18-Istories Apo Paraksenous Topous 322 - Sullogiko Ergo

641

Transcript of 18-Istories Apo Paraksenous Topous 322 - Sullogiko Ergo

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟ 18ο

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ:

ΒΙΒΛΙΟ 1ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣΚΟΣΜΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟ 2ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΕΞΩΓΗΙΝΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟ 3ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΞΙΔΙΑ ΑΠΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ ΒΙΒΛΙΟ 4ο:ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣΒΙΒΛΙΟ 5ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟΜΕΤΑΛΛΟ ΒΙΒΛΙΟ 6ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ 7ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣΜΑΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ 8ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΒΙΒΛΙΟ 9ο:ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΟΝΕΙΡΙΚΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣΒΙΒΛΙΟ 10ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΕΦΙΑΛΤΙΚΟΥΣΚΟΣΜΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟ 11ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣΜΕ ΓΕΛΙΟ ΒΙΒΛΙΟ 12ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΗΡΩΙΚΗΣΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟ 13ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΓΕΙΑΣΚΑΙ ΔΡΑΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟ 14ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ

ΤΕΡΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟ 15ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟΕΧΘΡΙΚΟΥΣ ΠΛΑΝΗΤΕΣ ΒΙΒΛΙΟ 16ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ 17ο:ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΘΟΥΛΟΥΒΙΒΛΙΟ 18ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣΤΟΠΟΥΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ

ΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣΤΟΠΟΥΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΩΜΑΣΜΑΣΤΑΚΟΥΡΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΡΟΡΑ

Σειρά Επιστημονική Φαντασία

Copyright © για την ελληνικήγλώσσα σε όλο τον κόσμο.

Εκδόσεις ΩΡΟΡΑ,

Ν. Ράπτης - Θ. Ιγνατίου Ο. Ε.,Μαυρομιχάλη 11, Αθήνα, Τ. Κ. 106 79Τηλ.: 36. 01. 395 - 36. 35. 025

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ...............................................................7

Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ: Νεκτ Σεμερκέτ................11

Λόρδου Ντάνσανι: Η πτώση της

Μπαμπουλκούντ..................................................57

Καρλ Έντγουαρντ Βάγκνερ: Δυο

ήλιοι δύουν..........................................................81

Τανίθ Λη: Ενάντια στουςθεούς............................129

Σ. Α. Κάντορ: Πληρωμή σεείδος...........................185

Τζακ Βανς: Ο μάγοςΜαζιριέν...............................203

Μίκαελ Μούρκοκ: Τα μάτια του

ΑλαβάστρινουΑνθρώπου..................................235

Πολ Σπένσερ: Ο φύλακας τουπηγαδιού............309

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Χαμένοι Πολιτισμοί...

Πόσες εικόνες φέρνουν στο μυαλό μαςαυτές οι δυο λέξεις. Κουρασμένοι απ’ τηναφάνταστη ανία κι ομοιομορφία τηςπραγματικότητας, ο καθένας από μας,τουλάχιστον όσοι διατηρούν το_σπανίζον στις μέρες μας_χάρισμα τηςφαντασίας, αποζητάμε στο απώτατοπαρελθόν το πνευματικό καταφύγιο πουδεν μπορεί να μας προσφέρει το μέλλον.

Δεν νομίζω πως ένα άτομο μεφαντασία μπορεί να χαρακτηριστείονειροπαρμένο. Οι περισσότεροι έχουμεπλήρη συναίσθηση της πραγματικότηταςκαι δεν κυνηγάμε ανεμόμυλους_ή έστωστήλες της ΔΕΗ_ σαν νέοι Δον Κιχώτες.

Οι όμορφοι, όμως, κόσμοι της φαντασίαςζουν μέσα μας, κι ότι ζει μέσα στην ψυχήτου ανθρώπου είναι με κάποια έννοιααληθινό. Οι ήρωες των ιστοριών πουθ’ακολουθήσουν ζουν σε κάποιο δικότους χωροχρόνο και μερικές φορές είναιτόσο αληθοφανείς που σε κάνουν ναπιστεύεις πως προϋπήρχαν τουσυγγραφέα, όπως τα πρότυπα που οΠλάτωνας μας λέει ότι προϋπάρχουν τωνυλικών αντικειμένων.

Λαμπερές πόλεις που οι πύργοι τουςφτάνουν μέχρι τον ουρανό ήπροκατακλυσμιαία ερείπια θαμμένα μέσασε πυκνές ζούγκλες. Πυραμίδες απόχρυσάφι, γεφύρια από μάρμαρο,κρυστάλι-να συντριβάνια, αλαβάστρινααγάλματα. Με μια λέξη: ομορφιά.

Γίγαντες και νάνοι, κολασμένοι ήρωεςκαι πανούργες ηρωίδες, δαίμονες τηςκόλασης μ’αγ-γελική μορφή, μάγοι μεξόρκια τόσο εξωτικά όσο κι οι κόσμοιπου ζουν. Με μια λέξη: περιπέτεια.

Οι ιστορίες που θα διαβάσετε σ’αυτότο βιβλίο δεν μοιάζουν μ’όσες έχετεδιαβάσει μέχρι σήμερα. Σε καμιά δεν θαβρείτε το γνωστό κλισέ: καλόςπολεμιστής-όμορφη χαζοχαρούμενη κο-πέλα-κακό ηλίθιο τέρας. Οι χαρακτήρεςείναι πρωτότυποι, αληθινοί, γεμάτοιέντονα συναισθήματα (όχι μόνο αγάπηςαλλά και μίσους, όχι μόνο γενναιότηταςαλλά και δειλίας). Στέκονται ανάγλυφοισαν μαρμάρινα αγάλματα δίπλα στους«χάρτινους ήρωες» που είναι λυπηρό πωςτόσοι πολλοί έχουν συνδέσει απόλυτα με

την ηρωική φαντασία.

Ο καθένας τους ζει και κινείται μέσασ’έναν χαμένο πολιτισμό. Σ’ ένανπολιτισμό της Γης όπως κάποτε ήταν ήτουλάχιστον όπως θα μπορούσε να ήταν.Σ’ έναν πολιτισμό τόσο απόμακρο καιξένο, αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανό καιοικείο. Γιατί όλοι οι πολιτισμοί της Γης,χαμένοι και τωρινοί, φανταστικοί κιαληθινοί, έχουν ένα κοινό στοιχείο: τονΆνθρωπο. Τον αιώνιο αγωνιστή. Το μόνοπλάσμα με έμφυτη τη δυνατότητα ναφτάσει στην πιο υπέρτατη τελείωση ήστον πιο ποταπό εκφυλισμό.

Οι συγγραφείς των ιστοριών είναιάλλοι πασί-γνωστοί κι άλλοι άγνωστοι,αλλά οι περισσότεροι είναι ελάχιστα

γνωστοί στο ελληνικό κοινό και δενέχουν ακόμα δεχτεί την αναγνώριση πουτους αξίζει. Αυτό το βιβλίο είναι μιαπροσπάθεια να τους γνωρίσετε μ’ ένα απ’τα πιο αντιπροσωπευτικά διηγήματα τουκαθενός.

Ζήστε, λοιπόν, την αληθινή περιπέτεια.Περι-πλανηθήτε εκεί που λίγων ηφαντασία έχει φτάσει. Αγγίξτε τουςκόσμους του ονείρου, κόσμους, μερικέςφορές, πιο αληθινούς κι απ’ τον δικό μας.

Θωμάς Μαστακούρης

ΝΕΚΤ ΣΕΜΕΚΕΡΤ

του Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ

Όλοι γνωρίζουν τον Ρόμπερτ ΈργουινΧάουαρντ, τον δημιουργό του διάσημουΚόναν του Βάρβαρου. Πολλά έχουνγραφτεί για το έργο του και τον ίδιο καιδεν χρειάζονται να επαναλει-φθούν κιεδώ. Η ιστορία που ακολουθεί έχειμεγάλη αξία όχι μόνο γιατί είναι μιασπουδαία περιπέτεια —κατά τη γνώμημου μια από τις καλύτερες του Χάουαρντ— αλλά και γιατί ήταν η τελευταία πουέγραψε στη σύντομη ζωή του. Τηνεπεξεργαζόταν ακόμα, όταν, έχονταςπάθει κατάθλιψη από την είδηση πως ημητέρα του ήταν ετοιμοθάνατη,αυτοκτόνησε στα τριάντα του χρόνια.

Για πολλές δεκαετίες η ιστορίαβρισκόταν σ’ ένα ξεχασμένο χειρόγραφο.

Μόλις πρόσφατα, ο Αντι Όφουτσυμπλήρωσε με μεγάλη επιδεξιότητα τακενά της. Σας την παρουσιάζω για πρώτηφορά στα ελληνικά. Απολαύστε την.

Θ. Μ.

β

Ο ήχος της χορδής του τόξου έσπασετη σιωπή κι ακολουθήθηκε από τοχλιμίντρισμα ενός ετοιμοθάνατουαλόγου. Το σπανιόλικο άτι ορθώθηκε σταπισινά του πόδια κι ύστερα σωριάστηκεστη γη ενώ η φτερωμένη άκρη ενόςβέλους παλλόταν στο στήθος του. Οκαβαλάρης του πήδησε από πάνω του

καθώς εκείνο έπεφτε και προσγειώθηκεόρθιος με μια ξερή κλαγγή της πανοπλίαςτου. Παραπάτησε, ανοίγοντας τα χέριαδιάπλατα και προσπαθώντας να ξαναβρείτην ισορροπία του. Το μουσκέτο του είχεπέσει αρκετά μέτρα μακριά και το φιτίλιτου είχε σβήσει.

Τράβηξε το σπαθί του και κοίταξετριγύρω του, προσπαθώντας να εντοπίσειτα μικρά μαύρα μάτια που ήξερε πως τονκοιτούσαν μέσα απ’ τα πυκνά ξερά θάμναστ’ αριστερά του. Δεν χρειάστηκε ναψάξει πολύ για τον φονιά του αλόγουτου. Ο κρυμμένος άντρας τινάχτηκεόρθιος και πήδηξε πάνω από ένα χαμηλόθάμνο με μια και μόνη κίνηση. Εναεκδικητικό ουρλιαχτό θριάμβου αντήχησεμέσα στην απογευματινή σιωπή.

Για μια στιγμή κοίταξαν ο ένας τονάλλο στα μάτια, χωρισμένοι απόδεκαπέντε μέτρα καστανόξανθης άμμου—ο Νέος κι ο Παλιός Κόσμος,προσωποποιημένοι σε δυο ανθρώπους.

Γύρω τους, απ’ τη μια ως την άλληάκρη του ορίζοντα, οι γυμνές πεδιάδεςαπλώνονταν μέχρι που γίνονταν ένα μετην αμυδρή ομίχλη της άκρης τουγαλάζιου ουρανού. Πουλί δεν έκρωζε,ούτε ζώο κινιόταν. Το άλογο κειτότανάψυχο στην άμμο. Σ’ όλη αυτή τηναπέραντη έκταση, οι δυο άντρες ήταν ταμοναδικά νοήμονα πλάσματα. Από τημια, ο ψηλός γκριζογένης με τησκουριασμένη πανοπλία, απ’ την άλλη οχαλκόδερ-μος πολεμιστής, γυμνός εκτόςαπ’ τις χάντρες γύρω απ’ τα λαγόνια του,

με μάτια φλογισμένα κάτω από τηφούντα της μαύρης χαίτης του.

Τα άγρια μάτια κοίταξαν προς τημεριά του μουσκέτου, που ήταν μακριάπια απ’ τον Ισπανό και άχρηστο γι’αυτόν, κι οι κόκκινες λάμψεις μέσα τουςέγιναν ακόμα πιο ζοφερές. Ο Τσιρικά-ουα, γνωστός στους Ισπανούς σανλανέρο — άνθρωπος των πεδιάδων—ήξερε καλά πόσο θανατερά ήταν τα όπλατων λευκών. Τώρα, όμως, ήταν σίγουροςπως είχε το πλεονέκτημα με το μέροςτου. Στ’ αριστερό του χέρι κρατούσε ένακοντό, στιβαρό τόξο με χορδή απότένοντα ζώου- στο δεξί, ένα βέλος μεμύτη από πυρόλιθο. Το πέτρινο τσεκούριέμενε περασμένο στη ζώνη του δεν είχεκαμιά διάθεση να πλησιάσει το μακρύ

σπαθί που έλαμπε θολά στις ακτίνες τουήλιου που έδυε.

Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος, ενώ τοάγριο βλέμμα του παρατηρούσε τονεχθρό του. Ηξερε πως οι μύτες τουπυρόλιθου θα έσπαγαν πάνω στηνπανοπλία του λευκού, μα έβλεπε πως τογενάτο πρόσωπο ήταν ακάλυπτο. Πάλι,όμως, δίσταζε να ρίξει το βέλος που του’χε πάρει ώρες κουραστικής δουλειάς γιανα το φτιάξει.

Με γατίσιο περπατησιά, γλίστρησεπρος το θύμα του, όχι σε ευθεία γραμμή,αλλά πηδώντας ελαφρά εδώ κι εκεί για ναμπερδέψει τον άλλο, να τον κάνει ν’αλλάξει θέση και να τον αιφνιδιάσει σεμια τέτοια στάση που θα ήταν αδύνατον

ν’ αποφύγει τον φτερωτό θάνατο που θαπετούσε καταπάνω του. Ο πολεμιστήςδεν φοβόταν κάποια ξαφνική επίθεση. Οσιδερόφραχτος άντρας ποτέ δεν θα τονέφτανε στο τρέξιμο. Ο λευκός ήταν στοέλεός του και θα τον σκότωνε με τηνησυχία του, χωρίς να ριψοκινδυνέψει.

Με μια κοφτή άγρια ιαχή, σταμάτησεαπότομα, πέρασε το βέλος στην χορδήκαι την τράβηξε πίσω —ακριβώς τηστιγμή που ο λευκός τραβούσε μιαπιστόλα από τη ζώνη του και τονπυροβολούσε σχεδόν εξ επαφής.

Το βέλος πέταξε σφυρίζοντας προς τονουρανό. Το τόξο γλίστρησε απ’ τα χέριατου πολεμιστή, καθώς έπεσε στα γόνατα,

ξεροβήχοντας. Αίμα ανάβλυσε μέσα απ’τα δάκτυλά του που έσφιγγαν το μυώδεςστήθος του. Σωριάστηκε στην άμμο,αγριοκοιτάζοντας ακόμα τον αντίπαλότου. Τα θολωμένα μάτια καρφώθηκανπάνω στο φονιά του μ’ ένα τελευταίοσπασμό απεγνωσμένου μίσους. Ο λευκόςκρατούσε πάντα κάποια εφεδρεία, κάτιάγνωστο και απρόσμενο. Ο πολεμιστήςείδε τον άντρα με την πανοπλία ναστέκεται από πάνω του σαν έναςβλοσυρός θεός από ατσάλι, ανελέητοςκαι ακατανίκητος, με μάτια άσπλαχνα κιανέκφραστα. Μέσα σ’ αυτά τα μάτια, οπολεμιστής διάβαζε τον αναπόφευκτοαφανισμό ολόκληρης της φυλής του.

Ξεψυχισμένα, όπως σφυρίζει έναπατημένο φίδι, σήκωσε το κεφάλι,

έφτυσε το φονιά του και έγειρε πίσωνεκρός.

Ο Χερνάντο ντε Γκουζμάν θηκάρωσετο σπαθί του. Ξαναγέμισε τηχοντροκομμένη εμπρο-σθογεμή πιστόλατου και την έβαλε δίπλα στο ταίρι της,ενώ σκεφτόταν πως ήταν τυχερός πουαυτός ειδικά ο λανέρο δεν είχε ξαναδείκοντόκα-να όπλα.

Ο Ισπανός αναστέναξε, κοιτάζοντας τονεκρό άλογό του. Όπως πολλοί απ’ τηράτσα του, είχε ιδιαίτερη αγάπη στακαλά άλογα και τους έδειχνε μιατρυφεράδα που σπάνια έδειχνε στουςανθρώπους. Δεν πήγε να λύσει τηνασημοστολι-σμένη σέλα και ταχαλινάρια. Στα χιλιόμετρα που θα

έπρεπε να καλύψει, με τα πόδια πια, ηεξάντλησή του θα ήταν αρκετή, ακόμακαι χωρίς να φορτωθεί τίποτε άλλο. Τομουσκέτο, όμως, το σήκωσε.Στηρίζοντάς το στον ώμο, έμεινεακίνητος, προσπαθώντας ναπροσανατολιστεί.

Το συναίσθημα πως είχε χαθεί τονβασάνιζε όλη την τελευταία ώρα, ακόμακι όταν ήταν καβάλα. Αν κι ήτανβετεράνος, ο Χερνάντο ντε Γ κουζμάνείχε απομακρυνθεί υπερβολικά από τονκαταυλισμό, κυνηγώντας μια αντιλόπηπου, λάμποντας στον ήλιο σαν ξωτικό,τον είχε οδηγήσει πάνω απόαμμόλοφους και λιβάδια. Είχεπροσπαθήσει να κρατήσει τη θέση τουστρατοπέδου μέσα στο μυαλό του, αλλά

τώρα φοβόταν πως δεν τα ’χε καταφέρει.Αυτές οι πεδιάδες απλώνονταν χωρίςδιακοπή απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση,χωρίς κάποιο χαρακτηριστικό σημάδιεπάνω τους. Μια εξερευνητικήαποστολή που χρησιμοποιούσε άλογαέμοιαζε με πλοίο που έψαχνε δρόμο σεάγνωστη θάλασσα, και μοναδική ελπίδαεπιβίωσής της ήταν η αυτάρκειά της.Ενας μοναχικός καβαλάρης ήταν σανκάποιο ναυαγό μέσα σε βάρκα χωρίςνερό, τροφή ή πυξίδα. Όσο για ένανπεζό...

Ένας μοναχικός πεζός ήτανξοφλημένος, αν δεν έβρισκε γρήγορατους συντρόφους του. Έψαξε τη μικρήχαράδρα ελπίζοντας να βρει κάποιοάλογο, αν κι από μέσα του ήξερε πως

ήταν μάταιο. Οι Τσιρικάουα δεν γνώριζανιππασία. Όποια άλογα έκλεβαν απ’ τουςΙσπανούς ή τα έβρισκανπαραστρατημένα, τα χρησιμοποιούσανγια τροφή, αν κι ο ντε Γκουζμάν είχεακούσει για κάποια τρομερή φυλή τουβορρά που οι πολεμιστές της ήταν ήδηικανοί καβαλάρηδες.

Διαλέγοντας μια απόσταση που ήλπιζενα είναι η σωστή, άρχισε να περπατάει.Σήκωσε το κράνος του, και χτένισε με ταδάκτυλά του τα υγρά γκριζωμένα μαλλιάτου, μα η ζέστα του ήλιου τον ανάγκασενα το ξαναφορέσει. Χρόνια ζωής μέσαστην πανοπλία, τον είχαν συνηθίσει στοβάρος και στη ζέστη του ατσαλιού πουτον σκέπαζε. Αργότερα, θα τονεξαντλούσε, μα μπορεί να του ήταν

πολύτιμη αν συναντούσε κι άλλουςπεριπλανώμενους πολεμιστές. Ηπαρουσία του μοναχικού ινδιάνου πουείχε σκοτώσει αποδείκνυε πως μιαολόκληρη φυλή κατοικούσε κάπου στηνπεριοχή.

Ο ήλιος έπεσε προς τον δυτικόορίζοντα. Σαν πυγμαίος στη μέση τηςαπέραντης πεδιάδας που φαινόταν να τονπεριγελάει με τη σιωπή της, ο ντε Γκουζμάν συνέχισε να περπατάει.

Ο ήλιος φάνηκε να κοντοστέκεται γιαμια στιγμή στο χείλος της ερήμου,προτού χαθεί, στέλνοντας μια λεπτήπορφυρή γραμμή ν’ απλωθεί κατά μήκοςτου ορίζοντα. Ο ουρανός φάνηκε ν’απλώνει και να βαθαίνει με το

ηλιοβασίλεμα. Ήδη, στην ανατολή, τοκαυτό ηφαιστειακό γαλάζιο έπαιρνε τοχλωμό χρώμα του ατσαλιού των σπαθιώντου Τολέδο.

Ο ντε Γκουζμάν σταμάτησε κι άφησετο κοντάκι του όπλου του να πέσει στηγη. Αντήχησε πάνω στο ξερό χώμα χωρίςν’ αφήσει κανένα χνάρι. Όταν κοίταξεπίσω, προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχεέρθει, του ήταν αδύνατο να διακρίνει τοδρόμο που είχε ακολουθήσει μέσα απ’ τοκοντό, χοντρό χορτάρι. Δεν είχε αφήσειπατημασιές πίσω του. Θα μπορούσε ναείναι απλά ένα φάντασμα, πουπεριπλανιόταν μάταια σε μια κοιμισμένηκι αδιάφορη χώρα. Οι πεδιάδες δενσημαδεύονταν από ανθρώπινεςπροσπάθειες. 0 άνθρωπος δεν άφηνε ίχνη

επάνω τους. Περπατούσε, πολεμούσε καιπέθαινε, βλαστημώντας τους θεούς πουτον είχαν προδώσει —αλλά οι πεδιάδεςσυνέχιζαν να ονειρεύονται, καταπίνονταςτα σημάδια της παρουσίας του σαν μιααπέραντη θάλασσα.

«Χρυσάφι», μουρμούρισε ο ντε Γκουζμάν και γέλασε ειρωνικά.

Είχε περπατήσει πολύ δρόμο απ’ τοσημείο που πέθανε το άλογό του. Ανπήγαινε προς τη σωστή κατεύθυνση, θαέπρεπε να είχε πια πλησιάσει τονκαταυλισμό αρκετά για ν’ ακούει τιςτουφεκιές που θα ’ριχναν οι σύντροφοίτου για να τον καθοδηγήσουν. Δενάκουγε τίποτα. Είχε χαθεί. Δεν ήξερεπρος ποια κατεύθυνση να γυρίσει. Οι

πεδιάδες τον ήθελαν δικό τους. Τακόκαλά του, θρεμμένα με το στάρι, τολάδι και τον άνεμο της Γριάς Ισπανίας, θαξάσπριζαν σ’ αυτή τη φρικτή έκταση μαζίμε το κόκαλα του Τσιρικά-ουα, τουαλόγου, του τσακαλιού και του κροταλία.

Είμαι νεκρός.

Η σκέψη δεν του δημιουργούσεκάποιον θρησκευτικό ή συναισθηματικόφόβο. Η Ισπανία ήταν πια μια ονειρικήανάμνηση, μια χώρα μυθική, που κάποτεήταν αληθινή, μέσα στο χρυσοφέγ-γισματης νιότης και της αποθυμιάς, μα τώραδεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναςτόπος-φάντασμα, χαμένος μέσα σε μιαθάλασσα ομίχλης.

«Το σπανιόλικο αίμα δεν είναι πιοκαθαρό απ’ τα άλλα», μουρμούρισε.

Ναι. Το αίμα ήταν μόνο αίμα, κι είχεδει ωκεανούς από δαύτο να χύνονται.Αίμα Ισπανών, Εγγλέζων, Ουγενότων,αίμα Ίνκας και Αζτέκων, το βασιλικό μαόχι τόσο γαλάζιο αίμα του Μοντε-ζούμανα στάζει από τα παραπέτα της Τενοχτι-τλάν.,. αίμα να κυλάει μέχρι το ύψος τωναστραγάλων, στην πλατεία τηςΚαγιαμάρκα, γύρω απ’ τα πόδια τουκαταδικασμένου Αταχουάλπα.

Αλλά η θέληση για ζωή, αυτό το τυφλόμαύρο ένστικτο που δεν έχει σχέση με τηλογική, έκαιγε καυτό μέσα στο στήθοςτου ντε Γκουζμάν. Σαν τέτοιο τοαναγνώριζε και το ακολουθούσε. Είχε

πάρει πολλές ζωές και πάλευε νακρατήσει τη δική του. Δεν είχε αυταπάτεςγια την ύπαρξή του. Ήξερε αυτό που όλοιόσοι είχαν γυμνώσει την ψυχή τουςήξεραν, κι έτσι έγλειψε τα χείλια του καιείπε μόνος μέσα στην ερημιά:

«Πολύς καυγάς για το τίποτα».

Εμείς οι άνθρωποι προσπαθούμε ναδιασαφηνίσουμε το τυφλό ένστικτο τηςαυτοσυντήρησης και χτίζουμε κάστραστον αέρα για να εξηγήσουμε γιατί η ζωήείναι προτιμότερη απ’ το θάνατο, ενώ ηδιάνοιά μας, για την οποία τόσοκομπάζουμε, είναι σε κάθε φάση της μιαάρνηση της ζωής. Πώς φοβόμαστε καιμισούμε εμείς, οι πολιτισμένοι, τα«ζωώδη» μας ένστικτα! Όπως φοβόμαστε

και μισούμε κάθε κληρονομιά τηςπρωτόγονης αρχέγονης μήτρας που μαςπέταξε στον κόσμο.

Τα σκυλιά, οι πίθηκοι, ακόμα κι οιελέφαντες, ήξερε πώς ζούσανακολουθώντας μόνο το ένστικτό τους. Οντε Γ κουζμάν είχε από καιρό αποδεχτείπως η επιθυμία του ανθρώπου για ζωήδεν ήταν λιγότερο τυφλή και άλογη.Όμως, αηδιάζοντας στη σκέψη μιαςσυγγένειας μ’ αυτά τα πλάσματα πουείχαν την ατυχία να μην είναι φτιαγμένακατ’ εικόνα και ομοίωση της θεότητας,ακολουθούσε την αγαπημένη τουαυταπάτη.

Ασφαλώς οδηγούμαστε μόνο απ’ τηλογική, ακόμα κι όταν αυτή μας λέει πως

είναι καλύτερο να πεθάνουμε παρά ναζήοουμε! Δεν είναι η διάνοια για τηνοποία περηφανευόμαστε που μας λέει ναζήοουμε —ακόμα και σκοτώνοντας γι’αυτό— αλλά το τυφλό και άλογο ένστικτοτων ζώων.

Ο Χερνάντο ντε Γ κουζμάν δενπροσπαθούσε να κοροϊδέψει τον εαυτότου για να πιστέψει πως υπήρχε κάποιαλογική αιτία που δεν έβαζε την κάνη τηςπιστόλας του στον κρόταφό του,παύοντας μια ύπαρξη που η απόλαυσήτης είχε από καιρό γίνει λιγότερη απ’ τονπόνο που έδινε.

Μάνα του Θεού, αν με κάποιο θαύμαβρω το δρόμο για το στρατόπεδο τουΚορονάντο κι από κει πάω στο Μεξικό ή

τη θρυλική Κουιβίρα... και πάλι δεν θα’χω κανένα λόγο να πιστεύω πως η ζωήθα ’ναι λιγότερο σκληρή η περισσότεροεπιθυμητή απ’ τη στιγμή που ήρθα στοβορρά, γυρεύοντας τις Επτά Πόλεις τουΧρυσού.

«Χρυσάφι», μουρμούρισε ξανά, με έναειρωνικό μειδίαμα. Μια ουλήσυσπάστηκε πάνω στο λιοκαμένοπρόσωπό του. «Το χρυσάφι πουγυρεύουμε είναι ο θάνατος! »

Μα το τυφλό ένστικτο τον έσπρωχνενα πολεμήσει για να ζήσει, να συνεχίσεινα παλεύει μέχρι την τελευταία πνιγμένηανασαιμιά, να ζήσει παρά την κόλαση καιτις πράξεις των συνανθρώπων του. Ηεπιθυμία αυτή έκαιγε τόσο δυνατά στο

σώμα του τώρα όπως και τότε που νεαρόςπολέμαγε πλάτη με πλάτη με τονμαυρόψυχο Κορτέζ, βλέποντας τιςπλουμιστές ορδές του Μοντεζούμα νακυλούν σαν κύματα για να καταπιούν τημια χούφτα απεγνωσμένους άντρες πουτους αντιμετώπιζαν και τελικά τουςπήραν τις ζωές.

«Θέλω να ζήσω! » φώναξε ο ντε Γκουζμάν, σηκώνοντας ψηλά μια γροθιάπου οι κοκαλιάρικες αρθρώσεις της ήτανσυνηθισμένες να σφίγγονται γύρω απόένα όπλο που μοίραζε το θάνατο. «Ναζήσω! Όχι για την αγάπη ή για το κέρδοςή για τη φιλοδοξία ή για οποιαδήποτεάλλη αιτία! » Έφτυσε κάτω, γιατί όλεςαυτές οι υψηλές ιδέες δεν ήταν παράφαντάσματα που οι άνθρωποι τα ’χαν

δημιουργήσει για να εξηγήσουν τοανεξήγητο. Ήθελε μόνο να ζήσει, επειδήμέσα του ήταν φυτεμένη (πολύ βαθιά)μια τυφλή και σκοτεινή αποθυμιά για τηζωή που ήταν από μόνη της ερώτηση κιαπάντηση, αιτία και σκοπός, αρχή καιτέλος, εξήγηση σ’ όλα τα αινίγματα τουσύμπαντος.

«Πολύς καυγάς για το τίποτα! Αααχ,μα είναι ο καυγάς που αξίζει! »

Ο κονκισταδόρας γέλασε ειρωνικά καιξανά-ριξε στον ώμο το μουσκέτο του,έτοιμος να ξαναρχίσει τη μάταιη πορείατου —μέσα στην απόλυτη λήθη καισιωπή.

Τότε άκουσε το τύμπανο.

Μ’ ένα ρυθμό επίμονο κι αργό, ηυπόκωφη φωνή του τυμπάνου κυλούσεκατά μήκος της πεδιάδας, γλυκιά σαν ταχτύπημα των κυμάτων μιας θάλασσαςκρασιού πάνω σε μια χρυσή ακτή.

Ο ντε Γ κουζμάν σταμάτησε σαν έναατσαλένιο άγαλμα και αφουγκράστηκε. Οήχος ερχόταν απ’ την ανατολή και δενήταν τύμπανο λανέρο. Τούτο εδώ ήτανεξωτικό, απόκοσμο, σαν κάποιο τύμπανοπου είχε ακούσει εκείνη τη νύχτα σε μιαταράτσα της Καγιαμάρκα, βλέπονταςκάτω τις μυριάδες φωτιές του στρατούτων Ίνκας να τρεμοπαίζουν μέσα στηνύχτα —ενώ δίπλα του η απαθής φωνήτου Πιζάρο ύφαινε μαύρα δίχτυα απάτηςκαι προδοσίας.

Έκλεισε τα μάτια του και τα έτριψε μετο ένα χέρι. Ύστερα, τα ξανάνοιξε.Αφουγκράστηκε με το κεφάλι γερμένοστο πλάι, ενώ αναρωτιόταν αν η ζέστη κιη σιωπή είχαν ήδη αλλοιώσει το μυαλότου και το γέμιζαν φαντασιώσεις...

Όχι! Αυτή δεν ήταν κάποια ακουστικήψευδαίσθηση. Χτυπούσε σταθερά σαν τοσφυγμό στα μηνίγγια του. Ο ήχος άγγιζεκρυφές χορδές του μυαλού του, μέχριπου όλο του το είναι παλλόταν απ’ αυτότο μυστηριώδες κάλεσμα. Για μια στιγμή,οι νεκρές στάχτες πήραν φωτιά, λες κι ηνιότη του είχε ξαναγυρίσει. Μέσα σ’αυτόν τον μελιστάλαχτο ήχο υπήρχαν ηπρόκληση και... η μαγεία. Ένιωσε όπωςτότε, τόσον καιρό πριν, όταν τα καυτάανυπόμονα χέρια του έσφιγγαν μια

κουπαστή καραβιού ενώ τα μάτια τουέβλεπαν τη μυθική χρυσή ακτή τουΜεξικού να ξεπροβάλλει μέσα απ’ τηνπρωινή ομίχλη, να τον καλεί με τοδόλωμα της περιπέτειας και τουπλιάτσικου, σαν το σάλπισμα μιαςχρυσής σάλπιγγας που αντηχούσε στονάνεμο.

Η στιγμή της ονειροπόλησης πέρασε,αλλά άφησε το σφυγμό να χτυπά δυνατάστους κροτάφους του, έτσι που ο ντε Γκουζμάν γέλασε με τα χάλια του. Χωρίςνα σταθεί για να καλοσκεφτεί, γύρισε κιάρχισε να περπατάει ανατολικά, προς τονήχο του τυμπάνου.

Ο ήλιος είχε δύσει. Το σύντομοσούρουπο των πεδιάδων έλαμψε για λίγο

κι έσβησε. Τ’ αστέρια φανερώθηκαν στονουρανό. Ήταν μεγάλα, λευκά και παγερά,κι αδιαφορούσαν για τη μικροσκοπικήγυαλιστερή μορφή που έσερνε τα βήματάτης κατά μήκος της ασκίαστηςαπεραντοσύνης. Οι αραιοί θάμνοιέμοιαζαν με ζαρωμένα ακατονόμαστακτήνη, που περίμεναν πότε ο οδοιπόροςθα παραπατήσει και θα πέσει. Το τύμπανοχτυπούσε στον ίδιο ρυθμό, στέλνονταςχρυσά κύματα ήχου κατά μήκος τηςερημιάς. Ξυπνούσε αναμνήσειςξεχασμένες κι εξωτικές, γιαφανταχτερούς κήπους γεμάτουςτεράστιους αν-θούς, ζούγκλες πουάχνιζαν, συντριβάνια που πετούσανγάργαρα νερά... και πάντα υπήρχε έναςαπόηχος από χρυσές σταλαγματιές πουκυλούσαν σ’ ένα ψηφιδωτό

πλακόστρωτο.

Χρυσάφι!

Ακολουθούσε ξανά το κάλεσμα τωνσειρήνων. Ήταν η ίδια αναζήτηση πουτον είχε κάνει να ταξιδέψει σ’ ολόκληροτον κόσμο, να περάσει μέσα απόφουρτουνιασμένες θάλασσες και φριχτέςζούγκλες, μέσα από τον καπνό και τηφωτιά αφανισμένων πόλεων. Όπως κι οΚορονάντο, που κοιμόταν αυτή τηστιγμή σε κάποια άκρη αυτής τηςαπέραντης πεδιάδας ζωσμένος απόμεγαλειώδη όνειρα, έτσι κι ο ντε Γκουζμάν ακολουθούσε το κάλεσμα τουχρυσού, ένα κάλεσμα τόσο ισχυρό, όσοκι αυτό που τρέλαινε τα όνειρα τουΦραντσίσκο Κορονάντο.

Ο παραφρονεμένος Φραντσίσκο! Ναγυρεύει μάταια τις πόλεις του Τσιμπόλο,με τις πανύψηλες επαύλεις και τουςαπαστράπτοντες θησαυρούς, όπου ακόμακι οι σκλάβοι τρώνε μέσα σε χρυσάπιάτα! Τα σκασμένα και πρησμένα απ’ τηδίψα χείλια του ντε Γ κουζμάνχαμογέλασαν πικρά. Στα χρόνια που θα’ρχονταν, ο Κορονάντο θα γινόταν τοσύμβολο των χιμαιρικών αναζητήσεων.Οι ιστορικοί του μέλλοντος, με τηνυπεροπτική σοφία της κατοπινής γνώσης,θα τον ονόμαζαν οραματιστή και ηλίθιο.Το όνομά του θα γινόταν περίπαιγμα γιατους αναζητητές θησαυρών.

Γιατί; Για ποιο λόγο; Γιατί να μηνψάξουμε για χρυσάφι στις χώρες βόρειατου Ρίο Γκράντε; Γιατί να μην

πιστέψουμε τις ιστορίες για το Τσί-μπολο; Οι διαδόσεις για το Μεξικό δενήταν λιγότερο απίθανες, μια γενιά πριναπό μας. Έχουμε τόσο λόγο ναπιστεύουμε στην ύπαρξη του Τσίμπολοόσο κι ο Πιζάρο για το Περού, προτού ν’ανοίξει πανιά για το Νέο Κόσμο. Όμως...ο κόσμος κρίνει απ’ την αποτυχία ή τηνεπιτυχία. Ο

Κορονάντο είναι απ’ την ίδιασκληροτράχηλη ράτσα που γέννησε τονΠιζάρο και τον Κορτέζ... κι εμένα. Όμως,εκείνοι βρήκαν χρυσάφι και θα περάσουνστην ιστορία σαν —τι; Φονιάδες καιληστές; Ο Κορονάντο δεν είχε βρειχρυσάφι και θα τον θυμόνταν όλοι σανέναν ευκολόπιστο οραματιστή πουκυνηγούσε ανύπαρκτους μύθους.

Εκτός κι αν τελικά το έβρισκε!

Ο ντε Γ κουζμάν γέλασε καθώςσυνέχιζε να περπατάει, και το γέλιο τουδεν ήταν ευχάριστο στο άκουσμα.Εμπεριείχε την προσωπική του άποψη γιατην ανθρώπινη φυλή κι η άποψη αυτή δενήταν καθόλου κολακευτική.

Όλη τη νύχτα περπατούσε,ακολουθώντας τους μειλίχιους χτύπουςτου τυμπάνου που λογικά δεν έπρεπε ναυπάρχει. Καθώς, όμως, συνέχιζε, ο ήχοςάρχισε να γίνεται αδιόρατα πιο δυνατός.

Οι ώρες πριν την αυγή βρήκαν ταπόδια του βαριά σαν το μολύβι, ενώ ούπνος γέμιζε τα μάτια του σαν σκόνη,έτσι που έπρεπε κάθε τόσο να τ’

ανοιγοκλείνει για να κρατηθεί ξύπνιος.Τώρα, όμως, μπορούσε να διακρίνει ένανακαθόριστο όγκο να υψώνεται ανάμεσαστ’ αστέρια του ανατολικού ορίζοντα.Έβλεπε κάποιες λάμψεις που θαμπορούσε να ’ναι αστέρια, αλλά πουπίστευε πως είναι φωτιές. Ο ήχος τουτυμπάνου ερχόταν από πιο κοντά.Άκουγε νότες κι απόηχους που δενμπορούσε ν’ ακούσει πιο πριν. Μαζί τουςέρχονταν στ’ αυτιά του απαλά θροίσματακαι μουρμουρητά, σαν το σούρσιμο απ’τα φουστάνια των γυναικών των Αζτέκωνή τα χαμηλόφωνα γαργαρίσματα τουγέλιου τους μέσα στους κήπους τηςΤενοχτιτλάν, πριν τα σπανιό-λικα σπαθιάτους κοκκινίσουν με συντριβάνιααίματος. Πώς ήταν δυνατόν ένα τύμπανονα μιλάει με τέτοιες φωνές σ’ αυτή τη

γυμνή χώρα του βορρά, φέρνοντας στ’αυτιά του τα μυστήρια και τις προκλήσειςτου μακρινού νότου;

Τόσο δεξιά όσο κι αριστερά του,διέκρινε τώρα το αμυδρό περίγραμμαμιας μακριάς οροσειράς. Χωρίς να το έχεισυνειδητοποιήσει, είχε ανεβεί σεμεγαλύτερο υψόμετρο. Κατάλαβε πωςείχε μπει σε μια πλατιά και ρηχή κοιλάδα,δη-μιουργημένη ίσως από την κοίτηκάποιου ξεραμένου ποταμού. Καθώςσυνέχιζε την πορεία του, οι πλαγιέςέρχονταν πιο κοντά του και το ύψος τουςαύξανε.

Λίγο πριν την αυγή, συνάντησε έναμικρό ρυάκι που κύλαγε προς το νότο,όπως φαίνονταν να κάνουν όλα τα νερά

αυτού του τόπου. Δίπλα στις όχθες του,ιτιές και βαμβακόδεντρα μεγάλωνανανάμεσα σε καχεκτικούς θάμνους. Οκουρασμένος Ισπανός ήπιε αχόρταγα καιμετά ξάπλωσε κοντά στο νερό,περιμένοντας το ξημέρωμα. Το τύμπανοακούστηκε για μια ακόμα φορά και μετάσταμάτησε. Μονάχα μια φωτιά τρε-μόπαιζε τώρα πάνω στον σκοτεινό όγκοπου έβλεπε μπροστά του. Η σιωπήκάλυψε την άγνωστη αυτή χώρα, βορινάτου Ρίο Γκράντε.

Με το πρώτο χάραμα, ο ντε Γ κουζμάνσήκωσε το βλέμμα κι αντίκρισε τουςπύργους και τις επίπεδες οροφές μιαςτειχισμένης πόλης. Αν κι είχε

περιπλανηθεί σε τόσα μέρη κι είχε δειτόσο απίστευτα πράγματα, έμεινε μ’ανοιχτό το στόμα μπροστά σ’ αυτό τοφανταστικό θέαμα. Μια τειχισμένη πόλη!

Ήταν χτισμένη από πέτρα, όπως ταμικρά χωριά των Ινδιάνων στα δυτικά, μαεδώ σταματούσε κάθε ομοιότητα. Αυτάτα τείχη ήταν σκεπασμένα από κάτι πουέμοιαζε με σμάλτο και που είχε επάνωτου παράξενες διακοσμήσεις σε γαλάζιο,κόκκινο και πορφυρό χρώμα. Αν κι ηπόλη δεν ήταν μεγάλη σε έκταση, τατριώροφα και τετραώροφα σπίτια της δενμοιάζανε με τις κυψελοειδείς καλύβεςτων ινδιάνικων χωριών της δύσης. Πάνωσ’ όλη την πόλη κυριαρχούσε έναπανύψηλο οικοδόμημα που έλαμπε στοφως της αυγής. Στην κορυφή του, ένα

πραγματικά γιγάντιο σήμαντροαναπαρίστανε τον ήλιο, καθρεφτίζονταςτις ακτίνες του μέσα σε μια εκτυφλωτικήκίτρινη λάμψη. Στην κατασκευή, τοοικοδόμημα έμοιαζε με τεοκάλα, τιςπυραμίδες των Αζτέκων, αλλά στηνκορυφή του είχε έναν θόλο.

Ο ντε Γ κουζμάν κοίταξε το θέαμα,χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Δεν είχεδει τέτοιο πράγμα ούτε στο Περού, ούτεστο Γιουκατάν, ούτε στο Μεξικό. Ηαρχιτεκτονική ολόκληρης της πόλης τονέκανε ν’ απορεί, καθώς ήταν φανεράσυγγενική με των Αζτέκων, αλλάταυτόχρονα κι ανόμοια, λες και την είχανχτίσει χέρια Αζτέκων αλλά την είχεσυλλάβει το μυαλό μιας εξώκοσμηςδιάνοιας.

Η απίθανη πόλη βρισκόταν μέσα σεμια πλατιά κοιλάδα σε σχήμα βεντάλιας,που στένευε και βάθαινε στα ανατολικά—ή μάλλον οι πλαγιές υψώνονταν, γιατίτο έδαφος της κοιλάδας παρέμενεεπίπεδο. Χιλιάδες, ίσως κι εκατομμύριαχρόνια πριν, κάποιος τεράστιος ποταμόςείχε σκάψει ένα κανάλι μέχρι την πεδιάδακαι μετά είχε χαθεί αφήνοντας πίσω τουτην κοιλάδα. Απότομοι γκρεμοί τηνπεριτριγύριζαν από τρεις πλευρές,καταλήγοντας σε μυτερές κορφές. Ηπόλη έβλεπε προς τ’ ανατολικά, προς τοπλατύ στόμιο της κοιλάδας, εκεί που οιπλαγιές έπεφταν μέχρι που χάνοντανεντελώς.

Συλλογισμένος, ο ντε Γ κουζμάνπαρατήρησε την πόλη κι ολόκληρη την

κοιλάδα με το βλέμμα ενός στρατιώτη.Ένας εχθρός θα έπρεπε να πλησιάσει απότα δυτικά —μα η πόλη δενπροστατευόταν από εκείνη τηνκατεύθυνση, όπου οι χαμηλές πλαγιέςείχαν άνοιγμα παραπάνω από ενάμισιχιλιόμετρο. Το ποταμάκι περνούσε μέσααπ’ το πλατύ στόμιο και κυλούσε σεαπόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρωναπό τα τείχη πριν βυθιστεί σε μια σπηλιάστη βάση ενός γκρεμού. Πέρα απ’ τηνπόλη, στα νοτιοανατολικά, περνούσεμέσα από μια σκακιέρα αρδευόμενωνχωρα-φιών, που μέσα τους διέκρινεαραποσίτι, αμπέλια, μούρα, πεπόνια καικαρυδιές. Το έδαφος αυτών των γυμνώνπεδιάδων ήταν πολύ εύφορο καιχρειαζόταν μόνο νερό για να παράγειάφθονη τροφή. Κι εδώ υπήρχε νερό.

Το βλέμμα του άλλαξε κατεύθυνση,όταν μια μικρή πύλη άνοιξε στονοτιοανατολικό τείχος της πόλης.Μικρόσωμοι καστανόδερμοι άνθρωποιβγήκαν για να δουλέψουν στα χωράφια.Οι άντρες ήταν γεροδεμένοι καιφορούσαν μόνο ένα πανί γύρω απ’ ταλαγόνια τους, ενώ οι γυναίκες φορούσανκοντές κι αμάνικες τουνίκες που άφηνανγυμνό τον δεξί τους μαστό καισταματούσαν πάνω από το γόνατο.

Καθώς παρατηρούσε, ο Ισπανόςάκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο σταδυτικά. Ήταν ένας θόρυβος που γνώριζε.Προσπαθώντας να κοιτάξει ανάμεσα στιςιτιές, είδε τελικά ένα σύννεφο σκόνης ναυψώνεται στο στόμιο της κοιλάδας. Μέσαστη σκόνη, φαινόταν μια μακριά μαύρη

γραμμή που όλο και μεγάλωνε καθώς ηώρα περνούσε. Γρήγορα, έγινε μιακινούμενη μάζα που σύντομα ανακάλυψεπως την αποτελούσαν μαλλιαράσκουρόχρωμα ζώα με τεράστια κεφάλιαμε κέρατα. Ήταν ένα κοπάδι βούβαλων!Οι καλλιεργητές έτρεξαν προς την πύληπου άνοιξε για να τους δεχτεί. Τα ζώασυνέχισαν να τρέχουν στα τυφλά. Ίσωςνα ήταν παραπάνω από χίλια. Κεφάλιαφανερώθηκαν κατά μήκος των τειχών τηςπόλης. Μια σάλπιγγα αντήχησε βραχνά.Ο ντε Γ κουζμάν ζάρωσε το μέτωπο. Είχεδει κι άλλες φορές βουβάλια να τρέχουνμανιασμένα —αλλά ποτέ να πέφτουν σαντυφλά πάνω σε πανύψηλα τείχη!

Τριακόσια μέτρα από τα τείχη, η ορδήτων ζώων χωρίστηκε, λες κι από ένα

αόρατο φράγμα, κι ανοίχτηκε προς τοβορρά και το νότο. Μερικά έπεσαν πάνωστις ιτιές ή βούτηξαν σαν τρελά στορυάκι, αλλά κανένα δεν πέρασεεπικίνδυνα κοντά απ’ τον αθέατοπαρατηρητή. Ύστερα είδε ποια ήταν ηαίτιά της φυγής των ζώων. Άνθρωποι!

Το χώρισμα του κοπαδιού είχεφανερώσει Τσιρικάουα. Θα πρέπει ναήταν πάνω από τριακόσιοι, όλοιμπογιατισμένοι με τα χρώματα τουπολέμου, κρατώντας τόξα ή ακόντια πέρααπ’ τα μαχαίρια και τα πολεμικά ρόπαλαπου είχαν μερικοί. Οι γοργοπόδαροιάγριοι είχαν τρομάξει τους βίσονες και,τρέχοντας ανάμεσα και πίσω

τους, ακούραστα σαν τους λύκους,

είχαν χρησιμοποιήσει το κοπάδι σανκάλυψη, μέχρι να φτάσουν σεαπόσταση βολής από την πόλη.

Ο ντε Γ κουζμάν ένιωσε μεγάληανακούφιση που είχε παραμείνεικρυμμένος ανάμεσα στις ιτιές.

Βγάζοντας άγριες ιαχές, οιμισόγυμνοι άντρες έτρεξαν προς τηνπύλη με μια απροσεξία που δεν είχεσυνδυάσει με τη φυλή τους. Σίγουραθα ’ταν μαστουρωμένοι με τιζγουίν,σκέφτηκε, παρακολουθώντας τη βίαιηεπίθεσή τους μέσα από στενεμέναμάτια, σκληρά σαν μαύρα διαμάντια.Γιατί, όμως, δεν δέχονταν ένανκαταιγισμό από βέλη απ’ τα τείχη; Γιατίκανείς δεν σήμαινε συναγερμό; Ούτε

ένα βέλος δεν είχε σταλεί για νασταματήσει τους άνθρωπους τωνπεδιάδων.

Τότε... από τα λαμπερά τείχη... κάτιήρθε, κι ένα κρύο χέρι χάιδεψε με τ’ακροδάχτυλά του τη ραχοκοκαλιά τουντε Γ κουζμάν. Ένα κινούμενο καισυσπώμενο σύννεφο κάποιαςαλλόκοτης γαλαζωπής ομίχλης κύλησεαπ’ την κορφή των τειχών. Χαμήλωσεαμέσως, σαν ένα τεράστιο πουλί πουορμούσε στη λεία του. Λες κι είχεμάτια ή κάποια απίστευτη λογική, έπεσεπάνω στους επιτιθέμενους Τσιρικάουα.Η χλωμή γαλάζια ομίχλη κατακάθισεπάνω στους πολεμιστές λες κι οουρανός τους είχε ρίξει έναξεθωριασμένο σάβανο.

Εκεί που ακούγονταν οι πολεμικέςιαχές, τώρα η σιωπή έκλεισε σανγροθιά. Η ξαφνική ησυχία δεν ήτανλιγότερο τρομακτική από την ίδια τηνομίχλη. Ο ντε Γ κουζμάν έτριξε ταδόντια και δεν συνειδητοποίησε πωςκρατούσε την ανάσα

του σε μια απόλυτη νεκρική σιωπή. Οιτρίχες στο σβέρκο του είχαν σηκωθεί,καθώς δεν έβλεπε τίποτε άλλο από τοθαμπό, παλλόμενο σύννεφο.

Η θαλασσιά ομίχλη διαλύθηκε. Τουςείδε πάλι. Τριακόσιοι κοκκινόδερμοιάντρες των πεδιάδων που λίγαδευτερόλεπτα πριν ούρλιαζαν δι-ψασμένοι για αίμα, τώρα Κείτονταν εκείπου είχαν πέσει, σχεδόν ακαριαία, κάτω

από το σύννεφο. Τα γυμνά κορμιάέλαμπαν σαν μπρούντζος στο φως τουήλιου που ανέτελλε. Ένα ελαφρό αεράκιανάδευε τα φτερά στα κορακίσια μαλλιάτους.

Η ομίχλη επέστρεψε στην πόλη σανένα σκυλί μετά το τέλος του κυνηγιού.

Η σάρκα του Χερνάντο ντε Γ κουζμάνείχε παγώσει. Ο ιδρώτας ήταν μιακολλώδης υγρασία μέσα στην πανοπλίατου. Μια ομίχλη... τριακόσιοι άντρες...τριακόσια πτώματα. Αυτό ήταννεκρομαντεία!

Τότε, είδε μεγαλόπρεπους άντρες ναβγαίνουν ήρεμα από την πύλη της πόληςστην πεδιάδα του σιωπηλού θανάτου.

Ήταν ψηλοί και μυώδεις, με μεγάλαπλουμίδια στις περικεφαλαίες τους.Φούστες με αλλόκοτες υφάνσειςαναδεύονταν καθώς οι άντρεςπερπατούσαν, έτσι που οι χάντρες πουείχαν πάνω τους αντανακλούσαν το φωςτου ήλιου σε χίλια χρώματα. Ο ντε Γκουζμάν ένιωσε το πάθος τουκονκισταδόρα να σιγοβράζει μέσα του,γιατί κι οι παράξενες περικεφαλαίεςέλαμπαν στον ήλιο... έλαμπαν όπως μόνοτο ατόφιο χρυσάφι μπορεί να λάμψει!

Με μια γρηγοράδα που φανέρωνε πωςήταν γι’ αυτούς μια συνηθισμένηδουλειά, οι ψηλοί πολεμιστές έδεσανσκοινιά γύρω απ’ τους αστράγαλους τωνπεσμένων πολεμιστών και τους έσυρανμέσα στην πόλη. Η διαδικασία αυτή

χρειάστηκε δυο ώρες για να τελειώσει. Τοστομάχι του ντε Γ κουζμάν είχε αρχίσεινα γουργουρίζει όταν οι μεγάλες πύλεςτελικά έκλεισαν. Η μικρότερη ξανάνοιξε.Και πάλι οι εργάτες βγήκαν στουςαγρούς. Ο Χερνάντο ντε Γ κουζμάνέμεινε ανάμεσα στις ιτιές καισυλλογίστηκε.

Νεκρομαντεία.

Και χρυσάφι.

Ήταν αλήθεια πως είχε ξεδιψάσει,αλλά ένιωθε τρομερά πεινασμένος.Ωστόσο, δίσταζε να φανερωθεί σ’ αυτούςτους ανθρώπους που ήταν φανερό πωςείχαν στα χέρια τους κάποιο δώρο απότον διάβολο. Αν κι ο Ισπανός αμφέβαλλε

από καιρό για την ύπαρξη ενός Αρχοντατου Σκότους, αναγνώριζε τηδαιμονολατρεία όπου την έβλεπε. Έμεινεακίνητος και σκεπτικός.

Ήταν πολύ κουρασμένος από τηνταλαιπωρία της προηγούμενης μέρας.Παρά τα όσα είχε δει, τον πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησε αλαφιασμένος.

Μια νεαρή κοπέλα ήταν ανάμεσα στιςιτιές και τον κοιτούσε με μάτια που τοχρώμα τους ήταν αυτό του ροφήματοςπου οι πλούσιοι Αζτέκοι έφτιαχναν απότους σπόρους του κακάο. Αν κι ήτανντυμένη μόνο με την κοντή λευκή τουνί-κα των καλλιεργητών, το ρούχο φαινότανπαράξενα αταίριαστο επάνω της. Δεν

ήταν το είδος της γυναίκας που θαμπορούσε να φοράει τόσο παρακατιανόφουστάνι. Σίγουρα τα τριζάτα μεταξωτάκαι τα εκθαμβωτικά κοσμήματα θα ήτανπιο κατάλληλα για το ψηλό καικαλοσχηματισμέ-νο κορμί της. Η τουνίκαπου φόραγε άφηνε λίγες μόνο απ’ τιςπλούσιες καμπύλες της εντελώςσκεπασμένες. Είχε μια όψη Αζτέκας.Αζτέκα; Εδώ;

Ο ντε Γκουζμάν ένιωσε τον σφυγμότου να χτυπάει πιο γοργά, όπως τηστιγμή που είχε δει τις χρυσέςπερικεφαλαίες της παράξενης πόλης. Ταγκρίζα του γένια δεν ήταν ένδειξη για τηφωτιά που κύλαγε μέσα στις φλέβες τουΚον-κισταδόρα. Το όραμα της άγνωστηςπόλης του μαγικού θανάτου δεν ήταν

λιγότερο ελκυστικό απ’ τις παράξενες,εξωτικές γυναίκες που τον είχαν μεθύσειστα νιάτα του, όταν για πρώτη φοράακολούθησε τους σιδερόφραχτουςκαπεταναί-ους σε ζεστές κι αλλόκοτεςχώρες.

Η κοπέλα μίλησε, τραυλίζοντας απότης έκπληξή της.

«Π-ποιος είσαι εσύ; »

Μιλούσε τη γλώσσα του λαού τουΚουετζαλ-κοάτλ, ενός λαού πουκατοικούσε πολύ νότια από δω, αν καιμόλις καταλάβαινε την ξενική προφοράτης. Να ’ταν αυτή κάποια αποικία τωνΑζτέκων; Μήπως ήταν η πατρίδα όλωντων Αζτέκων;

Η γκριζάδα του γενιού του ντε Γκουζμάν δεν ήταν ούτε κι ένδειξημειωμένων ανακλαστικών ή έλλειψηςγρηγοράδας. Σ’ ένα δευτερόλεπτο είχεπεταχτεί όρθιος, παρ’ όλη την πανοπλίατου, και το χέρι του έκλεισε γύρω απ’τον καρπό της πριν εκείνη προλάβει νατραβηχτεί. Το νερο-κάνατό της έπεσε. Ηνεαρή γυναίκα τον κοίταξε κατάματα,ενώ τα μεγάλα σκούρα μάτια τηςκαθρέφτιζαν περισσότερο έκπληξη παράφόβο.

Ένα λεπτό άρωμα γέμισε ταρουθούνια του ' και θόλωσε το μυαλότου —μόνο για μια στιγμή, γιατί ο ντεΓκουζμάν είχε μεγάλη αυτοκυριαρχία.«Πώς γίνεται μια γυναίκα σαν κι εσένανα δουλεύει στα χωράφια; »

Είτε τα ελαττωματικά του αζτεκικά δενήταν κατανοητά, είτε εκείνη αγνόησε τηνερώτησή του. «Ξέρω τι σόι άνθρωποςείσαι! Είσαι ένας απ’ αυτούς πουέσφαξαν τον Μοντεζούμα κι αφάνισαν τοβασίλειό του... ένας απ’ αυτούς πουκαβα-λούν τα ζώα που ονομάζουν...άλογα, και βγάζουν κεραυνούς καιθανατερή φωτιά μέσα από σιδερένιαρόπαλα! »

Ανυπόμονα δάχτυλα ψηλάφησαν τονχτυπημένο σιδερένιο του θώρακα. Τοάγγιγμά της στο γενάτο πρόσωπό τουέστειλε γαργαλητά ηδονής μέσα απ’ τοατσάλινο κορμί του. Πόσα έχω ακόμα ναμάθω για τις γυναίκες, εγώ που ούτεθυμάμαι πόσες έχουν κρατήσει τα χέριαμου; Τα ένστικτά του τον έσπρωχναν

προς αυτήν, κι αυτός ούτε τουςαντιστεκόταν ούτε αμφέβαλλε γι’ αυτά.

«Ήρθαν κι εδώ τα μαντάτα», είπε μεμια απαλή φωνή θύμησης, κοιτάζονταςτην πανοπλία του. «Μαντάτα για τησφαγή στο νότο, στο Μεξικό.... Ήμουνμωρό τότε. Οι περισσότεροι αμφέβαλλαν,μα... όταν ο Μοντεζούμα δεν μας ξανά-στειλε φόρο υποτέλειας —»

«Φόρο υποτέλειας! » Μόλις τότεσυνειδητοποίησε τι του έλεγε. «Φόρουποτέλειας; Από τον Μοντεζούμα, τοναυτοκράτορα όλου του Μεξικού; »

«Ναι. Αυτός κι οι πατεράδες τουπλήρωναν φόρο υποτέλειας στον ΝεκτΣεμερκέτ για πολλούς αιώνες...

σκλάβους, χρυσάφι, δέρματα».

«Στον Νεκτ Σεμερκέτ; »

Αυτό το όνομα είχε ένα παράξενοάκουσμα που δεν ήταν αζτεκικό. Σίγουρατο ’χε ακούσει κάπου αλλού... πού; Πότε;Αμυδρά, ο αντίλαλός του αναπηδούσεμέσα στις σκοτεινές σκιές του μυαλούτου ντε Γ κουζμάν. Το συνέδεσε με κάτι:Τη στυφή μυρωδιά του μπαρουτιού καιτη μπόχα του χυμένου αίματος.

«Έχω δει άντρες σαν κι εσένα! » τουείπε. «Όταν ήμουν δέκα χρονών,απομακρύνθηκα απ’ την πόλη και μ’έπιασαν Τσιρικάουα». Έβγαλε έναν βαθύαναστεναγμό και το γυμνό της στήθοςτρεμούλιασε. Ο ντε Γ κουζμάν έτριξε τα

δόντια του. «Με πούλησαν στους Λιπάνπου με δώσανε στους Καρανκάγουας,που κατοικούν στη μακρινή ακτή τουνότου κι είναι κανίβαλοι. Μια χρονιά, έναμεγάλο πολεμικό κανό με φτεράπλησίασε το ακρογιάλι και οι πολεμιστέςτων Καρανκάγουας μπήκαν στις πιρόγεςτους κι άρχισαν να του ρίχνουν βέλη.Θυμάμαι καλά πως στο μεγάλο κανόβρίσκονταν άντρες σαν κι εσένα!Έστρεψαν μεγάλους κούφιους κορμούςαπό μέταλλο προς τις πιρόγες και τιςέκαναν κομμάτια με τους κεραυνούς πουξέρασαν από μέσα τους.Τρομοκρατημένη το έβαλα στα πόδια.Έφτασα σ’ έναν καταυλισμό τωνΤονκέβας πού με γύρισαν πίσω στηνπατρίδα μου —γιατί είναι υπηρέτες μας».Τον κοίταξε επίμονα στα μάτια. «Ποιο

είναι τ’ όνομά σου, μετάλλινε άνθρωπε;Τώρα μπορώ να διακρίνω πως δενείσαστε ολόκληροι φτιαγμένοι απόμέταλλο, όπως νόμιζα τότε... »

Της είπε, κι ύστερα την άκουσε ναψελλίζει τ’ όνομα ψιθυριστά,προσπαθώντας να προφέρει τις λέξεις.

«Κι εσύ ποια είσαι; » τη ρώτησε. Δεντης είχε ακόμα αφήσει τον καρπό τώρα τοσιδερόφραχτο μπράτσο του τυλίχτηκεγύρω απ’ τη λεπτή της μέση. Εκείνηξαφνιάστηκε και προσπάθησε νατραβηχτεί, αλλά είδε πως δεν μπορούσενα ξεφύγει χωρίς να παλέψει μαζί του κιέμεινε ακίνητη. Έξυπνο κορίτσι,συλλογίστηκε ο ντε Γ κουζμάν.

«Το όνομά μου είναι Νεζαχουάλκα»,είπε με υπεροπτικό τόνο. «Είμαιπριγκίπισσα! »

«Μπα», είπε εκείνος, και μετάπροσπάθησε να κρύψει την ειρωνεία του.«Και τι γυρεύεις εδώ, ντυμένη με ρούχασκλάβας; » τη ρώτησε, ενώ ταυτόχρονατραβολογούσε το φουστάνι της για νατην κάνει να το προσέξει. Έχονταςσηκώσει μέχρι τη μέση το κοντό ρούχο,συγκράτησε το χαμόγελό του —καιάφησε το χέρι του εκεί που ήταν.

Τα πανέμορφα σκούρα μάτια γέμισανξαφνικά με δάκρυα κι έπεσε πάνω στοστήθος του για να μιλήσει. «Το ξέχασα.Είμαι σκλάβα και δουλεύω στα χωράφια—έχω επάνω μου τα σημάδια απ’ το

βούρδουλα του επιστάτη! » Και γύρισεεπιδέξια και κούνησε τον πισινό της σαννα ’θελε να του δείξει. «Εμένα, την κόρηβασιλιάδων, με μαστιγώνουν σαν κοινήσκλάβα! »

Κοιτάζοντας τη σάρκα που του έδειχνε,ο ντε Γ κουζμάν δεν είδε πουθενά ίχνηαπό βουρδουλιές. Ξέρει τη δουλειά της,σκέφτηκε από μέσα του, και δεν είναιδύσκολο κάποιος να την πατήσει. Ωραία!Ίσως αυτή η έξυπνη σκλάβα-πριγκί-πισσα να ήταν τόσο καλή καιροσκόποςόσο κι ο ίδιος.

Γύρισε πάλι να τον κοιτάξει, μιλώνταςγρήγορα και παθιασμένα. «Άκου, Ερνάνοντ’γκουζμ. Εγώ, η Νεζαχουάλκα, είμαικόρη μιας δυναστείας βασιλιάδων. Ο

Νεκτ Σεμερκέτ βασιλεύει στηνΤλασκελτέκ και κάτω απ’ αυτόν την πόληεξουσιάζει ο κυβερνήτης —οτλακατεκάτλ, ο Κύριος των Πολεμιστών.Ο εραστής μου, ο Ακαμπίκτλι, ήταναξιωματικός της φρουράς του. Φυσικά,επιθυμούσα ο Ακαμπίκτλι να γίνεικυβερνήτης».

Ο ντε Γ κουζμάν ένευσε. Φυσικά. Κιέτσι σχεδίασες...

«Μηχανορραφήσαμε. Έχω —δηλαδή,είχα— δύναμη στην Τλασκελτέκ. Όμως οΝεκτ Σεμερκέτ το έμαθε, και θύμωσεπολύ. Θέλει να είναι ο μόνος που ναδιαλέγει ποιοι θα εξουσιάζουν κάτω απ’αυτόν. Ο εραστής μου προσφέρθηκε σταΤρωκτικά του Ουρανού. Εγώ

υποβιβάστηκα στο επίπεδο ενόςδημόσιου σκλάβου, όπως οι Τοτονάκςπου οι πρόγονοί μου έφεραν μαζί τουςαιώνες πριν, όταν μετανάστευσανβόρεια».

Ώστε κατάγεται από τους Αζτέκους,λοιπόν. Κι ήρθαν εδώ στα βόρεια —αιώνες πριν!

«Ο Νεκτ Σεμερκέτ ήρθε στηνΤενοκτιτλάν αιώνες κι αιώνες πριν.Κυβέρνησε εκεί για κάποιο χρονικόδιάστημα, κι ύστερα μάζεψε πολλά απότα νιόπαντρα ζευγάρια και τα πήρε μαζίτου μακριά στο βορρά, για να ιδρύσειεδώ μια πόλη».

«Αυτό δεν πρέπει ν’ άρεσε πολύ σ’

όσους μείνανε στην Τενοκτιτλάν! »

«Πράγματι, στενοχωρέθηκαν για τουςτόσους πολεμιστές που χάσανε. Μα οβασιλιάς μπορούσε ξανά να βασιλέψειστην Τενοκτιτλάν, Ερνάνο ντ’γκουζμ.Γιατί ο Νεκτ Σεμερκέτ ήταν πανίσχυρος!»

«Να με λες Χερνάν-ντο... » η φωνήτου έσβησε. Τώρα θυμήθηκε πού είχεξανακούσει αυτό το ε-ξόκοσμο όνομα!

ΝεκτΣεμερκέτ! Μια κραυγή απ’ ταματωμένα χείλια ενός αζτέκου ιερέα,καθώς ξεψυχούσε εκείνη την τρομερήνύχτα της σφαγής. Ήταν λες και στατελευταία του, μες στην απόγνωσή του,να επικαλούνταν ένα δαίμονα, παρά ένα

θεό. Ο ντε Γ κουζμάν θυμήθηκε καικάποιες αόριστες αναφορές για το βορρά.Θα πρέπει να ’ταν αυτό το μέρος! Είχευποθέσει πως αυτές οι διαδόσειςξεκινούσαν από τις ιστορίες για τοΤσίμπολο κι ήταν απλά παραμύθια! Ματο όνομα δεν ήταν αζ-τεκικό.

«Ποιος είναι ο Νεκτ Σεμερκέτ; » Καιμετά πρόσθεσε «ΠριγκίπισσαΝεζαχουάλκα», για να την ικανοποιήσεικαι να τη φέρει με το μέρος του.

Εκείνη έκανε μια αόριστη χειρονομίαπρος τ’ ανατολικά. «Ήρθε απ’ τονγαλάζιο ωκεανό, πολύ καιρό πριν. Είναιένας πανίσχυρος μάγος, πιο δυνατός κιαπ’ τον ιερέα των Τολτέκων. Ήρθε

ολομόναχος, αλλά σύντομα έγινε οκυβερνήτης ολόκληρου του Μεξικού! Μαήθελε να φτιάξει τη δίκιά του πόλη, κιέτσι ήρθε στα βόρεια για να —αχ!Ακουσέ με, σιδεράνθρωπε! » Καισυνέχισε με μεγάλη ζέση, «Ο ΝεκτΣεμερκέτ δεν γνωρίζει τη φυλή σου!Ακόμα κι η μαγεία του δεν μπορεί νανικήσει τον κεραυνό απ’ το πολεμικό σουρόπαλο. Βοήθα με να τον σκοτώσω,αυτόν που κυβερνάει εδώ κι αμέτρητεςγενιές. Είμαι αυτή που... ήμουν, κιυπάρχουν ακόμα πολεμιστές πρόθυμοι ναμ’ ακολουθήσουν. Μπορώ να μαζέψωμερικούς σ’ ένα θάλαμο του ναού, νασου ανοίξουν μια πύλη μέσα στη νύχτακαι να σε φέρουν στο ναό. Ο βοηθός τουεπόπτη που φυλάει τους σκλάβους τιςνύχτες είναι ένα νεαρό παλικάρι που μ’

έχει ερωτευτεί. Θα κάνει ό, τι τουζητήσω. Μαζί, εσύ κι εγώ... »

Ο ντε Γ κουζμάν ένευσε. Αναγνώριζετο χτύπημα της πόρτας απ’ την τύχη τουκαι ήξερε πότε έπρεπε ν’ ανοίξει. Ανκαθόταν να το καλοσκε-φτεί, σίγουρα θαπελαγοδρομούσε. «Σύμφωνοι», της είπε.«Αλλά φέρε μου φαγητό». Ήταν η πρώτημικρή δοκιμασία, η πρώτη του «διαταγή».Το σιδερένιο ρόπαλο μπορεί να βάλει στηθέση της μια πριγκίπισσα όπως κι έναμάγο.,. κο-ριτσάκι!

Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια, τσίνισεγια μια στιγμή και μετά ένευσε. «Θα σουαφήσω φαγητό ανάμεσα στα θάμνα.Τώρα πρέπει να μαζέψω νερό και ναγυρίσω στα περιβόλια πριν αρχίσουν να

με ψάχνουν».

«Άραγε, αγαπάει κι η Νεζαχουάλκα τονεαρό παλικάρι που την έχει ερωτευτεί; »τη ρώτησε τραβώντας την πιο κοντά του.

Εκείνη μίλησε ήρεμα, κοιτώντας τονστα μάτια και με το στήθος τηςκολλημένο επάνω στο θώρακά του. «ΗΝεζαχουάλκα θα γίνει ξανά πρι-γκίπισσα... όχι! Βασίλισσα τηςΤλασκελτέκ! Και δίπλα της, θα κυβερνάειο πιο δυνατός άντρας της Τλασκελτέκ-

αυτός που θ’ απαλλάξει την πόλη από τονΝεκτ Σεμερκέτ».

Της έσφιξε τον καρπό για μιατελευταία φορά. «Φέρε μου φαγητό,λοιπόν, μελλοντική βασίλισσα. Και δείξε

μου την πύλη».

«Πρέπει να μπεις απ’ την πύλη τωνσκλάβων», του είπε, κι όταν εκείνοςαναστέναξε, αυτή χαμογέλασε πονηρά.«Για μια μόνο φορά, Χερνάντο, θα μπειςαπ’ την πύλη των σκλάβων. Όπως για μιαφορά ακόμα μόνο, θα μπω κι εγώ! »

Όλη εκείνη τη μέρα, έμεινε κρυμμένοςανάμεσα στους θάμνους κάτω από τιςιτιές, κι είχε πολλά να σκεφτεί ενώφρόντιζε τα όπλα του. Περίμενε νανυχτώσει καλά, για δυο λόγους: Πρώτον,για να σιγουρευτεί πως κανείς δεν θα τονδει, και δεύτερον για να τη γεμίσει μεαγωνία κι αμφιβολία για το αν θα πάει. ΗΝεζαχουάλκατον χρειαζόταν, όπως τηχρειαζόταν κι αυτός, γιατί μόλις ο μάγος

έβρισκε το αργοπορημένο τέλος του,εκείνη θα γινόταν το σύμβολο τηςεξουσίας σ’ αυτόν τον τόπο —μιαςεξουσίας που θα κρά-ταγε στα χέρια τουαυτός!.

Περίμενε μέχρι που τα σύννεφα νασκεπάσουν το φεγγάρι, με την υπομονήενός πολεμιστή με κόκκινο παρελθόν και—τώρα— χρυσό μέλλον. Τελικά, ταφεγγάρι χώθηκε σ’ ένα μοναχικόσύννεφο, και ένας άντρας γλίστρησε σανφάντασμα μέσα απ’ τα έρημα περιβόλιαμέχρι την Πύλη των Σκλάβων. Δεν ήταντίποτε περισσότερο από μια πόρτα πάνωστο τείχος, αλλά άνοιξε αμέσως στοχτύπημά του. Ένιωσε μέσα του ν’απολαμβάνει την αγωνία της, αλλάπαρατήρησε επίσης και τον αυτοέλεγχό

της. Το κορμί της διαγραφόταν αχνά στοφως του μικρού λυχναριού πουκρατούσε, κι ήταν ντυμένη για τελευταίαφορά με το κοντό φθαρμένο της φόρεμα.Δεν είπε κουβέντα για την αργοπορία του.Δίπλα της ήταν ένας νεαρός, λίγοπαραπάνω από έφηβος, κι ο ντε Γκουζμάν αναγνώρισε απάνω του τη στολήενός βοηθού επόπτη.

Η Νεζαχουάλκα του έπιασε το χέριμέσα στα λεπτά της δάχτυλα. Τασιδερόφρακτα γάντια του ήτανπερασμένα στη ζώνη του. «Έλα! Οιπολεμιστές μου περιμένουν! » Τονσύστησε με τον

πιο σύντομο τρόπο στον Κακουλκούν.

Οι πολεμιστές μας, θες να πεις,σκέφτηκε ο ντε Γ κουζμάν, αλλά δεν είπετίποτα. Τον οδήγησε μέσα από στενούςδρόμους και σκιερές αυλές, μέχρι τηνπλαϊνή πόρτα ενός μεγάλου ναού πουέλαμπε στο φως του φεγγαριού όπως καιτα τείχη της πόλης. Ύστερα, διέσχισανέναν σκοτεινό διάδρομο, μέχρι πουφτάσανε σ’ ένα μισο-φώτιστο δωμάτιο.Εκεί, μέσα σε απόλυτη σιωπή, τουςπερίμεναν δέκα άντρες.

Η κοφτή κραυγή της Νεζαχουάλκαέσπασε τη σιωπή. Την άλλη στιγμή, τοπρόσεξε κι ο ντε Γ κουζμάν κάθε έναςαπ’ τους δέκα πολεμιστές τηςΤλασκελτέκ ήταν καθισμένος άκαμπτοςστην καρέκλα του, κοιτάζοντας το κενό...με τυφλά μάτια. «Είναι... »

Ο χαμηλός φωτισμός έσβησε από έναφύσημα αέρα που κανείς δεν κατάλαβεαπό πού ήρθε. Πριν, το δωμάτιοφωτιζόταν αμυδρά, τώρα είχε βυθιστείστο απόλυτο σκοτάδι. Ο ντε Γ κουζμάνάκουσε τον Κακουλκούν ναξεροκαταπίνει ακριβώς πριν ουρλιάξει ηΝεζαχουάλκα. Ο Ισπανός άπλωσε το χέρινα την πιάσει, και τότε ένα δυνατότράβηγμα του απόσπασε το μουσκέτοαπό το άλλο χέρι του. Ξαφνιασμένος,ξεστόμισε μια βλαστήμια, μα σαν γάταέκανε στο πλάι, τραβώντας ταυτόχροναμε ένα στριγγό ξύσιμο το σπαθί από τοθηκάρι του. Έμεινε ακίνητος,περιμένοντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδικαι τη σιωπή, να δει τι θα συμβεί.

Αυτοί οι δέκα άντρες ήταν νεκροί,σκέφτηκε ο ντε Γ κουζμάν,προσπαθώντας να θέσει σ’ εγρήγορσηόλες του τις αισθήσεις. Έχω δει αρκετούςνεκρούς για να ξέρω. Μα... δεν είδακανένα σημάδι.

Ένα μικρό χέρι άγγιξε το δικό του.Στη στιγμή, το άλλο του χέρι υψώθηκε,μα κατόρθωσε να σταματήσει τηνενστικτώδη σπαθιά που θα έδινε· ήταν τολεπτό, μικρό χέρι μιας γυναίκας. Ταδάχτυλά της έκλεισαν μαλακά γύρω απότα δικά του. Ακουλούθησε το ευγενικότους τράβηγμα, περπατώντας όσο τοδυνατόν πιο αθόρυβα μέσα στηνπανοπλία του. Ο οδηγός του δεν έβγαζεκανένα ήχο, ούτε καν τον ψίθυρο τωνγυμνών ποδιών πάνω στην πέτρα. Ο

Ισπανός κρατούσε το σπαθί του έτοιμο,αλλά κοντά στο σώμα του, έτσι που ναμην κάνει θόρυβο χτυπώντας το στοντοίχο. Οδηγήθηκε μέσα από μια αψίδακαι κατά μήκος ενός διαδρόμου όπου τατριξίματα της πανοπλίας του ακούγοντανβροντερά και στοιχειωμένο. Τον πήγαινεόλο και πιο μακριά...

Πολύ πίσω του, μια γυναικεία φωνήέστειλε τον αντίλαλό της μέσα στονπέτρινο διάδρομο. 'Ηταν η φωνή τηςΝεζαχουάλκα.

Ταραγμένος από μια φρικτή υποψία, οντε Γκουζμάν ψαχούλεψε με τα δάκτυλάτου τον καρπό του χεριού του οδηγούτου. Ένας απαλός, λείος, γυναικείοςκαρπός... που έδινε τη θέση του λίγα

εκατοστά πιο πάνω σ’ ένα τριχωτό,νευρώδη βραχίωνα! Ενώ εκείνος ριγούσε,τα απατηλά δάκτυλα σφίχτηκαν πάνωστα δικά του με τρομακτική δύναμη. Έναδαιμονιακό γέλιο έσκισε τον αέρα καιαντιλάλησε μέσα στο διάδρομο. Οιτρίχες του ντε Γ κουζμάν σηκώθηκανκάτω από την περικεφαλαία του.

Πνιγμένος απ’ τον τρόμο, κατέβασε τοσπαθί του, χτυπώντας στα τυφλά μ’ όλητου τη δύναμη.

Το ένστικτο οδήγησε τη λεπίδα του, καιτο φριχτό χασκόγελο μετατράπηκε σ’ ένααγωνιώδες γαργάρισμα. Τα δάχτυλατραβήχτηκαν απ’ τον καρπό του, και κάτισωριάστηκε σπαρταρώντας στα πόδιατου.

Ο Ισπανός γύρισε πίσω βιαστικά, ενώ ησάρκα του είχε ανατριχιάσει. Αυτό τοακατονόμαστο έκτρωμα με ταλεπτεπίλεπτα γυναικεία χέρια σίγουραδεν τον οδηγούσε σε κάποιο ευχάριστομέρος. Μέ το σπαθί του να ξύνει τοντοίχο στα δεξιά και το άλλο του χέρι νατον ακουμπάει στ’ αριστερά, έτρεξε κατάμήκος του κατασκότεινου διαδρόμου. Τοσπαθί του βρήκε κάποιον ανοικτό χώρο,κι έστριψε προς τα κει. Σύντομα το χέριτου πέρασε απ’ την πέτρα σε κάτι πουτου φάνηκε για μέταλλο, κι ανακάλυψεμια πόρτα. Την άνοιξε εύκολα. Ηαπειροελάχιστη λάμψη κάποιου μακρινούφωτός τον οδήγησε αριστερά.

Συνειδητοποιώντας πως θα μπορούσενα διακρίνει αν κάποιος ερχόταν προς το

μέρος του, θηκάρωσε το σπαθί τουκαθώς προχωρούσε. Τράβηξε και τις δυοπιστόλες. Το φως δυνάμωνε, καθώςπερπατούσε, μέχρι που βρέθηκε σεκάποιο είδος γαλαρίας που έβλεπε σ’ έναμεγάλο δωμάτιο από κάτω. Από μιαξύλινη κουπαστή, έσκυψε κάτω καικοίταξε προς το μέρος απ’ όπου μιαφωνή ερχόταν στ’ αυτιά του, ξερή κιαπαθής σαν σκόνη από μούμια.

Ένα κάλυπτρο κι η πλάτη ενός θρόνουαπό τον πιο κατάμαυρο έβενο, έκρυβαναυτόν πού ήταν καθισμένος επάνω του,μα κάποιος —ή κάτι— καθόταν εκεί, καιμιλούσε. Οι υπηρέτες του, ανθρώπινοι ήόχι, είχαν κάνει γρήγορη δουλειά, γιατίμπροστά του βρίσκονταν ο Κακουλ-κούνκι η Νεζαχουάλκα. Ολόγυμνος, ο νεαρός

κρεμόταν από μια χρυσή αλυσίδα απ’ τοταβάνι. Ακριβώς από κάτω του, έναχρυσό μαγκάλι σήκωνε σύννεφαγαλάζιας ομίχλης που μερικές φορές τονσκέπαζαν μέχρι τη μέση.

Τα δόντια του ντε Γ κουζμάν τρίξανε.Είχε ξαναδεί αυτή την ομίχλη, και τώρακαταλάβαινε πώς οι πολεμιστές τηςΝεζαχουάλκα είχαν πεθάνει χωρίς κανένασημάδι στα κορμιά της.

Εκείνη ήταν ξαπλωμένη πάνω σ’ ένανχρυσό βωμό σκεπασμένο με πολύτιμαπετράδια, δεμένη με ανοιχτά χέρια καιπόδια, γυμνή όπως κι ο νεαρός που τηναγαπούσε. Λεπτές χρυσές αλυσίδες τηςκρατούσαν τους καρπούς και τουςαστραγάλους. Διεσταλμένα απ’ το φόβο,

τα πανέμορφα μάτια της κοιτούσαντρομαγμένα προς τα πάνω. Ο Ισπανόςείδε πως ακριβώς από πάνω της ένακυκλικό άνοιγμα τρυπούσε τη θολωτήοροφή της μεγάλης αίθουσας,φανερώνοντας ένα δίσκο σκοτεινούνυχτερινού ουρανού, πασπαλισμένου μ’αστέρια.

Από τον μαύρο θρόνο, η φωνήακούστηκε χωρίς κανένα πάθος. Ήτανήρεμη, και τα λόγια της ανελέητα.«Ήσουν ηλίθια που εμπιστεύτηκες ένανξωμερίτη με το μπαστούνι του κεραυνού.Η δύναμή του είναι πολύ κατώτερη απ’τη δική μου, ανόητη μικρή σκλάβα πουκάποτε ήσουν πριγκί-πισσα. Εύκολαέχασε το μπαστούνι του κεραυνού, κι έναπαιδί του σκοταδιού τον έχει τώρα

οδηγήσει στο λάκκο με τους κροταλίες.Όλα για το τίποτα, μικρή μου Νέζα. Είχεςτη ζωή σου και μια εύκολη δουλειά σταπεριβόλια· τώρα, η σάρκα σου θαπροσφέρει μια λιχουδιά στα Τρωκτικάτου Ουρανού».

Μια δυνατή κραυγή απόγνωσης καιφόβου βγήκε από το λαρύγγι της νεαρήςγυναίκας.

Ο ντε Γκουζμάν κοίταξε γύρω του,απομακρύνθηκε από την κουπαστή καικατέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Στο κάθεχέρι του έσφιγγε μια πιστόλα. Καθώςέφτανε τη βάση της σκάλας, άκουσε τηντρομαγμένη κραυγή της Νεζαχουάλ-κα κιένα ήχο σαν πανί που το χτυπούσε οάνεμος —ή σαν ξερό θρόισμα γιγάντιων

φτερών. Ο κον-κισταδόρας έτρεξε προςμια αψιδωτή είσοδο.

Παναγιά Παρθένα! Είδε ένα εφιαλτικόπλάσμα να κατεβαίνει από το άνοιγμα τηςοροφής. Αυτό το φριχτό τέρας τουουρανού ήταν χωρίς αμφιβολία η πηγήγια όλους τους θρύλους για βρικόλακεςκαι άρπυιες. Όπως έλεγε κι ο Κορονάντο,κάθε μύθος είχε τη βάση του στηνπραγματικότητα.

Φαίνεται, όμως, πως μπορεί νασκοτωθεί, συλλογίστηκε ο ντε Γκουζμάν. Βγήκε απ’ την αψιδωτή είσοδοκαι σημάδεψε, χρησιμοποιώντας τηνπιστόλα του αριστερού χεριού, μιας κιείχε ακόμα χρόνο. Ο σκουρόχρωμοςαιματορουφή-χτρας, με φτερά που είχαν

άνοιγμα πάνω από πέντε μέτρα, κοιτούσετο θύμα του σαν κάποιον που έχειμπροστά του ένα πιάτο με το πιο εκλεκτόκρέας. Ο κρότος της πιστολιάςδεκαπλασιάστηκε σε ένταση μέσα στηνμεγάλη αίθουσα... το ίδιο και τ’αποτελέσματά της. Με το κεφάλι τουδιαλυμένο, το τέρας παραπάτησε. 'Ενανύχι έσκισε το γυμνό δέρμα ψηλά στομηρό της γυναίκας κι ύστερα, τοΤρωκτικό των Ουρανών σπαρτάρισε καισωριάστηκε στο πάτωμα.

Χωρίς να σταματήσει, ο ντε Γ κουζμάνγύρισε να κοιτάξει τον σκεπαστό, εβένινοθρόνο. Αν κι ο κονκισταδόρας είχεξεκάνει δυο απαίσια πλάσματα εκείνη τηνύχτα, και τώρα ήταν έτοιμος ν’

αντικρίσει κι ένα τρίτο, όλο του το κορμί

τρεμούλιασε. Ο άντρας μπροστά τουήταν πολύ γέρος... μα το τρέμουλο τουντε Γ κουζμάν ήρθε σαν αντίδραση στοαιωνόβιο αλλά και αγέραστο σατανικόβλέμμα των φωτεινών μαύρων ματιών.

«Πολύ ωραία τα Κατάφερες», είπε ορασοφο-ρεμένος γέρος με ήρεμη φωνή.«Ηλίθιε! Γρήγο-ρα, κάποιοι άλλοι θακατέβουν απ’ τον ουρανό, και θα βρουντο ανοιγμένο σου λαρύγγι να τουςπεριμένει αχνιστό! »

Ο ντε Γ κουζμάν καταλάβαινε πωςαυτός ο άντρας είχε ηλικία πολλώναιώνων και ήταν διαβολικός από τηφύση του αλλά κι απ’ τη θέλησή του.Ήξερε πως κατείχε αλλόκοτες δυνάμεις— και τώρα, έβλεπε το κοκαλιάρικο χέρι

του να σηκώνεται.

«Ο ηλίθιος είχε δυο πιστόλια», είπε οντε Γκουζμάν και τον πυροβόλησεσχεδόν εξ επαφής.

Ο Νεκτ Σεμερκέτ πήρε μισή στροφήμε μια πνιγμένη κραυγή και το χέρι τουσταμάτησε τη χειρονομία που έκανε γιανα σφίξει το στήθος του. Καθώςπαραπατούσε προς τα πίσω, με ταφοβερά του μάτια καρφωμένα πάνωστον Ισπανό, ο ντε Γ κουζμάν απόρησεμε το πόσο εύκολα είχε εκπληρώσει τοσκοπό του. Ο Νεκτ Σεμερκέτεξαφανίστηκε μέσα στον τοίχο.

Ενώ ο ντε Γ κουζμάν κοιτούσε μεγουρλωμένα μάτια τον άδειο τοίχο που

είχε καταπιεί τον εχθρό του, ηΝεζαχουάλκα του φώναξε αδύναμα. ΟΙσπανός γύρισε το κεφάλι και μετάέτρεξε προς το βωμό. Σηκώνοντας τοβλέμμα, είδε πολλά σχήματα ναφτεροκοπούν ανάμεσα σ’ αυτόν και τ’αστέρια. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώςάνοιγε τις αλυσίδες από συμπαγέςχρυσάφι, παρατηρώντας πως το αίμα απ’τη νυχιά στο μηρό της είχε ήδη πήξει. Τοκόψιμο δεν ήταν βαθύ.

