση ένευσα όχι με το κεφάλι. Ανα­στέναξε, ανέβασε τους βαριούς κουβάδες μέχρι τους ώμους της με το ζυγό και τράβηξε σιωπηλά προς το στρατόπεδο, όπου και την άφησα για να ξαναγυρίσω στα καθήκοντα μου μαζί με τον Ξε­νοφώντα.

2

ΜΕΡΙΚΈΣ ΜΈΡΕΣ ΑΡΓΌΤΕΡΑ, ακριβώς με το ηλιοβασίλεμα, την ώ­ρα που γύριζαν στο στρατόπεδο για το βράδυ οι ανιχνευτές, είδα κατάπληκτος να ξεπροβάλλει μέσα από τα δέντρα κουτσαίνοντας οδυνηρά ο Νικόλαος, με έκφραση μορφασμού στο πρόσωπό του. Το μπράτσο του ήταν περασμένο γύρω από τους ώμους ενός άλ­λου Ροδίτη, που τον βοηθούσε να βγει προσεκτικά από το δάσος, και το δεξί του πόδι ήταν σφιχτά φασκιωμένο με ένα βρόμικο κουρέλι, ένα κομμάτι σκισμένο από τον κουρελιασμένο του χι­τώνα. Παρά το φάσκιωμα, άφηνε πίσω του, σε κάθε του κίνηση, ίχνη αίματος πάνω στο χώμα.

«Νικόλαε, τι συνέβη;» φώναξα με έκπληξη, τρέχοντας ν' α­παλλάξω τον εξαντλημένο σύντροφο του από το βάρος. Η απώ­λεια οποιουδήποτε από τους Ροδίους, από θάνατο ή τραυματι­σμό, θα αποτελούσε σημαντικό χτύπημα για το στρατό, αλλά ει­δικά ο Νικόλαος, που εξελισσόταν σε ειδήμονα στρατηγικής και εξαιρετικά επιδέξιο και αξιόλογο σύμβουλο για τον Ξενοφώντα, έπρεπε να προστατευτεί πάση θυσία. «Έγινε επίθεση;»

Ο Νικόλαος μόρφασε και πάλι και τα μάτια του γύρισαν. «Μό­νο σ' εμένα, εξαιτίας της βλακείας μου. Βάδιζα πολύ κοντά στη φωλιά ενός ασβού και ο διαολεμένος πρέπει να μου την είχε στη­μένη. Μου έκοψε το πόδι λες κι ήταν κανένα κομμάτι ωμό κρέας και σφήνωσε τα σαγόνια του πάνω μου. Αναγκάστηκα να τον χτυ­πήσω μέχρι θανάτου με ένα στυλιάρι κι έπειτα να χρησιμοποιή­σω άλλο για ν' ανοίξω τα σαγόνια του. Μου έκοψε ολόκληρο κομ­μάτι από το πόδι». Ο σύντροφος του Νικόλαου με περηφάνια τράβηξε το νεκρό ζώο από έναν πάνινο σάκο που κρεμόταν από τον ώμο του. Το κεφάλι του ήταν πολτοποιημένο. Ήταν ο μεγα-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 365

λύτερος ασβός που είχα δει και είχε το βάρος ενός μικρού κατσι­κιού, με μια σειρά τρομερά, κοφτερά δόντια στην κάτω σιαγόνα που προεξείχαν γύρω από το λιπόσαρκο χείλος, σχηματίζοντας έ­να φρικιαστικό χαμόγελο, βαμμένο ακόμα από το αίμα του Νι­κόλαου.

Δεν μπορούσα ακόμα να ξέρω πόσο σοβαρό ήταν το τραύμα, το δάγκωμα, όμως, οποιουδήποτε ζώου ήταν γνωστό ότι μπορού­σε να προκαλέσει επικίνδυνο πυρετό- αν λοιπόν ο ασβός ήταν λυσ­σασμένος, καλύτερα να μη σκεφτόταν κανείς προς το παρόν τις συνέπειες.

Αφού φόρτωσα προσεκτικά το λεπτό του σώμα στις πλάτες μου και τον μετέφερα στο ροδίτικο τομέα του στρατοπέδου, έ­τρεξα να φέρω την Αστερία, που είχε συλλέξει ένα σωρό ιατρικά εφόδια. Τη βρήκα έξω από τη σκηνή της, πεσμένη στα τέσσερα, με το πρόσωπο ακουμπισμένο σχεδόν στο έδαφος, καθώς πά­λευε, ασυνήθιστη γι' αυτή τη δουλειά, να φυσήξει πυρακτωμένα κάρβουνα για ν' ανάψει έναν αδέξια στοιβαγμένο σωρό από χλω­ρά κλαδιά που είχε μαζέψει. Στάθηκα πίσω της χαμογελώντας και τη φώναξα με το όνομα της, εκείνη όμως τρόμαξε. Αναπήδησε και σήκωσε τα μάτια και ύστερα με μια σαστισμένη έκφραση α­νασηκώθηκε παίρνοντας μια πιο καθωσπρέπει γονατιστή στά­ση, τραβώντας μερικές σκόρπιες τούφες μαλλιά από το ιδρωμέ­νο της πρόσωπο. Καθώς φτιαχνόταν, όμως, άφησε μια μακριά μουντζούρα από τα γεμάτα καπνιά δάχτυλα της στο ένα της μά­γουλο.

«Αστερία, χρειάζομαι τη βοήθεια σου για κάποιον πληγωμέ­νο», είπα. «Φέρε τα γιατρικά σου».

Επιστρέφοντας μαζί της στον τομέα των Ροδίων λίγα λεπτά αργότερα, της έδειξα το τραυματισμένο αγόρι, ενώ οι σύντροφοι του Νικόλαου στέκονταν αμήχανοι και σιωπηλοί από σεβασμό, καθώς δεν είχαν συνηθίσει την παρουσία μιας γυναίκας ανάμε­σα τους.

Η Αστερία δε δείλιασε από το αιματοβαμμένο κάλυμμα, αλ­λά γρήγορα και επιδέξια αποκάλυψε το πόδι, ζητώντας ταυτό­χρονα περισσότερο φως. Καθώς κάποιος έστρεψε το φως ενός

366 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δαυλού ακριβώς εκεί πάνω, μουρμούρισε απαλά μέσα από τα δό­ντια της.

«Αυτό, λοιπόν, δεν το έχω ξαναδεί», είπε τελικά. «Τα έχω κατα­φέρει με απλές πληγές από βέλη, σπασμένα οστά, μολύνσεις, αλ­λά αυτό...» και κοίταξε σχεδόν θλιμμένα το πόδι του Νικόλαου.

Έσκυψα κι εγώ για να δω από πιο κοντά κι έμεινα άναυδος α­πό κατάπληξη.

Το άκρο του είχε ήδη πρηστεί και είχε γίνει διπλάσιο από το κανονικό του μέγεθος, «καταπίνοντας» κυριολεκτικά τα δάχτυλα που ξεπρόβαλλαν από το φουσκωμένο πόδι σαν μικροσκοπικά νιόβγαλτα μπουμπούκια από βολβό. Το μεγαλύτερο μέρος της ε­πιδερμίδας είχε σκιστεί ή κρεμόταν σε λουρίδες, λες και το είχες κόψει με στομωμένο μαχαίρι, κι ένα μεγάλο κομμάτι του εσωτε­ρικού μέρους της φτέρνας έλειπε, ακριβώς κάτω από τον αστρά­γαλο, εκεί που, όπως υπέθεσα, το μανιασμένο ζώο είχε γραπωθεί στα τελευταία του. Το πόδι ήταν διάτρητο από βαθιά τρυπήμα­τα, εκεί που το είχε μασήσει και ροκανίσει το άγριο ζώο ζητώντας μέρος να πιαστεί. Ορισμένα είχαν φτάσει ως το κόκαλο.

Η Αστερία ψηλάφισε απαλά το πάνω μέρος του ποδιού, τον αστράγαλο και τα δάχτυλα, ενώ ο Νικόλαος σφάδαζε και ούρ­λιαζε από τον πόνο, παρόλο που δυο σύντροφοι του τον κρατού­σαν καθηλωμένο στο έδαφος και προσπαθούσαν να τον καθησυ­χάσουν.

«Δε νομίζω ότι έχει σπάσει κάτι», είπε τελικά. «Αυτό είναι ευ­τύχημα. Το πόδι είναι πολύπλοκο μέλος και σπάνια γιατρεύεται σωστά, όταν μπει στη θέση του. Ανησυχώ, όμως, γι' αυτό το δά-γκωμα και τα τρυπήματα. Αυτό το είδος τραύματος είναι επιρ­ρεπές σε γάγγραινα. Έτσι και κάνει αρχή, ολόκληρο το πόδι εί­ναι χαμένο - ίσως και περισσότερο».

Κι εγώ γι' αυτό ανησυχούσα, επειδή η αρρωστημένα γλυκερή μυρουδιά της σαπισμένης σάρκας, που αποτελεί σύμπτωμα αυ­τής της αρρώστιας, ήταν γνωστή στο ελληνικό στρατόπεδο.

Η Αστερία δίστασε, παρατηρώντας το πόδι, προτού σηκωθεί και προχωρήσει ήρεμα στην κοντινότερη φωτιά, βυθισμένη σε σκέψεις. Γονάτισε δίπλα της, ανασκαλεύοντας ελαφρά τη χόβο-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 367

λη, συλλογιζόμενη τι θα έκανε στη συνέχεια. Ύστερα από μια στιγμή ξανασηκώθηκε, έχοντας προφανώς πάρει μια απόφαση, και επέστρεψε, αποφεύγοντας να κοιτάξει το ιδρωμένο και γε­μάτο περιέργεια πρόσωπο του Νικόλαου.

«Κάθισε πάνω στο γόνατο του, Θέο», διέταξε με χαμηλή φω­νή, «και κράτα σφιχτά το καλάμι του. Μην αφήσεις να κουνήσει το πόδι του». Έσπευσα, αδημονώντας να κάνω κάτι χρήσιμο, και δεν είχα προλάβει να πιάσω το κοκαλιάρικο καλάμι και την κνή­μη του, όταν εμφάνισε πίσω από την πλάτη της το μαχαίρι που κρατούσε, το οποίο είχε πυρακτώσει μέσα στα κάρβουνα και εί­χε αποκτήσει ένα έντονο, ζεστό κόκκινο χρώμα. Γονάτισε γρήγο­ρα και πίεσε δυνατά την επιφάνεια της πυρακτωμένης λεπίδας πά­νω στο τεράστιο δάγκωμα στη σάρκα του ποδιού, προκαλώντας ένα δυνατό τσιτσίρισμα από την αχνιστή πληγή, όπως κάνει το λί­πος που στάζει από ένα ψητό μπούτι μες στη φωτιά. Η έντονη, διαπεραστική δυσωδία της καμένης σάρκας χτύπησε τα ρουθού­νια μου τόσο έντονα, όσο και τότε που το φλεγόμενο θειάφι είχε κάψει τους επιτιθέμενους Πέρσες στα Κούναξα.

Για μια στιγμή ο Νικόλαος έμεινε σιωπηλός, ίσως από το σοκ ή επειδή μεσολάβησε εκείνη η σύντομη, σπλαχνική καθυστέρη­ση ανάμεσα στο άγγιγμα του καυτού μετάλλου πάνω στο δέρμα και στην εκτυφλωτικά λευκή έκρηξη πόνου που σκάει στον εγκέ­φαλο. Ύστερα ξέσπασε σε ένα απεγνωσμένο και αμείωτο ουρ­λιαχτό, μια κραυγή οργής και πόνου που συγκλόνισε τους πάντες στο στρατόπεδο και τους έκανε να σωπάσουν, αφού άντρες σε α­πόσταση εκατοντάδων μέτρων τριγύρω σταμάτησαν αυτό που έ­καναν για ν' ακούσουν. Το ουρλιαχτό του έσβησε σε ένα λαχα­νιασμένο πνίξιμο, καθώς τα πνευμόνια του είχαν εξαντληθεί, αλ­λά ξανάρχισε, καθώς η Αστερία έστρεψε τη λάμα από την άλλη, την ακόμα κατακόκκινη πλευρά και ξαναπίεσε την επιφάνεια που τσιτσίριζε στην καψαλισμένη τώρα πληγή. Η αιμορραγία στα­μάτησε σχεδόν αμέσως και τώρα μειώθηκε σε μια ήσυχη, ασή­μαντη ροή. Κοίταξε το έργο της με ικανοποίηση. «Σχεδόν τελει­ώσαμε, τώρα», ψιθύρισε στον Νικόλαο απαλά, αν και όποια ανα­κούφιση μπορεί να άντλησε από αυτά τα λόγια έσβησε, όταν την

368 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

είδε να ξαναγυρίζει στη φωτιά για να χώσει και πάλι τη λεπίδα της στα κάρβουνα.

Επιστρέφοντας ένα λεπτό αργότερα, έβαλε αυτή τη φορά την καυτή κόκκινη μύτη μέσα σε κάθε τρύπημα, στριφογυρίζοντας αργά την καυτή λεπίδα για να καυτηριάσει από όλες τις πλευρές τις τρύπες. Ο Νικόλαος έχανε και έβρισκε τις αισθήσεις του, λό­γω του αβάσταχτου πόνου, κι όταν είχε διαύγεια περιοριζόταν σ' έναν απελπισμένο, ξέπνοο λυγμό.

Η αποτρόπαια θεραπεία τελείωσε όσο γρήγορα είχε αρχίσει, αν και όχι τόσο σύντομα για όσους από εμάς παρακολουθούσα­με σαγηνευμένοι αλλά και φρικαρισμένοι. Βγάζοντας από το κου­τί της μια μακριά βελόνα και ένα κομμάτι νεύρου, έραψε γρήγο­ρα και επιδέξια τα φύλλα του δέρματος που βρήκε να κρέμονται ελεύθερα γύρω από τον αστράγαλο και το επάνω μέρος του πο­διού. Ύστερα, ψαχουλεύοντας και πάλι στο σάκο της, βρήκε ένα μικρό πήλινο βάζο σφραγισμένο με ένα κομμάτι ύφασμα, σφιχτά δεμένο γύρω από το στόμιο. Το άνοιξε, βούτηξε τα δάχτυλα της μέσα και πασάλειψε όλο το πόδι του Νικόλαου, μέσα κι έξω από τις πληγές, με ένα λιπαρό, δύσοσμο βάλσαμο, το οποίο φάνηκε να δίνει κάποια ανακούφιση στο αγόρι που είχε χλομιάσει. Ύστε­ρα τύλιξε όλο το πόδι μέχρι το γόνατο με καθαρή γάζα, το έδεσε σφιχτά και σηκώθηκε, σκουπίζοντας τα χέρια στους γοφούς της.

«Θέο», είπε με χαμηλή, επιτακτική φωνή, «βρες του λίγο ανέ­ρωτο κρασί για να τον βοηθήσει να κοιμηθεί. Θα τον εξετάσω και πάλι το πρωί και θα του κάνω αλλαγή. Αν μπορέσουμε ν' αποφύ­γουμε για τρεις μέρες τον πυρετό, θ' αναρρώσει χωρίς απώλειες».

Βιάστηκα να φέρω λίγο κρασί από την ιδιωτική παρακατα­θήκη του Ξενοφώντα, που χρησιμοποιούσε για σπονδές κατά τις θυσίες, και όταν επέστρεψα βρήκα την Αστερία να κουβεντιάζει ήρεμα με μερικούς νεαρούς Ροδίτες, ο καθένας από τους οποίους τη ρωτούσε για τις δικές του πληγές και αρρώστιες. Η Αστερία α­παντούσε υπομονετικά στις ερωτήσεις τους, όσο καλύτερα μπο­ρούσε, αλλά είδα από το πρόσωπο της ότι ήταν αποδυναμωμένη και εξαντλημένη και την απομάκρυνα ευγενικά από τους ευγνώ­μονες σφενδονήτες και τον κοιμισμένο Νικόλαο.

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 369

Επιστρέφοντας ήσυχα στην περιοχή των ατάκτων, σταματήσαμε κοντά σε έναν ψηλό φράχτη για να ξεκουραστούμε. Είχα εντυ­πωσιαστεί ιδιαίτερα με τη δουλειά που έκανε στον Νικόλαο και της το είπα, αλλά μου ένευσε βαριεστημένα για τις φιλοφρονή­σεις μου.

«Έμαθα να θεραπεύω τραύματα ποδιών από κάποιες σημειώ­σεις που άφησε στο παλάτι πριν από χρόνια ο Δημοκήδης ο Κρο-τωνιάτης»,* είπε, «αλλά ήταν ο συμπατριώτης σου ο Ιπποκράτης που τελειοποίησε την τεχνική της καυτηρίασης. Δεν είχα ποτέ το κουράγιο να την επιχειρήσω, μέχρι σήμερα. Ο πόνος είναι τρο­μερός αλλά σύντομος. Ευτυχώς, ήταν μόνο το πόδι του. Θα μπο­ρούσε να είναι πολύ χειρότερα».

«Χειρότερα; Το πόδι του έγινε κομμάτια». «Σωστά, αλλά ο Ιπποκράτης συνιστά την τεχνική για τη θε­

ραπεία των αιμορροΐδων». Αναπήδησα από αηδία και στριφογύρισε τα μάτια της από τη

σεμνοτυφία μου. «Θέο, σε παρακαλώ, ας μιλήσουμε για κάτι άλ­λο. Κάτι που να μου πάρει το μυαλό από αυτό».

Δεν ήμουν σίγουρος για το τι ήθελε να συζητήσει, αλλά το μυα­λό μου διακινδύνευσε αμέσως μια ερώτηση που με βασάνιζε για εβδομάδες και φοβόμουν να ακούσω την απάντηση της, μήπως και την έκανε ν' αναθεωρήσει τα κίνητρα της.

«Αστερία, δε μου είχες καν μιλήσει πιο πριν. Τι σ' έπιασε να μπεις κλεφτά στη σκηνή μου στα Κούναξα;»

Με κοίταξε έκπληκτη. «Επειδή είμαι Λυδή, φυσικά», είπε. Η απάντηση αυτή δεν ήταν διαφωτιστική και το κατάλαβε α­

πό τη σιωπή μου. «Γεννήθηκα, βέβαια, στη Μίλητο», μου εξήγησε μπερδεύοντας

με ακόμα περισσότερο. «Η Μίλητος ήταν για αιώνες υπό την ε­ξουσία των Λυδών, αλλά η μητέρα μου έλκει την καταγωγή της α-

* Δημοκήδης: γιατρός από τον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Βρέθηκε αιχμάλω­τος στην αυλή του Δαρείου όπου και πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός. Το όνομα του συνδέεται με την αρχή των μηδικών πολέμων, αφού κατά τον Ηρόδοτο έπεισε τον Δαρείο να εκοτρατεύσει κατά της Ελλάδας. (Σ.τ.Μ.)

370 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πευθείας από το βασιλιά Κροίσο κι έτσι θεωρώ ότι είμαι Λυδή, παρόλο που οι Πέρσες επέμεναν να με αποκαλούν η "Μιλήσια"».

Είχα βρεθεί σε πλήρη αμηχανία, κάτι που φάνηκε να τη σα­στίζει.

«Με εκπλήσσεις», είπε με απόγνωση. «Τότε είμαστε πάτσι», απάντησα. «Ήξερα Λυδούς σε όλη μου

τη ζωή -η Αθήνα είναι γεμάτη-, αλλά ποτέ δε γνώρισα κάποια που να μου κάνει τις χάρες που μου έκανες εσύ, απλά και μόνο επει­δή γεννήθηκες Λυδή!» Της έκλεισα το μάτι, αλλά το αγνόησε ή δεν κατάφερε να καταλάβει τον αστείο τόνο της φωνής μου.

«Διάβασες ποτέ σου Αρχίλοχο τον Πάριο;» ρώτησε ανασηκώ­νοντας τα φρύδια.

Φυσικά και είχα διαβάσει το γερο-Παριανό, όταν ο Ξενοφώ­ντας κι εγώ ήμαστε σχολιαρόπαιδα, αλλά είχα συγκρατήσει πο­λύ λίγα κι έπρεπε πράγματι να ομολογήσω ότι είχα καταλάβει α­κόμα λιγότερα τότε που τον είχα διαβάσει. Η λυρική του ποίηση ήταν για μένα από τις πιο δυσνόητες.

«Κι έπειτα μας αποκαλείτε βαρβάρους», είπε περιφρονητικά. «Οι Αθηναίοι φαίνεται να πιστεύουν ότι αξίζει τον κόπο να α­κούσουν την ιστορία τους μόνο όταν δίνεται εύληπτη σε απλό πε­ζό λόγο, κατευθείαν από την πένα του Ηρόδοτου».

Η συζήτηση είχε περάσει τώρα σε ένα θέμα που μου ήταν γνω­στό. «Ο Ηρόδοτος ήταν σπουδαίος άντρας», υποστήριξα ισιώνο­ντας την πλάτη μου και ανασηκώνοντας το πιγούνι μου, αφού μου δινόταν η σπάνια ευκαιρία να επιδείξω την ανώτερη γνώση μου. «Τον γνώρισα μάλιστα κάποτε προσωπικά, όταν ήμουν νεαρός κι αυτός ήταν γέρος - αν και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο στριμ­μένος γέρος ήταν και πόσο λίγο τον τραβούσαν οι χάρες ενός ομορ-φοκόριτσου από τη Λυδία», είπα και την τσίμπησα παιχνιδιάρικα στους γλουτούς, αλλά απομάκρυνε με ένα χτύπημα το χέρι μου.

«Λοιπόν, μια και είσαι τόσο καλλιεργημένος Αθηναίος», έκανε σαρκαστικά, «σίγουρα θα ξέρεις το χρονικό του Ηρόδοτου για το βασιλιά Κανδαύλη της Λυδίας».

«Φυσικά, αλλά εξακολουθώ ν' αμφισβητώ το χαρακτηρισμό σου για τον Ηρόδοτο...»

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 371

«Θα ήθελες να σου απαγγείλω την έμμετρη εκδοχή του μύθου από τον Αρχίλοχο; Τότε ίσως να μπορούσες να κρίνεις καλύτερα τον πεζό λόγο του ήρωά σου με την τόσο ανιαρή γλώσσα».

Παραβλέποντας την παιχνιδιάρικη απόρριψη της εκπαίδευ­σης και της καλλιέργειας που είχα πασχίσει τόσο σκληρά ν' α­ποκτήσω κοντά στον Ξενοφώντα, το κατάπια και συμφώνησα πρό­θυμα για την απαγγελία. Καταπιάστηκε αβίαστα με το καλο­φτιαγμένο ιαμβικό τρίμετρο που ο Αρχίλοχος χρησιμοποίησε στους πιο αισχρούς του στίχους, αν και από τα χείλη της ακού­γονταν αγνοί όσο μια προσευχή προς τον Απόλλωνα. Θα ήμουν εντελώς ανίκανος να μεταφέρω εδώ τον τέλειο χρωματισμό της λε­πτής, κρυστάλλινης εκφοράς του λόγου της - μια μέση διάνοια εί­ναι αδύνατο ν' αποδώσει με ακρίβεια το λόγο κάποιας ανώτερης, ειδικά πενήντα χρόνια μετά, όταν έχει ξεμωραθεί. θα περιοριστώ όμως να ξαναθυμηθώ, όσο καλύτερα μπορώ, και να τον αποδώ­σω στον πυκνό αττικό πεζό λόγο που τόσο περιφρονούσε η Αστε­ρία, με τον οποίο όμως με καταράστηκαν οι πεζές μου Μούσες.

«Ξέρεις, φυσικά, ότι ο Κανδαύλης ήταν τρελά, παθιασμένα ε­ρωτευμένος με τη γυναίκα του», άρχισε η Αστερία. «Ήταν πολύ τυχερός, γιατί, αν οι θεοί ορίσουν να ερωτευτεί κάποιος, κάτι που συμβαίνει συχνά, αλλά και να ερωτευτεί ακριβώς το πρόσωπο με το οποίο ορίζουν ότι θα περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του, κά­τι που μόνο σπάνια συμβαίνει, τότε ο άνθρωπος αυτός είναι πραγ­ματικά ευλογημένος. Και ο Κανδαύλης ήταν τρισευλογημένος, α­φού πίστευε επίσης ότι η γυναίκα του ήταν η ομορφότερη στον κόσμο. Αυτή ακριβώς η υπέρ το δέον τύχη είναι που κάνει τους θεούς να επισημαίνουν και να χτυπούν ακαριαία εκείνον που ξε­χωρίζει από τους υπόλοιπους».

Έκανε μια παύση και με κοίταξε, για να βεβαιωθεί ότι την α­κούω πολύ προσεκτικά, κι ύστερα συνέχισε.

«Ο Κανδαύλης είχε ένα σωματοφύλακα, τον Γύγη, που αγα­πούσε περισσότερο από όλους τους άλλους και στον οποίο εκμυ­στηρευόταν όλες τις υποθέσεις του, ακόμα και τις πιο μύχιες σκέ­ψεις του. Κι ο Γύγης, όμως, δεν πρόδωσε ποτέ την εμπιστοσύνη του κυρίου του. Ήταν πιστός μέχρι υπερβολής. Ο Κανδαύλης τού

372 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

περιέγραφε συχνά, εκστασιασμένος, την ομορφιά και τον αισθη­σιασμό της γυναίκας του». Και ξεφεύγοντας από το χαρακτήρα και το ρυθμό της απαγγελίας της η Αστερία πρόσθεσε: «Τις πιο πολλές φορές με εντελώς άπρεπες περιγραφές για τις προστυχιές του πάνω στο κορμί της, αν κι εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα τι συζητάνε οι άντρες μεταξύ τους όταν είναι μόνοι».

Ένιωσα το πρόσωπο μου να καίει κατακόκκινο κι άρχισα να αρνούμαι οργισμένα ότι οι άντρες συζητούν τέτοια πράγματα με­ταξύ τους, εκείνη όμως ανοιγόκλεισε τα μάτια της απορριπτικά και συνέχισε.

«Μια μέρα, την ώρα που συζητούσαν το αγαπημένο θέμα του Κανδαύλη, παρατήρησε ότι ο Γύγης δεν έδειχνε να πιστεύει τους ισχυρισμούς του για τη σωματική τελειότητα της γυναίκας του. "Μια και η αλήθεια γίνεται πιο πειστική με τα μάτια παρά με τα αφτιά", είπε, "θα βρω τρόπο να τη δεις γυμνή και τότε θα πειστείς για όσα λέω, όχι μόνο σχετικά με την ομορφιά της αλλά και για τα άλλα της προσόντα".

»Ο Γύγης, όπως ήταν φυσικό, έφριξε με αυτή την πρόταση, ό­πως θα συνέβαινε με κάθε τίμιο άντρα. "Τι είναι αυτά που λες, κύ­ριε μου", του είπε. "Θέλεις να δω γυμνή τη σύζυγο σου; Πίστεψε με, ξέρω ότι λες αλήθεια όταν υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχει γυναί­κα στον κόσμο με το δικό της σώμα. Διδάχτηκα από τον πατέρα μου να ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος. Μη μου ζητάς, λοιπόν, να κάνω ανήθικα πράγματα, για να επιβεβαιώσω απλώς αυτό που ήδη ξέρω ότι είναι αλήθεια. Καλύτερα να με τύφλωνες".

»Αλλά ο βασιλιάς δεν είχε καθόλου τέτοια πρόθεση. "Κουράγιο, Γύγη", τον μάλωσε. "Μην το παίρνεις στραβά. Θέλω μόνο να δια­λύσω τις αμφιβολίες που μπορεί να έχεις στο μυαλό σου. Πίστεψε με, τέλεια λευκά οπίσθια σαν τα δικά της δεν τα βλέπει κανείς κάθε μέρα, τουλάχιστον όχι οι θνητοί. Θα το κανονίσω έτσι ώστε να μπορέ­σεις να επιθεωρήσεις την ομορφιά της με την άνεση σου, ενώ εκεί­νη θα αγνοεί πλήρως ότι την παρακολουθείς. Αμαρτία που περνάει απαρατήρητη από το θύμα δεν είναι καθόλου αμαρτία, αλλά απλώς όφελος για το δράστη και κανείς δε θα πάθει κακό από αυτό.

»Απόψε θα σταθείς πίσω από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατο-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 373

κάμαρας μας. Όταν πάω για ύπνο, εκείνη θα με ακολουθήσει. Κο­ντά στην είσοδο βρίσκεται μια καρέκλα, πάνω στην οποία θα δι­πλώσει τα ρούχα της ένα ένα καθώς θα τα βγάζει. Κοιμάται γυμνή, κι εσύ, καθώς θα στέκεσαι στη σκιά πίσω από την πόρτα, θα μπο­ρείς να τη δεις, φωτισμένη από το φως της λάμπας, λες κι ετοι­μαζόταν να πέσει στο δικό σου κρεβάτι. Αφού θα έχει βγάλει όλα της τα ρούχα και θα σου έχει στρέψει την πλάτη για να πάει στο κρεβάτι, μπορείς να μείνεις και να παρακολουθήσεις κι άλλο ή να γλιστρήσεις αθόρυβα έξω από την πόρτα χωρίς να σε δει".

»Ο Γύγης προσπάθησε επανειλημμένα ν' αποφύγει την απαί­τηση του κυρίου του, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Εκείνη τη νύ­χτα, ο Κανδαύλης οδήγησε τον Γύγη στην κρυψώνα και ένα λεπτό αργότερα ακολούθησε και η βασίλισσα, αφήνοντας προσεκτικά πάνω στην καρέκλα κάθε ρούχο που έβγαζε, όπως ακριβώς το εί­χε προβλέψει ο βασιλιάς. Ο Γύγης παρατηρούσε με δέος, με την καρδιά του να έχει παραλύσει από την ομορφιά της βασίλισσας, που ήταν πολύ πιο εξαίσια απ' όσο μπορούσε ποτέ να φανταστεί ή απ' όσο την είχε περιγράψει ο βασιλιάς. Ανέπνεε με δυσκολία από το πάθος και το φόβο και τα γόνατα του ήταν τόσο αδύναμα από το τρέμουλο, που φοβόταν ότι θα λύγιζαν και θα τον έριχναν αγκο­μαχώντας στο πάτωμα στα πόδια της έκπληκτης βασίλισσας.

»Λίγο μετά κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι κι όταν είδε τα λεία, λευκά της οπίσθια ν' απομακρύνονται από κοντά του, γλίστρησε προσεκτικά έξω από το δωμάτιο, με απόλυτη μυστικότητα και σιωπή. Την ώρα ακριβώς που εξαφανιζόταν από την πόρτα, η έ­ξυπνη βασίλισσα έτυχε να στρέψει το βλέμμα της προς τα πίσω και να δει τη σκιά του και παρόλο που αμέσως υπέθεσε τι είχε συμβεί, ούτε ούρλιαξε ούτε έδειξε ότι ήταν ενήμερη για την τρο­μερή προσβολή του άντρα της και του Γύγη».

Κάνοντας και πάλι παρέκβαση, η Αστερία μού εξήγησε αργά και προσεκτικά, λες και μιλούσε σε αργόστροφο παιδί ότι: «Με­ταξύ των Λυδών, ακόμα και των αντρών, θεωρείται μεγάλη προ­σβολή να θεαθεί κάποιος χωρίς ρούχα».

Αισθάνθηκα το πρόσωπο μου ξαναμμένο, καθώς έκανε παύση και με κοίταξε απροκάλυπτα. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχα πο-

374 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

τέ σιγουρευτεί αν με είχε ή όχι αναγνωρίσει στα Κούναξα, όταν την παρακολουθούσα ν' αγωνίζεται να ελευθερωθεί από το φόρεμα της και να ξεφεύγει γυμνή πίσω από τις ελληνικές γραμμές.

«Η βασίλισσα δεν ανέφερε τίποτα στον άντρα της», συνέχισε η Αστερία, «αλλά όταν ξημέρωσε κάλεσε τον Γύγη. Στο παρελθόν εί­χε συζητήσει συχνά μόνη μαζί του για υπηρεσιακά θέματα κι έτσι ήταν συνηθισμένος ν' ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της χωρίς να το σκέφτεται. Το ίδιο συνέβη κι αυτή τη φορά. Υπάκουσε στην πρό-σκλησή της, χωρίς να υποψιάζεται ότι εκείνη γνώριζε την αδιακρι-σία του της προηγουμένης νύχτας. Όταν έφτασε μπροστά της, γονά­τισε με σκυμμένο το κεφάλι, όπως ήταν το έθιμο στη λυδική αυλή.

»"Έχεις διαπράξει αισχρή πράξη, Γύγη", είπε αυστηρά, ρί­χνοντας ένα κακό βλέμμα στον τρομοκρατημένο στρατιώτη και κρατώντας την αιχμή ενός μεγάλου σπαθιού πάνω από το σβέρ­κο του, "επειδή με είδες γυμνή, παραβαίνοντας έτσι το ιερό μυ­στήριο που ενώνει έναν άντρα με τη σύζυγό του. Μια επιλογή έ­χεις τώρα. Να σκοτώσεις το βασιλιά και ύστερα να πάρεις το θρό­νο της Λυδίας και να γίνεις κύριος μου ή να πεθάνεις τώρα από το χέρι μου. Και στις δυο περιπτώσεις δε θα υπακούσεις ποτέ πια τις παράνομες διαταγές του άντρα μου".

»Ο καημένος ο Γύγης παρέμεινε ακίνητος, έχοντας πάθει σοκ. Συνήλθε, όμως, γρήγορα και ικέτευσε τη βασίλισσα να μην τον α­ναγκάσει να κάνει μια τέτοια επιλογή. Η βασίλισσα, όμως, είχε πά­ρει την απόφαση της κι όσο περισσότερο την ικέτευε να μη σκο­τώσει ούτε να σκοτωθεί, τόσο βαθύτερα έχωνε το μαχαίρι στο λαι­μό του. Τελικά, μη βλέποντας καμιά εναλλακτική λύση, ενέδωσε. "Αν πρέπει να εξαναγκαστώ να διαπράξω έγκλημα για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μέρες, τότε θα διαλέξω να σώσω τη ζωή μου. πα­ρά του αφέντη μου. Πες μου πώς επιθυμείς να τον σκοτώσω".

«"Πρέπει να του επιτεθείς", απάντησε "στο ίδιο ακριβώς μέ­ρος που με παρουσίασε γυμνή μπροστά στα αδιάκριτα μάτια σου και πρέπει να περιμένεις ώσπου να κοιμηθεί, για να σιγουρευτείς για την επιτυχία σου".

»Όταν έπεσε η νύχτα, ο Γύγης, βλέποντας ότι δεν είχε εναλ­λακτική λύση παρά έπρεπε να σκοτώσει τον κύριο του, κρύφτη-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 375

κε πίσω από την ίδια πόρτα όπως είχε κάνει και το προηγούμε­νο βράδυ, αλλά αυτή τη φορά είχε στο χέρι του το μαχαίρι της βα­σίλισσας. Ο βασιλιάς μπήκε πρώτος, όπως συνήθιζε, κι ύστερα η βασίλισσα, η οποία άρχισε και πάλι να βγάζει, αργά και σκόπι­μα, ένα ένα τα ρούχα της κάτω από το δυνατό φως της λάμπας και να τα ακουμπάει πάνω στην καρέκλα, ενώ ο Γύγης παρακο­λουθούσε. Αφού ξεντύθηκε εντελώς, σταμάτησε για αρκετά με­γάλο διάστημα, ακίνητη, με ορατό ολόκληρο το σώμα της από το στρατιώτη που την κοιτούσε. Εκείνος και πάλι δεν μπορούσε ν' α­ντέξει το τρέμουλο του, από φόβο σε συνδυασμό με πόθο - οι δύο πιο βίαιες ορμές που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, και ξεκινούν και οι δυο από τα λαγόνια και ανεβαίνουν μέσα από την κοιλιά και τρέφονται και συγκεντρώνουν δύναμη η μία από την άλλη, πιέ­ζοντας το στήθος, σταματώντας την αναπνοή, κλείνοντας το λαι­μό, στεγνώνοντας τα χείλη και κάνοντας το κεφάλι να λιποθυμά. Η βασίλισσα έστεκε εκεί κάτω από το φως, λες και του έδινε την ευκαιρία να τη χαζέψει και να δυναμώσει την καρδιά του για το έργο του, καθώς μελετούσε το βραβείο που θα γινόταν δικό του μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της αποστολής του».

Και πάλι η Αστερία έκανε μια παύση, κοιτάζοντας με άγρια με συναισθήματα πόθου και μομφής. Άπλωσα το χέρι στο πρόσωπο της, αλλά κούνησε ενοχλημένη το κεφάλι της, λες και διακόπτο­νταν τα μάγια, και με ένα σήκωμα των ώμων προέβη στην τελική της δήλωση.

«Αντιλαμβάνεσαι, φυσικά, τη συνέχεια», συμπέρανε με βεβια­σμένο χαμόγελο. «Ο Γύγης χτύπησε και σκότωσε το βασιλιά ενώ κοιμόταν. Η ωχρή, παχουλή σύζυγος του Κανδαύλη πέρασε στα ευ­τυχισμένα χέρια του Γύγη, όπως και το βασίλειο, που αναγνωρί­στηκε αργότερα από την Πυθία στους Δελφούς. Γενιές αργότερα, ο διάδοχος του Γύγη, ο βασιλιάς Κροίσος, προκάλεσε πόλεμο των Λυ-δών με τους Πέρσες, επιτυγχάνοντας τελικά και τη δική του πτώση».

Αυτό το τελευταίο γεγονός, φυσικά, ήταν ακριβώς η ιστορία που είχε διηγηθεί ο Ξενοφώντας στην Αγλαία στο δρόμο για τους Δελφούς πριν από πολύ καιρό. Το σχήμα χιαστί συνεπειών και γε­νών με διασκέδαζε, αλλά ύστερα από μια στιγμή κάποια άλλη

376 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σκέψη μου πέρασε από το μυαλό, σκοτίζοντας τη διάθεση μου, και της την ανέφερα αλλά μισοαστεία.

«Θέλεις δηλαδή να πεις ότι από τη στιγμή που σε είδα γυμνή θα έπρεπε ή να σκοτώσω τον Κύρο και να σε κάνω γυναίκα μου ή θα με σκότωνες εσύ;»

Χαμογέλασε γαλήνια. «Αγνοούσες τον Αρχίλοχο. Μήπως τυ­χαίνει να ξέρεις τον Όμηρό σας;

»"Α, τετραπέρατο κορμί, που κόβει ο νους σου πάντα. Τι λόγια που σοφίστηκες να βγάλεις απ' το στόμα! Ναι, μάρτυράς μου ας είναι η γη και τα ψηλά τα ουράνια, (...) πως άλλο δε σου μελετώ πάθος κακό να πάθεις. (...) Γιατί είναι η γνώμη μου καλή και νιώθω μες στα στήθια να 'χω ψυχόπονη καρδιά, δεν έχω σιδερένια"».*

«Ξέρεις πάρα πολλά», ψέλλισα. «Και είσαι εσύ η πολυμήχανη. Αρνούμαι να παίζω μονομαχία αποσπασμάτων με μια γυναίκα».

«Αυτή ήταν η Καλυψώ που παρηγορεί τον Οδυσσέα, σε περί­πτωση που δεν ήσουν σίγουρος», μουρμούρισε γλυκά, χτυπώντας μου απαλά το χέρι, «και θα τολμούσα να πω ότι δεν είμαι εγώ που ξέρω πάρα πολλά, αλλά εσύ που ξέρεις πολύ λίγα».

«Η Καλυψώ ήταν μια νεράιδα που παραλίγο να τρελάνει τον Οδυσσέα», είπα εκνευρισμένα, «και τον συμμερίζομαι πολύ. Έκα­να μια απλή ερώτηση. Είναι δείγμα εξυπνάδας, για να μην πω κα­λής ανατροφής, να μη λες περισσότερα απ' όσα χρειάζονται, αλ­λά να λες τουλάχιστον αυτό που σου ζητούν. Εσύ αποφεύγεις το θέμα. Θα έπρεπε να σκοτώσω τον Κύρο, για να σε εμποδίσω να με σκοτώσεις εσύ, καλή μου βασίλισσα;»

«Ίσως να είναι τυχερό, καλέ μου Γύγη», είπε, «που ο Κύρος πέ­θανε κατ' αυτό τον τρόπο, βγάζοντας σε από τον κόπο. Στο κάτω κάτω, είμαι Λυδή».

Στο σημείο αυτό σφράγισε τα χείλη μου με τα δικά της, ση­μάδι ότι η λεκτική μας μονομαχία είχε φτάσει ξεκάθαρα στο τέ-

* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία ε, στίχ. 189-198, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 377

λος της, για το οποίο της χρωστούσα ευγνωμοσύνη. Καθώς τα χέ­ρια μου ταξίδευαν στα πλευρά και τη μέση της, πάντως, σταμά­τησα όταν αισθάνθηκα και πάλι το μεγάλο στιλέτο μες στο θηκάρι του στη ζώνη της, το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ από εκείνη την πρώτη νύχτα μαζί μου στα Κούναξα.

Το άλλο πρωί νιώσαμε την πρώτη παγωνιά του χειμώνα που πλη­σίαζε και καθώς ο ωχρός ήλιος ανέτειλε, ξεχωρίσαμε μια πλατιά ανοιχτή πεδιάδα μπροστά μας, μέσα από τις βορινές οροσειρές μέχρι τη χώρα των Καρδούχων, και πέρα από αυτή την Αρμενία, μια εκτεταμένη και πλούσια περιοχή που συνορεύει με τη Μαύ­ρη Θάλασσα, όπου τα εφόδια θα ήταν άφθονα. Οι Καρδούχοι πάντως ήταν μια δύναμη που τρόμαζε τους στρατιώτες. Είχε δια­δοθεί η φήμη ανάμεσα στους άντρες ότι μερικά χρόνια πρωτύτερα ένα εκστρατευτικό περσικό σώμα εκατόν είκοσι χιλιάδων αντρών είχε εισχωρήσει στα βουνά για να τους καθυποτάξει και δε γύρι­σε κανένας τους ζωντανός. Η μόνη ένδειξη για την τύχη τους ή­ταν ένα γαϊδούρι που το είχαν αφήσει να τριγυρίζει ελεύθερο α­πό τα σύνορα των Καρδούχων πίσω στην περσική επικράτεια, κουβαλώντας έναν τεράστιο σάκο στην πλάτη του. Όταν το ζώο βρέθηκε από Πέρσες ανιχνευτές και ανοίχτηκε ο σάκος, ανακά­λυψαν τρομοκρατημένοι εκατόν είκοσι χιλιάδες ανδρικές πόσθες αποξηραμένες και περασμένες σε μια μακριά σιδερένια αλυσί­δα σαν αυτές που φορούν οι δούλοι Καρδούχοι. Ελπίζαμε ότι η ιστορία ήταν υπερβολή, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξέρει.

Ο Ξενοφώντας πρόσφερε θυσία στους θεούς, μια και φοβό­μαστε ότι τα ορεινά περάσματα πέρα από την πεδιάδα μπορεί να είχαν ήδη καταληφθεί από δυνάμεις των Καρδούχων που θα πε­ρίμεναν την άφιξη μας. Οι θεοί μάς έστειλαν έναν αετό που έκα­νε έναν κύκλο πάνω από το στρατόπεδο και απομακρύνθηκε αρ­γά πάνω από τις βορινές κορυφές.

Ο στρατός αναχώρησε τα μεσάνυχτα.

3

ΒΑΔΙΖΑΜΕ ΣΙΩΠΗΛΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ, ξάστερη νύχτα, καθένας α­πορροφημένος στις σκέψεις του, καθένας κλεισμένος στους δικούς του φόβους. Τρομοκρατημένοι ότι ανά πάσα στιγμή θ' ακούγα­με το βροντερό ποδοβολητό των μανιασμένων βαρβάρων που θα έπεφταν πάνω μας μες στο σκοτάδι, ντυμένοι με αρκουδοτόμα-ρα και κρατώντας δαυλούς κι αιχμηρές λόγχες, διατρέξαμε την ακάλυπτη πεδιάδα όσο γρήγορα μας επέτρεπαν να ταξιδεύουμε οι σκευοφόροι και το μπουλούκι που ακολουθούσε κούτσα κού­τσα· με την ανατολή του ήλιου είχαμε φτάσει στο καταφύγιο των βουνών. Ακόμα και αυτό όμως ήταν απατηλό, όπως αποδείχτηκε τις μέρες που θα ακολουθούσαν. Ενώ διασχίζαμε τα φαράγγια και τα απόκρημνα ορεινά περάσματα, ο στρατός υποχρεώθηκε να προχωρεί σε μια ανοιχτή γραμμή πολλών χιλιομέτρων που μας άφηνε εκτεθειμένους σε αστραπιαίες επιθέσεις από μικρές ομάδες Καρδούχων, οι οποίοι εξαφανίζονταν μετά τις δολοφονι­κές τους επιδρομές μες στα βράχια, εξοργίζοντας τους απογοη­τευμένους οπλίτες μας.

Σε μια προσπάθεια να μας καταστήσει λιγότερο ευάλωτους, ο Χειρίσοφος έστειλε σκόπιμα μπροστά αποσπάσματα Σπαρτια­τών καταδρομέων και ελαφρά οπλισμένων πελταστών, για να προσδιορίσουν τη θέση τυχόν βαρβαρικών καταδρομικών ομάδων και να καθαρίσουν το δρόμο ώστε να διευκολύνουν το πέρασμα. Περισσότερες από μία φορές, κάποιος άτυχος ιχνηλάτης θα ε­πέστρεφε στο στρατόπεδο με μια μέρα καθυστέρηση και μισό­τρελος, κρατώντας τη γλώσσα του ή κάποιο άλλο μέρος του σώ­ματος του στα χέρια, σαν προειδοποίηση από κάποια εχθρική συμμορία Καρδούχων πάνω στην οποία είχε πέσει. Ο υπόλοιπος

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 379

στρατός ακολουθούσε φοβισμένα πίσω από αυτή την εμπροσθο­φυλακή, επιλέγοντας την πορεία του μέσα από σειρές λόφων, στα­ματώντας για να εξετάσει το τοπίο για πιθανούς θύλακες κινδύ­νου και να επιτρέψει στις πιο αργές μονάδες που ακολουθούσαν να τους προφτάσουν. Ύστερα ολόκληρη η δύναμη θα ανέπτυσ­σε ταχύτητα και θα κατέβαινε γρήγορα από την άλλη πλευρά. Ο Ξενοφώντας, όπως συνήθιζε, ερχόταν τελευταίος, διοικώντας τους οπλίτες και προστατεύοντας τις αποσκευές, το μπουλούκι που α­κολουθούσε το στρατό αλλά και τον αυξανόμενο αριθμό αρρώ­στων και πληγωμένων, που είχαν πέσει θύματα στις κακουχίες του ταξιδιού, τις επιδημίες και τις επιδρομές των Καρδούχων σε όσους ξέμεναν πίσω.

Όταν είχαμε την εύνοια των θεών, οι ιχνηλάτες μας κατά­φερναν να εξολοθρεύσουν τους έφιππους Καρδούχους, προτού προλάβουν να ειδοποιήσουν τα χωριά για τον ερχομό μας και κη­ρύξουν γενική επιφυλακή. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ντόπιοι, α­φού πιάνονταν εξ απροόπτου από την ξαφνική παρουσία ενός ξέ­νου στρατού ανάμεσα τους, το έσκαγαν από τα χωριά τους για τους λόφους μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αφήνοντας τη σούπα να βράζει στη φωτιά και κατσίκες να περιφέρονται στους βρόμικους δρόμους, γυρεύοντας να τις αρμέξει κάποιος, ε­νώ οι τριχιές τους έσερναν πίσω τους θάμνους και πέτρες. Προ­μήθειες υπήρχαν διαθέσιμες σε μεγάλη ποσότητα - στέρνες με κρασί, τεράστια μαντεμένια καζάνια σε κάθε σπιτικό, ζωντανά που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα διαθέσιμα αποθέματα μας. Ο Ξε­νοφώντας όμως έδωσε αυστηρές εντολές κατά της αρπαγής, του φόνου ή της αιχμαλωσίας, με εξαίρεση την αυτοάμυνα. Ήμαστε συγκρατημένοι με τη χώρα με τη μάταιη ελπίδα ότι οι Καρδού-χοι θα μας άφηναν να περάσουμε ασφαλείς, αν όχι ως σύμμαχοι, τουλάχιστον ως εχθροί του εχθρού τους, του βασιλιά. Παίρναμε τόσες μόνο προμήθειες όσες μπορούσαμε να φάμε σε μία μέρα, για να μη λιμοκτονήσουμε. Στείλαμε αγγελιοφόρους πάνω στους λόφους που ανακοίνωσαν σε οχτώ διαλέκτους ότι δεν ήμαστε ει­σβολείς και δεν είχαμε πρόθεση να τους βλάψουμε, αλλά είτε α­πό έλλειψη ευχέρειας στην τοπική βαρβαρική διάλεκτο είτε λό-

380 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΠΝ

γω καθαρής στενοκεφαλιάς και καχυποψίας εκ μέρους τους, δεν καταφέραμε να πάρουμε καμιά απάντηση από τους Καρδούχους ούτε να πετύχουμε κάποια βοήθεια από αυτούς.

Τη νύχτα, όποτε ήταν δυνατό, στρατοπεδεύαμε μέσα στα ό­ρια των εγκαταλειμμένων χωριών, για να επωφεληθούμε από τις οχυρώσεις τους, και διατηρούσαμε ισχυρή φρουρά. Οι εκτοπι­σμένοι Καρδούχοι και οι σύμμαχοι και συγγενείς τους από μίλια μακριά, που ήταν φανερό ότι συγκεντρώνονταν σε μια μεγαλύ­τερη, πιο συνεκτική δύναμη, άναβαν εκατοντάδες μεγάλες πυρές στους λόφους από πάνω μας. Έμοιαζαν με μικροσκοπικές αιχ­μές φωτός που κάλυπταν τις βουνοπλαγιές και ξεμάκραιναν πέ­ρα μακριά, ώσπου μπερδεύονταν αδιάσπαστα, κυρίως λόγω της κίτρινης απόχρωσης τους, με τους ξάστερους, ολόφωτους ουρα­νούς γύρω μας, ουρανούς που ήταν οι ίδιοι με αυτούς που είχα θαυμάσει και λατρέψει τις μέρες της αθωότητας μου στην Αθή­να. Δεν ξέρω αν οι Καρδούχοι προσπαθούσαν να μας τρομο­κρατήσουν, μεγιστοποιώντας την παρουσία τους με τις τόσες φω­τιές ή είχαν στ' αλήθεια τόσες χιλιάδες άντρες που μας παρακο­λουθούσαν πάνω από τα βουνά, γιατί, μόλις έβγαινε ο ήλιος εί­χαν εξαφανιστεί όλοι, σαν σκιές που ξαναγύριζαν στον κάτω κό­σμο με το χάραμα, χωρίς ν' αφήνουν τίποτα πίσω τους εκτός α­πό αχνές τολύπες καπνού.

Αφού περάσαμε μία από τις πολλές νύχτες σαν κι αυτή, στη διάρκεια της οποίας ούτε ένας άντρας δεν έκλεισε μάτι, εκτός πι­θανότατα από τους πιο σκληροτράχηλους ή τους βλαμμένους Σπαρτιάτες, ο Ξενοφώντας συγκάλεσε όλους τους αξιωματικούς στο κατάλυμα του. Η έκφραση του προσώπου του δήλωνε ότι δεν του ήταν εύκολο να ανακοινώσει τα νέα που επρόκειτο να μας πει.

«Άντρες», είπε βλοσυρά ξύνοντας το ψειριασμένο γένι που πρό­σφατα είχε αποκτήσει για ν' αποφεύγει την περιττή δυσκολία του καθημερινού ξυρίσματος, «οι Καρδούχοι συγκροτούν τις δυνά­μεις τους κι ετοιμάζονται για επίθεση. Οι ανιχνευτές αναφέρουν σημάδια από μεγάλα σώματα που τώρα κινούνται σαν ενιαία ο­μάδα. Είμαστε δέκα χιλιάδες, αλλά ήδη το ένα τρίτο των στρα­τιωτών μας είναι άρρωστοι ή πληγωμένοι, ενώ άλλο ένα τρίτο εί-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 381

ναι απασχολημένο με την οδήγηση των ζώων και το σπρώξιμο των εφοδίων. Απομένει έτσι μόνο ένα τρίτο αξιόμαχων αγωνι­στών. Τα ζώα, οι αποσκευές και το μπουλούκι που ακολουθεί το στρατό μάς καθυστερούν, απασχολώντας άντρες που θα μπο­ρούσαν να προστατεύσουν την πορεία μας. Για όνομα των θεών, το μπουλούκι των άτακτων αριθμεί πάνω από πέντε χιλιάδες ψυ­χές, πολλές από αυτές γυναίκες. Μας σέρνουν στο θάνατο».

Σταμάτησε για να μας αφήσει να το χωνέψουμε και να βγά­λουμε τα συμπεράσματα μας. Αυτό κάναμε, με βαριά καρδιά, α­φού και χωρίς να μας το πει ρητά είχε γίνει ξεκάθαρο σε όλους μας από τότε που πρωτομπήκαμε στα βουνά ότι κάθε επιπλέον ουγκιά, κάθε κατσαρολικό, καθετί απειροελάχιστο, κάθε άτομο που δεν μπορούσε να βοηθήσει κάπως την προέλαση μας, θα έ­πρεπε τελικά να εξαλειφθεί. Ακόμα και οι βοιωτικές μηχανές του Πρόξενου, τις οποίες ο Ξενοφώντας είχε σύρει υπάκουα όλο αυ­τό το διάστημα παρά τις οξύτατες διαμαρτυρίες του Χειρίσοφου, δόθηκε διαταγή να εγκαταλειφθούν, μια και αποδείχτηκαν ακα­τάλληλες για την άμυνα του στρατού απέναντι στο είδος του πο­λέμου που αντιμετωπίζαμε. Η μόνη εξαίρεση για άχρηστα φορ­τία έγινε για τους πληγωμένους και άρρωστους στρατιώτες, τους οποίους θα προτιμούσαμε μάλλον να πεθάνουμε παρά να εγκα­ταλείψουμε. Πολλοί από τους άντρες είχαν μαζέψει μεγάλες πο­σότητες λαφύρων από τις πόλεις που είχαμε περάσει μέχρι την Κι­λικία και, αφού δεν είχαν βρει την ευκαιρία να τα μετατρέψουν σε χρήμα, βρίσκονταν στην αρχική τους μορφή: κύπελλα και πιά­τα, διακοσμημένες πανοπλίες, δούλοι, τόπια από μεταξωτά και άλλα πολύτιμα υφάσματα. Όλα αυτά έπρεπε να ξεσκαρταριστούν. Πολλοί επίσης είχαν αναπτύξει στενές φιλικές σχέσεις με μερικούς από το μπουλούκι που ακολουθούσε, αγόρια, γυναίκες και άντρες. Αυτοί δόθηκε διαταγή να μείνουν πίσω.

