Μητροπολιτικές Ιστορίες - τεύχος 8

32
ιστορίες καθημερινής κρίσης ƓƅƔƖƏƒ ƕƈƉƍƏƐƘƑƏ

description

ιστορίες καθημερινής κρίσης

Transcript of Μητροπολιτικές Ιστορίες - τεύχος 8

ιστο

ρίες

κα

θημ

εριν

ής κ

ρίσ

ης

3

Ο Φ.Σ. Φιτζέραλντ μίλησε κάποτε (και έγραψε) για τη χαμένη γενιά, τη γενιά δηλαδή που μεγάλωσε στο διάστημα του μεσοπολέμου, στο περιθώριο της οικονομικής κρίσης του ’29, που βρήκε τα κεκτημένα της να αμφισβητούνται, που πέρασε τα νιάτα της με σκυμμένο κεφάλι και τελικά τα ξόδεψε βουτώντας τα σε φτηνό ουίσκι, αφήνοντας παρακαταθήκη τη σύγχρονη αίσθηση της αστικής μελαγχολίας. Για άλλους, ο όρος «χαμένη γενιά» πιστώνεται στη Γερτρούδη Στάιν, όπως αυτή αναφερόταν στον Χέμινγουεϊ, κυρίως, και στην παρέα του, όταν συναντιόνταν στο Παρίσι. Σε μία λογοτεχνική-καλλιτεχνική ομάδα ανθρώπων δηλαδή με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, με τις ίδιες ιδιότητες, τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια αδιέξοδα. Σε μια γενιά, τέλος πάντων, που μέσα από το κοινωνικό χάος πέτυχε να εξασκήσει τη σκέψη και τη φυσιογνωμία της με τέτοια ποιότητα, ώστε έβαλε όμορφα τις βάσεις για ολόκληρη την κουλτούρα του 20ού αιώνα. Η δική μας γενιά είναι, λιγότερο από εκατό χρόνια μετά, μια καινούρια χαμένη γενιά, που βλέπει τα όνειρά της να απειλούνται από το πουθενά -γιατί από το πουθενά, πραγματικά, ήρθε ο όρος «κρίση» στη ζωή μας και στα πιο δημιουργικά μας χρόνια. Τη στιγμή, δηλαδή, που βρέθηκαν όλες τις ενήλικες προϋποθέσεις για δημιουργία και εξέλιξη, σκουντήσαμε πάνω σε μια ρημαγμένη γη, καταχρεωμένη από αμαρτίες κυβερνή-σεων, τραπεζών, συστημάτων, ανεύθυνων αρμόδιων και γενικώς, πάνω σε μια κοινωνία που δεν θέλει να αναπτυχθεί και να βελτιωθεί, αλλά θέλει απλώς να σωθεί. Οι επόμενες σελίδες έχουν την κωδική ονομασία «ιστορίες από τον καιρό της κρίσης» και είναι οι καταθέ-σεις νέων Αθηναίων, οι ιστορίες που συλλέξαμε από αυτό το πρώτο φθινόπωρο της κρίσης, το περιβόητο αυτό φθινόπωρο της απαισιοδοξίας και των καταστροφών. Οπως και αν είναι οι ζωές μας αυτή τη στιγμή, υπάρχει μια σκιά, η αίσθηση μιας κακής συμφοράς που έρχεται. Και δεν με ενδιαφέρει αν πρόκειται για συνωμοσία του κράτους, των διεθνών οικονομικών κολοσσών, αν είναι ένα παιχνίδι των μεγάλων χρηματι-στηριακών, αν οφείλεται στη μάχη ανάμεσα στο δολάριο και δεν ξέρω κι εγώ ποιον. Ξέρω μόνο ότι άνθρω-ποι 25, 30 και 35 χρόνων δεν έχουν δουλειά, αλλά μόνο εφόδια και όρεξη. Ξέρω επίσης ότι 40άρηδες και 45άρηδες δεν έχουν ιδέα πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους και οι ακόμα μεγαλύτεροι δεν έχουν ιδέα αν τόσα χρόνια δούλευαν για μια σύνταξη σχεδόν κωμική. Αυτό που ελπίζω είναι, κάποια στιγμή μετά από χρόνια, αυτές οι σελίδες, άλλες με χιούμορ, άλλες με απαι-σιοδοξία, άλλες με οργή, να ξεθαφτούν από ένα συρτάρι, να διαβαστούν και να μας κάνουν να βάλουμε τα γέλια με την κατάσταση που ζούμε σήμερα. Να μπορούμε κάποια στιγμή κοιτώντας πίσω να αστειευτούμε. Αυτό, άλλωστε, επιδιώκει η παρούσα έκδοση. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

4

Η Φωτείνη Γουβέλη τα τελευταία χρόνια εισπνέει και εκπνέει αττικό αέρα. Δηλώνει αρχιτέκτονας, λάτρης του τζιν και της αλήθειας.

Η Δήμητρα Δερμιτζάκη κατασκοπεύει την πρωτεύουσα.

Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος μιλάει περί κρίσης «κάπου ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο κουδούνι».

Ο Ηλίας Κολοκούρης αφήνει βιβλία του Παπαδιαμάντη κάτω από Χριστουγεννιάτικα δέντρα. Στο παρελθόν υπήρξε μέλος των Kiss και των Sex Pistols.

Ο Γρηγόρης Κοντός πιστεύει στη σταθερότητα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του νεκροθάφτη. Πρό-σφατα αγόρασε φτυάρι.

Οταν ο Σταμάτης Λεόντιος δηλώνει ότι είναι αρχιτέκτων, οι συνομιλιτές του απλώς κουνούν το κεφάλι συ-γκαταβατικά.

Η Ειρήνη Μαργαρίτη είναι μια αθεράπευτα ρομαντική ρεαλίστρια.

Ο Εμμανουήλ Παπαϊωάννου είναι καλά αλλά μόλις διοριστεί καθηγητής θα είναι καλύτερα.

Ο Γιώργος Ρομπόλας δεν πετάει πέτρες στο φεγγάρι. Αντίθετα πετάει φεγγάρια στις πέτρες. Και είναι εξω-γήινος από τη Μέση γη, μην το ξεχνάμε.

Η Ρενέ Σανς είναι δημοσιογράφος. Μεγαλώνει στη θάλασσα και μικραίνει στο σπίτι.

Στην Ειρήνη Σουργιαδάκη αρέσουν τα παραμύθια, το τρίχρωμο κράνος της, τα Χριστούγεννα και κυρίως να πίνει καφέ και αλκοόλ συγχρόνως αλλά σε διαφορετικά ποτήρια.

Ο Kώστας Φασουλόπουλος είναι μηχανολόγος μηχανικός, αλλά θα ήθελε να είναι επικεφαλής εκκεντρο-φόρος σε V8 κινητήρα Aston Martin ή το πίσω ελαστικό της Honda RCV του Casey Stoner.

Εξώφυλλο: Τιμολέων Μπατσαούρας,Εικονογράφηση: Τιμολέων Μπατσαούρας (σελ: 6-8, 14-45), Νίκος Ροβάκης (σελ: 16-18, 20-21, 24-25), Γιώργος Τσόπανος (σελ: 10-13)

Περί κρίσης

Επιλεγμένα είδη

Χειμερία νάρκη

Βιβλία με 1 ευρώ

Αγαπημένε με γείτονα

«Το κάναμε στην Αθήνα»

Καπνισμένα Δωμάτια

Ο χορός της Βροχής

Samourai

Εχουμε ακόμα ήλιο

Καφές

Κρίση παρ’ αρείω πάγο

Τρεις συγγραφικές ματιές

5

Πολύ πριν γίνει κατάσταση, η «κρίση» ήταν προ-αίσθημα, μετά ψίθυρος και μετά γεγονός. Ακόμα και όταν έγινε γεγονός όμως, η κρίση δεν έγινε κατάσταση. Οχι για όλους τουλάχιστον. Οχι καθο-λικά. Ο φόβος, ναι, ο φόβος ήταν και είναι κα-θολικός. Φόβος απέναντι στο άγνωστο, στο κοινό κακό, όπως ο φόβος για τον πόλεμο και το σεισμό ή ο φόβος για τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές.Την κρίση βιαστήκαμε να την κάνουμε κατάστα-ση, γιατί υπήρχαν πολλοί λόγοι για να γίνει. Θα δικαιολογούσε πολλά θέματα που είχαν προκύ-ψει τον τελευταίο καιρό και παραφούσκωσαν για να τα βασίζουν στην αδιαφορία, την καλή διάθε-ση ή την ηλιθιότητα του λαού όσοι είχαν το συμ-φέρον, την πίτα και το μαχαίρι.Σαφέστατα υπάρχει μια γερή βάση: Ανθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο, οι νέοι κόβουν τις αναβολές τους και μπαίνουν στο στρατό για να γλιτώσουν την καται-γίδα (για ένα χρόνο - κάτι είναι κι αυτό). Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή, εκλογές: οι πολιτικοί βρίσκουν έδαφος να αρχίσουν τις διακηρύξεις, ποιος φταίει, ποιος δεν φταίει, ποιος το προέ-βλεπε, ποιος θα τα έκανε αλλιώς. Ολοι έχουν απαντήσεις και θέσεις. Λύση δεν έχει κανείς. Η λύση είναι λογική και δεν μας περισσεύει. Η λύση είναι και όρεξη για δουλειά (αυτή κι αν δεν περισσεύει).Η κρίση, πολύ πριν γίνει κατάσταση, έγινε αφορ-μή· αφορμή για γκρίνιες και αψιμαχίες. Εγινε όχημα και πεδίο αντιπαραθέσεων. Οι πονηροί επιτήδειοι την κατάλαβαν σαν διαθέσιμο εργα-λείο, για να στηρίξουν τις θέσεις τους. Η κρίση φορτώθηκε και βάρη που δεν της αντιστοιχού-σαν. Δεν υπάρχει κρατική υποδομή, κοινωνικοί μηχανισμοί, παιδεία, περίθαλψη, πνευματική ζωή. Για όλα ευθύνεται η κρίση. Ισοπεδωτικά. Ο,τι παράπαιε σε αυτή τη χώρα είναι σαν να βρή-κε την απόλυτη ενσάρκωσή του στην κρίση. Σαν να προετοιμαζόταν από πάντα για την άφιξή της.Πέρασε η εποχή των παχεων αγελάδων. Τέρμα τα ρωμαϊκά θεάματα και οι γαστριμαργικές εξτρα-βαγκάντσες, που πνίγονται στο αλκοόλ σε νυχτε-ρινές εξόδους δίχως τέλος. Οι ρωμαϊκές αρένες πια μόνο στην τηλεόραση. Το ίδιο και τα λουκούλ-λεια γεύματα στις χιλιάδες κατσαρόλες που αχνί-ζουν στους δέκτες. Η αυτοκρατορία υψώνει την τόγα και αποκαλύπτει τα πήλινα πόδια της. Είναι σκάνδαλο να υπερχρεώνεις για να ψυχαγωγείς. Εχεις υποχρέωση να εμψυχώνεις δωρεάν (ή με ένα συμβολικό πόσο) την καταπονημένη μάζα. Είναι καθήκον ιερό. Σαν τις πόρνες που στρατο-

λογούνταν στους πολέμους, για να ανυψώσουν το ηθικό των φαντάρων.Ποιοι είναι όμως αυτοί που κατέβασαν τις τιμές; Οι υπερχρεώστες; Οχι βέβαια. Αυτοί εξακολου-θούν να θησαυρίζουν προσφέροντας τα προσφι-λή τους φούμαρα. Τις τιμές τις «κατέβασαν» αυ-τοί που δεν τις είχαν ποτέ υψηλές. Στην ουσία, δεν κατέβασαν τίποτα. Απλά δημοσιοποίησαν ότι στη χώρα αυτή, οι πραγματικοί καλλιτέχνες πά-ντα για το δεκάευρο έκαναν την Τέχνη τους. Μόνο που τώρα αυτό αρχίζει να αποκτά νόημα στη συ-νείδηση των πολλών. Η κρίση, όμως, δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα που έπεσε βίαια, γιατί ήταν σαθρά τα δοκάρια που το στήριζαν, και αποκάλυψε γυμνή τη σκηνή. Δεν ήμασταν έτοιμοι για την παράσταση και η πλατεία είχε γεμίσει. Ανοιξαν οι προβολείς και βρεθήκαμε γυμνοί κι εκτεθειμένοι στα μάτια του κόσμου. Τι κι αν προβάραμε όλο τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη σε μία ώρα. Οταν ήρθε η ώρα της κρίσης και άνοιξε η αυλαία, το κοινό μάς έπιασε με τα σώβρακα, πριν ανέβουμε στους κοθόρνους και φορέσουμε τα σοβαρά μας προσωπεία.Η κρίση δεν είναι κατάσταση. Είναι ένα γεγονός

που αποτελείται από δεκάδες άλλα γεγονότα. Η κρίση δεν είναι καν παράσταση. Είναι το έργο. Η σκηνική συνθήκη που μας έπιασε απροετοίμα-στους. «Καλύτερα», σκέφτομαι. Δωρεάν είσοδος. Δεν έχουμε σκηνικά και κοστούμια. Δεν έχουμε φώτα. Εχουμε ένα βίαιο φωτιστικό κανόνι, που λέγεται το βλέμμα της υπόλοιπης Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου. Κι επειδή ποτέ δεν μά-θαμε καλά τα αρχαία, ας κατέβουμε από τους βωμούς και τις θυμέλες. Η κρίση επιτάσσει να παίξουμε απλά. Τον εαυτό μας. Και να συστήσου-με στον κόσμο το Νεοέλληνα. Απλά, τώρα που τέλειωσαν τα σταριλίκια και όλοι μοιραζόμαστε ένα καμαρίνι, ας κάνουμε τον κόπο, κάπου ανά-μεσα σε δεύτερο και τρίτο κουδούνι, πριν βγούμε μια και καλή για την πρεμιέρα, να συστηθούμε μεταξύ μας.

ς.στα-

Θα

υς, γιας, για να

6

Το σκεφτόταν όλη μέρα. Απ’ το πρωί που ξύ-πνησε έψαχνε να βρει το κατάλληλο πρόσωπο. Σκέφτηκε να το ξεχάσει, μάλλον δεν άξιζε τον κόπο. Εφτιαξε καφέ, ανέβασε την τέντα, κοίτα-ξε το απέναντι μπαλκόνι για μια στιγμή, μετά το δρόμο, το μαγαζί με τα είδη προικός απέναντι και το αποφάσισε, σήμερα το βράδυ δεν θα κοιμηθεί μόνη.Εκείνος είχε τελειώσει με το γύρισμα πολύ αργά. Βαριόταν. Οδηγούσε προς το σπίτι του. Τέσσερις το πρωί, η Κηφισίας άδεια, σκεφτόταν τι είναι αυτό που θα μπορούσε πια να τον κάνει ευτυχι-σμένο. Δεν έβρισκε τίποτα.Δεν έκανε μπάνιο όπως συνήθιζε να κάνει κάθε μέρα. Εκανε με αυτήν την προσοχή του «περι-μένω κάποιον». Μετά ντύθηκε και ξεκίνησε για δουλειά. Περίμενε είκοσι λεπτά να περάσει το τρόλεϊ. Δεν είχε εισιτήριο, παρά είχε πάρει μια κλήση την προηγούμενη εβδομάδα. Δυο φορές άτυχη σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, της φαινόταν απίθανο.Στο σπίτι συνειδητοποίησε πως δεν είχε φάει τί-

ποτα όλη την προηγούμενη μέρα. Ανοιξε το ψυ-γείο. Ηταν άδειο. Επρεπε να περιμένει να πάει οχτώ. Τότε άνοιγε το μαγαζί με τα σάντουιτς στην γωνία. Κατέβηκε απ’ το τρόλεϊ και, στρίβοντας στον Αγιο Παντελεήμονα, είδε ένα μαύρο άντρα, γύρω στα εξήντα, να ξυρίζεται στο δρόμο. Στεκόταν μισο-γυρισμένος μπροστά σε μια πόρτα, κρατώντας ένα μικρό καθρέφτη με κόκκινο περίγραμμα. Μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς κάνει, ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Δεν σταμάτησε να ξυρί-ζεται, απλά το έκανε κοιτάζοντάς την. Σκέφτηκε πως ήταν σαν εκείνα τα ντοκιμαντέρ που είδε πρόσφατα με τα βουντού. Αυτός την κοίταζε και εκείνη ανατρίχιασε ολόκληρη.Ανοιξε την τηλεόραση και είδε μια ξανθιά κοπέ-λα, που φορούσε ένα κοντό πράσινο σορτσάκι, να του ζητάει να πάει να της βάλει γκολ στο τέρμα της. Καύλωσε. Ξάπλωσε στον καναπέ, πήρε το κινητό και άρχισε να χαζεύει τα ονόματα.Σταμάτησε μπροστά σε ένα και άρχισε να πλη-κτρολογεί ένα μήνυμα. «Τι κάνεις εσύ;»Οταν έφτασε στο γραφείο, συνειδητοποίησε ότι της είχε πέσει η μπαταρία. Κοίταξε μήπως είχε πάρει το φορτιστή μαζί. «Οχι, γαμώτο», και άρχι-σε να δουλεύει.Τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Ονειρεύτηκε τον πατέρα του. Ηταν, λέει, πολύ ψηλός και τον κοι-τούσε από μακριά. Οταν άρχισε να τον πλησιάζει, κατάλαβε ότι φορούσε ξυλοπόδαρα. Τον έπιασε απ’ το γιακά του πουκαμίσου και τον σήκωσε σιγά σιγά. Φοβήθηκε μην πέσει. Ξύπνησε.Οταν βρήκε φορτιστή, ευχαρίστησε από μέσα της σιωπηλά τον πωλητή που την είχε πείσει να πά-ρει το συγκεκριμένο μοντέλο. Της είχε πει: «Είναι αυτό που διαλέγουν οι περισσότεροι. Δεν θα σας απογοητεύσει». Και είχε δίκιο.

Σηκώθηκε και κοίταξε το κινητό του. Καμία απάντηση. Παρήγγειλε ένα σάντουιτς. Μετά ξα-ναπήρε τηλέφωνο στο μαγαζί και ζήτησε, αν μπορούσαν, να του φέρουν και τσιγάρα. Γι’ αυτό αγαπούσε το Ψυχικό, γι’ αυτές τις μικρές πολυτέ-λειες. Χαμογέλασε.«Τι κάνεις εσύ;»«Καλά. Τι θα κάνεις το βράδυ;»«Θες να έρθεις από εδώ;»«Καλύτερα εσύ. Τι θα πιούμε;»«Αστο σε μένα».Εφυγε απ’ το γραφείο και περπάτησε. Αισθανό-ταν όμορφη. Στην Πατησίων μπήκε σ’ ένα μαγαζί με εσώρουχα. Είχαν προσφορές. Εκπτωση μέχρι και 70% σε επιλεγμένα είδη. Ψώνισε. Ηταν ευκαι-ρία. Ηξερε πως δεν ήταν καιρός για εκπτώσεις, αλλά σήμερα είχε μια καλή δικαιολογία. Στις 10 το βράδυ ήταν εκεί. Του άνοιξε την πόρ-τα, δεν αγκαλιάστηκαν. «Γεια σου κορίτσι», είπε. Μπήκε με φόρα, κρατούσε μια σακούλα με δύο μπουκάλια βότκα και χυμό λεμόνι, την ακού-μπησε πάνω στο τραπέζι. «Πάγο έχεις; Φτιάξε μου ένα, ρε αγάπη». Αυτή πήρε τη σακούλα και αισθάνθηκε λίγο περίεργα, σαν να μην βρισκό-ταν σπίτι της. Μέχρι να γυρίσει από την κουζί-να, αυτός είχε πάρει ένα βιβλίο από το ράφι, ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από το Παρίσι και είχε ξεκινήσει να σπάει γραμμές. Οταν τον είδε να το κάνει, πάγωσε για μια στιγμή, και μετά πρόσεξε ότι το έκανε με δυο πιστωτικές κάρτες. Της φά-νηκε αστείο. Δύσκολοι καιροί. Τον φαντάστηκε να την αγοράζει έτσι.