«Τι είναι αυτό που δημιουργεί τηνομίχλη», τη ρώτησε καθώς αυτήανασηκωνόταν.

«Βιάσου! Πέρασε μέσα από το μυστικότου πέρασμα και σε λίγο θακαταφθάσουν κι άλλοι! » είπε με φωνή

τρομαγμένου παιδιού, και μόνο αφούεκείνος την ταρακούνησε βίαια, τουέδειξε ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο. «Ησκόνη που είναι εκεί μέσα —μια χούφτααπό δαύτη μπορεί ν’ αφανίσει ολόκληροστρατό! »

«Κουνήσου, γυναίκα», της είπε, καιμια στιγμή αργότερα αναποδογύρισε τοδοχείο μέσα στο χρυσό μαγκάλι, κάτωαπό το πτώμα του Κακουλκούν. «Αυτοίοι αιμορουφήχτρες δαίμονες θα βρουνμια ωραία έκπληξη αντί για φαγητόετούτη τη φορά. Τώρα —Οδήγησέ με σ’αυτόν! »

«Από δω», του είπε εκείνη αρπάζονταςένα λυχνάρι. «Βιάσου! »

Χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στονάντρα που την αγαπούσε και που τώρακρεμόταν νεκρός μέσα σ’ ένα τεράστιοσύννεφο γαλάζιας ομίχλης, οδήγησε τονντε Γ κουζμάν έξω από το δωμάτιο.Εκείνος σταμάτησε για να κλείσει πίσωτου μια τεράστια μπρούντζινη πόρτα καιμετά την ακολούθησε μέσα απόπαράξενους διαδρόμους που έμοιαζαναζτέκικης κατασκευής, αλλά όμως δενήταν. Σταμάτησε έκπληκτος, καθώςβγήκαν σε μια μεγάλη και φαρδιάαίθουσα.

Οι μακρόστενοι τοίχοι ήταν γεμάτοι μεσειρές από όρθια πετρωμένα κορμιά.Υπήρχαν Τολτέ-κοι, Αζτέκοι, Τοτονάκ,Τονκέγουα, Λιπάν και Τσι-ρικάουα τωνπεδιάδων, όπως επίσης και πολεμιστές

άλλων φυλών, άγνωστων στον Ισπανό.Έβλεπε άντρες με πλουμιστά λοφία πουενστικτωδώς καταλάβαινε πως είχανγεννηθεί και πεθάνει πριν από τον πατέρατου πατέρα του Μοντεζούμα, ίσως καιπριν από τις μέρες του θρυλικού Ελ Σιντ.

Μέσα στο αλλόκοτο μέρος, τη ματιάτραβούσε περισσότερο το τεράστιοκαθιστό άγαλμα ενός άντρα που τοκεφάλι του φαίνονταν να συνδυάζει ταχαρακτηριστικά και το σχήμα τόσο μιαςγουρουνίσιας όσο και μιας γαϊδουρινήςκεφαλής. Μπροστά και κάτω από τοάγαλμα υπήρχε ένα λείο πέτρινο τραπέζι,και πίσω του ήταν καθισμένος ο ΝεκτΣεμερκέτ. Στα λεπτά χείλια τουζαρωμένο του προσώπου υπήρχε έναχαμόγελο αυτοσαρκασμού. Το

ματοβαμμένο χέρι του έσφιγγε ακόμα τοστήθος του. Με το άλλο χέρι, οπανάρχαιος κυβερνήτης της Τλασκελτέκτου έκανε νόημα να πλησιάσει.

«Έλα, κάθισε μαζί μου. Κάθισε μαζίμε τον Νεκτ Σεμερκέτ της Αιγύπτου,μέσα στον οποίο ο Σέθις κατοικεί εδώ καιδεκάδες αιώνες. Με νίκησες,τριχοπρόσωπε βάρβαρε. Πεθαίνω από έναόπλο που δίνει τέλος στην πολεμικήικανότητα και την εξυπνάδα και θα κάνειτον άνθρωπο ακόμα πιο σκληρό».

«Καλύτερα κοντά σου παρά κοντά σ’αυτούς», είπε ο ντε Γ κουζμάν καιάρπαξε το λυχνάρι από το χέρι τηςΝεζαχουάλκα. Εκείνη είχε μείνει κο-καλωμένη, κοιτάζοντας τον άνθρωπο που

την είχε κάνει σκλάβα. Ο ντε Γ κουζμάνακούμπησε τη μικρή φλόγα πάνω στοτραπέζι. «Αν προσπαθήσεις ναχρησιμοποιήσεις τη σατανικήνεκρομαντεία σου επάνω μου, θαπεθάνεις μια ώρα αρχύτερα, ΝεκτΣεμερκέτ».

«Λίγα λεπτά ζωής παραπάνω είναιπολύ σημαντικά για μένα, τώρα πουχιλιετίες ζωής φτάνουν στο τέλος τους.Κάθισε ειρηνικά και πες μου για τονκόσμο που έχεις γνωρίσει».

«Ο Νεκτ Σεμερκέτ της Αιγύπτου... μιαςΑιγύ-πτου προ πολλού πεθαμένης, θαέβαζα στοίχημα».

«Και θα το κέρδιζες. Ήταν οι

Πτολεμαίοι που με έδιωξαν απ’ τις Θήβεςκαι την ίδια την Αίγυπτο. Αν και δίδαξασ’ αυτούς τους απλοϊκούς ανθρώπουςπώς να μετράνε και να καταγράφουν τοχρόνο, έχω χάσει το λογαριασμό τωναιώνων. Το πλοίο μου ναυάγησε έξω απ’την ακτή του Μεξικού. Οι τέχνες μουήταν τότε πανίσχυρες, όπως πολλοί απ’την πατρίδα μου θα μπορούσαν ναβεβαιώσουν, αν ήταν ζωντανοί, αλλά εδώέγιναν ακόμα πιο φοβερές. Δεν ήτανδύσκολο να κάνω τον εαυτό μου Άρχονταόλου του Μεξικού... βαρέθηκα, όμως, νακυβερνώ ηλίθιους άγριους, και ήρθα εδώστο βορρά για να χτίσω μια δική μουπόλη. Έμαθα πως η ράτσα σου σκότωσεμέσα στην απληστία της τονΜοντεζούμα». Το χασκόγελό του έγινεπνιχτό βήξιμο. Έσφιξε ακόμα

περισσότερο το στήθος του. «Σ’ ετούτητην πόλη υπάρχουν θησαυροί ακόμαμεγαλύτεροι απ’ αυτούς που άρπαξε οΚορτέζ απ’ την Τενο-χτιτλάν».

«Γι’ αυτούς έχω έρθει».

«Για να τους μεταφέρεις πέρα απ’ τηθάλασσα, στους αχόρταγους βασιλιάδεςσου; »

Το χαμόγελο του ντε Γκουζμάν δεναντανα-κλόταν στα μάτια που ητανπαγερά καρφωμένα πάνω στον Αιγύπτιοημίθεο. «Τα έχω βαρεθεί αυτά. Οθησαυρός της Τλασκελτέκ θα γίνει δικόςμου... όπως κι η πριγκίπισσα που θακαθίσει στο θρόνο της... όπως κι η ίδια ηΤλασκελτέκ! »

«Τότε είσαι ένας ικανός άνθρωπος,που, σαν . κι εμένα —και τη Νέζα, απόκει— δεν κάνει λάθη και σκέφτεταιπρώτα για τον εαυτό του. Ωραία! » ΟΝεκτ Σεμερκέτ έβηξε και μίλησε μεδυσκολία. «Τουλάχιστον δεν ήτανκάποιος μισθοφόρος, με θεό του τοχρήμα ή την απατηλή ανοησία πουονομάζεται πατριωτισμός, που σκότωσεεμένα, τον αιωνόβιο. Έλα, όμως. Πεςμου για τον κόσμο που αυτά τα παιδιάδεν γνώρισαν ποτέ».

Έτσι, ο Χερνάντο ντε Γκουζμάνκάθισε και συζήτησε με κάποιον που είχεζήσει αμέτρητους αιώνες, κάποιον πουήταν η ενσάρκωση ενός θεού της αρχαίαςΑιγύπτου. Το φιτίλι του λυχναριούανάμεσά τους είχε αρχίσει να χαμηλώνει,

κι ο ντε Γ κουζμάν παραλίγο ναυποκύψει σε μιαν αόρατη και βουβήγητειά. Όταν πήγε να μετακινήσει το πόδιτου, συνειδητοποίησε πως ένας ιστόςμαγείας τυλιγόταν γύρω του. Ένιωθε σαντο πόδι του να είχε βυθιστεί σε πηχτόσιρόπι.

«Τέρας! » γρύλισε ξαφνικά,διακόπτοντάς τον άλλο στη μέση μιαςφράσης του. «Προσπαθείς να μεμαγέψεις! » Ορμώντας αργά μπροστά,λες και βρισκόταν μέσα σε κινούμενηάμμο, ο ντε Γ κουζμάν χτύπησε το χέριτου Νεκτ Σεμερκέτ —το ματοβαμμένοχέρι που έσφιγγε το τρυπη-μένο ράσοτου.

Αμέσως, η αίσθηση πως ήταν

βυθισμένος μέσα σε πηχτό, κολλώδεςσιρόπι, έφυγε από πάνω του —αλλά τηνίδια στιγμή, ο Αιγύπτιος σηκώθηκε γιανα φανερώσει πως κάτω από το τραπέζικρατούσε ένα κυρτό σπαθί.

«Ανόητο παιδάριο! » φώναξε,κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, ενώ τασκούρα ράσα του θρόιζαν γύρω του.«Ηλίθιε που δεν έχεις ζήσει ούτε δυοεικοσάδες χρόνια! Έσπασες το ξόρκι μου,αλλά δεν τελείωσες μαζί μου. Νομίζειςπως ένα μετάλλινο μπαλάκι θα μπορούσενα ξεκάνει τον Νεκτ Σεμερκέτ; »

Μόνο αφήνοντας τον εαυτό του ναπέσει πίσω απ’ το σκαμνί που καθόταν, οντε Γ κουζμάν γλίτωσε μια σπαθιά πουθα τον διαπερνούσε —και μόνο

κλοτσώντας το ρασοφορεμένο πόδιεμπόδισε τον Αιγύπτιο να τον σουβλίσεικαθώς ήταν πεσμένος ανάσκελα. Ηπανοπλία του σύρθηκε και κλάγγησεπάνω στην πέτρα, καθώς κύλησεαπεγνωσμένα στο πλάι. 'Υστερα, οκονκισταδό-ρας σηκώθηκε όρθιος, με τοσπαθί στο χέρι. Ευχόταν τώρα να είχε τομυαλό να ξαναγεμίσει τις πιστόλες τουπριν ξεκινήσει!

Η κυρτή λεπίδα του γέρου έμοιαζε μελευκή φωτιά γύρω από τον Ισπανό, καιμε κάθε απελπισμένη απόκρουση, ένιωθετη φριχτή ζέστα του μαγικού όπλου.Καμιά δική του επίθεση δεν είχε βρει τοστόχο της, αν και κατάφερνε να κρατάειτο κυρτό σπαθί μακριά του. Μια μόνοφορά ο Αιγύπτιος τον χτύπησε στην

πανοπλία, κι ο ντε Γκουζμάν βόγκηξεαπό την αφόρητη θερμότητα.

Ο Νεκτ Σεμερκέτ είχε την πλάτη τουστραμμένη προς το λυχνάρι όταν αυτότρεμόπαιξε κι έσβησε. Τη στιγμή που ηφλόγα χανόταν, ο ντε Γ κουζμάν έκανεένα μεγάλο βήμα στο πλάι κι άλλο έναμπροστά, χτυπώντας απελπισμένα προςτο πλάι για να πετύχει τον μαύρο δαίμοναπριν το σκοτάδι τον προδώσει. Η μιαλεπίδα χτύπησε την άλλη και σπίθεςτινάχτηκαν γύρω τους. Κι οι δυο άντρεςούρλιαξαν, ο ντε Γ κουζμάν από τηνκαυτή θερμότητα που σχεδόν τον έκανεν’ αφήσει το σπαθί του. Αλλά οάνθρωπος από το παρελθόν έκανε προςτα πίσω —και μια μακρό-συρτη κραυγήέδωσε στον ντε Γ κουζμάν να καταλάβει

τι παγίδα τού ήταν στημένη. Η καταπακτήπου είχε ανοίξει δίπλα στα πόδια τουήταν προορισμένη γι’ αυτόν κι όχι για τονΝεκτ Σεμερκέτ! Πριν η πόρτα τηςκαταπακτής σφαλίσει, ο ντε Γ κουζμάνάκουσε το σούρσιμο πολλών φιδιώνκάτω απ’ τα πόδια του.

Λαχανιασμένος και στάζοντας ιδρώτα,ο κον-κισταδόρας βρήκε τη Νεζαχουάλκαμέσα στο σκοτάδι. «Σίγουρα δεν μπορείνα τη γλιτώσει κι απ’ τα δαγκώματα μιαςντουζίνας φιδιών! »

«Ελπίζω πως όχι», είπε εκείνη καισφίχτηκε επάνω του.

Ο ντε Γ κουζμάν χαμογέλασε μέσα στοσκοτάδι, γιατί στα χέρια του κρατούσε

την καινούρια κυβερνήτρια τηςΤλασκελτέκ —κι έτσι και την ίδια τηνπόλη!

Βγήκαν βιαστικά από την καταραμένηαίθουσα των νεκρών, κι οι τεράστιεςπόρτες σφράγισαν με θόρυβο πίσω τους.Έτρεξαν μέσα από σκοτεινούςδιαδρόμους που δεν τους διαφέντευανπια ο Νεκτ Σεμερκέτ και τα δαιμόνιά του.

Το πρωί, η Νεζαχουάλκα, που κατάμυστήριο τρόπο δεν είχε ακουστάκανένας πριν τον ερχομό του ντε Γκουζμάν, ανήγγειλε στο λαό πωςεπιτέλους η μακρόχρονη εξουσία τουκαταραμένου Νεκτ Σεμερκέτ είχε πάψεινα υπάρχει κι ότι αυτή ήταν δικαιωματικά

η βασίλισσά τους. Ο σωτήρας όλων τουςθα γινόταν αντιβασιλέας. Καθώς γύρισεγια να τους τον παρουσιάσει, ο ντε Γκουζμάν χαμογέλασε και ξαναπέρασε στηζώνη το πιστόλι που κρατούσε για ναβεβαιωθεί πως η Νεζαχουάλκα δεν θαμετάνιωνε την τελευταία στιγμή να κάνειτην αναγγελία.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν δει ούτεείχαν ακούσει ποτέ πιστολιά. Οκυβερνήτης έδωσε στον ντε Γ κουζμάνμια θαυμάσια ευκαιρία να επιδείξει τηδύναμή του. Ο ινδιάνος αρχηγόςκυβερνούσε πολύ άνετα κάτω απ’ τιςοδηγίες του Νεκτ Σεμερκέτ και δεν είχεκαμιά διάθεση να παραδώσει την εξουσίασ’ έναν άγνωστο και σε μια κοπέλα πουμόλις χθες ήταν σκλάβα στα χωράφια.

Ο ντε Γ κουζμάν πυροβόλησε μόνο μιαφορά. Ο κυβερνήτης και το σπαθί τουκατρακύλησαν απ’ τα σκαλιά του ναού.Χίλια γόνατα έπεσαν στο χώμα, μπροστάστον άντρα που στεκόταν δίπλα στη νέατους βασίλισσα.

Ο Χερνάντο ντε Γ κουζμάν γύρισε κιείδε πως τον κοιτούσε. Χαμογέλασε.«Πες τους τον τίτλο μου», διέταξε οστρατιώτης την κόρη των βασιλιάδων.«Θέλω να με ονομάζουν... Κονκι-σταδόρ! »

Έτσι κι έγινε. Κανείς δεν ήξερε, λίγεςμέρες αργότερα, πως η «αδιαθεσία» πουκράτησε τη βασίλισσα μακριά απ’ τουςυπηκόους της ήταν ένα σκισμένο χείλικαι μια μεγάλη μελανιά στο μάγουλο,

πέρα από τ’ άλλα σημάδια του ντε Γκουζμάν σε λιγότερο ορατά σημεία τουκορμιού της, μιας και δεν ήταν ποτέ τουυπομονετικός άνθρωπος ή τρυφερόςεραστής.

Όταν εμφανίστηκε ξανά, ήταν για ν’αναγγείλει πως ο στρατός πρόκειτο ν’αρχίσει εκπαίδευση και ότι υπήρχανορισμένες ουσίες στη γη που οΚονκισταδόρ ήθελε να βρουν και ναεξορύ-ξουν. Ο ντε Γ κουζμάν δεν είχεαμφιβολίες πως το κάρβουνο, το θειάφικαι η ποτάσα μπορούσαν να βρεθούν εκείκοντά. Αν οι Κορονάντο ή άλλοιΤσιρικάουα έφταναν μπροστά στα τείχητης Τλασκελτέκ, δεν θα έβρισκανανίδεους άγριους αλλά άφθονο μπαρούτικι άντρες που θα ’ξέραν να το

χρησιμοποιούν. Οι άνθρωποι δεν ήξερανακόμα πως κάτω από τη βασιλικήχλαμύδα της φορούσε το φουστάνι μιαςσκλάβας, σκισμένο, αν και δεμένοαρκετά σφιχτά για να της υπενθυμίζεισυνεχώς πως ήταν γυναίκα του Κονκι-σταδόρ που κυβερνούσε τηνΤλασκελτέκ.

Η ζωή του ντε Γ κουζμάν μόλις είχεαρχίσει, μα η σκλαβιά της Νεζαχουάλκαδεν είχε πάρει τέλος.

Κι όμως, την ίδια νύχτα ο κονκισταδόρείδε στον ύπνο του κάποιον άνδρα να τονπλησιάζει. Τα μάτια του ρασοφόρου ήτανγεμάτα από κακία και διαβολικότητα κιαπό τη γνώση αμέτρητων αιώνων.Απεγνωσμένα, ο ντε Γ κουζμάν

προσπάθησε να σύρει το σπαθί του.Έπειτα, μέσα στ’ όνειρό του,συνειδητοποίησε πως κοιμόταν καιπροσπάθησε να ξυπνήσει. Δεν τακατάφερε.

«Κανένας ξωμερίτης δεν θακυβερνήσει στην πόλη μου», του είπε οΝεκτ Σεμερκέτ. «Οι κοκκι-νόδερμοιάνθρωποι των πεδιάδων έρχονται κατάπάνω σου, φονιά και άπληστε ηλίθιε, καιδεν πρόκειται να ξεφύγεις απ’ ταμαχαίρια και τα πελέκια τους».

Μέσα στο όνειρό του, ο ντε Γ κουζμάνείδε τον αιωνόβιο μάγο να ανεβαίνει μεκόπο τα σκαλιά του μεγάλου ναού, μ’ έναμεγάλο καφετί λεκέ στο μπροστινό μέροςτου ράσου του. Όταν έφτασε στην

κορυφή, σήκωσε ένα τεράστιο σφυρί και,παραπατώντας, άρχισε να χτυπάει ξανάκαι ξανά το τεράστιο σήμαντρο πουκρεμόταν εκεί. Οι αντίλαλοί του, πουμοιάζανε με κεραυνούς, αντήχησαναμέτρητες φορές μέσα στο μυαλό του ντεΓ κουζμάν Είδε με τρόμο ρωγμές ναεμφανίζονται στα τείχη της πόλης καιμετά ένα ολόκληρο κομμάτι τους νακαταρρέει. Ύστερα είδε τους γυμνούς,χαλκόδερμους άντρες των πεδιάδων ναμπαίνουν ουρλιάζοντας στην πόλη του.Τη δική του πόλη, που η απόχτησή τηςήταν το αποκορύφωμα μιας ζωήςκαιροσκοπισμού, απληστίας και φονικών.

Ξύπνησε στραβοκαταπίνοντας καιλουσμένος στον ιδρώτα... κι άκουσεγύρω του κραυγές και ουρλιαχτά, και

πάνω απ’ όλα το βρόντο του γιγάντιουσήμαντρου.

Θα πρέπει να ειπωθεί πως ο Χερνάντοντε Γ κουζμάν σκότωσε πάνω από μιαντουζίνα απ’ τους εχθρούς του και πως,ακόμα και την ώρα που ξεψυχούσε,κατάφερε να χώσει το σπαθί του στηνκοιλιά του πολεμιστή που το ρόπαλό τουτου πολτοποίησε το κεφάλι πάνω σ’ ένααπό τα σκαλιά του ναού.

Μόνο όταν κάθε άντρας, γυναίκα καιπαιδί είχαν σφαγιαστεί και τα ξυπόλυταπόδια είχαν πλατσουρίσει στο αίμα,εμφανίστηκε η γαλάζια ομίχλη μέσα απ’το ναό. Κάθε ένας απ’ τους Τσι-ρικάουαπήγε να συναντήσει τα θύματά του, πε-θαίνοντας ακαριαία. Ο τελευταίος απ’

αυτούς είδε τον ρασοφορεμένο άντρα στασκαλιά του ναού να χειρονομεί προς τουςουρανούς και γύρεψε να του ρίξει έναβέλος. Μα η ομίχλη ήταν πολύ γρήγορηκι η Τλασκελτέκ έγινε μια πόλη νεκρών.Ολοι είχαν πεθάνει —εκτός από τον ΝεκτΣεμερκέτ.

Κι εκείνος συνέχιζε να χειρονομεί καινα μουρμουρίζει, προφέροντάςεπικλήσεις πολύ πιο αρχαίες ακόμα κι απ’τη γλώσσα που τις ξεστόμιζε, σε μιαδιάλεκτο που κανένας δεν μιλούσε πια.

Τελικά, έπαψε. Παραπατώντας,σωριάστηκε στα γόνατα. «Πεθαίνω μέσασε μια πόλη νεκρών. Όμως...πεθαίνοντας... παίρνω μαζί μου το φονιάμου... και την πόλη μου».

Ούτε ο Κορονάντο, ούτε κανέναςάλλος βρήκε ποτέ τη μυθική πόλη τουΤσίμπολο, που ήταν στηνπραγματικότητα η Τλασκελτέκ. Η γη τηνκατάπιε ύστερα απ’ τα μάγια του ΝεκτΣεμερκέτ —που πεθαίνοντας, την είχεπάρει μαζί του.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣΜΠΑΜΠΟΥΛΚΟΥΝΤ

του Λόρδου Ντάνσανι

Ο Λόρδος Ντάνσανι (1878-1957)θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρουςτης ηρωικής φαντασίας και από πολλούς

ο σπουδαιότερος εκπρόσωπός της. Είναιδύσκολο να περιγράψει κανείς μέσα σελίγες γραμμές την περιπετειώδη ζωή του.Ήταν κυνηγός άγριων ζώων, καθηγητήςφιλολογίας, πρωταθλητής σκακιού,θεατρικός συγγραφέας και αξιωματικόςτου βρετανικού στρατού. Ασφαλώς, πιογνωστός θα μείνει για τα εξήντα περίπουυπέροχα μυθιστορήματα και διηγήματάτου. Αριστουργήματά του, όπως οι «Θεοίτης Πεγκάνα», «Οι Μύθοι των ΤριώνΗμισφαιρίων», «Η Κόρη του Βασιλιάτων Ξωτικών» ή «Το Σπαθί τουΒέλεραν» θεωρούνται κλασικά στο είδοςτους αν και είναι πολύ δυσεύρετα στιςμέρες μας. Εδώ, παρουσιάζεται γιαπρώτη φορά στα ελληνικά το διήγημά του«Η Πτώση της Μπα-μπουλκούντ», μιαιστορία που αν ήταν πίνακας θα ’χε

θαμπά παστέλ χρώματα κι αν ήτανμουσικό κομμάτι θα παιζόταν με λύρακαι φλογέρα. Γε-μίζει την καρδιάθαυμασμό, αλλά και θλίψη, για τομεγαλείο του αρχαίου κόσμου που ίσωςποτέ να μην ξανάρθει.

Θ. Μ.

Μια μέρα, είπα: «Τώρα θα σηκωθώ καιθα πάω να δω την Μπαμπουλκούντ, τηνΠόλη των Θαυμάτων. Έχει μια ηλικία μετη Γη· έχει γι’ αδέλφια της τ’ αστέρια. Οιαρχαίοι Φαραώ που ήρθαν κατακτώνταςαπό την Αραβία, ήταν αυτοί που τηνείδαν για πρώτη φορά, ένα μοναχικόβουνό στη μέση της ερήμου, καισκάλισαν πύργους και κρεμαστούςκήπους πάνω σ’ αυτό το βουνό. Κατά-

στρεψαν έναν από τους λόφους τουΘεού, μα έφτιαξαν την Μπαμπουλκούντ.Δεν είναι χτισμένη, αλλά σκαλισμένη ταπαλάτια της είναι ένα με τους κρεμαστούςτης κήπους. Δεν υπάρχει πουθενά ένωσηή χαραματιά. Δική της είναι η ομορφιάτης νιότης του κόσμου. Θωρεί τον εαυτότης σαν τον ομφαλό της Γης, κι έχειτέσσερις πύλες που κοιτάζουν τα Έθνη.Εξω απ’ την πύλη της Ανατολής είναικαθισμένος ένας κολοσσιαίος πέτρινοςθεός. Με το φως της αυγής, το πρόσωπότου κοκκινίζει. Όταν το πρωινό ηλιόφωτοτου ζεσταίνει τα χείλια, αυτά ανοίγουνκαι προφέρουν τις λέξεις 'Όον Οομ”. Ηγλώσσα στην οποία μιλάει είναι πολύκαιρό νεκρή, κι όλοι όσοι τον λάτρευανείναι μαζωμένοι στους τάφους τους, έτσιπου κανένας δεν γνωρίζει τι σημαίνουν τα

λόγια που προφέρει την αυγή. Μερικοίλένε πως χαιρετίζει τον ήλιο σαν έναςθεός έναν άλλο, στη γλώσσα που οιΑθάνατοι μιλούν, άλλοι πάλι λένε πωςαναγγέλλει τον ερχομό της μέρας κιάλλοι πως τα λόγια του είναι μιαπροειδοποίηση. Μα και σε κάθε άλληπύλη υπάρχει κάτι θαυμαστό, που δενμπορείς να το πιστέψεις αν δεν το δεις μετα ίδια σου τα μάτια».

Έτσι, μάζεψα τρεις φίλους, και τουςείπα: «Είμαστε αυτό που έχουμε δει κιαυτό που έχουμε γνωρίσει. Αςταξιδέψουμε μέχρι την Μπαμπουλ-κούντ,έτσι που οι καρδιές μας να γεμίσουνομορφιά και οι ψυχές μας ν’ αγιάσουν».

Ναυλώσαμε ένα πλοίο και ταξιδέψαμε

μέσα απ’ τη φουρτουνιασμένη θάλασσα,και ξεχάσαμε όλα όσα είχαμε δει στιςγνώριμές μας πόλεις. Πετάξαμε τιςσκέψεις τους από πάνω μας σανλεκιασμένο λινό, κι ονειρευόμαστανμονάχα την Μπαμπουλκούντ.

Όταν φτάσαμε στη χώρα που ηΜπαμπουλκούντ δοξάζει με την ομορφιάτης, νοικιάσαμε ένα καραβάνι με καμήλεςκι άραβες οδηγούς, και τ’ απομεσήμεροξεκινήσαμε για το τριήμερο ταξίδι που θαμας έφερνε μπροστά στα λευκά τείχη τηςΜπαμπουλκούντ. Η κάψα του ήλιου μαςχτύπαγε από τον ανοιχτόγκριζο ουρανό,κι η κάψα της ερήμου μας ζεματούσε απόκάτω.

Κοντά στο ηλιοβασίλεμα,

σταματήσαμε και δέσαμε τ’ άλογά μας,ενώ οι Άραβες ξεφόρτωσαν τιςπρομήθειες απ’ τις καμήλες τους κιάναψαν μια φωτιά από ξερά θάμνα. Μετο σούρουπο, βλέπετε, η ζέστα τηςερήμου πετά άξαφνα μακριά της σανπουλί. Εκείνη την ώρα, ένας ταξιδιώτηςπου ερχόταν από το νότο, καβάλα σε μιακαμήλα, μας πλησίασε. Όταν έφτασεκοντά, εγώ του είπα:

«Έλα να καθίσεις ανάμεσά μας, γιατίστην έρημο όλοι οι άνθρωποι είναιαδελφοί. Θα σου δώσουμε κρέας καικρασί ή, αν στο απαγορεύει η πίστη σου,κάποιο άλλο ποτό που να μην έχεικαταραστεί ο προφήτης».

Ο ταξιδιώτης κάθισε σταυροπόδι δίπλα

μας πάνω στην άμμο κι απάντησε:

«Ακούστε, κι εγώ θα σας μιλήσω γιατην Μπαμπουλκούντ, την πόλη τωνΘαυμάτων. Η Μπαμπουλκούντ βρίσκεταιλίγο κάτω από το μέρος που ο Οονράνα,ο Ποταμός του Μύθου, κυλάει μέσα σταΝερά του Θρύλου, την πανάρχαιη κοίτητου Φλεγαθάνη. Μαζί, μπαίνουντραγουδών-ντας στην πόλη από τηβορινή πύλη. Απ’ τον παλιό καιρόκυλούσανε μες στα σκοτάδια, κάτω απ’το λόφο που ο Νέχεμωθ, ο πρώτος τωνΦαραώ, σκάλισε κι έφτιαξε την Πόλη τωνΘαυμάτων. Στείροι κυλούν μέσα στηνέρημο, ο καθένας στο δρόμο που τουείναι ορισμένος, και ζωή δεν έχουν σεκαμιά τους όχθη, μέχρι που φτάνουνστην Μπαμπουλκούντ και ποτίζουν τον

ιερό πορφυρό κήπο για τον οποίοτραγουδούν όλα τα έθνη. Οι μέλισσεςόλου του κόσμου τον επισκέπτονται σεμυστικό προσκύνημα κάθε δειλινό, μέσααπό άγνωστους δρόμους του αέρα.Κάποτε, απ’ το μισόφωτο βασίλειό του,απ’ όπου κυβερνάει εξίσου με τον ήλιο,το φεγγάρι είδε την Μπαμπουλκούντ,ντυμένη μες στον πορφυρό της κήπο καιτην ερωτεύτηκε. Ζήτησε να την κάνειδική του, μα η Μπαμπουλκούντ τοέδιωξε κλαμένο, γιατί είναι ομορφότερηαπ’ όλα τα αστέρια, τις αδελφές της. Οιαδελφές της την επισκέπτονται κάθεβράδι στην παρθενική της κάμαρα.Ακόμα κι οι θεοί μιλάνε μερικές φορέςγια την Μπαμπουλκούντ, ντυμένη καθώςείναι με τον πορφυρό της κήπο. Ακούστεμε, γιατί διακρίνω από τα μάτια σας πως

δεν έχετε αντικρίσει ακόμα τηνΜπαμπουλκούντ- βλέπω μέσα τους μιανανησυχία και μιαν ανικανοποίητηαποθυμιά. Ακούστε. Μέσα στον κήποπου σας λέω, υπάρχει μια λίμνη που δενέχει όμοια ή ταίρι της στον κόσμο-

σύντροφος γι’ αυτή δεν μπορεί να βρεθείανάμεσα σ’ όλες τις λίμνες. Οι όχθες τηςείναι από γυαλί, το ίδιο κι ο βυθός της.Μεγάλα ψάρια, με λέπια χρυσά και άλικακολυμπάνε πέρα δώθε μέσα της. Είναισυνήθειο του ογδοηκοστού δεύτερουΝέχεμωθ (που κυβερνά στις μέρες μαςτην πόλη), να ’ρχεται μόλις πέσει τοσούρουπο και να καθίζει μόνος του κοντάστη λίμνη. Την ίδια ώρα, οχτακόσιοισκλάβοι κατεβαίνουν από σκάλες μέσασε σπηλιές κάτω απ’ τη λίμνη.Τετρακόσιοι απ’ αυτούς κρατούν

πορφυρά φανάρια και βαδίζουν ο έναςπίσω απ’ τον άλλο, απ’ την ανατολή προςτη δύση, και τετρακόσιοι κρατούνπράσινα φανάρια και βαδίζουν ο έναςπίσω απ’ τον άλλο, από τη δύση προς τηνανατολή. Οι δυο σειρές διασταυρώνονταιξανά και ξανά, η μια με την άλλη, καθώςοι σκλάβοι κάνουν κύκλους, και τατρομαγμένα ψάρια πεταρίζουν καισπαρταρούν πέρα-δώθε».

Ενώ ο ταξιδιώτης μιλούσε, η νύχταέπεσε, θλιβερή και κρύα, κι εμείςτυλιχτήκαμε στις κουβέρτες μας καιξαπλώσαμε στην άμμο, με τις αδελφέςτης Μπαμπουλκούντ να μας κοιτούν απόψηλά. Όλη τη νύχτα, η έρημος μιλούσεγια πολλά πράγματα, απαλά καιψιθυριστά, μα δεν μπορώ να πω τι έλεγε.

Μονάχα ο άνεμος το ’ξερε, κι η άμμος,που σηκώθηκε, αναδεύτηκε καικατακάθισε πάλι. Ενώ η νύχτα κυλούσε,αυτοί οι δυο ανακάλυψαν τ’ αχνάρια μαςπου είχαν ταράξει την ιερή τους έρημο,και πάλεψαν από πάνω τους μέχρι που τασκέπασαν. Ύστερα, ο άνεμοςκαταλάγιασε κι η άμμος έπεσε. Ύστερα, οάνεμος σηκώθηκε ξανά, κι η άμμοςχόρεψε. Κι αυτό έγινε πολλές φορές, ενώόλη την ώρα η έρημος ψιθύριζε λόγιαακατανόητα.

Αποκοιμήθηκα για λίγο και ξύπνησαπριν την ανατολή, νιώθοντας πολύπαγωμένος. Άξαφνα, ο ήλιος αναπήδησεκαι φλόγισε τα πρόσωπά μας όλοιπετάξαμε τις κουβέρτες μας στο πλάι καισηκωθήκαμε. Φάγαμε και ξεκινήσαμε

πάλι για το νότο. Το καταμεσήμεροαναπαυτήκαμε και μετά συνεχίσαμε πάλι.Σ’ όλο μας το ταξίδι, η έρημος παρέμενεαπαράλλαχτη, σαν ένας βραχνάς πουβασανίζει ασταμάτητα κάποιονταλαίπωρο που κοιμάται.

Συχνά συναντούσαμε στο δρόμο μαςταξιδιώτες που έρχονταν από την Πόλητων Θαυμάτων, και μπορούσε να δεικανείς ένα φως και μια πληρότητα σταμάτια τους, που είχαν δει την Μπα-μπουλκούντ.

Το ίδιο απόγευμα, ένας άλλος οδοιπόροςμας πλησίασε, κι εμείς τον χαιρετίσαμε,

λέγοντας: «Θέλεις να φας και να πιειςμαζί μας, μιας κι όλοι οι άνθρωποι είν’

αδέλφια μέσα στην έρημο; »

Αυτός κατέβηκε απ’ την καμήλα του,κάθισε δίπλα μας, και είπε:

«Οταν το φως του πρωινού φέγγειπάνω στον κολοσσό του Νεμπ, κι ο Νεμπμιλήσει, όλοι οι μουσικοί του ΒασιλιάΝέχεμωθ ξυπνούν με μιας στηνΜπαμπουλκούντ.

»Στην αρχή, τα δάχτυλά τουςψηλαφίζουν τις χρυσές τους άρπες ήχαϊδεύουν τεμπέλικα τα βιολιά τους. Οινότες του κάθε οργάνου αρχίζουν ναβγαίνουν όλο και πιο καθάριες, σανπελαργοί που σηκώνονται μέσα απ’ τηνπρωινή δροσιά, μέχρι που ξαφνικάδένουν όλες μαζί και μια καινούριαμελωδία γεννιέται. Έτσι, κάθε πρωί, οιμουσικοί του Βασιλιά Νέχεμωθ

δημιουργούν ένα καινούριο θαύμα γιατην Πόλη των Θαυμάτων- δεν είναι,βλέπετε, κοινοί μουσικά-ντηδες, αλλάμαέστροι της μελωδίας, αρπαγμένοιπολύν καιρό πριν και κουβαλημένοι μεπλοία απ’ τα Νησιά των Ασμάτων. Μετον ήχο της μουσικής, ο Νέχεμωθξυπνάει μες στο ανατολικό δωμάτιο τουπαλατιού του, το οποίο είναι σκαλισμένοστη μορφή ενός μεγάλου μισοφέγγαρουμε μάκρος έξι χιλιόμετρα, και βρίσκεταιστη βορεινή μεριά της πόλης. Σταπαράθυρα του πιο ανατολικού δωματίουρίχνει ο ήλιος της ακτίνες του κάθεξημέρωμα και στα παράθυρα του πιοδυτικού, όταν δύει το βράδι.

«'Οταν ο Νέχεμωθ ξυπνά, καλεί τουςσκλάβους του, που κουβαλούν ένα

φορείο γεμάτο καμπανάκια, όπου οβασιλιάς μπαίνει ντυμένος με μιαελαφριά νυχτικιά. Οι σκλάβοι τρέχουνκαι τον μεταφέρουν στο Δωμάτιο τουΛουτρού, που ’ναι φτιαγμένο από όνυχα,ενώ τα μικρά καμπανάκια κουδουνίζουνκαθώς τρέχουν. Όταν ο Νέχεμωθ βγειαπό κει, λουσμένος κι αρωματισμένος, οισκλάβοι ξαναρχίζουν το τρέξιμο και τονμεταφέρουν στην Ανατολική Αίθουσατων Συμποσίων, όπου ο Βασιλιάς παίρνειτο πρώτο του γεύμα εκείνης της μέρας.Ύστερα, μέσα από τον μεγάλο, λευκόδιάδρομο που τα παράθυρά τουκοιτάζουν όλα προς τον ήλιο, ο Νέχεμωθφτάνει μέσα στο φορείο του στηνΑίθουσα Ακροάσεων των Πρέσβεων τουΒορρά, που είναι ολόκληρη στολισμένημε πραμάτειες απ’ το βορρά.

«Παντού τριγύρω, βλέπει κανείςκεχριμπαρένια στολίδια και κύπελλασκαλισμένα απ’ το σκούρο βορεινόκρύσταλλο, και στα πατώματά της είναι,απλωμένες γούνες απ’ τις ακτές τηςΒαλτικής.

»Σε διπλανά δωμάτια είναιαποθηκευμένο το περιζήτητο φαγητό τωνσκληρών ανθρώπων του Βορρά, μαζί μετο δυνατό τους κρασί, χλωμό στην όψη,μα φλόγα σκέτη όταν το γευτείς. Εκείδέχεται ο Βασιλιάς τους βάρβαρουςπρίγκιπες από τις παγωμένες χώρες.'Επειτα, οι σκλάβοι τον μεταφέρουνγρήγορα στην Αίθουσα Ακροάσεων τωνΠρέσβεων της Ανατολής, όπου οι τοίχοιείναι σκεπασμένοι με τυρκουάζ καιστολισμένοι με ρουμπίνια απ’ την

Κεϋλάνη. Εκεί μέσα, οι θεοί είναι οι θεοίτης Ανατολής, όλες οι κουρτίνες είναιυφασμένες στην καρδιά της θαυμαστήςΙνδίας, κι όλα τα γλυπτά έχουν γίνει με τηθαυμαστή τέχνη των νησιών. Αν κάποιοκαραβάνι απ’ την Ινδία ή την Κίνα τύχεινα βρεθεί στην πόλη, είναι συνήθειο τουΒασιλιά να προσκαλεί εκεί μέσα τουςΜανδαρίνους και τους Μογγόλους και νασυζητάει μαζί τους, μιας κι απ’ τηνΑνατολή έρχονται όλες οι τέχνες κι οιγνώσεις του κόσμου, κι οι άνθρωποι απόκει ξέρουν να συζητάνε όμορφα. Ύστερα,ο Νέχεμωθ περνάει μέσα στις άλλεςΑίθουσες Ακροάσεων, και δέχεται, ίσως,κάποιον Σεΐχη των Αράβων που πέρασετη μεγάλη έρημο από τα δυτικά ή κάποιαπρεσβεία απ’ τους λιγόλογους λαούς τουΝότου που έχουν έρθει να του δώσουν τα

σεβάσματά τους. Όλη την ώρα, οισκλάβοι με το φορείο τρέχουν προς ταδυτικά, ακολουθώντας τον ήλιο, έτσι πουπάντα ο ήλιος να ρίχνει τις ακτίνες τουμέσα στο δωμάτιο που κάθεται οΝέχεμωθ, ενώ η μουσική κάποιας απ’ τιςορχήστρες του έρχεται ασταμάτηταηδονική μέχρι τ’ αυτιά του. 'Οταν τομεσημέρι πλησιάσει, οι σκλάβοι τρέχουνσε δροσερά σύδεντρα που βρίσκονταιπάνω στους κρεμαστούς κήπους τηςβορινής μεριάς του παλατιού, ξεχνώνταςτο κυνήγι του ήλιου. Η ζέστη κα-τανικάτη διάνοια των μουσικών, κι ένα ένα, ταχέρια τους πέφτουν απ’ τα όργανά τουςμέχρι που κάθε μελωδία παύει. Εκείνη τηστιγμή, απο-κοιμιέται κι ο Νέχεμωθ, κι οισκλάβοι ακουμπούν κάτω το φορείο καιπλαγιάζουν δίπλα του. Τούτη την ώρα, η

πόλη νεκρώνει κι η σιωπή καλύπτει τοπαλάτι του Νέχεμωθ και τους τάφους τωναρχαίων Φαραώ. Ακόμα κι οικοσμηματοπώληδες που πουλάνεπετράδια για πρίγκιπες στην αγορά,παύουν τα παζαρέματά τους καισταματούν να τραγουδούν. ΣτηνΜπαμπουλκούντ, βλέπετε, ο πωλητήςρουμπινιών τραγουδάει το τραγούδι τουρουμπινιού, κι ο πωλητής ζαφειριών, τοτραγούδι του ζαφειριού, και κάθε πετράδιέχει το δικό του τραγούδι, έτσι που οκάθε έμπορος, με το τραγούδι τουδιαλαλεί και φανερώνει τι πραμάτειαπουλάει.

»Όλοι, όμως, αυτοί οι ήχοι παύουν τηνώρα του μεσημεριού, κι οικοσμηματοπώλες της αγοράς ξαπλώνουν

σ’ όποια σκιά μπορούν να βρουν, ενώ οιπρίγκιπες γυρίζουν στα δροσερά κατώγιατων παλατιών τους. Μια μεγάλη σιωπήκρέμεται στον λαμπερό αέρα, πάνω απ’την Μπαμπουλκούντ.

«'Οταν το απόγευμα δροσίσει, κάποιοςαπ’ τους μουσικούς του Βασιλιά πουκοιμόταν ονει-ρευόμενος την πατρίδατου, ξυπνάει και χαϊδεύει με τα δάχτυλάτου την άρπα του. Μαζί με τη μουσική,βγαίνει και κάποια ανάμνηση του ανέμου,καθώς φυσάει μέσα από τα δέντρα τωνβουνών, στα Νησιά των Ασμάτων. Γιαχάρη της ανάμνησης αυτής, ο μουσικόςβγάζει σπαραχτικούς θρήνους μέσα απ’την ψυχή της άρπας του, ξυπνώντας τουςσυντρόφους του. Ύστερα, όλοι μαζίφτιάχνουν ένα τραγούδι για την πατρίδα

τους, υφασμένο από κουβέντες που λένεστο λιμάνι όταν αράζουν τα πλοία κι απόιστορίες που λένε στα καλύβια για τουςανθρώπους των αλλο-τινών καιρών. Μια-μια, η κάθε ορχήστρα ακολουθεί στοτραγούδι, κι η Μπαμπουλκούντ, η πόλητων Θαυμάτων, πάλλεται μ’ ένακαινούριο θαύμα. Εκείνη την ώρα,ξυπνάει κι ο Νέχεμωθ, κι οι σκλάβοιπετάγονται όρθιοι και μεταφέρουν τοφορείο στην άλλη άκρη του παλατιού,ανάμεσα στο νότο και στη δύση, για ναμπορέσει ο βασιλιάς να δει τον ήλιο ξανά.Τα κουδουνάκια του φορείουξαναρχίζουν να ηχούν οι φωνές τωνκοσμηματοπώληδων τραγουδούν ξανά τοτραγούδι του σμαραγδιού και τουζαφειριού- οι άνθρωποι μιλάνε απ’ ταμπαλκόνια, οι ζητιάνοι κλαψουρίζουν

στους δρόμους, οι μουσικοί ξαναπιάνουνδουλειά, κι όλοι οι ήχοι δένουν μαζί σ’ένα μούρ-μουρο, που είναι η φωνή τηςΜπαμπουλκούντ καθώς μιλάει στοδειλινό.

«Ο ήλιος πέφτει όλο και πιο χαμηλά,μέχρι που ο Νέχεμωθ, ακολουθώνταςτον, φτάνει μαζί με τους λαχανιασμένουςσκλάβους του στον μεγάλο πορφυρόκήπο, για τον οποίο σίγουρα θα ’χειτραγούδια κι η χώρα σας, απ’ όποια χώρακαι να ’στε.

»Εκεί βγαίνει από το φορείο του κιανεβαίνει σ’ έναν ελεφάντινο θρόνοστημένο στη μέση του κήπου και πουκοιτάζει δυτικά. Εκεί κάθεται μόνος,παρακολουθώντας τον ήλιο μέχρι που να

χαθεί εντελώς. Εκείνη την ώρα, τοπρόσωπο του Νέχεμωθ σκυθρωπιάζει.Πολλοί τον έχουν ακούσει ναμουρμουρίζει την ώρα τουηλιοβασιλέματος: “Ακόμα κι εγώ, ακόμακι εγώ”. Μ’ αυτό τον τρόπο ο ΒασιλιάςΝέχεμωθ κι ο ήλιος τελειώνουν τηνπεριπλάνησή τους πάνω απ’ τηνΜπαμπουλκούντ.

»Λίγο αργότερα, όταν τ’ αστέριαβγουν για να κοιτάξουν με ζήλεια τηνομορφιά της πόλης των Θαυμάτων, οΒασιλιάς πηγαίνει σ’ ένα άλλο σημείοτου κήπου και κάθεται σ’ ένα ανάκλιντροαπό οπάλιο, ολομόναχος, δίπλα στηνόχθη της ιερής λίμνης. Είναι η λίμνη πουοι όχθες και ο βυθός της είναι φτιαγμένααπό γυαλί και τη φωτίζουν από κάτω

σκλάβοι με πορφυρά και πράσινα φώτα,κι είναι ένα απ’ τα επτά θαύματα τηςΜπαμπουλκούντ. Τρία απ’ αυτά ταθαύματα είναι στη μέση της πόλης καιτέσσερα στις πύλες της. Υπάρχει η λίμνηγια την οποία σας μιλώ, κι ο πορφυρόςκήπος που σας ανέφερα και που ’ναιθαύμα ακόμα και για τ’ αστέρια. Ύστεραείναι ο Ονγκ Ζβάρμπα, για τον οποίοεπίσης θα σας πω. Τα θαύματα στις πύλεςείναι τα εξής: Στην πύλη της ανατολής, οΝεμπ. Στην πύλη του βορρά, το θαύματου ποταμού και των γεφυριών του.Βλέπετε, ο Ποταμός Του Μύθου γίνεταιένα με τα Νερά του Θρύλου στην έρημοέξω απ’ την πόλη, και κυλάει κάτω απόμια πύλη από ατόφιο χρυσάφι και κάτωαπό πολλά γεφύρια, φανταστικάσκαλισμένα κι ένα με την κάθε όχθη. Το

θαύμα της δυτικής πύλης είναι ο Άνολιθκι ο σκύλος Βοθ. Ο Άνολιθ κάθεται έξωαπό τη δυτική πύλη και κοιτάζει προς τηνπόλη. Είναι ψηλότερος απ’ οποιοδήποτεπύργο ή παλάτι, γιατί το κεφάλι του έχεισκαλιστεί απ’ την κορφή του αρχαίουλόφου. Έχει δυο μάτια από ζαφείρια μετα οποία αντικρίζει την Μπαμπουλκούντ,και το θαύμα είναι πως τα μάτια του είναισήμερα στις ίδιες κόγχες που βρίσκοντανκι όταν πλάστηκε ο κόσμος, μόνο πουτότε τα σκέπαζε μάρμαρο που τρίφτηκεκι αφαιρέθηκε έτσι που να δουν το φωςτης μέρας και τα ζηλιάρικα αστέρια. Οσκύλος Βοθ που κάθεται δίπλα του είναιπιο μεγάλος κι από λιοντάρι. Κάθε τρίχαπάνω στην πλάτη του έχει σκαλιστείξεχωριστά, η χαίτη του είναι σηκωμένηκαι τα δόντια του γυμνά. Όλοι οι

Νέχεμωθ λατρεύουνε τον Άνολιθ, αλλά ολαός προσεύχεται στο σκύλο Βοθ, γιατίείναι νόμος απαράβατος να μην έχεικανείς εκτός απ’ τον Νέχεμωθ δικαίωμανα λατρέψει τον Θεό Άνολιθ. Το θαύμαστην πύλη του νότου είναι το θαύμα τηςζούγκλας, γιατί έρχεται μ’ όλη της τησκοτεινή κι αταξίδευτη θάλασσα απόδέντρα, τίγρεις και ορχιδέες, περνώνταςστην πόλη μέσα από μια μαρμάρινη πύλητου τείχους. Από κει πέρα απλώνεται σ’ένα χώρο με μάκρος μίλια πολλά. Είναιαρχαιότερη από την Πόλη τωνΘαυμάτων, γιατί κατοικούσε από παλιάσε μια κοιλάδα του βουνού απ’ όπου οΝέχεμωθ, ο πρώτος Φαραώ, σκάλισε τηνΜπαμπουλκούντ.

»Το ανάκλιντρο από οπάλιο πάνω στο

οποίο κάθεται ο Βασιλιάς τα δειλινά,βρίσκεται στην άκρη της ζούγκλας κι οιαναρριχώμενες ορχιδέες έχουν προπολλού περάσει τα βλαστάρια τους μέσααπ’ τα σκαλίσματά του, τραβηγμένες απότα φώτα της λίμνης, και τώρα ανθούνεκεί μ’ όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.Κοντά στο ανάκλιντρο αυτό, βρίσκονταικαι τα χαρέμια του Νέχεμωθ.

»0 Βασιλιάς έχει τέσσερα χαρέμια —τοένα αποτελείται από γεροδεμένεςγυναίκες των βουνών του βορρά, τοδεύτερο από μελαχρινές κι εξωτικέςγυναίκες της ζούγκλας, το τρίτο απόγυναίκες της ερήμου με διαβατάρικεςψυχές και το τελευταίο από πριγκίπισσεςτου δικού του γένους, που τα καστανάτους μάγουλα κοκκινίζουν από το αίμα

των αρχαίων Φαραώ και πουσυναγωνίζονται την Μπαμπουλκούντ μετην εκπληκτική ομορφιά τους και δενγνωρίζουν τίποτα για την έρημο, τηζούγκλα ή τους γυμνούς λόφους τουβορρά. Αυτές οι τελευταίες δεν έχουνκανένα στολίδι πάνω τους, και ταφορέματά τους είναι απλά, γιατίγνωρίζουν πως ο Νέχεμωθ βαριέται τηνυπερβολική πολυτέλεια. Είναι, λοιπόν,όλες αστόλιστες, εκτός από μια, τηνπριγκί-πισσα Λίντεριθ, που φοράει επάνωτης το Ονγκ Ζβάρμπα και τα τρίαμικρότερα θαλασσινά πετράδια. Τέτοιοπετράδι σαν το Ονγκ Ζβάρμπα δενυπάρχει ούτε πάνω στο τουρμπάνι τουΝέχεμωθ, ούτε ακόμα κι ανάμεσα στουςβυθισμένους θησαυρούς. Ο ίδιος θεόςπου έπλασε τη Λίντε-ριθ έπλασε και το

Ονγκ Ζβάρμπα, πολύν καιρό πριν. Αυτήκαι το πετράδι φέγγουν μαζί με ένα φως,και δίπλα τους λάμπουν και τ’ άλλα τρίαμικρότερα θαλασσινά πετράδια.

»Ενώ ο Βασιλιάς κάθεται στο οπάλινοανάκλιντρό του δίπλα στην ιερή λίμνη, κιενώ οι ορχιδέες ανθίζουν γύρω του, όλοιοι ήχοι παύουν. Ο ήχος από τα πατήματατων σκλάβων, καθώς κάνουνκουρασμένα ατέλειωτους γύρους, δενβγαίνει ποτέ στην επιφάνεια. Από ώραπολλή, οι μουσικοί έχουν αποκοιμηθείκαι τα χέρια τους έχουν πέσει άτονα πάνωστα όργανά τους. Οι φωνές της πόληςέχουν σβήσει. Ίσως κάποια βραδιά, οαναστεναγμός μιας γυναίκας της ερήμουνα μοιάσει με τραγούδι ή κάποια καυτήκαλοκαιρινή νύχτα μια γυναίκα των

λόφων να ψελλίσει χαμηλόφωνα ένατραγούδι του χιονιού- όλη τη νύχτα, μέσαστον πορφυρό κήπο, κελαηδάει ένααηδόνι- όλα τ’ άλλα είναι βουβά- τ’αστέρια που κοιτάζουν τηνΜπαμπουλκούντ ανατέλλουν και δύουν,και το ψυχρό δυστυχισμένο φεγγάριαρμενίζει ολομόναχο ανάμεσά τουςκαθώς η νύχτα κυλά- τελικά, η σκοτεινήμορφή του Νέχεμωθ, του ογδοηκοστούδεύτερου στη δυναστεία του, σηκώνεται,κι απομακρύνεται αθόρυβα».

Ο ταξιδιώτης έπαψε να μιλάει. Για ώραπολλή, τα καθαρά αστέρια, οι αδελφέςτης Μπαμπουλκούντ, έλαμπαν επάνω τουκαθώς μιλούσε, κι ο άνεμος είχε σηκωθείκι είχε ψιθυρίσει στην άμμο, κι η άμμοςμυστικά μετακινιόταν πέρα δώθε. Κανείς

από μας δεν είχε κοιμηθεί κι ούτε κανκινηθεί από τη θέση του, όχι τόσο απόθαυμασμό για τη διήγηση που ακούγαμε,αλλά απ’ τη σκέψη πως σε δυο μόλιςμέρες θα βλέπαμε όλα αυτά τα θαύματαμε τα ίδια μας τα μάτια.

Υστερα, τυλιχτήκαμε με τις κουβέρτεςμας και πλαγιάσαμε με τα πόδια μας προςτ’ αποκαΐδια της φωτιάς μας.Κοιμηθήκαμε όλοι με μιας, και μες σταόνειρά μας η δόξα της Πόλης τωνΘαυμάτων γινόταν ακόμα πιο μεγάλη.

Ο ήλιος σηκώθηκε και φλόγισε ταπρόσωπά μας, κι όλη η έρημοςλαμπύρισε απ’ το φως του. Σηκωθήκαμεκι ετοιμάσαμε πρωινό, κι όταν απο-φάγαμε, ο ταξιδευτής μας αποχαιρέτησε.

Εμείς προσευχηθήκαμε για την ψυχή τουστο θεό της χώρας απ’ όπου ερχόταν, κιαυτός προσευχήθηκε για τις δικές μαςστο θεό του λαού μας. Λίγο αργότερα,ένας οδοιπόρος που ταξίδευε με ταπόδια, μας πρόφτασε στο δρόμο. Φόραγεέναν κουρελιασμένο καφετί μανδύα καιφαινόταν σαν να περπατούσε όλη τηνύχτα. Ήταν βιαστικός, αλλά συνάμα καικουρασμένος, κι έτσι όταν τουπροσφέραμε φαγητό και νερό, τα δέχτηκεμ’ ευχαρίστηση. Όταν τον ρωτήσαμε πούπήγαινε, εκείνος μας αποκρίθηκε: «ΣτηνΜπαμπουλ-κούντ». Του είπαμε πως κιεμείς για κει τραβούσαμε, και τουπροσφέραμε μια καμήλα για να κα-βαλήσει, αλλά αυτός μας απάντησε μετρόπο παράξενο:

«Όχι, Περάστε μπροστά μου. Είναιθλιβερό να μην έχετε αντικρίσει τηνΜπαμπουλκούντ ενώ ήσασταν ζωντανοίτις μέρες που στεκόταν ακόμα.Προχωρήστε μπροστά μου κι αγναντέψτετην, κι ύστερα φύγετε αμέσως μακριά,και γυρίστε στο βορρά».

Αν και δεν καταλάβαμε κουβέντα του,εκείνος επέμενε να μας αφήσει, κι έτσισυνεχίσαμε το ταξίδι μας προς το νότοκαι τελικά, κατά το μεσημέρι, φτάσαμεσε μια όαση φοίνικες μ’ ένα πηγάδι στημέση. Εκεί ποτίσαμε τις καμήλες μας,γεμίσαμε τα παγούρια μας καιξεκουράσαμε τα μάτια μας μέσα στηνπρασινάδα, μένοντας για πολλές ώρεςστη σκιά. Όταν το απόγευμα είχεπροχωρήσει για τα καλά, ταξιδέψαμε

αρκετό δρόμο ακόμη και καταυλίσαμελίγο μετά το πέσιμο του ήλιου. Καθώςκαθόμαστε γύρω από τη φωτιά, ο άντραςμε τα κουρέλια μας έφτασε πάλι, μιας κιόπως φαινόταν περπατούσε όλη τη μέρα.Του δώσαμε ξανά φαγητό και νερό, καιμέσα στο δειλινό μας μίλησε πάλι:

«Είμαι ένας υπηρέτης του Κυρίου, τουΘεού του λαού μου, και πάω για δικό τουθέλημα στην Μπαμπουλκούντ. Είναι ηπιο όμορφη πόλη στον κόσμο- καμιά δενέχει υπάρξει σαν κι αυτήν, κι ακόμα καιτ’ αστέρια του Θεού ζηλεύουν τηνομορφιά της. Είναι ολόλευκη, αλλάροδαλές φλέβες διαπερνούν όλους τουςδρόμους και τα σπίτια της, και μοιάζουνσαν φλόγες μέσα στη λευκή ψυχή ενόςγλύπτη και σαν την αποθυμιά μες στον

Παράδεισό. Έχει σκαλιστεί από έναν ιερόλόφο, και δεν την έχουν φτιάξει σκλάβοι,αλλά καλλιτέχνες που ’ταν ερωτευμένοιμε τη δουλειά που έκαναν. Δεν πήραν τασχέδιά τους απ’ τα σπίτια των ανθρώπων,μα ο καθένας έφτιαξε ό, τι έβλεπε με ταμάτια της ψυχής του, και σκάλισε πάνωστο μάρμαρο το όνειρό του. Πάνω στηνοροφή μιας απ’ τις αίθουσες τουπαλατιού, φτερωτά λιοντάρια κάθονταισαν νυχτερίδες. Το μέγεθος του καθενόςείναι το ίδιο μ’ αυτό των λεόντων τουΘεού και τα φτερά τους είναι πιο μεγάλααπ’ όποια έχει φτιάξει ποτέ η φύση. Τοένα βρίσκεται πάνω απ’ τ’ άλλο, κι είναιπιο πολλά απ’ όσα μπορεί κανείς ναμετρήσει, κι όλα σκαλί-σμένα απ’ το ίδιομονοκόμματο μάρμαρο. Η ίδια η αίθουσαέχει σκαλιστεί μέσα σ’ αυτό το κομμάτι

και βρίσκεται καθισμένη πάνω στασκαλισμένα κλαριά ενός σύδεντρου απόμαρμαρένιες φτέρες, καμωμένο απ’ τοχέρι κάποιου λιθοξόου της ζούγκλας πουπρέπει να τις αγαπούσε πολύ. Πάνω απ’τον Ποταμό του Μύθου, που γίνεται έναμε τα Νερά του Θρύλου, περνούνγέφυρες καμωμένες να μοιάζουν με ταδέντρα της βιστέριας και του λαβούρνου.Εκατοντάδες άλλα υπέροχακατασκευάσματα υπάρχουν, κι είναιπροϊόντα της αποθυμιάς των ψυχώνλιθοξόων που ’ναι νεκροί από πολύνκαιρό. Αχ, είναι πανέμορφη η λευκήΜπαμπουλκούντ, πανέμορφη στ’αλήθεια-μα είναι και περήφανη, κι οΚύριος, ο Θεός του λαού μου είδε τηνπερηφάνια της και τις προσευχές τουΝέχεμωθ να κατευθύνονται προς το

φριχτό εξάμβλωμα, τον Άνολιθ, κι όλο τολαό να πιστεύει στον Βοθ. Είναιπεντάμορφη η Μπαμπουλκούντ, μα,αλίμονο, δεν μπορώ να την ευλογήσω.Θα μπορούσα να ζω αιώνια σ’ έναν απότους κρεμαστούς της κήπους,κοιτάζοντας τη μυστηριώδη ζούγκλα στοκέντρο της και τις ορχιδέες πουσκαρφαλώνουν μέσ’ απ’ το σκοτάδι γιανα στρέψουν τα πρόσωπά τους προς τονουρανό. Μεγάλος θα ’ταν ο έρωτάς μουγια την Μπαμπουλκούντ, αλλά είμαι ουπηρέτης του Κυρίου, του Θεού του λαούμου, κι ο βασιλιάς έχει αμαρτήσειλατρεύοντας το είδωλο του Άνολιθ κι ολαός με το να παρακαλάει τον Βοθ.Αλίμονο σε σένα, Μπαμπουλκούντ,αλίμονο που δεν μπορώ ακόμα και τηντελευταία στιγμή να γυρίσω πίσω. Αύριο

πρέπει να προφητέψω εναντίον σου καινα σε καταραστώ, Μπαμπουλκούντ.Όμως,

εσείς, ταξιδιώτες, που μου φερθήκατετόσο ευγενικά, σηκωθείτε καισυνεχίστε με τις καμήλες σας, γιατί δενμπορώ να καθυστερήσω άλλο πια νακάνω το θέλημα του Κυρίου, του Θεούτου λαού μου. Πηγαίνετε και δείτε τηνΜπαμπουλ-κούντ, πριν την καταραστώ,και μετά φύγετε όσο πιο γρήγοραμπορείτε προς το βορρά».

Ένα αποκαΐδι τινάχτηκε απ’ τη φωτιάκι έριξε ένα παράξενο φως στα μάτιατου κουρελιασμένου ξένου. Σηκώθηκεμε μιας, κι ο σκισμένος του μανδύαςστροβιλίστηκε γύρω του σαν μεγάλη

φτερούγα πουλιού. Δεν είπε τίποτεάλλο, μα στράφηκε προς τα νότια καιχάθηκε μες στο σκοτάδι προς τηνκατεύθυνση της Μπαμπουλκούντ. Μιαμεγάλη σιωπή έπεσε σ’ όλον τονκαταυλισμό, κι ήρθε στα ρουθούνιαμου μια μυρωδιά καπνού. 'Οταν κι ητελευταία φλόγα έσβησε στη φωτιά,αποκοιμήθηκα, μα ο ύπνος μου ήτανταραγμένος από πολύ άσχημα όνειρα.

Με το ξημέρωμα, οι οδηγοί μαςείπαν πως θα φτάναμε στην πόλη πριναπ’ το πέσιμο της νύχτας. Ξανάπροχωρήσαμε προς τα νότια, μέσα απ’την απαράλλαχτη έρημο. Μερικέςφορές συναντούσαμε ταξιδιώτες πουγύριζαν από την Μπαμπουλκούντ, μετην ομορφιά των θαυμάτων της ακόμα

νωπή μες στα μάτια τους.

Όταν στρατοπεδεύσαμε, κοντά στημέση της μέρας, είδαμε ένα μεγάλοπλήθος να ’ρχεται τρέχοντας προς τομέρος μας απ’ το νότο. Μόλιςπλησίασαν κοντά, τους χαιρετίσαμε καιτους ρωτήσαμε: «Τι νέα από τηνΜπαμπουλκούντ; »

«Δεν είμαστε απ’ τη φυλή τωνανθρώπων της Μπαμπουλκούντ»,αποκρίθηκαν εκείνοι, «αλλά μαςαιχμαλώτισαν όταν είμαστε παιδιά καιμας

κουβάλησαν από τους λόφους τουβορρά. Όλοι μας είδαμε σε οράματα τονΚύριο, το Θεό του λαού μας, να μας

καλεί από τους λόφους Του, κι έτσι όλοιδραπετεύσαμε, τραβώντας βορινά. ΣτηνΜπαμπουλκούντ, ο Βασιλιάς Νέχεμωθβασανιζόταν για νύχτες από όνειραολέθρου που κανένας δεν μπορούσε ναεξηγήσει. Και να τι ονειρεύτηκε οΒασιλιάς την πρώτη νύχτα των ονείρωντου: Είδε μέσα σε απόλυτη σιγή ένακατάμαυρο πουλί να πετά πάνω απ’ τηνπόλη, και κάτω απ’ τα φτερά του ηΜπαμπουλκούντ σκοτείνιασε- είδε μετάένα πουλί ολόλευκο, που κάτω απ’ ταφτερά του η Μπαμπουλκούντ φώτισε κιύστερα τέσσερα άλλα πουλιά, εναλλάξμαύρα και λευκά. Όταν περνούσαν ταμαύρα, η Μπαμπουλκούντ σκοτείνιαζε, κιόταν φανερώνονταν τ’ άσπρα, οι δρόμοικαι τα σπίτια της έλαμπαν. Μετά, όμως,το έκτο πουλί, δεν ακολούθησε άλλο, κι

η Μπαμπουλκούντ χάθηκε από τη θέσητης κι εκεί που βρισκόταν απόμεινε μόνοκενή έρημος κι οι ποταμοί Οονράνα καιΦλεγαθένης που θρηνούσαν ολομόναχοι.Το επόμενο πρωί, όλοι οι προφήτες τουΒασιλιά μαζεύτηκαν μπροστά στα είδωλάτους και τα ρώτησαν για το όνειρο, αλλάτα είδωλα δεν αποκρίθηκαν. Όταν ηδεύτερη νύχτα κατέβηκε απ’ τα παλάτιατου Θεού, ντυμένη με πολλά αστέρια, οΒασιλιάς Νέχεμωθ ονειρεύτηκε ξανά. Σ’αυτό του τ’ όνειρο, ο Βασιλιάς είδεμονάχα τέσσερα πουλιά, μαύρα καιλευκά εναλλάξ, όπως και πριν. ΗΜπαμπουλκούντ σκοτείνιαζε καθώςπερνούσαν τα μαύρα κι έφεγγε ότανπερνούσαν τα λευκά. Μετά το τέταρτοπουλί, δεν ακολούθησε άλλο, κι ηΜπαμπουλκούντ χάθηκε από τη θέση

της, αφήνοντας πίσω μόνο την ξεχασιάραέρημο και τους θλιμμένους ποταμούς.

»Κι όμως, ξανά τα είδωλα δενμιλούσαν, και κανείς δεν μπορούσε ναδώσει εξήγηση στα όνειρα. Όταν η τρίτηνύχτα ήρθε απ’ τα ουράνια δώματα,στολισμένη όπως κι οι αδελφές της, ξανάο Βασιλιάς Νέχεμωθ ονειρεύτηκε. Είδεένα πουλί ολόμαυρο να περνάει ξανά, κιη Μπαμπουλκούντ σκοτείνιασε από κάτωτου κι ύστερα ένα λευκό που τη φώτισε.Μετα απ’ αυτό δεν ήρθε άλλο, κι ηΜπαμπουλκούντ εξαφανίστηκε. Η χρυσήμέρα ήρθε, διώχνοντας τα όνειρα στοδιάβα της, κι ακόμα τα είδωλα παρέμενανσιωπηλά κι οι προφήτες του Βασιλιά δενμπορούσαν να δώσουν εξήγηση στοόνειρο. Μόνο ένας προφήτης στάθηκε

μπροστά στον Βασιλιά και του είπε: “Ταμαύρα πουλιά, Ω Βασιλιά, είναι νύχτεςκαι τα λευκά πουλιά μέρες... ”. Ήταναυτό που φοβόταν ο Βασιλιάς, γιατίσηκώθηκε και χτύπησε με το σπαθί τουτον προφήτη, που η ψυχή του πέταξεουρλιάζοντας κι έπαψε ν’ ασχολείται μενύχτες και με μέρες.

«'Ηταν εψές το βράδι που ο Βασιλιάςονειρεύτηκε το τρίτο του όνειρο, κι αυτότο πρωί δραπετεύσαμε όλοι από τηνΜπαμπουλκούντ. Μια μεγάλη ζέστα έχειπέσει επάνω της, κι οι ορχιδέες τηςζούγκλας έχουν κρεμάσει τα κεφάλιατους. Όλη τη νύχτα οι γυναίκες τουχαρεμιού απ’ το βορρά ζητούσανε τουςλόφους τους, θρηνώντας σπαραχτικά.Μεγάλος φόβος και κακή προαίσθηση

έχει πέσει πάνω στην πόλη. Δυο φορές οΝέχεμωθ πήγε να προσευχηθεί στονΆνολιθ, κι όλος ο λαός γονατίζειμπροστά στον Βοθ. Τρεις φορές οιμάντηδες κοίταξαν μέσα στη μεγάληκρυστάλλινη σφαίρα που προβλέπει τομέλλον, και τρεις φορές τη βρήκαν κενή.Πήγαν και τέταρτη φορά, αλλά και πάλικανένα όραμα δεν τους αποκαλύφθηκε.Όλες οι φωνές έχουνε βουβαθεί στηνΜπαμπουλκούντ».

Σύντομα, οι ταξιδιώτες σηκώθηκανκαι πήραν πάλι το δρόμο προς το βορρά,αφήνοντάς μας μες στην απορία. Στηδιάρκεια της μέρας αναπαυτήκαμε όσομπορούσαμε, αλλά ο αέρας ήταν άπνοοςκαι μύριζε θειάφι, κι οι καμήλες όλεςανήσυχες. Οι Άραβες έλεγαν πως αυτό

προμήνυε ανεμοθύελλα, κι ένας μεγάλοςάνεμος θα σήκωνε την άμμο. Με τοαπόγευμα σηκωθήκαμε, κι αρχίσαμε ναταξιδεύουμε βιαστικά, ελπίζοντας ναβρούμε καταφύγιο πριν ξεσπάσει ηθύελλα. Ο αέρας φλεγόταν ανάμεσαστην ψημένη έρημο και τον καυτόουρανό.

Ξαφνικά, ένας άνεμος σηκώθηκε απ’το Νότο, ερχόμενος απ’ τη μεριά τηςΜπαμπουλκούντ, κι η άμμος σηκώθηκεδημιουργώντας αλλόκοτα σχήματα. Οάνεμος μάνιασε περισσότερο, καικλαψούριζε καθώς φυσούσε, ενώεκατοντάδες μορφές από άμμο πέρασανγύρω μας, κι ακούγαμε μικρές φωνέςανάμεσά τους. Γρήγορα, ο άνεμοςκαταλάγιασε ξαφνικά, οι φωνές έσβησαν

κι ο πανικός της άμμου πέρασε. Όταν ηθύελλα ξε-θύμανε, ο αέρας δρόσισε, ητρομερή μυρωδιά του θειαφιού και τοκακό προαίσθημα χάθηκαν, κι οικαμήλες ηρέμησαν. Οι Άραβες είπανπως ότι ήταν να γίνει είχε γίνει, όπωςήταν η επιθυμία του Θεού.

Ο ήλιος έδυσε, και με το σούρουποφτάσαμε στη συμβολή του Οονράνα μετον Φλεγαθένη, αλλά μες στομισοσκόταδο δεν διακρίναμε καμιά

Μπαμπουλκούντ. Συνεχίσαμε μεβιασύνη, για να φτάσουμε στην πόληπριν πέσει η νύχτα, κι έτσι φτάσαμε στοσημείο που ο Ποταμός του Μύθουμπαίνει στην πόλη μαζί με τα Νερά τουΘρύλου, αλλά και πάλι δεν είδαμε την

Μπαμπουλκούντ. Παντού τριγύρω μας,υπήρχε μόνο η άμμος και τα βράχια τηςαπαράλλαχτης ερήμου, εκτός απ’ τοσημείο του νότου, που βρισκόταν ηζούγκλα, με τις ορχιδέες της στραμμένεςπρος τον ουρανό. Τότεσυνειδητοποιήσαμε πως είχαμε φτάσειπολύ αργά, κι η καταστροφή τηςΜπαμπουλκούντ είχε συντελεστεί. Δίπλαστην όχθη του ποταμού και μέσα στηγυμνή έρημο, ο κουρελής ήτανκαθισμένος πάνω στην άμμο κι έκλαιγεπικρά με το πρόσωπο κρυμμένο στιςπαλάμες του.

Έτσι χάθηκε την ώρα των λατρειών τηςμπροστά στον Άνολιθ, το δισχιλιοστό καιτριακοστό δεύτερο έτος της ύπαρξής της,

κι έξι χιλιάδες χρόνια από την Κτίση τουΚόσμου, η Μπαμπουλκούντ, η Πόλη τωνΘαύμάτων, που μερικοί απ’ αυτούς πουτη μισούσαν ονόμαζαν η Πόλη τουΣκυλιού. Τη θρήνησαν από την Αραβίαμέχρι την Ινδία και σ’ όλη τη ζούγκλα καιτην έρημο. Δεν άφησε πίσω της κανέναχνάρι που να δείχνει το μέρος πουστεκόταν, αλλά όλοι όσοι γνώρισαν τηνομορφιά της τη θυμούνται μ’ άσβηστηαγάπη και την τραγουδούν ακόμα, παράτην οργή του Θεού.

ΔΥΟ ΗΛΙΟΙ ΔΥΟΥΝ

του Καρλ Έντγουαρντ Βάγκνερ

Ο Καρλ Έντγουαρντ Βάγκνερ είναιένας άλλος καταπληκτικός συγγραφέαςάγνωστος στο ελληνικό κοινό. Διατηρείδικό του εκδοτικό οίκο που προσπαθεί ναεπανεκδώσει τα καλύτερα διηγήματα πουεμφανίστηκαν στο περιοδικό Weird Talesστο μεσοπόλεμο. Είναι περισσότερογνωστός για τον ήρωά του Κέιν κι έχειεκδόσει μέχρι τώρα αρκετά βιβλία μ’αυτόν σαν βασικό χαρακτήρα. Ο Κέιν,παρότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται να’ναι ο στερεότυπος τύπος του«βάρβαρου», έχει στην πραγματικότηταπολλές ιδιαιτερότητες που τον κάνουν ν’απέχει πολύ απ’ τους συνηθισμένουςσυναδέλφους του. Από τη μια, είναι τιςπιο πολλές φορές αμοραλιστής καιικανός να προδώσει κάθε στιγμή τους

συντρόφους του, να σφάξει και ναλεηλατήσει χωρίς έλεος. Από την άλλη,είναι διανοούμενος (ποιητής, μάγος,αρχιτέκτονας, γιατρός). Πώς τακαταφέρνει όλα μαζί; Είναι αθάνατος(τουλάχιστον δεν θα πεθάνει απόαρρώστια ή γηρατειά, αν κι έναακονισμένο σπαθί μπορεί πάντα να κόψειτο νήμα της ζωής του). Η αθανασία τουείναι μια κατάρα, δοσμένη απ’ τουςθεούς που αψήφισε κάποτε. Ο κόσμος πουζει είναι μια αρχαία Γη, όπου ηανθρωπότητα αρχίζει να εξαπλώνεταιπάνω στα ερείπια άλλων, προ-ανθρώπινων πολιτισμών. Στο υπέροχοαυτό διήγημα, ο Βάγκνερ εκτός από το ναμας δίνει μια σπουδαία περιπέτεια, μαςθέτει κι ορισμένα ερωτήματα. Πρέπει ναπερηφανεύεται ο άνθρωπος για τον

πολιτισμό του; Είναι πραγματικά αυτόςτο ανώτερο των πλασμάτων; Μπορεί ήόχι να ζήσει εν ειρήνη με τη φύση; Ησυζήτησή του με το γίγαντα Ντβαλσίρ θαμπορούσε άνετα να σταθεί σαν ένα μικρόφιλοσοφικό δοκίμιο.

Θ. Μ.

Σαν ένας ξέθωρος κόκκινος δίσκος, οήλιος βυθιζόταν πίσω από έναν μονότονοορίζοντα. Η πετρώδης έρημος πουαπλωνόταν για αμέτρητα χιλιόμετρα ίσωςνα μην είχε ποτέ πατηθεί από πόδια άλλαεκτός απ’ του αλόγου του. Πολύ πριν τοφως του ήλιου χαθεί, η ζεστασιά του είχεσβήσει σαν τη φλόγα ενός κεριού, έτσιπου την τελευταία ώρα ο ήλιος έλαμπε τοίδιο ψυχρά με το φεγγάρι που ανέτελλε.

Το ίδιο το ολόγιομο φεγγάρι, πορφυρόκαθώς ήταν, φαινόταν να φέρνει μιαψεύτικη αυγή για να περιγελάσει τονετοιμοθάνατο ήλιο, φτάνοντας πρόωρακαι χωρίς σεβασμό, όπως ένας άπληστοςκληρονόμος που βηματίζει ανυπόμοναμπροστά στο νεκροκρέβατο του πατέρατου. Για λίγη ώρα, οι απέραντοι ουρανοίτου δειλινού είχαν από μια κοκκινωπήσφαίρα στον κάθε τους ορίζοντα, έτσιπου ο Κέ-ην σκέφτηκε ειρωνικά πως ίσωςτο μακρύ του ταξίδι μέσα στην έρημο νατον είχε οδηγήσει σε κάποιον παράξενοκόσμο βυθισμένο για πάντα στοσούρουπο, με δυο πανάρχαιες σφαίρες νασιγοκαίνε στους ουρανούς του. Ηπεριοχή φαινόταν απόκοσμη μέσα στηνπαγερή ερημιά της και μια αίσθησηανυπολόγιστης αρχαιότητας έπεφτε σαν

γκρίζα σκιά πάνω στο κάθε λιθάρι.

'Οταν άφησε το Καρσουλτιάλ, ο Κέινδεν είχε κανένα ιδιαίτερο προορισμό ήσκοπό στο μυαλό του, εκτός από τηναπομάκρυνσή του από την πόλη. Μερικοίλέγανε πως ο Κέιν διώχτηκε απ’ τοΚαρσουλτιάλ, με τη δύναμή του τελικάτσακισμένη από τους άλλους μάγους πουείχαν ζηλέψει τη δόξα του κι είχανενοχληθεί από την αλλόκοτα εξώκοσμηκατεύθυνση που είχαν πάρει οι μελέτεςτου τα τελευταία χρόνια. Ο ίδιος ο Κέινθεωρούσε την αποχώρησή του λίγο-πολύεθελοντική, αν και κάπως απρόσμενη,λέγοντας από μέσα του πως, αν στ’αλήθεια ήθελε, θα μπορούσε ν’αποκρούσει μια τυχόν επίθεση τωνπρώην συνεργατών του —έστω κι αν δεν

είχε τη στήριξη κανενός θεού ή δαίμονααπ’ τον οποίο να ζητήσει διαμεσολάβηση.Προτιμούσε να πιστεύει πως τον είχεδιώξει η στασιμότητα που είχε πέσει στηνπρώτη μεγάλη πόλη της ανθρωπότηταςτον τελευταίο αιώνα. Το πνεύμα τωνανακαλύψεων και της αναγέννησης πουτον είχε τραβήξει στο Καρσουλτιάλ ταπρώτα του χρόνια είχε πια ξεψυχήσει κιέτσι η ανία, η μεγάλη κατάρα του Κέιν,τον είχε ανακαλύψει ξανά. Τον τελευταίοκαιρό ήταν αλήθεια πως ένιωθεανήσυχος, κι οι σκέψεις τους πετούσανόλο και πιο συχνά στον κόσμο πέρα απ’το Καρσουλτιάλ —σε χώρες που δενείχαν ακόμα γνωρίσει την παρουσία τουανθρώπου. Είχε, όμως επιστρέψει στιςπεριπλανήσεις του χωρίς πολλέςπροετοιμασίες, μιας κι είχε αφήσει την

πόλη με λιγοστές προμήθειες, δυοχούφτες χρυσά νομίσματα, ένα γρήγοροάτι κι ένα καλοκαμωμένο ατσάλινοσπαθί. Αυτοί που θα γύρευαν νακαταχραστούν τη δύναμη που είχε αφήσειπίσω του, μπορεί να μετάνιωναν για τηνπεριουσία που είχαν κληρονομήσει, αλλάαυτή η μικρή ικανοποίηση φαινότανανούσια μέσα στην έρημο.

Με το σούρουπο, ο άνεμος άρχισε νασηκώνεται, σαν μια κλαψιάρικη παγερήανασαιμιά απ’ τα βουνά, που οισκουριασμένες κορφές τους φλέγοντανακόμα από τις τελευταίες ακτίνες τουήλιου που είχε χαθεί πίσω τους. Ο Κέινρίγησε και τράβηξε τον άλικο μανδύα τουπιο σφιχτά γύρω απ’ τους μυώδεις ώμουςτου, συλλογιζόμενος με λύπη τις ζεστές

γούνες του που οι κάθε λογής ξένοι θατρώγονταν σαν τα σκυλιά για ν’αρπάξουν, πίσω στο Καρσουλτιάλ. ΗΕρατλονάι ήταν μια κρύα και άδειαέρημος, όπου τη νύχτα η θερμοκρασίαέπεφτε πολύ χαμηλά. Μ’ αυτόν τονάνεμο που ερχόταν απ’ τα βουνά, τοπράσινο μάλλινο πουκάμισό του, τοσκούρο δερμάτινο γιλέκο και τοπαντελόνι του, δεν θ’ αρκούσαν για νατον κρατήσουν ζεστό τη νύχτα.

Την προηγούμενη μέρα είχε φάει τατελευταία απομεινάρια από ξηρούςκαρπούς και πα-στωμένο κρέας —μετάαπό δελτίο που είχε επιβάλει στον εαυτότου για περισσότερο από μια βδομάδα.Ευτυχώς, είχε ακόμα μαζί του μισό ασκίνερό- τα είχε γεμίσει όλα μέχρι επάνω

πριν μπει στην έρημο, κι είχε ανακαλύψειμια νερό-τρυπα στο αχνό μονοπάτι πουακολουθούσε- ή νόμιζε πωςακολουθούσε. Η βραχώδης έρημοςνοτιοανατολικά του Καρσουλτιάλλεγόταν πως συνόρευε μ’ ένα απ’ ταπροανθρώπινα βασίλεια της αρχαιότητας.Οι γέροι έλεγαν ιστορίες για πόλειςαδιανόητα αρχαίες, θαμμένες κάτω απόλόφους χαλικιών. Ο Κέιν προσπαθούσενα τη διασχίσει με την ελπίδα να βρειίχνη κάποιου ξεχασμένου δρόμου που θατον οδηγούσε στα μυθικά βουνά τηςανατολικής ηπείρου. Είχε αποφασίσει νασυνεχίσει την πορεία του, και κατάδιαστήματα ανακάλυπτε μοναχικούςβράχους με μισοσβησμένα ιερογλυφικάπου όμοιά τους είχε δει σε κάποια βιβλίατης αρχαίας γνώσης του κόσμου —αν και

μπορεί να ’χαν φτιαχτεί απ’ την απατηλήκαλλιτεχνία του άνεμου και του πάγου.Πέρα απ’ αυτό, ο Κέιν είχε ανακαλύψειπως τίποτε άλλο δεν διέκοπτε τημονοτονία της ερήμου, εκτός απόμερικούς καχεκτικούς θάμνους καικάποιες στήλες απολιθωμένων κορμών.Τα ξερόχορτα συντηρούσαν το άλογότου, αλλά για τον εαυτό του ο Κέιν δενείχε δει ούτε σαύρα τις τελευταίες μέρες.Ίσως να ’ταν απερισκεψία του να θελήσεινα διασχίσει μια έρημο με όρια άγνωσταστον άνθρωπο, χωρίς τουλάχιστον ναεφοδιαστεί καλά με προμήθειες. Όμως, οΚέιν δεν είχε ξεκινήσει κάτω απ’ τις πιοευνοϊκές περιστάσεις αλλά ούτε και ταχρόνια είχαν αμβλύνει την τυχοδιωκτικήτου διάθεση. Φιλοσοφημένα, έδωσεσυγχαρητήρια στον εαυτό του γιατί

βρισκόταν σε μια πορεία που κανέναςεχθρός δεν θα είχε διάθεση ν’ακολουθήσει.

Λίγο μετά, είδε τα βουνά να σπάζουντην ομίχλη του ανατολικού ορίζοντα, σανμια σειρά φαγωμένα και κιτρινισμέναδόντια. Η παρουσία τους του έδινεκάποιο λόγο να αισιοδοξεί —είχετουλάχιστον διασχίσει την έρημο —αλλάη ελπίδα του έσβησε, όταν μέσα στοδειλινό διέκρινε πως οι λόφοι μπροστάτου ήταν απλά μια πιο απότομηπαραλλαγή του τοπίου της ερήμου.Ξεραμένες πλαγιές από χαλίκια καιτριμμένα λιθάρια, χωρίς καμιά ζωή, ανκανείς εξαιρούσε λίγους σκούρουςλεκέδες καχεκτικής βλάστησης. Οιτελευταίες ακτίνες του ήλιου

αντανακλώνταν πάνω σε τεράστιες φέτεςαπολιθωμένου ξύλου, που ήτανσκορπισμένες σαν τον λεηλατημένοθησαυρό ενός γίγαντα.

Με το σκοτάδι, όμως, ήρθε και μιαμυρωδιά από καπνό φωτιάς, πράγμα πουτον ξάφνιασε ιδιαίτερα μέσα σ’ αυτόν τονγυμνό ερημότοπο. Ο Κέιν χάιδεψε το γένιτου που κρεμόταν σαν σκουριά πάνω απ’τα αδρά χαρακτηριστικά του, κι έβαλεστη θέση τους μερικές κόκκινες μπού-κλες που είχαν ξεφύγει από μιαδερμάτινη ταινία στολισμένη μεημιπολύτιμους λίθους που είχεπερασμένη στο μέτωπό του. Μύρισε τοναέρα με δυσπιστία. Το άτι του συνέχισετην πορεία του, ενώ η νύχτα έπεφτε,τραβηγμένο από το φως μιας φωτιάς

καταυλισμού που έκαιγε στους πρόποδεςτων βουνών. Ακόμα κι απ’ αυτή τηναπόσταση, μπορούσε να διακρίνει πωςήταν αρκετά μεγάλη.

Οδήγησε το άλογό του πιο κοντά,διαλέγοντας προσεκτικά το μονοπάτι πουακολουθούσε ανάμεσα στα χαλίκια. Μ’ένα γουργουρητό της κοιλιάς του, ο Κέιναναγνώρισε τη μυρωδιά από ψητό κρέαςμαζί με την οσμή του καπνού, και τώραδεν είχε πια καμιά αμφιβολία.Παρατήρησε επιφυλακτικά τη μακρινήφωτιά του καταυλισμού. Δεν είχε δεικαμιά ένδειξη κατοικημένης περιοχήςπάνω στην πλαγιά, πράγμα που, άλλωστε,θα φαινόταν αδύνατο μέσα σε τόσηερημιά. Όχι πως τώρα φαινόταν πιοπιθανό, αλλά ίσως να είχε πέσει πάνω σε

κάποιον άλλο οδοιπόρο. Όσο για το ποιοςή τι μπορεί να είχε καταυλίσει δίπλα στηνπλαγιά ή τι τον είχε φέρει μέχρι αυτά ταμέρη, ο Κέην δεν μπορούσε να δώσειαπάντηση. Τίποτα δεν ήταν γνωστό γιαόσους μπορεί να κατοικούσαν πέρα απότο βορειοδυτικό τμήμα της ΜεγάληςΝότιας Ηπείρου και μέσα στην αυγή τουκόσμου η ανθρώπινη δεν ήταν ημοναδική φυλή που περπατούσε πάνωστο πρόσωπο της Γης.