Αγγελιοφόροι στάλθηκαν σε όλο το στρατόπεδο να διαλαλή­σουν τις διαταγές και οι στρατιώτες αλλά και το μπουλούκι που ακολουθούσε άκουγαν κατάπληκτοι, χωρίς να βγάζουν λέξη. Ένας από τους αξιωματικούς ανέφερε στον Ξενοφώντα πως φοβόταν ό­τι τα μέτρα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στάση ή λιποταξίες, αλ-

382 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λά ο Χειρίσοφος, που έτυχε να ακούει, σάρκασε: «Και τι επιλογή θα έχουν;» ξέσπασε οργισμένα. «Αν αυτοί οι κουφιοκέφαλοι προ­τιμούν να μείνουν με τις πόρνες και τα αγοράκια τους, θα δουν πόσο μακριά θα φτάσουν περνώντας μόνοι αυτά τα βουνά. Αφή­στε τους. Αν τους αρέσει τόσο το γαμήσι, σίγουρα θα τους γαμή­σουν οι Καρδούχοι όταν τους αφήσουμε μόνους τους».

Δόθηκε εντολή να ξεκινήσουμε την πορεία μετά το πρόγευμα και το στρατόπεδο είχε ήδη διαλυθεί εν μέσω θρήνων και δια­μαρτυριών αυτών που αναγκαστικά θα έμεναν πίσω - ανάμεσα τους και Πέρσες που είχαμε αιχμαλωτίσει από τον Τισσαφέρνη εβδομάδες πριν και οι οποίοι θα προτιμούσαν ν' ακολουθήσουν το στρατό μαζί με τις κατσίκες παρά να εγκαταλειφθούν στα βα­σανιστήρια των Καρδούχων. Γυναίκες αρπάζονταν απεγνωσμέ­να από στρατιώτες, άντρες τους ή και εντελώς αγνώστους, προ­σφέροντας όλα τους τα υπάρχοντα, ακόμα και το ίδιο τους το σώμα, για να έχουν την τύχη να συνεχίσουν ν' ακολουθούν το στρατό. Έμποροι και σιδηρουργοί ικέτευαν αλλόφρονες τον Ξε­νοφώντα και τους παγερούς Σπαρτιάτες, προβάλλοντας τις ανά­γκες του στρατού σχετικά με τις ειδικότητες τους, την προθυμία τους να πιάσουν όπλα ή ν' αναλάβουν την ταφή των νεκρών, αν τους άφηναν να συνοδεύσουν το στράτευμα. Τα ζωντανά, νιώθο­ντας τον πανικό και το χάος που απέπνεαν οι κύριοι τους, έτρε­χαν λυτά και ατάιστα μέσα στα μιλιούνια του πλήθους και χώ­νονταν μέσα στις εγκαταλειμμένες στοίβες από προσωπικά α­ντικείμενα που είχαν συγκεντρωθεί για να καούν. Όρμησα στην περιοχή που βρισκόταν το μπουλούκι των άτακτων, κοιτάζοντας μέσα σε άμαξες, πίσω από στοίβες όπλων και εφοδίων, ψάχνο­ντας να βρω την Αστερία. Ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε ήδη να κρυβόταν, μεταμφιεσμένη σε άρρωστο ή πληγωμένο στρατιώτη, τυλιγμένη με κουβέρτα, σε κάποια από τις νοσοκομειακές άμα­ξες. Έμπαινα μέσα στα κάρα που κουβαλούσαν τραυματίες, ε­ξετάζοντας κάθε ύποπτο όγκο κάτω από τα σκεπάσματα, αλλά δε βρήκα ούτε ίχνος της. Δεν ήξερα τι θα έκανα αν την έβρισκα -και η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη, όταν μία ακόμα ομάδα από αγγελιοφόρους διέτρεχε ήδη το στρατόπεδο, ανακοινώνο-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 383

ντας ότι θα γινόταν έλεγχος καθώς θα περνούσε ο στρατός από ένα στενό σημείο του δρόμου, δύο χιλιόμετρα πιο κάτω, για να είναι σίγουρο ότι δε θα περνούσε λαθραία καμιά ανεπιθύμητη α­ποσκευή.

Η Αστερία δε βρέθηκε πουθενά, ούτε ανάμεσα στις φίλες της ούτε σε καμιά κρυψώνα από αυτές που μπορούσα να σκεφτώ, και τα καθήκοντα μου δε μου επέτρεπαν να συνεχίσω περισσότερο το ψάξιμο. Επιστρέφοντας μέσα από το στρατόπεδο των Ροδίων ε­ντόπισα τον Νικόλαο, που το πόδι του είχε ξεκάθαρα αρχίσει να γιατρεύεται, και αφού τον πήρα γρήγορα παράμερα, του ψιθύρισα μέσα από τα δόντια μου:

«Νικόλαε, άκουσες τις διαταγές του Ξενοφώντα. Όλα τα λά­φυρα και όσοι ακολουθούν το στρατό πρόκειται να μείνουν πίσω».

Σήκωσε τους ώμους και με κοίταξε σαστισμένος. Σκέφτηκα ό­τι οι νεαροί Ρόδιοι ήταν ίσως οι μόνοι στρατιώτες σ' ολόκληρο το στράτευμα που έμεναν εντελώς ανεπηρέαστοι από τα μέτρα του Ξενοφώντα, μια και ήταν πολύ νέοι για να έχουν γυναίκες ανάμεσα στο μπουλούκι και είχαν πάρει πρόσφατα στρατιωτικά πόστα ώ­στε να έχουν κερδίσει λάφυρα. Τον άρπαξα από το μπράτσο για να τον εμποδίσω να φύγει.

«Μήπως είδες την Αστερία;» ρώτησα. Μια σκιά ανησυχίας πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπο του,

καθώς κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του. Ο φόβος που είχα νιώσει όταν η Αστερία μού είχε πρωτοπρο-

τείνει ν' αυτομολήσουμε στους Πέρσες πριν από μερικές εβδο­μάδες ανέβηκε και πάλι στο λαιμό μου.

«Μήπως είδες τίποτα ανιχνευτές του Τισσαφέρνη να μας α­κολουθούν ακόμα;» τον πίεσα.

Προβληματισμένος τώρα ο Νικόλαος σκέφτηκε πιο προσε­κτικά την ερώτηση. «Περιστασιακά, ναι, αλλά από πολύ μεγάλη απόσταση. Είναι λίγοι σε αριθμό και προτιμούν να μένουν αθέ­ατοι, επειδή φοβούνται τις σφεντόνες μας».

«Νικόλαε, στο όνομα όλων όσων έχει κάνει για σένα ο Ξενο­φώντας, στο όνομα όλων όσων πιστεύεις... αν δεις την Αστερία, θα με ειδοποιήσεις;»

384 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο Νικόλαος έμεινε καρφωμένος επιτόπου, παραξενεμένος α­πό την επιμονή μου. Κατάλαβα ότι η λαβή μου στο λιγνό του μπράτσο θα πρέπει να τον πονούσε τρομερά, αλλά δεν είπε τίποτα καθώς με κοίταζε.

Εγώ επέμεινα. «Το ορκίζεσαι;» «Ναι». «Σε ό,τι έχεις ιερό;» Ο Νικόλαος δίστασε και τότε κατάλαβα τι είχα ζητήσει από

αυτό το ορφανό αγόρι, το εξορισμένο από την πατρίδα του, το σα­κατεμένο από ένα αγρίμι, χωρίς έναν οβολό στην κατοχή του. Χα­μογέλασε πικρά.

«Θέο, γύρισε στα καθήκοντα σου. Θα σε ειδοποιήσω αν τη δω». Έτρεξα πίσω στο στρατόπεδο του Ξενοφώντα και τον βρήκα

να σαμαρώνει μόνος το άλογό του, όλος εκνευρισμό. Μου έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα και κατάλαβα από την έκφρασή του ότι εί­χε αντιληφθεί την απουσία μου - αλλά εξακολούθησε μεθοδικά να κάνει τις μικροδουλειές και τις προετοιμασίες του κι όταν τε­λείωσε, καβάλησε το άλογό του κι απομακρύνθηκε βιαστικά χω­ρίς να πει λέξη για να συσκεφθεί και πάλι με τον Χειρίσοφο. Η σιωπή του μαρτυρούσε πολλά. Ήξερα ότι δεν είχε διοριστεί, αλ­λά είχε ανακηρυχθεί στρατηγός διά βοής, ότι οι άντρες τον εμπι­στεύονταν απόλυτα, ότι μπορούσε να τους μιλήσει και να έχει ξί­φος όπως και αυτοί. Ήξερα επίσης ότι κουβαλούσε την ευθύνη του καθήκοντος που είχε απέναντι τους σαν ένα μόνιμο βάρος, σαν ένα σημάδι από μάχη, ή μια ασπίδα θριάμβου που αντιπροσώπευε γι' αυτόν μια αίσθηση τιμής πολυτιμότερη κι από τη ζωή ή τον έ­ρωτα ή τη δική του ευτυχία. Μια απαραβίαστη εμπιστοσύνη θα καταστρεφόταν αν πρόδιδε ποτέ τους άντρες, παραβαίνοντας έ­ναν από τους κανόνες που ο ίδιος είχε επιβάλει ή αν επέτρεπε με τη θέλησή του σε κάποιον άλλο να τους παραβεί. Ήμουν φίλος του, ο διά βίου υπηρέτης του, ο αδερφός του. Σε όλη μου τη ζωή είχα εγκαταλείψει τις προσωπικές μου επιθυμίες για να τον υπη­ρετώ και να τον ακολουθώ, κι εκείνος το ήξερε και πιστεύω ότι το αναγνώριζε αυτό - αλλά δεν μπορούσε, δεν ήθελε να κάνει κά­ποια εξαίρεση για μένα. Το καθήκον του ήταν σαφές και θα ή-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 385

ταν προτιμότερο να καρφώσω το ξίφος στην κοιλιά μου, παρά να του ζητήσω να το παραβεί. Όμως, ακόμα κι αυτό θα ήταν προ­τιμότερο από τη σιωπή του.

Ο στρατός πέρασε από τον έλεγχο που ο Χειρίσοφος και ο Ξε­νοφώντας είχαν στήσει σε κάποια στενωπό του δρόμου και βρέ­θηκαν εκατοντάδες λίτρα επιπλέον εφοδίων, κουτσά ζώα, αχρεί­αστοι σκευοφόροι και βαριές αποσκευές, όπως και δεκάδες ακό­μα από το μπουλούκι που ακολουθούσε, σκλάβοι και αιχμάλωτοι που προσπαθούσαν να περάσουν λαθραία και εξαναγκάστηκαν να μείνουν πίσω, στους οποίους απαγορεύτηκε επί ποινή θανά­του ν' ακολουθήσουν το στρατό. Στρατιώτες ανακατεμένοι στη λαθραία αυτή διακίνηση μαστιγώθηκαν και τα στρατεύματα τους προσπερνούσαν, αποστρέφοντας τα μάτια από τη σκηνή, είτε α­πό ντροπή για την ανυπακοή των συμπολεμιστών τους είτε για να μην προκαλέσουν την προσοχή στις δικές τους παραβάσεις, μι­κρές ή μεγάλες, καθώς μπορεί να έκρυβαν οτιδήποτε στα σακού­λια που κρέμονταν από τη ζώνη τους ή στους μπόγους τους. Κά­ποιο όμορφο αγόρι ή γυναίκα μπορούσαν να περάσουν περιστα­σιακά, ήμουνα βέβαιος, σε αντάλλαγμα κάποιας χάρης, και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να παρακαλώ ότι η Αστερία, με την εξυπνάδα που διέθετε, θα έβρισκε τρόπο να περάσει σώα και να μείνει με το στρατό, αλλά δεν είχα καμιά τέτοια ελπίδα.

Όλη τη μέρα και τη μισή νύχτα βαδίσαμε τριάντα οχτώ χι­λιόμετρα, καθώς ο εχθρός συνέχιζε να επιβραδύνει την προέλα­ση μας, αψιμαχώντας μαζί μας, κατρακυλώντας κορμούς και α­γκωνάρια στο δρόμο μας για να εμποδίσει το πέρασμα των σκευ-οφόρων, πετώντας βράχους από τους απότομους γκρεμούς πάνω από τα κεφάλια μας, εκτοξεύοντας πέτρες και βέλη πίσω από δέ­ντρα. Οι άντρες σωριάστηκαν εξαντλημένοι, όταν τελικά ο Ξενο­φώντας έδωσε εντολή να σταματήσουμε, οι περισσότεροι χωρίς να νοιαστούν ν' ανάψουν φωτιές ή να μαγειρέψουν για βραδινό. Ο συναισθηματικός πόνος το πρωί και η σωματική εξάντληση α­πό τα γεγονότα της μέρας τους είχαν αποκάμει. Δε μου είχε απευ­θύνει ακόμα καμιά κουβέντα, αλλά με παρατηρούσε προσεκτικά κάτω απ' τα φρύδια του. Κι εμένα πάλι δε μου ερχόταν να του πω

386 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κάτι, μέσα στην ασταμάτητη κίνηση και δράση και τις μπερδε­ψοδουλειές του. Δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος ούτε η ευκαιρία για κά­ποια λόγια που θα ξαλάφρωναν το βάρος που πίεζε την ψυχή μου.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε θυελλώδης, με δυνατούς ανέμους και χιονόνερο. Οι άντρες ήταν εξαντλημένοι, αλλά δεν μπορού­σαμε να μείνουμε εκεί που βρισκόμαστε, χωρίς το καταφύγιο κά­ποιου χωριού και χωρίς επιτόπου προμήθειες· έτσι οι αξιωματι­κοί πήραν την απόφαση να προχωρήσουμε ελπίζοντας ότι θα βρί­σκαμε ευκαιρία για ανάπαυση έπειτα από μιας μέρας πορεία. Ο Χειρίσοφος ως συνήθως οδηγούσε την προφυλακή, με τον Ξενο­φώντα να φυλάει την ουρά, και οι αντάρτες εχθροί μάς επετίθε-ντο με ορμή και από κοντινή απόσταση, όχι μόνο με τις συνηθι­σμένες τους σφεντόνες, πέτρες και αγκωνάρια που κυλούσαν, αλ­λά και με τόξα που όμοια τους δεν είχαμε ξαναδεί και τα οποία σκόρπιζαν το φόβο ακόμα και στους πάνοπλους Σπαρτιάτες. Ήταν σύνθετα τόξα, με τον κεντρικό άξονα καμωμένο από σκλη­ρό ξύλο φλαμουριάς, ενώ στην «κοιλιά» του τόξου, και εννοώ την εσωτερική επιφάνεια που βλέπει απέναντι του ο τοξότης όταν ρί­χνει, είχαν κολλήσει ένα λεπτό οστέινο φύλλο για επιπλέον α­καμψία και αντίσταση. Περισσότερο ενδιαφέρον πάντως ήταν το παχύ στρώμα νεύρων από τους τένοντες του λαιμού ταύρου ή ε­λαφιού, το οποίο είχαν κολλήσει στο εξωτερικό του τόξου και το οποίο, όταν τεντωνόταν, καθώς το τόξο τραβιόταν, έδινε πολύ με­γαλύτερη ώθηση και πολύ πιο ισχυρή εκτίναξη -καθώς τα νεύρα επέστρεφαν στο αρχικό τους σχήμα- από αυτή που είχε ένα τό­ξο καμωμένο αποκλειστικά από ξύλο.

Τα τόξα δεν ήταν μόνο ισχυρά αλλά και τεράστια: ψηλά όσο ένας άντρας και όταν οπλίζονταν απαιτούσαν από τον τοξότη να στερεώνει το πόδι του στο κάτω άκρο, ενώ ολόκληρο το χέρι του, σε όλο του το μάκρος, τεντωνόταν πίσω του, καθώς τραβούσε τη χορδή του τόξου. Τα βέλη ήταν μακριά όσο και τα ακόντια των πελταστών και στην πραγματικότητα οι Κρήτες, που ήταν οι καλύ­τεροι ακοντιστές του ελληνικού στρατού, το έβαλαν στόχο να κρα­τούν κάθε τέτοιο βέλος που έβρισκαν και να το χρησιμοποιούν για αυτό ακριβώς το σκοπό, αφού πρόσθεταν μια μικρή θηλιά στο κα-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 387

θένα για καλύτερη ρίψη. Χάσαμε δύο πολύ καλούς άντρες προ­τού καν καταλάβουμε τη δύναμη αυτών των τρομερών όπλων: τον Λεώνυμο, έναν Σπαρτιάτη που χτυπήθηκε από ένα τέτοιο βέλος, το οποίο πέρασε μέσα από τη συμπαγή δρύινη και ορειχάλκινη ασπίδα, το θώρακα και τα πλευρά του, και τον Αρκάδα Βασία, που προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση όλων μας χτυπήθηκε κα­τευθείαν στο κρανίο και το μισό βέλος βγήκε από την άλλη πλευ­ρά του κεφαλιού του, παρόλο που φορούσε βαριά ορειχάλκινη πολεμική περικεφαλαία.

Σε ένα σημείο, όταν η οπισθοφυλακή πιεζόταν ιδιαίτερα σκλη­ρά, ο Ξενοφώντας έστειλε μήνυμα στον Χειρίσοφο μπροστά να δώσει εντολή να σταματήσουν και να στείλει πίσω ενισχύσεις. Η εμπροσθοφυλακή του στρατού προπορευόταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά και πήρε αρκετή ώρα να μεταφερθούν τα μηνύματα προς τα πίσω και προς τα μπρος. Παρ' όλα αυτά, όταν ο δρομέας επέ­στρεψε, ανέφερε ότι ο Χειρίσοφος όχι μόνο είχε αρνηθεί να στεί­λει ενισχύσεις, αλλά είχε επιταχύνει το βήμα του, παρακινώντας σε τροχάδην τους πελταστές και τους Σπαρτιάτες έφιππους κα­ταδρομείς.

Ο Ξενοφώντας ήταν έξω φρενών, αν και προσπάθησα να του τονίσω ότι ο Χειρίσοφος ήταν έμπειρος αξιωματικός και το πι­θανότερο ήταν ότι θα είχε σοβαρό λόγο για να προελαύνει τόσο γρήγορα. Το ίδιο απόγευμα, αφού τελικά προφτάσαμε την ε­μπροσθοφυλακή κάτω από μια κορυφή όπου είχε σταματήσει, ο Ξενοφώντας κατευθύνθηκε καλπάζοντας κατευθείαν προς τον Χειρίσοφο, με το πρόσωπο μαύρο από οργή.

«Γιατί, που να πάρει ο διάολος, δε σταμάτησες;» πέταξε ο Ξε­νοφώντας. Σπάνια τον άκουγα να μιλάει χυδαία, αν και ήταν έ­νας τρόπος τον οποίο χρησιμοποιούσε όλο και πιο επιδέξια με τον καιρό, μια κι ο Χειρίσοφος έδειχνε να μην καταλαβαίνει καμιά άλλη γλώσσα. «Οι άντρες μου έγιναν κομμάτια εκεί πίσω από τα μακριά τόξα των Καρδούχων και δεν είχαμε κανένα μέρος να κρυφτούμε - έπρεπε να βαδίζουμε και να πολεμάμε ταυτόχρονα! Μα τους δώδεκα θεούς, Χειρίσοφε, είμαστε δύο χωριστοί στρα­τοί ή ένας; Έχασα δυο καλούς άντρες, ένας από αυτούς Σπαρ-

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

τιάτης, και δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε σε απόσταση τους γα-μημένους Καρδούχους για να συλλέξουμε τα κορμιά τους, που τα χρησιμοποιούσαν σαν στόχους για εξάσκηση κοροϊδεύοντας μας από μακριά!»

Η εγκατάλειψη του σώματος ενός συμπολεμιστή που έπεσε στο πεδίο της μάχης είναι βαρύτατο αμάρτημα και συμβαίνει μό­νο σε δυσκολότατες περιπτώσεις. Ο Χειρίσοφος, που είχε την ί­δια άσχημη διάθεση με τον Ξενοφώντα κι ήταν έτοιμος ν' απα­ντήσει κατά τον ίδιο τρόπο, έγινε ξαφνικά πολύ σοβαρός. «Κοί­τα εκεί πάνω στα βουνά, στρατηγέ!» είπε στον Ξενοφώντα απλώ­νοντας το χέρι, ενώ ελαφρύ ίχνος σαρκασμού χρωμάτιζε τη φω­νή του. «Είναι αδιάβατα. Οι Καρδούχοι έχουν κλείσει τους δρό­μους πιο σφιχτά κι από σκυθική κωλοτρυπίδα. Μόνο ένα πέρα­σμα υπάρχει: το απόκρημνο μονοπάτι που βλέπεις μπροστά σου κι εγώ επιχείρησα να καταλάβω το πέρασμα προτού αυτό το πλή­θος εκεί πάνω το πιάσει. Οι οδηγοί που κρατώ αιχμαλώτους λέ­νε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να περάσουμε».

Ο Ξενοφώντας κοίταξε σκεφτικός προς το βουνό όπου αρκε­τές εκατοντάδες Καρδούχοι ήταν ορατοί, ενώ κυλούσαν κορμούς και αγκωνάρια μέχρι την άκρη του μονοπατιού, έτοιμοι να υπε­ρασπιστούν το δρόμο. Ήταν απείθαρχοι, χωρίς τάξη και συντο­νισμό, ενώ ακόμα και αυτά τα βιαστικά οργανωμένα αμυντικά έρ­γα με τα αγκωνάρια ήταν σκόρπια και πρόχειρα. Ήταν, όμως, πάρα πολλοί και η θέση τους ισχυρότατη. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ότι μπορούσαμε να τους νικήσουμε και να περάσουμε με τη βία από το πέρασμα, αλλά με τι απώλειες και με ποια κατάληξη; Πό­σα ακόμα τέτοια πανομοιότυπα περάσματα με πανομοιότυπες ο­χυρώσεις θα έπρεπε να διασπάσουμε στην πορεία; Η απώλεια κά­θε άντρα εδώ θα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τη διάσπαση του επόμενου οδοφράγματος και του αμέσως επόμενου, ώσπου τελι­κά οι Καρδούχοι θα μας εξαντλούσαν εντελώς ή θα μας έκαναν να λιμοκτονήσουμε με την απόλυτα μουλαρίσια επιμονή τους.

Οι στρατιώτες είχαν αρχίσει ν' ανυπομονούν αν θα σταματού­σαμε για εκείνη τη μέρα ή θα συνεχίζαμε την πορεία για μια α­σφαλέστερη θέση. Μια μαυρίλα, σαν να νύχτωνε σχεδόν, είχε κα-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 389

τακάτσει, αν κι ήταν μόνο απόγευμα και η παγωμένη βροχή είχε αρχίσει να πέφτει καταρρακτωδώς, μετατρέποντας το δρόμο σε ποτάμι λάσπης και μουσκεύοντας μας ως το κόκαλο. Ο Ξενοφώ­ντας στράφηκε σε μένα.

«Θέο, φέρε τους δύο αιχμαλώτους που πιάσαμε σήμερα και δέσε τους σε πασσάλους για ανάκριση».

Δε μου άρεσε η έκφραση των ματιών του ούτε ο τόνος της φω­νής του και δείλιασα να εκπληρώσω την εντολή του.

«Ξενοφώντα, δεν είναι απαραίτητο. Οι οδηγοί του Χειρίσο-φου μας έχουν ήδη δώσει την πληροφορία που χρειάζεσαι...»

Μ' έκοψε απότομα. «Νομίζω ότι σου έδωσα μια εντολή», είπε με χαμηλή, οργισμένη φωνή, ενώ τα μάτια του με αγριοκοίταζαν κατακόκκινα από την έλλειψη ύπνου.

Τον κοίταξα κατάπληκτος κι ύστερα βιάστηκα να συμμορ­φωθώ και να δέσω τους κρατουμένους σφιχτά σε δύο διπλανούς πασσάλους. Ο πρώτος από τους δύο άντρες, ένας μικρόσωμος, νευρώδης, ζαρωμένος τύπος, με σκληρό βλέμμα στα μάτια, επι­βεβαίωσε την προηγούμενη αναφορά κι ορκιζόταν ότι δεν υπήρ­χε άλλος δρόμος εκτός από αυτόν μπροστά μας. Το μισό χαμό­γελο του έδειχνε ότι θα του καλοάρεσε να δει το στρατό μας να επιχειρεί να καταλάβει αιφνιδιαστικά το πέρασμα και αυτό μά­νιασε τον Ξενοφώντα.

Μάνιασε... ίσως να μην είναι η πιο κατάλληλη λέξη. Το απο­τέλεσμα που είχε πάνω του ήταν κάτι περισσότερο από μετα­μόρφωση, ακόμα και γέρασμα, καθώς ένα σκληρό βλέμμα α­πλώθηκε στα μάτια του, κάτι που δεν το είχα ξαναδεί, ένα βλέμ­μα που ανταποκρινόταν στον πατέρα του, ίσως, ή σε κάποιον α­πό τους πεζούς Σπαρτιάτες που τον περιστοίχιζαν, αλλά όχι στον Ξενοφώντα. Στον Ξενοφώντα που είχε διδαχτεί από τον Σωκρά­τη να σέβεται την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής και ο οποίος, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, αγαπούσε τον πόλεμο για την πνευματική του πρόκληση, για την αντιπαράθεση αντίθετων δια­νοιών, για την ανάπτυξη στρατηγικής. Στον Ξενοφώντα που δε σκέφτηκε ποτέ ν' αποφύγει το καθήκον του, αν και δεν ήταν τέ­λειος στο χειρισμό του ακοντίου και της ασπίδας, που ποτέ δε θα

390 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

επιζητούσε με τη θέληση του την αιματοχυσία για ευχαρίστηση - αυτός ο Ξενοφώντας άλλαζε μπροστά στα μάτια μου και γινό­ταν κάποιος που δε γνώριζα πριν κι όμως ανέκαθεν ήξερα. Φυ­σικά και άλλαζε - η μεταμόρφωση είχε συμβεί πολύ πιο πριν, τη νύχτα του ονείρου του, τη νύχτα που ανακηρύχτηκε στρατηγός. Ικανότητες που βρίσκονταν κοιμισμένες μέσα του, κληροδοτη­μένες αρχηγικές και εξουσιαστικές ικανότητες, που κυλούσαν ή­συχα μες στο αίμα του, είχαν έρθει στην επιφάνεια εκείνη τη νύ­χτα, αρχηγικές ικανότητες των οποίων είχα δει βέβαια αναλα­μπές, μικροσκοπικά, κρυμμένα ψήγματα δαιμονίου που λαμπύ­ριζαν σαν φύλλα χρυσού σε μια λεκάνη ανάμεσα σε λάσπη και χαλίκια, αν και αμφέβαλλα ότι θα ήταν ποτέ αρκετά ικανά να φτάσουν στην επιφάνεια. Παρακολουθούσα με θαυμασμό καθώς πρόβαλλαν κι αναπτύσσονταν, δημιουργώντας ένα θεληματικό άντρα, κάποιον που ήταν σκληρός αλλά παρ' όλα αυτά θεϊκός, α­πό έναν άγουρο άντρα που μέχρι τώρα περιδιάβαινε άσκοπα τη

ζωή. Αυτά τα χαρακτηριστικά όμως είχαν μια πιο σκοτεινή, πιο α­

παίσια πλευρά, για την οποία δεν ήμουν ενήμερος, μια άσπλαχνη πλευρά, μια ακραία απόγνωση, που με βρήκε απροετοίμαστο. Την είχα δει ν' ανεβαίνει προοδευτικά - στην αντίδρασή του στο ερω­τηματικό μου βλέμμα μετά την απώλεια της Αστερίας την προη­γούμενη μέρα, στην οργή του προσώπου του όταν συγκρούστηκε με τον Χειρίσοφο επειδή δε σταμάτησε να υποστηρίξει την οπι-σθοφυλακή. Και τώρα είδα τη λύσσα του να ξεσπάει με μια βίαιη φυσικότητα που με σάστισε και μ' έκανε να αμφιβάλλω περισσό­τερο από ποτέ άλλοτε για τη νοητική του υγεία αλλά και την τύχη του στρατού.

Ξαναρώτησε τον κρατούμενο αν υπήρχαν άλλοι δρόμοι που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν γύρω ή πίσω από το πέρασμα και αυτή τη φορά ο κρατούμενος απλώς τον κορόιδεψε, ξεφουρνίζο-ντας απανωτές λέξεις στη βαρβαρική του διάλεκτο και σε σπα­σμένα περσικά, λέξεις που ο διερμηνέας αρνήθηκε να τις μετα­φέρει καν στα ελληνικά από φόβο ότι θα προσβληθεί ακόμα πε­ρισσότερο ο Ξενοφώντας.

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 391

Τρέμοντας από οργή, ο Ξενοφώντας έβαλε το πρόσωπό του α­κριβώς απέναντι από αυτό του κρατουμένου, ουρλιάζοντάς του κα-τάφατσα να μας μαρτυρήσει το μονοπάτι, χάνοντας το συναι­σθηματικό και σωματικό του έλεγχο. Οι στρατιώτες γύρω σώπα­σαν, αμήχανοι από την απώλεια της φρόνησης του διοικητή τους, κι έκαναν ότι κοίταζαν αλλού. Ο κρατούμενος χαμογέλασε ψυχρά και πέταξε ένα καλαμπούρι στο συμπατριώτη του που ήταν δε­μένος στο διπλανό πάσσαλο. Ο Ξενοφώντας λύσσαξε. Απλώνοντας το χέρι άρπαξε μια ασπίδα από τον πλησιέστερο στρατιώτη και κατέβασε βίαια τη σιδερένια άκρη του δίσκου στο πρόσωπο του άντρα από το πλάι, κάνοντας το κεφάλι του να χτυπήσει πίσω πά­νω στον πάσσαλο. Το αυτάρεσκο γέλιο του άντρα αντικαταστά­θηκε αυτοστιγμεί από μια ματωμένη μάζα. Η μύτη του ισοπεδώ­θηκε πάνω στο μάγουλό του και ούρλιαζε από οργή και πόνο, φτύνοντας κομμάτια κομμένης γλώσσας και σπασμένα δόντια α­πό το στόμα του, ώσπου δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει, ενώ ο Ξενοφώντας οπισθοχώρησε ένα βήμα και παρακολουθούσε ψυ­χρά το πηχτό αίμα που κάλυπτε το πρόσωπο του άντρα κι έστα­ζε σε μια λιμνούλα μαύρης λάσπης στο έδαφος. Ο Χειρίσοφος στε­κόταν εκεί κοντά, παρακολουθώντας ανέκφραστος και με απάθεια την εκτόνωση της οργής του πάνω στον κρατούμενο.

Ύστερα από ένα λεπτό ο Ξενοφώντας έσπρωξε πέρα το διερ­μηνέα κι έβαλε το πρόσωπο του ξανά κοντά σε αυτό του κρατου­μένου, χωρίς να πει κουβέντα, απλώς κοιτάζοντας τον. Τότε συ­νειδητοποίησα ότι ο άντρας ήταν αμίλητος σαν πέτρα κοιτάζοντας κατάματα τον Ξενοφώντα, αλλά αυτή τη φορά κάθε ίχνος περι­φρόνησης είχε χαθεί από την έκφραση του. Η ματιά του ήταν γε­μάτη μόνο από μοχθηρία και φόβο. Η βροχή μάς έλουζε όλους, και αυτούς που ήταν ματωμένοι και αυτούς που ήταν γεροί, χω­ρίς να κάνει καμιά εξαίρεση για το ποιον έπρεπε να καθαρίσει και ποιον να πιτσιλίσει με βρομιά, κι όταν κοίταξα προς τα κά­τω το μανδύα του Ξενοφώντα, είδα ότι είχε τραβήξει το κοντό του ξίφος και ότι η μύτη του ακουμπούσε ελαφρά πάνω στην κοιλιά του άντρα ακριβώς κάτω από τον αφαλό. Επιχείρησα να φωνά­ξω, αλλά είχα παγώσει, ανίκανος να κινηθώ, και οι λέξεις κολ-

392 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λούσαν σταθερά στη γλώσσα μου σαν στουπί από βαμβάκι σε ρε­τσίνι. Ένιωσα κάτι σαν κεραυνό στα αφτιά μου, τον εκκωφαντι­κό χορό του συρακούσιου ύμνου που τόσο συχνά με τρόμαζε, να πνίγει ακόμα και το μουγκρητό της καταρρακτώδους βροχής, και ο εξωτερικός κόσμος έμοιαζε να γίνεται σιωπηλός και να κινεί­ται ανείπωτα αργά.

Ξενοφώντα, υπέβαλες για μια ακόμα φορά την ερώτηση σου στον κρατούμενο, αργά και σκόπιμα, τόσο σιγά που μόνο εκείνος μπορούσε ν' ακούσει τα λόγια σου, παρόλο που η γλώσσα σου του ήταν άγνωστη. Για μένα όλα ήταν σιωπή, εξουδετερωμένα από το διαβολεμένο μουγκρητό στα αφτιά μου. Είδα τον άντρα να σε κοιτάζει με απόλυτη κατανόηση, παρά την απουσία του διερμη­νέα, γιατί αυτή η πάλη θελήσεων δεν ήταν πια εξαρτημένη από τη χρήση του καθαρού λόγου, ως μέσου, αλλά είχε επανέλθει σε κάτι πολύ πιο πρωτόγονο, σε μια πιο ερπετοειδή φύση, σε κάτι πιο χυδαίο και αρχέγονο από αυτό για το οποίο θα μπορούσα πο­τέ να σκεφτώ ότι ήσουν ικανός. Το μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε σένα και τον άντρα ήταν φόβος και πόνος και μίσος, και σε αυ­τή τη γλώσσα καταλαβαίνατε περίφημα ο ένας τον άλλο. Γιατί, α­φού μελέτησε καλά τις επιλογές και την τύχη που τον περίμενε, ο άντρας σού έστειλε ακόμα ένα βεβιασμένο χαμόγελο, όσο κα­λύτερο γινόταν μέσα από τα σκισμένα και ματωμένα χείλη του, και ύστερα κλείνοντας τα μάτια κούνησε αργά, σχεδόν ανεπαί­σθητα, το κεφάλι του αρνητικά και τότε το σατανικό σου μαχαί­ρι εκτέλεσε τη δουλειά για την οποία είχε δημιουργηθεί, για την οποία είχε κατασκευαστεί πριν από χρόνια από τα μαλλιαρά, ση­μαδεμένα από τα καψίματα χέρια ενός είλωτα σιδερά μέσα σε έ­να σπαρτιάτικο χυτήριο, σωστό καμίνι. Το πρόσωπο του άντρα σπάραξε από πόνο και σπαρτάρισε σαν ζωντανό ψάρι στη σού­βλα και έτσι όπως παρακολουθούσα, τα μάτια του σκοτείνιασαν και σωριάστηκε πάνω στα σκοινιά, ενώ οι άδειες κόρες των μα­τιών του εξακολουθούσαν να είναι στυλωμένες στα πόδια σου.

Σκεφτόσουν καθόλου την Αθήνα, όταν δολοφονούσες έναν α­νυπεράσπιστο δεμένο άντρα, Ξενοφώντα; Έλαβες καθόλου υπό­ψη σου όλα αυτά που είχες διδαχτεί, τις ιδέες που είχες μάθει κα-

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 393

θισμένος στα γόνατα του Σωκράτη, τη φιλανθρωπία των θεών στην πίστη των οποίων στηριζόμενος θυσιάζεις καθημερινά; Ίσως όχι, και εκ των υστέρων αυτό ήταν το καλύτερο, μια και οι πρά­ξεις σου, και τότε και τις μέρες που θα ακολουθούσαν, οδήγησαν το στρατό με επιτυχία πιο κοντά στον τελικό του προορισμό. Στον κόσμο αυτό χρειάζονται άντρες ικανοί ν' αποκλείσουν το φόβο και τις συνέπειες των άμεσων πράξεων τους, να βλέπουν πέρα α­πό τη χυδαιότητα του καθημερινού μόχθου, τις εχθροπραξίες και την αθλιότητα και να εκτελούν ταπεινές πράξεις για το ευρύτερο καλό. Χρειάζονται άντρες σαν τον Γρύλλο και τον Κλέαρχο, για­τί με τέτοιους άντρες προάγεται ο πολιτισμός, και οι κατώτεροι είτε εξαλείφονται είτε υποτάσσονται στον ανώτερο. Τέτοιοι κτη­νώδεις, ανεγκέφαλοι άντρες χρειάζονται. Οι πιο θαυμαστοί θεσμοί μας δε θα είχαν δημιουργηθεί ποτέ χωρίς αυτούς, στα βάθη της ιστορίας τουλάχιστον, που ίσως είναι προτιμότερο να ξεχαστεί. Αυτό είναι ένα από τα πιο σκοτεινά και ανείπωτα μυστικά, μια και τέτοια είναι η ασχήμια -τέτοια και η ομορφιά- του πολέμου. Οι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονται όλη τους τη ζωή να κλείνουν τα μάτια και το νου τους μπροστά στο σωματικό φόβο και τα βάσανα και να επιζητούν τη νίκη με κάθε θυσία για το κοινό καλό. Είναι ό­μως Σπαρτιάτες κι εσύ είσαι Αθηναίος ή τουλάχιστον υπήρξες μέχρι τώρα. Και ξαφνικά θυμήθηκα την ευχή που έκανα με θέρ­μη προς τους θεούς τη νύχτα εκείνη, αφού μας είχαν πετάξει μες στο στρατόπεδο το κεφάλι του Κλέαρχου, και συνειδητοποίησα ότι είχε πραγματοποιηθεί μέσα από σένα.

4

Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ ΠΗΡΕ ΒΑΘΙΑ ΑΝΑΠΝΟΗ, κρατώντας τον αέρα για μια στιγμή μέσα στο στήθος του, με τα μάτια μισόκλειστα, και μά­ζεψε όλα τα αποθέματα αυτοελέγχου για ν' ανακτήσει την αυ­στηρότητα του ως Αθηναίος αριστοκράτης και αξιωματούχος. Ύστερα έστρεψε την προσοχή του αργά και σκόπιμα στο δεύτε­ρο κρατούμενο, που είχε παρακολουθήσει ολόκληρη τη διαδικα­σία με μάτια διάπλατα από τρόμο. Έτρεμε από τη βία, τα δόντια κροτάλιζαν και τα γόνατα του με δυσκολία τον κρατούσαν, σαφώς επειδή στεκόταν ώρες ολόκληρες κάτω από την παγωμένη βρο­χή χωρίς μανδύα αλλά και από το φόβο του. Έτσι λοιπόν, πριν προλάβει καλά καλά να τον πλησιάσει ο Ξενοφώντας, άρχισε να κελαηδάει σαν πουλάκι. Είπε ότι θα οδηγούσε το στρατό από κά­ποιο άλλο δρόμο, από όπου μπορούσαν να περάσουν ακόμα και τα ζώα, και ο οποίος θα μας έβγαζε πίσω από το ισχυρά φρου­ρούμενο πέρασμα, αλλά ότι θα έπρεπε να προηγηθεί της κύριας δύναμης κάποιο χωριστό απόσπασμα, επειδή ο νέος δρόμος περ­νούσε επίσης κάτω από ένα ύψωμα, το οποίο θα έπρεπε να κα­ταλάβουμε πρώτο, αλλιώς δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Ομο­λόγησε επίσης ότι ο πρώτος κρατούμενος είχε αρνηθεί ότι ήξερε γι' αυτή την άλλη διαδρομή, επειδή ζούσε σ' εκείνα τα μέρη η κό­ρη του με τον άντρα της και την οικογένεια της.

Ο Ξενοφώντας απομακρύνθηκε εξαντλημένος και έγνεψε στον Χειρίσοφο, που κάλεσε τους ανώτερους αρχηγούς από το βαρύ και ελαφρύ πεζικό, για να υπολογίσει αν κάποιοι από αυτούς θα πρό­σφεραν εθελοντικά τις μονάδες τους για ν' ακολουθήσουν τον ο­δηγό και να καταλάβουν τα υψώματα. Δύο Αρκάδες αξιωματικοί έκαναν ένα βήμα μπροστά για να διαθέσουν εθελοντικά τους δύο

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 395

χιλιάδες ελαφρά και βαριά οπλισμένους στρατιώτες τους και, α­φού ήταν ήδη περασμένο απομεσήμερο, καταβρόχθισαν νωρίς βραδινό και έφυγαν κάτω από ένα προπέτασμα καταρρακτώδους βροχής, προτού το σκοτάδι τους σκεπάσει ολοκληρωτικά. Τον ε­πιζήσαντα κρατούμενο τον έδεσαν, τον φίμωσαν και τον έστει­λαν μαζί τους, ενώ ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος οδηγούσαν το βαρύ ιππικό της οπισθοφυλακής προς το φρουρούμενο πέρασμα που είχαμε απέναντι μας, για να τραβήξουμε την προσοχή του ε­χθρού μακριά από τους Αρκάδες που ξεγλιστρούσαν από πίσω και από πάνω τους.

Οι Καρδούχοι είχαν τοποθετήσει τεράστιους ογκόλιθους στο μονοπάτι μας και όποτε μια ομάδα από τους άντρες μας συγκε­ντρωνόταν για να επιχειρήσει ν' ανασηκώσει τους βράχους από το δρόμο γινόταν στόχος για βλήματα και περισσότερους ογκό­λιθους -μερικοί μεγάλοι σαν άμαξες- που εκσφενδόνιζαν ενα­ντίον τους από επάνω. Ο Ξενοφώντας διέταξε τελικά να στήσου­με στρατόπεδο όταν σκοτείνιασε πάρα πολύ και δεν μπορούσα­με να ρίχνουμε τα βέλη μας και απαγόρευσε γενικά τις φωτιές για να μη γίνουμε εύκολος στόχος στα βλήματα του εχθρού. Πε­ράσαμε μια άθλια νύχτα, κουβαριασμένοι κάτω από την κρύα κα­ταρρακτώδη βροχή, ενώ οι ζεστές φωτιές του εχθρού διακρίνο­νταν καθαρά στα υψώματα από πάνω μας. Όλη τη νύχτα οι Καρ­δούχοι έριχναν τα διαβολικά τους βράχια, που κατρακυλούσαν ανάμεσα μας κάνοντας ακόμα πιο κολασμένη την ατμόσφαιρα.

Στο μεταξύ, το απόσπασμα με τον κρατούμενο βάδιζε μες στη βροχή και στο σκοτάδι και κατέλαβε απροειδοποίητα τις προφυ­λακές του εχθρού, καταστρέφοντας τες ολοκληρωτικά και κατα­λαμβάνοντας το στρατόπεδο τους. Το πρωί, οι Αρκάδες σάλπι­σαν, σημάδι ότι είχαν καταλάβει το λόφο, και τότε ο Χειρίσοφος έκανε έφοδο με τον κύριο όγκο του στρατού από τον κεντρικό δρόμο, ενώ οι ανιχνευτές του σκαρφάλωναν από τους γκρεμούς για να επιτεθούν στους εχθρούς υπερασπιστές από πάνω, τρα­βώντας ο ένας τον άλλο από τα ακόντια τους για ν' ανεβούν από το πλάι των βράχων και να ενωθούν με τους Αρκάδες πάνω στα υψώματα.

396 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο Ξενοφώντας και η οπισθοφυλακή ακολουθούσαν από πίσω για να συναντήσουν τη σκευοφόρο που αγωνιζόταν ν' ανέβει το μο­νοπάτι το οποίο υποτίθεται ότι είχαν διασφαλίσει την προηγού­μενη νύχτα οι Αρκάδες. Κάθε λόφος όμως που ανεβαίναμε ήταν κατειλημμένος εκ νέου από εξοργισμένους Καρδούχους, δεν προ­λαβαίναμε να τους διώξουμε από τον έναν κι εμφανίζονταν ακό­μα περισσότεροι στον δεύτερο ή σε αυτόν από τον οποίο είχαμε μόλις φύγει, ξεπηδούσαν σαν νερό μέσα και γύρω από ογκόλι­θους και βράχια, χωρίς να μας επιτρέπουν καμιά ανάπαυλα. Θα μπορούσαμε να έχουμε σκαρφαλώσει εύκολα έξω από το μονο­πάτι και να διώξουμε τους Καρδούχους από την κορυφογραμμή, αλλά το μονοπάτι ήταν ο μόνος δρόμος από τον οποίο μπορού­σαν να περάσουν τα τρομαγμένα υποζύγια και οι αποσκευές, κι έτσι δώσαμε μεγάλη και δύσκολη μάχη εκείνη τη μέρα μέχρις ό­του τα τρία διασπασμένα τμήματα του ελληνικού στρατού κατα­φέρουν τελικά να ενωθούν.

Μολονότι αυτή η μάχη ήταν όπως πολλές άλλες που δώσαμε στη διάρκεια της πορείας, καταχρώμαι την υπομονή του ανα­γνώστη και τη διηγούμαι, εξαιτίας ενός ξεχωριστού γεγονότος που μου συνέβη. Ο Ξενοφώντας ήταν επικεφαλής μιας επίθεσης σε μια βραχώδη πλαγιά, ενώ εγώ κουβαλούσα την ασπίδα του. Παραπάτησα σε μια ρίζα, όμως, και κατρακύλησα σε μια από­τομη ρεματιά, στραμπουλώντας τον αστράγαλο μου και χτυπώ­ντας το κεφάλι μου τόσο δυνατά πάνω σε ένα βράχο, που έσπα­σε το κράνος μου και προς στιγμήν έμεινα αναίσθητος. Ο Ξενο­φώντας κοιτούσε από την άλλη πλευρά και δεν κατάλαβε ότι έ­πεσα, έτσι όταν γύρισε κι είδε ότι δεν ήμουν εκεί εξαγριώθηκε, νομίζοντας ότι τον είχα εγκαταλείψει επειδή φοβόμουν τα βρά­χια που κατρακυλούσαν πάνω μας από ψηλά οι βάρβαροι. Εν μέ­ρει είχε δίκιο, γιατί ήμουν πραγματικά τρομοκρατημένος, όπως και ο καθένας από εμάς εκείνη τη μέρα, αφού είχαμε να παλέ­ψουμε με βράχια κι όχι πολεμιστές με σάρκα και αίμα, τους ο­ποίους μπορούσαμε να νικήσουμε. Όσο για το ότι τον εγκατέ­λειψα, εξοργίστηκα με αυτή την κατηγορία, επειδή σε όλες τις μά­χες που είχαμε πολεμήσει μαζί ούτε μία φορά δεν έφυγα από το

ΒΑΡΒΑΡΟΙ 397

πλάι του, ποτέ δε σταμάτησα να του παρέχω καταφύγιο πίσω α­πό τη σκιά της ασπίδας μου, ακόμα και με κίνδυνο να μείνω εγώ ο ίδιος εκτεθειμένος στον εχθρό. Κάποιος άλλος οπλίτης τον εί­δε να στέκεται μόνος μέσα στο πεδίο κι έτρεξε με θάρρος να τον καλύψει με τη δική του ασπίδα.

Όταν αργότερα ο Ξενοφώντας είδε τον πρησμένο μου α­στράγαλο και το ματωμένο μου κεφάλι, καθώς μπήκα κουτσαί­νοντας στο στρατόπεδο, κατάλαβε και ζήτησε αμέσως συγνώμη. Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι εγώ συγχώρεσα ποτέ την αβάσιμη κα­χυποψία του, που έμπηξε ένα ακόμα αγκάθι στην καρδιά μου, συμβάλλοντας έτσι στη διεύρυνση του χάσματος που είχε δημιουρ­γηθεί ανάμεσά μας.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ

Γι' αυτό ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις. Δεν τρέφει η γη απ' τον άνθρωπο αδυνατότερο άλλο, απ' όσα απάνω περπατούν στην πλάση κι ανασαίνουν. Θαρρώ πως στη ζωή κακό ποτέ δε θα του λάχει, όσο που να 'χει ανάκαρα και του βαστούν τα πόδια. Μα σαν του δώσουν οι θεοί κακά στερνά και μαύρα, άθελα τα βαστά κι αυτά μ' υπομονή η καρδιά του.

ΟΜΗΡΟΣ*

* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία σ, στίχ. 131-136, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)

1

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΑΠΛΩΣΑ μόνος πάνω σ' ένα χοντροφτιαγμέ-νο, γεμισμένο με βρύα στρώμα στο πέτρινο κτίσμα που είχα επι­τάξει για τον Ξενοφώντα κι εμένα, χωρίς να μπορώ να κοιμηθώ και με το μυαλό σκοτισμένο. Εξακολουθούσαν να με προβλημα­τίζουν οι αλλαγές που είχα παρακολουθήσει να του συμβαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες. Αναρωτιόμουν αν αντιπροσώπευαν κά­ποια μόνιμη μεταβολή του χαρακτήρα του προς ένα νέο, πιο σπαρτιάτικο πρότυπο σκληρότητας κι επιβολής ή αν, στην πραγ­ματικότητα, η συμπεριφορά του ήταν απλώς μια παροδική αντί­δραση στην πίεση της πορείας, μια τεχνική επιβίωσης που είχε πρόσκαιρα παραγκωνίσει τα προηγούμενα ένστικτα του και η ο­ποία θα εγκαταλειπόταν στα ακρότατα μύχια της ψυχής του όταν θα τελείωνε η δοκιμασία μας. Γύρω στα μεσάνυχτα μπήκε αθό­ρυβα στο δωμάτιο, σταματώντας για να επιτρέψει στα μάτια του να προσαρμοστούν στο χαμηλό φως της λάμπας και να μου ρίξει μια ματιά για να δει αν ήμουν ξύπνιος. Λόγω του ότι η ώρα ήταν περασμένη και από τις φωνές των στρατιωτών που μεθοκοπού­σαν στο χωριό, περίμενα όχι θα μύριζε κρασί και θα είχε εύθυμη διάθεση. Ήταν, όμως, απόλυτα θλιμμένος και τον παρατηρούσα βλοσυρά καθώς στάθηκε ακίνητος, κοιτάζοντας έξω από το μικρό σοβατισμένο παράθυρο που ήταν ανοιγμένο μέσα στο χοντρό πέ­τρινο τοίχο, ενώ το ψιλόβροχο έπεφτε απαλά απέξω.

Η υγρασία έμοιαζε να κρέμεται στην ατμόσφαιρα. Στάλες μα­ζεύονταν και έπεφταν νωθρά από κάθε επιφάνεια, λες και με­τρούσαν το αργό πέρασμα του χρόνου. Σκεφτόμουν τη βροχή να πέφτει πάνω στα λευκά, αόμματα μάτια των νεκρών στρατιωτών που είχαμε αναγκαστεί ν' αφήσουμε πίσω μας, να ξεπλένει το αί-

402 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μα και τη λέρα από τα πρόσωπα και τα χέρια τους, σαν τη κλαί­ουσα Νιόβη που θρηνούσε πάνω από τα πετρωμένα, νεκρά σώ­ματα των παιδιών της. Φανταζόμουν τα δάκρυα της να χαϊδεύουν απαλά τα άψυχα πρόσωπα τους, άσπρα και κρύα σαν τα μάρμα­ρα του Παρθενώνα, με αποτυπωμένο πάνω τους το τελευταίο ψυ-χορράγημα, σαν γύψινες μάσκες κρεμασμένες στο θέατρο. Μο­λονότι τα σώματα είχαν εγκαταλειφθεί από τους ζωντανούς, ανί­κανα να προετοιμαστούν για το πέρασμα του ποταμού από τον Χάροντα, κανένας ιερέας του στρατού, καμιά γριά μαυροφορε­μένη κουβαλώντας μύρο και λιβάνι, κανένας ειδικός νεκροθά­φτης δε θα μπορούσε να πλύνει, να φροντίσει και να ευλογήσει τα κουφάρια των νεκρών Ελλήνων πιο προσεκτικά από την ίδια τη φύση. Ακόμα κι αν επιστρέψει στο σπίτι του κάποιος στρατιώ­της, το πιο πιθανό μέρος ανάπαυσης είναι απλώς ένα ξεχασμένο κοιμητήρι, όπου έπειτα από λίγα χρόνια κείτεται άψαλτος και α­τίμητος από αυτούς που έχουν ξεχάσει να περιποιούνται τον πε­θαμένο τους. Ίσως, αφού απουσιάζουν τα δάκρυα της μάνας και η αγκαλιά της συζύγου, το πιο ταιριαστό μνήμα γι' αυτόν που έ­πεσε στη μάχη να είναι ένα μουσκεμένο χωράφι σε κάποια ε­χθρική χώρα, μια και η βροχή μεταδίδει την ίδια ιερή παρηγο­ριά στο μέτωπο του πεθαμένου γιου. Κι ακόμα περισσότερο, α­φού το χάδι της βροχής, με τις ιδιότητες του, καταστροφικές και ζωοποιές μαζί, έρχεται κατευθείαν από τους θεούς, γεγονός που παρηγορεί, αλλά και τρομάζει τους ανθρώπους από καταβολής χρόνου.

Ο Ξενοφώντας κοίταζε από το παράθυρο για πολλή ώρα, ξέ­ροντας ότι ήμουν ξύπνιος και τον παρακολουθούσα, αλλά δεν έ­λεγε τίποτα. Ούτε κι εγώ έσπασα τη σιωπή, μια και δεν είχα διά­θεση ούτε επιθυμία να μιλήσω. Τελικά στράφηκε κατά το μέρος μου και με κοίταξε επίμονα, αν και δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο μου που κρυβόταν στις σκιές του απέναντι τοίχου. Ύστε­ρα από ένα λεπτό, αφού παραιτήθηκε από την προσπάθεια του να διαβάσει τα μάτια μου, ακούμπησε βαριά πάνω στον τοίχο κι άρχισε να μιλάει, να μονολογεί στην πραγματικότητα, με φωνή που μόλις ακουγόταν.