7

«Τι έχουμε εδώ;» τον ρώτησε.«Είπα θα φέρω κάτι να πιούμε».

Εκείνη σκέφτηκε για μια στιγμή τους γείτονες και αμέσως μετά πως δεν χρειάζεται πάντα να εί-ναι τόσο καλό κορίτσι. Εκείνος άρχισε να μιλάει.Η δουλειά δεν πήγαινε καλά, δηλαδή καλά πήγαι-νε, αλλά δεν υπήρχε τόση όσο παλιά. Δύσκολα. Και το σπίτι του πολύ ακριβό και η διατροφή. Θέ-λει να αλλάξει τη ζωή του, λέει. Σκέφτεται περί-εργα πράγματα. Αυτό που θα ήθελε πραγματικά,

λέει, αν μπορεί να μιλήσει ανοιχτά, είναι να προ-σφέρει υπηρεσίες σε πλούσιες κυρίες. «Οχι, δεν είναι αστείο», λέει και ξαναπιάνει το μπλε πλαστικό καλαμάκι, το κομμένο στο ένα τέ-ταρτο. Αυτή τον κοιτάει και του λέει: «Για πες…» Νιώθει ένα παράξενο ενδιαφέρον. Μοιάζει λίγο

8

με αυτό που κάνουμε όλοι κάποιες φορές, όταν προκαλούμε να ακούσουμε κάτι, γνωρίζοντας ότι δεν είναι η σωστή στιγμή, αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί. Ναι, τώρα, όσο μετράει ακόμα, λέει. Ξαφνικά σηκώνεται και κατεβάζει το παντελόνι του. «Καλός δεν είμαι;» Αυτή τον κοιτάζει με ένα μικρό σοκ να διαγράφεται κάπου πίσω από τα μάτια και του λέει: «Μια χαρά». Αυτός συνεχίζει:«Λίγο ο κώλος, αλλά δε γαμιέται. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να το κάνω μόνος».Θα ήθελε, λέει, έναν “partner”, κάποια να γου-στάρει να το κάνουν μαζί. «Να κάνουμε μαζί ό,τι θέλουν για δυο μέρες ή τρεις, μασάζ, να τους μαγειρεύουμε, να συζη-τάμε και ό,τι άλλο. Χωρίς μαλακίες, σκέψου το. Είναι γαμάτη ιδέα. Είναι πολύ μπροστά». «Εχω δει», του λέει, «μια ταινία για μια κοπέλα που το έκανε, αλλά μόνη της». «Εμείς θα το κάνουμε μαζί», απαντάει ενθουσιασμένος. «Τι λες;» Αυτή σκέφτεται μια στιγμή, αλλιώς φανταζόταν τη βρα-διά, αλλά δε γαμιέται. Ακόμα δεν θέλει να κοιμη-θεί μόνη. Μπορεί να περάσει καλά, ας το δει λίγο σαν εμπειρία, ας κάνει λίγο πλάκα. «Ναι αμέ…» του λέει, «Γιατί όχι; Και πού θα τις βρίσκουμε;».

«Αυτό άστο σε μένα... Ξέρω».Τη ρωτάει, επίσης, αν αλήθεια της αρέσει η ιδέα, ότι τελικά πάντα το πίστευε γι’ αυτή ότι έχει κάτι διαστροφικό. Του βγάζει, λέει, περίεργα πράγμα-τα. Φοβάται όλα αυτά που φαντάζεται ότι θέλει να της κάνει. Ξαναπιάνει το καλαμάκι. «Οι μαυ-ρούλες σού αρέσουν; Θα ήθελες ποτέ να πας με γυναίκα;» Μπορεί να πάει τώρα, λέει, και να της φέρει μία, αν το θέλει. Οχι, του λέει, είναι κου-ρασμένη, μια άλλη φορά. «Οκ, να μου πεις… Τι θέλεις να κάνουμε; Θες να κάνουμε κάτι περί-εργο; Κάτι διαφορετικό; Πες μου… Θα κάνω ό,τι μου πεις. Απλά δεν μπορώ να... Συμβαίνει αυτό, είναι μία από τις παρενέργειες». Δείχνει το βι-βλίο. «Σε λίγο θα περάσει», λέει, και ξανασκύβει να «διαβάσει». Αυτή έχει πια καταλάβει ότι δεν πρόκειται να συμβούν και πολλά. Εκείνος αρχίζει και διηγεί-ται ιστορίες με γυναίκες άλλες, δεν θέλει να πάει με άντρα, το έχει προσπαθήσει, αλλά δεν, και αλ-λάζει θέματα συνέχεια, μεγάλωσε λίγο περίεργα, δεν νιώθει εξάρτηση με κανέναν, το σεξ μόνο τον κάνει να αισθάνεται ζωντανός και τα παιδιά του. Γδύνεται. Αυτή τον αγκαλιάζει και ανταλλάσσουν ένα φιλί κρύο, το οποίο εξελίσσεται σε δύο γλώσ-σες που ακουμπάνε η μια την άλλη και δεν έχουν τίποτα να πουν. Να φέρει τη μαυρούλα, λέει ξανά, θα είναι σκλάβος της. Μπορεί να του μιλήσει όσο άσχημα θέλει, μπορεί ακόμα και να τον χτυπή-σει. Αυτός της μιλάει στον πληθυντικό. Αναπνέει βαριά. Είναι ερεθισμένος κάπου εκεί μέσα, αλλά όχι κάπου να φαίνεται. Εχουν περάσει αιώνες για κείνη, γι’ αυτόν μόνο δέκα λεπτά. Η ώρα είναι τέσσερις το πρωί. Εχει αρχίσει να νυστάζει. Σκέφτεται πόσο καλή ιδέα της φάνηκε το με-σημέρι. Ενα βράδυ χωρίς επιπλοκές. Δεν είναι

ερωτευμένη, δεν θέλει τίποτα από αυτόν, μόνο να περάσουν ένα βράδυ, να πηδηχτούν, να κοι-μηθούν σχεδόν αγκαλιά. Η ψευδαίσθηση να μην είναι μόνη. Εκείνος έχει όρεξη. Δεν είναι ερωτευμένος και αυτό του επιτρέπει τόσο να είναι ο εαυτός του. Μήπως μπορεί να δουλέψει καλύτερα έτσι; Του έρχεται μια ιδέα.«Τι θα έλεγες να έμενα εδώ; Για λίγο καιρό… να δούμε εάν μπορεί να λειτουργήσει». Εκείνη τον σκέφτεται στο δυάρι της στα Πατήσια. Εκείνος της λέει ότι θα πληρώνει τους λογαρια-σμούς.Εκείνη πιστεύει ότι για όλα φταίει το «βιβλίο». Μέσα στην κούραση της έχει μείνει ακόμα μια ελά-χιστη διάθεση να παίξει. «Ναι αμέ…» Αύριο δεν θα θυμάται τίποτα, είναι σίγουρη. «Να δούμε μόνο ποια έπιπλά σου θα μπορούσαν να ταιριάξουν».

Εκείνος αρχίζει να το πιστεύει. Δεν είναι τόσο κακή ιδέα. Θα γλιτώσει και λεφτά.Εκείνη έχει νυστάξει πια για τα καλά.Θα πάει για ύπνο, λέει.Σηκώνεται και μαζεύει τα ποτήρια. «Εσύ αν θες μείνε ή, τέλος πάντων, κάνε ό,τι θες».Ξαπλώνει, αυτός τη φιλάει για καληνύχτα, μετά πηγαίνει στο σαλόνι. Κάθεται και ξαναπιάνει το μπλε καλαμάκι, το κομμένο στο ένα τέταρτο, σκύβει, εισπνέει λίγη ακόμη σκόνη από Παρίσι και ανοίγει την τηλεόραση. Μπροστά του η ίδια κοπέλα, αυτή με το σορτσάκι. Πιάνει μηχανικά το κινητό, χαζεύει λίγο τα ονόματα, σταματάει μπρο-στά σε ένα... Είναι καιρός για αλλαγές.Εκείνη σκέφτεται πως δεν έπρεπε να αγοράσει τα εσώρουχα. Κρυώνει λίγο, σκεπάζεται καλά, βο-λεύεται σε μια στάση και αφήνεται να την πάρει ο ύπνος μόνη. Δεν είναι καιρός για εκπτώσεις.

9

Πεινούσα πολύ. Η οθόνη του υπολογιστή ρουφάει όλη μου την ενέργεια. Σηκώθηκα να φτιάξω κάτι να φάω. Μια ομελέτα είναι ό,τι πρέπει, γρήγορα και εύ-κολα. Ακουσα αυτή μου τη σκέψη και ένιωσα τόσο ηλίθιος. Ακόμα και όταν έχω χρόνο, διάθεση και υλι-κά, τρέφω τον εαυτό μου αλά φαστ φουντ. Πριν πάω στην κουζίνα, έκλεισα την μπαλκονόπορτα, γιατί είχε αρχίσει να φυσάει. Δεν κρύωνα, αλλά δεν ήθελα να ξέρω ότι φυσάει. Οτι πρέπει να ανεβάσω τον ανεμι-στήρα στο πατάρι και ότι από ώρα σε ώρα το αντιπα-θητικό χαρτί που αναγράφει «κοινόχρηστα Ιουλίου-Αυγούστου» θα παραβίαζε το οικιακό μου άβατο από τη χαραμάδα της εξώπορτας.Εκλεισα αισίως δέκα μέρες μέσα στο σπίτι. Εκλεισα, επίσης, τέσσερις μήνες άνεργος. Η διορία μου τε-λειώνει σε μια εβδομάδα. Σε επτά ημέρες πρέπει να τη βρω. Δεν χωράει αναβολή. Στο λογαριασμό μου υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο 22,68 ευρώ, δηλαδή τα τσιγάρα μου για τη βδομάδα που έρχεται. Μετά… Μετά θα βγω από το σπίτι, θα πείσω τον εαυτό μου ότι δεν σπούδασα ποτέ, ότι είμαι απόφοιτος λυκείου και έχω το Lower και θα δουλέψω όπου βρω. Δεν είμαι γκόμενα για να πάω σερβιτόρα και η κατατομή μου είναι μάλλον ασθενική για να κουβαλήσω κασό-νια. Κάτι θα γίνει. Μπήκα στην κουζίνα και άρχισα την προετοιμασία του φαγητού. Πήγα στο ψυγείο να βγάλω τα αυγά. Ξέχασα τη φέτα και το ξανάνοιξα. Η πόρτα του δεν άνοιξε αμέσως, το κάνει συχνά. Αυτά τα δύο δευ-τερόλεπτα αναμονής ήταν αρκετά για να αφαιρεθώ. Να χαζεύω τα μαγνητάκια, τα τουριστικά -συνήθως κιτς- αναμνηστικά από τα νησιά, σπαρμένα από και-ρό, σαν από πάντα, πάνω στην inox επιφάνεια. Σαν να ήταν η ασημένια μεταλλική πόρτα μια φθινοπωρινή θάλασσα και πάνω της να επιπλέουν πότε τα Κύθηρα και πότε η Λευκάδα. Ομως, φυσικά και απαρέγκλιτα,

πίσω από το μάλλον μελαγχολικό αυτό τοπίο, παρα-μονεύει πάντα το ψύχος. Οι μαγνήτες συχνά ξεκολ-λούν, η πόρτα κάποτε ανοίγει -γι’ αυτό εφευρέθηκε άλλωστε- και έρχεσαι αντιμέτωπος με την ψύξη-κατάψυξη, τον ανελέητο χειμώνα.Εφαγα με βουλιμία και μετά δεν μπορούσα να χωνέ-ψω. Πάντα βιάζομαι σε ό,τι κάνω. Μάλλον η Ομήρου «Οδύσσεια» δεν μου έμαθε τίποτα. Το μόνο πράγμα στο οποίο δεν βιάζομαι είναι όταν κάνω έρωτα. Ευ-τυχώς, γιατί αυτό αρέσει πολύ στις γκόμενες. Εχω πολύ καιρό να πάω με γκόμενα, τώρα που το σκέ-φτομαι. Προς το παρόν, θα μου έκανε καλό να πάω για περπάτημα. Οταν έχω νεύρα με τον εαυτό μου ή με τους άλλους, κάνω γρήγορο βάδην διάρκειας μιας ώρας. Και όχι, δεν πάω για περπάτημα για να σκεφτώ. Δεν μ’ αρέσει να κάνω δύο πράγματα ταυ-τόχρονα. Προφανώς, ούτε ο Ναπολέων μού έμαθε τίποτα. Δύο είναι τα χειρότερά μου επίθετα: μεταβατικός και κυκλοθυμικός. Το φθινόπωρο χαρακτηρίζεται και από τα δύο. Το φθινόπωρο, που με μια δόση χαι-ρεκακίας κλείνει κατάμουτρα την πόρτα στο καλο-καίρι και αρχίζει να χρυσώνει σιγά σιγά το χάπι του χειμώνα. Ευτυχώς, όταν η δράση του χαπιού αυτού αρχίζει να περνά, είναι πλέον άνοιξη. Το φθινόπωρο, που κουβάλα τη ρετσινιά της μελαγχολίας και του αργού θανάτου της φύσης. Η εποχή που εφευρέθη-κε για να κάνει τη λάντζα, τη βρόμικη δουλειά. Τελικά, βγήκα από το σπίτι και έπειτα από λίγο βρέθηκα να περπατώ στην ηρεμία της νυχτερινής Ρηγίλλης. Βέβαια, το φθινόπωρο μου επιφύλασσε τη γνωστή, μπαγιάτικη έκπληξη: βροχή. Αρχισα να τρέχω προς τη Βασιλίσσης Σοφίας προς αναζήτηση υπόστεγου. Ακριβώς στη διασταύρωση των δύο αυ-

τών οδών, αδημονώ-ντας να περάσω απένα-ντι, γλίστρησα στο μάρμαρο του πεζοδρομίου και βρέθηκα φαρδύς-πλατύς στην άσφαλτο. Κάπως έτσι, με ένα στιγμιαίο στραβοπάτη-μα, το διερχόμενο λεωφορείο με απάλλαξε από τη μπόρα, απαλλάσσοντάς με ταυτόχρονα και από όλα μου τα καθήκοντα στο μάταιο τούτο κόσμο. Από αυτά που ακούω γύρω μου αυτές τις μέρες, μάλ-λον είμαι κλινικά νεκρός. Οταν αυτό σου συμβαίνει, το φθινόπωρο δεν είναι τόσο τραγικό όσο ακούγεται. Τώρα δεν χρειάζεται να ψάξω για δουλειά, να πλη-ρώσω το ενοίκιο, να αλλάξω ντουλάπες, να στρώσω χαλιά, να πάω με τα ανίψια μου να αγοράσουμε σχο-λικά, να αρχίσω γυμναστήριο, να αλλάξω λάστιχα στο αμάξι. Τώρα είμαι ένας πραγματικός κατεργάρης και δεν χρειάζεται να γυρίσω στον πάγκο μου. Κάποτε με ρώτησαν αν, όταν είμαι στο σπίτι, μου αρέσει να ακούω απ’ έξω φωνές παιδιών ή κελάη-δισμα πουλιών. Δεν έχει σημασία τι απάντησα, αλλά, να, το φθινόπωρο τα παιδιά πάνε σχολείο και τα που-λιά αποδημούν. Το μόνο πράγμα που ειλικρινά απο-λαμβάνω το Σεπτέμβρη είναι να κοιμάμαι και έξω να βρέχει (δεν έμαθα ποτέ πώς και γιατί στ’ αλήθεια αρ-χίζει μια βροχή). Αυτό κάνω και τώρα. Κοιμάμαι βα-θιά. Κοιμάμαι και νιώθω γύρω μου ανθρώπους, που θα έκαναν τα πάντα για να ξυπνήσω. Κρίμα που δεν μπορώ να τους πω ότι, μέχρι να στραγγιστεί τελείως το ουράνιο φθινοπωρινό σφουγγαρόπανο, μέχρι να εξατμιστεί και η τελευταία σταγόνα νερού πάνω στο φρέσκο χώμα, δεν κουνάω ούτε βλέφαρο.

10

Την περασμένη βδομάδα, μπαίνοντας σε ένα συ-νοικιακό βιβλιοπωλείο, παρατήρησα -εκτός από την έλλειψη νέων τίτλων- ένα ράφι με στερεωμέ-νο πάνω του ένα κομμάτι χαρτόνι, που έγραφε με μαρκαδόρο «Προσφορές-Βιβλία με 1€». Πλησία-σα με θλίψη, αλλά και περιέργεια και ξεκίνησα να διαβάζω τους τίτλους στις ράχες, μήπως βρω κάτι ενδιαφέρον. Στριμωγμένο ανάμεσα σε δυο επι-βλητικούς πανόδετους και σαφώς κακοποιημέ-νους τόμους, βρήκα ένα μικροσκοπικό βιβλιαράκι που το τύπωμά του φαινόταν σαν χειρόγραφο και το χρώμα του εξώφυλλού του ήταν ένα πολύ ζω-ντανό ποντικί. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Το πήγα στο ταμείο. Ο βιβλιοπώλης με ρώτησε τι είναι αυτό και ορκί-στηκε πως δεν το είχε ξαναδεί ποτέ στα μάτια του. Παρόλα αυτά μου έκοψε μια νόμιμη απόδειξη και πλήρωσα ένα ευρώ.

«Ο,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί σ’ αυτόν τον κόσμο είναι να χάσεις όσα έχεις κατακτήσει σε μια ζωή. Ή ακόμα και πράγματα που δεν κα-τέκτησες ακριβώς, αλλά που έχεις κληρονομήσει από τους προγόνους σου. Και δεν αναφέρομαι σε προγόνους γενικά και αόριστα, αυτούς που κάποτε ζούσαν στο ίδιο μέρος με σένα και καταχρηστικά τους κάνεις συγγενείς. Αναφέρομαι στους πραγ-ματικούς προγόνους. Μπαμπάδες, μαμάδες, τους μπαμπάδες των μαμάδων, τις μαμάδες των μπα-μπάδων, αλλά φυσικά και στους μπαμπάδες των μπαμπάδων και στις μαμάδες των μαμάδων, στους παππούδες τους και στις γιαγιάδες και ακόμα στους παππούδες των γιαγιάδων και στις προγια-γιάδες τους κι ακόμα πιο πίσω. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να είσαι ένα απομεινάρι αυτού που ήσουν ως τώρα. Αυτού που είχες συνηθίσει.»Κάποτε η οικογένειά μου ήταν η πλουσιότερη οικογένεια ποντικών στην πόλη. Και μεγάλο σόι, ε; Θειάδες, μπαρμπάδες, ξαδέρφια, χαμός. Είχαμε την καλύτερη εκπαίδευση, εγώ πήρα πολύ μικρός το πρώτο μου πτυχίο στα γατικά (παρόλο που με τους Γάτους έχουμε αιώνια κόντρα), όταν άλλα παιδιά στην ηλικία μου δεν ήξεραν καλά καλά να μιλάνε ποντικικά. »Η μαμά λέει πως μας λένε Ποντικούς, γιατί η κα-ταγωγή μας είναι από τον Πόντο. Η ιστορία μας, όμως, νομίζω πως μοιάζει πιο πολύ με αυτή των Εβραίων. Εγώ πάντως δεν θυμάμαι να ζούσαμε ποτέ μακριά από αυτήν εδώ την πόλη. Είχα δει κάποτε και φωτογραφίες από την παλιά Αθήνα. Σε μία μάλιστα, ήταν κάποιοι μακρινοί μας συγ-γενείς που πόζαραν με ριγέ καπέλα και παρασόλ στη σκιά της Ακρόπολης. Πρέπει να ’ταν ωραίες εποχές. Θα σας την έδειχνα αυτή τη φωτογραφία, αλλά την έχει φάει ο αδελφός μου. »Μου λείπει ο αδελφός μου. Και οι αδελφές μου -τέσσερις έχω. Εχω καιρό να τους δω. Το ίδιο και τους γονείς... Για την ακρίβεια, έχω να τους δω από τη μέρα που χάσαμε το σπίτι και τη δουλειά

11

μας. Τα χάσαμε και τα δύο ταυτόχρονα, αφού το σπίτι μας ήταν μέσα στο χώρο εργασίας, για να μην χάνουμε χρόνο σε μετακινήσεις. Δουλεύαμε σε ένα ντελικατέσεν, όχι πολύ μακριά από δω. Η δουλειά μας ήταν αρκετά κουραστική, αλλά την αγαπούσαμε. Είναι μεγάλο πράγμα να αγαπάς τη δουλειά σου. Και σπάνιο σ’ αυτούς τους μαύρους καιρούς που ζούμε. »Ξυπνούσαμε μόλις νύχτωνε για τα καλά και ακροβολιζόμασταν μέσα στο τεράστιο ψυγείο. Εγώ με τον αδελφό μου πηγαίναμε συνήθως από την πλευρά της παρμεζάνας και τα κορίτσια στο κα-μαμπέρ. Επρεπε να δοκιμάζουμε αν ήταν καλά τα τυριά και να γράφουμε σε ένα χαρτί τις παρατηρή-σεις μας, έτσι έλεγε ο μπαμπάς. Βέβαια, αυτό το δεύτερο κομμάτι της εργασίας, εγώ τουλάχιστον δεν το εκτελούσα ποτέ, αλλά ούτε είδα και κανέ-να άλλο από τ’ αδέλφια μου να το κάνει. Στο κάτω κάτω δεν είμαστε γραφιάδες, χειρώνακτες είμα-στε. Αριστοκράτες χειρώνακτες ποντικοί. Αλλά και λίγο καλλιτέχνες, αφού έπρεπε να δοκιμάζουμε χωρίς να αφήνουμε τρύπες και ασυμμετρίες με τα δόντια -αυτό ήταν κανόνας-, και σας βεβαιώ πως δεν ήταν καθόλου εύκολο. Και μέχρι να το μάθουμε, είχαμε φάει πολύ ξύλο από τον πατέρα.

