10-Istories Apo Ephialtikous Kosmous-300 - Sullogiko Ergo

Post on 30-Oct-2014

179 views 11 download

Tags:

Transcript of 10-Istories Apo Ephialtikous Kosmous-300 - Sullogiko Ergo

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ

ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟ 10ο

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ:

ΒΙΒΛΙΟ 1ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟ 2ο:ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΕΞΩΓΗΙΝΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟ3ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟΧΩΡΟΧΡΟΝΟ ΒΙΒΛΙΟ 4ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣΜΕ ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣΒΙΒΛΙΟ 5ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΠΛΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΟ ΒΙΒΛΙΟ6ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΒΙΒΛΙΟ 7ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΚΑΙΤΡΟΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ 8ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟΑΛΛΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΒΙΒΛΙΟ9ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΟΝΕΙΡΙΚΟΥΣΚΟΣΜΟΥΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ

ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΑΠΟ ΕΦΙΑΛΤΙΚΟΥΣΚΟΣΜΟΥΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ

ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ «ΚΑΡΕΛ»

ΑΠΟ ΤΗΝ WORLD SCIENCE FICTIONASSOCIATION

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΑΣΟΣ

Σειρά Επιστημονική Φαντασία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος..................................................................7

Κλαρκ Άστον Σμιθ: Η επιστροφή τουμάγου.... 11 Ρόμπερτ Μπλακ: Οεπισκέπτης από τ’ άστρα... 39 ΆρθουρΜάχεν: Η νουβέλα της μαύρης

σφραγίδας.................................. 59

Τ. Ράνμερ: Τα πράσινανερά.................................125

Μπράιαν Λάμλυ: Η αδελφήπόλη.........................175

Χ. Φ. Λάβκραφτ: Η φρίκη στο ΡεντΧουκ............201

Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ: Το πλάσμα στηστέγη... 245 Τζων Ράμσυ Κάμπελ: Ηφρίκη από τη γέφυρα.. 263

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η γοητεία του φευγαλέουπαιχνιδίσματος μιας φλόγας κεριού σ’έναν κόσμο σκιών... Η ευχάριστηανατριχίλα από τις ανταύγειες της φωτιάςσε μάτια που λαμπυρίζουν ολόγυρα στοσκοτάδι... Το δέος μιας υγρήςκατακόμβης... Η έκσταση του

δαιμονικού... Η έλξη των απαγορευμένωνγνώσεων... Το μαχαίρι που αστράφτειαπειλητικά πάνω από βωμούς σκοτεινώνθέ-ων... Όλα αυτά είναι

Μια γεύση από το σαγήνη τωνΕφιαλτικών Κόσμων.

Το ν’ αρνηθούμε ότι μας μαγεύουναυτές οι εικόνες σημαίνει ότι αρνιόμαστετην ίδια τη φύση μας. Σε όλες τις εποχέςοι άνθρωποι μαζεύονταν — είτε γύρωαπό τη φωτιά του καταυλισμού τους είτεμπροστά από τη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη— για να διηγηθούν, ν’ακούσουν ή ναδουν πράγματα που τους έκαναν ν’ανατριχιάζουν.

Περίεργη ψυχαγωγία, θα πουν πολλοί.

Κάθε άλλο. Είναι μια απόλυταφυσιολογική μορφή ψυχαγωγίας, αλλάκαι κάτι πολύ πιο σημαντικό από απλήψυχαγωγία.

Αυτά τα νοερά ταξίδια σε εφιαλτικούςκόσμους τρόμου και σκιών είναι μιαμορφή εξορκισμού των δαιμόνων μέσαμας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότιζώντας τον τρόμο στο φανταστικόδίνουμε μια υγιή διέξοδο στους δαίμονεςμέσα μας. Ο κ. Χάυντ που κρύβεται μέσαστον καθένα μας ικανοποιείται με ταφανταστικά του θύματα, αφήνονταςμονάχα τον Δρ Τζέ-κυλ να κινηθεί στηνκοινωνία. Κοντολογίς, με τα διηγήματα

τρόμου — που περιέχουν ένααναπόσπαστο στοιχείο βίας — κρατάμετο θηρίο στο κλουβί.

Το ν’ αρνηθούμε ότι υπάρχει οδαίμονας ή το θηρίο μέσα μας δείχνειαπλά μια μεγάλη δόση υποκρισίας. Το νατα εξοντώσουμε εντελώς σημαίνει ότιαυτοκτο-νούμε, γιατί εκεί κρύβονται ταβασικά μας ένστικτα επιβίωσης. Η μόνησωστή λύση είναι να ταχαλιναγωγήσουμε. Και τίποτα δεν τοκαταφέρνει καλύτερα αυτό από το νατους διαθέσουμε έναν ακίνδυνο χώροφαντασίας για τα δόντια και τα νύχιατους. Αν δεν υπήρχαν η λογοτεχνία ή οιταινίες τρόμου, θα υπήρχαν πολύπερισσότερες πράξεις τρόμου στην

κοινωνία μας.

Ωραία και σωστά όλ’ αυτά, αλλά...

Προσωπικά, πάντοτε αντιμετώπιζααρνητικά και καχύποπτα τηνωφελιμιστική αντίληψη της λογοτεχνίας.Δεν είναι τόσο γιατί διαφωνώ απόλυταμαζί της, όσο γιατί κάτι μου βρομάει σ’εκείνους που την υποστηρίζουν. Εξάλλου,μου θυμίζει κάπως το μου-ρουνόλαδο:«Απαίσιο είναι, πιες το γιατί θα σουκάνει καλό». Και, δυστυχώς, στη χώραμας έχουμε μια υπερπαραγωγήμουρουνόλαδου.

Ποιοι είναι όλοι αυτοί που θέλουν ναμας διδάξουν τι είναι και τι δεν είναι

καλό για μας;

Ακόμη κι αν τους προσφέραμε θυσίαστον Κθούλου αμφιβάλλω αν τουςδεχόταν.

Βέβαια, και όλ’αυτά που ανέφερα εγώπαραπάνω, μοιάζουν κάπως με μιαωφελιμιστική αντιμετώπιση της ιστορίαςτρόμου. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δενέκανα επιλογή με τέτοια βάση. Το πρώτοκριτήριο που λαβαίνω υπόψη ότανγράφω ή μεταφράζω είναι πάντα ένα: τον’ αρέσει το αποτέλεσμα σε μένα καιστον αναγνώστη. Αν δεν το πετυχαίνωπάντα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ανέγραφα με βάση τι ωφελεί και τι όχι τηνκοινωνία δε θα ήμουν συγγραφέας, αλλά

παραγωγός μουρουνόλαδου. Αν τυχόνβγαίνουν ωφέλιμα διδάγματα από τα όσαγράφω, ζητώ συγνώμη. Δεν το έκανασκόπιμα.

Δεν είναι τυχαίο που θαυμάζω ταάγρια άλογα. Είναι μεν φυτοφάγα ζώα,αλλά δεν ανέχονται τη σέλα ή το σαμάρι.Και αντιδρούν σε όποιους προσπαθούννα τα πείσουν ότι μονάχα με το σαμάριθα γίνουν ωφέλιμα και χρήσιμα ζώα στηνκοινωνία και στον εαυτό τους. Στο κάτωκάτω, πριν τα πιάσουν, ήταν πολύ πιοωφέλιμα και χρήσιμα ζώα για τη δικήτους κοινωνία και το δικό τους εαυτό.

Ελπίζω να σας φούντωσα αρκετά γιανα προχωρήσουμε στο ζουμί τούτης της

υπόθεσης.

Το δεύτερο κριτήριο που έλαβα υπόψησ’ αυτή την ανθολογία ήταν ίσως και τοπιο σημαντικό. Ο Αϊνστάιν είχε πει ότι ηωραιότερη και βαθύτερη συγκίνηση πουμπορούμε να νιώσουμε είναι η αίσθησητου μυστηρίου.

Και υπάρχει πολύ μυστήριο γύρω μας,για όσους έχουν μάτια να το δουν. Ήδη,όσοι διάβασαν τον έβδομο τόμο αυτής τηςσειράς με τίτλο Ιστορίες Μαγείαςκαι Τρόμου θα έχουν μια ιδέα για έναπολύ παράξενο παιχνίδι φαντασίας καιπραγματικότητας που παίζεται γύρω μας.Αυτός ο τόμος είναι ένα ακόμη βήμα στον

ίδιο χώρο.

Φανταστικά διηγήματα, ναι, αλλά...

Ένας από τους γνωστότερουςσυγγραφείς τουχώ-ρου, ο X. Φ.Λάβκραφτ, έγραφε κάποτε:

«Όλες μου οι ιστορίες, αν καιανεξάρτητα μεταξύ τους, βασίζονται στηθεμελιώδη παράδοση ή το θρύλο ότιτούτος ο κόσμος κατοικείτο κάποτε απόπλάσματα μιας άλλης φυλής που, επειδήασκούσαν μαύρη μαγεία, έχασαν τη θέσητους και εξορίστηκαν. Αλλά, ωστόσο,εξακολουθούν να ζουν κάπου έξω απότον κόσμο, πάντοτε έτοιμα ναξανακάνουν δική τους τούτη τη γη».

Ένας άλλος από τους συγγραφείςτούτης της ανθολογίας, ο Άρθουρ Μάχεν,έγραφε στον Π. Τουλέ, το Γάλλομεταφραστή του: «Αρχικά... δεν πίστευαπως τέτοια παράξενα πράγματα ήτανδυνατό να συμβαίνουν στην αληθινή ζωή,ή ότι θα μπορούσαν να έχουν συμβείποτέ. Αλλά έκτοτε, και πολύ πρόσφατα,είχα ορισμένες προσωπικές εμπειρίες πουάλλαξαν εντελώς τις απόψεις μου σ’αυτάτα θέματα... Από τότε έχω πειστείαπόλυτα ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο σετούτη τη Γη».

Ε, λοιπόν, φρόντισα να διαλέξωδιηγήματα που κρύβουν μέσα τους μερικάαπό τα κλειδιά αυτού του παιχνιδιού.

'Γιώργος Μπαλάνος

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥΜΑΓΟΥ

του Κλαρκ Άστον Σμιθ

Αν αναρωτηθήκατε ποιος ήταν «οερημίτης στους λόφους της δύσης» πουαναφέρει ο Ρόμπερτ Μπλακ στοΕπισκέπτης από τ’ Άστρα, μάθετεότι ήταν ο Κλαρκ Αστον Σμιθ, από τοΏμπερν της Καλιφόρνια.

Συγγραφέας, ζωγράφος, γλύπτης καιποιητής, ο Σμιθ (1893-1961) ζούσεπράγματι σαν ερημίτης, και θα έμοιαζεπολύ με τους ήρωές του αν δεν ήταν έναςεξαιρετικά καλόκαρδος και ζεστόςάνθρωπος.

Απογοητευτικό, έτσι;

Σίγουρα θα τον προτιμούσαμε σκοτεινόκαι δαιμονικό, που τα βράδια μεκαταιγίδα να κάνει επικλήσεις στονΓιογκ-Σοθόθ, και να ταΐζει τα σογκόθτης περιοχής του με τις παρθένες τωνγύρω χωριών. Δυστυχώς, όμως, αυτόςήταν ένας από τους αγαθούς ερημίτες.Ουδείς τέλειος, όπως λένε.

Κατά περίεργη σύμπτωση, ακριβώς σεμια βδομάδα από τη στιγμή που γράφωτούτα τα λόγια θα βρίσκομαι στη γειτονιάτου Σμιθ — αλλά με κάμποσα χρόνιακαθυστέρηση. Είναι μελαγχολικό νασκέφτομαι ότι ο ίδιος δε θα είναι πιαεκεί. Αναρωτιέμαι σε ποιους θαυμαστούςκόσμους μπορεί να γυρίζει τώρα...

Γ. Μ

Ήμουν άνεργος από κάμποσους μήνες,και τα λιγοστά λεφτά που είχα βάλει στηνάκρη κόντευαν πια να εξαντληθούν. Έτσιήταν φυσικό να χαρώ όταν έλαβα μιαενθαρρυντική απάντηση από τον ΤζωνΚάρνμπυ, που ζητούσε να του εκθέσω ταπροσόντα μου αυτοπροσώπως. Ο

Κάρνμπυ είχε δημοσιεύσει μιαν αγγελίαστις εφημερίδες ζητώντας γραμματέα,υπό τον όρο να έχει προηγηθεί μιαεπιστολή όπου ο υποψήφιος θα εξέθετετα τυπικά του προσόντα. Έτσι του είχαγράψει κι εγώ, αναφέροντας τα δικά μου.

Κατά τα φαινόμενα, ο Κάρνμπυ ήτανένας από εκείνους τους διανοούμενουςερημίτες, και απεχθανόταν την ιδέα ν’αντιμετωπίσει ένα τσούρμο απόαγνώστους. Έτσι είχε διαλέξει αυτό τοντρόπο για να ξεκαθαρίσει σε πρώτη δόσητους περισσότερους υποψηφίους, αν όχικαι όλους, που δε θα του έκαναν. Στηναγγελία του είχε διευκρινίσει με σαφήνειακαι συντομία τι προσόντα ζητούσε, κιαυτά ήταν δύσκολο να βρεθούν ακόμη

και στο μέσο καλά καταρτισμένο άτομο.Μεταξύ άλλων, απαιτούσε άριστεςγνώσεις αραβικής. Αλλά ευτυχώς, εγώήξερα αρκετά καλά αυτή την ασυνήθιστηγλώσσα.

Είχα ήδη μια γενική ιδέα της περιοχήςόπου έμενε, και τελικά βρήκα τηδιεύθυνση στην κορφή ενός ανηφορικούδρόμου στα προάστια του Όκλαντ. Ήτανένα μεγάλο, διώροφο οίκημα, στη σκιάπελώριων βελανιδιών, πνιγμένο από έναμανδύα ανεξέλεγκτου κισσού. Ολόγυραοργίαζαν ακλάδευτες αγριομυρτιές καιάλλοι καλλωπιστικοί θάμνοι που απόχρόνια τώρα είχαν αφεθεί να μεγαλώσουνελεύθερα. Το σπίτι ήταν εντελώςαπομονωμένο από τα γειτονικά του- από

τη μια μεριά υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδογεμάτο αγριόχορτα, ενώ από την άλλη,ένα τείχος από αναρριχητικά και δέντραπεριέβαλλε τα μαυρισμένα ερείπια ενόςκαμένου αρχοντικού.

Ακόμη και αν αγνοούσε κανείς τηναίσθηση της γενικής εγκατάλειψης,υπήρχε κάτι το σκυθρωπό καικαταθλιπτικό σ’ αυτό το σπίτι — κάτιστον ίδιο τον ακαθόριστο, κισσοντυμένοόγκο του, τα σκοτεινά παράθυρα, ακόμηκαι στα αλλόκοτα σχήματα που είχαν οιβελανιδιές και οι παράξενα σκόρπιοιθάμνοι. Έτσι, όταν μπήκα στον περίβολοτου κήπου και άρχισα ν’ ανη-φορίζω τοασκούπιστο δρομάκι προς την πόρτα, οενθουσιασμός μου είχε αρχίσει κάπως να

ελαττώνεται.

Η ευδιαθεσία μου λιγόστεψε ακόμηπερισσότερο όταν βρέθηκα μπροστά στονΤζων Κάρνμπυ. Ωστόσο δε θα μπορούσανα δώσω καμία συγκεκριμένηδικαιολογία για το προειδοποιητικό ρίγος,και το καταθλιπτικό συναίσθημαανησυχίας που με κατέλαβε. Μπορεί ναμην έφταιγε τόσο ο ίδιος, όσο η σκοτεινήβιβλιοθήκη στην οποία με δέχτηκε — έναδωμάτιο γεμάτο ζοφερές σκιές, που ποτέδε θα μπορούσε να τις διώξει εντελώς τοφως του ήλιου ή της λάμπας. Όσο για τονίδιο τον Τζων Κάρνμπυ, ήταν ακριβώς οτύπος που είχα φανταστεί.

Είχε όλα τα χαρακτηριστικά σημάδια

ενός μοναχικού ανθρώπου τωνγραμμάτων που είχε αφιερώσει χρόνιακαι χρόνια σε σοβαρές μελέτες. Ήτανλιπόσαρκος και σκυφτός, με πλατύμέτωπο και μια χαίτη από ψαρά μαλλιά.Η ανήλιαγη βιβλιοθήκη του είχε αφήσειτα σημάδια της στα βουλιαγμέναμάγουλα και το ωχρό, καλοξυρισμένοτου πρόσωπο.

Αλλά πέρα απ’ αυτά, ο Κάρνμπυ σουέδινε την εντύπωση ανθρώπου μετσακισμένα νεύρα, που ζάρωνεφοβισμένα με κάτι παραπάνω από τησυνήθη ατολμία ενός ερημίτη. Ήταν σαννα τον κατέτρεχε ένας μόνιμος φόβοςπου εκδηλωνόταν στην κάθε ματιά πουέριχναν τα βουλιαγμένα, πυρετικά μάτια

του και στην κάθε κίνηση που έκαναν τακοκαλιάρικο χέρια του. Κατά πάσαπιθανότητα η υγεία του είχε κλονιστείσοβαρά από την υπερβολική προσήλωσηστις μελέτες του, και δεν μπόρεσα ναμην αναρωτηθώ τι είδους μελέτες μπορείνα έκανε για να καταντήσει τέτοιονευρικό ερείπιο. Αλλά υπήρχε και κάτιστο παρουσιαστικό του

— ίσως στις φαρδιές, έστω και σκυφτέςπλάτες του, και στην αετήσια κοψιά τωνχαρακτηριστικών του — που έδινε τηνεντύπωση μιας μεγάλης παλιάς δύναμηςκαι ενός σφρίγους που δεν είχανολότελα χαθεί.

Η φωνή του ήταν απρόσμενα βαθιά και

μελωδική.

«Νομίζω ότι μου κάνετε, κύριεΌγκντεν», μου είπε ύστερα από μερικέςτυπικές ερωτήσεις, οι περισσότερες απότις οποίες αφορούσαν στιςγλωσσολογικές μου γνώσεις καιιδιαίτερα την αραβική. «Η δουλειά σαςδε θα είναι πολύ κοπιαστική κατά βάσηθέλω κάποιον που να είναι διαθέσιμοςτην κάθε στιγμή που θα τον χρειαστώ.Συνεπώς θα πρέπει να μένετε εδώ, μαζίμου. Μπορώ να σας διαθέσω ένα άνετοδωμάτιο, και σας εγγυώμαι ότι ημαγειρική μου δε θα σας δηλητηριάσει.Συχνά εργάζομαι νύχτα, κι ελπίζω να μηβρίσκετε πολύ εξαντλητικό αυτό τοακανόνιστο ωράριο εργασίας».

Κανονικά θα έπρεπε να πετάξω από τηχαρά μου ακούγοντας ότι αυτή η θέσηγραμματέα ήταν, τελικά, στη διάθεσήμου. Αντί γι’ αυτό, όμως, ένιωσα μιαενστικτώδη και παράλογη απροθυμία ναπω το ναι, και ένα ακαθόριστοπροαίσθημα συμφοράς. Παρ’ όλα αυτάευχαρίστησα τον Τζων Κάρνμπυ και τουδήλωσα ότι ήμουν στη διάθεσή του,έτοιμος να εγκατασταθώ όποια στιγμή τοεπιθυμούσε.

Αυτό φάνηκε να τον ευχαριστεί πολύ,και για μια στιγμή εκείνος ο παράξενοςφόβος έσβησε από τα μάτια του.

«Το συντομότερο δυνατό — καισήμερα το απόγευμα, αν γίνεται»,

αποκρίθηκε. «Χαίρομαι πολύ που θα σαςέχω κοντά μου- όσο νωρίτερα τόσο τοκαλύτερο. Ξέρετε, είναι κάμποσα χρόνιαπου ζω εντελώς μόνος, και ομολογώ ότιαυτή η μοναξιά έχει αρχίσει να μου δίνειστα νεύρα. Εξάλλου, μη διαθέτονταςεπαρκή βοήθεια, η δουλειά μου έχειμείνει πολύ πίσω. Μέχρι πρόσφατα είχατον αδερφό μου εδώ, που έμενε μαζίμου και με βοηθούσε, αλλά τώρααπουσιάζει σε μεγάλο ταξίδι».

Γΰρισα στο δωμάτιό μου στην πόλη,ξόφλησα το νοίκι με τα τελευταία δέκαδολάρια που μου είχαν απομείνει καιάρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου. Σελιγότερο από μια ώρα ήμουν πίσω στοσπίτι του νέου εργοδότη μου. Σε

σύγκριση με τα καμαράκια που εδώ καικάμποσο καιρό με είχε συνηθίσει ηφτώχεια, το δωμάτιο που μουπαραχώρησε ο Κάρνμπυ στο δεύτεροόροφο ήταν κάτι παραπάνω απόπολυτελές, έστω κι αν μύριζε κλεισούρακαι σκόνη. Ύστερα με οδήγησε στογραφείο του, που βρισκόταν στο ίδιοπάτωμα αλλά στην άλλη άκρη τουδιαδρόμου. Εδώ, μου εξήγησε, θα ήτανο κυρίως χώρος της μελλοντικήςεργασίας μου.

Με δυσκολία έπνιξα μια κραυγήέκπληξης βλέποντας το εσωτερικόεκείνου του δωματίου. Ήταν ακριβώςόπως θα φανταζόμουν να είναι ίοεργαστήρι ενός παλιού μάγου και

αλχημιστή. Υπήρχαν τραπέζιαφορτωμένα με αρχαϊκά όργανααπροσδιόριστης χρήσης, μεαστρολογικούς πίνακες, με κρανία,άμβυκες και κρύσταλλα, με θυμιατά σανεκείνα που χρησιμοποιεί η ΚαθολικήΕκκλησία, και με τόμους δεμένους μεσα-ρακοφαγωμένο δέρμα καιπρασινισμένες μπρούντζινες κλάσπες.Σε μια γωνιά στεκόταν ο σκελετός ενόςμεγάλου πιθήκου και σε μιαν άλληεκείνος ενός ανθρώπου. Έναςβαλσαμωμένος κροκόδειλος κρεμόταναπό την οροφή.

Ολόγυρα υπήρχαν ράφια κατάφορτα μεβιβλία, και αρκούσε μια επιπόλαιη ματιάγια να δω ότι αποτελούσαν μια

εντυπωσιακά πλούσια συλλογή σε αρχαίακαι σύγχρονα έργα δαιμονολογίας καιμαύρης μαγείας. Τέλος, κάμποσοιαλλόκοτοι ζωγραφικοί πίνακες καιγκραβούρες με παρεμφερή θέματαστόλιζαν τους τοίχους. Γενικάολόκληρος ο χώρος είχε μια έντονηατμόσφαιρα από άλλες εποχές καιμισοξεχασμένες δεισιδαιμονίες.Φυσιολογικά, κάτω από άλλες συνθήκες,το θέαμα αυτών των πραγμάτων θα μ’έκανε να χαμογελάσω. Αλλά τώρα, σετούτο το μοναχικό, σκυθρωπό σπίτι,έχοντας δίπλα μου το νευρωτικό καικυνηγημένο από κάποιες δικές τουΕρινύες Κάρνμπυ, ήταν δύσκολο ακόμηκαι να πνίξω μιαν ανατριχίλα.

Σ’ ένα από τα τραπέζια μιαγραφομηχανή, με στοίβες από ανάκαταδακτυλόγραφα ολόγυρα, έφτιαχνε μιαπαράξενη αντίθεση με τούτο τοανακάτωμα μεσαιωνισμού καιΣατανισμού. Φαίνεται ότι ο Κάρνμπυκοιμόταν εκεί, γιατί στον ένα τοίχουπήρχε μια μικρή εσοχή με κουρτίνεςπου φιλοξενούσε ένα κρεβάτι. Αντίκρυαπό την εσοχή αυτή, ανάμεσα στονανθρώπινο και τον πιθηκίσιο σκελετό,υπήρχε ένα κλειδωμένο ντουλάπι χωστόστον τοίχο.

Ο Κάρνμπυ είχε προσέξειτην έκπληξή μου και μεπαρατηρούσε με διαπεραστικό,κριτικό βλέμμα που μου ηταν

αδύνατο να εξιχνιάσω. Ύστεραάρχισε να μιλά με απολογητικότόνο.

«Μια ζωή μελετώ θέματαδαιμονισμού και μαγείας», μουεξήγησε. «Είναι ένας γοητευτικόςχώρος έρευνας, αδικαιολόγηταπαραμελημένος. Τώρα ετοιμάζω μιαμονογραφία, στην οποία επιχειρώ νασυσχετίσω τις μαγικές τεχνικές καιδαιμονολατρείας όλων των λαών καιεποχών. Τα δικά σας καθήκοντα, γιαένα διάστημα τουλάχιστον, θ’αφορούν στη δακτυλογράφηση καιταξινόμηση του μεγάλου όγκου τωνπροκαταρκτικών σημειώσεων πουέχω ετοιμάσει. Ακόμη, χρειάζομαι

κάποια βοήθεια στην έρευνα άλλωνπηγών, καθώς και στηναλληλογραφία μου. Οι γνώσεις σαςστην αραβική θα μου φανούνχρήσιμες, γιατί οι δικές μου είναιμάλλον φτωχές, και για ορισμέναβασικά στοιχεία στηρίζομαι σ’ ένααντίτυπο του Νεκρονομικόν' στοπρωτότυπο αραβικό κείμενο. Έχωλόγους να υποψιάζομαι ότι υπάρχουνορισμένες παραλήψεις καιμεταφραστικά λάθη στη λατινικήέκδοση του Ολά-ους Βόρμιους».

Είχα ακουστά αυτό τοσπάνιο, σχεδόν μυθικό έργο,αλλά ποτέ δεν το είχα δει με

τα μάτια μου. Ήταν έναβιβλίο που υποτίθεται ότιπεριείχε τα έσχατα μυστικάφοβερών και απαγορευμένωνγνώσεων. Λέγαν ακόμη ότιτο πρωτότυπο κείμενο,γραμμένο από τον τρελόΆραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ,ήταν εντελώς ανεύρετο.Αναρωτήθηκα πού μπορεί νατο είχε ξετρυπώσει οΚάρνμπυ.

«Θα σας δείξω τον τόμο

μετά το δείπνο», συνέχισε οΚάρνμπυ. «Σίγουρα θαμπορέσετε να μουαποσαφηνίσετε ένα δυοσκοτεινά σημεία του κειμένουπου με προβληματίζουν απόπολύ καιρό».

Το φαγητό το μαγείρεψε και τοσερβίρισε ο ίδιος ο εργοδότης μου, καιήταν μια ευχάριστη αλλαγή από τις αηδίεςπου έτρωγα στα φτηνά εστιατόρια. ΟΚάρνμπυ φαινόταν να έχει χάσει τώραεκείνη την αρχική ανήσυχη νευρικότητα.Ήταν πολύ ομιλητικός, και μάλισταάρχισε να δείχνει κι ένα κάποιο

συγκροτημένο κέφι όταν ήπιαμε έναμπουκάλι θαυμάσιου Σωτέρν. Ωστόσο,και δίχως κανένα φανερό λόγο, συνέχιζαννα με βασανίζουν αόριστα και δυσάρεσταπροαισθήματα, που δεν μπορούσα ούτενα εξηγήσω ούτε και να εντοπίσω τηναληθινή τους αιτία.

Μετά το φαγητό γυρίσαμε πάλι στογραφείο, και ο Κάρνμπυ έβγαλε από ένακλειδωμένο συρτάρι το βιβλίο για τοοποίο μου είχε κάνει λόγο. Φαινόταναπίστευτα παλιό, με εβένινα εξώφυλλαδιακοσμημένα με ασημένιααραβουργήματα και σκουροκόκκιναπετράδια.

Όταν άνοιξα τις κιτρινισμένες σελίδες,

τραβήχτηκα αυθόρμητα πίσω, νιώθονταςστα ρουθούνια μου την αποκρουστικήμυρωδιά που ανέδιδαν. Θύμιζε όσοτίποτα μια μπόχα από κάτι σάπιο, λες καιτο βιβλίο είχε φυλαχτεί χρόνια ολόκληραανάμεσα σε πτώματα κάποιουξεχασμένου νεκροταφείου και είχερουφήξει κάτι από τη μιασματικήατμόσφαιρα της αποσύνθεσης.

Τα μάτια του Κάρνμπυ έκαιγαν μ’ έναπυρετικό φως, καθώς έπαιρνε το παλιόχειρόγραφο από τα χέρια μου και τοάνοιγε σε μια σελίδα κάπου στο μέσο.Ύστερα μου έδειξε μια συγκεκριμένηπαράγραφο με το κοκαλιάρικο δάχτυλόμου.

Άρχισα να μεταφράζω το κείμενο αργάκαι με κάποια δυσκολία, και έγραψα τηνπρόχειρη αγγλική του μετάφραση σ’ ένασημειωματάριο που μου έδωσε οΚάρνμπυ. Ύστερα, ο εργοδότης μουζήτησε να το διαβάσω μεγαλόφωνα, Viaνα το ακούσει. Το έκανα.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός,μόλο που το γνωρίζουν ελάχιστοιμονάχα, ότι η θέληση ενός νεκρούμάγου συνεχίζει ν’ ασκεί επιρροή στοπτώμα του, και μπορεί να το σηκώσειαπό τον τάφο και να εκτελέσει με αυτόοτιδήποτε δεν πρόλαβε κατά τηδιάρκεια της ζωής του. Και οινεκραναστάσεις του είδους αυτού

αποσκοπούν κατά κανόνα σε πράξειςμίσους και αποβλέπουν στο ναβλάψουν άλλους. Είναι πιο εύκολο ναδοθεί ζωή στο πτώμα όταν αυτό έχειδιατηρηθεί ανέπαφο- ωστόσουπάρχουν περιπτώσεις που η ισχυρήθέληση του μάγου απέσπασε από τοθάνατο τα σκορπισμένα κομμάτια τουδιαμελισμένου κορμιού του και ταανάγκασε να υπηρετήσουν τουςσκοπούς του, είτε χωριστά είτε σεπροσωρινή επανένωση. Αλλά σε κάθεπερίπτωση, όταν ολοκληρώθηκε ηπράξη, το πτώμα επανήλθε στηναρχική του κατάσταση».

Όλα αυτά ήταν, βέβαια, ανοησίες και

παραλογι-σμοί. Ίσως έφταιγεπερισσότερο η παράξενη, νοσηρήέκφραση φοβερού ενδιαφέροντος στοπρόσωπο του εργοδότη μου, παρά το ίδιοτο αποτρόπαιο απόσπασμα από τοΝεκρονομικόν που είχαν τεντωθεί τόσοτα νεύρα μου- όπως και να ’χε, προς τοτέλος της ανάγνωσης, ένας περίεργος,συρτός θόρυβος στο διάδρομο απέξω μ’έκανε να σκιρτήσω φοβισμένα.

Αλλά όταν τέλειωσα το διάβασμα καικοίταξα τον Κάρνμπυ, έμεινακυριολεκτικά άναυδος αντικρίζοντας τηνγκριμάτσα του ανείπωτου και ξέφρενουτρόμου που είχε παγώσει στο πρόσωπότου. Ήταν η έκφραση ανθρώπου που τονκαταδιώκει κάποια δαιμονική οπτασία

της κόλασης. Για κάποιο λόγο, μουέδωσε την εντύπωση ότι δεν άκουγε καντη μετάφρασή μου από το βιβλίο τουΑμπντούλ Αλχαζρέντ αλλ’αφουγκραζόταν έντρομος εκείνο τοπερίεργο σούρσιμο στο διάδρομο.

«Τούτο το σπίτι είναι γεμάτοαρουραίους», μουρμούρισε τελικά οΚάρνμπυ, πιάνοντας το απορημένοβλέμμα μου. «Παρ’ όλες μου τιςπροσπάθειες, δεν έχω καταφέρει να τουςξεφορτωθώ».

Ο θόρυβος, που συνεχιζόταν ακόμη,ήταν παρόμοιος μ’ εκείνον που θα έκανεένας αρουραίος αν έσερνε αργά κάτι στοπάτωμα. Ο ήχος φαινόταν να πλησιάζει

και να ζυγώνει στην πόρτα του δωματίου,αλλά μετά, ύστερα από μια μικρή παύση,άρχισε ν’ απομακρύνεται σβήνοντας λίγολίγο.

Η ταραχή που έδειχνε τώρα οεργοδότης μου ήταν άλλο πράγμα-αφουγκραζόταν με φοβερή προσήλωσηκαι ο τρόμος του φαινόταν ν’ ακολουθείτις διακυμάνσεις του ήχου, θεριεύονταςστο πλησίασμα και λι-γοστεύοντας μετην απομάκρυνση του ήχου.

«Είναι πολύ τεντωμένα τα νεύρα μου»,εξήγησε τελικά. «Δούλευα πολύ σκληράτώρα τελευταία, και ιδού το αποτέλεσμα.Ακόμη κι ένας ασήμαντος θόρυβος μεταράζει και με κάνει ν’ αλαφιάζομαι».

Ο ήχος απέξω είχε σβήσει εντελώςκάπου πέρα στο σπίτι. Ο Κάρνμπυφάνηκε να ξαναβρίσκει κάπως τηναυτοκυριαρχία του.

«Μου ξαναδιαβάζετε, σας παρακαλώ,εκείνη τη μετάφραση; » είπε. «Θέλω νατην ακούσω πολύ προσεκτικά, λέξη προςλέξη».

Έκανα όπως μου είπε. Με άκουσε με τοίδιο ανίερο ενδιαφέρον αποτυπωμένο στοπρόσωπό του, αλλά τούτη τη φορά δε μαςδιέκοψε κανένας ήχος από το διάδρομο.Πρόσεξα μονάχα ότι στο άκουσμα τηςτελευταίας πρότασης το πρόσωπό τουΚάρνμπυ χλώμιασε σαν να είχε χάσειαπότομα όλο του το αίμα, ενώ η φωτιά

στα βουλιαγμένα μάτια του έμοιαζε τώρασαν φωσφορισμός σε κάποιο ζοφερόπηγάδι.

«Αυτό είναι το πιο ενδιαφέροναπόσπασμα», παρατήρησε τελικά. «Με ταφτωχά αραβικά μου, είχα αμφιβολίες γιατο νόημά του, και το σημείο αυτό έλειπεεντελώς από τη λατινική μετάφραση τουΟλάους Βόρ-μιους. Σας ευχαριστώ γιατην προσεγμένη σας απόδοση.Οπωσδήποτε λύσατε πολλές απορίεςμου».

Η φωνή του ήταν σφιγμένη καιάχρωμη, σαν να συγκρατιόταν και ναπάσχιζε να καταπνίξει ένα χείμαρρο απόακαθόριστες σκέψεις και συναισθήματα.

Κατά κάποιο τρόπο, διαισθανόμουν ότι οΚάρνμπυ ήταν τώρα πιο νευρικός καιταραγμένος από πριν, και ότι ημετάφρασή μου από το Νεκρονομικόνείχε συμ-βάλει σ’ αυτή του τηναναστάτωση. Στο πρόσωπό του ήτανζωγραφισμένη μια φρικαλέα έκφρασηστοχασμού, σαν ν’ απασχολούσαν τομυαλό του κάποιες ανίερες καιαπαγορευμένες σκέψεις.

Όπως και να ’χε, κατάφερε να ξαναβρείαρκετά την αυτοκυριαρχία του, και μουζήτησε να του διαβάσω ένα άλλοαπόσπασμα. Αυτό, όπως ανακάλυψα,ήταν κάποιο μαγικό τυπικό για τονεξορκισμό των νεκρών. Συμπεριλάμβανεμια τελετουργία που απαιτούσε τη χρήση

μερικών σπάνιων αραβικών θυμιαμάτων,καθώς και τη μεγαλόφωνη επίκλησηεκατό τουλάχιστον ονομάτωννεκροφάγων γκούουλ και άλλωνδαιμόνων. Τα αντέγραψα όλα γιαλογαριασμό του Κάρνμπυ, ο οποίος ταμελέτησε για πολλή ώρα μ’ ένα αληθινάεκστατικό ενδιαφέρον που μονάχαεπιστημονικό δε θα μπορούσε να το πεικανείς.

«Και αυτό το κομμάτι», παρατήρησε,τελικά, ο εργοδότης μου, «δεν υπήρχεστη μετάφραση του Ολάους Βόρμιους».Αφού έριξε άλλη μια ματιά στο κείμενο,το δίπλωσε προσεκτικά και το φύλαξεστο ίδιο συρτάρι απ’ όπου είχε βγάλει τοΝεκρονομικόν.

Η βραδιά εκείνη ήταν η πιο παράξενηπου έζησα ποτέ. Καθίσαμε γι’ ατέλειωτεςώρες κουβεντιάζοντας και σχολιάζονταςμεταφράσεις από εκείνο τον ανίερο τόμο.Έτσι, λίγο λίγο, άρχισα να συνειδητοποιώότι τον εργοδότη μου τον κατείχε έναςθανάσιμος τρόμος για κάτι- ότι φοβόταννα μείνει μόνος, και ότι αυτός ήτανκυρίως ο λόγος που με κρατούσε τόσηώρα. Φαινόταν να βρίσκεται σε μιαμόνιμη κατάσταση υπερέντασης, και δενέπαυε ν’ αφουγκράζεται με ανείπωτηαγωνία- ήταν φανερό ότι μόλις καιπρόσεχε τι του έλεγα.

Έχοντας ολόγυρά μου όλα εκείνα τααλλόκοτα αντικείμενα του χώρου, σε

μιαν ατμόσφαιρα βαριά από κάποιοαθέατο κακό και κάποια ακαθόριστηφρίκη, ακόμη και το λογικό τμήμα τουμυαλού μου άρχισε να επηρεάζεται απότο ξύπνημα σκοτεινών κληρονομικώνφόβων. Και να σκεφτεί κανείς ότι στιςφυσιολογικές στιγμές μου κοροΐδευααυτά τα πράγματα. Και να που τώραήμουν έτοιμος να πιστέψω και στα πιοεξωφρενικά δημιουργήματα μιαςαρρωστημένης φαντασίας. Δίχωςαμφιβολία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,ο Κάρνμπυ μου είχε μεταδώσειασυνείδητα τους κρυφούς τρόμους του.

Αλλά ούτε με μια φράση, ούτε με μιαλέξη, ο εργοδότης μου δεν αναφέρθηκεποτέ ανοιχτά στα όσα ήταν ολοφάνερα

στον τρόπο και τη συμπεριφοράτου-απλά και μόνο ανέφερε κατ’επανάληψη ότι υπέφερε από τα νεύρατου.

Στη διάρκεια της συζήτησής μας,επανειλημμένα προσπάθησε ν’ αφήσει ναεννοηθεί ότι το ενδιαφέρον του για τουπερφυσικό και το Σατανισμό ήτανεντελώς θεωρητικό. Ήθελε να με πείσειότι κι αυτός, όπως κι εγώ, δεν πίστευεκαθόλου σ’ αυτά τα πράγματα. Ωστόσοήταν ολοφάνερο ότι δεν έλεγε τηναλήθεια. Ήμουν σίγουρος ότι πίστευεαπόλυτα όλα εκείνα που προσπαθούσε ναμε πείσει ότι ερευνούσε με επιστημονικήαμεροληψία, και υπέθεσα ότι είχε πέσειθύμα κάποιας φανταστικής φοβίας,

επηρεασμένος από τις απόκρυφες έρευνέςτου. Αλλά, από την άλλη μεριά, ηδιαίσθησή μου δε με βοηθούσε ναμαντέψω τι ήταν ακριβώς εκείνο πουφοβόταν.

Δεν ξανακούσομε εκείνους τους ήχουςπου είχαν κατατρομάξει και συγκλονίσειτον εργοδότη μου. Θα πρέπει νακαθίσαμε εκεί έως αρκετά μετά ταμεσάνυχτα, με τα κείμενα του τρελούΆραβα μπροστά μας. Τελικά, κάποιαστιγμή, ο Κάρνμπυ φάνηκε νασυνειδητοποιεί το προχωρημένο τηςώρας.

«Φοβάμαι ότι σας κράτησα πάραπολύ», είπε απολογητικά. «Σίγουρα σας

χρειάζεται και λίγος καλός ύπνος. Μεςστον εγωισμό μου, παρασύρομαι καιξεχνώ ότι οι άλλοι δε συνηθίζουν ναδουλεύουν έως τις μικρές ώρες όπωςεγώ».

Όπως απαιτούσε η ευγένεια, αρνήθηκατυπικά ότι το φταίξιμο ήταν δικό του, τονκαληνύχτισα και κίνησα για το δωμάτιόμου. Ένιωθα φοβερή ανακούφιση. Μουφαινόταν ότι φεύγοντας θ’ άφηνα πίσωμου και στο δωμάτιο του Κάρνμπυ όλουςεκείνους τους σκοτεινούς φόβους και τοπλάκωμα της ψυχής που με βασάνιζαντόση ώρα.

Μονάχα ένα μικρό φως έφεγγε στομακρύ διάδρομο. Ήταν κοντά στην πόρτα

του Κάρνμπυ· η δική μου, στην άλληάκρη του διαδρόμου, κοντά στοκεφαλόσκαλο, ήταν βυθισμένη στη σκιά.Καθώς άπλωνα ψαχουλευτά το χέρι γιατο πόμολο, άκουσα ένα θόρυβο πίσωμου. Γυρίζοντας, πρόλαβα να δω ναχάνεται ένα μικρό ακαθόριστο σώμα πουείχε σαλτάρει από το κεφαλόσκαλο στοπρώτο σκαλοπάτι.

Στη στιγμή, ένιωσα να με κυριεύειασυγκράτητος τρόμος. Ακόμη και σ?εκείνη την αβέβαιη, φευγαλέα ματιά, είχαδει ότι το αντικείμενο ήταν πολύασπριδερό για να είναι αρουραίος αλλάκαι το όλο σχήμα του δε θύμιζε ζώο. Δεθα μπορούσα να πάρω όρκο τι ήταν, αλλάτο περίγραμμά του είχε κάτι το

απερίγραπτα αποτρόπαιο.

Στάθηκα σαν παράλυτος εκεί,τρέμοντας ολόκληρος, και τότε άκουσαέναν περίεργο ήχο στις σκάλες. Ήταν σανκάτι να είχε πέσει από το πάνω σκαλοπάτιστο κάτω. Ο ήχος αυτός συνεχίστηκε ν’ακούγεται κατά κανονικά διαστήματαμέχρι που σταμάτησε εντελώς.

Ακόμη και αν η σωτηρία της ψυχής καιτου σώματός μου εξαρτιόταν απ’ αυτό,και πάλι δε θα είχα το κουράγιο ν’ ανάψωτο φως του κεφαλόσκαλου. Ούτε και θατολμούσα να ζυγώσω εκεί για ναδιαπιστώσω τι ήταν εκείνο που κατέβαινεμε τόσο αφύσικο τρόπο. Δεν ξέρω,

κάποιος άλλος μπορεί και να το ’κάνε-πάντως όχι εγώ. Αντίθετα, αφού έμειναμαρμαρωμένος για μια στιγμή, χώθηκαμέσα στο δωμάτιο και κλείδωσα πίσωμου την πόρτα.

Έπεσα στο κρεβάτι, μ’ ένα κυκεώνααναπάντητων ερωτημάτων καιαπροσδιόριστων φόβων να στροβιλίζεταιστο μυαλό μου. Με αναμμένο συνέχειατο φως, έμεινα άγρυπνος για ώρες,περιμένοντας να ξανακούσω από στιγμήσε στιγμή εκείνους τους αποτρόπαιουςήχους. Αλλά το σπίτι παρέμεινε σιωπηλόσαν νεκροθάλαμος, και δεν άκουσα τοπαραμικρό. Τελικά, και παρόλο που δενπερίμενα ότι θα ’ταν δυνατό να κλείσω

μάτι, με πήρε ο ύπνος. 'Ηταν ένα είδοςλήθαργου δίχως όνειρα, και δεν ξύπνησαπαρά μονάχα μετά από πολλές ώρες, όταντο ρολόι μου έδειχνε δέκα το πρωί.

Αναρωτήθηκα αν ο εργοδότης μου μεείχε αφήσει από αβρότητα να κοιμηθώμέχρι αυτή την ώρα ή μήπως δεν είχεξυπνήσει ούτε ο ίδιος. Όταν ντύθηκα καικατέβηκα, τον βρήκα να με περιμένει στοσερβιρισμένο τραπέζι με το πρωινό. Ητανπιο χλωμός και πιο τρομαγμένος από τοπροηγούμενο βράδυ, σαν να είχε περάσειμια πολύ άσχημη νύχτα.

«Ελπίζω οι αρουραίοι να μη σαςενόχλησαν πολύ», παρατήρησε ύστερααπό την τυπική Καλημέρα. «Κάτι πρέπει

να κάνω με δαύτους».

«Ούτε που τους κατάλαβα καν», τονδιαβεβαίωσα.

Για κάποιο λόγο, μου ήταν απολύτωςαδύνατο να του αναφέρω για εκείνο τοπαράξενο, αμφίβολο πράγμα που είχα δεικαι ακούσει τη νύχτα, λίγο πριν μπω στοδωμάτιό μου. Σίγουρα πρέπει να είχακάνει λάθος δίχως αμφιβολία, δεν μπορείπαρά να ήταν ένας κοινός αρουραίος πουέσερνε κάτι στις σκάλες. Π ροσπάθησανα διώξω από το νου μου εκείνο τοναποτρόπαιο επαναλαμβανόμενο ήχο καιτο ακατονόμαστο σχήμα που είχα δειφευγαλέα στο σκοτάδι.

Ο εργοδότης μου με κοίταξε με έντοναδιαπεραστικό βλέμμα, σαν ναπροσπαθούσε να διαβάσει τις πιοαπόκρυφες σκέψεις μου. Πήραμε τοπρωινό σε μια μάλλον καταθλιπτικήατμόσφαιρα, αλλά και η μέρα πουακολούθησε δεν ήταν λιγότερο ζοφερή.

Μετά το πρωινό, ο Κάρνμπυαπομονώθηκε στο δωμάτιό μου έως αργάτο απομεσήμερο, κι εγώ έμεινα νασκοτώσω ελεύθερα την ώρα μου στηνπλούσια, αλλά ορθόδοξη βιβλιοθήκη τουκάτω πατώματος. Μου ήταν αδύνατο ναμαντέψω τι μπορεί να έκανε ο Κάρνμπυκλεισμένος εκεί στο δωμάτιό του.Πάντως, κάμποσες φορές, μου φάνηκεσαν να άκουσα να έρχονται από μέσα

κάτι αχνές, μονότονες ψαλμωδίες μεεπιβλητικό τόνο. Σκοτεινές υποψίες καιφοβερές εικασίες στροβιλίζονταναδιάκοπα στο μυαλό μου. Η ατμόσφαιρατου σπιτιού φαινόταν να γίνεται ολοένακαι πιο βαριά, και ένιωθα να με πνίγει μετο θανατερό, μιασματικό μυστήριό της.Θα ’λεγε κανείς ότι αόρατες δαιμονικέςπαρουσίες παραμόνευαν σε κάθε γωνιά.

Μπορώ να πω ότι ένιωσα σχεδόνανακούφιση όταν κάποια στιγμή οεργοδότης μου με κάλεσε στο γραφείοτου. Μπαίνοντας πρόσεξα ότι ο αέραςεκεί ήταν βαρύς από μια δυνατήαρωματική μυρωδιά, ενώ στηνατμόσφαιρα πλανιόταν ακόμη έναςγαλαζωπός καπνός. Ήταν σαν κάποιος να

είχε ανάψει ανατολίτικα λιβάνια σ’εκκλησιαστικά θυμιατήρια. 'Ενα χαλί τουI-σπαχάν, που αρχικά βρισκόταν κοντάστον τοίχο, είχε τώρα τραβηχτεί στοκέντρο του χώρου. Αλλά κι αυτό δενήταν αρκετό για να κρύψει εντελώς τηβιολετιά καμπύλη που μαρτυρούσε τοσχέδιο κάποιου μαγικού κύκλου στοπάτωμα. Δίχως αμφιβολία ο Κάρνμπυείχε κάνει κάποια μαγική επίκληση εκείμέσα, και θυμήθηκα εκείνο το φοβερότελετουργικό τυπικό που του είχαμεταφράσει το προηγούμενο βράδυ.

Όπως και να ’χε, δεν προσφέρθηκε ναμου εξηγήσει τίποτα από τις όποιεςδραστηριότητές του. Το όλο ύφος τουείχε αλλάξει σημαντικά- έδειχνε πιο

ψύχραιμος και συγκροτημένος, και μεπερισσότερη αυτοπεποίθηση από κάθεάλλη φορά. Με σχεδόν απόλυτηφυσικότητα και άνεση, ακούμπησεμπροστά μου ένα μάτσο από χειρόγραφακαι μου ζήτησε να τα δακτυλογραφήσω.

Σε λίγο, ο γνώριμος ήχος τωνπλήκτρων με βοήθησε κάπως να διώξωεκείνο τον ακαθόριστο φόβο που μουπλάκωνε την καρδιά. Μπορούσα σχεδόννα χαμογελάσω με τις περίεργες καιφοβερές πληροφορίες που περιείχαν οισημειώσεις του εργοδότη μου, και πουαφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά σεμεθόδους απόκτησης απαγορευμένωνδυνάμεων. Αλλά και πάλι, κάτω απ’ αυτήτην επιφανειακή αυτοπεποίθηση,

εξακολουθούσε να με ταλανίζει μιααόριστη, επίμονη ανησυχία.

Το βράδυ έφτασε, και μετά από τοφαγητό γυρίσαμε πάλι στο γραφείο. Ηόλη συμπεριφορά του Κάρνμπυμαρτυρούσε μια υπερένταση τώρα, σαννα περίμενε με αγωνία το αποτέλεσμακάποιου κρυφού εγχειρήματος. Εγώσυνέχισα τη δουλειά μου, αλλά κάτι απότην υπερέντασή του μεταδόθηκε και σ’εμένα, και κάθε τόσο έπιανα τον εαυτόμου ν’ αφουγκράζεται φοβισμένα.

Τελικά, πάνω από το κροτάλισμα τωνπλήκτρων της γραφομηχανής, άκουσαπάλι εκείνο το περίεργο σούρσιμο στοδιάδρομο. Ο Κάρνμπυ το άκουσε κι

αυτός, και, στη στιγμή, κάθε ίχνοςαυτοπεποίθησης χάθηκε από το πρόσωπότου. Στη θέση του δεν απόμενε τώραπαρά ο πιο αξιολύπητος τρόμος.

Ο ήχος πλησίαζε σταθερά-ακολουθούσε ένας πνιχτός, συρτόςθόρυβος, και μετά και άλλοι ποικίληςέντασης, σαν από ακαθόριστα τρεχαλητάκαι σουρσίματα στο πάτωμα. Οδιάδρομος απέξω φαινόταν να βρίθει απόκι εγώ δεν ξέρω τι, σαν μια ολόκληρηστρατιά από αρουραίους να έσερνε στοπάτωμα τα λάφυρά της από κάποιαεπιδρομή. Κι ωστόσο κανένας αρουραίος,ή και στρατιά από δαύτους, δε θαμπορούσε να κάνει αυτούς τουςθορύβους ή να μετακινεί τόσο βαριά

αντικείμενα σαν αυτά που ακούστηκαν ν’ακολουθούν. Υπήρχε κάτι στο χαρακτήρααυτών των θορύβων, κάτι ακατονόμαστοκαι απερίγραπτο, που έκανε μια κρύαανατριχίλα ν’ αρχίσει να διατρέχει αργάτη ραχοκοκαλιά μου.

«Θεέ και Κύριε! Τι σαματάς είναιαυτός; » φώναξα.

«Οι αρουραίοι! Σου λέω, είναι μονάχαοι αρουραίοι! » Η φωνή του Κάρνμπυήταν τώρα ένα διαπεραστικό, υστερικόσκούξιμο.

Μια στιγμή αργότερα ένα χτύπημααντήχησε ολοκάθαρα στην πόρτα,χαμηλά κοντά στο κατώφλι. Σχεδόν

ταυτόχρονα άκουσα έναν υπόκωφογδούπο μέσα στο κλειδωμένο ντουλάπιτου αντικρινού τοίχου. Ο Κάρνμπυ, πουέως τότε στεκόταν ορθός, φάνηκεκυριολεκτικά να καταρρέει σε μιαπολυθρόνα. Το πρόσωπό του ήτανσταχτί, και τα χαρακτηριστικά του είχανπαραμορφωθεί σε μια μάσκα σχεδόνξέφρενου τρόμου.

Τώρα η εφιαλτική αμφιβολία και τοτέντωμα των νεύρων μου είχαν φτάσει σεανυπόφορα επίπεδα, και δεν άντεχα άλλο.Αδιαφορώντας για τις αγωνιώδειςκραυγές του εργοδότη μου νασταματήσω, έτρεξα κι άνοιξα την πόρτα.Ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι περίμενα ν’αντικρίσω περνώντας το κατώφλι και

βγαίνοντας στο μισοσκότεινο διάδρομο.

Όταν κοίταξα κάτω και είδα τοαντικείμενο που παραλίγο να πατήσω,ένιωσα ένα φοβερό αποτροπιασμό και τοστομάχι ανακατεύτηκε από ναυτία. Ήτανένα ανθρώπινο χέρι κομμένο από τονκαρπό — ένα κοκαλιάρικο, γαλαζωπόχέρι σαν από κουφάρι μιας βδομάδας, μείχνη μούχλας στα δάχτυλα και κάτω απότα μακριά νύχια. Και το καταραμένοπράγμα είχε σαλέψει! Είχε κάνει πίσω γιανα με αποφύγει, και τώρα έτρεχε στοδιάδρομο με κινήσεις που κάπως θύμιζανκάβουρα!

Ακολουθώντας το με το βλέμμα, είδαότι υπήρχαν και άλλα αντικείμενα πιο

πέρα, ένα από τα οποία αναγνώρισα ότιήταν ανθρώπινο πόδι και ένα άλλοβραχίονας. Δεν τόλμησα να κοιτάξω ταυπόλοιπα. Όλα απομακρύνονταν αργά,σαν μια φρικαλέα νεκρική πομπή, καιμου είναι εντελώς αδύνατο να περιγράψωτις κινήσεις τους. Η ζωντάνια που έδειχνετο καθένα τους ήταν αποτρόπαιη πέρααπό κάθε περιγραφή. Έδειχναν κάτιπαραπάνω από ζωντανό, αλλά ο αέραςήταν γεμάτος από μια μπόχα από ψοφίμι.

Τράβηξα έντρομος το βλέμμα μου καιπίσωπάτησα στο δωμάτιο του Κάρνμπυ,κλείνοντας πάλι την πόρτα με χέρι πουέτρεμε ασυγκράτητα. Ο εργοδότης μουβρέθηκε στη στιγμή δίπλα μου με τοκλειδί στο χέρι και το γύρισε στην

κλειδαριά με δάχτυλα αδύναμα καιαδέξια σαν παραλυτικού.

«Τα είδες; » με ρώτησε με βραχνά,τρεμουλιαστό ψίθυρο.

«Για όνομα του Θεού, τι σημαίνουνόλα αυτά; » Φώναξα.

Ο Κάρνμπυ γύρισε πάλι στηνπολυθρόνα του, τρικλίζοντας λίγο σαν ναμην τον κρατούσαν τα πόδια του. Ταχαρακτηριστικά του ήτανπαραμορφωμένα από τον τρόμο που τουροκάνιζε τα σωθικά, κι έτρεμε σύγκορμοςσαν να υπέφερε από πυρετούς. Κάθισα κιεγώ σε μια πολυθρόνα δίπλα του, και τονάκουσα να τραυλίζει μια απίστευτη

εξομολόγηση, σχεδόν με ακατάληπτηφωνή, άναρθρους ήχους, παύσεις καικομ-πιάσματα.

«Είναι πιο δυνατός από μένα — ακόμηκαι στο θάνατο, ακόμη και με το κορμίτου διαμελισμένο με το νυστέρι και τοπριόνι που χρησιμοποίησα. Νόμιζα ότι δεθα μπορούσε να επιστρέψει ύστερα απ’αυτό — ύστερα από το θάψιμο τωνκομματιών του σε δέκα και παραπάνωδιαφορετικά σημεία, στο κελάρι, κάτωαπό τους θάμνους, στις ρίζες τουκισσού... Αλλά το Νεκρονομικόν είχεδίκιο... και ο Χέλμαν Κάρνμπυ το ’ξερεαυτό. Με προειδοποίησε πριν τονσκοτώσω... μου είπε ότι θα ξαναγύριζε —ακόμη και σ’ εκείνη την κατάσταση.

«Αλλά εγώ δεν τον πίστεψα. Τονμισούσα τον Χέλμαν, όπως με μισούσε κιεκείνος. Αλλά είχε φτάσει σε υψηλότεραεπίπεδα γνώσης και δύναμης, επειδή είχεκερδίσει περισσότερο από μένα τηνεύνοια των Σκοτεινών. Γι’ αυτό και τονσκότωσα — τον ίδιο το δίδυμο αδελφόμου, αλλά και αδελφό στην υπηρεσία τουΣατανά και Εκείνων που προηγήθηκαντου Σατανά. Χρόνια και χρόνιαμελετούσαμε πλάι πλάι. Μαζί τελούσαμετη Μαύρη Λειτουργία, και οι ίδιοιδαίμονες υπηρετούσαν και τους δυο μας.Αλλά ο Χέλμαν Κάρνμπυ είχεπροχωρήσει πιο βαθιά στο απόκρυφο καιστο απαγορευμένο, σε χώρους που εγώδεν είχα τη δύναμη να τον ακολουθήσω.Τον φοβόμουν, και δεν μπορούσα ν’

αντέξω την υπεροχή του.

«Είναι πάνω από μια εβδομάδα — είναιδέκα μέρες που τον σκότωσα. Αλλά οΧέλμαν — ή κάποιο κομμάτι του —επιστρέφει κάθε βράδυ... Ω Θεέ μου! Τακαταραμένα χέρια του σέρνονται στοπάτωμα! Τα πόδια και τα μπράτσασκαρφαλώνουν τις σκάλες με κάποιονακατονόμαστο τρόπο για να μεστοιχειώσουν... Χριστέ μου! Τοφρικαλέο, αιματοβαμμένο κουφάρι τουμε ακολουθεί! Σου λέω, τα χέρια τουέρχονται ακόμη και τη μέρα να μουχτυπήσουν και να πασπατέψουν τοπόμολο της πόρτας... και έχω σκοντάψειπάνω στα μπράτσα του στο σκοτάδι.

«Μεγαλοδύναμε! Θα τρελαθώ απ’ αυτήτη φρίκη. Αλλ’ αυτό θέλει κι αυτός, νατρελαθώ. Συνεχίζει να με βασανίζει, μέχρινα χάσω τα λογικά μου. Γι’ αυτόστοιχειώνει τούτο το σπίτι με τακομμάτια του. Θα μπορούσε εύκολα ναδώσει ένα τέρμα με τη δαιμονική δύναμηπου κατέχει, θα μπορούσε ναξανασυγκολλή-σει τα κομματιασμέναμέλη του και να με σκοτώσει όπως τονσκότωσα κι εγώ!

»Και είχα θάψει τόσο προσεκτικά τακομμάτια του, με τόση προνοητικότητακαι φροντίδα! Αλλά πόσο άχρηστα ήτανόλα! Έθαψα το νυστέρι και το πριόνι, ναι,στην άλλη άκρη του κήπου, όσο πιομακριά μπορούσα από τα διαβολικά,

κακόβουλα χέρια του. Αλλά δεν έθαψακαι το κεφάλι μαζί με τ’ άλλα κομμάτια— αυτό το κλείδωσα στο ντουλάπι εκείστον τοίχο. Το άκουγα πότε πότε νασαλεύει εκεί μέσα, όπως το άκουσες κιεσύ πριν από λίγο... Αλλά δεν τουχρειάζεται το κεφάλι- η θέλησή τουβρίσκεται αλλού, και μπορεί ναεπενεργήσει και να εκδηλωθεί με όλα ταμέλη του.

«Βέβαια, άρχισα να κλειδώνω πόρτεςκαι παράθυρα από τη νύχτα πουανακάλυψα ότι ξαναγύριζε... Αλλά δενάλλαξε τίποτα. Και προσπάθησα να τονεξορκί-σω με όλες τις κατάλληλεςτελετές — όλες όσες ήξερα. Και σήμεραδοκίμασα την πιο ισχυρή, εκείνη που μου

μετέφρασες από το Νεκρονομικόν. Αυτόςήταν κι ο λόγος που σε προσέλαβα-αυτός, καθώς και το γεγονός ότι δενάντεχα άλλο να μένω μονάχος. Σκέφτηκαότι κάτι θα γινόταν αν έμενε κι άλλος στοσπίτι μαζί μου. Εκείνος ο εξορκισμόςήταν η τελευταία μου ελπίδα. Έλπιζα ότιαυτός θα τον συγκροτούσε — είναι μιαπανάρχαια και πολύ φοβερή τελετή.Αλλά, όπως είδες κι εσύ, αποδείχτηκεάχρηστος... »

Η φωνή του έσβησε σε ασυνάρτηταμουρμουρητά. Έμεινε εκεί, ατενίζονταςμπροστά με απλανές, γυάλινο βλέμμα,που μέσα του διέκρινα κιόλας την πρώτησπίθα της τρέλας. Δεν είχα τίποτα να πω— η εξομολόγησή του ήταν ανείπωτα

αποτροπιαστική. Το ψυχικό σοκ που μουπροκάλεσε, καθώς κι εκείνη η απαίσιαυπερφυσική εκδήλωση, με είχαν σχεδόνπαραλύσει. Το μυαλό μου είχεμουδιάσει- μονάχο όταν άρχισα κάπως νασυνέρχομαι ένιωσα να με πλημμυρίζειένα ακατανίκητο κύμα απέχθειας για τονάνθρωπο που καθόταν δίπλα. του.

Στάθηκα όρθιος. Στο σπίτι επικρατούσενεκρική σιγή τώρα, σαν οι πολιορκητέςεκείνης της μακάβριας καιαποκρουστικής στρατιάς να είχαναποσυρθεί, ο καθένας στον ξέχωρο τάφοτου. Ο Κάρνμπυ είχε αφή-σε το κλειδίστην πόρτα- πλησίασα και το γύρισααργά.

«Φεύγεις; Μη μ’ αφήνεις», άκουσα ναμ’ εκλιπαρεί ο Κάρνμπυ με φωνή πουέτρεμε από αγωνία και τρόμο, καθώςστεκόμουν εκεί με το χέρι στο πόμολο.

«Ναι, φεύγω», αποκρίθηκα, ψυχρά.«Παραιτούμαι τούτη τη στιγμή. Καισκοπεύω να μαζέψω τα πράγματά μουκαι να φύγω απ’ αυτό το σπίτι τοταχύτερο δυνατό».

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στοδιάδρομο, δίχως να δώσω σημασία στιςάναρθρες υποσχέσεις, τις ικεσίες και τιςδιαμαρτυρίες που έβγαιναν ακατάσχετααπό το στόμα του. Για την ώρα,προτιμούσα ν’ αντιμετωπίσω ό, τι τυχόνπαραμόνευε στο σκοτεινό διάδρομο,

άσχετα πόσο απαίσιο και τρομακτικό,παρά να υπομείνω άλλο την παρουσίατου Τζων Κάρνμπυ..

Ο διάδρομος ήταν άδειος- πηγαίνονταςγοργά προς το δωμάτιά μου, ανατρίχιασααναγουλιάζοντας στη θύμηση των όσωνείχα δει. Νομίζω ότι έτσι κι άκουγα ήέβλεπα το παραμικρό σ’ εκείνες τις σκιές,θα ξεσπούσα σε υστερικά ουρλιαχτά.

Άρχισα να μαζεύω βιαστικά ταπράγματά μου, σπρωγμένος από μιααίσθηση πυρετικής και καταναγ-καστικήςβιάσης. Ένιωθα ότι δε θ’ άντεχα να μείνωούτε στιγμή παραπάνω σ’ εκείνο το σπίτιμε τ’ αποτρόπαια μυστικά, που τοπλάκωνε μια ατμόσφαιρα κατα-θλιπτικού

τρόμου. Στη βιασύνη μου έκανα πολλάλάθη και αδεξιότητες, σκοντάφτονταςστα έπιπλα, και μάταια πασχίζοντας ναδιώξω τον τρόμο που παρέλυε το νου καιτα δάχτυλά μου.

Είχα σχεδόν τελειώσει, όταν άκουσατον ήχο από αργά μετρημένα βήματα πουανέβαιναν τις σκάλες. Ήξερα ότι δενμπορεί να ήταν ο Κάρνμπυ, γιατί αυτόςείχε κλειδώσει πάλι την πόρτα τουαμέσως μόλις βγήκα- και ήμουν σίγουροςότι τίποτα δε θα τον έπειθε να βγει. Όπωςκαι να ’χει, θα ήταν απίθανο να είχεκατέβει δίχως να τον ακούσω.

Τα βήματα έφτασαν στο κεφαλόσκαλοκαι προχώρησαν στο διάδρομο

περνώντας μπροστά από την πόρτα μου.Διατηρούσαν σταθερά τον ίδιο μονότονορυθμικό ήχο, σαν την κίνηση μιαςμηχανής. Οπωσδήποτε δεν έμοιαζανκαθόλου με τις σιγανές, νευρικέςπατημασιές του Τζων Κάρνμπυ.

Αλλά, τότε, ποιος θα μπορούσε να ’ναι;Αισθάνθηκα το αίμα να παγώνει στιςφλέβες μου- δεν τόλμησα καν νασυμπληρώσω την απάντηση που μουήρθε αυτόματα στο μυαλό.

Τα βήματα Κοντοστάθηκαν- καικατάλαβα ότι τώρα είχαν φτάσει μπροστάστην πόρτα του Κάρνμπυ. Ακολούθησανμερικές στιγμές σιγής, στη διάρκεια των

οποίων δεν τολμούσα ούτε ν’ ανασάνω.Και μετά, ένας τρομακτικός πάταγος απόξύλα που τσάκιζαν έσπασε τη σιωπή. Καιτότε, πάνω απ’ όλα, αντήχησαν στο σπίτιτα διαπεραστικά ουρλιαχτά ενόςανθρώπου στα νύχια του πλέονανείπωτου τρόμου.

Μου ήταν αδύνατο να σαλέψω από κει,λες κι ένα σιδερένιο χέρι να με κρατούσεακινητοποιημένο στη θέση μου. Ούτε κιεγώ ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, κιαφουγκραζόμουν. Τα ουρλιαχτά είχανσβήσει γοργά στη σιωπή. Δεν άκουγατίποτα τώρα, πέρα από έναν σιγανό,περίεργο, επαναλαμβανόμενο ήχο που το

μυαλό μου αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει.

Δεν ήταν η δική μου βούληση, αλλάκάποια θέληση πιο δυνατή από μένα,εκείνο που με έσυρε τελικά έξω και μεανάγκασε να προχωρήσω στο διάδρομοπρος την πόρτα του γραφείου τουΚάρνμπυ. Ένιωθα την παρουσία αυτήςτης θέλησης σαν μια πανίσχυρη,υπερανθρώπινη δύναμη, σαν ένα είδοςκακόβουλης υπνωτικής επιρροής.

Η πόρτα του γραφείου ήτανξεχαρβαλωμένη, και κρεμόταν μονάχααπό ένα μεντεσέ. Την είχε τσακίσει κάτιμε υπεράνθρωπινη δύναμη. Οακατονόμαστος ήχος που άκουγα τόσηώρα σταμάτησε καθώς πλησίαζα στοκατώφλι. Τη θέση του πήρε μια απόλυτη,δυσοίωνη σιωπή.

Κοκάλωσα και πάλι, ανίκανος να κάνωάλλο βήμα. Αλλά τούτη τη φορά δεν ήτανεκείνη η διαβολική, ακατανίκητη δύναμηπου παρέλυε τα μέλη μου, καθηλώ-νοντάς με μπροστά στο κατώφλι. Τοδωμάτιο φωτιζόταν από μια λάμπα,αθέατη από το σημείο που βρισκόμουν.Κοιτάζοντας μέσα, στο στενό χώρο πουφαινόταν από το άνοιγμα της πόρτας,διέκρινα μια άκρη του ανατολίτικουχαλιού και, στο πάτωμα πιο πέρα, τοφοβερό περίγραμμα μιας αποτρόπαιηςασάλευτης σκιάς.

Πελώρια, μακρόστενη, τερατώδης, ησκιά φαινόταν ν’ ανήκει σ’ ένα γυμνόάντρα που έστεκε σκυφτός μ’ έναχειρουργικό πριόνι στο χέρι. Το τρομερό

ήταν αυτό: αν και οι ώμοι, το στήθος, ηκοιλιά και τα μπράτσα διακρίνοντανολοκάθαρα, η σκιά ήταν ακέφαλη, με τονκορμό να τελειώνει απότομα σ’ ένανκομμένο λαιμό. Η θέση της ήταν τέτοιαώστε θα ήταν αδύνατο να υπάρχει κεφάλιπου δε φαινόταν χάρη σε κάποιοφαινόμενο προοπτικής.

Περίμενα, ανήμπορος είτε να μπω, είτενα κάνω πί σω. Το αίμα έρρεε στηνκαρδιά μου σαν πηχτό παγωμένο ρυάκι,ενώ το μυαλό μου αρνιόταν να δουλέψει.Πέρασε ένα ακαθόριστο διάστημαασύλληπτης φρίκης. Μετά, από τηναθέατη πλευρά του δωματίου τουΚάρνμπυ, από τη μεριά του κλειδωμένουντουλαπιού, ακούστηκε ένας δυνατός και

βίαιος πάταγος, ο ήχος από σανίδια πουσπάζαν, και το τρίξιμο από ζορισμένουςμεντεσέδες. Αμέσως μετά αντήχησε έναςαπαίσιος, υπόκωφος γδούπος από κάτιπου έπεφτε στο πάτωμα.

Ύστερα πάλι σιωπή — η σιωπή ενόςΚακού που είχε εκπληρώσει το σκοπότου και τώρα στοχαζόταν πάνω από τονακατονόμαστο θρίαμβό του. Η σκιά δενείχε σαλέψει καθόλου. Στεκόταν σεστάση αποτρόπαιος περισυλλογής, με τοπριόνι ανασηκωμένο, σαν ναπεριεργαζόταν κάποιο τελειωμένο έργο.

Μερικές στιγμές πέρασαν ακόμη, καιμετά, εντελώς απρόσμενα είδα τη σκιά ναδιαλύεται με φοβερό και ανεξήγητο

τρόπο. Φάνηκε να σπάζει και νασκορπίζει σε μικρότερες σκιές, πουέπεσαν και χάθηκαν από τα μάτια μου.Διστάζω να περιγράψω το συγκεκριμένοτρόπο ή τα σημεία που σημειώθηκε αυτότο αλλόκοτο, πολλαπλό κομμάτιασμα.Ταυτόχρονα, άκουσα έναν πνιχτό κρότοαπό κάτι μεταλλικό που έπεφτε στοπερσικό χαλί, και τους ήχους της πτώσηςαπό πολλά αντικείμενα.

Για μια ακόμα φορά μια νεκρική σιγήκάλυψε τα πάντα — μια σιγή σαν απόκάποιο νυχτερινό κοιμητή-ρι, όταν οιτυμβωρύχοι και τα γκούουλ έχουνολοκληρώσει το μακάβριο έργο τους, καιμονάχοι οι νεκροί παραμένουν.

Σπρωγμένος από ένα κακόβουλομαγνητισμό, σαν υπνοβάτης που τονκέντριζε κάποιος αόρατος δαίμονας,προχώρησα και μπήκα στο δωμάτιο.Μάντευα, μ’

ένα φοβερό προαίσθημα, το θέαμα πουμε περίμενε περνώντας το κατώφλι —το διπλό σωρό από κομματιασμέναανθρώπινα απομεινάρια, μερικάπρόσφατα κατακρεουργημένα καιματωμένα- άλλα ήδη γαλαζωπά με ταπρώτα σημάδια της σήψης και τηςμούχλας του χώματος. Και όλα τουςανάκατα σ’ ένα αποκρουστικόσυνονθύλευμα στο πάτωμα.

Ένα ματωμένο νυστέρι κι ένα πριόνι

εξείχαν από το σωρό. Και λίγο πιο πλάι,ανάμεσα στο χαλί και τη σπασμένηπόρτα του ντουλαπιού, ορθό σαν ν’απολάμβανε τ’ απομεινάρια, στεκότανένα ανθρώπινο κεφάλι. Βρισκόταν στοίδιο στάδιο αποσύνθεσης με τακομμάτια του κορμιού στο οποίο ανήκε-

αλλά θα έπαιρνα όρκο ότι, μπαίνονταςπρόλαβα να δω να σβήνει στα χείλη τουένα χαμόγελο μοχθηρού θριάμβου.Παρ’ όλα τα σημάδια της σήψης, τοπρόσωπο είχε μια φανερή ομοιότητα μ’εκείνο του Τζων Κάρνμπυ, και δενμπορεί παρά ν’ ανήκε στο δίδυμοαδερφό του.

Τα φοβερά συμπεράσματα πουέπνιξαν το μυαλό μου σαν μαύρο και

νοτερό σύννεφο δεν επιτρέπεται ναγραφτούν εδώ. Η φρίκη που είδα με ταμάτια μου — και η ακόμη μεγαλύτερηφρίκη που μάντεψα — ξεπερνά και ταπιο αποτρόπαια ανοσιουργήματακόλασης στις παγωμένες αβύσσους.

Ωστόσο μου επιφυλασσόταν μιαανακούφιση και μια ευλογία: δεναναγκάστηκα να κοιτάξω παραπάνω απόλίγες στιγμές σ’ εκείνη την ανυπόφορηεικόνα. Εντελώς απότομα, ένιωσα ότικάτι είχε αποσυρθεί από το δωμάτιο. Ηκακόβουλη δύναμη που με κρατούσεδέσμιο έσβηνε- η πανίσχυρη θέληση πουμε κρατούσε αιχμάλωτο χάθηκε. Είχεπάψει να με κινεί, όπως είχε πάψει νακινεί και το δαιμονισμένο πτώμα του

Χέλμαν Κάρνμπυ. Ήμουν πια λεύτεροςνα φύγω.

Και έτσι άφησα πίσω μου εκείνο τοδωμάτιο της φρίκης, για να διασχίσωτρέχοντας το αφώτιστο σπίτι και ναβγω στο εξωτερικό σκοτάδι τηςνύχτας.

Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣΑΠΟ ΤΑ ΑΣΤΡΑ

του Ρόμπερτ Μηλακ

Το πρώτο σημάδι του ψυχωτικάφανατικού είναι η αδυναμία του ναγελάσει με τη σατυρική παρωδία τουεαυτού του. Κάτι δεν πάει καλά με τονάνθρωπο που παραπαίρνει στα σοβαράτις ιδέες του.

Και, σίγουρα, ούτε ο Ρόμπερτ Μπλακούτε ο Λάβ-κραφτ είχαν αυτό τοκουσούρι. Μπορούσαν να γελάσουν όχιμονάχα με τον εαυτό τους αλλά — γιατίόχι;

— ακόμη και με τις ιδέες τους.

Διαβάζοντας τούτο το διήγημα έναςέμπειρος αναγνώστης 'ίσως διακρίνει μιακάποια υπερβολική χρήση ηχηρών

επιθέτων και μια ομοιότητα με ορισμέναπραγματικά πρόσωπα. Δεν είναι τυχαίο.

Το 1935 ο Ρόμπερτ Μπλακ ζήτησε απότον Λάβ-κραφτ την άδεια να... τονσκοτώσει, σ’ ένα διήγημά του, με τονπλέον φρικιαστικά τρόπο. Ο Λάβκραφταπάντησε σε μια επίσημη εξουσιοδότησηπρος τον «Ρόμπερτ Μπλακ,μετενσάρκωση του Λούντβιχ Πριν». Τηνεξουσιοδότηση συνυπέγραφαν — στηγλώσσα τους! — ο... Αμπντούλ Αλχαζρέντ,ο λάμα Τσο-Τσο του Λενγκ και οΓκασπάρ Ντυ Νορ, μεταφραστής του

Βιβλίου του Έιμπον. Το αποτέλεσμα ήταντο διήγημα που θα διαβάσετε τώρα.

Στη συνέχεια ο Λάβκραφτ εκδικείταισκοτώνοντας τον Μπλακ στο Στοιχειωτήτου Σκοταδιού, και ο Μπλακαντεπιτίθεται με τη Σκιά από τοΚωδωνοστάσι. Το τελευταίο το έχωμεταφράσει στον τόμο «Ιστορίες Μαγείαςκαι Τρόμου». Ο λόγος που είχα αποφύγεινα μεταφράσω τότε αυτό το διήγημα ήτανότι έψαχνα ακόμη να βρω τη σωστήμετάφραση του γνήσιου τίτλου TheShambler from the Stars. Μπορεί ναξέρω τι σημαίνει το Shambler (κάτι πουκινείται, αργά, αδέξια και συρτά) αλλάπώς λέγεται με μια λέξη;

Ε, λοιπόν, όπως βλέπετε, δεν το βρήκα.Τι να γίνει; Μόνο επίκληση με τοΝεκρονομικόν που δεν έκανα. Πάντως,

τώρα που το σκέφτομαι, αναρωτιέμαι αντο Βιβλίο του Έιμπον θα μπορούσε να μεβοηθήσει...

Γ. Μ.

Το επάγγελμά μου είναι προφανές —είμαι συγγραφέας διηγημάτων τρόμου.Από μικρό παιδί ακόμη με μάγευε ημύστη ριακή γοητεία του αγνώστου καιτου ασύλληπτου. Οι ακατονόμαστοιτρόμοι, τα αλλόκοτα όνειρα, οιπαράξενες, σχεδόν ενορατικέςφαντασιώσεις που στοιχειώνουν το νουμας, πάντοτε αποτελούσαν για μένα μιαανεξάντλητη και ανεξήγητη πηγήαπόλαυσης.

Στη λογοτεχνία έχω βαδίσει σεπαράξενα νυχτερινά μονοπάτια παρέα μετον Πόε, και έχω κρυφοπερπα-τήσει μετον Μάχεν μέσα στις σκιές. Μεσυντροφιά τον Μπωντλαίρ έχωπεριπλανηθεί σε βασίλεια αποτρόπαιωνάστρων και έχω εντρυφήσει στηναπόκρυφη τρέλα της γης με αφηγήσειςαρχαίων θρύλων.

Ένα κάποιο μικρό ταλέντο μου στοσκίτσο και τη ζωγραφική μ’ έσπρωξε ναδοκιμάσω ν’ απεικονίσω αδέξια τουςαπόκοσμους κατοίκους των νυχτερινώνμου οραμάτων. Η ίδια μακάβρια κλίσηπου μ’ έσπρωξε στη ζωγραφική, ξύπνησετο ενδιαφέρον μου και για ορισμένα απότα σκοτεινά βασίλεια της μουσικής- οι

μελωδικές συγχορδίες της Σουίτας τωνΠλανητών και άλλες παρόμοιεςσυμφωνίες ήταν τ’ αγαπημένα μουκομμάτια. Σύντομα η εσωτερική μου ζωήέγινε κάτι σαν μακάβρια πανδαισίαδαιμονικών και τανταλιστι-κών τρόμων.

Η εξωτερική μου ζωή ήταν συγκριτικάανιαρή. Καθώς τα χρόνια κυλούσαν,παρασυρόμουν ολοένα και περισσότεροπρος τη ζωή ενός φτωχού ερημίτη- σε έναγαλήνιο, φιλοσοφικό βίο μέσα σ’ ένανκόσμο βιβλίων και ονείρων.

Αλλά ένας άνθρωπος χρειάζεται και ναφάει για να ζήσει. Όντας από τη φύσημου σωματικά και ψυχολογικά ανίκανοςγια χειρωνακτική δουλειά, δυσκολεύτηκα

πολύ στην αρχή μέχρι να διαλέξω κάποιοταιριαστό επάγγελμα. Η κατάθλιψή μουπεριέπλεκε ακόμη περισσότερο ταπράγματα, και για ένα διάστημα βρέθηκαστα όρια της πλήρους οικονομικήςανέχειας. Ήταν τότε που αποφάσισα ν’ασχοληθώ με το γράψιμο.

Αγόρασα μια σαραβαλιασμένηγραφομηχανή από δεύτερο χέρι, μιαδεσμίδα χαρτί και κάμποσα καρμπόν.Ποιο θα ήταν το θεματικό υλικό μου δεμ’ απασχολούσε. Τ ι το καλύτερο από τ’απέραντα βασίλεια της παραστατικήςφαντασίας; Θα έγραφα για τη φρίκη, καιγια το φόβο, και για το αίνιγμα πουλέγεται θάνατος. Τουλάχιστον, στηναφέλεια της απειρίας μου, με αυτή την

πρόθεση ξεκίνησα.

Οι πρώτες μου απόπειρες σύντομα μ’έπεισαν πόσο οικτρά είχα αποτύχει. Τ’αποτελέσματα ήταν θλιβερά,απογοητευτικό. Δεν μπορούσα να φτάσωτους στόχους που είχα ορίσει. Ταφαντασμαγορικά μου όνειραεκφυλίζονταν στο χαρτί σε ασυνάρτητεςκι ανούσιες φράσεις γεμάτες πομπώδηεπίθετα. Και δεν κατάφερνα να βρωαπλές και κατανοητές λέξεις για ναεκφράσω το θαυμαστό τρόμο τουάγνωστου.

Τα πρώτα μου χειρόγραφα ήταν ελεεινάκαι απαράδεκτα κείμενα- τα λίγαπεριοδικά που δημοσίευαν τέτοια

πράγματα τ’ απέρριψαν με πλήρηομοφωνία.

Έλα όμως που έπρεπε και να ζήσω.Αργά αλλά σταθερά άρχισα ναπροσαρμόζω το στυλ μου στις ιδέες μου.Με κόπο και προσπάθεια άρχισα ναπειραματίζομαι με τις λέξεις, τις φράσειςκαι τη δομή των προτάσεων. Ήτανδουλειά, και σκληρή δουλειά μάλιστα.Σύντομό έμαθα τι σημαίνει να φτύνειςαίμα στο γράψιμο. Τελικά όμως, ένα απότα διηγήματά μου έγινε ευνοϊκά δεκτό-ύστερα ένα δεύτερο, ένα τρίτο, ένατέταρτο. Δεν άργησα να γίνω άσος στιςπιο επιφανειακές τεχνικές τουεπαγγέλματος, και το μέλλον άρχισε ναμου φαίνεται επιτέλους πιο φωτεινό.

Δίχως το άμεσο φάσμα της πείνας, ήτανμε πιο ανάλαφρο μυαλό που ξαναγύρισαστην ονειρική μου ζωή και στ’αγαπημένα. μου βιβλία. Οι ιστορίες μουεπέτρεπαν ένα σχετικά ανεκτό επίπεδοδιαβίωσης, κι αυτό για την ώρα μουαρκούσε. Αλλά όχι για πολύ. Ηφιλοδοξία, αυτή η αιώνια ανθρώπινηαυταπάτη, υπήρξε η αιτία τηςκαταστροφής μου.

Ήθελα να γράψω τη μεγάλη ιστορία-όχι το στερεότυπο, εφήμερο είδοςδιηγήματος που πουλούσα στα περιοδικά,αλλά ένα αληθινό έργο τέχνης. Ηδημιουργία αυτού του αριστουργήματοςέγινε ο σκοπός της ζωής μου. Μπορεί ναμην ήμουν καλός συγγραφέας, αλλ’ αυτό

δεν οφειλόταν αποκλειστικά στασφάλματα του τυποποιημένου στυλ μου.Γ ι’ αυτό έφταιγε, έτσι πίστευα, το ίδιο τοθεματικό υλικό μου. Οι βρυκόλα-κες, οιλυκάνθρωποι, οι δαίμονες, τα μυθικάτέρατα

— όλα αυτά ήταν υλικό που δεν άξιζε καισπουδαία πράγματα. Οι κοινότοπεςπαραστάσεις, τα τετριμμένα επίθετα και οβαρετά ανθρωποκεντρικός τρόποςαντιμετώπισης αποτελούσαν τα βασικάεμπόδια στη

δημιουργία μιας αληθινά καλής ιστορίαςτρόμου.

Χρειαζόμουν καινούριο θεματικό

υλικό- ένα αληθινά πρωτότυπο υλικόπλοκής που να ξεφεύγει από τακαθιερωμένα. Φτάνει μονάχα ναμπορούσα να συλλάβω κάτι που να ’ταντερατολογικά πρωτάκουστο!

Λαχταρούσα να μάθω τα τραγούδιαπου τραγουδούν οι δαίμονες καθώςβουτούν από τ’ άστρα, και ν’ ακούσω τιςφωνές των ξεχασμένων θεών πουψιθυρίζουν τα μυστικά τους στο γεμάτοαντίλαλους κενό. Ποθούσα να γνωρίσωτους τρόμους του τάφου, το φιλί τωνσκουληκιών στη γλώσσα μου, και τοκρύο χάδι ενός σάπιου σάβανου γύρω απ’το κορμί μου. Διψούσα για τη γνώση πουείναι κρυμμένη σε κόχες απόμουμιοποιημένο μάτια και φλεγόμουν να

κάνω δική μου τη σοφία που ανήκειμονάχα στο σκώληκα. Τότε και μόνο τότεθα μπορούσα στ’ αλήθεια να γράψω, καιτα όνειρά μου θα γίνοντανπραγματικότητα.

Προσπάθησα να βρω κάποιο δρόμο.Αθόρυβα, άρχισα ν’ αλληλογραφώ μεμοναχικούς στοχαστές κι ο-νειροπόλουςαπ’ όλη τη χώρα. Υπήρχε ένας ερημίτηςστους λόφους της δύσης, ένας σοφόςστις ερημιές του βορρά, ένας μυστικιστήςονειροπόλος στη Νέα Αγγλία... Ήταν απότον τελευταίο που πληροφορήθη-κα γιατην ύπαρξη αρχαίων βιβλίων πουέκρυβαν παράξενες γνώσεις. Ο άνθρωποςαυτός μου ανέφερε επιφυλακτικά για το

θρυλικό Νεκρονομικόν, και έκανε μιαδειλή νύξη για κάποιο Βιβλίο του Έιμπον,που οι φήμες λέγαν ότι ξεπερνούσε τοπροηγούμενο σε ανείπωτα βλάσφημητρέλα. Είχε και ο ίδιος μελετήσει αυτέςτις Βίβλους του αρχέγονου τρόμου, αλλάήθελε να με αποθαρρύνει από το ναεμβαθύνω περισσότερο σ’ αυτό το χώρο.Από παιδί ακόμη, είχε ακούσει πολλάπαράξενα πράγματα στο στοιχειωμένοαπό μαγείες

Άρκαμ, εκεί όπου οι παλιές σκιέςσυνεχίζουν να σέρνονται και ναλοξοκοιτάζουν ύπουλα από τις γωνιές,και από τότε απόφευγε φρόνιμα τις πιοσκοτεινές γνώσεις του απαγορευμένου.

Τελικά, και ύστερα από πολλές πιέσειςαπό μέρους μου, συμφώνησε απρόθυμανα μου δώσει τα ονόματα ορισμένωνατόμων που έκρινε ότι μπορεί να μεβοηθούσαν στην αναζήτησή μου. Ήτανκαι ο ίδιος συγγραφέας μ’ εξαιρετικόταλέντο και μεγάλη φήμη ανάμεσα στουςλίγους εκλεκτικούς του είδους, και ήξεραότι ενδιαφερόταν αληθινά να δει πού θακατέληγε η όλη προσπάθειά μου.

Μόλις η πολύτιμη λίστα έφτασε σταχέρια μου, έβαλα μπροστά μια μεγάληεπιχείρηση στέλνοντας πλήθος γράμματαπροκειμένου ν’ αποκτήσω πρόσβασηστους επιθυμητούς τόμους. Επιστολέςμου στάλθηκαν σε πανεπιστήμια, σειδιωτικές βιβλιοθήκες, σε γνωστούς

αποκρυφιστές, καθώς και στουςεπικεφαλής ορισμένων επιμελώς κρυφώναδελφοτήτων με ακαθόριστεςδραστηριότητες. Αλλά η αποτυχία μουήταν σχεδόν προκαθορισμένη.

Οι απαντήσεις που έλαβα ήταν σαφώςψυχρές, εχθρικές σχεδόν. Προφανώς οιαναφερόμενοι σαν πιθανοί κάτοχοιτέτοιων γνώσεων είχαν οργιστεί πουκάποιος αδαής και Παρείσακτος ήθελε ναμάθει τα μυστικά τους. Σαν αποτέλεσμα,έλαβα κάμποσα ανώνυμα απειλητικάγράμματα καθώς κι ένα πολύανησυχητικό τηλεφώνημα. Αυτά δε μεπείραξαν τόσο όσο το απογοητευτικόγεγονός ότι οι προσπάθειές μου είχαναποτύχει. Διαψεύσεις, υπεκφυγές,

αρνήσεις, απειλές

— όλα αυτά δε με βοηθούσαν σε τίποτα.Έπρεπε να ψάξω αλλού.

Στα βιβλιοπωλεία! Ίσως σε κάποιοαραχνιασμένο και ξεχασμένο ράφι ν’ανακάλυπτα αυτό που αναζητούσα.

"Ετσι άρχισα μια ατέλειωτησταυροφορία αναζήτησης. Έμαθα ναυπομένω τις πάμπολλες και συνεχείςαποτυχίες μου με καρτερική ηρεμία.Κανένας στα συνηθισμένα μαγαζιά δεφαινόταν να έχει ακούσει καν για τοφοβερό Νεκρονομικόν, ή για τοδαιμονικό Βιβλίο του Έιμπον ή για τοσκοτεινό Κυλτ ντε Γκουλ.

Αλλά η επιμονή επιβραβεύεται κάποτε.Σ’ ένα μικρό παλιό μαγαζάκι της οδούΣάουθ Ντήρμπορν, ανάμεσα σεσκονισμένα ράφια που έδειχνανξεχασμένα από το χρόνο, βρήκα τελικάεκείνο που γύρευα. Εκεί, στριμωγμένοςανάμεσα σε δύο παμπάλαιες εκδόσεις τουΣαίξπηρ, υπήρχε ένας πελώριος μαύροςτόμος με σιδερένια δεσίματα. Πάνω του,με χειροχαραγμένα γράμματα υπήρχε οτίτλος Ντε Βέρμις Μυστέριις, δηλαδή«Τα Μυστήρια του Σκώληκα».

