users.sch.grusers.sch.gr/npyrini/wp-content/uploads/2016/06... · Web viewΑπό το 1476 και...

33
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ 15 Ος - 19 Ος ΑΙΩΝΑΣ Βησσαράκη Μαρίτα 1 Ο Δ.Σ.ΡΑΦΗΝΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η μετανάστευση των Ελλήνων στην Ευρώπη πραγματοποιήθηκε κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Στην α΄ περίοδο, από τον 15 ο ως τον 16 ο αι, οι Έλληνες μετανάστευαν υποχρεωτικά. Στην β΄ περίοδο, από τον 17 ο ως τον 19 ο αι, η μετανάστευση ήταν εθελοντική. Σε κάποιες χώρες ήταν ιδιαίτερα έντονη η δράση και η παρουσία τους, ενώ σε κάποιες άλλες αφομοιώθηκαν αρκετά με τον πληθυσμό της χώρας. Ακόμα, άλλοτε πρόσφεραν στην ελληνική Επανάσταση από εκεί που βρίσκονταν μεγάλη βοήθεια και άλλοτε δεν συμμετείχαν στον Αγώνα των Ελλήνων παρά μόνο ορισμένοι και πολύ λίγοι μετανάστες. Πολλές φορές ήταν οργανωμένοι σε ελληνικές κοινότητες-παροικίες, ενώ άλλες φορές παρόλο που το ελληνικό στοιχείο ήταν παρόν και μεγάλο σε αριθμό, δεν είχε κοινωνική οργάνωση. Πάντως, όπου κι αν βρίσκονταν, διατηρούσαν τη γλώσσα τους, ίδρυαν εκκλησίες και προόδευαν. Συνήθως ήταν ευπρόσδεκτοι ειδικά την εποχή που άνθισε ο Φιλελληνισμός στην Ευρώπη. 1

Transcript of users.sch.grusers.sch.gr/npyrini/wp-content/uploads/2016/06... · Web viewΑπό το 1476 και...

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ 15Ος- 19Ος ΑΙΩΝΑΣ

Βησσαράκη Μαρίτα

1Ο Δ.Σ.ΡΑΦΗΝΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η μετανάστευση των Ελλήνων στην Ευρώπη πραγματοποιήθηκε κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Στην α΄ περίοδο, από τον 15ο ως τον 16ο αι, οι Έλληνες μετανάστευαν υποχρεωτικά. Στην β΄ περίοδο, από τον 17ο ως τον 19ο αι, η μετανάστευση ήταν εθελοντική. Σε κάποιες χώρες ήταν ιδιαίτερα έντονη η δράση και η παρουσία τους, ενώ σε κάποιες άλλες αφομοιώθηκαν αρκετά με τον πληθυσμό της χώρας. Ακόμα, άλλοτε πρόσφεραν στην ελληνική Επανάσταση από εκεί που βρίσκονταν μεγάλη βοήθεια και άλλοτε δεν συμμετείχαν στον Αγώνα των Ελλήνων παρά μόνο ορισμένοι και πολύ λίγοι μετανάστες. Πολλές φορές ήταν οργανωμένοι σε ελληνικές κοινότητες-παροικίες, ενώ άλλες φορές παρόλο που το ελληνικό στοιχείο ήταν παρόν και μεγάλο σε αριθμό, δεν είχε κοινωνική οργάνωση. Πάντως, όπου κι αν βρίσκονταν, διατηρούσαν τη γλώσσα τους, ίδρυαν εκκλησίες και προόδευαν. Συνήθως ήταν ευπρόσδεκτοι ειδικά την εποχή που άνθισε ο Φιλελληνισμός στην Ευρώπη.

Εισαγωγή

 Οι Έλληνες που έφυγαν από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε πόλεις άλλων χωρών (στο εξωτερικό) ονομάστηκαν Έλληνες της Διασποράς. 

Ως μετανάστευση ορίζονται μετακινήσεις πληθυσμού από περιοχή σε περιοχή μέσα και έξω από τα όρια μιας χώρας, από και προς αγροτικά και αστικά κέντρα. Οι μεταναστεύσεις έχουν το χαρακτήρα μόνιμης, προσωρινής, νόμιμης ή παράνομης εγκατάστασης. Συνήθως πρόκειται για μαζική ή τουλάχιστον μεγάλη αριθμητικά μετακίνηση πληθυσμού. Οι αιτίες των μεταναστεύσεων καθορίζονται από οικονομικά κίνητρα, από διώξεις ανθρώπων για λόγους θρησκευτικούς ή για την πολιτική τους ιδεολογία.

Με τα πλούτη που απέκτησαν βοήθησαν οικονομικά τους Έλληνες.

1. Ενίσχυσαν οικονομικά τα  ελληνικά σχολεία στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. 

2.Κατασκεύασαν πολυτελείς κατοικίες στους τόπους καταγωγής τους , τα λεγόμενα αρχοντικά.(π.χ. στη Σιάτιστα, την Καστοριά, την Κοζάνη, τα Ζαγοροχώρια και τα χωριά του Πηλίου).

3.Από τους Έλληνες των παροικιών ξεκίνησε κατά τον 18ο αιώνα η πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου έθνους.

Η μετανάστευση των Ελλήνων στο εξωτερικό, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πραγματοποιήθηκε κυρίως σε δύο χρονικές περιόδους. 

Την πρώτη περίοδο, από τον 15ο έως τον 16ο αιώνα, η μετανάστευση ήταν συνήθως υποχρεωτική . 

Επειδή εκείνη την περίοδο γίνονταν πολλές πολεμικές συγκρούσεις και οι Οθωμανοί επέκτειναν την κυριαρχία τους σε πολλά μέρη( π.χ. σε φραγκοκρατούμενες περιοχές), πολλοί λόγιοι, ευγενείς και στρατιώτες, έφευγαν από την σκλαβωμένη Ελλάδα και πήγαιναν στην Ευρώπη για να σωθούν από τις διώξεις των Τούρκων  και να βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής. Οι περισσότεροι μετανάστες κατάγονταν από νησιά (Κύπρος, Κρήτη) ή παραθαλάσσια μέρη (Μονεμβασιά, Μάνη, Ναύπλιο, Ήπειρος). 

Εγκαταστάθηκαν κυρίως σε παραθαλάσσιες πόλεις της Ιταλίας ( Βενετία, Λιβόρνο, Νάπολη) καθώς και σε άλλα παραθαλάσσια μέρη της Ευρώπης (Μασσαλία), ιδρύοντας παροικίες.

Οι Έλληνες μετανάστες εξασκούσαν συνήθως το επάγγελμα

του στρατιώτη, 

του ναυτικού, 

του τεχνίτη, 

του εμπόρου,

 του αντιγραφέα χειρόγραφων

  του δασκάλου σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Η δεύτερη περίοδος της μετανάστευσης, κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ήταν εθελοντική και ειρηνική, με οικονομικά κυρίως αίτια.

Πολλοί Έλληνες κατοίκησαν σε πόλεις που βρίσκονταν κατά μήκος των εμπορικών δρόμων που διέσχιζαν τη Βαλκανική και την Ευρώπη.

Χάρτης των εμπορικών δρόμων και των σημαντικών παροικιών κατά την Τουρκοκρατία.

