Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

40
 ÑÅË ÖÍÌÐѹÏÆÇÅ ÑÌÖ

description

Μια φορά κι έναν καιρό στην Αθήνα...

Transcript of Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

Page 1: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5
Page 2: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5
Page 3: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τ ις προάλλες συ- νάντησα τον ίδιο άνθρωπο δύο

φορές, τυχαία, μία το πρωί και μία το βράδυ. Είχα να τον δω χρόνια, απ’ το σχολείο. Την πρώ-τη φορά ανταλλάξαμε

μόνο την έκπληξη: «Τι κά-νεις; Χαθήκαμε!» και άλλα τέτοια. Το βράδυ που τον ξαναείδα παραπήγαινε. Μου έδωσε το τηλέφωνό του, του

έδωσα το δικό μου. «Να βρε-θούμε», είπαμε. Ισως να μη βρεθούμε ποτέ, αλλά τι σημα-σία έχει; Λίγα πράγματα ήταν λιγότερα πιθανά απ’ το να πε-

τύχω το Θανάση δύο φορές την ίδια μέρα. Γενικώς, λίγα πράγμα-τα είναι λιγότερο πιθανά από αυτά που δεν περιμένεις. Οι μεγάλες πόλεις του κόσμου, μαζικές και κατά τόπους απροσδόκητες, σαν

δύστροπες γερόντισσες σοφές, κάνουν συχνά του... κεφαλιού τους. Αλλά τι σημασία έχει; Τι νόημα έχει οτιδήποτε αν το περιμένεις; Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν η Αθήνα...

Οι «Μητροπολιτικές Ιστορίες» σ’ αυτό το τεύχος δοκιμάζουν ένα πείραμα. Οι συνεργάτες μας ζωντανεύουν ήρωες κλασικών παραμυθιών και τους αφή-νουν ανεξέλεγκτους στους αθηναϊκούς

δρόμους. Η Αλίκη βγήκε απ’ τη χώρα των θαυμάτων και βρέθηκε σ’ ένα αμφιθέατρο στη Νομική, ο Τζακ μπλέχτηκε με μια τσι-μεντένια φασολιά κι η Τοσοδούλα νοίκιασε ένα μικρό διαμερισματάκι με θέα στο δρό-

μο. Το συμπέρασμα είναι, ξαναδιαβάζοντας τα πειραγμένα παραμύθια, ότι αν βρεθούν οι κατάλληλες γωνίες και οι κατάλληλες γωνιές, η Αθήνα αντέχει να μοιάζει εξίσου παραμυθέ-νια με τους φανταστικούς κόσμους των αδερ-

φών Γκριμ και του Αντερσεν. Μπορεί με άνεση να υποδύεται το απίθανο. Το παράξενο. Αυτό που δεν περιμένεις. Κόντρα στο παραδοσιακό μοτίβο των παραμυ-θιών, που βασίζεται σε μη ρεαλιστικούς κώδικες

και στα παλιά τα χρόνια, η Αθήνα δεν χρειάζεται φολκλόρ και αναληθείς ατμόσφαιρες. Η σύγχρονη πόλη είναι κατάλληλος παραμυθότοπος, συμβατός με καθετί αλλόκοτο και απροσδόκητο που τυχαίνει. Χωρίς κλασικά διδάγματα ή χάπι εντ, εγώ κι εσύ εί-

μαστε ήρωες σε παραμύθια που δεν οδηγούν απα-ραίτητα κάπου, που μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις πάλι του κλέφτη. Χωρίς ρυθμό. Χωρίς θριάμβους. Σε κάθε μητρόπολη που σέβεται τον εαυτό της υπάρχει κάπου ένας κακός λύκος κι ένας καλός πρίγκιπας, μια

ανόητη κοκκινοσκουφίτσα και μια πονηρή αλεπού. Τα παραμύθια της σύγχρονης Αθήνας είναι οι πιο συνεπείς αλήθειες της. Και ζήσαμε εμείς καλά, με τα μάτια να κοι-τούν στο πλάι και να βλέπουν διάφορα.

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

• Ο Τάσος Γραικός έχει προλά-βει τις εποχές που η ζωή χωρίς TV ήθελε το παραμύθι της για να κοιμηθεί. • Ο Νικόλας Ζώης είναι συντά-κτης δημοσιογραφικής ύλης. Με την απέραντη σοφία του, έχει συλλάβει την Πανίσχυρη Γενική Θεωρία των Πάντων (ΠΓΘΠ).• Η Εύη Λαμπροπούλου έχει γράψει τα βιβλία Χάπι λου, Σχε-δόν Σούπερ και Ολα τα μήλα. Από χάπια παίρνει μόνο ασπιρίνες και, κάπου κάπου, κοιμάται αρκετά.• Ο Κωστής Παττακός, αφού ανέ-λυσε όλες τις γλώσσες του κό-σμου, μπορεί πλέον να διαβάσει τον Ψηλό στην άνετη κουκέτα του, κάπου σε κάποιο φυλάκιο.• Ο Γιάννης Πλιώτας μαζεύει ιδέες από το χρόνο γύρω του, τις τσαλακώνει και τις καρφιτσώνει στο εσωτερικό του κεφαλιού του για μελλοντική χρήση.• Ο Γιώργος Πολυμενέας μόλις ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στη Γλωσσολογία. Στα κιτάπια του ΟΑΕΕ είναι καταχωρημένος ως αρθρογράφος και σε εκείνα των Ενόπλων Δυνάμεων ως αεροπό-ρος Στρατού. Δεν ξέρει ποιο από τα δύο είναι πιο αστείο.• Ο Γιώργος Ρομπόλας είναι ελεύθερος επαγγελματίας υπο-στήριξης και όνειρό του να πάρει σύνταξη. Σύντομα.• Η Σταυρούλα Σκαλίδη σπέρνει στους δρόμους της πόλης μπιζέ-λια, για να τη βρει ένας πρίγκιπας που περιφέρει την πραμάτεια του αναζητώντας την ευτυχία.• Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου επιστρέφει σ’ εκείνο το απόγευ-μα που της έδωσε ο μπαμπάς της να διαβάσει τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα.• Η Πάρια Τόμπρου είναι αρχιτέ-κτων αλλά θα μπορούσε να είναι και ένας προβληματισμένος ιππό-καμπος-γεωμέτρης, που χάνεται στο στροβιλισμό της ουράς του.• Ο Αλέξανδρος Χαντζής δηλώνει φοιτητής και σκηνοθέτης. Στην πραγματικότητα είναι πολύ καλό παιδί.

Page 4: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι: Σταυρούλα Σκαλίδη σελ. 6

Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας: Κωνσταντίνα Τασσοπούλου σελ. 8

Ο Τζακ και η φασολιά: Γιώργος Ρομπόλας σελ.12

Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων: Γιώργος Πολυμενέας σελ.16Η ωραία κοιμωμένη: Εύη Λαμπροπούλου

σελ. 20

Page 5: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα κόκκινα παπούτσια: Νικόλας Ζώης σελ. 22

Ο ψεύτης βοσκός: Τάσος Γραικός σελ. 26

Τα τρία γουρουνάκια: Κωστής Παττακός σελ. 28

Η τοσοδούλα: Παρία Τόμπρου σελ. 30

Ο μαγεμένος αυλός: Αλέξανδρος Χαντζής σελ. 32

Χάνσελ και Γκρέτελ: Γιάννης Πλιώτας σελ. 35

Page 6: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Φοράω τα «Χουίς Βουιτόν» μου. Σε καπελάκι και τσαντάκι μέσης. Πα-πούτσια αθλητικά-«μαϊμούδες»

«Λάικι». Μπλουζάκι «Βγενετόν» και παντελό-νι τζιν «Βρωμάτσε». Πουλάω τσάντες “Pendi” και “Cucci”. Για την κουτσή Μαρία, κατά πώς λένε εδώ στο Ελλάντα. “Beautiful Maria of my soul” παίζει ο διπλανός μου με την κιθάρα και τη γαϊδουρινή φωνή. Δεν θα βγάλει σιντί

ποτέ, μόνο δίσκο βγάζει κάθε μέρα στους κα-κόμοιρους τους περαστικούς, που τον ακούν και του ρίχνουν ψιλά για να σωπάσει.Είμαι ψηλός, λιγνός, με κατσαρά χειλά-κια -όπως άκουσα ένα κοριτσάκι να λέει στη μαμά του για μένα, στο δρόμο- σγου-ρά μαλλιά πολύ κοντά κομμένα, δύο μάτια φεγγάρια, γεμάτες σκούρες χάντρες με λίγο ασπράδι στην άκρη, που το φοβούνται γύρω μου οι λευκοί τη νύχτα, μαζί με τα ολόα-σπρα δόντια μου. Γι’ αυτό δεν χαμογελάω τα βράδια. Οχι μόνο γι’ αυτό. Είμαι μαυρούλης, ντε, όπως οι άλλοι δεν είναι, αν και τα καλο-καίρια ξεροψήνονται στον ήλιο για να μου μοιάσουν. Είμαι σπανιότητα εδώ, όπως είναι σπανιότητα οι άλλοι στη χώρα μου. Είμαι γρήγορος και δυνατός, να κουβαλάω το πανί με τις τσάντες μου που το κάνω τσουβάλι. Και τρέχω.Λες κι εγώ δεν φοβάμαι απ’ αυτούς που είναι τόσο άσπροι από την κορφή μέχρι τα νύχια. Κάποιοι από κείνους κάποτε με κυνηγούν. Πολιτσία. Και παίρνω τον μπόγο στην πλάτη. Και τρέχω. Μέχρι να φύγουν. Στήνω την πρα-μάτεια μου στο δρόμο κι αυτοί πάλι περνούν, αγοράζουν, κοιτούν, πληρώνουν, δεν πληρώ-νουν καμιά φορά και τρέχω. Εγώ, όχι αυτοί. Οποτε παζαρεύω τις τσάντες με τα κορίτσια, τους γελάω με τα μάτια μου, σουφρώνω τα τεράστια χείλη μου με νάζι, κι εκείνες όλο θέλουν να αγοράζουν. Πεεέντε ευρώ! Δεέκα ευρώ! Πααάρε, πααάρε, πάααρε!Είμαι αδύνατος από φυσικού μου, αλλά δεν τρώω και πολύ για να μου μένουν λεφτά και να μένω μόνος μου. Κοιμάμαι σ’ ένα μονό τριμμένο στρώμα, στο πάτωμα. Εχω ένα γκάζι και μαγειρεύω τα φαγητά απ’ την πα-τρίδα μου. Ενα παλιό μικρό ψυγείο και μια ξεχαρβαλωμένη τηλεόραση. Ακόμα δεν έχω δορυφορικό πιάτο. Το κορίτσι, η Φελίσα, από το απέναντι δεύτερο υπόγειο, τον τελευταίο καιρό όλο με κοιτάει, με χαιρετάει και κάτι βράδια που γυρίζω κουρασμένος, με περιμέ-

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΣΚΑΛΙΔΗ

Page 7: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

νει να μου δώσει ένα πιάτο φαΐ. Μπιζέλια. Τ’ αγαπημένα της. Εγιναν και δικά μου. Κοκκι-νιστά. Με φρέσκια ντομάτα και καρότα. Και κρεμμύδι και μύρισμα. Και πιπέρι μπόλικο. Οποτε έχει φαΐ. Κι εκείνη κοιμάται στο πάτω-μα: πολλά χαλιά μαζί, από κείνα που πουλάει σε λαϊκές, σε δρόμους και πανηγύρια, φτιά-χνουν ένα κρεβάτι...Γι’ αντάλλαγμα έχω ονειρευτεί να της χαρίσω ένα στρώμα. Ολόδικό της. Τότε θα της ζητήσω να το μοιραστούμε. Τότε. Με αγωνία ψάχνω με το βλέμμα μου τους δρόμους, μπας και το δω. Το δικό μας στρώμα. Από τα σκουπίδια.

Ενα διπλό. Κάπως καινούργιο το θέλω. Αλλά μην έχω απαιτήσεις. Μόνο κατουρημένο να μην είναι από πεθαμένες πια γιαγιάδες, που αδειάζουν τα σπίτια τους και τα πετούν. Και μυρίζουν γεροντίλα και θάνατο. Ας είναι από κανένα ζευγάρι που χώρισε ξαφνικά, γιατί κάποιος απάτησε τον άλλον, κι ο άλλος θέλεις να βάλεις φωτιά στο στρώμα και το πετάει έξω στον ντενεκέ, τελικά, με αηδία. Και την ώρα που το αφήνει απάνω στο πεζοδρόμιο, πριν λερωθεί, τρέχω εγώ που περνάω τυχαία, ο Φατίχ, ο μόνος που το βλέπει και το ποθεί τόσο και το προλαβαίνω. Τηλεφωνάω στον

Ακίν, το φίλο μου από την πατρίδα, να βγει έξω να με βοηθήσει και το κουβαλάμε μαζί στην γκαρσονιέρα μου. Και γελάμε γουργου-ριστά όσο τραβάμε να το κατεβάσουμε στο υπόγειο. Γελάμε.Και τότε, μόλις το διπλό στρώμα γίνει δικό μου και νιώθω πρίγκιπας απ’ τη χαρά μου, θα φωνάξω την αγαπημένη μου, θα της κλεί-σω τα μάτια με την παλάμη πριν μπούμε στο δωμάτιό μου για να της κάνω έκπληξη και θα ξαπλώσουμε μαζί για πάντα. Εκείνη θα μου μαγειρεύει μπιζέλια και θα είναι η πριγκίπισσά μου. Αργότερα, θα βρούμε κι ένα στρώμα μικρό απ’ τα σκουπίδια να ξα-πλώνει το παιδί μας. Αχ, το καλύτερό μου όνειρο σημαίνει στρώματα. Αυτά επιθυμώ. Γι’ αυτά αντέχω ακόμα. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι να βρίσκω τα καινούργια στρώ-ματα, πεταρίζει η ψυχή μου από χαρά, γιατί θα είμαι πια ο πρίγκιπας των μπιζελιών. Κάτι βράδια με κρύο, που σέρνω τα βήματά μου στο δρόμο και η ανάσα μου είναι ένα ζεστό σύννεφο που προχωράει μπροστά μου, σκέ-φτομαι ότι το στρώμα της Φελίσα, εκείνο που υπόσχομαι να βρω, είναι φτιαγμένο απ’ τα μπιζέλια που μου φέρνει. Οι τσέπες μου είναι γεμάτες μπιζέλια. Η καρδιά μου είναι γεμάτη μπιζέλια. Μόνο μη μου σκορπίσουν και φύγουν και χαθούν ή τα πατήσω και τα λιώσω ή μη γλιστρήσουμε και πέσουμε κάτω, προτού προλάβω να βρω το στρώμα, Φελίσα.Ολοι λένε ότι άμα δεν έχουν φαΐ και νερό, πεθαίνουν. Εγώ λέω ότι πρέπει να έχεις πά-ντα ένα στρώμα, έστω για να πεθάνεις πάνω του. Κάπου να αναπαύεσαι, όταν γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους. Κάπου να ακουμπάς το κορμί σου. Εστω πάνω σε μπιζέλια, άμα αυτά είναι η Φελίσα, ευτυχία σου.

Στην πραγματικότητα… ένα μπιζέλι μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο. Οπως για παράδειγμα στο να εξακριβώνεις αν κάποια είναι αληθινή πριγκίπισ-σα. Αυτό το πρωτόγονο τεστ DNA αποτυπώθηκε ως η Πριγκίπισσα και το Μπιζέλι το 1835, απ’ το Χανς Κρίστιαν Αντερσεν. Στο ρόλο της πριγκίπισσας έχει βρεθεί και η Σάρα Τζ. Πάρκερ, σε μιούζικαλ του ’97.

Page 8: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ολα ήταν παγωμένα. Η coca light στη συσκευασία αλουμινίου, τα δάχτυλα των χεριών, τα γόνατα, η μύτη της, ο

αέρας, το μαύρο του ουρανού που ’χε από ώρες σταθεροποιήσει τη νύχτα, τα λόγια του «...δεν υπήρξες στη ζωή μου, ούτε θέλω να υπάρξεις...». Με έναν παράλογο και ειρωνικό τρόπο, όλα ήταν γεμάτα έλλειψη. Κίνησης και ήχου. Το ανθρωπάκι στο φανάρι είχε κοκκινί-σει για πάντα. Οι προσπεράσεις αυτοκινήτων δεν ακούγονταν. Καμία διάθεση τα φύλλα να θροΐσουν, τα πόδια να γίνουν βήματα, τα χεί-λη της να αποφασίσουν, αν θα ζωγραφίσουν κάτι. Σπίτι να γυρνούσε ή να γύριζε στους δρόμους; Γυρνώ και γυρίζω δεν είναι το ίδιο πράγμα, σκέφτηκε, μα και τα δύο έχουν κί-νηση, ενώ τίποτα δικό της δεν μπορούσε να κινηθεί. Σωριάστηκε στο γρασίδι. Ενα μικρό καταπράσινο νησί στη μέση της πόλης και με λουλούδια γραμμένο το ΑΘΗΝΑ. Αθήνα έλεγε, όχι Αθηνά, μα τα κεφαλαία γράμματα την άφηναν να τονίσει όπως ήθελε, κι έτσι

βρήκε οικειότητα, πλάι στο όνομά της και πλάι στο Δρομέα, τον ακίνητο και παγωμένο, όπως όλα σήμερα.Τα παπούτσια της λά-σπωσαν. Αυτόματο πότι-σμα και μαζί τα δάκρυα που έσταζαν ως το χώμα. Το μπουφάν δεν συγκρα-τούσε πια το κρύο και το κασκόλ είχε γεμίσει τρύπες κι όλα τη διαπερ-νούσαν ως το κόκαλο. Η φουντίτσα του σκούφου έγερνε. Τα πάντα είχαν χάσει τις ιδιότητές τους, από το παράλογο των λέξεων. Αν όντως... δεν υπήρχε στη ζωή του, πώς της είχε μιλήσει;

Παράλογο δεν ήταν; Και με τόση ξαστεριά πώς ψιχάλιζε; Με τόσο καθαρό ουρανό πώς μπορούσε να βρέχει; Δεν βρέχει ο ουρανός. Απλώς κλαίω.Κλαίνε και τα αγάλματα εκτός από τους ανθρώπους;Οποιοσδήποτε πονά, μπορεί να κλάψει. Δεν έχει σημασία το υλικό.Εσύ, από τι υλικό είσαι φτιαγμένος;Από γυαλί.Και γιατί κλαίς; Γιατί είμαι άχρηστος και μου συμπεριφέρο-νται σαν να είμαι σημαντικός.Μην το λες αυτό. Είναι σημαντικό να ομορ-φαίνεις το δρόμο. Τα παιδάκια σταματούν μόνο και μόνο για να σε κοιτάξουν και πολλοί οδηγοί σε χαζεύουν, όταν έχει κίνηση και δεν μπορούν να τρέξουν.Ούτε εγώ μπορώ να τρέξω. Κι ας δείχνω το αντίθετο. Με θλίβει αυτό. Μπορώ να κάνω κάτι;Μπορείς. Μονάχα εσύ μπορείς.Γιατί μονάχα εγώ;Γιατί μονάχα κάποιος που πονά μπορεί να

νιώσει και τον πόνο του δίπλα. Με είδες που έκλαιγα;Σε ένιωσα.Τι θέλεις να κάνω;Να με κάνεις χρήσιμο. Να δώσεις αξία στο γυαλί μου.Πώς;Κόψε μου ένα κομμάτι. Αυτό που περισσεύει στην πλάτη μου, πίσω. Αυτό που με κάνει να δείχνω ότι κινούμαι. Παρ’ το και πήγαινέ το εκεί που το χρειάζονται. Είναι ένα σπίτι πίσω από τον Πύργο των Αθηνών, σε ένα βρώμικο δρόμο, γεμάτο λακκούβες. Μικρό, υπόγειο, χωρίς καλοριφέρ. Ζει μία μάνα με τρία παι-διά, που πλένει σκάλες για να τα μεγαλώσει. Τα παράθυρα του σπιτιού έχουν σπάσει και μπάζει κρύο. Τζάμι είναι και το δικό μου, μπάλωσέ τους το παράθυρο, γιατί με τη σημε-ρινή παγωνιά δεν σου υπόσχομαι ότι θα τους βρει το πρωί. Νιώθω βαριά σαν βράχος στη θάλασσα. Σαν κοτρώνα σε χωράφι. Βήμα δεν μπορώ να κάνω, τι μου ζητάς; Να παραμερίσεις το δικό σου βάρος, για να

