Tsitsanis

43
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Χωρίς νότεςΠιο εύκολο είναι να γράψει κανείς ένα βιβλίο από έναν πρόλογο. Στις λίγες αράδες του, καλείσαι να δώσεις την πρώτη, την καλύτερη εικόνα. Κι αν αυτό που έπεται αφορά πρόσωπα γνωστά και από όλους αναγνωρισμένα, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο. Βασίλης Τσιτσάνης τονομά του. Τραγούδησε τη ζωή του Ρεμπέτικου. Τσιτσάνης και Ρεμπέτικο. «όταν μιλάμε για τον έναν εννοούμε και το άλλο. Ο πρώτος ανέδειξε το δεύτερο και εκείνο με τη σειρά του καθιέρωσε τον πρώτο. Η γενιά μου, η γενιά η μετά τον πόλεμο του 40’, βρήκε «φτασμένους» τραγούδι και ερμηνευτή. Τους αγκάλιασε όπως το τραγούδι του Μίκη και του Μάνου Χατζιδάκη. ¨Όπως τα τραγούδια των Beatles και των Rolling Stones. Ερωτεύτηκε μέσα από αυτά, έκλαψε το χωρισμό, νοστάλγησε στιγμές που δεν πρόλαβε να ζήσει, καταδίκασε στιγμές που πόνεσαν. Όσοι από εμάς έτυχε να βρεθούμε σε πολιτικά «κυνηγημένα» στρατόπεδα, βρήκαμε στους στίχους του Τσιτσάνη αποκούμπι. ∆εν ήταν οι επαναστατικοί στίχοι του Μίκη αυτοί μας συνόδευαν στις πλατείες και στις διαδηλώσεις. ‘Ήταν ο Τσιτσάνης που μας συντρόφευε σε στιγμές μοναχικές, όταν ο πόνος, η χαρά, ο θυμός και ο έρωτας ξεχείλιζαν από τις νεανικές καρδιές μας. Που μας συντρόφευε στα ταβερνάκια μαζί μ’ ένα ποτήρι φτηνό κρασί. ∆εν κάναμε την επανάσταση μας μέσα απαυτά τα τραγούδια. Ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε τραγουδώντας τα. Γιατί η επανάσταση κάποτε τελειώνει, η ζωή δεν σταματά ποτέ. Κυρίες και κύριοι, ο Βασίλης Τσιτσάνης και το ρεμπέτικο σας καλωσορίζουν μέσα από τις σελίδες που ακολουθούν, σαυτή τη μία, μοναδική Ζωή. Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη Υ.Γ. Όταν έγραφα αυτές τις γραμμές, η σύντροφος του Βασίλη Τσιτσάνη, Ζωή, ζούσε. Μετά από μερικές ημέρες η καρδιά της έπαψε να κτυπά. Επιτρέψτε μου να προσφέρω στη μνήμη της αυτό το μικρό αφιέρωμα.

Transcript of Tsitsanis

Page 1: Tsitsanis

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Χωρίς νότες…

Πιο εύκολο είναι να γράψει κανείς ένα βιβλίο από έναν πρόλογο. Στις λίγες αράδες του, καλείσαι να δώσεις την πρώτη, την καλύτερη εικόνα. Κι αν αυτό που έπεται αφορά πρόσωπα γνωστά και από όλους αναγνωρισµένα, τότε τα πράγµατα δυσκολεύουν περισσότερο. Βασίλης Τσιτσάνης τ’ ονοµά του. Τραγούδησε τη ζωή του Ρεµπέτικου. Τσιτσάνης και Ρεµπέτικο. «όταν µιλάµε για τον έναν εννοούµε και το άλλο. Ο πρώτος ανέδειξε το δεύτερο και εκείνο µε τη σειρά του καθιέρωσε τον πρώτο. Η γενιά µου, η γενιά η µετά τον πόλεµο του 40’, βρήκε «φτασµένους» τραγούδι και ερµηνευτή. Τους αγκάλιασε όπως το τραγούδι του Μίκη και του Μάνου Χατζιδάκη. ¨Όπως τα τραγούδια των Beatles και των Rolling Stones. Ερωτεύτηκε µέσα από αυτά, έκλαψε το χωρισµό, νοστάλγησε στιγµές που δεν πρόλαβε να ζήσει, καταδίκασε στιγµές που πόνεσαν. Όσοι από εµάς έτυχε να βρεθούµε σε πολιτικά «κυνηγηµένα» στρατόπεδα, βρήκαµε στους στίχους του Τσιτσάνη αποκούµπι. ∆εν ήταν οι επαναστατικοί στίχοι του Μίκη – αυτοί µας συνόδευαν στις πλατείες και στις διαδηλώσεις. ‘Ήταν ο Τσιτσάνης που µας συντρόφευε σε στιγµές µοναχικές, όταν ο πόνος, η χαρά, ο θυµός και ο έρωτας ξεχείλιζαν από τις νεανικές καρδιές µας. Που µας συντρόφευε στα ταβερνάκια µαζί µ’ ένα ποτήρι φτηνό κρασί. ∆εν κάναµε την επανάσταση µας µέσα απ’ αυτά τα τραγούδια. Ζήσαµε και εξακολουθούµε να ζούµε τραγουδώντας τα. Γιατί η επανάσταση κάποτε τελειώνει, η ζωή δεν σταµατά ποτέ. Κυρίες και κύριοι, ο Βασίλης Τσιτσάνης και το ρεµπέτικο σας καλωσορίζουν µέσα από τις σελίδες που ακολουθούν, σ’ αυτή τη µία, µοναδική Ζωή.

Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη

Υ.Γ. Όταν έγραφα αυτές τις γραµµές, η σύντροφος του Βασίλη Τσιτσάνη, Ζωή, ζούσε. Μετά από µερικές ηµέρες η καρδιά της έπαψε να κτυπά. Επιτρέψτε µου να προσφέρω στη µνήµη της αυτό το µικρό αφιέρωµα.

Page 2: Tsitsanis
Page 3: Tsitsanis
Page 4: Tsitsanis

Ο γιος του τσαρουχά

Τρίκαλα, 18 του Γενάρη 1915. Στο σπίτι του Τσιτσάνη του τσαρουχά, τούτη τη χειµωνιάτικη Κυριακή, οι λάµπες φωτίζουν όλα τα δωµάτια. Τα κούτσουρα ανάβουν στο τζάκι. Η κυρά του σπιτιού χαρίζει στον άντρα αφέντη έναν ακόµη γιο. Και το όνοµα αυτού Βασίλης. Οικογένεια φτωχή, µα αποφασισµένη να κρατήσει όσα παιδιά της δώσει ο Θεός. Κι ο Θεός της δίνει δεκατέσσερα, µα κρατά στη ζωή µόνο τα τέσσερα. Τρεις γιους και µία κόρη. Ανάµεσα τους τούτος ο νεοφερµένος, που µία µέρα θα δοξάσει το όνοµα και η δική του τέχνη θα γίνει γνωστή όπως η τέχνη του τσαρουχά πατέρα του. Εξήντα εννέα χρόνια αργότερα, στις δεκαοκτώ και πάλι του Γενάρη, ο µεγάλος του λαϊκού µας τραγουδιού αφήνει την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο. Σε µια πόλη µουντή, χωρίς ήλιο και φως, χωρίς µπαξέδες και ανθισµένα µπαλκόνια. Σε µια πόλη που δεν την είδε στα όνειρα του για να την τραγουδήσει. ∆εν ήταν Κυριακή, όπως ευχόταν σε ένα από τα τραγούδια του. Ήταν Τετάρτη. Η είδηση του θανάτου του κάνει το γύρο του κόσµου σαν αστραπή. Με το κλείσιµο των µατιών του κλείνει και µία σελίδα της νεότερης ελληνικής µουσικής ιστορίας.

Με φτώχεια, αλλά αγάπη και αξιοπρέπεια περνούν τα πρώτα χρόνια της ζωής του Τσιτσάνη. Στο σπίτι τους στα Τρίκαλα µαζεύονται συχνά παρέες και ο πατέρας διασκεδάζει τους φίλους του παίζοντας µαντολίνο. Στ' αγόρια δεν αφήνει ο να τ' αγγίξουν. Φοβάται µήπως παρασυρθούν από τους ήχους του και χάσουν χρόνο από τα µαθήµατα τους. Όνειρο έχει να τους σπουδάσει, να κάνουν κάτι παραπάνω από εκείνον, να φύγουν από τη µίζερη ζωή. Κι απ' όλους µόνο ο µικρότερος έχει πεθυµιά να το σκαλίσει το µαντολίνο. Ετούτων πρέπει να προσέχει πιο πολύ και αποφασίζει να το κλειδώσει στο ντουλάπι. Λίγο αργότερα, ένας καλός οργανοποιός από την Αθήνα µετατρέπει το µαντολίνο του τσαρουχά σε µπουζούκι κι εκείνος το βγάζει πια από το ντουλάπι µόνο σαν θέλει ο ίδιος να χαθεί στις πενιές του. Τούτα τα χρόνια το ρεµπέτικο τραγούδι χτυπά τις πόρτες των απλών ανθρώπων. Καταρχήν φαίνεται ερωτικό, αλλά στο βάθος έχει κοινωνικό περιεχόµενο. Πόλεις στις οποίες πρωτοεµφανίζεται είναι η Σµύρνη, η Αλεξάνδρεια, η παλιά Αθήνα, το Ναύπλιο, η Θεσσαλονίκη. Τα αίτια της ανάπτυξης του, οι αρχικές του επιδράσεις δεν έχουν εξακριβωθεί. Οι παράγοντες είναι πολλοί και όχι άσχετοι µεταξύ τους. Το βλέπουµε ν' ανθίζει κυρίως κατά τη διάρκεια πολέµων, προσφυγιάς, καταστροφών, όπως εκείνη της Σµύρνης. Στην αρχή το τραγούδι γίνεται αποδεκτό από τους µάγκες, τους νταήδες, τους µόρτες, τους «πονηρούς» και άλλα επίθετα που χαρακτηρίζουν τον υπόκοσµο. Οι µάγκες αναφέρονται ιδιαίτερα στα παλιά ρεµπέτικα τραγούδια. «Μάγκα, δε σε θέλω πια, να ξαναπεράσεις απ' τη γειτονιά». Οι µάγκες είναι γενικά αγαπητοί στον απλό κόσµο. Μένουν µαζί µε τους κουτσαβάκηδες και τους βλάµηδες στού Ψυρρή. Υπάρχουν ανάµεσα τους και οι σκληροί, οι καβγατζήδες, αυτοί που κυριαρχούν στις συνοικίες του υποκόσµου, την Τρούµπα του Πειραιά και την Μπάρα της Θεσσαλονίκης. Τα ρεµπέτικα τραγουδιούνται σε ταβέρνες όπου συχνάζουν κυρίως άντρες. Σπάνια έρχονται εδώ και γυναίκες για να διασκεδάσουν. Οι θαµώνες κάθονται µεµονωµένοι, σκεπτικοί ή σε µικρές σιωπηλές παρέες. Την ίδια περίοδο πρωτοεµφανίζεται και το πάλκο. Μέχρι τότε οι µουσικοί παίζαν από τραπεζάκι σε τραπεζάκι ή όρθιοι στη µέση του µαγαζιού. Τώρα ανέβηκαν στο πάλκο, που είναι λίγο υπερυψωµένο από την υπόλοιπη αίθουσα. ∆ίπλα στα όργανα, ένα τραπεζάκι µε το πιατάκι όπου τους ρίχνουν τα λεφτά. Όταν το κέφι ανάβει, πέφτει και χαρτούρα, χρήµα χοντρό. Παλιότερα τους το καρφίτσωναν στο πέτο ή το κολλούσαν στο κούτελο. Αυτό όµως έσβησε µε το τέλος του περασµένου αιώνα κι έµεινε να συνηθίζεται ακόµη και σήµερα στα πανηγύρια που παίζουν τσιγγάνοι.

Page 5: Tsitsanis

Ο Κωστής Τσιτσάνης πεθαίνει όταν ο µικρός του γιος τελειώνει το ∆ηµοτικό. Τα οικονοµικά της οικογένειας χειροτερεύουν. Τα µεγάλα παιδιά αρχίζουν να δουλεύουν. Ο Βασίλης µπαίνει στο Γυµνάσιο. Είναι πολύ καλός µαθητής. Παράλληλα παίρνει και µαθήµατα βιολιού. Όσοι γονείς µπορούν οικονοµικά, προσπαθούν να µάθουν στο παιδί τους ένα όργανο. Η δεξιοτεχνία του µαγεύει το δάσκαλο του. Γρήγορα αρχίζει να παίζει δηµόσια, σε παραστάσεις σχολικές και αργότερα παίζει δί-πλα σε επαγγελµατίες για να βγάζει ένα µεροκάµατο. Εκείνο όµως που τραβά πιο πολύ την αγάπη του νεαρού Τσιτσάνη είναι το απαγορευµένο µπουζούκι του πατέρα. Τώρα πια που εκείνος δε ζει και φοβέρα δεν υπάρχει, το βγάζει συχνά από το ντουλάπι και προσπαθεί να βάλει µουσική σε στίχους που έχει ήδη κρυφά γράψει. Η φλέβα υπάρχει. Η νεανική φαντασία αχαλίνωτη και τα ερεθίσµατα της εποχής πολλά. Ωστόσο το µυαλό ούτε που πάει στο να κάνει το ταλέντο επάγγελµα. Το βλέπει µόνο σαν διέξοδο στις νεανικές του ανησυχίες. Σαν συντροφιά στον κλειστό χαρακτήρα του. Παιδί µελαγχολικό, χωρίς πολλές παρέες, αδύνατο σαν καλαµάκι, µε δύο µεγάλα µάτια που κρύβουν µέσα τους έναν κόσµο γεµάτο ερωτηµατικά. Η µάνα του έχει ιδιαίτερη αδυναµία. Θέλει µία µέρα να τον δει δικηγόρο κι εκείνος αποφασίζει να µην της χαλάσει το χατίρι. Όµως δεν σταµατά να συνθέτει. Ανάµεσα στα σχολικά του βιβλία υπάρχουν κιόλας έτοιµα µελοποιηµένα πάνω από τριάντα τραγούδια. Οι εµπνεύσεις του, από την ίδια του την πατρίδα, τα Τρίκαλα. Από τη ζωή των εργατών στις βιοµηχανικές µονάδες της περιοχής, από τους προσφυγικούς συνοικισµούς και τους κρατούµενους στις στρατιωτικές φυλακές της πόλης. Οι τελευταίοι πίνουν χασίς και παίζουν µπουζούκι και ζάρια. Πεινούν, έχουν τατουάζ στα µπράτσα κι οι πιο πολλοί είναι φυµατικοί. Οι φυλακισµένοι αποκαλούν τη φυλακή «στενή»,« ψειρού» και «σίδερα». Οι χασικλήδες έχουν το δικό τους θάλαµο, που τον αποκαλούν «πρεσβεία». Ζουν µε ιδιαίτερο τρόπο. Έχουν τους δικούς τους κανόνες, τις δικές τους διακρίσεις και κυρώσεις. Είναι µυθοµανείς. Λένε ιστορίες φανταστικές, που καταπλήσσουν τους νεοφερµένους. Ιστορίες τροµακτικές µε µαχαιρώµατα και ξεκοιλιάσµατα. Πλάθουν πολλά µακροσκελή ρεµπέτικα, που µεταδίδονται δια ζώσης από φυλακή σε φυλακή. Υµνούν τον τρόπο που ζουν, τους δεσµοφύλακες τους, ακόµη και το φαγητό που τρώνε. Η φυλακή που τραγουδήθηκε περισσότερα απ' όλες είναι το Γεντί Κουλέ. «Νύχτωσε στο Γεντί Κουλέ», «∆ραπέτης του Γεντί Κουλέ» κ.α. Κοντά σ' αυτούς τους ανθρώπους πηγαίνει συχνά ο Βασίλης Τσιτσάνης και τους ακούει. «Τα πέριξ» είναι µία εικόνα αυτού του περίγυρου. Σε αντίθεση µε το ρεµπέτικο, τα δηµοτικά και τα µικρασιάτικα, που τα χαρακτήριζε πάντα «κλαψιάρικες µελωδίες», δεν τον συγκινούν καθόλου. Ο κόσµος ο φτωχός, οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις είναι αυτές που τον εµπνέουν όταν κατεβαίνει και στην Αθήνα. Είναι η ζωή των γυναικών του πληρωµένου έρωτα, οι πεντακόσιες και πλέον πόρνες που στεγάζονται στα Βούρλα, το µεγαλύτερο, ίσως, πορνείο των Βαλκανίων, την εποχή εκείνη.

