THEMIS 1

283
- Χρυσή Αυγή : Δημοκρατία υπό απειλή και δικαστική απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων στην Ελληνική και σε ξένες έννομες τάξεις. - Ελευθερία έκφρασης – τύπου, προσωπικά δεδομένα και ιδιωτική ζωή. Στάθμευση μεταξύ των έννομων αγαθών - Η αποταμιευτική αρχή ως αρχή της δικαιοσύνης - Δεδικασμένο και εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ - Σχολιασμός της υπ’ αριθ. 15/2011 γνωμοδότησης του εισαγγελέα ΑΠ για εξέταση DNA - H δικαιοσύνη : κυριολεκτικά απούσα - Η ευθύνη Υπουργών και η αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος - Υπηρεσιακές κυβερνήσεις κατά το ισχύον Σύνταγμα - Αντισυνταγματικότητα Μνημονίου ΙΙΙ - Σχολιασμός νομικής επικαιρότητας Σχολιασμός νομικής επικαιρότητας Σχολιασμός νομικής επικαιρότητας Σχολιασμός νομικής επικαιρότητας, ιδίως το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο και δυνατότητα άρσης του Ελβετικού τραπεζικού απορρήτου, αλλοδαπά πολιτικά κόμματα στην Ελληνική έννομη τάξη, παρεμπόδιση του πλοίου Estelle από ισραηλινές ναυτικές δυνάμεις και παραβίαση διεθνούς δικαίου, προληπτική απαγόρευση των συναθροίσεων κατά την διάρκεια της επίσκεψης Μέρκελ στην Αθήνα, νομιμότητα δημοσίευσης στοιχείων και φωτογραφιών κατηγορουμένων από την αστυνομία, αποχές δικηγόρων & διακοπές συνεδριάσεων δικαστών, χαμηλότερη επιτόκιο υπερημερίας για το Δημόσιο, Ελληνική αστυνομία και βασανιστήρια κτλπ… - Επίκαιρη νομοθεσία Επίκαιρη νομοθεσία Επίκαιρη νομοθεσία Επίκαιρη νομοθεσία Ν. 4077/2012, Ν. 4076/2012, ΠΔ 100/2012, - Επίκαιρη νομολογία Επίκαιρη νομολογία Επίκαιρη νομολογία Επίκαιρη νομολογία ΟλΣτΕ 2411/2012, ΟλΑΠ 3/2012, ΑΠΔ 29/2012, ΕφΠειρ 102/2011, ΕφΑθ 385/2011, ΜΠρΑθ 479/2012, ΤρΠλημμΑθ 22610/2012 , Υπόθεση Althoff κατά Γερμανίας, Υπόθεση Ali Gunes κατά Τουρκίας, Υπόθεση Savda κατά Τουρκίας, Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας, Υπόθεση Κορτέσης κατά Ελλάδας ΘΕΜΙΣ Τεύχος 1 ο , ∆εκέµβριος 2012 Τριµηνιαίο ψηφιακό νοµικό περιοδικό

Transcript of THEMIS 1

Page 1: THEMIS 1

- Χρυσή Αυγή : Δημοκρατία υπό απειλή και δικαστική απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων στην Ελληνική και σε ξένες έννομες τάξεις.

- Ελευθερία έκφρασης – τύπου, προσωπικά δεδομένα και ιδιωτική ζωή. Στάθμευση μεταξύ των έννομων αγαθών - Η αποταμιευτική αρχή ως αρχή της δικαιοσύνης - Δεδικασμένο και εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ - Σχολιασμός της υπ’ αριθ. 15/2011 γνωμοδότησης του

εισαγγελέα ΑΠ για εξέταση DNA - H δικαιοσύνη : κυριολεκτικά απούσα - Η ευθύνη Υπουργών και η αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος - Υπηρεσιακές κυβερνήσεις κατά το ισχύον Σύνταγμα

- Αντισυνταγματικότητα Μνημονίου ΙΙΙ - Σχολιασμός νομικής επικαιρότηταςΣχολιασμός νομικής επικαιρότηταςΣχολιασμός νομικής επικαιρότηταςΣχολιασμός νομικής επικαιρότητας, ιδίως το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο και δυνατότητα άρσης του Ελβετικού τραπεζικού απορρήτου, αλλοδαπά πολιτικά κόμματα στην Ελληνική έννομη τάξη, παρεμπόδιση του πλοίου Estelle από ισραηλινές ναυτικές δυνάμεις και παραβίαση διεθνούς δικαίου, προληπτική

απαγόρευση των συναθροίσεων κατά την διάρκεια της επίσκεψης Μέρκελ στην Αθήνα, νομιμότητα δημοσίευσης στοιχείων και φωτογραφιών κατηγορουμένων από την αστυνομία, αποχές δικηγόρων & διακοπές συνεδριάσεων δικαστών, χαμηλότερη επιτόκιο υπερημερίας για το Δημόσιο,

Ελληνική αστυνομία και βασανιστήρια κτλπ… ---- Επίκαιρη νομοθεσία Επίκαιρη νομοθεσία Επίκαιρη νομοθεσία Επίκαιρη νομοθεσία Ν. 4077/2012, Ν. 4076/2012, ΠΔ 100/2012, ---- Επίκαιρη νομολογία Επίκαιρη νομολογία Επίκαιρη νομολογία Επίκαιρη νομολογία ΟλΣτΕ 2411/2012, ΟλΑΠ 3/2012, ΑΠΔ 29/2012, ΕφΠειρ 102/2011, ΕφΑθ 385/2011, ΜΠρΑθ 479/2012, ΤρΠλημμΑθ 22610/2012 , Υπόθεση Althoff κατά Γερμανίας, Υπόθεση Ali Gunes κατά Τουρκίας, Υπόθεση

Savda κατά Τουρκίας, Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας, Υπόθεση Κορτέσης κατά Ελλάδας

ΘΕΜΙΣ Τεύχος 1ο, ∆εκέµβριος 2012

Τριµηνιαίο ψηφιακό νοµικό περιοδικό

Page 2: THEMIS 1

Συντακτική Επιµέλεια

Συντακτική οµάδα: Καδήρ Αϊκούτ, ασκούµενος δικηγόρος Γιαλλουρίδης Κωνσταντίνος, µεταπτυχιακός φοιτητής πανεπιστηµίου Αµπερντίν Γεωργουλάκος Ηλίας, φοιτητής Νοµικής ∆ΠΘ Τασιόπουλος Σταύρος, ασκούµενος δικηγόρος – µεταπτυχιακός φοιτητής ∆ηµοσίου δικαίου & Πολιτικής Επιστήµης Νοµικής ∆ΠΘ Σπυρίδων Αδάµ, δικηγόρος Χρυσάνθη Καρβουνιάρη, ασκούµενη δικηγόρος Μουκαζής Γιώργος, µεταπτυχιακός φοιτητής διεθνούς δικαίου, Åbo Akademi University, Turku, Finland ∆αµβέργη ∆έσποινα, φοιτήτρια Νοµικής ∆ΠΘ Χαµουργκά Ειρήνη, ασκούµενη δικηγόρος ∆ηµητριάδης Γεώργιος, ασκούµενος δικηγόρος Λαµπροπούλου Βικτώρια, ασκούµενη δικηγόρος Αργυρόπουλος Γιώργος, ασκούµενος δικηγόρος - µεταπτυχιακός φοιτητής ∆ηµοσίου δικαίου & Πολιτικής Επιστήµης Νοµικής ∆ΠΘ Σπύρος Σκιαδόπουλος, φοιτητής Νοµικής ∆ΠΘ Συνεργάτες Τεύχους: Αϊκούτ Καδήρ ∆ηµητριάδης Γεώργιος Γιαλλουρίδης Κωνσταντίνος Χρυσάνθη Καρβουνιάρη Βικτώρια Λαµπροπούλου Μουκαζής Γιώργος Χαµουργκά Ειρήνη Τασιόπουλος Σταύρος Αργυρόπουλος Γιώργος Σπυρίδων Αδάµ Σπύρος Σκιαδόπουλος ∆αµβέργη ∆έσποινα

Page 3: THEMIS 1

Σας καλωσορίζουμε στο πρώτο τεύχος του νομικού μας περιοδικού ΘΕΜΙΣ. Η Σας καλωσορίζουμε στο πρώτο τεύχος του νομικού μας περιοδικού ΘΕΜΙΣ. Η Σας καλωσορίζουμε στο πρώτο τεύχος του νομικού μας περιοδικού ΘΕΜΙΣ. Η Σας καλωσορίζουμε στο πρώτο τεύχος του νομικού μας περιοδικού ΘΕΜΙΣ. Η συντακτική μας ομάδα αποτελείται από προπτυχιακούςσυντακτική μας ομάδα αποτελείται από προπτυχιακούςσυντακτική μας ομάδα αποτελείται από προπτυχιακούςσυντακτική μας ομάδα αποτελείται από προπτυχιακούς---- μεταπτυχιακούς μεταπτυχιακούς μεταπτυχιακούς μεταπτυχιακούς

φοιτητές νομικών σφοιτητές νομικών σφοιτητές νομικών σφοιτητές νομικών σχολών, ασκούμενους χολών, ασκούμενους χολών, ασκούμενους χολών, ασκούμενους ---- δικηγόρους και νομικούς που έχουν δικηγόρους και νομικούς που έχουν δικηγόρους και νομικούς που έχουν δικηγόρους και νομικούς που έχουν διάθεση (σε αντίθεση με το κλίμα που επικρατεί στον τομέα) να σας διάθεση (σε αντίθεση με το κλίμα που επικρατεί στον τομέα) να σας διάθεση (σε αντίθεση με το κλίμα που επικρατεί στον τομέα) να σας διάθεση (σε αντίθεση με το κλίμα που επικρατεί στον τομέα) να σας

προσφέρουν τις γνώσεις τους για θέματα νομικής επικαιρότητας.προσφέρουν τις γνώσεις τους για θέματα νομικής επικαιρότητας.προσφέρουν τις γνώσεις τους για θέματα νομικής επικαιρότητας.προσφέρουν τις γνώσεις τους για θέματα νομικής επικαιρότητας.

Στην προσπάθεια μας αυτή τα μόνα εφόδια μας είναι οι γνώσεις μας και η Στην προσπάθεια μας αυτή τα μόνα εφόδια μας είναι οι γνώσεις μας και η Στην προσπάθεια μας αυτή τα μόνα εφόδια μας είναι οι γνώσεις μας και η Στην προσπάθεια μας αυτή τα μόνα εφόδια μας είναι οι γνώσεις μας και η διδιδιδιάθεση μας για έρευνα. Σκοπός μας είναι η όρθωση αναστήματος όπως άθεση μας για έρευνα. Σκοπός μας είναι η όρθωση αναστήματος όπως άθεση μας για έρευνα. Σκοπός μας είναι η όρθωση αναστήματος όπως άθεση μας για έρευνα. Σκοπός μας είναι η όρθωση αναστήματος όπως

πρέπει να κάνουν οι νέοι νομικοί και να εφαρμόσουν όλα όσα έμαθαν στηνν πρέπει να κάνουν οι νέοι νομικοί και να εφαρμόσουν όλα όσα έμαθαν στηνν πρέπει να κάνουν οι νέοι νομικοί και να εφαρμόσουν όλα όσα έμαθαν στηνν πρέπει να κάνουν οι νέοι νομικοί και να εφαρμόσουν όλα όσα έμαθαν στηνν πράξη.πράξη.πράξη.πράξη.

Ευχαριστούμε όλους τους συναδέλφους για την συνεργασία τους και Ευχαριστούμε όλους τους συναδέλφους για την συνεργασία τους και Ευχαριστούμε όλους τους συναδέλφους για την συνεργασία τους και Ευχαριστούμε όλους τους συναδέλφους για την συνεργασία τους και υπενθυμίζουμε ότι μπορείτε και εσείς οι αναγνώσυπενθυμίζουμε ότι μπορείτε και εσείς οι αναγνώσυπενθυμίζουμε ότι μπορείτε και εσείς οι αναγνώσυπενθυμίζουμε ότι μπορείτε και εσείς οι αναγνώστες μας να στέλνετε δικά σας τες μας να στέλνετε δικά σας τες μας να στέλνετε δικά σας τες μας να στέλνετε δικά σας

νομικά άρθρα στο [email protected] για δημοσίευση..νομικά άρθρα στο [email protected] για δημοσίευση..νομικά άρθρα στο [email protected] για δημοσίευση..νομικά άρθρα στο [email protected] για δημοσίευση..

Αφιερωµένο σε όλους τους εισακτέους νοµικής ∆ΠΘ 2008…

Page 4: THEMIS 1
Page 5: THEMIS 1

Δημοκρατία υπό απειλή και δικαστική απαγόρευση πολιτικών κομμάτωνΔημοκρατία υπό απειλή και δικαστική απαγόρευση πολιτικών κομμάτωνΔημοκρατία υπό απειλή και δικαστική απαγόρευση πολιτικών κομμάτωνΔημοκρατία υπό απειλή και δικαστική απαγόρευση πολιτικών κομμάτων

ΚαδήρΚαδήρΚαδήρΚαδήρ ΑϊκούτΑϊκούτΑϊκούτΑϊκούτ

‘’Freedom is always and exclusively freedom for the one who thinks differently. ‘’

RosaRosaRosaRosa LuxemburgLuxemburgLuxemburgLuxemburg Θέμα επικαιρότητας τελευταίων ημερών αποτελούν οι δραστηριότητες της Χρυσής Αυγής και γεννώνται ερωτήματα όσον αφορά το οπλοστάσιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος απέναντι στις βίαιες και νεοναζιστικές πρακτικές του συγκεκριμένου κόμματος. Γιατί άραγε η Ελληνική δικαιοσύνη δεν την θέτει εκτός νόμου; IIII –––– Εισαγωγή Εισαγωγή Εισαγωγή Εισαγωγή Περί το τέλος του 18ου αιώνα, ο Edmund Burke όριζε το πολιτικό κόμμα ως ομάδα ανθρώπων ενωμένων προκειμένου να προάγουν δια των κοινών προσπαθειών τους το εθνικό συμφέρον βάσει ιδιαίτερης αρχής επί της οποίας είναι σύμφωνοι1. Η στάση του κράτους κατά των πολιτικών κομμάτων διήλθε τα στάδια της καταπολέμησης αυτών, της αγνόησης, της αναγνώρισης και τέλος της νομιμοποίησης αυτών και έτσι έγινε αποδεκτή η ομαδοποιημένη δράση των πολιτών προς κατάληψη της εξουσίας και την ενάσκηση της2. Η Ελληνική νομοθεσία και η ελληνική ιστορία είχαν να επιδείξουν μια μακροχρόνια εχθρικότητα απέναντι στο φαινόμενο του πολιτικού κόμματος με αποκορύφωμα τη μετεμφυλιακή απαγόρευση του Κ.Κ.Ε. που ήρθη μόλις το 1974, με την πτώση της δικτατορίας του 1967-1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας3. Τα Ελληνικά Συντάγματα, τα οποία ίσχυσαν μέχρι το έτος 1975, δεν εμπεριείχαν πρόβλεψη του θεσμού των πολιτικών κομμάτων. Έμμεση αναγνώριση διαλαμβανόταν στα Συντάγματα του 1925 (άρθρα 53, 64) και του 1 Δημητρόπουλος Ανδ., «Οργάνωση και λειτουργία του κράτους: Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος Β΄», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2001, σελίδα 378. 2 Ι. Δρόσο, Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, δημοσιεύματα συνταγματικού δικαίου, τ. ΙΙ, Εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 1982, σελ. 37-39 για μια κριτική θεώρηση των απόψεων του Heinrich Triepel. 3 Βλέπε ενδεικτικά τις υπ’ αριθ. 59/1969 και 36/1969 αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Άρθρα – Μελέτες

Page 6: THEMIS 1

1927 (άρθρα 56), στο πλαίσιο συγκρότησης των νομοθετικών και εξεταστικών επιτροπών, κατ’ αναλογία προς τη δύναμη των κομμάτων . Εξάλλου, ούτε στο Σύνταγμα του 1952 υπήρχε σχετική μνεία, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί, έστω και ως έμμεση αναγνώριση των κομμάτων4. Πλήρεις διατάξεις για τα κόμματα περιλάμβαναν τα ανελεύθερα Συντάγματα της δικτατορίας των ετών 1968 5 και 1973. Σήμερα πλέον τα πολιτικά κόμματα έχουν αναχθεί σε condition sine qua non του δημοκρατικού πολιτεύματος. ΙΙΙΙΙ Ι Ι Ι –––– Δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στην Ελληνική Δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στην Ελληνική Δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στην Ελληνική Δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα στην Ελληνική έννομη τάξηέννομη τάξηέννομη τάξηέννομη τάξη Πρώτο σύνταγμα της χώρας μας που κατοχυρώνει ρητά το πολιτικό δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα είναι το Σύνταγμα του 1975 που απαιτεί από τα πολιτικά κόμματα την εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος6. Μέχρι το 1975 τα κόμματα θεωρούνταν έκφανση του δικαιώματος συνεταιρίζεσθαι, ενώ σήμερα με το άρθρο 29, παρ. 6 του ν. 3023/2002, από την ίδρυσή του, το πολιτικό κόμμα αποκτά νομική προσωπικότητα για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του, κάτι που σημαίνει ότι δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις των κομμάτων, ως νομικών προσώπων, οι § 2 και 3 του άρθρου 12 Σ, ούτε τα άρθρα 78-83 ΑΚ, μήτε το άρθρο 105 ΑΚ για τη δικαστική διάλυση σωματείων7. Η θεωρία αποδέχεται πως το άρθρο 12 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει στο προστατευτικό της πεδίο τα πολιτικά κόμματα τα οποία σήμερα διέπονται από την διάταξη του άρθρου 29 του Συντάγματος8.

4 Ν. Μαυρίκας, H νομική προσωπικότητα των πολιτικών κομμάτων ως στοιχείο άσκησης της δράσης τους, Θεωρία και πράξη διοικητικού δικαίου, Τεύχος Ιουνίου 2011. 5 Για τις διατάξεις του βλ. Κ. Γεωργοπούλου: Συντ. Δίκ. (παραδόσεις), 1969 σελ. 63 επ. -

Σύντομη Ιστορία διατάξεων διαφόρων Συνταγμάτων περί κομμάτων βλ. στου ίδιου: Στοιχεία Συνταγματικού Δικαίου, 1968, σελ. 100 επ. 6 Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, σελ. 434. 7 Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, τέταρτη ενημερωμένη φοιτητική έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2012, σελ. 602. 8 Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, τέταρτη ενημερωμένη φοιτητική

έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2012, σελ. 602-603.

Page 7: THEMIS 1

Η ελευθερία των πολιτικών κομμάτων είναι ευρύτερη από την ελευθερία των ενώσεων. Η ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος δεν μπορεί να υπαχθεί σε κανένα προληπτικό μέτρο αλλά ούτε και σε προηγούμενη άδεια όπως στις ενώσεις9. Την ίδρυση και την λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ρύθμιζε το ν.δ. 59/1974 που είχε εκδοθεί πριν από την ψήφιση του Συντάγματος μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος. Αντικείμενο του ν.δ. 59/1974 ήταν όπως δηλώνει και ο τίτλος του η ελεύθερη σύσταση πολιτικών κομμάτων και η επαναλειτουργία όσων είχαν διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο ή των οποίων η λειτουργία και η δράση είχε διακοπεί ή ανασταλεί. Στόχοι που καταδεικνύουν την σημασία των κομμάτων ως εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας στη λειτουργία του πολιτεύματος καθώς αμέσως μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας το 1967 οι δικτάτορες είχαν προβεί στην διάλυση τους10. Το ν.δ. 59/1974 υποχρέωνε τα πολιτικά κόμματα (υφιστάμενα και ιδρυόμενα) να καταθέσουν στον Άρειο Πάγο πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δραστηριότητας δήλωση του αρχηγού τους ή της διοικούσας επιτροπής τους ότι οι αρχές του κόμματος αντιτίθενται σε κάθε ενέργεια αποσκοπούσα σε βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή την ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος. Δήλωση η οποία έφερνε στην δημοσιότητα την ίδρυση του πολιτικού κόμματος. Οριζόταν, τέλος στο ν.δ. 59/1974 ότι από το χρονικό σημείο της κατάθεσης της δήλωσης αυτής δεν υφίστατο κανένας περιορισμός ως προς τη λειτουργία και τη δράση των πολιτικών κομμάτων, στο πλαίσιο του πολιτεύματος εκτός από εκείνους που απορρέουν από τις γενικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες αφορούν κατ’ εξοχήν τη διαδικασία εκλογής των βουλευτών11. 9 Ό.π., σελ. 603. 10 Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, σελ. 436 και Πηνελόπη Ν. Φουντεδάκη, Ενδοκομματική δημοκρατία και σύνταγμα, Εκδόσεις Αντ.

Σάκκουλα, Αθήνα, 1987, σελ. 44- 45. 11 Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, σελ. 437.

Page 8: THEMIS 1

Ο νόμος 3023/2002 κατάργησε το ν.δ. 59/1974 και ορίζει τα εξής: α) Το πολιτικό κόμμα πριν αναλάβει δραστηριότητα καταθέτει ιδρυτική δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου β) την ιδρυτική δήλωση καταθέτει ο πρόεδρος ή η διοικούσα επιτροπή του κόμματος γ) στην ιδρυτική δήλωση αναφέρεται ότι η οργάνωση και η δράση του κόμματος εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δ) στον εισαγγελέα του ΑΠ γνωστοποιούνται το όνομα, το έμβλημα και η έδρα του πολιτικού κόμματος ε) στον εισαγγελέα του ΑΠ υποβάλλεται το καταστατικό ή η ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος που υπογράφεται από διακόσιους (200) τουλάχιστον πολίτες οι οποίοι έχουν το δικαίωμα ψήφου στ) με την γνωστοποίηση του ονόματος του και του εμβλήματος του το κόμμα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης τους ζ) οι διαφωνίες για τον δικαιούχο του ονόματος και του εμβλήματος καθώς και την ιδιότητα του προέδρου ή του μέλους της διοικούσας επιτροπής πολιτικού κόμματος επιλύονται με απόφαση του Α’ τμήματος του Αρείου Πάγου. Οι παραπάνω αυτές προϋποθέσεις (α, β, γ, δ, ε) αποτελούν και προϋποθέσεις συμμετοχής στις γενικές βουλευτικές εκλογές. Η ρύθμιση που επέφερε ο ν. 3023/2002 εν αντιθέσει προς το ν.δ. 59/1974 δεν ορίζει και το ότι οι αρχές του κόμματος οφείλουν να αντιτίθενται σε κάθε ενέργεια αποσκοπούσα σε βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στην κατάληψη της εξουσίας. Ο διαδραμών χρόνος από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και η εμπέδωση της δημοκρατίας καθιστούν περιττές τέτοιου είδους αναφορές. Σημαντική ωστόσο είναι η ρύθμιση του νέου νόμου ότι στην ιδρυτική δήλωση του κόμματος προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου πρέπει να αναφέρεται πως η οργάνωση και η δράση του εξυπηρετούν την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η επανάληψη από τον νόμο της αντίστοιχης συνταγματικής ρύθμισης (άρθρο 29 του Συντάγματος) η οποία απουσίαζε από το ν.δ. 59/1974 θέτει τέλος στην θεωρητική διερεύνηση για το πώς πρέπει να νοείται η συνταγματική αυτή ρήτρα και καθιστά την εν λόγω αναφορά, προϋπόθεση της νόμιμης ανάληψης δραστηριότητας από το κόμμα12.

12 Κώστας Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2005, σελ. 437-

438.

Page 9: THEMIS 1

Αξίζει να αναφέρουμε πως στο παρελθόν δεν έγινε δεκτή η αίτηση συμμετοχής στις εκλογές μικρών κομμάτων, επειδή στις διακηρύξεις τους ανέφεραν ότι θέλουν να ανατρέψουν το πολίτευμα. H απαγόρευση όμως συμμετοχής στις εκλογές κάποιου πολιτικού κόμματος (και όχι θέση εκτός νόμου) δεν αποτελεί λύση διότι τα κόμματα μπορούν να αποφύγουν το εμπόδιο αυτό κατέρχοντας με άλλες διακηρύξεις και άλλα προσωπεία. Στις 29 Μαΐου 1994 ο Άρειος Πάγος δεν ανακήρυξε τον συνδυασμό Ουράνιου Τόξου και άλλων δύο αριστερών σχημάτων με το αιτιολογικό ότι δεν κατέθεσαν δήλωση σύμφωνα με την οποία το κόμμα είναι αντίθετο στην δια της βίας κατάληψη της εξουσίας13. Με την απόφαση 4/1-9-2007, το Α’ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου είχε ανακηρύξει έναν υποψήφιο ως μεμονωμένο υποψήφιο χωρίς τον τίτλο του συνδυασμού «Νέος Φασισμός», γιατί αυτό αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 29 παράγραφος 1 του Συντάγματος που προβλέπει ότι «η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

ΙΙΙ ΙΙΙ ΙΙΙ ΙΙΙ –––– Δυνατότητα δικαστικής διάλυσης / απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων Δυνατότητα δικαστικής διάλυσης / απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων Δυνατότητα δικαστικής διάλυσης / απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων Δυνατότητα δικαστικής διάλυσης / απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων στην Ελληνική και σε στην Ελληνική και σε στην Ελληνική και σε στην Ελληνική και σε ξένες έννομες τάξειςξένες έννομες τάξειςξένες έννομες τάξειςξένες έννομες τάξεις Το ζήτημα της απαγόρευσης ή διάλυσης πολιτικούς κόμματος είχε τεθεί συχνά σε ευρωπαϊκές και μη χώρες, δεδομένης και της έξαρσης των ακροδεξιών κομμάτων τελευταία στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ουκρανία αλλά και η Τουρκία κλήθηκαν να απαντήσουν σχετικά Στην Ελληνική έννομη τάξη δεν είναι δυνατή σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα σε άλλες έννομες τάξεις (όπως κατά το άρθρο 21, παρ.2 του θεμελιώδους νόμου της Βόννης του 1949 – γερμανικό σύνταγμα ) η διάλυση / απαγόρευση του κόμματος με πράξη οργάνου της πολιτείας ή η θέση του εκτός νόμου αφού δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει την απαγόρευση των κομμάτων14.

13 Παναγιώτης Δήμητρας, Χρυσή Αυγή : εκκολάφθηκε από δικαιοσύνη και κυβέρνηση, περιοδικό The Books Journal, τεύχος Οκτωβρίου 2012. 14 Την ίδια άποψη υποστηρίζουν ο Γ. Κασιμάτης, Τα πολιτικά κόμματα σαν συνταγματικός θεσμός, περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα», τεύχος 8, Ιούλιος 1980, σελίδα 60, κατά τον οποίο δεν υπάρχει, υπό το ισχύον Σύνταγμα, τρόπος ούτε να διαλυθεί, ούτε να τεθεί εκτός νόμου,

ούτε να απαγορευθεί λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων ένα πολιτικό κόμμα.

Page 10: THEMIS 1

Πριν υπάρξει ειδικότερη αναφορά στη ρήτρα του άρθρου 29 του ισχύοντος Συντάγματος, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι, τόσο κατά τη συζήτησή της, ενώπιον της Επιτροπής Επεξεργασίας του σχεδίου Συντάγματος όσο και ενώπιον της Ολομέλειας της Αναθεωρητικής Βουλής, κυριαρχούσα τάση υπήρξε εκείνη του πλήρους σεβασμού της ελευθερίας ίδρυσης και οργάνωσης των κομμάτων, κατ’ αντίθεση προς τις ανελεύθερες σχετικές ρυθμίσεις, επί δικτατορίας (Συντάγματα 1968 και 1973, καθώς και ΝΔ 800/1971)15. Κατά την συζήτηση για την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 ο εισηγητής της πλειοψηφίας ο Β. Κοντογιαννόπουλος είχε προτείνει όπως άλλωστε έγινε τελικά δεκτό – στο κυβερνητικό σχέδιο συντάγματος16 υπήρχε διάταξη για δυνατότητα θέσης εκτός νόμου κομμάτων των οποίων η δράση θα έτεινε στην ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ή θα εξέθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας – την απόρριψη της ρύθμισης ως δυσχερέστατα εφαρμόσιμης και επικίνδυνης για την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος17. Επιπλέον αξίζει να αναφερθεί πως δεν εισήχθη ποτέ στην Ελληνική έννομη τάξη συγκεντρωτικό σύστημα συνταγματικής δικαιοσύνης με Συνταγματικό Δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκουν και ζητήματα αναγόμενα στη λειτουργία των αμέσων οργάνων του κράτους και το διακανονισμό του πολιτικού ανταγωνισμού. Επειδή λοιπόν δεν εγκαθιδρύεται κάποια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας να είναι δυνατή η προσφυγή για θέση κόμματος εκτός νόμου δεν αρκεί η ρήτρα του άρθρου 29, παρ.1 του Συντάγματος. Η ρήτρα αυτή δεν εμπεριέχει περιορισμό ούτε παρέχει κριτήριο με βάση το οποίο κρατικά όργανα (έστω και δικαστήρια) να μπορούν να απαγορεύσουν την ίδρυση κόμματος ή να διατάξουν την διάλυση υφισταμένου. Το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α’ Σ. ορίζει μεν, 15 Ν. Μαυρίκας, H νoμική προσωπικότητα των πολιτικών κομμάτων ως στοιχείο άσκησης της

δράσης τους, Θεωρία και πράξη διοικητικού δικαίου, Τεύχος Ιουνίου 2011. 16 Κατά το άρθρο 12 § 3 του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος, «κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της χώρας, θα μπορούσαν τίθενται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατ’ άρθρον 100 του παρόντος Συντάγματος Δικαστηρίου. 17 Πρακτικά της Β΄ υποεπιτροπής του Συντάγματος, σελ. 506 και τις ομιλίες του Λ. Κύρκου και

Α. Κανελλόπουλου.

Page 11: THEMIS 1

πως «η οργάνωση και δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», η διάταξη αυτή όμως, είναι ατελής (lex imperfecta) , μιας και δεν προβλέπει οποιαδήποτε κύρωση, ακόμα και σε περίπτωση που η οργάνωση, δράση και λειτουργία τους δεν είναι στην πράξη δημοκρατική. Μάλιστα, η αναγκαστική διάλυση κόμματος θεωρείται ανεπίτρεπτη, ακόμα και αν αυτό διακηρύσσει πανηγυρικά ότι αποβλέπει στη βίαιη ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση δικτατορίας. H παραπάνω ατελής ρύθμιση του Συντάγματος δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με την έκδοση απλού νόμου, μιας και κάτι τέτοιο θα προϋπόθετε ρητή πρόβλεψη από το άρθρο 29 του Σ., η οποία, ωστόσο, απουσιάζει. Έτσι, κάθε προσπάθεια απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής ή οποιουδήποτε άλλου κόμματος θα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητα νομικά εμπόδια18. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν ασύμβατο με την πολιτική ελευθερία που είναι συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής αρχής. Συνέπειες της πολιτικής ελευθερίας ως στοιχείου της δημοκρατίας είναι ότι όλες οι πολιτικές απόψεις, τάσεις, ιδεολογίες κτλπ είναι καταρχήν ελεύθερες. Η άποψη αυτή υποστηρίζει πως όπως η ελευθερία γνώμης και ψήφου νοείται ιδίως ως ελευθερία αντίθετης γνώμης και αρνητικής ψήφου , έτσι και η ελευθερία οργάνωσης σε κόμματα δεν μπορεί παρά να νοείται ως ελευθερία οργάνωσης ιδίως σε αντιπολιτευόμενα κόμματα19. Και πράγματι, η ελευθερία που αξίζει και έχει πρακτική σημασία δεν είναι τόσο η ελευθερία των συμφωνούντων, όσο η ελευθερία των διαφωνούντων20. Η αναίρεση της ελευθερίας άλλωστε για μερικά ή έστω για ένα κόμμα, όποιοι και αν είναι οι στόχοι του ή η ιδεολογία του, οδηγεί σε άρνηση αυτής καθαυτής της δημοκρατικής αρχής, διότι με τον τρόπο αυτό απαγορεύεται στους πολίτες,

18 Αντώνης Αναστασάκης, Γιατί η απαγόρευση της Χρυσής Αυγής είναι κακή ιδέα; ιστοσελίδα Υστερόγραφα. 19 Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικές ελευθερίες, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 34 και Maurer Hartmut, Das Verbot politischer Partejen. Zur problematik des Art 21 Abs 2 GG, Archiv des offentlichen Rechts, 1971, σελ. 215. 20 Freedom is always and exclusively freedom for the one who thinks differently – Rosa

Luxemburg.

Page 12: THEMIS 1

των οποίων η θέληση θεωρείται κυρίαρχη, να θέλουν ό,τι ακριβώς συνιστά την ιδιότητά τους ως κυριάρχων21. Ιδιαίτερα έντονα προβάλλει η αναίρεση της δημοκρατικής αρχής όταν δικαιολογείται η απαγόρευση ορισμένων πολιτικών κομμάτων ενώπιον του ενδεχομένου να γίνουν πλειοψηφία. Η προβολή του επιχειρήματος ότι ένα κόμμα πρέπει να εμποδιστεί να γίνει πλειοψηφία, επειδή αν γίνει πλειοψηφία θα κινδυνεύσει το πολίτευμα, δεν ευσταθεί. (τα λεγόμενα επαναστατικά υπό αίρεση κόμματα)22. Το Σύνταγμα άλλωστε θεσπίζει δικαίωμα την υποχρέωση των Ελλήνων να προβάλλουν άμυνα εναντίον κάθε απόπειρας βίαιης ανατροπής του πολιτεύματος (άρθρο 120 παρ. 1 Σ). Ο λαός «μπορεί να θέλει οτιδήποτε, αρκεί ότι το θέλει»23. Την άποψη αυτή δέχεται και η κρατούσα γνώμη στην ελληνική θεωρία του συνταγματικού δικαίου (μεταξύ άλλων Τσάτσος και Μαυριάς).

Επιπλέον η απαγόρευση της Χρυσής Αυγής με νόμο θα ήταν αλυσιτελής. Διότι οι βουλευτές της, ελλείψει ειδικής συνταγματικής διάταξης για την αυτοδίκαιη έκπτωσή τους (αντίστοιχης με το άρθρο 58 παρ. 6 των Συνταγμάτων της δικτατορίας), δεν θα έχαναν τη βουλευτική τους ιδιότητα. Τούτο σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν το «θεάρεστο» έργο τους και να κατέλθουν στις επόμενες εκλογές με άλλο όνομα24. Σημειωτέον επίσης ότι το άρθρο 29 παρ. 1 κάνει λόγο και για την «οργάνωση» των κομμάτων, δηλαδή επιτάσσει τον σεβασμό στην εσωκομματική δημοκρατία. Αν, όμως, ο μη-σεβασμός της τελευταίας αποτελούσε επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την απαγόρευση του «παραβατικού» κόμματος, τότε και πολλά άλλα ελληνικά πολιτικά κόμματα θα έπρεπε να απαγορευθούν,

21 Ηλίας Ηλίου, Το Σύνταγμα και η αναθεώρηση του, Εκδόσεις Θεμέλιο , 1975 σελ. 202 επόμενα και σελ. 211 επόμενα. 22 Τσάτσος Θ. Δημ., Σύνταγμα και πολιτική πραγματικότητα, Κείμενα για την διαλεκτική σχέση δικαίου και πολιτικής, Επιμέλεια Άλκη Κούρκουλα, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, σελ. 32. 23 Αριστόβουλος Μάνεσης, Το πρόβλημα της ασφάλειας του Κράτους και η Ελευθερία, στο συλλεκτικό τόμο μελετών του συγγραφέα με τίτλο: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Θεσσαλονίκη 1980, σελίδες 5 επ. και 113 επ. 24 Ν.Κ. Αλιβιζάτος, Επιτρέπεται η απαγόρευση πολιτικού κόμματος;, άρθρο δημοσιευμένο στην

εφημερίδα Καθημερινή (23-09-12).

Page 13: THEMIS 1

αφού παραβιάζουν κατά συρροή τις δημοκρατικές διαδικασίες που εξαγγέλλονται στα καταστατικά τους και στην πράξη όλες οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται προσωπικά από τους αρχηγούς τους25. Oύτε το άρθρο 25 παρ. 3 Σ , σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, μπορεί να αποτελέσει συνταγματικό έρεισμα για την απαγόρευση ή διάλυση κομμάτων από κρατικά όργανα. Άλλωστε , και αν ακόμη γινόταν δεκτό ότι με βάση το άρθρο 25 παρ. 3 Σ , είναι νομικά δυνατό να απαγορευθεί η άσκηση κάποιου δικαιώματος , η απαγόρευση αυτή θα αφορούσε κάποιο ατομικό δικαίωμα – που φορέας του είναι τα πολιτικά κόμματα – και όχι αυτό καθαυτό το δικαίωμα οργάνωσης σε πολιτικά κόμματα όπως διασφαλίζεται από τα άρθρο 29 παρ. 1 Σ26. Αλλά ούτε η διαδικασία μη ανακήρυξης του σχηματισμού για τις εκλογές από τον Άρειο Πάγο κατά τον ν. 3023/2002 μπορεί να υποκαταστήσει την μη προβλεπόμενη απαγόρευση (παρά το ότι ορισμένες φορές ο ΑΠ έχει εισέλθει, μη ορθά, σε αυτό το πεδίο27. Η διαδικασία δεν ενέχει εγγυήσεις προστασίας, δικαστικής ακρόασης του ενδιαφερόμενου κλπ., όπως θα συνέβαινε υποχρεωτικά σε μια συνταγματική διαδικασία απαγόρευσης.

Επομένως η μόνη δυνατότητα να αντιμετωπιστούν τέτοια φαινόμενα είναι μόνο όταν η ευθύνη από την δράση των μελών του κόμματος αποδίδεται αν αποτελεί ποινικώς κολάσιμη πράξη / συμπεριφορά στους δράστες των αντίστοιχων εγκληματικών πράξεων σύμφωνα με τους κανόνες του ποινικού δικαίου και ποινικών νόμων. Βέβαια υπάρχει και η αντίθετη άποψη (militant democracy) που δέχεται ότι δεν πρέπει να δίνεται ανοχή σε εχθρούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας και 25 Κώστας Χρυσόγονος, Δεν πρέπει και ούτε πρέπει να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή και Ηλίας Ν. Ηλιακόπουλους, Από ποιους κινδυνεύει η Δημοκρατία; 26 Γ. Δρόσος, Η νομική θέσις των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 1982, σελ. 213 επ. 27 Εισήγηση του Δ. Σαραφιανού με τίτλο ''Ζητήματα νομικής αντιμετώπισης του νεοναζισμού''

στη σχετική συζήτηση για την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής την 30-10-2012.

Page 14: THEMIS 1

συνεπώς όπως διαλύονται τα σωματεία έτσι πρέπει να διαλύονται και τα κόμματα28. Κατ’ επέκταση, τα πολιτικά κόμματα μπορούν να πρεσβεύουν οποιεσδήποτε απόψεις, ακόμα και εχθρικές για το δημοκρατικό πολίτευμα, αρκεί να τηρούν τις συνταγματικές διατάξεις και τους νόμους (όπως τα σωματεία). Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής αυτό το νόημα αποδίδει και το άρθρο 29 παρ.1 Σ που κατοχυρώνει το δικαίωμα των πολιτών «ελεύθερα» να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα. Αξίζει να σημειωθεί ως επιχείρημα υπέρ της απαγόρευσης κομμάτων ότι τον Αύγουστο του 2009, «Η Επιτροπή του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων εξέφρασε ανησυχίες από αναφορές για τη διάδοση ρατσιστικών στερεοτύπων και μισαλλόδοξων σχολίων από συγκεκριμένες οργανώσεις και ΜΜΕ κατά προσώπων που ανήκουν σε διαφορετικές εθνοτικές και φυλετικές ομάδες και απηύθυνε σύσταση στο Κράτος μέλος να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για την τιμωρία των οργανώσεων και ΜΜΕ που είναι ένοχα τέτοιων πράξεων. Περαιτέρω απηύθυνε σύσταση στην Ελλάδα να απαγορεύσειαπαγορεύσειαπαγορεύσειαπαγορεύσει συγκεκριμένα νεοναζιστικές ομάδες από την επικράτειά του και να λάβει πιο αποτελεσματικά μέτρα για να διασφαλίσει την ανεκτικότητα απέναντι σε πρόσωπα με διαφορετική εθνοτική καταγωγή.»29 Πρόσφατα το ΕΠΣΕ στις 24 Ιανουαρίου 2011 κατέθεσε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε αίτημα να κινήσει τις διαδικασίες για την απαγόρευση λειτουργίας της Χρυσής Αυγής γιατί αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 37 παρ. 5γ΄ του π.δ. 96/5.6.2007, συνδυαζόμενη µε τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος. Στο αίτημα υπήρχε η σύσταση της CERD, οι ναζιστικοί χαιρετισμοί και αναφορά με φωτογραφίες στη ναζιστική δράση της Χρυσής Αυγής όπως παρουσιάστηκε στη CERD. Επίσης,

28 Δημήτρης Μπελαντής, Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό-διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής, Εκδόσεις Προσκήνιο, Αθήνα 2005, σελ.129-135. 29 Παναγιώτης Δήμητρας, Χ.Α: Εκκολάφθηκε με θαλπωρή από δικαιοσύνη και κυβέρνηση, άρθρο δημοσιευμένο στο tvxs.gr και http://www.nchr.gr/media/keimena_diethnwn_organismwn_kai_forewn/diethneis_ektheseis_gi

a_ta_dta_stin_ella/CERD_2009_en.pdf

Page 15: THEMIS 1

υπενθυμιζόταν πως ο Άρειος Πάγος είχε αποφανθεί πως φασιστικά κόμματα είναι αντίθετα με τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε ξένες έννομες τάξεις μετά από τις φρικαλεότητες του φασισμού και του ναζισμού, τα Συντάγματα πολλών δημοκρατικών χωρών προβλέπουν τη δυνατότητα απαγόρευσης «ανατρεπτικών» κομμάτων με δικαστική απόφαση30. Στη Γερμανική έννομη τάξη, το άρθρο 21, παρ. 2 του θεμελιώδους νόμου της Βόννης του 1949 (γερμανικό σύνταγμα – Grundgesetz)31 επιτρέπει την θέση των πολιτικών κομμάτων εκτός νόμου και την διάλυση τους. Αναφέρει ότι: «Κόμματα που λόγω των σκοπών τους ή της συμπεριφοράς των οπαδών τους τείνουν να βλάψουν ή να ανατρέψουν την φιλελεύθερη δημοκρατική θεμελιώδη τάξη ή να εκθέσουν σε κίνδυνο την υπόσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είναι αντισυνταγματικά.» Για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας αποφαίνεται το Ομοσπονδιακό Γερμανικό Δικαστήριο (BundesVerf. Gericht) . Αίτηση για απαγόρευση μπορεί να υποβάλει μόνο η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση (Bundesregierung), το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Bundestag) και το ομοσπονδιακό Συμβούλιο που αποτελείται από τους

απεσταλµένους των κρατιδίων (Bundesrat). Η απόφαση που απαγορεύει ένα κόμμα έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση του κόμματος, την αφαίρεση των εδρών του από το Κοινοβούλιο και τη δήμευση της περιουσίας του.

30 Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου όμως σιωπηρά απέρριψε το αίτημα και παρέπεμψε την αναφορά στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ελένη Ράικου για τη διερεύνηση των καταγγελλόμενων αδικημάτων της παράβασης του Ν. 927/79, και δημόσιας προτροπή σε, ή/και εγκωμιασμό, εγκλημάτων και ειδικότερα εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. 31 Art 21(1) Die Parteien wirken bei der politischen Willensbildung des Volkes mit. Ihre

Gründung ist frei. Ihre innereOrdnung muß demokratischen Grundsätzen entsprechen. Sie müssen über die Herkunft und Verwendung ihrerMittel sowie über ihr Vermögen öffentlich Rechenschaft geben.(2) Parteien, die nach ihren Zielen oder nach dem Verhalten ihrer Anhänger darauf ausgehen, die freiheitlichedemokratische Grundordnung zu beeinträchtigen oder zu beseitigen oder den Bestand der BundesrepublikDeutschland zu gefährden, sind verfassungswidrig. Über die Frage der Verfassungswidrigkeit entscheidet

dasBundesverfassungsgericht.(3) Das Nähere regeln Bundesgesetze.

Page 16: THEMIS 1

Μεταπολεμικά και συγκεκριμένα το 1953 και το 1956 έχουν απαγορευτεί με δικαστικές αποφάσεις στη Γερμανία τα εξής κόμματα : το ακροδεξιό FRG και το κουμμουνιστικό DKP32 αντίστοιχα, αλλά και το Αυτοκρατορικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Sozialistische Reichspartei-SRP), διάδοχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του Χίτλερ NSDAP το 195233. Αίτηση της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης το 2001 για την απαγόρευση του ακροδεξιού Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (Nationaldemokratische Partei Deutschlands-NPD) το οποίο μέχρι πρότινος είχε συνεργασία με την Χρυσή Αυγή απερρίφθη λόγω έλλειψης στοιχείων. Το NPD ιδρύθηκε το 1964, αυτοχαρακτηρίζεται εθνικιστικό, από πολλούς τρίτους όμως θεωρείται φασιστικό, νεότερη εκδοχή του NSDAP. Μετά από μικρές επιτυχίες σε τοπικές εκλογές και μακρά περίοδο κρίσης, επανήλθε στην επιφάνεια εξ αφορμής της επανένωσης της Γερμανίας, εκμεταλλευόμενο κυρίως, την οικονομική υστέρηση επαρχιών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Πλέον εκπροσωπείται στα τοπικά κοινοβούλια της Σαξονίας και του Μεκλεμβούργου-Πομερανίας, υπολείπεται όμως κατά πολύ του εθνικού ορίου του 5%, που αποτελεί, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της Γερμανίας, όριο εισόδου στην ομοσπονδιακή βουλή. Μετά την έκρηξη βόμβας το 2000 σε σιδηροδρομικό σταθμό που προκάλεσε τον σοβαρό τραυματισμό μεταναστών εβραϊκής και μουσουλμανικής καταγωγής, επεισόδιο που δεν εξιχνιάστηκε αλλά αποδόθηκε πολιτικά στο NPD, κινήθηκε η διαδικασία για την απαγόρευσή του με πρωτοβουλία και των τριών νομιμοποιούμενων από το Σύνταγμα (Bundestag, Bundesrat και Bundesregierung). Η σχετική αίτηση κατέληξε σε φιάσκο, αφού απορρίφθηκε πρόωρα το 2003 από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο δεν μπήκε καν στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Το ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε, ότι για την στοιχειοθέτηση των κατηγοριών κατά του NPD είχαν χρησιμοποιηθεί πράκτορες της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος, γεγονός που αποτελούσε αξεπέραστη διαδικαστική παρατυπία. Πρόσφατα με αφορμή δολοφονίες μεταναστών από εξτρεμιστές, η συζήτηση για εκ νέου κίνηση απαγόρευσης του NPD έχει

32 απόφαση απαγόρευσης http://www.servat.unibe.ch/dfr/bv005085.html 33 Αντώνης Αναστασάκης, Γιατί η απαγόρευση της Χρυσής Αυγής είναι κακή ιδέα;, ιστοσελίδα

Υστερόγραφα.

Page 17: THEMIS 1

ξανανοίξει. Οι πιθανότητες όμως επιτυχίας μιας νέας σχετικής αίτησης είναι μικρές, δεδομένης της δυσκολίας απόδοσης αντισυνταγματικών πράξεων στο NPD χωρίς την χρήση πρακτόρων, αλλά και στην αρχή της αναλογικότητας μεταξύ απαγόρευσης – εκλογικής δύναμης του NPD, η επιρροή του οποίου είναι σε εθνικό επίπεδο μικρή34. Η υπόθεση DKP βρέθηκε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία απεδέχθη την διάλυση του. Βασική αιτιολογία ήταν το γεγονός ότι η εγκαθίδρυση δικτατορίας του προλεταριάτου την οποία το κόμμα αυτό επεδίωκε ήταν ασυμβίβαστη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην Τουρκική έννομη τάξη υπάρχει δυνατότητα διάλυσης πολιτικών κομμάτων με απόφαση του Συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας που λαμβάνεται μετά από αίτηση του Εισαγγελέα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας (yargitay bassavcisi) όπως ορίζουν τα άρθρα 68,παρ. 4 και 69,παρ. 6 του Τουρκικού Συντάγματος. Λόγοι θέσεως κόμματος εκτός νόμου και διάλυσης του αποτελούν: α) παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων β) τέλεση ποινικά κολάσιμων πράξεων από μέλη – οπαδούς του κόμματος γ) παραβίαση διατάξεων συντάγματος περί λαϊκής κυριαρχίας και διατάραξη εθνικής ακεραιότητας δημιουργώντας μειονότητες, αναπτύσσοντας ή προάγοντας κάθε γλώσσα ή πολιτισμός εκτός από την Τουρκική γλώσσα ή συμμετοχή σε δραστηριότητες για το σκοπό αυτό. δ) απόπειρα βίαιης κατάλυσης του πολιτεύματος ε) υποστήριξη ύπαρξης και παρουσίας στο έδαφος της Δημοκρατίας της Τουρκίας άλλων εθνικών μειονοτήτων που διακρίνονται από τις διαφορές των εθνοτικών ή θρησκευτικών πολιτισμών ή αιρέσεων ή γλώσσας35. Η γειτονική μας χώρα χαρακτηρίζεται ως ‘’νεκροταφείο’’ (όρος που χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ομιλία

34 Αντώνης Αναστασάκης, Γιατί η απαγόρευση της Χρυσής Αυγής είναι κακή ιδέα;, ιστοσελίδα Υστερόγραφα και http://tvxs.gr/news/kosmos/germania-fakelos-stoixeion-gia-tin-apagoreysi-toy-kommatos-ton-neonazi 35 http://www.tbmm.gov.tr/anayasa/anayasa_2011.pdf

Page 18: THEMIS 1

του)36 πολιτικών κομμάτων αφού έχουν τεθεί εκτός νόμου πολλά πολιτικά κόμματα όπως τα κουρδικά DTP, HEP, HADEP, τα Ισλαμικά κόμματα Fazilet Partisi (FP) και Refah Partisi (RP), ενώ πρόσφατα έγινε απόπειρα απαγόρευσης του κυβερνόντος Ισλαμικού κόμματος (AKP – Adalet ve Kalkinma Partisi)37 για την οποία ο Ευρωπαίος Επίτροπος Ρέιν δήλωσε ότι πρέπει σε τέτοια θέματα να αποφασίζει η κάλπη και όχι το Δικαστήριο, και περιέγραψε την κατάσταση ως «σφάλμα του συστήματος». Ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν απαγορευτεί ελάχιστα πολιτικά κόμματα, στη Τουρκία από το 1961 έως και σήμερα απαγορεύθηκαν 24 πολιτικά κόμματα38. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πως: ΄΄ Τα πολιτικά κόμματα δεν πρέπει να απαγορεύονται. Δεν παρανομούν τα πολιτικά κόμματα. Την παρανομία την κάνουν φυσικά πρόσωπα και θα πρέπει να καταδικάζονται αυτά και όχι τα κόμματα. ΄΄

Στην υπόθεση Refah Partisi κατά Τουρκίας39 το ΕυρΔΔΑ εξέτασε την νομιμότητα απαγόρευσης του ισλαμικού τουρκικού κόμματος της Ευημερίας (Refah) και σε αντίθεση με άλλες προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις –ακόμα και κατά της Τουρκίας– αποδέχθηκε ότι η διάλυση του μουσουλμανικού κόμματος στην Τουρκία, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές, δεν παραβίαζε το άρθρο 3 του προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ , γιατί το πρόγραμμα αυτού του κόμματος κι η πολιτική στάση ορισμένων πρωταγωνιστών του έθεταν σε κίνδυνο τα δημοκρατικά κεκτημένα της Τουρκίας, και τις ίδιες τις θεμελιακές αξίες στις οποίες στηρίζεται η Σύμβαση. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε προγενέστερες αποφάσεις, στις οποίες το Δικαστήριο είχε εκφράσει αντίθετη άποψη, υπήρξε η αμεσότητα της διακινδύνευσης για τη δημοκρατία, που προκαλούσε η πεποίθηση ότι το κόμμα αυτό θα κατακτούσε αυτόνομη νίκη στις τότε επικείμενες εκλογές. Υπογράμμισε πως η αρχή της

36 http://www.tovima.gr/world/article/?aid=305064 37 http://www.cosmo.gr/Epikairotita/Kosmos/Politiki/sth-dikaiosunh-to-aithma-gia-apagoreysh-toy-akr.1263715.html?service=print 38

http://tr.wikipedia.org/wiki/T%C3%BCrkiye_Cumhuriyeti%27nde_kapat%C4%B1lan_siyasi_partiler 39 http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-60936

Page 19: THEMIS 1

laϊcite (κοσμικός χαρακτήρας του τουρκικού κράτους), που είχε επικαλεστεί η τουρκική κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τη διάλυση του παραπάνω κόμματος, ανήκει μαζί με την αρχή του κράτους δικαίου καθώς και με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη δημοκρατική αρχή, στις θεμελιώδεις αρχές του τουρκικού κράτους.

Στην Ιταλική έννομη τάξη το άρθρο ΧΙΙ του ιταλικού συντάγματος απαγορεύει την ανασύσταση κάτω από οποιαδήποτε μορφή του διαλυμένου φασιστικού κόμματος40. Στην Ολλανδία το 1998 απασχόλησε την δικαιοσύνη ένα ακροδεξιό κόμμα το Nationale Volkspartj. Κατηγορήθηκε για εισαγωγή ρατσιστικών διακρίσεων και ξενοφοβία. Τελικώς το District Court in the Netherlands απεφάνθη υπέρ της διαλύσεως και απαγορεύσεως του, με βασικό επιχείρημα το γεγονός ότι η δραστηριότητα του κόμματος αντιτίθετο στη Σύμβαση της Νέας Υόρκης περί περιορισμού κάθε μορφής φυλετικού διαχωρισμού41. Στην Ουκρανία το 1998 απαγορεύτηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα42, ενώ στην Μολδαβία την ίδια περίοδο απαγορεύτηκε το Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό κόμμα (CDPP)43. Σημασία και στις δύο περιπτώσεις έχει ότι τα μέτρα ελήφθησαν όχι από κάποιο δικαστήριο αλλά από την κυβέρνηση της κάθε χώρας χωρίς περαιτέρω συνταγματικές εγγυήσεις. Στη Βουλγαρία, το άρθρο 44, παρ.2 του Βουλγαρικού Συντάγματος απαγορεύει την δημιουργία οργανώσεων η δράση των οποίων κατευθύνεται κατά της εδαφικής ολότητας της χώρας ή της ολότητας του έθνους. Απαγορεύει επίσης κόμματα και οργανώσεις που έχουν ως σκοπό να δημιουργούν φυλετικό, εθνικό, θρησκευτικό μίσος. Το Σύνταγμα απαγορεύει 40 http://www.quirinale.it/qrnw/statico/costituzione/pdf/costituzione_inglese_01.pdf (σελ. 41) 41 http://de.wikipedia.org/wiki/Nationale_Volkspartei 42 http://en.wikipedia.org/wiki/Communist_Party_of_Ukraine_%28Soviet_Union%29 43 http://en.wikipedia.org/wiki/Christian-Democratic_People%27s_Party_%28Moldova%29 και http://sim.law.uu.nl/sim/caselaw/Hof.nsf/1d4d0dd240bfee7ec12568490035df05/eb2bfd382b6

35d06c12571140047fb6d?OpenDocument

Page 20: THEMIS 1

επίσης και τις οργανώσεις που παραβιάζουν τα δικαιώματα των ανθρώπων, είναι μυστικά ή στρατιωτικά και προσπαθούν να καταφέρουν τους σκοπούς τους με βία. Οι απαγορεύσεις αυτές του άρθρου 44, παρ. 2 συμπληρώνουν τις απαγορεύσεις του άρθρου 11, παρ. 4 του Συντάγματος κατά το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν πολιτικά κόμματα με φυλετική ή θρησκευτική βάση όπως και κόμματα τα οποία έχουν ως σκοπό να πάρουν την πολιτική εξουσία με βίαιο τρόπο44. Στη Λιβύη πρόσφατα τον Απρίλιο του 2012 ψηφίστηκε νόμος που απαγορεύει την ίδρυση των πολιτικών κομμάτων πάνω σε θρησκευτικές και τις φυλετικές διακρίσεις45. Στη Τσεχία το 2010 το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας αποφάσισε την άμεση διάλυση του εξω-κοινοβουλευτικού ακροδεξιού Εργατικού κόμματος αποφαινόμενο σε σχετικό αίτημα που είχε υποβάλλει αρχές Ιανουαρίου του 2010 η τσεχική μεταβατική κυβέρνηση τεχνοκρατών του ανεξάρτητου πρωθυπουργού Γιαν Φίσερ46. Το 2011 μετά την Αραβική άνοιξη, πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Τυνησίας αποφάσισε διάλυση του Δημοκρατικού Συνταγματικού Συναγερμού (RCD) του κόμματος του εκδιωχθέντος προέδρου της Τυνησίας Ζιν Ελ Αμπίντιν Μπεν Αλί47. Με το θέμα της δικαστικής απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων έχει ασχοληθεί και το δικαστήριο του Στρασβούργου (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ΕΔΑΔ) και η νομολογία της αναφέρει πως όταν η απαγόρευση του κόμματος θεμελιώνεται σε πράξεις και επίσημες διακηρύξεις και όχι σε μεμονωμένα περιστατικά, δεν προσκρούει στην ΕΣΔΑ (Σύμβαση Ρώμης). Συγκεκριμένα στις υποθέσεις Exteberria and Others v. Spain48 (απόφαση 30.6/2009 , προσφυγή 35579/03) και Herri Batasuna and Batasuna v.

44 http://www.greeklaws.com/pubs/uploads/822.pdf 45 http://greek.ruvr.ru/2012_04_25/72848613/ 46 http://www.nooz.gr/page.ashx?pid=9&cid=8&aid=1091811 47 http://www.tovima.gr/world/article/?aid=388646 48 http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-93350

Page 21: THEMIS 1

Spain49 (απόφαση 30.6.2009 προσφυγή 25803/04 25817/04) αντιμετώπισε το ζήτημα της νομιμότητας πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι συνδέονταν και υποστήριζαν την τρομοκρατική οργάνωση ΕΤΑ. Οι ισπανικές αρχές το έτος 2003 απαγόρευσαν το βασκικό αυτονομιστικό κόμμα Herri Batasuna, στην συνέχεια δε απέκλεισαν από τις εκλογές Ισπανούς πολίτες που θέλησαν να εκτεθούν με άλλους συνδυασμούς, οι οποίοι εκτιμήθηκαν (και ήταν) ως προκάλυμμα του απαγορευμένου κόμματος. Το ΕΔΔΑ, κρίνοντας υπό το πρίσμα του ειδικότερου δικαιώματος συνεταιρίζεσθαι, δεν διέκρινε εδώ ούτε παραβίαση της ελευθερίας της πολιτικής έκφρασης ούτε του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ενώ ούτε καν ασχολήθηκε με το αν παραβιάζονται τα δικαιώματα των λοιπών εκλογέων, των οποίων οι επιλογές μειώνονταν. Όλα αυτά βέβαια χωρίς να αποδίδονται στους αποκλεισμένους υποψηφίους συγκεκριμένες παράνομες πράξεις, αλλά αρκούσης της γενικής πολιτικής τους εντάξεως. H απόφαση στην υπόθεση Herri Batasuna and Batasuna v. Spain τονίζει ότι ο νόμος βάσει του οποίου διατάχθηκε η διάλυση των πολιτικών κομμάτων ήταν προβλέψιμος καθώς ουδεμία διάταξη της Σύμβασης δεν αποκλείει τη θεμελίωση της προσβαλλόμενης δικαστικής κρίσης σε πραγματικά περιστατικά που προηγούνταν της θέσης σε ισχύ του συγκεκριμένου νόμου. Δεύτερον, το ΕΔΔΑ συμπλέει με το Ισπανικό συνταγματικό δικαστήριο δεχόμενο ότι η άρνηση του Batasuna να καταδικάσει την τρομοκρατική βία αποτέλεσε στην ουσία σιωπηρή υποστήριξη της τρομοκρατίας, λαμβανομένου υπόψη ότι το πρόβλημα αυτό ταλανίζει την Ισπανία για χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα χρόνια και ότι όλα τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα το έχουν έως σήμερα καταδικάσει. Κατά το ΕυρΔΔΑ, «ένα πολιτικό κόμμα του οποίου οι ιθύνοντες παρακινούν σε χρήση βίας ή προτείνουν ένα πολιτικό πρόγραμμα που δεν σέβεται τους δημοκρατικούς κανόνες και στοχεύει στην καταστροφή τους ή δεν αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, δεν μπορεί να απολαύσει της προστασίας της ΕυρΣΔΑ». Έτσι, το μέτρο ανταποκρίνεται σε επιτακτική κοινωνική ανάγκη, η παρέμβαση εξυπηρετεί νόμιμο σκοπό για τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων και είναι αναλογικό με το σκοπό τον οποίο επιδιώκει.

49 http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=002-1491

Page 22: THEMIS 1

Πέρα όμως από το πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης, το ότι δεν καταδικάζεις κάτι, δεν σημαίνει ότι, αυτομάτως, το υποστηρίζεις και η απόφαση του ΕυρΔΔΑ είναι πολύ επικίνδυνη. Στην Exteberria η υπόθεση αφορούσε τον αποκλεισμό από τις βουλευτικές, νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές, πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι θεωρούνταν διάδοχοι του Batasuna. Σε ίδιο μήκος κύματος με την υπόθεση Refah Partisi κατά Τουρκίας κινήθηκε το ΕυρΔΔΑ και στην υπόθεση Zdanoka κατά Λετονίας50. Στην υπόθεση αυτή το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αποκλεισμός της προσφεύγουσας από τις βουλευτικές εκλογές της χώρας ήταν δικαιολογημένος, καθώς η συμμετοχή της σε εγχείρημα ανατροπής του καθεστώτος στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 δικαιολογούσε τον μεταγενέστερο αποκλεισμό, ιδιαίτερα στις εύθραυστες συνθήκες δημοκρατίας που επικρατούσαν εκεί στη διάρκεια της λεγόμενης μεταβατικής περιόδου.

ΙΙΙΙVVVV –––– Οπλοστάσιο δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι σε φασιστικές Οπλοστάσιο δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι σε φασιστικές Οπλοστάσιο δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι σε φασιστικές Οπλοστάσιο δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι σε φασιστικές –––– ρατσιστικές πρακτικέςρατσιστικές πρακτικέςρατσιστικές πρακτικέςρατσιστικές πρακτικές Καλά όλα αυτά, αλλά πώς θα αντιμετωπιστεί η καθημερινή βία της Χρυσής Αυγής; Η Ελληνική έννομη τάξη παρόλο που δεν προβλέπει δικαστική απαγόρευση πολιτικών κομμάτων είναι θωρακισμένη με διατάξεις που θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή σε παρόμοιες περιπτώσεις : α) Άμυνα & άμυνα υπέρ τρίτου Ας υποθέσουμε ότι δεχόμαστε μια άδικη και παρούσα επίθεση από μέλη της Χρυσής Αυγής ή βλέπουμε μετανάστες/ αλλοδαπούς να δέχονται τέτοια επίθεση. Σύμφωνα με το άρθρο 22 του ΠΚ δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε κατάσταση άμυνας. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. Βέβαια και η άμυνα έχει όρια και έτσι κατά την άμυνα πρέπει να ληφθούν

50 http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-61827 και

http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-72794

Page 23: THEMIS 1

υπόψη : i) ο βαθμός επικινδυνότητας της επίθεσης ii) το είδος της απειλούμενης βλάβης iii) ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης51. Αξίζει να σημειωθεί πως η επίθεση μπορεί να στρέφεται όχι μόνον εναντίον εννόμων αγαθών του ατόμου (ζωή, ιδιοκτησία), αλλά και εναντίον εννόμων αγαθών του κοινωνικού συνόλου. Όταν προσβάλλεται έννομο αγαθό του κοινωνικού συνόλου (όπως είναι ο εμπρησμός δημοσίου κτιρίου) μπορεί να αποκρουσθεί η εναντίον του επίθεση από οποιονδήποτε κοινωνό52. β) Σύλληψη (με χρήση και της ανάλογης βίας) των Χρυσαυγιτών σε αυτόφωρα εγκλήματα Σύμφωνα με το άρθρο 275, παρ. 1 του ΚΠοινΔ στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα τα αστυνομικά όργανα έχουν την υποχρέωση ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα να συλλάβουν τον δράστη με σκοπό την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα όπως απαιτεί το άρθρο 279 του ΚΠοινΔ. Στα εγκλήματα που διώκονται με έγκληση σύλληψη επιτρέπεται εφόσον υποβληθεί έστω και προφορικά τέτοια έγκληση σε εκείνον που έχει το δικαίωμα να συλλάβει τον δράστη. Πρακτική σημασία της δυνατότητας σύλληψης εμφανίζεται κυρίως μετά την τέλεση της άδικης πράξεως (όταν δεν χωρεί η άμυνα/ τριτάμυνα) και έως ότου λήξει η διάρκεια αυτοφώρου53. Στα πλαίσια της δυνατότητας σύλληψης εφόσον αντιστέκεται ο δράστης υπάρχει δυνατότητα χρήσης της αναγκαίας βίας. Ειδικά για μέλη της Χρυσής Αυγής που ταυτόχρονα έχουν και την βουλευτική ιδιότητα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι η σύλληψη στα πλαίσια αυτοφώρου επιτρέπεται μόνο για

51 Αλέξανδρος Π. Κωστάρας, Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008, σελ. 380, 382, 387, 388 και 393 επ. 52 Αλέξανδρος Π. Κωστάρας, Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008, σελ. 382-383. 53 Το αυτόφωρο διακρίνεται σε δύο είδη: α) γνήσιο αυτόφωρο όπου η πράξη γίνεται αντιληπτή και ο δράστης καταλαμβάνεται κατά την διάρκεια της τέλεσης της πράξεως έτσι ώστε η πιθανότητα της ενοχής να προσεγγίζει την βεβαιότητα και β) μη γνήσιο αυτόφωρο που καταχρηστικά εξομοιώνεται με το γνήσιο αυτόφωρο όπου ενδεικτικά καταδιώκεται ο δράστης αμέσως μετά την τέλεση του εγκλήματος ή συλλαμβάνεται ο δράστης εντός 48 ωρών (ουσιαστικά ημέρα που τελέστηκε το έγκλημα και ολόκληρη η επόμενη) με αντικείμενα ή ίχνη

από τα οποία συνάγεται ότι αυτός διέπραξε το έγκλημα σε εγγύτατο χρόνο.

Page 24: THEMIS 1

κακουργήματα (όπως ανθρωποκτονίες, οι βαριές σωματικές βλάβες του 308,παρ.3 ΠΚ ) και όχι σε περίπτωση πλημμελημάτων όπως προκύπτει από το άρθρο 62 του Συντάγματος. Πρόσφατα ο κ. Ι. Τέντες, Εισαγγελέας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας μας του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ. αριθ. 4/2012 εγκύκλιο54 σύμφωνα με την οποία τα αστυνομικά όργανα μπορούν να παρεμποδίζουν βουλευτές από τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων έστω και αν δεν έχει αρθεί η βουλευτική τους ασυλία. Μόνο όταν οι βουλευτές διαπράττουν αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτείται για την κίνηση σε βάρος τους των ποινικών διαδικασιών η άδεια της Βουλής. γ) Άρση της βουλευτικής ασυλίας (Immunität inviolabilitē parlementaire) από την Ελληνική Βουλή για διάφορα εγκλήματα (ανθρωποκτονίες, σωματικές βλάβες, απειλές, εξυβρίσεις, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, διατάραξη κοινής ειρήνης – 189 ΠΚ ) που τελούνται από μέλη – βουλευτές της Χρυσής Αυγής και δεν υπάρχει δυνατότητα σύλληψης στα πλαίσια του αυτοφώρου. Σύμφωνα με το άρθρο 62, παρ.1 του Συντάγματος η δίωξη, σύλληψη και φυλάκιση του βουλευτή χωρίς άδεια της Βουλής απαγορεύεται. Η άδεια αυτή θεωρείται ότι δεν παρέχεται αν η Βουλή δεν αποφανθεί σχετικά εντός τριών μηνών αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Σώματος55. Δυστυχώς όμως η κοινοβουλευτική πρακτική έχει δείξει ότι η βουλευτική ασυλία δεν αίρεται αφού συχνά απορρίπτονται κατά το μεγαλύτερο τους ποσοστό οι αιτήσεις για άρση της βουλευτικής ασυλίας. Αξίζει να σημειωθεί πως από το 1974 έως σήμερα υποβλήθηκαν στη Βουλή εκατοντάδες αιτήσεις για άρση της ασυλίας βουλευτών, αλλά ελάχιστες από αυτές έγιναν δεκτές56. Πρόσφατα τον Οκτώβριο του 2012 η Ελληνικού Βουλή αποφάσισε με απόλυτη πλειοψηφία την άρση της ασυλίας των βουλευτών της Χρυσής Αυγής κ.κ. Ηλία Κασιδιάρη, Παναγιώτη Ηλιόπουλου και Γιώργου Γερμενή για

54

http://neadikigoriatora.files.wordpress.com/2012/09/ceb5ceb3cebacf8dcebacebbceb9cebfcf82-cf84ceadcebdcf84ceb52.pdf 55 Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης, Η βουλευτική ασυλία - Ελληνική και Ευρωπαϊκή πραγματικότητα, Εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλας, 2000, σελ. 7 56 Ενδεικτικά Γ. Παναγιωτόπουλος το 1984, Α.Ακριβάκη το 1990 και Ε.Παπανικολάου το 1992.

Page 25: THEMIS 1

εμπλοκή στα γεγονότα της Ραφήνας και συνέργεια σε ληστεία και επικίνδυνη σωματική βλάβη57. δ) Επιβαρυντική περίσταση – άρθρο 79,παρ.3 του ΠΚ Προκειμένου να εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό δίκαιο, η Ελλάδα τροποποίησε το 2008 τον Ποινικό Κώδικά της με το Ν.3719/2008 (άρθρο 23) , αναγνωρίζοντας το ρατσιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση για την επιμέτρηση των ποινών. Το νέο άρθρο 79 παρ. 3 ΠΚ πλέον ορίζει ότι η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Ο Ελληνικός ποινικός κώδικας έχει επιλέξει τη γενική επιβαρυντική περίσταση, η οποία δύναται να εφαρμοστεί στην επιμέτρηση της ποινής για όλα τα ποινικά αδικήματα σε αντίθετες με ξένες έννομες τάξεις όπου η επιβαρυντική περίσταση του ρατσιστικού κινήτρου προβλέπεται μόνο για ορισμένα αδικήματα. Περαιτέρω από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ (υπόθεση Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδας58 και υπόθεση Nachova και άλλων κατά Βουλγαρίας59 προκύπτει ότι οι αρχές επιβαρύνονται με υποχρέωση να διεξάγουν αποτελεσματική διερεύνηση έτσι ώστε να διαπιστωθεί η πιθανή ύπαρξη ρατσιστικών κινήτρων. Πρόσφατα ο Υπουργός Δικαιοσύνης ο κ. Αντώνης Ρουπακιώτης ανακοίνωσε επίσης ότι ετοιμάζεται νομοσχέδιο όπου λαμβάνεται ειδική μέριμνα έτσι ώστε να υπάρχουν περιορισμοί ως προς τη χορήγηση αναστολής της ποινής και ως προς τη μετατροπή της ποινής. Αυτό σημαίνει ότι για αδικήματα ρατσιστικής βίας, στους ενόχους θα επιβάλλονται ποινές οι οποίες δεν θα μπορούν να εξαγορασθούν ή να έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα60. VVVV ---- Συμπέρασμα Συμπέρασμα Συμπέρασμα Συμπέρασμα Η λήψη περιοριστικών μέτρων εναντίον κομμάτων είναι ένα δίλημμα για κάθε δημοκρατία, καθώς ένα δημοκρατικό πολίτευμα οφείλει αφενός μεν να

57 http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathbreak_1_23/10/2012_467102

58 http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-71594 59 http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-69630 60 http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=222645

Page 26: THEMIS 1

εξασφαλίζει την ελευθερία της ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα αφετέρου δε να προφυλάσσει τις δημοκρατικές αρχές από ενέργειες συγκεκριμένων ακραίων κομμάτων61. Δεν μπορεί να απαγορεύσει κανείς στην Ελληνική έννομη τάξη ένα κόμμα που σκέφτεται διαφορετικά από τα άλλα, εφόσον άλλωστε η διαφορετικότητα είναι στοιχείο και πεμπτουσία της Δημοκρατίας, όπως λένε και οι υπέρμαχοί της. Η δημοκρατία μας είναι ουδέτερη (“wertneutral”) και όχι μαχόμενη ή αξιολογικά δεσμευμένη (“militant”, wertgebunden”).

61 Συμβούλιο της Ευρώπης, Επιτροπή Πολιτικών Υποθέσεων , Doc. 9526 /17.07.2002.

Page 27: THEMIS 1

Η αρχή της δίκαιης αποταμίευσης ως αρχή δικαιοσύνης και σκέψεις γύρω Η αρχή της δίκαιης αποταμίευσης ως αρχή δικαιοσύνης και σκέψεις γύρω Η αρχή της δίκαιης αποταμίευσης ως αρχή δικαιοσύνης και σκέψεις γύρω Η αρχή της δίκαιης αποταμίευσης ως αρχή δικαιοσύνης και σκέψεις γύρω από την συνταγματική της κατοχύρωσηαπό την συνταγματική της κατοχύρωσηαπό την συνταγματική της κατοχύρωσηαπό την συνταγματική της κατοχύρωση Γιώργος Μουκαζής Γιώργος Μουκαζής Γιώργος Μουκαζής Γιώργος Μουκαζής

Περίληψη: Το παρόν άρθρο αφορά στο επιχείρημα της «δίκαιης αποταΠερίληψη: Το παρόν άρθρο αφορά στο επιχείρημα της «δίκαιης αποταΠερίληψη: Το παρόν άρθρο αφορά στο επιχείρημα της «δίκαιης αποταΠερίληψη: Το παρόν άρθρο αφορά στο επιχείρημα της «δίκαιης αποταμίευσης» ως μίευσης» ως μίευσης» ως μίευσης» ως αρχής δικαιοσύνης. Αφού εντοπίσουμε τρία συνταγματικά άρθρα, τα οποία φαίνεται ότι αρχής δικαιοσύνης. Αφού εντοπίσουμε τρία συνταγματικά άρθρα, τα οποία φαίνεται ότι αρχής δικαιοσύνης. Αφού εντοπίσουμε τρία συνταγματικά άρθρα, τα οποία φαίνεται ότι αρχής δικαιοσύνης. Αφού εντοπίσουμε τρία συνταγματικά άρθρα, τα οποία φαίνεται ότι

αποτυπώνουν το κανονιστικό περιεχόμενο της εν λόγω αρχής, επιχειρούμε να κατανοήσουμε αποτυπώνουν το κανονιστικό περιεχόμενο της εν λόγω αρχής, επιχειρούμε να κατανοήσουμε αποτυπώνουν το κανονιστικό περιεχόμενο της εν λόγω αρχής, επιχειρούμε να κατανοήσουμε αποτυπώνουν το κανονιστικό περιεχόμενο της εν λόγω αρχής, επιχειρούμε να κατανοήσουμε την αρχή με τη βοήθεια των ερμηνευτικών εργαλείων της οικονομικής ανάλυσης την αρχή με τη βοήθεια των ερμηνευτικών εργαλείων της οικονομικής ανάλυσης την αρχή με τη βοήθεια των ερμηνευτικών εργαλείων της οικονομικής ανάλυσης την αρχή με τη βοήθεια των ερμηνευτικών εργαλείων της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου του δικαίου του δικαίου του δικαίου και συγκεκριμένα με τον «ορθολογικό άνθρωπο». Η ανεπάρκεια της προσέγγισης αυτής μας και συγκεκριμένα με τον «ορθολογικό άνθρωπο». Η ανεπάρκεια της προσέγγισης αυτής μας και συγκεκριμένα με τον «ορθολογικό άνθρωπο». Η ανεπάρκεια της προσέγγισης αυτής μας και συγκεκριμένα με τον «ορθολογικό άνθρωπο». Η ανεπάρκεια της προσέγγισης αυτής μας οδηγεί στην επαναδιατύπωση του ερωτήματος και μέσω αυτής στο κύριο μέρος της οδηγεί στην επαναδιατύπωση του ερωτήματος και μέσω αυτής στο κύριο μέρος της οδηγεί στην επαναδιατύπωση του ερωτήματος και μέσω αυτής στο κύριο μέρος της οδηγεί στην επαναδιατύπωση του ερωτήματος και μέσω αυτής στο κύριο μέρος της επιχειρηματολογίας μας. Σε αυτό, η κεντρική ιδέα περιστρέφεται γύρω από την “Just επιχειρηματολογίας μας. Σε αυτό, η κεντρική ιδέα περιστρέφεται γύρω από την “Just επιχειρηματολογίας μας. Σε αυτό, η κεντρική ιδέα περιστρέφεται γύρω από την “Just επιχειρηματολογίας μας. Σε αυτό, η κεντρική ιδέα περιστρέφεται γύρω από την “Just Savings Savings Savings Savings

Principle”, όπως την διατύπωσε συστηματικά ο Principle”, όπως την διατύπωσε συστηματικά ο Principle”, όπως την διατύπωσε συστηματικά ο Principle”, όπως την διατύπωσε συστηματικά ο JohnJohnJohnJohn RawlsRawlsRawlsRawls. Αφού περιγραφεί η κανονιστική . Αφού περιγραφεί η κανονιστική . Αφού περιγραφεί η κανονιστική . Αφού περιγραφεί η κανονιστική φύση της αρχής και η θέση της στο γενικότερο σχήμα της θεωρίας για τη δικαιοσύνη του φύση της αρχής και η θέση της στο γενικότερο σχήμα της θεωρίας για τη δικαιοσύνη του φύση της αρχής και η θέση της στο γενικότερο σχήμα της θεωρίας για τη δικαιοσύνη του φύση της αρχής και η θέση της στο γενικότερο σχήμα της θεωρίας για τη δικαιοσύνη του JJJJ. . . . RawlsRawlsRawlsRawls, εισερχόμαστε στο τέταρτο μέρος, όπου και αναπτύσσουμε το επιχείρημ, εισερχόμαστε στο τέταρτο μέρος, όπου και αναπτύσσουμε το επιχείρημ, εισερχόμαστε στο τέταρτο μέρος, όπου και αναπτύσσουμε το επιχείρημ, εισερχόμαστε στο τέταρτο μέρος, όπου και αναπτύσσουμε το επιχείρημα στο πλαίσιο α στο πλαίσιο α στο πλαίσιο α στο πλαίσιο της συνταγματικής μας πραγματικότητας. Το άρθρο καταλήγει με μία πιθανή διατύπωση της εν της συνταγματικής μας πραγματικότητας. Το άρθρο καταλήγει με μία πιθανή διατύπωση της εν της συνταγματικής μας πραγματικότητας. Το άρθρο καταλήγει με μία πιθανή διατύπωση της εν της συνταγματικής μας πραγματικότητας. Το άρθρο καταλήγει με μία πιθανή διατύπωση της εν λόγω αρχής.λόγω αρχής.λόγω αρχής.λόγω αρχής.

I.I.I.I. Ξεκινώντας τη συγγραφή του παρόντος άρθρου, υπέθεσα ότι μικρός

αριθμός αναγνωστών θα ήταν εξοικιωμένος με την ανάγνωση και την κατανόηση ενός κειμένου με προσανατολισμό φιλοσοφικό. Θα ήταν ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς τις αιτίες που οδήγησαν στο μοντέλο του σύγχρονου φοιτητή νομικών επιστημών, ο οποίος δείχνει αδιαφορία για έναν κλάδο σπουδών που αποτελεί κορμό ανάπτυξης της νομικής γνώσης και της νομικής συνείδησης. Ωστόσο, κάποιες έμφυτες ηθικές αρετές μου, μού υποδεικνύουν ότι είναι πιο ενάρετο, αλλά συνάμα και πιο αποτελεσματικό, να πράξω αυτό στο οποίο αναφέρομαι και όχι να απαριθμήσω τους λόγους που θα με εμπόδιζαν να το κάνω.

Η δομή του επιχειρήματος που θα παρουσιάσω είναι απλή και κατανοητή. Φυσικά, λόγω περιορισμένου χρόνου, αλλά και πνευματικής ενέργειας που μπορώ ως γράφων να συνεισφέρω και ο αναγνώστης ως δέκτης να χρησιμοποιήσει, το επιχείρημά μου θα παραμείνει χωρίς διακλαδώσεις. Και όλα αυτά με την ελπίδα ότι από τη μία θα συνεισφέρω με

Άρθρα – Μελέτες

Page 28: THEMIS 1

κάποιες καινούριες σκέψεις στην ορθότερη ερμηνεία του Συντάγματος και από την άλλη ότι θα παρακινήσω τους αναγνώστες να μην παραμελούν τις φιλοσοφικές προκείμενες των νομικών αρχών τις οποίες μελετούν και εφαρμόζουν.

IΙ. IΙ. IΙ. IΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος (εφεξής Σ) «η οικογένεια,

ως θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, (τελεί) υπό την προστασία του κράτους». Σύμφωνα με το άρθρο 24Σ «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Σύμφωνα, τέλος, με το άρθρο 120Σ, οι Έλληνες έχουν καθήκον τήρησης και προστασίας του Συντάγματος.

Το επιχείρημά μου διατείνεται ότι μεταξύ των τριών αυτών άρθρων, που κείνται κατά τρόπο ισοδύναμο το κάθε ένα ως προς τα άλλα δύο, αλλά και ως προς τα υπόλοιπα συνταγματικά άρθρα, υπάρχει μία σημαίνουσα σχέση, η οποία αφορά σε ένα είδος υποχρέωσης προς τις μέλλουσες γενιές Ελλήνων πολιτών. Τη σχέση αυτή θα περιγράψω, όπως οφείλω σε ένα άρθρο με φιλοσοφικό προσανατολισμό, με τρία ερωτήματα:

α) Γιατί είναι τόσο σημαντική η συντήρηση και προαγωγή του Έθνους, ώστε να αποτελεί συνταγματική επιταγή;

β) Γιατί είναι τόσο σημαντική η αρχή της αειφορίας ώστε να αποτελεί συνταγματική επιταγή;

γ) Γιατί τελικά είναι τόσο σημαντικό το Σύνταγμα ώστε να προστατεύεται; Διαισθητικά62, μπορεί κανείς να απαριθμήσει τις θετικές και αρνητικές πλευρές των παραπάνω ερωτημάτων, ενώ αν διέθετε περισσότερο χρόνο θα μπορούσε, πάλι διαισθητικά, να παράσχει πιο οργανωμένους και σύνθετους απολογισμούς της προστασίας του Έθνους, του περιβάλλοντος και του

62 Η διαισθητικότητα αποτελεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο, που φαντάζει ελκυστικό αν γίνει πρώτα κατανοητό. Προς την κατεύθυνση αυτή: William Shaw, April 1980, Intuition and Moral

philosophy, American Philosophical Quartely, Vol 17, Num 2, σελ. 127-134

Page 29: THEMIS 1

Συντάγματος. Η συνισταμένη των απαντήσεων που θα δίνονταν από έναν μέσο «ορθολογικό άνθρωπο», ο οποίος επιθυμεί τον πολλαπλασιασμό του προσωπικού του συμφέροντος, σκεπτόμενος ορθολογικά και οριακά63, θα ήταν ότι με την προστασία τους θα εξασφάλιζε μεγαλύτερο προσωπικό κέρδος. Στην ερώτηση εάν είναι σημαντική η προστασία των παραπάνω ώστε η επόμενη ή οι επόμενες γενιές να απολαύσουν παρόμοια αγαθά, το υποκείμενο το οποίο χρησιμοποιήσαμε θα απαντούσε ότι φυσικά θα ήταν σημαντικό και για τις επόμενες γενιές, α λ λ ά θα ήταν σημαντικό επειδή αυτός αξιολογεί ως προσωπικό του όφελος το όφελος των επόμενων γενεών και όχι επειδή οι επόμενες γενεές ενέχουν μία αυταξία ανεξάρτητη από τις προσδοκίες και τους υπολογισμούς του παρόντος υποκειμένου μας. Τελικά, όμως, θα μπορούσε το ίδιο το υποκείμενο να απαντήσει ότι αν άλλαζαν οι συνθήκες τότε θα άλλαζε και η προσέγγιση του ζητήματος από το ίδιο και ότι σε κάθε περίπτωση η απάντηση θα ήταν «εξαρτάται». Όταν, λοιπόν, η απάντηση που λαμβάνει κανείς στα ερωτήματα που θέσαμε δεν είναι σταθερή και μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες ή όταν η απάντηση αγνοεί κάποια αυταξία που φέρουν ως μέλλοντα πρόσωπα οι απόγονοί μας, αναρωτιόμαστε, μήπως πρέπει να θέσουμε με καλύτερο τρόπο τα ερωτήματα μας64. Έτσι, λοιπόν, βασική αρετή κατά τη νομική μελέτη είναι η διαρκής επαναδιατύπωση των ερωτημάτων, ώστε η ποιότητα των απαντήσεων να βελτιώνεται. α) Αποτελεί (ηθικό ή άλλου είδους) καθήκον η προστασία της οικογένειας, καθώς και η συντήρηση και προαγωγή του Έθνους μέσω αυτής; β) Αποτελεί (ηθικό ή άλλου είδους) καθήκον η αειφόρος προστασία του περιβάλλοντος;

63 Για μία διεξοδικότατη και πληρέστατη αναφορά στην οικονομική ανάλυση του δικαίου: Αριστείδη Χατζή, 2012, Το θεώρημα του Coase και η Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου, Υπό δημοσίευση στο συλλογικό τόμο «Ο Ρόλος της Δικαιοσύνης στην Άσκηση της Επιχειρηματικής Δραστηριότητας», Νομική Βιβλιοθήκη. 64 Linda Edler και Richard Pau, 2005, «The miniature guide to the art of Asking essential

questions», The Foundation for Critical thinking

Page 30: THEMIS 1

γ) Αποτελεί (ηθικό ή άλλου είδους) καθήκον η τήρηση και προστασία του Συντάγματος; Είναι προφανές ότι το είδος της ερώτησης και το είδος της απάντησης μεταβλήθηκαν. Ωστόσο, ό, τι μέχρι στιγμής έχουμε αναπτύξει αποτελεί εισαγωγή στο ερώτημα που πραγματικά επιθυμώ να θέσω αλλά και στον τρόπο με τον οποίο θα το απαντήσω. Με βάση, λοιπόν τα όσα έχουμε πει, αλλά και με την προσθήκη ενός ακόμα στοιχείου, από την επόμενη ενότητα θα κινηθούμε εγγύτερα στο φιλοσοφικό χαρακτήρα του επιχειρήματός μας.

IIIIΙΙ. ΙΙ. ΙΙ. ΙΙ. Γεννιόμαστε σε μία ήδη προϋπάρχουσα κοινωνία, και η διαβίωση μέσα σε αυτήν, με όρους φυσικούς, κοινωνικούς και ηθικούς, είναι η μόνη ορθολογική επιλογή. Όμως, άλλες γενιές έζησαν πριν από εμάς και άλλες θα ζήσουν μετά από εμάς. Ποιές είναι οι κανονιστικές συνέπειες αυτών των περιγραφικών παραδοχών; Έχει η τωρινή γενιά Ελλήνων πολιτών υποχρεώσεις στις μέλλουσες ή απελθούσες γενιές με αναφορά σε όρους δικαιοσύνης; Έχει η τωρινή γενιά υποχρεώσεις προς τις άλλες με αναφορά σε όρους ηθικής; Και, τελικά, πώς το Σύνταγμα που εκ φύσεως προορίζεται για όλες τις γενιές ενσωματώνει αυτούς τους προβληματισμούς;

Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί στο ερώτημα της διαγενεαλογικής δικαιοσύνης (intergenerational justice) φυσικά δεν μπορούν να είναι ικανοποιητικές. Μόνο πρόσφατα αναπτύχθηκε ο προβληματισμός αυτός με όρους φιλοσοφικούς. Στον John Rawls οφείλουμε την πρώτη συστηματοποιημένη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Μέσα από το έργο του A theory of Justice65 περιγράφει με όρους δικαιοσύνης την συνυπαρξιακή μοίρα των μελών ενός κοινωνικού συνόλου. Στην ευρύτερη περιοχή του όρου συνυπαρξιακή, ο John Rawls κάνει αναφορά και στις μελλοντικές γενιές εισάγοντας την αρχή της αποταμίευσης (just savings principle)66 ως μία από

65 Rawls, John, 1971, A Theory of Justice, Oxford: Oxford University Press; second revised edition, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1999.. 66 Rawls J., 1971 και 1999, όπως παραπάνω, ειδικότερα παράγραφος 44. Rawls, John, 1993, Political Liberalism, New York: Columbia University Press, σελ. 274 Rawls, John, 2001, Justice as Fairness, Cambridge, Mass: Harvard University Press,

ιδιαίτερα παράγραφοι 49.2 και 49.3

Page 31: THEMIS 1

τις παραμέτρους δίκαιης συνύπαρξης μεταξύ των μελών ενός κοινωνικού συνόλου. Φυσικά, η αρχή της αποταμίευσης εισάγεται στο σχήμα τελευταία, μετά τη διατύπωση των άλλων αρχών δικαιοσύνης. Δηλαδή, η κατανόησή της προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης είναι ήδη οικείος με το περιεχόμενο των προηγούμενων αρχών. Ωστόσο, δεν αποτελεί σκοπό μας να αναφερθούμε διεξοδικά στα πρότερα του Ρωλσιανού επιχειρήματος, γνωρίζοντας το ενδεχόμενο κόστος, το οποίο, μάλλον, οφείλει να φέρει ο αναγνώστης.

Οι αρχές δικαιοσύνης μιας ιδεατής Ρωλσιανής κοινωνίας αποτελούν αντικείμενο συναίνεσης μεταξύ υποκειμένων τα οποία έχουν απογυμνωθεί από οποιεσδήποτε φυσικές, ψυχολογικές και κάθε άλλου είδους γνώσεις που ενδεχομένως θα τους εμπόδιζαν να συμφωνήσουν δίκαιες αρχές κατά δίκαιο τρόπο. Δεν γνωρίζουν ούτε σε ποιά οικογένεια θα γεννηθούν, ούτε τις οικονομικές δυνατότητες που θα έχουν, ούτε τα ενδεχόμενα ταλέντα τους, ούτε την κατάσταση της υγείας τους. Δεν γνωρίζουν ούτε πού θα γεννηθούν. Αλλά το κρίσιμο για το δικό μας επιχείρημα είναι ότι δεν γνωρίζουν πότε θα γεννηθούν. Απεκδυμένοι, λοιπόν, όλων αυτών των πληροφοριών και φορώντας το επονομαζόμενο πέπλο άγνοιας, όπως το ονομάζει ο John Rawls (veil of ignorance)67, προσέρχονται για να αποφασίσουν με μόνη αρετή τους το ήθος, όπως αυτό καθορίζεται από τις προσταγές του Ορθού Λόγου68.

Τα υποκείμενα, λοιπόν, αυτά όπως περιγράφηκαν αποφασίζουν ότι οι δίκαιες αρχές οργάνωσής είναι δύο, η πρώτη αφορά στις ατομικές ελευθερίες και η δεύτερη στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες69:

α) Κάθε άτομο έχει αναφαίρετη αξίωση σε ένα ολοκληρωμένο σχήμα παροχής ίσων βασικών ελευθεριών.

Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που τελικά προκύπτουν λόγω της ύπαρξης και λειτουργίας όλων εκείνων των στοιχείων που δεν γνωρίζουν

67 Rawls J., 1999, σελ. 118 επ. για μια πιο επισταμένη ματιά στις πληροφορίες που είναι ή δεν είναι γνωστές στα υποκείμενα συμβαλλόμενα μέρη. 68 Χρησιμποιούμε καντιανές διατυπώσεις αποδεχομένοι και το κανονιστικό περιεχόμενο αυτών. 69 Rawls John, 2001, Justice as Fairness: A Restatement, E. Kelly (ed.), Cambridge, MA:

Harvard University Press, σελ. 42, 43.

Page 32: THEMIS 1

αρχικά τα υποκείμενα, όπως η υγεία, τα ταλέντα, ή η οικογένεια στην οποία θα γεννηθεί κανείς, είναι δικαιολογημένες όταν εκπληρώνουν δύο συνθήκες:

β1) Οι δημόσιες θέσεις και αξιώματα να παραχωρούνται κάτω από συνθήκες δίκαιης ισότητας των ευκαιριών, και

β2) οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες να είναι προς το μέγιστο συμφέρον των λιγότερο προνομιούχων ή λιγότερο επιτυχημένων μελών του κοινωνικού συνόλου, σύμφωνα με την αρχή της διαφοράς.