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 403

«Μερικές φορές, αυτό που επιθυμείς περισσότερο στον κόσμο βρίσκεται μες στο χέρι σου, έτοιμο να το πάρεις, σαν ώριμο ρο­δάκινο που κρέμεται από το κλαδί του, έτοιμο να πέσει», είπε. «Σταματάς μια στιγμή για ν' απολαύσεις όχι τη γεύση του, αλλά μάλλον την ενδεχόμενη γεύση του, την προσδοκία της κατοχής και της απόκτησης του, της ιδιοποίησης του, επειδή η προσδοκία μιας απόλαυσης είναι το καλύτερο κομμάτι της ίδιας της από­λαυσης. Αλλά τότε κάποιο αναπάντεχο γεγονός -ένας δυνατός ά­νεμος, ένας έξυπνος κλέφτης, ένα καταστροφικό σκουλήκι, ένας πιο αξιόλογος φίλος- γλιστράει μπροστά στα μάτια σου και κλέ­βει το αντικείμενο του πόθου σου, προτού καν καταφέρεις να συ­νειδητοποιήσεις την προσδοκία. Κι έπειτα βρίσκεσαι σε χειρότερη κατάσταση από πριν, αφού ξέρεις τι ακριβώς θ' απολάμβανες».

Με κοίταξε επίμονα, αλλά έμεινα σιωπηλός. Ύστερα από ό­σα είχα αντιμετωπίσει σήμερα, τα λόγια, ειδικά τα λόγια του Ξε­νοφώντα, ελάχιστη σημασία είχαν. Τα συναισθήματα του ήταν ρηχά. Αν προσπαθούσε να με παρηγορήσει με φτηνή φιλοσοφία, δεν ήμουν διατεθειμένος να εξαγοραστώ τόσο εύκολα.

Αναστέναξε και βημάτισε αρκετές φορές μέσα στο μικρό δω­μάτιο, προτού τελικά βολευτεί στο στρώμα του και ετοιμαστεί για ύπνο. Το πρόσωπο του είχε ξανασκληρύνει.

«Ξέχασα να σου πω. Ο Νικόλαος ο Ρόδιος ζήτησε να σε δει», είπε και με κοίταξε με μια παράξενη έκφραση.

Παρ' όλη την κούραση μου, ανακουφίστηκα που μου δινόταν η ευκαιρία ν' απασχολήσω και πάλι το πνεύμα μου με άλλες σκέ­ψεις και να ξεφύγω από την παρουσία του. Έδεσα τα σανδάλια μου κι έριξα ένα μανδύα στους ώμους μου, όσο εκείνος μου εξη­γούσε στα γρήγορα την τοποθεσία του συγκροτήματος των κτιρίων όπου είχαν καταλύσει οι Ρόδιοι σφενδονήτες. Αρπάζοντας τη μο­ναδική λάμπα λαδιού, βγήκα βαριά, χωρίς κουβέντα, από την πόρ­τα, αφήνοντας τον αγενέστατα μες στο σκοτάδι. Δεν είπε λέξη.

Ο λασπωμένος δρόμος της μικρής πόλης ήταν έρημος και τα γέλια και τα ξεφαντώματα των στρατιωτών είχαν κοπάσει τώρα κι επικρατούσε σιωπή· μόνο κάποιο μεμονωμένο χάχανο έβγαι­νε από κάποιο παραθυράκι εδώ κι εκεί. Η βροχή που έπεφτε στα-

404 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

θερά και η βουλιαγμένη, λασπωμένη βλάστηση έδιναν μια όψη ζοφερή και πένθιμη στο χωριό και στην ίδια τη φύση. Κατέβηκα κουτσαίνοντας το δρομάκι, με τον αστράγαλο μου να μ' ενοχλεί αισθητά έπειτα από τόσες ώρες αδράνειας, και βγήκα έξω από τον κύριο όγκο των κτιρίων, σε κάποιο άλλο σύμπλεγμα από χαμηλές αγροτικές κατοικίες κοντά στο ποτάμι, διακόσια μέτρα μακριά. Αυτό το υποδεέστερο χωριουδάκι το αποτελούσαν μερικές μικρές καλύβες για τους αγρότες ή τους γεωργούς, έξι μικρά κυψελωτά πέτρινα παραπήγματα για πουλερικά και άλλα ζώα, τα περισσό­τερα από τα οποία είχαν ήδη σφαγεί και φαγωθεί από τους πει­νασμένους νεαρούς Ροδίτες, και μια μεγάλη σιταποθήκη που εί­χε καταλάβει ο κύριος όγκος των σφενδονητών. Χτύπησα την πόρ­τα της καλύβας που ο Ξενοφώντας μου είχε πει ότι έμενε ο Νι­κόλαος και μπήκα.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και γεμάτο καπνούς, με μια μικρή φωτιά από τύρφη να καίει στη γωνία, γεμίζοντας το χώρο με πνι­γηρό καπνό σε κάθε ριπή ανέμου που έμπαινε απέξω. Τα μάτια μου δε χρειάστηκαν να προσαρμοστούν, μια και είχα ήδη περ­πατήσει με το αμυδρό φως της μικροσκοπικής λάμπας λαδιού να με οδηγεί, κι αμέσως διέκρινα τον Νικόλαο μαζί με έξι νεαρούς λοχαγούς που ήταν μισοξαπλωμένοι στο πάτωμα μπροστά στη φωτιά και κουβέντιαζαν ήσυχα, εξετάζοντας ένα μικρό κομμάτι χάρτη. Ο Νικόλαος σηκώθηκε επίσημα, προσέχοντας ελαφρά το τραυματισμένο του πόδι, ενώ το τρεμουλιαστό φως της φωτιάς έ­πεφτε πάνω στο λείο, σταρένιο δέρμα του, κάνοντας τον να μοιά­ζει ακόμα περισσότερο με τον έφηβο που στην πραγματικότητα ήταν. Ήθελα απλά ν' αφήσει την παρέα του για λίγο και μ' ένα ε­κνευρισμένο γρύλισμα του είπα ότι με είχε στείλει ο Ξενοφώντας.

Ο Νικόλαος με κοίταξε ανήσυχα στα μάτια, λες και προσπα­θούσε να μαντέψει τη διάθεση μου πριν μου μιλήσει. Του ανταπέ­δωσα το βλέμμα χωρίς ν' ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, χωρίς να του δώσω τούτη την ικανοποίηση στο σημείο αυτό, κι εκείνος ξανακά­θισε σταυροπόδι κοντά στη φωτιά, λοξοκοιτώντας μέσα από το φως τους συντρόφους του, καθώς αποτελείωνε βιαστικά την κουβέντα που είχε μαζί τους. Οι λέξεις του έσβησαν και έχωσε το κομμάτι του

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 405

πάπυρου μέσα στα κάρβουνα, όπου οι άκρες του έπιασαν φωτιά, μαύρισαν και ζάρωσαν, δημιουργώντας μια μικρή γαλαζωπή γλώσ­σα που υψώθηκε μερικά εκατοστά, επιτείνοντας τις τρεμάμενες σκιές στο δωμάτιο και τονίζοντας τη βαθιά σιγή που τύλιξε τους νεαρούς, καθώς ο Νικόλαος με κοίταξε και πάλι σκεφτικός.

«Έλα», είπε γνέφοντας κατά τη μεριά μου και γλίστρησε έξω από τη χαμηλή πόρτα, σκύβοντας αναγκαστικά ακόμα κι αυτός για να την περάσει και να βγει στην παγωμένη βροχή. Έβραζα από θυμό με αυτή την απροσδόκητη καθυστέρηση, μια και δεν είχα προβλέψει ότι το μήνυμα του Νικόλαου θ' απαιτούσε να τον περιμένω ή να εκτελέσω κάποιο καθήκον προτού αποχωρήσω. Ο Νικόλαος με οδήγησε γύρω από τη μεγάλη σιταποθήκη, από την οποία μπορούσα ν' ακούσω πνιχτά ροχαλητά και χαμηλές φω­νές, στο μικρό συγκρότημα από κοτέτσια και βοηθητικά κτίσμα­τα. Οδηγώντας με στο μικρότερο και πιο απομακρυσμένο από αυτά, προφανώς κάποιο κοτέτσι, μια και η μικροσκοπική του εί­σοδος δεν ήταν ψηλότερη από το μέσο του μηρού μου, έδειξε την πόρτα και είπε απλά: «Εδώ μέσα».

Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω, καθώς το βλέμμα του πη­γαινοερχόταν φευγαλέα ανάμεσα στην είσοδο και το πρόσωπο μου. Ύστερα μου 'σκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο, έκανε μεταβο­λή και, πλατσουρίζοντας μέσα στη λάσπη, πήρε το δρόμο για την καλύβα του.

Δεν είχα ιδέα τι υποτίθεται ότι επρόκειτο να κάνω. Με έστελ­νε να πάω να φέρω κανένα αβγό τόσο προχωρημένη ώρα; Ήταν κάποιου είδους φάρσα; Οργίστηκα με την όλο και μεγαλύτερη αναίδεια και έλλειψη σεβασμού του Νικόλαου αλλά και με τη δι­κή μου ανόητη απερισκεψία που του εμπιστεύτηκα τους φόβους μου τις προάλλες. Είχα γίνει χωρίς αμφιβολία ο στόχος των α­στείων σε όλο το στρατόπεδο των Ροδίων. Τελικά, όμως, η πε­ριέργεια μου υπερίσχυσε και πέφτοντας στα τέσσερα μέσα στη λά­σπη και σπρώχνοντας τη λάμπα στο έδαφος μπροστά μου μπου-σούλησα προσεκτικά και πέρασα μέσα από το άνοιγμα στο μικρό πέτρινο οίκημα. Οι Μοίρες, μέσα στον υπερβάλλοντα ζήλο τους να με οδηγήσουν στο σημείο αυτό, με προσπέρασαν βίαια, σαν

406 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

συνασπισμένοι αγγελιοφόροι, αφήνοντας με απροετοίμαστο γι' αυτό που έμελλε ν' ανακαλύψω εκεί μέσα.

Λόγω του θολωτού του σχήματος, υπήρχε χώρος να σταθείς μέ­σα στο μικροσκοπικό οίκημα, ενώ ο οριζόντιος χώρος για να ξα-πλώσεις μόλις που έφτανε. Το δωμάτιο ήταν εντελώς άδειο εκτός από ένα στενό πέτρινο πεζούλι χτισμένο στον απέναντι τοίχο, ε­ξήντα περίπου εκατοστά από το χωμάτινο δάπεδο. Ήταν στεγνά εκεί μέσα, μολονότι ιστοί αράχνης που άγγιζαν το δέρμα μου από όλες τις μεριές μου έδωσαν αρχικά την αίσθηση υγρασίας ή μικρών υδάτινων ρυακιών που κυλούσαν πάνω μου από τους πωρόλιθους από πάνω. Στάθηκα όρθιος προτού καν βρω χρόνο να κοιτάξω τρι­γύρω μου κι αφού καθάρισα προσεκτικά τις αράχνες από το ταβάνι στο μέσο του δωματίου, το μόνο αρκετά ψηλό σημείο για να στα­θώ όρθιος, άπλωσα το χέρι που κρατούσε το αμυδρό φως για να φωτίσω τις σκιές που έκρυβαν το χαμηλό πέτρινο πεζούλι.

Ξαφνικά συνειδητοποίησα για ποιο λόγο με είχε φέρει εδώ ο Νικόλαος, γιατί ήταν λες και οι ίδιοι οι θεοί είχαν κατέβει με ό­λη την ακτινοβολία και το μεγαλείο τους και είχαν καταλάβει αυ­τή τη στραπατσαρισμένη, ελεεινή καλύβα. Τα γόνατα μου λύγι­σαν κι έπεσα πάνω τους. Η λάμπα ξέφυγε από το χέρι μου κι έ­πεσε στη λάσπη, σβήνοντας και αφήνοντας το μικρό, στενό δω­μάτιο στο σκοτάδι. Άπλωσα τα χέρια μπροστά μου, μην τολμώ­ντας σχεδόν να πιστέψω τις ίδιες τις αισθήσεις μου, κι έσφιξα το μαλακό σώμα της Αστερίας στο στήθος μου.

«Πώς...;» αναφώνησα προσπαθώντας να μιλήσω, αλλά εκείνη έπνιξε τα λόγια μου, πιέζοντας σφιχτά το πρόσωπο μου πάνω στα ζεστά στήθη της, τα κρυμμένα κάτω από το τραχύ ρούχο που φο­ρούσε. Ο λιγδιασμένος ροδίτικος χιτώνας της αύξανε την από­λαυση της προσμονής, σαν το ροδάκινο του Ξενοφώντα, και μό­νο έπειτα από αρκετά λεπτά κατάφερα τελικά να χαλαρώσω το σφίξιμο μου. Τρίφτηκα πάνω στον απαλό λαιμό της καθώς τύλι­ξε τα χέρια της στο λαιμό μου μουρμουρίζοντας βουβά. Και η βροχή απέξω εξακολουθούσε να πέφτει ήσυχα πάνω στις άγριες πέτρες, ενώ οι πουπουλένιοι ιστοί από τις αράχνες άγγιζαν νωθρά το δέρμα μας.

2

ΥΣΤΕΡΑ, ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΧΩΡΟΣ να ξαπλώσουμε πάνω στο πέ­τρινο πεζούλι, εγώ έμεινα έτσι όπως ήμουν, γέρνοντας πάνω στον άγριο τοίχο, ενώ εκείνη κάθισε στα πόδια μου, τυλίγοντας μας και τους δύο με το μανδύα μου για να προφυλαχτούμε από το α­γιάζι της νύχτας. Η Αφροδίτη και ο Ήφαιστος. Ο Ήφαιστος και η Αφροδίτη. Δεν υπάρχει πιο καταδικασμένο και αταίριαστο ζευ­γάρι ερωτευμένων στην ιστορία. Η εκπληκτικής καλλονής θεά και ο οξύθυμος θεός της φωτιάς. Καλέ μου αναγνώστη, πρέπει να συγχωρήσεις την αδέξια αναφορά σε παλιούς μύθους. Ο υπαινιγ­μός, όμως, είναι δικαιολογημένος, γιατί ποιος θα μπορούσε να πα­ραβλέψει το αληθινά θεϊκό σώμα της Αστερίας κάτω από τον τρα­χύ χιτώνα; Ή το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος ήμουν τόσο βρόμικος και μουντζουρωμένος όσο και ο σιδηρουργός, για να μην αναφέ­ρω ότι κούτσαινα όπως αυτός μετά το πρόσφατο πέσιμο μου; Κά­θε χορός στην Αθήνα θα έψαλλε ύμνο στην Αφροδίτη, παρόλο που η θεά είχε τη μισή ομορφιά της Αστερίας, κι έτσι έπρεπε να γίνει, μια και η ζηλόφθονη θεά δοκιμάζει ανυπόμονα τις αντίζη­λες της. Ακόμα και οι απλοί θνητοί, όμως, πρέπει περιστασιακά να κοιτάζουν φευγαλέα μέσα από την ουράνια πύλη, και σε αυτή την πέτρινη καλύβα τα κατάφερα κι εγώ να πλησιάσω, αφού, μο­λονότι ο άτυχος Ήφαιστος έχασε από τον Άρη την αγαπημένη του, εγώ δε θα έχανα τη δική μου Αστερία.

Απόλυτο σκοτάδι μάς τύλιξε, σαν πέπλο. Ο μόνος ήχος ήταν το απαλό στάξιμο του νερού από ένα μικρό αυλάκι που ξεπη­δούσε από τη βάση του απέναντι τοίχου και αργοκυλούσε έξω α­πό τη χαμηλή πόρτα. Ένιωθα την ανάσα της Αστερίας αργή και ήρεμη πάνω στο λαιμό μου. Τελικά μίλησε.

408 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

«Με έσωσε επειδή του το είπες εσύ. Ήξερε ότι αυτή ήταν η ε­πιθυμία σου».

Για μια στιγμή δε μίλησα, αφομοιώνοντας τα λόγια της. Κα­θόταν ακίνητη πάνω στα πόδια μου, ακόμα και τα δάχτυλα της είχαν σταματήσει τώρα τα χάδια τους, καθώς περίμενε την αντί­δραση μου, προτού συνεχίσει. Έμεινα παγωμένος, συγκεντρώ­νοντας τις σκέψεις μου που έτρεχαν δαιμονισμένα.

«Του το είπα εγώ;» ρώτησα επιφυλακτικά, διατηρώντας ήρε­μη τη φωνή μου. «Ποιος ήταν αυτός που σ' έσωσε;» Ευχαρίστη­σα τους θεούς για το απόλυτο σκοτάδι που έκρυβε το πρόσωπο μου από τα μάτια της.

Η Αστερία μαζεύτηκε για μια στιγμή κι ύστερα ίσιωσε αργά την πλάτη της· παρά το σκοτάδι, αισθανόμουν ότι με κοίταζε ε­ξεταστικά, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει στο μυαλό της την έκ­φραση μου, το συλλογισμό που έκανα, ώστε να διατυπώσει την ε­ρώτηση που τώρα καταλάβαινα ότι την άφησε έκπληκτη.

«Δεν ξέρεις;» αναφώνησε. «Μα τους θεούς, δε σου το είπε; Πού νόμιζες ότι ήμουν όλες αυτές τις μέρες;» Ξέσπασε σε κλά­ματα, αρπάζοντας με σφιχτά, καθώς τα δάχτυλα μου έμεναν ά­καμπτα πάνω στην πλάτη της. Εξακολουθούσα να είμαι παγω­μένος, με τις σκέψεις μου να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, κα­θώς πάσχιζα να φανταστώ ποιος ήταν αυτός που την κρατούσε τρεις μέρες, βάσει δικών μου υποτιθέμενων εντολών. Ζορίστηκα να παραμείνω ακίνητος, να μη σηκωθώ και τη ρίξω στο πάτωμα, παλεύοντας ανάμεσα στο να την παρηγορήσω και στο να ξεσπά­σω με άθικτη την αξιοπρέπεια μου. Ντρέπομαι τώρα, αληθινά ντρέπομαι να ομολογήσω ότι το μόνο πράγμα που μ' εμπόδισε να φύγω για πάντα -και αυτό το θυμάμαι τόσο καθαρά λες και συ­νέβη μόλις χτες- ήταν η θύμηση ότι η πόρτα του κοτετσιού ήταν ελάχιστα ψηλότερη από τα γόνατα μου και ότι το πέρασμα μου από κει μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη λασπουριά, διατηρώντας ταυτόχρονα κάποιο επίπεδο ευπρέπειας, δε θα ήταν και πολύ εύ­κολο.

Περίμενα πολύ λιγότερα λεπτά απ' όσα μου φάνηκαν στην πραγματικότητα, ώσπου να επανέλθει η αναπνοή της και να συ-

Ο ΡΟΔΙΟΙ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 409

νεχίσει να μιλάει. Δεν έβγαλα τσιμουδιά. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι τις προηγούμενες μέρες περίμενα ακατάπαυ­στα από τους άλλους να πουν τις σωστές κουβέντες, αλλά ποτέ δεν τις είπαν. Τελικά εκείνη μίλησε.

«Ο Νικόλαος ήρθε και με βρήκε πριν από τρεις μέρες», είπε στα ελληνικά με την απαλή προφορά της, «τη μέρα που ο Ξενο­φώντας έδωσε εντολή να πετάξουν τις επιπλέον αποσκευές και ν' αφήσουν πίσω το μπουλούκι που ακολουθούσε. Ένας από τους α­νιχνευτές του με είχε δει να σκαρφαλώνω πανικόβλητη μέσα α­πό τους θάμνους στους λόφους, αναζητώντας κάποια σπηλιά ή κρυψώνα, όπου θα μπορούσα να προφυλαχτώ από τους Καρ-δούχους, μέχρι να σκαρώσω ένα σχέδιο για να σωθώ χωρίς τη βοήθεια του στρατού. Δεν είχα ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή μου στον Νικόλαο, το ορκίζομαι, παρά μόνο όταν του έκανα αλλαγή στο πόδι. Ήρθε τρέχοντας από πίσω μου πάνω στους λόφους -δεν είχα απομακρυνθεί και πολύ- και με κατέβασε κάτω, ενώ εγώ προσποιήθηκα ότι αισθανόμουν άνετα όταν μπήκαμε στο στρα­τόπεδο και προχωρήσαμε προς τη σκηνή του. Ήμουν τρομο­κρατημένη. Δεν είχα ιδέα τι θα μου έκανε αυτός ο νεαρός».

Έμεινα ακίνητος. Ο Νικόλαος. Το μυαλό μου ετοιμαζόταν ή­δη για εκδίκηση.

«Μου είπε ότι δεν μπορούσες να υποφέρεις τη σκέψη ότι θα έπεφτα στα χέρια των βαρβάρων και έτσι τον διέταξες να με πε­ράσει λαθραία μαζί με το στρατό. Μου είπε ότι ήταν δική μου ε­πιλογή αν θα περνούσα λαθραία ή θα διακινδύνευα την τύχη μου με τους Καρδούχους, αλλά πως αν αποφάσιζα να πάω μαζί του, θα έπρεπε να τηρήσω άκρα μυστικότητα. Είπε ότι χρωστούσε τα πάντα σ' εσένα και τον Ξενοφώντα και πως αν κάποιος με ανα­κάλυπτε, αυτό θα σήμαινε το θάνατο και των δυο μας και τρομε­ρή ατίμωση για σένα..

»Ο Νικόλαος δε με άφησε καν να το πω στις φίλες μου, ούτε να επιστρέψω στο στρατόπεδο μου και να μαζέψω τα πράγματα μου. Είπε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο, ότι θα έπρεπε να φανεί σαν να είχα απλώς εξαφανιστεί, όπως τόσοι και τόσοι από το μπουλού­κι. Μου βρήκε για να φορέσω ένα χιτώνα και μια κάπα Ρόδιου

410 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σφενδονήτη. Στην αρχή ήμουν διστακτική, αλλά κοίταξα και εί­δα πως όλοι στην παρέα του ήταν λεπτά αγόρια, ελάχιστα μεγα­λύτερα από μένα, και ότι μπορούσα εύκολα να περάσω σαν ένα από αυτά, αν είχα τη σωστή κίνηση και συμπεριφερόμουν όπως έπρεπε. Γέλασα όταν είδα το είδωλο μου στην ασπίδα που κρά­τησαν μπροστά μου, αλλά σταμάτησα όταν είδα τι γινόταν πίσω μου - ο Νικόλαος στεκόταν εκεί με το σπαθί του κι ετοιμαζόταν να μου κόψει τα μαλλιά! Ήξερα φυσικά ότι τα μαλλιά μου έ­πρεπε να κοπούν για να πιάσει το κόλπο, μια και όλοι οι Ροδίτες έχουν κοντοκουρεμένα μαλλιά, αλλά εξακολούθησα να κλαίω - τα μαλλιά μου δεν τα είχα κόψει ποτέ στη ζωή μου».

Έμεινα κατάπληκτος στο σημείο αυτό, μια και στο σκοτάδι δεν είχα καν προσέξει ότι αυτό που με είχε πιο πολύ τραβήξει πάνω της αρχικά, τα όμορφα μαλλιά της που έπεφταν στο σβέρκο της και τα οποία βούρτσιζε και χτένιζε τόσο ωραία, είχαν κοπεί τόσο κοντά, σαν κωπηλάτη σε γαλέρα. Πέρασα ελαφρά το χέρι μου πάνω από το κοντοκουρεμένο κεφάλι της κι αισθάνθηκα το α­κούσιο ρίγος της.

«Από τότε ταξιδεύω με τους Ροδίτες, σε ανιχνευτικές ομάδες κατά μήκος των πλευρικών τμημάτων του στρατού, κι έτσι κανείς δε με βλέπει από κοντά. Τα πόδια και οι γάμπες μου είναι σε οι­κτρή κατάσταση, Θέο, και τα σανδάλια που μου έδωσαν δε μου κάνουν. Έχω διαρκώς μουντζουρωμένο το πρόσωπο μου, αυτό δεν είναι δύσκολο, και δε μου επιτρέπεται να μιλάω. Μια φορά ο Νικόλαος μ' έπιασε να μουρμουρίζω και με χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο. Είναι τρομοκρατημένος τόσο για τον ίδιο όσο και για μένα, αν με πιάσουν. Το μάτι μου είναι ακόμα μαυρισμένο -είναι το βάψιμο που ταιριάζει απόλυτα με τα ρούχα μου, δεν εί­ναι έτσι;» είπε και γέλασε με ένα κοφτό, πικρό γέλιο.

Είπαμε πολλά εκείνη τη νύχτα, ακόμα πιο πολλά. Η Αστερία είπε ότι οι νεαροί Ροδίτες τής φέρονταν σαν όμοια τους, αν και κατέβαλλαν ιδιαίτερες προσπάθειες για τις προσωπικές της α­νάγκες και την απομόνωση της. Τους εμπιστευόταν ανεπιφύλα­κτα, όπως αδερφή τους αδερφούς της, άλλωστε τι άλλη επιλογή είχε; Ή είχα, πάνω στο θέμα αυτό, μια και τώρα δεν μπορούσα

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 411

να της προσφέρω τη βοήθεια και την προστασία μου και βρι­σκόταν στο έλεος αυτών των άξεστων χωριατόπαιδων το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν όσες επιπλέον προσευχές μπορού­σα για την επίλυση των προβλημάτων τους.

Η ροδοδάκτυλη αυγή μπορεί να φώτισε τα πάντα πολύ νωρίς εκείνο το πρωί, μια και οι θεοί δε σκέφτηκαν, μέσα στην καλο­σύνη τους, να επιβραδύνουν την περασμένη νύχτα, αφήνοντας τη να καθυστερήσει πολύ στη δυτική άκρη της γης και να χαλινα­γωγήσει την έλευση της μέρας. Τελικά, η πόρτα άρχισε να γίνε­ται ορατή, καθώς το σκοτάδι έδινε τη θέση του σε ένα γκρίζο πού­σι. Μικροσκοπικές χαραμάδες στη λιθοδομή από πάνω μας ά­φηναν να περνούν λεπτές δέσμες φωτός που διαπερνούσαν και φώτιζαν τους λεπτούς ιστούς της αράχνης που εξακολουθούσαν να κυματίζουν νωθρά στα αόρατα ρεύματα που προκαλούσαν τα θροίσματα μας ή οι ανάσες μας ή ίσως ακόμα μικρότερες κινή­σεις μας, το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, το άνοιγμα των χει­λιών. Σηκώθηκα για να φύγω, απρόθυμος και ταυτόχρονα ανυ­πόμονος ν' αποχωρήσω, προτού προβάλουν ο Νικόλαος και οι σύντροφοι του από τις καλύβες τους και μου ρίξουν τις πονηρές, διερευνητικές ματιές τους, καθώς θα έβγαινα μπουσουλώντας α­δέξια από το κοτέτσι. Είχαμε πολλές δουλειές και ο Ξενοφώντας θα με περίμενε.

3

ΠΟΤΑΜΙΑ. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει τόσα πολλά ποτάμια. Η Ελλάδα είναι μια ξερή και ορεινή χώρα, με αρκετό νερό, στα

σίγουρα, για να ποτιστούν τα σπαρτά και ν' αναπτυχθούν τα κο­πάδια των ζώων που χρειαζόμαστε, αλλά το ζωτικό αυτό νερό κυ­λάει συνήθως με τη μορφή εποχικών ρυακιών, μικρών ρεμάτων ή πηγαδιών. Μεγάλα, φαρδιά, πλωτά ποτάμια είναι σπάνια.

Όταν διασχίζαμε τη συριακή έρημο, κάτι που έμοιαζε να έ­γινε πριν από μια ολόκληρη ζωή, ακόμα κι εμείς οι στερημένοι από ποτάμια Έλληνες μείναμε κατάπληκτοι από την παντελή έλ­λειψη νερού, από το γεγονός ότι μπορούσε να ταξιδεύει κάποιος μέρες ολόκληρες, ακόμα και εβδομάδες, χωρίς να δει έστω και μια λάμψη δροσιάς κάτω από τον ήλιο, και το μόνο νερό που υπήρ­χε ήταν αυτό που κουβαλούσαμε χλιαρό και μπαγιάτικο μέσα στα φλασκιά από γιδοτόμαρο, κάτω από τον καυτό ήλιο, στα καπού­λια των μουλαριών μας, νερό που σ' έκανε ν' αστειεύεσαι χοντρά με τη γλοιώδη υφή του και να λαχταράς τα δροσερά, καθαρά, βουνόθρεφτα ποτάμια της πατρίδας μας.

Οι θεοί, όμως, σε αντίθεση με τον Σωκράτη, δε γνωρίζουν τίπο­τα από μέτρο ούτε το επιζητούν στο καθετί. Στην πραγματικότη­τα, το απορρίπτουν ως ανάξιο τους κι αναζητούν πάντα το υπερ­βολικό, μια και είναι ουσιαστικά πιο θεϊκό και δοξαστικό γι' αυ­τούς, ανεξάρτητα από τα θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά του. Διασχίζοντας τη χώρα των Καρδούχων μετρούσαμε τις μέρες από τον αριθμό των ποταμών που συναντούσαμε - όχι τα ήσυχα και α­ναζωογονητικά μικρά ποτάμια της Ελλάδας, εκεί όπου έλεγαν ό­τι έπαιζαν νύμφες και ναϊάδες, αλλά μεγάλα μάλλον, φονικά, με

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 413

ορμητικά νερά, χωρίς φυτά στις γεμάτες βράχια και χαλίκια ό­χθες τους, που ορμούσαν με πάταγο μέσα από απόκρημνα φα­ράγγια, εμποδίζοντας τους θνητούς να κοιτάξουν σε βάθος πε­ρισσότερο από λίγα εκατοστά μέσα στα καφετιά, αυλακωμένα νε­ρά τους που πηγάζουν από τις μακρινές οροσειρές και τα βαρβα­ρικά λημέρια, προκαλώντας μας σε κάθε βήμα της πορείας μας να βρούμε ένα δρόμο για να υπερπηδήσουμε όσο καλύτερα μπο­ρούσαμε την ορμητική, θανατηφόρα ροή τους. Περάσματα που ορισμένες φορές βρίσκαμε, αφού εξερευνούσαμε χιλιόμετρα ο­λόκληρα προς κάθε κατεύθυνση. Άλλες φορές έπρεπε να περιο­ριστούμε φτιάχνοντας πρόχειρες σχεδίες και ακόμα και πλωτήρες από φουσκωμένα γιδοτόμαρα. Σπάνια -πολύ σπάνια όμως- μπο­ρεί να ήμαστε αρκετά τυχεροί και να βρίσκαμε έναν άθικτο κορ­μό ή μια πέτρινη γέφυρα που οι εχθρικοί κάτοικοι δεν είχαν κα­ταστρέψει προπορευόμενοι ώστε να εμποδίσουν τη διάβαση μας.

Πάντα βρίσκαμε έναν τρόπο, πάντα περνούσαμε στην απέ­ναντι μεριά, όχι όμως χωρίς ταλαιπωρία. Σε κάθε περίπτωση κά­ποια σκευοφόρος θα χανόταν ή ένα δυο από τα πολύτιμα άλογα μας θα παραπατούσε και θα κουτσαινόταν ή ακόμα χειρότερα. Ή κάποιος άντρας θα έχανε το βήμα του στη γλιστερή όχθη του ποταμού και θα βυθιζόταν κάτω από το χείμαρρο, παρασυρμέ­νος από την πανοπλία του ή πληγωμένος, και δε θα ξανάβγαινε ποτέ στην επιφάνεια. Αν αυτό συνέβαινε μια ή δυο φορές, το κα­κό θα ήταν θλιβερό, αν και όχι σοβαρό, και ο στρατός θα σήκω­νε από κοινού τους ώμους και θα προχωρούσε όπως είχε εκπαι­δευτεί να κάνει. Αλλά τα ποτάμια ήταν πολλά, αμέτρητα, και ο συ­νολικός αντίκτυπος όλων αυτών των μικρών απωλειών θα αποτε­λούσε ένα δυσβάστακτο φόρο για τις προμήθειες μας, το δυναμικό μας και το ηθικό μας. Ακόμα περισσότερο, καθώς χειμώνιαζε και καθώς πορευόμαστε ψηλότερα στα βουνά, το νερό γινόταν όλο και πιο κρύο, μερικές φορές ανάμεικτο με πάγο ή χιόνι, και είχε αρ­χίσει να γίνεται εξαιρετικά δύσκολο το πέρασμα μέσα από πα­γωμένα ορμητικά ρεύματα για δεύτερη ή όγδοη φορά μέσα σε μία και μόνη μέρα, ενώ ήταν ακόμα πιο δύσκολο να στεγνώσουμε τα κουρελιασμένα ρούχα και τις προβιές μας τη νύχτα προτού επι-

414 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

χειρήσουμε την κοπιαστική πορεία της επόμενης μέρας. Και τι είχαμε να προσδοκούμε, αφού ολοκληρώναμε με επιτυχία τη διά­βαση του τελευταίου ποταμού της μέρας, όταν εξετάζαμε τους πρόχειρα σχεδιασμένους χάρτες, που είχαν φτιαχτεί χρησιμο­ποιώντας αναξιόπιστες πληροφορίες από ντόπιους αιχμαλώτους πιασμένους κατά την πορεία; Τι είχαμε να περιμένουμε, όταν προσπαθούσαμε να διαπιστώσουμε από υπολογισμούς ή υποθέ­σεις πόσο μακριά είχαμε φτάσει, τι απόσταση είχαμε ακόμα μπροστά μας, μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του τεντωμένου και σαπισμένου δέρματος πάνω στον οποίο είχε σχεδιαστεί ο χάρτης ήταν κενό; Τι μας περίμενε την επόμενη μέρα;

Ένας ακόμα αναθεματισμένος ποταμός.

Το ίδιο συνέβη κι εκείνη τη μέρα, εφτά μέρες μετά την επανεύ-ρεση της Αστερίας, εκατόν εξήντα ένα χιλιόμετρα πορείας μέσα στην κόλαση, πολεμώντας με τους Καρδούχους σε κάθε βήμα και βλέποντας να προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά στις δυνάμεις μας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, με τις καθημερινές, φονικές ε­πιδρομές και ενέδρες τους, από όση είχαν προκαλέσει τα στρα­τεύματα του Τισσαφέρνη στη μάχη στα Κούναξα και τη μετέ­πειτα καταδίωξη τους.

Καθώς ξημέρωσε η Ηώ, κρύα και γκρίζα εκείνο το πρωί, ευ­χαριστηθήκαμε όλοι από μια θέα που είχαμε να δούμε εδώ και ε­βδομάδες - μια πεδιάδα ή μάλλον μια πλατιά κοιλάδα που υπο­σχόταν περπάτημα σε ίσιωμα και ανεμπόδιστη ορατότητα όσο μακριά μπορούσαμε να δούμε. Το μόνο χαρακτηριστικό που μας χάλαγε το τοπίο ήταν ένα πλατύ ποτάμι που κυλούσε σαν φίδι στη μέση και το οποίο όπως μάθαμε αργότερα ήταν το ανατολικό πα­ρακλάδι του Τίγρη, ενώ στο σημείο αυτό είχε εξήντα μέτρα πλά­τος. Οι αιχμάλωτοι μάς είχαν πει ότι αυτό το ποτάμι οριοθετού­σε το σύνορο ανάμεσα στη χώρα των Καρδούχων και την Αρμε­νία και αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος για να χαρούμε, επειδή θα αφήναμε επιτέλους πίσω μας τους φονικούς Καρδούχους. Ήταν σαν θάνατος για μας, θάνατος από χιλιάδες μικρές μύγες.

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 415

Καθώς η πρωινή πάχνη αποσυρόταν, όμως, και μπορούσαμε να δούμε καλύτερα την πορεία εκείνης της μέρας, οι ιχνηλάτες του Ξενοφώντα ανέφεραν προς μεγάλη μας απογοήτευση ότι μεγάλος όγκος ιππέων συγκεντρωνόταν στην απέναντι όχθη, έτοιμοι να παρεμποδίσουν τη διέλευση μας στην Αρμενία με τόξα και σφε­ντόνες, ενώ αρκετοί πεζοί παρατάσσονταν στα κοντινά υψώματα, για να προσφέρουν επιπλέον στήριξη στην αποτροπή της από­βασής μας. Ήταν μισθοφόροι όπως εμείς, Αρμένιοι και Μάρδοι και Χαλδαίοι στην υπηρεσία του Ορόντα - το μακρύ χέρι του Τισσαφέρνη εκτεινόταν και μας χτυπούσε τους ώμους ακόμα και σε τόσο μακρινές χώρες όπως αυτή. Οι Χαλδαίοι είχαν απαίσια φήμη και ήταν τόσο φοβεροί όσο και οι Σκύθες - γιατί όπως και οι Έλληνες ήταν άντρες ελεύθεροι και πολεμοχαρείς. Έφεραν ο­λόσωμες πλεχτές ασπίδες που αχρήστευαν τα δόρατα και τα ξί­φη μας, αφού μπερδεύονταν ανεπανόρθωτα μέσα στην πλεκτή ύ­φανσή τους. Και οι στρατιώτες τους ήταν μεγαλόσωμοι, μυώδεις και καλά εκπαιδευμένοι, έτοιμοι να προβάλουν θαρραλέα αντί­σταση στη φάλαγγά μας, τη μόνη τεχνική που ξέραμε ότι ήταν α­ποτελεσματική απέναντι στις ελαφρές τους ασπίδες - να ορμή­σουμε καταπάνω τους, σαν αφηνιασμένο άλογο παγιδευμένο μέ­σα σε κοτέτσι.

Ο στρατός βάδισε γρήγορα προς το ποτάμι, ελπίζοντας να το διαβεί χωρίς καθυστέρηση, αν ήταν ρηχό, και να επιτεθεί στα ε­χθρικά στρατεύματα στην άλλη μεριά. Ανακαλύψαμε με απο­γοήτευση, όμως, μόλις αρχίσαμε να το περνάμε, ότι το παγωμέ­νο νερό έφτασε στο λαιμό μας πριν καλά καλά πλησιάσουμε στη μέση και το ρεύμα ήταν ορμητικό. Δεν μπορούσαμε να το δια­βούμε φορώντας τις πανοπλίες μας, γιατί η ροή του θα μας πα-ρέσερνε και θα μας βούλιαζε, ούτε μπορούσαμε να το περάσου­με κρατώντας τον οπλισμό μας πάνω από τα κεφάλια μας, γιατί τότε θα ήμαστε ανυπεράσπιστοι, όταν θα σκαρφαλώναμε με δυ­σκολία στην απέναντι μεριά, στα βλήματα και τα βέλη που θα έ­πεφταν βροχηδόν πάνω μας από τους υπερασπιστές. Οι στρα­τιώτες συγκεντρώθηκαν στην κοντινή όχθη, τριγυρίζοντας άσκο­πα, όσο οι αρχηγοί συζητούσαν για την κατάσταση. Οι προοπτι-

416 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κές μας χειροτέρεψαν όταν είδαμε με απογοήτευση ότι οι Καρ-δούχοι κατέλαβαν τα υψώματα που βρίσκονταν πίσω μας, από τη δική μας πλευρά του ποταμού, αποκλείοντας οποιαδήποτε πι­θανότητα οπισθοχώρησης και περιχαρακώνοντας μας ανάμεσα σε δυο εχθρικούς στρατούς.

Καθίσαμε εκεί στην πλατιά, παγωμένη και στρωμένη με χα­λίκια όχθη μια ολόκληρη μέρα και μια νύχτα χωρίς τροφή ούτε καν φωτιά, μια και τα λιγοστά ξεβρασμένα ξύλα που καταφέρα­με να μαζέψουμε από την όχθη του ποταμού ήταν απελπιστικά μουσκεμένα. Ο στρατός ήταν αποθαρρυμένος, αν και ο Ξενοφώ­ντας, φορώντας ένα προσωπείο θάρρους, περνούσε αδιάκοπα α­πό μονάδα σε μονάδα, μοιράζοντας εύθυμες συμβουλές και πο­νηρά αστεία για να διατηρήσει ανεβασμένο το φρόνημα των α­ντρών, παρά τη σωματική και συναισθηματική του εξάντληση. Δεν ήξερα για πόσο ακόμα θα άντεχε να συνεχίσει να πιέζει τον εαυτό του με αυτό το ρυθμό και ανακουφίστηκα όταν αποφάσι­σε να πάει για ύπνο αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα.

Οι άνθρωποι είναι καμωμένοι από κόκαλα και όνειρα, λένε οι παλιοί, και ο Ξενοφώντας περισσότερο από αυτά τα τελευταία παρά από τα πρώτα, μια και τον τελευταίο καιρό έβλεπε όνειρα με αυξανόμενη συχνότητα. Οι περισσότεροι από τους μάντεις του στρατού είχαν σκοτωθεί ή είχαν μείνει πίσω κι έτσι δε ζητούσε τη συμβουλή ενός ή δύο που είχαν απομείνει παρά μόνο σε επεί­γουσα περίπτωση. Έλεγε ότι ήταν ήδη αρκετά απασχολημένοι με τις ετοιμασίες και την εκτέλεση των θυσιών του στρατού τρεις φορές τη μέρα - καθήκον που ο στρατός μας, ευάλωτος καθώς ή­ταν, δεν άντεχε να παραβλέψει. Και η σημερινή βραδιά ήταν ί­δια με τις προηγούμενες και το όνειρο του ήταν τόσο ζωντανό κι επίμονο, ώστε ξύπνησε με ένα τίναγμα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και άρχισε να μου το διηγείται προτού καλά καλά συνέλθει. Μου­διασμένος από τον κρύο και νοτισμένο μανδύα που είχα τυλίξει γύρω μου αντί για κουβέρτα, καλοδέχτηκα την ευκαιρία να κα­τεβάσω τις λάμες και τις ακονόπετρες με τις οποίες δούλευα και άρχισα να ζωντανεύω τα πονεμένα μου μέλη, καθώς άκουγα με αφοσίωση τον οιωνό του Ξενοφώντα.

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 417

«Θέο, ονειρεύτηκα ότι ήμουν σιδηροδέσμιος, δεμένος με χο­ντρούς σιδερένιους χαλκάδες και καθηλωμένος στο έδαφος, ε­κτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, ενώ οι θεοί από πάνω γε­λούσαν με τα τεχνάσματα τους και αγνοούσαν τις εκκλήσεις μου. Ήλπιζα ότι θα πεθάνω, ήμουν σε τόσο άθλια κατάσταση από τα όρνια που τσιμπούσαν το πρόσωπό μου και τον παγωμένο αέρα που πλήγωνε το δέρμα μου. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, οι αλυσίδες λύθηκαν μόνες τους και ήμουν ελεύθερος, μπορούσα να περπατήσω, να ξαναενώσω τα χέρια μου! Πετάχτηκα πάνω κι άρ­χισα να τρέχω, και τότε ξύπνησα».

Έσφιξα ακόμα περισσότερο το μανδύα πάνω στους ώμους μου και τον κοίταξα συλλογισμένα μέσα στην αμυδρή αστρο­φεγγιά. Τα μαλλιά του μπερδεμένα και λιγδιασμένα, τα μάτια του άγρια, το πρόσωπο του σκληρό και αποστεωμένο. Ένας ά­ντρας ονειρεύεται την ελευθερία και ένα θαύμα, αλλά αγρυπνά­ει για ένα ξεροκόμματο. Κι όμως, κάτω από τέτοιες συνθήκες α­κόμα και μια κόρα ψωμιού μπορεί να είναι πανδαισία, και αυτός ήταν τόσο εμψυχωμένος από αυτό το όραμα, ώστε αποφάσισε να το πει στον Χειρίσοφο, πιστεύοντας ότι ίσως ήταν κάποιος οιω­νός που θα τον παρηγορούσε εξίσου κι αυτόν. Τον συνόδευσα κα­θώς διέσχιζε καλπάζοντας το στρατόπεδο.

Όλοι οι άντρες γύρω μας κοιμούνταν ακατάστατα στο ύπαι­θρο, μόνοι ή ανά δύο, κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, όχι έτσι όπως μπορεί να περιέγραφαν κοροϊδευτικά οι Πέρσες ό­τι συνήθιζαν να κάνουν στη διάρκεια της πορείας οι Έλληνες στρατιώτες που είχαν αποχωριστεί για πολύ καιρό τις γυναίκες τους, αλλά μάλλον σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κρατη­θούν ζεστοί από την πολύτιμη ανταλλαγή θερμοκρασίας των σω­μάτων. Οι στρατιώτες ήταν σιωπηλοί κι αξιοθρήνητοι, προσπα­θώντας απλώς να επιβιώσουν μία ακόμα νύχτα. Είχαν περάσει ε­βδομάδες από τότε που είχα μείνει ξάγρυπνος από τα τραχιά γέ­λια και τα πειράγματα, χαρακτηριστικά ενός σώματος από στρα­τιώτες γεμάτους αυτοπεποίθηση για την πορεία, και μόλις τώρα συνειδητοποιούσα πόσο μου έλειπε το παρηγορητικό βουητό ε­νός άυπνου στρατεύματος.

418 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Περάσαμε αρκετές εκατοντάδες μέτρα μέσα από χαλίκια για να φτάσουμε στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, όπου είχε στήσει το αρχηγείο του ο Χειρίσοφος και οι δικοί του, και δεν εκπλαγή-καμε καθόλου που τους βρήκαμε όλους ξύπνιους, ν' ανακρίνουν αιχμαλώτους, να εμπλουτίζουν χάρτες, να επιχειρούν να κατα­στρώσουν κάποιο σχέδιο επίθεσης για την επομένη, που θα μας επέτρεπε να περάσουμε τον ποταμό με όσο το δυνατό μεγαλύτε­ρη ασφάλεια, είτε καθαρίζοντας και γυαλίζοντας όπλα - μα δεν κοιμούνταν ποτέ οι Σπαρτιάτες;

Η αφήγηση του ονείρου του Ξενοφώντα προκάλεσε συγκρα­τημένη αισιοδοξία και οι δυο στρατηγοί μαζί με μια ομάδα συ­γκεντρωμένων ομαδαρχών πέρασαν ώρες μέσα στο σκοτάδι συ­ζητώντας τα επόμενα βήματα τους. Με το φως της αυγής και πα­ρόντες όλους τους αξιωματικούς του στρατού, προσφέρθηκε ει­δική θυσία, η μεγαλύτερη που είχαμε αποτολμήσει να κάνουμε εδώ και εβδομάδες, λόγω της ταχύτατης μείωσης των αποθεμά­των του στρατού σε ζωντανά. Οι οιωνοί ήταν ευνοϊκοί από το πρώ­το κιόλας θύμα. Αφήνοντας τη θυσία με καλή διάθεση, οι αξιω­ματικοί έστειλαν μήνυμα στους στρατιώτες να πάρουν πρόγευμα και να μαζέψουν τα πράγματα τους.

Ο Ξενοφώντας κατέβασε με το ζόρι το λιτό πρωινό του από πηγμένο κατσικίσιο γάλα και κάθισε κοντά στη φωτιά, κοιτάζο­ντας κακόκεφος τα κάρβουνα, όταν δύο Ρόδιοι σφενδονήτες από το τάγμα του Νικόλαου εμφανίστηκαν βιαστικά πάνω στα άλογα τους μέσα από την παγερή πάχνη, γυμνοί και ξέπνοοι, λες κι εί­χαν μόλις τελειώσει τη γυμναστική τους. Όλο το στράτευμα ήξε­ρε ότι ο Ξενοφώντας επέτρεπε, στην πραγματικότητα ενθάρρυνε τους πάντες να τον πλησιάσουν οποιαδήποτε στιγμή χωρίς να χρειάζεται ραντεβού ή ενδιάμεσος, χωρίς πρωτόκολλο, είτε στη διάρκεια του προγεύματος είτε του δείπνου ή ακόμα κι όταν κοι­μόταν, και να του πουν ό,τι πρότειναν που θα μπορούσε να εν­διαφέρει το στρατό. Παρ' όλα αυτά ήταν ασυνήθιστο για τους ντροπαλούς Ροδίτες να είναι τόσο θαρραλέοι για να τον πλησιά­σουν απευθείας. Προτιμούσαν συνήθως τη μεσολάβηση του Νι­κόλαου ή τη δική μου.

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 419

«Τα σέβη μας, στρατηγέ μου», είπε ο πρώτος σκύβοντας το κε­φάλι με σεβασμό.

Ο Ξενοφώντας έψαχνε αφηρημένα κάτω από το μπράτσο του για ζωύφια και τώρα κρατούσε το θήραμά του για μια σύντομη επιθεώρηση προτού το συνθλίψει ανάμεσα στα σπασμένα, βρό­μικα νύχια του δείκτη και του αντίχειρά του και το πετάξει στη φωτιά. Έριξε μια ματιά σαστισμένος στον καταλερωμένο και ξε­φτισμένο χιτώνα του κι ύστερα κοίταξε τους νεαρούς με καρτε­ρικό χαμόγελο.

«Με την άνεσή σας», είπε. «Μα τους θεούς, είμαι ελάχιστα με­γαλύτερός σας και δυο φορές ασχημότερος. Δε χρειάζεται ν' α­κολουθείτε τους τύπους. Και φορέστε κάτι επάνω σας - με κάνε­τε να κρυώνω και που σας βλέπω. Έχετε μπλαβίσει και τα που­λιά σας έχουν γίνει μικρότερα κι από αυτά των Ροδίων. Ω, συ­γνώμη, βλέπω ότι είστε Ρόδιοι...»

Οι νεαροί γέλασαν πλατιά και συνεσταλμένα κι ύστερα έριξαν στους ώμους τους δυο κουρελιασμένες κουβέρτες που τους έδω­σα. Τα δόντια τους χτυπούσαν από το κρύο και τη συγκίνηση της πρόσφατης περιπέτειας τους και αφηγούνταν μία ο ένας, μία ο άλλος τι είχε συμβεί, μπερδεύοντας τα λόγια τους μέσα στην ανυ­πομονησία τους να τα συνδέσουν με αυτό που είχαν ανακαλύψει.

«Μαζεύαμε ξύλα στην κοίτη του ποταμού για το πρόγευμα, ό­ταν είδαμε στην απέναντι ακτή ένα γέρο, μια γυναίκα και δύο κο­ρίτσια ν' αφήνουν μερικά σακιά, σαν μπόγους με άπλυτα, μέσα σε μια μικρή σπηλιά στο βράχο. Νομίσαμε ότι ήταν τίποτα πράγ­ματα αξίας που τα έκρυβαν για ν' αποφύγουν το πλιάτσικο κι έ­τσι μείναμε κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους ώσπου έφυγαν κι ύστερα γδυθήκαμε και πηδήσαμε στο νερό μόνο με τα μαχαίρια μας, για να κολυμπήσουμε ως εκεί και να τα κλέψουμε. Παραλί­γο να σπάσουμε τους λαιμούς μας όταν πηδήσαμε μες στο νερό, μια και ήταν βαθύ ως τα γόνατα μας στο σημείο εκείνο, κι έτσι αρχίσαμε να περπατάμε. Διαβήκαμε όλη την απόσταση μέχρι την άλλη μεριά χωρίς να βρέξουμε καν το στήθος μας! Οι σάκοι δεν είχαν τίποτα σπουδαίο -κάτι παλιά ρούχα μόνο-, αλλά το πέρα­σμα είναι καλό και με τις απότομες όχθες και την άμμο που υ-

420 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πάρχει κι από τις δυο πλευρές οι ιππείς του εχθρού δε θα μπο­ρέσουν να πλησιάσουν. Έτσι ήρθαμε κατευθείαν σε σένα, ξε­χνώντας τα ρούχα μας...»

Ο Ξενοφώντας έκανε αμέσως σπονδή από το πολύτιμο από­θεμα κρασιού που φύλαγε μαζί με τον Χειρίσοφο για τις θυσίες και είπε και στους νεαρούς να πιουν, επειδή αποτελούσαν τη θεϊ­κή εκπλήρωση του ονείρου του. Πήγαμε τα παλικάρια στον Χει­ρίσοφο, στον οποίο διηγήθηκαν την ίδια ιστορία, κι έπειτα από πολλούς πανηγυρισμούς και επιπλέον σπονδές πάρθηκε στα γρή­γορα η απόφαση να οδηγήσουν οι Ροδίτες το στρατό σ' εκείνο το πέρασμα, ενάμισι χιλιόμετρο αντίθετα στο ρεύμα.

Οι άντρες κράτησαν εκπληκτική τάξη, διατηρώντας μια μοναδι­κή συμπαγή ενότητα, με τις σκευοφόρους στο μέσο της ρηχής πα­ράταξης. Οι πανοπλίες και τα όπλα των αντρών γυάλιζαν κάτω α­πό τον ασθενικό ήλιο που μόλις είχε αρχίσει να διαλύει την πάχνη, μέσα από την οποία πρόβαλαν, στοιχισμένοι, μπροστά στους Αρμενίους που μας κοιτούσαν παραταγμένοι με εχθρικές διαθέ­σεις στην άλλη όχθη του ποταμού. Ο Χειρίσοφος πήρε θέση πά­νω σε ένα λοφίσκο αντίκρυ από τα εχθρικά στρατεύματα στην α­ντίπερα όχθη. Πετώντας τον πορφυρό μανδύα του με μια πλατιά, θεατρική, όλο φιγούρα κίνηση που δεν μπορούσαν παρά να προ­σέξουν, φόρεσε περιφρονητικά στο κεφάλι του ένα στεφάνι, λες κι αυτοστεφανωνόταν εκ των προτέρων για τη μεγάλη νίκη. Οι Σπαρτιάτες που τον περιέβαλλαν ούρλιαξαν για την κοροϊδευτι­κή χειρονομία του Χειρίσοφου, αλλά όταν κοίταξα απέναντι τους Αρμενίους δεν είδα καμιά αντίδραση από τα στρατεύματα τους. Οι μπροστινές σειρές με τους τοξότες και τους οπλισμένους στρα­τιώτες έμεναν ακίνητοι, σε κατάσταση σύγχυσης μάλλον, σκέ­φτηκα, παρά περιφρόνησης, ενώ η τεράστια ομάδα των απεί­θαρχων, ζωηρών ορεσίβιων αλόγων του ιππικού τους χτυπούσαν ανυπόμονα τα πόδια τους, βγάζοντας από τα ρουθούνια τους α­χνούς μέσα στον κρουσταλλιασμένο αέρα, καθώς οι αναβάτες τους πάσχιζαν να τα κρατήσουν σε μια υποτυπώδη παράταξη.

