Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial...

29
1 © Hellenic American University & Hellenic American Union TEST 1 Listening Part 1 stuntman (n) κασκαντέρ civil engineer (n) πολιτικός μηχανικός imply (v) υπονοώ time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial (adj) εμπορικός Transcript cable (n) καλώδιο device (n) συσκευή field (n) τομέας landmark (n) ορόσημο committee (n) επιτροπή preconceived (adj) προκατειλημένος manual (n) οδηγός χρήσης maintain (v) συντηρώ interact (v) αλληλεπιδρώ blend together (phr v) αναμειγνύω swordfish (n) ξιφίας apprenticeship (n) περίοδος μαθητείας passionate (adj) παθιασμένος worthwhile (adj) σημαντικός external (adj) εξωτερικός Listening Part 2 morale (n) υψηλό ηθικό executive (n) στέλεχος (επιχείρησης) commodities broker (n) μεσίτης εμπορευμάτων commodity (n) εμπόρευμα copper (n) χαλκός incident (n) γεγονός deficit (n) έλλειμα revenue (n) εισόδημα (από φόρους) claim (n) ισχυρισμός fraud (n) οικονομική απάτη Transcript police (v) αστυνομεύω spammer (n) αυτός που στέλνει άχρηστα διαφημιστικά μηνύματα work around (phr v) βρίσκω λύση παρακάμπτοντας κάτι scramble (v) τα κουτσοκαταφέρνω inflation (n) πληθωρισμός crop (n) σοδειά soar (n) ανεβαίνω κατακόρυφα και απότομα dump (v) ξεφορτώνομαι take a stab at (phr) δοκιμάζω την τύχη μου merit (n) αξία uphold (v) υποστηρίζω make head or tails (phr) βγάζω άκρη, καταλαβαίνω lecture (n) διάλεξη impact (n) αντίκτυπος phase in (phr v) εισάγω κάτι νέο, σιγά-σιγά declare (v) δηλώνω bankruptcy (n) χρεωκοπία shareholder (n) μέτοχος wipe out (phr v) εξαλείφω, ξετινάζω legitimate (adj) νόμιμος sing a different tune (phr) αλλάζω ισχυρισμούς plead guilty (phr) δηλώνω ένοχος security (n) χρεόγραφο charge (n) κατηγορία (για απάτη κλπ) natural (n) ταλέντο Listening Part 3 predecessor (n) προκάτοχος citizenship (n) υπηκοότητα, ιθαγένεια policy (n) πολιτική, τακτική, αρχή assembly (n) συνέλευση insufficient (adj) ανεπαρκής attendee (n) αυτός που παραβρίσκεται (σε μια συνέλευση κλπ) dikast (n) δικαστής (στην αρχαία εκκλησία) legislation (n) νομοθεσία juror (n) δικαστής, ένορκος Transcript shed light on (phr) ρίχνω φως (σε ένα μυστήριο) benefit (n) όφελος offshoot (n) παρακλάδι composition (n) σύνθεση participatory (adj) συμμετοχικός attendance (n) παρουσία (σε συνέλευση κλπ) estimate (n) εκτίμηση, υπολογισμός exceed (v) υπερβαίνω dispensation grant (n) χορηγία χρηματικού ποσού ostracism (n) εξοστρακισμός deliberative (adj) διαβουλευτικός electoral (adj) εκλογικός judicial (adj) δικαστικός, δικονομικός interpret (v) ερμηνεύω Ekklesia (n) αρχαία εκκλησία enlightening (adj) διαφωτιστικός Practice Tests for the ALCE TM Exam W O R D L I S T

Transcript of Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial...