Ο βιβλιοπώλης δεν ήταν σε θέση ναμου πει πώς είχε έρθει στην κατοχή τουαυτό το έργο. Ίσως ν’ ανήκε σε κάποιαπαρτίδα μεταχειρισμένων βιβλίων πουπριν από χρόνια είχαν αγοραστεί με το

σωρό σε κάποιο ξεπούλημα. Προφανώςδεν ήξερε τίποτα για την αξία του, γιατίτο αγόρασα μονάχα ένα δολάριο. Μουτύλιξε τον ογκώδη τόμο, πολύικανοποιημένος απ’ αυτή την απρόσμενηπώληση, και μ’ αποχαιρέτησε όλοχαμόγελα.

Απομακρύνθηκα βιαστικά, με τοπολύτιμο βιβλίο μου σφιγμένο στημασχάλη. Τι εύρημα ήταν κι αυτό! Τοείχα ακουστά αυτό το βιβλίο. Συγγραφέαςτου ήταν κάποιος Λούντβιχ Πριν, πουείχε πεθάνει στις Βρυξέλλες, στην πυράτης Ιερής Εξέτασης, τότε που οι δίκες τηςμαγείας βρίσκονταν στο απόγειό τους.Ήταν παράξενος χαρακτήρας —αλχημιστής, νεκρομάντης, φημισμένος

μάγος — καυχιόταν, μάλιστα, ότι

είχε μπορέσει να φτάσει σε απίστευτηηλικία, μέχρι που βρήκε τελικά φλογερόθάνατο από τα χέρια των λαϊκώνεκπροσώπων του κλήρου. Λέγαν ότιισχυριζόταν πως ήταν ο μοναδικός πουεπέζησε από την κακότυχη ένατησταυροφορία, και έδειχνε μερικάμουχλιασμένα έγγραφα σαν απόδειξητου ισχυρισμού του.

Είναι αλήθεια ότι τα παλιά χρονικάανέφεραν κάποιον Λούντβιχ Πρινμεταξύ των ευγενών ακολούθων τουΜονσερρά, αλλά οι δύσπιστοιθεωρούσαν τον Λούντβιχ παλαβό καιτσαρλατάνο, αν και δεν απέκλειαν την

πιθανότητα να ήταν κατευθείαναπόγονος του παλιού εκείνουπολεμιστή.

Ο Λούντβιχ απέδιδε τις απόκρυφεςγνώσεις του στα χρόνια που είχε ζήσειως αιχμάλωτος ανάμεσα στους μάγουςκαι στους θαυματοποιούς της Συρίας,και μιλούσε με αληθοφάνεια για τιςεπαφές του με τα τζιν και εφρίτ, τατελώνια των παλιών παραδόσεων τηςΑνατολής. Είναι γνωστό ότι έζησε γιαένα διάστημα στην Αίγυπτο, καιανάμεσα στους δερβίσηδες της λυβικήςερήμου ακόμη κυκλοφορούσαν θρύλοιγια τα κατορθώματα του γερο-μάγουστην Αλεξάνδρεια.

Όπως και να ’χει, τα τελευταία χρόνιατου τα πέρασε στους φλαμανδικούςκάμπους, τον τόπο της καταγωγής του.Εκεί χρησιμοποιούσε για κατοικία του,αρκετά ταιριαστά, τα ερείπια ενόςρωμαϊκού τάφου σ’ ένα δάσος κοντά στιςΒρυξέλλες. Σύμφωνα με τις φήμες, οΛούντβιχ ζούσε εκεί ανάμεσα στα πλήθηαπό υπηρετικούς δαίμονες, κάνονταςδιάφορες φοβερές επικλήσεις.Διατηρούνται ακόμη ορισμέναχειρόγραφα που μιλούν επίφοβα γι’αυτόν, κάνοντας λόγο για τους«αόρατους συντρόφους» του και για τους«α-στροσταλμένους υπηρέτες» του.

Οι χωρικοί απέφευγαν να περάσουννύχτα από το δάσος, γιατί δεν τους

άρεσαν διόλου ορισμένοι ήχοι

που αντιλαλούσαν στο φεγγαρόφωτο.Και σίγουρα δεν είχαν καμία διάθεση ναδουν τι ήταν οι πιστοί που τελούσανλατρευτικές τελετές γύρω από τουςαρχαίους παγανιστικούς βωμούς πουυπήρχαν μισοφα-γωμένοι από το χρόνοσε ορισμένα από τα πιο σκοτεινάλαγκάδια.

Αλλά, όποια κι αν είναι η αλήθεια, μετάτη σύλληψη του Πριν από τα όργανα τηςΙερής Εξέτασης κανένας δεν είδε ταπλάσματα που υποτίθεται ότι εξούσιαζε ομάγος. Οι στρατιώτες που ερεύνησαν τηνπεριοχή βρήκαν τον παλιό τάφο εντελώςέρημο, αν και ερεύνησαν εξονυχιστικά

πριν τον καταστρέψουν. Οι υπερφυσικέςοντότητες, τ’ ασυνήθιστα όργανα καιυλικά — όλα είχαν περιέργωςεξαφανιστεί. Μια έρευνα στοαπαγορευμένο δάσος και μια άτολμηεξέταση των παράξενων βωμών δενπρόσθεσε καμία χρήσιμη πληροφορία.Είναι γεγονός ότι υπήρχαν κηλίδεςφρέσκου αίματος στους βωμούς — αλλάκαι κηλίδες φρέσκου αίματος έμεινανστον τροχό μετά την ανάκριση του Πριν.Κάμποσα ιδιαίτερα φρικαλέαβασανιστήρια που εφαρμόστηκαν δενκατάφεραν ν’ αποσπάσουν λέξη από ταχείλη του σιωπηλού μάγου. Τελικά, οιεξαντλημένοι ανακριτές τα παράτησαναπογοητευμένοι και έριξαν το γερο-μάγοσ’ ένα μπουντρούμι.

Οι νοσηρές, γεμάτες τρομακτικούςυπαινιγμούς αράδες του Ντε ΒέρμιςΜυστέριις, που σήμερα είναι γνωστό σαντα Μυστήρια του Σκώληκα, γράφτηκαναπό τον Πριν στη φυλακή του και ενώπερίμενε να γίνει η δίκη του. Τ ο πώςκατάφερε να φυγαδεύσει το χειρόγραφοκάτω από τα μάτια των άγρυπνωνφρουρών είναι ήδη ένα μυστήριο.Πάντως, ένα χρόνο μετά το θάνατο τουμάγου, το κείμενο τυπώθηκε στηνΚολωνία. Η κυκλοφορία τουαπαγορεύτηκε αμέσως, αλλά ήδη μερικάαντίτυπα είχαν προλάβει νακυκλοφορήσουν μέσω ιδιωτικώνΚαναλιών. Αυτά με τη σειρά τουςαντιγράφτηκαν και, μόλο που υπάρχεικαι μια μεταγενέστερη, λογοκριμένη και

περικομμένη έκδοση, μονάχα η λατινικήθεωρείται γνήσια.

Στους αιώνες που κύλησαν λίγοι απότους εκλεκτούς μπόρεσαν να διαβάσουνκαι να στοχαστούν τα μυστήρια πουαποκαλύπτονταν εκεί. Τα μυστικά τουπαλιού αρχιμάγου είναι γνωστά σήμεραμονάχα στους μυημένους, και αυτοίέχουν πολύ συγκεκριμένους λόγους γιαν’ αποθαρρύνουν κάθε προσπάθειαεξάπλωσης της φήμης τους.

Αυτά, με λίγα λόγια, ήταν τα όσαγνώριζα από την ιστορία του τόμου όταναυτός περιήλθε στην κατοχή μου. Καιμόνο σαν συλλεκτικό αντικείμενο, ήτανανυπολόγιστης αξίας, αλλά για το

περιεχόμενό του δεν μπορούσα ακόμηνα εκφέρω γνώμη. Ήταν, βλέπετε,γραμμένο στα λατινικά. Επειδή δεν ξέρωπαραπάνω από λίγες λέξεις αυτής τηςλόγιας γλώσσας, αντιμετώπισα έναφοβερό αδιέξοδο αμέσως μόλις άνοιξατις πρώτες μουχλιασμένες σελίδες του.Να έχω ένα τέτοιο θησαυροφυλάκιοσκοτεινών γνώσεων στην κατοχή μου,και να μου λείπει το κλειδί της πόρταςτου — ήταν να τρελαίνεσαι!

Για μια στιγμή μ’ έπιασε απόγνωση,γιατί δεν είχα καμία διάθεση ναπλησιάσω έναν οποιοδήποτε γνώστη τηςλατινικής με ένα τόσο αποτρόπαιο καιβλάσφημο κείμενο. Ύστερα μου ήρθεμια έμπνευση. Γιατί να μην πάρω το

βιβλίο στ’ ανατολικά και να ζητήσω τηβοήθεια του φίλου που προανέφερα;Αυτός γνώριζε κλασικές γλώσσες και θαήταν μάλλον απίθανο να σοκαριστεί απότο τρομακτικό περιεχόμενο τωνσκοτεινών αποκαλύψεων του Πριν. Μετο σχέδιο αυτό κατά νου, κάθισα και τουέγραψα αμέσως ένα γράμμα-λίγες μέρεςαργότερα είχα και την απάντηση. Μου έ-γράφε ότι ευχαρίστως θα με βοηθούσεκαι ότι μπορούσα να τον επισκεφθώ κιαμέσως αν ήθελα.

2

Η Πρόβιντενς είναι μια όμορφη μικρήπόλη. Ο φίλος μου έμενε σ’ έναπαμπάλαιο και γραφικό σπίτι γε-ωργιανούρυθμού. Ο πρώτος όροφος ήταν ένακόσμημα ατμόσφαιρας της αποικιακήςπεριόδου. Ο δεύτερος όροφος, κάτω απόπαλιά αετώματα που σκίαζαν το τεράστιοπαράθυρο, χρησίμευε σαν χώροςεργασίας του οικοδεσπότη μου.

Ήταν εδώ που ανταλλάξαμε απόψειςεκείνη τη ζοφερή, επεισοδιακή νύχτα τουπερασμένου Απρίλη εδώ πλάι στοανοιχτό παράθυρο που έβλεπε τηζαφειρένια θάλασσα. Ήταν μια νύχταδίχως φεγγάρι, σκοτεινή και θολερή απότην καταχνιά που γέμιζε το σκοτάδι με

νυχτεριδόμορφες σκιές. Με το μάτι τουνου βλέπω σαν τώρα εκείνη τη σκηνή —το μικρό δωμάτιο φωτισμένο από μιαλάμπα, το μεγάλο τραπέζι και τιςκαρέκλες με τις ψηλές ράχες, τιςβιβλιοθήκες που σκέπαζαν τους τοίχους,και τα χειρόγραφα στα ειδικά ντοσιέ τους.

Ο φίλος μου κι εγώ είχαμε καθίσει στοτραπέζι, με τον τόμο του μυστηρίουανοιγμένο μπροστά μας. Το λεπτό προφίλτου έριχνε μια απειλητική σκιά στοντοίχο, και το ωχρό πρόσωπό του φάνταζεμυστικοπαθές στο χλωμό φως. Μιαανεξήγητη αίσθηση φοβερώναποκαλύψεων πλανιόταν στηνατμόσφαιρα, ανησυχητική στην έντασήτης- ήταν σαν να ένιωθα την παρουσία

μυστικών που περίμεναν ν’αποκαλυφθούν.

Ο σύντροφός μου το ένιωσε κι αυτός.Η πείρα μιας ζωής στις απόκρυφεςέρευνες είχε οξύνει τη διαίσθησή του σεασυνήθιστο βαθμό. Δεν ήταν το κρύο πουτον έκανε να τρέμει εκεί που καθότανστην καρέκλα του- δεν ήταν ο πυρετόςπου έκανε τα μάτια του να καίνε σανπετράδια ζωντανής φωτιάς. Ήξερε, πρινκαν ανοίξει εκείνο τον καταραμένο τόμο,ότι μπροστά του είχε κάτι το διαβολικό. Ημυρωδιά της μούχλας που ανέδιδανεκείνες οι παμπάλαιες σελίδες έκρυβεμέσα της και κάτι από τη δυσωδία τουτάφου. Τα ξεθωριασμένα φύλλα ήτανσαρακοφαγωμένα στις άκρες, ενώ

αρουραίοι είχαν ροκανίσει το πετσί τουδεσίματος αρουραίοι που ίσως είχαν πιοφρικαλέα πράγματα για καθημερινή τουςτροφή.

Είχα ήδη διηγηθεί στο φίλο μου εκείνοτο απόγευμα την ιστορία του βιβλίου καιτο είχα βγάλει από το περιτύλιγμά τουγια να το δει. Τότε είχε φανεί πρόθυμοςκαι ανυπόμονος ν’ αρχίσουμε αμέσως τημετάφρασή του. Τώρα φαινόταν ναδιστάζει.

Δεν ήταν φρόνιμο, επέμενε. Αυτέςήταν γνώσεις του κακού — ποιος ξέρει τιδαιμονικά μυστικά έκρυβαν τούτες οισελίδες ή ποια μοίρα περίμενε τον αδαήπου θα επιχειρούσε νά πειραματιστεί με

το περιεχόμενό τους; Δεν είναι καλό,υπογράμμισε, να μαθαίνει κανείς πάραπολλά, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι πουείχαν βρει το θάνατο ακριβώς επειδήείχαν γνωρίσει τη σαπισμένη σοφία πουέκρυβαν αυτές οι σελίδες. Με ικέτεψε ναεγκαταλείψω την όλη προσπάθεια όσο τοβιβλίο ήταν ακόμη κλειστό, και ν’αναζητήσω την έμπνευση σε πιολογικούς χώρους.

Αλλά ήμουν ηλίθιος. Αντέκρουσαανυπόμονα τις νουθεσίες του με μάταιακαι κούφια λόγια. Δε φοβόμουν. Αςρίξουμε τουλάχιστον μια ματιά, του είπα,στο περιεχόμενο τούτου του πολύτιμουευρήματος. Κι άρχισα να γυρίζω τιςσελίδες.

Η πρώτη εντύπωση ήταναπογοητευτική. Δε φαινόταν παρά ένασυνηθισμένο βιβλίο, με κίτριναπολυκαιρισμένα φύλλα γεμάτα μεέντονους μαύρους λατινικούςχαρακτήρες. Αυτό ήταν όλο- ούτεεικόνες, ούτε φοβερά σχεδιαγράμματα.

Ο φίλος μου δεν μπόρεσε ν’ αντέξειγια πολύ στη σαγήνη που ασκεί κάθεσπάνιο βιβλίο σ’ ένα βιβλιόφιλο. Μιαστιγμή αργότερα ήταν σκυμμένος όλοενδιαφέρον πάνω από τον ώμο μου,μουρμουρίζοντας πότε πότε κάποιαλατινική φράση που του είχε τραβήξειτην προσοχή. Τελικά ο ενθουσιασμός τονσυνεπήρε και δεν μπόρεσε να κρατηθεί.Αρπάζοντας τον πολύτιμο τόμο στα χέρια

του, κάθισε κοντά στο παράθυρο καιάρχισε να διαβάζει παραγράφους στηντύχη, μεταφράζοντας παράλληλα στ’αγγλικά ορισμένες απ’ αυτές.

Τα μάτια του έλαμπαν τώρα μ’ έναάγριο φως- το λιπόσαρκο νεκρικό προφίλτου πρόδινε την αυξανόμενη προσήλωσήτου καθώς διάβαζε τα παμπάλαιαμυστηριακά λόγια. Οι φράσειςαντηχούσαν σαν κάποια φοβερήαπόκοσμη λιτανεία, και μετά έσβηναν σετόνους πιο χαμηλούς κι από ψίθυροκαθώς η φωνή του γινόταν σιγανή σανσύριγμα οχιάς. Δεν έπιανα παραπάνω απόμια φράση του εδώ κι εκεί, γιατί είχετόσο απορροφηθεί από το κείμενο πουείχε ξεχάσει την παρουσία μου. Διάβαζε

ξόρκια, κι επικλήσεις, και επωδές.Θυμάμαι που τον άκουσα ν’ αναφέρεταισε μαγικούς θεούς όπως τον ΠατέραΓιγκ, τον σκοτεινό Χαν, και τον Μπυάτιςμε τη γενειάδα από φίδια. Ανατρίχιασα,γιατί αυτά τα ονόματα τα ’χα ακουστά κιαπό παλιά, αλλά θ’ ανατρίχιαζα ακόμηπερισσότερο αν ήξερα τι έμελλε νασυμβεί.

Και συνέβη γρήγορα. Ξαφνικά ο φίλοςμου γύρισε προς το μέρος μου με μεγάληταραχή, και η φωνή του ήτανδιαπεραστική από την έξαψη που τονκατείχε. Με ρώτησε αν θυμόμουν τουςθρύλους σχετικά με τις μαγείες του Πριν,και τις ιστορίες για αόρατους υπηρέτεςπου τους πρόσταζε καλώντας τους από τ’

άστρα. Έγνεψα καταφατικά, μηνκαταλαβαίνοντας την αιτία αυτής τηςξαφνικής του έξαψης.

Ύστερα μου εξήγησε την αιτία της. Σ’ένα κεφάλαιο περί υπηρετικών δαιμόνων,είχε βρει μια επίκλι-ση ή επωδή, ίσως τηνίδια εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει και οΠριν για να καλέσει τους αόρατουςυπηρέτες του από τ’ άστρα! Και με άφησεν’ ακούω ενώ διάβαζε.

Καθόμουν εκεί ζαλισμένος, σαναποχαυνωμένος βλάκας που δεν ήξερε τιτου γινόταν. Γιατί, Θεέ μου, δεν έβαζα τιςφωνές; Γ ιατί δεν προσπάθησα να τοβάλω στα πόδια ή ν’ αποσπάσω εκείνο τοτερατώδες βιβλίο από τα χέρια του; Αλλά

εγώ, αντί να κάνω κάτι τέτοιο — έμεινακαθισμένος εκεί ενώ ο φίλος μου, μεφωνή σπασμένη από την αφύσικη έξαψη,άρχισε να διαβάζει στα λατινικά μιαμεγάλη και επιβλητικά άγρια επίκληση.

“Tibi Magnum Innominandum, signastellarum nigrarum et bufaniformisSaboquae sigillum... ”

Η βραχνή τελετουργία συνεχιζόταν,μέχρι που φάνηκε να υψώνεται και ναπετά με φτερούγες μαύρες, αποτρόπαιηςφρίκης. Τα λόγια έμοιαζαν ναστριφογυρίζουν και να συστρέφονται σανφλογερά φίδια στον αέρα,αποτυπώνοντας το σχήμα τους στο μυαλόμου. Οι βροντώδεις τόνοι έστελναν

αντίλαλους στο χάος του απείρου, πέρα κιαπό τα έσχατα άστρα. Φαίνονταν ναπερνούν μέσα από αρχέγονες,αδιαστασιακές πύλες, αναζητώνταςκάποιον ακροατή εκεί, για να τονκαλέσουν εδώ στη γη. Ήταν άραγε μιαπαραίσθηση; Δεν είχα καν καιρό ν’απαντήσω.

Γ ιατί κάτι άλλο απάντησε στοαπερίσκεπτο κάλεσμα. Ο τρόμος ήρθεπριν καλά καλά η φωνή του συντρόφουμου σβήνει σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο.

Η ατμόσφαιρα έγινε ξαφνικά παγερή.Ένας ξαφνικός άνεμος μπήκεουρλιάζοντας από το ανοιχτό παράθυρο-ένας άνεμος που δεν ανήκε σε τούτη τη

γη. Και μαζί του έφερε κάτι σαντερατώδες βέλασμα από μακριά. Στοάκουσμα αυτού του ήχου το πρόσωποτου φίλου μου πάνιασε κι έγινε σαν μιακέρινη μάσκα φόβου. Ύστερα ακούστηκεένα δυνατό τρίξιμο στους τοίχους, και τοπερβάζι του παραθύρου τσάκισε μπροστάστα γουρλωμένα μάτια μου. Και τότε απότο ίδιο το κενό πέρα από το άνοιγμα ήρθεμια αναπάντεχη έκρηξη ακόλαστουγέλιου — ένα υστερικό κακάρισμααπόλυτης τρέλας. Δυνάμωσε, φτάνονταςστο αποκορύφωμα της φρίκης, δίχως ναβγαίνει από κανένα στόμα.

Τα υπόλοιπα έγιναν με απίστευτηγρηγοράδα. Εντελώς ξαφνικά ο φίλοςμου άρχισε να ξεφωνίζει εκεί που

στεκόταν δίπλα στο παράθυρο- έσκουζεκαι πάλευε ξέφρενα με τον άδειο αέρα.Στο φως της λάμπας είδα ταχαρακτηριστικά του ναπαραμορφώνονται σε μια απαίσιαγκριμάτσα ανείπωτου μαρτύριου. Τηνάλλη στιγμή το σώμα του σηκώθηκεστον αέρα κι άρχισε να λυγίζει ανάποδασε φοβερή κλίση. Σχεδόν αμέσωςακούστηκε ο αναγουλιαστικός τριγμόςαπό κόκαλα που τσάκιζαν. Το κορμί τουήταν τώρα μετέωρο στον αέρα, με ταμάτια γυαλένια και τα δάκτυλά του νασφίγγονται σπασμωδικά σε κάτι αόρατο.Για μια ακόμη φορά ακούστηκε εκείνο τοτρελό κακαριστό γέλιο, αλλά τούτη τηφορά ερχόταν μέσα από το δωμάτιο.

Τα άστρα κλονίζονταν στον ουρανόσαν σε αιματηρό μαρτύριο- ο παγωμένοςάνεμος ούρλιαζε άναρθρες ασυναρτησίεςστ’ αυτιά μου. Ζάρωσα στην καρέκλαμου, με τα μάτια καρφωμένα σ’ εκείνητην απίστευτη σκηνή στη γωνιά.

Ο φίλος μου άρχισε πάλι να ουρλιάζει,και οι κραυγές του ανακατεύονταν μ’εκείνο το χαιρέκακο, φρικαλέοκακάρισμα που έβγαινε από τον άδειοαέρα. Το παράλυτο σώμα του, πουαιωρείτο στον αέρα, λύγισε για μια ακόμηφορά προς τα πίσω ενώ αίμα άρχισε ν’αναβλύζει από τον κομματιασμένο τουλαιμό, φτιάχνοντας ένα ρουμπινένιοσιντριβάνι.

Αλλά το αίμα δεν έφτασε ποτέ στοπάτωμα. Χανόταν απότομα στον αέρα-ταυτόχρονα το γέλιο έπαψε ν’ αντηχεί,και στη θέση του ακουγόταν τώρα έναςαηδιαστικός ρουφηχτός ήχος. Με φρίκηπου κορυφωνό-ταν ολοένα καιπερισσότερο με την κάθε στιγμή πουπερνούσε, κατάλαβα ότι το αίμα τορουφούσε εκείνη η αόρατη οντότητα απότο άγνωστο! Τι είδους πλάσμα του χάουςείχαμε τόσο ξαφνικά και απερίσκεπτακαλέσει; Τι ήταν αυτή η βρικολακίσιαοντότητα που δεν μπορούσα να δω;

Ήδη μια απαίσια μεταμόρφωση είχεαρχίσει να εκδηλώνεται. Το άψυχο κορμίτου συντρόφου μου άρχισε να ζαρώνεικαι να σουφρώνει. Τελικά έπεσε στο

πάτωμα μ’ ένα αναγουλιαστικό ήχο, καιέμεινε εκεί ασάλευτο. Αλλά ψηλά στοναέρα μια άλλη πιο φοβερή αλλαγή είχεαρχίσει να σημειώνεται.

Μια κοκκινωπή ανταύγεια γέμιζε τώρατη γωνιά δίπλα στο παράθυρο — μιαματωμένη ανταύγεια. Αργά αλλά σταθεράάρχισε να γίνεται ορατό το σκοτεινόπερίγραμμα της Οντότητας- τοφουσκωμένο από αίμα περίγραμμα τουεπισκέπτη από τ’ άστρα. Ήταν κόκκινο κιέσταζε- μια πελώρια παλλόμενη μάζαζωντανού ζελέ- ένας άλικος όγκος απόμυριάδες πλοκάμια που αναδεύοντανασταμάτητα. Στις άκρες των πλοκαμιώνυπήρχαν βεντούζες που άνοιγαν κιέκλειναν με δαιμονική πείνα... Το πλάσμα

ήταν μια πρησμένη και αποκρουστικήφούσκα- ένας ακέφαλος, απρόσωπος καιτυφλός όγκος, με το αχόρταγο στόμα καιτα τιτάνια γαμψόνυχο ενόςαστρογέννητου τέρατος. Το ανθρώπινοαίμα που είχε ρουφήξει ήταν εκείνο πουαποκάλυπτε το έως τώρα αόρατο σχήματου.

Δεν ήταν θέαμα που θα το άντεχε ηλογική.

Ευτυχώς για τη δική μου, το πλάσμαδεν παρέμεινε εκεί. Αδιαφορώντας για τοπλαδαρό άδεια πτώμα στο πάτωμα,χύθηκε προς το παράθυρο. Εκείεξαφανίστηκε, και άκουσα να φτάνει απόμακριά με τα φτερά του ανέμου εκείνο το

κοροϊδευτικό κακαριστό γέλιο καθώς τοπλάσμα απομακρυνόταν προς τιςαβύσσους απ’ όπου είχε έρθει.

Αυτό ήταν όλο. Έμεινα μόνος στοδωμάτιο με το άδειο, άψυχο κουφάρι σταπόδια μου. Το βιβλίο είχε εξαφανιστεί,αλλά υπήρχαν ματωμένα χνάρια στουςτοίχους και λεκέδες αίματος στο πάτωμα,ενώ το πρόσωπο του άτυχου φίλου μουήταν σαν μια ματωμένη νεκροκεφαλήπου μόρφαζε προς τ’ άστρα.

Έμεινα καθισμένος εκεί σιωπηλός γιακάμποση ώρα πριν σηκωθώ και βάλωφωτιά στο δωμάτιο και σ’ όλα όσαπεριείχε. Ύστερα έφυγα από κει,γελώντας, γιατί ήξερα ότι οι φλόγες θα

εξαφάνιζαν κάθε ίχνος απ’ όσα είχανσυμβεί. Δεν είχα φτάσει εκεί παράμονάχα το ίδιο απόγευμα- κανένας δεν τοήξερε και κανένας δε με είχε δει ναφεύγω, γιατί αναχώρησα πριν οι φλόγεςφανούν στα παράθυρα.

Για ώρες τρίκλιζα στα τυφλά μέσα απόφιδογυριστά σοκάκια, γελώντας ηλίθιαπάλι και πάλι καθώς κοίταζα ψηλά στιςσπίθες των φλογερών δαιμονικώνάστρων που με κοιτούσαν κακόβουλαπίσω από τα σάβανα της στοιχειωμένηςκαταχνιάς.

Ύστερα από κάμποση ώρα ηρέμησααρκετά για να μπορέσω να πάρω πάλι τοτρένο. Διατήρησα την ψυχραιμία μου σε

όλο εκείνο το μακρύ ταξίδι τηςεπιστροφής, και ήμουν εξίσου ήρεμος σεόλο το διάστημα που έγραφα τούτη τηνιστορία. Δεν έχασα την ηρεμία μου ούτεόταν διάβασα στις εφημερίδες για τοντυχαίο θάνατο του φίλου μου στηνπυρκαγιά που τον έκανε στάχτη.

Είναι μονάχα τις νύχτες, όταν τ’ άστραλαμπυρίζουν ψηλά, που έρχονται ταόνειρα για να με οδηγήσουν σ’ ένααπέραντο λαβύρινθο ακατονόμαστωντρόμων. Ύστερα καταφεύγω σταυπνωτικά, σε μια μάταιη προσπάθεια ναδιώξω από μέσα μου εκείνες τις φοβερέςαναμνήσεις που στοιχειώνουν τον ύπνομου. Αλλά δε με νοιάζει και τόσο, γιατί δεθα ’μαι εδώ για πολύ.

Έχω μια περίεργη υποψία ότι θαξαναδώ εκείνο τον επισκέπτη από τ’άστρα. Νομίζω ότι θα ξαναγυρίσεισύντομα δίχως να περιμένει να τονκαλέσουν. Και ξέρω πως, όταν έρθει, θαμε αναζητήσει και θα με πάρει κάτω στασκοτάδια όπου βρίσκεται κι ο φίλος μου.Και έρχονται στιγμές που σχεδόνανυπομονώ και λαχταρώ να ξημερώσειεκείνη μέρα, τότε που θα μάθω, οριστικάκαι για πάντα, τα Μυστήρια του Σκώληκα.

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ

του Άρθουρ Μάχεν

Για όσους ενδιαφέρονται ναερευνήσουν την τυχόν πραγματικότηταπίσω από τη φαντασία στις ιστορίες της«Μυθολογίας Κθούλου», ο ΆρθουρΜάχεν αποτελεί μια καλή αρχή. ΟΛάβκραφτ ποτέ δεν έκρυψε πόσο τονεπηρέασε ο ουαλός αυτός συγγραφέας...

Σε μια προηγούμενη ανθολογία με τίτλοΙστορίες Μαγείας και Τρόμουυπήρχε ένα διήγημα του Κόλιν Ουίλσονμε τίτλο Η Επιστροφή τωνΛοϊγκόρ. Εκεί υπήρχαν μερικοίενδιαφέροντες συσχετισμοί ανάμεσα στον

Άρθουρ Μάχεν και τη ΜαύρηΣφραγίδα του, και τον Λάβκραφτ καιτη «Μυθολογία Κθούλου». Αν δεν τοέχετε διαβάσει, σας συνιστώ να τοδιαβάσετε αν το έχετε διαβάσει, σαςσυνιστώ να του ρίξετε άλλη μια ματιά,μόλις διαβάσετε το διήγημα πουακολουθεί.

Ο Άρθρουρ Μάχεν αποτελεί ιδιαίτεραενδιαφέρουσα περίπτωση. Ύστερα απόμια σειρά μυστηρια-κές εμπειρίες έγινεμέλος του Τάγματος της Χρυσής Αυγής,στο οποίο όμως δεν παρέμεινε για πολύκαι αποχώρησε για ν’αναπτύξει κάποιααυστηρά προσωπική τεχνική, για τηνοποία δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα...

Και επειδή στο χώρο αυτό, οι κανόνεςτου παιχνιδιού είναι να μιλάς μονάχα μευπαινιγμούς, θα κάνω εδώ έναν:φροντίστε το παιχνίδι να παραμείνειπαιχνίδι.

Γ. Μ.

Από τις εκμυστηρεύσεις μιας νεαρήςδεσποινίδας στην πλατεία Λέστερ

Πρόλογος

«Απ’ ό, τι βλέπω είστε ακλόνηταορθολογιστής», παρατήρησε η κοπέλα.

«Δεν ακούσατε που είπα ότι έχωεμπειρίες ακόμη πιο τρομερές; Ούτε κιεγώ πίστευα σ’ αυτά τα πράγματα, αλλάμετά τα όσα είδα κι έζησα δεν μπορώ πιαν’ αμφιβάλλω».

«Δεσποινίς μου», αποκρίθηκε οΦίλλιπς, «κανένας δε θα με κάνει ν’αρνηθώ τις πεποιθήσεις μου. Ποτέ δενπρόκειται να πιστέψω ούτε και σκοπεύωνα προσποιηθώ κάτι τέτοιο, ότι δύο καιδύο μπορεί να κάνουν πέντε. Και για τονίδιο λόγο ποτέ δεν πρόκειται ναπαραδεχτώ ότι μπορεί να υπάρχουντρίγωνα με δύο πλευρές».

«Σαν να βιάζεστε λίγο», παρατήρησε ηκοπέλα. «Αλλά επιτρέψτε μου να σας

ρωτήσω, έχετε ακουστά το όνομα τουκαθηγητή Γκρεγκ, της μεγάλης αυθεντίαςστην εθνολογία και σε παρόμοια θέματα;»

«Τον καθηγητή Γ κρεγκ; » έκανε οΦίλλιπς. «Οχι μόνο τον έχω ακουστάαλλά και πάντοτε τον θεωρούσα σαν έναναπό τους πιο οξυδερκείς και λογικούςαπό τους επιστήμονές μας. Πιστεύω ότιτο τελευταίο βιβλίο του, το ΕγχειρίδιοΕθνολογίας, είναι από τα πιο αξιόλογατου είδους του. Για να πούμε τηναλήθεια, το βιβλίο μόλις είχε πέσει σταχέρια μου όταν πληρο-φορήθηκα για τοτρομερό ατύχημα που διέκοψε έτσιαπότομα την καριέρα του Γκρεγκ. Αν δενκάνω λάθος, είχε νοικιάσει ένα σπίτι για

το καλοκαίρι στη δυτική Αγγλία, καιυποθέτουν ότι έπεσε σε κάποιο ποτάμι.Απ’ όσο θυμάμαι, το πτώμα του δεβρέθηκε ποτέ».

«Αγαπητέ μου, είμαι σίγουρη ότι είστεδιακριτικό άτομο. Αυτό τουλάχιστονδείχνει ο τρόπος που μιλάτε. Αλλά και οτίτλος εκείνης της εργασίας σας που μουαναφέρατε μου λέει ότι δεν είστε οπρώτος τυχόν. Με δύο λόγια, νομίζω ότιμπορώ να σας εμπιστευτώ. Φαίνεται ναέχετε την εντύπωση ότι ο καθηγητής Γκρεγκ είναι νεκρός εγώ έχω λόγους ναπιστεύω ότι δε συμβαίνει τίποτα τέτοιο».

«Τι έκανε λέει; » φώναξε έκπληκτοςκαι σαστισμένος ο Φίλλιπς. «Δε

φαντάζομαι να εννοείτε ότι υπάρχει στημέση κανένα σκάνδαλο! Δε θα μπορούσανα το πιστέψω. Ο Γ κρεγκ ήτανάνθρωπος με τον πλέον ακέραιοχαρακτήρα και στην προσωπική του ζωήδιακρινόταν για την ευγένεια και τηνκαλοσύνη του. Μόλο που προσωπικά δεντρέφω μεταφυσικές αυταπάτες, πιστεύωότι ο Γ κρεγκ ήταν ένας ειλικρινής καιπιστός χριστιανός. Σίγουρα, δεν μπορείνα υπονοείτε ότι κάποια ατιμωτικήπεριπέτεια τον ανάγκασε να φύγει κρυφάαπό τη χώρα».

«Και πάλι βιάζεστε», παρατήρησε ηκοπέλα. «Εγώ δεν είπα τίποτα τέτοιο. Μεδύο λόγια, λοιπόν, σας διαβεβαιώνω ότι οκαθηγητής Γ κρεγκ έφυγε από τούτο το

σπίτι ένα πρωί, υγιέστατος σωματικά καιψυχολογικά. Δεν επέστρεψε ποτέ, αλλάτο ρολόι και η καδένα του, ένα πουγκί μετρία χρυσά νομίσματα και κάμποσαασημένια, καθώς κι ένα δαχτυλίδι πουδεν το έβγαζε ποτέ βρέθηκαν τρεις μέρεςαργότερα σε μια άγρια κι απάτητηλοφοπλαγιά, κάμποσα χιλιόμετρα από τοποτάμι. Τα αντικείμενα αυτά ήταντοποθετημένα δίπλα σ’ ένανασβεστολιθικό βράχο με φανταστικόσχήμα. Ήταν τυλιγμένα δέμα με κάποιοείδος σκληρής περγαμηνής, και δεμέναμε ζωικό νήμα. Το δέμα ανοίχτηκε, καιστην εσωτερική πλευρά της περγαμηνήςυπήρχε μια επιγραφή από κάποιο κόκκινουλικό. Οι χαρακτήρες δε στάθηκε δυνατόνα μεταφραστούν, αλλά έμοιαζαν με

κάποια παρεφθαρμένη σφηνοειδήγραφή».

«Αυτά που μου λέτε έχουν φοβερόενδιαφέρον», είπε ο Φίλλιπς. «Θα σαςπείραζε να συνεχίσετε την ιστορία σας;Τα συμβάντα που αναφέρετε μουφαίνονται τελείως ανεξήγητα, καιανυπομονώ να μάθω τι σημαίνουν».

Η κοπέλα φάνηκε να το σκέφτεται γιαμια στιγμή και μετά άρχισε ν’ αφηγείταιμια ιστορία που είναι

Η ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣΣΦΡΑΓΙΔΑΣ

Πριν αρχίσω, νομίζω ότι πρέπει να σαςπω μερικά πράγματα από την προσωπικήμου ιστορία. Είμαι κόρη πολιτικούμηχανικού, του Στήβεν Λάλλυ, πουδυστυχώς πέθανε πρόωρα στο ξεκίνηματης καριέρας του. Σαν αποτέλεσμα, δενείχε προλάβει ν’ αποκτήσει αρκετήπεριουσία για να μπορούν αργότερα ναζήσουν η γυναίκα και τα δύο του παιδιά.

Η μητέρα μου κατάφερε να διατηρήσειτο μικρό μας σπιτικό με χρήματα πουπρέπει να ήταν κυριολεκτικάπενταροδεκάρες. Ζούσαμε σ’ ένααπόκεντρο χωριό, γιατί το κόστος ζωήςήταν μικρότερο εκεί από μια πόλη. Αλλάακόμη κι έτσι, ο αδελφός μου κι εγώ

μεγαλώσαμε μεσα στη φτώχεια και τημιζέρια.

Ο πατέρας μου ήταν ένας έξυπνοςκαι καλλιεργημένος άνθρωπος, και μαςάφησε πεθαίνοντας μια μικρή αλλάεκλεκτή βιβλιοθήκη. Εκεί υπήρχαν τακαλύτερα ελληνικά, λατινικά καιαγγλικά κλασικά έργα, και τα βιβλίααυτά ήταν η μόνη μας πηγήδιασκέδασης. Θυμάμαι ότι ο αδελφόςμου έμαθε λατινικά από τοMeditationes του Ντεκάρτ. Εγώ πάλι,αντί για τα συνηθισμένα παραμύθιαπου διαβάζουν τα παιδιά, δεν είχατίποτα πιο σαγηνευτικό από μιαμετάφραση του Gesta Romanorum.'Ετσι μεγαλώσαμε, δύο ήσυχα και

μελετηρά παιδιά, μέχρι που ο αδελφόςμου μπόρεσε ν’ αρχίσει να βγάζει τοψωμί του με τον τρόπο πουπροανέφερα.

Εγώ συνέχισα να μένω σπίτι. Ηδύστυχη η μητέρα μου ήταν κατάκοιτηπια και χρειαζόταν συνεχή φροντίδα,μέχρι που πέθανε πριν δύο χρόνια,ύστερα από μήνες οδυνηρήςαρρώστιας. Η κατάστασή μου ήτανφοβερή το ποσό από το ξεπούληματων παλιών μας-επίπλων μόλις κιέφτασε για να εξοφληθούν τα χρέη πουείχα αναγκαστεί να κάνω. Όσο για ταβιβλία, τα έστειλα στον αδελφό μου,ξέροντας πόσο θα τα εκτιμούσε.

Ήμουν εντελώς μόνη τώρα. Ήξεραπόσο λίγος ήταν ο μισθός του αδελφούμου, και μόλο που ήρθα στο Λονδίνομε την ελπίδα να βρω δουλειά κιεκείνος είχε προθυμοποιηθεί νακαλύψει τα έξοδά μου, ορκίστηκα ότιαυτό δε θα ’ταν για παραπάνω από έναμήνα. Αν στο διάστημα αυτό δενέβρισκα κάποια δουλειά, θαπροτιμούσα να πεθάνω της πείναςπαρά να τον αποστερήσω από τις λίγεςοικονομίες του που είχε βάλει στηνάκρη για μια δύσκολη στιγμή.

Νοίκιασα ένα καμαράκι σ’ έναμακρινό προάστιο, το φτηνότερο πουκατάφερα να βρω, και ζούσα με ψω-

μί και τσάι. Όλος μου ο χρόνος πήγαινεσε μάταιες επιστολές σε αγγελίες γιαδουλειά και σε ακόμη πιο μάταιεςπεζοπορίες έως τις διευθύνσεις πουέβρισκα. Η μια μέρα ακολουθούσε τηνάλλη, η μια βδομάδα την άλλη, κι ακόμηδεν είχα καταφέρει τίποτα. Ήδη πλησίαζεη προθεσμία που είχα ορίσει στον εαυτόμου, και έβλεπα νά υψώνεται απειλητικάμπροστά μου το φάσμα ενός αργούθανάτου από πείνα.

Η σπιτονοικοκυρά μου ήταν αρκετάκαλόψυχος άνθρωπος. Ήξερε πόσοδύσκολα τα έβγαζα πέρα, και είμαισίγουρη ότι δε θα με πέταγε από δική τηςπρωτοβουλία στο δρόμο- έπρεπε να φύγωμε δική μου απόφαση και να

προσπαθήσω να βρω κάπου να πεθάνω μετην ησυχία μου.

Ήταν χειμώνας τότε. Μια πυκνή άσπρηομίχλη είχε αρχίσει να μαζεύεται απόνωρίς το απομεσήμερο, και γινότανακόμη πυκνότερη όσο προχωρούσε ημέρα. Ήταν Κυριακή, θυμάμαι, και οιάνθρωποι του σπιτιού βρίσκονταν στηνεκκλησία. Γύρω στις τρεις εγκατέλειψατο σπίτι και άρχισα ν’ απομακρύνομαιόσο μπορούσα πιο γοργά, αν και ένιωθααδύναμη από την πείνα. Η ομίχλησκέπαζε όλους τους δρόμους σαν έναλευκό σιωπηλό σάβανο. Ένα λεπτόστρώμα πάχνης είχε αρχίσει νασχηματίζεται στα γυμνά κλαδιά τωνδέντρων, παγοκρύσταλλο λαμπύριζαν

στους ξύλινους φράχτες και το έδαφοςήταν μαρτυρικά κρύο κάτω από τα πόδιαμου.

Συνέχισα το δρόμο μου, στρίβονταςπότε αριστερά και πότε δεξιά τελείωςστην τύχη, δίχως καν να διαβάζω ταονόματα των δρόμων. Το μόνο πουθυμάμαι από εκείνο το κυριακάτικοαπομεσήμερο είναι θολές εικόνες σανκομμάτια από εφιάλτη. Με τον κόσμο ναφαντάζει σαν θολό όραμα γύρω μου,διέσχισα τρικλίζοντας τους δρόμους τηςμισής πόλης μέχρι που βγήκα σταπροάστια, αλλά δε σταμάτησα ούτε εκεί.Στη μια πλευρά μου γκρίζοι αγροίφαίνονταν να λιώνουν πέρα στον αέρινοκόσμο της καταχνιάς στην άλλη πλευρά,

υπήρχαν πολυτελείς επαύλεις, με τιςζεστές ανταύγειες από το τζάκι νατρεμοπαίζουν στους τοίχους.

Αλλά όλα μου φαίνονταν εντελώςεξωπραγματικά-οι τοίχοι από κόκκινατούβλα και φωτισμένα παράθυρα, οιασαφείς σιλουέτες των δέντρων στο θολότοπίο, τα φώτα του γκαζιού που είχαναρχίσει να λάμπουν σαν άστρα στιςάσπρες σκιές, οι γραμμές του τρένου πουχάνονταν στο βάθος ακολουθώνταςπαράλληλα ένα ψηλό ανάχωμα, ταπράσινα και κόκκινα φώτα των σινιάλων— όλα αυτά δεν ήταν παρά φευγαλέεςοπτασίες στο κουρασμένο μου μυαλό καιστις αισθήσεις μου που ήταν ναρκωμένεςαπό την πείνα.

Πότε πότε άκουγα κάποιο βιαστικόβήμα στις σιδερένιες ράγες, καικουκουλωμένοι άνθρωποι μεπροσπερνούσαν, βαδίζοντας γοργά για ναζεσταθούν, παίρνοντας έτσι μια πρώτηγεύση από τ’ απολαυστικά ζεστά τζάκια,με τις κουρτίνες τραβηγμένες μπροστάστ’ αχνισμένα παράθυρα, και τους φίλουςπου περίμεναν να τους καλωσορίσουν.Αλλά όσο έπεφτε το σκοτάδι και η νύχταζύγωνε, τόσο πιο λιγοστοί γίνονταν οιδιαβάτες. Σύντομα άρχισα να διασχίζωτον ένα δρόμο μετά τον άλλο δίχως νασυναντώ ψυχή.

Συνέχισα τρικλίζοντας to δρόμο μουστη λευκή σιγαλιά, σε μια ερημιά λες καιβάδιζα στους δρόμους μιας νεκρής

πόλης. Είχα αρχίσει να αισθάνομαι πολύαδύναμη πια από την πείνα και τηνεξάντληση, και κάτι από τη φρίκη τουθανάτου είχε αρχίσει να μου πλακώνειτην καρδιά.

Ξαφνικά, καθώς έστριβα μια γωνιά,κάποιος με σταμάτησε ευγενικά κάτω απόένα φανοστάτη, και άκουσα μια φωνή ναμε ρωτά αν είχα την καλοσύνη να τουδείξω το δρόμο προς την οδό Έηβον. Στοξαφνικό σοκ από το άκουσμα μιαςανθρώπινης φωνής, ένιωσα τις δυνάμειςμου να μ’ εγκαταλείπουν και σωριάστηκακάτω. Έμεινα πεσμένη εκεί στοπεζοδρόμιο, κλαίγοντας και γελώνταςεντελώς υστερικά.

Βλέπετε, είχα φύγει αποφασισμένη ναπεθάνω, και περνώντας το κατώφλι τουσπιτιού που με φιλοξενούσε είχα πειαντίο σε κάθε ελπίδα και σε κάθεθύμηση. Η πόρτα είχε κλείσει πίσω μουμε τον κρότο βροντής. Είχα νιώσει μιασιδερένια αυλαία να πέφτει στη σύντομηζωή μου, και ήμουν σίγουρη ότι σε λίγοθα βάδιζα στο σκοτεινό κόσμο τωνσκιών. Είχα βγει στη σκηνή για το ρόλομου στην πρώτη πράξη του έργου πουλέγεται θάνατος.

Μετά είχε επακολουθήσει εκείνη ηπεριπλάνηση στην καταχνιά, με τα λευκάπέπλα να σκεπάζουν το καθετί, με τουςάδειους δρόμους και τη νεκρική σιγή.Έτσι, όταν ξαφνικά άκουσα εκείνη τη

φωνή να μου μιλά, ένιωσα σαν να είχαπεθάνει και ξαναγύριζα στη ζωή.

Σε λίγα λεπτά είχα καταφέρει ναξαναβρώ κάπως την αυτοκυριαρχία μουκαι να σηκωθώ. Τότε είδα αντίκρυ μουένα μεσόκοπο άντρα μ’ ευχάριστοπαρουσιαστικό, με περιποιημένο καικομψό ντύσιμο. Με κοίταζε με έκφρασημεγάλου οίκτου, αλλά πριν μπορέσω νατραυλίσω ότι δε γνώριζα τη γειτονιά —γιατί, πράγματι, δεν ήξερα καν που ήμουν— εκείνος μου μίλησε πάλι.

«Αγαπητή μου δεσποινίς», μου είπε,«νομίζω ότι είστε σε πολύ άσχημηκατάσταση. Δεν ξέρετε πόσο ανησύχησαβλέποντάς σας να πέφτετε κάτω. Μου

επιτρέπετε να ρωτήσω ποιο είναι τοπρόβλημά σας; Σας διαβεβαιώνω,μπορείτε να μου έχετε κάθεεμπιστοσύνη».

«Είστε πολύ ευγενικός», αποκρίθηκα,«αλλά φοβάμαι ότι δεν μπορείτε νακάνετε τίποτα. Η κατάστασή μου είναιαληθινά απελπιστική».

«Α, ανοησίες, ανοησίες! Είστε πολύνέα για να λέτε τέτοια πράγματα. Ελάτε,ας περπατήσουμε λίγο μαζί και μου λέτετι σας απασχολεί. Ίσως μπορέσω να σαςβοηθήσω».

Υπήρχε κάτι πολύ ηρεμιστικά καιπειστικό στον τρόπο του, και αρχίσαμε να

περπατάμε μαζί. Του αφη-γήθηκα με λίγαλόγια την ιστορία μου και του μίλησα γιατην απόγνωση που με είχε σπρώξει ν’αναζητήσω το θάνατο.

«Δεν κάνατε καλά που εγκαταλείψατετόσο γρήγορα τον αγώνα», μου είπε όταντέλειωσα. «Ένας μήνας δεν είναι αρκετόςγια να προσαρμοστεί κανείς στιςσυνθήκες ζωής του Λονδίνου. ΤοΛονδίνο, επιτρέψτε μου να σας πω,δεσποινίς Λάλλυ, δεν είναι ανοιχτός καιαφύλαχτος χώρος. Είναι ένα φρούριο, μεψηλά τείχη και διπλή τάφρο ολόγυρα,που προστατεύεται με περίπλοκαοχυρωματικά έργα. Δεν κατακτιέται έτσιεύκολα. Όπως συμβαίνει πάντοτε με τιςμεγάλες πόλεις, οι συνθήκες της ζωής

εκεί έχουν γίνει πολύ τεχνητές. Δεν είναιένας απλός φράκτης που καταλαμβάνεταιεξ εφόδου από έναν άντρα ή μια γυναίκα.Υπάρχουν σειρές από πολλά καιμελετημένα οχυρώματα, ναρκοπέδια καιπαγίδες, και όλα αυτά χρειάζονται πολλέςικανότητες για να περάσει κανείς. Εσείς,με την αφέλειά σας, φανταστήκατε ότιαρκούσε μονάχα να βάλετε μια φωνή γιανα γίνουν σκόνη όλα αυτά τα τείχη. Αλλάέχουν περάσει πια οι εποχές για τέτοιεςεύκολες νίκες. Κάντε κουράγιο καιγρήγορα θα μάθετε το μυστικό τηςεπιτυχίας».

«Αλίμονο, κύριέ μου», αποκρίθηκα.«Δεν αμφιβάλλω ότι είναι σωστά όσαμου λέτε, αλλά για την ώρα πιο γρήγορα

βλέπω να μαθαίνω τι σημαίνει ναπεθαίνεις από πείνα. Μιλήσατε για κάποιομυστικό- αν λυπάστε τη δυστυχία μου,σας εξορκίζω, πέστε μου ποιο είναι τομυστικό αυτό».

Εκείνος γέλασε καλόκαρδα.

«Αυτό είναι το παράξενο τουπράγματος. Εκείνοι που ξέρουν τομυστικό δεν μπορούν να τοαποκαλύψουν ακόμη κι αν ήθελαν. Είναικάτι τόσο πέρα από τα λόγια όσο και τοκεντρικό δόγμα του Τεκτονισμού.Πάντως ένα μπορώ να σάς πω: από μόνησας μυηθήκα-τε ήδη στο πρώτο στάδιοτου μυστηρίου». Και γέλασε πάλι.

«Σας παρακαλώ, μη με ειρωνεύεστε»,του είπα. «Τι κατάφερα, δηλαδή; Εδώεγώ δεν ξέρω αν και πότε θα ξαναφάω».

«Με συγχωρείτε. Ρωτάτε τιΚαταφέρατε. Αν όχι τίποτε άλλο,Καταφέρατε να με συναντήσετε. Ελάτε,αρκετά λογομαχήσαμε. Καταλαβαίνω ότιέχετε αυτο-δίδακτη μόρφωση- αυτή είναιασύγκριτα πιο σπουδαία από κάθε άλλη,και τυχαίνει να χρειάζομαι μιαγκουβερνάντα για τα δύο παιδιά μου.Είμαι χήρος εδώ και κάμποσα χρόνια.Λέγομαι Γκρεγκ. Σας προσφέρω τηδουλειά που σας ανέφερα. Τί θα λέγατεγια εκατό λίρες το χρόνο; »

Το μόνο που κατάφερα ήταν να

τραυλίσω ένα ευχαριστώ. Εκείνος μουέβαλε στο χέρι μια κάρτα του και έναχαρτονόμισμα υπό τύπο προκαταβολήςκαι με αποχαιρέτησε, λέγοντάς μου νατον επισκεφθώ σε μια ή δύο μέρες.

Αυτή ήταν η πρώτη μου συνάντηση μετον καθηγητή Γ κρεγκ. Αν λάβουμευπόψη την απόγνωση και την παγερήανάσα του θανάτου που με άγγιζε τότε,δεν είναι περίεργο που άρχισα να τονβλέπω σαν δεύτερο πατέρα μου. Πριναπό το τέλος της εβδομάδας είχα

κιόλας αναλάβει τα νέα μου καθήκοντα.

Ο καθηγητής είχε νοικιάσει ένα παλιόμέγαρο σε δυτικό προάστιο του

Λονδίνου. Εκεί, ανάμεσα σε ευχάριστεςπελούζες με γκαζόν και δέντρα, με τοηρεμιστικά θρόισμα από τις γέρικεςφτελιές που σάλευαν τα κλαριά τουςπάνω από τη στέγη μου, άρχισε ένα νέοκεφάλαιο της ζωής μου. Ξέροντας τοείδος της δουλειάς του καθηγητή, δε θασας φανεί παράξενο αν σας πω ότι τοσπίτι έβριθε από βιβλία, ενώ ντουλάπιαμε παράξενα, καμιά φορά και φρικαλέα,αντικείμενα γέμιζαν όλες τις γωνιές τωνμεγάλων χαμηλοτάβανων δωματίων.

Ο Γ κρεγκ ήταν άνθρωπος που το μόνοπου τον απασχολούσε ήταν η γνώση.Ακόμη κι εγώ, κόλλησα λίγο από τομεταδοτικό ενθουσιασμό του καιπροσπαθούσα να μοιραστώ κάτι από το

πάθος του για την έρευνα. Σε λίγουςμήνες ήμουν περισσότερο γραμματέαςτου παρά γκουβερνάντα των δύο παιδιώντου. Δεν ήταν λίγες οι νύχτες που τιςέβγαζα καθισμένη στο γραφείο κάτω απότο φως μιας λάμπας, ενώ εκείνος,κόβοντας βόλτες πέρα δώθε στο ζεστόφως του τζακιού, μου υπαγόρευε τοΕγχειρίδιο της Εθνολογίας.

Αλλά, πέρα από αυτές τις σοβαρές καιαπαιτητικές μελέτες του, ένιωθα ότικάποιο κρυφό σαράκι τον έτρωγε, έναςπόθος και μια λαχτάρα για κάτι για τοοποίο ποτέ δε μου έκανε λόγο. Πότε πότεσταματούσε απότομα αυτό που έλεγε καιχανόταν σε ονειροπολήσεις,σαγηνευμένος, όπως μου φαινόταν, από

τη μακρινή προοπτική κάποιαςπεριπετειώδους ανακάλυψης.

Το Εγχειρίδιο τέλειωσε κάποτε, καισύντομα άρχισαν να φτάνουν τα δοκίμιααπό τους τυπογράφους εγώ έκανα τηνπρώτη ανάγνωση, ενώ ο καθηγητής έκανετην τελική διόρθωση. Σ’ όλο αυτό τοδιάστημα

η κούρασή του από τηδουλειά μεγάλωνε, και ότανμια μέρα μου πρόσφερε τοπρώτο τυπωμένο αντίτυπο τουβιβλίου το έκανε με τηνανακούφιση σχολιαρόπαιδου

στο τέλος των διαγωνισμών.

«Ορίστε», μου είπε.«Κράτησα το λόγο μου.Υποσχέθηκα να το γράψω καιτο ’γραψα. Τώρα είμαιλεύτερος ν’ ασχοληθώ με πιοπαράξενα πράγματα. Τοομολογώ, δεσποινίς Λάλλυ,ζηλεύω τη δόξα τουΚολόμβου. Σύντομα, ελπίζω,θα με δείτε να παίζω κι εγώτο ρόλο του εξερευνητή».

«Όμως», παρατήρησα, «δενέχουν απομείνει και πολλάγια να εξερευνήσει κανείς.Αργήσατε κατά μερικέςεκατοντάδες χρόνια».

«Σ’ αυτό νομίζω ότι κάνετελάθος», απάντησε. «Υπάρχουνακόμη, να είστε σίγουρη γι’αυτό, αρκετοί παράξενοιανεξερεύνητοι τόποι καιήπειροι. Α, δεσποινίς Λάλλυ,πιστέψτε με — ζούμε ανάμεσασε θαύματα και μυστήρια, κι

ακόμη είναι άγνωστο πούοδηγεί ο δρόμος μας. Η ζωήδεν είναι κάτι απλό, μια μάζααπό φαιά ουσία, φλέβες καιμύες που μπορεί να γυμνώσειτο νυστέρι του χειρουργού. Οάνθρωπος είναι το μυστήριοπου σκοπεύω να εξερευνήσω,και πριν το ανακαλύψω έχω ναδιασχίσω τιςφουρτουνιασμένες θάλασσες,τους ωκεανούς και τις ομίχλεςπολλών χιλιάδων χρόνων. Θαέχετε ακουστά το θρύλο της

Ατλαντίδας δε θα μπορούσετάχα να ’ναι αληθινός κι εγώνα γίνω κάποτε εκείνος που θ’ανακαλύψει αυτή τη θαυμαστήήπειρο; »

Μπορούσα να νιώσω τονενθουσιασμό που φλόγιζε ταλόγια του. Στο πρόσωπό τουέλαμπε εκείνη η ζέση τουκυνηγού. Μπροστά μουστεκόταν ένας άνθρωπος πουπίστευε ότι η μοίρα τονκαλούσε να κονταροχτυπηθεί

με το άγνωστο. Ένιωσα να μεκυριεύει ένα κύμα χαράς στησκέψη ότι μπορεί κι εγώ νασυμμε-

τείχα σ’ αυτή την περιπέτεια, γιατί κιεμένα με φλόγιζε αυτή η λαχτάρα τηςαναζήτησης. Ούτε που με προβλημάτιζεκαν τι θα ήταν εκείνο που θ’αναζητούσαμε.

Το άλλο πρωί ο καθηγητής Γ κρεγκ μεοδήγησε στο προσωπικό του γραφείο.Εκεί, σε ελάχιστο χώρο, σε ντουλάπιακαι συρτάρια στους τοίχους, το καθέναμε την ταμπελίτσα του, υπήρχαντακτοποιημένοι και ταξινομημένοι όλοι

οι καρποί των κόπων μιας ζωής.

«Εδώ», μου είπε, «είναι όλη μου ηζωή. Εδώ υπάρχουν όλα τα στοιχεία πουσυγκέντρωσα με τόσους κόπους — κιωστόσο όλα είναι ένα τίποτα. Ναι, ένατίποτα με σύγκριση μ’ εκείνο πουσκοπεύω να επιχειρήσω. Δείτε εδώ». Μετράβηξε προς ένα παλιό σεκρεταίρ, έναφανταστικό κομμάτι, που στεκόταν σεμια γωνία του δωματίου. Το ξεκλείδωσεκαι άνοιξε ένα από τα συρτάρια του.

«Λίγα χαρτιά», είπε δείχνοντας στοεσωτερικό του, «και ένα κομμάτι μαύρηςπέτρας με μερικά παράξενα γράμματααδέξια χαραγμένα πάνω της — αυτόείναι όλο κι όλο το περιεχόμενο τούτου

του συρταριού. Ένας παλιός φάκελος μεσκουροκόκκινο γραμματόσημο είκοσιετών, αλλά και με λίγες γραμμές που έχωσημειώσει στην πίσω πλευρά. Τούτο δωπάλι, είναι μια σελίδα από χειρόγραφο, κιαυτά μερικά αποκόμματα από ασήμαντεςτοπικές εφημερίδες. Αν με ρωτήσετε τιγράφουν, δεν είναι τίποτα που θα σαςκάνει εντύπωση — μια υπηρέτριααγροικίας που εξαφανίστηκε και κανέναςδεν την ξανάδε από τότε- ένα παιδί πουλέγεται ότι γλίστρησε κι έπεσε σε κάποιοπαλιό πηγάδι στα βουνά- μερικάπερίεργα λόγια σχεδιασμένα σε α-σβεστολιθικό βράχο- ένας άντρας πουτον σκότωσαν μ’ ένα χτύπημα στοκεφάλι με κάποιο παράξενο όπλο. Αυτάείναι τα χνάρια που έχω ν’ ακολουθήσω.

Ναι, όπως θα λέγατε κι εσείς, υπάρχειμια βολική εξήγηση

για όλα αυτά. Η κοπέλα μπορεί να το’σκάσε για το Λονδίνο, το Λίβερπουλ ήτη Νέα Υόρκη το παιδί μπορεί να έπεσεσε κάποιο πηγάδι εγκαταλειμμένουορυχείου όσο για τα γράμματα στοβράχο μπορεί να ήταν ταορνιθοσκαλίσματα κάποιου περαστικούαλήτη. Ναι, ναι, τα έχω υπόψη μου όλααυτά- αλλά είμαι σίγουρος ότι μονάχαεγώ κατέχω το αληθινό κλειδί. Κοιτάξτεαυτό εδώ! » Και άπλωσε προς το μέροςμου ένα κομμάτι κιτρινισμένου χαρτιού.

Επιγραφή που βρέθηκε σχεδιασμένη σεασβεστολιθικό βράχο των Γκρίζων

Λόφων, διάβασα. Ακολουθούσε μιασβησμένη λέξη, μάλλον το όνομα τηςπεριοχής, και μετά μια ημερομηνία πρινδεκαπέντε χρόνια. Από κάτω υπήρχανκάμποσοι πρωτόγονοι χαρακτήρες πουθύμιζαν κάπως σφήνες ή στιλέτα,παράξενοι κι εξωτικοί σαν τα εβραϊκάγράμματα.

«Και τώρα η σφραγίδα», είπε οκαθηγητής Γκρεγκ, και μου έδωσε έναμαύρο αντικείμενο. Ήταν μια πέτραμήκους γύρω στα πέντε εκατοστά, πουέμοιαζε κάπως με παλιό πρες-παπιέ.

Την κράτησα στο φως, και με έκπληξηδιαπίστωσα ότι πάνω της υπήρχανχαραγμένοι οι ίδιοι χαρακτήρες που

υπήρχαν και στο χαρτί.

«Ναι», είπε ο καθηγητής, «είναι οιίδιοι. Η επιγραφή στον ασβεστολιθικόβράχο έγινε πριν δεκαπέντε χρόνια μεκάποιο κόκκινο υλικό. Οι χαρακτήρεςστη μαύρη πέτρα είναι τουλάχιστοντεσσάρων χιλιάδων ετών. Μπορεί καιπολύ παραπάνω».

«Αποκλείεται να είναι πλαστή; »ρώτησα.

«Όχι, εξέτασα κι αυτό το ενδεχόμενο.Δεν είχα καμία διάθεση να θυσιάσω τηζωή μου στο κυνήγι ενός ψέματος. Τοέχω ελέγξει πολύ προσεκτικά. Μονάχαάλλο ένα άτομο εκτός από μένα γνωρίζει

έστω και την ύπαρξη αυτής της μαύρηςσφραγίδας. Εξάλλου, υ-

πάρχουν και άλλοι λόγοι τους οποίουςδε θ’ αναφέρω, για την ώρα».

«Ναι, αλλά τι σημαίνουν όλα αυτά; »επέμεινα. «Δεν μπορώ να καταλάβω σε τισυμπέρασμα οδηγούν».

«Αγαπητή μου δεσποινίς Λάλλυ, αυτήείναι μια ερώτηση στην οποία θαπροτιμούσα να μην απαντήσω επί τουπαρόντος. Ίσως ποτέ να μην μπορέσω ναπω τι μυστικά κρύβονται εδώ- μερικέςαόριστες νύξεις, το περίγραμμα κάποιαςαγροτικής τραγωδίας, μερικά σημάδιαφτιαγμένα με κόκκινο πηλό σ’ ένα βράχο

και μια αρχαία σφραγίδα. Πολύ παράξενοσύνολο στοιχείων για να ξεκινήσεικανείς, έτσι; Μισή ντουζίνα δεδομένα,και είκοσι χρόνια για νά συγκεντρωθούνέστω κι αυτά. Και ποιος μπορεί να πει ανπίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται μια χίμαιραή μια ολόκληρη άγνωστη γη; Αγναντεύωπέρα σε αδιάβατους ωκεανούς, δεσποινίςΛάλλυ, και η μακρινή γη στον ορίζονταμπορεί να μην είναι παρά ένα συννεφάκικαταχνιάς. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύωότι δεν πρόκειται για οφθαλμαπάτη, καιότι σε λίγους μήνες θα ξέρουμε αν έχωδίκιο ή όχι».

Ύστερα ο καθηγητής Γ κρεγκ έφυγε,αφήνοντάς με μόνη να προσπαθώ ναεμβαθύνω στο μυστήριο. Αναρωτήθηκα

τι μπορεί να σήμαιναν και πού μπορεί ναοδηγούσαν τέτοια άσχετα καιαλλοπρόσαλλα στοιχεία. Διαθέτω κι εγώκάποια φαντασία, και είχα λόγους νασέβομαι το κύρος και τη νοημοσύνη τουκαθηγητή. Αλλά και πάλι δεν έβλεπα στοπεριεχόμενο του συρταριού τίποταπαραπάνω από υλικό για φαντασιώσεις.

Μάταια προσπάθησα να συλλάβωκάποια θεωρία που να βασίζεται σε όσαμου είχε δείξει ο καθηγητής. Πραγματικά,το μόνο που μπορούσα να φανταστώ απότα όσα είχα δει και ακούσει δεν έκανεπαρά για το πρώτο κεφάλαιο ενόςφανταστικού ρομάντζου. Κι ωστόσο,βαθιά μέσα μου μ’ έτρωγε η περιέργεια,και δεν περνούσε μέρα δίχως να κοιτάξω

με λαχτάρα το πρόσωπο του καθηγητή Γκρεγκ για κάποιο σημάδι των όσωνεπρόκειτο να συμβούν.

Ήταν ένα βράδυ μετά το δείπνο ότανάκουσα τη χαρμόσυνη λέξη. «Ελπίζω ναπρολαβαίνετε να ετοιμαστείτε δίχωςιδιαίτερο άγχος», μου είπε ξαφνικά οκαθηγητής. «Φεύγουμε σε μια βδομάδα».

«Αλήθεια! » έκανα έκπληκτη. «Και πούθα πάμε; »

«Νοίκιασα μια αγροικία στη δυτικήΑγγλία, όχι μακριά από το Καιρμάεν, μιαήσυχη κωμόπολη, κάποτε πόλη, και παλιόαρχηγείο ρωμαϊκής λεγεώνας. Η ζωή είναιπολύ βαρετή εκεί, αλλά η γύρω ύπαιθρος

είναι πολύ όμορφη και ο αέρας υγιεινός».

Πρόσεξα μια λάμψη στα μάτια του καιμάντεψα ότι αυτή η ξαφνική κίνηση είχεκάποια σχέση με τη συζήτηση πουκάναμε πριν λίγες μέρες.

«Θα πάρω μονάχα λίγα βιβλία μαζίμου», εξήγησε ο καθηγητής, «και τίποτεάλλο. Όλα τ’ άλλα θα μείνουν εδώ μέχρινα γυρίσουμε. Δικαιούμαι μια άδεια»,συνέχισε χαμογελώντας. «Και δε θαλυπηθώ να εγκαταλείψω για λίγο ταπαλιά κόκαλα, τις πέτρες και την άλλησαβούρα που έχω μαζέψει εδώ. Μεταξύμας», συνέχισε, «τριάντα χρόνιακαταπιάνομαι με πραγματικότητες νομίζωκαιρός είναι ν’ ασχοληθώ και με καμιά

φαντασία».

Οι μέρες κύλησαν γρήγορα. Το ’βλεπαπως ο καθηγητής έτρεμε ολόκληρος απόυπερένταση κι ανυπομονησία. Έτσι δενμπόρεσα να καταλάβω τη λαχτάρα τηςματιάς που έριξε στο σπίτι πίσω μας,καθώς ξεκινούσαμε για το ταξίδι.

Αναχωρήσαμε μεσημέρι και είχε κιόλαςσουρουπώσει όταν φτάσαμε στο μικρόεπαρχιακό σταθμό. Ένιωθα κούρασηαλλά και την έξαψη της περιπέτειας, και ηδιαδρομή μέσα από τα σοκάκια μουφαίνεται τώρα σαν όνειρο. Πρώταδιασχίσαμε τους έρημους δρόμους ενόςξεχασμένου χωριού, ενώ άκουγα τη φωνήτου καθηγητή Γ κρεγκ να μιλά για τις

λεγεώνες του Αυγούστου, για την κλαγγήτων όπλων και για την τεράστιαθριαμβευτική πομπή που ακολουθούσετους ρωμαϊκούς αετούς. Ύστεραπεράσαμε το πλατύ ποτάμι στηφουσκονεριά, με το τελευταίο φως τουδειλινού να λαμπυρίζει αχνά στακιτρινωπά νερά- μετά διασχίσαμε τ’ανοιχτά λιβάδια, τους αγρούς με ταμεστωμένα σπαρτά κι ακολουθήσαμε έναχωματόδρομο που έκανε κορδέλεςανάμεσα από λόφους και νερά.

Κάποια στιγμή αρχίσαμε ν’ανηφορίζουμε, και ο αέρας έγινε πιοαραιός. Αγνάντεψα πέρα χαμηλά και είδατην κατάλευκη ομίχλη ν’ ακολουθεί σανσάβανο τις κορδέλες του ποταμού, και

ένα αόριστο και σκιερό τοπίο ολόγυρα.Ήταν σαν φαντασίες και οράματα απόπράσινους λόφους και πυκνά δάση, μεάλλες, σχεδόν αδιόρατες σιλουέτεςλόφων πιο πέρα. Και στον ορίζοντα οήλιος — μια άγρια λάμψη καμινιού πάνωστο βουνό, που άλλαξε σε μια δέσμη απόαστραφτερές φλόγες και μετά έσβησε σεμια μουντή κόκκινη κηλίδα.

Ανηφορίζαμε αργά ένα ιδιωτικόαμαξητό δρομάκι, και ξαφνικά ένιωσαμια δροσερή ανάσα και το μυστήριο τουμεγάλου δάσους που απλωνόταν απόπάνω μας. Ενιωσα σαν ναπεριπλανιόμουν στα σκοτεινά βά-θη του,ενώ ολόγυρα ακουγόταν το κελάρυσματου νερού. πλανιόταν η ευωδιά των

πράσινων φύλλων και μ' άγγιζε η ανάσατης καλοκαιριάτικης νύχτας.

Το αμάξι μας σταμάτησε κάποτε.Μόλις και μπορούσα να διακρίνω τησκοτεινή σιλουέτα του σπιτιού καθώςκοντοστάθηκα για μια στιγμή στηβεράντα της πρόσοψης. Το υπόλοιποεκείνο βράδυ το θυμάμαι σαν ένα όνειροπαράξενων πραγμάτων τριγυρισμένωναπό τη μεγάλη σιωπή του δάσους, τηςκοιλάδας και του ποταμού.

Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησα,σηκώθηκα και κοίταξα έξω από τοκαμαρωτό παράθυρο της μεγάλης,παλιομοδίτικης κρεβατοκάμαρας. Κάτωαπό τον γκρίζο ουρανό αντίκρισα μια

χώρα που εξακολουθούσε να είναιτυλιγμένη στο μυστήριο. Ήταν έναπανόραμα μιας μακρόστενης,πανέμορφης κοιλάδας, με τον ποταμό νατη διασχίζει φιδογυρίζοντας στο βάθοςτης. Σχεδόν ευθεία μπροστά υπήρχε έναπέτρινο μεσαιωνικό γεφύρι με καμάρες κιαντερείσματα, και πιο πέρα μιακρυστάλλινη καθάρια εικόνα απόπλαγιές, και τα δάση που είχα δει μονάχασαν σκιές χτες βράδυ — όλα φαίνοντανσαν όραμα μιας μαγεμένης γης. Ακόμηκαι η απαλή ανάσα του αέρα πουψιθύριζε στο ανοιχτό παράθυρο δενέμοιαζε με κανέναν άλλο αέρα που ήξερα.

Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στηναντικρινή πλευρά της κοιλάδας, και πιο

πέρα, όπου οι λόφοι απομακρύνοντανσαν ατέλειωτα κύματα στο βάθος. Σ’ ένασημείο μια αχνή γαλάζια στήλη καπνούφαινόταν ασάλευτη στον πρωινό αέρα,ανηφορίζοντας από την καπνοδόχο μιαςπαλιάς γκρίζας αγροικίας. Πιο κει, υπήρχεένα τραχύ ύψωμα στεφανωμένο μεσκοτεινά έλατα, και στο βάθος μπορούσανα διακρίνω την άσπρη κορδέλα ενόςδρόμου που σκαρφάλωνε και χανόταν σεκάποια ασύλληπτη χώρα τουπαραμυθιού. Αλλά εκεί που τέλειωνεόλος αυτός ο κόσμος ήταν το μεγάλοτείχος των βουνών, απέραντο στα δυτικά,που κατέληγαν σαν φρούριο με απότομογκρεμό κι ένα θολωτό εξόγκωμα στοφόντο του ουρανού.

Είδα τον καθηγητή Γ κρεγκ να κόβειβόλτες πάνω κάτω στο μονοπάτι τηςπελούζας κάτω από τα παράθυρα, καιήταν φανερό ότι απολάμβανε τηναίσθηση της ελευθερίας και τη σκέψη ότιείχε αποχαιρετήσει για λίγο κάθε βαρετήδουλειά. Όταν κατέβηκα να τονσυναντήσω, η φωνή του ξεχείλιζε απόενθουσιασμό καθώς μου έδειχνε τοπανόραμα της κοιλάδας και του ποταμούπου φιδογύριζε στα ριζά των όμορφωνλόφων.

«Ναι», μου είπε, «είναι γη παράξενηςομορφιάς και, στα μάτια μουτουλάχιστον, φαντάζει γεμάτη μυστήριο.Δε θα ’χετε ξεχάσει το συρτάρι που σαςέδειξα, έτσι; Όχι βέβαια. Και σίγουρα θα

μαντέψατε ότι δεν ήρθα εδώ μονάχα γιαχάρη των παιδιών και για τον καθαρόαέρα, σωστά; »

«Υποθέτω ότι κάτι τέτοιουποψιάστηκα», παραδέχθηκα. «Αλλάμην ξεχνάτε ότι δεν έχω ιδέα ποια είναιακριβώς η φύση των ερευνών σας. Είναιαδύνατο έστω και να φανταστώ τι σχέσημπορεί να έχει αυτή η πανέμορφηκοιλάδα μ’ εκείνα που ψάχνετε».

Με κοίταξε και χαμογέλασε παράξενα.

«Μη νομίζετε ότι δημιουργώ μυστήριογια χάρη του μυστηρίου», μεδιαβεβαίωσε. «Αποφεύγω να μιλήσωκαθαρά γιατί, μέχρι στιγμής, δεν έχω

τίποτα να πω. Δεν υπάρχει κάτι τοσυγκεκριμένο, κάτι που να μπορεί ναδοθεί σε ξεκάθαρο άσπρο-μαύρο, κάτιπου να ’ναι τόσο σίγουρο, αψεγάδιαστοκαι βαρετό όσο κι ένα επίσημο έγγραφο.Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος. Πριναπό αρκετά χρόνια μου τράβηξε το μάτιμια τυχαία παράγραφος σε μιαεφημερίδα. Κι αμέσως, όλες οιασύνδετες ιδέες και αόριστες εικασίεςωρών και ωρών σκέψης, ενοποιήθηκανσε μια συγκεκριμένη θεωρία.

«Συνειδητοποίησα αμέσως ότι βάδιζασε λεπτό πάγο. Η θεωρία μου ήταναπίθανη κι εξωφρενική στο έ-πάρκο, καιούτε που θα διαλογιζόμουν ποτέ ναδημοσιεύσω το παραμικρό σχετικά.

Αλλά φαντάστηκα ότι οι επιστήμονεςσαν κι εμένα, άνθρωποι που γνώριζανπώς και με ποιο τρόπο γίνονται οιανακαλύψεις, και ήξεραν ότι και το γκάζιπου φωτίζει τα σπίτια μας ήταν κι αυτόκάποτε μια εξωφρενική θεωρία, θα μεκαταλάβαιναν. Νόμιζα ότι μαζί τους θαμπορούσα να πραγματοποιήσω το όνειρόμου — ας πούμε την ανακάλυψη τηςΑτλαντίδας, τη φιλοσοφική λίθο ήοτιδήποτε — δίχως το φόβο να γίνωπερίγελος.

«Δυστυχώς, σύντομα διαπίστωσαπόσο μεγάλο ήταν το λάθος μου. Οιφίλοι στους οποίους μίλησα με κοίταξανανέκφραστα, και μετά κοιτάχτηκανμεταξύ τους. Και στο βλέμμα τους

διέκρινα κάτι σαν οίκτο, καθώς και μιααγέρωχη περιφρόνηση. Ο ένας απόδαύτους, μάλιστα, ήρθε να με δει τηνάλλη μέρα και μου πέταξε τη σπόντα ότιίσως είχα πάθει ψυχική υπερκόπωσηλόγω φόρτου εργασίας. ‘Με άλλα λόγια,’ του είπα, ‘εννοείς ότι άρχισε να μουλασκάρει η βίδα. Επίτρεψέ μου να έχωάλλη γνώμη. Και τον πέταξα έξω δίχωςιδιαίτερες ευγένειες.

»Από τη μέρα εκείνη ορκίστηκα να μηνξαναπώ λέξη σε κανέναν για τη θεωρίαμου. Είστε το μόνο πρόσωπο, δεσποινίςΛάλλυ, που έχει δει το περιεχόμενοεκείνου του συρταριού. Στο κάτω κάτω,δεν αποκλείεται να κυνηγώ μια χίμαιρα-

μπορεί να παραπλανήθηκα από μερικές

συμπτώσεις. Αλλά τώρα, όπως στέκομαιεδώ σε τούτη τη μυστικιστική γαλήνηκαι σιγαλιά, ανάμεσα στα δάση και τουςάγριους λόφους, νιώθω πιο σίγουρος απόποτέ ότι βρίσκομαι στο σωστό δρόμο...Ελάτε τώρα, καιρός να γυρίσουμε μέσα».

Όλα αυτά εμένα μου δημιουργούσανμια απορία αλλά και μια ταραχή. Ήξεραότι στις συνηθισμένες του έρευνες οκαθηγητής Γ κρεγκ επιθεωρούσεπροσεκτικά το δρόμο του πριν κάνεικάποιο βήμα, και προχωρούσε πάντοτεαργά και μεθοδικά. Ποτέ δεν υποστήριξεκάτι αν δεν είχε ήδη ακλόνητεςαποδείξεις ότι ήταν σωστό.

Όμως τώρα, περισσότερο από τοβλέμμα και το πάθος της φωνής τουπαρά από τα ίδια τα λόγια του,καταλάβαινα ότι το όραμα κάτι σχεδόνφανταστικού δεν εγκατέλειπε ποτέ τησκέψη του.

Όσο για μένα, διέθετα μεν αρκετήφαντασία αλλά και ουκ ολίγοσκεπτικισμό. Κάθε νύξη περί θαυμάτωνμε απωθούσε, και δεν μπορούσα να μηναναρωτηθώ μήπως τελικά ο καθηγητήςυπέφερε από κάποιο είδος μονομανίας.Ίσως σ’ αυτό και μόνο το θέμα ν’ άφηνεκατά μέρος όλες τις αυστηρέςεπιστημονικές μεθόδους του άλλου τουεαυτού.

Ωστόσο, παρά αυτό το ακαθόριστομυστήριο που σκίαζε τις σκέψεις μου,αφέθηκα να παρασυρθώ εντελώς από τησαγήνη τούτης της χώρας. Στηλοφοπλαγιά πάνω από το παλιό σπίτιφύτρωναν τα πρώτα δέντρα του μεγάλουδάσους. Μια μακριά σκούρα γραμμή,όπως φαινόταν από τους αντικρινούςλόφους, απλωνόταν πάνω από το ποτάμιγια πολλά χιλιόμετρα από βορρά προςνότο. Στο βορρά η περιοχή γινότανακόμη πιο άγρια, με γυμνούς,απόκρημνους λόφους κι απάτητεςερημιές, μια χώρα εντελώς παράξενη καιασύχναστη, πιο άγνωστη στους Άγγλουςκαι από την ίδια την καρδιά τηςΑφρικής.

Μονάχα μια απόσταση δύοανηφορικών αγρών χώριζε το σπίτι απότα δέντρα, και τα παιδιά το διασκέδαζανακολουθώντας με στα πυκνόφυταμονοπάτια ανάμεσα σε τείχηπυκνοπλεγμένων κλαδιών από λαμπερέςοξιές έως τα ψηλότερα σημεία τουδάσους. Από κει μπορούσε κανείς ν’αγναντέψει από τη μια μεριά πάνω απότο ποτάμι και την κυματιστή γη έως ταμεγάλα δυτικά βουνά, και από την άλλη,πάνω από τ’ ανεβοκατεβάσματα τουδάσους, τα επίπεδα λιβάδια και τηλαμπερή χρυσαφένια θάλασσα έως τηναχνά διαφαι-νόμενη αντικρινή ακτή.

Συνήθιζα να κάθομαι σ’, αυτό τοσημείο, στη ζεστή ηλιόλουστη χλόη που

σημάδευε τον αρχαίο ρωμαϊκό δρόμο,ενώ τα δυο παιδιά έτρεχαν ολόγυραψάχνοντας για βατόμουρα που φύτρωνανεδώ κι εκεί στα κράσπεδα. Εκεί, κάτωαπό το βαθυγάλανο ουρανό και ταμεγάλα σύννεφα που αρμένιζαν από τηθάλασσα προς τους λόφους σαν παλιέςγαλέρες με φουσκωμένα τα πανιά,άκουγα τους σαγηνευτικούς ψίθυρουςτων μεγάλων γέρικων δέντρων και ζούσααποκλειστικά γιά τη χαρά της στιγμής. Τ’άλλα, τα παράξενα πράγματα ταθυμόμουν μονάχα όταν γυρίζαμε σπίτικαι βρίσκαμε τον καθηγητή Γκρεγκ είτεκλεισμένο στο δωματιάκι που είχε κάνειγραφείο του είτε να κόβει βόλτες στηνπελούζα με την υπομονετική αλλά κιενθουσιώδη έκφραση ενός

αποφασιστικού ερευνητή.

Ένα πρωί, οχτώ ή εννιά μέρες μετά τονερχομό μας, κοιτάζοντας από τοπαράθυρο είδα ολόκληρο το τοπίο ναμεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μου.Τα σύννεφα είχαν κατέβει και κρύψει ταβουνά της δύσης. Ένας νοτιάς έσπρωχνετις μετακινούμενες στήλες της βροχήςκάτω στην κοιλάδα, ενώ το μικρό ρυάκιπου κατηφόριζε το λόφο κάτω από τοσπίτι χυνόταν τώρα σαν λασπερόςχείμαρρος προς το ποτάμι.

Έτσι τη μέρα εκείνη αναγκαστήκαμενα μείνουμε μέσα. Όταν τέλειωσα μετους μαθητές μου, κάθισα στο μικρόκαθιστικό όπου τ’ απομεινάρια μιας

παλιάς συλλογής υπήρχαν ακόμη σταράφια της βιβλιοθήκης.

Είχα επιθεωρήσει τα ράφια μια ή δυοφορές, αλλά το περιεχόμενό τους δε μεείχε τραβήξει. Κάτι τόμοι με κηρύγματατου δέκατου όγδοου αιώνα, ένα παλιόβιβλίο για την τέχνη του πεταλωτή, μιασυλλογή ποιημάτων από «πρόσωπαποιότητας», το Κοννεξίόν του Πριντώ, κιένας τόμος του Πόουπ αποτελούσαν έναχαρακτηριστικό δείγμα της συλλογής.Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι καθετί μεενδιαφέρον ή αξία είχε ήδη αφαιρεθεί.Αλλά τούτη τη φορά, μην έχοντας τικαλύτερο να κάνω, άρχισα ναπεριεργάζομαι πάλι τις μουχλιασμένεςδερμάτινες ράχες των βιβλίων. Και τότε,

προς μεγάλη μου χαρά, ανακάλυψα έναθαυμάσιο παλιό τόμο έκδοσης Στεφάνι,που περιείχε τρία έργα του ΠομπόνιουΜέλα, το De Situ Orbis, καθώς καιμερικά ακόμη κείμενα αρχαίωνγεωγράφων.

Ήξερα αρκετά λατινικά για να μπορώνα τα βγάλω πέρα μ’ ένα συνηθισμένοκείμενο, και σύντομα με είχεαπορροφήσει αυτό το παράξενο μείγμαφαντασίας και γεγονότων — τότε που τοφως της γνώσης έλαμπε μονάχα σ’ έναμικρό μέρος του κόσμου, ενώ στουπόλοιπο κυριαρχούσαν σκιές, καταχνιέςκαι φοβερές μορφές. Όπως ξεφύλλιζα τιςκαθαροτυπωμένες σελίδες, το μάτι μουτράβηξε ο τίτλος ενός κεφαλαίου από τον

Σολίνο, και διάβασα τις λέξεις:

MIRA DE INTIMIS GENTIBUSLIBYAE,

DE LAPIDE HEXACONTALITHO

«Τα θαύματα του λαού που κατοικείστις εσωτερικές περιοχές της Λιβύης, καιπερί της πέτρας που λέγεταιΕξηκοντάλιθος».

Ο περίεργος τίτλος μου ξύπνησε τοενδιαφέρον και συνέχισα το διάβασμα:

Gens ista avia et secreta habitat, inmontibus horrendis foeda nnysteriacelebrat. De hominibus nihil aliud illipraeferunt quam figuram, ab humano rituprorsus exulant, oderunt deum lucis.Stridunt potius quam loquuntur; voxabsona nec sine horrore auditur. Lapidequodam gloriantur, quem Hexacontalithonvocant; dicunt enim hunc lapidemsexaginta notas ostendere. Cujus lapidisnomen secretum ineffabile colunt: quodIxaxar.

«Αυτός ο λαός», μετέφρασα από μέσαμου, «κατοικεί σε απόμακρους καιμυστικούς τόπους, και ιερουργεί μιαράμυστήρια σε άγριους λόφους. Δεν έχουντίποτα κοινό με τους ανθρώπους πέρα

από το πρόσωπο, και οι συνήθειες τηςανθρωπότητας τους είναι ολότελα ξένεςκαι μισούν τον ήλιο. Προτιμούν μάλλοννα συρίζουν σαν φίδια παρά να μιλούν- ηφωνή τους είναι τραχιά και το άκουσμάτης γεννά το φόβο. Καυχώνται ότικατέχουν μια ορισμένη πέτρα, που τηναποκαλούν Εξηκοντάλιθο, γιατί λένε ότιέχει χαραγμένους πάνω της εξήνταχαρακτήρες. Και η πέτρα αυτή έχειμυστικό, άφατο όνομα, το οποίο είναιΙξαξάρ».

Γέλασα με την παράξενη ασυνέπειατου «μυστικού άφατου» ονόματος πουωστόσο αναφέρεται, και σκέφτηκα ότι ηιστορία θα ταίριαζε στο «Σεβάχ τοΘαλασσινό» και τις υπόλοιπες Χίλιες και

Μια Νύχτες. Όταν κάποια στιγμήαργότερα είδα τον καθηγητή Γ κρεγκ, τουμίλησα για το εύρημά μου στηβιβλιοθήκη και για τ’ απίστευταπαραμύθια που είχα διαβάσει. Προςμεγάλη μου έκπληξη με κοίταξε μεέκφραση ζωηρού ενδιαφέροντος.

«Είναι στ’ αλήθεια πολύ περίεργο»,μουρμούρισε, «αλλά ποτέ δε μου πέρασεαπό το νου να ψάξω στους παλιούςγεωγράφους. Και, απ’ ό, τι φαίνεται, μουξέ-φυγαν πολλά. Α, ώστε αυτό είναι τοαπόσπασμα, ε; Λυπάμαι που θα σαςδιακόψω την ψυχαγωγία, αλλά δυστυχώςθα σας πάρω το βιβλίο γιατί τοχρειάζομαι».

Την άλλη μέρα ο καθηγητής με κάλεσεστο γραφείο του. Τον βρήκα καθισμένοστο τραπέζι μπροστά στο φως από τοπαράθυρο να εξετάζει πολύ προσεκτικάκάτι μ’ ένα μεγεθυντικό φακό.

«Α, δεσποινίς Λάλλυ», έκανεβλέποντάς με. «Θα ήθελα να μεβοηθήσετε με τα μάτια σας. Τούτος οφακός είναι καλός, αλλά όχι σαν τονπαλιό που άφησα στην πόλη. Μπορείτενα εξετάσετε τούτο το πράγμα και να μουπείτε πόσους χαρακτήρες βλέπετεχαραγμένους πάνω του; »

Μου έδωσε το αντικείμενο πουκρατούσε. Είδα ότι ήταν η μαύρησφραγίδα που μου είχε δείξει στο

Λονδίνο, και η καρδιά μου άρχισε ναχτυπά στη σκέψη ότι επιτέλους θαμάθαινα κάτι. Πήρα τη σφραγίδα, τηνκράτησα στο φως και άρχισα να μετρώένα ένα τα παράξενα σφηνοειδήγράμματα στην επιφάνειά της.

«Τα βγάζω εξήντα δύο», του είπατελικά.

«Εξήντα δύο; Ανοησίες! Αυτό είναιαδύνατο. Α... κατάλαβα τι συνέβη-

μετρήσατε αυτό κι αυτό», είπε, και μουέδειξε δυο σημάδια που σίγουρα τα είχαμετρήσει μαζί με τ’ άλλα.

«Ναι, ναι», συνέχισε ο καθηγητής Γκρεγκ, «αλλ’ αυτά είναι απλά γδαρσίματα

που έγιναν τυχαία- αυτό το ήξερα από τηνπρώτη στιγμή. Μα τότε ο αριθμός είναισωστός. Σας ευχαριστώ πολύ για τηβοήθεια».

