γιώργος θεοτοκάς παράλληλο αλέξη ζορμπάς 2

3
Νεοελληνική Λογοτεχνία Β’ Λυκείου Νίκοσ Καζαντζάκησ, Αλέξησ Ζορμπάσ (Απόςπαςμα, Κ.Ν.Λ. Β’ Λυκείου, ςς. 158-161) Παράλληλο κείμενο Η άςκηςη μπορεί να ζητάει ςυγκριτική προςέγγιςη των δύο κειμένων (του αποςπάςματοσ ςτο ςχολικό εγχειρίδιο και του παρακάτω κειμένου) τόςο ωσ προσ τη μορφή όςο και ωσ προσ το περιεχόμενο. Η βαρύτητα είναι λογικό, πιςτεύουμε, να δοθεί ςτη ςυνεξέταςη του περιεχομένου. Γιώργοσ Θεοτοκάσ, Προςπάθεια προςανατολιςμού ΠΡΙΝ ΚΑΜΠΟΑ ΧΡΟΝΙΑ, την εποχό που η επιβατικό ατμοπλοΐα δεν όταν ακόμα τόςο ςύγουρη όςο μοιϊζει να εύναι ςόμερα, ςυνϋβαινε από καιρό ςε καιρό να χτυπηθεύ ϋνα μεγϊλο υπερωκεϊνιο με κανϋνα παγόβουνο μεσ ςτη νύχτα του Ατλαντικού Ωκεανού. Γινότανε ϋνασ βύαιοσ τρανταγμόσ, ϋςβηναν τα φώτα και το πλούο ϊρχιςε και βούλιαζε. Έβαζαν τότε ςτισ βϊρκεσ τισ γυναύκεσ, τα παιδιϊ, τουσ γϋρουσ, τουσ αρρώςτουσ, τουσ ςακϊτηδεσ. Αυτού ότανε προνομιούχοι ςύμφωνα με τον ϊγραφο νόμο τησ θϊλαςςασ κι αν κανϋνασ ϊλλοσ τούσ ϋςπρωχνε κι ϋτρεχε να πϊρει τη θϋςη τουσ, οι αξιωματικού του πλούου τον πυροβολούςαν. Για τούτο, μεσ ς΄αυτϊ τα μεγϊλα ναυϊγια, ακουότανε πού και πού καμιϊ πιςτολιϊ. Ύςτερα, ςτισ θϋςεισ που περύςςευαν, αν περύςςευαν, χωνόντανε οι πιο καπϊτςοι ό οι πιο δειλού ό, αν προτιμϊτε να το πούμε αλλιώσ, οι πιο τυχερού, κι ϋφευγαν οι βϊρκεσ ςτο ϋλεοσ του Θεού. Όςοι δεν εύχανε χωρϋςει ςτισ βϊρκεσ, κι εκεύνοι που βαριότανε να τρϋχουνε, να ςπρώχνουνται και να τςαλαπατιούνται, κι εκεύνοι που δεν καταδεχόντανε, κι οι απαιςιόδοξοι κι οι βαριεςτημϋνοι, κι οι αιώνιοι καθυςτερημϋνοι που πϊντα χϊνουνε το τραύνο και

Transcript of γιώργος θεοτοκάς παράλληλο αλέξη ζορμπάς 2

Page 1: γιώργος θεοτοκάς παράλληλο αλέξη ζορμπάς 2

Νεοελληνική Λογοτεχνία Β’ Λυκείου

Νίκοσ Καζαντζάκησ, Αλέξησ Ζορμπάσ (Απόςπαςμα,

Κ.Ν.Λ. Β’ Λυκείου, ςς. 158-161)

Παράλληλο κείμενο

Η άςκηςη μπορεί να ζητάει ςυγκριτική προςέγγιςη των δύο κειμένων

(του αποςπάςματοσ ςτο ςχολικό εγχειρίδιο και του παρακάτω κειμένου)

τόςο ωσ προσ τη μορφή όςο και ωσ προσ το περιεχόμενο. Η βαρύτητα

είναι λογικό, πιςτεύουμε, να δοθεί ςτη ςυνεξέταςη του περιεχομένου.