Page 6: Tsitsanis

Τα µαγικά µονοπάτια

Χίλια εννιακόσια τριάντα επτά. ∆εκαεννέα χρόνων ο Βασίλης Τσιτσάνης παίρνει την ευχή της µάνας του, µαζεύει τα όνειρα του και λίγα ρούχα κι έρχεται στην Αθήνα. Άγνωστος µέσα σε αγνώστους, όπως όλοι οι νέοι που άφηναν τους τόπους τους για να 'ρθουν στην πρωτεύουσα να σπουδάσουν, προσπαθεί να επιζήσει. Από τις πρώτες κιόλας µέρες θα νοσταλγήσει τη µικρή κοινωνία των Τρικάλων, µα η σκέψη πως µια µέρα θα γίνει δικηγόρος του δίνει δύναµη. Έχοντας το µπουζούκι του σαν όπλο, αρχίζει να τραγουδά σε µικρά ταβερνάκια για να µπορεί να πληρώσει τις σπουδές και το νοίκι του µικρού του δωµατίου. Άλλωστε έχει µια µικρή εµπειρία, αφού τα πρώτα του βήµατα σαν επαγγελµατίας µουσικός τα έχει ήδη κάνει στα Τρίκαλα. Μόνο που οι συµπατριώτες του τού γύρισαν την πλάτη. «Πώς αυτός, ο γιος του καλύτερου τσαρουχά, που η φήµη του έφθασε ως τα ανάκτορα της Αθήνας, έπεσε τόσο χαµηλά παίζοντας µπουζούκι, που είναι µόνο για νταβατζήδες, χασισοπότες και αντεροβγάλτες»; Είναι οι ίδιοι που µερικά χρόνια µετά τραγουδούσαν τα τραγούδια του και καµάρωναν γι' αυτόν. Κι εκείνος σε µια συνέντευξη του είχε πει: «Αυτή είναι η εκδίκηση µου». Το γλέντι των ανθρώπων στην πρωτεύουσα είναι διαφορετικό από εκείνο της επαρχίας, που ήξερε µέχρι τώρα. Ιδιαίτερα στα ρεµπετάδικα που δουλεύει, οι θαµώνες είναι σκυθρωποί, απόµακροι, έτοιµοι συχνά για καβγά. Άνθρωποι που τους τυλίγει η πλήξη της πόλης και έρχονται εδώ κυρίως για να πιουν, να βρουν κάποιον να πουν τον πόνο τους. Στα ρεµπετάδικα το «γλέντι» είναι ατοµικό. Βασιλεύει ο εγωισµός. Ο χορός είναι µόνο για εκείνον που χορεύει και αλίµονο σε όποιον τολµήσει ν' ανέβει στην «πίστα», µπορεί και να φύγει µαχαιρωµένος. Όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα για το νεαρό µουσικό. Αυτός θυµάται τα γλέντια της ιδιαίτερης πατρίδας του, τα γλέντια στο σπίτι µε τον πατέρα να τραγουδά. Οι µπουζουξήδες είναι σοβαροί, λιγοµίλητοι και δεν έχουν πάρε-δώσε µε τον πελάτη. Μόνο σαν τελειώνει το πρόγραµµα µπορεί κανείς να τους κεράσει ένα ποτήρι κρασί. Οι περισσότεροι πριν ανέβουν στο πάλκο έχουν πάρει ήδη τη δόση τους µε χασίς. Το χασίς έχει κι αυτό τη δική του θέση στο ρεµπέτικο. Το πίνουν οι ερωτευµένοι για να ξεχάσουν, οι φτωχοί για να ξεφεύγουν από τη φτώχεια τους, οι πικραµένοι για ν' αποφεύγουν τη ζωή. Έξαρση στο χασίς παρατηρείται σε εποχές µεγάλων συµφορών, όπως το 1897 ή στη Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Ο τεκές, πολυτραγουδισµένος στα ρεµπέτικα και παρουσιασµένος από τον ίδιο σε ένα του τραγούδι σαν εκκλησία, είναι ένας χώρος που δεν του άρεσε να εργάζεται. Όταν τον ρώτησαν κάποτε σχετικά, απάντησε: «Έπαιξα µόνο σ' έναν τεκέ τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα. Είχα πάντα προβλήµατα µε την υγεία µου και δεν µου το επέτρεπε. Έπειτα, µε πείραζαν πολύ οι λάµπες Λουξ που χρησιµοποιούσαν στα µπουζουξίδικα γιατί δεν είχαν ηλεκτρισµό. Υπέφερα από µία βασανιστική επιπεφυκίτιδα. Έτσι κάθισα µόνο λίγες ηµέρες. Είναι αλήθεια ότι άλλοι συνάδελφοι µου τελειοποίησαν το παίξιµο τους µέσα σε τέτοιους χώρους». Τα πρώτα του ακούσµατα στον ήχο του ρεµπέτικου ήταν για τον Τσιτσάνη τα τραγούδια του Μάρκου Βαµβακάρη. Όµως, όπως συχνά είχε οµολογήσει, εκείνος που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ο Βαγγέλης Παπάζογλου, Σµυρνιός στην καταγωγή, που δεν µπόρεσε ποτέ να γνωρίσει από κοντά. Κανένας δεν τον επηρέασε ιδιαίτερα. Είχε τη δική του άποψη τόσο στο στίχο όσο και στο ρυθµό του τραγουδιού. Κι έτσι έκανε το έργο του να ξεχωρίζει. Παράλληλα µε τη Νοµική Σχολή, στην οποία γράφτηκε το φθινόπωρο του '37, αρχίζει να εργάζεται στο νυχτερινό

Page 7: Tsitsanis

κέντρο τα «Μπιζέλια». Το πρωί σχολή. Το απόγευµα διάβασµα, το βράδυ µπουζούκι και ξενύχτι. Από τη µια µεριά η αγάπη για τα γράµµατα, από την άλλη η ανάγκη για την επιβίωση. Όποτε έχει ρεπό, παίρνει τους συµφοιτητές του και πηγαίνουν σε κανένα ταβερνάκι. Με λίγο µεζέ και ρετσίνα τους διασκεδάζει µε τις συνθέσεις του. Έτσι τους παρουσιάζει σε πρώτη εκτέλεση αυτά που αργότερα θα τραγουδιούνται απ' όλους. Το µικρό δωµάτιο που έχει νοικιάσει γίνεται γι' αυτόν σιγά σιγά χώρος δηµιουργίας. Χωρίς να το καταλάβει, η µουσική τον τραβά στα δικά της µαγικά µονοπάτια. Το Πανεπιστήµιο αρχίζει να αποµακρύνεται και µαζί του το όνειρο του δικηγόρου. Το ταλέντο και η προσπάθεια για φυγή από την οικονοµική ανέχεια στέκονται πάνω από την ευχή της µάνας. Οι φιλοδοξίες του νεαρού συνθέτη στρέφονται στις εταιρείες δίσκων, που όµως την εποχή εκείνη είναι δύσκολο να πλησιάσεις κι ακόµη πιο δύσκολο να συνεργαστείς µαζί τους. Πολλοί εκείνοι που τον ακούν. Πολλοί που θαυµάζουν τη δουλειά του. Πολλές οι υποσχέσεις, αλλά µέχρι να φθάσει στο στούντιο και να ηχογραφήσει πρέπει να περιµένει...

Page 8: Tsitsanis

Μεταξάς

Στα χρόνια εκείνα, στην εξουσία είναι ο Ιωάννης Μεταξάς. Από τα πρώτα που έκανε ήταν να απαγορέψει τους βαρείς στίχους του ρεµπέτικου. Αυτό βολεύει τον Τσιτσάνη, που κινείται σε άλλα επίπεδα. Είναι µόλις 22 ετών, όταν κατορθώνει να ηχογραφήσει στην Odeon το πρώτο του τραγούδι µε τίτλο «Σ' έναν τεκέ µπουκάρανε». Λίγο αργότερα, η ίδια εταιρεία του ζητά ένα ακόµη τραγούδι, που το ερµηνεύει ο Μάρκος Βαµβακάρης: «Να γιατί γυρνώ µες στην Αθήνα». Ο δρόµος είναι µακρύς ακόµη. Οι δύο αυτές ηχογραφήσεις δεν αρκούν ούτε γνωστός να γίνεις ούτε λεφτά να βγάλεις, γιατί τότε οι εταιρείες έδιναν ψίχουλα. Εξακολουθεί να τριγυρνά στις ταβέρνες και να τραγουδά. Τα φραγκοδίφραγκα που βγάζει από το πιατάκι µόλις που φθάνουν για να πληρώσει το νοίκι κι ένα πιάτο φαγητό. Και κυλούν οι µέρες και οι µήνες. Και ο νεοφερµένος από τα Τρίκαλα εµπλουτίζει το έργα του. «Είµαι παιδάκι µε ψυχή» , «Φάνταζες σαν Πριγκηπέσα», «Με σπανιόλικες χαβάγιες», «Είσαι αριστοκράτισσα», «Ξελογιάστρα» κ.α. Γράφει ασταµάτητα. Πιστεύει πως µια µέρα θα τον προσέξουν. Κάποια µέρα θα γίνει το µεγάλο µπαµ. Τον ίδιο καιρό που ο Τσιτσάνης γράφει την «Αρχόντισσα», ο Μεταξάς και ο φασισµός, που επικρατεί σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, προσπαθούν να επιβάλουν µουσική πλασµατικής ευεξίας µε θούρια, εµβατήρια και ύµνους, αποκλείοντας την έκφραση του πόνου των εργαζοµένων µαζών µε το τραγούδι. Κι έρχεται η «Αρχόντισσα» να ταράξει τα νερά τα λιµνασµένα. Το τραγούδι που αγαπήθηκε από όλες τις επόµενες γενιές, που πέρασε στην ιστορία, που προκάλεσε σεισµό στην αστική τάξη της Αθήνας και έγινε σηµαία στις λαϊκές γειτονιές. Η πορεία του Τσιτσάνη είναι πια σίγουρη. Όχι πως δεν θα περάσει ακόµη δύσκολες µέρες. Όχι πως δεν θα παλέψει, πως δεν θ' αγωνιστεί για να βρει τη θέση που του αξίζει, τη θέση που θα τον καταξιώσει. Η Κολούµπια, που ως τότε του κρατά κλειστή την πόρτα, θα του ζητήσει συνεργασία. «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», είναι το πρώτο τραγούδι που φωνογραφεί µαζί της. ∆εν είχε πάει ποτέ στην Αραπιά. Αλλά είχε τη φαντασία ενός απλού ανθρώπου, που ονειρεύεται ακρογιαλιές σε µέρη όπου δεν υπάρχει θάλασσα, που υµνεί τις αραπίνες χωρίς ποτέ να τις έχει αντικρίσει. Και παρασύρει µε τη φαντασία του έναν ολόκληρο λαό. Μιλώντας µετά από χρόνια για εκείνες τις µέρες, είπε: «Άλλοι µε σνόµπαραν και άλλοι µε φοβόνταν. Πάντως όλοι µαζί µε πολεµούσαν. Όπου πήγαινα τα έργα µου, µου έλεγαν ότι δεν ήταν για τον πολύ κόσµο και δεν Θα πουλήσουν. Άλλα πάλι τους φαίνονταν επαναστατικά. ∆εν είχαν συνηθίσει ούτε στο λόγο ούτε στη µουσική αυτή. Πήρε χρόνο για να τους πείσω. Έπειτα, δεν είχα πολύ πάρε δώσε µε τον κόσµο των εταιρειών, αυτό που λένε σήµερα "δηµόσιες σχέσεις". Τότε έπρεπε πραγµατικά να αρέσει η δουλειά σου, να πείσεις τον άλλον για αυτά που έχεις να πεις και µετά να περάσεις την πόρτα του στούντιο». Ο γραµµοφωνιστής που γυρνά από γειτονιά σε γειτονιά κάνει τα τραγούδια του γνωστά στον πολύ κόσµο. Λίγοι είναι εκείνοι που έχουν γραµµόφωνο στο σπίτι. Οι µεροκαµατιάρηδες και οι απλοί άνθρωποι ρίχνουν στο δίσκο φραγκοδίφραγκα, ενώ η υψηλή διανόηση και η αριστοκρατία κατηγορούν και τον Τσιτσάνη και το ρεµπέτικο. Και φτάνουν σήµερα, µετά από τόσες δεκαετίες, να εκστασιάζονται στο άκουσµά του. Να 'ναι τάχα οι στίχοι του Τσιτσάνη, του Βαµβακάρη, του Παπά-ζογλου, του Παπαϊωάννου, να 'ναι οι πενιές τους που µίλησαν τελικά στις καρδιές όλων; Να 'ναι ότι τα τραγούδια αυτά είναι πιο αληθινά, πιο µεστά από τα άλλα, ή τα ακούσµατα των τελευταίων χρόνων που δεν έχουν τίποτα να µας πουν; Όλα µαζί ίσως κι ακόµα πιο πολύ είναι ότι η ψαλίδα που χώριζε κάποτε τους ανθρώπους σε τάξεις έχει σε µεγάλο βαθµό κλείσει.

Page 9: Tsitsanis

Ο τηλεγραφητής

Τα τραγούδια του Τσιτσάνη κατατάσσονται στον τρίτο κύκλο της ακµής του ρεµπέτικου και στην αρχή της εµφάνισης του λαϊκού τραγουδιού. Η πρώτη ξεκινά γύρω στο '22, από τους πρόσφυγες, τους φαντάρους, τους φυλακισµένους. Σε εκείνη τη δεκαετία, το τριάντα, ακούγονται δίσκοι µε ονόµατα µεγάλων όπως της Ρόζας Εσκενάζυ. Αυτός ο κύκλος έχει στοιχεία σµυρναίικα, µε πρώτα όργανα το ούτι και το σαντούρι. Στο δεύτερο κύκλο κυριαρχούν το µπουζούκι και ο µπαγλαµάς. Είναι η εποχή που το ρεµπέτικο αρχίζει να βγαίνει από το περιθώριο. Εκεί δεσπόζουν τα ονόµατα του Βαµβακάρη, του ∆ελιά, του Μπάτη, του Μπαγιαντέρα. Κι η τρίτη, η εποχή του Τσιτσάνη, που µας δίνει ό,τι καλύτερο έχει. Η εποχή της πείνας, του πολέµου, του τρόµου, των φυλακών, του Εµφυλίου, του κρε-µατορίου. Ο Τσιτσάνης αρχίζει µέσα από τους στίχους του να µιλά για τον έρωτα, το νέο που χάθηκε από τις σφαίρες των Γερµανών, αλλά και για εκείνον που έπεσε από αδελφικό χέρι. Η δεξιοτεχνία του µπουζουκιού του δεν έχει προηγούµενο. Άλλωστε είναι το µόνο όργανο που χρησιµοποιεί, εκτός από την κιθάρα. Το πλουτίζει µε δύσκολα ταξίµια, του βάζει ξεχωριστές µελωδίες. Ο λόγος φεύγει από την απλοϊκότητα των παλιών του ρεµπέτικου. Τα τραγούδια είναι συχνά µελαγχολικά, όπως µελαγχολικός είναι και ο ίδιος, ευγενής όπως ευγενική είναι και η συµπεριφορά του. Κάθε µία από τις παραπάνω εποχές έχει το δικό της στιλ και ξεχωρίζει, αλλά η εποχή του Τσιτσάνη είναι που φέρνει τα ακούσµατα αυτά πιο κοντά στον κόσµο. Ο Τσιτσάνης είναι που καθιέρωσε το µπουζούκι σαν εθνικό µας όργανο. Ένα όργανο που αναφέρεται ακόµη και στα δηµοτικά µας τραγούδια. Που έχει την ιστορία του πριν από την επανάσταση του '21. Είναι γνωστό ότι µπουζούκι έπαιζαν κι οι ήρωες µας, σε στιγµές που ξεκουράζονταν ή που ήθελαν να αποµονωθούν, να ξεχάσουν. Μπουζουξήδες αναφέρει και ο Παπαδιαµάντης στα διηγήµατα του, ενώ ο Θεόφιλος τους ζωγραφίζει. Μάρτης του 1938. Ο Τσιτσάνης καλείται να υπηρετήσει τη θητεία του. Παρουσιάζεται στο τάγµα τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη σαν απλός στρατιώτης. Εκεί, στην πόλη του Βορρά, θα γίνει η επαγγελµατική του καθιέρωση. Οι πόρτες των εταιρειών ανοίγουν. Τα στούντιο πάλλονται στους ήχους του µπουζουκιού του. Το µόνο κακό είναι ότι οι εταιρείες βρίσκο-νται στην Αθήνα. Κι εκείνος για να «γράψει» πρέπει να παίρνει διαρκώς άδειες. Οι µέρες δεν φθάνουν, τις παραβιάζει, µε αποτέλεσµα να τιµωρείται συνεχώς µε φυλακίσεις. Καµιά φορά τις εξαργυρώνει πηγαίνοντας να παίξει σε γλέντια αξιωµατικών και στρατηγών. Στο ίδιο τάγµα υπηρετεί κι ένας ακόµα, που το όνοµα του θα γράψει ιστορία σε άλλο χώρο. Ο Χαρίλαος Φλωράκης βρίσκεται στο ίδιο τάγµα, επίσης σαν τηλεγραφητής. Οι δύο άντρες γίνονται φίλοι. Σήµερα, µετά από τόσα χρόνια, ο επίτιµος Πρόεδρος του ΚΚΕ θυµάται: «Με το Βασίλη γίναµε αµέσως φίλοι. Ήµαστε και κοντοπατριώτες. Εγώ από την Καρδίτσα, εκείνος από τα Τρίκαλα. Την έβγαζε συνέχεια στο πειθαρχείο από τις απανωτές τιµωρίες. Όµως αυτό τον βόλευε και κάπου. Έτσι αποµονωµένος µπορούσε να γράφει απερίσπαστος. Τα βράδια το 'σκαγε πηδώντας από το παράθυρο και από τα σύρµατα του στρατοπέδου - ασυρµατιστής είµαι, έλεγε - και πήγαινε στην Καλαµαριά να παίξει µπουζούκι. Οι αξιωµατικοί τον αγαπούσαν πολύ, άλλωστε ήταν αξιαγάπητος. Μεγάλος δηµιουργός από εκείνη την εποχή. Οι δρόµοι µας ξανάσµιξαν µετά από πολλά χρόνια. Όταν ο Βασίλης είχε γίνει φίρµα κι εγώ ξεµπέρδεψα από τις φυλακές και τις εξορίες. Τότε εκείνος µπορούσε να παίζει ελεύθερα και για όλα τα κοινωνικά στρώµατα κι εγώ να ακούω ελεύθερος τη µουσική του. Πήγαινα συχνά