Έκανα να φύγω, μάλλοναπογοητευμένη που με είχε φωνάξει απλάκαι μόνο να μετρήσω μερικά γράμματαστη μαύρη σφραγίδα, όταν ξαφνικάθυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει τοπρωί.

«Μα, κύριε Καθηγητά», φώναξαεμβρόντητη. «Η σφραγίδα, η σφραγίδα!Αυτή είναι η Εξηκοντάλιθος πουαναφέρει ο Σολίνος, η πέτρα Ιξαξάρ! »

«Ναι», αποκρίθηκε ο καθηγητής.

«Αυτό υποθέτω κι εγώ. Αλλά δεναποκλείεται, να πρόκειται και γι’ απλή

σύμπτωση. Ποτέ δεν πρέπει να ’ναικανείς απόλυτα σίγουρος μ’ αυτά ταπράγματα. Μια σύμπτωση είναι ό, τιπρέπει για να φάει τα μούτρα του έναςκαθηγητής».

Απομακρύνθηκα προβληματισμένημε τα όσα είχα ακούσει, αλλάεξακολουθούσα να μη βρίσκω κανέναμίτο της Αριάδνης σ’ αυτό τολαβύρινθο των παράξενων στοιχείων. Οάσχημος καιρός συνεχίστηκε για τρειςμέρες, αλλάζοντας από δυνατή μπόρασε πυκνή ομίχλη, λεπτή και νοτερή.Ήταν σαν να βρισκόμαστε κλεισμένοι

μέσα σ’ ένα άσπρο σύννεφο πουέκρυβε τον κόσμο από τα μάτια μας. Σ’όλο αυτό το διάστημα ο καθηγητής Γκρεγκ παρέμενε κλεισμένος στοδωμάτιό του, απρόθυμος ν’αποκαλύψει ή να πει το παραμικρό. Τονάκουγα να γυροφέρνει με νευρικό,ανυπόμονο βήμα, σαν να μην άντεχεάλλο αυτή την αδράνεια. Η τέταρτημέρα ξημέρωσε θαυμάσια, και στοπρωινό ο καθηγητής είπε ξαφνικά:

«Χρειαζόμαστε κάποια πρόσθετηβοήθεια για το σπίτι κανάδεκαπεντάχρονο ή δεκαεξάχρονονεαρό, θα ’λεγα. Υπάρχουν κάμποσεςμικροδουλειές που τρώνε πολύ χρόνοστις υπηρέτριες, ενώ ένα αγόρι θα

μπορούσε να τις καταφέρει πολύκαλύτερα».

«Δεν άκουσα κανένα παράπονο απότις κοπέλες», αποκρίθηκα. «Η Ανν,μάλιστα, έλεγε ότι εδώ έχει πολύλιγότερη δουλειά από το Λονδίνο, κιαυτό γιατί δεν υπάρχει καθόλουσκόνη».

«Α, ναι, είναι πολύ καλά κορίτσια, δελέω. Πάντως νομίζω ότι θαχρειαζόμαστε κι ένα αγόρι. Να σας πωτην αλήθεια, αυτό το θέμα ήταν που μεαπασχολούσε δυο μέρες τώρα». ,

«Σας απασχολούσε; » έκανακατάπληκτη, γιατί γεγονός ήταν ότι ο

καθηγητής ποτέ δεν έδειχνε τοπαραμικρό ενδιαφέρον για τις δουλειέςτου σπιτιού.

«Ναι», με διαβεβαίωσε. «Έφταιγε οκαιρός, ξέρετε. Μου ήταν αδύνατο νακυκλοφορήσω έξω σ’ εκείνη την ομίχληπου λες κι ήρθε απ’ τη Σκωτία. Δεν ξέρωπολύ καλά την περιοχή και μπορεί ναέχανα το δρόμο μου. Αλλά σήμερα τοπρωί κιόλας θα φροντίσω να βρούμε τοκατάλληλο αγόρι».

«Και πώς ξέρετε ότι θα βρούμε εδώγύρω ένα αγόρι όπως το θέλετε; »

«Α, δεν αμφιβάλλω ότι όλο και κάποιοθα βρεθεί. Μπορεί να χρειαστεί να

περπατήσω δυο τρία χιλιόμετρα το πολύ,αλλά είμαι σίγουρους ότι θα βρωακριβώς το αγόρι που χρειάζομαι».

Για μια στιγμή νόμισα ότι ο καθηγητήςαστειευόταν. Αλλά, μόλο που ο τόνοςτου ήταν αρκετά κεφάτος, υπήρχε κάτισαν βλοσυρή αποφασιστικότητα στοπρόσωπό του που μ’ έκανε ν’ απορήσω.Ύστερα πήρε το μπαστούνι και ξεκίνησε,αλλά στην πόρτα κοντοστάθηκεκοιτάζοντας σκεφτικά μπροστά του.Καθώς διέσχιζα το χολ, μου φώναξε.

«Επί τη ευκαιρία, δεσποινίς Λάλυ,υπάρχει κάτι ακόμη που ήθελα να σαςπω. Διόλου απίθανο να έχετε ακούσει ότιμερικά απ’ αυτά τα χωριατόπουλά δεν

είναι ιδιαίτερα έξυπνα. Ηλίθια’ θα ήτανμάλλον βαριά λέξη, και συνήθως τα λένε‘αγαθά ή κάτι τέτοιο. Ελπίζω να μην σαςπειράζει αν το αγόρι που θα βρω τύχει ναμην καί τόσο σπίθα. Θα είναι εντελώςάκακο πλάσμα, βέβαια, και το γυάλισματων παπουτσιών δεν είναι δα και δουλειάπου απαιτεί εξυπνάδα».

Με τα λόγια αυτά αναχώρησε,ακολουθώντας το μονοπάτι πουοδηγούσε προς το δάσος. Εγώ έμειναπίσω εμβρόντητη. Και ύστερα, για πρώτηφορά, η έκπληξή μου άρχισε να παίρνεικαι μια ξαφνική απόχρωση τρόμου. Δενξέρω γιατί, ο τρόμος ήταν εντελώςανεξήγητος ακόμη και για μένα. Αλλάγια μια στιγμή ένιωσα να μου διαπερνά

την καρδιά μια ανατριχίλα θανάτου, καικάτι από κείνο τον άμορφο, ακαθόριστοτρόμο του αγνώστου που είναιχειρότερος κι από τον ίδιο το θάνατο.

Προσπάθησα ν’ αντλήσω κουράγιο απότη γλυκιά αύρα που ερχόταν από τηθάλασσα, και από τη λιακάδα πουακολουθεί τη βροχή. Αλλά τοπαραμυθένιο δάσος φάνηκε νασκοτεινιάζει απειλητικά γύρω μου. Τοπανόραμα του ποταμού που ελισσότανανάμεσα στις καλαμιές, και ηασημόγκριζα αρχαία γέφυρα, έγιναν στομυαλό μου σύμβολα ενός ακαθόριστουτρόμου, όπως αθώα και γνώριμααντικείμενα αποκτούν συχνά τρομακτικήμορφή στο μυαλό ενός παιδιού.

Ο καθηγητής Γ κρεγκ επέστρεψε δυοώρες αργότερα. Τον συνάντησα ενώκατηφόριζε το μονοπάτι, και τον ρώτησασιγανά αν είχε καταφέρει να βρει τοννεαρό που γύρευε.

«Α, ναι», αποκρίθηκε. «Δεδυσκολεύτηκα καθόλου. Τον λένεΤζέρβις Κράντοκ, και νομίζω ότι θα μαςφανεί πολύ χρήσιμος. Ο πατέρας του έχειπεθάνει από χρόνια, και η μητέρα του, μετην οποία συνεννοήθηκα, βρήκε πολύευχάριστη την προοπτική να εισπράττειλίγα σελίνια παραπάνω κάθε Σάββατο.Όπως το περίμενα, δεν είναι και πολύξύπνιος, και η μητέρα του μου είπε ότιπαθαίνει κρίσεις κατά καιρούς. Αλλά μιακαι δε θα του εμπιστευτούμε τις

πορσελάνες μας, αυτό δεν έχει καιμεγάλη σημασία, δε νομίζετε; Και δενείναι καθόλου επικίνδυνος, μονάχα λιγάκιλειψός στο μυαλό».

«Πότε θα έρθει; »

«Αύριο πρωί στις οχτώ. Η Ανν θα τουδείξει τι να κάνει και πώς να το κάνει.Στην αρχή θα γυρίζει σπίτι του τα βράδια,αλλά μπορεί τελικά ν’ αποδειχτεί πιοβολικό να τον έχουμε να κοιμάται εδώκαι να πηγαίνει

σπίτι του μονάχα τις Κυριακές».

Δε βρήκα τι θα μπορούσα να πω γιαόλα αυτά. Ο καθηγητής Γ κρεγκ μιλούσε

με ήρεμο, πρακτικό τόνο, όπως θαταίριαζε για την περίπτωση. Αλλά, όπωςκαι να ’χε, δεν μπόρεσα να μη νιώσω μιααπορία για την όλη υπόθεση. Ήξερα ότιστην πραγματικότητα δε χρειαζόμαστεκαμία βοήθεια για τις δουλειές τουσπιτιού, και η πρόβλεψη του καθηγητήότι το αγόρι που θα προσλάμβανε μπορείνα ήταν «αγαθό» μου φάνηκε εξαιρετικάπερίεργη.

Το άλλο πρωί άκουσα από μια από τιςκοπέλες ότι ο νεαρός Κράντοκ είχε έρθειστις οχτώ, και ότι η ίδια προσπαθούσε νατον μάθει να κάνει καμιά χρήσιμηδουλειά.

«Το μυαλό του δε φαίνεται να ’ναι όλο

στη θέση του», ήταν το χαρακτηριστικόσχόλιό της. Αργότερα την ίδια μέρα τονείδα να βοηθά το γέρο που φρόντιζε τονκήπο μας. Ήταν ένας έφηβος γύρω σταδεκατέσσερα, με μαύρα μαλλιά, μαύραμάτια και λαδί δέρμα. Από την άδειαέκφραση του προσώπου του φαινόταν μετο πρώτο ότι ήταν διανοητικάκαθυστερημένος. Καθώς περνούσα απόδίπλα, άγγιξε το μέτωπό του σε αδέξιοχαιρετισμό, και τον άκουσα ν’ απαντάστον κηπουρό με μια αλλόκοτη, τραχιάφωνή που μου έκανε εντύπωση. Ήτανσαν να μιλούσε από τα έγκατα της γης,και υπήρχε ένα παράξενο σύριγμα στοντόνο της, κάπως σαν βελόναφωνογράφου που σέρνεται έξω από τοαυλάκι της.

Απ’ όσο μπορούσα να δω, φαινότανπρόθυμος να κάνει ό, τι καλύτερομπορούσε, και έδειχνε πειθαρχικός καιυπάκουος. Ο Μόργκαν, ο γερο-κηπουρός,που γνώριζε τη μητέρα του, μεδιαβεβαίωσε ότι ήταν εντελώς άκακοπλάσμα.

«Ανέκαθεν ήταν κομμάτι βλαμμένος»,εξήγησε, «κι αυτό δεν. είναι διόλουπαράξενο αν λάβουμε υπόψη τι τράβηξε ημάνα του πριν τον γεννήσει. Ήξερα πολύκαλά και τον Τόμας Κράντοκ, τον πατέρατου πολύ καλό παλικάρι καιδουλευταράς. Αλλά, από τα χρόνιαδουλειάς στην υγρασία του δάσους, κάτιέπαθαν τα πνευμόνια του. Δεν κατάφερενα το ξεπεράσει, και μια μέρα τα τίναξε

ξαφνικά, στα καλά καθούμενα. Και λένεότι ύστερα απ’ αυτό η κυρά του σχεδόνέχασε τα λογικά της- το σίγουρο είναι ότιτη βρήκε ο κύριος Χίλ-λυερ από το ΤυΚοχ στους Γκρίζους Λόφους εκεί κάτω,να σκούζει και να οδύρεται σαν χαμένηψυχή. Ο Τζέρβις γεννήθηκε ένα οχτάμηνοαργότερα, κι όπως σας είπα, ήταν απ’ τηναρχή κομμάτι βλαμμένος. Και λένεακόμη ότι από την εποχή πουμπουσούλαγε έσπαζε τη χολή στ’ άλλαπαιδιά με τους θορύβους που έκανε με τοστόμα του». ■

Μια λέξη από την αφήγηση τουκηπουρού κάτι μου θύμιζε αόριστα και,με κάποια περιέργεια, ρώτησα το γέροπού βρίσκονταν αυτοί οι Γκρίζοι Λόφοι.

«Εκεί πάνω», αποκρίθηκε, με την ίδιαχειρονομία που είχε χρησιμοποιήσει καιπριν. «Περνάς από την ‘Αλεπού και ταΛαγωνικά’ και κόβεις μέσ’ από το δάσος,πλάι στα παλιά ερείπια. Είναι κάπου οχτώχιλιόμετρα από δω, και πολύ παράξενοςτόπος. Το πιο άγονο χώμα από δω έως τοΜόνμουθ, λένε, αν κι είναι καλόβοσκοτόπι για πρόβατα. Ναι, πολύθλιβερή ιστορία αυτή με τη δύστυχηκυρία Κράντοκ».

Ο γέρος γύρισε στη δουλειά του, κι εγώκατηφόρισα το μονοπάτι ανάμεσα σεγέρικα καλλωπιστικά θα-μνόδεντρα,ροζιασμένα και παραμορφωμένα από ταχρόνια. Σκεφτόμουν την ιστορία που είχαακούσει, και προσπαθούσα να εντοπίσω

τι ήταν εκείνο που μου είχε φανείγνώριμο. Και ξαφνικά το θυμήθηκα! Είχαδει τη φράση «Γκρίζοι Λόφοι», σ’ ένακομμάτι κιτρινισμέ-νο χαρτί που είχεβγάλει ο καθηγητής Γ κρεγκ από τοσυρτάρι του, πριν κάμποσο καιρό.

Και πάλι με πλημμύρισαν εκείνα ταακαθόριστα συναισθήματα ανάμεικτηςπεριέργειας και φόβου. Θυμήθηκα πάλιτους παράξενους χαρακτήρες, τουςαντιγραμμένους από ένα ασβεστολιθικόβράχο, την ομοιότητά τους με τηνεπιγραφή στην πανάρχαια σφραγίδα καιτους απίθανους μύθους εκείνου του λα-τίνου γεωγράφου. Εκτός κι αν η θεάΣύμπτωση είχε γράψει με παράξενητέχνη το σενάριο όλων αυτών των

γεγονότων, μάντευα ότι πολύ σύντομαθα γινόμουν θεατής πραγμάτων πολύπέρα από τα συνηθισμένα συμβάντα τηςκαθημερινής ζωής.

Με την κάθε μέρα που περνούσεκαταλάβαινα ότι ο καθηγητής Γ κρεγκζύγωνε ολοένα και περισσότερο στοάγνωστο θήραμά του, μην έχοντας καιρόούτε να φάει παρασυρμένος από τη ζέσητου κυνηγιού. Και τα δειλινά, όταν οήλιος κολυμπούσε στον ορίζοντα τωνβουνοκορφών, τον έβλεπα να κόβειβόλτες πάνω κάτω στην πελούζα με ταμάτια καρφωμένα στο χώμα, ενώ οικαταχνιές σκέπαζαν με τα λευκά τουςσάβανα την κοιλάδα. Και η βραδινήσιγαλιά έφερνε κοντά μας απόμακρες

φωνές, ενώ ο γαλάζιος καπνός ανέβαινεσαν ολόισια στήλη προς τον ουρανό,όπως τον είχα δει εκείνο το πρώτοπρωινό.

Όπως είπα, με διακρίνει ένας αρκετόςσκεπτικισμός αλλά, αν και καταλάβαιναελάχιστα ή τίποτα απ’ όσα γίνονταν, οφόβος είχε αρχίσει να με κυριεύει.Μάταια επαναλάμβανα στον εαυτό μουτα τροπάρια και τα δόγματα τηςεπιστήμης, ότι κάθε ζωή έχει υλική βάση,ότι στο σύστημα των πραγμάτων δενυπάρχουν ανεξερεύνητα εδάφη και ότιακόμη και πέρα από τα πιο μακρινάάστρα δεν μπορεί υπάρχει χώρος για ναριζώσει το υπερφυσικό.

Αλλά πάλι μου τα χαλούσε η σκέψη ότικαι η ύλη είναι το ίδιο φοβερή καιάγνωστη όσο και το πνεύμα, και ότι ηίδια η επιστήμη δε βρίσκεται ακόμη παράστο κατώφλι, μόλις κι έχοντας μιααμυδρή ιδέα για τα μυστήρια του κόσμουμέσα μας.

Υπάρχει μια μέρα που ξεχωρίζει στημνήμη μου από τις άλλες, σανσκυθρωπός κόκκινος φάρος πουπρομηνύει επερχόμενο κακά. Καθόμουνσ’ ένα παγκάκι στον κήπο,παρακολουθώντας το νεαρό Κράντοκ ναξεβοτανίζει, όταν ξαφνικά μ’ έκανε νατιναχτώ μια τραχιά και πνιχτή κραυγή.'Ηταν σαν το ουρλιαχτό ενός θανάσιμαλαβωμένου άγριου ζώου. Ήταν

απερίγραπτο το σοκ που ένιωσαβλέποντας το δύστυχο παιδί να στέκεταιξαφνικά μπροστά μου, με ολόκληρο τοκορμί του να τρέμει και να κλονίζεταισαν να το διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα.Τα δόντια του έτριξαν, αφρός έβγαινεαπό τα χείλη. του και το πρόσωπό τουήταν πρησμένο και μελανιασμένο σε μιαφρικαλέα μάσκα.

Άρχισα να στριγκλίζω από τρόμο, και οκαθηγητής Γκρεγκ ήρθε τρέχοντας.Καθώς του έδειχνα τον Κράντοκ, τοαγόρι, με έναν τρομώδη σπασμό,σωριάστηκε καταγής μπρούμυτα. Έμεινεεκεί στο νωπό χώμα, με το κορμί του νασυστρέφεται σαν χτυπημένη σαύρα. Έναςακατανόητος χείμαρρος από ήχους

έβγαινε ρογχάζοντας και συρίζοντας απότα χείλη του. Από μέσα του φαινόταν ναξεχύνεται μια απαίσια κο-ρακίστικηλαλιά, με λέξεις, ή ήχους που έμοιαζαν μελέξεις, που μπορεί ν’ ανήκαν μονάχα σεκάποια γλώσσα νεκρή εδώ κι ανείπωτουςαιώνες, θαμμένη βαθιά κάτω από τηλάσπη του Νείλου ή στ’ απάτητα δάσητης μεξικάνικης ζούγκλας.

Σίγουρα αυτή είναι η γλώσσα της ίδιαςτης κόλασης, ήταν η σκέψη που πέρασεγια μια στιγμή απ’ το μυαλό μου, ενώ τ’αφτιά μου διαμαρτύρονταν ακόμη γι’αυτή τη δαιμονική κακοφωνία. Ύστεραέσκουξα πάλι και πάλι, και έτρεξατρέμοντας στο δωμάτιό μου,

να κρυφτώ στ’ άδυτα της ψυχής μου.

Είχα δει την έκφραση του καθηγητήςΓκρεγκ καθώς έσκυβε και σήκωνε τοδύστυχο παιδί, και ένιωσα αποτροπιασμόστη θέα της θριαμβευτικής αγαλλίασηςπου είδα να λάμπει σε κάθε γραμμή τουπροσώπου του.

Λίγο αργότερα, ενώ καθόμουν στοδωμάτιό μου, με τις κουρτίνεςτραβηγμένες και με το πρόσωπό μουκρυμμένο στα χέρια μου, άκουσα βαριάβήματα στο κάτω πάτωμα. Μετά έμαθαότι ο καθηγητής Γ κρεγκ είχε μεταφέρειτον Κράντοκ στο γραφείο του και είχεκλειδώσει την πόρτα πίσω του. Άκουγαφωνές να μουρμουρίζουν ακαθόριστα, κι

έτρεμα στη σκέψη του τι μπορεί ναγινόταν λίγα μέτρα από κει πουκαθόμουν. Λαχταρούσα να ξεφύγω απόκείνο το σπίτι, προς τα δάση και τηλιακάδα, κι ωστόσο με τρόμαζε η ιδέατου τι μπορεί να συναντούσα στο δρόμομου. Τελικά, και ενώ στεκόμουνκρατώντας νευρικά το πόμολο τηςπόρτας, άκουσα τη φωνή του καθηγητή Γκρεγκ να μου φωνάζει με πρόσχαρηφωνή.

«Εντάξει, όλα είναι μια χαρά τώρα,δεσποινίς Λάλλυ. Συνήλθε ο δύστυχοςαπό την κρίση του, και κανόνισα απόαύριο να κοιμάται εδώ. Ίσως να μπορέσωνα κάτω κάτι γι’ αυτόν».

Όταν συναντηθήκαμε αργότερα, οκαθηγητής είπε:

«Ναι, ήταν πολύ δυσάρεστο θέαμα, καιδεν απορώ που σας τρόμαξε τόσο. Αςελπίσουμε ότι το καλό φαγητό θα τονστυλώσει κάπως, αν και φοβάμαι ότι ποτέδε θα μπορέσει να θεραπευτεί εντελώς».Και πήρε εκείνο το συμβατικά θλιβερόύφος που παίρνει κανείς όταν μιλά γιαανίατες αρρώστιες.

Ωστόσο, κάτω απ’ όλα αυτά, διέκρινατη χαρά που ξεχείλιζε από μέσα του,πασχίζοντας και παλεύοντας να βρειτρόπο να εκφραστεί. Ήταν σαν να κοίταζεκανείς κάτω από την επιφάνεια μιαςθάλασσας, καθαρής και γαλήνιας, κι

έβλεπε στα βάθη της να λυσσομανά μιατρικυμία. Ήταν στ’ αλήθεια έναβασανιστικό και δυσάρεστο αίνιγμα.Αυτός ο άνθρωπος, που τόσο πονόψυχαμε είχε σώσει από το θάνατο, ήτανπάντοτε γεμάτος καλοσύνη, οίκτο κιευγενικό ενδιαφέρον για τουςσυνανθρώπους του. Πώς τώρα μπορούσενα δείχνει τόσο δαίμονας και να νιώθειμια τέτοια φρικαλέα ευχαρίστηση από ταμαρτύρια ενός δυστυχισμένου άρρωστουπλάσματος;

Πέρα απ’ αυτό, με απασχολούσεφοβερά το όλο πρόβλημα και πάσχιζα ναβρω μια λύση. Αλλά, δίχως το παραμικρόστοιχείο, κυκλωμένη από μυστήρια καιαντιθέσεις, δεν έβλεπα πουθενά καμία

αχτίδα φωτός, τίποτα που θα μπορούσενα με βοηθήσει. Και αναρωτήθηκα μήπωςείχα ξεφύγει από την άσπρη καταχνιά τωνπροαστίων για να πέσω σε κάτι ακόμηχειρότερο. Έκανα μια νύξη γι’ αυτές τιςσκέψεις μου στον καθηγητή. Είπα αρκετάγια να καταλάβει σε τι ψυχική σύγχυσηβρισκόμουν, αλλά την άλλη στιγμή,βλέποντας το σπασμό του πόνου στοπρόσωπό του, μετάνιωσα αμέσως που το’χα κάνει.

«Αγαπητή μου δεσποινίς Λάλλυ», μουείπε, «σίγουρα δεν μπορεί να σκέφτεστενα μας εγκαταλείψετε! Όχι, ποτέ δε θακάνατε κάτι τέτοιο. Δεν ξέρετε πόσοβασίζομαι σε σας με πόσο κουράγιοσυνεχίζω, μόνο και μόνο επειδή ξέρω ότι

είστε εδώ για να φροντίζετε τα παιδιάμου. Εσείς, δεσποινίς Λάλλυ, είστε ηοπισθοφυλακή μου- γιατί δε διστάζω νασας ομολογήσω ότι η προσπάθειά μουέχει και τους κινδύνους της. Φαντάζομαινα θυμάστε τα όσα σας είπα το πρώτοπρωί μας εδώ- είμαι αποφασισμένος ναμην ανοίξω το στόμα μου απλά και μόνογια να κάνω κάποια αόριστη υπόθεση ή ν’αναλύσω κάποια αστήρικτη θεωρία. Θαμιλήσω μονάχα όταν έχωαδιαμφισβήτητα στοιχεία και ακλόνητεςαποδείξεις, σαν να ’ταν ένα πρόβλημαστα μαθηματικά. Σκεφθείτε το πάλι πρινπάρετε μια απόφαση. Σε καμία περίπτωσηδε θα επιχειρούσα να σας κρατήσωενάντια στο ένστικτό σας να φύγετε,αλλά μόνο τούτο σας λέω: ειλικρινά είμαι

σίγουρος ότι εδώ, ανάμεσα σε τούτα ταδάση, βρίσκεται το καθήκον σας».

Ομολογώ ότι το πάθος της φωνής τουμε συγκίνη-σε και σκέφτηκα ότι, όπωςκαι να ’χε, αυτός ο άνθρωπος μου είχεσώσει τη ζωή. Έτσι του έδωσα το χέριμου και την υπόσχεση να συνεχίσω νατον υπηρετώ πιστά και δίχως ερωτήσεις.

Λίγες μέρες αργότερα ήρθε να μαςεπισκεφθεί ο εφημέριος της περιοχής μας.Το γκρίζο, αυστηρό και γραφικόεκκλησάκι του υψωνόταν άκρη άκρηστην όχθη του ποταμού, αγναντεύονταςτις παλίρροιες των νερών.

Ο καθηγητής Γ κρεγκ δε δυσκολεύτηκε

να πείσει τον επισκέπτη μας να μείνει γιατο δείπνο. Ο κύριος Μέυρικ ήταν από μιαπολύ παλιά φαμίλια γαιοκτημόνων, τοπαλιό μέγαρο της οποίας ορθωνότανανάμεσα στους λόφους γύρω στα δώδεκαχιλιόμετρα μακριά. Έτσι, με τόσο βαθιέςρίζες στον τόπο, ο εφημέριος ήταναληθινός θησαυρός γνώσεων σχετικά μετα παλιά έθιμα και τις παραδόσεις τηςπεριοχής.

Ο τρόπος του, εγκάρδιος και με μιαδόση εκκεντρι-κότητας, κέρδισε τονκαθηγητή Γ κρεγκ. Όταν φθάσα-με στοτυρί, και το κόκκινο κρασί Βουργουνδίαςείχε αρχίσει να κυλά στις φλέβες τους, οιδυο άντρες κουβέντιαζαν ήδη γιαγλωσσολογικά θέματα με τον

ενθουσιασμό μανάδων που μιλάνε για ταπαιδιά τους. Ο κληρικός εξηγούσε τηνπροφορά του διπλού ουαλι-κού «λ», καιαπ’ το λαρύγγι του έβγαζε κάτι αλλόκοταγουργουρητά σαν τα ρυάκια του τόπουτου, όταν ο καθηγητής Γ κρεγκ βρήκε τηνευκαιρία που γύρευε.

«Μια και το ’φερε η κουβέντα», είπε,«άκουσα μια πολύ παράξενη λέξη τιςπροάλλες. Θα ξέρετε εκείνο το αγόρι πουέχω στη δούλεψή μου, τον ΤζέρβιςΚράντοκ, έτσι; Λοιπόν, αυτός ο νεαρόςέχει την κακή συνήθεια να παραμιλάειμόνος του. Τον άκουσα προχθές πουέκανα βόλτα στον κήπο, και προφανώςδεν είχε συναίσθηση της παρουσίας μου.Ούτε που κατάλαβα τα περισσότερα από

τα λόγια του, αλλά μια λέξη μου τράβηξετην προσοχή. Είχε πολύ παράξενο ήχο,μισο-συριστικό, μισο-λαρυγγώδη, εξίσουασυνήθιστο με το διπλό ‘λ’ που μόλιςμου εξηγούσατε. Δεν ξέρω αν μπορώ νασας δώσω μια ιδέα του ήχου, αλλάΊσακσάρ’ είναι η πλησιέστερη προφοράπου μπορώ να επαναλάβω. Αλλά το ‘κ’ήταν μάλλον το ελληνικό ‘χ’ ή τοισπανικό ‘j’. Τι σημαίνει αυτή η λέξη σταουαλικά; »

«Στα ουαλικά; » έκανε ο εφημέριος.«Δεν υπάρχει τέτοια λέξη στα ουαλικά,ούτε και καμιά άλλη που να της μοιάζει.Ξέρω πολύ καλά και τα ουαλικά τουβιβλίου, όπως τα λένε, και τις ντόπιεςδιαλέκτους. Εξάλλου, κανένας από τους

Κράντοκ δεν έχει ιδέα από ουαλικά- ηγλώσσα έχει αρχίσει να σβήνει σε τούτατα μέρη».

«Έτσι, ε; Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά,κύριε Μέυ-ρικ. Ομολογώ ότι και σ’ εμέναη λέξη δε φάνηκε ουαλι-κή. Αλλάσκέφτηκα μήπως επρόκειτο για καμιάντόπια παραφθορά».

«Όχι, ποτέ μου δεν άκουσα τέτοια λέξηή κάποια παρόμοια. Εδώ που τα λέμε»,πρόσθεσε ο εφημέριος με πειραχτικόχαμόγελο, «αν ανήκει σε κάποια γλώσσα,θα ’λεγα ότι ανήκει σ’ εκείνη τωνξωτικών, των Tylwydd Teg 1, όπως ταλέμε εδώ».

Η συζήτηση προχώρησε στο θέμα τηςανακάλυψης μιας ρωμαϊκής έπαυληςστην περιοχή, αλλά στο σημείο εκείνοτους άφησα να συνεχίσουν μόνοι τηνκουβέντα τους. Πίσω στο δωμάτιό μουκάθισα να σκεφτώ πώς μπορεί νασυνδέονταν όλα αυτά τα περίεργαστοιχεία. Όταν ο καθηγητής είπε εκείνητην παράξενη λέξη, πρόσεξα το βλέμματου να καρφώνεται για μια στιγμή πάνωμου. Αν και η προφορά που έδωσε ήτανπολύ αλλόκοτη, αναγνώρισα το όνοματης πέτρας με τα εξήντα γράμματα πουανέφερε ο Σολίνος, της μαύρηςσφραγίδας που ήταν κλειδωμένη σ’ έναμυστικό συρτάρι του γραφείου του. Τηςπέτρας που μια χαμένη φυλή είχε χαράξειπάνω της σημάδια που κανένας πια δεν

μπορούσε να διαβάσει- σημάδια πουμπορεί να έκρυβαν πίσω τους φοβεράπράγματα που είχαν συμβεί πριν απόαμέτρητους αιώνες και είχαν ξεχαστείπριν ακόμη τούτοι οι λόφοι πάρουνμορφή.

Όταν κατέβηκα το άλλο πρωί, βρήκατον καθηγητή να κόβει τις αιώνιες βόλτεςτου, πάνω κάτω στην πελούζα.

«Κοιτάξτε τη γέφυρα», μου φώναξεόταν με είδε. «Προσέξτε το περίτεχνογοτθικό της σχέδιο, τις γωνίες ανάμεσαστις καμάρες, και το ασημόγκριζο χρώμαπου παίρνει η πέτρα στο φως της αυγής.Ομολογώ ότι βρίσκω την όλη εικόναπολύ συμβολική- είναι σαν μια απόκρυφη

αλληγορία της διάβασης από τον ένακόσμο στον άλλο».

«Κύριε Καθηγητά», είπα σιγανά,«νομίζω ότι καιρός είναι να μάθωεπιτέλους τι συμβαίνει και τι πρόκειται νασυμβεί».

Απέφυγε ν’ απαντήσει εκείνη τηστιγμή, αλλά το. βράδυ του ξανάκανα τηνίδια ερώτηση, και τότε ο καθηγητήςφώναξε με φωνή που σχεδόν έτρεμε απόενθουσιασμό:

«Ειλικρινά, δεν καταλάβατε ακόμη; Μαήδη σας είπα πολλά, ναι... και σας έδειξαπολλά. Είδατε και ακούσατε σχεδόν όλαόσα είδα κι άκουσα κι εγώ ή,

τουλάχιστον» — εδώ η φωνή τουψύχρανε κάπως — «αρκετά για νακαταλάβετε τα πάντα. Σίγουρα οιυπηρέτριες θα σας είπαν ότι εκείνος οδύστυχος ο Κράντοκ έπαθε άλλη μιακρίση προχτές τη νύχτα- με ξύπνησε μετις φωνές του σ’ εκείνη τη γλώσσα πουακούσατε στον κήπο. Πήγα κοντά τουκαι... ο Θεός να δώσει να μη δείτε ποτέ ταόσα αντίκρισαν τα μάτια μου εκείνη τηνύχτα».

Ο καθηγητής πήρε μια βαθιά ανάσα καιμετά συνέχισε:

«Αλλά όλ’ αυτά δεν έχουν σημασία- ηδουλειά μου εδώ πλησιάζει στο τέρματης. Σε τρεις εβδομάδες πρέπει να

βρίσκομαι πίσω στο Λονδίνο, γιατί έχωνα ετοιμάσω μια σειρά από διαλέξεις κιαυτό δε γίνεται δίχως όλα τα βιβλία μου.Σε λίγες μέρες δε θα χρειάζεται πια νακαταφεύγω σε μισόλογα, και κανένας δεθα μπορεί τότε να με κατηγορήσει γιατρελό ή για τσαρλατάνο. Όχι, σύντομα θαείμαι σε θέση να μιλήσω καθαρά, και οιανακοινώσεις μου θα προκαλέσουν τόσοσάλο όσο δεν προκάλεσε ποτέ άλλοςάνθρωπος».

Κοντοστάθηκε και φάνηκε να λάμπειαπό τη χαρά ενός ανθρώπου που έχεικάνει μια μεγάλη και θαυμαστήανακάλυψη.

«Αλλ’ αυτά όλα είναι για το μέλλον- το

άμεσο μέλλον σίγουρα, πάντως για τομέλλον», συνέχισε. «Υπάρχει κάτι πουπρέπει να κάνω ακόμη. Θα θυμάστε πουσας είπα ότι οι έρευνές μου κρύβουνκάποιο κίνδυνο. Ναι, υπάρχει έναποσοστό κινδύνου. Δεν ήξερα πόσο όταναναφερόμουν σ’ αυτό την άλλη φορά, καιέως ένα σημείο εξακολουθώ ναβρίσκομαι στο σκοτάδι. Αλλά είναι μιαπαράξενη περιπέτεια, η τελευταία απ’όλες, ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας».

Ενώ μιλούσε έκοβες βόλτες πέρα δώθεστο δωμάτιο, και μπορούσα να διακρίνωστη φωνή του τόσο το θρίαμβο όσο καιτο φόβο — ή, πιο σωστά, το δέος ενόςανθρώπου που σαλπάρει για άγνωστεςθάλασσες. Δίχως να το θέλω, η σκέψη

μου πέταξε στην παρομοίωση που είχεκάνει με τον Κολόμβο τη νύχτα που μουείχε δείξει το βιβλίο του.

Η νύχτα ήταν ψυχρή, και μερικάκούτσουρα έκαιγαν στο τζάκι τουγραφείου που βρισκόμαστε. Οι φλόγεςπου χόρευαν και οι ζεστές ανταύγειεςστους τοίχους μου θύμιζαν τις παλιέςμέρες. Καθόμουν σιωπηλή σε μιαπολυθρόνα αναλογιζόμενη όλα όσα είχαακούσει, και εξακολουθούσα μάταια ναπασχίζω να διακρίνω τις μυστικές πηγέςτης όλης φαντασμαγορίας που είχαγνωρίσει. Τότε, ξαφνικά, ένιωσα ότικάποια αλλαγή είχε γίνει στο δωμάτιο,ότι κάτι καινούριο υπήρχε στην όψη του.

Για κάμποση ώρα κοίταζα ολόγυρα,μάταια και προσπαθώντας να εντοπίσω τιείχε αλλάξει. Και ήμουν σίγουρη ότι κάτιήταν διαφορετικό εκεί μέσα. Το τραπέζι,οι καρέκλες, ο ξεθωριασμένος καναπές,όλα ήταν όπως τα ήξερα. Ξαφνικά, σαναστραπή που φωτίζει το σκοτάδι,κατάλαβα τι μου είχε χτυπήσει στο μάτιδίχως να το συνειδητοποιήσω. Καθόμουνμπροστά στο γραφείο του καθηγητή, πουήταν αντίκρυ στο τζάκι, και πάνω από τοέπιπλο υπήρχε μια μάλλον βρόμικηπροτομή του Ουίλλιαμ Πιτ, που πρώτηφορά έβλεπα εκεί. Μετά θυμήθηκα καιτην αρχική θέση της προτομής. Στηνάλλη γωνιά του δωματίου υπήρχε μιαπαλιά χωστή ντουλάπα που προεξείχεστο δωμάτιο, και μέχρι πρόσφατα η

προτομή ήταν ακουμπισμένη στο πάνωμέρος της, κάπου τεσσεράμισι μέτρα απότο πάτωμα. Εκεί, δίχως αμφιβολία,μάζευε σκόνη από τις αρχές του αιώνα.

Μου έκανε φοβερή κατάπληξη, καιέμεινα σιωπηλή και συλλογισμένη,προσπαθώντας να καταλάβω πώς είχεγίνει αυτό. Απ’ όσο ήξερα, δεν υπήρχεφορητή σκάλα στο σπίτι είχα ζητήσει μία,να κάνω κάτι αλλαγές στις κουρτίνεςμου, και δεν υπήρχε. Ο καθηγητής Γκρεγκ είχε ανάστημα μάλλον κάτω τουμέτριου, αλλά ακόμη και ο πιο ψηλόςάνθρωπος ανεβασμένος σε καρέκλα θαήταν αδύνατο να κατεβάσει εκείνη τηνπροτομή. Δεν ήταν καν τοποθετημένηστην άκρη της ντουλάπας, αλλά στο

βάθος, ακουμπιστά στον τοίχο.

«Πώς στην ευχή Καταφέρατε νακατεβάσετε τον Πιτ; » ρώτησα τελικά.

Ο καθηγητής μου έριξε ένα παράξενοβλέμμα και φάνηκε να διστάζει για λίγο.

«Α... κάπου πρέπει να βρήκαν καμιάσκάλα ή, ίσως, ο κηπουρός έφερε κάποιααπέξω».

Ύστερα προσπάθησε αδέξια να τοπεράσει σαν αστείο.

«Όχι, δεν χρησιμοποίησα κανενόςείδους σκάλα, δεσποινίς Λάλλυ. Να, έναενδιαφέρον αινιγματάκι για σας, σαν

εκείνα που καταπιανόταν ο αμίμητοςΣέρλοκ Χολμς. Έχετε ένα γεγονός,σαφές και αυταπόδεικτο. Για βάλτε τομυαλουδάκι σάς να δουλέψει για να βρειτη λύση στο πρόβλημα».

Και ξαφνικά η φωνή του έσπασε:

«Για όνομα του Θεού», φώναξε, «μηνπείτε άλλη λέξη γι’ αυτό το θέμα! Σαςλέω, ούτε που άγγιξα καν αυτό τοπράγμα! »

Και όρμησε έξω από το δωμάτιο με μιαέκφραση ανείπωτης φρίκηςζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Το χέριτου έτρεμε, και η πόρτα κροτάλισεκλείνοντας πίσω του.

Κοίταξα σαστισμένη ολόγυρα, μηνκαταλαβαίνοντας καν τι είχε γίνει.Μάταια πάλι προσπάθησα να κάνωκάποιες λογικές εικασίες,. καιαναρωτήθηκα τι σκοτεινά νερά μπορεί ναείχε αναταράξει μια τυχαία παρατήρησηγια την ασήμαντη αλλαγή ενός διακοσμη-τικού.

Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει εδώ,συλλογίστηκα, κάτι που έθιξα δίχως ναθέλω με τα λόγια μου. Ίσως ο καθηγητήςνα είναι εκκεντρικός και προληπτικός γιαορισμένα πράγματα, και η ερώτησή μουνα ξύπνησε ασυνείδητους φόβους, όπωςόταν σκοτώνει κανείς μια αράχνη ή ότανχύνει αλάτι μπροστά σε μια κατά τ’ άλλαπολύ πρακτική Σκοτσέζα.

Κάτι τέτοιο υποψιάστηκα, και ήδη είχααρχίσει να καμαρώνω που ήμουν άτρωτησε τέτοιες φοβίες, όταν η αλήθεια μεάγγιξε σαν παγωμένο χέρι στην καρδιά.Κατάλαβα με ανείπωτο τρόμο ότι κάποιαάλλη, φοβερή παρουσία είχε εκδηλωθείεδώ. Η προτομή ήταν σίγουρα απρόσιτηδίχως σκάλα κανένας δε θα μπορούσενα" τη φτάσει.

Πήγα στην κουζίνα και ρώτησα όσο πιοήρεμα μπορούσα την υπηρέτρια:

«Εσύ άλλαξε θέση στην προτομή πουήταν πάνω στην ντουλάπα, Ανν; Οκαθηγητής Γ κρεγκ λέει ότι δεν τηνπείραξε αυτός. Μήπως βρήκες καμιάξεχασμένη σκάλα σε κάποια αποθήκη της

αυλής; »

Το κορίτσι με κοίταξε απορημένα.

«Ούτε που την άγγιξα, δεσποινίς»,αποκρίθηκε. «Τη βρήκα εκεί που είναιτώρα το άλλο πρωί όταν μπήκα ναξεσκονίσω. Ναι... τώρα το θυμάμαι- ήταντο πρωί της Τετάρτης. Το θυμάμαι γιατίήταν την προηγούμενη νύχτα που οΚράντοκ είχε πάθει την κρίση του. Τοδωμάτιό μου είναι δίπλα στο δικό του,ξέρετε», συνέχισε με θλιβερό ύφος ηκοπέλα, «και ήταν φοβερό ν’ ακούωεκείνες τις απαίσιες φωνές και τ’ακαταλαβί-στικα λόγια του. Δεν ξέρετεπόσο φοβήθηκα. Αλλά μετά ήρθε οκύριος και τον άκουσα κάτι να λέει.

Ύστερα μετέφερε τον Κράντοκ στογραφείο του να του δώσει κάτιτελοσπάντων».

«Και λες ότι βρήκες την προτομή τοάλλο πρωί; »

«Μάλιστα, δεσποινίς. Όταν μπήκαυπήρχε μια παράξενη μυρωδιά στογραφείο, και άνοιξα τα παράθυρα για ν’αερίσω. Ήταν δυνατή μπόχα κιαναρωτήθηκα από πού μπορεί να ’ταν...Ξέρετε, δεσποινίς, πριν πολύ καιρό είχαπάει στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνουμε τον ξάδερφό του, τον ΤόμαςΜπάρκερ. Τότε δούλευα για την κυρίαΠρινς στο Στάχοπ Γκέητ, και είχα ρεπόεκείνο το απόγευμα. Που λέτε, μπήκαμε

εκεί που έχουν τα φίδια, και θυμάμαι ότιτο μέρος είχε ακριβώς την ίδια μυρωδιά.Μ’ έπιασε αναγούλα τότε, και οΜπάρκερ μ’ έβγαλε έξω. Ήταν ακριβώςη ίδια μπόχα μ’ εκείνη του γραφείου,όπως σας είπα, κι αναρωτιόμουν από πούμπορεί να ’ταν, όταν είδα εκείνο τοκεφάλι του Πιτ πάνω στο γραφείο τουκυρίου. ‘Τώρα, ποιος μπορεί να το ’κανεαυτό; ’ σκέφτηκα, ‘και πώς μπορεί να το’κανε; ’ Και όταν πλησίασα ναξεσκονίσω τα πράγματα, κοίταξα τοκεφάλι και είδα ένα μεγάλο λεκέ στησκόνη του- σίγουρα είχε να ξεσκονιστείχρόνια και χρόνια. Πάντως δεν ήταν σαδαχτυλιά, αλλά έτσι πλατύς κι απλωτός.Δίχως να το σκεφτώ άγγιξα το λεκέ με τοχέρι και είδα ότι ήταν κάτι κολλητικό, σα

μύξα, όπως αν είχε περάσει έναςγυμνοσάλιαγκας από κει. Πολύπαράξενο, έτσι, δεσποινίς; Ποιος να το’κανε άραγε, και τι να ’ταν αυτός οαηδιαστικός λεκές; »

Αυτό το καλοπροαίρετο κατεβατό μεάγγιξε στο πιο. ευαίσθητο σημείο μου.Γύρισα στο δωμάτιό μου και έπεσα με ταρούχα στο κρεβάτι, δαγκώνοντας ταχείλη μου για να μην ξεφωνίσω από τηναγωνία και τον τρόμο. Πράγματι, ένιωθατο μυαλό μου να σαλεύει από το φόβο.Νομίζω ότι αν ήταν μέρα, θα είχα πάρειδρόμο από κει, με τα πόδια και όπωςήμουν, ξεχνώντας καθετί περί κουράγιουή περί ευγνωμοσύνης προς τον καθηγητήΓ κρεγκ. Δε μ’ ένοιαζε αν με περίμενε

ένας αργός θάνατος από πείνα, φτάνει ναξέφευ-γα από κείνο το δίχτυ του τυφλούτρόμου που μέρα με τη μέρα φαινόταννα σφίγγεται περισσότερο γύρω μου.

Αν ήξερα, επαναλάμβανα στον εαυτόμου, αν ήξερα τι ακριβώς ήταν εκείνο πουμε τρόμαζε, σίγουρα θα μπορούσα να τοαντιμετωπίσω. Αλλά εδώ, σε τούτο τομοναχικό σπίτι, κλεισμένο ολόγυρα απόαρχαία δάση και θολωτούς λόφους, οτρόμος φαινόταν να ξεπηδά παράλογααπό το καθετί, και η σάρκα μουαναρριγούσε σε σχεδόν αδιόρατουςψίθυρους φρικαλέων πραγμάτων. Μάταιαπροσπαθούσα να καλέσω σε βοήθεια τοσκεπτικισμό μου και με την ψυχρή κοινήλογική για να ενισχύσω την πίστη μου σε

μια φυσική τάξη πραγμάτων.

Αλλά ο αέρας που περνούσε από τοανοιχτό παράθυρο ήταν σαν μιαμυστηριακή ανάσα άλλου κόσμου. Στησκοτεινιά ένιωθα τη σιωπή βαριά καιμελαγχολική σαν νεκρώσιμη ακολουθία,και το μυαλό μου έπλαθε εικόνες μεπαράξενες μορφές που συγκεντρώνοντανγοργά στις καλαμιές πέρα από τ’ απόνερατου ποταμού.

Το πρωί, από τη στιγμή που πάτησα τοπόδι μου στο δωμάτιο όπου σερβιριζόταντο πρωινό, διασθάνθηκα αμέσως ότι τοάγνωστο μυστήριο πλησίαζε σε κάποιακρίσιμη καμπή. Το πρόσωπο τουκαθηγητή ήταν σφιγμένο κι

αποφασιστικό, κι έδειχνε σχεδόν να μηνακούει τις φωνές των άλλων γύρω του.

«Θα βγω για έναν μάλλον μακρινόπερίπατο», δήλωσε όταν σηκωθήκαμεαπό το τραπέζι. «Μη με περιμένετε, ούτεκαι να βάλετε κακό στο νου σας αν δενέχω γυρίσει για το δείπνο. Νομίζω ότιέχει αρχίσει να μ’ επηρεάζει η κλεισούρατώρα τελευταία, και νομίζω ότι μια μικρήπεζοπορική εκδρομή θα μου κάνει καλό.Δεν αποκλείεται και να διανυκτερεύσω σεκανά πανδοχείο, αν βρω κανένα καθαρόκαι βολικό στο δρόμο μου».

Τα λόγια του μου έκαναν εντύπωση.Από τον τόνο του κατάλαβα ότι δεν ήτανκαμιά συνηθισμένη δουλειά ούτε λόγοι

χαλάρωσης που τον έσπρωχναν σ’ αυτήτην έξοδο. Δεν είχα την παραμικρήυπόνοια, οΰτε και μπορούσα να μαντέψω,πού θα πήγαινε, όπως και δεν ήξερα ποιοςήταν ο σκοπός αυτής της εξόδου. Αλλάόλοι εκείνοι οι φόβοι της προηγούμενηςνύχτας επέστρεψαν εντονότεροι.Βλέποντάς τον να στέκεται χαμογελαστόςεκεί στην πελούζα, έτοιμος να ξεκινήσει,δεν άντεξα και τον ικέτεψα να μείνει καινα ξεχάσει όλα εκείνα τα όνειρα γιαάγνωστους κόσμους και ηπείρους.

«Όχι, όχι, δεσποινίς Λάλλυ»,αποκρίθηκε δίχως να πάψει να χαμογελά.«Είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Τοποτάμι ποτέ δε γυρνά πίσω- αυτό είναι,ξέρετε, το σύνθημα όλων των αληθινών

εξερευνητών, αν και ελπίζω ότι δε θ’αποδειχτεί κυριολεκτικά αληθινό για τηνπερίπτωσή μου. Όμως, ειλικρινά, νομίζωότι άδικα ανησυχείτε τόσο. Προσωπικάαντιμετωπίζω τη μικρή μου αποστολήσαν κάτι το κοινότοπο- τίποτα πιοσυναρπαστικό από μια μεγάλη βόλτα γιασυλλογή πετρωμάτων. Υπάρχει καικάποιος κίνδυνος, δε λέω, αλλά μήπως τοίδιο δε συμβαίνει και με την πιοσυνηθισμένη εκδρομή; Μπορώ άνετα ναπαίξω λίγο τον παλικαρά, γιατί αυτό πουκάνω δεν είναι καν τόσο επικίνδυνο όσοένας βραδινός περίπατος στην πόλη. Γ ι’αυτό λοιπόν, μην το παίρνετε δα σαν ναφεύγω για τον πόλεμο. Σας χαιρετώ καιθα τα ξαναπούμε αύριο το αργότερο».

Τον είδα ν’ απομακρύνεται με ζωηρόβήμα, ν’ ανοίγει την αυλόπορτα πουέβγαζε στο δάσος και μετά να χάνεταικάτω από τις σκιές των δέντρων.

Όλη εκείνη η ημέρα κύλησε σε μιαβαριά ατμόσφαιρα, μ’ ένα παράξενοσκοτάδι στον αέρα. Για μια ακόμη φοράένιωθα φυλακισμένη μέσα στο αρχαίοδάσος, σαν να ’μουν αποκλεισμένη σεκάποια μακρινή χώρα μυστηρίου καιτρόμου, ξεχασμένη προ πολλού από τονέξω κόσμο. Έλπιζα και ανησυχούσα- καιόταν έφτασε η ώρα του δείπνου περίμενακαι αφουγκραζό-μουν, ελπίζοντας ν’ακούσω τον καθηγητή να μπαίνει στοχολ, με τη φωνή του θριαμβευτική κι εγώδεν ξέρω από ποια νίκη. Προετοίμαζα τον

εαυτό μου για να τον υποδεχτώ με χαρά,αλλά η νύχτα έφτασε, κι ο καθηγητήςακόμη δεν είχε έρθει.

Το άλλο πρωί, όταν η καμαριέραχτύπησε την πόρτα μου, της φώναξα ανείχε γυρίσει ο καθηγητής. Όταν μουαπάντησε ότι η κρεβατοκάμαρά του ήτανανοιχτή και άδεια, ένιωσα ένα κρύο χέρινα μου σφίγγει την καρδιά. Αλλά, πάλι,μπορεί να είχε βρει κάποια ευχάριστηπαρέα. στο δρόμο του, και ίσως να ήτανπίσω έως το μεσημέρι ή και το απόγευμα.

Αργότερα βγήκα με τα παιδιά για ένανπερίπατο στο δάσος και προσπάθησα όσομπορούσα να παίξω και να γελάσω μαζίτους, και να κάνω πέρα τις σκιές του

τρόμου και του ακαθόριστου μυστηρίου.

Οι ώρες κυλούσαν ατέλειωτες, καιπερίμενα με τις σκέψεις μου να γίνονταιολοένα και πιο καταθλιπτι-κές. Η νύχταέφτασε πάλι και με βρήκε ακόμη ναπεριμένω. Τελικά, ενώ ζόριζα τον εαυτόμου να τελειώσει το δείπνο, άκουσαβήματα απέξω και μετά μια αντρικήφωνή.

Ύστερα στο δωμάτιο μπήκε ηυπηρέτρια και με κοίταξε κάπωςπερίεργα.

«Συγνώμη, δεσποινίς», είπε. «Απέξωείναι ο κύριος Μόργκαν, ο κηπουρός, καιθέλει να σας μιλήσει για ένα λεπτό, αν

δεν έχετε αντίρρηση».

«Πες του να περάσει», της είπα, καιπερίμενα με σφιγμένα τα χείλη.

Ο γέρος μπήκε αργά στο δωμάτιο, καιη υπηρέτρια έκλεισε την πόρτααφήνοντάς τους μόνους.

«Καθίστε, κύριε Μόργκαν», του είπα.«Τι ακριβώς με θέλατε; »

«Να, ξέρετε, δεσποινίς... ο κύριος Γκρεγκ μου άφησε κάτι για σας χτες τοπρωί, λίγο προτού φύγει. Και μου τόνισεότι δεν έπρεπε να σας το δώσω πριν απότις οχτώ ακριβώς σήμερα το βράδυ.Αυτό, δηλαδή, αν στο μεταξύ δεν είχε

γυρίσει νωρίτερα, οπότε θα του τοεπέστρεφα. Έτσι, αφού ο κύριος Γ κρεγκδε γύρισε ακόμη, νομίζω ότι πρέπει να τοδώσω σε σας».

Ο Μόργκαν έβγαλε κάτι από την τσέπητου και μου το έδωσε. Το πήρα σιωπηλά,και βλέποντας ότι ο γέρος περίμενεαμήχανα μην ξέροντας τι να κάνει, τονευχαρίστησα, τον καληνύχτισα και τονείδα να φεύγει. Έμεινε μόνη στοδωμάτιο, με το πακετάκι στο χέρι — ήτανκάτι τυλιγμένο με χαρτί, προσεκτικάσφραγισμένο με βουλοκέρι. Πάνω τουυπήρχε τ’ όνομά μου, καθώς και οιοδηγίες που είχε αναφέρει ο Μόργκαν,όλα γραμμένα με τον άνετο γραφικόχαρακτήρα του καθηγητή. Έσπασα

νευρικά τη σφραγίδα, νιώθοντας ένακόμπο να με πνίγει στο λαιμό. Μέσαυπήρχε ένας φάκελος, πάλι με τ’ όνομάμου αλλ’ ανοιχτός, που περιείχε αυτό τογράμμα.

Αγαπητή μου δεσποινίς Λάλλυ,

Για να θυμηθούμε ένα παλιό εγχειρίδιολογικής, το γεγονός ότι διαβάζετε αυτό τογράμμα δείχνει ότι, δυστυχώς, κάπουέκανα κάποιο χοντρό λάθος, λάθος πουμετατρέπει αυτές τις αράδες σε λόγιααποχαιρετισμού. Είναι ουσιαστικάσίγουρο πλέον ότι ούτε εσείς ούτεκανένας άλλος πρόκειται ποτέ να μεξαναδεί. Έχω φροντίσει να κάνω τηδιαθήκη μου προβλέ-ποντας αυτό το

ενδεχόμενο, και ελπίζω να δεχτείτε έναμικρό αναμνηστικό ποσό από μένα, μαζίμε τις ειλικρινείς ευχαριστίες πουδεχτήκατε να μοιραστείτε τα προβλήματάμου.

Αυτό που μου επιφύλασσε η μοίραείναι ανείπωτο και φοβερό όσο τίποταπου μπορεί να φανταστεί ο άνθρωποςαλλά είναι κάτι που έχετε το δικαίωμα ναμάθετε — αν το θελήσετε. Αν ψάξετε στοαριστερό συρτάρι της τουαλέτας στοδωμάτιό μου θα βρείτε το κλειδί τουσεκρεταίρ. Εκεί υπάρχει ένας μεγάλοςσφραγισμένος φάκελος με τ’ όνομά σας.Η συμβουλή μου είναι να τον πετάξετεαμέσως στη φωτιά- αν με ακούσετε, θακοιμάστε μετά πολύ πιο άνετα τα βράδια.

Αλλά, αν παρ’ όλα αυτά, επιμένετε ναμάθετε τι ακριβώς συνέβη, όλα είναιγραμμένα εκεί και μπορείτε να ταδιαβάσετε».

Από κάτω υπήρχε η υπογραφή,γραμμένη με σταθερό χέρι. Διάβασα πάλιτο γράμμα, λέξη λέξη, μουδιασμένη καιχλωμή, με τα δάχτυλά μου κρύα σαν τονπάγο κι ένα χέρι να μου σφίγγει τηνκαρδιά. Η νεκρική σιγή του δωματίου,και η σκέψη των σκοτεινών δασών καιτων λόφων που με τύλιγαν απ’ ολόγυρα,μ’ έπνιγαν και δε με άφηναν ν’ ανασάνω.Ένιωθα ανήμπορη κι ανίκανη, μηνέχοντας πού να στραφώ για κάποιαβοήθεια ή συμβουλή.

Τελικά αποφάσισα ότι, έστω κι αν ηγνώση θα με κατέτρεχε μετά για όλη μουτη ζωή, έπρεπε να μάθω τι σήμαινανεκείνοι οι παράξενοι φόβοι που μεβασάνιζαν τόσο καιρό τώρα, φόβοι πουορθώνονταν γκρίζοι, μουντοί καιφοβεροί, σαν τις σκιές του δάσους τοσούρουπο.

Ακολούθησα προσεκτικά τις οδηγίεςτου καθηγητή Γ κρεγκ και, όχι δίχωςκάποιους ενδοιασμούς, έσπασα τησφραγίδα και άπλωσα το χειρόγραφομπροστά μου. Εκείνο το χειρόγραφο τοκουβαλώ πάντοτε μαζί μου από τότε, καιβλέπω, κύριε Φίλλιπς, ότι δεν μπορώ ν’αρνηθώ τη βουβή σας παράκληση ναμάθετε τι γράφει. Να λοιπόν τι διάβασα

εκείνη τη νύχτα, καθισμένη εκεί στογραφείο, με μια λάμπα πλάι μου.

Και η δεσποινίς Λάλλυ, όπως είχε πειότι ήταν τ’ όνομά της, άρχισε να διαβάζειτο κείμενο πού ήταν

Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗΟΥΙΛΛΙΑΜ ΓΚΡΕΓΚ

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότεπου γεννήθηκε στο μυαλό μου η πρώτηιδέα της θεωρίας που τώρα είναι σχεδόν,

για να μην πω απόλυτα, διαπιστωμένηαλήθεια. Στην προσπάθειά μου αυτή μεβοήθησαν σημαντικά οι ήδη αρκετάεκτεταμένες γνώσεις μου από πολλά καιποικίλα παλιά κείμενα. Και αργότερα,όταν ειδικεύτηκα και εμβάθυνα στιςμελέτες της εθνολογίας, μεπροβλημάτιζαν κατά καιρούς ορισμέναγεγονότα που δεν μπορούσα να τασυνταιριάξω με τις θέσεις της ορθόδοξηςεπιστήμης, καθώς και ορισμένεςανακαλύψεις που φαίνονταν ναυπαινίσσονται πως κάτι εξακολουθούσενα παραμένει κρυμμένο από τις έρευνέςμας.

Για να γίνω πιο σαφής, είχα πειστεί ότιπολλές από τις λαϊκές παραδόσεις των

διαφόρων λαών δεν ήταν παράαλλοιωμένες περιγραφές αληθινώνγεγονότων. Εκείνες που μου τράβηξανιδιαίτερα την προσοχή ήταν οι ιστορίεςγια τις νεράιδες και τα ξωτικά, τις«καλοκυράδες» και τους «καλοκύρηδες»των Κελτών. Η διαίσθησή μου διέκρινεένα μανδύα φανταστικού, που ήθελε ταμικρά ξωτικά ντυμένα στα πράσινα και ταχρυσά να χοροπηδούν ανάμεσα σταλουλούδια.

Σκέφτηκα ότι υπήρχε μια σαφήςαναλογία ανάμεσα στο όνομα που είχαναυτά τα (υποτίθεται φανταστικά) όντακαι στην περιγραφή του παρουσιαστικούκαι της συμπεριφοράς τους. Οι μακρινοίμας πρόγονοι συνήθιζαν να ονομάζουν

«όμορφα» και «καλά» τα τρομακτικάπλάσματα σε μια προσπάθεια να ταεξευμενίσου. Γ ια τον ίδιο λόγο τα«έντυναν» και με γοητευτικές μορφές,μόλο που γνώριζαν ότι στηνπραγματικότητα συνέβαινε ακριβώς τοαντίθετο.

Από πολύ νωρίς εξάλλου, και ηλογοτεχνία συνέβαλε εξαιρετικά στηναντιστροφή της πραγματικής εικόνας.Ήδη τα παιχνιδιάρικα ξωτικά τουΣαίξπηρ έχουν απομακρυνθεί πολύ απότ’ αληθινά τους πρότυπα, και ηπραγματική τους φρίκη έχει συγκαλυφθείαπό ένα μανδύα σκανταλιάρικηςαστειότητας.

Αλλά στις πιο παλιές ιστορίες, σ’εκείνες που στο άκουσμά τους οιάνθρωποι έκαναν το σταυρό τους καθώςκάθονταν γύρω από τις φωτιές τους...εκεί τα πράγματα αλλάζουν πολύ.

Διέκρινα μια εντελώς διαφορετικήαντιμετώπιση σε ορισμένες από τιςπαραδόσεις για άντρες, γυναίκες καιπαιδιά που εξαφανίστηκαν κατάπαράξενο τρόπο από το πρόσωπο τηςγης. Μπορεί κάποιος χωρικός να τουςπαρακολουθούσε από το χωράφι τουκαθώς βάδιζαν προς ένα πράσινο καιστρογγυλεμένα λόφο, και μετά δεν τουςξανάβλεπε ποτέ κανείς. Και υπάρχουνακόμη ιστορίες για μανάδες που άφησανκάποιο μωρό να κοιμάται ήσυχα, με την

πόρτα της καλύβας τους πρόχειρακλεισμένη μ’ ένα ξύλο- και όταν γύριζαν,αντί για ένα παχουλό και ροδοκόκκινομωρό, στη θέση του έβρισκαν ένακοκαλιάρικο και ζαρωμένο πλάσμα, μεωχρό δέρμα και μαύρα, διαπεραστικάμάτια, παιδί μιας άλλης φυλής.

Μετά, υπάρχουν και μύθοι ακόμη πιοσκοτεινοί- ο τρόμος για τη μάγισσα καιτο μάγο, η μακάβρια φαντασμαγορία τωνΣάμπατ, και ο υπαινιγμός για δαίμονεςπου ζευγάρωναν με τις κόρες τωνανθρώπων, είναι μερικοί από αυτούς. Καιόπως ακριβώς μεταμορφώσαμε τοφοβερό «νεραϊδολαό» σε καλόβολα,έστω και σκανταλιάρικα ξωτικά, με τονίδιο τρόπο κρύψαμε από τα μάτια μας τη

μαύρη φρικαλεότητα της μάγισσας καιτων συντρόφων της κάτω από την εικόναμιας γραφικής γριάς πάνω σεσκουπόξυλο, με μια κωμική γάτα μεστητή ουρά. Οι Έλληνες είχαν αλλάξειτις απαίσιες Ερινύες σε καλοσυνάτεςΕυμενίδες, και τα έθνη του βορράμιμήθηκαν το παράδειγμά τους.

Συνέχισα τις έρευνές μου στο χώροαυτό, κλέβοντας ώρες από άλλα πιοεπείγοντα καθήκοντα, και κάποια στιγμήέθεσα στον εαυτό το ερώτημα:

Αν υποθέσουμε ότι οι παραδόσειςαυτές είναι αληθινές, ποιοι ήταν οι«δαίμονες» που συμμετείχαν στιςτελετές των Σάμπατ;

Περιττό να πω ότι είχα απορρίψει τιςυπερφυσικές ερμηνείες του Μεσαίωνα.Έτσι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οινεράιδες και οι δαίμονες ήταν όντα τηςίδιας φυλής και προέλευσης. Δεναμφιβάλλω ότι η παραμυθολόγια και ηγοτθική φαντασία του παρελθόντοςμεγαλοποίησαν και διαστρέβλωσανσημαντικά την όλη εικόνα, αλλά πιστεύωακλόνητα ότι πίσω απ’ όλη αυτή τηφαντασμαγορία υπάρχει ένα μαύροφόντο αλήθειας.

Όσον αφορά σε ορισμένες από τιςυποτιθέμενες θαυμαστές δυνάμεις,ομολογώ ότι δίστασα. Αν και θα 'ταναδύνατο να δεχτώ ότι οποιοδήποτε απότα φαινόμενα του σύγχρονου

πνευματισμού περιέχει έστω και ένανκόκκο γνησιότητας, ωστόσο δε θ’απέρριπτα με την ίδια βεβαιότητα τηνιδέα ότι μπορεί κατά καιρούς οάνθρωπος, ίσως μια φορά. στα δέκαεκατομμύρια, να κρύβει μέσα τουδυνάμεις που μας φαίνονται μαγικές.Όμως οι δυνάμεις αυτές όχι μόνο δενπηγάζουν από ψηλά βοηθώντας μας ναφτάσουμε κι εμείς εκεί, αλλ’ απεναντίαςαποτελούν υπολείμματα τουπαρελθόντος από τα βάθη της ύπαρξης.Η αμοιβάδα και το σαλιγκάρι κατέχουνδυνάμεις που δε διαθέτουμε εμείς. Έτσισυμπέρανα ότι η θεωρία μιαςαντιστροφής στην εξέλιξη μπορούσείσως να εξηγήσει πολλά που έως τώραμας φαίνονταν εντελώς ανεξήγητα.

Η θέση μου ήταν η εξής:.

Έβλεπα ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι ναπιστεύω πως ένα σημαντικό μέρος τηςνεότερης παράδοσης, κι ένα εξαιρετικάμεγάλο μέρος των παλαιότερων καιαναλλοίωτων παραδόσεων σχετικά μετις λεγόμενες νεράιδες, αντιπροσώπευαναντικειμενικά γεγονότα. Σκέφτηκα ότι τοκαθαρά υπερφυσικό στοιχείο στιςπαραδόσεις αυτές θα μπορούσε ναεξηγηθεί αν δεχόμαστε ότι κάποια ράτσαπου είχε ξεφύγει από το μεγάλο ρεύματης εξέλιξης μπορεί να διατηρούσε, σανυπολείμματα του παρελθόντος,ορισμένες δυνάμεις που σε μας θαφαίνονταν εντελώς θαυμαστές.

Αυτή ήταν η θεωρία όπως την είχασυλλάβει στο μυαλό μου. Και ότανάρχισα να ερευνώ με αυτή τη βάση, απόπαντού άρχισαν να φτάνουν στοιχείαπου την επαλήθευαν. Ευρήματα απόκάποιον τύμβο ή τάφο, από κάποιορεπορτάζ τοπικής εφημερίδας σχετικά μεκάποιο συνέδριο αρχαιοδιφικούενδιαφέροντος, και γενικά απόδημοσιεύματα και βιβλία παντός είδους.Μεταξύ άλλων θυμάμαι την εντύπωσηπου μας έκανε μια φράση στον Όμηροσχετικά με «ανθρώπους με έ-ναρθρολόγο», σαν ο ποιητής να είχε ακούσει καιγι’ ανθρώπους τόσο πρωτόγονους πουέβγαζαν άναρθρους ήχους. Και με βάσητη θεωρία μου ότι υπήρχε μια φυλή πουείχε μείνει πολύ πιο πίσω από τις άλλες,

μπορούσα εύκολα να φανταστώ ένα λαόπου μιλούσε κάποια τραχιά γλώσσασχεδόν άναρθρη σαν τις κραυγές τωνζώων.

Έτσι ήμουν σίγουρος πια ότι η θεωρίαμου δεν απείχε πολύ από τηνπραγματικότητα, όταν μια τυχαίαπαράγραφος σ’ ένα επαρχιακό έντυπομου τράβηξε μια μέρα την προσοχή.Ήταν ένα σύντομο ρεπορτάζ μιαςφαινομενικά συνηθισμένης νοσηρήςαγροτικής τραγωδίας — μια κοπέλαείχε'ανεξήγητα εξαφανιστεί και οργίαζανοι συνηθισμένες κακόβουλες καισκανδαλι-στικές φήμες για την ηθική τηςκαι τα παρόμοια.

Ωστόσο, διαβάζοντας ανάμεσα στιςγραμμές, κατάλαβα ότι όλα αυτά τα περίσκανδάλων ήταν καθαρές εικασίες πουμάλλον τις είχαν σκαρφιστεί για νασυγκαλύψουν πράγματα που αλλιώς θα’ταν πραγματικά ανεξήγητα. Φήμες γιαφυγή της στο Λονδίνο ή το Λίβερπουλ,φήμες για κάποιο ακαθόριστο πτώμα πουείχε βρεθεί σε μια λίμνη του δάσους μεμια πέτρα δεμένη στο λαιμό, φήμες γιακάποιο έγκλημα — όλα αυτά ήταν οιεικασίες των γειτόνων της άτυχηςκοπέλας.

Αλλά, όπως διάβαζα αφηρημένα τορεπορτάζ, μια σκέψη έλαμψε ξαφνικάστο μυαλό μου με τη βεβαιότηταηλεκτρικού σοκ. Δε θα μπορούσε,

αναρωτήθηκα, να επιζεί ακόμη στουςλόφους εκείνη η σκοτεινή και φρικαλέαράϊσα, εξακολουθώντας να στοιχειώνειτους άγριους τόπους και τις βουνίσιεςερημιές, αιώνια και αμετάβλητη σαν τουςΤαυρανούς Σέλτα ή τους Βάσκους τηςΙσπανίας, κάνοντας ν’ αναβιώνουν κατάκαιρούς οι μεσαιωνικοί θρύλοι;

Όπως είπα, η σκέψη αυτή μου ήρθεσαν αστροπελέκι. Σχεδόν μου έκοψε τηνανάσα, και τα χέρια μου σφίχτηκανσπασμωδικά στα μπράτσα τηςπολυθρόνας μου νιώθοντας να μεσυνεπαίρνει μια παράξενη ζαλάδαενθουσιασμού αλλά και τρόμου. Ήτανσαν κάποιος από τους συναδέλφους μουστις φυσικές επιστήμες να έκανε

περίπατο σε κάποιο αγγλικό δάσος καιξαφνικά ν’ αντίκριζε μπροστά του έναγλοιώδη και αποκρουστικό ιχθυόσαυρο,το πρότυπο του φοβερού φιδιού πουσκότωναν οι γενναίοι ιππότες σταπαραμύθια, ή σαν να έβλεπε ξαφνικά τονήλιο να σκοτεινιάζει από το πέρασμαενός πτεροδάκτυλου, του πρότυπου τωνδράκων της παράδοσης.

Όπως θα συνέβαινε με κάθε γνήσιοεξερευνητή του χώρου της γνώσης, ησκέψη μιας τέτοιας ανακάλυψης μεμεθούσε κυριολεκτικά. Έκοψα τοαπόκομμα της εφημερίδας και το φύλαξασ’ ένα συρτάρι του παλιού γραφείου μου,πιστεύοντας ότι δε θα ήταν παρά τοπρώτο μιας συλλογής στοιχείων με

παράξενη σπουδαιότητα. Έμεινα ξύπνιοςέως αργά εκείνο το βράδυ κάνονταςόνειρα για τις θεωρίες που θα απο-δείκνυα. Ακόμη και η πιο ψύχραιμησκέψη του πράγματος δεν κατάφερε νακλονίσει τη σιγουριά μου.

Ωστόσο, καθώς άρχιζα να βλέπω ταπράγματα από πιο σωστή προοπτική,συνειδητοποίησα ότι μπορεί να έχτιζαπαλάτια στην άμμο. Η αλήθεια μπορείτελικά να ήταν όπως την ήθελαν τατοπικά κουτσομπολιά- και άρχισα ν’αντιμετωπίζω την υπόθεση με κάποιεςεπιφυλάξεις. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισανα παραμείνω σ' επιφυλακή για τυχόν νέαπαρόμοια συμβάντα. Με ικανοποιούσε ησκέψη ότι ήμουν ο μοναδικός άγρυπνος

παρατηρητής, ενώ το μεγάλο πλήθος τωνανθρώπων της επιστήμης και της έρευναςστέκονταν τυφλοί και αδιάφοροι,αφήνοντας τα πιο σημαντικά ίσωςγεγονότα να περάσουν απαρατήρητα.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια πρινμπορέσω να προσθέσω κάτι ακόμη στησυλλογή του συρταριού μου. Αυτό τοδεύτερο εύρημα δεν ήταν τίποτασπουδαίο, γιαπί αποτελούσε απλήεπανάληψη του πρώτου, με μόνηδιαφορά ότι είχε συμβεί σε άλλο,εντελώς διαφορετικό σημείο της χώρας.Ωστόσο κάτι χρήσιμο έβγαινε, γιατί καιστις δύο περιπτώσεις η τραγωδία είχεσυμβεί σε έρημη και απόκεντρη περιοχήκι αυτό ήταν όπως το προέβλεπε η

θεωρία μου.

Αλλά το τρίτο εύρημα αποδείχτηκεπολύ πιο αποφασιστικής σημασίας.Τούτη τη φορά ένας γέρος είχεδολοφονηθεί — και πάλι σε απόμακρουςλόφους πολύ έξω από τιςπυκνοκατοικημένες περιοχές — και τοόπλο του εγκλήματος είχε βρεθεί δίπλατου. Και πάλι κυκλοφόρησαν οισυνηθισμένες διαδόσεις και φήμες,καθώς και οι πιο τρελές και απίθανεςεικασίες, γιατί ο φόνος είχε γίνει μ’ έναπρωτόγονο πέτρινο τσεκούριστερεωμένο στο στειλιάρι με νήμα απόέντερο.

Όλες αυτές οι απίθανες εικασίες,

σκεφτόμουν με αυταρέσκεια, είχανπέσει πολύ μακριά από το στόχο.

Αποφάσισα να γράψω στον τοπικόγιατρό που είχε κάνει την εξέταση τουπτώματος. Ο γιατρός, ένας αρκετάέξυπνος άνθρωπος, έδειχνε να τα ’χειχαμένα με την περίπτωση.

«Δεν είναι φρόνιμο να μιλά κανείςγι’ αυτά τα πράγ-ματα στα χωριά»,μου έγραφε στην απάντησή του,«αλλά, ειλικρινά, υπάρχει κάποιοφοβερό μυστήριο εδώ. Ζήτησα καιμου έφεραν το πέτρινο τσεκούρι, γιατίή-

μουν περίεργος να ελέγξω τις

δυνατότητές του. Ύστερα, ένακυριακάτικο απομεσήμερο που έλειπαν οιδικοί μου και οι υπηρέτες, βγήκα στηνπίσω αυλή του σπιτιού. Ένας φράχτηςαπό λεύκες μ’ έκρυβε από τα μάτια τωνγειτόνων, και έκανα μερικά πειράματα μετο τσεκούρι.

»Το βρήκα εντελώς άβολο στοκράτημα δε ζυγιαζόταν με κανέναν τρόποστο χέρι. Κατά πόσο ήθελε κάποιο ειδικόχειρισμό που τον μάθαινε κανείς μονάχαύστερα από συνεχή εξάσκηση ήαπαιτούσε να το δουλέψεις με κάποιοειδικό στρίψιμο των μυών του χεριού,δεν το ξέρω. Το σίγουρο είναι ότι γύρισασπίτι μου εντελώς απογοητευμένος γιατις αθλητικές μου ικανότητες. Ήταν σαν

ένας άσχετος να προσπαθούσε νακαρφώσει με μια βαριά. Σηκώνοντάς το,η δύναμη που έβαζα με παρέσυρε πίσω,ενώ το ίδιο το τσεκούρι έπεφτε ακίνδυναστο χώμα.

»Σε μια άλλη περίπτωση ζήτησα να τοδοκιμάσει ένας έμπειρος ξυλοκόπος τηςπεριοχής. Αλλά κι αυτός, που δούλευεσαράντα χρόνια τσεκούρι, δεν κατάφερετίποτα με το πέτρινο κατασκεύασμα, καιήταν αστείο να τον βλέπεις να χάνει τοκάθε του χτύπημα.

«Κοντολογίς, αν δεν ήταν εντελώςπαράλογο, θα ’λεγα ότι τα τελευταίατέσσερις χιλιάδες χρόνια δε γεννήθηκεάνθρωπος που να μπορεί να ρίξει ένα

αποτελεσματικό χτύπημα με αυτό τοεργαλείο. Κι ωστόσο είναιαναμφισβήτητο ότι χρησιμοποιήθηκε γιανα σκοτώσει το γέρο».

Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, ήταν ένασπουδαίο νέο για μένα. Και αργότερα,όταν έμαθα ολόκληρη την ιστορία, ε...τότε ο ενθουσιασμός μου έφτασε στοαποκορύφωμά του. Ο γέρος αυτόςφλυαρούσε συχνά για τα όσα μπορούσενα δει κανείς τις νύχτες σε μιασυγκεκριμένη άγρια λοφοπλαγιά,αφήνοντας να εννοηθεί

ότι συνέβαιναν πράγματα και θάματα.Ένα πρωί μάλιστα τον είχαν βρειαναίσθητο στο συγκεκριμένο λόφο.

Ύστερα από όλα αυτά ήμουνσίγουρος πια ότι είχα ξεφύγει από τοχώρο της απλής εικασίας. Αλλά τοεπόμενο βήμα μου ήταν ακόμη πιοσημαντικό.

Είχα από χρόνια στην κατοχή μουμια ασυνήθιστη λίθινη σφραγίδα. Είναιένα κομμάτι μουντής μαύρης πέτρας,μήκους πέντε εκατοστών από τη λαβήέως την επιφάνεια με τα γράμματα. Ηκεφαλή της σφραγίδας είναι περίπουεξάγωνη με διάμετρο τρία εκατοστά.Μου την είχε στείλει κάποιος γνωστόςμου από την Ανατολή, με τηνπληροφορία ότι είχε βρεθεί κοντά στηθέση της αρχαίας Βαβυλώνας. Όμως οιχαρακτήρες που υπήρχαν στη

σφραγίδα αποτελούσαν για μένα έναανυπόφορο αίνιγμα. Θύμιζαν κάπως τησφηνοειδή γραφή, αλλά είχαν κιεντυπωσιακές διαφορές που τιςπαρατήρησα με την πρώτη ματιά. Κάθεπροσπάθεια να διαβάσω την επιγραφήεφαρμόζοντας τις ίδιες αρχές πουχρησιμοποιήθηκαν και στη μετάφρασητης σφηνοειδούς απέτυχε.

Ένα τέτοιο αίνιγμα ήταν μιαπρόκληση για τον εγωισμό μου. Κατάκαιρούς έβγαζα τη Μαύρη Σφραγίδααπό το συρτάρι και τη μελετούσα μετόση μάταιη επιμονή που τελικά κάθεγράμμα της αποτυπώθηκε στο μυαλόμου και θα μπορούσα να τ’ αντιγράψωόλα από μνήμης δίχως το παραμικρό

λάθος.

Μια μέρα έλαβα ένα γράμμα από έναφίλο στη δυτι-κή Αγγλία, που περιείχεκάτι του οποίου η θέα και μόνο μεάφησε κυριολεκτικά άναυδο. Σκεφτείτετην έκπληξή μου όταν αντίκρισασχεδιασμένους σ’ ένα μεγάλο κομμάτιχαρτί τους ίδιους χαρακτήρες πουυπήρχαν και στη Μαύρη Σφραγίδα.Από πάνω ο φίλος μου είχε γράψει:Επιγραφή που βρέθηκε σχεδιασμένη

σε ασβεστολιθικό βράχο των ΓκρίζωνΛόφων του Μόνμουθσερ. Έγινε μεκάποιο είδος κόκκινης γης, και είναιεξαιρετικά πρόσφατη..

Ύστερα πήρα να διαβάσω τοσυνοδευτικό γράμμα.

«Σου στέλνω ένα αντίγραφο τηςσχετικής επιγραφής με κάθε επιφύλαξη»,έγραφε ο φίλος μου. «Ένας βοσκός πουείχε περάσει από το βράχο πριν μιαεβδομάδα διαβεβαιώνει ότι τότε δενυπήρχε τίποτα γραμμένο εκεί. Οιχαρακτήρες, όπως πρόσεξα, ήτανσχεδιασμένοι με κάποιο είδος κόκκινουχώματος προσεκτικά πασπαλισμένουπάνω στην πέτρα. Τ ο μέσο ύψος τουςήταν δυόμισι με τρία εκατοστά. Μουφαίνονται σαν κάποιο είδος σφηνοειδούςγραφής, αλλ’ αυτό, βέβαια, είναιαδύνατο. Μπορεί να πρόκειται ή για

καμιά απάτη ή, πιο πιθανό, για κάποιακωδικά σύμβολα τσιγ-γάνων πουαφθονούν στην περιοχή. Όπως θα ’χειςυπόψη σου, αυτοί χρησιμοποιούν κάτιιερογλυφικά για να επικοινωνούν μεταξύτους. Έτυχε να επισκεφθώ το σημείο μετο συγκεκριμένο βράχο ύστερα από έναμάλλον δυσάρεστο επεισόδιο που συνέβηστην περιοχή».

Όπως ήταν φυσικό, έγραψα αμέσωςστο φίλο μου, ευχαριστώντας τον για τοαντίγραφο της επιγραφής και ρωτώνταςτον, δήθεν από απλή περιέργεια, σε τιακριβώς αφορούσε το δυσάρεστοεπεισόδιο που μου είχε αναφέρει. Τα όσαέμαθα ήταν συνοπτικά τα εξής:

Μια γυναίκα ονόματι Κράντοκ, πουείχε χάσει τον άντρα της τηνπροηγούμενη μέρα, είχε ξεκινήσει ναμεταφέρει τα θλιβερά νέα σ’ ένανξάδελφο που ζούσε γύρω στα οχτώχιλιόμετρα μακριά. Γ ια να κόψει δρόμο,διάλεξε ένα μονοπάτι που περνούσε απότους Γκρί-ζους Λόφους. Η κυρίαΚράντοκ, μια πολύ νέα γυναίκα,

δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι του συγγενήτης.

Αργά την ίδια νύχτα, ένας αγρότης πουείχε χάσει δύο πρόβατα και που πίστευεότι είχαν ξεστρατίσει από το κοπάδι,πήγαινε ψάχνοντας προς τους Γκρί-ζουςΛόφους, μ’ ένα φανάρι και το σκύλο του.

Κάποια στιγμή τον τράβηξε ένας ήχος,που τον περιέγραψε σαν πολύ γοερό καισπαρακτικό κλάμα. Οδηγημένος απ’αυτό, βρήκε τη δύστυχη κυρία Κράντοκζαρωμένη δίπλα στον ασβεστολιθικόβράχο, να κουνά πέρα δώθε το κορμί τηςκαι να σκούζει μ’ εκείνο το σπαραχτικότρόπο. Όπως είπε χαρακτηριστικά οαγρότης, χρειάστηκε στην αρχή νακλείσει τ’ αφτιά του, αλλιώς δε θ’ άντεχεστο άκουσμά του και θα το ’βαζε σταπόδια.

Η γυναίκα άφησε να την πάνε σπίτι της,και μια γει-τόνισσα ήρθε για να τηφροντίσει. Όλη εκείνη τη νύχτα δενέπαψε στιγμή να σκούζει και να θρηνεί,ανακατεύοντας στο θρήνο της κάτι

ακατανόητα λόγια. Και όταν έφτασε να τηδει ο γιατρός, το πόρισμά του ήταν πως ηγυναίκα είχε τρελαθεί.

Έμεινε στο κρεβάτι για μια εβδομάδα,πότε σκούζοντας, όπως είπαν οι γείτονες,σαν χαμένη και δαιμονισμένη ψυχή, καιπότε πέφτοντας σε βαθύ κώμα. Όλοισκέφτηκαν ότι η λύπη για το χαμό τουάντρα της είχε γίνει αιτία να τηςσαλέψουν τα λογικά- για ένα διάστημαμάλιστα ο γιατρός δεν περίμενε ότι θαζούσε.

Περιττό να πω πόσο μου κέντρισε τοενδιαφέρον αυτή η ιστορία, και ζήτησααπό το φίλο μου να μου γράφει και να μ’ενημερώνει για τις τυχόν νέες εξελίξεις

στην υπόθεση. Έμαθα έτσι ότι ύστερααπό έξι εβδομάδες περίπου η γυναίκαάρχισε να συνέρχεται σιγά-σιγά, και ότιμερικούς μήνες. αργότερα απόκτησε έναγιο. Το παιδί, που δυστυχώς ήτανκαθυστερημένο, πήρε το όνομα Τζέρβις.

Αυτά ηταν τα γεγονότα όπως ταγνώριζε το χωριό. Αλλά για μένα, αν καιέτρεμα στη σκέψη των όσωνανοσιουργημάτων είχαν αναμφίβολαδιαπραχθεί, ήταν μια ακόμη απόδειξη τηςθεωρίας μου, και έκανα την ανοησία νακάνω κάποια νύξη της αλήθειας σεμερικούς γνωστούς μου επιστήμονες.Την άλλη στιγμή που τα λόγια άφησαν ταχείλη μου είχα κιόλας μετανιώσει πικράπου μίλησα, αποκαλύπτοντας έτσι το

μεγάλο μου μυστικό. Αλλά, μεανακούφιση ανάμεικτη με αγανάκτηση,κατάλαβα πόσο λαθεμένη αιτία είχαν οιφόβοι μου, γιατί οι φίλοι μου απλάγέλασαν και άρχισαν να με θεωρούντρελό. Ωστόσο, πέρα από κάποιο φυσικόθυμό που ένιωσα, γελούσα κρυφά,νιώθοντας ασφαλής μ’ αυτούς τουςξεροκέφαλους ηλίθιους. Ήταν σαν να ’χααποκαλύψει τα όσα ήξερα στους άμμουςτης ερήμου.

Αλλά τώρα, ξέροντας ήδη αρκετά,αποφάσισα ότι έπρεπε να τα μάθω όλα.Έτσι εστίασα πάλι όλες τις προσπάθειέςμου στην αποκρυπτογράφηση τηςεπιγραφής στη Μαύρη Σφραγίδα. Χρόνιαολόκληρα αυτό το αίνιγμα αποτέλεσε τη

μοναδική απασχόληση στις ελεύθερεςώρες μου. Βλέπετε, το μεγαλύτερο μέροςτου χρόνου μου εξακολουθούσε να ’ναιαφιερωμένο στα συνηθισμένα μουκαθήκοντα, και μονάχα πολύ σποραδικάμπορούσα να κλέψω καμιά βδομάδα γιααποκλειστική έρευνα.

Αν εξηγούσα με λεπτομέρειες τηνπλήρη ιστορία αυτής της παράξενηςέρευνας, το αποτέλεσμα θα ήτανεξαιρετικά βαρετό, γιατί θα ήταν απλά μιαμεγάλη και ανιαρή περιγραφήαλλεπάλληλων αποτυχιών. Με τιςγνώσεις που είχα από αρχαίες γλώσσεςήμουν ήδη αρκετά καλά εξοπλισμένος γιατο κυνήγι μου, όπως συνήθιζα ν’αποκαλώ αυτή την έρευνα. Διατηρούσα

αλληλογραφία με σχεδόν όλους τουςειδικούς επιστήμονες της Ευρώπης, ανόχι και του κόσμου, και δεν μπορούσα ναπιστέψω ότι στις μέρες μας μια γλώσσα,όσο αρχαία και δύσκολη και αν ήταν, θαμπορούσε ν’ αντισταθεί σε μια τόσοσυνδυασμένη επίθεση.

Και παρ’ όλα αυτά, πέρασανδεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια πρινπετύχω το σκοπό μου.

Χρόνο με το χρόνο τα επαγγελματικάμου καθήκοντα αυξάνονταν και οιελεύθερες ώρες μου μειώνονταν. Αυτόσίγουρα καθυστέρησε πολύ την όληπροσπάθεια. Και ωστόσο, όταν αναπολώεκείνα τα χρόνια, εκπλήσσομαι κι εγώ ο

ίδιος από την τεράστια έκταση που είχεπάρει η έρευνά μου για τη ΜαύρηΣφραγίδα. Το γραφείο μου είχεμεταβληθεί σ’ ένα κέντρο όπουσυνέρρεαν αρχαία κείμενα απ’ όλουςτους τόπους και απ’ όλες τις εποχές.Ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω ναμου ξεφύγει τίποτα, και ερευνούσασυστηματικά ακόμη και την πλέονασήμαντη πιθανότητα.

Αλλά, καθώς η μια προσπάθεια μετάτην άλλη κατέληγαν σε αδιέξοδο, άρχισακάποτε ν’ απελπίζομαι και ν’ αναρωτιέμαιμήπως τελικά η Μαύρη Σφραγίδα ήταν τομοναδικό απομεινάρι κάποιας φυλής πουείχε εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από τονκόσμο. Ίσως να προερχόταν από ένα

κόσμο που είχε χαθεί σαν την Ατλαντίδασε κάποια κοσμική καταστροφή, και ταμυστικά του ήταν πια χαμένα στο βυθότης θάλασσας ή θαμμένα για πάντα κάτωαπό τους λόφους.

Η σκέψη αυτή μου έκοβε λίγο τα φτεράκαι, μόλο που δεν έπαψα να ψάχνω, δενείχα πια εκείνη την παλιά απόλυτη πίστη.

Ύστερα ένα τυχαίο γεγονός ήρθε να μεσώσει.

Βρισκόμουν σε μια αρκετά μεγάληκωμόπολη στα βόρεια της Αγγλίας κιεκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για ναεπισκεφθώ ένα αρκετά ενδιαφέρον τοπικόμουσείο. Ο έφορός του ήταν ένα από τα

πρόσωπα που αλληλογραφούσα.Περιεργαζόμαστε μια από τις βιτρί-νες μεδείγματα ορυκτών, όταν μου τράβηξε τηνπροσοχή ένα από αυτά. Ήταν ένακομμάτι μαύρης πέτρας γύρω στα δέκαεπί δέκα εκατοστά, και το υλικό του μουθύμισε εκείνο της Μαύρης Σφραγίδας. Τοσήκωσα κάπως αδιάφορα και καθώς τογύριζα στο χέρι μου πρόσεξα με έκπληξηότι στην κάτω πλευρά του υπήρχανχαραγμένα κάτι γράμματα.