Αφού, έχουν διατυπωθεί οι αρχές κοινωνικής οργάνωσης που θα

εξασφαλίζουν δικαιοσύνη, πρέπει τώρα ως ηθικά υποκείμενα τα υποκείμενα που χρησιμοποιήσαμε να αναρωτηθούν πώς θα διασφαλιστεί η δικαιοσύνη ανάμεσα σε όλες τις γενιές, διότι τελικά αυτά τα υποκείμενα, προσερχόμενα στη διαπραγμάτευση των αρχών, είναι εκπρόσωποι όλων των γενεών. Ο John Rawls προτείνει ότι τα υποκείμενα αυτά θα συμφωνούσαν ότι οι υποχρεώσεις τους προς τις επόμενες γενιές με όρους δικαιοσύνης και όχι, ,απλά, όρους ηθικής (που σημαίνει ότι δεν είναι από λόγους φιλανθρωπίας που κληροδοτούμε ό, τι κληροδοτούμε στους επόμενους ούτε από λόγους καλής θελήσεως, αλλά λόγοι δικαίου μας το επιβάλλουν), συνίστανται στις «συνθήκες εκείνες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία και συντήρηση μίας δίκαιης βασικής κοινωνικής δομής συν τω χρόνω»70 (αρχή της δίκαιης αποταμίευσης). Η πρόταση αυτή όσο απλή και αν φαίνεται ενέχει πολύ μεγάλη διαισθητική ισχύ. Ενώνει δύο παραδοχές που διαισθητικά φαίνονται αξιωματικές, ότι, πρώτον, γεννιόμαστε σε μία κοινωνία και ότι βγαίνουμε από αυτήν μόνο με το θάνατο71 και δεύτερον, ότι, μιας και τέτοια είναι η μοίρα μας, διαθέτοντας έμφυτα την ικανότητα να αναπτύσσουμε το αίσθημα της δικαιοσύνης, αναγνωρίζουμε πως ό, τι λάβαμε για να απολαύσουμε στη ζωή

70 J. Rawls, 2001, σελ. 159. 71 Ενώ η μετανάστευση σε κάποια άλλη κοινωνία, αν και σποτελεί δικαίωμα του καθενός, εντούτοις δεν μπορεί να υποκαταστήσει το δικαίωμα κάθε μέρους του κοινωνικού συνόλου να ζήσει στο χώρο όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ωρίμασε, απολαμβάνοντας όλα τα δικαιώματά του, όσα έχει εξαιτίας της ανθρώπινης φύσης του, αλλά και όσα έχει ως ανήκοντος στο

κοινωνικό και πολιτικό σύνολο.

Page 33: THEMIS 1

μας οφείλουμε να το κληροδοτήσουμε και στους επόμενους για να απολαύσουν τη δική τους. Πώς, όμως, θα γίνει αυτό; Αρχικά, απαιτείται αποταμίευση ώστε να δημιουργηθούν οι θεσμοί. Τί είδους αγαθά πρέπει να αποταμιεύονται; Σύμφωνα με τον ίδιο τον J. Rawls, που φαίνεται σύμφωνα με αντίθετες απόψεις να είναι ιδιαίτερα φειδωλός στο σημείο αυτό72, τα διαγενεαλογικά καθήκοντα απαιτούν την αποταμίευση «μίας επαρκούς και κατάλληλης ποσότητας πραγματικού κεφαλαίου, περιλαμβάνοντος όχι μόνο εργοστάσια, μηχανές και άλλες τεχνολογικές παραμέτρους, αλλά και γνώση, πολιτισμό, τεχνικές και ταλέντα, παιδεία και εκπαίδευση»73. «Αφ’ ης στιγμής, δίκαιοι θεσμοί έχουν σταθερά θεμελιωθεί, τότε η καθαρή αποταμίευση πέφτει στο μηδέν. Στο σημείο αυτό, το κοινωνικό σύνολο εκπληρώνει το καθήκον του συντηρώντας τους θεμούς (προφανώς υποκείμενο στην κανονιστική ισχύ που το ίδιο τους προσέδωσε), αλλά και την υλική βάση τους. Φυσικά, η αρχή της δίκαιης αποταμίευσηςαφορά σε ό, τι πρόκειται να αποταμιευτεί βάσει αξιώσεων δικαιοσύνης. Αν μία κοινωνία επιθυμεί, επιπλέον, να αποταμιεύσει για άλλα σχέδια, αποτελεί ένα άλλο ζήτημα74». Μετά το πρώτο στάδιο, λοιπόν, δεν απαιτείται καμία περαιτέρω αποταμίευση. Το κοινωνικό σύνολο έχοντας πια εκπληρώσει το καθήκον του μπορεί να απολαύσει τη δική του ζωή εν δικαίω.

IVIVIVIV.... Περιέγραψα την κεντρική ιδέα της αρχής της αποταμίευσης. Η ιδέα αυτή, φυσικά, δεν προκύπτει εξ ουρανού, αλλά αποτελεί το προϊόν ενός επιχειρήματος με αρκετά στοιχεία διαδικαστικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, η ποιότητα των υποκειμένων που λαμβάνουν την απόφαση για το είδος των επιλεγόμενων αρχών πρέπει να πληροί ορισμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες φυσικά έχουν και ουσιαστικό περιεχόμενο, όπως το περιγράψαμε ανωτέρω.

72, Roger Paden, 1 March 1997, «Rawls Just saving principle», Social theory and Practice, Florida State University/Depart. Of Philosophy. 73 Rawls J., 1971, σελ. 285-286.

74 Rawls J., 1971, σελ. 287-288.

Page 34: THEMIS 1

Κατόπιν όλων αυτών υπάρχουν κάποια ανοικτά ζητήματα, τα οποία, δυτυχώς, δεν μπορούμε να καλύψουμε. Πρέπει να επιλέξουμε. Μπορούμε, εκτενώς, να αναφερθούμε στην κριτική που έχει ασκηθεί στην αρχή αυτή, ωστόσο δεν θα το επιλέξουμε, διότι θα μας οδηγούσε πολύ μακριά από το στόχο μας. Αντίθετα, θα επιχειρήσουμε τη διατύπωση μίας αρχής που θα μπορούσε να ενσωματωθεί στο Ελληνικό Σύνταγμα και σχετίζεται με όσα είπαμε παραπάνω. Η αρχή αυτή φαίνεται να υποβόσκει, αν κανείς αντιληφθεί τα συνταγματικά άρθρα στα οποία έχουμε αναφερθεί ως άρθρα που, μεταξύ άλλων, επιθυμούν να μεταφέρουν στις επόμενες γενεές ένα κεκτημένο. Το κεκτημένο αυτό προσδιορίζεται στην κληροδότηση της ελληνικής επικράτειας, της ακεραιότητας του φυσικού περιβαλλόντος, των βασικών κοινωνικών δομών, όπως η οικογένεια, ως του κυττάρου μέσα από τα οποίο μπορούν αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα οι πολίτες να ωριμάσουν ηθικά και πολιτικά (εξαιρέσεις πάντα θα υπάρχουν) και, τέλος, του Συντάγματος, ως κανονιστικού και αναγκαστικού χάρτη που αποτυπώνει θεσμικές επιλογές και ισορροπίες. Όλα αυτά αποτελούν το έλασσον. Μία αρχή διατυπωμένη προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να επεκτείνει το περιεχόμενο του κεκτημένου. Για παράδειγμα, εάν το σύνολο του τεχνολογικού εξοπλισμού που διαθέτει η χώρα μας παρέχεται από ξένα κράτη ή από πολυεθνικές επιχειρήσεις, πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στο βάθος του χρόνου δεν θα σταματήσουν να μας παρέχουν τέτοιου είδους τεχνολογία; Δεν θα υπήρχε στην περίπτωση εκείνη μία υποχρέωση του κράτους να συντηρήσει τον τεχνολογικό τρόπο ζωής και να προστατεύσει τον πληθυσμό από τυχόν προβλήματα επικοινωνίας , μεταφοράς και πάνω από όλα επιβίωσης; Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η προστασία του θεσμού της οικογένειας, ως παρακαταθήκης προς τις επόμενες γενιές. Ακόμα και στον Ρωλσιανό προβληματισμό, η οικογένεια ως κοινωνική μονάδα αποτελεί το κατάλληλο μέρος όπου αναπτύσσονται και ωριμάζουν οι ηθικές, κριτικές και ψυχολογικές δυνάμεις κάθε ανθρώπου. Παραδείγματος χάριν, η τιμωρία ως τρόπος εκπαίδευσης δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα, παρά μόνο σε μικρά

Page 35: THEMIS 1

κοινωνικά σύνολα, όπου ο τιμωρών και ο τιμωρούμενος είναι ορατοί και αισθητοί ο ένας από τον άλλο. Τα παραδείγματα μπορούν να συνεχιστούν επ’ άπειρον. Παράλληλα, αυτό που αναφαίνεται ως επιτακτικό είναι η σχηματική διατύπωση όλων όσων επιχειρηματολογήσαμε, έστω και εάν είναι πλημμελής. Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για μία περαιτέρω επεξεργασία του ζητήματος. Εν είδει κατακλείδας, λοιπόν, θα μπορούσα να αποτυπώσω την αρχή αυτή ως εξής: «Η Πολιτεία οφείλει να μεριμνά για τη δημιουργία, συντήρηση και ανάπτυξη των βασικών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών της θεσμών, καθώς επίσης και για τη διαφύλαξη του υλικού υποβάθρου που απαιτείται για το σκοπό αυτό, στο μέτρο πάντα του δυνατού και αναγκαίου, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αποτυπώνονται στο παρόν κείμενο, διαφυλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο ό, τι είναι αναγκαίο για τις επόμενες γενιές Ελλήνων πολιτών».

Page 36: THEMIS 1

Ο ιδιωτικός βίος Ο ιδιωτικός βίος Ο ιδιωτικός βίος Ο ιδιωτικός βίος των δημοσίων προσώπων στο ‘’φως’’ της δημοσιότητας των δημοσίων προσώπων στο ‘’φως’’ της δημοσιότητας των δημοσίων προσώπων στο ‘’φως’’ της δημοσιότητας των δημοσίων προσώπων στο ‘’φως’’ της δημοσιότητας –––– Σχολιασμός της απόφασης του ΕυρΔΔΑ στην υπόθεση Σχολιασμός της απόφασης του ΕυρΔΔΑ στην υπόθεση Σχολιασμός της απόφασης του ΕυρΔΔΑ στην υπόθεση Σχολιασμός της απόφασης του ΕυρΔΔΑ στην υπόθεση VanVanVanVan HannoverHannoverHannoverHannover κατά κατά κατά κατά Ολλανδίας Ολλανδίας Ολλανδίας Ολλανδίας Γιαλλουρίδης Κωνσταντίνος Γιαλλουρίδης Κωνσταντίνος Γιαλλουρίδης Κωνσταντίνος Γιαλλουρίδης Κωνσταντίνος

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής, ΕΔΔΑ), στις 7 Φεβρουαρίου του 2012 παρέδωσε την ομόφωνη απόφασή του στην υπόθεση Von Hannover(no2)75. Η απόφαση αυτή έγινε ιδιαιτέρως δεκτή από τον αγγλικό Τύπο76 καθώς σε μια υπόθεση σχετική με την σύγκρουση της προστασίας του ιδιωτικού βίου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου77 (εφεξής, ΕΣΔΑ) και της ελευθερίας του τύπου (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ), η απόφαση έκλινε προς την ελευθερία του τύπου.

Στην υπόθεση αυτή εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα με αυτά που αναπτύχθηκαν κατά την προηγηθείσα υπόθεση Von Ηannover78 κατά την οποία η πριγκίπισσα Καρολίνα του Μονακό προσέφυγε στο ΕΔΔΑ ζητώντας την καταδίκη της Γερμανίας καθώς τα γερμανικά δικαστήρια, αρνούμενα να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την απαγόρευση δημοσίευσης των φωτογραφιών της προσφεύγουσας, απέτυχαν να προστατέψουν επαρκώς το δικαίωμά της για προστασία της ιδιωτικής της ζωής όπως θεμελιώνεται στο αρ.8 της ΕΣΔΑ. Τα γερμανικά δικαστήρια στην αιτιολογία τους, κατηγοριοποιούσαν την πριγκίπισσα ως «δημόσιο πρόσωπο της απόλυτης επικαιρότητας» (public figure par excellence) συνεπώς η επέμβαση του Τύπου σε θέματα του ιδιωτικού της βίου, κρίθηκε δικαιολογημένη.

Το ΕΔΔΑ στην από 2004 απόφασή του έκρινε την αιτιολογία αυτή ως εσφαλμένη, καθώς εξαιρούσε έμμεσα τη δυνατότητα ενός δημοσίου προσώπου να υπερασπιστεί την δημοσίευση φωτογραφιών του. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα κατά την

75 Von Hannover v Germany [2012] EMLR 16 76 See e.g. Owen Bowcott, The Guardian, 7 February 2012; Wil Longbottom, Daily Mail, 8 February 2012. 77 Council of Europe, European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, as amended by Protocols

Nos. 11 and 14, 4 November 1950, ETS 5, arts 8,10. 78 Von Hannover v Germany [2004] EMLR 21

Άρθρα – Μελέτες

Page 37: THEMIS 1

στάθμιση των δύο ισοδύναμων δικαιωμάτων79, παρεχόμενων από τα αρ.8 και 10 της ΕΣΔΑ, θα προέκυπτε βάσει του εάν η δημοσίευση συνέβαλε ή όχι σε μια “συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος” (debate of general interest). Και επειδή το τι κάνει ένα άτομο στην σφαίρα του ιδιωτικού του βίου, προφανώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης δημοσίου ενδιαφέροντος, η από 2004 απόφαση του ΕΔΔΑ έκλινε υπέρ της προσφυγούσης. Η επίμαχη φωτοΗ επίμαχη φωτοΗ επίμαχη φωτοΗ επίμαχη φωτογραφία γραφία γραφία γραφία

Η φωτογραφία που συζητήθηκε στα πλαίσια της δεύτερης υπόθεσης Von Ηannover (2012) απεικόνιζε την πριγκίπισσα Καρολίνα και τον σύζυγό της να περπατούν σε ένα πολυσύχναστο δρόμο(St Moritz) κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. Η φωτογραφία αυτή είχε δημοσιευτεί σε τρία γερμανικά περιοδικά τα οποία έκαναν λόγο για τις διακοπές της πριγκιπικής οικογένειας τη στιγμή που ο 78χρονος πατέρας της πριγκίπισσας ήταν κατάκοιτος ένεκα των σοβαρών προβλημάτων υγείας του. Τα γερμανικά δικαστήρια αρνήθηκαν να διατάξουν την απαγόρευση δημοσίευσης της εν λόγω φωτογραφίας με το αιτιολογικό αυτή τη φορά να είναι ότι η φωτογραφία αυτή σε συνδυασμό με το σχετικό άρθρο αποτελούσε ένα «σύγχρονο κοινωνικό γεγονός» (event of contemporary society) το οποίο ο Τύπος είχε κάθε δικαίωμα να αναφέρει. Αφού η υπόθεση εξάντλησε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, οδηγήθηκε στο ΕΔΔΑ. Το ΕΔΔΑ ομόφωνα απέρριψε τους ισχυρισμούς των προσφυγόντων περί παραβίασης του αρ.8 της ΕΣΔΑ. Την απόφασή του αυτή στήριξε στις βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν αφενός μεν, την προστασία του ιδιωτικού βίου και αφετέρου, την ελευθερία της έκφρασης: Σχετικά με τον ιδιωτικό βίο: Σχετικά με τον ιδιωτικό βίο: Σχετικά με τον ιδιωτικό βίο: Σχετικά με τον ιδιωτικό βίο:

Ο πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 8 της Συνθήκης είναι να διασφαλίσει την ανάπτυξη, χωρίς οποιαδήποτε παρεμβολή, της προσωπικότητας κάθε ατόμου στις σχέσεις του με τους υπολοίπους ανθρώπους. Υπάρχει, λοιπόν μια ζώνη συναναστροφής ενός ατόμου με άλλα άτομα (zone of interaction of a person with others) η οποία μπορεί να εμπίπτει στην σφαίρα του ιδιωτικού βίου. Συνεπώς η δημοσίευση μιας φωτογραφίας μπορεί να παρεισφρέει στον ιδιωτικό βίο ενός ατόμου ακόμα κι αν το πρόσωπο αυτό είναι δημόσιο πρόσωπο.

79 Resolution 1165 (1998) of the PACE on the right to privacy, [para 11]

<http://assembly.coe.int/main.asp?Link=/documents/adoptedtext/ta98/eres1165.htm> accessed 13 December 2012

Page 38: THEMIS 1

Αναφορικά με τις φωτογραφίες, το δικαστήριο απεφάνθη ότι: «…η φωτογραφία ενός προσώπου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, αφού αποκαλύπτει τα ατομικά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα και το διαχωρίζει από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Το δικαίωμα στην προστασία της ατομικής εικόνας ενός προσώπου είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία της προσωπικής του ανάπτυξης. Γεννιέται λοιπόν το δικαίωμα ενός προσώπου να ελέγχει το πώς χρησιμοποιείται μια φωτογραφία του ως επίσης και το δικαίωμα να αρνηθεί την οποιαδήποτε δημοσίευσή της».80 Σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης: Σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης: Σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης: Σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης:

Η ελευθερία της έκφρασης καλύπτει όχι μόνο τις «πληροφορίες» ή τις «ιδέες» που μπορεί να θεωρηθούν ως μη προσβλητικές αλλά και αυτές που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Έτσι επιβάλλουν οι αρχές του πλουραλισμού και της ανεκτικότητας χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει «δημοκρατική κοινωνία». Όπως ορίζεται στο άρθρο 10, η ελευθερία της έκφρασης υπόκειται σε εξαιρέσεις οι οποίες , ωστόσο, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και η ανάγκη για οποιουσδήποτε περιορισμούς πρέπει να θεμελιώνεται πειστικά. «Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα τονίσει τον θεμελιώδη ρόλο του Τύπου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Παρόλο που ο Τύπος δεν πρέπει να υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια, σχετικά με την προστασία της εικόνας, της τιμής και της υπόληψης κάποιου προσώπου, ο ρόλος του είναι, ωστόσο, να μεταδίδει – έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις και στις ευθύνες του – πληροφορίες και ιδέες σε όλα τα ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Και αντίστροφα: ο Τύπος έχει το δικαίωμα να μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες και ιδέες, αλλά και το κοινό έχει το δικαίωμα να τις λαμβάνει...» Η ελευθερία της έκφρασης συμπεριλαμβάνει την δημοσίευση φωτογραφιών. Σημειωτέον, ωστόσο, πως στο πεδίο αυτό, “…η προστασία της υπόληψης των απεικονιζόμενων προσώπων ενέχει εξίσου σημαντικό ρόλο, καθώς οι εν λόγω φωτογραφίες εμπεριέχουν προσωπικές πληροφορίες για ένα πρόσωπο ή την οικογένειά του…»81

80 Von Hannover v Germany [2012] EMLR 16 [paras 95-96] 81 Ibid [paras 100-103]

Page 39: THEMIS 1

«…φωτογραφίες οι οποίες εμφανίζονται σε «σκανδαλοθηρικά» περιοδικά , τα οποία γενικά τείνουν στο να ικανοποιούν την «κοινωνική περιέργεια» για την προσωπική ζωή ενός προσώπου, συχνά λαμβάνονται σε κλίμα παρατεταμένης παρενόχλησης η οποία μπορεί να δημιουργήσει στο θιγόμενο πρόσωπο ένα ισχυρό αίσθημα παραβίασης της προσωπικής του ζωής, μέχρι και καταδίωξης».82

Το Δικαστήριο τονίζοντας ότι τα δικαιώματα των άρθρων 8 και 10 της Συνθήκης κατέχουν την ίδια ιεραρχική θέση και κανένα δεν υπερτερεί του άλλου, απαρίθμησε τα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την στάθμιση αυτών των δυο συγκρουόμενων δικαιωμάτων: 1.Συμβολή σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος1.Συμβολή σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος1.Συμβολή σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος1.Συμβολή σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος(debate of general interest). . . .

Ο ορισμός του γενικού ενδιαφέροντος εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης και εκτείνεται πέραν των πολιτικών ζητημάτων ή εγκληματικών πράξεων. Μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος μπορεί να αφορά αθλητικά ή καλλιτεχνικά γεγονότα, δεν μπορεί, ωστόσο, να αφορά για παράδειγμα φήμες για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο γάμο του ο Πρόεδρος μιας δημοκρατίας ή τις οικονομικές δυσκολίες ενός διάσημου τραγουδιστή.83

2.Πόσο γνωστό ήταν το θιγόμενο πρόσωπο και ποιο είναι το περιεχόμενο της 2.Πόσο γνωστό ήταν το θιγόμενο πρόσωπο και ποιο είναι το περιεχόμενο της 2.Πόσο γνωστό ήταν το θιγόμενο πρόσωπο και ποιο είναι το περιεχόμενο της 2.Πόσο γνωστό ήταν το θιγόμενο πρόσωπο και ποιο είναι το περιεχόμενο της

δημοσίευσης;δημοσίευσης;δημοσίευσης;δημοσίευσης;

Ένα πρόσωπο άγνωστο στο ευρύ κοινό μπορεί δικαιολογημένα να διεκδικήσει αυξημένη προστασία της ιδιωτικής του ζωή – δεν ισχύει το ίδιο όμως στην περίπτωση των δημοσίων προσώπων. Ακόμα και στην τελευταία περίπτωση όμως, πάντοτε θα πρέπει να υπάρχει ένα όριο το οποίο θα καθορίζεται από την δυνατότητα της εν λόγω δημοσίευσης να συμβάλει σε μια συζήτηση στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας (debate in a democratic society). Ο ρόλος του τύπου ως «φύλακας του δημοσίου συμφέροντος» παραμένει σημαντικός ωστόσο ο ρόλος αυτός είναι άσχετος με την δημοσίευση φωτογραφιών και άρθρων τα οποία συνδέονται αποκλειστικά με την προσωπική ζωή ενός

82 Von Hannover v Germany [2012] EMLR. 16 [paras 100-103] 83 Ibid [para 109]

Page 40: THEMIS 1

ατόμου, ανεξάρτητα από το πόσο γνωστό αυτό το πρόσωπο είναι, και αποσκοπούν στην ικανοποίηση της κοινωνικής περιέργειας.84

3. Προηγο3. Προηγο3. Προηγο3. Προηγούμενη συμπεριφορά του θιγόμενου προσώπου.ύμενη συμπεριφορά του θιγόμενου προσώπου.ύμενη συμπεριφορά του θιγόμενου προσώπου.ύμενη συμπεριφορά του θιγόμενου προσώπου.

Παρ’ όλο που η συνεργασία με τον Τύπο σε κάποιες περιπτώσεις δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται άνευ όρων η παραβίαση του ιδιωτικού βίου, η προηγούμενη συμπεριφορά ενός προσώπου και το εύρος των πληροφοριών που έχουν ήδη δημοσιευτεί με την άδεια του προσώπου αυτού ενέχει ιδιαίτερο ρόλο στην διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου.85

4.Περιεχόμενο, διαμόρφωση και συνέπειες της δημοσίευσης.4.Περιεχόμενο, διαμόρφωση και συνέπειες της δημοσίευσης.4.Περιεχόμενο, διαμόρφωση και συνέπειες της δημοσίευσης.4.Περιεχόμενο, διαμόρφωση και συνέπειες της δημοσίευσης. Όχι μόνο η δημοσίευση εν γένει, αλλά και ο τόπος που επιλέγεται να δημοσιευτεί το συγκεκριμένο περιστατικό, (π.χ. στο εξώφυλλο δημοφιλούς περιοδικού) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

5.Συνθήκες κάτω υπό τις οποίες πάρθηκαν οι φωτογραφίες.5.Συνθήκες κάτω υπό τις οποίες πάρθηκαν οι φωτογραφίες.5.Συνθήκες κάτω υπό τις οποίες πάρθηκαν οι φωτογραφίες.5.Συνθήκες κάτω υπό τις οποίες πάρθηκαν οι φωτογραφίες. Εάν οι φωτογραφίες πάρθηκαν μετά από παρακολούθηση ή καταδίωξη του απεικονιζόμενου προσώπου, θα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη καθώς στην περίπτωση υπάρχει σημαντική παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας. Το αντίκτυπο, βέβαια, θα είναι μεγαλύτερο σε ένα απλό πρόσωπο σε σχέση με κάποιο που αποτελεί ήδη δημόσιο πρόσωπο. Από το αιτιολογικό του δικαστηρίου προκύπτει καθαρά ότι ο σκοπός του δεν ήταν να υπαγάγει τα προαναφερθέντα κριτήρια στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έτσι ώστε να καταλήξει σε μια δική του απόφαση στην οποία θα σταθμίζει τα δυο συγκρουόμενα δικαιώματα. Αντίθετα, το ΕΔΔΑ ηθέλησε απλά να επιβεβαιώσει ότι θα γερμανικά δικαστήρια έλαβαν υπόψη τους τα κριτήρια αυτά κατά την διαμόρφωση της δικής τους κρίσης. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι: «Το γεγονός ότι το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αξιολόγησε την πληροφοριακή αξία της επίμαχης φωτογραφίας με κριτήριο το περιεχόμενο του δημοσιογραφικού σχολιασμού που τη συνόδευε, δεν μπορεί να κατακριθεί σύμφωνα με την ΕΣΔΑ. Σχετικά με το χαρακτηρισμό της αρρώστιας του Πρίγκιπα Ρανιέρ ως ένα σύγχρονο κοινωνικό γεγονός

84 Ibid [para 110] 85 Von Hannover v Germany [2012] EMLR 16 [para 111]

Page 41: THEMIS 1

(event of contemporary society), το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι, λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογία των Γερμανικών Δικαστηρίων, αυτή η ερμηνεία είναι δικαιολογημένη».86 Η προσέγγιση αυτή πιθανό να έπαιξε ρόλο στον χαρακτηρισμού του πριγκιπικού ζεύγους ως δημοσίων προσώπων, παρά σαν ιδιωτικών. Το ΕΔΔΑ παραδέχτηκε πως τα γερμανικά δικαστήρια θεμελίωσαν την αιτιολογία τους στο γεγονός ότι οι αιτούντες πολύ δημοφιλή πρόσωπα στο ευρύ κοινό και που πολύ συχνά είχαν προσελκύσει τα φώτα της δημοσιότητας στο παρελθόν. Το επιχείρημα αυτό όμως, δεν στηρίχτηκε σε κανένα είδος απόδειξης ή περεταίρω αιτιολόγησης. Παρ’ όλα αυτά το ΕΔΔΑ παραδέχτηκε ότι, «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι προσφυγόντες, οι οποίοι αδιαμφισβήτητα είναι πολύ δημοφιλείς στο ευρύ κοινό, αποτελούν απλά ιδιωτικά πρόσωπα».87 Τέλος, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι τα Γερμανικά δικαστήρια έλαβαν υπόψη τους τις συνθήκες κάτω υπό τις οποίες λήφθηκε η φωτογραφία, ενώ σημείωσε ότι επειδή ότι οι φωτογραφίες λήφθηκαν στην μέση ενός πολυσύχναστου δημόσιου δρόμου δεν μπορούν να κριθούν αυτό καθεαυτό παράνομες έτσι ώστε να μπορεί να απαγορευτεί η δημοσίευσή τους. Σχολιασμός: Σχολιασμός: Σχολιασμός: Σχολιασμός: Οποιοσδήποτε ήλπιζε ότι το ΕΔΔΑ θα έκανε εξονυχιστική ανάλυση του νόμου περί της προστασίας του ιδιωτικού βίου ή θα ανέλυε τις παραβιάσεις που αυτή υφίσταται όταν λαμβάνονται φωτογραφίες ενός πρόσωπου και στην συνέχεια δημοσιεύονται χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή του, θα απογοητευόταν οικτρά. Παρά το γεγονός ότι το ΕΔΔΑ διαμόρφωσε τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την in-concreto στάθμιση των άρθρων 8 και 10 της ΕΣΔΑ, φαίνεται ότι ηθελημένα απέφυγε την χάραξη κόκκινων γραμμών μεταξύ των άρθρων αυτών. Επιπλέον, ακόμα κι αν ένα άτομο δεν ασκεί πολιτικά καθήκοντα, μόνο το γεγονός ότι είναι δημοφιλές στο ευρύ κοινό είναι αρκετό για να το κατηγοριοποιήσει ως δημόσιο πρόσωπο παρά σαν ιδιωτικό. Εκ πρώτης όψεως, η άποψη αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση σε σχέση με την άποψη που διατυπώθηκε επί της προηγηθείσας υπόθεσης Von Hannover88. Παρ’ όλα αυτά, αν λάβουμε υπόψη ότι το ΕΔΔΑ στην πρώτη υπόθεση έκρινε εσφαλμένη την κατηγοριοποίηση από τα γερμανικά δικαστήρια των αιτούντων ως δημόσια πρόσωπα’

86 Ibid [para 118]

87 Ibid [para 120] 88 Von Hannover v Germany [2004] EMLR 21

Page 42: THEMIS 1

το γεγονός ότι στην πρώτη υπόθεση τα γερμανικά δικαστήρια στηρίχτηκαν αποκλειστικά στα κριτήρια του Γερμανικού Δικαίου ενώ στην παρούσα υπόθεση υιοθέτησαν την νομολογία του ΕΔΔΑ, εξηγεί αυτή την εμφανή αντίφαση. Παρομοίως, το κριτήριο αναφορικά με το ότι η δημοσίευση θα πρέπει να συμβάλει σε μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος, δεν αναλύθηκε από το ΕΔΔΑ το οποίο απλά ενέκρινε την προσέγγιση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου: “Η έκφραση «σύγχρονη κοινωνία» (contemporary society) καθώς και ο όρος “πληροφοριακή αξία» ( information value) πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως και με γνώμονα πάντοτε την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος. Σύγχρονο κοινωνικό γεγονός αποτελεί κάθε γεγονός κοινωνικού ενδιαφέροντος συμπεριλαμβανομένων δημοσιεύσεων με ψυχαγωγικό σκοπό, οι οποίες θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο στην διαμόρφωση απόψεων…»89 Γεννήθηκε βεβαίως ερώτημα, κατά πόσον οι προσωπικές ασχολίες του πριγκιπικού ζεύγους και η αρρώστια του πρίγκιπα Ρανιέρ, ήταν ζητήματα γενικού κοινωνικού ενδιαφέροντος. Το ΕΔΔΑ εγκρίνοντας την άποψη των Γερμανικών δικαστηρίων, απεφάνθη θετικά90. Αυτό που φρόντισε να κάνει φανερό το ΕΔΔΑ, είναι ότι ασκώντας καθαρά εποπτική λειτουργία (supervisory jurisdiction), το κύριο ενδιαφέρον του ήταν να διασφαλίσει ότι πρώτον, τα εγχώρια δικαστήρια ακολούθησαν την σωστή διαδικασία και δεύτερον, ότι έλαβαν υπόψη τους την νομολογία του ΕΔΔΑ. Συνεπώς, αν ένα εγχώριο δικαστήριο έχει εφαρμόσει τα κριτήρια στάθμισης, όπως έχουν διαμορφωθεί μέσα από την νομολογία του ΕΔΔΑ, τότε, το τελευταίο θα αποφύγει να αμφισβητήσει το βάρος που δόθηκε στα επιμέρους πραγματικά περιστατικά από το εγχώριο δικαστήριο κατά την εκπόνηση της απόφασής του.91 Κατά τη άσκηση της εποπτικής του δικαιοδοσίας, το ΕΔΔΑ δεν προορίζεται στο να αντικαταστήσει τα εγχώρια δικαστήρια αλλά να ελέγξει για το εάν οι αποφάσεις τους συμβαδίζουν με τις πρόνοιες της ΕΣΔΑ και στην προκειμένη περίπτωση, η ερμηνεία των γερμανικών δικαστηρίων, στα πλαίσια πάντα της διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχεται, δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί παράνομη.92 Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι παρ’ όλο που το ΕΔΔΑ, αποδεχόμενο την πιθανότητα εφαρμογής του κριτηρίου περί της ύπαρξης «γεγονότος σύγχρονου κοινωνικού ενδιαφέροντος» και το πώς το γεγονός αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την δημοσίευση των

89 Von Hannover v Germany [2012] E.M.L.R. 16 [para 31] 90 Ibid [para 124]; 91 Ibid [para 107] 92 Ibid [para 118]

Page 43: THEMIS 1

φωτογραφιών των αιτούντων, δεν πήρε θέση και δεν παραδέχτηκε ρητώς πως το κριτήριο αυτό πληρούταν στην υπό κρίση υπόθεση. Αρκέστηκε στο να παραδεχτεί ότι τα εγχώρια δικαστήρια έλαβαν το συγκεκριμένο ζήτημα υπόψη και συνεπώς το συμπέρασμά τους επ’ αυτού πρέπει να γίνει σεβαστό. Άφησε βεβαίως ανοικτή την πιθανότητα παραβίασης του αρ.8 της ΕΣΔΑ, εάν από τα πραγματικά περιστατικά προέκυπτε ότι οι φωτογραφίες λήφθηκαν υπό καθεστώς συνεχούς καταδίωξης και παρενόχλησης ή με τη χρησιμοποίηση κρυφών καμερών. Η απόφαση του ΕΔΔΑ φαίνεται μάλιστα να επικυρώνει την πάγια νομολογία του Ηνωμένου Η απόφαση του ΕΔΔΑ φαίνεται μάλιστα να επικυρώνει την πάγια νομολογία του Ηνωμένου Η απόφαση του ΕΔΔΑ φαίνεται μάλιστα να επικυρώνει την πάγια νομολογία του Ηνωμένου Η απόφαση του ΕΔΔΑ φαίνεται μάλιστα να επικυρώνει την πάγια νομολογία του Ηνωμένου Βασιλείου. Βασιλείου. Βασιλείου. Βασιλείου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η σύγκρουση μεταξύ του αρ.8 και αρ.10, είχε επισημανθεί στις απόψεις της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Campbell v MGN Ltd93 μέσα από την οποία έγινε αντιληπτή η διαμόρφωση τεσσάρων κριτηρίων: Πρώτον, κανένα άρθρο της ΕΣΔΑ δεν έχει προτεραιότητα έναντι του άλλου. Δεύτερον, στην περίπτωση που τα προστατευόμενα, υπό τα εν λόγω άρθρα, έννομα αγαθά, έρχονται σε σύγκρουση, πρέπει να γίνεται διεξοδικός έλεγχος και in-concreto σύγκριση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων αφού ληφθούν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Τρίτον, πρέπει να υπάρχει σαφής αιτιολογία για κάθε περιορισμό που τυχόν επιβληθεί σε κάθε δικαίωμα. Τέλος, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση. Στην νομολογία, για σκοπούς συντομίας, οι η συλλογιστική αυτή πορεία είναι γνωστή ως «ο απόλυτος έλεγχος στάθμισης ή εξισορρόπησης» (the ultimate balancing test).94 Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι θα υπάρξουν δικαιοδοτικές κρίσεις, οι οποίες θα αποκλίνουν επί ομοίων πραγματικών περιστατικών και αυτό θα οφείλεται στην μικρή ή μεγάλη έμφαση που μπορεί να αποδίδεται στο κάθε κριτήριο κατά την προσπάθεια εξισορρόπησης των δυο δικαιωμάτων. Συνεπώς, θα υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες ένας δικαστής θα καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα από έναν συνάδελφό του, παρ’ όλο που και οι δύο ακολούθησαν την ίδια προσέγγιση και εφήρμοσαν την ίδια μέθοδο εξισορρόπησης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ένας εκ των δύο δικαστών πρέπει οπωσδήποτε να σφάλλει. Όπως γίνεται αντιληπτό μέσα από την ανάλυση των πέντε προαναφερθέντων κριτηρίων, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στη νομολογία του ΕΔΔΑ, υπάρχει έδαφος για ερμηνεία άρα και για διαφορετικές απόψεις. Άλλωστε, αυτό που ενέχει θεμελιώδη σημασία στην προσπάθεια στάθμισης των υπό κρίση αντικρουόμενων

93 Campbell v MGN Ltd [2004] 2 AC 457 94 Re S (A Child) [2004] 1 AC 593 per Lord Steyn [para 17].

Page 44: THEMIS 1

δικαιωμάτων, είναι πρωτίστως η τήρηση της ορθής συλλογιστικής πορείας και δευτερευόντως το αποτέλεσμα.

Page 45: THEMIS 1

Σχολιασμός της υπ’ Σχολιασμός της υπ’ Σχολιασμός της υπ’ Σχολιασμός της υπ’ αριθ. 15/2011 γνωμοδότησης του Εισαγγελέα ΑΠ περί αριθ. 15/2011 γνωμοδότησης του Εισαγγελέα ΑΠ περί αριθ. 15/2011 γνωμοδότησης του Εισαγγελέα ΑΠ περί αριθ. 15/2011 γνωμοδότησης του Εισαγγελέα ΑΠ περί διενέργειας εξετάσεων διενέργειας εξετάσεων διενέργειας εξετάσεων διενέργειας εξετάσεων DNADNADNADNA Ειρήνη Χαμουργκά Ειρήνη Χαμουργκά Ειρήνη Χαμουργκά Ειρήνη Χαμουργκά ΙΙΙΙ ---- ΕισαγωγήΕισαγωγήΕισαγωγήΕισαγωγή Περίπου μια δεκαετία έχει περάσει από την αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, που για πολλούς αποτελεί την ημερομηνία σταθμό για την επανάσταση της γενετικής και της μοριακής βιολογίας. Το DNA και οι εφαρμογές του μπαίνουν πλέον στην καθημερινότητά μας μέσω πολλών επιστημών μεταξύ των οποίων και η ιατροδικαστική κι η εγκληματολογία ενώ φτάνει να κρούει την θύρα και της ποινικής διαδικασίας με αποτέλεσμα να έχει ενσωματωθεί στο δικονομικό δίκαιο πολλών δυτικών κρατών καθώς και στο ελληνικό με το αρ. 200Α του ΚΠΔ το οποίο προστέθηκε με το Ν2928/2001 και να τυγχάνει μάλιστα ευρείας εφαρμογής λόγω της αντίληψης που έχει επικρατήσει ότι αποτελεί μια άρτια επιστημονικά και πλήρως αξιόπιστη μέθοδο, άποψη που βλέπουμε να υποστηρίζεται και στην σχολιαζόμενη γνωμοδότηση: «…οι γενετικές πληροφορίες, που συνάγονται από «…οι γενετικές πληροφορίες, που συνάγονται από «…οι γενετικές πληροφορίες, που συνάγονται από «…οι γενετικές πληροφορίες, που συνάγονται από οποιοδήποτε βιολογικό δείγμα άγνωστης προέλευσης, είναι σε θέση να οποιοδήποτε βιολογικό δείγμα άγνωστης προέλευσης, είναι σε θέση να οποιοδήποτε βιολογικό δείγμα άγνωστης προέλευσης, είναι σε θέση να οποιοδήποτε βιολογικό δείγμα άγνωστης προέλευσης, είναι σε θέση να οδηγήσουν σχεδόν αποδηγήσουν σχεδόν αποδηγήσουν σχεδόν αποδηγήσουν σχεδόν απόλυτα στην εξακρίβωση της ταυτότητας του όλυτα στην εξακρίβωση της ταυτότητας του όλυτα στην εξακρίβωση της ταυτότητας του όλυτα στην εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου τους..»,υποκειμένου τους..»,υποκειμένου τους..»,υποκειμένου τους..», με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται σήμερα ως πανάκεια και ως εύκολη λύση από δικαστές και εισαγγελείς στην προσπάθειά τους να διασκεδάσουν τις αμφιβολίες τους και να αντιμετωπίσουν τα ηθικά διλήμματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Η συγκεκριμένη μέθοδος, η χρήση της αλλά και η διατύπωση της παρ. 1 εδ. α΄ του αρ. 200Α του ΚΠΔ «…οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό…» εγείρουν πολλά ερωτήματα γύρω από την αξιοπιστία της και τα όρια χρήσης της καθώς πολλές φορές ενδέχεται να έρχεται σε σύγκρουση με θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Για να δοθεί απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα θα πρέπει να εξεταστεί ενδελεχώς ο τρόπος εφαρμογής της συγκεκριμένης μεθόδου καθώς και το αν αυτή η επέμβαση της τεχνολογίας στον άνθρωπο ξεπερνά τα όρια που τίθενται από τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του.

Άρθρα – Μελέτες

Page 46: THEMIS 1

IIIIIIII ---- Λόγοι αναξιοπιστίας της μεθόδου Λόγοι αναξιοπιστίας της μεθόδου Λόγοι αναξιοπιστίας της μεθόδου Λόγοι αναξιοπιστίας της μεθόδου Το DNA περιέχει γενετικά δεδομένα, μοναδικές πληροφορίες για κάθε άτομο που το καθιστούν ξεχωριστό σε σχέση με τα άλλα άτομα. Η μέθοδος ανάλυσής του γίνεται κατά πως ορίζει ο νόμος σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο και ολοκληρώνεται σε δύο στάδια. Αρχικά στο πρώτο στάδιο το τεστ συγκρίνει ορισμένα και διαφορετικά μεταξύ τους τμήματα, που αποτελούν το «γενετικό αποτύπωμα», στο DNA κάποιου δείγματος DNA (από κάποιο ύποπτο), με τα αντίστοιχα τμήματά τους σε ένα άλλο δείγμα DNA (π.χ. από κάποιο μέρος όπου έγινε μια εγκληματική πράξη ), για να διαπιστωθεί αν ταιριάζουν μεταξύ τους. Ο μέγιστος αριθμός των τμημάτων που μπορεί να αναλύσει το τεστ είναι 13 τμήματα, αριθμός εξαιρετικά μικρός συγκριτικά με τον συνολικό αριθμό των τμημάτων που αποτελούν ολόκληρο το DNA. Στην Ελλάδα δε, το τεστ που γίνεται από την ΕΛ.ΑΣ αναλύει μόλις 5 τμήματα DNA, πολύ λιγότερα δηλαδή από το μέγιστο αριθμό που έχει τη δυνατότητα να αναλύσει το τεστ και από αυτά που αναλύονται σε άλλες χώρες. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που υπήρχε δυνατότητα ανάλυσης και των 13 τμημάτων δεν θα μπορούσε να παρέχει αξιόπιστα αποτελέσματα αφού η διαφορετικότητα κάθε ανθρώπου έγκειται στο συνολικό του DNA και όχι μόνο σε μερικά μόνο τμήματά του τα οποία ελέγχει το τεστ καθώς κάποια από αυτά τα τμήματα ενδέχεται να είναι όμοια σε περισσότερους του ενός ανθρώπου λόγω της κληρονομικότητας. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, σε έναν πληθυσμό 500 ατόμων με ξανθά μαλλιά βρέθηκαν 200 άτομα να έχουν στο ίδιο σημείο πάνω στο DNA τους, το ίδιο γονίδιο! Το μόνο εν τέλει που μπορεί με βεβαιότητα να αποδείξει το τεστ στο στάδιο αυτό είναι ότι στην περίπτωση που δεν υπάρξει ταύτιση κάποιου τμήματος του DNA του υπόπτου με αντίστοιχο τμήμα DNA του δείγματος από τον τόπο του εγκλήματος τότε αυτό δεν προέρχεται από τον ύποπτο και όχι το αντίθετο. Το δεύτερο στάδιο είναι αυτό της πληθυσμιακής ανάλυσης όπου το τεστ έχοντας πιστοποιήσει ότι όλα τα τμήματα του «γενετικού αποτυπώματος» του υπόπτου ταιριάζουν με τα αντίστοιχά τους στο DNA από τον τόπο του εγκλήματος, χρησιμοποιεί την συχνότητα κατανομής τους στον πληθυσμό για

Page 47: THEMIS 1

να δώσει το τελικό του αποτέλεσμα. Αυτό είναι ένα νούμερο που πιθανολογεί πόσοι άνθρωποι (κατά στατιστική εκτίμηση) σε έναν πληθυσμό μπορεί να έχουν το ίδιο «γενετικό αποτύπωμα» και βασίζεται σε δεδομένα που έχουν συλλεχτεί από κάποιο δείγμα του πληθυσμού που χρησιμοποιείται ως βάση δεδομένων η οποία όσο μικρότερη είναι τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα λάθους κατά τη μέθοδο ταυτοποίησης μέσω ανάλυσης DNA. Για να είναι απόλυτα ακριβές το αποτέλεσμα θα πρέπει να έχει προϋπολογιστεί η συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου «γενετικού αποτυπώματος» στο σύνολο του συγκεκριμένου πληθυσμού και όχι μόνο σε κάποιο μέρος του, γεγονός που είναι ανέφικτο καθώς η πλήρης ανάλυση του DNA όλων των ατόμων του πληθυσμού γεννά τεράστια προβλήματα ηθικής και θα μπορούσε να προκαλέσει έντονη κοινωνική αντίδραση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα η εθνική αυτή βάση δεδομένων περιλαμβάνει δείγμα μόλις 300 ατόμων από τα 10.000.000 του πληθυσμού! Από όλα λοιπόν τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα αναξιοπιστίας του τεστ ήδη από το εργαστηριακό στάδιο. Εις επίρρωσιν θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και αρκετούς άλλους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν στην αναξιοπιστία του τεστ όπως για παράδειγμα η κακή συλλογή, συντήρηση και επεξεργασία του συλλεχθέντος δείγματος, η κακή εκτίμηση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης από τον διενεργούντα την ανάλυση σε περίπτωση μη ξεκάθαρου αποτελέσματος ή διαφορετικών ενδείξεων των οργάνων, το γεγονός ότι το δείγμα DNA του δράστη στον τόπο του εγκλήματος μπορεί να αναμειχθεί με DNA κάποιου τρίτου προσώπου πχ. ενός περαστικού και τέλος το γεγονός ότι ο δράστης στην προσπάθειά του να μπερδέψει τις αρχές και να ενοχοποιήσει κάποιον τρίτο μπορεί πολύ εύκολα να τοποθετήσει στον τόπο του εγκλήματος δείγμα DNA (πχ. τρίχες) κάποιου άλλου προσώπου. Σε ένα διάσημο τέτοιο παράδειγμα (New Scientist, Aug. 2010) μετά από μια δίκη και καταδίκη ενός ανθρώπου για βιασμό με βάση τα ευρήματα από μίγμα γενετικού υλικού, δόθηκε σε δεύτερο χρόνο η εικόνα του αναλυτή σε 17 ανεξάρτητους επιστήμονες βιολόγους, από διαπιστευμένα κέντρα των ΗΠΑ, χωρίς αυτοί να έχουν επίγνωση της υπόθεσης ή των στοιχείων που αναλύουν. Από αυτούς ένας μόνο απάντησε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί η ενοχή του

Page 48: THEMIS 1

κατηγορουμένου, τέσσερις ότι χρειάζονταν περαιτέρω αναλύσεις (αναποφάσιστοι) και 12 από τους 17 ότι «αποκλείεται» να είναι ένοχος! Εάν η ανάλυση DNA ήταν απόλυτα αντικειμενική, όπως διαφημίζεται, θα έπρεπε και οι 17 βιοεπιστήμονες να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα. Επίσης αναφέρουμε ενδεικτικά ότι το 1999 στη Βρετανία οι δικαστικές αρχές βασιζόμενες κυρίως στο αποτέλεσμα της ανάλυσης DNA καταδίκασαν έναν ύποπτο σε φυλάκιση, ενώ μετά από μερικούς μήνες όταν ζητήθηκε επανεξέταση του DNA διαπιστώθηκε ότι η πρώτη εκτίμηση ήταν λανθασμένη. IIIIIIIIIIII ----Το υποχρεωτικό της λήψης Το υποχρεωτικό της λήψης Το υποχρεωτικό της λήψης Το υποχρεωτικό της λήψης Το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», ενώ στο αρ. 5 θεμελιώνεται το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του και στην παρ. 5 του ιδίου, το δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Σε διεθνές επίπεδο, με το άρ. 8 της ΕΣΔΑ θεμελιώθηκε το δικαίωμα του ατόμου για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής. Στην έννοια της ιδιωτικότητας του ατόμου εντάσσονται όλες οι ιδιότητές του που είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τον εαυτό του και αφορούν τόσο την εξατομίκευσή του (εικόνα. όνομα) όσο και την εσωτερικότητά του (υγεία, εθνικότητα, σεξουαλικότητα, φύλο). Στοιχείο αυτής της εσωτερικότητας, όπως έχει κριθεί και από το ΕΔΔΑ, αποτελεί και το γενετικό υλικό (DNA) κάθε ανθρώπου το οποίο είναι μοναδικό και μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητά του, να δώσει πληροφορίες σχετικά με τους εξ αίματος συγγενείς του και γενικότερα να δώσει μια εικόνα του ατόμου για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του. Η δε ανάλυσή του, συνιστά μια ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης που λόγω της ιδιαιτερότητάς της ενδέχεται να προσβάλει προσωπικά δεδομένα και γι’ αυτό διέπεται από ειδικούς κανόνες (άρθ.178 εδ. γ ΚΠΔ) ενώ για τη διενέργειά της απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων προϋποθέσεων τόσο ουσιαστικών όσο και δικονομικών οι οποίες ορίζονται από το νόμο στο άρθρο 200Α του ΚΠΔ Προϋποθέσεις για τη διενέργεια ανάλυσης (άρθ.200Α παρ.1 ΚΠΔ): 1. Ουσιαστικές προϋποθέσεις: - Κακούργημα τελεσθέν με χρήση βίας ή

Page 49: THEMIS 1

- κακούργημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (και γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης ανηλίκων – άρθ.200Α παρ.5 όπως προστ. με Ν.3727/2008) - πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής στο άρθ.187 παρ.1 ή 187ΑΠΚ - να έχουν βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος ή πάνω στο θύμα ίχνη από ανθρώπινους ιστούς - να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης (δεν απαιτείται η συναίνεση του εξεταζομένου) 2. Δικονομικές προϋποθέσεις: Διατάσσεται από το δικαστικό συμβούλιο - εκκρεμής ποινική δίωξη για συγκεκριμένο έγκλημα - προσδιορισμός συγκεκριμένου προσώπου, ως κατηγορουμένου, σε βάρος του οποίου να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι είναι δράστης - αίτημα του ανακριτή ή του κατηγορουμένου - ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου (πλημμελειοδικών) - περιορισμός αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για διαπίστωση του συγκεκριμένου εγκλήματος - διεξαγωγή από κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο

Είναι φανερό ότι ο νόμος δεν ορίζει τη συναίνεση του υπόπτου ως προϋπόθεση πραγματοποίησης της ανάλυσης. Κατά την Εισηγητική Έκθεση του Ν 2928/2001 (υπό το άρθρο 5), η ανάλυση του DNA είναι υποχρεωτική (όπως και η πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 183 ΚΠΔ ) με την έννοια ότι δεν χρειάζεται η συναίνεση του εξεταζομένου, θέση την οποία συμμερίζεται και η σχολιαζόμενη γνωμοδότηση και μάλιστα αναφέρει ότι οι αρχές μπορούν να προβούν και σε εξαναγκασμό του υπόπτου σε περίπτωση που αρνηθεί να προβεί στην εξέταση. Από τη στιγμή δηλαδή που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 200Α ΚΠΔ, η σχετική απόφαση για τη λήψη και ανάλυση του γενετικού υλικού ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστικού συμβουλίου και δεν απαιτείται η συναίνεση του κατηγορουμένου για τη διεξαγωγή της. Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Αρ. Καρράς υποστηρίζοντας την υποχρεωτικότητα της εξέτασης χωρίς την προαπαιτούμενη συναίνεση του κατηγορουμένου με την προϋπόθεση όμως να μην γίνονται σοβαρές

Page 50: THEMIS 1

επεμβάσεις στο σώμα του που να θίγουν την αξία του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον ίδιο, από ξένα συνταγματικά δικαστήρια έχει κριθεί ότι η υποχρεωτική εξέταση DNA, με τον όρο ότι δε θα καταγράφονται άλλα δεδομένα πέραν των απαραίτητων για την εξακρίβωση της ταυτότητας του δράστη, δεν θίγει τον πυρήνα της προσωπικότητας του ατόμου και είναι συνταγματικά αποδεκτή, αν είναι απολύτως αναγκαία για αντεγκληματικούς σκοπούς.

Είναι απαραίτητο όμως να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στην υποχρεωτικότητα και στην άσκηση εξαναγκασμού πάνω στο ανθρώπινο σώμα για την απόσπαση γενετικού υλικού η οποία συνιστά κατάφωρη επέμβαση στη σωματική ακεραιότητα του ατόμου και κατ’ επέκταση προσβάλλει την ανθρώπινη αξία του καθιστώντας το αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας, ένα μέσον για την άντληση στοιχείων και πληροφοριών, πράξη ανεπίτρεπτη που αντιβαίνει τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις. Αξιοσημείωτη είναι επίσης και μια διάκριση των προσωπικών δεδομένων σε «απλά» (πχ. δακτυλικά αποτυπώματα) και «ευαίσθητα» (πχ. αίμα, σάλιο, σπέρμα κλπ.) που διατυπώθηκε στα πλαίσια της βρετανικής υπόθεσης S & Marper όταν αυτή έφτασε στη Βουλή των Λόρδων από τη Βαρώνη Hale του Richmont (άποψη μειοψηφίας), διάκριση την οποία υιοθέτησε αργότερα και το ΕΔΔΑ. Τα «ευαίσθητα» προσωπικά δεδομένα χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης λόγω της φύσης τους και των πληροφοριών που μπορούν να δώσουν μετά από επεξεργασία για το συγκεκριμένο άτομο ενώ το ΕΔΔΑ στη συγκεκριμένη υπόθεση έκρινε ότι και μόνο η κατακράτησή τους από τις αρχές και η άρνηση καταστροφής τους συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του ατόμου. Αν δε λάβουμε υπόψη ότι το συγκεκριμένο μέσο δεν μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να οδηγήσει στην ταυτοποίηση του δράστη, όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, τότε η εφαρμογή του δε συνάδει ούτε με τις αρχές της προσφορότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας εν στενή εννοία που απορρέουν από την κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας.

IVIVIVIV ---- ΣυμπεράσματαΣυμπεράσματαΣυμπεράσματαΣυμπεράσματα

Μία από τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την Ελληνική ποινική δίκη είναι αυτή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας από όπου συνάγεται η

Page 51: THEMIS 1

υποχρέωση του ποινικού δικαστή να αναζητά την ουσιαστική αλήθεια και όχι να αρκείται στην τυπική και να επιδιώκει την ανακάλυψη των δραστών των τελούμενων εγκλημάτων λόγω της σοβαρότητας των ποινικών υποθέσεων και της σημασίας των συμφερόντων που τίθενται σε κίνδυνο. Από την αρχή αυτή απορρέουν οι αρχές της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού και της ελεύθερης εκτίμησης και χρησιμοποίησής του που σημαίνει ότι η ποινική διαδικασία κινείται και εξελίσσεται από τα δικαστικά όργανα ανεξάρτητα από τη βούληση των διαδίκων.

Η αναζήτηση όμως της ουσιαστικής αλήθειας, όπως έχει διατυπωθεί και από την ολομέλεια του ΑΠ (1/2001 σε πολιτική υπόθεση, Πλογ Α/2201), θα πρέπει να γνωρίζει κάποιους περιορισμούς και να υποχωρεί όταν έρχεται σε σύγκρουση με άλλες θεμελιώδεις αρχές όπως η αρχή της προστασίας του ανθρώπου και οι αρχές οι οποίες απορρέουν από αυτήν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αποδεικτικά μέσα τα οποία προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δεν συνάδουν με τα αρ. 2 και 5 του Συντάγματος δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται και να εκτιμώνται από το δικαστήριο. Θα πρέπει δηλαδή κάθε φορά να γίνεται στάθμιση των συμφερόντων που διακυβεύονται και εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και όχι να κρίνεται ex nunc κάποιο αποδεικτικό μέσο ως υποχρεωτικό και επιβλητέο.

Όσον αφορά την ανάλυση DNA, ναι είναι το πιο σύγχρονο και αξιόπιστο εργαλείο που μόνο του όμως δεν μπορεί να δώσει αξιολογότατα αποτελέσματα και λύσεις στην απόδοση της αλήθειας αλλά χρειάζεται συνδυασμός της μεθόδου και με άλλες τεχνικές όπως, τα αποτυπώματα, την βαλλιστική και άλλες επιστήμες λχ. ιατροδικαστική, τοξικολογία κ.α. Τέλος το γεγονός ότι πολλές φορές ενδέχεται να παραβιάζει συνταγματικά δικαιώματα, απαιτεί να γίνεται έλεγχος συνταγματικότητας ενώ η άρνηση του κατηγορουμένου θα πρέπει να γίνεται σεβαστή από τα όργανα απονομής δικαιοσύνης και σε καμία περίπτωση να μην εκτιμάται αρνητικά. Η μόνη περίπτωση που η ανάλυση θα πρέπει να διεξάγεται υποχρεωτικά είναι όπως ορθά υποστηρίζεται από τον Καρρά όταν ζητείται από τον κατηγορούμενο προς απόδειξη της αθωότητας του, ενώ η άρνηση του δικαστηρίου να

Page 52: THEMIS 1

ικανοποιήσει το αίτημά του αυτό έχει υποστηριχτεί ότι συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το αρ. 171 περ. δ.

Page 53: THEMIS 1

Δεδικασμένο και εκτελεστότητα των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ Δεδικασμένο και εκτελεστότητα των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ Δεδικασμένο και εκτελεστότητα των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ Δεδικασμένο και εκτελεστότητα των καταδικαστικών αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ Λαμπροπούλου Βικτώρια Λαμπροπούλου Βικτώρια Λαμπροπούλου Βικτώρια Λαμπροπούλου Βικτώρια Ι. Γενική εισαγωγή στη φύση και τη λειτοΙ. Γενική εισαγωγή στη φύση και τη λειτοΙ. Γενική εισαγωγή στη φύση και τη λειτοΙ. Γενική εισαγωγή στη φύση και τη λειτουργία του ΕΔΔΑυργία του ΕΔΔΑυργία του ΕΔΔΑυργία του ΕΔΔΑ Την 14η Νοεμβρίου 1950 η υπογραφή στη Ρώμη μία διεθνούς πολυμερούς συμβάσεως από μέρους των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτέλεσε γεγονός κομβικής σημασίας σε διεθνές επίπεδο. Η σύμβαση αυτή πέρα από το να εξαγγέλει ένα σύνολο θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, συνιστούσε μία καινοτομία: με τις διατάξεις της θεσπιζόταν το ίδιο το δικαστικό οπλοστάσιο προάσπισής των, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο εξής ΕΔΔΑ. Το ΕΔΔΑ επιφορτίστηκε με την κρίση υποθέσεων αστικής και ποινικής φύσης95 , εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ), εξοπλίστηκε με «τεκμήριο» ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και οι εκδοθείσες από αυτό αποφάσεις έμελλε να αποτελέσουν το κύριο εργαλείο ερμηνείας της Σύμβασης. Με το 11ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, η άλλοτε Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνενώνεται σε ένα σώμα με το Δικαστήριο. Η διαδικασία ενώπιον του αφορά τόσο σε ατομικές96 όσο και σε διακρατικές97 προσφυγές (άρθρα 34 και 35 ΕΣΔΑ). Όπως είναι ίσως αναμενόμενο, οι διακρατικές προσφυγές υπολείπονται αριθμητικά των ατομικών. Τα κράτη έχουν αναπτύξει, στα

95 Βλ.Κιστάκης Γ., «Οι αποφάσεις ποινικού ενδιαφέροντος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Ανθρώπου, έτους 2000, Μέρος Ι: Οι δικονομικές εγγυήσεις στην ποινική δίκη- Το δικαιώμα σε δίκαιη ποινική δίκη», ΠοινΔικ 7/2001, σελ.773 επ., όπου σημειώνεται η ανυπαρξία

προληπτικής λειτουργίας των αποφάσεων του ΕΔΔΑ καίτοι οι περισσότερες παρουσιάζουν ομοφωνία περί την κρίση. 96 Βλ. Φραγκοπούλου Α, «Η ατομική προσφυγή μετά το 11ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ», ΝοΒ 2000, σελ.888 επ. 97 Μίντσης Γ., «Η διακρατική προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων- Σύγκριση προς τα λοιπά ένδικα βοηθήματα του Διεθνούς Δικαίου», Αρμ 2/2000,

σελ. 176 επ.

Άρθρα – Μελέτες

Page 54: THEMIS 1

πλαίσια της ευρωπαϊκή ενοποίησης, δεσμούς που τους αποτρέπουν από τη δικαστηριακή επίλυση των διαφορών τους. Αυτοπρόσωπη παράσταση του προσφεύγοντος δεν απαιτείται καταρχήν, ενώ η εκπροσώπηση δια δικηγόρου είναι απαραίτητη μόνο κατόπιν της υποβολής της προσφυγής. Το Δικαστήριο αναλαμβάνει να διαπιστώσει τα πραγματικά περισταστικά που εισέρχονται ενώπιον του προς κρίση ενώ διατίθεται και προς φιλικό διακανονισμό που συνίσταται σε ικανοποίηση του προσφεύγοντος με αλλαγή της πρακτικής που τον οδήγησε στην προσφυγή, αν καταφαθεί το αίτημά του. Σημειώνεται πάντως ότι το ΕΔΔΑ δε λειτουργεί ως ανώτερη δικαιοδοτική βαθμίδα έναντι των εθνικών δικαστηρίων και ως εκ τούτου δε δύναται να ανατρέπει ή να διορθώνει αποφάσεις τους. Υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 41 ΕΣΔΑ, έχει τη δυνατότητα επιδίκασης αποζημίωσης στον προσφεύγοντα. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 ΕΣΔΑ, τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλονται σε συμμόρφωση με τη χρήση κάθε πρόσφορου μέσου για παύση της προσβολής, άρση των συνεπειών της και αποφυγή της στο μέλλον. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δημιουργεί ευνοϊκό δεδικασμένο και για τυχόν τρίτο που υπάγεται στην αυτή ρύθμιση που κρίθηκε αντίθετη στους ορισμούς της Σύμβασης. Οι προαναφεθείσες προϋποθέσεις για κατάφαση της αρμοδιότητας του ΕΔΔΑ είναι οι εξής έξι : α. Η παραβίαση θα πρέπει να είναι άμεση και προσωπική β. Η παραβίαση θα πρέπει να αφορά μόνο σε προβλεπόμενα από τη Σύμβαση κα τα Πρωτόκολλα δικαιώματα γ. Το κράτος το οποίο κατηγορείται για την εν λόγω παράβαση θα πρέπει να έχει κυρώσει τα ανωτέρω κείμενα δ. Η προσφυγή στρέφεται απαραιτήτως κατά δημόσιας αρχής και επουδενί ιδιώτη ή ΝΠΙΔ ε. Προηγούμενη εξάντληση όλων των εσωτερικών ενδίκων μέσων98

98 Εν προκειμένω είναι δυνατό να συγχωρηθεί από το Δικαστήριο τυχόν με εξάντληση των εθνικών ενδίκων μέσων, αν αποδειχθούν περιστάσεις που τον απαλλάσουν όπως

κατ’επανάληψη ανοχή από το Κράτος διοικητικής πρακτικής αντιβαίνουσας στη Σύμβαση.

Page 55: THEMIS 1

στ. Εξάμηνη προθεσμία άσκησης της προσφυγής, με σημείο εκκίνησης την έκδοση της τελεσίδικης εθνικής απόφασης κατά άρθρο 35 ΕΣΔΑ99

ΙΙ. Η υποδοχή της Σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο και η ελληνική δικαστηριακή ΙΙ. Η υποδοχή της Σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο και η ελληνική δικαστηριακή ΙΙ. Η υποδοχή της Σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο και η ελληνική δικαστηριακή ΙΙ. Η υποδοχή της Σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο και η ελληνική δικαστηριακή πρακτικήπρακτικήπρακτικήπρακτική Φυσικά η ισχύς της Σύμβασης και ακολούθως η κατάφαση αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τελούν υπό την αίρεση κύρωσης της πρώτης με εσωτερικό νόμο. Η χώρα μας έσπευσε να προβεί σε αυτή την κύρωση με τον ν.2329/1953, ανατράπηκε όμως η απόφαση αυτή κατά τη δικτατορία έως ότου επανήλθε με το ν.δ. 53/1974 και απέκτησε αυξημένη τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 §1 του Συντάγματος. Τονίζεται ότι σε αυτό το σημείο η Ελλάδα ακολούθησε διαφορετική πορεία από πολλά από τα συμβαλλόμενα κράτη, τα οποία προτίμησαν να διατηρήσουν την ΕΣΔΑ σε επίπεδο ισχύς απλού νόμου. Πάραυτα, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, η νομοθετική αυτή επιλογή δεν επιβεβαιώθηκε με τη δικαστηριακή μας πρακτική. Συγκεκριμένοι τομείς όπως αυτοί της θρησκευτικής ελευθερίας, της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και ιδίως στις μέρες μας, της απονομής δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο εμφανίζονται παραγκωνισμένοι από την προστασία που τους προσφέρει το δικαιοδοτικό σύστημα της ΕΣΔΑ γεγονός που μοιάζει παράδοξο δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις προσδίδουν στις διατάξεις του Συντάγματος μας. Ενώ συνήθως η συνταγματική κάλυψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ευρύτερη από τη διεθνή τους κατοχύρωση, παρατηρούμε εν προκειμένω μια εξειδίκευση της προστασίας. Για παράδειγμα, τη στιγμή που το Σύνταγμα περιορίζεται στο άρθρο 13 στην «ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως», το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ κάνει λόγο για «ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκεία». Με το Σύνταγμα λοιπόν , θεσπίζεται ένα minimum προστασίας το οποίο μοιάζει εύλογο να μην αποκλείει την ευρύτερη κάλυψη των αυτών δικαιωμάτων από κείμενα υποδεέστερης τυπικής ισχύος όπως η ΕΣΔΑ.100

99 Κατά κρατούσα άποψη η προθεσμία εκκινεί από την καθαρογραφή της αποφάσεως και όχι από την ημέρα δημοσίευσης στα βιβλία του δικαστηρίου, καθώς τότε δύναται το πρώτον να λάβει γνώση αυτής ο ενδιαφερόμενος διάδικος.

100 Βλ. Δαγτόγλου Π.Δ., Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2005, σελ.42-45.

Page 56: THEMIS 1

Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνικά δικαστήρια παρουσίαζονται άτολμα στην επίκληση της ΕΣΔΑ, ενώ οι διατάξεις της αναφέρονται παρακολουθητικά ως προς αυτές του Συντάγματος. Όπου διαπιστώνεται αντισυνταγματικότητα, συχνά γίνεται λόγος για αντίθεση στην ΕΣΔΑ και το αντίστροφο101. Με αυτό τον τρόπο παραβλέπεται η αυτοτελής της κανονιστικότητα, γεγονός που θέτει τη χώρα μας σε ευάλωτη θέση ως προς πιθανές καταδίκες από το ΕΔΔΑ για αγνόηση της νομολογίας του. Ανακύπτει λοιπόν το ζήτημα της δέσμευσης των Ελλήνων δικαστών από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι στην εθνική μας έννομη τάξη, αυτή δεν αναγνωρίζεται ως πηγή δικαίου και στο άρθρο 87 §2 Σ, η δέσμευση των δικαστών ορίζεται ως προερχόμενη μόνο από το ίδιο το Σύνταγμα και τους νόμους, ασφαλές θα ήταν να λεχθεί ότι οι η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν εξοπλίζεται με δεσμευτική ισχύ. Δε θα πρέπει όμως να λησμονείται στο σημείο αυτό, ότι στα πλαίσια της υποχρέωσης προς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά άρθρο 93 §3 Σ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 32 §1 της ΕΣΔΑ (αναγνώριση δικαιωμάτων και ελευθεριών από τη μία και δικαιοδοσία ΕΔΔΑ ως προς τα θέματα ερμηνείας και εφαρμογής της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων από την άλλη), τα εθνικά δικααστήρια υποχρεούνται σε αναφορά σχετικής με το κρινόμενο ζήτημα νομολογίας του ΕΔΔΑ, όπου αυτή υφίσταται. Η υποχρέωση αυτή πάντως δε θα πρέπει να εξικνείται ως τα όρια του ανέφικτου, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και η δυσχέρεια παρακολούθησης από τον Έλληνα δικαστή της νομολογίας του ΕΔΔΑ και ίσως να ληφθούν μέτρα προς τη διευκόλυνση της.

ΙΙΙ. Ειδικότερα η δεσμευτικότητα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και η εκτέλεση των ΙΙΙ. Ειδικότερα η δεσμευτικότητα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και η εκτέλεση των ΙΙΙ. Ειδικότερα η δεσμευτικότητα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και η εκτέλεση των ΙΙΙ. Ειδικότερα η δεσμευτικότητα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και η εκτέλεση των αποφάσεων του σε εθνικό επίπεδοαποφάσεων του σε εθνικό επίπεδοαποφάσεων του σε εθνικό επίπεδοαποφάσεων του σε εθνικό επίπεδο Αναγόμενοι στη ρύθμιση του άρθρου 46 §1 ΕΣΔΑ διαπιστώνουμε ότι η ισχύς του δεδικασμένου και η εκτέλεση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων. Παρόλα αυτά, αναφέρθηκε ήδη ότι η

101 Βλ. Ενδεικτικά: ΣτΕ 1802/1986, ΣτΕ 395/1978.

Page 57: THEMIS 1

λειτουργία του ΕΔΔΑ δεν εξαντλείται στην επίλυση μίας μεμονωμένης υπόθεσης αλλά αφορά και στην ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης. Πράγματι, και το ίδιο το ΕΔΔΑ φαίνεται να αντικρούει τα στενά όρια του υποκειμενικού δεδικασμένου των αποφάσεων του. Κάθε δικαιοδοτική κρίση δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως διευθέτηση μίας ατομικής περίστασης αλλά ως σημείο διευκρινιστικό και προστατευτικό του κανονιστικού περιεχομένου της ΕΣΔΑ102. Η δυναμική αυτή της νομολογίας του ΕΔΔΑ οδήγησε σε άτυπη συμμόρφωση πολλών κρατών σε αυτή επ’απειλή πιθανής καταδίκης και φυσικά υψηλής αποζημίωσης σε περίπτωση αντίθετης εθνικής κρίσης, καίτοι άμεση υποχρέωση συμμόρφωσης δεν προκύπτει από το γράμμα της Σύμβασης103. Για την κατάφαση της δεσμευτικότητας του νομολογιακού προηγουμένου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μπορεί να προβληθεί και ένα τελελογικό επιχείρημα. Τα συμβαλλόμενα θέτουν στο προοίμιο της ΕΣΔΑ ως επιδίωξη τη συλλογική εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων κααι ελευθεριών του ατόμου. Πώς όμως θα μπορούσε να γίνεται λόγος για επίτευξη αυτού του σκοπού αν υπήρχε ανομοιομορφία ως προς τη δικανική κρίση; Αν έκαστο μέλος είχε τη δυνατότητα να ερμηνεύει τις διατάξεις της Σύμβασης κατά το δοκούν; Κρίνεται πρακτικά αναγκαία λοιπόν η κοινή ερμηνευτική κατεύθυνση όλων με βάσει το δεδικασμένο που αναπτύσσουν οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ, με πάντοτε υφιστάμενη βέβαια την επιφύλαξη ως προς τη δυνατότητα του να αποφασίζει με τεκμήριο αυθεντίας. Τα ανωτέρω αφορούν κυρίως στο «ερμηνευτικό» δεδικασμένο. Ως προς το «ουσιαστικό» όμως δεδικασμένο τηρείται αυστηρότερη στάση. Ενώ δηλαδή ένα κράτος δύναται να παρεκκλίνει από την ερμηνεία που δέχεται το ΕΔΔΑ , αν επιτύχει αρκετή θεμελίωση της θέσης του, επί παραβίασης διάταξης της ΕΣΔΑ η κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι αμετάκλητη, άρα απρόσβλητη με κάθε ένδικο μέσο104.

102 Βλ. Υπόθεση Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείου. 103 Βλ. Ποδηματά Ε, Σκέψεις για το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, ΕλλΔνη 2000, σελ. 327.

104 Βλ. Υπόθεση Ringeisen κατά Αυστρίας

Page 58: THEMIS 1

Τα εθνικά μας δικαστήρια δε δέχτηκαν πάντοτε αβασάνιστα την παραπάνω θέση. Ακριβές παράδειγμα αντίστασης, αυτό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης που επιχειρηματολόγησε κατά της δέσμευσης του προς συγκεκριμένη δικαστηριακή κρίση (αναγνώριση σωματείου) με βάση την απουσία ιεραρχικής κλίμακας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Συγκεκρίμενα, τονίστηκε ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν αποτελεί αναθεωρητικό ή ακυρωτικό δικαστήριο και επομένως δε δικαιούται σε ακύρωση ή αναίρεση απόφασης που έχει κριθεί αμετάκλητα σε εθνικό επίπεδο. Πράγματι, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ ουδέποτε οδηγούν σε κατάργηση της εθνικής απόφασης απευθείας. Προτρέπουν απλώς σε σύμφωνη με αυτές εθνική αντιμετώπιση της ταυτής υπόθεσης. Στο σημείο όμως αυτό ανακύπτει ένας νέος προβληματισμός: Τι ισχύει σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι αποδέκτες της «υποχρέωσης συμμόρφωσης» όπως αυτή ήδη αναλύθηκε δεν είναι απλά τα κράτη ως υποκείμενα διεθνούς δικαίου αλλά και τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα; Εκκινούμε από τη διαπίστωση ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης. Επί καταψηφιστικών αποφάσεων το κράτος ενέχεται σε αποζημίωση ενώ επί αναγνωριστικών υφίσταται διάκριση. Αν δε διαπιστωθεί παράβαση δικαιώματος προστατευόμενου από τη Σύμβαση, το κράτος δεν ενέχεται. Αν αντίθετα διαπιστωθεί τέτοια παράβαση, προβλέπεται ειδική υποχρέωση προς πράξη ή παράλειψη. Γίνεται κατανοητό όμως ότι η διαπίστωση αυτή οδηγεί ως μοχλός πίεσης στο κράτος να προβεί το ίδιο στην νομικά επιβαλλόμενη ενέργεια, με τα μέσα που το ίδιο κρίνει πρόσφορα105. Η άτυπη αυτή υποχρέωση απορρέει από το χαρακτήρα της ΕΣΔΑ ως διεθνούς συνθήκης και της αρχής ότι όπου δεν υφίστανται ειδικότερες ρυθμίσεις ισχύουν οι γενικοί κανόνες. Κατά το Διεθνές Δίκαιο λοιπόν, επί παραβάσεως το εναγόμενο κράτος οφείλεται σε παύση της προσβολής, επανόρθωση της προκληθείσας βλάβης και τη λήψη μέτρων για αποφυγή επανάληψής της στο

105 Βλ. Υπόθεση Marckx κατά Βελγίου

Page 59: THEMIS 1

μέλλον106. Εν προκειμένω, γενεσιουργός αιτία της παραβίασης είναι συνήθως μία δικαστική απόφαση ή μία διοικητική πρακτική και άλλη οδός προς παύση και αποτροπή περαιτέρω ζημίας πέρα από την έκδοση αντίθετης απόφασης και παύσης της πρακτικής αντίστοιχα,δε νοείται. Διαφωτιστική σε αυτό το σημείο είναι η υπόθεση Scozzari και Giunta κατά Ιταλίας στο διατακτικό της οποίας σημειώνεται ότι : “ μία απόφαση στην οποία το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση δεν επιβάλλει στο υπαίτιο κράτος μόνο τη νομική υποχρέωση να καταβάλλει στους θιγόμενους το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάσθηκε μέσω της δίκαιης ικανοποίησης, αλλά και να επιλέξει, υποκείμενο στην εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, τα γενικής και/ ή, αν είναι πρόσφορο ατομικής φύσης μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν στην εγχώρια έννομη τάξη τους, για να τεθεί τέρμα στην παραβίαση που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο και ν αεπανορθωθούν, όσο είναι δυνατόν, οι συνέπειες». IV. Ειδικότερα η συμμόρφωση (; ) της Ελλάδας στις καταδικαστικές αποφάσεις IV. Ειδικότερα η συμμόρφωση (; ) της Ελλάδας στις καταδικαστικές αποφάσεις IV. Ειδικότερα η συμμόρφωση (; ) της Ελλάδας στις καταδικαστικές αποφάσεις IV. Ειδικότερα η συμμόρφωση (; ) της Ελλάδας στις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑτου ΕΔΔΑτου ΕΔΔΑτου ΕΔΔΑ Το σύνολο των υποχρεώσεων που θέσπισε για τα συμβαλλόμενα κράτη το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ δεν υπήρξε πάντοτε προϊόν πλήρους κατανόησης στα ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Με την πάροδο των ετών παρατηρήθηκε ότι δημιουργήθηκαν συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων ως προς τις οποίες η δικαστική επίλυση καθυστερούσε αισθητά. Πρώτον, η άρνηση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν προς τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων. Δεύτερον, η ελλιπής εφαρμογή των διατάξεων του ΚποινΔ για την αποζημίωση επί παρανόμου κρατήσεως και τέλος, η αδυναμία διαγραφής από το ποινικό μητρώο καταδικασθέντων αδίκως λόγω παράβασης της ΕΣΔΑ. Η ανωτέρω πραγματικότητα οδήγησε σε συνεχή προσπάθεια της Ελλάδας να επιδείξει καλή θέληση προς το Συμβούλιο της Ευρώπης με σχετική ενημέρωση ως προς νομοθετικές ρυθμίσεις, διοικητικά μέτρα αλλά και δικαστικές αποφάσεις που έκλιναν προς την εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού

106 Βλ. Μαρούδα Ντ., Η διεθνής ευθύνη για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού

δικαίου, Η κρατική και ατομική ευθύνη σε κίνηση, Αθήνα Κομοτηνή, 2006, σελ.371.

Page 60: THEMIS 1

Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, την παρακολούθηση της προόδου αυτής έχει αναλάβει από εθνικό επίπεδο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αλλά σημειώνεται και η παράλληλη συμβολή ανεξαρτήτων αρχών όπως ο Συνήγορος του Πολίτη. Σημειώνεται όμως ότι ο όγκος των καταδικών εις βάρος της Ελλάδας από την αναγνώριση του δικαστηρίου του Στρασβούργου το 1985 ξεπερνά το μισό τοις χιλιοις και μετράμε... Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: Κοκκινάκης κατά Ελλάδας (ποινικές καταδίκες Μαρτύρων του Ιεχωβά για προσηλυτισμό- αντίθεση με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ) Παπαμιχαλόπουλος και άλλοι κατά Ελλάδας (προστασία της ιδιοκτησίας από υπέρμετρη κρατική δέσμευση- αντίθεση στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) Πασχαλίδης και άλλοι κατά Ελλάδας (υπερβολική διάρκεια δίκης – αντίθεση με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ) Δε θα πρέπει να παραβλέπονται πάντως και οι ενέργειες του εθνικού νομοθέτη προς τη «σωστή κατεύθυνση», όπως η αναθεώρηση του άρθρου 95 §5 Σ για την εφαρμογή εκ μέρους της διοίκησης των δικαστικών αποφάσεων, η εξάλειψη της προνομιακής μεταχείρισης του δημοσίου κατά τον υπολογισμό δικονομικής προθεσμίας (Υπόθεση Πλατάκου), η προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 4 Σ σχετικά με την εναλλακτική θητεία (Υπόθεση Θλιμμένος) κ.ά. Ύστατη δυστοκία παρουσιάζεται δυστυχώς ακόμη και σήμερα σε ό,τι αφορά τις παραβιάσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, το οπολιο καθιερώνει την «εντός εύλογης προθεσμίας» έκδοση των δικαστικών αποφάσεων. Επ’αυτού η καθημερινή πρακτική επιβεβαιώνει περισσότερα από όσα κάθε ανάλυση θα μπορούσε... V. Νομοθετική αντιμετώπιση της καταδίκης από το ΕΔΔΑ σε εθνικό επίπεδοV. Νομοθετική αντιμετώπιση της καταδίκης από το ΕΔΔΑ σε εθνικό επίπεδοV. Νομοθετική αντιμετώπιση της καταδίκης από το ΕΔΔΑ σε εθνικό επίπεδοV. Νομοθετική αντιμετώπιση της καταδίκης από το ΕΔΔΑ σε εθνικό επίπεδο Στα πλαίσια της εθνικής προσπάθειας συμμόρφωσης προς το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και συγκεκριμένα του άρθρου 46 §1 ΕΣΔΑ, η πρόβλεψη δικονομικής πρόσβασης στα ελληνικά δικαστήρια επί καταδίκης της χώρας συνιστά υποχρέωση που υλοποιήθηκε νομοθετικά με την προσθήκη

Page 61: THEMIS 1

της παραγράφου 5 στο άρθρο 525 ΚποινΔ περί επανάληψης της διαδικασίας με τον ν.2865/2000. Συγκεκριμένα, ο αμετακλήτως καταδικασθείς δικαιούται να επικαλεστεί απόφαση του ΕΔΔΑ με την οποία διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην έννοια του δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της τηρηθείσης διαδικασίας υπάγονται όλα τα δικαιώματα και ελευθερίες του τίτλου Ι της ΕΣΔΑ (άρθρα 2-18 ) και όσα δικαιώματα καθιερώνονται με Πρόσθετα Πρωτόκολλα. Οι ειδικότερες καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε βάρος της χώρας μας, κατ' ακολουθία των οποίων θεμελιώθηκε ο σχετικος λόγος επανάληψης της διαδικασίας συναπαρτίζουν τρεις επί μέρους κατηγορίες περιπτώσεων παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας: • μη παροχή επαρκούς χρόνου και αναγκαίων ευκολιών στον κατηγορούμενο προς προετοιμασία της υπεράσπισής του, • παραβίαση δικαιώματος κλήτευσης και εξέτασης μαρτύρων και • μη εύλογη χρονικά εκδίκαση της υπόθεσης Εάν το ΕΔΔΑ διαπιστώνει παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ως προς τη λογική προθεσμία εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης, επιβάλλεται η επανάληψη της διαδικασίας, με σκοπό να θεραπευτεί η παραβίαση με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων υπέρ του καταδικασθέντος. Σε αυτά περιλαμβάνεται η μείωση της επιβληθείσης ποινής, η εκ νέου επιμέτρηση της ποινής με την αναγνώριση ελαφρυντικών, επειδή η παρέλευση του εύλογου χρόνου θεωρείται ελαφρυντική περίσταση (ΠΚ 83 και 84§ 1) έως και η αθώωση του. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι η νομολογία του Αρείου Πάγου δεν αποδέχεται την επανάληψη της διαδικασίας στην περίπτωση αυτή με το επιχείρημα ότι η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δεν είχε επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου107.

107 Βλ. Ενδεικτικά ΑΠ 159/2005 όπου κρίθηκε ότι «η αίτηση καθ' ο µέρος έχει αυτό το περιεχόµενο είναι απαράδεκτη και πρέπει ν' απορριφθεί, διότι ούτε ο αιτών επικαλείται ούτε και προκύπτει ότι η υπέρβαση της λογικής προθεσµίας εκδίκασης της υπόθεσής του, την οποία δεσµευτικά διαπίστωσε το Ευρ∆∆Α, είχε αρνητική επίδραση στην κρίση των ποινικών δικαστών που τον καταδίκασαν για κακουργηµατική απάτη».

Page 62: THEMIS 1

Συμπερασματικές ΠαρατηρήσειςΣυμπερασματικές ΠαρατηρήσειςΣυμπερασματικές ΠαρατηρήσειςΣυμπερασματικές Παρατηρήσεις Η αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής κατά το άρθρο 25 ΕΣΔΑ αποτέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τόσο σε διεθνές επίπεδο (ως ultimum refugium) όσο και σε εθνικό (ως μέσο αποτροπής παραβάσεων). Ενισχύθηκε η νομική φαρέτρα του ιδιώτη-διοικουμένου που ενδεχομένως αντιμετωπίζει φαινόμενο κρατικής αυθαιρεσίας ή ολιγωρίας αφενός και δόθηκε ένα ακόμη μέσω ευρωπαϊκής ενοποίησης μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών υπό την έννοια της δημόσιας τάξης. Το σύστημα και η λειτουργία της ΕΣΔΑ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έως τώρα έχουν αποδείξει ότι πέρα από τις καλές προθέσεις των συνυπογραφόντων απαιτούνται και αυστηρές εθνικές ενέργειες, η πραγμάτωση των υπεσχημένων. Οι συνεχείς καταδίκες της χώρας μας, παρά τις όποιες ουσιαστικές αλλά κι ενίοτε προσχηματικές εθνικές ρυθμίσεις, δεν μπορούν παρά να αποτελούν ένα κώδωνα για το δικαιικό μας σύστημα. Όχι τόσο ως προς τη θεμελίωση του όσο ως προς την αποτελεσματικότητα, την εγρήγορση, την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις καθημερινές ανάγκες των αιτούμενων δικαστική προστασία. Κι ενώ η απουσία ουσιαστικής «ποινής» προς τα κράτη από το ΕΔΔΑ (συνήθως η επιβαλλόμενη αποζημίωση παρουσιάζεται συμφερότερη από την προτεινόμενη ρύθμιση) δικαιολογεί τη ραθυμία ή ίσως την εγγενή αδυναμία συμμόρφωσης λόγω φόρτου και πολυπλοκότητας ης ύλης, είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να αποκτήσουν τα διεθνή κείμενα δια της πραγμάτωσης τους την αληθινή τους διάσταση ως κείμενα απονέμοντα δίκαιο.

Page 63: THEMIS 1

Η Δικαιοσύνη Η Δικαιοσύνη Η Δικαιοσύνη Η Δικαιοσύνη ---- Κυριολεκτικά Κυριολεκτικά Κυριολεκτικά Κυριολεκτικά ---- Απούσα Απούσα Απούσα Απούσα

Σπυρίδων ΑδάμΣπυρίδων ΑδάμΣπυρίδων ΑδάμΣπυρίδων Αδάμ Ορισμένα πράγματα είναι δύσκολο να τα εκφράσεις. Είτε γιατί δυσκολεύεσαι να κατανοήσεις εσύ ο ίδιος αυτά που έχεις μέσα σου, είτε γιατί δεν υπάρχει ανοιχτός δίαυλος για να τα επικοινωνήσεις με έναν ικανοποιητικώς κατανοητό τρόπο. Αυτό που συνιστούν οι ειδικοί σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι η έκθεση γεγονότων. Έτσι, βάζεις πράγματα και σκέψεις σε σειρά, λένε. Η διαλογή βέβαια των γεγονότων από τις απόψεις, είναι θέμα δύσκολο. Η επίλυσή του ήλθε (αν μπορούμε να το πούμε αυτό) από τον Καρτέσιο, τον άνθρωπο που εφηύρε την πασίγνωστη σήμερα επιστημονική μέθοδο. Αλλά πάλι, οι κοινωνικές επιστήμες είναι λάθος να προσπαθούν να μιμηθούν τις θετικές. Χάριν συντομίας, θα πω ότι για τις ανάγκες της παρούσας ανάρτησης δίνω τον ακόλουθο ορισμό: Γεγονός = έννοια απαλλαγμένη από αξιολογικές κρίσεις . κάτι στο οποίο μπορούν όλοι αντικειμενικά να συμφωνήσουν ότι είναι αλήθεια. Μετά, θα προβούμε στις σχετικές αξιολογήσεις. Πρώτα όμως πάμε στα γεγονότα. Από το 2009, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μία άνευ προηγουμένου στην πρόσφατη ιστορία της οικονομική κρίση. Από το Μάιο του 2010, η χώρα εντάσσεται στο ΔΝΤ. Έκτοτε ακολουθείται μία πολιτική λιτότητας. Η πολιτική αυτή έχει κάνει τα οικονομικώς κατώτερα στρώματα του πληθυσμού να ασφυκτιούν. 2011. Εκτεταμένες διαμαρτυρίες και επεισόδια. Διαμαρτυρίες οδηγούν τον Ιούνιο σε αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης και παραλίγο πτώση, η οποία τελικά πραγματώνεται τον Οκτώβριο. 2011-2012. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (ΣτΕ), καθώς και άλλα δικαστήρια βγάζουν σειρά αποφάσεων (ΣτΕ Ολ 668/2012, 1283/2012, 1284/2012, 1285/2012, 1286/2012, 1623/2012, 1972/2012, ΜπρΧαλκ 24/2012) με τις οποίες κρίνεται νόμιμη η σύναψη της σύμβασης των Μνημονίων και οι σχετικές πολιτικές από διάφορες απόψεις.

Απόψεις

Page 64: THEMIS 1

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών προσφεύγει έναντι του μνημονίου, χάνει τη δίκη. Εκδίδονται ανακοινώσεις υποστήριξης για διάφορες κατηγορίες επαγγελμάτων και πολιτών που πλήττονται από τις πολιτικές του Μνημονίου. 2012. Όταν οι μνημονιακές πολιτικές αγγίζουν το νομικό επάγγελμα, η Δικαιοσύνη καταρρέει: Για πρώτη φορά παρατηρείται συγκέντρωση διαμαρτυρίας Δικαστικών Λειτουργών. Η Πρόεδρος του ΑΠ, ομιλεί σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας με την τήβεννο στους συγκεντρωμένους συναδέλφους της. Ο Δικηγορικός Σύλλογος προσφεύγει κατά του Μνημονίου και στο ΕΔΔΑ. Η Συντονιστική προβαίνει σε απεργίες/αποχές 24ωρες/48ωρες. Δεν αργούν να έρθουν και οι απεργίες Δικαστικών Λειτουργών. Αυτή τη βδομάδα τα πράγματα αγρίεψαν: Για πρώτη φορά έχουμε ξεχωριστές κινητοποιήσεις από τους Εισαγγελείς, ενώ για πρώτη φορά προκηρύσσεται πενθήμερη αποχή από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος., με σαφείς προοπτικές αυτού του τύπου οι κινητοποιήσεις να εξελιχθούν σε διαρκείας. Παρ’ όλο που έχω άποψη για τις απεργίες των Δικαστών, θεωρώ χρέος του καθενός να κρίνει πρώτα τα του οίκου του. Είναι, άλλωστε, αδύνατο να μη σκεφτείς πάνω σε αυτά που γίνονται. Και τα ερωτήματα μοιάζουν να αναφύονται με μία σχεδόν δική τους πρωτοβουλία:

- Ποιος φταίει για όλα αυτά; Σε ποιον υποτίθεται ότι αντιδρούμε; - Ποιος την πληρώνει; Εννοώ πραγματικάπραγματικάπραγματικάπραγματικά ποιος την πληρώνει; Είναι δυνατόν

αυτές οι απεργίες/αποχές να τελεσφορήσουν; Προσλαμβάνονται από τους ‘υπαιτίους’ ως αντιδράσεις;

- Υπάρχουν πιο αποτελεσματικές δράσεις; Νομίζω ότι μέχρι εδώ έχω αρκετά για να καλυφθώ. Ερωτήματα τύπου «υπάρχει πράγματι η συναδελφικότητα» και «αν πραγματικά οι συνδικαλιστές μας δρουν βάσει των συμφερόντων μας» τα θεωρώ πολύπλοκα. Για την ώρα, αν έχω ικανοποιητικές απαντήσεις στα παραπάνω, θα πρέπει να είμαι ευχαριστημένος με τις δράσεις των Συναδέλφων. Για να δούμε λοιπόν:

Page 65: THEMIS 1

Ποιος φταίει για όλα αυτά; Σε ποιον υποτίθεται ότι αντιδρούμε;Ποιος φταίει για όλα αυτά; Σε ποιον υποτίθεται ότι αντιδρούμε;Ποιος φταίει για όλα αυτά; Σε ποιον υποτίθεται ότι αντιδρούμε;Ποιος φταίει για όλα αυτά; Σε ποιον υποτίθεται ότι αντιδρούμε;

Χρήσιμη είναι η διευκρίνιση ότι εδώ δεν δίνω τη δική μου απάντηση. Διαβάζοντας την ανακοίνωση του ΔΣΑ, βλέπω ότι η αποχή μας γίνεται για

· το «δήθεν άνοιγμα του δικηγορικού επαγγέλματος» · φορολογικά · τη φημολογούμενη επανακατάθεση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο της διάταξης

περί ένταξης του κλάδου υγείας του ΕΤΑΑ στον ΕΟΠΥΥ Επίσης, κάπου εκεί, διαβάζω και τα παρακάτω: «Η Ολομέλεια δηλώνει ότι τυχόν ψήφιση των ανωτέρω μέτρων, που θα καταλύσουν κυριολεκτικά το δικηγορικό λειτούργημα και τους Δικηγορικούς Συλλόγους, θα εξαναγκάσει το δικηγορικό σώμα στη λήψη των ενδεδειγμένθα εξαναγκάσει το δικηγορικό σώμα στη λήψη των ενδεδειγμένθα εξαναγκάσει το δικηγορικό σώμα στη λήψη των ενδεδειγμένθα εξαναγκάσει το δικηγορικό σώμα στη λήψη των ενδεδειγμένωνωνωνων – από την άποψη της κρισιμότητας και της ιστορικότητας των περιστάσεων – μέτρωνμέτρωνμέτρωνμέτρων, ως μοναδικής πλέον λύσης για την προάσπιση των συμφερόντων και της αξιοπρέπειάς μας.» «Και ποια αντιπρόταση έχουμε;» ρωτώ εγώ. Δεν είμαστε ένας οποιοσδήποτε επαγγελματικός κλάδος. Σ’ αυτή τη χώρα, το επάγγελμα του δικηγόρου (δε λέω λειτούργημα, γιατί πολλοί συνάδελφοι δεν το βλέπουν έτσι), παραδοσιακά συμμετέχει με εντυπωσιακά ποσοστά στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, διαχρονικά. Υποτίθεται ότι είμαστε ένας κλάδος που γνωρίζει το σύστημα και έχουμε γι’ αυτό περισσότερη δύναμη, αλλά και περισσότερες αντιστάσεις. Η σημαντική λέξη φυσικά είναι το «υποτίθεται». Επίσης, μεγάλο ζήτημα είναι το αν στο Δικηγορικό Σώμα, υπάρχει πράγματι η οποιαδήποτε συναίνεση για τα παραπάνω θέματα. Το φορολογικό είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι πρόβλημα των δικηγόρων μόνο, αλλά όλων των ελεύθερων επαγγελματιών. Η ένταξη στον ΕΟΠΠΥ έχει γίνει για πλείστα άλλα επαγγέλματα. Τί είναι αυτό που έχει το ΕΤΑΝ πχ και δεν έχει το ΕΟΠΠΥ; Και ποιοι είναι άραγε οι λόγοι που υπαγορεύουν την αντίδρασή μας τώρα, αλλά δεν υπήρχαν όταν οι υπόλοιποι συμπολίτες μας υπαγόντουσαν εκεί; Για το «δήθεν άνοιγμα» υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις. Κάποιες για το άνοιγμα, κάποιες για το «δήθεν». Δεν είναι σαφές τι εννοεί ο Σύλλογος.