ΚΩ

ΝΣΤ

ΑΝ

ΤΙΝ

Α Τ

ΑΣΣ

ΟΠ

ΟΥΛ

ΟΥ

Page 9: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ελαφρύνουμε το βάρος κάποιου άλλου. Η Αθηνά υπάκουσε. Εκοψε με δύναμη όλο το πίσω μέρος της πλάτης του Δρομέα, έτρεξε αμέσως στο βρώμικο δρόμο, το γεμάτο λακ-κούβες, πίσω από τον Πύργο των Αθηνών, βρήκε το μικρό, υπόγειο σπίτι που δεν είχε καλοριφέρ και τοποθέτησε κομμάτια γυα-λιού στο σπασμένο του παράθυρο, έτσι που εγκλώβισε απ’ έξω όλο το κρύο και τα τρία παιδιά με τη μαμά τους έκαναν ύπνο γαλήνιο και ζεστό ολόκληρη τη νύχτα.Η αποστολή σου εξετελέσθη. Είσαι ευτυχι-σμένος τώρα; Οχι. Εχω μια μικρή χαρά, μα δεν είμαι ευτυχισμένος. Τι χρειάζεσαι για να γίνεις ευτυχισμένος;Χρησιμότητα. Κι άλλη χρησιμότητα. Με ποιον τρόπο θα το καταφέρεις αυτό;Με τη δική σου βοήθεια. Μόνος δεν κατα-φέρνεις τίποτα.Τι θέλεις να κάνω;Κόψε μου κι άλλο ένα κομμάτι. Κόψε μου το λυγισμένο μου πόδι, αυτό που με κάνει να δείχνω ότι κινούμαι. Παρ’ το και πήγαινε το εκεί που το χρειάζονται. Κάπου πίσω από τα μαγαζιά στου Ψυρρή, ζει ένας μετανάστης που μεταφέρει τζάμια και ακριβά γυαλιά για λογαριασμό μίας εταιρείας. Από την κούρα-σή του σήμερα έσπασε όλο το εμπόρευμα που είχε για μεταφορά, κι αν δεν πληρώσει τη ζημιά θα χάσει τη δουλειά του. Πήγαινε να του αφήσεις στην πόρτα το γυάλινο πόδι μου, να τους επιστρέψει ακόμη πιο πολύ γυαλί από αυτό που κατέστρεψε, ώστε να μην τον διώξουν.Η Αθηνά υπάκουσε. Κλώτσησε με δύναμη το λυγισμένο πόδι του Δρομέα, το πήρε αγκαλιά κι έτρεξε αμέσως να το αφήσει στο σπίτι του μετανάστη, κάπου πίσω από τα μαγαζιά στου Ψυρρή, τυλιγμένο όμως σε μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών, ώστε να μην μπορεί να δει κανείς τι έχει μέσα και του το πάρει πριν ξυπνήσει και το παραδώσει αυτός στα αφε-ντικά του.Η αποστολή σου εξετελέσθη. Φαντάζομαι ότι είσαι ευτυχισμένος πια. Ο καθένας μπορεί να φαντάζεται οτιδήποτε. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι αυτό.Ακόμα δηλαδή δεν έγινες ευτυχισμένος; Τι άλλο θες;Να γίνω ολόκληρος χρήσιμος. Βοήθησέ με και σε αυτό. Είναι το τελευταίο που σου ζητώ, στο υπόσχομαι, δεν θα σε κουράσω άλλο.Τι θέλεις να κάνω;

Να πάρεις τον κορμό μου, να πάρεις και το τεντωμένο μου πόδι και να τα δώσεις όπου υπάρχει ανάγκη. Να περπατήσεις όλη την πόλη, να φτάσεις σε κάθε στενάκι, ακόμα και σε αδιέξοδο, κι όπου καταλάβεις ότι χρειά-ζονται το γυαλί μου, να το χαρίσεις. Σου έχω εμπιστοσύνη, θα τα καταφέρεις.Η Αθηνά υπάκουσε. Πήρε μεγάλη φόρα κι έπεσε πάνω σε ό,τι είχε απομείνει από το Δρομέα. Γκρέμισε τον κορμό και το τεντωμέ-νο του πόδι, γέμισε τις τσέπες και τα χέρια της γυαλί κι άρχισε να τρέχει γοργά, παρά-λογα και ειρωνικά, όπως ποτέ δεν είχε τρέξει εκείνος, ούτε πριν, παρόλο που έτσι έδειχνε, ούτε τώρα, που δεν είχε τίποτα πια να δείξει. Κατάφερε να φτάσει στα πιο απόμακρα ση-

μεία της πόλης και να διοχετεύσει το γυαλί όπου το είχαν ανάγκη. Το χάρισε σε ανθρώ-πους που δεν έβλεπαν καλά, αλλά δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν γυαλιά οράσεως. Το πήγε σε σπουδαίους οφθαλμίατρους στον Ευαγγελισμό, στο ΓΝΑ και στο Γενικό Κρατι-κό, για να φτιάξουν γυάλινα μάτια για όσους είχαν χάσει τα αληθινά σε ατύχημα. Επειδή η Αθηνά ήταν κορίτσι κι όχι αγόρι, όσο τελεί-ωναν τα πρακτικά ζητήματα πρώτης ανάγκης μοίραζε το γυαλί με άλλα κριτήρια. Ως να φα-

Page 10: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

νεί ο πορτοκαλί ορίζοντας στο βάθος της Συγ-γρού, το γυαλί είχε γίνει δαχτυλίδι μονόπετρο για ένα φοιτητή που το χάρισε στην καλή του, είχε γίνει κορνίζα για την πρώτη φωτογρα-φία ενός νεογέννητου και την τελευταία ενός παππού με την εγγονή του στα γόνατα, είχε γίνει μπουκάλι κρασιού, για να συνοδεύσει μεγάλες χαρές και μεγάλες λύπες, είχε γίνει στρογγυλή γυάλα με χρυσόψαρα, συντροφιά μιας γριούλας που είχε χάσει παντελώς την ακοή της, μα και κάθε συντροφιά. Διασχίζο-ντας η Αθηνά την πιλοτή μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι, άκουσε από μια χαραμάδα πα-ραθύρου τη φράση «...δεν σε αγαπάω πια... το γυαλί έσπασε...». Προς στιγμήν σκέφτη-κε να χαρίσει κι εκεί λίγο από το γυαλί που κρατούσε για να ξαναγίνουν όλα όπως πριν, αλλά αυτόματα της ήρθε στο νου η φράση «...δεν υπήρχες στη ζωή μου, ούτε θέλω να υπάρξεις...» και συνειδητοποίησε ότι κανένα υλικό δεν μπορεί να διορθώσει τη ζημιά μιας κουβέντας... Εσυρε αργά το βήμα της και ξα-ναγύρισε στο σημείο που άλλοτε δέσποζε η κορμοστασιά του Δρομέα, ανάμεσα σε γρασί-δι και πολύχρωμα λουλούδια. Η Αθηνά, τσα-λαβουτώντας σε μία τεράστια λίμνη γυαλιών, έσκυψε και πήρε αγκαλιά ό,τι είχε απομείνει. Το κεφάλι του. Η αποστολή σου εξετελέσθη. Είσαι ευτυχι-σμένος τώρα; Είσαι ευτυχισμένος τώρα;Είσαι ευτυχισμένος; Απάντησέ μου...Απάντηση δεν ακούστηκε ποτέ. Ομως άρχι-σαν να ακούγονται δεκάδες άλλοι ήχοι, κα-θώς όλα ξανάβρισκαν σιγά σιγά τη χαμένη τους κίνηση. Τα κλαδιά των δέντρων χόρευαν στη μουσική του χειμωνιάτικου αέρα και το ανθρωπάκι στο φανάρι βημάτιζε σε πράσινη απόχρωση. Ακούγονταν δυνατά οι κόρνες και όλες οι προσπεράσεις αυτοκινήτων. Οσο κι-τρίνιζε ο ήλιος στον ουρανό και τα σύννεφα άλλαζαν σχήμα και θέση, ο ρυθμός του πρωι-νού έγινε τόσο γρήγορος που κανείς δεν πρό-σεξε πως στο σημείο που μέχρι χθες έτρεχε ο Δρομέας, τώρα δεν έτρεχε τίποτα. Δεν έτρεχε τίποτα, για κανέναν. Αργά το μεσημέρι, δύο άνδρες του ΕΚΑΒ πλησίασαν και πήραν με φορείο τη νεκρή Αθηνά, για να αποφανθούν ότι η καρδιά της

σταμάτησε επειδή τα τραύματα γυαλιού της είχαν προκαλέσει ακατάσχετη αιμορραγία κι έχανε αίμα επί ώρες, μες στο κρύο. Κό-σμος άρχισε να συρρέει και να αναρωτιέται γεμάτος περιέργεια τι συνέβη. Σύγκρουση; Αυτοκινητικό; Κι αν ναι, πού είναι το αυτοκί-νητο, το μηχανάκι; Με τι τράκαρε; Πώς έγινε; Και καλά η κοπέλα, αλλά κοτζάμ άγαλμα πώς γκρεμίστηκε; Ωσπου να νυχτώσει κι όλα να παγώσουν ξανά, μαζεύτηκαν πολλά ερωτή-ματα και πολύς κόσμος, μα ίσως επειδή είχε μονάχα περιέργεια και όχι ενδιαφέρον, δεν κατάφερε ποτέ να μάθει την αλήθεια.

Στην πραγματικότητα… ο Οσκαρ Ουάιλντ δεν υπήρξε κλασικός παραμυθάς, αν και το φανταστικό είναι στοιχείο που υπάρχει στα κείμενά του. Ο ιδι-οφυής ιρλανδός έγραψε τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα το 1888, έντεκα χρόνια πριν προκαλέσει σάλο με τον Ντόριαν Γκρέι. Πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία ενός αγάλματος και ενός χελιδονιού, σε ένα θλιμ-μένο αλληγορικό αριστούργημα.

Page 11: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5
Page 12: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Φαρμακείο 60ού Θεραπευτηρίου ΙΚΑ Αθη-νών, Αχιλλέα Παράσχου 15, ώρα 15:43.

Με λένε Νίκο. Το όνομά μου είναι Νί-κος. Ονομάζομαι Νίκος.Περιμένω στην ουρά να πάρω φάρ-

μακα. Φάρμακα για καρκίνο. Οχι για μένα. Για τη θεία μου είναι. Τραβιέται καιρό τώρα και περιμένω εγώ να της πάρω τα φάρμακα γιατί… Γιατί, τέλος πάντων, μου έχει σταθεί πολύ στη ζωή μου. Το κάνω κάθε μήνα. Και μετά πάω για καφέ στην ταράτσα του «Μπέ-μπη» απέναντι -ή μάλλον πήγαινα. Χτες έχα-σα τη σειρά μου για τα φάρμακα γιατί βγήκα έξω από κάτι φωνές που άκουσα. Και σήμε-ρα, να ’μαι πάλι εδώ. Ηταν τέσσερα γομάρια και έσερναν τον «Μπέμπη». Αν είναι δυνα-τόν, γέρο άνθρωπο! Ο «Μπέμπης» είναι ένας

ήρωας, ο «Μπέμπης» είναι ατομάρα, είναι γίγα-ντας! Ο «Μπέμπης» είναι οικογενειακός γνωστός. Είναι ένα γέρος, πρώ-ην τσιλιαδόρος, που την αράζει ή την άραζε στο σπίτι-ταράτσα που έχει διαμορφώσει.Ο «Μπέμπης», κατά κό-σμον Γιάννης Κούρσαλης, γεννήθηκε προπολεμι-κά στην Αθήνα. Κοντο-πίθαρος, μαυρομάλλης, πονηρός, καταφερτζής, αθεράπευτα ρομαντικός, γέννημα-θρέμμα της πό-λης. Γίγαντας. Εκανε κα-ριέρα, κατά κύριο λόγο, στο πεζοδρόμιο της Αρι-στοτέλους και Μαγνησίας, φυλώντας τσίλιες. Οποτε είχε λεφτά στα χέρια του τα σκορπούσε. Οχι μόνο στα χαρτιά και στα ζάρια. Οπου μπορούσε. Κάποτε, στα 80’s, είχε αγοράσει ολόκληρη μπασκέτα για να παίζουν τα παιδιά της

γειτονιάς. Κάποτε ήταν και αυτός παιδί. Οχι ότι τώρα δεν είναι. Απλώς τότε ήταν έφηβος, εκκολαπτόμενος άντρας.Ο «Μπέμπης» θεωρούσε τον εαυτό του ξύπνιο. Και ήταν. Γιος της μάνας του. Ο πατέρας του τους παράτησε. Τυπική ιστορία. Δούλευε σε ποδηλατάδικο για να τη βοηθάει. Αλλά πάντα έψαχνε το «μεγάλο κόλπο». Βρέθηκαν με το σπίτι τους υποθηκευμένο. Χρέη πάνω σε άλλα χρέη. «Θα το σώσουμε το σπίτι, μάνα», της έλεγε και εκείνη σκοτείνιαζε. Μια μέρα έδωσε στον έφηβο γιο της τα τελευταία λεφτά τους να τα καταθέσει στην τράπεζα. Εκείνος θα έσωζε το σπίτι με το κόλπο που ’χε σκεφτεί. Πρώτη φορά σε μπαρμπουτιέρα και έπαιξε όλα τα λεφτά του σε μια ζαριά. Και έχασε. Βούτηξε τσατισμένος τα ζάρια του νικητή και μέχρι να γυρίσει σπίτι είχε ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Είχε πειστεί ότι τα ζάρια είναι τυ-χερά και την άλλη φορά, με αυτά τα ίδια ζά-ρια, θα έσωζε το σπίτι τους. Γιατί είπαμε, ο «Μπέμπης» ήταν αθεράπευτα ρομαντικός. Το ’πε στη μάνα του. Εφαγε δύο σφαλιάρες, του πήρε τα ζάρια και τα πέταξε απ’ το παράθυ-ρο της μονοκατοικίας τους. Το έχασαν το σπίτι σε πλειστηριασμό και εκεί που κάποτε ήταν η αυλή τους, φύτρωσε μια πολυκατοικία. Το

«έκτρωμα» στέκεται ακόμη όρθιο δίπλα στο Θεραπευτήριο του ΙΚΑ, ένα δρόμο πάνω από την Αλεξάνδρας. Τυπική ιστορία, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται...Πριν από δύο χρόνια ο Ιάκωβος άρχισε να βήχει και δεν μπορούσε να σταματήσει με τίποτε. Αναπνευστική ανεπάρκεια. Πολύ τσι-γάρο. Οταν το έμαθε γύρισε στην ταράτσα του, μίλησε στο αγαπημένο του καναρίνι, τον «Χρη-στάκη», άναψε ένα τσιγάρο. Αναψε δεύτερο, κοίταξε το συννεφιασμένο αθηναϊκό ουρανό, ξεφύσηξε, χαμογέλασε αργά και έβαλε τα κλάματα. Από τότε το οξυγόνο έγινε αχώριστος σύντροφός του.Στην ταραγμένη δεκαετία του 1960, ο «Μπέ-μπης» είχε κάνει όνομα στο χώρο των χαρτο-παικτικών λεσχών. Ιδανικός τσιλιαδόρος. Τα χρόνια είχαν περάσει, είχε χάσει τη μάνα του. Αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει ότι εκεί που καθόταν και έπαιζε μωρό, τώρα είχε φυτρώσει πολυκατοικία. Τον έτρωγε! Είχε βάλει σκοπό να εξιλεωθεί, είχε πειστεί ότι ο «άρχοντας» της πολυκατοικίας έφταιγε για το «έκτρωμα». Είχε πάρει τις πληροφορίες του για το χοντρό διευθυντή τράπεζας, υπεύθυνο της ανέγερ-σης του πολυόροφου κτιρίου, ιδιοκτήτη του, κάτοικο του ρετιρέ και πλειοδότη του πλει-

ΓΙΩ

ΡΓΟ

Σ Ρ

ΟΜ

ΠΟ

ΛΑ

Σ

Page 13: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

στηριασμού της μονοκατοικίας του. Θα του το ξε-πλή-ρω-νε. Οπως μπορούσε.Από μικρός στα κόλπα, ήξερε να φυλάει τσίλιες, μέχρι και σκυλάκια ώριμων κυριών έβγαζε βόλτα πού και πού… Είχε μάθει να παραβιάζει και πόρτες. Και πάνω από όλα πίστευε στην τύχη του. Και ένα βράδυ φθινο-πώρου αποφάσισε να μπουκάρει στο ρετιρέ του τραπεζίτη. Ετσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Ανέβηκε πέντε ορόφους, σιωπηλός, στάθηκε στο κατώφλι του ρετιρέ. Διάβασε «Αχιλλέας και Ερμιόνη Παππά» στο κουδούνι, παραβί-ασε την πόρτα και χώθηκε μέσα σαν ποντι-κός. Σκοτάδι. Ησυχία. Προχώρησε μέχρι το υπνοδωμάτιο να σιγουρευτεί ότι κοιμούνται και είδε το τεράστιο σώμα του τραπεζίτη να ταλαντεύεται στο ρυθμό του ροχαλητού δί-πλα στη μικροσκοπική του γυναίκα. Ηρεμος άρχισε να ψαχουλεύει το σπίτι, βρίσκοντας μερικά χαρτονομίσματα στο τραπέζι της κου-

ζίνας. Ηταν μια καλή βραδιά. Το γλέντησε για μια βδομάδα.Ενιωθε δικαιωμένος, αλλά όχι εξιλεωμένος. Εκλεβε αυτόν που πίστευε ότι τον είχε κλέψει. Ηταν εύκολο -και στο Γιάννη πάντα άρεσαν οι εύκολες λύσεις. Και ως γνωστόν, ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Και έτσι ο «Μπέμπης» ξαναμπούκαρε στο σπίτι. Και ένιωθε πάλι τυχερός. Πήρε το χοντρό πορ-τοφόλι που βρήκε στο σαλόνι και ήταν έτοιμος να φύγει, όταν… Οταν άνοιξαν τα φώτα και βρέθηκε μπροστά η γυναίκα με το νυχτικό της. Πάγωσε. Και εκείνη είχε κοκαλώσει. Ηταν σί-γουρος ότι την είχε... βάψει. Μόνο που κάτι το χαμογελαστό του πρόσωπο, κάτι η αγαθοσύνη της γυναίκας, κάτι ότι είχε βαρεθεί τον άντρα της να ροχαλίζει, να κοκορεύεται και να μην της δίνει σημασία όταν του μιλούσε, την έκα-νε ευάλωτη στο να συγχωρεί οποιονδήποτε «έβλαπτε» τον άντρα της, όπως αυτός «έβλα-

πτε» εκείνη. «Ποιος είναι εκεί;», ακούστηκε η αγουροξυπνημένη φωνή του γιγάντιου διευ-θυντή τραπέζης. «Κανένας. Κοιμήσου εσύ», απάντησε η γυναίκα.Η ταράτσα του «Μπέμπη» μοιάζει με αυλή των θαυμάτων. Ετσι τη διαμόρφωσε σιγά σιγά. Ενάμισι δωμάτιο με κουζίνα. Τουαλέτα έξω. Και το υπόλοιπο κήπος. Βοκαμβίλιες, δάφνες, πυράκανθοι, γιασεμιά, κάκτοι, τριαντάφυλλα -όλα ανακατεμένα. Πάνω από είκοσι κλουβιά με καναρίνια και ένα σπασμένο ενυδρείο. Και παντού παλιές αθλητικές εφημερίδες. Ενας τεράστιος αρκούδος, ποδήλατα, κούκλες από μαγαζιά με ρούχα, χαλασμένες τηλεοράσεις, τραπεζάκια, τασάκια, μια σπασμένη μπασκέ-τα. Ενα ραδιόφωνο να παίζει πάντα. Αλλα τα μάζεψε και άλλα του τα χάρισαν. Δώρα. Γιατί από τότε που «συνταξιοδοτήθηκε» κοιμόταν όλη μέρα και το βράδυ φύλαγε τσίλιες. Η δύ-ναμη της συνήθειας. Στην αρχή τον είχα πάρει στο... ψιλό. Ενας γέρος με μια φιάλη οξυγόνου να παραφυλάει μες τη νύχτα. Αλλά αφού γλί-τωσε τη γειτονιά μια-δυο φορές από απόπει-ρες παραβίασης αυτοκινήτων, τον αγάπησαν και του πήγαιναν και κάνα πιάτο φαϊ. Εγινε ο φύλακας άγγελός τους.«Κοιμήσου εσύ». Ο «Μπέμπης» ήταν σίγουρος ότι η τύχη ήταν με το μέρος του. Και το πήρε απόφαση. Θα πήγαινε για τρίτη και... φαρμα-κερή φορά. Εκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις, όπως τις προηγούμενες δύο, γιατί ήταν και προληπτικός. Αυτή τη φορά ήθελε να πάρει κάτι ιδιαίτερο. Κάτι πραγματικά μοναδικό. Αυτή τη φορά ήθελε εξιλέωση.Υστερα από αρκετό ψάξιμο άρχισε να τρέμει από τη χαρά του. Είχε βρει αυτό που έψαχνε. Ηταν ένα παμπάλαιο βιολί, σίγουρα κειμήλιο. Ηταν έτοιμος να φύγει από την ανοιχτή πόρ-τα, όταν άναψαν τα φώτα. Μόνο που αντί για τη γυναίκα μπροστά του στεκόταν ο... γίγαντας τραπεζίτης. Δύο μέτρα και εκατόν πενήντα κιλά! «Σε περίμενα ρε, θα σου πιω το αίμα,