Όποιος κι αν είχε ανάψει αυτή τηφωτιά, έτρωγε το φαγητό του ψημένο, κιέτσι δεν μπορούσε να είναι τόσοδιαφορετικός από κείνον. Απ’ το μέγεθοςτης φωτιάς, ο Κέιν υπέθεσε πως θα πρέπεινα ’ταν μια ομάδα νομάδων ή αγρίων —πιθανώς από κάποια φυλή που

κατοικούσε πίσω απ’ τα βουνά. Τοσημαντικό ήταν αυτή την ώρα το ψητόκρέας. Γλείφοντας τα ξεραμένα τουχείλια, ο Κέιν έλυσε το σπαθί απ’ τοθηκάρι του και πέρασε το λουρί στηνπλάτη του, έτσι που η γνώριμη λαβή τουνα προεξέχει έτοιμη για δράση πάνω απ’τον δεξιό του ώμο. Την άκρη τουθηκαριού την άφησε λυτή, έτσι ώστε νασηκωθεί ανεμπόδιστα πάνω στον ώμοτου την ώρα που θα τραβούσε τη λαβή.Προσεκτικά, πλησίασε το σημείο τηςφωτιάς.

Τα ευαίσθητα ρουθούνια του έπιασαντη μυρωδιά ενός ζώου, στυφή κάτω απ’την οσμή του καπνού και τουμαγειρεμένου κρέατος. Στην αρχή, ηφωτιά που τριζοβολούσε έκρυβε τη

μορφή που καθόταν ανακούρκουδα απόπίσω της, κι έτσι ο Κέιν έσπρωξεπροσεκτικά το άλογό του προς μια άλληοπτική γωνία για να επιβεβαιώσει τηνυποψία του. Το πρόσωπό του σφίχτηκεμόλις κατάλαβε τι έβλεπε. Μονάχα έναςάνθρωπος ήταν καθισμένος δίπλα στηφωτιά —αν ένας γίγαντας μπορούσε ναονομαστεί άνθρωπος.

Ο Κέιν είχε συναντήσει κι είχε μιλήσειμε γίγαντες στη διάρκεια τωνπεριπλανήσεών του, αν και στιςπρόσφατες δεκαετίες τους έβλεπε πολύσπάνια. Ήξερε πως ήταν μια περήφανη κιαπο-τραβηγμένη απ’ τον άλλο κόσμοφυλή. Ήταν λίγοι στον αριθμό καιπεριφρονούσαν τον νεοφώτιστοπολιτισμό της ανθρωπότητας. Οι

περισσότεροι ζούσαν σε μιαημιβαρβαρική κατάσταση, σε περιοχέςόπου σπάνια σύχναζαν άνθρωποι. Είναιαλήθεια πως υπήρχαν πολλές ιστορίες γιαμοναχικούς γίγαντες πουτρομοκρατούσαν απομακρυσμένεςανθρώπινες κατοικίες και χωριά, μα αυτοίήταν παράνομοι κι εξόριστοι απ’ την ίδιατη φυλή τους —ή τις περισσότερες φορέςυβριδικά τέρατα κάποιου μάγου.

Αυτός ειδικά ο γίγαντας δεν φαινότανιδιαίτερα επιθετικός. Αν κι ήταν φανερόπως είχε ακούσει το θόρυβο απ’ τις οπλέςτου αλόγου πάνω στις πέτρες, η στάσητου φαινόταν να δείχνει μάλλονπεριέργεια παρά επιθετικότητα, καθώς οΚέιν τον πλησίαζε. Όχι, βέβαια, πωςκάποιος με το δικό του μέγεθος θα

χρειαζόταν να δείξει πολεμική ετοιμότηταστην εμφάνιση ενός μοναχικούκαβαλάρη. Κοντά στο χέρι του ήταναφημένος ένας κυρτός πέλεκυς που τομπρούντζινο κεφάλι του θα μπορούσε ναχρησιμέψει για άγκυρα πλοίου. Ο Κέηνσυνειδητοποίησε πως απ’ το ψηλότεροσημείου που βρισκόταν το κεφάλι τουάλλου, θα τον είχε δει καθώς πλησίαζεεδώ και πολλή ώρα. Κι όμως, ο γίγανταςδεν έδειχνε διάθεση να επιτεθεί.Μπροστά του, σουβλισμένο πάνω στηφωτιά, γύρναγε το κουφάρι μιαςκατσίκας. Ζεστό, ζουμερό κρέας...

Η πείνα του κατανίκησε τηνεπιφυλακτικότητά του. Έτοιμος ναστρίψει το άλογό του και να φύγεικαλπάζοντας στο πρώτο μήνυμα

κινδύνου, ο Κέιν προχώρησε θαρραλέαμέχρι την άκρη του κύκλου που έριχνε τοφως της φωτιάς και σταμάτησε.

«Καλησπέρα», είπε ήρεμα, μιλώνταςτη γλώσσα των γιγάντων με απόλυτηευχέρεια. «Η φωτιά σου είναι ορατή απόαρκετή απόσταση. Αναρωτιόμουν αν θαμπορούσα να καθίσω κοντά σου».

Ο γίγαντας μούγκρισε και σκίασε ταμάτια του μ’ ένα χέρι μεγαλύτερο απόφτυάρι. «Βρε για δες! Τι έχουμε εδώ;Έναν άνθρωπο που μιλάει την ΑρχαίαΓλώσσα. Άσε που ξεπετάχτηκε μέσ’ απ’το πουθενά —και σ’ έναν τόπο πουακόμα και τα φαντάσματα έχουνεγκαταλείψει. Είναι κάτι πολύ πρωτότυπογια να το αγνοήσω. Έλα στο φως της

φωτιάς, ανθρωπάκο, και θα σουπροσφέρω τη φιλοξενία του οδοιπόρου».Η φωνή του, αν κι ακουγόταν δυνατήόπως η κραυγή ενός ανθρώπου, είχε μιαεπίπεδη και μπάσα χροιά.

Ο Κέιν μουρμούρισε ένα ευχαριστώκαι ξεκα-βάλησε, αποφασίζοντας ναρισκάρει την επιφανειακή, τουλάχιστον,καλογνωμιά του γίγαντα. Καθώςσταμάτησε μπροστά στη φωτιά, αυτός κιο οικοδεσπότης του εξέτασαν μεπεριέργεια ο ένας τον άλλο. Με ύψοςπάνω από δυο μέτρα και με εκατόνπενήντα κιλά κόκαλου, νεύρου καιμυώνων πάνω του, σπάνια ο Κέινσυναντούσε κάποιον σωματικά ανώτεροτου. Εκείνη τη νύχτα, στεκόταν μόνοςμέσα στην έρημο μπροστά σε κάποιον

που θα μπορούσε να τον βάλει κάτω σαννα ’ταν ένα αρρωστιάρικο μικρό.

Υπολόγισε πως το ύψος του γίγαντα θαπρέπει να ’ταν κάπου πέντε μέτρα. 'Ητανδύσκολο να το υπολογίσει με ακρίβεια,μιας και καθόταν ανακούρκουδα στοχώμα, με τα γόνατα σηκωμένα καιτυλιγμένος σ’ έναν μανδύα από αρκουδο-τόμαρα που έμοιαζε με άμορφο τριχωτότσαντή-ρι. Αν παρέβλεπε κανείς το θέματου μεγέθους, η εμφάνιση του γίγανταήταν αρκετά ανθρώπινη —οι διαστάσειςτου ήταν αυτές ενός ώριμου άν-δρα, ανκαι φαινόταν κάπως άχαρος από έναελαφρά δυσανάλογο μήκος των άκρωντου. Μυώδης καθώς ήταν, θα πρέπει ναείχε τεράστιο βάρος. Φόραγεχοντροκομμένες μπότες που είχαν

μέγεθος μεγάλων πανεριών, και κάτω απ’το μανδύα του μια κακοραμμένη τουνίκακαι παντελόνι από τομάρι. Τα χέρια τουκαι τα πόδια του, σ’ όσα σημείαδιακρίνονταν, ήταν καλυμμένα απόχοντρές τρίχες. Το πρόσωπό του δεν ήτανδυσάρεστο στην όψη, αν και κάπωςκοκαλιάρικο. Είχε ένα πυκνό γένι καικαστανά μαλλιά που ήταν τραβηγμένα σεμια κοντή κοτσίδα στο λαιμό. Καστανάήταν επίσης και τα μάτια του, πουέλαμπαν κάτω από ένα πλατύ μέτωπο.

Κοιτάζοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω,όπως κάποιος θα μπορούσε να κοιτάξειένα αδέσποτο σκυλί, ο γίγαντας έβγαλεένα μουγκρητό ενδιαφέροντος ότανπρόσεξε το πρόσωπό του. Κάρφωσε γιαένα λεπτό σκεπτικά το βλέμμα του μέσα

στα μάτια του Κέιν —κάτι που λίγοι τοέκαναν με προθυμία— κι ύστερα είπε:«Είσαι ο Κέιν, σωστά; »

Ο Κέιν για μια στιγμή ξαφνιάστηκε καιμετά χαμογέλασε πικρά. «Χίλια μίλιαμακριά από τις πόλεις των ανθρώπων, καιβρίσκω ένα γίγαντα που ξέρει τ’ όνομάμου».

Ο γίγαντας φάνηκε να ευθυμεί. «Θαπρέπει να ταξιδέψεις στ’ αλήθεια μακριάαν θες κανείς να μη σε ξέρει. Εμείς οιγίγαντες έχουμε παρακολουθήσει τημανιασμένη ιστορία της φυλής σου.Θυμόμαστε τον καιρό που ηανθρωπότητα πετάχτηκε σαν εξάμβλωμααπό τη μήτρα της Γης, προσποιούμενηπως ήταν ενήλικας κι όχι κακογεν-νημένο

έμβρυο. Για τον άνθρωπο, αυτοί οιαιώνες είναι χρόνος απροσδιόριστος γιατη φυλή μου, ένα νοσταλγικό χθες.Θυμόμαστε καλά την Κατάρα του Κέινκαι αναγνωρίζουμε ακόμα το σημάδιτης».

«Αυτή η ιστορία έχει ήδηδιαστρεβλωθεί», μουρμούρισε ο Κέιν, μετα μάτια του εστιασμένα για μια στιγμήστο υπερπέραν. «Ο Κέιν έχει γίνειξεχασμένος θρύλος στις αρχαίεςκατοικίες του ανθρώπου, κι είναι σχεδόνάγνωστος στις καινούριες χώρες. Έχωπεράσει από πολλά μέρη που οι άνθρωποιδεν γνώριζαν ποιος είμαι».

«Κι όμως, εσύ συνεχίζεις τιςπεριπλανήσεις σου —επειδή γρήγορα

μαθαίνουν κι εκείνοι να φοβούνται τοόνομα του Κέιν», συμπέρανε ο γίγαντας.«Λοιπόν, Κέιν, τ’ όνομά μου είναι Ντβα-σλίρ, και χαίρομαι που φιλοξενώ ένανζωντανό θρύλο στη μοναχική φωτιάμου».

Ο Κέιν σήκωσε τους ώμους ειρωνικά.«Και τι είναι αυτό που ψήνεται πάνω στημοναχική φωτιά σου; » είπε, κοιτάζονταςλιμασμένα το ξύγκι που έσταζε απ’ τοκουφάρι.

«Μια βουνίσια κατσίκα που σκότωσασήμερα το απόγευμα. Καθώς θα ξέρεις,το καλό κυνήγι είναι πολύ σπάνιο σετούτα τα μέρη. Γ ια ρίξε, τώρα, κι εσύκανένα γύρισμα στη σούβλα».

Ο Κέιν γύρισε το ψητό απ’ την πιο ωμήμεριά του. «Όλο μόνος σου θα το φας; »ρώτησε κοφτά, πολύ πεινασμένος για ναδείξει προσποιητή αδιαφορία.

Ο Ντβαλσίρ θα μπορούσε άνετα να είχεκάνει ακριβώς αυτό, αλλά φαινόταν ναχαίρεται με τη συντροφιά κι έτσιξερίζωσε ένα μεγάλο κομμάτι απόπαιδάκια που ήταν υπεραρκετό ακόμα καιγια την πείνα του Κέιν. Ξανά ήρθε στομυαλό του Κέιν η εικόνα του αδέσποτουσκυλιού, αλλά η κοιλιά του είχε τονπρώτο λόγο στις σκέψεις του. Το κρέαςτης κατσίκας ήταν σκληρό και γεμάτονεύρα, κολλώδες και μισόψητο- με τηνπείνα που είχε, όμως, ήταν σκέτηέκσταση να το καταβροχθίσει. Ενώ με τοένα μάτι παρακολουθούσε ακόμα το

γίγαντα προσεκτικά, μασούλαγε ταπαιδάκια με μεγάλη όρεξη, ξεπλένονταςτη λιπαρή σάρκα με νερό απ’ το παγούριτου Ντβαλσίρ.

Μ’ ένα ρέψιμο που φούντωσε τιςφλόγες, ο Ντβαλσίρ σηκώθηκε όρθιοςκαι τανύστηκε. Έγλειψε τα δάχτυλά του,σκούπισε το πρόσωπο με την ανάστροφητης παλάμης του, κι ύστερα καθάρισε ταχέρια του τρίβοντάς τα με χαλίκια.. Τώραπου ο γίγαντας ήταν όρθιος, ο Κέιν είδεπως το ύψος του θα πρέπει να πλησίαζετα έξι μέτρα. Τεμπέλικα, ο Ντβαλσίρψαχούλεψε τ’ απομεινάρια της κατσίκας.«Θες άλλο; », τον ρώτησε. Ο Κέιν έσεισετο κεφάλι, παλεύοντας ακόμα με ταπαιδάκια του. Μ’ ένα μικρό τράβηγμα, ογίγαντας ξερίζωσε το τελευταίο μπούτι

της κατσίκας και κάθισε πάλι μ’ έναναναστεναγμό ικανοποίησης για ναμασουλίσει το κόκαλο.

«Το κυνήγι είναι πολύ σπάνιο σε τούτητην λοφοσειρά», είπε, δείχνοντας με τομισοφαγωμένο μπούτι. «Αμφιβάλλω ανβρήκες τίποτα να φας σ’ αυτή την ερημιάεκεί κάτω. Το πιο πιθανό είναι πως τομόνο κρέας που θα βρεις μέχρι ναφτάσεις στις πεδιάδες ανατολικά από δωθα ’ναι αυτό του αλόγου σου».

«Σκέφτηκα να το φάω», παραδέχτηκεο Κέιν, «αλλά με τα πόδια οι πιθανότητέςμου να διασχίσω την έρημο θα ’τανακόμα μικρότερες».

Ο Ντβαλσίρ ρουθούνισε

περιφρονητικά. Εξαιτίας του τεράστιουμεγέθους τους, οι γίγαντες θεωρούσαν τοάλογο μόνο σαν ένα ακόμα ζώο γιακυνήγι και φάγωμα. «Πόσο εύθραυστηείναι η φυλή σας! Αν πάρεις απ’ τονάνθρωπο τα δεκανίκια του, είναιανήμπορος ν’ αντιμετωπίσει τον κόσμο».

«Μην απλοποιείς τόσο πολύ ταπράγματα», τον έκοψε ο Κέιν. «Ηανθρωπότητα θα κυριαρχήσει πάνω σ’αυτόν τον κόσμο. Σε λίγους μόνο αιώνες,είδα τον πολιτισμό μας να μετατρέπεταιαπό έναν στείρο παράδεισο κι ύστερα ένασυ-νονθύλεμα βάρβαρων φυλών, σε μιααπέραντη αυτοκρατορία με πόλεις, χωριάκι αγροκτήματα που επεκτείνεταισυνεχώς. Ο δικός μας είναι ογρηγορότερος πολιτισμός που

φανερώθηκε ποτέ στον κόσμο».

«Αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο επειδήο άνθρωπος έκλεψε τον πολιτισμό τουαπ’ τα ερείπια πιο άξιων φυλών πουπροηγήθηκαν. Ο ανθρώπινος πολιτισμόςείναι παρασιτικός —ένας ταπεινόςλειχήνας, που οφείλει την ύπαρξή τουστη νεκρή διάνοια που πάνω στο κουφάριτης φυτρώνει! »

«Παραδέχομαι πως ήταν πιο σοφέςφυλές», παρατήρησε ο Κέιν. «Αλλάτελικά, η ανθρωπότητα ήταν αυτή πουεπιβίωσε, κι όχι οι αρχαίες φυλές της Γης.Είναι χάρισμα του ανθρώπου και δείγματης αξίας του το ότι μπόρεσε να σώσειαπό τους προανθρώπινους πολιτισμούςγνώσεις ανεκτίμητες για την πρόοδο της

φυλής του. Το Καρσουλτιάλ έγινε μ’αυτόν τον τρόπο από ένα μικρόψαροχώρι, η μεγαλύτερη πολιτεία τουγνωστού κόσμου. Οι γνώσεις που ξέθαψεαπό το παρελθόν ήταν αυτές που έφεραντην ανθρωπότητα στο στάδιο τουπολιτισμού που βρίσκεται σήμερα».

Ο Ντβαλσίρ έσπασε με δύναμη τοκόκαλο του μηρού και ρούφηξε τομεδούλι του. «Πολιτισμός!Περηφανεύεσαι γι’ αυτόν σαν να ’ναι τομεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπου!Είναι ένα τίποτα — μόνο ένα αποτέλεσματης ανθρώπινης αδυναμίας! Ο άνθρωποςείναι πολύ αδύνατος, ένα πλάσμα ανάξιονα ζήσει μέσα στο περιβάλλον του.Πρέπει να στηρίζεται συνέχεια στονπολιτισμό του και τις γνώσεις του. Η

δίκιά μου φυλή έμαθε να ζει στοναληθινό κόσμο —να γίνεται ένα με τοπεριβάλλον της. Σε μας δεν χρειάζεται οπολιτισμός. Ο άνθρωπος είναι έναςσακάτης που ωραιοποιεί την αναπηρίατου και κομπάζει για τα δεκανίκια του.Κρυβόσαστε πίσω απ’ τα τείχη τουπολιτισμού σας, επειδή είστε ανίκανοι νασταθείτε μπροστά στη φύση σαν μέροςτου φυσικού περιβάλλοντος. Αντί να ζεισαν σύντροφος με τη φύση, ο άνθρωποςλουφάζει πίσω απ’ τον πολιτισμό του,βλαστημάει και περιφρονεί την αληθινήζωή και παραμορφώνει το περιβάλλοντου για να βολέψει τα ίδια του τα λάθη.Να φυλάγεστε απ’ τη μέρα που τοπεριβάλλον σας θα σας ανταποδώσει τοκακό που του κάνετε, γιατί εκείνη τημέρα η ανθρωπότητα θα σβήσει

σαν το κερί στον άνεμο, όπως της πρέπει!

«Ακόμα κι εσύ, Κέιν, που σε θεωρούντον πιο επικίνδυνο άνθρωπο της φυλήςσου... χωρίς το άλογό σου, τα ρούχα καιτα όπλα σου, θα μπορούσες να διασχίσειςαυτή την έρημο ζωντανός, όπως μόλιςκαι μετά βίας έκανες; Ένας απ’ τη φυλήμου, θα μπορούσε!

»Η φυλή μου έχει μεγαλύτερη ηλικίααπ’ τη δική σου. Εμείς ωριμάζαμε τονκαιρό που κάποιος τρελός θεός έπλαθετην ανθρωπότητα μέσα απ’ τη ζωώδηλάσπη που μαζεύεται στις πιο βαθιέςσκιές. Αν ο άνθρωπος είχε γεννηθεί στηΓη της νιότης της δικιάς μου φυλής, οπολιτισμός του δεν θα τον προστάτευεπερισσότερο από ένα τσόφλι αυγού.

Εκείνη η Γη ήταν πολύ πιο άγρια απ’αυτή που γνώρισε ο άνθρωπος. Οιπρόγονοί μου αντιμετώπισαν θύελλες,παγετώνες και καταστροφές που θασάρωναν τις πόλεις σας όπως κάνει σταξερά φύλλα ο άνεμος! Στάθηκαν γυμνοίμπροστά σε ζώα πιο άγρια απ’ αυτά πουέχει ποτέ αντικρίσει ο άνθρωπος —πάλεψαν και νίκησαν τον μαχαιρόδοντατίγρη, τον γιγάντιο βραδύποδα, τηνάρκτο των σπηλαίων, το τριχωτό μαμούθκι άλλα πλάσματα που η δύναμη κι ηαγριότητά τους είναι πράγματα άγνωστασ’ αυτήν την ήπια εποχή! Θα μπορούσε οάνθρωπος να επιβιώσει σ’ εκείνη τηνηρωική εποχή; Αμφιβάλλω αν όλη ηπανουργία κι η εφευρετικότητά του θαμπορούσαν να τον σώσουν! »

«Ίσως και να ’ναι όπως τα λες, αλλά ηφυλή σου είχε ένα σημαντικό σωματικόπλεονέκτημα», απάντησε ο Κέιν,συλλογιζόμενος αν έκανε καλά ναπροκαλεί την οργή του γίγαντα. «Αν ηπερπατησιά μου ήταν τόσο μεγάλη όσο ηδική σου, τότε δεν θα χρειαζόμουν άλογογια να περάσω την έρημο —αν καινομίζω πως η περιφρόνησή σας δεν θαήταν τόση αν υπήρχε ζώο αρκετά μεγάλογια να το καβαλήσει ένας γίγαντας. Ούτεκαι θα χρειαζόμουν το σπαθί μου, ανήμουν αρκετά τεράστιος για να συνθλίψωένα λιοντάρι σαν να ’ταν μικρό τσακάλι.Οι κομπασμοί σου βασίζονται στο ότι τομέγεθός σας σας κάνει σωματικάανώτερους απ’ τους κινδύνους που έχετεν’ αντιμετωπίσετε, κάτι για το οποίοοποιοδήποτε μεγαλόσωμο ζώο θα

μπορούσε να κομπάσει. Ποιος είναι πιογενναίος —ένας απ’ τους προγόνους σουπου με γυμνά χέρια έπνιγε μια αρκούδατου ίδιου σχεδόν μεγέθους μ’ αυτόν, ήένας άνθρωπος με κοντάρι που σκοτώνειμια τίγρη πολλές φορές ανώτερή του σεσωματική δύναμη; »

Σταμάτησε, περιμένοντας να δει αν ογίγαντας είχε προσβληθεί. Ωστόσο, οΝτβαλσίρ δεν είχε ευέξαπτο χαρακτήρα.Με την κοιλιά γεμάτη και τα πόδιαζεστά, είχε μεγάλη διάθεση για συζήτησημε τον μικροσκοπικά συνομιλητή του.

«Είναι αλήθεια πως η δική σου φυλήείναι η αρχαιότερη, κι η ανθρωπότηταένας υπερόπτης νέος. Μα ποια είναι ταεπιτεύγματα της φυλής σου; Αν θεωρείτε

γελοίο να χτίζετε πόλεις, ν’ αρμενίζετεμε πλοία, να αποικείτε τους ερημότοπουςκαι ν’ ανακαλύπτετε τα μυστικά τηςπροαν-θρώπινης γνώσης —τότε τι έχετεκαταφέρει στη ζωή σας; Στην τέχνη,στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στονπνευματισμό... πού έχει να παρουσιάσεικάποιο επίτευγμα η φυλή σου; »

«Το επίτευγμά μας είναι η ειρηνικήμας συμβίωση με το περιβάλλον μας —το ότι ζούμε σαν μέρος του φυσικούκόσμου αντί ν’ αντιπαλεύουμε τη φύση»,απάντησε αγέρωχα ο Ντβαλσίρ.

«Πολύ καλά, λοιπόν. Το δέχομαι κιαυτό», επέμεινε ο Κέιν. «Ίσως ναβρίσκετε την ολοκλήρωση στον δικό σαςπρωτόγονο τρόπο ζωής. Ωστόσο, το

μέτρο για την επιτυχία μιας φυλής είναισε τελευταία ανάλυση η δυνατότητά τηςνα ακμάζει μέσα στο ρόλο που επέλεξε.Αν η φυλή σου τα καταφέρνει τόσο καλά,γιατί οι αριθμοί σας ελαττώνονται ενώ ηανθρωπότητα απλώνεται στα πέρατα τηςΓης; Ποτέ η φυλή σας δεν ήτανπολυάριθμη, και στις μέρες μας οάνθρωπος πολύ σπάνια τυχαίνει νασυναντήσει γίγαντα. Μήπως η φυλή σουπροορίζεται να σβήσει με το πέρασματων χρόνων, έτσι που κάποια μέρα θαξέρουν τους γίγαντες μόνο από τουςμύθους όπως και τα πλάσματα που οιπρόγονοί σου πολεμούσαν; Τι θ’απομείνει τότε από το πέρασμά σας; Ποιοπράγμα θα θυμίζει τη χαμένη σας δόξα; »

Ο Ντβαλσίρ φάνηκε θλιμμένος και

σκεπτικός, έτσι που ο Κέιν μετάνιωσεπου έφτασε μέχρι εκεί τη συζήτηση.«Εσείς οι άνθρωποι αρέσκεστε ναμετράτε τα επιτεύγματα μόνο μεαριθμούς», α-πάντησε. «Παρ’ όλα αυτά,δεν μπορώ να αντικρούσω απόλυτα τηλογική σου. Οι αριθμοί μας μειώνονταιεδώ και αιώνες, και δεν ξέρω στ’ αλήθειανα σου πω το γιατί. Ζούμε πολλά χρόνια— δεν είμαι τόσο νεότερος σου όσομπορεί να πιστεύεις, Κέιν. Αργούμε ναζευγαρώσουμε και να κάνουμε παιδιά,αλλά αυτό συνέβαινε πάντοτε. Όλοι οιφυσικοί μας εχθροί έχουν αφανιστεί ήυποχωρήσει στα πιο απροσπέλαστα μέρη.Τα απλά μας γιατρικά είναι αρκετά για ναμας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε όποιααρρώστια ή τραυματισμό μάς τύχει. Όχι,οι θάνατοί μας δεν έχουν αυξηθεί.

«Νομίζω πως η φυλή μας έχει πιακουραστεί και γεράσει. Ίσως θα ’πρεπενα ’χαμε ακολουθήσει τα τεράστια ζώατου άγριου παρελθόντος στο βασίλειοτων σκιών. Τουλάχιστον, οι παλιοί μαςεχθροί έδιναν στη ζωή μας περιπέτεια!Είναι λες κι η φυλή μου έχει ζήσει πέρααπ’ την εποχή της και τώρα σβήνουμεαπ’ την ανία. Είμαστε σαν έναν απ’ τουςβασιλιάδες σας που έχει νικήσει όλουςτους εχθρούς του και τώρα δεν τουαπομένουν τίποτε άλλο απ’ τα βαριάγεράματα.

«Η φυλή μου μεγάλωσε μέσα σε μιαηρωική εποχή, Κέιν! Ήταν αληθινά έναςκαιρός γιγάντων! Όμως, αυτή η εποχήπέρασε. Πάνε πια τα μεγάλα κτήνη. Πάνεοι αρχαίες φυλές που οι πόλεμοί τους

έσειαν τις ρίζες των βουνών. Τη Γη τηνκληρονόμησε ένας ασήμαντοςρακοσυλλέκτης. Ο άνθρωπος σέρνεταιπάνω στα ερείπια μιας μεγάλης εποχήςκαι ανακηρύσσει τον εαυτό του νέοάρχοντας της Γ ης! Ίσως ο άνθρωπος ναζήσει για να καταφέρει τελικά αυτόν τουτον αυθάδικο σφετερισμό —αλλά το πιοπιθανό είναι πως θα καταστραφείγυρεύοντας να εξουσιάσει μυστήρια πουακόμα κι οι αρχαίες φυλές θεωρούσανπολύ τρομερά για να ελέγξουν.

»Μα όταν έρθει εκείνη η στιγμή που οάνθρωπος θα γίνει κυρίαρχος της Γης,ελπίζω η φυλή μου να μην υπάρχει πιαγια να υπομείνει αυτόν τον εξευτελισμό!Είμαστε μια φυλή ηρώων πουξεπεράσαμε στα χρόνια την εποχή των

ηρώων! Μπορείς να μας κατηγορήσειςπου έχουμε βαρε-

θεί να ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο μετους υπερόπτες νάνους; »

Ο Κέιν έμεινε σιωπηλός.«Καταλαβαίνω τα συναισθήματά σου»,είπε τελικά. «Αλλά το να ε-γκαταλείπεστε στην απόγνωση και νακλαίτε τη χαμένη σας δόξα δεν είναικάτι που θεωρώ ηρωικό».

Σταμάτησε, μη θέλοντας να βαθύνειτη σκιά της μελαγχολίας που είχεμαζευτεί πάνω στις σκέψεις τους.«Μπορώ να ρωτήσω τι σε φέρνει σ’αυτόν τον έρημο ξερότοπο; » ρώτησε,θέλοντας ν’ αλλάξει θέμα συζήτησης.

«Ή μήπως αυτά τα βουνά χωρίς όνομασυνορεύουν με τις χώρες της φυλήςσου; »

Ο Ντβαλσίρ μετακινήθηκε απ’ τηθέση του κι έριξε έναν ξεριζωμένοθάμνο στη φωτιά. Τα φύλλα σφύριξανστριγκά κι ύστερα ξεκόλλησαν απ’ ταμαυρισμένα κλωνιά για να σηκωθούνσαν κόκκινα αστέρια και να χαθούνμέσα στη νύχτα. «Αυτό που γυρεύωδεν είναι μυστικό», απάντησε. «Αν καιμπορεί να σου φανεί άσκοπο, όπωςφάνηκε και σε μερικούς φίλους μου.

«Αιώνες πριν, προτού αυτή ηπεριοχή απογυμνωθεί από χώμα καιζωή, υπήρχαν χωριά της φυλής μουκατά μήκος αυτών των βουνών —που

έχουν όνομα και τα ονομάζουμεΑνταμαρέσι. Κάτω απ’ αυτούς τουςλόφους βρίσκονται απέραντες σπηλιές,που οι πρόγονοί μου χρησιμοποιούσανγια καταφύγιο πριν να χτίσουν ταπρώτα τους σπίτια, κι αργότεραέβγαζαν απ’ αυτές μέταλλο από τιςφλέβες που ’χαν ανακαλύψει. Το κλίμαήταν πιο ζεστό, η χώρα πράσινη και τοκυνήγι άφθονο —μια όμορφη περιοχήγια να εγκατασταθεί κανένας.

»Τι μέρες ήταν κι αυτές! Εκείνη τηνεποχή, η ζωή ήταν μια αέναη μάχηανάμεσα στην αγριότητα της αρχαίας Γηςκαι την ανυποχώρητη δύναμη της φυλήςμου! Μπορείς να φανταστείς την τρομερήενεργητικότητα εκείνου του λαού;Στέκονταν πρόσωπο με πρόσωπο ενάντια

σ’ έναν εχθρικό κόσμο και κατανικούσανόποιον αντίπαλο συναντούσαν στο δρόμοτους! Οι θεοί τους ήταν η Φωτιά κι οΠάγος —τα ανελέητα αντίθετα πουκυβερνούσαν τότε τη Γη! Εχθροί δενήταν μόνο οι δυνάμεις της φύσης και τατεράστια ζώα —μερικές αρχαίες φυλέςδοκίμασαν επίσης να σταματήσουν τηνακμή του λαού μου!

»Ίσως να ’ταν η μαγεία τους πουάφησε αυτή την περιοχή άψυχη καιγυμνή. Οι θρύλοι μας μιλούν για μάχεςμε παράξενες φυλές και αλλόκοτα όπλαμέσα στο χάραμα του κόσμου —κι οιπρόγονοί μου νίκησαν κι εκεί. Ο ήρωαςμιας θρυλικής μάχης, ο ΒασιλιάςΜπρότεμλέιν, που απ’ τ’ όνομά του ίσωςγνωρίζεις πως ήταν ο μεγαλύτερος

βασιλιάς της φυλής μου, κυβερνούσε σετούτα δω τα βουνά. Το σώμα τουαναπαύεται μέσα σε μια απ’ αυτές τιςσπηλιές, και πάνω στο μέτωπό τουβρίσκεται ακόμα η προγονική κορώνατου λαού μου, αρχαία ακόμα και σ’εκείνες τις μέρες και δοσμένη σ’ αυτόνμετά το θάνατό του σαν ένδειξη τηςαθάνατης μεγαλοσύνης του».

Ο Ντβαλσίρ είχε ανάψει τώρα, κι ηπαροδική του κατάθλιψη είχεεξαφανιστεί μπροστά στην έντονη θέρμητου. Κοίταξε τον Κέιν σκεπτικά, πήρε μιααπόφαση και μίλησε με ειλικρίνεια.«Ψάχνω τον μυθικό τάφο τουΜπρότεμλέιν κι από ορισμένα σημάδιαπιστεύω πως κοντεύω να τονανακαλύψω. Σκοπεύω να πάρω την

κορώνα του!

Το στέμμα του βασιλιά Μπρότεμλέινείναι το σύμβολο της αρχαίας δόξας τηςφυλής μου. Αν κι όλοι οι πόλεμοι κι οιβασιλιάδες μας έχουν πια χαθεί, πιστεύωπως αυτή η επαναφορά του μυθικούσυμβόλου ίσως ν’ απελευθερώσει κάποιααπ’ την παλιά ενεργητικότητα καιζωτικότητα της φυλής μου. Ίσως να είμαιηλίθιος κι ονειρο-πόλος, όπως πιστεύουνπολλοί, αλλά εγώ σκοπεύω να το κάνω!Σίγουρα αυτό το λείψανο από μια εποχήηρώων θ’ ανάψει καινούρια φλόγα δόξαςστη ψυχή της φυλής μου, ακόμα και σετέτοιες άχαρες μέρες σαν κι αυτές!

»Δεν θα το πρότεινα σε κανέναν άλλοναπ’ τη φυλή σου, Κέιν —αλλά επειδή

είσαι αυτός που είσαι, σου προσφέρωταυτόχρονα μια πρόσκληση και μιαπρόκληση. Αν θέλεις να ’ρθεις μαζί μουσ’ αυτή την αναζήτηση, Κέην, θα δεχτώμε ευχαρίστηση τη συντροφιά σου. Ίσωςνα καταλάβεις τη φυλή μου καλύτερα, ανμ’ ακολουθήσεις μέσα στη σκιά εκείνηςτης εποχής της χαμένης δόξας».

«Σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση —και την πρόκληση», είπε με σοβαρότηταο Κέιν. Η περιπέτεια τον τραβούσε, κι ογίγαντας φαινόταν να τρώει καλά. «Θαείναι τιμή μου να κάνω αυτό το ταξίδιμαζί σου».

Τα δέντρα είχαν πληθύνει περισσότεροστο σημείο που βρίσκονταν, αλλά ήταν

ακόμα καχε-κτικά και σκυφτά από τονπαγερό αέρα. Για δυο μέρες ο Κέινακολουθούσε τον Ντβαλσίρ κατά μήκοςτης λοφοσειράς —ενώ το άλογό τουσυναγωνιζόταν την ακούραστηπερπατησιά του γίγαντα. Τώρα, την τρίτημέρα της αναζήτησης, η ζητωκραυγή τουΝτβαλσίρ απαντήθηκε από εκατόαντίλαλους, αναγγέλλοντας το τέρμα τουταξιδιού.

Η ανακάλυψη δεν φαινόταν ιδιαίτεραεντυπωσιακή. Είχαν μπει σε μια βαθιάκοιλάδα και την είχαν ακολουθήσει μέχριτο στόμιό της που έμοιαζε με φαράγγι. ΟΚέιν κοιτούσε ανήσυχα τιςβραχοσκέπαστες πλαγιές που υψώνοντανπάνω από τα κεφάλια τους. Μερικέςφορές, ο Ντβαλσίρ του έδειχνε κάποιο

στρογγυλεμένο μεγαλι-θικό μνημείο πουτα σκαλίσματά του είχαν σχεδόν εντελώςσβηστεί απ’ τους άνεμους του χρόνου.Πότε πότε, σταματούσε για να εξετάσεικάποιο χαμηλό τύμβο που τα τεράστιαλιθάρια του είχαν μισοσκεπαστεί απόχαλίκια, ή για να πασπατέψει έναθραύσμα κεραμικού, κάποια ίχνη απόκάρβουνα ή ένα κομμάτι ξύλο, όλα τόσοπανάρχαια, που φαίνονταν πιο άψυχα κιαπ’ την ίδια την πέτρα.

«Εδώ βρίσκεται η είσοδος του τάφουτου Βασιλιά Μπρότεμλέιν», είπε τελικά οΝτβαλσίρ, κι έδειξε μια σκοτεινή τρύπαπνιγμένη στα μπάζα πάνω στο τοίχωματης κοιλάδας. Το άνοιγμα είχε ύψοςκάπου επτά μέτρα και πλάτος το μισό,αλλά ήταν μισοφραγμένο από πέτρες.

Υπήρχαν απομεινάρια λαξευμένωνλιθαριών που κάποτε αψίδωναν τηνείσοδο, μαζί με μεγάλα κομμάτιασπασμένο ξύλο που, μαζί με τις σκόρπιεςμαυρισμένες σκλήθρες του ήταν ότιαπόμενε από τις αρχαίες πύλες που είχανκαταρρεύσει.

«Είμαι σίγουρος πως αυτή είναι ηκοιλάδα που περιγράφουν οι θρύλοιμας», μούγκρισε χαρούμενα ο γίγαντας.«Αυτό το πέρασμα οδηγεί σ’ ένααπέραντο σύστημα σπηλαίων. Ήταν έναφυσικό άνοιγμα που οι πρόγονοί μουμεγάλωσαν για να μπορούν να περνούνσε μια πλατιά διακλάδωση κοντά στηνεπιφάνεια. Πίσω απ’ αυτά τα ερείπια τουαρχαίου μνημείου πρέπει να βρίσκεται ηθολωτή αίθουσα όπου είναι

ενθρονισμένο το πτώμα τουΜπρότεμλέιν».

Ο Κέιν κοίταξε με δυσπιστία τοσκοτεινό άνοιγμα, κι ένας ψίθυροςανησυχίας πέρασε μέσα απ’ τις σκέψειςτου. «Δεν θα περίμενα να βρω εκεί μέσατίποτα περισσότερο από νυχτερίδες καισκόνη. Ο χρόνος κι η σαπίλακαταβροχθίζουν τις πιο πολλές φορές ό,τι έχουν αφήσει πίσω τους οι ανθρώπινοικλέφτες. Ή μήπως ο τάφος έχει αόρατουςφρουρούς; Θα ήταν πράγματι ασυνήθιστοαν ένας τάφος με τόσο ένδοξο ένοικο καιτόσο θρυλικό θησαυρό δεν φυλαγόταναπό κάποιο ακόμα ισχυρό ξόρκι».

Μ’ ένα σήκωμα των ώμων, ο Ντβαλσίραπέρριψε τα κακά προαισθήματα του

Κέιν. «Ασυνήθιστο για τη φυλή σου,ίσως. Αυτός, όμως, ήταν ένας τόπος ιερόςγια το λαό μου. Εξάλλου, ποιος θατολμούσε να συλήσει τον τάφο ενόςγίγαντα; Έλα, θ’ ανάψουμε δαυλούς καιθα δούμε αν ο Βασιλιάς Μπρότεμλέινπαραχωρεί ακόμα ακροάσεις».

Ενώ ο Κέιν άναβε φωτιά με τοτσακμάκι του, ο γίγαντας έψαξε για ναβρει εύφλεκτα ξύλα. Επέστρεψε μ’ έναξερό δέντρο, χοντρό σαν τον μηρό τουΚέιν. Παίρνοντας αρκετά σπασμένακλαριά, ο Κέιν συνόδεψε τον Ντβαλσίρμέσα στη σπηλιά —ενώ ο τελευταίοςκρατούσε ένα κομμάτι του κορμού.

Γρήγορα αναγκάστηκαν νασταματήσουν. Το πέρασμα ήταν

φραγμένο από ένα σωρό σπασμένωνβράχων κι άφηνε μόνο μια στενή ρωγμή.Ένα κομμάτι του τοιχώματος τουπεράσματος είχε καταρρεύσει.

Ο Ντβαλσίρ εξέτασε το εμπόδιοσκεπτικά. «Θα χρειαστούμε αρκετή ώραγια ν’ ανοίξουμε δρόμο μέσα απ’ αυτό»,συμπέρανε τελικά με στενοχώρια.

«Με την προϋπόθεση πως οιπροσπάθειές σου δεν θα ρίξουν στακεφάλια μας το υπόλοιπο βουνό», ήταν ηαπειλητική απάντηση του Κέιν. «Οβράχος εδώ είναι ασταθής, αλλιώς δεν θα’χε συμβεί αυτή η κατολίσθηση. Αν οισπηλιές φτάνουν τόσο βαθιά όσο λες,τότε θα πρέπει να υπάρχουν επικίνδυνασημεία που υποσκάπτουν όλη τη

λοφοσειρά. Με τους αιώνες, οι ρωγμές θαπρέπει να ’χουν μεγαλώσει και θα έχουναδυνατίσει περισσότερο τη δομή τουβράχου. Θα ’ναι πια τόσο γερός όσο ένασάπιο δόντι. Είναι θαύμα που αυτά ταβουνά δεν έχουν ακόμα ισοπεδωθεί».

Σπρώχνοντας μπροστά το δαυλό του, ογίγαντας τέντωσε το λαιμό του για νακοιτάξει μέσα από το άνοιγμα. «Τοπέρασμα συνεχίζει πέρα από δω, και μουφαίνεται πως λίγο πιο κάτω οδηγεί στηνκεντρική σπηλιά». Αγριοκοίταξε για μιαστιγμή απελπισμένα το εμπόδιο στοδρόμο του, κι ύστερα έστρεψε το βλέμματου προς τον άντρα.

«Εσύ θα μπορούσες να συρθείς μέσααπό τη ρωγμή, Κέιν», του είπε. «Θα

μπορούσες να περάσεις και να δεις τιείναι από πίσω. Αν δεν υπάρχει τίποτα,τότε δεν χάνουμε και τίποτα. Αν, όμως,αυτός είναι ο τάφος του ΒασιλιάΜπρότεμλέιν, θα μάθεις αν το στέμμαείναι ακόμα εδώ».

Ο Κέιν κοίταξε τη ρωγμή μεανέκφραστο πρόσωπο. «Μπορεί ναγίνει», είπε τελικά. Προσποιητάαδιάφορα, μη θέλοντας να δείξει πως τοθάρρος του ήταν λιγότερο απ’ τουγίγαντα, είπε: «Θα πάω, λοιπόν, να ψάξωγια τα κόκαλά σου».

Η ρωγμή ήταν αρκετά στενή για έναντόσο μεγαλόσωμο άντρα όπως ο Κέιν, κιέτσι τα ρούχα του τρίφτηκαν και τοδέρμα του γδάρθηκε, καθώς σερνόταν

μέσα απ’ το πιο δύσκολο σημείο της. Τοτοίχωμα, όμως, δεν είχε καταρρεύσειμεμιάς. Αντίθετα, κομμάτια σπασμένουβράχου είχαν πέσει ακατάστατα μέσα στοπέρασμα και το εμπόδιο έμοιαζεπερισσότερο με μια σειρά κοντόχοντραδάχτυλα παρά με μια σφιχτή γροθιά. Λίγομετά, ο δαυλός του έφεξε πέρα απ’ ταμπάζα, κι ο Κέιν σύρθηκε σ’ έναν ανοιχτόδιάδρομο. Ξανάδεσε γρήγορα το θηκάριστην πλάτη του, αλλά κράτησε τη γυμνήλεπίδα στην αριστερή γροθιά του.

Γρήγορα, βρήκε τη σπηλιά. Δυοσκαλοπάτια, πολύ ψηλά για να ταδρασκελίσει άνθρωπος, συμπλήρωναν τοτέλος του περάσματος. Ο Κέιν σήκωσε τοδαυλό ψηλά και κοίταξε τριγύρω, ενώ οιαισθήσεις του προσπαθούσαν να

συλλάβουν οποιοδήποτε σημάδικινδύνου. Δεν μπορούσε να διακρίνειτίποτα, αλλά η αόριστη αίσθηση απειλήςπου ένιωθε, συνέχισε να τον βασανίζει.Παρότι έσεισε το δαυλό για να φουντώσειτη φωτιά, δεν μπορούσε να διακρίνει ταόρια της σπηλιάς, αν κι αυτή ειδικά ηαίθουσα φαινόταν να ’χει ύψος πολλώνδεκάδων μέτρων. Ψηλά από πάνω,κρέμονταν σταλακτίτες, δημιουργώνταςένα τερατώδες οδοντωτό σαγόνι, με ταίριτους σταλαγμίτες που φύτρωναν σανχαυλιόδοντες από κάτω. «Φαίνεται πωςμόλις μπήκα στο στόμα του δράκου»,μουρμούρισε ο Κέιν, κατεβαίνοντας μεδυσκολία τα σκαλιά. Αραιή σκόνη είχεκαθίσει πάνω στην πέτρα κι αυτή ησπηλιά ήταν από καιρό νεκρή.

«Τι βλέπεις, Κέιν; » μούγκρισε οΝτβαλσίρ μέσα από τη ρωγμή. Ψηλά απόπάνω, οι νυχτερίδες αναδεύτηκανανήσυχα.

Παρότι είχε πια συνηθίσει τηνεκκωφαντική φωνή του γίγαντα, ο Κέινξαφνιάστηκε και κοίταξε νευρικά προς τομακρινό ταβάνι. Ο δαυλός τρεμόπαιξεστο χέρι του, καθώς διέσχισε τηναίθουσα, με το σπαθί έτοιμο για ό, τιφώλιαζε μέσ’ στο σκοτάδι.

Ύστερα, κοκάλωσε —μια ανατριχίλαδιαπέρασε το κορμί του καθώς είδε τιβρισκόταν στην περίμετρο απ’ το φωςτου δαυλού.

«Ντβαλσίρ! » φώναξε, χωρίς να δίνει

σημασία στους βροντερούς αντίλαλουςμέσα στην έξαψή του. «Είναι εδώ!Βρήκες τον τάφο! Ο ΒασιλιάςΜπρότεμλέιν είναι εδώ, καθισμένος στοθρόνο του, με το στέμμα στο κεφάλι! »

Μέσα στο φως του δαυλού, μπορούσενα δει έναν τεράστιο θρόνο από λαξεμένηπέτρα, πάνω στον οποίο ο σκελετωμένοςβασιλιάς αναπαυόταν ακόμα μέσα σεμακάβριο μεγαλείο. Η κρύα ξηρασία τηςσπηλιάς είχε διατηρήσει το σκέλεθρο γιααιώνες. Απομεινάρια μουμιοποιημένηςσάρκας κρατούσαν ακόμα το σκελετό σ’ένα κομμάτι. Γυμνά κόκαλα έλαμπανθαμπά μέσα από μυς και νεύρα που είχανζαρώσει και αποκτήσει την υφή τουσίδερου. Τα μπράτσα του θρόνου ήτανακόμα γραπωμένα από δάκτυλα που

’μοιάζαν με ροζιασμένες ρίζεςβελανιδιάς, ενώ γύρω απ’ τη βάση τουήταν μαζεμένος ένας μουχλιασμένοςσωρός από μαδημένες γούνες. Τολιπόσαρκο κρανίο διατηρούσε ακόμακομμάτια σάρκας που μισοκάλυπταν τομακάβριο χαμόγελο του σκελετού μερυτίδες αυστηρότητας — σχηματίζονταςέναν μορφασμό που έμοιαζε με γέλιοβουβαμένο από σφιγμένα χείλια. Ταμάτια ήταν βουλιαγμένοι κύκλοισκοταδιού, που τα σκιερά τους βάθηαπέφευγαν το φως απ’ το δαυλό τουΚέιν. Δεν συνέβαινε, όμως, το ίδιο και μετις σφαίρες που έφεγγαν πάνω στομέτωπο.

Κόκκινα σαν ήλιοι που έδυαν μέσα στοφως του δαυλού, ένα ζευγάρι ρουμπίνια

σε μέγεθος γροθιάς έλαμπαν πάνω στηνκορώνα του Βασιλιά Μπρότεμλέιν. ΟΚέιν βλαστήμησε χαμηλόφωνα,εντυπωσιασμένος τόσο βαθιά από τοθησαυρό που έβλεπε μπροστά του όσο κιαπό το δέος που ένιωθε για τη μακάβριαμεγαλειότητα του νεκρού. Ο χρυσαφένιοςκύκλος θα μπορούσε να περάσει στημέση μιας χορεύτριας. Γύρω απ’ τα δυομεγάλα πετράδια υπήρχαν και καμιάδεκαριά ακόμα σε μέγεθος φουντουκιού.Ένας πανάρχαιος θησαυρός που μέχριτώρα τον έτρωγε το σκοτάδι.

Καθώς συλλογιζόταν τον αμύθητοπλούτο που κάλυπτε την κορώνα τουΒασιλιά Μπρότεμλέιν, ο Κέιν μετάνιωσεπικρά που είχε διαλαλή-σει τηνανακάλυψή του. Αν είχε πει πως η σπηλιά

ήταν άδεια, μπορεί να του δινόταν ηευκαιρία να βγάλει την κορώνα χωρίς νατον δει ο γίγαντας —ή να επιστρέψει γιανα την πάρει αργότερα. Τ ώρα, όμως, οΝτβαλσίρ ήξερε για το στέμμα και τονπερίμενε στη μοναδική έξοδο του τάφου.Το να προσπαθήσει να βρει κάποια άλληέξοδο μέσα από ένα υποθετικό πέρασμαστο δίκτυο των σπηλαίων θα ήτανκαθαρή αυτοκτονία —το ίδιο, σχεδόν,και το να πολεμήσει με το γίγαντα για νατου την πάρει. Ο Κέιν παρατήρησεθλιμμένα το θησαυρό. Εκτός κι αν τουδινόταν η ευκαιρία για ένα ύπουλοφονικό...

«Κέιν! » Ο μυκηθμός του γίγανταέβαλε τέλος στις σκέψεις του. «Είσαικαλά, Κέιν; Είναι στ’ αλήθεια εκεί ο

Βασιλιάς Μπρότεμλέιν; »

«Δεν μπορεί να ’ναι άλλος, Ντβαλσίρ»,ούρλιαξε ο Κέιν, ενώ οι αντίλαλοιπαραμόρφωναν τα λόγια του. «Είναιόπως ακριβώς τον περιγράφουν οι θρύλοισας! Ένας κολοσσιαίος θρόνος απόπέτρα βρίσκεται στον κέντρο τηςσπηλιάς! Κάπου επτά μέτραμουχλιασμένου σκελετού είναικαθισμένα επάνω του, και στο κρανίοακουμπάει μια χρυσή κορώνα με δυοτεράστια ρουμπίνια! Περίμενε μιαστιγμή, και θα σκαρφαλώσω να τηνκατεβάσω! »

«Όχι! Άσε την εκεί που είναι! » Ηανυπομονη-σία έκανε τη φωνή τουγίγαντα να τρέμει. «Θέλω να τα δω όλα

από μόνος μου! » Από το φράγμα τηςπέτρας ακούστηκαν βογγητά και κροταλί-σματα από μετακινούμενα βράχια.

«Περίμενε, γαμώτο! » ούρλιαξε ο Κέιν,τρέχοντας πίσω προς το πέρασμα. «Θαρίξεις όλο το κολασμένο βουνό στακεφάλια μας! Θα σου φέρω εγώ τηνκορώνα! »

«Ασε τη στη θέση της! Αυτό δεν είναιένα απλό κυνήγι θησαυρού! Σημαίνεικάτι παραπάνω απ’ την απλή ανάκτησητης κορώνας του Μπρότεμλέιν! » είπελαχανιασμένα ο γίγαντας, ξεφυσώνταςκαθώς πάλευε να κυλήσει έναν βρά-χο.«Ονειρευόμουν για περισσότερα χρόνιααπ’ όσα μπορείς να φανταστείς, την ώραπου θα στεκόμουν μπροστά στο θρόνο

του Βασιλιά Μπρότεμλέιν, εκεί πουκανένας απ’ τη φυλή μου δεν είχε βρεθεί,απ’ τον καιρό της δόξας της! Την ώραπου θα καλούσα το φάντασμά του για ναμου δώσει τη δύναμη να οδηγήσω τηφυλή μας πίσω στο χαμένο της μεγαλείο!Θα σταθώ μπροστά στο Βασιλιά και θασηκώσω το στέμμα απ’ το μέτωπό του μετα ίδια μου τα χέρια! Κι όταν γυρίσωπίσω, ο λαός μου θα δει και θ’ ακούσει,και θα καταλάβει πως οι ιστορίες τηςαρχαίας μας μεγαλοσύνης ήταν αλήθειεςκι όχι μύθοι!

»Έλα, όμως, τώρα να με βοηθήσεις ναφαρδύνω το άνοιγμα. Εσύ μπορείς ναμετακινείς τις μικρότερες πέτρες. Ησπηλιά αυτή στέκεται έτσι για αμέτρητεςχιλιετίες μπορούμε να ρισκάρουμε

μερικές ακόμα στιγμές».

Ο Κέιν βλαστήμησε και πήγε κοντάτου, ενώ σκεφτόταν πως ήταν μάταιο ναδιαφωνεί μ’ έναν φανατικό γίγαντα. Μεσφιγμένα χείλια, άρχισε να τραβάει ένανβράχο που ήταν σφηνωμένος από τημέσα μεριά της κατολίσθησης.

Ακολούθησε ένα ξαφνικό μουγκρητό,κι η κραυγή απόγνωσης του Ντβαλσίρίσα που πρόλαβε να τον ειδοποιήσει. ΟΚέιν τινάχτηκε προς τα πίσω, ακριβώςενώ τα τοιχώματα που είχαν ξανά χάσειτην ισορροπία τους, διαμαρτυρήθη-κανγια τη διείσδυσή τους. Σαν μιαακατανίκητη γροθιά ολέθρου, όλη η δεξιάπλευρά γκρεμίστηκε απ’ τα τοιχώματακαι σωριάστηκε απέναντι!

Κουφαμένος από το θόρυβο καιχτυπημένος από δεκάδες θραύσματα, οΚέιν προσπάθησε απελπισμένα νακυλήσει μακριά. Τελικά, σωριάστηκεμελανιασμένος σ’ ένα κουβάρι στη βάσητων σκαλοπατιών. Για μια στιγμήσύγχυσης και ζαλάδας, του φάνηκε πωςολόκληρη η σπηλιά σειόταν κιαναπηδούσε, απ’ τον απόηχο τουγκρεμισμένου περάσματος.

Όταν ο τελευταίος αντίλαλος έσβησεκαι το τελευταίο κομμάτι ραγισμένηςπέτρας πέρασε αναπηδώντας από πάνωτου, ο Κέιν ανασηκώθηκε για να γλείψειτις πληγές του. Ήταν μελανιασμένος καιγδαρμένος, κι είχε μια μακριά πληγήστον αριστερό του ώμο, αλλά δεν είχεσπάσει κόκαλα. Το αριστερό του

μπράτσο ήταν μουδιασμένο, στο σημείοπου το είχε χτυπήσει ένας βράχος, και θαχρειαζόταν δέσιμο για να σταματήσει ηαιμορραγία. Σκέφτηκε, όμως, πως ήτανσχετικά σώος, αν συλλογιζόταν κανείςπως λίγο ακόμα και θα’ ταν πιο νεκρός κιαπό τον Βασιλιά Μπρότεμλέιν.

Το σπαθί του ήταν ακόμα θηκαρωμένο,αλλά είχε χάσει το δαυλό του καθώςπηδούσε μακριά και τώρα το δωμάτιοήταν σκοτεινό όπως και κάθε τάφος. ΟΚέιν δεν χρειαζόταν δαυλό για νακαταλάβει το χειρότερο του το έδειχνε ηπαντελής απουσία φωτός. Ο τάφος τουΒασιλιά Μπρότεμλέιν ήταν όσο καλάσφραγισμένος χρειαζόταν να είναι οτάφος ενός βασιλιά.

Κακόκεφα, σύρθηκε ψηλαφώνταςμέχρι το πέρασμα και κόλλησε το κορμίτου πάνω στο πέτρινο φράγμα. Μερικάαπ’ τα βράχια που έκλειναν την είσοδοείχαν πλάτος κοντά δυο μέτρα, και τακενά ανάμεσά τους ήταν παραγεμισμέναμε μικρότερα λιθάρια. Αν είχε αρκετούςσκλάβους κι εργαλεία, μπορεί και νακατάφερνε ν’ ανοίξει μιαν άλλη διέξοδο.Ίσως κι ο Ντβαλσίρ να μπορούσε νασκάψει κάποιο λαγούμι, αλλά ο γίγανταςθα πρέπει να ’ταν τώρα ένα διαμελισμένοτμήμα του φράγματος που ’χε μπροστάτου.

Λιωμένη πίσσα έκαψε τα δάχτυλά τουκαθώς ψηλάφιζαν, και την άλλη στιγμήτράβηξε τον σβησμένο δαυλό μέσα απ’τα θραύσματα. Μιας και δεν φαινόταν να

του μένει τίποτε άλλο, κάθισε κάτω κιάναψε πάλι φωτιά. Η κατολίσθηση δενφαινόταν λιγότερο συμπαγής κάτω απ’το φως του δαυλού. Θυμωμένα, ο Κέινκλότσησε έναν ξεκολλημένο βράχο.

Ωστόσο, ένα ρεύμα αέρα φούντωσε τηφλόγα του δαυλού και μ’ ένα κιτρινωπόδάκτυλο, αυτή του έδειξε τη νεκρικήαίθουσα. Καθώς θυμήθηκε πως αυτή ησπηλιά ήταν απλώς μέρος ενός μεγα-λύτερου δικτύου, ο Κέιν άρχισε ναψάχνει ανυπόμονα για την πηγή τουρεύματος.

Καθώς διέσχιζε την αίθουσα, είδε τααποτελέσματα της κατολίσθησης μέσαστη σπηλιά. Η ξαφνική μετατόπιση είχεπροκαλέσει μια δόνηση σ’ όλο το μήκος

της ετοιμόρροπης πέτρας, και πολλοίσταλακτίτες είχαν πέσει σανκρυστάλλινες αστραπές απ’ τους αιώνιαμαύρους ουρανούς τους. Ένας απ’αυτούς παρά λίγο να διαπερνούσε τονΒασιλιά Μπρότεμλέιν.

Ένας αναστενάρης άνεμος έριξε μιαμουχλιασμένη ανάσα μέσα από ένανορθάνοιχτο λάκκο με μήκος πολλάμέτρα, στην άλλη άκρη της σπηλιάς.Φαινόταν, λοιπόν, πως οι δονήσεις πουείχαν συνταράξει τη σπηλιά δεν ήτανφαντασίωση. Ήταν φανερό ότι εξαιτίαςτων αλυσιδωτών δονήσεων που είχεξεκινήσει η κατολίσθηση, ένα μεγάλοτμήμα της οροφής είχε πέσει σ’ εκείνο τοσημείο. Η πτώση είχε διαλύσει ένατμήμα του πατώματος της αίθουσας κι

είχε αποκαλύψει μιαν άλλη σπηλιά, κάτωαπ’ την πρώτη. Ο Κέιν σκέφτηκε,κοιτάζοντας μέσα στο λάκκο πως τοδίκτυο των σπηλιών θα πρέπει να διέτρε-χε όλο το βουνό σαν το πολυδαίδαλομονοπάτι που αφήνει ένα σκουλήκι πίσωτου.

Ένα αδύναμο φύσημα ανέμου ερχότανμέσα απ’ το λάκκο, φέρνοντας μαζί τουμια αηδιαστική μυρωδιά μούχλας —μιαβρομερή μπόχα ζώου που έκανε τον Κέινν’ απορήσει. Του φάνηκε πως άκουγε τοκύλισμα αόρατων νερών. Ίσως να ήτανκάποιος υπόγειος ποταμός —πολύ βαθιάκάτω απ’ τη σπηλιά. Το πιο πιθανό,όμως, ήταν, πως ο άνεμος έκανε αυτούςτους ήχους καθώς περνούσε μέσα απ’ τιςρωγμές του σαπισμένου βουνού.

Τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε ο Κέιν.

Το έδαφος της καινούριας σπηλιάςφαινόταν να είναι κάπου είκοσι πέντεμέτρα από κάτω του. Το τμήμα που είχεκαταρρεΰσει είχε δημιουργήσει μιανανώμαλη πλαγιά απ’ την οποία φαινότανπως κάποιος θα μπορούσε να κατέβει.«Άλλο ένα μονοπάτι για την Κόλαση»,μουρμούρισε ο Κέιν.

Ένα θρόισμα μπροστά του τον έκανενα σηκώσει το βλέμμα- ύστερα, κατάλαβεπως πραγματικά αυτό ήταν ένα μονοπάτιγια την Κόλαση. Στην άκρη του φωτόςστεκόταν μια κατσαρίδα —μιακατάλευκη κατσαρίδα, με μάκρος σχεδόνένα μέτρο. Με μεγάλη βουλιμία, βύζαινεμια νεκρή νυχτερίδα, και κούναγε τις

κεραίες της εκνευρισμένα προς το φωςπου φαινόταν να την ενοχλεί. Μηνπιστεύοντας στα μάτια του, ο Κέιν πέταξεμια πέτρα προς το μέρος της, κι αυτήχάθηκε κροταλίζοντας στο σκοτάδι.

Γεμάτος δέος, ο Κέιν επέστρεψε στοχείλος

του λάκκου και έχωσε τον δαυλό του στοάνοιγμα. Κοντά στη βάση της πλαγιάς, δυολευκά τριχωτά πλάσματα σήκωσαν τα τυφλάτους μάτια προς το μέρος του και μετάτραβήχτηκαν σκούζοντας τρομαγμένα. Ο Κέινπρόλαβε να δει πως ήταν αρουραίοι σεμέγεθος σκυλιού.

Τότε κατάλαβε. Νερό κι αέρας —οισπηλιές από κάτω του είχαν ζωή μια φριχτάπαραμορφωμένη μορφή ζωής. Πιθανώς,αυτά τα υπερμεγέθη πλάσματα θα πρέπει να

προέρχονταν από την εξέλιξη άλλωνκατοίκων των σπηλαίων που είχανπαγιδευτεί κάτω απ’ την επιφάνεια αιώνεςπριν —ή ίσως είχαν έρθει με τη θέλησή τους,όταν η περιοχή απ’ έξω μετατράπηκε σεέρημο. Μέσα σε αιώνια νύχτα, χωρίς εποχέςκαι φως, είχαν μεταλλαχτεί σε τερατώδεις,πρωτόγονες μορφές —προσαρμοσμένεςστην εκφυλισμένη βαρβαρότητα τουπεριβάλλοντος τους. Η πτώση της οροφήςείχε πλακώσει νυχτερίδες κι άλλαακατονόμαστα πλάσματα, και τώρα ημυρωδιά του αίματος τραβούσε τα τερατώδηπλάσματα της σπηλιάς σ’ εκείνο το σημείο.

Τι άλλο να κατοικεί εδώ; σκέφτηκεανήσυχα ο Κέιν. Τραβήχτηκε από το λάκκο,κρίνοντας πως ένα τόσο σίγουρο μονοπάτιγια την Κόλαση θα μπορούσε να παραμείνειαδιάβατο μέχρι να απορριφθούν όλοι οιάλλοι δρόμοι διαφυγής. Ακόμα και το ναξανασκάψει το πέρασμα, φαινόταν τώρα πιο

αισιόδοξη λύση.

Όταν επέστρεψε στο σημείο τηςκατολίσθησης, άκουσε έναν ήχο από πέτραπου σερνόταν πάνω σε πέτρα. Γ ια μια στιγμήφοβήθηκε πως θα -ξεκινούσε νέακατολίσθηση, αλλά καθώς παρατηρούσε μετεντωμένα νεύρα, φάνηκε πως δεν

συνέβαινε κάτι τέτοιο. Με την ελπίδα ν’ ανοίγειδρόμο μέσα απ’ τις αμφιβολίες του, ο Κέινκόλλησε πάνω στο φράγμα κι άρχισε να χτυπάειρυθμικά ένα βράχο μ’ ένα κομμάτι πέτρας.

Μετά από μια παύση, το χτύπημά τουαπαντή-θηκε από την άλλη μεριά. Ώστε ογίγαντας είχε γλιτώσει! Ίσως η δύναμή του νακατάφερνε να καθαρίσει το πέρασμα.

Ανυπόμονα, ο Κέιν άρχισε να σκάβει τοσωρό απ’ τη δική του πλευρά. Μην τολμώνταςνα σκεφτεί μιαν άλλη κατολίσθηση, τέντωνε τη

στιβα-ρή του πλάτη για να ξεκολλήσει μικρούςβράχους κι έσκιζε τα δάκτυλά του σκάβοντας ταχαλίκια σαν το σκυλί. Ευτυχώς, μέσα στοπέρασμα είχε πέσει ένας σωρός από σπασμέναλιθάρια, κι όχι ένας μονοκόμματος βράχος.

Ο χρόνος περνούσε απελπιστικά αργά, καιτον σημάδευε μόνο ο δαυλός που όλο καιμίκραινε και η εσοχή που όλο και βάθαινε. Ταχέρια του Κέιν είχαν ματώσει καιφουσκαλιάσει, όταν ένα ξαφνικό τράβηγμα μιαςπέτρας φανέρωσε μιαν ακτίδα ηλιόφωτου. Μέσααπ’ τη σκόνη και την απόσταση, φαινότανεκτυφλωτική στα μάτια του.

«Ντβαλσίρ! » φώναξε ο Κέιν, κοιτάζονταςμέσα από το μικρό άνοιγμα. Μια σήραγγα μεπλάτος περίπου ένα ανθρώπινο κεφάλι είχεσχηματιστεί ανάμεσα σε δυο μεγάλα όρθιαλιθάρια, αν κι υπήρχαν ακόμα αρκετά μέτρααπό μπάζα που έφραζαν το πέρασμα.

Ένα τεράστιο καστανό μάτι τον κοίταξε απότην άλλη άκρη της σήραγγας. «Κέιν; » Ογίγαντας φαινόταν ευχάριστα ξαφνιασμένος.«Ωστε Κατάφερες και τη γλίτωσες, ανθρωπάκο!Είσαι τόσο χοντρόπετσος όσο σε περιγράφουνοι θρύλοι! »

«Μπορείς να με βγάλεις από δω μέσα; »

«Μπορώ, αν καταφέρω να μπω ο ίδιος! » 0Ντβαλσίρ είχε ξανά πεισμώσει. «Νομίζω πωςμπορώ να στηρίξω αυτούς τους βράχους έτσιπου να σκάψουμε ένα χώρο για να συρθώανάμεσά τους».

«'Ενα από τα χαρακτηριστικά των ανώτερωνμορφών ζωής είναι η ικανότητά τους ναδιδάσκονται από την εμπειρία», μούγκρισε οΚέιν, σκύβοντας για να ξεκολλήσει ένα λιθάρι.Όμως, η αποφασιστικότητα του γίγαντα ήτανακλόνητη.

Αργά, το άνοιγμα άρχισε να μεγαλώνει, καιμε το φως του ήλιου να μπαίνει όλο καιπερισσότερο μέσα στη σπηλιά, η δουλειάφαινόταν λιγότερο κοπιαστική. Τελικά,απόμεινε μόνο ένα ετοιμόρροπο συνονθύλευμααπό λιθάρια.

Αυτή τη φορά, η προειδοποίηση ήρθε πολύαργά.

'Ενα ξαφνικό τρίξιμο πέτρας ακούστηκεκαθώς ο Ντβαλσίρ έσπρωξε απρόσεκτα έναν απ’τους ετοιμόρροπους βράχους. 'Ενα δεύτεροκομμάτι τινάχτηκε σαν βλήμα καταπέλτη,καθώς απελευθερωνόταν από την πίεση τουδιπλανού του. Ο Κέιν ούρλιαξε και προσπάθησενα το αποφύγει. Η προσπάθεια τον έκανε ναχάσει την ισορροπία του, και το λιθάρι πουκύλαγε έπεσε τόσο γοργά, που ακόμα κι ητρομερή του ευλυγι-σία δεν μπόρεσε να τονσώσει.

Το λιθάρι κατρακύλησε πάνω στους άλλουςβράχους και χτύπησε τον τοίχο ακριβώς στοσημείο που στεκόταν ο Κέιν. Ο κοκκινομάλληςσφύριξε απ’ τον πόνο. Την τελευταία στιγμήείχε καταφέρει να μισοχωθεί πίσω έναν βράχο.Αυτός του είχε γλιτώσει τη ζωή, αλλά η τρομερήσύγκρουση τον είχε σφηνώσει πάνω στουςμηρούς του και τον είχε κολλήσει στον τοίχο.

Αίμα κυλούσε απ’ το γδαρμένο του δέρμα καιέσταζε μέσα στις μπότες του. Μορφάζοντας απ’τον πόνο, προσπάθησε να τραβηχτεί.Ανακάλυψε πως είχε γλιτώσει παρά τρίχα δυοτσακισμένα πόδια.

Ήταν ν’ απορεί κανείς, αλλά το εκπληκτικόήταν πως το άνοιγμα δεν είχε ξανακλείσει. ΟΝτβαλσίρ το ψαχούλευε προσεκτικά. «Κέιν;Γαμώτο! Πιο εύκολο να σκοτώσεις φίδι παράεσένα! Μπορείς να βγεις από κει; »

«Όχι! » μούγκρισε ο Κέιν, προσπαθώντας να

κυλήσει το βράχο στο πλάι. «Υπάρχουν κι άλλαθραύσματα που τον έχουν ακινητοποιήσει. Ταπόδια μου είναι παγιδευμένα! » Βλαστήμησεκαι συσπάστηκε άλλη μια φορά μέσα σταπέτρινα δεσμά του. Το μόνο που κατάφερε ήταννα γδαρθεί ακόμα πιο πολύ.

«Θα σ’ ελευθερώσω μόλις μπω μέσα»,μπουμπούνισε η φωνή του Νβαλσίρ,προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο. Γι’ακόμα μια φορά, ο γίγαντας άρχισε να σκάβει.

Τώρα, όμως, ο Κέιν άκουγε ξυσίματα πέτραςπου δεν γίνονταν από τα χέρια του Ντβαλσίρ.Από τη νεκρική αίθουσα, μπορούσε ν’ ακούσειένα βαρύ σώμα να σκαρφαλώνει την πέτρινηπλαγιά.

Γυμνώνοντας τα δόντια και γρυλίζοντας, οΚέιν κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τη νεκρικήαίθουσα.

Στην αρχή του φάνηκε ότι το πτώμα τουΒασιλιά Μπρότεμλέιν είχε σηκωθεί στασκελετωμένα του πόδια —γιατί μπορούσε ναδιακρίνει δυο κόκκινα κάρβουνα να πηγαίνουνπέρα-δώθε στο σκοτάδι, καθρεφτίζοντας το φωςτου δαυλού. Όμως, η κορώνα δεν είχεμετακινηθεί, αλλά έλαμπε ακόμα θαμπά πάνωαπ’ το θρόνο.

Τα μάτια που έβλεπε ήταν αληθινά, και τονκοιτούσαν τώρα μ’ ένα τρομακτικό βλέμμα.Από το άνοιγμα στο έδαφος της σπηλιάς, είχεανεβεί ένα πλάσμα από την άβυσσο της νύχτας!

Μαχαιροδόντης! Ή, μάλλον, το εφιαλτικόυβρίδιο ενός μαχαιροδόντη και του σκοταδιούτου Άδη! Το γιγάντιο πλάσμα που είχε συρθείεκεί μέσα απ’ τις ανήλιαγες σπηλιές ήταν ένατόσο φριχτό εξάμβλωμα του προγόνου του, όσοκαι τ’ άλλα τερατώδη πλάσματα που είχε δει. Οβράχος κροτάλιζε κάτω από τα νυχωτά πέλματακαθώς το ζώο βγήκε μέσα από το λάκκο. Ήταν

ένα κατάλευκο κτήνος, με δυο φορέςτουλάχιστον το μέγεθος του φοβερούπροπάτορά του. Τα σαγόνια που έσταζανάνοιξαν σ’ ένα πνιχτό μυκηθμό πείνας —σαγόνια που θα μπορούσαν να κλείσουν γύρωαπ’ τον Κέιν όπως αυτά της γάτας γύρω απόέναν ποντικό.

Ο Άρχοντας Τλόλουβιν μονάχα μπορεί ναήξερε ποιοι φανταστικοί δαίμονες τριγύρναγανστις ανήλιαγες σπηλιές που έφταναν μέχρι τοκολασμένο του βασίλειο, και ποια εκφυλισμένηκτηνωδία του κάτω κόσμου είχε φέρει αυτά ταπλάσματα σε τόσο γιγάντιες διαστάσεις.Τραβηγμένο από το θόρυβο και τη μυρωδιά τουαίματος, αυτό το τέρας είχε αφήσει τηνανήλιαγη φωλιά του για να κυνηγήσει στοκατώφλι ενός κόσμου που ήταν κλειστός στοδαιμονικό του είδος για αμέτρητους αιώνες.

Κατάλάβε το θύμα του.

Αδυνατώντας ν’ απελευθερωθεί, ο Κέιντράβηξε το σπαθί του για μια τελευταίααπελπισμένη άμυνα. Το πλάσμα των σπηλαίωντον είχε εντοπίσει —μέσα στο σκοτάδι οιαισθήσεις του θα πρέπει να ήταν υπερφυσικάευαίσθητες— αλλά δίσταζε να χιμήξει.Φαινόταν ενοχλημένο από τις αδύναμες ακτίνεςτου ήλιου που περνούσαν στο βασίλειό του.

Ο δαυλός ήταν στηριγμένος ανάμεσα σε δυοπέτρες, κοντά στον Κέιν. Μετά από μια σειράαπεγνωσμένα τινάγματα, κατάφερε να τονκαρφώσει με τη μύτη του σπαθιού και να τονπιάσει. Απαντώντας στο μουγκρητό τουμαχαιροδόντη, έσεισε το κλαρί μέχρι πουφούντωσε. Το αιλουροειδές υποχώρησε κάπως,αλλά δεν εγκατέλειψε το παγιδευμένο θύμα του.Απλά, δεν ήξερε με ποιον τρόπο ν’αντιμετωπίσει αυτό το εκτυφλωτικό φως πουέκαιγε τα σχεδόν τυφλά μάτια του.

«Ντβαλσίρ! Μπορείς να περάσεις μέσα; » Ο

δαυλός είχε καεί τόσο πολύ, που τώρα η φλόγατου καψάλιζε τα δάκτυλα του Κέιν.

Ο γίγαντας βόγκηξε από την μανιασμένηπροσπάθεια. «Υπάρχει ένας βράχος στη μέση,που δεν μπορώ να τον μετακινήσω χωρίς ναξαναβάψω πάλι το άνοιγμα! Αν είχα έναδοκάρι, μπορεί να χρησίμευε για στήριγμα. Θαέβγαζα τις πέτρες από κάτω και θα περνούσαμέσα. Αλλιώς, δεν υπάρχει αρκετός χώρος γιανα μπω».

Ο μαχαιροδόντης έβηξε θυμωμένα κι έκανεένα βήμα μπροστά, ενώ η κοντή ουρά τουπήγαινε πέρα-δώθε. Η πείνα του θακατανικούσε σύντομα την επιφυλακτικότητάτου, κι ο Κέιν το κατάλαβε γεμάτος τρόμο,καθώς το αιλουροειδές συσπείρωνε το τεράστιοσώμα του για να χιμήξει. Σε μια στιγμή, τοπήδημά του θα το έφερνε πάνω στον βράχο.

Με μάτια γεμάτα από καυτό μίσος, ο Κέιν

ετοίμασε το σπαθί του. Θα είχε χρόνο μόνο γιαένα τελευταίο απελπισμένο χτύπημα, καθώς τοπήδημα του ζώου θα του πολτοποιούσε τοστήθος, αλλά ο Κέιν ήθελε ο φονιάς του νανιώσει το ατσάλι του.

«Θα προσπαθήσω να τον πετύχω στο λαιμόκαθώς πηδάει! » φώναξε ο Κέιν. «Θα τονπληγώσω όσο πιο βαριά μπορώ! Πήγαινε πίσωκαι βρες ένα ξύλο αρκετά μεγάλο για στήριγμα,Ντβαλσίρ. Αν το χτύπημά μου το σακατέψει,υπάρχει μια περίπτωση να σκοτώσεις το ζώο μετο τσεκούρι σου. Η κορώνα του Μπρότεμλέινθα σε περιμένει εδώ, κι όταν επιστρέψεις θαμπορείς να λες στους δικούς σου ποιο ήταν τοτίμημα για την απόκτησή της! »

Ο Ντβαλσίρ μετακινούσε τα μπάζαμανιασμένα, αν κι ο Κέιν δεν ριψοκινδύνευε ναγυρίσει το κεφάλι για να δει πώς πήγαινε.«Κράτα το πίσω, όσο περισσότερο μπορείς,Κέιν! » Η φωνή του ακουγόταν πνιχτή. «Εγώ σ’

έμπλεξα σ’ αυτή την ιστορία και δεν πρόκειταινα σ’ εγκαταλείψω τώρα σαν σιχαμερός κιοτής!»

Ο δαυλός τρεμόπαιζε, και μόνο λίγα λεπτάζωής απόμεναν, τόσο στη φλόγα όσο και σ’αυτόν που την κρατούσε. Στ’ αυτιά του ήρθε έναυπόκωφο μουγκρητό από πέτρες που κυλούσαν,αλλά ο Κέιν δεν αποσπούσε το βλέμμα του απ’τα φονικά μάτια του κτήνους. Η τίγρητινάχτηκε κι έφτυσε ξαφνιασμένη. Ο Κέινετοιμάστηκε να δεχτεί το θανάσιμο πήδημα,αλλά είδε με μεγάλη του έκπληξη πως ομαχαιροδόντης υποχωρούσε.

Ενα φλεγόμενο κομμάτι από κορμό κύλησεπάνω απ’ τις πέτρες, κι ακολουθήθηκε από μιαβαριά φωνή. Γυρίζοντας, ο Κέιν δεν πίστευε σταμάτια του όταν είδε το βλοσυρό πρόσωπο τουΝτβαλσίρ να του χαμογελάει θριαμβευτικά απόπάνω του.

«Τα κατάφερα, που να πάρει! » μυκήθηκε ογίγαντας. Βόγκηξε λαχανιασμένα, καθώςέσερνε το τεράστιο κορμί του μέσα από τολαγούμι που είχε ανοίξει. «Χρησιμοποίησα τοτσεκούρι μου για να στηρίξω εκείνον το βράχο!Ράγισε λίγο, αλλά η λαβή του είναι γερή καιμάλλον θα κρατήσει μέχρι που να βγούμε απόδω! »

Στην εμφάνιση ενός πλάσματος πουσυναγωνιζόταν τον τρομερό του όγκο, ομαχαιροδόντης είχε υποχωρήσει μέσα στοσκοτάδι της σπηλιάς. Ο Ντβαλσίρ έσπρωξε τοδαυλό του λίγο πιο πέρα και μετά έσκυψε πάνωαπ’ τον Κέιν. Μ’ ένα σπρώξιμο των πανίσχυρωνώμων του, έκανε πίσω το βράχο που τονακινητοποιούσε.

Ο Κέιν έγειρε μπροστά. Δαγκώνοντας ταχείλη του απ’ τον πόνο, σύρθηκε έξω.

«Μπορείς να περπατήσεις, ανθρωπάκο; »

Μορφάζοντας, ο Κέιν έκανε μερικά αβέβαιαβήματα. «Ναι, αν και θα προτιμούσα το άλογόμου».

Ο γίγαντας ζύγιαζε τον δαυλό. «Τώρα, θ’αντικρίσω τον Βασιλιά Μπρότεμλέιν»,ανακοίνωσε.

«Μην είσαι ηλίθιος, Ντβαλσίρ»,διαμαρτυρήθηκε ο Κέιν. «Χωρίς το τσεκούρισου, δεν μπορείς να τα βάλεις μ’ αυτό τοπλάσμα! Δεν το ’διω-ξες —τριγυρνάει ακόμαμέσα στη σπηλιά! Θα ’μαστέ τυχεροί ανπρολάβουμε να βγούμε πριν να αποφασίσει ναεπιτεθεί! »

«Δεν έχουμε καιρό! » το πρόσωπο τουΝτβαλσίρ έδειχνε την αποφασιστικότητά του.«Δεν περίμενα πως το τσεκούρι θα κρατούσε.Θα σπάσει ανά πάσα στιγμή, και το μέρος αυτόθα θαφτεί για πάντα! Δεν μπορώ καν ναρισκάρω να το βγάλω απ’ τη θέση του! Ο

δαυλός θα κρατήσει το ζώο μακριά όση ώρα μαςχρειάζεται για να πάρω την κορώνα. Εξάλλου,δεν θα είναι ο μόνος δαίμονας που θα βγει μέσααπ’ το λάκκο. Εσύ, ωστόσο, δεν είναι ανάγκη ναμείνεις».

Ο Κέιν βλαστήμησε και τον ακολούθησεκουτσαίνοντας.

«Χα! Μαχαιροδόντη» βρυχήθηκε οΝτβαλσίρ, σηκώνοντας από κάτω ένανσπασμένο σταλακτί-τη. Ένα μουγκρητό τουαπάντησε απ’ το πίσω μέρος της σπηλιάς.«Μαχαιροδόντη! Με γνωρίζεις! Οι πρόγονοίμου ήταν εχθροί σου! Πολεμήσαμε τουςπροπάτορές σου σ’ αλλοτινές εποχές κι από ταόμορφα δόντια σου φτιάχναμε στολίδια για τιςγυναίκες μας! Άκουσέ με, μαχαιροδό-ντη! Αν κιέχεις τρεις φορές το μέγεθος του πυρρόξανθουπρογόνου σου, δεν σε φοβάμαι! Είμαι οΝτβαλσίρ —ο τελευταίος από τη γενιά τωναρχαίων βασιλέων! Ήρθα να πάρω την κορώνα

μου! Κρύψου πίσω στο λαγούμι σου,μαχαιροδό-ντη —αλλιώς θ’ αποκτήσω ένανλευκό γούνινο μανδύα για να φοράω μαζί μετην κορώνα μου! »

Η πρόκληση του γίγαντα αντήχησε μέσα στησπηλιά, κι απαντήθηκε από το θυμωμένογρύλισμα του μαχαιροδόντη. Κάπου μέσα στιςσκιές, το αιλουροειδές βημάτιζε νευρικά, αλλά ηκακοφωνία των αντίλαλων έκαναν δύσκολο τονεντοπισμό της θέσης του. Οι νυχτερίδεςφτερούγι-ζαν πανικόβλητες, και σκόνη μαζί μεκομμάτια πέτρας έπεφταν στα κεφάλια τους. ΟΚέιν έσφιξε το σπαθί του ανήσυχα,προσπαθώντας να μη σκέφτεται ποια σιωπηλήεπίθεση μπορούσε να δεχτεί η πλάτη του.

«Ο Βασιλιάς Μπρότεμλέιν! Οι θρύλοι τηςφυλής μου δεν έλεγαν ψέματα! » είπε οΝτβαλσίρ, ξεφυσώντας με δέος. Με μεγάλοσεβασμό, στάθηκε μπροστά στο θρόνο του απόαιώνες νεκρού ήρωα. Το πρόσωπό του φώτισε

από οπτασίες αρχαίας δόξας. Μέσα στα μάτιατου, καθρεφτιζόταν η λάμψη απ’ τα ρουμπίνιατης κορώνας.

Ο γίγαντας πέταξε κάτω το πέτρινο ρόπαλότου, και τεντώθηκε για ν’ αγγίξει την κορώνατου νεκρού βασιλιά. Με ευγενική πίεση, τηναπόσπασε απ’ την θέση που ’ταν κολλημένη.«Παππούλη, τα παιδιά σου την έχουν ανάγκη...»

Σαν μια κατολίσθηση φιλντισένιουοδοντωτού τρόμου, ο μαχαιροδόντης πήδηξεμέσα απ’ το σκοτάδι! Σπάζοντας τη σιωπή με τοβρυχηθμό του, έπεσε πάνω στην απροστάτευτηπλάτη του γίγαντα. Αιφνιδιασμένος, ο Ντβαλσίρκατάφερε να μισογυρίσει την τελευταία στιγμήκαι ν’ αποφύγει τον ακαριαίο θάνατο. Ησύγκρουση πέταξε γίγαντα και κτήνος πάνωστο θρόνο και μετά στο έδαφος της σπηλιάς.

Τεράστια σαγόνια έκλεισαν πάνω στον ώμο

του Ντβαλσίρ, ενώ ο τίγρης ξέσκιζε άγρια τηνπλάτη του με νύχια που άφηναν βαθιές πληγές.Ο Κέιν πλησίασε κουτσαίνοντας, με το σπαθίστο χέρι. Οι κινήσεις του, όμως, ήταν αδέξιες,και στην πρώτη του σπαθιά, ένα χτύπημα απότο πέλμα του πλάσματος τον έστειλε μακριά.Έπεσε βαριά πάνω στη βάση του θρόνου κιέσεισε το κεφάλι του για να καθαρίσει τηνόρασή του.

Ο Ντβαλσίρ ούρλιαξε και σηκώθηκε σταγόνατα, ενώ τα τεράστια χέρια του πάλευαναπεγνωσμένα να ξεκολλήσουν απ’ τη θέση τουςτα φονικά δόντια. Τ ο ένα του χέρι άγγιξε τονπεσμένο δαυλό και, αρπάζοντάς τον στη στιγμή,κάρφωσε το φλεγόμενο άκρο του στο πρόσωποτου τέρατος. Καψαλισμένος απ’ τηνεκτυφλωτική θερμότητα, ο μαχαιροδόντηςεγκατέλειψε τη θανάσιμη λαβή του —και μιακλοτσιά από τον γίγαντα τους χώρισε τελείως.

Καπνός σηκωνόταν από το ματοβαμμένο

μουσούδι του αιλουροειδούς. Κόκκινασυντριβάνια ανάβλυζαν από τον βαθιάσκισμένο ώμο του γίγαντα. «Πρόσωπο μεπρόσωπο, μαχαιροδόντη! » βρυχήθηκε άγρια οΝτβαλσίρ. «Δειλό πλάσμα των σκιών! Βρομερέκιοτή! Τολμάς τώρα να επιτεθείς στον αφέντησου πρόσωπο με πρόσωπο; »

Την ώρα ακόμα που ο τίγρης συσπειρωνότανγια να χιμήξει, ο Ντβαλσίρ πήδηξε επάνω του,κραδαίνοντας το δαυλό με το σακατεμένοαριστερό του χέρι. Αρπάχτηκαν στον αέρα κιολόκληρη η σπηλιά φάνηκε να σείεται από τησύγκρουσή τους. Κύλησαν ξανά και ξανά, ενώ οδαυλός πετάχτηκε μακριά κι ο Κέινπροσπαθούσε ζαλισμένος να σταθεί στα πόδιατου. Ο γίγαντας πάλευε με πείσμα να κρατήσειμακριά τα τεράστια τρομερά δόντια και νακαβαλήσει τον μεγαλύτερο όγκο τουμαχαιροδόντη. Τα φοβερά σαγόνιαανοιγόκλειναν χωρίς αποτέλεσμα, αλλά τακοφτερά νύχια προξενούσαν τρομερές πληγές

στο κορμί του γίγαντα.