Page 1: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

1© Hellenic American University & Hellenic American Union

TesT 1

ListeningPart 1

stuntman (n) κασκαντέρ

civil engineer (n) πολιτικός μηχανικός

imply (v) υπονοώ

time-consuming (adj) χρονοβόρος

commercial (adj) εμπορικός

Transcript

cable (n) καλώδιο

device (n) συσκευή

field (n) τομέας

landmark (n) ορόσημο

committee (n) επιτροπή

preconceived (adj) προκατειλημένος

manual (n) οδηγός χρήσης

maintain (v) συντηρώ

interact (v) αλληλεπιδρώ

blend together (phr v) αναμειγνύω

swordfish (n) ξιφίας

apprenticeship (n) περίοδος μαθητείας

passionate (adj) παθιασμένος

worthwhile (adj) σημαντικός

external (adj) εξωτερικός

ListeningPart 2

morale (n) υψηλό ηθικό

executive (n) στέλεχος (επιχείρησης)

commodities broker (n) μεσίτης εμπορευμάτων

commodity (n) εμπόρευμα

copper (n) χαλκός

incident (n) γεγονός

deficit (n) έλλειμα

revenue (n) εισόδημα (από φόρους)

claim (n) ισχυρισμός

fraud (n) οικονομική απάτη

Transcript

police (v) αστυνομεύω

spammer (n) αυτός που στέλνει άχρηστα διαφημιστικά μηνύματα

work around (phr v) βρίσκω λύση παρακάμπτοντας κάτι

scramble (v) τα κουτσοκαταφέρνω

inflation (n) πληθωρισμός

crop (n) σοδειά

soar (n) ανεβαίνω κατακόρυφα και απότομα

dump (v) ξεφορτώνομαι

take a stab at (phr) δοκιμάζω την τύχη μου

merit (n) αξία

uphold (v) υποστηρίζω

make head or tails (phr) βγάζω άκρη, καταλαβαίνω

lecture (n) διάλεξη

impact (n) αντίκτυπος

phase in (phr v) εισάγω κάτι νέο, σιγά-σιγά

declare (v) δηλώνω

bankruptcy (n) χρεωκοπία

shareholder (n) μέτοχος

wipe out (phr v) εξαλείφω, ξετινάζω

legitimate (adj) νόμιμος

sing a different tune (phr) αλλάζω ισχυρισμούς

plead guilty (phr) δηλώνω ένοχος

security (n) χρεόγραφο

charge (n) κατηγορία (για απάτη κλπ)

natural (n) ταλέντο

ListeningPart 3

predecessor (n) προκάτοχος

citizenship (n) υπηκοότητα, ιθαγένεια

policy (n) πολιτική, τακτική, αρχή

assembly (n) συνέλευση

insufficient (adj) ανεπαρκής

attendee (n) αυτός που παραβρίσκεται (σε μια συνέλευση κλπ)

dikast (n) δικαστής (στην αρχαία εκκλησία)

legislation (n) νομοθεσία

juror (n) δικαστής, ένορκος

Transcript

shed light on (phr) ρίχνω φως (σε ένα μυστήριο)

benefit (n) όφελος

offshoot (n) παρακλάδι

composition (n) σύνθεση

participatory (adj) συμμετοχικός

attendance (n) παρουσία (σε συνέλευση κλπ)

estimate (n) εκτίμηση, υπολογισμός

exceed (v) υπερβαίνω

dispensation grant (n) χορηγία χρηματικού ποσού

ostracism (n) εξοστρακισμός

deliberative (adj) διαβουλευτικός

electoral (adj) εκλογικός

judicial (adj) δικαστικός, δικονομικός

interpret (v) ερμηνεύω

Ekklesia (n) αρχαία εκκλησία

enlightening (adj) διαφωτιστικός

Practice Tests for the ALCETM Exam W O R D L I s T

Page 2: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

2© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 1

ListeningPart 4

incentive (n) κίνητρο

sledge (n) έλκηθρο

pack ice (n) πάγος στους πόλους της γης

afflict (v) ταλαιπωρώ

blizzard (n) χιονοθύελλα

Transcript

stimulate (v) διεγείρω

harsh (adj) δριμύς

avalanche (n) χιονοστοιβάδα

frostbite (n) κρυοπάγημα

abandonment (n) εγκατάλειψη

faint-hearted (adj) λιπόψυχος

pursuit (n) αναζήτηση

controversial (adj) αμφιλεγόμενος

scurvy (n) σκορβούτο

ingenious (adj) ιδιοφυής

drift (v) παρασέρνομαι (από τον αέρα)