Page 14: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

π…στη!», του φώναξε. Ο «Μπέμπης» βάλθη-κε να τρέχει στα σκαλιά με το βιολί παραμά-σχαλα, με τα βήματα του χοντρού τέρατος να αντιλαλούν σε όλη την πολυκατοικία. Ετρεχε σαν τρελός και στα τελευταία σκαλιά άκουσε πάλι την ιαχή «Θα σου πιω το αίμα, π…στη!» και μετά το θόρυβο εκατόν πενήντα κιλών να τσακίζονται στα σκαλιά. Πήγε να φύγει, αλλά γύρισε να κοιτάξει πρώτα. Ο τραπεζίτης είχε σπάσει το πόδι του, έκλαιγε και χτυπιόταν. Δεν άντεξε, άφησε κάτω το βιολί και πήγε να τον βοηθήσει. Ξύπνησε τους γείτονες και φώνα-ξαν ασθενοφόρο.Περίμενε υπομονετικά στο θάλαμο του νο-σοκομείου να δει τι θα γίνει. Περίμενε υπο-μονετικά να έρθει η αστυνομία μετά να τον μαζέψει. Κάποια στιγμή τον φώναξε μέσα η γυναίκα του τραπεζίτη. Και στην ερώτηση «γιατί το έκανες;», η απάντηση ήταν: «Γιατί... φύτρωσες πολυκατοικία εκεί που ήταν το πα-τρικό μου». Τους είπε για το πόσο βαριά το ’χε πάρει η μάνα του. Στην ερώτηση «γιατί δεν το έσκασες τότε που μπορούσες;», δεν ήξερε να απαντήσει. Το χοντρό «τέρας»-τραπεζίτης είχε

συγκινηθεί, αν και έκανε το δύσκολο. Λίγο που τον πίεσε η γυναίκα του, λίγο που ο «Μπέ-μπης» ήταν Παναθηναϊκός, δεν κάλεσε αστυ-νομία. Ο τσιλιαδόρος είπε «ευχαριστώ» και πήγε να φύγει, όταν η γυναίκα τον ρώτησε πού μένει. «Από ’δω και από ’κει», απάντησε. Και η γυναίκα του είπε ότι, αν θέλει, του παραχω-ρούν την ταράτσα. Απλώς… αν μπορούσε να μην τους ξανακλέψει. Ο «Μπέμπης» το ήξερε από την αρχή ότι η τύχη ήταν με το μέρος του.Σε αυτήν την ταράτσα, που την έφτιαξε όπως ήθελε, έμεινε και μένει ακόμα. Σε αυτήν την ταράτσα των «θαυμάτων», μου έχει πει την ιστορία ίσα με τριάντα φορές. Σε αυτήν την ταράτσα πήγα να του πω ότι μου θύμιζε ένα εγγλέζικο παραμύθι, αλλά με διέκοψε και μου είπε: «Βαριέμαι τις ξενόφερτες αηδίες». Μετά με έστειλε να διαβάσω «κάνα Καββαδία και Φώντα Λάδη». Σε αυτήν την ταράτσα έρχομαι για καφέ μια φορά το μήνα και αφού του πω τα «νέα» μου, αρχίζω μετά να του γκρινιάζω για τον παππού μου που ’χει μείνει κατάκοιτος και πρήζει όλο το σόι. Και εντάξει, γέρος είναι, αλλά και η θεία μου είναι άσχημα και έχει...

πήξει στα φάρμακα και είναι και τριάντα χρό-νια μικρότερη και… τέλος πάντων είναι αδι-κία και υπάρχουν και προτεραιότητες. Τότε με κοιτάζει, χαμογελάει και με ακουμπάει φιλικά στην πλάτη. Δεν μιλάει, σέρνει το οξυγόνο του και πηγαίνει να μου κάνει ελληνικό καφέ.Το θέμα είναι ότι έπειτα από διάφορα κλη-ρονομικά μπερδέματα, η πολυκατοικία έχει έρθει στα χέρια ενός τύπου που δεν μπορεί να καταλάβει ότι ο «Μπέμπης» δικαιούται να μένει στην ταράτσα τσάμπα. Και έτσι, για να μην μπλέκει με δικαστήρια, έβαλε «μπρά-βους» να τον σύρουν έξω. Και όσο τον έσερ-ναν, ο κοντοπίθαρος παππούς τους κλώτσαγε και κατάφερε, βγάζοντας το οξυγόνο από τα ρουθούνια του, να φωνάξει «Ρουφιάνοι! Που έφαγα τη ζωή μου στις μπαρμπουτιέρες!». Αυτά χθες. Αρα, σήμερα δεν έχει καφέ στην ταράτσα. Σήμερα είμαι πάλι εδώ (ζωντανός) και περιμένω να πάρω φάρμακα. Σήμερα εί-μαι εδώ ξανά και περιμένω. Και ο παππούς μου είναι ακόμα κατάκοιτος, η θεία μου έχει ακόμα καρκίνο και τον «Μπέμπη» τον ξεσπί-τωσαν «μπράβοι». Σήμερα είμαι πάλι σε μια κατάσταση που με πνίγει, σε μια πόλη που πολύ φοβάμαι ότι έχω μάθει να αγαπάω, να μισώ. Αλλά ο «Μπέμπης» τα έβαλε μια φορά με τον γίγαντα και νίκησε. Θα τα ξαναβάλει και θα τα καταφέρει. Παραμύθια για μικρά παιδιά. Ιστορίες για μεγάλους.Τα φάρμακα σας, κύριε! Τα ξεχάσατε, ακού-στηκε η φωνή της υπαλλήλου του ΙΚΑ.Δεν είναι για μένα, για τη θεία μου είναι…

Στην πραγματικότητα… ο Τζακ και η Φασολιά πιστώνεται σε περισσότερους από έναν δημιουρ-γούς. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1807, αλλά έγινε γνωστό απ’ την περίφημη έκδοση του Τζόζεφ Τζέικομπ του 1890. Ο μικρός Τζακ ανταλλάσσει μια αγελάδα με πέντε μαγικά φασόλια. Η μητέρα του τσατίζεται, πετάει τα φασόλια, φυτρώνει η φασολιά και εγένετο παραμύθι.

Page 15: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5
Page 16: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η Αλίκη είχε αρχίσει να βαριέται. Οχι μόνο το μάθημα που παρακολουθού-σε εκείνη τη στιγμή στη Νομική, αλλά

τα πάντα: την ίδια τη σχολή της, τον καπουτσί-νο που έπινε σχεδόν κάθε μέρα -αλλά και τον γαλλικό που τον προτιμούσε όταν ήταν μία άλλη μέρα από τη «σχεδόν κάθε μέρα»- το χαριτωμένο και ελαφρύ της ψεύδισμα κάθε φορά που αισθανόταν αμήχανα, το facebook, τα quiz του facebook, τη φίλη της που έκανε «ανεπανάληπτο σεξ», το οξύμωρο γεγονός πως η φίλη της έκανε κάθε μέρα «ανεπανά-ληπτο σεξ», τα πολλά εισαγωγικά στα κείμε-να, τα free-press, τα ηλίθια περιστέρια στο Σύνταγμα, τους μπακλαβάδες και τις σοκολά-τες (και κυρίως τους μπακλαβάδες με σοκο-λάτα), τις καφετέριες στη Σκουφά, τα μαλλιά της που ήταν πολύ κατσαρά και δεν ίσιωναν, τις πολικές αρκούδες, τα λεωφορεία που καθυστερούσαν, τα έργα στον Hλεκτρικό, τις ηλεκτρικές κιθάρες, τα καρό φουλάρια που πριν από καιρό τα έβρισκε χαριτωμένα, τους Coldplay, τα αμήχανα ψέματα και τις μηχανι-κές αλήθειες, το αγόρι της -τα πάντα. Τα μόνα πράγματα δεν βαριόταν η Αλίκη ήταν τα βιβλία. Φρόντιζε, λοιπόν, να κουβαλάει πά-ντα μαζί της δύο βιβλία, ώστε σε περίπτωση που ολοκλήρωνε το ένα -ή έστω αν απλώς την

κούραζε- να έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο ένα δεύτερο. Αφού, λοιπόν, ολοκλήρωσε πρό-χειρα τη λίστα με τα πράγματα που βαριέται πολύ, πάρα πολύ ή καθόλου, σκέφτηκε πως είναι μάταιος κόπος να κάτσει στο μάθημα. Μάζεψε τα πράγματά της, σηκώθηκε από τη θέση της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του αμφιθεάτρου. Μόλις άνοιξε την πόρτα είδε να περνά μπροστά της τρέχοντας ένα χοντρό βιβλίο που φορούσε τήβεννο! Η Αλίκη σάστι-σε. Μπορεί στη Νομική να ήταν πολύ συνηθι-σμένο να βλέπεις παντού βιβλία, ωστόσο δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο να βλέπεις βιβλία να φορούν τήβεννο και να τρέχουν. Κοίταξε ολόγυρά της αν υπάρχει και κάποιος άλλος

που να πρόσεξε το βιβλίο, αλλά ο διάδρομος ήταν άδειος. Αποφάσισε να το ακολουθήσει και δεν δυσκολεύτηκε να βρεθεί πολύ κοντά του, διότι το βιβλίο δεν μπορούσε να κινηθεί πολύ γρήγορα εξαιτίας του όγκου του. Η Αλί-κη δεν ήθελε να το πιάσει. Απλώς το πλησία-σε και το ακολουθούσε κατά πόδας. Το βιβλίο συνέχιζε να τρέχει και ήταν πολύ παράξενο που όλη αυτή την ώρα δεν βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος να του κλείσει το δρόμο. Ηταν λες και γνώριζε εκ των προτέρων σε ποια συγκε-κριμένα λεπτά ποιας συγκεκριμένης ώρας της ημέρας θα μπορούσε να σουλατσάρει ανενόχλητο, δίχως τον παραμικρό κίνδυνο να το σταματήσει κανείς και να το οδηγήσει πίσω στο σπουδαστήριο όπου ανήκε. Υστερα από λίγο το βιβλίο στάθηκε μπροστά σε μία μεγά-λη, για τα μέτρα του, πόρτα, έριξε μία ματιά αριστερά και μία δεξιά, την έσπρωξε με δύ-ναμη, μπήκε μέσα και εξαφανίστηκε. Για τα μέτρα της Αλίκης η πόρτα αυτή ήταν μικρή, όχι όμως τόσο μικρή ώστε να μη χωράει να περάσει. Εσκυψε, πέρασε με δυσκολία το κε-φάλι της και στη συνέχεια πέρασε και το υπό-λοιπο κορμί της.Δεν μπορούσε να καταλάβει πού ακριβώς βρισκόταν, μιας και το δωμάτιο αυτό ήταν τελείως σκοτεινό. Προχώρησε λίγο και βρέ-θηκε στην αρχή μιας απότομης τσουλήθρας. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, γέρνοντας το σώμα της μπροστά, για να δει πού βρί-σκεται το τέλος της τσουλήθρας. Μέσα σε τέτοιο σκοτάδι ήταν αδύνατο να διακρίνει το παραμικρό. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, κά-θισε στην αρχή της τσουλήθρας, έσπρωξε με τα χέρια της τα δύο πλαϊνά στηρίγματα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΕΑΣ

Page 17: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

και άρχισε να καταβαίνει με ταχύτητα. Οσο τσουλούσε η Αλίκη, αισθανόταν να αλλάζει διαρκώς μέγεθος. Μίκραινε και μίκραινε και μίκραινε, ώστε από κάποια στιγμή και μετά μπορούσε να περιστρέφει ολόκληρο το σώμα της μέσα στο διάδρομο. Υστερα από πάρα πολλή ώρα, άρχισε να διακρίνει στο βάθος μία φωτεινή κουκίδα, η οποία μεγά-λωνε διαρκώς. «Μάλλον θα είναι η έξοδος της τσουλήθρας», σκέφτηκε.Προσγειώθηκε με ορμή πάνω σε ένα ράφι με βιβλία. Η Αλίκη είχε μικρύνει τόσο πολύ που τα βιβλία ήταν θεόρατα και με δυσκολία μπο-ρούσε να σηκώσει όσο ψηλά χρειαζόταν το κεφάλι της για να διαβάσει τους τίτλους στη ράχη τους. Κοίταξε γύρω της μήπως έβρισκε το χοντρό βιβλίο με την τήβεννο, αλλά δεν το είδε πουθενά. Περπάτησε για λίγη ώρα πάνω κάτω στο ράφι, προσπαθώντας να σκε-φτεί έναν τρόπο για να φύγει από εκεί και να μεγαλώσει ξανά, και ξαφνικά κατάλαβε πως το ράφι στο οποίο βρισκόταν δεν ήταν ένα οποιοδήποτε ράφι, αλλά ήταν ένα από τα πολ-λά ράφια που διέθετε το πιο κεντρικό βιβλι-οπωλείο της Αθήνας. Η Αλίκη είχε περάσει πολλές ώρες σε εκείνο το βιβλιοπωλείο (μά-λιστα για ένα μικρό διάστημα είχε εργαστεί εκεί ως πωλήτρια), οπότε ήταν απολύτως βέ-βαιη για τη διαπίστωσή της. Το βιβλιοπωλείο ήταν ανοιχτό εκείνη την ώρα, γεμάτο κόσμο και ήταν πολύ τυχερή που δεν την είχε παρα-σύρει κατά λάθος κανένας πελάτης ή πωλη-τής, καθώς θα τραβούσε κάποιο βιβλίο από το ράφι. Η Αλίκη φοβήθηκε και έτρεξε να κρυ-φτεί σε ένα μικρό κενό που βρήκε ανάμεσα σε δύο βιβλία. Προχώρησε όσο πιο βαθιά γι-νόταν και για να νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια χώθηκε μέσα στις σελίδες του ενός.Αφού τσαλαπάτησε μια τελεία και σκόνταψε σε ένα κόμμα, μετακινώντας το δύο αράδες παρακάτω, άκουσε κάποιον να φωνάζει: «Ποιος κάνει τέτοιο σαματά; Τι στο καλό συμ-βαίνει εδώ μέσα;». Ηταν ένας ηλικιωμένος κύριος που φορούσε χοντρά κοκάλινα γυαλιά και κρατούσε στο ένα του χέρι ένα μικρό φα-νάρι ασετιλίνης. «Εγώ, εγώ είμαι», απάντησε η Αλίκη. Ο κύριος πλησίασε στο σημείο, σή-κωσε το φανάρι του στο ύψος του προσώπου της Αλίκης. «Και ποια είσαι εσύ;», ρώτησε,

«Και τι χαμός είναι αυτός που έχεις κάνει εδώ πέρα; Κοίτα χάλια που έχει η τελεία. Και το κόμμα πώς βρέθηκε εκεί κάτω; Α! Σε παρακαλώ δεσποινίς μου, δεν γνωρίζεις ότι πρέπει πάντα να ακολουθούμε τη γραμμή του κόμματος; Εσύ όχι μόνο δεν την ακολούθη-σες, αλλά το ξαπόστειλες και δύο αράδες πα-ρακάτω. Δηλαδή, τι θέλεις; Να ενημερωθούν τα κεντρικά και να βρούμε κανένα μπελά; Να προσέχεις από εδώ και στο εξής». «Συγγνώ-

μη, δεν το ήθελα», δικαιολογήθηκε η Αλίκη, ψευδίζοντας λίγο και απομακρύνοντας από το πρόσωπό της το φανάρι. «Ξέρετε, τυχαία βρέθηκα εδώ». Τα μάτια του ηλικιωμένου κυ-ρίου γούρλωσαν. «Τι εννοείς τυχαία;», είπε. «Δηλαδή δεν ανήκεις σε αυτό το βιβλίο;». «Δεν ανήκω σε κανένα βιβλίο», εξήγησε η Αλίκη και τον ρώτησε με τη σειρά της: «Εσείς ανήκετε σε αυτό το βιβλίο;». «Εγώ είμαι ο βι-βλιοφρικάριος και ανήκω σε όλα τα βιβλία»,

Page 18: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

απάντησε κάπως εκνευρισμένος ο κύριος. «Βιβλιοθηκάριος εννοείτε», έσπευσε να τον διορθώσει η Αλίκη. «Οχι, εννοώ βιβλιοφρι-κάριος», είπε ακόμα πιο εκνευρισμένος. «Ο βιβλιοφρικάριος φροντίζει τα βιβλία, για όσο καιρό βρίσκονται στο ράφι. Προσέχει τους ήρωες -κεντρικούς και δευτερεύοντες- τα σημεία στίξης, τις γραμματοσειρές, τα πάντα. Μόλις πάρει κάποιος το βιβλίο από το ράφι και το αγοράσει, ο βιβλιοφρικάριος αποχω-ρεί διακριτικά και τη φροντίδα του βιβλίο την αναλαμβάνει ο αναγνώστης. Σου φαίνεται, λοιπόν, αυτή η κοπιώδης εργασία να έχει κα-μία σχέση με την εργασία του βιβλιοθηκονό-μου;». «Και σε ποιο βιβλίο είμαστε;», ρώτησε η Αλίκη. «Αυτό δεν το γνωρίζω. Τα κεντρικά δεν μας δίνουν πληροφορίες για τον τίτλο και τους ήρωες του βιβλίου που φροντίζου-με, ώστε να μη δενόμαστε συναισθηματι-κά μαζί τους. Απλώς μας λένε ‘από σήμερα θα φροντίζεις το βιβλίο που βρίσκεται στη θέση τάδε’. Ομως, πρέπει να φύγεις αμέσως. Αν αγοράσει κανείς το βιβλίο όσο βρίσκε-σαι μέσα, θα καταστρέψεις την πλοκή του». «Σας το υπόσχομαι, θα φύγω», είπε η Αλίκη, «όμως, σας παρακαλώ, αφήστε με πρώτα να μάθω πού βρίσκομαι». «Εντάξει, το πολύ

όμως για δύο παραγράφους θα μείνεις. Ούτε σειρά παραπάνω». «Ούτε σειρά», απάντησε με τη σειρά της η Αλίκη. «Λοιπόν, κάτσε να φωτίσω μία λεκτική εικόνα και να σε στείλω εκεί», είπε ο βιβλιοφρικάριος και ύστερα από λίγο έδωσε τις σχετικές οδηγίες. «Πέντε σει-ρές πιο κάτω είναι ο κεντρικός ήρωας. Κα-τάλαβα πως είναι αυτός, γιατί έχει το άρωμα που έχουν όλοι κεντρικοί ήρωες. Αντε, τρέχα να του μιλήσεις».Η Αλίκη μόλις πέρασε ένα κεφαλαίο «Τ», άρχισε να μπαίνει στη λεκτική εικόνα. Ηταν σούρουπο, ο καιρός ήταν γλυκός, μάλλον επρόκειτο για ανοιξιάτικη νύχτα και περπα-τούσε σε ένα σοκάκι της Πλάκας. Κατάλαβε αμέσως πως βρισκόταν στην Αθήνα, αλλά αδυνατούσε να προσδιορίσει το χρόνο. Πρέ-πει να ήταν πολύ παλιά (πιθανόν κάπου στη δεκαετία του 1930 -μπορεί και λίγο πιο μετά), διότι ούτε πολυκατοικίες έβλεπε ούτε μεγάλα κτίρια. Ελάχιστα φώτα υπήρχαν στο κέντρο, ενώ το μόνο φωτισμένο κτίριο που διακρινό-ταν ήταν το Πανεπιστήμιο. Φαίνονταν καθα-ρά μέχρι και οι πρόποδες του Στρέφη, αφού ήταν εντελώς γυμνοί από σπίτια. Στο μεταξύ, είχε πλησιάσει τον κεντρικό ήρωα. «Συγγνώ-μη», έκανε διστακτικά η Αλίκη, «μήπως μπο-