Το ξύλο δεν μ’ αρέσει καθόλου. Δεν έχει καμία σχέση με το τυρί. Η μητέρα έλεγε πως δεν πρέπει να καταλάβει κανείς πως δουλεύουμε εδώ, αλλά εγώ πιστεύω πως αυτό ήταν ανόητο, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο ούτε ένσημα ούτε σταθερό μισθό είχα-με. Και επιτέλους, αυτός ο κύριος με την άσπρη ποδιά που έκανε την πρωινή βάρδια δεν θα ’πρεπε να γνωρίζει τους συναδέλφους του; Ποτέ μου δεν συμπάθησα το απρόσωπο καθεστώς εργασίας.»Βέβαια, μπορεί να μην ήξερε εμάς που δουλεύα-με μαζί του, τους πελάτες όμως τους ήξερε σχεδόν όλους με τα ονόματά τους. Κάποια μεσημέρια που είχα αϋπνίες ή βαρυστομαχιά, τον άκουγα να τους μιλάει. Η αλήθεια είναι πως τις τελευταίες μέρες πριν από το διωγμό μας, τα εμπορεύματα λιγό-στευαν και έμπαιναν όλο και λιγότεροι πελάτες, που, όταν τους μιλούσε, τον άκουγα πολύ στενα-χωρημένο. Μετά κοιμόμουν. Πάντως, κάτι κακό είχε πάθει αυτός ο άνθρωπος. Και μας έπαιρνε κι εμάς η μπάλα.»Αυτό συνεχίστηκε για λίγες ημέρες, ώσπου ένα πρωί ένα τεράστιο φορτηγό ήρθε να χαλάσει με την εξάτμισή του τον ύπνο μας, ευτυχώς μετά από μια καθόλου κουραστική νύχτα στη δου-λειά, αφού τα ψυγεία για κάποιο περίεργο λόγο ήταν τώρα σχεδόν άδεια. Το φορτηγό έμεινε έξω σταματημένο για ώρα, άκουσα πολλά βήματα και

αναστάτωση. Βγήκα να δω, τέσσερις άνθρωποι με μπλε φόρμες κουβαλούσαν τα ψυγεία και τα έβαζαν στο φορτηγό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα, κι έτσι ξύπνησα και τους άλλους. Βγήκα-με όλοι έξω. Μείναμε να κοιτάζουμε με το στόμα ανοιχτό, γεμάτοι απορία τις ακατανόητες πράξεις των ανθρώπων, ώσπου μια στριγκλιά έκανε τη τζαμαρία του ντελικατέσεν να τρίξει. Μια γυναίκα μάς έδειχνε από μακριά ουρλιάζοντας και δυο-τρεις άλλοι άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά της, έτρεξαν κατά πάνω μας με ξύλα και σκούπες. Φύγαμε κακήν κακώς, χωρίς να χαιρετηθούμε καν. Από τότε τους έχασα όλους. Εμεινα κρυμμέ-νος κάτω από ένα ντουλάπι ως τη νύχτα και, όταν άκουσα την πόρτα να κλειδώνει, βγήκα τρέχοντας να συναντήσω τους υπόλοιπους στο σπίτι. Ετσι νόμιζα, τουλάχιστον, πως θα γινόταν. Οταν έφτα-σα έξω από την είσοδο, τη βρήκα σφραγισμένη με κάτασπρο στόκο. Χτύπησα το στόκο μερικές φορές με τα χέρια μου και για λίγα λεπτά κόλ-λησα το αυτί μου πάνω του περιμένοντας να σι-γουρευτώ πως δεν έχει παγιδευτεί μέσα κανένας από την οικογένειά μου.»Κάπως έτσι χάσαμε το ωραίο μας σπίτι, ο ένας τον άλλον, και όλα μας τα υπάρχοντα. Εύχομαι να είναι

12

13

όλοι τους καλά. Αν και είναι, το ξέρω, το αισθάνο-μαι. Δεν με γελούν ποτέ τα εκατομμύρια αισθη-τήρια νεύρα μου. Εκείνη τη νύχτα, βγήκα στους δρόμους σαν χαμένος. Πήγαινα από δω κι από κει λαχταρώντας ν’ ακούσω μια γνωστή φωνή ή να δω μια γνώριμη μορφή μες στο σκοτάδι. Τίποτα. Περ-πατούσα και περπατούσα στο δρόμο σκεφτικός, αποπροσανατολισμένος, κάποια στιγμή άρχισε να πέφτει ψιλόβροχο. Εσκυψα το κεφάλι μου, γιατί οι σταγόνες μ’ ενοχλούσαν στα μάτια, κι ανέβη-κα στο πεζοδρόμιο, για να προστατευτώ κάτω από τα μπαλκόνια των σπιτιών. Μόλις ξανασήκωσα τα μάτια μου, ένα ανεπανάληπτο θέαμα με περίμενε. Μια θεόρατη βιτρίνα, που δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνη του ντελικατέσεν· ήταν ίσαμε χίλια πόδια* ψηλή και γυάλιζε γεμάτη με φανταχτερά χρώμα-τα. Τεράστια βιβλία με πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, φούξια εξώφυλλα, αμέτρητα βιβλία. Μου αρέσουν τα βιβλία. Είχαμε και στο σπίτι, όπως άλλωστε και κάθε οικογένεια της τάξης μας που σέβεται τον εαυτό της. Φυσικά, αυτά των γατικών και των νέων ποντικικών ήταν τα αγαπημένα μου και ακολουθούσαν το «Ανθρωποι και ποντίκια» και ο «Μαγεμένος Αυλός», αν και αυτό το τελευταίο η μαμά το έβρισκε πολύ απαισιόδοξο. Εμένα πάλι δεν μ’ ενοχλούν οι θλιβερές ιστορίες, ξέρω πως δεν είναι όλα πάντα ρόδινα. Είμαι ρεαλιστής.»Τρύπωσα κάτω από την πόρτα, χωρίς να το πο-λυσκεφτώ. Ηθελα πολύ να δω αυτά τα βιβλία από κοντά. Πέρασα την υπόλοιπη νύχτα μυρίζοντάς τα -όχι μόνο αυτά της βιτρίνας. Προχώρησα στο βά-θος και βρέθηκα ανάμεσα σε ψηλά ράφια, που θα έφταναν ως τον ουρανό, αν δεν τα σταματούσε το ταβάνι, γεμάτα με χρωματιστές ράχες κάθε λογής. «Ποιος ξέρει;» σκεφτόμουν... «Μπορεί και να πιά-σω δουλειά εδώ!» »Δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, ξύπνησα πάνω σ’ ένα βιβλίο από ήχο κλειδιών και ακολούθησε μια στριγκλιά σαν εκείνη της προηγούμενης μέ-ρας, πετάχτηκα πάνω σαν αστραπή κι έτρεξα να κρυφτώ στο πιο σκοτεινό σημείο. Πέρασα την υπόλοιπη μέρα στριμωγμένος σε μια μικροσκοπι-κή εσοχή στο σοβατεπί και μέχρι το βράδυ είχα πιαστεί ολόκληρος. Πεινούσα. Τη νύχτα, και όταν πια σιγουρεύτηκα για τα καλά πως ήμουν μόνος, βγήκα να κάνω μια βόλτα. Εντόπισα κάτι άσπρες πλαστικές παγίδες με κόλλα πάνω τους και στη μέση φαγητό. Τις ξέρω αυτές τις παγίδες, όχι μόνο γιατί είχαμε ειδικό μάθημα στο σχολείο, αλλά γιατί κάτι ολόιδιες είχαμε και στο ντελικατέσεν. Απορώ τι δουλειά έχουν αυτά τα πράγματα μέσα στα μαγαζιά, είναι επικίνδυνα, όχι αστεία, μπορεί να πάθεις χοντρή ζημιά από δαύτα, να κολλήσεις ολόκληρος. Ευτυχώς εγώ δεν τα τρώω αυτά, εκτός των άλλων είναι γεμάτα συντηρητικά. Οι άνθρωποι δεν έχουν το θεό τους.»Εμεινα σχεδόν νηστικός για λίγες ημέρες, έφαγα μόνο κάτι φακελάκια και δυο-τρεις καρτ βιζίτ που βρήκα σε ένα ντέξιον στην αποθήκη. Είχα χάσει βά-ρος, αλλά αυτό ήταν βολικό για να χωράω παντού. Το καθεστώς τρομοκρατίας δεν έλεγε να υποχωρή-σει. Ολη μέρα άκουγα πόδια με τακούνια και χωρίς

τακούνια να πηγαινοέρχονται με θόρυβο. Κάποια στιγμή μάλιστα, ήρθε κι ένας τύπος και γέμισε όλες τις καλές κρυψώνες με δηλητήριο. Δηλητήριο στρογγυλό που μυρίζει μπισκότο και σου ’ρχεται να το καταβροχθίσεις. Σας είπα, τις μαθαίναμε στο σχολείο όλες αυτές τις περίεργες συνήθειες των ανθρώπων. Το βιβλίο που κάναμε σ’ αυτό το μάθημα ήταν το «Ανθρωπος, ο δολοφόνος των ειδών», αλλά δεν το βρήκα σε κανένα από τα ράφια γύρω μου, για να σας το δείξω -υποπτεύομαι το γιατί. Τελικά, αναγκάστηκα να επινοήσω νέες κρυψώνες.»Μέσα σ’ αυτές τις λίγες μέρες είχα γίνει και πολύ καλός ιχνηλάτης, ήξερα ήδη το χώρο απ’ έξω κι ανακατωτά. Αν μ’ έβλεπε ο μπαμπάς, θα ήταν τώρα πολύ περήφανος για μένα. Και η μαμά το ίδιο. Αλλά για άλλο λόγο: Μέσα σε τρεις νύχτες διάβα-σα δεκαεφτά βιβλία. Τζόυς, Σελίν, Παπαδιαμάντη, Μπόρχες, όλα τεράστια! Σημειωτέον, κανένα από αυτά δεν έχει μεταφραστεί στα ποντικικά. Αίσχος....»Χτες ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Ανα-κάλυψα μια σιδερένια φάκα, απ’ αυτές που χρησι-μοποιούσαν για τις δολοφονίες ποντικών τα παλιά χρόνια. Είναι πια ολοφάνερο ότι θέλουν να με βγά-λουν απ’ τη μέση. Η φάκα έχει μέσα λαχταριστή παρμεζάνα και πεινάω πολύ. Δεν αντέχω άλλο να τρώω φακελάκια και ταινίες αριθμομηχανής. Ομως πρέπει να αντισταθώ. ...»Εφαγα ένα βιβλίο. Ντρέπομαι γι’ αυτό. «Η γέν-νηση της ποντικοπαγίδας» του Μ. Ποντικώ. Αυτό έφαγα. Πιο πολύ ντρέπομαι που ένα τόσο σπου-δαίο έργο βρίσκεται τώρα στο στομάχι μου... Κα-τάφερα όμως να αντισταθώ στην παρμεζάνα της

φάκας, κι αυτό είναι κάτι. Θα αντέξω στην πείνα και την ανεργία και θα βγω νικητής....»Είδα ένα όνειρο. Είδα την οικογένειά μου, ήμα-σταν όλοι, λέει, ξανά μαζί, αγαπημένοι, τρώγαμε και πίναμε και γελούσαμε δυνατά. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία, όπως εδώ. Μόνο που στον ύπνο μου δεν ήταν το εδώ, ήταν το σπίτι μας....»Στέκομαι μπροστά στη σιδερένια φάκα και σας γράφω όλα αυτά σε ένα νέο βιβλίο. Ξέρω πως σε λίγο θα πεθάνω. Θα πεθάνω, όμως, τρώγοντας το τελευταίο μου γεύμα, κι αυτό είναι μεγάλη τιμή για κάτι αριστοκρατικά ποντίκια σαν εμάς. Δεν θα αφήσω τη μιζέρια και τη δυστυχία να με νικήσουν. Δεν έχω τίποτα άλλο να χάσω πια, παρά μόνο την αξιοπρέπειά μου. Κι αυτή δεν τη χαραμίζω για κανέναν άνθρωπο στον πλανήτη. Ο,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί σε αυτόν τον κόσμο είναι να χάσεις όσα έχεις κατακτήσει σε μια ζωή. Αν εί-ναι να τα χάσεις λοιπόν, ας τα χάσεις καλύτερα με έναν ωραίο θάνατο. Και δεν υπάρχει πιο ωραίος θάνατος, από αυτόν που παραμονεύει δίπλα σ’ ένα κομμάτι παρμεζάνα».

*Ενα μέτρο ισούται με 3,5 πόδια (ανθρώπινη μέτρηση), αλλά με 70 πόδια σε μέτρηση ποντικού.

14

Σεπτέμβρης: Μένουμε πολύ κοντά, αλλά δεν γίνεται. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν είναι γραφτό. Οταν τε-λειώνω τη δουλειά, τελειώνεις εσύ, όταν ταξιδεύω, ταξιδεύεις και εσύ, όταν θέλω να σε αποφύγω, με αποφεύγεις εσύ, αλλά όταν ξυπνάω, κοιμάσαι. Καμιά φορά στο δρόμο για το σπίτι μιλάμε στο τη-λέφωνο, αλλά είμαστε πολύ κουρασμένοι για να κάνουμε τη στροφή. Τελικά, περπατάμε παράλλη-λα, εγώ στη Μαυρομιχάλη, εσύ στη Χαριλάου Τρι-κούπη. Αλλες φορές περπατάμε εσύ μπροστά και εγώ πίσω ή το αντίστροφο. Δεν περιμένουμε, δεν βιαζόμαστε. Αυτό τουλάχιστον το κάνουμε φυσικά μαζί, γιατί μένουμε κοντά και… θα τα πούμε στη γειτονιά, λέμε. Ναι, καλά, λέμε τώρα. Εχει περάσει όμως καιρός από τότε που σε είδα να επιστρέφεις από το σούπερ μάρκετ ή να αγοράζεις τσιγάρα και άλλος τόσος από τότε που με είδες να πηγαίνω με τις πιτζάμες τις εφημερίδες μου για ανακύκλωση ή να ετοιμάζομαι για ταξίδι. Τα μέτρησα λοιπόν. Δύο φορές σε έχω δει με κοστούμι και μία με γρα-βάτα και εσύ με έχεις δει τρεις φορές με φόρεμα και μία με σακάκι και τακούνια. Πόσα ξέρουμε ο ένας για τον άλλο;

Μέσα Σεπτεμβρίου: Για να είμαι ειλικρινής, σε βλέπω πιο πολύ όταν δεν με βλέπεις. Μια φορά πέρασα από δίπλα σου, άλλη μία από μπροστά σου. Είχες πολλή δουλειά για να με προσέξεις. Πριν από μερικές εβδομάδες σε είδα από μακριά στην Ακαδημίας. Δυο-τρεις περίμεναν να μπουν στο σινεμά, και έτσι αποφά-σισα ότι είχε κόσμο και ότι δεν μπορούσα να έρθω κοντά σου. Το σκέφτηκα όμως. Ενστικτωδώς έβα-λα τα χέρια μου στις τσέπες του μπουφάν και ήταν άδειες. Ενιωσα κάτι.Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αυτές τις φορές νομίζω πως σε ερωτεύτηκα, όχι τις δύο φορές που δώσαμε ραντεβού και είπαμε βιαστικά τα νέα μας. Λίγο πριν και λίγο μετά, όταν σκεφτόμουν ότι θα έρθεις και όταν κατάλαβα ότι έφυγες. Σαν να περιμένω το επόμενο κύμα, θα ήθελα να σε ρωτήσω πολλά, αλλά δεν θα απαντούσες. Εχει περάσει το καλο-καίρι και οι ερωτήσεις σοκάρουν.

15

Οκτώβρης: Λοιπόν, δεν έχει καμία σημασία αν με έχεις δει μόνο με τα καλά μου, γιατί πλέον χειμώνα-καλοκαίρι φοράω μακό και τζιν. Δουλεύω πιο πολύ, αλλά δεν πληρώνομαι. Δεν χρειάζεται να βγαίνω από το γραφείο για εξωτερικές δουλειές. Κόπηκαν αυτά. Το κακό είναι ότι, όταν γυρίζω σπίτι, είναι πάντα αργά για όλα ή πολύ νωρίς για την επόμενη ημέρα. Εύχομαι πια με όλη μου την καρδιά να σε συναντήσω τυχαία. Να γλιτώσουμε από τις ερωτήσεις του «πότε», «πώς» και «πού» και από τα «δεν», και απλά να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Ισως έτσι μπορούμε να πάμε μαζί σπίτι, να μαγειρέψουμε, να δούμε μια ταινία, έστω από αυτές που δίνουν οι εφημερίδες τις Κυριακές. Ευτυχώς που σ’ αρέσει ο espresso και εμένα ο ελ-ληνικός. Είναι μικροί καφέδες και δεν κοστίζουν. Μετά το συμβάν με τις άδειες τσέπες, έχω πλέ-ον και έναν κουμπαρά για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και ένα τετραπέρατο σχέδιο. Αν σε δω στη γειτονιά, θα σου πω να με περιμένεις λιγάκι. Θα τρέξω γρήγορα να ανέβω στο σπίτι, θα αδειάσω τον κουμπαρά και θα σε πάρω να πάμε για καφέ, για ούζο, για ρακόμελο, απλά πράγματα. Και στις Μουριές πάω άμα χρειαστεί. Αρκεί να σε δω, γιατί ο χρόνος συρρικνώνεται.