Page 66: THEMIS 1

Εγώ πάντως έχω πρόβλημα με το δήθεν. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί μαζί μου. Και πολλοί εναντίον μου. Και ποια είναι αυτά τα μέτρα που υποτίθεται ότι είναι απολύτως αναγκαίααπολύτως αναγκαίααπολύτως αναγκαίααπολύτως αναγκαία; Γιατί δεν τα έχουμε πάρει; Τί ακριβώς περιμένουμε; Να θιγούν τα δικά μας συγκεκριμένα συμφέροντα για να αντιδράσουμε; Ποιος την πληρώνει;Ποιος την πληρώνει;Ποιος την πληρώνει;Ποιος την πληρώνει; Δύο είναι οι κατηγορίες ανθρώπων που την πληρώνουν:

1. Οι Συμπολίτες μας. Δε λέω πελάτες, γιατί (α) δεν σκέφτομαι έτσι γενικώς, αλλά ιδίως όταν προσπαθώ να δω την ευρύτερη εικόνα και (β) δεν χάνονται από πελάτες μας, απλώς υφίστανται τις συνέπειες. Όλοι γνωρίζουμε την επί της ουσίας αρνησιδικία που υφίσταται στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Πως ακριβώς εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας το να χρονίζουν υποθέσεις ανθρώπων που υποτίθεται ότι υπερασπιζόμαστε; Επίσης, ποιος ενοχλείται που η Δικαιοσύνη ασφυκτιά; Οι άρχοντες του τόπου; Μάλλον όχι. Έχουν ένα μοναδικό τρόπο να εκμεταλλεύονται αυτή την ασφυξία άλλωστε, ειδικά μετά τις τελευταίες εκλογές. Όταν έχεις έλλειμα – είτε αυτό είναι Δικαιοσύνης είτε άλλου είδους – η απάντηση δε μπορεί να είναι λιγότερη Δικαιοσύνη, αλλά περισσότερη. Το δίνουμε αυτό στη χώρα απέχοντας; Δε νομίζω.

2. Οι νεότεροι συνάδελφοι. Οι παρά Πρωτοδίκαις είναι οι οικονομικά πιο ευάλωτοι στο επάγγελμα. Ειδικά οι μάχιμοι και ανεξάρτητοι δικηγόροι (στους οποίους συγκαταλέγομαι), «πονάνε» πολύ από την απώλεια εισοδημάτων που έρχονται από τα ακροατήρια. Αν σκεφτεί κανείς το ότι με κάθε αναβολή οι υποθέσεις μετατίθενται ένα και ενάμισι χρόνο μετά... Υπάρχει ήδη ένα πρόβλημα που επωμίζονται: η καθυστέρηση της δικαιοσύνης, καθυστερεί και τα αποτελέσματα από τη δουλειά τους από το να φανούν. Πως θα φτιάξω «όνομα» και πελατολόγιο αν δεν κερδίσω δικαστήρια (τα οποία πρέπει φυσικά πρώτα να γίνουν); Οι μεγαλύτεροι συνάδελφοι, και ιδίως οι εταιρείες, δε δίνουν σημασία. Καρφάκι δεν τους καίγεται. Αν δείτε κανέναν ασκούμενο να παίρνει ρεπό λόγω αποχής, να με ειδοποιήσετε και εμένα. Θέλω να δώσω βραβείο στον εργοδότη του.

Page 67: THEMIS 1

Υπάρχουν πιο αποτελεσματικές δράσεις;Υπάρχουν πιο αποτελεσματικές δράσεις;Υπάρχουν πιο αποτελεσματικές δράσεις;Υπάρχουν πιο αποτελεσματικές δράσεις; Μπορούμε να πούμε ότι αυτές είναι οι πιο αποτελεσματικές δράσεις που έχουμε; Δεν το νομίζω. Για τον ΕΟΠΠΥΓια τον ΕΟΠΠΥΓια τον ΕΟΠΠΥΓια τον ΕΟΠΠΥ, υπάρχουν ένδικα βοηθήματα και νόμιμες ενέργειες που θα μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα πολύ πιο άμεσα και «αναίμακτα». Το «άνοιγμα»«άνοιγμα»«άνοιγμα»«άνοιγμα» θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί επαρκώς με χίλιες δύο άλλες λύσεις.

- Μία θα ήταν πχ το να γίνουν οι εξετάσεις του ΔΣΑ σοβαρές. Τουλάχιστον τόσο σοβαρές όσο οι ευθύνες που συνεπάγεται το επάγγελμα.

- Μία άλλη θα ήταν η θεσμοθέτηση της νομικής θέσης – και του μισθού – του δικηγόρου/συνεργάτη και του δικηγόρου/εργαζομένου. Πόσες εταιρίες θα ήταν σε θέση να εξυπηρετήσουν πανελλαδικά αν οι μισθοί (όπως ισχύουν σήμερα στα χαρτιά, δε μιλώ για αύξηση) εφαρμόζονταν μέχρι κεραίας;

- Μία άλλη θα ήταν η έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας για τα μέλη του Κοινοβουλίου που θα ψήφιζαν μέτρα που βάλλουν όχι μόνο «κατά του δικηγορικού επαγγέλματος», αλλά και κατά της νομιμότητας γενικότερα. Και μην ακούσω χαζά εδώ. Ποια – έστω και «μνημονιακή» - σκοπιμότητα εξυπηρετεί η κατάργηση της υποχρεωτικής παρουσίας μας στα συμβόλαια αν όχι την άγρια αρπαγή ιδιωτικής περιουσίας;άγρια αρπαγή ιδιωτικής περιουσίας;άγρια αρπαγή ιδιωτικής περιουσίας;άγρια αρπαγή ιδιωτικής περιουσίας; Όποιο εγχειρίδιο εμπραγμάτου κι αν ανοίξει κανείς, θα δει τον όρο «probatio diabolica», ακριβώς γιατί οι δίκες εμπραγμάτου έχουν επίπονη («διαβολική») αποδεικτική διαδικασία, και τα λάθη που γίνονται σε ένα συμβόλαιο γίνονται αισθητά – όχι τώρα, αλλά – γεννεές αργότερα.

- Πρόσφατα ανακοινώθηκε και το σύστημα «Αριάδνη», ένα νέο «χαράτσι» 50 €, έτσι ώστε οι συμβολαιογράφοι να δηλώνουν στα ληξιαρχεία γάμους κλπ. Καινούργια συμβολαιογραφική ύλη. Κανένα πρόβλημα. Εκτός από το ότι εκταμιεύθηκαν ήδη 44.860.000 € για το λεγόμενο ηλεκτρονικό «Εθνικό Ληξιαρχείο». Τόσο εκνευριστικό είναι το γεγονός, που ακόμα και δημόσιοι υπάλληλοι (οι υπάλληλοι ΚΕΠ), που τόσο κατηγορούνται γιατί τα πάντα είναι «εκτός της αρμοδιότητάς τους», έστειλαν επιστολή στον Υπουργό Διοικητικής έστειλαν επιστολή στον Υπουργό Διοικητικής έστειλαν επιστολή στον Υπουργό Διοικητικής έστειλαν επιστολή στον Υπουργό Διοικητικής

Page 68: THEMIS 1

Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής ΔιακυβέρΜεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής ΔιακυβέρΜεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής ΔιακυβέρΜεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησηςνησηςνησηςνησης, λέγοντάς του ότι τις δηλώσεις αυτές μπορούν να τις κάνουν εκείνοι, και μάλιστα τσάμπα: «Αν δεν συνεχισθεί από την πολιτεία όπως γίνεται μέχρι σήμερα η απαξίωση και η εγκατάλειψη του θεσμού στην τύχη του αλλά αντίθετα υπάρξει ενίσχυση με έμπειρο προσωπικό και σωστή οργάνωση στα θέματα διοίκησης τότε άμεσα στο μέλλον μπορούμε αναλάβουμε το αντικείμενο αποκλειστικά ώστε να μη επιβαρύνεται με επιπλέον χαράτσια ο ήδη εξαντλημένος οικονομικά πολίτης.» Που είναι η – αυτονόητη – μήνυση για υπεξαίρεση των ως άνω 45 εκ. € από πλευράς των Δικηγόρων; Έστω κάποια αστική/διοικητική ενέργεια; Ψιλά γράμματα...

- Επίσης, θα ήταν επίδειξη στοιχειώδους μαθηματικής ικανότητας, αλλά και ευαισθησίας από πλευράς των δικηγόρων, αν μπορούσαν να χωρίσουν τη χώρα σε λιγότερες από 47 περιφέρειες (Δικηγορικών Συλλόγων). Αν για κάθε ΔΣ χρειάζονται πχ 10 άτομα ας πούμε πάγιας αντιμισθίας 1000 € το μήνα (λέμε τώρα), τα μαθηματικά είναι ενδεικτικά: 47 Χ 10 Χ 1000 = 470.000 € το μήνα για να «συνδικαλιζόμαστε». Αν μπορούσαμε να έχουμε ΈΝΑ ΔΣ 10 ατόμων με την ίδια αντιμισθία, θα εξοικονομούσαμε 460.000€ μήνα, δηλαδή 5.520.000 € το χρόνο (!). Αλλά πέρα από αυτά: τί σκατά τους κάνουμε 47 συλλόγους σε μία χώρα 11.000.000 ανθρώπων ;;; Μέχρι να συνεννοηθούν (για το οτιδήποτε) νυχτώσαμε.. Συνταγή για παράλυση, όχι για επιτυχία. 52 (ή 54, δε θυμάμαι ακριβώς) έχουν οι ΗΠΑ! Ήμαρτον!!! Για τα φορολογικά θέματα τέλοςΓια τα φορολογικά θέματα τέλοςΓια τα φορολογικά θέματα τέλοςΓια τα φορολογικά θέματα τέλος, σίγουρα κάποιες κινητοποιήσεις είναι επιτακτικές. Γιατί όμως να τις κάνουμε μόνοι μας και όχι σε συντονισμό με άλλους επαγγελματίες; Γιατί οι δικηγόροι δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τη νομική κάλυψη και συντονισμό κινημάτων όπως πχ το «Δεν πληρώνω» και άλλα παρόμοια; Σίγουρα μία πανελλαδική/διακλαδική κίνηση με νομική καθοδήγηση θα μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερα την τήρηση του άρ. 4 του Σ. Η δράση των Δικηγορικών Συλλόγων είναι απογοητευτική.

Page 69: THEMIS 1

Και είναι απογοητευτική, όχι τόσο διότι δεν έχουν γίνει τα παραπάνω, αλλά γιατί δεν έχει γίνει καν σωστή διαχείριση των σχετικών θεμάτων ούτε σε επικοινωνιακό επίπεδο. Πως ακριβώς διαχωρίζουμε τη στάση μας από τους κάθε είδους εγωιστές-παρτάκηδες συνδικαλιστές που υπάρχουν σε όλους του κλάδους και νοιάζονται μόνο για το βόλεμά τους; Πως ακριβώς γίνεται αντιληπτή η ιδιότητα των Δικηγόρων ως λειτουργών; Ακόμα και αν δεν είχε γίνει τίποτα από τα παραπάνω, θα έπρεπε κάπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι να έχουν αντιδράσει. Οι ευκαιρίες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Θα τολμούσε κανείς να μας χαρακτηρίσει οτιδήποτε άλλο εκτός από λειτουργούς αν πχ:

· Παρέχαμε δωρεάν νομική κάλυψη αναπήρων και ασθενών ατόμων που στερούνται της βασικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης;

· Οργανώναμε την παράσταση δικηγόρων σε κάθε μεγάλη πορεία ώστε να συμπαρίστανται δωρεάν σε αδίκως συλληφθέντες/προσαχθέντες/με άλλο τρόπο αδικηθέντες διαδηλωτές;

· Αναλαμβάναμε ανελλιπώς να καταδικάζουμε (όχι στα λόγια, στα δικαστήρια) κάθε περίπτωση ρατσιστικής βίας/λόγου/διάκρισης; Σίγουρα όχι. Και ιδέες υπάρχουν πολλές. Γιατί δεν κοιτάμε τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν υπάρχουν μήπως δικηγόροι που έχουν επιδείξει εξαιρετική δημιουργικότητα και επιτυχία στις τακτικές τους; Μεγάλα και μικρότερα ονόματα. Ποιος τους συμβουλεύεται αυτούς; Για ποιον ακριβώς λόγο δεν αντλούμε από τη συλλογική μας εμπειρία τις γνώσεις που υπάρχουν για να βγάλουν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από την κρίση σώο και αβλαβές; Τι άλλο ακριβώς περιμένουμε να γίνει;

Page 70: THEMIS 1

Το δικαίωμα συνάθροισης και οι περιορισμοί αυτούΤο δικαίωμα συνάθροισης και οι περιορισμοί αυτούΤο δικαίωμα συνάθροισης και οι περιορισμοί αυτούΤο δικαίωμα συνάθροισης και οι περιορισμοί αυτού Καρβουνιάρη Χρυσάνθη Καρβουνιάρη Χρυσάνθη Καρβουνιάρη Χρυσάνθη Καρβουνιάρη Χρυσάνθη Η συνάθροιση, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 11 του Συντάγματος, είναι η συγκέντρωση ιδιωτών με τον κοινό σκοπό είτε να εκφράσουν, ανταλλάξουν γνώμες ή πληροφορίες, είτε να εκδηλώσουν, να προβάλουν γνώμες, φρονήματα, αιτήματα. Οι συμμετέχοντες σε μια συνάθροιση συμμερίζονται έναν κοινό σκοπό, ο οποίος τους ξεχωρίζει από τους λοιπούς. Η απλή συρροή κόσμου ή ο συνωστισμός πολλών ατόμων, καθώς επίσης και η τυχαία συγκέντρωση σε ορισμένο μέρος ΔΕΝ αποτελούν συνάθροιση ! Ενδέχεται, όμως, αν μεταγενέστερα προκύψει βούληση των ατόμων να εκδηλώσουν ή να προβάλουν γνώμες ή φρονήματα, να εξελιχθεί μια τέτοια συγκέντρωση σε συνάθροιση. Το άρθρο 11 του Συντάγματος αφορά μόνο στις δημόσιες και όχι στις ιδιωτικές συναθροίσεις, καθώς επίσης και στις συγκεντρώσεις ιδιωτών (επομένως: δεν αποτελούν συνάθροιση –για παράδειγμα- η συνεδρίαση της Βουλής, ενός πολυμελούς δικαστηρίου, ενός δημοτικού συμβουλίου). Παράλληλα, στο άρθρο 11 υπάγονται όλες (και μόνο) οι δημόσιες συναθροίσεις, οι οποίες διεξάγονται τόσο σε κλειστό χώρο, όσο και στο ύπαιθρο. Συνάθροιση σε κλειστό χώρο είναι εκείνη η οποία διεξάγεται σε στεγασμένο χώρο ή μη, ο οποίος είναι περιφραγμένος κατά τρόπο που να μην επιτρέπει την πρόσβαση (στη συνάθροιση) στους εκτός αυτής ευρισκόμενους. Δεν πρόκειται για συνάθροιση σε κλειστό χώρο, αν μεγάφωνα ή τηλεοπτικές οθόνες επιτρέπουν στους ευρισκόμενους εκτός του κλειστού χώρου να παρακολουθήσουν τη συνάθροιση. Η συνάθροιση προστατεύεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος μόνο αν είναι ήσυχη και άοπλη, συντρεχουσών και των δύο αυτών προϋποθέσεων σωρευτικά. Ήσυχη είναι η συνάθροιση που οργανώνεται εξ αρχής και διεξάγεται χωρίς την επιδίωξη, άσκηση ή ανοχή βίαιης επιβολής ορισμένων σκοπών. Ορθότερος (αντί του όρου «ήσυχη») θα ήταν ο όρος «ειρηνική» συνάθροιση, καθώς αν η προϋπόθεση του «ησύχως συνέρχεσθαι» εκληφθεί κυριολεκτικά, λίγες συναθροίσεις θα παρέμεναν υπό την προστασία του άρθρου 11 του Συντάγματος ! Για να προσδιορίσουμε , όμως, περισσότερο την έννοια του «ησύχως» θα ήταν εύλογο να επισημάνουμε ποια συνάθροιση

Απόψεις

Page 71: THEMIS 1

ΔΕΝ είναι ήσυχη. Ως τέτοια νοείται η συνάθροιση που εξελίσσεται ή απειλεί ή επιδιώκει να εξελιχθεί σε άσκηση βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων. Η συνταγματική επιταγή του άρθρου 11 για ήσυχη συνάθροιση συμβαδίζει στην πραγματικότητα με την απαγόρευση της βιαιοπραγίας. Στο σημείο αυτό καθίσταται αναγκαίο να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις. Μάσκες προσώπου, στολές και άλλα διακριτικά σήματα που φέρουν οι συναθροιζόμενοι είναι ασυμβίβαστα με την έννοια της «ήσυχης» συνάθροισης μόνο αν είναι σύμβολα διεγερτικά βίας (για παράδειγμα: φασιστικές στολές, οι μάσκες τρομοκρατικών οργανώσεων). Δεν είναι «ήσυχες» οι συναθροίσεις, όπου οι διαδηλωτές επιδιώκουν ή επιφέρουν σοβαρή παρακώλυση της συγκοινωνίας σε κεντρική αρτηρία της πόλεως (για παράδειγμα: απαγορεύουν την κυκλοφορία πεζών ή οχημάτων). Άοπλη είναι η συνάθροιση που διεξάγεται χωρίς την παρουσία ενόπλων προσώπων ή τη χρησιμοποίηση οποιωνδήποτε αντικειμένων ως όπλων. Στην έννοια των όπλων συγκαταλέγονται τόσο τα ειδικώς κατασκευασμένα και προοριζόμενα για προσβολή της ανθρώπινης ζωής, ακεραιότητας και υγείας όσο και οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο που να προκαλέσει προσβολή της ανθρώπινης ζωής, υγείας, ακεραιότητας ( επί παραδείγματι: τούβλα, μπουκάλια, πέτρες). Η ελευθερία των συναθροίσεων και των διαδηλώσεων δε σημαίνει και ελευθερία προς αδικοπραξία. Η συνάθροιση υπάγεται στους γενικούς νόμους, στους νόμους, δηλαδή, που προστατεύουν ένα έννομο αγαθό. Αν επομένως, σε περίοδο επιδημίας απαγορευθεί προσωρινά η συγκέντρωση των πολιτών σε κλειστούς χώρους, όπως επίσης απαγορευθεί διεξαγωγή συνάθροισης σε κτίριο που χαρακτηρίστηκε ως κατεδαφιστέο ή σε ιστορικό μνημείο, όπου για λόγους προστασίας του ίδιου του κτιρίου απαγορεύονται οι συναθροίσεις, δε μπορεί παρ’ όλα αυτά να γίνει η συνάθροιση και μάλιστα για λόγους προστασίας εννόμου αγαθού (στην πρώτη περίπτωση του εννόμου αγαθού της υγείας των πολιτών). Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για γενικούς περιορισμούς του δικαιώματος της συνάθροισης, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι προσδιορισμοί του ατομικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Οι γενικοί περιορισμοί της ελευθερίας της συνάθροισης ποτέ δεν δικαιολογούν την επιβολή οποιωνδήποτε προληπτικών υποχρεώσεων στους

Page 72: THEMIS 1

οργανωτές μιας συνάθροισης , όπως είναι η αναγγελία της επικείμενης συνάθροισης ή προηγούμενη άδεια. Μόνο στην περίπτωση των δημόσιων, υπαίθριων συναθροίσεων μπορεί να γίνει λόγος για τους ειδικούς περιορισμούς του άρθρου 11 παράγραφος 2 του Συντάγματος, οι οποίοι επιτρέπουν και την προληπτική απαγόρευση της συνάθροισης. Επίσης, μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Το Σύνταγμα επιτρέπει την προληπτική απαγόρευση υπαίθριων μόνο συναθροίσεων και για ορισμένους λόγους. Το Σύνταγμα διακρίνει μεταξύ της γενικής απαγόρευσης λόγω σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια αφενός και της τοπικά περιορισμένης απαγόρευσης λόγω σοβαρής διαταραχής της κοινωνικοοικονομικής ζωής αφ’ ετέρου. Όσον αφορά στην περίπτωση του σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια, επιτρέπει το ισχύον Σύνταγμα τη γενική απαγόρευση των συναθροίσεων , ωστόσο εφ’ όσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, ο οποίος να εξειδικεύεται και όχι απλές υπόνοιες (για παράδειγμα: αν έρθει η Μέρκελ στην Ελλάδα, θα γίνει χαμός ! ). Η αστυνομία πρέπει να έχει πληροφορίες για σοβαρό κίνδυνο που θα απειλήσει τη δημόσια ασφάλεια και ΟΧΙ απλές υπόνοιες ή υποψίες. Εδώ θα πρέπει να γίνει αναφορά στο νομοθετικό διάταγμα 794/1971 (κατάλοιπο της δικτατορίας), όπου γίνεται λόγος εκτός από τη δημόσια ασφάλεια και για τη δημόσια τάξη, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται η έννοια αυτής. Εφ’ όσον, όμως, από το Σύνταγμα δε γίνεται αναφορά στη δημόσια τάξη, απαγόρευση της συνάθροισης θα λάβει χώρα μόνο εάν ο σοβαρός κίνδυνος απειλεί την κατά το άρθρο 11 παράγραφος 2 δημόσια ασφάλεια. Όσον αφορά στη σοβαρή διαταραχή της κοινωνικοοικονομικής ζωής, η διατύπωση αυτή είναι πολύ αόριστη και η δυνατότητα κατάχρησης απεριόριστη. Δεν αρκεί απλή διαταραχή ή οποιαδήποτε, αλλά «σοβαρή». Τέτοια διαταραχή μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει στις περιπτώσεις που απειλείται από τη συνάθροιση η ασφάλεια των συγκοινωνιών. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς υπαίθριες συναθροίσεις των οποίων η διεξαγωγή θα απειλούσε σε τόσο μεγάλο βαθμό την κοινωνικοοικονομική ζωή μιας περιοχής, ώστε να απαιτείται η εκ των προτέρων απαγόρευση της εν λόγω συνάθροισης. Τέλος, η ελευθερία συναθροίσεως μπορεί κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος

Page 73: THEMIS 1

και το νόμο 566/1977 «περί καταστάσεως πολιορκίας » να ανασταλεί.

Page 74: THEMIS 1

Η ευθύνη Υπουργών και η αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του Η ευθύνη Υπουργών και η αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του Η ευθύνη Υπουργών και η αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του Η ευθύνη Υπουργών και η αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του ΣυντάγματοςΣυντάγματοςΣυντάγματοςΣυντάγματος Τασιόπουλος Σταύρος Τασιόπουλος Σταύρος Τασιόπουλος Σταύρος Τασιόπουλος Σταύρος Είναι φαινόμενο, εξαιρετικά ενδιαφέρον να κρίνεται μια διάταξη του Συντάγματος, ως αντισυνταγματική, μιας και τεκμαίρεται ότι το Σύνταγμα στις διατάξεις του αποκρυσταλλώνει όλες τις αρχές εκείνες που θεσμίζουν το πολίτευμα (αναλογικότητα, ισότητα κλπ) και το κοινωνικό κράτος δικαίου. Μια τέτοια πολυσυζητημένη περίπτωση είναι και το άρθρο 86 του Συντάγματος. Η διάταξη είναι σαφέστατη και ξεκινάει στην παράγραφο 1, ανακηρύσσοντας τον αποκλειστικό της χαρακτήρα, ''Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων. Εδώ λοιπόν τίθεται και το βασικό ζήτημα καθώς οι επόμενες παράγραφοι του άρθρου 86, απλώς ορίζουν την διαδικασία που θα ακολουθήσει η Βουλή, όπου βέβαια και εκεί υπάρχει ενδιαφέρον έντονο, σχετικά με τον τρόπο και τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για την λήψη απόφασης. Αφού για την σχετική απόφαση κρίνεται απαραίτητη η ψήφισή της από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών. Κάτι τέτοιο μπορεί εύκολα να μεθοδευτεί, με απουσία από την ψηφοφορία ή λευκή ψήφο. Χαρακτηριστική περίπτωση η ψηφοφορία για την υπόθεση Παυλίδη το 2009, όπου: Υπέρ της δίωξής του, ψήφισαν 146 βουλευτές, Κατά της δίωξης, ψήφισαν 144 βουλευτές, «Παρών» ψήφισαν 3 βουλευτές, Λευκή ψήφο έριξαν 5 βουλευτές. Γιατί όμως το ίδιο το Σύνταγμα μοιάζει να παρακάμπτει ή να επικαλύπτει αρχές που το συγκροτούν και ορίζονται μάλιστα σε άλλες διατάξεις του, όπως το άρθρο 4 και το άρθρο 26. Στο άρθρο το 4 το Σύνταγμα είναι σαφέστατο και αποκρυσταλλώνει την αρχή της ισότητας, όπου οι Έλληνες πολίτες είναι όλοι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οι Υπουργοί συγκροτούντες την εκτελεστική εξουσία, ως το κομμάτι του ανώτερου πλαισίου αντιπροσώπευσης και απόδοσης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας όπου όλες οι εξουσίες

Απόψεις

Page 75: THEMIS 1

πηγάζουν από τον κυρίαρχο λαό, είναι πασιφανές ότι αποτελούν το ισχυρότερο παράδειγμα για την λειτουργία της αρχής της ισότητας. Αν δεν είναι οι Υπουργοί το ίδιο ίσοι προς τον νόμο με τους πολίτες που αντιπροσωπεύουν τότε μήπως κάποιοι είναι πιο ίσοι από κάποιους άλλους;;; Ο εφαρμοζόμενος νόμος, σύμφωνα με το ''όπως νόμος ορίζει'' για την δίωξη των Υπουργών λέει ότι "Οι Υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α΄ του Ποινικού Κώδικα." Άρα δηλαδή εξομοιώνονται και πειθαρχικά ως υπάλληλοι και το κατ΄αναλογία πειθαρχικό τους αποτελεί το σώμα της Βουλής. Όμως η Βουλή αν μπορεί να ειπωθεί ότι διατάζει μια ιδιότυπη ΕΔΕ, δηλαδή η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή ύστερα παραπέμπει σε Ειδικό Δικαστήριο; Όμως εδώ μήπως ο Υπουργός που είναι πειθαρχικώς προϊστάμενος των υπαλλήλων των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών που ανήκουν στην αρμοδιότητά του, γίνεται και παράλληλα ένας απλός υπάλληλος; Τι σύμπτωση ιδιοτήτων είναι άραγε αυτή όπου ο προϊστάμενος για την τήρηση των πειθαρχικών κανόνων εξομοιώνεται με απλό υπάλληλο ως προ το όργανο στο οποίο συμμετέχει, υφίσταται διπλή ιδιότητα ή τελικά άλλος είναι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 86 Σ ; Είναι επίσης σαφές ότι και στο άρθρο 26, που αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα του Συντάγματος και δεν υπόκειται σε αναθεώρηση περιγράφεται ξεκάθαρα η διάκριση των εξουσιών στην ελληνική πολιτεία. Η δικαστική εξουσία ασκείται από τα δικαστήρια, και εφ όσον όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, γιατί οι Υπουργοί για πιθανή ευθύνη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να πρέπει πρώτα η Βουλή να αποφασίσει την δίωξή τους και ύστερα να συσταθεί Ειδικό Δικαστήριο, απαρτιζόμενο από δικαστές των ανωτάτων δικαστηρίων ; Εδώ μπορεί να λεχθεί ότι η Βουλή δεν υποκαθιστά την δικαστική εξουσία μιας και αν υπάρξει τελικά παραπομπή δίωξης Υπουργού, αρμόδιο για την εκδίκαση είναι Ειδικό Δικαστήριο από δικαστές, άρα τελικώς και οι Υπουργοί είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Το θέμα τίθεται στο κατ' αρχήν μιας και για αυτούς δεν δύναται να υπάρξει εισαγγελική δίωξη ή και μηνυτήρια αναφορά

Page 76: THEMIS 1

και να κριθούν αυτές αυτοτελώς και αποκλειστικά από την ίδια την δικαιοσύνη, αλλά πρέπει πρώτα να αποφασίσει η Βουλή αν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο. Εδώ να τονιστεί πως πρόκειται για αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση καθηκόντων, και εδώ τίθεται και ο διαστρεβλωτικός χαρακτήρας της φημισμένης φράσης πρώην πρωθυπουργού: ' όποιος έχει στοιχεία, στον εισαγγελέα ' Άρα λοιπόν διαπιστώνεται ευθεία σύγκρουση με την αρχή της ισότητας και με την διάκριση των εξουσιών, απονέμοντας χαρακτηριστικά δικαστηρίων στην λειτουργία της Βουλής. Όμως και πάλι μοιάζει κάπως παράλογο να προχωρά διάταξη του Συντάγματος σε τόσο προφανή αντισυνταγματική παρέκλιση. Ποιο είναι τελικά το βαθύτερο δημοκρατικό ιδεώδες που προφυλάσσει και ορίζει όμως αυτή η διάταξη; Και υπάρχει τελικά αυτό; Μπορεί να λεχθεί ότι οι Υπουργοί μιας και αποκρυσταλλώνουν την αντιπροσωπευτική αρχή, εκπορευόμενη από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, θα πρέπει αυτή να τονίζεται και στην λειτουργία της διαδικασίας για την ποινική ευθύνη υπουργών. Δηλαδή μιας και η Βουλή είναι το σώμα εκείνο που συγκεκριμενοποιεί την αντιπροσώπευση του κυρίαρχου λαού είναι και το πιο αρμόδιο να κρίνει κατ' αρχήν και την δράση των μελών του. Οι Υπουργοί δηλαδή με την διαδικασία του άρθρου 86 κρίνονται εμμέσως από τον ίδιο το λαό, αφού οι βουλευτές είναι αντιπρόσωποί του. Τότε όμως ποια η τελική ανάγκη παραπομπής στην δικαιοσύνη και όχι μια απλή πειθαρχική τιμωρία. Η παραπομπή στην δικαιοσύνη ενσωματώνει την αρχή του κράτους δικαίου και της ισότητας, και του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος καθώς και της λαϊκής κυριαρχίας, αφού τα δικαστήρια δικάζουν στο όνομα του ελληνικού λαού. Αλλιώς θα έμοιαζε με ολιγαρχικό πολίτευμα αντίθετο με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, άρα ένα επιχείρημα όπως το παραπάνω στερείται βάσης. Κατά την γνώμη μου το άρθρο 86 έχει τεθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύσει και να βοηθήσει στην εμπέδωση του κύρους των δημοκρατικών θεσμών της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας. Επαγωγικά δηλαδή αφού η Βουλή δίνει την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη στην Κυβέρνηση και αυτή με τη σειρά της έχει να επιτελέσει το σοβαρό καθήκον του άρθρου 82 του Συντάγματος, τότε αυτοί

Page 77: THEMIS 1

που συμμετέχουν στο σπουδαίο αυτό έργο και για να μην παρακωλύονται από αυτό εξ αιτίας διαφόρων, αγωγών, μηνύσεων, αναφορών και διώξεων που είναι πιθανόν να εκπορεύονται από πολιτικούς αντιπάλους ή άλλα συμφέροντα, ή ως μέσον πίεσης για την μεθόδευση συγκεκριμένων κυβερνητικών αποφάσεων, δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται σε ένα συνεχή δικαστικό κύκλο. Κατ' αυτόν τον τρόπο το άρθρο 86 εμπεριέχει το σκεπτικό της απρόσκοπτης τέλεσης του κυβερνητικού έργου και αυτό μονάχα. Ύστερα από την λειτουργία στην πράξη του πολιτεύματος επί 38 συναπτά έτη έχει αποδειχτεί ότι η διαφθορά σε κυβερνητικό επίπεδο είναι υψηλότατη ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Είναι τόσα τα σκάνδαλα που δεν κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν παραδείγματα. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της στάθμισης τελικά των προτεραιοτήτων στο πολίτευμά μας, δηλαδή η προς την εύρυθμη λειτουργία της κυβέρνησης, επίμαχη διάταξη, επιτελεί τελικά το σκοπό της ή όχι και θα πρέπει να εναρμονιστεί με τις αρχές του Συντάγματος όπως περιγράφονται στα άρθρα 4 και 26; Κρίνεται λοιπόν ως απαραίτητη η αναθεώρηση του άρθρου 86 και θα πρέπει να εξισώνει τους Υπουργούς με απλούς πολίτες ακριβώς για λόγους εμπέδωσης του κύρους των δημοκρατικών θεσμών, και για λόγους κρίσης που διέρχεται το πολίτευμα αλλά και για λόγους διάνθισής του. Μιας και είναι προφανές πως η διάταξη αυτή πέτυχε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα από τον σκοπό της. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να μπορούν και οι Υπουργοί να διώκονται χωρίς την παραπομπή του θέματος στη Βουλή, με την παραπομπή τους όμως και πάλι σε ένα Ειδικό Δικαστήριο. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί η λέξη ''Μόνον η Βουλή'' στην αρχή του άρθρου 86 με μια φράση που να καθορίζει την αλλαγή αυτή και κατ' επέκταση και τις διαδικαστικές κινήσεις που ορίζονται στο άρθρο αυτό. Βέβαια, εδώ τονίζεται ότι η αναθεώρηση θα πρέπει να λειτουργήσει με τρόπο τέτοιο επιτρέποντας παράλληλα και στην Βουλή να εξακολουθεί να μπορεί να διώκει με τα δικά της μέσα Υπουργούς, με την διαδικασία που μπορεί και σήμερα. Με έναν τέτοιο συνδυαστικό χαρακτήρα ελέγχου, σίγουρα γίνεται βήμα προόδου στην πάταξη της διαφθοράς αλλά και στην ενίσχυση των

Page 78: THEMIS 1

δημοκρατικών θεσμών που τόσο έχουν πληγεί από δεκάδες σκάνδαλα, και δεν απολαμβάνει η Βουλή την εμπιστοσύνη και την καλή θέση στην συνείδηση των πολιτών όπως θα έπρεπε. Σίγουρα μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση προς ενίσχυση και επανανοηματοδότηση των δημοκρατικών θεσμών δεν γίνεται να μην αλλάξει το άρθρο 86.

Page 79: THEMIS 1

Υπηρεσιακές κυβερνήσεις κατά το ισχύον ΣύνταγμαΥπηρεσιακές κυβερνήσεις κατά το ισχύον ΣύνταγμαΥπηρεσιακές κυβερνήσεις κατά το ισχύον ΣύνταγμαΥπηρεσιακές κυβερνήσεις κατά το ισχύον Σύνταγμα Αργυρόπουλος Γιώργος Αργυρόπουλος Γιώργος Αργυρόπουλος Γιώργος Αργυρόπουλος Γιώργος Με την αναθεώρηση του 1986 περιλαμβάνεται για πρώτη φορά στις διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος του 1975 η ρύθμιση των υπηρεσιακών κυβερνήσεων στις διατάξεις του άρθρου 37 .Η παράγραφος 3 του άρθρου 37 εισήγαγε νέα ρύθμιση για το διορισμό της κυβέρνησης, καθιερώνοντας και την υπηρεσιακή κυβέρνηση. Η αναθεώρηση του 2001 δεν επέφερε καμία τροποποίηση στο άρθρο 37 και έτσι διατηρήθηκαν οι καινοτομίες της αναθεώρησης του 1986. Στο άρθρο 37 παρ. 3 εδάφιο γ’ του ισχύοντος Συντάγματος προβλέπεται το ενδεχόμενο σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης, δηλαδή κυβέρνησης που δεν απαρτίζεται από πολιτικά πρόσωπα, αλλά έχει ως πρωθυπουργό έναν από τους προέδρους των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο). Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί από τον Ανώτατο Δικαστικό δεν εμφανίζεται στη Βουλή για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης κατά το άρθρο 84 παρ.1, αλλά λόγω ακριβώς της ειδικής αποστολής που της αναθέτει το Σύνταγμα, υποβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διάταγμα (προς υπογραφή), που προβλέπει την άμεση διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη και διενέργεια εκλογών. Ας δούμε όμως αναλυτικά το άρθρο 37 του Συντάγματος και πως φθάνουμε με συγκεκριμένα βήματα στο διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης. Βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 37, πρωθυπουργός διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δε διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, προβλέπεται η διαδοχική παροχή διερευνητικών εντολών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία, έπειτα του δεύτερου και του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος, με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης της εμπιστοσύνης της Βουλής. Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Αν δεν τελεσφορήσουν οι διερευνητικές εντολές κατά τη διαδικασία του α’ εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 37, τότε σύμφωνα με το γ’ εδάφιο της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης

Απόψεις

Page 80: THEMIS 1

που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής , επιδιώκει –σε πρώτη φάση- το σχηματισμό «οικουμενικής» κυβέρνησης (από όλα τα κόμματα της Βουλής) και ως έσχατη λύση το σχηματισμό «υπηρεσιακής» κυβέρνησης. Το άρθρο 37 (παρ.2,3,4) βρίσκει εφαρμογή, όχι μόνο μετά από γενικές βουλευτικές εκλογές, αλλά και εντός βουλευτικής περιόδου, αν η κυβέρνηση παραιτηθεί ή χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής (άρθρο 38 παρ.1 Σ). Μάλιστα, το άρθρο 38 παρ. 1 εδ. γ’ προβλέπει ότι εάν ο πρωθυπουργός της παραιτούμενης κυβέρνησης είναι ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 37 παρ.3 εδ. γ’ Σ. Προσφυγή στο άρθρο 37 παρ.3 εδ. γ’ προβλέπει το Σύνταγμα και στο άρθρο 41 παρ. 1, όπου ορίζεται ότι σε περίπτωση πρόωρης διάλυσης της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (αν έχουν παραιτηθεί ή καταψηφιστεί από αυτή δύο Κυβερνήσεις) και δεν εξασφαλίζεται πολιτική σταθερότητα, εφαρμόζεται το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ’, αν δεν υπάρχει κυβέρνηση που να διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Υπηρεσιακή, λοιπόν, ονομάζεται η κυβέρνηση που δεν έχει εκλεγεί ούτε έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αλλά έχει αναλάβει προσωρινά, με το σκοπό να διενεργήσει βουλευτικές εκλογές. Ερώτημα ανέκυψε εάν η ρύθμιση του άρθρου 37 παρ. 3 εδ. γ’ έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 89 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία απαγορεύει τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε κυβερνήσεις. Όμως, το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ’ εισάγει, ως ειδικότερη διάταξη, εξαίρεση από το γενικό κανόνα που θέτει το άρθρο 89 παρ.4 και συνεπώς μεταξύ των δύο αυτών τυπικά ισοδύναμων συνταγματικών διατάξεων υπερισχύει αυτή του άρθρου 37 ως ειδική. Επίσης συζητήθηκε η δυνατότητα του Προέδρου ενός εκ των Ανωτάτων Δικαστηρίων, που καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση, να αποποιηθεί τη σχετική πρόταση. Κατά την κρατούσα άποψη, η αποδοχή της εντολής από τον ανώτατο δικαστικό λειτουργό συνιστά υπηρεσιακό καθήκον που του επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Η ιδιάζουσα κατάσταση της ανάθεσης της ανάθεσης της πρωθυπουργίας της υπηρεσιακής κυβέρνησης σε δικαστικό λειτουργό έγκειται στο ότι αυτή διενεργείται μέσα σε κλίμα πολιτικής έντασης (αφού έχει προηγηθεί μια σειρά ατελέσφορων διερευνητικών εντολών και προσπαθειών συγκρότησης κυβέρνησης) και κατά συνέπεια αναλαμβάνει υπό αυτές τις συνθήκες την οργάνωση και την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών.

Page 81: THEMIS 1

Όσον αφορά τη σύνθεση της κυβέρνησης, το άρθρο 37 παρ. 1 Σ. ισχύει αυτούσιο («ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον πρωθυπουργό και με πρότασή του διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς»). Η επιλογή των υπουργών ανατίθεται στον ανώτατο δικαστικό λειτουργό που έχει επιλεγεί πρωθυπουργός. Τα μέλη της κυβέρνησης ενδέχεται να είναι αποκλειστικά προσωπικότητες της δημόσιας ζωής ή μπορεί ορισμένα από αυτά να ανήκουν σε πολιτικά κόμματα και να αναλαμβάνουν σημαντικά «πολιτικά» χαρτοφυλάκια της κυβέρνησης. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται συμφωνία των πολιτικών κομμάτων, για να αντιμετωπιστούν από στελέχη με πολιτική εμπειρία, ιδιαίτερα κρίσιμες πολιτικές και εθνικές περιστάσεις. Τα ιστορικά προηγούμενα της υπηρεσιακής κυβέρνησης σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 37 παρ. 3 εδ. γ’ είναι δύο, το ένα μάλιστα πολύ πρόσφατο, προ 7 μηνών. Βέβαια, υπήρξαν υπηρεσιακές κυβερνήσεις στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας ήδη από το 1867, χωρίς τη ρητή κατοχύρωση και πρόβλεψη του θεσμού αυτού από το Σύνταγμα. Το πρώτο ιστορικό προηγούμενο είναι η κυβέρνηση του Ιωάννη Γρίβα το 1989. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τζαννή Τζαννετάκη (συμμαχική κυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΝ με σκοπό την «κάθαρση») ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης, ανέθεσε στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γρίβα τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης, για να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές στις 5 Νοεμβρίου 1989. Η κυβέρνηση Γρίβα ορκίστηκε στις 12 Οκτωβρίου 1989 και παρέδωσε την εξουσία στις 23 Νοεμβρίου 1989 στον Ξενοφώντα Ζολώτα, επικεφαλής της οικουμενικής κυβέρνησης, που σχημάτισαν η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός, καθώς οι εκλογές δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το δεύτερο ιστορικό προηγούμενο (μόλις πριν 7 μήνες) είναι η κυβέρνηση Παναγιώτη Πικραμμένου. Οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, υπό το βάρος του «μνημονίου», δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση και έτσι από τις 7 Μαΐου ξεκίνησε η προσπάθεια του Προέδρου της Δημοκρατίας, Καρόλου Παπούλια, για τη δημιουργία βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές. Οι διερευνητικές εντολές δεν απέδωσαν και η χώρα οδηγήθηκε σε νέες εκλογές στις 17 Ιουνίου 2012, με υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Παναγιώτη Πικραμμένο (γ.1945), ο οποίος ορκίστηκε στις 16 Μαΐου 2012. Η υπό τον Παναγιώτη

Page 82: THEMIS 1

Πικραμμένο υπηρεσιακή κυβέρνηση υπέβαλε την παραίτησή της στις 20 Ιουνίου 2012, αφού διενέργησε τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.

Page 83: THEMIS 1

Θεώρηση αντισυνταγματικότΘεώρηση αντισυνταγματικότΘεώρηση αντισυνταγματικότΘεώρηση αντισυνταγματικότητας τριών μέτρων του Μνημονίου IIIητας τριών μέτρων του Μνημονίου IIIητας τριών μέτρων του Μνημονίου IIIητας τριών μέτρων του Μνημονίου III Σπύρος Σκιαδόπουλος Σπύρος Σκιαδόπουλος Σπύρος Σκιαδόπουλος Σπύρος Σκιαδόπουλος Πρόσφατα η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκρινε ως αντισυνταγματικές τρεις από τις βασικές διατάξεις του επερχόμενου συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου, που εισάγει προς ψήφιση το υπουργείο Οικονομικών στη Βουλή, στο πλαίσιο του νέου πακέτου των επόμενων μέτρων για τη δημοσιονομική προσαρμογή-πειθαρχία. Συγκεκριμένα, η νέα μείωση των συντάξεων από 5% έως 25%, θα είναι η πέμπτη κατά σειρά μείωση από το 2010 μέχρι σήμερα πράγμα που προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και της ισοβιότητας οι οποίες προβλέπονται ρητά στο Σύνταγμα. Επιπρόσθετα αναφέρεται εξαίρεση για του υπαλλήλους της Βουλής καθώς και για τους συνταξιούχους από την Βουλή, χωρίς να δικαιολογείται κάπως η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, προσθέτοντας ακόμα μια παρατυπία Σχετικά με την θεώρηση της αρχής της αναλογικότητας ως προς τα κοινωνικά δικαιώματα γίνεται κατανοητό πως δεν έχει την ίδια εφαρμογή με τα ατομικά δικαιώματα∙ τα κοινωνικά δικαιώματα παρότι δεν γεννούν αγώγιμες αξιώσεις, διασφαλίζουν έναν απρόσβλητο πυρήνα δικαιωμάτων, ένα ελάχιστο όριο που δεν είναι δυνατόν να παραβιαστεί ανεξάρτητα από οικονομικά, πολιτικά ή δημοσιονομικά στοιχεία. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται το αίσθημα δικαίου και ασφάλειας των πολιτών , ενώ οι τελευταίοι μπορούν να εμπιστεύονται την διοίκηση ,καθώς είναι σε θέση να γνωρίζουν πως η ίδια γνωρίζει όρια και αυθαιρετεί. Δεύτερον, οριακά αντισυνταγματική κρίνεται η ρύθμιση που προβλέπει αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 60 στα 65 έτη προκειμένου οι χαμηλοσυνταξιούχοι να λαμβάνουν το ΕΚΑΣ, καθώς με τη ρύθμιση αυτή παραβιάζεται η αρχή της αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών καθώς και του κοινωνικού κράτους. Ακριβώς για τους ίδιους λόγους -διαβίωση πολιτών και κοινωνικού κράτους- κρίνεται αντισυνταγματική και η ρύθμιση που προβλέπει κατάργηση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επίδομα αδείας για τους συνταξιούχους,

Απόψεις

Page 84: THEMIS 1

ενώ άκρως νόμιμες κρίνονται οι ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι στο εξής οι βουλευτές θα παίρνουν μόνο μία σύνταξη και όσοι ήδη λαμβάνουν δύο από το δημόσιο θα υποχρεωθούν, εντός τριμήνου μάλιστα, να επιλέξουν τη μία και σε κάθε περίπτωση, τη μεγαλύτερη. Ξεκινώντας από το άρθρο 106 παρ. 1 Συντ. – πράγμα που κάνει και ο κ.Χρυσόγονος στη γνωμοδότηση του- φαίνεται πως προκειμένου να περιβληθεί νομικώς η κοινωνική ειρήνη ο συνταγματικός νομοθέτης δημιουργεί δύο επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη, δύο κοινωνικά όρια , δεδομένου και της αδυναμίας των πολιτών να υπερασπιστούν τα κοινωνικά τους δικαιώματα απευθείας, καθώς τα τελευταία δεν γεννούν αυτοτελείς αγώγιμες αξιώσεις. Αρχικά, απαγορευμένη θα πρέπει να θεωρηθεί η λήψη νομοθετικών μέτρων που έχουν ως αποτέλεσμα την διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης. Η κοινωνική ειρήνη, ως αόριστη νομική έννοια είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται τοπικά και χρονικά, σε γενικές όμως γραμμές μπορούμε να την ορίσουμε ως το βιοτικό και ψυχολογικό υπόβαθρο της κοινωνίας σε συνδυασμό με την έννοια της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, συνυφασμένη με το περί δικαίου αίσθημα. Ως διασάλευση της κοινωνικής ειρήνης μπορεί να θεωρηθεί η σημαντική και απότομη – το τελευταίο θα πρέπει να θεωρηθεί δευτερεύον- αύξηση των ανέργων , των αστέγων , γενικά η οικονομική εξαθλίωση του πληθυσμού αλλά και οι βίαιες ενέργειες διαμαρτυρίας , η αντιποίηση της αρχής ή γενικότερα η αύξηση της εγκληματικότητας. Επιπρόσθετα, απαγορεύεται η άμεση νομοθετική πλήξη της πραγματικής οικονομίας και της ρευστότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Γενικά , η ιδιωτική οικονομία δεν μπορεί να θεωρηθεί ποίμνιο για τη διάσωση των εθνικών οικονομικών. Και στις δύο περιπτώσεις , δεν θεωρείται επαρκή αιτιολογία η εξυπηρέτηση γενικού, δημοσίου συμφέροντος∙ σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνεται το ταμειακό συμφέρον του κράτους, εκτός αν μπορεί να διασφαλιστεί με μεγάλο ποσοστό βεβαιότητας ισοδύναμη ανάπτυξη δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας. Με το Μνημόνιο ΙΙΙ όχι μόνο δεν εγγυάται κάτι τέτοιο, αλλά είναι και αμφίβολη η επανάκαμψη της οικονομίας σε προ-κρίσης εποχές , για τουλάχιστον μια δεκαετία.

Page 85: THEMIS 1

Μέσα από αυτή την απόφαση βλέπουμε πως ένα πολύ ισχυρό μέσο προστασίας των πολιτών από την αδικία των μέτρων είναι η δικαστική οδός. Βραδυκίνητη , μπορεί και όχι απολύτως αμερόληπτη, πάντως σε καταστάσεις όπως και τώρα είναι δυνατόν να μην αφήσει τα όρια του κοινωνικού κράτους να παραβιαστούν. Ίσως είναι σοφό η κοινωνία να καταφεύγει στη δικαστική οδό ώστε να προστατεύεται από τη θύελλα που κυριαρχεί , συχνότερα. Στον αντίποδα διαπιστώνουμε πως η λήψη των μέτρων είναι πρόχειρη, χωρίς να υπάρχει πραγματική σκέψη, ωρίμανση ή κατανόηση. Αυτή βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών διασαλεύονται ή καταστρατηγούνται, όμως ποτέ δεν είναι αργά για την συνειδοτοποίηση του προβλήματος. Ίσως ήρθε η ώρα για πραγματική και βασανιστική εξέταση των μέτρων και το πως πραγματικά μπορούν να βοηθήσουν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα την πραγματική οικονομία.

Page 86: THEMIS 1

Δημόσια διαβούλευση για ΝΕΟ Σωφρονιστικό ΚώδικαΔημόσια διαβούλευση για ΝΕΟ Σωφρονιστικό ΚώδικαΔημόσια διαβούλευση για ΝΕΟ Σωφρονιστικό ΚώδικαΔημόσια διαβούλευση για ΝΕΟ Σωφρονιστικό Κώδικα Δυστυχώς σήμερα οι συνθήκες των Ελληνικών φυλακών (σωφρονιστικών ιδρυμάτων) χαρακτηρίζονται τουλάχιστον ως φρικτές. Τα ψευδο-βήματα πρόοδου (σωφρονιστικοί νόμοι όπως ο εν ισχύ Σωφρονιστικός κώδιξ - Ν 2776/1999) ΔΕΝ τηρούνται στη πράξη αφού παραβιάζονται έστω και τα ΒΑΣΙΚΑ δικαιώματα των κρατουμένων. Στις Ελληνικές φυλακές ''στοιβάζονται'' σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία 12.500 άνθρωποι όταν η δυναμικότητα τους δεν ξεπερνά τις 9.000 θέσεις. Το 65 % των κρατουμένων (δηλαδή περίπου 7500 κρατούμενοι) είναι αλλοδαποί ενώ το 1/3 των κρατουμένων (δηλαδή 4000 άτομα) είναι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών. Καθημερινές πλέον είναι οι καταδίκες από το ΕυρΔΔΑ για την μεταχείριση που επιφυλάσσεται για τους κρατουμένους. Το απότελεσμα; Εγκατάλειψη κάθε προοπτικής σωφρονισμού, παραβίαση δικαιωμάτων κρατουμένων, η περαιτέρω περιθωριοποίηση κρατουμένων, η κοινωνική τους απομόνωση και εν τέλει η λειτουργία της φυλακής ως ενός τόπου που αντίθετα από τον καταστατικό προορισμό της ανατροφοδοτεί το φαύλο κύκλο της παραβατικότητας. Εγκρίθηκαν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ενόψει του EurogroupΕγκρίθηκαν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ενόψει του EurogroupΕγκρίθηκαν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ενόψει του EurogroupΕγκρίθηκαν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ενόψει του Eurogroup Σύμφωνα με το άρθρο 44, παρ. 1 του Συντάγματος σε ''έκτακτες'' περιπτώσεις ''εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης'' ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου να εκδόσει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου αντί τυπικού νόμου. Οι πράξεις αυτές (ΠΝΠ) υποβάλλονται εντός 40 ημερών στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72,παρ.1 του Συντάγματος. Αν δεν υποβληθούν εντός 40 ημερών από την έκδοση τους στη Βουλή ή αν υποβληθούν και δεν εγκριθούν παύει αυτοδικαίως η ισχύς τους. Οι ΠΝΠ παρέχουν την δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία να εκδίδει κανονιστικές πράξεις χωρίς προηγούμενη έκδοση τυπικού νόμου (χωρίς δηλαδή να περάσει από Βουλή η προτεινόμενη ρύθμιση) ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει με ταχύτητα και ευελιξία τυχόν ''έκτακτες'' καταστάσεις. Δεν έχουν αρμοδιότητα ούτε τα δικαστήρια, ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) να διαγνώσουν αν υφίσταται όντως ή όχι η έκταση ή η επείγουσα ανάγκη που επιβάλλει την έκδοση των ΠΝΠ.

Σχολιασµός Νοµικής Επικαιρότητας

Page 87: THEMIS 1

Σε περίπτωση όμως που δεν συντρέχουν έκτακτες περιπτώσεις ή εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτες ανάγκες και εκδίδονται ωστόσο οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ουσιαστικά έχουμε ''ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ'' (αν είναι η σωστή λέξη) της Βουλής. Για ιστορικές γνώσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι και σήμερα (από την θέσπιση της αρμοδιότητας του ΠτΔ για έκδοση των ΠΝΠ) έχει γίνει κατάχρηση της δυνατότητας αυτής από τις κυβερνήσεις, χωρίς να συντρέχουν οι όροι του Συντάγματος.

Η Μέρκελ στηρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυναΗ Μέρκελ στηρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυναΗ Μέρκελ στηρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυναΗ Μέρκελ στηρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα

Θέλει η πουτ*ν@ να κρυφτεί αλλά η χαρά της δεν της αφήνει. Καταρχήν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ΔΕΝ υφίσταται νόμιμη άμυνα εκ μέρους του Ισραηλινού κράτους αλλά παραβίαση του άρθρου 2(4) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που απαγορεύει την απειλή ή χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις κατά της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους (κανόνας jus cogens). Η παραβίαση αυτή γεννά διεθνή ευθύνη του κράτους και αστική/ποινή ευθύνη όλων όσων εκτελούν την επίθεση αυτή. Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για ύπαρξη δικαιώματος άμυνας (η οποία απαιτεί να έχει λάβει προηγουμένως επίθεση) και προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη ΗΕ η νόμιμη άσκηση του δικαιώματος άμυνας έχει τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της που διατυπώθηκαν στην υπόθεση πλοίου Caroline το 1837. Έτσι η ένοπλη άμυνα διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Η ένοπλη επίθεση στα πλαίσια της άμυνας πρέπει να καθίσταται επιτακτική, η ένταση, το είδος, ο στόχος και ο τόπος της αμυντικής δράσης πρέπει να είναι σε στενή σχέση αναλογίας με την ένοπλη επίθεση που προηγήθηκε. Επιπλέον η χρήση βίας εναντίον προσώπων (αμάχων) ή αντικειμένων που δεν έχουν καμία ή και έχουν μικρή σχέση με την πηγή της ένοπλης επίθεσης καθιστούν την αμυντική δράση δυσανάλογη και αποδοκιμαστέα. Περαιτέρω προϋπόθεση του δικαιώματος άμυνας (που έχει προσωρινό χαρακτήρα) είναι η γνωστοποίηση στο Συμβούλιο της Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Page 88: THEMIS 1

Βουλευτής της ΔΗΜΑΡ ζητά την ...αναγνώριση της «Τουρκικής Ένωσης Βουλευτής της ΔΗΜΑΡ ζητά την ...αναγνώριση της «Τουρκικής Ένωσης Βουλευτής της ΔΗΜΑΡ ζητά την ...αναγνώριση της «Τουρκικής Ένωσης Βουλευτής της ΔΗΜΑΡ ζητά την ...αναγνώριση της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» Ξάνθης» Ξάνθης» Ξάνθης»

Η Τουρκική Ένωση Ξάνθης είχε κριθεί από τα Ελληνικά δικαστήρια ότι παρήγε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ότι η λειτουργία της αντίκειται σε Συνθήκη της Λοζάνης επειδή προσπαθούσε να δημιουργήσει εθνική μειονοτική συνείδηση (το Εφετείο Θράκης εκτίμησε ως σχετικά στοιχεία τη συμμετοχή του προέδρου του σωματείου σε συνέδρια οργανωμένα από τις τουρκικές αρχές και από την «Ομοσπονδία των Τούρκων της δυτικής Θράκης» και τη δημοσίευση ενός άρθρου σε μια τουρκική εφημερίδα που έκανε αναφορά στους «Τούρκους της δυτικής Θράκης», για να καταλήξει, ότι το σωματείο παρουσίαζε τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως μια «τουρκική μειονότητα πολύ έντονα καταπιεσμένη») Τα Ελληνικά δικαστήρια επικαλέστηκαν ότι η Συνθήκη της Λοζάνης αναγνωρίζει θρησκευτική και όχι εθνική μειονότητα και ότι το σωματείο επιδίωκε να διαδώσει την ιδέα της ύπαρξης μιας τουρκικής μειονότητας στα πλαίσια του ελληνικού κράτους και να εξυπηρετήσει έτσι συμφέροντα τρίτου κράτους. Οι στόχοι του σωματείου ήταν όπως προκύπτουν και από το καταστατικό του η διατήρηση και η προώθηση του πολιτισμού των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, η δημιουργία δεσμών φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους και η συνεισφορά στην προώθηση των πολιτισμικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων που επήλθαν στην Τουρκία μετά την αλλαγή του καθεστώτος από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Το σωματείο επίσης δραστηριοποιήθηκε πολιτισμικά και αθλητικά. Η υπόθεση έφθασε ενώπιον του ΕυρΔΔΑ μετά από την προσφυγή (no 26698/05) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας και στις 27.3.2008 ΟΡΘΩΣ καταδικάστηκε η Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 11 και 14 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) που κατοχυρώνει την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι και επιτάσσει απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στη Σύμβαση να διασφαλίζεται, χωρίς καμία διάκριση, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, λόγω της ένταξης σε μια εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης αντίστοιχα. Το σκεπτικό του ΕυρΔΔΑ είχε ως εξής : Η ελευθερία του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ

Page 89: THEMIS 1

περιλαμβάνει και το δικαίωμα να ιδρύουν κάποιοι ένα σωματείο ή ένα σύλλογο. Τα σωματεία ή οι σύλλογοι μπορούν να επιδιώκουν εκτός άλλων (κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών κ.λπ.) σκοπών και την προστασία της πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς, καθώς και την αναζήτηση μιας εθνικής ταυτότητας ή την επιβεβαίωση μιας μειονοτικής συνείδησης. Η διάλυση του ως άνω σωματείου συνιστά επέμβαση στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι που έχει η αιτούσα «Τουρκική Ένωση Ξάνθης». Ακόμα και αν ο σκοπός του σωματείου ήταν η προώθηση της ιδέας ότι υπάρχει στην Ελλάδα μια εθνική μειονότητα, δεν θα μπορούσε τούτο να απειλήσει μια δημοκρατική κοινωνία, ιδιαίτερα επειδή ουδόλως γίνεται μνεία στο καταστατικό του περί προσφυγής των μελών του στη χρήση βίας ή αντιδημοκρατικών ή αντισυνταγματικών μέσων. Το ΕυρΔΔΑ, αν και έλαβε υπόψη τις αιτιολογίες των ελληνικών δικαστηρίων δεν διαπίστωσε δραστηριότητες του σωματείου κατά τον χρόνο της διάλυσής του που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, την εδαφική ακεραιότητα ή τις δημοκρατικές αξίες. Αντίθετα, διαπίστωσε, ότι οι δραστηριότητές του επιβεβαιώνουν μόνο την εκδήλωση και διατράνωση μιας μειονοτικής συνείδησης. Το να έχει κανείς την πρόθεση να συζητήσει δημόσια για την ταυτότητα ενός μέρους του πληθυσμού ενός κράτους δεν αρκεί κατά την άποψή του για να επιβάλει το κράτος αυτό ένα τόσο ριζοσπαστικό περιορισμό, όπως είναι η διάλυση ενός σωματείου. Καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις πεποιθήσεις του σχετικά με την εθνική του ταυτότητα. Το Δικαστήριο υπενθύμισε μάλιστα όσα είχε δεχθεί στην υπόθεση της μακεδονικής μειονότητας κατά Βουλγαρίας, διατυπώνοντας έτσι για μια ακόμη φορά την άποψη ότι μια επέμβαση στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι υπό τη μορφή της διάλυσης σωματείου δεν θα δικαιολογούνταν, έστω και αν μια ομάδα προσώπων ζητούσε την αυτονομία ή την απόσχιση ενός μέρους του εδάφους μιας Χώρας. Η δημόσια τάξη δεν απειλείται από τη λειτουργία ενός σωματείου, που σκοπό έχει να προωθήσει τον πολιτισμό μιας περιοχής, ακόμα και αν υποτεθεί, ότι πρόκειται για τον πολιτισμό μιας μειονότητας. Το δικαίωμα να εκφράζει κανείς τις απόψεις του μέσω της ελευθερίας της συνένωσης, και η έννοια της προσωπικής αυτονομίας, υπονοούν το δικαίωμα του καθενός να εκφράζει, στο πλαίσιο της νομιμότητας, τις πεποιθήσεις του για την εθνική του ταυτότητα..Η

Page 90: THEMIS 1

ύπαρξη των μειονοτήτων και των διαφορετικών πολιτισμών σε μια χώρα συνιστούν ένα ιστορικό γεγονός που μια δημοκρατική κοινωνία θα έπρεπε όχι μόνο να ανέχεται, αλλά και να προστατεύει και να υποστηρίζει, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου (υπόθεση Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδας). Επιπλέον, δεν προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, ότι ο πρόεδρος ή τα μέλη του σωματείου επικαλέστηκαν ποτέ την προσφυγή στη βία ή την εξέγερση, ή προέβησαν σε άλλη μορφή απόρριψης των δημοκρατικών αρχών, κάτι που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. . Όσο σοκαριστικές και απαράδεκτες μπορούν να φαίνονται κάποιες απόψεις ή κάποιοι όροι που χρησιμοποιούνται, στα μάτια των αρχών, η διάδοσή τους δεν μπορεί αυτόματα να αναλύεται σε μια απειλή για τη δημόσια τάξη και για την εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας, καθώς, πράγματι, η ουσία της δημοκρατίας βρίσκεται στην ικανότητά της να επιλύει τα προβλήματα σε ένα ανοιχτό διάλογο. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία θεμελιώνεται στην υπεροχή του δικαίου, οι πολιτικές ιδέες που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη και των οποίων η πραγματοποίηση υποστηρίζεται με ειρηνικά μέσα, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν μέσω της άσκησης της ελευθερίας της συνένωσης. Αυτό προτάσσουν οι εγγενείς αξίες σε ένα δημοκρατικό σύστημα, όπως ο πλουραλισμός, η ανοχή και η κοινωνική συνοχή. (βλ. μεταξύ άλλων Υπόθεση Ουράνιος Τόξος κατά Ελλάδας και Stankov κατά Βουλγαρίας). Παράξενο πάντως είναι ότι 1936, το Πρωτοδικείο Ξάνθης έκανε δεκτή την αίτηση του σωματείου αυτού (που μέχρι τότε ονομαζόταν «Στέγη της τουρκικής νεολαίας Ξάνθης» και είχε ιδρυθεί το 1927) για την αλλαγή του ονόματός του σε «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» (απόφαση αρ. 122/1936). Εκείνη τη χρονική περίοδο τα εθνικά δικαστήρια δεν θεώρησαν ότι υπήρχε κάποιο στοιχείο, που να προκύπτει είτε από τον τίτλο, είτε από το καταστατικό του, που θα μπορούσε να διασαλεύσει τη δημόσια τάξη. Στις 2.12.1983, το ίδιο Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την αίτηση του νομάρχη Ξάνθης (στις 29.11.1983) να απαγορευτεί στο σωματείο η χρήση του όρου «τουρκικός» σε κάθε έγγραφο και σφραγίδα του (απόφαση αρ. 561/1983). Στις 30.1.1984, ο νομάρχης Ξάνθης έκανε εκ νέου αίτηση στο Πρωτοδικείο Ξάνθης για τη διάλυση του σωματείου, διότι όσα όριζε το καταστατικό του αποτελούσαν προσβολή στη δημόσια τάξη. Όπως έχω αναφέρει και παραπάνω ήταν ορθή η καταδίκη της

Page 91: THEMIS 1

Ελλάδας από το ΕυρΔΔΑ γιατί αν όντως το σωματείο ήταν απειλή για την δημόσια τάξη μπορούσε να βρει έδαφος εφαρμογής το άρθρο 138 του Ποινικού Κώδικα (επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας) που αναφέρει τα εξής : Όποιος επιχειρεί με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας να αποσπάσει από το ελληνικό κράτος έδαφος που ανήκει σ’ αυτό ή να συγχωνεύσει έδαφος του ελληνικού κράτους σε άλλη πολιτεία τιμωρείται με θάνατο (πλέον έχει καταργηθεί ο θάνατος και ισχύει η ισόβια κάθειρξη). Παρατηρεί κανείς, ότι το έγκλημα της επιβουλής της (εδαφικής) ακεραιότητας της χώρας διαμορφώνεται στον νόμο ως έγκλημα απόπειρας, υπό την έννοια ότι για την τελείωση ή ολοκλήρωσή του δεν απαιτείται να επιτύχει κάποιος την απόσπαση εδάφους από το ελληνικό κράτος ή τη συγχώνευση τέτοιου εδάφους σε άλλο κράτος. Αρκεί κάθε πράξη και κάθε προσπάθεια που τελείται με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας και που έχει ως σκοπό την απόσπαση εδάφους για την ίδρυση νέου κράτους ή τη συγχώνευση εδάφους σε άλλη πολιτεία. Βάση του άρθρου 138,παρ.2 του ΠΚ και 135 του ΠΚ ΠΚ τιμωρείται επίσης με κάθειρξη για προπαρασκευαστικές πράξεις επιβουλής της ακεραιότητας της χώρας όποιος δημόσια (= με τρόπο που να γίνεται η πράξη ταυτόχρονα αντιληπτή από αόριστο αριθμό ανθρώπων) ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων, ή παραστάσεων προκαλεί άλλους (= δημιουργεί σε άλλους την απόφαση) με πρόθεση ή προσπαθεί να διεγείρει (= να ξεσηκώσει συναισθηματικά, να ερεθίσει) άλλους στο να επιχειρήσουν πράξεις επιβουλής της ακεραιότητας της χώρας ή συνωμοτεί (= συναποφασίζει) με άλλον ή περισσότερους να τελέσουν πράξεις επιβουλής της ακεραιότητας της χώρας ή προπαρασκευάζει την τέλεση επιβουλής ακεραιότητας της χώρας με συνεννοήσεις με ξένη κυβέρνηση.

Καταδίκη της Ελλάδας για τη βραδύτητα της ελληνικής δικαιοσύνηςΚαταδίκη της Ελλάδας για τη βραδύτητα της ελληνικής δικαιοσύνηςΚαταδίκη της Ελλάδας για τη βραδύτητα της ελληνικής δικαιοσύνηςΚαταδίκη της Ελλάδας για τη βραδύτητα της ελληνικής δικαιοσύνης

Η εύλογη διάρκεια δίκης που προστατεύεται στα πλαίσια του άρθρου 6, παρ.1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) αποτελέσε πολλές φορές στο παρελθόν λόγο καταδικών της χώρας μας από το ΕυρΔΔΑ. To EυρΔΔΑ αν και υπογραμμίζει ότι ο εύλογο χρόνος που διαρκεί μια δίκη εξετάζεται εν όψει όλων των περιστάσεων κάθε υπόθεσης, χρησιμοποιεί παγίως πλέον ορισμένα κριτήρια για να διαπιστώσει πότε η διάρκεια μιας δίκης που εμπίπτει στο πεδίο

Page 92: THEMIS 1

εφαρμογής του άρθρου 6, παρ.1 της ΕΣΔΑ ξεπερνά τα όρια του εύλογου χρόνου. Τα κριτήρια αυτά είναι η εξέταση του περίπλοκού χαρακτήρα της υπόθεσης, η συμπεριφορά των προσφευγόντων και των αντιδίκων τους αρχών καθώς επίσης και τα δικαιώματα των προσφευγόντων που διακυβεύονται. Τα άρθρα 53 και επόμενα του ν. 4055/2012 προβλέπουν διαδικασία επιδίκασης εύλογης/ δίκαιης ικανοποίησης διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης μόνο. Μιας και έχουμε το τελευταίο καιρό αποχές δικηγόρων στις υποθέσεις Σταματιάδης κατά Ελλάδας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να κρίνει την εύλογη διάρκεια της δίκης περιέλαβε στο χρονικό διάστημα και την απεργία μελών του δικηγορικού συλλόγου. Το ίδιο και στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας το ΕυρΔΔΑ έκρινε ότι ένα κράτος μέλος αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για γεγονότα όπως η απεργία μελών ενός δικηγορικού συλλόγου οφείλει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να περιορίσει την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Αντίθετη στάση τήρησε όμως στην υπόθεση Παφίτης κατά Ελλάδας. Σύλληψη του Κώστα Βαξεβάνη για παραβίαση του νόμου περί προσωπικών Σύλληψη του Κώστα Βαξεβάνη για παραβίαση του νόμου περί προσωπικών Σύλληψη του Κώστα Βαξεβάνη για παραβίαση του νόμου περί προσωπικών Σύλληψη του Κώστα Βαξεβάνη για παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένωνδεδομένωνδεδομένωνδεδομένων Σύμφωνα με το άρθρο 5, παρ.1 του ν. 2472/1997 η επεξεργασία δεδομένων (όπως είναι η ανάρτηση αυτών σε ΜΜΕ ή σε διαδικτυακές ιστοσελίδες) προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση όταν η επεξεργεία είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιωδεις ελευθερίες αυτών. Στην στάθμιση της ελευθερίας του τύπου και του δικαιώματος στην προσωπικότητα του ατόμου οδηγεί η επίκληση από το κατηγορούμενο του δικαιολογημένου συμφέροντος του κοινού για πληροφόρηση. Δικαιολογημένο συμφέρον υπάρχει για ειδήσεις ή σχόλια σχετικά με πράξεις και συμπεριφορά προσώπων που παρουσιάζουν

Page 93: THEMIS 1

ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό ισχύει για πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή που συμμετέχουν στην πολιτική ζωή καθώς και για τα λεγόμενα πρόσωπα της επικαιρότητας. Στην περίπτωση που ελέγχεται η νομιμότητα επεξεργασίας απλών προσωπικών δεδομένων δημοσίων προσώπων από τα ΜΜΕ προϋπόθεση για την κρίση περί νομιμότητας της χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου επεξεργασίας προσωπικών του δεδομένων αποτελεί η κρίση περί αναγκαιότητας ικανοποίησης του δικαιώματος της πληροφόρησης, τόσο του πληροφορείν όσο και του πληροφορείσθαι ως εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Σημειώνεται πάντως ότι δεν υπάρχει in abstracto επικράτηση του ενός δικαιώματος απέναντι στο άλλο από το σύνταγμα και ότι κάθε φορά η νομιμότητα της επεξεργασίας και η στάθμιση γίνονται ad hoc. Παρεμποδίστηκε το πλοίο Estelle για τη ΓάζαΠαρεμποδίστηκε το πλοίο Estelle για τη ΓάζαΠαρεμποδίστηκε το πλοίο Estelle για τη ΓάζαΠαρεμποδίστηκε το πλοίο Estelle για τη Γάζα Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο απαγορεύεται στα στρατιωτικά πλοία η παρεμβολή στην ελεύθερη ναυσιπλοϊα των αλλοδαπών πλοίων στην ανοιχτή θάλασσα. Υπάρχουν 2 εξαιρέσεις από την απαγόρευση αυτή : α) το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας που προϋποθέτει επίθεση η οποία θα είναι παρούσα (συνεπώς απαγορεύονται οι προληπτικές νηοψίες και άλλες παρεμβολές) και β) το δικαίωμα της νηοψίας που ασκείται υπό αυστηρές προϋποθέσεις όπως όταν το αλλοδαπό πλοίο χρησιμοποιείται για πειρατεία, για δουλεμπόριο, δεν έχει εθνικότητα (σημαία) κτλπ. Από μόνη της η ύπαρξη στρατιωτικού αποκλεισμού σε μια περιοχή (όπως ο θαλάσσιος αποκλεισμός που υπάρχει στη συγκεκριμένη περιοχή) και οι υποψίες ότι αλλοδαπό πλοίο μεταφέρει στρατιωτική βοήθεια δεν δίνουν το δικαίωμα της νηοψίας. Αμφισβητείται η νομιμότητα της νηοψίας που έκαναν Γαλλικά στρατιωτικά πλοία σε αλλοδαπά πλοία κατά την διάρκεια πολέμου στην Αλγερία (1956-1962) και της νηοψίας που έκαναν Αμερικανικά στρατιωτικά πλοία σε ξένα κατά την διάρκεια αποκλεισμού της Κούβας (1962). Ας σημειωθεί ότι το κράτους του Ισραήλ είναι από τις ελάχιστες χώρες μαζί με τις ΗΠΑ και την Τουρκία που δεν έχουν επικυρώσει ακόμα την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τέτοιοες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου γεννούν την διεθνή ευθύνη του Ισραηλινού κράτους (η οποία ευθύνη μεταξύ άλλων

Page 94: THEMIS 1

προκαλείται από παραβίαση διεθνών συνθηκών ή κανόνων εθιμικού δικαίου και από τις παράνομες ενέργειες ενός κράτος εις βάρος πολιτών ενός άλλου κράτους και δεν υπάρχει πιθανότητα να δικαιοθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους που παρανόμησε). Πειρατεία βέβαια δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τέτοιες ενέργειες διότι η παράνομη πράξη βίας ή κράτησης ή αρπαγής πρέπει να γίνεται για ιδιωτικούς σκοπούς ή από πλήρωμα - επιβάτες ιδιωτικού πλοίου κατά κάποιου άλλου ιδιωτικού πλοίου. Η παράνομη βία που ασκεί ένα στρατιωτικό πλοίο ναι μεν αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου όπως ανέφερα παραπάνω αλλά δεν αποτελεί πειρατεία σύμφωνα με το άρθρο 101 της Σύμβασης για ΔΘ. Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι το 1975 ένα Αμερικανικό ιδιωτικό πλοίο ( το Mayaguez) συνελήφθη σε διεθνή ύδατα από στρατιωτικό πλοίο της Καμπότζι σε απόσταση 60 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Καμπότζης. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε θεωρήσει τη σύλληψη ως πειρατεία jure gentium. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διαβάσουν και το άρθρο του Γ. Βούλγαρη με τίτλο ''Το έγκλημα της πειρατείας jure gentium'' στο τεύχος Ιουνίου 2011 της Ποινικής Δικαιοσύνης. Απόφαση που θυμίζει Χούντα η προληπτική απαγόρευση συναθροίσεων κατά Απόφαση που θυμίζει Χούντα η προληπτική απαγόρευση συναθροίσεων κατά Απόφαση που θυμίζει Χούντα η προληπτική απαγόρευση συναθροίσεων κατά Απόφαση που θυμίζει Χούντα η προληπτική απαγόρευση συναθροίσεων κατά την επίσκεψη Μέρκελτην επίσκεψη Μέρκελτην επίσκεψη Μέρκελτην επίσκεψη Μέρκελ Η προληπτική απαγόρευση συναθροίσεων επιτρέπεται καταρχήν βάση του άρθρου 11, παρ.2 του Συντάγματος. Υπάρχουν όμως αρκετές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν για να είναι νόμιμη μια τέτοια απαγόρευση: α) να υπάρχει ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη απόφαση αστυνομικής αρχής (βλ. υπ' αριθ. 1766/1988 απόφαση ΑΠ) που να εξειδικεύει τις αόριστες έννοιες του σοβαρού κινδύνου για δημόσια ασφάλεια και την σοβαρή διατάραξη της κοινωνικο-οικονομικής ζωής. Δεν αρκούν απλές υπόνοιες για σοβαρό κίνδυνο αλλά πρέπει να υπάρχουν πληροφορίες στην αστυνομία ότι ενδέχεται κάποια πρόσωπα να τελέσουν εγκλήματα. β) ο περιορισμός (η απαγόρευση) πρέπει να μην αντίκειται στο άρθρο 25,παρ.1 του Συντάγματος και ειδικότερα να μην προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας, αναγκαιότητας (π.χ. ηπιότερα μέτρα αντί για προληπτική απαγόρευση συνάθροισης - διαφορετικά αιτιολόγηση της ανεπάρκειας των ληφθέντων αστυνομικών μέτρων) και τον πυρήνα του Συνταγματικά κατοχυρωμένου

Page 95: THEMIS 1

δικαιώματος (Wesensgehalt theorie με γερμανική προέλευση που γίνεται δεκτό και στην Ελλάδα). Περαιτέρω η 2η παράγραφος του άρθρου 11 του Συντάγματος εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη να θεσπίσει τους περιορισμούς αυτούς ειδικότερα. Τέτοιος νόμος είναι το ν.δ. 794/1971 που δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του ισχύοντος Συντάγματος. Δείτε επίσης την υπ. αριθ' 1693/1963 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία ενισχύει την άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης. Δημοσίευση στοιχείων και φωτογραφιών συλληφθέντων από την Ελληνική Δημοσίευση στοιχείων και φωτογραφιών συλληφθέντων από την Ελληνική Δημοσίευση στοιχείων και φωτογραφιών συλληφθέντων από την Ελληνική Δημοσίευση στοιχείων και φωτογραφιών συλληφθέντων από την Ελληνική Αστυνομία Αστυνομία Αστυνομία Αστυνομία H δυνατότητα δημοσίευσης στοιχείων και φωτογραφιών κατηγορουμένων προβλέπεται από το άρθρο 2(β) του ν.2472/1997 που αναφέρει ότι με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα επιτρέπεται η δημοσιοποίηση ονομάτων ποινικώς διωκώμενων ακόμα και χωρίς να υπάρχει δικαστική κρίση, με σκοπό την προστασία του κοινωνικού συνόλου και "προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για κολασμό των παραπάνω αδικημάτων". Η διάταξη αυτή αντίκειται στην αρχή αναλογικότητας και αναγκαιότητας. Προσβάλλει επίσης και το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου και ταυτόχρονα προκαλείται το δυσάρεστο φαινόμενο του ''κοινωνικού στιγματισμού''. Όσον αφορά τα ΜΜΕ που ανα-δημοσιεύουν τις φωτογραφίες και τα στοιχεία τους κάτι τέτοιο απαγορεύεται χωρίς την συγκατάθεση του φορέα/ υποκειμένου προσωπικών δεδομένων (άρθρο 5 του ν.2472/1997). Πρέπει σύντομα να θεσπιστεί δυνατότητα κατηγορουμενων και συλληφθέντων να προσφεύγουν κατά της διάταξης του εισαγγελέα που επιτρέπεται την δημοσίευση τέτοιων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Περαιτέρω όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να ρίξουν μια ματιά στις αποφάσεις Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 2767/2007 και του ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) στην υπόθεση Satamedia.

Το νομικό πλαίσιο σύνταξης Μνημονίων προσδιόρισε ο πρόεδρος του ΣτΕΤο νομικό πλαίσιο σύνταξης Μνημονίων προσδιόρισε ο πρόεδρος του ΣτΕΤο νομικό πλαίσιο σύνταξης Μνημονίων προσδιόρισε ο πρόεδρος του ΣτΕΤο νομικό πλαίσιο σύνταξης Μνημονίων προσδιόρισε ο πρόεδρος του ΣτΕ

Αν μια από τις κύριες αποστολές του Συντάγματος είναι η οριοθέτηση της εξουσίας του νομοθέτη, η άρση της δεσμεύσεως αυτής με επίκληση δημόσιου συμφέροντος ή επιτακτικής ανάγκης είναι οξύμωρη και επομένως απαράδεκτη

Page 96: THEMIS 1

σε ένα κράτος δικαίου. Γενική και αόριστη επίκληση δημόσιου συμφέροντος και επιτακτικής ανάγκης θέτουν τους νόμους που είναι αντισυνταγματικοί υπεράνω του Συντάγματος και αποδυναμώνουν τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο το δημόσιο συμφέρον και η επιτακτική ανάγκη αντικαθιστούν το Σύνταγμα και η έννομη τάξη παραχωρεί την θέση της σε άμορφα και εύκαμπτα πολιτικά συνθήματα που χρησιμοποιεί, κατ' ανέλεγκτη βούληση ο εκάστοτε κυβερνών. Τέτοιες πρακτικές που σήμερα θυσιάζουν το άτομο στο σύνολο αύριο θα θυσιάζουν αργά ή γρήγορα τον άνθρωπο στο κράτος.. Απορρίφθηκε ο Γαλλικός νόμος για τη γενοκτονία των ΑρμενίωνΑπορρίφθηκε ο Γαλλικός νόμος για τη γενοκτονία των ΑρμενίωνΑπορρίφθηκε ο Γαλλικός νόμος για τη γενοκτονία των ΑρμενίωνΑπορρίφθηκε ο Γαλλικός νόμος για τη γενοκτονία των Αρμενίων Ορθή η απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου. Διαφορετικά θα υπήρχε κίνδυνος να καταδικαστεί από το ΕΔΑΔ (μετά από ατομική/ διακρατική προσφυγή ακόμα και της Τουρκίας που είναι μέλος Συμβουλίου Ευρώπης) για παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης). Βάση πάγιας νομολογίας του δικαστηρίου απόψεις που είναι προσβλητικές, εκπλήσσουν, ενοχλούν κτλπ εντάσσονται στα πλαίσια του άρθρου 10. Σε κάθε περίπτωση η επίκληση περιορισμών του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης δεν μπορεί να φτάνει στο σημείο που να θέτουν σε κίνδυο το ίδιο το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης. Δεν μπορεί ως αντίλογος να υποστηριχθεί η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης (όπως περιλαμβάνει η ΕΣΔΑ). Σε παρόμοια υπόθεση μόλις το 2011 καταδικάστηκε η Τουρκία στην υπόθεση Altug Kaner Akcam κατά Τουρκίας. Συγκεκριμένα υπήρχε Τουρκικός νόμος που ποινικοποιούσε την αναγνώριση και την χρησιμοποίηση της λέξης ''γενοκτονία'' για την εξόντωση εκτ. ανθρώπων το 1915. Βέβαια υπάρχουν και αντίθετες αποφάσεις ΕΔΑΔ όπως η πλειοψηφία των υποθέσεων που αφορούσαν το Ολοκαύτωμα και εισήχθησαν ενώπιον ΕΔΑΔ. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι το μοναδικό θέμα στο οποίο το ΕΔΔΑ εξαντλεί την αυστηρότητά του, πρόκειται όμως για το ευαίσθητο σημείο της ευρωπαϊκής ιστορίας, το οποίο δύσκολα θα σβηστεί από τη συλλογική μνήμη των κρατών που αποτελούν το Συμβούλιο της Ευρώπης. Στην πλειονότητα όμως των υπόλοιπων αποφάσεων που αφορούσαν το ίδιο θέμα το ΕΔΑΔ δέχθηκε πως υπάρχει παραβίαση ελευθερίας έκφρασης και

Page 97: THEMIS 1

καταδίκασε τις χώρες. Βλ. π.χ. την υπόθεση Lehideux και Isorni vs Γαλλίας (του 1998 αν θυμάμαι καλα). Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η ποινική καταδίκη των προσφευγόντων ήταν δυσανάλογη σε μια δημοκρατική κοινωνία, γιατί οι απόψεις τους αφορούσαν γεγονότα για τα οποία υπήρχαν αντικρουόμενες γνώμες και τα οποία συνέβησαν σαράντα χρόνια πριν, οπότε ο πόνος που είχαν προκαλέσει έχει αρκετά μετριαστεί. Έστω κι αν επρόκειτο για ιδέες ενοχλητικές και σοκαριστικές, μια πλουραλιστική δημοκρατική κοινωνία μπορούσε να τις αντιμετωπίσει με ηπιότερα μέσα και όχι με ποινικοποίηση. Οι απόψεις των προσφευγόντων και ο τρόπος που διατυπώθηκαν δεν συνιστούσαν υποστήριξη του ναζισμού, μιας θεωρίας που κείται έξω από την προστασία της ΕΣΔΑ, γιατί έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις θεμελιώδεις αξίες της. Επιπλέον παρά την περιπτωσιολογική αντιμετώπιση του Δικαστηρίου, όπως δείχνει η μέχρι σήμερα νομολογία του στο θέμα του προκλητικού λόγου που ωθεί στη βία και του μισαλλόδοξου λόγου σε ελάχιστες περιπτώσεις δέχτηκε την ύπαρξη επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης και υπερθεμάτισε τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Ποτέ και κανένα γεγονός δεν αλλοιώθηκε από την ύπαρξη αντίλογου. Αντίθετα, όταν αυτός απουσιάζει, το γεγονός τροποποιείται κατά το δοκούν. Μήνυση της Χρυσής Αυγής κατά του υπ. Οικονομικών για παρότρυνση σε Μήνυση της Χρυσής Αυγής κατά του υπ. Οικονομικών για παρότρυνση σε Μήνυση της Χρυσής Αυγής κατά του υπ. Οικονομικών για παρότρυνση σε Μήνυση της Χρυσής Αυγής κατά του υπ. Οικονομικών για παρότρυνση σε διάπραξη αδικήματοςδιάπραξη αδικήματοςδιάπραξη αδικήματοςδιάπραξη αδικήματος Σύμφωνα με το άρθρο 232Α του ΠΚ όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής απόφασης με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη, ανοχή ή πράξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Νωρίτερα ο Υπ.Οικ. Στουρναράς με επιστολή απευθυνόμενη προς διοίκηση της ΔΕΗ ζήτησε η επιχείρηση να συνεχίσει να εισπράττει κανονικά το τέλος ακινήτων για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όπως αναφέρει και η είδηση η πράξη αυτή του Υπ. Οικ. ΔΕΝ συνιστά ηθική αυτουργία (46,παρ.1 ΠΚ) αλλά πρόκληση/ προσφορά για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος (186,παρ.1 και 2 ΠΚ αντίστοιχα). Η διαφορά μεταξύ της ηθικής αυτουργίας και του άρθρου 186 ΠΚ είναι : ότι για να εφαρμοσθεί η ηθική αυτουργία πρέπει ο φυσικός αυτουργός (π.χ. υπάλληλος ΔΕΗ) είτε να τελέσει το έγκλημα στο οποίο παρακινήθηκε από τον

Page 98: THEMIS 1

ηθικό αυτουργό είτε να προβεί σε απόπειρα ή αξιόποινη προ-παρασκευαστική πράξη. Για να εφαρμοσθεί αντίθετα το 186 ΠΚ πρέπει κάποιος να παρακινηθεί να τελέσει ένα έγκλημα, αλλά τελικά να μην αρχίσει να το κάνει το έγκλημα αυτό ή να επιχειρήσει μόνο μη αξιόποινες προ-παρασκευαστικές πράξεις. ΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συμμετέχουν σε ξέπλυμα ΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συμμετέχουν σε ξέπλυμα ΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συμμετέχουν σε ξέπλυμα ΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συμμετέχουν σε ξέπλυμα χρήματος από το δικηγόρο τουςχρήματος από το δικηγόρο τουςχρήματος από το δικηγόρο τουςχρήματος από το δικηγόρο τους Στην Ελληνική έννομη τάξη το δικηγορικό απόρρητο διασφαλίζεται στο άρθρο 371 του ΠΚ που απειλεί με ποινικές κυρώσεις δικηγόρους οι οποίοι παραβιάζουν την υποχρέωση εχεμύθειας ενώ με τo άρθρα 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η πολιτεία υποχρεώνεται σε σεβασμό του δικηγορικού απορρήτου. Επίσης ο Κώδικας Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) στα άρθρα 49 και 50 προβλέπει πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου που παραβιάζει το δικηγορικό απόρρητο. Πρόσφατα όμως με το Ν. 3425/2005 οι δικηγόροι για πρώτα φορά κατατάσσονται μεταξύ των προσώπων που υποχρεούνται να βοηθούν τις αρχές στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων. Αυτό ισχύει για τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 2α,παρ.1 περ. ιβ' του ν. 2331/1995. Έτσι πλέον οι δικηγόροι έχουν υποχρέωση να παρέχουν στις αρχές καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στις δικαστικές αρχές όταν ζητηθεί τις απαιτούμενες πληροφορίες για τις πιο πάνω δραστηριότητες όταν κατά την κρίση των αρχών αυτών είναι πιθανό να σχετίζονται με νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Επίσης έχουν υποχρέωση να αναφέρουν αυτοβούλως στην αρμόδια Επιτροπή Δικηγόρων που συγκροτείται σε κάθε Δικηγορικό Σύλλογο (άρθρο 4,παρ. 19 του ν. 2331/1995) κάθε συναλλαγή την οποία θεωρούν ύποπτη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Στο ίδιο το άρθρο 2α εισάγεται ρητή εξαίρεση αφού διευκρινίζεται ότι η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός αν εμπλέκονται οι ίδιοι οι δικηγόροι σε πράξεις νομιμοποίησης ή προσφέρουν τις νομικές συμβουλές με αποκλειστικό σκοπό τη νομιμοποίηση ή γνωρίζουν ότι ο πελάτης ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να προβεί σε νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Προβληματική εδώ είναι η περίπτωση που οι δικηγόροι έχουν υποχρέωση συνεργασίας με τις

Page 99: THEMIS 1

αρχές όταν εμπλέκονται οι ίδιοι σε περιπτώσεις ξεπλύματος. Ο δικηγόρος όπως και κάθε άλλος πολίτης έχει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 14,παρ.3 περίπτωση ζ του του ΔΣΑΠΔ. Ο δικηγόρος μπορεί να έχει ποινική ευθύνη για συμμετοχή σε αξιόποινες πράξεις ή μη παροχή πληροφοριών σχετικά με αυτές όταν τελούνται από τρίτα πρόσωπα, αλλά υποχρέωση παροχής στοιχείων που να ενοχοποιούν τον ίδιο τον εαυτό του ασφαλώς και δεν έχει. Ο νόμος για ξέπλυμα χρήματος είναι πολλαπλά προβληματικός. Η υποχρέωση συνεργασίας με τις αρχές συγκρούεται με το άρθρο 212 του ΚΠοινΔ και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Όταν δεν παραβιάζεται το απόρρητο ούτε καν για περιπτώσεις ανθρωποκτονιών , βιασμών ή εγκλημάτων κατά πολιτεύματος πως είναι δυνατόν να κάμπτεται το δικηγορικό απόρρητο για περιπτώσεις ξεπλύματος και να παραβιάζεται έτσι η συνταγματικά επιβεβλημένη αρχή αναλογικότητας που πρέπει να διέπει και τον παραμικρό περιορισμό ατομικών ελευθεριών; Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση της 25ης Μαρτίου του 1998 Kopp κατά Ελβετίας, έκρινε ότι τα όσα διαμηνύονται μέσα σε ένα δικηγορικό γραφείο εντάσσονται στην έννοια της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας και συνεπώς προστατεύονται από το άρθρο 8§1 της ΕΣΔΑ. Η πρόσβαση στα κατ’ αρχήν απόρρητα έγγραφα και τις πληροφορίες που προστατεύονται από το δικηγορικό απόρρητο δικαιολογείται, σύμφωνα με την παραπάνω νομολογία, μόνο αν αυτή προβλέπεται από το νόμο και είναι αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία. Σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση, του αναγκαίου δηλαδή μέτρου σε μία δημοκρατική κοινωνία, διατυπώνονται ενστάσεις αναφορικά με δύο στοιχεία. Αφενός, αν η πράξη νομιμοποίησης παράνομων εσόδων έχει ήδη ολοκληρωθεί πριν από τη καταγγελία του δικηγόρου, τότε η άρση του απορρήτου λαμβάνει χώρα μόνο για να βοηθηθούν οι διωκτικές αρχές στην αποκάλυψη του δράστη και όχι στην πρόληψη τέλεσης κάποιου σοβαρού εγκλήματος, όπως θα ήταν εύλογο και συνεπώς αναιρείται ο δικαιολογητικός της άρσης λόγος. Αφετέρου, οι περισσότερες εθνικές έννομες τάξεις απαγορεύουν την άρση του δικηγορικού απορρήτου σε περιπτώσεις πολύ σοβαρών αδικημάτων (για παράδειγμα ο δικηγόρος δεσμεύεται να μην αποκαλύψει στοιχεία που έμαθε από τον πελάτη του ακόμα και σε

Page 100: THEMIS 1

περιπτώσεις ανθρωποκτονιών, βιασμών, προσβολών κατά του πολιτεύματος) και συνεπώς η δίχως διάκριση υποχρέωση άρσης του απορρήτου και σε περιπτώσεις αδικημάτων ξεπλύματος μικρότερης σημασίας, είναι ευθέως αντίθετη προς τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας.Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι παρέχεται δυνατότητα στους προανακριτικούς υπαλλήλους της Αρχής καταπολέμησης ξεπλύματος χρήματος να εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο σχετικά με τα αδικήματα που συνδέονται με το ξέπλυμα. Έτσι όμως ανατρέπεται το άρθρο 211α ΚποινΔ σύμφωνα με το οποίο '' με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα''.