ρείτε να μου πείτε σε ποιο βιβλίο βρισκόμα-στε;». Ο κεντρικός ήρωας τα έχασε και τότε η Αλίκη κατάλαβε πως οι ήρωες των βιβλί-ων δεν ξέρουν ότι είναι ήρωες βιβλίων. «Με συγχωρείτε, ‘σε ποιο σημείο;’, ήθελα να πω», διόρθωσε αμέσως. «Εδώ είναι η Πλάκα», είπε ο κεντρικός ήρωας και συνέχισε: «Δεν είστε από εδώ, ε;». «Ερχομαι από πολύ μα-κριά», απάντησε η Αλίκη. «Ψάχνεις κάποιον, μήπως μπορώ να σε βοηθήσω;», πρότεινε με συστολή ο κεντρικός ήρωας. «Οχι, κανέναν» είπε εκείνη. «Συγγνώμη για το θάρρος, αλλά επειδή έχω παιδιά λίγο μικρότερα από εσένα και ανησυχώ, έχεις να μείνεις κάπου, χρειά-ζεσαι χρήματα, θες να φας κάτι; Αν είναι κάτι που μπορώ να σε βοηθήσω, ευχαρίστως να το κάνω». «Οχι, δεν χρειάζεται. Σας ευχαριστώ πολύ. Μόνο πείτε μου, προς τα πού είναι το Σύνταγμα;». Ο κεντρικός ήρωας της εξήγησε πώς πηγαίνει κανείς μέχρι το Σύνταγμα και λίγο πριν χωρίσουν της είπε: «Πάντως, αν χρειαστείς κάτι, μη διστάσεις να χτυπήσεις. Εγώ τώρα πηγαίνω στο μπακάλικο που εί-ναι στον παρακάτω δρόμο και θα κάτσω μέ-χρι αργά, γιατί λειτουργεί και σαν καφενείο. Μπορείς να με βρεις εκεί. Το όνομά μου εί-ναι Μιχάλης Παραδείσης». Χαιρετήθηκαν και συνέχισαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Παραδείσης, καθώς κατευθυνόταν προς το μπακάλικο, σκέφτηκε πως αυτή θα ήταν μία πολύ ωραία και παράξενη ιστορία που θα μπορούσε να πει στον ανιψιό του, όταν θα κάνουν την Κυριακή τη μεγάλη βόλτα τους στο Θησείο, την οποία έχουν καθιερώσει εδώ και μερικές εβδομάδες. Η Αλίκη πέρασε μία αράδα ακόμα και βγήκε έξω από τη λεκτική εικόνα και με λίγο σκαρφάλωμα βρέθηκε στην πάνω πλευρά του βιβλίου.Μόλις στάθηκε όρθια στην κορυφή του βιβλί-ου, παρατήρησε πανοραμικά το ράφι και είδε

Page 19: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

πως στην πλαϊνή του πλευρά υπάρχει μία μι-κρή πόρτα. Πέρασε πάνω από τέσσερα ή πέ-ντε βιβλία, προσέχοντας να μην πέσει μέσα στα αυτά, και μόλις έφτασε μπροστά στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βρέθηκε σε ένα στενό και σκοτεινό δωμάτιο, αλλά κα-τάφερε να διακρίνει πως ακριβώς απέναντί της βρισκόταν μία άλλη μικρή πόρτα. Προ-χώρησε λίγο, την άνοιξε και προσγειώθηκε κατευθείαν στις σελίδες ενός άλλου βιβλί-ου. Βρέθηκε πάλι στην Αθήνα, μπροστά στη Βουλή. Ομως αυτήν τη φορά η Αθήνα ήταν ίδια με τη δική της Αθήνα. Και ενώ προσπα-θούσε να καταλάβει αν η φωτογραφία στην οποία βρέθηκε ήταν του 2009 ή -το πολύ- του 2008, είδε να κατευθύνεται προς τον μέρος της ένας κουστουμαρισμένος κύριος που κρατούσε σφιχτά στα χέρια του ένα κάδρο. «Σε παρακαλώ πολύ, να φύγεις αμέσως από εδώ» της είπε. «Γιατί να φύγω;», αντέδρασε η Αλίκη. «Γιατί εγώ προστατεύω εδώ πέρα. Είμαι ο προστάτης του Πολίτη και σου λέω ότι πρέπει να φύγεις». «Μα εσύ προστατεύεις αυτό το κάδρο μόνο», παρατήρησε η Αλίκη. «Αυτός είναι ο Πολίτης» είπε ο προστάτης και της αποκάλυψε το κάδρο. «Αυτός είναι ένας απλός κύριος», φώναξε η Αλίκη, «μη με κοροϊδεύεις άλλο!». «Αυτός δεν είναι ένας απλός κύριος. Είναι ο Πολίτης. Ο Κώστας Πολίτης και ως υπάλληλος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη τον προστατεύω από κάτι κοριτσάκια σαν και εσένα», εξήγησε ο προστάτης. «Εγώ, λοιπόν, δεν τον ξέρω τον Κώστα Πολίτη, δεν μου λέει απολύτως τίπο-τα το πρόσωπό του», πέρασε στην επίθεση η Αλίκη. «Δεν σου λέει; Καλά δεν μυρίζεις τιρινίνι στην ατμόσφαιρα;», ρώτησε ο προ-στάτης. «Να μυρίζω τι;», ρώτησε με τη σειρά της η Αλίκη. «Τιρινίνι!», επανέλαβε ο προστά-της. «Μα καλά, πότε γεννήθηκες; Δεν έχεις ακούσει για το 1987; Ποιος νομίζεις ότι προ-πονούσε εκείνη τη μεγάλη ομάδα;». Η Αλίκη εξαγριώθηκε: «Γεννήθηκα το 1990 και σας ξαναλέω ότι δεν τον γνωρίζω τον Πολίτη και δεν πρόκειται για χάρη του να φύγω από δω πέρα!». «Τώρα θα δεις, λοιπόν...», την απεί-λησε ο προστάτης. «Προστάτες του Πολίτη! Προστάτες του Πολίτη! Ελάτε να συλλάβετε αμέσως αυτό το αναρχικό στοιχείο!». Μέσα

σε λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκαν από δύο διαφορετικές μεριές γύρω περίπου 15 κουστουμαρισμένοι κύριοι, που κρατούσαν σφιχτά ένα κάδρο του Κώστα Πολίτη. Η Αλίκη ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει από την ταραχή της, όταν ένιωσε ένα χέρι να τη σκουντάει. Γύρισε να δει ποιος ήταν.Ηταν η φίλη της που κάνει «ανεπανάληπτο σεξ». «Αντε, ξύπνα», της λέει. «Μόλις σου έκανε παρατήρηση ο καθηγητής επειδή κοι-μόσουν». Επαναπροσδιορισμός δεδομένων: αμφιθέατρο Νομικής, ώρα μαθήματος, δίπλα η φίλη που κάνει «ανεπανάληπτο σεξ», κα-πουτσίνο στο έδρανο. Η Αλίκη είχε αρχίσει να βαριέται.

Στην πραγματικότητα… ο Τσαρλς Ντότσον έγινε γνωστός με το παρατσούκλι Λούις Κάρολ, όνομα που έγινε γνωστό απ’ την ιστορία της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Η ιστορία της μικρής Αλίκης που ταξιδεύει σε φανταστικούς κόσμους εκδόθηκε το 1862 και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα παιδικά αναγνώσματα της ιστορίας με αμέτρητες τηλεοπτι-κές/κινηματογραφικές μεταφορές, εσχάτως και δια χειρός Τιμ Μπάρτον.

Page 20: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ηταν πάλι νύχτα. Στο βάθος τρεμόπαιζε ένα μικρό φωτάκι. Διέσχισε πλαστικά κρύα πλακάκια,

σκληρά κάτω απ’ τα πόδια της, εκτός από το μαλακό σημείο που κάλυπτε το χαλί και άγγιζε απαλά, φιλικά, την πατούσα της. Αυτό κράτησε λίγο. Μετά, η πατούσα της προσέ-κρουσε πάλι στο σκληρό πάτωμα. Το περπά-τησε με ταχυπαλμία, με άγχος. Τα πόδια της παραπατούσαν. Προσπέρασε μια αϊνσταϊνική φιγούρα στον καθρέφτη του χολ -με αναμαλ-λιασμένα, κολλημένα μαλλιά προσπέρασε την αντανάκλασή της. Διέσχισε ένα άνοιγ-μα-κούφωμα: τρύπωσε στο σαλόνι. Στον ίδιο χρόνο που χρειάστηκε για να φτάσει, οι

Cocorosie θα ηχογραφούσαν τέσσερα τρα-γούδια στην μπανιέρα και η Μπγιορκ θα προ-λάβαινε να φτιάξει τα μαλλιά της κοτσιδάκια. Βούλιαξε δίπλα στον μπαμπά της στον παχύ καναπέ, στη συνηθισμένη της θέση. Ο μπα-μπάς της μύριζε κάτι που της διέφευγε πλέ-ον, κάτι σπιτικό και γνώριμο πάντως. Η μάνα της καθόταν απέναντι και δεν κατάφερε να

τη μυρίσει, αλλά έτσι κι αλλιώς η μάνα της δεν μύριζε ποτέ τίποτα. Η ταινία είχε αρχίσει αλλά δεν είχε σημασία, γιατί ποτέ δεν έβλεπε την ταινία, παρά μόνο ως ένα συνονθύλευμα χρωμάτων και ήχων που μεταβάλλονταν γρήγορα μπροστά στην ταπετσαρία του τοίχου. Εκείνης, παρότι δυ-σκολευόταν κάθε φορά να φτάσει, της άρεσε να κάθεται στο σαλόνι, γιατί μετά οι γονείς

της την άφηναν να ξανακοιμάται. Και θα έκα-νε οτιδήποτε για να συνεχίσει να κοιμάται.Οι γονείς της κοιμούνταν πάρα πολύ, αλλά κι όταν δεν κοιμούνταν ήταν σαν να κοιμούνταν. Αρα, σκέφτηκε, έμοιασε στους γονείς της. Ή ίσως έφταιγε εκείνη η γκαντέμω θεία που δεν την είχαν καλέσει στη βάφτιση και, η βλαμμένη, εμφανίστηκε τελικά στο τραπέ-ζι από μόνη της, κι αφού έκανε έναν καβγά για το ότι είχαν τελειώσει τα σερβίτσια με τη χρυσή μπορντούρα και τη σέρβιραν σε πορ-σελάνη λευκή, είπε, «κοιμισμένη μου φαί-νεται». Η new age μαμά της τα... πήρε και, ακόμα και τώρα, δεκαέξι χρόνια μετά, ανέ-λυε διεξοδικά την κιτς νταρκ γουέιβ εμφά-νιση ασορτί με το χαρακτήρα της θείας, προ-σθέτοντας ότι διέθετε «μεγάλη συγκέντρωση κακής ενέργειας, δηλαδή κακό μάτι». Τότε όλοι ξέχασαν το θλιβερό συμβάν, αλλά στα δεκαέξι, ξαφνικά, λίγο πριν από τις Πα-νελλήνιες, λίγο μετά το παταγωδώς αποτυχη-μένο «πήδημα» με τον Αρη -που έλαβε χώρα θεωρητικά για να ξεφορτωθεί την παρθενιά της- άρχισε να... σαπίζει στον ύπνο. Εκείνο το βράδυ, πάντως, ο κάπως χίπστερ Αρης είχε δηλώσει ότι προτιμάει να βλέπει τσόντες στον ίντερνετ και να τον παίζει από το πηδάει γκόμενες που, «παραμυθιάζονται συστηματικά με κάθε καινούργιο, αποκλει-στικά εναλλακτικό, πράγμα, που δεν το ξέρει όλος ο κόσμος και «φτύνουν» αυτό που απο-θέωναν, όπως ας πούμε τις Cocorosie που τώρα έγιναν λίγο γνωστές και άρα... σούπα». Η ίδια τις Cocorosie τις θεωρούσε εξαρχής «νιαουρίσματα», αλλά η δήλωση του Αρη τη συγκίνησε τόσο ώστε να χώσει τη γλώσσα της στο λαιμό του -ο πούτσος του όμως όχι, αφού εδώ που τα λέμε ποτέ δεν τρελαινόταν για πούτσους. Μπορεί να ήταν μόνο δεκαέ-

ΕΥΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

Page 21: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ξι αλλά αυτά τα πράγματα τα ξέρεις από μι-κρή, το λέει και ο Φρόιντ -χελόου, τα παιδιά έχουν λίμπιντο- ξέρεις λοιπόν από παιδί άμα θες να πιάσεις στήθο ή πούτσο, και η ίδια, πριν την πιάσει η κατάρα της θείας και σα-πίσει στο κρεβάτι, το μόνο που είχε πιάσει με αγαλλίαση ήταν το βυζί της Αννούλας της ψηλής, στα αποδυτήρια, μετά το μάθημα της γυμναστικής της Νικόλτσου. Το δίλημμά της ήταν, δηλαδή, στήθος ή μπούτι -πράγμα που, μετά τη φάση με τον Τάσο, δεν άλλαξε θαυ-ματουργώς... Μπορεί να έφταιγε κι εκείνο το ρημάδι το έξτασι που πήρε για να γουστάρει με τον Τάσο εκείνο το βράδυ: είχε διαβάσει ότι σε κάποιους που έχουν ευαισθησία δύναται να προκαλέσει κατάθλιψη σε δέκα χρόνια από τη λήψη -αν όχι και επιτόπου- γιατί κάτι κάνει με τους υποδοχείς, πάνω-κάτω, τρέ-χα-γύρευε, αλλά το είχε διαβάσει σε κάποια μεγάλη εφημερίδα -όχι, ξέρω ’γω, στη Ζωή του Παιδιού, που είναι εξαρχής εναντίον των ναρκωτικών- και της είχε φανεί επιστημονι-κό-αντικειμενικό. Την επομένη όμως άρχισε να πέφτει, να πέ-φτει, να πέφτει, κάτι που διήρκεσε περισσό-τερο από το γνωστό πέσιμο-μετά-το έξτασι (πολύ περισσότερο!) και να κοιμάται, κοιμάται, κοιμάται ατέλειωτες ώρες, λες και την είχε τσιμπήσει το αδράχτι της ωραίας κοιμωμένης. Να κοιμάται λίγο παραπάνω κάθε μέρα, μέχρι που έφτασε να κοιμάται σχεδόν όλη μέρα. Η μάνα της δεν το κατάλαβε, τα ροζ λεξοτανίλ και τα σιπραλέξ που έπαιρνε με τις χούφτες δεν της επέτρεπαν να ανησυχήσει πολύ για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, την αναρριχόμενη τιμή των αβγών ή τα πολλαπλασιαζόμενα πρε-ζάκια της γειτονιάς, πόσο μάλλον για την ίδια της την κόρη που γινόταν, εδώ που τα λέμε, όλο και πιο βολικά υπάκουη. Το βράδυ, λοιπόν, ξεμύτιζε από το δωμάτιό της με αργά βήματα και καθόταν στον κανα-πέ, στη συγκεκριμένη θέση δίπλα στον πατέρα της, όπου έβλεπαν όλοι μαζί τηλεόραση, και το τηλεκοντρόλ το κρατούσε πάντα εκείνος, εφόσον ήταν ο μόνος που ενδιαφερόταν να το κρατήσει. Εβλεπαν ό,τι έπαιζε και ειδικά την εκπομπή με τα νέα ταλέντα, τρώγοντας μακα-ρόνια με τυρί, φακές ή πρασόρυζο, το μοναδι-κό της γεύμα της μέρας, εκτός από τη μεσημε-ριάτικη πορτοκαλάδα που απαιτούσε η μαμά της να πιει -εφόσον έπινε την πορτοκαλάδα της, η μαμά θεωρούσε ότι όλα ήταν κομπλέ: ότι εδώ έχουμε μία μητέρα που στίβει και μία κόρη που πίνει, ίσον κομπλέ! Μια φορά που

αρνήθηκε να την πιει, η μαμά έπαθε πανικό, «σκορβούτο θα πάθεις παιδάκι μου, θ’ αρρω-στήσεις, πιες την πορτοκαλάδα σου τώρα». Κατά τις τρεις το πρωί ξανακυλούσε στο δω-μάτιό της και κοιμόταν εκεί μέχρι το επόμενο βράδυ που ξανασερνόταν στο καθιστικό. Ο πατέρας της ήταν ευχαριστημένος που την είχε «μαντρωμένη» και έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. Το να χάσει η κόρη του την τάξη στο σχολείο φαινόταν να το θεωρεί λιγότερο σημαντικό από το να την έχει να τρέχει στα μπαρ με τίποτα αγόρια. Ετσι, έβλεπαν συνέχεια τηλεόραση. Συνέχεια.Πρέπει να είχαν περάσει πια εκατό μέρες ή εκατό Σαββατοκύριακα ή εκατό χρόνια όταν μια μέρα μπούκαρε στο δωμάτιό της κάποιος που, μιας και δεν άνοιξε τις κουρτίνες διά-πλατα και δεν είπε την καθημερινή φράση «να σε δει λίγο ο ήλιος» και επιπλέον μύριζε έντονα coconut balm- δεν πρέπει να ήταν η μαμά της. Ο «κάποιος» ακούμπησε την πορ-τοκαλάδα στο περβάζι, της τσίμπησε το μά-γουλο και της έτριψε κάτι κάτω από τη μύτη. «Ρούφα», είπε. Ρούφηξε με όλη της τη δύναμη κάτι που την έκανε να φταρνιστεί απαλά πάνω στα μούτρα

του κάποιου. Ο «κάποιος» μετά έδιωξε από τα μάτια της τα μαλλιά της που σχημάτιζαν κουρτινάκια και την εμπόδιζαν κάπως τελευ-ταία να δει τηλεόραση, δηλαδή τις γνωστές αντανακλάσεις που υπνωτικά χάζευε, και της έσκασε ένα παρατεταμένο γλωσσόφιλο όλο σάλια και βελούδο, του οποίου η γλύκα ξύπνησε όλο της το σώμα. Είδε τον ήλιο, τα ρεμερόν στο κομοδίνο, την πορτοκαλάδα, την Αννούλα. Και ξύπνησε. Κομπλέ, σκέφτηκε.

Στην πραγματικότητα… ήταν μια κοπέλα Ωραία που έγινε Κοιμωμένη, αφού πρώτα τρυπήθηκε με το περίφημο αδράχτι, για να ξυπνήσει και να βρει τον πρίγκιπά της. Η ιδέα κατοχυρώνεται στον Τζιανμπα-τίστα Μπαζίλε απ’ το μακρινό 1634, πρωτογράφτηκε απ’ τον Τσαρλς Περό το 1697 και ανασκευάστηκε απ’ τους αδερφούς Γκριμ το 1812. Η φήμη της Ωραίας Κοιμωμένης απογειώθηκε χάρη στην Disney και την ταινία κινουμένων σχεδίων του 1959.