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 421

Ο μάντης του Ξενοφώντα προχώρησε στην άκρη του νερού και οι στρατιώτες και από τις δυο πλευρές σώπασαν, περιμένο­ντας το αποτέλεσμα της θυσίας. Κάτω από δεκάδες χιλιάδες ά­πληστα βλέμματα, άρπαξε το φρεσκοπλυμένο κατσίκι που βέλα­ζε από τα χέρια του μικρού βοσκού που περίμενε παραδίπλα και καβαλώντας το από πίσω σταμάτησε σκόπιμα, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα τα μάτια ήταν στραμμένα καταπώς έπρεπε πά­νω στο θύμα. Ήχος δεν ακουγόταν εκτός από τη νωθρή ροή του ποταμού πίσω του, όταν τράβηξε προς τα πίσω το φαρδύ μανίκι του οπλισμένου χεριού του και κράτησε το τελετουργικό όργανο ψηλά στον αέρα, αφήνοντας τις ακτίνες του ήλιου ν' αγγίξουν και να ευλογήσουν την απαστράπτουσα λάμα, κι ύστερα το κατέβα­σε αργά στον τρεμουλιαστό λαιμό του ζώου.

Βυθίζοντας το μαχαίρι γρήγορα στο λαιμό του ζώου, ο μάντης άρπαξε με το ελεύθερο χέρι του πιο σφιχτά τα κέρατα του ζώου, καθώς εκείνο τίναξε μια φορά το κεφάλι του από έκπληξη και πό­νο και ύστερα το άφησε να σωριαστεί άτονα, ενώ τιναζόταν το αί­μα και ράντιζε το νερό, πιτσιλώντας το στρίφωμα του λευκού εν­δύματος του ιερέα και δίνοντάς του ένα έντονο κρεμεζί χρώμα. Τεντώσαμε τους λαιμούς μας, κοιτώντας με ένταση τη σκηνή, κα­θώς ο ιερέας ορθωνόταν αργά από το αιματηρό έργο του και με μια θριαμβική κραυγή που μεταφέρθηκε καμπανιστή πάνω από το βουητό του νερού ανακοίνωσε: «Δίας σωτήρας, κύριος και προ­στάτης: Νίκη!» Σηκώσαμε ψηλά τα όπλα και τις ασπίδες μας και βγάλαμε μεγάλη κραυγή που αντιλάλησε μέσα από τις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Ο συμπαγής όγκος των εχθρικών στρατευμά­των στην άλλη πλευρά, ιππείς και πεζοί μαζί, έμειναν να παρα­κολουθούν σιωπηλοί, ακίνητοι και ανέκφραστοι, με τα όπλα και τις πανοπλίες τους να λάμπουν απειλητικά κάτω από τον ήλιο.

Ο Χειρίσοφος έβγαλε κραυγή και ύστερα όρμησε μες στο νε­ρό με το τμήμα του, το μισό στρατό, και άρχισε να προχωρεί με τέλειο σχηματισμό στο ποτάμι που όλο και βάθαινε. Επικεφαλής ήταν ο Λύκιος και η αλητοσυμμορία του από ιππείς, και καθώς οι άντρες προχωρούσαν στην όλο και βαθύτερη ροή, πίστευαν χωρίς καμιά αμφισβήτηση την αφήγηση των Ροδίων ότι το νερό

422 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

δε θ' ανέβαινε πάνω από το στήθος τους. Στην πραγματικότητα όμως το πέρασμα ήταν ακόμα ευκολότερο από όσο περίμεναν, μια και οι νεαροί Ροδίτες είναι κοντοί και το νερό μετά βίας έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών ενός κανονικού άντρα. Οι Αρμένιοι στρατιώτες από την απέναντι πλευρά άρχισαν έναν καταιγισμό με τόξα και σφεντόνες, αλλά, μια και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν πιο κοντά στους Έλληνες, τα περισσότερα από τα βλήματα τους αστοχούσαν προς μεγάλη απογοήτευση των αξιωματικών τους που τους βλέπαμε να παροτρύνουν, ακόμα και να χτυπούν τους τοξευτές τους για να προχωρήσουν ώστε να βρίσκονται μέσα σε ακτίνα βολής.

Ο Ξενοφώντας στο μεταξύ είχε χωρίσει και πάλι το μισό στρα­τό που είχε υπό τις διαταγές του σε δύο μέρη. Οι οπλίτες του πα­ρέμειναν στην όχθη του ποταμού για να φυλάνε τις προμήθειες και να καλύπτουν τη διάβαση των αντρών του Χειρίσοφου, ενώ οι Ροδίτες σφενδονήτες κι οι υπόλοιποι ελαφρά οπλισμένοι έκα­ναν μεταβολή αντίθετα στο ρεύμα, προς το μέρος που είχαμε στρατοπεδεύσει την προηγούμενη νύχτα. Καθώς προχωρούσαν με γρήγορο βηματισμό, έκαναν να ηχήσουν δυνατά τα κέρατα και οι αυλοί, στρέφοντας όλη την προσοχή των εχθρών πάνω στην πορεία τους και κάνοντας τους Αρμενίους να πιστέψουν ότι ο Ξε­νοφώντας ήθελε να διασχίσει το ποτάμι σε κάποιο άλλο σημείο πιο κάτω κι έτσι να εγκλωβίσει τους εχθρούς με κυκλωτική κίνη­ση ανάμεσα στα δικά του στρατεύματα και αυτά του Χειρίσοφου. Αφού έχαψε το δόλωμα, το ασυγκράτητο ιππικό των Αρμενίων α­νέλαβε ορμητικά δράση, διαλύοντας τον ισχνό σχηματισμό του, και κάλπασε μανιασμένα αντίθετα στο ρεύμα σαν ανοργάνωτο μπουλούκι για ν' αποκρούσει την παράτολμη επίθεση του Ξενο­φώντα από τα πλάγια.

Βλέποντας αυτή την κίνηση ο Λύκιος, μαστίγωσε το άλογο του στη μέση της διάβασης και με μια εμπνευσμένη επίδειξη καθα­ρής τόλμης όρμησε με την ομάδα του ιππικού του κατευθείαν α­πέναντι, προς τη μεγάλη αλλά ανοργάνωτη μάζα των ιππέων του εχθρού, μαζί με το πεζικό του Χειρίσοφου που προέλαυνε αλα­λάζοντας. Για μια στιγμή οι Αρμένιοι έμειναν άλαλοι, με τ' άλο-

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 423

γά τους να στριφογυρίζουν και ν' ανασηκώνονται στα πισινά τους πόδια, όλο και πιο ανήσυχα από την ταχύτατη προσέγγιση του Λύ-κιου και των ιππέων που ούρλιαζαν μανιασμένα. Ξαφνικά το ιπ­πικό των Αρμενίων έκανε μεταβολή όλο μαζί, σαν σμήνος από ψαρόνια που πετάγονται ξαφνιασμένα από δυνατό θόρυβο προ­ερχόμενο από κάτω, και σκορπίστηκε πανικόβλητο στους λόφους, κάτω από τις εκκωφαντικές φωνές των ελαφρά οπλισμένων του Ξενοφώντα οι οποίοι είχαν παρακολουθήσει τη σκηνή να εκτυ­λίσσεται από την κοντινή πλευρά του ποταμού.

Στο μεταξύ, ο Χειρίσοφος, ο οποίος ολοκλήρωνε σταθερά τη διάβαση του, κράτησε τους άντρες του παραταγμένους και όρμη­σε κατευθείαν πάνω στους εμβρόντητους Αρμένιους πεζούς. Οι Αρμένιοι, βλέποντας τους άντρες του ιππικού τους να το σκάνε σαν λαγοί και τους παράξενα εξοπλισμένους Έλληνες πολεμιστές, που έψαλλαν υπνωτισμένοι, να προελαύνουν αμείλικτα εναντίον τους, βγαίνοντας μέσα από τα θαμπά βάθη του ποταμού, πανικο­βλήθηκαν κι αυτοί και υποχώρησαν γρήγορα από τις ψηλές όχθες.

Ο Χειρίσοφος κατέλαβε τα υψώματα χωρίς μάχη και ύψωσε τη γροθιά του θριαμβευτικά, ενώ ο Ξενοφώντας, βλέποντας ότι ό­λα είχαν πάει καλά με την αρχική διάβαση, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε τώρα προς τα υποζύγια και τους οπλίτες. Μέχρι να επιστρέψει με τους λαχανιασμένους στρατιώτες του, η τελευταία σκευοφόρος των Ελλήνων είχε περάσει απέναντι και τώρα βρι­σκόταν ασφαλής υπό την προστασία του Χειρίσοφου. Τότε ο Ξε­νοφώντας παρέταξε τους οπλίτες του με τα νώτα προς το ποτάμι, απέναντι από τις συγκεντρωμένες δυνάμεις των Καρδούχων, και παρακαλούσε να βρει δύναμη και χρόνο για να καλύψει τη διά­βαση των Ροδίων, προτού επιτεθούν οι Καρδούχοι και υπερισχύ­σουν στα κατά πολύ ελαττωμένα αριθμητικά στρατεύματα μας. Καθώς οι άντρες έστεκαν με νευρικότητα στη σειρά, αντιμέτωποι με το στρατό των Καρδούχων που πλησίαζε, έκανε ένα βήμα μπροστά, ενώ το μυαλό του πάσχιζε να βρει γρήγορα κάποιο σχέ­διο τακτικής.

«Κρατήστε τα όπλα σας», φώναξε τελικά, «μέχρι να χτυπήσει πάνω σε μια ασπίδα η πρώτη πέτρα των Καρδούχων. Όταν α-

424 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κούσετε τον κρότο της πέτρας, ψάλτε τον πολεμικό παιάνα, σαλ-πίστε κι ορμίστε πάνω στον εχθρό με όλη σας τη δύναμη. Μία και μόνο δυνατότητα έχουμε - να τους τρομοκρατήσουμε!»

Με την πρώτη βολή από τους επιτιθέμενους τώρα Καρδού-χους, οι άντρες έβγαλαν μια δυνατή κραυγή που την επανέλαβαν οι Ρόδιοι, καθώς περνούσαν πολύ προσεκτικά μέσα από τα νερά, αλλά και τα ελληνικά στρατεύματα που παρακολουθούσαν με α­δημονία τη δράση από τα υψώματα πάνω από την αντικρινή ό­χθη: Το εκκωφαντικό ουρλιαχτό χτύπησε τους ξαφνιασμένους Καρδούχους σαν καυτή ριπή από ανοιχτό καμίνι και σταμάτησαν διστακτικά για να παρατηρήσουν. Όταν ακούστηκε η ελληνική σάλπιγγα, οι οπλίτες έτρεξαν ολοταχώς μέσα από τα χαλίκια κα­ταπάνω στις εχθρικές γραμμές με μια μαζική επίθεση ισάξια με αυτή στις Πλαταιές. Οι ελαφρά οπλισμένοι Καρδούχοι δεν περί­μεναν μέχρι να δοκιμάσουν τι σήμαινε μάχη σώμα με σώμα μα­ζί μας. Στριφογυρνούσαν τρομαγμένοι και πετούσαν τα όπλα τους επιτόπου· άρχισαν να σκαρφαλώνουν χέρι με χέρι ξανά πίσω στις απόκρημνες όχθες, από τις οποίες είχαν μόλις πριν από λίγα λε­πτά κατέβει για να μας επιτεθούν. Με το που είδε ο Ξενοφώντας ότι οι Καρδούχοι είχαν πισωγυρίσει, έδωσε εντολή να ηχήσει η σάλπιγγα γενική υποχώρηση και οι Έλληνες, χωρίς να χρειάζο­νται επιπλέον ώθηση, σταμάτησαν αμέσως και ξανάρχισαν να τρέχουν ξέφρενα, προς την αντίθετη κατεύθυνση, πίσω ξανά προς το ποτάμι, και αφού πήδησαν στο νερό προχωρούσαν μανιωδώς προς την άλλη πλευρά.

Προς στιγμήν οι στρατιώτες του Χειρίσοφου από τα απέναντι υψώματα είχαν μια άνευ προηγουμένου θέα των δύο στρατών, χι­λιάδες άντρες, με τις πρώτες γραμμές τους ν' απέχουν λίγα μόλις μέτρα μεταξύ τους, που τρέπονταν ταυτόχρονα σε φυγή τρομο­κρατημένοι, και άρχισαν να γελούν δυνατά και να ενθαρρύνουν τους οπλίτες που τσαλαβουτούσαν μες στο ποτάμι. Οι Καρδούχοι κατάλαβαν τελικά ότι τους ξεγέλασαν κι έπειτα από μεγάλη προ­σπάθεια κατάφεραν οι αξιωματικοί τους ν' αντιστρέψουν την πο­ρεία των αντρών τους και να καταδιώξουν τους Έλληνες που υ­ποχωρούσαν.

Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 425

Στο σημείο αυτό, όμως, οι πελταστές του Χειρίσοφου που πε­ρίμεναν στην απέναντι όχθη, ακριβώς για μια τέτοια επείγουσα ανάγκη, ανέλαβαν να επιτεθούν οι ίδιοι μέσα από το νερό, έτοι­μοι για μάχη, έχοντας τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων και τα βέλη στις χορδές των τόξων, βρίσκοντας τα στρατεύματα του Ξενοφώντα καταμεσής στο ρεύμα και καλύπτοντας την υποχώ­ρηση τους με κεραυνοβόλα πυρά κατά μέτωπο των αμήχανων Καρδούχων, που ήταν και πάλι αναγκασμένοι να σταματήσουν την επίθεση τους και να υποχωρήσουν μέσα σε ένα χάος. Κάτω από τις ιαχές των θεατών από πάνω, ολόκληρος ο στρατός κατάφερε να ολοκληρώσει την τρομερή διάβαση με μία και μόνη σχεδόν α­πώλεια, εκτός από ελάχιστους υπερενθουσιώδεις πελταστές που καταδίωξαν τους Καρδούχους πέρα από το μέσο του ποταμού και χτυπήθηκαν μόλις έφτασαν στην άλλη πλευρά.

Για μία ακόμα φορά οι θεοί ήταν μαζί μας.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Όμως τίποτα δεν αξίζουν τούτα, μόνο της γλώσσας καυχησιές είναι και κούφιες φροντίδες του μυαλού. Να λογαριάζεις ευτυχισμένο εκείνον που περνάει με δίχως συμφορές την κάθε μέρα.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ*

* Ευριπίδης, Εκάβη, στίχ. 623-625, μετάφραση: Τάσος Ρούσσος, εκδ. «Κάκτος» Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)

To ΒΑΣΑΝΟ TOY ΜΙΣΟΥΣ, η έκσταση της αγάπης. Κοινότοπες ιδέες, που διακρίνονται εύκολα στα ξεχωριστά, σχεδόν αντίθετα συ­στατικά τους μέρη, και τις έχουν τραγουδήσει οι ποιητές κι έχουν κλάψει γι' αυτές οι ερωτευμένοι προ αμνημονεύτων χρόνων και αναμφίβολα θα κλάψουν εκατοντάδες ακόμα γενιές που θα 'ρθουν. Η έκσταση του μίσους, το βάσανο της αγάπης. Μια όχι λι­γότερο κοινή κατάσταση των πραγμάτων, αν και κατανοητή από ελάχιστους, ίσως μόνο από τους υπάρχοντες ανάμεσα μας Κλέ-αρχους: η ώθηση πίσω από τους υποκινητές του κόσμου, τους δη­μιουργούς και φονιάδες και εισηγητές της ανθρωπότητας, και πάλι συναισθήματα που εύκολα χωρίζονται στα αναγνωρίσιμα και εξαιρετικά αντιτιθέμενα στοιχεία τους, σαν χρυσάφι που πέ­ρασε δια πυρός μέχρι να πήξει σε ατόφιους, γυαλιστερούς κόκ­κους που ξεχωρίζουν από τη γύρω τους σκουριά.

Πόνος, άρνηση, θρίαμβος, δάκρυα, πάθος, εκδίκηση, προδο­σία, έκσταση. Σε ποια συνθήκη αποδίδουμε αυτά τα συναισθή­ματα και κίνητρα, στο μίσος ή στην αγάπη; Η μείξη γίνεται πιο πυκνή, πιο δυσδιάκριτη και μοιάζουν να μπερδεύονται αδιάσπα­στα το ένα με το άλλο, με τέτοιο τρόπο ώστε, μολονότι τα δυο α­πόλυτα, αμιγώς ακραία μπορούν εύκολα να διακριθούν, και αδό­κιμοι ποιητές και ασήμαντοι φιλόσοφοι θα καταβάλουν πολλή α­πό την εύκολη ικανότητα τους για να το κάνουν, ο θαμπός χώρος ανάμεσα τους, εκείνη η σκοτεινή περιοχή που ενσωματώνει απε­ριόριστα στοιχεία και από τα δύο ή, ίσως, κι από ένα τρίτο συ­στατικό δημιουργημένο πρόσφατα από την ανάμειξη των άλλων, είναι πολύ πιο δύσκολο να περιγραφεί. Ο πόλεμος και το μίσος είναι κακά, η αγάπη υπέροχη. Κι όμως, υπάρχουν καλοί που θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να ζουν ειρηνικά, αλλά οι οποίοι αντί γι' αυτό επιλέγουν να πολεμούν που θα μπορούσαν να ζουν μια εύ-

430 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κολη ζωή, αλλά αντίθετα χαίρονται με τις δυσκολίες· που θα μπο­ρούσαν να αντλούν χαρά από αμύθητα πλούτη μαζί με τους αγα­πημένους τους, αλλά αυτοί αντίθετα σπαταλούν τα πλούτη τους στον πόλεμο, ως εκ τούτου καταλήγουν με ακόμα λιγότερα απ' ό­σα θα μπορούσαν να έχουν σε άλλη περίπτωση· που προτιμούν να μοχθούν κάτω από τις διαταγές του Άρη παρά της Αφροδίτης και οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να θέτουν τον πρώτο στην υ­πηρεσία της δεύτερης.

Τέτοια είναι η πολυπλοκότητα της ανθρωπότητας, η οποία κατά καιρούς μπερδεύει ακόμα και τους θεούς και σε τελευταία ανάλυση τους εμποδίζει να είναι απλοί ουράνιοι καραγκιοζοπαί­χτες, να παρουσιάζουν τη γη σαν ένα εύπλαστο σκηνικό. Ο κόσμος στον οποίο ζουν και δρουν οι άνθρωποι, αν και δεν είναι ολο­κληρωτικά ανεξήγητος, δεν είναι και απόλυτα λογικός. Λογική και παραλογισμός, το προβλεπόμενο και το αναπάντεχο, τρέλα και ηρεμία συνυπάρχουν πλάι πλάι, όχι μόνο μεταξύ δύο ατόμων, αλλά και μέσα στο ίδιο άτομο, σε διαφορετικό βαθμό πάντα. Οι αντιφάσεις της ζωής, η ταυτόχρονη λύπη και ανακούφιση κατά το χωρισμό, η καταστροφή που ενυπάρχει στην ίδια τη δημιουρ­γία, όλα αυτά σκοτίζουν το νου, όσο και τον διαφωτίζουν. Στα μέ­χρι εδώ απομνημονεύματα μου έχω αναφερθεί στον πόλεμο και την αγάπη σαν να είναι δύο ξεχωριστές οντότητες, ασύνδετες η μία με την άλλη, ίσως ακόμα και σε άμεση πρόκληση η μία από την άλλη, αυτή η αρρώστια κι εκείνη η ίαση, η καθεμιά πιέζοντας κι αντιπαλεύοντας την άλλη, σαν παλαιστές οι οποίοι θεωρούν ό­τι η σκονισμένη παλαίστρα έχει χώρο μόνο για έναν πρωταθλη­τή. Είναι καιρός να ξεφύγω από μια τέτοια ρηχή ποίηση, γιατί δεν είναι έτσι η ζωή ούτε είναι έτσι η ιστορία μου.

1

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ, που για πολύ καιρό απειλούσε με τον ερχομό του το στρατό, με τον γκρίζο ουρανό και τις παγερές θερμοκρασίες, εκδηλώθηκε τελικά με όλη τη μανία του. Και όπως ακριβώς γί­νεται με μια προ πολλού αναμενόμενη μάχη, που όταν τελικά συμβαίνει αποτελεί συχνά πηγή μάλλον ανακούφισης για τα κου­ρασμένα από την υπερένταση στρατεύματα παρά αιτία φόβου, έ­τσι ακριβώς συνέβη, τουλάχιστον στην αρχή, με το απαίσιο κρύο του χειμώνα που φοβόμαστε εδώ και καιρό. Όταν έφτασε, ο στρα­τός στην πραγματικότητα είχε καταλύσει και ήταν καλά προφυ­λαγμένος σε άνετους στρατώνες και κτίσματα που περιέβαλλαν το παλάτι του Τιρίβαζου, σατράπη του βασιλιά Αρταξέρξη και κυ­βερνήτη της δυτικής Αρμενίας, ο οποίος είχε συμφωνήσει με το ζόρι να κάνει ανακωχή με τους Έλληνες, με τον όρο ότι δε θα καίγαμε τα χωριά του και ότι θα παίρναμε μόνο τις αναγκαίες προμήθειες. Είχαμε εξασφαλισμένη τροφή και είχαμε βολευτεί για λίγες μέρες κάτω από στέγη για να φροντίσουμε τους αρρώ­στους και τους πληγωμένους -κάτι που λίγο πολύ μας αφορούσε όλους- και να αναδιοργανώσουμε τα εφόδια μας. Την πρώτη νύ­χτα που βρισκόμαστε εκεί ο Δίας έριξε εξήντα πόντους χιόνι πά­νω στις στέγες μας και τις αμέσως επόμενες αρκετούς ακόμα πό­ντους, υψώνοντας το επίπεδο του σωριασμένου χιονιού μέχρι τα γείσα των χαμηλών χαμόσπιτών μας και ακινητοποιώντας στην ου­σία ανθρώπους και ζώα μέσα στο συγκρότημα των χωριών όπου είχαμε καταλύσει. Κανένα παράπονο δεν ακούστηκε, όμως. Για την ακρίβεια, το σιωπηλό χιόνι έπνιξε εντελώς όλα τα λόγια και καθώς με δυσκολία γύριζα όλη μέρα, μεταφέροντας μηνύματα ανάμεσα στον Ξενοφώντα και στους αρχηγούς, κι έκανα περιπο-

432 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

λία στη μικρή αποθήκη που είχε πιάσει η Αστερία, οι μόνοι άν­θρωποι που είδα ήταν οι αγγελιοφόροι του Χειρίσοφου και των άλλων αρχηγών, κουκουλωμένοι όπως κι εγώ μέσα σε προβιές α­πό την κορυφή ως τα νύχια σε μια μάταιη προσπάθεια να αντι­μετωπίσουμε το τσουχτερό κρύο. Φήμες κυκλοφορούσαν ανάμε­σα στους άντρες ότι ο στρατός θα παρέμενε εδώ μέχρι να περά­σει ο χειμώνας κι ότι πορεία μέσα στο χιόνι πέρα από αυτό το ση­μείο θα ήταν καθαρή αυτοκτονία. Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσο-φος, παρά την απροθυμία τους να καθυστερήσουν την παραμο­νή τους ανάμεσα σε εχθρούς περισσότερο από ό,τι ήταν απαραί­τητο, συζητούσαν σοβαρά αυτή την προοπτική.

Καθώς προχωρούσα με δυσκολία μες στο χιόνι προς το κατά­λυμα της Αστερίας, για να συζητήσω μαζί της τα νέα, κι αναρω­τιόμουν γιατί δε με αναζητούσε τόσο συχνά τώρα τελευταία όπως πρώτα, έμεινα κατάπληκτος από τον αριθμό των πατημασιών που είδα πάνω στο χιόνι και οι οποίες οδηγούσαν στην είσοδό της. Κανονικά η Αστερία διάλεγε το πιο απομονωμένο καταφύγιο για να φτιάξει το κρεβάτι της, κάποιο ξεκομμένο χοιροστάσιο ή κο-τέτσι που το ήξερα μόνο εγώ και ελάχιστοι από τους Ροδίτες. Αυ­τή τη φορά, όμως, το μονοπάτι που οδηγούσε στο κοτέτσι της ή­ταν χιλιοπατημένο, όπως ο δρόμος για τους Δελφούς. Στρίβοντας στη γωνία έπειτα από μια προεξοχή βράχου, πίσω από την οποία ήταν κρυμμένη η πέτρινη καλύβα της, ξαφνιάστηκα όταν είδα τριάντα τουλάχιστον Ροδίτες να τριγυρνούν έξω από το καταφύ­γιο της κουτσαίνοντας, ενώ προσπαθούσαν να κρατηθούν ζεστοί γύρω από μερικές φωτιές που είχαν ανάψει. Άλλα αγόρια έμπαι­ναν και έβγαιναν στην καλύβα, ανασηκώνοντας την κοκαλωμένη, βαριά προβιά που χρησίμευε για πόρτα και η οποία είχε παγώ­σει τώρα αποκτώντας το πάχος και την υπόσταση σανίδας.

Στάθηκα για λίγο μες στο χιόνι, κατάπληκτος από το θέαμα, με την οργή να αναβλύζει από μέσα μου, καθώς οι νεαροί Ροδί­τες με κοίταξαν στιγμιαία και ύστερα ξαναγύρισαν στην κουβέ­ντα τους. Προσπέρασα σκουντώντας απότομα αυτούς που στέ­κονταν πιο κοντά στην είσοδο, έπεσα στα τέσσερα για να μπω μέσα και χτύπησα οδυνηρά το κεφάλι μου πάνω στο αγόρι που

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 433

επιχειρούσε να βγει εκείνη τη στιγμή, με αποτέλεσμα και οι δυο μας να πέσουμε φαρδιά πλατιά προς τα πίσω. Ψαχουλευτά, ση­κώθηκα και προχωρώντας και πάλι σαν την πάπια μπήκα στην καλύβα, αυτή τη φορά με τεντωμένα τα χέρια μπροστά για ν' αρ­πάξω τον βλάκα που είχε πέσει πάνω μου. Προτού όμως το κα­ταφέρω, μου ξέφυγε μες στο σκοτάδι και σπρώχνοντας βγήκε α­πό τη χαμηλή πόρτα. Τον ξέχασα σχεδόν αμέσως, καθώς συγκε­ντρώθηκα για να καταφέρω να βρω τον προσανατολισμό μου μέ­σα στο πέτρινο οικοδόμημα. Έχοντας επηρεαστεί από την εκτυ­φλωτική λάμψη του χιονιού απέξω, τα μάτια μου έκαναν αρκετά λεπτά να συνηθίσουν το σκοτάδι και όταν τα κατάφεραν ανακά­λυψα την Αστερία να κάθεται σταυροπόδι σε μια γωνιά κι έναν Ροδίτη να σπαρταρά μπρούμυτα μπροστά της με το πόδι του στην ποδιά της. Με κοίταξαν και οι δύο κατάπληκτοι.

«Για όνομα των δώδεκα θεών, Αστερία», σφύριξα μέσα από τα δόντια μου, μη θέλοντας να υψώσω υπερβολικά τη φωνή μου. «Τι κάνεις εκεί πέρα; Ξέρεις πόσοι Ροδίτες είναι αραδιασμένοι έξω από την πόρτα σου;»

Η Αστερία και το αγόρι εξακολούθησαν να με κοιτάνε κατά­πληκτοι κι ύστερα η Αστερία, με σφιγμένα τα χείλη σε μια σκλη­ρή γραμμή και τα μάτια στενεμένα από οργή, έσκυψε το κεφάλι πάνω από το πόδι του αγοριού σιωπηλά και άρχισε να αλείβει με ένα βάλσαμο τις βαθιές, ανοιχτές χαρακιές, εκεί που είχε μπει το ακατέργαστο δέρμα από τα λουριά των σανδαλιών του και του εί­χε ανοίξει την επιδερμίδα. Έκανε γρήγορες κινήσεις και κάπως απότομες, φοβάμαι, επειδή την είχα ταράξει και το αγόρι μόρ-φασε και μούγκρισε αρκετές φορές από τον πόνο, καθώς εκείνη έβαζε το λιπαρό δάχτυλο της βαθιά μέσα στα ματωμένα σημάδια. Τελικά, τεντώθηκε προς τα πίσω κι έπιασε ένα κουρελιασμένο κομμάτι ύφασμα που είδα με κάποια έκπληξη ότι ήταν ένα απο­μεινάρι από κάποιο φουστάνι που είχε φορέσει κάποτε σε καλύ­τερες εποχές και είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να το κρατή­σει λαθραία μέχρι τώρα. Έκοψε προσεκτικά μια λουρίδα από το στρίφωμα και το τύλιξε φειδωλά γύρω από το γιατρεμένο πόδι του αγοριού σύμφωνα με το σχέδιο των δερμάτινων λουρίδων των

434 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σανδαλιών του, χωρίς να πάει χαμένος ούτε πόντος από το πολύ­τιμο ύφασμα. «Να προσέχεις ώστε ν' ακουμπούν οι λουρίδες των σανδαλιών σου πάνω στο ύφασμα κι όχι κατευθείαν πάνω στο δέρμα», τον συμβούλεψε, «κι αν το ύφασμα ξεγλιστρήσει ή φθα­ρεί, έλα να σου δώσω κι άλλο ή χρησιμοποίησε χόρτα ή φύλλα για παραγέμισμα. Ό,τι κι αν κάνεις, μη βάλεις πάντως, ακατέργα­στη προβιά πάνω στο δέρμα σου».

Το αγόρι κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε να φύγει, αλλά κα­θώς έσκυψε για να περάσει μέσα από το παραπέτασμα, η Αστέ­ρια το φώναξε πίσω. «Πηλέα, πες στον επόμενο να περιμένει έ­να λεπτό πριν έρθει μέσα». Το αγόρι ξανακούνησε το κεφάλι του σιωπηλά και γλίστρησε έξω από την πόρτα.

Όταν το παραπέτασμα κάλυψε και πάλι την είσοδο και η κα­λύβα ξαναβυθίστηκε στο μισοσκόταδο, η Αστερία στράφηκε σε μένα οργισμένη.

«Με ποιο δικαίωμα με ταπεινώνεις, διακόπτοντας με κατ' αυ­τό τον τρόπο για να με ρωτήσεις τι κάνω;»

«Έχεις παράπονα από μένα;» είπα κατάπληκτος, χωρίς να νοιά­ζομαι πια να διατηρήσω χαμηλή τη φωνή μου. «Εγώ... εμείς, που διακινδυνεύσαμε τόσο για να σε καλύψουμε. Καταλαβαίνεις τι τραβάω για να το σκάω τις νύχτες και να έρχομαι να σε δω; Κι ό­ταν φτάνω εδώ, βρίσκω ολόκληρο χωριό να έχει κατασκηνώσει γύ­ρω από την καλύβα σου, σαν τους εκατόν τριάντα έξι μνηστήρες της Πηνελόπης. Ειλικρινά, είσαι το πιο κακοκρυμμένο μυστικό του στρατού».

Η Αστερία με κοίταξε επίμονα, με μάτια διάπλατα από έκ­πληξη, ενώ ανοιγόκλεινε το στόμα της χωρίς να βγάζει ήχο, κα­θώς πάσχιζε να βρει τις λέξεις. Τελικά, ξαναβρήκε τη φωνή της.

«Μήπως είσαι κανένας πρίγκιπας;» πέταξε και τα λόγια της μ' έτσουξαν. «Μήπως με κληρονόμησες από την περσική βασιλική οικογένεια; Με ποιο δικαίωμα, με τίνος εντολή με έχεις στην κα­τοχή σου;» Μόλις που έλεγχε τον τόνο της φωνής της κι ήταν τό­σο εξοργισμένη, που ένιωθα λες και βρισκόμουν παγιδευμένος μέσα στο μικρό αυτό χώρο με ένα φίδι κουλουριασμένο γύρω μου.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 435

«Αυτά τα αγόρια με έσωσαν και εξακολούθησαν να με προ­στατεύουν...» συνέχισε τρέμοντας από οργή. «Και ποιο το όφε­λος; Τι έχεις κάνει γι' αυτά; Τι πολύτιμο έχεις να τους δώσεις για τη χάρη που μου έκαναν; Μήπως έπρεπε να τους πληρώσω με αυτό το νόμισμα;» και άνοιξε το μπροστινό μέρος του χιτώνα της αποκαλύπτοντας τα απαλά της στήθη, το λεπτό της στέρνο που παλλόταν από την προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή της, τα εύθραυστα πλευρά της που προεξείχαν έντονα από κάτω και τό­νιζαν το επίπεδο βαθούλωμα του στομαχιού της. Στύλωσα πάνω της τα μάτια με τρόμο.

«Αστερία», είπα ήρεμα, απλώνοντας το χέρι για να την αγγί­ξω, καθώς πάσχιζα να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου, «για όνομα των θεών! Εγώ ήμουν αυτός που τους ζήτησα να σε προσέχουν. Γνωρίζεις τη θέση μου... Δεν μπορώ να σε φροντίζω κάθε λεπτό της μέρας όσο βρισκόμαστε σε πορεία...»

Απομάκρυνε απότομα το χέρι μου από τον ώμο της, αγριο-κοιτάζοντάς με σαν Ερινύα.

«Σου ζήτησα ποτέ να το κάνεις; Σου έχω ποτέ ζητήσει το πα­ραμικρό, εκτός από αλοιφές και ιατρικό υλικό; Μήπως νόμιζες ό­τι τα ζητούσα όλα αυτά για μένα;»

«Αστερία, σε παρακαλώ», είπα κατευναστικά, «το χιτώνα σου. Ξέρεις καλά τι εννοώ...»

«Ξέρω ακριβώς τι εννοείς και το απορρίπτω απόλυτα. Αρνού­μαι να είμαι ανακούφιση για σένα τις νύχτες και βάρος γι' αυτά τα αγόρια τη μέρα. Το μόνο πράγμα που μπορώ να τους προ­σφέρω σε αντάλλαγμα για την προστασία τους είναι ο εαυτός μου κι εγώ θα κρίνω με ποιο τρόπο θα το κάνω. Επέλεξα να γίνω θε-ραπεύτριά τους. Αλλά αν είχα αποφασίσει κάτι άλλο, εσύ δε θα είχες κανένα δικαίωμα να παραπονιέσαι».

Την κοίταξα βλοσυρά, καθώς αργά και σκόπιμα έσφιγγε τις θηλιές στην τραχηλιά του χιτώνα της κι έριχνε πάνω στους ώμους της μια φθαρμένη κουβέρτα για να ζεσταθεί, αντιμετωπίζοντας το βλέμμα μου με την αποφασιστική ματιά της. Τελικά, κοίταξε κάτω και αναστέναξε δυνατά εκνευρισμένη.

«Τσως να έπρεπε να σου το είχα πει νωρίτερα ότι γιάτρευα τις

436 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

αρρώστιες τους. Φοβόμουν όμως την αντίδραση σου και τώρα βλέπω ότι είχα δίκιο. Όταν διαδόθηκε η φήμη ότι είχα βοηθήσει τον Νικόλαο, δεκάδες από τους Ροδίτες ήρθαν γυρεύοντας κι αυ­τοί γιατρειά. Πώς να τους διώξω, αφού εξαρτιέμαι από αυτούς; Δεν είναι παρά μικρά παιδιά που ο Ξενοφώντας τα έκανε φονιά­δες και τώρα πεθαίνουν σαν να είναι άντρες... κι όμως είναι παι­διά ακόμα!»

«Κάνουν το καθήκον τους», είπα ψυχρά, «όπως τους έμαθε ο Ξενοφώντας να το κάνουν, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο ή λι­γότερο από εμάς τους υπόλοιπους. Η μόνη παραβίαση αυτής της συμφωνίας που μας κρατάει όλους δέσμιους είσαι εσύ. Αυτό εί­ναι το μόνο επικίνδυνο που έχουμε κάνει: Σε περάσαμε λαθραία. Κι αν μαθευτεί αυτή η παράβαση στο στράτευμα και ξετυλιχτεί όλο το νήμα και...»

Με διέκοψε απορριπτικά, τινάζοντας οργισμένα το κουρεμέ­νο της κεφάλι, καθώς σωριάστηκε πίσω στη γωνιά της ανάμεσα στις προμήθειες της.

«Ώστε τώρα η ύπαρξη μου κατέληξε να είναι μια παράβαση καθήκοντος; Έχω τη δική μου προδοσία που μου βαραίνει την ψυχή».

«Αναφέρεσαι και πάλι στον πατέρα σου, τον αόρατο πατέρα σου; Δε βλέπω καμιά προδοσία... δεν είναι εδώ για να σε βοηθήσει, ούτε για να υποστεί κάποια προδοσία. Η προδοσία ενός φαντά­σματος είναι φανταστική προδοσία. Εγώ αναφέρομαι σε κάτι πραγ­ματικό, για το καθήκον και την τιμή μου απέναντι στο στρατό...»

«Η αντρική τιμή, η πολύτιμη τιμή σον είναι το τελευταίο που με απασχολεί. Πιο πολύ με ενδιαφέρουν τα πληγωμένα δάχτυλα των Ροδίων. Εμπιστεύομαι τη ζωή μου σ' αυτά τα αγόρια. Δεν υ­πάρχει καμιά σχέση ανάμεσα σ' αυτά και στους υπόλοιπους μα-χαιροβγάλτες σας. Είχατε κάνει τους Ροδίους να αισθάνονται πα­ρείσακτοι, κατώτεροι, για τόσο διάστημα, ώστε μείνατε ήσυχοι ό­τι δε θα έκαναν καμιά χάρη σε κανέναν πέρα από τη δική τους μικρή ομάδα - με μόνη εξαίρεση τον Ξενοφώντα που τους ένω­σε. Πιστεύω ότι θα πέθαιναν για χάρη του - ή τουλάχιστον θα περνούσαν κάτι λαθραία».

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 437

Αυτό μ' έκανε να εξοργιστώ βουβά, να χάσω τα λόγια μου, ε­νώ εκείνη συγύριζε σιωπηλά τα βάμματα και τις αλοιφές της, λες και είχε ξεχάσει ότι βρισκόμουν ακόμα εκεί. Τελικά, σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε, με μια παγωμένη και γεμάτη ανυπο­μονησία έκφραση.

«Στέλνεις μέσα σε παρακαλώ το επόμενο αγόρι, καθώς θα φεύ­γεις;»

Την τέταρτη νύχτα που περνούσαμε στα καταλύματα, τρεις Έλλη­νες ιχνηλάτες που είχαν ξεκοπεί από το κύριο σώμα του στρατού, μετά το πέρασμα του τελευταίου ποταμού, έφτασαν τελικά κα­θυστερημένα στο στρατόπεδο, λιμασμένοι και σχεδόν μισοπα­γωμένοι, μια και δεν ήταν κατάλληλα ντυμένοι, με τους κοντούς χιτώνες και τα δερμάτινα σανδάλια τους, για τις αντίξοες συνθή­κες που αντιμετώπισαν. Οι χειρουργοί του στρατού αναγκάστη­καν να κόψουν τα πόδια, τα αφτιά και τα δάχτυλα τους που είχαν παγώσει από αυτό που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «κρυοπάγημα». Εμφάνιζαν ενδείξεις γάγγραινας, μιας αρρώστιας κατά την οποία σαπίζει η σάρκα κι αν δεν αφαιρεθεί αμέσως από το σώμα, είναι βέβαιο ότι θα διοχετεύσει το θανατηφόρο δηλητήριο της σε όλο τον οργανισμό. Προτού πεθάνουν από αφόρητους πόνους την ε­πομένη, οι άτυχοι στρατιώτες ζήτησαν να δουν τον Ξενοφώντα, ο οποίος έφτασε αμέσως στα κρεβάτια τους, κατακλύζοντας τους με επαίνους για την αξία τους και υποσχόμενος πλουσιοπάροχη α­νταμοιβή μετά την ανάρρωση και την επιστροφή τους στην Ελλά­δα. Οι άντρες τα αψήφησαν αυτά εξαθλιωμένοι καθώς ήταν, γνω­ρίζοντας ίσως ότι ήταν απλώς κούφια λόγια παρηγοριάς. Ο με­γαλύτερος, όμως, από αυτούς, ένας παλαίμαχος Κρητικός που τον έλεγαν Συφίωνα, έγνεψε στον Ξενοφώντα να σκύψει πιο κο­ντά για ν' ακούσει τα τελευταία λόγια του.

«Οι φωτιές, στρατηγέ», έσκουξε. Ο Ξενοφώντας τον κοίταξε σαστισμένος. «Μιας μέρας δρόμος από εδώ, όχι παραπάνω, για κάποιον με γερά πόδια - χιλιάδες φωτιές πάνω στους λόφους. Οι Αρμένιοι... συγκεντρώνονται».

438 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Οι άλλοι δυο άντρες έγνεψαν κι αυτοί σιωπηλά κι εγώ ανα­τρίχιασα. Οι δυστυχές αυτές υπάρξεις, τρέκλιζαν μες στο χιόνι κουτσοί και παγωμένοι τόσες μέρες, ενώ έβλεπαν γύρω τους χι­λιάδες παρηγορητικές φωτιές που είχαν ανάψει για να ζεσταθούν τα αναθεματισμένα εχθρικά στρατεύματα, τα οποία συγκροτού­νταν πάνω στους λόφους, πιθανότατα με υποκίνηση του πονηρού Τιρίβαζου, ενώ οι τρεις μισοπεθαμένοι Έλληνες δεν μπορούσαν ν' ανάψουν μια δική τους μικρή φωτιά για να μην προδώσουν τη θέση τους, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή τους. Ο Ξενο­φώντας έδωσε στους άντρες να πιουν από μια κούπα κρασί, για να ζεσταθούν τα σωθικά τους και να νεκρωθεί ο πόνος και ο φό­βος του θανάτου, κι ύστερα απομακρύνθηκε σκεφτικός.

«Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ, Θέο», είπε τελικά α­πογοητευμένος. «Ο Τιρίβαζος πήρε μαθήματα από τον Τισσα­φέρνη - έσπασε τη συμφωνία και τώρα ελπίζει να μας βρει στον ύπνο και να μας σκοτώσει. Ο στρατός δεν είναι ασφαλής όσο εί­ναι διασπασμένος σε διάφορα χωριά, ενώ ο εχθρός συγκεντρώ­νεται μαζικά στα υψώματα».

Κοίταξα τους χιονοσκέπαστους λόφους, με την τροφή για τα ζώα σκεπασμένη κάτω από εξήντα πόντους άσπρο στρώμα και τους στρατιώτες απροετοίμαστους να ταξιδέψουν μέσα στο τσου­χτερό κρύο. «Πώς μπόρεσες καν να σκεφτείς να βάλεις τους ά­ντρες να βαδίσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες;» ρώτησα. «Δε μας βλέπεις, εδώ και μέρες; Ένας στρατός δέκαχιλιάδων αντρών που θα σέρνεται μες στο χιόνι σαν τον δύστυχο Συφίωνα, χωρίς κάποιο ζεστό χωριό μπροστά μας στο οποίο θα ελπίζαμε ότι θα βρούμε καταφύγιο».

Αρνήθηκε να συναντήσει το βλέμμα μου. «Είμαστε χωρισμένοι σε πέντε χωριά, χιλιόμετρα μακριά το ένα από το άλλο. Δε θα μπο­ρέσουμε ποτέ να αμυνθούμε κάτω από τέτοιες συνθήκες. Καλύτε­ρα να διακινδυνεύσουμε να διαφύγουμε στα βουνά, παρά να πε­ριμένουμε το σίγουρο θάνατο που μας παραμονεύει εδώ στα κρε­βάτια μας».

Έδωσε διαταγή στους άντρες να ετοιμαστούν την ίδια εκείνη μέρα και ο στρατός έφυγε την επομένη το πρωί, δυο ώρες πριν να

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 439

φέξει, προτού οι Αρμένιοι, που τώρα ακόμα και οι ντόπιοι ιχνη­λάτες μας μπορούσαν να διακρίνουν τις φωτιές τους πάνω στους λόφους κατά τις νυχτερινές τους περιπολίες, καταλάβουν ότι φεύ­γαμε. Ορισμένοι από τους άντρες, από καθαρή κακία και απείθεια προς τις διαταγές, έκαψαν τις καλύβες που άφηναν πίσω τους και ο Ξενοφώντας έδωσε εντολή να τοποθετηθούν οι αχρείοι εκείνοι για ένα μήνα ως τιμωρία στο τμήμα με τις αποσκευές. Ο ουρανός καθάρισε στη διάρκεια της μέρας και οι άντρες άρχισαν να ελπί­ζουν ότι το χειμωνιάτικο κρύο θα υποχωρούσε για κάποιο διά­στημα και θα έκανε καλό καιρό για το ταξίδι μας. Μάταια, όμως, μια και ολόκληρη μέρα μετά βίας καταφέραμε να διανύσουμε τρε­κλίζοντας εννιά χιλιόμετρα μέσα από βαθιές χιονοστιβάδες. Τη νύχτα εκείνη, καθώς κουλουριαστήκαμε κάτω από τα σκεπάσμα­τα μας και τα πρόχειρα καταφύγια από κλαδιά και σκευοφόρους, μια χιονοθύελλα έπεσε πάνω μας και το χιόνι έφτασε μέχρι την κο­ρυφή των τροχών των κάρων, μουσκεύοντας τις φωτιές μας, ρί­χνοντας κάτω τις σκηνές και καλύπτοντας τα εφόδια και τους ά­ντρες που ήταν ξαπλωμένοι δίπλα τους.

Μέσα στην παγωμένη καταιγίδα που τύφλωνε τους πάντες, ά­νοιξα προσεκτικά δρόμο μέσα από τους σωρούς του χιονιού προς το στρατόπεδο των Ροδίων ή ό,τι μπορούσα να βρω από αυτό. Μετά από μια σειρά ερωτήσεων και απαντήσεων που έγιναν με μουγκρητά, κατάφερα να βρω το κατάλυμα της Αστερίας - ένα ρηχό βαθούλωμα πάνω σε ένα μεγάλο, σάπιο κούτσουρο, όχι χω­ριστό από τους άλλους στρατιώτες αυτή τη φορά, αλλά μάλλον κοι­νό με τρία ή τέσσερα εξαντλημένα αγόρια που τουρτούριζαν. Χω­ρίς μιλιά στριμώχτηκα δίπλα της, έκπληκτος που δεν άκουσα κα­νένα παράπονο για το άτσαλο σπρώξιμο μου από το Ροδίτη δί­πλα της, ώσπου από μια ξαφνική παρόρμηση άγγιξα το πρόσω­πο του και ανακάλυψα ότι ήταν πεθαμένος. Τρομοκρατημένος έ­συρα το κοκαλωμένο του κορμί λίγα μέτρα πιο πέρα και το άφη­σα σε έναν ψηλό σωρό από χιόνι. Ύστερα ξαναγύρισα και ύψω­σα ένα χαμηλό περιτείχισμα από χιόνι γύρω από όλους μας, σαν καταφύγιο απελπισίας από τον άνεμο που λυσσομανούσε, έλεγ­ξα τα πρόσωπα των άλλων Ροδίων για να σιγουρευτώ ότι απλώς

440 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κοιμούνταν και δεν είχαν ξεψυχήσει επίσης, και έβαλα το τρε­μάμενο σώμα της Αστερίας να κουρνιάσει δίπλα στο δικό μου κά­τω από τη λεπτή κουβέρτα. Παρόλο που δεν έκανε καμιά προ­σπάθεια να με βοηθήσει, θυμωμένη ακόμα προφανώς από τα σκληρά μου λόγια πριν από αρκετές μέρες, δεν αντιστάθηκε κιό­λας. Τράβηξα πιο σφιχτά την κουβέρτα, ενώ κοίταζα το χιόνι που έπεφτε γύρω μας, και αποφάσισα να βγω ζωντανός από αυτή την ατέλειωτη νύχτα.

Ακόμα και με το αμυδρό φως του πρωινού οι στρατιώτες ήταν πολύ μουδιασμένοι για να σηκωθούν και να απομακρύνουν το βάρος του χιονιού, έχοντας αρκετή ενεργητικότητα μόνο για ν' α­νοίξουν ένα κενό μπροστά στα πρόσωπα τους ίσα για να μη σκά­σουν. Τους είχε πιάσει υπνηλία μέσα στα κρύα κουκούλια τους. Στις στιγμές αφύπνισης τους, με τα τσιμπλιασμένα μάτια τους, δεν είχαν ιδέα πόσος χρόνος είχε περάσει από τότε που ήταν ξύ­πνιοι για τελευταία φορά - αν ήταν μια ώρα, μια νύχτα ή ολό­κληρη η προηγούμενη μέρα. Το νερό στα δερμάτινα παγούρια τους είχε παγώσει, μια συμπαγής μάζα σαν τα μυαλά τους, και η σιωπή, από μέσα κι απέξω, ήταν ταυτόχρονα ανακουφιστική και νεκρική. Αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι ήταν ανέκαθεν βαρυχει­μωνιά και ότι δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε τίποτ' άλλο, ε­κτός απ' αυτή την ασαφή αντίληψη της παρόδου του χρόνου, σαν κάποια χαμένη παιδική φράση που βγαίνει στην επιφάνεια κα­τά τύχη στο λόγο κάποιου ή το ακαθόριστο μυρμήγκιασμα κά­ποιου μέλους που έμεινε ακίνητο για πολύ. Ολόκληρο το σύμπαν είχε σωριαστεί μέσα και πάνω σ' αυτό το μικροσκοπικό, λευκό, τρομακτικό μέρος, που ήταν πεθαμένο και απίστευτα παγωμένο και ανείπωτα μακριά από την πατρίδα.

Πολλά από τα υποζύγια, εξασθενημένα ήδη από την έλλειψη τροφής και νερού, ξάπλωναν απλώς κάτω και πέθαιναν, εκεί που τα βρίσκαμε αργότερα παγωμένα και βαριά σαν πέτρες, με τα μάτια ανοιχτά και αόμματα, με τις προβιές τους πολύ σκληρές για να τα γδάρουμε για το δέρμα τους. Οι άντρες ανακάλυψαν ότι ό-

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 441

σο έμεναν ακίνητοι κάτω από το βάρος του χιονιού και δεν επι­χειρούσαν να το τινάξουν από πάνω τους μπορούσαν να διατη­ρήσουν αρκετή ζέστη στο κορμί τους για να επιβιώσουν για κά­ποιο διάστημα, και ολόκληρη τη νύχτα αν ήταν ανάγκη. Ο Ξενο­φώντας όμως δεν ενέδωσε στην πολυτέλεια αυτή και τελικά, α­μέσως μετά το μουντό ξημέρωμα της επόμενης μέρας, σηκώθη­κε και τίναξε από πάνω του το χιόνι. Εγώ είχα ήδη συρθεί έξω α­πό το λαγούμι μου και τον περίμενα, τουρτουρίζοντας στο υπο­τυπώδες καταφύγιο από τα κλαδιά ενός μεγάλου έλατου που κρέ­μονταν από πάνω μου. Καθώς προχώρησα προς τα εμπρός, με χαιρέτησε με ένα βλοσυρό, βουβό νεύμα κι ύστερα έκανε βόλτα σε όλο το στρατόπεδο για να δει τ' απομεινάρια του στρατού μας.

Το θέαμα ήταν απόκοσμο και τρομακτικό. «Δε μοιάζει να εί­ναι το ίδιο τοπίο που αντικρίσαμε χτες βράδυ, Ξενοφώντα», ψι­θύρισα με δέος. «Μήπως μας μετέφεραν οι θεοί κάπου αλλού;»

Αλλά κι εκείνος κοίταζε γύρω του με μάτια διάπλατα από έκ­πληξη, ύστερα ξεροκατάπιε και σάλιωσε τα ξεραμένα του χείλη. «Μη σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, Θέο» είπε. «Ή, ακόμα κι αν τα σκέφτεσαι, μην τα λες δυνατά».

Ολόκληρο το τοπίο είχε αλλάξει, καθώς είχε σκεπαστεί από το χιόνι που εξακολουθούσε να πέφτει δυνατά, θολώνοντας τα πά­ντα πέρα από τα περίπου εκατό μέτρα που μπορούσαμε να δού­με γύρω μας. Ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Ούτε το παραμικρό δα­χτυλίδι καπνού από κάποια αφύλαχτη φωτιά ούτε ένα ρουθούνι-σμα αλόγου ούτε ένας ψίθυρος από τα συνηθισμένα αισχρά α­στεία και τραγούδια των στρατιωτών. Μόνο η απαλή, επίπεδη ε­πιφάνεια της παγωμένης κοίτης του ποταμού πάνω στην οποία εί­χαμε στρατοπεδεύσει, με μαλακά υψώματα από ογκόλιθους κά­τω από το χιόνι, διάσπαρτους στη γεμάτη χαλίκια πεδιάδα. Τα πά­ντα ήταν απόλυτα σιωπηλά και ακίνητα, εκτός από τον απαλό γδούπο που έκανε τυχαία κάποια χούφτα χιονιού, καθώς έπεφτε από τα κλαδιά. Μου πέρασε η ιδέα ότι ο στρατός είχε φύγει τη νύχτα ξεχνώντας να μας ξυπνήσει ή ότι ο εχθρός είχε επιτεθεί τε­λικά, σκοτώνοντας τους πάντες εκτός από εμάς τους λίγους τυχε­ρούς ή ταλαίπωρους που δεν είχαμε πάρει είδηση κάτω από το

442 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σιωπηλό κάλυμμα του χιονιού. Το πνεύμα μου έλεγε ότι δεν μπο­ρούσε να είναι πιθανό κάτι τέτοιο, αλλά καμιά άλλη εξήγηση δε δικαιολογούσε τη νεκρική σιωπή και ακινησία.