Το γύρο του κόσμου κάνει η έξαρση του ρατσισμού στην ΕλλάδαΤο γύρο του κόσμου κάνει η έξαρση του ρατσισμού στην ΕλλάδαΤο γύρο του κόσμου κάνει η έξαρση του ρατσισμού στην ΕλλάδαΤο γύρο του κόσμου κάνει η έξαρση του ρατσισμού στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα η αστυνομία και η δικαιοσύνη έχουν αποτύχει δυστυχώς στην ανατροπή και τιμώρηση των επιθέσεων εις βάρος των μεταναστών που τελούνται με ρατσιστικά κίνητρα. Με ν.3719/2008 (άρθρο 23) τροποποιήθηκε το άρθρο 79,παρ.3 ΠΚ και πλέον η νέα διάταξη αναφέρει πως κάθε παράνομη πράξη που είχε κίνητρο το εθνικό, φυλετικό ή θρησκευτικό μίσος ή μίσος λόγω διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού του θύματος συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα δίνοντας έτσι στους δικαστές την δυνατότητα να επιβάλλουν την μέγιστη επιτρεπόμενη ποινή για το κάθε έγκλημα. Δυστυχώς η εν λόγω διάταξη δεν έχω εφαρμοστεί ποτέ ή έχει εφαρμοστεί ελάχιστα κατά την επιμέτρηση της ποινής (αρκεί μια μικρή έρευνα σε νομικές βάσεις δεδομένων για να το διαπιστώσει κανείς αυτό). Παρά την ύπαρξη της υπ' αριθ. 7100/4/3 εγκυκλίου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη από 24.05.2006 σχετικά με την υποχρέωση διερεύνησης ρατσιστικού κινήτρου και συλλογής σχετικών στοιχείων οι αστυνομικές αρχές είτε είναι πλημμελώς προετοιμασμένες και αδυνατούν είτε δεν θέλουν και αρνούνται να εξετάσουν τις καταγγελίες θυμάτων ρατσιστικής βίας. Το 2006 εκδόθηκε επίσης εγκύκλιος του Αρχηγού της ΕΛΑΣ με θέμα την αντιμετώπιση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας και της μη ανεκτικότητας κατά την αστυνομική δράση. Η εγκύκλιος αυτή προσδιόρισε τις

Page 101: THEMIS 1

περιπτώσεις στις οποίες διερευνάται υποχρεωτικά το ρατσιστικό κίνητρο : Α) όταν το ομολογούν οι κατηγορούμενοι β) όταν το επικαλούνται οι παθόντες και οι μάρτυρες γ) όταν υπάρχουν ενδείξεις δ) όταν οι φερόμενοι ως δράστες και θύματα του εγκλήματος αυτοπροσδιορίζονται ή ανήκουν σε διαφορετικές φυλευτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές ομάδες. Έχει καθιερωθεί επίσης με την παραπάνω εγκύλιο του Αρχηγού της ΕΛΑΣ υποχρέωση των αξιωματικών για διερεύνηση τυχόν ρατσιστικού κινήτρου στα πλαίσια της πειθαρχικής διερεύνησης υποθέσεων που αφορούν αντιδεοντολογική συμπεριφορά αστυνομικών σε βάρος ατόμων που ανήκουν σε εάλωτες εθνοτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές ομάδες ή είναι αλλοδαποί. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για αστυνομική ρατσιστική βία εις βάρος μεταναστών η αστυνομία ως θύτης μένει ατιμώρητη και τα θύματα θεωρούν μάταιο να προβούν σε οποιαδήποτε καταγγελία. Πολλές από τις καταδίκες της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια από το ΕυρΔΔΑ κάνουν λόγο για βασανιστήρια, για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στο στρατό προτείνει η τρόικαΚατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στο στρατό προτείνει η τρόικαΚατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στο στρατό προτείνει η τρόικαΚατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στο στρατό προτείνει η τρόικα

Τo Σύνταγμα θεμελιώνει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία στο άρθρο 4,παρ.6 του Συντάγματος όπου αναφέρεται ότι : ''Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων''. Εναπόκειται δηλαδή στον κοινό νομοθέτη η ρύθμιση σχετικά με την επιβολή ή όχι υποχρεωτικής στράτευσης, καθώς και των ειδικότερων λεπτομερειών αναφορικά με την εκπλήρωσή της. Επίσης το άρθρο 25, παρ.4 του Συντάγματος θεωρεί ότι το κράτος δικαιούται να αξιώνει από τους πολίτες την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας ως τη σπουδαιότερη θεσμοθετημένη εκδήλωση του χρέους εθνικής αλληλεγγύης. Απειλούνται αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας που έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα. Πέρα από το Σύνταγμα που προβλέπει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, υπάρχει και νόμος 3421/2005 για Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις ο οποίος έχει τροποποιηθεί με τους νόμους ν.3648/2008, ν. 3883/2010 και ν.3978/2011. Ο νομοθέτης έχει δημιουργήσει διατάξεις στο Ποινικό Κώδικα αφιερωμένες στα εγκλήματα μη στρατιωτικών που ανάγονται σε στρατιωτική υπηρεσία και την

Page 102: THEMIS 1

υποχρέωση για στράτευση. Έτσι για παράδειγμα η τεχνητή πρόκληση ανικανότητας για την στρατιωτική υπηρεσία ποινικοποιείται στο άρθρο 203 του ΠΚ ενώ η στρατολογία για ξένο κράτος στο άρθρο 206 ΠΚ. Ο Στρατιωτικός Ποινικός κώδικας επίσης προβλέπει στρατιωτικά εγκλήματα, όπως το άρθρο 43 περί ανυποταξίας. Την στρατιωτική θητεία διέπει η αρχή της καθολικότητας που σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες που έχουν την προς στράτευση ηλικία, υπέχουν υποχρέωση θητείας υπό τα όπλα και σε περίοδο ειρήνης. . Βέβαια ο νόμος θέτει και περιθώρια εξαιρέσεων από την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας, τις λεγόμενες απαλλαγές. Αυτές χορηγούνται σε συγκεκριμένες κατηγορίες στρατευσίμων που είναι ακατάλληλοι για λόγους υγείας, οι αμετάκλητα καταδικασθέντες, οι θρησκευτικοί λειτουργοί, οι πατέρες τεσσάρων ή περισσότερων τέκνων, οι αντιρρησίες συνείδησης και οι μόνιμοι κάτοικοι του εξωτερικού. Η αρχή της καθολικότητας περιλαμβάνει και τους πολίτες του γυναικείου φύλου. Σύμφωνα με τον Ν. 705/1977 όλες οι Ελληνίδες ηλικίας 20-32 ετών υποχρεούνται να εκτελέσουν την στρατιωτική τους θητείας μόνο εν καιρώ πολέμου ή επιστρατεύσεως και κατ' εξαίρεση εν καιρώ ειρήνης. Στο παρελθόν το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) είχε αποφασίσει ότι η ισονομία των δύο φύλων απαγορεύει τις αποκλίσεις σε βάρος των γυναικών όταν δεν δικαιολογούνται από βιολογικές διαφορές.

Απόφαση Απόφαση Απόφαση Απόφαση –––– σταθμός του ΕΔΑΔ υπέρ του δημοσιογραφικού απόρρητου σταθμός του ΕΔΑΔ υπέρ του δημοσιογραφικού απόρρητου σταθμός του ΕΔΑΔ υπέρ του δημοσιογραφικού απόρρητου σταθμός του ΕΔΑΔ υπέρ του δημοσιογραφικού απόρρητου

Το δημοσιογραφικό απόρρητο παρόλο που δεν έχει θεσπισθεί ρητά από τον Έλληνα νομοθέτη, εντάσσεται τελολογικά στο νομικό πλαίσιο της εν γένει ελευθερίας της έκφρασης και του Τύπου, όπως αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, το οποίο θεμελιώνει την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, ορίζει πως «…Το δικαιώμα τούτο περιλαμβάνει…ως και την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών…» . Επιπλέον διατυπώνεται και στον Κώδικα Δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ΕΣΗΕΑ ως δικαίωμα και ως δεοντολογική υποχρέωση κατά τον οποίο «Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει… να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο ως προς την πηγή των πληροφοριών που εξασφάλισε υπό εχεμύθεια.». Η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών (editorial secrecy ή journalist

Page 103: THEMIS 1

privilege) συνίσταται στο δικαίωμα και την υποχρέωση που έχει ο δημοσιογράφος να αρνηθεί, ακόμα και ενώπιον δικαστικών αρχών, την αποκάλυψη των πηγών του, δηλαδή την ταυτοποίηση της προέλευσης της πληροφόρησης και των στοιχείων που έχει λάβει για ζητήματα τα οποία, είτε ήδη έχει είτε προτίθεται να γνωστοποιήσει στο κοινό. Η έλλειψη προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών έχει ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση στη δυνατότητα του δημοσιογράφου να συγκεντρώνει πολύτιμα και δυσεύρετα στοιχεία και εν συνεχεία να ενημερώνει το κοινό. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι τις περισσότερες φορές οι πηγές των δημοσιογράφων είναι πρόσωπα «εκ των έσω» (‘insiders’). Πρόκειται για πρόσωπα, τα οποία, εξαιτίας των θέσεών τους, είτε στο δημόσιο τομέα ή σε εταιρίες, έχουν πρόσβαση σε σημαντικά στοιχεία και πληροφορίες. Ταυτόχρονα βέβαια, οι ίδιοι υπόκεινται σε δυσμενέστατες συνέπειες για τη διαρροή πληροφοριών. Η έλλειψη προστασίας του δημοσιογραφικού απορρήτου γεννά συνεπώς εύλογες ανησυχίες για την επιβολή κυρώσεων στους «εκ των έσω» πληροφοριοδότες και έτσι τους αποτρέπει από το να παρέχουν πολύτιμα στοιχεία στον τύπο. Χωρίς τέτοια στοιχεία και πληροφορίες όμως, ο δημοσιογράφος είναι ουσιαστικά ανήμπορος να επιτελέσει το έργο του και για το λόγο αυτό, η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών κρίνεται απαραίτητη. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕυρΔΔΑ : «Η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών είναι μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την ελευθερία του Τύπου, ... Χωρίς αυτή την προστασία, οι πηγές θα αποθαρρύνονται από το να βοηθήσουν τον Τύπο στην πληροφόρηση του κοινού σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ως αποτέλεσμα, ο κρίσιμος ρόλος του Τύπου ως «δημόσιος φύλακας (-σκύλος / watchdog)» θα υπονομεύεται καθώς θα επηρεάζεται αρνητικά η ικανότητά του να παρέχει ακριβή και αξιόπιστη ενημέρωση». (βλ. Υπόθεση Goodwin κατά Αγγλίας) . Στην υπόθεση De Haes and Gijsels v. Belgium , το Δικαστήριο θεώρησε «νόμιμο το μέλημα των δημοσιογράφων να μην κινδυνέψουν την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών τους με την κατάθεση εγγράφων που τους ζητήθηκαν» καθώς τα σχετικά έγγραφα μπορούσαν να αποκτηθούν και από αλλού. Επιπλέον στην υπόθεση Fressoz and Rοire κατά Γαλλίας το ΕυρΔΔΑ έκρινε πως οι επιβαλλόμενες ποινικές κυρώσεις του Γαλλικού νόμου για τη μη αποκάλυψη

Page 104: THEMIS 1

εμπιστευτικών στοιχείων παραβίαζαν το άρθρο 10, διότι το σχετικό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ αφορούσε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Το ΕυρΔΔΑ με τις αποφάσεις του ενίσχυσε την προστασία του δημοσιογραφικού απορρήτου αποδεχόμενο ότι το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ προστατεύει το δικαίωμα των δημοσιογράφων να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες σε θέματα γενικού ενδιαφέροντος, υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργούν καλή τη πίστει, βάσει αληθινών γεγονότων και συνάμα παρέχουν «αξιόπιστη και λεπτομερή» πληροφόρηση σύμφωνα με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Επιπλέον στην υπόθεση Roemen and Schmit κατά Λουξεμβούργου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι έρευνες στην οικία ενός δημοσιογράφου - παρότι τούτες προβλέπονταν από το νόμο και διενεργήθηκαν για το νόμιμο σκοπό της προάσπισης της τάξεως και της πρόληψης του εγκλήματος - ήταν δυσανάλογες και ασύμβατες με τις επιταγές του άρθρου 10 της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ τόνισε το μέγεθος της προσβολής της ελευθερίας της έκφρασης που είχε η διενέργεια κατ’ οίκων ερευνών, καθώς απεφάνθη ότι «…ακόμα και αν αποβεί ατελέσφορη, η έρευνα που διενεργείται με σκοπό την αποκάλυψη της πηγής ενός δημοσιογράφου συνιστά ένα πολύ πιο δραστικό μέτρο (‘un acte plus grave’) από ότι μια [δικαστική] εντολή αποκάλυψης της ταυτότητας της πηγής. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση Tillack κατά Βελγίου «…το δικαίωμα ενός δημοσιογράφου απορρήτου να μην αποκαλύψει της πηγές του δεν μπορεί να θεωρείται ένα απλό προνόμιο, το οποίο θα απονέμεται ή θα αφαιρείται ανάλογα με τη νομιμότητα ή μη των πηγών του, αλλά [πρέπει να θεωρείται] ένα αναπόσπαστο γνώρισμα του δικαιώματος της πληροφόρησης, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη μεγαλύτερη επιμέλεια». Στην Ελληνική έννομη τάξη πάντως το άρθρο 209 ΚποινΔ που εισάγει την υποχρέωση μαρτυρίας και τα άρθρα 261 και 262,παρ.3 ΚποινΔ υποχρεώνουν τον δημοσιογράφο να αποκαλύψεις τις πηγές των πληροφοριών του κατά την ανάκριση αφού η ιδιότητα του δημοσιογράφου δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα λοιπά επαγγελματικά απόρρητα του 212 ΚΠΔ. .Δύναται πάντως θεωρητικά να υποστηριχθεί ότι το δημοσιογραφικό απόρρητο περιλαμβάνεται στο 371 ΠΚ ) επειδή οι δημοσιογράφοι μπορούν να υπαχθούν ως «...άλλοι στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται λόγω του επαγγέλματός τους ή της

Page 105: THEMIS 1

ιδιότητάς τους ιδιωτικά απόρρητα..». Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως, το 371 ΠΚ εν όψει της περιοριστικής διατύπωσης του 212 ΚΠΔ δεν μπορεί να εξασφαλίσει αποτελεσματική νομική προστασία του δημοσιογραφικού απορρήτου, καθώς δεν θα εξαιρεί τον δημοσιογράφο από την υποχρέωση μαρτυρίας.

Δημόσια Διαβούλευση για τον Σωφρονιστικό ΚώδικαΔημόσια Διαβούλευση για τον Σωφρονιστικό ΚώδικαΔημόσια Διαβούλευση για τον Σωφρονιστικό ΚώδικαΔημόσια Διαβούλευση για τον Σωφρονιστικό Κώδικα

Δυστυχώς σήμερα οι συνθήκες των Ελληνικών φυλακών (σωφρονιστικών ιδρυμάτων) χαρακτηρίζονται τουλάχιστον ως φρικτές. Τα ψευδο-βήματα πρόοδου (σωφρονιστικοί νόμοι όπως ο εν ισχύ Σωφρονιστικός κώδιξ - Ν 2776/1999) ΔΕΝ τηρούνται στη πράξη αφού παραβιάζονται έστω και τα ΒΑΣΙΚΑ δικαιώματα των κρατουμένων. Στις Ελληνικές φυλακές ''στοιβάζονται'' σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία 12.500 άνθρωποι όταν η δυναμικότητα τους δεν ξεπερνά τις 9.000 θέσεις. Το 65 % των κρατουμένων (δηλαδή περίπου 7500 κρατούμενοι) είναι αλλοδαποί ενώ το 1/3 των κρατουμένων (δηλαδή 4000 άτομα) είναι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών. Καθημερινές πλέον είναι οι καταδίκες από το ΕυρΔΔΑ για την μεταχείριση που επιφυλάσσεται για τους κρατουμένους. Το απότελεσμα; Εγκατάλειψη κάθε προοπτικής σωφρονισμού, παραβίαση δικαιωμάτων κρατουμένων, η περαιτέρω περιθωριοποίηση κρατουμένων, η κοινωνική τους απομόνωση και εν τέλει η λειτουργία της φυλακής ως ενός τόπου που αντίθετα από τον καταστατικό προορισμό της ανατροφοδοτεί το φαύλο κύκλο της παραβατικότητας.

Page 106: THEMIS 1

Άρειος Πάγος (Ολ.) 3/2012 Άρειος Πάγος (Ολ.) 3/2012 Άρειος Πάγος (Ολ.) 3/2012 Άρειος Πάγος (Ολ.) 3/2012 –––– Δικαίωμα συνένωσης υπηρετούντων στις Δικαίωμα συνένωσης υπηρετούντων στις Δικαίωμα συνένωσης υπηρετούντων στις Δικαίωμα συνένωσης υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις Ένοπλες Δυνάμεις Ένοπλες Δυνάμεις Ένοπλες Δυνάμεις Κατά τη γνώμη της πλΚατά τη γνώμη της πλΚατά τη γνώμη της πλΚατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του δικαστηρίου, του ατομικού δικαιώματος ειοψηφίας του δικαστηρίου, του ατομικού δικαιώματος ειοψηφίας του δικαστηρίου, του ατομικού δικαιώματος ειοψηφίας του δικαστηρίου, του ατομικού δικαιώματος της συνενώσεως (άρθρων 12 παρ. 1 του Συντάγματος, 11 της ΕΣΔΑ, 78, 79, της συνενώσεως (άρθρων 12 παρ. 1 του Συντάγματος, 11 της ΕΣΔΑ, 78, 79, της συνενώσεως (άρθρων 12 παρ. 1 του Συντάγματος, 11 της ΕΣΔΑ, 78, 79, της συνενώσεως (άρθρων 12 παρ. 1 του Συντάγματος, 11 της ΕΣΔΑ, 78, 79, 80 και 81 ΑΚ) απολαμβάνουν και οι υπηρετούντες στις ένοπλες Δυνάμεις, 80 και 81 ΑΚ) απολαμβάνουν και οι υπηρετούντες στις ένοπλες Δυνάμεις, 80 και 81 ΑΚ) απολαμβάνουν και οι υπηρετούντες στις ένοπλες Δυνάμεις, 80 και 81 ΑΚ) απολαμβάνουν και οι υπηρετούντες στις ένοπλες Δυνάμεις, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από οποιαδήποχωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από οποιαδήποχωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από οποιαδήποχωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από οποιαδήποτε άδεια τε άδεια τε άδεια τε άδεια ή έκδοση ρυθμιστικού της ασκήσεώς του τυπικού νόμου, δυναμένων να ή έκδοση ρυθμιστικού της ασκήσεώς του τυπικού νόμου, δυναμένων να ή έκδοση ρυθμιστικού της ασκήσεώς του τυπικού νόμου, δυναμένων να ή έκδοση ρυθμιστικού της ασκήσεώς του τυπικού νόμου, δυναμένων να εφαρμοσθούν, ελλειπούσης ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, στην προκειμένη εφαρμοσθούν, ελλειπούσης ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, στην προκειμένη εφαρμοσθούν, ελλειπούσης ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, στην προκειμένη εφαρμοσθούν, ελλειπούσης ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, στην προκειμένη υπόθεση, των γενικών διατάξεων των άρθρων 78 επ. ΑΚ. Εξάλλου, κανένας υπόθεση, των γενικών διατάξεων των άρθρων 78 επ. ΑΚ. Εξάλλου, κανένας υπόθεση, των γενικών διατάξεων των άρθρων 78 επ. ΑΚ. Εξάλλου, κανένας υπόθεση, των γενικών διατάξεων των άρθρων 78 επ. ΑΚ. Εξάλλου, κανένας από τους σκοπούς του σωματείου δεν αντιαπό τους σκοπούς του σωματείου δεν αντιαπό τους σκοπούς του σωματείου δεν αντιαπό τους σκοπούς του σωματείου δεν αντιτίθεται τα χρηστά ήθη ή κάποιο τίθεται τα χρηστά ήθη ή κάποιο τίθεται τα χρηστά ήθη ή κάποιο τίθεται τα χρηστά ήθη ή κάποιο κανόνα δημόσιας τάξης. κανόνα δημόσιας τάξης. κανόνα δημόσιας τάξης. κανόνα δημόσιας τάξης. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Ηλία Γιαννακάκη, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Καλαμίδα), Δημήτριο Πατινίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπροέδρους, Χαράλαμπο Δημάδη- Εισηγητή, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Γεωργία Λαλούση, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Γεώργιο Γεωργέλλη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Σαράντη Δρινέα, Νικόλαο Πάσσο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Ανδρέα Ξένο, Κυριακούλα Γεροστάθη, Βασίλειο Φράγγο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Μιλτιάδη Σπυρόπουλο και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Επίκαιρη Νοµολογία – Ελληνικές δ. αποφάσεις

Page 107: THEMIS 1

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των καλούντων - αναιρεσειόντων: 1) Τ. Α., 2) Κ. Ε., 3) Φ. Ι., 4) Π. Ι., 5) Π. Α., 6) Βλάχου Σπυρίδωνα και 7) Δ. Ι., κατοίκων ..., με την ιδιότητα των μελών της προσωρινής διοικητικής επιτροπής της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τους οποίους εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι …. και Γ.Α., που κατέθεσαν προτάσεις. Του καθού η κλήση - αναιρεσιβλήτου: του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27.5.2005 αίτηση των αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5265/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 7666/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 24.8.2007 αίτησή τους. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 519/2010 απόφαση του Δ' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τους λόγους αναιρέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό της Μετά την παραπάνω απόφαση και την από 20.4.2010 κλήση των καλούντων-αναιρεσειόντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι αναιρεσείοντες παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Δήμαδης ανέγνωσε την έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αναιρεσιβλήτου στη δικαστική δαπάνη.

Page 108: THEMIS 1

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι οι λόγοι της αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. Κατά την 9η Ιουνίου 2011, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Βασίλειος Λυκούδης, Ιωάννης Σίδερης, Νικόλαος Πάσσος και Γεώργιος Αδαμόπουλος, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν.3659/2008. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, με την 519/2010 απόφαση του Δ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όλοι οι λόγοι από τους αριθμούς 1 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της από 27.5.2005 αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Τ., Ε. Κ. κ.λ.π. κατά του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για αναίρεση της 7666/2006 αποφάσεως του εφετείου Αθηνών, ως δημιουργούντες ζητήματα εξαιρετικής σημασίας. Επομένως, νομίμως, με την από 20.4.2010 κλήση των αναιρεσειόντων φέρονται, ενώπιον της πλήρους ολομελείας του Αρείου Πάγου, οι προαναφερόμενοι λόγοι αναιρέσεως. ΙΙ. Επειδή, στο άρθρο 12 παρ. 1, 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματος, ορίζεται ότι: " 1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δε συνιστούν σωματείο". Στο άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος διαλαμβάνεται ότι : "1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως

Page 109: THEMIS 1

ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη". Και στο άρθρο 29 παρ. 3 ορίζεται ότι: "Απαγορεύεται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους υπαλλήλους του Δημοσίου, Οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων η διοίκηση των οποίων ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχο". Περαιτέρω, στο άρθρο 11 παρ. 1 και 2 της Συμβάσεως της Ρώμης "διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", που έχει υπογραφεί στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α) εχούσης υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 Σ), ορίζεται ότι: "1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν του συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ' άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του. 2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί εις εταίρους περιορισμούς πέρα των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν

Page 110: THEMIS 1

ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορεύει την επιβολήν νομίμων περιορισμών εις την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους". Τέλος, στα άρθρα 78, 79, 80 και 81 του ΑΚ ορίζεται, στο πρώτο, ότι "Ένωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό αποκτά προσωπικότητα όταν εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο ...", στο δεύτερο, ότι "Για την εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο οι ιδρυτές ή η διοίκηση του σωματείου υποβάλλουν αίτηση στο πρωτοδικείο. Στην αίτηση επισυνάπτονται η συστατική πράξη ... και το καταστατικό με τις υπογραφές των μελών και με χρονολογία", στο τρίτο ότι " Το καταστατικό για να είναι έγκυρο πρέπει να καθορίζει: 1. Το σκοπό , την επωνυμία και την έδρα του σωματείου, 2. ..." και στο τέταρτο, ότι "Αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι, το πρωτοδικείο δέχεται την αίτηση ...". Από τις παρατεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό και προς εκείνες του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, δια των οποίων κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητος, συνάγονται τα εξής: Με τα άρθρα 12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ, επί των οποίων ερείδεται και η γενικοτέρας σημασίας συνταγματική αρχή της ελευθέρας κοινωνικής ομαδοποιήσεως, κατοχυρώνεται το δικαίωμα ή η ελευθερία της συνενώσεως (του συνεταιρίζεσθαι κατά την ορολογία των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων), οι φορείς του οποίου έχουν το δικαίωμα συστάσεως ενώσεως ή σωματείου, που αποβλέπει σε μη κερδοσκοπικούς σκοπούς. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, περιλαμβανόμενο στα δικαιώματα της συλλογικής δράσεως, με προέχον χαρακτηριστικό γνώρισμα το συλλογικό στοιχείο, παρέχεται, αδιακρίτως, σε όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή επαγγελματικής τάξεως, η δε άσκησή του δεν τελεί "υπό την ειδική επιφύλαξη του νόμου". Από καμιά συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει ότι για την απόλαυση από τους Έλληνες πολίτες του προαναφερομένου ατομικού δικαιώματος απαιτείται η έκδοση "τυπικού" νόμου, στα πλαίσια της συνταγματικής ρυθμίσεως του άρθρου 72 του Συντάγματος και των ορισμών στο άρθρο 25 παρ.2 εδ. β' αυτού. Η διάταξη της παρ. 4 του Συντάγματος του 1975, δια της οποίας ήταν επιτρεπτή η επιβολή περιορισμών στους δημοσίους υπαλλήλους, όσον αφορά

Page 111: THEMIS 1

στην άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, καταργήθηκε με το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού και στις περιοριστικώς στο Σύνταγμα διαλαμβανόμενες περιπτώσεις ρυθμιστικής υπό του κοινού νομοθέτου επεμβάσεως δια της εκδόσεως τυπικού νόμου για την πληρεστέρα ικανοποίηση του ατομικού δικαιώματος, η μη έκδοση τοιούτου νόμου, δεν επάγεται την επ' αόριστον αναστολή ή και την ματαίωση ικανοποιήσεώς του, διότι, κατά την μεταβατικού χαρακτήρος συνταγματική διάταξη του άρθρου 112, στο Τρίτο Τμήμα του Τετάρτου Μέρους, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Σύνταγμα προβλέπει ρητώς την δημοσίευση ενός νόμου, οι υφιστάμενοι νόμοι ή οι διοικητικές πράξεις κανονιστικού περιεχομένου, με εξαίρεση εκείνων που αντιβαίνουν στο Σύνταγμα, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την δημοσίευση του αντιστοίχου νόμου. Περαιτέρω, η στο άρθρο 12 παρ.1 του Συντάγματος διατυπωμένη ρήτρα περί υποχρεώσεως των ασκούντων το ανωτέρω ατομικό δικαίωμα " να τηρούν τους νόμους του Κράτους", έχει την έννοια ότι τόσο ο καταστατικός σκοπός, όσο και η δραστηριότητα της ενώσεως ή του σωματείου πρέπει να μην αντιβαίνουν σε διατάξεις του νόμου, με αντικειμενικό και γενικό χαρακτήρα, που προστατεύουν έννομα αγαθά, τις οποίες υποχρεούται να τηρεί κάθε πολίτης στα πλαίσια της ατομικής του δραστηριότητος, όπως είναι οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις ή και άλλοι νόμοι ρυθμιστικοί της συστάσεως, οργανώσεως και λειτουργίας ενώσεων και σωματείων, όπως οι διατάξεις των άρθρων 78 επ. του ΑΚ ή άλλες διατάξεις, δημοσίας τάξεως, εμπίπτουσες στο κανονιστικό πεδίο της συλλογικής δραστηριότητος και εκφράσεως των πολιτών, χωρίς να στρέφονται κατά ορισμένου προσώπου ή ομάδος προσώπων και χωρίς να καθιστούν ανέφικτη ή να δυσχεραίνουν, δυσαναλόγως, την σύσταση ή την λειτουργία ενώσεως ή σωματείου. Ειδικότερα δε, ως προς τον επιδιωκόμενο υπό της ενώσεως ή του σωματείου σκοπό ή τα προβλεπόμενα υπ' αυτών μέσα προς επίτευξη του καταστατικού σκοπού, πρέπει να μην αντιτίθενται σε κανόνες δημοσίας τάξεως, την εφαρμογή των οποίων δε μπορεί να αποκλείσει η ιδιωτική βούληση (αρ.3 ΑΚ). Ως κανόνες δε δημοσίας τάξεως νοούνται εκείνες οι διατάξεις του αναγκαστικού δικαίου που συγκροτούν τα θεμέλια του κρατικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας. Επίσης, η άσκηση του ιδίου ως άνω

Page 112: THEMIS 1

ατομικού δικαιώματος δεν εξαρτάται από την έκδοση αδείας από οποιαδήποτε διοικητική αρχή, νόμου ή από δικαστική απόφαση. Επομένως, ο νόμος δεν επιτρέπεται να εξαρτήσει την άσκηση του προαναφερομένου ατομικού δικαιώματος από προηγούμενη άδεια του κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου, διάταξη δε νόμου που καθιερώνει την άδεια αυτή ως προϋπόθεση νομίμου συστάσεως και λειτουργίας ενώσεως ή σωματείου, αντίκειται ευθέως στο Σύνταγμα και δεν εφαρμόζεται. Περαιτέρω, του ατομικού δικαιώματος της συνενώσεως απολαμβάνουν, αδιακρίτως, όλοι οι Έλληνες πολίτες, μεταξύ δε αυτών και οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίοι τελούν σε ηθελημένη ειδική σχέση εξουσιάσεως προς το κράτος και σε ειδικό καθεστώς πειθαρχίας, μη συναγομένου του αντιθέτου ούτε εκ του γράμματος, ούτε εκ του πνεύματος των άνω συνταγματικών διατάξεων και της διατάξεως του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ. Η αρχή, άλλωστε, της ισότητος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιβάλλει στον νομοθέτη να μην δημιουργεί ρήγματα στην καθολικότητα των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκτός εάν το ίδιο το σύνταγμα εισήγαγε προσόντα προς άσκηση κάποιου δικαιώματος ή εάν η εις βάρος κάποιου αναστολή ή στέρηση κάποιου ατομικού δικαιώματος επιτρέπεται. Το αντίθετο, η αναγνώριση δηλαδή της δυνατότητος να εισάγονται οι γενικές εξαιρέσεις από τον νομοθέτη, εκεί όπου το Σύνταγμα δεν διακρίνει ή απλώς σιωπά, θα άφηνε, κατ' ουσίαν, ελεύθερο το πεδίο για την αναβίωση αυθαιρέτων διακρίσεων ενώπιον του νόμου και την δημιουργία πολιτών ιδιαιτέρων τάξων, ομάδων ή κατηγοριών (Ολ. ΣΤΕ 867/88). Οι υπηρετούντες δε στις ένοπλες δυνάμεις, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του δικαστηρίου, δεν αποτελούν ειδική κατηγορία Ελλήνων πολιτών, κείμενοι εκτός του πεδίου των επί μέρους εγγυήσεων των συνταγματικών δικαιωμάτων, οι οποίες δεν προβλέπουν, ρητώς, εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής τους, ούτε μπορεί να ισχύσει γι' αυτούς ένα τεκμήριο διαφοροποιήσεως ως προς την απόλαυση όλων, ανεξαιρέτως, των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα για όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως φύλου, επαγγέλματος, κοινωνικής ή οικονομικής τάξεως, υπό την έννοια ότι αυτοί έχουν μόνο εκείνα τα δικαιώματα, που ρητώς τους απονέμει η ισχύουσα συνταγματική τάξη και η κείμενοι νόμοι. Αντιθέτως, αυτοί, κατά τεκμήριο έχουν όλα τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι

Page 113: THEMIS 1

Έλληνες πολίτες με τους, κατά το Σύνταγμα, θεμιτούς περιορισμούς, που μπορούν να επιβληθούν. Το Σύνταγμα, εκτός από τις διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζει την κομματική ουδετερότητα των στρατιωτικών, (άρθρ. 29 § 3 ), τα κωλύματα εκλογιμότητός τους (άρθρο 56 §§ 1, 3 και 4) και την υπαγωγή τους στην δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων (άρθρο 96 § § 4 και 5), δεν περιέχει καμμιά άλλη ρύθμιση, γενική ή ειδική, για τα συνταγματικά δικαιώματα των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις. Η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή ενισχύεται και από το γεγονός, ότι πρόταση τροπολογίας από τον τότε Βουλευτή της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως Γ.Β. Μαγκάκη στο άρθρο 11 του Σχεδίου Συντάγματος του 1975 να προστεθεί διάταξη ορίζουσα ότι "Διά νόμου δύνανται να επιβληθούν περιορισμοί εις το δικαίωμα των στρατιωτικών και των αστυνομικών να συνεταιρίζονται", δεν έγινε δεκτή και δεν περιελήφθη στο Σύνταγμα του 1975. Εκτός αυτού, η ανυπαρξία κάποιου συνταγματικώς και από Διεθνείς Συμβάσεις προστατευομένου ατομικού δικαιώματος, και μάλιστα χωρίς την ειδική επιφύλαξη του νόμου, τουλάχιστον ως προς τα συστατικά αυτού στοιχεία που συγκροτούν τον πυρήνα του, στα πλαίσια της ερμηνείας των αντιστοίχων συνταγματικών διατάξεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί "ως δεδομένη ή αυτονόητη", αν ληφθεί υπόψη, ότι στην περίπτωση της συστάσεως ενώσεων από τους υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις, ο Συντακτικός Νομοθέτης τελούσε εν γνώσει του κρατούντος και σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως γενικοτέρου νομικού προβληματισμού, που όμως αυτή (σύσταση ενώσεως) επιτρέπεται όπως στη Γερμανία, στα πλαίσια της ερμηνείας και εφαρμογής της, αντιστοίχου με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ελληνικού Συντάγματος, διατάξεως του άρθρου 9 ΙΙ του Γερμανικού Συντάγματος. Εξάλλου, αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν μπορεί να συναχθεί και από τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του ισχύοντος στρατιωτικού ποινικού κώδικος (άρθρ.46 και 47 Ν. 2287/1995 (Α' 20), οι οποίες προβλέπουν ως στρατιωτικό έγκλημα τη "στάση" και "ομαδική απείθεια", στην κατάσταση της οποίας "Βρίσκονται οι στρατιωτικοί οι οποίοι, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 46, τρεις ή περισσότεροι ενωμένοι : α) αρνούνται σε πρώτη πρόσκληση να υπακούσουν στις διαταγές των αρχηγών τους, β) υποβάλλουν ομαδικά ή χωριστά, αλλά μετά προηγούμενη συμφωνία παράπονο, αίτηση ή αναφορά, προφορικά ή γραπτά, συνδέοντας την

Page 114: THEMIS 1

ικανοποίηση του αιτήματός τους με την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή κατά τρόπο που επιδρά στην εκτέλεση των καθηκόντων τους ή στην πειθαρχία του στρατεύματος, γ) ενώ είναι βαθμοφόροι υποβάλλουν ομαδικά ή χωριστά, αλλά μετά προηγούμενη συμφωνία την παραίτησή τους από την υπηρεσία, με σκοπό να εκβιάσουν την αρχή να πάρει ορισμένες αποφάσεις ή να παρεμποδίσει την ομαλή λειτουργία της στρατιωτικής υπηρεσίας". Αντίστοιχες διατάξεις, που αξιολογούν την ίδια ακριβώς συμπεριφορά και ως πειθαρχικό αδίκημα διαλαμβάνονται και στο άρθρο 77 παρ.3 του ΠΔ 130/1984 "Κύρωση του γενικού κανονισμού υπηρεσίας στο στρατό". Οι άνω όμως ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που καθιδρύουν, ως υπαλλακτικώς μεικτό έγκλημα, την "ομαδική απείθεια" με τα στις διατάξεις αυτές διαλαμβανόμενα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, τιμωρούμενο με τις στο ανωτέρω άρθρο (παρ. 2) διαλαμβανόμενες στερητικές της ελευθερίας ποινές, αναφέρονται σε αξιόποινη συμπεριφορά των στρατιωτικών κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, πλήττουσα την πειθαρχία στις ένοπλες δυνάμεις, δυνάμενες να θεμελιώσουν τον παράνομο χαρακτήρα, ως αντιστρατευόμενο σε διατάξεις δημοσίας τάξεως, του δια της ενώσεως ή του σωματείου επιδιωκομένου σκοπού ή των μέσων προς επίτευξη αυτού, μη εμπεριέχουσες και απαγορευτικό χαρακτήρα ασκήσεως του άνω ατομικού δικαιωμάτων, ούτε άλλωστε θα ήταν συνταγματικώς επιτρεπτή μία τοιαύτη απαγόρευση. Τέλος, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 του Συντάγματος και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, να θέσει μόνο περιορισμούς στους υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις, που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσεως εξουσίας προς το κράτος, στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων τους, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα συστάσεως ενώσεων, που, όμως, δικαιολογούνται από την φύση της σχέσεώς τους με το κράτος και των συναφών υποχρώσεών τους που απορρέουν από αυτή τη σχέση, οι οποίοι, πάντως, ελέγχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητος, και, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται, κατ' εφαρμογή της αρχής του απροσβλήτου του πυρήνος των θιγομένων ατομικών δικαιωμάτων, να αναιρούν, στην ουσία τους, τα άνω δικαιώματα (ΣΤΕ 888/2008, 1560, 573/2005, 3356/2004). Το ζήτημα όμως αυτό του Συνταγματικώς επιτρεπτού της θεσπίσεως των άνω περιορισμών είναι εντελώς

Page 115: THEMIS 1

διαφορετικό από εκείνο του επιτρεπτού της αναπτύξεως από τους υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις συλλογικής δραστηριότητος υπό την νομική μορφή της συστάσεως ενώσεων. ΙΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καίτοι ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του, ή εφήρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που, με βάση τις ίδιες παραδοχές, δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο, που την εξέδωσε, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι με την από την 27.5.2005 αίτησή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείον Αθηνών οι αναιρεσείοντες εζήτησαν την εγγραφή σωματείου υπό την επωνυμία "Ένωση Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων" και ότι μεταξύ των σκοπών του (άρθρο 2 του καταστατικού) είναι και οι εξής: "... 2) Η ανάπτυξη και εξύψωση του επαγγελματικού, κοινωνικού και πολιτιστικού επιπέδου των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, 3) η βελτίωση, προστασία και προαγωγή της θέσης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων ως μελών του κοινωνικού συνόλου, ... 4) η επικοινωνία και συνεργασία με ομοειδείς ενώσεις άλλων χωρών ή διεθνείς, ... 5) η μελέτη και υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων αναφορικά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την επιμόρφωση και εν γένει τα ζητήματα επαγγελματικής κατάρτισης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, προς ενίσχυση της αμυντικής αποτελεσματικότητας της χώρας, ... 6) η προάσπιση της προσωπικής ελευθερίας, της αξιοκρατίας, της ελευθερίας της σκέψης, του λόγου, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και των δημοκρατικών ελευθεριών, ... 7) η ανάδειξη του ιστορικού και σύγχρονου ρόλου των Ελλήνων Αξιωματικών ως παράγοντα εγγύησης της εθνικής ανεξαρτησίας και εμπέδωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος". Μέσα για την επίτευξη των ανωτέρω σκοπών είναι, μεταξύ άλλων, (άρθρο 3) και τα εξής: "1) Η μέριμνα γενικά για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την οργάνωση και

Page 116: THEMIS 1

λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων, 2) η οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, διαλέξεων και συγκεντρώσεων, 3) η συμμετοχή σε συμβούλια ή επιτροπές στα οποία συζητούνται θέματα που έχουν σχέση με τους Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων και η συγκρότηση επιτροπών για τη μελέτη ... θεμάτων που ενδιαφέρουν την Ένωση, 6) η δια του τύπου, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας καθώς και κάθε άλλου πρόσφορου μέσου προβολή των κάθε είδους προβλημάτων των μελών της Ένωσης, 7) η επαφή με τις διοικητικές αρχές, τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς φορείς και επίλυση των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών προβλημάτων των Ελλήνων Αξιωματικών, 8) κάθε πρόσφορο και νόμιμο μέσο που κατατείνει στην ικανοποίηση των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων των Ελλήνων Αξιωματικών". Ακολούθως το Εφετείο, με βάση τα άνω περιστατικά, κατά παραδοχή της υπό του Εισαγγελέως Πρωτοδικών ασκηθείσης εφέσεως κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως δια της οποίας έγινε δεκτή η αίτηση των αναιρεσειόντων προς αναγνώριση του υπ' αυτών ιδρυθέντος άνω σωματείου, απέρριψε την αίτηση αυτή ως μη νόμιμη, γιατί: α) η συλλογική δραστηριότητα των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις είναι "εμμέσως" απηγορευμένη από το Σύνταγμα, β) δεν υφίσταται νόμος ρυθμιστικός της ασκήσεως του ατομικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, από τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις οι δε κείμενες διατάξεις, όπως το άρθρο 30α που προστέθηκε στον Ν. 1264/1982 με το άρθρο 1 του Ν. 2265/1994, δεν ήσαν εφαρμοστέες ούτε και αναλογικώς, γ) "... είναι πρόδηλη η πρόθεση των ιδρυτών του προς δημιουργία συλλόγου, για να αναμειγνύεται στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων και τον τρόπο προστασίας της έννομης τάξεως, ο οποίος έχει συνταγματικώς ανατεθεί στην αποκλειστική πρωτοβουλία και εγγύηση της κρατικής εξουσίας, που την υλοποιεί με πλέγμα νομοθετημάτων (άρθρ. 25 του Συντάγματος)". Με την κρίση του όμως αυτή το Εφετείο, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Με την κρίση του όμως αυτή το Εφετείο, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Με την κρίση του όμως αυτή το Εφετείο, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Με την κρίση του όμως αυτή το Εφετείο, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του δικαστηρίου δικαστηρίου δικαστηρίου δικαστηρίου με το να μην εφαρμόσει στην προκειμένη υπόθεση τις παρατεθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 του Συντάγματος, 11 της ΕΣΔΑ, 78, 79, 80 και 81 ΑΚ, οι οποίες, όμως, ενόψει των άνω παραδοχών, ήσαν εφαρμοστέες, υπέπεσε στην νομική πλημμέλεια του

Page 117: THEMIS 1

άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αφού, όπως ελέχθη, του ατομικού δικαιώματος της συνενώσεως απολαμβάνουν και οι υπηρετούντες στις ένοπλες Δυνάμεις, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από οποιαδήποτε άδεια ή έκδοση ρυθμιστικού της ασκήσεώς του τυπικού νόμου, δυναμένων να εφαρμοσθούν, ελλειπούσης ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, στην προκειμένη υπόθεση, των γενικών διατάξεων των άρθρων 78 επ. ΑΚ. Ειδικότερα δε, ως προς τους, υπό της ανωτέρω ενώσεως επιδιωκομένους ως άνω καταστατικούς σκοπούς, κανένας εξ αυτών δεν αντιστρατεύεται στα χρηστά ήθη ή σε κανόνες δημοσίας τάξεως υπό το προαναφερόμενον εννοιολογικό της περιεχόμενο, όπως εκείνη του άρθρου 25 του Συντάγματος. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση των άνω ουσιαστικών διατάξεων, είναι βάσιμος. Ακολούθως προς τα ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Κατά την γνώμη όμως των ΑρεοπαγιτώνΚατά την γνώμη όμως των ΑρεοπαγιτώνΚατά την γνώμη όμως των ΑρεοπαγιτώνΚατά την γνώμη όμως των Αρεοπαγιτών, Γρηγορίου Κουτσοπούλου, Ανδρέα Ξένου και Γεράσιμου Φουρλάνου, έπρεπε να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12§1 του Συντάγματος, οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία τηρώντας τους νόμους. Ακόμη, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 23, το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτές δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 προβλέπεται, πως οι κάθε είδους περιορισμοί, οι οποίοι μπορούν να επιβληθούν, κατά το Σύνταγμα, στα δικαιώματα του ανθρώπου, πρέπει να προβλέπονται, είτε απ' ευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Σχετική είναι και η διάταξη του άρθρου 11§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικά και στην ελευθερία του συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ίδρυσης, μαζί με άλλους, συνδικάτων

Page 118: THEMIS 1

με το σκοπό της προάσπισης των συμφερόντων του. Όμως, στη συνέχεια, η παρ. 2 της ίδιας διάταξης ορίζει, ότι η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε άλλους περιορισμούς, εκτός από τους προβλεπόμενους από το νόμο και αποτελούντες αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια την προστασία της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το ίδιο άρθρο, ορίζει, πως δεν απαγορεύει την επιβολή νόμιμων περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από μέλη των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, το δικαίωμα της σύστασης ενώσεων κλπ, που, πρόδηλα, αφορά όλους του Έλληνες πολίτες, δεν είναι χωρίς περιορισμούς. Έτσι, κατ' αρχήν, και οι στρατιωτικοί, απολαμβάνουν των πιο πάνω δικαιωμάτων. Το δικαίωμα όμως αυτό, (συνδικαλισμού) εν όψει της φύσης της συγκεκριμένης υπηρεσίας, δεν είναι επιτρεπτό. Και είναι βέβαια, ακριβές, πως ουδεμία μνεία γίνεται, σχετικά, στο Σύνταγμα. Υφίσταται, όμως, η δυνατότητα περιορισμού με βάση τη διάταξη του άρθρου 12§4 του Συντάγματος, σύμφωνα με την πρόδηλη ιδιαιτερότητα του στρατιωτικού κλάδου, στον οποίον, η νομική αντιμετώπιση του συνδικαλισμού, αλλά και του γενικότερου δικαιώματος στο "συνεταιρίζεσθαι", δεν είναι αναγκαίο να είναι η ίδια που ισχύει για τους λοιπούς υπαλλήλους. Και τούτο, διότι είναι φανερό, πως η, χωρίς επιφυλάξεις, αναγνώριση του πιο πάνω δικαιώματος στο πλαίσιο της στρατιωτικής ζωής, θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με κατάλυση της στρατιωτικής πειθαρχίας (βλ. και Ν. Αλιβιζάτο: Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων Σάκκουλας, Αθήνα 1992 σελ. 150 σημ. 46, όπου και παραπομπή στις παραδοχές της Ε Αναθεωρητικής Βουλής). Και τούτο ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τον λεγόμενο "συνδικαλισμό" στις ένοπλες δυνάμεις ή, απλά, για τη σύσταση ενώσεων, σωματείων, που, εύστοχα, σε ανάλογη περίπτωση, χαρακτηρίστηκαν ως "καλυμμένος συνδικαλισμός" (βλ. για τους δικαστικούς λειτουργούς σε Ι. Κουκιάδη: Εργατικό Δίκαιο. Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις τ. Ι.Σάκκουλας. Θεσσαλονίκη 1997§1 αρ. 3 in fine σελ. 57). Η τυχόν αναγνώριση του πιο πάνω "καλυμμένου συνδικαλισμού", οδηγεί σε "εκ των έσω" υπονόμευση της στρατιωτικής λειτουργίας, της στρατιωτικής

Page 119: THEMIS 1

πειθαρχίας, και θα μπορούσε να οδηγήσει, στο, ωσαύτως αποκρουστέο δικαίωμα για σύσταση ομοίων ενώσεων, σε διάφορους στρατιωτικούς βαθμούς, πχ υπαξιωματικούς, ή και στους οπλίτες, με ό,τι αυτό, εύκολα, θα μπορούσε τούτο να συνεπάγεται (βλ. εκτενείς απόψεις σε Ν. Αλιβιζάτο: οπ.παρ. σελ. 171 επ). Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 12§4 του Συντάγματος, αναφέρεται μόνο σε πολιτικούς υπαλλήλους και όχι στους στρατιωτικούς. Το ότι δεν απαγορεύεται ο συνδικαλισμός στα σώματα ασφαλείας (άρθρ. 30Α του Ν. 1264/1982) δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές επιχείρημα για την αναλογική εφαρμογή του και στις ένοπλες δυνάμεις. Έχει υποστηριχθεί (βλ. Λ. Σεραφείμ: σημείωση στο Νοβ 2011 σελ. 762 επ), πως τούτο πρέπει να γίνει δεκτό, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και για τις ένοπλες δυνάμεις, εφ' όσον, μεταξύ αστυνομίας και στρατού υπάρχει μόνο διαφορά, ως προς το αντικείμενο δράσης. Όμως, τούτο θα αποτελούσε μια στενή ερμηνεία του προορισμού και του έργου των ενόπλων δυνάμεων, εφ' όσον δεν πρόκειται, απλά, για "αντικείμενο δράσης", αλλά για διαφορετικό προορισμό, φιλοσοφία, πεδίο επιχειρησιακής ενέργειας, ευθύνης, οργάνωσης. Ούτε μπορεί να εξομοιωθεί, η επιχείρηση τάξης, ή η προσπάθεια ανεύρεσης κακοποιών με τα επιχειρησιακά σχέδια, κατά ξηρά, θάλασσα και αέρα και την οργάνωση και ετοιμότητα των στρατιωτικών δυνάμεων, για την εθνική άμυνα. Δεν πρόκειται, άρα, για αντικείμενο δράσης, αλλά για πολύ ευρύτερο, και ουσιαστικό αντικείμενο, η δυνατότητα, επίτευξης του οποίου, αν διασαλευθεί η πειθαρχία, θα καταστεί λίαν αμφίβολη. Εξ άλλου, η μαχητική και επιχειρησιακή ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων, εξαρτάται από τις πράξεις λειτουργικής και επιχειρησιακής ικανότητας των στρατιωτικών (σκοπιές, περίπολοι, φρουρά, επιφυλακή), πράξεις, συντήρησης και ελέγχου της μαχητικής ικανότητας (ασκήσεις, βολές, θερινή διαβίωση, συντήρηση οπλικών συστημάτων, οχυρών, οχημάτων, διατροφή, τεχνικό υλικό, εφοδιασμός, υγιεινομικό κλπ) (βλ. Α. Παπαδαμάκη: Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη 2008, 6 σελ. 190). Η τυχόν δε συνδικαλιστική, συγκεκαλυμμένη ή μη οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, θα μπορούσε να είναι άμεσα καθοριστική για την μαχητική παρουσία της στρατιωτικής υπηρεσίας. Άλλωστε, η διασάλευση της στρατιωτικής πειθαρχίας στην οποία θα μπορούσε να οδηγήσει η ενεργοποίηση των πιο πάνω ενώσεων, συνδέεται και με την

Page 120: THEMIS 1

αμφισβήτηση της δεσμευτικότητας της νόμιμης προσταγής (βλ. σχ. για το θέμα: Μαγκάκης, Η σύγκρουσις των καθηκόντων εν τω ποινικώ δικαίω 1955. 109, Παπαδάτος: το πρόβλημα της ιεραρχικής προσταγής εν τω ποινικώ δικαίω 1961, σελ. 30 επ., Ι. Παπακυριακόπουλος: το πρόβλημα της προσταγής εις τα εγκλήματα πολέμου ΕΕΝ 1946, 304-311). Επομένως δεν είναι δυνατόν να είναι συνταγματικώς ανεκτή, η σύσταση οργανώσεων (ενώσεων), με οιανδήποτε μορφή, εντός των ενόπλων δυνάμεων, ούτε τούτο προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, αφού ο πιο πάνω περιορισμός, είναι αναγκαίο και εύλογο μέτρο, εν όψει του προπαρατεθέντος σκοπού, που είναι μεγάλης σπουδαιότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έκρινε επί αιτήσεως με την οποία, (όπως αυτή νόμιμα [άρθρ. 561§2 Κ.Πολ.Δ.] επισκοπείται) οι αιτούντες ως μέλη της προσωρινής διοικητικής επιτροπής της ".... υπό ίδρυση Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "Ένωση Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων" ... ζήτησαν την έγκριση λειτουργίας της πιο πάνω "Συνδικαλιστικής Οργάνωσης", όπως και την εγγραφή της, "... στο τηρούμενο ειδικό βιβλίο των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων του Δικαστηρίου...". Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έκρινε: α) πως δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 30Α του Ν. 1264/1982, που αφορά τον συνδικαλισμό στο χώρο της Ελληνικής Αστυνομίας και β) απέρριψε, ως μη νόμιμη την αίτηση, δεχθέν, πως οι σκοποί του καταστατικού της πιο πάνω ένωσης, οδηγούν σε ανάμειξη στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων. Η κρινόμενη αναίρεση, προβάλλει ότι: α) ελλείπει ο νόμος που καθορίζει τα της ασκήσεως "του συνδικαλιστικού δικαιώματος" των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις, και συνεπώς, έπρεπε να εφαρμοστεί "... αναλογικά η αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 30Α του Ν. 1264/1982 ..." (αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ), β) κακώς εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 54 παρ.1γ του ΑΝ 2803/1941 και 77 του ΠΔ 130/1984 (πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ.), γ) παραβιάστηκαν τα προπαρατεθέντα άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και δ) παραμορφώθηκε το περιεχόμενο των άρθρων 2 και 3 του Καταστατικού (πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δ.). Όπως εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στους σκοπούς της ένωσης αυτής, είναι, πλην άλλων, "η μελέτη και υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων

Page 121: THEMIS 1

αναφορικά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την επιμόρφωση και τα εν γένει ζητήματα επαγγελματικής κατάρτισης των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, προς ενίσχυση της αμυντικής αποτελεσματικότητας της χώρας ..., η προάσπιση της προσωπικής ελευθερίας και αξιοκρατίας, της ελευθερίας της σκέψης, του λόγου, της ελεύθερης διακίνησης των δημοκρατικών ιδεών ..." μέσα δε για την επίτευξη τούτων, είναι, πλην άλλων, "... η μέριμνα, γενικά, για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την οργάνωση και λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων ... η επαφή με διοικητικές αρχές, πολιτικούς και συνδικαλιστικούς φορείς με στόχο την προώθηση και επίλυση των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών προβλημάτων των Ελλήνων Αξιωματικών και δ) κάθε πρόσφορο και νόμιμο μέσο που κατατείνει στην ικανοποίηση των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων των Ελλήνων Αξιωματικών ...". Είναι, κατά ταύτα, πρόδηλο, πως υπάρχει εμφανής ο συνδικαλιστικός σκοπός της πιο πάνω Ένωσης, ο οποίος άλλωστε, ρητά αναφέρεται στα παραπάνω δικόγραφα. Είναι, ωσαύτως φανερό, πως, σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης, θα υπάρχει πλήρης διασάλευση της στρατιωτικής πειθαρχίας και ανάμειξη στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων, εφ' όσον δεν είναι δυνατόν, άλλως, να νοηθεί "... επαφή με πολιτικούς και συνδικαλιστικούς φορείς, βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου, ικανοποίηση επαγγελματικών αιτημάτων". Τούτο, δε, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προπαρατέθηκαν, δεν είναι νόμιμο. Ούτε, όμως, (amajori ad minus), είναι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, επιτρεπτή, η ίδρυση σωματείου, (μη συνδικαλιστικού), εφ' όσον ο σκοπός και τα μέσα επίτευξής του, δεν διαφοροποιούνται, ούτε η νομική μορφή της ένωσης αναιρεί την ουσία του νομικού προβλήματος. Συνακόλουθα, ορθά ερμήνευσε τις πιο πάνω διατάξεις η προσβαλλόμενη απόφαση και οι αναιρετικοί λόγοι που υποστηρίζουν το αντίθετο, πρέπει ν' απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ουδεμία παραμόρφωση εγγράφων επήλθε, εφ' όσον το αναφερόμενο στο καταστατικό της ένωσης, ότι, δηλαδή, δεν επιτρέπεται η με οποιονδήποτε τρόπο ανάμειξη σε θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι διαφορετικό, από εκείνο που αναφέρεται, όπως παραπάνω, στην πληττόμενη απόφαση. Ούτε η πιο πάνω αναγραφή, μπορεί να αναιρέσει λόγω του διαφοροποιημένου περιεχομένου της, τα μνημονευόμενα σε άλλα σημεία του

Page 122: THEMIS 1

καταστατικού, όπως αυτά προπαρατέθηκαν και να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Άρα και από το άρθρο 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, έπρεπε να απορριφθεί, ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 7666/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 9 Ιουνίου 2011. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του την 1η Μαρτίου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Page 123: THEMIS 1

ΣτΕ (Ολ.) 2411/2012 ΣτΕ (Ολ.) 2411/2012 ΣτΕ (Ολ.) 2411/2012 ΣτΕ (Ολ.) 2411/2012 ---- Συνταγματικότητα διδάκτρων σε μεταπτυχιακά Συνταγματικότητα διδάκτρων σε μεταπτυχιακά Συνταγματικότητα διδάκτρων σε μεταπτυχιακά Συνταγματικότητα διδάκτρων σε μεταπτυχιακά προγράμματαπρογράμματαπρογράμματαπρογράμματα Το δικαίωμα δωρεάν παιδείας εκτείνεται καθ’ όλη τη διάρκεΤο δικαίωμα δωρεάν παιδείας εκτείνεται καθ’ όλη τη διάρκεΤο δικαίωμα δωρεάν παιδείας εκτείνεται καθ’ όλη τη διάρκεΤο δικαίωμα δωρεάν παιδείας εκτείνεται καθ’ όλη τη διάρκεια των ια των ια των ια των προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου. Ως προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου. Ως προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου. Ως προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου. Ως προς τις μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας προς τις μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας προς τις μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας προς τις μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη να επιβάλλει στους εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη να επιβάλλει στους εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη να επιβάλλει στους εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη να επιβάλλει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές εκτός από την κρατμεταπτυχιακούς φοιτητές εκτός από την κρατμεταπτυχιακούς φοιτητές εκτός από την κρατμεταπτυχιακούς φοιτητές εκτός από την κρατική επιχορήγηση και δίδακτρα, ική επιχορήγηση και δίδακτρα, ική επιχορήγηση και δίδακτρα, ική επιχορήγηση και δίδακτρα, για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των σχετικών προγραμμάτων. Δεν για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των σχετικών προγραμμάτων. Δεν για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των σχετικών προγραμμάτων. Δεν για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των σχετικών προγραμμάτων. Δεν δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος, ώστε να καθίσταται δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος, ώστε να καθίσταται δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος, ώστε να καθίσταται δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος, ώστε να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης εισοδηματικής ικανότητας,εισοδηματικής ικανότητας,εισοδηματικής ικανότητας,εισοδηματικής ικανότητας, διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παραβίαζε την γενική διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παραβίαζε την γενική διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παραβίαζε την γενική διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παραβίαζε την γενική ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία (μειοψ.). ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία (μειοψ.). ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία (μειοψ.). ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία (μειοψ.). Απόσπασμα :Απόσπασμα :Απόσπασμα :Απόσπασμα : 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 24528/Β7/11-5-2009 αποφάσεως του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ, 990/26-5-2009, τ. Β) κατά το μέρος που με αυτήν ορίστηκε στο άρθρο 11 παρ. 2 ότι το κόστος λειτουργίας του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης με τίτλο «Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνική Εργασία» θα καλυφθεί, μεταξύ άλλων, και από δίδακτρα. 3. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 2714/2010 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατ’ άρθρ. 14 παρ. 2 εδάφ. β’ του πρ.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) λόγω σπουδαιότητας το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 3 και 8 του ν. 3685/2008 (Α΄ 148) με βάση τις οποίες η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση όρισε ότι το κόστος λειτουργίας του ως άνω προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών καλύπτεται, μεταξύ άλλων, και από δίδακτρα. 4. Επειδή, ο αιτών με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση ως εκ της ιδιότητάς του ως αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης

Page 124: THEMIS 1

του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ο οποίος μάλιστα μειοψήφησε κατά την λήψη της υπ’ αριθμ. 27/21-1-2009 αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως Ειδικής Συνθέσεως (ΓΣΕΣ) του εν λόγω Τμήματος σχετικά με την έγκριση λειτουργίας του ως άνω μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών ως προς το ζήτημα της καλύψεως του κόστους λειτουργίας του και με δίδακτρα των μεταπτυχιακών φοιτητών. Κατά την γνώμη του Συμβούλου Γ. Ποταμιά εν προκειμένω η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση δεν αφορά προσωπικά τον αιτούντα ούτε θίγει έστω και έμμεσα έννομα συμφέροντά του κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του πρ. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8). Ούτε άλλωστε θεμελιώνεται έννομο συμφέρον στο εύλογο ενδιαφέρον του για την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος ή του ως άνω Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνική Εργασία» διότι αυτό έχει γενικό χαρακτήρα και εντάσσεται στο γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και την σύννομη άσκηση κάθε διοικητικής λειτουργίας. Εφόσον το έννομο συμφέρον του αιτούντος δεν είναι προσωπικό, άμεσο και ενεστώς η κρινόμενη αίτηση, κατά την γνώμη αυτή, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. 5. Επειδή, στο άρθρο 16 του Συντάγματος, ορίζονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «... 4. οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους. 5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει. ... 6. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων ... 8. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους

Page 125: THEMIS 1

χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται ...». 6. Επειδή, οι μεταπτυχιακές σπουδές στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα οργανώθηκαν συστηματικά το πρώτον με τα άρθρα 26, 27 και 28 του ν. 1268/1982 (Α΄ 87). Με το άρθρο 81 του ν. 1566/1985 (Α΄ 167) οργανώθηκαν εκ νέου οι μεταπτυχιακές σπουδές και καταργήθηκαν οι σχετικές ρυθμίσεις (άρθρα 26, 27 και 28) του ν. 1268/1982. Εν συνεχεία, οι μεταπτυχιακές σπουδές οργανώνονται εκ νέου με τις διατάξεις των άρθρων 10-14 του ν. 2083/1992 (Α΄ 159). Ειδικότερα, στο άρθρο 12 παρ. 7 του τελευταίου νόμου ορίζεται ότι «7. Με γνώμη της Γ.Σ.Ε.Σ. (Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης) ενός τμήματος και απόφαση της Συγκλήτου του οικείου Α.Ε.Ι. μπορεί να προβλέπεται η καταβολή διδάκτρων για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές συγκεκριμένου προγράμματος». 7. Επειδή, με τον νόμο 3685/2008 (Α΄ 148) κωδικοποιούνται και συμπληρώνονται (βλ. Εισηγ. Έκθεση σελ. 1) οι ισχύουσες για τις μεταπτυχιακές σπουδές διατάξεις προκειμένου η ελληνική νομοθεσία να προσαρμοσθεί πλήρως στα ευρωπαϊκά δεδομένα και να οργανωθούν οι μεταπτυχιακές σπουδές με τρόπο σύγχρονο και εξωστρεφή. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του νόμου ορίζεται ότι: «1. Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3549/2007 (ΦΕΚ 69 Α΄) έχουν την ευθύνη για το σχεδιασμό και την οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα και χορηγούν Μεταπτυχιακά Διπλώματα Ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.). Τα Πανεπιστήμια έχουν επιπλέον την αρμοδιότητα να χορηγούν Διδακτορικά Διπλώματα (Δ.Δ.). 2. Τμήματα των Α.Ε.Ι. μπορούν να οργανώνουν αυτοδύναμα ή να συνδιοργανώνουν μεταξύ τους ή με ομοταγή ιδρύματα του εξωτερικού Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) για τη χορήγηση Μ.Δ.Ε. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή αιτήματος έγκρισης Π.Μ.Σ. προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι η συνυποβολή της έκθεσης αξιολόγησης του οικείου Τμήματος, σύμφωνα με το ν. 3374/2005 (ΦΕΚ 189 Α΄), από την οποία προκύπτει η ύπαρξη των απαραίτητων προϋποθέσεων για τη λειτουργία του Προγράμματος. 3. α) Τα Π.Μ.Σ.

Page 126: THEMIS 1

αποσκοπούν στην περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσης και των τεχνών και στην προώθηση της έρευνας με συνεκτίμηση των αναγκών ανάπτυξης της χώρας. β) … », στο άρθρο 3 ότι: «1. Τα Ιδρύματα στα οποία λειτουργούν Π.Μ.Σ. εκδίδουν Κανονισμό Μεταπτυχιακών Σπουδών, ο οποίος καταρτίζεται από … 2. … 3. Με απόφαση της Σ.Ε.Σ. του οικείου ή των οικείων Ιδρυμάτων, μετά από γνώμη της Γ.Σ.Ε.Σ. του Τμήματος ή της Ε.Δ.Ε., μπορεί να προβλέπεται η καταβολή διδάκτρων και το ύψος αυτών για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές συγκεκριμένου προγράμματος», στο άρθρο 6 ότι: «1. α) Τα Π.Μ.Σ. καταρτίζονται από τη Γ.Σ.Ε.Σ. του οικείου Τμήματος που διαθέτει την απαραίτητη κτιριακή-υλικοτεχνική υποδομή και το απαραίτητο διδακτικό και λοιπό προσωπικό και υποβάλλονται για έγκριση στη Σ.Ε.Σ. του Ιδρύματος. β) Στο Π.Μ.Σ. μπορεί να μετέχουν περισσότερα του ενός Τμήματα του ίδιου ή άλλων Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένα ερευνητικά Ιδρύματα της ημεδαπής. … γ) Κάθε Π.Μ.Σ. καταλήγει στην απονομή Μ.Δ.Ε. και διαρκεί τουλάχιστον ένα πλήρες ημερολογιακό έτος. … 2. Το Σχέδιο Π.Μ.Σ. περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία που εξετάζονται από τη Σ.Ε.Σ.: α) … στ) Τον αριθμό των μεταπτυχιακών φοιτητών, τις δυνατότητες και τις ανάγκες του οικείου Τμήματος σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή για την απρόσκοπτη λειτουργία του προγράμματος. ζ) Τη χρονική διάρκεια λειτουργίας του Π.Μ.Σ. και αναλυτικά το κόστος της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής, της λειτουργίας και τις πηγές χρηματοδότησής του. η) Την έκθεση αξιολόγησης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. 3. Η τελική έγκριση του Π.Μ.Σ. γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μόνο επί των στοιχείων στ΄, ζ΄ και η΄ του προγράμματος ασκεί ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ουσιαστικό έλεγχο. Με πρόταση της Γ.Σ.Ε.Σ. του Τμήματος και έγκριση της Σ.Ε.Σ. μπορεί να γίνεται τροποποίηση του προγράμματος των μαθημάτων και ανακατανομή μεταξύ των εξαμήνων. 4. Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων χρηματοδοτεί κατά προτεραιότητα Π.Μ.Σ., τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο επιστημονικών τομέων προτεραιότητας, που έχουν καθορισθεί με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, για την προώθηση θεμάτων εθνικού ενδιαφέροντος ή στρατηγικής σημασίας, την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού

Page 127: THEMIS 1

περιβάλλοντος, την ενίσχυση των ανθρωπιστικών σπουδών, την ικανοποίηση κοινωνικών και οικονομικών αναγκών ή άλλων λόγων εθνικών προτεραιοτήτων. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται επίσης εκάστοτε η διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης κάθε επί μέρους χρηματοδότησης» και στο άρθρο 8 ότι: «1. α) Πόροι των Π.Μ.Σ. μπορεί να είναι δωρεές, παροχές, κληροδοτήματα, χορηγίες φορέων του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα γενικά, νομικών ή φυσικών προσώπων ή πόροι από ερευνητικά προγράμματα, κοινοτικά προγράμματα, επιχορηγήσεις του κρατικού προϋπολογισμού και δίδακτρα. β) Τα Π.Μ.Σ. δικαιούνται χρηματοδότησης από τον τακτικό προϋπολογισμό σύμφωνα με την υπουργική απόφαση έγκρισής τους, η οποία καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησής τους βάσει κριτηρίων ποιότητας και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του οικείου Τμήματος σύμφωνα με το ν. 3374/2005 και του καθενός Π.Μ.Σ. σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου. 2. Η διαχείριση των εσόδων των Π.Μ.Σ. γίνεται από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) και κατανέμονται ως εξής: α) 65% για λειτουργικά έξοδα του προγράμματος και για αμοιβές - αποζημιώσεις του διδακτικού, τεχνικού και διοικητικού προσωπικού για εργασία που υπερβαίνει τις κατά νόμο υποχρεώσεις τους, καθώς και για τη χορήγηση υποτροφιών σε μεταπτυχιακούς φοιτητές μετά από πρόταση της Γ.Σ.Ε.Σ. ή της Ε.Δ.Ε. β) 25% για κάλυψη λειτουργικών εξόδων του ιδρύματος που αφορούν το Π.Μ.Σ. και γ) 10% κρατήσεις υπέρ του Ε.Λ.Κ.Ε. Η ανωτέρω κατανομή δεν ισχύει στην περίπτωση χορηγίας ή δωρεάς για συγκεκριμένο σκοπό, καθώς και για κρατικές επιχορηγήσεις, οι οποίες κατανέμονται σύμφωνα με τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις. 3. Ο Διευθυντής του Π.Μ.Σ. είναι αρμόδιος για τη σύνταξη του προϋπολογισμού και απολογισμού του Προγράμματος, τους οποίους υποβάλλει στη Γ.Σ.Ε.Σ., την παρακολούθηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού και την έκδοση των εντολών πληρωμής των σχετικών δαπανών» και στο άρθρο 9 ότι: «1. α) Ο υποψήφιος που ενδιαφέρεται για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής υποβάλλει σχετική αίτηση στη Γραμματεία του Τμήματος, στο οποίο ενδιαφέρεται να εκπονήσει τη διδακτορική διατριβή, προσδιορίζοντας σε γενικές γραμμές το αντικείμενό της. Η Γ.Σ.Ε.Σ. του Τμήματος εξετάζει αν ο

Page 128: THEMIS 1

υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με βάση τα κριτήρια που έχουν τεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό Μεταπτυχιακών Σπουδών. β) Δικαίωμα υποβολής αίτησης για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής έχουν κάτοχοι Μ.Δ.Ε. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Κανονισμό Μεταπτυχιακών Σπουδών και μετά από αιτιολογημένη απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ. μπορεί να γίνει δεκτός ως υποψήφιος διδάκτορας και μη κάτοχος Μ.Δ.Ε. Πτυχιούχοι Τ.Ε.Ι., Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ή ισότιμων σχολών μπορούν να γίνουν δεκτοί ως υποψήφιοι διδάκτορες μόνο, εφόσον είναι κάτοχοι Μ.Δ.Ε. 2. … 5. α) Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές για απόκτηση Μ.Δ.Ε. και οι υποψήφιοι διδάκτορες που δεν έχουν υγειονομική κάλυψη δικαιούνται υγειονομικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, όπως ισχύει και για τους προπτυχιακούς φοιτητές. β) Οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 2640/1998 (ΦΕΚ 206 Α΄) εφαρμόζονται αναλόγως και στους μεταπτυχιακούς φοιτητές για απόκτηση Μ.Δ.Ε. ή υποψήφιους διδάκτορες, σε περίπτωση που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών τους. γ) Για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 43 του ν. 2413/1996 (ΦΕΚ 124 Α΄) για τη χορήγηση φοιτητικών δανείων» και στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 3187/2003 (ΦΕΚ 233 Α΄), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 3413/2005 (ΦΕΚ 278 Α΄), από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 10, 11, 12, 13, 14 παρ. 1 και 17 του ν. 2083/1992, όπως ίσχυαν, το άρθρο 23 του ν. 3404/ 2005, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή αφορά σε θέματα που ρυθμίζονται διαφορετικά από αυτόν». 8. Επειδή, το κατ’ άρθρο 16 παρ. 4 του Συντάγματος δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δηλαδή και στην ανώτατη εκπαίδευση που παρέχεται στα κατ’ άρθρο 16 παρ. 5 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, προβλέπεται το πρώτον με το Σύνταγμα του1975, για όλους ανεξαιρέτως τους έλληνες, οι οποίοι επέτυχαν, μετά από αντικειμενική δοκιμασία προς διαπίστωση της ικανότητάς τους, να εγγραφούν και να συμμετάσχουν στην παρεχόμενη από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα εκπαίδευση (πρβλ. ΣΕ 673/1987, 3140/1980). Περιεχόμενο της δωρεάν

Page 129: THEMIS 1

παιδείας στην ανώτατη εκπαίδευση είναι η ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια μη συμμετοχή των φοιτητών στο κόστος λειτουργίας και παροχής του εκπαιδευτικού έργου διά της καταβολής διδάκτρων καθώς και η δωρεάν προμήθεια και παροχή των αναγκαίων διδακτικών μέσων (βιβλία κλπ.). Το εν λόγω δικαίωμα εκτείνεται καθ’ όλη την χρονική διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου. Το πτυχίο αποδεικνύει και αντιπροσωπεύει ένα περιεχόμενο επιστημονικών γνώσεων οι οποίες έχουν αποκτηθεί από τον κάτοχό του μεθοδικά και με βάση αυτό μπορεί κατ’ αρχήν να ασκήσει αντίστοιχη επαγγελματική δραστηριότητα. Επίσης, το πτυχίο αποτελεί για τον κάτοχό του αφετηρία περαιτέρω επιστημονικής εξελίξεως διά της συμμετοχής του σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών ή σε διαδικασία εκπονήσεως διδακτορικής διατριβής. Όταν ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε με το Σύνταγμα του 1975 το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα και για την ανώτατη εκπαίδευση είχε υπόψη του το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των προπτυχιακών σπουδών ενώ απουσίαζαν σχεδόν από τα ελληνικά πανεπιστήμια οι μεταπτυχιακές σπουδές (βλ. σελ. 5 Εισηγητ. Εκθ. ν. 1268/82) και το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο. Ενόψει αυτού, ως προς τις μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, να επιβάλλει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές εκτός από την κρατική επιχορήγηση και δίδακτρα, για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Στην περίπτωση όμως αυτή για τον καθορισμό των διδάκτρων δύναται να λάβει υπόψη του ο νομοθέτης ή κατ’ εξουσιοδότηση η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση και εισοδηματικά κριτήρια. Δεν δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος ώστε να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης εισοδηματικής ικανότητας διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παρεβίαζε την γενική ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία. Με τα άνω δεδομένα οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3 και 8 παρ. 1α του ν. 3685/2008 που προβλέπουν, μεταξύ άλλων και τη δυνατότητα επιβολής διδάκτρων στους μεταπτυχιακούς φοιτητές για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των ΠΜΣ δεν αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 του Συντάγματος παρέχουν δε νόμιμο έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως με την οποία ορίστηκε ότι το

Page 130: THEMIS 1

κόστος λειτουργίας του ως άνω προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών θα καλυφθεί, εκτός των άλλων πόρων και από δίδακτρα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Ζόμπολας, Α. Ντέμσιας, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Ο. Ζύγουρα και Δ. Μακρής, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: Από τις αναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης αναθέτει την αποστολή της παιδείας ευθέως στο Κράτος και κατοχυρώνει σε όλους τους Έλληνες το δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες των κρατικών εκπαιδευτηρίων χωρίς καμμία διάκριση. Το συνταγματικό δικαίωμα της δωρεάν παιδείας είναι διάφορο από την υποχρέωση του Κράτους να ενισχύει τoυς σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς πoυ έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τoυς. Άλλωστε η εκ μέρους του Συντάγματος ανεπιφύλακτη κατοχύρωση του δικαιώματος δωρεάν παιδείας σε όλες της βαθμίδες της αποτελεί την εξέλιξη του σχετικού αρχαιότερου κοινωνικού δικαιώματος στην συνταγματική ιστορία της Χώρας. Περαιτέρω με το Σύνταγμα κατοχυρώνεται η ανάπτυξη της ανώτατης παιδείας ως θεμελιώδης σκοπός της Πολιτείας που αποβλέπει στην προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσεως, με την έρευνα και την διδασκαλία και καθορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις και αρχές που διέπουν την παροχή της. Ειδικότερα η παροχή της ανώτατης εκπαιδεύσεως ανατίθεται αποκλειστικά σε ιδρυματικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και σε καθηγητές που έχουν την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού και που υπάγονται στην αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας που εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, οι οποίες αναπτύσσονται με κανόνες που θεσπίζει το Κράτος, το οποίο ασκεί εποπτεία επί των πράξεών τους και με οικονομικά μέσα που παρέχει το ίδιο για την πραγματοποίηση των σκοπών τους (βλ. ΣτΕ 2811/1984 Ολομέλεια). Η κατοχύρωση του δικαιώματος δωρεάν παιδείας και η πρόβλεψη της παροχής από το Κράτος των αναγκαίων οικονομικών μέσων για την πραγματοποίηση των σκοπών τους δεν καλύπτει μόνον προγράμματα σπουδών ορισμένου επιπέδου ή περιεχομένου και δεν περιορίζεται στα υφιστάμενα κατά τον χρόνο θεσπίσεως του Συντάγματος προγράμματα εκπαιδεύσεως που αντιστοιχούν σε ορισμένα μόνον πτυχία, ειδικότερα δε δεν αφορά την παροχή παιδείας από τα πανεπιστήμια μόνον για τα προπτυχιακά

Page 131: THEMIS 1

προγράμματα σπουδών που ολοκληρώνεται με την χορήγηση σχετικού πτυχίου που υπήρχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεώς του, αλλά αφορά όλα εκείνα τα προγράμματα σπουδών που ο νομοθέτης εκάστοτε αναθέτει σε αυτά και προσιδιάζουν στην αποστολή τους κατά τις απαιτήσεις της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της και εν όψει των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Τα αναφερθέντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, κατά το Σύνταγμα, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των καθηγητών τους συνδέονται αρρήκτως με την δωρεάν παροχή παιδείας σε όλους μέσω των προγραμμάτων σπουδών που προβλέπει ο νομοθέτης και που συνιστούν την αποστολή τους. Επιπροσθέτως, ο Σύμβουλος Δ. Μακρής υποστήριξε και τα εξής: Το κατοχυρούμενο από το Σύνταγμα δικαίωμα δωρεάν παιδείας δεν μπορεί να περιορισθεί σε ορισμένο μόνον βασικό επίπεδο σπουδών χωρίς να θίγεται το περιεχόμενο και το αντικείμενο της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Οι προσφερόμενες άλλωστε υπηρεσίες παιδείας από τα εν λόγω ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που διέπονται από τις αναφερθείσες αρχές δεν είναι επιτρεπτό από το Σύνταγμα να έχουν ως προϋπόθεση την καταβολή χρηματικού ποσού εκ μέρους των φοιτητών. Το Σύνταγμα, κατά την έννοια του, αποκλείει την ύπαρξη οικονομικής σχέσεως μεταξύ των καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που είναι δημόσιοι λειτουργοί και των φοιτητών σε οποιοδήποτε επίπεδο σπουδών που εντάσσεται στην αποστολή τους και, κατά συνέπεια, είναι αντίθετη προς αυτό η πρόβλεψη καταβολής από τους φοιτητές διδάκτρων για την διδασκαλία και παροχή παιδείας στο πλαίσιο μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και μάλιστα όταν σημαντικό τμήμα των διδάκτρων αυτών διατίθεται, κατά τον νόμο, για αμοιβή ή αποζημίωση του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού. Άλλωστε, κατά τα εκτεθέντα, και πριν από την θέσπιση του Συντάγματος το έτος 1975, είχαν προβλεφθεί από τον νομοθέτη μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα για την χορήγηση διδακτορικού διπλώματος και πτυχίου εξειδικευμένων μεταπτυχιακών σπουδών (Ν. 5343/1932 και Π.Δ. 359/1973) και τούτο ήταν, βέβαια, σε γνώση του συνταγματικού νομοθέτη, ο οποίος με απόλυτο τρόπο διακηρύσσει ότι όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της στα κρατικά εκπαιδευτήρια. Η ευρύτερη βέβαια λειτουργία προγραμμάτων

Page 132: THEMIS 1

μεταπτυχιακών σπουδών στα Τμήματα των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και η διαδικασία προπαρασκευής και αποκτήσεως διδακτορικού διπλώματος ως δεύτερης φάσεως του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών προβλέφθηκε μεταγενέστερα με τον Ν. 1566/1985, χωρίς όμως ούτε και τότε να καθορίζεται ότι η χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων διενεργείται με την καταβολή διδάκτρων. Η καταβολή διδάκτρων από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές προβλέφθηκε με τον Ν. 2083/1992 και ήδη με τον Ν. 3685/2008. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3685/2008 που διέπουν πλέον την οργάνωση και λειτουργία των μεταπτυχιακών σπουδών, τα μεταπτυχιακά αυτά προγράμματα σπουδών εντάσσονται ρητά στην ανώτατη βαθμίδα της παιδείας που παρέχεται από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούν με την μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, λειτουργούν με την ευθύνη των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και έχουν ως σκοπό την περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσεως και των τεχνών και την προώθηση της έρευνας με συνεκτίμηση των αναγκών αναπτύξεως της Χώρας. Οι σκοποί αυτοί βρίσκονται στον πυρήνα της αποστολής των εκπαιδευτικών αυτών ιδρυμάτων και συνδέονται αρρήκτως με την ακαδημαϊκή ελευθερία και άρα οι σχετικές υπηρεσίες κατά το Σύνταγμα πρέπει να παρέχονται από αυτά δωρεάν. Εν όψει των προεκτεθέντων, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, των ανωτέρω Συμβούλων, οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 3 και του άρθρου 8 του Ν. 3685/2008, σύμφωνα με τις οποίες τα δίδακτρα περιλαμβάνονται μεταξύ των πόρων των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, σημαντικό τμήμα των οποίων μάλιστα διατίθεται για αμοιβές-αποζημιώσεις του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα και δεν εφαρμόζονται, με συνέπεια να είναι παράνομο το αντίστοιχο προσβαλλόμενο τμήμα της υπουργικής αποφάσεως που έχει ως έρεισμα τις αναφερθείσες νομοθετικές διατάξεις, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ο οποίος, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, θα έπρεπε ως εκ τούτου να γίνει δεκτός. 9. Επειδή, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν στην προηγούμενη σκέψη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο είναι ακυρωτέα η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της

Page 133: THEMIS 1

προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, η οποία ορίζει ότι το κόστος λειτουργίας του ως άνω Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών θα καλυφθεί, μεταξύ άλλων, και από δίδακτρα επειδή κατά την άποψη του αιτούντος η ρύθμιση αυτή δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3 και 8 παρ. 1α του ν. 3685/2008. 10. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της. ΑΠΔ 29/2012 ΑΠΔ 29/2012 ΑΠΔ 29/2012 ΑΠΔ 29/2012 ---- Δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε ιστοσελίδα του Δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε ιστοσελίδα του Δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε ιστοσελίδα του Δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε ιστοσελίδα του διαδικτύουδιαδικτύουδιαδικτύουδιαδικτύου Α Π Ο Φ Α Σ Η 29/2012 Η Αρχή Προστασίας εδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, στην έδρα της σε τακτική συνεδρίαση την Πέμπτη 23.02.2012 και ώρα 10:00,προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Πέτρος Χριστόφορος, Πρόεδρος της Αρχής και Λεωνίδας Κοτσαλής, Αναστάσιος Πράσσος, Αναστάσιος – Ιωάννης Μεταξάς, ημήτριος Μπριόλας και Γραμματή Πάντζιου, ως εισηγήτρια, τακτικά μέλη της Αρχής. Επίσης, παρέστη στη συνεδρίαση ο Κωνσταντίνος Χριστοδούλου, αναπληρωματικό μέλος της Αρχής, σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Αντώνιου Ρουπακιώτη. Παρούσες χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Χαρίκλεια Λάτσιου, ελέγκτρια νομικός - δικηγόρος, ως βοηθός εισηγήτρια και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών και οικονομικών υποθέσεων, ως γραμματέας. Η Αρχή έλαβε υπόψη της τα παρακάτω: Η Αρχή με την υπ’ αρ. 73/2011 απόφασή της ανακάλεσε, μεταξύ άλλων, την υπ’ αρ. 44/2009 απόφασή της και εξετάζει εκ νέου τις καταγγελλόμενες πράξεις που αναφέρονται στις υπ’ αρ. πρωτ. ΑΠΠΧ Γ/ΕΙΣ/28/05.01.2009, Γ/ΕΙΣ/104/09.01.2009 και Γ/ΕΙΣ/109/12.01.2009 καταγγελίες της Α κατά του Β. Συγκεκριμένα, η Α κατήγγειλε στην Αρχή ότι ο Β, κάτοχος –κατά το χρόνο εξέτασης της υπόθεσης – της ιστοσελίδας με το όνομα χώρου ……….. –

Page 134: THEMIS 1

δημοσίευσε στην εν λόγω ιστοσελίδα το απόρρητο έγγραφο της /νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, στο οποίο αναγράφεται ο γενετικός κωδικός (DNA) της ιδίας, της θυγατρός της, Γ, και του θανόντος συζύγου της (εξαφανισθέντος την ....1998, το πτώμα του οποίου ανευρέθη στις …..2005 στο …..) καθώς και την έκθεση πραγματογνωμοσύνης και την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής στο ανευρεθέν πτώμα του συζύγου της. Ακόμα, κατήγγειλε ότι δημοσιεύτηκε στην ως άνω ιστοσελίδα χειρόγραφο σημείωμά της, που φέρει την υπογραφή της προς την Αστυνομία …… και αναφέρεται σε οδοντικές εργασίες στην οδοντοστοιχία του συζύγου της, φωτογραφίες με το σκελετό του συζύγου της στην περιοχή ………….., όπου βρέθηκε το πτώμα του, καθώς και φωτογραφία από το κασελάκι με τα οστά του, όπως της παραδόθηκαν μετά την ταυτοποίηση προς ταφή. Επιπλέον, η Α με τις σχετικές αιτήσεις στην Αρχή, επισήμανε ότι τα στοιχεία του γενετικούτης κώδικα και της θυγατρός της υπήρχαν για πολλές μέρες λεπτομερέστατα αναγεγραμμένα στην εν λόγω ιστοσελίδα και μετά τη διατύπωση απειλής εκ μέρους της ότι θα προσφύγει στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών εδομένων, τα «μαύρισαν» για να μην είναι ευανάγνωστα, παραμένει, ωστόσο, αναρτημένο το DNA του οστού από το πτώμα του συζύγου της. Πολλά δε από δικά της στοιχεία και της θυγατρός της, παρόλο που είναι «μαυρισμένα», είναι και αυτά με κάποια προσπάθεια αναγνώσιμα. Η Αρχή με τα υπ’ αρ. πρωτ. ΑΠΠΧ Γ/ΕΞ/8377/14.12.2011 και Γ/ΕΞ/8378/14.12.2011 έγγραφα κάλεσε τον Β και την Α, αντίστοιχα, να παραστούν, αυτοπροσώπως ή δια των νομίμων εκπροσώπων τους, στη συνεδρίαση της Αρχής την Πέμπτη 12.01.2012 και ώρα 10:00 π.μ., προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου η προαναφερόμενη καταγγελία της Α κατά του Β. Η Α με το υπ’ αρ. πρωτ. ΑΠΠΧ Γ/ΕΙΣ/119/09.01.2012 έγγραφό της ενημέρωσε την Αρχή ότι αδυνατεί να παραστεί στη συνεδρίαση της Αρχής στις 12.01.2012 και γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, ότι παραιτείται: «(…) του στοιχείου δημοσιοποίησης του γενικού κώδικα (DNA) της θυγατέρας [της]» και περιορίζεται: «(…) στη δημοσιοποίηση και επεξεργασία των δικών [της] προσωπικών δεδομένων καιτου ιδιαίτερου ευαίσθητου προσωπικού [της)

Page 135: THEMIS 1

δεδομένου, του DNA [της]», καθώς και ότι: «(…) ο Β δεν είχε τη συγκατάθεσή [της] για το άνοιγμα της εν λόγω ιστοσελίδας με το όνομα του συζύγου [της] ούτε τη συγκατάθεσή [της] για επεξεργασία και δημοσιοποίηση των προσωπικών [της] δεδομένων(…)». Στη συνεδρίαση της Αρχής στις 12.01.2012 παρέστησαν ο Β και ο συνεργάτης του Ε. Κατά την συνεδρίαση αυτή ο Β, αφού εξέθεσε τις απόψεις του, ζήτησε και έλαβε προθεσμία ως τις 18.01.2012 προκειμένου να καταθέσει υπόμνημα. Με το υπ’ αρ. πρωτ. ΑΠΠΧ Γ/ΕΙΣ/357/18.01.2012 έγγραφο υπόμνημά του ο Β, διά της πληρεξούσιας δικηγορικής εταιρείας Λιαρός, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η ανάγκη δημοσιοποίησης των σχετικών εγγράφων περί ταυτοποίησης του ανευρεθέντος σκελετού ήταν επιβεβλημένη, καθώς αποτελεί: « (…) πλήρη απόδειξη περί του ότι ό “προ πάσης φθοράς” θάνατος του υπήρξε πράγματι “αυτοθέλητος” και με έντονο φιλοσοφικό συμβολισμό (…)», ότι οι δημοσιευθέντες στην ιστοσελίδα …………γενετικοί τόποι STRs του εξετασθέντος δείγματος DNA της καταγγέλλουσας και της θυγατρός της δεν συνιστούν ευαίσθητα, κατά την έννοια του νόμου, προσωπικά δεδομένα, αλλά απλά, καθώς και ότι: « (…) η υπογραφή ενός ατόμου (κατά το λεξικό: ο πάντα όμοιος προσωπικός τρόπος σημείωσης του ονόματός του) _ΕΝ συνιστά ούτε περιλαμβάνει “πληροφορία” για το άτομο αυτό,κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. α΄ του νόμου τούτου (…). Επιπλέον, υπέβαλε στην Αρχή έγγραφο σημείωμα του ΣΤ με ημερομηνία 17.01.2011, θεωρημένο από τον ήμο Περιστερίου, στο οποίο ο τελευταίος αναφέρει: «Από τις αρχές του έτους 2007 μέχρι και τα μέσα του έτους 2009 βοηθούσα τον Β, ιδιοκτήτη τότε της ιστοσελίδας με domain name …………., στη διαχείριση της ιστοσελίδας αυτής, προβαίνοντας καθ’ υπόδειξή του σε συγκεκριμένες διαχειριστικές ενέργειες και κυρίως στην επεξεργασία – επιφόρτωση αρχείων (εγγράφων, ηχητικών ή/και οπτικοακουστικών). Μέσα στα ανωτέρω πλαίσια, ο Β μου ανέθεσε να αναρτήσω στην ως άνω ιστοσελίδα την έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της #/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. για την ταυτοποίηση των οστών του εκλιπόντος, #, με καλυμμένους τους 16 γενετικούς τύπους STRs των αναγραφόμενων σε αυτήν δοτών – συγγενών του εκλιπόντος. Από λάθος μου, όμως αντί να αναρτήσω το ανωτέρω υποδειχθέν έγγραφο (με καλυμμένους

Page 136: THEMIS 1

τους αναγραφόμενους γενετικούς τύπους STRs τωνσυγγενών του εκλιπόντος) ανήρτησα το πρωτότυπο έγγραφο, στο πλαίσιο οι εν λόγω τύποι STRs ήταν εμφανείς. Την επομένη ημέρα διαπιστώθηκε το ως άνω λάθος μου και άμεσα προέβην ο ίδιος στη διαγραφή του εν λόγω εκ παραδρομής δημοσιευθέντος εγγράφου και στην επιφόρτωση του ορθούεγγράφου, με καλυμμένους τους 16 γενετικούς τύπους STRs των αναγραφόμενων σε αυτήν δοτών – συγγενών του εκλιπόντος (…)». Τέλος, κατέθεσε στην Αρχή αντίγραφο του εκκαθαριστικού σημειώματος του φόρου εισοδήματος του οικονομικού έτους 2011. Κατόπιν τούτων, ο Β με το προαναφερόμενο υπόμνημά του ζητεί από την Αρχή είτε να αρκεστεί στο να του επιβάλει τηνεπιεικέστερη προβλεπόμενη στο νόμο διοικητική κύρωση της προειδοποίησης είτε να του επιβάλει το κατώτατο προβλεπόμενο στο νόμο διοικητικό πρόστιμο. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την έρευνα που διενήργησαν η εισηγήτρια και η βοηθός εισηγήτρια της υπόθεσης προέκυψε ότι η ιστοσελίδα ………. που υπάρχει σήμερα (Copyright 2010) έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που είχε την περίοδο κατά την οποίαυποβλήθηκε στην Αρχή η καταγγελία της Α κατά του Β. Η σημερινή ιστοσελίδα …………ανήκει στην Α, ενώ το περιεχόμενο της προγενέστερης ιστοσελίδας έχει μεταφερθεί και εμπλουτιστεί στις ιστοσελίδες …………… και ………………. Η Αρχή, μετά από εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού άκουσε την εισηγήτρια__ και τη βοηθό εισηγήτρια, η οποία στη συνέχεια αποχώρησε, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, το άρθρο 2 στοιχ. α΄ του ν.2472/1997 ορίζει ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Περαιτέρω, το άρθρο 2 στοιχείο β΄ ορίζει ότι για τους σκοπούς του νόμου αυτού νοούνται ως «ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν, μεταξύ άλλων, στη φυλετική ή εθνική προέλευση και την υγεία. Τα γενετικά δεδομένα εμπίπτουν και αυτά στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που αφορούν στην υγεία ή τη φυλετική ή την εθνική προέλευση ενός ατόμου (βλ. παρ. 2 της Γνωμοδότησης 15/2001, σκ. 2.1 της Γνωμοδότησης 2/2009 και απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 4ης-

Page 137: THEMIS 1

12-2008, Case of S. and Marper v. the United Kingdom, προσφυγές υπ’ αριθμ. 30562/04 και 30566/04, αιτιολογικές σκέψεις 74-77). 2. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997, εναρμονιζόμενη, ιδίως, με τις διατάξεις των άρθρων 9Α, 25 παρ. 1 και 28 του Συν/τος, 8 και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών ικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΕ, ορίζει ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. (…)». Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνονται ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού και που δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξή του, δεν είναινόμιμη. 3. Επειδή, το άρθρο 5 του ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς της συγκατάθεση, όταν: (...) ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποίααναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». 4. Επειδή, το άρθρο 7 του ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Απαγορεύεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η

Page 138: THEMIS 1

επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο των δεδομένων έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση (...) ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, και πραγματοποιείται αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση τουδικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας ης ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής». Ειδικά για την τελευταία διάταξη του άρθρου αυτού η Αρχήδεν την εφαρμόζει, στο μέτρο που αυτή απαιτεί άδεια της Αρχής για την επεξεργασίας δεδομένων δημοσίων προσώπων κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Και τούτο, διότι η από τη διάταξη αυτή απαιτούμενη άδεια της Αρχής συνιστά προληπτικό μέτρο της ελευθερίας του Τύπου και ως τέτοιο απαγορεύεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. σχετικά αποφάσεις της Αρχής 26/2007 σκ.11 και 17/2008 σκ.8). Κατά τα λοιπά, όμως, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. ζ΄ του ν.2472/1997 εφαρμόζεται , δεδομένου ότι θέτει ουσιαστικά κριτήρια για την άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. 5. Επειδή, το άρθρο 10 του ν.2472/1997 ορίζει ότι: «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολή του». Περαιτέρω, η παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι: «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση

Page 139: THEMIS 1

ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφαλείας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας (…)». 6. Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου και την ακροαματική διαδικασία προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στον εν λόγω ιστοχώρο περιλαμβάνονται προσωπικά δεδομένα που αφορούν ως υποκείμενα τον εκλιπόντα και τη σύζυγό του Α. Στις διατάξεις του ν. 2472/1997 εμπίπτει η προστασία των προσωπικών δεδομένων φυσικών προσώπων__ που βρίσκονται εν ζωή (βλ. σχετικές αποφάσεις της Αρχής 100/2001, 32/2006 και 38/2010). Αντίθετα, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που αφορά ως υποκείμενο στον εκλιπόντα εκφεύγει του πεδίου του ν. 2472/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνεπώς, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που αφορά – σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα - στην Α, ως υποκείμενο, σύμφωνα με τα οριζομένα στο άρθρο 2 στοιχ. γ΄ του ν.2472/1997. 7. Επειδή, η αναγραφή προσωπικών δεδομένων σε ιστοσελίδα του διαδικτύου αποτελεί επεξεργασία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθου 2 στοιχ. δ΄ του ν. 2472/1997 (πρβλ. απόφαση ΕΚ 2004/C 7/04, υπόθεση C-101/01 Lindqvist, αιτιολογικές σκέψεις 25-27). Προκειμένου δε η επεξεργασία να είναι νόμιμη θα πρέπει να πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 5 και 7 του ν. 2472/1997, για τα απλά και για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα αντίστοιχα. Ειδικότερα, για τα απλά προσωπικά δεδομένα η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των υποκειμένων απαγορεύεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρα 5 παρ. 1 του ν. 2472/1997, εκτός αν συντρέχει κάποια εκ των περιοριστικά απαριθμούμενων περιπτώσεων της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2472/1997 απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία αυτών, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχει μία ή περισσότερες προϋποθέσεις της παρ. 2

Page 140: THEMIS 1

του άρθρου 7 του ν. 2472/1997, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 της παρούσας. Επιπλέον, προκειμένου η επεξεργασία απλών και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων να είναι νόμιμη θα πρέπει να πληρούνται και οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του ν. 2472/1997 αναφορικά με την αναγκαιότητα και την προσφορότητα των δεδομένων σε σχέση με τον σκοπό επεξεργασίας. 8. Επειδή, ο Β, κάτοχος του ονόματος χώρου της ιστοσελίδας ………. κατά το χρόνο τέλεσης των καταγγελλόμενων πράξεων όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, είναι υπεύθυνος επεξεργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. ζ΄ του ν.2472/1997 και βαρύνεται εκ της ιδιότητάς του αυτής ο ίδιος με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το νόμο 2472/1997 και ιδίως αυτές των άρθρων 6, 7 και 10 του ν.2472/1997. 9. Επειδή, περαιτέρω, στον εν λόγω ιστοχώρο δημοσιεύτηκε το χειρόγραφο σημείωμα της καταγγέλλουσας, το οποίο αναφέρεται σε οδοντικές εργασίες στην οδοντοστοιχία του εκλιπόντος και έφερε την υπογραφή της. Η δημοσίευση του χειρόγραφου σημειώματος της καταγγέλλουσας με την υπογραφή της συνιστά επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 2 στοιχ. α΄ και δ΄ του ν.2472/1997. Για την επεξεργασία αυτή δεν υπήρξε η προηγούμενη συγκατάθεση της Α, ως υποκείμενο των δεδομένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 2 στοιχ. ια΄ και 5 παρ. 1 του ν.2472/1997. 10. Επειδή, ακολούθως, στον εν λόγω ιστοχώρο δημοσιεύτηκε η έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε από την ιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας στην οποία αναγράφονται τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων της ανάλυσης DNA μέσω δεκαέξι γενετικών τόπων STRs που προσδιορίστηκαν από το οστό του εκλιπόντος και από δείγματα αίματος που ελήφθησαν, μεταξύ άλλων, και από την Α. Η δημοσίευση αυτή συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. δ΄ του ν.2472/1997. Τα STRs είναι διαδοχικές επαναλήψεις μιας μικρής αλληλουχίας DNA. Οι πληροφορίες που

Page 141: THEMIS 1

αναγράφονται στους γενετικούς τόπους STRs αποκαλύπτουν την συγγένεια ενός προσώπου, αλλά επιπλέον είναι πιθανόν να αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με την φυλετική ή εθνική καταγωγή ή ακόμα την προσβολή από ορισμένη ασθένεια ή την προδιάθεση του ατόμου για την εκδήλωση συγκεκριμένης ασθένειας. Παλιότερα υπερίσχυε η αντίληψη ότι στο μη κωδικοποιημένο τμήμα του DNA περιέχονται μόνο πληροφορίες που αφορούν στην συγγένεια, δηλαδή απλά προσωπικά δεδομένα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. α΄ του ν.2472/1997. 7στόσο, σύμφωνα με τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις προκύπτουν και από μη κωδικοποιημένα τμήματα του DNA πληροφορίες, όπως η εθνική καταγωγή ή προσβολή από ορισμένη ασθένεια ή η προδιάθεση του ατόμου από συγκεκριμένη ασθένεια, δηλαδή ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. β΄ του ν.2472/1997 (βλ. John M. Butler: Genetics and Genomics of Core Short Tandem Repeat Loci Used in Human Identity Testing, σε J Forensic Sci, March 2006, Vol. 51 No 2, σελ. 259 – 261). Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή δέχεται ότι, ανεξαρτήτως του ειδικού χαρακτηρισμού των γενετικών τόπων STRs ως ευαίσθητα ή απλά προσωπικά δεδομένα, η δημοσίευση τούς σε ιστοσελίδα του διαδικτύου – ακόμα και αν τα δεδομένα παραμείνουν δημοσιευμένα επί μικρό χρονικό διάστημα, ενόψει του ότι είναι δυνατόν να αποθηκευτούν και να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας και αναδημοσίευσης σε μεταγενέστερο χρόνο – ενέχει διακινδύνευση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα του ατόμου και θα έπρεπε για το λόγο αυτό να είχε ληφθεί άδεια της Αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.2472/1997. Δεδομένου , ωστόσο, ότι υπάρχει αμφισβήτηση στην επιστημονική κοινότητα για την αξιοποίηση της πληροφοριακής αξίας των γενετικών τόπων STRs η Αρχή δεν επιβάλει διοικητική κύρωση στον Β για τη μη λήψη άδειας από την Αρχή. Η Αρχή, περαιτέρω, δέχεται ότι για το σκοπό της πληροφόρησης, τον οποίο επικαλείται ο Β για τη δημοσίευση των γενετικών τόπων STRs της καταγγέλλουσας, αρκούσε μόνο η ανάρτηση του αποτελέσματος της εργαστηριακής ανάλυσης της ιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 4 του ν.2472/1997, στην οποία πάντως δεν αναγράφονται ευαίσθητα

Page 142: THEMIS 1

προσωπικά δεδομένα. Τέλος, η Αρχή αναγνωρίζει ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι οι γενετικοί τόποι STRs ήταν αναρτημένοι για σύντομο χρονικό διάστημα στην ιστοσελίδα …………., μετά την πάροδο του οποίου «μαυρίστηκαν» από το Β, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, ώστε να μην μπορούν να είναι αναγνώσιμοι. Εξάλλου, η Αρχή έλαβε υπόψη της τα στοιχεία της οικονομικής του κατάστασης που προσκόμισε ο Β, από τα οποία προκύπτει αδυναμία πληρωμής υψηλού προστίμου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Η Αρχή, επιβάλλει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 2472/1997, στον Β, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, κύρωση συνολικού προστίμου δυο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (2.500€), συνιστώμενη σε πρόστιμο ύψους: α) χιλίων ευρώ (1.000€) για την ανάρτηση ενυπόγραφου χειρόγραφου σημειώματος της Α, χωρίς τη προηγούμενη συγκατάθεσή της στην ιστοσελίδα ………..και β) χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500€) για τη δημοσίευση των γενετικών τόπων STRs της Α στην ιστοσελίδα ………….., χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή της. Ο Πρόεδρος της Αρχής Πέτρος Χριστόφορος Η γραμματέας Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου

Page 143: THEMIS 1

Εφετείο Αθηνών 385/2011 Εφετείο Αθηνών 385/2011 Εφετείο Αθηνών 385/2011 Εφετείο Αθηνών 385/2011 ---- Αποκλειστική υπαιτιότητα πεζού, που κατΑποκλειστική υπαιτιότητα πεζού, που κατΑποκλειστική υπαιτιότητα πεζού, που κατΑποκλειστική υπαιτιότητα πεζού, που κατέβηκε έβηκε έβηκε έβηκε στο οδόστρωμα, εκτός διαβάσεων, μπροστά από λεωφορείο. στο οδόστρωμα, εκτός διαβάσεων, μπροστά από λεωφορείο. στο οδόστρωμα, εκτός διαβάσεων, μπροστά από λεωφορείο. στο οδόστρωμα, εκτός διαβάσεων, μπροστά από λεωφορείο.