Page 22: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ζούσε κάποτε στο Περιστέρι η Μαρία, ένα κορίτσι όμορφο και λεπτοκαμω-μένο. Eμενε με την υπερήλικη γιαγιά

της, γιατί οι γονείς της στο χωριό ζορίζονταν οικονομικά. Hταν στο τρίτο έτος της Νομικής, χωρίς να την πολυσυμπαθεί, και χρωστούσε ήδη κάμποσα μαθήματα. Για να βγάζει χαρτζι-λίκι σέρβιρε ποτά σε ένα μπαρ των Εξαρχείων, όπου πήγαινε ακόμα και στα ρεπό της, για να χορέψει με την παρέα της αλτέρνατιβ επιτυχί-ες. Δεν περνούσε κι άσχημα, ζήλευε όμως τις συμφοιτήτριές της που έρχονταν για μάθημα «στην πένα», ενώ εκείνη φορούσε ακόμα κάτι άθλια παπούτσια από το Λύκειο. Εκανε λοιπόν οικονομίες κι ένα Σάββατο πρωί πήρε σβάρ-να τα μαγαζιά. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ, γιατί κάπου εκεί στο Μοναστηράκι, αντίκρισε ένα ζευγάρι κατακόκκινα ολ-σταρ που... της έκλειναν το μάτι. Στην αρχή της φάνηκαν λίγο άχαρα και ανίκανα να την «ανεβάσουν» στα μάτια των φιλενάδων της, μόλις όμως τα δο-κίμασε τα ερωτεύτηκε. Και όταν τα πλήρωσε,

ένιωσε σαν να διάλεγε καινούργιο τρόπο ζωής. Από τότε δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Τα φο-ρούσε μέχρι και στην κηδεία της γιαγιάς της. Δεν ήταν βέβαια κατάλληλα για πένθος, αλλά τα αγαπούσε πολύ και οι καημένοι οι γονείς της την κοίταζαν χωρίς να λένε τίποτα. Στην κηδεία συνάντησε και τη θεία Πέπη, «φτασμέ-νη» μεγαλοδικηγόρο και ειδική στις ευεργε-σίες, που μόλις είδε την ατάραχη Μαρία και τους περίλυπους γονείς της, ανέλαβε δράση. «Θα την πάρω υπό την προστασία μου» είπε. «Και θα τη φτάσω πολύ ψηλά». Ετσι η Μαρία

μετακόμισε σε ένα δυάρι της θείας Πέπης, στην Αγία Παρασκευή, νομίζοντας ότι η τύχη της οφειλόταν στο ακαταμάχητο στιλ και τα κόκκινα σταράκια της. Ομως η θεία Πέπη τα πέταξε στο πατάρι και της αγόρασε ακριβά παπούτσια και ρούχα κυριλέ. Την έβαλε σε μια σειρά, την έστρωσε στο διάβασμα για να περάσει τα χρωστούμενα μαθήματα και την έκανε βοηθό στο δικηγορικό της γραφείο. Ολοι στην οικογένεια τη θαύμαζαν. Οταν κάποτε ήρθε και η ώρα για το πτυχίο της Μαρίας, η θεία Πέπη της έδωσε λεφτά

ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ

Page 23: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

να αγοράσει καινούργιο φόρεμα και παπού-τσια για την ορκωμοσία. Η Μαρία όμως δεν έβρισκε τίποτα που να της αρέσει. Ενώ περι-εργαζόταν τις βιτρίνες, συνάντησε έναν πα-λιό της φίλο από το μπαρ στα Εξάρχεια, και αποφάσισαν να «φάνε» τα λεφτά πίνοντας και χορεύοντας σε αλτέρνατιβ στέκια. Το βράδυ δεν είχε μείνει φράγκο για ψώνια, η Μαρία όμως ήξερε τι παπούτσια θα φορέσει στην ορκωμοσία. Την επόμενη μέρα, από την είσοδο του κτιρίου μέχρι την αίθουσα τελετών, όλοι είχαν καρφω-μένα τα μάτια τους στα κόκκινα σταράκια που η Μαρία είχε ξεθάψει από το πατάρι. Οι γονείς της είχαν το γνωστό περίλυπο ύφος και η θεία Πέπη δαγκωνόταν μέσα από το χαμόγελό της. Αλλά η Μαρία δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από τα κόκκινα σταράκια της. Ακόμα και όταν ο πρύτανης της έσφιξε το χέρι και είπε κάτι για την επιστήμη της, εκείνη είχε το νου της στα παπούτσια της και στους συμβολισμούς τους, σε μια τελετή ορκωμοσίας. Και το απόγευμα η θεία Πέπη της είπε ότι αυτό που έκανε ήταν πολύ ανάρμοστο και καθόλου πρέπον, αν ήθε-λε πραγματικά να γίνει δικηγόρος. Και ο καιρός περνούσε, ενώ η Μαρία άρχισε να πηγαίνει καλά με τη δουλειά της. Το περι-στατικό με την ορκωμοσία της είχε ξεχαστεί και όλοι τη θαύμαζαν ξανά, έτσι εργατική και περιποιημένη που ήταν. Ενα πρωί, όμως, είχε ραντεβού με τη θεία Πέπη έξω από τη σχολή Ευελπίδων για ένα δικαστήριο πολύ σημαντι-κό. Εκεί που ετοιμαζόταν, το βλέμμα της έπεσε στα τριμμένα πλέον κόκκινα σταράκια της. Τα κοίταξε μια φορά, έριξε μια υποτιμητική ματιά σε κάτι μαύρα κυριλέ παπούτσια που είχε αγο-ράσει και μετά πάλι τα κόκκινα σταράκια. Τε-λικά τα φόρεσε και βγήκε έξω. Ο ήλιος έλαμπε και μόλις η θεία Πέπη αντίκρισε τα παπούτσια έσφιξε τα δόντια, αλλά βιαζόταν και δεν είπε τίποτα. Εξω από την πόρτα των δικαστηρίων ένα πρεζάκι, που κάτι θύμιζε στη Μαρία, τις σταμάτησε ζητώντας μια μικρή βοήθεια. Η θεία αλαφιασμένη τον αποπήρε, όμως εκείνος κοίταζε τα πόδια της Μαρίας. «Α, τι ωραία πα-πούτσια!», είπε. «Να μη βγαίνετε ποτέ από τα πόδια της όταν χορεύετε», συνέχισε, απλώνο-ντας αργά το χέρι του στα κόκκινα σταράκια. Και όλος ο κόσμος μέσα στο δικαστήριο κοι-τούσε τα παπούτσια της Μαρίας επίμονα. Οσο εκνευριζόταν η θεία, τόσο χαιρόταν η ανιψιά

της, σκεπτόμενη τα κόκκινα σταράκια και τους συμβολισμούς τους σε μια αίθουσα δικαστη-ρίου. Τελικά όλοι βγήκαν ευχαριστημένοι και η Μαρία με τη θεία της στάθηκαν στην είσο-δο της Ευελπίδων όπου σταμάτησαν ένα ταξί. Αλλά τη στιγμή που η Μαρία έκανε να μπει, πετάχτηκε το πρεζάκι που καθόταν ακόμα εκεί κοντά: «Α, τι ωραία παπούτσια! Να μη βγαίνετε ποτέ από τα πόδια της όταν χορεύετε». Τότε η Μαρία ένιωσε αναγκασμένη να κάνει κάποιες χορευτικές φιγούρες. Και από τη στιγμή που ξεκίνησε, τα πόδια της δεν σταμάτησαν να χο-ρεύουν, λες και είχαν κάποια μαγική δύναμη. Πήγε χορεύοντας μέχρι το επόμενο στενό, χω-

ρίς να μπορεί να σταματήσει. Ο ταξιτζής ανα-γκάστηκε να την κυνηγήσει και να τη βάλει με το ζόρι στο ταξί, αλλά τα πόδια της συνέχιζαν να χορεύουν. Κι όπως χόρευαν, κλωτσούσαν άγρια τη θεία Πέπη, που πλέον είχε γίνει και αυτή κατακόκκινη. Στο τέλος της έβγαλαν τα παπούτσια και τα πόδια της σταμάτησαν. Στο σπίτι η θεία Πέπη έκανε μεγάλη φασαρία.

Στη Μαρία, όμως, εκείνα τα παπούτσια είχαν γίνει έμμονη ιδέα. Τα φόρεσε το ίδιο βράδυ για να πάει σε ένα πολύ σοβαρό πάρτι στο Κολωνάκι, από τους κύκλους της δουλειάς, όπου όλοι ήταν ντυμένοι στην... τρίχα. Με το που άφησε το παλτό της άρχισε να χορεύει και σύντομα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οταν ήθελε να πάει δεξιά, τα παπούτσια χόρευαν αριστερά, κι όταν ήθελε να πάει στην τουαλέτα, τα παπούτσια χόρευαν προς την έξοδο, ώσπου κατέβηκαν τις σκάλες, βγήκαν στο δρόμο και έφτασαν μέχρι τη Βασιλίσσης Σοφίας. Συνέχισε να χορεύει μέχρι το Χίλτον κι από εκεί έφτασε στην πλατεία Μαβίλη, όπου

είδε μια γνωστή φυσιογνωμία να της κάνει νό-ημα. Ηταν το πρεζάκι που, κουνώντας το κε-φάλι, είπε πάλι: «Α, τι ωραία παπούτσια!». Η Μαρία ήθελε να βγάλει τα κόκκινα παπού-τσια, αλλά είχε πλέον χάσει τον έλεγχο του εαυτού της. Δεν μπορούσε να σταματήσει και χόρευε συνεχώς, περνώντας από δρόμους, πλατείες και μαγαζιά, ενώ οι περαστικοί που

Page 24: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

την έβλεπαν είτε γελούσαν είτε παραξενεύο-νταν. Ετσι όπως χόρευε ασταμάτητα έφτασε μέχρι ψηλά την Κηφισίας και σε μια στάση λεωφορείου, κάπου στους Αμπελοκήπους, έπεσε πάνω σε μια διαφήμιση γυναικείων εσωρούχων. Το σκληρό πρόσωπο του ημί-γυμνου μοντέλου την κοίταξε μάλλον σαρ-καστικά και η Μαρία σχεδόν άκουσε να της λέει: «Συνέχισε να χορεύεις. Συνέχισε, με τα κόκκινα βρωμερά παπούτσια σου, μέχρι να χλωμιάσεις και να παγώσεις. Συνέχισε να χορεύεις από πόρτα σε πόρτα, εκεί που ζουν καλές και τίμιες κοπέλες για να σε βλέπουν και να φοβούνται! Συνέχισε!». «Ελεος!» φώ-ναξε η Μαρία, και δεν μπόρεσε να πει τίποτε άλλο. Τα παπούτσια την τράβηξαν απότομα και εκείνη συνέχισε να χορεύει σαν ξεβιδω-μένη μέσα στη νύχτα. Το επόμενο πρωί οι αντοχές της την είχαν σχεδόν εγκαταλείψει. Και είχε ήδη φτάσει χορεύοντας έξω από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, όταν κατάλαβε τι απόφαση έπρεπε να πάρει για να γίνουν τα πράγματα όπως πριν. Μπήκε στο γιγαντιαίο κτίριο χωρίς να σταμα-τήσει λεπτό το χορό και κατευθύνθηκε σε ένα κατάστημα με γυναικεία, όπου μια πωλήτρια μόλις άνοιγε. «Βγες έξω, βγες έξω! Δεν μπο-

ρώ να μπω, γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να χορεύω!» φώναξε η Μαρία. Και η πωλήτρια, χωρίς να ταραχτεί, απάντησε: «Ξέρεις τι θέλεις από εμένα; Και το κυριότερο, ξέρεις τι να κά-νεις μετά για να βάλεις μυαλό;». «Ξέρω! Δώσε μου τις καλύτερες γόβες σου και υπόσχομαι να αλλάξω!» φώναξε η Μαρία. Και η πωλήτρια της έδωσε το καλύτερο ζευγάρι γόβες και μαζί μια ασορτί τσάντα. «Τώρα υπέφερα αρκετά για τα κόκκινα σταράκια», είπε η Μαρία φιλώντας το χέρι της πωλήτριας. «Θα πάω αμέσως στο γραφείο της θείας μου για να με δει». Αλλά όταν έφτασε απ’ έξω, είδε μια κοπέλα με πρά-σινα σταράκια, ταράχτηκε και γύρισε σπίτι της. Ολη τη βδομάδα ήταν πολύ λυπημένη και δυ-σκολεύτηκε να ξεπεράσει τη μανία της με τα κόκκινα σταράκια. Τα κατάφερε όμως, πήγε στη θεία Πέπη και την ικέτεψε να τη συγχω-ρέσει. Της είπε ότι θα ήταν πολύ συνετή και θα έκανε ό,τι μπορούσε για να μην την προσβάλει ξανά. Η θεία Πέπη τη λυπήθηκε και τη συγχώ-ρεσε. Και η Μαρία ήταν όντως εργατική και επιμελής. Οταν δεν είχε δουλειά, μελετούσε σκληρά αστικό δίκαιο και ποινικό κώδικα. Ολοι οι συνάδελφοί της τη συμπαθούσαν, αλλά όταν μιλούσαν για ρούχα και διασκεδάσεις εκείνη κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της.

Το επόμενο Σάββατο θα πήγαιναν όλοι στο πάρτι ενός γνωστού δικηγόρου και τη ρώτη-σαν αν ήθελε να πάει μαζί τους. Αλλά η Μαρία κοίταξε λυπημένα τους κώδικές της και αρνή-θηκε ευγενικά. Εκείνο το βράδυ έκατσε με τον ποινικό κώδικα στα γόνατα και καθώς τον διά-βαζε ευλαβικά, ο άνεμος έφερε στο παράθυρό της τους ήχους της πόλης. Σήκωσε το πρόσω-πό της και με μάτια που έτρεμαν είπε: «Γαμώ το κέρατό μου, θα πάω κι εγώ». Φόρεσε τις καινούργιες γόβες της, πήρε την ασορτί τσά-ντα και βγήκε στο δρόμο. Μόλις ο αέρας της φύσηξε το πρόσωπο, ένιωσε μια άγρια χαρά. Σταμάτησε ένα ταξί και σε ένα φανάρι είδε πάλι εκείνη τη διαφήμιση γυναικείων εσω-ρούχων με το ημίγυμνο μοντέλο, που τώρα της φάνηκε γελαστό και λιγότερο όμορφο από την ίδια. Ανταπέδωσε το χαμόγελο και συνέχισε το δρόμο της, μέχρι που έφτασε στο μαγαζί που γινόταν το πάρτι. Μπήκε μέσα και πλησίασε τη θεία Πέπη και τους συναδέλφους της. Μόλις την είδαν, όλοι κούνησαν επιδοκιμαστικά το κεφάλι λέγοντας: «Εκανες καλά που ήρθες, Μαρία». «Ηταν αυτές οι γόβες που με έφεραν ως εδώ», είπε εκείνη σηκώνοντας ελαφρά το πόδι της, ενώ το δεξί της μάτι πετάριζε κάπως. Η μουσική έπαιζε δυνατά και οι φωνές του κό-σμου ακούγονταν όμορφες. Γεμάτη αγαλλίαση και χαρά, η Μαρία εκείνο το βράδυ γλέντησε και ήπιε τόσο πολύ που την επόμενη μέρα δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε αναρωτήθηκε ξανά ποια παπούτσια να φορέσει. Δεν την ένοιαξε ποτέ ξανά τίποτα άλλο παρά μόνο η δουλειά της, που της έδινε απροσμέτρητη χαρά. Και όσοι την έβλεπαν, της έλεγαν ότι μοιάζει σαν να βρίσκεται στον παράδεισο.

Στην πραγματικότητα… τα Κόκκινα Παπούτσια εί-ναι ένα ακόμα απ’ τα κλασικά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν. Ενα κορίτσι φοράει τα κόκκινα παπούτσια της και δεν μπορεί να σταματήσει να χο-ρεύει μέχρι να τα βγάλει. Εξαιρετική μεταφορά στο σινεμά απ’ τον Μάικλ Πάουελ, αλλά και η ερμηνεία της Κέιτ Μπους στο ομώνυμο τραγούδι.

Page 25: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5
Page 26: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δωσ’ του κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινίσει… Σε μία μικρή συνηθι-σμένη γειτονιά της Αθήνας όλα κυ-

λούσαν όπως πάντα, αργά και νωχελικά. Οι πολυκατοικίες με την άσχημη αρχιτεκτονική του ’80 κυριαρχούσαν στο τοπίο και οι ελάχι-στες νεραντζιές που απέμειναν, προσπαθού-σαν να ρουφήξουν παραπάνω καυσαέριο από ό,τι άντεχαν. Οι άνθρωποι ξεκινούσαν το πρωί για τις δουλειές τους, οι νοικοκυρές έβγαιναν στο μπαλκόνι τους για να αερίσουν τα σκε-πάσματα, ενώ στη συνέχεια κατέβαιναν για ψώνια και επισκέπτονταν σε κυκλικό ρυθμό η μία την άλλη, για την απαραίτητη κοινωνική πληροφόρηση. Τα παιδιά άλλωστε είχαν φύ-γει από νωρίς στο σχολείο και τίποτα δεν θα χαλούσε τη μέρα τους μέχρι το μεσημέρι. Στη γειτονιά αυτή ζούσε και ο Στράτος, ένας κατά τα άλλα φιλότιμος και εργατικός, χωρι-σμένος 35άρης. Ηταν υπόδειγμα γείτονα και αστού, αφού δικαίωμα δεν έδινε κανένα και είχε όλα τα αγαθά που τον κατέτασσαν σε ένα πιο «υψηλό» βιοτικό επίπεδο. Η συμπεριφο-ρά του άρχισε να αλλάζει όταν στη γειτονιά εμφανίστηκαν οι πρώτοι πρόσφυγες. Στην αρχή παλιννοστούντες από τη Σοβιετική Ενω-ση, αυτούς τους ανεχόταν γιατί μερικοί του θύμιζαν τον παππού του από τη Μικρά Ασία. Μετά όμως ήρθαν κίτρινοι, υπο-κόκκινοι, με-λαψοί και τελικά –άκουσον-άκουσον!- μαύ-ροι. Που ο μοναδικός μαύρος που ήξερε και παραδεχόταν ήταν ο Ντ. Μπατίστα -και αυτός γιατί έπαιξε μπαλίτσα στην Εθνική Ελλάδος και φυσικά στην ΑΕΚάρα.Στην αρχή κρατούσε στάση απλώς αδιάφο-ρη. Περνούσε και δεν τους χαιρετούσε, έκα-νε πως δεν άκουγε αν κάποιος του ζητούσε τη γνώμη και φυσικά δεν πάρκαρε το αμάξι του μπροστά στα κοινόβια που αυτοί αποκα-λούσαν σπίτια. Στη συνέχεια όμως έδειξε να ενοχλείται που τα παιδιά τους πήγαιναν με τα Ελληνόπουλα στο ίδιο σχολείο. Αυτός βέβαια παιδιά δεν είχε, τα θεωρούσε πάντα βάρος. Αν είχε όμως, δεν θα τα άφηνε να κάθονται στο ίδιο θρανίο, ούτε καν στο ίδιο προαύλιο με τα παιδιά των άλλων. Οι γονείς τους μας έπαιρναν τις χαμαλοδουλειές, αλλά αυτά θα μορφωθούν και θα ζητάν τη δουλειά των παι-διών του και ίσως -θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου- τη δικιά του (ξέχασα να σας πω ότι ήταν υπάλληλος στο δήμο από τα 25 του, με κάποιο βύσμα κομματικό που είχε ο πα-τέρας του). Εδώ και κάμποσο καιρό σκεφτόταν τι θα κά-νει για να απαλλαγεί η γειτονιά, όπως έλεγε,

από τους ξένους, μήπως και καθαρίσει ο τόπος, να γυρίσει η Ελλάδα στους Ελληνες. Και τελικά, έβαλε το σχέδιό του σε εφαρμο-γή. Ενα βράδυ πήρε την τηλεόρασή του, που ούτως ή άλλως θα άλλαζε να πάρει Plasma, για να βλέπει την «ομαδάρα» του, και την πέταξε σε μία χωματερή που υπήρχε λίγο

πιο μακριά. Στη συνέχεια, το πρωί κατηγό-ρησε την οικογένεια του Ριτβάν, του μου-σουλμάνου που είχε έρθει από το Πακιστάν. Στοιχεία δεν είχε, αλλά είχε το τεκμήριο της «ελληνικότητας». Με συνοπτικές διαδικασί-ες, ο ιδιοκτήτης του Ριτβάν τον πέταξε από το διαμέρισμα. Ο Αλλάχ δεν μπόρεσε να πα-

ΤΑΣΟΣ ΓΡΑΙΚΟΣ

Page 27: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ρέμβει, είχε δουλειά να προσέχει αυτόχει-ρες στο Αφγανιστάν! Στη συνέχεια, σειρά είχε ο Ζιαν Χο, από την Κίνα ή τέλος πάντων από εκεί νόμιζε ότι θα ήταν. Αυτόν τον κατηγόρησε ότι έριξε το αυ-τοκίνητό του πάνω στο δικό του και το τσα-λάκωσε ένα βράδυ που ήταν μεθυσμένος. Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος ήταν μεθυσμένος και έριξε το αυτοκίνητό του από την ήδη χτυπημένη πλευρά πάνω στο σαραβαλάκι του Ασιάτη. Υστερα από μερικές ημέρες, ο Ζιάν μάζευε τα μπογαλάκια του και πήγαινε σε άλλο μετερίζι, αφού η γειτονιά κατάφερε να ξεσηκωθεί εναντίον του. Τελευταίο θύμα του ήταν ο Μπάντα, από τη Νιγηρία. Αυτόν τον κατηγόρησε ότι τον ξυλοφόρτωσε. Φυσι-κά ο γιγαντόσωμος Αφρικανός τον «είχε» με το ένα χέρι, ήταν και αθλητής στα νιάτα του, αλλά ήταν που λέμε «ψυχούλα». Στην πραγ-

ματικότητα, ο «λευκός» μας έμπλεξε σε κα-βγά όταν τον «κατέβασε» ένας μάγκας από το αυτοκίνητο και τον έκανε «τόπι». Αλλά πού να ψάχνεις τώρα... Αν και η γειτονιά είχε αρχί-σει να «ψυλλιάζεται» το τι γίνεται, κανείς δεν τολμούσε να υποστηρίξει τους αλλοεθνείς, γιατί για μια σημαία ζούμε. Η εκδίκηση όμως πάντα είναι ένα... πιάτο που τρώγεται κρύο. Στην περίπτωσή μας, βέβαια, το κρύο έγινε ζεστό, που το φυσάει και δεν κρυώνει! Ο Στράτος μία μέρα γύρισε στις 3 τα ξημερώματα από τα μπουζούκια «στου-πί». Πήγε να κάνει καφέ για να ξεμεθύσει. Δεν τα κατάφερε με το γκαζάκι και ενώ το άναψε, του έπεσε στο χαλί. Αμέσως λαμπά-διασε και στην προσπάθειά του να το σβήσει, πήρε το λάδι αντί για το νερό που βρισκόταν παραδίπλα, μέσα στη «σούρα» του. Η φωτιά απλωνόταν γρήγορα, από κουρτίνα σε ντου-

λάπια. Οταν παραδέχτηκε ότι δεν ήταν αρκετά νηφάλιος για να κάνει κάτι, ο Στράτος βγήκε έξω και άρχισε να ουρλιάζει στις 4 παρά, το πρωί πλέον. «Βοήθεια, το σπίτι μου καίγεται, κάποιος του έβαλε φωτιά». «Ποιος μωρέ, οι Κινέζοι μήπως;», απάντησε ο κυρ Αντρέ-ας που είχε αϋπνίες και χάζευε τηλεόραση μέχρι αργά. «Ναι, ναι, αυτοί πρέπει να είναι, οι άτιμοι», απάντησε μέσα στη μέθη και ζα-λισμένος από την κάπνα ο Στράτος. «Στράτο, αυτούς τους διώξαμε πριν από καιρό», απά-ντησε μισογελώντας ο κυρ Αντρέας. «Μήπως είναι οι μαύροι, Στράτο;», πετάχτηκε η κυρία Ευαγγελία, από το διπλανό διώροφο, που η συχνοουρία της την ανάγκαζε να σηκώ-νεται κάθε μια ώρα και της είχε γίνει βρα-χνάς. «Ναι, ναι, μπορεί να είναι και αυτοί». «Και αυτούς τους διώξαμε, τους καημένους» είπε νωθρά η κυρία Ευαγγελία, που πάσχιζε να βρει το φως του διαδρόμου. «Ρε μπας και είναι οι μουσουλμάνοι, που κάνουν κάτι τέ-τοια εκεί στο Ιράκ;», πετάχτηκε ο Δημήτρης, που ξύπνησε γιατί σε μισή ώρα θα ξυπνού-σε ούτως ή άλλως για δουλειά και φυσικά ο Στράτος απάντησε «αυτοί είναι, αυτοί είναι οι διάολοι, ποιος άλλος;». «Στρατούλη, ‘κομμά-τια’ είσαι. Αυτοί πήραν... πόδι πρώτοι, αγόρι μου. Αντε για υπνάκο και τα λέμε αύριο». «Ρε παιδιά, το σπίτι μου! Το σπίτι μου, ρε παιδιά! Ρε παιδιά...». Και ζήσαν’ αυτοί καλά. Τώρα για εμάς, δεν ξέρω. Στην Αθήνα δεν ζούμε και εμείς;

Στην πραγματικότητα… η περίπτωση του ψεύτη βοσκού είναι άλλη μια διδακτική ιστορία -αυτήν τη φορά σχετική με το τι παθαίνει κανείς αν λέει πολ-λά ψέματα- απ’ το δάσκαλο του είδους. Ο Αίσωπος γεννήθηκε γύρω στο 600 πΧ. στη Φρυγία, αλλά αυτό ίσως να είναι ανακριβές καθώς νεότεροι μελετητές αμφισβητούν ακόμα και την ύπαρξή του.