Τέλη Οκτωβρίου: Βρε μπουμπουνοκέφαλε, τα ετερώνυμα σου είπα ότι έλκονται και εσύ πήγες και ερωτεύτηκες τον εαυτό σου, σκέφτηκα αφού σου τηλεφώνησα. Δούλευες, είπες, και θα μου τηλεφωνούσες. Τελι-κά, όταν τηλεφώνησες, δούλευα εγώ. Στο έκλεισα και είπαμε θα τα πούμε στη γειτονιά. Γυρίζοντας το βράδυ, σχεδόν καθημερινά περνάω από το σπίτι σου. Κοιτάζω να δω αν έχεις φως αναμμένο και, αν έχεις, σκέφτομαι να σου χτυπήσω. Τελικά δεν βρίσκω το θάρρος. Σκέφτομαι ότι μπορεί να έχεις και παρέα. Επιστρέφω στο δικό μου διαμερισμα-τάκι, μαζεύω τους λογαριασμούς από την πόρτα. Τους βάζω και αυτούς στη στοίβα με τους άλλους. Δεν χάνω τις ελπίδες μου, αλλά δεν θέλω πια να σε δω στη γειτονιά τυχαία. Τώρα βλέπεις φοράω το ίδιο τζιν συχνότερα και βάζω πλυντήριο μόνο το βράδυ, που είναι πιο φτηνά. Δεν νομίζω να σου αρέσω έτσι. Εχω να πληρωθώ δύο μήνες και η τε-λευταία προσφορά που μου έκαναν ήταν να δου-λεύω τρεις φορές την εβδομάδα και να πληρώνο-μαι το ένα τρίτο του μισθού μου. Θα το καταπιώ, γιατί από τους πολλούς λογαριασμούς, σπρώχνο-ντας ανοίγει η πόρτα. Επίσης, να σου πω ότι εγώ το γύρισα σε καπνό και μάλιστα με χαρτάκια ελληνι-κής παραγωγής. Εχει γεμίσει ο κόσμος χαρτάκια. Χαρτάκια με νούμερα και πράξεις. Λίστες σούπερ μάρκετ με προϊόντα διαγραμμένα και άλλα που θα ήθελαν να διαγραφούν, αλλά χωρίς να το ξέρουν έχουν μπει στη λίστα των καλύτερων ημερών.

Αρχές Νοεμβρίου: Σήμερα απολύθηκα, πάπαλα. Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν, τα φωνήεντα σίγησαν και τέτοια. Γύ-ρισα σπίτι και τα είδα όλα με άλλο μάτι. Δεν με ενοχλούν οι γείτονες που μαλώνουν, τον αγαπώ τον καναπέ μου. Αλλά θα το υποστώ. Να ξέρεις ότι το τελευταίο που με ενδιαφέρει πια είναι αν το φως σου είναι αναμμένο. Το δικό μου, άλλωστε, δεν ανάβει εδώ και καιρό. Σε λίγο για να ζεσταθώ, θα καίω τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και τα κοινό-χρηστα. Εχω 15 ευρώ στο ντουλαπάκι του μπάνιου και λέω να πάρω ένα τηλέφωνο τους δικούς μου να δω τι κάνουν. Εχω να τους μιλήσω από τότε που έκλεισα την πόρτα των είκοσι με δύναμη και πε-ρηφάνια και ξεστόμισα την ατάκα «Εγώ πάω στην Αθήνα, θα τα πούμε σε μια άλλη ζωή». Ελπίζω να ξέρουν ότι δεν το εννοούσα. Εδώ και ένα τέταρ-το κοιτάζω επίμονα τον κουμπαρά έκτακτης ανά-γκης. Σπάω το γουρουνάκι -τελικά δεν ανοίγει από κάτω. Εβδομήντα πέντε ευρώ είχα μαζέψει για τις Μουριές! Τελικά, όντως σε ερωτεύτηκα, δεν εξη-γείται αλλιώς. Δεν περίμενα όμως ποτέ ότι θα σε έβρισκα και εσένα απολυμένο στο πλοίο για τα Χανιά. Και ότι είμαστε και γείτονες, όχι, δεν το πε-ρίμενα. «Εγώ στο είπα ότι μένουμε κοντά. Μήπως θες να έρθεις να μας βοηθήσεις με τις ελιές;» ήταν το καλύτερο που μου ήρθε. Δεν έχω πια ελπίδες.

16

«Eχει φτάσει τις 300 χιλιάδες κλικαρίσματα το blog, ρε μαλάκα, το καταλαβαίνεις;» είπε χαρού-μενα ο Δημήτρης στον Λάζαρο. Τηλεφωνικώς. Σήμερα δεν θα βρίσκονταν. Πάντα ο Λάζαρος ήθελε μια-δυο ημέρες για τον εαυτό του μέσα στην εβδομάδα. «Ναι, ρε Τζίμη», απάντησε. «Και δεν χαίρεσαι, ρε μαλάκα;» συνέχισε.«Χαίρομαι, ρε συ…»«Αλλά τότε τι;»«Απλά…»«Απλά τι; Λέγε, ρε».«Απλά, δεν μου φαίνεται ότι έχει τόσο πλάκα πια».Χτες στο blog είχε ανέβει φωτογραφία. Οι δυο τους στην κορφή μιας κλούβας των ΜΑΤ. Κάτι είχε αρχίσει να σπάει μεταξύ τους. Αποξένωση.Ο Δημήτρης ο Αϊβαλής ήταν χαρισματικός, από το Λύκειο ακόμα. Είχε ταλέντα. Και δεν χρειαζόταν να το παίξει κάπως για να τα καταφέρει στον έξω κόσμο. Ηταν εκ φυσικού του το πρώτο βιολί στο 15ο Ενιαίο Λύκειο Περιστερίου. Εκανε γκράφιτι από το δημοτικό. Μεγαλώνοντας έκανε παρέα με μεταλάδες. Ετσι, απέκτησε κοτσίδα. Μετά ήρθαν τα εικαστικά ενδιαφέροντα, που του ενθάρρυνε η αγαπημένη φιλόλογός του. Και επικροτούσαν οι αριστεροί γονείς του. Η «Μελαγχολία» του Αλ-μπερτ Ντίρερ τον στιγμάτισε. Ομως αυτά δεν τον έκαναν λιγότερο δημοφιλή. Ηταν το πιο γνωστό

χαμόγελο σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα του Περιστερίου. Αλλά ο μέσα κόσμος του έκαι-γε. Με φλόγες δυνατές. Που τον καψάλιζαν το πρωί. Και έβαζαν φωτιά στα όνειρά του τη νύχτα.Ο Λάζαρος δεν ένιωθε άνετα με τους ανθρώπους. Ηταν μικροκαμωμένος, ντροπαλός σαν μωρό παιδί. Μεγάλωνε στο Ναύπλιο. Και με κάποιον περίεργο τρόπο αγαπούσε πολύ την πόλη που τον πλήγωνε. Ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος, αλλά ντρεπόταν να το πει. Ακουγε πολλές ώρες Τάνια Τσανακλίδου στο δωμάτιό του. Και ζωγρά-φιζε πορτραίτα της επαρχιακής πολιτείας. Κάτι τον τράβαγε στο στιλ του Τσαρούχη. Ολοι είχαν κάτι κακό να ψιθυρίσουν για αυτόν. «Περίεργος είναι», έλεγαν. Και το μόνο όπλο του: το χιούμορ. Κοφτά και δηλητηριώδη αστεία. Η άμυνα του Λά-ζαρου. Γιου μεγαλοπαράγοντα του Ναυπλίου, του κυρίου Κρανιώτη.Μπήκαν και οι δύο με μεγάλα όνειρα στην Κα-λών Τεχνών. Ο Δημήτρης δεν θα άλλαζε σπίτι. Τον Λάζαρο τον έστειλε ο μπαμπάς στην Αθήνα. Στο σπίτι μιας θειας που απεβίωσε πρόσφατα. Στο Χαϊδάρι. Ηταν καλύτερα έτσι. Ο αντικοινω-νικός μοναχογιός του δεν ήταν και η καλύτερη διαφήμιση. Η κυρία Κρανιώτη έκλαιγε βουβά για πολλά βράδια.Το πανεπιστημιακό έτος 2009-2010 δεν ήταν καλή χρονιά για όνειρα. Στο κέντρο της Αθήνας έψαχναν τη γη της επαγγελίας τους -και οι δύο.

17

Αποτυχία. Πλήρης. Γκρίνια, βρόμα και ανέχεια. Θλιμμένα πρόσωπα. Πορείες, ξύλο και ξερά συν-θήματα. Μαγαζιά με «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» ή «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕ-ΤΑΙ». Καλλιτεχνικός τάφος ή θησαυρός. Ανάλογα.Ο Λάζαρος δεν περίμενε να κάνει και πολλές πα-ρέες. Αναμενόμενο. Παρακολουθούσε με ζέση όλα τα μαθήματα. Εκανε μοναχικές βόλτες στο Χαϊδάρι. Και καμιά φορά στο Κέντρο. Ο Δημή-τρης είχε μάθει απ’ έξω ό,τι μπαρ στεγαζόταν στα Εξάρχεια. Είχε πάει σε ό,τι «στέκι» υπήρχε. Αλλά, αντί να βρίσκει τον εαυτό του, τον έχανε. Βυθιζόταν. Και το διάσημο χαμόγελο έσβηνε από τα χείλη του. Συγχρονιζόταν με την έκφραση των Αθηναίων. Κρίση, καταραμένη κρίση.Ο Ναυπλιώτης φοιτητής, στα μέσα της χρονιάς, είχε αρχίσει να καταπιέζεται με αυτά που βίωνε στη σχολή. Είχε αρχίσει να τσατίζεται με τη διά-χυτη αλαζονεία. Καθηγητές και trendy συμφοι-τητές μπήκαν στο στόχαστρό του. Αρχισε να κάνει σκίτσα. Γελοιογραφίες εναντίον τους. Και να τις πετάει ανώνυμα -σαν προκηρύξεις- στη σχολή.Ο Δημήτρης σπανίως πατούσε στο ίδρυμα που επέλεξε. Κωλοβάραγε. Ενα μικρό πρωινό την ίδια εκείνη άνοιξη του 2010. Ο κύριος ημών πρωθυπουργός είχε αρχί-σει να λέει το ποίημα του μνημονίου. Και ο Λά-ζαρος σκίτσαρε στο προαύλιο. Ο Δημήτρης είπε να πάει στη σχολή κατευθείαν από ξενύχτι. Είχε πιει και κάτι τσιγάρα. Δεν την πάλευε να μπει στο εργαστήριο. Εκατσε δίπλα στον Λάζαρο. Εστριψε ένα τσιγάρο, ενώ «όλα γυρίζουν σαν τρελά, ρόδες που παν στο πουθενά» στο μυαλό του. Κρυφοκοί-ταξε το σκίτσο.«Να δω τι ζωγραφίζεις;» τον ρώτησε.Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο Λάζαρος τον εμπι-στεύτηκε. Του έδειξε. Η Λίζα ήταν η «μούρη» της σχολής. Ομορφο κορίτσι από την Κηφισιά. Με κονέ σε όλα τα κουλτουρέ στέκια. Με καλό χέρι. Με πολλές γνώσεις. Με τουπέ και ένα κακό συνήθειο να μειώνει τους άλλους. Στο σκίτσο μια αγέλη ελεφάντων σοδόμιζε άγρια -σε παρτούζα φάση- τη Λίζα. Σαν ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ. Με τη Λίζα πρωταγωνίστρια.Ο Δημήτρης δεν άντεξε. Γαμήθηκε στα γέλια. Σφάδαζε. Αρχισε να φωνάζει στο προαύλιο: «Λίζα, μωρή Λίζα! Σε παντρεύομαι και ας είσαι πουτάνα!» Μια φιλία είχε γεννηθεί.Ο Λάζαρος έμαθε να πίνει δίπλα στον κολλητό του. Ο,τι υπήρχε. Είχαν αράξει έξω από τον «Κά-βουρα» στα Εξάρχεια, κόκαλο και οι δύο. Ο ένας με την κοτσίδα και το Perfecto δερμάτινό του. Ο άλλος με τα ρούχα της μαμάς ακόμη. Αντίθεση. «Ρε, ρε, η τέχνη πρέπει να είναι ζωντανή. Πρέπει να γίνεται τώρα! Πρέπει να είναι επικίνδυνη. Να είναι διαδραστική. Η τέχνη, η τέχνη, ρε μαλάκα, πρέπει να γαμάει μυαλά!» άρχισε να λέει ο Δη-μήτρης.Ο Λάζαρος δεν μπορούσε να μιλήσει από τη σού-ρα του. Ενευσε συγκαταβατικά. Αποφάσισαν ότι πρέπει να φτιάξουν ένα blog. Γιατί, όπως είπε ο Δημήτρης, «ένα χρόνο τώρα με γαμάει αυτή η πόλη. Πρέπει να κάνουμε κάτι. Να το κάνουμε στην Αθήνα».Ενα βράδυ του Ιούνη, το blog tokanamestinathina.wordpress.com είχε ανέβει. Προς τιμήν της φι-

λίας τους είχαν διαλέξει μάσκες. Οταν γνωρί-στηκαν είχαν δει το “Nacho Libre” με τον Jack Black. Γούσταραν το υπερβολικό χιούμορ. Γού-σταραν τις μάσκες των Μεξικανών wrestlers. Γούσταραν το κιτς της υπόθεσης. Την υπερβολή. Οι Αθηναίοι luchadores. Είχαν συμφωνήσει ότι ένα από τα πλέον ενοχλητικά φαινόμενα είναι οι emo. Ο ένας θα τράβαγε φωτογραφίες. Ο άλλος θα έκανε «τέχνη». Ο Δημήτρης πήρε μια κατάνα από ένα φίλο του. Πήγαν στο Σύνταγμα. Εβαλαν τις μάσκες. Emo άρχισαν να ουρλιάζουν και να τρέχουν. Το πρώτο post ήταν έτοιμο. Με τίτλο: «Την πέσαμε σε emo με κατάνα». Φρόντισαν να στείλουν όλα τα σωστά chainmail ανώνυμα. Φρόντισαν να ενημερώσουν όλα τα σωστά portals. Την άλλη μέρα η φωτογραφία είχα κάνει το γύρο της διαδικτυακής Αθήνας.Αρχισαν να σχεδιάζουν μέρες ολόκληρες το επό-μενο χτύπημα. Τους έγινε εμμονή. Το πιο σημα-ντικό πράγμα που είχαν κάνει στη ζωή τους. Αυτό ήταν πραγματική τέχνη. Μεταμφιέστηκαν. Κατά-φεραν να τρυπώσουν στον Ευαγγελισμό. Βράδυ. Στο θάλαμο με τους μελλοθάνατους. Σε ένα δω-μάτιο μίλησαν με έναν παππού σε οξυγόνο. Πό-ναγε ο κυρ-Γιάννης. Εκαναν αυτό που έπρεπε. Τον βοήθησαν. Εβαλαν τη φωτογραφική να τους τραβήξει. Ο παππούς είχε βγάλει το οξυγόνο και απολάμβανε. Το καινούργιο post ήταν έτοιμο. «Ηπιαμε μπάφους στον Ευαγγελισμό». Δύο μα-σκοφόροι δίπλα σε ένα γέρο. Ο παππούς φαινό-ταν γαλήνιος. Το blog το ίδιο βράδυ είχε πάρει φωτιά. Ο Λάζαρος απολάμβανε την επιτυχία εσωτερι-κά. Χωρίς εξωτερικούς κραδασμούς. Ο Δημή-τρης ένιωθε ροκ σταρ. Και, όπως οι μασκοφόροι luchadores του Μεξικού, είχε την αυτοπεποίθη-ση ενός sex symbol. Ετρωγε καρπούς από το δέ-ντρο της επιτυχίας. Γυναικείους.Ο κύριος Κρανιώτης αποφάσισε να διεκδικήσει τη δημαρχία Ναυπλιέων. Είχε περάσει από την Αριστερά φοιτητής, από τη Δεξιά ως επιχειρημα-τίας. Και σήμερα εκεί που πήγαινε το ρεύμα. Αλ-λωστε, έβλεπε μπροστά. Τώρα, εν μέσω κρίσης, είχε δανείσει στο μισό Ναύπλιο. Του χρώσταγαν.«Πετάξαμε καπότες σε εφορία». «Ξαμολήσαμε κοπάδι κατσαρίδες στο Χρηματιστήριο». «Βάλα-με δυναμιτάκι σε σφυρίχτρα τροχονόμου». «Μοι-ράσανε τσόντες σε νηπιαγωγεία». Το ένα post διαδεχόταν το άλλο. Πάντα με φωτογραφίες. Και πάντα οι φωτογραφίες με μάσκα-κουκούλα. Ενας αστικός θρύλος είχε γεννηθεί. Ηταν οι νέοι μα-σκοφόροι ήρωες των Αθηνών. Το blog τους ήταν το νέο trend. Και όλο και ζητούσε παραπάνω. Σαν βρικόλακας ρουφούσε τη ζωή τους.Ο Λάζαρος ένιωθε ότι αυτή ήταν η τέχνη του 21ου αιώνα. Μια τέχνη που πράττει. Που αλλάζει το ίδιο το σκηνικό της πραγματικότητας. Γιατί το χιούμορ ήταν όπλο. Ενα περίστροφο ενάντια σε κάθε καταπίεση. Ενάντια σε κάθε κρίση. Ο Δημή-τρης γούσταρε που γίνονταν διάσημοι. Και είχε αρχίσει να «κελαηδάει» από εδώ και από εκεί ότι αυτοί ήταν που το έκαναν.Ο fun της Τάνιας Τσανακλίδου πρότεινε στον κολ-λητό του: να μακιγιάρουν γυναικεία τις μάσκες τους και να πάνε στη Θηβών. Να κάνουν πιάτσα

18

με μάσκες δίπλα σε τραβεστί. Ο Δημήτρης είπε: «Ρε συ, αδερφίστικο μου ακούγεται αυτό». Ο Λά-ζαρος απογοητεύτηκε. Σιωπηλά. Δεν αντέδρασε.Ενα βράδυ του Οκτώβρη το σκηνικό χόντρυνε. Εβρεχε πολύ. Την είχαν στήσει και περίμεναν. Οταν η κλούβα από τα ΜΑΤ ήταν άδεια, ανέβηκαν στην οροφή της. Η φωτογραφική έγραφε. Ανοι-ξαν τα φερμουάρ τους και κατούρησαν. Το νέο -το ποιος το έκανε- κυκλοφόρησε. Εξαιτίας του Δημήτρη.Ενα τηλέφωνο, αργά το βράδυ στο κινητό του Λά-ζαρου. Είναι γνωστό ότι το Ναύπλιο είναι επαρχία των Αθηνών. Και στα συγκοινωνούντα δοχεία τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα. Ηταν ο μπαμπάς Κρα-νιώτης. Μίλησε ήρεμα και κοφτά: «Λάζαρε, θα σε παρακαλούσα να σταματήσετε αυτό που κάνετε. Ιδιαίτερα τώρα, που βρισκόμαστε σε προεκλογι-κή περίοδο». Στραβοκατάπιε. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Το τηλέφωνο έκλεισε. Ηταν τρομοκρα-τημένος. Στη σκιά του πατέρα-Θεού.Εκατσαν ήρεμα για έναν καφέ στο “Cusco” στα Εξάρχεια. Ο Δημήτρης έλαμπε. Σκεφτόταν τα 300 χιλιάδες κλικαρίσματα. Ο Λάζαρος δεν μίλαγε. «Γιατί δεν μιλάς, ρε μαλάκα;» είπε γελώντας. «Ο πατέρας μου το ξέρει» απάντησε. «Σιγά, ρε…» Καμία αντίδραση. «Του είπες ότι εμείς το κάνουμε;» συνέχισε. «Δε… δε… δε μπορώ να του φέρω αντίρρηση», είπε σχεδόν κλαίγοντας.

Ομως ο Λάζαρος σε όλη του τη ζωή αγόταν και φερόταν από άλλους άντρες. Και έτσι δεν στα-μάτησε. Πείστηκε από τον Δημήτρη. Βρήκαν ένα γουρούνι. Στο σπίτι στο Χαϊδάρι είχαν μείνει κάτι ψυχοφάρμακα από την αποβιώσασα θεία. Το έβαλαν στο κέντρο του σαλονιού. Μέσα στη σκυλοτροφή έριξαν όλα τα χάπια. Και ο χοίρος γευμάτισε. Υστερα, το ζώο άρχισε να παραπαίει. Κάθισαν δίπλα του. Ετοιμάστηκαν για τη φωτο-γραφία. Το γουρούνι είχε ένα θολό, ευτυχισμένο βλέμμα. Δεν έλεγχε το σώμα του. Το post ήταν έτοιμο. «Δώσαμε κουμπιά σε γουρούνι». Το κα-τοικίδιό τους είχε χέσει τον τόπο. Μέχρι εδώ κα-λώς. Γιατί το σημαντικό της φωτογραφίας ήταν άλλο. Το σεντόνι που περιείχε τα εκκρίματα του ναρκωμένου κτήνους. Μια τσαλαπατημένη και χεσμένη πια ελληνική σημαία.