Έχει κριθεί αποκλειστικά υπαίτιος πεζός, που, ενώ βρισκόταν επί του δεξιού Έχει κριθεί αποκλειστικά υπαίτιος πεζός, που, ενώ βρισκόταν επί του δεξιού Έχει κριθεί αποκλειστικά υπαίτιος πεζός, που, ενώ βρισκόταν επί του δεξιού Έχει κριθεί αποκλειστικά υπαίτιος πεζός, που, ενώ βρισκόταν επί του δεξιού πεζοδρομίου ως προς την πορεία λεωφορείου, κατέβηκε αιφνίδια στο πεζοδρομίου ως προς την πορεία λεωφορείου, κατέβηκε αιφνίδια στο πεζοδρομίου ως προς την πορεία λεωφορείου, κατέβηκε αιφνίδια στο πεζοδρομίου ως προς την πορεία λεωφορείου, κατέβηκε αιφνίδια στο οδόστρωμα, προτιθέμενος να το διασχίσει κάθετα από δεξοδόστρωμα, προτιθέμενος να το διασχίσει κάθετα από δεξοδόστρωμα, προτιθέμενος να το διασχίσει κάθετα από δεξοδόστρωμα, προτιθέμενος να το διασχίσει κάθετα από δεξιά προς τα αριστερά ιά προς τα αριστερά ιά προς τα αριστερά ιά προς τα αριστερά και σε σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών, χωρίς να ελέγξει και σε σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών, χωρίς να ελέγξει και σε σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών, χωρίς να ελέγξει και σε σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών, χωρίς να ελέγξει προηγουμένως την απόσταση και την ταχύτητα των κινουμένων οχημάτων, προηγουμένως την απόσταση και την ταχύτητα των κινουμένων οχημάτων, προηγουμένως την απόσταση και την ταχύτητα των κινουμένων οχημάτων, προηγουμένως την απόσταση και την ταχύτητα των κινουμένων οχημάτων, ούτε να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία τους, με ούτε να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία τους, με ούτε να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία τους, με ούτε να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία τους, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην ποραποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην ποραποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην ποραποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του λεωφορείου, να προσκρούσει εία του λεωφορείου, να προσκρούσει εία του λεωφορείου, να προσκρούσει εία του λεωφορείου, να προσκρούσει στη δεξιά εμπρόσθια γωνία του, να παρασυρθεί από αυτό και να πέσει στο στη δεξιά εμπρόσθια γωνία του, να παρασυρθεί από αυτό και να πέσει στο στη δεξιά εμπρόσθια γωνία του, να παρασυρθεί από αυτό και να πέσει στο στη δεξιά εμπρόσθια γωνία του, να παρασυρθεί από αυτό και να πέσει στο έδαφος και να τραυματιστεί.έδαφος και να τραυματιστεί.έδαφος και να τραυματιστεί.έδαφος και να τραυματιστεί.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 385/2011

ΑπόσπασμαΑπόσπασμαΑπόσπασμαΑπόσπασμα

Στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ο ενάγων εκθέτει ότι στις 26-1-2005 ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας……αστικό λεωφορείο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από υπαιτιότητα του και υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες τροχαίο ατύχημα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Ζητεί δε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 25.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 39.713 ευρώ προς αποζημίωσή του, αμφότερα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ……οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου τροχαίου ατυχήματος είναι ο ενάγων και απέρριψε την αγωγή. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση

Page 144: THEMIS 1

έφεσή του και για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτή λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού, τις προσκομισθείσες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), όλα τα λοιπά έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και εκείνα τα οποία περιλαμβάνονται στη σχηματισθείσα, αναφορικά με το ένδικο τροχαίο ατύχημα, ποινική δικογραφία και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 393, 394, 395 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτιμώμενων και όσων από αυτά δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 26-1-2005 και περί ώρα 14.40', ο πρώτος εναγόμενος…..οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας……αστικό λεωφορείο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, εκινείτο στην περιοχή Πειραιώς και επί της οδού Αθηνών-Πειραιώς, με κατεύθυνση από Πειραιά προς Αθήνα, εκτελώντας τακτικό δρομολόγιο. Στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 20, όπου συνέβη το ένδικο τροχαίο ατύχημα, η ως άνω οδός είναι ευθεία, διπλής κατευθύνσεως, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,00 μ. (3,50 μ. σε κάθε ρεύμα κυκλοφορίας), τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας χωρίζονται μεταξύ τους με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή και διαθέτει μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας, δοθέντος ότι πρόκειται περί κατοικημένης περιοχής, ορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του ΚΟΚ σε 50 χιλιόμετρα ανά ώρα, όπως όλα τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτουν από το σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος και την έκθεση αυτοψίας που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Την ίδια χρονική στιγμή ο ενάγων……, που βρισκόταν πεζός επί του δεξιού, ως προς την πορεία του λεωφορείου, πεζοδρομίου της ως άνω οδού, κατήλθε αιφνίδια

Page 145: THEMIS 1

στο οδόστρωμα, προτιθέμενος να το διασχίσει κάθετα από δεξιά προς τα αριστερά ως προς την πορεία του λεωφορείου και σε σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών, χωρίς να ελέγξει προηγουμένως την απόσταση και την ταχύτητα των κινουμένων επί του προς Αθήνα ρεύματος πορείας οχημάτων, ούτε να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία τους, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του λεωφορείου, να προσκρούσει στη δεξιά εμπρόσθια γωνία του και, αφού παρασύρθηκε από αυτό, επέπεσε στο έδαφος και τραυματίστηκε, υποστάς κάταγμα γναθιαίου κόλπου, (ΔΕ) ζυγωματικού και (ΔΕ) οφθαλμικού κόγχου. Υπό τα υποδεικνυόμενα αυτά περιστατικά το ένδικο τροχαίο ατύχημα και ο συνεπεία αυτού τραυματισμός του ενάγοντος οφείλονται σε υπαιτιότητα του ιδίου, ο οποίος από αμέλεια του, μη καταβολή δηλαδή της επιμέλειας που επιβάλλεται αντικειμενικά και αφηρημένα και την οποία τηρεί υπό τις ίδιες περιστάσεις ο συνετός και προσεκτικός πεζός, κατήλθε αιφνίδια στο οδόστρωμα και επιχείρησε να το διασχίσει κάθετα σε σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών και χωρίς να ελέγξει προηγουμένως την απόσταση και την ταχύτητα των κινούμενων επί του προς Αθήνα ρεύματος πορείας οχημάτων, ούτε να βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία τους, με αποτέλεσμα, αμέσως μόλις κατέβηκε στο οδόστρωμα και δοθέντος ότι το λεωφορείο εκινείτο σε απόσταση 0,40μ. από το δεξιό πεζοδρόμιο της οδού, να παρεμβληθεί στην πορεία του λεωφορείου και να προσκρούσει στην εμπρόσθια δεξιά γωνία αυτού, με τη συμπεριφορά του δε αυτή παραβίασε τις από το άρθρο 38 παρ. 4 του ΚΟΚ επιβαλλόμενες υποχρεώσεις του, οι εν λόγω δε παραβάσεις, ικανές, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσουν ατύχημα, προκάλεσαν τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια με αυτό. Η υπαιτιότητα αυτή είναι αποκλειστική του ενάγοντος, καθόσον ο πρώτος εναγόμενος, οδηγός του αστικού λεωφορείου, δεν επέδειξε αμελή συμπεριφορά βρισκόμενη σε αιτιώδη συνάφεια με το ένδικο ατύχημα, αφού αυτός ευθύς μόλις αντιλήφθηκε από απόσταση 1-2 μέτρων τον πεζό να κατέρχεται εντελώς αιφνίδια και απρόβλεπτα από το πεζοδρόμιο, προέβη σε άμεση χρήση των ηχητικών οργάνων (κόρνα) του οχήματος του και σε τροχοπέδηση αυτού, πλην όμως, λόγω της ελάχιστης απόστασης που τον χώριζε από τον πεζό, δεν κατόρθωσε να τον αποφύγει, ενώ περαιτέρω το

Page 146: THEMIS 1

γεγονός ότι εκινείτο με ταχύτητα 57 χιλιόμετρα ανά ώρα, σύμφωνα με το δίσκο καταγραφής της ταχύτητάς του, αν και το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ήταν 50 χιλιόμετρα ανά ώρα, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, καθ όσον οι συνθήκες του ατυχήματος, όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω, ήταν τέτοιες, που έστω και αν δεν υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας, δεν θα μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, μη βαρυνόμενος έτσι με (συν-)υπαιτιότητα στην πρόκληση του ατυχήματος και τον εντεύθεν τραυματισμό του ενάγοντος. Επομένως, η αγωγή ήταν απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ελλείψει υπαιτιότητας, ως βασικής προϋποθέσεως της προς αποζημίωση υποχρεώσεως (άρθρο 914 ΑΚ), του πρώτου εναγόμενου οδηγού και ήδη πρώτου εφεσίβλητου….Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, ότι δηλαδή αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου τροχαίου ατυχήματος είναι ο ενάγων και απέρριψε την αγωγή, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις που είχαν προσκομιστεί και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που υποστηρίζει ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

Page 147: THEMIS 1

ΤριΤριΤριΤριμελές Πλημμελειοδικείο (αυτόφωρο) Αθηνών 22610/2012 μελές Πλημμελειοδικείο (αυτόφωρο) Αθηνών 22610/2012 μελές Πλημμελειοδικείο (αυτόφωρο) Αθηνών 22610/2012 μελές Πλημμελειοδικείο (αυτόφωρο) Αθηνών 22610/2012 ---- Συκοφαντική Συκοφαντική Συκοφαντική Συκοφαντική δυσφήμηση δυσφήμηση δυσφήμηση δυσφήμηση ---- Συκοφαντική δυσφήμηση διά του τύπου Συκοφαντική δυσφήμηση διά του τύπου Συκοφαντική δυσφήμηση διά του τύπου Συκοφαντική δυσφήμηση διά του τύπου ---- Προσβολή συμβόλων Προσβολή συμβόλων Προσβολή συμβόλων Προσβολή συμβόλων Ελληνικού Κράτους Ελληνικού Κράτους Ελληνικού Κράτους Ελληνικού Κράτους ---- Εξύβριση Εξύβριση Εξύβριση Εξύβριση ---- Αποβολή πολιτικής αγωγής . Αποβολή πολιτικής αγωγής . Αποβολή πολιτικής αγωγής . Αποβολή πολιτικής αγωγής .

Παύση υφ’ όρον της ποινικής δίωξης ως προς το αδίκημα της εξύβριΠαύση υφ’ όρον της ποινικής δίωξης ως προς το αδίκημα της εξύβριΠαύση υφ’ όρον της ποινικής δίωξης ως προς το αδίκημα της εξύβριΠαύση υφ’ όρον της ποινικής δίωξης ως προς το αδίκημα της εξύβρισης (σε σης (σε σης (σε σης (σε εξώφυλλο περιοδικού) καθώς το αξιόποινό του έχει παραγραφεί. Κρίθηκε ότι εξώφυλλο περιοδικού) καθώς το αξιόποινό του έχει παραγραφεί. Κρίθηκε ότι εξώφυλλο περιοδικού) καθώς το αξιόποινό του έχει παραγραφεί. Κρίθηκε ότι εξώφυλλο περιοδικού) καθώς το αξιόποινό του έχει παραγραφεί. Κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της προσβολής συμβόλων του ελληνικού κράτους, υπόστασης του αδικήματος της προσβολής συμβόλων του ελληνικού κράτους, υπόστασης του αδικήματος της προσβολής συμβόλων του ελληνικού κράτους, υπόστασης του αδικήματος της προσβολής συμβόλων του ελληνικού κράτους, λόγω της δημοσίευσης σε εξώφυλλο περλόγω της δημοσίευσης σε εξώφυλλο περλόγω της δημοσίευσης σε εξώφυλλο περλόγω της δημοσίευσης σε εξώφυλλο περιοδικού φωτογραφίας που απεικονίζει ιοδικού φωτογραφίας που απεικονίζει ιοδικού φωτογραφίας που απεικονίζει ιοδικού φωτογραφίας που απεικονίζει το αρχαιοελληνικό άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, το κάτω μέρος του το αρχαιοελληνικό άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, το κάτω μέρος του το αρχαιοελληνικό άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, το κάτω μέρος του το αρχαιοελληνικό άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, το κάτω μέρος του σώματος του οποίου καλύπτεται με «απεικόνιση» της ελληνικής σημαίας σώματος του οποίου καλύπτεται με «απεικόνιση» της ελληνικής σημαίας σώματος του οποίου καλύπτεται με «απεικόνιση» της ελληνικής σημαίας σώματος του οποίου καλύπτεται με «απεικόνιση» της ελληνικής σημαίας (άσπρες και γαλάζιες παράλληλες λωρίδες χωρίς στον σταυρό). Αποβολή (άσπρες και γαλάζιες παράλληλες λωρίδες χωρίς στον σταυρό). Αποβολή (άσπρες και γαλάζιες παράλληλες λωρίδες χωρίς στον σταυρό). Αποβολή (άσπρες και γαλάζιες παράλληλες λωρίδες χωρίς στον σταυρό). Αποβολή πολιτικής αγωγήςπολιτικής αγωγήςπολιτικής αγωγήςπολιτικής αγωγής. Κρίθηκε ότι τα πρόσωπα που παρέστησαν ως πολιτική . Κρίθηκε ότι τα πρόσωπα που παρέστησαν ως πολιτική . Κρίθηκε ότι τα πρόσωπα που παρέστησαν ως πολιτική . Κρίθηκε ότι τα πρόσωπα που παρέστησαν ως πολιτική αγωγή,αγωγή,αγωγή,αγωγή, με την ιδιότητά τους ως ατόμων με την ιδιότητά τους ως ατόμων με την ιδιότητά τους ως ατόμων με την ιδιότητά τους ως ατόμων ---- Ελλήνων Ελλήνων Ελλήνων Ελλήνων ---- δικηγόρων για την δικηγόρων για την δικηγόρων για την δικηγόρων για την προσβολή της προσωπικότητάς τους κατ’ άρθρο 5 του Συντάγματος από τα προσβολή της προσωπικότητάς τους κατ’ άρθρο 5 του Συντάγματος από τα προσβολή της προσωπικότητάς τους κατ’ άρθρο 5 του Συντάγματος από τα προσβολή της προσωπικότητάς τους κατ’ άρθρο 5 του Συντάγματος από τα επίμαχα δημοσιεύματα, δεν είχαν έννομο συμφέρον. Απαράδεκτη η ποιεπίμαχα δημοσιεύματα, δεν είχαν έννομο συμφέρον. Απαράδεκτη η ποιεπίμαχα δημοσιεύματα, δεν είχαν έννομο συμφέρον. Απαράδεκτη η ποιεπίμαχα δημοσιεύματα, δεν είχαν έννομο συμφέρον. Απαράδεκτη η ποινική νική νική νική δίωξη, ελλείψει εγκλήσεως για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.δίωξη, ελλείψει εγκλήσεως για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.δίωξη, ελλείψει εγκλήσεως για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.δίωξη, ελλείψει εγκλήσεως για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

ΑπόσπασμαΑπόσπασμαΑπόσπασμαΑπόσπασμα

Το Δικαστήριο στη συνέχεια, σε μυστική διάσκεψη με την παρουσία της Γραμματέως του κατήρτισε και η Πρόεδρος του δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση του την 22610/2012 απόφαση του, που έχει ως εξής:

Στο στάδιο αυτό, κατόπιν της νομότυπου αναγνώσεως των επίσημων μεταφράσεων των επίμαχων δημοσιευόταν (από τη μεταφραστική υπηρεσία του ΥΠΕΞ και την Κ.Τ., μεταφράστρια δυνάμει του ΠΔ 169/2002, ΦΕΚ 156/27.2.2002), στα οποία περιλαμβάνονται οι φερόμενες ως δυσφημιστικές φράσεις του κατηγορητηρίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να άρει την επιφύλαξη την οποία είχε κρατήσει αναφορικά με τη νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής για τους παρακάτω λόγους:

Page 148: THEMIS 1

βάσει των δηλώσεων των πολιτικώς εναγόντων στην αρχή της διαδικασίας, ήτοι ότι παρίστανται με την ιδιότητα τους ως άτομα - Έλληνες - δικηγόροι για την προσβολή της προσωπικότητας τους που υπέστησαν κατ' άρθρο 5 Σ από τα επίμαχα δημοσιεύματα, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για την παράστασή τους αφού: α) το πρώτο επίμαχο κείμενο που τιτλοφορείται «Χρεοκοπία της Ελλάδας» αναφέρεται σε πράξεις και παραλείψεις της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας και δεν έχει καμία αναφορά ατομικά στους Έλληνες πολίτες, β) το δεύτερο επίμαχο κείμενο που τιτλοφορείται «2000 χρόνια παρακμής» αποτελεί ιστορική αναδρομή της Ελλάδας και των μνημείων της και δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ατομική προσβολή, και γ) το κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα www.focus.de και τιτλοφορείται «Πολιτισμικό σοκ της Ελλάδας» είναι σαφές ότι δεν αναφέρεται στους Έλληνες ως σύνολο, αλλά σε μεμονωμένες συμπεριφορές που παρατηρεί ο συγγραφέας του στην ελληνική πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, πρέπει να αποβληθεί η πολιτική αγωγή και περαιτέρω να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη, ελλείψει εγκλήσεως αναφορικά με την 1η πράξη του κατηγορητηρίου της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 363, 368, 118 ΠΚ και 370 ΚΠΔ). Αξίζει δε να αναφερθεί, ότι υπάρχει μεγάλη διάσταση κειμένου και ύφους μεταξύ των μεταφράσεων που φέρουν τη σφραγίδα της πολιτικώς ενάγουσας Β. Μ., στις οποίες στηρίχθηκε ο Εισαγγελέας για την άσκηση της ποινικής δίωξης και σύνταξης του κατηγορητηρίου, και των επισήμων μεταφράσεων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, σε βαθμό που είναι δύσκολο να γίνει σχετική αντιστοίχηση των κειμένων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αποβάλλει την πολιτική αγωγή

Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης

Διατάσσει την πρόοδο της δίκης

Page 149: THEMIS 1

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο του Αθήνα, 3-4-2012

Ακολούθως το Δικαστήριο μετά από μυστική διάσκεψη κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν παρούσα και η Γραμματέας του, κατάρτισε και ο Πρόεδρος του δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίασή του την 22610 απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής:

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως που νομότυπα εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τους των πληρεξουσίων των κατ/νων προέκυψε ότι:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 4043/2012 παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η ποινική δίωξη των πλημ/των που απειλούνται με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος και έχουν τελεσθεί έως 31.12.2011. Στα αδικήματα αυτά εμπίπτει και το αδίκημα της εξύβρισης (άρθρο 361 ΠΚ) που αποτελεί την 3° πράξη του κατηγορητηρίου (εξώφυλλο περιοδικού) για την οποία πρέπει να παύσει υφ' όρον η ποινική δίωξη.

Περαιτέρω, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να συγκροτηθεί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της προσβολής συμβόλων του ελληνικού κράτους, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 181 ΠΚ, τιμωρητέος τυγχάνει «όποιος ... καταστρέφει, παραμορφώνει και ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Κράτους...» και όχι όποιος καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει ομοίωμα ή αναπαράσταση αυτής, όπως στην προκείμενη περίπτωση όπου δεν πρόκειται για το σώμα της σημαίας αλλά για «απεικόνιση της» στο εξώφυλλο του υπ' αριθμ. 8/2010 από 22.2.2010 τεύχος του περιοδικού FOCUS ως «φούστας» στο άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου. Εξάλλου, στο επίμαχο εξώφυλλο δεν απεικονίζεται ολόκληρη η ελληνική σημαία, αλλά άσπρες και γαλάζιες παράλληλες λωρίδες οι οποίες λόγω χρώματος και θέσης παραπέμπουν στα εθνικά χρώματα, ενώ δεν απεικονίζεται σταυρός. Κατά

Page 150: THEMIS 1

συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο 1ος κατηγορούμενος για την πράξη αυτή.

Αναφορικά με την ένσταση των κατ/νων περί μη λήψης υπόψη από το Δικαστήριο του εγγράφου που αναγνώσθηκε και συγκεκριμένα, της χωρίς ημεροχρονολογία υποστηρικτικής επιστολής του προέδρου του ΔΣΑ (με την εν λόγω ιδιότητα του) προς τους πολιτικώς ενάγοντες για το λόγο ότι αποτελεί, κατά τους ισχυρισμούς των κατ/νων, απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο καθόσον με αυτό επιχειρείται ο επηρεασμός της κρίσης του Δικαστηρίου, στο στάδιο που υποβλήθηκε ο ισχυρισμός καθίσταται άνευ αντικειμένου αφού το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί για την πλειονότητα των κατηγοριών. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι πράγματι με το εν λόγω έγγραφο επιχειρείται «εξωθεσμικού χαρακτήρα επιρροή» του Δικαστηρίου, η ένσταση τυγχάνει απορριπτέα, καθόσον από καμία διάταξη δεν προκύπτει απόλυτη ακυρότητα λόγω του παραπάνω λόγου.

Από την ίδια αποδεικτική διαδικασία το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι μηνυτές έχουν καταγγείλει δολίως ή έστω από βαρεία αμέλεια τους κατηγορουμένους. Πρέπει συνεπώς να μην επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα και τέλη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει το αίτημα των κατ/νων περί μη λήψης υπόψη του εγγράφου του προέδρου του ΔΣΑ.

Δικάζει τους κατ/νους : 1.H. M., 4.W. E., 7.N. M., 9.F. T. l0.M. Z., 12. M. K. και 13. K. B., παρόντες δια πληρεξουσίου

Παύει υφ'όρον την ποινική δίωξη για την πράξη της εξύβρισης (άρθρο 4 παρ.1 Ν. 4043/2011) και δή : Στην Αθήνα στις 22.2.2010 ο ως άνω κατηγορούμενος, H. M., ως διευθυντής έκδοσης και αρχισυντάκτης του ως άνω περιοδικού, στο τεύχος αυτού υπ αρ. 08/2010 με ημερομηνία έκδοσης και κυκλοφορίας την 22-2-2010 στον ως άνω τόπο με πρόθεση προσέβαλε την τιμή άλλου με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και πιο συγκεκριμένα δημοσίευσε στο εξώφυλλο

Page 151: THEMIS 1

του περιοδικού φωτογραφία που απεικόνιζε το αρχαιοελληνικό άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου να έχει υψωμένο το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού, χειρονομία, η οποία σε συνδυασμό με τη φράση «Απατεώνες στην ευρω-οικογένεια» παραπλεύρως αριστερά της φωτογραφίας, προσβάλλει την τιμή των Ελλήνων στους οποίους απευθύνεται (συλλογική εξύβριση), μεταξύ δε αυτών και τους εγκαλούντες, οι οποίοι εντάσσονται στον κύκλο των προσβεβλημένων Ελλήνων, αφού τους παρουσιάζει ως απατεώνες.

Κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη για την 1η πράξη και δη:

Στην Αθήνα στους κάτωθι χρόνους με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο και δη:

Α) Με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκαν δια του τύπου για άλλους ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη τους γνωρίζοντας ότι αυτά ήταν ψευδή και ειδικότερα στην Αθήνα, τόπο κυκλοφορίας του εβδομαδιαίου περιοδικού με την επωνυμία «FOCUS» το οποίο εκδίδεται στο Μόναχο της Γερμανίας και κυκλοφορεί επίσης εβδομαδιαία και στην Ελλάδα 1) Οι εκ των κατηγορουμένων Η.Μ., με την ιδιότητα του διευθυντή έκδοσης και αρχισυντάκτη του ως άνω περιοδικού και O. B., S. B., W. E., B. J., A. K., N. M., R. S., F.T, M. Z. και D. B. με την ιδιότητα των συντακτών και αρθρογράφων του ίδιου περιοδικού, την 22-2-2010 αρθρογράφησαν και υπέγραψαν υπό τις σελίδες 120 έως 128 του περιοδικού με αριθμό 08/2010 άρθρο με τον τίτλο «Η χρεοκοπία της Ελλάδας» με το οποίο ισχυρίστηκαν εν γνώσει τους ψέματα για τους Έλληνες πολίτες μεταξύ δε αυτών και για τους εγκαλούντες, Θ. Φ., Α. Φ., Α. Π., Β. Μ., Σ. Α. και Χ. Χ. ενώπιον τρίτων και δη σε αόριστο αριθμό αναγνωστών του περιοδικού αυτού, οι οποίοι ανέγνωσαν το άρθρο τα κάτωθι γεγονότα, ήτοι α) ότι η πληρωμή τακτικά των φόρων είναι σκέψη απεναντίας ξένη προς τον ελληνικό λαό (σελ. 120 του δημοσιεύματος), β) ότι οι Έλληνες έχουν κατευθύνει τη ζωή τους ανάμεσα στη «μαύρη εργασία», στη φοροδιαφυγή και στο «φακελάκι» («fakelaki») και ότι η δωροδοκία, η διαφθορά και η φοροδιαφυγή έχουν φανερά διαποτίσει τη σάρκα και το αίμα των Ελλήνων (σελ. 125). 2) Οι εκ ΤΩΝ

Page 152: THEMIS 1

κατηγορουμένων, H. M., με την ιδιότητα του διευθυντή έκδοσης και αρχισυντάκτη και M. K., με την ιδιότητα του αρθρογράφου, στις σελ. 132 έως και 136 με άρθρο στο ίδιο ως άνω περιοδικό με τον τίτλο «2.000 χρόνια παρακμής. Από κοιτίδα της Ευρώπης στην πίσω αυλή της Ευρώπης. Η πτώση της Ελλάδας είναι χωρίς παράδειγμα. Πώς συνέβη κάτι τέτοιο» ισχυρίστηκαν εν γνώσει τους ψευδώς ενώπιον των αναγνωστών α) ότι οι σημερινοί Έλληνες αποτελούν ένα εκφυλισμένο γένος, ότι δεν πρέπει πλέον να έχουν καμία απολύτως συγγένεια με τους προγόνους τους που κατοικούσαν στη χώρα κατά την αρχαιότητα και δημιούργησαν αυτόν τον καταπληκτικό πολιτισμό, οι τελευταίοι δε «πραγματικοί» Έλληνες μπορεί να ζουν σε ένα νότιο άκρο της Πελοποννήσου, στη χερσόνησο της Μάνης (σελ. 132), β) ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν διαθέτει κανέναν σημαντικό ποιητή, συνθέτη, καλλιτέχνη εικαστικών τεχνών ή φιλόσοφο, σημαντικότεροι δε ποιητές της σύγχρονης εποχής είναι εκείνοι οι στατιστικολόγοι που κατάφεραν να παραπλανήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι ο κρατικός προϋπολογισμός είναι υγιής, γ) ότι χαρακτηριστικό της Ελλάδας είναι οι σωροί από τα σκουπίδια, τα διαβρωμένα εδάφη και οι περιβόητες δασικές πυρκαγιές, ότι η Αθήνα έχει μετατραπεί σήμερα σε ένα βρωμερό Μολώχ και δ) ότι χτίστηκαν πολυάριθμοι ξέφρενοι οικισμοί με περίπου ένα εκατομμύριο παράνομα κτίρια κολοσσιαίας κακογουστιάς (σελ. 133), ε) ότι η Ελλάδα εδώ και 2.000 χρόνια βρίσκεται σε παρακμή, οι δε Έλληνες χαρακτηρίζονται ως «άσωτος λαουτζίκος καλλιτεχνών» (σελ. 134), στ) ότι η κατάπτωση και η παρακμή είναι πανταχού παρούσα, ότι το ελληνικό κρασί το πίνουν πλέον μόνο οι βάρβαροι και ότι το να ταξιδεύει κάποιος σε ελληνικό πλοίο της γραμμής αποτελεί «Οδύσσεια» (σελ. 136) και 3) Ο κατηγορούμενος K. B. στον ανωτέρω χρόνο ανάρτησε και δημοσίευσε στο διαδίκτυο και στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του ανωτέρω περιοδικού (www.focus.de) άρθρο με τίτλο «Πολιτισμικό σοκ της Ελλάδας. Μπορεί κανείς να καταλάβει τους Έλληνες;» με το οποίο ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδώς ενώπιον των χρηστών και αναγνωστών της συγκεκριμένης ιστοσελίδας ότι οι Έλληνες ζουν με δανεικά χρήματα, ότι έχουν πελατειακές σχέσεις με τους πολιτικούς της χώρας για να διατηρούν τα αυθαίρετα τους. ότι έχουν τους κανόνες για να τους παραβιάζουν, ότι χρησιμοποιούν τη θρησκεία για να λύσουν κάθε πρόβλημα τους, ότι δεν γνωρίζουν να διαβάζουν, ότι δεν

Page 153: THEMIS 1

τηρούν το ωράριο εργασίας τους, τέλος δε ότι χρησιμοποιούν τις τουριστικές επιχορηγήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ιδιωτικών κατοικιών τους, πλην όμως όλα τα παραπάνω γεγονότα ήταν εν γνώσει τους ψευδή, και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων οι οποίοι ανέγνωσαν τα επίδικα άρθρα του περιοδικού FOCUS, αφού τα άρθρα αυτά (έντυπα και ηλεκτρονικό) αναφέρονταν στους Έλληνες πολίτες, μεταξύ δε αυτών και στους εγκαλούντες, παρουσιάζοντας τους ως μη αντάξιους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, ως απολίτιστους και αγράμματους και ανθρώπους οι οποίοι ζουν με δανεικά χρήματα σε βάρος των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Β) Στην Αθήνα την 22-2-2010 ο πρώτος κατηγορούμενος, H. M., με την ιδιότητα του διευθυντή έκδοσης και αρχισυντάκτη του ως άνω περιοδικού focus υπ’ αρ. 08/2010 με πρόθεση για να εκδηλώσει περιφρόνηση παραμόρφωσε την επίσημη σημαία του Κράτους και πιο συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση με την ανωτέρω ιδιότητα δημοσίευσε στο εξώφυλλο του περιοδικού φωτογραφία που απεικόνιζε το αρχαιοελληνικό άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου να φέρει παραμορφωμένη, ήτοι ρυπαρή και σκισμένη τη σημαία του ελληνικού Κράτους; και να καλύπτεται με αυτήν το σώμα του αγάλματος από τη μέση και κάτω, αλλοιώνοντας, έτσι, το νόημα της σημαίας, ως συμβόλου του Κράτους.

ΑΠΑΛΛΑΣΣΕΙ τους μηνυτές από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων και τελών της προκειμένης δίκης. Γίνεται μνεία ότι μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα και πριν από την έκδοση κάθε απόφασης, δίδονταν ο λόγος κατά σειρά σε όλους του παράγοντες της δίκης, τελευταία δε πάντοτε στους κατηγορουμένους.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του.

Page 154: THEMIS 1

ΕφΠειρ 102/2011 ΕφΠειρ 102/2011 ΕφΠειρ 102/2011 ΕφΠειρ 102/2011 ---- Χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης Χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης Χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης Χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, τρίτων , τρίτων , τρίτων , τρίτων προσώπων. Πρόσωπα που βρίσκονται σε κώμα, χαρακτηριζόμενα ως προσώπων. Πρόσωπα που βρίσκονται σε κώμα, χαρακτηριζόμενα ως προσώπων. Πρόσωπα που βρίσκονται σε κώμα, χαρακτηριζόμενα ως προσώπων. Πρόσωπα που βρίσκονται σε κώμα, χαρακτηριζόμενα ως «φυτό». ΑΚ 931«φυτό». ΑΚ 931«φυτό». ΑΚ 931«φυτό». ΑΚ 931

Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, που στρέφεται κατά αδικοπραξία, που στρέφεται κατά αδικοπραξία, που στρέφεται κατά αδικοπραξία, που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική τρίτοι και δεν καθίστανται φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική τρίτοι και δεν καθίστανται φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική τρίτοι και δεν καθίστανται φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση.ικανοποίηση.ικανοποίηση.ικανοποίηση.

Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται ακόμη και στην Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται ακόμη και στην Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται ακόμη και στην Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται ακόμη και στην περίπτωση, που ο δικαιούχος δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον τουπερίπτωση, που ο δικαιούχος δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον τουπερίπτωση, που ο δικαιούχος δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον τουπερίπτωση, που ο δικαιούχος δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον του, βρίσκεται , βρίσκεται , βρίσκεται , βρίσκεται δηλαδή σε κατάσταση άγρυπνου κώματος και χαρακτηρίζεται ως «φυτό», γιατί δηλαδή σε κατάσταση άγρυπνου κώματος και χαρακτηρίζεται ως «φυτό», γιατί δηλαδή σε κατάσταση άγρυπνου κώματος και χαρακτηρίζεται ως «φυτό», γιατί δηλαδή σε κατάσταση άγρυπνου κώματος και χαρακτηρίζεται ως «φυτό», γιατί δεν πρέπει να απαλλάσσεται ο υπόχρεος από το συμπτωματικό γεγονός, ότι ο δεν πρέπει να απαλλάσσεται ο υπόχρεος από το συμπτωματικό γεγονός, ότι ο δεν πρέπει να απαλλάσσεται ο υπόχρεος από το συμπτωματικό γεγονός, ότι ο δεν πρέπει να απαλλάσσεται ο υπόχρεος από το συμπτωματικό γεγονός, ότι ο δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης, δεν μπορεί, να αντιληφθεί τη δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης, δεν μπορεί, να αντιληφθεί τη δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης, δεν μπορεί, να αντιληφθεί τη δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης, δεν μπορεί, να αντιληφθεί τη σημασία της αδικοπραξίας, γιασημασία της αδικοπραξίας, γιασημασία της αδικοπραξίας, γιασημασία της αδικοπραξίας, για κάποια αιτία πρόσκαιρη ή διαρκή (πνευματική κάποια αιτία πρόσκαιρη ή διαρκή (πνευματική κάποια αιτία πρόσκαιρη ή διαρκή (πνευματική κάποια αιτία πρόσκαιρη ή διαρκή (πνευματική ή ψυχική νόσο), αφού μελλοντικά δεν αποκλείεται να βελτιωθεί η θέση του ή ψυχική νόσο), αφού μελλοντικά δεν αποκλείεται να βελτιωθεί η θέση του ή ψυχική νόσο), αφού μελλοντικά δεν αποκλείεται να βελτιωθεί η θέση του ή ψυχική νόσο), αφού μελλοντικά δεν αποκλείεται να βελτιωθεί η θέση του παθόντος σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να μπορεί να συναισθανθεί τη παθόντος σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να μπορεί να συναισθανθεί τη παθόντος σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να μπορεί να συναισθανθεί τη παθόντος σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να μπορεί να συναισθανθεί τη σημασία της αδικοπραξίας.σημασία της αδικοπραξίας.σημασία της αδικοπραξίας.σημασία της αδικοπραξίας.

Με την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ παρέχεται αξίΜε την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ παρέχεται αξίΜε την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ παρέχεται αξίΜε την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ παρέχεται αξίωση για αποζημίωση, αν η ωση για αποζημίωση, αν η ωση για αποζημίωση, αν η ωση για αποζημίωση, αν η αναπηρία, ή, η παραμόρφωση, επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, αναπηρία, ή, η παραμόρφωση, επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, αναπηρία, ή, η παραμόρφωση, επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, αναπηρία, ή, η παραμόρφωση, επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ.από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ.από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ.από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ.

Η αξίωση αυτή αφορά στον καθορισμό και μόΗ αξίωση αυτή αφορά στον καθορισμό και μόΗ αξίωση αυτή αφορά στον καθορισμό και μόΗ αξίωση αυτή αφορά στον καθορισμό και μόνον αποζημίωσης για νον αποζημίωσης για νον αποζημίωσης για νον αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία αποκαθίσταται κατά το άρθρο 932 ΑΚ και η λόγω ηθικής βλάβης, η οποία αποκαθίσταται κατά το άρθρο 932 ΑΚ και η λόγω ηθικής βλάβης, η οποία αποκαθίσταται κατά το άρθρο 932 ΑΚ και η λόγω ηθικής βλάβης, η οποία αποκαθίσταται κατά το άρθρο 932 ΑΚ και η οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα και στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα και στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα και στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα και στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.

ΑπόσπασμαΑπόσπασμαΑπόσπασμαΑπόσπασμα

Το άρθρο 932 ΑΚ ορίζεται, ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής

Page 155: THEMIS 1

βλάβης. Αυτό ισχύει κυρίως για εκείνον που υπέστη προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια όπως ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών τα οποία οι διάδικοι θέτουν υπόψη του (όπως του βαθμού του πταίσματος, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών κλπ) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση αν κρίνει ότι επήλθε σε εκείνον που έχει αδικηθεί ηθική βλάβη, το ποσόν αυτής που θεωρεί εύλογο. Εξάλλου κατά το άρθρο 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 Α.Κ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται: α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από τον δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας αμέλεια δε κατά το άρθρο 330 Α.Κ. υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό πλαίσιο είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε. Φορέας της σχετικής αξιώσεως, σε περίπτωση προσβολής της υγείας προσώπου είναι ο υποστάς άμεσα την ηθική βλάβη παθών, κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία. Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση (βλ. Α.Π. 624/2010 α δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά την άποψη που το Δικαστήριο τούτο

Page 156: THEMIS 1

υιοθετεί ως ορθότερη άλλης αντίθετης χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται ακόμη και στην περίπτωση που ο δικαιούχος δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον του, βρίσκεται δηλαδή σε κατάσταση άγρυπνου κώματος και χαρακτηρίζεται ως «φυτό», διότι δεν πρέπει να απαλλάσσεται ο υπόχρεος από το συμπτωματικό γεγονός ότι ο δικαιούχος της χρηματικής ικανοποιήσεως, δεν μπορεί επί του παρόντος, να αντιληφθεί τη σημασία της αδικοπραξίας, για κάποια αιτία πρόσκαιρη ή διαρκή (πνευματική ή ψυχική νόσο), αφού μελλοντικά δεν αποκλείεται να βελτιωθεί η θέση του παθόντος σε ικανοποιητικό βαθμό ώστε να μπορεί να συναισθανθεί τη σημασία της αδικοπραξίας (βλ. Εφ. Λαρ. 919/2005 Επ. Συγκ. Δ. 2006, 283 επομ. Εφ. Ναυπλ. 147/2004 Επ. Συγκ. Δ. 2004.355 επομ., Κρητικό, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 2008, δ έκδοση, παρ. 20, αρ. 8, σελ. 396-397, Πατεράκη, Η Χρηματική Ικανοποίηση λόγω Ηθικής Βλάβης, 1995, παρ. 5, σελ. 277-278). Στην περίπτωση δε που ο δικαιούχος-παθών έχει υποβληθεί σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαραστάσεως, αντ αυτού ενεργεί και διεξάγει τη δίκη ο νόμιμος αντιπρόσωπός του-δικαστικός συμπαραστάτης. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, που ορίζει ότι «η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημιώσεως, αν επιδρά στο μέλλον του», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του, όσο και στο ύψος της ρηματικής ικανοποιήσεως, που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του. Η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον, κατά την αληθή έννοιά της, η αναπηρία ή η παραμόρφωση επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, που συνθέτουν την ως άνω έννοια της αναπηρίας ή της παραμορφώσεως στο μέλλον του παθόντος. Η κατά τα άνω, όμως, αυτοτελής αξίωση αφορά στον καθορισμό και μόνον αποζημιώσεως για

Page 157: THEMIS 1

περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία αποκαθίσταται κατά το άρθρο 932 ΑΚ και η οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα και στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, στην οποία γίνεται λόγος για «αποζημίωση (βλ. ΟλΑΠ 18/2008 α΄ δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τέλος από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 παρ. 1 ν. 4476/1965 και 18 ν. 1654/1986 προκύπτει ότι στο ΙΚΑ μεταβιβάζεται αυτοδικαίως η αξίωση του ασφαλισμένου του παθόντος-δικαιούχου) από τότε που γεννιέται στην έκταση που ο δικαιούχος δικαιούται να απαιτήσει από το ΙΚΑ παροχές σε είδος ή σε χρήμα. Έτσι στην περίπτωση αυτή η αξίωση αποζημιώσεως αμέσως μετά τη γένεσή της αλλάζει φορέα και μεταβαίνει στο ΙΚΑ, εφόσον υπάρχει ταυτότητα προσώπου μεταξύ του δέκτη της ασφαλιστικής παροχής και του δικαιούχου της αποζημιώσεως σε τρόπο ώστε νέος δανειστής να καθίσταται πλέον το ΙΚΑ, το οποίο και μόνο νομιμοποιείται να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεως από τον υπόχρεο στα πλαίσια και στην έκταση που ο ασφαλισμένος του δικαιούται από αυτό παροχές σε είδος και χρήμα (βλ. ΑΠ 292/2001 ΕλλΔνη 42.1559, 1322/2000 ΕλλΔνη 43.391, ΕφΛαρ. 262/2005 Δικογραφία 2006.281 = Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 12/2004 Αχαϊκή Νομολογία 2005.594 = Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ Εφ.Αθ. 2661/2000 ΕλλΔνη 42.187 9921/1999 ΕλλΔνη 43.1437 5321/1998 ΕλλΔνη 42.1559, Κρητικό, ό.π., παρ. 21, αρ. 51, σελ. 452-453). VI. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που περιέχονται στα προσκομιζόμενα με νόμιμη επίκληση πρακτικά της συνεδριάσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και στα οποία συγκαταλέγονται σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος μία, μη αμφισβητηθείσα, και φωτοαντίγραφα μη αμφισβητηθεισών φωτογραφιών απεικονιζουσών τον αυτό τόπο, και το βλαβέν ΙΧΕ όχημα, που επισκοπήθηκαν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στη Δραπετσώνα Ν. Αττικής στις 13-1-2007 και περί ώρα 22.00 στη συμβολή των οδών…..και…..έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα στο

Page 158: THEMIS 1

οποίο ενεπλάκησαν το ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής BMW χρώματος μαύρου με στοιχεία κυκλοφορίας…..κυριότητας του διαδίκου…..και η δίκυκλη μοτοσυκλέτα εργοστασίου κατασκευής ΥΑΜΑΗΑ τύπου…..600 κυβ. εκατ. χρώματος μαύρου με στοιχεία κυκλοφορίας…..κυριότητας του διαδίκου....Το ατύχημα έλαβε χώρα υπό τις εξής περιστάσεις: Κατά το χρονικό σημείο που προαναφέρθηκε ο οδηγός του ΙΧΕ εκινείτο με αυτό επί της οδού Υπαπαντής, η οποία συμβάλλει με την οδό Αναπαύσεως, στη δε πορεία του πριν από τη διασταύρωση υπήρχε πινακίδα ρυθμιστική της κυκλοφορίας υποχρεούσα αυτόν σε διακοπή πορείας και παραχώρηση προτεραιότητας στα οχήματα τα κινούμενα επί της οδού Αναπαύσεως (πινακίδα Ρ-2 του άρθρου 4 § 3 ν. 2696/1999). Έτσι ο ανωτέρω εισήλθε στον κόμβο διστακτικά εξετάζοντας τις συνθήκες κυκλοφορίας και όταν έκρινε ότι δεν εκινείτο κάποιο όχημα επί της οδού Αναπαύσεως συνέχισε αποφασιστικά την πορεία του με σκοπό να διαβεί τον κόμβο και να συνεχίσει να κινείται επί της οδού Υπαπαντής. Ωστόσο η εκτίμηση του προαναφερθέντος διαδίκου περί του ότι δεν εκινείτο όχημα επί της οδού Αναπαύσεως δεν αποδείχθηκε ορθή και τούτο διότι στην εν λόγω οδό εκινείτο με το όχημά του (δίκυκλη μοτοσυκλέτα) ο έτερος διάδικος βαίνοντας με ταχύτητα ανεπιτρέπτως υψηλή ήτοι μεγαλύτερη των 100 χιλ/ώρα χωρίς επιπλέον να φέρει προστατευτικό κράνος.Ο ισχυρισμός του εν λόγω διαδίκου ότι έφερε προστατευτικό κράνος το οποίο έπεσε από το κεφάλι του κατά την πτώση του στο οδόστρωμα αλλά ανευρέθη αργότερα και παραδόθηκε από συγγενικό του πρόσωπο στην αστυνομική αρχή ελέγχεται ως αβάσιμος κατ ουσίαν ενόψει του ότι ουδεμία αναφορά για το εν λόγω γεγονός γίνεται στα έγγραφα της αρχής αυτής. Αποτέλεσμα της συμπτώσεως των ανωτέρω περιστατικών ήταν παρά την προσπάθεια του οδηγού της μοτοσυκλέτας να τροχοπεδήσει (διαπιστώθηκαν ίχνη τροχοπεδήσεως μήκους 28 μ.) να επιπέσει η μοτοσυκλέτα στο οπίσθιο δεξιό τμήμα του αμαξώματος του ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο εξερχόταν από τη διασταύρωση, να εκτιναχτεί το σώμα του οδηγού αυτής σε ικανή απόσταση από το σημείο της συγκρούσεως και να τραυματιστεί σοβαρά κυρίως στο κεφάλι. Η διαδρομή των πραγματικών περιστατικών ως άνω προκύπτει αφενός μεν από το μήκος των ιχνών τροχοπεδήσεως που μαρτυρεί την ύπαρξη υψηλής ταχύτητας της δίκυκλης μοτοσυκλέτας και αναιρεί τον ισχυρισμό του διαδίκου οδηγού αυτής

Page 159: THEMIS 1

ότι είχε ταχύτητα περί τα 30 χιλ/ώρα αφετέρου δε από το σημείο (πίσω δεξιά μετά την πόρτα μεταξύ της «τάπας» του ρεζερβουάρ και των οπίσθιων φώτων) της προσκρούσεως της δίκυκλης μοτοσυκλέτας στο αμάξωμα του ΙΧΕ αυτοκινήτου που μαρτυρεί το γεγονός ότι αυτό βρισκόταν σε σημείο πλησίον του κέντρου της διασταυρώσεως με κατεύθυνση προς την έξοδο αυτής και αναιρεί τον ισχυρισμό του οδηγού αυτού ότι απέμενε απόσταση ελάχιστων εκατοστών του μέτρου για να εξέλθει το όχημά του από τη διασταύρωση και κατά τρίτο λόγο από το γεγονός της προσκρούσεως που μαρτυρεί την ανυπαρξία επαρκούς χώρου πίσω από το ΙΧΕ όχημα ώστε να δυνηθεί ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας να παρακάμψει αυτό. Αποτέλεσμα της προσκρούσεως του οχήματός του επί του ετέρου οχήματος, της εκτινάξεώς του στον αέρα και της βίαιης πτώσεώς του στο έδαφος ο διάδικος…..τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι, στο αριστερό χέρι και στο αριστερό πόδι, διακομίστηκε στο πλησιέστερο νοσοκομείο και ακολούθως στο εφημερεύον. Όμως παρόλη την παροχή της ενδεδειγμένης ιατρικής φροντίδας ο εν λόγω διάδικος πάσχει από σπαστική τετραπληγία επί εδάφους κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως (ΚΕΚ), αδυνατεί να κινείται, να σιτίζεται δια της φυσιολογικής οδού και να αυτοεξυπηρετείται έχει δε ανάγκη να τυγχάνει της φροντίδας άλλου προσώπου δεδομένου ότι παραμένει κλινήρης στο σπίτι του έχοντας ελάχιστη έως μηδενική επικοινωνία με το περιβάλλον. Μάλιστα εξαιτίας της προπεριγραφόμενης καταστάσεώς του ο ανωτέρω διάδικος έχει κηρυχθεί σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαραστάσεως με την υπ αριθμ…..απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και έχει οριστεί προσωρινός, καταστάς ήδη οριστικός, συμπαραστάτης του ο πατέρας αυτού....Επομένως, σύμφωνα με τα αποδεικνυόμενα, ανωτέρω αναφερόμενα, πραγματικά περιστατικά, το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα προκλήθηκε από τις συντρέξασες αμελείς συμπεριφορές αμφοτέρων των εμπλακέντων οδηγών. Ειδικότερα η αμελής συμπεριφορά του παθόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας οφείλεται στο ότι οδηγούσε χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του και με ιδιαίτερα μεγάλη για τη συγκεκριμένη περιοχή ταχύτητα με αποτέλεσμα να μη δυνηθεί να διακόψει την πορεία του όταν διαπίστωσε την ύπαρξη του οχήματος του έτερου εμπλακέντος οδηγού στον κόμβο, ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσει την ταχύτητά του με πέδηση ή τέλος να εκτραπεί ελεγχόμενα

Page 160: THEMIS 1

από την πορεία του και να παρακάμψει το ανωτέρω όχημα, αφού ληφθεί υπόψη ότι η προτεραιότητά του δεν τον απαλλάσσει τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις του ενώ η αμελής συμπεριφορά του παθόντος οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου οφείλεται στο ότι ο έλεγχος που ενήργησε στην οδό προτεραιότητας δεν ήταν ενδελεχής με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίσει την περίπτωση υπάρξεως κινουμένου οδηγού επί αυτής (οδού προτεραιότητας) σε ικανή μεν απόσταση αλλά με υψηλή ταχύτητα. Επομένως πρέπει να επιμεριστεί η ευθύνη των ανωτέρω οδηγών σχετικά με την πρόκληση του ατυχήματος και να οριστεί σε ποσοστό 40% για τον οδηγό της μοτοσικλέτας και σε ποσοστό 60% για τον οδηγό του ΙΧΕ αυτοκινήτου. Αντιθέτως ο επιμερισμός της ευθύνης των ανωτέρω αναφορικά με την έκταση της ζημίας καθενός πρέπει να ενεργηθεί άλλως και να βαρυνθεί ο οδηγός της μοτοσικλέτας με ποσοστό 25% αυτής που αφορά στην παράλειψή του να φορά προστατευτικό κράνος η χρήση του οποίου θα περιέστελε σημαντικά το είδος και την έκταση των σωματικών του βλαβών ενώ με ποσοστό 75% πρέπει να βαρυνθεί ο οδηγός του ΙΧΕ αυτοκινήτου. Περαιτέρω από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο υποστάς σημαντικές σωματικές βλάβες οδηγός της μοτοσικλέτας, λόγω της καταστάσεως στην οποία περιήλθε την οποία δεν αγνοεί και προϊόντος του χρόνου θα αντιληφθεί καλύτερα, υπέστη ηθική βλάβη για δε την ανακούφιση και παρηγορία του πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη τα κατά νόμο στοιχεία (είδος και έκταση των σωματικών βλαβών του παθόντος όπως και τα εξ αυτών αποτελέσματα, βαθμός αμέλειας των μερών ως προς την πρόκληση και έκταση του ατυχήματος, οικονομική και κοινωνική κατάσταση των εμπλακέντων οδηγών) να του επιδικαστεί χρηματική παροχή ποσού 110.000,00 από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί ποσό 3,00 για τη διεκδίκηση του οποίου στο αρμόδιο ποινικό δικαστήριο επιφυλάχθηκε ο δικαιούχος. Επιπροσθέτως αποδεικνύεται ότι ο παθών οδηγός του ΙΧΕ αυτοκινήτου λόγω της καταστάσεως στην οποία περιήλθε μετά τον τραυματισμό του αδυνατεί να εργαστεί και η αδυναμία του αυτή θα διαρκέσει επί μακρόν ίσως και δια βίου με αποτέλεσμα εξαρτάται απολύτως από τις παροχές τρίτων και να υστερεί σε σχέση με τους συνομηλίκους του έχοντας απωλέσει κάθε δυνατότητα καλύψεως της υφιστάμενης διαφοράς. Έτσι δικαιούται αποζημιώσεως κατά το άρθρο 931 ΑΚ

Page 161: THEMIS 1

για να αντιμετωπιστούν συνέπειες του τραυματισμού του στο οικονομικό πεδίο, οι οποίες δεν είναι δυνατό να καλυφθούν με το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως που του επιδικάζεται με την παρούσα. Το ποσό της εν λόγω αποζημιώσεως λαμβανομένης υπόψη της συνυπαιτιότητάς του τόσο στην πρόκληση του ατυχήματος όσο και στην έκταση των συνεπειών του πρέπει να ανέλθει στο ύψος των 67.500….

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 4794/2012 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 4794/2012 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 4794/2012 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 4794/2012 ---- Εργασιακή εφεδρεία Εργασιακή εφεδρεία Εργασιακή εφεδρεία Εργασιακή εφεδρεία ---- Ομαδικές Ομαδικές Ομαδικές Ομαδικές απολύσεις απολύσεις απολύσεις απολύσεις ---- Συγχώνευση εταιριών Συγχώνευση εταιριών Συγχώνευση εταιριών Συγχώνευση εταιριών ---- Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης Κρίθηκε ότι οι επίδικες αΚρίθηκε ότι οι επίδικες αΚρίθηκε ότι οι επίδικες αΚρίθηκε ότι οι επίδικες απολύσεις έγιναν αποκλειστικά και μόνο με σκοπό πολύσεις έγιναν αποκλειστικά και μόνο με σκοπό πολύσεις έγιναν αποκλειστικά και μόνο με σκοπό πολύσεις έγιναν αποκλειστικά και μόνο με σκοπό την εξοικονόμηση χρημάτων και ουδόλως συνδέονται με την την εξοικονόμηση χρημάτων και ουδόλως συνδέονται με την την εξοικονόμηση χρημάτων και ουδόλως συνδέονται με την την εξοικονόμηση χρημάτων και ουδόλως συνδέονται με την ορθολογικότερη οργάνωση της απορροφώσας επιχείρησης και την ορθολογικότερη οργάνωση της απορροφώσας επιχείρησης και την ορθολογικότερη οργάνωση της απορροφώσας επιχείρησης και την ορθολογικότερη οργάνωση της απορροφώσας επιχείρησης και την εξυγίανση της, περίπτωση που, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα εξυγίανση της, περίπτωση που, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα εξυγίανση της, περίπτωση που, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα εξυγίανση της, περίπτωση που, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη θα μπορούσαν να κριθσκέψη θα μπορούσαν να κριθσκέψη θα μπορούσαν να κριθσκέψη θα μπορούσαν να κριθούν έγκυρες οι απολύσεις των ούν έγκυρες οι απολύσεις των ούν έγκυρες οι απολύσεις των ούν έγκυρες οι απολύσεις των εργαζομένων. Κρίθηκε επίσης ότι επειδή δεν τηρήθηκε το στάδιο των εργαζομένων. Κρίθηκε επίσης ότι επειδή δεν τηρήθηκε το στάδιο των εργαζομένων. Κρίθηκε επίσης ότι επειδή δεν τηρήθηκε το στάδιο των εργαζομένων. Κρίθηκε επίσης ότι επειδή δεν τηρήθηκε το στάδιο των διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τη διερεύνηση της δυνατότητας μείωσης η αποφυγής των απολύσεων για τη διερεύνηση της δυνατότητας μείωσης η αποφυγής των απολύσεων για τη διερεύνηση της δυνατότητας μείωσης η αποφυγής των απολύσεων για τη διερεύνηση της δυνατότητας μείωσης η αποφυγής των απολύσεων με την έγγραφη γνωστοποίηση στομε την έγγραφη γνωστοποίηση στομε την έγγραφη γνωστοποίηση στομε την έγγραφη γνωστοποίηση στους τελευταίους των λόγων για τους υς τελευταίους των λόγων για τους υς τελευταίους των λόγων για τους υς τελευταίους των λόγων για τους οποίους σχεδιάσθηκε η πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, τον οποίους σχεδιάσθηκε η πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, τον οποίους σχεδιάσθηκε η πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, τον οποίους σχεδιάσθηκε η πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, τον αριθμό εκείνων τους οποίους επιθυμεί να απολύσει κατά φύλο, ηλικία και αριθμό εκείνων τους οποίους επιθυμεί να απολύσει κατά φύλο, ηλικία και αριθμό εκείνων τους οποίους επιθυμεί να απολύσει κατά φύλο, ηλικία και αριθμό εκείνων τους οποίους επιθυμεί να απολύσει κατά φύλο, ηλικία και ειδικότερα τον αριθμό των εργαζομένων τους οποίους απασχολεί, ειδικότερα τον αριθμό των εργαζομένων τους οποίους απασχολεί, ειδικότερα τον αριθμό των εργαζομένων τους οποίους απασχολεί, ειδικότερα τον αριθμό των εργαζομένων τους οποίους απασχολεί, παρέχοντας κάθε πληροφορπαρέχοντας κάθε πληροφορπαρέχοντας κάθε πληροφορπαρέχοντας κάθε πληροφορία η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει τους ία η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει τους ία η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει τους ία η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει τους εργαζόμενους στη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων, παραβίασε εργαζόμενους στη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων, παραβίασε εργαζόμενους στη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων, παραβίασε εργαζόμενους στη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων, παραβίασε την υποχρέωση για πληροφόρηση των εργαζομένων και κατήγγειλε τις την υποχρέωση για πληροφόρηση των εργαζομένων και κατήγγειλε τις την υποχρέωση για πληροφόρηση των εργαζομένων και κατήγγειλε τις την υποχρέωση για πληροφόρηση των εργαζομένων και κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας με τη θέση αυτών κατάσταση εργασιακής εφεδρείας συμβάσεις εργασίας με τη θέση αυτών κατάσταση εργασιακής εφεδρείας συμβάσεις εργασίας με τη θέση αυτών κατάσταση εργασιακής εφεδρείας συμβάσεις εργασίας με τη θέση αυτών κατάσταση εργασιακής εφεδρείας κατά παράβαση τουκατά παράβαση τουκατά παράβαση τουκατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 3ν. 1837/1983, και συνεπώς η άρθρου 5 παρ. 3ν. 1837/1983, και συνεπώς η άρθρου 5 παρ. 3ν. 1837/1983, και συνεπώς η άρθρου 5 παρ. 3ν. 1837/1983, και συνεπώς η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη. Πιθανολογήθηκε ότι ο καταγγελία των συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη. Πιθανολογήθηκε ότι ο καταγγελία των συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη. Πιθανολογήθηκε ότι ο καταγγελία των συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη. Πιθανολογήθηκε ότι ο μισθός των αιτουσών από την παροχή της εργασίας τους στην καθ’ ης μισθός των αιτουσών από την παροχή της εργασίας τους στην καθ’ ης μισθός των αιτουσών από την παροχή της εργασίας τους στην καθ’ ης μισθός των αιτουσών από την παροχή της εργασίας τους στην καθ’ ης αποτελεί το μόνο βιοποριστικό γι’ αυτές μέσο και δημιουργείται σοβαρό αποτελεί το μόνο βιοποριστικό γι’ αυτές μέσο και δημιουργείται σοβαρό αποτελεί το μόνο βιοποριστικό γι’ αυτές μέσο και δημιουργείται σοβαρό αποτελεί το μόνο βιοποριστικό γι’ αυτές μέσο και δημιουργείται σοβαρό πρόβλημαπρόβλημαπρόβλημαπρόβλημα επιβίωσης. Υφίσταται, συνεπώς, επείγουσα περίπτωση που επιβίωσης. Υφίσταται, συνεπώς, επείγουσα περίπτωση που επιβίωσης. Υφίσταται, συνεπώς, επείγουσα περίπτωση που επιβίωσης. Υφίσταται, συνεπώς, επείγουσα περίπτωση που επιβάλλει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης.επιβάλλει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης.επιβάλλει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης.επιβάλλει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης.

Page 162: THEMIS 1

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ Αριθμός απόφασης 4794/2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23 Μαρτίου 2012, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αιτούντων: 1) ..., κατοίκου Νέας Σμύρνης, οδός ..., 2) ..., κατοίκου Αιγάλεω, οδός ..., 3) ..., κατοίκου Χαλανδρίου, οδός Καραολή Δημητρίου, ..., 4) ..., κατοίκου Κ. Πατησίων, οδός ..., 5) ..., κατοίκου Αιγάλεω, οδός ..., 6) ..., κατοίκου Αιγάλεω, οδός ..., 7) ..., κατοίκου Ν. Ψυχικού, οδός ..., 8) ..., κατοίκου Χαϊδαρίου, οδός ..., 9) ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ..., 10) ..., κατοίκου Αμαρουσίου, οδός ..., 11) ..., κατοίκου Τρικάλων, οδός ..., 12) ..., κατοίκου Ηλιούπολης, οδός ..., 13) ..., κατοίκου Πεύκης, οδός..., 14) ..., κατοίκου Ιλίου, οδός ..., 15) ..., κατοίκου Πειραιά, οδός ..., 16) ..., κατοίκου Ραφήνας, οδός ..., 17) ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ..., Κυψέλη, 18) ..., κατοίκου Κερατσινίου, οδός ..., από τους οποίους οι έβδομη, ένατος, ενδέκατη και δέκατη πέμπτη παραστάθηκαν μαζί με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο Νταλιάνα και Απόστολο Νταντάμη και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους πιο πάνω πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Των καθ' ων η αίτηση: 1) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.» και με το δ.τ. «ΟΣΚ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Φαβιέρου, αρ. 30, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της Μαρία Ντότσικα και Βασιλική Παπαβαϊτση 2) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, Λ. Μεσογείων, αρ. 96 και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Παπαναστασοπούλου.

Page 163: THEMIS 1

Του προφορικώς υπέρ των αιτούντων προσθέτως παρεμβαίνοντος : του συλλόγου εργαζομένων «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.», όπως εκπροσωπείται νόμιμα από το νόμιμο εκπρόσωπο του Περικλή Παπαπερικλέους, ο οποίος παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βασιλείου. Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 17.1.2012 αίτηση τους. που κατατέθηκε με αριθμό 1835/27.1.2012. προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 12.3.2012. οπότε και αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο και όσα αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 66 του ν. 4002/2011, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση εποπτεύοντος Υπουργού : α) ...."Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε. (Ο.Σ.Κ. Α.Ε.)", "Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων Α.Ε. (Δ.ΕΙΊ.Α.ΝΟ.Μ. Α.Ε.)", "ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.", ..., εφόσον επιχορηγούνται τακτικά από κρατικούς πόρους και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις εφόσον το Ελληνικό Δημόσιο είναι κύριο του συνόλου του καταβεβλημένου μετοχικού τους κεφαλαίου, μπορεί, αν επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό άμεσα ή έμμεσα ή αν επιδιώκουν παρεμφερή σκοπό ή για τον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας τους : αα) να καταργούνται, να συγχωνεύονται ή να διασπώνται με απορρόφηση ή με σύσταση νέων εταιρειών ή με απορρόφηση και σύσταση νέων εταιρειών ή/και ββ) να αποσπώνται από αυτά περιουσιακά στοιχεία ή επιχειρηματικές μονάδες ως κλάδος ή τμήμα και να εισφέρονται σε άλλη ανώνυμη εταιρεία ή/και να μεταφέρεται και να ανατίθεται η ασκούμενη δραστηριότητα ή ο

Page 164: THEMIS 1

επιδιωκόμενος σκοπός σε άλλο νομικό πρόσωπο... 2. Με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου καθορίζεται η τύχη της περιουσίας του νομικού προσώπου που τυχόν καταργείται, ο φορέας που καθίσταται διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του, το καταστατικό ή ο οργανισμός που το διέπει στην περίπτωση συγχώνευσης και κάθε άλλο σχετικό θέμα με την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου. Μέσα σε προθεσμία εννέα μηνών από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005 προσδιορίζεται ανά διάδοχο φορέα το τυχόν πλεονάζον προσωπικό για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 37 παρ. 7 του ν. 3986/2011 (Α' 152). Ο προσδιορισμός γίνεται με απόφαση της αρμόδιας για το προσωπικό Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης ή υπηρεσίας του διάδοχου φορέα, μετά από σχετική μελέτη, στην οποία περιλαμβάνεται και η εκπόνηση νέου οργανογράμματος. Μέχρι τον προσδιορισμό του τυχόν πλεονάζοντος και τη μεταφορά του μη πλεονάζοντος προσωπικού κατά τα ανωτέρω, η μισθοδοσία καταβάλλεται κανονικά από τον υπό εκκαθάριση ή υπό συγχώνευση ή διάσπαση τελούντα φορέα, η διάρκεια των οποίων διαδικασιών παρατείνεται μέχρι τότε. Με την ΥΑ Δ16//2011 (ΥΑ Δ16γ/01/475/Γ ΦΕΚ Β 2011): Συγχώνευση των εταιρειών ΟΣΚ Α.Ε., Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ.Μ. Α.Ε. και ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. οι Υπουργοί Οικονομικών - Παιδείας, Δια βίου μάθησης και Θρησκευμάτων-Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων- Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης-Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισαν : Συγχώνευση με απορρόφηση 1. Οι εταιρίες (α) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων Ανώνυμη Εταιρεία", τον διακριτικό τίτλο "Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ. Μ. Α.Ε." και αριθμό Μ.Α.Ε. 46490/01/Β/00/417 (απορροφούμενη) και (β) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. και αριθμό Μ.Α.Ε. 38231/108/Β/97/01 (απορροφούμενη), συγχωνεύονται με

Page 165: THEMIS 1

απορρόφηση από την (γ) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυμη Εταιρία", τον διακριτικό τίτλο "Ο.Σ.Κ. Α.Ε." και αριθμό Μ.Α.Ε. 42017/01/ Β/98/19 (απορροφώσα). 2. Ο εταιρικός μετασχηματισμός της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2, 69-77α του κ.ν. 2190/1920 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1-5 του ν. 2166/1993, όπως ισχύουν, στους όρους, διατυπώσεις και προϋποθέσεις των οποίων υποβάλλονται. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της ίδιας υπουργική απόφασης 1. Το καταστατικό της απορροφώσας εταιρίας ΟΣΚ ΑΕ θα τροποποιηθεί, μεταξύ άλλων και ως προς (α) το Μετοχικό Κεφάλαιο, (β) την επωνυμία και (γ) τον σκοπό της εταιρίας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο παρόν άρθρο. 2. Ειδικότερα, το Μετοχικό Κεφάλαιο της απορροφώσας εταιρίας ΟΣΚ Α.Ε. θα αυξηθεί, λόγω της συγχώνευσης, κατά το ποσό του εισφερόμενου Μετοχικού Κεφαλαίου των απορροφώμενων εταιρειών. 3. Η επωνυμία της απορροφώσας εταιρίας ΟΣΚ Α.Ε. θα τροποποιηθεί σε "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και ο διακριτικός τίτλος της σε "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε." 4. Υπό την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 2 της παρούσας απόφασης, ο σκοπός της απορροφώσας εταιρίας ΟΣΚ Α.Ε. θα τροποποιηθεί με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ... Εξάλλου σύμφωνα με την παρ . 2 του άρθρου 5 της πιο πάνω υπουργικής απόφαση τα διοικητικά συμβούλια των ως άνω συγχωνευόμενων εταιρειών θα πρέπει να συνέλθουν το αργότερο μέχρι την 25η Νοεμβρίου 2011 προκειμένου να αποφασίσουν την έναρξη των διαδικασιών συγχώνευσης. Εξάλλου, στην περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών, που επέρχεται είτε με τη σύσταση νέας εταιρίας είτε με απορρόφηση είτε με εξαγορά της μιας από την άλλη, ορίζει το άρθρο 75 του ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 π.δ. 498/1987 (ΦΕΚ Αχ 236), ότι: "Ι. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης,

Page 166: THEMIS 1

που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση... τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφούμενων εταιριών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή... γ) οι απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν... 2) Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατΛ αυτής, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη της". Η έννοια της, κατά τα άνω συγχώνευσης, είναι ότι με αυτή, η συγχωνευόμενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόμενη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες. Περαιτέρω, στο άρθρο 69 παρ. 1 και 2 περ. ε' του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι, τα Διοικητικά Συμβούλια των εταιρειών που συγχωνεύονται καταρτίζουν εγγράφως σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης, το οποίο περιέχει τουλάχιστον, μεταξύ άλλων, "την ημερομηνία από την οποία οι πράξεις της ή των απορροφούμενων εταιρειών θεωρούνται, από λογιστική άποψη, ότι γίνονται για λογαριασμό της απορροφούσας εταιρείας και την τύχη των οικονομικών αποτελεσμάτων της ή των απορροφούμενων εταιρειών, που θα προκύψουν από την ημερομηνία αυτή μέχρι την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συγχώνευσης πως προβλέπεται στα άρθρα 74 και 75" (ΑΠ 746/2011, ΔΕΕ 2012,240, ΑΠ 307/2011, ΝοΒ 2011, 2148). Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 34 του ν. 4024/2011 το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των νομικών προσώπων που συγχωνεύονται ή λύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57 έως και 64 και 66 του ν. 4002/2011 εντάσσονται από 1.1.2012 στην εργασιακή εφεδρεία της παρ. 7 του

Page 167: THEMIS 1

άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως τροποποιείται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον μέχρι 30.11.2011 δεν έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις μεταφοράς προσωπικού από τα αρμόδια όργανα που προβλέπεται στις ως άνω διατάξεις 7. Με απόφαση του οργάνου διοίκησης των φορέων υποδοχής των νομικών προσώπων της προηγούμενης παραγράφου, που εκδίδεται το αργότερο μέχρι 31.12.2011, προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, των κατηγοριών ΥΕ και ΔΕ, σε αριθμό ίσο με το προσωπικό των κατηγοριών αυτών που μεταφέρθηκε και εντάχθηκε στον φορέα υποδοχής, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 57 έως και 64, και 66 του ν. 4002/2011, εντάσσεται στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας της παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως η παράγραφος τροποποιείται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Αν μέχρι την ως άνω ημερομηνία δεν έχει ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία ένταξης του ανωτέρω προσωπικού στο καθεστώς αυτό, το σύνολο του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των κατηγοριών αυτών (ΥΕ και ΔΕ) του φορέα υποδοχής, θεωρείται πλεονάζον και εντάσσεται αυτοδικαίως από 1.1.2012 στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο με την επιφύλαξη των διατάξεων της υποπαραγράφου β" της παραγράφου 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. "Κριτήριο ένταξης στην εργασιακή εφεδρεία του ως άνω προσωπικού αποτελεί η προϋπηρεσία του εργαζομένου στο φορέα προέλευσης ή υποδοχής ανά κλάδο ή ειδικότητα, εντασσομένων στην εργασιακή εφεδρεία όσων έχουν την ολιγότερη προϋπηρεσία στον ίδιο ή συναφή κλάδο ή ειδικότητα". Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 4024/2011 α) Το προσωπικό που τίθεται σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας εντάσσεται σε πίνακες κατάταξης από το ΑΣΕΓ1, με βάση

Page 168: THEMIS 1

αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια (όπως τυπικά προσόντα, εμπειρία, οικογενειακή κατάσταση, ηλικία, προϋπηρεσία, ειδικές γνώσεις κ.λπ.). Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, καθορίζονται τα αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο, η διαδικασία κατάρτισης του πίνακα και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Από τους εν λόγω πίνακες κατάταξης, το ανωτέρω προσωπικό: αα) μπορεί να μεταφέρεται ύστερα από αίτηση του με την ίδια σχέση εργασίας σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (Α' 234), εφόσον υπάρχουν αιτήματα των φορέων αυτών για πλήρωση θέσεων τακτικού προσωπικού, σε ποσοστό 10% των ετήσιων προσλήψεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία του προηγούμενου έτους, σύμφοονα με τις δεσμεύσεις του άρθρου 11 του ν. 3833/2010, ββ) επιλέγεται ύστερα από αίτηση του κατά προτεραιότητα σε ποσοστό 30% επί του συνόλου των εκάστοτε θέσεων που προκηρύσσονται για απασχόληση προσωπικού ορισμένου χρόνου σε υπηρεσίες και φορείς του δημόσιου τομέα, γγ) προηγείται έναντι όλων των λοιπών κατηγοριών για την επιλογή υποψηφίων για μερική απασχόληση, σύμφωνα με το ν. 3250/2004, εφόσον υποβάλει αίτηση. Στις ανωτέρω περιπτώσεις η τυχόν επιλογή για απασχόληση επιφέρει διακοπή της καταβολής των αποδοχών της εργασιακής εφεδρείας, β) Σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας δεν εντάσσεται εργαζόμενος: αα) του οποίου υ σύζυγος ή η σύζυγος έχει ενταχθεί ήδη σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα ή στην εργασιακή εφεδρεία της παρούσας παραγράφου, ββ) του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τέκνο το οποίο τον βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994, ΑΊ51) και συνοικεί με αυτόν, έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται στις

Page 169: THEMIS 1

δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ. γγ) που είναι ανάπηρος σε ποσοστό τουλάχιστον 67% ή πολύτεκνος κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του ν. 1910/1944 (Α' 229), εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1910/1944, τον βαρύνουν φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε., δδ) που είναι προστάτης μονογονεϊκής οικογένειας με τέκνο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε.. γ) Το προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας συνεχίζει να λαμβάνει για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών, και εφόσον προβλέπεται από ειδικότερες διατάξεις μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μήνες, από την ένταξη του στο καθεστώς αυτό, αποδοχές ίσες με το 60% του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά το χρόνο εισόδου του στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, δ) Για το προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας καταβάλλονται από τον φορέα προέλευσης οι εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη, υπολογιζόμενες επί των τακτικών αποδοχών που ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά το χρόνο ένταξης του στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας κατά τον ίδιο χρόνο. Αν ο φορέας προέλευσης έχει καταργηθεί, οι ως άνω εισφορές, καθώς και η τυχόν οφειλόμενη αποζημίωση λόγω απόλυσης καταβάλλονται από τον Ο.Α.Ε.Δ.. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί κατ" εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου να καθορίζεται διαφορετικός φορέας καταβολής των αποδοχών ή και των εισφορών του προηγούμενου εδαφίου και να ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα. ε) Η ένταξη στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας λογίζεται ως προαναγγελία απόλυσης για κάθε έννομη συνέπεια και οι αποδοχές που καταβάλλονται στο προσωπικό που εντάσσεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο γ\ συμψηφίζονται με την αποζημίωση λόγω απόλυσης που τυχόν

Page 170: THEMIS 1

οφείλεται κατά τη λήξη του χρόνου της εργασιακής εφεδρείας, στ) Αν ο εργαζόμενος συνάψει οποιασδήποτε μορφής εργασιακή σχέση ή ασκήσει ελευθέριο επάγγελμα ή επιτήδευμα κατά τη διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας, το καταβαλλόμενο σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο ποσοστό βασικού μισθού, περικόπτεται κατά το μέρος που οι πάσης φύσεως αποδοχές από την εργασιακή σχέση που συνάφθηκε ή το εισόδημα από το ελευθέριο επάγγελμα ή επιτήδευμα που ασκήθηκε, υπερβαίνουν τις αποδοχές που ελάμβανε κατά την είσοδο του στην εργασιακή εφεδρεία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται ο τρόπος υπολογισμού του εισοδήματος σε μηνιαία βάση από την τυχόν άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή επιτηδεύματος, τα ειδικότερα ζητήματα ασφάλισης, καταβολής των εισφορών εργαζομένου και εργοδότη, ο τελικός δικαιούχος φορέας των εισφορών και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.» .8. Η χρονική διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες, προκειμένου για εργαζόμενους της παραγράφου 4 και τους δώδεκα (12) μήνες, προκειμένου για εργαζόμενους των παραγράφων 5. 6 και 7. 9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 10 του ν. 4038/2012 με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορούν να εξαιρούνται από το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας κατά ποσοστό 50%, υπάλληλοι συγκεκριμένων κατηγοριών και ειδικοτήτων του προσωπικού της καθεμίας εκ των εταιριών «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.», «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Α.Ε.» και «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΔΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.»,

Page 171: THEMIS 1

προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή συνέχεια του έργου των εταιριών αυτών. Η εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης και την έγκριση του οργανογράμματος της νέας εταιρίας. Έναρξη ισχύος της παρούσας ορίζεται η 1.1.2012. Εξάλλου, το άρθρο 10 της ΣυνθΕΚ υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, καταλλήλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Η υποχρέωση σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν από την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών-μελών στις απαιτήσεις της σχετικής Οδηγίας. Περαιτέρω, τόσο ο εθνικός νομοθέτης όσο και ο εθνικός δικαστής δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ούτε να παρερμηνεύουν τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από 1-1-1981, δυνάμει της από 28-5- 1979 Σύμβασης Προσχωρήσεως της Ελλάδος στην ΕΟΚ, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 945/1979 . Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, τα κράτη-μέλη οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των Οδηγιών, όχι μόνο νομικώς αλλά και στην πράξη, να προβλέπουν την ύπαρξη σαφούς νομικού πλαισίου στον συγκεκριμένο τομέα, και τούτο μέσω θεσπίσεως νομικών διατάξεων ικανών να δημιουργήσουν μία αρκούντως ακριβή, σαφή και διαφανή κατάσταση ώστε να καθίσταται δυνατό στους ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματα τους και να τα προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια

Page 172: THEMIS 1

νομολογία του ΔΕΚ, μετά την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 στην υπόθεση 14/83, Von CoLson και Kamann, η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από Οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει η Οδηγία αυτή, καθώς και το καθήκον που έχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σελ. 1-4135, σκέψη 8), και της 16ης Δεκεμβρίου 1993 στην υπόθεση0334/92, Wagner Miret (Συλλογή 1993, σελ. 1-6911, σκέψη 20), εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189 [ήδη 249], τρίτο εδάφιο της Συνθήκης (βλ. Απόφαση ΔΕΚ Υποθ.(Ι-91/92, απόφ. της 14.7.1994, σκέψη 26). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία πρέπει να εφαρμόζουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, απόκειται η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων αυτών και της προστασίας των δικαιωμάτων που αυτές απονέμουν στους ιδιώτες. Επομένως, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από τις αρχές του αμέσου αποτελέσματος και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου (ΑΠ534/2011, ΑΠ 631/2011, ΑΠ 926/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Page 173: THEMIS 1

Περαιτέρω, ο νόμος 1387/83 "Έλεγχος Ομαδικών Απολύσεων και άλλες διατάξεις" ορίζει: Στο άρθρο 1 παρ. 1 "Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου". Στο άρθρο 3 παρ. 1 "ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους". Στο άρθρο 3 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 ν. 2736/1999, "ο εργοδότης οφείλει α) να παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και β) να τους ανακοινώνει εγγράφως αα) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων ββ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων γγ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων δδ) το χρονικό διάστημα στο οποίο πρόκειται να γίνουν απολύσεις εε) τα κριτήρια και την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν. Οι παραπάνω υποχρεώσεις εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη". Στο άρθρο 5παρ. 5, η οποία παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 ν. 2736/1999 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 2874/2000, ορίζεται ότι "Σε ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου", με τις οποίες παραγράφους αντιστοίχως προβλέπονται ότι, εάν υπάρξει συμφωνία των μερών οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας (παρ. 2), εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών ο Νομάρχης ή ο

Page 174: THEMIS 1

Υπουργός Εργασίας μπορεί με αιτιολογημένη απόφαση του είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων (παρ. 3), καθώς και ότι ο εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας (παρ. 4). Τέλος, ο ανωτέρω νόμος ορίζει στο άρθρο 6 παρ. 1 ότι, οι ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού (1387/83) είναι άκυρες και στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ότι, στις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις οι σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσης και την καταβλητέα αποζημίωση (απολύσεως). Ο ανωτέρω νόμος 1387/83, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, εκδόθηκε για τη μεταφορά στην ημεδαπή έννομη τάξη της οδηγίας 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17.2.1975, η οποία τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56/ΕΟΚ και στη συνέχεια κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 98/59/ΕΕ του Συμβουλίου της 20.7.1998. Κατά την υπ' αριθμ. C-270/05 της 15ηςΦεβρουαρίου 2007 απόφαση του ΔΕΚ, η οποία εκδόθηκε κατόπιν σχετικού ερωτήματος προς αυτό με την προεκδοθείσα υπ αριθμ. 36/2005 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η έννοια "επιχείρηση" της οποίας ορισμό δεν δίδει η 98/59 Οδηγία, αποτελεί έννοια του κοινοτικού δικαίου και δεν μπορεί να οριστεί με παραπομπή στις νομοθεσίες των κρατών - μελών. Κατά την πιο πάνω απόφαση και σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο από την Οδηγία 98/59 σκοπό που αφορά, μεταξύ άλλων, τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ενδεχόμενες ομαδικές απολύσεις σε συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο και κοινωνικό περιβάλλον, "επιχείρηση" θεωρείται ότι υφίσταται στο πλαίσιο επιχειρηματικού φορέα, εφόσον πρόκειται για διακριτή μονάδα με ορισμένη διάρκεια και σταθερότητα, που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων καθηκόντων και διαθέτει έτσι σύνολο εργαζομένων, τεχνικά μέσα και οργανωτική

Page 175: THEMIS 1

δομή που της παρέχει τη δυνατότητα εκτελέσεως των καθηκόντων αυτών, η εν λόγω δε μονάδα δεν πρέπει να έχει οπωσδήποτε ούτε νομική αυτοτέλεια ούτε χρηματοοικονομική, διοικητική ή τεχνολογική αυτονομία για να μπορεί να θεωρηθεί "επιχείρηση". Για τον ορισμό δε της έννοιας "επιχείρηση" δεν είναι ουσιώδες, κατά το ΔΕΚ, το αν η εν λόγω μονάδα, διαθέτει διεύθυνση, δυναμένη να προβεί αυτοτελώς σε ομαδικές απολύσεις, ενώ περαιτέρω δεν αντίκειται στην Οδηγία 98/59 αυτό καθ" αυτό το γεγονός ότι ο νόμος 1387/1993 χρησιμοποιεί εναλλακτικά τους όρους "επιχείρηση" και "εκμετάλλευση", αρκεί το γεγονός, ότι ακολουθείται η ερμηνεία του ΔΕΚ με την έννοια "επιχείρηση", η δε χρησιμοποίηση των δύο όρων δεν μπορεί να έχει, ως συνέπεια να στερεί ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων από την επιδιωκόμενη με την εν λόγω Οδηγία προστασία (Ολ ΑΠ 3/2008 ΑρχΝ 2009, 172). Κατά το άρθρο 4 του Π.Δ. 178/2002 "Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου", δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (παρ. 1). Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται απο συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό η ατομική σύμβαση εργασίας (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την εργασιακή σχέση επέρχεται, εφόσον αυτή υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, αλλά και αν δεν έχει λήξει με νόμιμο τρόπο, όπως συμβαίνει όταν η καταγγελία της