Page 28: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μερικοί άνθρωποι λένε ότι το θλιμμέ-νο ύφος που έχουν οι περισσότεροι σκύλοι είναι μέρος της εξελικτικής

τους πορείας και ότι άρχισε να χαράζεται στο πρόσωπό τους όταν άρχισαν να ζουν παρασι-τικά από τον άνθρωπο. Οταν, δηλαδή, απομα-κρύνθηκαν από την άγρια ζωή, σταμάτησαν να έχουν τόσο το ρόλο του φύλακα του σπι-τιού και οι περισσότεροι από αυτούς άρχισαν απλώς να περιφέρονται στην πόλη. Εγώ δεν πιστεύω σε αυτήν τη θεωρία. Κυρί-ως γιατί αυτό το θλιμμένο ύφος δεν το έχω δει. Αυτό, όμως, ίσως συμβαίνει γιατί κά-ποια στιγμή τα πράγματα άλλαξαν: λένε ότι τα σκυλιά ξαναπόκτησαν την περηφάνια τους μετά την άφιξη στην Αθήνα του Λύκου του Τσαντίλα, πριν από μερικά χρόνια. Ο Λύκος ο Τσαντίλας, το πιο οξύθυμο ον στη Γη, γά-βγισε λόγια των σκύλων και ούρλιαξε λόγια των λύκων, και σύντομα όλοι οι σκύλοι της Αθήνας έγιναν μια αγέλη υπό την αρχηγεία του. Επιτίθονταν σε περαστικούς, τους τρομο-κρατούσαν, έσκιζαν μπατζάκια κι αν έπεφτε καμιά φορά κανένα πορτοφόλι το μάζευαν με προσοχή. Μερικά χρόνια αργότερα, οι σκύλοι χαίρονταν που είχαν τον έλεγχο της πόλης και ο Λύκος ο Τσαντίλας, γέρος πια, χαιρόταν που είχε αγοράσει ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου κάπου στην Καλλιδρομίου.Ολα πήγαιναν καλά, μέχρι που ένας καλός πατέρας νοίκιασε τους τρεις ορόφους, πάνω από το σπίτι του Λύκου, στους τρεις γιους του. Στο μικρότερο γιο, που ήταν λίγο μυαλωμένος και έπαιζε βιολί, νοίκιασε το δεύτερο όροφο. Στο μεσαίο γιο, που ήταν αρκετά μυαλωμένος κι έπαιζε κοντραμπάσο, νοίκιασε τον τρίτο όροφο και στο μεγαλύτερο γιο, που ήταν πολύ μυαλωμένος κι έπαιζε πιάνο, νοίκιασε τον τέ-ταρτο όροφο. Οι τρεις γιοι εξασκούνταν συχνά στα όργανά τους. Και ήξεραν ότι από κάτω τους έμενε ο Λύκος ο Τσαντίλας, με τον καιρό όμως είχαν πει τόσες πολλές φορές μεταξύ

τους το αστείο «σσς, νομίζω άκουσα το λύκο», που στο τέλος σταμάτησαν να φοβούνται και έπαιζαν μουσική οποιαδήποτε ώρα.

Κάποιο βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, ο Λύκος ο Τσαντίλας δεν άντεξε άλλο το βιολί πάνω από το κεφάλι του και αποφάσισε να δράσει. Σκέφτηκε να πάρει την αστυνομία για διατάραξη κοινής ησυχίας, αλλά αμέ-σως αυτοχαστουκήθηκε, τι πουστριλίκια εί-ναι αυτά σκέφτηκε, και έφυγε από το σπίτι τρέχοντας. Λίγα λεπτά αργότερα ήταν κάτω

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΤΤΑΚΟΣ

Page 29: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

από το μπαλκόνι του μικρότερου γιου, πα-ρέα με κάπου εβδομήντα σκύλους. «Ε! Εσύ με το βιολί!», φώναξε, «θα σε λιανίσω, ρε! Δεν θα βρει ο παπάς να θάψει, ρε!». Και άρ-χισε να ουρλιάζει και μαζί του όλα τα σκυ-λιά άρχισαν να γαυγίζουν. Ο μικρός γιος τα χρειάστηκε και πάνω στον τρόμο του πέταξε το βιολί του στο κεφάλι του Λύκου. Ο Λύ-κος ζαλίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα και μόλις συνήλθε αμέσως έδωσε εντολή και κατέστρεψαν με φωτιά, δαγκωματιές και τσεκούρι το σπίτι του μικρού γιου, ο οποίος όμως είχε προλάβει να διαφύγει στο σπίτι του μεσαίου γιου, στον τρίτο. Ο μικρός γιος έπεσε στο πάτωμα κατατρο-μαγμένος. «Μην ανησυχείς αδερφέ μου» του είπε ο μεσαίος γιος, που φορούσε ένα μπλουζάκι excelsior, «είσαι ασφαλής εδώ. Εχω ένα βιολί στο σπίτι, έλα να δοκιμάσου-με μαζί ένα κομμάτι». Ο Λύκος, στο μεταξύ, είχε ξανακατέβει κάτω από το σπίτι και μόλις άκουσε τους δύο γιους να παίζουν μαζί, έγινε ακόμη πιο τσαντίλας. «Εσείς τα δύο τα μαλα-κισμένα!», φώναξε δυσαρεστημένος, «θα σας γαμήσω ανάποδα, ρε! Και τους δύο μαζί!». Ο μικρός γιος τα χρειάστηκε από τις απειλές, ο μεσαίος γιος όμως ήταν πιο ψύχραιμος. «Μην ανησυχείς», είπε, «το βιολί δεν τον σταμάτησε, το κοντραμπάσο όμως είναι πιο βαρύ». Και έριξε στον Λύκο το κοντραμπά-σο στο κεφάλι. Ο λύκος έπεσε κάτω για λίγα λεπτά, μετά συνήλθε και πολύ λίγο αργότερα το σπίτι του μεσαίου γιου συγκρινόταν μόνο με σεληνιακό τοπίο ύστερα από πυρηνικές δοκιμές! Ευτυχώς οι δύο γιοι είχαν προλάβει να ανέβουν στον τέταρτο όροφο, στο σπίτι του μεγαλύτερου γιου.«Ηρεμήστε, εδώ δεν πρόκειται να πάθετε τίποτα», είπε ο μεγάλος γιος στους άλλους

δύο, που έκλειναν την πόρτα πίσω τους λα-χανιασμένοι και κατατρομαγμένοι. «Ο Λύ-κος κατέβηκε πάλι στο δρόμο και οι σκύλοι πλέον είναι πάνω από εκατό. Εδώ όμως είναι ψηλά και δεν μας φτάνουν και ούτε ακούγε-ται τόσο πολύ η μουσική μέχρι τον πρώτο. Ας παίξουμε ένα τραγουδάκι όλοι μαζί να χαλαρώσουμε και αν ο Λύκος μας ξαναα-πειλήσει, να θυμάστε, το πιάνο είναι πολλές φορές πιο βαρύ από το βιολί και το κοντρα-μπάσο μαζί». Κι άρχισαν να παίζουν. Ο Λύ-κος με το που το άκουσε αυτό έγινε ακόμα πιο τσαντίλας και αμέσως άρχισε να φωνά-ζει: «Ρε αρχιδοκώληδες! Ρε μαλακοσπέρ-ματα! Θα σας γαμήσω, ρε! Θα σιδερώσω τα βρακιά μου πάνω στις μήτρες σας, ρε!» και άλλα τέτοια. Και δεν σταματούσε να φωνάζει και να απειλεί, μέχρι που προσγειώθηκε στο κεφάλι του ένα πιάνο με ουρά. Οποιοσδήποτε άλλος δεχόταν ένα πιάνο με ουρά στο κεφάλι του από τον τέταρτο όροφο, μάλλον δεν θα την έβγαζε καθαρή. Ο Λύκος ο Τσαντίλας όμως απλώς πέρασε τρεις μέρες στο νοσοκομείο με δυο-τρία σπασιματάκια.

Και δύο μέρες αφού ο Λύκος ο Τσαντίλας βγή-κε από το νοσοκομείο, το σπίτι του μεγάλου γιου είχε καεί με παγανιστικό τελετουργικό, οι τρεις γιοι είχαν βρεθεί κρεμασμένοι σε δέντρα πάνω στην πλατεία Εξαρχείων, οι γονείς τους είχαν δολοφονηθεί, η ευρύτερη οικογένεια είχε χάσει διάφορα μέλη, τα κατοικίδιά τους είχαν γίνει Γενίτσαροι. Γιατί ο Λύκος ο Τσαντί-λας δεν μασάει την πούτσα του.

Στην πραγματικότητα… τα Τρία Γουρουνάκια είναι ένα απ’ τα γνωστότερα παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ. Παιδικό, κλασικό, διάσημο. Ο κακός λύκος επιτίθεται στα τρία γουρουνάκια που χτίζουν ό,τι πιο σταθερό μπορούν για να σωθούν. Το παραμύθι είναι «αγνώστου πατρός», καθώς η αυθεντικότητά του χά-νεται στο χρόνο. Γνωστότερη εκδοχή αυτή του 1890, σε μια συλλογή του Τζόζεφ Τζέικομπ.

Page 30: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Κατάλυμα SANTÉ.Μiα ξανθιά κοπέλα στρέφει απαλά -τάχα τυχαία- το κεφάλι της προς τα

αριστερά. Το στόμα της ελαφρώς ανοιχτό, σαν να θέλει να πει κάτι, χωρίς να χαμογελά, σε κάνει να την προσέξεις. Ισως είναι απλώς ο κύκλος που την πλαισιώνει που της δίνει αξία. Χωρίς ενδοιασμούς, ξεπροβάλλει, αφήνοντας μια «χρυσή» ταινία στο φόντο. Σαν σημάδι μιας

ληγμένης εποχής, ενός ληγμένου βασιλείου. Από χρυσόσκονη. Ευτυχώς ο καλλιγράφος πρόλαβε να ολοκληρώσει τα γράμματα βου-τώντας την πένα του σε πηχτή, υγροποιημένη, χρυσόσκονη, προτού να τα διασπείρει ο άνε-μος. Μόνο που μετά τον καλλιγράφο η όψη βανδαλίστηκε. Στενό πεζοδρόμιο επιδέχεται το συνηθισμένο φθινοπωρινό χείμαρρο. Μικρές αυλακώσεις συγκεντρώνουν εικόνες του ουρανού, μέχρι να ταρακουνηθούν από απρόσεχτους, βιαστικούς βηματισμούς. Η αξία γης έχει πέσει απότομα στην περιοχή, λόγω μιας απρόοπτης εμφύλιας συμφωνίας που προβλήθηκε φορώντας το... αδιάβροχο μιας εμφύλιας σύρραξης μεταξύ άοπλων και ενόπλων, που σαν μάντες καλοθε-λητές ανέμεναν την πόλη των κατασκευασμέ-νων ερειπίων να τη διαμοιράσουν σε μινιατού-ρες. Μιας και οι μινιατούρες χωρούν ακόμη και στα ερείπια και μιας και εκμηδενίστηκε μια φορά ο άνθρωπος, έτσι εκμηδενίστηκε και το πεζοδρόμιο. Οπως και οποιοδήποτε άλλο τμήμα που αφορά στις σωματικές του προε-κτάσεις. Ακρα μετέωρα πάνω σε μια λωρίδα συμπτυγμένων αποστάσεων. Ορια πολύ στενά για να συγκρατήσουν την πλημμύρα των μυ-στικών. Ρουφώνται σιωπηλά μέσα στη σχάρα πριν καν προλάβουν να αγγίξουν την άσφαλτο. Τα μυστικά δεν πλησιάζουν στο δρόμο γιατί τσαλαπατιούνται. Φρένα μην περιμένεις εκεί. Η βροχή παρασύρει το γυναικείο πρόσωπο χω-ρίς να το φθείρει. Το πρόσωπο συνεχίζει να μη

μιλάει. Να μην γκρινιάζει. Να μην παραπονιέ-ται. Το φιλντισένιο της δέρμα δεν έχει σπάσει ούτε στιγμή. Δέχεται να παρασυρθεί πολύ ευ-νοϊκά. Κατηφορίζει σταθερά πάνω στην υγρή λωρίδα. Για λίγο σταματά σε ένα εμπόδιο. Σε ένα λευκό καγκελάκι. Για λίγο ακινητοποιεί-ται, ελαφρώς τρεμάμενη. Δενν θέλει όμως να κρατηθεί. Το νερό τη στριφογυρνάει απαλά και τη ρίχνει μέσα σε ένα μικρό κομμάτι πρασίνου κάτω από το έδαφος, σε βάθος όσο δέκα αντί-χειρες. Το κόκκινο τετράγωνο επανατοποθετεί-ται στο καινούργιο τοπίο. Πλευρά τετραγώνου όσο ένας αντίχειρας επί 1,5 φορά. Τιμή ενοικί-ου 3,50 ευρώ. Το δωμάτιο της Τοσοδούλας.Το γυναικείο πρόσωπο εξακολουθεί να κοιτά-ζει στραμμένο προς τη μία πλευρά. Ελαφρώς μουντζουρωμένο από άτυπες πινελιές λάσπης, όχι ιδιαίτερα ζαρωμένο, το κόκκινο τετράγωνο μάχεται επιθετικά με το πράσινο φόντο του λι-γοστού μισοφαγωμένου γρασιδιού. Μέχρι που αρχίζει να κινείται. Μοιάζει να μιλάει. Οχι, δεν μιλάει. Με κοιτάζει διαφορετικά. Με κοιτάζει από πιο χαμηλά. Οχι, όχι, δεν μιλάει. Το πρό-σωπο κάμπτεται, το πρόσωπο εξαφανίζεται, μια κόκκινη λωρίδα μπαίνει στη θέση του. Για λίγα δευτερόλεπτα μετέωρο. Ο αέρας τώρα τη χαστουκίζει στο μάγουλο. Αργή ανολοκλή-ρωτη κατάκλιση πάνω στο οριζόντιο επίπεδο. Αιώρηση πάνω από το έδαφος για λίγες μόνο μοίρες. Μέσα από το κουτί ξεπροβάλλει ένα μικροσκοπικό πλάσμα, στο μέγεθος ενός αντί-χειρα. Το όνομά της, Τοσοδούλα.

Το μικροσκοπικό πλάσμα, μιμούμενο τις κι-νήσεις τεντώματος μιας φινετσάτης γατούλας, βγαίνει προσεκτικά από το δωμάτιό της. Με κινήσεις αργές προσπαθεί να ισιώσει το κορμί της. Ελαφρώς σκυμμένη περπατά πάνω στο γρασίδι, επεξεργαζόμενη τα μικροσκοπικά παράθυρα που κοιτάζουν στον τεχνητό κήπο. Το βλέμμα της σταματάει πάνω σε ένα ματσά-κι ανεμώνες μέσα σε μία κατακόρυφη πισίνα. Μέχρι και το νερό κατακόρυφα πλαισιώνεται. Μέσα σε γυάλινους πύργους. Ετοιμο να τους σπάσει, να ξεχυθεί πάνω στο σκληρό όριο. Γιατί εκτοπιστήκατε, μικρές μου; Πόσο ζη-λεύω την αναπάντεχη σύμπτυξή σας. Σας έφε-ρε τόσο κοντά. Τόσο ώστε να μη νιώθετε μό-νες. Και ένα ανεπαίσθητο στραμπούληγμα των άκρων, δεν είναι τίποτε μπροστά στην ακαμψία της φωνής. Με ακούτε μικρές μου;(Καμία απάντηση...)Ούτε εσείς… Γιατί είναι κλειδωμένες οι γυά-λινες βιτρίνες σας; Ισως φοβούνται τα μικρο-σκοπικά πλάσματα της νύχτας. (Πλάι στις ανεμώνες, μια μισοκοιμισμένη νε-ραϊδούλα παρακολουθεί την Τοσοδούλα μέσα από τη γυάλινη σφαίρα της).Νεραϊδούλα, εσύ με ακούς; Γιατί κοιμάσαι Νεραϊδούλα; Δεν κρυώνεις μέσα στο χιόνι; Και αυτή η στενή σφαίρα; Δεν έχει κοκαλώσει τα φτερά σου; Οι γιγαντούληδες πώς να νιώ-θουν άραγε όταν οργανώνουν σκυταλοδρομίες πάνω στη γυάλινη σφαίρα; Στραμμένα τα ματάκια της ψηλά, συνεχίζει να επεξεργάζεται το χώρο, προσπαθώντας να αποκλείσει τις ψευδαισθήσεις της αντανάκλα-σης και να διαγράψει τα περιγράμματα των εσωτερικών αντικειμένων. Το πεδίο της περι-ορίζεται σε ένα κομμένο ταβάνι και σε όποιο άλλο αντικείμενο τεντώνεται ώστε να αγγίξει το φως. Καθώς περιεργάζεται το δωμάτιο, το βλέμμα της σταματά πάνω σε ένα διπλωμένο χάρτινο ρούχο, τοποθετημένο σε ένα πολύ ψηλό ράφι. Στεκόταν μόνο του στη δεξιά γω-νία, σαν ένα πολύτιμο αντικείμενο, μια και δεν υπήρχε τίποτε άλλο τριγύρω να αποσπά το θεατή. Καθώς παρατηρούσε τα σκοτεινά βαθουλώματα της δίπλωσης, το μυαλό της συμπλήρωνε τα κομμάτια που έλειπαν από το ήδη περιορισμένο οπτικό της πεδίο. Το φόρε-μα άρχισε να ξεδιπλώνεται, να επεκτείνεται διακριτικά, σαν ένα τοπίο με πολλές διαφορε-τικές κλίσεις. Ενα ποίημα που υπνοβατούσε πάνω στα ίχνη των πτυχώσεων.