1.Έλληνες από τον Πόντο μετακινήθηκαν στον Καύκασο και την Κριμαία ιδρύοντας παροικίες, με γνωστότερη την Οδησσό.

Οδησσός: οδός Ελλήνων

Οδησσός 19ος αιώνας

2.Οι Έλληνες από τη Μακεδονία εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Βιέννη, την Τεργέστη, τη Σερβία και την Ουγγαρία, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο βαμβακερών, δερμάτων, χαλιών και άλλων ειδών.

ΒΙΕΝΝΗ

ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ

Έπαυλη Χατζηκώνστα, Μουσείο ελληνικής κοινότητας στην Τεργέστη

ΤΕΡΓΕΣΤΗ

3.Κάποιοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Βλαχία και τη Μολδαβία, περιοχές που κυβερνούσαν Φαναριώτες ηγεμόνες.

Παραδουνάβιες Ηγεμονίες : Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες   ήταν υποτελείς στον Σουλτάνο και μετά το 1709 διοικούνταν από  Φαναριώτες ηγεμόνες, γι’ αυτό το ελληνικό στοιχείο επικράτησε στην θρησκευτική και πνευματική ζωή των ηγεμονιών. Η ελληνική γλώσσα εξαπλώθηκε  και άκμασαν  δύο ελληνικές Ακαδημίες, του Ιασίου και του Βουκουρεστίου.

Ιάσιο αρχές 18 ου αιώνα.

Άποψη του Βουκουρεστίου  κατά τον 18ο αιώνα

Στις νέες τους πατρίδες οι Έλληνες μετανάστες έφτιαχναν οργανωμένες κοινότητες (παροικίες). 

Εκεί έφτιαχναν τα σπίτια τους ,έχτιζαν  εκκλησίες και σχολεία. 

Η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας κάθε παροικίας καθοριζόταν από ένα γραπτό κανονισμό 

το καταστατικό. 

 Στο καταστατικό  της  παροικίας   έγραφαν τους σκοπούς την οργάνωση, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κατοίκων της .

Οι Έλληνες μετανάστες φρόντιζαν για την έκδοση ελληνικών βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων.

"Εφημερίς" η πιο παλιά εφημερίδα που έχει διασωθεί. Εκδιδόταν στη Βιέννη .

Το πρώτο ελληνικό Αλφαβητάριο που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1771

Oι παροικίες στην Iταλική Xερσόνησο, 15ος - αρχές 19ου αιώνα (πλην Bενετίας).

Στην Iταλική Xερσόνησο μεταναστεύει η πλειοψηφία των Eλλήνων που φεύγουν για τη Δύση από το 15ο αιώνα και μετά. Oι περισσότεροι από αυτούς εγκαθίστανται στην Iταλία μετά την άλωση της Πόλης, στα 1453, όμως πολλοί είχαν μεταναστεύσει εκεί από την εποχή του Bυζαντίου.

Aλλά η Iταλία την εποχή εκείνη δεν αποτελεί ενιαίο κράτος. Eίναι διαιρεμένη σε κρατίδια που πολεμούν μεταξύ τους, προσπαθώντας να κυριαρχήσουν σε μεγαλύτερα τμήματα της χερσονήσου. Oι Έλληνες μεταναστεύουν επομένως στα διάφορα κράτη της ιταλικής χερσονήσου, τα οποία δεν έχουν απλώς διαφορετικούς ηγεμόνες αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκονται κάτω από την επιρροή ή την άμεση κυριαρχία ξένων ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Οι έλληνες μετανάστες της Κάτω Ιταλίας ενώ εκλατινίστηκαν, δεν ξέχασαν την ελληνική γλώσσα κι έτσι ελληνοϊταλικές διάλεκτοι ομιλούνται μέχρι και σήμερα από τους απογόνους τους. Εδώ: Το Γκαλλιτσιανό, το σημαντικότερο ελληνόφωνο χωριό της Καλαβρίας σήμερα, 1985.

Oι Έλληνες εγκαθίστανται στην ιταλική χερσόνησο διαδοχικά, σε διάφορες χρονικές στιγμές και για διάφορους λόγους. Για τους Bυζαντινούς, που πηγαίνουν εκεί στα χρόνια γύρω από την 'Αλωση, η ιταλική χερσόνησος δεν είναι άγνωστη, αφού εδώ και αιώνες είναι κατάσπαρτη με βυζαντινές αποικίες. Eπιπλέον η Iταλία βρίσκεται πολύ κοντά στον ελληνικό χώρο, πιο κοντά από κάθε άλλη χώρα της χριστιανικής Δύσης. Λόγιοι και μέλη επιφανών βυζαντινών οικογενειών, ανώνυμοι μισθοφόροι (στα ιταλικά stradioti), αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί μεταναστεύουν στην Iταλία από το 15ο έως και το 17ο αιώνα. Oι άνθρωποι αυτοί μεταναστεύουν καταρχήν για να ξεφύγουν από την τουρκική εξουσία. 'Αλλοι προέρχονται από τις βενετοκρατούμενες περιοχές του ελληνικού χώρου, που μία-μία στη διάρκεια του 15ου, του 16ου και του 17ου αιώνα πέφτουν στα χέρια των Tούρκων. Aπό το 18ο αιώνα και μετά, κυρίως από τα 1750 και εξής, οι Έλληνες μεταναστεύουν σε λιμάνια της ιταλικής χερσονήσου προπάντων για να ασχοληθούν με το εμπόριο.

ΤΕΡΓΕΣΤΗ : Ναός Αγίου Νικολάου

Oι βυζαντινοί λόγιοι εγκαθίστανται στην Iταλία γιατί γνωρίζουν ότι εκεί θα μπορέσουν να εργαστούν πνευματικά. Eίναι η εποχή που οι Iταλοί λόγιοι σκύβουν στα αρχαία ελληνικά κείμενα και τα μελετούν με πάθος. Πολλοί επέλεξαν να παραμείνουν στην Iταλική Xερσόνησο για λόγους ιδεολογικούς (ως ενωτικοί) ή επαγγελματικούς (για να διδάξουν ή να εργαστούν ως αντιγραφείς χειρογράφων). Aρκετοί λόγιοι φέρνουν εξάλλου μαζί τους αρχαία ελληνικά χειρόγραφα, τα αντιγράφουν και τα μεταφράζουν στα ιταλικά. Oρισμένοι διδάσκουν ελληνικά στις ιταλικές ακαδημίες και στα πανεπιστήμια, προπάντων στη Φλωρεντία, το Mιλάνο, τη Pώμη, την Πάδοβα. Oι λόγιοι συνδέονται με ηγεμόνες, ανώτερους καθολικούς κληρικούς ή και με τον ίδιο τον Πάπα, καθώς και με τους ανώτερους πνευματικούς εκπροσώπους της Iταλίας και εργάζονται συχνά υπό την προστασία τους. Γι αυτό και πολλές φορές ζουν στην αυλή ή την οικία του προστάτη τους και δεν εντάσσονται άμεσα στην ελληνική παροικία της πόλης στην οποία έχουν εγκατασταθεί.

Λόγιοι και γόνοι παλιών βυζαντινών οικογενειών μεταναστεύουν στο βασίλειο της Nεάπολης ήδη από το 15ο αιώνα. Tο βασίλειο αυτό αποτελείται από τη νότια Iταλία και (στα διαστήματα 1443-1458 και 1733-1799 περίπου) τη Σικελία. Tόσο η νότια Iταλία όσο και η Σικελία βρίσκονται υπό την κυριαρχία της Iσπανίας.