Page 176: THEMIS 1

σύμβασης, που έγινε από την εργοδοτική επιχείρηση είναι, για οποιονδήποτε τρόπο, άκυρη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου Π.Δ., η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δε συνιστά αυτή καθ" αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που συνεπάγονται μεταβολές εργατικού δυναμικού (παρ. 1). Η εν λόγω διάταξη καθιερώνει έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας της καταγγελίας, ο οποίος ισχύει παράλληλα με άλλους λόγους ακυρότητας η δε απαγόρευση που θεσμοθετεί αφορά τόσο τον μεταβιβάζοντα, όσο και τον διάδοχο. Έτσι, απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης, ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης με μοναδικό σκοπό να καταστήσει την επιχείρηση εμπορεύσιμη, διευκολύνοντας έτσι τη μεταβίβαση της, αντιβαίνουν στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του πιο πάνω π.δ και είναι εξ αυτού του λόγου άκυρες. Αντίθετα, η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει απολύσεις, που σκοπεύουν στη λήψη μέτρων με σκοπό την ορθολογικότερη οργάνωση της επιχείρησης και την εξυγίανση της, ακόμη και όταν τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για να βελτιώσουν τις προοπτικές πώλησης της επιχείρησης και συνδέονται χρονικά με τη σχεδιαζόμενη μεταβίβαση (ΑΠ 226/2011, ΔΕΕ 2012,163). Με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι είχαν καταρτίσει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με τη δεύτερη των καθ' ων εταιρεία «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.». Ότι, στις 30.12.2011, τους κοινοποιήθηκε απόσπασμα απόφασης του δ.σ. της πρώτης καθ' ης εταιρείας «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.» στην οποία αναφέρεται ως αιτιολογία η απόφαση της δεύτερης των καθ' ων, με την οποία εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία ο ονομαστικός πίνακας των εργαζομένων που τίθενται σε εργασιακή εφεδρεία λόγω της συγχώνευσης με απορρόφηση των απορροφώμενων εταιρειών ΔΕΠΑΝΟΜ Α.Ε. και ΘΕΜΙΣ

Page 177: THEMIS 1

ΚΑΤΑΣΚΕΥΣΤΙΚΗ Α.Ε. στην απορροφώσα εταιρεία ΟΣΚ Α.Ε. Ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει επέλθει η προϋπόθεση εφαρμογής του καθεστώτος εργασιακής εφεδρείας με τη συγχώνευση των προαναφερόμενων εταιρειών, καθόσον δεν έχει καταχωρηθεί η εγκριτική της συγχώνευσης απόφαση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και, επομένως, η απόφαση της εταιρείας ΟΣΚ Α.Ε. για την ένταξη τους σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας και η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών τους είναι άκυρη. Ότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν πρόκειται περί ομαδικών απολύσεων οι οποίες είναι άκυρες καθόσον δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ν. 1387/1983, η δε απόφαση περί καταγγελίας δεν λήφθηκε από την εργοδότρια τους εταιρεία αλλά από τρίτο αναρμόδιο φορέα. Επικαλούμενοι, δε, επείγουσα περίπτωση, ζητούν ως ασφαλιστικό μέτρο να ρυθμιστεί προσωρινά η εργασιακή τους σχέση με την καθ' ης και συγκεκριμένα να ανασταλεί η εκτέλεση των υπ' αρ. 272 και 297 αποφάσεων της πρώτης των καθ' ων, να υποχρεωθεί η δεύτερη των καθ' ων να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους και να τους καταβάλει τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές που εισέπρατταν πριν από την επιβολή σε αυτούς του καθεστώτος εργασιακής εφεδρείας, κατά τα ειδικότερα στην αίτηση ιστορούμενα, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επι της αγωγής τους κατα των τελευταίων και να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 25 παρ. 2, 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις, καθώς και σ' εκείνες των άρθρων 648 ΑΚ, 176, 947 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει. Κατά δε

Page 178: THEMIS 1

τη διάταξη του άρθρου 686 παρ. 6 του ίδιου Κώδικα, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά. Περαιτέρω από την πρώτη των, ως άνω, διατάξεων (80 ΚΠολΔ) και το συνδυασμό αυτής με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση προσθέτου παρεμβάσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρεμβάσεως ή όταν αυτή ασκείται προφορικώς στο ακροατήριο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 2 εδ. β" ΚΠολΔ. Έννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν μ' αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει όμως αυτά, είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσθέτως παρεμβαίνων σύλλογος εργαζομένων της εταιρείας «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.», με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, η οποία, λόγω μη τηρήσεως πρακτικών, καταχωρήθηκε στο δικόγραφο της αιτήσεως, παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ των αιτούντων και ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση, επικαλούμενο έννομο συμφέρον του. Η εν λόγω παρέμβαση είναι, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στις παραπάνω αντίστοιχες νομικές σκέψεις, παραδεκτή και νόμιμη και πρέπει να συνεκδικαστεί με την κρινόμενη αίτηση (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ' άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των αιτούντων ... που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Στις 21.11.2011, με την ΥΑ Δ16γ/01/2011 (ΥΑΔ16γ/01/475/Γ ΦΕΚ Β 2731 2011) αποφασίσθηκε η συγχώνευση με απορρόφηση των εταιρειών

Page 179: THEMIS 1

"Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων Ανώνυμη Εταιρεία" και "ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυμη Εταιρία", τον διακριτικό τίτλο "Ο.Σ.Κ. Α.Ε." σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2, 69-77α του κ.ν.2190/1920 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1-5 του ν. 2166/1993, όπως ισχύουν, στους όρους, διατυπώσεις και προϋποθέσεις των οποίων υποβάλλονται. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της ίδιας απόφασης από την καταχώριση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης του άρθρου 74 κ.ν. 2190/1920, η απορροφώσα εταιρεία υποκαθίσταται στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των απορροφώμενων εταιρειών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή. Επίσης, ορίσθηκε προθεσμία εννέα μηνών από την έκδοση της υπουργικής απόφασης περί συγχώνευσης, για τον προσδιορισμό τυχόν πλεονάζοντος προσωπικού, για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 37 παρ. 7 περί εργασιακής εφεδρείας, με απόφαση της αρμόδιας για το προσωπικό Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης ή υπηρεσίας του διάδοχου φορέα, μετά από σχετική μελέτη, στην οποία περιλαμβάνεται και η εκπόνηση νέου οργανογράμματος. Στην περίπτωση που οι σχετικές αποφάσεις περί πλεονάζοντος προσωπικού δεν εκδίδονταν έως τις 30.11.2011, το προσωπικό των ανωτέρω εταιρειών εντασσόταν από 1.1.2012 στην εργασιακή εφεδρεία του ν. 3986/2011. Στις 24.11.2011 και στη 505η συνεδρίαση του δ.σ. της εταιρείας ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε., μαζί με τους Γενικούς Διευθυντές Λειτουργίας και Ανάπτυξης και Έργων και Εφαρμογής Νέων Τεχνολογιών, αποφασίσθηκε και εγκρίθηκε ομόφωνα η μεταφορά όλου του προσωπικού των απορροφωμένων εταιρειών «Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ.Μ Α.Ε.» και «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» με οποιαδήποτε σχέση εργασίας και αν υπηρετούσε σε αυτές, είτε με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, είτε με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, είτε ως υπαλληλικό, είτε ως

Page 180: THEMIS 1

εργατοτεχνικό προσωπικό καθώς και οι απασχολούμενοι δικηγόροι, ότι μεταφέρονται και καθίστανται προσωπικό της «ΟΣΚ Α.Ε.» με διατήρηση της ίδιας σχέσης εργασίας ή έμμισθης εντολής που είχαν πριν από τη μεταφορά. Επίσης, εγκρίθηκε η έκδοση το αργότερο μέχρι τις 31.12.2011 από το δ.σ. της ΟΣΚ Δ..Ε. διαπιστωτικής πράξης για την ένταξη στην εργασιακή εφεδρεία του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνο των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. του προσωπικού της «ΟΣΚ Α.Ε.» σε αριθμό ίσο με το προσωπικό των κατηγοριών αυτών, που μεταφέρθηκε και εντάχθηκε σε αυτή από τις απορροφώμενες εταιρείας υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 7 του ν. 4024/2011. Επίσης, εγκρίθηκε ομόφωνα, ότι μέχρι την ολοκλήρωση της απορρόφησης των εταιρειών «Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ.Μ. Α.Ε.» και «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» από την «ΟΣΚ Α.Ε.», το προσωπικό των απορροφούμενων εταιρειών να μισθοδοτείται από τις εταιρείες αυτές. Ακολούθησε η συνεδρίαση 506 της 29.11.2011 στην οποία συμμετείχαν τα ίδια πιο πάνω πρόσωπα, στην οποία εγκρίθηκαν οι ονομαστικοί πίνακες του μεταφερόμενου προσωπικού της εταιρειών «Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ.Μ. Α.Ε.» και «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» στην «ΟΣΚ Α.Ε.» και η απόφαση μεταφοράς δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 2786 της 2.12.2011, για την αυτοδίκαιη μεταφορά εκατόν ενενήντα οκτώ (198) υπαλλήλων των ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία : Α) ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. και β) Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων ΑΕ στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων α.ε.» σύμφωνα με τους επισυναπτόμενους πίνακες. Επίσης, συντάχθηκε χρονοδιάγραμμα συγχώνευσης των πιο πάνω εταιρειών και στις 29.12. 2012 η καθ' ης εισηγήθηκε την έγκριση του ονομαστικού πίνακα των εργαζόμενων με σχέση με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου των κλάδων ΔΕ και ΥΕ που τίθενται σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, στους οποίους περιλήφθηκαν και οι αιτούντες. Σύμφωνα με το υπ' αρ. πρωτ. 1/30.1.2012 έγγραφο της

Page 181: THEMIS 1

καθ' ης, κατά τη συνεδρίαση της 8.12.2011, μετέβησαν και έγιναν δεκτοί, έπειτα από αίτημα τους για ακρόαση οι πρόεδροι των σωματείων εργαζομένων των εταιρειών «ΟΣΚ Α.Ε.», «Δ.ΕΠ.Α.ΝΟ.Μ.Α.Ε.» και «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» οι οποίοι εξέθεσαν τις απόψεις τους για τη θέση σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας εργαζομένων των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. και ζήτησαν τη συνδρομή του δ.σ. προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που ανέκυπταν απο την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 παρ. 7 του ν. 4024/2011, ενώ κατέθεσαν και εγγράφως τις απόψεις τους. Στην παραπάνω, όμως, συνάντηση δεν έλαβαν χώρα διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων με σκοπό τη διερεύνηση της δυνατότητας μείωσης η αποφυγής των απολύσεων, η καθ' ης δεν χορήγησε στους εκπροσώπους των εργαζομένων τους λόγους των απολύσεων τους, τους ισολογισμούς και όλα τα γενικά εταιρικά στοιχεία των εταιρειών που απεδείκνυαν την αναγκαιότητα για τη συγχώνευσή τους και τα ακριβή κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που απολύονταν, υποχρέωση, που όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση με μοναδική εξαίρεση τη συγχώνευση με δικαστική απόφαση. Στις 29.12.2011 συνήλθε σε συνεδρίαση το δ.σ. της καθ' ης και ενέκρινε τον πίνακα των εξήντα ενός (61) εργαζομένων που τίθεντο σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας - προαναγγελία ομαδικών απολύσεων, ενώ στη συνέχεια στους υπαλλήλους αυτούς κοινοποιήθηκε η απόφαση για τη θέση αυτών σε εργασιακή εφεδρεία. Επομένως, ο καθορισμός του πλεονάζοντος προσωπικού για το οποίο εφαρμόσθηκε το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δηλαδή με απόφαση της αρμόδιας για το προσωπικό Γενικής Διεύθυνσης του διάδοχου φορέα στην οποία περιλήφθηκε και η εκπόνηση νέου οργανογράμματος, δεδομένου ότι η διαδικασία εφαρμογής της εργασιακής εφεδρείας ρυθμίζεται

Page 182: THEMIS 1

από τις διατάξεις που την προβλέπουν με σκοπό την επιτάχυνση της εφαρμογής της και ουσιαστικά εξαιρείται της διαδικασίας συγχώνευσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2, 69-77α του κ.ν.2190/1920 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1-5 του ν. 2166/1993. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η εργασιακή εφεδρεία η οποία εξομοιώνεται με την προμήνυση απόλυσης και προβλέπει την καταβολή των αποδοχών μέρους ή όλου του διαστήματος της εργασιακής εφεδρείας από την ίδια αποζημίωση απόλυσης, αποτελεί ένα νέο είδος ομαδικής απόλυσης υπό προθεσμία, αφού ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, απασχολούσες περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους μη αφορώντες το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επομένης παραγράφου. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας-ομαδικών απολύσεων είναι δυσμενέστερο από το γενικώς ισχύον των ν.2112/1920 και 3198/1955 κατά το οποίο από την καταγγελία και μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας ο εργαζόμενος εξακολουθεί να εργάζεται λαμβάνοντας κανονικά τις αποδοχές του και στη συνέχεια του καταβάλλεται η αποζημίωση χωρίς βεβαίως οι αποδοχές του να αντλούνται από την οφειλόμενη αποζημίωση. Εξάλλου, οι προβλέψεις περί δυνατότητας ένταξης στους πίνακες κατάταξης του ΑΣΕΠ, είτε πρόσληψης σε θέσεις τακτικού προσωπικού ή σε θέσεις μερικής απασχόλησης, για χρονικό διάστημα έως 31.12.2012, οπότε και θα λυθεί η σύμβαση εργασίας τους, οι οποίες επιβεβαιώνουν το γεγονός των ομαδικών απολύσεων, με την παροχή προνομίων στους απολυόμενους για την δυνατότητα ανεύρεσης νέας θέσης εργασίας, είναι ουσιαστικά χωρίς αντικείμενο, λόγω των δυσμενών συνθηκών που επικρατούν στο χώρο εργασίας, αλλά και όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011, όπου επισημαίνεται ότι με τις διατάξεις του νόμου για την εργασιακή εφεδρεία, όπως αυτό προβλέπεται στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής

Page 183: THEMIS 1

στρατηγικής και στο άρθρο 37 παρ. 7 του ν. 3986/2011 «επείγοντα μέτρα εφαρμογής μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015, με το μέτρο αυτό τηρούνται οι δεσμεύσεις της χώρας έναντι των εταίρων δανειστών για την ένταξη (σε εργασιακή εφεδρεία) 30.000 εργαζομένων του δημοσίου τομέα την εξοικονόμηση 300 εκ. ευρώ εντός του 2012 και την ολοκλήρωση της διαδικασίας έως τα τέλη του 201 1. Σκοπός δηλαδή του νόμου είναι η εξοικονόμηση 300 εκ. ευρώ εντός του 2012 και το μέσο για την επίτευξη του σκοπού είναι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας 30.000 εργαζομένων μέσω της εργασιακής εφεδρείας. Παράλληλα, προκύπτει ότι οι επίδικες απολύσεις έγιναν αποκλειστικά και μόνο με σκοπό την εξοικονόμηση χρημάτων και ουδόλως συνδέονται με την ορθολογικότερη οργάνωση της απορροφώσας επιχείρησης και την εξυγίανση της, περίπτωση που, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη θα μπορούσαν να κριθούν έγκυρες οι απολύσεις των εργαζομένων. Στις 28.2.2012, με απόφαση του υπουργών Διοικητικής μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης -Οικονομικών- Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων-Δικαιοσύνης, διαφάνειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ (ΦΕΚ 468/28.2.2012), σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 6 του ν. 4038/2012, με σκοπό την ανάγκη διασφάλισης της ομαλής συνέχειας του έργου της εταιρείας «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης και την έγκριση του οργανογράμματος της νέας εταιρείας, αποφασίσθηκε η εξαίρεση από το καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας και η παραμονή τους στην υπηρεσία, από 1.1.2012 και μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης και την έγκριση του οργανογράμματος της νέας εταιρείας, συνολικά 27 εργαζόμενων της εταιρείας «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» και ειδικότερα δεκατρείς (13) εργαζόμενοι ειδικότητας Γραμματέως κατηγορίας ΔΕ, οκτώ (8) εργαζόμενοι ειδικότητας Σχεδιαστή κατηγορίας ΔΕ, δύο (2) εργαζόμενοι ειδικότητας οδηγού κατηγορίας ΔΕ, ένας (1)

Page 184: THEMIS 1

εργαζόμενος ειδικότητας κλητήρα κατηγορίας ΔΕ, ένα (1) εργαζόμενος ειδικότητας βαθμού λογιστή κατηγορίας ΔΕ, ένας (1) εργαζόμενος ειδικότητας Τεχνικού Τηλεπληροφορικής κατηγορίας ΔΕ και ένας(1) εργαζόμενος ειδικότητας εργοδηγού κατηγορίας ΔΕ, ήτοι ποσοστό 50% επί του συνόλου των 53 εργαζομένων με σχέση εργασίας Ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οι οποίοι μεταφέρθηκαν από την «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» στην «ΟΣΚ Α.Ε». Στις κατηγορίες και ειδικότητες αυτές εξαιρούνται οι υπάλληλοι με κριτήρια την μεγαλύτερη προϋπηρεσία ανά ειδικότητα και κατηγορία όπως παρακάτω: ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ - ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΔΕ- ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., Β ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΩΝ -ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ- ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., Γ. ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΟΔΗΓΩΝ - ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ- ..., ..., Δ. ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΛΗΤΗΡΩΝ -ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ- ..., Ε ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ - ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ-..., ΣΤ-ΕΪΔΪΚΟΤΗΤΑ ΒΟΗΘΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ - ΚΑΤΗΓΌΡΙΑ ΔΕ -... και Ζ. ΕΙΔΪΚΟΤΗΑ ΕΡΓΟΔΗΓΩΝ - ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ-.... Επίσης, μετά από συζήτηση των μελών του δ.σ. της ΔΕΠΑΝΟΜ Α.Ε. ομόφωνα αποφασίσθηκε να εξαιρεθούν από το καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας και για το χρονικό διάστημα μέχρι να υπάρξει το οργανόγραμμα του νέου φορέα που θα προκύψει με τη συγχώνευση να παραμείνουν οι υπάλληλοι α) ..., 2) ... και 3)... Επομένως, ως προς τους πρώτο, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, όγδοη, δέκατο, δωδέκατο, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη, δέκατη έκτη, δέκατη έβδομη και δέκατο όγδοο των αιτούντων η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ελλείψει επείγουσας περίπτωσης, καθόσον οι παραπάνω εργαζόμενοι ήδη απασχολούνται από την καθ' ης. Κατά τα λοιπά και επειδή δεν τηρήθηκε το στάδιο των διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τη διερεύνηση της δυνατότητας μείωσης η αποφυγής των απολύσεων με την έγγραφη γνωστοποίηση στους τελευταίους των λόγων για τους οποίους σχεδιάσθηκε η

Page 185: THEMIS 1

πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, τον αριθμό εκείνων τους οποίους επιθυμεί να απολύσει κατά φύλο, ηλικία και ειδικότερα τον αριθμό των εργαζομένων τους οποίους απασχολεί, παρέχοντας κάθε πληροφορία η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει τους εργαζόμενους στη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων, παραβίασε την υποχρέωση της από το άρθρο 3 ν. 1387/1983 για πληροφόρηση των εργαζομένων και κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας με τη θέση αυτών κατάσταση εργασιακής εφεδρείας παρέβη έτσι τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3ν. 1837/1983, συνεπώς η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 6 παρ. 1 Ν. 1387/1983 σε συνδυασμό με 174 και 180 ΑΚ. Ακολούθως πιθανολογείται ότι ο μισθός των αιτουσών από την παροχή της εργασίας τους στην καθ' ης αποτελεί το μόνο βιοποριστικό γι' αυτές μέσο και δημιουργείται σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Υφίσταται, συνεπώς, επείγουσα περίπτωση που επιβάλλει την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη κατ' ουσία και να υποχρεωθούν προσωρινά οι καθ' ων να αποδέχονται τις προσφερόμενες υπηρεσίες και να καταβάλουν προσωρινά στην έβδομη, ένατη, ενδέκατη και δέκατη πέμπτη τις αποδοχές που εισέπρατταν προτού τεθούν αυτές σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας και ειδικότερα μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας αγωγής που αυτή πρέπει να ασκήσουν εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης, με βάση το άρθρο 693 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

Page 186: THEMIS 1

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει με παρόντες τους διαδίκους την αίτηση και την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση. Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους πρώτο, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, όγδοη, δέκατο, δωδέκατο, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη, δέκατη έκτη, δέκατη έβδομη και δέκατο όγδοο των αιτούντων. Δέχεται την αίτηση κατά τα λοιπά. Υποχρεώνει προσωρινά τις καθ' ων να αποδέχονται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες και να καταβάλουν προσωρινά στις έβδομη, ένατη, ενδέκατη και δέκατη πέμπτη των αιτούντων τις αποδοχές που εισέπρατταν προτού τεθούν αυτές σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας και ειδικότερα μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας αγωγής και εφόσον αυτή ασκηθεί εντός τριάντα (30 ημερών) από την έκδοση της παρούσας απόφασης. Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 21.5.2012, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Page 187: THEMIS 1

Υπόθεση Υπόθεση Υπόθεση Υπόθεση SavdaSavdaSavdaSavda κ κ κ κατά Τουρκίαςατά Τουρκίαςατά Τουρκίαςατά Τουρκίας Το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι το δικαίωμα να μην «υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία» (άρθρο 3), το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6) και το δικαίωμα στην «ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας» (άρθρο 9), του αντιρρησία συνείδησης και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Χαλίλ Σαβντά, είχαν παραβιαστεί. Είναι η τέταρτη φορά σε λιγότερο από ένα χρόνο που το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η Τουρκία έχει παραβιάσει το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης, μετά την απόφαση-ορόσημο τον Ιούλιο του 2011 στην υπόθεση Μπαγιατιάν εναντίον Αρμενίας, στην οποία, πρώτη φορά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης στη στρατιωτική θητεία είναι παραβίαση του Άρθρου 9 της Σύμβασης. Η Τουρκία είναι μία από τις δύο μόλις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης όπου το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης δεν είναι νομικά κατοχυρωμένο. Ο Χαλίλ Σαβντά διακήρυξε την αντίρρηση συνείδησής του το 2004 και έχει συλληφθεί σε πολλές περιπτώσεις και διωχθεί τρεις φορές, επειδή αρνήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία. Συνολικά έχει κρατηθεί επί περίπου 17 μήνες μέσα σε πέντε χρόνια μεταξύ του 2004 και του 2009. Ο Χαλίλ Σαβντά ισχυρίστηκε ότι, ενώ ήταν υπό κράτηση το 2007, υπέστη κακομεταχείριση, και ότι μεταξύ άλλων δέχτηκε κλωτσιές και χτυπήματα από τέσσερις αστυνομικούς, του έβαλαν ένα βρώμικο ύφασμα στο στόμα του, κρατήθηκε γυμνός επί τρεις μέρες σε ένα δωμάτιο χωρίς καρέκλες ή κρεβάτι και αναγκάστηκε να κοιμηθεί σε δάπεδο από τσιμέντο χωρίς κουβέρτα. Αυτά τα γεγονότα ποτέ δεν διερευνήθηκαν καταλλήλως. Η εκδίκαση επαναλαμβάνει την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση

Επίκαιρη Νοµολογία – Αποφάσεις Ευρ∆∆Α

Page 188: THEMIS 1

Ούλκε εναντίον Τουρκίας του 2006 ότι η επαναλαμβανόμενη δίωξη αντιρρησιών συνείδησης στην Τουρκία προκάλεσε δεινά και πόνο που ξεπερνούν το συνήθη εξευτελισμό μιας ποινικής καταδίκης ή μιας περιόδου κράτησης, θεωρώντας ότι παραβιάζεται το Άρθρο 3 της Σύμβασης. Η επαναλαμβανόμενη δίωξη του Χαλίλ Σαβντά λόγω της άρνησής του να φορέσει στρατιωτική στολή κατά τη διάρκεια της κράτησής του και η δίωξή του σε στρατιωτικό δικαστήριο αποτελούν επίσης παραβίαση του Άρθρου 6. Μιλώντας στη Διεθνή Αμνηστία μετά από την απόφαση του ΕΔΑΔ, ο Χαλίλ Σαβντά είπε: «Ελπίζω ότι αυτή η απόφαση θα βοηθήσει να ανοίξει ο δρόμος προς την αναγνώριση του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης στην Τουρκία. Χρειάζονται χρόνια για να διεκδικήσει κανείς αποκατάσταση στο ΕΔΑΔ. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης πρέπει να αυξήσει την πίεση στην Τουρκία ώστε να τερματίσει αυτές τις παραβιάσεις μια για πάντα και να εφαρμόσει τις αποφάσεις -και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια νομοθετική αλλαγή. Είμαι ευγνώμων στις διεθνείς οργανώσεις όπως τη War Resisters International και τη Διεθνή Αμνηστία που διεξάγουν εκστρατείες για να πετύχουν αυτή τη σημαντική αλλαγή».

Για την μετάφραση της απόφασης ΕυρΔΔΑ Για την μετάφραση της απόφασης ΕυρΔΔΑ Για την μετάφραση της απόφασης ΕυρΔΔΑ Για την μετάφραση της απόφασης ΕυρΔΔΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ την ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ την ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ την ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ την Δαμβέργη ΔέΔαμβέργη ΔέΔαμβέργη ΔέΔαμβέργη Δέσποινασποινασποινασποινα

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Στην αρχή της υπόθεσης βρισκεται μία προσφυγή (αριθ. 42730/05) κατά της Δημοκρατίας της Τουρκίας από υπήκοο αυτού του κράτους, τον κ. Halil Savda ("ο αιτών"), που υπέβαλε στο Δικαστήριο στις 11 Νοεμβρίου 2005 βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»). Ο προσφεύγων εκπροσωπείται από τον κ. Σ. Coskun, δικηγόρος στην Άγκυρα. Η τουρκική κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπείται από τον υπαλληλο της/εντολοδοχο της. Στην αίτησή του, ο κ. Σαβντά ισχυρίστηκε κυριως μεταξύ άλλων ότι ο αριθμός των ποινικών διώξεων και καταδικών που είχε ήταν για τη διεκδίκηση ως αντιρρησίας συνείδησης ήταν κατά παράβαση των άρθρων 6, 9 και 10 της Σύμβασης.

Page 189: THEMIS 1

Στις 13 Μαΐου 2009, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην Κυβέρνηση. Αποφασίστηκε, επίσης, ότι το Επιμελητήριο θα αποφασίσουν από κοινού για το παραδεκτό και την ουσία της υπόθεσης (άρθρο 29 § 1 της Σύμβασης).

ΤΑΤΑΤΑΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ι.Ι.Ι.Ι. ΟΙΟΙΟΙΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣΣΥΝΘΗΚΕΣΣΥΝΘΗΚΕΣΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣΤΗΣΤΗΣΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣΥΠΟΘΕΣΗΣΥΠΟΘΕΣΗΣΥΠΟΘΕΣΗΣ Ο προσφεύγων, ο κ. Halil Savda, είναι Τούρκος υπήκοος, γεννήθηκε το 1974 και ζει στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την κατάταξή του το 2004, δήλωσε ο ίδιος αντιρρησίας συνείδησης και αρνήθηκε να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία. Σύμφωνα με πληροφορίες από δημόσιες πηγές, μετά την αντίρρηση συνείδησης στη στρατιωτική του θητεία, έγινε μία από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες του αντιμιλιταριστικου κινήματος στην Τουρκία. Κατέχει και site στο internet www.savaskarsitlari.org ("αντιστεκομενος στον πόλεμο) φορουμ (αυτο νομιζς εννοει) μιας οργανωσης που συνδεεται με το l’Internationale des résistant(e)s à la Guerre (IRG), εξισου γνωστο απο το αγγλικο σημα WRI,που ιδρύθηκε το 1921 για να προωθήσει συγκεκριμένη μη βίαιη δράση κατά των αιτιών του πολέμου και να στηρίξουν τους ανθρώπους που αρνούνται να λάβουν μέρος στον πολεμο.

Α. Η ενσωμάτωση του αιτούντος Στις 26 Ιανουαρίου 1994, το Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας του Diyarbakır καταδίκασε τον αιτούντα σε φυλάκιση για τη βοήθεια και την υποστήριξη του PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα). Ο αιτών εκτίσει την ποινή του από τις 28 Δεκεμβρίου 1995. Στις 21 Μαΐου 1996, o προσφευγων κλήθηκε ( το sous les drapeaux με ακριβη μεταφραση σημαινει κατω απο τις σημαιες αλλα αν εννοει καποια εκφραση δεν την ξερω). Στις 27 Μαΐου 1996, αφού εξέτισε την ποινή του, είχε ενσωματωθει στο σύνταγμα. Ωστόσο, στις 14 Αυγούστου 1996, εγκατέλειψε.

Στις 27 Νοεμβρίου 1997,ο προσφευγων συνελήφθη με ενα οπλο στην κατοχή του . Είχε κατηγορηθεί για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων για το PKK. Στις 3 Δεκεμβρίου 1997, ήταν υπό κράτηση.

Page 190: THEMIS 1

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε από το Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας Αδανα σε φυλάκιση για δεκατέσσερα χρόνια και επτά μήνες για συμμετοχη στο ΡΚΚ.

Μετά την απελευθέρωσή του από τη φυλακή στο Gaziantep, όπου είχε εκτίσει την ποινή του στις 18 Νοεμβρίου 2004, ο προσφεύγων μεταφέρθηκε στη χωροφυλακή του Şehitkamil για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Κρατήθηκε σε ένα κελί για έξι ημέρες λογω της εντολή που λήφθηκε στις 25 του Νοέμβρη του 2004, στον στρατο του Tekirdağ. 11. Στις 6 Δεκέμβριου του 2004, στον στρατο του Tekirdağ, ο M. Savda αρνηθηκε να φορέσει την στρατιωτική στολή και κρατησε πολιτικά ρούχα . Ανέφερε, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικα: Δεν θέλω να υπηρετήσει τη στρατιωτική μου θητεία για λόγους συνείδησεως. Αυτοί είναι οι λόγοι μου: 1) με ειχαν συλλαβει τον μαρτιο του 1993 κατα τη διαρκεια μιας επιχειρησης που γινοταν στο χωριο μας. Βασανιστηκα βαναυσα σε στρατωνες στο Cizre και στο Şırnak. Υπό την πίεση των γονιών μου αρχισα να εκτίω την στρατιωτικη μου θητεια το 1996. Ωστόσο, δεν έχω ενταχθεί στο στρατο μου μετά την κατάταξή μου. Δεν ειναι δυνατον να φορεσω τη στολη ενος θεσμου που με έχει βασανίσει. Απο πεποιθηση αρνουμαι να συμμορφωθω με τους κανονες του. 2) Η ασφαλεια μιας χωρας δεν μπορει να εξασφαλιστει απο τον στρατο ή απο τους σταρτιωτικους. Η ασφάλεια μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μεσα σε μια δημοκρατική ατμόσφαιρα, σε συνδυασμο με την οικονομική ανάπτυξη. Δεν πιστεύω στην αναγκαιότητα της στρατιωτικής θητειας για τη διασφάλιση της ασφάλειας της χώρας (...). Από τώρα και στο εξής, αρνούμαι να φορέσω την στρατιωτική στολή και υπακούσουν σε εντολές. Η αντίρρηση συνείδησης αποτελεί δικαίωμα που κατοχυρώνεται/διασφαλιζεται από διεθνείς συνθήκες. Εγώ δηλώνω αντιρρησιας συνείδησης. Η Τουρκία, η οποία είχε υπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, παραβιάζει το άρθρου 9 του παρόντος κειμένου με το να μην εχει καθιερωσει εναλλακτική πολιτική υπηρεσία (...)Ελπιζω η διοικηση να με αντιμετωπισει σύμφωνα με την παραπάνω σύμβαση. Την ίδια μέρα, η έκθεση συντάχθηκε από τον αξιωματικό της φρουράς και συλλέχθηκε η μαρτυρία του αιτούντος.

Page 191: THEMIS 1

Στις 9 Δεκεμβρίου 2004, η προσφεύγων τέθηκε υπό κράτηση για επτά ημέρες στην απομόνωση για μη υπακοη σε διαταγες.

Β. ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΣΚΗΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ

Στις 16, Δεκεμβριου 2004, ο Savda είχε τεθεί υπό προσωρινη κράτηση από ένα στρατιωτικό δικαστή στο Çorlu. Στη συνέχεια, σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία, αφέθηκε ελεύθερος (προσωρινά) με εγγύηση. Ωστόσο, δεν επέστρεψε στο στρατό του και κατέστη έτσι λιποτάκτης. Στις 17 Δεκεμβρίου 2004, μια δημόσια δράση («Η δράση αριθ. 1") έφερε εις βάρος του προσφεύγοντος «επίμονη ανυπακοή", κατά την έννοια του άρθρου 87 § 1 του Ποινικού Κώδικα Στρατιωτικής.

Ενώπιον του στρατιωτικου δικαστηριου, ο προσφεύγων αμφισβήτησε αρχικα την ανεξαρτησια και την αμεροληψια της συγκεκριμενης δικαιοδοσιας (εδω με τν εννοια του δικαστηριου). Επιπλέον, ζήτησε την παραπομπη στο άρθρο 87 § 1 του Στρατιωτικου Ποινικού Κώδικα ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Στις 28 Δεκεμβρίου 2004, η προσφευγων αποφυλακίστηκε με εγγύηση (προσωρινά). Αντί να επιστρέψει στο στρατό του, εγκατέλειψε και πάλι. Στις 4 Ιανουαρίου, 2005, το στρατιωτικό δικαστήριο κοντά στην πέμπτη εντολή εξέτασε τα επιχειρήματα του προσφευγοντος για την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστηρίου και τη συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, και τα απερριψε. Στη συνέχεια, το δικαστηριο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο (του αδικήματος) της αξιόμεμπτης παραβασης και τον καταδίκασε σε φυλάκιση για τρεις μήνες και δεκαπέντε ημέρες βάσει του άρθρου 87 § 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Στις 13 Ιουνίου 2006, το Στρατιωτικό Ακυρωτικό Δικαστήριο (στη Γαλλία στην ελλαδα το Cour de cassation ειναι ο ΑΠ) ακύρωσε/αναιρεσε την απόφαση. Στις 7 Δεκεμβριου 2006, ο Savda πήγε στο στρατιωτικό δικαστήριο για να συμμετασχει σε μια ακρόαση στα πλαισια της δίκης του. Στο τέλος της, είχε τεθει και πάλι σε προσωρινη κρατηση και μεταφέρθηκε στη στρατιωτική φυλακή του Çorlu. Ως πειθαρχικος τιτλος (ποινη), εκεί καταδικάστηκε σε

Page 192: THEMIS 1

έντεκα φορές, μια ποινή απομόνωσης που κυμαινόταν απο 2-8 ημέρες, επειδή είχε επανειλημμένα αρνηθει να φορέσει τη στολή της φυλακής. Στο ίδιο χρονικο διάστημα, στις 11 Δεκεμβρίου 2006, μια άλλη εγκληματική ενέργεια ("Η δράση αριθ. 2") είχε ασκηθεί εναντίον του για μια πράξη εγκατάλειψης που διαπράχθηκε μεταξύ 30 Δεκεμβρίου 2004 και 7 Δεκεμβρίου 2006.

Στο Στρατιωτικό δικαστήριο, ο προσφεύγων αμφισβήτησε αρχικά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του δικαστηρίου.

Σύμφωνα με μια ιατρική έκθεση που εκδόθηκε στις 23 Ιανουαρίου του 2007 από μια ομάδα που αποτελούνταν από έντεκα στρατιωτικούς γιατρούς κοντά στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Çorlu, ο προσφεύγων ήταν ικανος για να υπηρετησει τη στρατιωτική θητεία.

Στις 25 Ιανουαρίου 2007, ο προσφεύγων αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Οδηγήθηκε στον στρατό , όπου εξέφρασε εκ νεου την αντίρρηση συνείδησής του.

Στις 5 Φεβρουαρίου 2007, το στρατιωτικό δικαστήριο διέταξε την προσωρινή κράτηση του αιτούντος.

Με απόφαση στις 15ης Μαρτίου 2007, το στρατιωτικό δικαστήριο έκρινε από κοινού τις δράσεις 1 και 2 που αναφερθηκαν (παραπανω). Για μια ακόμη φορά απέρριψε τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικα με την έλλειψη της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστηρίου και τη συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Κατα την εξέταση των πραγματικών περιστατικών, το δικαστήριο τον εκρινε ένοχο για την επιμονη ανυπακοη στις εντολες, με προθεση να χρησιμοποιήσει πονηριά για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία (άρθρο 88 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα) και στρατιωτική λιποταξία (άρθρο 66 § 1-α του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα). Το δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε ποινή φυλάκισης 3 μηνών και 15 ημερών για την πρώτη κατηγορία και σε 1 χρόνο για τη δεύτερη.

Page 193: THEMIS 1

Στις 13 Φεβρουαρίου 2007, μια τρίτη δημόσια δράση («Η δράση αριθ. 3") ασκήθηκε εναντίον του για πράξεις που διαπράχθηκαν από τον Ιανουάριο του 25 και 5 Φεβρουαρίου 2007.

Με απόφαση στις 12ης Απριλίου 2007, το στρατιωτικό δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για την επίμονη ανυπακοή στις εντολές με πρόθεση να χρησιμοποιήσει πονηριά για να αποφύγει την στρατιωτική θητεία και καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης έξι μηνών .

Στις 19 Ιουνίου 2007,η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Στρατοδικείο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου/ Αρείου Πάγου.

Στις 28 Ιουλίου 2007, η προσφεύγων, που είχε αφεθεί ελευθερος, εγκατελειψε/λιποτακτησε.

Στις 27, Μαρτίου, 2008, ο Savda συνελήφθη ξανά και προφυλακίστηκε και μία τέταρτη δίκη ξεκίνησε εναντίον του για λιποταξία.

Στις 21 Απριλίου 2008 ο προσφεύγων μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Corlu για ψυχολογικές εξετάσεις. Σε μία έκθεση στις 25ης Απριλίου 2008, η ομάδα των έντεκα στρατιωτικών γιατρών διέγνωσαν τη διαταραχή της "αντικοινωνικής προσωπικότητας» στον προσφεύγοντα και τον χαρακτηρισαν ακατάλληλο να εκτισει στρατιωτική θητεία. 33. Στις 25 Απριλίου 2008, ο προσφεύγων δήλωσε οτι εξαιρείται από τη στρατιωτική θητεία και οτι αποσπάται από τον στρατο του. 34. Στις 25 Νοεμβρίου 2008, έχοντας εκτίσει την ποινή του, ο προσφεύγων αφέθηκε ελεύθερος

Γ. Παραπομπή της Ομάδας Εργασίας για την Αυθαίρετη Κράτηση του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Η Κυβέρνηση αντιπαραθέτει ότι ο αιτών έχει υποβάλει στους ίδιους ισχυρισμούς στον Ύπατο Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα στην Ομάδα Εργασίας του για την Αυθαίρετη Κράτηση (η «ομάδα εργασίας»). Ο προσφεύγων απάντα ότι το αίτημα αυτό έγινε από την IRG εν αγνοια του.

Page 194: THEMIS 1

Στις 9 Μαιου 2008, η ομαδα εργασιας εξεδωσε γνωμοδοτηση n. 16/2008, στην οποια ανεφερε κυριως ότι: "H στέρηση της ελευθερίας του Halil Savda τις περιόδους 6 ως 28 Δεκεμβρίου 2004, 7ης Δεκεμβρίου 2006 εως 2 Φεβρουαρίου 2007 και 5 Φεβρουαριου έως 28 Ιούλιου2007 ήταν αυθαίρετη. Η στέρηση της ελευθερίας του από τις 27 Μαρτίου 2008, ειναι επισης αυθαίρετη, κατά παράβαση των άρθρων 9 και 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των άρθρων 9 και 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. "

ΙΙΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΙ. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΙ. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΙ. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Για το δίκαιο και για την πρακτική σημασία για τα στρατιωτικά αδικήματα, βλ. ιδίως την απόφαση Ülke c. Turquie (no 39437/98, §§ 4247, 24 janvier 2006) ; ενώ σχετικά με το καθεστώς των στρατιωτικών δικαστηρίων, δείτε Ergin c. Turquie (no 6) (no 47533/99, §§ 15-25, CEDH 2006VI (extraits)).

Στις 7 Μάη 2010, ο νόμος αριθ. 5982 για την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος, ο οποιος εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Ο νόμος αυτός υποβλήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2010 σε δημοψηφισμα και εγκρίθηκε. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου, το οποίο τροποποιεί το άρθρο 145 in fine του Συντάγματος, ο νομοθέτης δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη «τις επιταγές της στρατιωτικής θητείας» στην έγκριση της νομοθεσίας σχετικά με τα στρατιωτικά δικαστήρια . Ωστόσο, μέχρι σήμερα, η σχετική νομοθεσία δεν έχει ακόμη εγκριθεί.

A. O Νόμος αριθ. 1111 της 17 Ιουλίου 1927 σχετικά με τη στρατιωτική θητεία To αρθρο 1 του νομου αριθ. 1111 της 17 Ιουλίου 1927 σχετικά με τη στρατιωτική θητεία αναφερει: ¨Καθε αντρας τουρκικης υπηκοοτητας υποχρεουται να υπηρετησει στρατιωτικη θητεια¨. Σύμφωνα με το άρθρο 5, κανενας Τούρκος πολίτης αρσενικου φιλου δεν μπορει να απαλλαγει από τις στρατιωτικες του υποχρεωσεις, καθώς δεν έχει

Page 195: THEMIS 1

ολοκληρώσει το εθνικο του καθηκον στις συνθηκες που προβλεπονται από τον παρόντα νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 10 § 2, όταν ο αριθμός αυτών που καλούνται είναι μεγαλύτερος από τις ανάγκες του στρατού, οι εγγεγραμμενοι/ κληρωτοί αφού υποβληθούν σε μια βασική στρατιωτική εκπαίδευση, μπορούν να συμπληρώσουν τη στρατιωτικη τους θητεια ανταλλάσοντάς την με την πληρωμή ενός φόρου ή να ολοκληρώσουν την υπηρεσία τους στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 12 έχει ως εξής: "Όποιος λείπει στην τελευταία κληση για ένταξη ελλείψει βασιμης αιτιας θεωρείται λιποτάκτης στην κλήση (yoklama kaçağı). Αυτος που κληθηκε και γραφτηκε ή οχι και ηταν παρων στην τελευταια κληση για ενσωματωση/ενταξη και δηλωνοντας στρατιωτικος δεν εμφανιστηκε/ παρουσιαστηκε σύμφωνα με τη σειρά που του είχε ανατεθει, ή που εμφανιστηκε αλλα δεν πήγε στα μερη της ενσωματωσης θεωρειται λιποτάκτης κατα την εγγραφη (bakaya kaçağı) (...) »

Έτσι, το άτομο που αποφεύγει τη στρατιωτική θητεία πριν καταγραφει ονομάζεται λιποτάκτης στην κληση (yoklama kaçağı), και αυτος που την αποφευγει μετα την καταγραφη ονομαζεται λιποτακτης στην στρατολογια (bakaya kaçağı).

Οι ισχύουσες νομικές διατάξεις προβλέπουν μόνο την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας στις ένοπλες δυνάμεις. Δεν προορίζεται αντικατάσταση αυτης σε πολιτική υπηρεσία.

Β. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (ν. 1632 της 22η Μαΐου 1930)

Το άρθρο 45 έχει ως εξής: "Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο επικαλειται για να δικαιολογήσει μια πράξη ή παράλειψη νομικά κατακριτέες τη θρησκευτική του πιστη ή τις πεποιθήσεις του δεν τον απαλλασει απο την επιβληθεισα ποινη/κυρωση για την πραξη ή παραλειψη περι ου ο λογος . »

Εκείνη την εποχή, o στρατιωτικόs ποινικός κώδικας αναφερε οτι οι μια φορα (εγγεγραμμενοι) στους καταλόγους απογραφής της στρατιωτικής θητείας, οι

Page 196: THEMIS 1

εγγεγραμμενοι επρεπε να παρουσιαστουν στην καθορισμένη στρατιωτική μονάδα. (αυτην την προταση αν μπορεις κοιτα την και συ απο καπου αλλου γιατι δεν ειμαι πολυ σιγουρη).Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρούνταν οτι απουσιαζαν παρανομα και υπόκεινται σε ποινικη κυρώση σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κώδικα, τα σχετικά τμήματα έχουν ως εξής: "Αν, χωρίς εύλογη δικαιολογία, καποιος που κληθηκε αναμένεται να παρουσιαστει επτά ημέρες μετά την αποστολή της πρώτης ομάδας της ηλικίας ή της κατάστασης του(...) θεωρείται λιποτάκτης και να τιμωρηθεί με φυλάκιση για ένα μήνα (...) "

Σύμφωνα με το άρθρο 66 § 1-α του εν λόγω κώδικα, ο στρατιώτης που απομακρυνεται από το ταγμα του για πάνω από έξι ημέρες χωρίς άδεια, τιμωρείται με φυλάκιση 1-3 ετών.

Επιπλέον, οποιαδήποτε πρόσθετη πράξη ανυπακοής κάνει τη συμπεριφορά του ατόμου να χαρακτηριζεται «επίμονη ανυπακοή» και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 § 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο 88, στην περιπτωση που η επίμονη ανυπακοή σε διαταγες διαπράχθηκε με πρόθεση να χρησιμοποιήθει πονηριά για να αποφύγει την στρατιωτική θητεία, ο δράστης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που κυμαίνεται από έξι μήνες έως πέντε χρόνια.

C: O Ποινικοs Κώδικαs Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το σχετικό απόσπασμα, του άρθρου 155 του Ποινικού Κώδικα έχει ως εξής: "(...) Το κινητρο, προκειμένου να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία.Διατρεχει τον κινδυνο να καταδικαστει σε φυλακισης απο 2 μηνες εως 2 χρονια και χρηματικης ποινης (...) οποιος - εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα -ενθαρρυνει τους κληθεντες να αποφύγουν τη στρατιωτική τους θητεία (. ..) "Το αδίκημα της υποκίνησης για να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία προβλέπεται σημερα στο τμήμα 318 του νέου ποινικού κώδικα, που εγκρίθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2004. Τιμωρείται με φυλάκιση από έξι μήνες έως δύο χρόνια.

Δ. Η νομολογία του Δικαστηρίου των συγκρούσεων

Page 197: THEMIS 1

Στις 13 Οκτωβρίου 2008,αντιλαμβανομενο μια αίτηση για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων σε διαδικασίες που αφορούν στρατιωτικά αδικήματα, το ποινικό τμήμα του Δικαστηρίου των συγκρούσεων, υιοθετησε την αποφαση Ε. 2008/35, Κ. 2008/35, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων: "Η απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1965 (1965/2-1), που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση που είναι επιφορτισμένη με την εναρμόνιση της στρατιωτικης νομοθεσίας του Αρείου Πάγου δείχνει ότι στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, ένα άτομο θεωρείται στρατιωτης μετά την ενσωμάτωσή του στο ταγμα του (Kitaya katılmak). Επιπλέον, στην απόφαση της 20ής Ιουνίου 1975 (1975/6-4), που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση που είναι επιφορτισμένη με την εναρμόνιση της στρατιωτικης νομοθεσίας του Αρείου Πάγου εξηγείται ότι οι δράστες των αδικημάτων που καθορίζονται στο άρθρο 63 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να θεωρουνται στρατιωτικοι και ότι αυτά τα αδικήματα δεν είναι μόνο στρατιωτικα αδικήματα, το στρατιωτικό καθεστώς (το να θεωρειται καποιος ), αφού έχει αποκτηθεί από την ενσωμάτωση του στο ταγμα (...) "

Ε. Η νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου

Με απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 7 Οκτωβρίου 2009, το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε ορισμένες διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου αριθ. 353 και των άρθρων 12 και 16 του νόμου αριθ. 357 γαι τους στρατιωτικους δικαστές. Εκρινε το να συμπεριληφθει ενας αξιωματικος στη διαμορφωση της κρισης των στρατιωτικων δικαστηριων, ασυμβιβστη με την αρχη της ανεξαρτησιας των δικαστηριων οπως οριζεται από τα άρθρα 138 και 140 του Συντάγματος. Επιπλέον, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις που εξαρτούν τους στρατιωτικους δικαστές στη στρατιωτική πειθαρχία υπό τον όρο ότι υπόκεινται σε αξιολογήσεις δεν θα μπορούσαν να ειναι συμβατες με τις παραπάνω αρχές.

III. ΣΧΕΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΗ ΕΓΓΡΑΦΑIII. ΣΧΕΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΗ ΕΓΓΡΑΦΑIII. ΣΧΕΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΗ ΕΓΓΡΑΦΑIII. ΣΧΕΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΗ ΕΓΓΡΑΦΑ

Α. Έγγραφα του Συμβουλίου της Ευρώπης 1) Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης

Page 198: THEMIS 1

Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση έχει αναφερθεί στο δικαίωμα της αντίρρηση συνείδησης το 1967, στο ψήφισμά του αρ. 337 (1967), όπου βρισκονται διατυπωμενες οι βασικές αρχές που ακολουθουν: ¨Οι υποχρεοι για τη στρατιωτικη θητεια, οι οποιοι, για λόγους συνείδησης ή βαθιάς πεποίθησης, ή εξαιτιας μια βαθιας πιστης θρησκευτικης, ηθικης, ανθρωπιστικης, φυλοσοφικης ή αλλης της ιδιας φυσης αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, πρέπει να έχει ένα υποκειμενικό δικαίωμα να απαλλαγουν από αυτή την υπηρεσία. Σε δημοκρατικά κράτη, με βάση την αρχή του κράτους δικαίου, το δικαίωμα αυτό θεωρείται οτι απορρεει λογικά απο τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου από το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. ¨ Με βάση αυτό το ψήφισμα, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση ενέκρινε τη σύσταση αριθ. 478 (1967) όπου καλεί την Επιτροπή Υπουργών να καλέσει τα κράτη μέλη να τηρούν, στο μέτρο του δυνατού, τις εθνικες τους νομοθεσίες στις εν λογω βασικές αρχές. Στη συνέχεια υπενθύμισε και ολοκλήρωσε τις βασικές αρχές στις συστάσεις αρ. 816 (1977) και 1518 (2001). Στην τελευταία, είπε ότι το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης είναι "θεμελιώδες στοιχείο του δικαιώματος στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας" που αναγνωρίζεται στη Σύμβαση. Επεσήμανε ότι υπάρχουν μόνο πέντε κράτη μέλη όπου το δικαίωμα αυτό δεν αναγνωρίζεται, και συνιστά στην Επιτροπή Υπουργών να τα καλέσει να το αναγνωρίσουν. Το 2006, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση ενέκρινε τη σύσταση 1742 (2006) σχετικά με τα δικαιώματα των μελών των ενόπλων δυνάμεων. Ζητά ιδίως τα κράτη μέλη να εισαγάγουν στις νομοθεσίες τους το δικαίωμα να εγγραφεί ως αντιρρησίας συνείδησης οποιαδήποτε στιγμή καθως και το δικαιωμα για τους μονιμους στρατιωτικους (στρατιωτικους κατ'επαγγελμα) να ζητήσουν την ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης.

2) Η Επιτροπή των Υπουργών

Το 1987, η Επιτροπή των Υπουργών υιοθέτησε τη Σύσταση αριθ. R (87) 8, στην οποία συνιστά στα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης και καλεί τις κυβερνήσεις που δεν το έχουν ακόμη

Page 199: THEMIS 1

πράξει, να διαμορφωσουν την εθνική τους νομοθεσία και πρακτική σε συναρτηση με την ακόλουθη βασική αρχή: ¨Ο καθενας που υποκειται στην υποχρεωση της στρατιωτικης θητειας και που για επιτακτικούς λόγους συνειδήσεως, αρνείται να συμμετάσχει στη χρήση όπλων εχει το δικαίωμα να απαλλαγεί από την υπηρεσία (...) (και) μπορεί να υποχρεωθει να υπηρετήσει μια εναλλακτική υπηρεσία "

Σχετικά αποσπάσματα της αυτης σύστασης παρατιθενται ως εξής:

"Β. διαδικασία

2. Το Κρατος μπορεί να προβλεψει μια κατάλληλη διαδικασία για την επανεξέταση των αιτήσεων για την αναγνώριση ως αντιρρησία συνείδησης ή να δεχτει μια αιτιολογημένη δήλωση του ενδιαφερομένου;

3. Για την αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών και των κανόνων της παρούσας σύστασης, το πρόσωπο που υπόκειται στην υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας πρέπει να ενημερώνεται εκ των προτέρων για τα δικαιώματά του. Για το σκοπό αυτό, το κράτος του παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες ή επιτρέπει τις ιδιωτικές οργανώσεις να διασφαλισουν την αναγκαια διαδοση.

4. Η αιτηση για την αναγνωριση ως αντιρρησια συνειδησης πρεπει να παρουσιαζεται με τετοιο τροπο και μεσα στα χρονικα πλαισια που θα εχουν οριστει λαμβανοντας υποψη οτι η διαδικασια της εξετασης της αιτησης ειναι καταρχην ετοιμη στο συνολο της πριν από την ενσωμάτωση στο στρατό.

5. Η εξέταση της αίτησης πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις για μια δίκαιη δίκη

6. Ο αιτών πρεπει να μπορει να ασκησει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης του πρωτου βάθμου.

7. Το όργανο προσφυγής/εφεσης θα πρέπει να είναι ξεχωριστο από τη στρατιωτική διοικηση και φτιαγμενο κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία του

Page 200: THEMIS 1

8. Ο νόμος μπορεί να προβλέπει, επίσης, τη δυνατοτητα για τον αιτούντα να υποβάλει αίτηση και να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης, όταν οι συνθηκες για την αντίρρηση συνείδησης εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας ή κατά τη διάρκεια περιόδων στρατιωτικής εκπαίδευσης μετά την αρχική υπηρεσία, (...) "

Το 2010, η Επιτροπή των Υπουργών υιοθετησε τη Σύσταση CM / Rec (2010) 4, όπου ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι οι περιορισμοί στο δικαίωμα των μελών των ενόπλων δυνάμεων για την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 9 § 2 της Σύμβασης, οτι οι κληθεντες εχουν το δικαιωμα να ειναι εγγεγραμμενοι ως αντιρρησιες συνειδησης και οτι μια υπηρεσια αντικαταστασης κρατικου χαρακτηρα τους προτεινεται. Σχετικά αποσπάσματα της παρούσας σύστασης αναφερονται στη συνεχεια: Η αίτηση από ένα μέλος των ενόπλων δυνάμεων να εγκαταλείψει τις ένοπλες δυνάμεις για λόγους συνείδησης θα πρέπει να μελετηθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα. Εν αναμονή της εξέτασης της αίτησης, το μέλος θα πρέπει, όπου αυτό είναι δυνατό, να μεταφερεται σε άλλες λειτουργίες που δεν σχετίζονται με τη μαχη. Κάθε αίτηση για να αφήσει τις ένοπλες δυνάμεις για λόγους συνείδησης θα πρέπει, σε περίπτωση άρνησης, θα πρέπει να εξεταζεται στο τελικο σταδιο, από ενα οργανο ανεξάρτητο και αμερόληπτο. Τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων που έχουν εγκαταλείψει νόμιμα τις ένοπλες δυνάμεις για λόγους συνείδησης δεν πρέπει να υφίστανται διακρίσεις ή να υπόκειται σε ποινική δίωξη. Το αίτημα για να εγκαταλειψει κανεις τις ένοπλες δυνάμεις για λόγους συνείδησης δεν πρέπει να συνεπάγεται ούτε διάκριση ούτε διώξεις. »

Β. Άλλα διεθνή έγγραφα

Για τα κείμενα των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και άλλων σημαντικών κειμένων, μια ανάλυση του interαμερικανικου σύστηματος για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και άλλα σημαντικά κείμενα, βλ. ιδίως την απόφαση Bayatyan c. Αρμενία [GC] (αρ. 23459/03, § § 58-70, 7 Ιουλίου, 2011).

Page 201: THEMIS 1

Γ. Η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για την Αυθαίρετη Κράτηση

Ομάδα Εργασίας για την Αυθαίρετη Κράτηση ιδρύθηκε το 1991 με το ψήφισμα αριθ. 1991/42 της Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών, η οποία είχε διευκρινίσει την εντολή της στο ψήφισμα αριθ. 1997/50 και την είχε ανανεώσει με το ψήφισμα αριθ. 2003/31.

Αυτος ο υπερσυμβατικος μηχανισμος αποτελεί μέρος των «ειδικών διαδικασιών» που δημιουργουνται από την Επιτροπή για να ασχοληθεί/επιλυσει ζητηματα θεματικα και γεωγραφικα. Από το 2006, οι ειδικές διαδικασίες έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ιδρύθηκε σε αντικατάσταση της Επιτροπής. Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε την εντολή της ομάδας στην απόφαση αριθ. 2006/102 και εδωσε παραταση για μια περίοδο τριών ετών, με την απόφαση αριθ. 6/4 28 Σεπτεμβρίου 2007.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον της ομάδας εργασίας και τη σύνθεση της γ Peraldi δείτε. Γαλλία ((Δεκ.), αριθ. 2096/05, 7 Απριλίου 2009).

IVIVIVIV . . . . ΔΙΚΑΙΟΔΙΚΑΙΟΔΙΚΑΙΟΔΙΚΑΙΟ Ι. Προκαταρκτικά ζητήματα Α. Σχετικά με το θέμα της διαφοράς

Στην αρχική του αιτηση, ο Μ. Savda επικαλεστηκε ρητα τρεις διατάξεις της Σύμβασης, συγκεκριμένα τα άρθρα 6, 9 και 10. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι ο αριθμός των ποινικών διώξεων και καταδικών που είχε ήταν για τη διεκδίκηση ως αντιρρησίας συνείδησης ήταν κατά παράβαση των άρθρων 9 και 10 της Σύμβασης. Υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί εναντίον του εξαιτίας της άρνησής του, ο ίδιος υποστήριξε ότι διαδοχικές καταδίκες τον εχουν βάλει σε μια κατάσταση ταπείνωσης ή υποβάθμισης. Χαρακτηρισε αυτες τις θεραπειες ως ψυχολογικη βια. Επιπλέον, αμφισβήτησε το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που έλαβε χώρα στο στρατοδικείο, το οποίο δε θα μπορούσε, κατά τη γνώμη του αιτούντος, να θεωρηθεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Στο πλαίσιο αυτό, στηρίχθηκε στο άρθρο 6 της Σύμβασης.

Page 202: THEMIS 1

Στην της διασκεψη της 13ης Μαΐου 2009, το Δικαστήριο εθεσε ερωτησεις για το πεδιο εφαρμογης των αρθρων 3, 6 και 9 της συμβασης. Τα μερη (οι διαδικοι) παρουσιασαν επιχειρηματα για το συνολο αυτων των αρθρων.

Υπευθυνο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (γ Gatt. Μάλτα, αρ. 28221/08, § 19, CEDH 2010 Jusic c. Ελβετία, Νο 4691/06, § 99, 2 Δεκεμβρίου 2010), το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητο να εξετάσει τις καταγγελίες σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα 3, 6 και 9 της Σύμβασης.

Β. Επί του παραδεκτού

1. Η καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης

Κατα τις προτεινομενες παρατηρησεις στις 15 Ιανουαρίου 2010, ο αιτών, για πρώτη φορά, επικαλέστηκε παράβαση του άρθρου 5 της Σύμβασης. Αμφισβητει κυριως την αρνηση στις 16 Δεκεμβριου 2008 στην αιτηση του για μειωση της φυλακισης και καταγγελει το καθεστώς της πειθαρχικης στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβλήθηκε.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το παραπονο αυτό τεθηκε πολύ αργά και απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 35 § § 1 και 4 της Σύμβασης.

Με την εξαίρεση του άρθρου 35 § 2 β) της Σύμβασης

Η κυβέρνηση προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 35 § 2 β) της Σύμβασης, στο βαθμό που η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για την Αυθαίρετη Κράτηση έχει λάβει τις ίδιες αιτιάσεις με εκείνες αυτων ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην πραγματικοτητα προκυπτει με αφορμη της γνωμοδοτησης no 16/2008 οτι η Ομαδα Εργασιας γνωμοδοτησε σχετικα με τους ισχυρισμους. Η Κυβέρνηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παρουσα αιτηση είναι ουσιαστικά η ιδια με την αιτηση που υποβλήθηκε σε άλλο διεθνή οργανισμό και οτι πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 35 § 2 β) της Σύμβασης. Ο αιτων αρνειται κατηγορηματικα να προσφυγει στην

Page 203: THEMIS 1

Ομαδα Εργασιας (για αυτο δεν ειμαι πολυ σιγουρη οτι ειναι σωστο). Ισχυρίζεται ότι η παραπομπή έγινε εν αγνοία του από το IRG.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 35 § 2 β) της Συμβάσεως ορίζει: Το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με καμια ξεχωριστη αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 34 διοτι: β) είναι ουσιαστικά η ιδια με μια αιτηση που εχει προηγουμένως εξεταστεί από το Δικαστήριο ή έχει ήδη υποβληθεί σε μια άλλη διαδικασία διεθνούς έρευνας ή διακανονισμού και δεν περιέχει σχετικές νέες πληροφορίες. » Ως εκ τουτου, η σύμβαση, για να αποφευχθει η πολλαπλοτητα διεθνων διαδικασίων σχετικων με ιδιες υποθεσεις, αποκλειει οτι το Δικαστηριο θα μπορεσει να διατηρησει μια αιτηση που εχει ηδη εξεταστει απο ενα διεθνη οργανισμο (Celniku c. Grèce, no 21449/04, § 39, 5 juillet 2007).

Ο κανόνας αυτός ισχύει ανεξάρτητα από την ημερομηνία εισαγωγης των εν λογω διαδικασίων, το στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η ύπαρξη μιας προηγούμενη απόφασης επί της ουσίας, όταν το Δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση.

Τα όργανα της σύμβασης είχαν την ευκαιρία να διευκρινίσουν ότι μονο το γεγονός ότι η αίτηση έχει ήδη υποβληθεί σε μια άλλη διαδικασία διεθνούς έρευνας ή διακανονισμού δεν είναι αρκετή από μόνη της να αποκλείσει τη δικαιοδοσία του και ότι θα πρέπει να αναζητηθεί αν η φύση του εποπτικού οργάνου, η διαδικασία που ακολουθείται από το τελευταιο και το αποτέλεσμα των αποφάσεών του, όπως το άρθρο 35 § 2 β) αποκλείουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (Loukanov c. Bulgarie (no 21915/93, décision de la Commission du 12 janvier 1995, Décisions et rapports (DR) 80B, p. 108), et Varnava et autres c. Turquie (nos 16064-16066/90 et 16068-16073/90, décision de la Commission du 14 avril 1998, DR 93-B, p. 5).

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εχει ήδη εξετάσει τη διαδικασία στην Ομάδα Εργασίας για την Αυθαίρετη Κράτηση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ομάδα εργασίας είναι μια "διεθνης αρχη έρευνας ή διακανονισμού", κατά την έννοια του άρθρου 35 § 2 β) σύμβαση (Peraldi (déc.), précité). Μένει λοιπον

Page 204: THEMIS 1

να εξακριβωθεί αν, στην περίπτωση αυτή, αυτό η αιτηση είναι "ουσιαστικά η ιδια », με αυτή που υποβλήθηκε στην Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για την Αυθαίρετη Κράτηση.

Ωστόσο, η αίτηση θεωρείται ότι ειναι «ουσιαστικά η ίδια" όταν τα γεγονότα, οι διαδικοι και οι ισχυρισμοί ειναι ιδιοι.

Όσον αφορά στο θέμα της αίτησης που εξεταστηκε από την ομάδα εργασίας, το Δικαστηριο παρατηρει οτι αυτη η αρχη επικεντρωθηκε κυριως στον αυθαιρετο χαρακτηρα της κρατησης παρολο που η Ομαδα εργασιας επισης κληθηκε να αποφανθει επι του ζητηματος αν ¨η στερηση της ελευθεριας προκυπτει από την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που διακηρύσσονται στα άρθρα 7, 13, 14, 18, 19, 20 και 21 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. " Ωστοσο στην αρχικη του αιτηση στο δικαστηριο ο αιτων παραπονέθηκε για την έλλειψη αναγνώρισης του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης και τις συνέπειες της άρνησής του να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης, ο ίδιος αμφισβήτησε την αμεροληψία της διαδικασίας στα στρατιωτικά δικαστηρια και επισης κατηγγειλε οτι, παρολο που ηταν πολιτης, επρεπε να εμφανιστεί σε δικαστηρίο που αποτελούνταν αποκλειστικά από αξιωματικούς.

Έτσι, για τις καταγγελίες παραπάνω, η παρουσα αιτηση διαφερει ουσιαστικα απο την ανακοινωση που παρουσιαστηκε στην Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για την Αυθαίρετη Κράτηση. Εδω ως εκ τουτου πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 35 § 2 β) της Σύμβασης.

Η ποιότητα του θύματος του αιτούντος

Η κυβέρνηση προέβαλε ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από την έλλειψη της ιδιότητας του θύματος. Ισχυριζεται οτι ο προσφευγων, που ειχε αποστρατευσει, δεν ειχε κανενα ενδιαφερον/συμφερον να αντιδρασει στο πλαισιο της παρουσας αιτησης εωπιον του Δικαστηριου.

Page 205: THEMIS 1

Ο αιτών αμφισβήτησε το επιχείρημα.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο αιτών μπορεί να χάσει την ιδιότητα του θύματος, όταν πληρούνται δύο προϋποθέσεις:οι αρχές πρέπει να έχουν, κατ 'αρχάς, αναγνώρισμενα ρητά ή ουσιαστικα παραβαση της σύμβασης και δευτερον να την εχουν θεραπευσει.Μονο οταν αυτες οι δυο προυποθεσεις συνενωθουν ο επικουρικος χαρακτηρας του μηχανισμου προστασιας της συμβασης ειναι εμποδιο στην εξεταση μιας αιτησης. Κατα τη διαρκεια που η απωλεια της ιδιοτητας του θυματος φερεται απο τον αιτούντα πρέπει να εξεταστει η φύση του επίμαχου δικαιώματος και οι λόγοι για αποφάσεις που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές και καθοριζουν αν οι αρνητικές συνέπειες για τον ενδιαφερομενο επιμενουν μετα τις αποφασεις αυτες. (Sakhnovski c. Russie [GC], no 21272/03, § 67, 2 novembre 2010).

Στην περιπτωση αυτη, ο M. Savda ισχυρίζεται ειδικότερα ότι ο αριθμός των ποινικών διώξεων και καταδικών των οποιων υπηρξε "αντικειμενο¨για τη διεκδίκηση ως αντιρρησίας συνείδησης αποτελει παραβίαση των άρθρων 3 και 9 της Σύμβασης. Επιπλέον, επικαλείται παραβίαση του Άρθρου 6 της Συμαβασης.

Όσον αφορά στις καταγγελίες αυτές, το Δικαστήριο δεν βλεπει καμια αναγνωριση που ακολουθειται απο την ανακαμψη στην αποφαση της αποστρατευσης του αιτουντα, το οποια ειχε παρεμβει στην εξελιξη πολλων διαδικασιων και κυρωσεων. Καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν πληρούνταν στην προκειμένη περίπτωση, το Διακστηριο κρινει οτι ο αιτων μπορει παντα να επικαλειται ¨θυμα¨( να το παιζει θυμα) μιας παραβιασης των δικαιωματων του. Κατά συνέπεια, η εξαιρεση της Κυβερνήσεως πρέπει να απορριφθεί

VVVV . . . . ΣυμπέρασμαΣυμπέρασμαΣυμπέρασμαΣυμπέρασμα

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι καταγγελίες σύμφωνα με τα άρθρα 3, 6 και 9 της Σύμβασης δεν είναι προδήλως αβάσιμες κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης.

Page 206: THEMIS 1

Επισημαινει ωστοσο οτι δεν συντρεχει κανενας αλλος λογος απαραδεκτου.

Πρεπει επομενως να κηρυχθουν παραδεκτες.

II. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

πογραμμίζοντας τη σοβαρότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί εναντίον του εξαιτίας της άρνησής του να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, ο M. Savda υποστηρίζει ότι οι διαδοχικές καταδίκες τον εχουν βάλει σε μια κατάσταση ταπείνωσης ή υποβάθμισης. Τις αποκαλει θεραπειες ψυχολογικης βιας. Το άρθρο 3 της Σύμβασης έχει ως εξής:"Κανεις δεν πρεπει να υποβαλλεται σε βασανιστηρια ή σε ποινες ή μεταχειρησεις απανθρωπες ή ταπεινωτικες¨. Το άρθρο 3 κατοχυρώνει μία από τις θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών (Soering c. Royaume-Uni, 7 juillet 1989, § 88, série A no 161) και δεν χωρει καμια εξαιρεση. Ομοίως, το άρθρο 15 της Σύμβασης δεν επιτρεπει παρεκκλίσεις σε καιρό πολέμου ή σε περίπτωση ενος αλλου εθνικου κινδυνου (Chahal c. Royaume-Uni, 15 novembre 1996, § 79, Recueil des arrêts et décisions 1996V)

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, η μεταχειριση πρέπει να επιτυγχάνει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας. Η αξιολόγηση αυτού του ελάχιστου είναι σχετική: εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και τη φύση και το πλαίσιο της θεραπείας/ μεταχειρισης, τους κανόνες εφαρμογής της, τη διάρκειά της, τις σωματικες ή τις ψυχικες επιπτώσεις και, μερικές φορές, το φύλο, την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του προσωπου που αφορα (Peers c. Grèce, no 28524/95, § 67, CEDH 2001-III ; Kudła c. Pologne [GC], no 30210/96, § 91, CEDH 2000-XI). Επιπλέον, στην αναζητηση για το αν μια τιμωρία ή μεταχείριση είναι «εξευτελιστική», κατά την έννοια του άρθρου 3, το Δικαστήριο θα εξετάσει αν ο σκοπός είναι να ταπεινώσει και να υποτιμήσει το εν λόγω πρόσωπο και αν, ως προς τα αποτελέσματά της, το μέτρο εχει ή όχι θιξει την προσωπικότητα του τελευταίου κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 3 (Albert et Le Compte c. Belgique, 10 février 1983, § 22, série A no 58).

Page 207: THEMIS 1

Μολις αξιολογησουμε τις επιπτωσεις των μετρων πρεπει να ληφθουν υποψη και οι σωρρευτικες τους επιπτωσεις (Ülke, précité, § 58).

Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στην Τουρκία όλοι οι άρρενες πολίτες που εχουν κριθεί κατάλληλοι για την εθνικη υπηρεσία κλήθηκαν να υπηρετήσουν στρατιωτική θητεία σύμφωνα με το άρθρο 72 του Συντάγματος και το άρθρο Ι του νόμου περί στρατιωτικής θητείας.Δεδομένου ότι δεν υπήρχε εναλλακτική πολιτική υπηρεσία, οι αντιρρησίες συνείδησης δεν είχαν εναλλακτική λύση παρά να αρνηθουν να στρατολογηθούν στο στρατό, αν ήθελαν να μείνουν πιστοί στις πεποιθήσεις τους. Είχαν εκτεθεί ετσι σε ένα είδος "πολιτικου θανατου", λογω των πολλαπλων ποινικων διωξεων που οι αρχες δεν παρελειψαν να κινησουν εις βαρος τους και σωρρευτικες επιπτωσεις των ποινικων καταδικων που προεκυπταν απο τη συνεχη εναλλαγη μεταξυ διωξεων και ποινων φυλακισης και της πιθανοτητας να διωκονται σε ολη τους τη ζωη. Στην απόφασή Ülke ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσταση δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 3 (Ülke, précité, § 63).Τα επιχειρηματα αυτα ισχύουν και στην προκειμένη περίπτωση.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο ενδιαφερομενος έχει καταδικαστεί τρεις φορές σε φυλακιση επειδή αρνήθηκε να φορέσει τη στολή. Επιπλέον, καταδικάστηκε αρκετές φορές, με ποινή απομόνωσης που κυμαίνεται από δύο έως οκτώ ημέρες και πάλι για τον ίδιο λόγο.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος και οι κυρώσεις που του επιβλήθηκαν για την άρνηση να φορέσει τη στολή αναμφίβολα εθεσαν τον αιτουντα σε μια κατάσταση ταπείνωσης ή υποβάθμισης (Ülke, précité, 59).

Επιπλεον στην αποφαση Ülke παραπανω (§ 61 de l’arrêt), το Δικαστηριο δηλωσε οτι : ‘’(...) Η τουρκική νομοθεσία δεν περιέχει καμία ειδική διάταξη αναφορικα με τις κυρώσεις για όσους αρνούνται να φορέσουν τη στολή για λόγους συνείδησης ή θρησκείας.Οι κανόνες που εφαρμοζοται στον τομέα αυτό είναι, όπως φαίνεται, οι διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που τιμωρουν με τροπο γενικο την ανυπακοή στις εντολές των προϊσταμένων. Αυτό το νομικό πλαίσιο είναι προφανώς δεν αρκεί για να ρυθμίσει επαρκώς τις

Page 208: THEMIS 1

καταστάσεις που προκύπτουν από την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας για λόγους πεποιθησης.

Λόγω της ανεπάρκειας της γενικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του, ο προσφεύγων ηταν και μπορεί ακόμη να είναι αντικειμενο μιας ατέρμονης σειράς διώξειων και καταδικων. ‘’

Το Δικαστηριο δεν αντιλαμβανεται τους λογους που να δικαιολογουν το να απομακρυνθει απο αυτη τη νομολογια στην παρουσα υποθεση. Στην πραγματικοτητα ο M. Savda υπηρξε αντικειμενο μιας σειρας ποινικων διωξεων και καταδικων που θα μπορουσαν να επεκατθουν ασταματητα αν η αποφαση της αποστρατευσης , δεν ειχε ληφθει, μετα την εμφανιση μιας ψυχικης διαταραχης (paragraphe 32 ci-dessus, voir dans le même sens, ibidem, § 62).

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι, στο σύνολό τους, και λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαροτητα και τον επαναλαμβανομενο τους χαρακτηρα , οι επιβαλλομενες στον αιτουντα ¨θεραπειες¨του προκάλεσαν έντονο πόνο και ταλαιπωρία, οι οποίες υπερέβησαν το σύνηθες στοιχείο ταπείνωσης που είναι εγγενές σε κάθε ποινική καταδίκη ή κράτηση. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να εξετάσει όλες αυτές τις πράξεις ως εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.

II.ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Ο M. Savda παραπονέθηκε για την έλλειψη αναγνώρισης του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης και επίσης ισχυρίζεται ότι η σειρά των διώξεων και καταδικών που υπεστη για τη διεκδίκηση ως αντιρρησίας συνείδησης αποτελει παραβίαση του άρθρου 9 της Σύμβασης.

Το άρθρο 9 της Σύμβασης έχει ως εξής:

1. Ο καθένας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας: το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία να αλλάξει

Page 209: THEMIS 1

θρησκεία ή τις πεποιθήσεις του και την ελευθερία να εκδηλώνει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις του, ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή ιδιωτικά, μεσω της λατρείας, της εκπαίδευσης, της πρακτικής και των τελετων. 2. Η ελευθερια της εκδηλωσης της θρησκειας ή των πεποιθησεων δεν μπορει να ειναι αντικειμενο αλλων περιορισμων εκτος απο αυτων που προβλεπονται απο τον νόμο και ειναι αναγκαιοι σε μια δημοκρατικη κοινωνία, τη δημόσια ασφάλεια, την προστασία της δημόσιας τάξης της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. »

Α. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ

Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα το δικαίωμα στην ελευθερία της συνείδησης πρέπει να επεκταθεί σε πεποιθήσεις όπως πασιφισμό και αντι-μιλιταρισμό. Ισχυρίζεται ότι, όταν είπε ότι ήταν ένας αντιρρησίας συνείδησης, έκανε ένα καθαρό σκούπισμα του παρελθόντος και αδιακρίτως αρνήθηκε συμμετοχή σε οποιαδήποτε ιδέα του δολοφονικου αγώνα.Ϋιοθετησε¨ έτσι μια ειρηνιστικη στάση , ανεξάρτητα από τις συνθήκες.

Η προσφεύγων προσάπτει, επίσης, στο τουρκικό κράτος οτι δεν έχει θεσπίσει νομοθεσία για την εφαρμογή του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης, ενώ σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος, είχε δεσμευτεί να αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης. Επικρίνει ιδιαίτερα το Κρατος που δεν έχει εισαχθεί διαδικασία που θα του επέτρεπε να διαπιστωθεί αν πληρουσε τις προϋποθέσεις για να επωφεληθει από αυτό το δικαίωμα.

Κατ 'αρχάς, η κυβέρνηση, με βάση τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υποστήριξε ότι το άρθρο 9 δεν ισχύει σε αυτή την περίπτωση. Η ιδέα ότι η υπόθεση δεν εγείρει κανένα ζήτημα σύμφωνα με το άρθρο 9 της Σύμβασης είναι πράγματι αμφίβολο στα μάτια του. Επιπλέον, υπογραμμιζει ότι ο προσφευγων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτος ως αντιρρησίας συνείδησης, αφού συνελήφθη στις 27 Νοεμβρίου 1997 με την κατοχή ενός όπλου και καταδικάστηκε για πράξεις που διαπράχθηκαν στο όνομα μιας παρανομης και με οπλα οργανωσης. Σύμφωνα με την κυβέρνηση,

Page 210: THEMIS 1

ένας αντιρρησίας συνείδησης είναι αυτός που αρνείται σε καθε περίπτωση να πάρει όπλα για την καταπολέμηση τον πλησιον του.

Β. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 9, η ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας είναι ένα από τα θεμέλια της «δημοκρατικής κοινωνίας», κατά την έννοια της Σύμβασης. Αυτή η ελευθερία είναι, στη θρησκευτική της διάσταση, ένα από τα πιο βασικά στοιχεία της ταυτότητας των πιστών και την αντίληψή τους για τη ζωή. Είναι επίσης ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο για τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους σκεπτικιστές και τους αδιάφορους. Υπάρχει πλουραλισμός - ακριβά κατακτηθηκε στο πέρασμα των αιώνων - ουσιωδες στοιχειο σε ομοια κοινωνία (voir, mutatis mutandis, Kokkinakis c. Grèce, 25 mai 1993, § 31, série A no 260-A, et Buscarini et autres c. Saint-Marin [GC], no 24645/94, § 34, CEDH 1999-I). Το άρθρο 9 δεν επιτρέπει κανέναν απολυτως περιορισμο στην ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης ή στην ελευθερία να έχει ή να υιοθετήσει μια θρησκεία ή πεποίθηση της επιλογής του. Ξεχωρίζει η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης, της θρησκείας και της ελευθερίας της εκδηλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων. Η ελευθερία της συνείδησης προστατεύεται άνευ όρων, όπως είναι το δικαίωμα του καθενός να έχει ή να υιοθετήσει μια θρησκεία ή πεποίθηση της επιλογής του και αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα του άρθρου 9 της Σύμβασης. (ibidem, § 110). Το εάν και σε ποιο βαθμό η αντίρρηση στη στρατιωτική θητεία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτής της διάταξης θα πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.

Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στην περίπτωση αυτή, ο αιτών δεν διαμαρτύρεται μόνο για μια κρατική δράση (πολλαπλές διώξεις, καταδίκες και πειθαρχικά μέτρα), αλλά και για παράβαση του (κρατους) που δεν έχει υιοθετήσει το νομο για να θεσει σε εφαρμογή το δικαιωμα στην αντίρρηση συνείδησης. Επιπλέον, ο αιτων ισχυρίστηκε ότι το κράτος δεν είχε εισαγει διαδικασία που θα του επέτρεπε να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να επωφεληθει από αυτό το δικαίωμα.

Page 211: THEMIS 1

Όσον αφορά τη μη αναγνώριση του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι είπε, σε αποφαση του Erçep, που αναφερει (§§ 63 et 64 de l’arrêt) : "(...) Το σύστημα της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας που ισχύει στην Τουρκία επιβάλλει στους πολίτες μια υποχρέωση που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες για τους αντιρρησίες συνείδησης: δεν επιτρέπει καμία εξαίρεση για λόγους συνείδησης και δημιουργεί την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε πρόσωπα που, όπως ο προσφεύγων, αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Ετσι η αμφισβητουμενη αναμιξη προερχεται οχι μονο απο πολλαπλες καταδικες των οποιων ο προσφευγων αποτελεσε αντικειμενο αλλα επισης και απο την ελλειψη μιας εναλλακτικης υπηρεσιας. (...) Το Δικαστήριο θεωρεί ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν προστατευει μια δικαιη ισορροπια αναμεσα στο συμφερον της κοινωνιας στο συνολο της και σ'αυτο των αντιρρησιων συνειδησης. Ως εκ τουτου κρινει οτι οι ποινες που εχουν επιβληθει στον προσφευγοντα ακομη και αν τιποτα δεν ειχε προβλεφθει για να ληφθουν υποψιν οι επιταγές της συνείδησης και των πεποιθήσεων του δεν μπορεί να περάσει για ένα αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία. »

Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει λόγος για να δικαιολογήσει την παρακαμψη των ανωτέρω εκτιμήσεων. Πράγματι, η κυβέρνηση δεν αναφέρει κανεναν επειγοντα ή επιτακτικο λόγο που να δικαιολογει την εν λόγω παράβαση. Αναφέρει απλώς ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για "την εδαφική ακεραιότητα, τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, τη δημόσια τάξη ή την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων." Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να εξηγήσει γιατί, σήμερα, η αναγνώριση του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης δεν είναι συμβατή με τη γενική υποχρέωση του κράτους που αναφέρεται παραπάνω.

Όσον αφορά στην απουσία μιας διαδικασίας που θα επιτρέψει στον αιτούντα να διαπιστωθεί αν πληροί τις προϋποθέσεις για το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στις υποθεσεις Bayatyan και Erçep και αποφάσεις αλλα και στην υποθεση Feti Demirtaş c. Turquie, αφορουσε αιτούντες, οι οποίοι αποτελούν μέρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, μια

Page 212: THEMIS 1

θρησκευτική ομάδα, της οποίας οι πεποιθήσεις περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι είναι απαραίτητο να αντιταχθεί κανεις στη στρατιωτική θητεία (voir Bayatyan, § 111, Erçep, § 48, Feti Demirtaş c. Turquie, no 5260/07, § 97, 17 janvier 2012).

Ωστόσο, ο αιτών, ο κ. Halil Savda, δεν επικαλεστηκε καμια θρησκευτικη πίστη για να ασκήσει το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης.Ο αιτων δηλωνει οτι ασπαζεται την ειρηνιστικη και αντιμιλιταριστικη φιλοσοφια και οτι ειναι αντιρρησιας συνειδησης.Από την πλευρά της, η Κυβέρνηση αμφισβήτησε τον ισχυρισμό αυτό και υποστηρίζει ότι ο προσφευγων δεν μπορεί να γίνει δεκτος ως αντιρρησίας συνείδησης.Το ερώτημα που τιθεται επομένως ειναι σε ποιο βαθμό η αντίρρηση στη στρατιωτική θητεία του M. Savda καλύπτεται /εμπιπτει από το άρθρο 9 της Σύμβασης (Bayatyan, précité, § 110).

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η περίπτωση του M. Savda χαρακτηρίζεται από την έλλειψη της διαδικασίας επανεξέτασης της αίτησης για την αναγνώριση του ως αντιρρησία συνείδησης. Πραγματι η αιτηση του δεν ηταν αντικειμενο καμιας εξετασης απο την πλευρα των αρχων, οι οποιες αρκεστηκαν στο να χρησιμοποιησουν ποινικες διαταξεις κατα της ¨αποφυγης¨απο τη στρατιωτικη θητεια.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, θετική υποχρέωση του κράτους μπορεί να περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας αποτελασματικης και προσιτής διαδικασίας για την προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, (Airey c. Irlande, 9 octobre 1979, § 33, série A no 32 ; McGinley et Egan c. Royaume-Uni, 9 juin 1998, § 101, Recueil des arrêts et décisions 1998-III ; et Roche c. Royaume-Uni [GC], no 32555/96, § 162, CEDH 2005–X), και συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός κανονιστικού πλαισίου για τη δημιουργία ενος δικαστικου και εκτελεστικου μηχανισμού για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και για την εφαρμογή, κατά περίπτωση, κατάλληλων ειδικων μέτρων. Οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν τηρουμένων των αναλογιών, για το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, στο βαθμό που, ελλείψει μιας διαδικασίας για την εξέταση των αιτήσεων για την

Page 213: THEMIS 1

αναγνώριση της ιδιότητα του αντιρρησία συνείδηση, μια τέτοια υπηρεσία είναι πιθανόν να προκαλέσει σοβαρη και ανυπέρβλητη σύγκρουση μεταξύ της υποχρέωσης και της συνείδηση ενός ατόμου ή των ειλικρινών και βαθειων του πεποιθήσεων.

Το Δικαστηριο θεωρει λοιπον οτι οι αρχες βαρυνονται με μια θετικη υποχρεωση να παρεχουν στον αιτουντα μια προσιτη και αποτελεσματικη διαδικασια (voir aussi la Recommandation no R(87)8, paragraphe 55 ci-dessus) που θα του επιτρεψει να θεσπισει ειτε το ειχε ειτε οχι το διακιωμα να επωφεληθει απο την ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα του ατόμου τα οποία προστατεύονται από το άρθρο 9 της Σύμβασης.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ένα σύστημα που δεν παρέχει καμία εναλλακτική υπηρεσία (Erçep, § 63) και καμια προσιτη και αποτελεσματικη διαδικασια μέσω της οποίας ο αιτών θα μπορούσε να θεσπισει αν θα μπορουσε ή οχι να επωφεληθει απο την ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης, δεν μπορει να περασει για να οργανωθει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του συμφερόντος της κοινωνίας στο σύνολό της και αυτου του αντιρρησία συνείδησης. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές έχουν αποτύχει στην υποχρέωσή τους οπως οριζεται στο άρθρο 9 της Σύμβασης (voir, mutatis mutandis, Membres (97) de la Congrégation des témoins de Jéhovah de Gldani, précité, § 134).

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 της Σύμβασης.

IV. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Ο προσφεύγων παραπονείται ότι επρεπε, ενω ηταν πολίτης, να εμφανιστεί ενώπιον δικαστηρίου που αποτελείται αποκλειστικά από αξιωματικούς. Κατήγγειλε επίσης την αδικία της διαδικασίας που κατέληξε στην καταδίκη του από την τελική απόφαση στις 26 Ιουλίου 2007.

Page 214: THEMIS 1

Αναφερει οτι κατα τη διαρκεια αυτής της διαδικασίας, δεν ήταν σε θέση να παραστεί σε ακρόαση το 2005 επειδή καταζητουνταν ως λιποτάκτης. Υπαρχει παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Σχετικως, το αρθρο 6 της Συμβασης εχει ως εξης:

"1. Καθένας έχει το δικαίωμα να ακουστεί η υπόθεσή του δίκαια (...) σε ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο (...) που θα αποφασίσει (...) για το βάσιμο κάθε ποινικής κατηγορίας εναντίον του (. ..) "

Α. Για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του δικαστηρίου

Γενικες Αρχες

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ 'αρχάς ότι, για να καθοριστεί αν ένα δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί «ανεξάρτητο» για τους σκοπούς του άρθρου 6 § 1,πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ο τρόπος διορισμού και η διάρκεια της θητείας των μελών του, η ύπαρξη μιας προστασιας κατά των εξωτερικών πιέσεων και το ζήτημα του να γνωριζουμε αν υπάρχει ή οχι εμφάνιση της ανεξαρτησίας (voir, parmi beaucoup d’autres, Zolotas c. Grèce, no 38240/02, § 24, 2 juin 2005). Η προυποθεση της «αμεροληψίας» εκτιμάται χρησιμοποιώντας μια διττή προσέγγιση: Η πρώτη είναι να προσπαθήσει να προσδιορίσει την προσωπική πεποίθηση ενός συγκεκριμένου δικαστή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και η δεύτερη οδηγεί στο να διασφαλίσει ότι το δικαστήριο θα προσφερει τις επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποκλεισθεί κάθε νόμιμη αμφιβολία ως προς αυτό. Κανεις δεν αμφισβητει οτι μονο η δευτερη προσεγγιση ειναι αρμοζουσα/ σχετικη στην συγκεκριμενη περιπτωση. Επανερχεται να αναρωτηθει οταν μια συλλογικη δικαιοδοσια ειναι αρμοδια, αν, ανεξάρτητα από την προσωπική στάση του ένος από τα μέλη της,υπάρχουν εξακριβώσιμα γεγονότα τα οποία μπορεί να εγείρουν αμφιβολίες για την αμεροληψία του δικαστηρίου. Όπως και στην περίπτωση της ανεξαρτησίας, τα φαινόμενα μπορει να εχουν σημασια;συνάγεται ότι, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη, σε μια συγκεκριμενη περιπτωση για μια νομικη αιτια να φοβούνται την έλλειψη αμεροληψίας του δικαστηρίου, η οπτικη του ή των ενδιαφερομενων μπαίνει στο παιχνίδι. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, οτι καθε φορα διαδραματίζει

Page 215: THEMIS 1

αποφασιστικό ρόλο: ο καθοριστικός παράγοντας είναι κατά πόσον οι φόβοι αυτοί μπορεί να δικαιολογηθουν αντικειμενικά (Gautrin et autres c. France, 20 mai 1998, § 58, Recueil des arrêts et décisions 1998III). Σε αυτή την περίπτωση, φαίνεται δύσκολο να διαχωριστει η αμεροληψία απο την ανεξαρτησία, επισης το Δικαστηριο τις εξεταζει μαζι (Incal c. Turquie, 9 juin 1998, § 65, Recueil des arrêts et décisions 1998IV).

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επισης ότι η Σύμβαση δεν απαγορεύει στα στρατιωτικα δικαστήρια να αποφαίνονται επί ποινικών υποθεσεων εναντιον μελών του προσωπικού του στρατού υπό τον όρο ότι πληρούν τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 (Morris c. Royaume-Uni, no 38784/97, § 59, CEDH 2002I, Cooper c. Royaume-Uni [GC], no 48843/99, § 106, CEDH 2003XII, et Önen c. Turquie (déc.), no 32860/96, 10 février 2004).

Το Δικαστήριο υπογραμμιζει ότι ο προσφεύγων, όταν ενσωματώθηκε στο ταγμα του, θεωρήθηκε κατα το τουρκικό δικαιο στρατιωτης, παρά την άρνηση του να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία (paragraphe 49 cidessus).Ως εκ τούτου, η περίπτωση του προσφεύγοντος είναι κάπως διαφορετική από την περίπτωση του M. Ergin (Ergin (no 6), précité, § 54), που είχε δικάστει και καταδικάστει από στρατιωτικό δικαστήριο, όταν ήταν πολιτης. Στην παραπάνω περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ήταν κατανοητό ότι ενας πολιτης ενώπιον δικαστηρίου που αποτελείται αποκλειστικά απο στρατιωτικους για παραβασεις σχετικες με την προπαγανδα εναντια στη στραυιωτικη θητεια φοβόταν να εμφανιστεί ενώπιον των δικαστών που ανήκουν στο στρατό, και θα μπορουσε να εχει θεωρηθει ως διαδικος στη δικη, ο προσφευγων μπορουσε νομιμως να φοβηθει οτι το δικαστηριο θα επηρεαζοταν αδικαιολογητα απο επιμερους ζητηματα και ότι θα μπορούσαν, επομένως, να θεωρηθουν ως αντικειμενικά δικαιολογημένες αμφιβολίες από αυτόν ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του εν λόγω δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, στην υποθεση Önen c. Turquie (décision précitée), στην οποία ένας αξιωματικός του στρατού δικαστηκε

Page 216: THEMIS 1

επειδη έχει διαπράξει ένα στρατιωτικό αδίκημα, εξετασε μια καταγγελια που εγινε ελλειψει ανεξαρτησιας και αμεροληψιας του δικαστηριου στα πλαισια μιας ποινικης δικης που ελαβε χωρα σε στρατοδικειο. Στην υποθεση αυτη, απορριφθηκε η καταγγελια βασιζομενη κυριως σε μια υποθεση αντιπαραβαλλομενης διοικητικης, στρατιωτικης δικαιοδοσιας και ενος πολιτη (Yavuz et autres c. Turquie (déc.), no 29870/96, 25 mai 2000).

2. Εφαρμογή των αρχών αυτών στην παρούσα υπόθεση

Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2008, το ποινικό τμήμα του Δικαστηρίου των συγκρούσεων στο τουρκικό ποινικό δίκαιο, ένα άτομο θεωρείται στρατιωτικός από την ενσωματωση του στο ταγμα του (paragraphe 49 ci-dessus).Ωστόσο, στα μάτια του Δικαστηρίου, για τον προσδιορισμό της κατάστασης των υπαγομένων, είναι απαραίτητο να προχωρήσει πέρα από τα φαινόμενα και να διερευνήσει την πραγματικότητα της επιμαχης κατάστασης.

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι μετά την κατάταξή του, στις 6 Δεκέμβρη του 2004, ο M. Savda αρνήθηκε να φορέσει την στρατιωτική στολή και δηλωσε ότι δεν ήθελε να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία για λόγους συνείδησης.Για το Δικαστήριο, μια τέτοια κατάσταση δύσκολα μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνη του μονιμου στρατιωτικου. Ο τελευταιος ¨αγκαλιαζοντας¨μια τετοια καριερα υποτασσεται οικειοθελως στο συστημα της στρατιωτικης πειθαρχιας, πραγμα που συνεπαγεται εκ φυσεως τη δυνατοτητα να επιφερει σε ορισμενα δικαιωματα και ελευθεριες στα μελη των ενοπλων δυναμεων περιορισμους που δεν μπορουν να επιβληθουν κατα των πολιτων (voir, mutatis mutandis, Kalaç c. Turquie, 1er juillet 1997, § 28, Recueil des arrêts et décisions 1997IV). Ωστόσο, ο προσφεύγων αρνήθηκε να εκτελέσει οποιαδήποτε στρατιωτική θητεία για λόγους συνείδησης.