Ο Ξενοφώντας πάντως, τουρτουρίζοντας από το κρύο, χρησι­μοποίησε τα χέρια του για να παραμερίσει αρκετό χιόνι από τη βάση ενός κάρου, σχεδόν αόρατου κάτω από το παχύ στρώμα. Ύστερα ανέβηκε επάνω, πήρε βαθιά ανάσα και προς μεγάλη μου έκπληξη άρχισε να ουρλιάζει μες στον παγωμένο αέρα, αναγκά­ζοντας ένα κοπάδι κοράκια που μας παρατηρούσαν σιωπηλά α­πό τα δέντρα να πετάξουν μανιασμένα, κρώζοντας ψηλά στον ου­ρανό. Εξαπέλυε ουρλιάζοντας κατάρες μες στην ησυχία, πρό­σταζε το δάσος να ξυπνήσει, έδινε εντολές στις νύμφες και τις ναϊάδες να ντυθούν και να του φέρουν κάποια προσανάμματα, φώναζε, λες κι είχε χάσει τα λογικά του, καλούσε, κι εγώ δεν ξέ­ρω ποιον, τον Πάνα και τους σάτυρους και τους άλλους θεούς του δάσους ίσως, να σηκωθούν και να δοξολογήσουν το δημιουργό τους για τη συνεχιζόμενη ύπαρξη τους, προσφέροντας ένα κα­τσίκι για πρωινό σε αυτόν που θα έβρισκε έναν έστω ζωντανό κά­τω από το χιόνι. Τον παρακολουθούσα με έκπληξη να αγορεύει μες στην ηρεμία, προτρέποντας τα βράχια και τους λόφους να σηκωθούν, κι ύστερα είδα, με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, τα βράχια και τους λόφους ν' ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του.

Τα υψώματα και οι ογκόλιθοι γύρω από την κοίτη του ποτα­μού τρεμούλιασαν και σείστηκαν, ρωγμές φάνηκαν στο στρώμα του χιονιού που τους σκέπαζε κι ύστερα σηκώθηκαν αργά, λες και τους ξέρασε η γη από τα βάθη της κόλασης, προβάλλοντας αβέ­βαια σαν τεράστια μανιτάρια, ενώ το χιόνι έπεφτε από πάνω τους και σωριαζόταν στο πλάι. Σκληρά, ερευνητικά μάτια φάνηκαν α­πό κάτω, αγριάνθρωποι με φουντωτές, αχτένιστες γενειάδες ξεπε­τάχτηκαν ολόρθοι κάτω από το χιόνι, σκεπάζοντας κεφάλια και ώμους με τους μανδύες τους και τινάζοντας τη χιονόσκονη από πά­νω τους. Χτύπησαν βαριά τα πόδια τους για να ζωντανέψουν τα παγωμένα μέλη τους, χουχούλιασαν τα χέρια τους και έτριψαν τις ξυλιασμένες, κοκαλωμένες παλάμες τους. Ο Ξενοφώντας επι­τάχυνε το ρυθμό της δημηγορίας του, ζητώντας από τους άντρες

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 443

ν' αναζητήσουν τα αδέρφια τους που μπορεί να ήταν πολύ αδύ­ναμα ή παραλυμένα από το κρύο για να βγουν μέσα από το χιό­νι, ικετεύοντας τους ν' ανάψουν μεγάλες φωτιές για να ζεσταθούν. Αψήφησε το τσουχτερό κρύο και πέταξε το μανδύα του, μένοντας ολόγυμνος μέσα στο δριμύ αγιάζι, λες κι ετοιμαζόταν για την πρω­ινή γυμναστική του, επιμένοντας ότι δεν ένιωθε καθόλου άσχημα. Άρπαξε ένα τσεκούρι που βρισκόταν καρφωμένο σε ένα δέντρο για να το βρουν εύκολα και άρχισε να πελεκάει με θόρυβο ένα σά­πιο κούτσουρο, ώσπου, μπροστά στα μάτια μου, εκατοντάδες, χι­λιάδες άντρες και διασωθέντα ζωντανά βγήκαν από την παγωμέ­νη κόλαση τους κι άρχισαν να επιστρέφουν στη χώρα των ζω­ντανών. Κάποιος πήρε το τσεκούρι από τα χέρια του Ξενοφώντα κι άρχισε να κομματιάζει το κούτσουρο, κάποιος άλλος άναψε φωτιά και σύντομα ο αέρας γέμισε και πάλι από τη μυρουδιά κά­πνας και λαδιού και ψητού μουλαριού και από ήχους αντρών που αναστέναζαν και παραπονιούνταν, ρεύονταν και γκρίνιαζαν και πόρδιζαν και σκάλιζαν με τα νύχια τους· τους ήχους από δέκα χι­λιάδες άντρες, πεινασμένους, παγωμένους και διψασμένους για γυναίκες, τους ήχους ενός στρατού που είχε επιζήσει από τη δυ­σκολότερη ως τα τώρα μάχη του, τους γλυκύτερους ήχους πάνω στη γη.

Κάνοντας καταμέτρηση, ανακαλύψαμε ότι εκείνη τη νύχτα είχαμε χάσει δεκάδες άντρες από θάνατο και κρυοπαγήματα, καθώς και αμέτρητα κεφάλια από υποζύγια και άλλα ζωντανά. Το σύντομο ταξίδι στα βουνά είχε αποβεί ολέθριο. Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος αφού συσκέφθηκαν μεταξύ τους αποφάσισαν ότι, παρά την προσέγγιση των ορδών του Τιρίβαζου στα μετόπι­σθεν, θα ήταν απερισκεψία να συνεχίσουμε την πορεία μας στα βουνά κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να ξαναβρούμε και πάλι καταφύγιο στα ίδια χωριά που μόλις πριν από λίγο είχαμε εγκαταλείψει, αν ο εχθρός δεν είχε ήδη κατα­λάβει τους θαμνότοπους που είχαμε μόλις εκκενώσει. Οι άντρες ζητωκραύγασαν όταν ανακοινώθηκε ότι θα ξαναγυρίζαμε πίσω - και μέσα στον ενθουσιασμό τους που θα βρίσκονταν και πάλι κάτω από μια ζεστή στέγη έκαναν το ταξίδι της επιστροφής στο

444 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μισό χρόνο από αυτόν της εξόδου μας, κατρακυλώντας από τους λόφους πάνω σε παγωμένες προβιές ή με τις πλάτες τους, ξεφω­νίζοντας σαν μικρά παιδιά και αγνοώντας τα άκρα τους που πά­γωναν καθώς ήταν εκτεθειμένα στο κρύο, κάτι που αργότερα θα το πλήρωναν ακριβά. Φτάσαμε στα χωριά προτού τα καταλά­βουν οι εχθροί, αν και η εμπροσθοφυλακή μας βρήκε αρκετή δυ­σκολία μέχρι να διώξει τους ιχνηλάτες του εχθρού που είχαν φτά­σει λίγες ώρες πριν κι είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται. Όσοι α­πό τους Έλληνες είχαν κάψει τα καταλύματα τους κατά την α­ναχώρηση μας τώρα είχαν την τιμωρία που τους άξιζε κι ήταν α­ναγκασμένοι να παρακαλούν ή να δωροδοκούν τους συντρόφους τους για μια θέση ύπνου ή να κοιμούνται μέσα σε κοτετσια και στάβλους. Αυτή, φυσικά, ήταν και η μοίρα της Αστερίας, έτσι κι

αλλιώς. Τη νύχτα εκείνη ο Ξενοφώντας έστειλε μια ομάδα ιχνηλατών

να κάνει αναγνώριση των εχθρικών θέσεων. Έπειτα από ολονύ­κτια αναζήτηση των πυρών που είχαμε διακρίνει νωρίτερα, επέ­στρεψαν εξαντλημένοι και χωρίς κανένα αποτέλεσμα, με μόνη ε­ξαίρεση ένα μικρό λάφυρο που είχαν πιάσει: έναν ελαφρά οπλι­σμένο κανονικό Πέρση στρατιώτη, που ομοίους του είχαμε να δούμε εδώ και εβδομάδες, από τότε που αφήσαμε πίσω μας τον Τισσαφέρνη. Αυτό προκάλεσε στους αρχηγούς αρχικά μεγάλη κατάπληξη κι αναρωτιόμαστε μήπως ο πονηρός σατράπης μάς την είχε φέρει με κάποιο τρόπο και ακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα παράλληλη με τη δική μας πορεία, σε μια προσπάθεια να μας παγιδέψει στην ερημιά.

Κάναμε αρκετές ώρες μέχρι να καταφέρουμε να βρούμε κά­ποιο διερμηνέα, μια και οι λίγοι εκείνοι που μιλούσαν περσικά και πορεύονταν προηγουμένως μαζί με τους Έλληνες είχαν σκοτωθεί ή χαθεί σε προγενέστερες συμπλοκές. Τελικά, πετύχαμε κάποιο γέρο από το χωριό, κάποιον που είχε υπηρετήσει στον περσικό στρατό πριν από δεκαετίες στην Ιωνία και μιλούσε σπαστά και «σκουριασμένα» και τις δύο γλώσσες, χώρια άλλες έξι. Ο γερο-χω-ριάτης σηκώθηκε από το κρεβάτι μισομεθυσμένος ή παλαβωμέ­νος και εξαπολύοντας ένα σωρό βρισιές σε όσες γλώσσες ήξερε,

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 445

και μερικές ακόμα που, το πιο πιθανό, εφηύρε εκείνη τη στιγμή, ώσπου έκανε τους Σπαρτιάτες μας να κοκκινίσουν σαν παρθένες. Όταν τον είδε ο Χειρίσοφος, εκνευρίστηκε πολύ με τις μεγαλο­στομίες του γέρου και αρνήθηκε κάθε ανάμειξη μαζί του, κατη­γορώντας τον για τρελό. Ο Ξενοφώντας, όμως, τον έπεισε να χρη­σιμοποιήσει το γέρο, επισημαίνοντας ότι μπορεί να του είχε α­πομείνει κάποια λογική μέσα στην τρέλα του και υποστηρίζοντας ότι όλοι είμαστε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τρελοί. Ο Χειρίσοφος τον κοίταξε αρκετή ώρα κι ύστερα απομακρύνθηκε αηδιασμένος.

Δεν ήταν δύσκολο να ανακρίνουμε τον κρατούμενο. Του εί­παμε απλώς ότι αν δε συνεργαζόταν θα τον γδύναμε και θα τον αφήναμε να πεθάνει στον κοντινότερο σωρό χιονιού, και αυτό στάθηκε αρκετό για να κάνει τον αθυρόστομο Πέρση να κελαη­δήσει σαν αηδόνι. Όπως αποδείχτηκε, δεν ευσταθούσαν οι φό­βοι μας για τον Τισσαφέρνη. Ο κρατούμενος ήταν μισθοφόρος που υπηρετούσε τον Τιρίβαζο και έψαχνε για προμήθειες όταν τον αιφνιδίασαν οι ιχνηλάτες μας. Προφανώς, ο Τιρίβαζος είχε με­γάλη δύναμη από μισθοφόρους, Χάλυβες και Ταόχους, στην πραγματικότητα τόσο μεγάλη, που μπορούσε να εμποδίσει τη διέλευσή μας χωρίς να σπάσει τυπικά την ανακωχή - κάτι που σή­μαινε ότι ο στρατός των Αρμενίων δε θα μας παρεμπόδιζε. Οι μι­σθοφόροι, είπε ο κρατούμενος, είχαν βρει τη θέση μας ακολου­θώντας τα ίχνη μας μέσα από τα βουνά, συγκεντρώνοντας και ντόπιους ατάκτους καθ' οδόν, και σχεδίαζαν να μας στήσουν ε­νέδρα στις στενωπούς και τα φαράγγια που θα συναντούσαμε στην πορεία, εμποδίζοντας την υποχώρησή μας και εξοντώνο­ντάς μας μέσα στο χιόνι.

Με το που τα άκουσαν αυτά οι αξιωματικοί έγιναν έξαλλοι. «Μήπως χρειαζόμαστε και κανένα αναθεματισμένο νομικό για να κλείσουμε μια απλή συνθήκη με αυτούς τους βαρβάρους;» ρώτη­σε αηδιασμένος ο Χειρίσοφος. «Μήπως χρειαζόμαστε ξεχωρι­στούς όρους που να καλύπτουν τον κύριο στρατό, τους Χαλδαίους μισθοφόρους, τους αγρότες με τα δικράνια και τις νοικοκυρές που μας πετάνε βρομόνερα;»

446 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Εξαγριωμένος ο Ξενοφώντας έδωσε εντολή στο στρατό να συ­νταχθεί σε σχηματισμό μάχης, εντολή που προκάλεσε έντονες α­ντιδράσεις· το μέτρο εντούτοις αποδείχτηκε αναγκαίο. Αν καθό­μαστε εκεί ακινητοποιημένοι, θα εξαντλούσαμε σύντομα τις προ­μήθειες μας και θα δίναμε χρόνο στον Τιρίβαζο και στους μι­σθοφόρους του να συγκεντρώσουν επιπλέον δυνάμεις και να ι­σχυροποιήσουν τις θέσεις τους. Το κύριο σώμα του στρατού, που γκρίνιαζε, βάδισε αμέσως με οδηγό τον κρατούμενο, αφήνοντας φρουρές στα χωριά κάτω από τις διαταγές του Σοφαίνετου του Στυμφάλιου.

Οι άντρες ήταν σε πολύ κακή διάθεση, έτοιμοι για φόνο, όχι τόσο των εχθρών αλλά του Ξενοφώντα και του Χειρίσοφου, σύ­ντομα όμως βρήκαν ικανοποίηση. Οι ελαφρά οπλισμένοι στρα­τιώτες, συμπεριλαμβανομένων και των Ροδίων του Νικόλαου που προχωρούσαν με δυσκολία μες στο χιόνι, οδηγώντας τους άλλους, αιφνιδίασαν ένα μεγάλο σώμα εχθρικού στρατού μέσα στο ίδιο του το στρατόπεδο, με τις ασπίδες κατεβασμένες. Οι Έλληνες χτύπησαν τους μισθοφόρους με καταιγιστικά πυρά από βέλη και πέτρες από σφεντόνες, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να περι­μένουν τον ερχομό των βαριά οπλισμένων, σκοτώνοντας δεκάδες με την πρώτη κιόλας βολή. Και ύστερα όρμησαν καταπάνω τους με κραυγές και περισσότερες βολές. Η Αστερία, που έκανε το παν για να φανεί χρήσιμη, μοιράζοντας βλήματα και προσφέροντας νερό, μου είπε ότι η όλη συμπλοκή έμοιαζε με όνειρο: οι επιτι­θέμενοι έτρεχαν και παράδερναν μέσα στις βαθιές χιονοστιβάδες, λες και πάλευαν μέσα σε σύννεφα, ενώ οι τρομοκρατημένοι ε­χθροί επιχειρούσαν να υποχωρήσουν εξίσου αργά, βουλιάζοντας μες στο αφράτο χιόνι, και ξανασηκώνονταν αργά, προσπαθώντας να τρέξουν μέσα στο απαλό σαν πούδρα χιόνι που τους έφτανε ως τη μέση. Η σκηνή ήταν εξωπραγματική και εφιαλτική, αφού α­κόμα και οι φωνές των πολεμιστών πνίγονταν μες στη σιωπή του χιονισμένου δάσους. Η ζωή ξανάγινε και πάλι συγκεκριμένη, υ­λική πραγματικότητα, όταν οι Έλληνες στρατιώτες έπιασαν ό­σους από τους μισθοφόρους τόλμησαν να σταθούν για να υπερα­σπιστούν τους εαυτούς τους, και αυτή η επαφή των απόκοσμων

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 447

μορφών κατέληξε σε ουρλιαχτά αγωνίας και σε κηλίδες από αί­μα και σε διάσπαρτα μέλη πάνω στην αφράτη, παρθενική α-σπράδα του χιονιού.

Ο εχθρός τράπηκε σε φυγή με πολλούς σκοτωμένους, αφού οι Ροδίτες κατέλαβαν ακόμα και τη σκηνή του Τιρίβαζου, γεμάτη σκλάβους και χρυσά και αργυρά σκεύη που αποδείκνυαν ότι ο πονηρός σατράπης είχε άμεση ανάμειξη στην ενέργεια αυτή. Ο χρυσός, πάντως, εμάς μας ήταν άχρηστος. Πιο χρήσιμα ήταν τα είκοσι καθαρόαιμα που άφησε πίσω του το ιππικό, αν και δεν ε­παρκούσαν για ν' αναπληρώσουν εκείνα που χάσαμε στην προη­γούμενη επιδρομή μας πάνω στα βουνά, αλλά παρ' όλα αυτά ή­ταν καλοδεχούμενα, μια και οι στρατιώτες πεινούσαν.

2

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ του κακού στον αέρα έμοιαζε με δυσωδία ή νέφος, καθώς γλιστρούσα προς την καλύβα της Αστερίας το επόμενο βράδυ, σε μια προσπάθεια να διαλύσω τη δηλητηριασμένη α­τμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα μας. Δεν έμοιαζε με τη συνεχή ένταση ενός στρατού σε υποχώρηση, ενός στρατού πο­λιορκημένου, που είναι κάτι διαφορετικό, ένας υπόκωφος εκνευ­ρισμός σαν το μακρινό μουγκρητό ποταμού ή την ξεθυμασμένη μυρουδιά ψοφιμιού που δεν κατάφερε κάποιος να βρει και να θάψει, αλλά που τελικά τη συνηθίζει. Το συναίσθημα εκείνης της βραδιάς ήταν σαφές, ένα έντονο τράβηγμα στα σωθικά, μια α­νατριχίλα στο σβέρκο, η αίσθηση ότι κάτι τρομακτικά άσχημο ή επικίνδυνο υπήρχε στον κόσμο, το αίσθημα ότι σε παρακολουθεί κάποια διαβολική θεότητα ή, ακόμα χειρότερα, ότι ο ίδιος ο διά­βολος μπήκε μέσα σου.

Πλησίασα τη χαμηλή είσοδο της πέτρινης κυψελοειδούς κα­τασκευής, σφύριξα ως συνήθως για να ειδοποιήσω την Αστερία ότι βρισκόμουν εκεί κι ένιωσα κάποια μικρή έκπληξη όταν δε μου απάντησε. Εντούτοις αυτό δε σήμαινε τίποτα - μπορεί να κοιμόταν ή να έλειπε, κι έτσι έσκυψα μέχρι τη μέση και μπήκα.

Οι φωσφορίζοντες λευκοί σωροί του χιονιού αντανακλώντας μέσα από την πόρτα φώτιζαν ένα θέαμα για το οποίο δεν ήμουν προετοιμασμένος: την εκπλήρωση του κακού οιωνού που είχα προαισθανθεί. Προτού καν καταγράψουν τα μάτια μου το θέα­μα, τα αφτιά μου κατακλύστηκαν από τις πνιχτές, βαριές ανάσες και τα σχεδόν υπόκωφα μουγκρητά. Η Αστερία βρισκόταν ξα­πλωμένη με την κοιλιά στο έδαφος, με τα πόδια της ανοιχτά ευ­θεία πίσω, ενώ μια μεγαλόσωμη αντρική φιγούρα ήταν γονατι-

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 449

σμένη πάνω από τα οπίσθια της, με τα γόνατα μπηγμένα οδυνη­ρά στο πίσω μέρος των μηρών της. Το αριστερό χέρι του άντρα απλωνόταν προς το λαιμό της και στο αχνό φως μπόρεσα να δω τη διαβολική λάμψη μετάλλου, του ξίφους της Αστερίας, ενώ με το δεξί χέρι του ψαχούλευε άτσαλα τα αχαμνά του, καθώς πολε­μούσε να λύσει και να χαλαρώσει τους ιμάντες των λαγόνων του κάτω από το χιτώνα του. Δεν κοιτούσε κατά το μέρος μου και δε με είχε καν ακούσει να μπαίνω μέσα στα καπονίσια γρυλίσματά του και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν η καμπυλωμένη ρά­χη και τα πόδια του, η δελφινένια άκρη της σπονδυλικής του στή­λης που εξείχε κάτω από το δέρμα της πλάτης του. Αυτό που με καθήλωσε, όμως, αφήνοντας με μαρμαρωμένο προς στιγμήν α­πό έκπληξη, ήταν η θέα της τεράστιας ροζ, σουφρωμένης ουλής στο δεξί ώμο του κτήνους, το ίδιο ζαρωμένη και άσχημη όσο και την τελευταία φορά που την είχα δει πριν από δώδεκα χρόνια. Η Αστερία είχε τεντώσει το λαιμό της προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο της και με περιεργαζόταν, ενώ τα μάτια της ικέτευαν με βου­βή απόγνωση τα δικά μου.

Πενήντα χρόνια αργότερα μπορώ ακόμα να ξαναθυμηθώ τον τρόπο που ξέσπασα, το συναίσθημα ότι, ανεξάρτητα αν ήταν άν­θρωπος ή θεός, του απέμεναν ελάχιστα λεπτά ζωής. Παρά τις ι­κανότητες του στη μάχη σώμα με σώμα, ο Αντίνοος δεν είχε κα­μιά ελπίδα. Έχοντας εισβάλει στην καλύβα πάνω στην πιο αι­σχρή στιγμή του, αντέδρασα ακαριαία σχεδόν, αρπάζοντας τον από τα μαλλιά με ένα βρυχηθμό, σηκώνοντας τον σαν σακί στον αέρα και πετώντας τον πάνω στον τοίχο με όλη μου τη δύναμη, με μία μόνο κίνηση. Διαπίστωσα, πάνω από όλα, ότι ήταν πιο με­γαλόσωμος απ' όσο θυμόμουν, αλλά κι εγώ είχα μεγαλώσει και δεν μπορούσε να μου παραβγεί με τον όγκο του. Το πρόσωπό του άλ­λαξε χίλιες εκφράσεις, πρώτα σοκ και έκπληξη και ακολούθως πό­νο όταν εκτοξεύτηκε τόσο βίαια στον τοίχο, ύστερα μια λάμψη αναγνώρισης και ένα σφιχτό, κακό χαμόγελο, καθώς διέκρινε το πρόσωπό μου στο σκοτάδι. Τα ξεσφιγμένα ρούχα του είχαν πέ­σει από πάνω του, αποκαλύπτοντας την αισχρή και πρησμένη γύ­μνια του, και πάνω στη λύσσα μου πίεσα το γόνατό μου ανάμεσα

450 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

στα σκέλια του και το έχωσα τρεις φορές μες στα αχαμνά του, με όλη μου τη δύναμη, τσακίζοντας τα ζουμερά του αρχίδια πάνω στο ηβικό οστό, λιώνοντας τα σαν σάπια σταφύλια σε έναν αιμάτινο πολτό. Ούρλιαξε και τα μάτια του γύρισαν από τον πόνο. Όταν άφησα τα μαλλιά του, σωριάστηκε σπαράζοντας γονατιστός κι ύ­στερα έπεσε στο πλάι, παλεύοντας να πάρει ανάσα, όπου και τον άφησα να αναγουλιάζει και να με αγριοκοιτάζει με τα νερουλια-σμένα, γεμάτα μίσος μάτια του, καθώς θρηνούσε για τα δέκα δευ­τερόλεπτα της οργής μου που του είχαν στοιχίσει τη μόνιμη α­πώλεια του ανδρισμού του.

Στράφηκα και πάλι στην Αστερία, χωρίς να ρίξω δεύτερη μα­τιά στον Αντίνοο. Είχε ανασηκωθεί με κόπο στα γόνατα της και μπουσουλώντας έφτασε στον απέναντι τοίχο, όπου τώρα είχε κου­βαριαστεί, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το κορμί της, κοιτά­ζοντας με με μάτια εξίσου τρομαγμένα με αυτά του πλάσματος που σφάδαζε στο δάπεδο. Καθώς έσκυψα και άπλωσα το χέρι μου για να την αγγίξω, οπισθοχώρησε ασυναίσθητα, λες και με φοβόταν κι εμένα τον ίδιο, κι ύστερα συνήλθε αμέσως και άρχι­σε να κλαίει με μανία, σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια της.

«Με... με περίμενε την ώρα που μπήκα μέσα στην καλύβα... και με αιφνιδίασε. Κι είπε ότι θα με σκότωνε αν δεν το έκανα...»

Άφησα τους θρήνους της ν' ακολουθήσουν ανεμπόδιστα την πορεία τους για μια στιγμή, ενώ ο αιμόφυρτος Αντίνοος στριφο­γύριζε και μόρφαζε, κοιτάζοντας μας ταυτόχρονα με το πρόσω­πο παραμορφωμένο από λύσσα.

Ξαφνικά οι φρικιαστικοί σπασμοί της Αστερίας σταμάτησαν και έμεινε βουβή για μια στιγμή, προτού στρέψει αργά το πρό­σωπο της για να κοιτάξει αδίστακτα τον άντρα που λίγα λεπτά πριν κρατούσε τη ζωή της στα χέρια του. Τον παρατήρησε σιω­πηλά, σαν να αναμετρούσε τη μοίρα του, προτού μου ψιθυρίσει, με χαμηλή, σφιγμένη φωνή: «Θα επιζήσει».

Θα πρέπει να της είπα κάποια παρηγορητική κοινοτυπία, ό­τι δηλαδή πήρε ένα σκληρό μάθημα, αλλά εκείνη με σταμάτησε βάζοντας το δάχτυλο της στα χείλη μου. «Θέο, δεν κατάλαβες... θα επιζήσει. Δεν μπορούμε να έχουμε έναν τέτοιον εχθρό μέσα στο

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 451

ίδιο το στρατόπεδο μας, κάποιον που εσύ κατέστρεψες σωματι­κά». Τότε κατάλαβα τι εννοούσε και το αίμα μου πάγωσε. Η Αστε­ρία συνέχισε να με κοιτάζει έντονα και κατάλαβα από τη βουβα­μάρα ότι και ο Αντίνοος είχε μείνει ακίνητος, τρέμοντας σαν λα­γός που μόλις είχε πιαστεί και παρακολουθώντας με έντονα μες στο μισοσκόταδο.

Η καρδιά μου βούλιαξε όταν συνειδητοποίησα τι έπρεπε να γίνει και η Αστερία σηκώθηκε αργά, με τα μάτια καρφωμένα συ­νεχώς πάνω μου, λες κι ήθελε να μεταβιβάσει τη δύναμη της στη ραχοκοκαλιά μου. Ο Αντίνοος άρχισε να μουρμουρίζει καθώς τον πλησίαζα.

«Σκότωσες τον αδερφό μου», γρύλισε, «και τώρα κατέστρεψες και τους μελλοντικούς απογόνους μου. Δε σου φτάνουν όσα μου πήρες μέχρι τώρα;»

Σταμάτησα για μια στιγμή και τον κοίταξα, ερευνώντας το πρόσωπο του, αλλά το βλέμμα του έπεσε πάνω μου με μίσος, χω­ρίς κάποια ένδειξη μετάνοιας, κι έτσι χωρίς κανέναν επιπλέον δι­σταγμό έχωσα το βρόμικο ζωνάρι του στο στόμα του και τον σήκω­σα βίαια από τα μαλλιά. Σπρώχνοντας το βαρύ κι ασήκωτο σώ­μα του μέσα από το χαμηλό πορτάκι έξω στο χιόνι, βγήκα αμέ­σως από πίσω του και, άλλοτε σέρνοντας τον, άλλοτε κουβαλώντας τον, τον μετέφερα στο σκοτεινό δασάκι μερικές εκατοντάδες μέ­τρα πίσω από το χαμηλό κτίσμα κι εκεί τον πέταξα πάνω στην πα­γωμένη κρούστα του χιονιού. Ο Αντίνοος έμεινε εκεί με την κοι­λιά στο έδαφος, ακίνητος και ξέπνοος, με μια σκούρα κηλίδα να απλώνεται κάτω από τη λεκάνη του, καθώς σταμάτησα στιγμιαία για να σκεφτώ αν αυτό αποτελούσε πραγματικά μέρος κάποιου θεϊκού σχεδίου, μολονότι θα παραξενευόμουν αν έπαιρνα κάποια απάντηση. Έβαλα το ένα μου πόδι πάνω στην πλάτη του και κά­θισα καβαλικευτά από πίσω του, με το μυαλό μου να κατακλύζε­ται από αναμνήσεις, και απορούσα που αυτό το άβουλο πλάσμα ήταν το ίδιο με εκείνο που είχε φέρει σε παρόμοια κατάσταση το Αηδόνι χρόνια πριν, με το σαδιστικό του πρόγραμμα προπόνη­σης. «Θα ζήσεις», του είχε πει τότε - αν και τώρα δεν είχα σκοπό να του δώσω την παραμικρή διαβεβαίωση γι' αυτό. Καθώς τον άρ-

452 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

παξα από τα μαλλιά για να γείρω προς τα πίσω το κεφάλι του και ν' αποκαλύψω τον παλ\όμενο λαιμό του, ένα βαθύ, σπαρακτικό ρίγος τον διαπέρασε. Είδα να καθρεφτίζεται στα μάτια του το κε­φάλι και οι ώμοι ενός παράξενου ανθρώπου ή θεού που δεν ανα­γνώριζα και, αφού μουρμούρισα μια σύντομη προσευχή, βύθισα στα γρήγορα το μαχαίρι στο λαιμό του.

Το βάσανο του μίσους, το βάσανο της αγάπης. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο στοιχεία.

3

ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ήταν πεσμένο, βαρύ σαν πέτρα. Είχαμε περάσει πάνω από μια εβδομάδα μέχρι τώρα στα χωριά αυτά, χω­ρίς να καταφέρουμε τίποτα περισσότερο από την απώλεια τερά­στιου αριθμού αντρών και ζώων λόγω της βαρυχειμωνιάς, ενώ οι αξιόμαχοι στρατιώτες μας είχαν εξαντληθεί από τις συνεχείς επι­δρομές που κάναμε στα βουνά για να επιτεθούμε στους ντόπιους μαχητές που έμοιαζαν να γίνονται ένα με τα δάση. Ο Ξενοφώντας έκανε ατέλειωτες βόλτες στα καταλύματα, τη νύχτα, με όση ευθυ­μία μπορούσε να συγκεντρώσει ο ίδιος, επαινώντας εκείνους που αναλάμβαναν οι ίδιοι την ευθύνη για τη συνέχιση της πορείας και δίνοντας απτό παράδειγμα με το να δουλεύει σκληρότερα και α­πό τον κατώτερο υπασπιστή. Είχε εξαντληθεί και ανησυχούσα μό­νιμα για την υγεία του, εκείνος, όμως, συνέχιζε δραστήρια.

Ο στρατός προχώρησε τελικά, μια βεβιασμένη προσπάθεια που άρχισε πριν χαράξει, μες στο σκοτάδι, σε έναν τελικό αγώνα δρόμου ώστε να μην προλάβει ο εχθρός να συγκεντρωθεί και κα­ταλάβει τα στενά βόρεια από εμάς. Αυτή τη φορά, την ώρα της αναχώρησης ο Ξενοφώντας με κοίταξε με πιο σίγουρη ή ίσως με πιο καρτερική έκφραση.

«Είσαι πιο ήσυχος με την απόφαση σου για πορεία αυτή τη φο­ρά», παρατήρησα.

Με κοίταξε παραξενεμένος. «Πάντα είμαι ήσυχος με τις εντολές που δίνω. Δεν ξέρω, ό­

μως, πάντα τα αποτελέσματα και αυτό είναι που με ανησυχεί». «Την τελευταία φορά αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε πί­

σω εξαιτίας του χιονιού», είπα. «Τι σε κάνει, αυτή τη φορά, τόσο σίγουρο για το αποτέλεσμα;»

454 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Δε χρειαζόταν όμως να κάνω την ερώτηση, μια και η διαπε­ραστική μυρουδιά του μαύρου καπνού και οι έκπληκτες φωνές των αντρών έξω από την καλύβα μου έδωσαν όλες τις απαντήσεις που ζητούσα.

«Έδωσα εντολή να πυρποληθούν τα χωριά», είπε, «και ως α­νταπόδοση στην πανουργία του Τιρίβαζου, αλλά και για να ε­κλείψει κάθε πειρασμός που μπορεί να νιώθαμε για να επιστρέ­ψουμε και πάλι».

Εκείνη τη νύχτα φτάσαμε στα υψώματα από τα οποία οι βάρ­βαροι είχαν πρόθεση να μας επιτεθούν και καταφέραμε να τα περάσουμε χωρίς καν μάχη. Μέσα στην άγνοια τους, τα στρατεύ­ματα του Τιρίβαζου δεν ατιλήφθηκαν πως, αν είχαν καταλάβει την απόρθητη εκείνη θέση αντί για εμάς, θα είχαν πετύχει την κα­ταστροφή ολόκληρου του ελληνικού στρατού μέσα στα παγερά χιόνια.

Συνεχίσαμε για έξι άθλιες μέρες προς τον άνω Ευφράτη, τό­σο διαφορετικό από το ζεστό, ατάραχο παραπόταμο του, κι ύστε­ρα άλλες έξι ακόμα σε μια απαίσια, ανεμοδαρμένη πεδιάδα, την οποία σάρωναν αλύπητα βοριάδες που φυσούσαν κατευθείαν στα μάτια μας και μας έκαιγαν λες και ήταν ακτίνες του ήλιου, κάνο­ντας το ακάλυπτο δέρμα μας να ξεραίνεται, να τσουρουφλίζεται και να σκάει. Το πρόσωπο του Ξενοφώντα, όπως και αυτό του Χειρίσοφου αλλά και των άλλων δε μου ήταν πια αναγνωρίσιμα· όλα τους είχαν γίνει ένα και το αυτό, με μάτια σκληρά και ερευ­νητικά, ρουφηγμένα μάγουλα και ακανόνιστα, άκοπα γένια που έσβηναν όλα τα ίχνη των προσωπικών χαρακτηριστικών, τα ο­ποία άλλοτε αποτελούσαν σημεία της ανθρώπινης φύσης τους, μουντζουρώνοντας την ατομική τους ταυτότητα και περιορίζο­ντας τους σε απλά είδη, όπως και τα άλλα αξιολύπητα πλάσμα­τα που βλέπαμε να προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε αυτά τα παγωμένα λημέρια. Ξεχάσαμε τα πάντα εκτός από την ανάγκη να βρισκόμαστε διαρκώς σε κίνηση, να κάνουμε άλλο ένα βήμα προς τα εμπρός, και επειδή κάθε μέρα ήταν τόσο ίδια με την προηγού­μενη, κάθε γκρίζα νύχτα τόσο όμοια με την κάθε γκριζόμαυρη μέ­ρα, δεν είχε καμιά σημασία πια ο χρόνος. Επικοινωνούσαμε με

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 455

γρυλίσματα. Ο γνήσιος λόγος προϋπέθετε πολύ μεγάλη προσπά­θεια.

Το χιόνι δεν είχε καμιά διάρθρωση, καθόλου πάτο. Οι άντρες βούλιαζαν μέχρι τη μέση ή το στήθος κι αυτό μας έκανε να χά­σουμε αμέτρητα ζώα και προμήθειες αλλά και δεκάδες στρατιώ­τες, πολλοί από τους οποίους απλώς χάνονταν από τα μάτια μας για πάντα, καθώς έπεφταν με τα μούτρα κι εξαφανίζονταν εξα­ντλημένοι, ανίκανοι να ξανασηκωθούν. Ακόμα κι οι πιο δυνατοί είχαν καταβληθεί από την πείνα και το κρύο και όταν ο Ξενοφώ­ντας κατάλαβε ότι το πρόβλημα εν μέρει οφειλόταν όχι στα πα­γωμένα πόδια αλλά στο άδειο στομάχι, έκανε βόλτες ο ίδιος στο στράτευμα σαρώνοντας αποθέματα και προμήθειες και έστελνε τους πιο δυνατούς δρομείς πίσω, κατά μήκος του μονοπατιού αλ­λά και στις άκρες του, για να βρουν όσους είχαν πέσει κι ήταν ε­τοιμοθάνατοι και να τους αναγκάσουν να φάνε λιγάκι, έστω και λίγο μπαγιάτικο ψωμί ή ωμό αλογίσιο κρέας, σκουληκιασμένο, ε­πομένως ακατάλληλο, και να τους πιέσουν, ακόμα και με χα­στούκια στο πρόσωπο, για να σηκωθούν και να συνεχίσουν τρε­κλίζοντας. Είδα τον Ξενοφώντα να τραβάει ένα ρακένδυτο νεαρό Ροδίτη μέσα από το χιόνι, να τον μπατσίζει και να τον ταρακου­νάει σαν πάνινη κούκλα, ώσπου τελικά ο νεαρός έβαλε τις φωνές διαμαρτυρόμενος και κατέβασε κάμποσο κρύο πλιγούρι μουλια­σμένο στο γάλα, που σε καλύτερες εποχές θα το χρησιμοποιού­σαμε σαν τροφή για τα γαϊδούρια. Ο Ξενοφώντας τον παρακο­λούθησε προσεκτικά, ώσπου τον είδε ότι άρχισε να περπατάει τρεκλίζοντας για να βρει τους υπόλοιπους εξαϋλωμένους στρα­τιώτες, κι ύστερα προχώρησε στην επόμενη σκούρα κηλίδα που είδε να κείτεται εγκαταλειμμένη πάνω στο χιόνι κάτω από κά­ποιο λεπτό μανδύα, για να ξαναρχίσει την ίδια διαδικασία. Δεν είχα το κουράγιο να του πω ότι μόλις τον έχασε από τα μάτια του ο νεαρός Ροδίτης ξανάπεσε στο χιόνι, ενώ οι στρατιώτες τον προ­σπερνούσαν σιωπηλά. Αν κάποιος επρόκειτο έτσι κι αλλιώς να πεθάνει, αυτός ήταν ο ευκολότερος και πιο ανώδυνος τρόπος. Ξά­πλωνε απλώς κάτω και περίμενε, χωρίς να κάνει τίποτα, υπομο­νετικός όπως οι Μοίρες, ώσπου ο γλυκός θάνατος έφτανε με τη

456 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μορφή ενός απαλού, παγωμένου ύπνου και η καρδιά του χτυ­πούσε απλώς πιο αργά και τελικά σταματούσε. Για τους άντρες που υπέφεραν από φρικτούς πόνους, πείνα και εξάντληση, η ιδέα μιας τέτοιας ανακούφισης από τα βάσανα, μιας τόσο εύκολης υ­ποδοχής στις αγκάλες των θεών, έμοιαζε με σαγηνευτικό τρα­γούδι Σειρήνων στο οποίο ήταν αδύνατο ν' αντισταθούν.

Αυτοί που είχαν την επιθυμία να ζήσουν, αλλά απλώς δεν εί­χαν τη δύναμη να συνεχίσουν, υπέφεραν περισσότερο. Ανίκανοι να φτάσουν στο μέρος που βρισκόταν συγκεντρωμένο για τη νύ­χτα το κύριο σώμα του στρατού, περνούσαν όλο το βράδυ άσιτοι και χωρίς φωτιά, ώσπου τελικά τους τύλιγε το σκοτάδι. Σπάνια κά­ποιοι από αυτούς επιζούσαν ως το πρωί. Μικρές ομάδες του ε­χθρού μάς ακολουθούσαν συνεχώς σαν όρνια, χτυπώντας όσους έμεναν πίσω και παίρνοντας τα πενιχρά τους υπάρχοντα, αρπά­ζοντας τα ανίκανα ζώα τα οποία εμείς δεν είχαμε την απαιτούμενη ταχύτητα να σφάξουμε για τροφή, παρενοχλώντας μας ανά πά­σα στιγμή.

Άντρες που είχαν το κουράγιο να βαδίζουν χιλιόμετρα ολό­κληρα, ακόμα και αφού είχαν χάσει τα δάχτυλα των ποδιών τους από κρυοπαγήματα, μπορούσαν να καταβληθούν από μια ανα­πάντεχη συμφορά: την τύφλωση από το χιόνι, που τους καθιστούσε ανήμπορους, ακόμα και όταν τους οδηγούσε κάποιος ευγενικός σύ­ντροφος δεμένους από κάποιο λουρί ή ζώνη, επειδή το βάθος του χιονιού και οι ανωμαλίες του εδάφους έκαναν αδύνατο το βάδι­σμα χωρίς όραση. Όσοι ήταν αρκετά ξύπνιοι και συνειδητοποι­ούσαν πιο πριν το πρόβλημα έφτιαχναν παρωπίδες ή απλώς βά­διζαν κρατώντας ένα μαύρο αντικείμενο μπροστά στα μάτια τους, αλλά για μερικούς ήταν ήδη πολύ αργά. Εκείνοι που βλέπαμε να σέρνονται γονατιστοί οικτρά μες στο χιόνι, καθώς τους προσπερ­νούσαμε, με σφαλισμένα τα μάτια από το πρήξιμο και υγρά να τρέχουν ασταμάτητα από τις κόγχες τους, εκλιπαρούσαν τους συ­ντρόφους τους, που μετά βίας κι αυτοί στέκονταν στα πόδια τους, να τους οδηγήσουν ή να τους μεταφέρουν με ασφάλεια.

Το μεγαλύτερο, πάντως, πρόβλημα ήταν τα πόδια μας. Τα κα­λά δερμάτινα σανδάλια με τις βαριές πέτσινες σόλες είναι πολύ

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 457

εξυπηρετικά σε μια μάχη, ακόμα και για να περάσεις μέσα από φωτιά, αλλά αντέχουν μόνο ένα δυο μήνες σε συνθήκες συνεχούς πορείας, ακόμα και με επιδιορθώσεις στη διάρκεια της νύχτας, και τα υποδήματα των στρατιωτών είχαν εξαντλήσει προ πολλού τη χρησιμότητα τους. Η απουσία βοδιών και ανθρώπων από το μπουλούκι που θα επεξεργάζονταν το δέρμα και θα κατασκεύα­ζαν υποδήματα σήμαινε ότι οι στρατιώτες έπρεπε να τα φτιά­χνουν όπως όπως μόνοι τους, πιο συχνά από φρεσκογδαρμένα δέρματα μουλαριών που είχαν πέσει στην άκρη του δρόμου και τα οποία οι στρατιώτες έγδερναν χωρίς να περιμένουν καν να πε­θάνει εντελώς το άμοιρο ζώο, σε μια προσπάθεια να καταβρο­χθίσουν το κρέας και το αίμα όσο ήταν ακόμα ζεστά και να κα­ταφέρουν να εφοδιαστούν με αρκετό δέρμα προτού φτάσουν οι εχθροί ή άλλοι σύντροφοι τους. Αν δεν είχε κοκαλώσει από το κρύο, αφαιρούσαν τα πάντα από ένα πεθαμένο μουλάρι, αφήνο­ντας στα κοράκια μόνο ματωμένα κόκαλα, ενώ στην επόμενη κα­τασκήνωση έβλεπες τους άντρες ν' ανταλλάσσουν επιμελώς μεταξύ τους λουρίδες από δέρμα, να φτιάχνουν αυτοσχέδιες βελόνες α­πό κόκαλο και νήμα από νεύρα και να κατασκευάζουν σανδάλια από ανεπεξέργαστες προβιές, οι οποίες λίγες ώρες πριν κάλυπταν ζωντανή σάρκα. Ήταν δύσκολο να καταλάβεις, κοιτάζοντας τα πό­δια των στρατιωτών, αν το αίμα που τα έβαφε κατακόκκινα ήταν από τις δικές τους φουοκάλες και τα χαμένα δάχτυλα ή από τις φρεσκογδαρμένες προβιές. Όποιος όμως δεν προνοούσε να κά­νει πιο χαλαρά τα λουριά σύντομα θα έπαιρνε ένα οδυνηρό μά­θημα, καθώς τα ακατέργαστα δέρματα ζάρωναν από την υγρα­σία του λιωμένου χιονιού και του αίματος και χώνονταν βαθιά μέ­σα στη μουδιασμένη σάρκα κι ύστερα πάγωναν, αν αυτός που τα φορούσε έμενε ακίνητος για περισσότερο από ένα ή δύο λεπτά. Αρκετοί αρτιμελείς άντρες έχασαν τη ζωή τους όταν τα σανδάλια τους από μουλαρίσιο δέρμα τους κούτσαναν και τους υποχρέω­σαν να μείνουν πίσω, κλαίγοντας μέσα στο χιόνι.

Εξαιτίας των σκληρών συνθηκών του ταξιδιού, ο στρατός εί­χε απλωθεί σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων, κάνοντας δύσκο­λη την επικοινωνία μεταξύ εμπροσθοφυλακής και οπισθοφυλα-

458 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κής. Μια νύχτα, αφού παλεύαμε ολόκληρη μέρα με το βοριά, το στράτευμα του Ξενοφώντα έφτασε στο στρατόπεδο αφού είχε σκοτεινιάσει πριν από πολλές ώρες, για ν' ανακαλύψει ότι αυτοί που είχαν φτάσει νωρίτερα είχαν μαζέψει κάθε διαθέσιμο κλαράκι για προσάναμμα και αρνούνταν να αφήσουν τους ξυλιασμένους στρατιώτες μας να πλησιάσουν στις φωτιές τους εκτός κι αν τους δωροδοκούσαν με σιτάρι ή ό,τι άλλο φαγώσιμο είχαν. Όταν το α­νέφερα στον Ξενοφώντα, το κουρασμένο του πρόσωπο σκοτεί­νιασε από οργή και προχώρησε μανιασμένα προς τη φωτιά του Χειρίσοφου για ν' αναμετρηθεί μαζί του.

«Χειρίσοφε!» του πέταξε. «Οι άντρες μου έφτασαν ύστερα α­πό τους δικούς σου, επειδή ήταν τοποθετημένοι στην οπισθοφυλα­κή, για να φυλάνε τα νώτα σας! Κι όμως, όταν ήρθαν δε βρήκαν ούτε τροφή ούτε καταφύγιο, ενώ οι δικοί σου είναι ήδη βολεμέ­νοι. Ένας στρατός είμαστε ή δύο;»

Ο Χειρίσοφος σήκωσε ήρεμα τα μάτια από το κομμάτι το πα­στό κρέας που ροκάνιζε, με ολοφάνερο τον εκνευρισμό του επει­δή τον διέκοψε. Άφησε σκόπιμα να σβηστεί αργά το χαμόγελο α­πό το πρόσωπό του και αντιμετώπισε ψυχρά το οργισμένο βλέμ­μα του Ξενοφώντα.

«Οι άντρες μου έφτασαν και σάρωσαν τον τόπο για προσα-νάμματα», είπε μετρημένα. «Έφτιαξαν καταφύγια και έτσι κα­τάφεραν να βολευτούν. Και οι δικοί σου μπορούν να κάνουν το ί­διο. Οι άντρες μου θα σηκωθούν και θ' αρχίσουν να βαδίζουν προτού φέξει, μια και είναι η εμπροσθοφυλακή. Γιατί δεν αφή­νεις τα καημένα, κατακουρασμένα αγόρια σου να κοιμηθούν λί­γο παραπάνω το πρωί, στρατηγέ;»

Ο Ξενοφώντας τον κοίταξε κατάπληκτος. «Δεν έχουμε εμπρο­σθοφυλακή και οπισθοφυλακή», είπε έπειτα από μια παύση. «Έχουμε δύο ξεχωριστούς στρατούς. Και μια κι έχουν έτσι τα πράγματα, θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου. Θα πω στους στρα­τιώτες μου να κοιμηθούν παραπάνω κι ύστερα να ενταχθούν με ό­ποιο στρατό θέλουν, κι αν όλοι επιθυμούν να ενταχθούν στο δικό σου, εγώ θα πορευτώ μόνος μου». Ο Χειρίσοφος σταμάτησε το μάσημα και κοίταξε τον Ξενοφώντα με πραγματικό ενδιαφέρον.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 459

«Θα σου αφήσουμε το προβάδισμα το πρωί για να μη σου εί­μαστε εμπόδιο», συνέχισε. «Φυσικά οι Ρόδιοι σφενδονήτες θα μείνουν μαζί μου, όπως και το ιππικό. Όλο το παλιό στράτευμα του Πρόξενου θα μείνει επίσης μαζί μου, φαντάζομαι, και οι Θηβαίοι και οι Σπαρτιάτες. Αυτοί ανέρχονται σε χίλιους πεντα­κόσιους οπλίτες και πεντακόσιους ελαφρά οπλισμένους. Αφού α­νέλαβα τη διοίκηση της στρατιάς του Πρόξενου, θα κρατήσω ε­πίσης και όσες από τις προμήθειες της απέμειναν. Περιμένω φυσικά από εσένα να φανείς δίκαιος και ν' αφήσεις όσους Αθη­ναίους και άλλους από την Αττική βρίσκονται στο τάγμα σου να μεταφερθούν στο δικό μου στρατό - δε θα ανεχόμουν να βλέπω συμπατριώτες μου να πορεύονται αναγκαστικά μαζί με Σπαρ­τιάτες».

Το πρόσωπο του Χειρίσοφου αναψοκοκκίνισε και τα μάτια του πετάχτηκαν έξω από οργή. Σηκώθηκε επάνω και στάθηκε α­πέναντι από τον Ξενοφώντα, με τα στήθη τους σχεδόν να εφά­πτονται, αν και ο σκληρόπετσος παλιός στρατιώτης ήταν μισό κε­φάλι πιο κοντός από το νεότερο συνάδελφο του. Ο Ξενοφώντας δεν οπισθοχώρησε, αλλά συνέχισε να του αραδιάζει διάφορα θέ­ματα σαν να ήταν λίστα με ψώνια.

«Το ευκολότερο θα ήταν ίσως να συγκαλέσεις μια συνέλευση των ενωμένων δυνάμεων και να επιτρέψεις στον καθένα να πάει με όποια πλευρά θέλει. Θα ήμουν πάντως πολύ ικανοποιημένος αν έμενες με τα έλκηθρα και τις σκευοφόρους, Χειρίσοφε, κα­θώς και με τυχόν εναπομείναντες από το μπουλούκι που έχουν τρυπώσει μέσα στο στράτευμα, για να εξασφαλίσουν την καλο­πέραση σου...»

Ο Χειρίσοφος ρουθούνισε αηδιασμένος και κοίταξε αλλού. «Μα τον Δία, στρατηγέ», είπε καρτερικά, «δε σηκώνεις ούτε ένα αστείο; Ιδέα δεν είχα ότι είσαι τόσο ευαίσθητος με το αργοπο­ρημένο ξύπνημα των αντρών σου». Ξανακάθισε δίπλα στη φωτιά κι άρχισε να τη συνδαυλίζει σκυθρωπά. «Μπορεί οι άντρες μου να φάνηκαν λίγο περισσότερο ανυπόμονοι στο να βρουν κατάλυ­μα για τη νύχτα μετά την άφιξη τους. Θα κάνω μια κουβέντα μα­ζί τους και θα τους δώσω εντολή ν' αδειάσουν ένα μέρος για τους

460 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

καθυστερημένους σου από εδώ και στο εξής. Προσπάθησε όμως να μη μένεις τόσο πίσω, σύμφωνοι;»

Ο Ξενοφώντας συγκατένευσε σιωπηλά με μια κίνηση του κε­φαλιού κι έκανε μεταβολή για να επιστρέψει στα στρατεύματα του. «Θα πρέπει να τον κανονίσω αργά ή γρήγορα αυτό τον πα-λιο-μπάσταρδο», μουρμούρισε, χωρίς ν' απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα.

Η επόμενη μέρα, φαντάστηκε ο Ξενοφώντας, θα αποτελούσε κρι­τήριο για τη συμφωνία του με τον Χειρίσοφο, μια και ο καιρός και οι συνθήκες για την πορεία ήταν ακόμα χειρότερες, απίστευτο κι όμως αληθινό. Προχωρούσαμε σε μια μακριά, ακανόνιστη γραμμή, κάθε άντρας και ζώο τα έβγαζε πέρα μόνος του. Καθώς οι προμήθειες εξαντλούνταν, εγκαταλείπαμε κάθε άμαξα που ά­δειαζε, για να διατηρούμε τις δυνάμεις μας. Κάμποσοι στρατιώ­τες που είχαν ξεστρατίσει από το μονοπάτι έπεσαν πάνω σε ένα σκούρο λεκέ πάνω στο χιόνι που έδειχνε να έχει ξεπαγώσει σ' ε­κείνο το σημείο, και έτσι συνέβαινε πραγματικά, εξαιτίας μίας μικρής θερμής πηγής που ανάβλυζε κάτω από το έδαφος. Είκο­σι μισοπεθαμένοι στρατιώτες σύρθηκαν και στριμώχτηκαν γύρω της, μουσκεύοντας τα πόδια και τις γάμπες τους μέσα στον αχνι­στό πολτό, αλλά παραμέλησαν ν' ανοίξουν μια μικρή πλαϊνή τρύ­πα δίπλα από την κύρια πηγή όπου θα μπορούσαν να αναμεί­ξουν το σχεδόν βραστό θειούχο νερό με χιόνι για να το φέρουν στην κανονική θερμοκρασία. Όλοι αυτοί, με τα πόδια ήδη μου­διασμένα από τις παγωμένες θερμοκρασίες και τα κρυοπαγήμα­τα και το δέρμα τους χαλαρωμένο ήδη από τη γάγγραινα, τρο­μοκρατήθηκαν όταν είδαν τις σάρκες τους να ξεκολλάνε από μό­νες τους μετά το βάφτισμα των ποδιών τους μέσα στο καυτό νε­ρό, παρά τις έξαλλες προσπάθειες τους να σώσουν τα πόδια τους δένοντας σφιχτά το χαλαρό κρέας πάνω στα κόκαλα με κουρέλια.