Kατά τα μέσα του 15ου αιώνα ελληνοαλβανικοί πληθυσμοί από την Ήπειρο μεταναστεύουν στην Kαλαβρία και τη Σικελία για να γλιτώσουν από τους Tούρκους μετά το θάνατο του αρχηγού τους και συμμάχου των Iσπανών Γεωργίου Kαστριώτη ή Σκεντέρμπεη. H Mπόβα, η Mεσσήνη, αργότερα το Mezzojuso αναδεικνύονται σε σημαντικά παροικιακά κέντρα. Tον 16ο και το 17ο αιώνα φτάνουν στο βασίλειο ομάδες Eλλήνων, που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους μετά από τις αποτυχημένες εξεγέρσεις τους εναντίον των Tούρκων.

Στα τέλη του 17ου αιώνα έρχονται επίσης στη Nεάπολη έμποροι από διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου αν και το βασίλειο διακρίνεται λιγότερο για την εμπορική του οικονομία και περισσότερο για τις φεουδαλικές δομές και τα μισθοφορικά του στρατεύματα. Eκτός από Πελοποννήσιους και Hπειρώτες, από το 16ο ως το 19ο αιώνα μεταναστεύουν στο βασίλειο της Nεάπολης Έλληνες από την Kρήτη (μετά την κατάληψη της τελευταίας από τους Tούρκους στα 1669), τη Σμύρνη, την Kωνσταντινούπολη, τη Mακεδονία, τα Iόνια νησιά, τις Kυκλάδες, τη Σάμο, τη Xίο, τα Δωδεκάνησα και την Kύπρο.

Tο βασίλειο της Nεάπολης ήταν λοιπόν, στη διάρκεια των αιώνων που εξετάζουμε, κατάσπαρτο με ελληνικούς οικισμούς στην ύπαιθρο και τις πόλεις. H ελληνική παροικία αναπτύχθηκε ωστόσο κατά κύριο λόγο στην πόλη της Nεάπολης, εκεί όπου έζησαν περαστικοί οι βυζαντινοί λόγιοι, όπου έδρευαν οι Έλληνες που προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και ανέπτυξαν τις δραστηριότητες τους ορισμένοι έμποροι από τον ελληνικό χώρο.

H ελληνική παροικία αναπτύσσεται κυρίως στο λιμάνι της Tυρρηναϊκής, το Λιβόρνο. Tο 18ο αιώνα, με την ώθηση που δίνεται στο εμπόριο, εγκαθίστανται στο Λιβόρνο έμποροι και τεχνίτες από τον ελληνικό χώρο. Oι περισσότεροι φαίνεται πως κατάγονται από την Ήπειρο, την Kεντρική Eλλάδα και τα Iόνια νησιά, γιατί οι εμπορικές σχέσεις των περιοχών αυτών με το Λιβόρνο, και λόγω γεωγραφικής εγγύτητας, είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται. Στο Λιβόρνο φτάνουν όμως το 18ο αιώνα και Έλληνες από την Πελοπόννησο, τα Δωδεκάνησα, το ανατολικό Aιγαίο, την Kρήτη και αλλες περιοχές.

Στις δεκαετίες του 1670 και του 1680 μεταναστεύουν εξάλλου στην ύπαιθρο της Tοσκάνης Mανιάτες προκειμένου να γλιτώσουν από την καταπίεση των Tούρκων αλλά και από τα θανάσιμα μίση και τις διαμάχες ανάμεσα στις μανιάτικες φάρες.

Στη δεκαετία του 1670 Mανιάτες μεταναστεύουν και στην Kορσική, μετά την ήττα των Bενετών στον πόλεμο με τους Tούρκους

Λίγες είναι οι πληροφορίες που έχουμε για τις μεταναστεύσεις Eλλήνων στο παπικό κράτος της κεντρικής Iταλίας, πέρα από τις μετοικήσεις λογίων στην πρωτεύουσά του

Στα χρόνια που ακολουθούν αυξάνει ο αριθμός των μεταναστών. Γύρω στα 1750 πάνω από το ένα τρίτο των Eλλήνων, που γνωρίζουμε ότι ζουν στην Tεργέστη, κατάγονται από τα νησιά του Iονίου, τα οποία βρίσκονται υπό την εξουσία των Bενετών.

Στο νησί της Mάλτας φτάνουν τέλος κάτοικοι της Pόδου μαζί με το τάγμα των Iωαννιτών Iπποτών, όταν οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τη Pόδο στους Tούρκους το 1522. Tη Mάλτα παραχωρεί στους Iωαννίτες Iππότες ο ισπανός βασιλιάς.

Το πρώτο τυπωμένο καταστατικό της ελληνικής κοινότητας της  Τεργέστης.

Στο ελληνικό σχολείο της Τεργέστης, το οποίο συντηρούσαν οικονομικά πλούσιοι ομογενείς, σαν τον Ιάκωβο Ρώτα, προσκλήθηκαν φωτισμένοι δάσκαλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ασώπιος. Εδώ: Επιστολή του Ι. Ρώτα από την Τεργέστη προς τον Κ. Ασώπιο, 23 Μαρτίου 1824.

H ελληνική παροικία της Βενετίας

Στις παραμονές της πτώσης της Kωνσταντινούπολης, σειρά λογίων και διδασκάλων της ελληνικής αναζήτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής και εργασίας στη Bενετία της Aναγέννησης, δρώντας μεμονωμένα. H πίεση όμως των Oθωμανών και η τελική διάλυση της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας δημιούργησαν ένα μαζικό κύμα μετακίνησης πληθυσμών από τα εδάφη της τελευταίας, σημαντικό μέρος των οποίων απορροφήθηκε από τη Bενετία. H εκεί ελληνική παροικία ενισχύθηκε σε βαθμό που το ελληνικό στοιχείο κατέστη σύντομα το σημαντικότερο πληθυσμιακά ξένο στοιχείο της πόλης.

Oι Έλληνες προέρχονταν από βενετοκρατούμενες κυρίως περιοχές και εξασκούσαν επαγγέλματα και δραστηριότητες όπως του ναυτικού και εμπόρου, του χειρώνακτα, του επιτηδευματία και του καλλιτέχνη, του διανοούμενου και του stradioto. Oι stradioti συγκροτούσαν ομάδες ελαφρού ιππικού με σημαντικό ρόλο στις βενετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. 

O αριθμός των μελών της ελληνικής παροικίας στη Bενετία αύξανε συνεχώς, ιδιαίτερα μετά τη διαδοχική κατάκτηση βενετικών κτήσεων στην Aνατολή στους Oθωμανούς (Nαύπλιο και Mονεμβασία το 1540, Kύπρος το 1571).

H συμπαράσταση των Eλλήνων της Bενετίας προς τους επαναστατημένους οργανώθηκε πάνω σε τέσσερις άξονες: αποστολή όπλων και εφοδίων, διεκπεραίωση εθελοντών, συγκέντρωση περιορισμένων ποσών χρημάτων αλλά κυρίως περίθαλψη προσφύγων και ορφανών του πολέμου.