Στα μάτια του Δικαστηρίου, είναι απολύτως κατανοητό ότι ένα πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι αντιρρησίας συνείδησης, ο οποίος - όπως ο M. Savda - αρνήθηκε να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία και ο οποιος προσηχθει ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου για καθαρά στρατιωτικά αδικήματα, φοβαται να

Page 217: THEMIS 1

δικαστει από μια επιτροπή τριών στρατιωτικων δικαστών, ένας από τους οποίους είναι μονιμος αξιωματικος. Μια τετοια δυσπιστια δεν ειναι παντα αρκετη για τη διαπιστωση της παραβιασης του άρθρου 6 § 1 : θα πρεπει να ληφθουν υποψιν οι εγγυησεις που παρεχονται στον αιτουντα απο την κατασταση των στρατιωτικων δικαστων που συνεδριαζουν στα στρατοδικεια.

Όσον αφορά τις εγγυήσεις που παρέχονται στους στρατιωτικούς δικαστές, το Δικαστήριο υιοθετεί τις εκτιμήσεις του τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο, με την απόφασή του της 7ης Μαΐου 2009, εκρινε οτι δεν ηταν συμβατες με τη συνταγματική αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, σύμφωνα με τα άρθρα 138 και 140 του Συνταγματος, η συμμετοχή ενος αξιωματικού στη διαμορφωση της αποφασης των στρατιωτικών δικαστηρίων και τις διατάξεις που υποτασουν τους στρατιωτικους δικαστές σε στρατιωτική πειθαρχία και στη ¨βαθμολογηση¨ (paragraphe 50 ci-dessus). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την πρόσφατα εισηχθεισα συνταγματική τροποποίηση, ο νομοθετης δεν ειναι πλεον υποχρεωμενος να λαμβανει υποψιν ¨τις επιταγές της στρατιωτικής θητείας¨ στην υιοθέτηση της νομοθεσίας για τα στρατιωτικά δικαστήρια (paragraphe 37 ci-dessus).

Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι κατανοητό ότι ο προσφεύγων, που έχει να απαντήσει σε ένα δικαστήριο που αποτελείται αποκλειστικά από στρατιωτικούς για καθαρά στρατιωτικα αδικήματα, είχε φοβηθει να εμφανιστεί ενώπιον των δικαστών που ανήκουν στο στρατό, που μπορει σε τέτοιες περιπτώσεις να θεωρηθεί ως διάδικος στη δίκη. Ως εκ τούτου,ο προσφεύγων μπορούσε νομίμως να φοβηθει ότι το δικαστηριο της διοικησης αδικαιολόγητα θα επηρεαζοταν από μερικές εκτιμήσεις. Μπορούμε, λοιπόν, θεωρησουμε ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του δικαστηρίου ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένες (voir, mutatis mutandis, Incal, précité, § 72 in fine). Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Β. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Page 218: THEMIS 1

Ο προσφεύγων παραπονείται επίσης για την αδικία της διαδικασίας που κατέληξε στην καταδίκη του από την τελική απόφαση της 26ης Ιουλίου 2007. Αναφερει οτι κατα τη διαρκεια αυτης της διαδικασιας δεν μπορουσε να παραστει σε μια ακροαση το 2005 επειδη καταζητουνταν ως λιποτακτης. Υπαρχει παραβιαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Λαμβανομενης υποψη της παραβιασης του δικαιωματος του προσφευγοντος να δει την υποθεση του να ¨ακουγεται¨απο ενα ανεξαρτητο και αμεροληπτο δικαστηριο, το Δικαστηριο κρίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη να εξετασθούν οι υπόλοιπες καταγγελίες σχετικά με την αδικία της διαδικασίας (voir, mutatis mutandis, Çıraklar c. Turquie, 28 octobre 1998, §§ 44-45, Recueil des arrêts et décisions 1998-VII).

V. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ α. 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Το α.41 της Συμβασης αναφερει τα εξης: «Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλομένου Μέρους δεν επιτρέπει να σβηστουν παρα μόνον ατελως οι συνεπειες της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί στο θιγόμενο μέρος , εάν συντρέχει λόγος, μία δίκαιη ικανοποίηση. »

Α. ΒΛΑΒΗ

114. Ο αιτών ζητα € 12.000 για ηθική βλάβη, που ο ίδιος ισχυριζεται οτι υπέστη ως αποτέλεσμα του άγχους που προκαληθηκε από τις ποινικες διωξεις που ειχαν κινηθει εναντιον του και που ολες κατεληξαν σε καταδικαστικες αποφασεις.

115. Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό.

116. Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να χορηγήσει στον αιτούντα ολο ζητηθεν ποσο, δηλαδή 12 000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Β. ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

117. Ο προσφεύγων ζητα επισης 1 975 ευρώ για έξοδα και δαπάνες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, και ένα αντίγραφο της συμφωνίας αμοιβής.

Page 219: THEMIS 1

118. Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι το αίτημα αυτό είναι υπερβολικό.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο αιτών δεν μπορει να παρει την επιστροφή των εξόδων και δαπανών του μόνο στο βαθμό που αποδεικνύεται ότι ήταν πραγματικά, αναγκαία και εύλογα ως προς το ύψος. Στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του και στη νομολογία του, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο να επιδικάσει στον προσφεύγοντα το συνολικό ποσό που ισχυρίστηκε, 1 975 ευρώ για το λόγο αυτό, συν οποιοδήποτε ποσο που μπορει να οφειλεται σε φορο.

Γ. τόκοι υπερημερίας

120. Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να βασίσει τον τοκο υπερημερίας στο επιτοκίο δανεισμου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπεζας προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες. (για αυτο δεν ειμαι πολυ σιγουρη)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΟΜΟΦΩΝΑ

1. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή σχετικά με τις καταγγελιες για τη σοβαρότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί κατά του προσφεύγοντος,την έλλειψη αναγνώρισης του δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης,καθώς και την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του στρατιωτικού δικαστηρίου που τον καταδικασε επανειλημμενα μετα απο μια διαδικασια ταχα αδικη και απαραδεκτη για το περισευμα/ πελονασμα

2. Κηρυσσει οτι υπηρξε παραβιαση του α.3 της Συμβασης. 3. Κηρυσσει οτι υπηρξε παραβιαση του α.9 της Συμβασης.

4. Κηρυσσει ότι εξαιτιας της έλλειψης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστηρίου παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης

5. Κηρυσσει ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξετάσει χωριστά το παράπονο δυνάμει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης στο μέτρο που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας

Page 220: THEMIS 1

6. Κηρυσσει α) ότι το εναγόμενο Κράτος οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα, μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα ποσά, για να μετατραπούν σε τουρκικές λίρες με την ισοτιμία που ισχύει κατά την ημερομηνία του διακανονισμού: i. 12 000 ευρώ, συν οποιουδήποτε ποσού που μπορεί να οφείλεται σε φόρο για ηθική βλάβη ii. 1 975 ευρώ , συν οποιουδήποτε ποσού που μπορεί να οφείλεται φόρος από τον αιτούντα για τα δικαστικά εξοδα β) ότι από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την καταβολή, τα ποσά αυτά θα είναι πληρωτέα βασει ένος απλου τόκο με επιτόκιο ίσο με αυτό του δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια αυτης της περιόδου, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

Συνταχθηκε στα γαλλικα και στη συνεχεια κοινοποιηθηκε εγγραφως στις 12 Ιουνίου 2012, κατ 'εφαρμογή του άρθρου 77 § § 2 και 3 του Κανονισμού.

Page 221: THEMIS 1

ΥπόθεσηΥπόθεσηΥπόθεσηΥπόθεση Ali Gunes Ali Gunes Ali Gunes Ali Gunes κατάκατάκατάκατά ΤουρκίαςΤουρκίαςΤουρκίαςΤουρκίας Η ρίψη δακρυγόνων εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και ιδιαίτερα εναντίον μεμονωμένων προσώπων συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με το οποίο απαγορεύεται η πάσης φύσεως κακομεταχείριση. Σύμφωνα με απόφαση του ΕΔΑΔ συνιστά παραβίαση ανθρωπίνου δικαιώματος η ρίψη δακρυγόνων εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών. Όπως επισημαίνεται στη σχετική απόφαση, αν και τα δακρυγόνα δεν συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο της Διεθνούς Σύμβασης του 1993, για τα χημικά όπλα, των οποίων απαγορεύθηκε η παραγωγή, αποθήκευση και χρήση τους, εντούτοις η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχει τονίσει ότι η χρήση δακρυγόνων σε κλειστούς χώρους αποτελεί μια δυνητικά επικίνδυνη ενέργεια. Η ρίψη δακρυγόνων εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και ιδιαίτερα εναντίον μεμονωμένων προσώπων συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με το οποίο απαγορεύεται η πάσης φύσεως κακομεταχείριση, αποφάσισε το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδικάζοντας την προσφυγή του εκπαιδευτικού Αλί Γκιουνές κατά της Τουρκίας. Ο 44χρονος σήμερα εκπαιδευτικός Αλί Γκιουνές είχε δεχθεί κατά πρόσωπο δακρυγόνο από την Αστυνομία, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του σε ειρηνική διαδήλωση κατά της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον Ιούνιο του 2004 στην Κωνσταντινούπολη. Παρά τις επανειλημμένες προσφυγές του στην τουρκική δικαιοσύνη, ουδεμία έρευνα για τον εντοπισμό του αστυνομικού που τον είχε ψεκάσει με χημικό έγινε και ο ίδιος δεν κατέστη δυνατόν να δικαιωθεί. Το Δικαστήριο (ΕΔΑΔ), σήμερα, ωστόσο, καταδίκασε την Τουρκία, για

Page 222: THEMIS 1

παραβίαση των άρθρων της Σύμβασης που απαγορεύουν την κακομεταχείριση ανθρώπων και τα βασανιστήρια και την υποχρέωσε να καταβάλλει 10.000 ευρώ στον παθόντα καταβάλλοντας επιπλέον και 1.500 ευρώ για δικαστικές δαπάνες. Στο σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου υπογραμμίζεται ότι η χρήση δακρυγόνων εναντίον ανθρώπων προκαλεί δυσκολίες στην αναπνοή, ναυτία, εμετούς, σπασμούς στο στήθος και σε ισχυρές δόσεις μπορεί να προκαλέσει, βλάβη στους πνεύμονες και εσωτερική αιμορραγία και ως εκ τούτου συνιστά διακριτή πράξη κακομεταχείρισης και βασανισμού.

In the case of Ali Güneş v. Turkey, The European Court of Human Rights (Second Section), sitting as a Chamber

composed of: Françoise Tulkens, President, Danutė Jočienė, Isabelle Berro-Lefèvre, András Sajó, Işıl Karakaş, Paulo Pinto de Albuquerque, Helen Keller, judges, and Stanley Naismith, Section Registrar,

Having deliberated in private on 20 March 2012, Delivers the following judgment, which was adopted on that date:

PROCEDURE

1. The case originated in an application (no. 9829/07) against the Republic of Turkey lodged with the Court under Article 34 of the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms (“the Convention”) by a Turkish national, Mr Ali Güneş (“the applicant”), on 13 January 2007.

2. The applicant was represented by Mr Kamil Tekin Sürek, a lawyer practising in Istanbul. The Turkish Government (“the Government”) were represented by their Agent.

3. The applicant alleged, in particular, that he had been subjected to ill-treatment in breach of Article 3 of the Convention.

4. On 8 July 2010 the President of the Second Section decided to give notice of the application to the Government. It was also decided to rule on the admissibility and merits of the application at the same time (Article 29 § 1).

Page 223: THEMIS 1

THE FACTS

THE CIRCUMSTANCES OF THE CASE

A. Introduction

5. The applicant was born in 1968 and lives in Istanbul. He is a high school teacher, an executive member of the Education and Science Workers’ Union and a member of the Confederation of Public Workers’ Unions.

6. The 2004 NATO summit took place in Istanbul from 28 to 29 June. The Governor of Istanbul designated thirteen locations in Istanbul where people would be allowed to hold demonstrations.

7. As the remaining facts of the case are in dispute between the parties, they will be set out separately. The facts as presented by the applicant are set out in Section B below (paragraphs 8-10) and the Government’s submissions concerning the facts are summarised in Section C below (paragraphs 11-13). The documentary evidence and further factual elements submitted by the applicant and the Government is summarised in Section D (paragraphs 14-27).

B. The applicant’s submissions on the facts

8. On 28 June 2004 the applicant and a number of other teachers arrived at the square outside the Mecidiyeköy Underground Station in Istanbul, which is one of the thirteen locations referred to above, to issue a press release.

9. The applicant and all his colleagues were unarmed and behaved in a peaceful manner. Nevertheless, police officers who had been circling the crowds grabbed the applicant and his friends by the arms, sprayed them with tear gas and beat them up.

10. The police officers then took the applicant to a police station, where he was kept for a period of eleven hours. He was subsequently brought before a prosecutor, who ordered his release.

C. The Government’s submissions on the facts

11. After the applicant and other demonstrating teachers finished reading their press release, police officers asked them to disperse. When the demonstrators refused to do so, the police officers warned them that they would be taken into custody. The group continued to refuse to disperse and, instead, went on to stage a sit-in protest. They told the police officers that they would continue with their protest until their friends, who had been arrested elsewhere, had been released.

12. When the police continued to try to persuade them, the demonstrators attacked the police with stones and sticks. They also damaged cars in the vicinity and injured a number of police officers. As a result, the police officers used tear gas in order to disperse them. The applicant was taken to the police station, where he was kept for a period of eleven hours before his release was ordered by a prosecutor.

13. On the same day the applicant was examined by two doctors. The first examination was carried out at 11.30 a.m. at the Haseki State Hospital. The doctor noted that the applicant’s eyes were red, and considered it necessary for the applicant to be examined by a specialist doctor. The specialist doctor who examined the

Page 224: THEMIS 1

applicant at Sağmalcılar Hospital at 6.45 p.m. on the same day noted that there was no sign on the applicant’s body that he had been subjected to ill-treatment.

D. Documentary evidence and further factual elements submitted by the parties

14. According to a report prepared on 28 June 2004 by nine of the police officers who had taken part in the incident, the spokesperson for the demonstrators in Mecidiyeköy told the police officers that a number of fellow union members had been arrested at another location in Istanbul earlier in the day. The spokesperson added that the demonstrators in Mecidiyeköy would not be dispersing unless and until their friends had been released, and would instead march to Taksim Square. When the police informed the spokesperson that this would not be allowed and warned the demonstrators to disperse, the demonstrators attacked the police officers with the sticks from their banners, and proceeded to stage a sit-in protest. The Rapid Response Force (Çevik Kuvvet) then dispersed the demonstrators and arrested eleven persons, including the applicant, who refused to disperse.

15. The incident was widely reported in the national press. In a photograph published in the daily newspaper Sabah the applicant is pictured between two police officers who are holding him by the arms, and one of whom is spraying the applicant’s nose and mouth with gas at very close range.

16. At 11.30 a.m. on the same day the applicant was examined by a doctor at Haseki Hospital, who noted redness in both eyes and referred him to a specialist doctor. The ophthalmologist who examined the applicant later that day at the same hospital observed hyperaemia in both eyes, and recorded his findings in a report.

17. At 6.45 p.m. on the same day the applicant was apparently examined by another doctor. However, no entries were made by that doctor in the sections of the report reserved for detailing the incident, the applicant’s allegations and the doctor’s findings. These parts of the report were simply crossed out by the doctor. Thus, the report only mentions the name of the applicant, his date of birth, the time of the medical examination and the name of the police officer who accompanied him.

18. It appears that the applicant was examined by yet another doctor on the same day. The doctor noted in his report (report no. 3015) that there were ecchymosed areas measuring 8 centimetres and 5 x 8 centimetres below the applicant’s shoulders. The doctor also noted that the applicant’s eyes were reddened.

19. According to medical reports submitted by the Government, the ten demonstrators who had been arrested together with the applicant (see paragraph 14 above) also had various injuries on their bodies.

20. The applicant and the other demonstrators were brought before the prosecutor and questioned. In his statement the applicant maintained that he had not committed any offences but had simply exercised his democratic rights. He also informed the prosecutor that the police had used pepper spray against him. According to the statement, a lawyer was present during the applicant’s questioning.

21. On 7 September 2004 the applicant lodged an official complaint with the Şişli prosecutor against the police officers. He argued that when he and his colleagues had been preparing for their press release at 10.00 a.m. on the day of the incident, a number of police officers had attacked them with their truncheons and sprayed them with tear gas. He complained that he had been beaten up with truncheons and punched and kicked by the police officers even after he had been arrested. He pointed out that the police officers responsible could be identified from the photographs published in

Page 225: THEMIS 1

the newspapers. The applicant argued that the police officers’ actions had been in violation of both the domestic legislation and his rights under the Convention, including his rights to liberty and security, freedom of expression and protection from ill-treatment.

22. The applicant subsequently found out in 2007 that before he had even lodged his official complaint on 7 September 2004 a prosecutor had already decided on 30 June 2004 not to prosecute the police officers. In the prosecutor’s decision sixteen persons, including the applicant, were referred to as “the complainants”. The sixteen persons also included the ten demonstrators arrested together with the applicant (see paragraph 14 above). The nine police officers (see paragraph 14 above) were named as the defendants. The offence in question was given as “ill-treatment”.

23. The prosecutor stated in his decision that the police officers had allowed the demonstrators to read out their press release but that when the demonstrators had wanted to march to Taksim square, they had had to disperse them. In the opinion of the prosecutor the officers had been carrying out their duties under the Act on the Powers and Duties of the Police, and had not committed any offences. Despite the fact that it was expressly stated in the decision that it was to be communicated to the complainants, and that the complainants could lodge objections against it, the prosecutor’s decision was not communicated to the applicant.

24. On 4 July 2007 the applicant wrote to the Şişli prosecutor and asked for information about the investigation.

25. In his reply of 21 November 2007 the Şişli prosecutor forwarded to the applicant’s legal representative a copy of the decision adopted by his office on 30 June 2004.

26. On 4 December 2007 the applicant lodged an objection against the decision and drew attention to the prosecutor’s failure to have regard to the medical reports described above (see paragraphs 16 and 18 above) and the photographs of him in the press.

27. On 8 February 2008 the Beyoğlu Assize Court rejected the objection, stating that the prosecutor’s decision of 30 June 2004 had been in compliance with the applicable legislation and procedure.

THE LAW

I. ALLEGED VIOLATION OF ARTICLES 3 AND 13 OF THE CONVENTION

28. The applicant complained under Article 3 of the Convention that, even after he had been arrested by the police, he had been beaten up and sprayed with harmful gases. Relying on Article 13 of the Convention, he also complained that the national authorities had failed to adequately examine his allegations against the police officers.

29. The Government contested that argument. 30. The Court deems it appropriate to examine both complaints solely from the

standpoint of Article 3 of the Convention, which provides as follows:

“No one shall be subjected to torture or to inhuman or degrading treatment or punishment.”

Page 226: THEMIS 1

A. Admissibility

31. The Government considered that the applicant had failed to make use of a number of civil and administrative remedies in respect of his complaints of ill-treatment.

32. The Court reiterates that it has already examined and rejected similar preliminary objections made in similar cases (see, in particular, Gazioğlu and Others v. Turkey, no. 29835/05, §§ 29-30, 17 May 2011, and the cases cited therein). It finds no particular circumstances in the instant case which would require it to depart from its findings in the above-mentioned cases. It therefore rejects the Government’s objection regarding the admissibility of the complaint.

33. The Court notes that this complaint is not manifestly ill-founded within the meaning of Article 35 § 3 (a) of the Convention. It further notes that it is not inadmissible on any other grounds. It must therefore be declared admissible.

B. Merits

34. The Government considered the applicant’s allegations to be baseless. According to the Government, when the applicant and his fellow demonstrators had refused to obey the police officers’ orders to disperse, they had been warned not to violate the law. However, when the group had insisted on continuing with their protests which impeded the circulation of the traffic, the police officers had formed a cordon around them and arrested them. No struggle had taken place between the police and the demonstrators. When the applicant had resisted the police officers’ attempts to arrest him, the police officers had had to use force which could not be considered excessive. Since the use of force by the police officers had been proportionate to the aim of maintaining public order, there had been no violation of Article 3 of the Convention.

35. The Government further submitted that an investigation had been instigated by the Istanbul prosecutor immediately after complaints had been made to his office. The prosecutor had questioned the police officers and, in reaching his decision, had had regard to the parties’ statements and the medical reports. The fact that the outcome of the investigation had not been what the applicant had expected did not mean that the investigation had been ineffective.

36. The Court observes at the outset that the applicant’s complaints of ill-treatment are twofold. Firstly, he complained about having been sprayed with tear gas by the police officers even after being arrested. In respect of this complaint the applicant submitted to the Court the photograph published in a national newspaper (see paragraph 15 above), and referred to the above-mentioned medical reports showing that his eyes had been affected by the gas (see paragraph 16 above). Secondly, he complained about having been beaten up by the police officers. In order to substantiate this second allegation he relied on the medical report detailing his injuries (see paragraph 18 above).

37. The Court has already had occasion to examine the issue of the use of “tear gas”, or “pepper spray”, for the purposes of law enforcement, and recognised that the use of “pepper spray” can produce effects such as respiratory problems, nausea, vomiting, irritation of the respiratory tract, irritation of the tear ducts and eyes, spasms, chest pain, dermatitis and allergies. In strong doses it may cause necrosis of the tissue in the respiratory or digestive tract, pulmonary oedema or internal

Page 227: THEMIS 1

haemorrhaging (haemorrhaging of the suprarenal gland) (Oya Ataman v. Turkey, no. 74552/01, §§ 17-18, ECHR 2006-XIII).

38. In the same judgment the Court also observed that, according to the Convention on the Prohibition of the Development, Production, Stockpiling and Use of Chemical Weapons and on their Destruction of 13 January 1993 (“the CWC”), tear gas is not considered a chemical weapon and its use is authorised for the purpose of law enforcement, including domestic riot control (Article II § 9 (d)). The CWC entered into force with regard to Turkey on 11 June 1997.

39. The Court notes that concerns have been expressed by the European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment (“the CPT”) over the use of such gases in law enforcement. The CPT considers that:

“... [P]epper spray is a potentially dangerous substance and should not be used in confined spaces. Even when used in open spaces the CPT has serious reservations; if exceptionally it needs to be used, there should be clearly defined safeguards in place. For example, persons exposed to pepper spray should be granted immediate access to a medical doctor and be offered an antidote. Pepper spray should never be deployed against a prisoner who has already been brought under control.” (CPT/Inf (2009) 25)

40. In its reports pertaining to its visits carried out in a number of Member States of the Council of Europe the CPT has made the following recommendations:

“... [A] clear directive governing the use of pepper spray to be drawn up, which should include, as a minimum:

clear instructions as to when pepper spray may be used, which should state explicitly that pepper spray should not be used in a confined area;

the right of prisoners exposed to pepper spray to be granted immediate access to a doctor and to be offered measures of relief;

information regarding the qualifications, training and skills of staff members authorised to use pepper spray;

an adequate reporting and inspection mechanism with respect to the use of pepper spray...” (See, inter alia, CPT/Inf (2009) 8)

41. The Court shares the CPT’s concerns and concurs with the above-mentioned recommendations. It stresses, in particular, that there can be no justification for the use of such gases against an individual who has already been taken under the control of the law enforcement authorities, as was the case in the present application.

42. When notice of the application was given to the respondent Government, the Government were asked by the Court to clarify what justification there was for the police officers to spray the applicant with gas after he had been arrested. However, the Government did not respond to that specific question and did not, therefore, seek to justify the spraying of the applicant with pepper gas.

43. Having regard to the effects the gases cause and the potential health risks they entail (see paragraph 37 above), the Court considers that the unwarranted spraying of the applicant’s face in the circumstances described above must have subjected him to intense physical and mental suffering and was such as to arouse in him feelings of fear, anguish and inferiority capable of humiliating and debasing him (see, mutatis mutandis, Kudła v. Poland [GC], no. 30210/96, § 92, ECHR 2000-XI). It thus concludes that by spraying the applicant in such circumstances the police officers subjected him to inhuman and degrading treatment within the meaning of Article 3 of the Convention.

Page 228: THEMIS 1

44. Having regard to the foregoing conclusion, the Court does not deem it necessary to examine separately whether the applicant has also been beaten up by the police officers.

45. As to the applicant’s complaint concerning the adequacy of the investigation, as pointed out above the investigation was closed by the prosecutor within forty-eight hours. Other than the prosecutor’s decision to close the investigation (see paragraph 22 above), no documents have been submitted to the Court to show that any steps were taken by the authorities to investigate the allegations of ill-treatment. The Court thus finds that the national authorities have failed in their duty to carry out an effective investigation into the applicant’s allegations of ill-treatment.

46. In the light of the foregoing the Court finds that there has been a violation of Article 3 of the Convention on account of the spraying of the applicant’s face with tear gas, as well as on account of the failure to carry out an investigation into the applicant’s allegations.

II. ALLEGED VIOLATION OF ARTICLE 5 § 1 OF THE CONVENTION

47. Lastly, relying on Article 5 of the Convention, the applicant complained that he had been arrested by the police and deprived of his liberty in breach of the domestic legislation and without any lawful ground.

48. The Court considers it appropriate to examine this complaint from the standpoint of Article 5 § 1 of the Convention, which provides as follows:

“1. Everyone has the right to liberty and security of person. No one shall be deprived of his liberty save in the following cases and in accordance with a procedure prescribed by law:

(a) the lawful detention of a person after conviction by a competent court;

(b) the lawful arrest or detention of a person for non- compliance with the lawful order of a court or in order to secure the fulfilment of any obligation prescribed by law;

(c) the lawful arrest or detention of a person effected for the purpose of bringing him before the competent legal authority on reasonable suspicion of having committed an offence or when it is reasonably considered necessary to prevent his committing an offence or fleeing after having done so;

(d) the detention of a minor by lawful order for the purpose of educational supervision or his lawful detention for the purpose of bringing him before the competent legal authority;

(e) the lawful detention of persons for the prevention of the spreading of infectious diseases, of persons of unsound mind, alcoholics or drug addicts or vagrants;

(f) the lawful arrest or detention of a person to prevent his effecting an unauthorised entry into the country or of a person against whom action is being taken with a view to deportation or extradition.”

49. The Government contested the applicant’s argument. 50. The Government considered that the applicant had failed to comply with the

six-month time limit because he had not introduced his application within six months of his release from police custody on 28 June 2004.

51. The Court does not deem it necessary to deal with the Government’s objection concerning the issue of the six-month rule; it considers that this complaint is in any event manifestly ill-founded.

52. The Court observes at the outset that the applicant did not elaborate on this complaint and did not single out any alleged irregularities in the procedure concerning his arrest and detention.

Page 229: THEMIS 1

53. In any event, the Court observes that the applicable procedure appears to have been followed by the national authorities. The applicant’s arrest was recorded in the police officers’ report (see paragraph 14 above) and his transfer from the police station to the prosecutor’s office was also recorded in an official document signed by the applicant. He was subsequently questioned by the prosecutor – in the presence of a legal representative – in relation to his participation in the demonstration, and his release was ordered on the same day.

54. In the light of the foregoing, the Court considers that this complaint is manifestly ill-founded and must be rejected in accordance with Article 35 § 3 of the Convention.

III. APPLICATION OF ARTICLE 41 OF THE CONVENTION

55. Article 41 of the Convention provides:

“If the Court finds that there has been a violation of the Convention or the Protocols thereto, and if the internal law of the High Contracting Party concerned allows only partial reparation to be made, the Court shall, if necessary, afford just satisfaction to the injured party.”

A. Damage

56. The applicant claimed 10,000 euros (EUR) in respect of non-pecuniary damage.

57. The Government considered this claim to be exaggerated and invited the Court to reject it.

58. Having regard to the events leading to the violations found under Article 3 of the Convention, the Court awards the applicant the sum claimed by him in full, that is EUR 10,000, in respect of non-pecuniary damage.

B. Costs and expenses

59. The applicant also claimed EUR 3,000 for the costs and expenses incurred before the Court. In support of his claim the applicant submitted to the Court a time sheet showing the time spent by his legal representative on the case.

60. In the opinion of the Government the claim was unsupported and exaggerated. 61. According to the Court’s case-law, an applicant is entitled to the

reimbursement of costs and expenses only in so far as it has been shown that these have been actually and necessarily incurred and are reasonable as to quantum. In the present case, regard being had to the documents in its possession and the above criteria, the Court considers it reasonable to award the sum of EUR 1,500 for the proceedings before the Court.

C. Default interest

62. The Court considers it appropriate that the default interest should be based on the marginal lending rate of the European Central Bank, to which should be added three percentage points.

Page 230: THEMIS 1

FOR THESE REASONS, THE COURT UNANIMOUSLY

1. Declares the complaints under Article 3 of the Convention admissible and the remainder of the application inadmissible;

2. Holds that there has been a violation of Article 3 of the Convention on account of

the spraying of the applicant’s face with tear gas, as well as on account of the failure to carry out an investigation into the applicant’s allegations;

3. Holds

(a) that the respondent State is to pay the applicant, within three months of the date on which the judgment becomes final in accordance with Article 44 § 2 of the Convention, the following amounts, plus any tax that may be chargeable to the applicant, to be converted into Turkish liras at the rate applicable on the date of settlement:

(i) EUR 10,000 (ten thousand euros) in respect of non-pecuniary damage; and (ii) EUR 1,500 (one thousand five hundred euros), in respect of costs and expenses;

(b) that from the expiry of the above-mentioned three months until settlement simple interest shall be payable on the above amounts at a rate equal to the marginal lending rate of the European Central Bank during the default period plus three percentage points;

4. Dismisses the remainder of the applicant’s claim for just satisfaction.

Done in English, and notified in writing on 10 April 2012, pursuant to Rule 77 §§ 2 and 3 of the Rules of Court.

Stanley Naismith Françoise Tulkens Registrar President

Page 231: THEMIS 1

Υπόθεση Συγγελίδης κατά ΕλλάδοςΥπόθεση Συγγελίδης κατά ΕλλάδοςΥπόθεση Συγγελίδης κατά ΕλλάδοςΥπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδος

Στην υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας,

Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων (πρώτο τµήµα), συνεδριάζοντας σε τµήµα, η σύνθεση του οποίου έχει ως εξής:

Nina Vajic, πρόεδρος,

Anatoly Kovler,

Khanlar Hajiyev,

Dean Spielmann,

Giorgio Malinverni,

Γεώργιο Νικολάου, δικαστές,

Σπυρίδων Φλογαΐτη, ad hoc δικαστής,

και Soren Nielsen, γραµµατέας τµήµατος.

Αφού διασκέφθηκε σε συµβούλιο στις 21 Ιανουαρίου 2010,

Εκδίδει την πιο κάτω απόφαση, η οποία ελήφθη την ηµεροµηνία αυτή:

∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ

1. Η υπόθεση έχει εισαχθεί µε µία προσφυγή (αριθ. 24895/07) στρεφόµενη κατά της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας η οποία ασκήθηκε ενώπιον του ∆ικαστηρίου δυνάµει του άρθρου 34 της Σύµβασης για την προστασία των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων και των Θεµελιωδών Ελευθεριών («η Σύµβαση») από έναν Έλληνα υπήκοο, τον κύριο Πολυχρόνη Συγγελίδη («ο προσφεύγων»), την 1η Ιουνίου 2007.

2. Ο προσφεύγων εκπροσωπήθηκε από τους κυρίους Κ. Χριστοδούλου και Σ. Τσακυράκη, δικηγόρους Αθηνών, και τον κύριο D. Pannick, δικηγόρο Λονδίνου. Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπήθηκε από τους απεσταλµένους του αντιπροσώπου της, κύριο Γ. Κανελλόπουλο, πάρεδρο του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους και την κυρία Ζ. Χατζηπαύλου, δικαστική αντιπρόσωπο του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους.

Page 232: THEMIS 1

3. Στις 27 Μαΐου 2008, η πρόεδρος του πρώτου τµήµατος αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην Κυβέρνηση. Αποφασίσθηκε επιπλέον να εξετασθούν συγχρόνως το παραδεκτό και η ουσία της προσφυγής (άρθρο 29 § 3 του Κανονισµού).

4. Ο κύριος Ροζάκης, ο δικαστής ο οποίος είχε επιλεγεί για την Ελλάδα, αποσύρθηκε από τη συνεδρίαση επί της υπόθεσης (άρθρο 28 του Κανονισµού). Η Κυβέρνηση διόρισε τον κύριο Σ. Φλογαΐτη, ως ad hoc δικαστή (άρθρο 29 του Κανονισµού).

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ι. ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Α. Ιστορικό της υπόθεσης

5. Ο προσφεύγων έχει γεννηθεί το 1957 και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι επιχειρηµατίας, ο οποίος νυµφεύθηκε την Μ.Α. στις 20 Σεπτεµβρίου 2003. Κατά τον γάµο τους, η Μ.Α. ήταν ήδη µέλος της Ελληνικής Βουλής. Στις 24 Μαρτίου 2004, γεννήθηκε ο γιος τους.

6. Στα τέλη του 2004, ο γάµος του προσφεύγοντος διαλύθηκε. Η κοινή συναινέσει λύση του κηρύχθηκε από το Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 7 Ιουλίου 2005.

7. Ο προσφεύγων και η Μ.Α. υπέγραψαν ένα συµφωνητικό στις 14 ∆εκεµβρίου 2004 µε το οποίο ρυθµίζονταν θέµατα επιµέλειας και επικοινωνίας αναφορικά µε τον γιο τους. Αυτοί οι διακανονισµοί επικυρώθηκαν µε επίσηµη απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 20ης Ιανουαρίου 2005 (απόφαση αριθ. 528/2005). Ειδικότερα, η Μ.Α. θα είχε την κηδεµονία του παιδιού έως την ενηλικίωσή του και θα έµενε µαζί της. Ο προσφεύγων µπορούσε να έχει ελεύθερη επικοινωνία µε τον γιο του, σύµφωνα µε τις ανάγκες του παιδιού, και ορίστηκαν ελάχιστοι περίοδοι και ηµέρες επικοινωνίας. Πράγµατι, µπορούσε να βλέπει τον γιο του κάθε µέρα µεταξύ 5 µµ και 8 µµ.

8. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο προσφεύγων δεν µπόρεσε να έχει επικοινωνία µε τον γιο του σύµφωνα µε τις διατάξεις της δικαστικής απόφασης.

Β. Εθνική διαδικασία

9. Στις 20 Οκτωβρίου 2005, ο προσφεύγων κατέθεσε µήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Αθηνών στη βάση του άρθρου 232A του Ποινικού Κώδικα. Αξίωσε το ποσό των δέκα ευρώ ως ονοµαστική αποζηµίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της παραβίασης της απόφασης αριθ. 528/2005 από την Μ.Α., επιφυλασσόµενος του δικαιώµατός του να διεκδικήσει περαιτέρω αποζηµίωση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.

10. Στις 24 Αυγούστου 2006, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών παρέπεµψε τη µήνυση στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η υπόθεση παραπέµφθηκε στον Υπουργό ∆ικαιοσύνης στις 30 Αυγούστου 2006 προκειµένου να διαβιβασθεί στη συνέχεια στο πρόεδρο του Ελληνικής Βουλής και να ζητηθεί άδεια της Βουλής για την άσκηση δίωξης σύµφωνα µε το άρθρο 62 του Ελληνικού Συντάγµατος. Ο φάκελος ελήφθη από τη Βουλή στις 3 Οκτωβρίου 2006.

Page 233: THEMIS 1

11. Στις 28 Νοεµβρίου 2006, η Επιτροπή ∆εοντολογίας της Βουλής αποφάνθηκε ότι η ασυλία της Μ.Α. δεν έπρεπε να αρθεί. Στην έκθεσή της, η Επιτροπή έκρινε ότι «ένας εκ των λόγων που προβλέπει το άρθρο 83 § 3 του Κανονισµού της Βουλής είχε εφαρµογή στην παρούσα υπόθεση».

12. Στις 6 ∆εκεµβρίου 2006, µε πλειοψηφία 107 ψήφων έναντι 68 κατόπιν µυστικής ψηφοφορίας, η ολοµέλεια της Βουλής αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια. ∆ε δόθηκαν λόγοι για την απόφασή της.

Γ. Εξελίξεις στην υπόθεση

13. Εν τω µεταξύ, στις 31 Μαρτίου 2005, η Μ.Α. κίνησε ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος διότι είχε τοποθετήσει φύλακα έξω από την οικία της υποστηρίζοντας ότι είχε λάβει απειλητικά τηλεφωνήµατα για εκείνον και την οικογένειά του. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε εν συνεχεία τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθµό.

14. Στις 20 ∆εκεµβρίου 2005, το Πρωτοδικείο Αθηνών τροποποίησε τους όρους της άσκησης της γονικής επιµέλειας. Η απόφαση του δικαστηρίου προέβλεπε ιδίως την καταβολή προστίµου 1.000 ευρώ από την Μ.Α. αν παραβίαζε οποιαδήποτε από τις διατάξεις της (απόφαση αριθ. 9599/2005). Η Μ.Α. φέρεται να απέτυχε επανειληµµένα να συµµορφωθεί µε τους τροποποιηθέντες όρους. Στις 20 Μαρτίου 2007 και στις 26 Μαρτίου 2007 ο προσφεύγων κατέθεσε δύο ακόµα µηνύσεις ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών λόγω επικαλούµενων παραβιάσεων της απόφασης του δικαστηρίου. Ο προσφεύγων και πάλι αξίωσε αποζηµίωση για ηθική βλάβη.

15. Στις 9 Μαΐου 2007, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών παρέπεµψε τη µήνυση µε ηµεροµηνία 26 Μαρτίου 2007 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η υπόθεση παραπέµφθηκε στον Υπουργό ∆ικαιοσύνης στις 22 Μαΐου 2006 προκειµένου να διαβιβασθεί στη συνέχεια στο πρόεδρο του Ελληνικής Βουλής και να

ζητηθεί άδεια της Βουλής για την άσκηση δίωξης σύµφωνα µε το άρθρο 62 του Ελληνικού Συντάγµατος. Στις 22 Μαΐου 2006, η Επιτροπή ∆εοντολογίας της Βουλής αποφάνθηκε ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί χωρίς να τεθεί στην κρίση της ολοµέλειας για το λόγο ότι η αίτηση άρσης της ασυλίας ήταν κατ’ουσία ίδια µε την πρώτη αίτηση.

ΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Α. Το Σύνταγµα

16. Τα εφαρµοστέα αποσπάσµατα του Συντάγµατος της Ελλάδος προβλέπουν:

Άρθρο 53

«1. Οι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ηµέρα των γενικών εκλογών (..).»

Άρθρο 61

Page 234: THEMIS 1

«1. Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται µε οποιονδήποτε τρόπο για γνώµη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. (..)

2. Ο βουλευτής διώκεται µόνο για συκοφαντική δυσφήµηση, κατά το νόµο, ύστερα από άδεια της Βουλής. (..)»

Άρθρο 62

«1. Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώµατος (..)

(..) ∆εν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήµατα..»

Β. Ο Ποινικός Κώδικας

17. Τα εφαρµοστέα αποσπάσµατα της ελληνικής νοµοθεσίας προβλέπουν:

Άρθρο 63 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας

«Η πολιτική αγωγή για την αποζηµίωση και την αποκατάσταση από το έγκληµα και για την χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης µπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιούµενους σύµφωνα µε τον αστικό κώδικα.»

Άρθρο 232Α του Ποινικού Κώδικα

«Όποιος µε πρόθεση δε συµµορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως µε την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη (..) ή σε πράξη (..) τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους (..)»

Γ. Ο Αστικός κώδικας

18. Τα εφαρµοστέα αποσπάσµατα του ελληνικού Αστικού Κώδικα προβλέπουν:

Άρθρο 914

«Όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζηµιώσει.»

Άρθρο 932

«Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζηµίωση για περιουσιακή ζηµία, το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει εύλογη (..) χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (..)»

∆. Ο Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας

19. Τα άρθρα 946 και 947 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας οµοίως παρέχουν στο δικαστήριο τη δυνατότητα να τιµωρήσει τη µη συµµόρφωση προς µία απόφαση ή διαταγή µε φυλάκιση ή µε πρόστιµο έως 5.900 ευρώ.

Page 235: THEMIS 1

20. ∆υνάµει του άρθρου 1048 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας, ένα δικαστήριο µπορεί να µη διατάξει τη φυλάκιση ενός βουλευτή κατά τη διάρκεια της θητείας του και για τέσσερις εβδοµάδες µετά τη λήξη αυτής.

Ε. Ο Κανονισµός της Βουλής

21. Το άρθρο 83 του Κανονισµού της Βουλής έχει ως εξής:

«1. Οι αιτήσεις της εισαγγελικής αρχής για τη χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Βουλευτή, σύµφωνα µε τα άρθρα 61 παρ.2 και 62 παρ. 1 του Συντάγµατος, αφού ελεγχθούν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποβάλλονται

στη Βουλή δια του Υπουργού ∆ικαιοσύνης και καταχωρίζονται σε ιδιαίτερο βιβλίο κατά τη σειρά της υποβολής τους (..)

3. Η Επιτροπή [Κοινοβουλευτικής ∆εοντολογίας], αφού ακούσει τον Βουλευτή του οποίου ζητείται η άρση της ασυλίας, εφόσον αυτός το επιθυµεί, (..) ερευνά, βάσει των στοιχείων που συνοδεύουν την αίτηση, αν η πράξη για την οποία ζητείται η άρση της ασυλίας συνδέεται µε την πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή ή αν η δίωξή του υποκρύπτει πολιτική σκοπιµότητα ή αποσκοπεί ενδεχοµένως στο να τρωθεί το κύρος της Βουλής ή του Βουλευτή ή να παρακωλυθεί ουσιαστικώς η άσκηση του λειτουργήµατός του ή να επηρεασθεί η λειτουργία της Βουλής ή της Κοινοβουλευτικής Οµάδας στην οποία ανήκει ο Βουλευτής.

4. Η Επιτροπή δεν εξετάζει τη βασιµότητα της κατηγορίας (..) και συντάσσει σχετική έκθεση εντός της προθεσµίας που τάσσει το παραπεµπτικό έγγραφο του Προέδρου της Βουλής.

6. Οι αιτήσεις για την άρση της βουλευτικής ασυλίας εγγράφονται στην ηµερήσια διάταξη της Ολοµέλειας της Βουλής µετά την υποβολή της έκθεσης της Επιτροπής.

7. Η Βουλή αποφασίζει, µε ανάταση του χεριού (..). Ο λόγος δίνεται πάντα εφόσον ζητηθεί στον Βουλευτή στον οποίο αφορά η αίτηση και στους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Οµάδων ή τους αναπληρωτές τους (..). Η Βουλή αποφασίζει µε µυστική ψηφοφορία αν αυτό ζητηθεί από τον Πρόεδρο της Βουλής ή τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Οµάδας στην οποία ανήκει ο βουλευτής (..)»

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

22. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε, στη βάση του άρθρου 6 § 1 µεµονωµένα και σε συνδυασµό µε το άρθρο 14 της Σύµβασης ότι η άρνηση της Ελληνικής Βουλής να άρει τη βουλευτική ασυλία της Μ.Α. προσέβαλε το δικαίωµά του πρόσβασης σε δικαστήριο. Αυτές οι διατάξεις της Σύµβασης, στο µέτρο που είναι εφαρµοστέες, έχουν ως εξής:

Άρθρο 6 § 1

Page 236: THEMIS 1

«Παν πρόσωπον έχει δικαίωµα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως (..) υπό (..) δικαστηρίου (.., το οποίον θα αποφασίση (..) επί των αµφισβητήσεων επί των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (..)»

Άρθρο 14

Η χρήσις των αναγνωριζοµένων εν τη παρούση Συµβάσει δικαιωµάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώµατος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συµµετοχής εις εθνικήν µειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.»

Α. Επί του παραδεκτού

1. Ισχυρισµοί των διαδίκων

23. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία της Μ.Α. δεν δηµιούργησε ζητήµατα στη βάση του άρθρου 6 της Σύµβασης διότι δεν έθιξε τα δικαιώµατα αστικής φύσεως του προσφεύγοντα. Κατά πρώτον, υποστήριξε ότι η συµπεριφορά του προσφεύγοντα έδειξε ότι ο σκοπός της δήλωσης παράστασής του ως πολιτικής αγωγής ήταν κατά κύριο λόγο να επιτύχει την καταδίκη της κατηγορουµένης. Η Κυβέρνηση επεσήµανε ως προς τούτο ότι όταν κατέθεσε τη µήνυσή του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο προσφεύγων απλώς αξίωσε το συµβολικό ποσό των δέκα ευρώ, χωρίς να παραβλάπτεται η ικανοποίηση όλων των δικαιωµάτων του αστικής φύσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά δεύτερον, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόµα κι αν ο προσφεύγων κατάφερνε να επιτύχει µία καταδίκη σε βάρος την πρώην συζύγου του, αυτή δε θα ήταν «άµεσα αποφασιστική» καθώς οποιεσδήποτε συνέπειες της εν λόγω καταδίκης επί της συµµόρφωσής της προς τους όρους της πρόσβασης του προσφεύγοντος στο παιδί του θα ήταν αβέβαιες και αόριστες. Κατά τρίτον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρούσα προσφυγή δεν εµπίπτει στο πεδίο του άρθρου 6 § 1 διότι η απόφαση αριθ. 528/2005, µε την οποία η σύζυγος του προσφεύγοντος παρέλειψε να συµµορφωθεί, συνιστούσε προσωρινό µέτρο σύµφωνα µε το εθνικό δίκαιο.

24. Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα µέσα. Σηµείωσε ότι, επιπλέον της ποινικής δίωξης, το άρθρο 947 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας προέβλεπε ότι µπορούσε να ασκηθεί αγωγή κατά όποιου παρέλειψε να επιτρέψει την πρόσβαση σε ένα παιδί. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεδοµένου ότι η άρση της βουλευτικής ασυλίας δεν αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής κατά της Μ.Α., ο προσφεύγων έπρεπε να έχει κάνει χρήση αυτής της διαδικασίας πριν να προσφύγει ενώπιον του ∆ικαστηρίου.

25. Ο προσφεύγων παρατήρησε ότι το άρθρο 6 § 1 είχε εφαρµογή στην παρούσα υπόθεση καθώς η Κυβέρνηση δεν επεσήµανε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε το χαρακτήρα µίας actio popularis. Επίσης, ο προσφεύγων επεσήµανε ότι δεν ήταν µία υπόθεση στην οποία επεδίωκε προσωπική εκδίκηση καθώς είχε καταστήσει σαφές σε όλα τα στάδια της εθνικής διαδικασίας ότι σκοπός του ήταν να λάβει αποζηµίωση για την ηθική βλάβη και τη ψυχική οδύνη που του προκάλεσε η

Page 237: THEMIS 1

παράλειψη της συζύγου του να συµµορφωθεί προς την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου. Ο προσφεύγων προσέθεσε ότι η ηθική βλάβη που υπέστη στην παρούσα υπόθεση ήταν ιδιαίτερα σοβαρή δεδοµένου ότι η διαταγή του δικαστηρίου αφορούσε την επικοινωνία µεταξύ εκείνου και του γιου του, η οποία βρισκόταν στην καρδιά της προσωπικής και οικογενειακής ζωής τους. Όσον αφορά το επιχείρηµα της Κυβέρνησης ότι µία καταδίκη σε βάρος της συζύγου του προσφεύγοντος δε θα επηρέαζε άµεσα την πρόσβασή του στον γιο του, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι αυτός ο ισχυρισµός ήταν µη συναφής. Ειδικότερα, επεσήµανε ότι το επίµαχο δικαίωµα αστικής φύσεως στην παρούσα υπόθεση ήταν το δικαίωµα να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία σε βάρος της πρώην συζύγου του και να αξιώσει αποζηµίωση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από τη µη συµµόρφωσή της προς τις διαταγές δικαστηρίου που ρύθµιζαν την πρόσβαση του προσφεύγοντος στον γιο του. Τέλος, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι παρόλο που η αρχική διαταγή του εθνικού δικαστηρίου ήταν προσωρινή, η αγωγή που προτίθετο να ασκήσει στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης αποτελούσε, σύµφωνα µε το ελληνικό δίκαιο, ένα εντελώς αυτοτελές αίτηµα.

26. ∆εύτερον, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το εθνικό δίκαιο του έδινε το δικαίωµα να καταθέσει µήνυση σε συνδυασµό µε αίτηµα χρηµατικής αποζηµίωσης. Ως εκ τούτου, τα δικαιώµατα που προστατεύει το άρθρο 6 της Σύµβασης, συµπεριλαµβανοµένου του δικαιώµατος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ήταν πλήρως

εφαρµοστέα στην προσπάθειά του να ενεργήσει αναλόγως. Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι αγωγές στις οποίες αναφέρεται η Κυβέρνηση δεν ήταν πλήρως διαθέσιµες σε εκείνον εξαιτίας της βουλευτικής ιδιότητας της πρώην συζύγου του. Ειδικότερα, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι σε περίπτωση άσκησης αγωγής βάσει των άρθρων 950 § 2 ή 947 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας, όπου ο παραβάτης είναι, όπως στην προκειµένη περίπτωση, εν ενεργεία βουλευτής, δεν µπορεί να διαταχθεί φυλάκιση.

2. Εκτίµηση του ∆ικαστηρίου

α) Ως προς την εφαρµογή του άρθρου 6 § 1 της Σύµβασης

27. Σε ό,τι αφορά την αστική φύση της διαδικασίας, το ∆ικαστήριο επαναλαµβάνει ότι η Σύµβαση δεν παραχωρεί αφ’εαυτού το δικαίωµα της δίωξης ή καταδίκης τρίτων για ένα ποινικό αδίκηµα. Προκειµένου να υπεισέρχεται στο πεδίο εφαρµογής της Σύµβασης, το εν λόγω δικαίωµα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεµένο µε την εκ µέρους του θύµατος άσκηση του δικαιώµατός του να ασκήσει την αστική αγωγή που προσφέρεται από το εθνικό δίκαιο, έστω και ενόψει της επίτευξης µιας συµβολικής επανόρθωσης ή της προστασίας ενός δικαιώµατος αστικής φύσεως, όπως το δικαίωµα της απόλαυσης µιας «καλής φήµης» (βλέπε Perez κατά Γαλλίας [GC], no.47287/99, § 70, ECHR 2004-I).

28. Από τη νοµολογία αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 6 § 1 της Σύµβασης εφαρµόζεται σε διαδικασίες που σχετίζονται µε µηνύσεις µε παράσταση πολιτικής αγωγής από τη στιγµή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, εκτός αν ο µηνυτής έχει παραιτηθεί κατά τρόπο µη διφορούµενο από την άσκηση του δικαιώµατός του σε επανόρθωση (βλέπε πιο πάνω αναφερόµενη απόφαση Perez, § 66).

Page 238: THEMIS 1

29. Εν προκειµένω, ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για ποσό που ισοδυναµούσε µε δέκα ευρώ, όταν κατέθεσε µήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς, η διαδικασία ήταν αστικής φύσεως καθώς είχε οικονοµική πτυχή, κάτι που προκύπτει από το ποσό των δέκα ευρώ, όσο συµβολικό κι αν είναι αυτό, για το οποίο ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής (βλέπε Γώρου κατά Ελλάδας (αριθ.2) [GC], no. 12686/03, §§ 24-26, 20 Μαρτίου 2009).

30. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το επιχείρηµα της Κυβέρνησης που σχετίζεται µε τον αποφασιστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για το εν λόγω δικαίωµα, το ∆ικαστήριο επισηµαίνει ότι αυτή αφορούσε την αποζηµίωση του προσφεύγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της επικαλούµενης παραβίασης της απόφασης αριθ. 528/2005 από την πρώην σύζυγό του και όχι τη ρύθµιση της πρόσβασής του στον γιο του. Ως εκ τούτου, το δικαίωµα του προσφεύγοντος να αποζηµιωθεί για την επικαλούµενη µη συµµόρφωση προς την απόφαση αριθ. 528/2005 διακυβευόταν άµεσα στην επίδικη διαδικασία (βλέπε Gorraiz Lizarraga και λοιποί κατά Ισπανίας, αριθ. 62543/00, §§ 46-47, ECHR 2004-III).

31. Τέλος, το ∆ικαστήριο επισηµαίνει ότι παρόλο που η µήνυση που κατέθεσε ο προσφεύγων ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βασιζόταν στην επικαλούµενη µη συµµόρφωση της πρώην συζύγου του προσφεύγοντος προς την προηγούµενη προσωρινή διαταγή, ωστόσο εισήγαγε ένα εντελώς αυτοτελές αίτηµα αποζηµίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστη. Συνεπώς, δεν µπορεί να θεωρηθεί από τη φύση της «προσωρινή». Λαµβανοµένων υπόψη των παραπάνω, το ∆ικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 6 § 1 έχει εφαρµογή στην παρούσα υπόθεση και ότι οι ενστάσεις της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθούν.

β) Ως προς την ένσταση περί µη εξάντλησης των εθνικών ενδίκων µέσων

32. Το ∆ικαστήριο επαναλαµβάνει ότι κατά την πάγια νοµολογία του ένας προσφεύγων πρέπει να κάνει φυσιολογική χρήση των εθνικών ενδίκων µέσων που είναι αποτελεσµατικά και επαρκή. Όταν έχει ήδη ασκηθεί ένα ένδικο µέσο, δεν απαιτείται η χρήση ενός άλλου ενδίκου µέσου που έχει κατ’ουσίαν το ίδιο αντικείµενο (βλέπε Yasa κατά Τουρκίας, 2 Σεπτεµβρίου 1998, 1998-VI, § 71, και Riad and Idiab κατά Βελγίου, αριθ. 29787/03 και 29810/03, § 84, ECHR 2008-..).

33. Το ∆ικαστήριο επισηµαίνει ότι στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων κατέθεσε µήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα διεκδικώντας αποζηµίωση για την επικαλούµενη παραβίαση της απόφασης αριθ. 528/2005 από την Μ.Α. Ως εκ τούτου, η εν λόγω µήνυση δύνατο να επανορθώσει άµεσα την επίδικη κατάσταση των πραγµάτων, ήτοι την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της επικαλούµενης µη εκτέλεσης της απόφασης αριθ. 528/2005 (βλέπε Wiktorko κατά Πολωνίας, αριθ. 14612/02, § 34, 31 Μαρτίου 2009). Υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, αυτό συνιστούσε ένα επαρκές και αποτελεσµατικό ένδικο µέσο µε την έννοια του άρθρου 35 της Σύµβασης.

34. Επιπλέον, το ∆ικαστήριο επισηµαίνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιµη µε την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύµβασης. Επιπλέον, σηµειώνει ότι αυτή δεν προσκρούει σε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου. Πρέπει εποµένως να κηρυχθεί παραδεκτή.

Page 239: THEMIS 1

Β. Επί της ουσίας

1. Επιχειρήµατα των διαδίκων

35. Η Κυβέρνηση επεσήµανε ότι σκοπός της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές ως προς τις ψήφους και τις απόψεις τους ήταν να διασφαλισθεί ότι οι εκπρόσωποι του λαού απολάµβαναν τη µεγαλύτερη δυνατή ελευθερία έκφρασης στην άσκηση των καθηκόντων τους, πέρα των ορίων που επιβάλλονταν στους απλούς πολίτες.

36. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εν λόγω ασυλία, όντας συνδεδεµένη µε ένα καθήκον το οποίο προβλέπει το Σύνταγµα, δεν παραβίασε ούτε την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόµου ούτε την απαγόρευση των διακρίσεων. Σκοπός της δεν ήταν ούτε να δηµιουργήσει µία «προνοµιούχα» τάξη ούτε να επιτρέψει στους βουλευτές να κάνουν αυθαίρετη χρήση των προνοµίων τους. Αντιθέτως, επεδίωκε το θεµιτό σκοπό του να επιτραπεί στη Βουλή να συζητά ελεύθερα και ανοικτά οποιοδήποτε ζήτηµα της δηµόσιας ζωής χωρίς τα µέλη της να αντιµετωπίζουν τον κίνδυνο δίωξης ή πιθανών νοµικών συνεπειών.

37. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το δικαίωµα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είχε περιορισθεί στην παρούσα υπόθεση δεδοµένου ότι η εσωτερική διαταγή διασφάλιζε την πιθανότητα διεκδίκησης αποζηµίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για υλική ζηµία και ηθική βλάβη που προκλήθηκαν λόγω της επικαλούµενης µη νόµιµης συµπεριφοράς της Μ.Α. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι µία αστική αγωγή αποτελούσε ένα ένδικο µέσο ισοδύναµο µε την παράσταση ως πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία κατά της Μ.Α. Η διεκδίκηση αστικής αποζηµίωσης µόνο µέσω της ποινικής διαδικασίας θα υπονόµευε ολόκληρο τον σκοπό της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές, ήτοι την ελευθερία και τον αυθόρµητο χαρακτήρα των βουλευτικών συζητήσεων. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι µε την απόφαση αριθ. 9599/2005, το Πρωτοδικείο Αθηνών τροποποίησε τους όρους άσκησης γονικής επιµέλειας που είχε θέσει η απόφαση αριθ. 528/2005 του ίδιου δικαστηρίου και προέβλεψε πρόστιµο ύψους 1.000 ευρώ σε

περίπτωση παραβίασης. Συναφώς, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων µπορούσε οµοίως να έχει ζητήσει από το Πρωτοδικείο Αθηνών να προβλέψει κάποιο πρόστιµο και κατόπιν να το επιβάλει στην Μ.Α. σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης αριθ. 528/2005.

38. Σε γενικές γραµµές, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, ακόµα κι αν υποτεθεί ότι η συµπεριφορά της Μ.Α. δε συνδεόταν µε την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων µε την αυστηρή τους έννοια, ο επιβληθείς περιορισµός επί του δικαιώµατος του προσφεύγοντος σε δικαστήριο δε θα πρέπει αυτόµατα να θεωρηθεί ως δυσανάλογος προς τον διωκόµενο σκοπό. Και µόνο η ύπαρξη άλλων ενδίκων µέσων ικανών να παρέξουν επανόρθωση ως προς τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος τού παρείχαν επαρκή µέσα για την αποτελεσµατική προστασία των δικαιωµάτων του βάσει της Σύµβασης.

39. Ο προσφεύγων επεσήµανε ότι η παρούσα υπόθεση έθετε ένα ζήτηµα βουλευτικής ασυλίας το οποίο είχε ήδη επιλυθεί από το ∆ικαστήριο µε τις αποφάσεις του στις υποθέσεις Cordova κατά Ιταλίας (αριθ.1) (αριθ. 40877/98, ECHR 2003-I) και

Page 240: THEMIS 1

Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας (no. 11801/04, 16 Νοεµβρίου 2006). Ο προσφεύγων συµφώνησε µε την Κυβέρνηση ότι η βουλευτική ασυλία βάσει του ελληνικού δικαίου δύνατο να είναι συµβατή προς τη Σύµβαση µε την προϋπόθεση ότι, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της περί άρσης της ασυλίας σε ατοµικές υποθέσεις, η Ελληνική Βουλή ερµήνευσε και εφάρµοσε ορθά τις σχετικές συνταγµατικές διατάξεις. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η άρνηση της Ελληνικής Βουλής να δώσει άδεια για άσκηση δίωξης κατά της Μ.Α. αποτελούσε µέρος µίας ευρύτερης και σταθερής πρακτικής εκ µέρους της βουλής σχετικής µε τη χρήση των συνταγµατικών διατάξεων περί ασυλίας προκειµένου να προστατευθούν οι βουλευτές από την τσιµπίδα του ποινικού δικαίου. Ο προσφεύγων προσκόµισε µία έρευνα του τύπου, όπου αναφερόταν ότι από το 1974 έως το 2003 είχαν γίνει οκτακόσιες αιτήσεις για χορήγηση της εν λόγω αδείας και µόνο σε πέντε από αυτές είχε χορηγηθεί η εν λόγω άδεια. Ως προς τούτο, και µέσα στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η παραβίαση του δικαιώµατός του πρόσβασης σε δικαστήριο καθίστατο ακόµα πιο κατάφωρη δεδοµένου ότι η Μ.Α. είχε τη δυνατότητα να κινήσει ποινική διαδικασία σε βάρος του.

2. Εκτίµηση του ∆ικαστηρίου

α) Γενικές αρχές

40. Το δικαίωµα πρόσβασης σε δικαστήριο, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 6 § 1 της Συµβάσεως, δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε περιορισµούς: αυτοί γίνονται σιωπηρώς αποδεκτοί καθώς το δικαίωµα πρόσβασης απαιτεί, εκ της φύσεώς του, ρύθµιση από το Κράτος (βλέπε Kart κατά Τουρκίας [GC], no. 8917/05, § 79, 3 ∆εκεµβρίου 2009). Ως προς τούτο, τα Συµβαλλόµενα Κράτη διαθέτουν ένα ορισµένο περιθώριο εκτιµήσεως. Αποστολή του ∆ικαστηρίου δεν είναι να υποκαθιστά τα σχετικά εθνικά δικαστήρια. Κατ’ αρχήν αρµόδιες να ερµηνεύουν την εθνική νοµοθεσία είναι οι εθνικές αρχές, και δη τα δικαστήρια (βλέπε, mutatis mutandis, Brualla Gόmez de la Torre κατά Ισπανίας, 19 ∆εκεµβρίου 1997, § 31, Reports of Judgments of Decisions 1997-VIII, και Saez Maeso κατά Ισπανίας, αριθ. 77837/01, § 22, 9 Νοεµβρίου 2004).

41. Ωστόσο, αρµόδιο να αποφαίνεται τελεσίδικα επί της ικανοποιήσεως ή µη των απαιτήσεων της Συµβάσεως, είναι το ∆ικαστήριο. Πρέπει να διαβεβαιώνεται ότι οι ισχύοντες περιορισµοί δεν περιορίζουν ή µειώνουν την πρόσβαση του διοικούµενου κατά τρόπο ή µέχρι σηµείου που να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώµατος αυτού. Περαιτέρω, παρόµοιος περιορισµός του δικαιώµατος προσβάσεως σε δικαστήριο δεν συµβαδίζει µε το άρθρο 6 § 1 παρά µόνον εάν έχει θεµιτό στόχο και υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας ανάµεσα στα χρησιµοποιούµενα µέσα και στον επιδιωκόµενο σκοπό (Waite και Kennedy κατά της Γερµανίας [GC], no. 26083/94, § 59, CEDH 1999-I, και T.P. και Κ.Μ. κατά του Ηνωµένου Βασιλείου [GC] no. 28945/95, § 98, CEDH 2001-V). Tο δικαίωµα πρόσβασης σε δικαστήριο θίγεται όταν η ρύθµισή του παύει να εξυπηρετεί τους σκοπούς της νοµικής ασφαλείας και της ορθής απονοµής της δικαιοσύνης και αποτελεί ένα είδος εµποδίου το οποίο δεν επιτρέπει την επί της ουσίας εκδίκαση της υποθέσεως του διαδίκου από το αρµόδιο δικαστήριο.

Page 241: THEMIS 1

42. Το ∆ικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι όταν ένα κράτος αναγνωρίζει ασυλία στους βουλευτές του είναι δυνατόν να θιγεί η προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Τούτο ωστόσο δε σηµαίνει ότι η βουλευτική ασυλία µπορεί να θεωρηθεί καταρχήν ότι επιβάλλει έναν δυσανάλογο περιορισµό στο δικαίωµα πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως αυτό περιλαµβάνεται στο άρθρο 6 § 1 (βλέπε πιο πάνω απόφαση Kart κατά Τουρκίας, § 80). Όπως το δικαίωµα αυτό είναι συνυφασµένο µε την εγγύηση για δίκαιη δίκη, η οποία εξασφαλίζεται από το άρθρο αυτό, έτσι και ορισµένοι περιορισµοί στην πρόσβαση πρέπει οµοίως να θεωρούνται

ως συνυφασµένοι µε αυτή, όπως για παράδειγµα οι γενικώς αποδεκτοί από τα Συµβαλλόµενα Κράτη περιορισµοί ως προς την αρχή της βουλευτικής ασυλίας (βλέπε πιο πάνω απόφαση Α. κατά Ηνωµένου Βασιλείου, no. 35373/97, § 83, και, mutatis mutandis, Al-Adsani κατά Ηνωµένου Βασιλείου [GC], no. 35763/97, § 56, ECHR 2001-XI). Το ∆ικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι είναι µακρόχρονη πρακτική των Κρατών να χορηγούν εν γένει διάφορους βαθµούς ασυλίας στους βουλευτές, µε σκοπό να επιτρέπεται η ελευθερία λόγου για τους αντιπροσώπους του λαού και να αποτρέπεται η ανάµειξη των παραπόνων των οπαδών µε την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων (βλέπε πιο πάνω απόφαση Α. κατά Ηνωµένου Βασιλείου, §§ 75-77, πιο πάνω απόφαση Cordova, § 55, και De Jorio κατά Ιταλίας, no. 73936/01, § 49, 3 Ιουνίου 2004). ∆εδοµένου τούτου, η δηµιουργία εξαιρέσεων σε αυτή την ασυλία, των οποίων η εφαρµογή εξαρτάται από τα συγκεκριµένα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, θα υπονόµευε σηµαντικά τους διωκόµενους θεµιτούς σκοπούς (βλέπε πιο πάνω απόφαση Α. κατά Ηνωµένου Βασιλείου, § 88).

43. Εν τούτοις, θα ήταν οµοίως ασύµβατο προς τον σκοπό και το αντικείµενο της Σύµβασης εάν τα Συµβαλλόµενα Κράτη, υιοθετώντας κάποιο από τα συστήµατα τα οποία συνήθως χρησιµοποιούνται προς εξασφάλιση ασυλίας στους βουλευτές, απαλλάσσονταν κατ’αυτόν τον τρόπο από κάθε ευθύνη έναντι της Συµβάσεως στον τοµέα της βουλευτικής δραστηριότητος. Το ∆ικαστήριο υποµιµνήσκει ότι σκοπός της Συµβάσεως είναι η προστασία δικαιωµάτων όχι θεωρητικών ή κενών ουσιαστικού περιεχοµένου, αλλά συγκεκριµένων και πραγµατικών. Η παρατήρηση αυτή ισχύει ειδικότερα για το δικαίωµα πρόσβασης στα δικαστήρια, λόγω της εξέχουσας θέσης την οποία κατέχει το δικαίωµα σε δίκαιη δίκη σε µία δηµοκρατική κοινωνία (βλέπε Ait-Mouhoub κατά Γαλλίας, 28 Οκτωβρίου 1998, § 52, Reports 1998-VIII). Θα ήταν ασυµβίβαστο µε την υπεροχή του δικαίου σε µία δηµοκρατική κοινωνία ή µε τη θεµελιώδη αρχή που διέπει το άρθρο 6 § 1, εάν ένα Κράτος είχε τη δυνατότητα, ανεπιφυλάκτως και άνευ ελέγχου εκ µέρους του ∆ικαστηρίου, να αποκλείει της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων µία ολόκληρη σειρά προσφυγών αστικής φύσεως ή να παρέχει ασυλίες σε κατηγορίες προσώπων (βλέπε Fayed κατά Ηνωµένου Βασιλείου, 21 Σεπτεµβρίου 1994, § 65, Series A no. 294-Β).

44. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κατά την οποία η βουλευτική ασυλία παρεµποδίζει την άσκηση του δικαιώµατος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, το ∆ικαστήριο, κατά τον προσδιορισµό της αναλογικότητας ή µη ενός συγκεκριµένου µέτρου, εξετάζει εάν οι επίδικες πράξεις συνδέονταν µε την άσκηση των βουλευτικών

καθηκόντων µε την αυστηρή έννοιά τους (βλέπε πιο πάνω αποφάσεις Cordova (no.1), § 62 και De Jorio, § 53). Το ∆ικαστήριο επαναλαµβάνει σε αυτό το σηµείο ότι η απουσία προφανούς σχέσεως µε τη βουλευτική δραστηριότητα απαιτεί µία στενή ερµηνεία της έννοιας της αναλογικότητας µεταξύ του διωκόµενου σκοπού και των

Page 242: THEMIS 1

χρησιµοποιούµενων µέσων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία οι περιορισµοί στο δικαίωµα πρόσβασης απορρέουν από την απόφαση ενός πολιτικού οργάνου (βλέπε πιο πάνω απόφαση Kart κατά Τουρκίας, § 83 και Τσακιλτζής κατά Ελλάδας, αριθ. 11801/04, § 49, 16 Νοεµβρίου 2006). Επιπλέον, όσο πιο ευρεία είναι η ασυλία, τόσο πιο επιτακτικός πρέπει να είναι ο λόγος αυτής (βλέπε πιο πάνω απόφαση Α. κατά Ηνωµένου Βασιλείου, § 78).

β) Εφαρµογή των πιο πάνω αρχών στην παρούσα υπόθεση

45. Το ∆ικαστήριο επισηµαίνει ότι το κύριο επιχείρηµα της Κυβέρνησης εστιάζει στην ύπαρξη ενδίκων µέσων διαθέσιµων στον προσφεύγοντα άλλων από την υποβολή µήνυσης για τη διεκδίκηση αποζηµίωσης για την επικαλούµενη µη νόµιµη συµπεριφορά της Μ.Α. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, και µόνο η ύπαρξη των προαναφερόµενων ενδίκων µέσων που του παρείχαν άλλους τρόπους επανόρθωσης σήµαινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ουσίας του δικαιώµατος του προσφεύγοντος για πρόσβαση σε δικαστήριο. Το ∆ικαστήριο διαφωνεί µε αυτή την προσέγγιση. Όπως έχει ήδη παρατηρήσει σε πολλές περιπτώσεις, όταν η εσωτερική έννοµη τάξη προσφέρει ένα ένδικο µέσο όπως η υποβολή µήνυσης µε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, το Κράτος υποχρεούται να µεριµνά ώστε ο πολιτικώς ενάγων να απολαµβάνει τις θεµελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 (βλέπε Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδας, αριθ. 54589/00, § 32, 3 Απριλίου 2003). Ως εκ τούτου, το επιχείρηµα της Κυβέρνησης δε σχετίζεται µε την ουσία της αιτίασης του προσφεύγοντος αλλά µε το ζήτηµα της εξάντλησης των εθνικών ενδίκων µέσων, ζήτηµα το οποίο έχει ήδη επιλύσει το ∆ικαστήριο. Συνεπώς, υπό το φως των συγκεκριµένων περιστάσεων της υπόθεσης, το ∆ικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει αν η άρνηση της Βουλής να χορηγήσει άδεια για την άσκηση δίωξης σε βάρος της Μ.Α. προσέβαλε το δικαίωµα πρόσβασης σε δικαστήριο του προσφεύγοντος.

46. Συναφώς, το ∆ικαστήριο σηµειώνει ότι, ορθώς ερµηνευµένο υπό το φως του άρθρου 6 § 1, το άρθρο 62 του Ελληνικού Συντάγµατος δίδει το δικαίωµα στην Ελληνική Βουλή να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια για άσκηση δίωξης µόνο όταν οι

πράξεις στις οποίες στηρίζεται η δίωξη συνδέονται σαφώς µε τη βουλευτική δραστηριότητα. Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, δεν υφίστατο αντιληπτός δεσµός µεταξύ της συµπεριφοράς της Μ.Α. η οποία αποτέλεσε τη βάση της προτεινόµενης ποινικής διαδικασίας και των βουλευτικών καθηκόντων της. Η επικαλούµενη µη συµµόρφωσή της προς τους όρους επικοινωνίας που διέταξε το εθνικό δικαστήριο διόλου σχετιζόταν µε την εκτέλεση των καθηκόντων της ως µέλους της βουλής και εν γένει µε τη λειτουργία και φήµη της Βουλής. Η συµπεριφορά αυτή σχετίζεται περισσότερο µε µία προσωπική διαµάχη µεταξύ ενός πρώην ανδρόγυνου όσον αφορά τη ρύθµιση της επικοινωνίας µε το τέκνο τους.

47. Επιπλέον, το ∆ικαστήριο σηµειώνει ότι η Επιτροπή ∆εοντολογίας της Βουλής δεν προέβαλε λόγους για τη µη άρση της ασυλίας της Μ.Α. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκανε µία γενική αναφορά στο άρθρο 83 § 3 του Κανονισµού της Βουλής προσθέτοντας ότι συνέτρεχε µία εκ των προϋποθέσεων άρνησης της άρσης της ασυλίας της Μ.Α., χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει αν το αδίκηµα για το οποίο ζητείτο η άρση της ασυλίας σχετιζόταν µε την πολιτική δραστηριότητα της Μ.Α., αν η δίωξη βασιζόταν σε πολιτικούς λόγους ή αν στόχευε στο να υπονοµεύσει το κύρος της Βουλής. Συνεπώς, η απουσία οποιουδήποτε επιχειρήµατος που να καταδεικνύει το σκεπτικό της εν λόγω

Page 243: THEMIS 1

Επιτροπής στέρησε τον προσφεύγοντα ακόµα και από τη δυνατότητα να λάβει οποιαδήποτε σαφή πληροφορία για τη βάση και τα κριτήρια επί των οποίων η Βουλή αρνήθηκε να άρει την ασυλία της Μ.Α.

48. Τέλος, το ∆ικαστήριο προσδίδει σηµασία στο γεγονός ότι η επίδικη προσέγγιση της Βουλής δηµιούργησε µία ανισορροπία στη µεταχείριση µεταξύ του προσφεύγοντος και της Μ.Α., καθώς η τελευταία είχε τη δυνατότητα να κινήσει ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος στις 31 Μαρτίου, ενώ οι σχετικές αιτήσεις της απορρίφθηκαν κατόπιν τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθµό. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσµα της προσέγγισης της Ελληνικής Βουλής ήταν ότι η Μ.Α. παρέµεινε εξ’ολοκλήρου εκτός της δικαιοδοσίας του συστήµατος ποινικής δικαιοσύνης σχετικά µε τις µηνύσεις που κατέθεσε ο προσφεύγων, ενώ ήταν ελεύθερη να επιδιώξει την κίνηση ποινικής διαδικασίας σε βάρος του.

49. Το ∆ικαστήριο θεωρεί ως εκ τούτου ότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση περί µη εισαγωγής περαιτέρω διαδικασιών για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωµάτων του προσφεύγοντος, δεν εξασφάλισε µία δίκαιη ισορροπία µεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συµφέροντος της κοινότητας και της ανάγκης προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων των ατόµων.

50. Οι παραπάνω σκέψεις αρκούν ώστε να οδηγηθεί το ∆ικαστήριο στο συµπέρασµα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύµβασης. Επιπλέον, λαµβανοµένων υπόψη των συγκεκριµένων συνθηκών της παρούσας υπόθεσης και των λόγων που το οδήγησαν στη διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 § 1, το ∆ικαστήριο θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαίο να εξετάσει την υπόθεση και υπό το πρίσµα του άρθρου 14 της Σύµβασης (βλέπε πιο πάνω απόφαση Cordova κατά Ιταλίας (αριθ.1), § 75).

IΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

51. Σύµφωνα µε το άρθρο 41 της Σύµβασης:

«Εάν το ∆ικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύµβασης ή των Πρωτοκόλλων της και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συµβαλλοµένου Μέρους επιτρέπει την ατελή µόνον επανόρθωση των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το ∆ικαστήριο επιδικάζει στον ζηµιωθέντα διάδικο, εφόσον συντρέχει λόγος, µία δίκαιη ικανοποίηση.»

Α. Ζηµία

52. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω της απογοήτευσης που του προκάλεσε η µη δυνατότητά του να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή στην ποινική διαδικασία σε βάρος της πρώην συζύγου του λόγω µη συµµόρφωσης προς µία δικαστική διαταγή και να λάβει αποζηµίωση για ηθική βλάβη. Ζήτησε από το ∆ικαστήριο να του επιδικάσει το ποσό που εκείνο έκρινε προσήκον.

53. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι µία απόφαση που διαπιστώνει την παραβίαση της Σύµβασης θα συνιστούσε αφ’εαυτής µία επαρκή δίκαιη ικανοποίηση. Εναλλακτικά, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το επιδικαστέο ποσό για ηθική βλάβη δεν µπορεί να υπερβεί τα 3.000 ευρώ.

Page 244: THEMIS 1

54. Το ∆ικαστήριο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων υπέστη µία βέβαιη ηθική βλάβη. Λαµβάνοντας υπόψη τις διάφορες σχετικές περιστάσεις και αποφαινόµενο κατά δίκαιη κρίση σύµφωνα µε το άρθρο 41 της Σύµβασης, του επιδικάζει 12.000 ευρώ για την αιτία αυτή, πλέον οποιουδήποτε ποσού µπορεί να οφείλεται ως φόρος.

Β. Έξοδα και δικαστική δαπάνη

55. Ο προσφεύγων οµοίως αξίωσε 62.500 λίρες Αγγλίας (GBP) (περίπου 73.026 ευρώ) για τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του ∆ικαστηρίου. Προσκόµισε τέσσερα τιµολόγια, συνολικού ποσού 12.500 λιρών Αγγλίας (περίπου 14.603 ευρώ), για τα έξοδα τα οποία είχε ήδη καταβάλει για την εκπροσώπησή του ενώπιον του ∆ικαστηρίου.

56. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι δικηγορικές αµοιβές για τη διαδικασία ενώπιον του ∆ικαστηρίου ήταν υπερβολικές και ότι ένα συνολικό ποσό όχι µεγαλύτερο από 5.000 ευρώ θα ήταν προσήκον για τα δικαστικά έξοδα.

57. Το ∆ικαστήριο επισηµαίνει ότι, σύµφωνα µε την πάγια νοµολογία του, η επιδίκαση εξόδων και δικαστικής δαπάνης στη βάση του άρθρου 41 προϋποθέτει την απόδειξη της πραγµατικότητας, της αναγκαιότητάς τους και, επιπλέον, του εύλογου χαρακτήρα του ύψους τους (βλέπε Ιατρίδης κατά Ελλάδας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], no. 31107/96, § 54, ECHR 2000-XI).

Εν προκειµένω, λαµβανοµένων υπόψη των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του και των προαναφερόµενων κριτηρίων, το ∆ικαστήριο κρίνει εύλογο να επιδικάσει 7.000 ευρώ για τη διαδικασία ενώπιόν του, πλέον οποιουδήποτε ποσού µπορεί να οφείλει ο προσφεύγων ως φόρο.

Γ. Τόκοι υπερηµερίας

58. Το ∆ικαστήριο κρίνει προσήκον να βασίσει το επιτόκιο των τόκων υπερηµερίας στο επιτόκιο δανεισµού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσαυξηµένο κατά τρεις εκατοστιαίες µονάδες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

1. Κηρύσσει κατά πλειοψηφία την προσφυγή παραδεκτή.

2. Αποφαίνεται µε έξι ψήφους έναντι µίας ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύµβασης.

3. Αποφαίνεται οµόφωνα ότι δε συντρέχει λόγος να εξετάσει χωριστά την αιτίαση την ελκόµενη από το άρθρο 14 της Σύµβασης.

4. Αποφαίνεται, µε πέντε ψήφους έναντι δύο,

α) ότι το εναγόµενο Κράτος οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα, µέσα σε τρεις µήνες από την ηµέρα κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη σύµφωνα µε το άρθρο 44 § 2 της Σύµβασης, 12.000 (δώδεκα χιλιάδες) ευρώ για ηθική βλάβη, πλέον οποιουδήποτε ποσού που µπορεί να οφείλεται ως φόρος, και 7.000 (επτά

Page 245: THEMIS 1

χιλιάδες) ευρώ για έξοδα και δικαστική δαπάνη, πλέον οποιουδήποτε ποσού µπορεί να οφείλει ο προσφεύγων ως φόρο,

β) ότι, από τη λήξη της τρίµηνης αυτής προθεσµίας και µέχρι την καταβολή, τα ποσά αυτά θα προσαυξηθούν µε τόκους υπολογιζόµενους µε επιτόκιο ίσο µε το επιτόκιο δανεισµού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο θα ισχύει κατά την εν λόγω περίοδο, προσαυξηµένο κατά τρεις εκατοστιαίες µονάδες.

5. Απορρίπτει οµόφωνα το αίτηµα δίκαιης ικανοποίησης κατά τα λοιπά.

Συντάχθηκε στη αγγλική γλώσσα και στη συνέχεια κοινοποιήθηκε εγγράφως στις 11 Φεβρουαρίου 2010, κατ’εφαρµογή του άρθρου 77 §§ 2 και 3 του κανονισµού.

(υπογραφή) (υπογραφή)

Soren Nielsen Nina Vajic

Γραµµατέας Πρόεδρος

Στην παρούσα απόφαση έχει επισυναφθεί, σύµφωνα µε τα άρθρα 45 § 2 της Σύµβασης και 74 § 2 του κανονισµού, η έκθεση της αποκλίνουσας γνώµης του δικαστή Φλογαΐτη.

(ακολουθούν δύο µονογραφές)

ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ∆ΙΚΑΣΤΗ ΦΛΟΓΑΪΤΗ

∆ε συµφωνώ µε την πλειοψηφία στην παρούσα υπόθεση. Κατανοώ ότι υφίστανται σηµαντικά νοµολογιακά προηγούµενα σε περιπτώσεις όπου κατατέθηκαν δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής σε ποινικές δίκες ενώπιον των δικαστηρίων. Πιστεύω ωστόσο ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ποινικής διαδικασίας µε εµποδίζουν από το να δεχθώ ότι η επίδικη διαδικασία ήταν από τη φύση της αστική και, συνεπώς, από το να καταλήξω ότι το άρθρο 6 § 1 έχει εφαρµογή.

Σύµφωνα µε το ελληνικό ποινικό δίκαιο, µία ποινική δίκη έχει εξ ολοκλήρου δηµόσιο χαρακτήρα: ο εισαγγελέας είναι εκείνος που αποφασίζει ποιον να συλλάβει, ασκούνται διώξεις στο όνοµα του δηµοσίου συµφέροντος, και είναι ευθύνη του εισαγγελέα η εισαγωγή µίας υπόθεσης ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά ενός ατόµου που θεωρείται ύποπτο για παραβίαση του νόµου. Η ποινική δίκη γίνεται ως εκ τούτου ανάµεσα στον εκπρόσωπο του δηµοσίου συµφέροντος και τον κατηγορούµενο.

Όταν το «θύµα» ενός εγκλήµατος επιθυµεί να παρέµβει στη διαδικασία, µόνο ένας θεσµός του επιτρέπει να συµµετάσχει επισήµως στην ποινική δίκη: η αστική αγωγή.

Ο πολιτικώς ενάγων που αξιώνει αποζηµίωση συµµετέχει στην ποινική δίκη µε πρόσχηµα τη διεκδίκηση αποζηµίωσης για τη ζηµία που υπέστη. Στην πραγµατικότητα, επιδιώκει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουµένου παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως το άτοµο που υπέφερε ως αποτέλεσµα του εγκλήµατος και που επιδιώκει να αποκαλύψει την αλήθεια. Άλλως ειπείν, ζητώντας

Page 246: THEMIS 1

από το ποινικό δικαστήριο να του επιδικάσει αποζηµίωση για τη ζηµία που υπέστη, ο πολιτικώς ενάγων στην πραγµατικότητα επιζητεί την αναγνώριση του βασάνου του από τις δηµόσιες αρχές και την απονοµή δικαιοσύνης προς όφελός του. Τούτο θα συµβεί µόνο αν ο κατηγορούµενος κριθεί ένοχος για το έγκληµα µε απόφαση του δικαστηρίου. Επιπλέον, η ικανοποίηση των αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος που απορρέουν από το έγκληµα αποτελεί στοιχείο του δηµόσιου σκοπού της ποινικής ποινής αφού όχι µόνο παρέχει επανόρθωση για τον πολιτικώς ενάγοντα αλλά είναι

οµοίως σηµαντική για την αποκατάσταση της ζηµίας που προκλήθηκε στην κοινωνία1.

Η συµµετοχή του πολιτικώς ενάγοντα που αξιώνει αποζηµίωση στην ποινική δίκη οµοίως συµβάλει στην επίτευξη µίας καλύτερης διάγνωσης της προσωπικότητας του κατηγορουµένου και σε µία µεγαλύτερη αποσαφήνιση τόσο των ψυχολογικών συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκληµα όσο και των συνεπειών του. Όταν λαµβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες, τα εθνικά δικαστήρια µπορούν να εκτιµήσουν καλύτερα το επίπεδο ευθύνης του κατηγορούµενου και την προσήκουσα ποινή2. Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος είναι οµοίως αναγκαία προκειµένου τα δικαστήρια ή οι δηµόσιες αρχές να κινούν µε ταχύτητα τις ποινικές διαδικασίες3.

Το επιχείρηµα ότι σκοπός του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική διαδικασία είναι να διασφαλίσει την ποινική καταδίκη του κατηγορουµένου οµοίως ενισχύεται από το γεγονός ότι α) το ποσό που αξιώνει ο πολιτικώς ενάγων ως αποζηµίωση είναι πολύ µικρό, 10 ή 20 ευρώ, και συνήθως επιφυλάσσεται του δικαιώµατος να εισάγει την υπόθεση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για µεγαλύτερη αποζηµίωση, και4 β) η ποινική διαδικασία επιτρέπει στο θύµα να συµµετάσχει στην ποινική δίκη και να προσπαθήσει να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούµενου χωρίς να αξιώσει αστική αποζηµίωση. Πιο συγκεκριµένα, τούτο είναι δυνατό σε περιπτώσεις όπου i) υπεύθυνος για την καταβολή αποζηµίωσης για τη ζηµία που προκλήθηκε από το έγκληµα είναι κάποιος τρίτος και όχι ο κατηγορούµενος, ii) οι δηµόσιες αρχές ασκούν αστική αγωγή για ένα έγκληµα που σχετίζεται µε φόρους και δασµούς, iii) o εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και γ) η διαδικασία δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι απλουστευµένη καθώς αυτή µπορεί να γίνει προφορικά στην πορεία της δίκης, µπορεί να διορισθεί δικηγόρος, η πολιτική αγωγή καλείται να εµφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου και έχει το δικαίωµα ακρόασης.

1 Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη (στην ελληνική γλώσσα), Σάκκουλας, 1982, σελ. 13-37.

2 Ν. Ανδρουλάκης, Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης (στην ελληνική γλώσσα), Σάκκουλας 1994, σελ. 70.

3 Α. Καρράς, Ποινικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο (στην ελληνική γλώσσα), 3η έκδοση, Σάκκουλας, 2007, σελ. 429-52.

4 Ι. Καραγιαννάκος, Ποινική ∆ικονοµία (στην ελληνική γλώσσα), 3η έκδοση, 2005, Α. Παπαδαµάκης, Ποινική ∆ικονοµία (στην ελληνική γλώσσα), Σάκκουλας, 2008, σελ. 158-193, Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, supra.

Page 247: THEMIS 1

5 Α. Παπαδαµάκης, supra.

Ο ρόλος της πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία ως «ιδιώτη» εισαγγελέα οµοίως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ακόµα κι αν ο κατηγορούµενος προσφέρει στον πολιτικώς ενάγοντα ολόκληρο το ποσό της αποζηµίωσης που αξιώνει πριν την έναρξη της ποινικής δίκης, ο ενάγων µπορεί να αρνηθεί αυτή την προσφορά και να επιµείνει στη συµµετοχή του στην ποινική διαδικασία προκειµένου να συνδράµει το δικαστήριο στη διασφάλιση της καταδίκης. Το ίδιο ισχύει όταν η πολιτική αγωγή υποβάλλει την αξίωση της για αποζηµίωση δηµοσίως µετά την έναρξη της δίκης, αλλά ο ενάγων διατηρεί το δικαίωµά του να συµµετέχει στην ποινική δίκη ως πολιτική αγωγή (βλέπε απόφαση αριθ. 1/1997 της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου)5.

Τέλος, η πολιτική αγωγή, εφόσον επιθυµεί πραγµατικά να αποζηµιωθεί, θα υποβάλει την υπόθεσή της ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων θα ικανοποιηθεί το αστικό δικαίωµα. Πράγµατι, ο εξ ολοκλήρου ποινικός χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται επί της ίδιας υπόθεσης, δε δεσµεύονται νοµικά από τις διαπιστώσεις του ποινικού δικαστηρίου και η αστική διαδικασία είναι ανεξάρτητη.

Για τους λόγους αυτούς, καταλήγω ότι η παρούσα υπόθεση έπρεπε να έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Page 248: THEMIS 1

ΥπόθεσηΥπόθεσηΥπόθεσηΥπόθεση AlthoffAlthoffAlthoffAlthoff κατάκατάκατάκατά ΓερμανίαςΓερμανίαςΓερμανίαςΓερμανίας In the case of Althoff and Others v. Germany, The European Court of Human Rights (Fifth Section), sitting as a Chamber

composed of: Dean Spielmann, President, Mark Villiger, Karel Jungwiert, Boštjan M. Zupančič, Ann Power-Forde, Julia Laffranque, judges, Klaus Köpp, ad hoc judge, and Claudia Westerdiek, Section Registrar,

Having deliberated in private on 4 September 2012, Delivers the following judgment, which was adopted on that date:

PROCEDURE

63. The case originated in an application (no. 5631/05) against the Federal Republic of Germany lodged on 11 February 2005 with the Court under Article 34 of the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms (“the Convention”) by nine German nationals, Mrs Edith Althoff and eight others (see full list in annex) (“the applicants”).

64. The applicants were represented by Professor O. Depenheuer of Cologne University and Mr A. Birkmann, a lawyer practising in Erfurt. The German Government (“the Government”) were represented by their Agent, Mrs K. Behr, Regierungsdirektorin, of the Federal Ministry of Justice.

65. The applicants alleged in particular that the new version of section 30a(1) of the Property Act and its application by the domestic courts had breached their right to the peaceful enjoyment of their possessions under Article 1 of Protocol No. 1. They further relied on Article 14 of the Convention. Under Article 41 of the Convention they claimed a lump sum of 1,208,740 euros (EUR) in respect of pecuniary damage and EUR 82,727.80 for costs and expenses.

66. Renate Jaeger, the judge elected in respect of Germany who was in office at the time of the application, decided to withdraw from the case (Rule 28 of the Rules of Court). The Government accordingly appointed Mr Klaus Köpp, a lawyer practising in Bonn, to sit as ad hoc judge (Article 27 § 2 of the Convention and Rule 29 § 1 as then in force).

67. In a judgment of 8 December 2011 (the “judgment on the merits”), the Court found that there had been a violation of Article 1 of Protocol No. 1 (see Althoff and Others v. Germany, no. 5631/05, 8 December 2011).

68. As the question of the application of Article 41 of the Convention was not ready for decision, the Court reserved it and invited the Government and the applicants to submit, within three months from the date on which the judgment

Page 249: THEMIS 1

became final, their written observations on the matter and, in particular, to notify the Court of any agreement that they might reach (ibid., see point 3 of the operative provisions).

69. In the following, the composition of the Fifth Section sitting on 4 September 2012 was modified in accordance with Rule 25 § 4 of the Rules of Court.

THE FACTS

70. On the merits, the present dispute was between Germany, which succeeded to the rights of the heirs of the original Jewish owners of the disputed property (the initial injured party in the National-Socialist era – “Erstgeschädigte”) under an agreement of 13 May 1992 between Germany and the United States of America on the settlement of certain property claims (the “German-US Agreement”), and the applicants, who are the heirs of a shopkeeper who had acquired the disputed property in 1939. The property was subsequently expropriated at the time of the former German Democratic Republic (GDR). The applicants are thus the heirs of the subsequent injured party – “Zweitgeschädigte”.

71. After German reunification, the applicants filed a claim for the restitution of the property in accordance with the relevant provisions of the Law of 23 September 1990 on the resolution of outstanding property issues (the “Property Act”), within the statutory time-limit, initially set at 31 December 1992.

72. On 20 October 1998 the Property Rights Clarification Act retrospectively amended section 30a(1) of the Property Act, providing that the time-limit for the filing of restitution claims did not apply to the rights of the Federal Republic of Germany (FRG) under the German-US Agreement.

73. As a result of the above, the applicants were not able to assert their restitution claims before the domestic courts, on the ground that, as they were the “subsequent” injured party, they were entitled only to compensation under the law of 27 September 1994 on compensation in accordance with the Property Act (the “Compensation Act”).

74. In a judgment of 8 December 2011 the Court found that there had been a violation of Article 1 of Protocol No. 1, because the legislative amendment in question had upset the “fair balance” that had to be struck between the protection of property and the requirements of the general interest. In view of that finding, it observed that it was not necessary to examine the complaint under Article 14 of the Convention taken in conjunction with Article 1 of Protocol No. 1.

THE LAW

75. In a letter of 2 March 2012 the Government informed the Court that negotiations with the applicants with a view to reaching a friendly settlement had failed and they filed a unilateral declaration for the purpose of resolving the question of just satisfaction.

The Government acknowledged that, in the present case, there had been a violation of Article 1 of Protocol No. 1, having regard to the very specific circumstances of the case. For that reason they have accepted the judgment of 8 December 2011 in this specific case and have not requested referral to the Grand Chamber.