Page 10: Tsitsanis

στο "Χάραµα", τότε που τραγουδούσε µε τη Σωτηρία Μπέλλου, την οποία θεωρώ επίσης µεγάλη λαϊκή φωνή. Ο Βασίλης δεν ανακατεύτηκε ποτέ µε την πολιτική. ∆εν τον ενδιέφερε. Ήταν όµως ένας καλός δηµοκράτης. Στο τάγµα έγραψε κι ένα τραγούδι που το µουρµούριζαν οι στρατιώτες: "Ο Τηλεγραφητής"». Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, ο Τσιτσάνης γράφει δεκάδες τραγούδια που αργότερα έγιναν επιτυχίες. Επειδή ο χρόνος λόγω του στρατού είναι λίγος, όταν έρχεται για φωνογράφηση στην Αθήνα δουλεύει µέρα νύχτα. Την εποχή αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα να γράψει κανείς πολλές φορές δοκιµαστικά ένα τραγούδι, όπως γίνεται σήµερα. Έπρεπε να βγει µια κι έξω και έπρεπε να είναι τέλειο. Έτσι χρειάζονταν πρόβες πολλές. Τα δάκτυλα του, όπως έχει ο ίδιος εξοµολογηθεί µατώνουν από το συνεχές παίξιµο. Οι διευθυντές των µαγαζιών, όταν µαθαίνουν ότι κατεβαίνει στην Αθήνα, τον φωνάζου1 να πάει να τραγουδήσει. Το µεροκάµατο του πια δεν είναι πενιχρό γιατί έχει περιθώρια επιλογής, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι έχει καµιά σχέση µε τα µεροκάµατα που έπαιρναν αργότερα οι συνάδελφοί του. Σε µια από τις τιµωρίες που του επιβάλλουν γιατί αργεί να γυρίσει από άδεια, µέσα στο Πειθαρχείο, γράφει την «Αρχόντισσα». Ήταν µια χειµωνιάτικη βραδιά. Όπως διηγείται ο ίδιος, οι ήρωες του τραγουδιού ήταν υπαρκτοί και η ιστορία αληθινή πέρα ως πέρα. «Η ίδια η αρχόντισσα, µία πραγµατική κυρία. Τη γνώριζα, όπως γνώριζα και τον άντρα. Έβαλα όλη την ψυχή µου και στους στίχους και στη µουσική. Ο υπεύθυνος της Κολούµπια, ο Τούντας, όταν το άκουσε µε φώναξε και µου είπε, "Τέτοιο πράγµα δεν έχω ξανακούσει"». Εκεί, στην όµορφη Θεσσαλονίκη, ο Τσιτσάνης γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, µε την οποία δένεται για πάντα. Είναι κόρη καλής και εύπορης οικογένειας. Η Ζωή Σαµαρά, µόλις 18 ετών. Θαµπώνεται από την οµορφιά της, την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και της γράφει το τραγούδι «Ζωίτσα µου», ένα όµορφο χασάπικο. Ο πατέρας της διστάζει στην αρχή να δώσει τη συγκατάθεσή του για έναν τέτοιο γάµο. Τον συγκινεί όµως ο τρόπος του µελαγχολικού και ήσυχου Βασίλη. Τον συγκινεί αγάπη που νιώθουν ο ένας για τον άλλον και δίνει την ευχή του. Το ζευγάρι αρραβωνιάζεται όταν ο γαµπρός απολύεται απ το στρατό, τον Απρίλη του '40. Τίποτα ως τότε δεν δείχνει ότι η Ελλάδα θα µπει σε περιπέτειες πολέµου, αν και η Ευρώπη αντιµετωπίζει ήδη την απειλή του.

Στην οδό Αχιλλέως 1, στη Γλυφάδα, είναι το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια ο Βασίλης Τσιτσάνης. το σπίτι όπου ζει η πολυαγαπηµένη του Ζωή, τα παιδιά του Βικτωρία και Κωστής, η µεγαλύτερη του εγγονή και η Αγγελική, ο φύλακας-άγγελος της οικογένειας εδώ και σαράντα χρόνια. ∆ύο µεγάλα πορτρέτα του συνθέτη δεσπόζουν στο σαλόνι. Σκόρπιες φωτογραφίες στον µπουφέ, στα τραπεζάκια, φωτογραφίες από το γάµο του, µε τα παιδιά, µε τους συναδέλφους στη δουλειά. Φωτογραφίες από συναυλίες, από ταινίες. Το υπόγειο του σπιτιού, που ήταν γι' αυτόν ο κόσµος ολόκληρος, έµεινε ανέπαφο. Το παλιό κρεβάτι, το κοµοδίνο, η βιβλιοθήκη µε τους χρυσούς δίσκους, εξώφυλλα περιοδικών και τα αγαπηµένα το µπιµπελό. Κάθε γωνία έχει και κάτι που τον θυµίζει στα αγαπηµένα του πρόσωπα. Ζωντανές στη µνήµη τους κάθε στιγµή του, κάθε συνήθεια. Η κόρη του Βικτωρία, γιατρός στο επάγγελµα, µας γυρίζει στο χθες: «Ήταν ένας πατέρας τρυφερός, µα αυστηρός συγχρόνως. Σύντροφος σωστός για τη µητέρα, δεν έδωσε ποτέ κανένα δικαίωµα σαν οικογενειάρχης. Είχε ανεπτυγµένο το αίσθηµα του ανατολίτη και δεν δεχόταν να του υψώσει κανείς τη φωνή Ξέροντας καλά τους κινδύνους της νύχτας και έχοντας και ο ίδιος µεγαλώσει µε πολύ αυστηρότητα από το δικό το πατέρα, δεν επέτρεπε ποτέ στα παιδιά και τη γυναίκα του να έρχονται σε επαφή µε τους τραγουδιστές και τους µουσικούς. Ακόµα και όταν είχε πρόβα µαζί τους στο σπίτι, κρατούσε την οικογένεια µακριά, σε άλλο δωµάτιο. Μια πρωτόγονη προστασία γι' αυτούς που αγαπά, από έναν κόσµο που κρύβει την ασχήµια του πίσω από τα πολύχρωµα φώτα της ράµπας. Η Βικτωρία, η «βασίλισσα του» όπως τη φώναζε, θυµάται: «Όταν ερχόταν κάποιος από το συγκρότηµα στο σπίτι, µό-

Page 11: Tsitsanis

λις του δίναµε το γλυκό ο πατέρας µας έκανε νόηµα να αποσυρθούµε. Ούτε χειραψία καλά καλά δεν προλαβαίναµε να ανταλλάξουµε µε τον ξένο. Ήταν ενήµερος για ό,τι κάναµε. Έλεγχε τις παρέες µας, το πού πηγαίναµε και πόσο θα λείπαµε από το σπίτι. Ακόµη και παντρεµένη όταν ήµουν, θύµωνε αν καµία φορά αργούσα. Και κάποτε που θέλησα να ακολουθήσω τον άντρα µου στο εξωτερικό, σαν αθλητής που ήταν, µε εµπόδισε λέγοντας, "δεν έχεις καµιά δουλειά µε τους ποδοσφαιριστές". Είχαµε συνηθίσει σ' αυτό τον τρόπο ζωής και πέρα από το ότι σαν νέοι θέλαµε περισσότερη ελευθερία, νιώθαµε παράλληλα ασφαλείς δίπλα του. Είχαµε ό,τι θέλαµε, δεν µας στέρησε ποτέ τίποτα. Αντίθετα η µητέρα µου στερήθηκε πολλά και πάνω απ' όλα κοινωνικές επαφές. Εκείνος δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ και έτσι αναγκαστικά έµενε και η µητέρα µέσα. Σαν σε όνειρο τη θυµάµαι, όταν µέναµε στην Αχαρνών, να πηγαίνει µόνη της νωρίς κανένα θέατρο, αλλά κι αυτό σπάνια. Κάποτε τον παρακάλεσε να πάµε να δούµε µαζί τον "∆ράκουλα", στον κινηµατογράφο που ήταν δύο βήµατα από το σπίτι µας και που σαν έργο είχε κάνει µεγάλο θόρυβο. Κάθισε δέκα λεπτά και έφυγε. "∆εν είµαι εγώ για τέτοια", είπε. Είχε ελάχιστους φίλους. Το µόνο που τον διασκέδαζε, όταν είχε ελεύθερο χρόνο, ήταν το τάβλι που έπαιζε µε τον κύριο ∆ήµο, ένα γείτονα εδώ απέναντι".

Page 12: Tsitsanis
Page 13: Tsitsanis

Συννεφιασµένη Κυριακή

Ζωή και ο Βασίλης κατεβαίνουν στην Αθήνα µόλις αρραβωνιάζονται. Τον Οκτώβρη του '40 φω-νογραφεί ένα προφητικό τραγούδι: «Μ' έναν κρυφό αναστεναγµό». Το επόµενο πρωί κηρύσσεται ο πόλεµος. Τον επιστρατεύουν στην πρώτη γραµµή σαν τηλεγραφητή. Στέλνει τη Ζωή στα Τρίκαλα, κοντά στη µητέρα του, που εξακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια να ζει στο πατρικό τους µαζί µε τα άλλα της παιδιά. Έξι µήνες µένει το ζευγάρι χώρια, µέχρι που πέφτει το µέτωπο. Ο Βασίλης γυρίζει στα Τρίκαλα τραυµατισµένος. Βλέπει το πατρικό του µισογκρεµισµένο από τους όλµους των Γερµανών. Ξαναγυρίζουν στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένας τόπος όπου µπορεί να βρει δουλειά για να ζήσουν, ένας τόπος που αγαπά. Είναι η πόλη που τον αποδέχτηκε και τον καθιέρωσε. Άλλωστε, εκεί ζει και η οικογένεια της Ζωής, που θέλει να έχει την κόρη κοντά. Παντρεύονται µια Κυριακή στον Άγιο Λευτέρη, και η εικόνα του υπάρχει από τότε στο σπίτι του. Πίσω απ' αυτή την εικόνα έγραψε αργότερα στίχους από ένα αντιστασιακό τραγούδι που τραγουδούσε όταν το µαγαζί έµενε µε λίγους, τα ξηµερώµατα. Όλα τα µαγαζιά του ανοίγουν τις πόρτες. Εκείνος όµως έχει στο νου του να φτιάξει κάτι δικό του. Με τη βοήθεια του πεθερού του ανοίγει µετά από λίγους µήνες ένα µικρό ουζερί. Η ταµπέλα γράφει «Ουζερί Τσιτσάνη». Η κυρία Ζωή έχει να πει για εκείνες τις µέρες: «Το µικρό αυτό στέκι ήταν το βασίλειό του. Όλες τις ώρες του εκεί τις περνούσε. Έγραφε στίχους, έβαζε µουσική, τραγουδούσε, έπαιζε. Ήταν γεµάτο κάθε βράδυ. Είχε τακτικούς πελάτες, πλούσιους και φτωχούς. Οι µεγαλύτερες επιτυχίες του πέρασαν µέσα απ' αυτό το µαγαζάκι». Η περίοδος της Κατοχής, όπως έγραψαν αργότερα αναλυτές για το λαϊκό τραγούδι, ήταν η µαύρη περίοδος γι' αυτό. Από εκεί που βγήκε στο φως, ξαναµπαίνει στα καταγώγια και µεταβάλλεται και πάλι σε µουσική έκφραση του υποκόσµου. Τα κέντρα διασκέδασης λειτουργούν αποκλειστικά γι' αυτό τον κόσµο και κάπου είναι φυσικό, αφού η συντριπτική πλειοψηφία του λαού πολεµά στους δρόµους, στις γραµµές της αντίστασης. Ωστόσο, σ' αυτή τη µαύρη εποχή το ρεµπέτικο υπηρετεί και την αντίσταση. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, στα κέντρα της Κοκκινιάς τραγουδούν ρεµπέτικα, µε υπαινικτικούς βέβαια στίχους, ενώ στα λεωφορεία µικρά παιδιά λένε ρεµπέτικα µε αντιστασιακούς στίχους έναντι µιας δεκάρας. Και για τον Τσιτσάνη τα χρόνια της Κατοχής περνούν δύσκολα. Τα βιώνει και τα µεταφέρει στο χαρτί του. Βάζει λόγια και νότες που σηµαδεύουν αργότερα την καριέρα του. Εκεί, σ' αυτό το µαγαζί, γράφει την χιλιοτραγουδισµένη «Συννεφιασµένη Κυριακή». Όπως ο ίδιος εκµυστηρεύτηκε, ήθελε µέσα από αυτούς τους στίχους να µεταφέρει τα όσα συνέβαιναν στον τόπο. Την πείνα, τη δυστυχία, τις εκτελέσεις, την απελπισία που έδερνε τους Έλληνες. «Ήταν ένα πραγµατικό περιστατικό, που συνέβη µια βαριά χειµωνιάτικη, νύχτα, Κυριακή. Είδα µε τα µάτια µου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά µου. Πήρα χαρτί κι έβγαλα από µέσα µου αυτό που µ' έπνιγε. Ένιωσα ιδιαίτερα περήφανος όταν είδα µε πόση αγάπη αγκάλιασε ο κόσµος αργότερα το τραγούδι». Όσα έγραψε ο Τσιτσάνης εκείνη την περίοδο έγιναν γνωστά µετά την απελευθέρωση, όταν άνοιξαν και πάλι οι εταιρείες. Μέχρι τότε, µόνο οι θαµώνες του µαγαζιού του τα ψιθύριζαν κι αυτοί µε τη σειρά τους τα µετέφεραν στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις.

Page 14: Tsitsanis

Αλλά και το ρεµπέτικο σπάει τα στενά του πλαίσια µετά την απελευθέρωση. Είναι η εποχή που το τραγούδι παίρνει διαφορετικό δρόµο και αρχίζει να προσεγγίζει µε µεγαλύτερη ειλικρίνεια τις µάζες. Πρώτος συνθέτης που γραµµοφωνεί το 1946, µόλις ανοίγουν οι εταιρείες, είναι ο Τσιτσάνης. Μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια µπαίνει ξανά στο στούντιο. Πόλεµος για το ποιος θα κλείσει συµφωνία µαζί του. Παίρνει τη Ζωή και την κόρη του Βικτωρία, που είναι κιόλας τεσσάρων χρόνων και εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα. Αφήνει τη Θεσσαλονίκη, τους φίλους του, τον ∆αλαµάγκα, που τόσα όµορφα βράδια πέρασε δουλεύοντας στο µαγαζί του, αφήνει το ουζερί του, τις αναµνήσεις του, γιατί το κέντρο της µουσικής είναι πια η Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη, που του χάρισε δόξες και µοναδικές στιγµές, δεν τον χωρά. Νοικιάζουν ένα σπίτι στις Τρεις Γέφυρες. Ένα άνετο σπίτι, αφού τα οικονοµικά τους το επιτρέπουν πια. Βρίσκει αµέσως δουλειά στο κέντρο «Μάριος», στην οδό Ιωνος στην Οµόνοια. Όσα τραγούδια µελοποίησε στην Κατοχή τα γράφει σε δίσκους και προλαβαίνει, πριν αρχίσει η λογοκρισία, να φωνογραφήσει δύο ακόµη που οι στίχοι τους θα απορρίπτονταν σίγουρα. Το «Μη χειρότερα θεέ µου» και «Πρωί µε τη δροσούλα µέσα στη γλυκιά µαστούρα». Οι Αθηναίοι, που πριν επτά χρόνια σνόµπαραν τη δουλειά του, τον αγκαλιάζουν τώρα µε αγάπη και κάνουν ουρά για ένα τραπέζι στο µαγαζί που εργάζεται. Στην Οµόνοια κατεβαίνουν κάθε βράδυ κυρίες από το Κολωνάκι, ενώ το πατάρι γεµίζει από νεολαία. Το µαγαζί γίνεται στέκι διανοουµένων. Είναι οι διανοούµενοι της πρωτεύουσας, που µέσα από το λαϊκό τραγούδι ψάχνουν να βρουν ταυτότητα. Είναι οι νέοι που διψούν να µάθουν. Είναι ο κόσµος που νιώθει ακόµη βαριά την ανάσα του πολέµου. Λεφτάδες και εργάτες συναντιούνται στα σκαλοπάτια του «Μάριου». Τραγουδούν µαζί, γεύονται µαζί. Τίποτα πια δεν µπορεί να σταµατήσει το ποτάµι. Όµως κανείς δεν υπολογίζει τη νέα θύελλα που έρχεται να σαρώσει τον τόπο. Ο απόηχος του πολέµου είναι ακόµη νωπός, όταν ξεσπά ο Εµφύλιος. Μια ακόµα µατωµένη σελίδα στην ιστορία µας. Ίσως από τις χειρότερες. Πώς να τα βάλεις µε τον αδελφό, πώς µε τον πατέρα ή το φίλο. Ένας εµφύλιος σπαραγµός που φέρνει τον τόπο πιο πίσω απ' ό,τι η Κατοχή των Γερµανών. Ένας εµφύλιος που οι µαύρες µέρες του άργησαν πολύ να περάσουν και οι Έλληνες χρειάστηκαν χρόνια για να µονιάσουν. Όπλο του Βασίλη Τσιτσάνη και σε τούτο τον αγώνα, το τραγούδι. Εκφράζει την αγωνία του µέσα από τους στίχους. Τον τρώει ο φόβος για τον αλληλοσπαραγµό.

Μην απελπίζεσαι και δεν θ' αργήσει κοντά σου θα 'ρθει µια χαραυγή καινούρια αγάπη να σου ζητήσει

κάνε λιγάκι υποµονή.

∆ίωξε τα σύννεφα απ' την καρδιά σου και µε το κλάµα µην ξαγρυπνάς

τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου θα 'ρθει µια µέρα µην το ξεχνάς.