Φλαγγίνειος Σχολή Βενετία

Στα 1708 οι μαθητές του Φλαγγινιανού Κολλεγίου εξέδωσαν μια ποιητική συλλογή σε αρχαία ελληνική, λατινική, ιταλική και νεοελληνική γλώσσα με κεντρικό θέμα την Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία ονομάστηκε "'Aνθη Ευλαβείας". Εδώ: Η σελίδα τίτλου της ποιητικής συλλογής "'Aνθη Ευλαβείας", 1708.

Oι ελληνικές παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης

Οι μεμονωμένες, αρχικά, και μαζικές, αργότερα, μετακινήσεις των Ελλήνων οθωμανών υπηκόων προς την Αψβουργική Μοναρχία εντάθηκαν κατά το 17ο και ιδιαίτερα κατά το 18ο αιώνα και οδήγησαν στη σύσταση ελληνικών Kοινοτήτων.

Στην ευρύτατη και πολυεθνική αυτοκρατορία των Αψβούργων ανήκαν κατά καιρούς, μεταξύ άλλων, το σημερινό κράτος της Αυστρίας, η Ουγγαρία, η Τρανσυλβανία και οι περιοχές των σημερινών χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Mε εξαίρεση τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας (15ος-16ος), οπότε παρατηρήθηκαν μεμονωμένες μετακινήσεις, κυρίως λογίων, προς τις χώρες της Ευρώπης (βασικά προς την), το κύριο ρεύμα μαζικών μετακινήσεων από τα οθωμανικά εδάφη προς τις χώρες της Αψβουργικής Μοναρχίας άρχισε να σημειώνεται από το 17ο αιώνα και συνδέθηκε με τις ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες της εποχής.

Η επιθυμία πλουτισμού και βελτίωσης της οικονομικής τους κατάστασης ώθησε πολλούς οθωμανούς υπηκόους στη φυγή από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τάση αυτή ευνοήθηκε από την ανάπτυξη του εμπορίου, η οποία προωθείτο τόσο από την οθωμανική κυβέρνηση, που επιθυμούσε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου, όσο και από την Αψβουργική Μοναρχία, που επιδίωκε να μπει στις μεγάλες αγορές της Ανατολής. Αναπτύσσοντας την εγχώρια βιοτεχνία και βιομηχανία της, επιδίωκε να διεισδύσει στις αγορές της Ανατολής για να διαθέσει τα βιοτεχνικά της προϊόντα, αλλά και να βρει πρώτες ύλες. Επειδή, όμως, οι Αυστριακοί έμποροι, αγνοώντας τη γλώσσα και τα έθιμα των βαλκανικών λαών, δεν μπορούσαν να κινηθούν με ευχέρεια στις βαλκανικές αγορές, χρειάζονταν μεσάζοντες στις εμπορικές τους συναλλαγές με τους Βαλκάνιους. Το ρόλο αυτό του μεσάζοντα ανέλαβαν κυρίως οι χριστιανοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με δυναμικότερους ανάμεσά τους τούς Έλληνες, Βλάχους και Σέρβους, οι οποίοι πήραν στα χέρια τους εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την κεντρική Ευρώπη, ενώ πολλοί από αυτούς άρχισαν να δημιουργούν εμπορικές ομάδες και να εγκαθίστανται στα διάφορα αστικά κέντρα της Αψβουργικής Μοναρχίας. Ταυτόχρονα, οι ίδιες οι τοπικές αρχές, παραχωρώντας προνόμια και διευκολύνσεις στους βαλκάνιους εμπόρους, τους προσείλκυσαν κι ευνόησαν την εγκατάστασή τους στα διάφορα εμπορικά κέντρα της αψβουργικής επικράτειας ή σε περιοχές αποδεκατισμένες πληθυσμιακά και στερούμενες εμπορικής τάξης (π.χ. η Ουγγαρία μετά την τουρκική κατοχή). Έτσι, ο κύριος όγκος των ορθόδοξων μεταναστών, που έφτασαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις χώρες των Αψβούργων, ταξίδευε με την ιδιότητα του εμπόρου -πραγματευτή στη γλώσσα της εποχής- και καταγόταν από τη Μακεδονία, κυρίως τη Δυτική, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.

Νέο κύμα μεταναστών έφτασε στις αυστριακές επαρχίες μετά τον πρώτο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774). Πολλοί από αυτούς τους μετανάστες, πιεζόμενοι από τις αυστριακές αρχές να πάρουν την αυστριακή υπηκοότητα, κάλεσαν στα μέρη, όπου είχαν εγκατασταθεί, και τις οικογένειές τους. Ο νέος Αυστροτουρκικός πόλεμος (1787-1791/2) προκάλεσε νέο κύμα ελλήνων ορθόδοξων μεταναστών, προς τις διάφορες επαρχίες της αψβουργικής επικράτειας. Το διάταγμα, όμως, του αυστριακού αυτοκράτορα στα 1789, το οποίο ανάγκαζε όλους τους οθωμανούς υπηκόους, που κατοικούσαν στην Αψβουργική Μοναρχία και ιδιαίτερα στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, να πάρουν την αυστριακή υπηκοότητα, δίνοντας τον ανάλογο όρκο πίστης στον αυτοκράτορα, και να πληρώνουν όλους τους φόρους, σηματοδότησε την απαρχή της μείωσης των ελλήνων μεταναστών προς τα εδάφη αυτά.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα οι εγκαταστάσεις των Ελλήνων στην Αψβουργική επικράτεια άρχισαν να μειώνονται. Οι λόγοι της μείωσης αυτής πρέπει να αναζητηθούν στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής η οποία άρχισε να περιορίζει τις οικονομικές διευκολύνσεις προς τους οθωμανούς υπηκόους, υποστηρίζοντας, αντίθετα, τους αυστριακής υπηκοότητας εμπόρους. Το γεγονός αυτό ανάγκασε πολλούς Έλληνες να λάβουν την αυστριακή υπηκοότητα, προκειμένου να υποστηριχθούν οι εμπορικές επιχειρήσεις τους, πράγμα που μακροπρόθεσμα συνετέλεσε στην αφομοίωση των Ελλήνων αυτών από το ντόπιο στοιχείο. Παράλληλα, πολλοί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι οδηγήθηκαν σε πτώχευση στις αρχές του 19ου αιώνα, λόγω της οικονομικής κρίσης στις χώρες της Αψβουργικής Μοναρχίας κατά την περίοδο των πολέμων εναντίον των Γάλλων, ενώ το νέο ελληνικό κράτος, που συστάθηκε στα 1828, δεν επέδειξε το απαιτούμενο ενδιαφέρον για τις έξω από την επικράτειά του εστίες του ελληνισμού, συμβάλλοντας έτσι στην παρακμή και συρρίκνωσή τους.

Η μεγάλη κρεμαστή γέφυρα της Βουδαπέστης κατασκευάστηκε χάρη στη χορηγία ενός επιφανούς Έλληνα παροίκου στην Ουγγαρία, του Γεώργιου Σίνα. Εδώ: 'Aποψη της Βουδαπέστης, όπου διακρίνεται η κρεμαστή γέφυρα, 1855.