Με όσο πιο ήρεμη φωνή μπορούσα,είπα στο φίλο μου τον έφορο ότι τοδείγμα αυτό μ’ ενδιέφερε και τον ρώτησααν μπορούσα να το δανειστώ για κάναδύο μέρες προκειμένου να το μελετήσω.Εκείνος, φυσικά, δεν έφερε καμία

αντίρρηση. Τον αποχαιρέτησα καιεπέστρεψα βιαστικά στο ξενοδοχείο μου.Εκεί εξακρίβωσα ότι τα μάτια μου στηνπρώτη εκείνη εξέταση δε με είχανγελάσει. Υπήρχαν δύο επιγραφές- μία μετη συνήθη σφηνοειδή γραφή και μία μετους χαρακτήρες της Μαύρης Σφραγίδας.Κατάλαβα ότι οι πολύχρονοι κόποι μουείχαν επιτέλους βρει την ανταμοιβή τους.

Αντέγραψα προσεκτικά τις δύοεπιγραφές, και όταν γύρισα πίσω στοΛονδίνο και ακούμπησα τη ΜαύρηΣφραγίδα μπροστά μου, μπορούσα πιανα καταπιαστώ αποτελεσματικά με τομεγάλο πρόβλημα. Η επιγραφή κλειδί στοδείγμα του μουσείου, μόλο που ήταναρκετά περίεργη, δεν είχε σχέση με το

θέμα που με απασχολούσε, αλλά μέσωαυτής κατάφερα να μάθω το μυστικό τηςΜαύρης Σφραγίδας.

Αρχικά, βέβαια, δεν μπόρεσα ν’αποφύγω κάποιες εικασίες στημετάφρασή του. Υπήρχε αβεβαιότητασχετικά με το ένα ή το άλλοσυγκεκριμένο ιδεόγραμμα, κι έναεπαναλαμβανόμενο σύμβολο τηςσφραγίδας με ταλαιπώρησε για κάμποσεςσυνεχείς νύχτες. Αλλά τελικά το μυστικόήταν μπροστά μου σε απλή

σύγχρονη γλώσσα, και διάβασα τοκλειδί της φοβερής μεταμόρφωσηςτων λόφων.

Δεν είχα καλά καλά συμπληρώσειτην τελευταία λέξη, όταν με δάχτυλαασταθή και τρεμάμενο έσκισα το χαρτίσε μικρά μικρά κομματάκια. Ύστερατους έβαλα φωτιά και τα είδα νακαρβουνιάζουν στο τασάκι, και μετάέτριψα τ’ αποκαΐδια τους ώσπου δεναπόμεινε παρά λεπτή γκρίζα στάχτη.Ποτέ από τότε δεν ξανάγραψα εκείνατα λόγια- και ποτέ δε θα γράψω τιςφράσεις που εξηγούν πώς ο άνθρωποςμπορεί να εκφυλιστεί γυρίζοντας πίσωστη γλοιώδη λάσπη απ’ όπουπροήλθε, και ν’ αναγκαστεί να ντυθείμε τη σάρκα του ερπετού και τουφιδιού.

Μονάχα ένα πράγμα απόμενε τώρα.

Ήξερα την αλήθεια, αλλά ήθελα και ναδω...

Κάμποσο καιρό αργότερα μουδόθηκε η ευκαιρία να νοικιάσω ένασπίτι στην περιοχή των ΓκρίζωνΛόφων, όχι μακριά από τοχωριατόσπιτο όπου ζούσαν η κυρίαΚράντοκ και ο γιος της Τζέρβις. Δεχρειάζεται να μπω σε πολλέςλεπτομέρειες για τα φαινομενικάανεξήγητα γεγονότα που συνέβησανεδώ, όπου τώρα γράφω τούτα ταλόγια. Ήξερα ότι θα έβρισκα, τονΤζέρβις Κράντοκ κάτι από το αίμα του«Μικρού Λαού», και αργότεραανακάλυψα ότι πάνω από μια φοράείχε ανταμώσει τους συγγενείς του σ’

ερημικούς τόπους τούτης της ερημικήςπεριοχής.

Όταν με φώναξαν μια μέρα στονκήπο και τον βρήκα στην κρίση τουνα μιλά, ή μάλλον να συρίζει, στηφρικαλέα γλώσσα της ΜαύρηςΣφραγίδας, φοβάμαι ότι οενθουσιασμός μου υπερίσχυσε τουοίκτου μου.

Γιατί άκουσα να ξεφεύγουν από ταχείλη του τα μυστικά του χθόνιουκόσμου, κι εκείνη η λέξη τουτρόμου, «Ισακσάρ», τη σημασία τηςοποίας θα μου συγχωρήσετε αν δεναποκαλύψω.

Αλλά υπάρχει ένα επεισόδιο πουοφείλω να το αναφέρω. Μέσω στηνάγρια νύχτα με ξύπνησε κάτι που σύριζεσαν φίδι, με τις συλλαβές που τόσο καλάήξερα. Σηκώθηκα, και μπαίνοντας στοδωμάτιο του δύστυχου νεαρού τον βρήκανα χτυπιέται και ν’ αφρίζει στο κρεβάτιτου σαν να πάλευε να ξεφύγει από νύχιαδαιμόνων. Τον μετέφερα στο δωμάτιόμου, άναψα τη λάμπα και, ενώ εκείνοςσφάδαζε στο πάτωμα, κάλεσα τη δύναμημέσα στη σάρκα του να τον αφήσει. Είδατο κορμί του να πρήζεται και ναφουσκώνει σαν μπαλόνι, και το πρόσωπότου να μαυρίζει μπροστά στα μάτια μου.Και τότε στην κρίσιμη στιγμή έκανα ό, τιήταν αναγκαίο σύμφωνα με τις οδηγίεςτης Σφραγίδας. Ύστερα άφησα κατά

μέρος κάθε ενδοιασμό και έγινα οάνθρωπος της επιστήμης, ένας ουδέτεροςπαρατηρητής των όσων συνέβαιναν.

Το θέαμα που αναγκάστηκα ναπαρακολουθήσω ήταν αποτρόπαιο,σχεδόν πέρα από την ανθρώπινηφαντασία και τον πιο φοβερό εφιάλτη.Κάτι ξεπρόβαλε μέσα από εκείνο τοκορμί στο πάτωμα και άπλωσε έναγλοιώδες τρεμουλιαστό πλοκάμι έως τηνάλλη άκρη του δωματίου, άρπαξε μιαπροτομή από το πάνω μέρος τηςντουλάπας και την άφησε να πέσει στογραφείο μου.

Κάποτε όλα τέλειωσαν, κι εγώ έμεινανα κόβω βόλτες πέρα δώθε για όλη την

υπόλοιπη νύχτα, κατάχλω-μος καιπαγωμένος, με τον ιδρώτα να μου λούζειτο κορμί. Μάταια προσπαθούσα ναηρεμήσω τον εαυτό μου,επαναλαμβάνοντας ότι δεν είχα δειτίποτα το υπερφυσικό, ότι εκείνο πουείχα δει δεν ήταν τίποτα πιο μυστηριώδεςαπό τις κεραίες ενός σαλιγκαριού πουαπλώνονται και μαζεύονται, έστω και σεάλλη κλίμακα. Αλλά η φρίκη ήτανισχυρότερη από κάθε τέτοια προσπάθειαλογικοποίησης, αφήνοντάς με ερείπιο καιαηδιασμένο με τον εαυτό μου για τορόλο που είχα παίξει στα γεγονότα τηςνύχτας.

Δε μένουν πλέον πολλά να ειπωθούν.Τώρα πηγαίνω για την τελική δοκιμασία

και συνάντηση, γιατί έχω αποφασίσει ναπροχωρήσω έως το τέλος και ν’ αντι-κρύσω το «Μικρό Λαό» πρόσωπο μεπρόσωπο. Θα έχω μαζί μου τη ΜαύρηΣφραγίδα και τη γνώση των μυστικώντης να με βοηθούν. Αν σταθώ άτυχος καιδε γυρίσω, θα ήταν ασύνετο έστω και ναπροσπαθήσετε να φανταστείτε ποια ήτανη φοβερή μοίρα μου.

Κοντοστέκοντας λίγο στο τέλος τουχειρόγραφου του καθηγητή Γ κρεγκ, ηδεσποινίς Λάλυ συνέχισε με τα εξήςλόγια:

«Αυτή ήταν η σχεδόν απίστευτηιστορία που ο. κα-θηγητής άφησε πίσω

του. Όταν τέλειωσα την ανάγνωσή της ηνύχτα ήταν κιόλας προχωρημένη, αλλά τοάλλο πρωί πήρα μαζί μου τον Μόργκανκαι βγήκαμε να ψάξουμε στους ΓκρίζουςΛόφους για κάποιο ίχνος του χαμένουκαθηγητή.

»Δε θα σας κουράσω με περιγραφέςγια την άγρια ερημιά εκείνης της γης, μιαςχώρας της πιο απόλυτης μοναξιάς, μεγυμνούς χορταριασμένους λόφους καισκόρπιους γκρίζους βράχους που οχρόνος και τα στοιχειά της φύσης τουςέχουν σμιλέψει σε φανταστικές μορφέςανθρώπων και ζώων. Τελικά, ύστερα απόπολλές ώρες κοπιαστικής αναζήτησης,βρήκαμε τα πράγματα που σας είπα — τορολόι με την καδένα, το πουγκί και το

δακτυλίδι — τυλιγμένα μ’ ένα κομμάτιτραχιάς περγαμηνής. Όταν ο Μόργκανέκοψε το ζωικό νήμα που συγκροτούσετο πακέτο, με πήραν τα κλάματα, αλλά ηθέα των φοβερών γραμμάτων τηςΜαύρης Σφραγίδας που ήταναντιγραμμένα στην περγαμηνή μ’ έκαναννα βουβαθώ από φρίκη. Και νομίζω ότιτότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποίησαστ’ αλήθεια τη φοβερή μοίρα του πρώηνεργοδότη μου.

»Δε μένει παρά να συμπληρώσω ότι οδικηγόρος του καθηγητή Γ κρεγκαντιμετώπισε την όλη υπόθεση σανπαραμύθι και αρνήθηκε έστω και να ρίξειμια ματιά στα στοιχεία που έθεσαμπροστά μου. Αυτός ήταν υπεύθυνος για

τη δήλωση που εμφανίστηκε στον τύπο,και που άφηνε να εννοηθεί ότι οκαθηγητής Γ κρεγκ είχε πνιγεί και ότι τοπτώμα του πρέπει να είχε παρασυρθείστην ανοιχτή θάλασσα».

Η δεσποινίς Λάλυ σταμάτησε τηναφήγησή της και κοίταξε τον κύριοΦίλλιπς με κάπως ερωτηματικό βλέμμα.Εκείνος, από τη μεριά του, φαινότανβυθισμένος σε βαθιές σκέψεις. Και ότανσήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τηβραδινή κίνηση του κόσμου στηνπλατεία, τους άντρες και τις γυναίκες πουέτρεχαν να προλάβουν το δείπνο τους, ταπλήθη που ήδη πολιορκούσαν τα κέντρακαι τα θέατρα, όλα αυτά, η βουή και ηκίνηση της αληθινής ζωής, του φάνηκαν

εξωπραγματικά και φανταστικά, σαν έναόνειρο μετά το ξύπνημα την αυγή.

ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΝΕΡΑ

του Τ. Ράιμερ

Πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να μείνειέξω από το παιχνίδι; Ακόμη και αν όλατα μυστήρια και τα τέρατα ανήκαν σεμακρινούς εξωτικούς τόπους, ας μηνξεχνάμε ότι και ο δικός μας είναιμακρινός εξωτικός τόπος για κάποιουςάλλους.

Πατριώτες, κουράγιο. Ο ΜέγαςΚθούλου Ζει! Ήδη στο διήγημα ΗΕπιστροφή των Λοϊγκόρ,, στοντόμο «Ιστορίες Μαγείας και Τρόμου», οΚόλιν Ουίλσον κάνει λόγο γιαμυστηριώδη συμβάντα «στο νότιο νησίτης Ζαφοράς στο Κρητικό Πέλαγος πουαρνείται να σχολιάσει η ελληνικήστρατιωτική κυβέρνηση τωνσυνταγματαρχών». Στο διήγημα ΤαΠράσινα Νερά ο Ράιμερ μας δίνειμια σχεδόν διπλή όψη του αινίγματος:από την Ελλάδα και από την πατρίδα του,τον Καναδά. Όπως πάντα, αφήνεται στοναναγνώστη το πρόβλημα να ξεχωρίσειποια στοιχεία στο διήγημα είναι αληθινάκαι ποια εντελώς φανταστικά.

Ο Τομ Τ. Ράιμερ γεννήθηκε το 1951στον Καναδά και είναι ΧημικόςΜηχανικός σε κάποια εταιρία τουΈντμοντον. Έχει δημοσιεύσει αρκετάδιηγήματα, και μερικά από αυτάαναφέρονται στη Μυθολογία Κθούλου.Διάλεξα Τα Πράσινα Νερά κυρίωςεπειδή αναφέρεται στην Ελλάδα.

Γ. Μ.

Η ζωή στα βουνά του Κάριμπου στοδυτικό Καναδά μπορεί να είναιεξαιρετικά βαρετή και σκληρή ακόμη καιστις αρχές του καλοκαιριού, ιδίως όταν οκοντινότερος μόνιμος οικισμός απέχεικάμποσες δεκάδες χιλιόμετρα μακριάαπό τον καταυλισμό σου. Γ ιατί σίγουρα

το Μπερς Εντ δε θα μπορούσε να τοχαρακτηρίσει κανείς πόλη. Μερικέςδεκάδες ξύλινα σπίτια, κάνα δύο μπαρ,λίγα μαγαζιά, ένας σταθμός της ΈφιππηςΑστυνομίας, ένας δρόμος... Οι κάτοικοιήταν κυρίως Ινδιάνοι Σάρσι, και σκυλιάπου έμοιαζαν με λύκους ή λύκοι πουέμοιαζαν με σκυλιά.

Κι ωστόσο το Μπερς Εντ μαςφαινόταν μεγαλούπολη κάθε φορά πουγυρίζαμε με το τζιπ από τα βουνά, στιςσπάνιες περιπτώσεις που μας το επέτρεπεο καιρός. Τους έξι μήνες που δούλεψαστα βουνά τους έβγαλα κυρίως σ’ ένααντίσκηνο, αναγκασμένος κάθε πρωί νασκάβω λαγούμι για να βγω από το χιόνι.

Και είχα τη μόνιμη, και ομολογώπαράλογη, φοβία ότι σκάβοντας στοχιόνι προς τα έξω θα έπεφτα φά-τσα. μεμουσούδι με κάποιο γκρίζλι που έσκαβεπρος τα μέσα.

Ήταν κάτι τέτοιες στιγμές πουαναρωτιόμουν τι το ενδιαφέρον είχα βρειστη δουλειά του γεωλόγου-μεταλλειολόγου. «Θα γνωρίσεις όλο τονκόσμο», μου είχαν πει όταν μεπροσέλαβαν στην εταιρεία. Ανεξαιρέσουμε μια σύντομη επίσκεψή μουστην Μπάχιατου

Μεξικού, τα τρία χρόνια που δούλευα γιατη Νορθ Μάινς τα είχα βγάλει σχεδόναποκλειστικά σε διάφορους ερημότοπους

μεταξύ Αλάσκας και βορειοδυτικούΚαναδά. Το καλοκαίρι εμφανιζόταν πολύαπότομα εκεί, ακριβώς γιατί από πίσω τοέσπρωχνε ανυπόμονα ο επόμενοςχειμώνας.

Όταν μου είπαν ότι θα μ’ έστελνανστην Ελλάδα, μπορώ να πω ότιενθουσιάστηκα. Στο μυαλό μου ήρθανεικόνες σαν από αφίσες γραφείουταξιδίων — και μάλλον εκεί τις είχα δει— από γραφικά νησιά με φρε-σκοασβεστωμένα σπιτάκια σεζαφειρένιες θάλασσες και από κομψέςμαρμάρινες κολόνες που υψώνοντανπρος έναν ουρανό σχεδόν το ίδιοβαθυγάλαζο όσο κι η θάλασσα. Καιήλιος... ήλιος... ήλιος! Κάτι που δεν

έβλεπα συχνά στο βορειοδυτικό Καναδά.

Δεν ήξερα τότε ότι ακόμη και ο πιολαμπρός ήλιος κάποτε δίνει τη θέση τουστη νύχτα. Μια νύχτα που μπορεί να ’ναιτόσο σκοτεινή όσο φωτεινή είναι η μέρα.Έρχονται στιγμές που νομίζω ότι ίσως ηαντίθεση αυτή ήταν η αιτία που τασημάδια από τη φοβερή εκείνη εμπειρίαέμειναν τόσο βαθιά χαραγμένα μέσα μου.Οπουδήποτε αλλού, θα ήμουν πιοπροετοιμασμένος ψυχικά- όμως όχι σ’έναν τόπο με τόσο ήλιο....

Αλλ’ ακόμη κι αν το ’χα σκεφτεί τότε,δε θα ’χα δώσει πολύ σημασία. Για ένανεικοσιεξάχρονο η νύχτα είναι απλάρομαντική, ώρα για γλέντι και για έρωτα,

καμιά φορά και για ύπνο. Στην ηλικίαπου ήμουν τότε.

Συγνώμη, παρασύρομαι εκτός θέματος,κάτι που μου συμβαίνει κάθε φορά πουπροσπαθώ ν’ αφηγηθώ τούτη τηνιστορία. Ίσως γιατί ασυνείδητα θέλω νατη σβήσω από τη μνήμη μου, να ξεχάοωτο καθετί, να ξαναδώ τον κόσμο με ταίδια μάτια που τον έβλεπα και πριν απόκείνο το μοιραίο ταξίδι. Ξέρω ότι αυτόείναι τόσο ανέφικτο όσο και το ναγυρίσω το χρόνο πίσω, και η μόνη ελπίδαανακούφισης είναι να μοιραστώ τα όσαξέρω με τους άλλους. 'Ισως έτσι ναμοιραστώ μαζί τους και ένα μέρος από τηφρίκη του πράγματος. Μπορεί να μηνείναι σωστό, αλλά είναι αβάσταχτο να

την κρατώ μέσα μου. Ο άνθρωπος δενείναι φτιαγμένος να αντιμετωπίζει μόνοςτ’ απέραντα σκοτάδια που τονπεριβάλλουν.

Και, στο κάτω κάτω, ίσως η ιστορίαμου χρησιμεύσει σε κάποιους που μπορείαμέριμνοι να περιπλανη-θούν στα ίδιασκοτεινά μονοπάτια. Γ ιατί είμαισίγουρος ότι η φρίκη, κάτω από διάφορεςμορφές, εξακολουθεί να καραδοκεί σεπολλούς σκοτεινούς τόπους της γης.

'Οταν στα βουνά του Κάριμπου ήρθεμε τον ασύρματο το μήνυμα που μεκαλούσε να επιστρέψω στο Τορόντο, δενήξερα τίποτε απ’ όλα αυτά. Κάθε άλλο -

όλα ξεκίνησαν σαν μια ευχάριστη

αλλαγή. Κατάλαβα ότι το μήνυμα ήτανκάτι ευχάριστο από την έκφραση ζήλειαςστο πρόσωπο του Μάστον — ο ΜπιλΜάστον ήταν συνάδελφος καιπαράλληλα εκτελούσε χρέη ασυρματιστή— όταν μου έδωσε το μήνυμα.

«Τυχεράκια», μου είπε, χτυπώντας μεστον ώμο. «Σε βλέπω να μας γυρίζειςξεφλουδισμένος από τον ήλιο». Καικοίταξε μελαγχολικό το ζωγραφιστό ήλιοτης Μαρτινίκας πάνω από ταφοινικόδεντρα, σ’ ένα μεγάλο πόστερπου είχε καρφιτσώσει στο αντίσκηνο. Τομουλιασμένο χαρτί έφτιαχνε μια περίεργηαντίθεση με το θεματολογικό τουπεριεχόμενο.

Το μήνυμα ήταν λακωνικό,πληροφορώντας με ότι είχα μετάθεση γιατην Ελλάδα και ζητούσε να επιστρέψω τοσυντομότερο στο Τορόντο απ’ όπου καιθ’ αναχωρούσα σε δύο βδομάδες.

Στα γραφεία της εταιρείας στο Τορόντομε ενημέρωσαν σχετικά για το νέο μουπόστο. Ένα κλιμάκιο της Νορθ Μάινςβρισκόταν ήδη μερικούς μήνες στηνΕλλάδα, κάνοντας μια σειρά γεωτρήσεωνγια λογαρια-

σμό της εταιρείας Πλέητ με την οποίασυνεργαζόμαστε. Σκοπός των ερευνώναυτών ήταν να εντοπιστούν τα όρια ενόςκοιτάσματος χαλκού και η περιεκτικότητατου ορυκτού στο μέταλλο. Φαίνεται ότι

ένας από τους τεχνικούς είχε πέσει θύμακάποιου ατυχήματος κι έτσι είχε μείνεικενή μια θέση στο τεχνικό προσωπικό.Αυτή τη θέση μ’ έστελναν ν’αναπληρώσω. Δύο βδομάδες αργότεραπετούσα πάνω από τον Ατλαντικό- ήδη τοπρόσωπό μου είχε αρχίσει να ροδίζει απότον αναιμικό ήλιο του Τορόντο.

H Αθήνα ήταν αληθινό καμίνι τονΙούνιο, και φαντάζομαι οι ντόπιοι θα μεθεωρούσαν τρελό βλέποντάς με ν’αποφεύγω τ’ απόσκια και να περπατώκάτω από τον ήλιο μ’ ένα μόνιμο,μακάριο χαμόγελο στο πρόσωπό μου.Ήδη από το πρώτο βράδυ ήμουν ψημένοςσι-νιάν, αλλ’ αυτό δε με πείραξεκαθόλου.

Τα γραφεία της εταιρείας ήταν στην οδόΣταδίου, ένα κεντρικό δρόμο γεμάτοπλήθη οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή τηςνύχτας. Απείχε μόλις δύο βήματα από τηνπαλιά γραφική συνοικία της πόλης, τηνΠλάκα, κάτω από τη σκιά τηςΑκρόπολης. Εκεί, σ’ ένα γραφικόταβερνάκι της περιοχής, δοκίμασα τοντόπιο κρασί που το λένε «ρετσίνα», απότο ρετσίνι των πεύκων που τοπροσθέτουν μέσα. Δεν μπορώ να πω ότιμου άρεσε ιδιαίτερα, ίσως γιατί μουθύμιζε συνέχεια τις κάμπιες των πεύκων.

Απογοητεύτηκα κάπως ότανπληροφορήθηκα ότι ο τόπος τωνγεωτρήσεων ήταν μακριά από τηθάλασσα. Κατά κάποιο τρόπο, είχα την

παράλογη εντύπωση ότι το κάθε σημείοτης χώρας ήταν παραλιακό.

Ευτυχώς σε ένα σημείο δεν είχα πέσειέξω: στον ήλιο. Αυτός ήταν άφθονος καιχορταστικός. Ακόμη και στα βουνά πουμ’ έστειλαν, τα πάντα άστραφταν από τοφως του. Μονάχα στο Μεξικό είχαξαναδεί τέτοιο φως, αλλά ο ήλιος τωνβουνών της Μπάχια δεν ήταν τόσοφιλικός.

Στην Αθήνα δεν έμεινα πάνω από μιαεβδομάδα, κυρίως για ενημέρωση.Ύστερα αναχωρήσαμε προς τα βόρεια μ’ένα Λαντρόβερ, συντροφιά με τονυποδιευθυντή του εκεί κλιμακίου, τονΤόνυ Φίλιπσον, και μοναδικό Βρετανό

της ομάδας. Αν εξαιρέσουμε δύο τρειςντόπιους που δούλευαν στα γραφεία τωνΑθηνών, όλοι οι υπόλοιποι είμαστεΚαναδοί.

Τα γεωτρύπανα βρίσκονταν σε μιαμάλλον ξερή ορεινή περιοχή καμιάδιακοσοπενηνταριά χιλιόμετρα βόρειατης πρωτεύουσας, και γύρω στα είκοσιχιλιόμετρα μακριά από την κοντινότερηπόλη, τη Λαμία. Η τελευταία ήταν έναμάλλον άχρωμο πεδινό μέρος, δίχωςτίποτα το ιδιαίτερο. Δε σταματήσαμε εκείπαρά μονάχα για καφέ, ένα περίεργοπηχτό αλλ’ αρωματικό παρασκεύασμαπου το σερβίρουν σε μικρά φλιτζάνια.

Αφήνοντας πίσω μας τη Λαμία

ακολουθήσαμε ένα καλούτσικοχωματόδρομο που ανηφόριζε βόρειαπρος τα βουνά, και ο Φίλιπσον μουεξήγησε ότι τον είχε ανοίξει η εταιρείαμας για να εξυπηρετούνται οιεγκαταστάσεις με τα γεωτρύπανα.

Το τοπίο ήταν ερημικό, αλλά δίχωςεκείνη την αίσθηση του απέραντου καιαπόμακρου που διακρίνει την καναδικήερημιά. Εδώ, μόλο που μπορεί να μηνέβλεπες άνθρωπο, είχες την εντύπωση ότιη ανθρώπινη παρουσία ήταν πάντοτεκοντινή. Υπήρχαν μερικά σκόρπιακαλύβια εδώ κι εκεί, λίγα καχεκτικάπεύκα και πολλά βράχια, αφάνες καιάλλοι μικροί θάμνοι που σκόρπιζαν μιαευχάριστη ευωδιά στην ατμόσφαιρα.

Υπήρχε μια ευχάριστη αίσθησηξεραΐλας, και μπορώ να πω ότι μ’ άρεσεεκείνη η καφετιά ομοιομορφία τουτοπίου. Είχα σιχαθεί το άσπρο και τοπράσινο του βορρά. Εδώ τα πάνταολόγυρα είχαν αποχρώσεις του καφέ,από το σκούρο του ψημένου πηλού έωςτο απλό, ξεθωριασμένο μπεζ της λεπτήςσκόνης του δρόμου. Ήταν φυσικό, ότανόλα βρίσκονταν κάτω από τέτοιο ήλιο.

'Οταν αναλογίζομαι εκείνο τοδρόμο, έρχεται ζωντανή στο στόμαμου η γεύση της ξερής σκόνης, λεπτήςσαν πούδρα, που σηκωνόταν σύννεφακάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτουμάς. Ήταν μια ευχάριστη, ζεστή,τραχιά γεύση, που ξεχείλιζε από ζωή.

Αλλά η θύμηση δε μ’ ευχαριστεί πια,γιατί, σχεδόν αμέσως, νιώθω πίσω τηςκι εκείνη την άλλη γεύση, την πικρή,μεταλλική, της πράσινης μούχλας καιτου νοτερού σκοταδιού...

Ο καταυλισμός μας βρισκόταν σεμια μικρή κοιλάδα — φαράγγι μάλλον— ανάμεσα στα βουνά. 'Ενα μικρόρυάκι γεμάτο γυαλιστερά βότσαλαέτρεχε στο βάθος της, λίγες δεκάδεςμέτρα πιο χαμηλά από το πλάτωμαόπου ήταν στημένα τ’ αντίσκηνά μας.Το νερό του ήταν ελάχιστο τώρα τοκαλοκαίρι, καμιά παλάμη βαθύ, αλλάτο χειμώνα πρέπει να γινότανορμητικός χείμαρρος, αν έκρινα από ταίχνη στους γύρω βράχους. Ολόγυρα,

σε αποστάσεις μερικών εκατοντάδωνμέτρων το ένα από τ’ άλλο, ταδεκαεφτά γεωτρύπανα δούλευανσχεδόν ασταμάτητα αναζητώντας τοπανάρχαιο μέταλλο: το χαλκό.

Ο χαλκός, στη συγκεκριμένηπερίπτωση, δεν ήταν μεταφορικάμονάχα ένα αρχαίο μέταλλο — τοπρώτο που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος— αλλά και κυριολεκτικά. Κάμποσααρχαία ορυχεία υπήρχαν ολόγυρα,φανερό σημάδι ότι τα κοιτάσματα τηςπεριοχής ήταν γνωστά από χιλιάδεςχρόνια. Όμως οι δυνατότητεςεκμετάλλευσης τότε ήταν ασήμαντεςσε σχέση με τις σημερινές, και δενυπήρχε αμφιβολία ότι υπήρχαν ακόμη

κάποια υπολογίσιμα κοιτάσματα εδώ.Απλά το ερώτημα ήταν κατά πόσοάξιζε τον κόπο μια νέα προσπάθειαεξόρυξης, αν λάβουμε μάλιστα υπόψηπόσο μακριά ήταν το σημείο αυτό απόκάθε λιμάνι. Η αποστολή μας ήτανακριβώς να δώσουμε απάντηση στοπαραπάνω ερώτημα.

Η πραγματική μας δουλειά ήτανελάχιστη λίγες ώρες την ημέρα ήτανσυνήθως αρκετές. Όλος ο υπόλοιποςχρόνος ήταν στη διάθεσή μας. Αλλά δενείχαμε και πολλά να κάνουμε. Οκαταυλισμός μας ήταν ανάμεσα σε τρίαχωριουδάκια, το Λιμογάρδι, το Λογκίτσικαι το Καραλλού, αλλά δεν υπήρχετίποτα εκεί για να διασκεδάσει ένας

ξένος. Έτσι, τα βράδια, όταν είχαμεδιάθεση για λίγο γλέντι, κατεβαίναμε μεκάποιο από τα τζιπ ή το Λαντρόβερ στηΛαμία.

Το πιο κοντινό χωριό, το Καραλλού,ένας μικρός ορεινός συνοικισμός σταβορειανατολικά μας, ήταν σχεδόναποκομμένο από τον έξω κόσμο. Από τηνΕθνική Οδό πάνω από τη Λαμίαξεκινούσε ένας κατσικόδρομος που,ύστερα από κάμποσα χιλιόμετρα, έσβηνεσ’ ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Ανπιστεύαμε τους τοπογραφικούς χάρτες —που δεν ήταν και τόσο αξιόπιστοι — ανκανείς ακολουθούσε αυτό το μονοπάτι θαέβγαινε κάποτε στο Καραλλού.

Το μονοπάτι αυτό περνούσε λίγο πιοκάτω από τις εγκαταστάσεις μας, και πότεπότε βλέπαμε να περνά κάποιος ντόπιοςΚαραλλιώτης καβάλα σε γαϊδούρι πουπήγαινε για ψώνια στη Λαμία. Ήτανπερίεργοι, μονόχνοτοι και σκυθρωποίτύποι. Ποτέ δε μας χαιρετούσαν, ούτεκαν μ* ένα κούνημα του κεφαλιού,πράγμα παράξενο, γιατί οι ντόπιοι ήτανκατά κανόνα κάτι παραπάνω από φιλικοί.

Αργότερα έμαθα ότι και οι κάτοικοιτων γύρω περιοχών απόφευγαν τοΚαραλλού και τους ανθρώπους του. Δεντους θεωρούσαν καν Έλληνες και έλεγανότι είχαν έρθει από τα βάθη τηςΜικρασίας μαζί με τους Τούρκουςκατακτητές πριν από αιώνες. Μπορεί και

να ’ταν αλήθεια. Τις λίγες φορές που είχαδει κατοίκους του Καραλλού από κοντάείχαν πράγματι κάτι το σαφώςανατολίτικο στο παρουσιαστικό τους.Μπορεί να

μην ήξερα ελληνικά, καιμονάχα μια φορά είχαακούσει έναν Καραλλιώτηνα μιλά, αλλά σίγουρα ηπροφορά του ξεχώριζε απόκείνη των άλλων, έχονταςένα περίεργο συριχτό τόνο.

Όπως είπα, η δουλειά δεν

ήταν πολλή, αλλά κάθε τόσοέπρεπε να περνάμε από ταγεωτρύπανα που ταδούλευαν ντόπιοι εργάτεςγια να μαζέψουμε ταδείγματα που προορίζοντανγια ανάλυση. Αυτά ήταν τα«καρότα» που έβγαζαν τακοίλα διαμαντοτρύπανα. Σταενδιάμεσα ο χρόνος μαςήταν λίγο πολύ ελεύθερος.

Πρέπει να ήταν περίπουτη δεύτερη βδομάδα μετά

την άφιξή μου στονκαταυλισμό, όταν μουκίνησαν την περιέργεια τααρχαία ορυχεία. Όχι ότιείχαν κανένα ουσιαστικόενδιαφέρον, αλλά μιαεπίσκεψη σ’ αυτά ήταν έναςτρόπος για να σκοτώνω τονελεύθερο χρόνο μου. Έναςάλλος τρόπος ήταν νασυλλέγω παλαιοντολογικάαπολιθώματα από την κοίτητου ρέματος. Εκείαφθονούσαν οι αμμωνίτες,

οι βελεμνίτες, τα κρινοειδήκαι πολλά άλλα που ταονόματά τους τόσο μεπροβλημάτιζαν στοπανεπιστήμιο. Ωστόσο τααρχαία ορυχεία ήταν τασυναρπαστικότερα για μένα-

εξάλλου υπήρχε και ηδικαιολογία ότιπαρουσίαζαν και κάποιοεπαγγελματικό ενδιαφέρον.Ήταν εφιαλτικάεντυπωσιακό να βλέπεις πώςο άνθρωπος έβγαζε κάποτε

το μέταλλο από τα έγκατατης γης.

Αλλά μια επίσκεψη σταορυχεία έκρυβε αρκετούςκινδύνους. Ο Φίλιπσον μεείχε προειδοποιήσεισχετικά, αλλά οισυμβουλές του είχανμάλλον το αντίθετοαποτέλεσμα από κείνο πουπερίμενε. Ο κίνδυνος, όπωςκαι η ίδια τους ηαρχαιότητα, αποτελούσε

ένα πρόσθετο στοιχείογοητείας. Ποιος ξέρει τιμπορεί να κρυβόταν στασκοτεινά βάθη τους;

Ειλικρινά, κατά βάθος δενπίστευα ότι θα έβρισκα

τίποτε περισσότερο από σκιές, λάσπη καιπράσινα νερά.

Τα πράσινα νερά... Η σκέψη τους καιμόνο με κάνει τώρα κι ανατριχιάζω καιξανανιώθω στο στόμα μου εκεί τηνπικρή, μεταλλική τους γεύση.

Ακριβώς αυτά τα πράσινα νερά ήτανπου μου τράβηξαν πρώτα την προσοχή.Εκείνο το απομεσήμερο τριγύριζαμάλλον άσκοπα ανάμεσα στα δέντρα καιτα βράχια πάνω από την όχθη τουποταμού, όταν το μάτι μου τράβηξε μιαζωηρή σμαραγδένια λάμψη. Ήταν έναμικρό ρυάκι που κατηφόριζε μεσ’ απόβράχια και κάτω από φυλλώματα στοδρόμο του προς την κοίτη του ρέματοςπου διέρρεε το φαράγγι. Όπου ο ήλιοςχτυπούσε στο νερό του το έκανε ν’αστραποβολεί σαν αναλυτό σμαράγδι.Δεν ήταν το φυσιολογικό πράσινο χώμαπου παίρνει καμιά φορά το νερό από τιςπέτρες ή τα υδρόβια φυτά που υπάρχουνμέσα του. Ήταν ένα εντυπωσιακό, σχεδόνφωσφορικό πράσινο. Θα ’λεγε κανείς ότι

ένα σμαραγδένιο φίδι σάλευε εκείανάμεσα στις πέτρες.

Ήταν ένα όμορφο θέαμα, αλλά διόλουανεξήγητο. Κατάλαβα αμέσως ότι απλάτο νερό είχε διαλυμένα μέσα του άφθοναάλατα του χαλκού, και από αυτή τηνάποψη ήταν φορτωμένο θάνατο. Κανέναζώο δε θα μπορούσε να ξεδιψάσει εκεί,αλλά και κανένα δε θα το δοκίμαζε, γιατίμε την πρώτη γουλιά θα καταλάβαινε τηδυσάρεστη μεταλλική γεύση.

Η σκέψη ότι το υγρό σμαραγδένιο φίδιήταν τόσο θανάσιμο όσο κι ένα ζωντανόφαρμακερό φίδι με γέμισε παράξενασυναισθήματα. Το ρυάκι είχε κάτι απόεκείνη τη γοητεία που ασκούσαν πάντοτε

πάνω μου τα επικίνδυνα πράγματα.Βέβαια ήξερα ότι ο κίνδυνος ήταν μάλλονθεωρητικός, γιατί ακόμη κι αν ήθελεκανείς ν’ αυτοκτονήσει, με τίποτα δε θαμπορούσε να πιει ένα τέτοιο διάλυμααλάτων χαλκού. Η γεύση του ήταν τέτοιαπου θα ’ταν αδύνατο να το καταπιεί ή κιαν το κατάπινε θα ήταν αδύνατο να τοκρατήσει στο στομάχι του.

Αναρωτήθηκα από πού να πήγαζε τορυάκι. Ήξερα άτι ο χαλκός αφθονούσεστην περιοχή — το πράσινό ίου έλαμπεεδώ κι εκεί στα επιφανειακά πετρώματα

— και το γεγονός δεν παρουσίαζεεπαγγελματικό ενδιαφέρον. Όμως δενείχα τι καλύτερο να κάνω και αποφάσισα

ν’ ακολουθήσω το ρυάκι. Δε χρειάστηκενα προχωρήσω πολύ. Το άνοιγμα τουτούνελ από το οποίο έβγαινε το νερόαπείχε λίγες εκατοντάδες μέτρα από τοπλάτωμα με τ’ αντίσκηνά μας. Πρέπει ναφαινόταν από κει, αν ήξερε κανείς πού νακοιτάξει. Μάλιστα, μπορούσα ναδιακρίνω καθαρά το πάνω μέρος τουπροσωπικού μας αντίσκηνου, δίπλα στομεγάλο που χρησίμευε σαν γραφείο-κουζίνα-τραπεζαρία.

Αν δεν ήξερα περί τίνος επρόκειτο, θανόμιζα ότι το τούνελ ήταν η είσοδος ενόςφυσικού σπηλαίου, αλλά ήδη ο ΤόνυΦίλιπσον και ο Μπομπ Σμίτυ μου είχανκάνει λόγο για τ' αρχαία ορυχεία στηνπεριοχή. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά,

διέκρινα λεπτομέρειες που πρόδιναν τοτεχνητό της κατασκευής και κατάλαβααμέσως ότι ήταν η είσοδος ενός από ταορυχεία αυτά.

Το ρυάκι εδώ δεν είχε πλάτος πάνωαπό ένα μέτρο και ήταν μονάχα λίγουςπόντους βαθύ. Έρεε πολύ αργά —σχεδόν ήταν λιμνασμένο — στο δάπεδοτης σήραγγας που δεν πρέπει να ήταν πιοπλατιά από ενάμι-συ ή δύο μέτρα. Δεξιάκι αριστερά υπήρχε αρκετό στεγνόέδαφος για να πατήσει κανείς, αν και τολεπτό στρώμα λάσπης το έκανε γλιστερό.Προχώρησα περίεργος τα λίγα πρώταμέτρα, έως εκεί που έφτανε το φως τηςμέρας. Το ρυάκι συνέχιζε και φαινόταννα χάνεται πέρα στα σκοτεινά βάθη.

Η σήραγγα πρέπει να ήταν εντελώςεπίπεδη, αν έκρινα από τη σχεδόνανύπαρκτη ροή του νερού. Αν δεν είχαδει το ρυάκι απέξω, θα έπαιρνα όρκο ότιτο νερό ήταν λιμνασμένο. Μάλιστα μιαλεπτή ξερή κρούστα — σαν λεπτόστρώμα πάγου — από άλατα χαλκού καιίσως άλλα υλικά είχε σχηματιστεί σεμερικά σημεία στην επιφάνεια. Έναςπολύ αχνός, σχεδόν ανεπαίσθητος,ψίθυρος έφτασε έως τ’ αφτιά μου. Πρέπεινα ήταν κάποιο ρεύμα αέρα, πράγμα πουτο εξακρίβωσα όταν Κοντοστάθηκα ν’ανάψω τσιγάρο και είδα τη φλόγα τουαναπτήρα να τρεμοπαίζει. Πρέπει ναυπήρχε κάποιο άλλο άνοιγμα πιο πέρα,αλλ’ αυτό δεν ήταν περίεργο. Οι λόφοιεδώ γύρω, όπως με είχε διαβεβαιώσει ο

Φίλιπσον, ήταν γεμάτοι σήραγγες καιλαγούμια αυτού του είδους.

Καθώς στεκόταν εκεί καπνίζοντας,πρόσεξα ότι ακουγόταν κι ένας αχνόςβόμβος μαζί με τον ψίθυρο του αέρα,ένας βόμβος που φαινόταν να έρχεται απότα βάθη της σήραγγας. Για μια στιγμήανατρίχιασα-αλλά μονάχα για μια στιγμή.Ύστερα χαμογέλασα, όταν κατάλαβα σετι οφειλόταν. Περίπου σε ευθεία γραμμήκαι καμιά διακοσαριά μέτρα πιο ψηλά, σ’ένα πλάτωμα του βουνού, υπήρχε έναδικό μας γεωτρύπανο, το Νο7, πουσίγουρα δούλευε αυτή τη στιγμή. Τοθυμόμουν καλά, γιατί είχαμε κάτιπροβλήματα εκεί με τους ντόπιουςεργάτες.

Συνήθως η δουλειά στα τρυπάνιασυνεχιζόταν μέχρι και μια δύο ώρες μετάτη δύση του ήλιου, ανάλογα με το στάδιοτης δουλειάς. Σε μερικές περιπτώσεις,μάλιστα, η γεώτρηση συνεχιζόταν όλη τηνύχτα. Στο συγκεκριμένο όμως τρυπάνι,τον τελευταίο καιρό οι εργάτες είχαναρχίσει να δείχνουν απροθυμία ναπαραμείνουν και μετά τη δύση του ήλιου.Απ’ ό, τι είχε καταλάβει ο Φίλιπσον, πουμιλούσε λίγο τη γλώσσα και είχεπροσπαθήσει να τους μεταπείθει, το όλοπρόβλημα οφειλόταν σε κάποιες ντόπιεςδεισιδαιμονίες με ξωτικά, ή «νεράιδες»,όπως τα λένε εδώ. Επειδή το θέμα δενείχε τόση σημασία, δε δόθηκε συνέχεια,και ο Φίλιπσον δέχτηκε οι εργάτες στοΝο7 να φεύγουν λίγο πριν από τη δύση.

Επειδή υπήρχε κάμποσο ακριβό υλικόεκεί, ιδίως τα διαμαντοτρύπανα, δύονεαροί τεχνικοί μας, ο Πητ Ντυρό και οΑλαίν Μαράκ, παλιοί συμφοιτητές από τοπανεπιστήμιο του Κεμπέκ, ανέλαβαν ναδιανυκτερεύουν εκεί.

Ήταν λοιπόν αυτό το τρυπάνι πουάκουγα τώρα. Ο θόρυβος από τηδιάτρηση των πετρωμάτων μεταδιδότανεύκολα σε μεγάλες αποστάσεις μέσα στηγη, και έτσι ακουγόταν τώρα να βγαίνειαπό τα έγκατα της σπηλιάς. Στήνονταςαφτί μπορούσα να διακρίνω τουςχαρακτηριστικούς ρυθμικούςκραδασμούς του ήχου του. Ηανακούφισή μου ήταν ανάμεικτη με μιαμικρή απογοήτευση. Ένας μυστηριώδης

βόμβος από τα βάθη ενός αρχαίουορυχείου θα πρόσθετε κάτι στη γοητείατου πράγματος.

Πόσο ηλίθιος ήμουν τότε!

Μη έχοντας τι άλλο να κάνω, γύρισακαι βγήκα πάλι έξω στον ήλιο. Μισή ώρααργότερα ξεκίνησα για μια περιοδείασυλλογής «καρότων» από τα γεωτρύπανακαι ξέχασα το όλο θέμα.

Το θυμήθηκα ξανά το άλλο απόγευμα,όταν και πάλι έψαχνα να βρω κάτι νασκοτώσω την ώρα μου. Σκέφτηκα ότι μιαμικρή εξερεύνηση θα είχε ενδιαφέρον.Αλλά πρώτα χρειαζόμουν μερικά

πράγματα από τη μεγάλη σκηνή.

Ο Μάικλ Τζόνσον, ο επικεφαλής τουκλιμακίου μας, ο Τόνυ Φίλιπσον και οΜπομπ Σμίτυ βρίσκονταν εκεί παίζονταςχαρτιά. Φορούσαν μονάχα σορτς καιιδρωμένα φανελάκια, και φαίνοντανκάπως ζαβλακωμένοι από τη ζέστη.

«Υπάρχει κανένα ψηλό ζευγάριγαλότσες; » ρώτησα μπαίνοντας. Ο Σμίτυγύρισε και με κοίταξε με λη-θαργικόβλέμμα, που ωστόσο πρόδινε κάποιαπεριέργεια. Δεν ήταν συνηθισμένο ναχρειάζεται κανείς ψηλές γαλότσες ντάλακαλοκαίρι πάνω σε ξερά βουνά. Ωστόσοδεν το σχολίασε.

«Εκεί, στη γωνιά», μου είπεδείχνοντας.

Βρήκα τις γαλότσες σ’ ένα κιβώτιο. Για το φακό δε χρειαζόταν να ρωτήσω.Χρησιμοποιούσαμε συχνά φακούς καιυπήρχαν κάμποσοι σκόρπιοι εδώ κι εκεί.Διάλεξα τον πιο ισχυρό που υπήρχε και,με τις γαλό-τσες στη μασχάλη, έκανα ναβγω από το αντίσκηνο.

«Σου είπα ότι είναι επικίνδυνο να παςστα παλιά ορυχεία», άκουσα πίσω μου τηφωνή του Φίλιπσον. Γύ-ρισα και τουχαμογέλασα.

«Γι’ αυτό ακριβώς πάω», του απάντησαγλυκά.

«Σας το ’λεγα ότι είναι τρελός»,σχολίασε αόριστα ο Σμίτυ. «Δεν τονβλέπετε πώς του αρέσει να τριγυρ-νάειστον ήλιο; »

«Και υπάρχει ήλιος στις σπηλιές; »ρώτησε βαριε-στημένα ο Τζόνσον. ΟΤζόνσον μιλούσε πάντοτε με το μισόστόμα, σαν να είχε ένα πούρο στο άλλομισό, και σπάνια καταλάβαινε κανείς τιέλεγε.

«Αυτό δείχνει πόσο τρελός είναι»,απάντησε ο Σμίτυ και κούνησε θλιβεράτο κεφάλι. «Κάνει ηλιοθεραπεία σταλαγούμια».

Ο Φίλιπσον σηκώθηκε και με

πλησίασε. Με κοίταξε καχύποπτα.«Σοβαρά σκοπεύεις να μπεις εκεί μέσα; »με ρώτησε.

«Τι μεταλλειολόγος είμαι αν δεν τολμώνα μπω σε ορυχείο; » τον ρώτησα μετάχα θανάσιμα προσβεβλημένο ύφος.

«Σε ορυχείο, ναι», μουαπάντησε ξερά, «αλλάεκείνες οι τρύπες είναιπερισσότερο παγίδες παράορυχεία... Και μπορεί ναείσαι μεταλλειολόγος,αλλά δεν έχεις τηνπαραμικρή πείρα από

ορυχεία».

Στάθηκα στην πόρτα τουαντίσκηνου και του έγνεψανα πλησιάσει. Ύστερα τουέδειξα το άνοιγμα τουπαλιού ορυχείου που μόλιςκαι διακρινόταν σαν μαύροσημάδι στην πλαγιά.

«Εκεί θα ’μαι», τουεξήγησα. «Αν δε γυρίσω σεκαμιά ώρα, ελάτε να μεσώσετε».

«Κάνει ζέστη σώσουμόνος σου», άκουσα απόμέσα τη φωνή του Σμίτυ. ΟΤζόνσον γρύλισε κάτιακαθόριστο με το μισόστόμα του.

Ο Φίλιπσον απλάκούνησε θλιβερά το κεφάλιτου και γύρισε στο παιχνίδιτους.

Η σύριγγα προχωρούσε σεευθεία γραμμή, δίχως

διακλαδώσεις και εντελώςεπίπεδη, για αρκετέςδεκάδες μέτρα πριν αρχίσεινα στρίβει ομαλά προς ταδεξιά. Μέχρι στιγμής δενυπήρχε κανένας κίνδυνος ναχαθεί κανείς. Αν και σεπολλά σημεία υπήρχαν ίχνηπαλαιών και νέωνμικροκαταρρεύσεων, έκριναότι τα τοιχώματα ήταναρκετά ανθεκτικά.Εξάλλου, αν είχαν αντέξειτόσες χιλιάδες χρόνια, δεν

έβλεπα γιατί νακαταρρεύσουν τώραξαφνικά.

Το πιο περίεργο ήταν ότιτα νερά αντί ναλιγοστεύουν αυξάνονταντόσο σε πλάτος όσο και σεβάθος. Ήδη τα πόδια μουπλατσούριζαν μέσα σεπλημμυρισμένες γαλότσες,μόλο που ήταν ψηλές έωςτα γόνατα. Εκτός από τορυάκι που έτρεχε από το

άνοιγμα, πρέπει να υπήρχεκαι άλλη έξοδος για τανερά.

Δεν απείχα και πολύ απότη στροφή πουπροανέφερα, όταν δύολαμπερές κουκίδεςέλαμψαν στο σκοτάδιμπροστά μου. Για μιαστιγμή σκέφτηκα ότι θαήταν

αντανακλάσεις σε κάποιο

πέτρωμα, όταν πρόσεξα ότιήταν στην επιφάνεια τουνερού. Την άλλη στιγμή οιφωτεινές κουκίδεςκινήθηκαν μπροστά καιπλάι... και έσβησαν. Σχεδόναμέσως συνειδητοποίησα ότιυπήρχαν και άλλες τέτοιεςφωτεινές κουκίδες στηνεπιφάνεια του νερού, καιόλες κινούνταν. Δίχως να τοθέλω, η πρώτη μου σκέψηήταν ότι επρόκειτο γιαμάτια!

Πάγωσα. Λαμπερά μάτιασ’ ένα αρχαίο ορυχείο; Θαήταν κάτι το συναρπαστικόαν το διάβαζα, αλλά εντελώςανατριχιαστικό τώρα που τοζούσα. Έμεινα εντελώςασάλευτος, μην τολμώνταςούτε ν’ ανασάνω. Δε θαπρέπει να πέρασαν πάνωαπό μερικά δευτερόλεπταέτσι, όταν ένας κυματισμόςτου νερού κάνα δύο μέτραμπροστά μου μ’ έκανε νακαρφώσω έντρομος τα μάτια

μου εκεί. Ένα γκρίζομουσούδι είχε ξεπροβάλειαπό το νερό και με κοίταζεπερίεργα.

Θα πρέπει να γέλασανευρικά, από ανακούφισημάλλον παρά από κέφι.Ήταν ένας αρουραίος.Κολυμπούσε θαυμάσια στονερό, σαν μια μικροσκοπικήενυδρίδα, και τα μάτια τουάστραφταν σαν λαμπερέςχάντρες στη δέσμη του

φακού. Τώρα που ήξερα τιήταν μπορούσα να διακρίνωκαι τις σκιές άλλων πουκολυμπούσαν ολόγυρα. Ταδικά τους μάτια ήταν πουγυάλιζαν στο σκοτάδι.

Ποτέ δεν είχα φοβίες μεκανένα ζώο, και στάθηκα νακοιτάξω τους αρουραίους μεπεριέργεια.. Έδειχναν άφοβοι,σαν να ήταν συνηθισμένοι ναβλέπουν ανθρώπους σταλημέρια τους. Αυτό κάτι

έπρεπε να μου πει, αλλά πάλι,ποιος μπορούσε να ξέρει τιςσυνήθειες των αρουραίων;Θυμάμαι μόνο ότι για μιαστιγμή αναρωτήθηκα ανυπήρχε περίπτωση να μουριχτούν, αλλά το ενδεχόμενοδε μου φάνηκε πιθανό και δεμε απασχόλησε άλλο.Εξάλλου, ίσως σαν αντίδρασηστο προηγούμενο δείλιασμα,με είχε καταλάβει τώ-

ρα ένα επιθετικό κουράγιο.

Προχώρησα αργά, με το νερόνα μου έρχεται σχεδόν έως ταγόνατα, και με τουςαρουραίους να κολυμπούνολόγυρα κοιτάζοντάς με.

Οταν άκουσα τον περίεργοθόρυβο δίπλα μου, φοβήθηκαπολύ λιγότερο απ’ όσο θαπερίμενε κανείς, γιατί τοεπεισόδιο με τα μάτια τωναρουραίων με είχεπροετοιμάσει να μη βιάζομαινα βλέπω τέρατα εκεί που δεν

υπήρχαν. Έτσι, όταν άκουσακάτι μεταλλικά «κλικ... κλικ»γύρισα περιμένοντας να δωκανένα από τα τρωκτικά αυτάνα κάνει κάτι... αν και δενμπορούσα να φανταστώ τι.

Δεν ήταν αρουραίος, αλλάκάτι πολύ πιο περίεργο. Σε μιαμικρή νησίδα που είχεσχηματιστεί από μια μι-κροκατολίσθηση του τοίχουστεκόταν ένα μεγάλο άσπροκαβούρι που ανοιγόκλεινε

απειλητικά τις δαγκάνες προςτο μέρος μου! Αυτό, αντίθετααπό τους αρουραίους,φαινόταν απειλητικό! Καιυπήρχαν κι άλλα πιο πέρα.

Όμως αμέσως μετά τοπράγμα άρχισε να μουφαίνεται μάλλον κωμικό παράεπικίνδυνο. Δεν μπορούσα ναφανταστώ ότι κινδύνευα απόμερικά άσπρα καβούρια, όσοκακές διαθέσεις κι αν είχαν.Πάντως ήταν παράξενα έτσι

που στέκονταν εκεί στηνησίδα, με τις αρπαχτικέςδαγκάνες τους ν’ανοιγοκλείνουν προς το μέροςμου. Περίεργος, έβγαλα τοκυνηγετικό μαχαίρι που είχαπάντα μαζί μου και τσίγκλησαδοκιμαστικά το πιο κοντινόκαβούρι. Οι δαγκάνεςέκλεισαν στη λεπίδα μεαρκετό κρότο. Δεν τράβηξα τομαχαίρι, και το καβούρισυνέχισε να δαγκώνει τηλεπίδα και να τη σπρώχνει,

σαν να ήθελε να τηναποκρούσει. Όμως δεν έκανεπίσω! Και οι σύντροφοί τουπιο πίσω, συνέχιζαν ν’ανοιγοκλείνουν τις δαγκάνεςτους, δίχως να

τους φοβίζει ο γίγαντας πουείχε εισβάλει στο σκοτεινότους βασίλειο.

Απ’ όσο μπορούσα ναδιακρίνω, τα νερά εδώ δενείχαν πια εκείνο το λαμπερό

πράσινο χρώμα, αλλά έναλασπερό μαύρο. Θα πρέπει ναπεριείχαν πάντως αρκετέςποσότητες χαλκού, και ήτανπαράξενο που ο χαλκός δενενοχλούσε τα καβούρια ή τουςαρουραίους. Ίσως όμως ναμην ήταν τόσο πυκνός εδώ...όπως και να ’χε, δεν είχεσημασία.

Αργότερα, πολύ αργότερα,ξανασκέφτηκα αυτή τησυμπεριφορά των καβουριών.

Ξέρω, φαίνεται παράλογο,αλλά αναρωτιέμαι αν τακαβούρια εκείνα είχανεπιθετικές διαθέσεις ή απλά μεπροειδοποιούσαν να μηνπροχωρήσω πιο πέρα. Μπορείαπλά να προστάτευαν το χώροτους... δεν ξέρω. Πάντως, ανμε προειδοποιούσαν, σίγουραέπρεπε να έχω ακούσει τηνπροειδοποίησή τους.

Ήταν φυσιολογικάπλάσματα της γης και ίσως σε

κάποιο βαθύτερο επίπεδο,κοινό σε κάθε είδος ζωής τουκόσμου μας, διαισθανότανκάτι το ξένο που υπήρχε πιοπέρα και... Σας είπα, είναιπαράλογο, αλλά εξακολουθώνα πιστεύω ότι τα καβούρια,όπως κι οι αρουραίοι, ήτανμάλλον σύμμαχοι παρά εχθροίσ’ εκείνο το χώρο τηςκόλασης.

Συνέχισα, ενώ τα καβούριαέμειναν πίσω να χτυπούν τις

μάταιες κλακέτες με τιςδαγκάνες τους, δίχως νακάνουν καμία άλλη επιθετικήκίνηση προς το μέρος μου.Μακάρι να είχαν κάνει κάτι...οτιδήποτε που θα με φόβιζεαρκετά για να μηνπροχωρήσω άλλο. Όμως,όπως είχαν τότε τα πράγματα,δεν ήταν αρκετά επίφοβαπλάσματα για να μεσταματήσουν.

Ήδη τα νερά γίνονταν τώρα

πιο ρηχά και σε λίγο βάδιζασε σχετικά στέρεο έδαφος.Μια δυσάρεστα γλυκερήμυρωδιά πλανιόταν στηνοτερή ατμόσφαιρα-

δεν έμοιαζε με καμία μυρωδιά απ’ όσεςείχα γνωρίσει έως τότε. Θα πρέπει να τηνοσμιζόμουνα από ώρα, αλλά είχεδυναμώσει αργά και βαθμιαία, έτσι πουδεν είχα συνειδητοποιήσει την παρουσίατης.

Στην αρχή ο νους μου πήγε σε κάποιοψοφίμι, μόλο που δεν έμοιαζε και πολύμε μυρωδιά τέτοιας προέλευσης. Δεν

ήταν καν βρόμα με τη συνηθισμένηέννοια της λέξης. Από μια άποψη, είχεκάτι το παράξενα αρωματικό, αλλά και τοανείπωτα αποκρουστικό. Και το πιοαλλόκοτο απ’ όλα ήταν ότι η μυρωδιάφαινόταν να πάλλεται, σχεδόν σαν μιαγιγάντια μαύρη καρδιά

— δεν ξέρω γιατί έκανα αυτή τηναταίριαστη παρομοίωση, αλλά μια τέτοιαεικόνα μου σχηματίστηκε στο μυαλό.

Απρόσμενα η γαλαρία μπροστά φάνηκεν’ ανοίγει σε κάτι σαν μεγάλη αίθουσασκαμμένη στο συμπαγή βράχο. Ο χώροςήταν περίπου κυκλικός με διάμετροτουλάχιστον πενήντα μέτρα, αν και τοσκοτάδι δε μου επέτρεπε να κρίνω με

ακρίβεια. Αρκετές σκοτεινές γαλαρίεςξεκινούσαν ακτινωτά από κει προςδιάφορες κατευθύνσεις στην καρδιά τουβουνού. Ύστερα το μάτι μου έπεσε σετρεις πελώριες κολόνες από φυσικόβράχο που υψώνονταν περίπου στοκέντρο της αίθουσας.

Εκτείνονταν από το δάπεδο έως τημάλλον θολωτή οροφή, καμιά δεκαριά'μέτρα ψηλά, και σχημάτιζαν ένα μεγάλοισόπλευρο τρίγωνο. Αν και αποτελούσανφυσική συνέχεια του γύρω βράχου,έδειχναν τεχνητές, και μάλλον θα πρέπεινα χρησίμευαν σαν υποστηρίγματα τηςοροφής. Ίσως τις είχαν αφήσει οι αρχαίοιεργάτες που έβγαζαν από δω το χαλκό,σκάβοντας ολόγυρα καθώς προχωρούσαν

προς τα έγκατα του βουνού. Ωστόσο ητριγωνική διάταξη και το περίεργο σχήματους — πιο λεπτό η στις άκρες και πιοχοντρό στη μέση — μ’ έκανε να μηνείμαι και τόσο σίγουρος για την ορθότητατης υπόθεσης.

Η αποκρουστική εκείνη μυρωδιά ήτανιδιαίτερα έντονη εδώ, αλλά δεν ήτανμονάχα αυτό που μ' έκανε να νιώθωάσχημα. Κάτι στην όλη ατμόσφαιρα μ'έκανε να μην έχω διάθεση να μείνω γιαπολύ και να νοσταλγώ εκείνο το δυνατόήλιο απέξω. Ήμουν έτοιμος να πάρω πάλιτο δρόμο της επιστροφής, όταν η δέσμητου φακού μου, όπως έπαιζε ολόγυρα,φώτισε κάτι. Ηταν ένας μαύροςακαθόριστος όγκος, περίπου στη μέση

του τριγώνου που σχημάτιζαν οι τρειςκολόνες. Λαμπύρισε περίεργα στο φωςπου έπεσε πάνω του, και κάτι στο σχήματου μου έδωσε την εντύπωση γλυπτού.

Η περιέργειά μου αποδείχτηκε πιοδυνατή από το ένστικτο. Στο κάτω κάτω,μπορούσα να ρίξω μια ματιά, και ναφύγω μετά.

Πλησιάζοντας είχα την ευκαιρία να δωκαλύτερα και τις κολόνες. Ήταν σαφώςτεχνητές, όπως το είχα υποθέσει. Ηδιάμετρός τους ήταν γύρω στα δύο μέτρακαι το ύψος τους καμιά δεκαριά, αλλάείχαν ένα περίεργο βαρελοειδές σχήμακαι θύμιζαν κάπως τις κολόνες τωναιγυπτιακών ή ασσυριακών ναών. Έδιναν

μια αίσθηση κτηνώδους δύναμης, σεαντίθεση με τους λεπτούς κίονες τωναρχαίων ελληνικών ναών. Σμιλε-μένεςαπό το φυσικό πέτρωμα του βουνού,ήταν σκεπασμένες από ένα λεπτό στρώμαγλοιώδους γαλαζοπράσινης λάσπης,προφανώς πλούσιας σε οξείδια τουχαλκού.

Η επιφάνειά τους δεν ήταν λεία αλλάπερίεργα ανώμαλη, κι αναρωτήθηκα ανεπρόκειτο για ανάγλυφα φαγωμένα απότην υγρασία και το χρόνο ή αν οιανωμαλίες ήταν αποτέλεσμα τηςσυνηθισμένης διάβρωσης. Οπωσδήποτε,η φευγαλέα ματιά που τους έριξα δενήταν αρκετή για να πω με βεβαιότητα τιέκρυβε η γλοιώδης γαλαζοπράσινη λάσπη

που σκέπαζε τις κολόνες και το καθετίεκεί γύρω. Πάντως τα ανάγλυφα, ή οιδιαβρώσεις, έδιναν μια δυσάρεστηαίσθηση, σαν οι κολόνες να ήτανσκεπασμένες από σκουλήκια πουσάλευαν και αναδεύονταν στο ασταθέςφως του φακού.

Παρά την απέχθεια που μουπροκαλούσαν, ίσως να είχα σταθεί να τιςπεριεργαστώ καλύτερα αν όλη τηνπροσοχή μου δεν την είχε κιόλαςαποσπάσει ο σκοτεινός όγκος που αρχικάμου είχε τραβήξει το. βλέμμα.

Υψωνόταν ακριβώς στο κέντρο τουτριγώνου που σχημάτιζαν οι κολόνες.Ήταν ένας μονόλιθος με διάμετρο

περίπου ένα μέτρο και γύρω στα τρίαύψος. Προς την κορφή η πέτρινη μάζατου άπλωνε, για να σχηματιστεί κάτι σανένα πελώριο πέτρινο μανιτάρι. Ηεπιφάνεια της πέτρας, αν και παρουσίαζεκυματισμούς και ανωμαλίες, ήτανεξαιρετικά λεία, σαν από ημιπολύτιμολίθο. Ήταν σαφώς κάποιο διαφορετικόορυκτό από κείνο των γύρωπετρωμάτων, γκριζοπράσινο, κι απ’ όσομπορούσα να διακρίνω ημιδιάφανο, μεπερίεργους ιριδισμούς. Με τη βοήθειαμονάχα των ματιών μου, και μάλιστα στοφως ενός φακού, ήταν αδύνατο ναμαντέψω τι ορυκτό ήταν.

Μπροστά στο μονόλιθο, και σεαπόσταση περίπου ενός μέτρου

βρισκόταν μια πέτρινη βάση, ψηλή ως τημέση μου. Ήταν σε σχήμα ορθογώνιουπαραλληλογράμμου, γύρω στο ένα επίδύο, και λαξεμένη από το ίδιο υλικό μετο μονόλιθο. Στην αρχή μου φάνηκε σανβάθρο αγάλματος από το οποίο έλειπε τοάγαλμα αλλά, παρατηρώντας τηνκαλύτερα, συμπέρανα ότι έμοιαζεπερισσότερο με κάποιο είδος βωμού.

Η περιέργειά μου ήταν αρκετή τώραακόμη και για να ξεχάοω τον ενστικτώδηφόβο που μου προκαλούσε

το μέρος. Ή ίσως — δεν ξέρω.καμιά φορά κι ο ίδιος ο τρόμοςμπορεί να σε έλκει, αντί να σε

απωθεί. Κάτι σαν εκείνο πουνιώθει κανείς όταν κοιτάζεικάτω από την ταράτσα ενόςουρανοξύστη- ίλιγγος και μιααλλόκοτη έλξη να πηδήσει στοχάος. Κάπου είχα διαβάσει ότισχεδόν όλοι οι άνθρωποι τονιώθουν αυτό. Όπως και να’χει, πλησίασα και άρχισα ναεξετάζω το βωμό ή ό, τι άλλοήταν.

Ολόγυρα στην οριζόντιαεπιφάνειά του και παράλληλα

προς το χείλος διέκρινα ένααρκετά βαθύ αυλάκι πουκατηφόριζε προς τα πίσω,συνέχιζε στην κάθετη πλευράκαι κατέληγε σ’ ένα είδοςμικρής γούρνας στο δάπεδο,ανάμεσα στο βωμό και τομονόλιθο. Ένα σκούροξεραμένο υλικό γέμιζε τατοιχώματα του αυλακιού καιτης γούρνας.

Η όλη εικόνα με έκανε ν’ανατριχιάσω. Ήταν σαφές ότι

το βάθρο ήταν αρχαίος βωμόςόπου γίνονταν κάποιες θυσίες,και το αίμα έτρεχε έως τημικρή γούρνα στη βάση τουμονολιθικού μανιταριού. Ησκέψη αυτή μ’ έκανε ναπεριεργαστώ καλύτερα τομονόλιθο. Ναι... κάποιοανάγλυφο υπήρχε στηνεπιφάνειά του. Δε διακρινότανεύκολα αν το φώτιζες απόμπροστά, αλλ’ από το πλάιφαινόταν αρκετά καθαρά.Όμως... τι ήταν;

Δε μου θύμιζε τίποταελληνικής τεχνοτροπίας, αν καιοι σχετικές γνώσεις μου δενξεπερνούσαν εκείνες πουαποκτά ένας ξένος ύστερα απόλίγες επισκέψεις σε μερικάμουσεία. Το ανάγλυφοαπεικόνιζε κάτι σαν πλαδαρήμάζα γεμάτη πλοκάμια πουφαίνονταν ν’ ανασαλεύουνανατριχιαστικά στο ελαφρόπαίξιμο του φακού στα χέριαμου. Το αποτέλεσμα ήτανπαρόμοιο, αλλά πολύ πιο

έντονο, με την εντύπωση τωνσκουληκιών που αναδεύοντανστις επιφάνειες των τριώνκιόνων.

Τα πλοκάμια είχανδιαφορετικό πάχος και μήκος,

από πολύ λεπτά μέχρι πολύ χοντρά, αλλάεκείνα της κάτω μεριάς ήταν πιο κοντά,δίνοντας μια αόριστη έν-τύπωση ότι ήτανόργανα στήριξης. Δύο αλλόκοτεςφτερούγες εξείχαν από το πίσω μέρος...εκτός κι αν δεν ήταν τίποτα τέτοιο.Έμοιαζαν τόσο με φτερούγες νυχτερίδαςόσο και με πτερύγια υδρόβιου

πλάσματος. Αν ήταν φτερούγες, ήτανοπωσδήποτε πολύ μικρές για ν’ ανήκουνσε πλάσμα που μπορούσε να πετάξει,αλλ’ αυτό δε σήμαινε τίποτα σε όλες τιςαπεικονίσεις μυθικών όντων οιφτερούγες ήταν πάντοτε μικρές. Ποιοςδαίμονας ή ποιος άγγελος θα μπορούσεποτέ να πετάξει μ’ εκείνα τα φτερά πουέχει στις ζωγραφιές; Οι καλλιτέχνες τουςούτε γνώριζαν ούτε ενδιαφέρονταν γιατους νόμους της αεροδυναμικής.

Ό, τι κι αν απεικόνιζε το ανάγλυφο,ήταν κάτι ανείπωτα αποκρουστικό καισου έδινε την πολύ δυσάρεστη εντύπωσηότι σε κοίταζε, σε όποια μεριά κι ανστεκόσουν. Βέβαια, το ίδιο είχα προσέξεινα συμβαίνει και με τα μάτια σε πολλά

ζωγραφικά ή φωτογραφικά πορτραίτα,αλλά τούτο δω δεν είχε καν μάτια! Καιόμως με κοιτούσε!

Σε κάθε άλλη περίπτωση το γεγονός θαμου φαινόταν αστείο αλλά τη στιγμήεκείνη προτίμησα ν’ απασχολήσω τομυαλό μου με κάτι άλλο. Και υπήρχεκάτι άλλο: η πολυγράμματη λέξη πουήταν χαραγμένη κάτω από το ανάγλυφο.

Αυτή ήταν ακόμη πιο δυσδιάκριτη καιδεν την είχα προσέξει αρχικά.Φωτίζοντάς την από το πλάι μπόρεσα ναδω ότι αποτελείτο από γωνιώδηγράμματα, αρχαία ελληνικά, υποθέτω.Έβγαλα το μπλοκάκι μου και τηναντέγραψα όσο καλύτερα μπορούσα. Θα

ρωτούσα τον Τόνυ Φίλιπσον σχετικά-

ένα από τα χόμπι του ήταν η αρχαιολογίακαι μπορεί να ήξερε τι σήμαινε.

Για μια στιγμή σκέφτηκα να κάνω κιένα σκίτσο του ανάγλυφου. Το κοίταξακαι σήκωσα το μολύβι, αλλά... είδα ότι μεκοιτούσε κι εκείνο. Υπήρχε μια τέτοιαμο-χθηρία, κάτι τόσο κακόβουλο στοδίχως μάτια βλέμμα του, που δεν άντεξακαι παράτησα την προσπάθεια.

Ήθελα να φύγω από κει, αλλά ηπεριέργειά μου με συγκροτούσε. Σε κάθεάλλη περίπτωση θα ήμουν τρελός απόενθουσιασμό. Σίγουρα είχα ανακαλύψεικάτι αρχαίο και σημαντικό, ακόμη και γιατην Ελλάδα όπου σε κάθε βήμα

σκοντάφτεις σε κάτι που έχει φτιαχτείπριν από χιλιάδες χρόνια. Αλλά δενένιωθα κανένα ενθουσιασμό- μονάχα μιαδιάθεση να φύγω το ταχύτερο από κείνοτο ζοφερό τόπο. Είναι παράξενο, αλλά ηανθρώπινη περιέργεια είναι καμιά φοράπιο ισχυρή από το καθετί. Το περιβάλλονπάγωνε μέσα μου κάθε σπίθαενθουσιασμού για την ανακάλυψη, αλλάη περιέργεια εξακολουθούσε να μεκεντρίζει.

Κοίταξα ολόγυρα.

Τότε συνειδητοποίησα ότι ο βόμβοςαπό το τρυπάνι Νο-7 — αυτό πρέπει να’ταν — ακουγόταν πολύ δυνατά εδώ.Πρέπει να δούλευε κάπου από πάνω από

την υπόγεια αίθουσα ή, πάντως, κάπουεκεί κοντά. Η σκέψη μου προκάλεσε ένακύμα από ανάμεικτα συναισθήματα.Αναρωτήθηκα αν υπήρχε κίνδυνος νατρυπήσει την οροφή και να κάνει ζημιάστο εύρημά μου. Αυτό θα ήταν πολύδυσάρεστο Αλλά, κατά περίεργο τρόπο,θα ήταν και πολύ ευχάριστο. Η ιδέα τηςζημιάς σ’ αυτά που είχα βρει ήτανευχάριστη και δυσάρεστη ταυτόχρονα.Δεν μπορούσα να το καταλάβω...

Τι με φόβιζε;

Ναι, δεν μπορούσα να το αρνηθώ πιαότι κάτι με φόβιζε εδώ μέσα. Οιαποκρουστικές κολόνες και το φρικαλέοείδωλο; Ο βωμός όπου κάποτε στη

μακρινή αρχαιότητα θυσιάζονταν τράγοικαι κοκόρια και — γιατί όχι; — καιάνθρωποι; Ήξερα ότι γίνονταν τέτοια

πράγματα, ακόμη και μέχρι πριν λίγουςαιώνες. Τι σημασία είχε πια;

Ήξερα ότι ο καλύτερος τρόπος για νακαταπολεμήσεις ακαθόριστους φόβουςείναι ν’ αντιμετωπίσεις στα ίσια την αιτίατους. Γύρισα και χαμογέλασα στοσκοτάδι, δείχνοντας προκλητικά ταδόντια μου.

Πρέπει να ήταν μάλλον γκριμάτσαπαρά χαμόγελο, γιατί δεν ένιωσα ναπαίρνω θάρρος απ’ αυτό.

Εκνευρισμένος με τις αντιδράσεις καιτους φόβους μου, έσκυψα καιψηλάφησα, σχεδόν προκλητικά, τοεσωτερικό της μικρής γούρνας. Τι είχεστο κάτω κάτω; Δεν ήταν παρά αίμα.Κηλίδες από αίμα που είχε πάψει να είναιαίμα εδώ κι αιώνες. Δεν ήταν πια τίποταπέρα από σκόνη και λεκέδες κάποιαςχημικής αντίδρασης του αρχαίου αίματοςμε την πέτρα. Να, το ένιωθα να τρίβεταικάτω από τα χέρια μου και — Πάγωσα!

Ήταν πραγματικά ξεραμένο αίμα!

Τώρα που το συλλογίζομαι, δεν είχαλόγους να είμαι τόσο βέβαιος. Θαμπορούσε να είναι απλά ξερή λάσπη.Όμως, τότε, δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή

ότι ήταν ξεραμένο αίμα. Κι εκείνο που μεπάγωσε ήταν η σκέψη ότι το ξερό αίμα δεδιατηρείται χιλιετίες, ούτε ακόμαεκατοντάδες χρόνια, ούτε καν χρόνια...ίσως ούτε μήνες. Για να υπάρχει εκεί μιαξερή κρούστα αίματος, αυτό σήμαινε ότιήταν αίμα πολύ πρόσφατο-εβδομάδων,ημερών...

Κοίταξα πάλι ολόγυρα, ρίχνοντας σεκάθε σκοτεινή γωνιά την ισχυρή φωτεινήδέσμη του φακού μου. Το φως, αντί ναδιαλύσει τα σκοτάδια, τα έκανε κατάκάποιο τρόπο περισσότερο απειλητικά.Ακόμη και ο βόμβος του τρυπανιού απόπάνω μου φάνηκε ανείπωτα εχθρικός,σαν κάτι μοχθηρό και δαιμονικό πουέσκαβε το βράχο αναζητώντας... εμένα!

'Ηταν γελοίο, το ήξερα, αλλά δενάλλαζε αυτό που ένιωθα.

Και τότε άκουσα το σούρσιμο! Σανκάτι πελώριο, γλοιώδες και πλαδαρό νασερνόταν σ’ ένα λαγούμι πολύ στενό γι’αυτό, αλλά όχι και αδιάβατο, ακριβώςεπειδή αυτό το Κάτι ήταν γλοιώδες καιπλαδαρό.

Πρέπει να το άκουγα εδώ και κάμποσαλεπτά, αλλά ζύγωνε τόσο αργά που δεντο είχα συνειδητοποιήσει.

Είναι της φαντασίας σου, επανέλαβαστον εαυτό μου. Είναι της φαντασίαςσου, επειδή σ’ επηρεάσει το περιβάλλον.Είναι της φαντασίας σου... Δεν ξέρω

πόσες φορές το είχα επαναλάβει αυτόσιωπηλά, ή μπορεί και μεγαλόφωνα, πρινκαταλάβω ότι ήδη έτρεχα σαν τρελόςπρος την έξοδο. Τώρα που ξέρω,ευγνωμονώ τη Φύση που φρόντισε νακάνει πιο ισχυρά τα ένστικτα από κάθελογική, έτσι ώστε τα πόδια μου ναπάρουν την πρωτοβουλία από το μυαλόμου. Ακόμη και η περιέργεια είχετρυπώσει και χαθεί σε κάποια άγνωστηγωνιά του εαυτού μου.

Αν είχα μείνει... Αν είχα μείνειπερισσότερο...

'Εξω είχε κιόλας σουρουπώσει. Δενξέρω πώς, αλλά κατάφερα να φτάσωστον καταυλισμό μας με κανονικό,

φυσιολογικό βήμα. Γιατί το λέω αυτό;Γιατί... γιατί, νιώθω περήφανος που τακατάφερα.

Βρήκα τον Φίλιπσον ξαπλωμένο στομεγάλο αντίσκηνο να διαβάζει έναπεριοδικό. Τον πλησίασα με μιαγκριμάτσα που ελπίζω να έμοιαζε μεχαμόγελο.

«Κάτι ανακάλυψα! » του φώναξαμπαίνοντας. Αν εξαιρέσουμε ότι η φωνήμου ήταν πιο δυνατή απ’ ό, τι συνήθως,τίποτα δεν έδειχνε ότι ήμουν ακόμηφοβερά ταραγμένος.

«Δεν το ’κανα εγώ», απάντησεαδιάφορα ο Φίλιπσον.

Κάθισα στο ράντζο δίπλα του καιέβγαλα το μπλο-κάκι από την τσέπη μου.

«Για ρίξε μια ματιά και πες μου ανξέρεις τι γράφει», του φώναξα. Κάτιπρέπει να είχε η φωνή μου, γιατί οΦίλιπσον με κοίταξε περίεργα. Δίχως ναπει λέξη, πήρε το μπλοκάκι και τοπεριεργάστηκε.

«Μμμ... σαν ελληνικά μοιάζουν»,μουρμούρισε σε λίγο.

«Ναι, αλλά τι λένε».

«Α... Του... Τουφ... Τουφυ... »

«Πάψε να κάνεις το τρένο και πες μου

τι λέει! » φώναξα, προσπαθώντας νακάνω χιούμορ από τον εκνευρισμό μου.Ο Φίλιπσον με κοίταξε πάλι περίεργα καιμετά γύρισε πάλι προς το χαρτί.

«Του... Α! Τυφοεύς! » φώναξεθριαμβευτικά.

«Τί είναι αυτό; »

«Μια αρχαία ελληνική θεότητα.Τυφοεύς. Πολλοί τον ταυτίζουν με τονΤυφώνα, ένα φοβερό μυθικό τέρας...Αλλά δεν μπορώ να βγάλω τις άλλεςλέξεις... »

«Υπάρχουν και άλλες; » ρώτησα μεαπορία. «Νόμιζα ότι ήταν μια μόνο».

«Α, όχι, είναι τρεις λέξεις απλά δενυπάρχει μεταξύ τους διάστημα. ΓράφειΒγκα... Βγκαχ... Βγαχ’ Ναγκλ... Φταγκν...Ναι! Τυφοεύς βγκαχ’ ναγκλ φταγκν! Μαδεν—»

Σταμάτησε απότομα και τον είδα ναχλομιάζει κάπως.

«Πες μου πού τη βρήκες! » με ρώτησεσιγανά.

Του είπα. Του αφηγήθηκα τηνεπίσκεψή μου στο παλιό ορυχείο και το τιείχα βρει εκεί. Απέφυγα ν’ αναφέρω τιςδικές μου αντιδράσεις, αλλά μάλλον κάτικατάλαβε, γιατί τον έβλεπα να με κοιτάζειερωτηματικά, δίχως όμως να μου κάνει

καμία ερώτηση. Με άκουγε με σκυμμένοτο κεφάλι, σιωπηλά, αλλά πρόσεξα ότι ηχλωμάδα του γινόταν ολοένα και πιοέντονη.

«Κάτι σου λένε όλα αυτά, έτσι; »πρόσθεσα τελειώνοντας.

«Μάλλον... δεν ξέρω», αποκρίθηκεδιστακτικά, σηκώνοντας το κεφάλι καικοιτάζοντας αφηρημένα πέρα. «Ηαλήθεια είναι ότι έχω ξανασυναντήσειεκείνες τις τρεις περίεργες λέξεις, καικάτι παρόμοιο με το ανάγλυφο που μουανέφερες»

«Πού; » ρώτησα μ’ ενδιαφέρον.

«Στον Καναδά».

«Στον Καναδά! »Δεν μπόρεσα νακρύψω την έκπληξη από τη φωνή μου.«Α... θα εννοείς σε μουσείο».

«Οχι... σε φυσικό περιβάλλον, όπως κιεσύ».

«Για στάσου! Βρήκες αρχαία ελληνικήεπιγραφή στον Καναδά; »

«Οχι ελληνική οι χαρακτήρες ήταν σεάλλη γλώσσα, αλλά οι λέξεις ήτανηχητικά οι ίδιες». Δίστασε πάλι για μιαστιγμή και μετά με ρώτησε. «Εχειςακουστά για την Κοιλάδα του Θανάτου;»

«Ναι, στην Καλιφόρνια. Μα εσύ κάτιείπες για Καναδά... »

«Δε μιλάω για τη γνωστή Καλιφόρνια.Η κοιλάδα που εννοώ εγώ βρίσκεταιστον Καναδά, στις ΒορειοδυτικέςΠεριοχές. Οι Ινδιάνοι την ξέρουν καισαν Τόπο του Ακέφαλου. Η επίσημηονομασία της είναι Κοιλάδα του ΝότιουΝαχάννι».

«Τώρα που μου το λες, κάτι μουθυμίζει», τον διέκοψα. «Αν δεν κάνωλάθος, είχαν κυκλοφορήσει κάποιεςδυσάρεστες φήμες για κει, γιαεξαφανίσεις χρυσοθη-ρών ή κάτιτέτοιο».

«Ακριβώς».

«Α... παντού υπάρχουν τέτοιοι θρύλοι.Μήπως κι εκεί που ήμουν πριν έρθω εδώδεν υπήρχε ο θρύλος του Μονοπατιούτου Κάριμπου με τις εξαφανίσεις τωνμουλαριών; Ιστορίες για να περνά η ώρατα βράδια

γύρω απ’ τη φωτιά».

Ο Φίλιπσον κούνησε το κεφάλι του.«Τον έχω κι εγώ ακουστά το θρύλο πουλες. Η ιστορία με τις εξαφανίσεις στοΜονοπάτι του Κάριμπου αναφέρεταιστην περίοδο πριν από εκατό χρόνια καιμπορεί να είναι όπως τα λες. Όμως ηιστορία της κοιλάδας του Νότιου Να-

χάννι είναι πολύ πιο πρόσφατη και, σεδιαβεβαιώνω, δεν είναι καθόλου θρύλος.Άλλωστε ήμουν κι εγώ εκεί όταν συνέβηκάτι. Ήταν στην πρώτη αποστολή πουμε είχε στείλει η εταιρεία... »

Και μου διηγήθηκε μια αληθινάτρομακτική ιστορία. Δεν είχα φανταστείποτέ ότι τα πράγματα ήταν έτσι. Είχααπλά ακούσει αόριστες φήμες έως τότε-

τίποτα το συγκεκριμένο, όπως αυτά πουμου έλεγε τώρα ο Φίλιπσον.

«Κανένας δεν ξέρει πότε και πώςγεννήθηκε το κακό όνομα της κοιλάδας,αλλά γεγονός είναι ότι οι ντόπιοιΙνδιάνοι ανέκαθεν τη θεωρούσανκαταραμένη. Ίσως το πράγμα να είχε

μείνει εκεί αν στα 1898 δε βρισκότανχρυσάφι στον ποταμό Κλοντάικ και δενξεκινούσε έτσι ένας νέος πυρετόςχρυσοθηρίας. Η κοιλάδα του ΝότιουΝάχαννι πέφτει λίγο νοτιανατολι-κότερα, στις 610 2' Β, 123° 20' Δ,ανάμεσα στα βουνά Μακένζι καιΣέλγουιν, και το συγκεκριμένο σημείοκαλύπτει μια έκταση καμιάπεντακοσαριά τετραγωνικά χιλιόμετρα».

«Πώς και θυμάσαι με τόση ακρίβειατις συντεταγμένες; » τον διέκοψα

«Το καθετί από την υπόθεση αυτή έχειαποτυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου.Όταν ακούσεις όλη την ιστορία θακαταλάβεις γιατί», αποκρίθηκε κάπως

εκνευρισμένα. «Και για να συνεχίσω,από παλιά οι Ινδιάνοι έλεγαν ότι υπήρχεχρυσάφι εκεί, αλλά μονάχα μετά τοΚλοντάικ άρχισαν να φτάνουν οι πρώτοιχρυσοθήρες».

«Και υπήρχε στ’ αλήθεια χρυσάφι; »ρώτησα.

«Μάλλον. Αλλά μονάχα ένας το βρήκεσίγουρα και έζησε. 'Ηταν κάποιος ΤζωνΜακχέρνυ που πήγε εκεί κατά τις αρχέςτου αιώνα μας και κατάφερε να γυρίσειμε κάμποσο από το κίτρινο μέταλλο. ΟΜακχέρνυ ισχυρίστηκε όμως ότι κάποιεςσκιερές μορφές τον ακολουθούσανσυνέχεια, ότι ένιωθε πως κάτι εχθρικόκαραδοκούσε αθέατο και περίμενε την

ευκαιρία να του ριχτεί. Και πρόσθεσε ότιδε θα ξαναγύριζε εκεί ούτε για όλο τοχρυσάφι του κόσμου».

«Υπάρχουν άλλοι που θα πήγαιναν γιαπολύ λιγότερο», παρατήρησα, μ’ ένανκυνισμό που σίγουρα δεν τον ένιωθα.

«Α, ασφαλώς. Και πήγαν. Τρεις άντρες,ο Σκωτζέ-ζος Ίαν Ουάιρ και τ’ αδέρφιαΦρανκ και Ουίλλιαμ Μα-κλάουντ έκαναναυτό ακριβώς που λες», με διαβεβαίωσεξερά ο Φίλιπσον.

«Κι εξαφανίστηκαν; » μάντεψα κάπωςειρωνικά.

«Όχι ακριβώς. Τα δυο αδέρφια

βρέθηκαν, αλλά ακέφαλα, ενώ από τονΟυάιρ απόμεναν μονάχα κάτι κουρέλιατου ανάκατα με σάρκες από το σώματου».

Ανατρίχιασα. Ταυτόχρονασυνειδητοποίησα τη σιγαλιά και τοσκοτάδι που επικρατούσε ολόγυρά μας.Εκείνο το βράδυ, εκτός από τους Ντυρόκαι Μαρά στο No 7, ήμαστε οι μόνοιστον καταυλισμό- όλοι οι άλλοι είχανκατέβει στην Αθήνα.

«Οι άντρες της ομάδας που τουςαναζήτησε γύρισαν πίσω άρον άρον»,συνέχισε με άχρωμη φωνή ο Φίλιπσον.«Ισχυρίστηκαν ότι είχαν νιώσει κι αυτοίκάτι εχθρικό και έτοιμο να τους ριχτεί».

«Μπορεί να επηρεάστηκαν απ’ αυτάπου βρήκαν», παρατήρησα. «Το να βρειςκάποιους στην κατάσταση

που μου περιέγραψες... ».

«Ναι, επηρεάστηκαν, όπως θασυνέβαινε με τον καθένα στη θέση τουςαλλά ακριβώς αυτά που βρήκαν ήτανπου τους έπεισαν ότι δεν ήταν απλάθρύλοι και φαντασίες», μου θύμισε ξεράο Φίλιπσον. «Όπως και να ’χει, οεπόμενος ήταν ένας συμπατριώτης σουαπό το Οντάριο, ο Έρνι Σάβαρντ. Αυτόςπίστευε ότι τους τρεις προηγούμενουςτους είχε κατασπαράξει κάποια αρκούδαγκρίζλι ή οι λύκοι, και φρόντισε να πάρειμαζί ένα ισχυρό ντουφέκι... Δεν τον

βοήθησε και πολύ. Οι ομάδες διάσωσηςτον βρήκαν τυλιγμένο στις κουβέρτεςτου δίπλα από τις στάχτες της φωτιάςτου. Το κεφάλι του ήταν στη θέση του,αλλά κρεμόταν μονάχα από κάτι νεύρα».

«Μου κάνεις πλάκα; » ρώτησα.

«Έτσι λες; Άκου και τη συνέχεια.Άλλοι τέσσερις χρυσοθήρες οπλίστηκανέως τα δόντια και μπήκαναποφασισμένοι να βρουν εκείνο τοχρυσάφι. Σκληρά καρύδια όλοι τους, δεντους φόβιζαν ούτε τέρατα ούτε δαίμονεςούτε τίποτα... ».

«Και; » δεν μπόρεσα να μη ρωτήσω,αν και ήξερα ότι αυτό ακριβώς περίμενε

ο Φίλιπσον να κάνω. Δε μου είχεσυγχωρήσει τη δυσπιστία μου.

«Αυτούς δεν τους βρήκαν καθόλου.Στη συνέχεια δοκίμασε μια κοπέλα».