∆ύο στροφές από το τραγούδι που κατέκτησε αστραπιαία τις µάζες την περίοδο του Εµφυλίου, λόγω του αντιπολεµικού του µηνύµατος κι έφθασε σε µία στιγµή να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο εθνικής επαφής ανάµεσα σε ένα λαό που βρισκόταν στη σκληρή δίνη του εµφυλίου πολέµου. Στρατιώτες και αντάρτες το τραγουδούσαν στα πεδία των συγκρούσεων, µέσα στο κλίµα µιας εµφύλιας σύρραξης που από τη φύση της είναι πιο σκληρή κι από έναν πόλεµο ανάµεσα σε δύο κράτη. Αποτέλεσµα

Page 15: Tsitsanis

ήταν η τότε κυβέρνηση να το απαγορεύσει, όπως και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που µιλούσε για τα βάσανα του φυλακισµένου. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης για τούτο το τραγούδι του είχε πει, ανάµεσα σε άλλα: «Ήταν δύσκολο εκείνες τις µέρες να γράψεις αυτό που θέλεις. Ήταν η λογοκρισία, που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραµµοφωνήσεις τραγούδια που κατά τη γνώµη τους είχαν ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιµότητα. ∆εν µπορώ να ξέρω µε τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε έστω µια λέξη γύρω από τα όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή ήταν από χέρι κοµµένο. Τότε, το '49, έγραψα τους στίχους του "Μην απελπίζεσαι" µε αλληγορικά λόγια ακριβώς για να φύγω από τη λογοκρισία». Συγκλονιστικά είναι τα όσα λέει για ένα άλλο τραγούδι του που γράφτηκε το 1948, το ζεϊµπέκικο «Ο Τραυµατίας ». «Ήταν για µένα ένα ξεχωριστό περιστατικό. Είχα πάει στη Θεσσαλονίκη µε µία κοµπανία να παίξουµε στα νοσοκοµεία. Παντού βαριά τραυµατισµένοι. Οι περισσότεροι µε χέρια και πόδια κοµµένα. Παίξαµε µέσα σε άλλα και τον "Τραυµατία" . Τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται µε λόγια. Όλοι οι άρρωστοι του νοσοκοµείου τραγουδούσαν µαζί µας και µε απεγνωσµένες προσπάθειες επιχείρησαν να σηκωθούν όρθιοι. Τρέξαν οι γιατροί, οι νοσοκόµες. Τους παρακαλούσαν να καθίσουν στα κρεβάτια τους. Εκείνοι όµως είχαν γίνει λιοντάρια. Το τραγούδι το άκουγαν για πρώτη φορά, δεν είχε γίνει ακόµη δίσκος».

Η λήξη του Εµφυλίου λύνει ως ένα βαθµό τα χέρια του ρεµπέτικου. Οι συνθέτες, µαζί µε τα ερωτικά τραγούδια, γράφουν για την εργατιά, για τη δουλειά, για τη ρωµαίικη λεβεντιά όπως τη νιώθει ο απλός άνθρωπος του τόπου µας. Ο Τσιτσάνης µένει εκεί, µέχρι το τέλος, µε την ελπίδα πως αύριο όλα θα είναι καλύτερα. Και το αύριο θ' αργήσει να έρθει.

Page 16: Tsitsanis

Τσιγάρο στα χείλη και γαρίφαλο στ’αυτί

Σένα ράφι, στο υπόγειο της οδού Αχιλλέως 1, αραδιασµένα µπουκάλια µε κολόνια. Στο περίεργο βλέµµα µας, η Βικτωρία Τσιτσάνη δίνει την εξήγηση: «Ο πατέρας ήταν πολύ κοκέτης. Του άρεσε να ντύνεται. Αγόραζε συνέχεια κοστούµια και πουκάµισα. Ίσως ήταν ένα απωθηµένο των νεανικών του χρόνων, τότε που δεν είχε χρήµατα να αγοράσει τίποτα για εκείνον. Παρακολουθούσε τη µόδα. Κατέβαινε στην Αθήνα, στον Λέντζο, στο Μπον Τον, για να διαλέξει µόνος του. Του άρεσαν επίσης οι κολόνιες. Πριν δύο χρόνια κάναµε ανακαίνιση στο σπίτι. Το βάψαµε µέσα έξω. Όπως είναι φυσικό, έγινε και εκκαθάριση µερικών πραγµάτων. Μέσα στα συρτάρια του βρήκαµε, χωρίς υπερβολή, δεκάδες κουτιά µε κολόνιες, οι περισσότερες άθικτες, όπως αυτές που βλέπετε εδώ. Κάποιες τις πήραν µερικοί φίλοι του για ενθύµιο, κάποιες τις κρατήσαµε εµείς». Πάνω στο γραφείο, µία µικρή τηλεόραση που του είχε χαρίσει ο γιος του. «∆εν έβλεπε πολλά πράγµατα. Τις ειδήσεις απαραίτητα και κανένα έργο πού και πού. Η πολιτική δεν τον ενδιέφερε, τουλάχιστον δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει. Όµως ήθελε να ενηµερώνεται. Αγόραζε καθηµερινά όλες τις εφηµερίδες και κυριολεκτικά τις ρουφούσε. Θυµάµαι ότι, όταν ήµουν µικρή, µόλις ξυπνούσε µ' έστελνε στο περίπτερο να τις αγοράσω. Ήξερε πάντα τι συµβαίνει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πότε δεν µας είπε, ούτε στη µητέρα µου τι ψήφιζε. Και τώρα µας πιάνει ο ένας και ο άλλος - δεν χρειάζεται να πω ονόµατα - και µας λένε, "Ο πατέρας σου ήταν ΠΑΣΟΚ ήταν µε εµάς" ή "Ξέρω καλά, ο πατέρας σου ήταν ΚΚΕ". Το σίγουρο για µένα είναι ότι ήταν βαθιά δηµοκράτης. Κι αυτό δείχναν και οι πράξεις του, η όλη του συµπεριφορά. Ποτέ δεν τσακώθηκε µε συνάδελφο του. Ποτέ δεν ζήτησε ψηλό µεροκάµατα. Κι όταν το µαγαζί δεν πήγαινε καλά, δεν έπαιρνε καθόλου χρήµατα. Το καλύτερο µεροκάµατο, θυµάµαι, το πήρε κάποτε στα "∆ειλινά". Και µας έκανε µεγάλη εντύπωση, όπως άλλωστε και στον ίδιο. Ο επιχειρηµατίας είχε πια απηυδήσει µε τα µεγάλα ονόµατα που συνεργαζόταν και που όχι µόνο έπαιρναν πολλά, αλλά και δεν έφερναν κόσµο, µε αποτέλεσµα µετά από λίγο καιρό το µαγαζί να κλείνει, διότι δεν είχαν δουλειά. Όταν πήρε τον πατέρα, όλος κόσµος κατέβηκε στην παραλία να τον ακούσει. Κι εκείνος για ανταµοιβή του έδινε 60.000 την ηµέρα. Ήταν το µεγαλύτερό του µεροκάµατο. Και όλο το 'λεγε...»

Η δεκαετία του '50 µπαίνει και µαζί της ανοίγουν οι φυλακές και οι εξορίες. Ο Εµφύλιος χώρισε την Ελλάδα στα δύο. Χιλιάδες οι οικογένειες που θρηνούν νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Οι χαµένοι βρίσκονται αλυσοδεµένοι πίσω από τα σίδερα. Στα τέλη του '49 ο Τσιτσάνης ανακηρύσσεται ο δηµοφιλέστερος λαϊκός τραγουδιστής. «Αχάριστη», «Εγώ πληρώνω τα µάτια που αγαπώ», «Κάθε βράδυ πάντα λυπηµένη». Η µία επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Οι εταιρείες συναγωνίζονται για συνεργαστούν µαζί του. Το «Φαληρικό», το «Ροσινιόλ», η «Τριάνα του Χειλά» είναι από τα πρώτα µαγαζιά που τραγουδά, µπουζούκι καθιερώνεται και στους ραδιοφωνικούς σταθµούς. Συγκεκριµένα η ΥΕΝΕ∆ βάζει κάθε απόγευµα για µισή ώρα λαϊκά τραγούδια. Σήµα της εκποµπής, η «Συννεφιασµένη Κυριακή». Την ίδια εποχή ο Τσιτσάνης αρχίζει να εµφανίζεται σε κινηµατογραφικές ταινίες. Τον βλέπουµε δίπλα στη Χατζηαργύρη, τη Μελίνα Μερκούρη κ.α. Τα πρωινά στα στούντιο, βράδυ στα µαγαζιά. Κανένα δεν αφήνει να παίξει τα τραγούδια του. Θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Η δουλειά του έχει γίνει ψύχωση. Παίζει µπουζούκι, κιθάρα, µπαγλαµά. Στους δίσκους ερµηνεύει όλες τις συγχορδίες µόνος του. ∆εν εµπιστεύεται κανένα.

Page 17: Tsitsanis

Κι οι εταιρείες όµως τον παρακαλούν να παίξει και τραγούδια άλλων συνθετών, µόνο και µόνο για να βάλουν στο εξώφυλλο του δίσκου το όνοµα του. Οι στίχοι του Τσιτσάνη από τα τραγούδια εκείνα περιλαµβάνονται σήµερα στην ανθολογία της νεοελληνικής ποίησης. Σ' εκείνον αποδίδεται η αξιοποίηση και η διάδοση του µπουζουκιού. Μετά τον Εµφύλιο, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, αλλά και τις άλλες επαρχιακές πόλεις το ρεµπέτικο γίνεται βασιλιάς των τραγουδιών. Τα µαγαζιά κάνουν πίστες για να χορεύουν οι πελάτες. Τα πρόσωπα που κυριαρχούν στους στίχους είναι η µάνα και η αγαπηµένη. Ο ρεµπέτης µοιάζει να µην έχει πατέρα ούτε αδέλφια. Βρίσκει στήριγµα στη µάνα και στην αγαπηµένη. Τις θέλει κοντά του όλες τις δύσκολες στιγµές. «Έλα µανούλα γρήγορα απόψε εδώ κοντά µου, γιατί έχω µείνει µόνος µου σ' αυτή τη συµφορά µου». Οι σχέσεις µάνας και γιου παρουσιάζονται τέλειες, αντίθετα τεταµένες δείχνουν να είναι οι σχέσεις µεταξύ µάνας και κόρης. Η κόρη αγνοεί τις συµβουλές της πρώτης. Κάνει του κεφαλιού της, παντρεύεται το µάγκα που γουστάρει και δεν τη λογαριάζει. Ο στοίχος στα ρεµπέτικα είναι δεκαπεντασύλλαβος. Πάνω σ' αυτό το µέτρα δουλεύει και ο Τσιτσάνης, που καθιερώνει και το ρεφρέν. Κάνει γυρίσµατα και επαναλήψεις καταλήξεων. Συχνά το ρεφρέν του µοιάζει µε επιµύθιο, µε παρότρυνση, µε συµβουλή. Εκείνος και ο Μάρκος Βαµβακάρης είναι από τους λίγους που γράφουν τους στίχους τους οι ίδιοι. ∆εν παραγγέλνουν τα τραγούδια σε «λογήδες», όπως αποκαλούσαν τότε όσους έγραφαν τραγούδια. Πολλοί συνθέτες παράγγελναν στους λογήδες τους στίχους για να ανταποκριθούν στη ζήτηση που είχε κάποια χρόνια το ρεµπέτικο. Ο Τσιτσάνης δεν έπεσε ποτέ σε τέτοιες οµαδοποιήσεις γι' αυτό και τα τραγούδια του είναι διαχρονικά.

Τα ρεµπέτικα µετά τον Εµφύλιο γίνονται διασκέδαση µαζική. Ο κόσµος χορεύει στους ρυθµούς του, που χωρίζονται στο ζεϊµπέκικο, το χασάπικο, το τσιφτετέλι. Το πρώτο χωρίς βήµατα, χωρίς κανόνες. Αυτοσχεδιασµός. Ο κάθε χορευτής έχει το δικό του ύφος και στιλ. Κάνει τις δικές του φιγούρες, τα δικά του τσακίσµατα. Οι παλιοί µάγκες, όταν το χόρευαν διπλώνονταν σχεδόν στα δύο, τα πόδια κτύπαγαν βαριά στο πάτωµα, είχαν το τσιγάρο στα χείλη και ένα γαρίφαλο πίσω από το αυτί. Εδώ δεν είναι ο ρυθµός που κάνει το χορό να ξεχωρίζει, αλλά το ύφος που χορεύεται. Γι' αυτό και δεν µπορεί ο καθένας να το χορέψει, αν δεν έχει µέσα του µεράκι και αγάπη για το συγκεκριµένο ρυθµό. Σε ένα δηµοσίευµα του για το ζεϊµπέκικο, ο Κώστας Ταχτσής στο περιοδικό «Πάλι», το 1965, λέει: «Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι το ζεϊµπέκικο εισήχθη στην Παλιά Ελλάδα από τους πρόσφυγες. ∆εν είναι αλήθεια, γιατί ο χορός αυτός ήταν διαδεδοµένος στην παλιά Ελλάδα πολύ πριν έρθουν οι πρόσφυγες. Οι τελευταίοι όµως του έδωσαν την ώθηση. Πρώτα φούντωσε στον υπόκοσµο των µεγάλων αστικών κέντρων , της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Μετά πέρασε στην εργατική τάξη, που έψαχνε από καιρό να εκφραστεί µε έναν τρόπο διαφορετικό από τα δηµοτικά τραγούδια και τις καντάδες. Ο πόλεµος βοήθησε να αναπτυχθεί αλµατωδώς. Όλοι οι Έλληνες, ξαφνικά, είτε πορτοφολάδες είναι είτε µικροαστοί ή αστοί βρίσκονται σε µία κατάσταση που τους εξισώνει. ∆εν υπάρχουν πια νηστικοί και χορτάτοι, δεν υπάρχουν κύριοι και δούλοι. ∆ούλοι είναι όλοι, όλοι είναι νηστικοί. Όλοι αισθάνονται την ανάγκη να κλάψουν τη µοίρα τους. Όλα τα σπίτια έγιναν ξαφνικά "τεκέδες". Παντού επικρατεί η ίδια ατµόσφαιρα παρανοµίας, συνεχούς φόβου, µιζέριας και θανάτου. Μπροστά στη γερµανική κατοχή όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι. Φυσικά, κατά τη διάρκεια της Κατοχής τα ταγκό, τα βαλσάκια και τα σλόου εξακολουθούν να γράφονται και να προωθούνται για να δοθεί η ψευδαίσθηση ότι όλα είναι µια χαρά. Τα µεγάφωνα των γερµανικών αυτοκινήτων γυρνούν στους δρόµους και ξυπνούν τον κοσµάκη µ' εκείνο το αµίµητο "το πρωί µε ξυπνάς µε φιλιά", που στην πραγµατικότητα ήταν ένα ξύπνηµα µε φιλιά θανάτου. Τα ζεϊµπέκικα και τα ρεµπέτικα γενικά ήταν τα µόνα τραγούδια που µιλούσαν για την πραγµατικότητα. Ταυτίστηκαν λίγο πολύ µε το πνεύµα της αντίστασης, όχι µόνο πολιτικής αλλά και κοινωνικής. Τα ζεϊµπέκικα δεν µιλούσαν για τον πόλεµο, για τα φαρµάκια της Κατοχής. Μιλούσαν για κάτι παραπάνω, για τα φαρµάκια της ζωής και κάθε ένας έδινε την ερµηνεία που ήθελε».

Page 18: Tsitsanis

Ο χασάπικος, αντίθετα µε τον ζεϊµπέκικο, έχει βήµατα. ∆εν είναι µοναχικός χορός. Μπορεί να χορευτεί από δύο έως έξι άτοµα. Αρκεί να υπάρχει συγχρονισµός. Θέλει πειθαρχία και ακρίβεια. Θέλει λεβεντιά. Χρειάζεται σοβαρότητα, γιατί και εδώ εκφράζεται ο καηµός και η πίκρα. Από τα γνωστότερα χασάπικα του Τσιτσάνη, γραµµοφωνηµένο το 1950, είναι το «Τι σήµερα, τι αύριο, τι τώρα», µ' ερµηνευτές τον ίδιο και τη Μαρίκα Νίνου. Τέλος, το τσιφτετέλι, αντίθετα µε τους άλλους χορούς, θέλει χαµόγελο, αισθησιασµό, τσαχπινιά. Χορεύεται κυρίως από γυναίκες και ο άντρας συνοδεύει. Θέλει κίνηση στη µέση και στους γοφούς.

Page 19: Tsitsanis
Page 20: Tsitsanis

Ιεροτελεστία

Τα χρόνια περνούν και η οικογένεια του Βασίλη Τσιτσάνη µετακοµίζει σε καινούργιο σπίτι στην Αχαρνών. Η Ζωή του χαρίζει ένα ακόµη παιδί, τον Κώστα. Στην οικογένεια προστίθεται ένα ακόµη µέλος, η Αγγελική, που πήγε για λίγο και ρίζωσε µαζί τους µέχρι σήµερα. Ο Τσιτσάνης πέθανε και η Αγγελική εξακολουθεί να µοιράζεται τις µέρες της µε τα παιδιά και τη γυναίκα του. Είναι ο άνθρωπος που ο µεγάλος συνθέτης µιλούσε και εµπιστευόταν πιο πολύ κι από τους δικούς του. Εκείνη ήξερε τα χούγια του, ήξερε πότε είχε τις καλές του και πότε όχι. Είχε µάθει να τον ακούει πιστά και υποµονετικά. Ο χαµός του της στοίχισε όσο και στα µέλη της οικογενείας. Και η αφοσίωση του σ' εκείνον την κρατά ακόµη κοντά τους. «Μόνο όσοι τον έζησαν µπορούν να εκτιµήσουν το χαρακτήρα του», , «την καλοσύνη και την εντιµότητα του. Μου µίλαγε συχνά για τα προβλήµατα της δουλειάς, για τις κακίες των ανθρώπων, για τις ανησυχίες του. Ήταν απλός και καταδεκτικός. Λιγόφαγος σαν πουλί. Αν ήθελε ξαφνικά να φάει κάτι, το ετοίµαζε µόνος του για να µην ενοχλήσει. Είχε ζάχαρο και έτρωγε ελάχιστα πράγµατα. Πειθαρχηµένος σε βαθµό υπερβολικό σε ό,τι του συνιστούσαν οι γιατροί. Καλός πατέρας, καλός σύζυγος. ∆εν ύψωνε φωνή. Είχε τον τρόπο του να επιβάλλεται. Ήταν σπιτόγατος. Όλη µέρα την πέρναγε στο σπίτι, γράφοντας και παίζοντας µπουζούκι. Έσβηνε, έγραφε, πετούσε και πάλι από την αρχή. Και όταν ήταν ικανοποιηµένος από το αποτέλεσµα, έλεγε "ωραίο βγήκε", άφηνε το µπουζούκι στην άκρη και πήγαινε απέναντι στο φίλο του για τάβλι».