compatriot (n) συμπατριώτης

fraudulent (adj) ψευδής, απατηλός

dog (v) ακολουθώ (ιδίως όταν πρόκειται για κακοτυχία)

expedition (n) εξερευνητική αποστολή

glacier (n) παγετώνας

set out (phr v) ξεκινώ (για ένα ταξίδι κλπ)

dismay (n) φόβος, απελπισία

flutter (v) κυματίζω

endure (v) υπομένω

severe (adj) δριμύς (για τον καιρό)

lie in store (phr) κρύβει κάτι η μοίρα

sacrifice (n) θυσία

in vain (prep phr) μάταια

companion (n) σύντροφος

depot (n) σταθμός (εφοδίων)

starvation (n) ασιτία

exposure (n) έκθεση (σε κακές καιρικές συνθήκες)

artifact (n) αντικείμενο (χειροποίητο)

Grammar imaging technology (n)

απεικονιστική τεχνολογία

indicate (v) δείχνω

demographic (adj) δημογραφικός

response (n) απόκριση

surge (n) απότομη αύξηση

extracurricular (adj) εξωσχολικός (για δραστηριότητες, χόμπι κλπ)

decline (v) αρνούμαι

inevitable (adj) αναπόφευκτος

elaborate (v) αποσαφηνίζω, δίνω λεπτομέρεις

critically (adv) με κριτική σκέψη

airfare (n) αεροπορικά ναύλα

superior (adj) ανώτερος, καλύτερος

evaluation (n) αξιολόγηση

volume (n) όγκος

ultrasonic (adj) υπερηχητικός

emit (v) εκπέμπω

court (v) φλερτάρω

orbit (n) τροχιά

debris (n) συντρίμμια, απομεινάρια

float (n) επιπλέω

potentially (adv) δυνητικά

enrollment (n) εγγραφή

overburden (v) παραφορτώνω

strain (v) ζορίζω

condor (n) κόνδωρας

diverse (adj) ποικίλος

enterprise (n) επιχείρηση

give in to (phr v) υποκύπτω (στον πειρασμό κλπ)

give up on (phr v) εγκαταλείπω

settlement (n) οικισμός

share (n) μετοχή

devise (v) επινοώ

revolutionize (v) φέρνω επανάσταση, είμαι ρηξικέλευθος

expenditure (n) δαπάνη

the opposition (n) η αντιπολίτευση

recession (n) ύφεση

canopy (n) φύλλωμα μεγάλων δέντρων που κόβει τον ήλιο

underestimate (v) υποτιμώ

inherent (adj) έμφυτος

eliminate (v) αφαιρώ, εξαλείφω

diagnostic (adj) διαγνωστικός

feature (n) χαρακτηριστικό

account for (v) ευθύνομαι για κάτι

filing cabinet (n) αρχειοθήκη

recollection (n) ανάμνηση

neatly (adv) με τάξη, τακτικά

retrieve (v) ανακτώ, ανασύρω (αναμνήσεις κλπ)

penicillium mold (n) ο βάκιλος της πενικιλίνης

mutate (v) μεταλλάσσω

strain (n) κλάδος, γένος

Vocabulary primary (adj) βασικός, πρωταρχικός

mosquito-born (adj) αυτός που προέρχεται από τα κουνούπια

eradicate (v) εξαλείφω

escalate (v) κλιμακώνω

integrate (v) ενσωματώνω

implicate (v) εμπλέκω

core (adj) βασικός, κύριος

life expectancy (n) προσδόκιμο όριο ζωής

anticipation (n) πρόβλεψη, προσμονή

persistent (adj) επίμονος

scarce (adj) σπάνιος

yielding (adj) παραγωγικός

pave (v) στρώνω (το δρόμο για να γίνει κάτι)

accelerate (v) επιταχύνω

reverse (v) αντιστρέφω

fiercely (adv) σκληρά, άγρια

collision (n) σύγκρουση

sequence (n) αλληλουχία

satire (n) σάτιρα

formula for success (phr) συνταγή της επιτυχίας

embassy (n) πρεσβεία

consulate (n) προξενείο

issue (v) εκδίδω (για επίσημα έγγραφα)