«Ε, όχι δα! » γέλασα. Σίγουρα οφιλαράκος προσπαθούσε να μετρομάξει. Η αφήγησή του θύμιζεσενάριο ταινίας τρόμου. Από στιγμή σεστιγμή πρέπει να ξέσπαγε σε γέλια γιατην αφέλειά μου. Αλλά, τελικά, δενήμουν και τόσο σίγουρος. Δεν ταίριαζεμε το χαρακτήρα του Φίλιπσον να κάνειτέτοια αστεία. Εξάλλου θυμόμουν πόσοείχε χλομιάσει προηγουμένως.

«Ναι», συνέχισε εκείνος απτόητος. «Η

Αννι Λαφε-ρέτ ήταν το ίδιο σκληρόκαρύδι, αν και αυτή δεν πήγε

για το χρυσάφι. Ο σκοπός τηςήταν πιο ρομαντικός. Ήθελενα κυνηγήσει κάποιοπροϊστορικό τέρας που πίστευεότι βρισκόταν εκεί ή κάτιτέτοιο. Βέβαια, πήγε κι αυτήανάλογα οπλισμένη».

«Και; » ρώτησα πάλι,προσπαθώντας ναχαμογελάσω.

«Μήνες αργότερα έναΙνδιάνος ανέφερε ότι είχεσυναντήσει μια λευκή γυναίκαστις παρυφές τις κοιλάδας.Ήταν γυμνή και προφανώςτρελή. Δεν τον άφησε να τηζυγώσει. Ψέλλιζε ότι κάποιοιήθελαν να τη θυσιάσουν στουςθεούς, και μετά το έβαλε σταπόδια ουρλιάζοντας για ναχαθεί ανάμεσα στα δέντρα.Από τότε δεν την ξανάδεκανείς. Πιστεύεται ότι ήταν ηΛαφερέτ».

«Όλα αυτά γίνονταν πρινπολλά χρόνια», μουρμούρισα,δίχως κι εγώ να ξέρω τισημασία είχε αυτό.

«Όχι ακριβώς», απάντησε οΦίλιπσον. «Το 1960 χάθηκανάλλοι δυο χρυσοθήρες μουδιαφεύγουν τώρα τα ονόματάτους. Τους ακολούθησε έναςΑμερικάνος από τη Νεβάδα, οΟυίλλιαμ Άρτσερ. Αυτός είχεμαζί του κι ένα πελώριοαγριόσκυλο για σιγουριά. Ο

σκύλος βρέθηκε δίχως κεφάλι,όσο για τον Άρτσερ — κι αυτόείναι το περίεργο — βρέθηκανμονάχα τα ρούχα τουτακτοποιημένα σε κανονικήστοίβα».

Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή ητακτοποίηση των ρούχων μουφάνηκε πολύ πιο τρομακτικόσυμβάν από καθετί άλλο πουείχα ακούσει έως τώρα.

«Κάτι είπες ότι ήσουν εκεί

σε κάποιο συμβάν», τουθύμισα, θέλοντας να βγάλωαπό το νου μου αυτή τηνπαράξενα τρομακτική καιακατανόητη λεπτομέρεια.

«Ναι... », αποκρίθηκε αργά.«Ήταν το 1966, όταν ηεταιρεία με είχε στείλει σταβουνά Μακένζι σε μιαπροσπάθεια να βρούμεουράνιο. Ένας Καναδόςφωτογράφος, ο ΜπλέηκΜακένζι — ναι είδες

σύμπτωση;

— είχε ακούσει τις ιστορίες καιαποφάσισε να λύσει το μυστήριο μεακίνδυνο τρόπο, κινηματογραφώντας απόαεροπλάνο. Πιλοτάριζε ο ίδιος καιξεκίνησε μ’ ένα μικρό αεροσκάφος, με τηφωτογραφική του μηχανή και — γιακαλό και για κακό — ένα τουφέκι. Όχιότι τα ντουφέκια είχαν αποδειχτείχρήσιμα στους προηγούμενους, αλλά,όσο να ’ναι, σου δίνουν κάποια αίσθησησιγουριάς».

«Κατάφερε να φωτογραφήσει τίποτα; »ρώτησα μην μπορώντας να κρύψω τοενδιαφέρον μου. Ο Φίλιπσον με κοίταξεκαι κούνησε το κεφάλι του.

«Στα μισά πάνω από την κοιλάδα, τομοτέρ του αεροπλάνου σταμάτησε γιακάποιο λόγο να λειτουργεί και ο Μακένζιυποχρεώθηκε να κάνει αναγκαστικήπροσγείωση».

«Εννοείς ότι σώθηκε; »

«Από την πτώση, ναι. Τρεις μήνεςαργότερα εντόπισαν το αεροπλάνο καιβρήκαν εκεί το ημερολόγιό του. ΟΜακένζι είχε βγει σώος από τασυντρίμμια και κατάφερε να επιβιώσει γιατουλάχιστον σαράντα μέρες, τρώγονταςθηράματα που σκότωνε με το όπλο του.Ύστερα άρχισε να γράφει για κάποιαακατονόμαστη φρικαλεότητα πουκαραδοκούσε και περίμενε να του ριχτεί

και... αυτό ήταν όλο. Δε βρέθηκε ούτείχνος του. Αργότερα έμαθα ότι χάθηκανακόμη ένας Ελβετός δημοσιογράφος καιδυο Αμερικανοί φωτογράφοι που είχανπάει εκεί σαν ερευνητές. Ο Ελβετόςβρέθηκε πνιγμένος στο ποτάμι, αλλά απότους άλλους δύο δεν ανακαλύφθηκε τοπαραμικρό».

«Τι σχέση έχουν, τελικά, όλ’ αυτά μετο δικό μου εύρημα»; ρώτησα ότανκατάλαβα ότι, επιτέλους, δεν είχε ναπροσθέσει άλλα τέτοια αποτρόπαιαγεγονότα.

«Ήμουν εκεί όταν ξεκίνησε η ομάδα ν’αναζητήσει το αεροπλάνο του Μακένζι»,αποκρίθηκε αργά, σχεδόν απρόθυμα, ο

Φίλιπσον. «Επειδή είχα κάποια πείρα απ’αυτούς τους βορινούς αγριότοπους, ηΈφιππη Αστυνομία σας με παρακάλεσενα βοηθήσω. Δέχτηκα. Όπως σου είπα,βρέθηκε το αεροπλάνο, αλλά όχι και οπιλότος του. Έτσι η ομάδα μαςσκορπίστηκε με σκοπό ν’ αναζητήσει ταίχνη του. Πηγαίναμε ανά δύο. Όλοιείχαμε βαριά ντουφέκια για χοντρόκυνήγι, και δεν ντρέπομαι να σου πω ότιβαδίζαμε σχεδόν σαν καβούρια, πλάτηπλάτη και με το πλάι, για να μην υπάρχειπερίπτωση να μας αιφνιδιάσει κανείς.Ήταν τόσο τεντωμένα τα νεύρα μας πουείχαμε φροντίσει να φοράμε όλοι κόκκινατζάκετ για να μη σκοτωθούμε μεταξύ μαςκατά λάθος».

Τα δικά μου νεύρα δεν ήταν λιγότεροτεντωμένα, και κατάλαβα ότι ο λαιμόςμου ήταν εντελώς στεγνός γιατίξεροκατάπινα από ώρα. Γέμισα δυοποτήρια με ουίσκι και του έδωσα το ένα.Το πήρε σιωπηλά, ήπιε μια γουλιά καισυνέχισε.

«Ήμασταν λίγες εκατοντάδες μέτραμακρύτερα από κει όπου είχε πέσει τοαεροπλάνο, όταν ο Ντέηβ κι εγώ — οΝτέηβ ήταν ο σύντροφός μου στηνέρευνα

— βρήκαμε το μονόλιθο. Έμοιαζε μεαυτόν που βρήκες στο παλιό ορυχείο,αλλά ο βωμός μπροστά ήταν ένας απλόςεπίπεδος βράχος της περιοχής. Είχε ίχνη

αίματος πάνω, αλλά όχι πρόσφατα, και δεσκεφτήκαμε ότι μπορεί ν’ ανήκαν στονΜακένζι. Όμως στο μονόλιθο υπήρχε έναανάγλυφο που απεικόνιζε κάποιοφρικαλέο πλάσμα. Ήταν αρκετάδιαφορετικό από κείνο που μουπεριέγραψες, αλλά είχε κι αυτό άφθοναπλοκάμια και ήταν εξίσου αποκρουστικό.Από κάτω κάποιος είχε χαράξει αδέξιαδύο λόγια. Πρέπει να ήταν μάλλονΙνδιάνος, και είχε χρησιμοποιήσει τολατινικό αλφάβητο. Έγραφε: Ουέντιγκοβγκαχ’ ναγκλ φταγκν».

«Ουέντιγκο; » τον διέκοψα. «Κάποιαινδιάνικη θεότητα δεν είναι»;

«Ναι, αυτό το ήξερα κι εγώ, αλλά

ρώτησα τον Ντέ-ηβ — ξέχασα να σουπω ότι ήταν ντόπιος Ινδιάνος Κάσκα— που στο διάστημα αυτό είχε μείνειπαράμερα προσέχοντας να μη μαςζυγώσει τίποτα. Στο άκουσμα τηςλέξης Ουέντιγκο φάνηκε να δείχνειενδιαφέρον αλλ’ όχι και ναεντυπωσιάζεται. Αλλά μόλις πρόφεραμε δυσκολία τις άλλες τρεις λέξεις, τονείδα να χλω-μιάζει και το ασπράδι τωνματιών του να παίρνει πελώριεςδιαστάσεις. Άρχισε να πισωπατά,κάνοντας περίεργες κινήσεις, πουφαντάστηκα ότι ήτα ξόρκια ενάντια σεκάτι κακό. Ύστερα έκανε μεταβολή καιτο έβαλε στα πόδια. Τον ακολούθησακαι τον πρόλαβα στον καταυλισμόμας. Αρνήθηκε να μου εξηγήσει το

παραμικρό. Και ξέρεις τους Ινδιάνουςόταν δε θέλουν να μιλήσουν... ».

«Και δεν έμαθες ποτέ τι σημαίνουνοι λέξεις; » ρώτησα με κάποιααπογοήτευση.

«Έμαθα, πολύ αργότερα... Θα σουφανεί παράξενο που είδα αυτές τιςλέξεις για δεύτερη φορά. Τιςσυνάντησα διαβάζοντας κάτιδιηγήματα τρόμου ενός α-μερικανούσυγγραφέα, του Λάβκραφτ. Απ’ ό, τικατάλαβα, σημαίνουν “κείταικοιμισμένος και ονειρεύεται”. Βέβαια,ένα διήγημα δεν είναι αξιόπιστη πηγή,αλλά... ».

«Θες να πεις ότι και τα λόγια πουβρήκα εγώ μεταφράζονται “Ο Τυφοεύςκείται κοιμισμένος και ονειρεύεται”;Και σε ποια γλώσσα; ».

Ο Φίλιπσον φάνηκε να διστάζειπερισσότερο από κάθε άλλη φορά.«Κοίτα να δεις», μου είπε τελικά.«Υποτίθεται ότι υπάρχει κάποιοαρχαίο βιβλίο που λέγεταιΝεκρονομικόν και που αναφέρεται σεόλα αυτά τα πράγματα, αλλά κανέναςδεν έχει καταφέρει να εξα-

κριβώσει αν πρόκειται για αληθινό ήφανταστικό βιβλίο. Όπως και να ’χει, ταγεγονότα του Νότιου Να-χάννι μ’ έκαναναργότερα να ερευνήσω πιο συστηματικά

αυτό το θέμα και... ανακάλυψα αρκετά.Θα προτιμούσα να μη γίνω περισσότεροσαφής στο θέμα αυτό. Ένα μόνο μπορώνα σου πω: Μην ξαναπατήσει σ’ εκείνοτο μέρος».

Όσο κι αν επέμεινα, ο Φίλιπσοναρνήθηκε να μου εξηγήσει περισσότερα,αλλά περιορίστηκε να μου επαναλάβει μεέμφαση την ίδια προειδοποίηση. Η μόνητου υποχώρηση ήταν ένα, «Άσε, θα ταξαναπούμε με πιο ηρεμία αύριο, με τοφως της μέρας».

Εκείνη τη νύχτα άργησα να κοιμηθώστο μικρό μου αντίσκηνο. Η ιστορία τουΦίλιπσον με είχε επηρεάσει περισσότεροαπ’ ό, τι θα φανταζόμουν. Κι εκείνα που

είχα βρει στο παλιό ορυχείο; Κατάπαράξενο τρόπο, δε μου φαινότανυπερβολική η προειδοποίησή του να μηνξαναπλησιάσω εκεί. Στην προσπάθειάμου να ηρεμήσω, πήρα ένα βιβλίο τσέπηςκαι άρχισα να διαβάζω. Είχααπορροφηθεί από την ενδιαφέρουσαπλοκή του διηγήματος, έχοντας σχεδόνξεχάσει για λίγο τα όσα είχαμεκουβεντιάσει, όταν ένας θόρυβος μουτράβηξε την προσοχή. Ήταν σανκάμποσα άτομα να περνούσαν απέξωμουρμουρίζοντας κάποια ψαλμωδία ήκάποιο από κείνα τα μονότονα ντόπιαδημοτικά τραγούδια. Σκέφτηκα ότι θαήταν η βάρδια από κάποιο τρυπάνι πουαναχωρούσε και δεν έδωσα περισσότερησημασία. Ύστερα από κάμποση ώρα με

πήρε ο ύπνος.

Το άλλο πρωί, μπαίνοντας για τοπρωινό στο μεγάλο αντίσκηνο, βρήκα τονΦίλιπσον με κόκκινα από την αϋπνίαμάτια. Στην Καλημέρα μου απάντησε μ'ένα ξερό, «Μην ξανακάνουμε τέτοιεςκουβέντες βράδυ, γιατί είχα εφιάλτες όλητη νύχτα. Νόμιζα ότι περνούσε κόσμοςαπέξω, τραγουδώντας ή ψέλνοντας».

«Θα ηταν οι εργάτες πουγύριζαν από τα τρυπάνια»,απάντησα χαμογελώντας.

«Ποιοι εργάτες; » έκανε οΦίλιπσον. «Δε δούλευε καμία

νυχτερινή βάρδια- όλοι τουςείχαν φύγει από νωρίς. Είναικάποια γιορτή σήμερα καιζήτησαν να φύγουν από νωρίςχτες. Ήμαστε μονάχα εμείς οιδυο στην περιοχή».

Η αντίδρασή μου μεξάφνιασε κι εμένα.

Ξέσπασα σ’ ένα φοβερόγέλιο. Χτυπιόμουν κάτω μηνμπορώντας να σταματήσω. ΟΦίλιπσον μάλλον νευρίασε.

«Με ειρωνεύεσαι κι απόπάνω για τους εφιάλτες μου; »γρύλισε σμίγοντας τα φρύδιατου.

«Όχι», τον διαβεβαίωσα,πνιγμένος στα γέλια. «Ήμουνξύπνιος εκείνη την ώρα καιάκουσα κι εγώ την ίδιαοχλαγωγία, αλλά νόμισα ότιήταν οι εργάτες μας.Περνούσαν σχεδόν απέξω απότη σκηνή μου».

Ο Φίλιπσον έγινε κίτρινοςσαν το κερί. Εγώ, από τη μεριάμου, δεν μπορούσα νασταματήσω τα γέλια. Αν τασταματούσα, ήξερα ότι θαγινόμουν ακόμη πιο κίτρινος.Όταν τελικά ο Φίλιπσον άρχισενα με κοιτάζει με ανησυχία,κατάφερα να ηρεμήσω κάπως,και σκούπισα τα δακρυσμέναμάτια μου. Όπως το περίμενα,ο τρόμος ήρθε σαν χείμαρροςνα γεμίσει το κενό που άφηνετο γέλιο.

«Ο Πητ και ο Αλαίν! »φώναξε ξαφνικά ο Φίλιπσον,και έγινε ακόμη πιο κίτρινος,αν αυτό ήταν δυνατό.

«Ε, τι έκαναν αυτοί; »ρώτησα, πνίγοντας μεδυσκολία ένα καινούριοξέσπασμα παράλογου,νευρικού γέλιου. Ήξερα ότιαναφερόταν στους Πητ Ντυρόκαι Αλαίν Μαράκ που είχαναναλάβει να φυλάνε τη νύχτατο υλικό στο Γεωτρύπανο Νο7.

«Ήταν μόνοι εκεί χτεςβράδυ... και είπες ότι άκουγεςτο τρυπάνι Νο7 να δουλεύειπάνω από κείνο τον

υπόγειο μονόλιθο... », έκανε οΦίλιπσον σαν να μιλούσε στονεαυτό του.

«Δεν καταλαβαίνω... »άρχισα να λέω, αλλά κάτι είχααρχίσει να υποψιάζομαι. Κάτιπου μ’ έσπρωχνε σ’ εκείνο τοτρελό γέλιο, σε μια

υποσυνείδητη προσπάθειαακριβώς για να μην το σκεφτώ.

Ο Φίλιπσον έκανε απότομαμεταβολή και έτρεξε προς τομικρό ανοιχτό τζιπ που ήτανσταματημένο πιο πέρα. Δε μουφώναξε καν να πάω μαζί του.Μόλις που πρόλαβα ναπηδήσω στη στενή καρότσακαθώς το τζιπ ξεκινούσε. Λίγοαργότερα, με την ψυχή στοστόμα, κατάφερα να καθίσωστο κάθισμα του συνοδηγού. 0

Φίλιπσον οδηγούσε σαν τρελόςκαι το σκληροτράχηλο αμάξιχοροπηδούσε σαν άλογο σ’ένα στενό ανηφορικό μονοπάτιπου δεν ήταν φτιαγμένο γιαρόδες.

Φτάσαμε στο ΓεωτρύπανοΝο7 σε λίγα λεπτά. Αλλά καιαν είχαμε αργήσει, πάλι δε θαείχε σημασία. 'Ισως νακοιμόμουν καλύτερα ταβράδια τώρα αν δεν είχαμεπάει καθόλου εκεί.

Ο Φίλιπσον κοίταξε το θέαμαεντελώς ανέκφραστα, αλλά καιμ’ ένα τόσο άσπρο χρώμα στοπρόσωπό του, που δεφανταζόσουν ότι θα μπορούσενα το έχει άνθρωπος με αίμαστις φλέβες του.

Όσο για το άσπρο χρώμα τουΑλαίν Μαράκ, αυτό ήταν απόμια άποψη φυσιολογικό. Γιατίο Μαράκ δεν είχε πια σταγόνααίμα στις φλέβες του. Είχεχυθεί όλο από το λαιμό του,

όταν κάτι του είχε ξεριζώσεικυριολεκτικά το κεφάλι απότους ώμους. Ελπίζω — ανταιριάζει εδώ η λέξη — ότι ηαρχή είχε γίνει από το κεφάλι,γιατί την ίδια τύχη είχαν ταχέρια και το ένα πόδι τουσυναδέλφου μας.

Ο Φίλιπσον δεν κατέβηκεκαν από το τζιπ. Ούτε κι εγώ.Ούτε και κανένας μαςσκέφτηκε καν έστω να φω-

νάξει το όνομα του Ντυρό. Οτελευταίος δε φαινότανπουθενά και θα μπορούσε ναείναι ζωντανός. Όμως —προσωπικά δεν απορώ γι’ αυτό— ούτε καν δοκιμάσαμε νατον βρούμε. Ήμαστε σίγουροιότι, και να τον βρίσκαμε, δε θαμπορούσαμε να τονβοηθήσουμε σε τίποτα.

Γυρίσαμε στην κατασκήνωση δίχωςν’ ανταλλάξουμε κουβέντα. ΟΦίλιπσον οδηγούσε γοργά, αλλάσταθερά τώρα, σχεδόν με μια μηχανική

αποφασιστικότητα. Ήταν σχεδόνανέκφραστος. Αμφιβάλλω αν είχε κανσυναίσθηση ότι καθόμουν δίπλα του.Κάποια στιγμή πήγα κάτι να πω, αλλά,εκτός από τα χείλη μου πουΤρεμούλιασαν, δε βγήκε κανέναςάλλος ήχος. Φτάνοντας στονκαταυλισμό, ο Φίλιπσον πήδηξε απότο αμάξι και με μεγάλες δρασκελιέςπροχώρησε στο αντίσκηνό του απ’όπου βγήκε σχεδόν αμέσως κρατώνταςένα μεγάλο άδειο σακ-βουαγιάζ καιέναν ισχυρό φακό. Οι κινήσεις τουσυνέχιζαν να είναι περίεργα μηχανικές.'Υστερα τράβηξε προς ένα μικρό,κλειδωμένο παράπηγμα, πίσω από έναμεγάλο βράχο, σ’ ένα κοίλωμα τουεδάφους σε αρκετή απόσταση από τα

αν-τίσκηνα. Το σημείο αυτό δεν είχεεπιλεγεί τυχαία- ήξερα τι φυλάγαμεεκεί. Τον ακολούθησα.

Μονάχα καθώς ξεκλείδωνε τοχοντρό λουκέτο τον άκουσα ναμουρμουρίζει σαν ναμονολογούσε, «Κοιμόταν, αλλάξύπνησε... ξύπνησε από το τρυπάνιμας... Και οι πιστοί ήρθαν στοκάλεσμά του».

Αναρωτήθηκα ποιος είχεξυπνήσει και ποιους πιστούςμπορεί να εννοούσε. Άθελά μου,το μυαλό μου πέταξε στο χωριόΚαραλλού, το χωριό που όλοι οιντόπιοι το απόφευγαν. Το χωριό

με τους σιωπηλούς, μονόχνοτουςκατοίκους με τ’ ανατολίτικαχαρακτηριστικά. 'Ηταν αυτοί...Μπορεί... δεν ξέρω... Ύστερα απ’όσα επακολούθησαν, ούτε θέλωνα το εξακριβώσω.

«Ξύπνησέ», επανέλαβε στονίδιο τόνο ο Φίλιπσον. «ΟΛάβκραφτ είχε δίκιο. Το

πανάρχαιο κακό πουκοιμάται στους μυστικούς

τόπους της γης καιπροσπαθεί κατά καιρούς να

ξανακάνει δικό του τον

κόσμο... Αλλά δε θα τοαφήσω... Δε θα το αφήσω! »

Ήδη ήμαστε μέσα στοπαράπηγμα και ο Φίλιπσονάρχισε να βγάζει ταμασούρια του δυναμίτη απόένα κιβώτιο και να γεμίζει τοσακ-βουαγιάζ, αφού πρώτατοποθετούσε καψούλια καικοντά κομμάτια απόβραδύκαυστο φιτίλι. Ήτανπαράξενο, αν το σκεφτείκανείς, πόσο ψύχραιμες και

συντονισμένες ήταν οικινήσεις του. Δεν ήξερα ότιείχε τόση πείρα σ’ αυτά ταπράγματα.

Δε χρειαζόταν να μου πειτι σκόπευε να κάνει τομάντευα. Λίγο πριν γυρίσειπάλι προς το τζιπ, είχαπεταχτεί στο μεγάλοαντίσκηνο και γύριζα μεάλλον ένα φακό και μ’ ένακαλό επαναληπτικόκυνηγετικό ντουφέκι. Τις

τσέπες μου τις είχα γεμίσειφυσίγγια με τα πιο χοντράσκάγια που είχαμε. Θυμάμαιότι την τελευταία στιγμήπήρα κι ένα μικρό κουτί μεμονόβολα ικανά νασκοτώσουν κι ελέφαντα.Αυτά τα είχαμε κυρίως γιασκοποβολή, μια και δενυπήρχαν θηράματα γιατέτοια φυσίγγια στηνπεριοχή. Δεν είχα ξεχάσειότι και στην Κοιλάδα τουΝότιου Ναχάννι είχαν πάει

οπλισμένοι δίχως αυτό νατους ωφελήσει σε τίποτα.Αλλά, όπως είχε πει κι οΦίλιπσον, ένα όπλο στο χέρισου δίνει κουράγιο μερικέςφορές, και σίγουραχρειαζόμουν τώρα και τηντελευταία στάλα κουράγιου,έστω και δανεικού.

Ανεβήκαμε πάλι στο τζιπκαι λίγα λεπτά αργότερασταματούσαμε μπροστά στοάνοιγμα του αρχαίου

ορυχείου που μόλις χτες είχαεπισκεφθεί. Μόλις χτες! Είχατην εντύπωση ότι είχανπεράσει χρόνια. Προχώρησαπρώτος μέσα- δεν είχα καμίατέτοια διάθεση, αλ-.

λά ήμουν ο λιγότερο φορτωμένος και οπιο ευκίνητος από τους δυο. Οι δέσμεςτων φακών μας σπάθιζαν το σκοτάδι, κιαυτή τη φορά δε συναντήσαμε οΰτεαρουραίους ούτε καβούρια.

Ο Φίλιπσον βάδιζε μ’ ένα τσιγάρομόνιμα αναμμένο στο στόμα. Το είχεανάψει όταν ξεκινούσαμε με το τζιπ, και

από τη στιγμή εκείνη μόλις τέλειωνε τοένα άναβε με τη γόπα του το επόμενο.

Δεν είχαμε σκεφτεί να φορέσουμεγαλότσες, και όταν αφήσαμε πίσω μας τοπολύ νερό, τα μουλιασμένα παπούτσιαμας έκαναν έναν αηδιαστικό ήχο στοκάθε βήμα, σαν να περπατούσαμε σε κάτιλιωμένο και σάπιο. Αλλ’ αυτό ίσως είναιαπλή θύμηση από κείνη την εφιαλτικήδιάδρομή δεν είμαι σίγουρος αν το είχαπροσέξει τότε.

Θυμάμαι όμως τη στιγμή που βγήκαμεστην αίθουσα με το βωμό.

Τη θυμάμαι, αλλά εκείνο πουεπακολούθησε δε νομίζω ότι μπορώ να

το περιγράψω με κάποια συνέπεια. Στημνήμη μου δεν έχω παρά μια σειρά απόχαώδεις εικόνες κι εντυπώσεις που έωςτότε δεν είχα ζήσει ούτε σε εφιάλτες.

Δεν ξέρω τι ήταν οι σκιερές μορφέςπου ήταν μαζεμένες εκεί, ψέλνοντας μιαναλλόκοτη ψαλμωδία γύρω από το βωμό.Ένα κορμί ήταν ξαπλωμένο στο βωμόκαι, μόλο που ήταν αδύνατο ναδιακρίνουμε λεπτομέρειες, δεν υπήρχεαμφιβολία ότι επρόκειτο για τον Ντυρό.

Και εκείνες οι φοβερές σκιερές μορφέςγύρω του;

Πρέπει να ήταν άνθρωποι, ήτουλάχιστον έτσι έμοιαζαν. Ίσως να

είχαμε κάνει πίσω βλέποντας τοσυγκεντρωμένο εφιαλτικό πλήθος, αν δεμας συνέ-παιρνε μια τρελή ελπίδα ότιμπορεί ο φίλος μας να ήταν ακόμηζωντανός.

Και τότε κατάλαβα γιατί ο Φίλιπσονκάπνιζε απαν-ωτά, ανάβοντας το επόμενοτσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου.Ήταν πολύ λογικό έπρεπε να το ’χωκαταλάβει από την αρχή. Όμως δεν το’χα σκεφτεί, μέχρι που η καύτρα τουτσιγάρου του ακούμπησε το κοντό φιτίλικι εκείνο ανταποκρίθηκε μ’ ένα σιγανόαλλά άγριο συριχτό ήχο.

Ύστερα κάτι σαν μικρό βεγγαλικόδιέγραψε μια καμπύλη τροχιά στο

σκοτάδι, προς τους τελευταίους τουπλήθους.

Στην πρώτη έκρηξη του δυναμίτη ηαίθουσα φωτίστηκε άπλετα σαν μιασκηνή εφιάλτη βγαλμένη από πίνακα τουΦιουζέλι ή του Γκόγια. Ουρλιαχτά πόνουακούστηκαν, αν και δεν έμοιαζαν πολύμε ανθρώπινα. Ό, τι κι αν ήταν εκείνα ταπλάσματα, φάνηκαν να σαστίζουν για μιαστιγμή από τη λάμψη και το βροντερόπάταγο. Γ ια μερικές πολύτιμες για μαςστιγμές φάνηκαν να μην ξέρουν τι νακάνουν, κι αμέσως μετά σκόρπισανπροσπαθώντας να καταλάβουν από πούερχόταν ο κίνδυνος. Ύστερα μας είδανκαι όρμησαν σαν κύμα καταπάνω μας.

Αλλά εκείνες οι λίγες στιγμές τουςκόστισαν ακριβά.

Η συνέχεια είναι ακόμη πιοσυγκεχυμένη στο νου μου. Θυμάμαιμονάχα ότι ούρλιαζα σαν τρελός και ότιόπλιζα και πυροβολούσα στο σωρό.Ταυτόχρονα οι υπόκωφες βροντές τουδυναμίτη αντηχούσαν η μια μετά τηνάλλη. Ο Φίλιπσον πρέπει να τους έριχνεμε όση ταχύτητα προλάβαινε να τουςανάβει.

Νομίζω ότι μετά τις πρώτες εκρήξεις, οΦίλιπσον με τράβηξε από το μανίκι καιμ’ έριξε στο δάπεδο της αίθουσας, χωρίςνα είμαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό.Είναι γεγονός ότι δε με χτύπησε καμία

από τις πέτρες ή τα μέλη από κορμιά πουτίναζαν ολόγυρα οι δυναμίτες, και απ’αυτό υποθέτω ότι ήμουν πεσμένος κάτω.Πάντως, το μόνο θυμάμαι είναι ότιούρλιαζα σαν δαιμονισμένος καιταυτόχρονα πυροβολούσα. Φαντάζομαιότι θα γέμιζα ασυναίσθητα το όπλο κάθεφορά που άδειαζε. Ή, απλά τραβούσα τησκανδάλη. Σας λέω, δεν είμαι σίγουροςσχεδόν για τίποτα.

Πρέπει να σηκωθήκαμε κάποια στιγμήστα πόδια μας, γιατί θυμάμαι ότιβρεθήκαμε σκυμμένοι πάνω από το βωμόκαι κοιτάξαμε αυτό που ήταν ξαπλωμένοεκεί. Ολόγυρα στο πάτωμα υπήρχανπεσμένες μαύρες μάζες που κάπνιζαν.Καπνοί γέμιζαν το χώρο, και η τσουχτερή

μυρωδιά της άκαπνης πυρίτιδας και τουδυναμίτη ανακατευόταν με μιααναγουλιαστική τσίκνα καμένης σάρκας.Ακόμη δεν ξέρω αν ήταν άνθρωποι πουείχαμε σκοτώσει ή σωροί από πέτρες καιχώματα από το βομβαρδισμό με τουςδυναμίτες. Πάντως τίποτα δε σάλευεολόγυρα. Το είχαν βάλει στα πόδια, είχανσκοτωθεί; Δεν έχω ιδέα.

Είδαμε τον Ντυρό στο βωμό, αλλάήταν φανερό ότι δεν μπορούσαμε να τουπροσφέρουμε τίποτα πια. Δεν ήτανδιαμελισμένος όπως ο Μαράκ, αλλά τοαίμα του γέμιζε τη μικρή γούρναμπροστά στο μονόλιθο.

Νομίζω ότι μείναμε για μερικές στιγμές

εκεί κοιτάζοντας το άσπρο πρόσωπό του,μουδιασμένοι, με το μυαλό μας εντελώςάδειο. Τουλάχιστον εγώ δε σκεφτόμουναπολύτως τίποτα. Ίσως ένιωθα μονάχαμια ανακούφιση που όλα είχαν τελειώσει.

Είχαν τελειώσει;

Τι ηλίθιος που ήμουνα! Η αληθινήφρίκη άρχιζε μόλις τότε.

Κανένας από τους δυο μας δεν είχεπροσέξει ότι εκείνη η απαίσια μπόχα πουείχα νιώσει και την πρώτη φορά είχε γίνεισχεδόν ανυπόφορη, σκεπάζοντας τηστυφή μυρωδιά της μπαρούτης και τουδυναμίτη, ακόμη και την τσίκνα τηςκαμένης σάρκας. Δεν είχαμε ακούσει

ούτε εκείνο το φρικαλέο σούρσιμο απόκάτι πελώριο και πλαδαρό που μαςζύγωνε. Κι όμως, η μύτη και τ’ αφτιά μαςπρέπει να το ήξεραν από ώρα!

Κοιτούσα το κέρινο πρόσωπο τουΝτυρό, αλλά ούτε και η έκφραση τηςφρίκης που ήταν αποτυπωμένη εκεί μουέλεγε τίποτα. Όλα ήταν σαν μια ουδέτερηζωγραφιά, κενή από συναίσθημα ήπεριεχόμενο.

Θυμάμαι ότι ακόμη και όταν είδα τογυμνό στήθος του Ντυρό να καπνίζειξαφνικά και να βγάζει μια αποκρουστικήτσίκνα, και πάλι το γεγονός δε μου έκανεεντύπωση. Κάτι μαύρο και γλοιώδες είχεστάξει από ψηλά και του κατάτρωγε τη

σάρκα. Ύστερα άλλη μια μεγάλη μαύρη,πηχτή στάλά έπεσε με σιχαμερό «πλοπ»πάνω στην κοιλιά του. Μετά άλλη κιάλλη... Κι εγώ συνέχιζα να κοιτάζωαδιάφορα, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.Ίσως ήταν απόλυτα φυσικό σ’ εκείνο τονανήλιαγο κόσμο κάτι να στάζει από ψηλάπου κατάτρωγε τις σάρκες. Μονάχα οπαλιός κόσμος του ήλιου ήταν τώρα κάτιτο αφύσικο και εξωπραγματικό.

Ήταν ο Φίλιπσον που αντέδρασεπρώτος.

Σήκωσε το πρόσωπό του ψηλά, και απότο λαρύγγι του ξέφυγε μια κραυγήτρόμου τόσο φρικτή που λειτούργησεστο μουδιασμένο μυαλό μου σαν ένας

κουβάς κρύο νερό. Ήταν μια πνιχτή,σιγανή κραυγή, αλλά έκρυβε τόσο τρόμοπου μ’ έκανε να τιναχτώ και να σηκώσωκι εγώ το βλέμμα προς τα πάνω.

Ήταν πάνω από τα κεφάλια μας!

Γ ια μερικές στιγμές μετά πρέπει ναείχα χάσει ολότελα τα λογικά μου!

Ακόμη και τώρα δεν μπορώ ναεξηγήσω ικανοποιητικά τι είδα και τιακριβώς με τρόμαξε τόσο. Αλλάεξακολουθώ να ξυπνώ τις νύχτεςουρλιάζοντας όταν ξα-ναντικρίζω στουςεφιάλτες τη Μορφή που είδα εκείνη

τη μέρα να κατεβαίνει από ψηλά.

Ποτέ δεν είχα προσέξει τη σκοτεινήτρύπα στο ταβάνι, ούτε μπορούσα ναφανταστώ τον εφιάλτη που κατέβαινεαπό κει σαν μια πελώρια πλαδαρή μαύρηαράχνη με μυριάδες πόδια ή πλοκάμιαπου αναδεύονταν αργά. Δεν ξέρω τι ήταν,ούτε και η περιγραφή μου μπορεί ν’αποδώσει τίποτα πέρα από μια χαώδηεντύπωση.

Δεν ξέρω, σας λέω! Τ’ ανθρώπιναμάτια δεν είναι φτιαγμένα για πράγματαπου δεν ανήκουν στο δικό μας επίπεδούπαρξης. Το περίγραμμά του ήταν,παράλογα, σαφές και ασαφέςταυτόχρονα, σαν να μην ε-παρκούσαν οιδικές μας διαστάσεις χώρου να τοδείξουν. Και μια ανείπωτα φρικαλέα

μουσική σαν από αυλούς ή φλάουταγέμιζε την ατμόσφαιρα. Ήταν σαν να’βγαίνε από τα έγκατα της γης — ή ίσωςερχόταν από τα βάθη του απείρου — καιγέμιζε τον αέρα με τις γλοιώδεις,βλάσφημες νότες της νότες πουπλανιόνταν στο σκοτάδι σαν κολλώδειςιστοί αράχνης και λέρωναν ό, τι άγγιζαν.Σαν να παλλόταν η ίδια η μαύρη καρδιάτου χάους πέρα από την ύπαρξη, δίχωςρυθμό, δίχως λογική.

Το Πλάσμα, που το ομοίωμά τουυπήρχε σκαλισμένο στην πέτρα, είχεέρθει στο κάλεσμα των πιστών του για ναδεχτεί το θυσίασμα! Ο πέτρινοςμονόλιθος που έμοιαζε με μανιτάρι δενήταν παρά το τραπέζι του!

Πρέπει να το βάλαμε στα πόδια. Δενυπάρχει άλλη εξήγηση για το πώςβρεθήκαμε έξω, τρικλίζοντας καιτυφλωμένοι από το φως τουκαλοκαιριάτικου ήλιου. Στο ένα χέρι μουκρατούσα ακόμη το ντουφέκι και στοάλλο μερικά φυσίγγια. Το φακό κάπουπρέπει να τον είχα χάσει. Ο Φίλιπσονκρατούσε το σακ-βουαγιάζ με όσαμασούρια δυναμίτη είχαν απομείνει καιτο φακό του. Είμαι σίγουρος ότι δεν ήτανη ψυχραιμία που μας είχε εμποδίσει να ταπετάξουμε πριν το βάλουμε στα πόδια.Απλά δεν είχαμε αίσθηση ότι τακρατούσαμε, ούτε και ελέγχαμε απόλυτατα μέλη μας. Λειτουργούσαμε μάλλονσαν ρομπότ παρά σαν λογικά πλάσματα.Στην ξέφρενη εκείνη φυγή πρέπει να είχα

πέσει κάμποσες φορές, γιατί ήμουνμουσκεμένος με το πράσινο νερό, και ηπικρή, μεταλλική γεύση του υπήρχεέντονη στο στόμα μου. Ξερνούσα γιαώρα, αν και δεν είχε απομείνει τίποτα στοστομάχι μου.

Κάποια στιγμή ένιωσα τον Φίλιπσον ναμου σπρώχνει στο χέρι ένα μικρόμπουκάλι ουίσκι. Αφηρημένα καιαπόμακρα θυμήθηκα ότι το μάτι μου τοείχε πάρει άλλοτε στο ντουλαπάκι δίπλαστο ταμπλό του τζιπ. Το άδειασα όλοδίχως κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα

— ίσως και να μην ήταν τόσο μεγάληποσότητα — παρακολουθώντας χαζά τονΦίλιπσον που ξαναγύριζε προς το τούνελ.

Η κίνησή του δε μου φάνηκε ούτεενδιαφέρουσα ούτε περίεργη, ούτεριψοκίνδυνη, ούτε τίποτα. Ήταν ένααπλό, ουδέτερο γεγονός. Ύστεραξαναβγήκε τρέχοντας μισό λεπτόαργότερα μια υπόκωφη έκρηξηακούστηκε από το ορυχείο και ένα πυκνόσύννεφο καπνού βγήκε από το άνοιγμα.

Αλλά είχα συνέλθει αρκετά όταν μιαώρα αργότερα ο Φίλιπσον κι εγώ πέρναμεπάλι το δρόμο για το Γεωτρύπανο Νο7,τούτη τη φορά οδηγώντας ένα μεγάλοΛαντρόβερ και κάμποσα κιβώτιαδυναμίτη.

Δε χρειάστηκε να κάνουμε πολλήδουλειά' υπήρχε ήδη η μεγάλη βαθιά

τρύπα που είχε ανοίξει το γεωτρύπανο.Το έδαφος πρέπει να ήταν αρκετά κούφιοαπό κάτω, γιατί όταν πυροδοτήσαμε τουςδυναμίτες, από μεγάλη απόσταση, μ’ έναυπόκωφο μπουμπουνητό που ’μοιάζεπερισσότερο με στεναγμό της γης, όλο

το πλάτωμα με το Γεωτρύπανο Νο7βούλιαξε σ’ έναν τεράστιο κρατήρα.Στα βάθη του, κάτω από σωρούςχωμάτων, πρέπει να βρίσκονται ακόμητ’ απομεινάρια του Ντυρό και τουΜαράκ.

Ξέρουμε ότι Εκείνο που ΕίχεΞυπνήσει δε σκοτώθηκε από τηνέκρηξη. Τουλάχιστον αυτή ήταν ηγνώμη του Φίλιπσον και δεν έχω

λόγους ν’ αμφιβάλλω. Αργότεραδιάβασα και έμαθα περισσότερα κι απόόσα ήθελα. Ελπίζουμε όμως ναξανάπεσε στον παράξενο ύπνο του...εκτός αν οι πιστοί του συνεχίζουνακόμη τις προσπάθειές τους. Και κείνατα βουνά είναι σαν σκουληκοφαγωμένααπό τα λαγούμια και τις σήραγγες...

Αλλά προτιμώ να μη συλλογίζομαιμια τέτοια εκδοχή!

Ναι, αργότερα έγιναν ανακρίσεις γιατο «ατύχημα», αλλά η ντόπιααστυνομία δεν είχε υποψιαστεί τίποτακαι δεν έδειξε παρά τυπικό ζήλο. Ογιατρός της εταιρείας διέγνωσε σοβαρόψυχικό σοκ στον Φίλιπσον κι εμένα,

και μας έστειλαν πίσω στον Καναδά μεαναρρωτική άδεια. Λίγους μήνεςαργότερα ολόκληρο το κλιμάκιοαναχώρησε από την Ελλάδα, μηνέχοντας εντοπίσει εκμεταλλεύσιμακοιτάσματα χαλκού. Όμως θυμάμαι ότιο Τζόνσον, που μ’ επισκέφθηκε μετάτην επιστροφή του στον Καναδά, μουείπε ότι τα κοιτάσματα ήταν μικρά γιατην εταιρεία αλλά ίσως εκμεταλ-.λεύσιμα για μια μικρή χώρα σαν τηνΕλλάδα. Και οι Έλληνες το ήξεραναυτό. Ίσως αργότερα να έκαναν μια νέαπροσπάθεια για λογαριασμό τους.

Ποιος ξέρει τι μπορεί να βρουν;

Τώρα ο Φίλιπσον βρίσκεται στη

Μέση Ανατολή κι εγώ πάλι στοΜεξικό. Διατηρούμε κάποιααλληλογραφία και φαίνεται ότισυνεχίζει να ερευνά το θέμα. Πιστεύειότι εκείνη η φρίκη έχει απλωμένα ταπλοκάμια της σε πολλά σημεία τουκόσμου. Μόλις χτες μου έ-

στείλε το απόκομμα μιας ελληνικήςεφημερίδας με τη μετάφρασή του. Δενξέρω πού το είχε βρει. Ήταν σκέτο, δίχωςδικά του σχόλια.

Αναφερόταν σε κάτι αρχαία ορυχεία στοΛαύριο της Αττικής, όπου στις αρχές τουΓενάρη του ’79 είχε χαθεί μυστηριωδώςένας μεταλλωρύχος.

Αναρωτιέμαι

Η ΑΔΕΛΦΗ ΠΟΛΗ

του Μπράιαν Λάμλυ

Τα περίφημα εγγλέζικα Moors —«βαλτώδη ρεικο-τόπια» είναι η

πλησιέστερη αλλά ατελής μετάφραση

— ήταν ανέκαθεν ο αγαπημένος τόποςγια να κρύβουν οι συγγραφείς τα τέρατάτους. Απέραντες ερημιές τυλιγμένες στηνομίχλη, τα Moors έχουν μια αλλόκοτη

και απόκοσμη ομορφιά. Θα ήταν σχεδόναπαράδεκτο να μη συμβαίνει τίποτα τομυστηριώδες εκεί. Ο Μπράιαν Λάμλυ,μάλιστα, επιμένει ότι κάτι συμβαίνει καικάτω από τα Moors. Θα πρέπει να ξέρει,αφού γεννήθηκε εκεί.

Στη Μαύρη Σφραγίδα του Μάχενυπάρχει η μια πλευρά του νομίσματος.Στην Αδελφή Πόλη του ΜπράιανΛάμλυ υπάρχει η άλλη. Και δε λένε, μηνκρί-. νεις πριν ακούσεις και τις δυοπλευρές; Πάντως, αν σας βρήκαν έκθετοέξω από κάποια εκκλησία, μηνανησυχείτε μόνο και μόνο επειδήαρχίσατε να πρασινίζετε. Ίσως είναιαπόλυτα φυσιολογικό. Αν είστε αγόρι,μπορεί και να γλιτώσετε το στρατιωτικό.

Ο Μπράιαν Λάμλυ, που γεννήθηκε το1937 στην Αγγλία, σίγουρα δεν τογλίτωσε. Είναι (ή ήταν) μόνιμοςυπαξιωματικός της στρατονομίας. Τρελό,ε;

Γ. Μ.

Το ακόλουθο χειρόγραφο αποτελεί τοΣυνημμένο

Έγγραφον της υπ’ αρίθ. Μ-Υ-127/52αναφοράς με

ημερομηνία 7 Αυγούστου 1952 Οπόλεμος κόντευε να τελειώσει όταν, στηδιάρκεια ενός βομβαρδισμού, το σπίτι

μας στο Λονδίνο καταστράφηκε και οιδυο γονείς μου σκοτώθηκαν. Εγώτραυματίστηκα σοβαρά και υποχρεώθηκανα περάσω σχεδόν δύο χρόνιακατάκοιτος πριν μπορέσω να σταθώ πάλιστα πόδια μου. Η δίψα, που σταμετέπειτα χρόνια εξελίχτηκε σε αληθινόπάθος για ταξίδια, περιπέτειες και έρευνεςγια ό, τι αφορά σε αρχαίους πολιτισμούς,έχει τις ρίζες της σ’ αυτή την περίοδο τηςαναγκαστικής μου αδράνειας.

Ήμουν πολύ νέος μόλις δεκαεφτάχρονών όταν βγήκα από το νοσοκομείο.Γεγονός είναι ότι με διέκρινε ανέκαθενμια τάση για περιπλανήσεις που, ωστόσο,περιορίστηκε αναγκαστικά στα δύοεκείνα θλιβερά χρόνια. Έτσι, όταν μετά

μου δόθηκε τελικά η ευκαιρία μιαςπεριπέτειας, την άρπαξα κυριολεκτικά,θέλοντας ν’ αναπληρώσω το χαμένοχρόνο.

Όχι ότι εκείνοι οι ατέλειωτοι,μαρτυρικοί μήνες στο κρεβάτι δεν είχανκαι κάποιες ευχάριστες στιγμές. Σταενδιάμεσα των εγχειρήσεων, όταν τοεπέτρεπε η υγεία μου, διάβαζα αχόρταγαστη βιβλιοθήκη του νοσοκομείου. Στηναρχή το έκανα για να ξεχάοω τη δυστυχίαμου, αλλά μετά απλά γιατί μ’ άρεσε ναταξιδεύω νοερά σ’ εκείνους τουςκόσμους των παλιών θαυμάτων που είχεπλάσει ο Ουώλτερ Σκοτ στιςσαγηνευτικές του Αραβικές Νύχτες.

Πέρα από τη μεγάλη απόλαυση πουμου πρόσφερε, το διάβασμα με βοηθούσεκαι να μη συλλογίζομαι τα όσα άκουγανα ψιθυρίζονται για μένα στουςθαλάμους. Και τι δεν έλεγαν!Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήμουνδιαφορετικός από τους άλλους και ότι οιγιατροί είχαν δήθεν βρει κάτι τοπαράξενο στη σωματική μου διάπλαση.Ψιθύριζαν ακόμη για την περίεργηεμφάνιση που είχε το δέρμα μου, καθώςκαι για τη σκληρή, μικρή, χόνδρινηπροεξοχή στη βάση της σπονδυλικής μουστήλης. Τέλος, σχολίαζαν το γεγονός ότιτα δάχτυλα των ποδιών και των χεριώνμου συνδέονταν με κάποια μικρήμεμβράνη. Αν τώρα προσθέσουμε σ’αυτά και το γεγονός ότι ήμουν τελείως

άτριχος, καταλαβαίνει κανείς πόσογινόμουν στόχος της περιέργειας τωνγύρω μου.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχα καιτο πρόβλημα ότι το όνομά μου ήτανΡόμπερτ Κρουγκ. Το αποτέλεσμα ήταννα μην είμαι και τόσο δημοφιλής στονοσοκομείο. Εδώ που τα λέμε, σε μιαπερίοδο πού οι βόμβες του Χίτλερσυνέχιζαν να ισοπεδώνουν το Λονδίνο,το γερμανόφωνο όνομα «Κρουγκ» μουδημιουργούσε περισσότερα προβλήματακαι προκαλούσε μεγαλύτερη ψυχρότητααπ’ όλες τις άλλες αιτίες μαζί.

Με το τέλος του πολέμου, σχεδόν παιδίακόμη, βρέθηκα με αρκετά λεφτά στα

χέρια, μια και ήμουν ο μοναδικόςκληρονόμος της περιουσίας του πατέραμου. Είχα, βέβαια, αφήσει πολύ πίσω μουτα Τζιν, τα

Γκούουλ, τα Εφρίτ και τ’ άλλα αραβικάδαιμόνια του Σκοτ, αλλά διαβάζοντας τοεκλαϊκευμένο έργο Ανα-σκαφέςΣουμεριακών Τόπων του Λόυντ ένιωσανα με συνεπαίρνει η ίδια γοητεία όπωςτότε που ρουφούσα τις Αραβικές Νύχτεςτου Σκοτ. Ουσιαστικά, αυτό ήταν και τοβιβλίο που μ’ έκανε μετά να νιώθω δέοςστο άκουσμα των μαγικών λέξεων«Χαμένες Πόλεις».

Στους μήνες που ακολούθησαν,κυριολεκτικά σε όλα τα υπόλοιπα χρόνια

— της περιόδου της διάπλασης, όπως τηλένε — το έργο του Λόυντ παρέμεινε γιαμένα ένα φωτεινό ορόσημο, αν καιακολούθησαν πολλοί τόμοι στο ίδιογενικά θέμα. Ρούφηξα κυριολεκτικά τοΝινευί και Βαβυλώνα και ΠρώτεςΠεριπέτειες στην Περσία, τη Σουσιανήκαι τη Βαβυλωνία του Λέυαρντ, καιμελέτησα βαθιά έργα σαν το Η Γένεσηκαι η Πρόοδος της Ασσυριολογίας τουΜπατζ και το Ταξίδια στη Συρία και τουςΑγίους Τόπους του Μπούρ-κχαρτ.

Δεν ήταν μονάχα οι θρυλικές χώρες τηςΜεσοποταμίας οι μόνες που μουτράβηξαν το ενδιαφέρον. Οι μυθικέςπόλεις Σάνγκρι-Λα και Εφιρόθ μεγοήτευαν το ίδιο όσο και οι αληθινές

πόλεις των Μυκηνών, της Κνωσού, τηςΠαλμύρας και των Θηβών. Διάβαζα συ-νεπαρμένος για την Ατλαντίδα και τηνΤσιτσέν-Ιτσά, δίχως καν να μπαίνω στονκόπο να ξεχωρίζω τη φαντασία από τηνπραγματικότητα, και ονειρευόμουν μετην ίδια λαχτάρα τόσο το παλάτι τουΜίνωα στην Κρήτη όσο και την ΆγνωστηΚαντάθ στην Παγωμένη Έρημο.

Όταν διάβασα για την αποστολή τουσερ Έημρυ Γουέντυ-Σμιθ στην Αφρικήμε σκοπό την αναζήτηση της νεκρήςπόλης Γκ’αρνέ, το γεγονός ήταν μιαεπιβεβαίωση της πεποίθησής μου ότιορισμένοι μύθοι και θρύλοι δεν απέχουνπολύ από το ιστορικό γεγονός.

Αν μια προσωπικότητα της κλάσης τουδιάσημου αρχαιοδίφη και αρχαιολόγουείχε διοργανώσει μιαν αποστολή σεαναζήτηση μιας πόλης της ζούγκλας, πουοι περισσότερες αυθεντίες θεωρούσανεντελώς μυθική... Μα ναι! Η αποτυχίατου δε σήμαινε τίποτα μπροστά στο ίδιοτο γεγονός ότι είχε προσπαθήσει...

Άλλοι, πριν από την εποχή μου, είχανεκφραστεί σαρκαστικά γι’ αυτό τονεξερευνητή που είχε επιστρέψει μόνος,τρελός και ερείπιο, από τις ζούγκλες τηςΜαύρης Ηπείρου. Εγώ, ωστόσο, έτεινανα δεχτώ αυτές τις παρανοϊκέςφαντασιώσεις του — όπως κρίθη-καν οιθεωρίες του — και να επανεξετάσω μεάλλο μάτι τα στοιχεία που υπήρχαν για τη

Χύρια και την Γκαρνέ. Προσπάθησα,εξάλλου, να ερευνήσω σε βάθος τιςαποσπασματικές παραδόσεις και γι’άλλες θρυλικές πόλεις και χώρες πουέφεραν απίθανα ονόματα, όπως Ρ’λυέ,Εφιρόθ, Μναρ και Υπερβορεία.

Με το χρόνο οι πληγές του κορμιούμου επουλώθηκαν εντελώς, και από έναςαπλά ενθουσιώδης νεαρός έγινα έναςθερμά αφοσιωμένος στο σκοπό τουάντρας. Όχι ότι μάντευα ποτέ τι ήτανεκείνο που με παρακινούσε ναεξερευνήσω τα σκοτεινά μονοπάτια τηςιστορίας και της φαντασίας. Το μόνο πουήξερα ήταν ότι κάτι σε όλα αυτά μεγοήτευε και μ’ έσπρωχνε ν’ ανακαλύψωπάλι εκείνους τους αρχαίους κόσμους

του ονείρου και των θρύλων.

Πριν αρχίσω εκείνα τα μακρινά ταξίδιαπου έμελλαν να με απασχολήσουν κατάδιαστήματα επί τέσσερα χρόνια, αγόρασαένα σπίτι στο Μαρσκ, εκεί ακριβώς πουαρχίζουν τα βαλτώδη ρεικοτόπια τουΓιόρ-κσερ. Ήταν η περιοχή όπου είχαζήσει τα παιδικά μου χρόνια και όπου οισκυθρωπές ερημιές των ρεικότο-πωνασκούσα μια ακαθόριστη έλξη στην ψυχήμου. Κατά κάποιο τρόπο ένιωθα ότι εκείβρισκόμουν πιο κοντά στην αληθινή μουπατρίδα... και ασύγκριτα πιο κοντά στοπαρελθόν που με καλούσε. Εγκατέλειψατα ερημικά ρεικοτόπια με αληθινήαπροθυμία, αλλά η ανεξήγητη σαγήνητων μακρινών τόπων και των εξωτικών

ονομάτων με κέντριζε σε μακρινάταξίδια, πέρα από τις θάλασσες.

Πρώτα επισκέφθηκα τις πιο προσιτέςχώρες, αφήνοντας κατά μέρος τουςτόπους των ονείρων και της φαντασίας,αλλά με την υπόσχεση στον εαυτό μουότι αργότερα... ναι, αργότερα!

Η Αίγυπτος, με όλο της το μυστήριο! Ηκλιμακωτή πυραμίδα του Τζοζέρ στηΣακκάρα, το αριστούργημα του Ίμχοτέποι αρχαίοι μασταμπάς, τάφοι τωνπροαιώνιων νεκρών βασιλιάδων τοανεξιχνίαστο χαμόγελο της σφίγγας ηπυραμίδα του Σνοφρού στο Μεϊν-τούμκαι εκείνες του Χεφρήνσυ και τουΧέοπος στην Γκίζα οι μούμιες, οι

βυθισμένοι στους στοχασμούς τουςθεοί...

Ωστόσο, παρ’ όλα της τα θαύματα, ηΑίγυπτος δεν μπόρεσε να με κρατήσει γιαπολύ. Το δέρμα μου αποδείχτηκε πολύευαίσθητο στους άμμους και τηζέστη-μαύριζε αφύσικα γρήγορα καιγινόταν τραχύ σχεδόν μέσα σε λίγεςώρες.

Ύστερα ήταν η σειρά της, Κρήτης, τηςΝύμφης της όμορφης Μεσογείου... Με τοΘησέα και το Μινώταυρο, και το παλάτιτου Μίνωα στην Κνωσό... Όλα θαυμαστά— αλλά εκείνο που αναζητούσα δεβρισκόταν ούτε εκεί.

Η Σαλαμίνα και η Κύπρος με όλα ταερείπια των αρχαίων πολιτισμών της, δεμε κράτησε πάνω από ένα μήνα. Κιωστόσο ήταν στην Κύπρο που έμαθα γιαμια ακόμη σωματική μου ιδιομορφία: τιςπαράξενες ικανότητές μου στο νερό...

Είχα πιάσει φιλίες με μια ομάδα απόδύτες στην Αμμόχωστο. Βουτούσανκαθημερινά αναζητώντας αμφορείς καιάλλα αρχαία στ’ ανοιχτά των ερειπίων τηςΣαλαμίνας στη νοτιοανατολική ακτή.Στην αρχή το γεγονός ότι μπορούσα ναπαραμείνω κάτω από το νερό γιατριπλάσιο χρόνο από τον καλύτεροανάμεσά τους και να κολυμπήσω πιομακριά δίχως πτερύγια ή αναπνευστήραπροκαλούσε φυσικά το θαυμασμό των

νέων φίλων μου. Αλλά, ύστερα από λίγεςμέρες, άρχισα να παρατηρώ ότι μεαπέφευγαν ολοένα και πιο πολύ. Δεφαινόταν να βλέπουν με καλό μάτι ούτετο άτριχο σώμα μου ούτε τις μεμβράνες,που είχαν μεγαλώσει, ανάμεσα σταδάχτυλα των ποδιών και των χεριών μου.Και δεν τους άρεσε διόλου εκείνο τοεξόγκωμα στο πίσω μέρος του μαγιό μου,καθώς και το γεγονός ότι μπορούσα νακουβεντιάζω μαζί τους στη γλώσσα τουςμόλο που ποτέ δεν είχα μελετήσει ταελληνικά.

Κατάλαβα ότι ήταν καιρός να του δίνωκι από κει. Γύρισα έτσι σχεδόν όλα ταμέρη του κόσμου και έγινα αυθεντία σ’εκείνους τους νεκρούς πολιτισμούς, που

ήταν και η μόνη χαρά της ζωής μου.Ύστερα, κάποια μέρα στο Φέτρι, έτυχε ν’ακούσω για την Ανώνυμη Πόλη.

Πέρα στα βάθη των ερήμων τηςΑραβίας βρίσκεται η Ανώνυμη Πόλη,ερειπωμένη και βουβή, με τα χαμηλάτείχη της σχεδόν θαμμένα κάτω από τουςάμμους αμέτρητων αιώνων. Ήταν αυτήτην πόλη που ο Αμ-πντούλ Αλχαζρέντ, οτρελός ποιητής, ονειρεύτηκε τη νύχταπριν τραγουδήσει εκείνο το μυστηριακάδίστιχο.

Δεν είν’ νεκρό εκείνο που αιώνια μπορείνα περιμένει, Μα με το διάβα των

παράξενων αιώνων ως κι ο θάνατος

μπορεί να πεθαίνει.

Οι άραβες οδηγοί μου σκέφτηκαν ότιπρέπει να ήμουν κι εγώ τρελός όταναγνόησα τις προειδοποιήσεις τους καισυνέχισα την αναζήτησή μου για κείνητην Πόλη των Διαβόλων. Εξάλλου τουςείχε παραξε-νέψει, όπως κι εμέναάλλωστε, η περίεργη άνεση με την οποίαμιλούσα τη γλώσσα τους. Και ότανπρόσεξαν το παράξενα φολιδωτό δέρμαμου, και θυμήθηκαν ορισμένα άλλαακαθόριστα πράγματα που τους έκαναννα νιώθουν δυσάρεστα κοντά μου,κέντρισαν τις γοργόποδες καμήλες τουςκαι πήραν δρόμο με ασυνήθιστη βιάση.

Το τι είδα και έκανα στην Καρά-Σερ δε

σκοπεύω να το γράψω. Θα περιοριστώμονάχα ν’ αναφέρω ότι έμαθα πράγματαεκεί που δόνησαν κάποιες χορδές τουυποσυνειδήτου μου- πράγματα που μ’έκαναν να φύγω σε αναζήτηση τηςΣαρνάθ της Καταδικασμένης, στη χώραπου ήταν κάποτε γνωστή σαν γη τουΜναρ...

Κανένας δεν ξέρει πού βρίσκεται ηΣαρνάθ, και καλό είναι κανένας να μην τομάθει ποτέ. Έτσι, δεν πρόκειται ν’αναφέρω τίποτα για τις περιπλανήσειςμου σε αναζήτηση αυτής της πόλης, ούτεκαι για τις δυσκολίες που με περίμενανσε κάθε φάση του ταξιδιού. Ωστόσο, ηανακάλυψη αυτής της βυθισμένης στηλάσπη πόλης, καθώς και των απίστευτα

αρχαίων ερειπίων της γειτονικής Ιμπ,υπήρξαν βασικοί σταθμοί στην έρευνάμου. Ένας από τους πιο σημαντικούςκρίκους είχε προστεθεί τώρα στηναλυσίδα της γνώσης που άρχιζε ναγεφυρώνει σιγά σιγά το φοβερό χάσμαανάμεσα σε τούτο τον κόσμο και τοντελικό μου προορισμό. Αλλά εγώ,πελαγοδρομούσα ακόμη, μην ξέρονταςποιος ήταν αυτός ο προορισμός.

Επί τρεις βδομάδες περιπλανιόμουνστις λασπερές όχθες της ασάλευτηςλίμνης που σκεπάζει τη Σαρνάθ. Ώσπου,στο τέλος, σπρωγμένος από μιανακατανίκητη παρόρμηση, χρησιμοποίησαξανά εκείνες τις αφύσικες αμφίβιεςικανότητές μου και άρχισα να εξερευνώ

κάτω από κείνα τα σιχαμένα βουρκόνερα.

Τη νύχτα εκείνη κοιμήθηκα αγκαλιά μ’ένα μικρό πράσινο αγαλματάκι, βγαλμένοαπό τα ερείπια του βυθού. Και στα όνειράμου είδα τον πατέρα και τη μητέρα μου— αόριστα, σαν πίσω από καταχνιές —να με καλούν...

Την άλλη μέρα πήγα πάλι να ρεμβάσωγια λίγο ανάμεσα στα πανάρχαια ερείπιατης Ιμπ. Ετοιμαζόμουν να φύγω από κει,όταν είδα την επιγραφή που αποτέλεσεκαι την αρχή του νήματος για τη λύσητου μυστηρίου. Τα γράμματα ήτανχαραγμένα σε μια φαγωμένη, πανάρχαιηκολόνα, μισοσβησμένα από τη φθοράτου χρόνου. Ανήκαν σε μια περίεργη

σφηνοειδή γραφή, πιο παλιά κι απόεκείνη στις σπασμένες κολόνες του Γκεφ.Και το πιο παράξενο ήταν ότι μπορούσανα διαβάσω τι έγραφαν!

Δεν έλεγαν τίποτα για τα όντα πουκατοικούσαν κάποτε στην Ιμπ, ή για τουςπρο πολλού νεκρούς κατοίκους τηςΣαρνάθ. Μιλούσαν μονάχα για τηνκαταστροφή που προκάλεσαν οιάνθρωποι της Σαρνάθ στους κατοίκουςτης Ιμπ — και για τον Όλεθρο που βρήκεμετά τη Σαρνάθ. Ο όλεθρος αυτός ήταν ηεκδίκηση των Θεών που λάτρευαν οικάτοικοι της Ιμπ, αλλά τι ακριβώς ήταναυτοί οι Θεοί δεν αναφερόταν πουθενά.

Το μόνο που ήξερα ήταν ότι η

ανάγνωση εκείνης της πέτρας και ηπαρουσία μου στην Ιμπ είχε ξυπνήσειυποσυνείδητες, ίσως προγονικές,αναμνήσεις στο μυαλό μου. Μεπλημμύρισε και πάλι εκείνη η εντύπωσηότι βρισκόμουν κοντά στην πατρίδα, ηαίσθηση που ένιωθα τόσο έντονα σταρεικοτόπια του Γιόρκσερ. Ύστερα,καθώς σκάλιζα αφηρημένα με το πόδιμου τα

βούρλα στη βάση της κολόνας, διέκρινακι άλλα γράμματα. Τα καθάρισα από τηλάσπη και τα διάβασα. Ήταν μονάχαλίγες ακόμη γραμμές, αλλά σ’ αυτέςβρήκα την αρχή του νήματος πουζητούσα:

Η Ιμπ χάθηκε αλλά οι Θεοίεξακολουθούν να ζουν. Στην άλλη άκρητου κόσμου υπάρχει η Αδελφή Πόλη,κρυμμένη βαθιά κάτω από τη γη, σταβάρβαρα εδάφη της Ζιμμέρια. Εκεί οΛαός εξακολουθεί ν’ ακμάζει και δενέχει πάψει να λατρεύει τους Θεούς ακόμηκαι μετά τον ερχομό του Κθούλου... »

Πολλούς μήνες αργότερα, στο Κάιρο,αναζήτησα και βρήκα έναν άνθρωπο πουήταν βαθύς γνώστης της παλιάςπαράδοσης, μια παγκόσμιααναγνωρισμένη αυθεντία στιςαπαγορευμένες αρχαιότητες, τιςπροϊστορικές χώρες και τους θρύλους. Ο

σοφός αυτός μου είπε ότι δεν είχεακούσει το όνομα Ζιμμέρια, αλλά ήξερεμια γη που είχε κάποτε παρόμοιο όνομα.

«Και πού πέφτει αυτή η Κιμμέρια πουμου λέτε; » τον ρώτησα.

«Δυστυχώς», αποκρίθηκε ο σοφόςπληροφοριοδότης μου κοιτάζοντας έναχάρτη, «το μεγαλύτερο μέρος τηςΚιμμέρια βρίσκεται τώρα κάτω από τηΘάλασσα, αλλ’ αρχικά βρισκόταν μεταξύτου Βανχάιμ και της Νεμέδια στην αρχείαΥβορεία».

«Είπατε ότι το μεγαλύτερο μέρος τηςείναι βυθισμένο», παρατήρησα. «Αλλάποιο κομμάτι της βρίσκεται ακόμη πάνω

από τη θάλασσα; ».

Ίσως ήταν το πάθος της φωνής μου πουτον έκανε να με κοιτάξει περίεργα. Ή,πάλι, μπορεί να έφταιγε το παράξενοπαρουσιαστικό μου. Βλέπετε, οι καυτεροίήλιοι τόσων χωρών είχαν σκληρύνει μεπαράξενο τρόπο το άτριχο δέρμα μου,ενώ μια δυνατή μεμβράνη

ένωνε τώρα ολοφάνερα τα δάχτυλά μου.

«Γιατί σας ενδιαφέρει να το μάθετε; »με ρώτησε. «Τι είναι αυτό που ψάχνετενα βρείτε; ».

«Την αληθινή μου πατρίδα»,αποκρίθηκα αυθόρμητα, μην ξέροντας τι

με παρακίνησε σ’ αυτή την απάντηση.

«Καταλαβαίνω... », έκανε εκείνος,κοιτάζοντάς με διαπεραστικά. «Μπορείνα ’ναι κι έτσι... Αν δεν κάνω λάθος,είστε Άγγλος, σωστά; Από ποιο μέρος,αν επιτρέπεται; »

«Από τα βορειανατολικά»,αποκρίθηκα, και θυμήθηκα ξαφνικά ταρεικοτόπια. «Μα γιατί ρωτάτε; »

«Φίλε μου, άδικα ψάχνατε τόσοκαιρό», μου αποκρίθηκε εκείνοςχαμογελώντας. «Γιατί η Κιμμέρια, ή ό, τιαπομένει απ’ αυτή, συμπεριλάμβανε όλοτο βορειανα-τολικό κομμάτι της Αγγλίαςπου αποτελεί την ιδιαίτερη πατρίδα σας.

Δεν είναι ειρωνικό; Γ ια να βρείτε τηναληθινή σας πατρίδα τηνεγκαταλείψατε... ».

Τη νύχτα εκείνη η μοίρα έριξε σταπόδια μου κάτι που δεν μπορούσα να τοαγνοήσω. Στο φουαγιέ του ξενοδοχείουπου έμενα υπήρχε ένα τραπέζιαφιερωμένο αποκλειστικά στουςαγγλόφωνους πελάτες. Εκεί υπήρχε μιαμεγάλη ποικιλία από βιβλία, εφημερίδεςκαι περιοδικά, από το Ρήντερς Ντάιτζεστέως τα Παγκόσμια Νέα. Γ ια να σκοτώσωλίγες ώρες σε σχετική δροσιά, κάθισα μ’ένα ποτήρι παγωμένο νερό κάτω απόέναν ευχάριστο ανεμιστήρα και άρχισανα ξεφυλλίζω αδιάφορα μιαν από τιςεφημερίδες. Εκεί που γύριζα μια σελίδα,

το βλέμμα μου έπεσε ξαφνικά σε μιαφωτογραφία και ένα άρθρο που τοπεριεχόμενό του, όταν το διάβασα, ως τοτέλος, μ’ έκανε να κλείσω αμέσως μιαθέση στην επόμενη πτήση για τοΛονδίνο.

Η φωτογραφία ήταν κακοτυπωμένηαλλ’ αρκετά καθαρή για να δω ότιαπεικόνιζε ένα μικρό πράσινοαγαλματάκι — πανομοιότυπο μ’εκείνοπου είχα ψαρέψει από τα ερείπια τηςΣαρνάθ κάτω από τα λιμνασμένα νερά....

Το άρθρο, απ’ όσο θυμάμαι, έλεγεπερίπου τα εξής:

«Ο κύριος Σάμιουελ Ντέηβις, κάτοικοςτης οδού Χέντινγκτον Κρέσεντ 17 τουΡάντκαρ, βρήκε αυτό το όμορφοαπομεινάρι από περασμένες εποχές σ’ έναρυάκι, μοναδική γνωστή πηγή του οποίουείναι ο γκρεμός του Σάρμπυ-ον-δε-Μοορς. Το αγαλματίδιο βρίσκεται τώραστο μουσείο του Ράντκαρ, όπου τοδώρισε ο κύριος Ντέηβις, και το μελετά οέφορός του, καθηγητής ΓκόρντονΓουόμσλυ από το Γκουλ. Μέχρι στιγμήςο καθηγητής Γουόμσλυ δεν κατάφερε ναρίξει κανένα φως στην προέλευση τουαγαλματίδιου αλλά το τεστ Γουέντυ-Σμιθ, μια επιστημονική μέθοδοςεξακρίβωσης της ηλικίας αρχαιολογικώνευρημάτων, έδειξε ότι είναι ηλικίας άνωτων δέκα χιλιάδων ετών. Το πράσινο

αγαλματίδιο δε φαίνεται να έχει καμίασυγγένεια με οποιονδήποτε από τους πιογνωστούς πολιτισμούς της αρχαίαςΑγγλίας και θεωρείται ως σπάνιο εύρημα.Δυστυχώς, οι ειδικοί σπηλαιολόγοι έχουνεκφράσει την ομόφωνη γνώμη ότι τορυάκι, που αναβλύζει από τους γκρεμούςτου Σάρμπυ, είναι τελείως απρόσιτο».

Την άλλη μέρα, κατά τη διάρκεια τηςπτήσης, κοιμήθηκα για καμιά ώρα, και σεόνειρο είδα πάλι τους γονείς μου. Όπωςκαι την προηγούμενη φορά,εμφανίστηκαν μέσα σε καταχνιές, αλλάτο κάλεσμά τους ήταν πιο ξεκάθαρο απότην άλλη φορά. Και στις θολές ομίχλεςγύρω τους, υπήρχαν παράξενες μορφές.

Στέκονταν σκυφτές, σαν σε στάσειςευλάβειας, ενώ μια αόριστα γνώριμηψαλμωδία από αθέατα και απροσδιόρισταχείλη πλανιόταν στην ατμόσφαιρα...

Είχα τηλεγραφήσει στην οικονόμο μουαπό το Κάιρο, πληροφορώντας τη για τηνεπιστροφή μου, και όταν έφτασα σπίτιμου στο Μαρσκ βρήκα να με περιμένειένας δικηγόρος. Μου συστήθηκε σανΧάρβυ, από τη φίρμα Χάρβυ και Τζόνσοντου Ράντκαρ, και μου παρέδωσε έναμεγάλο σφραγισμένο φάκελο.Απευθυνόταν σε μένα, και τ’ όνομά μουήταν γραμμένο με το γραφικό χαρακτήρατου πατέρα μου.

Ο κύριος Χάρβυ με πληροφόρησε ότιοι οδηγίες του ήταν να παραδώσει τοφάκελο στα χέρια μου τη μέρα που θαέκλεινα τα είκοσι ένα. Δυστυχώς έλειπαστο εξωτερικό τη συγκεκριμένα μέρα,σχεδόν πριν από ένα χρόνο, αλλά η φίρμαείχε διατηρήσει επαφή με την οικονόμομου. Έτσι, όταν επέστρεψα, ήταν σε θέσηνα εκπληρώσουν τους όρους της σχετικήςσυμφωνίας που είχαν κάνει πριν από εφτάχρόνια με τον πατέρα μου.

Όταν αναχώρησε ο κύριος Χάρβυ, κιαφού έδιωξα την οικονόμο μου, άνοιξαανυπόμονα το φάκελο. Το χειρόγραφοπου περιείχε δεν ήταν γραμμένο σε καμίααπό τις γλώσσες που διδάσκονται στασχολεία. Τα γράμματα ήταν εκείνα που

είχα δει χαραγμένα στην πανάρχαιηκολόνα της Ιμπ. Ωστόσο ήξερα, σαν απόένστικτο, ότι το κείμενο αυτό ήτανγραμμένο από το χέρι του πατέρα μου.Και, βέβαια, μπορούσα να το διαβάσω μετην ίδια άνεση σαν να ’ταν αγγλικά.

Αναφέρονταν πολλά και διάφορα στοπολυσέλιδο εκείνο γράμμα —χειρόγραφο είναι μάλλον η λέξη που θαταίριαζε καλύτερα — και δεν είναιπρόθεσή μου να τα επαναλάβω εδώ λέξηπρος λέξη. Κάτι τέτοιο θ’ απαιτούσεπολύ χρόνο, και ήδη η ταχύτητα με τηνοποία εξελίσσεται η Πρώτη Αλλαγή δεμου επιτρέπει τέτοια περιθώρια. Έτσι,απλά θα περιοριστώ στα σημαντικότερασημεία που περιείχε αυτό το γράμμα.

Την πρώτη παράγραφο τη διάβασα μεαπόλυτη δυσπιστία, αλλά συνεχίζονταςτην ανάγνωση η δυσπιστία μου άλλαξεσε φοβερή κατάπληξη, που με τη σειράτης μεταβλήθηκε σε ασυγκράτητη χαράμε τις απίστευτες αποκαλύψεις που μεεπιφύλασσαν αυτά τα πανάρχαιαιερογλυφικά της Ιμπ. Οι γονείς μου δενήταν νεκροί! Απλά και μόνο είχαν φύγει,είχαν γυρίσει στην πατρίδα...

Εκείνη την εποχή, πριν από εφτάχρόνια σχεδόν, όταν γύρισα απρόσμενασπίτι επειδή οι βόμβες είχαν μεταβάλει σεερείπια το σχολείο μου, το σπίτι μας στοΛονδίνο είχε σκόπιμα ανατιναχτεί απότον πατέρα μου. Είχε τοποθετήσει σ’αυτό ισχυρή ποσότητα εκρηκτικού,

κανονίζοντας να εκραγεί μόλις θα ηχούσεη πρώτη σειρήνα αεροπορικής επιδρομής.Στη συνέχεια οι γονείς μου είχαναναχωρήσει κρυφά, για να γυρίσουν πίσωστα ρεικοτόπια.

Όπως κατάλαβα, δεν ήξεραν ότι εγώγύριζα συμπτωματικά από τοκατεστραμμένο σχολείο, όπου ήμουνεσωτερικός. Ακόμη και τώρα δε γνώριζανότι είχα φτάσει στο σπίτι ακριβώς τηστιγμή που τα ραντάρ της άμυνας τουΛονδίνου είχαν πιάσει εκείνες τιςεχθρικές κηλίδες στον ουρανό. Τοσχέδιο, που τόσο προσεκτικά είχανπροετοιμάσει για να δώσουν τηνεντύπωση ότι είχαν σκοτωθεί, δούλεψετέλεια- αλλά και λίγο έλειψε νά κοστίσει

τη δική μου ζωή. Και σ’ όλο το διάστημαζούσα με την εντύπωση ότι είχανσκοτωθεί. Αλλά γιατί είχαν καταφύγει σετόσο ακραίες λύσεις; Ποιο ήταν τομυστικό που έκριναν τόσο απαραίτητο νακρύψουν από τους συνανθρώπους μας —και πού βρίσκονταν τώρα οι γονείς μου;

Συνέχισα να διαβάζω...

Λίγο λίγο αινίγματα άρχιζαν ναξεδιαλύνονται. Ήμαστε ξένοι στοαγγλικό έδαφος, οι γονείς μου κι εγώ. Μεείχαν φέρει μωρό εδώ από την πατρίδα,μια χώρα πολύ κοντινή και, κατάπαράξενο τρόπο, πολύ μακρινή. Τογράμμα εξηγούσε ότι όλα τα παιδιά τηςφυλής μας μεταφέρονταν εδώ από μωρά,

γιατί η ατμόσφαιρα της πατρικής μας γηςδεν ήταν κατάλληλη για τα νεαρά καιασχημάτιστα πλάσματα. Η διαφορά στηνπερίπτωσή μου ήταν ότι της μητέρας μουδεν της είχε κάνει καρδιά να μεαποχωριστεί. Κι εδώ ήταν το φοβερό! Ανκαι όλα τα παιδιά της ράτσας μας έπρεπενα μεγαλώνουν μακριά από την πατρικήγη, οι ενήλικες μονάχα σπάνιαμπορούσαν να την εγκαταλείψουν.Εμπόδιο γι’ αυτό ήταν η εμφάνιση πουέχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τηςζωής τους. Γιατί τότε δε μοιάζουν, ούτεσωματικό ούτε ψυχικά, με τουςσυνηθισμένους ανθρώπους.

Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά της φυλήςμας πρέπει να εγκαταλείπονται κρυφά σε

σκαλοπάτια σπιτιών, σε πόρτεςορφανοτροφείων, σ’ εκκλησίες ήοπουδήποτε μπορεί κάποιος να τα βρεικαι να τα φροντίσει. Γ ιατί, όσο είναι σεπολύ μικρή ηλικία ελάχιστα διαφέρουναπό την ανθρώπινη ράτσα. Καθώς ταδιάβαζα αυτά, θυμήθηκα εκείνα ταπαραμύθια και τις φανταστικές ιστορίεςπου κάποτε λάτρευα- για δαίμονες καινεράιδες και για άλλα πλάσματα πουάφηναν τα μικρά τους να τα μεγαλώσουνάνθρωποι, και που έκλεβαν ανθρώπιναπαιδιά για να τα μεγαλώσουν στο δικότους κόσμο.

Ποιο, λοιπόν, ήταν το πεπρωμένο μου;Θα γινόμουν δαίμονας ή κάτι τέτοιο;Συνέχισα την ανάγνωση. Έμαθα ότι τα

πλάσματα της φυλής μπορούν ναεγκαταλείψουν την πατρική γη μονάχαδυο φορές στη ζωή τους- μια φορά σανμωρά — όταν, όπως εξήγησα, με-ταφέρονται αναγκαστικά εδώ μέχρι ναενηλικιωθούν

— και άλλη μια φορά αργότερα, ότανκάποιες νέες αλλαγές στο παρουσιαστικότους τους επιτρέψουν να βγουν στον έξωκόσμο.

Οι γονείς μου μόλις είχαν φτάσει σ’αυτό το στάδιο αλλαγής όταν γεννήθηκα.Εξαιτίας της αγάπης που έτρεφε για μέναη μητέρα μου, είχαν ξεχάσει τιςυποχρεώσεις τους προς τη δική μαςπατρίδα και με είχαν φέρει οι ίδιοι στην

Αγγλία. Ύστερα, αγνοώντας τουςΝόμους μας, είχαν παραμείνει μαζί μου.Ο πατέρας μου είχε φέρει μαζί του καιορισμένους θησαυρούς που θαδιασφάλιζαν μια άνετη ζωή για τον ίδιοκαι τη μητέρα μου μέχρι που ο χρόνος θατους ανάγκαζε να μ’ εγκαταλείψουν.Αυτό θα συνέβαινε στο στάδιο τηςΔεύτερης Αλλαγής, όταν η παραμονήτους εδώ θ’ αποκάλυπτε στουςανθρώπους την ύπαρξή μας.

Κάποτε έφτασε και η εποχή αυτή, κιέτσι αναχώρησαν καλύπτοντας τη φυγήκαι την επιστροφή πίσω στη χώρα μας μετην ανατίναξη του σπιτιού μας στοΛονδίνο. Έτσι οι αρχές, κι εγώ μαζί τους(αν και αυτό πίκρανε πολύ τη μητέρα

μου) πιστέψαμε ότι είχαν σκοτωθεί απόγερμανική βόμβα.

Αλλά πώς θα μπορούσαν να ’χουνπράξει αλλιώς; Δεν τολμούσαν να τορισκάρουν αποκαλύπτοντάς μου πρόωρατι πραγματικά ήμουν. Γ ιατί ποιος ξέρει τιαποτέλεσμα θα είχε πάνω μου αυτή ηαποκάλυψη, σε περίοδο μάλιστα πουμόλις είχα αρχίσει να δείχνω τις διαφορέςμου. Απλά έλπιζαν ότι θ’ ανακάλυπταμονάχος μου το μυστικό, πράγμα πουείχα κάνει! Αλλά, για μεγαλύτερησιγουριά, ο πατέρας μου είχε αφήσει κιαυτό το γράμμα.

Έτσι έμαθα ότι μονάχα λίγα από ταέκθετα παιδιά της φυλής μας έβρισκαν το

δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα.Μερικά χάνονταν σε ατύχημα, ενώ άλλακατέληγαν να χάσουν τα λογικά τους. Στοσημείο εκείνο θυμήθηκα κάτι. Κάπουείχα διαβάσει για δυο τρόφιμους στοΣανατόριο του Όουκντην κοντά στηΓλασκώβη, τελείως τρελούς, αλλά μετόσο αφύσικη εμφάνιση που δενεπιτρεπόταν να τους δει κανένας ξένος,ενώ ακόμη και οι νοσοκόμες τους δενάντεχαν να μείνουν κοντά τους για πολύ.Άλλοι πάλι κατέληγαν ερημίτες σε άγριακαι απρόσιτα μέρη. Και άλλοι, ακόμηχειρότερα, γνώριζαν μια πολύ πιο φοβερήμοίρα, που ανατριχιάζω ακόμη και να τησκέφτομαι.

Αλλά υπήρχαν και εκείνοι οι λίγοι που

κατάφερναν να βρουν το δρόμο τηςεπιστροφής. Αυτοί ήταν οι τυχεροί,εκείνοι που γύριζαν για να διεκδικήσουντην παλιά τους κληρονομιά. Αν καιμερικοί καθοδηγούνταν να γυρίσουν —από ενήλικες της ράτσας κατά τηδεύτερη έξοδό τους — άλλοι τοπετύχαιναν μονάχα χάρη στο ένστικτοκαι στην τύχη.

Όσο φριχτός κι αν φαίνεται αυτός οτρόπος ζωής, το γράμμα εξηγούσε τηλογική του. Η πατρίδα μας δεν ήταν σεθέση να φιλοξενήσει πολλούς. Οισωματικές αλλαγές έσπρωχναν αρκετούςστην τρέλα, ενώ πολλοί άλλοι έπεφτανθύματα εκείνης της άλλης φοβερήςμοίρας. Τ ο όλο σύστημα λειτουργούσε

έτσι σαν ένα είδος φυσικής επιλογήςμονάχα οι πιο ανθεκτικοί, σωματικά καιψυχικά, επέστρεφαν στη χώρα τηςγέννησής τους.

Και να- μόλις και πρόλαβα νατελειώσω μια δεύτερη ανάγνωση τουγράμματος — και ήδη αρχίζω νααισθάνομαι μια δυσκαμψία στα μέλημου... Το χειρόγραφο του πατέρα μουμόλις και έφτασε έγκαιρα. Από καιρότώρα με απασχολούσαν οι ολοένα καιπιο έντονες διαφορές πουπαρουσιάζονταν πάνω μου. Οιμεμβράνες στα δάχτυλά μου εκτείνονταικιόλας έως την τελευταία άρθρωση τωνδαχτύλων και το δέρμα μου εί-

ναι απίστευτα χοντρό, τραχύ καιιχθυωδες. Η κοντή ουρά, που εξέχειαπό τη βάση της ραχοκοκαλιάς μου,δεν είναι ένα αφύσικο εξάρτημα αλλάένα πρόσθετο μέλος που τώρα ξέρω ότιείναι κάτι απόλυτα φυσικό στον κόσμομου! Ανακαλύπτοντας την αληθινήφύση μου, έπαψε να μ’ ενοχλεί εκείνηη παντελής έλλειψη τριχοφυΐας. Είμαιδιαφορετικός από τους ανθρώπους,αυτό είν’ αλήθεια, αλλά η μορφή μουείναι εκείνη που θα ’πρεπε να είναιΓιατί δεν είμαι άνθρωπος...

Ευγνωμονώ τη μοίρα που μ’έσπρωξε να διαλέξω εκείνη τηνεφημερίδα στο Κάιρο! Αν δεν είχα δειεκείνη τη φωτογραφία και δεν είχα

διαβάσει το άρθρο, μπορεί να μηνεπέστρεφα τόσο σύντομα στα ρεικοτό-πια, κι ανατριχιάζω σαν σκέφτομαιποια μπορεί να ήταν τώρα η τύχη μου.Τι θα έκανα όταν θα εκδηλωνόταν ηΠρώτη Αλλαγή; Θα προσπαθούσα ναξεφύγω σε καμιά απόμακρη περιοχή,μεταμφιεσμένος και τυλιγμένος μεφαρδιά ρούχα, για να ζήσω εκεί τη ζωήενός ερημίτη; Ίσως και να επέστρεφαστην Ιμπ ή την Ανώνυμη Πόλη, νακατοικήσω στα ερείπια και τη μοναξιάμέχρι η εμφάνισή μου να μου επέτρεπενα ζήσω πάλι μεταξύ των ανθρώπων.Άλλά τι θα γινόταν μετά

— μετά τη Δεύτερη Αλλαγή;

Ίσως και να καταντούσα τρελός, μεαυτές τις ανεξήγητες μεταβολές τηςεμφάνισής μου. Ποιος ξέρει, μπορεί ναγινόμουν ένας ακόμη από τουςτρόφιμους του Όουκντην. Από τηνάλλη μεριά, η μοίρα μου μπορεί ναήταν πολύ χειρότερη απ’ όλα αυτά:

γιατί ίσως να είχα παρασυρθείπηγαίνοντας να ζήσω στα βάθη,. μαζίμε τους Αβυσσαίους, και να λατρεύωτον Ντάγ-κον και τον ΜεγάλοΚθούλου, όπως και τόσοι άλλοι πριναπό μένα.

Αλλά όχι! Χάρη στην καλή μου τύχη,στα όσα είχα μάθει στα ταξίδια μου

και στη βοήθεια που μου πρό-

σφερε το γράμμα του πατέρα μου,γλίτωσα απ’ όλες αυτές τις φρικτέςσυνέπειες που γνώρισαν άλλοι τηςράτσας μου. Τώρα θα επιστρέψω στη Λ-γιμπ, την Αδελφή Πόλη της Ιμπ, στη γηπου με γέννησε κάτω από τα ρεικοτόπιατου Γιόρκσερ. Από εκεί προήλθε τοπράσινο αγαλματάκι που με οδήγησεπίσω σε τούτες τις ακτές, το αγαλματάκιπου είναι πανομοιότυπο με το άλλο πουανέσυρα από τη λίμνη στη Σαρνάθ. Θαεπιστρέψω για να γνωρίσω τη λατρείατων πιστών που οι πρόγονοί τουςπέθαναν στην Ιμπ από τα δόρατα τωνανθρώπων της Σαρνάθ- εκείνων που τόσοταιριαστά περιγράφονται στουςΠλίνθινους Κυλίνδρους του Καντάθερον-

εκείνων που ψέλνουν σιωπηλά στην

άβυσσο. Ναι, θα επιστρέψω στη Λ-γιμπ!

Ήδη ακούω τη φωνή της μητέρας μου.Με καλεί όπως τότε που ήμουν μικρόςκαι συνήθιζα να περιπλανιέμαι σ’ αυτά ταίδια ρεικοτόπια. «Μπομπ! Μικρέ μουΜπο! Πού τρέχεις πάλι; »

Μπο, έτσι συνήθιζε να με φωνάζει, καιμονάχα γελούσε όταν τη ρωτούσα γιατί.Αλλά γιατί όχι; Δεν ήταν το Μπο έναταιριαστό όνομα; Ρόμπερτ — Μπομπ

— Μπο... Τι το παράξενο; Τι τυφλός κιανόητος που ήμουν! Ποτέ δε με είχεπροβληματίσει το γεγονός ότι οι γονείςμου δεν ήταν ακριβώς σαν τους άλλουςανθρώπους. Δε με είχε απασχολήσει,

ούτε και προς το τέλος...

Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι οιπρόγονοί. μου λατρεύονταν στην Ιμπ,σαν είδωλα σκαλισμένα. σε γκρίζαπέτρα, πριν από τον ερχομό τωνανθρώπων, τότε που η ζωή στη Γ η έκανετα πρώτα της βήματα; Θα πρέπει να είχαμαντέψει την ταυτότητά μου από τηνπρώτη στιγμή που ανέσυρα εκείνο τοαγαλματάκι από τη λάσπη. Γιατί ταχαρακτηριστικά του ήταν όπως θα γίνουνκαι τα δικά μου μετά την Πρώτη Αλλαγή.Και για-τι στη βάση του, γραμμένο μετ’αρχαία γράμματα της Ιμπ — γράμματαπου μπορούσα να διαβάσω γιατί ανήκανστη γλώσσα μου, τη γλώσσα πουπροηγήθηκε όλων των άλλων — ήταν

χαραγμένο το όνομά μου!

Μποκρούγκ!

Ο Υδρόσαυρος Θεός του λαού της Ιμπκαι της Λ-γιμπ, της Αδελφής Πόλης!