ΠΑΡΙΑ ΤΟΜΠΡΟΥ

Page 31: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ξαφνικά ένας τεράστιος γατούλης ανεβαίνει με ένα σάλτο πάνω στο πεζούλι.Η Τοσοδούλα, φοβούμενη το γατούλη, κρύβε-ται μέσα στα λιγοστά χορταράκια.«Νιάου, νιάου, νιάου…», αρχίζει να παρα-καλάει ο γατούλης και ξαφνικά το παράθυρο ανοίγει. «Ισως αν νιαούριζα να άνοιγαν και σε μένα», σκέφτηκε η Τοσοδούλα. «Ο γατούλης έχει πιο γνώριμη φωνή από τη δική μου». Πη-δάει ο γατούλης με ένα σάλτο να μπει μέσα από το υπερυψωμένο παράθυρο. Με μια άγαρ-μπη κίνηση, για την οποία νομίζω ευθύνεται η νοικοκυρά περισσότερο παρά ο γατούλης, η μικρή γυάλινη σφαίρα σκάει στο δάπεδο. Με μια κίνηση, χύθηκε όλο το χιόνι στο γρασίδι.Τοσοδούλα: Νεραϊδούλα, είσαι καλά;Νεράιδα: Τι συμβαίνει; Ζαλίζομαι.Τοσοδούλα: Μόλις ξύπνησες. Νεράιδα: Σε έβλεπα Τοσοδούλα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τοσοδούλα: Θα συνέλθεις τώρα.Νεράιδα: Υπήρξα για πολύ καιρό ακινητοποι-ημένη μέσα εκεί και κανείς δεν καταλάβαινε.

Ολοι είχαν την εντύπωση ότι ανήκω εκεί μέσα. Οτι εκείνο το δωμάτιο ήταν αρκετό για μένα. Οτι με μία χειρονομία, ζωντάνευε η νεράιδα του χιονιού. Ασε που ζαλιζόμουν κάθε φορά που με ταρακουνούσαν! Οι γιγαντούληδες είχαν τεράστια απορία για την ποσότητα του χιονιού από την οποία αποτελείται το πάπλωμα της νεράιδας. Συνέχεια με ταρακουνούσαν και με ξεσκέπαζαν!Τοσοδούλα: Εχεις φτερά Νεραϊδούλα όμως και τώρα μπορείς να πετάξεις σε όποια εποχή θέλεις.Νεράιδα: Και θα το κάνω μικρούλα. Πρέπει να μάθω πάλι να πετάω. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;

Τοσοδούλα: Οχι Νεραϊδούλα. Μ’ αρέσει να πα-ρασύρομαι, θα μείνω.Νεράιδα: Οι σχάρες έχουν μεγάλα κενά Τοσο-δούλα, να προσέχεις.Τοσοδούλα: Μπα, θα αναζητήσω τα πιο ψηλά ράφια και όχι τις σχάρες.Νεράιδα: Τι είδες μικρούλα και σου μπήκαν ιδέες; Τοσοδούλα: Ενα ρούχο από λέξεις. Εκεί ψηλά.Νεράιδα: Δεν ξεδιπλώνεται εύκολα, μικρού-λα. Κι όταν πας να το φορέσεις, θα σου είναι τεράστιο.Τοσοδούλα: Θα με πετάξεις ως εκεί;Νεράιδα: Και βέβαια μικρούλα μου!Η Νεραϊδούλα αρχίζει με μεγάλο πείσμα και υπομονή να τεντώνει τα φτερά της. Δεν τα καταφέρνει όμως. Το σωματάκι της είναι ακόμη δύσκαμπτο. Οποιαδήποτε απότομη κίνηση θα μπορούσε να σπάσει τα φτερά της. Μία ολόκληρη μέρα προσπαθούσε, αλλά μάταια. Ο ήλιος έπεσε και το βράδυ απλώθηκε σαν μικρές δροσοσταλίδες πάνω στα σταματημένα αυτοκίνητα.

Ας ξεκουραστούμε λίγο Τοσοδούλα, θα προ-σπαθήσουμε αύριο πάλι.Η Νεραϊδούλα, εξοντωμένη από τις προσπά-θειες, γέρνει στο ένα της πλευρό και παραδί-νεται αμέσως στο όνειρο. Η Τοσοδούλα αργεί λίγο περισσότερο. Καθώς βρίσκεται ξαπλω-μένη στο γρασίδι κοιτάζει διαδοχικά τα αυ-τοκίνητα που περνούν από μπροστά της, στο ελαφρώς υπερυψωμένο επίπεδο του δρόμου. Υπνωτίζεται από τα φώτα των αυτοκίνητων που πηγαινοέρχονται δεξιά αριστερά, σαν μι-κρά σμήνη πουλιών που αναζητούν μια άλλη εποχή. Λες και αυτή στην οποία ζουν δεν τους ενδιαφέρει. Κοιτάζουν μονό μπροστά. Δεν

υπάρχει τίποτε τριγύρω. Ούτε δεξιά, ούτε αρι-στερά. Μόνο δρόμος. Το φανάρι είναι πράσινο. Και η όπισθεν απαγορεύεται.Δεξιά αριστερά, αριστερά δεξιά, τεράστιοι αστράγαλοι, δεξιά αριστερά, μπροστά, πίσω, τακ… τακ… τακ… τακ…τακ… τακ… τακ… τακ… Στη γλώσσα των τακουνιών, η άσφαλτος σιωπά για να ακούσει. Αυτή η γλώσσα είναι γρήγορη, ευλύγιστη, χορεύει με τον αέρα. Για-τί η φωνή μου νιώθει ανάπηρη μπροστά της;Προέκταση της φωτεινής ροής λόγω κεκτη-μένης ταχύτητας. Διαλύεται σιωπηλά σε δε-κάδες μικρά φλας που αναβοσβήνουν μέσα στη νύχτα.Σαν τρύπες μέσα στο όνειρο. Σαν τσιμπολογή-ματα. Οι πυγολαμπίδες!Οι πυγολαμπίδες! Τα φλας πλησιάζουν το πρό-σωπο. Ξαφνικά την τυφλώνουν. Οι τεράστιες πυγολαμπίδες εμφανίζονται μόνο τη νύχτα. Οταν τα σμήνη διαχωρίζονται ευκολότερα. Οι πυγολαμπίδες εστιάζουν τότε στα μικρά με-γέθη. Το μικρό μέγεθος απαιτεί ζουμάρισμα. Οτιδήποτε άλλο εξοικονομείται. Το ρούχο. Το παπούτσι. Η πούδρα. Η λακ. Το μόνο που δεν εξοικονομείται είναι η ευρύτητα του φακού. Αλλά αυτό δεν τους απασχολεί. Μηχανισμός ενσωματωμένος. Μόνο η εντολή μένει. Για το ποιο δωμάτιο σας βολεύει. Ευτυχώς, χωράτε παντού. Καμιά φορά δεν σας χρειαζόμαστε και ολόκληρη. Υψος δωματίου, απεριόριστο. Πάτωμα επίσης. Αν σας είναι μικρό πείτε μου να σας το αλλάξω. Θα κάνετε κράτηση; Πυγο-λαμπίδες! Πυγολαμπίδες! Μια κράτηση!Το δωμάτιο που σου παραχωρεί μια φωτογρα-φία είναι ο μοναδικός χώρος όπου η κλίμακά σου δεν έχει σημασία. Ξαφνικά μεγεθύνεσαι. Κάποιες φορές κόβεις το πλαίσιο με την ορμή σου. Ορισμένα σου τμήματα δεν χωρούν καν. Οι πυγολαμπίδες έχουν μάθει να κρατούν τα πιο σημαντικά.Οχι, όχι τον αντίχειρα! Μόνο τα νύχια σας! Λίγο μέση παρακαλώ! Οχι, όχι τα μαλλιά σας! Τα πόδια σας παρακαλώ. Τα χέρια σας, όχι ευχα-ριστώ, δεν χρειάζεται… Τα χείλη σας; Βεβαί-ως τα χείλη σας! Και η φωνή; Μόνο τα χείλη σας μικρή μου, μόνο τα χείλη σας.

Στην πραγματικότητα… η Τοσοδούλα μπλέκει σε δύσκολες ιστορίες της λίμνης, με κάτι κακούς βα-τράχους, μια γριά ποντικίνα και έναν ωραίο πρίγκιπα. Δια χειρός του μεγάλου Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, η Τοσοδούλα ήρθε στον κόσμο το 1836 και διακατέχε-ται, όπως πάντα, από μια υποβόσκουσα μελαγχολία και μια αίσθηση μοναδικότητας του μικρού πλάσμα-τος μέσα στο μεγάλο κόσμο.

Page 32: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η Αθήνα ήταν μια μεγάλη πόλη, με τε-ράστιους και χαώδης δρόμους που εξαπλώνονταν σε όλο το λεκανοπέδιο

της Αττικής. Ηταν μια πόλη με μεγάλη ιστο-ρία, αλλά τόσο άναρχα δομημένη πια που δεν μπορούσες εύκολα να κάνεις μια βόλτα, ούτε να την περιδιαβείς όπως άλλες τόσες ευρω-παϊκές πόλεις. Ηταν η πιο πλούσια πόλη των Βαλκανίων και τα επόμενα χρόνια θα ξεπερ-νούσε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σε πλούτο, αν δεν εμφανιζόταν εκείνο το «πρό-βλημα» οκτώ καλοκαίρια πριν. Η πόλη είχε από χρόνια βρωμίσει και κανείς δεν φαινόταν να νοιάζεται γι’ αυτό. Πέρα από τους υπαλλήλους και τα απορριμματοφό-ρα του δήμου, που με κόπο κατάφερναν να μαζέψουν τα σκουπίδια που εμφανίζονταν στους δρόμους καθημερινά, η πόλη -και ει-δικά το Κέντρο της- παρέμενε εξαιρετικά βρώμικη. Το «πρόβλημα» ξεκίνησε από την κρεαταγορά, την παλιά λαϊκή αγορά στην οδό Αθηνάς. Στην αρχή εμφανιζόταν ένας ένας και αργά το βράδυ. Κανείς δεν φάνηκε για μήνες ολόκληρους να τους παίρνει χαμπάρι και έτσι αυτοί δρούσαν ανενόχλητοι. Ηταν μόνο όταν οι αρουραίοι πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ, που για να τραφούν χρειάστη-κε κάποιοι από αυτούς να βγαίνουν και την μέρα. Στην αρχή, οι καταστηματάρχες και οι πλανόδιοι τους αντιμετώπισαν με περίσσιο θάρρος κυνηγώντας τους μακριά. Αυτό όμως διήρκησε ελάχιστα. Η κατάσταση δε, έγι-νε ανυπόφορη όταν οι αρουραίοι ξεκίνησαν να γίνονται εξαιρετικά επιθετικοί. Αρχισαν να βγαίνουν όλες τις ώρες της μέρας και να επιτίθενται σε οποιαδήποτε μορφή τροφής. Η κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας άρχισε

να γίνεται επικίνδυνη. Τα δελτία μιλούσαν για μεταλλαγμένο είδος, για φορείς θανατη-φόρων ασθενειών, για αδυναμία ελέγχου της κατάστασης από το δήμαρχο. Τα δελτία όμως δεν μιλούσαν καθόλου για τη σταδιακή ερήμωση της περιοχής και την ου-σιαστική κατάληψή της από αρουραίους. Οι κάτοικοι έμεναν σπίτια τους για προστασία, αλλά με την πάροδο των ημερών ούτε αυτό φάνηκε καλή ιδέα. Οι αρουραίοι ήταν παντού. Εμπαιναν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, τα

παράθυρα, τους φωταγωγούς των πολυκα-τοικιών. Ξαφνικά έμπαιναν στο δωμάτιο των παιδιών, κάτω από τα σεντόνια τους, ανάμεσα στις πυτζάμες τους. Τσιμπούσαν τα δάχτυλά τους, όταν έσκυβαν να δέσουν τα κορδόνια τους. Μπαίναν στις σχολικές τσάντες τους. Ακόμα και στα φαγητά τους. Επιτίθονταν στα μωρά. Οι μανάδες βρίσκονταν σε απόγνωση. Με το που έδιωχναν έναν, πεταγόταν 3-4 και έκαναν το ίδιο. Οι αρρώστιες και τα κρού-σματα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή

τους. Στα νοσοκομεία της περιοχής ήταν αδύ-νατο βέβαια να μεταφερθεί κανένας, μιας και δεν υπήρχε καθαρό σεντόνι και κρεβάτι από την εισβολή των αρουραίων. Ο δήμαρχος δεν είχε για μήνες κάνει κα-μία κίνηση αντιμετώπισης του φαινομένου. Πολλοί μάλιστα έλεγαν ότι είχε ήδη φύγει από το δημαρχείο της πλατείας Κοτζιά και πως με αφορμή κάποιο δήθεν ταξίδι του σε άλλα σημεία του λεκανοπεδίου, είχε εγκα-ταλείψει το συγκεκριμένο ζήτημα. Μόνο όταν οι πορείες άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη αποφάσισε να λάβει μέτρα. Πορείες που πάντα κατέληγαν σε μάχες με τους αρουραίους, στα στενά της οδού Αθη-νάς. Πολλοί λένε πως ήταν η μόνη φορά που δυνάμεις καταστολής και φοιτητές συνερ-γάζονταν κάτω από τον κοινό εχθρό. Στο δη-μοτικό συμβούλιο, λοιπόν, που έγινε ύστερα από μια μεγάλη πορεία, ο δήμαρχος πρότει-νε μεταξύ άλλων τη «ρίψη» εκατομμυρίων

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ

Page 33: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

γατών στο επίμαχο σημείο της Βαρβακείου Αγοράς, το δηλητηριασμό οποιασδήποτε τροφής του λεκανοπεδίου, την εξάλειψη του φαινομένου με άπειρες ποντικοπαγίδες.Υστερα από ένα μήνα -και αφού φυσικά όλα τα σχέδια είχαν αποτύχει και προφανώς γε-λοιοποιήσει τις Αρχές- ο δήμαρχος έφτασε σε απόγνωση. Οντας αρκετά εγωιστής για να ζη-τήσει βοήθεια από οποιοδήποτε άλλο μέρος ή πόλη, αποφάσισε πως η μόνη λύση θα ήταν να γίνει κάποιου είδους βομβαρδισμός. Ευτυχώς για όλους, το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ο λόγος ήταν πως εκείνη τη νύχτα, και

λίγο πριν υπογραφεί το σύμφωνο «βομβαρ-δισμού», ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του δημαρχείου. Ενας αστυνομικός μπήκε μέσα και ενημέρωσε το δήμαρχο πως κάποιος πολύ περίεργος νεαρός ζητάει να τον δει. Η επίσκεψή του ήταν σχετική με το ζήτημα των αρουραίων. Ο δήμαρχος, αν και στην αρχή δύσπιστος, δέχτηκε να ακούσει το νεαρό πιο πολύ λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκο-όλ, παρά κάποιου είδους σοβαρότητας για την κατάσταση. Στην αίθουσα εμφανίστηκε ένας λεπτός, ψηλός νεαρός με ένα κόκκινο πουκά-μισο και ένα μαύρο καπέλο. Το μόνο που είχε

μαζί του ήταν ένας αυλός. «Λοιπόν», του είπε ο δήμαρχος, «τι μπορείς να κάνεις με έναν μόνο αυλό;». «Ισως δεν με ξέρετε. Μπορείτε όμως να ρωτήσετε τους συναδέλφους σας από τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Σίγουρα θα έχε-τε ακούσει για το μεγάλο πρόβλημα της Πρά-γας με τις μέλισσες, πέρυσι τον Αύγουστο, ή τη μάστιγα των ακρίδων στην Πούλια. Μπορώ μέσα σε μια μέρα να σας απαλλάξω από τους αρουραίους, χρησιμοποιώντας μόνο αυτόν τον αυλό. Ξέρετε, έχω τη μαγική δύναμη να γοητεύω όλα τα πλάσματα του κόσμου και να με ακολουθούν όσο εγώ παίζω τον αυλό». Θα ήταν παράλογο ένας κανονικός δήμαρχος να εμπιστευόταν μια τέτοια παράλογη ιδέα, αλλά ο συγκεκριμένος δήμαρχος, που πριν από λίγες μέρες είχε προτείνει τη «ρίψη» γατών, ανέβηκε πάνω στην καρέκλα του και άρχισε να πανηγυρίζει σαν να είχε βρει την αιώνια νεότητα. «Ξέρετε, πρέπει να συζητήσουμε και κάτι ακόμα», είπε ο «μουσικός». «Μετά την απομάκρυνση των αρουραίων, θα ήθελα να με πληρώσετε με το ποσό των 5.000 ευρώ»! «5.000 ευρώ;», φώναξε ο δήμαρχος. «Θα σου δώσω 55.000 ευρώ αν μας απαλλάξεις από αυτό το πρόβλημα»!!! Οι δύο κύριοι έδωσαν τα χέρια και ο «μουσικός» αποχώρησε. Εξάλλου, τον περίμενε μια δύσκολη μέρα...Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, ο «μου-σικός» έφτασε στο κέντρο της οδού Αθηνάς, στην οδό Ευρυπίδου. Πριν καν προλάβει να παίξει 3 νότες, εκατομμύρια αρουραίοι άρχι-σαν να εμφανίζονται από όλα τα σημεία της περιοχής. Ενας σεισμός, ένας υπόκωφος θό-ρυβος αναμιγνυόταν με τις νότες του αυλού. Ο «μουσικός» άρχισε να περπατάει και πίσω του ακουλουθούσαν όλοι οι αρουραίοι. Μι-κροί, μεγάλοι, νεογέννητοι, επικίνδυνοι, άρ-ρωστοι. Ο «μουσικός», αφού έκανε μια φορά το γύρο της περιοχής, κατευθύνθηκε με τα πόδια προς το μεγάλο ποτάμι της Αθήνας, τον Κηφισό. Πίσω του, μια μαύρη ζωντανή μάζα. Συνέχιζε να παίζει όταν άρχισε να κά-νει τα πρώτα βήματά του μέσα στο νερό του ποταμού. Ολοι οι αρουραίοι μεμιάς άρχισαν να πέφτουν στο νερό και να πνίγονται. Ενας προς έναν. Μόνο αφού βεβαιώθηκε πως κα-νένας αρουραίος δεν είχε μείνει ζωντανός, ο «μουσικός» πήρε το δρόμο της επιστροφής και φυσικά της ξεκούρασης. Αργότερα, το πρωί της ίδιας μέρας, οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυ-πούν. Οι μαγαζάτορες κερνούσαν τους περα-στικούς ό,τι είχε απομείνει από τις προμήθειές τους που δεν το είχαν αγγίξει οι αρουραίοι. Ολοι γιόρταζαν. Κατά το μεσημέρι, ο «μουσι-κός» παρουσιάστηκε στο δημαρχείο. «Νομί-ζω πως έκανα αυτό που υποσχέθηκα. Ωρα να

Page 34: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

κάνετε κι εσείς αυτό που μου υποσχεθήκατε». «Χα!» έκανε ο δήμαρχος. «Θα πρέπει να αστει-εύεσαι, άνθρωπέ μου. Δεν έχουμε τόσα λεφτά για πέταμα. Εξάλλου τα ποντίκια είναι πια νε-κρά. Και εγώ να είχα έναν τέτοιο μαγικό αυλό, το ίδιο καλά θα τα κατάφερνα. Σκεφτήκαμε όμως με το συμβούλιο να σου δώσουμε 300 ευρώ τιμής ένεκεν». «Κοιτάξτε, επειδή σύντο-μα πρέπει να μεταβώ στην Ισπανία για παρό-μοιους λόγους, θα σας παρακαλούσα να μην με καθυστερείτε άλλο», είπε ο «μουσικός». «Δεν θα πέσω στο επίπεδο ενός μουσικάντη που αντί να λέει ‘ευχαριστώ’, γυρίζει και... δα-γκώνει το χέρι που τον ταΐζει. Σας παρακαλώ, πηγαίνετε και μη με ξαναενοχλήσετε. Σήμερα η πόλη έχει γιορτή», είπε ο δήμαρχος. «Εντάξει τότε. Αύριο τα ξημερώματα θα ηχήσει για εσάς μια διαφορετική μελωδία, που δεν θα είναι το ίδιο ευχάριστη. Σας χαιρετώ» είπε ο «μουσι-κός» και έφυγε, όπως έφυγε και ο δήμαρχος, για να κατέβει στο πλήθος που ζητωκραύγαζε και ζητούσε να μη σπαταληθεί καθόλου από το δημόσιο χρήμα για έναν τσαρλατάνο, παρά για την αποζημίωση των καταστροφών από τους αρουραίους.Ηταν χαράματα, όταν μια γλυκιά μελωδία ξε-χύθηκε από το στενό δρόμο της Βορέου. Ο «μουσικός» άρχισε να περπατάει και να κά-νει όπως την προηγούμενη μέρα την ίδια δι-αδρομή. Αυτήν τη φορά δεν ήταν όμως αρου-ραίοι που άρχισαν να τον ακολουθούν, αλλά παιδιά. Ολων των ειδών τα παιδιά: μεγάλα, μι-κρά, μωρά που μπουσουλούσαν, αγόρια, κο-ρίτσια. Ολα χαρούμενα και ενθουσιασμένα. Χόρευαν και γελούσαν. Η ευτυχία ξεχύλιζε από τον αυλό και εκφραζόταν στο πρόσωπό τους. Κανείς από τους μεγάλους δεν κουνή-θηκε από το κρεβάτι του. Κανείς δεν άκουσε χιλιάδες παιδιά να διασχίζουν το κέντρο της Αθήνας και να οδηγούνται προς τον Υμηττό, το μεγάλο βουνό της πόλης. Μέσα από τα δέντρα ακούγονταν χαρούμενες φωνές και γέλια και συνέχισαν να ακούγονται ακόμα και όταν ο «μουσικός», με κάποιο μαγικό τρόπο, άνοιξε μια τεράστια τρύπα στο βουνό και οδήγησε όλα τα παιδιά μέσα. Μέχρι και το τελευταίο. Ηταν νωρίς το πρωί όταν ένας συντονισμέ-νος λυγμός σκέπασε την καλοκαιρινή ησυ-χία της πόλης. Ολοι αναζητούσαν τα παιδιά τους. Το τηλεφωνικό κέντρο της αστυνομίας είχε μπλοκάρει. Οι μανάδες έκλαιγαν και οι πατεράδες προσπαθούσαν να ψάξουν. Μά-ταια όμως. Ολοι είχαν στερέψει από δάκρυα, μέχρι τη στιγμή που ένα παιδί έκανε την εμ-φάνισή του από το βάθος της Στοάς Καΐρι. Ολοι το κοιτούσαν σαν να έβλεπαν κάτι ξε-χωριστό. Κάτι σπάνιο. Και ήταν όντως κάτι ξεχωριστό, κάτι σπάνιο, καθώς ήταν το μόνο παιδί που δεν κατάφερε να φύγει. Εκλαιγε

με λυγμούς και προσπαθούσε να πάρει ανά-σα. Ηταν αυτό το παιδί που αργότερα είπε σε όλους τι απέγιναν τα παιδιά τους και εξήγη-σε την κακοτυχία του να είναι κουτσό και να έχει ένα πλαστικό πόδι, που το έκανε να μην μπορεί να περπατήσει το ίδιο γρήγορα με τα άλλα παιδιά και να μείνει πίσω αγέλαστο και στενοχωρημένο.Οσες έρευνες και αν έγιναν, δεν βρέθηκε κα-νένα ίχνος στο βουνό που να μαρτυράει κάτι τόσο παράλογο όσο τα λεγόμενα του παιδιού. Καμία έρευνα βέβαια δεν έφερε πίσω στην πόλη τα παιδιά της. Ο δήμαρχος παραιτήθηκε μέρες μετά, αφού πρώτα διέταξε να κατασχε-θούν όλοι οι αυλοί, ώστε ποτέ καμία μελωδία από αυτό το διαβολικό όργανο να μην ξα-

νακουστεί στην οδό Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που εκείνο το καλοκαίρι έχασε όλα τα παιδιά της μια για πάντα.