Όταν είπα στον Ξενοφώντα τι είχε συμβεί, προχώρησε με κό­πο μες στο χιόνι μέχρι την πηγή και τους διέταξε, κι ύστερα τους παρακάλεσε, να σηκωθούν και να συνεχίσουν να βαδίζουν, εκλι-

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 461

παρώντας τους στο όνομα των μητέρων και των συζύγων τους να κάνουν μια προσπάθεια και να συνεχίσουν, απειλώντας τους ότι θα τους εγκαταλείψει στα χέρια του εχθρού. Κατέφυγε ακόμα και στη βία, αναγκάζοντας τους με χτυπήματα, αλλά οι άντρες έγιναν απλώς πιο άτονοι. «Κόψε μου το λαρύγγι αν θέλεις», είπε ένας, «αλλά δε θα περπατήσω». Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, ήρ­θε σε απόγνωση και κατέληξε ότι ίσως η καλύτερη στρατηγική θα ήταν απλώς να κάνει μια ύστατη προσπάθεια να τρομάξει κι έ­τσι να διώξει μακριά τους πλιατσικολόγους τοξότες του εχθρού που χτυπούσαν όσους δικούς μας έμεναν πίσω και μάζευαν τα ε­ναπομείναντα εφόδια. Συγκεντρώνοντας όσους αρτιμελείς μπό­ρεσε να βρει από την οπισθοφυλακή, αποδύθηκε σε μια θορυ­βώδη και συντριπτική καταδίωξη μες στο δάσος, ποδοπατώντας και κομματιάζοντας το χιόνι, ενώ οι ανάπηροι στρατιώτες που πέθαιναν μέσα στη θερμή πηγή έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συ­νεισφέρουν στη χλαπαταγή, φωνάζοντας και χτυπώντας τα δό­ρατα πάνω στις ασπίδες τους καθώς κείτονταν μπρούμυτα μέσα στο νερό. Οι έκπληκτοι εχθροί, που στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν θερμοκέφαλοι ντόπιοι έφηβοι και αγρότες άμαθοι από πό­λεμο, φοβήθηκαν ότι μπορούσε να ξεσπάσει κάποια κανονική μάχη, με παράταξη, κι έσπευσαν να καλυφθούν ή έτρεχαν για να σωθούν.

Ο Ξενοφώντας πέρασε όλη τη νύχτα βηματίζοντας πάνω κά­τω στη γραμμή, κι εγώ τον συνόδευα, βοηθώντας τους βραδυπο­ρούντες να περάσουν μέσα από τις βαθιές χιονοστιβάδες, τοπο­θετώντας φρουρούς όπου μπορούσε, παρακαλώντας τους δυνα­τότερους από τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες να ψάχνουν μαζί μας, τραβώντας έξω από το χιόνι όσους ήταν πολύ αδύνα­μοι για να βαδίσουν, εξαναγκάζοντας εκείνους που είχαν ακόμα δύναμη να συνεχίσουν για να μην πεθάνουν από το κρύο, μοιρά­ζοντας πενιχρές μερίδες συσσιτίου που υπήρχαν ακόμα διαθέσι­μες. Στο μεταξύ ο Χειρίσοφος, που βρισκόταν τρία τέσσερα χι­λιόμετρα μακρύτερα, είχε συναντήσει ένα χωριό, ένα συγκρότη­μα από πενήντα παλιές σκόρπιες κατοικίες που σχημάτιζαν έναν ασύμμετρο κύκλο με άλλα γειτονικά χωριά που φαίνονταν, και

462 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μόλις διασφάλισε την περιοχή, έστειλε τους οπλίτες του, καθώς και άντρες από τα ίδια τα χωριά να μας βοηθήσουν να μεταφέ­ρουμε την οπισθοφυλακή και να διαβεβαιώσουν τον Ξενοφώντα ότι είχε μείνει χώρος στα χωριά, επιλεγμένος με κλήρο, για όλους εκείνους που μπορούσαν ν' αντέξουν τα υπόλοιπα μίλια της πο­ρείας. Χαρήκαμε κι εμείς που τους είδαμε, μια και μέχρι τότε έ­να μεγάλο μέρος της οπισθοφυλακής είχε χάσει κάθε ελπίδα και οι άντρες είχαν ξαπλώσει κάτω απλά για να πεθάνουν, ενώ οι σκληραγωγημένοι Σπαρτιάτες του Χειρίσοφου ξόδεψαν σχεδόν όλη την επόμενη μέρα για να τους σύρουν, ζωντανούς ή πεθαμέ­νους, άλλους περπατώντας, άλλους υποβαστάζοντας τους, και να τους φέρουν στο άθλιο συγκρότημα των μικρών πέτρινων κτισμά­των που, όμως, εμάς μας φάνηκε σαν τον ίδιο τον παράδεισο.

Εκτός από τις τολύπες του καπνού που έβγαιναν νωθρά μέσα από τις καμινάδες, τα κτίσματα ήταν σχεδόν αόρατα εκτός και κάποιος βρισκόταν ακριβώς στην κορυφή τους. Με σκοπό να δια­τηρούν τη ζέστη, οι κατοικίες ήταν σκαμμένες κάτω από τη γη, με μια χαμηλή, στρογγυλή στέγη που έβγαινε ελάχιστα πάνω α­πό την επιφάνεια, και έπρεπε να κατέβεις από μια ξύλινη φορη­τή σκάλα χωμένη μέσα στην ίδια την καμινάδα, κλείνοντας τα μάτια σου από τον καπνό, και να πηδήξεις επιδέξια πάνω από τη μικρή φωτιά από τύρφη για να καταφέρεις να μπεις - μια και δεν υπήρχαν καθόλου εξώπορτες. Εσωτερικά, ευτυχώς, τα κτί­σματα ήταν ζεστά και βολικά, με πάγκους κατά μήκος των τοίχων και χαλάκια στο πάτωμα μπροστά από το τζάκι, και σε κάθε δω­μάτιο υπήρχε η δυνατότητα να κοιμηθούν δώδεκα ή στην ανάγκη δεκαπέντε στρατιώτες. Στοές και συνεχόμενα δωμάτια είχαν χτι­στεί για τα ζωντανά των κατοίκων, τα οποία είχαν πρόσβαση στα κτίσματα μέσα από χωριστές εισόδους σκαμμένες μες στο χιόνι και τρέφονταν όλο το χειμώνα με σανό αποθηκευμένο από τον καιρό της συγκομιδής. Λούκια σκαμμένα με κλίση στο χωματέ­νιο δάπεδο επέτρεπαν στα κατρουλιά των ζώων να μεταφέρονται έξω από τους άμεσα ζωτικούς χώρους σ' ένα κακοφτιαγμένο αυ­λάκι στην άκρη του σπιτιού, αλλά ελάχιστα μπορούσαν να γίνουν για τις κουτσουλιές τους, εκτός από το να τις μαζεύουν καθημε-

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 463

ρινά με το φτυάρι μέσα σε έναν κουβά και να σκαρφαλώνουν τη σκάλα για να τις πετάξουν έξω από το άνοιγμα της στέγης. Τις μέ­ρες του χιονιά, τις άφηναν μέσα μαζεμένες σε μια απόμερη γω­νιά και συνεισέφεραν με τη μυρουδιά τους στην ήδη άσχημη ατμό­σφαιρα.

Η δυσωδία από την κάπνα, τους άπλυτους ανθρώπους και τα ζώα που ανακατεύονταν ελεύθερα μες στους κατοικημένους χώ­ρους με τους ανθρώπους ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Την πρώτη φορά που μπήκα σε ένα από αυτά τα αχνιστά, ζέχνοντα καταφύ­για, νόμισα ότι θα λιποθυμήσω, αλλά η ζέστα και η άνεση, τόσο από τα μικρά τζάκια όσο και από τους εκπληκτικά καλοκάγα­θους Αρμενίους που έμεναν εκεί, σύντομα με συνέφεραν. Στην πραγματικότητα άρχισα να μη βλέπω την ώρα να κατέβω μέσα στο σκοτεινό σαν μήτρα λάκκο, τον οποίο μας είχαν ορίσει για κα­τάλυμα, για να ξεκουραστώ και ν' ανακτήσω τις δυνάμεις μου για τη δοκιμασία που μας περίμενε, αλλά και για να μελετήσω το χα­ρακτήρα των ανθρώπων και ειδικά το καταφύγιο και την τροφή που πρόσφεραν, τα οποία μας είχαν σώσει τη ζωή.

Και πραγματικά μελέτησα πιο συχνά την τροφή, μέσα σε ε­κείνες τις μακριές, γεμάτες κάπνα ώρες της ανάρρωσης και της ίασης. Μόνο οι θεοί ξέρουν πως στο θέμα της διατροφής τα τα­ξίδια μού είχαν προσφέρει ευκαιρίες να δοκιμάσω τη θεία ευχα­ρίστηση περίπλοκα παρασκευασμένων λιχουδιών, αλλά και να υ­ποστώ το χειρότερο στρατιωτικό φαγητό κάτω από σκληρές συν­θήκες επιβίωσης. Ανακάλυψα, λοιπόν, ότι, σε συνάρτηση με τις συνθήκες, και τα δύο μπορούν να σου προσφέρουν ίσου σχεδόν μεγέθους έκσταση, μια και δεν υπάρχει καμιά τροφή τόσο τα­γκή, καμιά γαλέτα στρατιώτη τόσο σκουληκιασμένη που να μη με κάνει ν' απορήσω πώς αφού τη βάλω μέσα μου μεταμορφώνεται ως διά μαγείας σε αίμα και μύες, φιλοδοξία και θάρρος. Εδώ, ό­μως, στο παράξενο αυτό βαρβαρικό χωριό από χώμα και πέτρα, μας πρόσφεραν μέρη από σφαχτά που στην προηγούμενη ζωή μου, ακόμα και στο χειρότερο λιμό της Αθήνας, δε θα είχα κα­ταδεχτεί να τα δώσω να τα φάνε τα σκυλιά, μαγειρεμένα με λά­δια άγνωστης προέλευσης ή σερβιρισμένα ασυζητητί ωμά - και

464 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

που όλα τα καταβροχθίσαμε με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Ο κολλώδης σφιγκτήρας του προβάτου, βρασμένος επί ώρες μέχρι να γίνει σαν λάστιχο και στη συνέχεια μαριναρισμένος σε λάδι για να τον μασούν οι κυνηγοί και να καταπραύνουν την πείνα τους, υπήρξε πηγή μεγάλης θυμηδΐας για τους στρατιώτες. Το σπέσιαλ λουκάνικο της φυλής από μυαλό, οι ψητές ρίζες και οι βολβοί, α­ποθηκευμένα όλα σε τεράστια κοινοβιακά κελάρια, αλλά και οι άφθονες ποσότητες από πρόβιο και κατσικίσιο αφρόγαλα ήταν πολύ παρηγορητικά.

Οχτώ μέρες μείναμε σ' εκείνα τα χωριά, οχτώ μέρες τις οποίες ευγνωμονώ περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες της ζωής μου. Τη μέρα της αναχώρησης μας οι χωρικοί μάς έδειξαν πώς να πα­κετάρουμε τις προμήθειες μας και να ετοιμάζουμε τα ζώα μας κα­τά τον αρμενικό τρόπο, με σακούλια τυλιγμένα γύρω από τα πό­δια των αλόγων για να τα εμποδίζουν να βουλιάζουν μες στο χιό­νι. Έφτιαξαν πρόχειρα παγοπέδιλα και φορεία για όσους από τους άντρες μας ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, κόβοντας κομ­μάτια από πλεχτά πανέρια από λυγαριά, και μας έδειξαν πώς να προφυλαγόμαστε από την τύφλωση του χιονιού, βλέποντας μέσα από επίπεδες ξύλινες γρίλιες δεμένες χαλαρά και προσαρμοσμέ­νες στα πρόσωπά μας, με στενά ανοίγματα που επέτρεπαν στα μά­τια μας να βλέπουν. Αν είχα ποτέ τη δυνατότητα, θα επέστρεφα ευχαρίστως σ' εκείνο το χωριό και θα φιλούσα τα πόδια των εγ­γονών εκείνων των ανθρώπων που τόσο ευγενικά μας βοήθησαν και μας έθρεψαν, ενώ βρισκόμαστε μισοπεθαμένοι μες στα χιό­νια εκείνο το χειμώνα.

4

«ΟΙ ΓΑΜΗΜΕΝΟΙ ποτέ δε μαθαίνουν, έτσι;» μουρμούρισε ο Χει-ρίσοφος με αηδία, μασουλώντας ένα κομμάτι σφιγκτήρα και στυ­λώνοντας τα μάτια στα γύρω υψώματα. «Το στράτευμα πεινάει κι όμως πρέπει να καταλάβουμε αυτή τη γαμημένη τρύπα, δε μου αρέσει όμως η ιδέα να χτυπήσω γυναικόπαιδα».

Τις δύο προηγούμενες εβδομάδες που το κρύο ήταν τσουχτε­ρό είχαμε καλύψει μετά βίας εκατόν σαράντα χιλιόμετρα, παρε-νοχλούμενοι όλο το διάστημα από φυλές κλεφτών, ώσπου, αφού περάσαμε ένα μικρό ποτάμι, μπήκαμε στην άγονη γη των Ταόχων, μιας πολεμικής φυλής εξίσου εχθρικής με όσες είχαμε συναντή­σει μέχρι εδώ. Οι προμήθειες μας έλειπαν, μια και οι ντόπιοι εί­χαν αποσύρει ή καταστρέψει ό,τι άξιο λόγου υπήρχε στα χωριά τους, και φοβόμαστε ότι θα λιμοκτονήσουμε αν δε βρίσκαμε σύ­ντομα τα κατάλληλα εφόδια. Έπειτα από σκληρή ανάκριση κρα­τουμένων που είχαμε συλλάβει στο δρόμο μας, ο Ξενοφώντας εί­χε προσδιορίσει την τοποθεσία του φρουρίου των Ταόχων, στο ο­ποίο είχε καταφύγει όλος ο πληθυσμός της χώρας, κουβαλώντας μαζί τους τις προμήθειες και τα ζωντανά τους.

Ο τόπος ήταν ένα ορεινό κάστρο, μη κατοικήσιμο, παρά μό­νο σε περιόδους μεγάλης ανάγκης όπως αυτή εδώ, και δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι είχαν στριμωχτεί γυναικόπαι­δα πάνω σ' αυτό τον ξερό βράχο. Γιατί ένας βράχος ήταν. Ένα ε­πίπεδο και παγωμένο πλάτωμα, τριγυρισμένο από τις τρεις πλευ­ρές από έναν απότομο γκρεμό εκατοντάδων μέτρων. Η επιφά­νεια ήταν γυμνή από χιόνι, αποτέλεσμα του ανέμου που σφύριζε και βίτσιζε μόνιμα, και ήταν προσεγγίσιμη μόνο από μια μακριά, κεκλιμένη πρόσβαση που την αποτελούσε ένα μεγάλο χωράφι α-

466 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κάλυπτο, με εξαίρεση μερικές παλιές βαλανιδιές, πάνω από το ο­ποίο δέσποζε μια κορυφογραμμή επίπεδη, όπου οι υπερασπιστές είχαν τοποθετήσει ένα τεράστιο οπλοστάσιο από ογκόλιθους, κορ­μούς δέντρων και βράχους και ήταν έτοιμοι να τα ρίξουν πάνω σε όποιον επιχειρούσε να περάσει το χωράφι για ν' ανέβει. Οι οχυ­ρώσεις του κάστρου δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, ούτε και υπήρχε λόγος να είναι, λόγω της φυσικής υπεροχής της τοποθεσίας. Η πρόσβαση προστατευόταν απλώς από ένα χαμηλό πέτρινο τείχος καί μέσα στον περίβολο -τμήματα του οποίου μπορέσαμε να δια­κρίνουμε από κάποια απόσταση όταν σταθήκαμε σ' ένα γειτονι­κό ύψωμα- είδαμε μερικές χιλιάδες κόσμου, πρόσφυγες από τα εγκαταλειμμένα χωριά της περιοχής που τριγύριζαν πάνω στο γυ­μνό βράχο άτακτα, βρίσκοντας καταφύγιο από τον άνεμο και το δριμύ ψύχος σε κάτι προχειρότατα κτίσματα από πασσάλους και προβιές.

Όταν φτάσαμε με την οπισθοφυλακή, ο Χειρίσοφος περίμε­νε ήδη, με κάποια αμηχανία, και ο Ξενοφώντας κοίταξε σκεφτι­κός τους γύρω λόφους.

«Έπρεπε να είχαμε ξεμπερδέψει μέχρι τώρα μ' αυτή τη δου­λειά ρουτίνας», είπε. «Περίμενε μέχρι να νυχτώσει κι ύστερα κά­νε μια επίθεση αντιπερισπασμού από εδώ εναντίον του κάστρου με τον κύριο όγκο του στρατού. Στείλε μερικούς ανιχνευτές από τους πεζούς και τους ελαφρά οπλισμένους πίσω στο δρόμο από εκεί που ήρθαμε και μετά πέρασε τους κρυφά πάνω στο βουνό στα νώτα του εχθρού και... πάρ' τους από πίσω - την αγαπημένη στά­ση των Σπαρτιατών σου, Χειρίσοφε. Δεν υπάρχει τίποτα απλού­στερο. Το μόνο πράγμα που με προβληματίζει είναι πότε θα πά­ρω το πρόγευμα μου».

Ο Χειρίσοφος τον επαίνεσε σαρκαστικά. «Θαυμάσια τακτική, στρατηγέ... Δεν μπορούσα να περιμένω καλύτερη από κάποιο μορφωμένο Αθηναίο. Α, μια και μιλάμε για Αθηναίους, τι θα έ­λεγες για λίγο σφιγκτήρα;»

Διαπιστώνοντας ότι ο Ξενοφώντας ετοιμαζόταν να του απα­ντήσει με την ανάλογη χειρονομία, τους διέκοψα στα γρήγορα. «Επομένως, το ερώτημα είναι ποιος θα έχει την τιμή ν' ανέβει

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 467

κρυφά στα βουνά από πίσω τους. Γιατί θα κατέληγε σε αιματο­χυσία, αν οι βάρβαροι είχαν μάθει τελικά το μάθημα τους και εί­χαν τοποθετήσει φρουρές στους πίσω δρόμους».

Ο Ξενοφώντας ξανακοίταξε τους βαρβάρους και κατέληξε σε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. «Γιατί δε στέλνουμε ένα διερ­μηνέα και να προσπαθήσουμε να διαπραγματευτούμε; Να τους πείσουμε ότι δεν είμαστε στρατός κατακτητών και δεν έχουμε πρόθεση να εγκατασταθούμε».

Ο Χειρίσοφος μούγκρισε μέσα από το σκληρό του γένι. «Επι­χείρησα ήδη να τους μιλήσω. Υπάρχει μια μόνη είσοδος. Φωνά­ξαμε ότι δεν είχαμε πρόθεση να τους βλάψουμε, ότι μόνο εφόδια χρειαζόμαστε και ότι δε θα σκοτώσουμε κανέναν. Όποτε όμως ε­πιχειρήσαμε να τους πλησιάσουμε, μας πέταξαν πέτρες. Και να το αποτέλεσμα», κι έδειξε έξι φορεία που μετέφεραν στραπα­τσαρισμένους και ματωμένους άντρες, έναν με θρυμματισμένα και τα δύο πόδια, κάποιον άλλο με τη μισή του λεκάνη σπασμέ­νη. «Δε μας άφησαν καν να περισυλλέξουμε τους τραυματίες, πα­ρά εξακολούθησαν να μας πετάνε τα μπάζα τους πάνω μας».

Πάνω από τη βουνοπλαγιά, οι Τάοχοι μας κοίταζαν με άγριες διαθέσεις, με τους μοχλούς και τα κάρα τους γεμάτα βράχους, έ­τοιμοι για την επόμενη απόπειρα των Ελλήνων να διασχίσουν το χωράφι. «Αφήστε με να δοκιμάσω κάτι», είπε ο Ξενοφώντας. «Θέο, θυμάσαι εκείνο το αγόρι από την Πισιδία, εκείνο που νομίσαμε ότι ήταν ηλίθιο; Αν ήξερε πόσα με δίδαξε!»

Αφού κάλεσε τον Καλλίμαχο, τον αρχηγό που είχε το πρό­σταγμα των αξιωματικοί της οπισθοφυλακής εκείνη τη μέρα, ό­πως και τον Αγασία και τον Αριστώνυμο και μερικούς ακόμα α­ξιωματικούς που ήξερε ότι όλοι τους ήταν πολύ ανταγωνιστικοί και πάλευαν συνεχώς να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο, βάδισε στη συστάδα των δέντρων στην άκρη του χωραφιού, έξω ακριβώς α­πό την ακτίνα βολής των εχθρικών λίθων. Περίμενε εκεί, απόλυ­τα ορατός από τους Ταόχους υπερασπιστές, και τους φώναξε, για να είναι σίγουρος ότι τον είχαν δει καλά και ήταν έτοιμοι. Ύστε­ρα, παίρνοντας βαθιά ανάσα, πετάχτηκε από το καταφύγιο των δέντρων και όρμησε στο χωράφι, κάνοντας ελιγμούς σαν λαγός

468 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

για να εμποδίσει τους σφενδονήτες και τους ακοντιστές από πά­νω να πετύχουν το στόχο τους, και βούτηξε στο έδαφος κάτω α­πό την πρώτη από τις γερές βαλανιδιές, ενώ οχτώ με δέκα φορτώ­ματα από βαριές πέτρες και ογκόλιθους έπεσαν με πάταγο πάνω στο δέντρο και σκόρπισαν κι από τις δυο μεριές του σαν χιονο­στιβάδα, ελάχιστα εκατοστά από το κεφάλι του. Κοίταξε φευγα­λέα πάνω από τον ώμο του, όλους εμάς τους υπόλοιπους που στε­κόμαστε ασφαλείς στην άκρη του χωραφιού, κι εγώ διέκρινα α­κόμα κι από αυτή την απόσταση ότι το πρόσωπο του ήταν άσπρο σαν χιτώνας ιέρειας. Χωρίς να δώσει χρόνο στους εχθρούς να συ­γκροτηθούν, πάντως, πετάχτηκε κι όρμησε στο επόμενο δέντρο, βουτώντας από κάτω του, ξεφεύγοντας ελάχιστα και πάλι από έ­να φονικό καταρράκτη από πέτρες. Στη συνέχεια, πηδώντας για άλλη μια φορά, γύρισε πίσω σ' εμάς κάτω από καταιγισμό βελών και βλημάτων, φτάνοντας στη συστάδα των δέντρων ξέπνοος και τρέμοντας. Ο Χειρίσοφος ήταν έξαλλος.

«Τι στην ευχή σ' έπιασε να κάνεις αυτό το γελοίο κατόρθω­μα;» μούγκρισε. «Είσαι τελικά στρατηγός, αλλά δεν έχεις περισ­σότερο μυαλό από ένα γιδοβοσκό, αφού ριψοκινδυνεύεις έτσι το αξίωμα σου. Ανόητε μπάσταρδε, θα έπρεπε να σε δέσω και...» Η φωνή του χαμήλωσε από αηδία όταν είδε ότι ο Ξενοφώντας απλά του γέλασε. Οι άλλοι αξιωματικοί τον κοίταζαν με μάτια ορθά­νοιχτα.

«Μέσα σε τρία λεπτά τρεξίματος, αυτοί οι ανόητοι πάνω από τη βουνοκορφή χάλασαν είκοσι φορτώματα ογκόλιθων και κα­μιά εκατοστή βέλη εναντίον μου», ανταπάντησε ο Ξενοφώντας. «Νομίζεις ότι η παρακαταθήκη των πυρομαχικών τους είναι α­νεξάντλητη; Με δυο τρεις θερμοκέφαλους που θα προσελκύσουν τα πυρά τους, μπορούμε να εξαντλήσουμε όλα τα εφόδια τους μέσα στο απόγευμα. Θα έπρεπε πιθανόν να ζητήσω εθελοντές...»

Τα λόγια του διακόπηκαν από την πτώση ενός ακόμα τερά­στιου φορτώματος από πέτρες που είχαν μόλις κατρακυλήσει α­πό το λόφο και έσκασαν με πάταγο πάνω στο δέντρο. Κοιτάξαμε καλά και είδαμε ότι ο Καλλίμαχος βρισκόταν ήδη κουλουρια-σμένος στο πρώτο σημείο που είχε ορμήσει ο Ξενοφώντας κι ε-

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 469

τοιμαζόταν να τρέξει στο επόμενο δέντρο. Όταν ο Αγασίας τον είδε να κινείται προς το κάστρο, ενώ τον κοιτούσε όλος ο στρα­τός, δεν μπορούσε να αντέξει στην ιδέα ότι ο ανταγωνιστής του θα έπαιρνε τη δόξα μπαίνοντας πρώτος μέσα κι έτσι όρμησε κι αυτός προς το δέντρο, αποφεύγοντας σβέλτα τον κατακλυσμό α­πό λίθους και ακολουθώντας κατά πόδας τον Καλλίμαχο που με τη σειρά του όρμησε στον επόμενο σταθμό της πορείας του. Ο Αριστώνυμος περιφρονητικά όρμησε στο χωράφι και τους προ­σπέρασε και τους δύο τρέχοντας, ακολουθούμενος από άλλο α­ξιωματικό, τον Αινεία, και προκαλώντας μια εκκωφαντική βρο­ντή από πέτρες ψηλά από την κορυφογραμμή.

Περιέργως, κανείς από τους άντρες δε χτυπήθηκε στο ελάχι­στο και μέσα σε δέκα λεπτά από τότε που άρχισε η κούρσα του αρχηγού από δέντρο σε δέντρο αντιμετώπισαν όχι την πτώση ο­γκόλιθων από επάνω, αλλά φωνές και κραυγές ταραχής από τους εχθρούς, όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν πετάξει πάνω από εκατό φορτώματα λίθων πάνω στους Έλληνες χωρίς να πετύχουν ούτε ένα στόχο κι ότι τώρα δεν τους είχαν απομείνει πια βαριά πυρο­μαχικά.

Ο Χειρίσοφος δεν έχασε χρόνο. Φωνάζοντας στους οπλίτες του να προελάσουν, ξεκίνησε αμέσως μια ζωηρή επίθεση με σχη­ματισμό, προχωρώντας μέσα από το χωράφι που ήταν γεμάτο μπάζα, ενώ ο Καλλίμαχος, ο Αγασίας, ο Αριστώνυμος και ο Αινείας επιτάχυναν την κούρσα τους προς την αφύλακτη είσοδο του κά­στρου, κάτω από τις κραυγές τρόμου των γυναικόπαιδων από μέ­σα, που ήταν σίγουρα ότι επρόκειτο να τα δολοφονήσουν εν ψυ­χρώ οι πενήντα μακρυμάλληδες εισβολείς.

Δεκαετίες ολόκληρες προσπάθησα να ξεχάσω αυτό που πα­ρακολούθησα στη συνέχεια. Οι γυναίκες και οι γέροι μέσα στον περίβολο, εκατοντάδες από αυτούς, μέσα στην απόγνωση και το φόβο τους, όρμησαν στην άκρη του γκρεμού και πήδησαν έτσι α­πλά κάτω. Χωρίς μια στιγμή δισταγμού. Ήταν σαν να είχαν ασκη­θεί γι' αυτή την πράξη μια ολόκληρη ζωή. Όσες γυναίκες είχαν παιδιά ή μωρά έτρεχαν στην άκρη, σταματούσαν σε απόσταση α­ναπνοής κι ύστερα πετούσαν στον γκρεμό πρώτα τα μωρά τους

470 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κι ακολουθούσαν κι αυτές από πίσω. Όλος ο στρατός έβλεπε τη σκηνή από το παρατηρητήριο μας και ξεφωνίσαμε από τρόμο, ουρλιάζοντας στις γυναίκες να σταματήσουν. Οι δυστυχές μητέ­ρες, όμως, είχαν τρελαθεί από το φόβο ότι θα ατιμάζονταν μπρο­στά στους άντρες τους που παρακολουθούσαν από τον γκρεμό και ότι τα παιδιά τους θα σουβλίζονταν ή θα σκλαβώνονταν, μια κι αυτό είναι το έθιμο των τοπικών φυλών στον πόλεμο. Θεώρη­σαν τις παράξενες κραυγές μας σαν ουρλιαχτά για αίμα και δι­πλασίασαν τις προσπάθειες τους για μαζική αυτοκτονία, μερικές μάλιστα από αυτές έκοβαν τα λαρύγγια των τρομοκρατημένων παιδιών τους που ούρλιαζαν, για να τα γλιτώσουν από την αγω­νία της μεγάλης πτώσης, άλλες πηδούσαν στην άβυσσο σφίγγο­ντας στα στήθη τους τα βλαστάρια ή τους ηλικιωμένους γονείς τους σε ένα τελευταίο αγκάλιασμα θανάτου.

Οι τέσσερις τρεχάτοι αρχηγοί, που ο θρίαμβος τους ότι μπή­καν πρώτοι στο κάστρο μετατράπηκε σε σοκ από το θέαμα που αντίκρισαν μόλις έφτασαν, όρμησαν στην άκρη του γκρεμού οι ί­διοι, φωνάζοντας στις γυναίκες και στους ηλικιωμένους να γυρί­σουν πίσω και ότι δεν είχαν πρόθεση να τους κάνουν κακό. Τρά­βηξαν τα ξίφη τους και χτυπούσαν τους τρομοκρατημένους Ταό-χους με την ανάποδη των σπαθιών τους, αναγκάζοντας τους να α­πομακρυνθούν από τον γκρεμό, αλλά αυτό τους δημιούργησε με­γαλύτερο ακόμα πανικό κι άρχισαν να επιτίθενται στους αξιω­ματικούς. Ο Αινείας εντόπισε έναν ηλικιωμένο, ο οποίος έδειχνε από τα ρούχα του ότι ήταν κάποιος αρχηγός, να τρέχει μανια­σμένα στην άκρη για να πέσει κάτω και ο Έλληνας αρχηγός τι­νάχτηκε για να τον πιάσει από πίσω. Την τελευταία στιγμή, ό­μως, ο έξαλλος γερο-φουκαράς περδουκλώθηκε μες στα ρούχα του, κάνοντας τον Αινεία να χάσει την ισορροπία του και με τα γερά του μπράτσα σφιγμένα γύρω από τη μέση του Έλληνα κα­τρακύλησαν κι οι δυο μαζί από τον γκρεμό για να πέσουν στους μακρινούς βράχους που έχασκαν από κάτω.

Τελικά έφτασαν οι Σπαρτιάτες του Χειρίσοφου και κατάφε­ραν, με δυσκολία, να θέσουν τέρμα στο μακελειό, αλλά αφού εί­χε γίνει πρώτα τρομερή καταστροφή. Από τις αρκετές χιλιάδες

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 471

ανθρώπων που στριμώχνονταν τρομοκρατημένοι πάνω στο βρά­χο λίγα λεπτά πριν, απέμεναν μόλις καμιά εκατοστή. Τα στρα­τεύματα μας τριγύρισαν τη λεία παγωμένη επιφάνεια της βουνο­κορφής με σπαραγμό μεταμέλειας, επειδή είχαν προκαλέσει αυ­τή την τραγωδία. Οι μόνοι ήχοι ήταν τα κλαψουρίσματα των παι­διών που είχαν διαφύγει το θάνατο, μια και τα χέρια των μητέρων τους ήταν απλώς γεμάτα από τα άλλα τους μωρά για να πετάξουν κι αυτά στον γκρεμό, και τα βελάσματα και τα μουγκανίσματα α­πό τα εκατοντάδες γαϊδούρια και πρόβατα που είχαν μείνει ζω­ντανά για μία ακόμα μέρα, εφοδιάζοντας ερήμην τους το στρά­τευμα με πολύ περισσότερες προμήθειες απ' όσες σκόπευε ποτέ να πάρει διά της βίας από τους κατοίκους. Το σαλεμένο μου μυα­λό δεν μπορούσε καν να κατανοήσει τα αισθήματα των Ταόχων υπερασπιστών που παρακολουθούσαν από την κορυφή του βου­νού, των σιωπηλών εκείνων αντρών που οι οικογένειες τους είχαν ξεκληριστεί από μια άσκοπη αυτοκτονία. Δεν είχαμε τρόπο να ε­πικοινωνήσουμε μαζί τους. Ο Ξενοφώντας διέταξε να ελευθερώ­σουν όλους τους ντόπιους κρατουμένους, ελπίζοντας ότι θα πή­γαιναν να βρουν τους υπερασπιστές στους λόφους και να τους πουν ότι τα λίγα παιδιά που έμειναν ζωντανά θα τα πήγαιναν στα κο­ντινότερα χωριά και θα τα έδιναν για φύλαξη στους κατοίκους ε­κεί μαζί με πλήρη αποθέματα από προμήθειες.

Εκείνη τη νύχτα όλος ο στρατός κατασκήνωσε σιωπηλά από θλί­ψη για συζύγους και παιδιά που δεν ήταν δικά του στη μικρή κλει­σούρα της επίπεδης κορυφής του βουνού. Όταν ξέφυγα κλεφτά από τα καθήκοντα μου για ν' αναζητήσω την Αστερία, δυσκο­λεύτηκα να τη βρω. Αφού την αναζήτησα για κάμποσο διάστημα στο στρατόπεδο των Ροδίων, τελικά ρώτησα διακριτικά τον Νι­κόλαο αν είχε ιδέα για το πού μπορούσε να μένει κι εκείνος μου έδειξε προς τη μεριά του γκρεμού πίσω από το στρατόπεδο. Τη βρήκα σύντομα, σφηνωμένη μέσα σε ένα σκοτεινό διάκενο ανά­μεσα σε δυο μεγάλους βράχους που δέσποζε στο μέρος όπου οι γυναίκες των Ταόχων είχαν τσακιστεί μαζί με τα παιδιά τους πά-

472 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

νω στα βράχια. Οι πλαγιές και ο πυθμένας του γκρεμού γέμιζαν τώρα από τις τρεμουλιαστές σκιές των τεράστιων νεκρικών πυρών που είχαν ανάψει εκεί κάτω οι Κρητικοί ορειβάτες, στους οποί­ους ο Ξενοφώντας είχε αναθέσει να περισυλλέξουν και να κάψουν τα σώματα και να τα φροντίσουν για τη δέουσα καταγραφή. Η Αστερία έμοιαζε απόμακρη και συμπεριφερόταν νευρικά και α­κατανόητα.

«Σου έφερα κάτι», είπα προσπαθώντας να δώσω μια νότα πα­ρηγοριάς στη φωνή μου. Σταμάτησα περιμένοντας κάποια αντί­δραση που δεν ήρθε και, ανίκανος να σκεφτώ τι άλλο να πω, ξε­δίπλωσα από ένα λαδωμένο κουρέλι ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψω­μί βουτηγμένο στο μέλι, που είχε γίνει μια από τις αγαπημένες της λιχουδιές στην πορεία. Τι απλά πράγματα την ικανοποιούσαν τώ­ρα, μετά την πλούσια ζωή που είχε ζήσει κάποτε!

Η Αστερία ταράχτηκε όταν είδε το φαγητό και γυρνώντας ξαφ­νικά την άκουσα ν' αναγουλιάζει σε μια μικρή κοιλότητα στο βρά­χο πίσω της, ν' αγωνίζεται να πάρει ανάσα όσο έκανε εμετό και ύστερα να στρέφεται και πάλι αργά για να με αντικρίσει. Από την πνιγηρή μυρουδιά που ένιωσα όταν κάθισα δίπλα της, συνειδη­τοποίησα ότι βρισκόταν εδώ για κάμποσο διάστημα.

Με κοίταξε με έναν τρόπο που μαρτυρούσε αν όχι καθαρή α­πέχθεια, κάτι ελάχιστα περισσότερο από αδιαφορία και πολύ λι­γότερο από αυτό που περίμενα. Γρήγορα η μορφή έγινε ανέκ­φραστη, αλλά το κενό βλέμμα που μόλις είχα δει μου είχε πει τα πάντα. Κάθισα βουβός, κοιτάζοντας μες στο σκοτάδι.

«Δεν είμαι καλά, Θέο», μουρμούρισε τελικά. «Η κοιλιά μου ανα­κατεύεται. Γυναικεία προβλήματα». Μαζεύτηκε άθελα της όταν ο ώμος μου ακούμπησε στο δικό της, λες και το δέρμα της είχε γίνει υπερευαίσθητο, σαν να είχε κάποιο σοβαρό κάψιμο από τον ήλιο.

Δίπλωσα το ψωμί και προσφέρθηκα να της φέρω κάτι πιο α­νακουφιστικό. «Σούπα; Οι Ροδίτες μόλις έσφαξαν μια κατσίκα και τη βράζουν τώρα...»

Η Αστερία πάνιασε και γύρισε αλλού το κεφάλι της. Έμεινα και πάλι σιωπηλός, ενώ αναρωτιόμουν τι λέξεις θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω. Ύστερα αποφάσισα τελικά να της ανοίξω την

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 473

καρδιά μου, μια και μαζί της είχα πει τα πάντα, και δεν είχε μεί­νει τίποτα να κρύψω.

«Αστερία, έχω αποδεχτεί τις υπηρεσίες σου προς τους Ροδί­τες. Παραδέχομαι τις ικανότητες σου. Παρέβηκα τα στρατιωτικά μου καθήκοντα για χάρη σου, σκότωσα έναν Έλληνα σύντροφο για σένα. Κι όμως, εσύ με αποφεύγεις... Σε βαραίνει πραγματικά τόσο πολύ η προδοσία απέναντι στον πατέρα σου; Πρέπει να κα­ταλάβω».

Δίστασε για μεγάλο διάστημα και πάλευα να δω τα μάτια και το πρόσωπο της μέσα στις όλο και μεγαλύτερες σκιές που έπεφταν στα βράχια όπου καθόταν. Η φωνή της έφτασε στα αφτιά μου μακρινή και τόσο χαμηλή, που έπρεπε να σκύψω μπροστά για να την ακούσω, καθώς μιλούσε χωρίς σχεδόν να κουνάει τα στεγνά, σκασμένα χείλη της.

«Δε μ' απασχολεί πια ο πατέρας μου. Τον πρόδωσα θανάσι­μα και δε θα μπορούσα να ξαναγυρίσω κοντά του. Ξέρει τι έχω κάνει, με καταράστηκε και με τιμωρεί μέσω άλλων, μέσα από τους θανάτους των πολύ κοντινών μου».

«Ποιων; Πώς το ξέρεις αφού δεν είναι εδώ; Πώς μπορεί καν να ξέρει για την προδοσία που λες εσύ ή για την τιμωρία που σου επιβάλλει;»

«Δεν μπορείς να δεις το σκοπευτή μες στο σκοτάδι, όμως αι­σθάνεσαι τη βουβή του πρόθεση, όταν το βέλος καρφώνεται στο λαιμό σου. Δεν μπορείς να δεις την πανούκλα, όμως είσαι μάρτυ­ρας των ανθρώπων που τουμπανιάζουν και μπλαβίζουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πατέρα μου».

Την κοίταξα και πάλι σαστισμένος. Ανίκανος να διακρίνω την έκφραση της, άπλωσα το χέρι για ν' αγγίξω το πρόσωπο της, πι­στεύοντας ότι ίσως υπέφερε από πυρετό, ενώ απορούσα με τις αλλαγές που είχα διακρίνει πάνω της τελευταία. Έδιωξε το χέρι μου εκνευρισμένη, μορφάζοντας στιγμιαία σαν να είχε κάποιο βαθύ πόνο.

«Θέο, δεν περιμένω να με καταλάβεις... αλλά πρέπει να μεί­νω μόνη τώρα αμέσως, χωρίς αντρική συντροφιά, θα είμαι καλά αύριο για την πορεία».

474 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Κούνησα το κεφάλι. Που να ξέρει κανείς τι συμβαίνει στις γυ­ναικείες καρδιές; Είναι πιο άστατες ακόμα κι από τους θεούς. Παρόλο που ο Δίας διαφεντεύει στον Όλυμπο, ποιος κανονίζει τις πράξεις του αν όχι η Ήρα και οι αντίζηλες της; Καθώς άρχισα να κατηφορίζω το μονοπάτι για τον καταυλισμό, στράφηκα για μία ακόμα φορά να τη δω. Είχε βυθιστεί στους συλλογισμούς της και με είχε αποδιώξει από το νου της, λες κι η διστακτική από­πειρα μου για συμφιλίωση δεν είχε συμβεί ποτέ. Μου έκαναν ε­ντύπωση τα λεπτά, τόσο εύθραυστα γυμνά της πόδια που είχε α­πλωμένα μπροστά της, χωρίς καν μια κουβέρτα για να τα ζεστά­νει, η τόσο τρωτή αμυντική της στάση, που ερχόταν σε πλήρη α­ντίθεση με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και τον τραχύ χιτώνα των Ρόδιων σφενδονητών.

Στο φως της πυράς είδα μια ανείπωτη θλίψη στο πρόσωπο της, ακόμα και λαχτάρα, καθώς κοιτούσε την ομάδα ενταφια­σμού να φροντίζει τις νεκρές μητέρες και τα παιδιά τους κάτω α­πό τον γκρεμό, και την παρακολούθησα καθώς έσφιγγε με τεντω­μένα και βασανισμένα δάχτυλα τη φλεγόμενη κοιλιά της.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

Ότι απ' όσα δίδει ο Ζευς πιθάρια δυο σιμά του έχει, το ένα των κακών, των αγαθών το άλλο. Και σ' όποιον δώσει ανάμεικτα ο βροντητής Κρονίδης, εκείνος πότ' έχει κακές, πότε αγαθές ημέρες, και σ' όποιον μόνον τα πικρά, τον κάμνει μαύρον κι έρμον, και στ' άγιο πρόσωπο της γης φρικτή τον σέρνει ανάγκη και ατίμητος από θεούς και ανθρώπους παραδέρνει.

ΟΜΗΡΟΣ*

* Ομήρου, Ιλιάς, ραψωδία Ω, στίχ. 527-533, μετάφραση: Ιάκ. Πολυλάς, εκδ. Ι. Γ. Βασιλείου, Αθήνα, 1963. (Σ.τ.Ε.)

1

ΣΚΕΤΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ήταν ο μόνος λόγος που μας έκανε να εξακο­λουθούμε να κινούμαστε μέρα με τη μέρα, η μόνη εξήγηση για το πώς καταφέρναμε ν' αντέχουμε, ακόμα και ν' αγνοούμε τα τρομερά που, σε παλιότερες εποχές, θα μας είχαν οδηγήσει σε απόγνωση. Να αγνοούμε, ναι... αλλά όχι να λησμονούμε. Δε λησμονήσαμε τί­ποτα. Όσο συνεχίζαμε να βαδίζουμε, ενδίδοντας στη συνήθεια, α­πωθούσαμε την αθλιότητα μας και τη συνεχή παρουσία του θα­νάτου και της αρρώστιας σιο πίσω μέρος του μυαλού μας. Ο φό­βος αντέχεται αν μετριαστεί και χτυπηθεί, ώσπου ν' αποκτήσει τη συγκεχυμένη μορφή συνήθειας. Αν όμως τον αφήσουμε να ξε­προβάλει, ν' αποκτήσει την αιχμηρή κόψη της αληθινής μορφής του, θα μας σκοτώσει στα σίγουρα σαν σκυθικό λεπίδι.

Ο στρατός είχε προχωρήσει μαχόμενος, βήμα βήμα, μέσα από εχθρικές περιοχές επί πέντε σχεδόν μήνες έπειτα από το θάνατο του Κύρου στα Κούναξα και είχαμε πια κατασταλάξει σε μια ρου­τίνα, από εγκαρτέρηση μάλλον παρά από επιΑογή. Το ηθικό είχε σταθεροποιηθεί σε ένα σκυθρωπό, χολωμένο αλλά υπάκουο επί­πεδο και οι άντρες σέρνονταν απλώς βουβά κάθε μέρα, απωθώντας όλες τις άλλες σκέψεις από το μυαλό τους, εκτός από το να επι­βιώσουν μέχρι να περάσει η μέρα, ανοίγοντας το βήμα τους και υ­ψώνοντας το βλέμμα τους μόνο όταν ήταν αναγκαίο να υπερασπι­στούν τους εαυτούς τους από επίθεση, ένα καθημερινό σχεδόν συμ­βάν. Τελικά, πάντως, ο καιρός άρχισε να ξανοίγει, ολόκληρες ώ­ρες στην αρχή κι ύστερα, προς το τέλος, ολόκληρες μέρες, όταν ο ασθενικός ήλιος δυνάμωσε αρκετά για να αρχίσει να λιώνει τα χιό­νια, και οι σταλακτίτες που γυάλιζαν πάνω στα καχεκτικά δέντρα έσταζαν νωθρά, σχεδόν απρόθυμα, δημιουργώντας λασπερές λακ-

478 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

κούβες από κάτω. Ο άνεμος, αν και ήταν ακόμα τσουχτερός, κα­θώς κατέβαινε δυνατά μέσα από τα στενά και τα ορεινά περά­σματα, κουβαλούσε τώρα μια αδιόρατη μυρουδιά καινούριας βλά­στησης και φρέσκιας υγρασίας μάλλον, παρά στείρου και παγω­μένου θανάτου. Απ' όταν κατεβήκαμε απ' τα βουνά, διανύαμε δια­κόσια τριάντα χιλιόμετρα την εβδομάδα, παλεύοντας σε κάθε βή­μα της πορείας μας με τους Χάλυβες, μια μοχθηρή φυλή, την πρώ­τη που συναντήσαμε να φοράει ολόκληρες πανοπλίες, γερές και άρ­τιες σαν αυτές των οπλιτών μας, και οι οποίοι ήταν προετοιμα­σμένοι, ακόμα και διψασμένοι, για μάχη εκ του συστάδην με τις εξασθενημένες δυνάμεις μας. Οι άντρες της φυλής φορούσαν λι­νούς θώρακες που έφταναν μέχρι τα αχαμνά τους, καθώς και πε­ρικνημίδες και ανθεκτικά κράνη, αντίθετα απ' όλες τις άλλες φυ­λές που είχαμε συναντήσει. Έφεραν τεράστια ακόντια και στη ζώ­νη τους μακριά ξίφη σαν τους Σπαρτιάτες. Χάσαμε δεκάδες ά­ντρες από τις αστραπιαίες επιδρομές και επιθέσεις τους προτού τε­λικά καταφέρουμε να τους αποκρούσουμε σε μία από τις πολλές μάχες, την οποία μου είναι πολύ κουραστικό να διηγηθώ τώρα.

Οι οδηγοί μάς είπαν ότι η θάλασσα, και η ασφάλεια μας, α­πείχε όχι περισσότερο από τριακόσια δέκα χιλιόμετρα, μισό μή­να πορεία, αν και ο Ξενοφώντας φάνηκε απρόθυμος να δώσει πί­στη στην πληροφορία αυτή και στην άσκοπη αναπτέρωση της ελ­πίδας των εξαντλημένων στρατιωτών. Παρ' όλα αυτά απλώθηκε ταχύτατα η φήμη ότι πλησιάζαμε στον τελικό μας σταθμό και το βήμα των αντρών επιταχύνθηκε αισθητά, η κουτσαμάρα τους φά­νηκε να επανορθώνεται κάπως και τώρα πια κουβαλούσαν τις α­σπίδες τους με περισσότερη αυτοπεποίθηση.

Και τότε φτάσαμε στο ποτάμι. Το πρόσφατο λιώσιμο του χιονιού είχε ανεβάσει τα παγωμέ­

να νερά του Άρπασου* σε υπερβολικά ψηλό επίπεδο για μια α­σφαλή διάβαση. Από όλα τα ποτάμια που είχαμε διασχίσει με ε­πιτυχία τον προηγούμενο μισό χρόνο, αυτός ο χείμαρρος, που

* Άρπασος: παραπόταμος του Καρικού Μαιάνδρου που πηγάζει από τον Ταύ­ρο, ο σημερινός Ακτσάι (Λευκός Ποταμός). (Σ.τ.Μ.)

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 479

δεν ήταν καν σημειωμένος στους πρόχειρους χάρτες που έφτια­χναν οι μάντεις μας, μας καθήλωσε επιτόπου. Τα λασπωμένα νε­ρά ήταν τόσο αδιαφανή, ώστε ήταν αδύνατο να καταλάβουμε α­κόμα το βάθος του ποταμού. Ο Ξενοφώντας έστειλε έφιππους α­νιχνευτές και προς τις δυο μεριές για να προσπαθήσουν να βρουν ένα υποφερτό πέρασμα και με τη δύση του ήλιου οι δύο ομάδες είχαν επιστρέψει. Το απόσπασμα που είχε ανιχνεύσει προς το νότο δεν είχε καταφέρει να βρει πέρασμα και ανέφερε στην πραγ­ματικότητα ότι ο ποταμός ενωνόταν με άλλο παραπόταμο αρκε­τά μίλια πιο κάτω, πλαταίνοντάς τον ακόμα περισσότερο και κά­νοντας τον πολύ πιο επικίνδυνο. Οι ανιχνευτές που είχαν πάει βό­ρεια υπήρξαν κάπως πιο τυχεροί, αφού είχαν συναντήσει μια κυ­νηγετική ομάδα ντόπιων Χαλύβων, τους οποίους είχαν πιάσει και είχαν αναγκάσει να τους ακολουθήσουν.

Ο αρχηγός τους ήταν ένα δύστροπο και στριμμένο άτομο, έ­νας κυνηγός με το απαίσιο όνομα Χάρωνας, που ήταν εξοικειωμέ­νος με το ποτάμι και συμφώνησε κάτω από πίεση να μας οδηγή­σει σε ένα σημείο που ισχυρίστηκε ότι ήταν διαβατό, αν και ως ένα βαθμό δύσκολο. Με τον Χάρωνα να οδηγεί το κύριο μέρος, οι βαριά οπλισμένοι προχώρησαν αντίθετα στο ρεύμα δύο μέρες πάνω σε βραχώδες έδαφος και μέσα από δασωμένες λαγκαδιές, ενώ ο Ξενοφώντας τους ακολουθούσε με ένα μικρότερο τμήμα ε­λαφρά οπλισμένων για να προστατεύει τα νώτα μας και τις λίγες προμήθειες που είχαν απομείνει στις ξεχαρβαλωμένες σκευοφό-ρους και τα έλκηθρα. Φτάνοντας τελικά στο συγκεκριμένο ση­μείο που είχε υποδείξει ο Χάρωνας, είδαμε ότι το ποτάμι εξακο­λουθούσε να φαίνεται το ίδιο γρήγορο και βαθύ όπως και πριν, μολονότι ο Χάρωνας ορκιζόταν ότι στο σημείο αυτό μπορούσε να το διαβεί ο στρατός, με τις δέουσες προφυλάξεις. Βλέποντας κατευθείαν δυτικά προς τα εκεί που βρισκόταν το πέρασμα, ο ή­λιος, βασιλεύοντας, είχε βάψει κατακόκκινο σαν αίμα τον ουρα­νό, αντανακλώντας το διαβολικό του χρώμα μες στα σκοτεινά νε­ρά και στους κιτρινωπούς αφρούς των ορμητικών ρευμάτων, και το στομάχι μου σφίχτηκε. Αισθάνθηκα και πάλι τον ακατανόητο ψαλμό και σκοτεινές, ελάσσονες συγχορδίες του συρακούσιου χο-

480 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ρου ν' αναβλύζουν από τα σπλάχνα μου, σαν μάγμα που βουίζει ανταριασμένο υπόγεια, απειλώντας να τιναχτεί μέσα από την ψυ­χή μου.

Οι λόφοι σ' εκείνη την πλευρά του ποταμού ήταν κατάφυτοι και ενώ οι μισοί από τους στρατιώτες έστηναν στρατόπεδο, μά­ζευαν ξύλα για τη φωτιά και σήκωναν αμυντικά περιτειχίσματα και χαρακώματα, ο Ξενοφώντας διέταξε τους υπόλοιπους να μπουν στο δάσος, να κόψουν μικρά δέντρα και να τα δέσουν σφι­χτά για να φτιάξουν σχεδίες. Δεν είχε ψευδαισθήσεις, βέβαια, ό­τι μπορούσαμε να κατασκευάσουμε αρκετά μεγάλο αριθμό πλεού­μενων για όλους τους άντρες και τα ζώα -οι περισσότεροι από τους οποίους θα έπρεπε να αναπτύξουν γρήγορα τις ικανότητες τους στο κολύμπι και την πλοήγηση-, εντούτοις, ήλπιζε ότι έστω και με λίγες σχεδίες θα καταφέρναμε να περάσουμε απέναντι με­ρικούς τραυματισμένους και τα περισσότερα από τα εφόδια μας, χωρίς να βάλουμε σε μεγαλύτερο κίνδυνο τις ζωές μας.

Τρεις μέρες ήμαστε απασχολημένοι με αυτή τη δουλειά, κά­τω από ραγδαία και παγωμένη βροχή που έπεφτε κατά περιό­δους και έκανε το ποτάμι να φουσκώσει ακόμα περισσότερο. Όσοι από τους στρατιώτες δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν, δη­λαδή οι περισσότεροι, συνέχιζαν τη δουλειά τους με σκληρή α­ποφασιστικότητα, αν και, ακόμα και οι σκληροί Σπαρτιάτες, που δε θα δίσταζαν να ορμήσουν σε μια εκ παρατάξεως μάχη εναντίον επιτιθέμενων Σκυθών ιππέων, ήταν ταραγμένοι σαν παιδιά στη σκέψη ότι θα περνούσαν το μανιασμένο ορμητικό ποτάμι που α­ντίκριζαν τώρα. Οι Σπαρτιάτες είναι στεριανοί και μισούν τα υ­δάτινα περάσματα, μολονότι θα πίστευε κανείς ότι, φτάνοντας ως εδώ, θα έπρεπε να τα είχαν συνηθίσει πια. Αυτό το βρυχώμε-νο, φονικό ρεύμα, όμως, κουβαλούσε μες στην ιλύ του το φόβο και την παράφορα άγνωστων χωρών εκατοντάδες μίλια αντίθετα στο ρεύμα, το χιόνι και το μυστήριο ακατοίκητων περιοχών, ίσως α­κόμα και τρομερών πλασμάτων και παράξενων θεών που ελλο­χεύουν κάτω από την επιφάνεια του. Κάποιος στην ηλικία που εί­χα τότε, γεμάτος ζωή, είναι φυσικό να μην προβλέπει ή να μη με­λετά τόσο το θάνατο του, όσο τις ζωές των απογόνων του χίλια ή

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 481

δυο χιλιάδες χρόνια στο μέλλον. Αν ήταν να τον βρει ο θάνατος, αυτό θα αποτελούσε μεγάλη, απροσδόκητη έκπληξη, χωρίς σχε­δόν να τον οδηγήσει να συλλογιστεί τη σημασία ή τον αντίκτυπο του. Εκείνες τις τρεις μέρες, όμως, που είχαμε καρφωμένα τα μά­τια στο ποτάμι, μεγάλωσα κατά πενήντα χρόνια κι αφιέρωσα τό­σες σκέψεις στο θάνατο μου, όσες και τώρα στα γεράματα μου, που με περιτριγυρίζει και δεν μπορώ ν' αποφύγω να τον σκέφτομαι.