Σημείωση:

Κύριε επιθεωρητά,

Αυτό το χειρόγραφο, το ‘ΣυνημμένοΈγγραφο Α’ στην αναφορά μου, τοσυνόδευε και μια σύντομη επιστολή μεπαραλήπτη την ΕΑΒΑΠ του Νιούκασλ, η

οποία είχε ως ακολούθως:

ΡόμπερΚρουγκΜαρσκ,

Γ ιόρκσερ

Βράδυ — 19 Ιουλίου1952 Προς τον γραμματέα και τα μέλητης επιτροπής Άνθρακος Βορειο-Ανατολικών Περιοχών Νιούκασλ-ον-Τάιν

Κύριοι,

Ενώ βρισκόμουν στο εξωτερικό έτυχενα πληροφορηθεί από τις σελίδες ενόςπεριοδικού για το σχέδιο που προτίθεστενα θέσετε σ’ εφαρμογή το ερχόμενοκαλοκαίρι στο Γ ιόρκσερ. Το γεγονόςαυτό, που συνέπεσε με το πέραςορισμένων ερευνών μου, με ώθησε σ’αυτή την επιστολή. Θέλω εδώ ναεκφράσω την αντίθεσή μου στην ιδέατων γεωτρήσεων μεγάλου βάθους σταρεικοτόπια με σκοπό τη διάνοιξηθυλάκων φυσικού αερίου και τημετέπειτα εκμετάλλευσή του. Είναι

πολύ πιθανό η πράξη αυτή πουπροτείνουν οι επιστημονικοί σαςσύμβουλοι να έχει ως αποτέλεσμα τηνκαταστροφή δύο αρχαίων φυλών από

νοήμονα όντα.

Θέλοντας ν’ αποσοβήσω αυτή τηνκαταστροφή, αναγκάζομαι να παραβώτους νόμους της φυλής μου και έτσι νακαταστήσω γνωστή την ύπαρξή μας,καθώς και εκείνη των όντων που μαςυπηρετούν. Προκειμένου να κάνωπερισσότερο κατανοητούς τους λόγουςτης διαμαρτυρίας μου, έκρινα αναγκαίονα εκθέσω ολόκληρη την ιστορία μου.Ίσως, όταν διαβάσετε το χειρόγραφο πουσυνοδεύει τούτο το γράμμα, ναματαιώσετε επ’ αόριστον την εφαρμογήτου σχεδίου σας.

Ρόμπερτ Κρουγκ...

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ Μ-Υ-127/52

Περίπτωση Εικαζόμενης Αυτοκτονίας

Κύριε επιθεωρητά,

Έχω να σας αναφέρω ότι την 20ήΙουλίου 1952 και ώρα 4: 30 μ. μ., ήμουνυπηρεσία στο αστυνομικό τμήμα τουΝτίλαμ όταν τρία παιδιά (οι σχετικέςδηλώσεις τους στο Συνημμένο Β)ανέφεραν στον αρχιφύλακα υπηρεσίαςότι είδαν έναν «παράξενο άνθρωπο» να

σκαρφαλώνει το φράχτη της «Γούρναςτου Διαβόλου», αγνοώντας τιςπροειδοποιητικές πινακίδες, και να πηδάστο νερό εκεί που χύνεται στο βάραθροτης λοφοπλαγιάς. Παίρνοντας μαζί μουτο μεγαλύτερο από τα παιδιά, πήγα στοσυγκεκριμένο σημείο στα ρει-κοτόπια,περίπου ένα χιλιόμετρο έξω από τοΝτίλαμ, όπου υποτίθεται ότι είχαν δει τον«παράξενο άνθρωπο» να σκαρφαλώνειτο φράχτη.

Υπήρχαν όντως ίχνη εκεί ότι κάποιος είχεπρόσφα■

τα περάσει το φράχτη πατημένα χορτάριακαι λεκέ-δες χόρτου στα ξύλα. Με κάποιαδυσκολία πέρασα κι εγώ το φράχτη, αλλά

δεν κατάφερα να διαπιστώσω μεβεβαιότητα κατά πόσο τα παιδιά είχαν πειτην αλήθεια. Δεν υπήρχε κανένα ίχνοςμέσα ή γύρω από το νερό πουυποδηλώνει ότι κάποιος είχε πηδήσειμέσα. Αυτό βέβαια δεν είναι περίεργο, ανλάβουμε υπόψη ότι σ’ εκείνο το σημείο,όπου το ρεύμα χάνεται στο εσωτερικότου λόφου, το νερό χύνεται με ορμή προςτα έγκατα της γης. Τρεις έμπειροισπηλαιολόγοι χάθηκαν στο ίδιο σημείοτον περασμένο Αύγουστο όταναποπειράθηκαν μια μερική εξερεύνησητης υπόγειας διαδρομής του νερού.

Κάνοντας μερικές ακόμη ερωτήσειςστο αγόρι που είχα πάρει μαζί,διαπίστωσα ότι είχαν δει και ένα δεύτερο

άτομο να τριγυρίζει στην περιοχή λίγοπριν από το προαναφερθέν επεισόδιο.Αυτό το άλλο άτομο φαινόταν να βαδίζειμε δυσκολία σαν να ήταν τραυματισμένο,και το είδαν να μπαίνει σε μια γειτονικήσπηλιά. Μετά είδαν να βγαίνει από τηνίδια σπηλιά ο «παράξενος άνθρωπος» —που τον περιέγραψαν σαν πράσινο και μεκοντή, ευλύγιστη ουρά — να πλησιάσειστο φράκτη και να τον περνά, για ναπηδήσει στη συνέχεια στο νερό.

Όταν επιθεώρησα τη σπηλιά, βρήκακάτι που έμοιαζε με δέρμα ζώου,ανοιγμένο στα πόδια και την κοιλιά, όπωςσυνηθίζουν να κάνουν οι κυνηγοί θηρίωνμε τις προβιές των θηραμάτων τους. Τοαντικείμενο αυτό ήταν τυλιγμένο

προσεκτικά και ακουμπισμένο σε μιαγωνιά- τώρα βρίσκεται στο χώροευρεθέντων και απολεσθέντωναντικειμένων του αστυνομικού τμήματοςτου Ντίλαμ. Κοντά στο δέρμα αυτόυπήρχε μια πλήρης ανδρική ένδυση,καλής ποιότητας, επίσης προσεκτικάδιπλωμένη και ακουμπισμένη κάτω. Σεμια εσωτερική τσέπη του σακακιούβρήκα ένα πορτοφόλι με δεκατέσσεραχαρτονομίσματα της μιας λίρας, και μιακάρτα με τη διεύθυνση ενός σπιτιού τουΜαρσκ: Οδός Σάντερλαντ Κρέσεντ 11.Τα ρούχα αυτά, καθώς και το πορτοφόλι,βρίσκονται τώρα στον ίδιο χώρο με τοδέρμα.

Περίπου στις 6: 30 μ. μ. επισκέφθηκα

την ανωτέρω διεύθυνση στο Μαρσκ καιέκανα μερικές ερωτήσεις στην οικονόμοτου σπιτιού, την κυρία Γουάιτ. Οιδηλώσεις της σχετικά με τον ΡόμπερτΚρουγκ, τον εργοδότη της, αποτελούν τοΣυνημμένο Γ. Η κυρία Γουάιτ μουπαρέδωσε επίσης δυο φακέλους, ο έναςαπό τους οποίους περιείχε το χειρόγραφοπου περιείχε το Συνημμένο Α. Η κυρία Γουάιτ είχε βρει αυτό το φάκελοσφραγισμένο, μαζί με ένα σημείωμα πουτης ζητούσε να τον ταχυδρομήσει, ότανθα πήγαινε σπίτι το απόγευμα της 20ής,πράγμα που έγινε περίπου μισή ώρα πριναπό τη δική μου άφιξη. Όμως, λόγω τωνερευνών που έκανα και εξαιτίας τηςφύσης τους — δηλαδή, την πιθανήαυτοκτονία του κυρίου Κρουγκ — η

κυρία Τουάιτ έκρινε καλύτερο ναπαραδώσει το φάκελο στην αστυνομία.Άλλωστε δεν μπορούσε να φανταστείκαι τι άλλο να κάνει, επειδή ο Κρουγκείχε ξεχάσει να γράψει διεύθυνσηπαραλήπτη. Επειδή υπήρχε η πιθανότητανα περιέχει κάποιο σημείωμα σχετικά μελόγους αυτοκτονίας, δέχτηκα να τονπαραλάβω εγώ.

Ο άλλος φάκελος, που ήταν ανοιχτός,περιείχε ένα χειρόγραφο σε άγνωστηγλώσσα, και βρίσκεται επίσης μαζί με ταυπόλοιπα αντικείμενα στο Ντίλαμ.

Στις δυο εβδομάδες που μεσολάβησαναπό την εικαζόμενη αυτοκτονία, καιπαρά τις προσπάθειές μου να εντοπίσω

τον Ρόμπερτ Κρουγκ, δεν κατάφερα ναβρω κανένα στοιχείο που να δείχνει ότιμπορεί να είναι ακόμη ζωντανός. Επίσης,η κυρία Γουάιτ αναγνώ-

ρισε ότι τα ρούχα που βρέθηκαν στησπηλιά ήταν εκείνα που φορούσε οΚρουγκ την προηγούμενη νύχτα τηςεξαφάνισής του. Το γεγονός αυτό νομίζωότι δικαιολογεί την πρότασή μου νατοποθετηθεί η αναφορά μου στο αρχείοανεξιχνίαστων υποθέσεων, και ο ΡόμπερτΚρουγκ να θεωρηθεί ως αγνοούμενος.Αρχιφύλαξ Τζ. Τ. Μίλλερ Ντίλαμ,Γιόρκσερ

7 Αυγούστου 1952

Σημείωση:

Κύριε επιθεωρητή,

Επιθυμείτε να στείλω ένα αντίγραφοτου χειρογράφου του Συνημμένου Α —όπως ζήτησε ο Κρουγκ από την κυρίαΓουάιτ — στο γραμματέα της ΕπιτροπήςΆνθρακος Βορειο-ΑνατολικώνΠεριοχών;

Επιθεωρητής ΙΑ Ίανσον

Αρχηγείο ΑστυνομίαςΓιόρκσερ Ράντκαρ,Γιόρκσερ

Αγαπητή αρχιφύλακα Μίλλερ,

Σχετικά με το σημείωμά σας της 7ηςτρέχοντος, μην κάνετε καμία περαιτέρωενέργεια όσον αφορά στην υπόθεσηΚρουγκ. Όπως προτείνατε και ο ίδιος,διέταξα το συγκεκριμένο άτομο ναπεραστεί στα αρχεία μας ως αγνοούμενο.Σχετικά με το χειρόγραφο τώρα- οάνθρωπος αυτός πρέπει να ήταν ήδιανοητικά ανισόρροπος ή μεγαλοφυήςφαρσέρ πιθανώς κάποιος συνδυασμόςκαι των δυο. Ασχέτως με το γεγονός ότι

ορισμένα από τα στοιχεία στην ιστορίατου αποτελούν αναμφισβήτητα γεγονός,η όλη υπόθεση

φαίνεται γενικά να είναι δημιούργημαενός αρρωστημένου μυαλού.

Στο μεταξύ αναμένω από σας αναφοράσχετικά με την πρόοδο των ερευνών τηςάλλης εκκρεμούς υπόθεσης τηςδικαιοδοσίας σας. Αναφέρομαι στοβρέφος το οποίο βρέθηκε στα στασίδιατης εκκλησίας του Ήλυ-ον-δε-Μουρ τονπερασμένο Ιούνιο. Υπήρξε καμία εξέλιξηστο θέμα εντοπισμού της μητέρας του;

Η ΦΡΙΚΗ ΣΤΟ PENT

ΧΟΥΚ

του X. Φ. Λάβκραφτ

Ο Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ ήταν οπρώτος συγγραφέας που πήρε τον τρόμοαπό τους πύργους και τα λαγκάδια καιτον μετέφερε στα σπίτια και στουςδρόμους των πόλεων.

Αυτό ακούγεται κάπως περίεργα σανέπαινος, αλλά είναι.

Ο Λάβκραφτ κατάλαβε ότι ο ΌσκαρΟυάιλντ είχε κάποιο δίκιο με τοΦάντασμα του Κάντερβιλ, και ότι στον

κόσμο του εικοστού αιώνα αντηχούσανκάπως παράφωνα εκείνα τα σαβανωμέναφαντάσματα που έσερναν τις αλυσίδεςτους στους μεσαιωνικούς πύργους.Μεταξύ άλλων, ο τρόμος τους δε μαςάγγιζε ιδιαίτερα. Πόσοι από μας ζούμε σεπύργους; Όχι ότι δε θα θέλαμε να έχουμεένα φέρετρο με βρικόλακα στολεβητοστάσιο της πολυκατοικίας μας (καιμετά όποιος τολμούσε ας μας έκλεβε στοπετρέλαιο! ) αλλά, όπως και να τοκάνουμε, το πράγμα θα έχανε τη γοητείατου.

Όμως, εκείνο που πάνω απ' όλαξεχώρισε τον Λάβκραφτ ήταν το γεγονόςότι στήριξε τα έργα του σε«απαγορευμένες» απόκρυφες

παραδόσεις, σε πραγματικά γεγονότα καισε προσωπικά οράματα και εφιάλτες —όλα σε μυθιστορηματικό περιτύλιγμα, έτσιπου είναι σχεδόν αξεδιάλυτο πούτελειώνει το πραγματικό και πού αρχίζειτο φανταστικό.

Τούτο το διήγημα έχει όλα αυτά ταχαρακτηριστικά. Σκοτεινές αδελφότητεςκαι τελετουργίες βγαλμέ-νες από τηγνήσια μαγική παράδοση, οντότητες απόάλλα επίπεδα ύπαρξης, καθώς και έναφοβερά δυνατό κομμάτι που σίγουραπροέρχεται από κάποιο προσωπικόεφιάλτη του συγγραφέα. Δεν ξέρω ανκατάφερα να το μεταδώσω στημετάφραση, αλλά, στο πρωτότυπο, η«οραματική εμπειρία» του ήρωα στις

υπόγειες κατακόμβες έχει ένα αληθινάπαραληρηματικό τόνο, σαν ο Λάβκραφτνα έγραφε σε κατάσταση υστερικούτρόμου. Δεν αμφιβάλλω ότι είχε «ζήσει»αυτή τη σκηνή σε κάποιο δικό τουεφιάλτη. Προσέξτε την, αν θέλετε μιαγεύση αληθινού τρόμου...

Και κάτι ακόμη, η μαγική επωδή πουαναφέρεται στο κείμενο είναι μια από τιςαρχαίες ελληνικές επι-κλίσεις προς τηνΕκάτη. Δίχως να είμαι απόλυτα σίγουρος,πιστεύω ότι προέρχεται είτε από τονΜάρκο Ανναίο Λουκανό είτε από τονΛεύκιο Απουλήιο, λατί-νους συγγραφείς,του 1ου και του 2ου αιώνα αντίστοιχα.

Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο που ο

Λάβκραφτ ανοίγει το διήγημά του μ’ ένααπόσπασμα από τον Μάχεν....

Γ. Μ.

Υπάρχουν ολόγυρά μας μυσταγωγίεςτόσο του κακού όσο και του καλού.Ζούμε και κινούμαστε σ’ έναν άγνωστοκόσμο, ένα τόπο όπου υπάρχουνσπήλαια και σκιές και κάτοικοι τουλυκόφωτος. Είναι πιθανό ο άνθρωποςκατά καιρούς να επιστρέφει στομονοπάτι της εξέλιξης, και πιστεύω ότιμια φοβερή παράδοση εξακολουθεί ναπαραμένει ζωντανή.

Άρθρουρ Μάχεν

1

Πριν σχετικά λίγες βδομάδες, στηγωνιά ενός δρόμου του χωριού Πασκόαγκτου Ρόουντ Άιλαντ, ένας ψηλός,γεροδεμένος άντρας με συμπαθητικόπρόσωπο έδωσε αφορμή για πολλάσχόλια και συζητήσεις ύστερα από μιαπερίεργη κρίση που έπαθε ξαφνικά. Κατάτα φαινόμενα κατηφόριζε το λόφο από τοδρόμο του Τσεπάτσετ, και φτάνονταςστην πυκνοκατοικημέ-νη περιοχή έστριψεαριστερά στον κεντρικό δρόμο. Εκείκάμποσα σεμνά εμπορικά τετράγωναδίνουν στην περιοχή μια κάποια αίσθησηαστικής ατμόσφαιρας.

Στο σημείο εκείνο και δίχως καμίαφανερή αιτία, η όλη στάση του άλλαξεαπότομα κι εντυπωσιακά. Εκεί πουβάδιζε, κοκάλωσε απότομα και στάθηκεγια μια στιγμή κοιτάζοντας παράξενα στοψηλότερο από τα κτίρια μπροστά του.Ύστερα, ξεσπώντας σε ατέλειωτες,έντρομες, υστερικές κραυγές, το έβαλεστα πόδια τρέχοντας σαν τρελός, μεαποτέλεσμα να σκοντάψει και να πέσειστην επόμενη διασταύρωση.

Οι διαβάτες που έτρεξαν να τονσηκώσουν και να τον ξεσκονίσουν είδανότι διατηρούσε τις αισθήσεις του, δεφαινόταν να έχει πάθει καμιά ζημιά καιπροφανώς του είχε περάσει εντελώς

εκείνη η ξαφνική νευρική κρίση.Ντροπιασμένος, μουρμούρισε κάτιδικαιολογίες για κάποιο σοκ που είχεπεράσει πρόσφατα, και με χαμηλωμένατα μάτια έκανε μεταβολή και άρχισε ν’ανηφορίζει πάλι το δρόμο του Τσεπάτσετμέχρι που χάθηκε από τη θέα τωνπεραστικών δίχως να ρίξει δεύτερη ματιάπίσω του.

Ήταν παράξενη συμπεριφορά για έναντόσο μεγαλόσωμο, γεροδεμένο και κατάτα φαινόμενα απόλυτα φυσιολογικόάντρα. Και το παράξενο του πράγματοςδε μειώθηκε από τις παρατηρήσεις ενόςαπό τους πα-ρατυχόντες, που στοπρόσωπο του ξένου είχε αναγνωρίσει τονενοικιαστή ενός γνωστού γαλακτοκό-μου

στις παρυφές του Τσεπάτσετ.

Όπως αποκαλύφθηκε, ο ενοικιαστήςαυτός ήταν ο Τόμας Φ. Μαλόουν,ντετέκτιβ της αστυνομίας της ΝέαςΥόρκης, σε αναρρωτική άδεια. Ήτανύστερα από συμβουλή των γιατρών μετάαπό μια ασυνήθιστα συγκλονιστικήπεριπέτεια που έζησε σε κάποια φρικαλέατοπική υπόθεση με δραματικές εξελίξεις.Κατά τη διάρκεια μιας αστυνομικήςεπιδρομής στην οποία είχε συμμετάσχεικι ο Μαλόουν είχε σημειωθεί κάποιακατάρρευση μερικών παλιών πλίθινωνκτιρίων. Κάτι στην όλη αυτή υπόθεση,όπου είχαν χαθεί πολλές ζωές τόσοκρατουμένων όσο και συναδέλφων του,τον είχε επηρεάσει με περίεργο τρόπο.

Σαν αποτέλεσμα της περιπέτειας αυτήςο Μαλόου είχε εκδηλώσει μια έντονη κιαφύσικη απέχθεια για οποιοδήποτε κτίριοπου είχε έστω και την ελάχιστηομοιότητα μ! εκείνα που είχανκαταρρεύσει. Έτσι, στο τέλος, οιψυχίατροι του είχαν συστήσει ν’αποφεύγει για ένα ακαθόριστο διάστημανα βλέπει τέτοια κτίρια.

Ένας γιατρός της αστυνομίας, που είχεσυγγενείς στο Τσεπάτσετ, του είχεπροτείνει ένα γραφικό χω-ριουδάκι μεξύλινα σπίτια της αποικιακής περιόδουσαν ιδανικό τόπο για την ψυχική τουανάρρωση. Ο άρρωστος είχε πράγματισυμφωνήσει να πάει εκεί, με τηνυπόσχεση να μη δοκιμάσει ποτέ να

επισκεφθεί τους δρόμους με τα πλίθινακτίρια των μεγαλύτερων γύρω χωριών.Αυτό τουλάχιστον μέχρι να του τοεπιτρέψει ο ειδικός γιατρός τουΓουνσόκετ που είχε αναλάβει τηφροντίδα του. Αυτός ο περίπατος ως τοΠα-σκόαγκ για ν’ αγοράσει περιοδικάήταν ένα λάθος του, και ο δύστυχος είχεπληρώσει αυτή του την ανυπακοή μετρόμο, μώλωπες και ταπείνωση.

Αυτά ήταν όλα όσα ήταν γνωστά στουςκουτσομπόληδες του Τσεπάτσετ και τουΠασκόαγκ, και αυτά επίσης ήταν κι όλαόσα πίστευαν οι πιο ειδικευμένοιψυχίατροι. Αλλά αρχικά ο Μαλόουν είχεπει στους γιατρούς πολύ περισσότερα,σταματώντας μονάχα όταν κατάλαβε ότι

αντιμετώπιζε από μέρους τους τηναπόλυτη δυσπιστία. Από κει και μετάσυγκράτησε τη γλώσσα του και δεδιαμαρτυρήθηκε καθόλου όταν οι γιατροίσυμφώνησαν ομόφωνα ότι εκείνο πουκλόνισε την ψυχική ισορροπία του ήταν ηκατάρρευση μερικών βρομερών πλίθινωνκτιρίων στην περιοχή του Ρεντ Χουκ στοΜπρούκλυν, που είχε σαν αποτέλεσμα τοθάνατο πολλών γενναίων αστυνομικών.

Ο Μαλόουν είχε εργαστεί υπερβολικάσκληρά, είπαν όλοι, στην εκκαθαριστικήεπιχείρηση εκείνων των άντρων τηςπαρανομίας και της βίας. Ορισμένα απότα συμβάντα αυτής της υπόθεσης ήταν,ομολογουμέ-νως, πολύ συγκλονιστικά,και η τελική απροσδόκητη τραγωδία

υπήρξε η τελευταία σταγόνα πουξεχείλισε το ποτήρι.

Αυτή ήταν μια απλή, βολική εξήγησηπου όλοι μπορούσαν να καταλάβουν, καιεπειδή ο Μαλόουν δεν ήταν κανέναςαφελής έκρινε πιο φρόνιμο να τουςαφήσει να την πιστεύουν. Πώς να κάνεινύξεις σε πεζούς ανθρώπους για τηνύπαρξη μιας φρίκης πέρα από κάθεανθρώπινη φαντασία- για μορφές κακούπου κάποιοι είχαν καλέσει απόπαλιότερους κόσμους και που σαν λέπρακαι καρκίνος έτρωγαν σπίτια, τετράγωνακαι πόλεις ολόκληρες; Θα ήταν σαν ναπήγαινε γυρεύοντας όχι για μια άνετηαναρρωτική άδεια αλλά για έναεπενδυμένο κελί ψυχιατρείου. Και ο

Μαλόουν, παρά το μυστικιστικό στοιχείοτου χαρακτήρα του, δεν έπαυε να είναιένας λογικός και φρόνιμος άνθρωπος.

Διέθετε την οραματικότητα ενός Κέλτηγια το απόκοσμο και το μυστηριακά,αλλά και το διαπεραστικό μάτι ενόςρεαλιστή για να διακρίνει τι από αυτάδιέθετε και την ανάλογη εξωτερικήπειστικότητα. Στα σαράντα δύο χρόνιατης ζωής του αυτό το κράμα χαρακτήρατον είχε σπρώξει σε δρόμους μακράν τηςπεπα-τημένης, και τον είχε οδηγήσει σεπαράξενα μονοπάτια για έναν απόφοιτοτου πανεπιστημίου του Δουβλίνου,γεννημένο, σε μια γεωργιανή αγροικίακοντά στο Φοίνιξ Παρκ.

Και τώρα, καθώς αναλογιζόταν τα όσαείχε δει, νιώσει και καταλάβει ο Μαλόουνδεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί τομυστικό που μπορούσε να καταντήσειψυχικό ράκος έναν ατρόμητοαστυνομικό- το μυστικό που μπορούσενα κάνει παλιές ηλίθιες τρώγλες καιθάλασσες από μελαψά ανεξιχνίασταπρόσωπα να φαντάζουν σαν μια εικόναεφιάλτη και δαιμονικής απειλής.

Δεν ήταν δα κι η πρώτη φορά πουαναγκαζόταν να κρατήσει τις απόψεις τουγια τον εαυτό του. Μήπως αυτή η ίδια ηαπόφασή του να βουτήξει στηνπολύγλωσση άβυσσο του υπόκοσμου τηςΝέας Υόρκης δεν ήταν από μόνη της έναμυστήριο ανεπίδεκτο οποιασδήποτε

λογικής εξήγησης; Τι θα μπορούσε να πειστους πεζούς ανθρώπους για τις αρχαίεςμαγείες και τ’ αλλόκοτα θαύματα πουκάθε ευαίσθητο μάτι μπορούσε να δει σ’εκείνο το θανατερό καζάνι όπου χύνουνκι ανακατεύουν το φαρμάκι τους όλα τακατακάθια από ανίερες εποχές,διαιωνίζοντας τις χυδαίες τουςφρικαλεότητες;

Ο Μαλόουν είχε δει την κολασμένηπράσινη φλόγα των μυστικών θαυμάτωνσε τούτο το σκοτεινό συνονθύλευμα τηςεξωτερικής απληστίας και της εσωτερικήςχυδαιότητας. Και είχε χαμογελάσει αχνάόταν όλοι οι νεοϋορκέζοι φίλοι του είχανειρωνευτεί το πείραμά του ν’ αναλάβειαστυνομικά καθήκοντα. Είχαν όλοι τους

αντιδράσει με πολλές ευφυολογίες καικυνισμό, χλευάζοντας σαν παράλογη τηναναζήτησή του για άγνωστα μυστήρια,και τον διαβεβαίωναν ότι στις μέρες μαςη Νέα Υόρκη δεν έκρυβε τίποταπερισσότερο από ποταπότητα καιπροστυχιά.

Ένας απ’ αυτούς, μάλιστα, είχεστοιχηματίσει μαζί του ένα γερό ποσό ότι— παρά τις συγγραφικές του επιτυχίεςστην Επιθεώρηση του Δουβλίνου — ποτέδε θα μπορούσε να γράψει μια αληθινάενδιαφέρουσα ιστορία για την κρυφή ζωήτης Νέας Υόρκης. Και τώρα,αναλογιζόμενος τα όσα είχαν συμβεί, οΜαλόουν συνειδητοποιούσε την κοσμικήειρωνεία του πράγματος, που είχε

επαληθεύσει επιφανειακά αυτή τηνπροφητεία, αν και από μέσα του ο ίδιοςήξερε καλά πόσο λαθεμένη ήταν. Ηφρίκη, όπως τη γνώρισε τελικά, ποτέ δεθα μπορούσε ν’ αποτελέσει το θέμα ενόςαναγνώσματος. Γ ιατί, όπως είπε σχετικάμ’ ένα έργο του Πόε ένας γερμανόςμελετητής του, es lasst sich nicht lesen —το ίδιο το θέμα «αυτοαποκλείει τηνανάγνωσή του».

2

Γ ια τον Μαλόουν υπήρχε πάντοτε ηαίσθηση ενός αθέατου μυστηρίου πίσωαπό την ύπαρξη. Από παιδί ένιωθε τηνκρυμμένη ομορφιά και την έκσταση τωνπραγμάτων, και είχε στραφεί προς την

ποίηση. Αλλά η ανέχεια, η λύπη και ηεξορία από τον τόπο του είχαν στρέψειτο βλέμμα του προς περισσότεροσκοτεινές κατευθύνσεις, και είχε νιώσεινα τον συνεπαίρνει μια παράξενηανατριχίλα στη σκέψη του τι σήμαινε ηύπαρξη ενός κακού στον κόσμο γύρωτου.

Η καθημερινή ζωή έφτασε να γίνει γι’αυτόν μια φαντασμαγορία από μακάβριεςσκιαγραφίες πότε σπινθηροβόλες, αλλ’αναδίδοντας μια οσμή συγκα-λυμμένηςσαπίλας όπως στα καλύτερα έργα τουΜπήρντσλυ, και πότε με υπαινιγμούςτρόμου πίσω και από τις πλέον κοινέςμορφές και τ’ αντικείμενα, όπως στα πιοδιακριτικά και λιγότερο χτυπητά έργα

του Γκουστάβ Ντορέ.

Συχνά το θεωρούσε ευτύχημα που ταπερισσότερα άτομα υψηλής νοημοσύνηςχλεύαζαν αυτά τα εσώτατα μυστήρια. Γιατί, όπως το ’βλεπε, αν τα πιο ανώτεραμυαλά έρχονταν ποτέ σε στενότερηεπαφή με τα μυστικά που περισώζοντανσε ορισμένες αρχαίες και αφανείςαδελφότητες, οι ανώμαλες καταστάσειςπου θα προέκυπταν όχι μόνο θακατέστρεφαν σύντομα τον κόσμο αλλάκαι θ’ απειλούσαν αυτή την ίδια τηνακεραιότητα του σύμπαντος.

Όλες αυτές οι σκέψεις ήταναναμφισβήτητα νοσηρές, αλλά ηπειθαρχημένη λογική του Μαλόου,

καθώς και μια βαθιά αίσθηση τουχιούμορ που τον διέκρινε, εύκολαεξισορροπούσαν τα πράγματα. Τουαρκούσε ν’ αφήνει αυτές τις ιδέες τουστο επίπεδο απόμακρων καιαπαγορευμένων οραμάτων, που δενέπρεπε να τα παίρνει κανείς και πολύ στασοβαρά. Το σοκ το έπαθε μονάχα όταντο καθήκον τον ανάγκασε να βουτήξει σεμια κόλαση αποκαλύψεων, πολύαπότομα, και ύπουλα αποτελεσματικήγια να ξεφύγει.

Ήταν κάμποσος καιρός που ο Μαλόουνείχε αναλάβει υπηρεσία στο αστυνομικότμήμα της οδού Μπάτλερ, όταν υπέπεσεστην αντίληψή του η υπόθεση του ΡεντΧουκ. Το Ρεντ Χουκ είναι ένας

λαβύρινθος πολυεθνικής αθλιότηταςκοντά στην παμπάλαιη αποβάθρα αντίκρυστο Νησί του Κυβερνήτη. Βρομεράσοκάκια ξεκινούν από τις προβλήτες καισκαρφαλώνουν στο λόφο προς ταψηλότερα εδάφη όπου οι ερειπωμένοιοδοί Κλίντον και Κωρτ οδηγούν πέραπρος το Κοινοτικό Μέγαρο. Τα σπίτια τηςπεριοχής είναι κυρίως από τούβλα, και ηκατασκευή τούς χρονολογείται από τοπρώτο τέταρτο έως τα μέσα του δέκατουένατου-αιώνα. Μερικά από τα πιοαπόκεντρα σοκάκια και στενά έχουν κάτιαπό κείνη τη σαγηνευτική αρχαϊκήατμόσφαιρα που τα συμβατικάαναγνώσματα μας έχουν συνηθίσει νατην αποκαλούμε «ντικενσιανή».

Ο πληθυσμός εδώ είναι έναςαπελπιστικά αξεδιάλυτο αίνιγμα λαών καιφυλών. Σύροι, Σπανιόλοι, Ιταλοί καινέγροι συνωστίζονται φύρδην μίγδην,ενώ όχι πολύ μακριά υπάρχουν νησίδεςμε Σκανδιναβούς και Αμερικάνους. Είναιμια βαβυλωνία θορύβων και βρομιάς, πουεξαπολύει τις παράξενες κραυγές της σανσε απάντηση στο λαδερό πάφλασμα τωνμολυσμένων νερών, που γλείφουν τιςρυπαρές αποβάθρες, και στις τερατώδειςκακόφωνες χορωδίες από τις σειρήνεςτου λιμανιού.

Πριν πολλά χρόνια επικρατούσε εδώμια πιο όμορφη εικόνα. Υπήρχανναυτικοί με καθάριο βλέμμα στουςχαμηλότερους δρόμους, και σπίτια με

γούστο και αρχοντιά εκεί που ταμεγαλύτερα οικήματα υψώνονται στολόφο. Μπορεί ακόμη να διακρίνει κανείςτ' απομεινάρια ίου παλιού μεγαλείου στιςκομψές σιλουέτες των κτισμάτων καιστις σποραδικές χαριτωμένες εκκλησίες.

Τα ίχνη της παλιάς τέχνης και ιστορίαςδιατηρούνται στις διάφορες λεπτομέρειεςεδώ κι εκεί — σε μια σειρά απόφαγωμένα σκαλοπάτια, σε κάποιαξεχαρβαλωμένη πόρτα, σ’ ένα ζευγάριαπό σαρακοφαγωμέ-νουςδιακοσμητικούς παραστάδες ή σε κάποιοαπομεινάρι παλιού κήπου πίσω από ταστραβωμένα και σκουριασμένα σίδεραενός φράχτη. Τα σπίτια είναι γενικά σεσυμπαγείς μάζες, και εδώ κι εκεί

υψώνεται κάποιο θολωτό δώμα γεμάτοπαράθυρα για να θυμίσει τις μέρες που οιφαμίλιες των καπεταναίων και τωνκαραβοκύρηδων κάθονταν ν’αγναντέψουν τη θάλασσα.

Απ’ αυτό το συνονθύλευμα της υλικήςκαι ψυχικής σαπίλας, οι βλάσφημοι ήχοιαπό εκατό διαλέκτους υψώνονται προςτον ουρανό. Ορδές από διάφορααποβράσματα διασχίζουν τρικλίζοντας τασοκάκια και τους δρόμους γκαρίζονταςκαι τραγουδώντας. Καχύποπτα χέριασβήνουν ξαφνικά κάποιο φως καιτραβούν τις κουρτίνες, ενώ μαυριδερά,σημαδεμένα από την κραιπάλη πρόσωπαεξαφανίζονται πίσω από τα παράθυραόταν περνά από μπροστά κάποιος ξένος

επισκέπτης.

Οι αστυνομικοί έχουν εγκαταλείψεικάθε ελπίδα ότι θα μπορέσουν ποτέ ναεπιβάλουν εδώ κάποιο νόμο ή τάξη, καιμάλλον περιορίζονται στην προσπάθειανα υψώσουν φράγματα για ναπροστατέψουν τον έξω κόσμο από τούτητην εστία μόλυνσης. Η σειρήνα ενόςπεριπολικού γίνεται δεκτή για μιανεκρική σιωπή, και εκείνοι που τυχόνσυλλαμβάνονται εδώ δεν είναι διόλουφλύαροι. Οι φανερές παρανομίες είναιτόσο ποικίλες όσο και οι διάλεκτοι τωνντόπιων. Αρχίζουν από το λαθρεμπόριοποτών και τη διακίνησηλαθρομεταναστών, και προχωρούνκαλύπτοντας όλες τις ενδιάμεσες μορφές

παρανομίας, μέχρι τις βιαιοπραγίες και τοέγκλημα στις πιο αποκρουστικές μορφέςτου.

Το γεγονός ότι αυτές οι ορατέςπαρανομίες δεν είναι ακόμη πιο πολλέςδεν πρέπει να το δούμε σαν θετικόστοιχείο, εκτός πια κι αν θεωρήσουμεαξιέπαινη την τέχνη της απόκρυψης ενόςεγκλήματος. Εκείνοι που βγαίνουν — ήτουλάχιστον από εκείνους που βγαίνουναπό τη μεριά της στεριάς — τιςπερισσότερες πιθανότητες να ξαναφύγουνέχουν εκείνοι που ξέρουν να κρατούν τοστόμα τους κλειστό.

Σ’ αυτό το περιβάλλον η ευαίσθητημύτη του Μαλόουν έπιασε μια

ανεπαίσθητη μπόχα από μυστικά πιοτρομερά απ’ οποιαδήποτε αμαρτία πουκαταδίκαζαν οι πολίτες και πουαναθεμάτιζαν οι παπάδες και οιηθικολόγοι. Σαν άτομο που συνδύαζεφαντασία και επιστημονική γνώσηγνώριζε πολύ καλά ότι ο σύγχρονοςάνθρωπος κάτω από συνθήκες ανομίαςτείνει μυστη-ριωδώς ν’ αναβιώνει στουςκαθημερινούς του τρόπους και τιςσυνήθειες τα σκοτεινότερα ενστικτώδηπρότυπα της πρωτόγονης αγριότητας ενόςπιθηκανθρώπου. Είχε συχνάπαρακολουθήσει με την ανατριχίλαέμπειρου ανθρωπολόγου τις παρέες τωντσιμπλιάρηδων, βλογιοκομμένων νεαρώνπου, ψέλνοντας και βλαστημώντας,διέσχιζαν τα σκοτεινά σοκάκια τις μικρές

ώρες της αυγής.

Αυτές τις παρέες των νεαρών τις έβλεπεκανείς σχεδόν αδιάκοπα. Πότε τουςσυναντούσες μαζεμένους καιμουλωχτούς να ξενυχτούν στις γωνιέςτων δρόμων και πότε να κάθονται σεκατώφλια σπιτιών παίζοντας μιααλλόκοτη μουσική με διάφορα φτηνάόργανα. Άλλοτε πάλι τους έβλεπες νακάθονται αποχαυνωμένοι ή, αντίθετα, ναπροστυχολογούν στις διά-φορέςκαφετέριες κοντά στο Κοινοτικό Μέγαρο.Μπορούσες ακόμη να τους δεις ναψιθυρίζουν μαζεμένοι γύρω από ελεεινάταξί παρκαρισμένο μπροστά στις ψηλέςβεράντες των μισορημαγμένων κιαμπαρωμέ-νων παλιών σπιτιών.

Η θέα τους τον αναγούλιαζε και τονγοήτευε περισσότερο απ’ όσο τολμούσενα ομολογήσει στους συναδέλφους τουστο σώμα. Ένιωθε να βλέπει σ’ αυτούςκάποιο αποτρόπαιο νήμα μυστικήςσυνέχειας κάποιο δαιμονικό,ανεξιχνίαστο και αρχαϊκό πρότυποσυμπεριφοράς εντελώς πέρα και πίσωαπό τη νοσηρή μάζα των συνηθισμένωνσυμβάντων που με τόσο ευσυνείδητημεθοδικότητα συγκέντρωνε στουςφακέλους της η αστυνομία.

Βαθιά μέσα του ένιωθε ότι είχεμπροστά του τους κληρονόμους μιαςσυγκλονιστικής και αρχέγονηςπαράδοσης τους μεριδιούχουςεκφυλισμένων και αποσπασματικών

γνώσεων από μορφές λατρείας καιτελετουργίες πιο παλιές κι από τηνανθρωπότητα. Αυτό τουλάχιστονυποδήλωνε η συνοχή και η ομοιογένειάτους, και ενίσχυε την περίεργη υποψία ότιενός άλλου είδους τάξη ήταν κρυμμένηκάτω από την όλη ρυπαρή επιφανειακήαταξία.

Δεν είχε διαβάσει μάταια μελέτες σαντη Μαγική Λατρεία στη Δυτική Ευρώπητης Δρ Μάργκαρετ Μώρ-ρυ. Ήξερε ότιμέχρι τα πρόσφατα χρόνια ένα φοβερόκαι μυστικό σύστημα συγκεντρώσεων καιοργίων είχε σίγουρα επιβιώσει ανάμεσασε χωρικούς και σε ανθρώπους της σκιάς.Ήταν ένα απομεινάρι από σκοτεινέςθρησκείες που προϋπήρχαν της

εμφάνισης των Α-ρείων, και που στοιχείατους επιζούσαν στους λαϊκούς θρύλουςγια τις 'Μαύρες Λειτουργίες και ταΣάμπατ των Μαγισσών. Το ενδεχόμενονα είχαν πλέον σβήσει εντελώς αυτά ταεφιαλτικά υπολείμματα

της παλιάς τουρανο-ασιατικήςμαγείας και των θρησκειών τηςγονιμότητας ούτε που τοσυζητούσε καν. Καιαναρωτιόταν συχνά πόσοαρχαιότερα και πόσο πιομαύρα ακόμη από τις πιοσκοτεινές φήμες που

κυκλοφορούσαν ψιθυριστάμπορεί στ’ αλήθεια να ήταναυτά.

3

Εκείνο που οδήγησε τονΜαλόουν στην καρδιά τωνόσων συνέβαιναν στο ΡεντΧουκ ήταν η υπόθεση τουΡόμπερτ Σουίνταμ. Ο Σουίνταμήταν ένας λόγιος ερημίτης απόπαλιά ολλανδική οικογένεια,με εισόδημα που, αρχικά,

μόλις και μετά βίας του έφτανενα ζει. Έμενε σ’ ένα μεγάλοαλλά κακοδιατηρημένο μέγαροπου είχε χτίσει ο παππούς τουστο Φλάτμπους. Την εποχήεκείνη το χωριό αυτό δεν ήτανπαρά ένα ευχάριστο σύνολοαπό αποικιακές αγροικίεςμαζεμένες γύρω από τηνκισσοντυμένη Εκκλησία τηςΜεταρρύθμισης με το γοτθικόκαμπαναριό και τοπεριφραγμένο παλιό ολλανδικόκοιμητήρι της.

Στο μοναχικό σπίτι του,κάπου πίσω από την οδόΜάρτενς και ανάμεσα σταψηλά γέρικα δέντρα της αυλής,ο Σουίνταμ ζούσε με τιςμελέτες και τις σκέψεις τουεδώ και εξήντα περίπουχρόνια. Μονάχα μια φορά,πριν μια περίπου γενιά, είχεσαλπάρει για τον παλιό κόσμοόπου και παρέμεινε μακριάαπό κάθε επαφή για οχτώχρόνια.

Τα οικονομικά του δεν τουεπέτρεπαν να έχει υπηρέτες,και δε δεχόταν παράελάχιστους επισκέπτες στοερημητήριό του. Απέφευγε τιςστενές φιλίες και δεχόταν τουςσπάνιους επισκέπτες του σ’ ένααπό τα τρία δωμάτια τουισογείου που τα διατηρούσε σεκαλύτερη κατάσταση —συγκεκριμένα, σε μιααπέραντη, ψηλοτάβανηβιβλιοθήκη που οι τοίχοι τηςήταν γε-

μάτοι με παμπάλαια βιβλία μεεπιβλητική, αρχαϊκή και ακαθόριστααπωθητική όψη.

Η εξάπλωση της πόλης και η τελικήαπορρόφηση του Φλάτμπους από τηνπεριοχή του Μπρούκλυν δε σήμαινετίποτα για τον Σουίνταμ, αλλά και οίδιος είχε σχεδόν πάψει να σημαίνειτίποτα για την πόλη. Οι πιοηλικιωμένοι τον έδειχναν ότανπερνούσε από το δρόμο, αλλά για τουςπερισσότερους νεότερους κατοίκουςήταν απλώς ένας εκκεντρικός, παχύςγεράκος.

Γ ια τους νεοφερμένους, τα αχτένισταάσπρα μαλλιά, το κοντό μουσάκι, το

γυαλιστερό μαύρο κουστούμι και τομπαστούνι του με τη χρυσή λαβή δενάξιζαν τίποτα περισσότερο από μιαπειραχτική ματιά.

Ο Μαλόουν δεν είχε δει ποτέπροσωπικά τον Σουίνταμ μέχρι που τοκαθήκον τον κάλεσε στην υπόθεση,αλλά τον είχε έμμεσα ακουστά σαν μιααληθινά μεγάλη αυθεντία στιςμεσαιωνικές δεισιδαιμονίες. Κάποτεμάλιστα είχε αφηρημένα σκεφτεί ναψάξει μήπως και βρει ένα εξαντλημένοπια βιβλιαράκι του Σουίνταμ σχετικάμε την Καμπάλα και το θρύλο τουΦάουστους που κάποιος φίλος είχεαναφέρει ένα απόσπασμα από μνήμης.

Ο Σουίνταμ άρχισε ν’ απασχολεί τηναστυνομία μο- -νάχα όταν κάποιοιμακρινοί και μοναδικοί συγγενείς τουέκαναν αίτηση στις αρχές για να τονθέσουν υπό δικαστική απαγόρευσησαν ανισόρροπο. Η κίνησή τους αυτήφάνηκε ξαφνική στον έξω κόσμο, αλλάστην πραγματικότητα ήταν απόφασηπου είχε παρθεί ύστερα απόπολύχρονες παρατηρήσεις και πολλέςθλιβερές συζητήσεις. Αφορμή ήτανορισμένες παράξενες αλλαγές πουείχαν σημειωθεί στα λόγια και την όλησυμπεριφορά του Σουίνταμ παλαβέςκουβέντες για θαύματα που έμελλεσύντομα να συμβούν και ανεξήγητεςεπισκέψεις του και πάρε δώσε μεκακόφημες

περιοχές του Μπρούκλυν.

Χρόνο με το χρόνο η εμφάνισή τουγινόταν ολοένα και πιο ατημέλητη, καιτώρα κυκλοφορούσε σαν κοινός αλήτης.Οι γνωστοί τον έβλεπαν ενοχλημένοι νατριγυρίζει σε υπόγειους σταθμούς τουμετρό ή να κάθεται στα παγκάκια γύρωαπό το Κοινοτικό Μέγαροκουβεντιάζοντας με παρέες απόμαυριδερούς και κακομούτσουνουςξένους. Όταν άνοιγε το στόμα του,μιλούσε ακατάπαυστα για απεριόριστεςδυνάμεις που σε λίγο θα ήταν στηδιάθεσή του και επαναλάμβανε μεπονηρές λοξές ματιές μυστικιστικέςλέξεις ή ονόματα όπως «Σεφιρόθ»,«Ασμοντάι» ή «Σαμαήλ».

Στο δικαστήριο αποκαλύφθηκε ότισπαταλούσε το εισόδημά του και έτρωγετο κεφάλαιό του για ν’ αγοράζειπερίεργους τόμους βιβλίων πουπαράγγελνε από το Λονδίνο ή το Παρίσι,καθώς και για να διατηρεί ένα ελεεινόημιυπόγειο διαμέρισμα στην περιοχή τουΡεντ Χουκ. Εκεί περνούσε σχεδόν όλα ταβράδια του, δεχόμενος περίεργεςανάμεικτες παρέες από ύποπτα στοιχείακαι ξένους, τελώντας προφανώς κάποιεςτελετουργίες πίσω από τα πράσινασφαλιστά παντζούρια των παραθύρων.

Οι ντετέκτιβ που είχαν αναλάβει τηνπαρακολούθησή του ανέφεραν ότιακούγονταν παράξενες κραυγές,ψαλμωδίες και χοροπηδητά κατά τις

τελετουργίες αυτές, και ανατρίχιαζανστην παράξενη έκσταση και τηναποχαλίνωσή τους, μόλο που ήτανσυνηθισμένοι στα παράξενα όργιαεκείνης της έκφυλης περιοχής. Ότανωστόσο η υπόθεση έφτασε στοδικαστήριο, ο Σουίνταμ κατάφερε ναδιατηρήσει το αυτεξούσιό του. Μπροστάστο δικαστή η συμπεριφορά του έγινεευγενική και λογική. Αναγνώρισε κι οίδιος την εκκεν-τρικότητα τηςσυμπεριφοράς και τις ακρότητες τηςγλώσσας του, εξηγώντας ότι είχεπαρασυρθεί εξαιτίας της υπερβολικής τουαφοσίωσης στη μελέτη και την έρευνα.

Η έρευνά του, διευκρίνισε, αφορούσεσε ορισμένες όψεις της ευρωπαϊκής

λαϊκής παράδοσης και απαιτούσε στενήεπαφή με αλλοδαπά στοιχεία για ναμελετήσει τα τραγούδια και τους λαϊκούςτους χορούς. Υποστήριξε ότι ήτανολοφάνερα παράλογη και αστήρικτη ηάποψη πως τον εκμεταλλευόταν κάποιαπρόστυχη μυστική αδελφότητα, όπωςσαφώς είχαν αφήσει να εννοηθεί οισυγγενείς του- και έδειξε πόσο θλιβεράείχαν παρεξηγήσει τον ίδιο και το είδοςτης εργασίας του. Οι ήρεμες αυτέςεξηγήσεις του πέτυχαν το σκοπό τους,και το δικαστήριο του επέτρεψε ν’αναχωρήσει ανενόχλητος. Και οιιδιωτικοί ντετέκτιβ που είχαν προσλάβειοι Σουίνταμ για την παρακολούθησή του,σήκωσαν απελπισμένοι τα χέρια κιεγκατέλειψαν την προσπάθεια.

Στο σημείο εκείνο, μια συνεργασίαομοσπονδιακών επιθεωρητών καιαστυνομίας, μαζί και ο Μαλόουν,έδειξαν ενδιαφέρον για την υπόθεση. Ονόμος είχε παρακολουθήσει μ’ενδιαφέρον τις δραστηριότητες τουΣουίνταμ, και σε πολλές περιπτώσειςείχε κληθεί να βοηθήσει τις έρευνες τωνιδιωτικών ντετέκτιβ. Χάρη σ’ αυτές ήρθεστο φως το γεγονός ότι στις καινούριεςπαρέες του Σουίνταμ ανήκαν μερικά απότα πιο φριχτά και απαίσια αποβράσματατων πιο σκοτεινών κύκλων του ΡεντΧουκ. Τουλάχιστον το ένα τρίτο απόδαύτα ήταν κατ’ επανάληψησεσημασμένοι κακοποιοί, κλέφτες,ταραχοποιό στοιχεία και διακινητέςπαρανόμων μεταναστών.

Πράγματι, δε θα ήταν υπερβολικό ναπούμε ότι ο ιδιαίτερος κύκλος γνωριμιώντου γερο-σοφού απετε-λείτο σχεδόναποκλειστικά από τους χειρότερουςεκπρόσωπους των οργανωμένωνσυμμοριών που έφερναν στη χώραλαθρομετανάστες. Οι τελευταίοι ανήκανσυνήθως στα κατακάθια ορισμένωνανωνύμων και ακαθόριστων ασιατικώνφυλών, που έτσι κι έπεφταν στα χέριατων αρχών, αυτές φρόντιζαν πολύσυνετά να τους ξαποστείλουν πίσω.

Στις κοσμοβριθείς σφηκοφωλιές τουΜάρκαμ Πλέ-ης — αργότερα άλλαξεόνομα — όπου ο Σουίνταμ διατηρούσετο νέο διαμέρισμά του, είχε κιόλαςαρχίσει ν’ αναπτύσσεται μια πολύ

ασυνήθιστη παροικία από ακαθόριστηςράτσας λοξομάτες ανθρώπους. Μόλο πουμιλούσαν την αραβική γλώσσα, η μεγάλημάζα των Σύρων που κατοικούσαν στηνπεριοχή της Ατλαντικής Λεωφόρουαρνιόταν χαρακτηριστικά να έχει ο-πωσδήποτε πάρε δώσε μαζί τους. Οιαρχές θα μπορούσαν να τους απελάσουνόλους επειδή κανένας τους δεν είχε τανόμιμα χαρτιά, αλλά τα γρανάζια τουνόμου είναι αργοκίνητα, και κανένας δενήθελε μπλεξίματα με το Ρεντ Χουκ εκτόςκι αν τον ανάγκαζε η ίδια η δημοσιότηταπου έπαιρνε μια υπόθεση.

Τ’ αποβράσματα αυτά σύχναζαν σε μιαμισορημαγ-μένη πέτρινη εκκλησία πουύψωνε τα γοτθικά της αντερείσματα

κοντά στην πιο κακόφημη περιοχή τηςπροκυμαίας, και τη χρησιμοποιούσαν τιςΤετάρτες σαν αίθουσα χορού. Ηεκκλησία ήταν κατ’ όνομα καθολική,αλλά όλοι οι ιερείς του Μπρούκλυναρνούνταν να της αναγνωρίσουνοποιαδήποτε ιερότητα ή υπόσταση. Σ’αυτό συμφωνούσαν και οι αστυφύλακεςπου περιπολούσαν στην περιοχή καιάκουγαν τους θορύβους που έβγαιναναπό κει τις νύχτες.

Ο Μαλόουν είχε την εντύπωση ότι σενύχτες που η εκκλησία ήταν άδεια καιαφώτιστη μπορούσε ν’ ακούσει κάποιεςτρομερές σπασμένες και μπάσες νότεςενός εκκλησιαστικού οργάνου ναβγαίνουν από τα έγκατα της γης. Αλλά

και όλοι οι περαστικοί έτρεμαν ότανάκουγαν τα ουρλιαχτά και τιςτυμπανοκρουσίες που συνόδευαν τιςφανερές τελετουργίες που γίνονταν μέσα.

Όταν ο Σουίνταμ ρωτήθηκε σχετικά,αποκρίθηκε ότι η τελετή ήταν μάλλονκάποιο απομεινάρι του νεστοριανούχριστιανισμού, ανάκατο με στοιχεία θιβε-τιανού σαμανισμού. Οι περισσότεροι απότους πιστούς, πρόσθεσε επιφυλακτικά,ήταν μογγολοειδούς καταγωγής καιπροέρχονταν από κάποια περιοχή πέ-ριξ ήεντός του Κουρδιστάν. Και ο Μαλόουνδεν μπόρεσε να μην αναλογιστεί ότι τοΚουρδιστάν ήταν η πατρίδα των Γεζίντι,των τελευταίων επιζώντων από τουςδιαβολολάτρες της Περσίας.

Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, η έρευνασχετικά με τον Σουίνταμ επιβεβαίωσε τογεγονός ότι παράνομοι ξένοιπλημμύριζαν το Ρεντ Χουκ σε ολοένα καιμεγαλύτερους αριθμούς. Έμπαιναν στηχώρα χάρη σε κάποιο δίκτυο μεταφοράςπου δεν είχαν καταφέρει να εντοπίσουν οιυπηρεσίες λαθρομετανάστευσης ή ηλιμενική αστυνομία. Είχαν ήδηκατακλύσει το Πάρκερ Πλέης κιεξαπλώνονταν γοργά προς τις συνοικίεςτου λόφου, όπου οι ντόπιοι κάτοικοι τηςπεριοχής τους δέχονταν με μια περίεργησυναδελφικότητα.

Οι κοντόχοντρες σιλουέτες τους με τιςχαρακτηριστικές λοξομάτικες-φάτσες, σεαλλόκοτο συνδυασμό με το πιο

κακόγουστα φανταχτερό αμερικάνικοντύσιμο, εμφανίζονταν ολοένα και πιοσυχνά ανάμεσα στους χασομέρηδες καιτους αδέσποτους γκάνγκστερ τηςπεριοχής του Κοινοτικού Μεγάρου. Έτσιτελικά η αστυνομία έκρινε αναγκαίο ναυπολογίσει τον αριθμό τους, ναεξακριβώσει την προέλευση και τιςασχολίες τους, και ν’ αναφέρει τα σχετικάστοιχεία στις αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχουαλλοδαπών.

Τ ο καθήκον αυτό ανατέθηκε στονΜαλόουν ύστερα από συμφωνία τωνομοσπονδιακών και τοπικών αρχών, μετην εντολή να βρει αν μπορεί κάποιοτρόπο να τους μαζέψουν και ναξεμπερδεύουν. Έτσι, όταν άρχισε την

έρευνά του στο Ρεντ Χουκ, ο Μαλόουνξεκίνησε μ’ ένα συναίσθημα σαν ναισορροπούσε στο χείλος ακατονόμαστωντρόμων, με την ασουλούπωτη καιατημέλητη μορφή του Ρόμπερτ Σουίνταμνα δεσπόζει στο φόντο σαν αρχι-δαίμονας και ο μεγάλος αντίπαλος.

4

Οι αστυνομικές μέθοδοι έρευνας είναιπολλές και ποικίλες. Ο Μαλόουν άρχισενα τριγυρίζει διακριτικά στην περιοχή, ναπιάνει προσεκτικά άσχετες συζητήσεις μετον ένα ή με τον άλλο, να κερνάμελετημένα κάνα ποτό από το φλασκί τηςτσέπης του και να επιδιώκει να πιάνεικουβέντα με διάφορους

τρομοκρατημένους κρατούμενους. Έτσικατάφερε να συγκεντρώσει πολλέςμεμονωμένες πληροφορίες για την όληκίνηση που είχε αποκτήσει τόσοαπειλητική όψη.

Διαπιστώθηκε ότι οι νεοφερμένοι ήτανπράγματι Κούρδοι, αλλά μιλούσαν μιαδιάλεκτο άγνωστη κι αινιγματική ως προςτην ακριβή προέλευσή της. Όσοι απόδαύτους είχαν κάποια απασχόληση,δούλευαν κυρίως σαν αχθοφόροι ή σανπαράνομοι πλανόδιοι μι-κροπωλητές, ανκαι αρκετοί ήταν λαντζιέρηδες σεελληνικά εστιατόρια ή υπαίθριοιεφημεριδοπώλες. Οι περισσότεροιωστόσο δεν είχαν κανένα φανερό πόροδιαβίωσης και προφανώς ήταν

ανακατωμένοι σε παράνομεςδραστηριότητες, από τις οποίες τολαθρεμπόριο και η παράνομη διακίνησηποτών ήταν οι λιγότερο αποκρουστικές.

Είχαν έρθει στη χώρα με ατμόπλοια,μάλλον φορτηγά ελεύθερης ναύλωσης,και είχαν αποβιβαστεί κρυψα με βάρκεςκάποιες σκοτεινές, ασέληνες νύχτες. Οιβάρκες έβγαιναν σε μια συγκεκριμένηαποβάθρα κι από κει ακολουθούσαν ένακρυφό κανάλι έως ένα μυστικό υπόγειοκάτω από ένα κτίριο. Ο Μαλόουν δενμπόρεσε ν’ ανακαλύψει ποια ήταν ηαποβάθρα αυτή, ή το κανάλι και το σπίτι,γιατί η μνήμη των πληροφοριοδοτών τουήταν πολύ ασαφής ως προς το σημείοαυτό, όσο δε για τη γλώσσα τους συχνά

ξεπερνούσε και τις ικανότητες τουκαλύτερου μεταφραστή.

Ούτε και μπόρεσε να συγκεντρώσεικανένα σοβαρό στοιχείο για τους λόγουςαυτής της μαζικής εισαγωγήςλαθρομεταναστών. Οι κρατούμενοι ήτανπολύ λιγόλογοι σχετικά με τον ακριβήτόπο της προέλευσής τους, και ποτέ δενμπόρεσε να τους πιάσει αρκετά στονύπνο ώστε ν’ αποκαλύψουν το δίκτυοπου αναλάμβανε να τους βρει και να τουςμεταφέρει. Εδώ που τα λέμε, έδειχνανσημεία έντονου τρόμου κάθε φορά πουτους ρωτούσαν για τους λόγους τουερχομού τους. Οι κακοποιοί των άλλωνκατηγοριών ήταν εξίσου λιγόλογοι, καιτο μόνο που ο Μαλόουν κατάφερε να

μάθει τελικά ήταν ότι κάποιος θεός ήκάποιο αρχιε-ρατείο τους είχε υποσχεθείανήκουστες δυνάμεις και υπερφυσικάμεγαλεία και δόξες σε μια ξένη χώρα.

Οι επισκέψεις τόσο των νεοφερμένωνόσο και των παλιών κακοποιών στιςμυστικές νυχτερινές συγκεντρώσεις τουΣουίνταμ ήταν πολύ τακτικές, καιγρήγορα η αστυνομία ανακάλυψε ότι οπρώην ερημίτης είχε νοικιάσει και άλλαδιαμερίσματα για να φιλοξενεί τουςόποιους επισκέπτες γνώριζαν το σύνθημάτου. Γ ια το σκοπό αυτό διέθετε κιόλαςτρία ολόκληρα κτίρια όπου φιλοξενούσεσε μόνιμη βάση αυτούς τους περίεργουςσυντρόφους του. Τώρα ξόδευε ελάχιστοαπό το χρόνο του στο σπίτι του στο

Φλάτμπους, και προφανώςπηγαινοερχόταν μονάχα για να πάρει ή ναεπιστρέψει εκεί κάποια βιβλία. Ηέκφραση και οι τρόποι του πρόδιναν ότιείχε φτάσει πλέον σ’ ένα αποτρόπαιοαποκορύφωμα φρενίτιδας.

Ο Μαλόουν τον ανέκρινε δύο φορές,αλλά και τις δύο ο Σουίνταμ αρνήθηκε μεσκαιότητα τα πάντα. Δεν ήξερε τίποτε,ισχυρίστηκε, για μυστηριώδειςσυνωμοσίες ή κινήσεις. Δεν είχε ιδέα,είπε, ούτε πώς έμπαιναν οι Κούρδοι στηχώρα ούτε τι γύρευαν εδώ. Η δουλειά τουήταν να μελετά ανενόχλητος τα ήθη καιτα έθιμα όλων των μεταναστών τηςπεριοχής- μια απασχόληση στην οποία ηαστυνομία δεν είχε κανένα νόμιμο

δικαίωμα να επεμβαίνει.

Ο αστυνομικός προσπάθησε να τονκολακέψει εκφράζοντας το θαυμασμότου για το παλιό βιβλίο του Σουίνταμ στοθέμα της Καμπάλα και των άλλωνμύθων, αλλά το μαλάκωμα του γέρου δενκράτησε πάνω από μια στιγμή.Διαισθανόταν ότι είχε να κάνει μ’ ένανΠαρείσακτο, και αντιμετώπισε τονεπισκέπτη του με απροκάλυπτα εχθρικότρόπο. Τελικά ο Μαλόουν απελπίστηκεότι θα έβγαζε τίποτα έτσι, και παράτησετην προσπάθεια για να επιστρέψει σταάλλα κανάλια των πληροφοριών του.

Το τι μπορεί ο Μαλόουν να έφερνε στοφως αν συνέχιζε απρόσκοπτα την έρευνα

της υπόθεσης είναι κάτι που δε θα τομάθουμε ποτέ. Όπως ήρθαν τα πράγματα,μια ανόητη διαμάχη ανάμεσα στις τοπικέςκαι τις ομοσπονδιακές αρχές σταμάτησετις έρευνες για κάμποσους μήνες. Στοδιάστημα αυτό στον ντετέκτιβανατέθηκαν άλλες υποθέσεις- αλλά ούτεστιγμή δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τοΡεντ Χουκ. Έτσι δεν μπόρεσε να μηνεντυπωσιαστεί φοβερά από τις αλλαγέςπου άρχισαν να παρατηρούνται στονΡόμπερτ Σουίνταμ.

Ήταν ακριβώς την εποχή που ένα κύμααπαγωγών και εξαφανίσεων είχε ξεσπάσειστη Νέα Υόρκη, όταν στον ατημέλητοσοφό άρχισε να παρατηρείται μιαμεταμόρφωση όχι μονάχα εντυπωσιακή

αλλά και παράδοξη. Μια μέρα τον είδαννα εμφανίζεται κοντά στο ΚοινοτικόΜέγαρο, καλοξυρισμένο,καλοχτενισμένο, με κομψό και άψογοντύσιμο. Από τη μέρα εκείνη και μετάόλο και κάποια νέα βελτίωσηπαρατηρείτο στο παρουσιαστικό του.

Ο Σουίνταμ διατήρησε τη νέα του καλήεμφάνιση δίχως καμία διακοπή, και σ’αυτή προστέθηκε μια ασυνήθιστηζωντάνια στα μάτια του και μια νέακαθαρότητα στη φωνή του. Εξάλλου,λίγο λίγο, άρχισε να χάνει κι εκείνο τοπάχος που τόσα χρόνια τώρα τουπαραμόρφωνε το κορμί. Δεν έδειχνε πιατην ηλικία του, το βήμα του απόκτησε μιαελαφράδα και η συμπεριφορά του έγινε

πιο νεανική, ανάλογη με το νέο τουπαρουσιαστικό. Ταυτόχρονα, τα μαλλιάτου άρχισαν να παρουσιάζουν έναπερίεργο σκούρεμα που, κατά κάποιοτρόπο, δεν έμοιαζε με βαφή.

Καθώς οι μήνες κυλούσαν, ο Σουίνταμάρχισε να ντύνεται ολοένα και λιγότεροσυντηρητικά, και τελικά κατέπληξε τουςκαινούριους φίλους του ανακαινίζονταςκαι αναδιαμορφώνοντας το μέγαρό τουστο Φλά-τμπους. Στη συνέχεια το άνοιξεγια μια σειρά από δεξιώσεις, καλώνταςόλους τους παλιούς γνωστούς πουθυμόταν, και στέλνοντας μια ειδικήσυμφιλιωτική πρόσκληση στους εντελώςξεχασμένους συγγενείς που τόσοπρόσφατα είχαν προσπαθήσει να τον

βγάλουν ανίκανο.

Μερικοί πήγαν από περιέργεια, άλλοι απόκαθήκον αλλά όλοι γοητεύτηκαν αμέσωςαπό τη νέα χάρη και ευγένεια του πρώηνερημίτη. Είχε, όπως ισχυρίστηκε, φέρεισε πέρας το μεγαλύτερο μέρος τηςδουλειάς του. Και επειδή μόλις είχε λάβειμια κληρονομιά από κάποιονμισοξεχασμένο Ευρωπαίο φίλο, σκόπευενα ζήσει τα όσα χρόνια του απόμεναν σεμια λαμπρότερη δεύτερη νιότη που είχανκάνει εφικτή η οικονομική άνεση, η καλήζωή και ή σωστή δίαιτα.

Στο Ρεντ Χουκ εμφανιζόταν τώραολοένα και πιο σπάνια, ενώ άρχιζε νασυναναστρέφεται ολοένα και πιο συχνά

με την καλή κοινωνία όπου ανήκεφυσιολογικά. Οι αστυνομικοί πρόσεξανμια τάση στους κακοποιούς νασυγκεντρώνονται τώρα στην παλιάπέτρινη εκκλησία και αίθουσα χορού αντίγια το υπόγειο διαμέρισμα του ΠάρκερΠλέης, αν και στο τελευταίοεξακολουθούσαν να βρίθουν εκείνα τ’αποκρουστικό πλάσματα.

Τότε συνέβησαν δύο γεγονότα —αρκετά ξεχωριστά, αλλά που και τα δύοπαρουσίαζαν εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατην υπόθεση όπως την έβλεπε από τησκοπιά του ο Μαλόουν. Το ένα ήταν μιαδιακριτική αγγελία στην Ηγκλ για τουςαρραβώνες του Ρόμπερτ Σουίνταμ με τηδεσποινίδα Κορνήλια Γκέρριτσεν του

Μπέυσάιντ, μια νεαρή κοπέλα εξαίρετηςκοινωνικής θέσης και μακρινή συγγενήςτου ηλικιωμένου υποψήφιου γαμπρού.

Το άλλο γεγονός ήταν μια επιδρομήαπό την αστυνομία στην εκκλησία-αίθουσα χορού, ύστερα από μια αναφοράότι το πρόσωπο ενός από τα παιδιά πουείχαν απαχθεί είχε γίνει αντιληπτό για μιαστιγμή σ’ ένα από τα παράθυρα τουυπογείου.

Ο Μαλόουν έλαβε μέρος στηνεπιδρομή αυτή, και μπόρεσε έτσι ναμελετήσει καλά το οίκημα από μέσα. Δεβρέθηκε τίποτα — το κτίριο ήταν εντελώςέρημο όταν έφτασαν οι αστυνομικοί —αλλά ο ευαίσθητος Κέλτης ένιωσε μια

ακαθόριστη ταραχή από ορισμέναπράγματα που αντίκρισε στο εσωτερικό.Υπήρχαν κάμποσες αδέξιαζωγραφισμένες εικόνες που δεν τουάρεσαν καθόλου — εικόνες ιερώνπροσώπων με περίεργα φιλήδονες καισαρδόνιες εκφράσεις. Μερικές, εξάλλου,είχαν μια ελευθεριότητα που δε θα τηναπο-τολμούσε ούτε ένας λαϊκός μεκάποια αίσθηση σεβασμού προς το χώρο.Επίσης, δεν του άρεσε καθόλου και ηελληνική επωδή που είχε κάποτε διαβάσειτυχαία, την εποχή που σπούδαζε στοπανεπιστήμιο του Δουβλίνου, και η οποίαέλεγε σε κυριολεκτική μετάφραση:

Ω φίλη και συντρόφισσα της νύχτας, εσύ

που αγκαλιάζεις στο αλύχτημα τωνσκυλιών και φτύνεις αίμα, εσύ πουπεριπλανιέσαι μέσα στις σκιές ανάμεσαστους τάφους, εσύ που διψάς για αίμα καιφέρνεις τον τρόμο στους θνητούς, Γοργώ,Μορμώ, χιλιοπρόσωπη σελήνη, δέξουευνοϊκά τις θυσίες μας!

Όταν διάβασε αυτά τα λόγιαανατρίχιασε και, δίχως να το θέλει, τομυαλό του πέταξε στις σπασμένες βαριέςνότες του εκκλησιαστικού οργάνου πουείχε φανταστεί πως είχε ακούσειορισμένες νύχτες κάτω από την εκκλησία.Ανατρίχιασε πάλι και στη θέα τηςσκουριάς γύρω από το χείλος τηςμετάλλινης λεκάνης που ήταν

τοποθετημένη πάνω στο βωμό, καικοντοστάθηκε νευρικά όταν τα ρουθούνιατου φάνηκε να πιάνουν μια παράξενη καιφρικαλέα μπόχα από κάπου εκεί κοντά. Οήχος εκείνου του εκκλησιαστικούοργάνου στοίχειωνε τη σκέψη του, και,πριν φύγει, εξερεύ-νησε με ιδιαίτερηεπιμέλεια και προσοχή το υπόγειο.

Ο χώρος αυτός του γεννούσε ένααίσθημα εξαιρετικής απέχθειας- αλλά,τελικά, κανένας δεν μπορούσε ν’αποκλείσει ότι εκείνες τις βλάσφημεςεικόνες και η επιγραφή ίσως δε σήμαιναντίποτα περισσότερο από απλέςχυδαιότητες αδαών ανθρώπων.

Έως τη μέρα του γάμου του Σουίνταμ,

η επιδημία των απαγωγών είχε πάεισκανδαλώδεις διαστάσεις και ήταν έναδημοφιλές πρώτο θέμα των εφημερίδων.Τα περισσότερα θύματα ήταν μικράπαιδιά από τις φτωχότερες τάξεις, και οσυνεχώς αυξανόμενος αριθμός τωνεξαφανίσεων είχε εξαγριώσει επικίνδυνατην κοινή γνώμη. Οι εφημερίδεςχαλούσαν τον κόσμο απαιτώντας από τηναστυνομία να κάνει κάτι, και για μιαακόμη φορά το τμήμα της οδού Μπάτλερέστειλε τους άντρες του στο Ρεντ Χουκσε αναζήτηση στοιχείων και ενόχων.

Ο Μαλόουν χάρηκε που βρισκότανπάλι επί τα ίχνη και ένιωθε περήφανος γιατη συμμετοχή του σε μια επιδρομή σ’ ένααπό τα κτίρια του Σουίνταμ στο Πάρ-κερ

Πλέης. Γεγονός είναι ότι, τελικά, δεβρέθηκε κανένα κλεμμένο παιδί, παρά τιςφήμες για κραυγές που είχαν ακουστείεκεί, και παρά το κόκκινο κασκόλ πουβρέθηκε κοντά στην είσοδο. Όμως, οιζωγραφιές και οι επιγραφές στουςξεφλουδισμένους τοίχους τωνπερισσότερων δωματίων, καθώς και τοπρωτόγονο χημικό εργαστήρι που.ανακαλύφθηκε στη σοφίτα, όλασυνέβαλαν για να πειστεί ο αστυνομικόςότι βρισκόταν στα χνάρια γεγονότωνπολύ συγκλονιστικών.

Οι ζωγραφιές ήταν αποκρουστικές —αποτρόπαια τέρατα κάθε μεγέθους καισχήματος, και παρωδίες ανθρώπινωνμορφών που θα ήταν αδύνατο να περι-

γραφούν. Οι επιγραφές ήταν με κόκκινοχρώμα, και ήταν ανάκατες με αραβικά,ελληνικά, ρωμαϊκά και εβραϊκάγράμματα. Ο Μαλόουν δεν μπορούσε νακαταλάβει και πολλά πράγματα απόδαύτες, αλλ’ απ’ ό, τι μπορούσε ναδιαβάσει, το περιεχόμενό τους ήταναρκετά σημαδιακό και αποκρυφιστικό.

Ένα συχνά επαναλαμβανόμενο κείμενοήταν από εβραϊκοποιημένα μπαστάρδικαελληνικά της ελληνιστικής περιόδου, καιυποδήλωναν τις πιο τρομερές δαιμονικέςεπικλήσεις της αλεξανδρινής παρακμής:

ΕΛ. ΕΛΟΫΜ. ΣΩΤΗΡ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ.ΣΑΒΑΩΘ. ΑΓΛΑ.ΤΕΤΡΑΓΡΑΜΜΑΤΟΝ. ΑΓΙΟΣ. Ο

ΘΕΟΣ. ΙΣΧΥΡΟΣ. ΑΘΑΝΑΤΟΣ.ΙΕΧΩΒΑ. ΒΑ. ΑΝΤΟΝΑΪ. ΣΑΝΤΑΫ. 0-ΜΟΟΥΣΙΟΝ. ΜΕΣΣΙΑΣ.ΕΣΧΕΡΕΧΕΓΙΕ.

Παντού υπήρχαν σχεδιασμένοι κύκλοικαι πεντάλ-φες που μιλούσαναποκαλυπτικά για τις παράξενες πί-στειςκαι τους σκοπούς εκείνων που ζούσαν σετούτο το βρομερό περιβάλλον. Στοκελάρι, ωστόσο, βρέθηκε το πιοπαράξενο απ’ όλα — ένας σωρός απόμικρές πλάκες ατόφιου χρυσού μ’ ένακομμάτι από τσουβάλι ριγμένο αδιάφοραπάνω τους. Και στις λαμπερές τουςεπιφάνειες υπήρχαν τα ίδια αλλόκοταιερογλυφικά που σκέπαζαν και τους

τοίχους.

Κατά τη διάρκεια της επιδρομής ηαστυνομία δε συνάντησε παρά μονάχαπαθητική αντίσταση από τους λοξομάτεςανατολίτες που ξεχύνονταν σανμυρμήγκια από την κάθε πόρτα. Τελικά,μη βρίσκοντας τίποτα το ενοχοποιητικό,αναγκάστηκε να τ’ αφήσει όλα όπωςείχαν. Ο διοικητής του τμήματοςπεριορίστηκε έτσι να στείλει ένασημείωμα στον Σουίνταμ,συμβουλεύοντάς τον να ελέγχει πιοπροσεκτικά το ποιόν των ενοίκων καιπροστατευομένων του υπόψη, μάλιστα,του αυξανόμενου ερεθισμού του κοινού.

5

Ύστερα ήρθε ο Ιούνης με το γάμο καιτο συγκλονιστικό επεισόδιο. ΣτοΦλάτμπους επικρατούσε γιορταστικήατμόσφαιρα γύρω στο μεσημέρι.Αυτοκίνητα στολισμένα με σημαιάκιαγέμιζαν τους δρόμους κοντά στην παλιάολλανδική εκκλησία, όπου μια τέντα ήταναπλωμένη από την είσοδο έως το δρόμο.Κανένα τοπικό γεγονός δεν είχεξεπεράσει ποτέ σε τόνο και μέγεθος τουςγάμους Σουίνταμ-Γκέρριτσεν, και ηομάδα των καλεσμένων που συνόδεψαντη νύφη και το γαμπρό έως τηνΠροβλήτα Κάναρντ μπορεί να μην ήτανακριβώς η αφρόκρεμα, αλλά σίγουρα θαέφτιαχναν μια καλή γεμάτη σελίδα της

κοσμικής κίνησης.

Στις πέντε το απόγευμα ανέμισαν ταμαντίλια του αποχαιρετισμού και τοεπιβλητικό υπερωκεάνιο άρχισε ν’απομακρύνεται από τη μεγάλη προβλήτα.Ύστερα γύρισε την πλώρη του προς τηθάλασσα, λευτερώθηκε από τα ρυμουλκάκαι σαλπάρισε προς τ’ ανοιχτά και ταθαύματα του παλιού κόσμου. Ώσπου ναπέσει η νύχτα το σκάφος είχε αφήσειπίσω του τον εξωτερικό λιμένα, και οιτελευταίοι επιβάτες του αγνάντευαν τ’αστέρια που τρεμόσβηναν πάνω από τακαθαρά νερά του ωκεανού.

Κανένας δεν ξέρει να πει αν το πρώτοπου τράβηξε την προσοχή ήταν η

εμφάνιση του εμπορικού πλοίου ή τουουρλιαχτού. Πιθανόν και τα δύο νασυνέβησαν ταυτόχρονα, αλλά δεν έχεινόημα να ψάξει κανείς να βρει τη σειράτους. Το ουρλιαχτό ακούστηκε από τηνπολυτελή καμπίνα των Σουίνταμ, και οναύτης που έσπασε την πόρτα θαμπορούσε ίσως ν’ αφηγηθεί τρομεράπράγματα αν δεν είχε αμέσως χάσει ταλογικά του — όπως και να ’χει, τα δικάτου ουρλιαχτά ήταν ακόμη πιο δυνατάαπό κείνα των πρώτων θυμάτων. Τηνάλλη στιγμή άρχισε να τρέχειχαζογελώντας εδώ κι εκεί στο σκάφοςμέχρι που τον έπιασαν και τον έδεσανστο μπαλαούρο.

Ο γιατρός του σκάφους που μια στιγμή

αργότερα μπήκε στην καμπίνα και άναψετα φώτα δεν τρελάθηκε, αλλά και δενείπε σε κανένα τι αντίκρισαν τα μάτια τουμέχρι αργότερα, που έγραψε στονΜαλόουν στο

Τσεπάτσετ. 'Ηταν έγκλημα —στραγγαλισμός — αλλά ο γιατρός δε θαμπορούσε ν’ αναφέρει ότι οι νυχιές στολαιμό της κυρίας Σουίνταμ δεν ήτανδυνατό να είχαν γίνει από το χέρι τουάντρα της ούτε από κανένα ανθρώπινοχέρι. Ούτε και θα μπορούσε ν’ αναφέρειότι για μια φευγαλέα στιγμή μερικάσύμβολα με ανατριχιαστικά κόκκινοχρώμα είχαν τρεμοπαίξει στο λευκότοίχο. Αργότερα, όταν τα σχεδίασε απόμνήμης, εξακριβώθηκε ότι δεν ήταν

άλλα από τ’ αποκρουστικό χαλδαϊκάγράμματα του ονόματος «ΛΙΛΙΒ».

Και δεν μπορούσε ν’ αναφέρει αυτά ταπράγματα, γιατί εξαφανίστηκαν πολύγρήγορα — και όσο για τον Σουίνταμ...ο γιατρός μπορούσε τουλάχιστον ναεμποδίσει τους άλλους να μπουν μέσαστην καμπίνα μέχρι να βάλει σε μια τάξητις σκέψεις του. Όπως διαβεβαίωσεεμφατικά τον Μαλόουν αργότερα, οίδιος σίγουρα δεν είχε δει ΕΚΕΙΝΟ.Μονάχα ένας φευγαλέος φωσφορισμόςείχε φανεί έξω από το ανοιχτό φινιστρίνιλίγο πριν ανάψει τα φώτα, και για μιαστιγμή κάτι σαν τον απόηχο ενός αχνούκαι διαβολικού γέλιου ακούστηκεαπέξω. Αλλά τα μάτια του δεν είδαν

καμία αληθινή, συγκεκριμένη μορφή.Απόδειξη γι’ αυτό, υπογράμμισε ογιατρός, ήταν το γεγονός ότι διατήρησετα λογικά του.

'Υστερα η εμφάνιση του εμπορικούπλοίου τράβηξε την προσοχή όλων.Μια βάρκα κατέβηκε απ’ αυτό, και μιαορδή από μαυριδερά, θρασύτατακαθάρματα σκαρφάλωσε πάνω στοπροσωρινά ακινητοποιημένουπερωκεάνιο. Γύρευαν να πάρουν τονΣουίνταμ ή το πτώμα του. Ήξεραν γιατο ταξίδι του, και για κάποιο λόγο ήτανσίγουροι ότι θα πέθαινε σ’ αυτό. Στηνκαμπίνα το καπετάνιου επικρατούσεπανδαιμόνιο. Γ ια λίγες στιγμές, κάτιμε την αναφορά του γιατρού για τα

συμβάντα της καμπίνας και κάτι με τιςαπαιτητικές

κραυγές των ιθαγενών από το εμπορικό,ακόμη κι ο πιο συνετός και ψύχραιμοςθαλασσόλυκος δε θα μπορούσε νασκεφτεί τι να κάνει. Ξαφνικά, οεπικεφαλής των εισβολέων, ένας Άραβαςμε αποκρουστικό νεγροειδές στόμα,έβγαλε ένα βρόμικο, τσαλακωμένο χαρτίκαι το έδωσε στον καπετάνιο. Έφερε τηνυπογραφή του Ρόμπερτ Σουίνταμ καιπεριείχε τις ακόλουθες περίεργες οδηγίες:

Σε περίπτωση ξαφνικού ή ανεξήγητουατυχήματος ή θανάτου μου, παρακαλώπαραδώστε δίχως την παραμικρή

αντίρρηση το σώμα ή το πτώμα μου σταχέρια του φέροντος και των συντρόφωντου. Το καθετί, όσον αφορά στην τύχημου, και ίσως και στη δική σας,εξαρτάται από την πιστή συμμόρφωση μεαυτές τις οδηγίες. Εξηγήσεις μπορεί ναδοθούν αργότερα — κάντε αυτό που σαςλέω τώρα.

Ρόμπερτ Σουίνταμ

Ο καπετάνιος και ο γιατρόςαντάλλαξαν βλέμματα, και μετά οδεύτερος ψιθύρισε κάτι στο αφτί τουπρώτου. Τελικά κούνησαν και οι δύο

απελπισμένα το κεφάλι και ξεκίνησανπρος την καμπίνα των Σουίνταμ. Ογιατρός συμβούλεψε τον καπετάνιο ναγυρίσει το κεφάλι του καθώς ξεκλείδωνετην πόρτα για να περάσουν μέσα σιεπισκέπτες. Και μπόρεσε ν’ ανασάνει μεανακούφιση μονάχα όταν ξαναβγήκαν μετο φορτίο τους ύστερα από μιαανεξήγητα μεγάλη διάρκειαπροετοιμασίας. Το είχαν τυλίξει με τασεντόνια από τις κουκέτες, και ο. γιατρόςχάρηκε που το περίγραμμά του δεν ήτανπολύ αποκαλυπτικό. Με τον ένα ή τονάλλο τρόπο κατάφεραν να κατεβάσουν τοφορτίο τους στη βάρκα και να φύγουν γιατο βαπόρι τους δίχως ν’ αποκαλυφθεί τοπεριεχόμενο του φορτίου τους.

Το υπερωκεάνιο ξεκίνησε πάλι, ενώ ογιατρός και ο νεκροθάφτης του πλοίουπήγαν στην καμπίνα των Σουίνταμ για ναεκτελέσουν τα τελευταία τουςκαθήκοντα. Για μια ακόμη φορά ογιατρός αναγκάστηκε να κρατήσει τοστόμα του κλειστό, αν όχι και να πειψέματα, γιατί κάτι άλλο αποτρόπαιο είχεσυμβεί στο μεταξύ. Όταν ο νεκροθάφτηςτον ρώτησε γιατί είχε αφαιρέσει όλο τοαίμα της κυρίας Γουίνταμ από τις φλέβεςτης, ο γιατρός απέφυγε να εξηγήσει ότιδεν είχε κάνει τίποτα τέτοιο. Ούτε καιέκανε λίγο για τον άδειο χώρο από ταμπουκάλια που υπήρχαν στο μπαρ ή γιατη μυρωδιά στο νιπτήρα που μαρτυρούσεένα βιαστικό ά-δειασμα του αρχικούπεριεχομένου τους. Οι τσέπες εκείνων

των ανθρώπων — αν δηλαδή ήτανάνθρωποι

— φούσκωναν αποκαλυπτικά ότανεγκατέλειπαν το πλοίο. Δύο ώρεςαργότερα ο κόσμος μάθαινε από τονασύρματο όλα όσα ήταν δυνατό ναειπωθούν για τη φοβερή υπόθεση.

6

Το ίδιο βράδυ του Ιουνίου, δίχως ναέχει μάθει τίποτα για τα όσα είχαν συμβείστη θάλασσα, ο Μαλόουν ήταν φοβεράαπασχολημένος με τα όσα συνέβαινανστα σοκάκια του Ρεντ Χουκ. Μιαξαφνική αναταραχή φάνηκε να διατρέχει

την περιοχή. Οι διαδόσεις ότι κάτισυνέβαινε έδιναν κι έπαιρναν, *και οιντόπιοι είχαν μαζευτεί γύρω από τηνεκκλησία και τα σπίτια του ΠάρκερΠλέης σαν να περίμεναν κάτι.

Τα παιδιά είχαν κυριολεκτικάεξαφανιστεί από τους δρόμους — ιδίωςτα γαλανομάτικο Νορβηγό-πουλα από τιςσυνοικίες προς το Γκαουάνους — και οιφήμες λέγαν ότι ένας αγριεμένος όχλοςείχε κιόλας αρχίσει να σχηματίζεται απότους γεροδεμένους Σκανδιναβούς αυτήςτης περιοχής.

Ο Μαλόουν από βδομάδες τώραπάσχιζε να πείσει τους συναδέλφους τουνα βάλουν σ’ εφαρμογή μια επιχείρηση

γενικού ξεκαθαρίσματος. Τελικά, ύστερααπό την πίεση γεγονότων πιο αποδεκτώνστην κοινή τους λογική από τις εικασίεςενός ονειροπαρμένου Κέλτη, είχανσυμφωνήσει για ένα τελειωτικό χτύπημα.Η αναταραχή και η απειλή που πλανιότανστον αέρα εκείνο το βράδυ ήταν οαποφασιστικός παράγοντας που τουςέπεισε να δράσουν, και γύρω σταμεσάνυχτα μια μεγάλη ομάδα από άντρεςτριών τμημάτων επέδραμε στο ΠάρκερΠλέης και στα γύρω οικήματα.

Πόρτες έσπαζαν, φυγάδεςσυλλαμβάνονταν καθώς προσπαθούσαννα διαφύγουν, ενώ δωμάτια πουφωτίζονταν από κεριά αναγκάστηκαν ναξεράσουν απίστευτα λεφούσια από

ανάκατους αλλοδαπούς με κεντητά ράσα,τελετουργικές μίτρες και άλλαμυστηριακά εμβλήματα. Πολλά στοιχείαχάθηκαν στην ανακατωσούρα, γιατίαντικείμενα ρίχνονταν σβέλτα κάτω σεαπροσδόκητες καταπακτές, καιπροδοτικές μυ ρωδιές καμουφλάρονταναπό το βιαστικό άναμμα δυνατώνλιβανιών. Αλλά παντού υπήρχανπιτσιλιές αίματος, και ο Μαλόουνανατρίχιαζε σύγκορμος κάθε φορά πουαντίκριζε μαγκάλια ή βωμούς από ταοποία εξακολουθούσε ν’ αναδίδεταικαπνός.

Ο αστυνομικός ήθελε να βρίσκεταιπαντού ταυτόχρονα, και αποφάσισε ναστραφεί προς το υπόγειο διαμέρισμα του

Σουίνταμ μονάχα όταν έναςαγγελιοφόρος του έφερε μήνυμα ότι ηερειπωμένη εκκλησία είχε βρεθεί εντελώςάδεια. Το διαμέρισμα, σκέφτηκε, έπρεπενα κρύβει κάποιο στοιχείο για τηναδελφότητα στην οποία ο αποκρυφιστήςσοφός είχε γίνει ολοφάνερα πλέον ηκεντρική και η ηγετική της μορφή.

Και ήταν με αληθινή ανυπομονησίαπου άρχισε να ερευνά τα δωμάτια,πιάνοντας αμέσως μια ανεπαίσθητηνεκρική μυρωδιά στην ατμόσφαιρα, παράτην μπόχα της μούχλας. Εξέτασε ταπερίεργα βιβλία, τα όργανα, τις πλάκεςτου χρυσού και τα μπουκάλια με ταγυάλινα πώματα που ήταν ανάκατασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Κάποια στιγμή

μια κοκαλιάρα ασπρόμαυρη γάταμπερδεύτηκε ανάμεσα στα πόδια τουκάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία τουκαι, ταυτόχρονα, ν’ αναποδογυρίσει έναδοχείο μισογεμάτο μ’ ένα κόκκινορευστό. Το σοκ ήταν φοβερό, και μέχρικαι σήμερα ο Μαλόουν δεν είναισίγουρος για το τι είδε- αλλά στα όνειράτου εξακολουθεί να βλέπει εκείνη τη γάταπου άρχισε να παρουσιάζει ορισμένεςτερατώδεις αλλαγές και παραμορφώσειςκαθώς απομακρυνόταν τρεχάτη.

Ύστερα έφτασε μπροστά στηνκλειδωμένη πόρτα του κελαριού, κι εκείάρχισε να ψάχνει για κάτι προκειμένου νατη σπάσει. Ένα βαρύ σκαμνάκι υπήρχεπιο πέρα, και το χοντρό ξύλο του

αποδείχτηκε αρκετά αποτελεσματικό γιατα παμπάλαια θυρόφυλλα. Μιαχαραματιά εμφανίστηκε αρχικά, πουμεγάλωσε, και μετά ολόκληρη η πόρταυποχώρησε — αλλά από την άλληπλευρά. Και από μέσα ξεχύθηκε μεδαιμονικό ουρλιαχτό ένας φοβεράπαγωμένος άνεμος φορτωμένος με όλητην αποκρουστική μπόχα ενός απύθμενουπηγαδιού. Κι από τα βάθη απλώθηκε μιαρουφηχτική δύναμη που δεν ανήκε ούτεστη γη ούτε στον ουρανό. Τυλίχτηκε σανκάτι ζωντανό γύρω από τον παράλυτοντετέκτιβ, και τον έσυρε από το άνοιγμακάτω σε ασύλληπτες αβύσσους γεμάτεςψίθυρους και ουρλιαχτά, και. εκρήξειςκοροϊδευτικού γέλιου.