Page 3: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

3© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 1

endorse (v) εγκρίνω, υιοθετώ (μια ιδέα ή ένα προϊόν)

worthless (adj) άχρηστος

invaluable (adj) ανεκτίμητος

insignificant (adj) ασήμαντος

resource (n) (χρηματικός) πόρος

insight (n) διορατικότητα

barrier (n) εμπόδιο

setback (n) αναποδιά

resolution (n) λύση

appraisal (n) αξιολόγηση

alter (v) μετατρέπω

bold (adj) θαρραλέος

timid (adj) φοβιτσιάρης

intimidate (v) εκφοβίζω

compound (n) χημική ένωση

enzyme (n) ένζυμο

bacterial (adj) βακτηριακός

obese (adj) παχύσαρκος

expose (v) εκθέτω

administer (v) χορηγώ (φάρμακο κλπ)

cognitive (adj) γνωστικός

consolidate (adj) εμπεδώνω

practitioner (n) αυτός που εξασκεί (την ιατρική κλπ)

posture (n) στάση σώματος

grave (adj) σοβαρός

crucial (adj) εξαιρετικά σημαντικός

solemn (adj) σοβαρός, επίσημος

emerging (adj) αναδυόμενος

invest (v) επενδύω

expand (v) επεκτείνω

cubicle (n) δωματιάκι

livelihood (n) τα προς το ζην

constitution (n) σύνταγμα

resist (v) αντιστέκομαι

seek (v) ψάχνω

trustworthy (adj) αξιόπιστος

accountability (n) υπευθυνότητα

circumstance (n) περίσταση

renowned (adj) πασίγνωστος

imitate (v) μιμούμαι

peer (n) ίσος

absorb (v) απορροφώ

assimilate (v) αφομοιώνω

disorder (n) αναταραχή

uproar (n) σάλος

grasshopper (n) ακρίδα

context (n) συμφραζόμενα

longevity (n) μεγάλη διάρκεια ζωής

option (n) επιλογή

replicate (v) αναπαράγω το ίδιο πράγμα ακριβώς

duplicate (v) διπλότυπο

pension plan (n) συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

offset (v) αντισταθμίζω

reimburse (v) αποζημιώνω

derive (v) προέρχομαι

allowance (n) επίδομα

unsanitary (adj) ανθυγιεινός

contaminated (adj) μολυσμένος

liability (n) ευθύνη

credibility (n) αξιοπιστία

Reading Part 1

fanfare (n) τυμπανοκρουσίες

bug-eyed (adj) με γουρλωτά μάτια

ray-gun (n) όπλo ακτίνων

challenge (v) προκαλώ (σε μονομαχία κλπ)

versus (prep) εναντίον

lurk (v) παραμονεύω

pulp (adj) σκουπίδι, άχρηστος

perspective (n) οπτική γωνία

burst up (phr v) ξεσπάω, εκρήγνυμαι

aftermath (n) συνέπεια, επακόλουθο

artificial (adj) τεχνητός

unravel (v) εκτυλίσσω

tackle (v) καταπιάνομαι

tantalizing (adj) δελεαστικός

destiny (n) μοίρα, πεπρωμένο

finitely (adv) πεπερασμένα

decree (v) διατάσσω

pursue (v) κυνηγώ, ακολουθώ

quest (n) αναζήτηση

portray (v) απεικονίζω

aggressor (n) επιδρομέας

far-sighted (adj) διορατικός

adept (adj) ικανός

Reading Part 2

recuperate (v) συνέρχομαι

trivial (adj) ασήμαντος

innovative (adj) καινοτόμος

flexible (adj) ευέλικτος

all-nighter (n) ολονυκτία δουλειάς

counteract (v) εξουδετερώνω

deprivation (n) στέρηση

grumpiness (n) γρίνια

grogginess (n) ζαλάδα (από κούραση)