Το γράψιµο ενός νέου τραγουδιού για τον Βασίλη Τσιτσάνη ήταν µία ιεροτελεστία. Όταν ρωτήθηκε κάποτε µε τρόπο έγραφε, απάντησε: «Πριν την εισαγωγή, έπαιζα µε τις νότες, άλλαζα τις στροφές, ήταν κάτι σαν προεισαγωγή. Τα δάκτυλά µου πονούσαν από το πολύ παίξιµο. Το 'παιζα ξανά και ξανά ώσπου να πάρω φόρα κι υστέρα η µελωδία ερχόταν από µόνη της. Έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς µου. Αυτό όµως µπορούσε να κρατήσει και µέρες. Τίποτα δεν γράφτηκε ποτέ στο πόδι. Το παίδευα µέχρι να µείνω ευχαριστηµένος. Μου άρεσε να τραβώ το χρόνο της µελωδίας, να ακούγεται δηλαδή πιο αργά. Πίστευα ότι έβγαινε καλύτερα, ότι ήταν πιο αληθινό. Και νοµίζω πως δικαιώθηκα. Ο κόσµος αγάπησε αυτόν το ρυθµό. Σε κάποια τραγούδια όµως, που ο στίχος δεν ταίριαζε να πηγαίνει τόσο αργά, έβαζα πιο γρήγορο ρυθµό. Για παράδειγµα, στο τραγούδι "Έλα όπως είσαι" ή "ο γάµος του Τσιτσάνη". Όλα αυτά όµως ήθελαν πολλή δουλειά, πολύ κόπο για να γίνουν. Κι αν υπερασπίζοµαι τόσο το έργο είναι γιατί µόνο εγώ ξέρω πόσο κουράστηκα να το δηµιουργήσω. Το µυαλό µου ήταν συνέχεια στα τραγούδια. ∆εν ασχολήθηκα µε δηµόσιες σχέσεις. ∆εν ασχολήθηκα ποτέ µε το τι κάνουν οι συνάδελφοί µου. ∆εν ζήτησα χατίρια από κανένα. Αν πέτυχα ή όχι το θα το κρίνει ο κόσµος και η ιστορία». Όταν έλεγε αυτά τα λόγια ο Τσιτσάνης, πριν από δεκαετίες, ήξερε πως είχε πετύχει. Ήξερε πως ο κόσµος είχε κρίνει και το λαϊκό τραγούδι είχε πάρει τη θέση που του άξιζε. Και δεν θα πρέπει ίσως να παραλείψουµε ότι κάτι που τον βοήθησε σηµαντικά στο έργο του, που τον έκανε να επιµένει πάνω στο γραπτό του, ήταν η σχέση του µε τα γράµµατα. Άλλη ερµηνεία µπορεί να δώσει κάποιος που δεν πέρασε το κατώφλι του σχολείου και άλλη κάποιος που διάβηκε την πόρτα του Πανεπιστηµίου. Ίσως αν ακολουθούσε το δρόµο της Νοµικής, που τον σταµάτησε στο πρώτο κιόλας έτος, θα είχε κι εκεί το µεράκι, την ίδια ευαισθησία.

Page 21: Tsitsanis

Στού «Τζίµη του Χοντρού»

Στού «Τζίµη του Χοντρού» τραγουδά ο Τσιτσάνης όταν αρχίζει για πρώτη φορά συνεργασία µε τις δύο µεγάλες του λαϊκού µας τραγουδιού. Τη Μαρίκα Νίνου, το Μαρικάκι όπως τη φωνάζει χαϊδευτικά, και τη Σωτηρία Μπέλλου. Η πρώτη, πέρα από την καλή φωνή, διαθέτει µπρίο και η παρουσία της στο πάλκο ξεσηκώνει το κοινό. Η δεύτερη, χαρακτήρας ατίθασος, τον συντροφεύει στα δύσκολα. Η συνεργασία τους είναι άψογη, αλλά κρατά µόνο ενάµιση χρόνο. Με τη Σωτηρία Μπέλλου ξανασµίγουν µε από 25 χρόνια στο «Χάραµα» και χαρίζουν και οι δύο στους λάτρεις του λαϊκού τραγουδιού νύχτες αξέχαστες. Σήµερα ο Τσιτσάνης ζει µέσα από τα τραγούδια του και η Σωτηρία άρρωστη, ανήµπορη και ξεχασµένη στο Κ.Α.Α. (Κέντρα Αναπνευστικής Αποκατάστασης) του Νοσοκοµείου «Σωτηρία». Η Μπέλλου γεννήθηκε στην Εύβοια το 1921. Τραγουδά πολύ ωραία από µικρή. Στα δεκατέσσερα απαιτεί από τους γονείς της να της αγοράσουν κιθάρα και αρχίζει µαθήµατα. Είναι τόση η επιµονή της, που υποχωρούν. Η δασκάλα της λέει πως δεν ξανάδε παιδί µε τόσο πείσµα για να µάθει. Οι γονείς της, επειδή διακρίνουν τον ατίθασο χαρακτήρα της, την παντρεύουν νωρίς. Εκείνη εγκαταλείπει µια µέρα σπίτι και άντρα κι έρχεται στην Αθήνα. Είναι η µέρα που ξεσπά ο πόλεµος. Περνά την Κατοχή πουλώντας τσιγάρα και εφηµερίδες. Τραγουδά για πάρτη της µέσα στο φτωχικό της δωµάτιο. ∆εν δέχεται από κανένα να τη βοηθήσει οικονοµικά. Ένα πρωινό του '45, κατεβαίνοντας στα Εξάρχεια µπαίνει στο ταβερνάκι ενός Κρητικού. Έξω ψιλοβρέχει. Σε µια γωνία, κάποια γεροντάκια παίζουν κιθάρα και λένε παλιά τραγούδια. Κάθεται δίπλα τους και µε κάτι δεκάρες που έχει παραγγέλνει ένα κατρούτσο. Οι θαµώνες αρχίζουν την περιεργάζονται. Ένας για να την πειράξει φωνάζει, «ωραίο κελεπούρι µας ήρθε απόψε». Η Σωτηρία θυµώνει, πάει κοντά του. «Αν είµαι κελεπούρι, είµαι για µένα. Μου δίνετε τώρα για λίγο την κιθάρα;» Τα χάνουν όλοι και χωρίς δεύτερη κουβέντα της τη δίνουν. Αρχίζει να τραγουδά. Μένουν οι θαµώνες µε το στόµα ανοιχτό. Ο ταβερνιάρης πάει κοντά της και τη φιλά. «Ο Θεός σ' έστειλε, κορίτσι µου, απόψε». Της ζητάει να πάει το Σάββατο, που θα 'ναι µια µεγάλη παρέα. Έτσι και γίνεται. Ανάµεσα στους πελάτες είναι δηµοσιογράφοι και γιατροί. Τραγουδά, της δίνουν και λεφτά. Της γίνεται συνήθεια να πηγαίνει συχνά στην ταβέρνα του Κρητικού. Κι ένα βράδυ συναντιέται µε τον Τσιτσάνη, που συνοδεύεται από το θεατρικό συγγραφέα Κίµωνα Καπετανάκη. Το ίδιο βράδυ ο συνθέτης την παρακαλεί να πάνε στο σπίτι του Καπετανάκη για να του τραγουδήσει δυο τρία τραγούδια. Την επόµενη κιόλας µέρα της κλείνει ραντεβού µε την Κολούµπια. Το ένστικτό του ότι πρόκειται για γαλή φωνή δεν τον γελά. Ο δρόµος για την καριέρα της Μπέλλου είναι πια ανοιχτός και το οφείλει στον Τσιτσάνη. Ο πρώτος δίσκος που γυρίζει είναι το τραγούδι «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», που γνωρίζει αργότερα µεγάλη επιτυχία. Σήµερα η Σωτηρία Μπέλλου περνά τις ώρες της δίπλα στο καρτοτηλέφωνο του νοσοκοµείου τυλιγµένη µέσα στη χοντρή µπλε ρόµπα της. Αν κάποιος της θυµίσει τις νύχτες τις µοναδικές, θα πει κουνώντας τα χείλη: «∆εν θέλω τίποτα να θυµάµαι, τους ξέχασα όλους, όπως µε ξέχασαν κι εκείνοι» . Κι αν τύχει και την ξέρεις από παλιά, σκύβει µπροστά για να σου ζητήσει, «Έχεις κανένα φράγκο; ∆εν θέλω πολλά, άσε όσα θες εσύ». Λένε πως όπως στρώσει κανείς κοιµάται. Πως πολλοί από τους καλλιτέχνες µας δεν έκαναν καλό κουµάντο στα οικονοµικά τους και πεθαίνουν στην ψάθα. Πως ό,τι έβγαζαν τα παίζαν στα ζάρια και στα χαρτιά. Μα είµαστε τάχα εµείς ικανοί να κρίνουµε και να κατακρίνουµε; Κι αν δεν είναι ζάρια ή χαρτιά, κάποιων η µοίρα είναι προκαθορισµένη. Την αγάπαγε τη Σωτηρία ο Τσιτσάνης. Ακόµα κι αν εκείνη τύχαινε να έχει τις κακές της και να του κακοµιλά, αυτός δεν της κατηγορούσε.

Page 22: Tsitsanis

Κι όταν οι δικοί του πήγαιναν στο «Χάραµα» να τους ακούσουν, το πρώτο που τους έλεγε ήταν, «Χαιρετήσατε τη Σωτηρία;». Και τώρα, αν σε κάποια έξοδο της από το νοσοκοµείο επισκεφθεί το σπίτι της Γλυφάδας, η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή και στο τραπέζι υπάρχει ένα πιάτο και για κείνη. Με τη Μαρίκα η συνεργασία του Τσιτσάνη ήταν πιο µικρή γιατί έφυγε νωρίς και πικραµένη. Γεννηµένη πάνω σε πλοίο το 1922, από γονείς Αρµένιους, µεγαλώνει µέσα στη φτώχεια της Κοκκινιάς. Στα 25 της, µετά από έναν αποτυχηµένο γάµο, κάνει ντουέτο µε έναν ακροβάτη και γυρίζει µε µπουλούκια στην επαρχία δίνοντας παραστάσεις. Εκεί πότε πότε λέει και κανένα τραγούδι. Λίγο αργότερα τη γνωρίζει ο Χιώτης και κάνει τον πρώτο της δίσκο. Αµέσως µετά αρχίζει η συνεργασία της µε τον Τσιτσάνη, µια συνεργασία που στέφεται από επιτυχία. Αργότερα η Μαρίκα ξενιτεύεται, µα µένει πολύ λίγο στο εξωτερικό. Γυρίζει πίσω µε καρκίνο της µήτρας και στις 22 Φεβρουαρίου του '57 πεθαίνει. Είναι µόλις 36 ετών.

«Τι φοβόταν περισσότερα απ' όλα ο πατέρας σας;» ρωτώ τη Βικτωρία Τσιτσάνη, σε τούτη τη µοναδική επίσκεψη µου στο σπίτι της οδού Αχιλλέως. «Το θάνατο», µου απαντά. «Κάθε φορά που έφευγε ένας δικός του γινόταν κουρέλι. Όταν έχασε τη µάνα του, τη γιαγιά Βίτω, έτσι τη φωνάζαµε, τραγουδούσε στο "Φαληρικό". Ο ιδιοκτήτης του ζήτησε να γυρίσει αυθηµερόν πίσω για να µη χάσει την παράσταση. Εκείνα τα χρόνια ήταν ακόµα πολύ σκληρά για τους µουσικούς. Συχνά οι µαγαζάτορες τους άφηναν απλήρωτους. ∆εν είχαν σεβασµό για τίποτα. Ο πατέρας γύρισε, βέβαια, αλλά ήταν πικραµένος. Έγραψε κι ένα τραγούδι, "Γέ-λα παλιάτσο", που δεν το µελοποίησε ποτέ. Όταν χάθηκε η Νίνου, έκλαψε πολύ. Κι έγραψε για κείνη τους στίχους "Θέλω να είναι Κυριακή αυτή που θα πεθάνω". Το µεγαλύτερο χτύπηµα το πήρε µε τον ξαφνικό θάνατο του φίλου και συνεργάτη Γιάννη Παπαϊωάννου. Από τότε µπορώ να πω ότι άρχισε να κλονίζεται και η δική του υγεία. Οι γιατροί του σύστησαν να κόψει το τσιγάρο και το έκανε αµέσως. Ευτυχώς ήταν πειθαρχηµένος. Άρχισε να φοβάται µήπως πεθάνει κι αυτός. Έλεγε συνέχεια στη µητέρα, "Αν πάθω καρκίνο, θ' αυτοκτονήσω". Προσπαθούσαµε να διασκεδάσουµε τους φόβους του για το θάνατο, που όσο πέρναγαν τα χρόνια όλο και µεγάλωναν. Αλλά η δουλειά, δουλειά».

Πολλοί οι επώνυµοι που συνωστίζονται στού "Τζίµη του Χοντρού", στις αρχές του '50, για να ακούσουν τις πενιές του Τσιτσάνη. Ανάµεσα τους ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Αλέξης Μινωτής, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, που αργότερα σε µία συνέντευξη του θα πει: «Θα 'θελα να είµαι ένας ταπεινός µαθητής του. Ο Τσιτσάνης είναι ο Θεόφιλος της λαϊκής µας µουσικής». Επειδή τίποτα καλό δεν κρατά πολύ, η ρόδα κάνει και πάλι τον κύκλο της και το λαϊκό τραγούδι µπαίνει ξανά στο στόχαστρο. Τούτη τη φορά δεν είναι πόλεµος µε όπλα, δεν είναι λογοκρισία. Τώρα ο εχθρός είναι µια µακρινή χώρα που λέγεται Ινδία .Τα πρώτα σύννεφα φαίνονται µε τον ερχοµό νέων τραγουδιστών που βρίσκουν τον εύκολο τρόπο να ανέβουν βάζοντας στίχους σε ινδική µουσική. Μια µουσική που κλέβεται από επιτήδειους µε µαγνητόφωνα, από ινδικές ταινίες που προ-βάλλονται σωρηδόν στους ελληνικούς κινηµατογράφους .Κλαψιάρικα τραγούδια, γεµάτα πόνο και δυστυχία, που δυστυχώς αγκαλιάζονται από µια µεγάλη µερίδα του λαού µας. Μια µόδα που δεν κρατά πολύ, που σήµερα τη θυµόµαστε και γελάµε. Μια µόδα που, αν ψάξει κανείς σε βάθος, θα µπορούσε να πει πως σκοπό είχε να αποπροσανατολίσει τον κόσµο από τα δικά του ουσιαστικά προβλήµατα. Μια µόδα που ήταν ικανή να καταστρέψει ένα έργο χρόνων, που κατάφερε έστω και για λίγο να βάλει στο περιθώριο συνθέτες όπως ο Τσιτσάνης, ο Βαµβακάρης, ο Παπαϊωάννου κ.α. Κάποιοι, όπως η Μαρίκα Νίνου, παίρνουν των οµατιών τους για άλλες χώρες να βρουν την τύχη τους. Κάποιοι άλλοι ενώνονται µεταξύ τους και δίνουν από µέσα τη µάχη, µια µάχη άνιση, αφού οι νεοφερµένοι δεν χρειάζεται να κοπιάσουν καθόλου για την επιτυχία..

Page 23: Tsitsanis

Τα µαγαζιά ακολουθούν τις εταιρείες, που αλλάζουν κατεύθυνση κάνοντας στροφή στην ινδική µελωδία. Ανοίγουν τώρα τις πόρτες τους σ' εκείνους που «τα φέρνουν». Οι δίσκοι βγαίνουν ο ένας πίσω από τον άλλο. Στα καφενεία και στις πλατείες, το ίδιο µοτίβο. Κάποιοι βγάζουν λεφτά µε ουρά. Κάθε σουξέ και διαµέρισµα. Κανείς δεν νοιάζεται για το τι σερβίρεται στον κόσµο. Κανείς δεν νοιάζεται για την ποιότητα. Στη φτώχεια που εξακολουθεί ακόµα να µαστίζει πολλές γειτονιές της Αθήνας, έρχεται τώρα να προστεθεί και η µιζέρια της µουσικής. Για πέντε ολόκληρα χρόνια η Ελλάδα βοµβαρδίζεται κυριολεκτικά από το ίδιο µοιρολόι. Καµία ελπίδα, καµία χαρά, καµιά λεβεντιά .Παντού πόνος και δυστυχία. Και στα ταµεία, ουρά έξω από τους κινηµατογράφους, που συναγωνίζονται ποιος θα πρωτοφέρει το έργο µε το περισσότερο κλάµα.