Page 250: THEMIS 1

In their declaration the Government indicated in particular that they were willing:

“to award compensation in the amount of [EUR] 210,000 to the Applicants if the Court strikes the Application out of the list, on the condition of payment of the amount, pursuant to Article 37 (1) c) of the Convention. This would be deemed to settle all of the Applicants’ claims in connection with the [present] Application against the Federal Republic of Germany and the Land of Brandenburg, including, in particular, compensation for the Applicants’ damage (including non-pecuniary damage [auch für Nicht-Vermögensschäden]) as well as costs and expenses. This amount shall be set off [angerechnet] in the case that any compensation is awarded to the Applicants pursuant to section 7a (3c), first sentence, section 3 (2) [and] section 1(6) of the Property Act in conjunction with section 1 (1) and (2) of the Compensation Act in the currently pending proceedings before Potsdam Administrative Court under file no. 1 K 821/07.

The amount is payable within three months of notification of the Court’s decision to strike the case out of its list.”

In their observations, the Government indicated in particular that this amount represented fair compensation, having regard to the fact that the impugned interference in this case had been provided for by law, had not been the result of arbitrary expropriation and had taken place in the exceptional context of German reunification. In addition, the measure had served a “public interest”, namely to provide reparation to the heirs of the original Jewish owners, who had been deprived of their property under the National-Socialist regime. In order to ensure that those heirs received rapid compensation, the FRG had signed the “German-US Agreement’ and had paid compensation in the amount of 102 million United States dollars (USD) for that purpose. Moreover, the injustice sustained by those original owners had been much greater than that of the applicants, who were the heirs of owners who had acquired the property under advantageous conditions in the National-Socialist era. Lastly, the severity of the impugned interference had been minor, because the applicants had benefitted from legislation in favour of reparations after German reunification and their claim based on property rights, as subsequent injured parties, was relatively uncertain.

The Government indicated that the proposed sum of EUR 210,000, being substantially larger than the compensation that the applicants could have expected under the Compensation Act, which would have totalled a maximum of EUR 50,000, was divided up as follows:

- EUR 130,000 representing about one fifth (20%) of the sale proceeds for the property in 1997;

- EUR 80,000 for costs and expenses. This amount covers also all claims for moral damages which the applicants might

have had. 76. In a letter of 16 April 2012, the applicants expressed the view that the

compensation proposed in the Government’s declaration was far too low because it represented less than 10 per cent of the total damage actually suffered.

They challenged all the Government’s arguments by referring to the grounds set out by the Court in its judgment on the merits and in particular its finding that the impugned legislative amendment had failed to strike a “fair balance” between the protection of property and the requirements of the general interest (see judgment on the merits, § 74). In addition, the objective of that legislative amendment had not been to provide compensation to the heirs of the original Jewish owners – such compensation had been paid long before – but to correct the mistake, retrospectively and at the applicants’ expense, that had been made by the FRG in failing to file a restitution claim within the requisite statutory time-limit. Lastly, regardless of the type of legislation adopted after German reunification, all that mattered was that the

Page 251: THEMIS 1

applicants had a possession within the meaning of Article 1 of Protocol No. 1 and that there had been a violation of that Article.

Consequently, all the Government’s arguments as to why the amount of compensation to be paid to the applicants should be limited were unjustified. Solely the value of the property and the damage incurred by the applicants since its sale in 1997 could therefore serve as the basis for determining the amount of compensation.

The applicants thus claimed just satisfaction for an amount of EUR 1,593,799.13, broken down as follows:

- EUR 1,332,571.33 in respect of pecuniary damage, comprising EUR 664,680 (value of property) and interest accrued for EUR 667,891.33 (5 % above the relevant base interest rate up to 31 March 2012);

- EUR 261,227.80 for costs and expenses. The applicants indicated that their lawyers’ fees in respect of the proceedings

before the Court had risen from EUR 15,000 to EUR 165,000 and they submitted in this connection a Fee Agreement dated 16 April 2012.

77. In a letter of 26 April 2012, the Government emphasised that the Fee Agreement of 16 April 2012, which provided for a contingency fee, with reference to a previous Fee Agreement of 2005, had been reached after the Court’s judgment on the merits had become binding. The Government doubted that this agreement had any effect under domestic law and argued that the fee in question was not part of the costs of the proceedings to be taken into account for the purposes of Article 41 of the Convention. In addition, the 2005 agreement had concerned representation before the Court, thus including any submissions made in connection with Article 41. Lastly, the Government found the amounts claimed to be excessive and unsubstantiated.

78. The Court reiterates that under Article 37 of the Convention, at any stage of the proceedings it may decide to strike an application out of its list of cases where the circumstances lead to one of the conclusions listed in sub-paragraphs (a), (b) or (c) of paragraph 1 of that Article. Article 37 § 1 (c), in particular, allows the Court to strike out a case where:

“for any other reason established by the Court, it is no longer justified to continue the examination of the application”.

79. The Court further reiterates that, in certain circumstances, an application may be struck out of the list under Article 37 § 1 (c) on the basis of a unilateral declaration by the respondent Government, even if the applicant wishes the examination of the application to be continued. Moreover, there is nothing to prevent a respondent Government from filing a unilateral declaration, as in the present case, at the stage of the proceedings concerning Article 41 of the Convention (see, among other authorities, Racu v. Moldova (just satisfaction – striking out), no. 13136/07, 20 April 2010, and Megadat.com SRL v. Moldova (just satisfaction – striking out), no. 21151/04, ECHR 2011). For that purpose, the Court must examine the declaration closely in the light of the general principles applicable in the context of Article 41 of the Convention (see, inter alia, Former King of Greece and Others v. Greece [GC] (just satisfaction), no. 25701/94, § 73, 28 November 2002; Wolkenberg and Others v. Poland (dec.), no. 50003/99, §§ 60-61, 4 December 2007; and Megadat.com SRL, cited above, § 10).

80. The Court notes that in its judgment on the merits it found that, in the present case, the impugned statutory amendment had been provided for by law and served a “public interest”, namely to clarify a legal situation that was uncertain in the eyes of the German legislature and to secure the State’s property rights under the German-US Agreement. The aim of that agreement had been to provide for a global settlement of

Page 252: THEMIS 1

compensation claims by US citizens and in particular by heirs of the original Jewish owners of property expropriated in the National-Socialist era. The finding of a violation of Article 1 of Protocol No. 1 was not based on the existence of an unlawful deprivation of property, but essentially on the fact that the compensation provided for in the Compensation Act had not been proportionate, having regard to the severity of the impugned interference.

81. In calculating the value of compensation to be awarded to applicants, the Court has previously taken into account the fact that the impugned interference had satisfied the condition of lawfulness and was not arbitrary, but had resulted from a failure to pay an appropriate amount (see, among other authorities, mutatis mutandis, Former King of Greece and Others, cited above, §§ 74, 77 and 78).

82. Moreover, the Court has held that legitimate “public interest” aims may justify restricting reimbursement to a level below the market value (see, among many other authorities, Broniowski v. Poland (Merits) [GC], no. 31443/96, § 182, ECHR 2004-V, and Wolkenberg and Others, cited above, § 60).

83. Lastly, the impugned legislative amendment took place in the exceptional context of German reunification, and, as the Court has indicated on various occasions, the State has a broader margin of appreciation as regards the enactment of laws in a context of transition to a new political and economic regime (see, inter alia, Maltzan and Others v. Germany (dec.) [GC], nos. 71916/01, 71917/01 and 10260/02, §§ 74, 77 and 110, ECHR 2005-V; Jahn and Others v. Germany [GC], nos. 46720/99, 72203/01 and 72552/01, § 113, ECHR 2005-VI. Thus, in a case concerning property that had been abandoned on the other side of the Bug River when Poland’s eastern border had been redrawn after the end of the Second World War, the Court found that the Polish Act of July 2005, which had limited the amount of compensation available to the applicants to 20% of the current value of the original property, had “struck a fair balance” between the protection of their right of property and the general interest, in a manner compatible with the requirements of Article 1 of Protocol No. 1 (see Wolkenberg and Others, cited above, § 66).

84. As regards costs and expenses, the Court notes that the lawyers’ fees claimed for the proceedings before the Court have increased from EUR 15,000 to EUR 165,000. Like the Government, it considers these amounts excessive and finds that it has not been established that these expenses were necessarily incurred, as required by the Court’s case-law concerning Article 41 of the Convention (see, among many other authorities, Sanoma Uitgevers B.V. v. the Netherlands [GC], no. 38224/03, § 109, 14 September 2010).

85. Having regard to the foregoing and to the amount of compensation proposed by the Government, which seems fair in the present case, the Court finds that it is no longer justified to continue the examination of the remainder of the application (Article 37 § 1 (c) – see the Racu and Megadat.com judgments cited above, §§ 18 and 14 respectively).

86. In addition, in the light of the above considerations, the Court finds that the respect for human rights guaranteed in the Convention and its Protocols does not require it to continue that examination (Article 37 § 1 in fine).

Page 253: THEMIS 1

FOR THESE REASONS, THE COURT UNANIMOUSLY

1. Takes note of the terms of the respondent Government’s declaration and of the modalities for ensuring compliance with the undertakings referred to therein;

2. Decides to strike the remainder of the application out of its list of cases, in

accordance with Article 37 § 1 (c) of the Convention.

Done in French and English, and notified in writing on 27 September 2012, pursuant to Rule 77 §§ 2 and 3 of the Rules of Court.

Claudia Westerdiek Dean Spielmann Registrar President

Page 254: THEMIS 1

Υπόθεση Υπόθεση Υπόθεση Υπόθεση ΚορτέσηςΚορτέσηςΚορτέσηςΚορτέσης Κατά Ελλάδας Κατά Ελλάδας Κατά Ελλάδας Κατά Ελλάδας

Στην υπόθεση Κορτέση κατά ΕλλάδοςΚορτέση κατά ΕλλάδοςΚορτέση κατά ΕλλάδοςΚορτέση κατά Ελλάδος το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του προσφυγόντος στη προσωπική του ελευθερία, διαπιστώνοντας δύο παραβάσεις: του άρ. 5 παρ. 1 εδ. γ΄ και του άρ. 5 παρ. 2 ΕΣΔΑ.

En l’affaire Kortesis c. Grèce, La Cour européenne des droits de l’homme (première section), siégeant en une

chambre composée de : Nina Vajić, présidente, Elisabeth Steiner, Khanlar Hajiyev, Mirjana Lazarova Trajkovska, Julia Laffranque, Linos-Alexandre Sicilianos, Erik Møse, juges, et de Søren Nielsen, greffier de section,

Après en avoir délibéré en chambre du conseil le 22 mai 2012, Rend l’arrêt que voici, adopté à cette date :

PROCÉDURE

87. A l’origine de l’affaire se trouve une requête (no 60593/10) dirigée contre la République hellénique et dont un ressortissant de cet Etat, M. Christoforos Kortesis (« le requérant »), a saisi la Cour le 11 octobre 2010 en vertu de l’article 34 de la Convention de sauvegarde des droits de l’homme et des libertés fondamentales (« la Convention »).

88. Le requérant est représenté par Mes I. Rachiotis, S. Giannakopoulou et K. Tsitselikis, avocats à Athènes et à Thessalonique. Le gouvernement grec (« le Gouvernement ») est représenté par les délégués de son agent, Mme G. Papadaki, assesseure auprès du Conseil juridique de l’Etat, et M. D. Kalogiros, auditeur auprès du Conseil juridique de l’Etat.

89. Le requérant se plaint en particulier d’une violation de l’article 5 §§ 1 et 3 et de l’article 5 § 2 de la Convention.

90. Le 6 mai 2011, la requête a été communiquée au Gouvernement. Comme le permet l’article 29 § 1 de la Convention, il a en outre été décidé que la chambre se prononcerait en même temps sur la recevabilité et le fond de l’affaire.

Page 255: THEMIS 1

EN FAIT

I. LES CIRCONSTANCES DE L’ESPÈCE

91. Le requérant est né en 1979 et est actuellement détenu à la prison de Corinthe.

A. L’arrestation du requérant

1. La version du requérant

92. Le samedi 10 avril 2010, à 2 h 30, le requérant fut arrêté sur un boulevard central d’Athènes et amené à la direction générale de la police de l’Attique (GADA). Les policiers refusèrent de répondre à ses questions et de l’informer de la raison de son arrestation et ne l’autorisèrent pas à prendre contact avec ses proches ou avec un avocat.

93. Le même jour, à 9 h 30, une perquisition eut lieu au domicile du requérant, qui habitait chez ses parents. Le procès-verbal établi indique que le requérant n’était pas présent et que certains objets lui appartenant ont été confisqués. L’intéressé affirme qu’à midi les médias mentionnèrent son arrestation en indiquant qu’il était soupçonné d’appartenir à l’organisation terroriste Epanastatikos Agonas (« lutte révolutionnaire »). Les parents du requérant mandatèrent une avocate, Me S. Giannakopoulou, qui, à 15 heures, se rendit à la GADA, mais ne fut pas autorisée à voir le requérant. Cette avocate produit devant la Cour une attestation sous serment indiquant qu’elle s’est rendue à la GADA toutes les deux ou trois heures, jusqu’au lundi 12 avril 2010, mais qu’elle n’a pas réussi à s’entretenir avec le requérant. L’accès même au bâtiment lui aurait été interdit.

94. Toujours le 10 avril 2010, l’officier chargé des relations publiques de la police nationale publia un communiqué de presse ainsi libellé :

« Dans le cadre des enquêtes intensives ouvertes pour faire face au terrorisme dans notre pays, il est porté à la connaissance du public qu’aujourd’hui, à l’aube, les services de la police grecque ont arrêté des personnes et ont perquisitionné les domiciles de celles-ci, et ils ont trouvé et confisqué des éléments importants. Les enquêtes se poursuivent. Nous vous tiendrons informés de tout développement. »

95. Le 11 avril 2010, le même officier fit une nouvelle déclaration :

« Suite à notre déclaration d’hier, il est porté à votre connaissance que :

Sur la base des éléments qui ont ressorti des enquêtes menées jusqu’à présent ont été arrêtées et seront déférées devant le procureur compétent pour participation à l’activité de l’organisation terroriste Epanastatikos Agonas les personnes suivantes : [M.N., R.P., S.E.], Kortesis Christoforos, [N.S., G.K.] (...) »

96. Le quotidien à grand tirage To Vima du 10 avril 2010 fit état de ces arrestations, de même que plusieurs journaux de la presse papier (Elefterotypia, Imerisia) et de la presse électronique, parus le 11 avril 2010.

97. Le 11 avril 2010, la famille du requérant mandata un deuxième avocat, Me I. Rachiotis. Les demandes que celui-ci réitéra entre le 11 avril à 21 heures et 12 avril à 2 heures en vue de rencontrer le requérant furent rejetées par les autorités de police qui menaient l’enquête préliminaire.

98. Le matin du lundi 12 avril 2010 à 7 h 30, le requérant fut informé qu’il était accusé de participation à une organisation terroriste, destruction par explosifs, fabrication et possession d’explosifs, tentative d’homicide et dégradation de propriété d’autrui. Le requérant sollicita l’assistance d’un avocat lors de sa défense, mais les

Page 256: THEMIS 1

enquêteurs, les officiers de police P.S. et I.K., refusèrent de donner suite à cette demande. Selon le requérant, ceux-ci ont complété et signé un rapport, dans lequel ils auraient affirmé qu’ils lui avaient lu ses droits – dont celui de contacter un avocat – et qu’il avait déclaré y renoncer. Ils auraient aussi affirmé qu’il avait refusé de se défendre et de signer ce document.

2. La version du Gouvernement

99. Le 10 avril 2010, une perquisition eut lieu au domicile du requérant dans le cadre d’une enquête préliminaire pour violation de la loi no 2168/1993 relative aux armes. Le père du requérant, qui était présent alors que son fils était absent, déclara aux policiers qu’il ne s’opposait pas à la perquisition. A la suite de celle-ci, la police rédigea un procès-verbal.

100. Le requérant fut arrêté le 11 avril 2010, à 2 h 20 dans les locaux de la GADA (paragraphe 17 ci-dessous). A 2 h 30, il subit une fouille corporelle. Un procès-verbal d’arrestation et un autre relatif à la fouille furent rédigés. Le premier indiquait qu’il avait été rédigé à 2 h 20 et le second à 2 h 45. Le requérant refusa de répondre aux questions des policiers, de se plier au prélèvement de ses empreintes digitales et de communiquer son identité.

101. Le 12 avril 2010, une nouvelle perquisition eut lieu dans une autre résidence du requérant.

102. Il ressort du registre des visiteurs de la GADA que, lors de sa détention, le requérant reçut la visite de son père le 12 avril 2010, à 17 h 20. Il reçut aussi des visites de son avocate, Me S. Giannakopoulou, le 12 avril (de 21 h 55 à 22 h 55), le 13 avril (de 19 h 30 à 20 h 30), le 14 avril (de 11 h 46 à 12 h 33 et de 19 h 20 à 20 h 5, (était également présent l’avocat Me I. Rachiotis), le 15 avril (de 20 h 44 à 21 h 05) et 16 avril (de 16 h 25 à 17 heures).

B. L’engagement de poursuites contre le requérant et les recours formés par celui-ci contre l’acte d’accusation et divers actes de la procédure

103. Le procès-verbal de l’arrestation du requérant précisait qu’il avait été établi le 11 avril 2010, à 2 h 20 et qu’il avait été lu à toutes les personnes impliquées dans l’arrestation, dont le requérant. Il indiquait que le requérant avait été arrêté au siège de la GADA, le même jour à 2 h 15, pour violation notamment de l’article 187 A §§ 1 (constitution d’organisation criminelle) et 4 (possession d’armes et d’explosifs), des articles 270 (explosion), 272 § 1 (infractions relatives aux explosifs) et 299 § 1 (homicide volontaire) du code pénal. Le procès-verbal mentionnait en outre que le requérant avait refusé de le signer.

104. Le 12 avril 2010, à 7 h 30, le requérant fut entendu par un des policiers chargés de l’enquête. Le « rapport d’examen de l’accusé », rédigé le même jour, précisait qu’il avait été porté à la connaissance du requérant que celui-ci, aidé par les coaccusés N.M., P.R., E.S., S.N. et K.G., ainsi que par un nombre indéterminé d’autres personnes, avait : créé une organisation criminelle et terroriste nommée Epanastatikos Agonas, fabriqué des engins explosifs artisanaux et provoqué les explosions du 5 septembre 2003 au tribunal de première instance d’Athènes, du 5 mai 2004 au commissariat de police de Kallithea, du 29 octobre 2004 lors du passage d’un convoi de la police nationale, du 2 juin 2005 au ministère du Travail, du 12 décembre 2005 au ministère de l’Economie, du 30 mai 2006 près du domicile du ministre de la Culture, du 9 mars 2009 à une succursale de la banque Citibank à Nea Ionia, du 12 mai 2009 à une succursale de la banque Eurobank à Argyroupoli et du 2 septembre

Page 257: THEMIS 1

2009 à la Bourse d’Athènes. De plus, le 12 janvier 2007, les membres de cette organisation auraient lancé une roquette antichar sur l’ambassade des Etats-Unis et posé des engins explosifs (désamorcés à temps) aux endroits suivants : le 14 mars 2004 à une succursale de la banque Citibank à Neo Psychiko, le 24 octobre 2008 au bâtiment de la société Shell Hellas à Paleo Faliro et le 18 février 2009 à une succursale de la banque Citibank à Nea Kifisia. Enfin, le 30 avril 2007, le 23 décembre 2008 et le 5 janvier 2009, ils auraient tiré et lancé des grenades respectivement contre le commissariat de police de Nea Ionia, sur un bus de la police transportant des policiers et sur une unité de policiers.

105. Le rapport précisait ensuite que le requérant avait été informé de tous ses droits en vertu du code de procédure pénale, notamment des droits à être représenté par un avocat et à communiquer librement avec lui, à recevoir copie du dossier et à examiner lui-même ou à faire examiner par son avocat les pièces de l’enquête et l’acte d’accusation, ainsi que du droit de garder le silence.

106. Le rapport indiquait enfin que le requérant avait expressément déclaré ne souhaiter ni faire usage de ses droits, ni répondre aux questions, ni signer le rapport.

107. Toujours le 12 avril 2010, entre 9 heures et 10 heures, le requérant fut conduit devant le procureur près le tribunal correctionnel, qui engagea des poursuites pénales contre lui. Par la suite, il fut présenté devant un magistrat instructeur, qui lui donna lecture de l’acte d’accusation et lui accorda un délai de trois jours pour préparer sa défense.

108. L’acte d’accusation précisait ce qui suit :

« Tu es accusé d’avoir commis aux lieux et dates mentionnés ci-dessous plusieurs infractions passibles de peines privatives de liberté. Plus particulièrement :

A) Aux lieux et aux dates ci-dessous, agissant conjointement avec les coaccusés dont les noms suivent et avec d’autres personnes encore non identifiées, vous avez formé une organisation terroriste, dirigée par tes coaccusés N.M. et P.R. et des personnes encore non identifiées, c’est-à-dire un groupe avec une structure et une activité continue, composé de personnes (membres) qui agissent ensemble afin de commettre les crimes d’homicide volontaire et de destruction par explosif d’une manière, d’une étendue et dans des conditions propres à porter gravement atteinte au pays, et dans le but d’intimider sérieusement la population (...) et de porter préjudice et de détruire les structures constitutionnelles, politiques et économiques du pays. De plus, le groupe que vous avez formé fabrique, dans le but de servir ses intérêts, des armes, des explosifs et des substances chimiques et biologiques qui émettent des rayonnements nocifs pour l’homme. (...) »

109. L’acte d’accusation énumérait ensuite une longue liste d’actes et d’infractions reprochés aux accusés.

110. Dans la soirée du 12 avril 2010, le requérant reçut une copie du dossier et put s’entretenir avec ses avocats. Il dit s’être rendu compte à la lecture des pièces du dossier que le procès-verbal d’arrestation établi par les autorités de police indiquait comme date et heure d’arrestation le 11 avril 2010, à 2 h 20, et comme lieu de celle-ci le siège même de la GADA. De même, le procès-verbal de fouille corporelle et de confiscation indiquait comme date et heure de celles-ci le 11 avril 2010, à 2 h 30. Il rappelle que les deux procès-verbaux précisaient qu’il avait refusé de les signer.

111. Considérant que l’acte d’accusation ne contenait aucun élément de nature à le mettre directement en cause, le requérant invita, le 16 avril 2010, le magistrat instructeur soit à annuler l’acte d’accusation soit à préciser et à présenter de manière plus concrète les accusations le concernant afin qu’il pût préparer une défense circonstanciée. Il alléguait qu’il ne suffisait pas d’indiquer que l’accusé avait commis telle ou telle infraction, mais qu’il fallait mentionner en détail et clairement les faits de nature à démontrer sa participation à la commission de l’infraction. Or, selon le requérant, l’acte d’accusation le concernant était identique à ceux des autres

Page 258: THEMIS 1

coaccusés, mentionnait les actes revendiqués par Epanastatikos Agonas mais ne précisait pas quelle était sa propre implication dans les infractions énumérées.

112. Le 16 avril 2010, le magistrat instructeur déclara qu’il n’existait aucune raison justifiant l’annulation de l’acte d’accusation, que celui-ci décrivait clairement tant l’élément matériel que l’élément moral des infractions et qu’il était reproché au requérant d’avoir commis les infractions en commun avec ses coaccusés. Le même jour, le magistrat instructeur confirma le placement en détention provisoire du requérant à compter du 11 avril 2010.

113. Le 19 avril 2010, le requérant introduisit devant la chambre d’accusation du tribunal correctionnel d’Athènes un recours contre la décision susmentionnée du magistrat instructeur. Il demandait l’annulation de l’acte d’accusation et la rédaction d’un nouvel acte.

114. Le 5 mai 2010, la chambre d’accusation débouta le requérant. Elle considéra que les éléments matériel et moral des infractions qui lui étaient reprochées étaient bien précisés et qu’il n’existait à ce stade aucun besoin de se référer aux éléments de preuve qui pourraient fonder ces infractions car il appartiendrait au tribunal compétent de le faire. Quant à l’allégation du requérant selon laquelle sa participation aux infractions n’était pas mentionnée de manière individualisée, la chambre d’accusation affirma que les termes « en commun » signifiaient « dol commun », c’est-à-dire que chaque coauteur souhaitait ou acceptait la réalisation de l’élément matériel de l’infraction tout en sachant que les autres agissaient dans le but de commettre la même infraction.

115. Par une requête datée du 4 mai 2010 (déposée le 9 juin 2010), le requérant saisit à nouveau la chambre d’accusation de la cour d’appel d’Athènes. Il se plaignait d’une violation de l’article 6 de la Constitution et des dispositions pertinentes du code de procédure pénale, et demandait l’annulation des deux procès-verbaux précités du 11 avril 2010, relatifs à l’arrestation et à la fouille corporelle, ainsi que du rapport d’examen de l’accusé du 12 avril 2010. Il soulignait qu’il avait été arrêté le samedi 10 avril 2010 et conduit à la GADA et que, lorsqu’il avait demandé à être informé de la raison de son arrestation et à prendre contact avec un avocat, il lui avait été répondu qu’il faisait l’objet d’un mandat d’amener, ce qui aurait justifié le refus de toute communication avec un avocat. Il prétendait aussi que le procès-verbal d’arrestation indiquait le 11 avril comme date d’arrestation alors qu’il aurait été détenu à compter du 10 avril. Il reprochait aux deux officiers de police qui l’avaient arrêté d’avoir faussement certifié que la fouille corporelle avait eu lieu le 11 avril, à 2 h 30, alors qu’elle avait, selon lui, été effectuée le 10 avril, à 2 h 45.

116. Par une décision no 1508/2010 du 19 juillet 2010, la chambre d’accusation rejeta le recours du requérant au motif qu’il était irrecevable. Elle releva que le seul élément de preuve sur lequel il s’appuyait était le communiqué de presse de la police grecque du 10 avril 2010, selon lequel des arrestations et des perquisitions avaient eu lieu à cette date à l’aube, mais que ce communiqué ne le mentionnait pas nommément. Elle précisa en outre que le procureur était en train d’examiner si les officiers de police avaient commis les infractions de fausse déclaration et de manquement aux devoirs de la fonction.

117. Il ressort d’un document établi par le parquet du tribunal correctionnel d’Athènes, qui a été soumis par le Gouvernement, qu’aucune enquête n’a été menée pour vérifier si les policiers avaient fait de fausses déclarations.

118. Le 4 juin 2010, le dossier fut transmis au parquet de la cour d’appel d’Athènes afin que l’instruction fût attribuée à un magistrat instructeur spécial de cette juridiction.

Page 259: THEMIS 1

119. Le 28 avril 2011, la chambre d’accusation de la cour d’appel mit fin à la détention provisoire du requérant. Elle releva qu’il ressortait du dossier que le requérant n’avait pas effectué d’actes préparatoires en vue de fuir, n’avait pas été contumax dans le passé et avait une résidence connue. Aucun élément ne permettait de conclure que s’il était mis en liberté, il commettrait d’autres infractions.

120. Sur appel du procureur, la chambre d’accusation de la Cour de cassation cassa le 19 mai 2011 la décision de la chambre d’accusation de la cour d’appel et renvoya l’affaire à celle-ci. Elle considéra que la chambre d’accusation de la cour d’appel n’avait pas suffisamment motivé sa décision et notamment n’avait pas indiqué les faits qui pouvaient justifier la non-prolongation de la détention et les raisons pour lesquelles elle estimait que le requérant ne risquait pas de commettre de nouvelles infractions. Tous les éléments que la chambre d’accusation de la cour d’appel indiquait à l’appui de sa décision pour mettre fin à la détention du requérant étaient déjà connus à l’époque de la mise en détention du requérant et n’avaient pas empêchés les autorités de l’ordonner puis de la prolonger.

121. Par une décision du 6 avril 2011, publiée le 27 juin 2011, la chambre d’accusation de la cour d’appel confirma sa décision initiale. Elle releva que le délai maximum de douze mois de la détention provisoire du requérant a pris fin 14 avril 2011 et sa détention n’a pas été prolongée avant la fin de ce délai et en application des dispositions de l’article 287 du code de procédure pénale. Le requérant ayant déjà été libéré en vertu de la décision du 6 avril 2011, il n’y avait plus de motif légal de prolonger sa détention.

122. Le 5 octobre 2011, la cour d’appel criminelle d’Athènes tint audience dans l’affaire du requérant. A ce jour, la procédure est toujours pendante.

II. LE DROIT ET LA PRATIQUE INTERNES PERTINENTS

A. La Constitution

123. L’article 6 § 2 de la Constitution se lit ainsi :

« Tout individu arrêté en flagrant délit ou en vertu d’un mandat est conduit devant le magistrat instructeur (anakriti) au plus tard dans un délai de vingt-quatre heures à compter de l’arrestation (...) »

B. Le code de procédure pénale

124. Les articles pertinents en l’espèce du code de procédure pénale disposent :

Article 100

« 1. Lors de sa défense et de tout examen, même celui ayant lieu contradictoirement avec d’autres témoins ou d’autres accusés, l’accusé a le droit d’être assisté par un avocat. Pour cette raison, il est cité vingt-quatre heures avant chaque acte d’instruction.

(...)

4. La communication entre un accusé avec son avocat ne peut en aucun cas être interdite. »

Article 101

« 1. Dès que l’accusé se présente devant lui (...), le magistrat instructeur l’informe du contenu de l’acte d’accusation et des autres documents de l’instruction. Il est également permis à l’accusé d’examiner lui-même ou par l’intermédiaire de son avocat l’acte d’accusation et les documents de l’instruction. (...) »

Page 260: THEMIS 1

Article 102

« 1. L’accusé a le droit de demander un délai pouvant aller jusqu’à quarante-huit heures pour préparer sa défense et n’est pas obligé de se défendre avant l’expiration de ce délai.

2. Le magistrat instructeur peut prolonger ce délai à la demande de l’accusé. »

Article 103

« Immédiatement après avoir vérifié l’identité de l’accusé, le magistrat instructeur expose clairement à l’intéressé tous les droits susmentionnés (...) »

Article 104

« Les droits mentionnés aux articles 100 §§ 1, 2 et 4, 101, 102 et 103 sont accordés à l’accusé, y compris au stade de l’enquête préliminaire (...) »

Article 105

« Lorsqu’une enquête préliminaire a lieu conformément à l’article 243 § 2 du présent code (flagrants délits), (...) la personne mise en examen bénéficie des droits mentionnés aux articles 103 et 104. »

Article 168 § 1

« Les délais mentionnés dans le présent code sont calculés selon le calendrier ordinaire. (...) Le délai de vingt-quatre heures dure tout le jour suivant son point de départ. »

Article 275

« 1. En cas de crime et de flagrant délit, les enquêteurs (...) ainsi que tout agent de police ont l’obligation, et chaque citoyen a le droit, d’appréhender l’auteur de l’infraction en respectant les dispositions de la Constitution et de l’article 279 du code et de le présenter dans un court délai devant le procureur (eisaggeleas).

(...)

3. En cas de crime et de flagrant délit, le procureur compétent près le tribunal correctionnel a le droit d’émettre, à l’encontre de l’auteur de l’infraction poursuivie, un mandat d’arrêt, conformément aux articles 276 et 277. Le procureur peut lever ou annuler ce mandat. »

Article 279 § 1

« Toute personne arrêtée en flagrant délit ou en vertu d’un mandat est conduite sans retard devant le procureur compétent dans un délai maximum de vingt-quatre heures (...) »

EN DROIT

I. SUR LA VIOLATION ALLÉGUÉE DE L’ARTICLE 5 §§ 1, 2 ET 3 DE LA CONVENTION

125. Le requérant allègue que, lors de l’enquête préliminaire, il n’a pas été présenté devant un magistrat instructeur dans un délai de vingt-quatre heures, qu’il n’a pas eu accès à un avocat ni aux pièces du dossier, que les autorités de police ont falsifié l’heure de son arrestation et qu’elles ont faussement certifié qu’il avait pris connaissance de ses droits et renoncé à ceux-ci, et qu’il n’a pas été informé dans un court délai des raisons de son arrestation et des accusations portées contre lui. Il se plaint d’une violation des paragraphes 1, 2 et 3 de l’article 5 de la Convention, qui se lisent ainsi :

« 1. Toute personne a droit à la liberté et à la sûreté. Nul ne peut être privé de sa liberté, sauf dans les cas suivants et selon les voies légales :

(...)

Page 261: THEMIS 1

c) s’il a été arrêté et détenu en vue d’être conduit devant l’autorité judiciaire compétente, lorsqu’il y a des raisons plausibles de soupçonner qu’il a commis une infraction ou qu’il y a des motifs raisonnables de croire à la nécessité de l’empêcher de commettre une infraction ou de s’enfuir après l’accomplissement de celle-ci ;

(...)

2. Toute personne arrêtée doit être informée, dans le plus court délai et dans une langue qu’elle comprend, des raisons de son arrestation et de toute accusation portée contre elle.

3. Toute personne arrêtée ou détenue, dans les conditions prévues au paragraphe 1 c) du présent article, doit être aussitôt traduite devant un juge ou un autre magistrat habilité par la loi à exercer des fonctions judiciaires et a le droit d’être jugée dans un délai raisonnable, ou libérée pendant la procédure. La mise en liberté peut être subordonnée à une garantie assurant la comparution de l’intéressé à l’audience. »

A. Sur la recevabilité

126. La Cour constate que ces griefs ne sont pas manifestement mal fondés au sens de l’article 35 § 3 a) de la Convention. Elle relève par ailleurs qu’ils ne se heurtent à aucun autre motif d’irrecevabilité. Il convient donc de les déclarer recevables.

B. Sur le fond

1. Quant aux griefs relatifs à l’article 5 §§ 1 et 3 de la Convention

127. Le requérant prétend que la date et l’heure de son arrestation mentionnées dans le procès-verbal d’arrestation sont fausses. Il en veut pour preuve les déclarations de la police faites le 10 et le 11 avril ainsi que les articles de presse à ce sujet. Se référant au droit grec pertinent et à l’arrêt Assenov et autres c. Bulgarie (28 octobre 1998, § 148, Recueil des arrêts et décisions 1998-VIII), il indique que l’autorité devant laquelle une personne arrêtée doit être « aussitôt » traduite, au sens de l’article 5 § 3 de la Convention, doit exercer un pouvoir judiciaire autonome et qu’une arrestation ne doit pas être ordonnée par le procureur ou le juge d’instruction agissant sous la surveillance du procureur. Il soutient qu’il a été présenté devant le procureur le 12 avril 2010, entre 9 heures et 10 heures, soit, d’après lui, cinquante-cinq heures après son arrestation. Il ajoute qu’un tel délai était préjudiciable à ses droits de la défense au motif qu’il ne pouvait pas consulter son avocat avant d’avoir été traduit devant le procureur ou le juge d’instruction.

128. Le Gouvernement considère comme totalement infondée l’allégation du requérant selon laquelle le procureur n’exercerait pas un pouvoir judiciaire autonome et n’aurait pas compétence pour ordonner la détention ou l’élargissement d’un accusé. Il expose que, selon l’article 275 § 3 du code de procédure pénale, en cas de crime ou de flagrant délit le procureur a le pouvoir d’émettre un mandat d’arrêt qu’il peut lever, voire annuler. Il indique en outre que la procédure qui suit l’arrestation est décrite à l’article 6 de la Constitution et à l’article 279 § 1 du code de procédure pénale. De plus, selon le Gouvernement, bien que l’article 6 de la Constitution indique que la personne arrêtée est déférée devant le magistrat instructeur, et non devant le procureur, il n’y a pas de contradiction entre cette disposition de la Constitution et l’article 279 du code de procédure pénale : cette divergence s’expliquerait par le fait que le procureur est compétent, d’une part, pour faire exécuter les mandats d’arrêt et, d’autre part, pour fixer le déroulement de la procédure en cas d’arrestation en flagrant délit. Enfin, le Gouvernement souligne qu’en dépit de la complexité de l’affaire, due

Page 262: THEMIS 1

au nombre des accusés et au nombre et la nature des infractions, le requérant a été conduit dans un délai de 24 h, au sens de l’article 168 du code de procédure pénale, devant le procureur qui a saisi le juge d’instruction.

129. La Cour estime que la question importante en l’espèce sous l’angle de l’article 5 § 1 de la Convention est celle de la légalité de la privation de liberté. Celle-ci relève en l’occurrence de l’article 5 § 1 c) de la Convention car le requérant a été arrêté et détenu « en vue d’être conduit devant l’autorité judiciaire compétente », au motif qu’il était soupçonné d’avoir commis plusieurs crimes. La question à trancher est donc celle de savoir si le requérant a été privé de sa liberté « selon les voies légales » au sens de l’article 5 § 1 c) de la Convention.

130. La Cour rappelle d’abord que l’article 5 de la Convention garantit le droit fondamental à la liberté et à la sûreté. Ce droit revêt une très grande importance dans « une société démocratique », au sens de la Convention (De Wilde, Ooms et Versyp c. Belgique, 18 juin 1971, § 65, série A no 12 ; Winterwerp c. Pays-Bas, 24 octobre 1979, § 37, série A no 33, et Assanidzé c. Georgie [GC], no 71503/01, § 69, CEDH 2004-II).

131. Elle rappelle ensuite que tout individu a droit à la protection de ce droit, c’est-à-dire à ne pas être ou rester privé de sa liberté (Weeks c. Royaume-Uni, 2 mars 1987, § 40, série A no 114), sauf si la privation en question respecte les exigences de l’article 5. La liste des exceptions au droit à la liberté que dresse l’article 5 § 1 revêt un caractère exhaustif (Labita c. Italie [GC], no 26772/95, § 170, CEDH 2000-IV, et Quinn c. France, 22 mars 1995, § 42, série A no 311), et seule une interprétation étroite cadre avec le but et l’objet de cette disposition : assurer que nul ne soit arbitrairement privé de sa liberté (Giulia Manzoni c. Italie, 1er juillet 1997, § 25, Recueil 1997-IV ; Hutchison Reid c. Royaume-Uni, no 50272/99, § 46, 20 février 2003 ; Karamanof c. Grèce, no 46372/09, § 40, 26 juillet 2011).

132. Les termes « selon les voies légales » qui figurent à l’article 5 § 1 renvoient pour l’essentiel à la législation nationale et consacrent l’obligation d’en observer les normes de fond comme de procédure. S’il incombe au premier chef aux autorités nationales, notamment aux tribunaux, d’interpréter et d’appliquer le droit interne, il en est autrement s’agissant d’affaires dans lesquelles, au regard de l’article 5 § 1, l’inobservation du droit interne emporte violation de la Convention. En pareil cas, la Cour peut et doit exercer un certain contrôle pour rechercher si le droit interne a bien été respecté (Baranowski c. Pologne, no 28358/95, § 50, CEDH 2000-III).

133. De surcroît, il est essentiel, en matière de privation de liberté, que le droit interne définisse clairement les conditions de détention et que la loi soit prévisible dans son application (Erkalo c. Pays-Bas, 2 septembre 1998, § 52, Recueil 1998-VI, , Baranowski, précité, § 52, et Minjat c. Suisse, no 38223/97, § 40, 28 octobre 2003). La Cour doit en outre être convaincue que la détention pendant la période en jeu est conforme au but de l’article 5 § 1, à savoir protéger l’individu de toute privation de liberté arbitraire. La Cour doit donc s’assurer que le droit interne se conforme lui-même à la Convention, y compris aux principes énoncés ou impliqués par elle (Baranowski, précité, § 51).

134. La Cour rappelle en outre avoir admis à plusieurs reprises par le passé que les enquêtes au sujet d’infractions terroristes confrontent indubitablement les autorités à des problèmes particuliers (voir, entre autres, les arrêts Brogan et autres c. Royaume-Uni, 29 novembre 1988, § 61, série A no 145-B, Murray c. Royaume-Uni, 28 octobre 1994, série A no 300-A, § 58, et Dikme c. Turquie, no 20869/92, § 64, CEDH 2000-VIII). Cela ne signifie pas, toutefois, que celles-ci aient carte blanche, au regard de l’article 5, pour arrêter et placer en garde à vue des suspects, à l’abri de tout contrôle

Page 263: THEMIS 1

effectif par les tribunaux internes et, en dernière instance, par les organes de contrôle de la Convention, chaque fois qu’elles choisissent d’affirmer qu’il y a infraction terroriste (voir, par exemple, l’arrêt Altay c. Turquie, no 22279/93, §§ 64-65, 22 mai 2001).

135. La Cour a déjà eu à se prononcer sur des cas où la question de savoir à partir de quand commençait le point de départ de la période pendant laquelle le requérant était privé de sa liberté sans base légale faisait l’objet d’une controverse entre les parties. Un élément important à prendre en considération à ce titre est l’instant à partir duquel le requérant se trouve sous le contrôle des autorités. Il appartient au Gouvernement de fournir des explications sur ce qui s’est passé à partir de ce moment-là (Greanga c. Roumanie [GC], no 29226/03, §§ 86 et 94, 23 février 2012).

136. En l’espèce, la Cour relève d’emblée la divergence existant entre le requérant, d’une part, et les autorités de poursuite et le Gouvernement, d’autre part, quant à la date, à l’heure et au lieu d’arrestation de l’intéressé. Selon le premier, l’arrestation a eu lieu le samedi 10 avril, à 2 h 30, sur la voie publique, alors que, selon les deuxièmes, elle a eu lieu le dimanche 11 avril 2010, à 2 h 20, au siège de la GADA. La Cour note que cette dernière date est celle qui figure sur tous les documents officiels établis par les autorités de poursuite et qui a été entérinée par la chambre d’accusation du tribunal correctionnel d’Athènes.

137. La Cour précise que, pour l’appréciation des éléments de preuve, elle retient le critère de la preuve « au-delà de tout doute raisonnable ». La spécificité de la tâche que lui attribue l’article 19 de la Convention – assurer le respect par les Hautes Parties contractantes de leur engagement consistant à reconnaître les droits fondamentaux consacrés par cet instrument – conditionne sa façon d’aborder les questions de preuve. Dans le cadre de la procédure devant la Cour, il n’existe aucun obstacle procédural à la recevabilité d’éléments de preuve ni de formules prédéfinies applicables à leur appréciation. La Cour adopte les conclusions qui, à son avis, se trouvent étayées par une évaluation indépendante de l’ensemble des éléments de preuve, y compris les déductions qu’elle peut tirer des faits et des observations des parties. Conformément à sa jurisprudence constante, la preuve peut résulter d’un faisceau d’indices, ou de présomptions non réfutées, suffisamment graves, précis et concordants. En outre, le degré de conviction nécessaire pour parvenir à une conclusion particulière et, à cet égard, la répartition de la charge de la preuve sont intrinsèquement liés à la spécificité des faits, à la nature de l’allégation formulée et au droit conventionnel en jeu (Natchova et autres c. Bulgarie [GC], nos 43577/98 et 43579/98, § 147, CEDH 2005-VII).

138. Or, la Cour note d’abord que le Gouvernement, se fondant sur les différents documents officiels établis par les autorités de poursuite, prétend que le requérant a été arrêté le 11 avril à 2 h 20 au siège de la GADA. Toutefois, ni le Gouvernement ni les autorités de poursuite n’expliquent comment le requérant s’est trouvé à une telle heure au siège de la GADA : ils ne précisent ni s’il s’est présenté lui-même pour se rendre, ni, s’il a été arrêté à l’extérieur de la GADA, à quelle heure et comment a eu lieu son arrestation. La Cour note ensuite que le 10 avril 2010, l’officier chargé des relations publiques de la police nationale a publié un communiqué de presse dans lequel il annonçait qu’à l’aube, les services de police avaient arrêté des suspects et perquisitionné les domiciles de ceux-ci. Le domicile du requérant avait effectivement fait l’objet d’une perquisition le matin même du 10 avril 2010. En outre, dans son communiqué du 11 avril 2010, le même officier ne faisait état d’aucune nouvelle arrestation. Enfin, le dossier contient une attestation sous serment d’une des avocates du requérant, qui affirme avoir été mandatée, le samedi 10 avril 2010, par les parents

Page 264: THEMIS 1

de l’intéressé pour le représenter. Elle assure s’être rendue plusieurs fois à la GADA pour rencontrer son client, mais s’être vu interdire l’accès au bâtiment.

139. Ces éléments suffisent à étayer l’affirmation du requérant selon laquelle il a bien été arrêté le samedi 10 avril 2010. Or, l’intéressé a été présenté d’abord devant le procureur compétent, puis devant le juge d’instruction le 12 avril 2010 dans la matinée. Il est vrai que d’après l’article 168 § 1 du code de procédure pénale « le délai de vingt-quatre heures dure tout le jour suivant son point de départ » (paragraphe 38 ci-dessus). Il n’empêche qu’en l’occurrence le requérant a été présenté devant le magistrat instructeur le surlendemain de son arrestation, c’est-à-dire au-delà du délai maximum prévu par la loi.

140. La Cour estime dès lors qu’en l’espèce la privation de liberté qu’a subie le requérant jusqu’à son inculpation par le juge d’instruction n’avait pas de base légale en droit interne et qu’elle a donc enfreint l’article 5 § 1 c) de la Convention.

141. Compte tenu de cette conclusion, la Cour estime qu’il ne s’impose pas de statuer séparément sur le grief tiré de l’article 5 § 3 de la Convention, fondé sur le fait que le requérant n’aurait pas été traduit « aussitôt » devant un magistrat habilité par la loi à exercer des fonctions judiciaires.

2. Quant au grief relatif à l’article 5 § 2 de la Convention

142. Le Gouvernement indique que l’obligation, garantie par l’article 5 § 2, d’informer, « dans le plus court délai », toute personne arrêtée des raisons de son arrestation et des accusations portées contre elle ne signifie pas que l’information doit être donnée par l’agent qui procède à l’arrestation au moment même où celle-ci a lieu. Il expose que le requérant, soupçonné d’appartenir à une organisation terroriste et d’avoir commis une série de crimes, a été arrêté le 11 avril 2010, à 2 h 20, dans le cadre d’une opération de démantèlement de cette organisation. Il précise qu’aucun élément – ni les articles de presse produits par le requérant ni la déclaration du porte-parole de la police du 10 avril 2010 – n’indique que l’intéressé aurait été arrêté le 10 avril et non le 11 avril, date consignée dans le procès-verbal d’arrestation. Il précise encore que, le lendemain de l’arrestation et dans le délai prévu par l’article 168 § 1 du code de procédure pénale, soit le 12 avril 2010, à 7 h 30, le requérant a été informé des accusations portées contre lui et de son droit de se faire assister par un avocat. Il ajoute que l’intéressé a refusé la présence d’un avocat, qu’il ne s’est pas auto-incriminé au cours de son interrogatoire à la GADA et que, en tout état de cause, il s’est entretenu avec son avocate le lendemain de son arrestation et six fois consécutivement entre le 12 et le 16 avril 2010.

143. Le requérant, quant à lui, renvoie à ses observations relatives à l’article 5 §§ 1 et 3 de la Convention, affirmant qu’elles valent aussi à l’égard de l’article 5 § 2 de la Convention. Il précise n’avoir été informé des accusations pesant sur lui que le 12 avril à 7 h 30, soit, selon lui, cinquante-trois heures exactement après son arrestation (paragraphe 12 ci-dessus).

144. La Cour rappelle que le paragraphe 2 de l’article 5 de la Convention énonce une garantie élémentaire : toute personne arrêtée doit savoir pourquoi. Intégré au système de protection qu’offre l’article 5, il oblige à signaler à une telle personne, dans un langage simple et accessible pour elle, les raisons juridiques et factuelles de sa privation de liberté, afin qu’elle puisse en contester la légalité devant un tribunal en vertu du paragraphe 4 du même article. Elle doit bénéficier de ces renseignements « dans le plus court délai », mais le policier qui l’arrête peut ne pas les lui fournir en entier sur-le-champ. Pour déterminer si elle en a reçu assez et suffisamment tôt, il faut avoir égard aux particularités de l’espèce (Fox, Campbell et Hartley c. Royaume-Uni,

Page 265: THEMIS 1

30 août 1990, § 40, série A no 182, Bordovski c. Russie, no 49491/99, §§ 55-56, 8 février 2005, et Gasinš c. Lettonie, no 69458/01, § 52, 19 juillet 2011).

145. Ainsi, par exemple, dans l’affaire Fox, Campbell et Hartley précitée, où les requérants s’étaient vu exposer les raisons de leur arrestation sept heures au maximum après celle-ci, la Cour a reconnu ce délai comme étant « prompt » (arrêt précité, § 42). De même, dans l’affaire Čonka c. Belgique (no 51564/99, CEDH 2002-I), elle a conclu à la non-violation de l’article 5 § 2, les requérants s’étant vu présenter les raisons générales de leur privation de liberté au moment de leur arrestation, puis des raisons écrites deux jours plus tard. En revanche, dans l’affaire Leva c. Moldova (no 12444/05, § 62, 15 décembre 2009), la Cour a conclu au non-respect des exigences de l’article 5 § 2, les requérants ayant été privés de liberté sans avoir été informés de la raison de leur détention pendant plus de trois jours.

146. En l’espèce, la Cour relève que le procès-verbal d’arrestation précisait avoir été établi le 11 avril 2010, à 2 h 20. Il y était indiqué que le requérant avait été arrêté au siège de la GADA, le même jour à 2 h 15, pour violation notamment des articles 187 A §§ 1, 270, 272 § 1 et 299 § 1 du code pénal, et que le procès-verbal d’arrestation avait été lu à toutes les personnes impliquées dans l’arrestation, dont le requérant. Le procès-verbal mentionnait en outre que l’intéressé avait refusé de le signer.

147. La Cour relève que, à supposer même que le requérant ait bien été arrêté le 11 avril 2010, à 2 h 15, et que lecture du procès-verbal de son arrestation lui ait effectivement été donnée, celui-ci ne contient qu’une simple énumération des articles du code pénal. Même si ces articles correspondent à diverses infractions, le procès-verbal en question n’est pas explicite sur le point de savoir si le requérant a eu la possibilité de prendre connaissance du contenu des articles en question. Selon les dires mêmes du Gouvernement, le requérant a pris pour la première fois connaissance des accusations qui pesaient sur lui le 12 avril 2010, à 7 h 30, lors de sa comparution devant l’un des policiers chargés de l’enquête, avant d’être présenté, le même jour, devant le procureur, qui lui a annoncé l’ouverture des poursuites, et devant le magistrat instructeur, qui lui a donné lecture de l’acte d’accusation.

148. Or, même si la date et l’heure exactes de l’arrestation étaient celles indiquées dans le procès-verbal, le requérant a dû attendre vingt-neuf heures avant d’être informé de la raison de sa détention, un délai qui ne peut être considéré comme répondant à l’exigence d’informer une personne arrêtée dans « le plus court délai » comme le prescrit l’article 5 § 2 de la Convention.

Partant, il y a eu violation de cette disposition.

II. SUR LES AUTRES VIOLATIONS ALLÉGUÉES

149. Invoquant l’article 6 §§ 3 a), b) et c) de la Convention, le requérant allègue par ailleurs que l’acte d’accusation n’indiquait pas de façon individualisée les infractions qu’il aurait commises dès lors qu’il n’aurait pas précisé quelle était son implication personnelle dans les infractions mentionnées. Il se plaint également de n’avoir pas été autorisé à s’entretenir avec ses avocats et de ne pas avoir disposé de suffisamment de temps pour prendre connaissance de l’acte d’accusation et préparer sa défense.

150. La Cour estime que ce grief est prématuré dans toutes ses branches, y compris dans celle relative au droit à bénéficier de l’assistance d’un avocat pendant la garde à vue (article 6 § 3 c)), droit prévu par les articles 100 §§ 1 et 4 et 104 du code

Page 266: THEMIS 1

de procédure pénale. Il s’ensuit que cette partie de la requête doit être rejeté en application de l’article 35 §§ 1 et 4 de la Convention.

III. SUR L’APPLICATION DE L’ARTICLE 41 DE LA CONVENTION

151. Aux termes de l’article 41 de la Convention,

« Si la Cour déclare qu’il y a eu violation de la Convention ou de ses Protocoles, et si le droit interne de la Haute Partie contractante ne permet d’effacer qu’imparfaitement les conséquences de cette violation, la Cour accorde à la partie lésée, s’il y a lieu, une satisfaction équitable. »

A. Dommage

152. Le requérant réclame 16 000 euros (EUR) pour préjudice moral. 153. Le Gouvernement considère que cette somme est excessive et que le constat

d’une violation constituerait une satisfaction équitable suffisante. 154. La Cour estime qu’il y a lieu d’octroyer au requérant 2 200 EUR pour

dommage moral.

B. Frais et dépens

155. Le requérant demande également 525 EUR pour les honoraires d’avocat dans les procédures menées devant les autorités et juridictions grecques, notamment la chambre d’accusation de la cour d’appel.

156. Le Gouvernement ne présente pas d’observations à cet égard. 157. Selon la jurisprudence de la Cour, un requérant ne peut obtenir le

remboursement de ses frais et dépens que dans la mesure où se trouvent établis leur réalité, leur nécessité et le caractère raisonnable de leur taux. En l’espèce, compte tenu des documents en sa possession et de sa jurisprudence, la Cour estime raisonnable la somme demandée et l’accorde au requérant.

C. Intérêts moratoires

158. La Cour juge approprié de calquer le taux des intérêts moratoires sur le taux d’intérêt de la facilité de prêt marginal de la Banque centrale européenne majoré de trois points de pourcentage.

PAR CES MOTIFS, LA COUR, À L’UNANIMITÉ,

1. Déclare la requête recevable quant aux griefs tirés de l’article 5 §§ 1 et 3 et de l’article 5 § 2 de la Convention, et irrecevable pour le surplus ;

2. Dit qu’il y a eu violation de l’article 5 § 1 de la Convention ; 3. Dit qu’il y a eu violation de l’article 5 § 2 de la Convention ; 4. Dit qu’il n’y a pas lieu d’examiner le grief tiré de l’article 5 § 3 de la Convention ; 5. Dit

Page 267: THEMIS 1

a) que l’Etat défendeur doit verser au requérant, dans les trois mois, à compter du jour où l’arrêt sera devenu définitif conformément à l’article 44 § 2 de la Convention, les sommes suivantes :

i. 2 200 EUR (deux mille deux cents euros), plus tout montant pouvant être dû à titre d’impôt, pour dommage moral, ii. 525 EUR (cinq cent vingt-cinq euros), plus tout montant pouvant être dû à titre d’impôt par le requérant, pour frais et dépens ;

b) qu’à compter de l’expiration dudit délai et jusqu’au versement, ces montants seront à majorer d’un intérêt simple à un taux égal à celui de la facilité de prêt marginal de la Banque centrale européenne applicable pendant cette période, augmenté de trois points de pourcentage ;

6. Rejette la demande de satisfaction équitable pour le surplus.

Fait en français, puis communiqué par écrit le 12 juin 2012, en application de l’article 77 §§ 2 et 3 du règlement.

Søren Nielsen Nina Vajić Greffier Présidente

Page 268: THEMIS 1

Καταδίκη της FYROM από το ΕΔΔΑ για παράνομη κράτηση άνδρα από την Καταδίκη της FYROM από το ΕΔΔΑ για παράνομη κράτηση άνδρα από την Καταδίκη της FYROM από το ΕΔΔΑ για παράνομη κράτηση άνδρα από την Καταδίκη της FYROM από το ΕΔΔΑ για παράνομη κράτηση άνδρα από την CIACIACIACIA

Το δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος παραβίασε τις διατάξεις της ΕΣΔΑ που απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την εξευτελιστική μεταχείριση στο πλαίσιο της υπόθεσης “El-Masri v. the former Yugoslav Republic of Macedonia”.

Η υπόθεση αφορούσε την παράνομη κράτηση του Γερμανολιβανέζου Khaled al-Masri , ο οποίος συνελήφθη από την CIA και υπέστη κακομεταχείριση για 23 ημέρες, στο πλαίσιο ανακρίσεων σε ένα ξενοδοχείο των Σκοπίων. Στη συνέχεια η CIA τον μετέφερε σε μυστικό κέντρο κράτησης στο Αφγανιστάν, όπου και παρέμεινε για τέσσερις μήνες.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το κράτος της FYROM παρέβη το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης των βασανιστηρίων, το άρθρο 5 με το οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα σε ελευθερία και προσωπική ασφάλεια, καθώς και το άρθρο 8 που αφορά στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Υπέρ του προσφεύγοντος al-Masri παρενέβησαν η Διεθνής Αμνηστία, ο Επίτροπος του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλοι φορείς. Καταδικάζοντας την FYROM το ΕΔΔΑ όρισε ότι πρέπει να καταβληθούν στον προσφεύγοντα ως αποζημίωση 60.000 ευρώ.

Παράταση της αναστολής πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας έως 31.12.2013Παράταση της αναστολής πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας έως 31.12.2013Παράταση της αναστολής πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας έως 31.12.2013Παράταση της αναστολής πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας έως 31.12.2013

Παράταση της αναστολής των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 καθώς και αναστολή των εξώσεων στις εμπορικές μισθώσεις μέχρι την ίδια ημερομηνία αποφάσισε η κυβέρνηση, μετά από σχετική πρωτοβουλία του υπουργείου Ανάπτυξης. Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις προβλέπονται σε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία αναμένεται να εκδοθεί εντός της ημέρας.

Νοµική Επικαιρότητα

Page 269: THEMIS 1

ΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συΕΔΑΔ: Σύννομη η αποκάλυψη πελατών που συμμετέχουν σε ξέπλυμα μμετέχουν σε ξέπλυμα μμετέχουν σε ξέπλυμα μμετέχουν σε ξέπλυμα χρήματος από το δικηγόρο τουςχρήματος από το δικηγόρο τουςχρήματος από το δικηγόρο τουςχρήματος από το δικηγόρο τους

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση των Γάλλων δικηγόρων να αποκαλύπτουν πελάτες τους, οι οποίοι εμπλέκονται σε πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δε συνιστά αθέτηση της σχέσης εμπιστοσύνης του δικηγόρου με τον πελάτη του και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

Ειδικότερα, η υπόθεση έφτασε ενώπιον της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης μετά από προσφυγή του Γάλλου δικηγόρου, Patrick Michaud, ο οποίος στράφηκε κατά απόφασης του γαλλικού Δικηγορικού Συλλόγου, με την οποία οι δικηγόροι υποχρεούνται να αναφέρουν στα εσωτερικά όργανα του συλλόγου περιπτώσεις πελατών τους, για τις οποίες υπάρχει βάσιμη υποψία, αν όχι βεβαιότητα, ότι συμμετέχουν σε «ξέπλυμα» “μαύρου” χρήματος. Να σημειωθεί ότι η έκδοση αυτής της απόφασης ήταν συνέπεια σχετικού γαλλικού νόμου, ο οποίος μετέφερε στο γαλλικό δίκαιο οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του οικονομικού συστήματος των κρατών – μελών, από παράνομες δραστηριότητες.

Ο Michaud ισχυρίζεται ότι παραβιάζεται η ελευθερία άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος καθώς και το επαγγελματικό απόρρητο, το οποίο βρίσκεται κάτω από την προστατευτική ομπρέλα του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), με το οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής. Στο κείμενο της απόφαση σημειώνεται ότι το επίμαχο άρθρο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης προστατεύει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των ιδιωτών και ως εκ τούτου παρέχει αυξημένη προστασία όσον αφορά την επαγγελματική σχέση δικηγόρου – πελάτη καθώς ο δικηγόρος κατέχει σημαντικό ρόλο στη εύρυθμη και σύννομη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Συνεπώς, οι δικηγόροι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να υπηρετήσουν το ρόλο τους, αν δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν στον πελάτη τους ότι οι πληροφορίες που μεταφέρονται θα παραμείνουν απόρρητες.

Page 270: THEMIS 1

Παρ’ όλα αυτά, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η νομοθετική αυτή παρέμβαση συνιστά ανεκτό περιορισμό της σχέσης εμπιστοσύνης δικηγόρου – πελάτη καθώς υπηρετεί μια κοινωνική ανάγκη χωρίς να διαταράσσεται η σχέση αναλογικότητας μέσου – σκοπού. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται, η υποχρέωση αυτή του δικηγόρου υφίσταται μόνο σε δύο περιπτώσεις. Αφενός όταν ο δικηγόρος παίρνει μέρος για λογαριασμό του πελάτη του στις παράνομες οικονομικές συναλλαγές ή ενεργεί ως διαχειριστής της περιουσίας του και αφετέρου όταν καλείται να παράσχει νομική βοήθεια σε πελάτη κατά το στάδιο της προετοιμασίας ή της πραγματοποίησης των παράνομων αυτών συναλλαγών.

Συνεπώς, το ΕΔΑΔ τελικά έκρινε ότι η επίδικη «παρέμβαση» είναι σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο καθώς έχει ως σκοπό την καταπολέμηση του φαινομένου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπογραμμίζοντας ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση δε συνιστά δυσανάλογο περιορισμό της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος και δεν αντίκειται στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ.

ΜονΠρ Κοζάνης: Προσωρινή διαταγή "παγώνει" τη διαθεσιμότητα 17 ΜονΠρ Κοζάνης: Προσωρινή διαταγή "παγώνει" τη διαθεσιμότητα 17 ΜονΠρ Κοζάνης: Προσωρινή διαταγή "παγώνει" τη διαθεσιμότητα 17 ΜονΠρ Κοζάνης: Προσωρινή διαταγή "παγώνει" τη διαθεσιμότητα 17 δημοτικών υπαλλήλωνδημοτικών υπαλλήλωνδημοτικών υπαλλήλωνδημοτικών υπαλλήλων

Προσωρινή διαταγή, με την οποία προβλέπεται εξαίρεση από το καθεστώς διαθεσιμότητας για 17 εργαζομένους του δήμου Κοζάνης, εξέδωσε ο πρόεδρος υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης.

Οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι είχαν καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την εξαίρεσή τους από το σχετικό καθεστώς. Η εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστεί για τις 27 Φεβρουαρίου 2013 και μέχρι τότε οι προσφεύγοντες θα συνεχίσουν να εργάζονται χωρίς καμία εργασιακή ή οικονομική μεταβολή.

Τέλος, σημειώνεται ότι αντίστοιχη απόφαση εξέδωσε πριν λίγες μέρες το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης για 14 δημοτικούς υπαλλήλους.

Page 271: THEMIS 1

Καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ για διακρίσεις σε βάρος μαθητών ΡομάΚαταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ για διακρίσεις σε βάρος μαθητών ΡομάΚαταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ για διακρίσεις σε βάρος μαθητών ΡομάΚαταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ για διακρίσεις σε βάρος μαθητών Ρομά

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδικάζοντας προσφυγή 140 Ελλήνων Ρομά, έκρινε ότι οι ελληνικές αρχές δεν έχουν επιτύχει την ενσωμάτωση των ανήλικων τέκνων των Ρομά στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης καθώς παρατηρούνται συχνά φαινόμενα διακρίσεων εις βάρος τους.

Το ΕΔΑΔ καταδίκασε τη χώρα μας για παραβίαση του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στο οποίο προβλέπεται η απαγόρευση των διακρίσεων καθώς και για παραβίαση του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, στο οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Ειδικότερα, η υπόθεση αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης στο εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα των παιδιών των οικογενειών των Ρομά, οι οποίοι διαμένουν στον Ασπρόπυργο Αττικής.

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, το 12ο Δημοτικό Σχολείο Ασπροπύργου έχει μετατραπεί σ’ ένα σχολείο, όπου φοιτούν αποκλειστικά μαθητές προερχόμενοι από οικογένειες Ρομά καθώς οι υπόλοιποι γονείς έχουν μεταφέρει τα παιδιά τους σε γειτονικά σχολεία ώστε να μη βρίσκονται στο ίδιο εκπαιδευτικό περιβάλλον με τους Ρομά, τους οποίους κατηγορούν για παραβατική συμπεριφορά. Να σημειωθεί ότι οι 140 Ρομά είχαν προσφύγει και στο παρελθόν στο Δικαστήριο για το ίδιο θέμα και με την υπ. αριθμ. 411/5.6.2008 απόφαση, το ΕΔΑΔ είχε καταδικάσει τη χώρα μας. Μάλιστα, με τη νέα απόφαση, επισημαίνεται ότι δεν παρατηρείται καμία μεταβολή στη στάση της ελληνικής πλευράς καθώς εξακολουθούν να μη λαμβάνονται υπ’ όψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών των Ρομά, οι οποίοι ανήκουν στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού.

Παράλληλα, γίνεται ειδική αναφορά στο άρθρο 46 ΕΣΔΑ, στο οποίο προβλέπεται η δεσμευτική ισχύς και η υποχρεωτική εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΑΔ. Το ΕΔΑΔ τόνισε ότι δε συντρέχει κάποιος αντικειμενικός λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί τη συγκεκριμένη διακριτική μεταχείριση, ενώ επισήμανε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δώσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις για τους

Page 272: THEMIS 1

λόγους που έχουν οδηγήσει στην αποκλειστική φοίτηση Ρομά στο συγκεκριμένο σχολείο υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από την προηγούμενη δικαστική κρίση (2008-2010), έχουν αυξηθεί τα περιστατικά διακρίσεων εις βάρος της συγκεκριμένης κατηγορίας του πληθυσμού και έχει δημιουργηθεί η εικόνα ενός σχολείου «γκέτο».

Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι παραβιάζεται το άρθρο 14 ΕΣΔΑ και το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και καταδίκασε την ελληνική κυβέρνηση να καταβάλει 1.000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη σε καθέναν από τους προσφεύγοντες ενώ τους επιδίκασε συνολικά 2.000 για τα δικαστικά έξοδα.

Ιταλία: Αντισυνταγματικός ο νόμος που απαγορεύει την χρήση εμβρύων στην Ιταλία: Αντισυνταγματικός ο νόμος που απαγορεύει την χρήση εμβρύων στην Ιταλία: Αντισυνταγματικός ο νόμος που απαγορεύει την χρήση εμβρύων στην Ιταλία: Αντισυνταγματικός ο νόμος που απαγορεύει την χρήση εμβρύων στην έρευναέρευναέρευναέρευνα

Αντισυνταγματικός κρίθηκε από ιταλικό δικαστήριο της Φλωρεντίας ο νόμος (Law 40) με τον οποίο απαγορεύεται η χρήση εμβρύων για ερευνητικούς σκοπούς. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο νόμος αντίκειται στο ιταλικό Σύνταγμα στο μέτρο που περιορίζει παρανόμως το δικαίωμα στην έρευνα και το δικαίωμα στην υγεία. Η υπόθεση αφορούσε ένα ζευγάρι που είχε επιλέξει την μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης για να τεκνοποιήσει και επιθυμούσε να δωρίσει τα αχρησιμοποίητα έμβρυα σε ερευνητικά εργαστήρια. Το ζήτημα πλέον θα λυθεί ενώπιον του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Το καλοκαίρι ορισμένες διατάξεις του νόμου είχαν κριθεί αντίθετες με το ευρωπαϊκό δίκαιο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Τότε το δικαστήριο είχε καταδικάσει την Ιταλία, επειδή με διατάξεις του νόμου Law 40 περιοριζόταν υπερβολικά το δικαίωμα των οικογενειών να κάνουν διαγνωστικές εξετάσεις για τυχόν σοβαρές ασθένειες των κυοφορούμενων εμβρύων.

Page 273: THEMIS 1

Πρόεδρος ΣτΕ: Η αποχή δικαστών, με αυτή τη μορφή ευτελίζει την έννοια της Πρόεδρος ΣτΕ: Η αποχή δικαστών, με αυτή τη μορφή ευτελίζει την έννοια της Πρόεδρος ΣτΕ: Η αποχή δικαστών, με αυτή τη μορφή ευτελίζει την έννοια της Πρόεδρος ΣτΕ: Η αποχή δικαστών, με αυτή τη μορφή ευτελίζει την έννοια της απεργίαςαπεργίαςαπεργίαςαπεργίας

Αυστηρό «κέλευσμα» σε δικαστές και εισαγγελείς να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις που έχουν ξεκινήσει από τα μέσα Σεπτεμβρίου διότι «μια τέτοια στάση αλλοιώνει ή και ευτελίζει την έννοια της απεργίας» απηύθυνε ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) κ. Κωνσταντίνος Μενουδάκος, μιλώντας στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Μέγαρο Μουσικής για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την έναρξη λειτουργίας των Διοικητικών Δικαστηρίων. Στην εκδήλωση, παραβρέθηκαν ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντωνης Ρουπακιώτης, ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών και πρώην πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χαράλαμπος Αθανασίου, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, εκπρόσωποι κομμάτων, κ.ά. Αίσθηση, όμως προκάλεσαν τα όσα είπε στην ομιλία του και ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κ. Γεώργιος Φαλτσέτος. Μίλησε για προσπάθεια χειραγώγησης των δικαστών με το τρίτο Μνημόνιο, που προβλέπει νέες περικοπές στις αποδοχές τους και αναφερόμενος στις υποθέσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα στα δικαστήρια, επισήμανε: «Με χιλιάδες υποθέσεις στα ράφια η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ο δικαστής επιχειρείται να μετατραπεί σε αλλοτριωμένος γραφειοκράτης». «Στηρίξτε τους θεσμούς«Στηρίξτε τους θεσμούς«Στηρίξτε τους θεσμούς«Στηρίξτε τους θεσμούς στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές» στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές» στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές» στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές» Από την πλευρά του ο κ. Ρουπακιώτης κάλεσε τους δικαστές να στηρίξουν «τους θεσμούς στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές» ενώ μιλώντας για την κρίση που μαστίζει τη χώρα τόνισε: «Περνάμε πολύ δύσκολες ημέρες. Χάσαμε αλλά δεν πρέπει να χαθούμε. Λίγοι ή πολλοί έφταιξαν πολύ και οδήγησαν την κοινωνία σε μεγάλη κρίση οικονομική, δημοσιονομική, πολιτισμική και ιδεολογική, με βαριές συνέπειες στη λειτουργία του πολιτεύματος». Ο κ. υπουργός Δικαιοσύνης έκανε επίσης έμμεση αναφορά στο κόμμα της Χρυσής Αυγής λέγοντας: «Αναδείχθηκαν δυνάμεις επικίνδυνες για την δημοκρατία. Δεν αναφέρομαι μόνον σε έναν πολιτικό σχηματισμό αλλά στο ότι οι πολίτες δεν

Page 274: THEMIS 1

εμπιστεύονται τους θεσμούς. Κοινωνία χωρίς θεσμούς δεν έχει μέλλον. Δική μας και δική σας υποχρέωση να στηρίξετε με αξιοπιστία τους θεσμούς στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές». Ο κ. Ρουπακιώτης απευθυνόμενος προς τους δικαστές τόνισε ότι συμμερίζεται τα δίκαια παράπονά τους και επισήμανε πως πρέπει να αναδειχθεί η αισιοδοξία. «Πρέπει όλοι να στηρίξουμε τους θεσμούς, να αναδείξουμε την αξιοπιστία που αναμένουν οι πολίτες για να έχουμε την προσδοκία ότι από αυτή την τελευταία προσπάθεια , θα βγούμε από το τούνελ» ανέφερε. «Δεν έχει δικαίωση η άρνηση άσκησης του έργου από δικαστές»«Δεν έχει δικαίωση η άρνηση άσκησης του έργου από δικαστές»«Δεν έχει δικαίωση η άρνηση άσκησης του έργου από δικαστές»«Δεν έχει δικαίωση η άρνηση άσκησης του έργου από δικαστές» «Οι διοικητικοί δικαστές, και γενικότερα οι Έλληνες δικαστές, όπως όλοι οι εργαζόμενοι, καλούνται να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια χωρίς αντίστοιχα κίνητρα, αλλά αντιθέτως με μείωση των οικονομικών απολαβών τους και με κατάργηση δικαιωμάτων που τα θεωρούσαμε οριστικώς κεκτημένα» είπε ο πρόεδρος του ΣτΕ στην ομιλία του και προσέθεσε: «Η πραγματικότητα αυτή δεν δικαιολογεί την παραίτηση των δικαστών από την άσκηση του έργου τους που είναι η προάσπιση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των διοικούμενων και του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας. Το γεγονός ότι ο δικαστής αδικείται από την Πολιτεία δεν τον νομιμοποιεί να εγκαταλείψει την προστασία άλλων αδικούμενων συμπολιτών του». Σύμφωνα με τον κ. Μενουδάκο γεννάται έτσι προβληματισμός για τη νομιμοποίηση της αποχής από το καθήκον απόδοσης της Δικαιοσύνης, καθώς «δεν φαίνεται να έχει διακαιοπολιτική δικαίωση η άρνηση άσκησης του έργου αυτού από τους δικαστές που είμαστε άμεσα όργανα του κράτους και, συνεπώς, τμήμα του σκληρού πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ιδιότητα την οποία δικαίως υπερασπιζόμαστε και την οποία, άλλωστε, δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε». Κατά τον κ. Μενουδάκο «μια τέτοια στάση αλλοιώνει ή και ευτελίζει την έννοια της απεργίας ως μορφή αγώνα των εργαζομένων για την προάσπιση ή τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων, όπως έχει καθιερωθεί ιστορικά». Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ δεν συμμετέχει από την αρχή στις κινητοποιήσεις που έχουν κηρύξει οι υπόλοιπες δικαστικές ενώσεις αντιδρώντας στο νέο «ψαλίδισμα» των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν

Page 275: THEMIS 1

συνολικά το 60% των αποδοχών τους. Στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΣτΕ αναφέρθηκε και στην καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης για να τονίσει ότι το …φαινόμενο δεν χαρακτηρίζει μόνο τη λειτουργία των ελληνικών δικαστηρίων αλλά και των ευρωπαϊκών. «Είναι γεγονός πάντως ότι στη διοικητική δικαιοσύνη η καθυστέρηση είναι υπερβολικά μεγάλη και προβληματίζει» τόνισε σημειώνοντας ωστόσο πως: «Είναι επίσης γεγονός πως αν συγκριθεί ο μέσος όρος ανά δικαστή του παραγόμενου έργου, ο Έλληνας διοικητικός δικαστής θα αποδειχθεί πολύ παραγωγικός σε σχέση με τους ευρωπαίους συναδέλφους του, σχεδόν σταχανωβίτης». «Επιχειρείται «Επιχειρείται «Επιχειρείται «Επιχειρείται χειραγώγηση της Δικαιοσύνης»χειραγώγηση της Δικαιοσύνης»χειραγώγηση της Δικαιοσύνης»χειραγώγηση της Δικαιοσύνης» Ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών στην ομιλία του επισήμανε ότι η Δικαιοσύνη «σε καιρούς χαλεπούς όπως σήμερα πρέπει να βγει αλώβητη». Ωστόσο, όπως είπε ο κ. Φαλτσέτος με τα νέα μέτρα επιχειρείται η χειραγώγησή της. «Στους δικαστές έγιναν οι μέγιστες μειώσεις από όλο τον ευρύτερο δημόσιο τομέα» ανέφερε κάνοντας παράλληλα λόγο για προσπάθεια να μετατραπεί ο δικαστής σε «αλλοτριωμένο γραφειοκράτη». Ακόμη, ο ίδιος επισήμανε πως ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των Διοικητικών Δικαστών έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του «και πρέπει να αναζητήσουμε νέους τρόπους απονομής δικαίου». Υπενθυμίζεται ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έχει παρατείνει τις κινητοποιήσεις της μέχρι 8 Δεκεμβρίου, ενώ η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφάσισε παράταση των κινητοποιήσεων μέχρι 7 Δεκεμβρίου. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών συνεχίζει μέχρι 30 Νοεμβρίου.

Στο εδώλιο για άλλη μια φορά ο Βαξεβάνης Στο εδώλιο για άλλη μια φορά ο Βαξεβάνης Στο εδώλιο για άλλη μια φορά ο Βαξεβάνης Στο εδώλιο για άλλη μια φορά ο Βαξεβάνης

Μετά από έφεση που άσκησε η Εισαγγελία Πρωτοδικών κρίνοντας νομικά εσφαλμένη την αθωωτική απόφαση της 1ης Νοεμβρίου για την υπόθεση δημοσιοποίησης της φερόμενης ως λίστας Λαγκάρντ, ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης παραπέμπεται εκ νέου σε δίκη.

Page 276: THEMIS 1

Μάλιστα , η εισαγγελία κάνει λόγο για παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Η απάντηση του Βαξεβάνη μέσω twitter ήταν χαρακτηριστική : «Πρωτοφανές. Η Εισαγγελία άσκησε έφεση στην αθωωτική μου απόφαση. Την ώρα που η κοινωνία απαιτεί αποκάλυψη, συγκαλύπτουν» . Πηγές της εισαγγελίας ανέφεραν ότι για την άσκηση έφεσης υπέρ του νόμου υπήρξαν αιτήματα από πολίτες και δικηγόρους.

Σε ανακοίνωσή του για την εκ νέου δίωξη του εκδότη και δημοσιογράφου ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για πολιτική δίωξη και τονίζει πως : «Δεν είναι δυνατόν οι πολιτικοί υπεύθυνοι της συγκάλυψης και της διαφθοράς των υποθέσεων φοροδιαφυγής να απολαμβάνουν ασυλίας, ενώ οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, που υπηρετούν την ανάγκη της διαφάνειας και το δημόσιο συμφέρον, να αντιμετωπίζονται ως οι χειρότεροι εγκληματίες»

Υποχρέωση γνωστοποίησης περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων για Υποχρέωση γνωστοποίησης περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων για Υποχρέωση γνωστοποίησης περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων για Υποχρέωση γνωστοποίησης περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων για διατροφή διατροφή διατροφή διατροφή

Οι ΔΟΥ υποχρεωτικά πρέπει, στις περιπτώσεις διατροφών, να γνωστοποιούν την πλήρη περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προς διατροφή προσώπων, προκειμένου να μπορεί να καθοριστεί το ύψος της.

Αυτό αναφέρει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής, σε εγκύκλιό του προς τους Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών της χώρας.

Ο εισαγγελικός λειτουργός, ερμηνεύοντας τον Ποινικό Κώδικα, τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και το Ν. 3842/2010, επισημαίνει ότι η γνωστοποίηση από τις ΔΟΥ των σχετικών με την περιουσιακή κατάσταση πληροφοριών των υποχρέων προς διατροφή προσώπων -κατόπιν παραγγελίας του αρμοδίου εισαγγελέα Πρωτοδικών-, προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της, είναι υποχρεωτική και σε περίπτωση άρνησης, οι αρμόδιοι υπάλληλοι έχουν ποινική ευθύνη.

Page 277: THEMIS 1

Ποινικοποίηση τηΠοινικοποίηση τηΠοινικοποίηση τηΠοινικοποίηση της «Ομοφυλοφιλικής Προπαγάνδας» στην Ουκρανία ς «Ομοφυλοφιλικής Προπαγάνδας» στην Ουκρανία ς «Ομοφυλοφιλικής Προπαγάνδας» στην Ουκρανία ς «Ομοφυλοφιλικής Προπαγάνδας» στην Ουκρανία

Παρόλο που η ομοφυλοφιλία είχε αποποινικοποιηθεί με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 στην Ουκρανία, το Ουκρανικό Κοινοβούλιο έβαλε προς συζήτηση νομοσχέδιο το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, πρόστιμα ύψους 500 ευρώ και ποινές φυλάκισης έως 5 ετών(!) για όσους παράγουν, διανέμουν, πωλούν ή εισάγουν έργα τα οποία θεωρείται ότι προπαγανδίζουν την ομοφυλοφιλία, χωρίς να γνωστοποιείται τι είδους έργα μπορεί να είναι αυτά.... Το μόνο που γίνεται γνωστό είναι η άποψη του Κοινοβουλίου ότι η ομοφυλοφιλία θεωρείται «κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» και οδηγεί σε επιδημία HIV/AIDS.

Για να τεθεί σε ισχύ το νομοσχέδιο, που έχει προκαλέσει την αντίδραση των Οργανώσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, , , , απομένει μία δεύτερη ψηφοφορία και η υπογραφή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο οποίος δεν έχει δηλώσει ακόμα τη στάση που θα τηρήσει, δεδομένου ότι η επικύρωση του ανωτέρω νόμου μπορεί να προκαλέσει ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ισόβια Κάθειρξη σε Σωφρονιστικούς ΥπαλλΙσόβια Κάθειρξη σε Σωφρονιστικούς ΥπαλλΙσόβια Κάθειρξη σε Σωφρονιστικούς ΥπαλλΙσόβια Κάθειρξη σε Σωφρονιστικούς Υπαλλήλους στην ήλους στην ήλους στην ήλους στην Τουρκία Τουρκία Τουρκία Τουρκία

Η Τουρκία έρχεται τρίτη σε θέση όσον αφορά την κακοφημία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Οι φύλακες τιμωρούν αλύπητα κάθε επίδειξη βίας και ανυπακοής και τα επεισόδια που το επιβεβαιώνουν είναι αμέτρητα.

Μέσα όμως στο κλίμα του εξευρωπαϊσμού, η Τουρκία κάνει ένα βήμα μπροστά και τιμωρεί για πρώτη φορά σωφρονιστικούς υπαλλήλους για κακομεταχείριση κρατουμένων.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια οι δύο υπάλληλοι κατηγορούνται για ανθρωποκτονία, καθώς βασάνισαν μέχρι θανάτου τον αντι-κυβερνητικό ακτιβιστή Engin Ceber. Το Δικαστήριο τους καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και με την ίδια ποινή καταδικάστηκε και ο διευθυντής των φυλακών.

Page 278: THEMIS 1

Εδώ να σημειωθεί πως η Διεθνής Αμνηστία χαρακτηρίζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου «ιστορική»!

Πρόσβαση στα φορολοΠρόσβαση στα φορολοΠρόσβαση στα φορολοΠρόσβαση στα φορολογικά στοιχεία δανειοληπτών αποκτούν οι τράπεζες εάν γικά στοιχεία δανειοληπτών αποκτούν οι τράπεζες εάν γικά στοιχεία δανειοληπτών αποκτούν οι τράπεζες εάν γικά στοιχεία δανειοληπτών αποκτούν οι τράπεζες εάν ζητούν υπαγωγή στο «Νόμο Κατσέλη»ζητούν υπαγωγή στο «Νόμο Κατσέλη»ζητούν υπαγωγή στο «Νόμο Κατσέλη»ζητούν υπαγωγή στο «Νόμο Κατσέλη»

Πρόσβαση σε φορολογικά στοιχεία οφειλέτη μπορεί να αποκτούν οι τράπεζες, ακόμη και αν αυτά εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο, σε περίπτωση που ο δανειολήπτης έχει αιτηθεί την υπαγωγή του στο «Νόμο Κατσέλη» (ν.3869/2010) για την ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Εγκύκλιος για τη χορήγηση πληροφοριών για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του φορολογούμενου σε τρίτο πρόσωπο που εξέδωσε χθες το υπουργείο Οικονομιών και βασίζεται σε γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αναφέρει πως με το ν.3869/2010 παρέχεται στο δανειστή το δικαίωμα, μετά από αίτησή του, που διαβιβάζεται στη φορολογική αρχή μέσω του αρμοδίου εισαγγελέα, να λάβει «κάθε χρήσιμη πληροφορία» για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα οφειλετών του, ανεξάρτητα από τη συναίνεσή τους ή μη. Το Α' Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους απεφάνθη ομόφωνα ότι ο οικονομικός έφορος υποχρεούται να χορηγεί σε πιστωτή του οφειλέτη, κάθε πληροφορία και στοιχείο για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη-φορολογούμενου, ακόμη και αν αυτά εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο, εφόσον είναι πρόσφορα, για να καταστεί δυνατός ο σχετικός περιουσιακός έλεγχος του οφειλέτη εκ μέρους του αιτούντος πιστωτή, καθόσον το φορολογικό απόρρητο «επιτρεπτώς κάμπτεται» εν προκειμένω από διάταξη του ν.3869/2010. Συνεπώς, εφόσον ο δανειστής υποβάλει στην αρμόδια ΔΟΥ αίτηση για χορήγηση στοιχείων οφειλέτη ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ οφείλει να χορηγήσει τα στοιχεία στον αιτούντα, όχι όμως να χορηγήσει αντίγραφα των φορολογικών δηλώσεων των φορολογούμενων.

Page 279: THEMIS 1

Ποινική δίωξη κατά του Κ. Μπαρμπαρούση της Χρυσής ΑυγήςΠοινική δίωξη κατά του Κ. Μπαρμπαρούση της Χρυσής ΑυγήςΠοινική δίωξη κατά του Κ. Μπαρμπαρούση της Χρυσής ΑυγήςΠοινική δίωξη κατά του Κ. Μπαρμπαρούση της Χρυσής Αυγής Για παράνομη βία, φθορά, αντιποίηση αρχής και φυλετικές διακρίσεις Δίωξη κατά του βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Κ. Μπαρμπαρούση για παράβαση του νόμου περί φυλετικών διακρίσεων άσκησε η Εισαγγελία Μεσολογγίου για τα επεισόδια του περασμένου Σεπτεμβρίου. Πρόκειται για σπάνια χρήση του ν. 927/1979, ο οποίος ενεργοποιείται, κυρίως, μετά από μήνυση του θύματος. Ο βουλευτής διώκεται επίσης και για παράνομη βία, απρόκλητη φθορά και αντιποίηση αρχής. Είχε πρωταγωνιστήσει σε βίαιη εκδίωξη αλλοδαπών μικροπωλητών, οι οποίοι είχαν πάει στη λαική για α πουλήσουν την πραμάτεια τους. Στην προκειμένη περίπτωση ο χρυσαυγίτης βουλευτής αντιμετωπίζει κίνδυνο να καταδικαστεί σε φυλάκιση από έξι μήνες ως τρία χρόνια. Τα επεισόδια είχαν γίνει στις αρχές Σεπτεμβρίου όταν ομάδα από χρυσαυγίτες με επικεφαλής τον βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Μπαρμπαρούση, επισκέφτηκαν τη λαϊκή Μεσολογγίου. Αντίστοιχα επεισόδια είχαν γίνει και στο πανηγύρι της Ραφήνας με πρωταγωνιστές άλλους βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Μον. Πρ. Ξάνθης: Αντισυνταγματική η μείωση του κατώτατου μισθούΜον. Πρ. Ξάνθης: Αντισυνταγματική η μείωση του κατώτατου μισθούΜον. Πρ. Ξάνθης: Αντισυνταγματική η μείωση του κατώτατου μισθούΜον. Πρ. Ξάνθης: Αντισυνταγματική η μείωση του κατώτατου μισθού Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, με την υπ. αριθμ. 511/2012 απόφαση που εξέδωσε κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε αντισυνταγματική την πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου – ΠΥΣ 6/2012, με την οποία μειώνεται ο κατώτατος μισθός και καταργείται η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων.

Ειδικότερα, αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη ΠΥΣ εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 26 και 43 παρ.2 του Συντάγματος και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τα δικαστήρια. Με βάση λοιπόν την ανωτέρω αιτιολογία, το δικαστήριο έκρινε ότι η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στην ισχύ του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΚΤΕΛ και ότι ισχύουν πλήρως οι περιορισμοί που αυτός θέτει στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας.

Page 280: THEMIS 1

Με δεδομένο λοιπόν ότι στην υπό κρίση υπόθεση δε συνέτρεχε κανένας από τους λόγους που προβλέπει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού ΚΤΕΛ, η απόλυση του οδηγού ΚΤΕΛ κρίθηκε άκυρη και ο εργοδότης υποχρεώθηκε να τον επαναπροσλάβει και να καταβάλει κανονικά τις αποδοχές του. Μάλιστα, η Ομοσπονδία Συνδικάτων Μεταφορών Ελλάδας (ΟΣΜΕ) σε ανακοίνωση που εξέδωσε, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου έρχεται «να επιβεβαιώσει ότι η νομοθετική λαίλαπα κατά των εργασιακών δικαιωμάτων στη χώρα μας δεν θα καρποφορήσει, όσο η ανεξάρτητη δικαιοσύνη επιμένει να εφαρμόζει το Σύνταγμα και τις αρχές που αποτελούν το θεμέλιο του δικαιϊκού μας συστήματος.»

ΣτΕ: Αντισυνταγματικός ο Ν. 3838/2010 ΣτΕ: Αντισυνταγματικός ο Ν. 3838/2010 ΣτΕ: Αντισυνταγματικός ο Ν. 3838/2010 ΣτΕ: Αντισυνταγματικός ο Ν. 3838/2010 ---- Άμεση κυβερνητική αντίδραση Άμεση κυβερνητική αντίδραση Άμεση κυβερνητική αντίδραση Άμεση κυβερνητική αντίδραση Αντισυνταγματικός κρίθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νόμος 3838/2010 που καθιστά ευκολότερη την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς

Αντισυνταγματικός κρίθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τη χθεσινή συνεδρίαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νόμος 3838/2010 που καθιστά ευκολότερη την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς, υπηκόους τρίτων χώρων ενώ τους παρέχει και τη δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ βαθμού. Η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, από το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ.

Το Ανώτατο Δικαστήριο φαίνεται να αποφάσισε ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, χωρίς να έχει προηγηθεί αναθεώρηση της συνταγματικής διάταξης. Παράλληλα, σε άρθρο του Συντάγματος φαίνεται να προσκρούει και ο προβλεπόμενος τρόπος κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας καθώς η πολιτογράφηση του ν. 3838/2010 γίνεται με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις, όπως ο χρόνος διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού στη χώρα, η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο και η ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα ενώ δε γίνεται εξατομικευμένη κρίση

Page 281: THEMIS 1

προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει η ουσιαστική και βασική προϋπόθεση του δεσμού του αλλοδαπού με το ελληνικό έθνος.

Να σημειωθεί ότι η απόφαση φαίνεται να μη λήφθηκε ομόφωνα καθώς, πηγές αναφέρουν ότι υπήρξε μειοψηφία, η οποία εξέφρασε την άποψη ότι η πενταετής μόνιμη και νόμιμη διαμονή σε συνδυασμό με την εξαετή φοίτηση σε ελληνικό σχολείο αποτελούν αρκούντως επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν πραγματικό και νομικό δεσμό του αλλοδαπού με τη χώρα και κατά συνέπεια επιτρέπουν τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας.

Η διαρροή των πληροφοριών για την έκβαση της συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκάλεσε άμεση κυβερνητική αντίδραση. Έτσι, ο ο ο ο Πρωθυπουργός, κ. Αντώνης Σαμαράς κάλεσε τον υπουργό Εσωτερικών, κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη να δώσει τις απαραίτητες κατευθύνσεις για την εφαρμογή της χθεσινής ετυμηγορίας του ΣτΕ ως προς τις προϋποθέσεις απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας ενώ έδωσε εντολή στον αναπληρωτή υπουργό, κ. Χαράλαμπο Αθανασίου να προετοιμάσει εντός επτά ημερών και να δώσει στη δημοσιότητα νομοσχέδιο συμβατό με τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από τη δικαστική κρίση.

ΕΔΔΑ: Νόμιμη η απαγόρευση προΕΔΔΑ: Νόμιμη η απαγόρευση προΕΔΔΑ: Νόμιμη η απαγόρευση προΕΔΔΑ: Νόμιμη η απαγόρευση προβολής εικόνων του Ολοκαυτώματος σε βολής εικόνων του Ολοκαυτώματος σε βολής εικόνων του Ολοκαυτώματος σε βολής εικόνων του Ολοκαυτώματος σε διαφημιστική καμπάνιαδιαφημιστική καμπάνιαδιαφημιστική καμπάνιαδιαφημιστική καμπάνια

Η απόφαση ελήφθη στο πλαίσιο της υπόθεσης Peta Deutschland v. Germany και δεν είναι ακόμη οριστική. Την προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ είχε υποβάλει η οργάνωση Peta (People for the Ethical Treatment of Animals) Deutschland ισχυριζόμενη ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης), επειδή γερμανικό δικαστήριο το 2004 της απαγόρευσε να προβάλει φωτογραφίες από τροφίμους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο πλαίσιο της διαφημιστικής καμπάνιας “The Holocaust on your plate”.

Το σκεπτικό της καμπάνιας ήταν να προβάλλονται φωτογραφίες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δίπλα σε φωτογραφίες ζώων που κρατούνται ομαδικά σε κλούβες και οι φωτογραφίες να συμπληρώνονται με καταδικαστικές λεζάντες, όπως “if animals are concerned, everybody becomes

Page 282: THEMIS 1

a Nazi”. Η καμπάνια όμως σταμάτησε όταν το Κεντρικό Συμβούλιο Εβραίων της Γερμανίας υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για να αποτρέψει την προβολή των φωτογραφιών από το Ολοκαύτωμα. Αργότερα το ζήτημα έφτασε και ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την προσφυγή της PETA τον Φεβρουάριο του 2009.

Οι δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αξιολόγησαν ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος έκφρασης της οργάνωσης PETA. Συμφώνησαν με τα γερμανικά δικαστήρια ότι η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου πόνου κατά το Ολοκαύτωμα για τις ανάγκες μιας διαφημιστικής καμπάνιας κατά της κακοποίησης των ζώων έθιγε το δικαίωμα στην προσωπικότητα των επιζώντων Εβραίων, παρότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση από την οργάνωση που δημιούργησε την καμπάνια.

Περαιτέρω το δικαστήριο επεσήμανε ότι σε μια τέτοια υπόθεση δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί το ιστορικό παρελθόν του κράτους στο οποίο θα γινόταν η προβολή τέτοιων εικόνων, δεχόμενο τη θέση της γερμανικής κυβέρνησης περί ειδικής υποχρέωσης που αισθάνεται το κράτος απέναντι στους Εβραίους που ζουν στη Γερμανία.

ΠηγέςΠηγέςΠηγέςΠηγές ειδήσεων:ειδήσεων:ειδήσεων:ειδήσεων:

wwwwwwwwwwww....lawnetlawnetlawnetlawnet....grgrgrgr

httphttphttphttp://://://://wwwwwwwwwwww....ethemisethemisethemisethemis....grgrgrgr////

Page 283: THEMIS 1

Με ένα κλικ, ουσιαστική ενηµέρωση και άποψη για όλα τα θέµατα που απασχολούν την νοµική επικαιρότητα……

Στο facebook: https://www.facebook.com/nomikiepikairotita