Υπομένοντας στωικά τον πόνο, ο Ντβαλσίρέστρεψε όλη την τρομερή του δύναμη σε μιαπροσπάθεια να σφίξει τη λαβή του πάνω στοκεφάλι του αιλουροειδούς. Βγάζονταςπαραφρονεμέ-νους μυκηθμούς —βλαστήμιεςπόνου και οργής— δάγκωσε το αυτί του ζώουκαι το ξερίζωσε μ’ ένα περιπαικτικό γέλιο. Τοαίμα του κυλούσε άφθονο απ’ τις πληγές του,κάνοντας τη λευκή γούνα κόκκινη καιγλιστερή. Ενώ ακόμα ούρλιαζε και γελούσε, καιτραγούδαγε αποσπάσματα από αρχαίουςστίχους της φυλής του — χτυπούσε το κεφάλιτου μαχαιροδόντη πάνω στο βράχο.

Μ’ ένα ξαφνικό τίναγμα, ο Ντβαλσίρκατάφερε να καβαλήσει την πλάτη τουαιλουροειδούς. «Πέθανε, τώρα, μαχαιροδόντη»,βρυχήθηκε. «Πέθανε γνωρίζοντας την ήττα,όπως κι οι ψωριασμένοι παππούδες σου! »

Κάρφωσε τα γόνατά του στα πλευρά τουπλάσματος, σφίγγοντας τις φτέρνες του κάτωαπό την κοιλιά του. Το ζώο προσπάθησε νακυλήσει στο πλάι και να τον ρίξει κάτω —αλλάδεν μπορούσε! Μεγάλες γροθιές έσφιξαν πάνωστ’ α-φρισμένα δόντια, και μπράτσα άνοιξαν τασαγόνια διάπλατα. Ο Ντβαλσίρ τέντωσε τουςώμους του και τράβηξε προς τα πίσω. 'Ενα ξερόαγκομαχητό άρχισε να βγαίνει από το στόματου τέρατος- δεν προσπαθούσε πια να επιτεθεί.Για πρώτη φορά εδώ κι αιώνες, έναςμαχαιροδόντης γνώριζε τι σημαίνει φόβος.

Το αίμα δημιουργούσε λαμπερά σχέδια πάνωστους μυς της φαρδιάς πλάτης του γίγαντα. Ηλαβή του έσφιγγε όλο και περισσότερο.Ασταμάτητα, η ραχοκοκαλιά του τίγρη έγερνεπρος τα πίσω. Μ’ ένα ξαφνικό απότομο κρότο,κόκαλα και μυς παραδόθηκαν!

Γελώντας, ο Ντβαλσίρ έστριψε το κεφάλι τουμαχαιροδόντη εντελώς προς τα πίσω κι έφτυσε

μέσα στα ετοιμοθάνατα μάτια του.

«Και τώρα, η κορώνα του Βασιλιά Μπρότεμ-λέιν», είπε λαχανιασμένα και απομακρύνθηκεπαραπατώντας από το συσπώμενο σώμα. Ογίγαντας τρέκλιζε μα έμενε όρθιος. Τα ρούχατου ήταν κουρελιασμένα, σκούρα και κολλώδη.Το αίμα κυλούσε τόσο άφθονο, που κάλυπτετην έκταση και το βάθος των πληγών του-

μεγάλα κομμάτια σάρκας κρέμοντανξεκολλημένα και κόκαλα έλαμπαν κιτρινωπάκαθώς περπατούσε.

Βόγκηξε καθώς έφτασε το θρόνο καισωριάστηκε με την πλάτη ακουμπισμένη πάνωτου. Ο Κέιν είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις τουαρκετά ώστε να μπορέσει να πλησιάσει και ναγονατίσει δίπλα στον πεσμένο γίγαντα. Ταχέρια του έψαξαν επιδέξια τις πληγές τουΝτβαλσίρ, γυρεύοντας μάταια να σταματήσουντο αίμα που ανάβλυζε απ’ τις τεράστιεςλαβωματιές. Ο Κέιν ήταν βετεράνος πολλών

μαχών, και γνώριζε πως ο γίγαντας ήτανθανάσιμα πληγωμένος.

Ο Ντβαλσίρ μειδίασε περιπαικτικά, με τοπρόσωπο χλομιασμένο κάτω απ’ το αίμα πουτον είχε πιτσιλίσει. «Μ’ αυτό τον τρόπο, Κέιν,οι πρόγονοί μου νικούσαν τα μεγάλα κτήνηστην αυγή της ιστορίας της Γ ης».

«Κανένας γίγαντας δεν πολέμησε ποτέπλάσμα σαν κι αυτό», ορκίστηκε ο Κέιν, «ούτεκαι το σκότωσε με γυμνά χέρια! »

Ο γίγαντας σήκωσε αδύναμα τους ώμους.«Έτσι νομίζεις, ανθρωπάκι; Τότε δεν ξέρειςκαλά τους θρύλους της φυλής μας, Κέιν. Κιαυτοί οι θρύλοι είναι αληθινοί, τώρα το ξέρω!Φωτιά και Πάγε! Εκείνες ήταν ηρωικές εποχές!»

Ο Κέιν κοίταξε τριγύρω, κι ύστερα έσκυψεγια να σηκώσει τον πεσμένο κύκλο από

χρυσάφι. Τα ρουμπίνια πάνω του έλαμπαν σαντο αίμα του Ντβαλσίρ η κορώνα ήταν βαριά σταχέρια του. Αν και κρατούσε μια περιουσία, οΚέιν δεν είχε πια καμιά διάθεση να πάρει τηνκορώνα του Βασιλιά Μπρότεμλέιν.

«Είναι δίκιά σου τώρα», μουρμούρισε, καιτην τοποθέτησε πάνω στο γερμένο μέτωπο τουγίγαντα.

Το κεφάλι του Νβαλσίρ σηκώθηκε πάλι, κιυπήρχε μια άγρια περηφάνια στο πρόσωπό του—ανακατεμένη με θλίψη. «Θα μπορούσα νατους οδηγήσω πίσω σ’ εκείνες τις μέρες τιςδόξας! » ψιθύρισε. Κι ύστερα: «Μα ίσως ναυπάρξει κάποιος άλλος απ’ τη φυλή μου —κάποιος που να ’χει κοινό μαζί μου τ’ όραματης χρυσής εποχής! »

Έκανε νόημα στον Κέιν να τον αφήσει. Ήδη,τα μάτια του κοιτούσαν πράγματα πέρα απ’αυτή τη μοναχική σπηλιά μέσα στους

ερημότοπους. «Εκείνη ήταν εποχή να ζεικάνεις! » είπε, ανασαίνοντας βραχνά. «Μιαεποχή ηρώων! »

Ο Κέιν σηκώθηκε θλιμμένα όρθιος. «Μιαγενναία φυλή και μια ηρωική εποχή, στ’αλήθεια», είπε ψιθυριστά. «Μα νομίζω πως οτελευταίος των ηρώων της έχει χαθεί».

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ

της Τανίθ Λ/

Τι μπορεί να πει κανείς για την Τανίθ Λι;Είναι κατά τη γνώμη μου η σπουδαιότερηγυναίκα συγγραφέας επιστημονικής κι ηρωικήςφαντασίας. Αν και νομίζω πως αυτό είναι τοπρώτο της διήγημα που δημοσιεύεται στα

ελληνικά, έχει εκδόσει μέχρι σήμερα δεκάδεςβιβλία, που το κα-θένα απ’ αυτά είναι ένα μικρόαριστούργημα. Έχει ένα χάρισμα καταπληκτικό:προσφέρει τις πιο φανταστικές και πρωτότυπεςιστορίες μ’ έναν τρόπο τόσο φυσικό που πείθειαμέσως τον αναγνώστη για την πραγματικότητατων κόσμων τους. Οι ήρωές της έχουν σαν κοινόγνώρισμα την εξυπνάδα τους και τη δύναμη τουχαρακτήρα τους. Ούτε σ’ αυτήν θα δούμε τουςσυνηθισμένους «Κονανικούς» τύπους νασφάζουν αμέτρητα τέρατα κατακτώνταςπανέμορφες κοπέλες με τεράστια στήθη καιμικροσκοπικά μυαλά, αλλά η πρωτοτυπία τωνπεριπετειών των ηρώων της κι ο πανέξυπνοςτρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα εμπόδιαστο δρόμο τους θα σας κερδίσει αμέσως.

Θ. Μ.

Κάποιο φωτεινό πρωινό, στην αμμουδερήακρογιαλιά του Σκορμ, τρεις γυναίκες τουθρησκευτικού τάγματος του Ντονσάρ βρήκαν

στο δρόμο τους ένα παρατημένο κοριτσάκι καιτο υιοθέτησαν, παίρνοντάς το στο μοναστήρι.Αυτό το άτυχο παιδί ήμουν εγώ.

Η ζωή της αδελφότητας, που ονομαζόταν ΟιΝύμφες του Ντονσάρ, ήταν απλή, αλλά καιδιεστραμμένη.

Οι συνεχείς μετάνοιες, οι προσευχές κι οι αυ-τοτιμωρίες ήταν στην κυριολεξία οι μοναδικέςασχολίες που τους επιτρέπονταν. Αν ήθελαν ναξεκουραστούν, οι αδελφές μπορούσαν ναδιαβάσουν τα Χειρόγραφα του Αρντούρ —ημερολόγια πρώην μυημένων που περιγράφανεμε λεπτομέρειες τους πόνους που εκστατικάπροκαλούσαν μόνες τους στα σώματά τους καιτη φλογερή αγάπη τους για το θεό τους. Οπόνος ήταν το κλειδί της υπέρτατηςολοκλήρωσης στο μοναστήρι. Έτσι, οιασθένειες κι σι σωματικές ταλαιπωρίεςθεωρούνταν βοήθεια μάλλον, παρά εμπόδιο —οι πονόδοντοι, οι κοιλόπονοι ή ένα σπασμένο

πόδι ήταν αιτίες για χαρά και ικανοποίηση.

Ο Ντονσάρ ήταν μια κατώτερη θεότητα πουεμφανιζόταν με τη μορφή μιας μικρής φωτεινήςσφαίρας πάνω από το βωμό. Τ ο φως δεν ήτανποτέ ιδιαίτερα δυνατό, και μερικές φορέςέσβηνε εντελώς. Τότε, όλες οι αδελφέςμαζεύονταν, εγκαταλείποντας κάθε άλληεργασία, είτε αυτή ήταν πλύσιμο, είτεβασανιστήριο, είτε θρηνωδία (ή, ακόμαλιγότερο σημαντικό, ύπνος στα κρεβάτια τους)και άρχιζαν να ψέλνουν και να προσεύχονταιγοερά μέχρι που το φως επανερχόταν στηναρχική του αρρωστιάρικη λάμψη.

Σ’ αυτό το μέρος μεγάλωσα, και, παρότι δενήξερα τίποτε για τον εαυτό μου, το ίδιο μου τοαίμα και τα κόκαλα επαναστατούσαν μπροστάσε μια τόσο ανιαρή και μάταιη ύπαρξη.

Μ’ είχαν βαφτίσει Αλήθεια, κι έτσι, μικρόπαιδί ακόμα τις είχα ρωτήσει:

«Ποια είμαι; »

«Ένα έκθετο, Αλήθεια, που ο Ντονσάρ, μέσαστην απροσμέτρητη ευσπλαχνία του, οδήγησεστην πόρτα μας».

«Και τι πρέπει να κάνω; »

«Τι να κάνεις; Μα να περάσεις τη ζωή πουσου χάρισε ο Ντονσάρ, δοξολογώντας τον. Τιάλλο; »

Τι άλλο, πραγματικά;

Στα δώδεκά μου χρόνια, μετά από ένα γερόξύλο από την Ηγουμένη, εξαιτίας ενός λεκέψαρόσουπας που είχε ανακαλύψει στο ράσομου, το έσκασα απ’ το μοναστήρι. Σκαρφάλωσαστους λείους πορσελάνινους βράχους, ανάμεσασε γυάλινες λιμνούλες νερού, και λίγο μετά οαστράγαλός μου πιάστηκε σ’ ένα απ’ ταπολυάριθμα δόκανα που οι αδελφές είχαν

απλωμένα γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό.

Με γύρισαν στο μοναστήρι, κι ο βούρδουλας

φρόντισε για την τιμωρία μου. Μετά, οιαδελφές άρχισαν να συζητούν με ανησυχία.

«Το κακόμοιρο το παιδί. Δεν έχει υποφέρειαρκετά, κι έτσι δεν έχει συνείδηση της ευτυχίαςπου μπορεί να προκαλέσει ο πόνος. Όλα ταδόντια της είναι στη θέση τους και τα μέλη τηςείναι γερά».

Μια-δυο προσφέρθηκαν να μου βγάλουνμερικά δόντια ή να μου σπάσουν ένα χέρι,αλλά η Ηγουμένη αρνήθηκε για λογαριασμόμου μια τέτοια εξυπηρέτηση, λέγοντάς τουςπως τέτοιου είδους γεγονότα εξαρτώταν απότη θέληση του Ντονσάρ και δεν έπρεπε να ταεπιδιώκουμε.

«Ίσως το πρόβλημα να είναι τα μαλλιά της»,

παρατήρησε μια άλλη. «Αυτές οι κοκκινωπέςαποχρώσεις δεν μπορεί να είναι ωφέλιμες-δείχνουν πάθος και φιληδονία».

Έτσι, μου ξύρισαν το κεφάλι και μεάφησαν κλειδωμένη στο κελί μου για τρειςμέρες. Όταν ήρθαν να με βγάλουν, με βρήκανπολύ αλλαγμένη. Μέσα στο παραλήρημα τουθυμού και της ντροπής μου, είχα συλλάβει τομοναδικό σχέδιο που θα μπορούσε να μεβοηθήσει. Από κείνη τη μέρα, έγινα η πιουπάκουη, κι ανακάλυψα πως με το να είμαιμετρημένη και πονηρή μπορούσα να πετύχωπερισσότερα απ’ ό, τι με την ανοιχτήαντίσταση.

Με μια έξυπνη χρήση της καπνιάς από τηνκαμινάδα κάτω από τα μάτια μου, φαινότανσαν να ’χω περάσει ολόκληρες νυχτιέςάγρυπνη και προσευχόμενη. Το κόκκινομελάνι που χρησιμοποιούσα δήθεν για ναγράψω μια διατριβή πάνω στη μετάνοια,

μπορούσε αν το νέρωνα να φανεί σαν αίμααπό βουρδουλιές στα μυωπικά μάτια

των αδελφών. Ζητούσα χρόνο για να μείνωμόνη στο κελί μου και να αναλογιστώ τιςαμαρτίες μου και τη φιλεύσπλαχνη δόξα τουΝτονσάρ, αντί να να απολαμβάνω ανάξια τηναπροσμέτρητη χαρά της προσευχής μαζί με τιςαδελφές μου. Αυτόν το χρόνο τον περνούσαονειροπολώντας, ή αλλιώς γράφοντας ποιήματαμε το κόκκινο μελάνι. Όσα δεν μπορούσα ν’αποφύγω, τα υπέμεινα, μιας και δεν είχα άλληεκλογή, αλλά στο μυαλό μου υπήρχε πάντα έναςαόριστος στόχος —τα δέκατα έβδομα γενέθλιάμου, ή τουλάχιστον τη δέκατη έβδομη επέτειοτης μέρας που με βρήκαν. Ένιωθααπροσδιόριστα πως κάτι θα γινόταν εκείνη τημέρα που θα μ’ απελευθέρωνε.

Μερικές φορές, αναρωτιόμουν αν ο Ντονσάρμπορούσε να διαβάσει το μυαλό μου, αλλά κάτιτέτοιο δεν φαινόταν να συμβαίνει και το

επαναστατικό μου πνεύμα δυνάμωνε.

Ωστόσο, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πρόκειτονα γίνει.

Το απόγευμα της παραμονής της δέκατηςέβδομης επετείου μου, ένα απαίσιο μαβί φορείομπήκε στην αυλή του μοναστηριού κι είδα επτάή οκτώ μορφές να οδηγούν μιαν ακόμα άτυχηστην αποπνικτική της καταδίκη.

Ήταν συνήθειο οι αδελφές —κι εγώ μαζίτους— να δείχνουν μεγάλη περιέργεια γι’ αυτέςτις καινούριες αφίξεις. Οι άλλες Νύμφες τουΝτονσάρ τους καλωσόρισαν με κραυγέςενθουσιασμού. Εγώ παρακολουθούσα θλιμμένη,συλ-λογιζόμενη τη μοίρα τους με μια ειρωνικήδιάθεση.

Όταν οι συνοδοί της την άφησαν στην πύληκαι απομακρύνθηκαν, η νεοφερμένη μπήκε μεμια χαριτωμένη λικνιστική περπατησιά μέσα

στην πέτρινη αίθουσα.

Σύντομα το ξύλο θα σου διώξει τη ματαιοδο-ξία σου, σκέφτηκα πικραμένα με κάποια ζήλεια.Μετά, της πήραν το μανδύα και την οδήγησανμπροστά στην Ηγουμένη.

Ήταν πεντάμορφη.

Είχε κατάξανθα μαλλιά, κομμένα στο ύψοςτων ώμων, λευκό σαν γάλα δέρμα και μάτιαμαύρα σαν τον έβενο. Την παρατηρούσα γι’αρκετή ώρα, κινούμενη αργά πίσω απ’ τιςσυναγμένες αδελφές. Δεν φαινόταν ούτεαπελπισμένη αλλά ούτε κι ενθουσιασμένη με τηζωή που την περίμενε. Ακόμα και το παγωμένοεστιατόριο με το άνοστο φαγητό δεν φαινόταννα της προκαλεί κάποιο αίσθημα απόγνωσης.

Την ονόμασαν Πειθήνια.

Ήταν έθιμο στο μοναστήρι μια νεοφώτιστηνα περάσει όλη την πρώτη νύχτα της μπροστάστο βωμό, παρατηρώντας και λατρεύοντας τοφως του Ντονσάρ. Όταν, λοιπόν, έστειλαν τηνΠειθήνια να εκτελέσει την αγρυπνία της, εγώπλησίασα την Ηγουμένη και την ικέτεψα να μουεπιτρέψει να πάω κι εγώ να δω, προσποιούμενηπως ένιωθα την πνευματική ανάγκη να λούσωτην ψυχή μου με το φως του θεού.

«Αχ, Αλήθεια», μουρμούρισε συγκινημένα ηΗγουμένη. «Θυμάμαι πόσο ατίθαση ήταν ηπαιδική σου ηλικία και τι φόβους έτρεφα για τησωτηρία της ψυχής σου». Μου χάιδεψε τοκεφάλι. «Και βέβαια να πας. Να ’χεις την ευχήμου. Μύησε τη μικρή μας αδελφή Πειθήνια στηναληθινή έκσταση του Ντονσάρ».

«Έτσι θα κάνω», ορκίστηκα εγώ, μ’ όλη μουτην ειλικρίνεια.

Στο ιερό του ναού, λίγα μισολιωμένα κεριάέβγαζαν ένα θαμπό φως και πολλή καπνίλα. Τοπαλλόμενο φως του Ντονσάρ μόλις που ήτανορατό πάνω από το βωμό. Διέκρινα τηνΠειθήνια να στέκεται μπροστά του σε μιαστάση άκαμπτης προσοχής.

«Ώρα καλή, αδελφή», είπα. «Πές μου, τι ήταναυτό που σ’ έφερε σε τούτο το απαίσιο μέρος; »

«Νόμιζα πως όλες σ’ αυτό το μέρος ήτανπιστές», μου είπε, κοιτάζοντάς με με ταυπέροχα μάτια της.

«Αν δεν έκανα την πιστή, σίγουρα θα μου’χαν αργάσει το τομάρι με το βούρδουλα».

Με παρατήρησε από πάνω μέχρι κάτω, καιμετά χαμογέλασε.

«Θα ’ταν στ’ αλήθεια κρίμα να γινόταν κάτιτέτοιο», είπε.

«Αν διστάζεις να μου αποκαλύψεις τηνιστορία σου, πες μου τουλάχιστον τ’όνομάσου», την παρακάλεσα.

«Μα, με λένε Πειθήνια».

«Αυτό το όνομα είναι δικό τους κι όχι δικόσου».

«Στο σπίτι με με φωνάζανε Λάλμι», είπεεκείνη, χαμηλώνοντας το βλέμμα. «Και το δικόσου; »

«Εγώ δεν έχω όνομα, μιας κι είμαι έναορφανό που μάζεψαν σ’ αυτό το καταραμένομοναστήρι».

Η λάμψη πάνω από το βωμό τρεμόπαιξε.

«Σταμάτα πια, ανιαρό φαναράκι», είπαειρωνικά. Η Λάλμι έβγαλε μια μικρή κραυγήέκπληξης και θαυμασμού. «Κάποια μέρα αυτή

η ελάττωμά-τική σπίθα θα σβήσει, κι όλοςαυτός ο ναός της παραφροσύνης θα πάει στονπάτο της θάλασσας», συνέχισα θυμωμένα.

«Μπορώ να καταλάβω την οργή σου», είπε ηΛάλμι. «Είσαι πολύ όμορφη και μοναδική γιανα χαραμίζεσαι σε μια τέτοια ζωή».

Της απάντησα πως δεν ήμουν η μόνη.

«Αχ, μην το λες. Εγώ δεν έχω καμιά αξία.Στην οικογένειά μου έπεσε μια κατάρα, πως σεκάποια ορισμένη ημερομηνία το παλάτι μας θαγκρεμιζόταν αν δεν έδινε τη μοναχοκόρη τουςσε κάποιο θεό. Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτεςρωγμές στους τοίχους, θεωρήθηκε λογικό ναυπακούσουν. Μιας και δεν είχε οριστεί κάποιοςσυγκεκριμένος θεός και το μοναστήρι ήτανμόνο μια μέρα δρόμος μακριά, αποφάσισαν ναμε παραδώσουν εδώ».

«Φτωχούλα Λάλμι. Φαίνεται πως είναι το

ριζικό μας να γεράσουμε σ’ αυτήν την άχρηστητρώγλη».

Μ’ αυτά τα λόγια, πέρασα το χέρι μου γύρωαπό τους ώμους της για να την παρηγορήσω,αλλά εκείνη, ευτυχώς, παρερμήνευσε τηνκίνησή μου.

Εγκατέλειψα κάθε ίχνος προσοχής, κι η Λάλ-μι, πρωτάρα καθώς ήταν στο μοναστήρι, ούτεκαν το σκέφτηκε. Λίγο πριν ξημερώσει, μαςδιέκοψαν οι στριγκές φωνές των αδελφών, πουείχαν έρθει με τους τελετουργικούς δαυλούςτους και μας είχαν ανακαλύψει αγκαλιασμένεςμ’ έναν τρόπο που δεν ταίριαζε σε αδελφές.

Τι χρησιμεύει να μπω σε λεπτομέρειες τουαπαίσιου δράματος που ακολούθησε; Μαςπήγαν και τις δύο στο παγερό κατώι και μαςέδεσαν ανάμεσα στα καπνισμένα ψάρια.Ορισμένες αδελφές, έψαξαν το κελί μου κιανακάλυψαν κάτω απ’ το στρώμα μου ορισμένα

ποιήματα που αναφέρονταν στον Ντόνσαρ μ’έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο.

Ακούγοντας τ’ απόμακρα κλαψουρίσματακαι τους θρήνους, η Λάλμι με ρώτησεαδιάφορα:

«Με ποιο τρόπο νομίζεις πως θα μαςτιμωρήσουν; »

«Μιας και γι’ αυτές η τιμωρία είναιευχαρίστηση, και κάθε στέρηση είναι γι’ αυτές ημεγαλύτερη χαρά, θα δυσκολευτούν πολύ ν’ανακαλύψουν μια μέθοδο», είπα εγώ χολωμένη.«Ίσως να μας δώσουν καλό φαΐ και μαλακόκρεβάτι και μετά περιμένουν να πεθάνουμε απ’τη στενοχώρια μας».

Η αδελφότητα, ωστόσο, αποδείχθηκε πωςείχε σκεφτεί πολύ πρακτικά. Είχαμεαποτολμήσει να δοκιμάσουμε τη σωματικήηδονή, το πιο βαρύ απ’ όλα τα εννιακόσια

τριάντα τρία αμαρτήματα που ήτανκαταγεγραμμένα στα Χειρόγραφα του Άρντουρ,κι ακόμα χειρότερο, είχαμε μολύνει τον ιερόβωμό. Η μοίρα μας θα ήταν ακήδευτος θάνατος,μακριά απ’ την αγκαλιά του Ντονσάρ.

Μετά από μια μέρα στο κατώι, η Ηγουμένηήρθε και μας διάβασε την καταδίκη μας. Θα μαςμετέφεραν μερικά μίλια μακρύτερα, κατά μήκοςτης ακτής, μέχρι έναν κακόφημο κολπίσκο, κιεκεί θα μας αλυσόδεναν πάνω στα βράχια καιθα μας άφηναν βορά του θαλασσινού τέρατοςπου κατά διαστήματα έβγαινε στην παραλία.

Αυτά τα νέα με αποκάρδιωσαν ιδιαίτερα.

«Και τι θα γίνει αν το τέρας δεν εμφανιστεί;» είπα στην Ηγουμένη. «Τότε θα πεθάνουμε απ’την πείνα, τη δίψα και τη ζέστη —πράγματαπραγματικά υπέροχα κι ηδονικά για μας».

«Μη σκας, και το πλάσμα θα έρθει», είπε

οργισμένα η Ηγουμένη. «Να ’σαι σίγουρη πωςθα χα-θήτε κι οι δυο σας, μακριά από τη χάρητου Ντονσάρ».

Μ’ αυτά τα λόγια, μας γύρισε την πλάτη,ξεστόμισε μια μαγική κατάρα και μας άφησε. Ταμεσάνυχτα, σιωπηλές αδελφές μας έβγαλαν στηναυλή, όπου έξι κουκουλοφόροι μας έδεσαν ταχέρια και μας ανέβασαν σε κοκαλιάρικο άλογα.Ξεκινήσαμε όλοι μαζί, μέσα στη νύχτα. Έτσι,είχα ξεφύγει απ’ το μοναστήρι τελικά, αλλά όχιμε τον τρόπο που περίμενα.

Πέρασε από το μυαλό μου πως ίσως κι οΝτονσάρ να είχε παίξει κάποιο ρόλο στηνανακάλυψή μας, αλλά αυτή η σκέψη μουπροκαλούσε περισσότερο πείσμα παρά φόβο.

Μετά από μιας ώρας καβαλαρία, το φεγγάρισηκώθηκε και σκόρπισε χλωμές κουκίδες στηθάλασσα από κάτω μας. Προχωρούσαμε κατά

μήκος αβυσαλέων γκρεμών, με το νερό στ’αριστερό μας χέρι, και μεγάλες κι απότομεςκορφές στα δεξιά. Τι βρισκόταν πέρα απ’ αυτέςούτε ήξερα, αλλά ούτε και μ’ ένοιαζε να μάθω.

Στράφηκα προς τον καβαλάρη στ’ αριστεράμου.

«Πες μου σε παρακαλώ, ποιος ή τι είσαι, καιγιατί κάνεις θελήματα στις Νύμφες τουΝτονσάρ; »

Ο καβαλάρης απάντησε με μια βαθιά κιαπαθή φωνή: χ

«Είμαι κατάδικος γιατί στην Έρημο του Σάρ-ρο πρόσβαλα χωρίς να το θέλω μια πανίσχυρηθεά με μορφή γελάδας. Δεν σκέφτηκα, βλέπεις,πως μπορεί να ’ταν κάτι παραπάνω από ζώο καιπροσπάθησα να την αρμέξω. Γι’ αυτή μου τηναγένεια, είμαι υποχρεωμένος να περιπλανιέμαιγια επτά χρόνια, προσφέροντας δωρεάν τις

υπηρεσίες μου σ’ οποιοδήποτε θρησκευτικότάγμα μου τις ζητήσει. Κι οι άλλοι πέντε πουβλέπεις, έχουν παρόμοιες υποχρεώσεις σ’ άλλεςθεότητες να κάνουν το ίδιο πράγμα».

«Τότε δεν θά ’χεις ιδιαίτερη αφοσίωση στονΝτονσάρ», είπα εγώ, με κάποια ελπίδα. «Είναιανάγκη να παραδώσεις στο θάνατο εμένα καιτην κοπέλα αυτή, μόνο και μόνο για ένακαπρίτσιο του μοναστηριού; »

«Ασφαλώς. Κι αν δοκιμάσεις να το σκάσεις,εγώ ή ένας απ’ τους συντρόφους μου, θα σεσφάξουμε αμέσως».

Τελικά φτάσαμε σε μια μεγάλη εξέδρα απόασβεστόλιθο που έφτανε μέχρι την παραλία.Εκεί, κατέβασαν την υπομονετική Λάλμι κιεμένα απ’ τ’ άλογα και μας προσκάλεσανευγενικά να συνεχίσουμε μέχρι το μέρος τηςεκτέλεσής μας.

«Είμαστε χαμένες», μουρμούρισα εγώ.

«Έτσι φαίνεται», είπε κι εκείνη, αλλά δενδιέκρινα μεγάλο φόβο στη φωνή της. Έξω απ’τον έρωτα, όπου ήταν φλογερή, όλες οι άλλεςτης ευαισθησίες φαινόταν να κρύβονται μέσασε πυκνή ομίχλη.

Πάνω στην ακρογιαλιά στεκόταν μια καλύβαφτιαγμένη από πέτρες και λάσπη, καλυμμένη μεόστρακα διάφορων μεγεθών, σχημάτων καιχρωμάτων. Ένας από τους συνοδούς μαςχτύπησε την πόρτα, κι ένας λιπόσαρκος ψηλόςάντρας

βγήκε κρατώντας ένα φανάρι.

«Βρε, για κοίτα! », φώναξε, κοιτάζονταςεμένα και τη Λάλμι με δυσφορία. «Όλος οτόπος πνίγεται στην αμαρτία. Φέρατε αυτές τιςάθλιες γυναίκες για τον Πρίγκιπα; »

«Ακριβώς», είπε ένας από τουςκουκουλοφό-ρους.

Μας οδήγησαν μέσα στο καλύβι, πού ήτανμεγαλύτερο απ’ ό, τι φαινόταν απ’ έξω. Μαςέδεσαν σε μια κολόνα σκεπασμένη με τακαβούκια θαλασσινών, κι ύστερα οι έξι άντρεςκι ο φύλακας της καλύβας, που φαίνονταν ναξέρουν πως τον έλεγαν Γκρουνέλτ, κάθισαν σ’ένα πέτρινο τραπέζι κι άρχισαν να πίνουν απόσιδερένια κύπελλα.

«Ντροπή σου να μην προσφέρεις και σε μαςένα ποτό», είπα εγώ.

«Σύντομα θα ’σαστε τροφή για τα ψάρια»,απάντησε εύθυμα ο οικοδεσπότης μας. «Τιωφελεί να γεμίσετε τα στομάχια σας; »

Μετά από λίγο, η κούραση μου έφερε ένανανήσυχο ύπνο απ’ τον οποίο ξύπνησααπότομα, την κρύα ώρα πριν την αυγή.

«Γρήγορα», μας είπε ο Γκρουνέλτενθαρρυντικά. «Ο Πρίγκιπας θα έρθει με τηνανατολή του ήλιου, και πρέπει να ’σαστεέτοιμες να τον υποδεχτείτε! »

«Μα σε ποιον Πρίγκιπα αναφέρεσαι; »ρώτησε η Λάλμι, δείχνοντας μιαν απρόσμενηπεριέργεια την τελευταία μας ώρα.

«Πρίγκιπας είναι τ’ όνομα που έχω δώσειστο Πράγμα που βγαίνει από τη θάλασσα».

Η άμμος της παραλίας ήταν μαβιά, κι ηθάλασσα αδιαφανής σαν αχάτης, μα στηνανατολή είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια τηςνέας μέρας. Μεγάλες χρυσές αλυσίδεςκρέμονταν απ’ τα βράχια, κι η Λάλμι κι εγώδεθήκαμε απάνω τους μ’ εκνευριστικήακρίβεια. Οι έξι καβαλάρηδες περίμεναν λίγοπιο μακριά για να δουν κι αυτό το μέρος τηςδιαδικασίας και μετά γύρισαν τ’ άλογά τους κιέφυγαν.

«Αγαπητέ Γκρουνέλτ», είπα μελιστάλακτα,«σίγουρα κι οι δυο μας είμαστε άσκοπα μεγάλογεύμα για το τέρας, κι ίσως του προκαλέσουμεκαι δυσπεψία. Άφησε την συντρόφισσά μου ναφύγει. Σε βεβαιώνω πως δεν έχει κάνει κανέναέγκλημα». Ξεστόμισα αυτά τα λόγια, εν μέρειεπειδή ήταν ο πρώτος μου έρωτας και τηναγαπούσα, εν μέρει από μια ποταπή επιθυμίανα κερδίσω το θαυμασμό της αυτές τιςτελευταίες στιγμές και τέλος με την ελπίδαμήπως μαλακώσω την καρδιά του φονιά καιμας αφήσει και τις δυο ελεύθερες.

Όμως, ο αδιάφορος Γκρουνέλτ έβγαλε μόνομερικά εύθυμα γελάκια και σύντομα, αφούέριξε μια ματιά στον ουρανό, πήγε στοκαταφύγιό του απ’ όπου ακούσαμε σε λίγοήχους από αμπάρες που σφάλιζαν.

Ο δίσκος του ήλιου ξεπετάχτηκε μέσα απότη θάλασσα.

Τα νερά ταράχτηκαν μέσα στο λαμπερόμονοπάτι που άφηνε πάνω τους, και μέσα απ’την αναταραχή βγήκε μια σιλουέταακατονόμαστου αλλά και απροσδιόριστουτρόμου.

«Ο Πρίγκιπας! » φώναξε η Λάλμι μ’ ένατόνο παράξενης θέρμης στη φωνή της.«Φαίνεται πως τελικά πράγματι θα δοθώ σ’έναν θεό! »

Πιστεύοντας πως ο τρόμος της είχε σαλέψειτα λογικά, δεν της αντιμίλησα, αλλά απλώςευχήθηκα το τέλος μου να ’ρχόταν γρήγορα.

Τα πλάσμα βγήκε στην ακρογιαλιά, με τηλάμψη του ήλιου πίσω του. Φαινόταν να ’χειύψος δυόμισι ή τρία μέτρα, κι ήταν ένασυνονθύλευμα από τεράστια μέλη, χοντράλέπια και μαλλιά που έμοιαζαν με φύκια. Ηάμμος τιναζόταν από πόδια καλυμμένα μεμεμβράνες και μια μυρωδιά ψαρί-λας απ’ τον

απύθμενο ωκεανό γέμισε τα ρουθούνια μου. Μ■ ένα τεράστιο πέλμα, χτύπησε τις αλυσίδεςτης Λάλμι που έσπασαν με μιας και τη σήκωσεστα χέρια. Χωρίς να μου δώσει σημασία,γύρισε και ξαναμπήκε μέσα στα κύματα,κουβαλώντας τη Λάλμι στην αγκαλιά του. Είδαγια τελευταία φορά τα ξανθά μαλλιά της,καθώς είχε περάσει τα μπράτσα της γύρω απ’τον ψαρίσιο λαιμό.

«Πρίγκιπά μου! » του έλεγε.

Και για μια στιγμή, μου φάνηκε πως τηνπρώτη μου αγάπη δεν την κουβάλαγε στηθάλασσα ένα τέρας, αλλά ένας ψηλός,πανέμορφος άντρας ντυμένος σε μια λαμπερήαρματωσιά από γυαλιστερά λέπια και που ταχρυσοπράσινα μαλλιά του έπεφταν σε υγράδαχτυλίδια πάνω στη μυώδη πλάτη του.Ύστερα, το νερό σκέπασε τα κεφάλια τους καιτόσο οι παραισθήσεις όσο κι η αγαπημένη μουχάθηκαν για πάντα.

Λίγο μετά, ο Γκρουνέλτ ήρθε πίσωφοβισμένα, μ’ έλυσε και με γύρισε στο καλύβιμε τα όστρακα. Φαινόταν να δείχνειυπερβολική οικειότητα, αλλά δέχτηκα μ’ευχαρίστηση το καρβέλι και το νερό που έβαλεμπροστά μου.

«Πιστεύω να σου λύθηκε η απορία, πουήταν, αν θυμάμαι καλά, πώς ο Πρίγκιπας θαμπορούσε

να χωνέψει δυο κοπέλες μαζί», είπε οΓκρουνέλτ.

«Δεν κατάλαβα τίποτα», του απάντησα.

«Άκου, λοιπόν. Αν υπάρχουνπερισσότερες από μία, ο Πρίγκιπας διαλέγειαυτήν που θέλει και την παίρνει πρώτη. Τηνεπόμενη μέρα, πάντα γυρίζει και παίρνει καιτην άλλη. Αν είναι ακόμα περισσότερες,όπως συχνά συμβαίνει σε τούτη την

αμαρτωλή χώρα, συνεχίζει τις εμφανίσειςτου μέχρι να πάρει όλα τα θύματά του».

«Φαίνεται νά ’ναι τακτικό άτομο. Έχω,λοιπόν, μια μέρα καιρό, πριν πάω νασυναντήσω τη δύσμοιρη φίλη μου».

«Είναι όπως τα λες. Παρ’ όλα αυτά, μηνανησυχείς, θα το διασκεδάσουμε καλά στομεταξύ».

«Δεν έχω όρεξη για διασκεδάσεις», τουαπάντησα επιφυλακτικά.

Ο Γκρουνέλτ χαμογέλασε χυδαία.

«Ήσουν ερωμένη της ξανθιάς, ε; Μηστενοχωριέσαι, τώρα θα γίνεις δίκιά μου».

Μ’ αυτά τα λόγια, ο Γ κρουνέλτπροχώρησε προς το μέρος μου, γλείφονταςτα χείλη του. Δεν είχα την ίδια γνώμη μ’

αυτόν, κι έτσι φώναξα:

«Φυλάξου, γιατί έχω έναν φθονερόδαίμονα που με φυλάει και θα σου στερήσειτη ζωή έτσι και μ’ αγγίξεις! »

Ο Γ κρουνέλτ δίστασε και το καλοσκέφτηκε.

«Σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου, αλλάίσως να μην προλάβει να με τιμωρήσει μιαςκαι δεν φαίνεται να τον έχεις κοντά σουαυτή τη στιγμή».

«Αλίμονο, Γ κρουνέλτ, μια φιλήδονηχειρονομία αρκεί για να τον εμφανίσει μέσααπ’ τον αέρα! »

«Σ’ αυτή την περίπτωση», είπε ο Γκρουνέλτ,«θα σου ξαναπεράσω τις αλυσίδες σου. Δενμπορώ να ταΐζω και να δίνω στέγη σ’εγκληματίες χωρίς κάποια ανταμοιβή».

«Βλέπω πως παρεξήγησες τα λόγια μου,αγαπητέ Γ κρουνέλτ», είπα εγώ, μελιστάλαχτα.«Ο δαίμονας είναι ενεργός μόνο τη μέρα. Με τοπέσιμο του ήλιου φεύγει για άλλες του δουλειέςκαι μ’ αφήνει να κάνω ό, τι θέλω. Αν κάνειςυπομονή μέχρι το σούρουπο, μπορούμε ναδιασκεδάσουμε μ’ όποιο τρόπο μου προτείνεις».

Ο Γ κρουνέλτ έγλειψε ξανά τα χείλια του καισυμφώνησε να περιμένει. Έχω κι εγώ ένανδαίμονα», είπε σε λίγο, «αν κι αυτός λειτουργείανάποδα απ’ τον δικό σου κι είναι ενεργός μόνοτη νύχτα. Παρ’ όλα αυτά, τον ελκύει αφάνταστατο φως που είναι κι η τροφή του. Μου έσβησεόλα τα κεριά και μου ’φαγε το φιτίλι απ’ τολυχνάρι, τη νύχτα που ήρθε εδώ. Ευτυχώς, μόλιςχόρτασε, κατάφερα να τον χώσω μέσα σε μιαμπουκάλα από χοντρό μπλε γυαλί που μουέδωσε γι’ αυτό το σκοπό ένας επαγγελματίαςδαιμονοκυνη-γός από την Έρημο του Σάρρο».

«Πολύ ενδιαφέρον. Και δε μου λες, σε

παρακαλώ, πού φυλάς αυτή τη μπουκάλα; »

«Την έχω κλειδωμένη σ’ εκείνο το πέτρινομπαούλο. Προσέχω πολύ πού βάζω το κλειδί.Στο δαίμονα αρέσει ιδιαίτερα να τρώει έλλογοφως, και τ’ όνειρό του είναι, πιστεύω, να φάει τοφεγγάρι, που καθώς ξέρεις είναι μια θεά αποτε-λούμενη από ατόφιο λευκό φως. Αν μια τέτοιασυμφορά συνέβαινε στ’ αλήθεια, κάθε βράδυ θαβυθιζόμασταν στο μαύρο σκοτάδι».

Εγώ επαίνεσα τη σωφροσύνη του Γ κρουνέλτ,τον μέθυσα με το κρασί του και περίμενα ναπεράσει η μέρα. Μια δυο φορές, ότανλαγοκοιμήθηκε ροχαλίζοντας για λίγα λεπτά,εξέτασα προσεκτικά τις κλειδαριές τουμπαούλου κι έκρυψα κάτω από το ράσο μου ένααπ’ τα σιδερένια κύπελλα.

Καθώς ο ήλιος έπεφτε πίσω απ’ τους λόφους,ο Γ κρουνέλτ άρχισε να ζωηρεύει.

«Πλησιάζει η στιγμή που ο δαίμονας θ’αναχωρήσει», είπα. «Μόλις σου πω, πρέπει νακλείσεις τα μάτια, γιατί μπορεί να υλοποιηθείτη στιγμή της αναχώρησής του και η θέα τουείναι αφάνταστα φριχτή».

Ο Γ κρουνέλτ υπάκουσε νευρικά. Εγώφώναξα μια προειδοποίηση κι έβγαλα μιατρομαγμένη στριγκλιά. Ο Γκρουνέλτ έχωσε τοπρόσωπο μέσα στις παλάμες του κι εγώ,τρέχοντας κοντά του, τον χτύπησα αρκετέςφορές στο κεφάλι με το σιδερένιο κύπελλο.

Έχοντας ρίξει αναίσθητο το δεσμοφύλακάμου, έπεσα πάνω στις κλειδαριές του μπαούλουμε την ίδια μανία, και τελικά κατάφερα να τοανοίξω.

Στο κάτω μέρος του μπαούλου υπήρχε μιαστρώση ανδρικά ρούχα που δεν ανήκαν στονΓκρουνέλτ αλλά σε άντρες εγκληματίες. Αυτούς,καθώς μου είχε πει, δεν τους έκανε όρεξη το

τέρας, κι έτσι τους έδεναν γυμνούς πάνω σταβράχια για να πεθάνουν απ’ την παλίρροια κιένα είδος αιμοβόρες τσούχτρες που έρχοντανμαζί της. Ανάμεσα σ’αυτά, βρήκα και τη μαύρηφορεσιά ενός νεαρού που μου ταίριαζε αρκετάκαλά. Βρήκα, επίσης, ένα μακρύ σιδερένιομπαστούνι κι έναν μεγάλο μαύρο μανδύα πουτον φόρεσα έτσι που να μοιάζω με τους έξικαβαλάρηδες. Μετά απ’ αυτό, κανείς δεν θαμπορούσε βλέποντάς με, να διακρίνει το φύλομου.

Ο Γ κρουνέλτ είχε επίσης μαζέψει ένα μικρόσωρό από χρυσάφι και πετράδια που σίγουρα θα’χε κλέψει από διάφορα θύματα. Τα πήρα κιαυτά, και τα ’βαλα σ’ ένα πουγκί στη μέση μου.Τέλος, βρήκα τη μπουκάλα με το δαίμονα πουήταν φτιαγμένη από σκούρο μπλε γυαλί καιπου, όταν την κράτησα κοντά στο μοναδικόλυχνάρι που είχα ανάψει, έδειχνε κάποια σημείαταραγμένης κίνησης στο εσωτερικό της.

Αφήνοντας την πόρτα της καλύβαςξεκλείδωτη, πήρα το δρόμο μου, αφήνοντας τονΓκρου-νέλτ και το θαλάσσιο τέρας ναεπιλύσουν μόνοι τους τις τυχόν διαφορές τους.

Μετά από λίγες ώρες πάνω στο μονοπάτι τωνγκρεμών, ο ήλιος σηκώθηκε και σκέπασε τηθάλασσα και τις πλαγιές με ροδαλή φωτιά.

Στο δρόμο, συνάντησα έναν καταυλισμότεσσάρων ή πέντε οδοιπόρων που όλοι τουςροχάλιζαν γύρω από μια φωτιά, ενώ δίπλα τουςυπήρχε ένα πρόχειρο μαντρί με δέκα μουλάριακι έναν αποκοιμισμένο σκοπό. Άνοιξα τηνκαλαμένια είσοδο, κι έβγαλα έξω τοκοντινότερο ζώο, αφήνοντας τα υπόλοιπα ναξεστρατίσουν. Καβάλησα κι έβαλα το μουλάρινα τρέξει όσο περισσότερο μπορούσε,κρατημένη από τη χαίτη του, γιατί δεν είχε ούτεσέλα ούτε χαλινάρι. Κανείς δεν με κυνήγησε.

Στο υπόλοιπο ταξίδι μου δεν είδα τίποτε

άλλο εκτός από κοπάδια γλάρων που πετούσανσκούζοντας από πάνω μου.

Με το σούρουπο, έφτασα στο μοναστήρι καιχτύπησα την πύλη.

«Ποιος είναι; » ρώτησε με τρεμουλιαστήφωνή μια απ’ τις αδελφές.

«Εγώ, ένας τίμιος μάντης με προορισμό τοδρόμο του βορρά που ικετεύει τη φιλοξενία τουθαυμαστού Ντονσάρ», είπα, κάνοντας τη φωνήμου όσο το δυνατόν πιο βαριά και βραχνή.

Μετά από μερικά μουρμουρητά, η πόρταάνοιξε και με δέχτηκαν μέσα. Νομίζοντάς μεγια άντρα, με οδήγησαν βιαστικά στο μικρόξενώνα. Έβαλαν το ζώο μου στο στάβλο καιμου έδωσαν ένα πιάτο ψαρόσουπα κι ένα λεπτόκερί. Στον τοίχο, υπήρχε μια σιδερένια σχάρα,μέσα από την οποία θα μπορούσα αν ήθελα νακάνω ερωτήσεις στην Ηγουμένη χωρίς να

μολύνω το πρόσωπό της με τα μάτια μου. Όπωςτο περίμενα, η γριά καρακάξα ήρθε τρέχοντας,είτε την ήθελα είτε όχι, γιατί πέθαινε γιακουτσομπολιό.

«Σας παρακαλώ, διαφωτίστε με», είπε. «Τιείδους μάντης είστε; »

«Μα, Αγία Μητέρα, μπορώ να μαντέψω τιςαιτίες, τα αποτελέσματα και τις λύσεις για όλατα προβλήματα. Έχω εκπαιδευτεί στη Σχολήτου Λευκού Ερωδιού και μπορώ να σας πω, ανχρειαστεί, γιατί ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί,ποια είναι τα αποτελέσματα αυτού τουγεγονότος και πώς μπορούν να διορθωθούν».

«Για Φαντάσου! Πολύ βαρύ φορτίο γνώσηςγια έναν αμούστακο νεαρό σαν κι εσάς», είπεεκείνη, κάπως χολωμένη.

«Καθόλου. Η σοφία μου δεν ανήκει σε μένακι ούτε ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο. Η διάνοια ενός

αρχαίου σοφού καταλαμβάνει το σώμα μου τηνώρα που προφητεύω και μιλάει διά μέσου τουστόματός μου».

«Ααα! Πολύ ενάρετο αυτό», είπε η Ηγουμένη.

Μετά από λίγα ακόμα λεπτά κουβέντας,προσποιήθηκα πως είχα έντονη επιθυμία ναπροσφέρω τις προσευχές μου στο θεό τουμοναστηριού και η Ηγουμένη, διχασμένηανάμεσα στην επιθυμία της για κουβέντα καιστην ευλάβειά της, αναγκάστηκε τελικά να μ’αφήσει.

Μόλις έφυγε, έβγαλα τη γυάλινη μπουκάλα,αφαίρεσα προσεκτικά το πώμα καιταρακούνησα το δαίμονα ώστε να βγει έξω. Δενείδα τίποτα, αλλά ένιωσα ένα ξαφνικό φύσημααέρα κι άκουσα μια φρενιασμένη κραυγή. Τηνάλλη στιγμή, η φλόγα του κεριού μουεξαφανίστηκε. Ακολούθησαν μερικάμανιασμένα σκουξίματα, καθώς ο δαίμονας

προσπαθούσε να περάσει μέσα από τη σχάρα, κιένα σκοτάδι που συνεχώς απλωνόταν σ’ όλητην έκταση του μοναστηριού. Βγήκα από τονξενώνα στην αυλή και κάθισα ναπαρακολουθήσω την εξάπλωση του σκοταδιούμέχρι που σκέπασε τα πάντα. Μετά, από τηνκατεύθυνση του ναού ήρθε μια δυνατή καιαλλόκοτη κραυγή και μια γαλάζια λάμψη.Φαινόταν πως ο δαίμονας είχε ανακαλύψει τοζωντανό φως του Ντονσάρ και το είχε βρειπεντανόστιμο.

Έτρεξα πίσω στο δωμάτιό μου.

Από μακριά, άκουσα κλάματα και θρήνουςπου τους ακολούθησαν παράφωνοι ψαλμοί καιτα μονότονα κροταλίσματα πολλών μαστιγίων.Αυτό συνέχισε για δυο ώρες.

Τελικά, περπατησιές ακούστηκαν ναπλησιάζουν τη σχάρα μου, συνοδευόμενες απόέναν τρεμάμενο δαυλό.

Ξάπλωσα στο στρώμα μου κι άρχισα ναροχαλίζω, αλλά σύντομα ξύπνησα απ’ τονπροσποιητά μου ύπνο απ’ τη φασαρία πουέκαναν οι αδελφές.

«Καλέ μου κύριε», ακούστηκε ητρομοκρατημένη φωνή της Ηγουμένης πίσω απ’τη σχάρα. «Είστε ξύπνιος; »

«Έτσι μου φαίνεται», απάντησα.

«Είπατε πως μπορείτε να μαντεύετε τις αιτίεςκαι τις λύσεις σε όλα τα προβλήματα —έχουμεμεγάλη ανάγκη τη βοήθειά σας».

«Ασφαλώς και θα χαρώ να σας βοηθήσω»,είπα εγώ. «Ωστόσο, πρέπει πρώτα να σαςαναφέρω τις αμοιβές των υπηρεσιών μου».

Ακολούθησε μεγάλη αναστάτωση ανάμεσαστις αδελφές, αλλά τελικά η Ηγουμένη είπεαυστηρά:

«Μας θλίβει η σκέψη ότι ζητάτε πληρωμήαπ’ το μοναστήρι ενώ εμείς σας προσφέραμεαφι-λοκερδώς τη φιλοξενία μας. Δενκαταλαβαίνετε ότι η υπηρεσία σας προς το θεόθα είναι η ανταμοιβή από μόνη της; »

«Χωρίς αμφιβολία, είναι όπως τα λέτε, ΑγίαΜητέρα, αλλά είμαι υποχρεωμένος από τουςκανόνες του επαγγέλματος μου να ζητήσωαμοιβή, αν και με μεγάλη απροθυμία. Αν δεν τό’κανα, ορισμένοι κακούργοι και σκληρόκαρδοιάνθρωποι που εξασκούν παρόμοιο επάγγελμα,θα με κατηγορούσαν πως τους ρίχνω τις τιμέςκαι θα μ’ έδιωχναν από την συντεχνία μου».

«Πολύ καλά. Οι λιγοστοί μας οικονομικοίπόροι βρίσκονται στη διάθεσή σας».

«Τότε, πέστε μου τι συμβαίνει».

«Πνεύματα του σκοταδιού έσβησαν ταλυχνάρια μας», φώναξε η Ηγουμένη «κι ο θεός

αποτραβήχτηκε ανεξήγητα από το ιερό κιαρνείται να εισακούσει τις προσευχές μας».

Εκείνη τη στιγμή, ο δαίμονας, έχοντας μισο-χωνέψει το προηγούμενο γεύμα του, ξεχύθηκεμέσα στο διάδρομο και καταβρόχθισε το φωςτων δαυλών. Οι αδελφές άρχισαν ναστριγγλίζουν. Μέσα στο σκοτάδι, εγώ κόλλησατο γυάλινο μπουκάλι στη σχάρα. Αυτόεξάσκησε τη μαγική επιρροή του, και την άλληστιγμή το παρα-φουσκωμένο στοιχειόρουφήχτηκε μέσα του και παγιδεύτηκε απ’ τοπώμα.

«Για Φαντάσου», είπα τελικά. «Το ζήτημαείναι πολύ σοβαρό και απαιτεί μεγάλη σκέψη.Είπατε πως ο ένδοξος θεός Ντονσάρ σαςεγκατέλειψε και δεν θέλει να επιστρέψει; »

Είπα στις αδελφές να μαζέψουν όσααντικείμενα αξίας του ναού πίστευαν πως μουόφειλαν και να τα φέρουν στην πόρτα μου μια

ώρα μετά το ξημέρωμα, οπότε, μέσω ξορκιώνκαι αυτοσυγκέντρωσης, θα είχα κάποια ιδέα γιατη λύση του προβλήματος τους. Μόλις έφυγαν,κλαψουρίζοντας, ξάπλωσα και κοιμήθηκαήσυχα μέχρι το πρωί.

Την ορισμένη ώρα, άνοιξα την πόρτα μου καιβρήκα αφημένα στο κατώφλι ένα ζευγάρι μικράκηροπήγια από παλιό ασήμι κι έναμικροσκοπικά χρυσό θυμιατήρι. Τα έχωσα μέσαστις τσέπες του μανδύα μου, ξέροντας καλά πωςδεν θ’ αποχωρίζονταν άλλα αντικείμενα τηςμυστικής περιουσίας τους.

Λίγο μετά, η Ηγουμένη ήρθε πίσω από τησχάρα.

«Απέδωσαν καρπούς οι προσπάθειές σας; »ρώτησε.

«Μια στιγμή, να ενεργοποιήσω τονπροστάτη μου». Έκανα πως έπεσα σε έκσταση

και σωριάστηκα στο πάτωμα κάνοντας τακηροπήγια να κλαγγίσουν. Κάνοντας τη φωνήμου να τρέμει, είπα τα παρακάτω λόγια: «Οφιλεύσπλαχνος θεός Ντονσάρ φάνηκε πολύνκαιρό υπομονετικός με τις Νύμφες του καισυγχωρούσε την παρερμηνεία των επιθυμιώντου. Τώρα, όμως, κουρασμένος από τις συνεχείςτους παραβάσεις, αποσύρθηκε στη χώρα τωνσκιών».

«Τι παραβάσεις κάναμε; » ρώτησε ηΗγουμένη. «Δεν σταματήσαμε τις προσευχέςκαι τα μα-στιγώματα όλη τη νύχτα! »

«Ακριβώς! Ο θεός δεν θέλει να τον λατρεύετεμ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά με την ευθυμία, τηδιασκέδαση και τις απολαύσεις της σάρκας.Αυτή είναι, λοιπόν, η αιτία. Το αποτέλεσμαείναι αυτό που βλέπετε. Η λύση είναι απλή.Παραδοθείτε αμέσως στις σαρκικές ηδονές, τοτραγούδι, το δυνατό πιοτό και τις ερωτικέςασκήσεις, κι ο θεός θα επιστρέψει».

Η Ηγουμένη έβγαλε μια κραυγή τρόμου καιτο έβαλε στα πόδια. Σύντομα, ξανάρθαν στ’αυτιά μου οι μονότονες προσευχές κι ο ήχοςτων μαστιγίων.

Λίγο πριν πέσει ο ήλιος, όμως, μια μεγάλησιωπή έπεσε στο μοναστήρι.

Βγαίνοντας στην αυλή, με το φως τουδειλινού, έπεσα πάνω στην Ηγουμένη.

«Καλέ μου κύριε —όλα είναι όπως ακριβώςμου τα ’πατε. Ο θεός αρνείται να επιστρέψει. Γι’αυτό —» και σ’ αυτό το σημείο σήκωσε το ράσοτης —«προσφέρω το σώμα μου σ’ εσάς σανπρώτη απόδειξη της αφοσίωσής μας στονΝτονσάρ. Πάρτε με —είμαι δική σας! »

Η Ηγουμένη, γριά και κοκαλιάρα καθώςήταν απ’ τις στερήσεις και τις νηστείες, δενασκούσε, βέβαια, καμιά έλξη επάνω μου, χώριαπου δεν είχα τα απαιτούμενο εφόδια για να την

εξυπηρετήσω. Γι’ αυτό, υποκλίθηκα ταπεινά καιτης είπα:

«Η τιμή είναι πολύ μεγάλη, Αγία Μητέρα, μα,αλίμονο, έχω πάρει έναν όρκο αγνότητας καιδεν μπορώ να εκμεταλλευτώ τη γενναιόδωρηπροσφορά σας. Ωστόσο, δεν έχετε παρά ναστείλετε μήνυμα στα γύρω χωριά καιαναμφίβολα οι ντόπιοι θα χαρούν πολύ να σαςεξυπηρετήσουν».

Κι έτσι, μέσα σε τρεις ώρες, το έρημομοναστήρι ήταν κατάφωτο, γεμάτο θορύβουςποτη-ριών και πάθους, με το εστιατόριο γεμάτοψητά κρέατα και τα κελιά γεμάτα αδελφές πουέσκουζαν και βογκούσαν, αποφασισμένες ναικανοποιήσουν τον Ντονσάρ.

Με τη συνοδεία αυτών των φλογερών, αλλάόπως σύντομα θ’ ανακάλυπταν, άχρηστων ήχωνκαι θεαμάτων, ανέβηκα ξανά στο μουλάρι μουκαι βγήκα μες στη νύχτα.

Τώρα που είχα ξεφύγει από τις Νύμφες τουΝτονσάρ, εγώ, η Αλήθεια, το ορφανό, δεν είχακανένα σχέδιο στο μυαλό μου. Απλά, κοιτούσαγύρω μου για να βρω τα κέρδη και την ηδονήπου θα ξεπλήρωναν τα δεκαεπτά χρόνια πουείχα χαραμίσει σαν σκλάβα ενόςκαταβροχθισμένου θεού.

Γ ια μερικές μέρες, ταξίδευα άσκοπα,έχοντας πάρει έναν δρόμο προς την ενδοχώρα,τρεφόμενη απ’ τα δέντρα και τους θάμνους καιβρίσκοντας καταφύγιο τις νύχτες σερημαγμένες καλύβες. Σ’ όλο αυτό το διάστημαδεν είχα δει ψυχή, ούτε ανθρώπινη ούτε άυλη.

Ένα δειλινό, ωστόσο, ο δρόμος μ’ έφερε σεμιαν έρημη και βραχώδη πεδιάδα.

Το μουλάρι μου έδειχνε σημάδια ανησυχίας.Διέκρινα σειρές από κόκκινα φώτα πουέμοιαζαν με φωτιές φρουρών κατά μήκος τηςοροσειράς στα δεξιά μου, ενώ ουρλιαχτά ζώων

αντηχούσαν από πιο κοντά.

Το μουλάρι κι εγώ γυρέψαμε καταφύγιο σεμια μικρή σπηλιά δίπλα στο δρόμο και, αφούσώριασα μερικές πέτρες στην είσοδο τηςσπηλιάς για να εμποδίσω απρόσκλητουςεπισκέπτες, έπεσα σ’ έναν ανήσυχο ύπνο.

Λίγο πριν την αυγή, ξύπνησα ξαφνιασμένηκαι κοίταξα γύρω μου. Όλα φαίνονταν ήσυχα —οι πέτρες ήταν στη θέση τους και το μουλάρικοιμόταν όρθιο λίγο πιο πέρα. Μετά, πρόσεξαπόσο ελαφρύς ήταν ο μανδύας μου και πως τοπουγγί με το θησαυρό του Γκρουνέλτ κειτότανάδειο στο έδαφος. Σε λίγο, είχα καταλάβει πωςμου είχαν κλέψει όλη μου την περιουσία —χρυσάφι, πετράδια, κηροπήγια και θυμιατήρι,ακόμα και τη μπλε μπουκάλα με το δαίμονα.

Έτρεξα στην είσοδο και κοίταξα έξω. Δενμπορούσα να φανταστώ έναν κλέφτη τόσο αλα-φροχέρη που να μπορούσε να με κλέψει χωρίς

ούτε εγώ ούτε το μουλάρι μου να τον πάρουμεμυρουδιά. Παρ’ όλα αυτά, η πεδιάδα είχεαρχίσει να φωτίζεται απ’ το ξημέρωμα, καιγρήγορα διέκρινα μια λεπτή κι ευλύγιστη μορφήνα βηματίζει γοργά επάνω της. Φαινόταν νακατευθύνεται προς μια σειρά από θημωνιές πουδιέκρινα αμυδρά στο χλωμό δυτικό ορίζοντα.Με το φόβο πως γρήγορα θα έχανα τον άρπαγατης μόλις πρόσφατα αποκτημένης περιουσίαςμου, γκρέμισα το σωρό απ’ τις πέτρες, πήδηξαπάνω στο μουλάρι κι άρχισα να τον κυνηγώ.

Κάνοντας μια στροφή γύρω από ένα βράχο,βρέθηκα ξαφνικά πρόσωπο με πρόσωπο με τονκλέφτη.

«Μην προσπαθείς να ξεφύγεις, έκφυλε! » τονπροειδοποίησα. «Ανακάλυψα την παλιανθρωπιάσου. Γύρνα μου πίσω τ’ αντικείμενα που μουσούφρωσες! »

Ο ήλιος που ανέτειλε εκείνη τη στιγμή

αποκάλυψε πως το θύμα μου ήταν ένας λεπτόςαλλά μυώδης νεαρός, ντυμένος όλος στα μαύρα,με μια ηλιοκαμένη και σκεπτική όψη,καταπράσινα μάτια και κατάμαυρα μαλλιάμακρύτερα από τα δικά μου. Στην πλάτη του,είχε ριγμένο ένα μικρό σάκο.

«Ευγενικέ μου κύριε», είπε εκείνος «γιατίπαρά το μασκοφορεμένο πρόσωπο και τ’ αγενήσας λόγια, τέτοιος υποθέτω πως είστε, σαςβεβαιώνω πως είμαι αθώος και δεν έχω πάνωμου τίποτε δικό σας».

«Τι έχεις τότε μέσα στο σάκο σου; »

«Ορισμένα προσωπικά αντικείμενα που ταμεταφέρω μαζί μου από ένα συναίσθημανοσταλγίας».

«Τότε δεν θα πρέπει να σε πειράζει να τονανοίξεις για να δω τι έχει μέσα».

«Δυστυχώς, θα πρέπει να σας αρνηθώ», είπε ονέος μ’ ένα απολογητικό χαμόγελο. «Ο σάκοςδεν έχει τίποτε που να σας ενδιαφέρει, κιεξάλλου, το βρίσκω ενοχλητικό να επιδεικνύωαντικείμενα τέτοιας βαθιάς συναισθηματικήςαξίας».

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, εγώ έβγαλα τοσιδερένιο μπαστούνι μου και τα έσεισα προς τομέρος του με ολοφάνερες προθέσεις.

«Σε παρακαλώ να ξανασκεφτείς το θέμα,έχοντας υπόψη σου πως, αν δεν αδειάσεις τοσάκο, θα σου σπάσω το κεφάλι».

«Χμμ», έκανε εκείνος. «Βλέπω πως ησωφροσύνη σας ξεπερνά τα χρόνια σας. Πολύκαλά». Και ψάχνοντας με τα λεπτά του δάχτυλαμέσα στο σάκο, έβγαλε ένα μεταλλικό ραβδί μεμάκρος κάπου δεκαπέντε πόντους. «Καταρχάς,έχω εδώ ένα αντικείμενο από το αρχαίο

Μινοβέν, γνωστό σαν Ο ΑκατανίκητοςΜεταφορέας. Θα σας κάνω μια επίδειξη». Μ’αυτά τα λόγια, άγγιξε ένα κουμπί πάνω στοραβδί, κι ένα εκτυφλωτικό φως μ’ έλουσε ενώτιναζόμουν ψηλά στον αέρα. Τελικά,προσγειώθηκα οδυνηρά στη βάση ενός βράχουκι έμεινα εκεί μισοαναίσθητη, ενώ μόλις καιμετά βίας άκουγα τον αντίπαλό μου να γελάικανοποιημένος καθώς ανέβαινε πάνω στομουλάρι μου.

«Σας παρακαλώ, μην μπείτε στον κόπο νασηκωθείτε», είπε. «Μετά από τόσηγενναιοδωρία, δεν θα ’θελα να σας κουράσωπερισσότερο. Δεν θα σας έπαιρνα το ζώο, αλλάμιας και με πιέσατε τόσο πολύ, δεν μπορώ παράνα το δεχτώ με θερμές ευχαριστίες και να σαςευχηθώ καλό ταξίδι».

Και λέγοντας αυτά, ο βασανιστής μου μεχαιρέτισε ευγενικά και έσπρωξε το ζώο μου να

καλπάσει. Σε λίγο χάθηκε ανάμεσα στιςθημωνιές, αφήνοντας με να χτυπιέμαι απ’ τοκακό μου μέσα στη σκόνη.

Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά πριν συνέλθωεντελώς, και μέχρι εκείνη την ώρα με είχε ζώσειη πείνα και η δίψα. Μέχρι τώρα, η ύπαιθρος μουπρόσφερε κάποια τροφή, αλλά εδώ στηνπεδιάδα δεν υπήρχε ούτε δέντρο, ούτε θάμνος,ούτε ρυάκι, κι η μόνη σκιά ερχόταν από τουςγυμνούς βράχους.

Άρχισα να περπατώ πεισμωμένη προς ταδυτικά, που φαινόταν ότι ήταν η κατεύθυνσηπου είχε πάρει ο εχθρός μου. Ο ήλιος μεχτυπούσε κατακέφαλα, ενώ εγώ έψαχνα να βρωκατάρες που θα παραμόρφωναν κατάλληλα τονκλέφτη, αν ποτέ έβρισκα κάποιο μάγο ικανό νατου τις ρίξει.

Μέχρι το απόγευμα, η κοιλάδα σιγά σιγά

μετατράπηκε σε μια σειρά χαμηλών κι άμορφωνλόφων. Μια κορυφογραμμή διαγραφόταναμυδρά στο μακρινό ορίζοντα. Είχα αρχίσει ναφοβάμαι πως δεν θα έμενα για πολύ ζωντανή,γιατί, ακόμα κι αν γλίτωνα από την αφυδάτωση,η νύχτα θα έφερνε μαζί της τα άγρια ζώα απ’ ταοποία κατάφερνα να ξεφύγω μέχρι τώρα καιπου, μέσα στην αδυναμία μου, εύκολα θα μεκατασπάραζαν.

Διασχίζοντας το φρύδι ενός λόφου, είδα απόκάτω μου μια κοιλάδα, που περιείχε, εντελώςαπρόσμενα, ένα τετράγωνο πέτρινο κτίριο μεθολωτή οροφή κι ένα στενό ποταμό με τοχρώμα του κρασιού. Με μια χαρούμενη κραυγή,έτρεξα παραπατώντας προς το μέρος της,περνώντας μπροστά από το κτίριο καιφτάνοντας τελικά στην όχθη. Είχα βγάλει τομανδύα μου εδώ και ώρες, εξαιτίας της ζέστης,και τη στιγμή εκείνη που τον άφησα να πέσει,μια δίπλα του βυθίστηκε στο κοκκινωπό νερό.Αμέσως, δημιουργήθηκε ένας αναβρασμός από

αόρατες παρουσίες κι ώσπου ν’ ανοιγοκλείσωτα μάτια, το ρούχο είχε χαθεί κάτω από τηνεπιφάνεια. Σε λίγο, βγήκαν στην επιφάνειαμόνο νήματα και μικρά κουρελά-κια.Συνειδητοποίησα πως, αν βουτούσα τα χέρια ήτο πρόσωπό μου μέσα στο νερό, θα ’χα κι εγώτην ίδια τύχη με το μανδύα μου. Παρότι Χάρηκαπου γλίτωσα από μια τέτοια μοίρα, η έλλειψηνερού άρχισε πάλι να με βασανίζει. Γυρίζο-νταςτην πλάτη στον κακοποιό ποταμό, στράφηκαπρος το κτίριο της όχθης του.

Η είσοδος ήταν σφαλισμένη από μια γερήπόρτα, που όμως άνοιξε αμέσως μόλις τηνάγγιξα.

Βρέθηκα σ’ ένα υπέροχο δωμάτιο, χωρίςπαράθυρα, αλλά φωτισμένο από κρεμαστέςλάμπες και γεμάτο παράξενους θόρυβους.Ολόκληρος ο χώρος, από τον ένα τοίχο μέχριτον άλλο, και μέχρι ψηλά στη θολωτή οροφή,ήταν καλυμμένος από ασημένιους και

γυάλινους σωλήνες. Μέσα απ’ τους πιοχαμηλούς σωλήνες περνούσε βράζοντας έναζωηρό κόκκινο υγρό, που αραίωνε και γινότανπιο ήρεμο καθώς ανέβαινε προς τα πάνω, μέσααπό τις σωληνώσεις του ταβανιού. Κατά μήκοςτων σωληνώσεων, υπήρχαν σιδερένιεςσκαλωσιές, που εδώ κι εκεί τις σημάδευανψηλοί μαρμάρινοι πίνακες γεμάτοι μεστρόφαλους και διακοσμητικούς ασημένιουςμοχλούς. Μια σειρά από σκαλοπάτια οδηγούσεμέχρι μια ξύλινη γαλαρία που έκανε το γύρο τουεσωτερικού του κτιρίου.

Γεμάτη περιέργεια, ανέβηκα τα σκαλιά.

Εκεί, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς πάνω σ’ένα υπέροχο κρεβάτι με ουρανό, ήταν έναςγέρος μ’ ένα λευκό μαντήλι τυλιγμένο στοκεφάλι, που προφανώς κοιμόταν. Δίπλα στοκρεβάτι, υπήρχε ένα ανοιχτό ντουλάπι γεμάτοτυριά, κρέατα, γλυκά κι εξωτικά φρούτα, ενώυπήρχαν και ψηλές κανάτες με καθαρό νερό.

Πλησίασα στις μύτες των ποδιών μου, αλλάτο χέρι μου δεν πρόλαβε ν’ αγγίξει την πρώτηκανάτα, όταν ο γέρος πετάχτηκε όρθιος με μιακραυγή, ενώ κάτω από το κρεβάτι βγήκαν δυοφριχτά σκυλιά αφύσικης εμφάνισης κιαγριότητας. Αυτά όρμησαν επάνω μου και μ’έριξαν στο πάτωμα. Ύστερα, Κάθησανγρυλίζοντας ένα από κάθε μεριά, κοιτάζοντάςμε σαν τρυφερό κοψίδι.

«Δεν μπορώ, λοιπόν, να βρω ησυχία; »ρώτησε ο γέρος.

«Σας ζητώ συγγνώμη, ηλικιωμένε κύριε»,είπα εγώ. «Δεν ήταν πρόθεσή μου να διαταράξωτη γαλήνη σας. Ωστόσο, πιστεύω πως δενμπορώ να σας δώσω τις πρέπουσες εξηγήσειςτεντωμένος καθώς είμαι έτσι, γι’ αυτό, αν είχατετην καλοσύνη να μαζέψετε τα σκυλιά σας... »

«Να τα μαζέψω; Γρηγοροδόντη, Αιματορου-φήχτρα, προσέχετε καλά τον κακούργο! »

«Σας ικετεύω, κύριε», είπα εγώ, «να φανείτεεπιεικής. Είμαι μόνο ένας κουρασμένοςοδοιπόρος που ζητώ απεγνωσμένα μια δυογουλιές νερό».

«Είναι πολύ πιθανό, και πρόσεξε πόσογενναιόδωρος είμαι, για δυο ασημένιανομίσματα να

σου δώσω ένα ολόκληρο ποτήρι».

«Αυτό φαίνεται δίκαιο, αν και κάπως ακριβό,εκ μέρους σας», είπα εγώ, «μα, αλίμονο, δεν έχωχρήματα, γιατί κάποιος αλήτης καιμαχαιροβγάλτης μου άρπαξε ότι είχα και δενείχα στην πεδιάδα και μ’ άφησε να πεθάνω».

«Ένα τέτοιο γεγονός αξίζει την συμπάθειάμου», είπε ο γέρος, «αλλά τίποτα περισσότερο.Αυτό που βλέπεις γύρω σου, είναι το αρχαίοαποστακτήρα της Σαθ Μόνις, μιας πόληςμεγάλης φήμης και ομορφιάς που βρίσκεται

κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα στα δυτικά. Εγώ, οΤραλ, ο φύλακας, προσέχω αυτούς τουςλεπτεπίλεπτους μηχανισμούς που μετατρέπουντο μολυσμένο νερό του ποταμού σε υγιεινό καιπόσιμο υγρό. Από εδώ, με αντλίες καισωληνώσεις μετα-φέρεται στις στέρνες τηςπόλης που σου ανέφερα. Όπως καταλαβαίνεις,είναι μια πολύ υπεύθυνη θέση και αποφέρεικαλή ανταμοιβή και σεβασμό απ’ τους άλλους.Εγώ πίνω από μια δική μου κάνουλα, και τονερό μου είναι φυσικά δωρεάν. Ωστόσο, μιας κιο μισθός μου είναι θλιβερά χαμηλός,αναγκάζομαι να ζητώ πληρωμή από τουςταξιδιώτες. Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαιπαράλογος. Αν προσέχεις τους μοχλούς γιατρεις νύχτες στη θέση μου, θα ξεχάσω το τίμημακαι θα σου δώσω ένα ποτήρι νερό την τέταρτημέρα».

«Καλέ μου κύριε, αν περάσω τρεις ακόμαμέρες χωρίς να πιω, μπορείτε ναχρησιμοποιήσετε αυτό το νερό για να ποτίσετε

τα λουλούδια του τάφου μου. Αν μου δώσετε ναφάω και να πιω τώρα, θα κρατήσω το πόστο σαςμε μεγάλη ευχαρίστηση».

«Η επιμονή σου με κάνει να δυσφορώ»,μουρμούρισε ο γέρος. «Δεν φυλάω αυτό τομέρος από αλτρουιστικά κίνητρα. Εξάλλου,είσαι ο δεύτερος βάνδαλος που μ’ επισκέπτεταισήμερα. Από τότε που ο προηγούμενος —έναςμελαχρινός μ’ ένα μουλάρι— κατάφερε ναυποτάξει τα ζώα μου και να με κλέψει, για ναμην αναφέρω και το ξύλο που έφαγα, δεν έχωδιάθεση για περαιτέρω συζητήσεις. Ή φύγε γιατους ξερούς λόφους, ή κάθισε εδώ να θρέψεις μετο κουφάρι σου τα σκυλιά».

«Καμιά απ’ αυτές τις εναλλακτικές λύσειςδεν μου φαίνεται επιθυμητή», είπα εγώ. «Γι’αυτό, πρέπει να μαζέψω όση δύναμη μου μένεικαι να δεχτώ την πρώτη σας προσφορά, δηλαδήνα φυλάξω για τρεις νύχτες στη θέση σας».

Ο γέρος συμφώνησε κακόκεφα, τράβηξεμακριά τον Γρηγοροδόντη και τονΑιματορουφή-χτρα, προς μεγάλη τουςδυσφορία, και μετά με πήρε να μου δείξει τιςσκαλωσιές.

«Με κανένα τρόπο να μην αγγίξεις τουςμοχλούς οποιουδήποτε οργάνου», μεδασκάλεψε, «αλλά να περιπολείς στις

σκαλωσιές όλη τη νύχτα, με τα μάτια και τ’αυτιά σου δεκατέσσερα».

Ύστερα, αποτραβήχτηκε στο κρεβάτι του,καταβρόχθισε ένα τεράστιο γεύμα, ήπιε μέχρισκασμού νερό και κρασί και τάισέ τα σκυλιάτου. Λίγο μετά, κι οι τρεις τους άρχισαν ναροχαλίζουν, κι εγώ έμεινα στο καθήκον μεάδειο στομάχι και ξεραμένο λαρύγγι. Ηδιάθεσή μου γινόταν ακόμα χειρότερη,ξέροντας πως ο ίδιος αλήτης που με είχεφέρει σ’ αυτή τη θέση, τα είχε καταφέρει πολύκαλύτερα από μένα.

Όλη τη νύχτα, κοιμήθηκα πάνω στο άβολοσίδερο. Λίγο πριν ξημερώσει, σηκώθηκα κι

άρχισα

να πειραματίζομαι με τους μαρμάρινουςπίνακες. Όσα κουμπιά προεξείχαν, τα πάτησαμέσα όσοι μοχλοί έβλεπαν προς το ταβάνι, τουςκατέβασα προς τα κάτω και το αντίθετο.

Σύντομα, ένας παράξενος θόρυβος άρχισε ναβγαίνει από τους σωλήνες, ενώ το φως στιςκρεμαστές λάμπες χαμήλωσε και τελικά έσβησε.

Μέσα στο σκοτάδι, βρήκα ψηλαφιστά τοδρόμο μου μέχρι τη σκάλα της γαλαρίας καικρύφτηκα από πίσω.

Λίγο μετά, οι ασυνήθιστοι θόρυβοιξύπνησαν το γέρο. Τινάχτηκε επάνω κι άρχισενα στριγγλίζει και να φωνάζει, ενώ τα σκυλιάγρύλιζαν και ούρλιαζαν.

«Αλί και τρισαλί! Το κάθαρμα αυτό άφησε τηδουλειά και το ’σκάσε! Ήρθε η καταστροφή! »

Σύντομα, κατέβηκε σκουντουφλώντας τασκαλιά, και άρχισε να περιτρέχει τις σκαλωσιές,κουτσαίνοντας και βρίζοντας, ενώ τα δυοσκυλιά τον ακολουθούσαν καταπόδι. Κρίνονταςπως αυτή θα ήταν η μοναδική μου ευκαιρία,ανέβηκα στη γαλαρία, άρπαξα ένα μπουκάλινερό και όσο φαγητό βρήκα και, χώνοντάς ταμέσα στο ζωνάρι μου, κινήθηκα προσεκτικάπρος την πόρτα. Μόλις φάνηκε η χαραματιά τουφωτός, ο γέρος φώναξε:

«Να τος ο κακορίζικος! Απάνω τουΓρηγορο-δόντη! »

Εγώ βγήκα έξω, βρόντησα την πόρτα πίσωμου, και το ’βαλα στα πόδια.

'Οταν έφτασα στην άλλη άκρη της κοιλάδας,γύρισα πίσω να κοιτάξω κι είδα τον κόκκινο

ποταμό ν’ αναβράζει και πίδακες ατμού ναξεπη-

Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, κάθισα στησκιά ενός μοναχικού δέντρου, έφαγα το φαγητόκι ήπια το καθαρό νερό.

Στην απόσταση, μπορούσα να διακρίνωαρκετά καθαρά τις απότομες βουνοκορφές.Στους πρόποδές τους υπήρχε ένα συνονθύλευμααπό διαφορετικού είδους κορφές, πουσυμπέρανα πως πρέπει να ήταν οι πύργοι τηςΣαθ Μόνις, αυτής της φημισμένης καιπανέμορφης πόλης που χωρίς αμφιβολία είχαδηλητηριάσει τις δεξαμενές της.

Σκέφτηκα πως σίγουρα ο καταραμένοςκλέφτης του μουλαριού μου και της υπόλοιπηςπεριουσίας μου θα πρέπει να είχε τραβήξει προςτην πόλη, κι εκεί θα ’πρεπε να τον ακολουθήσω.

Έτσι, για μια φορά ακόμα πήρα το μονοπάτι.

Στα περίχωρα της Σαθ Μόνις, συνάντησακαλλιεργημένα χωράφια με πράσινα και κίτρινασπαρτά, σύδεντρα από ψηλές λεύκες και μερικάμαρμάρινα αγάλματα τεράστιου μεγέθους πουαναπαριστούσαν ηρωικές μορφές και πουμπροστά τους άφηναν στεφάνια από λουλούδια,καλαμπόκια, ροδαλά σταφύλια κι άλλα φυτά. Ηπόλη είχε, για τα μάτια μου τουλάχιστον, μιακαταπληκτική κατασκευή. Την αποτελούσαναμέτρητες μαρμάρινες γέφυρες, που η κάθε μιαπερνούσε πάνω και κάτω από άλλες,συνδεδεμένες μεταξύ τους με πέτρινες σκάλες.Όλα τα σπίτια της Σαθ Μόνις —μερικά απ’ ταοποία ήταν σχεδόν ετοιμόρροπα— ήτανκουρνιασμένα πάνω σ’ αυτές τις καταπληκτικέςαψίδες, ενώ από κάτω έτρεχαν μια σειράκανάλια γεμάτα με κατακόκκινο νερό. Αυτό τοπρόσεξα ιδιαίτερα, γιατί δεν μπορούσε να ’ναιτίποτε άλλο από τη συνέχιση του φριχτούποταμού.

Περπατώντας μέσα στους μεγαλειώδεις

δρόμους, έπεσα πάνω σ’ ένα πλήθος ανδρών καιγυναικών που με ανάγκασαν να σταματήσω.Έτσι, έγινα άθελά μου θεατής μιας δημόσιαςεκτέλεσης. Η μορφή της ήταν απλή αλλά καιπρωτότυπη. Μια ομάδα ανδρών που ήτανμάλλον στρατιώτες, ντυμένοι με μπρούντζινεςπανοπλίες και κίτρινους μανδύες, οδήγησαντους τέσσερις άτυχους μέχρι την άκρη τηςγέφυρας, τους ανάγκασαν με την απειλή τωνσπαθιών να σκαρφαλώσουν στο παραπετά καιμετά τους έσπρωξαν να πέσουν στο κανάλι απόκάτω. Η σκηνή χαιρετίστηκε από τις φωνές τουπλήθους και μερικά χειροκροτήματα. Ένα λεπτόαργότερα, ήρθαν στην επιφάνεια αποδείξεις γιατην αποτελεσματικότητα της εκτέλεσης, καιλίγο μετά το πλήθος διαλύθηκε.

Γεμάτη περιέργεια, ακολούθησα ένανπαχουλό και καλοντυμένο πολίτη, και τονρώτησα ποιο έγκλημα είχαν διαπράξει οικατάδικοι.

«Στη Σαθ Μόνις», μου απάντησε εκείνος,«υπάρχει μόνο ένα έγκλημα αρκετά σοβαρό γιανα τιμωρείται με θάνατο. Αυτό είναι το ναβλαστημήσει κάποιος τους θεούς μας».

«Αυτό συμβαίνει σε πολλά μέρη», είπε εγώ,καθώς θυμήθηκα το μοναστήρι.

«Κι είναι χωρίς αμφιβολία σοφό κι ενάρετο»,απάντησε αυτός. «Διακρίνω πως είστε ξένος,νεαρέ κύριε, κι έτσι αναλαμβάνω να σας πω δυολόγια για την ιστορία της πόλης. Όλα αυτά ταμεγαλεία που βλέπετε γύρω σας δημιουργήθηκεαπ’ τους θεούς μας τον καιρό των προπατόρωνμας. Αυτοί ήταν που έστησαν ετούτες τιςυπέροχες γέφυρες και έσκαψαν αυτό τοεντυπωσιακό σύστημα Καναλιών. Αυτοί ήτανπου τελειοποίησαν ένα διυλιστήριο που να μαςπρομηθεύει με υπέροχο κι υγιεινό νερό κιέφτιαξαν τα χωράφια και τα λιβάδια για να μαςπροσφέρουν τροφή».

«Είστε αναμφίβολα πολύ τυχεροί», είπα εγώ.

«Και κάτι ακόμα», είπε ο ξεναγός μου μ’ έναμακάριο χαμόγελο. «Σε ώρα κινδύνου, είμαστεσίγουροι πως οι θεοί θα έρθουν να μαςβοηθήσουν και θα τιμωρήσουν σκληρά εκείνουςπου θα μας βλάψουν. Σε ανταπόδοση, εμείςτους φτιάξαμε ένα ναό για να τους δοξάσουμεκαι δημιουργήσαμε μια ιερή φρουρά —αυτούςμε τους κίτρινους μανδύες— για ναπροστατεύουν την τιμή τους».

«Είμαι καταϋποχρεωμένος για τιςπληροφορίες που μου δώσατε», είπα. «Απόκαθαρή περιέργεια, θα μπορούσα να σας ζητήσωνα μου δανείσετε ένα μικροποσό μέχρι το βράδι,οπότε και περιμένω αμύθητα πλούτη ναφτάσουν στην κατοχή μου; »

Ο καινούργιος μου φίλος ψυχράθηκεαπότομα.

«Λυπάμαι, αλλά δεν κρατώ χρήματα επάνωμου», είπε, κι ύστερα, χαμηλώνοντας τον τόνοτου: «Επιπλέον, πρέπει να σας προειδοποιήσωπως, αν και δεν είναι έγκλημα που επισύρειποινή θανάτου, η δημόσια επαιτεία τιμωρείταισυνήθως με ακρωτηριασμό».

Και μ’ αυτά τα λόγια, απομακρύνθηκεβιαστικά.

Γ ια μια περίπου ώρα, περιπλανιόμουν στουςδρόμους, ρωτώντας κατά διαστήματα τουςπεραστικούς αν είχαν δει κάποιον μελαχρινόπρα-σινομάτη πάνω σ’ ένα μουλάρι. Κανείς δεντον είχε δει. Είχε περάσει πια το μεσημέρι, κι ολαιμός μου είχε ξανά στεγνώσει. Πλησίασα σεμια στρογγυλή μαρμάρινη βρύση καιπροσπάθησα να πιω, αλλά ένας φρουρός μεκίτρινο μανδύα πετάχτηκε μπροστά μου και μουζήτησε πληρωμή. Έτσι, αρνήθηκα το νερό καισυνέχισα το δρόμο μου.

Τελικά, με πολύ κακά κέφια, έφτασαμπροστά σ’ ένα ψηλό λευκό κτίριο με θόλο απόκίτρινο γυαλί. Συμπέρανα πως αυτός θα πρέπεινα ήταν ο Ναός της Σαθ Μόνις κι έτσι πήγαμέσα για να ζητήσω από κάποιον ιερέα ναστείλει μια φριχτή κατάρα πάνω στον άφαντοληστή. Ήταν τόσο μεγάλη η οργή μου, πουήμουν πρόθυμη να δουλεύω ένα μήνα μέρα καινύχτα για να τον πληρώσω.

Μέσα στο ναό, διέκρινα έναν μοναχικόκιτρι-νοντυμένο φρουρό που περιεργαζόταν έναμικρό κηροπήγιο από παλιό ασήμι. Αναγνώρισααμέσως πως ήταν ένα μέρος από την αμοιβήπου μου είχαν δώσει οι Νύμφες του Ντονσάρ.Πλησιάζοντας δήθεν αδιάφορα κοντά του, τούείπα:

«Τι όμορφο αντικείμενο. Μου τράβηξεαμέσως την προσοχή».

«Είναι κάτι παραπάνω από απλά όμορφο»,

με βεβαίωσε εκείνος. «Το αγόρασα από ένανταξιδιώτη που τ’ ανακάλυψε ενώ ταξίδευε σταβουνά, μέσα στο θησαυροφυλάκιο ενός μάγου.Δεν έχω παρά να το εκθέσω στις ακτίνες τουνέου φεγγαριού και θα εμφανιστούν στιςπλευρές του ευδιάκριτες φράσεις που θα δίνουνοδηγίες για το σημείο που βρίσκεται κρυμμένοςένας αμύθητος θησαυρός. Και κάτι ακόμα:Οποιαδήποτε κοπέλα που θα γράψω τ’ όνομάτης με κοινό μελάνι επάνω στο μέταλλό του, θανιώσει μια ακατανίκητη επιθυμία για τοπρόσωπό μου».