Βέβαια όλα αυτά πρέπει να ήτανόνειρο. Όλοι οι γιατροί αυτό του είπαν,και ο ίδιος δεν έχει τίποτα για ν’αποδείξει το αντίθετο. Και εδώ που ταλέμε, θα το προτιμούσε να είναι έτσι, έναόνειρο- γιατί τότε δε θα κατάτρωγε τόσοβαθιά την ψυχή του η απλή και μόνο θέααπό παλιές πλίθινες τρώγλες και μελαψάξενικά πρόσωπα.

Αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν όλα τόσοφρικαλέα αληθινά, και τίποτα δε θαμπορέσει να σβήσει ποτέ από τη μνήμητου εκείνες τις κρύπτες της νύχτας,εκείνες τις τιτάνιες αψιδωτές γαλαρίες,και εκείνες τις μισο-ακαθόριστες μορφέςτης κόλασης που βάδιζαν γιγάντιες στησιωπή κρατώντας μισοφαγωμένο

πλάσματα που τα ζωντανά απομεινάριατους ούρλιαζαν εκλιπαρώντας τον οίκτο ήγελούσαν με το γέλιο της τρέλας.

Μυρωδιές από θυμιάματα και σαπίλαανακατεύονταν σ’ ένα αναγουλιαστόχαρμάνι, ενώ ο μαύρος αέρας έβριθε απότις ομιχλώδεις, ημιορατές σιλουέτεςστοιχειακών πλασμάτων με μάτια. Κάπουπιο πέρα, σκοτεινά γλοιώδη νεράέγλειφαν αποβάθρες από όνυχα, καικάποια στιγμή η τρεμουλιαστή μελωδίααπό μικρά βραχνά καμπανάκιααντιλάλησε σαν χαιρετισμός προς τατρελά γελάκια ενός γυμνού φωσφορικούπλάσματος που φάνηκε να κολυμπάμπροστά του. Ύστερα το πλάσμα βγήκεστη στεριά και προχώρησε για να

σκαρφαλώσει και να κοντοκαθίσειμουλωχτά στην κορφή ενός σκαλιστούχρυσαφένιου βάθρου πιο πέρα.

Λεωφόροι ατέλειωτης νύχταςφαίνονταν ν’ απομακρύνονται ακτινωτάπρος κάθε κατεύθυνση, έτσι πουμπορούσε πια κανείς να φανταστεί ότιεδώ βρισκόταν η πηγή και το κέντρο τηςκάθε μόλυνσης που απειλούσε ναμεταδώσει την αρρώστια της και νακαταπιεί πόλεις, ν’ αγκαλιάσει και ναπνίξει έθνη ολόκληρα με το μίασμα τηςυβριδικής σαπίλας. Εδώ είχανκατασταλάξει κοσμικές αμαρτίες που,δυναμωμένες από ανίερες

234

Τ—

τελετουργίες, είχαν αρχίσει τη θανατερήπορεία τους για να μεταδώσουν τησαπίλα τους σε όλους μας, μέχρι να μαςτυλίξει η μούχλα τους μεταλλάζοντάςμας σε φρικαλέα εκτρώματα πολύαποκρουστικό ακόμη και για να δεχτεί ναμας κρατήσει ο τάφος.

Εδώ κρατούσε ο Σατανάς τηβαβυλωνιακή αυλή του, και με το αίματης άσπιλης παιδικής ηλικίας η Λί-λιθέλουζε το λεπρικό φωσφορικό κορμί της.Ακόλαστοι ίνκουμπι και σούκουμπιέσκουζαν ύμνους προς την Εκάτη, καιακέφαλα τέρατα βέλαζαν προς τη ΜεγάληΜητέρα, Τράγοι χοροπηδούσαν στον οξύ

ήχο καταραμένων αυλών, και Αιγίπανεςκυνηγούσαν αδιάκοπαπαραμορφωμένους φαύνους πάνω απόβράχια διαστρεβλωμένα σαν πρησμένακορμιά φρύνων.

Ο Μολώχ και η Ασταρόθ δεναπούσιαζαν από δω-γιατί σε τούτη τηνπεμπτουσία κάθε κακού τα όρια τηςσυνείδησης κατέρρεαν, και η φαντασίατου ανθρώπου έμενε ευάλωτη σε κάθεεικόνα από βασίλεια φρίκης καιαπαγορευμένων διαστάσεων που το κακόείχε τη δύναμη να διαμορφώσει. Οκόσμος και η φύση ήταν ανήμπορα ν’αντισταθούν σ’ ένα τέτοιο χείμαρρο πουξεχυνόταν από τ’ ασφράγιστα πηγάδιατης νύχτας, και κανένα σημάδι ή

προσευχή δεν μπορούσε να σταματήσειτούτο το βαλπουργιανό όργιο της φρίκης.Και όλα αυτά είχαν ξεσπάσει όταν έναςσοφός που κρατούσε ένα αποτρόπαιοκλειδί είχε ανταμωθεί τυχαία μ’ ένασυρφετό που κατείχε το κλειδωμένο καιξέχειλο σεντούκι της κληρονομικήςδαιμονικής παράδοσης.

Ξαφνικά μια αχτίδα φυσικού φωτόςέλαμψε ανάμεσα σ’ εκείνα ταφαντάσματα, και ο Μαλόουν άκουσε τονήχο κουπιών ανάμεσα στα βλάσφημαπράγματα που όφειλαν να είναι νεκρά.Μια βάρκα μ’ ένα φανάρι στην πλώρηέκανε την εμφάνισή της και ένα παλαμάριδέθηκε σε κάποιο σιδερένιο κρίκο στηγλοιώδη πέτρινη αποβάθρα. Η βάρκα

ξέρασε από μέσα της μερικούς μελαψούςάντρες που κουβαλούσαν κάτιμακρόστενο και τυλιγμένο με σεντόνια.Μετέφεραν αυτό που κρατούσαν στηγυμνή φωσφορική οντότητα στοσκαλιστό χρυσαφένιο βάθρο, κι εκείνησιγογέλασε τρελά και άρχισε ναπασπατεύει τα σεντόνια.

Οι μελαψοί άντρες αφαίρεσαν τασεντόνια και έστησαν ορθό μπροστά στοβάθρο αυτό που κρατούσαν ήταν τογαγγραινώδες πτώμα ενός χοντρού γέρουμε κοντό γενάκι και ανάκατα άσπραμαλλιά. Η φωσφορική οντότητακακάρισε πάλι, ενώ οι άντρες έβγαλανμπουκάλια από τις τσέπες τους καιάλειψαν τα πόδια της με κόκκινο υγρό,

και μετά έδωσαν τα μπουκάλια στηνοντότητα για να πιει.

Αμέσως, από μια αψιδωτή λεωφόροπου απομακρυνόταν ατέλειωτη προς τοάπειρο, έφτασε ο δαιμονικός ρόγχος και ηασθματική ανάσα ενός βλάσφημουοργάνου, πνίγοντας και σκεπάζοντας τοκοροϊδευτικό πανδαιμόνιο της κόλασηςμε τη σπασμένη, σαρδόνια μπάσα φωνήτου. Στη στιγμή η κάθε κινούμενηοντότητα τινάχτηκε σαν ηλεκτρισμένησχημάτισαν αμέσως μια τελετουργικήπομπή, και ολόκληρη η εφιαλτική ορδήάρχισε να κινείται προς την πηγή τουήχου — τράγοι, σάτυροι και Αιγίπανες,ίνκουμπι, σού-κουμπι και λεμούριοι,παραμορφωμένοι φρύνοι και άμορφα

στοιχειακά, σκυλοπρόσωποι αλυχτές καισιωπηλοί οδοιπόροι στο σκοτάδι. Όλοιοδηγημένοι από τη βδελυρή γυμνήφωσφορική οντότητα που τώρα βάδιζεαγέρωχα κρατώντας στα χέρια της τοπτώμα του χοντρού γέρου με ταασάλευτα γυαλένια μάτια.

Οι παράξενοι μελαψοί άντρες χόρευαναπό πίσω, ενώ ολόκληρη η πομπήσάλταρε και χοροπηδούσε με διονυσιακήφρενίτιδα.

Ο Μαλόουν έκανε τρικλίζοντας μερικάβήματα πίσω τους, παραληρώντας καιέχοντάς τα χαμένα, μην ξέροντας κιαυτός αν ανήκε σε τούτον ή σεοποιοδήποτε κόσμο. Ύστερα έκανε

μεταβολή, κλονίστηκε και σωριάστηκεκάτω στην κρύα, υγρή πέτρα,βαριανασαίνοντας και τρέμοντας. Και τοδαιμονικό όργανο συνέχιζε με τη βραχνήφωνή του, ενώ τα ουρλιαχτά και οιτυμπανοκρουσίες της τρελής πομπήςαπομακρύνονταν στα βάθη.

Αόριστα άκουγε τις φρικαλέεςψαλμωδίες και τ’ αποτρόπαια βραχνάξεφωνητά να έρχονται από μακριά. Κατάκαιρούς κάποιο διαπεραστικό σκούξιμο ήουρλιαχτό τελετουργικής λατρείαςέφτανε από τα βάθη της μαύρηςγαλαρίας, ενώ κάποτε έφτασε στ’ αφτιάτου κι εκείνη η φοβερή ελληνική μαγικήεπωδή που το κείμενό της είχε διαβάσειπάνω από τον άμβωνα της πέτρινης

εκκλησίας.

Ω φίλη και συντρόφισσα της νύχτας,εσύ που αγκαλιάζεις στο αλύχτημα τωνσκυλιών (στο σημείο αυτό σημειώθηκεένα φοβερό ξέσπασμα ουρλιαχτών) καιφτύνεις αίμα (εδώ ακατονόμαστοι ήχοισυναγωνίζονταν με νοσηρά σκουξίματα),εσύ που περιπλανιέσαι μέσα στις σκιέςανάμεσα στους τάφους (εδώ ακούστηκεένας ήχος σαν συριχτός στεναγμός), εσύπου διψάς για αίμα και φέρνεις τον τρόμοστους θνητούς, (εδώ απότομες, κοφτέςκραυγές από μυριάδες λαρύγγια), Γοργώ(σαν αντίφωνο, σε ανταπόκριση), Μορμώ(επαναλαμβανόμενο με έκσταση),χιλιοπρόσωπη σελήνη (αναστεναγμοί καιήχοι από αυλούς), δέξου ευνοϊκά τις

θυσίες μας!

Καθώς η επωδή τέλειωνε, μια ομαδικήκραυγή υψώθηκε στον αέρα, και συριχτοίήχοι σχεδόν κάλυψαν το κρώξιμο τουραγισμένου μπάσου οργάνου. Ύστερααντήχησε μια πνιχτή ανάσα δέους απόπολλά λαρύγγια, κι ένα πανδαιμόνιο απόφωνές σαν υλακές και βελάσματα —«Λίλιθ, Μεγάλη Λίλιθ, ιδού ο Νυμφίοςσου! » Μετά κι άλλες κραυγές, μιαοχλαγωγία, και κοφτοί, ξεροί ήχοι απόπατημασιές μιας μορφής που έτρεχε. Οιπατημασιές πλησίαζαν, και ο Μαλόουνανασηκώθηκε στον αγκώνα του νακοιτάξει.

Η φωτεινότητα της υπόγειας κρύπτης,

που πρόσφατα είχε λιγοστέψει, αυξήθηκεπάλι ελαφρά. Και σ’ εκείνο το απόκοσμοφως εμφανίστηκε η γοργόποδη μορφήπου δε θα ’πρεπε ούτε να τρέχει ούτε νανιώθει ούτε ν’ ανασαίνει — τογαγγραινώδες πτώμα με τα γυαλένιαμάτια του χοντρού γέρου, δίχως ναχρειάζεται υποστήριγμα πια, αλλάζωντανεμένο από κάποια καταχθόνιαμαγεία της τελετής που μόλις είχετελειώσει. Πίσω του έτρεχε γελώνταςπνιχτά το γυμνό φωσφορικό πλάσμα πουείχε σαν θρόνο του το σκαλιστό βάθρο.Και, ακόμη πιο πίσω, ακολουθούσανβαριανασαίνοντας οι μελαψοί άντρες καιόλο το υπόλοιπο τρομερό τσούρμο τηςζωντανής φρίκης.

Το πτώμα κέρδιζε έδαφος από τουςδιώκτες του και φαινόταν να έχει ένασυγκεκριμένο σκοπό, πασχίζοντας με τονκάθε σαπισμένο μυώνα του να φτάσειστο σκαλιστό χρυσαφένιο βάθρο πουπροφανώς είχε μεγάλη νεκρομαντικήσπουδαιότητα. Την άλλη στιγμή έφτανεστο σκοπό του, ενώ το πλήθος που τοκυνηγούσε κατέβαλε μια τελευταίαφρενιτιώδη προσπάθεια να το προλάβει.

Αλλά ήταν αργά γι’ αυτό. Γ ιατί, μ’ ένατελευταίο φορτσάρισμα δύναμης πουξεκόλλησε τένοντα από τένοντα, οαποκρουστικός όγκος μπόρεσε να φτάσεικαι να σωριαστεί στο πάτωμα σεκατάσταση γλοιώδους αποσύνθεσης. Τοπτώμα με τα ορθάνοιχτά μάτια, που

κάποτε ήταν ο Ρόμπερτ Σουίνταμ,μπόρεσε να πετύχει τον αντικειμενικό τουσκοπό και να θριαμβεύσει. Η προσπάθειάτου ήταν τρομερή, αλλά η δύναμή τουείχε κρατήσει όσο χρειαζόταν. Καθώς τοπτώμα κατέρρεε σε μια λασπερή λίμνησαπίλας, το βάθρο που είχε σπρώξει,κλονίστηκε, έγειρε, και τελικά ξέφυγεαπό την ονυχένια βάση του για ναγκρεμιστεί στα παχύρρευστα νερά απόκάτω. Μονάχα φευγαλέα φάνηκε μιατελευταία χρυσαφένια αναλαμπή πρινβυθιστεί βαριά και χαθεί στις ασύλληπτεςαβύσσους ενός βαθύτερου Τάρταρου.Σχεδόν την ίδια στιγμή όλη εκείνη ηφαντασμαγορία της φρίκης έσβησε καιχάθηκε μπροστά από τα μάτια τουΜαλόουν. Μέσα σ’ ένα βροντερό πάταγο

που φάνηκε να εξαφανίζει όλο εκείνο τοδιαβολικό σύμπαν, ο αστυνομικός έχασετις αισθήσεις του.

7

Το ονειρικό όραμα του Μαλόουν, πουτου συνέβη πολύ πριν μάθει για τοθάνατο του Σουίνταμ και τη θαλάσσιααπαγωγή του πτώματός του,συμπληρώθηκε κατά περίεργο τρόπο απόμερικά αλλόκοτα γεγονότα πουεπακολούθησαν- αν και αυτό δεν είναιλόγος γιατί θα πρέπει κανείς να τοπιστέψει.

Όπως και να ’χει, τα τρία παλιά σπίτια

στο Πάρκερ Πλέης, σίγουρα σαπισμένακαι αποσαθρωμένα εσωτερικά,κατέρρευσαν ξαφνικά και δίχως φανερήαιτία. Τη στιγμή εκείνη οι μισοί από τουςαστυνομικούς και οι περισσότεροι απότους κρατούμενους ήταν ακόμη μέσα- οιπερισσότεροι σκοτώθηκαν ακαριαία.Μονάχα όσοι ήταν στα υπόγεια και τακελάρια μπόρεσαν να σωθούν. ΟΜαλόουν στάθηκε τυχερός που ηκατάρρευση τον είχε βρει βαθιά κάτω απότο σπίτι του Ρόμπερτ Σουίνταμ.

Το γεγονός ότι βρισκόταν πράγματιεκεί κανένας δεν επιχείρησε να τοαρνηθεί. Τον βρήκαν αναίσθητο στηνάκρη ενός υπόγειου όρμου μαύρου σαντη νύχτα. Λίγο πιο πέρα, ένας

αποτρόπαιος σωρός από σαπισμένεςσάρκες και κόκαλα αναγνωρίστηκε, χάρηστην οδοντοστοιχία, ότι ήταν τ’απομεινάρια του Ρόμπερτ Σουίνταμ.

Το πράγμα ήταν ολοκάθαρο, γιατί εδώκατέληγε το μυστικό υπόγειο κανάλι τωνλαθρεμπόρων, και εκείνοι που είχανπάρει τον Σουίνταμ από το πλοίο τονείχαν φέρει πάλι σπίτι του. Οι ίδιοι δεβρέθηκαν ποτέ ή, τουλάχιστον, δεναναγνωρίστηκαν μεταξύ τωνκρατουμένων. Όσο για το γιατρό τουπλοίου, εξακολουθεί να έχει τιςαμφιβολίες του κατά πόσο τα πράγματαήταν τόσο απλά όσο τα ήθελε ηαστυνομία.

Προφανώς ο Σουίνταμ ήταν ο αρχηγόςενός εκτεταμένου δικτύου λαθρεμπόρων,για το κανάλι που έφτανε έως το σπίτιτου ήταν ένα μονάχα από αρκετά κανάλιακαι τούνελ κάτω από την περιοχή. Μιααπό τις σήραγγες οδηγούσε από το σπίτιτου σε μια μεγάλη κρύπτη κάτω από τηνπέτρινη εκκλησία. Στην κρύπτη αυτήείχες πρόσβαση από τη μεριά τηςεκκλησίας μονάχα μέσα από ένα στενόμυστικό πέρασμα του βορινού τοίχου,και εκεί μέσα βρέθηκαν μερικά περίεργακαι τρομερά πράγματα.

Το βραχνό όργανο βρισκόταν εκεί,καθώς και ένα μεγάλο αψιδωτόπαρεκκλήσι με ξύλινα στασίδια κι ένανπαράξενα διακοσμημένο βωμό. Στους

τοίχους ολόγυρα υπήρχαν μικρά κελιά,σε δεκαεφτά από τα οποία — φοβερό νατο λέει κανείς — βρέθηκαν αλυσ-σοδεμένοι άνθρωποι, όλοι σε κατάστασηπλήρους ηλιθιότητας. Ανάμεσά τουςυπήρχαν και τέσσερις μητέρες με μωράαποτρόπαια παράξενης εμφάνισης. Ταμωρά αυτά πέθαναν αμέσως μόλιςεκτέθηκαν στο φως- κάτι που οι γιατροίθεώρησαν μάλλον καλό. Από εκείνουςπου είδαν τα παιδιά αυτά, κανένας, εκτόςαπό τον Μαλόουν, δε θυμόταν τοσκυθρωπό ερώτημα του γερο-Ντελρίο:An sint unquam daemones incubi etsuccubae, et an ex tali congressu prolesenascia quea2

Πριν τα κανάλια μπαζωθούν

ερευνήθηκε συστηματικά ο βούρκοςτους με βυθοκόρους και έτσι ήρθε στοφως ένας εντυπωσιακός αριθμός απόροκανισμένα και σκισμένα κόκαλα όλωντων μεγεθών. Ήταν φανερό πια ότι είχεεντοπιστεί η πηγή εκείνου του κύματοςαπαγωγών, αν και μονάχα για δύο απότους επιζώντες κρατούμενους στάθηκεδυνατό να στηριχτεί νομικά η κατηγορία.Αυτοί βρίσκονται τώρα στη φυλακή,επειδή δεν μπόρεσε ν’ αποδειχτεί ηάμεση συνεργεία τους στα εγκλήματα.

Το σκαλιστό χρυσαφένιο βάθρο ήθρόνος, που τόσο συχνά ανέφερε οΜαλόουν σαν αντικείμενο εξαιρετικάαπόκρυφης σπουδαιότητας, δεν ήρθεποτέ στο φως. Γεγονός πάντως είναι ότι

σ’ ένα σημείο κάτω από το σπίτι τουΣουίνταμ ο βυθός του καναλιούέφτιαχνε ένα πηγάδι πολύ βαθύ για να τοφτάσουν οι βαθυκόροι. Το γέμισαν κιαυτό με μπάζα έως το χείλος του καιέριξαν από πάνω τσιμέντο ότανφτιάχτηκαν τα κελάρια των καινούριωνσπιτιών, αλλά ο Μαλόουν συχνάαναρωτιέται για το τι μπορεί ναβρίσκεται από κάτω.

Η αστυνομία πείστηκε ότι είχεδιαλύσει μια επικίνδυνη συμμορίαψυχοπαθών και λαθρεμπόρων καιπαρέδωσε στις ομοσπονδιακές αρχέςτους Κούρδους για τους οποίους δεβρέθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία. Πριναπελαθούν από τη χώρα, από την

ανάκρισή τους διαπιστώθηκε οριστικάότι όλοι τους ανήκαν πράγματι στηναδελφότητα των δαιμονολατρών Γιε-ζίντι.

Η ταυτότητα του εμπορικού πλοίου καιτου πληρώματος του παρέμεινε άλυτομυστήριο, αν και οι κυνικοί ντετέκτιβείναι και πάλι έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουντις λαθρεμπορικές τους επιχειρήσεις. ΟΜαλόουν πιστεύει ότι οι συνάδελφοί τουαυτοί δείχνουν μια θλιβερά στενήαντίληψη, με την έλλειψηπροβληματισμού που τους διακρίνει γιατις μυριάδες ανεξήγητες λεπτομέρειες καιτο ανησυχητικό σκοτάδι στο οποίοπαρέμειναν πολλές πλευρές αυτής τηςυπόθεσης.

Αλλά είναι το ίδιο επικριτικός και γιατις εφημερίδες, που δεν είδαν παράμονάχα μια νοσηρά εντυπωσιακή ιστορίαστην υπόθεση και μια ασήμαντησαδιστική μυστική αδελφότητα, ενώεπρόκειτο για μια φρίκη απ’ αυτή την ίδιατην καρδιά του σύμπαντος. Αλλά οΜαλόουν προτιμά να παραμένεισιωπηλός στο Τσεπάτσετ, προσπαθώνταςνα γαληνέψει το νευρικό του σύστημα.Το μόνο που ελπίζει είναι ότι ίσως οχρόνος μπορέσει σιγά σιγά ν’ απαλύνειτην τρομερή εμπειρία του και να τημεταφέρει από το βασίλειο της τωρινήςπραγματικότητας σ’ εκείνο μιας γραφικήςκαι ημιμυθι-κής μακρινής φαντασίωσης.

Ο Ρόμπερτ Σουίνταμ αναπαύεται δίπλα

στη γυναίκα του στο κοιμητήρι τουΓκρήνγουντ. Δεν έγινε καμία λειτουργίαπάνω από τα λείψανά του, που τόσοπερίεργα επέστρεψαν, και οι συγγενείςτου χαίρονται που η λήθη σκέπασε τόσογρήγορα την υπόθεση. Και, πράγματι,ποτέ δεν αποδείχτηκε επίσημα η σχέσητου σοφού με τις φρικαλεότητες του ΡεντΧουκ, μια και ο θάνατός του διέκοψε τιςανακρίσεις που φυσιολογικά θα τονπερίμεναν. Για το ίδιο του το τέλος δεγίνεται συχνά λόγος, και οι Σουίνταμελπίζουν ότι οι μεταγενέστεροι θα τονθυμούνται απλά σαν ένα αγαθό ερημίτηπου είχε για χόμπυ του μια αθώαενασχόληση με τη μαγεία και τιςλαογραφικές έρευνες.

Όσο για το Ρεντ Χουκ — αυτόπαραμένει πάντοτε το ίδιο. Ο Σουίνταμήρθε και έφυγε- ένας τρόμος φούντωσεκαι έσβησε. Αλλά το κακό πνεύμα τουσκοταδιού και της ρυπαρότηταςεξακολουθεί να κρυφοκαίει ανάμεσαστους κάθε καρυδιάς καρύδι ενοίκουςτων παλιών πλίθινων σπιτιών. Και οιομάδες των νυχτοπερπατητώνεξακολουθούν να πηγαινοέρχονται γιαδουλειές που κανείς δεν ξέρει, περνώνταςκάτω από παράθυρα όπου φώτα καιπερίεργες φάτσες εμφανίζονται κιεξαφανίζονται ανεξήγητα.

Η πανάρχαιη φρίκη είναι μια ύδρα μεχίλια κεφάλια, και οι αδελφότητες τουσκότους είναι ριζωμένες σ’ ένα

βλάσφημο βούρκο πιο βαθύ κι απ’ τοπηγάδι του Δημόκριτου. Η ψυχή τουθηρίου είναι πανταχού παρούσα καιθριαμβεύτρια, και οι λεγεώνες τωντσιμπλιάρηδων, βλογιοκομμένων νεαρώντου Ρεντ Χουκ εξακολουθούν ναψέλνουν, να βλαστημούν και ναγκαρίζουν καθώς περνούν από άβυσσο σεάβυσσο. Κανένας δεν ξέρει από πούέρχονται και πού πάνε, σπρωγμένοι απότυφλούς βιολογικούς νόμους που ίσωςκαι οι ίδιοι ποτέ δε θα μπορέσουν νακαταλάβουν. Και όπως και παλιά,περισσότεροι είναι εκείνοι που μπαίνουνστο Ρεντ Χουκ από εκείνους πουβγαίνουν από τη μεριά της στεριάς, καιήδη κυκλοφορούν φήμες για νέα υπόγειακανάλια που οδηγούν σε κέντρα

λαθρεμπορίου ποτών ή άλλων πιοακατονόμαστων δραστηριοτήτων.

Η εκκλησία-αι'θουσα χορού τώραλειτουργεί περισσότερο σαν αίθουσαχορού, και καινούριες αλλόκοτες φάτσεςέχουν αρχίσει να εμφανίζονται τις νύχτεςστα παράθυρά της. Μόλις πρόσφατα έναςαστυνομικός εξέφρασε την άποψη ότιεκείνη η μπαζωμένη κρύπτη έχει πάλιανοιχτεί, και δε φαίνεται να υπάρχεικαμία λογικοφανής εξήγηση γι’ αυτό.Ποιοι είμαστε εμείς για να τα βάλουμε μετρόμους πιο παλιούς από την ιστορία κιαπό τον άνθρωπο; Οι πίθηκοι χόρευανστην Ασία μπροστά σ’ αυτές τιςφρικαλεότητες, και το καρκίνωμακαραδοκεί ασφαλές, και εξαπλώνεται εκεί

που μυστικές δραστηριότητες κρύβονταιπίσω από σαραβαλιασμένα πλίθινακτίρια.

Ο Μαλόουν δεν ανατριχιάζει δίχωςλόγο και αιτία

— γιατί μόλις τις προάλλες έναςαστυφύλακας άκουσε τυχαία μιαμαυριδερή λοξομάτα γριά μέγαιρα ναδασκαλεύει ψιθυριστά ένα μικρό παιδίστις σκιές μιας στοάς εισόδου. Οαστυνομικός έστησε αφτί, και του φάνηκεπολύ παράξενο όταν την άκουσε ναεπαναλαμβάνει στην ντόπια διάλεκτοπάλι και πάλι,

Ω φίλη και συντρόφισσα της νύχτας,

εσύ που αγα-λιάζεις στο αλύχτημα τωνσκυλιών και φτύνεις αίμα, εσύ πουπεριπλανιέσαι μέσα στις σκιές ανάμεσαστους τάφους, εσύ που διψάς για αίμα καιφέρνεις τον τρόμο στους θνητούς. Γοργώ,Μορμώ, χιλιοπρόσωπη σελήνη, δέξουευνοϊκά τις θυσίες μας!

ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΣΤΗΣΤΕΓΗ

του Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ

Είναι περίεργο αλλά...

Πέστε μου, θα σας σαγήνευε ποτέ ηιδέα να πάτε μια νύχτα στο ξωκκλήσι τουΆη Φανούρη και να κλέψετε το παγκάριτου, ρισκάροντας να πέσετε στα χέρια τουψωμωμένου καντηλανάφτη του;

Χασμουριέστε, έτσι;

Τώρα για αλλάξτε λίγο την ίδιαπρόταση...

Θα σας σαγήνευε ποτέ η ιδέα να πάτεστο χαμένο Ναό του Τεζκατλιπόκα καιν’αρπάξετε το ιερό πετράδι από τοείδωλο του Θεού, αψηφώντας τη φοβερή

κατάρα του;

Δε χρειάζεται ν’ απαντήσετε άρχισεκιόλας να γυαλίζει το μάτι σας.

'Οχι, θα κάνουν λάθος εκείνοι που θαπουν ότι είναι το ίδιο και στις δύοπεριπτώσεις, γιατί μια κλοπή είναι πάντακλοπή. Δεν είναι εκεί το θέμα.Αμφιβάλλω αν ενδιαφερθήκατε καν ναμάθετε πόσα περιέχει το παγκάρι ή πόσομπορείτε να σκοτώσετε το πετράδι. Έναςκλέφτης θα ονειρευόταν τι θα έκανε αφούθα έκλεβε το παγκάρι εμείς εδώονειρευόμαστε την περιπέτεια μέχρι ναφτάσουμε στο ιερό πετράδι. Και ανκανένας δεν το καταλαβαίνει αυτό, ε... αςπάει στον Αη Φα-νούρη.

Εμείς θ' ακολουθήσουμε με τονΡόμπερτ Χάουαρντ το δρόμο μέχρι τοιερό πετράδι. Το «μετά» το αφήνουμεστον κλέφτη του. Είναι γνωστό άλλωστεότι όλα αυτά τα ιερά πετράδια στουςχαμένους ναούς της ζούγκλαςσυνοδεύονται από κατάρες καιφυλάγονται από δαίμονες.

Ειλικρινά... θα φανταζόσαστε ποτέ τοπαγκάρι του Α η Φανούρη να συνοδεύεταιαπό κατάρες και να φυλάγεται απόδαίμονες;

Γ. Μ.

Επιτρέψτε μου ν’ αρχίσω λέγοντας ότιη επίσκεψη του Τούσμαν ήταν μεγάλη

έκπληξη για μένα. Ποτέ δεν είμαστεστενοί φίλοι οι δυο μας. Τ’ αρπαχτικόένστικτα αυτού του ανθρώπου μεαπωθούσαν. Πριν τρία χρόνια είχεπροσπαθήσει ν’ αμφισβητήσει τις θέσειςτου βιβλίου μου Ενδείξεις τουΠολιτισμού των Νά-χουα στο Γιουκατάν,που ήταν αποτέλεσμα ετών κοπιαστικήςέρευνας, και επακολούθησε μια άγριαδιένεξη μεταξύ μας. Από τότε οι σχέσειςμας ήταν κάθε άλλο παρά εγκάρδιες.

Ωστόσο τον δέχτηκα ευγενικά. Βρήκατη συμπεριφορά του κάπως επιθετική καιαπότομη, αλλά μάλλον απρόσωπα, σαννα είχε παραμερίσει την αντιπάθειά τουγια μένα μπροστά σε κάποιο καινούριοβίαιο πάθος που τον είχε καταλάβει.

Μου εξήγησε αμέσως τους σκοπούςτης επίσκεψής του. Ήθελε να τονβοηθήσω να βρει ένα αντίτυπο τηςπρώτης έκδοσης του ΑκατονόμαστεςΛατρείες του Φον Γιουντστ — εκείνηςπου είναι γνωστή σαν Μαύρο Βιβλίο, όχιαπό το χρώμα του αλλά εξαιτίας τηςσκοτεινής φύσης του περιεχομένου του.Ήταν σχεδόν σαν να μου ζητούσε τηνπρωτότυπη ελληνική έκδοση τουΝεκρονομικόν! Παρά το γεγονός ότι απότότε που είχα γυρίσει από το Γ ιουκατάνείχα αφιερώσει όλο μου το χρόνο στησυλλογή σπάνιων βιβλίων, δεν είχα

ακούσει οΰτε καν κάποιον υπαινιγμό ότιμπορεί να υπήρχε ακόμη κάποιο δείγμααπ’ αυτή τη μυθική έκδοση του

Ντύσσελντορφ.

Εδώ χρειάζεται να πω δυο λόγια γι’αυτό το σπάνιο έργο. Τα εξαιρετικάαόριστα ή διφορούμενα νοήματά του, σεσυνδυασμό με το απίστευτο περιεχόμενότου, έχουν γίνει αιτία το έργο ναθεωρείται σαν το παραλήρημα ενόςμανιακού, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας τουνα έχει στιγματιστεί σαν τρελός. Όμωςγεγονός είναι ότι σε πολλές από τις θέσειςτου δεν έχει δοθεί ακόμη απάντηση, καιδεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο συγγραφέαςτου ξόδεψε σαράντα πέντε χρόνια τηςζωής του εξερευνώντας παράξενουςτόπους κι ανακαλύπτοντας μυστικά καιαβυσσαλέα πράγματα.

Η πρώτη έκδοση δεν είχεκυκλοφορήσει σε πολλά αντίτυπα, και ταπερισσότερα τα έκαψαν οι ίδιοι οιέντρομοι κάτοχοί τους όταν ο ΦονΓιουντστ βρέθηκε στραγγαλισμένος κατάμυστηριώδη τρόπο. Το πτώμα τουβρέθηκε μια νύχτα του 1840 στοκλειδωμένο κι αμ-παρωμένο δωμάτιότου, έξι μήνες μετά την επιστροφή τουαπό ένα μυστηριώδες ταξίδι στηΜογγολία.

Πέντε χρόνια αργότερα, έναςλονδρέζος εκδότης ονόματιΜπράιντουωλ, κυκλοφόρησε μια φτηνήκλε-ψίτυπη έκδοση σε μετάφραση. Μεστόχο τον εντυπωσιασμό του αναγνώστη,η έκδοση αυτή ήταν κακομε-ταφρασμένη,

φορτωμένη με αλλόκοτες ξυλογραφίες,έβριθε από ορθογραφικά λάθη και γενικάείχε όλα τα ελαττώματα μιας πρόστυχηςλαϊκής έκδοσης. Αυτό είχε σαναποτέλεσμα να δυσφημιστεί ακόμηπερισσότερο το γνήσιο έργο. Εκδότες καικοινό το είχαν ξεχάσει έως το 1909,οπότε ο εκδοτικός οίκος Γκόλντεν Γκόμ-πλιν Πρες της Νέας Υόρκηςκυκλοφόρησε μια νέα έκδοση.

Η νέα αυτή έκδοση ήταν τόσοπροσεκτικά περικομ-μένη που περίπου τοένα τέταρτο της αρχικής ύλης είχεαφαιρεθεί. Τ ο βιβλίο ήταν όμορφαδεμένο και διακοσμημένο με τιςεξαίρετες και απόκοσμα γοητευτικέςεικονογραφήσεις του Ντιέγκο Βελάσκεζ.

Η έκδοση αυτή είχε αρχικά σαν στόχο τηλαϊκή κατανάλωση, αλλά τα καλλιτεχνικάένστικτα των εκδοτών οδήγησαν στοαντίθετο αποτέλεσμα, γατί το κόστος τηςέκδοσης ήταν τόσο μεγάλο πουαναγκάστηκαν να το κυκλοφορήσουν μεαπαγορευτικά υψηλή τιμή.

Όλα αυτά εξηγούσα στον Τούσμαν,όταν με διέκοψε απότομα για να μου πειότι δεν του ήταν άγνωστες αυτές οιλεπτομέρειες. Ένα από τ’ αντίτυπα τηςέκδοσης του Γκόμπλιν Πρες στόλιζε τηβιβλιοθήκη του, εξήγησε, και ήτανακριβώς σ’ αυτό που είχε βρει μερικέςαράδες οι οποίες του είχε ξυπνήσει τοενδιαφέρον. Αλλά, συνέχισε, ανμπορούσα να του βρω ένα αντίτυπο της

πρωτότυπης έκδοσης του 1839, δε θα με-τάνιωνα για τους κόπους μου. Όμως,πρόσθεσε, επειδή ήξερε ότι θα ήτανμάταιο να προσπαθήσει να με δελεάσειμε χρήματα, θα έκανε κάτι καλύτερο: θαέπαιρνε επίσημα πίσω όλες τις παλιέςκατηγορίες του σχετικά με τις έρευνέςμου στο Γ ιουκατάν και θα δημοσίευε τηνπλήρη μεταμέλειά του στα ΕπιστημονικάΝέα.

Ομολογώ ότι τα λόγια του με άφησανεμβρόντητο. Κατάλαβα ότι αν το θέμασήμαινε τόσα πολλά για τον Τούσμανώστε να δεχτεί να κάνει τέτοιεςπαραχωρήσεις, θα πρέπει να ήτανπράγματι κάτι εξαιρετικά σημαντικό.

Αποκρίθηκα ότι κατά τη γνώμη μουείχε ανασκευά-σει ικανοποιητικά τιςκατηγορίες του στα μάτια του κοινού καιότι δεν είχα καμία επιθυμία να τον φέρωσε τέτοια ταπεινωτική θέση, αλλά θαέκανα ό, τι μου περνούσε από το χέρι γιανα του βρω αυτό που γύρευε.

Ο Τούσμαν μ’ ευχαρίστησε ξανά καιαναχώρησε, ε-

ξηγωνιας αόριστα ότι έλπιζενα βρει κάτι στο πλήρεςκείμενο του ΜαύρουΒιβλίου, που προφανώς είχεπερικοπεί από τη

μεταγενέστερη έκδοση.

Ρίχτηκα στη δουλειά,γράφοντας σε φίλους,συναδέλφους καιβιβλιοπώλες σ’ όλο τονκόσμο, αλλά σύντομαανακάλυψα ότι αυτό πουείχα αναλάβει ήταν ακόμηπιο δύσκολο απ’ ό, τιπερίμενα. Τρεις μήνεςπέρασαν πριν οιπροσπάθειές μου στεφθούναπό επιτυχία. Τελικά, και

χάρη στη βοήθεια τουκαθηγητή Τζέημς Κλέμενταπό το Ρίτσμοντ τηςΒιρτζίνια, κατάφερα να βρωεκείνο που αναζητούσα. |

Ειδοποίησα αμέσως τονΤούσμαν, που κατέφθασεστο Λονδίνο με το αμέσωςεπόμενο τρένο. Τα μάτια τουάστραψαν με απληστίαμόλις αντίκρισε το χον-δρό,σκονισμένο τόμο με το βαρύδερμάτινο κάλυμμα και τα

σκουριασμένα σιδερένια τουδεσίματα. Τα δάκτυλά τουέτρεμαν από λαχτάρα κιανυπομονησία καθώςξεφύλλιζαν τις κιτρινισμένεςαπό το χρόνο σελίδες.

Και όταν έβγαλε μια άγριαθριαμβευτική κραυγή καιχτύπησε με τη σφιγμένηγροθιά του το τραπέζι,κατάλαβα ότι είχε βρειεκείνο που ζητούσε.

«Άκου! » μου φώναξε, καιάρχισε να μου διαβάζει ένααπόσπασμα που μιλούσε γιαέναν παλιό, παμπάλαιο ναόστη ζούγκλα της Ονδούρα,όπου μια αρχαία φυλή πουείχε εξαφανιστεί πριν απότον ερχομό των Ισπανώνλάτρευε κάποιον παράξενοΘεό. Και ο Τούσμαν μουδιάβασε μεγαλόφωνα για τημούμια του τελευταίουαρχιερέα της χαμένηςφυλής, που τώρα ή-ταν

φυλαγμένη σ’ ένα θάλαμοσκαμμένο στο συμπαγήβράχο ενός γκρεμού πάνωστον οποίο είχε χτιστεί οναός.

Γύρω από τον ξεραμένολαιμό αυτής της μούμιαςήταν κρεμασμένη μιαχάλκινη αλυσίδα, και στηνάκρη αυτής της αλυσίδαςυπήρχε ένα μεγάλο κόκκινοπε-

τραδι σκαλισμένο με τη μορφή ενός

φρύνου. Το πετράδι αυτό ήταν ένακλειδί, συνέχιζε ο Φον Γιουντστ, γιατους θησαυρούς που ήταν κρυμμένοισε μια υπόγεια κρύπτη βαθιά κάτω απότο βωμό του ναού.

Τα μάτια του Τούσμαν πετούσανφλόγες τώρα.

«Τον έχω δει αυτό το ναό! Έχωσταθεί μπροστά στο βωμό του. Έχω δειτη σφραγισμένη πόρτα του θαλάμουόπου, λένε οι ιθαγενείς, βρίσκεται ημούμια του ιερέα. Πρόκειται για ένανπολύ περίεργο ναό, που δε μοιάζει μετα ερείπια των προϊστορικών ινδιάνικωνπολιτισμών περισσότερο απ’ όσομοιάζουν τα σύγχρονα λατινο-

αμερικάνικα κτίρια.

»Οι Ινδιάνοι της περιοχής αρνούνταιότι έχουν οποιαδήποτε σχέση με αυτότο οικοδόμημα. Λένε ότι ο λαός που τοέχτισε ανήκε σε διαφορετική ράτσα απότη δική τους, και ζούσε ήδη εκεί όταν οιπρόγονοί τους έφτασαν στη χώρα.Πιστεύω ότι πρόκειται για το λείψανοκάποιου εντελώς ξεχασμένουπολιτισμού που είχε αρχίσει ναπαρακμάζει χιλιάδες χρόνια πρινφτάσουν εκεί οι Ισπανοί.

»Θα είχα σίγουρα ανοίξει εκείνο τοσφραγισμένο θάλαμο, αλλά δεν είχατότε ούτε το χρόνο ούτε τα εργαλεία γιατη δουλειά. Βιαζόμουν να φτάσω στην

ακτή επειδή είχα τραυματιστεί στο πόδιαπό μια τυχαία εκπυρσοκρότηση. Ήταναπό καθαρή τύχη που στο δρόμο μουανακάλυψα το ναό.

»Είχα σκοπό να ξαναπάω κάποτεεκεί, αλλά οι περιστάσεις δε μου τοεπέτρεψαν. Τώρα όμως — δε μεσταματάει τίποτα! Εντελώςσυμπτωματικά έτυχε να διαβάσωμερικές αράδες στην έκδοση τουΓκόλντεν Γκόμπλιν αυτού του βιβλίου,όπου περιγράφεται ο ίδιος ναός. Αλλ’αυτό ήταν όλο- υπήρχε μονάχα μιασύντομη αναφορά στη μούμια καιτίποτε άλλο.

»Ενδιαφέρθηκα βρήκα μια από τις

μεταφράσεις του Μπράιντουωλ αλλάσκόνταψα σ' έναν τοίχο αξε-

διαλυτών λαθών. Από κάποιαεκνευριστική παρανόηση, ο μεταφραστήςείχε κάνει λάθος ακόμη και στη θέση τουΝαού το Φρύνου, όπως τον αποκαλεί οΦον Γιουντστ, και τον τοποθετεί στηΓουατεμάλα αντί για την Ονδούρα. Ηγενική περιγραφή είναι λαθεμένη, αλλάτο πετράδι αναφέρεται, καθώς και τογεγονός ότι είναι «κλειδί». Αλλά κλειδίσε τι; Η έκδοση του Μπράιντουωλ δεν τοδιευκρινίζει.

«Ήμουν σίγουρος τώρα ότιβρισκόμουν στα χνάρια μιας μεγάληςανακάλυψης, εκτός κι αν ο Φον Γ

ιουντστ ήταν πράγματι, όπως λένεπολλοί, τρελός. Αλλά το γεγονός ότι είχεκάποτε επισκεφθεί την Ονδούρα είναιαναμφισβήτητο κανένας δε θα μπορούσενα περιγράψει τόσο ζωντανά το ναό —όπως κάνει αυτός στο Μαύρο Βιβλίο —αν δεν τον είχε δει με τα μάτια του. Τοπώς έμαθε για το πετράδι, ένας Θεόςξέρει. Οι Ινδιάνοι που μου μίλησαν για τημούμια δεν έκαναν λόγο για κανέναπετράδι. Το μόνο που μπορώ ναφανταστώ είναι ότι ο Φον Γ ιουντστβρήκε κάποια άλλη δίοδο προς τηνκρύπτη — αυτός ο άνθρωπος είχε έναφανταστικό ταλέντο ν’ ανακαλύπτεικρυμμένα πράγματα.

»Απ’ όσο ξέρω, μονάχα άλλος ένας

λευκός έχει δει το Ναό του Φρύνου εκτόςαπό τον Φον Γ ιουντστ και μένα — οΙσπανός ταξιδιώτης Χουάν Γκονζάλες,που έκανε μια μερική εξερεύνηση εκείνηςτης χώρας το

1793. 0 Γ κονζάλες αναφέρει, εντελώςσυνοπτικά, για έναν περίεργο ναό πουήταν διαφορετικός από τα περισσότεραινδιάνικα ερείπια, και μιλάει μεσκεπτικισμό για ένα θρύλο των ιθαγενώνότι υπήρχε «κάτι ασυνήθιστο» κρυμμένοκάτω από το ναό. Είμαι σίγουρος ότιαναφερόταν στο Ναό του Φρύνου.

«Αύριο σαλπάρω για την ΚεντρικήΑμερική. Μπορείς να κρατήσεις το βιβλίοεγώ δεν το χρειάζομαι άλλο. Τούτη τη

φορά θα πάω με όλο τον απαραίτητα

εξοπλισμό, και να σαισίγουρος ότι θα βρω, ότι είναικρυμμένο σ' εκείνο το ναόέστω και αν χρειαστεί νά τονκατεδαφίσω ολόκληρο. Οθησαυρός δεν μπορεί παρά ναείναι κάποια τεράστιαποσότητα χρυσού! Προφανώςγλίτωσε από τους Ισπανούς,γιατί όταν έφτασαν στηνΚεντρική Αμερική ο Ναόςτου Φρύνου ήταν ήδη

ερείπια. Οι Ισπανοί έψαχνανγια ζωντανούς Ινδιάνους τουςοποίους μπορούσαν με ταβασανιστή ρια να τουςκάνουν ν' αποκαλύψουν πούυπήρχε κρυμμένο χρυσάφι*δεν τους απασχολούσαν οιμούμιες και οι χαμένοι λαοί.Αλλά ελόγου μου σκοπεύωνα βρω αυτό το θησαυρό».

Και με τα λόγια αυτά οΤούσμαν αναχώρησε.

Κάθισα στο τραπέζι καιάνοιξα το βιβλίο στο σημείοόπου είχε σταματήσει τηνανάγνωση. Έμεινα εκεί έωςτα μεσάνυχτα, βυθισμένοςστα παράξενα, εξωφρενικάκαι συχνά ασαφή λεγόμενάτου. Και σχετικά με το Ναότου Φρύνου ανακάλυψα καιορισμένα άλλα πράγματα πουμε συγκλόνισαν τόσο ώστε τοάλλο πρωί να προσπαθήσωνα έρθω σ’ επαφή με τονΤού-σμαν. Αλλά έμαθα ότι ήδη

είχε αναχωρήσει.

Είχαν περάσει μερικοί μήνεςαπό τότε, όταν μια μέραέλαβα ένα γράμμα από τονΤούσμαν που με καλού-σε ναπάω να περάσω μερικές μέρεςμαζί του στο κτήμα τουΣάσσεξ. Εξάλλου, μουζητούσε να πάρω μαζί μουκαι το Μαύρο Βιβλίο.

Έφτασα στη μάλλον ερημικήτοποθεσία όπου ήταν το κτήμα

του Τούσμαν λίγο μετά τοσούρουπο. Ζούσε σχεδόν σεφεουδαλικό περιβάλλον, σ'ένα επιβλητικό σπίτισκεπασμένο με κισσούς καιμεγάλες πελούζες

με γκαζόν περιτριγυρισμένοαπό ψηλούς πέτρινους τοίχους.Καθώς ανέβαινα το δρομάκιανά-

μεσα από καλλωπιστικά φυτά,πρόσεξα ότι το μέρος δεν είχε

συντηρηθεί και τόσο καλάκατά το διάστημα

της απουσίας του ιδιοκτήτη του. Τ'αγριόχορτα φύτρωναν άφθονα ανάμεσαστα δέντρα, σχεδόν πνίγοντας το γκαζόν.Πίσω από κάτι απεριποίητους θάμνουςπου φύτρωναν στη βάση του εξωτερικούτοίχου, άκουσα να βγαίνει ένας θόρυβοςσαν ένα άλογο ή βόδι να κινιόταν βαριάανάμεσά τους. Άκουσα καθαρά τον ξερό,χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι οπλέςχτυπώντας στις πέτρες.

Μου άνοιξε ένας υπηρέτης που μεπεριεργάστηκε καχύποπτα και μετά μεοδήγησε μέσα. Βρήκα τον Τού-σμαν να

κόβει βόλτες πέρα δώθε στο γραφείο του,ίδιο λιοντάρι στο κλουβί του. Το γιγάντιοκορμί του ήταν πιο λιπόσαρκο και πιονευρώδες από την τελευταία φορά πουτον είχα δει, και το πρόσωπό του ήτανσαν μπρούντζινο από τον τροπικό ήλιο.Υπήρχαν πιο πολλές και πιο τραχιέςγραμμές στο αδρό πρόσωπό του, και ταμάτια του είχαν μια πυρετική λάμψη, πιοέντονη από ποτέ. Η όλη συμπεριφορά τουέδειχνε ότι τον προβλημάτιζε κάτι, κι έναςακαθόριστος θυμός φαινόταν νασιγοκαίει μέσα του.

«Λοιπόν, Τούσμαν», τον χαιρέτησα.«Πώς τα πήγες; Βρήκες το χρυσάφι; »

«Δε βρήκα ούτε ουγκιά από δαύτο»,

γρύλισε. «Η όλη ιστορία ήταν απάτη...δηλαδή, όχι ακριβώς όλη. Μπήκα στοσφραγισμένο θάλαμο και βρήκα τημούμια»

«Και το πετράδι; » φώναξα.

Ο Τούσμαν έβγαλε κάτι από την τσέπητου το άπλωσε προς το μέρος μου.

Πήρα και περιεργάστηκα με ενδιαφέροντο αντικείμενο που κρατούσα στο χέριμου. Ήταν μια μεγάλη πέτρα, καθάρια καιδιάφανη σαν κρύσταλλο, αλλά μ’ έναάγριο κόκκινο χρώμα. Όπως είχε πει οΦον Γιουντστ, ήταν σκαλισμένη στοσχήμα ενός βατράχου ή φρύνου. Στη θέατης, δίχως να το θέλω ανατρίχιασα. Η

σμιλεμένη μορφή ήταν περίεργααποκρουστική. Ύστερα το μάτι μου έπεσεστη βαριά και ασυνήθιστα δουλεμένημπρούντζινη αλυσίδα από την οποίακρεμόταν.

«Τι σημαίνουν αυτά τα γράμματα πουείναι χαραγμένα στην αλυσίδα; » τονρώτησα.

«Δεν έχω ιδέα», απάντησε ο Τούσμαν.«Έλπιζα ότι μπορεί να ήξερες εσύ.Πάντως βρίσκω να παρουσιάζουν μιακάποια ομοιότητα με ορισμέναμισοσβησμέ-να ιερογλυφικά πουυπάρχουν σ’ ένα μονόλιθο στα βουνά τηςΟυγγαρίας, γνωστό σαν Μαύρη Πέτρα.Δεν κατάφερα να τ’

αποκρυπτογραφήσω».

«Πες μου για το ταξίδι σου», τονπαρότρυνα. Βολευτήκαμε στο σαλόνι, μ’ένα ουίσκι με σόδα στο χέρι, και οΤούσμαν άρχισε να μου αφηγείται τηνπεριπέτειά του, αργά, σαν με παράξενηαπροθυμία.

«Μόλο που ο ναός βρίσκεται σε μιααπόμακρη και απάτητη περιοχή,κατάφερα να τον ξαναβρώ δίχωςιδιαίτερη δυσκολία. Είναι χτισμένος με τηράχη σ’ έναν κάθετο γκρεμό, σε μιακοιλάδα άγνωστη στους χάρτες και τουςεξερευνητές. Δε θ’ αποτολμούσα ναυπολογίσω την ηλικία του- πάντως είναιφτιαγμένος από ένα είδος ασυνήθιστα

σκληρού βασάλτη που δεν τον έχωαπαντήσει πουθενά αλλού, και τασημάδια της μεγάλης του διάβρωσηςυποδηλώνουν απίστευτη αρχαιότητα.

»Οι περισσότερες από τις κολόνες πουσχηματίζουν την πρόσοψη είναικομματιασμένες. Δεν απομένουν απ’αυτές παρά σπασμένα λείψανα σεφαγωμένες βάσεις, σαν τα σκόρπια καιχαλασμένα δόντια μιας γριάς μέγαιρας.Οι εξωτερικοί τοίχοι καταρρέουν αργά,αλλά οι εσωτερικοί τοίχοι και οι κολόνεςπου στηρίζουν τ’ απομεινάρια τηςοροφής δείχνουν να έχουν ζωή για άλλαχίλια χρόνια. Το ίδιο καλά διατηρείται καιο εσωτερικός θάλαμος.

»Η κεντρική αίθουσα είναι έναςμεγάλος κυκλικός χώρος με δάπεδο απότεράστιες τετράγωνες πέτρινες πλάκες.Στο κέντρο υπάρχει ένας βωμός. Δενείναι τίποτε περισσότερο από ένανπελώριο στρογγυλό όγκο από το ίδιουλικό, καλυμμένο με παράξεναανάγλυφα. Ακριβώς πίσω από το βωμό,στο συμπαγή βράχο του γκρεμού πουαποτελεί και τον πίσω τοίχο τηςαίθουσας, υπάρχει ο σφραγισμένος,σκαφτός θάλαμος με τη μούμια τουτελευταίου αρχιερέα.

»Έσπασα τη σφραγισμένη πόρτα δίχωςιδιαίτερη δυσκολία, και βρήκα τη μούμιαόπως ακριβώς την περιέγραψε το ΜαύροΒιβλίο. Ήταν σ’ εντυπωσιακά

καλοδιατηρημένη κατάσταση. Τασουφρωμένα χαρακτηριστικά και ηγενική κοψιά του κρανίου θύμιζανορισμένες ξεπεσμένες καιμπασταρδεμένες φυλές της κάτωΑιγύπτου. Είμαι σίγουρος ότι ο ιερέαςανήκε σε φυλή πιο κοντά στη λευκή παράστην ινδιάνικη ράτσα. Πάντως δε θαμπορούσα να πω τίποτα πιοσυγκεκριμένο.

»Αλλά το πετράδι ήταν εκεί, με τηναλυσίδα κρεμασμένη στον αποξεραμένολαιμό».

Από το σημείο αυτό και μετά ηαφήγηση του Τούσμαν έγινε τόσοαόριστη που δυσκολευόμουν να την

παρακολουθήσω, κι αναρωτήθηκα μήπωςτελικά ο τροπικός ήλιος του είχε πειράξειτο μυαλό.

Είχε, λέει, ανοίξει μια μυστική πόρταστο βωμό με τη βοήθεια του πετραδιού,αλλά δε μου ξεκαθάρισε πώς ακριβώςέγινε αυτό. Πάντως μου έδωσε τηνεντύπωση ότι και ο ίδιος δενπολυκαταλάβαινε πώς λειτουργούσε τοπετράδι-κλειδί. Όπως και να ’χει, τοάνοιγμα αυτής της μυστικής πόρταςφάνηκε να επηρεάζει πολύ άσχημα τασκληροτράχηλα παλικάρια που είχε στηδούλεψή του. Αρνήθηκαν ασυζητητί καιστα ίσια να τον ακολουθήσουν στομαύρο άνοιγμα που εμφανίστηκε τόσομυστηριωδώς όταν το πετράδι άγγιξε το

βωμό.

Ο Τούσμαν πέρασε το άνοιγμαμονάχος, με το πιστόλι του κι έναηλεκτρικό φακό. Το πρώτο που αντίκρισεήταν μια στενή πέτρινη σκάλα πουφαινόταν να κατεβαίνει ελικοειδώς προςτα έγκατα της γης. Την ακολούθησε καικάποτε έφτασε σ’ έναν πλατύ διάδρομο,στο σκοτάδι του οποίου σχεδόν χανόταντο αδύναμο φως του φακού του.

Στο σημείο αυτό της αφήγησης, οΤούσμαν έκανε λόγο με παράξεναεκνευρισμένη φωνή για ένα φρύνο πουπήγαινε πηδώντας μπροστά του όση ώραβρισκόταν κάτω από το έδαφος, πάνταμια ιδέα πιο πέρα από κει που έφτανε το

φως του.

Διασχίζοντας νοτερές κατακόμβες καικατεβαίνοντας σκάλες που έχασκαν σανπηγάδια γεμάτα σχεδόν χειροπιαστόσκοτάδι, έφτασε τελικά σε μια βαριάπόρτα σκεπασμένη με φανταστικάανάγλυφα. Κατάλαβε ότι αυτή έπρεπε ναείναι η είσοδος της κρύπτης όπου υπήρχεφυλαγμένο το χρυσάφι των αρχαίωνπιστών. Με το φρυνόμορφο πετράδιπίεσε δοκιμαστικά σε διάφορα σημείατης πόρτας, και τελικά κάποια στιγμή τηνείδε ν’ ανοίγει μπροστά του.

«Και ο θησαυρός; » τον διέκοψα, μηνμπορώντας να κρατηθώ. Ο Τούσμανγέλασε με άγριο αυτοσαρκασμό.

«Δεν υπήρχε χρυσάφι εκεί, ούτεπολύτιμα πετράδια. Τίποτα... » — εδώ ηφωνή του κόμπιασε λίγο — «Τίποτα πουνα μπορώ να πάρω».

Η αφήγηση άρχισε και πάλι να γίνεταιπολύ αόριστη. Απ’ ό, τι κατάλαβα,εγκατέλειψε το ναό μάλλον βιαστικά,δίχως να ψάξει άλλο για τον υποτιθέμενοθησαυρό. Σκόπευε φεύγοντας να πάρεικαι τη μούμια μαζί του για να τη χαρίσεισε κανένα μουσείο, είπε, αλλά ότανανέβηκε από τις κατακόμβες στάθηκεαδύνατο να τη βρει. Κατά τη γνώμη του,οι άντρες του, με το φόβο τωνπροληπτικών που δεν ήθελαν τέτοιαπαρέα στο δρόμο τους έως την ακτή, τηνείχαν πετάξει σε κάποιο πηγάδι ή σε

καμιά σπηλιά.

«Και έτσι», τέλειωσε, «να ’μαι πάλιπίσω στην Αγγλία, ούτε δεκάραπλουσιότερος απ’ όσο ήμουνφεύγοντας».

«Έχεις εκείνο το κόσμημα», τουθύμισα. «Σίγουρα είναι πολύτιμο».

Με κοίταξε δίχως χαρά, αλλά με κάτισαν άγρια απληστία που ήταν σχεδόνπαθολογική.

«Θα ’λεγες ότι πρόκειται για ρουμπίνι;» με ρώτησε.

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.

«Μου είναι αδύνατο να πω τι σόι πέτραείναι».

«Το ίδιο κι εγώ. Αλλά τώρα για δώσεμου να δω κάτι στο βιβλίο».

Το πήρε στα χέρια του κι άρχισε ναγυρίζει αργά τις βαριές σελίδες, με ταχείλη του να σαλεύουν καθώς διάβαζε.Πότε πότε κουνούσε το κεφάλι του σαναπορημένος, και πρόσεξα ότι του είχετραβήξει την προσοχή μια συγκεκριμένηαράδα.

«Αυτός ο άνθρωπος είχε προχωρήσειτόσο βαθιά σε απαγορευμένα πράγματα»,τον άκουσα να μουρμουρίζει. «Δεναπορώ που ο θάνατός του υπήρξε τόσο

παράξενος και μυστηριώδης. Θα πρέπεινα είχε κάποιο προαίσθημα του τέλουςτου — να, εδώ προειδοποιεί τοναναγνώστη να μην ενοχλεί πράγματα πουκοιμούνται».

Για λίγες στιγμές ο Τούσμαν φάνηκενα ξεχνιέται βυθισμένος στις σκέψειςτου.

«Ναι, κοιμισμένα πράγματα»,ψιθύρισε, «που μοιά-

ζουν για νεκρά αλλ’ απλάκαραδοκούν και περιμένουντον στραβό και ηλίθιο που θατα ξυπνήσει... Και θα ’πρεπε

να έχω κλείσει εκείνη τηνπόρτα φεύγοντας από τηνκρύπτη... Αλλά έχω το κλειδίκαι θα το κρατήσω ενάντιακαι στον ίδιο το διάβολο».

Ο Τούσμαν φάνηκε ναξυπνά από τους σκοτεινούςρεμβασμούς του και ήτανέτοιμος κάτι να πει, ότανσταμάτησε απότομα. Απόκάπου στο πάνω πάτωμα είχεακουστεί ένας περίεργοςθόρυβος.

«Τι ήταν αυτό; » Μεκοίταξε με αγριεμένα μάτια.Κούνησα το κεφάλι μουαπορημένα και ο Τούσμανέτρεξε στην πόρτα καιφώναξε τον υπηρέτη του. Οάνθρωπος μπήκε λίγεςστιγμές αργότερα καιφαινόταν μάλλον χλωμός.

«Εσύ ήσουν πάνω; »γρύλισε ο Τούσμαν.

«Όχι, κύριε».

«Άκουσες τίποτα; » ρώτησεπάλι τραχιά, και με ύφοςσχεδόν απειλητικό σαν να τονκατηγορούσε.

«Μάλιστα, κύριε»,αποκρίθηκε ο άλλος μεσαστισμένη έκφραση στοπρόσωπό του.

«Τι άκουσες; » Η ερώτησηέγινε σχεδόν με σφιγμέναδόντια.

«Ξέρετε», ο υπηρέτης γέλασεαμήχανα, «φοβάμαι ότι ίσωςθα το βρείτε λίγο τρελό, αλλάαν θέλετε να σας πω τηναλήθεια, μου φάνηκε σαν ν’άκουσα ένα άλογο ναπερπατάει στη στέγη».

Μια λάμψη απόλυτης τρέλαςάστραψε στα μάτια τουΤούσμαν.

«Ηλίθιε! » ούρλιαξε. «Χάσουαπό μπροστά μου! »

Ο υπηρέτης ζάρωσε πίσωκατάπληκτος, και ο Τούσμανάρπαξε το λαμπερόφρυνόμορφο πετράδι.

«Εγώ ήμουν ηλίθιος! »έσκουξε ξέφρενα. «Βιάστηκακαι δεν περίμενα να διαβάσωτη συνέχεια — και θα ’πρεπενα έχω κλείσει εκείνη τηνπόρτα — αλλά,

μα το Θεό, το κλειδί είναι δικό μου καιθα το κρατήσω κόντρα σε κάθε άνθρωποή διάβολο».

Και μ’ αυτά τα παράξενα λόγια έκανεμεταβολή και ανέβηκε τρέχοντας τιςσκάλες. Ένα λεπτό αργότερα η πόρτα τουδωματίου του βρόντησε δυνατά, κι έναςυπηρέτης που χτύπησε δειλά έγινε δεκτόςμε μια βρισιά και τη διαταγή να πάρειδρόμο. Μαζί, και μια βλάσφημαδιατυπωμένη απειλή ότι θα πυροβολούσεόποιον επιχειρούσε να μπει στο δωμάτιότου.

Αν δεν ήταν τόσο προχωρημένη η ώραθα είχα φεύγει αμέσως από κείνο τοσπίτι, γιατί ήμουν σίγουρος πια ότι οΤούσμαν ήταν θεοπάλαβος. Όπως είχε τοπράγμα, αποσύρθηκα στο δωμάτιο πουμε οδήγησε ένας τρομοκρατημένοςυπηρέτης, αλλά δεν έπεσα για ύπνο.

Αντίθετα, κάθισα και άνοιξα το ΜαύροΒιβλίο στο σημείο όπου διάβαζε οΤούσμαν.

Εκτός κι αν ο άνθρωπος ήταν πέρα γιαπέρα τρελός, ήταν φανερό ότι είχεσκοντάψει σε κάτι απρόσμενο στο Ναότου Φρύνου. Φαίνεται ότι κάτι αφύσικοσχετικά με το άνοιγμα της πόρτας τουβωμού είχε τρομοκρατήσει. τους άντρεςτου, και στην υπόγεια κρύπτη ο Τούσμανείχε βρει κάτι που δεν περίμενε να βρει.Και πιστεύω ότι τον είχαν ακολουθήσειαπό την Κεντρική Αμερική, και πως ολόγος γι’ αυτό ήταν το πετράδι που οΤούσμαν αποκαλούσε Κλειδί.

Ψάχνοντας για κάποιο ενδεικτικό

στοιχείο στον τόμο του Φον Γ ιουντστ,διάβασα πάλι για το Ναό του Φρύνου, γιατον παράξενο προ-ινδιάνικο λαό πουλάτρευε εκεί, και για την πελώριατερατώδη θεότητα που προσκυνούσαν,μια οντότητα με πλοκάμια και οπλές, πουη φωνή της ήταν ένα πνιχτό, τρελόγελάκι.

Ο Τούσμαν είχε πει ότι είχε βιαστεί καιδεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει όλη τησυνέχεια την πρώτη φορά που είδε τοβιβλίο. Φέροντας στο νου μου αυτή την

αινιγματική δήλωση, έφτασαστην αράδα που του είχεαπορροφήσει την προσοχή —

μαρκαρισμένη με το νύχι του.Στην αρχή μου φάνηκε σανμια ακόμη από τιςαοριστολογίες του ΦονΓιουντστ, γιατί έγραφε απλάότι ο θεός του ναού ήταν καιο θησαυρός του ναού. Καιύστερα το σκοτεινόυπονοούμενο έγινε απότομασαφές, κι ένας κρύος ιδρώταςέλουσε το μέτωπό μου.

Το Κλειδί του Θησαυρού!Και ο θησαυρός του ναού

ήταν ο θεός του ναού! Καικοιμισμένα Πράγματα μπορείνα ξυπνούσαν με το άνοιγματης πόρτας της φυλακής τους!

Τινάχτηκα όρθιος,παγωμένος από τον τρόμο τουαφόρητα φοβερούυπαινιγμού, και την άλληστιγμή κάτι έσπασε τηνεκρική σιγή. Μια ανθρώπινηκραυγή θανάσιμης αγωνίαςμου τρύπησε τ’ αφτιά.

Αμέσως όρμησα έξω από τοδωμάτιο, και καθώς ανέβαινατρέχοντας τις σκάλες, στ’αφτιά μου έφτασαν ήχοι πουκάθε φορά που τουςσυλλογίζομαι αμφιβάλλω γιατα λογικά μου. Στην πόρτα τουΤούσμαν κοντοστάθηκα,δοκιμάζοντας το πόμολο μεδάχτυλα που τρέμαν. Η πόρταήταν κλειδωμένη. Δίστασα γιαμια στιγμή, και τότεακούστηκε από μέσα ένααπαίσιο, στριγκό και τρελό

γελάκι κι αμέσως μετά έναςαηδιαστικός πλαδαρός ήχος,σαν μια πελώρια μάζα απόζελέ να περνούσε στριμωχτάαπό το παράθυρο. Ύστερα οήχος σταμάτησε και θαέπαιρνα όρκο πως άκουσα ένααχνό θρόισμα σαν απόγιγάντιες φτερούγες. Μετάσιωπή.

Συγκεντρώνοντας ό, τικουράγιο απέμενε στατσακισμένα νεύρα μου, πήρα

φόρα κι έσπασα την πόρτα.Μια αποκρουστική καιαβάσταχτα δυνατή μπόχαξεχύθηκε από μέσα σανκίτρινη καταχνιά. Σχεδόνπνιγμένος από την αναγούλα,προχώρησα στα εσωτερικό. Τοδωμάτιο ήταν σαν να το ’χεχτυπήσει τυφώνας. Α λ-

λά δεν έλειπε τίποτα εκτός από κείνο τοκόκκινο πετράδι με τη μορφή φρύνου-

αυτό δε βρέθηκε ποτέ. Ένα σιχαμερό,απερίγραπτο, βλεννώδες υγρό ήτανπασαλειμμένο στο περβάζι του

παραθύρου, ενώ στο κέντρο τουδωματίου βρισκόταν σωριασμένος οΤούσμαν. Το κεφάλι του ήταντσακισμένο και λιωμένο, ενώ πάνω στακόκκινα συντρίμμια του κρανίου και τουπροσώπου του φαινόταν καθαρά τοχνάρι μιας πελώριας οπλής.

Η ΦΡΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΓΕΦΥΡΑ

του Τζων Ράμσυ Κάμπελ

Ο Τζων Ράμσυ Κάμπελ είναι από τηνεότερη γενιά των συγγραφέων πουσυνέχισαν την παράδοση του Λάβκραφτ.Γεννήθηκε το 1946 στο Λίβερπουλ τηςΑγγλίας και δημοσίευσε την πρώτη«κθουλιανή» ανθολογία διηγημάτων σεηλικία 18χρόνων. Για τον Κάμπελ, ηκοιλάδα του Σέβερν, με το Μπρίτσεστερκαι τα γύρω χωριά είναι ό, τι για τονΛάβκραφτ η περιοχή του Αρκαμ.

Πρόκειται για έναν από κείνους τουςτόπους όπου πιο εύκολα βρίσκει κανείςτο Νεκρονομικόν παρά έναντηλεφωνικό κατάλογο. Τι το περίεργο;Μήπως και στην Ελλάδα πιο εύκολα δενκάνεις μαγική επίκληση σ’ ένα δαίμονα

παρά τηλεφωνική κλήση σ’ ένα φίλο; Τοθέμα είναι ότι στην τηλεφωνική κλήση,άντε να μπλέξουν οι γραμμές και να βγειένα γραφείο κηδειών. Σε κάτι μέρη σαντο Αρκαμ ή την κοιλάδα του Σέβερν, ανμπλέξουν οι γραμμές μπορεί να βγουν οιίδιοι οι πελάτες του γραφείου κηδειών.Και άντε μετά να τους πείσεις ναξαναμπούν εκεί απ’ όπου βγήκαν.

Και, μάλιστα, δίχως να σε πάρουν μαζίτους.

Γ. Μ.

Το Κλόττον του Γκλώοτερσερ δενείναι όνομα που μπορεί κανείς να το βρεισε οποιοδήποτε χάρτη. Από τους

κατοίκους των λίγων ετοιμόρροπωνκοκκινότου-βλων σπιτιών που στέκουνακόμη στην πάνω περιοχή της κάποτεακμάζουσας πόλης, δεν υπάρχει ούτ’ένας που να θυμάται κάτι από κείνη τηνπερίοδο της φρίκης που γνώρισε η πόλητο 1931. Εκείνοι από το Μπρίτσε-στερπου άκουσαν τις φήμες που διέρρευσαναπό την έντρομη πόλη, σκόπιμααποφεύγουν να επαναλάβουν τα όσαάκουσαν, κι ελπίζουν μονάχα ότι ποτέ δεθα γίνουν ευρύτερα γνωστά εκείνα τααλλεπάλληλα τρομερά γεγονότα.

Είναι γεγονός ότι κανένας δεν ξέρειγιατί ακριβώς στήθηκε εκείνος οτσιμεντένιος όγκος των έξι μέτρων στηνόχθη του Τον, του παραπόταμου του

Σέβερν, ο οποίος ρέει κοντά εκεί πουκάποτε βρισκόταν η παρόχθια συνοικίατου Κλόττον. Ούτε και κανένας μπορεί ναπει γιατί ένα συνεργείο εργατών γκρέμισεόλα τα κτίρια που υπήρχαν οπουδήποτεκοντά στο ποτάμι, αφήνοντας άθικτεςμονάχα τις υψηλότερες συνοικίες τουΚλόττον. Και όσον αφορά στομυστηριακά σημάδι που χαράχτηκεπρόχειρα στον κάθε τοίχο τουτσιμεντένιου κτίσματος δίπλα στοποτάμι, αυτό είναι κάτι που οι κάτοικοιτου Μπρίτσεστερ δε θέλουν ούτε να τοσκέφτονται.

Αν ρωτήσει κανείς τους καθηγητές τουεκεί πανεπιστημίου θα πάρει την αόριστηαπάντηση ότι το σημάδι αυτό είναι ένα

πανάρχαιο αποκρυφιστικό σύμβολο.Αλλά ποτέ δε θα του πουν ποιων ακριβώςδυνάμεων τη βοήθεια υποτίθεται ότιεπικαλείται, ούτε από τι υποτίθεται ότιπροστατεύει.

Γεγονός είναι ότι η όλη αυτή υπόθεσηείναι ένα περίεργο συνονθύλευμα απόυπονοούμενα, μισόλογα και αλλαγέςκουβέντας κάθε φορά που θίγεται τοθέμα. Ίσως ποτέ να μη γινόταν γνωστό τιακριβώς είχε συμβεί στο Κλόττον του1931, αν δεν τύχαινε να έρθει στο φωςένα δακτυλογραφημένο κείμενο πουβρέθηκε στο σπίτι ενός μοναχικούκατοίκου του Μπρίτσεστερ μετά τοθάνατό του.

Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο άτομοετοίμαζε αυτό το κείμενο για έκδοση, καιίσως τελικά είναι καλύτερα να μηντυπωθεί ποτέ. Γ ιατί το κείμενο αυτό ήτανπράγματι μια περιγραφή της φρίκης απόέναν άνθρωπο που συμμετείχε στηνομάδα εκείνων που κατεδάφισαν ταπαρόχθια κτίρια του Κλόττον. Ανλάβουμε υπόψη το τι περιγράφει εκεί,τότε δικαιολογημένα έγινε ερημίτης.

Ο συγγραφέας, κάποιος ΦίλιπΤσέστερτον, προφανώς επεδίωκε το έργοτου να είναι όσο πιο λόγιο γινόταν. Χάρηστην απομόνωσή του από τον υπόλοιποκόσμο μετά το 1931, για λόγους που θακαταλάβετε σύντομα, είχε τοναπαιτούμενο ελεύθερο χρόνο για να

διερευνήσει ακόμη και τις ιστορικέςπλευρές της υπόθεσης. Σ’ αυτό τονβοήθησε η μεγάλη συλλογή βιβλίων τουπου αναφέρονταν στην περίοδο από τηνεποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης τηςΒρετανίας και μετά.

Από τις άλλες πηγές κατάφερε νασυγκεντρώσει και να συμπεριλάβει στοέργο του αρκετά ιστορικά καιγενεαλογικά στοιχεία για τους κατοίκουςτου Κλότ-τον. Βέβαια, αυτό δε μαςπροσφέρει τίποτα παραπάνω από μιασύνθετη εικόνα του μικρού πληθυσμούμιας πόλης, και δεν προσθέτει καμίαπληροφορία για κείνους που θα θελήσουνν’ αναζητήσουν όλους τους παράγοντεςσχετικά με τα φοβερά που ξέσπασαν στις

αρχές εκείνης της κατακλυσμικήςπεριόδου.

Πάντως, οφείλουμε να παραδεχτούμεεδώ, ότι ορισμένοι θρύλοι και ημι-ιστορικές παραδόσεις για μερικούς απότους κατοίκους του Κλόττον μπορεί ναθεωρηθούν σαν υπαινιγμός για την τελικήεξήγηση εκείνης της αινιγματικήςπλημμύρας του 1931. Από την άλλημεριά, είναι αναμφισβήτητα δύσκολο ναεκτιμήσει κανείς την αληθινή αξία τωνδιαφόρων περίεργων διαδόσεων που οΤσέστερτον φαινόταν να πιστεύει.

Κοντολογίς, ο αναγνώστης πρέπει ναζυγιάζει προσεκτικά την αντικειμενικήαξία και γνησιότητα ορισμένων από τις

βασικές περιγραφές στο κείμενο πουακολουθεί. Πρόκειται για μια διασκευή,με σημαντικές περικοπές σε μερικάσημεία, του δακτυλόγρα-φου πουβρέθηκε στο Μπρίτσεστερ.

Το 1800, σύμφωνα με τοδακτυλόγραφο, ένας παράξενος ξένοςήρθε να μείνει σ’ ένα άδειο σπίτι τηςοδού Ριβερσάιντ, ενόςαραιοκατοικημένου δρόμου κοντά σε μιαγέφυρα που ενώνει τις δυο όχθες τουΤον. Οι ντόπιοι δεν μπόρεσαν να μάθουνκαι πολλά γι’ αυτόν, πέρα από το ότιλεγόταν Τζέημς Φιπς και ότι είχε έρθειαπό το Καμσάιντ επειδή οι ανορθόδοξεςεπιστημονικές του έρευνες είχανπροκαλέσει την αντίδραση των κατοίκων.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι όλααυτά γίνονταν σε μια εποχή που τοκυνήγι των μάγων και μαγισσών από τοναιδεσιμότατο Τζέννερ ήταν στο απόγειότου, και έτσι μπορεί εύκολα αυτές οι«έρευνες» να είχαν θεωρηθεί σαν«μαγεία».

Οι περίοικοι του παρόχθιου αυτούδρόμου είχαν προσέξει τα παράξεναόργανα και τα κιβώτια που μετέφεραν στοσπίτι δυο λιγόλογοι και χαμηλοθώρηδεςχωριάτες. Ο Φιπς φαινόταν να επιβλέπειτη μεταφορά με ασυνήθιστη φροντίδα,και η οργή του ήταν άλλο πράγμα ότανένας από τους μεταφορείς γλίστρησε καικόντεψε να πέσει ενώ κουβαλούσε κάτιπου έμοιαζε με άγαλμα τυλιγμένο σε

χοντρό καναβάτσο. Εκείνος ολιπόσαρκος, χλωμοπρόσωπος άντρας, μετα κο-ρακάτα μαλλιά και τα μακριάκοκαλιάρικο χέρια, πρέπει να είχεπροκαλέσει παράξενα συναισθήματαστους θεατές.

Μερικές μέρες μετά τον ερχομό του, οΦιπς άρχισε να συχνάζει στις ταβέρνεςκοντά στο ποτάμι. Ο κόσμος πρόσεξε ότιποτέ δεν έπινε τίποτα, και κάποτε τονάκουσαν να λέει ότι απεχθανόταν ταοινοπνευματώδη. Κατά τα φαινόμενα,πήγαινε εκεί αποκλειστικά και μόνο γιανα κουβεντιάσει με μερικούς από τουςλιγότερο ευυπόληπτους κατοίκους τουΚλόττον — ιδίως ψαρεύονταςπληροφορίες σχετικά με τους πιο

διαδεδομένους θρύλους της γύρωπεριοχής.

Όπως ήταν φυσικό, έμαθε κάποτε καιγια το θρύλο ενός δαίμονα που λέγανε ότιείχε παλιά το λημέρι του κάπου εκείκοντά, και ο Φιπς έδειξε μεγάλοενδιαφέρον γι’ αυτή την ιστορία. Στ’αφτιά του έφτασαν και οι σχετικέςαναπόφευκτες σάλτσες. Κάνα δυο ντόπιοιπίστευαν ότι μια ολόκληρη ράτσααποτρόπαιων όντων ήταν ενταφιασμένηκάπου στην περιοχή, και κυκλοφορούσεη φήμη για μια τερατώδη υπόγεια πόληπου θα μπορούσε κανείς να τηνεπισκεφθεί αν ανακάλυπτε την είσοδοπου λεγόταν ότι ήταν κρυμμένη κά-

τω από τα ορμητικά νερά του ποταμού.

Ο Φιπς έδειξε ανεξήγητο ενδιαφέρονκαι για μια επιμέρους λεπτομέρεια τηςίδιας φήμης. Σύμφωνα με αυτή, τοεξωγήινο τέρας ή τα τέρατα ήταν μεκάποιο τρόπο φυλακισμένα, αλλά θαμπορούσε κανείς να τ’ απελευθερώσειαν αφαιρούσε τη δεσμευτική σφραγίδα.

Ήταν φανερό ότι ο Φιπς έδινε μεγάληβάση σ’ αυτούς τους περίεργουςθρύλους γιατί αντάμειψε τουςπληροφοριοδότες του πολύγενναιόδωρα. Σ’ έναν δύο, μάλιστα,πρότεινε να του στείλουν τους γιουςτους να τους εκπαιδεύσει στις επιστήμες,αλλά εκείνοι στους οποίους έγινε αυτή η

πρόταση δεν έδειξαν κανένα σχετικόενδιαφέρον.

Μια νύχτα της άνοιξης του 1805 οΦιπς χάθηκε από το σπίτι του. Σίγουραπρέπει να είχε φύγει νύχτα, γιατί κανέναςδεν πήρε είδηση αυτή την ξαφνική τουαναχώρηση και το κατάλαβαν μονάχαόταν πρόσεξαν ότι το σπίτι της οδούΡιβερσάιντ παρέμεινε σιωπηλό καιαφώτιστο. Προφανώς ο παράξενοςένοικός του είχε κρίνει περιττό ν’ αφήσεικανένα φύλακα, και απλά είχεπεριοριστεί να κλειδώσει τις πόρτες καινα σφαλίσει τα παντζούρια. Γεγονόςείναι ότι κανένας δε φάνηκε αρκετάπερίεργος για ν’ αποτολμήσει να μπειμέσα, και το κλειστό σπίτι παρέμεινε

έτσι σιωπηλό κι ανέγγιχτο.

Μερικούς μήνες αργότερα, στις αρχέςτου Νοέμβρη, ο Φιπς επέστρεψε για νατο ξανανοίξει. Τούτη τη φορά όμως δενήταν μόνος, γιατί στο διάστημα τηςαπουσίας του είχε αποκτήσει σύζυγο.Ήταν μια γυναίκα που τη χαρακτήριζεμια νεκρική χλωμάδα, παρόμοια με τηδική του. Σπάνια την άκουγαν να μιλά,και περπατούσε μ’ έναν περίεργααλύγιστο τρόπο.

Τα όσα μπόρεσαν να μάθουν γι’ αυτήήταν ελάχι-

στα. Το μόνο που έγινε γνωστό ήταν ότιο άντρας της την είχε γνωρίσει σε μια

γειτονική κωμόπολη του Κό-τσουολντς,το Τέμπχιλ, όπου ο Φιπς είχε πάει ν’αγοράσει κάτι πολύ σπάνια χημικά. Οιδυο τους είχαν συναντηθεί σε κάποιαακαθόριστη συνάθροιση, και ο Φιπς ήτανπαράξενα λακωνικός σε ό, τι αφορούσεστη συνάθροιση αυτή.

Από τότε και για κάμποσο καιρό μετάδεν υπάρχει κανένα αξιόλογο στοιχείο γιατο περίεργο ζευγάρι και το σπίτι τουςδίπλα στο ποτάμι. Στα τέλη του 1806απόκτησαν ένα γιο, που γεννήθηκε σ’εκείνο το καταθλιπτικό σκυθρωπό σπίτι,και μερικοί θεωρούν ότι αυτή ήταν ηπραγματική αρχή μιας σειράς γεγονότωνπου κατέληξαν στο καταστροφικόαποκορύφωμα του 1931.

Τ ο παιδί, που ονομάστηκε Λάιονελαπό τον ερευνητή πατέρα του, γεννήθηκεμια μέρα του Νοέμβρη ενώ η βροχήμαστίγωνε τη γη και οι αστραπές έσκιζαντον ουρανό. Οι άνθρωποι που έμενανκοντά στην οδό Ρι-βερσάιντ συνήθιζαννα λένε ότι τη μέρα εκείνη ένα βαθύ καιπνιχτό μπουμπουνητό είχε ακουστεί κάτωαπό τη γη μάλλον, παρά από τονανταριασμένο ουρανό. Ορισμένοιμάλιστα επέμεναν πεισματικά ότι από τ’αστροπελέκια που συχνά έπεφταν στοποτάμι, ένα είχε χτυπήσει με τη μορφήαστραφτερής στήλης φωτιάς ίσια στηστέγη των Φιπς. Πάντως αργότερα δενυπήρχαν σημάδια που να δείχνουν ότι,πράγματι, είχε συμβεί ένα τέτοιοφαινόμενο.

Όπως και να ’χει, ήταν ένα παιδί πουγεννήθηκε από παράξενους γονείς, καιδεν είναι απαραίτητο να πιστέψει κανείςαυτές τις δεισιδαιμονίες για να εξηγήσειτις παράξενες τάσεις που έδειξε στημετέπειτα ζωή του.

Οι φήμες λένε ότι ήταν το 1822, όταν οΛάιονελ

Φιπς ήταν δεκαεφτά ή δεκαοχτώχρονών, που άρχισε να τον εκπαιδεύει οπατέρας του. Το σίγουρο είναι ότι οιπεραστικοί έβλεπαν αμυδρά φώτα πίσωαπό τα παντζούρια, που τώρα σκέπαζανμόνιμα τα παράθυρα, ενώ συχνάακούγονταν μουρμουρητά απόλογομαχίες μεταξύ πατέρα και γιού. Σε

μια ή δυο περιπτώσεις αυτές οι σιγανέςκουβέντες έπαιρναν ένα τόνοψαλμωδίας, και εκείνοι που τις άκουγανένιωθαν ένα ακαθόριστο συναίσθηματρόμου.

Λίγοι από τους περαστικούς ήταναρκετά περίεργοι για να πλησιάσουν καινα κρυφοκοιτάξουν από κάποιαχαραματιά στα παντζούρια. Έτσι είχανδει το νεαρό Φιπς σκυμμένο πάνω απόκάποιο μεγάλο και αρχαίο τόμο ήαπασχολημένο με κάποιο άγνωστο καιακαθόριστα τρομακτικό όργανο. Ανκρίνουμε από τις σχετικές μαρτυρίες,προφανώς ο νεαρός περνούσε απόπερίοδο μύησης ή εκπαίδευσης σεκάποιο σαφώς ασυνήθιστο επιστημονικό

κλάδο.

Κατά τα φαινόμενα, αυτή η περίοδοςκράτησε έως τους τελευταίους μήνες του1823, και τότε οι γείτονες πρόσεξαν μιααλλαγή στο παμπάλαιο κτίριο της οδούΡιβερσάιντ. Μεταξύ άλλων, ενώ αρχικάμονάχα η γυναίκα έβγαινε από το σπίτι,τώρα και οι άλλοι άρχισαν μια σειρά απόνυχτερινές εξόδους. Αυτές γίνονταν μεμεγάλη μυστικότητα από τον πατέρα καιτο γιο, και ο συνήθης προορισμός τουςφαινόταν να είναι κάποιο σημείο κοντάστο ποτάμι.

Σε μια περίπτωση τους πήρε διακριτικάαπό πίσω ένας περίεργος συγχωριανόςγια να δει πού θα πάνε. Όταν γύρισε

ανέφερε ότι τους είχε δει ν’ ασχολούνταιμε κάποια μελέτη της καταπράσινης απότα βρύα και τα μούσκλα αρχαίαςγέφυρας.

Οι δυο Φιπς είχαν κατέβει έως τηνόχθη, ισορροπώντας ριψοκίνδυνα στιςγλιστερές πέτρες πάνω από τα μαύραορμητικά νερά. Κάποια στιγμή, μάλιστα,ο πατέρα που εξέταζε στο φως τουφαναριού του ένα από ταυποστυλώματα, άφησε μια κραυγή σαννα είχε ανακαλύψει κάτι ενδιαφέρον. Ογιος του είχε δείξει την ίδια έκπληξηόταν ζύγωσε εκεί, και στη συνέχειαεξαφανίστηκαν και οι δύο κάτω από τηγέφυρα. Ο μάρτυρας δεν-μπορούσε πιανα δει τι έκαναν δίχως να φανερωθεί, κι

έτσι πήρε πάλι το δρόμο για το σπίτι τουμε το μυαλό του ανάστατο από σκέψεις.

Ύστερα συνέβη εκείνο το ιδιαίτερααφύσικο συμβάν που ίσως εξηγεί τηφαινομενικά ανεξήγητη εμπειρία που είχεένας επισκέπτης τους αργότερα.

Ήταν την άλλη μέρα, μετά από τηνπαράξενη επίσκεψη στη γέφυρα, ότανκάποιοι είδαν το νεαρό Φιπς να βγαίνειαπό το σπίτι του και να πηγαίνει προς τηνπόλη. Εκείνοι που ενδιαφέρονταν για τιςδραστηριότητες της φαμίλιας γρήγοραανακάλυψαν ότι είχε πάει στο τοπικόκατάστημα γενικού εμπορίου για ν’αγοράσει αξίνες και φτυάρια — δίχως ναεξηγήσει το σκοπό τους. Εκείνοι που

περίμεναν να δουν τους δυομυστικοπαθείς συντοπίτες τους νακαταπιάνονται με κάποιες ανασκαφέςαπόρησαν όταν δεν είδαν να συμβαίνειτίποτα τέτοιο.

Ωστόσο, μόλο που κανένα σκάψιμοδεν έγινε στην επιφάνεια, σύντομακάποια περίεργη δραστηριότητα άρχισενα γίνεται αντιληπτή από τη μεριά τουσπιτιού των Φιπς. Οι κοντινότεροιγείτονες άρχισαν ν’ ακούν κάπου προςτην κατεύθυνση του κελαριού πνιχτούςήχους σκαψίματος και κρότους μετάλλουπου χτυπούσε πάνω σε πέτρα.

Οι ήχοι δεν ήταν στατικοί αλλάφαίνονταν να μετακινούνται αργά,

δείχνοντας ότι το υπόγειο σκάψιμοσυνεχιζόταν προς τη μεριά του ποταμού.Οι θόρυβοι αυτοί συνεχίστηκαν γιαβδομάδες, και στο διάστημα αυτό και οιδυο άντρες δεν ξεμύτισαν από το σπίτι,ενώ η γυναίκα πολύ σπάνια έβγαινε.

Τελικά, μια νύχτα κάπου δυο μήνεςαργότερα, τρεις ξένοι εργάτες έφτασανστο σπίτι της οδού Ριβερσάιντ. Ήτανφορτωμένοι με πόρτες, πλαίσια και μιαανεξήγητα μεγάλη ποσότητα υλικών πουπροφανώς ήταν για να ενισχυθούν οιπόρτες. Στη συνέχεια άρχισαν ν’ακούγονται δυνατοί θόρυβοι απόυπόγειες εργασίες, αρχικά προς τη μεριάτου σπιτιού και αργότερα από κάπουκοντά στην αρχαϊκή γέφυρα.

Όταν σταμάτησαν οι θόρυβοι, φώταφάνηκαν στο δωμάτιο που οι γείτονεςθεωρούσαν σαν εργαστήριο ή σαν χώροτων μυστικών πειραμάτων. Στη συνέχειαακούστηκε ένας πάταγος σαν οι εργάτεςνα είχαν ξαναγυρίσει στο υπόγειολαγούμι. Η σιωπή που επακολούθησε δενκράτησε παρά λίγες στιγμές, και μετά έναμπουμπουνητό σαν από χείμαρρο νερώνκάτω από τη γη.