Πελαγωµένος από τη νέα θύελλα ο Βασίλης Τσιτσάνης ενώνεται µε το φίλο και κουµπάρο του Γιάννη Παπαϊωάννου και σε πείσµα όλων εξακολουθούν να τραγουδούν για την Ελλάδα και τον Έλληνα. ∆ύσκολο και για τους δυο να καταλάβουν τι συµβαίνει. ∆ύσκολο να συναγωνιστούν το χείµαρρο που φθάνει από την άλλη άκρη της γης. Ωστόσο, δεν το βάζουν κάτω. «Εξακολουθούσα να γράφω και να συνθέτω», είπε ο Τσιτσάνης µετά από χρόνια, όταν τον ρώτησαν για κείνη την εποχή. «Ήξερα πως µπόρα ήταν, θα περάσει. Εκείνο που µε πείραξε περισσότερο ήταν πως ποτέ κανείς δεν κατήγγειλε, δεν δίωξε αυτούς που έκαναν λεφτά µε ξένα κόλλυβα. Αυτούς που έκλεψαν ξένη µουσική και την πέρασαν για δικά τους σουξέ. Αυτούς που µε τόση βαρβαρότητα επέβαλαν ό,τι χειρότερο στο λαό µας. Τη µοιρολατρεία και τη µιζέρια. Μια πλύση εγκεφάλου που ο κόσµος ευτυχώς δεν άργησε να καταλάβει και να την απορρίψει. Ήταν, βλέπετε, πολλά τα συµφέροντα στο εύκολο κέρδος και πολλοί εκείνοι που έτρωγαν γι' αυτό δεν µιλούσαν. Κι όταν εγώ τους κατήγγειλα, έπεσαν πάνω µου να µε φάνε. Πώς να νικήσεις τα Θεριά, όταν κανείς δε σε βοηθά;» Μεγάλη προδοσία για τους Έλληνες θεώρησε ο Τσιτσάνης τα πέντε αυτά χρόνια. Η κόρη του Βικτωρία θυµάται: «Ποτέ δεν είδα τον πατέρα τόσο µελαγχολικό και πονεµένο. Σαν να 'χε αντικρίσει πάλι το θάνατο. Σαν να έφευγε η γης κάτω από τα πόδια του. Αµίλητος έµπαινε στο σπίτι, αµίλητος έβγαινε. Και µόνο η αγάπη για τη δουλειά του του έδινε κουράγιο. Για να µη µας µεταδώσει τη στεναχώρια του κλεινόταν κάτω στο υπόγειο µε τις ώρες. Μόνο µε τον Παπαϊωάννου έκανε παρέα. Όταν ανακάλυψε την κοµπίνα, έγινε θηρίο. Πήγε στις εφηµερίδες, πήγε στις εταιρείες. Όλοι του ρίχτηκαν και δεν δίστασαν να τον προσβάλουν. Τους παράτησε και συνέχισε να τραγουδά. Και µια µέρα, όλοι αυτοί που τόσο απότοµα ανέβηκαν, χάθηκαν. Γιατί, τελικά, αυτό που µένει είναι το γνήσιο, το δουλεµένο τραγούδι».

Page 24: Tsitsanis
Page 25: Tsitsanis

Ο Φίλιππας και ο Ναθαναήλ

Καθώς τα χρόνια περνούν, οι λάτρεις του Τσιτσάνη πληθαίνουν. Και είναι απ' όλες τις κοινωνι-κές τάξεις που µαζεύονται τα βράδια στα µαγαζιά όπου τραγουδά και αποζητούν τη συντροφιά του. Η µουσική του τους φέρνει κοντά σαν να ήταν φίλοι από χρόνια. Από τους νέους «κολλη-τούς» του, ο µετεωρολόγος Βασίλης Κωστόπουλος δίνει τη δική του εικόνα για το «δάσκαλο»: «Ήταν ένα βράδυ στο "Χάραµα", πριν από πολλά χρόνια. Ο Βασίλης κάθισε στο πάλκο. Ένα κο-ριτσάκι χόρευε µόνο του στην πίστα. Κάποιος από τους θαµώνες σηκώθηκε χωρίς να ζητήσει πα-ραγγελιά, παραµέρισε το παιδί κι άρχισε να χορεύει. Τότε ο Τσιτσάνης, χωρίς να καταλάβει κανείς το πώς, κάνει στροφή στο τραγούδι και αλλάζει τους στίχους. "Τα ήπιες και µας σούρωσες και πάλι νταϊλίζεις και στα καλά καθούµενα όλο τον κόσµο βρίζεις". Για άλλη µια φορά µέσα από το τραγούδι βρήκε έναν τρόπο να βάλει τα πράγµατα στη θέση τους. Κι ο πελάτης, που κατάλαβε καλά τι του µήνυσε, γύρισε πίσω στο τραπέζι του. ∆εν έβριζε και δεν θύµωνε. ∆εν κακολογούσε κανένα. ∆εν έλεγε ποτέ ότι είναι ο καλύτερος. Μόνο όταν βγήκαν το ινδοευρωπαϊκά, θύµωσε και είπε ανοιχτά τη γνώµη του. Ήταν αδιάφορος µε το χρήµα. Του άρεσε να κερνά. Στη δουλειά του ήταν εγωιστής. ∆εν δεχόταν να πηγαίνει τίποτα στραβά. ∆εν ζήτησε ποτέ προστασία από κανένα. Τα βράδια, επειδή του είχαν πει ο γιατροί να περπατά, έβγαινε µε τις πιζάµες βόλτες στη γειτονιά. Ήταν ερηµιά .Του λέγαµε να προσέχει κι εκείνος απαντούσε, "Τι λόγο έχουν να µε πειράξουν; Πεί-ραξα εγώ κανέναν;" Και είναι αλήθεια. Είχε σεβασµό απ' όλους. Ίσως ήταν από τους λίγους της εποχής συναδέλφους του που δεν περιστοιχιζόταν από "µπράβους". Το καλύτερο του τραγούδι, όπως µας έλεγε, ήταν η "Συννεφιασµένη Κυριακή" . Τελευταία φορά που τον ακούσαµε στο "Χάραµα" ήταν στις 21 του ∆εκέµβρη του '83. Από κει και πέρα η αρρώστια τον πήρα από κάτω και δεν ξανατραγούδησε. Εκείνη τη φορά φαινόταν λίγο κουρασµένος κι έφυγε νωρίτερα, πράµα που δεν µας είχε συνηθίσει να το κάνει. Κανείς µας δεν φανταζόταν ότι τον βλέπαµε για τελευταία φορά».

Εγωιστή στη δουλειά του, αλλά άτοµο που αναγνώριζε τις αρετές των άλλων, αποκαλούν τον Τσιτσάνη όσοι τον γνώρισαν από κοντά. ∆εν δίστασε ποτέ δηµόσια να παραδεχτεί την ανεπανάληπτη ερµηνεία των ρεµπέτικων από τον Μάρκο Βαµβακάρη και την αντιπροσωπευτική φωνή του Στράτου Παγιουµτζή. Σε µία συνέντευξη του, είπε χαρακτηριστικά και για τους δύο: «Ο Μάρκος µε τη βραχνάδα της φωνής του ήταν ιδανικός για το ρεµπέτικο, για το παλιό µόρτικο τραγούδι, το λίγο αλανιάρικο και περιφρονηµένο από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Έγινε ζεχωριστός µόνο σ' αυτό. Ο Στράτος πάλι είχε µεγάλες δυνατότητες φωνητικές, έφθαναν οι νότες του πολύ ψηλά. Έφερνε βόλτα όπως ήθελε το τραγούδι. Για µένα ήταν ανεπανάληπτος. Χρυσά λαρύγγια είχαν κι άλλοι. Ο Στελλάκης, ο Τσαουσάκης και βέβαια από τις γυναίκες η Μαρίκα, η Σωτηρία, η Νταίζη, η Γεωργακοπούλου». Τα χρόνια της ινδοευρωπαϊκής εισβολής τα περνά ο Τσιτσάνης µε τον Γιάννη Παπαϊωάννου, που εκτός από φίλος και συνεργάτης έγινε και κουµπάρος. Ο πρώτος πάντρεψε το µεγάλο παιδί του δεύτερου. Ήταν τόσο «κολλητοί», που τους είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο Φίλιππος κι ο Ναθαναήλ. Ο Παπαϊωάννου είναι ένας έντιµος άνθρωπος. Φτωχός µα αξιοπρεπής. Τα βγάζει πολύ δύσκολα πέρα. Χόµπι του ένα παλιό µπουζουκάκι, που το σκαλίζει τις ώρες που δεν δουλεύει. Όµως, επίµονος και παθιασµένος µε το µπουζούκι του, θα βρει τελικά κι αυτός το δρόµο του.

Page 26: Tsitsanis

Χαρακτηριστικό του πάθους του ήταν ένα σενάριο κινηµατογραφικό, που ο Παπαϊωάννου έγραψε το 1966, φτασµένος πια, µε τίτλο «Ο λαθραίος». Ο ήρωας του ταλαιπωρείται από την ανεργία, πασχίζει να ζήσει την οικογένειά του. Απελπισµένος, µπαίνει λαθραία σ' ένα καράβι και φεύγει για την Αµερική. Μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκει δουλειά σε ένα µαγαζί στην Καλιφόρνια σαν λαντζιέρης. Όταν φεύγουν οι πελάτες, κάνει και φασίνα. Μια µικρή ορχήστρα κρατά συντροφιά στους Έλληνες µετανάστες, που είναι και οι βασικοί θαµώνες του µαγαζιού, κυρίως τα Σαββατόβραδα. Μια

µέρα, ο µπουζουξής αναγγέλλει ότι είναι άρρωστος και δεν µπορεί να έρθει το βράδυ. Βλέποντας το αφεντικό του πελαγωµένο, ο «λαθραίος» του ζητεί να του επιτρέψει να παίξει στη θέση του. Μη έχοντας εκείνος άλλη λύση, φωνάζει τους υπόλοιπους µουσικούς και κάνουν πρόβα. Από το πρώτο κιόλας τραγούδι τα πράγµατα δείχνουν πως θα έµπαινε επαγγελµατικά πια στο χώρο της µουσικής. Οι θαµώνες ενθουσιάζονται µαζί του και την άλλη κιόλας µέρα ο ταβερνιάρης του αλλάζει πόστο, του αγοράζει ρούχα και του νοικιάζει ένα δωµάτιο. Το µεροκάµατο του αυξάνεται από 30 δολάρια την εβδοµάδα σε 150. Παίρνει προκαταβολή και τη στέλνει στη γυναίκα του. Μπαίνει επικεφαλής του συγκροτήµατος και το όνειρο του γίνεται πραγµατικότητα. Το µπουζούκι, η αδυναµία του, γίνεται από δω και µπρος µόνιµος σύντροφος του. Αυτός ήταν ο Παπαϊωάννου. Ονειροπόλος, µα απίστευτα εργατικός, έκανε τα όνειρα του πραγµατικότητα. Κάποια στιγµή στη ζωή του, σµίγει µε τον Τσιτσάνη και χωρίζει απ' αυτόν µόνο την ηµέρα του θανάτου του .Ήταν χαράµατα στις 3 Αυγούστου του '72 όταν, φεύγοντας από το «Πανόραµα», το µαγαζί όπου τραγουδούσαν, σκοτώνεται µε το αυτοκίνητο του .Ο χαµός του Γιάννη Παπαϊωάννου αποτελεί ένα ακόµα χτύπηµα για τον Τσιτσάνη, που βλέπει τους φίλους του να φεύγουν ένας ένας..

Page 27: Tsitsanis
Page 28: Tsitsanis
Page 29: Tsitsanis

Τριάντα χρόνια , χίλια τραγούδια

Η δεκαετία του '60 αποχαιρετά τα ινδικοτράγουδα. Ένας µεγάλος Έλληνας της σύγχρονης µούσι- κής εµφανίζεται. Ο Μίκης Θεοδωράκης, θερµός υποστηρικτής του µπουζουκιού, αφού περνά κι εκείνος µια περίοδο κριτικής και απόρριψης ακόµη και από τον ίδιο τον πολιτικό του χώρο, κα- θιερώνεται και µαζί του όλη η νεότερη γενιά. Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοίζος, Μαρκόπουλος. Με ένα έργο που στηρίζεται στις δικές τους εµπνεύσεις και µόνο, κατορθώνουν να δώσουν νέα ερεθίσµατα στον Έλληνα ακροατή. Υποκλίνονται στη δουλειά των παλιών λαϊκών συνθετών και καταδικάζουν κάθε ξενόφερτο εµπόρευµα. Ωστόσο, νέοι συνθέτες για το ρεµπέτικο δεν υπάρχουν. Λείπει η έµπνευση, όπως λείπουν και τα ερεθίσµατα. Η ζωή δεν είναι πια τόσο σκληρή. Ένα πιάτο φαγητό υπάρχει για όλους. Η ψαλίδα, βέβαια, ανάµεσα στους φτωχούς και τους πλούσιου εξακολουθεί να υφίσταται. Στις φυλακές κρατούνται ακόµα αρκετοί από του «νικηµένους» του Εµφυλίου. Παρ' όλα αυτά, η ελπίδα για καλύτερη ζωή είναι πιο κοντά. Στις φτωχογειτονιές µπήκε ηλεκτρικό. Τα ψυγεία του πάγου αντικαταστάθηκαν. Τα γραµµόφωνα έγιναν πικάπ και τα µεγάφωνα στα µαγαζιά µπή- καν στη θέση των απλών µικροφώνων. Ο κόσµος ξέχασε τον πόλεµο και τον Εµφύλιο. Τα σπασίµατα, τα λουλούδια και η χαρτούρα πάνε σύννεφο. Και ο Τσιτσάνης, µε το µπουζούκι στο χέρι, προσαρµόζεται στη νέα κατάσταση. Πάνε οι καιροί της µυσταγωγίας και του σεβασµού σ' αυτόν που τραγουδά. Τα µαχαιροπίρουνα συνοδεύουν τον ήχο της µουσικής, η φασαρία στη σάλα σκεπάζει τις φωνές των τραγουδιστών. Μόνο σαν εµφανίζεται ο ίδιος επικρατεί ησυχία .Όταν τον ρωτούν γιατί δεν βγαίνουν πια νέοι συνθέτες, απαντά: «Για να γράψεις τέτοια µουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις. Σήµερα όλοι τα έχουν όλα. 6 δίσκοι µπήκαν στη βιοµηχανία. Κάποτε, για να γραµµοφωνήσουµε ένα τραγούδι κάναµε ένα µήνα. Σήµερα γράφουν δέκα σε µισή µέρα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το µυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγουδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη µέρα γεµίζουν οι τσέπες τους λεφτά. Πάνε σε κέντρα και παίρνουν µεροκάµατο που δεν παίρναµε εµείς σ' ένα µήνα. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα µε το κέρδος, αν θέλει να δηµιουργήσει».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, κάθε ξηµέρωµα που γυρίζει σπίτι από τη δουλειά, πηγαίνει κατευθείαν στο υπόγειο του σπιτιού. Η γυναίκα του Ζωή τον περιµένει να του φτιάξει ένα ζεστό ή να του βάλει κάτι να φάει. Εκεί θα της πει και τα νέα τη< βραδιάς. Ακόµα και τις µικροπεριπέτειες που µπορεί να του τύχουν µε καµία άλλη γυναίκα. Εκείνη θα καταλάβει. Ξέρει πως ό,τι κι αν γίνει, θα είναι εδώ, κοντά τους. Η οικογένεια είναι γι' αυτόν κάτι το ιερό. Αφού κοιµηθεί λίγες ώρες, κατά τις 12 το µεσηµέρι, θα σηκωθεί και θα ανέβει στο σπίτι. Κουβέντα στην κουζίνα και φαγητό. Έχει και τα καλαµπούρια του .Τα παιδία του κάνουν πλάκες, τον πειράζουν. «Τρυφερό και ευσυγκίνητο άνθρωπο, που έκανε πολλά και λίγοι το 'ξεραν», έτσι τον χαρακτηρίζει η κόρη του Βικτωρία. «Όταν πέθανε, ήρθαν στο σπίτι µας δεκάδες άνθρωποι και µας είπαν πως χρόνια ολόκληρο έτρωγαν από τον πατέρα µου ψωµί. Κι εµείς δεν είχαµε ιδέα. Στο ιατρείο µου κατέφθασαν παπάδες να µου πουν πως τους είχε βοηθήσει στις ενορίες τους δίνοντας λεφτά είτε για τον κόσµο είτε για την εκκλησία .Κυριολεκτικά τα χάσαµε. ∆εν ξέραµε ποτέ τι έκανε µε τα οικονοµικά του. Ούτε πόσα έβγαζε. Ήταν πολύ ευσυγκίνητος και µπορούσε εύκολα να τον τουµπάρει κάποιος, θα έπρεπε να πω επίσης πως είχε µία συστολή, ντρεπόταν, γι' αυτό και δεν είχε και κοινωνικές σχέσεις». Εδώ θα συµφωνήσω µε τη Βικτωρία Τσιτσάνη. Στα νιάτα µου, όταν ήµουν παντρεµένη µε το Γιάννη Θεοδωράκη, πηγαίναµε συχνά στο «Χάραµα» να τον ακούσουµε.

Page 30: Tsitsanis

Κάθε φορά ερχόταν στο τραπέζι µας, χαιρετούσε, ποτέ όµως δεν κάθισε µαζί µας να πιει ένα κρασί ή να αστειευτεί, όπως έκαναν η Σωτηρία Μπέλλου και οι άλλοι συνεργάτες του. Έφευγε διακριτικά και εξαφανιζόταν στην κουζίνα του µαγαζιού. Εκεί άλλωστε ήταν και η µόνιµη γωνιά του. Εκεί έπινε αργά αργά το κρασάκι του, σε ένα µικρό ποτηράκι που ποτέ δεν πήγαινε πάνω από τη µέση. Το 'παιρνε κοντά του όταν ανέβαινε στο πάλκο ακουµπούσε δίπλα στα τσιγάρα. Κι όταν άδειαζε, το γκαρσόνι του το ξαναγέµιζε.