«Είναι ολοφάνερα ένα πολύ χρήσιμοαντικείμενο», συμφώνησα, νιώθοντας ξαφνικάέναν αθέλητο θαυμασμό για τον κακούργο πουμ’ είχε ληστέψει. «Χωρίς αμφιβολία θα σαςκόστισε πολύ ακριβά».

«Μονάχα είκοσι χρυσά νομίσματα_αλλά με

το καινούριο φεγγάρι, θα πάρω πίσω

πολλαπλάσια απ’ όσα έδωσα». 'Επειτα,φοβισμένος πως μου είχε πει ήδη πάρα πολλά,πρόσθεσε: «Δεν νομίζω να έχετε καμιάαμφιβολία για την κυριό-τητά μου πάνω σ’ αυτότο αντικείμενο; »

Εγώ τον διαβεβαίωσα με σοβαρότητα πως οαληθινός δρόμος της μετάνοιας περνούσε μέσααπό τη φτώχεια και την ταπεινοφροσύνη, καιδεν ένιωθα κανένα ενδιαφέρον για τέτοιουείδους μπιχλιμπίδια.

«Ωστόσο», συνέχισα, «θα ήθελα να ρωτήσωπού βρίσκεται ο ταξιδιώτης που σας τοπούλησε, γιατί ίσως να ’χει κι άλλαεμπορεύματα μεγαλύτερης αξίας για μένα_όπως παλιά προσευχητάριο, για παράδειγμα».

Ο φρουρός μου έδωσε οδηγίες για το πώς ναφτάσω στο πανδοχείο Το Δαγκωμένο Κυδώνιπου βρισκόταν κάπου δέκα γέφυρες πιο πέρακαι που συνάντησα στο δρόμο μου λίγο πριν το

ηλιοβασίλεμα.

Στο Δαγκωμένο Κυδώνι, όλοι διασκέδαζαν,έτρωγαν και πίνανε, πράγμα που μ’ έκανε νααισθάνομαι ακόμα πιο απαίσια. Δεν είχαπρολάβει να περάσω το κατώφλι, όταν οπανδοχέας ήρθε δίπλα μου.

«Τι μπορώ να σας προσφέρω, νεαρέ κύριε;Ψητό χοιρινό; Μελωμένους λουκουμάδες;Φρέσκα βερίκοκα; Έχουμε τεσσάρων ειδώναξεπέραστα κρασιά, που τα παράγουν τοπικοίαμπελώνες _»

«Ευχαριστώ, Είμαι εδώ για δουλειά και δενχρειάζομαι τίποτε», είπα εγώ κοφτά, αγνοώνταςτις διαμαρτυρίες της κοιλιάς μου.

Κοίταξα γύρω μου χολωμένη, και σύντομαδιέκρινα τον αλητήριο που γύρευα, στο πατάρι.Ήταν καθισμένος σ’ ένα φωτισμένο μοναχικότραπέζι κι ήταν απασχολημένος με το να χλαπα-

κιάζει και να πίνει ακριβά κρασιά, πληρωμέναόλα απ’ τη δική μου περιουσία.

Μιας κι ήμουν κουκουλοφορεμένη ότανείχαμε συναντηθεί στην πεδιάδα, και δεν είχεδει ποτέ το πρόσωπό μου, δεν δοκίμασα κάποιαάλλη μεταμφίεση, αλλά ανέβηκα στο πατάρι καιτον πλησίασα.

«Συγχωρήστε με για την ενόχληση, κύριε,αλλά έπεσε στην προσοχή μου ότι έχετε στηνκατοχή σας ορισμένα αρχαϊκά αντικείμενα πουδιατί-θεστε να πουλήσετε».

«Καθίστε και θα τα βρούμε», είπε εκείνος,και μου έδειξε μια καρέκλα.

Κάθισα και τον έβλεπα να τρώει ενώ μουέτρεχαν τα σάλια.

«Θα πάρετε λίγο κρασί; » ρώτησε ευγενικά.Εγώ ένευσα. «Είναι πολύ παράξενο», είπε,

«αλλά μου φαίνεται πως κάπου σας έχωξαναδεί».

«Αυτό είναι μάλλον απίθανο».

«Ναι. Εξάλλου, είμαι σίγουρος πως θα σαςθυμόμουν αμέσως», μουρμούρισε φιλικά,γεμίζοντας το ποτήρι μου μέχρι επάνω. «Ένατόσο όμορφο πρόσωπο σαν το δικό σας, δενείναι κάτι που ξεχνιέται εύκολα».

Τον ευχαρίστησα, και του ζήτησα να δω τιςπραμάτειες του. Εκείνος έβγαλε τον περίφημοσάκο του κάτω από την καρέκλα κι έβγαλε έξωτο γνωστό ταίρι του ασημένιου κηροπήγιου καιτην αλυσίδα απ’ το χρυσό θυμιατήρι.

«Είστε καλά; » ρώτησε μ’ ενδιαφέρον.«Βλέπω πως χλομιάσατε».

«Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε. Αυτά είν’ όλα,όμως; Κάτι είχα ακούσει για ένα θυμιατό και

μια μπλε μπουκάλα... »

«Δυστυχώς, αυτά τα πούλησα ήδη. Προσέξτε,όμως, αυτό το κηροπήγιο, που δεν υπάρχειόμοιο του σ’ όλο τον γνωστό κόσμο...Επιτρέψτε μου να σας ξαναρωτήσω. Είστε καλάστην υγεία σας; »

«Αρκετά καλά, ευχαριστώ. Πέστε μου, όμως,δεν υπάρχει κι ένα σακουλάκι με πετράδια; »

Ο παλιάνθρωπος φάνηκε να ξαφνιάζεται.

«Μ’ εντυπωσιάζει πως το ανακαλύψατε, μιαςκαι δεν το ανέφερα σε κανέναν μέσα στηνπόλη».

«Όπως καταλαβαίνετε, έχω κι εγώ τιςπληροφορίες μου. Θέλω, λοιπόν, να καταλάβετετο εξής: Γ ια συναισθηματικούς λόγους, αυτάτα πετράδια αξίζουν για μένα περισσότερο απ’οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Αφήστε με να τα

εξετάσω και να δω αν είναι του είδους πουγυρεύω. Αν κάτι τέτοιο αποδειχθεί, έχω τόσηαγωνία να τ’ αποκτήσω, που θα διπλασιάσω,τριπλασιάσω και τετραπλασιάσω οποιαδήποτετιμή μου προτείνετε».

Εκείνος σήκωσε τα λεπτά του φρύδια καιχαμογέλασε απορημένα.

«Αν είναι έτσι, και βλέποντας τηνανυπομονησία σας, δεν θα μου ήταν δυνατόν νασας τα αποκρύψω. Ορίστε_», και μέσα απ’ τοπουκάμισό

του έβγαλε ένα μικρό πουγγί κι άδειασε τοπεριεχόμενό του μπροστά μου.

Μετά από έναν σύντομο έλεγχο, είπα:

«Φαίνεται πώς λείπουν μερικά χρυσάκουμπιά».

«Ακριβώς. Κάποια κυρία στην ΌγδοηΓέφυρα με την οποία πέρασα το απόγευμα,ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη γι’ αυτά και δενδεχόταν να πάρει τίποτε άλλο. Τώρα, μετά απ’την αξιέπαινη πρόθεσή σας να τετραπλασιάσετετην αξία των υπολοίπων_»

«Μια στιγμή», είπα εγώ και, τραβώντας πίσωτην καρέκλα μου με θόρυβο, τινάχτηκα όρθια κιάρχισα να φωνάζω δυνατά:

«Πώς; Τολμάς να προσβάλλεις' αυτιά μου μετέτοιες ανήκουστες βωμολοχίες; Βλασφημία!Βλασφημία! Καλέστε τη φρουρά! »

Ακολούθησε μια μεγάλη οχλοβοή μέσα σ’όλο το πανδοχείο. Οι πελάτες του μαγαζιούέτρεξαν στο πατάρι και μερικοίακινητοποίησαν το σύντροφό μου- άλλοι,βγήκαν μέσα στη νύχτα για να φωνάξουν τουςστρατιώτες.

«Τον κρατάμε καλά», είπε ο πανδοχέας. «Τιείπε αυτός ο άθλιος; »

«Δεν μπορώ να επαναλάβω τις χυδαιότητές του.Βλαστήμησε τους θεούς της Σαθ Μόνις,συγκρίνοντάς τους με γουρούνια, κατσίκες, κιούτε κι εγώ ξέρω τι άλλο _κι επιπλέον,πουλούσε άχρηστα φυλαχτά στους κάτοικουςτης πόλης, καταφέρνοντας να εξαπατήσειακόμα κι ένα μέλος της Ιερής Φρουράς! Έχωχάσει τη μιλιά μου και κοντεύω να λιποθυμήσωαπό την ταραχή! » Ύστερα, κάθισα βαριά στηνκαρέκλα μου και με μια απελπισμένη όψημάζεψα ότι είχε απομείνει απ’ τα κοσμήματατου Γκρουνέλτ, το ασημένιο κηροπήγιο και τηναλυσίδα.

Μόνο για μια στιγμή, ο αντίπαλός μου πήγεκάτι να πει, αλλά αρκετές παλάμες τού έκλεισαντο στόμα, από το φόβο μήπως βλαστημήσειξανά. Σύντομα, τον έδεσαν, τον φίμωσαν καιτον παρέδωσαν στη φρουρά που τον πήρε μαζί

της μέσα στη νύχτα.

Ο πανδοχέας κάθισε δίπλα μου, κι άρχισε νακλαψουρίζει για τα λεφτά που είχε χάσει. Εγώπροσφέρθηκα, για να τον γλιτώσω από τηφασαρία: θα έπαιρνα εγώ το δωμάτιο που είχενοικιάσει ο βλάσφημος καθώς και το φαγητότου. Επιπλέον, τον διαβεβαίωσα πως, μιας κιείχα αγοράσει το μουλάρι του πριν από τηφασαρία, θα τον πλήρωνα και για το στάβλοτου. Γι’ αυτές του τις υπηρεσίες, του έδωσα έναδυο χρυσά νομίσματα προκαταβολή. Έδειξεπεριέργεια για τη χρυσή αλυσίδα κι ένα μικρόσμαράγδι που ανακάλυψε κοντά στην αλατιέρα,αλλά του εξήγησα πως αυτά ήταν αντικείμεναμηδαμινής αξίας που είχα βγάλει για ναπουλήσω πριν ανακαλύψω την απαίσια φύσητου πελάτη μου.

Έτσι, αφού έφαγα κι ήπια με την καρδιά μου,ανέβηκα στο δωμάτιό μου και κοιμήθηκα γιαπρώτη φορά στη ζωή μου σε πουπουλένιο

στρώμα.

Λίγο πριν την αυγή, ξύπνησα από βαριάχτυπήματα στην πόρτα. Όταν ρώτησα ποιοςήταν, μια φωνή μου απάντησε ν’ ανοίξω στηνΙερή Φρουρά. Σηκώθηκα βιαστικά, φόρεσα πάλιτ’ ανδρικά μου ρούχα, και άνοιξα στην ομάδα,πιστεύοντας πως θα ’θελαν να με καλέσουν γιαμάρτυρα.

Ωστόσο, οι στρατιώτες έπεσαν επάνω μουκαι, προς μεγάλη μου ανησυχία, μου έδεσαν ταχέρια πίσω από την πλάτη και με οδήγησανχωρίς πολλές διαδικασίες έξω στο δρόμο.

«Για ποιο λόγο μου συμπεριφέρεστε τόσοπροσβλητικά», απαίτησα να μάθω.

«Γιατί κατηγορείσαι για σοβαρή απάτη»,είπε ένας απ’ αυτούς.

«Και ποια απάτη είναι αυτή; Δεν έχω κάνειτίποτα! »

«Ο αιχμάλωτος που συλλάβαμε χθες γιαβλασφημία, κατέθεσε κατηγορίες εναντίον σου.Με δυο λόγια, είπε πως αγόρασε πανάκριβα απόσένα ορισμένα αντικείμενα, που στη συνέχεια,καλή τη πίστη, πούλησε σε διάφορους, αλλά πουστη συνέχεια ανακάλυψε, από την ίδια σου τημαρτυρία, πως ήταν ψεύτικα και εντελώςάχρηστα».

«Και δεχόσαστε να πιστέψετε αυτά που λέειένας βλάσφημος ενάντια σε μένα, που με τόσηθρησκευτική ευλάβεια τον κατέδωσα; »

«Είναι συνήθειο στη Σαθ Μόνιας, ποτέ ναμην κατηγορούμε κάποιον αβάσιμα, μιας κι ητιμωρία για την ψευδομαρτυρία είναι ο μερικόςστραγγαλισμός και το ξερίζωμα της γλώσσας.Γι’ αυτόν το λόγο, όλες οι κατηγορίες γίνονταιπιστευτές».

Σκέφτηκα για λίγο τα λόγια του και μετά,μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω:

«Και ποια είναι η ποινή για την απάτη; »

«Αφαίρεση του αριστερού ποδιού και τουδεξιού χεριού».

Είχαμε. πια φτάσει σε μια φριχτή πύλη, καισε λίγο μ’ έριξαν σ’ ένα σκοτεινό κελί κιαμπάρωσαν την πόρτα πίσω μου.

Άρχισα να λέω όποια βρισιά μου ’ρχότανστο κεφάλι, αλλά σύντομα σταμάτησα,ακούγοντας ένα χαμηλόφωνο χασκόγελο.

«Ποιος είσαι εσύ; » ρώτησα. «Σίγουρα ταεγκλήματά σου θα πρέπει να ’ναι φοβερά και ηκαρδιά σου από πέτρα, να μπορείς ναδιασκεδάζεις τόσο με την τρομερή κατάντιαενός άλλου».

«Πράγματι είναι», είπε μια φωνή δυσάρεσταγνωστή μ’ έναν κοροϊδευτικό τόνο. «Όσοάσχημη, όμως, και να ’ναι η μοίρα σου,. η δίκιάμου, όπως καλά γνωρίζεις, είναι όχι μόνοοδυνηρή αλλά και θανατηφόρα. Μηνπεριμένεις λοιπόν να σε λυπηθώ, προδότηνεαρέ».

«Προδότης; Εγώ, τουλάχιστον, σε παρέδωσασ’ έναν όλεθρο που σου άξιζε, για να μπορέσωνα πάρω πίσω την περιουσία μου. Εσύ τικέρδισες απ’ το να μου αποδώσεις ψεύτικεςκατηγορίες _εκτός απ’ το να ικανοποιήσειςτην απαίσια κακεντρέχειά σου; »

«Είχα την ελπίδα πως, καταγγέλλοντας ένανάλλο εγκληματία στη δικαιοσύνη, θακατάφερνα να μειώσω την ποινή μου.Αποδείχθηκε, όμως, πως αυτό δεν συμβαίνει.Από τα λόγια σου, καταλαβαίνω πως είσαι ονεαρός με τον οποίο είχα τη συζήτηση στηνπεδιάδα».

«Καλά το κατάλαβες. Απ’ τη συνάντησηεκείνη, η μοίρα μου πάει απ’ το κακό στοχειρότερο, κι όσο για το μέλλον μου, δεν τοβλέπω με πολύ καλό μάτι. Μάλλον μας μένειλίγος ακόμα χρόνος, γι’ αυτό, αν θες, πες μου τ’όνομά σου για να μπορώ να σε καταριέμαικαλύτερα».

«Με λένε Ναζάρν_αλλά πριν αρχίσεις να με

καταριέσαι, άσε με να σου προτείνω έναν άλλοτρόπο για να περάσεις την ώρα σου. Μιας κι οιδυο ξεγελάσαμε και φέραμε στο χείλος τηςκαταστροφής ο ένας τον άλλο, και τώρα έχουμεσχεδόν πατσίσει κι είμαστε στην ίδια μοίρα, αςσυνενώσουμε τα ταλέντα μας για να βρούμεέναν τόπο να ξεφύγουμε από δω».

Το καλοσκέφτηκα και μετά του είπα:

«Προτιμώ να μη μιλήσω για τις δικές μουικανότητες. Εσύ τι μπορείς να κάνεις; Μου

φαίνεται πως θυμάμαι κάποιον ΑκατανίκητοΜεταφορέα... »

«Απ’ αυτόν δυστυχώς με απάλλαξαν στηνείσοδο, όπως επίσης κι από το μαγικό φυλαχτόπου με βοηθούσε να αρπάζω τις περιουσίες τωνάλλων μέσα από τα ρούχα τους χωρίς καν νατους πλησιάσω. Ωστόσο, διατηρώ ακόμακάποια περίπλοκη ικανότητα που μου επιτρέπεινα ημερώνω ακόμα και τα πιο νευρικά καιάγρια ζώα».

«Μιας κι είμαστε αιχμάλωτοι ανθρώπων κιόχι ζώων, αυτό φαίνεται να ’χει μικρή αξία.Παρ’ όλα αυτά, μου έλυσες την απορία πώςΚατάφερες να υποτάξεις τα μανιασμένα σκυλιάτου Τραλ του φύλακα. Μ’ έμπλεξες κι εκεί πολύάσχημα. Μόνο αναστατώνοντας τον μηχανισμότου διυλιστή-

ριου κατάφερα ν’ αρπάξω λίγο νερό και μιαμπουκιά φαί».

Ο Ναζάρν μου ζήτησε μ’ ευγενικόενδιαφέρον να του πω περισσότερεςλεπτομέρειες γι’ αυτή μου την περιπέτεια.Όταν τελείωσα, του είπα:

«Απορώ που οι δεξαμενές της Σαθ Μόνιςπαραμένουν ακόμα αμόλυντες και τα κανάλιακυλούν ήσυχα».

«Αυτό εύκολα μπορώ να στο εξηγήσω. Οισωληνώσεις ακολουθούν διάφορεςπαρακάμψεις κάτω απ’ τη γη, για ν’αποφύγουν τον αδιαπέραστο βράχο. Τόσο τοκαθαρό όσο και το μολυσμένο νερόχρειάζονται μιάμιση μέρα για να φτάσουνστην πόλη. Γι’ αυτό, λοιπόν», πρόσθεσεσκεπτικά, «η αλλαγή θα φανεί, απ’ ό, τιυπολογίζω, γύρω στο μεσημέρι, την ώρα που,αν θυμάμαι καλά, αποδίδεται η δικαιοσύνηστους εγκληματίες της Σαθ Μόνις».

«Μια μέθοδος σωτηρίας μόλις μου πέρασε

απ’ το μυαλό», είπα εγώ, «όπως ίσως κι απ’το δικό σου».

«Μπορείς να είσαι βέβαιος γι’ αυτό».

«Μπορώ επίσης να ’μαι βέβαιος πως δενθα με εξαπατήσεις πάλι και δεν θα μ’εγκαταλείψεις σ’ αυτούς τους βάρβαρους; »

«Η έλλειψη εμπιστοσύνης σου μεπληγώνει. Τώρα που σε γνώρισα καλά, να’σαι σίγουρος πως θα μείνουμε σύντροφοιόσον καιρό συμφωνούμε κι οι δύο. Επιπλέον,θέλω να σε διαβεβαι-ώσω πως, αν είχεςαποκαλυφθεί στην πεδιάδα, δεν θα σου είχασυμπεριφερθεί μ’ αυτό τον τρόπο».

Έτσι, ξεχνώντας την εχθρότητά μας,συζητήσαμε ένα σχέδιο, μέχρι που τα βαριάβήματα της

φρουράς ακούστηκαν πάνω στη γέφυρα.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και μας οδήγησανστο εκτυφλωτικό φως της μέρας.

Ένας μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί στοδρόμο, και μας ακολούθησε μέχρι τη μέση τηςγέφυρας γεμάτο προσμονή.

«Μια στιγμή! » φώναξε ο Ναζάρν. «Έχω κάτινα πω που πρέπει όλοι σας ν’ ακούσετε, αναγαπάτε τη ζωή σας».

Αμέσως, η πομπή σταμάτησε, κι όλοικοίταξαν σαν χαζοί αυτόν τον ανήκουσταθρασύ άνθρωπο.

Ένας ιερέας του Ναού πλησίασε ντυμένος μ’ένα κίτρινο ράσο.

«Σου επιτρέπεται να μιλήσεις. Πιθανώς, θαέχεις μετανοήσει για την παράφρονη ανοησίασου και θα θέλεις να ζητήσεις συγχώρεση απότους θεούς πριν παραδοθείς στο θάνατο και την

αιώνια καταδίκη».

«Δεν είναι ακριβώς έτσι», είπε ο Ναζάρν.«Δεν φοβάμαι τους θεούς σας, γιατί κι εγώ,όπως κι ο νεαρός από δω, είμαστε αγγελιοφόροιτους. Σταλθήκαμε εδώ για να δοκιμάσουμε τηνπίστη και την ηθική σας, αλλά ανακαλύψαμεπως ο ζήλος σας φτάνει σε ανεπίτρεπτα όριακαι γι’ αυτό οι ουράνιοι αφέντες μας θα σαςτιμωρήσουν».

«Σιωπή, βλάσφημε! » βρυχήθηκε ο ιερέας.«Δεν υπάρχει, λοιπόν, πάτος στο πηγάδι τηςαπιστίας σου; »

Στα λόγια αυτά, οι φρουροί άρχισαν ναπιέζουν τον Ναζάρν να σκαρφαλώσει στοπαραπέτο, ενώ άκουγα τον θόρυβο που έκανε οΑκρωτη-ριαστής καθώς ακόνιζε το μαχαίρι τουγια μένα.

Από πάνω μας, ο ήλιος είχε φτάσει στοζενίθ του.

«Προσέξτε! » φώναξα, κι όλοι έπαψαν πάλινα μιλούν. «Αν μας κακομεταχειριστείτε, θαεξοργίσετε τους θεούς, που θα κάνουν τακανάλια σας ν’ αναβράσουν και το καθάριοαίμα των πηγών σας να γίνει κόκκινο σαναίμα. Αν δεν μας αφήσετε αμέσως ελεύθερουςκαι με τιμές, θα υποστεί-τε τις συνέπειες».

Όπως το περίμενα, η απάντηση στα λόγιαμου ήταν ξανά θυμωμένα ουρλιαχτά.

Ξαφνιάστηκα απ’ το τσίμπημα που ένιωσαστην καρδιά μου, ενώ έβλεπα ν’ ανεβάζουντον Ναζάρν στο παραπετά. Τωρα οιυπολογισμοί του θ’ αποδειχθούν λανθασμένοι,σκέφτηκα. Αλλά την ίδια στιγμή, κάποιος απότους θεατές έβγαλε μια φοβισμένη κραυγή.

«Κοιτάξτε! » είπε κι έδειξε κάτω.

Ένας δυσάρεστος ήχος αναβρασμού είχεγεμίσει τον αέρα. Μουρμουρίζοντας ανήσυχα,το πλήθος έτρεξε να κοιτάξει κάτω από τηγέφυρα. Τα μουρμουρητά έγιναν κλάματα καικραυγές, ενώ από εκατό πόρτες ταυτόχρονα,άντρες και γυναίκες έβγαιναντρομοκρατημένοι, στριγγλίζοντας πως απ’ τιςβρύσες τους έτρεχε αίμα.

Ο Ναζάρν κι εγώ βρεθήκαμε ξαφνικάλυμένοι, ενώ το πλήθος είχε γονατίσειμπροστά μας.

«Θα προσπαθήσουμε να μεσιτέψουμε γιατη σωτηρία σας», είπε ο Ναζάρν ψυχρά, «αλλάμην περιμένετε και πολλά πράγματα».

Έτσι, ανοίξαμε δρόμο μέσα από το πλήθοςκαι φτάσαμε στο Δαγκωμένο Κυδώνι. Όλοιεκεί ήταν ανάστατοι, γιατί αρκετοί από τουςπελάτες που απολάμβαναν το μπάνιο τους τηστιγμή της

μεταμόρφωσης είχαν διαμελιστεί.

«Πού πάμε τώρα; » ρώτησα.

«Μιας κι οι γέφυρες της πόλης είναι άμεσασυνδεδεμένες με τα κανάλια και τις δεξαμενές,φοβάμαι πως η Σαθ Μόνις σύντομα θαμετατραπεί σε ερείπια. Γι’ αυτό, προτείνω να τοβάλουμε αμέσως στα πόδια».

Βγάλαμε το μουλάρι από το στάβλο, τοκαβα-λήσαμε κι οι δύο, γιατί ήταν ανθεκτικόζώο, και το βάλαμε να τρέξει όσο πιο γρήγοραμπορούσε.

Στα δυτικά της πόλης, υπήρχε ένα δάσος απόψηλά δέντρα. Το διασχίσαμε και βρεθήκαμεστους πρόποδες των βουνών. Μέσα στη λάμψητου αρρωστημένου, θολού ήλιου, γυρίσαμε καικοιτάξαμε τη Σαθ Μόνις.

Κάτω απ’ τα πόδια μας ερχόταν ένας

παράξενος συνεχόμενος βρόντος, λες καικάποιοι υπόγειοι ποταμοί κυλούσαν μέσα στηγη. Πάνω από την άτυχη πόλη αιωρούντανβιολετιά σύννεφα, μέσα απ’ τα οποίαξεπηδούσαν κάθε τόσο πίδακες καπνού, ατμούκαι ερειπίων.

«Αυτά περί θρησκείας», είπε ο Ναζάρν.

Εκείνη την ώρα, όμως, μου φάνηκε πωςδιέκρινα κάτι να κινείται στον ορίζοντα, απ’ τημεριά των κατεστραμμένων χωραφιών. Τουέδειξα.

«Τι μπορεί να είναι; »

«Αυτό; Κάποιο παιχνίδισμα του φωτός,όμορφε κι ευγενικέ μου φίλε».

«Σ’ εμένα φαίνεται σαν να κινούνται αρκετέςτεράστιες χλωμές μορφές».

«Τώρα το βλέπω κι εγώ. Δεν υπήρχε κάποιοςμύθος στη Σαθ Μόνις πως, αν κάποιο κακόέπεφτε στους ανθρώπους της, οι θεοί θαζητούσαν να εκδικηθούν τους υπαίτιους; Δενξέρουμε, όμως, ποια μορφή έχουν οι θεοί της».

«Ανάμεσα στις λεύκες, μπροστά στην πόλη,πέρασα αρκετά τεράστια μαρμάρινα αγάλματα,στα πόδια των οποίων ήταν αφημένεςπροσφορές».

«Τώρα το θυμάμαι κι εγώ. Τέλος πάντων, Τοζώο μπορεί να διανύσει ακόμα πολλά μίλια. Θαήταν κρίμα να χάνουμε με άσκοπες φλυαρίεςμια τέτοια εξαιρετική ευκαιρία για εξάσκηση».

Και λέγοντας αυτά, έσπρωξε το μουλάρι γιαν’ ανεβεί την πλαγιά του βουνού.

Το ζώο σκαρφάλωνε στα κατσάβραχα μέχρι

που ο ουρανός έγινε σαν σκούρο γυαλί καιγέμισε με αμέτρητα αστέρια. Πίσω μας,ακολουθούσε πάντα ένα απόμακρο, αλλάεπίμονο μπουμπουνητό, που κατά περίεργοτρόπο μου θύμιζε το ανεβοκατέβασματεράστιων ποδαριών.

«Μου φαίνεται, φίλε Ναζάρν», μουρμούρισατελικά, «πως το ζώο μας είναι έτοιμο νασωριαστεί».

«Εκεί πέρα», είπε αυτός, «βλέπω το φως μιαςπράσινης λάμπας, πράγμα που συνήθως δείχνειτην κατοικία μιας μάγισσας ή μάντισσας. Ίσωςαυτή να ξέρει κάποιο τρόπο για να να βγούμεαπό τη δύσκολη θέση».

Οδηγήσαμε το μουλάρι σε ένα τελευταίοάγριο τρέξιμο και φτάσαμε τελικά σε μιααπότομη κορφή, δίπλα σ’ ένα καλύβι πολύκακόφημο στην όψη. Ωστόσο, η πράσινη λάμπαέκαιγε πάνω απ’ την πρόσοψη του σπιτιού, και

στο κάλεσμα του Ναζάρν, η πόρτα άνοιξετρίζοντας, κι η ιδιοκτήτρια έβγαλε έξω τοκεφάλι.

Δραματικά φωτισμένη από το μαγικό τηςφως, αποκαλύφθηκε πως ήταν μιαξεδοντιασμένη γριά αποκρουστικής ασχήμιας,που όμως κοίταξε τον Ναζάρν κι εμένα με έναβλέμμα ιδιαίτερα προκλητικό.

«Βρε, βρε, βρε! Τι μπορώ να κάνω για δυοτόσο όμορφους κύριους; »

«Πανέμορφη κυρία», της είπε ο Ναζάρν,«ορισμένοι σβώλοι ασβεστόλιθου, πελεκημένοιώστε να μοιάζουν με θεούς, μας κυνηγούνσκοπεύοντας να μας διαμελίσουν. Μέσα στηναπροσμέτρητη σοφία σας, μπορείτε ναπροτείνετε κάποιο τρόπο για ν’ αποφύγουμεαυτή την άχαρη τύχη; »

Χαϊδεύοντας σκεπτικά τις κρεατοελιές της, η

γριά προχώρησε ως την άκρη του καλυβιού τηςκαι κοίταξε προς την ανατολή.

«Σ’ αυτούς αναφέρεστε; » ρώτησε.

Ο Ναζάρν κι εγώ γυρίσαμε να κοιτάξουμεμέσα στη νύχτα, και διακρίναμε κάπουδεκατρείς ολόλευκους γίγαντες, πουπερπατούσαν με τεράστια βήματα κάπου τρίαχιλιόμετρα πιο μακριά, αλλά πλησίαζανπερισσότερο με κάθε στιγμή που περνούσε.

«Ακριβώς», συμφώνησε ο Ναζάρν.

«Φαίνεται να σας ακολουθούν στα τυφλά κιαπρόσεχτα, με μόνο τους μέλημα να πιάσουν ταθύματά τους. Αυτό είναι κάτι που μπορεί ν’αποδειχθεί χρήσιμο».

«Τότε, στο όνομα όλων των όμορφωνπραγμάτων —που μέρος τους αποτελείτε κιεσείς— βοηθήστε μας, γιατί χανόμαστε».

«Πρέπει να καταλάβετε», είπε η μάγισσα,«πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς αντάλλαγμα,γιατί μια τέτοια συμφωνία θα εναντιωνότανστους πιο πανάρχαιους φυσικούς νόμους. Έχωήδη στο μυαλό μου μια κατάλληλη ανταμοιβή,αλλά μιας και το έδαφος ήδη τρέμει κάτω απ’ ταπόδια μας, φοβάμαι πως δεν έχουμε τον καιρόγια να μου την προσφέρετε τώρα. Γι’ αυτόν τολόγο, ορίζω τα εξής: αν η τέχνη μου σαςπροστατέψει και γλιτώσετε από τους γίγαντες,πρέπει να γυρίσετε αμέσως στην κατοικία μου,όπου και θα συζητήσουμε εκτενέστερα για τιςυποχρεώσεις σας απέναντί μου. Αν δεν τοκάνετε, θα στείλω εναντίον σας όποιο κακό καικατάρα περνάει απ’ το χέρι μου. Τώρα, μιας καιτα συζητήσαμε, φορέστε αυτά τα φτερά σταπόδια, πηγαίνετε στον πιο ψηλό βράχο, πάρτεφόρα και πηδήξτε. Η μαγεία των φτερών θα σαςμεταφέρει στο απέναντι χείλος του φαραγγιού,ενώ, με λίγη τύχη, τα μαρμάρινα πλάσματα θαπέσουν στο χάσμα και θα τσακιστούν».

Ο Ναζάρν κι εγώ κάναμε όπως μας είπε, κι ημάγισσα, φοβούμενη τους εχθρούς μας,κλειδαμπαρώθηκε στο καλύβι της.

«Ίσως η στρίγγλα να κάνει λάθος εκτιμήσειςγια τις ικανότητες αυτών των φτερών και νασκοτωθούμε κι εμείς πέφτοντας στο γκρεμό»,είπα λαχανιασμένα καθώς τρέχαμε.

«Το μόνο σίγουρο είναι πως, αν μείνουμεεδώ, οι θεοί της Σαθ Μόνις θα μας κάνουν έναμε το χώμα», φώναξε ο Ναζάρν.

Φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού και πηδή-ξαμε.

Το κενό, απέραντο και τρομερό, ξεχύθηκεγύρω μας, ενώ από πάνω μας τ’ αστέριαμοιάζανε με πυροτεχνήματα. Αρμενίσαμε στοναέρα και φτάσαμε με ασφάλεια στην άκρη τουαπέναντι γκρεμού. Στο μεταξύ, τομπουμπουνητό από τα πόδια των γιγάντων

συντάραζε όλο το βουνό.

Λίγο μετά, ένα τεράστιο κεφάλι, κατάλευκοκαι με τυφλή όψη στα πέτρινα μάτια του, γέμισετην κορυφή που μόλις είχαμε εγκαταλείψει.

«Φυσικά, είναι πιθανό, οι διώκτες μας να τοκαλοσκεφτούν και να πηδήξουν πάνω από τοχάσμα όπως κάναμε κι εμείς», μουρμούρισε οΝαζάρν.

Το τερατώδες κεφάλι σηκώθηκε ψηλότερακαι ψηλότερα. Τώρα φανερώθηκε κι ένατεράστιο στήθος με δυο μπράτσα πουκρατούσαν ένα ρόπαλο. Μετά, ακολούθησανμυώδεις μηροί και πατούσες που ήταν βαμμένεςαπ’ το κόκκινο νερό από τη Σαθ Μόνις. Πάνωσ’ αυτά τα γιγάντια πόδια, ο θεός έφτασε τηνάκρη του γκρεμού. Κοιτάζοντάς μας με τοαόματο βλέμμα του, έκανε ένα βήμα στο κενόκι έπεσε στο σκοτάδι. Σε λίγο, ακούστηκε απόκάτω ένας μεγάλος πάταγος, και σύννεφα

άσπρης σκόνης έφτασαν μέχρις εμάς.

Χωρίς να δώσει σημασία στον πρώτοσύντροφό του και με την ίδια έλλειψηπροσοχής, το δεύτερο μαρμάρινο πλάσμαχάθηκε κατά τον ίδιο τρόπο. Μετά απ’ αυτό,άλλα έντεκα ακόμα έφτασαν ως το χείλος,έχασαν την ισορροπία τους, έπεσαν κι έγινασκόνη.

Λίγο μετά, η σιωπή της νύχτας ξανάπεσεεπάνω μας.

Στράφηκα προς το σύντροφό μου πουφαινόταν να έχει χάσει τις αισθήσεις του. Ότανάγγιξα το χέρι του, εκείνος άνοιξε τα μάτια τουβογ-κώντας. Τον ρώτησα, με κάποιατρυφερότητα, αν είχε συνέλθει απ’ τη λιποθυμίατου.

«Λιποθυμία; » ρώτησε έκπληκτος. «Εγώ,λιποθύμησα; Έλα στα συγκαλά σου. Απλά

ξεκουραζόμουν λίγο μετά την εξαντλητικήπορεία μας». Και σηκώθηκε τρεκλίζοντας σταπόδια του.

Την άλλη στιγμή, ακούσαμε τη φωνή τηςμάγισσας απ’ το καλύβι της, να μας φωνάζειόλο ανυπομονησία να επιστρέφουμε. Μιας καιδεν πήρε απάντηση, ήρθε ως την άλλη μεριά τουχάσματος με την πράσινη λάμπα της στο χέρι.Βλέποντάς μας σώους και αβλαβείς, έλαμψεαπό χαρά και μας έκανε ζωηρά νοήματα.

«Αλίμονο, όμορφη κυρία», είπα εγώ. «Δενείμαστε πια σε θέση να σας ξεπληρώσουμε γιατη βοήθειά σας με τον ενδιαφέροντα τρόπο πουπροτείνατε».

«Ελάτε τώρα», είπε εκείνη. «Μην είστεντροπαλοί. Έχω πασαλειφτεί με το καλύτεροβατραχίσιο ξύγκι, ένα πολύ ερεθιστικό φίλτρο,θα συμφωνείτε κι εσείς».

«Εξαίρετη κυρία», επέμεινα εγώ, «αν καικαταφέραμε να γλιτώσουμε τις ζωές μας, ο κάθεα-γαλμάτινος θεός μας καταράστηκε καθώςέπεφτε με μια τρομερή αρρώστια, που δενμπορεί να γιατρευτεί ούτε από τον πιο ισχυρόμάγο του κόσμου».

«Ακριβώς έτσι είναι», είπε ο Ναζάρν ζωηρά.

Η μάγισσα ζάρωσε το μέτωπο.

«Δεκατρείς αρρώστιες; Σας παρακαλώ να μουτις απαριθμήσετε».

«Τρέμουλο, σπασμούς και φαγούρα», είπαεγώ.

«Ίλιγγο», είπε ο Ναζάρν παραπατώντας,«λουμπάγκο, ναυτία, και ατονία».

«Αχ —» μας διέκοψε η μάγισσα.

«Κουφαμάρα», συνέχισα εγώ απτόητη,«μυωπία».

«Πονοκεφάλους», είπε ο Ναζάρν,«αιμορροΐδες».

«Και χειρότερο απ’ όλα τ’ άλλα», είπατελειώνοντας: «ολική ανικανότητα».

Η μάγισσα πήδηξε πίσω μ’ ένα θυμωμένοσκούξιμο.

«Πετάξτε μου γρήγορα τα φτερά μου κιεξαφανιστείτε. Θα χάνω την ώρα μου μεευνούχους; »

Όταν της πετάξαμε τα μαγικά παπούτσια, ημάγισσα τα βούτηξε, και γυρίζοντάς μας τηνπλάτη, χώθηκε στο καλύβι της, βροντώντας μετόση δύναμη την πόρτα πίσω της, που έφυγε απ’τους μεντεσέδες της και σωριάστηκε στη γη.

Καθώς καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλονεκείνη τη νύχτα στα βουνά, ο Ναζάρν, που στομεταξύ είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του,ανακάλυψε ορισμένα πράγματα για το πρόσωπόμου που δεν φάνηκαν να τον δυσαρεστούν.Όταν τα ζητήματα που προέκυψαν έφτασαν σεαίσιο τέλος, με ρώτησε επιτέλους τ’ όνομά μου.

«Τ’ όνομά μου είναι Αλήθεια», του είπα εγώ.

Εκείνος ένευσε σοβαρά, και μετά ξεκινήσαμεάλλο είδος συζήτησης.

ΠΛΗΡΩΜΗ ΣΕ ΕΙΔΟΣ

του Σ. Α. Κάντορ

Ο Σ. Α. Κάντορ μοιράζεται την ανωνυμία τουΠολ Σπένσερ. Είναι κι αυτός από κείνους τουςσυγγραφείς που δεν έχει πολλά να δώσει —σεποσότητα— αλλά η ποιότητα αυτών των λίγωνπου προσφέρει ξεπερνά κατά πολύ σε αξία τηνποσότητα μερικών μεγάλων ονομάτων πουσπάνια μας προσφέρουν κάτι πρωτότυπο.

Απ’ τα πανάρχαια χρόνια, ο άνθρωπος θεωρεί—έστω και υποσυνείδητα, τις περισσότερες φορές— τη γλώσσα σαν το πιο μεγάλο κι επικίνδυνοόπλο. Η κάθε λέξη κρύβει μέσα της την ίδια τηνυπερβατική ουσία του πράγματος πουπεριγράφει. Μια λέξη μπορεί να σκοτώσει ή ν’αναστήσει —μεταφορικά ή κυριολεκτικά. Αςδούμε τι έχει να μας πει η ιστορία πάνω σ’ αυτό.Είμαι σίγουρος πως θα σας μείνει αξέχαστη.

Θ. Μ.

Μ

Η κουκουλοφορεμένη μορφή γλίστρησεαθόρυβα κατά μήκος της Πλατείας τηςΦιλευσπλαχνίας του Βασιλιά, πέρασε δίπλα απ’την Εξέδρα των Εκτελέσεων που βρισκόταν στοκέντρο της και σταμάτησε κοντά στο Ναό τωνΕπτά Βίλνι, που πολλοί ονομάζουν Ο Οίκος τηςΟργής. Κοίταξε γύρω της, μέχρι που τα μάτιατης αντίκρισαν τον άνθρωπο που ζητούσε.Περνώντας γρήγορα μπροστά από τις μεγάλεςμπρούντζινες θύρες του Ναού, που είχανσκαλισμένα επάνω τους χιλιάδες εφιαλτικάσχήματα, πέταξε μια μικρή μαύρη πέτρα στοαπλωμένο τάσι ενός απ’ τους ζητιάνους πουβρίσκονταν εκεί. Ύστερα, χώθηκε μέσα στοπλήθος κι εξαφανίστηκε πριν οι βαριεστημένεςευχές του ζητιάνου μετατρα-πούν σε μια σειράβλαστήμιες μεγάλης πρωτοτυπίας ότανανακάλυψε τι ήταν το τελευταίο απόκτημά του.

Το έπιασε για να το πετάξει, αλλά σταμάτησεμια στιγμή να το περιεργαστεί. Δεν ήταν ένααπλό μαύρο χαλίκι, αλλά ένα οδοντωτόβότσαλο που γυάλιζε σαν καθρέφτης. Τέτοιουείδους πέτρες δεν υπήρχαν κοντά στην πόλη τουΚόρος. Κάποιος θόρυβος τράβηξε την προσοχήτου, κι έτσι πέταξε την παράξενη πέτρα στοχώμα και ξανάρχισε τη ζητιανιά χωρίς ναξανασκεφτεί το βότσαλο ή τον κουκουλοφόρο.

Ο Σεμ, ο ζητιάνος, διέσχιζε μιαν έρημηκοιλάδα. Ο ήλιος τον χτυπούσε στο κεφάλι κι οιμαύρες πέτρες που σκέπαζαν το έδαφος ήταντόσο πυρωμένες που προκαλούσαν δυσφορίαακόμα και στις γεμάτες κάλους πατούσες του.Τα πόδια του ήταν ήδη ματωμένα σε αρκετέςμεριές εκεί που είχε πατήσει πάνω σε ιδιαίτερακοφτερές πέτρες. Ο καυτός αέρας του βασάνιζετα πνευμόνια. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτιτου, δεν έβλεπε άλλο πλάσμα από τον εαυτό του—ούτε κάποια φευγαλέα κίνηση που να δείχνειτην ύπαρξη μιας σαύρας, ούτε καν ένα απ’ τα

αγκαθωτά φυτά της ερήμου. Κι όμως, ένιωθεπως ήταν το αντικείμενο μιας δυσάρεστηςπαρακολούθησης, σαν κάποιος να περίμενε καινα τον παρατηρούσε. Το χειρότερο ήταν πως δενείχε καμιά διάθεση να βρίσκεται σ’ αυτό τομέρος και το πως πάλευε απεγνωσμένα ενάντιαστην πίεση που έσερνε τα πόδια του κατά μήκοςαυτής της τρομακτικής κοιλάδας. Πού πήγαινε;Προσευχόταν σ’ όλους τους θεούς του να μηχρειαστεί ποτέ να το μάθει.

Ο Σεμ, ο ζητιάνος, ξύπνησε ουρλιάζοντας,και πετάχτηκε απότομα από το μουσκεμένοστον ιδρώτα ράντσο του. Εμεινεκουβαριασμένος στο πάτωμα, τρέμοντας μέχριτο πρωί.

Ο Μποάζ είχε πάει στο μαγαζί του Νισάν τουμπαρμπέρη για να ξυριστεί. Υπήρχαν μαύροικύκλοι κάτω απ’ τα μάτια του και μια

ταλαίπωρη όψη στο πρόσωπό του που δενταίριαζε ιδιαίτερα με την εικόνα ενόςπληρωμένου τραμπούκου.

«... κι απ’ τη στιγμή που ο Σεμ μουδιηγήθηκε τ’ όνειρο που έβλεπε κάθε νύχτα,βλέπω κι εγώ το ίδιο όνειρο! Χθες βράδυ, όμως,έφτασα σχεδόν στην άκρη της κοιλάδας καιξύπνησα καθώς πλησίαζα δυο όρθια λιθάρια στοτέρμα της. Ένα μέρος τρομερό! Αυτό το καθίκιμε καταρά-στηκε! »

«Ο τρομερός Μποάζ φοβάται ένα όνειρο! »είπε γελώντας ο Νισάν. «Αλλά πάλι», βιάστηκενα προσθέσει, βλέποντας τ’ αγριεμένο πρόσωποτου Μποάζ, «και ποιον δεν θα φόβιζε ένατέτοιο όνειρο; Η συμβουλή μου είναι να πας στοΣπίτι της Σάγια και να χορτάσεις κρασί καιγυναίκες. Βάζω στοίχημα, πως θα ξεχάσειςαμέσως κάθε είδους κακό όνειρο».

Ο Μποάζ χαμογέλασε και σήκωσε το

ξυπόλητο πόδι του. «Μπορεί και να ’ναι όπωςτα λες, αλλά κοίτα κι αυτό —»Οι πατούσες τουήταν γεμάτες με πληγές, άλλες κάπωςεπουλωμένες κι άλλες καινούριες που ακόμααιμορραγούσαν.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Νισάν ο μπαρμπέ-ρης ήταν ένας τρομοκρατημένος άνθρωπος.Πήγε κουτσαίνοντας μέχρι την Πλατεία τηςΦιλευσπλαχνίας του Βασιλιά κι ανέβηκε στοναό της Αναχίτα, μιας ποταμίσιας θεάς πουήταν προ-στάτιδα της φυλής του. Σύντομαβρήκε έναν ιερέα για να εξομολογηθεί.

«... κι έτσι πέρασα μέσα από τα όρθια λιθάριαπου ανέφερε ο Μποάζ, και πέρα απ’ αυτά ήτανμια κοιλάδα παρόμοια με την πρώτη, μόνο πουαυτή ήταν τριγυρισμένη από γκρεμούς και στηνάλλη άκρη της μπορούσα να διακρίνω έναμισοφέγγαρο από πέτρινες κολώνες, μπροστάστη βάση του γκρεμού. Άγιε Πατέρα, πρέπει ναμε βοηθήσεις —δεν ξέρεις τι είναι το κορμί σου

να κουνιέται χωρίς να το θέλεις... και κάθενύχτα είναι και χειρότερα! Δεν μπορώ ν’ αντέξωχωρίς ύπνο. Δεν είμαι πια νέος κι ούτε έχω τηνυγειά μου. Ύστερα, πάλι, είναι κι αυτό... » καιτου έδειξε τα καμένα και πληγιασμένα πόδιατου.

Ο ιερέας έκανε πίσω φοβισμένος και είπε:«Είναι σίγουρο πως αυτό δεν είναι ένα κοινόόνειρο μα δουλειά ενός νεκρομάντη! Είχε ποτέαυτός ο Μποάζ καμιά έχθρητα εναντίον σου; »

«Καμιά, Άγιε Πατέρα. Είναι ένας απ’ τατσιράκια του Μπαλθόκ, αυτού που πουλάειπροστασία στους ζητιάνους και τουςμικροαπατεώνες μπροστά στους ναούς... »Σταμάτησε μπερδεμένος και μετά ξανάρχισε.«Για δυο χρόνια τώρα, έρχεται κάθε βδομάδαστο μαγαζί μου να τον ξυρίσω και δεν του ’χωκάνει ποτέ ούτε γρατζουνιά! »

«Περίμενε εδώ», τον πρόσταξε ο ιερέας.

Γύρι-σε μετά από λίγο μ’ ένα φυλαχτό κι έναραβδί. Πρώτα χρησιμοποίησε το ραβδί για νακάνει έναν κύκλο γύρω από τον κουρέα,επικαλούμενος τη δύναμη της Αναχίτα και μετάτο έσεισε τρεις φορές ώστε ο Νισάν να δεχτείτον αγιασμό που πεταγόταν απ’ την κορφή του.'Επειτα, πέρασε το ασημένιο φυλαχτό γύρω απότο λαιμό του Νισάν και του είπε: «Αυτό να τοφοράς πάντα επάνω σου. Είναι ένα ιερόφυλαχτό, ευλογημένο από τον ίδιο τοναρχιερέα, κι έχει σκαλισμένα επάνω τουτρισευλογημένα σύμβολα προστασίας. Μ’ αυτόθα είσαι ασφαλής. Η Θεά θα δεχτεί μια προφοράείκοσι ζαρντ».

Ο κουρέας έβαλε τριάντα στη χούφτα τουιερέα, πράγμα που έδειχνε περισσότεροεύγλωττα απ’ τα λόγια πόσο στ’ αλήθειατρομοκρατημένος ήταν. Ο παπάς, ωστόσο, δενπαρέλειψε να τσεπώσει δέκα ζαρντ παραπάνωαπ’ τα πέντε που δικαιούταν, πριν ρίξει ταυπόλοιπα δεκαπέντε στον κορβανά του ναού.

Μόλις βγήκε από το ναό, ο Νισάν έβγαλεέναν βαθύ στεναγμό ανακούφισης. Ένιωθε τόσοξανανιωμένος, που σταμάτησε μπροστά στηνΕξέδρα των Εκτελέσεων για να παρακολουθήσειτην Φιλευσπλαχνία του Βασιλιά.

Μετά από κείνο το βράδι, που το όνειρο δενξαναγύρισε, ο Νισάν δεν σταματούσε ναδοξολογεί την Αναχίτα και τους ιερείς της,ζαλίζοντας τ’ αυτιά των πελατών του γιαβδομάδες, χωρίς καν να ζητάει πληρωμή απ’ τοναό για τους προσηλυτισμούς του.

Ο Σαμάς, ο ιερέας, δεν ήταν τόσοευτυχισμένος. Μετά την τέταρτη νύχτα,πίστεψε, μέσα σ’ ένα ξαφνικό και αθέλητοπαραλήρημα θρησκευτικής ευλάβειας, πως ηΘεά τον είχε καταραστεί γιατί τσέπωσε τα δέκαπαραπανίσια ζαρντ, κι αποφάσισε ναεξομολογηθεί στον Γκουντέα, τον αρχιερέα.

Μπήκε στα πολυτελή διαμερίσματα του Γκουντέα, ο οποίος ήταν καθισμένος πίσω απότο γραφείο του, που ήταν σκαλισμένο από έναμονοκόμματο πέτρωμα μαλαχίτη. Ο αρχιερέαςσήκωσε το βλέμμα και του είπε βαριεστημένα:«Λένε πως θες να μου εξομολογηθείς ένασφάλμα σου. Αμάρτησες απέναντι στη Θεά; »

«Μάλιστα».

«Με ποιον τρόπο; »

«Κατακράτησα δέκα ζαρντ από το ταμείο τουναού, επειδή μου δόθηκαν επιπλέον τηςσυνηθισμένης μου αμοιβής. Η Θεά μεκαταράστηκε με... »

«Σταμάτα. Η κατάρα είναι ανάμεσα σε σένακαι τους Θεούς. Πλήρωσε είκοσι ζαρντ στο Ναόκαι μετά γύρεψε τη συγγνώμη των Θεών και τοσήκωμα της κατάρας απ’ τους ιερείς του Οίκουτης Οργής».

«Όπως διατάζετε, Σεβασμιότατε».

Ο Σαμάς πλησίασε τον Ναό των Επτά Βίλνι,που ονομαζόταν επίσης, ο Οίκος της Οργής,μουσκεμένος στον ιδρώτα. Πάντα αντιπαθούσεαυτό το μέρος, επειδή εκεί μαζεύονταν σμάριαζητιάνων που τριγυρνούσαν σαν τις μύγες,ξέροντας πως όσοι πήγαιναν εκεί να ζητήσουνσυχώρεση απ’ τους τρομερούς επιβολείς τηςθεϊκής οργής ήταν περισσότερο γενναιόδωροιαπό συνήθως, μιας κι ήλπιζαν πως οιελεημοσύνες τους θα μαλάκωναν κάπως τοθυμό των Θεών.

Εξαιτίας της θέσης του σαν ιερέας τηςΑναχί-τα, ο Σαμάς δεν έμεινε στην ουρά αλλάοδηγήθη-κε στον κυρίως ναό για ν’αυτοσυγκεντρωθεί λίγη ώρα μπροστά σταφριχτά πρόσωπα των Βίλνι. Τα τεράστιααγάλματα υψώνονταν πάνω απ’ το βωμό μέσα

σε τρομαχτική μεγαλοπρέπεια. Το καθένα είχεοχτώ χέρια, που κρατούσαν μαστίγιο, σπαθιά,μαχαίρια γδαρσίματος, τα βέλη της αρρώστιας,κομμένα κεφάλια και λαβίδες βασανιστών.Είχαν φτερά νυχτερίδας. Ο ένας είχε κεφάλιαητού, ένας άλλος, γύπα, οι υπόλοιποι κάπρου,τίγρης, σκυλιού, γερακιού και δράκου.

Όταν πέρασε η καθορισμένη ώρα, τονοδήγησαν σ’ ένα μικρό κουβούκλιο, όπου τονπερίμενε

ένας απ’ τους επτά ιερείς του ναού.

«Δεν μας έρχονται συχνά παπάδες για ναδιώξουν την κατάρα των Βίλνι από πάνω τους»,είπε, χαμογελώντας βλοσυρά. «Ποιο Θεόπρόσβαλες, και τι προσπάθειες έκανες για ναεπανορθώσεις; »

Ο Σαμάς εξήγησε το σφάλμα του και τηνπροσπάθεια ανταπόδοσης που είχε κάνει.

«Ωραία, λοιπόν. Τώρα, περίγραψέ μου τηνκατάρα».

«Είναι ένα όνειρο... », άρχισε ο Σαμάς, περι-γράφοντάς το με έντονο δέος. «... δεν μπορώ ναπεριγράψω το φόβο που αισθάνθηκα μέσα στονκύκλο των όρθιων λιθαριών. Είμαι σίγουροςπως, αν δεν απαλλαγώ τώρα από την κατάρα, θαμπω μες στη σπηλιά του βράχου και δεν θαξανα-βγώ από κει. Παναγιότατε, δεν ξέρω τικατοικεί μες στη σπηλιά, αλλά θα πρέπει να ’ναιπλάσμα τρομερό και κακοποιό».

«Έτσι, λοιπόν. Ίσως στο μέλλον να τοσκέφτεσαι περισσότερο πριν επιχειρήσεις νακλέψεις τους Θεούς. Ξέρουν και φροντίζουν γιαό, τι τους ανήκει. Πήγαινε και πες στο διάκομπροστά στο ιερό να σου ανοίξει μια φλέβα στοχέρι και να γεμίσει ένα κύπελλο με το αίμα σου.Αυτό πρέπει να το κάψεις μαζί με θυμίαμαμπροστά στους Βίλνι, αφού πρώτα προσφέρειςστο Ναό είκοσι ζαρντ. Η κατάρα θα σηκωθεί

καθώς θα καίγεται το αίμα σου».

Εκείνη τη νύχτα, ο Σαμάς, ο ιερέας,κοιμήθηκε ήσυχα, και στη συνέχεια έγινε έναςπολύ ευλαβής κι αφοσιωμένος άνθρωπος —γιαπερισσότερο από έναν μήνα.

Ο Ζαντόκ, ο ιερέας των Παιδιών της Οργής,περπατούσε μέσα σε μια φλογισμένη χώρα. Ταπόδια του καίγονταν πάνω στις μαύρες πέτρεςκι οι τρυφερές πατούσες του ήταν τόσοπληγιασμένες που άφηνε ένα μονοπάτιματωμένα αχνάρια πίσω του. Τα πνευμόνια τουαγωνιούσαν για να πάρουν την κάθε ανάσα κι οήλιος που τον χτυπούσε στο κεφάλι ήταν έναατέλειωτο μαρτύριο. Ήταν σαν να μην είχεσταματήσει να περπατά από τη μέρα πουγεννήθηκε.

Με κάθε βήμα που έκανε, επιχειρούσε νασταματήσει, να γυρίσει και ν’ απομακρυνθείαπό εκείνο το τρομακτικό μέρος, αλλά το σώμα

του ακολουθούσε μια θέληση ξένη προς τη δικήτου. Ένιωθε την παρουσία ενός αθέατουπαρατηρητή να τον παρακολουθεί χαιρέκακα,και κάτι ακόμα χειρότερο —διαισθανόταν τηνπείνα του.

Καθώς πέρασε μέσα απ’ τον κύκλο τωνόρθιων λιθαριών, συρόμενος ανελέητα προς τοτετράγωνο άνοιγμα στη βάση του γκρεμού,ήταν σαν ένα πέπλο που του σκέπαζε τα μάτιανα σηκώθηκε. Είδε πως στην κορφή του κάθελιθαριού ήταν καθισμένο ένα ακατονόμασταβλάσφημο πλάσμα, σχεδόν ανθρώπινο σεσχήμα, αλλά μαύρο και γυαλιστερό σανκομμάτι οψιδιανού. Είχαν παράξενα μακρουλάαυτιά και μακριά μυτερά δόντια, χέρια πουέμοιαζαν με ποδιά πουλιού κι είχαν στις άκρεςτους γαμψά νύχια, και μακριές ουρές, γυμνές κιάτριχες όπως και το υπόλοιπο σώμα τους.Άκουγε τα χυδαία τους μουρμουρί-σματα και τημουσική που μερικά απ’ αυτά έπαιζαν σεφλογέρες σκαλισμένες από ανθρώπινα κόκαλα.

Όταν τράβηξε τα μάτια του μακριά απ’ αυτότο απαίσιο θέαμα, είδε μπροστά του όχι μιαναπόκρημνη πλαγιά, αλλά ένα μεγάλο παλάτιαπό μαύρη πέτρα, πανάρχαιο και σκεπασμένομε μυριάδες ακατονόμαστα γλυπτά. Πλάσματαμε χίλιες διαφορετικές μορφές κινούνταν σεμεγάλες λιτανείες, λατρεύοντας παράξενουςθεούς, χορεύοντας και.,. τρώγοντας.

Άλλο ένα βήμα.,. κι ένα ακόμα... και πέρασεμέσα απ’ την απαίσια πύλη. Ένιωσε χίλιααόρατα μάτια επάνω του, άκουσε σουρσίματα,θροίσματα κι ανασαιμιές και, κάποια φορά, μιαφωνή σαν σφύριγμα που τον έκανε ν’αναλογιστεί τη σαυροειδή μορφή που ’χανμερικά απ’ τα πλάσματα που ’ταν σκαλισμέναστην πρόσοψη του παλατιού.

Βήμα βήμα, διέσχιζε ένα μαύρο διάδρομοπου οδηγούσε σε μια τεράστια μπρούντζινηπόρτα. Τι βρισκόταν πίσω απ’ αυτήν; Ήξερεμόνο πως, όποιος κι αν ήταν, θα πρέπει να ’ταν

ο κύριος αυτού του μέρους και πως θα ’ταν πιοευχάριστο να εξυπηρετήσει τις ανθρωποφάγεςορέξεις των πλασμάτων που είχε ήδη δει, παράνα περάσει μέσα από εκείνη την πόρτα.

Ο Ζαντόκ ο ιερέας ξύπνησε, κι οιτρομαχτικές κραυγές του έφεραν τρεχάτουςφοβισμένους διάκους απ’ όλες τις μεριές. Μόλιςξαναβρήκε τα λογικά του, ήπιε από ένα κανάτικρασί που είχε δίπλα στο κρεβάτι του και μετάκοίταξε με αηδία το περίπλοκο πεντάγραμμοπου είχε σχεδιάσει στο πάτωμα με ασημόσκονη,αίμα και αλεύρι καμωμένο απ’ τα ιερά σπαρτάτης Μητέρας Γης τα κεριά, κόκκινα, μαύρα καιπράσινα- τα θυμιατήρια που έβγαζαν σύννεφααρωματισμένου καπνού- τα Ονόματα και ταΣημεία- τις σφραγίδες των Επτά πουυπηρετούσε, και τις τέσσερις Μεί-ζονεςΣφραγίδες της Προστασίας Έβρισε γεμάτοςθυμό για ώρα πολλή.

Ο Ζαντόκ ήταν κάτι παραπάνω από ιερέας— ήταν και μάγος, μυημένος σε κάθε είδουςαπόκρυφη τέχνη. Κι όμως, κάθε τρόποςπροστασίας που είχε διανοηθεί και κάθεπροσπάθειά του να σπάσει την κατάρα είχαναποτύχει. Οι γνώσεις του τον είχανεξυπηρετήσει μόνο σ’ ένα πράγμα του είχαναποκαλύψει αυτό που οι άλλοι, λιγότεροχαρισματικοί, δεν μπορούσαν να δουν.Κατάλαβε, καθώς κοιτούσε τα άχρηστασύνεργα της τέχνης του, πως υπήρχε μονάχαένας τρόπος για να σωθεί.

Εκείνη τη μέρα, ήρθαν πολλοί άνθρωποιστον Ζαρντόκ, τον ιερέα. Στον καθέναπροσπαθούσε να πει το όνειρό του, έτσι που ηκατάρα να φύγει από πάνω του, αλλά η γλώσσατου φαινόταν νεκρή μέσα στο στόμα του τηνώρα που πάλευε να το περιγράψει. Κι εκείνη ηνύχτα ήταν άσχημη —πολύ άσχημη.

Την επόμενη μέρα είχε να δει μονάχα έναν

— τον Πόρο, τον έμπορο, έναν απ’ τουςπλουσιότερους άνθρωπους της πόλης και συχνόεπισκέπτη του Οίκου της Οργής. Αυτόςσχολίασε την εμφάνιση του Ζαντόκ, γιατί οιερέας μόλις και μετά βίας περπατούσε καιγιατί, πράγμα απίθανο για κάποιον πουπερνούσε τη ζωή του μέσα στο ναό, τοπρόσωπο και τα χέρια του ήταν κατακόκκινααπ’ τον ήλιο.

«Τι θέλεις πάλι; » ρώτησε κουρασμένα οΖαρντόκ, αγνοώντας τις ερωτήσεις του.«Νιώθεις ξανά ενοχή για τη γυναίκα σου πουσκότωσες με βασανιστήρια όταν την έπιασες μετον εραστή της; »

«Οχι», είπε ο Πόρος. «Το φάντασμά τηςαναπαύτηκε και δεν με βασανίζει άλλο».

«Μήπως ήρθες γι’ αυτόν που όταν ήσουννέος τον άφησες να πεθάνει στην έρημο, παρότισου ’χε σώσει τη ζωή απ’ τους ληστές του Ζαλίτ;

»

«Ναι, παπά, και για κάτι ακόμα, φοβάμαι.Όλα μου πάνε πολύ καλά τελευταία. Πριν έναμήνα, πέταξα στην έρημο ένα μεγάλο ρουμπίνι,το πιο πολύτιμο πετράδι μου, για να σπάσω τηναλυσίδα της καλοτυχίας και να επαναφέρω τηνισορροπία. Χθες βράδι, όμως, το βρήκα μέσαστην κοιλιά ενός αγριοκάτσικού που μου ’χανψήσει για δείπνο».

«Πραγματικά κανείς δεν μπορεί νακοροϊδέψει τους Θεούς κι ούτε να τουςεξαπατήσει με τέτοιου είδους τεχνάσματα». ΟΖαρντόκ, ο ιερέας, ένιωσε τη γλώσσα του νακινείται από μόνη της και η φωνή του ήταντραχιά. «Θα γίνει το θέλημά Τους», είπε, καιάρχισε να διηγείται το τρομακτικό του όνειροστον έμπορο, που καθόταν παραλυμένος,ανίκανος να κινηθεί, με το πρόσωπο κάτασπροαπ’ το φόβο, μέχρι που ο ιερέας τελείωσε.Ύστερα, το ’βαλε στα πόδια χωρίς να πει λέξη.

Ο ύπνος του Ζαρντόκ, του ιερέα, δεν ξανα-βασανίστηκε από άσχημα όνειρα.

Για την κατάσταση του Πόρου, του έμπορου,μετά από λίγες μέρες, δεν χρειάζονται πολλάλόγια.

Κατά βάθος, ο Πόρος ο έμπορος δεν ήτανκακός άνθρωπος. Ήταν αλήθεια, βέβαια, πωςείχε ναρκώσει και ληστέψει εκείνον που τονείχε σώσει απ’ τους ληστές του Ζαλίτ, και τονείχε αφήσει δεμένο στην έρημο να πεθάνει απότη δίψα, βοηθημένο κι απ’ τα όρνεα πουσυνήθως δεν περίμεναν κάποιος να ξεψυχήσειγια ν’ αρχίσουν το γεύμα τους.

Τον είχε όμως ληστέψει και του ’χε πάρει ταπολύτιμα πετράδια που κουβαλούσε, γιατίήθελε να κερδίσει το χέρι της Μπαριέλα τηςΠεντάμορφης, και για να γίνει αυτό έπρεπε να

’ναι πολύ πλούσιος, όπως έλεγε ο πατέρας της.Δεν ήταν ερωτευμένος; προσπαθούσε ναδικαιολογηθεί στον εαυτό του. Δενσυγχωρούνται όλα στο όνομα της αγάπης;Εξάλλου, ποια εκτός από την πιο όμορφηγυναίκα της πόλης του Κόρος, άρα κιολόκληρου του κόσμου, θα άξιζε να γίνειγυναίκα του;

Είναι πάλι αλήθεια πως είχε σκοτώσει τηνΠεντάμορφη Μπαριέλα αργά και με πολλάβασανιστήρια, έτσι που τον ικέτευε να τηναποτελειώσει πολύ πριν εκείνος τοαποφασίσει, μα πάλι, δεν ήταν ο θάνατος πουτης πρόσφερε στο τέλος μια μεγαλόψυχηπράξη; Στο κάτω κάτω, τον είχε απατήσει.Ακόμα χειρότερο, είχε αποδειχθεί πως δεν ήταντέλεια, και τίποτε απ’ όσα είχε στην κατοχήτου δεν θα μπορούσε να ’ναι λιγότερο απότέλεια. Έτσι, είχε πεθάνει οδυνηρά, για ναξεπληρώσει τον πόνο που του είχε προκαλέσει,επειδή τον είχε εξαπατήσει και δεν ήταν

τέλεια, αυτή, το πιο όμορφο απ’ όλα ταπετράδια. Ήταν δίκαιο, σκεφτόταν ο Πόρος.

Ο Πόρος ήξερε ακόμα πως όλοι οι σκλάβοιτου τον αγαπούσαν —ποτέ δεν τους έδερνε,γιατί αν το έκανε θα τους σημάδευε και τότεδεν θ’ άξιζαν να τους έχει στην κατοχή του.Φρόντιζε ο καθένας τους να ’χει τη δική τουτελειότητα —για παράδειγμα, ο μικρός Νατ,που του τραγούδαγε την ώρα του φαγητού. Τονείχε ευνουχίσει έτσι ώστε ποτέ να μη χάσει τηντελειότητα της γλυκιάς ψιλής φωνής του.Είναι, βέβαια, αλήθεια, πως όσους σκλάβουςδεν εκπληρούσαν τις προσδοκίες του, απόλάθος ή ψεγάδι τους, κατά τύχη ή από μιαπεισματική άρνηση της μεγαλοψυχίας του,τους πουλούσε —συχνά σ’ αυτούς πουαγόραζαν σκλάβους για τα ορυχεία. Ο Πόροςτους φερόταν καλά, αρκεί να μην τον δυ-σαρεστούσαν.

Τώρα, ανακάλυπτε πως του συνέβαινε κάτι

περίεργο. Όσο κι αν προσπαθούσε, δενμπορούσε να περιγράψει τα όνειρά του σεκανέναν, πέρα απ’ το να λέει πως ήταντρομακτικά.

Απεγνωσμένα, έστειλε έναν υπηρέτη του σεκάποιο σπίτι στην πιο κακόφημη συνοικία τηςπόλης, κι εκείνος επέστρεψε μαζί με τηνατημέλητη μορφή του Μάγου Ναζιρκάντ. Μέσασ’ έναν τρομοκρατημένο χείμαρρο λέξεων,εξιστόρησε στο μάγο τη φοβερή τουκατάσταση, σταματώντας κάθε τόσο άθελά τουμόλις προσπαθούσε να περιγράψει το όνειρο.

«Είναι φανερό τι έχει συμβεί, Πόρε. Αυτό δενείναι ένα τυχαίο περιστατικό. Το όνειρο ανήκειαποκλειστικά σε σένα και σου το έχει στείλεικάποιος εχθρός σου που είναι κι ο ίδιος μάγοςμεγάλης δύναμης. Θα είναι ο θάνατός σου και,φοβάμαι, κάτι πολύ χειρότερο απ’ αυτό, αν η

ισχύς του δεν ανατραπεί».

Ο Πόρος ρίγησε. «Αυτό το ξέρω αρκετά καλά.Μπορεί να γίνει κάτι; »

«'Ισως. Πρώτα πρέπει ν’ ανατρέξω στηνπηγή του. Το κόστος, όμως, θα ’ναι μεγάλο —τόσο μεγάλο όσο κι ο κίνδυνος που διατρέχεις.Δεν είμαι κανένας πεινασμένος τσαρλατάνοςγια να προσφέρω το ταλέντο μου με λίγεςδεκάρες, ούτε και είναι κάτι ακίνδυνο για μέναπροσωπικά. Θυμήσου πως αν προτιμώ να κάνωπαρέα με νταβα-τζήδες αντί με πρίγκιπες, καινα φοράω κουρέλια αντί για βελούδα, είναικάτι που αφορά μονάχα εμένα».

«Θα σε πληρώσω. Πες στον οικονόμο μουνα σου δώσει οτιδήποτε θελήσεις. Να, πάρε —»είπε ο Πόρος και έβγαλε το σφραγιδόλιθο τουαπ’ το δάκτυλο. «Δείξε του αυτό. Πες μου,όμως, πώς μπορώ να σωθώ».

«Πρέπει ν’ ακολουθήσω το όνειρο στηνπηγή του, καθώς είπα, και να το στείλω πίσωστο μονοπάτι που ταξίδεψε μέχρι ναεπιστρέψει σ’ εκείνον που το ’στείλε. Ανκαταφέρω κάτι τέτοιο, θα υποστεί αυτός τημοίρα που ετοίμασε για σένα. Θ’ αρχίσω με τονΖαντόκ, τον ιερέα του Ναού των Επτά Βίλνι».

Στην πραγματικότητα, ο Ναζιρκάντ άρχισεαποσπώντας ένα πριγκιπικό ποσό σεκοσμήματα και χρυσάφι από τον οικονόμο τουΠόρου.

Έφαγε όλη εκείνη τη μέρα και τη νύχτα ν’ακολουθήσει τ’ όνειρο από τον Ζαντόκ στονΣαμάς, να βρει τον Σαμάς σε κάποιο πορνείο κιαπ’ αυτόν ν’ ανακαλύψει τον Νισάν. Απ’ τονΝισάν έπρεπε να βρει τον Μποάζ, κι απ’ τονΜποάζ, τον Σεμ. Πέρασε πολλές ώρεςπροσπαθώντας να βρει τον Σεμ που έλειπε απότο συνηθισμένο του στέκι μπροστά στο Ναότων Επτά Βίλνι που ονομάζεται επίσης και

Οίκος της Οργής. Δεν ήξερε, βέβαια, πως ο Σεμείχε την προηγούμενη νύχτα μια ιδιωτικήσυνάντηση με τον Μποάζ και το μαχαίρι του.

Όταν του είπαν πως αν γύρευε να βρει τονΣεμ δεν έπρεπε να ψάξει στο σπίτι της Γιέζα,της πρώην σπιτονοικοκυράς του, αλλά στοΣπίτι της Ιρκάλα, που ονομάζεται επίσης κι οΟίκος του Θανάτου, ο Ναζιρκάντ επέστρεψεστην κατοικία του κι εξάσκησε αληθινήνεκρομαντεία, το κάλεσμα δηλαδή τωνπνευμάτων των νεκρών. Τελικά, ανταμείφθηκεαπό μια ξεψυχισμένη φωνή που ήταν κάποτε οΣεμ, ο ζητιάνος.

Πάλεψε για ώρα πολλή, αλλά τελικάκατάφερε ν’ αναγκάσει αυτό που κάποτε ήταν οΣεμ να περάσει μέσα σε μια μικρή μπουκάλα, κιέβαλε επάνω της ένα πώμα που οι νεκροί δενμπορούν να σπάσουν γιατί έχει πάνω του τησφραγίδα της Ζωής. Με τη μπουκάλα στο χέρι,ξαναγύρισε στο σπίτι του Πόρου, για να

μεταφέρει τ’ όνειρο σ’ αυτό που ήταν μέσα στημπουκάλα κι από κει σ’ αυτόν που είχε ρίξει τηνκατάρα στο ζητιάνο.

Όταν έφτασε στο σπίτι του Πόρου, είδε τιςπόρτες ανοιχτές κι αφύλαχτες. Όταν μπήκεμέσα, είδε πως στα πατώματα ήτανσκορπισμένα πολύτιμα αντικείμενα, καισυμπέρανε πως οι σκλάβοι το είχαν σκάσειξαφνικά, λεηλατώντας βιαστικά τα πλούτη τουσπιτιού.

Έφτασε τελικά στο δωμάτιο του Πόρου,φοβούμενος για το τι θα έβρισκε μέσα. Κι ήτανόπως το περίμενε, γιατί ξαπλωμένο πάνω στοκρεβάτι ήταν ένα ξεσκισμένο και ακέφαλοκουφάρι που κάποτε ήταν ο Πόρος ο έμπορος,και που τα ίδια του τα κόκαλα είχαν σπαστείγια να τους ρουφηχτεί το μεδούλι.

Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα, ελευθέρωσεαυτό που κρατούσε στη μπουκάλα και πήρε το

δρόμο για το σπίτι του, σταματώντας καθώςέβγαινε για να διαλέξει μερικά αντικείμενααξίας μέσα απ’ τη ρημαγμένη έπαυλη του Πόρουτου Πλουσίου.

Σε κάποια απόμερη γωνιά μιας ταβέρνας τουΖαλίτ, μια κουκουλοφορεμένη μορφή γέλασε.

Ο ΜΑΓΟΣ ΜΑΖΙΡΙΕΝ

του Τζακ Βανς

Ο Τζακ Βανς, ένας απ’ τους ακούραστους«πα-πούδες» της ηρωικής κι επιστημονικήςφαντασίας είναι ένα ταλέντο πληθωρικό.Γεννημένος το 1916 στο Σαν Φραντσίσκο,

συνεχίζει να γράφει αριστουργήματα πουξεχειλίζουν από πρωτοτυπία. Ο Λιν Κάρτερ, έναςαπ’ τους γνωστούς εκδότες και συγγραφείς στοχώρο αυτό, παραδέχεται; «Αυτός ο άνθρωποςπετάει αδιάφορα και άκοπα μέσα σε μια σελίδατόσες πρωτότυπες ιδέες, όσες εμείς πρέπει ναξεζουμίσουμε το μυαλό μας να βγάλουμε για ναγεμίσουμε ένα ολόκληρο βιβλίο». Ο κόσμος τουτης Ετοιμοθάνατης Γης, στον οποίοδιαδραματίζεται η ιστορία που ακολουθεί, είναιένας απ’ τους πιο γοητευτικούς που έχειδημιουργήσει ανθρώπινο μυαλό.

Εκατομμύρια χρόνια έχουν περάσει πάνω στηΓη. Ο ήλιος είναι μια ξεθωριασμένη κόκκινημπάλα στον ουρανό που από στιγμή σε στιγμή θασβήσει. Μόνο μερικές χιλιάδες άνθρωποι είναιακόμα ζωντανοί και σκορπισμένοι σεαπομονωμένες κοινωνίες. Η μαγεία ξαναζεί καιπαράξενα πλάσματα εφιαλτικής ασχήμιας ήονειρικής ομορφιάς τριγυρνούν στα έρημασκοτεινά δάση και στις ξερές πεδιάδες. Α ν έχετε

κάνει ένα περίπατο σε κάποιο απόμερο μέροςτης εξοχής το σούρουπο, ίσως μπορέσετε νανιώσετε ακόμα και την υγρασία του χώματοςκάτω απ’ τα πόδια σας καθώς θα διαβάζετε αυτήτην ιστορία.

Θ. Μ.

Βαθιά συλλογισμένος, ο μάγος Μαζιριένπερπατούσε μέσα στον κήπο του. Δέντρα μεμεθυστικούς καρπούς άπλωναν τα κλαριά τουςπάνω απ’ το μονοπάτι του, και τα λουλούδιαυποκλίνονταν ταπεινά στο πέρασμά του. Δυοπόντους πάνω απ’ το χώμα, με μάτια θολά σαναχάτη, οι μαν-δραγόρες κοιτούσαν τα μαύρατου πασούμια. Παράξενος και φανταστικόςήταν ο κήπος του Μαζιριέν. Τον αποτελούσαντρεις κρεμαστές εξέδρες γεμάτες με πανέμορφακι αλλόκοτα φυτά. Ορισμένα άλλαζαν συνεχώςχρωματισμούς από άλλα φύτρωναν μεγάλοιανθοί που πάλλονταν σαν θαλασσινέςανεμώνες, σε χρώμα πορφυρό, πράσινο,

λουλακί, ροζ, κίτρινο. Αλλού φύτρωναν δέντρασαν φτερωτές βεντάλιες, αλλού δέντρα μεδιάφανους κορμούς γεμάτους κόκκινες καικίτρινες φλέβες, δέντρα με φύλλωμα σανμεταλλικό έλασμα, το κάθε φύλλο από έναδιαφορετικό μέταλλο —χαλκό, ασήμι, γαλάζιοταντάλιο, μπρούντζο, πράσινο ιρίδιο. Σ’ άλλεςμεριές υπήρχαν μπουμπούκια σανσαπουνόφου-σκες, που τράβαγαν απαλά προςτα πάνω τα θαμπά πράσινα βλαστάρια τους.Κάπου υπήρχε ένας θάμνος με χίλια άνθη σεσχήμα φλογέρας και το καθένα σφύριζε απαλάμελωδίες τις αρχαίας Γης, για το ρουμπινένιοηλιόφωτο, το νερό που κυλάει μέσα απ’ τομαύρο χώμα, τους νωθρούς ανέμους. Πέρα απ’αυτό το υπέροχο πάρκο, τα δέντρα του δάσουςυψώνονταν σ’ ένα ψηλό τείχος μυστηρίου. Σ’αυτή την ώρα, που η ζωή της Γ ης έφτανε στοτέλος της, κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζειαπόλυτα τι έκρυβαν τα σύδεντρα και ταξέφωτο, οι ρεματιές και τα λαγκάδια, οιερειπωμένες επαύλεις, τα ρυάκια, οι λιμνούλες,

τα λιβάδια, οι βάλτοι, οι ξεροί βράχοι.

Ο Μαζιριέν βημάτιζε πέρα δώθε μέσα στονκήπο του, με το μέτωπο ζαρωμένο απ’ τησκέψη. Το βήμα του ήταν αργό και τα χέρια τουδεμένα πίσω απ’ την πλάτη του. Υπήρχεκάποιος που του προξενούσε απορία,αμφιβολία και μια μεγάλη αποθυμιά: έναπανέμορφο θηλυκό που κατοικούσε μέσα στοδάσος. Ερχόταν στον κήπο του γελώντας, αλλάπάντα επιφυλακτική, καβάλα σ’ ένα μαύρο άτι,με μάτια σαν χρυσωπά κρύσταλλα. Ο Μαζιριένείχε πολλές φορές προσπαθήσει να την πιάσει,αλλά το άλογό της την απομάκρυνε πάντα απ’τις μαγείες του, τις απειλές και τα τε-χνάσματάτου.

Μια αγωνιώδης κραυγή συντάραξε τονκήπο. Ο Μαζιριέν τάχυνε το βήμα του, κιανακάλυψε έναν τυφλοπόντικα πουμασουλούσε το βλαστάρι ενός πλάσματος πουήταν διασταύρωση φυτού και ζώου. Σκότωσε

τον εισβολέα, κι οι κραυγές καταλάγιασαν σ’ένα υπόκωφο αγκομαχητό. Ο Μαζιριέν χάιδεψεένα τριχωτό φύλλο και το κόκκινο στόμασφύριξε απ’ την ευχαρίστηση.

«Κ —κ —κ —κ — κ», είπε το φυτό, κι οΜαζι-ριέν έσκυψε και σήκωσε το τρωκτικόμέχρι το κόκκινο στόμα. Το στόμα ρούφηξε καιτο μικρό

κουφάρι γλίστρησε στο στομάχι που υπήρχεκάτω απ’ το χώμα. Το φυτό γουργούρισε καιρεύτηκε, ενώ ο Μαζιριέν το παρατηρούσε μεικανοποίηση.

Ο ήλιος κόντευε να δύσει, κι ήταν τόσοαμυ-δρός και κόκκινος που μπορούσε κανείςνα δει τ’ αστέρια στον ουρανό. Ο Μαζιριέναισθάνθηκε κάποιον να τον παρακολουθεί.Θα πρέπει να ήταν η γυναίκα του δάσους,γιατί τον είχε ενοχλήσει κι άλλες φορές τηνίδια ώρα. Σταμάτησε να περπατάει και

προσπάθησε να νιώσει από πού ερχόταν τοβλέμμα.

Φώναξε ένα ξόρκι ακινητοποίησης. Απόπίσω του, το φυτό-ζώο κοκάλωσε και μιαμεγάλη πράσινη νυχτοπεταλούδασωριάστηκε στο χώμα. Γύρισε απότομα.Ήταν πράγματι εκείνη, στην άκρη τουδάσους, έχοντας πλησιάσει τόσο κοντά όσοποτέ άλλοτε. Δεν κινήθηκε καθώς αυτόςπλησίαζε. Τα μάτια του Μαζιριέν, γέρικα κιολοζώντανα μαζί, έλαμψαν. Θα την πήγαινεστην έ-παυλή του και θα την κρατούσε μέσασε μια φυλακή από πράσινο γυαλί. Θαδοκίμαζε το μυαλό της με ζέστη και με κρύο,με πόνο και με ηδονή. Θα του σερβίριζεκρασί και θα ’κανε για χάρη του τιςδεκαοκτώ κινήσεις της σαγήνης κάτω απ’ τοκίτρινο φως ενός λυχναριού. Ίσως και να τονκατασκόπευε αν ήταν έτσι, ο μάγος θα τοανακάλυπτε αμέσως, γιατί δεν θεωρούσεκανέναν άνθρωπο φίλο του κι έπρεπε μέρα

νύχτα να φρουρεί τον κήπο του.

Ήταν μονάχα είκοσι βήματα μακριά του—κι ύστερα, ξαφνικά, το ποδοβολητό τουαλόγου της γέμισε τον αέρα καθώς κάλπαζεπάλι πίσω προς το δάσος.

Ο μάγος πέταξε θυμωμένος κάτω το μανδύατου. Είχε κάτι που τη φύλαγε —ένα ξόρκι ήκάποιο σύμβολο προστασίας— κι ερχότανπάντα όταν αυτός δεν ήταν κατάλληλαπροετοιμασμένος για να την κυνηγήσει.Κοίταξε ανάμεσα στα δέντρα κι είδε τοπανώριο κορμί της να φωτίζεται από μια αχτίδακόκκινου ηλιόφωτου. Μετά, το τύλιξαν οισκιές και χάθηκε. Να ’ταν άραγε μάγισσα;Ερχόταν με τη θέλησή της ή —το πιο πιθανό—κάποιος εχθρός την έστελνε για να τον ενοχλεί;Ποιος θα μπορούσε να την καθοδηγεί; Μήπωςο πρίγκιπας Καντίβ ο Χρυσός, απ’ τον οποίοείχε κλέψει το μυστικό της αιώνιας νιότης;Μήπως ο Άσβαν ο Αστρονόμος; Μήπως ο

Τουρ-γιάν; Στη σκέψη αυτού του ονόματος, τοπρόσωπο του Μαζιριέν φωτίστηκε από μιαευχάριστη θύμηση... αποφάσισε να κάνει. πέρααυτή τη σκέψη για την ώρα. Τον Άσβαν,τουλάχιστον, μπορούσε να τον ελέγξει. Μπήκεστο εργαστήρι του και πήγε σ’ ένα τραπέζιόπου ήταν ακουμπισμένος ένας διάφανοςκρυστάλλινος κύβος που λαμποκοπούσεαναδύοντας μια κόκκινη και γαλάζια αύρα.Από ένα ντουλάπι έβγαλε ένα μπρούντζινοσήμαντρο κι ένα ασημένιο σφυράκι. Χτύπησετο σήμαντρο, κι ο γλυκός ήχος αντήχησε μέσαστο δωμάτιο κι έσβησε πέρα απ’ αυτό. Χτύπησεξανά και ξανά. Ξαφνικά, το πρόσωπο τουΆσβαν φανερώθηκε μέσα στο κρύσταλλο,συσπασμένο από πόνο και μεγάλο φόβο.

«Σταμάτα να χτυπάς, Μαζιριέν! » φώναξε οΆσβαν. «Σταμάτα να χτυπάς το σήμαντρο τηςζωής μου! »

Ο Μαζιριέν σταμάτησε, με το χέρι σηκωμένο

πάνω απ’ το σήμαντρο.

«Με παρακολουθείς Άσβαν; Έστειλες μιαγυναίκα να μου κλέψει το σήμαντρο; »

«Δεν το ’κανα εγώ, Αφέντη. Σε φοβάμαι τόσοπολύ! »

«Πρέπει να μου παραδώσεις αυτή τη γυναίκα,Άσβαν. Επιμένω! »

«Αδύνατον, Αφέντη. Δεν έχω ιδέα για ποιαμου μιλάς! »

Ο Μαζιριέν προσποιήθηκε πως θα χτυπούσε.Ο Άσβαν άρχισε τέτοια θερμά παρακάλια, που οΜαζιριέν πέταξε το σφυράκι με μια κίνησηαπέχθειας και ξανάβαλε το σήμαντρο στη θέσητου. Το πρόσωπο του Άσβαν ξεθώριασε αργάκαι τελικά έσβησε ολότελα, αφήνοντας τονκρυστάλλινο κύβο κενό όπως και πριν.

Ο Μαζιριέν χάιδεψε το σαγόνι του. Καθώςφαινόταν, θα ’πρεπε να πιάσει την κοπέλα απόμόνος του. Αργότερα, όταν η μαύρη νύχτα θασκέπαζε το δάσος, θα γύρευε μέσα στα βιβλίατου ξόρκια ικανά να τον προφυλάξουν μέσαστα επικίνδυνα ξέφωτο. Ήταν ξόρκια τόσοδραστικά, που ένα απ’ αυτά θα χάζευε ένανκοινό άνθρωπο και δυο θα τον παραφρονούσαν.Ο Μαζι-ριέν, μετά από κοπιαστικέςπνευματικές ασκήσεις, μπορούσε να θυμάταιτέσσερα απ’ τα πιο τρομερά ή έξι απ’ τακατώτερα.

Έδιωξε αυτό το σχέδιο απ’ το μυαλό του καιπήγε μέχρι μια μεγάλη δεξαμενή, λουσμένη απόένα πράσινο φως. Σκεπασμένο από ένα διάφανουγρό, βρισκόταν εκεί μέσα το σώμα ενός άντρα,κάπως τρομακτικό κάτω απ’ την πράσινηλάμψη, αλλά μεγάλης σωματικής ομορφιάς. Οκορμός του περνούσε από φαρδείς ώμους,περνούσε από στενά πλευρά και κατέληγε σε

μακριά δυνατά πόδια και αψιδωτές πατούσες.Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήτανσκληρά, επίπεδα, αδρά και παγερά. Χρυσωπάμαλλιά επέπλεαν γύρω απ’ το κεφάλι του.

Ο Μαζιριέν παρατήρησε το πλάσμα που είχεδημιουργήσει από ένα μοναδικό κύτταρο. Τουέλειπε μόνο το λογικό, κι αυτό δεν ήξερε πώςνα του το δώσει. Ο Τουργιάν του Μίιρ γνώριζετο μυστικό κι αρνιόταν να το αποχωριστεί. ΟΜαζι-ριέν κοίταξε με στενεμένα μάτια μιακαταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο.