Κραυγές έκπληξης ή τρόμου έφτασανστ’ αφτιά εκείνων που κρυφάκουγαν απόπάνω, και λίγα λεπτά αργότερα έναςβρόντος σαν από βαριά ξύλινη πόρτα πουχτυπούσε με δύναμη πάνω σε πέτρα.Παράλληλα, μια αποκρουστική φιδίσιαμπόχα απλώθηκε στον αέρα κάτω από τα

τρεμάμενο άστρα.

Ύστερα από καμιά ώρα οι ξένοιεργάτες αναχώρησαν ένας ένας, σιωπηλάκαι διακριτικά όπως είχαν έρθει.

Στις αρχές του 1825, η δραπέτευσηενός εγκληματία από τη γειτονικήφυλακή του Μέρσυ Χιλ έγινε αιτία ναέρθουν από το Μπρίτσεστερ στοΚλόττον μερικοί άντρες τουκαταδιωκτικού αποσπάσματος. Με τηνπράξη τους αυτή προηγήθηκαν, άθελάτους, κατά έναν αιώνα και βάλε από τουςερευνητές που αναζητούσαν κάτι πολύπιο φοβερό από ένα δραπέτη.

Παρά τις επίμονες διαβεβαιώσεις του

Τζέημς Φιπς ότι ο φυγάδας δεν κρυβότανσπίτι του, ένας από το απόσπασμααρνήθηκε να πειστεί από τα λόγια του.Έτσι μπήκε στο αφιλόξενο σπίτι, ενώ οιάλλοι συνέχισαν να ψάχνουν στη γύρωπεριοχή. Ύστερα από καμιά ώρα, όταν τοσυγκεκριμένο άτομο δεν έκανε τηνεμφάνισή του, όλοι έτρεξαν πίσω στηνοδό Ριβερ-σάιντ. Εκεί ανακάλυψαν τοσυνάδελφό τους πεσμένο στην άκρη τουδρόμου έξω από το σπίτι- ήταναναίσθητος και βουτηγμένος στο νερό καιτη λάσπη.

Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του,τους διηγήθηκε μια πολύ παράξενηιστορία. Σύμφωνα με το δακτυ-λόγραφοτου Τσέστερτον, η μαρτυρία του ήταν η

εξής:

«Όταν φύγατε όλοι, αυτός ο Φιπςπερίμενε μέχρι ν’ απομακρυνθείτε αρκετάκαι μετά με οδήγησε μέσα στο σπίτι. Στοπάνω πάτωμα υπήρχαν μονάχαυπνοδωμάτια, και τόσο γυμνά που δεχρειάστηκε καν να περάσω το κατώφλιτους για να σιγουρευτώ ότι κανένας δενκρυβόταν εκεί μέσα. Υπερβολικά γυμνάθα ’λεγα — οι Φιπς φαίνονται αρκετάεύποροι- τότε πού πάνε τα λεφτά τους;Στο ισόγειο υπήρχαν οι συνηθισμένοιχώροι, εκτός κάτι σαν εργαστήριο προςτη μεριά του δρόμου. Στην αρχή ο Φιπςδεν ήθελε να με αφήσει να μπω εκεί,αλλά επέμεινα και υποχώρησε. Το

δωμάτιο ήταν γεμάτο μηχανήματα καιβιβλιοθήκες, και σε μια γωνιά υπήρχεκάτι σαν γυάλινο δοχείο γεμάτο μ’ έναυγρό. Μέσα επέπλεε κάτι σαν... να, σανπράσινο σφουγγάρι σκεπασμένο μεαφρούς. Δεν ξέρω τι πράγμα ήταν, αλλά ηθέα του και μόνο που ανακάτευε τοστομάχι.

«Νόμιζα ότι είχα επιθεωρήσει όλο τοσπίτι, όταν άκουσα βήματα ν’ ανεβαίνουναπό κάτω. Μια γυναίκα εμφανίστηκεστην κουζίνα — η κυρία Φιπς — και τηνπλησίασα να τη ρωτήσω από πού είχεξεφυτρώσει έτσι. Ο άντρας της της έριξεμια προειδοποιητική ματιά, αλλά ήδη τηςείχε ξεφύγει ότι είχε ανέβει από το κελάρι.Ο Φιπς δεν ήταν πρόθυμος να με αφήσει

να κατέβω εκεί, αλλά τελικά άνοιξε μιαπόρτα καταπακτής στην κουζίνα καικατεβήκαμε μαζί μερικά σκαλο-, πάτια.Το κελάρι ήταν αρκετά μεγάλο και γυμνό.Υπήρχαν ακουμπισμένα εκεί διάφοραεργαλεία, χοντρά τζάμια και κάτιαντικείμενα σαν σκεπασμένα αγάλματα.Σίγουρα δεν υπήρχε πουθενά μέρος νακρυφτεί άνθρωπος.

«Είχα αρχίσει να γυρίζω προς τιςσκάλες, όταν πρόσεξα μια πόρτα στοντοίχο αριστερά. Υπήρχαν πολλάανάγλυφα στο ξύλο της, και έναπαράθυρο με χοντρό κρύσταλλο στοπάνω μέρος. Ήταν πολύ σκοτεινά για ναδιακρίνω πίσω από το τζάμι, αλλάσίγουρα έδειχνε σαν καλή κρυψώνα.

Όταν ο Φιπς είδε προς τα πού πήγαινα,μου φώναξε ότι ήταν επικίνδυνο καικατέβηκε γοργά μερικά σκαλοπάτια.Στην αρχή δεν κατάλαβα πώς άνοιγε ηπόρτα, γιατί δεν είχε χερούλι, αλλά μετάπρόσεξα στον τοίχο δεξιά ένα τούβλοπου φαινόταν χαλαρό και το πάτησα.Ακούστηκε ένα τρίξιμο, και μετά έναςάλλος θόρυβος- τότε μου φάνηκεακαθόριστος, αλλά τώρα σκέφτομαι ότιμάλλον θα ήταν οι πατημασιές του Φιπς,που γύριζε τρέχοντας πάνω.

»Τι έγινε μετά, κι εγώ δεν ξέρω. Με τοπάτημα του τούβλου η πόρτα άνοιξεόπως το περίμενα — και τότε έναςχείμαρρος νερού χύθηκε μέσα στοκελάρι! Δεν ξέρω τι υπήρχε από την

άλλη μεριά της πόρτας, γιατί το νερό μεπέταξε πολύ απότομα πίσω και δενπρόλαβα να δω. Πάντως, για μια στιγμή,μου φάνηκε ότι είδα μια μορφή ναστέκεται στο άνοιγμα πριν την παρασύ

ρει κι αυτή στο κελάρι η ορμή του νερού.

»Την είδα μονάχα σαν σκιά, αλλάήταν σαν κάτι που είχε βγει απόεφιάλτη — πανύψηλο — δίχως λαιμό— παραμορφωμένο — γιαχ! Βέβαια,δεν μπορεί να ήταν τίποτα τέτοιο.Μάλλον θα ήταν κανένα από κείνα τ’αγάλματα που σας έλεγα. Δεν τοξανάδα, και δε θυμάμαι τίποτα άλλομέχρι που με συνεφέρατε έξω από τοσπίτι. Αλλά τι σόι άνθρωπος είναι

αυτός, με πόρτες στο κελάρι του πουβγάζουν σε υπόγεια ποτάμια; »

Όσο κι αν χτύπησαν την πόρτα τουσπιτιού των Φιπς, κανένας δεν ήρθενα τους ανοίξει, και γεγονός είναι ότιοι άντρες του αποσπάσματος δεν ήτανιδιαίτερα πρόθυμοι να μπουν σ’ εκείνοτο κτίριο με τα σκοτεινά μυστικά.Έτσι έφυγαν σκοπεύοντας ναξαναγυρίσουν με ένταλμα έρευνας,αλλά για τον ένα ή τον άλλο λόγοαυτό ξεχάστηκε όταν επέστρεψαν στοΜπρίτσεστερ. Όταν αργότερασυνέλαβαν το δραπέτη, τα πράγματαηρέμησαν αρκετά, και οι παράξενεςφήμες για στοιχειωμένες από δαίμονες

κατακόμβες σχεδόν ξεχάστηκαν.

2

Ο θάνατος βρήκε τον Τζέημς Φιπς το1898, μια μέρα που ούρλιαζε ο άνεμος,και οι μακρινοί λόφοι μουρμούριζανυπόκωφα με παράξενους ρυθμούς. Οιντόπιοι ψιθύριζαν μεταξύ τους γιααόρατες αρχέγονες οντότητες τωνβουνών που έψελναν σε ανήλιαγαυπόγεια σπήλαια, αλλά οι καθηγητέςτου πανεπιστημίου του Μπρίτσεστερ

τους καθησύχαζαν λέγοντας ότι μάλλονεπρόκειτο για υπόγεια ποτάμια. Οινυκτοπά-τες, που πότε πότεφτερούγιζαν πάνω από τους λό-

φους, έκρωζαν με μια περίεργηπροσμονή. Θα ’λεγε κανείς ότιπερίμεναν να πάρουν την ψυχή τουετοιμοθάνατου, όπως λέγαν γι’ αυτά ταπουλιά οι θρύλοι της υπαίθρου.

Για πολλή ώρα εκείνο το μαγιάτικοαπομεσήμερο, η φωνή του Φιπςαντηχούσε, παράξενα αλλαγμένη, πίσωαπό ένα σφαλιστό παράθυρο του πάνωπατώματος. Μερικές-στιγμές ήταν σαν ν’απευθυνόταν σε κάποιον, ενώ άλλεςέσκουζε ακατανόητα λόγια σε κάποια

άγνωστη γλώσσα. Μονάχα όταν ανέτειλεστον ουρανό το φεγγάρι,παραμορφωμένο από μιασματικέςκαταχνιές, ακούστηκε ο επιθανάτιοςρόγχος αγωνίας ενός ανθρώπου πουξεψυχούσε.

Σχεδόν την ίδια στιγμή, οι νυχτοπάτεςπου έως τότε στέκονταν μαζεμένοι στακλαριά και με τα λαμπερά μάτια τουςπαρακολουθούσαν το σπίτι από τηναντικρινή όχθη, σηκώθηκαν ψηλά μ’ ένατρομαγμένο φτεροκόπημα. Πετούσανσαν να προσπαθούσαν να ξεφύγουν απόκάτι τρομακτικό, που μερικοί πιστεύουνότι ήταν το ίδιο που αυτοί οι φτερωτοίψυχοπομποί περίμεναν να πιάσουν.

Έπειτα λέγεται ότι αχνά βήματαακούστηκαν στις σκάλες από τοεσωτερικό του σπιτιού, κι αμέσως μετάτο τρίξιμο μεντεσέδων και ο πνιχτός ήχοςνερών από το υπόγειο του σπιτιού.

Κανένας δεν έμαθε ποτέ τίποτα σχετικάμε την κηδεία του Τζέημς Φιπς, αν και ογιος είπε ότι είχε προτιμήσει ν’ αναλάβειο ίδιος το θέμα της ταφής. Οι κάτοικοιτου Κλόττον το θεώρησαν αρκετάφυσικό αυτό, γιατί το πτώμα ενόςανθρώπου που είχε ζήσει για πολύπαραπάνω από έναν αιώνα και πουκαταπιανόταν με άγνωστες επιστήμες καιπειράματα μπορεί, πράγματι, να μην ήτανγια τα μάτια των περίεργων.

Είναι πολύ πιθανό να οφείλονται σεφαντασιοπληξίες προληπτικών ανθρώπωνοι σκόρπιες ιστορίες που κυκλοφορούσαντότε. Διάφοροι αργοπορημένοιπεραστικοί ανέφεραν ότι πολύ μετά τοθάνατο του Φιπς είχαν δει κάποιον με τοπαρουσιαστικό του κοντά σε διάφορουςλόφους που έφεραν στις κορφές τουςκύκλους από όρθιους μονόλιθους. Όπωςκαι να ’χει, σ’ αυτούς τους ίδιους λόφουςμε τους μονόλιθους συχνά πλανιόταν μιααποκρουστική φιδίσια μυρωδιά που δενεξηγείται τόσο εύκολα, ακόμη και ανσυνδυαστεί με τα γεγονότα πουεπακολούθησαν.

Ο Λάιονελ Φιπς και η ανώνυμηγυναίκα από το Τέμ-πχιλ ήταν τώρα οι

μοναδικοί ένοικοι του σπιτιού, καιπροφανώς γρήγορα άρχισαν να μην ταπηγαίνουν καλά οι δυο τους. Γιάκάμποσες μέρες ένα φως έκαιγε σχεδόνσυνέχεια πίσω από τα παραθυρόφυλλατου εργαστηρίου, και όλοι υπέθεσαν ότι ογιος μελετούσε εκεί τα όποια βιβλία είχεκληρονομήσει από τον πατέρα του.

Το γεγονός αυτό τράβηξε την προσοχήμιας γειτό-νισσας, της κυρίας ΜαίρυΆλλεν. Χάρη στη λεπτή μεσοτοιχία, ηκυρία Άλλεν μπορούσε όταν ήθελε ν’ακούσει καθαρά τα όσα λέγονταν απόδίπλα, και έτσι η μαρτυρία της αποτέλεσεβασική πηγή χρήσιμων πληροφοριών γιατον Φίλιπ Τσέστερτον. Για παράδειγμα,μερικές μέρες μετά το θάνατο του Τζέημς

Φιπς, η κυρία Άλλεν άκουσε έναν πολύενδιαφέροντα καβγά. Δεν έπιασε παράμονάχα ένα μέρος του, γιατί έτυχε ναγυρίσει σπίτι της ακριβώς τη στιγμή πουο Λάιονελ Φιπς είχε αρχίσει να φωνάζειοργισμένα.

«Χρειάζομαι τους πίνακες για τις θέσειςτων τροχιών, σου λέω! » βρυχήθηκε.«Κάπου πρέπει να τους είχε γράψει, αλλάδεν τους βρίσκω πουθενά. Αν τους άφησεστο εργαστήριο, το σίγουρο είναι ότι δεβρίσκονται πια εκεί. Είσαι σίγουρη ότιδεν τους πήρες εσύ; »

«Δεν τους είδα πουθενά», ήταν ητρομοκρατημένη απάντηση της γυναίκας.«Ξέρεις ότι ούτε που θα τους ζύγωνα

ποτέ. Μπορεί να ήμουν στη σύναξη τουΤέμ-πχιλ, αλλ’' αυτά τα πράγματα μετρομάζουν περισσότερο κι από τα όσαέμαθα... εκεί κάτω. Τι θες και συνεχίζειςν’ ανακατεύεσαι με δαύτα; Όποιοι κι ανφυλάκισαν εκείνα απέξω, πρέπει ναήξεραν τους σκοπούς τους- εσύ γιατίβάλθηκες σώνει και καλά να ταλευτερώσεις; »

«Εσύ πήρες τους πίνακες, έτσι; »γρύλισε απειλητικά ο Λάιονελ Φιπς.«Τους πήρες για να μην μπορέσω να τ’αφήσω να ξαναγυρίσουν! »

«Όχι, όχι, δεν πήρα τίποτα! »διαμαρτυρήθηκε η μητέρα του. «Μηβιάζεσαι να με κατηγορήσεις πριν ψάξεις

τουλάχιστον και στο υπόλοιπο σπίτι».

Αυτό ηρέμησε για λίγο τον Φιπς, πουπροφανώς επέστρεψε στο εργαστήριο,γιατί μια λάμπα άναψε εκεί λίγα λεπτάαργότερα. Ωστόσο το ψάξιμο στο σπίτιαποδείχτηκε άκαρπο, γιατί άλλος έναςάγριος καβγάς ακολούθησε. Η μητέρασυνέχισε να επιμένει ότι ούτε ήξερε πούβρίσκονταν οι σημειώσεις, ούτε καν ποιεςήταν οι πληροφορίες που γύρευε ο γιοςτης.

«Τέλος πάντων», υποχώρησε ο Φιπς.«Μπορεί να ’ναι κι έτσι, αλλά δεν έχει πιασημασία. Πριν έρθει εκείνη η στιγμή θακατέβω στο Λονδίνο και θα κοιτάξω στοΝεκρονομικόν του Βρετανικού

Μουσείου- εκεί πρέπει να υπάρχει οπίνακας. Και μην επιχειρήσεις να μεμεταπείθεις από το να συνεχίσω το έργοτου πατέρα μου! Εσύ, βέβαια, δεχρειάζεται να μείνεις — ίσως θα ’τανκαλύτερα να ξαναγύριζες πίσω στησύναξη του Τέμπχιλ. Ο Σατανισμός είναιπολύ πιο ακίνδυνη απασχόληση, έτσι; »

«Μα ξέρεις ότι χρειάζομαι... » άρχισενα λέει εκείνη.

«Α, ναι, το ξέχασα! »την έκοψε οΛάιονελ σαρκαστικά. «Λοιπόν, γι’ αυτόφρόντισε να μη χώνεις τη μύτη σου στιςδουλειές μου εδώ. Δε θα το ανεχτώ,ξέρεις».

Το σχεδιαζόμενο ταξίδι στο Λονδίνοκαι η επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείοέγιναν στις αρχές του 1899, και οΛάιονελ Φιπς δε δυσκολεύτηκε πολύ νατου επιτραπεί η πρόσβαση στο τμήμασπάνιων βιβλίων. Στο βιβλιοθηκάριο δενάρεσε το χλωμό πρόσωπο και ηκοκαλιάρικη σιλουέτα του επισκέπτη,αλλά δέχτηκε αρκετά πρόθυμα ναξεκλειδώσει τις βιβλιοθήκες με τουςαπαγορευμένους τόμους.

Από τις πρώτες κιόλας ματιές, οερευνητής διαπίστωσε ότι ακόμη και τοτερατώδες έργο του Αμ-πντούλΑλχαζρέντ δεν μπορούσε να τονβοηθήσει στην έρευνά του. Αυτό γιατί,μόλο που περιείχε έναν αστρολογικό

πίνακα, τα στοιχεία του ήταν πολύημιτελή και ξεπερασμένα. Ύστερασκέφτηκε ότι ίσως ένας ακόμηπαλιότερος τόμος, το Βιβλίο του Έιμπον,με τα στοιχεία που περιείχε από τιςγνώσεις ενός προϊστορικού πολιτισμού,μπορεί να έκρυβε τις πληροφορίες πουγύρευε.

Ο βιβλιοθηκάριος παρατήρησε ότι οΦιπς προσπαθούσε να βρει τη θέσηκάποιου άστρου Γκλυου’ούχο σ’ έναακαθόριστο σύστημα αστρικών τροχιώνμιας συγκεκριμένης φθινοπωρινήςνύχτας. Γ κλυου’ούχο, αν το μετέφραζεκανείς από κείνη την τρομερή αρχαϊκήγλώσσα, ήταν το όνομα του Μπετελγέζη.Ο Φιπς γρήγορα βρήκε εκείνο τον όχι και

τόσο γνωστό πίνακα με τις θέσειςακαθόριστων μακρινών κόσμων πουυπάρχει στο πλήρες Βιβλίο του Έιμπον.Έτσι μπόρεσε ν’ αντιγράψει τ’αποσπάσματα που τον ενδιέφεραν.

Ο βιβλιοθηκάριος ανατρίχιασε όταν,κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο τουεπισκέπτη, διέκρινε τα ονόματα τουΑλντεμπαράν και των Υάδων στιςσημειώσεις του Φιπς. Πολύ απωθητικό,εξάλλου, βρήκε και τον τρόπο πουπερπατούσε ο επισκέπτης όταν εγκατέλει-πε την αίθουσα ήταν σαν να είχε κάποιοπερίεργο πρόβλημα στον έλεγχο τωνμελών του. Ο βιβλιοθηκάριος μπορεί ν’ανατρίχιαζε ακόμη περισσότερο ανμπορούσε να μαντέψει τ’ αποτελέσματα

αυτής της επίσκεψης.

Η επιστροφή του Φιπς αργά εκείνο τοβράδυ στο σπίτι της οδού Ριβερσάιντκατέληξε στον πιο σοβαρό, και τελευταίο,καβγά ανάμεσα στους δύο ενοίκους τουσπιτιού. Προς το τέλος αυτοί άρχισαν ναγκαρί-ζουν ο ένας στον άλλο, και η κυρίαΆλλεν, που είχε στήσει αφτί, ένιωσε ένανακαθόριστο τρόμο στο άκουσμα τωνόσων έλεγαν.

Ο Φιπς φώναζε κάτι, και οι φωνές τουήταν το πρώτο που τράβηξε την προσοχήτης κυρίας Άλλεν και την έκανε ν’αφουγκραστεί πιο προσεκτικά.

«Εντάξει, για δοκίμασε αν τολμάς να

με σταματήσεις», έλεγε στη μητέρα του.«Και θα ξεχάοω να το φροντίσω τηνάλλη φορά που θα το χρειαστείς. Θαπρέπει να μείνεις γραμμένη στα καλά μουκιτάπια, αλλιώς δε θα κρατήσεις γιαπολύ. Δε θα βρισκόσουν καν σε τούτη τηγη αν δεν ήταν εκείνη η συνάντηση στοΤέμπχιλ. Ώστε θες να τους πεις για τασχέδιά μου, ε; Αν οι κάτοικοι τούτης τηςπόλης ήξεραν τι βρέθηκε στο Τέμπχιλ το1805 την άλλη μέρα μετά τη συνάντησηεκείνων, θα σε κανόνιζαν στο πι και φι...»

«Οι κάτοικοι τούτης της πόλης», τουφώναξε εκείνη έξαλλη, «δε θαμπορέσουν να κάνουν τίποτα, έτσι καισυνεχίσεις το έργο του πατέρα σου —

γιατί τότε άλλοι θα κατοικούν στοΚλόττον. Καλά, δε σου έφτανε το τούνελαπό την πύλη έως το κελάρι; »

«Ξέρεις ότι δε θα μπορούσα ναπροστατέψω τον εαυτό μου αν τουςάφηνα να περάσουν από την πόρτα τουκελαριού», παρατήρησε ο Φιπς, κάπωςσαν να προσπαθούσε να δικαιολογηθεί.

«Ώστε επειδή εσύ είσαι δειλός θέλειςνα τους αφήσεις να περάσουν από τονάλλον δρόμο! » έκανε περιφρονητικάεκείνη. «Έτσι και αφαιρεθεί η σφραγίδα,τίποτα μετά δε θα μπορεί να τους ελέγξει.Θα συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονταιμέχρι ν’ αποκτήσουν τη δύναμη για ναεπιτρέψουν στους Παλιούς να

ξαναγυρίσουν στη γη. Αυτό είναι πουθες; »

«Και γιατί όχι; » αντιρώτησε ο γιος της.«Και οι δυο λατρεύουμε τους Παλιούς ταπλάσματα του ποταμού δε θα μεπειράξουν. Θα συνυπάρχουμε σαν ιερείςΤους, μέχρι να επιστρέψουν Εκείνοι καινα ξανακυ-βερνήσουν τον κόσμο».

«Να συνυπάρχετε! Είσαι αφελής! »έκανε σαρκαστικά η μητέρα του Φιπς.«Αλλά ίσως, τελικά, η αντιπαράθεσηΦόμλωτ και Υάδων να μην είναι αρκετή -

ίσως ακόμη κι εσύ να μην έχεις τηναντοχή να περιμένεις για πάνω απότριάντα χρόνια... Πάντως εγώ δεσκοπεύω να μείνω για να το δω να

πραγματοποιείται. Θα γυρίσω στοΤέμπχιλ κι ας με περιμένει εκείνο που θα’πρεπε να ’χει συμβεί εδώ κι έναν αιώνα.Ίσως είναι καλύτερα έτσι».

Γύρω στις έντεκα εκείνο το βράδυ ηπόρτα άνοιξε, και η παράξενη γυναίκαάρχισε να κατηφορίζει το δρόμο, Ήτανμια ακαθόριστα τρομακτική εικόνα γιατην κυρία Μαίρυ Άλλεν, να βλέπει τηνκυρία Φιπς ν’ απομακρύνεται ανάμεσαστα σκοτεινά σπίτια κάτω από το χλωμό,νεκρικό φεγγαρόφωτο, μ’ εκείνο το βήμαημι-παραλυτικού που φαινόταν ναχαρακτηρίζει όλους της φαμίλιας τους.

Κανένας δεν την ξανάδε ποτέ, αν καικάποιοι ανέφεραν πως είδαν μια γυναίκα

να περπατά πολύ αργά και με δυσκολίασ’ ένα δρόμο κάμποσα χιλιόμετραμακριά, προς την κατεύθυνση τουΤέμπχιλ. Το φως της άλλης μέραςαποκάλυψε ένα παράξενο, φρικαλέοθέαμα, γιατί λίγο πιο πέρα βρέθηκε οσκελετός μιας γυναίκας, σαν να είχεπέσει στο πλάι του δρόμου. Η πιο εύλογηεξήγηση ήταν ότι επρόκειτο για δουλειάτυμβωρύχων, και το θέμα ελάχιστααπασχόλησε τους ντόπιους. Άλλοι,ωστόσο, όταν άκουσαν την είδηση,θυμήθηκαν αμέσως μια κουβέντα γιακάτι «που θα ’πρεπε να ’χει συμβεί εδώκι έναν αιώνα».

Μετά από αυτή τη διακοπή σχέσεων οΛάιονελ Φιπς άρχισε να επισκέπτεται

ολοένα και συχνότερα την πανάρχαιηγέφυρα του ποταμού, και πολλές φορέςτον είχαν δει να κατεβαίνει από κάτω καινα κοιτάζει προσεκτικά στο νερό.Διάφορες ώρες της νύχτας, εξάλλου,έβγαινε στο δρόμο και περιεργαζόταν τονουρανό με αφύσικη ανυπομονησία.Σύμφωνα με τις περιγραφές τωνμαρτύρων, τις φορές αυτές κοιτούσεπρος τη μεριά του ουρανού απ’ όπουανέτελλε ο Φόμλωτ.

Προς τα τέλη του Μάρτη του 1899 ηανυπομονησία του Φιπς έδειξε νακοπάζει κάπως, και το φως εμφανιζότανπιο συχνά στο εργαστήριο. Φαινόταν ναπροετοιμάζει κάτι εξαιρετικά σημαντικό,κι εκείνοι που άκουγαν τους ήχους που

έβγαιναν πίσω από τα σφαλιστάπαράθυρα προτιμούσαν να μησκέφτονται τι μπορεί να μαγείρευε οένοικος του σπιτιού.

Τα υπόκωφα μπουμπουνητά στουςλόφους είχαν γίνει πιο δυνατά καιξεκάθαρα, και για μια ακόμη φοράάνθρωποι που ήταν υποχρεωμένοι ναπεράσουν από τους δασικούς δρόμουςένιωθαν τεράστιες κι αόρατες παρουσίεςνα κινούνται στην ατμόσφαιρα. Άλλοιανέφεραν φευγαλέες εμφανίσεις απότερατώδεις μορφές μέσα στα δέντρα ήπου τις είχαν δει να φτερό-

κοπούν πάνω από τους

κύκλους των μονόλιθων στιςκορφές των λόφων. Σε μιασυγκεκριμένη περίπτωση,μια γυναίκα είχε φτάσειπανικόβλητη στοΜπρίτσεστερ, σκούζονταςυστερικά για κάτι πουέμοιαζε με δέντρο και πουξαφνικά είχε αλλάξει μορφή.

Μια νύχτα, στοαποκορύφωμα αυτών τωναλλόκοτων συμβάντων, οΦιπς έκανε το πρώτο του

πείραμα.

Ένα βράδυ στα τέλη τουΟκτώβρη του 1899 τον είδαννα βγαίνει από το σπίτι του,κρατώντας ένα μακρύμετάλλινο ραβδί. Γύρω σταμεσάνυχτα έφτασε στην όχθητου ποταμού κοντά στηγέφυρα, και αμέσως άρχισεκάτι τελετουργικέςψαλμωδίες. Λίγα λεπτάαργότερα τα υπόκωφαμπουμπουνητά των λόφων

διπλασιάστηκαν σε ένταση,και ένας περίεργος ήχοςάρχισε ν’ ακούγεται κοντάστη γέφυρα — ένατερατώδες βαθύ κρώξιμο πουαντιλάλησε σε όλη τη γύρωύπαιθρο. Αμέσως μετά τοκρώξιμο σημειώθηκε έναείδος μικρής σεισμικήςδόνησης, που τράνταξε τηνόχθη του ποταμού καιπροκάλεσε αναταραχή στονερό, αλλά δεν είχε άλλεςσυνέπειες.

Ο Φιπς εξαφανίστηκε κάτωαπό τη γέφυρα και, πάνω απότις συνεχείς ψαλμωδίες του,ακούστηκε ένας ήχοςμετάλλου που τρίβεται πάνωσε πέτρα. Το θόρυβο αυτόακολούθησε μια υπόγειαοχλοβοή, σαν χορωδία απόάναρθρα κρωξίματα πουδυνάμωναν, και ένασούρσιμο σαν κυκλώπειασώματα να τρίβονταν το έναστο άλλο. Παράλληλα, μιααποκρουστική και παράξενη

φιδίσια δυσοσμία άρχισε ναπλανιέται στην ατμόσφαιρα.Αλλά τίποτα δεν έγινε ορατό,αν και το ξύσιμο τουμετάλλου σε πέτρασυνεχίστηκε με ακόμη πιομεγάλη φρενίτιδα.

Τελικά ο Φιπς ξεπρόβαλεπάλι από τη σκιά της γέφυραςμε μια έκφρασηαπογοήτευσης στο πρόσωπότου. Πήρε πάλι το δρόμο τηςεπιστροφής, ενώ εκείνη

η φρικαλέα οχλοβοή έσβηνε πίσω του,και μπήκε σπίτι του κλείνοντας αθόρυβατην πόρτα πίσω του. Σχεδόν αμέσως έναφως έλαμψε πίσω από τα σφαλιστάπαντζούρια του εργαστηρίου, όπουπροφανώς είχε μπει για να ξαναπέσει μετα μούτρα στη μελέτη των βιβλίων τουπατέρα του.

Κατά τα φαινόμενα ο Φιπς δεν ήτανσίγουρος αν είχε χρησιμοποιήσει τησωστή επίκληση έτσι τουλάχιστον είπεο ίδιος στον Φίλιπ Τσέστερτον, τοβιβλιοθηκάριο του ΒρετανικούΜουσείου. Αυτό συνέβη το 1900. 0Φιπς δε θέλησε ν’ αποκαλύψει ποιαεπίκληση χρειαζόταν, ούτε τι έλπιζε νακαλέσει μ’ αυτή. Τούτη τη φορά

χρησιμοποίησε το Νεκρονομικόν για ν’αντλήσει στοιχεία, και ο Τσέστερτονπρόσεξε ότι ο ερευνητής έδειξεενδιαφέρον για τις σελίδες πουαφορούσαν στον έλεγχο οντοτήτων μετη χρήση στοιχείων της φύσης.

Ο Φιπς αντέγραψε ένα απόσπασμα καιμετά συνέχισε σ’ ένα άλλο σημείο τουτόμου. Ο Τσέστερτον, διαβάζονταςπάνω από τον ώμο του, πρόσεξε ότι είχεδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στοακόλουθο απόσπασμα, και αναρρίγησεόταν αναλογίστηκε τους πιθανούςλόγους αυτού του ενδιαφέροντος.

«Όπως στις μέρες που οι θάλασσες

σκέπαζαν όλη τη γη, τότε που ο Κθούλουεξουσίαζε τον κόσμο και άλλοι πετούσανστις αβύσσους του διαστήματος, έτσι καισε ορισμένους τόπους της γης μπορεί ναβρει κανείς μια μεγάλη φυλή που ήρθεαπό έξω και ζούσε σε πόλεις λατρεύονταςτους θεούς της σε σκοτεινούς ναούς σταβάθη της γης. Οι πόλεις Τους υπάρχουνακόμη κάτω από τη γη, αλλά σπάνιαανέρχονται στο φως από τους χθόνιουςτόπους Τους. Σε ορισμένες τοποθεσίεςέχουν σφραγιστεί εκεί με τη σφραγίδατων

Πρεσβύτερων Θεών, αλλά μπορεί ν’απελευθερωθούν με λόγια που ελάχιστοιγνωρίζουν. Ό, τι είχε για κατοικία του τονερό, πάλι με το νερό θα λυτρωθεί, και

όταν ο Γκλυου’ούχο είναι στη σωστήθέση στο στερέωμα, τα λόγια αυτά θαφουσκώσουν τα νερά και θα παρασύρουντελικά τη σφραγίδα εκείνων από τον Γκλυου’ούχο».

Ο Φιπς ομολόγησε στο βιβλιοθηκάριοότι θα χρειαζόταν να περιμένει γιακάμποσα χρόνια πριν μπορέσει να κάνειοτιδήποτε για την απελευθέρωση εκείνωνπου ήξερε ότι υπήρχαν.

«Αλλά μετά», συνέχισε, «πολύσύντομα οι άνθρωποι στο Κλόττον θαδουν στους δρόμους τους, στο φως τηςμέρας, μορφές που θα προκαλούσαν τηντρέλα ακόμη κι αν τις έβλεπαν

συγκαλυμμένες απ’ το σκοτάδι τηςνύχτας! Στα παλιά χρόνια ακόμη και τασογ-κόθ προτιμούσαν ν’ αποφεύγουντους τόπους από όπου Εκείνοι κοιτούσαναπό τα βάθη Τους τους απρόσεχτουςπεραστικούς... Φαντάζεσαι ποιο θα ’ναιτο αποτέλεσμα στον άνθρωπο που θ’αντικρίσει τα μεγάλα κεφάλια Τους ναξεπροβάλλουν στην επιφάνεια... και,μάλιστα, όταν δει με τι τον κοιτάζουναντί για μάτια; »

Ύστερα ο Φιπς αναχώρησε, κρίνονταςμάλλον ότι ήδη είχε πει πολλά και οΤσέστερτον έμεινε μόνος με τιςανησυχητικές σκέψεις του.

Με το πέρασμα του χρόνου ο

Τσέστερτον άρχισε να ερευνά τιςδραστηριότητες εκείνου του δαιμονικούενοίκου της οδού Ριβερσάιντ. Και κάποιαστιγμή, μια φρικαλέα υποψία άρχισε ναγεννιέται στο μυαλό του σχετικά με τηγυναίκα από το Τέμπχιλ. Έτσι φρόντισενα έρθει σ’ επαφή μ’ ένα γνωστό του πουζούσε εκεί. Από αυτόν πληροφορήθηκετους θρύλους που κυκλοφορούσαν γιαμια φοβερή μαγική σύναξη που δρούσεεκεί γύρω στα 1800 και που είχε σαν τόποσυνάντησης τεχνητές κατακόμβες κάτωαπό νεκροταφεία.

Συχνά, λέγαν οι θρύλοι, τα μέλη τηςσύναξης άνοιγαν τις νεκρικές κρύπτες γιανα κλέψουν πτώματα που τα ζωντάνευανμετά με ορισμένες αποτρόπαιες

τελετουργίες. Υπαινίσσονταν ακόμη ότιαυτοί οι ζωντανοί-νεκροί χρησίμευαν σανσύζυγοι από ανώτερα μέλη τηςαδελφότητας, γιατί τα παιδιά πουπροέκυπταν από τέτοιους μιαρούςγάμους κατείχαν αρχέγονες δυνάμεις πουφυσιολογικά ανήκαν μονάχα σεεξωγήινες θεότητες.

Ο Τσέστερτον τρόμαξε τόσο από ταόσα έμαθε ή υποψιάστηκε, πουπροφανώς αποφάσισε να κάνει κάτι. Το1901 παραιτήθηκε από τη θέση του στοΒρετανικό Μουσείο και μετακόμισε σ’ένα σπίτι της οδού Μπολντ στοΜπρίτσεστερ, όπου και άρχισε ναεργάζεται ως βιβλιοθηκάριος του εκείπανεπιστημίου. Ήταν αποφασισμένος να

εξουδετερώσει τα σχέδια του ΛάιονελΦιπς. Εκείνοι που επισκέπτονταν τονΤσέστερτον στο σπίτι του στοΜπρίτσεστερ, όπου ζούσε ανάμεσα στ’αναρίθμητα βιβλία του, έφευγαν περίεργαταραγμένοι από τις αλλόκοτες, σχεδόνασυνάρτητες κουβέντες του.

Στις ώρες της δουλειάς του στηνπανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, πέρα απόκάποια νευρικότητα και αφηρημάδα, οΤσέστερτον δεν εκδήλωνε καμία από τιςαφύσικες έμμονες ιδέες που έδειχνε στιςιδιωτικές του συναντήσεις. Αλλά στονελεύθερο χρόνο του έτεινε να μιλάαδιάκοπα γι’ αποτρόπαια πλάσματα,αφήνοντας να εννοηθεί ότι θ’ακολουθούσαν κοσμικές αποκαλύψεις

αρκεί ο ακροατής του να έκανε λίγουπομονή.

«Ο Θεός να μας βοηθήσει — ποιοςξέρει τις εξανθρώπινες δυνάμεις διαθέτειο Λάιονελ Φιπς κρυμμένες στα βάθη τουτρελού μυαλού του! Εκείνη η γυναίκαπου έφερε ο πατέρας του από τησυνάθροιση του Τέμπχιλ για την οποία δεμιλούσε ποτέ — ήταν απλά ένα μέλος τηςσύναξης ή κάποια που την είχαν σηκώσειαπό τον τάφο με τις φοβερέςτελετουργίες τους; Ο Λάιονελ ακούστηκενα της λέει ότι αν δεν έκανε ορισμέναπράγματα, δε θα κρατούσε για πολύ —ίσως να εννοούσε ότι το κορμί της θαδιαλυόταν αν ο ίδιος δε βοηθούσε ναδιατηρήσει τη φρικαλέα ψευτο-ζωή της...

Και τώρα που απόκτησε τις πληροφορίεςπου αναζητούσε, κανένας δεν ξέρει τιμπορεί να κάνει. Ποιο μυστικό τρόμοσχεδιάζει ν’ απελευθερώσει απ’οπουδήποτε είναι φυλακισμένος τώρα;Είπε ότι θα χρειαζόταν να περιμένεικάμποσα χρόνια — μόλο που, αν ήξερεκανείς τα σωστά λόγια, θα μπορούσε νασφραγίσει ό, τι παραμονεύει κρυμμένοεκεί κάτω... Ή ίσως και ο ίδιος ο Φιπς θαμπορούσε να εξοντωθεί — στο κάτωκάτω, ένα πλάσμα που γεννήθηκε απόένα τέτοιο ανώμαλο ζευγάρωμα πρέπει ναείναι τρωτό στις απόκρυφες επιρροές... »

Όπως ήταν επόμενο, κανένας απόεκείνους που άκουγαν αυτά τα παράξεναπαραληρήματα δεν τα έπαιρνε στα

σοβαρά. Τέτοια πράγματα μπορεί νασυνέβαιναν στο Τέμπχιλ ή στοΓκόουτσγουντ, αλλά δεν αφορούσαντους λογικούς ανθρώπους τουΜπρίτσεστερ όπου κανένας δεν είχε πάρεδώσε, τουλάχιστον ανοιχτά, με τη μαγεία.

Πάνω από τριάντα χρόνια κύλησανέτσι. Στο διάστημα αυτό δε συνέβητίποτα που θα μπορούσε να κλονίσει τημακαριότητα εκείνων που απέρριπταν μετόση σιγουριά τις θεωρίες τουΤσέστερτον. Για να πούμε την αλήθεια,οι καθηγητές του πανεπιστημίου αρκετέςφορές είχαν βρεθεί αντιμέτωποι μετρομακτικά γεγονότα που ποτέ δε θαπίστευαν ως δυνατά, όταν έντρομοικάτοικοι από διάφορες γειτονικές

περιοχές τους καλούσαν για να θέσουντέρμα σε φαινόμενα που είχαν αρχίσει ναεκδηλώνονται.

Το 1928, μάλιστα, ήταν μια χρονιάιδιαίτερης φρίκης, με ανεξήγητασυμβάντα σε πολλά σημεία κοντά στοΣέβερν αλλά και πολύ πιο πέρα. Έτσι οικαθηγητές στο Μπρίτσεστερ ήταν τώραπερισσότερο πρόθυμοι να δώσουν βάσηστις απίστευτες ιστορίες για πλάσματααπό άλλα επίπεδα ύπαρξης που είχανεπαφή με το «δικό μας σύμπαν.

Αλλά ο Τσέστερτον ποτέ δεν άνοιγε τοστόμα του μπροστά τους επιστήμονες,και είχε τη λαθεμένη εντύπωση ότι ήτανπροκατειλημμένοι να εξηγούν

οποιοδήποτε αφύσικο φαινόμενο με τογνωστό και υποτίθεται επιστημονικότρόπο. Μελετούσε ολοένα καιπερισσότερους αστρολογικούς πίνακεςκαι απόκρυφα βιβλία, και αναρριγούσεόταν πρόσεχε πόσο τ’ άστρα πλησίαζανσε ορισμένες θέσεις. Μπορεί ακόμη νασχεδίαζε κάποιο τρόπο για ναεξουδετερώσει τη μυθική πια απειλή πουο Φιπς σκόπευε να εξαπολύσει στονκόσμο- το κείμενό του δεν είναι σαφέςστο σημείο αυτό.

Στο μεταξύ ο τρόμος φούντωνεανάμεσα στους πιο προληπτικούς απότους κατοίκους του Κλόττον. Οι ντόπιοιπρόσεξαν πόσο είχαν δυναμώσει οιθόρυβοι στους λόφους, και δεν άργησαν

να σχολιάσουν τις συχνές επισκέψεις τουΦιπς στη γέφυρα, καθώς και τα φώτα πουέλαμπαν στο εργαστήριό του μέχρι αργάτη νύχτα. Το φαινομενικά ασήμαντοεύρημα ενός παιδιού στην οδό Ριβερσάιντπροκάλεσε αφύσικη αίσθηση, μόλο πουαυτό δεν ήταν τίποτε περισσότερο απόένα πρόχειρο σκίτσο σ’ ένα κομμάτιχαρτιού.

Η ξέφρενη αναζήτηση του Τσέστερτονγι’ αυτό το

χαρτί αμέσως μόλις πληροφορήθηκε τογεγονός, ξάφνιασε τους πιο σκεπτικιστέςαπό τους γνωστούς του. Ωστόσο, οικαθηγητές του πανεπιστημίου τουΜπρίτσεστερ μπορεί να μη βιάζονταν

τόσο να τον ειρωνευτούν, γιατί αυτοίήταν εξοικειωμένοι με πράγματα που ηύπαρξή τους δεν αναγνωρίζεται από τηνεπιστήμη.

Όταν ο Τσέστερτον κατάφερε ν’αποκτήσει το χαρτί με το σκίτσο,φρόντισε αμέσως να το αντιπαραβάλει μ’ένα από τα σχέδια του Νεκρονομικόν.Έτσι διαπίστωσε ότι και τα δύοαπεικόνιζαν το ίδιο πλάσμαενσαρκωμένης φρίκης, αν και σε εντελώςδιαφορετικές στάσεις. Η μόνηευλογοφανής εξήγηση για το σκίτσοήταν ότι είχε σχεδιαστεί με φρενιτικήβιασύνη από κάποιον περίεργο που είχεζυγώσει αθόρυβα να κρυφοκοιτάξει απότο παράθυρο του Φιπς- τουλάχιστον,

αυτή ήταν η γνώμη της κυρίας Άλλενόταν του έδωσε το χαρτί.

Με βάση το σκίτσο και την εικόνα απότο βιβλίο, ο Τσέστερτον έφτιαξε έναπορτραίτο του πλάσματος, μόλο που καιστα δύο σχέδια οι λεπτομέρειες ήτανασαφείς. Οχτώ μακρόστενα μέληφύτρωναν από το πάνω μέρος ενόςελλειψοειδούς κορμιού, έξι από τα οποίακατέληγαν σε πεπλατυσμένα άκρα ενώτα άλλα δύο ήταν πλοκαμοειδή. Τέσσερααπό τα πόδια, που έφεραν νηκτικέςμεμβράνες, ήταν στο κάτω μέρος τουσώματος και χρησίμευαν στο πλάσμα γιανα βαδίζει όρθιο. Τα άλλα δύο φύτρωνανπιο κοντά στο κεφάλι και μπορούσαν ναχρησιμοποιηθούν για κίνηση χαμηλά στο

έδαφος.

Το κεφάλι, οβάλ σε σχήμα, ήτανενωμένο κατευθείαν με το σώμα και δενείχε μάτια. Αντί για μάτια υπήρχε ένααποκρουστικό σπογγοειδές όργανο,περίπου στο κέντρο του κεφαλιού,σκεπασμένο με κάτι

που θύμιζε ανατριχιαστικά ιστό αράχνης.Στη θέση του στόματος υπήρχε μιαμεγάλη χαραματιά που έφτανε έως ταπλάγια του κεφαλιού, πλαισιωμένη στιςάκρες με πλοκαμοειδή εξαρτήματα. Τατελευταία κατέληγαν σε βεντούζες,προφανώς για να μεταφέρουν την τροφήστο στόμα.

Το σύνολο ήταν κάτι παραπάνω απόένα απόκοσμο και φρικαλέο τέρας στοθεατή που το έβλεπε έδινε την εντύπωσημια απίστευτης και πανάρχαιηςμοχθηρίας.

Τούτο το εύρημα έκανε τον τρόμο τωνκατοίκων του Κλόττον να κορυφωθεί σεεπίπεδα υστερίας. Και, βέβαια, δε θαμπορούσαν να περάσουν απαρατήρητεςοι αυξανόμενες προφυλάξεις του Φιπςκατά τις νυχτερινές του εξόδους — τοπώς ακολουθούσε τα πιο λιγοσύχνασταμονοπάτια στις'ολοένα και πιο συχνέςεπισκέψεις του στο ποτάμι.

Από την άλλη μεριά, αν και κανέναςάλλος δεν το γνώριζε αυτό, ο Φίλιπ

Τσέστερτον παρακολουθούσε μεπροσοχή το πλησίασμα της συζυγίας τωνάστρων που θεωρούνταν ότι προμήνυανφοβερές επιρροές. Και δεν ήταν μονάχααυτό — αγωνιζόταν να συγκρατήσει τηδιάθεση να εξοντώσει αμέσως τον ένοικοτης οδού Ριβερσάιντ πριν απελευθερώσειεκείνη την κρυφή, πανάρχαιη ράτσα.Γιατί ο Τσέστερτον είχε συγκεντρώσεικομμάτι κομμάτι, από διάφορες σελίδεςτου Νεκρονομικόν, μια πανίσχυρηφόρμουλα. Και πίστευε ότι μ’ αυτή θαμπορούσε όχι μόνο να καταστρέψει τοντελευταίο Φιπς, αλλά και να σφραγίσειπάλι τις υποχθόνιες οντότητες στηφυλακή τους.

Αναρωτιόταν μονάχα αν θα είχε την

τόλμη και το κουράγιο να καταφύγει σετέτοιες στοιχειακές δυνάμεις, έστω και ανήταν ο μόνος τρόπος για να παρεμποδίσειτον τρόμο που πίστευε ότι ερχόταν.Όμως,

φέρνοντας στο νου εκείνες τιςαποτρόπαιες εικόνες, ένιωθενα χάνει λίγο λίγο το δέος πουτου προκαλούσαν οι δυνάμειςτις οποίες σκόπευε ναεξαπολύσει.

Έτσι εκείνη τη νύχτα της 2αςτου Σεπτέμβρη του 1931, δύο

άνθρωποι, ο καθένας από τημεριά του, προσπαθούσαν ναπαραμερίσουν τα πέπλα πουκρατούν ακαθόριστες δυνάμειςέξω από το επίπεδο της δικήςμας ύπαρξης. Ενώ οινυχτοπάτες έκρωζαν κιόλας μεπροσμονή στους λόφους, καιοι ταξιδιώτες ανέφεραν ολοένακαι πιο συχνά γι’ακατονόμαστα πράγματα πουέβλεπαν στους λόφους,σπέρνοντας έτσι τον τρόμοστους δεισιδαίμονες, τα φώτα

έκαιγαν στο γραφείο του ΦίλιπΤσέστερτον, ως αργά, μέσαστη νύχτα. Τα χέρια τουχτυπούσαν με ρυθμό έναπαράξενα σκαλισμένο μαύροτύμπανο που είχε δανειστείαπό το πανεπιστημιακόμουσείο, και είχε αρχίσει ναεπαναλαμβάνει την τρομερήφόρμουλα που είχεπροετοιμάσει.

Την ίδια στιγμή, ο ΛάιονελΦιπς στεκόταν στη γέφυρα

πάνω από τον παραπόταμο τουΣέβερν, ατενίζοντας τονΦόμλωτ που έλαμπε αγριωπάπάνω από τον ορίζοντα, ενώαπό τα χείλη του ξεχύνοντανλέξεις που είχαν ν’ ακουστούνστη γη από αμέτρητα χρόνια.

Κατά απίθανη σύμπτωση,μια παρέα νεαρών που γύριζανμε τα ντουφέκια τους από ένασκοπευτήριο της περιοχήςέτυχε ν’ ακολουθούν το δρόμοτης όχθης. Ακόμη πιο απίθανη

σύμπτωση ήταν το γεγονός ότιπλησίαζαν στη γέφυρα τηστιγμή ακριβώς που ο Φιπςτέλειωνε τη φοβερή τουεπίκληση. Όπως και να ’χει, οινεαροί είδαν τι επακολούθησεμόλις σταμάτησαν εκείνες οιυστερικά διαπεραστικέςεπικλήσεις. Και περιέγραψαντέτοιες σκηνές φρίκης που δενμπορεί κανείς παρά νααισθανθεί ευγνωμοσύνη γιατην εξ αποστάσεως παρέμβασητου Τσέστερτον.

«Ό, τι είχε για κατοικία τουτο νερό, πάλι με το νερό

θα λυτρωθεί», είχε πει ο Αλχαζρέντ, καιτα λόγια του παλιού μάγουεπαληθεύτηκαν σ’ εκείνη τη χαώδηστιγμή.

Κάτι σαν αστροπελέκι φάνηκε να χτυπάξαφνικά τη γέφυρα, και ένα μέρος τηςλιθοδομής ενός υποστηλώ-ματοςκατέρρευσε. Ανάμεσα στα συντρίμμια,πρόλαβαν φευγαλέα να δουν μια μεγάληκυκλική σφραγίδα μ’ ένα πελώριοσκαλιστό άστρο πάνω της, πριν τα νεράχυθούν αφρίζοντας και τη σκεπάσουν.Ύστερα ξέσπασε άγρια η μανία του

ποταμού. Οι θεατές μόλις που πρόλαβαννα πηδήσουν πίσω πριν ένας χείμαρροςνερού βροντήσει στις όχθες και χτυπήσειξανά και ξανά, με φοβερό βουητό καιδύναμη, στο σημείο όπου είχε εμφανιστείη κυκλική σφραγίδα.

Ένα δυνατό τρίξιμο ακούστηκε κάτωαπό τ’ ανταριασμένα νερά, και καθώς οιτρεις νεαροί της παρέας έκαναν πίσω, μιαπελώρια στρογγυλή πέτρα παρασύρθηκεαπό το νερό για να χτυπήσει με ορμήστην πιο κάτω όχθη. Ήταν η σφραγίδατης μυθικής εισόδου προς την υπόγειαπόλη των εξώκοσμων πλασμάτων.

Αυτό που επακολούθησε υπερβαίνει σετρόμο όλα όσα είχαν προηγηθεί. Ήταν τη

στιγμή εκείνη που ο Τσέστερτον τελείωνετη δική του επίκληση διαφορετικά, τοπλάσμα που βρέθηκε μετά νεκρό στηνόχθη του ποταμού ποτέ δε θα μπορούσενα εξοντωθεί από τους ανθρώπους. Θαήταν απίθανο, μάλιστα, ακόμη και το ναδιατηρήσουν αρκετά τα λογικά τους γιανα επιχειρήσουν κάτι τέτοιο.

Όταν τα νερά άρχισαν να ηρεμούνκάπως από το κατακλυσμικό ξέσπασμα,οι τρεις μάρτυρες είδαν ένα σκούροαντικείμενο να ξεπροβάλλει στηνεπιφάνεια του ποταμού. Ύστερα ένατιτάνιο, σκοτεινό πλάσμα βγήκε από τονερό και όρμησε προς την όχθη και τη

γειτονική πόλη, αφήνοντας στο διάβα

του αηδιαστικούς ρουφηχτούς ήχους.

Οι τρεις νεαροί δεν είχαν, ωστόσο,και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους γιανα δουν καθαρά την πελώρια μορφή,γιατί την ίδια στιγμή ο Λάιονελ Φιπςγύριζε προς το μέρος τους. Στολιγοστό φεγγαρόφωτο τον είδαν ναμορφάζει απαίσια, και μια λάμψηαπύθμενης μοχθηρίας φάνηκε να παίζειστο βλέμμα του. Ύστερα άρχισε νακινείται προς το μέρος τους, με ταμάτια του να κοιτάζουν έναν ένανξεχωριστά, και οι νεαροί τον είδαν ναγνέφει πίσω του. Ένας άλλος ήχοςακούστηκε τότε, σαν κάτι πελώριο ναέβγαινε από το ποτάμι, αλλά δενμπορούσαν να διακρίνουν τι υπήρχε

πίσω από τον Φιπς.

«Ωστε λοιπόν», έκανε σαρκαστικάτο ημιανθρώπι-νο πλάσμα μπροστάτους, «αυτή είναι όλη κι όλη η δύναμηπου μπορούν ν’ αντιτάξουν οι μεγάλοιΠρεσβύτεροι Θεοί! »

Προφανώς είχε παρεξηγήσει τηνταυτότητα και τους λόγους τηςπαρουσίας των τριώντρομοκρατημένων αντρών. Έτσισυνέχισε στον ίδιο τόνο:

«Και τι ξέρετε εσείς για τουςΜεγάλους Παλιούς — εκείνους πουήρθαν από τ’ άστρα, και των οποίωναυτοί που απελευθέρωσα δεν είναι

παρά υπηρέτες; Εσείς, και ταΚελαιναϊκά Αποπάσματά σας, και ταθλιβερά σας αστρο-σύμβολα — τιμπορείτε να μαντέψετε από τιςπραγματικότητες που κρύβουν αυτά τασχεδόν ακατανόητα κείμενα; Θα ’πρεπενα ’στε ευγνώμονες, ηλίθια όντα, πουθα σας σκοτώσω τώρα, πριν η ράτσααπό τα έγκατα της γης αναλάβει πάλιτην εξουσία και ανοίξει τις πύλες γιανα επιστρέψουν Εκείνοι πουπεριμένουν απέξω! »

Και ο Φιπς κινήθηκε εναντίον τουςμε την ίδια φοβερή λάμψη στα μάτια.

Αλλά δεν ήταν ο Φιπς εκείνος

πάνω στον οποίο οι μάρτυρεςείχαν καρφώσει τώρα τα μάτιατους με τόσο τρόμο. Γιατί στοφεγγαρόφωτο, όσο αδύναμο κιαν ήταν, είχαν δει τιορθωνόταν δίπλα του, πάνωαπό μισό μέτρο ψηλότερο, καιζύγωνε σιωπηλά προς το μέροςτους. Διέκριναν το γυαλιστερόαραχνοειδές δίκτυο πάνω απότο μοναδικό οπτικό όργανο, τακυματιστά μικρά πλοκάμιαγύρω από τ’ ορθάνοιχτο στόμα,το συγκλονιστικά εξώκοσμο

κορμί με τα οχτώ μέλη —αλλά, την άλλη στιγμή, τα δυοπλάσματα ορμούσαν πάνωτους.

Τη στιγμή εκείνη, σ’ ένασπίτι του Μπρίτσεστερ, ο ΦίλιπΤσέστερτον έλεγε τηντελευταία λέξη από τηφόρμουλα που με τόσο κόποείχε συνθέσει. Και καθώς οπρώτος από τους άντρες γύριζετυφλά το ντουφέκι του προς ταδυο αποκρουστικά πλάσματα

μπροστά του, κάποιες δυνάμειςπρέπει να μπήκαν σε κίνηση.

Αυτή πρέπει να είναι η μόνηεξήγηση για το γεγονός ότι οισφαίρες διαπέρασανπραγματικά το εξωγήινοαμφίβιο που είχεαπελευθερώσει ο Φιπς- γιατί τοπλάσμα τινάχτηκε πίσω,αφήνοντας για μερικές στιγμέςφρικαλέα κρωξίματα πρινσπαρταρήσει για λίγο καιμείνει ασάλευτο.

Η αλλαγή που σημειώθηκετότε στον Λάιονελ Φιπς πρέπεινα ήταν στ’ αλήθεια ακαριαία,γιατί καθώς ο άντρας με τοντουφέκι σφιγγόταν για ναδεχτεί το βάρος της μορφήςπου σάλταρε κατά πάνω του,εκείνο που τον χτύπησε ήταναπλά ένας σκελετός, ντυμένοςμε απομεινάρια σάρκας, πουδιαλύθηκε με την πρόσκρουση.

Σε υστερική σχεδόνκατάσταση οι τρεις άντρες

γύρισαν προς το ποτάμι, όπουκάτι πιο θαυμαστό συνέβαινετώρα. Ίσως κάτω από τηνεπίδραση της επίκλησης τουΤσέστερτον, τα κομμάτια τηςσπασμένης

σφραγίδας επανασυνδέονταν στηναρχική τους μορφή και θέση. Μπορεί ναήταν μονάχα της φαντασίας τους, αλλάοι τρεις τους νόμισαν ότι είδαν κάποιαμορφή να σπρώχνεται πίσω στη μυστικήείσοδο. Όπως και να ’χει, το σίγουροείναι πως ό, τι ήταν φυλακισμένο στηνπανάρχαιη φυλακή του, για μια ακόμηφορά ήταν πάλι σφραγισμένο στον

υπόγειο κόσμο του.

Οι νυχτοπάτες είχαν αρχίσει ναλιγοστεύουν τις διαπεραστικές τουςκραυγές, ενώ η αναταραχή των νερώνείχε σχεδόν κοπάσει. Αλλά οι τρειςάντρες δεν είχαν ακόμη βρει το κουράγιονα κοιτάξουν το τερατώδες πλάσμα πουείχαν σκοτώσει για να σιγουρευτούν ανήταν στ’ αλήθεια νεκρό. Αντίθετα, είχανμείνει ασάλευτοι κοιτάζοντας προς τογειτονικό Κλόττον, προς τη μεριά τουοποίου μόλις πριν λίγο είχαν δει νακινείται μια σκοτεινή μορφή. Ένα τέραςαπό άλλο κόσμο ήταν τελικά λεύτεροστον κόσμο.

3

Ο Φίλιπ Τσέστερτον χρειάστηκεκάμποση ώρα μέχρι να φτάσει στις όχθεςτου ποταμού έξω από το Κλόττον, καιστο διάστημα αυτό αρκετά πράγματαείχαν κιόλας συμβεί. Ανυπομονώντας ναδει τι αποτέλεσμα είχε η επέμβασή του, οΤσέστερτον είχε χάσει χρόνο για ναεφοδιαστεί με βενζίνη, καθώς καιεξαιτίας της αβεβαιότητας για το πούμπορεί να βρισκόταν ο Φιπς. Μόλο πουήξερε ότι έπρεπε να τον βρει κάπου κοντάσε νερό, πέρασε κάμποση ώρα πριν τακινούμενα φανάρια και η οχλοβοή του

πλήθους των φυγάδων που εγκατέλειπαντη γειτονική πόλη τον κάνουν να στραφείπρος τη γέφυρα. Εκεί βρήκε περισσότεραπράγματα απ’ όσα περίμενε.

Δίχως αμφιβολία, το πλήθος έτσι κιαλλιώς θα στρεφόταν προς τη γέφυρα,γιατί θα το τραβούσαν εκεί οιπυροβολισμοί και άλλα συμβάντα στηνπραγματικότητα, όμως, είχαν αναγκαστείνα εγκαταλείψουν το Κλόττον. Αν καιχτισμένη πάνω από το επίπεδοφυσιολογικής ανόδου των νερών τουΤον, η πόλη είχε σχεδόν κατακλυστεί απότο αφύσικο εκείνο υπερ-χείλισμα. Οιπεριοχές κοντά στο ποτάμι είχανμεταβληθεί σ’ ένα βαλτοτόπιπλημμυρισμένων δρόμων και υπογείων.

Οι κάτοικοι που αναγκάστηκαν ναεγκαταλείψουν τα σπίτια τους είχαντραβήξει για τη γέφυρα, γιατί οι όχθεςτου ποταμού βρίσκονταν ψηλότερα απότα χαμηλά εδάφη των κάτω συνοικιώντου Κλόττον. Όσο για τους λόφους απότην άλλη μεριά της πόλης, η διάβασήτους ήταν επικίνδυνη τη νύχτα γιακάποιον που βιαζόταν να ζητήσεικαταφύγιο και βοήθεια στο Μπρίτσεστερ.

Αλλά, βέβαια, στη γέφυρα οι ήδηαλλόφρονες κάτοικοι βρέθηκαναντιμέτωποι με μια σκηνή που εξώθησεσε ακόμη μεγαλύτερα ύψη τον υστερικόπανικό τους. Και τα πράγματα δεβελτιώθηκαν διόλου από τις ιστορίες πουείχαν να διηγηθούν μερικοί. Ο

Τσέστερτον άκουσε καθαρά τασκουξίματα μιας γυναίκας καθώςπλησίαζε προς τα κει. Όπως έλεγε στουςπαρι-στάμενους:

«Ήταν πάνω που πήγαινα να πλαγιάσω,όταν άκουσα εκείνους τουςπυροβολισμούς και τις φωνές από τοποτάμι. Κατέβηκα αμέσως και άνοιξα τηνπόρτα να κοιτάξω πάνω κάτω στο δρόμο,αλλά δεν είδα τίποτα. Πάντως, όλα εκείνατα τρεχαλητά και η φασαρία μου είχανδιώξει τον ύπνο, και πήγα στην κουζίνανα πάρω ένα υπνωτικό χάπι. Στο γυρισμό,καθώς διέσχιζα το μπροστινό δωμάτιοπρος το δρόμο άκουσα αυτό το —

πώς να το πω, δεν ξέρω... ήταν σαν να

’τρεχε κάποιος, αλλά με γυμνά πόδια, μευγρό ήχο. Κοίταξα από το παράθυρο,αλλά και πάλι δεν είδα τίποτα. Και μετάκάτι πέρασε από μπροστά — κάτιπελώριο, μαύρο και γυαλιστερό, σανψάρι. Αλλά ένας Θεός ξέρει πόσο ψηλόήταν! Το κεφάλι του ήταν στο ίδιος ύψοςμε το δικό μου, και το παράθυρο είναιπάνω από δυο μέτρα από το έδαφος! »

Κι αυτά δεν ήταν τα μόνα μαντάτα πουάκουσε ο Τσέστερτον φτάνοντας εκεί.Ακόμη δεν είχε δει τ’ α ποτρόπαιαδιαλυμένα λείψανα του Φιπς, ούτε εκείνοτο άλλο σώμα που βρισκότανσωριασμένο λίγο πιο πέρα στη σκιά.Αυτό γιατί το πλήθος των φυγάδων τοκαθοδηγούσαν συνετά προς την αντίθετη

κατεύθυνση τρεις απρόσμενα ψύχραιμοιάντρες — οι ίδιοι που ήταν εν μέρειυπεύθυνοι για την εξόντωση εκείνων τωνδύο.

Τώρα, ωστόσο, οι τρεις τους ένιωσανστο παρουσιαστικό του νεοφερμένου τονενστικτώδη αέρα ενός ανθρώπου πουήξερε. Έτσι πλησίασαν τον Τσέστερτονκαι άρχισαν να του αφηγούνται τηντρομερή τους περιπέτεια,συμπληρώνοντας την περιγραφή μεγνεψίματα προς τ’ απομεινάρια του Φιπςκαι του φοβερού συντρόφου του.

Μόλο που ο Τσέστερτον είχε ήδηαρκετά σαφή αντίληψη για την εμφάνισητων ποταμίσιων όντων, δεν μπόρεσε να

πνίξει μια κραυγή απέχθειας όταναντίκρισε το πλάσμα. Το σκίτσο και ηεικόνα από το Νεκρονομικόν δενέδειχναν όλες τις λεπτομέρειες δενέδειχναν τη διαφάνεια τηςημιζελατινώδους σάρκας, ούτεαποκάλυπταν τα κινητά όργανα κάτωαπό το δέρμα του. Δεν έδειχναν ούτε καιτο σφαιρικό εξάρτημα πάνω από τονεγκέφαλο, για το ρόλο του οποίου οΤσέστερτον μπορούσε να κάνει μόνοανατριχιαστικές ει-

κασίες. Και όταν το στόμαάνοιξε καθώς σκουντούσανεπιφυλακτικά το κουφάρι, είδεότι μέσα δεν είχε δόντια, αλλά

έξι σειρές από ισχυράπλοκάμια που πλέκοντανμπροστά στο άνοιγμα τουλαιμού.

Ο Τσέστερτον γύρισε αλλούτο πρόσωπό του, ανα-γουλιασμένος από τούτο τοχειροπιαστό σύμβολο τηςκοσμικής ξενικότητας, καιστράφηκε να μιλήσει μ’ ένανδυο ανθρώπους από τοτρομαγμένο πλήθος. Ο κόσμοςδεν είχε προσέξει ακόμη τι

βρισκόταν στο χώμα λίγο πιοπέρα. Γύρισε όμως πάλι τοκεφάλι ακούγοντας μια πνιχτήκραυγή φρίκης πίσω του.Τότε, κάτω από το φως τουφεγγαριού που έδυε, γοργάείδε έναν από τους τρειςάντρες να παλεύει με ταπλοκάμια του ποταμίσιουτέρατος που είχεξαναζωντανέψει.

Το πλάσμα στεκόταν σχεδόνορθό στα τέσσερα πόδια του,

και τραβούσε τον άνθρωποπρος τ’ ανυπόμοναεξαρτήματα γύρω από τοστόμα του. Το σφαιρικόόργανο μέσα στο κεφάλι τουπαλλόταν και παρουσίαζε μιασειρά από συγκλονιστικέςμεταμορφώσεις. Ακόμη καιαπό το σημείο που στεκόταν, οΤσέστερτον παρατήρησε ότι τοποτάμι είχε πάλι φουσκώσειπρος στιγμήν. Έφτανε σχεδόνέως τα πόδια του πλήθους, καιτο νερό σηκωνόταν στον αέρα

για να ρουφηχτεί από έναάνοιγμα στο κεφάλι τουπλάσματος πάνω από τοσφαιρικό εξόγκωμα.

Η απόσταση ανάμεσα στοορθάνοιχτο στόμα και στονάνθρωπο λιγόστευε με τηνκάθε στιγμή που περνούσε,ενώ οι σύντροφοι του θύματοςστέκονταν ασάλευτοι,προφανώς παράλυτοι απότρόμο.

Ο Τσέστερτον άρπαξε έναντουφέκι από τα χέρια ενόςαπό τους δύο, σημάδεψε —αλλά δίστασε για μια στιγμή.Αναλογίστηκε ότι η πρώτησφαίρα είχε βγάλει το πλάσμαεκτός μάχης μονάχα επειδήείχε συμπέσει με τη δική τουεπίκληση, και ήταν αμφίβολοτώρα κατά

πόσο μια δεύτερη θα μπορούσενα έχει αποτέλεσμα. Ύστερα,το μάτι του έπεσε σ’ εκείνο το

παλλόμενο όργανο τουκεφαλιού, και μια ιδέασχηματίστηκε στο μυαλό του.Γυρίζοντας το όπλο προς τοόργανο αυτό, σημάδεψε καιτράβηξε με κάποιο δισταγμό τησκανδάλη.

Επακολούθησε κάτι σανυδαρής έκρηξη, και μιαβρομερή γλοιώδης ουσίαπιτσίλισε όσους βρίσκοντανολόγυρα. Ύστερα είδαν τοπλάσμα να καταρρέει στο

χώμα, με τα μέλη του νασφαδάζουν σπασμωδικά. Καιμετά επακολούθησε κάτι που οΤσέστερτον προτίμησε να μηνπεριγράψει, και περιορίστηκεαπλά ν’ αναφέρει ότι σε λίγοδεν είχε απομείνει τίποτα απότο πλάσμα.

Το πλήθος, σαν νασυνειδητοποιούσεκαθυστερημένα την παρουσίακαι την εξόντωση τουπλάσματος, άρχισε τώρα να

ξεφωνίζει ομαδικά. Πριν καν οΤσέστερτον γυρίσει το κεφάλι,είχε καταλάβει ότι τοανθρώπινο θύμα ήταν νεκρό,είτε από τον αβάσταχτο τρόμοείτε από το σφίξιμο τωνπλοκαμιών — όπου το είχαναγγίξει, η σάρκα ήτανανοιγμένη. Ύστερα γύρισε ναεξακριβώσει τι καινούριο είχετραβήξει την προσοχή τουπλήθους και, ενώ κοίταζανπρος την ίδια κατεύθυνση, οισύντροφοί του θυμήθηκαν τι

είχαν δει να κινείται προς τηνπόλη, εκείνες τις πρώτεςεφιαλτικές στιγμές.

Το φεγγάρι είχε χαμηλώσεισχεδόν έως τον ορίζοντα πίσωαπό το Κλόττον, και οι χλωμέςαχτίδες του διέγραψαν μεασημένιες πινελιές τιςσκοτεινές στέγες της πόλης. Οικαμινάδες φάνταζαν σανμαύροι μονόλιθοι πάνω στασπίτια, όπως και κάτι άλλο πουορθωνόταν σε μια από τις

κοντινότερες στέγες — κάτιπου σάλευε. Κινιόταν αδέξιαστη γερτή επιφάνεια, και,σηκώνοντας το κεφάλι του στοφεγγάρι, φάνηκε

σαν να κοίταζε προκλητικά προς τη μεριάτων ανθρώπων. Ύστερα σάλταρε κάτωαπό την πίσω πλευρά κι εξαφανίστηκε.

Θα ’λεγε κανείς ότι η κίνηση αυτή ήτανένα σύνθημα για το παγωμένο πλήθος.Είχαν δει αρκετά φοβερά πράγματαεκείνη τη νύχτα, και δεν άντεχαν να δουνπερισσότερα. Σαν ένας άνθρωπος, τοέβαλαν στα πόδια ακολουθώντας τομονοπάτι της όχθης που, αν και

επικίνδυνο, τους φαινόταν τώρα σαν οασφαλέστερος δρόμος φυγής. ΟΤσέστερτον κοίταξε τα φώτα τους ναχάνονται πέρα στο σκοτεινό ποτάμι, ότανένα χέρι τον άγγιξε στο μπράτσο.

Γύρισε, για ν’ αντικρίσει τους δύονεαρούς άντρες που είχαν απομείνει απότην παρέα που είχε εξοντώσει τον Φιπς.Στέκονταν εκεί, και ο ένας είπε αδέξια:

«Κοίτα... είπες ότι θες να ξεπαστρέψειςεκείνα τα τέρατα που βγήκαν από τοποτάμι, και έχει μείνει ακόμη ένα. Αυτάσκότωσαν το δύστυχο τον Φρεντ, καινομίζουμε πως είναι... καθήκον μας... ναεκδικηθούμε το θάνατό του. Δεν ξέρουμετι σόι πλάσματα είναι, αλλά αφού

σκότωσαν τον Φρανκ, θα κάνουμε ό, τιμπορούμε για να τα σκοτώσουμε κι εμείς.Γι’ αυτό σκεφτήκαμε ότι αν θες καθόλουβοήθεια για την εξόντωση τουτελευταίου... »

«Λοιπόν, σας είπα ήδη μερικά από ταόσα ξέρω», αποκρίθηκε δισταχτικά οΤσέστερτον. «Αλλά — δίχως να θέλω νασας προσβάλω — πρέπει πρώτα νακαταλάβετε πολύ καλά ορισμέναπράγματα πριν ενώσετε τη θέλησή σας μετη δική μου, και δεν ξέρω πόσο θα

— Αλήθεια, για πέστε μου, με τιασχολείστε; »

«Δουλεύουμε στο οικοδομικό

εργοτάξιο του Πουλ, στο Μπρίστεστερ»,αποκρίθηκε ο ένας.

Ο Τσέστερτον έμεινε σιωπηλός γιατόσο πολλή ώρα που οι άλλοι άρχισαν ν’αναρωτιούνται τι είχε πά

θει. 'Οταν τελικά τους κοίταξε πάλι,υπήρχε μια νέα έκφραση στα μάτιατου.

«Λοιπόν, υποθέτω πως θα μπορούσανα σας διδάξω λίγα από τα βασικά τουΥρ-Νχχνγκρ — θα χρειάζοντανβδομάδες για να σας μάθω ν’απεικονίζετε νο-έρά διαστασιακέςπροβολές, αλλά ίσως αυτό να μηχρειαστεί. Ίσως να γίνει η δουλειά αν

σας δώσω απλά ένα αντίγραφο τηςεπίκλησης, με τη σωστή προφορά, καιένα ζευγάρι γυαλιά με φακούςαντιστροφής της οπτικής γωνίαςθέασης της ύλης, αν μπορέσω να τουςφτιάξω έγκαιρα... Ναι, τα συνηθισμέναγυαλιά κάνουν αν τους τοποθετήσωένα φίλτρο που μεταλλάζει τοχρωματικό φάσμα σε μισή — Τέλοςπάντων, όλα αυτά θα σας είναικινέζικα. Ελάτε, θα πάμε με το αμάξισπίτι μου».

Ενώ κατέβαιναν την εθνική οδό Α.38, ο Τσέστερτον έσπασε πάλι τησιωπή.

«Θα σας μιλήσω ειλικρινά — η

αλήθεια είναι πως το γεγονός ότιδουλεύετε για τον Πουλ ήταν κυρίωςεκείνο που μ’ έκανε να δεχτώ τηβοήθειά σας. Όχι ότι δε θα δεχόμουνευχάριστα οποιαδήποτε βοήθεια —είναι πολύ εξαντλητικό ναχρησιμοποιείς εκείνα τ’ άλλα τμήματατου εγκεφάλου έχοντας ν’ αντλείςμονάχα από τ’ αποθέματα της δικήςσου ζωτικότητας. Όμως είναι τόσαπολλά που πρέπει να σας διδάξω, καιόλ’ αυτά μέσα σε μια νύχτα- δε θαείχαμε ούτε αυτή τη νύχτα, αν δεν ήτανσκέτη τρέλα να επιτεθούμε όσο είναισκοτάδι. Όχι, νομίζω ότι θα μουφανείτε περισσότερο χρήσιμοι κάπουαλλού, αν και ίσως μπορέσετε ναβοηθήσετε κάπως και με την επωδή.

Όσο θα έχω το αντίγραφο εκείνης τηςσφραγίδας στο ποτάμι... και με τηνπροϋπόθεση ότι θα συνηθίσετε στηντεχνητή οπτική αντιστροφή της ύλης— προσωπικά ποτέ δε χρησιμοποιώτεχνητά βοηθήματα, γιατί έτσι η προ-

σαρμογή είναι ευκολότερη».

Ενώ έστριβε το αμάξι για ναπαρκάρει στην οδό Μπολντ,γύρισε και πρόσθεσε:

«Να παρακαλάτε μόνο ναπαραμείνει το πλάσμα κοντάστο νερό ώσπου να συνηθίσει

στις συνθήκες της επιφάνειας.Αν δεν το κάνει — είναιπαρθενογενετικά όντα, ξέρετε— σύντομα θα έχουμε μια νέαράτσα που θα κατακλύσει τηγη. Και τότε η ανθρωπότηταθα πάψει να υπάρχει».

4

Η επόμενη ήταν μέρα

αρρωστημένης λιακάδας καιδυνατών ανέμων. ΟΤσέστερτον είχε φτιάξει τρίααντίγραφα της φόρμουλας καιείχε δώσει από ένα στουςσυντρόφους του, κρατώντας τοτρίτο για τον εαυτό του. Τώρα,στο μέσο του πρωινού, οβιβλιοθηκάριος και ο ένας απότους βοηθούς του διέσχιζανκιόλας τους δρόμους τουΚλόττον πλησιάζοντας προς τοποτάμι. Κοντά στην όχθηπερίμενε ο τρίτος της ομάδας,

φορώντας, όπως κι ο φίλοςτου, τα παράξενα γυαλιά που οΤσέστερτον είχε προετοιμάσειτην προηγούμενη νύχτα. Οδικός του ήταν ο πλέονσημαντικός ρόλος στο σχέδιο.Κατά τ’ άλλα, η όχθη τουποταμού ήταν έρημη — είχανφροντίσει ν’ απομακρύνουν τοανθρώπινο πτώμα και τ’ άλλααπομεινάρια.

Ο Τσέστερτονσυγκεντρώθηκε στη φόρμουλά

του, περιμένοντας να γίνει οεντοπισμός του πλάσματος,που ήξερε ότι καραδοκούσεανάμεσα στα έρημα κοκ-κινότουβλα κτίρια. Ήτανπαράξενο, αλλά δεν ένιωθεσχεδόν καθόλου φόβο στησκέψη ότι εκείνος ο αμφίβιοςτρόμος παραμόνευε εκείκοντά, σαν να διαισθανότανότι είχε γίνει το όργανομεγαλύτερων, πιο στοι-

χειακών δυνάμεων. Αργότερα,

όταν συνέκρινε εντυπώσεις μετους δύο συντρόφους τους,διαπίστωσε ότι κι εκείνοι είχαννιώσει κάτι παρόμοιο.Εξάλλου, ανακάλυψε ότι και οιτρεις τους είχαν ένα κοινόόραμα — μια παράξενη νοερήοπτασία ενός φωτεινούαντικειμένου σε σχήμαάστρου, να αναδύεται αιώνιααπό μια άβυσσο όπου στα βάθητης σέρνονταν ζωντανάσκοτάδια.

Ξαφνικά μια πελώρια μορφήξεπρόβαλε από μια πάροδο,αφήνοντας ένα εκκωφαντικό,σχεδόν αρθρωμένο σε λέξειςκρώξιμο στη θέα των δύοαντρών. Όταν ο σύντροφος τουΤσέστερτον άρχισε να διαβάζειμεγαλόφωνα την επωδή, τοπλάσμα έκανε πίσω στο στενό,αλλά ήδη ο βιβλιοθηκάριος τοπερίμενε μερικά μέτρα πιοκάτω αρχίζοντας κι αυτός ναεπαναλαμβάνει τα λόγια. Έτσιοι δυο τους άρχισαν λίγο λίγο

να σπρώχνουν το πλάσμα προςτην όχθη του ποταμού — καισε ό, τι το περίμενε εκεί.

Η πορεία αυτή πρέπει ναήταν σαν σκηνή από εφιάλτη— με το γλιστερό καλντερίμιτου λασπωμένου δρόμου ναγυαλίζει κάτω από τα πόδιατους, με τα παμπάλαια κτίριανα γέρνουν και να καταρρέουνδεξιά κι αριστερά, κι εκείνος οπλαδαρός κολοσσός ναυποχωρεί συνέχεια μπροστά

τους. Κάποτε πέρασαν και τηνκακόφημη οδό Ριβερσάιντ, καιη εφιαλτική πομπή έφτασεστην όχθη του ποταμού.

Το τρίτο μέλος της ομάδαςκοιτούσε ήδη προς το σημείοόπου φάνηκαν, κι έτσι τουςείδε αμέσως. Έβαλε ταχύτηταστο φορτηγό στο οποίοκαθόταν και περίμενε,κοιτάζοντας στον πίσωκαθρέφτη ενώ οι άλλοι δυοκατεύθυναν το πλάσμα στη

θέση που ήθελαν. Ίσως εκείνονα ένιωσε τις προθέσεις τουςόπως και να ’χε,επακολούθησαν μερικέςφοβερές στιγμές καθώς τοπλάσμα άρχισε να ρίχνεταιπότε προς τη μια

και πότε προς την άλλη κατεύθυνση στηνπροσπάθεια να ξεφύγει..

Αλλά τελικά, ο άντρας στο φορτηγόείδε ότι το πλάσμα είχε έρθει στηνκατάλληλη θέση. Δεν μπορούσαν νασημαδέψουν προς το κεντρικό όργανοτου τέρατος, γιατί η σάρκα του κεφαλιού

του είχε γίνει περίεργα αδιαφανής, σαν ηαδιαφάνεια να ήταν κάτι που ελεγχότανκατά βούληση. Ωστόσο μιακαλοζυγιασμένη σφαίρα στο κορμί τοπαρέλυσε προσωρινά, όπως οΤσέστερτον είχε προβλέψει ότι θασυνέβαινε. Ύστερα ο οδηγός στοφορτηγό τράβηξε ένα μοχλό, και ηκρίσιμη δουλειά είχε γίνει.

Ένας χείμαρρος από τσιμέντο ταχείαςπήξεως χύθηκε πάνω στο παράλυτοκορμί του ποταμίσιου πλάσματος. Έναελαφρό τρεμούλιασμα φάνηκε κάτω απότην επιφάνεια, αλλά κι αυτό σταμάτησεόταν ο Τσέστερτον ξανάρχισε την επωδή.Ύστερα, αρπάζοντας ένα σιδερένιολοστάρι που είχαν φέρει ειδικά για το

σκοπό αυτό, χάραξε όσο πιο γρήγοραμπορούσε στη μαλακιά ακόμη επιφάνειατου τσιμέντου το σύμβολο εκείνης τηςδεσμευτικής σφραγίδας κάτω από τηγέφυρα.

Αργότερα ο Τσέστερον διέθεσε αρκετάλεφτά για ν’ αναθέσει στην οικοδομικήφίρμα του Πσυλ να χτίσει έναν πύργούψους έξι μέτρων πάνω από κείνο τοσημείο, με το σύμβολο της σφραγίδαςχαραγμένο σε κάθε πλευρά. Ποτέκανένας δεν μπορούσε να ’ναι σίγουροςαν δε θα βρίσκονταν και κάποιοι άλλοιστο μέλλον που θα επιχειρούσαν ναξαναλευτερώσουν εκείνο που αυτοί είχανθάψει.

'Οταν οι κάτοικοι του Κλόττον άρχισανλίγοι λίγοι να ξαναγυρίζουν, ένας απότους εργάτες παρατήρησε τυχαία ότιμπορεί να είχε ξεφύγει παραπάνω από έναπλάσμα. Αυτό ήταν αρκετό για να τουςκάνει να

κατεδαφίσουν όλα τα κτίριατης παρόχθιας περιοχής, με τηνεπιδοκιμασία και τη βοήθειατου Τσέστερτον. Δε βρήκαντίποτα ζωντανό εκεί, αν καιστο σπίτι του Φιπςανακαλύφθηκαν αρκετάπράγματα που έγιναν αιτία να

τρελαθεί ένας από τουςερευνητές και να καταντήσουναλκοολικοί πολλοί από τουςάλλους.

Δεν ήταν τόσο τοεργαστήριο, γιατί ταπερισσότερα από τ’αντικείμενα εκεί μέσα ήτανακατανόητα στους ερευνητές— αν και στον τοίχο υπήρχεμια μεγάλη και λεπτομερήςφωτογραφία, από την οποίαείχε μάλλον προέλθει και το

αρχικό σκίτσο που είχε πέσειστα χέρια του Τσέστερτον. Ηφρίκη τους περίμενε στοκελάρι.

Οι θόρυβοι που ακούγοντανπίσω από την πόρτα στον τοίχοτου κελαριού ήταν ήδη αρκετάφοβεροί το ίδιο φοβερά ήτανκαι τα όσα μπορούσε να δεικανείς πίσω από το παράθυροτου ενισχυμένου γυαλιού.Μερικοί από τους άντρεςσυγκλονίστηκαν φοβερά

βλέποντας πίσω από το χοντρόγυαλί τα σκαλοπάτια πουκατηφόριζαν στα κατάμαυρανερά προς κάποια φοβεράβάθη. Αλλά εκείνος πουτρελάθηκε μετά, δεν έπαψεποτέ να επαναλαμβάνει ότι είχεδει ένα πελώριο μαύρο κεφάλινα ξεπροβάλλει από τα νεράακριβώς στα όρια τηςορατότητας, και αμέσως μετάένα γυαλιστερό μαύρο πλοκάμιπου του έγνεφε και τονκαλούσε κάτω στ’ ασύλληπτα

βάθη.

Με το πέρασμα του χρόνουνέοι κάτοικοι ήρθαν να μείνουνστο ανέπαφο τμήμα τουΚλόττον, κι εκείνοι πουσήμερα ξέρουν κάτι για κείνητην περίοδο του τρόμουπροτιμούν να τη βλέπουν απλάσαν ένα δυσάρεστο επεισόδιοτου παρελθόντος που είναικαλύτερα να μην το συζητούν.

Ίσως κάνουν ένα μεγάλο

λάθος που το αντιμετωπίζουνέτσι. Δεν είναι πολύς καιρόςόταν δυο άντρες

που ψάρευαν σολομούς στον Τον βρήκανκάτι μισοβυ-θισμένο στο νερό. Τοέσυραν έξω — και σχεδόν αμέσως τοπεριέλουσαν με πετρέλαιο και του έβαλανφωτιά. Κάποια στιγμή αργότερα ο έναςαπό τους δυο μέθυσε αρκετά για ναπεριγράψει τι είχαν βρει- αλλά εκείνοιπου τον άκουσαν προτίμησαν να μηβγάλουν άχνα για τα όσα είχε πει.

Υπάρχουν κι άλλα, περισσότεροχειροπιαστά στοιχεία που δείχνουν ότιμπορεί να είναι λάθος αυτός ο

εφησυχασμός. Εγώ ο ίδιος είχαεπισκεφθεί το Κλόττον πριν από λίγοκαιρό, και ανακάλυψα ένα πηγάδι σ’ ένακομμάτι χέρσας γης που κάποτεαποτελούσε μέρος της οδού Κάννινγκ,κοντά στο ποτάμι. Πρέπει να το είχανπαραβλέψει οι ερευνητές, αλλιώς θαείχαν κάνει σίγουρα λόγο για ταπρωτόγονα σκαλοπάτια στο τοίχωμα, μεένα πεντάκτινο αστέρι σκαλισμένο στοκαθένα, που κατηφόριζαν προς ένααβυσσαλέο σκοτάδι.

Ένας Θεός ξέρει πόσο βαθιά φτάνουν.Τα κατέβηκα έως ένα σημείο, αλλά μετάμε σταμάτησε ένας ήχος που αντιλαλούσεαπό τ’ ανήλιαγα βάθη. Πρέπει να ήταναπό κάποιο υπόγειο ρεύμα — και δεν

ήθελα να παγιδευτώ από νερό. Αλλά τότεακούστηκαν και κάτι φωνές που δεν είχαντίποτα το ανθρώπινο. Ήταν σαν πολύαπόμακρα κρωξίματα βατράχων πουεκδήλωναν τη λατρεία τους προς κάποιοτέρας θαμμένο στο βούρκο.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι κάτοικοι τουΚλόττον θα ’πρεπε να είναι ακόμη πολύπροσεκτικοί σ’ ό, τι αφορά στους τόπουςκοντά στο ποτάμι και τον αινιγματικόπύργο, και να έχουν τα μάτια τουςτέσσερα για οτιδήποτε συρθεί έξω απόκείνο το άνοιγμα προς κάποια υπόγειαχώρα αστρογέννητων τεράτων.

Αλλιώς — ποιος ξέρει πότε θαξαναγυρίσει ο τροχός του χρόνου για τη

Γη, πίσω σε ξεχασμένους κύκλουςύπαρξης; Όπως τότε, που πόλειςφτιάχνονταν στην επιφάνεια από όνταπου δεν ήταν άνθρωποι, και όπου στονκόσμο βάδιζαν λεύτερες φρικαλεότητεςπέρα από τ’ άστρα;

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟΕΦΙΑΛΤΙΚΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ

Χ. Φ. ΛάβκραφτΡόμπερτ ΧόυαρντΚλαρκ Άστον ΣμιθΡόμπερτ Μπλακ

Τζων Ράμσυ Κάμπελ

Η ΦΡΙΚΗ ΣΤΟ PENT ΧΟΥΚΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥΜΑΓΟΥ Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣΑΠΟ Τ’ ΑΣΤΡΑ

Η ΦΡΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ

Άρθουρ Μάχεν

Τομ. Τ. ΡάιμερΜπράιαν Λάμλυ

ΓΕΦΥΡΑ Η ΝΟΥΒΕΛΑΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΝΕΡΑ ΗΑΔΕΛΦΗ ΠΟΛΗ

Όταν οι 'Αλλοι, εκείνοι που κάποτεκατείχαν τον κόσμο μας και που ποτέδεν έπαψαν να πασχίζουν να τονξανακάνουν δικό τους, ονειρεύονται...

Όταν εκείνοι που λατρεύουν αυτούςτους ' Αλλους προσπαθούν να τουςπαλινορθώσουν στους χαμένουςθρόνους τους...

Όταν μερικοί από μας επιχειρούν να

εισχωρήσουν στους μυστικούς τόπουςαυτών των απαγορευμένων μυστικών...

Τότε οι βαριές μαύρες πύλες προςτους Εφιαλτικούς Κόσμους αρχίζουν ν’ανοίγουν. Και όταν ανοίξουν —

'Ενα γοητευτικό παιχνίδι ανάμεσα στηφαντασία και την πραγματικότητα απόμερικούς από τους μεγάλους Μαιτρ τηςΦρίκης.

1

Τέρλουεθ Τέιγκ, είναι η πλησιέστερη δυνατή προφορά.

Γ. Μ.

2

Σ’ ελεύθερη μετάφραση, «Αν υπάρχουν οιδαίμονες ίνκουμ-πι και σούκουμπι (πουέρχονται σε ερωτική επαφή με τουςανθρώπους) δε θα μπορούσε από τη σχέσηαυτή να προκόψουν παιδιά; » Το απόσπασματου Μάρτιν Ντελρίο πρέπει μάλλον να είναιαπό Disquisitionum Magicarum Lobri Sex του1599.

Γ. Μ.