Το νέο ήταν φοβερό. Χτύπησε ειδήσεις των οκτώ και μισή. Σκάνδαλο. Δύο μέρες πριν από την εκλογική αναμέτρηση. Το βράδυ των εκλογών δεν εξελίχτηκε καλά για τον κο Κρανιώτη. Ηταν πατέρας του πιο στυγνού αλήτη των Αθηνών. Βγήκε τρίτος εν μέσω κρίσης. Το άλλο πρωί, ο Δημήτρης ήταν ακόμα χτυπημένος από τα ναρ-κωτικά. Πετάχτηκε απότομα από τον ήχο του κι-νητού. Ο Λάζαρος έκλαιγε. «Τι έγινε, ρε μαλάκα;» είπε με σπινταρισμένη φωνή. Κλάματα. «Ο πούστης… ο πούστης». Παύση. «Την έστειλε στο νοσοκομείο». «Τι έγινε;» ο Δημήτρης είχε αγχωθεί. «Η μάμα μου, ρε… Η μαμά μου… Ο πούστης την τσάκισε στο ξύλο». Και άλλα κλάματα. Ο Λάζαρος δεν μπορούσε να μιλήσει. «Κάτσε, ρε, έρχομαι από εκεί», είπε ο Δημήτρης. Το τηλέφωνο έκλεισε. «Οχι, γαμώ το κέρατό μου, σκατά θα πάει το blog τώρα», σκέφτηκε. Βγήκε έξω. Και έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη.

19

Ανακάθισε στο κρεβάτι, ακουμπώντας τα χέρια παράλληλα στα νοτισμένα από καπνό και ιδρώτα σεντόνια. Δεν σκεφτόταν ακριβώς, περισσότερο προσπαθούσε να ανακαλύψει το απόσταγμα του εναπομείναντος στο δωμάτιο οξυγόνου. Περιερ-γάστηκε το χώρο με μισόκλειστα μάτια και, αφού ποδοπάτησε τα ξεφτισμένα σεντόνια, έφτασε στο μπάνιο, όπου πρόχειρα ετοιμάστηκε, χωρίς να κοιτάξει το σκουριασμένο καθρέφτη. Ηταν μια συνήθεια που απέφευγε συστηματικά τελευταία. Μια προσπάθεια αντικατοπτρισμού φάνταζε ολό-τελα ανούσια σε μια κατά κόσμον αόρατη ύπαρξη. Βγαίνοντας από το μπάνιο, παρατήρησε πως το παράθυρο ήταν ανοιχτό, αλλά ο άνεμος ακατάδε-κτος. Βγήκε και, αφήνοντας πίσω της το διαμέρι-σμα της οδού Φυλής, φωτογράφισε για μια στιγμή την προκαθορισμένη της καθημερινή διαδρομή μέσα στην αγαπημένη της ετούτη πόλη. Οκτώβρης μήνας και η Αθήνα καιγόταν. Απνοια και αφόρητη ζέστη. Με αυτόν τον καιρό δεν ήξερες τι να φορέσεις, τα βράδια, βλέπεις, είχε μια κάποια ψύχρα. Ακόμα και ο καιρός την περιφρονούσε τώρα πια. Κάποτε είχαν πολύ φιλικές σχέσεις. Βάδιζε νωχελικά και σκεφτόταν πως η συνήθεια είναι μεγάλη υπόθεση. Ηταν η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες που η βόλτα της αυτή είχε έναν ορισμένο σκοπό, ύστατο, ιερό και, παρόλα αυτά, το βάδισμά της δεν είχε ίχνος αποφασιστικότη-τας. Επιτάχυνε. Εφτασε κάθιδρη στην Ασκληπιού, χωρίς να την έχει χαϊδέψει ούτε ένα βλέμμα. Κά-θισε σε ένα μικρό γωνιακό καφέ και ζήτησε ένα χαμομήλι από τη σερβιτόρα με τα όμορφα χέρια. Της έδωσε την εντύπωση εκείνη η κοπέλα πως επιτέλους κάποιος την άκουγε, πως κάποιος την κοιτούσε κατάματα. Λάθεψε για ακόμα μία φορά, καθώς η κοπέλα την προσπέρασε και το χαμομήλι δεν έφτασε ποτέ.Καταπιάστηκε με το να ακούει προσεκτικά μια πα-ρέα νέων παιδιών που καθόταν παραδίπλα. Ηταν μεγάλη παρέα, χωρισμένη σε πηγαδάκια. Μιλού-

σαν για την κρίση. Την κρίση την οικονομική, την πνευματική, τη συναισθηματική, την παγκόσμια, την εγχώρια, την προσωπική, εκείνη της ταυτό-τητας. Κανένας τους δεν την ανέφερε, ούτε καν σαν να την είχε κάποτε ακούσει σε κάποιο αστικό μύθο. Το αστείο ήταν πως ακόμη και το ζευγάρι των ηλικιωμένων που βρισκόταν πίσω της συζη-τούσε για τα ίδια θέματα σαν να ήταν ρυτίδες, που οι αυλακιές τους δεν θα επουλώνονταν ποτέ. Εκ νέου καμία αναφορά σε εκείνη… Ούτε καν μια φευγαλέα σκέψη. Μονάχα ένα σκυλί την πλησί-ασε, κάθισε δίπλα της και αναστέναξε με εκείνη την πνοή της οικειότητας. Επιτέλους! Τουλάχιστον δεν την είχαν διαγράψει όλα τα έμψυχα όντα. Είδε τη μορφή του να κατεβαίνει το δρόμο με εκείνο το γνώριμο ευμετάβλητο βλέμμα και το απαράλλα-χτο πλατύ χαμόγελο. Κάθισε απέναντί της και για πρώτη φορά μίλησε εκείνος πρώτος. «Δείχνεις κουρασμένη». «Είναι που έχεις καιρό να με δεις». «Δεν θα το έλεγα… Συναντηθήκαμε προ μηνών, αλλά δεν με αναγνώρισες. Δυσκολεύτηκα κι εγώ, η αλήθεια είναι, να σε καταλάβω. Φορούσες εκεί-νη τη μεταξωτή κόκκινη μακριά σου φούστα με ένα λευκό φανελάκι. Ηταν Παρασκευή απόγευμα, στεκόσουν έξω από μια τράπεζα στη Σταδίου. Ούτε που με πρόσεξες. Φαινόσουν ζαλισμένη, αλλά καλά σε γενικές γραμμές. Ενώ τώρα δείχνεις αλη-θινά κουρασμένη».«Θα έλεγα ανήσυχη και μόνη».«Γιατί πάντα απελπίζεσαι όταν κάνουμε καιρό να βρεθούμε;» «Γιατί εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις πως η βα-σιλεία μου έλαβε τέλος; Δεν υπάρχω σχεδόν. Κα-νένας δεν μιλάει για μένα, ούτε σύμφωνα με όσα κατά καιρούς έχω πει. Κανένας δεν με οραματί-ζεται πια, ούτε καν ασυνείδητα. Ενώ εσύ άφθαρ-τος, όπως πάντα, και στο επίκεντρο της προσοχής, όπως πάντα!» «Διακρίνω διάθεση για γκρίνια;»

«Μπορείς να κοροϊδεύεις όσο θέλεις! Τα πράγμα-τα πάντως είναι σοβαρά». «Θυμάσαι πόσες φορές σου έχω πει πως η υπο-μονή σου θα φέρει ξανά το φως σε αυτή την πόλη; Ηρθε, νομίζω, ο καιρός να κάνεις πια αισθητή εσύ την παρουσία σου. Να βγαίνεις περισσότερο, να φροντίσεις λιγάκι και την υγεία σου. Προπάντων, να αλλάξεις τόπο κατοικίας». «Τι έχει το διαμέρισμά μου;» «Στο διαμέρισμά σου κατοικεί μονάχα ο καπνός προς το παρόν και σε έχει για τα καλά παραγκω-νίσει». «Εχεις ένα δίκιο, πρέπει να με βοηθήσω πρώτα, για να τους βοηθήσω έπειτα». «Θα είμαι εδώ για πάντα, για να διασφαλίζω την ύπαρξή σου και την ανυπαρξία σου, όπου είναι απαραίτητο. Τώρα, όμως, πρέπει να φύγω. Ρίξε κάτι πάνω σου, θα κρυώσεις». Ο Χρόνος τη φίλησε γλυκά στον κρόταφο και ύστε-ρα έστριψε προς τα κάτω στο δρόμο. Εκείνη ση-κώθηκε πια με ένα μειδίαμα κολλημένο στα χεί-λη της, φόρεσε το πλεκτό της ζακετάκι και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Αγαπούσε ανέκαθεν το φθινόπωρο, αλλά το αγαπούσε πιο πολύ όταν βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας. Πήρε βαθιές ανάσες και όλα έμοιαζαν καλύτερα. Οι εκλογές, τα φεστιβάλ, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, οι φθινο-πωρινοί έρωτες, οι απαγορεύσεις και τα νέα (τα κάθε τόσο νέα) μέτρα τής έδωσαν, για ακόμα μία φορά, το υλικό της για το χειμώνα που θα ακολου-θούσε. Εξάλλου, αυτό ήταν εκείνη και η ζωή της. Με τούτα και μ’ εκείνα έφτασε στο διαμέρισμα της οδού Φυλής. Ανέβηκε κεφάτη τη σκάλα, όρμησε στο δωμάτιο και άρχισε να χορεύει, ώσπου εξου-θενωμένη πια αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Η Λο-γική ονειρεύτηκε εκείνο το βράδυ.

20

Δεν φοβάμαι μην χτυπήσει το κουδούνι. Είμαι έτοιμος από ώρα. Το τραπέζι έχει στρωθεί, πάνω του στέκεται ένα ξηρό κόκκινο κρασί και το ρά-διο είναι έτοιμο να παίξει. Εχω φτιάξει φωτισμό, και στο τηγάνι διατηρούνται ζεστά δυο φιλέτα αλά κρεμ. Απλή συνταγή. Δέκα χρόνια νωρίτερα ίσως φαινόταν και εντυπωσιακή, ακόμα και τώρα όμως, πιστεύω πως θα με βγάλει ασπροπρόσωπο. Οπως μάλλον γίνεται αντιληπτό, περιμένω γυναίκα. Ας πάρω, όμως, καλύτερα τα πράγματα από την αρχή.Μένω σε μία παλιά μονοκατοικία στην Ακαδημία Πλάτωνος. Είναι το πατρικό μου. Τα γερόντια μου, αφού περίμεναν με αγωνία επτά χρόνια να πάρω πτυχίο και άλλον ένα χρόνο για να βρω μια κά-πως αξιοπρεπή δουλειά, την έκαναν επιτέλους για το χωριό. Η πολυπόθητη ανεξαρτησία, όμως, δεν κράτησε πολύ. Πριν από το καλοκαίρι, η εταιρεία όπου δούλευα έκλεισε και πέντε μήνες τώρα είμαι άνεργος, ρέστος και ταπί. Χωρίς καν ταμείο ανερ-γίας. Δούλευα, που να πάρει, χωρίς ΙΚΑ.Οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν. Πρώτα πρώτα κόπηκε η ΔΕΗ. Ενα πρωί άκουσα το πορτο-καλί φορτηγάκι να ξεφορτώνει τους τεχνικούς και τις σόουλ τρομπέτες απ’ τα ηχεία του ραδιοφώνου να σιωπούν. Εμεινα στο μαύρο σκότος μια βδομά-δα. Τα βόλεψα όμως. Ο εκ δεξιών γείτονάς μου, ο Σκιλκίμ, με έσωσε. Κούμπωσε μια ασφάλεια στο ρολόι και οι τρομπέτες άρχισαν πάλι να βαρούν. «Εμείς στην Αλβανία», μου είπε, «λύνουμε έτσι τις δουλείες μας, απλά». Η χαρά μου δεν περιγραφό-ταν. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να έχω συ-νεχώς κλειδωμένη την εξωτερική καγκελόπορτα, για να μην μπουν οι δεητζήδες και ελέγξουν. Αν με έπιαναν, την είχα άσχημα. Εντάξει, δεν ήταν τίπο-τα, έγινε η καθημερινότητά μου και το συνήθισα γρήγορα. Εχω βάλει ένα τεράστιο λουκέτο και, κάθε φορά που μπαίνω ή βγαίνω από το σπίτι, φροντίζω, αφού πρώτα δω αν παίζει τριγύρω πορτοκαλί όχημα, να

το κλειδώνω γερά. Μέχρι στιγμής έχω μαζέψει τρεις ειδοποιήσεις. Στις πόσες καίγομαι δεν ξέρω και μάλλον δεν με απασχολεί. Και το λέω αυτό, γιατί τα πράγματα φάνηκαν να αρχίζουν να πη-γαίνουν πιο καλά. Πριν από δέκα ημέρες έπιασα δουλειά και, παρότι την ίδια μέρα η ΕΥΔΑΠ μου έκοψε το νερό, η αισιοδοξία μου δεν κόπηκε μαζί του. Περιμένω την ώρα που θα πληρωθώ και θρι-αμβευτής θα περάσω το κατώφλι του τοπικού γρα-φείου ύδρευσης. Η ΔΕΗ μπορεί να περιμένει -με το γνωστό τρόπο- τον άλλο μήνα τη σειρά της. Ολα θα πήγαιναν καλά, ρε γαμώτο, αν δεν συνέβαινε ξαφνικά αυτό το χτεσινό στη δουλειά. Η Μαρίνα, διευθύντρια ορόφου, μαυρομάλλα, με δύο μεταπτυχιακά, πράσινα μάτια, αγγλικά-γαλλικά-γερμανικά, το κορμί, με μισθάρα, με ρώτησε πού μένω. Της είπα με ακρίβεια. «Αύριο βράδυ», μου είπε τότε, «θα έρθω για φαΐ». Δεν έχω λόγους να το κρύψω. Ενα αρχέγονο ζωώδες ρίγος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί μου και προς στιγμήν την είδα να κυλιέται στο πάτωμα του σπι-τιού μου, γυμνή, υγρή, ποθητή, δική μου. Και κά-που εκεί ήρθε ο όλεθρος. Η στιγμιαία φαντασίωση πήδηξε γρήγορα στο σημείο που η Μαρίνα σηκώ-νεται από το πάτωμα και ένα στρώμα γλίτσας έχει απαγκιστρωθεί απ’ αυτό και βρίσκεται κολλημένο στην πανέμορφη πλάτη της. Εκείνη κάνει ένα μορ-φασμό αηδίας και τρέχει γρήγορα στο μπάνιο να πλυθεί. Δεν τα καταφέρνει όμως, γιατί ένα κύμα μπόχας τη ζαλίζει. Κρατιέται να μην πέσει. Τα κα-ταφέρνει. Κοιτάει πιο προσεκτικά και στη λεκάνη βλέπει μια εικαστική παρέμβαση, που αποτελείται από σκατά-χαρτιά-σκατά-χαρτιά-σκατά-χαρτιά, σε ένα δεκαήμερο σάντουιτς, που ξεπερνά τους 25 πόντους. Τρέχει προς την έξοδο να σωθεί. Ζα-λισμένη, όμως, ακόμα και αγνοώντας τα μυστικά του σπιτιού, μπαίνει στην κουζίνα, όπου ένα βουνό από άπλυτα πιάτα που στοιβάζεται στο νεροχύτη πέφτει πάνω της και την καταπλακώνει. Η φαντα-

21

σίωση έκλεισε με μένα σε μια γωνιά του σπιτιού να κλαίω για το άδοξο τέλος της ίδιας και της ατε-λούς σχέσης μας. Ανατρίχιασα. Εφερα στο μυαλό μου την κατάσταση του σπιτιού. Χωρίς νερό για δέκα ημέρες, κάθε του γωνιά που ανέσυρα στη μνήμη μου δεν απείχε και πολύ από την τραγωδία. Πώς θα έφερνα την κοπέλα εκεί μέσα; Με έπιασε σκέτη απελπισία. Το απόγευμα στο σπίτι αποφάσισα να υπολογίσω όλα τα δεδο-μένα. Πήρα μολύβι και χαρτί και σημείωσα. Τα αποθέματα νερού εξαντλούνταν σε δυο μπουκάλια εμφιαλωμένο. Στην τσέπη μου είχα με το ζόρι εί-κοσι ευρώ, δανεικά από ένα φίλο. Ο Σκιλκίμ, που θα μπορούσε να με αφήσει να γεμίσω κάνα κου-βά, έλειπε για δουλειά στην επαρχία. Αδιέξοδο. Κοιτώντας τον ουρανό ικετευτικά, συνειδητοποί-ησα πως το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να με σώσει ήταν μια βροχή. Το ημερολόγιο, εξάλλου, έγραφε πως βρισκόμασταν στα μισά του φθινοπώ-ρου. Ο ήλιος έξω, όμως, φαινόταν να βρίσκεται σε μια πιο ρέγκε φάση. Εβαλα τηλεόραση να ακούσω τον καιρό. Μπερ-δεμένα πράγματα. Μπορεί να βρέξει στην Αθήνα, μπορεί και όχι. Παρακαλούσα το θεό με όλα του τα ονόματα να με βοηθήσει. «Θεέ μου, κάνε το θαύμα σου. Αλλάχ μου, μην γίνω ρεζίλι. Μανιτού, η Mαρίνα αξίζει πολλά…» Κάπως πιο αναζωογο-νημένος από το θείο συναίσθημα, αποφάσισα να μην χάσω χρόνο για αυτά που μπορούσα ήδη να κάνω. Πήρα το κομπόδεμά μου και κίνησα για τα πιο σημαντικά ψώνια του τελευταίου καιρού. Τα λεφτά μου δεν επέτρεπαν πολλά. Σε ένα κοινό σούπερ μάρκετ δεν θα μπορούσα να αγοράσω ούτε τα μισά από αυτά που χρειαζόμουν. Η μόνη λύση ήταν το βουλγάρικο μίνι μάρκετ της γειτο-νιάς. Πράγματι, λίγη ώρα μετά, χαιρετούσα τον τεραστίων διαστάσεων Ιβάν, κρατώντας δυο τσά-ντες με βουλγάρικο μοσχάρι, βουλγάρικη κρέμα γάλακτος, βουλγάρικο ρύζι, μια εξάδα βουλγάρι-κο εμφιαλωμένο νερό και για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ένα μπουκάλι ρουμάνικο κόκκινο κρασί. Τώρα έμενε μόνο να βρέξει. Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά και τα λίγα συννεφάκια που υπήρχαν στον ουρανό δεν μπο-ρούσαν να υποσχεθούν πολλά. Τέρμα. Ημουν πα-ραδομένος στη μοίρα μου. Ενας χαμένος ταξιδιώ-της στην έρημο του Κολωνού, μια ανεμοδαρμένη ψυχή στην πιο καλοκαιρινή φθινοπωρινή Αθήνα. Μιας από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που δεν είναι χτισμένη σε ποτάμι. Μα αλήθεια, ποιος το σκέφτηκε αυτό; Πού είναι ο Δούναβης, πού είναι ο Σηκουάνας; Να πάει ο φτωχός να μα-ζέψει νερό, να καθαρίσει και να καθαριστεί. Να έρθει η κοπέλα και να μοσχομυρίζουν τα σεντόνια, να ζητήσει τουαλέτα και ο ταπεινός, υπεράξιος

εραστής να της δείξει το δρόμο. Το βράδυ και οι σκέψεις με είχαν λυγίσει. Εβγαλα στην πίσω αυλή μερικές λεκάνες, έτσι, κύκνειο άσμα της προσπά-θειας και γύρισα μέσα να κοιμηθώ. Οταν αύριο θα ερχόταν η Μαρίνα, πολύ απλά δεν θα της άνοιγα την πόρτα.Το πρωί με ξύπνησε ο ήλιος που μπήκε από τα πατζούρια. Ολο το βράδυ κολυμπούσα ντυμένος Ινδιάνος σε λίμνες που σχημάτιζαν τιτάνιοι καταρ-ράκτες. Χόρευα, για να στεγνώσω τον ιερό χορό της βροχής. Τώρα, βέβαια, που το ξαναθυμάμαι, έμοιαζε πιο πολύ με ζεϊμπέκικο. Αποτέλεσμα πά-ντως δεν είχε. Βγήκα απογοητευμένος να δω τον ουρανό. Μπλε. Πιο μπλε δεν γινόταν. Ολα είχαν τελειώσει οριστικά. Και τότε, απλά είδα τις ξεχει-λισμένες λεκάνες. Ναι, ρε, είχε βρέξει. Τα πρω-τοβρόχια ήρθαν αργά, νυχτερινά και τουρμπάτα. Καθιστώντας τα ποτάμια της Ευρώπης άχρηστα, βρόμικα και ενοχλητικά. Βούρκοι που βρομάνε,

γεμίζοντας τον τόπο κουνούπια και υγρασία. Εγώ εδώ είχα τη βροχή και το χορό της.Μέχρι το μεσημέρι τα ’χα καθαρίσει όλα. Το καζα-νάκι είχε γεμίσει με ατόφιο βρόχινο νερό. Τα πιάτα άστραφταν και τα τηγάνια ετοιμάζονταν να πάρουν φωτιά. Σταματούσα μόνο για να πάρω μια γεύση από την τρομακτική φαντασίωση στη νέα της βερ-σιόν. Την τελείωνα όμορφα και την άρχιζα ξανά. Τα παρακάτω δεν γράφονται. Ετσι κι αλλιώς, χτυπάει το κουδούνι.