Ξανακοίταξε το πλάσμα μέσα στη δεξαμενή.Είχε ένα τέλειο σώμα- γιατί, λοιπόν, να μηνείναι και το μυαλό του ομαλό και εύκαμπτο; Θατο ανακάλυπτε σύντομα. Έθεσε σε λειτουργίαμια συσκευή που ρούφηξε το υγρό και σε λίγοτο σώμα κειτόταν γυμνό κάτω απ’ τις έντονεςπράσινες ακτίνες. Ο Μαζιριέν του έκανε μιαένεση στο λαιμό. Το σώμα συσπάστηκε. Ταμάτια άνοιξαν και το πρόσωπο μόρφασε κάτω

απ’ τη ζοφερή λάμψη. Ο Μαζιριέν έστρεψεαλλού τον προβολέα.

Το πλάσμα μέσα στη δεξαμενή κούνησεαδύναμα τα χέρια και τα πόδια του, λες και δενήξερε πώς να τα χρησιμοποιήσει. Ο Μαζιριέν τοπαρατηρούσε με προσοχή ίσως τελικά να είχεβρει κατά τύχη τη σωστή σύνθεση τουεγκεφάλου.

«Ανακάθισε! » το διέταξε ο Μαζιριέν.

Το πλάσμα κάρφωσε το βλέμμα του επάνωτου και τ’ ανακλαστικά ένωσαν τις κινήσειςτων μυών μεταξύ τους. Έβγαλε ένα βραχνόβρυχηθμό και πήδηξε απ’ τη δεξαμενή πάνωστον Μαζι-ριέν. Παρά τη δύναμη του μάγου, τοπλάσμα τον έπιασε και τον ταρακούνησε σανπάνινη κούκλα.

Παρ’ όλες του τις μαγικές ικανότητές, οΜαζι-ριέν ήταν ανήμπορος. Είχε ξοδέψει το

υπνωτι-στικό ξόρκι και δεν είχε άλλο αυτή τηστιγμή στο μυαλό του. Όπως, όμως, και να ’χετο πράγμα, δεν θα μπορούσε ποτέ να προφέρειτις δύσκολες συλλαβές του με αυτό το άλογοσφίξιμο στο λαρύγγι του.

Το χέρι του έπιασε το λαιμό ενός μολυβένιουραβδιού. Το σήκωσε και το κατέβασε πάνω στοκεφάλι του πλάσματος που σωριάστηκε στοπάτωμα.

Ο Μαζιριέν κοίταξε το βρεγμένο σώμαμπροστά στα πόδια του. Δεν ήταν εντελώςδυσαρεστημένος ο ραχιαίος συντονισμός είχελειτουργήσει καλά. Έφτιαξε πάνω στο τραπέζιένα λευκό φίλτρο και, σηκώνοντας το ξανθόκεφάλι, έχυσε το υγρό μέσα στο άτονο στόμα.Το πλάσμα αναδεύτηκε, άνοιξε τα μάτια κιανακάθισε ακουμπώντας στους αγκώνες. Ηπαραφροσύνη είχε φύγει απ’ το πρόσωπό του —αλλά ο Μαζιριέν μάταια προσπαθούσε ναδιακρίνει κάποιο ίχνος εξυπνάδας. Τα μάτια

ήταν ψυχρά σαν αυτά μιας σαύρας.

Ο Μαζιριέν κούνησε το κεφάλι τουεκνευρισμένος. Πήγε μέχρι το παράθυρο καικοίταξε έξω. Η συννεφιασμένη του όψηπεριγραφόταν σκούρα πάνω στα οβάλ τζάμια...Πάλι ο Τουρ-γιάν; Κάτω απ’ την πιο φριχτήπίεση, ο Τουργιάν είχε κρατήσει το στόμα τουκλειστό. Το λεπτό στόμα του Μαζιριένστράβωσε χαιρέκακα. Ίσως αν πρόσθετε άλλημια γωνιά στο πέρασμα...

Ο ήλιος είχε χαθεί από τον ουρανό, κι οκήπος του Μαζιριέν είχε σκοτεινιάσει. Τα λευκάτου νυχτολούλουδα άνοιξαν τα πέταλά τους, κιοι γκρίζες νυχτοπεταλούδες που ’τανφυλακισμένες μέσα τους πέταξαν από τον ένανανθό στον άλλο. Ο Μαζιριέν σήκωσε την πόρτατης καταπακτής και κατέβηκε τα πέτρινασκαλοπάτια. Όλο και πιο κάτω, μέχρι που

τελικά ένας διάδρομος εμφανίστηκε στα δεξιάτου. Ήταν φωτισμένος απ’ το κιτρινωπό φωςάσβεστων λυχναριών. Στ’ αριστερά, ήταν ταπαρτέρια με τα μανιτάρια του, στα δεξιά, μιαγερή δρύινη πόρτα με τρεις σιδερένιεςκλειδαριές. Μπροστά του, τα πέτρινασκαλοπάτια συνέχιζαν και χάνονταν μέσα στοσκοτάδι.

Ο Μαζιριέν ξεκλείδωσε τις τρεις κλειδαριές,κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Το δωμάτιο ήτανγυμνό, εκτός από ένα πέτρινο βάθρο στοκέντρο του που πάνω του στηριζόταν ένακιβώτιο με γυάλινο σκέπασμα. Το κιβώτιο θαπρέπει να ’χε πλευρές κάπου ένα μέτρο καιύψος γύρω στους δώδεκα πόντους. Μέσα στοκιβώτιο —που στην πραγματικότητα ήταν έναστενός τετράγωνος διάδρομος με τέσσεριςορθές γωνίες— έτρεχαν δυο μικροσκοπικάπλάσματα το ένα κυνηγούσε και το άλλοπροσπαθούσε ν’ αποφύγει το πρώτο. Ο κυνηγόςήταν ένας μικροσκοπικός δράκος με άγρια

κόκκινα μάτια κι ένα δυσανάλογα μεγάλοστόμα γεμάτο κοφτερά δόντια. Περπατούσεκουνιστός σαν πάπια πάνω σ’ έξι πλατιάποδάρια, σείοντας την ουρά του πέρα δώθε. Τοάλλο πλάσμα μέσα στο κουτί είχε μόλις το μισόμέγεθος του δράκου, κι ήταν ένας ολόγυμνοςάνδρας με όμορφα χαρακτηριστικά και μακριάμαύρα μαλλιά περασμένα μέσα σ’ ένα χάλκινοφιλέ. Ήταν λίγο ταχύτερος απ’ τον κυνηγό του,ο οποίος, ωστόσο, έτρεχε ξοπίσω τουασταμάτητα, χρησιμοποιώντας κάπου κάπουκαι πονηριά αυ-ξομείωνε την ταχύτητά του,άλλαζε κατεύθυνση και κρυβόταν πίσω απ’ τιςγωνίες περιμένοντας μήπως ο άντρας πέσειαπρόσεχτα επάνω του. Μένοντας σε συνεχήεγρήγορση, ο άντρας κατόρθωνε να μένειμακριά απ’ τα θανατερά σαγόνια. Ο άντραςήταν ο Τουργιάν. Ο Μαζιριέν τον είχεαιχμαλωτίσει με κάποιο τέχνασμα αρκετέςβδομάδες πριν, τον είχε κάνει με τη μαγεία τουμικροσκοπικά και μετά τον είχε φυλακίσει σ’εκείνο το κουτί.

Ο Μαζιριέν παρατηρούσε με ικανοποίηση,καθώς το ερπετό όρμησε πάνω στον άντρα πουπρος στιγμή είχε χαλαρώσει και που μόλις καιμετά βίας μπόρεσε να τον αποφύγει. ΟΜαζιριέν σκέφτηκε πως ήταν ώρα να τουςταίσει και να τους αφήσει να ξεκουραστούν κιοι δύο. Έριξε δυο σανίδια κατά μήκος τουπεράσματος, απομονώνοντας έτσι τον άνθρωποαπ’ το ζώο. Έδωσε και στους δύο κρέας καιδαχτυλήθρες με νερό.

Ο Τουργιάν σωριάστηκε με την πλάτη στοτοίχωμα της φυλακής του.

«Μου φαίνεται πως είσαι κουρασμένος», είπεο Μαζιριέν. «Χρειάζεσαι ανάπαυση; »

Ο Τουργιάν παρέμεινε αμίλητος, με τα μάτιακλειστά. Ο χρόνος κι ο κόσμος είχαν πια χάσειγι’ αυτόν τη σημασία τους. Η μόνηπραγματικότητα ήταν το γκρίζο πέρασμα και τοασταμάτητο κυνηγητό. Σε κάποια ακαθόριστα

ενδιάμεσα διαστήματα, μπορούσε να φάει καινα ξεκουραστεί για μερικές ώρες.

«Σκέψου τον βαθύ μπλε ουρανό», είπε οΜαζι-ριέν, «τα λευκά αστέρια, το κάστρο σουστο Μιίρ, δίπλα στον ποταμό Ντέρνα- σκέψουπώς είναι να περιπλανιέσαι ελεύθερος σταλιβάδια».

Οι μυς γύρω απ’ το στόμα του Τουργιάνσυσπάστηκαν.

«Σκέψου πώς θα μπορούσες να λιώσειςαυτόν τον μικρό δράκο κάτω απ’ τη φτέρνασου».

Ο Τουργιάν σήκωσε το βλέμμα. «Θαπροτιμούσα να λιώσω εσένα, Μαζιριέν».

Ο Μαζιριέν δεν φάνηκε να ενοχλείται. «Πεςμου πώς δίνεις μυαλό στα πλάσματα πουφτιάχνεις; Μίλα κι εγώ θα σ’ ελευθερώσω! »

Ο Τουργιάν γέλασε, κι υπήρχε μια χροιάπαραφροσύνης σ’ αυτό του το γέλιο.

«Να σου πω; Και μετά; Θα με κάψεις μεζεματιστό λάδι την ίδια ώρα».

Το μικρό στόμα του Μαζιριέν άνοιξεδιάπλατα.

«Ξέρω πώς να σε κάνω να μιλήσεις,παλιοτόμαρο! Θα μου ζητάς να μιλήσεις έστωκαι με ραμμένο στόμα! Αύριο θα βγάλω ένανεύρο απ’ το μπράτσο σου και θα το τρίψω μελινάτσα! »

Ο μικρός Τουργιάν, ανακάθισε απλώνονταςτα πόδια του κάθετα στο πέρασμα κι ήπιε τονερό του χωρίς να λέει λέξη.

«Απόψε», είπε ο Μαζιριέν με μελετημένηκακοβουλία, «θα προσθέσω άλλη μια γωνία καιη πίστα σου θα γίνει πεντάγωνο».

Ο Τουργιάν σταμάτησε να πίνει και κοίταξετον εχθρό του μέσα από το τζάμι τουσκεπάσματος. Έπειτα, ξαναρούφηξε αργά τονερό του. Με πέντε πλευρές, θα είχε λιγότεροχρόνο ν’ αποφύγει την επίθεση του τέρατος καιμικρότερη οπτική γωνία απ’ όπου και ναβρισκόταν.

«Αύριο θα χρειαστείς όλη σου την ευλυγι-σία», είπε ο Μαζιριέν. Ύστερα, μια άλλη σκέψηπέρασε απ’ το μυαλό του. Κοίταξε τον Τουργιάνσκεπτικά. «Όμως, θα σε γλιτώσω απ’ αυτό τοπρόσθετο μαρτύριο αν με βοηθήσεις σε κάποιοάλλο πρόβλημά μου».

«Ποια δυσκολία σου ’χει παρουσιαστεί,τρελομάγε; »

«Ένα θηλυκό βασανίζει τη σκέψη μου μέρανύχτα και θέλω το πιάσω». Τα μάτια τουΜαζιριέν θόλωσαν στη σκέψη της. «Έρχεταικάθε μέρα, αργά το απόγευμα, στην άκρη του

κήπου μου, καβάλα σ’ ένα μεγάλο μαύρο άτι —την ξέρεις, Τουργιάν; »

«Και πού θες να την ξέρω, Μαζιριέν; » είπε οΤουργιάν, αδειάζοντας τη δαχτυλήθρα του.

Ο Μαζιριέν συνέχισε. «Ξέρει αρκετά απόμαγεία για να μπορεί να εξουδετερώνει τοΔεύτερο Υπνωτικό Ξόρκι του Φελοζούν —ήίσως να ’χει κάποιο φυλαχτό που τηνπροστατεύει. Όταν πάω να την πλησιάσω,χάνεται μέσα στο δάσος».

. «Και λοιπόν; » ρώτησε ο Τουργιάν,μασουλώντας το κρέας που του ’χε δώσει ομάγος.

«Ποια μπορεί να ’ναι αυτή η γυναίκα; »ρώτησε ο Μαζιριέν, κοιτώντας τονμικροσκοπικά του κρατούμενο κατά μήκος τηςμακριάς του μύτης.

«Πού θες να ξέρω; »

«Πρέπει να την πιάσω», είπε ο Μαζιριέν,αφηρημένα. «Τι ξόρκια να χρησιμοποιήσω;Ποια απ’ όλα; »

Ο Τουργιάν σηκώθηκε όρθιος, αν και δενμπορούσε να δει το μάγο καθαρά μέσα απ’ τογυάλινο κάλυμμα.

«Αν μ’ ελευθερώσεις, Μαζιριέν, σου δίνω τολόγο μου σαν Εκλεγμένος Ιεράρχης του Μάραμ

Op, πως θα σου παραδώσω αυτή την κοπέλα».

«Και πώς θα καταφέρεις κάτι τέτοιο; »ρώτησε ο φιλύποπτος Μαζιριέν.

«Θα την ακολουθήσω στο δάσος, φορώνταςτις καλύτερες Ζωντανές μου Μπότες και τομυαλό μου γεμάτο ξόρκια».

«Δεν θα τα καταφέρεις καλύτερα από μένα»,είπε ο Μαζιριέν. «Θα σ’ ελευθερώσω μονάχαόταν μου πεις με ποιον τρόπο φτιάχνεις τιςτεχνητές σου υπάρξεις. Τη γυναίκα θα τηνκυνηγήσω μόνος μου».

Ο Τουργιάν χαμήλωσε το κεφάλι, έτσι που ομάγος να μην μπορεί να διαβάσει το βλέμμα

του.

«Κι εγώ τι θ’ απογίνω, Μαζιριέν; » ρώτησεμετά από μια στιγμή.

«Θ’ ασχοληθώ μαζί σου όταν επιστρέψω».

«Κι αν δεν επιστρέψεις; »

Ο Μαζιριέν χάιδεψε το σαγόνι του καιχαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα γερά λευκάδόντια του. «Αν δεν ήταν αυτό το άθλιο μυστικόσου, θ’ άφηνα το δράκο να σε κατασπαράξειτώρα αμέσως».

Ο μάγος ανέβηκε πάλι τα πέτρινα σκαλιά. Ταμεσάνυχτα τον βρήκαν στο σπουδαστήριό του,να ψάχνει δερματόδετους τόμους και στοίβεςαπό δίπτυχα. Κάποτε, ήταν γνωστά χίλια καιπερισσότερα ρουνικά, ξόρκια, επικλήσειςκατάρες και μαγείες. Όλο το Μεγάλο Μαθολάμ—που ήταν τώρα πια οι χώρες του Ασκολάι, τουΚαυχίκ, της Αλμερίας και της Γης τουΠίπτοντος Τείχους— έβριθε από μάγους κάθεπεριγραφής, και αρχηγός όλων τους ήταν οΑρχινεκρομάντης Φανταάλ. Από μόνος του, οΦανταάλ είχε δημιουργήσει εκατό περίπου νέαξόρκια —αν και λένε πως οι δαίμονες τουψιθύριζαν στ’ αυτί τα όσα έγραφε. Οκυβερνήτης του Μεγάλου Μαθο-λάμ ήτανεκείνη την εποχή ο Ποντεσίλας ο Ευλαβής.Αυτός έβαλε να συλλάβουν και να βασανίσουντον Φανταάλ και μετά από μια τρομερή νύχτα,τον εκτέλεσε και κήρυξε παράνομη τη μαγεία σ’όλη την επικράτεια. Οι μάγοι του ΜεγάλουΜαθολάμ έφυγαν προς όλες τις κατευθύνσεις,σαν τα σκαθάρια μακριά απ’ τη φωτιά. Οι

μαγικές γνώσεις χάθηκαν και ξεχά-στηκαν, κιαυτή την εποχή, που ο ήλιος ήτανετοιμοθάνατος, οι αγριότοποι σκέπαζαν τοΑσκαλάι και η λευκή πόλη του Καϊίν είχεσωριαστεί σε ερείπια, μόνο κάτι παραπάνω απόεκατό ξόρκια παρέμεναν γνωστά στονάνθρωπο.. Απ’ αυτά, ο Μαζιριέν είχεσυγκεντρώσει τα εβδομήντα τρία, και σιγά σιγά,με τεχνάσματα και διαπραγματεύσεις,αποκτούσε και τα άλλα.

Ο Μαζιριέν έκανε μια επιλογή απ’ τα βιβλίατου, και με μεγάλο κόπο αποτύπωσε μέσα στομυαλό του πέντε ξόρκια: Τον Περιστροφέα τουΦανταάλ, το Δεύτερο Υπνωτικό Ξόρκι τουΦελο-ζούν, τον Εξαιρετικό ΠρισματικόΨεκασμό, τη Γητειά της Ακατάβλητης Θρέψηςκαι την Παντοδύναμη Σφαίρα. Όταν τέλειωσε,ο Μαζιριέν ήπιε κρασί και ξάπλωσε στο ντιβάνιτου.

Την άλλη μέρα, όταν ο ήλιος είχε χαμηλώσειστον ορίζοντα, ο Μαζιριέν βγήκε ξανά να κάνειβόλτα στον κήπο του. Δεν χρειάστηκε ναπεριμένει πολύ. Καθώς σκάλιζε το χώμα γύρωαπ’ τις ρίζες των φεγγαρολούλουδων, ένααπαλό θρόισμα κι ένα ανάλαφρο ποδοβολητότου είπαν πως το αντικείμενο του πόθου τουείχε φτάσει.

Μια νεαρή γυναίκα θεσπέσιας ομορφιάς ήτανκαθισμένη στη σέλα του αλόγου. Ο Μαζιριένέσκυψε αργά για να μην την τρομάξει, καιφόρεσε τις Ζωντανές του Μπότες, δένοντάς τεςπάνω από το γόνατο.

Σηκώθηκε όρθιος. «Ήρθες ξανά, λοιπόν,κοπέλα μου. Γιατί είσαι δω κι αυτό το δειλινό;Σου αρέσουν τα τριαντάφυλλα; Είναι τόσοκόκκινα γιατί μέσα στα πέταλά τους κυλάειζεστό αίμα. Αν δεν το σκάσεις σήμερα, θα σουχαρίσω ένα απ’ αυτά».

Ο Μαζιριέν έκοψε ένα τριαντάφυλλο απ’ τοφυτό και προχώρησε αργά προς το μέρος της,προσπαθώντας ν’ αντισταθεί στην ώθηση πουτου έδιναν οι Ζωντανές Μπότες. Δεν είχε κάνειπαρά τέσσερα βήματα, όταν η γυναίκα χτύπησεμε τα γόνατα τα πλευρά του αλόγου της καιχάθηκε μέσα στα δέντρα.

Ο Μαζιριέν άφησε τις μπότες του ελεύθερες.Έκαναν ένα μεγάλο πήδημα, μετά ακόμα ένα,και το κυνηγητό άρχισε για τα καλά.

Έτσι, ο Μαζιριέν βρέθηκε μέσα στο δάσοςτου θρύλου. Απ’ όλες τις πλευρές, κορμοίσκεπασμένοι με μούσκλια σηκώνονταν ψηλάγια να στηρίξουν τον πράσινο θόλο τωνφύλλων. Σε μερικά σημεία, οι ακτίνες του ήλιουπερνούσαν από μέσα κι άφηναν πορφυρούςλεκέδες στις φυλλωσιές. Μέσα απ’ τη σάπιαβλάστηση στις σκιές, ξεπετάγοντανμακρυβλάσταρα λουλούδια και μανιτάρια. Σ’αυτές τις τελευταίες ώρες της Γ ης, η φύση ήταν

ήρεμη και χαλαρή.

Ο Μαζιριέν διέσχιζε το δάσος με μεγάληταχύτητα, χάρη στις Ζωντανές του Μπότες,αλλά το μαύρο άτι, χωρίς να φαίνεται νακουράζεται ιδιαίτερα, διατηρούσε αρκετήαπόσταση απ’ το μάγο.

Η κοπέλα κάλπασε έτσι για αρκετάχιλιόμετρα, ενώ τα μαλλιά της ανέμιζαν πίσωτης σαν φλάμπουρο. Για μια στιγμή, γύρισε νακοιτάξει πίσω της, κι ο Μαζιριέν είδε τοπεντάμορφο πρόσωπό της. Μετά εκείνη έσκυψεπάλι μπροστά, και το άτι με τα χρυσά μάτιακάλπασε πιο γρήγορα και χάθηκε απ’ τα μάτιατου μάγου. Ο Μαζι-ριέν άρχισε ν’ ακολουθεί ταίχνη του στα μονοπάτια του δάσους.

Η δύναμη και η ώθηση είχε αρχίσει ναεγκαταλείπει τις Ζωντανές Μπότες, γιατί είχανκαλύψει μεγάλη απόσταση με πολύ ταχύ ρυθμό.Τα γιγάντια πηδήματα έγιναν πιο σύντομα και

πιο βαριά, αλλά μπορούσε να δει απ’ τιςπατημασιές πως και το άλογο θα ’πρεπε να ’ναιεπίσης πιο αργό και κουρασμένο. Τελικά, οΜαζιριέν μπήκε σ’ ένα λιβάδι και είδε το άλογονα βοσκάει μόνο του, χωρίς καβαλάρη.Σταμάτησε και κοίταξε γύρω του. Η έκταση τουτρυφερού χορταριού απλωνόταν μπροστά του.Τα ίχνη του αλόγου που έμπαιναν στο ξέφωτοφαίνονταν καθαρά, αλλά δεν έβλεπε ίχνη πουνα βγαίνουν. Καθώς φαινόταν, η γυναίκα είχεξεκαβαλήσει πριν το άλογο φτάσει εδώ —πόσοπίσω, δεν μπορούσε να υποθέσει. Έκανε ναπλησιάσει το άλογο, αλλά το ζώο τρόμαξε καικάλπασε προς τα δέντρα. Ο Μαζι-ριέν έκανεμια τελευταία προσπάθεια να το κυνηγήσει,αλλά ανακάλυψε πως οι μπότες του κρέμονταναπ’ τα πόδια του χαλαρές και σακου-λιασμένες—είχαν πεθάνει.

Τις κλότσησε μακριά, βλαστημώντας τηνκακή του τύχη. Με μιαν οργισμένη έκφρασηστο πρόσωπο, τίναξε το μανδύα πίσω του και

άρχισε ν’ ακολουθεί το μονοπάτι προς τα πίσω.

Σ’ εκείνο το σημείο του δάσους, προεξοχέςμαύρου και πράσινου βράχου ήταν πολύσυχνές. Ήταν πρόδρομοι των απότομωνκορυφών που υψώνονταν πέρα απ’ τον ΠοταμόΝτέρνα. Σ’ έναν απ’ αυτούς τους βράχους, οΜαζιριέν διέκρινε ένα μικροσκοπικάανθρωποειδές πλάσμα, καθισμένο πάνω σε μιαλιβελούλη. Τ ο δέρμα του είχε μια πρασινωπήχροιά, φορούσε μια αραχνοΰφαντη φορεσιά καικρατούσε μια λόγχη δυο φορές το ύψος τουμακριά,

Ο Μαζιριέν σταμάτησε. Ο Τουκάνθρωποςτον κοίταξε άφοβα.

«Είδες καμιά γυναίκα της φυλής μου ναπερνάει από δω, Τουκάνθρωπε; »

«Είδα πράγματι μια τέτοια γυναίκα», είπε οΤουκάνθρωπος μετά από ένα λεπτό δισταγμού.

«Και πού μπορώ να τη βρω; »

«Τι θα μου δώσεις αν σ’ το πω; »

«Αλάτι —όσο μπορείς να κουβαλήσεις μαζίσου».

Ο Τουκάνθρωπος έσεισε τη λόγχη του.«Αλάτι; Όχι. Ο Λιάνε ο Ταξιδευτής δίνει στοναρχηγό μας τον Ντάνταφλορς αλάτι για όλη τηφυλή».

Ο Μαζιριέν μπορούσε να υποθέσει για ποιολόγο ο τροβαδούρος ληστής πρόσφερε τοαλάτι. Οι Τουκάνθρωποι πετούσαν γρήγοραπάνω στις δρακοπεταλούδες τους και βλέπανεόλα όσα γίνονταν στο δάσος.

«Τι θα ’λεγες για ένα μπουκαλάκι λάδι απόάνθη τελανξίας; »

«Ωραία», είπε ο Τουκάνθρωπος. «Δείξε μου

το μπουκαλάκι».

Ο Μαζιριέν του το έδειξε.

«Βγήκε απ’ το μονοπάτι σ’ εκείνη τηνκαμένη βελανιδιά που βλέπεις μπροστά σου.Πάει προς την κοιλάδα του ποταμού, τον πιοσύντομο δρόμο για τη λίμνη».

Ο Μαζιριέν άφησέ το μπουκαλάκι δίπλα στηδρακοπεταλούδα και προχώρησε προς τηβελανιδιά. Ο Τουκάνθρωπος τονπαρακολούθησε για λίγο καθώς απομακρυνότανκαι μετά ξεκαβάλη-σε και έδεσε το μπουκαλάκικάτω απ’ την κοιλιά της δρακοπεταλούδας,δίπλα στην κουβαρίστρα από λεπτό μετάξι πουτου είχε δώσει η γυναίκα για να δώσει αυτή τηνπληροφορία στον Μαζι-ριέν.

Ο Μάγος έστριψε στο σημείο της βελανιδιάςκαι γρήγορα ανακάλυψε τα ίχνη της πάνω στα

νεκρά φύλλα. 'Ενα μεγάλο ανοιχτό ξέφωτο πουκατηφόριζε προς τον ποταμό, απλωνότανμπροστά του. Τα δέντρα υψώνονταν κι απ’ τιςδυο μεριές, και οι μακριές ακτίνες του ήλιουπου έδυε έβαφαν κόκκινη τη μια πλευρά,αφήνοντας την άλλη μέσα σε μαύρες σκιές.Τόσο βαθιές ήταν αυτές οι σκιές, που οΜαζιριέν δεν είδε το πλάσμα που ήτανκαθισμένο πάνω σ’ έναν πεσμένο κορμό. Τοένιωσε μόνο τη στιγμή που ετοιμαζόταν ναχιμήξει επάνω του.

Ο Μαζιριέν γύρισε απότομα προς τη μεριάτου πλάσματος, το οποίο ξανακάθισε πάλι πάνωστις φτέρνες του. Ήταν ένας δεόδοντας, μεμορφή ωραίου και γεροδεμένου άνδρα, αλλά μεδέρμα μαύρο και θαμπό και μακρόστενα σχιστάμάτια.

«Αχ, Μαζιριέν, πολύ μακριά απ’ το σπίτι σουέχεις έρθει». Η απαλή φωνή του μαύρουπλάσματος γέμισε το ξέφωτο.

Ο Μαζιριέν ήξερε πως ο δεόδοντας ποθούσενα τον κατασπαράξει. Πώς είχε ξεφύγει ηκοπέλα; Τα βήματά της περνούσαν ακριβώςμπροστά του.

«Ψάχνω να βρω κάτι, δεόδοντα. Απάντησεστις ερωτήσεις μου κι αναλαμβάνω να σε ταΐσωμπόλικη σάρκα».

Τα μάτια του δεόδοντα έλαμψαν, καθώςκοιτούσε το κορμί του μάγου. «Αυτό μπορεί νατο κάνεις έτσι κι αλλιώς, Μαζιριέν. Ξέρειςπολλά ξόρκια, σήμερα; »

«Ξέρω. Πές μου, πόση ώρα είναι απ’ τηστιγμή που πέρασε η κοπέλα; Πήγαινε αργά ήγρήγορα, ήταν μόνη ή με παρέα; Απάντησε καιθα σου δώσω όσο κρέας θέλεις».

Τα χείλια του δεόδοντα στράβωσαν σ’ έναειρωνικό χαμόγελο. «Θεόστραβε μάγε! Δεν έχειφύγει ακόμα από το ξέφωτο». Έδειξε, κι ο

Μαζι-ριέν ακολούθησε την κατεύθυνση τουμαύρου χεριού με το βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή,ο δεόδοντας πήδηξε επάνω του, αλλά ο μάγοςπρόλαβε να πισωπατήσει. Από το στόμα τουξεχύθηκαν οι συλλαβές του ξορκιού τουΠεριστροφέα του Φανταάλ. Ο δεόδονταςτινάχτηκε ψηλά στον αέρα και άρχισε ναστριφογυρίζει, πότε ψηλά και πότε χαμηλά,πότε γρήγορα και πότε αργά, μια μέχρι τιςκορυφές των δέντρων και μια λίγους πόντουςαπό το χώμα. Ο Μαζιριέν τον παρατηρούσε μ’ένα στυφό χαμόγελο. Μετά από ένα λεπτό,κατέβασε χαμηλά το δεόδοντα και ελάττωσε τιςπεριστροφές.

«Θέλεις να πεθάνεις αργά ή γρήγορα; » ρώτη-

σε ο Μαζιριέν. «Βοήθησέ με, και θα σεσκοτώσω αμέσως. Αλλιώς, θα σε σηκώσωμέχρι εκεί που πετάνε οι πελγκράνοι».

Ο θυμός κι ο φόβος έπνιγαν τα λόγια του

δεό-δοντα.

«Ο μαύρος Θιάλ να σου βγάλει τα μάτια!Ο Κραάν να σου βουτήξει το μυαλό μέσα στοβιτριόλι! » και συνέχιζε να τον καταριέταιτόσο πολύ, που ο Μαζιριέν ένιωσεαναγκασμένος να μουρμουρίσειπροστατευτικές ευχές.

«Ανέβα, λοιπόν», είπε τελικά ο Μαζιριέν,με μια κίνηση του χεριού του. Το μαύροσώμα τινάχτηκε πάνω απ’ τις κορυφές τωνδέντρων κι άρχισε να περιστρέφεται αργάμέσα στο σκούρο πορφυρό φως του ήλιουπου έδυε. Λίγες στιγμές μετά, ένα πιτσιλωτόπλάσμα με σχήμα νυχτερίδας και κυρτόμουσούδι πέταξε κοντά και με το ράμφος τουέκοψε ένα κομμάτι απ’ το μαύρο πόδι πριν οδεόδοντας προλάβει να το κλοτσήσει.Περισσότερα πλάσματα άρχισαν ναφτεροκοπούν γύρω του.

«Κατέβασέ με, Μαζιριέν», ακούστηκε ηξεψυ-χισμένη φωνή του δεόδοντα. «Θα σουπω ό, τι ξέρω! »

Ο Μαζιριέν τον κατέβασε προς τη Γ η.

«Πέρασε μόνη της πριν έρθεις εσύ. Τηςρίχτηκα, μα εκείνη με απώθησε με μιαμαγική σκόνη. Εφτασε στην άκρη τουξέφωτου και πήρε το δρόμο για το ποτάμι.Όμως, το ίδιο μονοπάτι οδηγεί και στο άντροτου Θρανγκ. Είναι χαμένη, γιατί θαικανοποιήσει τις ορέξεις του επάνω τηςμέχρι να τη σκοτώσει».

Ο Μαζιριέν έτριψε το σαγόνι του. «Είχεμαζί της ξόρκια; »

«Δεν ξέρω. Μα θα χρειαστεί δυνατές γητειέςγια να ξεφύγει από τον Θρανγκ».

«Έχεις τίποτε άλλο να μου πεις; »

«Τίποτα».

«Τότε, μπορείς να πεθάνεις». Κι ο Μαζιριένέκανε το πλάσμα να περιστρέφεται με όλο καιμεγαλύτερη ταχύτητα, μέχρι που δεν μπορούσεπια να δει το σχήμα του. Ο δεόδοντας έβγαλεένα πνιχτό κλαψούρισμα και λίγο μετά το σώματου διαλύθηκε. Το κεφάλι του τινάχτηκε σανβλήμα προς την άλλη μεριά του ξέφωτου, ενώχέρια, πόδια και εντόσθια πετούσαν προς όλεςτις κατευθύνσεις.

Ο Μαζιριέν συνέχισε το δρόμο του. Στηνάκρη του ξέφωτου, το μονοπάτι οδηγούσε πάνωαπό απότομα πεζούλια σκουροπράσινουσερπεντίτη μέχρι τον ποταμό Ντέρνα. Ο ήλιοςείχε δύσει, κι η κοιλάδα είχε γεμίσει σκιές. ΟΜαζιριέν έφτασε στην ακροποταμιά κι άρχισεν’ ακολουθεί την πορεία του νερού προς τηνκατεύθυνση ενός μακρινού λαμπυρίσματος που

ήξερε πως ήταν τα νερά της Σάνρα, της Λίμνηςτων Ονείρων.

Μια άσχημη μυρωδιά γέμισε τον αέρα- μιαμπόχα σαπίλας και βρομιάς. Ο Μαζιριέν άρχισενα κινείται περισσότερο προσεχτικά, γιατί εκείκοντά βρισκόταν η φωλιά του Θρανγκ, τουαρκουδοδαίμονα, κι ένιωθε στον αέρα τηνπαρουσία μαγείας —μιας δυνατής και κτηνώδηςμαγείας που δεν μπορούσε να κλειστεί μες σταδικά του, πιο περίπλοκα ξόρκια.

Στ’ αυτιά του ήρθαν ήχοι από φωνές οιβραχνοί βρυχηθμοί του Θρανγκ καιλαχανιασμένες κραυγές τρόμου. Ο Μαζιριένέβγαλε το κεφάλι του απ’ την κορυφή ενόςβράχου για να δει από πού προέρχονταν οι ήχοι.

Το άντρο του Θρανγκ ήταν ένα κούφωμαμέσα στο βράχο, όπου ένας μουχλιασμένοςσωρός από χορτάρι και τομάρια τού χρησίμευανγια στρώμα. Είχε φτιάξει ένα μαντρί για να

φυλακίσει τρεις γυναίκες που είχαν πολλέςμελανιές στα γυμνά κορμιά τους και πολύ τρόμοστα μάτια τους. Ο Θρανγκ τις είχε αρπάξει απόμια φυλή που κατοικούσε μέσα σε μαούνες μεμετάξινα πανιά, κοντά στην όχθη της λίμνης.Τον κοιτούσαν καθώς πάλευε να υποτάξει τηγυναίκα που μόλις είχε συλλάβει. Το στρογγυλόγκρίζο ανθρωπόμορφο πρόσωπό του ήτανσυσπασμένο, καθώς της έσκιζε το γιλέκο της μετα ανθρώπινα χέρια του. Εκείνη, όμως,κατόρθωνε να κρατάει σε απόσταση το τεράστιοιδρωμένο σώμα με μια εκπληκτικήεπιδεξιότητα. Τα μάτια του Μαζιριέν στένεψαν.Μαγεία! Μαγεία!

Γ ια λίγη ώρα τους παρατηρούσε, ενώσυλλογιζόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε νασκοτώσει τον Θρανγκ χωρίς να βλάψει τηνκοπέλα. Εκείνη, όμως, τον είδε πίσω απ’ τονώμο του Θρανγκ.

«Για δες! » είπε λαχανιασμένα. «Ο Μαζιριέν

ήρθε να σ’ αφανίσει».

Ο Θρανγκ έστριψε το κορμί του. Είδε τον Μα-ζιριέν κι όρμησε κατά πάνω του με τα τέσσερα,βγάζοντας μουγκρητό άγριου πάθους. Ο Μαζι-ριέν αναρωτήθηκε αν ο δαίμονας του είχε ρίξεικάποιο ξόρκι, γιατί μια αλλόκοτη παράλυσηπροσπαθούσε να του πνίξει το μυαλό. Ίσως τοξόρκι να ’ταν απλά η θέα του αγριεμένουγκρίζου προσώπου του Θρανγκ και τωντεράστιων μπράτσων που απλώνονταν να τονξεσκίσουν.

Ο Μαζιριέν κατόρθωσε να καταπολεμήσει τοξόρκι, αν ήταν τελικά ξόρκι, και να προφέρειμια δική του μαγεία. Στη στιγμή, όλη η κοιλάδαγέμισε από βέλη φωτιάς που έπεσαν απ’ όλες τιςκατευθύνσεις για να καρφώσουν το κορμί τουΘρανγκ σε χίλια διαφορετικά μέρη. Ήταν οΕξαιρετικός Πρισματικός Ψεκασμός —πολύχρωμες γραμμές φωτός που διαπερνούσαντη ζωντανή ύλη. Ο Θρανγκ πέθανε σχεδόν

ακαριαία, ενώ μαύρο αίμα κυλούσε απ’ τιςαμέτρητες τρύπες που του είχε προκαλέσει ηφωσφορώδης βροχή.

Ο Μαζιριέν δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Ηκοπέλα το είχε βάλει στα πόδια. Είδε τη λευκήτης μορφή να τρέχει κατά μήκος του ποταμούπρος τη μεριά της λίμνης και ξανάρχισε τοκυνήγι, αδιαφορώντας για της γοερές κραυγέςτων τριών γυναικών μέσα στο μαντρί.

Τελικά, η λίμνη φανερώθηκε μπροστά του,σαν ένα μεγάλο σεντόνι από νερό που η άλληάκρη του μόλις διακρινόταν. Ο Μαζιριέν έφτασεστην αμμουδερή όχθη και άρχισε να σαρώνει μετο βλέμμα του τα νερά της Σάνρα, της Λίμνηςτων Ονείρων. Είχε πέσει βαθιά νύχτα και μόνομια λεπτή λουρίδα ουρανού στη δύση έφεγγεακόμα πορφυρή. Τ’ αστέρια έλαμπαν πάνω στηνήρεμη επιφάνεια. Το νερό ήταν δροσερό καιατάραχο, χωρίς παλίρροια και άμπωτη, όπωςόλα τα νερά της Γ ης από τότε που το φεγγάρι

είχε εγκαταλείψει τους ουρανούς.

Πού να ’ταν η γυναίκα; Να την! Μια χλωμήλευκή φιγούρα, ακίνητη μέσα στις σκιές απ’ τηνάλλη όχθη του ποταμού.

«Ε, κορίτσι μου», φώναξε εκείνος. «Είμαιεγώ, ο Μαζιριέν, που σ’ έσωσα από τον Θρανγκ.Έλα πιο κοντά για να μιλήσουμε».

«Σ’ ακούω καλά κι απ’ αυτή την απόσταση,μάγε», απάντησε εκείνη. «Όσο πιο κοντάέρχεσαι, τόσο πιο μακριά θα πηγαίνω».

«Μα γιατί μ’ αποφεύγεις; Έλα μαζί μου καιθα σε κάνω αφέντρα. Θα μάθεις πολλά μυστικάκαι θ’ αποκτήσεις μεγάλη δύναμη».

Αυτή γέλασε. «Αν τα ’θελα όλα αυτά, Μαζι-ριέν, θα προσπαθούσα να σου ξεφύγω μ’ αυτόντον τρόπο; »

«Και ποια είσαι συ, που δεν σ’ ενδιαφέρουντα μυστικά της μαγείας; »

«Δεν σου λέω τ’ όνομά μου, Μαζιριέν, μηντυχόν και με καταραστείς. Τώρα πάω κάπου πουεσύ δεν μπορείς να ’ρθεις». Έτρεξε μέχρι τηνόχθη, μπήκε στο νερό αργά μέχρι που έφτασεμέχρι τη μέση της, και μετά βούλιαξε καιχάθηκε.

Ο Μαζιριέν σταμάτησε αναποφάσιστος. Δενήταν καλό να χρησιμοποιήσει όλα του ταξόρκια και να χάσει τη δύναμή του. Τιμπορούσε να υπάρχει κάτω απ’ τη λίμνη;Υπήρχε κι εδώ μια αίσθηση κοιμισμένηςμαγείας, κι αν και δεν είχε εχθρότητα με τονΑφέντη της Λίμνης, ίσως υπήρχαν άλλεςοντότητες που δεν θα ’βλεπαν με καλό μάτι τηνκαταπάτηση της περιοχής τους. Ωστόσο, ότανείδε πως η κοπέλα δεν ξανάβγαινε στηνεπιφάνεια, πρόφερε το ξόρκι της ΑκούραστηςΘρέψης και μπήκε στα κρύα νερά.

Βούτηξε βαθιά μέσα στη Λίμνη των Ονείρων,κι όταν τελικά έφτασε στον πάτο, αναπνέονταςάνετα χάρη στη δύναμη του ξορκιού, θαύμασετο μαγευτικό μέρος στο οποίο είχε φτάσει. Τανερά δεν ήταν μαύρα, αλλά φωτίζονταν από έναπράσινο φως και ήταν σχεδόν το ίδιο διάφαναμε τον αέρα. Το ρεύμα ανάδευε λογιών λογιώνυδρόβια φυτά, και μαζί τους τα λουλούδια τηςλίμνης ανοιγόκλειναν τα κόκκινα, γαλάζια καικίτρινα πέταλά τους. Ανάμεσά τους κολυμπούσεμια μεγάλη ποικιλία ψαριών με τεράστια μάτια.

Ο πυθμένας μέσα από μια σειρά πέτρινωνσκαλοπατιών, τον οδήγησε σε μια πλατιάπεδιάδα, όπου τα υποβρύχια δέντρα επέπλεανπάνω σε λεπτά κλωνάρια και κατέληγαν σεπερίπλοκες φούντες ή πορφυρούς καρπούς. Είδετη γυναίκα, που τώρα έμοιαζε με νύμφη τουνερού- τα μαλλιά της επέπλεαν γύρω της σανσκούρα ομίχλη. Μισοκολυμπούσε καιμισοέτρεχε πάνω στο αμμουδερό έδαφος τουυδάτινου κόσμου, κοιτώντας πότε πότε πίσω

της. Ο Μαζιριέν την ακολουθούσε, ενώ ομανδύας του φούσκωνε πίσω του.

Αρχισε να την πλησιάζει, κι ένιωσε τηνηδονή του θριάμβου. Θα έπρεπε να τηντιμωρήσει που τον είχε κουράσει τόσο πολύ.,.Τα πανάρχαια πέτρινα σκαλιά κάτω απ’ τοεργαστήριό του οδηγούσαν σε κάμαρες πουγίνονταν όλο και πιο μεγάλες καθώς κάποιοςκατέβαινε βαθύτερα. Σέ μια απ’ αυτές, οΜαζιριέν είχε βρει ένα σκουριασμένο κλουβί.Μια δυο βδομάδες κλείδωμα εκεί, μέσα στοσκοτάδι, θα την έκαναν να φρονιμέψει. Ή, πάλι,θα μπορούσε να την κάνει μικρή σαν τοδάκτυλό του και να τη βάλει σε μια μικρήγυάλινη μπουκάλα μαζί με δυο μύγες...

Ένας ερειπωμένος μαρμάρινος ναόςφανερώθηκε μέσα στο πράσινο φως. Είχεπολλές κο-λώνες, απ’ τις οποίες άλλες είχανπέσει κι άλλες κρατούσαν ακόμα τ’ αετώματα.Η γυναίκα μπήκε απ’ το μεγάλο άνοιγμα κάτω

απ’ τη σκιά του προ-στέγαστρου. Ίσως ναπροσπαθούσε να του ξεφύγει έπρεπε να τηνακολουθήσει από κοντά. Το λευκό σώμαέλαμψε στην άλλη άκρη του σηκού, μετά πέρασετον άμβωνα και μπήκε σ’ ένα ημικυκλικό ιερόπου βρισκόταν πίσω του.

Ο Μαζιριέν ακολουθούσε όσο πιο γρήγοραμπορούσε, μισοκολυμπώντας και μισοπερπατώ-ντας μέσα στο θλιβερό μισόφωτο. Προσπάθησενα διακρίνει μέσα απ’ τη θολούρα. Μικρότερεςκολώνες στήριζαν ένα θόλο του οποίου η βάσηείχε καταρρεύσει. Ένας ξαφνικός φόβος τονγέμισε, και μετά κατάλαβε τι συνέβαινε καθώςείδε κάτι να κινείται από πάνω του. Απ’ όλες τιςμεριές, οι κολώνες έγειραν προς τα μέσα και μιακατολίσθηση από μαρμάρινα κομμάτια κύλησεπρος το κεφάλι του. Πήδηξε απεγνωσμένα πίσω.

Η αναστάτωση τέλειωσε και η λευκή σκόνηαπ’ το αρχαίο ασβεστοκονίαμα κατακάθισε. Απ’το αέτωμα του κυρίως ναού, η γυναίκα γονάτισε

για να βεβαιωθεί πως είχε σκοτώσει τον Μαζι-ριέν.

Είχε αποτύχει. Από καθαρή τύχη, δυοκολώνες είχαν πέσει μια από κάθε μεριά του,και μια μαρμάρινη πλάκα είχε προστατέψει τηνπλάτη του απ’ το πέσιμο των άλλων μαρμάρων.Το κεφάλι του πονούσε τρομερά. Μέσα από ένασπασμένο τμήμα της πλάκας μπορούσε να δειτη γυναίκα που έσκυβε για να διακρίνει τοσώμα του. Νόμιζε, λοιπόν, πως μπορούσε νατον σκοτώσει; Αυτόν, που είχε ζήσειπερισσότερα χρόνια απ’ ό, τι ο ίδιος μπορούσενα θυμηθεί; Άλλος ένας λόγος για να τονμισήσει και να τον φοβηθεί πιο πολύ όταν τηνέπιανε. Είπε το Ξόρκι της ΠαντοδύναμηςΣφαίρας. Ένα πεδίο ενέργειας σχηματίστηκεγύρω απ’ το σώμα του, κι απλώθηκε για νασπρώξει στο πλάι ό, τι έβρισκε στο δρόμο του.'Οταν βγήκε μέσα απ’ τα μαρμάρινα ερείπια,κατέστρεφε τη σφαίρα, σηκώθηκε όρθιος κιέψαξε να βρει τη γυναίκα. Παρά λίγο θα την

έχανε απ’ τα μάτια του- ήταν πίσω από έναμεγάλο πορφυρό δέντρο και ανέβαινε τηνπλαγιά προς την όχθη. Μ’ όλη του τη δύναμη,ξανάρχισε να την κυνηγάει.

Η Τσαιν σύρθηκε στην όχθη. Ο Μαζιριέν, οΜάγος, την ακολουθούσε ακόμα, κι η δύναμήτου είχε εύκολα νικήσει όλα της τα σχέδια. Ηανάμνηση του προσώπου του πέρασε απ’ τομυαλό της και ρίγησε. Δεν έπρεπε να την πιάσειτώρα στα τελευταία.

Η κούραση κι η απόγνωση της βάραιναν ταπόδια. Είχε ξεκινήσει με δυο μονάχα ξόρκια, τοΞόρκι της Ακούραστης Θρέψης κι ένα άλλο πουτης έδινε μεγάλη σωματική δύναμη και την είχεβοηθήσει να παλέψει με τον Θρανγκ και ναρίξει το θόλο πάνω στον Μαζιριέν. Τα είχεχρησιμοποιήσει και τα δύο και τώρα δεν είχεπια καμιά προστασία. Απ’ την άλλη μεριά,όμως, ούτε στο Μαζιριέν θα ’πρεπε να ’χει

απομείνει τίποτα.

Ίσως ν’ αγνοούσε την ύπαρξη του χορταριούβρικόλακα. Ανέβηκε στην πλαγιά και στάθηκεπίσω από μια έκταση ξεθωριασμένου κιανεμοδαρμένου χορταριού. Ο Μαζιριέν βγήκεαπό τη λίμνη. Η λιπόσαρκη μορφή του ήτανορατή μπροστά στη λάμψη του νερού.

Πισωπάτησε, κρατώντας την αθώα έκτασητου χορταριού ανάμεσά τους. Αν και το χορτάριδεν τα κατάφερνε... το μυαλό της συνταρασσό-ταν στη σκέψη του τι θα ’πρεπε να κάνει.

Ο Μαζιριέν πάτησε επάνω στο χορτάρι. Οιαρ-ρωστημένες λεπίδες του έγιναν μυώδηδάχτυλα. Τυλίχτηκαν γύρω απ’ τουςαστραγάλους του, κρατώντας τον σε μιαακατανίκητη λαβή, ενώ άλλα αναζητούσαν τοδέρμα του.

Έτσι, ο Μαζιριέν έκανε το τελευταίο του

ξόρκι —την Επίκληση της Παράλυσης, και τοχορτάρι βρυκόλακας χαλάρωσε κι έπεσε άψυχοστη γη. Η Τσαιν παρακολουθούσε με τηντελευταία της ελπίδα νεκρή. Την είχε πλησιάσειπολύ κι ο μανδύας του ανέμιζε πίσω του. Δενείχε, λοιπόν, καμιά αδυναμία; Δεν του πονούσεόλο το κορμί, δεν είχε λαχανιάσει; Η κοπέλαέστριψε κι άρχισε να τρέχει κατά μήκος τουλειβαδιού, προς ένα μαύρο σύδεντρο. Η σάρκατης ανατρίχιαζε στη θέα των σκιών και τωνσκελετωμένων κορμών. Όμως, τα πατήματατου μάγου ακούγονταν βαριά πίσω της.Ρίχτηκε μέσα στις φοβερές σκιές. Έπρεπε νακαλύψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόστασηπριν όλο το σύδεντρο ξυπνήσει.

Ένα κλαρί τη χτύπησε με βία. Συνέχισε νατρέχει. Άλλο ένα κι ακόμα ένα —έπεσε. Άλλοένα μεγάλο μαστίγιο της αυλάκωσε τη σάρκα.Σηκώθηκε παραπατώντας και κρατώντας ταχέρια της μπροστά στο πρόσωπό της. Ταμαστίγιο των δέντρων σφύριζαν στον αέρα και

το τελευταίο χτύπημα την έκανε να πάρει μιαπλήρη στροφή. Έτσι, είδε τον Μαζιριέν.

Πάλευε κι εκείνος. Καθώς τα χτυπήματαέπεφταν βροχή επάνω του, προσπαθούσε ναπιάσει τα μαστίγιο και να τα σπάσει. Αυτά,όμως, ήταν ελαστικά κι ανθεκτικά πέρα από τιςδυνάμεις του, και τραβιόνταν πίσω για να τονχτυπήσουν ξανά. Εξοργισμένα απ’ τηναντίστασή του, τα δέντρα συγκέντρωσαν τηνεπίθεσή τους στον άτυχο μάγο, που άφριζε καιπάλευε με υπεράνθρωπη μανία, επιτρέπονταςέτσι στην Τσαιν να συρθεί ζωντανή μέχρι τηνάκρη του σύδεντρου.

Κοίταξε πίσω, βλέποντας με δέος το πάθοςγια τη ζωή στην έκφραση του προσώπου τουΜα-ζιριέν. Παραπατούσε μέσα σ’ ένα σύννεφοαπό μαστίγιο που είχαν καλύψει σχεδόν τελείωςτη μανιασμένη του μορφή. Τα χτυπήματαέπεφταν ασταμάτητα —στο κεφάλι του, στουςώμους, στα μακριά πόδια. Προσπάθησε να

σηκωθεί, αλλά ξανάπεσε.

Η Τσαιν έκλεισε τα μάτια της με ανακούφιση.Ένιωθε το αίμα να κυλάει απ’ τις πληγές της.Όμως, ακόμα δεν είχε εκπληρώσει τοσημαντικότερο μέρος της αποστολής της.Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει τρεκλίζοντας.Για πολλή ώρα, ο θόρυβος από πολλάχτυπήματα έφτανε στ’ αυτιά της.

Ο κήπος του Μαζιριέν ήταν εκπληκτικάόμορφος τη νύχτα. Τα αστρολούλουδα είχανανοίξει τα πέταλά τους μέσα στη μαγική τουςτελειότητα και οι αιχμαλωτισμένεςνυχτοπεταλούδες πετούσαν πάλι εδώ κι εκεί.Φωσφορώδη νούφαρα επέπλεαν σαν γοητευτικάπρόσωπα μέσα στη λιμνούλα, κι ο θάμνος που οΜαζιριέν είχε φέρει απ’ τη μακρινή Αλμερίαγέμιζε τον αέρα με το γλυκό του άρωμα.

Τρεκλίζοντας και με κομμένη την ανάσα, ηΤσαιν διέσχισε ψηλαφίζοντας τον κήπο. Μερικά

λουλούδια ξύπνησαν και την κοίταξαν μεπεριέργεια. Το πλάσμα που ήταν μισό ζώο καιμισό φυτό της μουρμούρισε μισοκοιμισμένα,καθώς του φάνηκε πως αναγνώρισε τοπερπάτημα του Μα-ζιριέν. Από μακριά, άκουγετη μουσική που έκαναν οι γαλάζιεςκαμπανούλες, που τραγουδούσαν γιαπανάρχαιες νύχτες, όταν το λευκό φεγγάριαρμένιζε στον ουρανό κι άγριες καταιγίδες,κεραυνοί και αστραπές, διαφέντευαν τις εποχέςτου χρόνου.

Η Τσαιν πέρασε χωρίς να δώσει σημασία.Μπήκε στο σπίτι του Μαζιριέν και βρήκε τοεργαστήρι του που φωτιζόταν πάντα απ’ ταάσβηστα λυχνάρια. Το χρυσόμαλλοδημιούργημα του Μα-ζιριέν ανασηκώθηκεξαφνικά μέσα στη δεξαμενή του και τηνκοίταξε με τα πανέμορφα κενά μάτια του.

Ανακάλυψε σ’ ένα ντουλάπι τα κλειδιά τουΜαζιριέν και κατάφερε να σηκώσει την πόρτα

της καταπακτής. Μετά, σωριάστηκε δίπλα τηςνα ξεκουραστεί και να διώξει τη θολούρα απότα μάτια της. Άρχισε να βλέπει οράματα —τονΜαζι-ριέν, ψηλό κι αγέρωχο, να προχωράει γιανα σκοτώσει τον Θρανγκ... τα λουλούδια με ταπαράξενα χρώματα κάτω απ’ τη λίμνη... τονΜαζιριέν με τη μαγεία του εξαντλημένη ναπολεμάει τα μαστίγιο των δέντρων... Το πλάσματης δεξαμενής τη συνέφερε απ’ την έκστασή τηςχαϊδεύοντας ντροπαλά τα μαλλιά της.

Κούνησε το κεφάλι για να καθαρίσει τομυαλό της και κατέβηκε μισοκατρακυλώντας τασκαλιά. Ξεκλείδωσε την τριπλοκλειδωμένηπόρτα και την άνοιξε με την τελευταία δύναμητου κορμιού της. Έφτασε το βάθρο με το κουτίόπου ο Τουργιάν έπαιζε το απεγνωσμένοπαιχνίδι του με το δράκο. Έριξε το γυάλινοσκέπασμα στο πάτωμα και έβγαλε τον Τουργιάνέξω.

Το ρουνικό φυλαχτό στον καρπό της

εξουδετέρωσε τα μάγια κι ο Τουργιάν απέκτησεπάλι το φυσιολογικό του μέγεθος. Κοίταξεεμβρόντητος τη σχεδόν αγνώριστη Τσαιν.

Εκείνη προσπάθησε να του χαμογελάσει.

«Τουργιάν —είσαι ελεύθερος —»

«Κι ο Μαζιριέν; »

«Είναι νεκρός». Σωριάστηκε στο πέτρινοπάτωμα κι έμεινε ακίνητη. Ο Τουργιάν τηνκοίταξε μ’ ένα παράξενο συναίσθημα στα μάτια.

«Τσαιν, αγαπημένο μου δημιούργημα»,ψιθύρισε. «Πόσο πιο ευγενική από μένα ήσουν,εσύ, που ξόδεψες τη μοναδική ζωή πουγνώρισες για να μ’ ελευθερώσεις».

Σήκωσε το σώμα της στην αγκαλιά του.

«Μα θα σε ξαναζωντανέψω μέσα στις

δεξαμενές μου. Θα βάλω το μυαλό σου σ’ έναάλλο σώμα το ίδιο όμορφο μ’ αυτό. Πάμε ναφύγουμε».

Και ανέβηκε κρατώντας την τα πέτρινασκαλοπάτια.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥΑΛΑΒΑΣΤΡΙΝΟΥ

ΑΝΘΡΩΠΟΥτου Μίκαελ Μούρκοκ

Ο Μίκαελ Μούρκοκ, γεννημένος το 1939,θεωρείται σήμερα ο καλύτερος Βρετανόςσυγγραφέας ηρωικής φαντασίας (με κάποιαμικρή επιφύλαξη, εγώ θα έλεγα και παγκόσμια).Ο αριθμός των βιβλίων που έχει γράψει, αν

συνδυαστεί με τη μοναδική πρωτοτυπία και τηδύναμη του καθενός, είναι κάτι το απίστευτο,ακόμα περισσότερο αν σκεφτεί κανείς πως πολλάτα έγραψε σε ηλικία μόλις 20-25 ετών.

Οι ήρωές του μοιάζουν μ’ αυτούς αρχαίαςτραγωδίας. Κυνηγημένοι από μια μοίρα που τιςπερισσότερες φορές δεν μπορούν ούτε νακαταλάβουν ούτε να υπερνικήσουν, στέκονταιόρθιοι και πολεμούν περήφανοι ενάντιά της,μισούν κι αγαπούν, γελούν και κλαίνε, χωρίςντροπή. Έχουν μέσα τους το ανθρώπινο πάθοςσ’ όλο του το μεγαλείο και σ’ όλο του τοκατάντημα. Ο Μούρκοκ είναι ο μοναδικός ίσωςστο χώρο της ηρωικής φαντασίας πουαντιμετωπίζει τον Άνθρωπο με μια ευλάβειασχεδόν θρησκευτική. Οι ιστορίες του, χωρίς ναπαύουν να είναι συναρπαστικές περιπέτειες,συγκλονίζουν τα τρίσβαθα της ψυχής. Εδώ,παραθέτω ένα απόσπασμα από την τραγική καισύντομη ζωή του «Έλρικ του Μελνιμπονέ», τουπιο αγαπημένου μου ήρωα σ’ αυτό το χώρο της

λογοτεχνίας.

Θ. Μ.

Εισαγωγή

Γ ια δέκα χιλιάδες χρόνια, η ΛαμπρήΑυτοκρατορία του Μελνιμπονέ κυβερνούσε τονκόσμο χάρη στους Μάγους Βασιλιάδες της, τιςορδές των δράκων της και τις χρυσές τηςπολεμικές γαλέρες. Απ’ το Ίμριρ, την Πόλη ΠουΟνειρεύεται, πρωτεύουσα του Νησιού τουΜελνιμπονέ, η εξουσία των ΛαμπρώνΑυτοκρατόρων απλωνόταν πάνω σ’ όλες τιςχώρες της ανθρωπότητας, αν κι οι ίδιοι οιΜελνιμπονιανοί δεν ήταν κανονικοί άνθρωποι.Ήταν ψηλοί, με νεραϊδίσια πρόσωπα καικορμιά. Ήταν υπεροπτικοί, κακέντρε-χοι,ευαίσθητοι και καλλιτέχνες, και οι γνώσεις τους

πάνω στη μαγεία ήταν απύθμενες. Είχανεπισκεφτεί πολλά απ’ τα υπερφυσικά βασίλειατων Ανώτερων Κόσμων και γνώριζαν πως ταθαύματα της Γ ης δεν μπορούσαν νασυγκριθούν μαζί τους. Έβλεπαν τουςπληθυσμούς των Νεαρών Βασιλείων μεεγωιστική περιφρόνηση, θεωρώντας φυσικήτους κατάσταση τη δουλεία και τις λεηλασίεςπου τους επέβαλλαν.

Ήρθε, όμως, μια στιγμή, μετά από εκατόαιώνες, που η δύναμη του Μελνιμπονέ άρχισενα μειώνεται, καθώς συνταρασσόταν απ’ τιςτρομακτικές μαγείες και δεχόταν επιθέσειςακόμα πιο ισχυρές απ’ αυτό, μέχρι που τελικά,το μόνο που απέμενε απ’ τη ΛαμπρήΑυτοκρατορία ήταν το ίδιο το Νησί κι ημοναδική του Πόλη, το Ίμριρ. Ήταν ακόμαισχυρή και προκαλούσε δέος- παρέμενε ηεμπορική πρωτεύουσα του κόσμου, αλλά οιπαλιές της δόξες είχαν για πάντα χαθεί.

Τα πράγματα μπορεί να έμεναν έτσι, αλλά ηΜοίρα είχε αποφασίσει αλλιώς.

Μέσα στους επόμενους λίγους αιώνες, πουονομάστηκαν η Εποχή των Νεαρών Βασιλείων,μικρές αυτοκρατορίες είδαν την ακμή και τηνπαρακμή και καινούρια έθνη κέρδισαν δύναμηκι εξουσία —το Σεγκόθ, η Μάίντάκ, το Σαλίμ,η Ιλ-μιόρα και άλλα. Ακολούθησε μια μεγάληαναταραχή στη Γη και πάνω απ’ αυτήν. ΗΜοίρα σφυρηλατούσε πάνω στο αμόνι της τοπεπρωμένο των Ανθρώπων και των Θεών,τερατώδεις πόλεμοι ετοιμάζονταν και μεγάλοιάθλοι συντελού-νταν. Πολλοί ήρωεςεμφανίστηκαν σ’ εκείνη την εποχή.

Ο σπουδαιότερος απ’ αυτούς ήταν ο Έλρικ, οτελευταίος κυβερνήτης του Μελνιμπονέ, που’χε στα χέρια του το Μαύρο Σπαθί, τοΣτορμπρίν-γκερ.

Η λέξη ήρωας δεν είναι ίσως κατάλληλη για

τον Έλρικ, γιατί ήταν αυτός που στράφηκεενάντια στην ίδια τη φυλή του και οδήγησετους Θα-λασσάρχοντες των Νεαρών Βασιλείωνσε μια μανιασμένη επίθεση ενάντια στο Ίμριρ—μια επίθεση που είχε σαν αποτέλεσμα τηνάλωση της πόλης αλλά και τη δική τουςκαταστροφή. Όλα αυτά, όμως, ήταν μέρος ενόςμεγαλύτερου σχεδίου που είχε η Μοίρα γι’αυτόν, αν κι ο Έλρικ δεν θα το μάθαινε γιαπολλά χρόνια ακόμα.

Έτσι, ο Ελρικ του Μελνιμπονέ, ο περήφανοςπρίγκιπας των ερειπίων και τελευταίοςάρχοντας μιας αφανισμένης φυλής, έγινετυχοδιώ-χτης κι όλοι τον σιχαίνονταν και τονμισούσαν στις χώρες των Νεαρών Βασιλείων.Όλοι μισούσαν τον Έλρικ με το Μαύρο Σπαθί,το σφαγέα της φυλής, του, τον καταστροφέα τηςπατρίδας του, τον ασπρομάλλη νέο με τακόκκινα μάτια που κουβαλούσε μαζί του έναπεπρωμένο μεγαλύτερο απ’ ό, τι μπορούσε ναφανταστεί...

Μαζί με τον Μούγκλαμ του Έλβερ, τονμικροσκοπικά κοκκινομάλλη που ήταν ομοναδικός του φίλος, ο Έλρικ πήγε να βγάλειεκείνο το χειμώνα στη Νότια Ήπειρο,ξοδεύοντας τους θησαυρούς του στις πόλεις τουΑργκιμίλιαρ, γυρεύοντας μια ανύπαρκτηπαρηγοριά...

Τα Χρονικά του Μαύρου Σπαθιού

1

Απ’ όλες τις πόλεις των Νεαρών Βασιλείων,η Καλάλ ήταν η πιο όμορφη. Μερικοί έλεγανπως συναγωνιζόταν το Ίμριρ, την Πόλη ΠουΟνειρεύεται, αλλά όσοι είχαν δει και τις δυοέλεγαν πως η ομορφιά της Καλάλ ήταν η πιοανθρώπινη.

Η Καλάλ ήταν χτισμένη πάνω στις όχθες του

ποταμού Κα, που διέτρεχε τη χώρα του Πικα-ράιντ και τα σχέδιά της είχαν γίνει από μιασειρά φιλότεχνων βασιλιάδων σύμφωνα με τηναρχική σύλληψη του Μορνίρ του Πρώτου. Οιμεγάλες της λεωφόροι είχαν κι απ’ τις δυομεριές τους μνημεία, αγάλματα καιαραιοκτισμένα κτίρια εξαιρετικής καιλεπτεπίλεπτης αρχιτεκτονικής. Λευκό μάρμαρο,στιλβωμένος γρανίτης και αλάβαστρο έλαμπανμέσα στον καθαρό λαμπερό αέρα και παντούέβλεπε κανείς πάρκα, κήπους, συ-ντριβάνια καιλαβύρινθους από παρτέρια, όλα σχεδιασμένααπό τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες τωνΝεαρών Βασιλείων, στη διάρκεια πολλώνγενεών. Η Καλάλ ήταν ο εθνικός θησαυρός τουΠικαράιντ, και για πολλά χρόνια το κράτος είχεφτάσει στα όρια της πτώχευσης μέχρι να τηναποτελειώσει.

Στις αρχές μιας άνοιξης, δυο παράξενοιάντρες μπήκαν στην Καλάλ, καβάλα στακουρασμένα τους άτια, περνώντας από τις

μαρμάρινες αποβάθρες δίπλα στο γοργόποταμό. Ο ένας ήταν πολύ ψηλός, αδύνατος, μεχρώμα λευκό σαν το κόκαλο και μαλλιά άσπρασαν το γάλα, κι είχε ζωσμένο στη μέση του ένατεράστιο σπαθί. Ο άλλος ήταν κοντός, μεκόκκινα μαλλιά και μια ειρωνική έκφραση στοπρόσωπό του. Είχε δυο σπαθιά, το ένα μακρύκαι κυρτό ενώ το δεύτερο λίγο μεγαλύτερο απόένα μαχαίρι.

Ήταν φανερό πως κι οι δυο τους ταξίδευανγια πολλές μέρες, γιατί τα ρούχα τους ήτανσκονισμένα και τα πρόσωπά τους βρόμικα. Θαμπορούσαν να είναι απλά δυο αποτυχημένοιμισθοφόροι που γύρευαν καινούριο αφεντικό.Μερικοί, όμως, απ’ αυτούς που τους είδαν ναμπαίνουν στην Καλάλ αναγνώρισαν τον ψηλόκαι υπέθεσαν ποιος ήταν ο σύντροφός του.Αυτοί που αναγνώρισαν τους νεοφερμένους δενχάρηκαν ιδιαίτερα για την άφιξή τους, γιατί οΈλρικ του Μελνιμπονέ ήταν γνωστός σανφονιάς, προδότης και αφανιστής της ίδιας της

γενιάς του, ένας δαίμονας που έφερνε τρόμοκαι καταστροφή όπου κι αν πήγαινε.

Ο Μούνγκλαμ χαμογέλασε ειρωνικά καθώςπέρασαν μπροστά από ένα αγριεμένο πρόσωποκοντά σε μια απ’ τις πολλές πανέμορφεςγέφυρες που διέσχιζαν τον Κα.

«Δεν νομίζω πως είμαστε καλοδεχούμενοιεδώ, Έλρικ».

Ο Έλρικ σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασεαχνά. «Ποιος μπορεί να τους κακίσει γιατί δενθέλουν ν’ αναστατώσουμε την ηρεμία της πόληςτους; »

Ο Μούνγκλαμ χαμογέλασε πονηρά μέσα απ’τη σκόνη που του σκέπαζε το πρόσωπο. «Ίσωςνα ’ναι πρόθυμοι να μας πληρώσουν για ναπάμε αλλού. Τα πουγκιά μας έχουνσακκουλιάσει σαν τα στομάχια λιμασμένωναγελάδων χάρη στις σπατάλες σου. Λένε πως η

Καλάλ είναι πολύ ακριβή πόλη. Κάθεταξιδιώτης πρέπει να πληρώνει φόρο για τησυντήρηση όλης αυτής της ομορφιάς».

«Θα δυσκολευτούν πολύ να πάρουν αυτό τοφόρο από μας. Έλα, ας περάσουμε τη γέφυρα κιας βρούμε κάποιο πανδοχείο στα μέτρα μας».

Έστριψαν τ’ άλογά τους και πέρασαν πάνωαπό μια γρανιτένια γέφυρα, διακοσμημένη μ’αγάλματα των μυθικών ηρώων της πόλης.

Είχαν σχεδόν φτάσει στη μέση της, όταν οΜούνγκλαμ έδειξε μπροστά τους. Μια ομάδακαβαλάρηδων κάλπαζαν με μεγάλη ταχύτηταπρος τη γέφυρα. Ήταν ντυμένοι μ’ασημοστόλιστες πανοπλίες και βαριοί λευκοίμανδύες ανέμιζαν πίσω τους. Ο αρχηγός τουςφορούσε στο κεφάλι μια μεγάλη περικεφαλαίαμ’ ένα λοφίο από κόκκινα φτερά. Η προσωπίδατης του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Ευγενικά,ο Μούνγκλαμ κι ο Έλρικ τράβηξαν τ’ άλογά

τους στο πλάι για ν’ αφήσουν τουςκαβαλάρηδες να περάσουν. Ο αρχηγός τουςαναγνώρισε την πράξη τους με ένα νεύμαχαιρετισμού καθώς περνούσε, και μετά γύρισεαπότομα πίσω το κεφάλι για να κοιτάξει τονΈλρικ, λες και τον είχε αναγνωρίσει. Μετά, οικαβαλάρηδες συνέχισαν να καλπάζουν σε μιαμεγάλη λεωφόρο, ανάμεσα σε καστανιές πουμόλις είχαν αρχίσει ν’ ανθίζουν.

«Αυτός ο ιππότης θα πρέπει να σ’ έχειξαναδεί», είπε ο Μούνγκλαμ. «Μπορώ να κρίνωαπ’ την αρματωσιά του πως δεν είναι ντόπιος.Ελπίζω να μην είναι κανένας απ’ αυτούς που’χουν ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί σου».

«Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι», είπε ο Έλρικαδιάφορα, «αλλά κανένας μέχρι σήμερα δενκατάφερε να μ’ εκδικηθεί».

«Χαζοί θα ήταν να το προσπαθήσουν, όσοκρατάς το Μαύρο Σπαθί».

«Πραγματικά». Ο Έλρικ αναστέναξε καιπροσποιήθηκε πως παρατηρούσε τασκαλίσματα της αψίδας κάτω απ’ την οποίαπερνούσαν.

Πέρασαν τις επόμενες ώρες ψάχνοντας γιαένα πανδοχείο, αλλά δεν βρήκαν κανένα που ναμπορούν να πληρώσουν τις τιμές του, έστω καιγια μια νύχτα. Δεν υπήρχαν φτωχογειτονιέςστην Καλάλ, ούτε και μικρά καπηλειά όπουμπορούσαν να μείνουν οι φτωχοί. Ρωτώντας,έμαθαν πως η κοντινότερη κωμόπολη ήταν δυομέρες μακριά.

Καθώς έπεφτε η νύχτα, ο Μούνγκλαμκατσούφιαζε όλο και περισσότερο.

«Πρέπει να βρούμε λεφτά, φίλε Έλρικ», είπε.

«Δεν μπορείς να παρουσιάσεις με μαγικό τρόποκάποιο θησαυρό; »

«Δεν έχω ικανότητα σε τέτοιου είδουςξόρκια», απάντησε ο Έλρικ αφηρημένα.

«Τότε πρέπει να γυρέψουμε δουλειά. Πολλοίέμποροι πηγαινοέρχονται στην πόλη. Ίσως ναμας πληρώσουν για να τους προστατεύουμε τακαραβάνια τους. Αν πηγαίναμε στη συνοικίατων εμπόρων, μπορεί... »

«Κάνε ό, τι θέλεις, Μούνγκλαμ». Ο Έλρικ ξε-καβάλησε τ’ άλογό του και το οδήγησε προςένα μεγάλο μαρμάρινο μνημείο που είχανυψώσει μέσα σ’ ένα παρτέρι με μικρά λευκάλουλούδια. Το άλογο άρχισε να βοσκάει ταλουλούδια, ενώ ο Έλρικ κάθισε με την πλάτητου πάνω στη βάση του μνημείου. «Εγώ θακοιμηθώ εδώ. Η νύχτα είναι αρκετά ζεστή».Τύλιξε τον λεκιασμένο μανδύα του γύρω του κιέκλεισε τα μάτια.

Ο Μούνγκλαμ ήξερε καλά πως ήταναδύνατον να συνεννοηθεί με το φίλο του ότανείχε τέτοια διάθεση. Δίστασε για μια στιγμή καιμετά Κατευθύνθηκε προς το ποτάμι.

Η νύχτα έγινε πιο ψυχρή, κι ο Έλρικ ξύπνησετρέμοντας από έναν μαύρο εφιάλτη. Σύννεφαείχαν σκεπάσει το φεγγάρι κι ήταν δύσκολο ναδιακρίνει κανείς σε απόσταση μεγαλύτερη απόλίγα μέτρα. Σηκώθηκε και τεντώθηκε. Μετά,είδε τα φώτα. Ήταν καμιά δεκαριά κι έρχοντανπρος το μέρος του απ’ τη μεριά του δρόμου.Έγειρε πάνω στο μνημείο και τα παρατήρησε μεπεριέργεια. Σύντομα είδε πως τα φώτα ήτανφανάρια που τα κρατούσαν καβαλάρηδεςντυμένοι με δερμάτινες στολές και σκούφους,που κρατούσαν οβάλ ασπίδες, σπαθιά καιρόπαλα. Όταν είδαν τον Έλρικ, κατέβηκαν απ’τ’ άλογα και τον πλησίασαν όλοι μαζί,ανοίγοντας τα φανάρια έτσι που το φως τους ναπέσει επάνω του.

Ο αρχηγός τους προσπάθησε να διακρίνει τοπρόσωπο του Έλρικ που ’ταν κρυμμένο κάτωαπ’ την κουκούλα του μανδύα του.

«Τι γυρεύεις εδώ, ξένε; »

«Προσπαθούσα να κοιμηθώ», απάντησε οΈλ-ρικ. «Όμως εσείς κι ο βρομόκαιρος σας δενμ’ αφήνετε».

«Και γιατί δεν πας να κοιμηθείς σ’ έναπανδοχείο; »

«Επειδή δεν έχω να πληρώσω», είπε ο Έλρικήρεμα.

«Έχεις πληρώσει το Φόρο των Επισκεπτών; »

«Δεν τον έχω πληρώσει».

Το κόκκινο και οξύθυμο πρόσωπο τουαρχηγού συσπάστηκε οργισμένα. «Τότε έχεις

ήδη παραβεί δυο από τους νόμους της Καλάλ,όπως χωρίς αμφιβολία κι άλλους που δενξέρουμε ακόμα».

«Χωρίς αμφιβολία. Τώρα γύρνα στη δουλειάσου, φίλε, κι εγώ θα προσπαθήσω ναξανακοιμη-θώ».

«Απευθύνεσαι σ’ έναν αξιωματικό τηςΦρουράς», είπε ο άντρας σφίγγοντας τα χείλη.«Καθήκον μου είναι να μαζεύω το Φόρο τωνΕπισκεπτών και να συλλαμβάνω τους αλήτεςπου προσβάλλουν την καλαισθησία όσωνέρχονται να θαυμάσουν την ομορφιά τηςΚαλάλ».

«Θα σε συμβούλευα να ξεχάσεις το καθήκονσου αυτή τη φορά», είπε χαμηλόφωνα ο Έλρικ.«Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι νόμοι των ανθρώπων, κιοι δικοί σας φαίνονται να ’ναι ακόμα λιγότερο

σημαντικοί. Χάσου απ’ τα μάτια μου! »

«Μα τον Βαλσάκ, είσαι πολύ αυθάδης! Είμαιανεκτικός άνθρωπος. Μπορεί και να σελυπόμουν αν σηκωνόσουν να φύγεις αμέσως,Μα τώρα... »

Ο Έλρικ έσπρωξε πίσω το μανδύα του κιακούμπησε το χέρι του στη λαβή τουΣτόρμπρίν-γκερ. Το σπαθί αναδεύτηκε ελαφρά.«Σου λέω να φύγεις», είπε με σοβαρότητα. «Αντραβήξω το σπαθί, σίγουρα θα πεθάνεις! »

Ο λοχαγός της Φρουράς χαμογέλασε κιέδειξε τη μια ντουζίνα άντρες που τονακολουθούσαν. «Μην είσαι ανόητος, ξένε. Ητιμωρία σου θα είναι ελαφριά αν μας αφήσειςνα σε συλλάβουμε χωρίς να χρησιμοποιήσουμετα σπαθιά μας. Αν, όμως, σκοτώσεις κάποιοναπό μας, θα καταδικαστείς σε ισόβιακαταναγκαστικά έργα και θα σέρνειςογκόλιθους στα λατομεία μ’ ένα μαστίγιο απόπάνω σου για να σου κάνει τη ζωή ακόμα πιοδύσκολη».

«Αν ξεθηκαρώσω αυτό το σπαθί, θα σαςσκοτώσω όλους», τον διαβεβαίωσε ο Έλρικ.«Μάθε πως είμαι ο Πρίγκιπας Έλρικ τουΜελνιμπονέ και αυτό που κουβαλάω είναι τοΜαύρο Σπαθί! »

Το κόκκινο πρόσωπο του λοχαγού ξαφνικάΧλώμιασε. Ύστερα, ίσιωσε τους ώμους.«Όποιος και να’ σαι, εγώ πρέπει να εκτελέσωτο καθήκον μου. Άνδρες —»

«Τι σημαίνει αυτή η απρεπής λογομαχία,Λοχαγέ, γνωρίζεις πως απευθύνεσαι στο φίλομου τον Πρίγκιπα Έλρικ; »

Ο λοχαγός γύρισε με φανερή ανακούφιση γιανα κοιτάξει τον νεοφερμένο που μόλις είχεέρθει καβάλα στο άλογό του. Ήταν έναςσαραντάρης με τετράγωνο, αρρενωπό πρόσωπο,ντυμένος με μια ασημοστόλιστη πανοπλίαπάνω απ’ την οποία ήταν ριγμένος ένας λευκόςμανδύας. Στο κεφάλι φορούσε μια

περικεφαλαία με πορφυρό λοφίο. Ήταν οάντρας που είχε αναγνωρίσει τον Έλρικ εκείνοτο πρωί. Ο Έλρικ, όμως, δεν τον είχε ξαναδείποτέ.

«Δεν είχε να πληρώσει το Φόρο τωνΕπισκεπτών, άρχοντά μου», είπε ξεψυχισμένα ολοχαγός. «Δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να... »

Ο καβαλάρης τράβηξε ένα μικρό πουγκί απότη ζώνη του και το πέταξε στα πόδια τουλοχαγού. «Πάρε το φόρο σου —κι ακόμαπαραπάνω».

Ο λοχαγός της φρουράς έσκυψε και σήκωσετο πουγκί. Το άνοιξε και κοίταξε μέσα. «Σ’ευχαριστώ, άρχοντά μου. Πάμε, παιδιά».Υποχώρησε βιαστικά προς το σημείο που είχεαφήσει το άλογό του. Η Φρουράαπομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Έλρικ ναπαρατηρεί τον άντρα με την ασημοστόλιστηπανοπλία που χαμογέλασε, βλέποντας τον

αλμπίνο ξαφνιασμένο.

«Σας ευχαριστώ, κύριε», είπε ο Έλρικ. «Δενείχα καμιά διάθεση να τους σκοτώσω, μα... »

Ο ιππότης έδειξε το άλογο του Έλρικ. «Θαέρθεις μαζί μου; Θα ’ταν τιμή μου να σεφιλοξενήσω απόψε».

«Δεν είμαι απ’ αυτούς που γυρεύουνελεημοσύνες, κύριε».

«Το γνωρίζω καλά, άρχοντά μου. Εγώ είμ’αυτός που γυρεύει τη βοήθειά σου. Σε ψάχνωεδώ κι αρκετούς μήνες».

«Και ποια είναι η φύση της βοήθειας πουεπιθυμείτε; »

«Θα σου εξηγήσω ενώ θα τρώμε στο σπίτιπου έχω νοικιάσει στην Καλάλ. Δεν είναι καιπολύ μακριά».

Η όψη του άντρα άρεσε στον Έλρικ κι έτσι α-νταποκρίθηκε στην πρόσκλησή του.«Ευχαριστώ», είπε. «Είμαι ευγνώμων».

Πήγε στο άλογό του και το καβάλησε.Προχώρησαν μαζί κατά μήκος της λεωφόρου,μέχρι που έφτασαν σ’ ένα σπίτι τριγυρισμένοαπό έναν μα-ντρότοιχο που ’ταν σκεπασμένοςμ’ αναρριχητικά φυτά διάφορων αποχρώσεων.Πέρασαν μέσα από μια πύλη και στην αυλήένας ιπποκόμος τους πήρε τα άλογα. Από μιαπόρτα μπήκαν σ’ ένα μικρό διάδρομο κι από κεισ’ ένα ζεστό, καλοφωτισμένο δωμάτιο, που είχεστο κέντρο του ένα στρωμένο τραπέζι. Κάπουμαγείρευαν φαγητό, κι η μυρωδιά του έκανε τονΈλρικ να συνειδητοποιήσει πόσο λίγο είχε φάειτελευταία. Κάποιος ήταν ήδη καθισμένος στοτραπέζι. Χαμογέλασε ειρωνικά μόλις είδε τονΈλρικ, και σηκώθηκε.

«Μούνγκλαμ! »

«Καλησπέρα, Έλρικ. Οι άντρες τουοικοδεσπότη μας μ’ ανακάλυψαν ενώ παζάρευαμ’ έναν έμπορο που φαινόταν να μην ξέρει τικίνδυνο διέτρεχε το καραβάνι του αν δεν του τοπροστατεύαμε εμείς. Του είπα πού θα μπορούσενα σε βρει. Χαίρομαι που σε ανακάλυψε τόσογρήγορα. Περιμένω στο τραπέζι εδώ και μιαώρα! »

Ο ιππότης έδωσε την περικεφαλαία του σ’έναν υπηρέτη ενώ άλλοι άρχισαν να του λύνουντο θώρακα και τις περικνημίδες, δίνοντάς τουμιαν άνετη βελούδινη ρόμπα για να ρίξει επάνωτου.

Καθώς κάθισαν στο τραπέζι, τους είπε:«Είμαι ο Δούκας Άβαν Άστραν του ΠαλιούΧλορμάρ στο Βίλμιρ».

«Έχω ακουστά για σένα, άρχοντά μου». ΟΈλ-ρικ έβαλε στο πιάτο του απ’ τη σαλάτα πουτου πρόσφερε ένας υπηρέτης. Ο Δούκας Άβαν

Άστραν ήταν γνωστός σαν μεγάλοςεξερευνητής που τα ταξίδια του σ’ όλο τονκόσμο είχαν κάνει την πόλη του πάμπλουτη.«Είστε διάσημος για τα ταξίδια σας».

Ο Δούκας Άβαν χαμογέλασε. «Πράγματι,έχω εξερευνήοει το μεγαλύτερο μέρος τουκόσμου. Έχω επισκεφτεί το δικό σουΜελνιμπονέ κι έχω ταξιδέψει στην Ανατολή,μέχρι τις χώρες του κύριου Μούνγκλαμ —στοΈλβερ και τα Άγνωστα Βασίλεια. Έχω πάει στοΜιίρν, όπου ζουν οι φτερωτοί άνθρωποι. Έχωφτάσει μέχρι το χείλος του κόσμου και κάποιαμέρα σκοπεύω να πάω ακόμα πιο πέρα. Δενέχω, όμως, περάσει ποτέ τη Θάλασσα πουΒράζει, και γνωρίζω ένα μικρό μόνο τμήμα τηςακτής της δυτικής ηπείρου που δεν έχει όνομα.Έχεις πάει εκεί, νομίζω; »

«Βρέθηκα εκεί κάποτε, όταν οιΘαλασσάρχο-ντες έκαναν τη μοιραία τουςσύναξη, μα δεν έχω ξαναπάει από τότε».

«Θα ’θελες να ξαναπάς; »

«Δεν υπάρχει λόγος που να με κάνει ναεπιθυμώ κάτι τέτοιο».

Στην απέναντι μεριά του τραπεζιού, ο Έλρικείδε το πρόσωπο του Μούνγκλαμ να γεμίζειέγνοια, σχεδόν ανησυχία. Παρατήρησε τηνέκφραση του Δούκα Άβαν Άστραν καιπροσπάθησε να τη διαβάσει. Έστρεψε πάλι τηνπροσοχή του στο φαγητό.

«Δεν έχεις ποτέ εξερευνήοει το εσωτερικότης Δυτικής Ηπείρου; » συνέχισε ο ΔούκαςΆβαν.

«Όχι».

«Σίγουρα, όμως, θα ξέρεις πως υπάρχουνενδείξεις ότι οι πρόγονοί σου ξεκίνησαν απόεκείνο το σημείο του κόσμου».

«Ενδείξεις; Μερικοί θρύλοι, αυτό είν’ όλο».

«Ένας απ’ αυτούς τους θρύλους μιλάει γιαμια πόλη αρχαιότερη ακόμα κι απ’ τοονειρεμένο Ίμριρ. Μια πόλη που στέκεταιακόμα, μέσα στις βαθιές ζούγκλες της δύσης».

«Εννοείς το Ρ’λιν Κ’ρεν Άα; » Ο Έλρικ έκανετον αδιάφορο αν κι είχε πάψει πια να είναι.

«Ναι. Παράξενο όνομα. Το προφέρεις πιοεύκολα απ’ ό, τι εγώ».

«Σημαίνει απλά, Εκεί Που Συναντιόνται ΟιΥψηλοί, στην αρχαία γλώσσα του Μελνιμπονέ».

«Κάτι τέτοιο έχω ακούσει».

«Πρέπει να ξέρεις, επίσης», είπε ο Έλρικ,βουτώντας ένα κομμάτι βοδινό σε μια πλούσιαγλυκιά σάλτσα, «πως δεν υπάρχει τέτοια πόλη».

«Είναι σημειωμένη σε κάποιο χάρτη πουέχω».

Ο Έλρικ μάσησε και κατάπιε αργά τηνμπουκιά του. «Ο χάρτης είναι χωρίς αμφιβολίαπλαστός».

«Ίσως. Θυμάσαι τίποτε άλλο από το θρύλοτου Ρ’λιν Κ’ρεν Άα; »

«Κάποια ιστορία αναφέρει το Πλάσμα ΠουΕίναι Καταδικασμένο Να Ζει». Ο Έλρικέσπρωξε το πιάτο του στο πλάι κι έβαλε κρασίστο ποτήρι του. «Λέγεται πως η πόλη πήρε αυτότο όνομα επειδή οι Άρχοντες των ΑνώτερωνΚόσμων συναντήθηκαν κάποτε εκεί για ναορίσουν τους κανόνες της ΚοσμικήςΣύγκρουσης. Κάποιος απ’ τους κάτοικους τηςπόλης που δεν την είχε εγκαταλείψει ότανκατέβηκαν εκεί, άκουσε τη συζήτησή τους.Όταν τον ανακάλυψαν, τον καταδίκασαν ναμείνει αιώνια ζωντανός, κρατώντας την

τρομακτική γνώση που απόχτησε για πάνταμέσα του».