lapse (n) κενό (μνήμης)

span (n) εύρος

excess (n) υπερβολή

contributory (adj) συμβάλλων, συντελεστικός

oil spill (n) πετρελαιοκηλίδα

metabolic (adj) μεταβολικός

regulate (v) ρυθμίζω

secretion (n) έκκριση

striking (adj) εκπληκτικός

glucose (n) γλυκόζη

tolerance (n) ανοχή

endocrine (adj) ενδοκρινολογικός

disorder (n) διαταραχή

apnea (n) άπνοια

elevated (adj) αυξημένος

cortisol (n) κορτιζόλη

compromise (v) θέτω σε κίνδυνο

substance (n) ουσία

fungus (n) μύκητας

immune (adj) ανοσιοποιητικό σύστημα

acute (adj) δριμύς, οξύς

ghrelin (n) γρελίνη

leptin (n) λεπτίνη

suppress (v) καταστέλλω

hinder (v) εμποδίζω

lay (adj) όχι ειδήμων

Page 4: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

4© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 2

irritable (adj) οξύθυμος

distracted (adj) αφηρημένος

sustain (v) παρατεταμένος

rational (adj) λογικός

fatal (adj) μοιραίος

nutrient (n) θρεπτική ουσία

infer (v) συμπεραίνω

chronic (adj) χρόνιος

partial (adj) μερικός (όχι όλος)

compensate (v) αντισταθμίζω, αποζημιώνω

invader (n) εισβολέας

Reading Part 3

stroll (v) βολτάρω

occurrence (n) περιστατικό

habitat (n) φυσικό περιβάλλον

brew (v) φτιάχνω μπίρα

uproot (v) ξεριζώνω

devour (v) καταβροχθίζω

foliage (n) φύλλωμα

manic (adj) με μανία

granary (n) σιτοβολώνας

trample (v) ποδοπατώ

marauding (adj) αυτός που κάνει επιδρομές

root (adj) βασικός, κύριος

conflict (n) σύγκρουση, διαμάχη

density (n) πυκνότητα

dwindle (v) ελαττώνομαι

jeopardize (v) θέτω σε κίνδυνο

herd (n) κοπάδι

expertise (n) πείρα, εμπειρία

migrate (v) μεταναστεύω

initiative (n) πρωτοβουλία

indigenous (adj) γηγενής, εγχώριος

fauna (n) πανίδα

starve (v) λιμοκτονώ

encroach (v) καταπατώ, παρεισφρύω

Writing Task A

institute (v) θεσμοθετώ

graduation (n) αποφοίτηση

foster (v) ενθαρρύνω, υιοθετώ

compulsory (adj) υποχρεωτικός

voluntary (adj) εθελοντικός

contribution (n) συνεισφορά

cultivation (n) καλλιέργεια

violation (n) παραβίαση

irrelevance (n) ασχετοσύνη

resentment (n) δυσαρέσκεια

obligatory (adj) υποχρεωτικός

Writing Task B

curriculum (n) διδακτέα ύλη

TesT 2

ListeningPart 1

frustrated (adj) απογοητευμένος

modified (adj) μεταλλαγμένος

pesticide (n) φυτοφάρμακο

genetically (adv) γενετικά

assure (v) διαβεβαιώνω

ship (v) αποστέλλω εμπορεύματα

stockbroker (n) χρηματιστής

Transcript

course (n) γήπεδο (γκολφ)

swing (n) αιώρηση (κίνηση που γίνεται στο γκολφ για να χτυπήσουμε το μπαλάκι)

struggle (v) αγωνίζομαι, δυσκολεύομαι

putt (v) χτύπημα στο γκολφ

boost (n) ώθηση, εμψύχωση

hole-in-one (n) ελαφρό χτύπημα στο γκολφ

diversity (n) ποικιλία

breed (v) καλλιεργώ

resistant (adj) ανθεκτικός

pest (n) παράσιτο

shoot’em up (n) ηλεκτρονικό παιχνίδι που κερδίζεις σκοτώνοντας ‘κακούς’