Στην πραγματικότητα… ο Μαγεμένος Αυλός είναι ένα παραμύθι που ίσως λέγεται Μαγικός Αυλός ή ο θαυματοποιός του Χάμελιν ή ο Μαγικός Αυλός του Χάμελιν ή κάπως αλλιώς. Οι αδερφοί Γκριμ επεξερ-γάζονται το θρύλο της εξαφάνισης κάποιων παιδιών απ’ τη μεσαιωνική πόλη του Χάμελιν. Ενας μουσικός αναλαμβάνει να διώξει τα ποντίκια απ’ την πόλη παί-ζοντας μουσική, αλλά κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

Page 35: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο Χάρης είχε παράξενες ιδέες και αλ-λόκοτη συμπεριφορά· οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν. Μερικές φορές

έφταιγαν το πολύχρωμο ντύσιμο ή οι ιστο-ρίες που έγραφε στο θρανίο. Αλλά τις πε-ρισσότερες φορές έφταιγαν τα βιβλία. Γιατί; Από εκεί αντλούσε τις παράξενες ιδέες. Και διάβαζε πολύ.Η αδερφή του ονομαζόταν Κατερίνα. Δύο τά-ξεις μικρότερη, ντροπαλή, μελετηρή, χωρίς εξάρσεις χαρακτήρα ή περιττές πρωτοβουλί-ες, από αυτές που αναστατώνουν κηδεμόνες και καθηγητές. Αν έμπλεκε ήταν εξαιτίας του Χάρη. Ο Χάρης κατέβαζε μια ιδέα (παράξενη) και ξαφνικά μπλεκόταν και η Κατερίνα, επει-δή απλώς ακολουθούσε. Τον εμπιστευόταν περισσότερο απ’ οποιονδήποτε και γι’ αυτό πολύ στενοχωριόταν όταν ο πατριός τους του φερόταν σκληρά. Μια φορά ήταν Κυριακή απόγευμα, μία απ’

τις συνηθισμένες Κυριακές στο καταθλιπτικό σπίτι τους. Είχαν τελειώσει με τα μαθήματα, αλλά δεν μπορούσαν να βγουν έξω να παί-ξουν. Ηταν τιμωρημένοι από την προηγούμε-νη μέρα, που ο πατριός, μανιασμένος, έσκισε στα δύο το «Από τη Γη στη Σελήνη». Οχι ότι ο Χάρης είχε εκφράσει ποτέ τη διάθεση να γίνει αστροναύτης, αλλά κατά τον κύριο Ιω-αννίδη τα παιδιά δεν έπρεπε να διαβάζουν ανοησίες. Ο πατριός διάβαζε μόνο ποίηση, αραιά και πού. Οχι τίποτα σπουδαίους λογο-

τέχνες, μόνο μέτριους ώστε να μην αδικείται πολύ στη σύγκριση.Οπως και να ’χε, Χάρης και Κατερίνα βαριό-νταν, ο καθένας στο δωμάτιό του, έχοντας μπροστά την προοπτική μιας απόλυτα ανια-ρής μέρας. Κατά τη διάρκεια των τιμωριών η μόνη ψυχαγωγία που επιτρεπόταν ήταν η τηλεόραση, μιας και, σύμφωνα με τη γυναί-κα του πατριού, «θα ήταν βάναυσο να τους την απαγορέψει». Ομως τα δύο αδέλφια δεν έβλεπαν τηλεόραση, παρά μόνο σε dvd κανένα ντοκιμαντέρ με κροκόδειλους και φίδια (αγαπημένο εκείνο με το τρομακτικό μαύρο μάμπα). Η Κατερίνα ξεφύλλιζε ακόμα μια φορά το Δον Κιχώτη, όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε αργά-αργά. Ενας αναψοκοκκινισμένος Χά-ρης μπήκε νυχοπατώντας και της έκανε νό-ημα να μη μιλήσει. «Τι συμβαίνει;», ψιθύρισε η Κατερίνα. Ο Χάρης την κοίταξε στα μάτια και είπε συνωμοτικά: «Κατερίνα, μια περιπέ-τεια ανοίγεται. Ασε να μοιραστώ μαζί σου την μπόρα που μαίνεται στο μυαλό μου». Με τέτοιες σεξπιρικές φράσεις ξεκινούσαν οι μπελάδες. Τη μία αναζητούσαν τα Γελάδια του Ηλιου, στο κοντινό άλσος, την άλλη κυ-νηγούσαν τον απέθαντο Κοσέι, ενώ μια φορά έσκαψαν στον ακάλυπτο για τα κόκαλα του Μπαρμπαρόσα!«Περιπέτεια;», ενθουσιάστηκε η Κατερίνα. Ο Χάρης ατένισε τον ουρανό έξω από το παρά-θυρο: «Μια περιπέτεια που θα μας οδηγήσει στην… απαγορευμένη γνώση». Η Κατερίνα σταμάτησε με την παλάμη έναν τρομαγμένο ήχο που θα ’βγαινε απ’ το στόμα της. Τι τους επιφύλασσε η μοίρα;Το να το σκάσουν κατά τη διάρκεια του μα-κρόσυρτου μεσημεριανού ύπνου του κυρίου Ιωαννίδη ήταν εύκολο. Αλλά το να καταφέ-ρουν να ταξιδέψουν ως εκεί όπου κρυβόταν ο θησαυρός της απαγορευμένης γνώσης, φάνταζε... Οδύσσεια. Για να φτάσουν στ’ ανήλιαγα φαράγγια που περικυκλώνονται

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΙΩΤΑΣ

Page 36: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

από θεόρατα τσιμεντένια δέντρα, έπρεπε να διασχίσουν τρία ρουμάνια, εννιά βουνά και είκοσι εφτά χώρες. Υπογείως.Ανάμεσα σε δύο τραντάγματα του βαγονιού η Κατερίνα έσκυψε στο αφτί του Χάρη: «Φοβά-μαι». Ο Χάρης κοίταξε γύρω τους. Απέναντι

κοιμόταν ένας ξεδοντιασμένος γέρος. Δίπλα καθόταν μία κυρία με λάφυρα σε δίχτυα και χαρτοσακούλες. Πάνω από τα κεφάλια τους κρεμόταν ένας μαύρος, ολοφάνερα απεσταλ-μένος του μέγα βεζίρη της Αβησσυνίας. Απ’ το στόμα του ξεδοντιασμένου έτρεχαν σάλια.

Πρώτα τα δυο παιδιά πετάχτηκαν κι αναδύ-θηκαν στην επιφάνεια. Τα πεζοδρόμια γεμάτα από κόσμο, στις λεωφόρους βιαστικά αυτοκί-νητα. Εκανε κρύο, τα πάντα γκρίζα. Η Κατε-ρίνα είχε αρχίσει να πεινάει. «Και τώρα; Πού πάμε;», ρώτησε διστακτικά. Ο Χάρης ύψωσε λίγο το κεφάλι. Κτίρια και άνθρωποι έκρυβαν τη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Ηταν όλα τόσο διαφορετικά απ’ το χάρτη που είχε δει στο ίντερνετ. Από ένστικτο έδειξε προς ένα δρόμο που ανηφόριζε, εγκλωβισμένος σε κάγκελα. «Ιδού!», αναφώνησε με αβέβαιη βεβαιότητα. Η Κατερίνα ακολούθησε νοερά το χέρι: «Και πώς θα βρούμε το δρόμο να γυ-ρίσουμε πίσω;». Ο Χάρης έδειξε να περιμένει αυτή την ερώτηση από την «υπαρχηγό» του. Με μια θεατρινίστικη κίνηση τράβηξε ένα μάτσο χαρτιά από το μπουφάν του. Αυτάρε-σκα έδειξε την πρώτη σελίδα στην Κατερίνα. Αναυδη διάβασε την πρώτη σειρά του ανορ-θόγραφου χειρόγραφου με ορθάνοιχτα μάτια: «Δεν είναι οι οτρηροί στίχοι που συγγράφω/αλλά όσα κάνω που με χαρακτιρίζουν». Ηταν τα ποιήματα του πατριού. Αξαφνα αποκαλύ-φθηκε η μεγαλοφυΐα του σχεδίου.Για να βρουν το δρόμο της επιστροφής, κα-θώς θα εισχωρούσαν στις στενές χαραμάδες των δρόμων, θα σκόρπιζαν πίσω τους σελίδες απ’ την ποιητική συλλογή του πατριού. Κανείς δεν θα μάζευε παλιόχαρτα και αν τύχαινε κά-ποιος φιλότεχνος να διαβάσει όσα έγραφαν, σίγουρα θα τα παρατούσε στη θέση τους. Εστριψαν δεξιά, έστριψαν αριστερά, χώ-θηκαν κάτω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και πέρασαν από σωρούς με χαρτόνια. Τους ακολούθησαν αδέσποτα, μαύροι υπόνομοι παραλίγο να τους καταπιούν και θυμωμένοι περαστικοί γάβγισαν επειδή τους έκοψαν το δρόμο. Σε κάθε γωνία άφηναν και μια σελί-δα με στομφώδη τίτλο. «Σιωπηρά αυταπάρ-νηση», «Αδραστος παραπομπή», «Ακροτε-λεύτιο Αστραπόβροντο». Αφού προσπέρασαν ομάδες κατάφρακτων ιπποτών του βασιλιά που φρουρούσαν όλα τα περάσματα και αλαργινούς, μαυροντυ-μένους επαναστάτες, έφτασαν σε μια πλα-τεία. Οι πολυκατοικίες αποτραβήχτηκαν κι ένα ξέφωτο σχηματίστηκε. Δεν ήταν μεγά-λο κι ούτε έβοσκαν ελάφια στο κάτω από τραπεζάκια στριμωγμένο γρασίδι. Αλλά εκεί υπήρχε το εκπληκτικότερο θέαμα στον κόσμο. Αυτό που έπρεπε να «φοράς»

Page 37: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

τα μάτια του Χάρη και της Κατερίνας για ν’ αντικρίσεις.Στο κέντρο του ξέφωτου φύτρωνε ένα σπιτάκι φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από βιβλία, σελίδες, εξώφυλλα κι οπισθόφυλλα! Ενας θησαυρός στη μέση του αφιλόξενου κόσμου, αιώνες κρυμμένος απ’ τους αδαείς. Ο Χάρης παρ’ ότι ήξερε ότι παραμόνευε κίνδυνος, διόλου δεν δίστασε. Κατευθύνθηκε προς το σπιτάκι, να θαυμάσει τα βιβλία που σχημάτιζαν φράχτη, τοίχους, παράθυρα, στέγη, καμινάδα. Μα δεν πρόλαβε καλά-καλά να τραβήξει έναν τόμο με τίτλο «Εγκλημα και τιμωρία», όταν είδε μέσα απ’ τον ορυμαγδό των βιβλί-ων να ξεπροβάλει ένα ζαρωμένο πρόσωπο με ελιές, δασιά φρύδια και γαμψή μύτη. Σί-γουρα μάγισσα.«Τι γυρεύετε εδώ;» απαίτησε να μάθει με κο-ρακίστικη φωνή. «Ψάχνετε σοβαρά βιβλία να ξεστραβωθείτε ή σαχλαμάρες για να... κάψε-τε το κεφάλι σας;» Τα δύο παιδιά κοκάλωσαν. Τι έψαχναν άραγε;Ο Χάρης σαν μεγαλύτερος κοίταξε την ανα-μαλλιασμένη μάγισσα και ομολόγησε: «Φτά-σαμε στο μαγικό ξέφωτο για να πάρουμε ένα μέρος των τοίχων. Ή έστω λίγη στέγη». Η γριά έβηξε μερικά δευτερόλεπτα μέσα σ’ ένα βρώμικο μαντίλι και μετά έβαλε τα χέρια στη μέση: «Α, ώστε έτσι; Επρεπε να ’μασταν σε άλλες εποχές και να δούμε αν θα γλιτώ-νατε με κάτι λιγότερο από δύο μπερντάκια. Εχετε χάρη, όμως. Καλύτερα να μοιραστώ το σπίτι μου μαζί σας, παρά να σας αφήσω να αποβλακώνεστε. Και πού ξες; Μπορεί, αφού ένα μέρος του σπιτιού μου ζήσει στο δικό σας σπίτι, να αισθάνομαι κι εγώ σαν να έχω το δικό μου».Τα δύο παιδιά συμφώνησαν κουνώντας τα κεφάλια τους, χωρίς να καταλάβουν όλα τα λόγια της μάγισσας. Εκείνη έχωσε το ροζια-σμένο χέρι της στον αριστερό τοίχο και αφού αναμόχλευσε τις στοίβες, τράβηξε δύο βιβλία με ξεθωριασμένα εξώφυλλα: ήταν οι «Χίλιες και μια νύχτες» και το «Γύρω από τη Σελήνη». Οι στοίβες ταλαντεύτηκαν, αλλά τελικά στά-θηκαν όρθιες.«Αυτά εδώ είναι για του λόγου σας», δήλω-σε και αμέσως πρόσθεσε καχύποπτα: «Είναι πέντε ευρώ». Ο Χάρης κι η Κατερίνα κοιτάχτηκαν απορη-μένοι, σχεδόν απελπισμένοι.

Η μάγισσα ξεφύσηξε: «Εντάξει μικρά διαβο-λάκια. Πέντε χρυσά νομίσματα εννοούσα».Τα πρόσωπα των παιδιών φωτίστηκαν κι ο Χάρης ανέσυρε από την τσέπη του ένα χι-λιοδιπλωμένο χαρτονόμισμα. Η μάγισσα το εξαφάνισε στο μανίκι της. Με σεβασμό τους παρέδωσε τα βιβλία. Για ελάχιστα χαμογέλα-σε αφήνοντας να φανούν δύο σειρές δόντια καμωμένα από μαύρα μαργαριτάρια και είπε: «Να γυρίσετε τώρα γρήγορα σπίτι. Οταν πέφτει σκοτάδι βγαίνουν δράκοντες και βρικολάκοι».Τα παιδιά κατένευσαν και με δέος της έσφι-ξαν το χέρι. Ηταν μια καλή μάγισσα. Τρέχοντας ακολούθησαν μαζεύοντας τα ανέγγιχτα ποιήματα από το ξέφωτο μέχρι το σταθμό του υπόγειου ποταμού. Με λίγη τύχη θα προλάβαιναν να επιστρέψουν πριν το ρο-λόι στο σαλόνι σημάνει έξι.

Πίσω η άστεγη μάγισσα έριξε μια ματιά στον αναποφάσιστο ουρανό και ευχήθηκε να μη βρέξει, για να ζήσει κι αυτή μια ακόμα νύχτα καλύτερα.

Στην πραγματικότητα… ο Χάνσελ και η Γκρέτελ ήταν δυο αδέρφια, που για κακή τους τύχη εγκα-ταλείφθηκαν στο δάσος για να τα βρει μια κακιά μάγισσα που ήθελε να τα φάει! Οι φοβεροί και τρο-μεροί αδερφοί Γκριμ, Βίλχελμ και Γιάκομπ, έγραψαν άλλο ένα ελαφρώς γκροτέσκο παραμύθι που κάνει θραύση εδώ και δυο αιώνες, χάρη στην εξαιρετική αίσθηση αγωνίας που επιβάλλει.

Page 38: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

• Ο μάγος του Οζ • “Little pig, little pig, let me in!” • Ο λαβύρινθος του Πάνα• Alice in Wonderland• Goodbye Alice in Wonderland• Ψαλιδοχέρης• Willy Wonka• Big Fish• Ο ίδιος ο Μπάρτον• Loreena McKennitt• Τα κόκκινα παπούτσια • White Rabbit• Ο Χάρι Πότερ από δω και πέρα • Στέλιος Πελασγός• “If the mayor ‘ll let me in / I ‘ll drive rats from Hamelin”• Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα• The Pillowman• Ερωτας• Η λίμνη των κύκνων• Χιόνι• My life as a fairy tale• Πύργος• J.R.R. Tolkien• Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβιγκστον• Παιδί• Hayao Miyazaki• Ραπουνζέλ! Ραπουνζέλ! Ρίξε κάτωτα μαλλιά σου• Ο Μικρός Πρίγκιπας• Μια φορά κι έναν καιρό• Death trip• Χριστούγεννα• “Poisoned and hopeless / sleeping beauty”• Ονειρα

• Totoro• Μέρι Πόπινς• Φεγγάρι• “But when the oven was so hot and red / Gretel pushed the witch in instead”• Αγάπη• Ever After • The King and the Mockingbird• Πες μου ένα παραμύθι για να κοιμηθώ• Τζάκι• Τζουμάντζι• Του κουτιού τα παραμύθια• Μελένιος• Disney• Η Ντοματούλα και ο Κρεμμυδάκης• Μαντς Μπαντς• The grimm brothers• Beauty and the Beast• Φρουτοπία• Σάββατο πρωί• Novak• Ξωτικό• Sel Silverstein• Neverland• The Chronicles of Narnia (tv series)• Κουβέρτες• Cinderella (the band) • The Lion King• Νύχτα• Μάνος Χατζιδάκις• Νεράιδα• Καλό• Ο μικρός Νικόλας• Κακό• Και άλλα πολλά...

AΠΟ ΤΟΥΣ EIDZHER

«Αν θέλετε τα παιδιά σας να γίνουν έξυπνα, διαβάστε τους παραμύθια. Αν θέλετε να γίνουν ακόμα πιο έξυπνα, διαβάστε τους περισσότερα παραμύθια».

ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ

Page 39: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5

Μπες στο www.metropolitanstories.blogspot.comκαι λάβε μέρος μ’ αυτόν τον τρόπο στη δημιουργίατων επόμενων Μητροπολιτικών Ιστοριών. Στείλε μας μια ιστορία απ’ την Αθήνα!

Στείλε την ιστορία σου!

www.metropolitanstories.blogspot.com

Ζωή σαν παραμύθιΟι ήρωες των παραμυθιών

αποτυπώνονταιμε ένα διαφορετικό τρόπο

στην έκθεση του Νίκου Βασιλειάδη,που ξεκινά στις 17 Φεβρουαρίου.

Τα έργα εκτίθενταιστο Πνευματικό Κέντρο

του δήμου Αθηναίων(Ακαδημίας 50) στην έκθεση

«Ζωή σαν παραμύθι»,προσκαλώντας τους λάτρεις

των παραμυθιώνκάθε ηλικίας.

Page 40: Μητροπολιτικές Ιστορίες τεύχος 5