«Κι εγώ έχω ακούσει αυτή την ιστορία.Εκείνη, όμως, που μ’ ενδιαφέρει, είναι αυτή πουλέει πως οι κάτοικοι δεν επέστρεψαν ποτέ πίσωστην πόλη. Μετακινήθηκαν βόρεια καιδιέσχισαν τη θάλασσα. Μερικοί έφτασαν στομέρος που ονομάζουμε σήμερα Το Νησί τουΜάγου, ενώ άλλοι συνέχισαν —παρασυρμένοιαπό μια τρομερή καταιγίδα— κι έφτασαντελικά σ’ ένα νησί που κατοικούσαν δράκοι μεφαρμάκι που έβαζε φωτιά σ’ ό, τι άγγιζε —δηλαδή, στο Μελνιμπονέ».

«Θέλεις, λοιπόν, να εξακριβώσεις αν ηιστορία είναι αληθινή; Το ενδιαφέρον σου είναιαπλά αυτό ενός μελετητή; »

Ο Δούκας Άβαν γέλασε. «Εν μέρει. Τοενδιαφέρον μου, όμως, για το Ρ’λιν Κ’ρεν Άαπροέρχεται κυρίως από έναν πιο υλιστικό λόγο.

Οι πρόγονοί σου άφησαν αμύθητους θησαυρούςπίσω τους, όταν εγκατέλειψαν την πόλη.Αναφέρομαι κυρίως στο είδωλο του Άριοχ, τουΆρχοντα του Χάους —ένα γιγάντιο άγαλμασκαλισμένο σε αλάβαστρο, που τα μάτια τουήταν δυο τεράστια πανομοιότυπα πετράδια ενόςείδους άγνωστου στα βασίλεια της Γης.Πετράδια από μια άλλη διάσταση που θαμπορούσαν ν’ αποκαλύψουν όλα τα μυστικάτων Ανώτερων Κόσμων, του παρελθόντος καιτου μέλλοντος, των μυριάδων διαστάσεων τουσύμπαντος... »

«Όλοι οι πολιτισμοί έχουν παρόμοιουςμύθους. Παραμύθια για μικρά παιδιά, ΔούκαΆβαν, αυτό είναι όλο... »

«Ο πολιτισμός των Μελνιμπονιανών,ωστόσο, είναι εντελώς ανόμοιος μ’ όλους τουςάλλους. Οι Μελνιμπονιανοί δεν είναιπραγματικοί άνθρωποι, καθώς θα ξέρεις. Οιδυνάμεις τους είναι υπέρτερες κι οι γνώσεις

τους πολύ μεγαλύτερες... »

«Αυτά συμβαίναν κάποτε», είπε ο Έλρικ.«Όμως εγώ δεν έχω παρά ένα μικρό τμήμααυτής της γνώσης και της δύναμης... »

«Δεν σ’ έψαξα στο Μπάκσααν, κι αργότεραστο Τζαντμάρ επειδή πίστευα πως μπορούσες ναμου επαληθεύσεις αυτά που έχω ακούσει. Δενπέρασα τη θάλασσα μέχρι το Αργκιμίλιαρ καιμετά το Πικαράιντ επειδή σκέφτηκα πως θα μουεπαλήθευες αμέσως όσα σου ανέφερα —σ’έψαχνα γιατί πιστεύω πως είσαι ο μοναδικόςάνθρωπος που θα θέλει να με συνοδέψει σ’ έναταξίδι που θα μας αποκάλυπτε την αλήθεια ή ταψέματα των θρύλων μια για πάντα».

Ο Έλρικ έγειρε το κεφάλι πίσω και στράγγισετο κρασοπότηρό του.

«Δεν μπορείς να το κάνεις από μόνος σου;Γιατί θες να σ’ ακολουθήσω σ’ αυτή την

αποστολή; Απ’ όσα έχω ακούσει για σένα,Δούκα Άβαν, δεν είσαι απ’ αυτούς πουχρειάζονται βοήθεια στις περιπέτειές τους... »

Ο Δούκας Άβαν γέλασε. «Έφτασα μόνος μουμέχρι το Έλβερ, όταν οι άνθρωποί μου μ’εγκατέλειψαν μέσα στην Κλαίουσα Έρημο. Δενείναι συνήθειο μου να φοβάμαι. Έχω, όμως,επιβιώσει στα ταξίδια μου μέχρι τώρα επειδήέδειξα την πρέπουσα προνοητικότητα καιπροσοχή πριν ξεκινήσω. Τώρα μου φαίνεταιπως θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσω άγνωστουςκινδύνους —μαγεία, ίσως. Σκέφτηκα, λοιπόν,πως θα χρειαζόμουν κάποιο σύμμαχο που ναέχει εμπειρία στα πολεμικά ξόρκια. Μιας καιδεν θέλω να ’χω πάρε δώσε με τους κοινότυπουςμάγους, όπως το σκυλολόι του Παν Τανγκ,ήσουν η μοναδική μου εκλογή. Είσαι έναςτυχοδιώχτης, Πρίγκιπα Έλρικ, ακριβώς όπως κιεγώ. Ήσουν τυχοδιώχτης πριν ακόμα πέσει τοΊμριρ. Στ’ αλήθεια, αν δεν είχες αυτή τη μανίανα ταξιδεύεις, ο ξάδερφός σου δεν θα ’χε

σφετεριστεί τον Ρουμπινένιο Θρόνο τουΜελνιμπονέ στη διάρκεια της απουσίας σου... »

«Αρκετά! » είπε ο Έλρικ, χολωμένος. «Αςμιλήσουμε για την αποστολή. Πού είναι οχάρτης; »

«Θα ’ρθεις μαζί μου; »

«Δείξε μου το χάρτη».

Ο Δούκας Άβαν έβγαλε έναν πάπυρο απ’ τοδισάκι του. «Να τος».

«Πού τον βρήκες; »

«Στο Μελνιμπονέ».

«Πήγες τώρα τελευταία; » Ο Έλρικ ένιωσε τοθυμό να φουσκώνει μέσα του.

Ο Δούκας Άβαν σήκωσε το χέρι του. «Πολλοί

έχουν επισκεφτεί τα ερείπια του Ίμριρ από τότεπου έπεσε, άρχοντά μου. Οι περισσότεροιγύρευαν θησαυρούς. Εγώ, σ’ αυτήν ειδικά τηνπερίπτωση, γύρευα τη γνώση. Βρήκα έναμπαουλάκι που φαινόταν πως ήτανσφραγισμένο κι άθιχτο για χιλιάδες χρόνια.Μέσα στο μπαουλάκι ήταν αυτός ο χάρτης».Άπλωσε τον πάπυρο πάνω στο τραπέζι. Ο Έλρικαναγνώρισε την τεχνοτροπία και τη γραφή —ήταν γραμμένος στην αρχαία Υψηλή Γλώσσατου Μελνιμπονέ. Απεικόνιζε ένα τμήμα τηςΔυτικής Ηπείρου, μεγαλύτερο απ’ οποιοδήποτεείχε δει ποτέ σε χάρτη. Έδειχνε έναν μεγάλοποταμό που προχωρούσε προς την ενδοχώραγια περισσότερο από εκατόν πενήνταχιλιόμετρα. Φαινόταν να κυλάει μέσα απόζούγκλα και μετά να χωρίζεται στα δύο για ναξαναγίνει ένα αργότερα. Το νησί πουσχηματιζόταν μ’ αυτόν τον τρόπο ανάμεσα στιςδυο διακλαδώσεις ήταν σημειωμένο μ’ ένανμαύρο κύκλο. Πάνω απ’ αυτόν τον κύκλο,γραμμένο με την περίπλοκη γραφή του αρχαίου

Μελνιμπονέ, ήταν το όνομα Ρ’λιν Κ’ρεν Άα. ΟΈλρικ εξέτασε τον πάπυρο προσεκτικά. Δενφαινόταν να’ ναι πλαστός.

«Αυτό μονάχα βρήκες; » ρώτησε.

«Ο πάπυρος ήταν σφραγισμένος μεβουλοκέρι, και πάνω στη σφραγίδα υπήρχεαυτό», είπε ο Δούκας Άβαν, δίνοντας κάτι στονΈλρικ.

Ο Έλρικ κράτησε το αντικείμενο μέσα στηνπαλάμη του. Ήταν ένα μικροσκοπικά ρουμπίνι,με τόσο βαθύ κόκκινο χρώμα που στην αρχήνόμισε πως ήταν μαύρο. Καθώς το έστρεψε στοφως, διέκρινε μια μορφή στο κέντρο τουρουμπινιού κι αναγνώρισε ποιος ήταν. Ζάρωσετο μέτωπο και είπε: «Συμφωνώ με την πρότασήσου, Δούκα Άβαν. Θα μ’ αφήσεις να κρατήσωαυτό εδώ; »

«Γνωρίζεις τι είναι; »

«Όχι, μα θα ’θελα να μάθω. Κάτι ξέρω γι’αυτό, που μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή... »

«Πολύ καλά, πάρ’ το. Εγώ θα κρατήσω τοχάρτη».

«Πότε λες να ξεκινήσουμε; »

«Θα φύγουμε αύριο για την ακτή. Το πλοίομου μας περιμένει. Από εκεί, θα ταξιδέψουμεπαράλληλα με την ξηρά μέχρι τη Θάλασσα ΠουΒράζει».

«Λίγοι έχουν επιστρέψει απ’ αυτόν τονωκεανό», μουρμούρισε ειρωνικά ο Έλρικ.Κοίταξε απέναντί του και είδε πως τα μάτια τουΜούν-γκλαμ τον ικέτευαν να μη δεχτεί τηνπρόταση του Δούκα. Ο Έλρικ χαμογέλασε στοφίλο του. «Βρίσκω αυτή την περιπέτεια τουγούστου μου».

Ο Μούνγκλαμ σήκωσε τους ώμους,

αποδεχόμενος τη μοίρα του.

2

Η ακτή του Λορμίρ χάθηκε μέσα στη ζεστήομίχλη κι η βιλμιριανή σκούνα έστρεψε τηλεπτή της πλώρη προς τα δυτικά και τηΘάλασσα Που Βράζει.

Μόνο μια φορά πριν ο Ελρικ είχε περάσειμέσα απ’ αυτή τη θάλασσα, και τότε είχε πετάξειψηλά από πάνω της, καβάλα σ’ ένα πουλί απόχρυσάφι, ασήμι και μπρούντζο, ψάχνοντας τογυμνό ερημονήσι όπου ήταν χτισμένο το μαγικόπαλάτι του Ασάνελουν —το κάστρο της Μισέλ-λα. Πιασμένος από την κουπαστή, ο Ελρικκοιτούσε την ομίχλη που στροβιλιζόταν καιπροσπαθούσε να μη σκέφτεται τη Μισέλλα καιτα συναισθήματα που είχε ξυπνήσει μέσα του.Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του καιγύρισε να κοιτάξει το ανήσυχο πρόσωπο του

Μούν-γκλαμ.

«Έχεις μεγάλη υπομονή μαζί μου, φίλεΜούν-γκλαμ. Οι ανησυχίες σου είναι πάνταβάσιμες, αλλά ποτέ δεν τις συμμερίζομαι.Αναρωτιέμαι γιατί να συμβαίνει αυτό».

Ο Μούνγκλαμ σήκωσε τα μελαγχολικό τουμάτια για να κοιτάξει τα φουσκωμένα πανιά τηςσκούνας. «Επειδή γυρεύεις τον κίνδυνο όπωςάλλοι γυρεύουν τις γυναίκες ή το πιοτό —γιατίμέσα στον κίνδυνο, βρίσκεις τη λησμονιά».

«Τη βρίσκω, όμως, πράγματι; Λίγοι απ’ τουςκινδύνους που ’χουμε αντιμετωπίσει μαζί μ’έχουν βοηθήσει να ξεχάοω. Αντίθετα, φαίνεταινα κάνουν πιο ζωηρές τις αναμνήσεις μου καιπιο μεγάλη τη θλίψη μου... » Ο Έλρικαναστέναξε βαθιά. «Ακολουθώ τον κίνδυνογιατί πιστεύω πως κάπου μέσα του μπορεί ναβρω μια λύση — κάποια αιτία για όλα αυτά τατραγικά και τα παράδοξα. Κι όμως, ξέρω πως

ποτέ δεν θα μπορέσω να τη βρω».

«Ωστόσο, αυτός είν’ ο λόγος που πάμε στοΡ’λιν Κ’ρεν Άα, έτσι δεν είναι; Ελπίζεις πως οιαρχαίοι σου πρόγονοι μπορεί να είχαν βρει τηναπάντηση που ζητάς».

«Το Ρ’λιν Κ’ρεν Άα είναι ένας μύθος. Ακόμακι αν ο χάρτης αποδειχτεί αυθεντικός, τι άλλομπορεί να βρούμε εκεί εκτός από λίγα ερείπια;Το Ίμριρ στεκόταν για δέκα χιλιάδες χρόνια,και χτίστηκε το λιγότερο δυο αιώνες μετά τηνεγκατάσταση του λαού μου στο Μελνιμπονέ. Οχρόνος θα έχει εξαλείψει το Ρ’λιν Κ’ρεν Άα».

«Και τον Αλαβάστρινο Άνθρωπο; »

«Αν το άγαλμα υπήρξε ποτέ, θα μπορούσε ναλεηλατηθεί οποιαδήποτε στιγμή στουςτελευταίους εκατό αιώνες».

«Και το Πλάσμα Που Είναι Καταδικασμένο

Να Ζει; ».

«Ένα παραμύθι».

«Κι όμως, ελπίζεις να ’ναι όλα όπως τα λέειο Δούκας Άβαν... »

«Οχι, Μούνγκλαμ —Φοβάμαι μην είναιόλα ακριβώς όπως τα λέει».

Ο άνεμος φύσαγε κάθε τόσο κι από άλληκατεύθυνση, και το ταξίδι της σκούνας ήταναργό καθώς η ζέστη όλο και μεγάλωνε. Οιναύτες ι-δρωκοπούσαν και μουρμούριζαντρομαγμένα, με τα πρόσωπά τουςσκαλισμένα σε μάσκες φόβου. Μονάχα οΔούκας Άβαν φαινόταν να διατηρεί τηναυτοπεποίθησή του. Έδινε κουράγιο στουςάντρες του και προσπαθούσε να τους πείσειπως γρήγορα θα γίνονταν όλοι πλούσιοι.

Τελικά, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν τακουπιά. Οι άντρες γδύθηκαν για νακαθίσουν στους πάγκους, και το δέρμα όλωντους ήταν κοκκινισμένα σαν του αστακού.Ο Δούκας Άβαν το ανέφερε αστειευόμενος,αλλά οι Βιλμιριανοί δεν γέλασαν διόλου.

Γύρω απ’ το πλοίο, η θάλασσα κόχλαζεκαι μούγκριζε, καθώς έβαζαν ρότα μόνο μετη βοήθεια των χοντροκαμωμένων ναυτικώνοργάνων τους, μιας κι ο ατμός σκέπαζε ταπάντα. Σε κάποια στιγμή, ένα πράσινοπλάσμα αναδύθηκε απ’ τη θάλασσα και τουςαγριοκοίταξε πριν χαθεί και πάλι μέσα στανερά.

Έτρωγαν και κοιμόνταν σε πολύ αραιάδιαστήματα, κι ο Έλρικ σπάνια άφηνε τοκατάστρωμα. Ο Μούνγκλαμ υπέμενε τηζέστη σιωπηλά, ενώ ο Δούκας Άβαντριγυρνούσε στο πλοίο εν-θαρρύνοντας τουςάντρες, χωρίς να φαίνεται να ενοχλείται.

«Στο κάτω κάτω», είπε στον Μούνγκλαμ,«περνάμε μόνο δίπλα απ’ τα όρια αυτής τηςθά-

λασσας. Φαντάσου πώς θα είναι στο κέντροτης! »

«Προτιμώ να μην το σκέφτομαι. Φοβάμαιπως θα βράσω μέχρι θανάτου πριν περάσει άλλημια μέρα».

«Μη λες ανοησίες, φίλε Μούνγκλαμ. Οατμός σού κάνει καλό. Δεν υπάρχει τίποταυγιεινότερο! » Κι ο Δούκας Άβαν τεντώθηκε,ρουφώντας τον αέρα με προσποιητή ευφορία.«Αποτοξινώ-νει τον οργανισμό απ’ όλα ταδηλητήρια».

Ο Μούνγκλαμ τον αγριοκοίταξε κι ο Άβανχαμογέλασε. «Ίσως αυτό που θα σου πω σουφτιάξει τα κέφια, κύριε Μούνγκλαμ. Σύμφωναμε τους χάρτες μου —αν αξίζουν, δηλαδή,

δεκάρα— σε μια δυο μέρες θα δούμε μπροστάμας τις ακτές της δυτικής ηπείρου».

«Η σκέψη αυτή δεν μου δίνει καμιά ιδιαίτερηαισιοδοξία», είπε ο Μούνγκλαμ και γύρισεστην καμπίνα του.

Λίγο αργότερα, η θάλασσα έπαψε να ’ναιτόσο μανιασμένη. Ο ατμός άρχισε να διαλύεταικι η ζέστη να γίνεται πιο ανεκτή, μέχρι πουτελικά βγήκαν σ’ έναν ατάραχο ωκεανό, κάτωαπό έναν γαλανό ουρανό που φώτιζε ο χρυσόςήλιος. Η διάθεση του πληρώματος καλυτέρεψε.Έθαψαν τους τρεις άντρες που είχαν υποκύψεισ’ ένα μικρό κιτρινωπό νησί, όπου βρήκανφρούτα και μια πηγή με γλυκό νερό. Ενώ ήταναγκυροβολημένοι κοντά στο νησί, ο ΔούκαςΆβαν κάλεσε τον Έλρικ στην καμπίνα του καιτου έδειξε τον αρχαίο χάρτη.

«Βλέπεις; Το νησί είναι σημειωμένο εδώ. Η

κλίμακα του χάρτη φαίνεται να ’ναι ακριβής.Σε

τρεις μέρες, θα πρέπει να βρεθούμε στηνεκβολή του ποταμού».

Ο Ελρικ ένευσε. «Ίσως θα ’ταν καλύτερανα ξεκουραστούμε για λίγο εδώ, μέχρι ν’ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας και ν’αποκατασταθεί το ηθικό του πληρώματος.Κάποιοι λόγοι θα πρέπει να υπάρχουν που οιάνθρωποι απέφευγαν τις ζούγκλες της δύσηςόλους αυτούς τους αιώνες».

«Ασφαλώς και θα υπάρχουν άγριοι εκεί —μερικοί λένε πως δεν είναι καν άνθρωποι—αλλά είμαι σίγουρος πως μπορούμε ν’αντιμετωπίσουμε τέτοιους κινδύνους. Έχωεμπειρίες από πολλούς παράξενους τόπους,Πρίγκιπα Έλρικ».

«Είπες, όμως, πως φοβάσαι άλλου είδους

πράγματα».

«Αυτό είν’ αλήθεια. Πολύ καλά. Θακάνουμε όπως προτείνεις».

Την τέταρτη μέρα, ένας δυνατός άνεμοςάρχισε να φυσάει απ’ την ανατολή καισήκωσαν άγκυρα. Η σκούνα πήδηξε πάνωστα κύματα με τα μισά μόνο πανιάανοιγμένα, και το πλήρωμα το θεώρησε σανκαλό οιωνό.

«Είναι άμυαλοι ηλίθιοι», είπε οΜούνγκλαμ, καθώς στέκονταν κρατώντας ταξάρτια της πλώρης. «Θα έρθει η ώρα που θαεύχονται να υπέφεραν καλύτερα τιςδυσκολίες της Θάλασσας Που Βράζει. Αυτότο ταξίδι δεν θα ωφελήσει κανέναν μας,Έλρικ, έστω κι αν τα πλούτη του Ρ’λιν Κ’ρενΆα είναι ακόμα εκεί».

Ο Έλρικ, όμως, δεν απαντούσε. Ητανβυθισμένος σε παράξενες σκέψεις, πολύασυνήθιστες γι’ αυτόν. Θυμόταν την παιδικήτου ηλικία, τον πατέρα και τη μητέρα του.Ήταν οι τελευταίοι αληθινοί κυβερνήτες τηςΛαμπρής Αυτοκρατορίας —περήφανοι,αμέριμνοι και σκληροί. Περίμεναν απ’ αυτόν—ίσως εξαιτίας του παράξενου αλμπινισμούτου— να επαναφέρει το Μελνιμπονέ στηνπαλιά του δόξα. Αντί γι’ αυτό, εκείνος είχεκαταστρέψει ό, τι είχε απομείνει απ’ αυτή τηδόξα. Κι εκείνοι, όπως κι ο ίδιος, δεν είχανκαμιά θέση στην καινούρια εποχή τωνΝεαρών Βασιλείων, αλλά αρνιόνταν να τοπαραδεχτούν. Αυτό το ταξίδι του στη ΔυτικήΉπειρο, τη χώρα των προγόνων του,εξασκούσε πάνω του μια παράξενη σαγήνη.Σ’ αυτόν τον τόπο δεν είχαν δημιουργηθείκαινούρια έθνη. Η ήπειρος, απ’ όσοτουλάχιστον γνώριζε, είχε απομείνει α-παράλλαχτη απ’ τον καιρό πουεγκαταλείφθηκε το Ρ’λιν Κ’ρεν Άα. Οι

ζούγκλες της θα ήταν οι ίδιες μ’ αυτές πουείχε γνωρίσει ο λαός του, η γη η ίδια πουγέννησε την παράξενη φυλή του καικαλούπωσε το χαρακτήρα των ανθρώπωντης, με τις καταθλιπτικές διασκεδάσεις τους,τις μελαγχολικές τους τέχνες και τιςσκοτεινές ηδονές τους. Μήπως οι πρόγονοίτου είχαν γνωρίσει την αγωνία της γνώσηςκαι την ανικανότητα απέναντι στηνανακάλυψη πως η ύπαρξη δεν είχε κανένανσκοπό ούτε καμιά ελπίδα; Να ’ταν αυτόςάραγε ο λόγος που έφτιαξαν έναν τέτοιοπολιτισμό και περιφρόνησαν τις πιο ήπιεςπνευματικές αξίες των φιλοσόφων τηςανθρωπότητας; Ήξερε πως πολλοί απ’ τουςδιανοούμενους των Νεαρών Βασιλείωνθεωρούσαν τους κάτοικους του Μελνιμπονέπαράφρονες. Αν, όμως, ήταν πραγματικάπαρανοϊκοί κι είχαν επιβάλει στον κόσμομια τρέλα που ’χε κρατήσει εκατό αιώνες, τιήταν αυτό που τους είχε ωθήσει προς τα εκεί;'Ισως το μυστικό να κρυβόταν στο Ρ’λιν

Κ’ρεν Άα — όχι με απτή μορφή, αλλά μέσαστη διάθεση που θα δημιουργούσαν οισκοτεινές ζούγκλες κι οι βαθιοί αρχαίοιποταμοί. Μπορεί σ’ αυτόν τον τόπο, νααισθανόταν τελικά ένα με τον εαυτό του.

Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τακατάλευκα μαλλιά του και τα μάτια τουέλαμψαν από αγωνία. Ήταν ο τελευταίος τηςγενιάς του κι όμως, διαφορετικός απ’ όλουςτους άλλους. Ο Μούνγκλαμ έκανε λάθος. ΟΈλρικ ήξερε πως σε κάθε κατάστασημπορούσε κανείς να βρει και τ’ αντίθετό της.Μέσα στον κίνδυνο μπορούσε να βρει τηγαλήνη, κι από την άλλη πάλι, μέσα στηγαλήνη ενέδρευε ο κίνδυνος. Μιας κι ήτανένα ατελές πλάσμα μέσα σ’ έναν ατελήκόσμο, πάντα θα γνώριζε την αίσθηση τουπαραδόξου, και γι’ αυτό στο παράδοξοενυπήρχε πάντα ένα είδος αλήθειας. Αυτός,άλλωστε, ήταν ο λόγος που υπήρχαν τόσοιφιλόσοφοι κι οραματιστές. Σ’ έναν τέλειο

κόσμο, δεν θα υπήρχε θέση γι’ αυτούς.Αντίθετα, σ’ έναν ατελή κόσμο τα μυστήριαπαρέμεναν πάντα άλυτα, και γι’ αυτό υπήρχεκαι μια τόσο μεγάλη επιλογή από λύσεις.

Το πρωί της τρίτης μέρας, είδαν τελικάστεριά κι η σκούνα πέρασε μέσα απ’ τηλάσπη του μεγάλου δέλτα και τελικάαγκυροβόλησε στην εκβολή του σκοτεινού κιανώνυμου ποταμού.

3

Ήρθε το απόγευμα, κι ο ήλιος άρχισε ναπέφτει πίσω απ’ τις μαύρες κορυφές τωντεράστιων δέντρων. Μια πλούσια μυρωδιάαποσύνθεσης ερχόταν απ’ τη ζούγκλα, ενώμέσα στο μι-

σόφωτο αντηχούσαν οι κραυγές παράξενωνζώων και πουλιών. Ο Έλρικ ανυπομονούσε ν’

αρχίσουν την αναζήτησή τους ενάντια στορεύμα του ποταμού. Ο ύπνος —που ’ταν κάτιπου ποτέ δεν καλοδεχόταν— ήταν τώρααδύνατον να τον βρει. Έμενε ακίνητος στοκατάστρωμα, χωρίς καν να παίζει τα βλέφαράτου. Το μυαλό του υπολειτουργούσε κι έμοιαζεσαν να περιμένει κάτι να συμβεί. Οι ακτίνες τουήλιου λέκιαζαν το πρόσωπό του κι έριχνανμαύρες σκιές στο κατάστρωμα. Σε λίγοσκοτείνιασε και φάνηκαν το φεγγάρι και τ’αστέρια. Ήθελε να τον απορροφήσει η ζούγκλα.Ήθελε να γίνει ένα με τα δέντρα, τους θάμνουςκαι τα κρυμμένα ζώα. Ήθελε να διώξει απ’ τομυαλό του κάθε σκέψη. Ρούφηξε τον βαριάαρωματισμένο αέρα μέσα στα πνευμόνια του,λες κι αυτό από μόνο του θα εκπλήρωνε τηνεπιθυμία του. Ο μονότονος βόμβος τωνεντόμων έγινε ένα μούρμουρο που τον καλούσεστην καρδιά του πανάρχαιου δάσους. Παρ’ όλααυτά, δεν μπορούσε να κινηθεί, ούτε και ν’απαντήσει. Τελικά, ο Μούνγκλαμ ανέβηκε στοκατάστρωμα, τον άγγιξε στον ώμο και του ’πε

κάτι. Παθητικά, τον άφησε να τον οδηγήσει στοκρεβάτι του, κι εκεί τυλίχτηκε με το μανδύα τουκι έμεινε ακίνητος, συνεχίζοντας ν’αφουγκράζεται τις φωνές της ζούγκλας.

Ακόμα κι ο Δούκας Άβαν φαινόταν πιοσκεπτικός και μελαγχολικός από συνήθως, όταντο επόμενο πρωί σήκωσαν άγκυρα κι άρχισαννα κωπηλατούν αντίθετα στο νωθρό ρεύμα τουποταμού. Υπήρχαν πολύ λίγα ανοίγματα πάνωαπό τα κεφάλια τους, κι είχαν την εντύπωσηπως έμπαιναν σε μια τεράστια μισοσκότεινησήραγγα, αφήνοντας το ηλιόφωτο πίσω τους,μαζί με τη θάλασσα. Ζωηρόχρωμα φυτά καικληματσίδες κρέμονταν απ’ την πράσινη οροφήκαι μπλέκονταν στα κατάρτια του πλοίου καθώςπροχωρούσε. Παράξενα ζώα με ποντικίσιαμουσούδια αιωρούνταν με τα μακριά τους χέριαπάνω στα κλαριά και τους κοιτούσαν μελαμπερά, σοφά μάτια. Ο ποταμός πήρε μιαστροφή κι η θάλασσα χάθηκε πίσω τους.Ακτίνες ήλιου διαπερνούσαν τα φυλλώματα

φτάνοντας μέχρι το κατάστρωμα, και το φωςτους είχε μια πρασινωπή χροιά. Ο Έλ-ρικ λες κιείχε ξυπνήσει από έναν βαρύ λήθαργο.Παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια της ζούγκλαςκαι του μαύρου ποταμού, πάνω απ’ τον οποίοπε-τούσαν σμήνη εντόμων σαν σύννεφαομίχλης και μέσα στα νερά του έπλεαν νούφαρασαν σταγόνες αίμα ριγμένες σε μελάνι. Απόπαντού ακούγονταν θροίσματα, ξαφνικάσκουξίματα, και γαβγίσματα. Ψάρια ή ζώα τουποταμού πλατσούριζαν καθώς κυνηγούσαν τηλεία τους που είχαν αναταράξει τα χτυπήματατων κουπιών καθώς άνοιγαν δρόμο μέσα απόπηχτά συνονθυλεύματα ποταμίσιων φυτών. Οιάλλοι είχαν αρχίσει να παραπονιούνται για τατσιμπήματα των εντόμων, αλλά κανένα τους δενενοχλούσε τον Έλρικ, ίσως επειδή δεν έβρισκανελκυστικό το ασθενικό του αίμα.

Ο Δούκας Άβαν τον πλησίασε στοκατάστρωμα, χτυπώντας με την παλάμη του τομέτωπό του. «Φαίνεσαι πιο ευδιάθετος,

Πρίγκιπα Έλρικ».

Ο Έλρικ χαμογέλασε αφηρημένα. «Ίσως καινα ’μαι».

«Πρέπει να παραδεχτώ πως προσωπικάβρίσκω αυτό το μέρος πολύ καταθλιπτικό. Θαχαρώ μόλις φτάσουμε στην πόλη».

«Πιστεύεις ακόμα πως θα τη βρεις; »

«Θα πειστώ για το αντίθετο μόνο αφούέχουμε εξερευνήοει κάθε εκατοστό του νησιούπου θα συναντήσουμε».

Ο Έλρικ είχε απορροφηθεί τόσο πολύ απ’ τηνατμόσφαιρα της ζούγκλας, που μετά βίαςκαταλάβαινε την κίνηση του πλοίου ή τουςσυντρόφους του γύρω του. Τα κουπιάέσπρωχναν τη σκούνα πολύ αργά, μ’ ένα ρυθμόλίγο πιο γρήγορο απ’ την περπατησιά ενόςανθρώπου.

Πέρασαν λίγες μέρες, αλλά ο Έλρικ ούτε καντο πρόσεξε, μιας κι η ζούγκλα έμενε απαράλλα-χτη. Κάποια στιγμή, ο ποταμός φάρδυνε, ηπράσινη οροφή άνοιξε, κι ο καυτός ουρανόςγέμισε ξαφνικά κοπάδια τεράστιων πουλιώνπου φτεροκοπούσαν ενοχλημένα απ’ τοπέρασμα του πλοίου. Όλοι εκτός από τον Έλρικανακουφίστηκαν που βρέθηκαν πάλι κάτω απόανοιχτό ουρανό, κι η διάθεσή τους έφτιαξε. ΟΈλρικ κατέβηκε στην καμπίνα του.

Η επίθεση στο πλοίο έγινε μερικές μέρεςαργότερα. Ακούστηκε ένα σφύριγμα και μιακραυγή. Ένας ναύτης συσπάστηκε καισωριάστηκε σφίγγοντας ένα λεπτό γκρίζοημικύκλιο που προεξείχε από το στομάχι του.Ένα οριζόντιο κατάρτι έπεσε με πάταγο στοκατάστρωμα, πα-ρασύροντας μαζί του ξάρτιακαι πανί. Ένα ακέφαλο σώμα έκανε τέσσεραβήματα στο κατάστρωμα πριν καταρρεύσει, ενώαίμα ανάβλυζε από την τρύπα που ’ταν κάποτε ολαιμός του. Παντού ακουγόταν το ίδιο

σφύριγμα. Ο Έλρικ άκουσε τους ήχους κιανέβηκε στο κατάστρωμα, ζώνοντας το σπαθίτου. Το πρώτο πρόσωπο που είδε ήταν αυτό τουΜούνγκλαμ. Ο κοκκινομάλλης φίλος τουφαινόταν τρομοκρατημένος κι είχε ζαρώσειπίσω από μια κουπαστή στη δεξιά μεριά τουπλοίου. Ο Έλρικ είδε γύρω του γκρίζααντικείμενα να περνούν σφυρίζοντας και νασκίζουν σάρκα και ξύλο, ξάρτια και πανιά.Μερικά έπεσαν στο κατάστρωμα, και τότε είδεπως ήταν γκρίζοι δίσκοι από ένα κρυσταλλικόπέτρωμα, με διάμετρο κοντά τριάντα εκατοστά.Έρχονταν κι από τις δυο όχθες του ποταμού καιδεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τουςαποφύγουν.

Προσπάθησε να δει ποιοι πετούσαν τουςδίσκους, και διέκρινε κάτι να κινείται ανάμεσαστα δέντρα της δεξιάς όχθης. Ξαφνικά, οιδίσκοι σταμάτησαν να πέφτουν, κι ακολούθησεμια παύση, στη διάρκεια της οποίας οι ναύτεςέτρε-ξαν να βρουν καλύτερη κάλυψη. Ο

Δούκας Άβαν εμφανίστηκε στην πρύμνη μεγυμνό σπαθί.

«Κατεβείτε κάτω. Πάρτε τις ασπίδες σας κιό, τι αρματωσιά μπορείτε να βρείτε. Φέρτετόξα. Οπλιστείτε, άντρες, αλλιώς είστεξοφλημένοι».

Καθώς μιλούσε, οι επιτιθέμενοι βγήκαν μέσααπ’ τα δέντρα και μπήκαν στο νερό. Φαίνεταιπως είχαν εξαντλήσει τ’ αποθέματα των δίσκωντους, γιατί είχαν σταματήσει να ρίχνουνάλλους.

«Μα τον Χάρντρος! » ξεροκατάπιε ο Άβαν.«Είναι τούτα πλάσματα αληθινά ή δαίμονεςκάποιου μάγου; »

Τα όντα ήταν ουσιαστικά ερπετοειδή, αλλάείχαν φτερωτά λοφία και προγούλιαγαλοπούλας. Τα πρόσωπά τους ήταν σχεδόνανθρώπινα. Τα πάνω άκρα τους ήταν σαν

ανθρώπινα χέρια, αλλά τα πισινά τους ήταναπίθανα μακριά κι έμοιαζαν με πελαργού.Ισορροπώντας πάνω σ’ αυτά τα πόδια, τασώματά τους έβγαιναν ολόκληρα πάνω απ’ τονερό. Κρατούσαν μεγάλα ρόπαλα με σχισμές,που χωρίς αμφιβολία χρησιμοποιούσαν για ναεκτοξεύουν τους κρυσταλλικούς δίσκους.Κοιτάζοντας τα πρόσωπά τους, ο Έλρικτρομοκρατήθηκε. Κατά κάποια αόριστο τρόπο,του θύμιζαν τα χαρακτηριστικά των προσώπωντου δικού του λαού —του λαού τουΜελνιμπονέ. Να ’ταν αυτά τα πλάσματαξαδέλφια του; Ή, μήπως, ήταν η ράτσα απ’ τηνοποία είχε προέλθει ο λαός του; Σταμάτησε νασυλλογιέται, καθώς ένιωσε ένα έντονο μίσοςγια τα πλάσματα να τον γεμίζει. Ήταν απαίσια-

η θέα τους τον έκανε να ρεύεται χολή. Χωρίςνα το σκεφτεί, τράβηξε το Στόρμπρίνγκερ απ’το θηκάρι του.

Το Μαύρο Σπαθί άρχισε να ουρλιάζει κι ηγνώριμη μαύρη ακτινοβολία ξεχύθηκε απ’ τη

λεπίδα του. Τα ρουνικά που ’ταν σκαλισμέναεπάνω του έγιναν ένα ζωηρό κόκκινο χρώμα,μετά σκούρο πορφυρό, και τέλος πάλι μαύρο.

Τα πλάσματα που ερχόταν προς το μέρος τουςλες κι είχαν ξυλοπόδαρα για πόδια, σταμάτησανόταν είδαν το σπαθί και κοίταξαν το ένα τ’άλλο. Δεν ήταν οι μόνοι που δείλιασαν μπροστάσ’ αυτό το θέαμα. Ο Δούκας κι οι άντρες τουχλόμιασαν.

«Μα τους Θεούς! » ούρλιαξε ο Άβαν. «Δενξέρω ποιον να προτιμήσω —αυτούς που μαςεπιτίθενται ή αυτό που μας υπερασπίζεται! »

«Μείνε μακριά απ’ το σπαθί», τονπροειδοποίησε ο Μούνγκλαμ. «Έχει τοσυνήθειο να σκοτώνει τα πιο αγαπημέναπρόσωπα του αφέντη του».

Οι ερπετοειδείς άγριοι έπεσαν επάνω τους,σκαρφαλώνοντας από τις κουπαστές του

πλοίου, ενώ οι ναύτες έβγαιναν στοκατάστρωμα για να τους αντιμετωπίσουν.

Ρόπαλα έπεσαν πάνω στον Έλρικ απ’ όλεςτις πλευρές, αλλά το Στόρμπρίνγκερ τσίριξε κιαπέκρουσε κάθε κτύπημα. Κρατούσε το σπαθίκαι με τα δυο χέρια, στριφογυρίζοντας κιανοίγοντας μεγάλες πληγές στα φολιδωτάσώματα.

Τα πλάσματα σφύριζαν κι άνοιγαν τακόκκινα στόματά τους μέσα στην αγωνία καιτην οργή τους, ενώ το πηχτό μαύρο αίμα τουςκυλούσε στα νερά του ποταμού. Αν κι από ταπόδια κι επάνω ήταν λίγο μεγαλύτεροι από ένανψηλό γεροδεμένο άντρα, είχαν μεγαλύτερηαντοχή απ’ οποιονδήποτε άνθρωπο. Ακόμα κιοι πιο βαθιές πληγές δεν φαίνονταν να τουςενοχλούν ιδιαίτερα, ακόμα κι όταν γίνονταναπό το Στόρμπρίνγκερ. Ο Έλρικ ξαφνιάστηκεαπ’ αυτή την αντίσταση που έδειχναν στηδύναμη του σπαθιού. Συχνά, αρκούσε μια

γρατζουνιά για να ρουφήξει την ψυχή ενόςανθρώπου. Αυτά τα όντα φαίνονταν να ’χουνανοσία. Ίσως και να μην είχαν ψυχές...

Συνέχιζε να πολεμάει, παίρνοντας δύναμηαπ’ το μίσος του.

Στ’ άλλα, όμως, σημεία του πλοίου, οι ναύτεςσφαγιάζονταν. Με τα μεγάλα τους ρόπαλα, ταπλάσματα έσπαζαν τις κουπαστές, τσάκιζαν τιςσανίδες και γκρέμιζαν τ’ άρμπουρα του πλοίου.Φαινόταν πως σκόπευαν ν’ αφανίσουν όχι μόνοτο πλήρωμα, αλλά και το ίδιο το πλοίο. Τώραπια, ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα τακατάφερναν.

Ο Άβαν φώναξε στον Έλρικ: «Στο όνομαόλων των Θεών, Πρίγκιπα Έλρικ, δεν μπορείςνα κάνεις κάποια άλλη μαγεία; Πάμε χαμένοι! »

Ο Έλρικ ήξερε πως ο Άβαν έλεγε τηναλήθεια. Παντού γύρω του, οι ερπετοειδείς

άγριοι διέλυαν το πλοίο. Οι περισσότεροι είχανυποστεί φοβερές πληγές απ’ τους υπερασπιστές,αλλά μονάχα ένας ή δυο είχαν καταρρεύσει. ΟΈλρικ άρχισε να υποπτεύεται πως πραγματικάπολεμούσε υπερφυσικούς εχθρούς.

Οπισθοχώρησε και γύρεψε καταφύγιο κάτωαπό μια μισογκρεμισμένη είσοδο. Άρχισε ναπροσπαθεί να βρει μια μέθοδο για να καλέσειυπερφυσική βοήθεια.

'Ηταν λαχανιασμένος απ’ την εξάντληση καικρατιόταν από ένα δοκάρι καθώς το πλοίοπήγαινε πέρα δώθε μέσα στο νερό.Προσπαθούσε να καθαρίσει το μυαλό του.

Ύστερα, ήρθε στη σκέψη του η επίκληση.Δεν ήταν σίγουρος πως ήταν η κατάλληλη, αλλάήταν η μοναδική που μπορούσε να θυμηθεί.Χιλιάδες χρόνια πριν, οι πρόγονοί του είχανκάνει συμφωνίες μ’ όλα τα στοιχειακάπνεύματα που εξούσιαζαν τον κόσμο των ζώων.

Στο παρελθόν, είχε ζητήσει βοήθεια απόδιάφορα τέτοια πνεύματα, αλλά ποτέ απ’ αυτόπου θα καλούσε τώρα. Απ’ το στόμα τουάρχισαν να βγαίνουν οι αρχαίες, πανέμορφεςκαι δυσκολοπρόφερτες λέξεις της ΥψηλήςΓλώσσας του Μελνιμπονέ.

«Φτερωτέ Βασιλιά! Άρχοντα όλων όσωνδουλεύουν χωρίς να φαίνονται, απ’ των οποίωντο μόχθο εξαρτώνται όλα τα πράγματα!Ννουου-ούρρρ’κ’κ του Λαού των Εντόμων, σεκαλώ! »

Ο Έλρικ έπαψε να αισθάνεται τι συνέβαινεγύρω του. Ο θόρυβος της μάχης έσβησε καθώςέστελνε τη φωνή του πέρα απ’ τη διάσταση τηςΓης, σε μιαν άλλη —τη διάσταση πουδιαφέντευε ο Βασιλιάς Νουουούρρρ’κ’κ τωνΕντόμων, υπέρτατος άρχοντας του είδους του.

Μέσα στ’ αυτιά του, ο Έλρικ άκουσε έναβόμβο που σταδιακά μετατράπηκε σε λέξεις.

«Ποιος είσαι εσύ, θνητέ; Με ποιο δικαίωμαμε καλείς; »

«Είμαι ο Έλρικ, ο τελευταίος κυβερνήτης τουΜελνιμπονέ. Οι πρόγονοί μου σε είχανβοηθήσει, Νουουούρρρ’κ’κ».

«Πράγματι —μα πολύν καιρό πριν».

«Αλλά πάει και πολύς καιρός από τότε πουζήτησαν τη βοήθειά σου! »

«Αυτό είναι αλήθεια. Και τι βοήθεια ζητάςτώρα, Έλρικ του Μελνιμπονέ; »

«Κοίτα στη διάστασή μου. Θα διακρίνεις πωςβρίσκομαι σε κίνδυνο. Μπορείς να με σώσεις,Φίλε των Εντόμων; »

Ένα φως φανερώθηκε μπροστά του, και τώραμπορούσε να δει λες και μέσα από πολλάμεταξένια τούλια. Προσπάθησε να κρατήσει το

βλέμμα του πάνω στο ακαθόριστο σχήμα πίσωτους, αλλά εκείνο συνέχισε να χάνεται και ναεπανεμφανίζεται μετά από λίγο. Ήξερε πωςκοιτούσε μέσα σε μια άλλη διάσταση.

«Μπορείς να με βοηθήσεις, Νουουούρρρ’κ’κ;»

«Δεν έχεις προστάτη του δικού σου είδους;Κάποιον Άρχοντα του Χάους για να σεστηρίξει; »

«Ο αφέντης μου είναι ο Άριοχ, έναςδαίμονας κυκλοθυμικός τις πιο πολλές φορές.Αυτό τον καιρό δεν με βοηθάει και πολύ».

«Τότε πρέπει να σου στείλω συμμάχους,θνητέ. Μη με ξαναενοχλήσεις, όμως, μετά απ’αυτό».

«Δεν θα σ’ επικαλεστώ ξανά, Νουου-ούρρρ’κ’κ».

Τα παράξενα τούλια χάθηκαν και μαζί τουςκι η μορφή.

Ο θόρυβος της μάχης ξαναγέμισε τ’ αυτιάτου Έλρικ, και τώρα μπορούσε ν’ ακούσει μεμεγαλύτερη ευκρίνεια τα ουρλιαχτά τωνναυτικών και τα σφυρίγματα τωνερπετοειδών. Όταν ξανάβγαλε το κεφάλι έξω,είδε πως τουλάχιστον οι μισοί απ’ τοπλήρωμα ήταν νεκροί.

Καθώς ανέβαινε στο κατάστρωμα, έπεσεπάνω στον Μούνγκλαμ. «Σ’ είχα γιασκοτωμένο, Έλρικ! Τι έγινες; » Ήταν φανεράανακουφισμένος που έβλεπε το φίλο τουακόμα ζωντανό.

«Γύρεψα βοήθεια από μια άλλη διάσταση— μα δεν βλέπω να έχει υλοποιηθεί».

«Μου φαίνεται πως είμαστεκαταδικασμένοι, και το καλύτερο που έχουμε

να κάνουμε είναι να πέσουμε στο νερό και ναγυρέψουμε καταφύγιο στη ζούγκλα», είπε οΜούνγκλαμ.

«Τι έγινε ο Δούκας Άβαν; Είναι νεκρός; »

«Ζει. Αυτά τα πλάσματα, όμως, είναισχεδόν άτρωτα στα όπλα μας. Το πλοίογρήγορα θα βουλιάξει». Ο Μούνγκλαμπαραπάτησε καθώς το κατάστρωμα έγειρε, κιάπλωσε το χέρι ν’ αρπάξει ένα ξάρτι,αφήνοντας το σπαθί του να κρέμεται απ’ τοκορδόνι γύρω απ’ τον καρπό του. «Δεν έχουνφτάσει ακόμα στην πρύμνη. Μπορούμε ναριχτούμε στο νερό από κει... »

«Έκανα μια συμφωνία με το Δούκα Άβαν»,του θύμισε ο Έλρικ. «Δεν μπορώ να τονεγκαταλείψω».

«Τότε πάμε όλοι χαμένοι! »

«Τι είναι αυτό; » Ο Έλρικ έγειρε το κεφάλιστο πλάι κι αφουγκράστηκε.

«Δεν ακούω τίποτα».

Ήταν ένα μακρινό βουητό που σε λίγομετατράπηκε σ’ έντονο βόμβο. Τώρα το άκουγεκι ο Μούνγκλαμ και κοιτούσε γύρω του,προσπαθώντας να βρει την πηγή του ήχου.Ξαφνικά στραβοκατάπιε κι έδειξε στον ουρανό.«Αυτή τη βοήθεια ζήτησες; »

Ήταν ένα τεράστιο σύννεφο, μαύρο μέσα στογαλάζιο του ουρανού. Κάθε τόσο, ο ήλιοςάστραφτε πάνω σε κάποιο χρώμα —ένα έντονομπλε, πράσινο ή κόκκινο. Το σύννεφο κατέβηκεπρος το πλοίο, κι οι αντιμαχόμενες παρατάξειςέμειναν αμίλητες, κοιτώντας το.

Τα ιπτάμενα πράγματα που το αποτελούσανέμοιαζαν με γιγάντιες δρακοπεταλούδες. Η λα-μπερότητα κι ο πλούτος των χρωμάτων τους

έκοβαν την ανάσα. Τα φτερά τουςδημιουργούσαν το βόμβο, που τώρα άρχισε ν’αυξάνει σ’ ένταση και σε τόνο καθώς τατεράστια έντομα πλησίαζαν.

Καταλαβαίνοντας πως αυτοί ήταν ο στόχοςτης επίθεσης, οι ερπετάνθρωποι άρχισαν νακινούν τα μακριά τους πόδια, προσπαθώντας ναφτάσουν στην όχθη πριν τα γιγάντια έντοματους ριχτούν.

Ήταν, όμως, πολύ αργά.

Οι δρακοπεταλούδες κάθισαν πάνω στουςάγριους, μέχρι που κάλυψαν τα σώματά τουςεντελώς. Το σφύριγμα δυνάμωσε κι έγινεσχεδόν αξιολύπητο, καθώς τα έντομα έριχναντα θύματά τους μέσα στο νερό και μετά τουςέδιναν έναν άγνωστο και τρομερό θάνατο. Ίσωςνα τα τσιμπούσαν με κεντριά, αλλά οιπαρατηρητές ήταν αδύνατον να διακρίνουν.

Κάπου κάπου, ένα πελαργίσιο πόδι έβγαινεμέσα απ’ το νερό και συσπώταν για μια στιγμήστον αέρα. Σύντομα, ακόμα κι οι κραυγές τωνερ-πετάνθρωπων πνίγηκαν μέσα στο παράξενοκι ανατριχιαστικό βούισμα που γέμιζε τον αέρα.

Ο Δούκας Άβαν, με το σπαθί ακόμα στο χέρι,έτρεξε ιδροκοπώντας προς το μέρος των δυοφίλων. «Εσύ το ’κάνες αυτό, Πρίγκιπα Έλρικ; »

Ο Έλρικ παρατηρούσε με ικανοποίηση, αλλάοι υπόλοιποι φαίνονταν αηδιασμένοι. «Εγώ»,είπε.

«Τότε, σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου. Τοπλοίο έχει τρυπήσει σε δέκα μεριές και μπάζεινερά μ’ εκπληκτική ταχύτητα. Είναι θαύμα πωςδεν έχουμε ακόμα βουλιάξει. Έδωσα διαταγέςν’ αρχίσουν να κωπηλατούν, κι ελπίζω ναφτάσουμε έγκαιρα στο νησί». Έδειξε προς τηνπάνω μεριά του ποταμού. «Να, μόλις πουδιακρίνεται».

«Κι αν έχει κι άλλους τέτοιους άγριους εκεί;» ρώτησε ο ο Μούνγκλαμ.

Ο Άβαν χαμογέλασε βλοσυρά, δείχνονταςτην όχθη. «Κοίτα εκεί». Πάνω στ’ αλλόκοταπόδια τους, καμιά δεκαριά ερπετά έτρεχαν προςτη ζούγκλα, έχοντας δει από κοντά τη μοίρατων συντρόφων τους. «Δεν νομίζω να θελήσουννα μας επιτεθούν ξανά».

Οι τεράστιες δρακοπεταλούδες σηκώθηκανξανά στον αέρα, κι ο Άβαν έστρεψε τα μάτιατου

αλλού, μόλις έριξε μια ματιά στ’απομεινάρια που ’χαν αφήσει πίσω τους.«Μα τους θεούς, κάνεις τρομερές μαγείες,Πρίγκιπα Έλρικ. Γουάχ! »

Ο Έλρικ χαμογέλασε και σήκωσε τουςώμους. «Είναι αποτελεσματική, ΔούκαΆβαν». Θηκάρωσε το ρουνικό σπαθί του.

Φαινόταν να μη θέλει να ξαναμπεί στοθηκάρι του, και βόγκαγε δείχνοντας τηδυσφορία του.

Ο Μούνγκλαμ το κοίταξε φοβισμένα. «Τοσπαθί θα θελήσει να τραφεί σύντομα, Έλρικ,είτε το θέλεις είτε όχι».

«Χωρίς αμφιβολία κάτι θα βρει για ναφάει μέσα στο δάσος», είπε ο αλμπίνος.Πέρασε πάνω από ένα σπασμένο κατάρτικαι κατέβηκε στην καμπίνα του.

Ο Μούνγκλαμ κοίταξε τα καινούριααποβράσματα της επιφάνειας του νερού καιρίγησε.

4

Η τσακισμένη σκούνα είχε σχεδόν

σκεπαστεί απ’ το νερό, όταν το πλήρωμακατέβηκε με παλαμάρια κι άρχισε να τησέρνει πάνω στη λάσπη που σχημάτιζε τηνπαραλία του νησιού. Μπροστά τους, υπήρχεένας τοίχος από φυτά που φαινόταναδιαπέραστος.

Ακολουθώντας τον Έλρικ, ο Μούνγκλαμμπήκε στο νερό κι άρχισε να κινείται προςτην ακτή.

Όταν πάτησαν τα πόδια τους στο σκληρό,ψημένο χώμα, ο Μούνγκλαμ κοίταξε προςτο δάσος. Κανένας άνεμος δεν κινούσε τακλαριά του κι είχε πέσει μια παράξενησιωπή. Πουλιά δεν κε-λαϊδούσαν, έντομαδεν ζουζούνιζαν, και πουθενά δενακούγονταν οι φωνές των ζώων που τους

συνόδευαν σ’ όλο τους το ταξίδι κατά μήκοςτου ποταμού.

«Οι υπερφυσικοί σου φίλοι φαίνεται πως δεντρόμαξαν μονάχα τους άγριους», μουρμούρισε οΜούνγκλαμ. «Αυτό το μέρος φαίνεται εντελώςνεκρό».

Ο Έλρικ ένευσε. «Είναι πράγματι παράξενο».

Ο Δούκας Άβαν πήγε κοντά τους. Είχεπετάξει από πάνω του όλες τις πολυτέλειες —είχαν άλλωστε καταστραφεί και στη μάχη— καιτώρα φορούσε ένα φοδραρισμένο δερμάτινογιλέκο και παντελόνι από τομάρι ελαφιού. Τοσπαθί του ήταν ζωσμένο στο πλευρό του. «Θαπρέπει ν’ αφήσουμε τους περισσότερους άντρεςμου στο πλοίο», είπε στενοχωρημένα. «Ενώαυτοί θα κάνουν ό, τι επιδιορθώσεις μπορούν,εμείς θα προχωρήσουμε για να βρούμε το Ρ’λινΚ’ρεν Άα». Έσφιξε τον ελαφρύ μανδύα τουγύρω του. «Είναι της φαντασίας μου, ή μήπωςτο μέρος είναι κάπως αλλόκοτο; »

«Το προσέξαμε ήδη», είπε ο Μούνγκλαμ. «Το

νησί φαίνεται να μην έχει ίχνος ζωής».

Ο Δούκας Άβαν χαμογέλασε ειρωνικά. «Ανεκεί που πάμε είναι τόσο ήσυχα όσο κι εδώ, δενέχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Θα πρέπει ναπαραδεχτώ, Πρίγκιπα Έλρικ, πως αν είχεπεράσει απ’ το μυαλό μου να σου κάνω κακό,θα το σκεφτόμουν άλλη μια φορά, τώρα που σεείδα να κα-λείς αυτά τα τέρατα μέσα απ’ τονάδειο αέρα! Με την ευκαιρία, σ’ ευχαριστώ γιαό, τι έκανες. Αν δεν ήσουν εσύ, θα ’χαμε όλοιχαθεί».

«Γι’ αυτή μου τη βοήθεια μου ζήτησες να σεσυνοδέψω», είπε ο Έλρικ κουρασμένα. «Αφού

φάμε και ξεκουραστούμε, θα συνεχίσουμετην αναζήτησή μας».

Το πρόσωπο του Δούκα Άβανσυννέφιασε. Κάτι στον τρόπο του Έλρικτον είχε ενοχλήσει.

Δεν ήταν εύκολο να μπουν στη ζούγκλα.Οπλισμένοι με τσεκούρια, έξι μέλη τουπληρώματος (μόνο τόσοι περίσσευαν γιανα πάρουν μαζί τους) άρχισαν να πελεκάνετη βλάστηση. Η αφύσικη σιωπή παρέμενεαπαράλλαχτη...

Με το πέσιμο της νύχτας είχαν καλύψειλιγότερο από ένα χιλιόμετρο κι ήταν όλοιεξουθενωμένοι. Το δάσος ήταν τόσο πυκνό,που μόλις μετά βίας βρήκαν χώρο ναστήσουν τη σκηνή τους. Το μόνο φως τουκαταυλισμού έβγαινε απ’ τη μικρή,καχεκτική φωτιά έξω απ’ τη σκηνή. Οιναύτες κοιμήθηκαν όπου βρήκαν, στούπαιθρο.

Ο Έλρικ δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Τώρα δεν ήταν η ζούγκλα που τονκρατούσε ξύπνιο. Απορούσε με τη σιωπή,

γιατί ήταν σίγουρος πως δεν ήταν ηπαρουσία τους που ’χε διώξει κάθε ίχνοςζωής. Πουθενά δεν μπορούσε να δει κανείςούτε ένα μικρό τρωκτικό, πουλί, ή έστωέντομο. Πάνω στο νησί είχε απομείνειμόνο η βλάστηση — ίσως για αιώνες ήδεκάδες αιώνων. Θυμήθηκε ένα άλλοσημείο του παλιού θρύλου για το Ρ’λινΚ’ρεν Άα. Λέγανε πως, όταν οι Θεοίαποφάσισαν να συναντηθούν εκεί, όχιμόνο οι ντόπιοι, αλλά και κάθε ζώοεξαφανίστηκε. Κανένα πλάσμα δεντόλμησε να μείνει για να δει τουςΑνώτερους Άρχοντες ή ν’ ακούσει τησυζήτησή τους. Ο Έλ-ρικ ριγούσε καιστριφογύριζε το λευκό κεφάλι του πάνωστο μανδύα που ’χε τυλίξει για μαξιλάρι.Αν υπήρχαν κίνδυνοι στο νησί, θα ήταν πιο|

αδιόρατοι απ’ αυτούς που ’χαν αντιμετωπίσειστο ποτάμι.

Ο θόρυβος του περάσματος τους μέσα απ’ τοδάσος ήταν ο μοναδικός ήχος πάνω στο νησί,καθώς ξανάρχισαν την πορεία τους το επόμενοπρωί.

Με την πυξίδα στο ένα χέρι και το χάρτη στοάλλο, ο Δούκας Άβαν Άστραν προσπαθούσε νατους οδηγήσει, λέγοντας στους άντρες του σεποιο σημείο ν’ ανοίξουν δρόμο. Προχωρούσανακόμα πιο αργά, κι ήταν φανερό πως κανέναπλάσμα δεν είχε περάσει από κει για πολλούςαιώνες.

Την τέταρτη μέρα, έφτασαν σ’ ένα φυσικόξέφωτο από επίπεδο ηφαιστειογενή βράχο καιβρήκαν εκεί μια πηγή. Στρατοπέδευσανεπιφυλακτικά. Ο Έλρικ είχε αρχίσει να πλένειτο πρόσωπό του με το δροσερό νερό, ότανάκουσε ένα ουρλιαχτό πίσω του. Τινάχτηκεόρθιος. Ένας από τους ναύτες είχε περάσει έναβέλος στη χορδή του τόξου του.

«Τι συμβαίνει; » ρώτησε ο Δούκας Άβαν.

«Είδα κάτι, άρχοντά μου! »

«Ανοησίες! Δεν υπάρχουν —»

«Κοιτάξτε! » Ο άντρας τράβηξε τη χορδή κιέστειλε το βέλος μέσα στις φυλλωσιές τουδάσους. Κάτι αναδεύτηκε εκεί, και στον 'Ελρικφάνηκε πως είδε ένα γκρίζο πράγμα ανάμεσαστα δέντρα.

«Είδες τι είδους πλάσμα ήταν; » ρώτησε οΜούνγκλαμ το ναύτη.

«Όχι, κύριε. Στην αρχή φοβήθηκα πως θα’ταν πάλι αυτοί οι σαυράνθρωποι».

«Εχουν τρομοκρατηθεί πολύ. Δεν πρόκειταινα μας ακολουθήσουν στο νησί», τονδιαβεβαίωσε ο Δούκας Άβαν.

«Ελπίζω να ’χεις δίκιο», μουρμούρισε οΜούν-γκλαμ νευρικά.

«Τότε τι μπορεί να ήταν; » αναρωτήθηκε οΈλρικ.

«Μου φάνηκε πως ήταν άνθρωπος, κύριε»,ψέλλισε ο ναύτης.

Ο Έλρικ κοίταξε τα δέντρα συλλογισμένος.«Άνθρωπος; »

Ο Μούνγκλαμ γνώριζε το φίλο του καλά.«Περίμενες κάτι τέτοιο, Έλρικ; »

«Δεν είμαι σίγουρος... »

Ο Δούκας Άβαν σήκωσε τους ώμους.«Μάλλον θα ’ταν η σκιά από κανένα σύννεφοπου πέρασε πάνω από τα δέντρα. Σύμφωνα μετους υπολογισμούς μου, θα πρέπει να ’χαμε ήδηφτάσει στην πόλη».

«Νομίζεις πως τελικά μπορεί να μην υπάρχει;» τον ρώτησε ο Έλρικ.

«Αρχίζει να μη με πολυνοιάζει, Πρίγκιπα Έλ-ρικ». Ο δούκας έγειρε πάνω στον κορμό ενόςτεράστιου δέντρου, κάνοντας στο πλάι μιακλιμα-τσίδα που ακούμπαγε το πρόσωπό του.«Δεν μας μένει, όμως, και τίποτε άλλο νακάνουμε. Το πλοίο δεν θα ’ναι ακόμα έτοιμο ναταξιδέψει». Κοίταξε τα ψηλά κλαριά. «Δένπίστευα πως θα μου λείπανε τα έντομα που μαςβασάνιζαν μέχρι να φτάσουμε εδώ... »

Ο ναύτης που είχε ρίξει το βέλος, φώναξεξανά. «Να τον! Τον είδα! Είναι ένας άνθρωπος!»

Ενώ οι άλλοι προσπαθούσαν να διακρίνουνκάτι, ο Δούκας Άβαν συνέχιζε ν’ ακουμπάειπάνω στο δέντρο. «Δεν είδες τίποτα. Δενυπάρχει

τίποτα εδώ πέρα για να δεις».

Ο Έλρικ στράφηκε προς το μέρος του. «Δώσεμου το χάρτη και την πυξίδα, Δούκα Άβαν. Έχωμια προαίσθηση πως μπορεί να βρω το δρόμο».

Ο Βιλμιριανός σήκωσε τους ώμους, με μιαέκφραση αμφιβολίας στο τετράγωνο αρρενωπόπρόσωπό του. Έδωσε τα πράγματα στον Έλρικ.

Ξεκουράστηκαν όλη τη νύχτα, και το πρωίξεκίνησαν πάλι, με τον Έλρικ μπροστά.

Το μεσημέρι, βγήκαν από το δάσος κιαντίκρισαν τα ερείπια του Ρ’λιν Κ’ρεν Άα.

5

Τίποτα δεν φύτρωνε ανάμεσα στα ερείπια τηςπόλης. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ρωγμές κι οιτοίχοι των σπιτιών είχαν γκρεμίσει, αλλά

κανένα αγριόχορτο δεν άνθιζε στα χαλάσματακαι φαινόταν λες κι η πόλη είχε πρόσφατακαταστραφεί από σεισμό. Μόνο ένα πράγμααπόμενε ακόμα ακέραιο, κι υψωνόταν πάνωαπό τα ερείπια. Ήταν ένα γιγάντιο άγαλμα απόλευκό, γκρίζο και πράσινο αλάβαστρο —τοάγαλμα ενός γυμνού νέου μ’ ένα πρόσωποσχεδόν γυναικείας ομορφιάς, που είχεστραμμένα τ’ αόματα μάτια του προς το βορρά.

«Τα μάτια! » είπε ο Δούκας Άβαν Άστραν.«Δεν είναι στη θέση τους! »

Οι άλλοι δεν είπαν τίποτα, καθώς κοιτούσαντο άγαλμα και τα ερείπια που το τριγύριζαν. Ηπεριοχή ήταν σχετικά μικρή και τα κτίρια είχανελάχιστες διακοσμήσεις. Οι κάτοικοι φαίνοντανπως ήταν ένας απλός, ήρεμος λαός —εντελώςανόμοιος με τους Μελνιμπονιανούς τηςΛαμπρής Αυτοκρατορίας. Ο Έλρικ δενμπορούσε να πιστέψει πως οι κάτοικοι τουΡ’λιν Κ’ρεν Άα ήταν πρόγονοί του. Τα μυαλά

τους δεν ήταν παρανοϊκά.

«Το άγαλμα έχει ήδη λεηλατηθεί», συνέχισε οΔούκας Άβαν. «Αυτό το καταραμένο ταξίδιπήγε στράφι! »

Ο Έλρικ γέλασε. «Στ’ αλήθεια νόμιζες πως θαμπορούσες να βγάλεις τα μάτια τουΑλαβάστρινου Ανθρώπου απ’ τις κόγχες τους,άρχοντά μου; »

Το άγαλμα ήταν ψηλό σαν ένας πύργος τουΊμριρ, και το κεφάλι από μόνο του θα πρέπει να’χε το μέγεθος ενός μεγάλου κτιρίου. Ο ΔούκαςΆβαν έσφιξε τα χείλια κι αρνήθηκε ν’ ακούσειτην περιπαικτική φωνή του Έλρικ. «Το ταξίδιμας μπορεί ακόμα κι έτσι ν’ αποδειχθείπροσοδοφόρο», είπε. «Θα υπάρχουν κι άλλοιθησαυροί στο Ρ’λιν Κ’ρεν Άα. Ελάτε».

Και τους οδήγησε μέσα στην πόλη.

Πολύ λίγα από τα κτίρια στέκονταν ακόμαόρθια, μα ήταν παρ’ όλα αυτά γοητευτικά, έστωκαι μόνο. για την παράξενη φύση των δομικώνυλικών τους, που ήταν ενός είδους άγνωστουστους ταξιδιώτες.

Τα χρώματα ήταν πολλά, μα είχαν ξεθωριάσειαπό το χρόνο —απαλά κόκκινα, κίτρινα καιγαλάζια— που ενώνονταν μαζί κάνονταςσχεδόν άπειρους συνδυασμούς.

Ο Έλρικ άγγιξε έναν τοίχο και ξαφνιάστηκεαπ’ την παγερή υφή της λείας επιφάνειας. Δενήταν ούτε πέτρα, ούτε ξύλο, ούτε μέταλλο.Μήπως το είχαν φέρει από κάποια άλληδιάσταση;

Προσπάθησε να φανταστεί την πόλη όπωςήταν πριν ερημωθεί. Οι δρόμοι ήταν μεγάλοι, τασπίτια χαμηλά και κτισμένα γύρω από μεγάλεςεσωτερικές αυλές. Δεν υπήρχε προστατευτικότείχος. Αν αυτή ήταν στ’ αλήθεια η πρώτη

πατρίδα του λαού του, τότε τι είχε συμβεί πουτους μετέτρεψε απ’ τους φιλήσυχους πολίτεςτου Ρ’λιν Κ’ρεν Άα στους παρανοϊκούςαρχιτέκτονες των αλλόκοτων κι εκκεντρικώνπύργων του Ίμριρ; Ο Έλρικ είχε πιστέψει πως θαέβρισκε εκεί μιαν απάντηση σ’ ένα μυστήριο,αλλά αντίθετα είχε βρει ένα μυστήριο ακόμα.Ήταν φαίνεται η μοίρα του, σκέφτηκε,παίρνοντάς το απόφαση.

Εκείνη τη στιγμή, ο πρώτος κρυσταλλικόςδίσκος σφύριξε δίπλα στο κεφάλι του καιδιαλύθηκε πάνω σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο.

Ο επόμενος δίσκος άνοιξε στα δύο το κεφάλιενός ναύτη κι ένας τρίτος έξυσε το αυτί τουΜούνγκλαμ πριν πέσουν όλοι κάτω, ανάμεσαστα χαλάσματα.

«Πολύ εκδικητικά αυτά τα πλάσματα», είπε οΆβαν μ’ ένα σκληρό χαμόγελο. «Ρισκάρουνπολλά για να μας ξεπληρώσουν το θάνατο των

συντρόφων τους! »

Όλοι οι ναυτικοί που είχαν απομείνει ήταντρομοκρατημένοι, κι ο φόβος είχε αρχίσει ναφαίνεται και στα μάτια του ίδιου του δούκα.

Μερικοί ακόμα δίσκοι έπεσαν εκεί κοντά, μαήταν φανερό πως τα ερπετά, για την ώρατουλάχιστον, είχαν χάσει από τα μάτια τους τηνομάδα. Ο Μούνγκλαμ έβηξε καθώς λευκήσκόνη σηκώθηκε απ’ τα ερείπια και μπήκε στολαιμό του.

«Καλύτερα να καλέσεις πάλι τους τερατώδειςφίλους σου, Έλρικ».

Ο Έρλικ κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ. Οσύμμαχός μου είπε πως δεν θα με βοηθούσε γιαδεύτερη φορά». Κοίταξε προς τ’ αριστερά, όπουοι τέσσερις τοίχοι ενός μικρού σπιτιούστέκονταν ακόμα όρθιοι. Δεν φαινόταν ναυπάρχει πόρτα, αλλά μόνο ένα παράθυρο.

«Τότε κάλεσε τον Άριοχ», είπε ο Μούνγκλαμανυπόμονα. «Βρες κάτι, τέλος πάντων».

«Τον Άριοχ; Δεν ξέρω αν πρέπει... »

Την άλλη στιγμή, ο Έλρικ τινάχτηκε όρθιοςκι όρμησε προς το καταφύγιο. Πήδησε μέσα απ’το παράθυρο και προσγειώθηκε πάνω σ’ ένασωρό χαλάσματα που του έγδαραν τα χέρια καιτα γόνατα.

Σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Από μακριά,μπορούσε να διακρίνει το τεράστιο τυφλόάγαλμα του θεού να κυριαρχεί πάνω στην πόλη.Έλεγαν πως ήταν ένα είδωλο του Άριοχ —αν κιο Άριοχ δεν είχε ποτέ παρουσιαστεί στον Έλρικμ’ αυτή τη μορφή. Άραγε, το είδωλο ναπροστάτευε το Ρ’λιν Κ’ρεν Άα ή να τοαπειλούσε; Κάποιος ούρλιαξε. Κοίταξε μέσααπ’ το παράθυρο κι είδε πως ένας δίσκος είχεκόψει το χέρι ενός ναύτη.

Τράβηξε το Στόρμπρίνγκερ και το σήκωσεψηλά, στρέφοντας το πρόσωπό του προς τοαλαβάστρινο άγαλμα.

«Άριοχ! » φώναξε. «Άριοχ, βοήθησέ με! »

Μαύρο φως ξεχύθηκε απ’ τη λεπίδα που είχεαρχίσει να τραγουδά, λες και βοηθούσε τηνεπίκληση του Έλρικ.

«Άριοχ! »

Θα ερχόταν ο δαίμονας; Τελευταία, οπροστάτης των Βασιλέων του Μελνιμπονέαρνιόταν να υλοποιηθεί, ισχυριζόμενος πως είχεπιο επείγουσες υποθέσεις —υποθέσεις πουαφορούσαν την αιώνια πάλη ανάμεσα στο Χάοςκαι το Νόμο.

«Άριοχ! »

Σπαθί και άνθρωπος ήταν τώρα τυλιγμένοι

μέσα σε μια παλλόμενη μαύρη ομίχλη, και τολευκό πρόσωπο του Έλρικ είχε γεμίσει σκιέςκαι φαινόταν να συσπάται μαζί με την ομίχλη.

«Άριοχ! Σε ικετεύω να με βοηθήσεις! Είναι οΈλρικ που σε καλεί! »

Τότε μια φωνή έφτασε στ’ αυτιά του. Ήτανμια απαλή, γατίσιο, σοφή φωνή μια τρυφερήφωνή.

«Έλρικ, είσαι ο ευνοούμενος μου. Σ’ αγαπώπερισσότερο από κάθε άλλο θνητό —μα δενμπορώ να σε βοηθήσω— τουλάχιστον, όχιακόμα».

«Τότε είμαστε καταδικασμένοι να χαθούμεεδώ! » φώναξε ο Έλρικ απελπισμένα.

«Μπορείς να ξεφύγεις απ’ τον κίνδυνο.Κρύψου μέσα στο δάσος. Άσε τους άλλους όσοακόμα είναι καιρός. Έχεις να εκπληρώσεις ένα

πεπρωμένο, σε άλλο τόπο κι άλλη στιγμή... »

«Δεν θα τους εγκαταλείψω».

«Είσαι ανόητος, γλυκέ μου Έλρικ».

«Άριοχ —απ’ τη μέρα που ιδρύθηκε ηδυναστεία του Μελνιμπονέ βοηθάς τουςβασιλιάδες του. Βοήθα τον τελευταίο βασιλιάτου αυτή τη μέρα! »

«Δεν μπορώ να ξοδεύω τις δυνάμεις μου.Μια μεγάλη μάχη πλησιάζει. Θα μου κοστίσειπολύ να γυρίσω στο Ρ’λιν Κ’ρεν Άα. Φύγε τώρα.Εσύ θα σωθείς. Μόνο οι άλλοι θα πεθάνουν».

Και μετά, ο Δούκας της Κόλασης χάθηκε. ΟΈλρικ ένιωσε την παρουσία του να σβήνει.Ζάρωσε το μέτωπο και πασπάτεψε το πουγκίτου, προσπαθώντας να θυμηθεί κάτι που είχεακούσει κάποτε. Ξαναθηκάρωσε αργά το σπαθί,παρά τη θέληση της λεπίδας. Ακούστηκε ένας

γδούπος, κι ο Μούνγκλαμ βρέθηκε στα πόδιατου.

«Λοιπόν; Έρχεται η βοήθεια; »

«Φοβάμαι πως όχι». Ο Έλρικ κούνησε τοκεφάλι του απελπισμένα. «Γι* άλλη μια φορά, οΆ-ριοχ αρνιέται να με βοηθήσει. Άλλη μια φοράμιλάει για ένα μεγάλο πεπρωμένο και τηνανάγκη να διατηρήσει τις δυνάμεις του».

«Οι πρόγονοί σου έπρεπε να ’χαν διαλέξειέναν πιο βολικό δαίμονα για προστάτη τους. Οιερπετοειδείς μας φίλοι πλησιάζουν. Κοίταξε... »Ο Μούνγκλαμ έδειξε τα περίχωρα της πόλης.Μια ομάδα από καμιά δεκαριά πλάσματαπλησίαζαν με τα τεράστια ρόπαλά τους έτοιμα.

Ακούστηκαν πατήματα από την άλλη μεριάτου τοίχου, κι ο Δούκας Άβαν εμφανίστηκε,οδηγώντας τους άντρες του μέσα από τοάνοιγμα. Βλαστημούσε.

«Φοβάμαι πως δεν μπορούμε να περιμένουμεβοήθεια», του είπε ο Έλρικ.

Ο Βιλμιριανός χαμογέλασε θλιμμένα. «Τότεαυτά τα τέρατα εκεί έξω φαίνεται πως ήξερανπερισσότερα από μας! »

«Έτσι φαίνεται».

«Πρέπει να προσπαθήσουμε να τουςκρυφτούμε», είπε ο Μούνγκλαμ, χωρίς ναφαίνεται πολύ αισιόδοξος. «Δεν θα γλιτώσουμεαν μείνουμε να πολεμήσουμε».

Η μικρή ομάδα άφησε το ερειπωμένο σπίτι κιάρχισε να προχωράει αργά, χρησιμοποιώνταςόποια κάλυψη έβρισκε, κινούμενη σιγά σιγάπρος το κέντρο της πόλης και το άγαλμα τουΑλαβάστρινου Ανθρώπου.

Ένα κοφτό σφύριγμα πίσω τους τουςειδοποίησε πως οι ερπετοειδείς πολεμιστές τους

είχαν ανακαλύψει, κι άλλος ένας Βιλμιριανόςσωριάστηκε μ’ ένα δίσκο καρφωμένο στηνπλάτη του. Αρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι.

Μπροστά τους είδαν ένα κόκκινο κτίριο μ’αρκετά πατώματα, που φαινόταν να ’χει ακόμαο-ροφή.

«Εκεί μέσα! » φώναξε ο Δούκας Άβαν.

Με κάποια ανακούφιση, ανέβηκαν χωρίςδισταγμό τα φθαρμένα σκαλοπάτια καιπέρασαν μέσα από μια σειρά σκονισμένωνδιαδρόμων. Τελικά, σταμάτησαν να πάρουνανάσα σε μια μεγάλη, ζοφερή αίθουσα.

Η αίθουσα ήταν εντελώς άδεια και μόνολίγο φως περνούσε απ’ τις χαραμάδες τουτοίχου.

«Αυτό το μέρος διατηρήθηκε καλύτερα απ’τα άλλα», είπε ο Δούκας Άβαν. «Αναρωτιέμαι

σε τι να χρησίμευε. Ίσως να ’ταν φρούριο».

«Δεν νομίζω πως ήταν πολεμόχαρη φυλή»,παρατήρησε ο Μούνγκλαμ. «Υποπτεύομαι πωςτο κτίριο αυτό ήταν φτιαγμένο για άλλοσκοπό».

Οι τρεις ναυτικοί που ζούσαν ακόμακοιτούσαν τρομαγμένοι γύρω τους. Έμοιαζανσαν να προτιμούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τουςερπετοει-δείς πολεμιστές που ’ταν απ’ έξω.

Ο Έλρικ πήγε να βγει απ’ το δωμάτιο, αλλάσταμάτησε όταν είδε κάτι γραμμένο στοναπέναντι τοίχο.

Το ’χε προσέξει κι ο Μούνγκλαμ. «Τι είναιαυτό, φίλε Έλρικ; »

Ο Έλρικ αναγνώρισε πως ήταν σύμβολα τηςΥψηλής Γλώσσας του αρχαίου Μελνιμπονέ,αλλά ήταν κάπως διαφορετικά και του πήρε

λίγη ώρα για να καταλάβει το νόημά τους.

«Ξέρεις τι λέει, Έλρικ; » μουρμούρισε οΔούκας Άβαν, πηγαίνοντας κοντά.

«Ναι —μα δεν μπορώ να το καταλάβω. Λέει:Αν έχετε έρθει να με σκοτώσετε, είστεκαλοδεχούμενοι. Αν, όμως, δεν έχετε τον τρόπονα ξυπνήσετε τον Αλαβάστρινο Άνθρωπο, χαθείτεαπό δω!»

«Ν’ απευθύνεται άραγε σε μας, ή να ’χειγραφτεί εδώ και πολλά χρόνια; »

Ο Έλρικ σήκωσε τους ώμους. «Θα μπορούσενα ’χει γραφτεί οποιαδήποτε στιγμή τατελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια... »

Ο Μούνγκλαμ πλησίασε τον τοίχο κι άπλωσετο χέρι του να τον πιάσει. «Θα ’λεγα πως είναιπολύ πρόσφατο», είπε. «Το μελάνι είναι ακόμαυγρό».

Ο Ερλικ ζάρωσε το μέτωπο. «Τότε υπάρχουνακόμα κάτοικοι. Γιατί δεν φανερώνονται; »

«Μήπως αυτά τα ερπετά είναι οι πραγματικοίκάτοικοι του Ρ’λιν Κ’ρεν Άα; » είπε ο Άβαν. «Οιμύθοι δεν αναφέρουν συγκεκριμένα αν αυτοίπου έφυγαν από δω ήταν άνθρωποι... »

Το πρόσωπο του Έλρικ σκοτείνιασε, κι ήτανέτοιμος να δώσει μιαν οργισμένη απάντηση,όταν ο Μούνγκλαμ μπήκε στη μέση.

«Ίσως να υπάρχει ένας μόνο κάτοικος. Αυτόδεν σκέφτεσαι, Έλρικ; Το Πλάσμα Που ΕίναιΚαταδικασμένο Να Ζει; Αυτά τα λόγια μπορείνα ’ναι δικά του... »

Ο Έλρικ έκρυψε το πρόσωπό του μέσα σταχέρια του και δεν απάντησε.

«Ελάτε», είπε ο Άβαν. «Δεν έχουμε καιρό νασυζητάμε για παραμύθια». Πέρασε μέσα από μια

άλλη είσοδο κι άρχισε να κατεβαίνεισκαλοπάτια. Όταν έφτασε στο τέλος τους, τονάκουσαν να ξεροκαταπίνει.

Έτρεξαν γρήγορα κοντά του κι είδαν πωςβρισκόταν στο κατώφλι μιας άλλης αίθουσας.Το πάτωμά της ήταν σκεπασμένο σε ύψοςαρκετών εκατοστών από θραύσματα ενόςμεταλλικού υλικού που είχε την ευλυγισία τηςπεργαμηνής. Στους γύρω τοίχους υπήρχανχιλιάδες μικρές τρύπες σε σειρές, η κάθε μιατους μ’ ένα ιδεόγραμμα ζωγραφισμένο απόπάνω της.

«Τι είναι αυτό; » ρώτησε ο Μούνγκλαμ.

Ο Έλρικ σταμάτησε και σήκωσε ένα από ταθραύσματα. Είχε χαραγμένο απάνω του μισόμελνιμπονιανό γράμμα. Φαινόταν να ’χει γίνειπροσπάθεια να σβηστεί ακόμα κι αυτό.

«Ήταν κάποτε βιβλιοθήκη», είπε σιγανά. «Η

βιβλιοθήκη των προγόνων μου. Κάποιοςπροσπάθησε να την καταστρέψει. Αυτοί οιπάπυροι θα πρέπει να ’ταν σχεδόν άφθαρτοι,αλλά έγινε συστηματική προσπάθεια νακαταστραφούν». Κλότσησε τα θραύσματα.«Είναι φανερό πως ο φίλος μας —ή οι φίλοιμας— δεν αγαπούν και τόσο τη μάθηση».

«Έτσι φαίνεται», είπε στενοχωρημένα οΔούκας Άβαν. «Τι αξία θα ’χαν όλοι αυτοί οιπάπυροι για έναν σοφό! Και καταστράφηκανόλοι! »

Ο Έλρικ σήκωσε τους ώμους. «Στην Κόλασηόλοι οι σοφοί! Η αξία τους για μένα ήτανακόμα πιο μεγάλη! »

Ο Μούνγκλαμ πήγε να πιάσει το μπράτσοτου φίλου του, αλλά ο Έλρικ το τράβηξεαπότομα. «Περίμενα πως... »

Ο Μούνγκλαμ έγειρε το κεφάλι κι

αφουγκράστηκε. «Τα ερπετά μάς ακολούθησανμέσα στο

κτίριο, αν κρίνω απ’ τους θορύβους».

Άκουσαν όλοι τον απόμακρο ήχο απόπαράξενα πατήματα στους διαδρόμους πίσωτους.

Η μικρή ομάδα πέρασε όσο πιο αθόρυβαμπορούσε μέσα απ’ τους κατεστραμμένουςπάπυρους και διέσχισε την αίθουσα μέχρι πουβρέθηκε σ’ έναν άλλο διάδρομο που αυτή τηφορά οδηγούσε προς τα πάνω.

Ξαφνικά, είδαν το φως της μέρας.

Ο Έλρικ προσπάθησε να δει μπροστά. «Οδιάδρομος έχει καταρρεύσει πιο κάτω, κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι μπλοκαρισμένος. Η οροφή,όμως, έχει πέσει. Ίσως μπορέσουμε να βγούμεαπό την τρύπα».

Σκαρφάλωσαν τα χαλάσματα, κοιτάζονταςκάθε τόσο πίσω τους, μην τυχόν δουν τους διώ-χτες τους.

Βγήκαν τελικά στην κεντρική πλατεία τηςπόλης. Στην άλλη άκρη της πλατείας πατούσαντα πόδια του τεράστιου αγάλματος που τώραυψωνόταν πολύ πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

Ακριβώς μπροστά τους, υπήρχαν δυοπαράξενες κατασκευές που, αντίθετα με ταυπόλοιπα κτίρια, ήταν εντελώς άθικτες. Ήτανθολωτές και πολυεδρικές, φτιαγμένες απόκάποια ουσία σαν γυαλί που διαθλούσε το φωςτου ήλιου.

Από κάτω, άκουσαν τους ερπετάνθρωπους ναπροχωρούν στο διάδρομο.

«Θα γυρέψουμε καταφύγιο στον κοντινότεροαπ’ αυτούς τους θόλους», είπε ο Έλρικ. Άρχισενα τρέχει, οδηγώντας τους άλλους.

Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν μέσα από έναανώμαλο άνοιγμα στη βάση του θόλου.

Όταν, ωστόσο, βρέθηκαν μέσα, δίστασαν,

σκιάζοντας τα μάτια τους κιανοιγοκλείνοντάς τα βαριά, καθώςπροσπαθούσαν να δουν ποιο δρόμο θαπάρουν.

«Μοιάζει μ’ ένα λαβύρινθο από καθρέφτες!» είπε ο Μούνγκλαμ ξεροκαταπίνοντας. «Ματους Θεούς, δεν έχω δει ποτέ πιοεντυπωσιακό. Αναρωτιέμαι ποιος να ’ναι οσκοπός του».

Διάδρομοι φαίνονταν να οδηγούν προςόλες τις κατευθύνσεις, αλλά μπορεί να μηνήταν τίποτα περισσότερο απ’ τηναντανάκλαση του διαδρόμου στον οποίοβρίσκονταν τώρα. Ο Έλρικ άρχισε ναπροχωρεί προσεκτικά μέσα στο λαβύρινθο,

ενώ σι άλλοι πέντε τον ακολουθούσαν.

«Μαγεία μου μυρίζεται», μουρμούρισε οΜούνγκλαμ καθώς προχωρούσαν. «Μήπωςμπήκαμε σε παγίδα; »

Ο Έλρικ τράβηξε το σπαθί του, πουμουρμούρισε απαλά, σχεδόν απορημένα.

Ξαφνικά, τα πάντα μετατοπίστηκαν κι οιμορφές των συντρόφων του έγιναναπόμακρες. «Μούνγκλαμ! Δούκα Άβαν! »

Άκουσε μουρμουρητά, μα δεν ήταν οιφωνές των φίλων του.

«Μούνγκλαμ! »

Μα τότε, ο μικρόσωμος χάθηκε εντελώς κι οΈλρικ απόμεινε μόνος.

6

Γύρισε το κεφάλι, κι ένας τοίχος κόκκινηςακτινοβολίας τον χτύπησε στα μάτια και τονστράβωσε.

Φώναξε, κι η φωνή του έγινε ένα απόμακροκλαψούρισμα που τον κορόιδευε.

Προσπάθησε να μετακινηθεί, αλλά δενμπορούσε να πει αν είχε κάνει δέκα χιλιόμετραή ήταν ακόμα στο ίδιο σημείο.

Τότε είδε κάποιον λίγα μέτρα μακριά του,που η μορφή του φαινόταν θολή πίσω από μιαοθόνη πολύχρωμων διάφανων πετραδιών.Προχώρησε μπροστά, κι έκανε να σπάσει τηνοθόνη, αλλά εκείνη χάθηκε κι αυτός σταμάτησεξαφνικά.

Κοιτούσε ένα πρόσωπο ανείπωτης θλίψης.

Το πρόσωπο ήταν το δικό του, μόνο που τοδέρμα του άντρα ήταν κανονικό και τα μαλλιάτου μαύρα.

«Τι είσαι εσύ; » ρώτησε ο Έλρικ βραχνά.

«Εχω πολλά ονόματα. Ένα απ’ αυτά είναιΕρε-κόζι. Ήμουν πολλοί άνθρωποι. Ίσως και να’μαι όλοι οι άνθρωποι».

«Μα είσαι σαν κι εμένα».

«Είμαι εσύ».

«Όχι! »

Τα μάτια του φαντάσματος είχαν δακρύσεικαθώς κοιτούσε συμπονετικά τον Έλρικ.

«Μην κλαις για μένα! » βρυχήθηκε ο Έλρικ.«Δεν έχω ανάγκη τη συμπόνια σου! »

«Ίσως να κλαίω για μένα, επειδή εγώγνωρίζω τη μοίρα μας».

«Και ποια είναι αυτή; »

«Δεν θα την καταλάβαινες».

«Πες μου! »

«Ρώτα τους θεούς σου».

Ο Έλρικ σήκωσε το σπαθί του. «Όχι! » είπεαγριεμένα. «Από σένα θα μάθω αυτό που θέλω!»

Το φάντασμα έσβησε.

Ο Έλρικ ρίγησε. Τώρα ο διάδρομος είχεγεμίσει από χιλιάδες τέτοια φαντάσματα.Καθένα μουρμούριζε ένα διαφορετικό όνομα.Το καθένα φορούσε διαφορετικά ρούχα. Είχαν,όμως, όλα το πρόσωπό του, αλλά όχι το χρώμα

του.

«Χαθείτε από μπροστά μου! » φώναξε. «Θεοί,τι μέρος είναι τούτο δω! »

Τον άκουσαν κι εξαφανίστηκαν.