Ο γειτονικός με την Αυστρία-Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία χώρος των λεγόμενων Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, δηλαδή της Μολδαβίας και Βλαχίας, δεν μπορεί να περιληφθεί στην ομάδα των χωρών, όπου δημιουργήθηκαν ελληνικές παροικίες, λόγω ιδιαίτερου καθεστώτος. Από το 1476 και το 1512 η Βλαχία και η Μολδαβία, αντίστοιχα, ήταν φόρου υποτελείς στο σουλτάνο, διοικούμενες ουσιαστικά από τους βογιάρους (Ρουμάνους πρίγκιπες), ενώ από το 1709/1711 ως το 1830 διοικούνταν από τους Φαναριώτες ηγεμόνες (οσποδάρους), οι οποίοι διορίζονταν από την οθωμανική κυβέρνηση. Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στις δύο αυτές Ηγεμονίες εντοπίζεται αρχικά στη δραστηριότητα ελλήνων εμπόρων, που από το 16ο αιώνα δρούσαν στη Μολδαβία και Βλαχία, και αργότερα στην επικράτηση των Ελλήνων στη θρησκευτική και πνευματική ζωή των δύο χωρών. Η περίοδος διακυβέρνησης των Φαναριωτών ηγεμόνων χαρακτηρίστηκε από την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας, την αύξηση της ελληνικής επιρροής και την έντονη παρουσία των Ελλήνων τόσο στη διοίκηση, όσο και στον εκκλησιαστικό και πνευματικό τομέα με τη λειτουργία των δύο ακμαίων Ακαδημιών του Ιασίου και του Βουκουρεστίου και την ίδρυση ελληνικών τυπογραφείων. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δεν αρκούν για να κατατάξουν τους Έλληνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών στον παροικιακό Ελληνισμό, αφού δε συγκροτήθηκε ιδιαίτερη ελληνική παροικία, ούτε δημιουργήθηκε ελληνική κοινότητα κατά το πρότυπο, που συναντάται στις υπόλοιπες χώρες υποδοχής Ελλήνων παροίκων.

Πολλοί από τους Έλληνες που δραστηριοποιούνταν εμπορικά στην Ουγγαρία δεν ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι εκεί αλλά είχαν ως έδρα τους τον τόπο καταγωγής τους ή τη Βιέννη. Εδώ: Έλληνες έμποροι από τη Θεσσαλονίκη, 18ος αιώνας.

Η Πέστη ήταν το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο των ελλήνων εμπόρων της Ουγγαρίας. Εδώ: Η Βούδα και η Πέστη, 1687.

Οι Ελληνικές παροικίες στη Ρωσική Αυτοκρατορία

Δυστυχώς δε διαθέτουμε αξιόλογα αριθμητικά δεδομένα για το πραγματικό ποσοστό των Ελλήνων επί του συνόλου του πληθυσμού.

Συχνά στην περίοδο μεταξύ 15ου και 18ου αιώνα Έλληνες κληρικοί περιόδευαν στην Ουκρανία.

Η ίδια η τσαρίνα είχε φροντίσει, με προσκλήσεις γνωστών λογίων (Ευγένιος Βούλγαρης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης) στη Ρωσία, να στηρίξει τη διαδικασία όπου οι πνευματικές ανταλλαγές των δύο ορθόδοξων πολιτισμών διαπλέκονταν με τα ρωσικά αυτοκρατορικά σχέδια και τους εθνικούς πόθους των Ελλήνων.

Η ανάπτυξη των παροικιών στη Ρωσία στηρίχθηκε σε μια σειρά προνομίων που είχαν στόχο την τόνωση είτε του εμπορίου, είτε του πληθυσμού της περιοχής. 

Η Οδησσός, μια πόλη που ξεκίνησε εκ θεμελίων από τους έλληνες πολεμιστές-αποίκους του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, ιδρύθηκε το 1774-75 πάνω στο τουρκικό οχυρό Yeni Dunai. Σύντομα όμως έλαβε χαρακτήρα πολυπολιτισμικής πόλης: στους δρόμους της κυκλοφορούσαν ρώσοι, ουκρανοί κοζάκοι, εβραίοι, έλληνες, αρμένιοι, τάταροι, πολωνοί, γερμανοί (μεννονίτες και καθολικοί), ιταλοί και άγγλοι έμποροι, ο καθένας με την ενδυμασία και τη λαλιά του. Η ιταλική και η ελληνική ήταν οι πιο διαδεδομένες ξένες γλώσσες, απαραίτητες για όποιον εμπορευόταν στην περιοχή. Τα άτομα ελληνικής καταγωγής παρουσίαζαν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην οδό Deribasovskaia.

Μια σειρά προνομίων και υποσχέσεων για διανομή γης, που αρχικά αποτελούσαν προτάσεις της ρωσικής κυβέρνησης στάλθηκαν στον ρώσο πρεσβευτή στην Kωνσταντινούπολη για να κοινοποιηθεί στους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προέβλεπε παροχές για τους Έλληνες και αρβανίτες πολεμιστές του προηγούμενου Ρωσοτουρκικού Πολέμου στο Αιγαίο που σκόπευαν να εγκατασταθούν στα περίχωρα της πόλης, αλλά και πρόσκληση για άτομα ελληνικής και άλλης καταγωγής που προορίζονταν για εγκατάσταση στην πόλη. Για τους τελευταίους προβλεπόταν χρηματικό βοήθημα, χορήγηση σπιτιών, φοροαπαλλαγή και απαλλαγή από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις για διάστημα 10 ετών. Επίσης, βοήθεια στην ανέγερση ναού -του μετέπειτα ναού της Αγίας Τριάδας- και δάνειο για όσους ίδρυαν επιχειρήσεις. Ακόμη, ιδρύθηκε ειδικό γραφείο για την προστασία των αποίκων με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής στρατηγό Α. Κεσόγλου. Τέλος, σχηματίστηκε στρατιωτικό σώμα 300 ανδρών (ελληνική μεραρχία) από τις τάξεις των αποίκων-πολεμιστών (1795). Αποστολή του ήταν η προστασία της περιοχής.

Η πρόνοια για τη βασική εκπαίδευση των παιδιών των αποίκων είχε αφεθεί στα χέρια της εκάστοτε Κοινότητας. Έτσι, από το 1687 λειτουργούσε στο Νέζιν ελληνικό σχολείο στο ναό των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Επίσης, η ελληνική διδασκόταν σε άλλα 10 σχολεία της περιοχής. Στην ίδια πόλη λειτούργησε μετά το 1804 η Σχολή Αλεξάνδρου υπό την εποπτεία του ελληνικού δημοτικού συμβουλίου. Στην Οδησσό σχολείο βασικής εκπαίδευσης, στο οποίο τα μαθήματα διεξάγονταν στα ελληνικά, λειτούργησε από το 1814. Σημαντική όμως υπήρξε η ίδρυση της Ελληνοεμπορικής Σχολής, του δεύτερου σπουδαιότερου ιδρύματος της πόλης μετά το Λύκειο Richelieu. Η σχολή συντηρούνταν με χρηματοδότηση των ελλήνων εμπόρων. Με χρονική τομή την εποχή του Διαφωτισμού και των επιδράσεών του θα μπορούσαμε επίσης να παρακολουθήσουμε την πορεία του Νικηφόρου Θεοτόκη και του Ευγένιου Βούλγαρη (μέλους της Ακαδημίας της Πετρούπολης), που συνδέθηκαν και στήριξαν τους κύκλους της ρωσικής διανόησης στο 18ο αιώνα, μέχρι τη δράση του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Πιτσαμάνη, του Ανδρέα Μουστοξύδη και του Κωνσταντίνου Οικονόμου στο 19ο αιώνα.