Γιώργοσ Θεοτοκάσ, Προςπάθεια προςανατολιςμού

ΠΡΙΝ ΚΑΜΠΟΑ ΧΡΟΝΙΑ, την εποχό που η επιβατικό ατμοπλοΐα δεν

όταν ακόμα τόςο ςύγουρη όςο μοιϊζει να εύναι ςόμερα, ςυνϋβαινε από

καιρό ςε καιρό να χτυπηθεύ ϋνα μεγϊλο υπερωκεϊνιο με κανϋνα

παγόβουνο μεσ ςτη νύχτα του Ατλαντικού Ωκεανού. Γινότανε ϋνασ

βύαιοσ τρανταγμόσ, ϋςβηναν τα φώτα και το πλούο ϊρχιςε και

βούλιαζε. Έβαζαν τότε ςτισ βϊρκεσ τισ γυναύκεσ, τα παιδιϊ, τουσ

γϋρουσ, τουσ αρρώςτουσ, τουσ ςακϊτηδεσ. Αυτού ότανε προνομιούχοι

ςύμφωνα με τον ϊγραφο νόμο τησ θϊλαςςασ κι αν κανϋνασ ϊλλοσ τούσ

ϋςπρωχνε κι ϋτρεχε να πϊρει τη θϋςη τουσ, οι αξιωματικού του πλούου

τον πυροβολούςαν. Για τούτο, μεσ ς΄αυτϊ τα μεγϊλα ναυϊγια,

ακουότανε πού και πού καμιϊ πιςτολιϊ. Ύςτερα, ςτισ θϋςεισ που

περύςςευαν, αν περύςςευαν, χωνόντανε οι πιο καπϊτςοι ό οι πιο δειλού

ό, αν προτιμϊτε να το πούμε αλλιώσ, οι πιο τυχερού, κι ϋφευγαν οι

βϊρκεσ ςτο ϋλεοσ του Θεού.

Όςοι δεν εύχανε χωρϋςει ςτισ βϊρκεσ, κι εκεύνοι που βαριότανε

να τρϋχουνε, να ςπρώχνουνται και να τςαλαπατιούνται, κι εκεύνοι που

δεν καταδεχόντανε, κι οι απαιςιόδοξοι κι οι βαριεςτημϋνοι, κι οι

αιώνιοι καθυςτερημϋνοι που πϊντα χϊνουνε το τραύνο και

Page 2: γιώργος θεοτοκάς παράλληλο αλέξη ζορμπάς 2

βρύςκουνται τελευταύοι ςε κϊθε περύςταςη τησ ζωόσ τουσ, όλοι αυτού

ϋμεναν ςτο κατϊςτρωμα και ςυνϋβαιναν τότε ανϊμεςα τουσ

παρϊξενεσ ςκηνϋσ. Μερικού, εύτε από τρελό γενναιότητα, εύτε μόνο και

μόνο επειδό αιςθανόντανε την ανϊγκη να κουνηθούν, ϋπεφταν ςτη

θϊλαςςα και κολυμπούςαν χωρύσ ελπύδεσ. Άλλοι, που εύχανε μϋςα

ςτουσ την πύςτη ςε μια μϋλλουςα καλύτερη ζωό, μαζευόντανε πολλού

μαζύ κι ϋψελναν με κατϊνυξη προςευχϋσ και τροπϊρια. Άλλοι πϊλι,

που εύχανε τη γνώμη ότι ο κόςμοσ ότανε αςτεύοσ, ϋπαιρναν τα όργανα

τησ ορχόςτρασ και παύζανε εύθυμεσ μουςικϋσ και τραγουδούςανε και

διαςκεδϊζανε. Τπόρχαν ερωτευμϋνα ζευγϊρια που δεν όθελαν να

χωριςτούν και κρατιόντανε ςφιχτϊ από τα χϋρια και κοιτϊζονται μεσ

ςτα μϊτια και τα ξεχνούςαν όλα και δεν τουσ ϋμελε για τύποτα.