Την καθορισμένη μέρα ο καιρός είχε καθαρίσει κάπως, αλλά οι ουρανοί εξακολουθούσαν να είναι αγριεμένοι. Οι μάντεις θυ­σίασαν τα δύο μικρότερα πρόβατα που μας απέμεναν, αντί για τα αρνιά που θα ευχαριστούσαν περισσότερο τους θεούς του ποταμού, κόβοντας τα λαρύγγια τους έτσι ώστε να τιναχτεί το αίμα μέσα στο νερό. Χωρίς να περιμένουμε καν τους ιερείς να μαντέψουν την α­πάντηση των θεών, ή ίσως σκόπιμα αγνοώντας την από φόβο, ο Ξε­νοφώντας διέταξε τον Χάρωνα να οδηγήσει τον πρώτο στολίσκο α­πό μικρά πλεούμενα για να περάσει απέναντι, φορτωμένο τον κα­θένα μέχρι πάνω με το πολύτιμο σιτάρι μας, ενώ απέμειναν σ' ε­μάς τα όπλα και οι πανοπλίες, λίγα πρόβατα που βέλαζαν και οι τρομαγμένοι τραυματίες. Οι στρατιώτες κρατούσαν γερά τις σχε­δίες από τα πλάγια, αυτοί που μπορούσαν να κολυμπήσουν είχαν γραπωθεί από την πλευρά ενάντια στο ρεύμα, φωνάζοντας εν­θαρρυντικά σε όσους δεν ήξεραν να κολυμπούν, ενώ πιέζονταν α­πό τα ορμητικά νερά, πανικόβλητοι, πάνω στις αντίθετες από το ρεύμα πλευρές της σχεδίας, παρακαλώντας τους θεούς να τους δώ­σουν δύναμη να κρατηθούν μέσα στο παγωμένο νερό. Είχα ακού­σει όταν ήμουν μικρός ότι το άλειμμα του κορμιού με λάδι βοη­θούσε τους κολυμβητές να διατηρήσουν το σώμα τους ζεστό κι έ­τσι, αφού το θύμισα στον Ξενοφώντα, έδωσε εντολή ν' ανοιχτούν τα πολύτιμα βαρέλια με το λάδι, που τα κουβαλούσαμε για να α­λείφουμε τους νεκρούς, και να δοθεί σε κάθε άντρα από μια κού­πα για να αλείψει το σώμα του. Κάθε κολυμβητής είχε προσαρ­μοσμένα στο στήθος και στην πλάτη του μικρά κομμάτια από κομ­μένους κορμούς που θα του επέτρεπαν να επιπλεύσει, αν ξέφευγε από τη σχεδία, όσο τουλάχιστον χρειαζόταν για να βγει στην ξη­ρά ακολουθώντας το ρεύμα, προτού πεθάνει από το κρύο ή πνιγεί.

482 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Οι στρατιώτες μπήκαν στο νερό γυμνοί, όπως συνήθιζαν, φο­ρώντας μόνο τα σανδάλια τους, και ο καθένας κουβαλούσε κάνα δυο ασημένια νομίσματα, από τα ελάχιστα που τους είχαν απο­μείνει από τον τελευταίο τους μισθό, χωμένα στα μάγουλά τους για ασφάλεια. Ο Χειρίσοφος αστειευόμενος μακάβρια είπε πως το μέτρο αυτό θα γλίτωνε τους επιζώντες από το έξοδο του οβο­λού που θα έπρεπε να βάλουν στο στόμα των πεθαμένων για να πληρώσουν τα τελευταία του διόδια, αν το πέρασμα δεν ήταν πε­τυχημένο. Καθώς οι πρώτες σχεδίες με τους στρατιώτες μπήκαν στο νερό, αυτοί που ήταν στην ακτή παρακολουθούσαν την πο­ρεία των συντρόφων τους με ελπίδα κι ύστερα άρχισαν να ασχο­λούνται με τις δικές τους ετοιμασίες.

Το ένα τρίτο του στρατού είχε μπει στο ποτάμι, με την ε­μπροσθοφυλακή να έχει διανύσει τα τρία τέταρτα της απόστασης, όταν μανιασμένες κραυγές υψώθηκαν από τη σχεδία που βρι­σκόταν ακριβώς πίσω από αυτή του Χάρωνα και όταν κοιτάξαμε είδαμε το πλεούμενο να έχει μπατάρει σχεδόν κάθετα από τη μια μεριά και το ορμητικό νερό να το χτυπάει στην πλευρά που ήταν αντίθετα στο ρεύμα και να σχηματίζει ένα φράγμα από αφρούς, ενώ τα πόδια και τα χέρια ενός αναποδογυρισμένου στρατιώτη πε-τάριζαν εδώ κι εκεί καθώς πάλευε να κρατηθεί. Η άλλη πλευρά της σχεδίας είχε κολλήσει γερά πάνω σε έναν τεράστιο ογκόλιθο, αόρατο πριν μέσα στα ορμητικά νερά, αλλά ολοφάνερο τώρα πί­σω από έξι άντρες που βρίσκονταν μέχρι τους γοφούς μέσα στο παγωμένο νερό, καθώς τραβολογούσαν αδέξια μπρος πίσω τη σχεδία, με τους δεμένους κορμούς να τους εμποδίζουν σε κάθε τους βήμα, προσπαθώντας μανιασμένα να την ξεκολλήσουν. Μια ακόμα σχεδία κατευθυνόταν γρήγορα καταπάνω τους, με το πλή­ρωμά της να ανεβοκατεβάζει τα κεφάλια γύρω από τις τρεις πλευ­ρές φωνάζοντας από πανικό και προσπαθώντας χωρίς επιτυχία ν' αποφύγει τον ογκόλιθο. Η δεύτερη σχεδία, μπλεγμένη στο ίδιο απαίσιο ρεύμα, συντρίφτηκε πάνω στην πρώτη, σπάζοντας κι οι δυο σαν παιδικά παιχνίδια, ανατρέποντας τις προβλέψεις και στέλνοντας τριάντα άντρες να επιπλέουν ουρλιάζοντας μέσα στο καταψυγμένο νερό, γραπωμένοι πάνω σε βράχους, σε κομμάτια

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 483

από σχεδίες και ο ένας από τον άλλο, καθώς παρασύρονταν από το ρεύμα και χάνονταν από τα μάτια μας.

Ακόμα κι από αυτή την απόσταση μπορούσα να δω το τρο­μαγμένο ύφος στο πρόσωπο του Χάρωνα, καθώς έβλεπε μέρος του στρατού που ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να οδηγήσει με α­σφάλεια στην απέναντι όχθη του ποταμού να εξαφανίζεται πα­ρασυρμένο από το ρεύμα χωρίς κανένα ίχνος. Έκανε απεγνω­σμένα νοήματα σε αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο νερό να στα­ματήσουν την προσπάθεια να περάσουν τον ποταμό και να κι­νηθούν κατευθείαν καμιά εκατοστή μέτρα αντίθετα στο ρεύμα, για ν' αποφύγουν τον ύπουλο βράχο που είχε ήδη καταστρέψει δύο σχεδίες. Καταλαβαίναμε όλοι τη λογική αυτής της λύσης, αν και αυτοί που βρίσκονταν ήδη αρκετή ώρα στο νερό είχαν μου­διάσει από το στήθος και κάτω και ορισμένοι είχαν σπασμούς. Η σκέψη ότι θα παρέμεναν στο νερό για τον επιπλέον χρόνο που θα χρειαζόταν για την αλλαγή πορείας ήταν σχεδόν παραπάνω από δυσβάσταχτη. Όσοι βρίσκονταν ακόμα στη στεριά έτρεξαν γρήγορα αντίθετα στο ρεύμα προς το καινούριο σημείο περάσμα­τος, σέρνοντας μαζί τους τις σκευοφόρους και τις προμήθειες, και ύστερα οι στρατιώτες έστρωσαν πλάκες για να μπουν μες στο νερό και να φτάσουν αυτούς που προηγούνταν, πετώντας τους κοντά σκοινιά, κουβέρτες, κλαδιά, οτιδήποτε μπορούσαν να βρουν για να βοηθήσουν τους ξυλιασμένους τους συντρόφους να καλύψουν την τελευταία απόσταση.

Όταν ολόκληρος ο στρατός είχε στραφεί προς τα πάνω, στο νέο σημείο διάβασης, παρατηρήσαμε ότι ο Χάρωνας είχε ξεφορτώ­σει το πλεούμενο του στην απέναντι ακτή και μαζί με μερικούς α­πό τους δυνατότερους κολυμβητές του στρατεύματος είχε ξαναμπεί στον ποταμό κι επέστρεφε προς τον όγκο του στρατού, βρίζοντας στην ακατάληπτη βαρβαρική του διάλεκτο και τραβώντας μέσα στο σκάφος όποιους στρατιώτες συναντούσε καταμεσής του ρεύ­ματος που βρίσκονταν στα πρόθυρα να καταποντιστούν.

Παρά τις προσπάθειες του, χάθηκαν περίπου δώδεκα άντρες ακόμα, μια και υπήρχαν δύο σχεδίες επίσης με το πολύτιμο φορ­τίο τους από προμήθειες, ενώ διέσχιζαν το ποτάμι.

484 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Οι άντρες απομακρύνθηκαν στρατοπεδεύοντας στην άλλη ό­χθη για τις επόμενες δυο μέρες, γυμνοί και μπλάβοι από το κρύο, με τα πόδια να αιμορραγούν από το παγωμένο και γεμάτο αγκά­θια έδαφος πάνω στο οποίο είχαν βαδίσει ολόκληρα χιλιόμετρα από το σημείο που είχαν βγει στη στεριά, κάποιοι σέρνοντας τα σπασμένα μέλη τους στραπατσαρισμένα από τα χτυπήματα που είχαν δεχτεί πάνω στα βράχια του ποταμού η από τις ίδιες τις σχε­δίες. Δεν υπήρχε κανένας που να μην έχει σοβαρούς μώλωπες, α­κόμα κι εγώ ο ίδιος, και μείναμε στρατοπεδευμένοι επί τρεις μέ­ρες γιατρεύοντας τις πληγές μας και προσπαθώντας να ζεστά­νουμε τα ξυλιασμένα μας κορμιά, ενώ στο μεταξύ είχαν αποστα­λεί ερευνητικές ομάδες αντίθετα στο ρεύμα και προς τις δύο πλευ­ρές, σε μια προσπάθεια να βρεθούν τυχόν επιπλέον επιζώντες που μπορεί να είχαν χάσει το δρόμο τους. Μία από τις ερευνητικές ο­μάδες δεν ξαναγύρισε ποτέ και μαντέψαμε την τύχη τους από τους περιχαρείς χλευασμούς των γουνοντυμένων μελών της φυλής που μας κουνούσαν κοροϊδευτικά τα ακόντια τους από την άλλη πλευ­ρά του ποταμού τη δεύτερη νύχτα της παραμονής μας. Σε αντα­πόδοση για τις αμφίβολες υπηρεσίες και την άτοπη καθοδήγηση του Χάρωνα, ο Χειρίσοφος διέταξε να του κόψουν το κεφάλι και να το στείλουν με έναν καταπέλτη, που έφτιαξαν πρόχειρα από έ­να ευλύγιστο νεαρό δεντράκι, στους φλύαρους συμπατριώτες του στην αντικρινή όχθη του ποταμού. Αφού έλαβαν το προσεκτικά δι­πλωμένο δέμα από το μέρος που προσγειώθηκε στην όχθη του ποταμού και το εξέτασαν, ξεκίνησαν ένα εξαγριωμένο χορωδια­κό θρηνολόγημα συνοδευόμενο από κατάρες, αλλά στο τέλος δε μας ξαναενόχλησαν πια.

Εκείνη τη νύχτα βγήκα κλεφτά μόνος κάτω από ένα φεγγάρι τό­σο ωχρό και παγωμένο όσο και το μάτι ενός τυφλού, τυλιγμένος σε μια δανεική λυκοπροβιά, αποθώντας ή και στερούμενος τη συ­ντροφιά της Αστερίας, όπως συνέβαινε εδώ και εβδομάδες. Περ­πάτησα ώσπου έφτασα σε μια αχανή, γυμνή πεδιάδα σκεπασμέ­νη από χαμηλή βλάστηση. Δε φοβόμουν το σκοτάδι, τον αντα-

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 485

ριασμένο ουρανό των ομηρικών επών, αφού δεν υπήρχε μεγαλύ­τερη νύχτα από τη σκοτεινιά που αισθανόμουν μέσα μου. Καθώς περπατούσα, το στήθος μου σφίχτηκε από έναν προϋπάρχοντα τρόμο και πήρα βαθιά ανάσα εισπνέοντας το μυρωδάτο νυχτερι­νό αέρα. Από όλα τα αρώματα που μπορούν να εκμαιεύσουν συ­ναίσθημα και αναμνήσεις -του καπνού μιας φωτιάς από ξύλα, του ζεστού από τον ύπνο σώματος μιας γυναίκας κάτω από τα σκεπάσματα, της κιμωλίας πάνω σε μια παιδική πλάκα- δεν υ­πάρχει ίσως κανένα άρωμα τόσο παρηγορητικό και απειλητικό ταυτόχρονα όσο το άρωμα του φεγγαριού. Το άρωμα του φεγγα­ριού. Ζητώ από τον αναγνώστη να συλλογιστεί, να στραφεί μέσα του και προσεκτικά, αργά, να εισπνεύσει το γαλήνιο αέρα της νύ­χτας· δε θα αποφύγει να διαπιστώσει ότι το άρωμα της νύχτας εί­ναι διαφορετικό στο φεγγαρόφωτο. Το φεγγάρι παρηγορεί με το φως που σκορπίζει πάνω στο σκοτάδι, αλλά και φοβίζει τονίζο­ντας υπερβολικά το ίδιο το σκοτάδι και το μυστήριο που εξακο­λουθεί να παραμένει στις σκιές, εκεί που δε φτάνει το φεγγάρι. Ακόμα κι ένας τυφλός, ανίκανος να διακρίνει το φως, γνωρίζει με σιγουριά ότι λάμπει το φεγγάρι και θα νιώσει ταυτόχρονα και μια εσωτερική παρηγοριά και κάποιο άσχημο προαίσθημα από αυ­τή τη γνώση. Είναι απλώς θέμα αναπνοής.

Βάδιζα μέσα στην ψυχρή νύχτα για πολλές ώρες, βυθισμένος στις σκέψεις μου, στο θυμό μου για τις άσκοπες απώλειες της διά­βασης του ποταμού και για τη δική μου απώλεια της Αστερίας, α­φού είχε μείνει τόσο ψυχρή και απόμακρη απέναντί μου όσο κι έ­να άστρο που τρεμοπαίζει, έπειτα από τη συνάντηση μας στους γκρεμούς πριν από εβδομάδες. Τελικά, σε μια κατάσταση σωμα­τικής και ψυχικής εξάντλησης, έπεσα μπρούμυτα πάνω στα ευω-διαστά φύλλα, τους ασφόδελους στο όνειρο του Ξενοφώντα. Ξα­πλωμένος σαν νεκρός, άφησα το πνεύμα μου να πλανηθεί στην προηγούμενη ζωή μου, στις ώρες που πέρασα στην αγκαλιά της μάνας μου, στο αιθέριο τραγούδι του Αηδονιού, στην περηφάνια που είδα να αστράφτει στο πρόσωπο του πατέρα του όταν άκουγε επαίνους για τον Ξενοφώντα από τους άλλους ευγενείς της πόλης, στην οργή του όταν πληροφορήθηκε την αναχώρηση του γιου του.

486 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Το μεγαλείο, η θέρμη και το κέφι, η πληθωρικότητα του πα­ρελθόντος μου, η ευθυμία της ζωής στην Αθήνα, η απονήρευτη χα­ρά της νιότης συντρίβονταν στην αντιπαράθεση τους με την πα­ρούσα μου κατάσταση και μόνο ύστερα από μεγάλη προσπάθεια ανάγκασα το νου μου να στραφεί κάπου αλλού. Είναι αδυναμία του ανθρώπου να αφήνει τις σκέψεις του να τον ρίχνουν έτσι σε άσκοπη μελαγχολία, παρ' όλα αυτά δεν είχα τη δύναμη να κου­νηθώ από τη θέση μου, ούτε καν ν' ανοίξω τα μάτια μου. Το κορ­μί μου ήταν εξουθενωμένο, είναι η αλήθεια, αλλά ακόμα και κά­τω από τις σκληρότερες συνθήκες, σε διαστήματα που είχα βρε­θεί κοντά στο θάνατο, κατάφερνα πάντα να μετακινήσω το σώμα μου. Αυτό, όμως, ήταν διαφορετικό, κάτι που δεν είχα ξανανιώ­σει - μια πλήρης συναισθηματική εξουθένωση, μια αποστράγγι­ση ακόμα και της ίδιας της επιθυμίας μου για ζωή, μια συντριβή του πνεύματος τόσο απόλυτη, ώστε το σώμα μου, σκληραγωγη­μένο και ισχνό καθώς ήταν από την πολύμηνη εκστρατεία, είχε ακινητοποιηθεί πλήρως.

Ύστερα από αρκετή ώρα βρήκα τη δύναμη να γυρίσω ανά­σκελα και ν' ανοίξω τα μάτια μου και χάζευα με θαυμασμό τον ξάστερο και παγωμένο νυχτερινό ουρανό. Στην αχανή πεδιάδα πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος και η οποία δεν είχε ούτε έ­να δέντρο, με το θόλο τ' ουρανού να απλώνεται από ορίζοντα σε ορίζοντα, το φως από τα εκατομμύρια των άστρων ήταν εξουθε­νωτικό. Όταν γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι, είδα το φως των α­στεριών ν' αντανακλάται σε δισεκατομμύρια εκτυφλωτικές στα­γόνες παγωμένης δροσιάς που είχαν σχηματιστεί πάνω στο χορ­τάρι και στα φύλλα των λουλουδιών, σβήνοντας τη γραμμή του ο­ρίζοντα που δίνει στους ανθρώπους τον προσανατολισμό και την ισορροπία τους, την αίσθηση συμμετρίας και την πραγματική τους θέση πάνω στη γη, αφήνοντας με να ταξιδεύω στον αιθέρα. Ένιωσα σαν να ήμουν τριγυρισμένος από όλες τις μεριές από ατέ­λειωτα στίγματα φωτός, που με βαστούσαν από κάτω και μ' έπνι­γαν από πάνω, τρεμοπαίζοντας και λαμπυρίζοντας, και τελικά πάλλονταν με ένα ρυθμό που έμοιαζε όλο και περισσότερο με το χτύπο της καρδιάς μου, ενώ το αρχαίο συρακούσιο μέλος από τα

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 487

παιδικά μου χρόνια ξεχείλισε από τα βάθη των σπλάχνων μου, α­κατάσχετα, απειλώντας να εκραγεί ανά πάσα στιγμή και να πνί­ξει ολοκληρωτικά τις σκέψεις και την ύπαρξη μου. Ένιωσα σαν να είχα πνιγεί ή τρελαθεί, μια και τα φώτα γύρω, πάνω και κάτω από μένα πλέκονταν και με ωθούσαν προς τα κάτω, λες και με πα­ράσερναν στη δίνη της Χάρυβδης, ενώ το ακατανόητο χορικό μέ­σα μου ξεσπούσε σε ένα εκκωφαντικό μουγκρητό. Θα τρελαινό­μουν αν δεν έβαζα ένα τέλος σε όλο αυτό· συγκεντρώνοντας όση δύναμη μου είχε απομείνει ή μου δόθηκε μες στην απόγνωση μου από κάποιο περαστικό θεό που με λυπήθηκε, ανακάθισα και ούρ­λιαξα με όλη μου την ψυχή, βγάζοντας μια μανιασμένη, βρα-χνιασμένη, στεντόρεια κραυγή που έπειτα από δευτερόλεπτα με άφησε ξέπνοο και βραχνιασμένο.

Καθώς έσβηνε η κραυγή μου, ο εξοργιστικός τρόμος της ε­σωτερικής μουσικής σταμάτησε αμέσως και ο μυρωμένος αέρας της νύχτας ξαναγύρισε ορμητικά στα πνευμόνια μου. Τα άστρα επέστρεψαν στις κανονικές τους θέσεις και οι σπίθες της πάχνης ξαναμπήκαν σε τάξη, απλωμένες κατά μήκος του ορίζοντα, χω­ρίς ν' απειλούν πια να ξαναφύγουν από τη σειρά τους. Κάθισα σαν παράλυτος, χαζεύοντας την πεδιάδα γύρω μου, λες και βρισκό­μουν στη Χώρα των Ονείρων, όπου κατοικούν τα σβησμένα φα­ντάσματα των θνητών, ακούγοντας με θαυμασμό τη σιωπή, με την ίδια προσήλωση που είχα ακούσει την επικείμενη εισβολή της τρέλας, προκαλώντας τη να επιστρέψει, αναγκάζοντας τη θέ­λησή μου να την αντιμετωπίσει και να την αψηφήσει, ακόμα και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να επαναφέρω στη μνήμη τις διαβολι­κές αρμονίες που είχαν κατακλύσει ολοκληρωτικά το είναι μου μια στιγμή πρωτύτερα. Η ψυχή μου είχε επιστρέψει και πάλι σε μέ­να και είχε προσκολληθεί γερά στις σκοτεινές κοιλότητες του αν­θρώπινου σώματος στις οποίες ελλοχεύει σαν νυχτερίδα στο σκο­τάδι, με μάτια σπινθηροβόλα από την επαγρύπνηση.

Ενώ καθόμουν μέσα στην απέραντη σιωπή, κατά περίεργο τρόπο ακούστηκε ένας απαλός ήχος, τόσο απαλός, που νόμισα ό­τι δεν τον άκουσα κι όμως, παρ' όλα αυτά, τόσο κοντινός, που ση­κώθηκαν οι τρίχες στο σβέρκο μου. Πάγωσα κι άκουσα με ακό-

488 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

μα μεγαλύτερη προσοχή· έφτασε και πάλι στ' αφτιά μου ο ίδιος, σχεδόν αδιόρατος ήχος τριβής, ένα ελάχιστο γδάρσιμο, μερικά ε­κατοστά από εκεί που καθόμουν. Έγειρα σιωπηλά στο πλάι και ακούμπησα το πρόσωπό μου κοντά στο έδαφος, στο σημείο από όπου νόμισα ότι ερχόταν ο θόρυβος. Σταμάτησε για ένα διάστη­μα που μου φάνηκε ολόκληρη ζωή, λες και ο δημιουργός του συλ­λογιζόταν τι έννοια να δώσει σ' αυτό το πλάσμα με το μεγάλο κε­φάλι που είχε ακουμπήσει το μαλλιαρό και ιδρωμένο σώμα τόσο κοντά του. Διέκρινα να ξεπροβάλλει αργά κάτω από τα μάτια μου και ν' αντιφεγγίζει απαλά μέσα στη γυαλιστερή μαυρίλα η ημι-διαφανής λάμψη ενός σκουληκιού που έβγαινε προσεκτικά στα τυφλά από τη μικροσκοπική του τρύπα, την οποία είχε σκάψει α­ναλώνοντας ολόκληρη τη ζωή του. Τα μικροσκοπικά μόρια χώ­ματος που παραμέριζε καθώς προχωρούσε αργά προκάλεσαν το απαλότερο γρατσούνισμα στα υπερευαισθητοποιημένα αφτιά μου και, καθώς ένα ακόμα σκουλήκι ξεπρόβαλε από τη δική του τρύ­πα λίγα εκατοστά παραπέρα, άκουσα κι άλλο απαλό γρατσούνι­σμα που προκλήθηκε από το ελάχιστο χώμα το οποίο παραμερί­στηκε από την κορυφή της τρύπας του.

Μέχρι σήμερα, δεν είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα που προκάλεσε στο πνεύμα μου αυτή η φευγαλέα επισκόπηση ενός μι­κρόκοσμου· γιατί μετά την περιπλάνηση της ψυχής μου στο πα­ρελθόν της και τη σχεδόν μοιραία συντριβή του είναι μου από την περιστροφή ουρανού και γης, αυτή η μικρή δόση της πιο α­πτής πραγματικότητας -ένα παλλόμενο, λαμπερό σκουλήκι που έσφυζε από ζωή, σπρώχνοντας έναν κόκκο χώμα από την τρύπα του κάτω από το φως των αστεριών- έμοιαζε να είναι το αντίδο­το για την αβέβαια ισορροπημένη αίσθηση αρμονίας μου. Παρα­κολουθούσα το σκουλήκι χωρίς να σαλεύω σχεδόν όλη την υπό­λοιπη νύχτα, ανακτώντας αργά τη δύναμη μου, καθώς το πνεύμα μου ξεκουραζόταν και το μυαλό μου άδειαζε από όλους του τους φόβους για το χτες και τις ανησυχίες για το αύριο. Παρατηρού­σα το σκουλήκι και δε σκεφτόμουν παρά μόνο ότι ήταν πολύ α­πασχολημένο να σπρώχνει ασήμαντες ποσότητες χώματος μέσα και έξω από την τρύπα του, αναζητώντας κάτι πεθαμένο για να

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 489

τραφεί, και ευχαριστήθηκα μ' αυτό, λες και ήταν κάποιο μυστι­κό που δεν το ήξερε κανείς άλλος στον κόσμο παρά μόνο εγώ και το σκουλήκι.

Καθώς το παρακολουθούσα, έμεινα εκστατικός από το γεγο­νός ότι ακόμα κι ένα τόσο ασήμαντο πλάσμα, μοχθώντας ανώνυ­μα μέσα στα σκοτεινά του λαγούμια, σαν Σίσυφος, μπορούσε κα­τά κάποιο τρόπο να προκαλέσει κάποια μικρή διαφοροποίηση στον κόσμο. Και μου πέρασε από το μυαλό ότι αυτό το μικρό σκουληκάκι, αντί ν αποτελεί επιβεβαίωση του θανάτου, της φθο­ράς και της ματαιότητας, αποτελούσε στην πραγματικότητα κα­τάφαση της επιμονής και του πείσματος της ζωής.

Παρόλο που η μυστηριώδης μουσική επέστρεφε συχνά στο μυαλό μου για σύντομα διαστήματα, σαν το αργό σήκωμα των μανικιών κάποιας αρχαίας θεότητας που φοβόταν να ξεχαστεί, δε με τυράννησε ποτέ ξανά τόσο ώστε να κοντεύω να τρελαθώ.

2

Α Φ Ο Υ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΜΕ για μία ακόμα φορά, ύστερα από την καταστροφική διάβαση του ποταμού, ξεκινήσαμε διασχίζοντας την πεδιάδα, κατευθυνόμενοι αδιάκοπα, αδιάλειπτα, προς βορ­ρά. Είχαμε απομακρυνθεί μια μέρα από τον ποταμό, όταν συνα­ντήσαμε μια μικρή ομάδα ιππέων με επίσημα ρούχα, ανάμεσα τους και το διοικητή της χώρας που διασχίζαμε, ο οποίος μας ι-κέτευσε να μην καταστρέψουμε τα χωριά του και τα κοπάδια του. Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος, έχοντας αντιμετωπίσει πολλές φορές πριν αυτή τη ρουτίνα, μόλις που σήκωσαν τα μάτια από το κοπιαστικό τους βάδισμα για να χαιρετήσουν τους ευγενείς, δια­βεβαιώνοντας απλώς μουρμουριστά τους βαρβάρους ότι η μόνη μας πρόθεση ήταν να φτάσουμε στις ελληνικές αποικίες κατά μή­κος της Μαύρης Θάλασσας όσο το δυνατό συντομότερα και ότι. διασχίζοντας τη χώρα τους θα παίρναμε μόνο τις προμήθειες που μας ήταν αναγκαίες για να επιβιώσουμε.

Ο διοικητής και οι ακόλουθοι του μας κοίταξαν κατάπληκτοι, μολονότι είναι δύσκολο να πω αν αυτό οφειλόταν στη βαριεστη­μένη, αγενή υποδοχή του Ξενοφώντα ή στη γενική εικόνα ολο­κληρωτικής εξάντλησης του στρατού. Ίσως ένιωσε οίκτο για εμάς ή αμφέβαλε για την ικανότητα μας να εμποδίσουμε τους άντρες μας από τη διαρπαγή ή πιθανόν πίστεψε ότι από άγνοια και κού­ραση μπορεί να ξεστρατίζαμε από το δρόμο μας και να καθυ­στερούσαμε περισσότερο απ' όσο ήταν απόλυτα αναγκαίο στη χώρα του. Ό,τι κι αν συνέβαινε, αφού παρακολούθησε για μία ώ­ρα το στρατό μας που περνούσε αργά και κουτσαίνοντας μπρο­στά από τα άλογα του, αντάλλαξε στα γρήγορα κάποιες λέξεις με τους συμβούλους του κι ύστερα ξαναγύρισε καλπάζοντας στην ε-

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 491

μπροσθοφυλακή, όπου ο Ξενοφώντας βάδιζε εκείνη τη μέρα μα­ζί με τον Χειρίσοφο, και μας πρότεινε να χρησιμοποιήσουμε τον αρχισύμβουλό του για οδηγό. Μας εξήγησε ότι, παρόλο που δεν απείχαμε και πολύ από τον προορισμό μας, όχι πάνω από εκα­τόν πενήντα χιλιόμετρα, ο δρόμος περνούσε μέσα από χώρες ε­χθρικές προς τη φυλή του και γι' αυτό θα έπρεπε εμείς οι Έλλη­νες να έχουμε κάποιο αξιόπιστο οδηγό και διερμηνέα για την α­σφάλεια μας.

«Δεν είχαμε και πολλή τύχη με τους εθελοντές οδηγούς στο παρελθόν», υπέδειξα στον Ξενοφώντα, χωρίς να νοιαστώ να χα­μηλώσω τη φωνή μου από ευγένεια. «Τι εγγυήσεις έχουμε ότι ο ά­ντρας αυτός θα μας οδηγήσει στη σωτηρία μας και όχι στο χαμό;»

Ο Ξενοφώντας τεντώθηκε και κοίταξε καχύποπτα το διοικητή. Ο βάρβαρος ξεφύσηξε περιφρονητικά, έχοντας ακούσει άθε­

λα του τα παράπονα μου. «Δε βλέπω να κουβαλάτε τίποτα που να αξίζει να σας το πάρουν», είπε παρατηρητικά.

«Ούτε και οι άλλες φυλές στο εσωτερικό είδαν κάτι τέτοιο», είπε άγρια ο Ξενοφώντας, «αλλά αυτό δε φάνηκε να τις μεταπεί­θει».

Η έκφραση του διοικητή μαλάκωσε. «Δεν έχουμε κακές προ­θέσεις εναντίον σας. Στην πραγματικότητα, είχαμε συχνά πάρε δώσε με τους Έλληνες που ζουν στα παράλια. Αν, όμως, επιμένε­τε να διασφαλιστείτε, πάρτε ως όμηρο το σύμβουλο μου. Αν δε δια­κρίνετε τη θάλασσα μέσα σε πέντε μέρες, σας δίνω το δικαίωμα να τον σκοτώσετε».

Το παγωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο του συμβούλου τρε-μούλιασε στιγμιαία στο σημείο αυτό. Σηκώνοντας τους ώμους, ο Ξενοφώντας μούγκρισε απλώς για να δείξει ότι συγκατατίθεται και είπε στο σύμβουλο να μπει επικεφαλής. Πρώτα, όμως, μου έκα­νε νόημα να πάρω το άλογο του. Προχώρησα ήρεμα και το άρ­παξα από τα γκέμια.

«Στο στρατό δεν πηγαίνουμε καβάλα σε άλογα, όταν βρισκό­μαστε σε πορεία», του είπα αυστηρά. «Έχουμε πολλούς αρρώ­στους και τραυματίες που τα χρειάζονται. Είσαι αρτιμελής, επο­μένως μπορείς να βαδίσεις όπως και οι στρατηγοί».

492 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ο οδηγός κοίταξε καταπτοημένος το διοικητή, ο οποίος του έγνεψε απλώς, καθώς ο άντρας κατέβηκε απρόθυμα από το άλο­γο και στάθηκε με τα λεπτά πασούμια του μες στη λάσπη. Ο Ξε­νοφώντας λοξοδρόμησε προς στο μέρος που στεκόμουν, έτοιμος να οδηγήσω το άλογο στο χώρο των αποσκευών, και είπε απαλά με τα μάτια καρφωμένα στο βλέμμα μου:

«Αντί να το φορτώσεις με αποσκευές, καλύτερα να ελέγξεις αν το χρειάζονται οι Ρόδιοι σφενδονήτες. Ξέρω ότι έχουν κάποιον άρ­ρωστο ανάμεσα τους που θα τον ωφελούσε πιθανόν περισσότερο από το να ταξιδεύει πάνω σε φορείο».

Έγνεψα ναι, γεμάτος ευγνωμοσύνη, κι έφυγα τρέχοντας για να βρω την Αστερία.

Ο οδηγός αποδείχτηκε αξιόπιστος, οδηγώντας μας όχι μόνο στο σωστό δρόμο, αλλά δείχνοντας μας και συντομότερα και ευκο­λότερα μονοπάτια που ποτέ δε θα τα είχαμε βρει χρησιμοποιώ­ντας απλά τους προχειροφτιαγμένους μας χάρτες. Την τρίτη μέ­ρα, όμως, μόλις περάσαμε τα σύνορα της χώρας του, ο άντρας α­νέφερε ότι είχαμε μπει στην περιοχή των παραδοσιακών εχθρών της φυλής του κι άρχισε να μας πιέζει να κάψουμε κάθε συστά­δα δέντρων και χωράφι στο πέρασμα μας. Αυτό, λοιπόν, ήταν το πραγματικό κίνητρο της ευγενικής προσφοράς του διοικητή να μας παραχωρήσει το σύμβουλο του για οδηγό. Ο Ξενοφώντας αρ­νήθηκε να τσιμπήσει το δόλωμα. Όχι μόνο δεν ήθελε να προκα­λέσει κάποια επιπλέον εχθρότητα στους ντόπιους -ένας πεινα­σμένος στρατός δέκα χιλιάδων αντρών που βαδίζει μέσα από μια χώρα είναι αρκετό κακό-, αλλά δεν ήθελε να καθυστερήσει ακό­μα περισσότερο την πορεία του στρατού και να καταπιαστεί με σκέτη λεηλασία ή να μας ξεστρατίσει από το μοναδικό και υπε­ρισχύοντα στόχο μας - να φτάσουμε στη θάλασσα.

Την πέμπτη μέρα φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού που είναι γνωστό στους ντόπιους ως Θήχης. Ήταν περιτριγυρισμένο από άλλες τρομερές κορυφές, αλλά αυτή εδώ ξεχώριζε τόσο για το συνολικό της ύψος, καθώς υψωνόταν πάνω από τις άλλες κο-

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 493

ρυφές, όσο και για την όψη της: μια ομαλή, κωνοειδής πλαγιά που κατέληγε σε μια επίπεδη κορυφή, με πλευρές γεμάτες χαλίκια και θεόρατα βράχια, πολύ δασωμένη στις παρυφές αλλά με όλο και λιγότερα δέντρα κοντά στην κορυφή. Ο δρόμος ελισσόταν μπρος πίσω στη βουνοπλαγιά και μέσα από τα δέντρα και σπά­νια μας επέτρεπε να ρίξουμε μια ματιά ή να δούμε από το πλάι το δρόμο προσέγγισης μας, καθώς ο στρατός ήταν αναγκασμένος να σκαρφαλώνει εφ' ενός ζυγού ή το πολύ ανά δύο, εξαιτίας της τραχύτητας του εδάφους. Ο δρόμος προχωρούσε κατευθείαν στην κορυφή του βουνού και κατηφόριζε από την άλλη μεριά.

Η πρόσβαση αυτή έκανε νευρικούς τους αξιωματικούς. Οι στρατιώτες έπρεπε να απλωθούν χιλιόμετρα ολόκληρα, ανίκανοι να υπερασπιστούν κανονικά τους εαυτούς τους σε περίπτωση ε­πίθεσης. Αυτό μεγάλωνε την πιθανότητα να χάσουμε κάποιους καθυστερημένους και τους αρρώστους και τους τραυματίες και θα ήταν πραγματικά απίθανο να σπρώχνουμε και να τραβάμε τον ό­γκο των προμηθειών και των εφοδίων μας στο απότομο, κακο-τράχαλο μονοπάτι.

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή», είπε καρτερικά στους αρχηγούς του ο Ξενοφώντας. «Εγκαταλείψτε όσες σκευοφόρους και εφόδια μας απομένουν. Θα οδηγήσουμε τα κοπάδια και τα υποζύγια α­νάμεσα στους λόχους, με τους αρρώστους και τους τραυματίες ν' ακολουθούν. Επειδή θα είμαστε ευάλωτοι σε επίθεση, κάθε στρα­τιώτης θα βαδίζει εξοπλισμένος και με όλη την αρματωσιά του».

Το άλλο πρωί μπήκαν ως συνήθως επικεφαλής οι στρατιώτες του Χειρίσοφου. Ο στρατός προχωρούσε αργά, βαδίζοντας εφ' ε­νός ζυγού ή σε δυάδες κι έπειτα από σχεδόν τρεις ώρες η εμπρο­σθοφυλακή κατάφερε τελικά να μπει σε τάξη για να βαδίσει συ­ντεταγμένη. Λίγο μετά αφότου οι τελευταίοι ανιχνευτές σήκωσαν τα δόρατα τους και άρχισαν να ανηφορίζουν, ακούσαμε αχνές κραυγές από μίλια μακριά, που αντηχούσαν μέσα από τα στενά περάσματα των βουνών. Τα μάτια του Ξενοφώντα στένεψαν.

«Τι φωνάζουν; Μήπως πρόκειται για επίθεση;» Δεν μπορούσα να διακρίνω τα λόγια, ούτε καν τον τόνο των φω­

νών, αλλά είκοσι λεπτά αργότερα τα ξεφωνητά έγιναν πιο ξεκά-

494 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

θαρα και πιο δυνατά. Τώρα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την κλαγγή των όπλων πάνω στις ασπίδες.

«Επίθεση είναι», φώναξε ο Ξενοφώντας. «Επιταχύνετε το βή­μα!» Ύστερα είπε μουρμουριστά, περισσότερο στον εαυτό του παρά σε κάποιον εκεί κοντά: «Το ήξερα ότι αυτοί οι μπάσταρδοι παρακολουθούσαν το σχηματισμό μας».

Οι άντρες άρχισαν να τρέχουν, γκρινιάζοντας καθώς ζορίζο­νταν στην απότομη ανηφόρα φορτωμένοι με όλη την εξάρτυσή τους, τρέμοντας στην ιδέα μιας ακόμα μάχης και φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, έτσι που είχε απλωθεί και αραιώσει η παρά­ταξή τους. Το ταχύ βήμα των στρατιωτών δημιουργούσε χλαπα-ταγή από μόνο του και καθώς οι αρχηγοί ούρλιαζαν προστάγμα­τα και οι πανοπλίες και ο οπλισμός κροτούσαν, αυτό μας εμπό­διζε για περισσότερο από μία ώρα να καταλάβουμε την αιτία και το είδος του ήχου που ακούγαμε. Οι άντρες κοίταζαν την κορυφή νευρικά, η οποία όμως δεν έδινε και πολλές ενδείξεις για το τι θα αντιμετωπίζαμε, μια και κάθε προπορευόμενος λόχος που ξε­περνούσε το χείλος και έμπαινε στο επίπεδο πλάτωμα εξαφανι­ζόταν απλώς από τα μάτια μας. Ο Χειρίσοφος δεν είχε στείλει κα­νένα μήνυμα σ' εμάς πίσω για την κατάσταση του στρατού ή την ανάγκη του για ενισχύσεις κι έτσι περιμέναμε τα χειρότερα.

Ο Ξενοφώντας δεν μπόρεσε τελικά ν' αντέξει περισσότερο αυ­τή την αβεβαιότητα. Τρέχοντας προς τα πίσω στο αυτοσχέδιο ιπ­πικό μας -του οποίου εξακολουθούσε να είναι επικεφαλής ο Λύ-κιος, αλλά τώρα χρησίμευε περισσότερο ως νοσοκομειακή και μεταφορική μονάδα παρά ως μάχιμη ίλη-, άρπαξε ένα άλογο και είπε στον Λύκιο να ελευθερώσει τα άλογα από τις προμήθειες και τα φορεία. Το πρόσωπο του Λυκιου έλαμψε στη σκέψη ότι τελι­κά θ' αναλάμβανε και πάλι κανονική δράση το ιππικό.

Ο Ξενοφώντας και είκοσι ιππείς ανέβηκαν καλπάζοντας το ύ­ψωμα, σπρώχνοντας στην άκρη τις προπορευόμενες σειρές για να περάσουν, καθώς οι φωνές και οι κλαγγές των όπλων μπροστά μας δυνάμωναν περισσότερο. Ξαφνικά, φτάνοντας στο χείλος και σκαρφαλώνοντας στο πλάτωμα της κορυφής του βουνού, κατα­κλυστήκαμε από ένα θέαμα που έκανε την καρδιά μας να σπάσει.

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 495

Όλος ο στρατός που είχε φτάσει μέχρι εδώ, τα δύο τρίτα πε­ρίπου του συνόλου, βρισκόταν σε απόλυτη και πλήρη αταξία. Ορι­σμένοι από τους στρατιώτες είχαν κάνει κύκλους και ήταν γονα­τιστοί πάνω στο χώμα, πιασμένοι μεταξύ τους από τους ώμους, και προσεύχονταν στους θεούς. Άλλοι χτυπούσαν μανιασμένα τις α­σπίδες τους πάνω σ' αυτές των συναγωνιστών τους, σαν παιδιά που έπαιζαν πόλεμο, ή χτυπούσαν με τις γροθιές τους τις πλάτες ο ένας του άλλου ή ακόμα έτρεχαν σε κύκλους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Άλλοι στέκονταν απλώς σαστισμένοι, κοιτάζοντας τον ο­ρίζοντα κατά το νότο. Πάνω από όλα όμως ήταν ο θόρυβος - ένα εκκωφαντικό, σταθερό, αδιάκοπο ξεφωνητό, ένα κράμα από ψαλ­μούς μαζί με θρήνους και γοερές κραυγές και όλο αυτό το κρά­μα μεταμορφωνόταν σ' έναν άναρχο, αδιευκρίνιστο, απερίγραπτο συμπαγή ήχο. Οι λέξεις ήταν ακατανόητες, μέχρι να κοιτάξεις τα πρόσωπα των στρατιωτών και να δεις δάκρυα όχι απόγνωσης και φόβου αλλά αγαλλίασης, μέχρι να καταλάβεις από τις χειρονομίες τους ότι αυτοί που προσεύχονταν δεν εκλιπαρούσαν τους θεούς για τη σωτηρία τους, αλλά τους απέδιδαν ευχαριστίες, μέχρι να δια­βάσεις τα χείλη εκείνων των ήσυχων που απλώς στέκονταν ακί­νητοι κι έκλαιγαν, ενώ στα χείλη τους σχηματίζονταν οι λέξεις ε­κείνες που τις είχαμε απαρνηθεί τόσο καιρό, στην τρομερή πο­ρεία μας μέσα από έρημους και πάνω από βουνά: «Θάλαττα, θά-λαττα!»

Οι άντρες άρπαξαν τον Ξενοφώντα και τον σήκωσαν ψηλά πάνω στους ώμους τους, γελώντας και ουρλιάζοντας το όνομα του, όπως το είχαν φωνάξει ρυθμικά και τότε που τον είχαν πρωτοε-κλέξει στρατηγό πριν από πολύ καιρό. Τον γρονθοχτυπούσαν στην πλάτη, καθώς ατένιζε με περηφάνια τους πολεμιστές του, ε­νώ ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του, αστρά­φτοντας μέσα από την πυκνή γενειάδα του. Στάθηκα μόνος, πα­ρατηρώντας σαστισμένος, με ένα κράμα έκστασης και πόνου, κα­θώς οι άντρες που βάδιζαν πίσω από μένα και συνέχιζαν να ξε­χύνονται πάνω από την κορυφή του βουνού πρωταντίκριζαν τη μα­γευτική θέα της θάλασσας. Μια στιγμή αργότερα, όμως, αισθάν­θηκα την παρουσία κάποιας που είχα προ πολλού χάσει κάθε ελ-

496 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πίδα ότι θα ξανασυναντούσα και γυρνώντας διαπίστωσα ότι δεν ήμουν μόνος, αφού η Αστερία στεκόταν σιωπηλή απέναντι μου, με τα μάτια βαθουλωμένα και γεμάτα δάκρυα, τα μάγουλα να προεξέχουν στο αποστεωμένο της πρόσωπο, αλλά με μια γλυκύ­τητα στην έκφραση της που έκανε την καρδιά μου να σταματή­σει λες κι είχε εμφανιστεί μπροστά μου κάποια θεά. Άνοιξα την αγκαλιά μου κι εκείνη τρύπωσε μέσα, λες κι ανήκε πάντα εκεί και δεν την είχε ποτέ εγκαταλείψει.

Σήκωσα τα μάτια κι εκεί, μόλις ορατή μέσα από τη θολή, μα­κρινή αχλύ, αστράφτοντας σαν λεπίδα ξίφους που αντανακλά το φως του ήλιου, βρισκόταν η στενή γαλάζια γραμμή της θάλασσας. Τόσο αληθινή, που τα δάκρυα είναι από χαρά και λύπη μαζί.

3

Α Υ Τ Η ΦΥΣΙΚΑ είναι η δραματική κορύφωση της ιστορίας μου, το σημείο εκείνο στο οποίο, αν ήταν τραγωδία που παιζόταν επί σκη­νής, το ακροατήριο θα βολευόταν στα καθίσματα του, βραχνια-σμένο από τις επευφημίες, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μά­τια του, ενώ το έργο θα ολοκληρωνόταν με κάποιο λιτό επίλογο που θα απήγγελλε ο αφηγητής της ιστορίας ή με έναν εξόδιο ύ­μνο που θα έψαλλε ο χορός. Αν οι θεοί είχαν κάποια αίσθηση συμμετρίας ή ισορροπίας ή ακόμα και καλλιτεχνικές ανησυχίες, θα είχαν επιτρέψει να συμβεί αυτό και πράγματι δε θα αργούσε να ακολουθήσει ο λιτός επίλογος για εκείνους από τους αναγνώ­στες που θα θεωρούσαν μη ολοκληρωμένη την εξιστόρηση μου των περασμένων χωρίς αυτόν. Όμως οι θεοί είχαν εξυφάνει στο νου τους μια επιπλέον συνωμοσία.

Υπάρχει μια επινόηση που χρησιμοποιήσαμε συχνά εμείς οι Έλληνες στην τραγωδία και την οποία θεωρώ ένδειξη πνευματι­κής νωθρότητας ή ίσως υπέρμετρης ευσέβειας, από πλευράς δρα­ματουργού, αν και αυτά τα δύο βέβαια μπορεί να είναι ένα και το αυτό. Όταν ακριβώς οι καταστάσεις για τον πρωταγωνιστή μοιάζουν να είναι πέρα από κάθε φαντασία αδήριτες, χωρίς κα­μιά πιθανότητα να ξεφύγει τον επικείμενο θάνατο του, κατεβά­ζουν έναν ηθοποιό που παριστάνει κάποια καλοσυνάτη και πα­νίσχυρη θεότητα, δεμένο με σκοινιά και τροχαλίες, από την ορο­φή της σκηνής, ο οποίος στη συνέχεια εκτοξεύει αστροπελέκια για να καταστρέψει τον εχθρό ή πετάει ένα ξόρκι για να συμφιλιώ­σει τους νεαρούς ερωτευμένους ή εκτελεί όποια άλλα μάγια μπο­ρεί ν' απαιτούνται για να επέλθει ικανοποιητική λύση του δρά­ματος και να συνδέσει ό,τι δεν έχει συνοχή στα εναπομείναντα λε-

498 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πτά. Αυτό αναφέρεται ως «από μηχανής θεός», ένα μέσο για ν' α­ποκατασταθεί ό,τι είναι άλυτο με τρόπο ανθρωπίνως αδύνατο.

Απ' όσο γνωρίζω, κανένας δραματουργός δεν έχει ακόμα σκε­φτεί το αντίθετο φαινόμενο, που θα μπορούσαμε να ονομάσου­με «από μηχανής Νέμεσις», αν και η γλώσσα και η ελληνική δρα­ματική παράδοση εδώ μ' εγκαταλείπουν. Η εικόνα που θέλω να μεταδώσω είναι ενός βρομιάρη μικρού σάτυρου με αυτάρεσκο γελάκι που σκαρφαλώνει απροειδοποίητα από εκεί που παρα­μόνευε, κάτω από τα σανίδια της σκηνής, κι αρχίζει αμέσως να χαλάει την όλως ικανοποιητική έκβαση που είχε επιτευχθεί και στα τελευταία λεπτά του έργου οδηγεί σε ολοκληρωτικό χάος ό­λα τα περιστατικά νίκης, συμφιλίωσης και κάθε ευτυχισμένο τέ­λος που είχε γραφτεί με υπέρμετρη επιμέλεια. Στο δράμα, όμως, της ανθρώπινης ζωής δεν είναι πιο συνηθισμένο αυτό το φαινό­μενο απ' όσο το πρώτο; Δεν αποτελεί στ' αλήθεια πιο ρεαλιστικό παράδειγμα για την αληθινή συμπεριφορά και παρουσία των θε­ών, είτε μέσα από αδέξιες γκάφες είτε με ηθελημένες κακίες; Δεν είναι να απορεί κανείς, επομένως, που έχω χάσει την πίστη μου στην καλοσύνη των θεών που μας φυλάνε.

Ο τροχός της τύχης γύρισε. Όπως η γάτα βασανίζει και παί­ζει με το ποντίκι προτού το αποτελειώσει, έτσι και οι θεοί μάς έ­χουν για παιχνίδια τους. Το θείο συχνά ευχαριστιέται να κάνει το μικρό μεγάλο και το μεγάλο μικρό.

Μήνες ολόκληρους θυσιάζαμε στους θεούς καθημερινά, για ικεσία, για ν' αποδώσουμε ευχαριστίες, για καθοδήγηση. Μέχρι το τελευταίο μας πεινασμένο κατσίκι είχαμε θυσιάσει στους θε­ούς. Σπονδές με νερό είχαν χυθεί ελλείψει κρασιού, ξερό ψωμί τριμμένο ελλείψει ζώων. Ο Ξενοφώντας δεν είχε αμελήσει ποτέ τα καθήκοντα του απέναντι στον Δία και τον Απόλλωνα, στην πραγματικότητα είχε επιμείνει στην ευσεβή εκτέλεση τους, αντι­μετωπίζοντας ακόμα και την καθαρή απόγνωση του Χειρίσοφου. Δεν υπήρξε ποτέ κανείς πιο πιστός ή τυπικός συνεργός ιερέα α­πέναντι στους θεούς, μέχρι τη μέρα της άφιξης μας στην κορυφή του βουνού. Αλλά εκεί, μέσα στη χαρά μας που τελικά είχαμε δει τη θάλασσα, μέσα στον όλο έκσταση προβιβασμό του Ξενοφώντα

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 499

από απλό στρατηγό σε ήρωα, εμείς οι αφελείς, αν και προφανώς μη συγχωρητέοι, λησμονήσαμε να θυσιάσουμε στους θεούς για να τους ευχαριστήσουμε.

Σε αντάλλαγμα εκείνοι μας έστειλαν μέλι. Πολύ μέλι, εκατοντάδες κυψέλες γεμάτες μέλι, σωρούς από

τους γλυκύτερους, τους πιο κολλώδεις, πιο θρεπτικούς και νόστι­μους κόμπους από χρυσή δροσιά που είχαμε ποτέ δοκιμάσει, που αρπάξαμε από ένα τεράστιο μελισσοκομείο στα βουνά, αφού εί­χαμε κατατροπώσει εύκολα την τελευταία φυλή που παρεμβαλ­λόταν ανάμεσα σ' εμάς και τη θάλασσα, τους Κόλχους. Το ότι ή­ταν κλεμμένο το έκανε ακόμα γλυκύτερο και οι λιμασμένοι άντρες έσκουζαν και χόρευαν σαν παιδιά, καθώς ορμούσαν μέσα στις επι­δέξια κατασκευασμένες κυψέλες, ξηλώνοντας τες με τις ασπίδες τους, διώχνοντας τις μέλισσες με πισσωμένα δαδιά που έβγαζαν μαύρο καπνό, αγνοώντας τα ασθενικά τσιμπήματα των λίγων γεν­ναίων μικρών εντόμων που έμειναν να προστατέψουν το βίος τους. Οι άντρες, έχοντας φτάσει σχεδόν σε ντελίριο με την αίσθηση της κοντινής θάλασσας, παράφαγαν μέλι και τους είδα να τριγυρίζουν ανάμεσα στις κυψέλες μακάρια χαρούμενοι, με τα πρόσωπα και τα χέρια πασαλειμμένα μέλι και τα μαλλιά τους κοκαλωμένα από το μέλι, να ρίχνουν με τις χούφτες όγκους μελιού και κερήθρες που κολλούσαν ο ένας στον άλλο από καθαρή σκανταλιά, αφού εί­χαν μπουχτίσει. Η ευχαρίστηση τους ήταν τόσο άδολη, η από­λαυσή τους μετά τα τόσα βάσανα που είχαν υποφέρει όλο το χει­μώνα τόσο αγνή, ώστε κανείς από τους αξιωματικούς δεν είχε κου­ράγιο να επιχειρήσει καν να διατηρήσει την πειθαρχία και στην πραγματικότητα πιέζονταν πολύ και οι ίδιοι για να μην τρίψουν αστειευόμενοι ένα κομμάτι από το δώρο που είχαν πάρει στα μού­τρα των συναδέλφων τους από καθαρή ευχαρίστηση.