Χίλια τραγούδια είχε γράψει ο Τσιτσάνης µέχρι τα 50 του. Χίλια τραγούδια µέσα σε 30 χρόνια. Ο Τσαρούχης δύσκολα υµνούσε κάποιον, είπε κάποτε σε µια συνέντευξη του: «Ο Τσιτσάνης είναι η µοναδική απόδειξη ότι έχουµε πολιτισµό. Οι νότες του επηρέασαν βαθιά όλους τους συνθέτες της σύγχρονης µουσικής. Είναι ποιητής, γιατί οι στίχοι είναι σχεδόν όλοι δικοί του. Είναι τραγουδιστής, γιατί η φωνή βγαίνει µέσα από τα βάθη της καρδιάς του. Είναι µέγας δεξιοτέχνης, γιατί ακόµα και οι εχθροί το παραδέχονται. Είναι ο βάρδος των φτωχών, των πληγωµένων, των ερωτευµένων. Η ζωή του είναι συνδεδεµένη µε την ιστορία του ρεµπέτικου, που µέσα απ' αυτόν έγινε αποδεκτό. Εχθροί και φίλοι δέχονται πως υπήρξε δεσπόζουσα φυσιογνωµία στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Ό,τι κι αν πει κανένας για κείνων είναι λίγο, γιατί πάνω απ’ όλα µιλά το έργο του. Μιλούν τα τραγούδια του, που µας παρηγόρησαν όταν έπρεπε, που µας συνεπήραν κάποια θλιβερά δειλινά που τα αγαπήσαµε γιατί µας συγκίνησαν». Όσοι µεγάλοι καλλιτέχνες στέκονταν καλά στα πόδια τους, όσοι ήξεραν πως για να φτάσεις κάπου πρέπει να κοπιάσεις, δεν δίστασαν να δηλώσουν δηµόσια το θαυµασµό τους για τον Τσιτσάνη. Ο Σπύρος Βασιλείου, που µας µετέφερε κι αυτός µε τη ζωγραφική του σε κόσµους µαγικούς, είπε για τη «Συννεφιασµένη Κυριακή» : «θα 'θελα να είχα κι εγώ ζωγραφίσει µία Κυριακή και να µπει στη ζωή µας όπως η Κυριακή του Τσιτσάνη, που σφράγισε τις ζωές όλων µας». Κι ο Νίκος Εγγονόπουλος, όταν ρώτησαν τη δική του γνώµη για το µεγάλο συνθέτη, πριν από 30 χρόνια, απάντησε: «Φοβάµαι πως δεν του έδωσαν ακόµα τη θέση που του χρειάζεται και που του ανήκει δικαιωµατικά. Άχαροι µιµητές του πέτυχαν πιο φανταχτερά, στη λίγο επιπόλαια κοινή γνώµη. Στην Ελλάδα, έστω και αργά, κάποια µέρα αναγνωρίζεται η πραγµατική αξία. Προπορεύονται όµως οι αυτοδιαφηµιζόµενοι, οι γνωρίζοντες διπλωµατικότητα, οι γνωρίζοντες να εκµαιεύουν τα σαχλά εγκώµια που έχουν πέραση». Πρώτος που ανακάλυψε τον θησαυρό Τσιτσάνη είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Αυτός ο ντελικάτος, ο ερωτικός, ο γεµάτος ποίηση και τρυφερότητα συνθέτης δεν δίστασε όχι µόνο να δεχτεί δηµόσια την αξία του ρεµπέτικου και του Τσιτσάνη, αλλά να εµπνευστεί αργότερα και στα δικά του έργα απ' αυτή τη µουσική. Όπως οι περισσότεροι της εποχής του διανοούµενοι, έτσι κι ο Χατζιδάκις στην αρχή όταν άκουγε ρεµπέτικο βούλωνε τ' αυτιά του. Η σοβαροφάνεια της ελληνικής κοινωνίας δεν του επέτρεπε να εκφράσει καµία συγκίνηση. Πέρασε όµως ο οδοστρωτήρας της Κατοχής, που άλεσε τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τη σοβαροφάνεια και απελευθέρωσε την ακοή των ανθρώπων. Ο Χατζιδάκις έµαθε και στους άλλους φίλους του να µην ντρέπονται για τα αισθήµατα που τους προκαλούσε το ρεµπέτικο και τους αποκάλυψε τη µαγεία των τραγουδιών του Τσιτσάνη. «Όταν τον ακούσαµε για πρώτη φορά», λέει ο Μίνως Αργυράκης, «άρχισε να κυκλοφορεί µέσα µας µια φλέβα άγνωστη. Όχι όµως ξένη. Ήταν µία µουσική φλέβα παλιά, αλλά καλά κρυµµένη. Ο Μάνος την άνοιξε και ξεχύθηκε από µε πλούσια, µατωµένη, γεµάτη από τον καηµό του νεοελληνισµού η φωνή του Τσιτσάνη, που καταλαβαίναµε ότι ήταν η δική µας µυστική φωνή. Και το σηµαντικότερο, τα χρόνια που ακολούθησαν δεν τον έφθειραν. Τον διατήρησαν ακόµα ζωντανό. Κι όσοι δεν δέχτηκαν να τον παραδεχτούν, φαίνεται ότι διατήρησαν την προπολεµική τους σοβαροφάνεια».

Page 31: Tsitsanis

Προλογίζοντας το δίσκο του Μάνου Χατζιδάκη «Ο Σκληρός Απρίλης του '45», που κυκλοφόρησε στις αρχές του ∆εκέµβρη του '74, ο Κώστας Ταχτσής λέει µεταξύ άλλων για 'κεινες τις µέρες: «Ανακαλύψαµε τα ρεµπέτικα σε µία εποχή που η µνήµη και η σάρκα µας ήταν ακόµα ζωντανές από τη φρίκη του πολέµου. Θέλαµε να ξεχάσουµε το θάνατο που πέρασε ξυστά από δίπλα µας. Θέλαµε να ζήσουµε, να ερωτευθούµε, να τραγουδήσουµε. Αλλά ποιο τραγούδι; Τα ταγκό και τα βαλσάκια είχαν καταρρεύσει µαζί µε τον κατακτητή. Ήταν βέβαια και το δηµοτικό, αλλά αυτό δεν µας εξέφραζε. Με το ρεµπέτικο µπορούσαµε να γκρεµίσουµε κι εµείς κάτι από το οικοδόµηµα, αν όχι του κοινωνικοπολιτικού, τουλάχιστον του συναισθηµατικού κατεστηµένου. Και το τραγουδήσαµε. ∆εν το χορέψαµε, είναι αλήθεια. Οι ρεµπέτικοι χοροί έπαιρναν ένα θεατρινίστικο χαρακτήρα όταν τους χόρευαν µερικοί βέβηλοι από µας που δεν ήταν, ούτε µπορούσαν να είναι γνήσιοι ρεµπέτες, αλλά το τραγουδήσαµε. Στήσαµε το αυτί της εφηβικής, πονεµένης ψυχής µας και αφουγκραστήκαµε. Κι όταν µπήκαµε στο νόηµα της ρεµπέτικης µουσικής και της ρεµπέτικης ιδέας, ενώσαµε τη φωνή µας µε τη φωνή του "λαού", δηλαδή όλου εκείνου του όµορφου, κατατρεγµένου ολούθε, χιλιοπροδοµένου και ξενηστικωµένου προλεταριάτου, που υπακούοντας σε µια παλιά ελληνική παράδοση έκλεγε τη µοίρα του τραγουδώντας. Εκεί ανακαλύψαµε τον Τσιτσάνη και µε τη βοήθεια του Μάνου Χατζιδάκη τ αγαπήσαµε».

Κόσµος πολύς µαζεύτηκε να ακούσει τον Μάνο Χατζιδάκη στη διάλεξη του, το '49, γύρω από τη ρεµπέτικη µουσική. Ο Εµφύλιος µόλις έχει σταµατήσει. Οι σφαγιασµένοι από 'δω και από εκεί έχουν καταµετρηθεί. Θλιβερός ο απολογισµός για νικητές και ηττηµένους. Θλιβερή η δεκαετία που ετοιµάζεται να µπει. Κι ο Μάνος µε την ευαίσθητη φωνή του προσπαθεί να στείλει το µήνυµα της αλήθειας: «Το ρεµπέτικο είναι ένα γεγονός αναµφισβήτητο. Έχει επιβάλει πια τη δύναµη του. Ποιος µπορεί να το σταµατήσει κι ακόµα ποιος µπορεί να µην παραδεχτεί την αναγκαιότητά του. Μόνο κακό του κεφαλιού του µπορεί να κάνει όποιος αγνοήσει την πραγµατικότητα. Ο λαός µας ζητεί διέξοδο στην έκφραση, επαφή µε τον έξω κόσµο. Το ρεµπέτικο του το προσφέρει. Γιατί κατορθώνει µε µια θαυµαστή ενότητα να συνταιριάζει το λόγο, τη µουσική και την κίνηση. Από τη σύνθεση µέχρι την εκτέλεση, µε ένστικτο δηµιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισµένες φορές, σαν φτάνει στα όρια της τελειότητας, θυµίζει µορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Είναι ανόητο αν νοµίζουµε πως ο χασάπικος ή το ζεϊµπέκικο πάνε να αντικαταστήσουν ή να σβήσουν το ταγκό. Οι λαϊκοί αυτοί ρυθµοί έχουν κάτι περισσότερο να δώσουν για να καλυφθούν οι βραδινές µας διασκεδάσεις, άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλ- λεται και επικρατεί µέχρι στιγµής στις κατώτερες τάξεις. Τα χρόνια µας είναι δύσκολα και το λαϊκό τραγούδι δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο, ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασίµατα. Τραγουδά την αλήθεια και µόνο την αλήθεια".

Page 32: Tsitsanis
Page 33: Tsitsanis
Page 34: Tsitsanis
Page 35: Tsitsanis

Ο καηµός του πονεµένου

Ο Βασίλης Τσιτσάνης φοβόταν το θάνατο, αλλά απέφευγε και τους δηµοσιογράφους. Όχι από αντι- κοινωνική αντίληψη, αλλά γιατί, όπως έλεγε, διαστρέβλωναν τα λόγια του για να πουλήσουν οι εφηµερίδες και τα περιοδικά τους περισσότερα φύλλα. Έτσι, όταν ένας δηµοσιογράφος του ζητεί συνέντευξη για λογαριασµό του περιοδικού «Αντίποδας», που εκδίδει ο Ελληνικός Εκπολιτιστικός Σύνδεσµος Μελβούρνης, το καλοκαίρι του '75, ο Τσιτσάνης παίρνει τις ερωτήσεις και δίνει γραπτώς τις απαντήσεις. Ο δηµοσιογράφος δεν επενέβη καθόλου. Έτσι, µέσα από το γραπτό του Τσιτσάνη µπορούµε να δούµε και την ποιότητα της ψυχής του, µπορούµε να δούµε πώς χειριζόταν το γραπτό λόγο. Ένας άνθρωπος που αγάπησε τα γράµµατα, ένας άνθρωπος που για αλλού ξεκίνησε κι αλλού βρέθηκε. Αυτή η συνέντευξη - αποσπάσµατα των ερωταπαντήσεων θα δούµε πιο κάτω - διαβάστηκε, όταν δηµοσιεύτηκε, από όλο το ελληνικό στοιχείο της Αυστραλίας.

— Πώς περάσατε τα πρώτα χρόνια, όταν αφήσατε το χωριό σας και ήρθατε στην Αθήνα; «Ήµουν φτωχός και πεινασµένος, ζούσα από τα µικρά πουρµπουάρ που µου έδιναν οι πελάτες όταν γύριζα στις ταβέρνες, µε την κιθάρα. Κουβάλαγα µαζί µου και µια συλλογή από 35 τραγούδια, που είχα φτιάξει όταν ακόµη ήµουν στα Τρίκαλα. Ανάµεσά τους η "Αραπιά", "Η Μποέµισσα", "Αγαπώ µια παντρεµένη", "Μες την πολύ σκοτούρα"».

— Πώς έτυχε να σας ανακαλύψουν οι εταιρείες; «Είχε βγει µία φήµη ότι στην Αθήνα είχε έρθει ένας βλάχος, έτσι µε φώναζαν επειδή προερχόµουν από επαρχία, που παίζει φοβερό µπουζούκι και σιγοτραγουδάει όµορφα τραγούδια. Έτσι το 'µαθαν πρώτα οι υπεύθυνοι της Οντέον, µετά η Κολούµπια κι άρχισα δειλά - δειλά να γραµµοφωνώ. ∆εν πρόλαβα να εµφανιστώ επίσηµα, γιατί µετά 4 µήνες µε φώναξαν στο στρατό».

— Τι προσπαθούσατε να εκφράσετε στα πρώτα αυτά τραγούδια; «Ό,τι ένιωθα, ό,τι µπορούν όλοι να νιώσουν. Χαρά, πίκρες, βάσανα, έρωτα. Έγραφα για τον πολύ κόσµο, που είναι ο κριτής. Σε όλες τις εποχές, αυτά περίπου είναι τα θέµατα. Αυτά τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει κανείς, µαζί µε τη φτώχεια, τη δυστυχία και την ξενιτιά, που για κάποια χρόνια ήταν πιο έντονα. ∆εν προσπάθησα ποτέ να γράψω για τον εαυτό µου γιατί δεν θα µου πρόσφερε τίποτα. Τα θέµατα µου ήθελα και έπρεπε να αγκαλιάζουν όλους ή τουλάχιστον όσους γίνεται περισσότερους». — Σε µια συνέντευξη σας χαρακτηρίσατε τα πρώτα σας τραγούδια καντάδες. Εννοούσατε µε τη συνηθισµένη σηµασία του όρου; «Εννοώ ως επί το πλείστον το πρίµο σεγκόντο, τα λεγόµενα µατζοράκια - µινοράκια, όπως "Αραµπάς περνά", "Μια Κυριακή σε γνώρισα" κ.α.» — Αναφέρατε επίσης πως αυτά δεν σας ικανοποιούσαν και θέλατε να γράψετε τραγούδια µε νόηµα. Τι εννοούσατε; «Εννοούσα µουσικό βάθος. Τραγούδια λαϊκά συναισθηµατικά ή κοινωνικά µε µεγαλοπρεπή λαϊκή µουσική. Μια µουσική που θα συγκλόνιζε τα λαϊκά στρώµατα, όπως συνέβη τελικά λίγο αργότερα µε το "Μια µάνα αναστενάζει", την "Αρχόντισσα", την "Αχάριστη" κ.α.» — Στην ίδια πάντα συνέντευξη είπατε πως θα θέλατε να αντιδράσετε στην εχθρική ατµόσφαιρα που υπήρχε για το ρεµπέτικο και που την είχαν δηµιουργήσει τα χασικλίδικα του Μάρκου. Ωστόσο γράψατε κι εσείς τέτοια τραγούδια στην κατοχή, όπως είναι τα "Πέριξ" , η "∆ροσούλα" , το "Μη χειρότερα Θεέ µου".

Page 36: Tsitsanis

«Ποτέ δεν εκφράστηκα έτσι για τον Μάρκο και τη δουλειά του. Γι' αυτό θυµώνω µε τους δηµοσιογράφους και δεν θέλω να µιλώ. Κάποιοι κατά καιρούς µου παίρνουν συνεντεύξεις και παραµορφώνουν τα όσα λέω. Έχω πει ακριβώς, "το λαϊκό τραγούδι της εποχής εκείνης είναι το τραγούδι του Μάρκου µε τα πάρα πολλά χασικλίδικα και της φυλακής". Αυτή την ατµόσφαιρα εννοούσα, χωρίς χαρακτηρισµούς. Φυσικό λοιπόν ήταν το λαϊκό τραγούδι να χρειαστεί να παλέψει µέσα σ' αυτή τη βαριά ατµόσφαιρα και να αντιδράσει µε την ποιότητα του. Έγραψα θέµατα και µουσικές τέτοιες που ήταν σωστή επανάσταση και τα ενστερνίστηκε όλη η Ελλάδα. Μεγάλη και τρανή απόδειξη γι' αυτή την προσφορά µου είναι το αγκάλιασµα του κοινού. Όσο για τα "Πέριξ" και το "Πρωί µε τη δροσούλα", που έγραψα στην Κατοχή, είναι δυο τραγούδια παραστατικά. Έχουν εικόνες από τη ζωή των χασικλήδων και είναι ανάµεσα στα καλύτερα µου, µε πλούσια και χαρούµενη µουσική. Καθόλου βαριά και δεν έχουν σχέση µε το παλιό ρεµπέτικο του Μάρκου. Η Κατοχή ήταν για µένα µια αστείρευτη πηγή έµπνευσης. Ήταν η µεγάλη γέφυρα που πάτησε γερά το πόδι του το λαϊκό τραγούδι. Ήταν η εποχή που οι διακρίσεις είχαν καταργηθεί. Που πλούσιοι και φτωχοί αγκαλιασµένοι τραγουδούσαν Τσιτσάνη».

— Από κει πηγάζει και η µελαγχολία που διακατέχει τα τραγούδια σας; «Η µελαγχολία είναι σχεδόν µόνιµη από τα παιδικά µου χρόνια, λες και θέλει να κρατά σεγκόντο στη µουσική µου». — Σε µερικούς στίχους υπάρχουν οι φράσεις "παλιοκοινωνία", "κοινωνία ψεύτρα" κ.α. Είναι στοιχεία ταξικού αγώνα οι εκφράσεις αυτές; «Πάντοτε ένας αδικηµένος, οιοσδήποτε και αν είναι αυτός, το παράπονο πολλές φορές το εκφράζει µε την κοινωνία, την όποια κοινωνία. Τη θεωρεί ψεύτικη, άδικη και κακιά. Και µε αυτό θέλει να δείξει ότι δεν λειτουργούν ίδια για όλους οι νόµοι ή ότι δεν είναι στα µέτρα του κοµµένοι και ραµµένοι. ∆εν νοµίζω ότι αυτές οι φράσεις αντιπροσωπεύουν τραγούδια του αγώνα των τάξεων. ∆εν επιχείρησα ποτέ να δώσω πολιτική χροιά στους στίχους µου. Απλώς καταστάσεις θλιβερές ή χαρούµενες στιγµές ή βάσανα. Και τους καηµούς των πονεµένων έκανα τραγούδια τα οποία είχαν καθολική εκτίµηση και απήχηση». — Πολύ συχνά βρίσκουµε στους στίχους σας το µοτίβο της µοίρας. Συµφωνείτε µ' εκείνους που χαρακτηρίζουν τα τραγούδια σας απελπισµένα και µοιρολατρικά ; «Η λέξη µοίρα απαντάται σ' όλες τις µορφές του λαϊκού τραγουδιού. Π.χ. "Ποια µοίρα σ' έστειλε στο δρόµο της ζωής µου" ή "Η µοίρα το 'θελε να χωριστούµε". Στη δυστυχία επίσης απαντάται η µοίρα, όπως "Η µοίρα µε χτύπησε σκληρά". Και γενικά κάθε µας ευτυχία ή δυστυχία που µας τυχαίνει την εκφράζουµε µε τη µοίρα µες στο τραγούδι. Προσωπικά ελάχιστες φορές έκανα χρήση αυτής της λέξης. Τα τραγούδια µου κατά ένα 90% τα χαρακτηρίζει η λεβεντιά, η ανακούφιση και η παλικαριά». — Βρίσκουµε επίσης πολλά εξωτικά και µαγικά στοιχεία. Ο Μάνος Χατζιδάκις τα ερµηνεύει σαν µια φυγή από την άθλια πραγµατικότητα. Εσείς τι λέτε; «Ο άνθρωπος είναι ζώο παµφάγων, έτσι και θέλει τα τραγούδια µου να έχουν κάποια ποικιλία θεµάτων. Να πετάει η φαντασία κάπου µακριά, πιο έξω από τα σύνορα. Σε τόπους άγνωστους. Σε µάγισσες, σε γύφτισσες, σε εξωτικές νεράιδες και σε µέρη µαγικά .Τούτο οφείλεται στο ότι από µικρά παιδιά οι µανάδες µας µας µεγάλωναν και µας κοίµιζαν µε παιδικά παραµύθια και διαρκώς η φαντασία ανιχνεύει».