Τπόρχαν και δυςτυχιςμϋνοι, εγκαταλειμμϋνοι ϊνθρωποι, που όταν

ύςωσ ςτον τόπο τουσ ςπουδαύα και ιςχυρϊ πρόςωπα και

ανακαλύπτανε ξαφνικϊ την κενότητα τησ ζωόσ τουσ και τουσ ϋπαιρνε

το παρϊπονο κι ϋκλαιγαν ςα μικρϊ παιδιϊ. Τπόρχαν κι ϊλλοι που δεν

περύμεναν τύποτα από τη ζωό και δεν εύχανε διϊθεςη ούτε για

κλϊματα, ούτε για γϋλια. Αυτού ςτεκόντανε ατϊραχοι ςε μιαν ϊκρη,

ςωπαύνανε και κούταζαν τα ϊςτρα. Έτςι, μπροσ ςτο θϊνατο οι

ϊνθρωποι ϋμεναν χωριςμϋνοι ςε λογιώ – λογιώ ςχολϋσ εντελώσ

ακατανόητεσ η μια ςτην ϊλλη, ώςπου τουσ ςκϋπαζε όλουσ το κύμα και

ηςυχϊζανε. Και δεν υπϊρχει, νομύζω, αμφιβολύα ότι όλοι τουσ εύχανε

κϊποιο δύκιο, όςο κι αν μου φαύνεται ότι οι τελευταύοι αυτού που δεν

ϋλεγαν τύποτα και κούταζαν τα ϊςτρα όταν οι πιο προετοιμαςμϋνοι για

να αντιμετωπύςουν ϋνα μεγϊλο γεγονόσ.

Η εικόνα αυτό του επιβατικού πλούου που βουλιϊζει ςιγϊ – ςιγϊ

με το ανθρώπινο φορτύο του μεσ ςτη νύχτα του ωκεανού μού ϋχει

μεύνει ςτη μνόμη ςα μια μικρό ςύνθεςη διαφόρων διηγόςεων που

ϊκουςα ό διϊβαςα κατϊ καιρούσ. Ίςωσ, ϊθελϊ μου, να παραμορφώνω

τα πρϊματα. Δεν ϋχει όμωσ και πολλό ςημαςύα εδώ η ιςτορικό

ακρύβεια. Σο ναυϊγιο του υπερωκεϊνιου εύναι ϋνασ ςύγχρονοσ θρύλοσ

καμωμϋνοσ από αναμνόςεισ ταξιδιωτών, περιγραφϋσ εφημερύδων και

κινηματογραφικϋσ αναπαραςτϊςεισ και μεταβιβαζόμενοσ από τον ϋνα

ςτον ϊλλο με τρόπο ανεύθυνο, περύπου όπωσ τα δημοτικϊ τραγούδια.

Ένασ θρύλοσ όμωσ πϊντα κϊτι λϋει, μϋςα από το ςυμβολιςμό του, ϋνα

Page 3: γιώργος θεοτοκάς παράλληλο αλέξη ζορμπάς 2

ςκοπό αιώνιο. Εύναι οι ανθρώπινεσ υπϊρξεισ ςταματημϋνεσ απότομα

μϋςα ςτο ϊπειρο τησ θϊλαςςασ και τησ νύχτασ· ξαλαφρωμϋνεσ από

κϊθε ςτόλιςμα, κϊθε τϋχναςμα, κϊθε αςόμαντη προςπϊθεια και κϊθε

αυταπϊτη, γυμνϋσ αντύκρυ ςτη μούρα τουσ. Εύναι η ςτιγμό τησ

ειμαρμϋνησ, τησ «κϊθαρςησ», όπου κανεύσ πια δεν ϋχει όρεξη να

προφαςύζεται και να ματαιοπονεύ και ο καθϋνασ αφόνει τον εαυτό του

να κυλόςει ςτισ ϋςχατεσ ςυνϋπειϋσ του. Ο καθϋνασ, την ώρα εκεύνη,

εκφρϊζει, πϋρα από το μηδαμινό εαυτό του, κϊτι από την ανθρώπινη

μούρα. Η πιο μϋτρια ζωό θαρρεύσ και επιςημοποιεύται. Ξεπερνϊ κι’

αυτό για μια φορϊ την καταθλιπτικό μετριότητϊ τησ, γεμύζει νόημα

και ϋνταςη και παύρνει διαςτϊςεισ τραγωδύασ. (…)

(ςτην ορθογραφία του κειμένου έγιναν οριςμένεσ αλλαγέσ)

Γιώργοσ Θεοτοκάσ, Αναζητώντασ τη διαύγεια, εκδ. βιβλιοπωλείον

τησ ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2005, ςς. 75-77. (Πρώτη δημοςίευςη περ.

Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. φ. 102, 12 Νοεμβρίου 1938, ςς.1-2.)