«Έλρικ; »

Ο αλμπίνος γύρισε με το σπαθί έτοιμο. Ήταν,όμως, ο Δούκας Άβαν Άστραν του ΠαλιούΧλορ-μάρ. Πασπάτευε το πρόσωπό του μετρεμάμενο δάχτυλα, μα είπε ψύχραιμα: «Πρέπεινα σου ομολογήσω πως μου φαίνεται ότι χάνωτα λογικά μου, Πρίγκιπα Έλρικ... »

«Τι είδες; »

«Πολλά πράγματα. Δεν μπορώ να ταπεριγράψω».

«Πού είναι ο Μούνγκλαμ και οι άλλοι; »

«Σίγουρα ο καθένας ακολούθησεδιαφορετικό δρόμο, όπως κι εμείς».

Ο Έλρικ σήκωσε το Στόρμπρίνγκερ και τοκατέβασε πάνω σ’ έναν κρυστάλλινο τοίχο. ΤοΜαύρο Σπαθί βόγκηξε, αλλά ο τοίχος απλώςάλλαξε θέση.

Ωστόσο, μέσα απ’ το άνοιγμα ο Έλρικ είδεφως της μέρας. «Έλα, Δούκα Άβαν —από δω θαξεφύγουμε! »

Ο Άβαν τον ακολούθησε ζαλισμένος. Βγήκαναπό τον κρύσταλλο και βρέθηκαν στηνκεντρική πλατεία του Ρ’λιν Κ’ρεν Άα.

Τώρα, όμως, ακουγόταν θόρυβοι. Κάρα κιάρματα περνούσαν απ’ την πλατεία. Στη μιαπλευρά της ήταν στημένα κιόσκια. Άνθρωποιπερπατούσαν ήρεμα στους δρόμους. ΟΑλαβάστρινος Άνθρωπος δεν έριχνε τη σκιά τουπάνω στην πόλη. Δεν υπήρχε Αλαβάστρινος

Άνθρωπος.

Ο Έλρικ κοίταξε τα πρόσωπα. Είχαν ταεξωτικά χαρακτηριστικά του λαού τουΜελνιμπονέ. Κι όμως, υπήρχε κάποιαδιαφορά που στην αρχή δεν μπορούσε ναεντοπίσει. Ύστερα αναγνώρισε τι ήταν.Αυτοί οι άνθρωποι ήταν γαλήνιοι. Άπλωσετο χέρι ν’ αγγίξει έναν απ’ αυτούς.

«Πες μου, φίλε μου, τι χρονιά... »

Αλλά ο άνδρας δεν τον άκουσε και πέρασεαπό μπροστά του.

Ο Έλρικ προσπάθησε να σταματήσειαρκετούς περαστικούς, αλλά κανένας δεντον έβλεπε ούτε τον άκουγε.

«Πώς έχασαν αυτή τους τη γαλήνη; »αναρωτήθηκε ο Δούκας Άβαν. «Πώςκατέληξαν να γίνουν σαν κι εσένα, Πρίγκιπα

Έλρικ; »

Ο Έλρικ σχεδόν γρύλισε καθώς γύρισεαπότομα να κοιτάξει τον Βιλμιριανό.«Σταμάτα να μιλάς! »

Ο Δούκας Άβαν σήκωσε τους ώμους.«Ίσως να ’ναι όλα μια αυταπάτη».

«Ίσως», είπε ο Έλρικ θλιμμένα. «Μα είμαισίγουρος πως έτσι ζούσαν πριν έρθουν οιΥψηλοί».

«Κατηγορείς, λοιπόν, τους θεούς; »

«Κατηγορώ τη γνώση που έφεραν οι θεοίμαζί τους».

Ο Δούκας Άβαν ένευσε σοβαρά.«Καταλαβαίνω».

Γύρισε προς τον τεράστιο κρύσταλλο κι

αφουγκράστηκε. «Ακούς μια φωνή,Πρίγκιπα Έλ-ρικ; Τι λέει; »

Ο Έλρικ άκουσε τη φωνή. Φαινόταν ναβγαίνει από τον κρύσταλλο και μιλούσε στηναρχαία γλώσσα του Μελνιμπονέ, αλλά με μιαπαράξενη

προφορά. «Από δω», έλεγε. «Από δω».

Ο Έλρικ κοντοστάθηκε. «Δεν έχω διάθεσηνα γυρίσω εκεί μέσα».

«Τι άλλη εκλογή έχουμε; » είπε ο Άβαν.

Πέρασαν ξανά από το άνοιγμα.

Ξανά βρέθηκαν μέσα στο λαβύρινθο που θαμπορούσε να ’ναι ένας διάδρομος ή πολλοί, καιτώρα η φωνή ακουγόταν πιο καθαρά. «Κάντεδυο βήματα δεξιά», τους είπε.

Ο Άβαν κοίταξε τον Έλρικ. «Τι είπε; » ΟΈλρικ του εξήγησε. «Να υπακούσουμε; »ρώτησε ο Άβαν.

«Ναι», είπε κουρασμένα ο αλμπίνος.

Έκαναν δυο βήματα στα δεξιά.

«Τώρα τέσσερα βήματα αριστερά», είπε ηφωνή.

Έκαναν τέσσερα βήματα αριστερά.

«Τώρα ένα μπροστά».

Βγήκαν στην ερειπωμένη πλατεία του Ρ’λινΚ’ρεν Άα.

Ο Μούνγκλαμ κι ένας βιλμιριανός ναύτηςστέκονταν εκεί.

«Πού είναι οι άλλοι; » ρώτησε ο Άβαν.

«Αυτόν ρώτα», είπε βαριεστημένα ο Μούν-γκλαμ κι έδειξε με το σπαθί του στα δεξιά.

Κοίταξαν έναν άντρα που ήταν ή αλμπίνος ήλεπρός. Ήταν εντελώς γυμνός κι έμοιαζε πολύτου Έλρικ. Στην αρχή, ο Έλρικ σκέφτηκε πωςήταν ένα ακόμα φάντασμα, μα ύστερα είδε πωςυπήρχαν κι αρκετές διαφορές μεταξύ τους. Κάτιπροεξείχε απ’ το πλάι του άντρα, ακριβώς πάνωαπ’ το τρίτο πλευρό. Ταραγμένος, ο Έλρικαναγνώρισε το σπασμένο στέλεχος ενόςβιλμιρια-νού βέλους.

Ο γυμνός ένευσε. «Ναι, το βέλος βρήκε τονστόχο του. Δεν μπόρεσε, όμως, να με σκοτώσει,γιατί είμαι ο Τζ’όσυι Κ’ρελν Ρέιρ... »

«Πιστεύεις πως είσαι το Πλάσμα Που ΕίναιΚαταδικασμένο Να Ζει; » μουρμούρισε ο Έλρικ.

«Αυτός είμαι». Ο άντρας χαμογέλασεθλιμμένα. «Νομίζεις πως θέλω να σε κοροϊδέψω;

»

Ο Έλρικ ξανακοίταξε το σπασμένο βέλος καικούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Είσαι δέκα χιλιάδων χρονών; » είπε ο Άβαν,λοξοκοιτάζοντάς τον.

«Τι είπε; » ρώτησε ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ τονΈρλικ. Εκείνος μετέφρασε.

«Μόνο τόσα έχουν περάσει; » Ο άντραςαναστέναξε. Ύστερα, κοίταξε έντονα τον Έλρικ.«Ανήκεις στη φυλή μου; »

«Έτσι φαίνεται; »

«Από ποια οικογένεια είσαι; »

«Απ’ τη βασιλική γενιά».

«Τότε ήρθες, επιτέλους, γιατί κι εγώ είμαι απ’

αυτή τη γενιά».

«Σε πιστεύω».

«Πρόσεξα πως οι Όλαμπ σας ψάχνουν».

«Οι Όλαμπ; »

«Οι πρωτόγονοι με τα ρόπαλα».

«Ναι. Τους συναντήσαμε στη διάρκεια τουταξιδιού μας στον ποταμό».

«Θα σας οδηγήσω σε ασφαλές μέρος. Ελάτε».

Ο Έλρικ άφησε τον Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ νατους οδηγήσει στην άλλη άκρη της πλατείαςόπου στεκόταν ακόμα ένας ετοιμόρροποςτοίχος. Ο άντρας σήκωσε μια πλάκα και τουςέδειξε σκαλιά που οδηγούσαν στο σκοτάδι. Τονακολούθησαν, κατεβαίνοντας προσεκτικά, ενώεκείνος χαμήλωσε την πλάκα από πάνω τους.

Τελικά, βρέθηκαν σ’ ένα δωμάτιο φωτισμένοαπό χοντροφτιαγμένο λυχνάρια λαδιού. Εκτόςαπό ένα στρώμα από ξερά χορτάρια, το δωμάτιοήταν άδειο.

«Ζεις πολύ λιτά», είπε ο Έλρικ.

«Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο. Το κεφάλι μουείναι επαρκώς επιπλωμένο... »

«Από πού έρχονται οι Όλαμπ; » τον ρώτησε οΈρλικ.

«Έφτασαν πρόσφατα σ’ αυτά τα μέρη. Ούτεκαν χίλια χρόνια πριν —ίσως πάλι καιπεντακόσια. Ήρθαν απ’ την πάνω μεριά τουποταμού, μετά από διαμάχες με κάποια άλληφυλή. Δεν συνηθίζουν να ’ρχονται στο νησί. Θαπρέπει να σκοτώσατε πολλούς για να θέλουν μετόση επιμονή το κακό σας».

«Σκοτώσαμε πολλούς».

Ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ έδειξε τους άλλουςπου τον κοιτούσαν με κάποια δυσφορία. «Είναικι αυτοί πρωτόγονοι; Δεν ανήκουν στο λαόμας».

«Λίγοι από μας έχουν πια απομείνει».

«Τι λέει; » ρώτησε ο Δούκας Άβαν.

«Λέει πως αυτοί οι ερπετοειδείς πολεμιστέςονομάζονται Όλαμπ», του είπε ο Έλρικ.

«Αυτοί οι Όλαμπ έκλεψαν τα μάτια τουΑλαβάστρινου Ανθρώπου; »

Όταν ο Έλρικ μετέφρασε την ερώτηση, ΤοΠλάσμα Που Είναι Καταδικασμένο Να Ζειφάνηκε να ξαφνιάζεται. «Δεν το ξέρατε, λοιπόν;»

«Να ξέρουμε τι; »

«Μα βρεθήκατε μέσα στα μάτια τουΑλαβάστρινου Ανθρώπου! Ήταν αυτοί οιμεγάλοι κρύσταλλοι που μέσα τουςπεριπλανηθήκατε! »

7

'Οταν ο Έλρικ πληροφόρησε τον ΔούκαΆβαν, ο Βιλμιριανός έσκασε στα γέλια. Έριξε τοκεφάλι πίσω κι άρχισε να βρυχάται μ’ ευθυμία,ενώ οι υπόλοιποι τον κοιτούσαν κατσούφικα.Το σύννεφο που τελευταία σκοτείνιαζε τοπρόσωπό του απομακρύνθηκε, κι έγινε πάλι οάντρας που ο Έλρικ είχε γνωρίσει στο Καλάλ.

Ο Μούνγκλαμ ήταν ο επόμενος πουχαμογέλασε. Ακόμα κι ο Έλρικ αναγνώρισε τηνειρωνεία της κατάστασης.

«Οι κρύσταλλοι έπεσαν απ’ το πρόσωπό τουσαν δάκρυα, λίγο μετά την αναχώρηση τωνΥψηλών», συνέχισε ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ.

«Ώστε πραγματικά οι θεοί κατέβηκαν εδώ».

«Ναι. Ο Αλαβάστρινος Άνθρωπος έφερε τομήνυμα κι όλοι έφυγαν αφού πρώτα έκλεισανμια συμφωνία μαζί του».

«Δηλαδή, ο Αλαβάστρινος Άνθρωπος δενφτιάχτηκε απ’ το λαό σου; »

«Ο Αλαβάστρινος Άνθρωπος είναι ο ΔούκαςΆριοχ της Κόλασης. Βγήκε μια μέρα από τοδάσος και στάθηκε στην πλατεία. Είπε στουςκάτοικους τι πρόκειτο να συμβεί —πως η πόλημας βρισκόταν στο κέντρο κάποιου παράξενουσυνδυασμού κι ήταν το μόνο μέρος πουμπορούσαν να συναντηθούν οι Άρχοντες τωνΑνώτερων Κόσμων».

«Και ποια ήταν η συμφωνία; »

«Σε αντάλλαγμα για την πόλη της, η βασιλικήγενιά θα μπορούσε στο μέλλον ν’ αυξήσει τη

δύναμή της, με τον Άριοχ σαν προστάτη της. Θατους έδινε μεγάλη γνώση και τον τρόπο ναφτιάξουν μια καινούρια πόλη κάπου αλλού».

«Κι αυτοί δέχτηκαν τη συμφωνία τόσοαπερίσκεπτα; »

«Δεν υπήρχαν περιθώρια εκλογής, συγγενήμου».

Ο Έλρικ χαμήλωσε τα μάτια και κοίταξε τοσκονισμένο πάτωμα. «Κι έτσι διαφθαρήκαμε»,μουρμούρισε.

«Μόνο εγώ αρνήθηκα να δεχτώ τοσυμβόλαιο. Δεν ήθελα ν’ αφήσω την πόλη μουκαι δεν εμπιστευόμουν τον Άριοχ. Ενώ όλοι οιάλλοι κατέβηκαν τον ποταμό, εγώ έμεινα εδώπου βρισκόμαστε τώρα. Άκουσα τους Άρχοντεςτων Ανώτερων Κόσμων να καταφθάνουν και νασυζητούν, ορίζοντας τους κανόνες κάτω απ’τους οποίους θα πολεμούσαν στο εξής ο Νόμος

και το Χάος. Όταν έφυγαν, βγήκα έξω. Μα οΆριοχ —ο Αλαβάστρινος Άνθρωπος— ήτανακόμα εκεί. Με κοίταξε μέσα απ’ τακρυστάλλινα μάτια του και με καταράστηκε.Όταν τέλειωσε, οι κρύσταλλοι έπεσαν στοσημείο που τους είδατε. Το πνεύμα του Άριοχέφυγε, αλλά το αλαβάστρινο είδωλό του έμεινεεδώ».

«Και θυμάσαι ακόμα όλα όσα ειπώθηκανανάμεσα στο Νόμο και στο Χάος; »

«Αυτή είναι η καταδίκη μου».

«Ίσως η μοίρα σου να ’ταν λιγότερο σκληρήαπ’ αυτήν που είχαν όσοι έφυγαν», είπε ο Έρλικχαμηλόφωνα. «Εγώ είμαι ο τελευταίοςκληρονόμος αυτής της καταδίκης... »

Ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ φάνηκε ν’ απορεί.Μετά, κοίταξε τα μάτια του Έλρικ και μιαέκφραση οίκτου γέμισε το πρόσωπό του. «Δεν

πίστευα ότι υπήρχε χειρότερη κατάρα απ’ αυτήν—μα τώρα σκέφτομαι πως μπορεί και ναυπάρχει».

«Γαλήνεψε, τουλάχιστον, την ψυχή μου»,είπε ο Έλρικ ανυπόμονα. «Πρέπει να μάθω τιείπαν οι Υψηλοί Άρχοντες εκείνη τη μέρα.Πρέπει να κατανοήσω τη φύση της ύπαρξής μου—όπως εσύ κατανοείς τη δική σου. Πες μου, σεικετεύω! »

Ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ ζάρωσε το μέτωποκαι κοίταξε επίμονα τον Έλρικ στα μάτια. «Δενξέρεις, λοιπόν, όλη μου την ιστορία; »

«Έχει κι άλλη; »

«Μπορώ μόνο να θυμηθώ τι συζήτησαν οιΥψηλοί Άρχοντες —όταν, όμως, προσπαθώ ναξεστομίσω αυτή τη γνώση ή να τη γράψωκάπου, δεν μπορώ... »

Ο Έλρικ έπιασε τον άντρα από τους ώμους.«Πρέπει να προσπαθήσεις! Προσπάθησε! »

«Ξέρω πως δεν μπορώ».

Βλέποντας το μαρτύριο του Έλρικ στηνέκφρασή του, ο Μούνγκλαμ τον πλησίασε. «Τισυμβαίνει, Έλρικ; »

Τα χέρια του Έρλικ έσφιξαν το κεφάλι του.«Το ταξίδι μας ήταν μάταιο». Ασυνείδητα, είχεμιλήσει στην αρχαία γλώσσα του Μελνιμπονέ.

«Μπορεί να μην είναι έτσι», είπε ο Τζ’όσουιΚ’ρελν Ρέιρ. «Τουλάχιστον για μένα».Σταμάτησε. «Πες μου, πώς βρήκες αυτή τηνπόλη; Μήπως είχες έναν χάρτη; »

Ο Ερλικ έβγαλε το χάρτη. «Αυτόν».

«Ναι, αυτόν. Πολλούς αιώνες πριν τον έβαλασ’ ένα κουτί που έκλεισα σ’ ένα μικρό μπαούλο.

Έριξα το μπαούλο στον ποταμό, ελπίζοντας ν’ακολουθήσει το λαό μου και να καταλάβουν τιήταν».

«Το μπαούλο βρέθηκε στο Μελνιμπονέ, αλλάκανείς δεν μπήκε στον κόπο να το ανοίξει», τουεξήγησε ο Έλρικ. «Αυτό θα σου δώσει, ίσως, μιαιδέα για το τι συνέβη στο λαό που έφυγε απόδω».

Ο παράξενος άνδρας ένευσε θλιμμένα.«Υπήρχε κάποια σφραγίδα πάνω στο χάρτη; »

«Υπήρχε. Την έχω εγώ».

«Ήταν το είδωλο μιας απ’ τις μορφές του Ά-ριοχ, βαλμένο μέσα σ’ ένα μικρό ρουμπίνι; »

«Ναι. Κάτι μου θύμιζε το είδωλο, μα δενμπορούσα να πω τι ακριβώς».

«Το Είδωλο του Πετραδιού», μουρμούρισε ο

Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ. «Οι προσευχές μου εισα-κούστηκαν κι επέστρεψε, φερμένο από κάποιοντης βασιλικής γενιάς! »

«Ποια είναι η σημασία του; »

Ο Μούνγκλαμ τους διέκοψε. «Θα μαςβοηθήσει αυτός ο τύπος να φύγουμε, Έλρικ;Αρχίζουμε ν’ ανυπομονούμε... »

«Περίμενε», είπε ο αλμπίνος. «Θα σου τα πωόλα αργότερα».

«Τό Είδωλο του Πετραδιού μπορεί να γίνει τοόργανο της απελευθέρωσής μου», είπε τοΠλάσμα Που Είναι Καταδικασμένο Να Ζει. «Αντο κρατάει κάποιος που να βαστάει απόβασιλική γενιά, μπορεί να διατάξει τονΑλαβάστρινο Άνθρωπο».

«Τότε γιατί δεν το χρησιμοποίησες εσύ; »

«Εξαιτίας της κατάρας που μ’ έδενε», είπε τοΠλάσμα Που Είναι Καταδικασμένο Να Ζει.«Είχα τη δύναμη μα διατάξω, αλλά όχι και ναεπικαλεστώ το δαίμονα. Απ’ ό, τι καταλαβαίνω,ήταν ένα αστείο των Υψηλών Αρχόντων».

Ο Έλρικ είδε την πίκρα στα μάτια του Τζ’ό-σουι Κ’ρελν Ρέιρ. Κοίταξε τη λευκή, γυμνήσάρκα, τ’ άσπρα μαλλιά, το κορμί που δεν ήτανούτε νέο ούτε γέρικο, το βέλος που προεξείχεπάνω απ’ το τρίτο πλευρό στην αριστερή τουμεριά.

«Τι πρέπει να κάνω; » ρώτησε.

«Πρέπει να καλέσεις τον Άριοχ, να τονδιατάξεις να μπει πάλι στο σώμα του, και νασηκώσει από κάτω τα μάτια του, έτσι που ναμπορέσει να δει και να φύγει μακριά από τοΡ’λιν Κ’ρεν Άα».

«Κι όταν φύγει; »

«Η κατάρα θα φύγει μαζί του».

Ο Ελρικ έμεινε συλλογισμένος. Αν καλούσετελικά τον Άριοχ —που φανερά δεν είχεδιάθεση να ’ρθει— και μετά τον διέταζε νακάνει κάτι που δεν επιθυμούσε, κινδύνευεσοβαρά να κάνει εχθρό του αυτή την πανίσχυρη,αν κι απρόβλεπτη οντότητα. Ωστόσο, ήταν εδώπαγιδευμένοι από τους Όλαμπ, χωρίς κανέναδρόμο διαφυγής. Αν ο Αλαβάστρινος Άνθρωποςπερπατούσε, οι Όλαμπ σίγουρα θα έφευγανπανικόβλητοι και θα τους δινόταν καιρός ναγυρίσουν στο πλοίο και να φτάσουν στηθάλασσα. Τα εξήγησε όλα στους συντρόφουςτου. Τόσο ο Μούνγκλαμ, όσο κι ο Άβαν,διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους, ενώ οβιλμιριανός ναύτης ήταν παγωμένος απ’ τοντρόμο.

«Πρέπει να το κάνω», αποφάσισε ο 'Ελρικ,«για χάρη αυτού του άντρα. Πρέπει να καλέσωτον Άριοχ και να διώξω την κατάρα που

σκεπάζει το Ρ’λιν Κ’ρεν Άα».

«Φέρνοντας μιαν ακόμα μεγαλύτερη κατάραπάνω μας! » είπε ο Δούκας Άβαν, πιάνονταςενστικτωδώς τη λαβή του σπαθιού του. «Όχι.Νομίζω πως πρέπει να το ρισκάρουμε με τουςΌλαμπ. Άφησε αυτόν τον άνθρωπο —είναιτρελός —παραμιλάει. Ας ξεκινήσουμε».

«Εσύ αν θέλεις φύγε», είπε ο Ελρικ. «Εγώ θαμείνω με τα Πλάσμα Που Είναι ΚαταδικασμένοΝα Ζει».

«Τότε θα μείνεις εδώ για πάντα. Δεν μπορείνα πιστεύεις την ιστορία του! »

«Την πιστεύω! »

«Πρέπει να ’ρθεις μαζί μας. Το σπαθί σου θαμας βοηθήσει. Χωρίς αυτό, οι Όλαμπ σίγουραθα μας εξολοθρεύσουν! »

«Είδες πως το Στόρμπρίνγκερ δεν είναι καιπολύ αποτελεσματικό ενάντια στους Όλαμπ».

«Κάτι, όμως, κάνει. Μη μ’ εγκαταλείψεις,’Ελρικ! »

«Δεν σ’ εγκαταλείπω. Πρέπει να καλέσω τονΆριοχ. Η επίκληση θα ’ναι προς όφελός σου, ανκι όχι προς δικό μου».

«Δεν με πείθεις».

«Τη μαγεία μου δεν ήθελες γι’ αυτή τηνπεριπέτεια; Τώρα θα την έχεις».

Ο Άβαν πισωπάτησε. Φαινόταν να φοβάταικάτι περισσότερο από τους Όλαμπ ή τηνεπίκληση. Σαν να διάβαζε κάτι στο πρόσωποτου Έλρικ που ούτε κι ο ίδιος ο Έλρικ δενήξερε.

«Πρέπει να βγούμε έξω», είπε ο Τζ’όσουι

Κ’ρελν Ρέιρ. «Πρέπει να σταθούμε κάτω απ’ τονΑλαβάστρινο Άνθρωπο».

«Κι όταν αυτό γίνει», ρώτησε ο Έλρικξαφνικά, «πώς θα μπορέσουμε να φύγουμε απότο Ρ’λιν Κ’ρεν Άα; »

«Υπάρχει μια βάρκα. Δεν έχει προμήθειες,αλλά υπάρχει μέσα της ένα μεγάλο μέρος τωνθησαυρών της πόλης. Βρίσκεται στο δυτικόάκρο του νησιού».

«Κάτι είναι κι αυτό», είπε ο Έλρικ. «Καιγιατί δεν την χρησιμοποίησες ο ίδιος; »

«Δεν μπορούσα να φύγω».

«Είναι κι αυτό μέρος της κατάρας; »

«Ναι —της κατάρας της ατολμίας μου».

«Η ατολμία σε κράτησε εδώ για δέκα χιλιάδες

χρόνια; »

«Ναι... »

Άφησαν το δωμάτιο και βγήκαν στηνπλατεία. Η νύχτα είχε πέσει, κι ένα τεράστιοφεγγάρι είχε σηκωθεί στον ουρανό. Απ’ τοσημείο που στεκόταν ο Έλρικ, το φως τουπεριέβαλλε το αόματο κεφάλι τουΑλαβάστρινου Ανθρώπου σαν φωτοστέφανο.Τίποτα δεν έσπαζε τη σιωπή. Ο Έλρικ έβγαλεαπ’ το πουγκί του το Είδωλο του Πετραδιού καιτο κράτησε ανάμεσα στο δείκτη και τοναντίχειρα του αριστερού χεριού του. Με το δεξί,τράβηξε το Στόρμπρίνγκερ. Ο Άβαν, οΜούνγκλαμ κι ο βιλμιριανός ναύτηςοπισθοχώρησαν.

Κοίταξε τα τεράστια αλαβάστρινα πόδια, ταγεννητικά όργανα, τον κορμό, τα μπράτσα, τοκεφάλι. Ύστερα, σήκωσε το σπαθί του ψηλά καιφώναξε:

«ΑΡΙΟΧ! »

Η φωνή του Στόρμπρίνγκερ σχεδόν έπνιξε τηδική του. Παλλόταν μέσα στο χέρι του κιαπειλούσε να του ξεφύγει εντελώς, καθώςούρλιαζε.

«ΑΡΙΟΧ! »

Το μόνο που κοίταγαν τώρα οι παρατηρητέςήταν το παλλόμενο ακτινοβόλο σπαθί, το λευκόπρόσωπο και τα χέρια του αλμπίνου και τακόκκινα μάτια του που έλαμπαν μέσα στοσκοτάδι».

«Άριοχ! »

Τότε, μια φωνή που δεν ήταν η φωνή τουΆριοχ ήρθε στ’ αυτιά του Έλρικ και τουφάνηκε σαν να ’χε μιλήσει το ίδιο το σπαθί.

«Έλρικ, ο Άριοχ θέλει αίμα και ψυχές. Αίμα

και ψυχές, άρχοντά μου».

«Μόνο αυτά μπορούν να τον καλέσουν στασίγουρα! » είπε τώρα μια πιο καθαρή φωνή.Ηταν ειρωνική και φαινόταν να ’ρχεται απόπίσω του. Γύρισε, μα δεν είναι κανέναν εκεί.

Είδε μόνο το νευρικό πρόσωπο του Δούκακαι, καθώς τα μάτια του καρφώνονταν στηνόψη του Βιλμιριάνοό, το σπαθί γύρισε καιόρμησε προς το Δούκα.

«Όχι! » φώναξε ο Έλρικ. «Σταμάτα! »

Μα το Στόρμπρίνγκερ δεν σταμάτησε μέχριπου βυθίστηκε στην καρδιά του Δούκα Άβανκι έσβησε τη δίψα του. Ο ναύτης στεκόταναποσβολωμένος, καθώς έβλεπε τον αφέντητου να πεθαίνει.

Ο Δούκας Άβαν συσπάστηκε. «Έλρικ, τιπροδοσία είναι αυτή...; »

Φώναξε. «Αχ, όχι».

Σπαρτάρισε. «Σε παρακαλώ... »

Ρίγησε. «Η ψυχή μου... »

Πέθανε.

Ο Άριοχ τράβηξε πίσω το σπαθί του καισκότωσε τον ναύτη σχεδόν αφηρημένα.

«Τώρα ο Άριοχ έχει αίμα και ψυχές! » είπεπαγερά. «Ας έρθει, λοιπόν! »

Ο Μούνγκλαμ και το Πλάσμα Που ΕίναιΚαταδικασμένο Να Ζει είχαν υποχωρήσει,κοιτάζοντας με τρόμο τον δαιμονισμένοΈλρικ.

«ΑΣ ΕΡΘΕΙ Ο ΑΡΙΟΧ! »

«Εδώ είμαι, Έλρικ».

Ο Έλρικ γύρισε και είδε πως κάτι στεκότανστη σκιά που έριχναν τα πόδια του αγάλματος.Μια σκιά μέσα σε μια άλλη.

«Άριοχ, πρέπει να επιστρέψεις σ’ αυτή σου τημορφή και να την κάνεις να φύγει από το Ρ’λινΚ’ρεν Άα για πάντα».

«Δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο, Έλρικ».

«Τότε πρέπει να σε διατάξω, Δούκα Άρισχ».

«Να με διατάξεις; Μόνο αυτός που κατέχειτο Είδωλο του Πετραδιού μπορεί να διατάξειτον Άρισχ —και πάλι, μόνο μια φορά».

«Έχω το Είδωλο του Πετραδιού». Ο Έλρικσήκωσε ψηλά το μικροσκοπικά αντικείμενο.«Κοίτα! »

Η σκιά μέσα στη σκιά συσπάστηκε για μιαστιγμή, λες κι από θυμό.

«Αν υπακούσω στη διαταγή σου, θα θέσεις σεκίνηση μια αλληλουχία γεγονότων που μπορείνα μην επιθυμείς», είπε ο Άριοχ, μιλώνταςξαφνικά στα κοινά Μελνιμπονιανά, λες για ναδώσει μεγαλύτερη έμφαση στα λόγια του.

«Ας γίνει κι έτσι. Σε διατάζω να μπεις στονΑλαβάστρινο Άνθρωπο και να σηκώσεις απόκάτω τα μάτια του, έτσι που να μπορέσει ναπερπατήσει ξανά. Ύστερα, σε διατάζω να φύγειςαπό δω, παίρνοντας την κατάρα των Υψηλώνμαζί σου! »

«Όταν ο Αλαβάστρινος Άνθρωπος πάψει ναφρουρεί το μέρος της συνάντησης των Υψηλών,θα ’ρχίσει η μεγάλη σύγκρουση στους ΕπάνωΚόσμους».

«Σε διατάζω, Άριοχ. Μπες μέσα στονΑλαβάστρινο Άνθρωπο! »

«Είσαι πολύ επίμονο πλάσμα, Έλρικ. »

«Πήγαινέ! » Ο Έλρικ σήκωσε τοΣτόρμπρίνγκερ. Εκείνο φαινόταν να τραγουδάειμέσα με κακεντρεχή ευθυμία κι έμοιαζε να ’ναιεκείνη τη στιγμή πιο δυνατό κι απ’ τον ίδιο τονΆριοχ, πιο ισχυρό απ’ όλους τους Άρχοντες τωνΑνώτερων Κόσμων μαζί.

Το έδαφος σείστηκε. Μια φωτιά τύλιξεξαφνικά το τεράστιο άγαλμα. Η σκιά μέσα στησκιά εξαφανίστηκε.

Ο Αλαβάστρινος Άνθρωπος έσκυψε.

Ο μεγάλος του όγκος έγειρε πάνω από τονΈλρικ και τα χέρια του ψηλάφησαν το έδαφοςμέχρι που βρήκανε τους δυο κρυστάλλους. Πήρεέναν σε κάθε χέρι κι όρθωσε ξανά το ανάστημάτου.

Ο Έλρικ πήγε παραπατώντας μέχρι την άλληάκρη της πλατείας, όπου ο Μούνγκλαμ κι οΤζ’ό-σουι Κ’ρελν Ρέιρ ήδη στέκονταν με τα

σώματα ζαρωμένα από τον τρόμο.

Ένα άγριο φως έλαμπε τώρα στα μάτια τουαγάλματος και τ’ αλαβάστρινα χείλη άνοιξαν.

«Έγινε, Έλρικ! » είπε μια βροντερή φωνή.

Ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ άρχισε να κλαίει μελυγμούς.

«Τότε φύγε, Άριοχ. »

«Φεύγω. Η κατάρα σηκώθηκε από το Ρ’λινΚ’ρεν Άα και τον Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ —μαμια πολύ μεγαλύτερη έπεσε πάνω σ’ ολόκληρηαυτή τη διάσταση. Πηγαίνω τώρα στο ΠανΤανγκ, για να κάνω, επιτέλους, τις προσευχέςτου Θεοκράτη να εισακουστούν! »

«Τι εννοείς, Άριοχ; Εξηγήσου! » φώναξε οΈλρικ.

«Θα καταλάβεις σύντομα τι εννοώ. Έχεγεια».

Τα τεράστια αλαβάστρινα πόδια κινήθηκανξαφνικά, και μ’ ένα μόνο βήμα είχε βγει από ταερείπια κι άρχισε να περνάει τη ζούγκλα. Σ’ έναλεπτό, ο Αλαβάστρινος Άνθρωπος είχε χαθεί.

Τότε, το Πλάσμα Που Είναι ΚαταδικασμένοΝα Ζει γέλασε. Η χαρά του είχε μια αλλόκοτηφωνή. Ο Μούνγκλαμ έκλεισε τ’ αυτιά του.

«Τώρα», φώναξε ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρειρ, «ηλεπίδα σου πρέπει να μου πάρει την ψυχή.Μπορώ επιτέλους να πεθάνω! »

Ο Έλρικ σκέπασε με την παλάμη του τοπρόσωπό του. Δεν είχε μεγάλη συνείδηση τωνγεγονότων των τελευταίων λεπτών. «Όχι», είπεζαλισμένα. «Δεν μπορώ».

Και τότε, το Στόρμπρίνγκερ έφυγε από το

χέρι του και καρφώθηκε στο στήθος τουΠλάσματος Που Είναι Καταδικασμένο Να Ζει.

Καθώς πέθαινε, ο Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιργελούσε. Έπεσε στο έδαφος κι από τα χείλη τουβγήκε ένας ψίθυρος. Ο Έλρικ έσκυψε για ν’ακούσει.

«Το σπαθί σου πήρε τώρα τη γνώση μου. Τοβάρος μου με έχει αφήσει».

Τα μάτια του έκλεισαν.

Η ζωή του Τζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ, μετά απόδέκα χιλιάδες χρόνια, είχε τελειώσει.

Αδύναμα, ο Έλρικ τράβηξε τοΣτόρμπρίνγκερ και το θηκάρωσε. Κοίταξε τοπτώμα του Πλάσματος Που ΕίναιΚαταδικασμένο Να Ζει και μετά έριξε μιαματιά γεμάτη απορία στον Μούν-γκλαμ.

Ο μικρόσωμος ανατολίτης γύρισε αλλού τοπρόσωπό του.

Ήρθε μια γκρίζα αυγή. Ο ήλιος άρχισε ν’ανατέλλει. Ο Έλρικ παρατηρούσε το πτώμα τουΤζ’όσουι Κ’ρελν Ρέιρ να γίνεται σκόνη και ν’ανακατεύεται απ’ τον άνεμο με τη σκόνη τωνερειπίων. Γύρισε πίσω στην πλατεία, στοσημείο που βρισκόταν το συσπασμένο κορμίτου Δούκα Άβαν και γονάτισε δίπλα του.

«Σε είχα προειδοποιήσει, Δούκα Άβαν Ά-στραν του Παλιού Χλορμάρ, πώς έχουν κακότέλος αυτοί που μπλέκουν τις τύχες τους μ’αυτήν του Έλρικ του Μελνιμπονέ. Εσύ πίστεψεςπως τα πράγματα θα’ ταν διαφορετικά. Τώραπια, ξέρεις». Αναστενάζοντας, σηκώθηκε σταπόδια του.

Ο Μούνγκλαμ στάθηκε δίπλα του. Ο ήλιοςάγγιζε τα ψηλότερα σημεία των ερειπίων.Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε τον ώμο του φίλου

του.

«Οι Όλαμπ εξαφανίστηκαν. Νομίζω πως δενμπορούν ν’ αντέξουν άλλες μαγείες».

«Άλλος ένας πέθανε εξαιτίας μου, Μούν-γκλαμ. Πρέπει να ’μαι για πάντα δεμένος μ’αυτό το καταραμένο σπαθί; Πρέπει να βρω έναντρόπο ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό, αλλιώς οι τύψειςμου θα με συνθλίψουν».

Ο Μούνγκλαμ ένευσε, μα έμεινε αμίλητος.

«Θα βάλω το Δούκα Άβαν ν’ αναπαυτεί»,είπε ο Έλρικ. «Εσύ πήγαινε εκεί που αφήσαμετο πλοίο και πες στους άντρες πως έρχομαι».

Ο Μούνγκλαμ άρχισε να διασχίζει την πλα-τεία προς τ’ ανατολικά.

Ο Έλρικ σήκωσε τρυφερά το κορμί τουΔούκα Άβαν και προχώρησε προς την αντίθετη

μεριά της πλατείας, στο υπόγειο δωμάτιο όπουτο Πλάσμα Που Είναι Καταδικασμένο Να Ζειείχε περάσει δέκα χιλιάδες χρόνια.

Όλα φαινόταν τόσο ψεύτικα στον Έλρικ,ήξερε όμως πως δεν ήταν όνειρο, γι’ αυτό οΑλαβάστρινος Άνθρωπος είχε εξαφανιστεί.Μπορούσε να δει τις πατημασιές του μέσα στηζούγκλα.

Είχαν ισοπεδώσει συστάδες από δέντρα.

Έφτασε στο μέρος, κατέβηκε τα σκαλιά, κιακούμπησε τον Δούκα Άβαν πάνω στο στρώματου ξερού χορταριού. Ύστερα, πήρε το μαχαίριτου Δούκα και, επειδή δεν είχε τίποτε άλλο, τοβούτηξε μέσα στο αίμα του Άβαν κι έγραψεστον τοίχο πάνω από το πτώμα:

Αυτός ήταν ο Δούκας Άβαν Άστραν τουΠαλιού Χλορμάρ. Εξερεύνησε τον κόσμο κι έφερε

πολλές γνώσεις και πλούτη πίσω στο Βίλμιρ, τηνΠατρίδα του. Ονειρεύτηκε, χάθηκε στ’ όνειροκάποιου άλλου, κι έτσι πέθανε. Εμπλούτισε ταΝεαρά Βασίλεια κι έτσι ενθάρρυνε ένα άλλοόνειρο. Πέθανε, ώστε το Πλάσμα Που ΕίναιΚαταδικασμένο Να Ζει να μπορέσει να πεθάνειόπως το επιθυμούσε.

Ο Έλρικ σταμάτησε. Πέταξε κάτω τομαχαίρι. Δεν μπορούσε να δικαιώσει τασυναισθήματα ενοχής που τον έπνιγαν με το νασυνθέσει έναν μεγαλόστομο επιτάφιο για τονάντρα που είχε σκοτώσει.

Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή,ανασαίνοντας βαριά, κι ύστερα ξανασήκωσε τομαχαίρι.

Πέθανε επειδή ο Έλρικ του Μελνιμπονέ

ποθούσε μια γαλήνη και μια γνώση που ποτέ δενθα μπορούσε ν’ αποκτήσει. Πέθανε από τοΜαύρο Σπαθί.

Είχε μεσημεριάσει, και στη μέση τηςπλατείας κειτόταν ακόμα το μοναχικό κουφάριτου τελευταίου βιλμιριανού ναύτη. Κανείς δενήξερε τ’ όνομά του. Κανείς δεν τον έκλαψε ούτεκαι θέλησε να του γράψει επιτάφιο. Ο νεκρόςΒιλμιρια-νός δεν είχε πεθάνει για κάποιο υψηλόσκοπό, δεν ακολουθούσε κάποιο μεγαλειώδεςόνειρο. Ακόμα και στο θάνατο, το σώμα του δενθα εξυπηρετούσε τίποτα. Στο νησί δεν υπήρχανζώα για να θρέψει. Στην πόλη δεν υπήρχε χώμαγια να λιπάνει.

Ο Έλρικ γύρισε πίσω στην πλατεία και είδετο κουφάρι. Γ ια μια στιγμή, συμβόλιζε γι’αυτόν όλα όσα είχαν συμβεί εκεί και θασυνέβαιναν αργότερα.

«Δεν υπάρχει πουθενά σκοπός»,

μουρμούρισε.

'Ισως οι μακρινοί του πρόγονοι να το ’χαν μεκάποιο τρόπο συνειδητοποιήσει, αλλά δεννοιάστηκαν. Χρειάστηκε ο Αλαβάστρινος'Ανθρωπος για να τους κάνει να νοιαστούν καιστη συνέχεια να τρελαθούν από την αγωνίατους. Η γνώση τούς είχε φυράνει τα μυαλά.

«Έλρικ! »

Ήταν ο Μούνγκλαμ που επέστρεφε. Ο Έλρικσήκωσε το βλέμμα.

«Οι Όλαμπ επισκέφτηκαν το πλήρωμα και τοκαράβι πριν να ’ρθουν σε μας. Όλοισφαγιάστηκαν και το πλοίο καταστράφηκε».

Ο Έλρικ θυμήθηκε κάτι που του ’χε πει τοΠλάσμα Που Είναι Καταδικασμένο Να Ζει.«Υπάρχει μια βάρκα στη δυτική πλευρά τουνησιού», είπε.

Τους πήρε μια μέρα και μια νύχτα μέχρι ν’ανακαλύψουν το μέρος που ο Τζ’όσουι Κ’ρελνΡέιρ είχε κρύψει τη βάρκα του. Την έριξαν στονερό και την εξέτασαν. Φαινόταν γερή κι ήτανκατασκευασμένη απ’ το ίδιο υλικό που ’τανφτιαγμένοι οι πάπυροι του Ρ’λιν Κ’ρεν Άα. ΟΜούνγκλαμ κοίταξε στο μικρό της αμπάρι καιτα μάτια του έλαμψαν. «Θησαυροί! Τελικά μαςωφέλησε και κάτι αυτό το ταξίδι! »

«Δεν μπορούμε να τρώμε πετράδια στοδρόμο», είπε ο Έλρικ. «Κι έχουμε μεγάλο δρόμομπροστά μας».

Ο Μούνγκλαμ του ’κλείσε το μάτι. «Είδαμερικά κιβώτια με προμήθειες ανάμεσα σταχαλάσματα της σκούνας του Άβαν. Θα κάνουμετο γύρο του νησιού και θα τα μαζέψουμε».

Ο Έλρικ κοίταξε το σιωπηλό δάσος κιανατρίχιασε. Θυμήθηκε πόσες ελπίδες είχε στηδιάρκεια του ταξιδιού τους και σκέφτηκε πόσο

ηλίθιος ήταν.

Μια υποψία χαμόγελου έπαιζε στο πρόσωπότου, καθώς σήκωσαν πανί κι άρχισαν ν’ακολουθούν το ρεύμα.

Ο Μούνγκλαμ του έδειξε μια χούφτασμαράγδια. «Δεν είμαστε πια φτωχοί, φίλεΈλρικ! »

«Ναι», είπε ο Έλρικ. «Είδες πόσο τυχεροίείμαστε, Μούνγκλαμ».

Κι αυτή τη φορά, ήταν η σειρά τουΜούνγκλαμ ν’ ανατριχιάσει.

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥΠΗΓΑΔΙΟΥ

του Πολ Σπένσερ

Ο Πολ Σπένσερ είναι ένα από τα μικράταλέντα που χάνονται μέσα στην πληθώρα των«μεγάλων» ονομάτων στο χώρο τηςεπιστημονικής και ηρωικής φαντασίας. Δεννομίζω πως θα βρείτε κάποιο βιβλίο του, όπου κιαν ψάξετε. Έχει χαρίσει, ωστόσο, σ’ ορισμένεςανθολογίες μερικά μικρά διαμάντια. Ένα απ’αυτά είναι κι ο «Φρουρός του Πηγαδιού». Μεκαστ δυο μονάχα πρόσωπα, μας δίνει ένα θρίλερστην ήπειρο της Ατλαντίδας, μαζί με μια ακόμαθεωρία —όχι λιγότερο πιστευτή από τις τόσεςάλλες— για το πώς καταστράφηκε το μυθικόνησί. Η χάρη κι η δύναμη του διηγήματος είναιτο απροσδόκητο τέλος του.

Θ. Μ.

Ο Ναράκ ριγούσε ακόμα καθώς ανέβαινεστην οροφή. Τα τρεμάμενο χέρια του

προσπαθούσαν να κρατηθούν από το παραπέτο.Ένιωσε την πέτρα, ζεσταμένη από τον ήλιο,κάτω απ’ τα δάχτυλά του. Ο καθαρός ουρανόςκι η απέραντη αραιόφυτη πεδιάδα πουαπλωνόταν μέχρι την πόλη της Ποσειδωνίας,ηρέμησαν κάπως τα νεύρα του, όπως τοπερίμενε καθώς ανέβαινε σαν τρελός τα σκαλιάπου οδηγούσαν από τον θλιβερό κλειστό χώροτου πύργου στην οροφή. Λίγο λίγο, ο σφυγμόςτου ελαττώθηκε. Αναστέναξε κι ακούμπησε τηνπλάτη του πάνω στον τοίχο. Πέρα απ’ την άλληάκρη του πύργου, η πεδιάδα συνέχιζε προς τηθάλασσα και χανόταν μέσα σε μια ασημωπήκαταχνιά.

Ύστερα, πάγωσε πάλι. Μόλις πέντε βήματαμακριά του, στο κέντρο της οροφής, έχασκε ηανοιχτή πόρτα της καταπακτής, γεμίζοντάς τονμε σκέψεις γι’ αυτό που βρισκόταν από κάτω:τους ξαφνικούς μυκηθμούς, τα χτυπήματα πάνωστον σκαλιστό πέτρινο δίσκο που σφράγιζε τοπηγάδι, το φόβο ότι Το Πλάσμα ετοιμαζόταν να

βγει ξανά στον κόσμο των ανθρώπων.

Πριν το θάνατο του Κερόθ, οι δυο φρουροίέδιναν θάρρος ο ένας στον άλλο, έστω κι απόντροπή για να μη φανεί πως φοβούνται. ΟΝαράκ σκέφτηκε ειρωνικά πως τώρα πια καμιάαίσθηση ντροπής δεν τιθάσευε την ενστικτώδητου επιθυμία να το βάλει στα πόδια. Όχι,βέβαια, πως πίστευε ότι η οροφή θα μπορούσενα τον προστατέψει, αν Το Πλάσμα έβγαινετελικά απ’ τη φυλακή του...

Ο Ναράκ γύρισε την πλάτη του προς την Πο-σειδωνία και σάρωσε με το βλέμμα του τονορίζοντα. Μάλλον ήταν πολύ νωρίς ακόμα γιανα φτάσει ο αντικαταστάτης του Κερόθ. Μόνολίγες ώρες είχαν περάσει απ’ τη στιγμή που ηνεκρική πυρά του μαύρισε την οροφή πουστεκόταν, στέλνοντας μέσα στη νύχτα τομήνυμα πώς ένας Φύλακας είχε πεθάνει καικάποιος άλλους απ’ τους Εκλεκτούς έπρεπε νασταλεί. Ο ορίζοντας παρέμενε άδειος. Η καρδιά

του Ναράκ σφίχτηκε καθώς σκέφτηκε πως ήτανπολύ πιθανό να περάσει άλλη μια νύχταολομόναχος μέσα στον πύργο.

Θύμισε, ωστόσο, στον εαυτό του πως τοθάρρος του ήταν ένας απ’ τους λόγους που τονείχαν φέρει στις τάξεις των Εκλεκτών. Δεν είχε,άλλωστε, περιθώρια εκλογής. Είχε ήδη μείνειπολλή ώρα μακριά απ’ το πόστο του,προκαλώντας έτσι αυτό που πιο πολύ φοβόταν.Στράφηκε προς την καταπακτή.

Την ώρα εκείνη, όμως, είδε πως η πεδιάδα απ’τη μεριά της θάλασσας δεν ήταν πια άδεια. Είδενα έρχεται από μακριά μια ομάδα μικροσκοπι-κών μορφών που έτρεχαν μ’ έναν παράξενοτρόπο. Ο Ναράκ σταμάτησε και παρατήρησε τιςμορφές του φάνηκε πως κατευθύνονταν προς τομέρος του πύργου, αν κι ήταν πολύ νωρίς ακόμαγια να ’ναι σίγουρος. Όπως και να ’χε, όμως, τοπράγμα, δεν ηταν κάτι που τον αφορούσε. Οιμοναδικοί επισκέπτες του πύργου θα έρχονταν

απ’ τη μεριά της πόλης.

Ακόμα, έχανε επικίνδυνα το χρόνο του,αποφεύγοντας να κατέβει. Κάνοντας έναμορφασμό φόβου αλλά και αυτοσαρκασμού,πέρασε μέσα απ’ την καταπακτή και κατέβηκετα σκαλιά.

Ο πέτρινος δίσκος ήταν ακόμα στη θέση του.Δεν υπήρχε κίνδυνος, τώρα που ο Ναράκ είχεεπιστρέψει. Το ήξερε καλά, αλλά το μυαλό τουδεν είχε ακόμα πειστεί.

Έπρεπε να μάθουν. Ο Ναράκ γύρισε τηνπλάτη του στον μεγάλο δίσκο και κοίταξε τηναναστάτωση που είχε προκαλέσει ότανπετάχτηκε επάνω πανικόβλητος,αναποδογυρίζοντας το τραπέζι και χύνονταςκάτω το φαγητό του. Το βραστό είχε κάνει έναμεγάλο υγρό λεκέ πάνω στο πλακοστρωμένοπάτωμα. Ο Ναράκ προσπάθησε μ’ ένα κουτάλι

να το μαζέψει πίσω στη γαβάθα του.

Στ’ αυτιά του ήρθε ένας δυνατός γδούπος.Πετάχτηκε όρθιος, γυρίζοντας για να κοιτάξειτην πέτρα με τα σύμβολα. Ήταν στη θέση της.Οι ήχοι συνεχίστηκαν, πιο δυνατοί και πιογρήγοροι, μα δεν έρχονταν απ’ το πηγάδι αλλάαπό πίσω του. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα.

Ο Ναράκ απομακρύνθηκε απ’ την πέτρινησφραγίδα και πλησίασε τη διπλοαμπαρωμένηπόρτα. Τώρα μπορούσε ν’ ακούσει άλλον ένανήχο ν’ ανακατεύεται με τα χτυπήματα πάνω στοξύλο: μια ψιλή φωνή που έσκουζεακαταλαβίστι-κα. Τη φωνή μιας γυναίκας.

Θυμήθηκε τις μορφές που έτρεχαν στηνπεδιάδα.

Ο Ναράκ τράβηξε το σπαθί του και με το έναχέρι σήκωσε την αμπάρα της πόρτας. Καθώς

σήκωνε το μάνταλο και τραβούσε την πόρταπίσω, μια κοκκινομάλλα και λευκοντυμένηγυναίκα σωριάστηκε μπροστά στο κατώφλι.Λίγο πιο πέρα, ο Ναράκ διέκρινε αρκετούςάνδρες με αλυσιδωτούς θώρακες και πλουμιστέςπερικεφαλαίες.

Σκύβοντας, τράβηξε τη γυναίκα με το έναχέρι, μέχρι που πέρασε όλη μέσα μετά έκλεισεπάλι την πόρτα μ’ ένα αγκομαχητό. Καθώςέριχνε την αμπάρα πίσω στη θέση της, η πόρτασείστηκε από νέα πιο δυνατά χτυπήματα πουανακατώθηκαν με πνιχτές κατάρες καιβλαστήμιες. Ο Ναράκ, με την πλάτη τουκολλημένη στην πόρτα, δεν έδωσε σημασία,αλλά παρατήρησε τη γυναίκα καθώς σηκωνότανπρώτα στα τέσσερα και μετά όρθια. Γύρισε καιτον κοίταξε, ρίχνοντας πίσω τα μακριά τηςμαλλιά.

Ήταν ψηλή, με πρασινωπά μάτια, λυγερόκορμί κι όμορφο πρόσωπο. Αυτό που έκανε,

όμως, περισσότερη εντύπωση στον Ναράκ ήταντα μαλλιά της. Της έφταναν σχεδόν μέχρι τημέση, κατρακυλώντας σαν καταρράχτης κι ήτανπιο κόκκινα απ’ οποιαδήποτε μαλλιά είχε δει σ’ανθρώπινο κεφάλι. Σχημάτιζαν δυο αψίδες πουσυναντιόνταν πάνω απ’ το μέτωπό της.

Απ’ το φόρεμά της, φαινόταν πως δεν ήτανντόπια είχε ψηλή λαιμόκοψη κι ήταν χαλαρόστο στήθος, δεμένο με χρυσό κορδόνι στη μέση.Κατέληγε σε πολυάριθμες δίπλες που έφτανανσχεδόν μέχρι τις μύτες των ποδιών της. Ηκομψή απλότητά του έδειχνε πως θα πρέπει ν’ανήκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη, έστω κι ανδεν είχε τα πολύχρωμα κεντήδια πουαγαπούσαν οι αριστοκράτες της Ατλαντίδας.Στεκόταν μπροστά του βαριανασαίνοντας, με τοένα λεπτό της χέρι ακουμπισμένο στο στήθος,λες και προσπαθούσε να ελέγξει τους χτύπουςτης καρδιάς της. Φαινόταν πολύ λαχανιασμένηγια να μιλήσει.

Απ’ έξω, τα χτυπήματα κι οι φωνές είχανπάψει.

Ο Ναράκ θηκάρωσε το σπαθί του καισταύρωσε τα χέρια. «Ποια είσαι και ποιοι είναιαυτοί εκεί έξω; Γιατί σε κυνηγούσαν; »

Τα μάτια της τον εξέταζαν τόσο ερευνητικάόσο και τα δικά του εκείνη. Τώρα, το βλέμματης χαμήλωσε- το χέρι της έπεσε στο πλευρό τηςκαι οι ώμοι της καμπούριασαν. Εβγαλε ένανβαθύ αναστεναγμό- μετά, ίσιωσε πάλι το κορμίτης και τον κοίταξε κατάματα. «Με λένεΑελίθα. Ο πατέρας μου είναι βασιλιάς τωνΦλεγόμενων Νησιών, μακριά πέρα απ’ τηθάλασσα». Μιλούσε αργά, με μια παράξενηπροφορά. «Αυτοί οι άντρες είναι απ’ το πλοίοπου επιτέθηκε στην τριήρη του πατέρα μου.Πήγαινα στο Μπορεάλις για να παντρευτώ τοβασιλιά Χιμέστη. Ο αρχηγός των πειρατών μεκράτησε δική του. Όταν άραξαν στην παραλία

για προμήθειες και νερό, εγώ το έσκασα κιαυτοί με πήραν στο κυνήγι».

Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το μοναδικόδωμάτιο του πύργου —το τραπέζι, ταντουλάπια, τα κρεβάτια, τα ράφια με τουςπάπυρους, το τζάκι με τα τσουκάλια από πάνωτου και τα όπλα που ήταν κρεμασμένα στοντοίχο. Ύστερα, πρόσεξε τον μεγάλο σκαλιστόπέτρινο δίσκο στη βάση του πατώματος καιγύρισε να κοιτάξει τον Να-ράκ μ’ ένααπορημένο βλέμμα. «Τι μέρος είναι αυτό; »

Πέρασε ένα λεπτό πριν εκείνος μπορέσει ν’απαντήσει. «Θα πρέπει να ’σαι στ’ αλήθεια απόπολύ μακριά για να μην ξέρεις! ». Δίστασε,παρασυρμένος απ’ την επιθυμία του γιασυζήτηση. Τι θα ’κανε, όμως, με τον κίνδυνο;

Ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια, μέχρι πουέφτασε στο στενό παράθυρο στ’ αριστερά τηςπόρτας. Μια προσεχτική ματιά έξω του

φανέρωσε τους αρματωμένους πειρατές πουκάθονταν ανακούρκουδα λίγα μέτρα μακριά απ’την πέτρα, ενώ ο αρχηγός τους στεκόταν όρθιοςμε τα χέρια σταυρωμένα και κοιτούσε τονπύργο. Φαίνονταν αποφασισμένοι να μείνουνεκεί. 'Ισως να περίμεναν ενισχύσεις από τοπλοίο.

Ο Ναρακ κατέβηκε συλλογισμένος. «Δενυπάρχει άμεσος κίνδυνος, αλλά αργότεραμπορεί να επιτεθούν στον πύργο. Η βοήθεια απ’την Πο-σειδωνία μάλλον είναι ήδη στο δρόμο—αν και δε ξέρω αν θα φτάσει έγκαιρα. Στομεταξύ, η πόρτα είναι αμπαρωμένη κι υπάρχουναρκετά όπλα. Έχουμε χρόνο να μιλήσουμε».Της έκανε νόημα να καθίσει στο τραπέζι.Καθώς εκείνη καθόταν, ο Ναράκ θυμήθηκε μεπανικό την ανοιχτή καταπακτή της οροφής κιανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να τηναμπαρώσει από μέσα. Ένιωθε μια ευχάριστηαναστάτωση να τον γαργαλάει, σχεδόν να τονμεθάει. Ο κίνδυνος με ανθρώπινη προέλευση

ανακούφιζε τα σπασμένα του νεύρα.

«Σύντομα θα φτάσει ο αντικαταστάτης τουσυντρόφου μου που πέθανε χθες», της εξήγησεκαθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια. «Μιαοπλισμένη φρουρά συνοδεύει πάντα τονΕκλεκτό. Οι ζωές των Εκλεκτών είναιπολύτιμες και υπάρχουν πολλοί παράνομοιστην ύπαιθρο. Το μόνο που ’χουμε να κάνουμεείναι να περιμένουμε. Οι τοίχοι έχουν πάχοςόσο το ύψος ενός ανθρώπου κι η πόρτα είναιγερή και καλά αμπαρωμένη. Θέλεις λίγο κρασί;»

Εκείνη χαμογέλασε και τίναξε αρνητικά τακόκκινα μαλλιά της.

Ο Ναράκ κάθισε απέναντί της, διατηρώνταςπροσεχτικά μια όψη αυτοπεποίθησης. Τα πάνταεξαρτώταν απ’ το αν οι ενισχύσεις τωνπειρατών θα έφταναν πριν από την ατλαντιανήφρουρά, αλλά αυτές δεν ήταν σκέψεις που

μπορούσε να μοιραστεί με μια γυναίκα.Προσπάθησε να βρει κάποιο άλλο θέμασυζήτησης, ενώ το χέρι του έσφιγγεενστικτωδώς τη λαβή του σπαθιού του.

«Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν τον πύργο;Θέλεις να σου εξηγήσω το σκοπό του και τοπόσο σημαντική είναι η αποστολή μου; »

Αυτή τη φορά εκείνη ένευσε. «Πες μου, σεπαρακαλώ». Τα χέρια της ήταν χαλαράσταυρωμένα πάνω στα πόδια της, μα ταπανέμορφα πράσινα μάτια τονπαρακολουθούσαν προσεχτικά, καθώς εκείνοςάρχισε την ιστορία, παπαγαλίζοντας τη διήγησηπου είχε μάθει απ’ τους ιερείς.

«Τον καιρό του πατέρα του πατέρα τουπατέρα μου, δυο μεγάλοι μάγοι κατοικούσανστην πόλη της Ποσειδωνίας, πρωτεύουσας τουνησιού της Ποσειδωνίας κι ολόκληρης τηςΑτλαντίδας. Κι οι δυο τους αναζητούσαν την

απόκρυφη γνώση και την υπερφυσική δύναμη.Ο ένας, ο Αγά-στωρ, ήταν ένας βλάσφημος πουζητούσε να έρθει σ’ επαφή με δαίμονες πουπίστευε πως κατοικούσαν πέρα απ’ τουςκόσμους που κυβερνούν οι θεοί. Ο άλλος, οΝουμιδών, ήταν αναζητητής της σοφίας καιγύρευε τη βοήθεια των θεών για να προσφέρειτο καλό στον κόσμο.

»Απ’ τις θεϊκές αναζητήσεις του Νουμιδώνα,ήρθαν μεγάλα οφέλη. Είχε τη δύναμη να στέλνειμηνύματα με ζώα και πουλιά που μίλαγαν με τηφωνή του να εξουσιάζει τα πνεύματα του πόνουκαι του θανάτου και να γιατρεύει τουςάρρωστους να διώχνει τους δαίμονες πουβασάνιζαν την ανθρωπότητα. Όμως οι καρποίτης ανόσιας αναζήτησης του Αγάστορα —»

Ένας μυκηθμός κάτω απ’ τα πόδια τουςέκοψε τη φράση του στη μέση. Ήταν έναςσυνδυασμός του πιο βαθιού βρυχηθμού και τιςπιο στριγκής κραυγής, κι ήταν ο τρόπος με τον

οποίο το Πλάσμα διαμαρτυρόταν για τηφυλάκισή του. Ο Ναράκ έσφιξε την άκρη τουτραπεζιού κι έτριξε τα δόντια, ενώ κύματατρόμου συντάραζαν το κορμί του. Τα μάτια τηςΑελίθα γούρλωσαν και τα χέρια τηςσυσπάστηκαν. Για ένα λεπτό,αλληλοκοιτάχτηκαν.

Ο Ναράκ ξεφύσηξε βαριά. «Η ιστορία μου θασου το εξηγήσει κι αυτό». Έτριψε τις ιδρωμένεςπαλάμες του και συνέχισε.

«Μετά από χρόνια απαγορευμένων ερευνών,περνώντας από τις επικλήσεις πνευμάτων καικατώτερων δαιμόνων σε επαφές με πανίσχυρεςδυνάμεις, ο Αγάστωρ μίλησε τελικά μ’ έναπλάσμα από βασίλεια πέρα απ’ την εξουσία τωνίδιων των θεών. Ένας μαθητευόμενός του, πουτο ’βαλε στα πόδια μέσα στον τρόμο του καιτην ντροπή του, μίλησε για μια μεγάλη στήλημαύρου καπνού που ήταν ταυτόχρονα και πύλη,για

μια απάνθρωπη φωνή που ήταν ταυτόχρονααδιανόητα μακρινή κι αφόρητα δυνατή για τονΑ-γάστορα, που παζάρευε σε μιαν άγνωστηγλώσσα, και για άμορφες κινήσεις μέσα στηνκαταχνιά —κι ύστερα πέθανε ξαφνικά, στημέση μιας φράσης του.

»Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι είδους συμφωνίαέκλεισε ο Αγάστωρ, ούτε κι αν ο μάγος ζειακόμα σ’ αυτόν τον κόσμο ή κάποιον άλλο.Κανείς δεν τον είδε απ’ τη στιγμή που το’σκάσε ο μαθητευό-μενός του. Όμως εκείνη,την πιο αποφράδα απ’ όλες τις μέρες τουκόσμου, ένα άλλο πλάσμα βγήκε από το σπίτιτου Αγάστορα. Καθώς περπατούσε, μεγάλωνε,και με κάθε βήμα αποκτούσε ακόμαμεγαλύτερο ύψος και μέγεθος, ενώ τα χέριατου άρπαζαν και τσάκιζαν και τάιζαν τααμέτρητα στόματά του με άντρες, γυναίκες,μωρά, ακόμα και με τα ίδια τα λιθάρια τωνκτιρίων που γκρέμιζε ενώ περπατούσε. Ηκραυγή που έβγαινε απ’ όλα τα στόματα

μεμιάς ήταν μια φωνή κοσμικού θριάμβου.

«Μεγάλωσε μέχρι που ξεπέρασε σε ύψοςακόμα και το γιγάντιο άγαλμα του Ποσειδώνα,μέχρι που η κορυφή του άγγιξε τα σύννεφα.Άρχισε να ισοπεδώνει την Ποσειδωνία,ποδοπατώντας σπίτια, ναούς, αποθήκες καιπαλάτια, γκρεμίζοντας τα τείχη της πόλης καιπασαλείβοντας τα πλακόστρωτα των δρόμωνμε τα κορμιά του λαού μας. Ο αέρας δονούνταναπ’ την κραυγή Του —μια κραυγή παρόμοια μ’αυτήν που ακούσαμε πριν λίγο, αλλά γεμάτηκακεντρεχή χαρά».

Τα φρύδια της Αελίθα σηκώθηκαν απόέκπληξη γύρισε και κοίταξε το δίσκο στοκέντρο του πατώματος.

«Είναι ευτύχημα», συνέχισε ο Ναράκ, «πουτο σπίτι του Νουμιδώνα ήταν σε μια συνοικίαπου το Πλάσμα δεν είχε ακόμα φτάσει. ΟΝουμιδών ήταν ο μοναδικός άνθρωπος σ’

ολόκληρη την Ποσειδωνία που γνώριζε τοόνομα και τη φύση του δαίμονα και ήξερε ποιεςδυνάμεις μπορούσε να εμπιστευτεί. Ενισχυμένοςστο πνεύμα και στο σώμα απ’ τη φιλία του μετους θεούς, αντέταξε τη μαγεία του στη δύναμητου δαίμονα.

«Έριξε αστραπές που ελάττωσαν τη δύναμητου τέρατος και το ακινητοποίησαν. Ενώ, όμως,εκείνο στεκόταν κοκαλωμένο και ανήμπορο,άλλα όμοιά του γέμισαν τον αέρα γύρω του μεμυκηθμούς και ποδοβολήματα, δίδυμα πουπολλαπλασιάζονταν συνεχώς μπροστά σταμάτια όσων είχαν απομείνει ζωντανοί. Η ελπίδατης στιγμής έδωσε τη θέση της στην απόγνωση,στις ψυχές όλων εκτός από του Νουμιδώνα. Μεακόμα δυνατότερες αστραπές χτύπησε το πρώτοαπό τα πλάσματα. Τα μάτια Του τραβήχτηκανμέσα στις κόγχες τους και τα μέλη Τουκρέμασαν άτονα. Ζαλισμένο από τη δύναμη τουΝουμιδώ-να, στεκόταν ακίνητο σαν κάποιοτεράστιο παραμορφωμένο άγαλμα. Όλοι οι

όμοιοι του είχαν χαθεί, γιατί ήταν, όπωςαποδείχθηκε, φαντάσματα που τα είχεδημιουργήσει η δύναμη της θέλησής Του».

«Κι αυτό το πράγμα βρίσκεται τώρα απόκάτω μας; » ψιθύρισε η Αελίθα.

Ο Ναράκ ένευσε. «Η μαγεία του Νουμιδώναέσκαψε το πηγάδι και έλιωσε το βράχο γύρωαπό τα πλευρά Του, δημιουργώντας μιααδιαπέραστη ουσία που δεν υπάρχει πουθενάστη φύση. Απ’ τον ίδιο μαγεμένο βράχο έφτιαξεκαι το δίσκο που σφραγίζει το πηγάδι. Όταν ηδύναμη απ’ τους θεούς μίκρυνε το δαίμονα καιΤον έχωσε μέσα στο πηγάδι, η μαγεία τουέκλεισε τη φυλακή του τέρατος με την πέτρα καισκάλισε πάνω στο δίσκο το σημάδι του ΑιώνιουΠεριορισμού».

Η γυναίκα έσπρωξε πίσω την καρέκλα τηςκαι πλησίασε το δίσκο. «Παράξενα σύμβολα στ’αλήθεια. Φαίνονται να ’ναι χαραγμένα όχι μόνο

πάνω στην πέτρα αλλά και μέσα της. Ώστε,λοιπόν, όσο και να φωνάζει και να παλεύει οδαίμονας, δεν μπορεί να ξαναβγεί; »

Ο Ναράκ σηκώθηκε και ήρθε πλάι της. «Η.σφραγίδα ή το πηγάδι από μόνα τους, δενμπορούν να Τον κρατήσουν για πολύ. Οι κοινοίάνθρωποι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τησοφία του Νουμιδώνα, αλλά τους μίλησε γιαέναν κοσμικό νόμο που ξεπερνάει τη μαγεία,ακόμα και τους ίδιους τους θεούς. Είπε πως, γιακάθε μαγεία που δένει, υπάρχει και κάποιαάλλη που λύνει, και πως, καθώς τα χρόνια θαπερνούν, ο δαίμονας μπορεί να βρει κάποιοξόρκι για να σπάσει τη γητειά. Μα είπε,ωστόσο, πως η μαγεία θα κρατάει το δίσκο στηθέση του όσον καιρό ο δίσκος φυλάγεταιαδιάκοπα. Κάποιος πρέπει να μένει δίπλα τουάγρυπνος μέρα νύχτα, αλλιώς ο δαίμοναςμπορεί να λύσει τα μάγια».

«Κι εσύ...; » του άγγιξε το στήθος.

«Εγώ είμαι ο Ναράκ, ο Φύλακας, ένας απότους Εκλεκτούς». Η φωνή του ήταν γεμάτηπερηφάνια. «Κάθε χρόνο, οκτώ Φύλακεςεκλέγονται από τους νεαρούς όλης τηςΑτλαντίδας. Τους κρίνουν απ’ το θάρρος τους,την ευλάβειά τους, την εξυπνάδα και τηνακεραιότητά τους. Οι τέσ-

σερις υπηρετούν ανά ένα μήνα εναλλάξ σεζευγάρια, ενώ οι άλλοι τέσσερις παραμένουναναπληρωματικοί, σε περίπτωση που μιααρρώστια, ο θάνατος ή ακόμα κι ηανικανότητα, κάνουν αναγκαία τηναντικατάσταση. Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο,υπηρετούν τον επόμενο χρόνο.

»Η φρούρηση της σφραγίδας είναικουραστικό καθήκον. Ο δαίμονας δενμπορεί να βγει έξω όσο εμείς αγρυπνούμεεπάνω του, αλλά τα ουρλιαχτά του και ταμανιασμένα του χτυπήματα πάνω στηνπέτρα, κάνουν την πίστη κάποιου στη

μαγεία του Νουμιδώνα να κλονίζεται και ναπιστεύει πως τίποτα δεν θα μπορέσει νασυγκρατήσει τη δύναμη της οργής τουδαίμονα.

»Τον περισσότερο καιρό, όλα είναιήσυχα. Κάνουμε ασκήσεις, συζητάμε,παίζουμε παιχνίδια, διαβάζουμε και λέμεπροσευχές —πολλές προσευχές. Ο χρόνος,όμως, περνάει απελπιστικά αργά και κάθεστιγμή ένα μέρος του εαυτού σου τρέμει,περιμένοντας πότε θ’ ακουστεί το επόμενοουρλιαχτό ή το επόμενο χτύπημα πάνω στηνπέτρα.

»0 ένας τουλάχιστον Φύλακας πρέπει ναείναι ξύπνιος όλη την ώρα, γι’ αυτόκοιμούνται με βάρδιες κι εκείνες τις ώρεςείναι που χρειάζεται η πιο μεγάληπροσοχή.

»Χθες βράδι, όταν ο Κερόθ κι εγώ

κοντεύαμε να τελειώσουμε το δεύτερομήνα της υπηρεσίας μας, ο σύντροφός μουγλίστρησε απ’τις σκάλες που οδηγούνστην οροφή κι έσπασε το κεφάλι του».Σταμάτησε, καθώς θυμήθηκε το θέαμα καιτον ήχο. «Ο καπνός απ’ την πυρά τουμόλις πριν λίγες ώρες ανέβηκε στουςουρανούς, κι εγώ περιμένω μόνος μου έναναπό τους Εκλεκτούς να

έρθει με συνοδεία φρουρών για να τοναντικαταστήσει».

Χαμογέλασε, απολαμβάνοντας τηνομορφιά της, γεμάτος ικανοποίηση για τηναδιάλειπτη προσοχή της. «Μπορείς, λοιπόν,να καταλάβεις πως η παρουσία σου εδώ είναιακόμα περισσότερο ευπρόσδεκτη απ’ ό, τι θαήταν μιαν άλλη ώρα».

Ένα χαμόγελο άρχισε να χαράζει τα χείλητης, όταν ένας πάταγος έκανε και τους δυο

να τιναχτούν. Δεν ερχόταν από τον πέτρινοδίσκο αλλά από την πόρτα. Ο Ναράκ τράβηξεενστικτωδώς το σπαθί του καθώς γύριζε γιαν’ αντιμετωπίσει την επίθεση.

Άλλος ένας πάταγος, ακόμα πιο δυνατόςαπό πριν. «Έχουν κάνει κάποιο είδοςπολιορκητικού κριού», μουρμούρισε οΝαράκ.

Σήκωσε το βλέμμα προς την καταπακτήκαι ζύγιασε τις πιθανότητες. Ανπροσπαθούσε να την ανοίξει, ίσως ναδεχόταν επίθεση από κάποιους που είχανκαταφέρει να σκαρφαλώσουν ως την οροφή.Τ’ ανακλαστικά των Εκλεκτών, ωστόσο,έπρεπε να είναι τα πιο γρήγορα, κι ο Ναράκπίστευε πως θα μπορούσε να ξανακλείσει καιν’ αμπαρώσει την καταπακτή αν συνέβαινεκάτι τέτοιο. Γύρισε προς την Αελίθα.«Πρόσεχε τη σφραγίδα μέχρι να δω τι γίνεταιαπ’ έξω».

Με το σπαθί στο χέρι, ανέβηκε τα σκαλιά,κι όσο πιο αργά κι αθόρυβα μπορούσετράβηξε πρώτα την μια αμπάρα και μετά τηνάλλη. Έτοιμος για μια γρήγορη υποχώρηση,κράτησε την ανάσα του και σήκωσε απότοματο σκέπασμα. Άλλος ένας γδούποςακούστηκε στην πόρτα.

Από πάνω του έβλεπε τον γαλάζιο ουρανό. Ο

Ναράκ έβαλε το ένα πόδι στο επόμενοσκαλοπάτι και ριψοκινδύνεψε να βγάλει έξωτο κεφάλι του. Η οροφή ήταν άδεια. Απόκάτω, η πόρτα δεχόταν άλλη μια επίθεση.

Ο Ναράκ κοίταξε κάτω. Η Αελίθαστεκόταν δίπλα στη σφραγίδα και κοιτούσεαυτήν κι όχι την πόρτα. Ικανοποιημένος, οΝαράκ βγήκε στην οροφή κι έσκυψε πάνωαπ’ τις πολεμίστρες.

Μια γρήγορη ματιά κάτω, του έδειξε δυο

άντρες που κρατούσαν οριζόντια έναν κορμόπου χρησιμοποιούσαν προσπαθώντας νασπάσουν την πόρτα. Θα πρέπει να τον είχανφέρει απ’ το δάσος που ’ταν κοντά στονπύργο ενώ αυτός μιλούσε με την Αελίθα.Ακούγοντας έναν καινούριο πάταγο, έσκυψεπάλι κάτω- οι δυο άντρες πι-σωπατούσαν γιανα ξαναδοκιμάσουν. Ο Ναράκ βεβαιώθηκεγια το σχετικά μικρό μέγεθος του πρόχειρουκριού τους. Η χοντρή ενισχυμένη πόρτα θαμπορούσε ν’ αντέχει για πολλή ώρα ταχτυπήματά του.

Ύστερα, απόρησε που έβλεπε μόνο δυοάντρες. Ήταν σίγουρος πως ήταντουλάχιστον τρεις όταν είχε τραβήξει μέσατην Αελίθα κι είχε κοιτάξει απ’ το παράθυρο.Η διάθεσή του χάλασε, γιατί αυτό έδειχνεπως ο τρίτος είχε πάει να φέρει ενισχύσειςαπ’ το πλοίο. Αν έρχονταν πολλοί πειρατές, οπύργος θα μπορούσε να παρθεί, είτε από τηνκεντρική είσοδο, είτε —ακόμα πιο γρήγορα

— μέσω τις καταπακτής, αν κάποιοισκαρφάλωναν στην οροφή.

Έτρεξε σκυφτά προς την άλλη άκρη τηςοροφής και κοίταξε προς την πόλη. Γιατίαργούσαν τόσο να στείλουν τοναντικαταστάτη;

Η καρδιά του χτύπησε πιο δυνατά. Στο βάθοςτου δρόμου για την Ποσειδωνία διέκρινε ένασύννεφο σκόνης. Προσπαθώντας να διακρίνεικαλύτερα, ο Ναράκ πείστηκε πως μπορούσε ναξεχωρίσει μικρές κουκίδες που έπρεπε να είναιάνθρωποι. Τα δάχτυλά του χτύπησαν πάνω στοπαραπέτο. Ναι, μπορούσε να δει μικρά σκούρασχήματα πάνω στην καφετιά λουρίδα τουδρόμου. Θα πρέπει να ’ταν η φρουρά κι οαντικαταστάτης του Κερόθ. Σίγουρα, πάντως,θα ’ταν φίλοι, αφού έρχονταν απ’ τηνπρωτεύουσα της Ατλαντίδας.

Ο Ναράκ σύρθηκε γρήγορα μέσα στην

καταπακτή και έβαλε τις μπάρες στη θέση τους.Ενώ κατέβαινε τις σκάλες όσο πιο γρήγορα τουεπέτρεπε η ανάμνηση της πτώσης του Κερόθ, ηΑελίθα έστρεψε ερωτηματικά τα μάτια της προςτο μέρος του.

«Φτάνει βοήθεια! » της είπε, κι ακούμπησεένα χέρι στον ώμο της για να την ενθαρρύνει.Αμέσως θυμήθηκε πως ήταν από βασιλικήγενιά και τράβηξε το χέρι του πίσω, αλλά τοχαμόγελό της τον έκανε κι εκείνον ναχαμογελάσει.

Ένας βρόντος πιο δυνατός απ’ τους άλλουςαντήχησε μέσα στον πύργο.

Ο Ναράκ στράφηκε προς την πόρτα. Οιμεντε-σέδες είχαν αρχίσει να ξεχαρβαλώνουνκαι η μεγάλη μπάρα τεντωνόταν προς τα μέσα.Η πόρτα ξαναπήγε στη θέση της, κι ο Ναράκμπορούσε να φανταστεί τους άντρες απ’ έξω ναπαίρνουν φόρα για ένα ακόμα χτύπημα.

«Πώς μπορούν δυο άντρες μονάχα, νακάνουν τέτοια ζημιά; » ψιθύρισε.

Στράφηκε προς τη γυναίκα και,αδιαφορώντας για το τι έλεγε το πρωτόκολλο,της έσφιξε

τα μπράτσα. «Δεν έχουμε χρόνο ναπεριμένουμε για βοήθεια. Πρέπει να βγωέξω και να τους καθυστερήσω μέχρι ναφτάσουν οι στρατιώτες».

«Μόνος σου; » Τα μάτια της γούρλωσαν.

Ξανά η πόρτα βρόντηξε κι η αμπάρααναπήδησε.

Η Αελίθα τραβήχτηκε απ’ τα χέρια του κιέτρεξε μέχρι τον τοίχο που κρέμονταν ταόπλα. «Κι εγώ μπορώ να κρατήσω σπαθί! »

Εκείνος βρέθηκε δίπλα της πριν μπορέσει

ν’ αγγίξει τη λαβή. «Όχι! Εσύ πρέπει ναπάρεις τη θέση μου σαν Φύλακας! »

Έδειξε το δίσκο. «Αλλιώς, θα καταλάβειπως είναι αφύλαχτο και μπορεί ναελευθερωθεί! Π ρέπει να μείνεις εδώ για ναδιατηρήσεις το ξόρκι! »

Άλλο ένα χτύπημα στην πόρτα μια ρωγμήφανερώθηκε πάνω στη μεγάλη αμπάρα.Αμέσως μετά το χτύπημα, ένας γδούποςαντήχησε κάτω από τη σφραγίδα. Τα μάτιατης Αελίθα καρφώθηκαν πάνω στο δίσκο.Έσφιξε το δεξί χέρι του Ναράκ μέσα καιστα δυο δικά της και τον φίλησε στομάγουλο. «Αν εσύ τολμάς να βγεις, τολμώκι εγώ να μείνω! »

Μια γλυκιά ανατριχίλα του γαργάλησε ταμέλη. «Βοήθησέ με ν’ ανοίξω την πόρτα.Μετά, κλείσε τη γρήγορα πίσω μου καικατέβασε την αμπάρα, αν μπορείς. Ενώ εγώ

θα τους απασχολώ, εσύ να κοιτάζεις τησφραγίδα».

Εκείνη ένευσε. Ένα χτύπημα ακόμα πιοδυνατό απ’ τα άλλα αντήχησε στ’ αυτιάτους.

Ο Ναράκ ξεθηκάρωσε το σπαθί του. Οιεβδομάδες της ανίας είχαν φτάσει στοτέλος τους, σκέφτηκε. Τώρα ήταν μια ώραπου απαιτούσε ηρωισμό. Του δινόταν μιαευκαιρία να δικαιώσει

την εμπιστοσύνη που του είχαν δείξει όταν τονδιάλεγαν σαν έναν απ’ τους Εκλεκτούς. Ηομορφιά της Αελίθα και η λάμψη της εκτίμησηςστα μάτια της τον γέμιζαν ακόμα περισσότεροζήλο. Προχώρησε προς την πόρτα με τηνπριγκίπισσα ξοπίσω του.

Αγνοώντας τα χτυπήματα κάτω απ’ το δίσκο,ο Ναράκ σήκωσε τη μπάρα κι η Αελίθα έπιασε

το πόμολο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Σταχείλη της υπήρχε η υποψία ενός χαμόγελου. ΟΝαράκ έσφιξε πιο πολύ το σπαθί του και με τοάλλο χέρι έπιασε κι αυτός την πόρτα.

Σ’ ένα του νεύμα, τράβηξαν κι οι δυο προς ταπίσω, κι η πόρτα άνοιξε τρίζοντας.

Ο Ναράκ πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκεέξω. Οι δυο πειρατές φαίνονταν ναξεκουράζονται κρατώντας τον κορμό όρθιοανάμεσά τους. Βλέποντας τον Ναράκ, τονάφησαν να πέσει. Η μύτη του χτύπησε τοέδαφος λίγα εκατοστά μακριά του. Η ελπίδα τονπλημμύρισε όταν κατάλαβε πως οι πειρατέςείχαν ρίξει κάτω το πιο ισχυρό όπλο τους. Μεμια φωνή, όρμησε επάνω τους.

Κάνοντας στο πλάι το σπαθί του άντρα πουήταν στα δεξιά του, απέφυγε το άγριο χτύπηματου δεύτερου και τον σώριασε κάτω με μιακλοτσιά. 'Επειτα, έπαψε πια να κρατάει

λογαριασμό του τι γινόταν, καθώς απέκρουεενστικτωδώς έναν καταιγισμό χτυπημάτων,πρώτα απ’ τον όρθιο άντρα και μετά απ’ τονπεσμένο που κι εκείνος σηκώθηκε. Η λεπίδατου Ναράκ κινιόταν λες με δική της θέληση,πότε για ν’ αποκρούσει μια επίθεση, πότε για νατρυπήσει αφύλαχτη σάρκα και πότε για ναπελεκήσει σκληρή πανοπλία. Δεν ένιωθε κανέναπόνο απ’ τις πληγές που ήξερε

πως πρέπει να είχε δεχτεί.

Κάπου κάπου, υποχωρούσε προς τα πίσωγια να πάρει μιαν ανάσα και μετάαντιμετώπιζε πάλι πεισματάρικα την επίθεσητων πειρατών. Αν και φορούσαν πανοπλίεςκι ήταν δύο, εκείνος κρεμόταν απ’ τηνελπίδα πως οι σωτήρες του πλησίαζαν καιδεν το ’βαζε κάτω. Αν μπορούσε να τουςκρατήσει λίγο ακόμα... αν ο τρίτος δενεπέστρεφε με ενισχύσεις....

Οι σκέψεις του έσβησαν μέσα στιςεπιθέσεις και τις αποκρούσεις του. Έναλεπτό αργότερα, με την πλάτη ακουμπισμένηπάνω στον πύργο, μπορούσε να διακρίνεικαθαρά τους Ατλαντια-νούς που έρχοντανπρος το μέρος του. Το ηλιόφωτο έκανε τιςπανοπλίες τους και τις μύτες των ακοντίωντους να λάμπουν. Γρήγορα θα τους έβλεπανκι οι πειρατές και θα το ’βαζαν στα πό-δια.,.εκτός κι αν Κατέφθαναν κι οι σύντροφοίτους...

Με νέα ενεργητικότητα χτυπούσε καικάρφωνε, ενώ η έκπληξη κι η απόγνωσηάρχισε να διαφαίνεται στα πρόσωπα τωναντιπάλων του.

Η θέα κατά μήκος του δρόμου προς τηνπόλη ήταν ανοιχτή. Δεν υπήρχαν πουθενάπειρατές, ούτε σωτήρες που πλησίαζαν.

Είχαν όλοι εξαφανιστεί.

Για μια στιγμή, ο Ναράκ στάθηκεαποσβολωμένος. Ύστερα γύρισε,ψάχνοντας τους εχθρούς του πίσω του.Μέσα στο μυαλό του, μια αδιανόητη σειράαπό ιδέες είχαν αρχίσει να συνδέονταιμεταξύ τους —η δύναμη του δαίμονα ναδημιουργεί αυταπάτες...

Το έδαφος αναδεύτηκε κάνοντάς τον νασωριαστεί κάτω.

Καθώς ανασηκώθηκε ζαλισμένος στον ένατου αγκώνα, ο πύργος ράγισε. Μια τεθλασμένηγραμμή άνοιξε στο πλάι του κι από κει ρωγμέςαπλώθηκαν σ’ όλη του την επιφάνεια. Τοπαραπέτο στην κορυφή του άνοιξε σανμπουμπούκι, και τα μεγάλα λιθάρια τινάχτηκανστον αέρα ενώ κάτι μαύρο αναδύθηκε απ’ ταερείπια ουρλιάζοντας.

Το έδαφος έσκασε σ’ όλο το μήκος τηςπεδιάδας, καθώς το Πλάσμα σηκωνόταν μέσα

απ’ τα χαλάσματα και υψωνόταν προς τονουρανό, γεμάτο συσπώμενα μέλη και διάπλαταστόματα. Και το πιο μεγάλο στόμα με τατρομαχτικότερα δόντια έβγαζε ένα στριγγόγυναικείο γέλιο, κάνοντας όλο τοκοκκινομάλλα κεφάλι να σείεται. Τοκοκκινομάλλα κεφάλι που είχε ξεγελάσει τονΝαράκ που τώρα συνειδητοποιούσε με απόλυτηδιαύγεια πνεύματος πόσο ανεπανόρθωτα είχεπροδώσει τη θέση που του είχαν εμπιστευτεί.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ

Ρόμπερτ ΧάουαρντΛόρδος Ντάνσανι

Καρλ Βάγκνερ Τανίθ

ΝΕΚΤ ΣΕΜΕΡΚΕΤ ΗΠΤΩΣΗ ΤΗΣΜΠΑΜΠΟΥΛΚΟΥΝΤΔΥΟ ΗΛΙΟΙ ΔΥΟΥΝΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ

Λιθ

Σ. Α. ΚαντόρΤζακ ΒανςΜάικλΜούρκοκ

ΘΕΟΥΣ

ΠΛΗΡΩΜΗ ΣΕΕΙΔΟΣ Ο ΜΑΓΟΣΜΑΖΙΡΙΕΝ ΤΑΜΑΤΙΑ ΤΟΥΑΛΑΒΑΣΤΡΙΝΟΥΑΝΘΡΩΠΟΥ

Λαμπερές πόλεις που οι πύργοι τους φτάνουνμέχρι τον ουρανό. Προκατακλυσμιαία ερείπιαθαμμένα μέσα σε πυκνές ζούγκλες. Πυραμίδεςαπό χρυσάφι, γε-φύρια από μάρμαρο,κρυστάλλινα συντριβάνια, αλαβάστρινααγάλματα... με μια λέξη: Ομορφιά. Γίγαντεςκαι νάνοι, κολασμένοι ήρωες και πανούργεςηρωίδες, δαίμονες με αγγελική μορφή, μάγοιμε ξόρκια τόσο εξωτικά όσο κι οι κόσμοι πουζουν... με μια λέξη: Περιπέτεια.

Διαβάστε ιστορίες που δεν μοιάζουν με καμιάαπ’ όσες διαβάσατε μέχρι σήμερα, γιαχαμένους πολιτισμούς τόσο ζωντανούς που οδικός μας φαίνεται χλωμό καθρέφτισμαμπροστά τους.

Δρχ. 800