Υπάρχει μια παλιά ιστορία για το Θεσσαλό βασιλιά Κνώπο που τον συμβούλεψε η ιέρειά του Ενοδία να πιάσει το μεγαλύτερο και καλύτερο ταύρο κι ύστερα να τον ποτίσει με το μεθυστικό της φίλ­τρο. Ο τρελαμένος ταύρος δραπέτευσε και πιάστηκε από τους ε­χθρούς που τον πήραν για καλό οιωνό, τον θυσίασαν και τον έφα­γαν σε ένα συμπόσιο. Αφού καταβρόχθισαν τα ναρκωτικά, τρελά-

500 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

θηκαν και σφάχτηκαν από τους στρατιώτες του Κνώπου που τους επιτέθηκαν βάναυσα. Είτε οι Κόλχοι είχαν δηλητηριάσει το μέλι μας κατά την υποχώρηση τους με τον τρόπο του αρχαίου βασιλιά είτε, και το πιθανότερο, οι λιμασμένες κοιλιές των στρατιωτών μας ήταν απλώς ασυνήθιστες στο τόσο βαρύ αυτό γλυκό, πάντως έπειτα από λίγες ώρες όλοι αυτοί που έφαγαν μέλι αρρώστησαν απότομα, χά­νοντας τις αισθήσεις τους, ξερνώντας και αναγουλιάζοντας, ενώ μια πρασινωπή διάρροια έτρεχε ανεξέλεγκτα μέχρι κάτω στα πόδια τους. Όσοι δοκίμασαν απλώς το μέλι έμοιαζαν μεθυσμένοι. Όσοι είχαν φάει μεγάλη ποσότητα φαφλάτιζαν σαν τρελοί, μέσα σε πα­ραλήρημα και πυρετό, σωριάζονταν κάτω και μερικοί πέθαιναν, θυ­μίζοντας τις μέρες του λοιμού στην Αθήνα. Άντρες κουλουριάζο-νταν στο έδαφος από τους πόνους, με τις κοιλιές φουσκωμένες, τα πρόσωπα παραμορφωμένα και τις πρησμένες γλώσσες τους μπλά­βες, αφού μέσα στην αγωνία τους τις δάγκωναν. Στα χέρια και τα πρόσωπα τους που κολλούσαν από το μέλι και δεν είχαν βρει καν χρόνο να τα πλύνουν, προτού χτυπηθούν από την αρρώστια, συ­γκεντρώνονταν χώματα και φύλλα από το έδαφος αλλά και οι α­καθαρσίες που έβγαιναν από τα σώματα τους και κείτονταν εκεί γε­μάτοι αγωνία, με τα μάτια τρομαγμένα, αρνούμενοι να πιστέψουν ότι έπειτα από τόσους μήνες γενναιότητας και κακουχιών οι φαι­νομενικά ανίκητοι Έλληνες πολεμιστές μπορούσαν να ηττηθούν και να καταρρεύσουν από μια τόσο αθώα, γλυκιά απόλαυση.

Ούτε ένας άντρας, ακόμα και ο Ξενοφώντας και οι άλλοι α­ξιωματικοί, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και είναι θαύ­μα που δεν ξαναγύρισαν οι Κόλχοι να μας πετσοκόψουν όλους μέ­σα στην άθλια κατάσταση μας. Πολλοί από τους στρατιώτες θα τους ευχαριστούσαν πραγματικά αν τους απάλλασσαν από τη μι­ζέρια τους. Το γεγονός ότι οι Κόλχοι δεν ξαναγύρισαν αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη ότι, πραγματικά, δεν είχαν δηλητη­ριάσει εν γνώσει τους το μέλι, και θα έπρεπε πιθανόν να χρωστώ ευγνωμοσύνη στους θεούς γι' αυτό, αν και δεν μπορώ ν' αποφύ­γω να σκεφτώ ότι αν χρειαζόταν να δοξολογώ τους θεούς για ένα τόσο κενό δώρο, το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να ενθαρ­ρύνω τα παιδαριώδη τους παιχνίδια. Αν είχα δει μια τέτοια σκη-

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 501

νή σε κάποιο δράμα στην Αθήνα, θα χλεύαζα την αδέξια και ά­τσαλη χρήση της ειρωνείας από το δραματουργό, που έβαλε τους γενναιότερους και πιο πολυβασανισμένους μαχητές της γης να γονατίσουν από μια απόλαυση τόσο αθώα όσο μια χούφτα μέλι. Αναμφίβολα και οι θεατές θα είχαν θιχτεί από την προφανή ύβρη του συγγραφέα εναντίον των θεών. Το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν απλώς ένα επί σκηνής δράμα έκανε την προδοσία των θεών ακόμα πιο καταδικαστέα.

Οι περισσότεροι από εμάς συνήλθαμε μέσα σε μια δυο μέρες κι αφού σταθήκαμε τρεκλίζοντας στα πόδια μας, σαν παραζαλισμένοι ή μεθυσμένοι, μπήκαμε και πάλι, έστω και παραπατώντας, σε μια τάξη, θάβοντας τους νεκρούς κι επιχειρώντας ν' ανακτήσουμε την καταρρακωμένη μας αξιοπρέπεια. Η Αστερία, όμως, λάτρης του μελιού παιδιόθεν, είχε πρηστεί από την ουσία εκείνη και όταν κα­τάφερα τελικά να την εντοπίσω ανάμεσα στις ομάδες των Ροδίων που ξερνούσαν σε άθλια κατάσταση, τη βρήκα αναίσθητη, να ανα­πνέει με δυσκολία, με τα σκασμένα από τη χολή χείλη της μπλαβι-σμένα από το κρύο και τα γυμνά της πόδια κάτω από τον κοντό χι­τώνα γεμάτα από τις ακαθαρσίες μέσα στις οποίες κειτόταν αφρό-ντιστη τις τελευταίες δύο μέρες. Το πιο απειλητικό όμως ήταν το αί­μα που είχε λιμνάσει από κάτω της και συνέχιζε να στάζει σταθερά ανάμεσα από τους μηρούς της. Αδύναμος και ασταθής καθώς ή­μουν, πάσχισα να τη σηκώσω, αλλά έμεινα κατάπληκτος διαπιστώνο­ντας ότι το σώμα της ήταν ελαφρύ και εύθραυστο σαν ένα δεμάτι ξερά κλαδάκια, στερημένο από μυς ή λίπος ύστερα από τη μακριά πορεία και το ακούσιο καθαρτικό των δύο τελευταίων ημερών. Όση απαλότητα της απέμενε είχε εξαφανιστεί από τα μέλη και το μπού­στο της, ενώ το ξαναμμένο από τον πυρετό πρόσωπο της ήταν σκαμ­μένο με τεράστια μαυροστεφανιασμένα, θολά μάτια που είχαν α­ναποδογυρίσει, αφήνοντας να φανεί μόνο το ασπράδι κάτω από τα μπλάβα βλέφαρα της. Καθώς κουβαλούσα στα χέρια μου το σώμα της Αστερίας, κατηφορίζοντας το μονοπάτι της τελευταίας σειράς παράκτιων λόφων, με το αίμα να σταλάζει σταθερά αφήνοντας πί­σω μου μια γραμμή πάνω στο ανασκαμμένο από τους πεζοπόρους στρατιώτες χώμα, ήμουν σίγουρος ότι η ζωή μου είχε τελειώσει.

4

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ένα χρόνο μετά τη μεγαλειώδη αναχώρηση μας από τις Σάρδεις, κάτι λιγότερο από δέκα χιλιάδες πεινασμένοι, μι-σόγυμνοι, γενειοφόροι Έλληνες στρατιώτες, φέροντας πλήρη αλ­λά στραπατσαρισμένο οπλισμό και έχοντας θριαμβική έκφραση, εμφανίστηκαν κουτσαίνοντας αλλά σε τέλειο σχηματισμό από τα υψώματα μπροστά στους δύσπιστους κατοίκους της Τραπεζού­ντας. Κάθε πόρος και πτυχή του δέρματος τους ήταν γεμάτα λί-γδα, ενώ ίχνη από ξεραμένο εμετό, από την πιο πρόσφατη ατυ­χία τους, διακρίνονταν ακόμα στις άκρες των χειλιών τους και κάτω από τα σαγόνια τους. Τα δόντια τους ήταν σαπισμένα ή έ­λειπαν και έσπερναν μεγάλες ροχάλες πάνω στο χώμα που πο-δοπατιούνταν από τα παραροζιασμένα γυμνά πόδια των αντρών που βάδιζαν απρόσεκτα από πίσω τους. Τα βουλιαγμένα κράνη τους κρέμονταν στους ώμους τους από τις καλύπτρες της μύτης ή απλά ήταν βαλμένα απρόσεκτα στην κορυφή του κεφαλιού τους, με τις άδειες θήκες των ματιών να κοιτάζουν κατάμαυρες τον ου­ρανό, σαν μάσκες κρεμασμένες σε ένα καρφί. Οι άντρες έλεγαν απίστευτες ιστορίες για χίλια εξακόσια χιλιόμετρα πορεία από τη Βαβυλώνα και είχαν μόνο τα μισά από τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών που έπρεπε να έχει ένας στρατός τόσο μεγάλος. Την ώρα που μετέφερα την Αστερία μες στην πόλη, ενώ οι στρα­τιώτες γύρω μου ούρλιαζαν τον παιάνα στον Απόλλωνα με βαριε­στημένη ευγνωμοσύνη που είχαν φτάσει τελικά ανάμεσα σε φίλους και συμμάχους και οι κάτοικοι της πόλης κοιτούσαν με θαυμα­σμό και δέος τα μπερδεμένα μαλλιά και τους φθαρμένους κόκ­κινους μανδύες τους, δεν έβλεπα και δεν άκουγα όσα συνέβαιναν γύρω μου. Στην πραγματικότητα ήμουν σε ελάχιστα χειρότερη

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 503

κατάσταση από τότε που είχα ξεκινήσει, με εξαίρεση το σωματι­κό κόστος που είχα πληρώσει και το οποίο θα αναπληρωνόταν με τον καιρό. Όμως, είχα δοκιμάσει μια γεύση δόξας και πληρότη­τας, είχα ποθήσει τα αγαθά του Ξενοφώντα, κι έχοντας γνωρίσει κάποτε ένα ίχνος από τέτοιο πλούτο, έστω και στιγμιαία, η α­πουσία του με έκανε να αισθάνομαι απείρως φτωχότερος.

Βγήκα από τη γραμμή χωρίς να ειδοποιήσω ψυχή και μπήκα στο πρώτο άθλιο πανδοχείο που βρήκα μπροστά μου, κλοτσώ­ντας πόρτες με τα πόδια μου, ώσπου βρήκα ένα δωμάτιο με ένα άδειο κρεβάτι, όπου απίθωσα το σώμα της Αστερίας, κι ύστερα επέστρεψα για να τα κανονίσω με τον κατάπληκτο πανδοχέα. Δεν είχα λεφτά, ούτε έναν οβολό στο όνομα μου, κι έτσι άφησα τη στραπατσαρισμένη κι ακόμα αιματοβαμμένη ασπίδα και το κρά­νος μου για ενέχυρο, έδωσα οδηγίες να μη με ενοχλήσουν παρά μόνο για να φέρουν ένα απλό πιάτο φαΐ μια φορά τη μέρα και μπήκα στο δωμάτιο που ήταν η Αστερία, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα στον πανδοχέα και το στρατό, στον Ξενοφώντα και τον άντρα που ήμουν μέχρι εκείνη τη μέρα.

Δεν είμαι γιατρός, σίγουρα όχι ο Ιπποκράτης, και αμφιβάλλω αν αυτή η άθλια πόλη διέθετε τίποτ' άλλο εκτός από μαμές και μάγισσες, έτσι κι αλλιώς. Για να μιλήσω ειλικρινά, μ' ενδιέφερε περισσότερο να βρω νεκροθάφτη παρά γιατρό, αν και συχνά σε τέτοια μέρη το ίδιο σεπτό πρόσωπο θα έπαιζε τον έναν και τον αυτό ρόλο, παρά την αντιπαράθεση συμφερόντων. Οι στρατιω­τικοί χειρουργοί που είχα δει στο στρατό μας αλλά ακόμα και στην Αθήνα δεν είχαν παρά μία και απαράλλακτη θεραπεία για την αιμορραγία από αποβολή: επιπλέον αιμορραγία. Αν η γυ­ναίκα επιζούσε από αυτή, θα επιζούσε και από την αρρώστια της. Αν όχι, τότε έτσι ήταν γραφτό από τους θεούς. Οι ιπποκρατικοί θα παρουσίαζαν ένα εντυπωσιακό θέαμα, σίγουρα, συλλέγοντας δείγματα από εμετό, αίμα, δάκρυα, μύξα, κολπικό υγρό, ιδρώτα, ούρα, πύον από κακοφορμισμένες πληγές της ασθενούς, κυψελί­δα από το αφτί και όποια άλλη σωματική έκκριση μπορούσαν να πάρουν, ύστερα θα τις ανέλυαν δοκιμάζοντάς τες ή, αν η ασθε­νής ήταν πειθήνια, θα την έβαζαν να τις δοκιμάσει η ίδια. Εγώ,

504 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

όμως, δεν ήθελα να υποστεί η Αστερία τέτοιες απρέπειες. Θα τη φρόντιζα με το δικό μου τρόπο.

Κάποιο από τα μακρόσυρτα εκείνα απογεύματα, καθώς κα­θόμουν σιωπηλός στην άκρη του κρεβατιού της παρακολουθώντας τον ακατάστατο από τον πυρετό ύπνο της, πήρα ένα κύπελλο με δροσερό νερό κι άρχισα να σφουγγίζω τον ιδρώτα από το κορμί της, προσπαθώντας, παρά τη βρομιά που μας περιέβαλλε, να την κρατήσω σε μια υποτυπώδη καθαριότητα. Ασυναίσθητα μουρ­μούρισα το όνομά της, «Αστερία», περισσότερο για μένα τον ίδιο παρά ελπίζοντας ότι θα μου απαντούσε. Η λέξη πέρασε μέσα α­πό τη μακριά, απέραντη ερημιά της συνείδησής της, την κλει­σμένη στο σκοτάδι και κατοικημένη από σκιές, ελισσόμενη μέσα από τους μοναχικούς παράδρομους του μυαλού της και καθυ­στερώντας αιώνες ολόκληρους, προφανώς, προτού τελικά φτάσει στον προορισμό της. Και τότε εκμαίευσε αργά μια απάντηση, η οποία διέσχισε και πάλι το κοπιαστικό μονοπάτι μέσα από τις σκιές μέχρι να βγει έξω, καθώς διαλυόταν αργά η θολούρα και η γλώσσα της κινούνταν με κόπο, ενώ τα μάτια της εξακολουθού­σαν να είναι κλειστά: «Θέο». Η λέξη ειπώθηκε τόσο απαλά, που με ξάφνιασε και δεν ήμουν καν σίγουρος ότι την είχα ακούσει, μια και η έκφρασή της δεν είχε αλλάξει, ούτε καν είχαν πεταρίσει τα βλέφαρά της. Είχα σχεδόν θεωρήσει τον ψίθυρο δημιούργημα της φαντασίας μου, ίσως έναν ειλικρινέστερο προσδιορισμό της ύπαρξής μου από όσο είχα ποτέ συνειδητοποιήσει, όταν ξαναμί­λησε, με άπειρη προσπάθεια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με».

Σήκωσα τα μάτια και την είδα που πάσχιζε να μιλήσει, αγκο­μαχώντας σιωπηλά, με τα χείλη και τη γλώσσα να κινούνται βα­ριά. Κάποια εσωτερική πηγή ενέργειας είχε ξεχειλίσει από μέσα της και δεν μπορούσε να σταματήσει. Τα βλέφαρά της μισοση-κώθηκαν και με κοίταξε περίεργα, ενώ ψηνόταν από τον πυρετό, με μάτια γυάλινα, που άλλαζαν διαδοχικά χρώμα από ατσάλινο γκρίζο σε ανοιχτό μπλε, καθώς το τρεμουλιαστό φως αντανα­κλούσε πάνω τους, μόνο και μόνο για να γίνουν ξαφνικά πολύ σκούρα, σαν το χρώμα στα βάθη του ωκεανού ή ενός τάφου, μό­λις τα προσέγγιζε έστω και ίχνος σκιάς.

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 505

«Θέο», κόμπιασε. «Αγαπούσες τον Πρόξενο σαν αδερφό, ό­πως αγαπάς τον Ξενοφώντα». Έγνεψα σιωπηλά, ενώ η κατάπλη­ξη μου, ακούγοντας τη να μιλάει, εντεινόταν από το φόβο ότι μια τρομακτική αποκάλυψη ήταν αυτό που την παρακινούσε να μι­λήσει. Την παρακάλεσα να σωπάσει, να ξεκουραστεί.

«Λυπάμαι, θέο», είπε και πάλι με κομμένη την ανάσα κι ύστε­ρα έγειρε ασθμαίνοντας με κλειστά τα μάτια, πασχίζοντας να ξα­ναβρεί την αναπνοή και την ηρεμία της. Δε διέκοψα την προσπά­θεια της, παρά μόνο έσφιξα περισσότερο τη λαβή μου πάνω στον ταχύτατο σφυγμό της και σφούγγισα τις σταγόνες του ιδρώτα που είχαν ξεφυτρώσει στο μέτωπο της μέσα στην πυρετώδη πάλη της.

«Αστερία», είπα τελικά, «δε χρειάζεται να λυπάσαι για τίποτα. Ο Πρόξενος ήταν στρατιώτης, πέθανε ως στρατιώτης και τώρα βρίσκεται μαζί με τους θεούς».

Στο σημείο αυτό τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και η έκ­φραση της απορροφήθηκε από κάποια απερίγραπτη θλίψη και μαρτύριο. «Εγώ... εγώ τον σκότωσα», είπε κοιτάζοντας με κατευ­θείαν στα μάτια και ύστερα το επανέλαβε ξανά και ξανά, με φω­νή αποστραγγισμένη από δύναμη και συναίσθημα, που ξεμά-κραινε σιγά σιγά από μένα. «Τον σκότωσα».

Περιέργως, αισθάνθηκα κάποια ανακούφιση ακούγοντας το, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτή δεν είχε καμιά σχέση με το γε­γονός και ότι απλώς την είχε κοροϊδέψει κάποιο αλλόκοτο όνει­ρο, κάποια σκληρότητα εκ μέρους των θεών που δεν ήταν ευχα­ριστημένοι βασανίζοντας το σώμα της, αλλά ζητούσαν να βασα­νίσουν εξίσου και το πνεύμα της.

«Αστερία, κοιμήσου. Δε σκότωσες κανέναν, είναι μόνο ένα ό­νειρο». Εξακολούθησε να είναι ταραγμένη και να τρέμει, εξακο­λούθησε να λέει κάτι που ήξερα ότι θα ήταν μόνο μια επιπλέον παραίσθηση. Έτσι επιδίωξα ν' αποτρέψω αυτή την άχρηστη α­νάλωση της εξαντλημένης της δύναμης, επαναλαμβάνοντας τις κατευναστικές λέξεις. «Δε σκότωσες τον Πρόξενο. Ο Τισσαφέρ­νης το έκανε. Εσύ είσαι αθώα».

Ακούγοντας το αυτό κοντανάσανε και σχεδόν ανακάθισε από την αποτυχία της να με κάνει να καταλάβω και από την απελπι-

506 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

σία της να μιλήσει. «Ανόητε!» πέταξε με φωνή στριγκή και ψιθυ­ριστή και το πρόσωπο κομμένο από τον πόνο. «Εγώ είμαι ο Τισ­σαφέρνης!» Κι αφού το ξεστόμισε σωριάστηκε και πάλι πάνω στο επίπεδο, μουσκεμένο μαξιλάρι της, ασθμαίνουσα και εξαθλιω­μένη. Κάθισα με ορθάνοιχτα τα μάτια, κατάπληκτος από τη δύ­ναμη του ξεσπάσματός της, αλλά στη συνέχεια εξακολούθησα το κατευναστικό κατεβατό με κοινοτοπίες και τελικά ανταμείφθηκα, βλέποντας το κοντανάσασμά της να ξαναγίνεται φυσιολογικό και τά τεντωμένα μέλη της ν' αρχίζουν να ηρεμούν.

Με κοίταξε για μία ακόμα φορά. Το πρόσωπό της είχε μια έκ­φραση ολοφάνερης θλίψης. Τα χείλη της κινούνταν σιωπηλά και νόμισα ότι θα προσπαθούσε και πάλι να δώσει φωνή σε λέξεις που καλύτερα να έμεναν άφατες και αμελέτητες, αλλά τότε, κλείνοντας αργά τα βλέφαρα της, ξαναγύρισε στη χώρα των σκιών και των ο­νείρων στην οποία είχε μείνει για τόσες μέρες. Όνειρα, αυτά τα μαρτύρια, οι επιθυμίες, οι ψεύτικοι και αληθινοί οιωνοί- αυτός ο λανθάνων, φασματικός κόσμος, ο κατοικημένος από μια ακόμα με­γαλύτερη αφθονία χλευαστικών, άλογων όντων από αυτή που ίσως να βρίσκεται στην εν εγρηγόρσει ύπαρξή μας. Διαλύθηκε λες και κατέβαινε σε ένα ακόμα πιο σκοτεινό πηγάδι, με το κάθε επίπεδο πιο συμπιεσμένο από το προηγούμενο. Βρισκόμουν μακριά της τώρα κι έδινε μόνη τη μάχη της, εντελώς μόνη με τη μικρή ζωή και τις αναμνήσεις από τα ασήμαντα παραπτώματά της, και ακόμα και κοιμισμένη έχυνε περιστασιακά καυτά δάκρυα γιατί και τα χρό­νια και οι αναμνήσεις της έφευγαν γρήγορα.

Αργότερα εκείνη τη νύχτα, αφού τη γύρισα προσεκτικά στο πλάι, όπου κουλουριάστηκε αμέσως σαν έμβρυο, σε μια προσπά­θεια ν' ανακουφιστεί από το αδιάκοπο κάψιμο στην κοιλιά της, χάι­δεψα απαλά το λαιμό και τα μαλλιά πίσω στο σβέρκο, εκείνο το απαλό, μαγικό μέρος του σώματος μιας γυναίκας όπου η λεία κα­μπύλη του σβέρκου γίνεται χνουδωτή σαν μωρού και ύστερα με­ταμορφώνεται σε μια σειρά από απαλές, πουπουλένιες τούφες κά­τω από τις στρογγυλεμένες άκρες των βοστρύχων της, εκείνες τις μικροσκοπικές φύτρες που αρνούνται κάθε προσπάθεια τιθάσευ­σης, ακόμα και όταν τα υπόλοιπα γυναικεία μαλλιά έχουν υποστεί

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 507

το πιο περίτεχνο δέσιμο. Θαυμάσιες σαν μικρές βλεφαρίδες, που, άμα φωτιστούν από πίσω με μια λάμπα, αστράφτουν και λάμπουν σαν αυγή, αθάνατα υπολείμματα από την παιδική ηλικία της γυ­ναίκας, το ίδιο ορατές και όμορφες αλλά και το ίδιο ατίθασες α­πό την πλουσιότερη Περσίδα βασίλισσα μέχρι τη φτωχότερη χω­ριατοπούλα, τα πρώτα μαλλιά που βγαίνουν όταν είναι παιδί, φύ­λακες του γλυκού, γυναικείου αρώματος όλης της ζωής της, οι τε­λευταίες τούφες που μένουν στο κεφάλι της στα ξεμωράματά της, αψηφώντας χρόνο και τόπο. Καθυστέρησα λιγάκι εκεί με το δρο­σερό σφουγγάρι, έχοντας το μυαλό άδειο, χωρίς να σκέφτομαι τί­ποτα, καθώς αναστέναζε και μουρμούριζε στον ύπνο της.

Είχα μόλις σκύψει κάτω ν' ανασηκώσω τη ράχη της προς το κέντρο του κρεβατιού, όταν παρατήρησα ένα μικρό σημάδι ή κη­λίδα ακριβώς στις ρίζες των μαλλιών της στο σβέρκο. Δεν το εί­χα ξαναπαρατηρήσει, μια και πριν από την αρρώστια της δεν εί­χα ξαναδεί το σώμα της Αστερίας στο φως της μέρας και πριν α­πό αυτό, όταν ζούσε ακόμα ο Κύρος, ο λαιμός της δεν ήταν ποτέ εκτεθειμένος λόγω των μακριών μαλλιών της. Φέρνοντας τη λά­μπα του λαδιού πιο κοντά και σκύβοντας αργά προς τα κάτω, μπόρεσα να διακρίνω το θαμπό περίγραμμα του πατροπαράδο­του μωρουδίστικου τατουάζ που της είχαν κάνει μετά τη γέννηση της στις Σάρδεις, για να διακρίνεται ο πατέρας και η οικογενει­ακή καταγωγή της σε περίπτωση καταστροφής. Το εξέτασα προ­σεκτικά, προσπαθώντας να δω τις αχνές γραμμές και να διακρί­νω τις σκιές από το μελάνι, όταν ξαφνικά μου κόπηκε η ανάσα και ανακάθισα λες και με είχε τσιμπήσει σκορπιός, σπρώχνοντας την απότομα και κάνοντας τη να βογκήξει μες στον ύπνο της.

Το σύμβολο στο σβέρκο της ήταν εκείνο που είχα δει και με είχε κάνει να τρέμω αρκετές φορές, εκείνο που με κατέτρυχε στα όνειρα μου νύχτες ολόκληρες στο τέλος, εκείνο που νόμιζα ότι εί­χα αφήσει πίσω μου για πάντα μήνες πριν - το φτερωτό άλογο του Τισσαφέρνη.

Είχα τρομοκρατηθεί και τρέμοντας στάθηκα όρθιος και οπι­σθοχώρησα από το κρεβάτι της στον απέναντι τοίχο, όπου στά­θηκα ακίνητος, με τα μάτια καρφωμένα στο άθλιο εκείνο πλάσμα

508 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

που κειτόταν αναίσθητο απέναντι μου. Όταν συνήλθα, άρχισα να βηματίζω στο δωμάτιο για ώρες, χτυπώντας τη γροθιά μου στον πέτρινο τοίχο ώσπου οι κλειδώσεις μου μάτωσαν, ουρλιάζοντας τη λύσσα και την περιφρόνηση μου προς τους θεούς, θέλοντας, πέρα από κάθε επιφύλαξη, να αγνοήσω αυτό που είχα δει, να μεί­νω πιστός στην Αστερία, σαν να μην είχε μολυνθεί τόσο βάναυσα από το μικροσκοπικό σημάδι, περισσότερο απ' όσο μπορούσε να μολυνθεί από το βρομερό Αντίνοο στην καλύβα. Η προσπάθεια που έκανα ήταν ύψιστη, ίσως πιο εξουθενωτική από οποιαδήπο­τε άλλη είχα κάνει σε όλη την πορεία, μια και αυτή ήταν μια μά­χη με τον εαυτό μου, ενάντια στους ίδιους τους θεούς, μια μάχη που έδινα σκληρά μες στο μυαλό και την ψυχή μου, ώσπου τελι­κά, τελείως εξαντλημένος, κατάρρευσα στο πάτωμα και κοιμή­θηκα έναν ύπνο θανάτου, αλλά τον ύπνο του νικητή.

Ώρες αργότερα ξύπνησα και αφουγκράστηκα την αναπνοή της Αστερίας και ήταν ήρεμη. Η παγίδα των θεών δε με είχε νι­κήσει, επειδή αντίθετα με αυτή που χτυπά την υγεία ή απειλεί την ασφάλεια κάποιου, αυτή ήταν ένα χτύπημα στο μυαλό, και μό­νο στο δικό μου μυαλό, μια παγίδα που έπρεπε ή να την αποδε­χτώ ή να τη νικήσω μόνος μου. Οι θεοί αναγκάζουν τους ανθρώ­πους να αγαπήσουν αυτούς που δε θα έπρεπε και να αποδιώχνουν αυτούς που θα έπρεπε να αγαπούν. Υπόλογοι μόνο στα τεχνά­σματα τους, που είναι άγνωστα στους θνητούς, αφήνουν να πε­θαίνουν αυτοί που έπρεπε να ζουν και διατηρούν στη ζωή αυτούς που έπρεπε να πεθάνουν. Αλλά αυτή τη φορά ο κωμικός συγχρο­νισμός των θεών δε λειτούργησε. Ο ενοχλητικός σάτυρος που α­κολουθούσε κατά πόδας τα ίχνη μου εβδομάδες ολόκληρες είχε κάνει αυτή την επιπλέον φτηνή προσπάθεια να παίξει το γελωτο­ποιό, αλλά είχε μπερδέψει την ατάκα του, καθυστερώντας μοιραία την είσοδο του πολύ πιο αργά από το σημείο που θα μπορούσε να πετύχει τη μεγαλύτερη επίδραση του, κι έτσι, αντί να τον επευ­φημούν όρθιοι οι άλλοι θεοί για τις έξυπνες επί σκηνής φάρσες του, δεν κατάφερε να προκαλέσει παρά ένα βαριεστημένο χα­σμουρητό. Το μυαλό μου βρισκόταν τώρα σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη εκδίκηση για τον Τισ-

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 509

σαφέρνη από αυτή εδώ την κλασική σκηνή της απαγωγής, την α­ναμέτρηση ανάμεσα στον οργισμένο πατέρα και το γελαστό και θριαμβευτή γαμπρό του. Ο απαίσιος, μικρός δαίμονας με τα τρι­χωτά αφτιά που με ακολουθούσε έκανε μια βιαστική έξοδο από τη σκηνή ντροπιασμένος και δεν ξαναγύρισε.

Την έθαψα στους λόφους, έξω από την πόλη, σε μια τρύπα που έσκαψα με το ξίφος και τα χέρια στο χώμα. Κανένα σήμα ή μνη­μείο δεν έβαλα, μια και η παρουσία της Αστερίας στην πόλη αυ­τή ήταν άγνωστη σε όλους εκτός από μένα και τους Ροδίτες και δεν είχα ανάγκη από ένα τέτοιο τεκμήριο. Το μόνο δικό της που κράτησα ήταν ένα μικρό, στραπατσαρισμένο φτερό που τράβη­ξα μέσα από τα μπερδεμένα μαλλιά της πριν ακριβώς τυλίξω το κορμί της με το σάβανο.

Ξάπλωσα στο χώμα δίπλα στον τάφο και κοιμήθηκα, ένα βα­θύ, εξουθενωτικό, δίχως όνειρα ύπνο, στερημένο από οράματα ή σημασίες. Ξυπνώντας στη μέση της νύχτας, με τη γλώσσα στεγνή και το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει, σηκώθηκα και περπάτησα μουδιασμένος μέχρι το ελληνικό στρατόπεδο, περνώντας χωρίς έ­λεγχο από τους φρουρούς και φτάνοντας στην καλύβα όπου ήξε­ρα ότι είχε καταλύσει ο Ξενοφώντας από τη σημαιούλα που ανέ­μιζε από πάνω. Μπαίνοντας με κόπο μέσα τον βρήκα απασχο­λημένο, να γράφει πάνω σε ένα προχειροφτιαγμένο τραπέζι με το φως της λάμπας. Με κοίταξε δίχως έκπληξη ή μομφή. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους και τα μάγουλα του εξακολουθούσαν να είναι ισχνά από το σκληρό ταξίδι και τα ακόμα σκληρότερα βάσανα που είχε περάσει μετά την άφιξη του. Μου έγνεψε σιω­πηλά για να με χαιρετήσει και να με καλωσορίσει, έριξε μια μα­τιά στο κρεβάτι που είχε μείνει άδειο πολύ καιρό, περιμένοντας την επιστροφή μου, και ξαναγύρισε ήρεμα στη δουλειά του. Πέ­ρασαν πολλά χρόνια μέχρι να μιλήσουμε για την Αστερία ή τα γε­γονότα εκείνων των εβδομάδων, τότε που δεν ήμουν ο εαυτός μου.

Όσο κρατούσε η εσωτερική εξορία μου, δε μου είχε περάσει . ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να υπέφερε κι αυτός, μια και η α-

510 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

πώλεια γι' αυτόν ήταν διπλή, και δεν μπορώ να το θυμηθώ, ακό­μα και σήμερα, χωρίς ρίγος μεταμέλειας. Απορροφημένος κα­θώς ήμουν με τα δικά μου εκείνη την εποχή, δεν κατάλαβα παρά πολύ αργότερα ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά από τη γέννηση του Ξενοφώντα που αυτός κι εγώ είχαμε χωρίσει.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Αυτογενής, αδίδακτος, αμήτωρ, ακλόνητος, ανώνυμος, πολυώνυμος, ενδημώντας στη φωτιά... ο παντεπόπτης αιθέρας...

ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΙΧΟ ΝΑΟΥ ΣΤΗ ΛΥΚΙΑ

1

ΤΑ ΜΑΤΙΑ TOY ήταν αυτά που πρωτοπαρατήρησα: αόμματες, υ­δάτινες σφαίρες βουρκωμένες, με ένα θαμπό γαλατένιο χρώμα α­πό τους χοντρούς καταρράκτες που τις κάλυπταν. Ήταν τυφλός σαν σκουλήκι, ωστόσο το αόμματο βλέμμα του διαπέρασε τους πε­ραστικούς του πολυσύχναστου δρόμου και κοίταξε κατευθείαν το πρόσωπο μου.

Στήνοντας αφτί, μπορούσα ν' ακούσω το παράξενο τραγούδι του ν' ανεβαίνει πάνω από το βουητό του δρόμου. Οι στίχοι ίσα που ακούγονταν, κάτι λίγο περισσότερο από μουρμούρισμα, μια επαναλαμβανόμενη μουρμουριστή ψαλμωδία, αλλά το αποτέλε-σμά τους ήταν άμεσο και τρομερό. Τρέμοντας διέσχισα το σκο­νισμένο δρόμο, σπρώχνοντας, και άρπαξα άγρια από το χέρι τον τρεμουλιάρη γέρο.

«Που το έμαθες αυτό; Ποιος είσαι;» Ο άντρας με κοίταξε έ­ντονα, καθώς του σφύριζα μέσα από τα δόντια μου, και η απλα­νής έκφραση του έδωσε τη θέση της αργά σε ένα σαρκαστικό χα­μόγελο και άρχισε να γελάει περισσότερο σαν παράφρονας ή α­πελπισμένος. Σκέφτηκα ότι ίσως να μη με άκουσε ή να μην κατά­λαβε κι έτσι πλησίασα ακόμα πιο κοντά το πρόσωπο μου. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα και πάλι, αργά αλλά σταθερά, ενώ τα δάχτυ­λα μου έσφιγγαν το απρόσμενα σφιχτοδεμένο ποντίκι του με κά­ποια απόγνωση. Παρά την πίεση που ασκούσα στο χέρι του, το πρόσωπό του δε συσπάστηκε καθόλου· μόνο ένα ακαθόριστο βλέμμα, διασκεδαστικό ίσως, ακόμα και θριαμβικό, αν και η δύ­ναμη όποιου συναισθήματος μπορούσε να νιώθει δεν ήταν ικανή να σταματήσει τον τρελό καγχασμό του. Δεν έλπιζα ότι θα μου α­παντήσει και στεκόμουν εκεί τρέμοντας από απόγνωση, ένας γέ-

514 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ρος που βασάνιζε έναν άλλο γέρο στη γωνιά κάποιου πολυσύ­χναστου δρόμου της Σπάρτης.

Ξανάρχισε το ρυθμικό, πένθιμο ύμνο του, λικνιζόμενος ελαφρά κατά διαστήματα προς τη νοερή χορωδία του, με το πρόσωπο στραμμένο με αδημονία σε μένα.

Τα λόγια του τραγουδιού του, που είχαν παραμείνει κρυμμέ­να για δεκαετίες στη μνήμη μου, σε μια θαμπή γωνιά του βασι­λείου της Μνημοσύνης, όπου σπανίως ταξίδευα, τώρα ηχούσαν και στριφογύριζαν και πάλι στο μυαλό μου, αποκτώντας προθέσεις και σχήματα και μια δική τους ζωή. Μια μαυρομαλλούσα νεαρή γυναίκα, χωρίς πρόσωπο, έσκυβε από πάνω μου καθώς κούρνια­ζα στην αγκαλιά της και τραγουδούσε ένα τραγούδι -ένα νανού­ρισμα;- με χαμηλή, μελωδική φωνή, μια εξωτική, αρχέγονη με­λωδία που ήταν περισσότερο ύμνος παρά τραγούδι και με τα χρό­νια είχε καταλήξει να έχει αναρίθμητες παραλλαγές μέσα στους ενδόμυχους στοχασμούς μου. Οι ίδιες οι λέξεις μόύ ήταν ακατα­νόητες, σε μια γλώσσα που δεν είχα μιλήσει ποτέ και δεν κατα­λάβαινα. Δεν είναι η γνωστή δωρική διάλεκτος των Συρακουσών, ούτε η δυσνόητη των Ελύμων ή των Σικανών, μια και έχω μιλή­σει με πολλούς Σικελούς εμπόρους και στρατιώτες στη ζωή μου και κανείς, στη διάρκεια των διακριτικών αποριών μου, δεν ανα­γνώρισε καμιά από τις λέξεις που επιχείρησα να παπαγαλίσω α­πό τις αναμνήσεις της νιότης μου. Ένας χαρτογράφος από τη Φοινίκη, όταν τον ρώτησα κάποτε, μου είπε ότι οι ήχοι έμοιαζαν με αυτούς της δικής του γλώσσας, αν και δεν αναγνώριζε καμία από τις λέξεις. Τόσο εφήμερο πράγμα είναι τελικά η μνήμη, ώ­στε ακόμα και η πρώτη και πιο ιερή εντύπωση μου, αυτή της ί­διας μου της μάνας, να έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα;

Χαλάρωσα το σφίξιμο στο μπράτσο του γέρου και πέταξα μια χούφτα οβολούς στο μικρό πήλινο τάσι που κουβαλούσε. Ήταν ίσως περισσότερα λεφτά απ' όσα είχε πάρει μαζεμένα στη ζωή του. Το τρελό γέλιο κόπηκε διαμιάς και τράβηξε απότομα το χέ­ρι του, ελευθερώνοντας το από τη λαβή μου με μια δύναμη εκ­πληκτική για κάποιον που έδειχνε τόσο εύθραυστος. Μόνο έπει­τα από μεγάλη προσπάθεια και πολλά καλοπιασματα κατάφερα

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ 515

να τον βγάλω από το ανόητο παραλήρημα του και να του απο­σπάσω κάτι που να έχει κάποια σαφήνεια.

«Το τραγουδάκι μου;» ρώτησε και, καθώς τίναξε το κεφάλι του και ξανάρχισε το κακαριστό γέλιο του, φοβήθηκα ότι τον εί­χα χάσει ολοκληρωτικά. Ξαναβρήκε όμως την αυτοσυγκέντρωση του, όσο γρήγορα την είχε χάσει λίγες στιγμές πρωτύτερα, και η καρδιά μου άρχισε πότε να σταματά και πότε να πάλλεται δυνα­τά, καθώς η προσοχή του υποχωρούσε και επανερχόταν. «Εκεί­νες οι λέξεις...» τσίριξε, «εκείνες οι λέξεις δε σημαίνουν τίποτα! Χα! Χα! Ένα ανόητο παιδικό τραγουδάκι που έμαθα από τον παππού μου στις Συρακούσες πριν από έναν αιώνα, που το έμα­θε κι εκείνος από τον παππού του...» Άρχισε και πάλι να τα χά­νει, καθώς αυτή η απαρίθμηση των γενεών κατέληξε σε ένα ακό­μα πιο βραχνό γέλιο. Πέρασαν φευγαλέα από το νου μου οι αχνοί ίσκιοι των ξεχασμένων του προγόνων αλλά και των δικών μου, αρχαίοι Σικελοί πολεμιστές που είχαν ζήσει όταν οι θεοί περπα­τούσαν ακόμα πάνω στη γη και τους είδα να αποτραβιούνται και πάλι αργά πίσω στην καταχνιά, από την οποία μόλις πριν από λί­γο είχαν αναπάντεχα κληθεί. Είχαν πεθάνει όπως και εκείνες οι αληθινές θεότητες, που άλλοτε μπορούσαν να περάσουν χωρίς προσπάθεια το όριο της θνητότητας, παίρνοντας ανθρώπινη μορ­φή ή θεϊκή υπόσταση κατά βούληση.

Άδειασα το πουγκί μου στο πήλινο τάσι του και ξανάπαψε το τρελαμένο κακάρισμα του, όταν ένιωσε το αναπάντεχα αυξημένο βάρος στο χέρι του. Κοιτώντας με εξεταστικά με τα τσιμπλιασμέ-να μάτια του, με ευλόγησε κουνώντας βαριά το κεφάλι και καθώς έσφιξε το βραχίονα μου παρατήρησα με τρόμο ότι τα ροζιασμένα, στρεβλωμένα δάχτυλα του έκρυβαν ένα δυνατό και σκληρό σφίξι­μο, όμοιο με αυτό ενός πολεμιστή που του έμενε ακόμα δύναμη για μελλοντικές μάχες. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου και α-πήγγειλε και πάλι, με χαμηλή, σπασμένη φωνή, τα πολύτιμα λόγια που θυμόμουν ότι μου τραγουδούσε η μητέρα μου πριν από πάρα πολλά χρόνια. Οι τρίχες στο σβέρκο μου ανασηκώθηκαν και τα γό­νατα μου λύγισαν και έκλαιγα φανερά μες στη μέση του δρόμου, με τους περαστικούς ν' αποστρέφουν τα μάτια τους από αμηχανία.

516 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

Ύστερα από ένα λεπτό στάθηκα όρθιος τρεκλίζοντας και α­πομακρύνθηκα σιωπηλός, έχοντας πειστεί ότι είχα αποσπάσει α­πό το γέρο ό,τι ήταν ικανός να δώσει. Είχα επιστρέψει στον κα­τάμεστο δρόμο με την όραση θολή ακόμα από τα δάκρυα, όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν πολύ παράξενο να έχω δει κά­ποιο ζητιάνο στο σημείο αυτό. Η σκληρή διοίκηση αυτής της πό­λης τιμωρούσε την επαιτεία... με τι; - Με θάνατο; Φυλάκιση; Κα­νένας λογικός άνθρωπος δε θα το επιχειρούσε καν. Πανικόβλη­τος από τον κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο γερο-τρελός αν τον έ­πιαναν, έκανα στροφή και διέσχισα ξανά τρέχοντας το δρόμο, α­ποφεύγοντας τα κάρα και τα μουλάρια που περνούσαν από μπρο­στά μου, για να φτάσω στη γωνία όπου στεκόμουν πριν από ένα λεπτό.

Ήταν άδεια. Η οικογένειά μου: δυο στιχάκια ενός αρχαίου και ξεχασμέ­

νου τραγουδιού ειπωμένα από έναν αλήτη. Αργότερα τα έμαθα στους γιους του Ξενοφώντα, σε μια μάταιη προσπάθεια να τα δια­τηρήσω στη μνήμη των ζωντανών.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ήθος άνθρώπωι δαίμων. (Το ήθος στον άνθρωπο δαίμων.)

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ

Αφού πέρασε ένα μήνα συγκεντρώνοντας προμήθειες και λεηλα­τώντας τη γύρω περιοχή της Κολχίδας από τα αποθέματά της, ο στρατός και ο Ξενοφώντας έκαναν διακανονισμούς για να συνε­χίσουν το ταξίδι της επιστροφής προς την Ιωνία, με πλοία αλλά και πεζοί, προς μεγάλη ανακούφιση του καταβεβλημένου πλη­θυσμού της πόλης. Έτσι οι στρατιώτες αναχώρησαν πολύ νωρίς ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Αρκετούς μήνες αργότερα και με αρκετές απώλειες, φτάσαμε στο Βυζάντιο στερημένοι α­πό κάθε λάφυρο, ακόμα και από τα υπάρχοντά μας με τα οποία είχαμε ξεκινήσει το μακρύ μας ταξίδι. Αν και δεν είχε χρήματα ο Ξενοφώντας, ήταν πλούσιος σε φήμη και πανουργία και αφού έλαβε μέρος σε εκστρατείες με διακρίσεις για δέκα ακόμα χρό­νια μαζί με το βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, αποσύρθηκε εύ­πορος πια σε ένα μεγάλο κτήμα στο Σκιλλούντα, κοντά στην ίδια τη Σπάρτη, για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του κυνηγώντας και γράφοντας και παρατηρώντας από μακριά τις υποθέσεις της Αθήνας που τον είχε εξορίσει διά βίου.

Συνοδεύοντάς τον, όπως πάντα, έζησα κι εγώ στο Σκιλλούντα. Η Φιλησία, η απλή και υπομονετική Σπαρτιάτισσα γυναίκα του, τον φρόντιζε καθημερινά αξιοθαύμαστα. Ο Ξενοφώντας συνέχι­σε να προσφέρει καθημερινά θυσίες στους θεούς και όσο γερ-

518 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

νούσε τόσο περισσότερο προσέγγιζε τον κόσμο τους, αφού κατά καιρούς κουβέντιαζε με τον έναν ή τον άλλο θεό, όταν πίστευε ό­τι ήταν μόνος. Εγώ από την άλλη συμμετείχα στις θυσίες όχι για να ζητήσω οιωνούς ή να ικετεύσω την εύνοια των θεών, αλλά α­πλά για να τους κατευνάσω με σκοπό να πάψουν να έχουν στραμ­μένη την προσοχή τους πάνω μου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο πόνος, είπε ο συμπατριώτης μου, ο Επίχαρμος, είναι το τίμη­μα που απαιτούν οι θεοί να πληρώσουμε για όλα μας τα ευεργε­τήματα. Αν τα πράγματα είχαν έτσι, μάλλον προτίμησα την α­διαφορία τους.

Η ήττα της Σπάρτης από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα άλλαξε τη ζωή μας, αφού μετακομίσαμε από τον αγαπημένο μας Σκιλ-λούντα αναγκαστικά στην Κόρινθο, μια πόλη χωρίς την ομορφιά και το μεγαλείο της Αθήνας ούτε την απλότητα και την ευγένεια της Σπάρτης. Αυτή η μετακίνηση, είμαι βέβαιος, στέρησε δέκα χρόνια από τη ζωή του Ξενοφώντα. Είχε μεγαλώσει, έτσι καθώς τον παρατηρούσα, κι είχε γίνει γέρος πια, ακόμα και για τα δικά μου μάτια. Ακόμα πιο ενοχλητικό ήταν το ότι μου είπε πως είχα πάθει το ίδιο κι εγώ. Καθώς γράφω, σαλπίσματα και ήχοι τυ­μπάνων ακούγονται από μακριά, καθώς οι νέοι της Κορίνθου εκ­παιδεύονται για τις ατέρμονες στρατιωτικές τους εκστρατείες. Το άκουσμα τέτοιων ήχων ξυπνά προ πολλού κοιμισμένα συναισθή­ματα σε έναν παλαίμαχο στρατιώτη, όπως όταν κοιτάζει μια ό­μορφη γυναίκα που περνά, όταν δεν του έχει μείνει τίποτ' άλλο από την ανάμνηση του πόθου. Η κίνηση των χειλιών της, το τρε­μούλιασμα του στήθους της κάνουν το στομάχι του άντρα να δέ­νεται κόμπο. Κι όμως, παρόλο που η γυναίκα τού κάνει νόημα με τα μάτια της γεμάτα πόθο, παρόλο που οι σάλπιγγες καλούν ευ­θαρσώς σε πόλεμο, ο γέρος μένει ριζωμένος στην καρέκλα του, ανίκανος να σηκωθεί.

Οι δυο γιοι του Ξενοφώντα, που ανέλαβαν δράση σε τέτοια κα­λέσματα, πέθαναν στις μάχες που μαίνονταν στην Αττική και στην Πελοπόννησο κι αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα γι' αυτόν. Δύ­σκολα αντέχει κανείς την απουσία ενός γιου που θα τον διαδεχτεί, μάρτυρας η στέρφα ζωή μου, αν κι αυτό ελάχιστη παρηγοριά τού

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 519

πρόσφερε. Μάταια προσπάθησα να μετριάσω τη δική του αλλά και τη δική μου λύπη γι' αυτό. «Αυτοί που τους αγαπούν οι θεοί πε­θαίνουν νέοι», του είπα. Αλλά, την ίδια στιγμή που βγήκαν από το στόμα μου οι λέξεις αυτές, το μετάνιωσα, γιατί, όπως τα περισσό­τερα λιτά, μεστά αποφθέγματα, ήταν και αυτό δίσημο και ελάχι­στη παρηγοριά πρόσφερε σε όσους, όπως εμείς, πεθαίνουν γέροι.

Γίνομαι παραπονιάρης και συναισθηματικός και καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσω την πένα μου στο ευθύ και στενό μονοπάτι της ιστορίας που διηγούμαι. Μια Γαλάτισσα μά­γισσα με το όνομα Γιουρσενάρ είπε κάποτε πως κανείς δεν είναι βασιλιάς μπροστά στο γιατρό του. Κι εγώ θα συμπλήρωνα: ούτε στρατηγός μπροστά στον ακόλουθο του στη μάχη. Και ο γιατρός και ο συνοδός, για να φροντίσουν αποτελεσματικά τους προστα­τευομένους τους, πρέπει να είναι ως ένα βαθμό ειδικευμένοι στις επαγγελματικές υπεκφυγές, για να παραλείπουν τα άσχημα νέα, ενώ ταυτόχρονα να μην αφήνουν τον αποδέκτη τους να χάσει την απόλυτη αυτοπεποίθησή του. Στο τέλος, πάντως, η αλήθεια πρέ­πει να λεχθεί γυμνή και, παρόλο που καμιά μεριά δεν το επιθυ­μεί, πρέπει να παραμερίζονται τελικά οι κοινωνικές ευγένειες και οι συμβιβασμοί για χάρη της ακρίβειας.

Έτσι, λοιπόν, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη γέννησή του, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου να φροντίζω τον προστατευόμενό μου που πάσχει άλλοτε από ακράτεια και άλλοτε από δυσουρία, να του σκουπίζω τη μύτη και να του καθαρίζω τα πισινά όπως έκανα ό­ταν ήταν παιδί. Είναι ένας σιωπηλός ρόλος, και όχι και τόσο ά­χαρος, χωρίς αμφιβολία ο τελευταίος που θα παίξω. Σφάλλω ό­μως - γιατί καταγράφοντας βιαστικά αυτές τις σελίδες, συλλογι-ζόμενος το δίδυμο εαυτό μου, το μαθητή μου, τον ευεργέτη μου, τον ίδιο τον εαυτό μου, ο τελευταίος μου ρόλος δε θα είναι αυτός του νοσοκόμου ή του νεκροθάφτη, αλλά μάλλον της μαμής ή α­κόμα και ενός θεού, καθώς πασχίζω μέσα από αυτά τα γραπτά να φέρω στο φως την αληθινή ζωή του.

Μέσα από αυτή τη φτωχή θρηνωδία ελπίζω και πιστεύω ότι θα επιτευχθεί ο σκοπός μου και ότι θα ρίξω ένα ελάχιστο φως σε έ­ναν έστω αναγνώστη, σε εκατό ή και περισσότερες γενιές από τώ-

520 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ

ρα. Ο πατέρας της ιστορίας έγραψε το έργο του με σκοπό «να μη σβηστούν από το Χρόνο όσα έγιναν από τους ανθρώπους». Αν και δεν τρέφω καμία φιλοδοξία να ξεπεράσω τη λογοτεχνική δόξα του Ηρόδοτου, σημειώνω παρ' όλα αυτά ότι κι ένα απλό παιδί που κά­θεται στους ώμους ενός γίγαντα μπορεί να δει μακρύτερα από τον ίδιο το γίγαντα. Απλά και μόνο χάρη στις διαφορετικές μου προσδοκίες, μπορεί να καταφέρω να δω μακρύτερα από τους πο­λύ πιο αξιόλογους προκατόχους μου.

Ας κλείσω λοιπόν εδώ την αφήγηση μου. Υπογράφω αυτό το έγγραφο με ό,τι έχει απομείνει από το φτερό ενός ωδικού πτηνού που φύλαγα προσεκτικά εδώ και πενήντα χρόνια σε ένα μικρό υ­φασμάτινο λαδωμένο σακουλάκι. Και χρησιμοποιώ το πλήρες μου όνομα, το οποίο δικαιούμαι να φέρω ως άνθρωπος τελικά ε­λεύθερος και ησυχασμένος. Κάποιος άλλος, ίσως, θα συμπληρώ­σει όσα δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω.

Θεμιστογένης ο Συρακούσιος Πρώτο έτος της 105ης Ολυμπιάδας, επ' άρχοντος Καλλιδεμίδη Κόρινθος

Ο Μάικλ Κέρτις Φορντ είναι κάτο­χος Β.Α. στη Λατινογενή Γλωσσολο­γία από το Πανεπιστήμιο της Ουά­σινγκτον και Μ.Α. στα Οικονομικά από το Πρίνστον. Μιλάει ισπανικά, γαλλικά, πορτογαλικά και λατινικά και είναι μανιώδης αναγνώστης των κλασικών. Ζει στο Σάλεμ του Όρε-γκον.

Η ΕΠΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ ΩΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η διήγηση ξεκινά με τις διαμάχες για τη διαδοχή στο θρόνο της Περσίας. Όταν ο Δαρείος ο Β' πεθαί­νει, στο θρόνο τον διαδέχεται ο γιος του ο Αρταξέρ-ξης. Όμως ο αδερφός του Αρταξέρξη, ο Κύρος ο Νεό-τερος, εποφθαλμιώντας την εξουσία, συγκεντρώνει στρατιωτική δύναμη από εκατό χιλιάδες Πέρσες και δεκατρείς χιλιάδες Έλληνες, κυρίως Σπαρτιάτες, και κατευθύνεται εναντίον του.

Το 401 π.Χ. οι δυο στρατοί συγκρούονται στα Κούναξα κοντά στον ποταμό Ευφράτη. Ο Κύρος σκο­τώνεται στη μάχη και ο στρατός του κατατροπώνεται. Οι Έλληνες του Ξενοφώντα απομένουν μόνοι σε μια αφιλόξενη και εχθρική γη, χωρίς τρόφιμα, με κατεστραμμένο οπλισμό, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα...

Μέσα από αμέτρητους κινδύνους και ταλαιπω­ρίες, με μόνο εφόδιο το ανεξάντλητο ψυχικό του σθένος, ο Ξενοφώντας κατορθώνει να φέρει τους ά-ντρες του από τη Βαβυλώνα στη θάλασσα, που θα τους οδηγήσει τελικά στην πατρίδα.

Μετάφραση από τα αγγλικά ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ

ISBN 960-14-0535-6