22

«Εδώ υπάρχει ΠΑΜΕ, δεν είναι Ιρλανδία, την κρί-ση να πληρώσει η πλουτοκρατία».«Γαμημένες πορείες, κάθε τρεις και λίγο. Αυτά βέ-βαια είναι τα καλά με τη μοτοσυκλέτα». Ο Γιαννακόπουλος αποφάσισε να αποφύγει την κλειστή λόγω πορείας Πανεπιστημίου και να προ-σπαθήσει να φτάσει στα Εξάρχεια, κάνοντας τον κύκλο από Σύνταγμα, Μητροπόλεως, Αθηνάς και μετά 3ης Σεπτεμβρίου. Ηταν πάντως πολύ ενθου-σιασμένος για να ενοχληθεί από αυτή τη μικρή αλ-λαγή δρομολογίου. Πίστευε ότι εκείνη τη μέρα θα μπορούσε να βάλει στο χέρι κάτι που κυνηγούσε χρόνια. Ο Αλέξανδρος Γιαννακόπουλος είχε ξεκινήσει πριν από 15 χρόνια να δουλεύει σε εταιρεία εί-σπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών. Με τον καιρό κατάφερε να γίνει από τους πιο επιτυχημένους στο χώρο, και από το 2005 είχε ξεκινήσει να ανοίγεται σε διαφορετικές δραστηριότητες. Η γνώση του για τις οφειλές πλήθους ανθρώπων τον βοήθησε να μαζέψει αρκετά οικόπεδα έναντι εξευτελιστικών ποσών. Ετσι, σήμερα διατηρούσε ένα από τα μεγα-λύτερα μεσιτικά γραφεία στο Μαρούσι. Τις επαφές του πάντως με την παλιά του δουλειά δεν τις διέκοψε, αφού πάντα τον βοηθούσαν να μαθαίνει για ταλαίπωρους, που διέθεταν κάποια «εύκολη» γι’ αυτόν λεία. Αυτό που τον ενδιέφε-ρε περισσότερο όμως, δεν ήταν τα οικόπεδα, αλλά τα μοτοσυκλετιστικά αντικείμενα με κάποια ιστο-ρία. Για παράδειγμα, πριν από λίγα χρόνια, είχε καταφέρει έναντι ενός μικρού σχετικά ποσού να αγοράσει ένα Honda NR από τη διεύθυνση περι-οδικού που παρέπαιε λόγω χρεών. Το ενδιαφέρον του Γιαννακόπουλου δεν ήταν τυχαίο. Πριν από 20 χρόνια υπήρξε διακριτός αναβάτης στο Motocross,

μέχρι που μια άσχημη τούμπα στην πίστα της Πρέ-βεζας έβαλε τέλος στην καριέρα του.Ετσι, στο γκαράζ του σπιτιού του στα Μελίσσια, δίπλα στο Range Rover και την ασημί Porsche, υπήρχαν πλήθος ιστορικών μοτοσυκλετών από τους ελληνικούς αγώνες, κράνη, δερμάτινες φόρ-μες και κάθε λογής αντικείμενα μοτοσυκλετιστι-κής μνήμης. Αυτό όμως που ήθελε πάνω από όλα δεν είχε καταφέρει να το αποκτήσει. Το Samurai με τους οκτώ σταυρούς. Επρόκειτο για ένα θρύλο στους κύκλους των σκληροπυρηνικών μοτοσυκλετιστών της Αθήνας. Kawasaki H2 750 Mach IV του 1972. O πρώτος που το οδήγησε ήταν ο Μπάμπης ο Δελατόλας από το Κερατσίνι, το μεγαλύτερο αλάνι της εποχής, θα έλεγε κανείς. Στο μήνα το Samurai τον είχε στείλει στο χώμα (στη φυλακή είχε μπει αρκετές φορές). Ακολούθησαν επτά ακόμα άτυχοι μηχανόβιοι, που θέλησαν να δαμάσουν το τρελαμένο δίχρονο. Εξού και οι οκτώ λευκοί σταυροί πάνω στο μαύρο ρε-ζερβουάρ της μοτοσυκλέτας. Ο τελευταίος που την οδήγησε, τη δεκαετία του ’80, ήταν ο Νότης ο Παπαγιάννης, ιδιοκτήτης καφέ-μπιλιάρδων στα Εξάρχεια, στην οδό Σουλτάνη. Μετά το θάνατο του τελευταίου, η μοτοσυκλέτα έμεινε στο μαγαζί, στην κατοχή του αδελφού του Γιώργου, που είχε ορκιστεί να μην την πουλήσει.Ο Γιαννακόπουλος είχε προσπαθήσει κάμποσες φορές να την αγοράσει, χωρίς επιτυχία. Ο Παπα-γιάννης ήταν ανένδοτος και δεν είχε συγκινηθεί από τις ομολογουμένως δελεαστικές χρηματικές προσφορές. «Ο αδελφός μου θα βρικολακιάσει», συνήθιζε να λέει σε κάθε επίσκεψη. Του είχε πε-ράσει από το μυαλό να κάνει καμία διάρρηξη στο μπιλιαρδάδικο, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν στο στιλ του. Ομως τώρα, ο Γιαννακόπουλος είχε κρυμμένο έναν άσο στο μανίκι του. Ο Παπαγιάννης δεν ήταν ο ικανότερος άνθρωπος στη διαχείριση χρημάτων. Σε συνδυασμό με την αγάπη του για το χαρτί, τα

χρέη του στην τράπεζα ήταν αρκετά και κινδύνευε να χάσει το μαγαζί. Και ο Γιαννακόπουλος ήξερε ότι αυτό ήταν το πρώτο που θα έκανε τον αδελ-φό του να βρικολακιάσει. Το τραπεζικό χρέος του Παπαγιάννη είχε αναλάβει να εισπράξει η εταιρεία στην οποία δούλευε ο Γιαννακόπουλος. Η ευκαι-ρία ήταν μοναδική. Μόνο έτσι θα μπορούσε να βά-λει χέρι στο Samurai. To κόκκινο Ducati πάρκαρε κοντά στις καφετέρι-ες της πλατείας. Η εικόνα δεν είχε αλλάξει πολύ από την τελευταία επίσκεψή του. Τα γνωστά «πα-λικάρια» ήταν μαζεμένα με μπίρες, στερεοφωνικά και Heavy Metal, οι μαύροι με τα cd ήταν κι αυτοί εκεί για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, και οι μπάτσοι, σιωπηλοί «τοποτηρητές», ρούφαγαν το φραπέ τους. Καθώς όμως προχωρούσε προς το μπιλιαρδάδικο, πρόσεξε ότι τα συνθήματα στους τοίχους είχαν αναβαθμιστεί: «Δεν θα μας πάρεις τα Cayenne, Ολι Ρεν, Ολι Ρεν», «Η πράσινη λύση στην κρίση είναι το νόμιμο χασίσι» και φυσικά «Παπανδρέου, πάρε τη Τζούλια υπουργό, να χε-στούμε στο ευρώ». Κοντοστάθηκε λίγο, για να βγάλει το δερμάτινο που τον ζέσταινε μέσα στη φθινοπωρινή υγρασία. Σκέφτηκε λίγο και γέλασε. «Σίγουρα οι των Εξαρχείων έχουν περισσότερο χιούμορ από το ΠΑΜΕ». Γρήγορα όμως, ανασύ-νταξε τις σκέψεις του στη δουλειά για την οποία είχε έρθει. Οι εισπράκτορες είχαν ήδη επισκεφτεί τον Παπαγιάννη δύο φορές. Την πρώτη φορά ει-σέπραξαν βρισιές. Τη δεύτερη τους απείλησε ότι θα τους αναλάβουν τα κυκλώματα προστασίας της περιοχής. Οπως και να είχε, σίγουρα θα ήταν πι-εσμένος και πιο ενδοτικός σε διαπραγματεύσεις και προσφορές σε σχέση με πριν.Το μαγαζί ήταν ανοιχτό, αλλά είχε μια εικόνα εγκα-τάλειψης. Για να μπορέσει να περιορίσει κάπως τα έξοδα, ο Παπαγιάννης είχε απολύσει όλο το προ-σωπικό και προσπαθούσε να κάνει τη διοίκηση, αλλά και το σέρβις μόνος του. Δύο μαλλιάδες με φράντζα, μαύρα κολλητά τζιν και άσπρα αθλητικά μποτάκια ήταν οι μοναδικοί θαμώνες, απορροφη-μένοι στο παιχνίδι τους, πάνω από ένα τραπέζι αμερικανικού τύπου. «Καλώς τον αγαπητό. Πώς από τα μέρη μας; Θα παίξουμε μπιλιάρδο; Ή μήπως ζάρια;» Ηταν ο Παπαγιάννης, με κάπως μακριά γένια και ταλαι-

23

πωρημένο πρόσωπο. Ο Γιαννακόπουλος πλησίασε προς το μέρος του.«Είχα κενό σήμερα. Είπα να σε επισκεφτώ. Να δω πώς πάει το μαγαζί».«Λαμπρά, δεν βλέπεις; Πνιγμένοι στον κόσμο. Τι να σου βάλω;»«Ο,τι θες. Δεν καθόμαστε όμως κάπου να τα πού-με;»«Να τα πούμε». Πήρε ένα μπουκάλι Jack Daniels και δύο ποτήρια. Εδειξε στον άλλον ένα άδειο τραπέζι, μακριά από τους δύο πελάτες και έκατσαν. «Λίγο νωρίς δεν είναι για ποτό;» είπε ο Γιαννακό-πουλος.«Δε βαριέσαι. Συνήθεια. Δεν μου είπες ακόμα. Πώς από εδώ; Οχι ότι δεν μπορώ να φανταστώ δη-λαδή».«To Samurai το έχεις;» τον κοίταξε επίμονα και στοχαστικά.«Είναι μέσα. Δεν τα έχουμε ξαναπεί όμως αυτά; Δεν είναι για πούλημα».«Ακουσα ότι το μαγαζί δεν πάει και πολύ καλά. Νομίζω, το βλέπω και μόνος μου τώρα». Σταμάτη-σε λίγο και κάρφωσε τον Παπαγιάννη, που κοίταζε το ποτήρι στο χέρι του. «Σε έχουν επισκεφτεί κάτι τύποι από την τράπεζα, ε; Και σε πιέζουν να πλη-ρώσεις…»Το βλέμμα του άλλου υψώθηκε αμέσως. «Κι εσύ που το ξέρεις; Εσύ τους έχεις στείλει, ρε καριόλη; Νομίζεις ότι θα τρομάξω έτσι;»Ο Γιαννακόπουλος παρέμεινε ήρεμος. «Θέλεις να μιλήσουμε λογικά; Δεν έχω στείλει κα-νέναν. Ξέρω, όμως, ότι είσαι σε δύσκολη κατάστα-ση. Σου προσφέρω λοιπόν να αγοράσω το χρέος σου, αν μου δώσεις αυτό που θέλω. Πιστεύω ότι είναι ένας συμφέρον διακανονισμός. Ειδικά για την πλευρά σου. Εκτός αν θέλεις να ξυπνάς μέσα στη νύχτα από τα τηλεφωνήματα των εισπρακτό-ρων και μετά από λίγο καιρό να χάσεις το μαγαζί».«Με απειλείς, ρε; Θέλεις σε πέντε λεπτά να βρί-σκεσαι σε κάποιο κάδο της πλατείας χωρίς δό-ντια;» Ο Παπαγιάννης ήταν έξω φρενών.«Αυτό θα σου έλυνε τα προβλήματα;» O Γιαννακόπουλος παρέμενε ήρεμος. Ηταν κάτι που είχε εξασκήσει αρκετά, όταν δούλευε σαν ει-σπράκτορας χρεών. Είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολες καταστάσεις, όταν πήγαινε να εισπράξει σε περιο-χές όπως το Ζεφύρι και το Μενίδι. Η εμπειρία τού έλεγε ότι ο Παπαγιάννης δεν ήταν άνθρωπος που

τον έκαμπτες με φωνές. Επρεπε να φανεί με ηρε-μία ποιος είχε το πάνω χέρι. «Ακουσέ με. Το θέμα θα διευθετηθεί άμεσα. Απλά θέλω το μηχανάκι».«Αυτό το μηχανάκι ήταν του αδερφού μου, ρε! Τo είχαν οδηγήσει ο Δελατόλας κι ο Αγγελόπουλος, που έτρεχε στο γύρο του θανάτου. Και τώρα θες να το πάρεις εσύ, ο κουράδας;»«Ετσι ακριβώς. Σου έχω έτοιμα εδώ κάποια χαρ-τιά. Αν είσαι λογικός, θα υπογράψεις. Αλλιώς, θα χάσεις τον ύπνο σου και μετά την επιχείρησή σου. Σου ξαναλέω, η πρόταση είναι συμφέρουσα».Ο Παπαγιάννης είχε ιδρώσει και δεν μίλαγε. Σκε-φτόταν. Ζύγιζε τις επιλογές του. Μετά από δύο λε-πτά εφίδρωσης και ησυχίας, είπε: «Εχω το λόγο σου; Δεν πρόκειται να ξαναδώ κανέναν σας;»Τόσο εύκολο ήταν τελικά, σκέφτηκε ο άλλος. «Εχεις το λόγο μου», είπε, «πάμε τώρα να το δω».«Είναι πίσω». Σηκώθηκε και έδειξε προς την πίσω αυλή. Προ-χώρησαν μαζί. Στη γωνία υπήρχε ένας σωρός σκεπασμένος με πανί. Ο Παπαγιάννης το τράβηξε και η πολύτιμη λεία αποκαλύφθηκε. Τo Samurai με τους οκτώ σταυρούς. Είχε αρκετή σκόνη και σκουριά, αλλά για την ηλικία του (και την ιστορία του) ήταν σε καλή κατάσταση. O Παπαγιάννης διάβασε τα χαρτιά και υπέγραψε.

Ο άλλος είχε μείνει κολλημένος και κοίταγε το πολύτιμο τρόπαιο, που μετά από τόσο κυνήγι ήταν δικό του. Τελικά, γύρισε και υπέγραψε κι εκείνος. «Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ;»«Εχεις το λόγο μου».«Εύχομαι, ρε πούστη, ο επόμενος σταυρός να εί-ναι δικός σου». Ο Παπαγιάννης γύρισε στεναχωρημένος και κοί-ταξε τους δύο πελάτες. Μετά υποχώρησε πίσω από το μπαρ.Ο Γιαννακόπουλος άφησε πίσω του το θλιβερό μπιλιαρδάδικο, χωρίς να πιστεύει πόσο εύκο-λο ήταν το έργο του. Μετά από τόσο καιρό, το Samurai ήταν πλέον δικό του. Αναψε ένα τσι-γάρο και το ρούφηξε με ικανοποίηση. Καθώς το βλέμμα του περιπλανήθηκε λίγο, έπεσε πάνω σε ένα ακόμα σύνθημα: «Του οχταώρου οι πεσόντες νανουρίζονται με τσόντες». Χαμογέλασε. «Αυτή η κρίση είναι μαγική», σκέφτηκε. «Θα τους πάρου-με τα σώβρακα».

νη και αι την ιστορίρία ν ι

η. τα χαρτιά και υπέγραψε. άιά υπ γβασε τ

24

Αυτή η πόλη, ο κόσμος της, τα πάντα είναι συνδε-δεμένα μεταξύ τους με ένα μυστήριο, υπερφυσι-κό δεσμό. Ο κόσμος τρελαίνεται και οι άνθρωποι επηρεάζουν τα πάντα γύρω τους. Ποιο φαινόμενο του θερμοκηπίου, ποια ρύπανση και τι γαμημένα βαρομετρικά μου λες εσύ; Ανοίγω την τηλεόραση για να δω τον αυριανό καιρό και βλέπω μία ξανθιά γκομενάρα, βουτηγμένη στο νάζι και στην καύλα να μου λέει πως και αύριο θα έχει ζέστη. Λογικό. Οταν στριπτιτζούδες διαβάζουν το μετεωρολογικό δελτίο, ο καιρός θα μου δείξει ένα μεγαλοπρεπέ-στατο κωλοδάχτυλο και θα κάνει τα δικά του.Είναι φθινόπωρο και ακόμα πηγαίνω στη δουλειά με το κοντομάνικο. Θα φορούσα και σορτσάκι, αλλά στο γραφείο που δουλεύω σε κοιτάνε περίεργα αν δεν φοράς παντελόνι (και είσαι αρσενικό). Ενα λί-τρο βενζίνη κοστίζει περισσότερο από μία μπίρα, παρόλα αυτά ο κόσμος εξακολουθεί να βάζει μπρος το αμάξι του κάθε πρωί, να κολλάει στην κίνηση και να τρώει ώρες ατέλειωτες στους δρόμους για να φτάσει στη δουλειά του, αντί να μπει σε ένα λεω-φορείο και να πιει μία μπύρα στη διαδρομή και να το απολαύσει. Η αλήθεια να λέγεται, και γω το ίδιο κάνω, για να προλάβω να πιω τον πρωινό μου καφέ παρέα μ’ ένα τσιγάρο, αφού πλέον στο γραφείο δεν καπνίζουμε. Απαγορεύτηκε, βλέπεις, το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους.Τετάρτη σήμερα και φτάνω στο γραφείο αργοπο-ρημένος γύρω στο ένα μισάωρο. Ο προϊστάμενός μου, ο Γιώργος, θα με κράξει, αλλά πλέον δεν με πολυνοιάζει. Δουλεύω σε μια μεγάλη διαφημι-στική εταιρεία ως γραφίστας. Περίεργη εποχή για γραφίστες σε διαφημιστικές. Η δουλειά είχε πέσει, ειδικά μέσα στο καλοκαίρι, και άρχισαν να κόβουν μισθούς και να ζητάνε από το κόσμο να «περάσει από το λογιστήριο». Τι ευγενικός τρόπος για να σου πει το αφεντικό σου «φιλαράκο, σ’ ευ-χαριστώ, αλλά δεν σε χρειάζομαι άλλο, μπορείς να πάρεις τον πούλο τώρα!». Μετά ήρθαν οι εκλογές και οι μισοί που είχαμε μείνει έπρεπε να βγάλου-με διπλάσια δουλειά στο ένα τέταρτο του χρόνου. Τρελές καταστάσεις. Βαρούσαμε δωδεκάωρα, χωρίς πληρωμένες υπερωρίες φυσικά. Τώρα, έχει πέσει πάλι η δουλειά και αισθανόμαστε σαν μελ-