Ο περιορισμένος γενικά αριθμός των Ελλήνων και ο προσανατολισμός τους σε επικερδείς δραστηριότητες διαμόρφωσαν μια ιδιότυπη φιλανθρωπική δράση με αποδέκτες πρώτιστα τις περιοχές καταγωγής τους, τους επαναστατημένους του ελληνικού χώρου καθώς και ορισμένα ιδρύματα του ρωσικού κράτους, πάντα με ιδιαίτερη έμφαση στη διάδοση των γραμμάτων και της ελληνικής γλώσσας. 

Ο κύριος όγκος των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων πήγαζε από συγκεκριμένους εύπορους μεγαλέμπορους. Ο ρωσικός κλάδος των Ζωσιμάδων ανέλαβε τη συντήρηση του σχολείου του Μπαλάνου (μετέπειτα Ζωσιμαίας) στην πατρίδα τους, τα Ιωάννινα, και βοήθησε στην εκτύπωση μεγάλης ποσότητας βιβλίων, με αποκορύφωμα την εκτύπωση συγγραμμάτων που επιμελήθηκε ο Κοραής. Ο Ζώης Καπλάνης, μεγαλέμπορος της Μόσχας, διέθεσε όλο το κεφάλαιό του για τη συντήρηση σχολείων και νοσοκομείων στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Ντόμπολης, μεγαλέμπορος από την Πετρούπολη, κληροδότησε την περιουσία του για την ίδρυση πανεπιστημίου που θα έφερε το όνομα του φίλου του Καποδίστρια στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Βαρβάκης, επιχειρηματίας στο Αστραχάν και μετέπειτα στο Ταγκανρόκ κληροδότησε την περιουσία του (1825) στην ελληνική επαναστατική κυβέρνηση.

Ο επιφανής Έλληνας λόγιος Ευγένιος Βούλγαρης προσκλήθηκε από την ίδια τη Μεγάλη Αικατερίνη στην Πετρούπολη στα 1771, όπου ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο και στα 1776 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας της πόλης. Εδώ: Σελίδα τίτλου του έργου του Ε. Βούλγαρη, "Τα αρέσκοντα τοις φιλοσόφοις", Βιέννη. 1805.

Το εμπόριο στην περιοχή της νότιας Ρωσίας ήταν πρώτιστα εμπόριο σιτηρών. Και οι έλληνες έμποροι κατείχαν τη μερίδα του λέοντος στις εξαγωγές δημητριακών, την εποχή αυτή. Πριν προχωρήσουμε όμως σε μια λεπτομερέστερη εξέταση θα άξιζε να εντοπίσουμε τις παραμέτρους που συγκρότησαν τα κίνητρα της διείσδυσης ελλήνων εμπόρων στην περιοχή αυτή και τους βοήθησαν να εδραιώσουν τις δραστηριότητές τους.

Στη Μαριούπολη υπήρχε κυρίως αγροτικός πληθυσμός ελληνικής καταγωγής. Οι ασχολούμενοι όμως με την κτηνοτροφία διεξήγαν μια μορφή εμπορίου μεταφέροντας τα βοοειδή τους στη Μόσχα και στις πόλεις τις Ουκρανίας για επιτόπια σφαγή.

Οι Έλληνες έμποροι εκμεταλλεύτηκαν το δίκτυο των οικογενειακών παραρτημάτων τους στα ευρωπαϊκά λιμάνια, αλλά και τις σχέσεις τους με τους συμπατριώτες τους πλοιοκτήτες του Αιγαίου. Το σύστημα αυτό τους παρείχε πιστοδοτική κάλυψη και διευκόλυνε την πρόσβασή τους στις ευρωπαϊκές αγορές. 

Πέρα όμως από το εμπόριο, οι Έλληνες βοήθησαν στην ανάπτυξη της Νότιας Ρωσίας και με νέες καλλιέργειες, όπως αυτή του καπνού. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα σιγαροποιεία στην περιοχή είχαν ιδρυθεί από Έλληνες.

Μέχρι την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα οι Έλληνες ζούσαν σε παραδοσιακές τοπικές κοινότητες στη Ρωσία. Εκεί υπήρξε μόνιμη και σταθερή επαφή των διανοούμενων-εμπόρων με τα μηνύματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Στην Οδησσό στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 οι έμποροι Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, μια οργάνωση με σκοπό την εξέγερση του έθνους.

Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας είχαν εμπειρίες από τη δυτική Ευρώπη και αποτελούσαν μέρος του τελευταίου μεγάλου κύματος μεταναστών πριν την έναρξη του Αγώνα. Ζούσαν σε περιοχές που πλούτισαν από τους Ναπολεόντειους Πολέμους και τον Ηπειρωτικό Αποκλεισμό, αλλά περιήλθαν σε οικονομική κρίση μετά την ειρήνη του 1814. Οι ίδιοι δεν ήταν πλούσιοι και γνωρίζουμε πως οι πλούσιοι συμπατριώτες τους έμποροι της Μόσχας χλεύασαν το χρεοκοπημένο Σκουφά, όταν πήγε να τους μυήσει στην Εταιρεία και να ζητήσει ενίσχυση. Σ' αυτή την κακή οικονομική κατάσταση δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στις νέες μοντέρνες κοινότητες της διασποράς, ενώ ταυτόχρονα ήταν εντελώς αποκομμένοι από την προστασία των παραδοσιακών κοινοτήτων του ελλαδικού χώρου. Η κατάστασή τους θα βελτιωνόταν, όταν θα αναγνωρίζονταν αργότερα ως τα αξιότερα τέκνα της Ελλάδας. Η Φιλική Εταιρεία διαλύθηκε με την κήρυξη του Αγώνα έχοντας όμως καλλιεργήσει το κατάλληλο κλίμα για την έναρξή του. Ο μετέπειτα ηγέτης της Αλέξανδρος Υψηλάντης, αξιωματικός του ρωσικού στρατού και υπασπιστής του τσάρου, είχε ξεκινήσει τον Αγώνα ανεπιτυχώς από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Η ελληνική παρουσία στο χώρο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια όλου του 19ου και 20ου αι. Οργανωμένες ελληνικές κοινότητες παρουσιάστηκαν σε πάνω από είκοσι πόλεις, ενώ Έλληνες έμποροι δραστηριοποιήθηκαν και σε άλλες περιοχές (Μόσχα, Πετρούπολη, Κίεβο, Νικολάϊεφ, Ισμαϊλ), χωρίς να οργανωθούν σε κοινότητα.

Οι Έλληνες έμποροι της νότιας Ρωσίας ασχολούνταν πρωτίστως με τις εξαγωγές σιτηρών, τα οποία διακινούσαν με τα πλοία τους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, μετά τις ευνοϊκές ρυθμίσεις της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Εδώ: Ελληνικό εμπορικό πλοίο "Ναβέτα", αρχές 19ου αιώνα. Η Ελληνική Εμπορική Σχολή υπήρξε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό κέντρο του ελληνισμού της Ρωσίας, το οποίο ίδρυσαν και συντηρούσαν οι μεγαλέμποροι της πόλης. Εδώ: Το κτήριο της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών De Ribas και Αικατερίνης, τέλη 19ου αιώνα.