— Υπήρξαν τραγούδια που σας κούρασαν περισσότερο για να τα τελειώσετε ; «Το "Ρηµαγµένο σπίτι", γιατί η µουσική αρνιόταν τους στίχους. Αλλά πιο πολύ µε κούρασε η "Συννεφιασµένη Κυριακή», δεν µπορούσα να βρω µια επανάληψη στη λέξη. Τελικά βρήκα µία από το ίδιο το κείµενο.

Page 37: Tsitsanis

Συννεφιασµένη Κυριακή µοιάζεις µε την καρδιά µου

που έχεις πάντα συννεφιά, συννεφιά.

— Σε ορισµένα τραγούδια που γράψατε για τον Εµφύλιο αποδίδεται από πολλούς κάποια κρυµµένη έννοια. «Πολλές φορές σε µια µεγάλη µπόρα, σε στιγµές τραγικές και συµφορές, ξεπηδούν από την ψυχή του καλλιτέχνη τέτοια τραγούδια που ταιριάζουν απόλυτα µε το κλίµα της εποχής αυτής».

Όπως βλέπουµε από τα αποσπάσµατα αυτής της συνέντευξης, το γράψιµο του Τσιτσάνη είναι στρωτό, µεστό. Και η έκφραση του σε ορισµένα σηµεία πολύ περιποιηµένη. Το ύφος του µας δείχνει θαυµάσια τον άνθρωπο, τον επαρχιώτη απόφοιτο γυµνασίου, που φιλοδοξεί να γίνει δικηγόρος και που τελικά εκµεταλλεύτηκε άλλες έµφυτες ικανότητες του. Έµαθε µόνος του να παίζει µπουζούκι, µακριά από τα κυριότερα παραδοσιακά κέντρα εκµάθησης του οργάνου (φυλακές, χασισοποτεία), δεν έµαθε ποτέ τα ανατολίτικα ντουζένια και τους «δρόµους» που έπαιζαν οι παλιοί. Το µόνο κούρδισµα που γνώρισε είναι το ευρωπαϊκό. Όλες οι µουσικές του συνθέσεις παίζονται µέσα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών κλιµάκων. Ίσως γι' αυτό άρεσε και στους ξένους, που όταν έρχονταν στην Ελλάδα ήθελαν να περάσουν από το µαγαζί όπου τραγουδούσε.

Page 38: Tsitsanis
Page 39: Tsitsanis
Page 40: Tsitsanis

Βουαλά λε βρε φεστιβάλ ντ’ Ατέν

Καλοκαίρι 1961. Η Επίδαυρος ετοιµάζεται να δεχτεί τη Μαρία Κάλλας. Ο δηµοσιογράφος και συγγραφέας ∆ηµήτρης Ψαθάς φιλοξενεί ένα φίλο του από τη Γαλλία. Το πρώτο κιόλας βράδυ τον ρωτάει πού θέλει να πάνε για να διασκεδάσουν και µένει εµβρόντητος όταν ο άλλος του άπαντά, «Στα µπουζούκια του Τσιτσάνη». Αν κι η έκπληξη του είναι µεγάλη, γιατί στον ίδιο δεν αρέσει αυτή η διασκέδαση, υποχωρεί στην επιθυµία του φίλου και πάνε στις Τζιτζιφιές, όπου ο Τσιτσάνης κι ο Παπαϊωάννου χαλούν κόσµο κάθε βράδυ µε τις πενιές τους .Την επόµενη Κυριακή ο ∆ηµήτρης Ψαθάς στέλνει µία ανοιχτή επιστολή στο συνθέτη µέσα από το περιοδικό «Ταχυδρόµος». Ανάµεσα στ' άλλα, λέει: «Ακλόνητος παραµένεις στο βάθρο της δόξας σου, φίλτατε Τσιτσάνη, αφού ούτε ο νέος αστήρ του ρεµπετοτραγουδιού σερ Μπιθί (Μπιθικώτσης) µπόρεσε να επισκιάσει την αίγλη σου. Ούτε ο Καζάν (Καζαντζίδης) ούτε άλλοι άσοι της διπλοπενιάς .Οµολογώ καθώς στρωθήκαµε στη µουσική σου ακαδηµία, είπα µε το φίλο µου µήπως µας απογοητεύσεις. Αλλά, δόξα να 'χει ο γιαραµπής, όλα πήγαν καλά. Και το µπουζούκι σου και οι διπλοπενιές και οι ποικίλοι παρτενέρ σου οι ρεµπετοκελαϊδούσες αηδόνες που σε περιβάλλουν και µαζί και ο ερεβώδης Παπαϊωάννου, που παίζει το µπαγλαµαδάκι και το κολλά πάνω στο αυτί. Αλλά πιο καλός απ' όλους, πρέπει να οµολογήσω ότι ήσουν εσύ, αγαπητέ µου µετρ. Καθισµένος στο κέντρο της µπουζουκοορχήστρας σου, µε το κεφάλι ελαφρός στραβά και το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Το µπουζούκι στέναζε κάτω από την πεπειραµένη σου πενιά. Ξέχυνε τις ακατάσχετες µελωδίες σου. Οι πελάτες, οι "καθώς πρέπει" και η "µη καθώς πρέπει", εκστασιάστηκαν. Τρελάθηκαν και οι ξένοι µαζί τους και ο δικός µου φίλος, που σε µια στιγµή έσκυψε και µου είπε: "Φεστιβάλ, Επίδαυρος, τραζεντί, Μαρί Καλλάς, ο νο. Βουαλά λε βρε φεστιβάλ ντ' Ατέν". Αυτό δηλαδή ήταν για το φίλο µου το αληθινό φεστιβάλ, που σηµαίνει ότι έγινε τόση θαυµάσια προπαγάνδα στο εξωτερικό για τα µπουζούκια, ώστε σάρωσε ακόµα και το ενδιαφέρον για τους αρχαίους και είναι σήµερα χιλιάδες άνθρωποι ανά τον κόσµο που πιστεύουν ότι Ελλάς θα πει µπουζούκι. Όπερ, ότι είναι πλέον ένα εθνικό µας κεφάλαιο. Ήθελα, την ίδια στιγµή που ήµουν εκεί, αγαπητέ µου µετρ, να σου εκφράσω τα θερµά µου συγχαρητήρια, αλλά δεν τα κατάφερα διότι εδούλευες δραστηρίως µέχρι τα χαράµατα και δεν ήθελα να σε διακόψω. Είναι ανάγκη, όµως, µαζί µε τις ευχαριστίες µου να σου εκφράσω και µία γνώµη, γι' απτό σου στέλνω και την παρούσα επιστολή. ∆εν θα πρέπει τάχα να συµπεριληφθούν και τα µπουζούκια, που τόσο συγκινούν Έλληνες και ξένους, µέσα στα πλαίσια του µουσικού φεστιβάλ των Αθηνών; Μας έρχονται εδώ τόσοι και τόσοι ξένοι µαέστροι, ώστε καταντά πλέον ζήτηµα εθνικού φιλότιµου να προβληθεί και το µπουζούκι καταλλήλως. Είµαι βέβαιος ότι το πολυπληθές κοινό θα ενθουσιαστεί όταν σε δει να διευθύνεις εσύ, καλέ µου µετρ, µια µεγάλη µπουζουκοορχήστρα όπου θα συµπεριληφθούν όλοι οι άσοι του µπουζουκιού και του µπαγλαµά». Βέβαια, η επιστολή αυτή του αείµνηστου ∆ηµήτρη Ψαθά έχει µία δόση ειρωνείας, όχι προς το πρόσωπο του Τσιτσάνη, αλλά στη µπουζουκοδιασκέδαση και στην έκταση που είχε πάρει η διαφήµιση του µπουζουκιού έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Ωστόσο, µέσα από την επιστολή του αναγνωρίζει ότι ο Τσιτσάνης, παρά την παρουσία νέων και καθιερωµένων τραγουδιστών και συνθετών του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Μπιθικώτσης κι ο Καζαντζίδης, εξακολουθεί να παραµένει ο βασιλιάς του χώρου. Κι όπως λέει στην αυτοβιογραφία του ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης είναι «νερό από πηγή και όχι από Ούλεν». Αυτό µπορεί να πείραξε πολλούς, αλλά δεν έπαυε να είναι µία πραγµατικότητα.

Page 41: Tsitsanis

Τρεις µέρες ακόµα και ξηµερώνει Χριστούγεννα

Στο «Χάραµα», εκεί στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ο Τσιτσάνης διανύει τα τελευταία δηµιουργικά του χρόνια. Εκεί τον γνώρισαν και τον αγάπησαν και η γενιές του '60 και του '70. Το ότι πρόλαβαν να τον δουν - και όχι να τον ακούσουν µόνο µέσα από τους δίσκους του - είναι µεγάλος κέρδος γι' αυτούς. Γιατί Τσιτσάνης δεν ήταν µόνο φωνή, αλλά και παρουσία. Όπως έγραψε κάποτε και ο Βασίλης Βασιλικός, «αποτελεί την ζώσα διάψευση των ποιητών της ήττας. Γεννηµένος για να πονά, µε το δάκρυ χάντρα, κατάλαβε τη ζωή χωρίς να καταβληθεί. ∆ιατηρήθηκε µέσα στο µαγικό ηχείο της τέχνης άφθαρτος και πάντα νέος, µε σβέλτες κινήσεις εφήβου. Γιατί ο Τσιτσάνης είναι µια παράδοση και ένα µέλλον. Γλυκός, µε µια βαθύτερη ανατολίτικη φιλοσοφία, σε κοιτάζει και σ' αγαπά. Συνώνυµο της αγάπης".

Μια φορά µονάχα ζούµε στη ζωή και τη θέλω οµορφιές να 'ναι γεµάτη.

1983. Η υγεία του Βασίλη Τσιτσάνη κλονίζεται. Το τραγούδι του απαλύνει τη στεναχώρια. Είναι µια δύσκολη χρόνια για κείνον, αλλά παράλληλα του επιφυλάσσει πολλές χαρές. Με πρωτοβουλία του Μίκη Θεοδωράκη, τον τιµούν επίσης τέσσερις δήµοι σε µια εκδήλωση που γίνεται στο Κατράκειο. Τέσσερις δήµοι που οι κάτοικοί τους τον αγάπησαν όσο λίγοι. Νίκαια, η ∆ραπετσώνα, ο Κορυδαλλός και το Κερατσίνι. Του απονέµεται το µετάλλιο κι εκείνος κοκκινίζει σαν µικρό παιδί. Οι δίσκοι του, µετά από 40 χρόνια σκληρής δουλειάς, βρίσκονται και πάλι στις πρώτες σειρές. Το «Χάραµα» ασφυκτιά από κόσµο, λες και όλοι θέλουν να προλάβουν. Λες και όλοι να διαισθάνονται πως κάτι θα συµβεί. Το ∆εκέµβρη κάνει µια αιµόπτυση. Η Βικτωρία τον πείθει να φύγουν για το Λονδίνο. Ανεβαίνει για τελευταία φορά στο πάλκο στις 21 του ∆εκέµβρη. Τρεις µέρες ακόµη και ξηµερώνουν Χριστούγεννα. Και το µαγαζί θα γιορτάσει µε άδεια τη δική του καρέκλα. Οι συνάδελφοι του θα πουν πως είναι τα χειρότερα Χριστούγεννα της καλλιτεχνικής τους καριέρας. Πως χωρίς εκείνον το τραγούδι µοιάζει φάλτσο. Φάλτσος κι ο χορός των πελατών, που ανυποψίαστοι για το τι συµβαίνει πάνε να διασκεδάσουν στο «µαγαζί του». Έτσι λέγαµε όλοι τότε. «Πάµε στο µαγαζί του Τσιτσάνη» και όχι «στο µαγαζί που τραγουδάει ο Τσιτσάνης».

Οι Εγγλέζοι γιατροί τον βάζουν στο χειρουργείο. Η Βικτωρία, σαν γιατρός, είναι παρούσα στην επέµβαση. Όλα πηγαίνουν καλά. «Την τρίτη κιόλας µέρα τον έβγαλα µια µικρή βόλτα. Ήταν χαρούµενος. Έκανε σχέδια για το µέλλον. Σκεπτόταν τι ρούχα θα αγόραζε για να φορέσει τις Αποκριές στο µαγαζί. Την πέµπτη µέρα δεν αισθανόταν και τόσο καλά. Ρώτησε το γιατρό τι συµβαίνει. Κι εκείνος, όπως γίνεται στο εξωτερικό, του απάντησε ωµά: "Μα, σας αφαιρέσαµε ένα κόµµι από τον πνεύµονα. Είναι φυσικό να αισθάνεστε έτσι". Γύρισε και µε κοίταξε µε εκείνα τα πελώρια µάτια του, που φάνταζαν πιο µεγάλα έτσι που είχε αδυνατίσει. "Είναι αλήθεια, Βικτωρία;" Προσπάθησα να διασκεδάσω τη στιγµή λέγοντας πως επρόκειτο για κύστη. ∆εν µε πίστεψε, αλλά και δεν ξαναρώτησε τίποτα. Ούτε µου µίλησε ούτε ζήτησε να φάει. Κλείστηκε στον εαυτό του.

Page 42: Tsitsanis

Οι γιατροί είπαν πως έπαθε ξαφνικό µαρασµό. Ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας δεν αντέδρασε σε κάτι που τον βρήκε. Γιατί δεν άντεχε την αρρώστια. ∆εν άντεχε τη σκέψη πως θα πεθάνει. Και αφέθηκε στη µοίρα του, που δεν ήταν άλλη από το τέλος. Αν ήξερα πως θα έφευγε τόσο γρήγορα, δεν θα έδινα τη συγκατάθεση µου να χειρουργηθεί, θα τον άφηνα να ζήσει όσο άντεχε η καρδιά του. Αυτός, που έγραψε τόσα για το θάνατο, ήταν ασυµβίβαστος µε το δικό του τέλος».

Επτά µέρες µετά την επέµβαση, ο Βασίλης Τσιτσάνης αφήνει την τελευταία του πνοή στο δωµάτιο του εγγλέζικου νοσοκοµείου. Η σωρός µεταφέρεται στην Αθήνα. Σε µια πόλη που βουτήχτηκε στο πένθος µόλις έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του. Η κηδεία του γίνεται στο Α' Νεκροταφείο µε δηµόσια δαπάνη. Εκεί που φιλοξενούνται τα µεγαλύτερα ονόµατα του πνεύµατος και της τέχνης. Ένα ακόµα παιδί της ελληνικής γης ξαναγυρνάει στις ρίζες του. Οι επώνυµοι χάνονται µέσα στο ανώνυµο πλήθος. Στο πλήθος που δεν πήγε µέχρι εκεί για να το δουν και να το φωτογραφήσουν . Πήγε δίπλα του να τον ακούσει, να τον αφουγκραστεί για τελευταία φορά. Είναι το ίδιο ανώνυµο πλήθος που τον αγκάλιασε και τον αγάπησε. Το χείλη µουρµουρίζουν τη «Συννεφιασµένη Κυριακή», ο ήχος της καµπάνας υποκλίνεται στους ήχους της δικής του µουσικής πανδαισίας. Στους ήχους του µπουζουκιού που λάτρεψε, που ανέδειξε, που µας έκανε ν' αγαπήσουµε. Ένα λουλούδι, µία νότα, ένα τραγούδι, µια ζωή!

Υ.Γ. ∆ύο χρόνια µετά το θάνατο του, Μάρτιο του '85, το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη βραβεύεται στο ∆ιεθνές Φεστιβάλ

∆ίσκου στη Γαλλία. Παρών ο τότε υπουργός Πολιτισµού και φίλος της Μελίνας Μερκούρη, Ζακ Λαγκ. Οι γαλλικές

εφηµερίδες γράφουν µεταξύ άλλων. «Ο ρόλος που έπαιζε ο Βασίλης Τσιτσάνης στην ελληνική λαϊκή µουσική δεν

µπορεί να καταγραφεί σε αυτό το αφιέρωµα. Βιρτουόζος του µπουζουκιού και γνήσιος εκφραστής του λαϊκού

τραγουδιού. Για το λαό του είναι πάνω και από βασιλιάς, είναι ένα σύµβολο. Χωρίς αυτόν η ελληνική µουσική δεν θα

ήταν αυτό που είναι σήµερα».

Page 43: Tsitsanis