λοθάνατοι που περιμένουν να τους τύχει ο κλήρος για την εκτέλεση. Σήμερα, μάλλον θα είμαι εγώ. Πίνω μία γουλιά από το υπέροχο, πρωινό μου φραπόγαλο, τραβάω μία τελευταία τζούρα από το τσιγάρο μου και γενναία βγαίνω από το αμάξι και προχωρώ προς το «θάνατό» μου.Χαιρετάω τα κορίτσια στη γραμματεία, μπαίνω στο ασανσέρ και ανεβαίνω στο “Creative department” στο δεύτερο όροφο, εκεί που δουλεύουμε όλοι οι γραφίστες της εταιρείας. Από τα είκοσι γραφεία στο δωμάτιο, μόνο τα επτά έχουν πλέον ιδιοκτή-τες. Καλημερίζομαι με τα άλλα παιδιά και πάω στη γωνία μου, μαζί με τον Κώστα, όπου συνεχίζουμε να δουλεύουμε πάνω σε κάποια προσχέδια για μια διαφήμιση ενός αρώματος για περιοδικό και αφίσα. Περνάνε δύο ανιαρές ώρες, ώσπου εμφα-νίζεται ο Γιώργος, ντυμένος σαν «κοράκι» ή σερ-βιτόρος με άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι και γραβάτα. Αν δεν φορούσε κόκκινη ζώνη και παπούτσια ακολουθώντας τις hipster τάσεις της μόδας, θα του έδινα ένα δίευρο και θα του ζητού-σα το λογαριασμό, έτσι για να του σπάσω λίγο το υφάκι. «Αντώνη, πέρασε λίγο από το γραφείο μου μόλις μπορέσεις, πρέπει να μιλήσουμε», μου λέει. Του γνέφω και τελειώνω τα μελάνια από τα προ-σχέδια. Χτυπάω τον Κώστα φιλικά στον ώμο και τα βλέμματά μας διασταυρώνονται. «Καλή τύχη», ψελλίζει μέσα απ’ τα δόντια του.Προχωράω στο διάδρομο όπου βρίσκονται τα γραφεία των διευθυντών των τμημάτων. Ολα εί-ναι προκάτ, ψεύτικες κατασκευές που σπάνε με μια μπουνιά, παρόλα αυτά, όσοι βρίσκονται κλει-σμένοι μέσα σε αυτά τα τετράγωνα δωματιάκια, για έναν περίεργο λόγο, αισθάνονται ανώτεροι άνθρωποι από εμάς τους υπόλοιπους, την περή-φανη γενιά των 597 ευρώ! Στέκομαι έξω από την πόρτα του Γιώργου και για μια στιγμή μου περνάει απ’ το μυαλό να την κλωτσήσω αντί να χτυπήσω, όπως ορίζουν οι καλοί τρόποι που έμαθα μικρός. Η λογική επικρατεί του συναισθήματος και τελικά χτυπάω κοφτά τρείς φορές, ακούω ένα ξερό «Πε-ράστε» και ανοίγω την πόρτα. Βλέπω τον Γιώργο καθισμένο στο γραφείο του, πνιγμένο από ένα σωρό από διάφορα διαφημιστι-

κά, να παλεύει να ελευθερωθεί σαν παγιδευμένος εξερευνητής μέσα σε κινούμενη άμμο. «Κάθισε», μου λέει και στρώνω τον κώλο μου σε μία από τις δύο φτηνιάρικες πλαστικές καρέκλες που έχει μπροστά απ’ το γραφείο του. Περιμένω να δω τι ακριβώς θα μου πει όσο ψάχνει κάτι μέσα στα συρτάρια του. Τελικά, σηκώνει αργά το κεφάλι του, κρατώντας ένα φάκελο που γράφει το όνο-μά μου (ναι, κόβει τόσο το μάτι μου, που διαβάζω Arial σε μέγεθος 8 από ενάμισι μέτρο). «Αντώνη, λυπάμαι, αλλά δεν πάμε καλά. Οι δουλειές έχουν πέσει πάρα πολύ και η εταιρεία μπαίνει μέσα. Ενώ είμαστε απόλυτα ευχαριστημένοι με τη δουλειά σου, δυστυχώς δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε άλλο στην εταιρεία», μου λέει, ενώ μου δίνει το φάκελο που κρατάει. «Εδώ μέσα είναι η αποζημί-ωσή σου», συνεχίζει, «ό,τι μπορεί να χρειαστείς, συστατικές επιστολές ή οτιδήποτε άλλο, πάρε ένα τηλέφωνο και θα σε εξυπηρετήσω». Ανοίγω το φάκελο, μετράω κοντά στα 1.200 ευρώ και του απαντάω: «Πρώτον, δεν είδα η εταιρεία να μει-ώνει το μισθό το δικό σου ή των ανωτέρων σου, οπότε μη μου λες πίπες ότι δεν βγαίνετε. Δεύτε-ρον, η δουλειά μου γαμάει, όπως και της Μαρίας που απέλυσες την περασμένη Παρασκευή, και του Γιάννη που σούταρες την περασμένη Δευτέ-ρα. Προτιμάς να λιώσεις τους υπόλοιπους και να κρατήσεις την άχρηστη την Αντωνία, επειδή έχει ωραίο κώλο. Τρίτον, άντε και γαμήσου, εσύ και η εταιρεία!» Τον βλέπω να γίνεται κόκκινος σαν αστακός, ενώ σηκώνομαι με ένα τεράστιο χαμόγε-λο. «Πώς τολμάς να μου μιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο; Θα σε σκίσω, μουνόπανο!» φωνάζει. «Αντε γεια!» του λέω φεύγοντας από το γραφείο του.Επιστρέφω στο γραφείο μου και τα λέω λίγο με τον Κώστα. Ξεραίνεται στο γέλιο, όταν του περιγρά-φω τη συνομιλία μου με τον Γιώργο. «Καλή τύχη, αδερφάκι μου», λέει, ενώ μαζεύω τα προσωπικά μου αντικείμενα μέσα σε μια κούτα από φωτοτυπι-κό χαρτί. Για το γαμώτο, βουτάω και το mousepad του υπολογιστή μου!Φεύγω από το γραφείο, χαιρετώντας τους υπόλοι-πους μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο, και τους εύχομαι καλή συνέχεια. Ανοίγω την πόρτα της σακαράκας

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΤΟΣ

25

που έχω για αμάξι και πετάω την κούτα στο πίσω κάθισμα. Μπαίνω μέσα, βάζω μπρος τη μηχανή, ανάβω ένα τσιγάρο και ξεκινάω για το σπίτι. Υπέ-ροχα. Συγκατοικώ με άλλους δύο φίλους σε ένα ερείπιο στα Εξάρχεια με 400 ευρώ νοίκι και το μεθεπόμενο μήνα δεν θα έχω να δώσω το μερίδιό μου. Κινητό, ίντερνετ, δόσεις για τον υπολογιστή που αγόρασα πριν από ένα εξάμηνο για να δου-λεύω, ρεύμα, τηλέφωνο και η βενζίνη να έχει πάει στο 1,60. Σκατά. Να δω πώς θα τα βγάλω πέρα…Φτάνω στο Πάρκο Ελευθερίας και αποφασίζω να κάνω μια στάση. Θα παρκάρω εδώ και θα συνεχίσω με τη συγκοινωνία. Θα γλιτώσω 1,60 από τη βενζί-νη, αλλά θα το πάρω σε μπίρα και θα την πέσω στα

γρασίδια. Ο κόσμος έχει τρελαθεί. Στριπτιτζούδες μού λένε τον καιρό, οδηγάμε σα μαλάκες, μας κό-βουν το τσιγάρο και μας διώχνουν τ’ αφεντικά από τις δουλειές μας, για να μην στερηθούν εκείνοι. Είναι φθινόπωρο και κυκλοφορώ με κοντομάνικο. Δε γαμιέται. Θα κόψω το κινητό και το τηλέφωνο. Θα κόψω το αυτοκίνητο. Θα πίνω μπίρες, αντί να βάζω βενζίνη. Είναι Νοέμβρης, αλλά τουλάχιστον ακόμα έχουμε ήλιο.

26

Το ραδιόφωνο έχει μείνει ανοιχτό από το προη-γούμενο βράδυ. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να ξυπνάς με τη φωνή του Πορτοσάλτε στη δια-πασών. Γιατί παίζει Σκάι το ράδιο; Αργησα πάλι. Και δεν μπορώ και τις φωνές του αλλουνού πρωί πρωί. Καφές, καφές επειγόντως! Οχι, δεν θέλω καφέ, να ξεραθώ θέλω για ένα δίωρο ακόμα. Αυτά τα απαίσια πρωινά. Ποιος τα ανακάλυψε; Ποιος τα εφηύρε; Είναι ανεπίτρεπτο κάθε μέρα να ζεις μια τέτοια ταραχή. Είναι τόσο απειροελά-χιστη, τόσο μικρή, δεν μπορεί να μου καθορίζει όλη την ημέρα. Θα αργήσω… τι θα αργήσω δη-λαδή, που άργησα. Σκατά, δεν πάω πουθενά. Μην νομίζεις, κι εγώ αναρωτιέμαι πώς στροφάρει τόσο πολύ το μυαλό μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Οι σκέψεις είναι πολλές και τα πρωινά ερωτήμα-τα καταιγιστικά. Και είναι τόσο πρωί.Δεν πάω πουθενά. Θα κοιμηθώ. Εχω δικαιολογία, ρε παιδάκι μου. Ντάξει, δεν έχω. Αλλά θα βρω. Να πάρω τον Μάριο να του πω ότι δεν θα πάω δουλειά και ότι θα κάτσω σπίτι. «Και τι να πω στο αφεντικό;» «Οτι αφεντικά έχουν μόνο τα σκυλιά και ότι πάω για καφέ. Καλά, αυτό για τον καφέ μην του το πεις. Ούτε για τα σκυλιά. Εν πάση περιπτώσει, πες ό,τι θες. Κλείνω και έλα για καφέ».Η επανάσταση περνάει από το Floral. Τι σκέφτο-μαι πρωινιάτικα; Το ρημάδι το μυαλό όχι μόνο θέτει αναπάντητα ερωτήματα, αλλά είναι και σε εγρήγορση για τσιτάτα. Να σταματήσω να διαβά-ζω Lifo. Τώρα φαίνονται οι παρενέργειες. Κομμέ-νο το free press, αλλοιώνει συνειδήσεις, άσε που θα καταντήσεις να μιλάς σαν την Κοντοβά. Πάω για καφέ. Μήπως να μην πάω; Οχι, δεν θα

κωλώσω τελευταία στιγμή. Θα τον κρατήσω το λόγο μου και θα πάω για καφέ. Δεν έχω κανένα καραγκιόζη πάνω απ’ το κεφάλι μου εγώ. Ετσι κι αλλιώς, για σουτ με έχει. Τι να με απολύσει σή-μερα, τι να με απολύσει σε μια βδομάδα. Από έξι γραφίστες μείναμε οι δύο. Οχι, δεν κράτησε τους καλύτερους, κράτησε τους φτηνότερους. Προφα-νώς, είμαι ο φτηνός.«Τώρα πια είσαι και άνεργος. Είπε ότι το ’χεις πα-ρακάνει με τις κοπάνες, ότι χάρη σου έκανε τόσο καιρό που σε κράταγε και να μην ξαναπατήσεις στο γραφείο. Και αυτά… Πού είπες ότι είσαι για καφέ; Ερχομαι από κει».Δηλαδή θέλουν να μου πουν ότι αυτή τη στιγμή απολύθηκα; Ετσι απλά; Επειδή επέλεξα κι εγώ μία φορά στη ζωή μου να πιω ένα freddo στην εξοχική πλατεία των Εξαρχείων; Εντάξει, είναι η τρίτη φορά μέσα στο μήνα. Αυτό όμως δεν δικαι-ολογεί ούτε απόλυση ούτε εργασιακή καταπίεση ούτε φασιστική συμπεριφορά του κάθε προϊστά-μενου απέναντι στην εργατική δύναμη.«Καλά, κρύψε για λίγο τον προλετάριο που ξύ-πνησε απότομα μέσα σου και γύρνα στο γραφείο. Το ’χεις παρακάνει, αγόρι μου. Δεν έχει άδικο πια και ο άλλος».Δεν πάω πουθενά. Τα έχω ακούσει και τα έχω ξα-

νακούσει μύριες φορές. Οχι, που δεν θα λύγιζε. Γονατιστός θα γυρίσει και θα με παρακαλάει. Και φυσικά όχι γιατί είμαι φθηνός, αλλά γιατί ξέρει ότι είμαι ο καλύτερος. Εγώ έχω κάνει τις μεγαλύ-τερες επιτυχίες για την εταιρεία, εγώ είμαι η δι-αφήμισή της, εγώ την έσωσα από την κατρακύλα με όλο αυτόν τον πανικό που γίνεται εκεί έξω. Αν δεν είχα τις γνωριμίες που έχω, ούτε μισή δου-λειά δεν θα είχε τώρα η εταιρεία. Και εν πάση πε-ριπτώσει, δεκάρα δεν δίνω. Από την Τυπογραφέξ με ζητάνε σαν τρελοί να πάω να δουλέψω.«Επειδή ξέρω τι σκέφτεσαι, θέλω να σου υπεν-θυμίσω ότι δουλεύεις στην εταιρεία του πατέρα σου, σε περίπτωση που μείνεις άνεργος, ο θείος σου θα σε πάρει από λύπηση στην εταιρεία του, και τέλος, μένεις ακόμα με τη μάνα σου όντας 37 και κάτι Μαΐων. Γι’ αυτό, ρούφα το καφεδάκι σου, γιατί το αυγό σου το ρουφάς κάθε πρωί στην αγκαλιά της μανούλας. Και σήκω να φύγουμε».Δεν πάω πουθενά και άσε τον να μιλάει και αυτόν. Κάνει και μια απίστευτη ζέστη σήμερα. Αττική γη σου λέει ο άλλος και κουραφέξαλα. Ούτε Θεσ-σαλονίκη να μέναμε με τόση υγρασία. Απίστευτη υγρασία. Νοέμβρης μήνας. Η φύση τα έχει μπλέ-ξει για τα καλά. Εγώ θα τα ξεμπλέξω; Χάλια ο κα-φές. Για την εποχή μην με ρωτάς, μάλλον και αυτή χάλια. Αυτά τα ξέρει καλύτερα ο μεγάλος. Εγώ απλώς έμαθα να τον ακούω και να τον ακολουθώ. Αυτός έχει τα ηνία, άρα θα έχει και την άποψη. Και θα την έχει για πολύ ακόμα.«Πλήρωσε τον καφέ και πάμε. Δεν έχει μέλλον η φάση. Γυρνάμε γραφείο. Και όχι τίποτα άλλο, την γκρίνια του σκέφτομαι, που δεν υποφέρεται με τίποτα».

27

Γεννήθηκα στο Σάσεξ. Μπορεί βέβαια να προερ-χόμαστε από τους Σάουθερν Σάξονς ως Σασεξια-νοί, αλλά για μένα τουλάχιστον, αυτό που μπορείς να πεις είναι πως έχω κάνει ως τώρα στη ζωή μου κάτι σαν σεξ. Σαν σεξ στο Σάσεξ, λοιπόν. Δεν μου άρεσαν πάντα τα κορίτσια. Για να είμαι ακριβής, δεν μου άρεσαν ποτέ. Μάλλον ήμουν αυτό που λένε ασέξουαλ. Το αντίθετο της αξιαγάπητης Βρετανί-δας. Είμαι κοντή. Αλλά δεν είναι αυτό το ανάποδο με εμένα. Δεν δείχνω να έχω γυναικεία χαρακτη-ριστικά, κάτω από τα αυτιά μου έχω αυθάδικες φαβορίτες. Παρόλα αυτά έχω κάνει κάτι σαν σεξ. Στα δεκαέξι μου, με έναν όμορφο ξανθό φίλο μου, τον Ερικ. Αλλά είχα ήδη πάρει άλλη πορεία. Αυτό το κάτι που κάναμε με τον Ερικ, εγώ το είδα σαν ανάποδη ούρηση. Δεν ένιωσα τίποτα, κι ας είχε μπει στα σωθικά μου, κι ας με φιλούσε, κι ας γίνανε τόσα και τόσα μετά. «Μάγκι, είσαι τα πάντα για μένα στον κόσμο, σε εσένα αρχίζουν και τελειώνουν όλα, είσαι το μόνο αληθινό πράγμα που μου συνέβη ποτέ!» επέμενε απελπισμένα έφηβος ο Ερικ. Αλλά εγώ είχα ήδη πάρει άλλη πορεία. Χρόνια νωρίτε-ρα. Από δέκα χρόνων πήγαινα σε μαθήματα της Ελληνικής Κοινότητας του Σάσεξ. Ο πατέρας μου είναι Ελληνας δεύτερης γενιάς. Και εμένα, για να είμαστε ειλικρινείς, με λένε Μάγδα, όπως τη γιαγιά

μου, όχι Μάγκι. Αλλά επειδή ακούγεται περίεργο και ρώσικο το Μάγκντα, με φωνάζουν όλοι Μάγκι.