Oι ελληνικές παροικίες στη Δυτική Ευρώπη

Το στοιχείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηρίζει τη μετανάστευση των Ελλήνων προς τις τέσσερις χώρες Αγγλία-Γαλλία-Ολλανδία-Ισπανία, είναι ότι αυτή έγινε συστηματική και οργανωμένη μέσα στο 18ο αιώνα και ιδιαιτέρως στο δεύτερο μισό του ενώ στις δύο απ' αυτές, τη Γαλλία και την Αγγλία, οι ελληνικές παροικίες γνώρισαν τη μεγαλύτερη άνθηση τους μέσα στο 19ο αιώνα. Αν εξαιρέσουμε δηλαδή την περίπτωση της μετακίνησης των λογίων και των μελών των βυζαντινών αριστοκρατικών οικογενειών στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας καθώς και τις λίγες εγκαταστάσεις εμπόρων και στρατιωτικών τους προηγούμενους αιώνες, μόνο μέσα στο 18ο και 19ο αιώνα μπορούμε να μιλάμε για οριστική εδραίωση των Ελλήνων μεταναστών σ' αυτές τις χώρες.

 Οι έμποροι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας ενδιαφέρονταν έντονα για τα αγροτικά προϊόντα της οθωμανικής Ανατολής τα οποία χρησίμευαν σαν πρώτη ύλη στις βιομηχανίες τους.

Οι συνεχείς ευρωπαϊκές συγκρούσεις ( ο πόλεμος για την αυστριακή διαδοχή, ο Επταετής Πόλεμος κ.λπ.) είχαν καταστρεπτικές συνέπειες ιδιαίτερα για τους Γάλλους αλλά και για τους Ολλανδούς εμπόρους οι οποίοι αποτραβήχθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις βάσεις τους στην Ανατολή και αντικαταστάθηκαν από Έλληνες.

Δημιουργήθηκαν έτσι μετά τα μέσα του 18ου αιώνα ισχυρά ελληνικά εμπορικά δίκτυα που τα υποκαταστήματα τους συχνά περιέκλειαν ολόκληρη τη Μεσόγειο.

ΓΑΛΛΙΑ

Έλληνες στη Γαλλία άρχισαν να φτάνουν αμέσως μετά την 'Αλωση του 1453. Στο Παρίσι δε υπήρξε στα χρόνια που μας απασχολούν οργανωμένη ελληνική παροικία. Ο αριθμός των Ελλήνων εμπόρων που έμεναν εκεί μόνιμα έμεινε περιορισμένος ολόκληρη αυτή την περίοδο. Οργανωμένη ελληνική εμπορική παροικία υπήρξε στη Μασσαλία. Η εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων εκεί ξεκίνησε από το 1793.

Σκέψεις και σχέδια για την ίδρυση ελληνικού σχολείου στη Μασσαλία γνωρίζουμε ότι έγιναν στα χρόνια 1826-28, κυρίως από Γάλλους φιλέλληνες που ενδιαφέρονταν για τη μόρφωση των ελληνόπουλων που έρχονταν μαζί με τις οικογένειές τους σαν πρόσφυγες από την επαναστατημένη Ελλάδα αλλά και των παιδιών που έμεναν μόνιμα στο γαλλικό λιμάνι. Κανένα από αυτά όμως δεν ευοδώθηκε λόγω οικονομικών δυσχερειών και όσοι τα ονειρεύτηκαν δεν είχαν παρά να αρκεστούν στη δημιουργία έδρας νέων ελληνικών στο βασιλικό κολλέγιο της Μασσαλίας λίγα χρόνια αργότερα. Τις στοιχειώδεις γνώσεις συνέχισε να προσφέρει στα παιδιά της παροικίας ο εφημέριος της ορθόδοξης εκκλησίας. Από το 1830 και ύστερα συναντούμε πολλούς νεαρούς Έλληνες να φοιτούν στα γαλλικά ανώτατα ιδρύματα (κυρίως προτιμούσαν μαθήματα σχετικά με το εμπόριο και τη βιομηχανία) και συχνά να διακρίνονται και να βραβεύονται για την επίδοσή τους. Κάποια μέριμνα υπήρξε από τους Έλληνες γονείς και για την εκπαίδευση των κοριτσιών κι έτσι συναντούμε πολλά από αυτά εσώκλειστα σε γαλλικά σχολεία θηλέων.

Οι περισσότεροι από τους Έλληνες στη Mασσαλία χρησιμοποιούσαν στις εμπορικές τους δραστηριότητες τα δικά τους καράβια σα μέσο μεταφοράς ακολουθώντας τους θαλάσσιους δρόμους που ένωναν τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη με τη Μασσαλία και χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσους σταθμούς όλα τα μεγάλα μεσογειακά λιμάνια (Τεργέστη, Λιβόρνο κλπ.). Τα σημαντικότερα προϊόντα που μετέφεραν από την ανατολική Μεσόγειο προς το γαλλικό λιμάνι ήταν φυσικά το βαμβάκι αλλά και μαλλί, μετάξι, λάδι, δέρματα, σφουγγάρια, ξυλεία κλπ. Την αντίθετη κατεύθυνση έπαιρναν προϊόντα όπως υφάσματα, κρασί, υαλουργικά κατασκευάσματα, αποικιακά είδη κλπ. Σε περιόδους επισιτιστικής κρίσης (π.χ. 1816-17) η κερδοσκοπική εκμετάλλευση σιτηρών ήταν επίσης συχνή.

Οργανωμένοι σε συλλογικές εταιρείες οι Έλληνες έμποροι της Μασσαλίας συχνά δεν αποτελούσαν παρά ένα τμήμα ενός πανμεσογειακού εμπορικού δικτύου με υποκαταστήματα σε όλα τα μεγάλα λιμάνια. 

Στη Μασσαλία κατέφυγαν πολλοί πρόσφυγες από τον ελληνικό χώρο, ιδιαιτέρως όσοι σώθηκαν από τις μεγάλες σφαγές της Σμύρνης και της Χίου. Εδώ: Χιώτες πρόσφυγες, οι οποίοι επέζησαν από τη σφαγή της 1ης Σεπτεμβρίου 1822.

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η Μασσαλία υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα σημεία επιβίβασης φιλελλήνων εθελοντών, φόρτωσης όπλων και κάθε είδους εφοδίων με προορισμό την Ελλάδα καθώς και συχνός τόπος υποδοχής Ελλήνων προσφύγων.

ΑΓΓΛΙΑ

Ασαφείς είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η πρώτη ομαδική εγκατάσταση Ελλήνων στο Λονδίνο στα μέσα του 17ου αιώνα. Η οργάνωση των Ελλήνων του Λονδίνου σε Kοινότητα έγινε το 1837 και η πρώτη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1839. Απαρτιζόταν από τα ευπορότερα μέλη της παροικίας, στην πλειοψηφία τους Χιώτες. Το Λονδίνο δεν υπήρξε ποτέ πολιτισμικό κέντρο του νεότερου ελληνισμού όπως π.χ. η Βενετία ή η Βιέννη. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων λογίων πέρασε μια μεγάλη περίοδο της μόρφωσής τους εκεί. Η έναρξη της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821 δε φάνηκε να ταράζει τη ζωή της ελληνικής παροικίας. Η συμμετοχή στο φιλελληνικό κομιτάτο του Λονδίνου υπήρξε φτωχότατη. Δεν έχουμε πληροφορίες για προσφορά χρημάτων, όπλων ή εφοδίων εκ μέρους Ελλήνων ενώ γνωρίζουμε μόνο ένα όνομα Χιώτη του Λονδίνου που έφυγε εθελοντής για τον πόλεμο, τον Α.Κοντόσταυλο.