Τέλος πάντων. Στην Ελληνική Κοινότητα του Σάσεξ κάναμε και μαθήματα ελληνικών, είπα. Για να εξα-σκήσουμε τα πενιχρά ελληνικά μας λοιπόν, είχαμε pen pals. Κυριολεκτικά pen pals όμως. Επαιρνα την πένα μου, θυμάμαι, και με ιδιαίτερα φετι-χιστικό στιλ έγραφα σε πεπαλαιωμένο χαρτί. Η αλληλογραφική μου φίλη λεγόταν Αλεξάνδρα και ήταν από την Αθήνα. Δεν την είχα δει ποτέ μέχρι φέτος. Είναι αθώες φαινομενικά αυτές οι σχέσεις. Με εμένα και την Αλεξάνδρα όμως, το πράγμα δεν πήγε τόσο απλά.Αν και πάντοτε στα γράμματά μας μιλούσαμε απλά. Εκείνη θα μου έστελνε συνταγές, να σου μουσακά-δες και γεμιστά και μπακλαβάδες, για να εντυπω-σιάσω τον πατέρα μου. Κι εγώ συνήθως τραγούδια, πότε το “Love Spreads” των Stone Roses, πότε το “Wonderwall” των Oasis, πότε το “Tender” των Blur. Δεν ένιωθα τότε πως ήθελα να της πω πράγματα μέσα από τα τραγούδια. Και είναι αλήθεια πως λίγα μπορούσα να της πω. Μεταφρασμένο το βιολί του Γκάλαχερ στο “Wonderwall” δεν μπορεί να πει και πολλά. Αλλά μέσα κάτι άλλο τριβέλιζε.Οταν είδα για πρώτη φορά τη φωτογραφία της Αλε-

28

ξάνδρας, ένιωσα κάτι πολύ περίεργο. Δεν υπήρχαν μάσκες για να πέσουν. Δεν ήξερα ποια ήμουν τότε. Ποτέ δεν είχα νιώσει κάτι για κάποιο αγόρι, δεν γνωρίζω γιατί. Υπήρξα γενικώς ήρεμη ως έφηβη, αν και συχνά μπλεκόμουν σε καβγάδες για το πο-δόσφαιρο. Η μητέρα μου πάντα επέμενε πως δεν πρέπει εγώ, μια Μάγκι, να τσακώνομαι έτσι μάγκι-κα με τα αγόρια του σχολείου. Μια φορά κλώτση-σα ένα συμμαθητή στα τέτοια του. Δεν ένιωσα και μεγάλες ενοχές είναι η αλήθεια. Τα ’θελε, τα ’παθε ο βλάκας. Με κορόιδευε που παίζω ποδόσφαιρο, με φώναζε «Μάγκι-μπόι». Ε, κι εγώ τον κλώτσησα εκεί που ήξερα πως θα πονέσει. Κοιτώ αυτή τη φωτογραφία της Αλεξάνδρας και νιώθω λες και την κοιτώ για πρώτη φορά. Σεμνή στο κοριτσίστικο λουλουδάτο φόρεμά της, χαμο-γελά με ένα νάζι να τρελαίνεσαι. Οταν την πρωτο-κοίταξα, ένιωσα κάτι περίεργο. Λες και συναντούσα την ισορροπία. Την ήθελα. Οσο τίποτε άλλο. Αρχικά είπα πως είναι κάτι περίεργο που θα μου περάσει. Εβαλα τη φωτογραφία στο συρτάρι και δεν την ξανακοίταξα. Για δέκα λεπτά δηλαδή. Υστερα από αυτό το χρονικό διάλειμμα αμφιβολίας, ξανάνοιξα το αμαρτωλό συρτάρι. Η μοναχική αγγλοσαξονική μου κάμερα έμοιαζε πια πολύ στενή για όσα ένιω-θα. Ναι. Η Αλεξάνδρα ήταν ό,τι πιο σωστό υπήρχε στον κόσμο. Ο,τι πιο ισορροπημένο για μένα. Ναι. Μια κοπέλα, μια γυναίκα. Ο,τι πιο φυσιολογικό. Ετσι ένιωθα. Εκείνην έψαχνα κοιτώντας απεγνωσμέ-να τα περιοδικά τα κοριτσίστικα. Την Αλεξάνδρα. Εκείνη που ήξερε να διώχνει τους άνδρες. Συμμα-θητές βαρετοί, ποτέ σίγουροι, πάντα μπερδεμένοι. Πάντα θολοί. Κι ωστόσο κρατούσα μια μικρή ελπίδα για τους άνδρες στο πίσω μέρος του μυαλού. Μα κι εκείνη έσβησε, όταν πια πήγα με τον Ερικ. Η φιλία μας με την Αλεξάνδρα δεν αναπτύχθηκε σε έρωτα από την μια στιγμή στην άλλη. Μιλούσαμε και για βιβλία, για ταινίες, για διάφορα ασήμαντα εντέλει πολιτιστικά αγαθά, τα οποία όμως έκαναν τις δυο ψυχές να σκιρτούν ευαίσθητα. Η σύμπνοια στο γούστο δεν είναι ερωτικός παράγων θα πει κα-νείς. Για μένα, όμως, ήταν κάτι το αποκαλυπτικό. Κάτι το απίστευτα νέο. Σαν να μιλάνε δυο άνθρωποι αλληλοσυμπληρούμενα. Οχι δυο άνθρωποι. Δυο γυναίκες. Η Μάγκι και η Αλεξάνδρα. Σε ένα. Τα γράμματα πηγαίναν κι έρχονταν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ωσπου έφτασα τα 21. Μιλούσαμε με την Αλε-ξάνδρα ήδη δέκα χρόνια. Ο πατέρας μου με έβλεπε να μην έχω αγόρι, να γυρίζω συνέχεια μόνη μου στο σπίτι και να γραπώνομαι πάνω στο ξύλινο κου-τί όπου φυλούσα την αλληλογραφία μου. Πίστεψε πως το να πάω για διακοπές στην Αθήνα αυτό το φθινόπωρο, ειδικά φέτος που η Ελλάδα έχει οι-κονομικό πρόβλημα, θα με βοηθούσε να δω την αληθινή ζωή των Ελλήνων, «Ελληνίδα να νιώθεις κι εσύ!»

Μικρή σημασία είχε το γεγονός πως ο πατέρας μου καταγόταν από την Εδεσσα, εγώ έπρεπε να πάω στην Αθήνα! Τον κορόιδεψα τον καημενούλη μου. Ετσι, το ταξίδι μου άρχισε να μοιάζει σαν μια επιστροφή στις ρίζες, μια αναζήτηση της αλήθειας της οικογένειάς μου. Θα ταξίδευα εκεί, για να μάθω ποια είμαι, ποια ήταν η γιαγιά μου η Μάγδα, πώς ήρθε στον Πειραιά και πώς κατέληξε στην Αγγλία.Φυσικά, στο κεφάλι το δικό μου ήταν μόνον η Αλε-ξάνδρα. Εκείνη. Η μία. Η ισορροπία της ζωής μου, η καρδιά μου η σορόπα. Η Αλεξάνδρα μου. Της έστει-λα γράμμα πως θα ερχόμουν στην Αθήνα, και εκεί-νη απάντησε ξετρελαμένη. Θα γινόταν επιτέλους. Ντρεπόμουν τρομερά.Με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο της Αθήνας, δέθηκε ο λαιμός, δεν έβγαζα φωνή. Πνιγό-μουν. Ωσπου τη συνάντησα. Τόσα χρόνια φωτογρα-φίες, μα τώρα την έβλεπα ζωντανή! Είχε μεγαλώσει και είχε γλυκάνει. Στο προτελευταίο γράμμα της μου έλεγε πως μόλις είχε χωρίσει. Δεν άντεχε άλλο αυτόν «τον ηλίθιο που όλη την ώρα έκανε έλεγχο». Εμένα καλύτερή μου.Αγκαλιαστήκαμε, σπαρταρίσαμε, κόντεψα να τρε-λαθώ. Την άγγιζα. Τι γυναίκα! Ξανθούλα μου, δια-βολάκι μου. Δικιά μου, μόνο δικιά μου. «Κοντούλα είσαι, βρε Μάγκι!» μου είπε. Ετσι είναι οι ωραίες γυναίκες. Θανατερές και δεν τις νοιάζει. Σαν τα παι-διά, τα σκληρά παιδιά που σου πετάνε την αλήθεια στα μούτρα. Με έσφαξε με αυτό που πέταξε. Με-σογειακή και ειλικρινής. Είναι τραχείς άνθρωποι εδώ, δεν υπολογίζουν καλούς τρόπους και τέτοια. Πήγαμε σπίτι της, γνώρισα τους γονείς της, κι άλλα τέτοια βαρετά. Είχα σκεφτεί όταν έφτανα πως θα κρατιόμουν μια-δυο μέρες, να τη γνωρίσω και από κοντά, να πούμε δυο κουβέντες, κι ύστερα θα της εξομολογιόμουν όσα είχα να της πω. Αλλά δεν έγινε έτσι. Το ίδιο βράδυ με έβγαλε βόλτα στην Πλάκα. Δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα και ευτυχώς κι εκεί-νη είχε άλλα σχέδια. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν ξεκινήσαμε από την Πλάκα. Βρεθήκαμε αρχικά σε

29

μια περιοχή που λέγεται Εξάρχεια, σε μια πλατεία γεμάτη τζάνκις και δυστυχία. Ο πατέρας μου δεν ξέρω τι θα σκεφτόταν βλέποντας αυτή την πλατεία. Εμένα, πάντως, μου άρεσε. Εμοιαζε με κάποια πε-ριοχή του Παρισιού, είχαμε πάει πιο παλιά με τη σχολή. Οπως και να έχει, στα Εξάρχεια η Αλεξάν-δρα με μύησε σε ένα μαγικό ποτό, που λέγεται ρακί και μπορείς να πεις πως μοιάζει με τη βότκα. Αλλά κατέβαινε πολύ πιο εύκολα το διαβολεμένο. «Πιες άλλο λίγο! Φάρμακο είναι!» με κοίταζε με ένα κα-τεργάρικο βλέμμα η Αλεξάνδρα και επέμενε. Μέχρι να φύγουμε από τα Εξάρχεια είχα γίνει μια μεθυ-σμένη κοντή Βρετανίδα. Μάλιστα, μέρα μεσημέρι.Δεν ξέρω αν ήθελε να με βασανίσει, πάντως εγώ με την τελευταία γουλιά είχα αποφασίσει πως θα της τα έλεγα όλα. Είχα ανάψει με το ρακί. Είχα τρελα-θεί. Εβλεπα την Αλεξάνδρα να με περικυκλώνει, να με σφίγγει στη λεπτή της αγκαλιά. Και είναι γεγο-νός πως εν μέρει το έκανε, όλη την ώρα έλεγε «την έχω ακούσει τρομερά, θα γίνει μαλακία σήμερα!» κι έγερνε το μικρό της αθώο κεφαλάκι στον πονη-ρό μου ώμο. Το κοριτσάκι μου. Η Αλεξάνδρα μου. Μόνο εκείνη με ένιωθε.Περπατήσαμε όλο το κέντρο της Αθήνας και είδα διάφορα τεράστια νεοκλασικά, βιβλιοθήκες και πανεπιστήμια και αγάλματα. Μαγαζιά κλειστά, αφίσες παντού, μια έρημη φθινοπωρινή πόλη. Η πατρίδα του μπαμπά αντιμετώπιζε την πολυξακου-σμένη οικονομική κρίση. Καταλήξαμε στην Πλάκα κάποια στιγμή. Κάπου εκεί είχε πια νυχτώσει, κι άλλοι τουρίστες γυρίζανε κι όλο έτρωγαν, έτρωγαν και άκουγαν μπουζούκια. Η νύχτα ήταν μάλλον καλοκαιρινή, παρά φθινοπωρινή. Καιγόμουν, το ρακί δούλευε ακόμα. Ιδρωνα, ίδρωνα, είχα σκά-σει. Δεν της έλεγα τίποτα. Ζαλιζόμουν. Το βάσανό μου, μια στιγμή είπε: «από εδώ», κι άρχισε να ανη-φορίζει. Για μια στιγμή νόμισα πως ήθελε να πάμε στην Ακρόπολη νυχτιάτικα και είπα να αρπαχτώ από όποιο καρεκλάκι έβρισκα. Αλλά με διαβεβαί-ωσε πως είχε κάτι να μου δείξει. Οι ελπίδες μου άρχισαν να χτυπάνε σαν φτερά στο στομάχι από πάνω. Ηθελε κι εκείνη; Ηθελε.Φτάσαμε κάποια στιγμή σε ένα μεγάλο βράχο. «Εδώ είναι ο Αρειος Πάγος», μου είπε και ύστερα διάφο-ρα άλλα πληροφοριακά και ιστορικά, που ούτε που τα άκουγα. Δεν είχα μυαλό. Το «Πάγος» μόνο μου έμεινε. «Ηταν παλιά παγωμένα εδώ;» τη ρώτησα κι εκείνη έσκασε στα γέλια. Αχ! τα γέλια της… Σαν πουλάκι που κελαηδούσε. «Εδώ βγάζανε την τελική κρίση του δικαστηρίου στην αρχαία Αθήνα. Αθωω-τική ή καταδικαστική. Η κρίση για τον Αρη υπήρξε αθωωτική. Είχε σκοτώσει το γιο του Ποσειδώνα, τον Αλιρρόθιο, επειδή εκείνος, άμυαλο παιδί, βίασε την Αλκίππη, κόρη του Αρη. Από τότε τον είπαν Αρειο Πάγο!» Καθίσαμε πάνω σε μια πέτρα. Γύρω τριγύ-ρω παρέες κάπνιζαν και μύριζε πολύ. Η Αλεξάνδρα

με κοίταζε με τα γαλανά ματάκια της και κατέβα-ζε μπάσα τη φωνή. «Θέλω να σου μιλήσω χρόνια τώρα, Αλεξάνδρα…» της είπα. «Πες, ρε Μάγκι!» απάντησε γυναικεία μια στιγμή. Ως εκείνη την ώρα μιλούσαμε ελληνικά. Σπαστά τα δικά μου, αλλά ελ-ληνικά. Μα αυτό δεν έβγαινε ελληνικά. “I love you more than a friend”, της πέταξα έτσι ασυμμάζευτα. Κακή απολογία. Πήγα να της χαϊδέψω τα μαλλιά. Αυτά τα φίδια που πέταγαν τις ξανθές γλωσσίτσες τους απ’ το κεφάλι της. Με άφησε. Λαχάνιασα. Αποτρελάθηκα. Πήγα να τη φιλήσω. Αυτό ήταν. «Μάγκι, είμαστε κοπέλες. Είμαστε φίλες. Γιατί το κάνεις αυτό; Εγώ φταίω;» τραβήχτηκε κι άρχισε να κλαίει. «Δεν θέλω να σε χάσω από τη ζωή μου. Εί-σαι από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που έχω. Δεν θέλω, ρε Μάγκι. Γαμώτο. Δεν θέλω να σε χάσω. Τι θα κάνω; Θα εξαφανιστείς τώρα; Δεν θέλω. Εσύ φταις, εσύ. Γιατί, ρε γαμώτο;» και κλάματα. Δεν είχα πώς να της απολογηθώ. Απλώς έγινε. Αρχισε να με χτυπά σαν δαιμονισμένη. Εφταιγα; Εφταιγα. Είχα όλη την ευθύνη που το άφησα να φτάσει εκεί. Δεν με αθώωνε με τίποτε η Αλεξάνδρα. Μάλιστα, Μάγκι η ένοχη. Που τα άφησε να γίνουν έτσι. Χαστούκια στα μάγουλά μου. Κλωτσιές. Αλεξάνδρα μου, γιατί;

Εγώ, φτου μου. Ενοχη. Δεν ήταν αυτή εδώ η Αλε-ξάνδρα μου. Σηκώθηκε και άρχισε να κλωτσάει τις πέτρες. Βάδισε λίγο παραπέρα και μετά με φώναξε να πάμε να καπνίσουμε μαζί με κάτι άλλους που κάπνιζαν. Δοκιμάσαμε και βρόμαγε, κι αμέσως η Αλεξάνδρα έφυγε, για μια στιγμή, να πάει να φέρει κάτι να φάμε. Δεν την περίμενα. Πήγα στο ξενοδο-χείο. Εφυγα, γιατί έφταιγα κι ακόμα φταίω. Και επί του φοβερού βήματος του Χριστού, ένοχη θα είμαι. Και κακή απολογία.

30

«Κυλήστε, δάκρυά μου, είπε ο αστυνομικός», Φίλιπ Ντικ (1974)Ο γνωστός «αναρχικός» της επιστημονικής φαντασίας είχε πολλές μονομανίες. Μία από αυτές ήταν ότι τον πα-ρακολουθούν ομοσπονδιακοί πράκτορες. Τραγελαφικό. Δυστυχώς, χρόνια μετά αποδείχτηκε αληθινό. Σε αυτό το βραβευμένο με Hugo μυθιστόρημά του παρακολου-θούμε άλλη μία δυστοπία της Αμερικής. Στο μελλοντικό -για το τότε- 1988, οι ΗΠΑ έχουν αλλάξει πρόσωπο. Μια πενταετία αναταραχών και οικονομικής κρίσης οδήγη-σε στο Β΄ Αμερικανικό Εμφύλιο. Αυτόν εκμεταλλεύτη-καν στρατός και αστυνομία, για να πάρουν τα ηνία του κράτους στα χέρια τους. Να κάνουν κουμάντο. Οι εξε-λίξεις στην κοινωνία, ραγδαίες. Ο μαύρος πληθυσμός εξαναγκάζεται σε υποχρεωτικές στειρώσεις. Ετσι, τα νούμερά του μειώνονται δραματικά. Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του κοινωνικού status των μαύρων. Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Μέσα σε αυτό το κλίμα αστυνομοκρατίας, ανθούν αντάρτικες ομάδες φοιτητών που ζουν σε υπόγεια κιμπούτς. Σε αυτή την παρατεταμένη εικόνα της υπερδύναμης σε κρίση παρα-κολουθούμε τον αγώνα του Τζον Τάβερνερ, διάσημου τηλεπαρουσιαστή, να ξαναβρεί τη χαμένη του ταυτότη-τα. Αντίπαλος και alter ego του ένας αστυνομικός. Κρί-ση και αστυνομοκρατία. Μήπως οι ΗΠΑ μετά το χτύπη-μα των Δίδυμων πύργων;

«Ο παίχτης», Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1867)Ο μεγαλύτερος των μυθιστορηματογράφων έχει πια μπει στην «ώριμη» περίοδό του εδώ. Ο ήρωάς του, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, άλλος ένας δαιμονισμένος. Ενας νε-αρός πτυχιούχος που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Ερμαιο των ορέξεων. Οχι των δικών του. Αλλά των κοινωνικά ισχυρών ανθρώπων που τον έχουν στη δούλεψή τους. Ενας νεαρός καθηγητής στον πάτο της οικονομικής αλυσίδας των πλουσίων. Ο έρωτας του για την Πωλίνα, παθολογικός. Και το μόνο που κερδίζει είναι η χαρά να είναι κοντά της. Εκείνη τον κάνει παιδί για θελήματα. Και γελάει κατάμουτρα μαζί του. Ομως η πραγματική παθογένεια του Αλεξέι βρίσκεται αλλού. Εξαιτίας της κοπέλας, μπλέκει με τον τζόγο. Τον πραγματικά κατα-στρεπτικό έρωτα της ζωής του. Παρακολουθούμε ξεπε-σμένους αριστοκράτες και το σπουδαγμένο υποτακτικό τους. Να τζογάρουν και να χάνουν τα πάντα. Τζόγος δεν είναι μόνο τα χαρτιά και τα ζάρια. Σκεφτείτε τις εται-ρείες-πυραμίδες. Σκεφτείτε καταναλωτικά δάνεια που λαμβάνονται δίχως κανένα εχέγγυο. Τους τοκογλύφους και τα ηλεκτρονικά καζίνο. Εάν κάποτε τέτοια δράματα παίζονταν μόνο στο κατώφλι οικογενειών πολύ φτωχών ή μειωμένης μόρφωσης, τώρα το target group μεγάλω-σε. Αφορά και όλους εκείνους τους ημιαπασχολούμε-νους ή άνεργους νέους πτυχιούχους.

«Ο δρόμος με τις φάμπρικες», Τζον Στάινμπεκ (1945)Ενας δρόμος στην επαρχία των ΗΠΑ. Με απλούς αν-θρώπους να επιβιώνουν εν μέσω της Μεγάλης Υφεσης. Μια συνοικία που ζει από το τίποτα. Ο Κινέζος μπακά-λης Λι Τσόνγκ, που πουλάει τα πάντα. Ο Μακ, ο αρχηγός μιας ομάδας από αγύρτες. Η φτώχεια θέλει καλοπέρα-ση. Καλές οι κομπίνες, αλλά έχουν και φιλότιμο αυτοί οι αλήτες. Ο Ντοκ, ο ωκεανολόγος. Ο επιστήμονας της γειτονιάς. Σπουδασμένος, αλλά ψημένος στη ζωή. Πι-θανόν ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας που έπλασε ποτέ ο Στάινμπεκ. Και η Ντόρα η μαστροπός. Στο δρόμο με τις φάμπρικες, εκεί που ακόμα και η τσατσά ξέρει και νιώθει ότι η κοινωνική αλληλεγγύη είναι απαραίτητη. Μια βιομηχανική παρακμή στο κέντρο μιας πόλης που νοσεί. Που αιμορραγεί οικονομικά. Εκεί που τα ναυάγια της ζωής τραγουδούν ακόμη. Εναν ανθρώπινο σκοπό. Οδός θαυμάτων. Μην πάτε μακριά. Βρείτε μια υποβαθ-μισμένη συνοικία των Αθηνών. Ανέχεια, πολυπολιτισμι-κότητα, βρόμα και -δυστυχώς- έγκλημα. Αλλά κάπου εκεί είναι που φωλιάζει και η πραγματική αλληλεγγύη. Κράτα με να σε κρατώ. Και πάντα παρών στο βιβλίο ένας αινιγματικός ανώνυμος Κινέζος. Που φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον ωκεανό. Να μας θυμίζει τη μεγάλη αλήθεια. Την παροδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης σε σχέση με την αιώνια θάλασσα.

Η ζωή κάνει αιώνια την ίδια ταλάντωση και οι άνθρωποι κρατιούνται σφιχτά στην κούνια της. Και κάποιες φορές, κάποιοι συγγραφείς φτιάχνουν κάποιες πλοκές που προλαβαίνουν την ιστορία. Πριν αυτή στρίψει στην γωνία.

ΣΕ ΚΡΙΣΗ