Ο πρώτος ελληνορθόδοξος ναός που χτίστηκε στο Λονδίνο ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εγκαινιάστηκε στις 10 Μαΐου 1677. Εδώ: Σχέδιο του ναού της Θεοτόκου στο Λονδίνο.

ΙΣΠΑΝΙΑ

Στα χρόνια μετά την 'Αλωση του 1453 συναντούμε ομάδες Ελλήνων σκορπισμένες σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας. Ιδιαίτερα χρήσιμοι στάθηκαν οι Έλληνες ναυτικοί της Μινόρκας στον πειρατικό πόλεμο ανάμεσα σε Αγγλία και Γαλλία, καθώς πολύ εύκολα μπορούσαν να μεταβληθούν σε κουρσάρους, όπως άλλωστε και όλοι οι ναυτικοί της εποχής τους.

Στη συνεργασία, τέλος, Ισπανών και Ελλήνων λογίων που ταξίδεψαν στην Ισπανία οφείλεται και η δημιουργία της συλλογής ελληνικών χειρογράφων στη βιβλιοθήκη του Escorial. Μερικά γνωστά ονόματα είναι του Ν. Τουριανού, του Ν. Σοφιανού, του Δ. Δούκα κ.ά., οι οποίοι είτε στάλθηκαν στην Ανατολή σε αποστολή ανεύρεσης πολύτιμων χειρογράφων είτε εργάστηκαν στην Ισπανία ως αντιγραφείς κωδίκων και καλλιγράφοι. Σ' αυτή τη χώρα βρήκε το δρόμο του επίσης, ως γνωστό, και ο μεγάλος Έλληνας καλλιτέχνης Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.

Οι πρώτοι Έλληνες είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας ήδη λίγα χρόνια μετά την 'Aλωση. Εδώ: 'Aποψη του Τολέδο, όπου κατέφυγαν κάτοικοι της Εύβοιας μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς στα 1470, 1595.

Οργανωμένη ελληνική παροικία στην Iβηρική θα συναντήσουμε μόνο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στο Port-Mahon της Μινόρκας, το οποίο βέβαια εκείνη την περίοδο βρέθηκε διαδοχικά υπό αγγλική, γαλλική και πάλι αγγλική κατοχή.

ΟΛΛΑΝΔΙΑ

Πληροφορίες για τους πρώτους Έλληνες εμπόρους που εγκαταστάθηκαν στην Ολλανδία συναντούμε στα αρχεία της Αμβέρσας για τη μικρή περίοδο του 16ου αιώνα που η πόλη ήταν ενωμένη με τη χώρα αυτή. Η συστηματικότερη εγκατάσταση όμως Ελλήνων ορθόδοξων πραματευτάδων άρχισε μέσα στο 18ο αιώνα και η ελληνική εμπορική παροικία μπορούμε να πούμε ότι μορφοποιήθηκε στην έκτη δεκαετία του αιώνα, ανάμεσα στα 1750 και 1760.

Οι Έλληνες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο 'Aμστερνταμ και δημιούργησαν την ελληνική παροικία εκεί ήταν κυρίως έμποροι και κάποιοι μικρομαγαζάτορες. Εδώ: 'Aποψη του 'Aμστερνταμ με τον ποταμό Amstel περίπου την εποχή της δημιουργίας της ελληνικής παροικίας, 1720.

Από τα πρώτα μελήματα των Ελλήνων παροίκων υπήρξε η απόκτηση ορθόδοξου ναού, απαραίτητου πυρήνα κοινωνικής συσπείρωσης και επικοινωνίας στο ξένο περιβάλλον. 

Αναλυτικά δημογραφικά στοιχεία δε διαθέτουμε για την ελληνική παροικία του 'Αμστερνταμ. Γνωρίζουμε όμως ότι τα μέλη της ήταν αριθμητικά λίγα, δεν είχαν κατά κανόνα μαζί τους τις οικογένειές τους και γι' αυτό άλλωστε δεν παρέστη ανάγκη της ίδρυσης ενός σχολείου ή της συντήρησης ενός δασκάλου. Εκτός από τους εμπόρους που αποτελούσαν το βασικό κορμό της παροικίας, στην ολλανδική πρωτεύουσα διέμεναν επίσης κάποιοι Έλληνες μικρομαγαζάτορες, ένα άγνωστου αριθμού βοηθητικό προσωπικό που έφερναν μαζί τους οι έμποροι και δίπλα τους ένας κινητός πληθυσμός (ναυτικοί που έκαναν το ταξίδι τους στο 'Αμστερνταμ, κληρικοί, Έλληνες φοιτητές των ολλανδικών πανεπιστημίων καθώς και λόγιοι που έρχονται στη χώρα της ελευθερίας του τύπου για να τυπώσουν τα βιβλία τους). Η συντριπτική πλειοψηφία προέρχονταν από τη Σμύρνη και τη Χίο ενώ κάποιοι από τη Θεσσαλονίκη και τη Ζαγορά.  Σε σχέση τώρα με τη στάση των ελλήνων εμπόρων του 'Αμστερνταμ απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Εκείνα τα χρόνια πάντως είναι σίγουρο ότι η ελληνική παροικία είχε χαλαρώσει τη θωράκισή της απέναντι στο ξένο περιβάλλον, πολλά μέλη της είχαν παντρευτεί Ολλανδέζες, είχαν αποκτήσει ολλανδική υπηκοότητα και γενικώς προσαρμόζονταν πιο εύκολα με τις νόρμες της ολλανδικής κοινωνίας. Έχουμε πληροφορίες μόνο για δύο ονόματα ελλήνων εμπόρων, του Χίου Ταμασάκη και του Πάτμιου Σ. Παλαιολόγου, οι οποίοι έγιναν μέλη του φιλελληνικού Κομιτάτου του 'Αμστερνταμ και χρηματοδότησαν αποστολή όπλων στην Ελλάδα το 1822.

Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και μεταβατική εποχή για την Ελλάδα, είδαμε πως το ελληνικό στοιχείο έδρασε και προόδευσε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Τις περισσότερες φορές – ανάλογα με τις συνθήκες – οι Έλληνες βοήθησαν την πατρίδα τους, δεν ξέχασαν τις ρίζες τους και συχνά επέστρεφαν στα χωριά τους για να συντηρήσουν τα σπίτια τους. Στις περισσότερες χώρες υπήρξαν σημαντικοί άνθρωποι από την Ελλάδα που ασχολήθηκαν με τα γράμματα, τις τέχνες και το εμπόριο. Πρόσφεραν στον ελληνικό αγώνα ό,τι μπορούσαν και διατήρησαν το ελληνικό στοιχείο εκεί που βρίσκονταν, μεταδίδοντας στις επόμενες γενιές την αγάπη για τη μακρινή πατρίδα.

ΤΕΛΟΣ

ΠΗΓΕΣ: από τις ιστοσελίδες

Ι.Μ.Ε. (ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΗΝΙΣΜΟΥ) WIKIPAIDEIA

ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΤΑ ΣΑΪΝΙΑ

22