addiction (n) εθισμός

bullfight (n) ταυρομαχία

word of mouth (phr) από στόμα σε στόμα

alternative (n) εναλλακτική λύση

corporation (n) πολυεθνική εταιρία

exploit (n) εκμεταλλεύομαι

spiral (n) δίνη

debt (n) χρέος

concept (n) ιδέα, έννοια

brainwash (v) κάνω πλύση εγκεφάλου

drop out of (phr v) τα παρατάω

ListeningPart 2

superficial (adj) επιφανειακός

efficient (adj) αποδοτικός

investment (n) επένδυση

budget (n) προϋπολογισμός

impulsive (adj) παρορμητικός

initially (adv) αρχικά

stable (adj) σταθερός

rival (n) αντίπαλος

ineffective (adj) αναποτελεσματικός

be better off (phr) είμαι σε καλύτερη θέση ή κατάσταση

Transcript

momentum (n) ορμή, φόρα

procedure (n) διαδικασία

unacceptable (adj) απαράδεκτος

barely (adv) σχεδόν καθόλου

swift (adj) πολύ γρήγορος

catch (someone) off guard (phr) ξαφνιάζω

overvalue (v) υπερεκτιμώ

a close call (phr) φτηνά τη γλύτωσα

break even (phr) δεν έχω ούτε κέρδος ούτε ζημιά

fight a losing battle (phr) είμαι χαμένος από χέρι

Page 5: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

5© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 2

fund (n) κεφάλαιο (χρηματικό), καταπίστευμα

put (my) eggs in one basket (phr) ρισκάρω (όλα μου τα χρήματα σε μια μόνο επιχείρηση)

ditch class (phr) κάνω κοπάνα

have too much on (my) plate (phr) δεν τα βγάζω πέρα με τις δουλειές που έχω αναλάβει

milestone (n) ορόσημο

resistance (n) αντίσταση

drag someone kicking and screaming (phr) εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει

gubernatorial (adj) κυβερνητικός

undercut (v) πουλάω φθηνότερα

plummet (v) βρίσκομαι σε ελεύθερη πτώση (για τιμές κλπ)

simultaneously (adv) ταυτοχρόνως

lay someone off (phr v) απολύω (εργαζόμενους)

be cut out for (phr v) είμαι κομμένος και ραμμένος για (ένα είδος δουλειάς πχ)

see eye to eye with (phr) συμφωνώ με κάποιον

a real drag (phr) είναι πραγματική μιζέρια να…

be a blessing in disguise (phr) μια φαινομενική καταστροφή που στην πραγματικότητα είναι ευλογία

take the words out of (my) mouth (phr) θα έλεγα ακριβώς το ίδιο

burn the candle at both ends (phr) δουλεύω υπερβολικά σκληρά μέχρι εξαντλήσεως

cut back (phr v) μειώνω

ListeningPart 3

abduction (n) απαγωγή

exhausting (adj) εξαντλητικός

alternate (adj) εναλλακτικός

sighting (n) μαρτυρία, το να δεις κάτι περίεργο

aviation (n) αεροπλοΐα

poll (n) γκάλοπ, έρευνα

reveal (v) αποκαλύπτω

contribute (v) συνεισφέρω

scar (n) ουλή, χαραγματιά

delusion (n) παραίσθηση

foundation (n) υπόβαθρο

Transcript

extraterrestrial (adj) εξωγήινος

conduct (v) κάνω (πειράματα κλπ)

humiliate (v) ταπεινώνω

dubious (adj) αμφίβολος (και κάπως υπόπτου ηθικής)

genuine (adj) αυθεντικός

stigma (n) στίγμα

categorically (adv) κατηγορηματικά

craft (n) σκάφος

recover (v) βρίσκω (συντρίμια κλπ) και ανακτώ

conceal (v) αποκρύπτω

conspiracy (n) συνωμοσία

pattern (n) σχέδιο

blinking (adj) (κάτι που) αναβοσβήνει

breeding ground (n) πρόσφορο έδαφος

plausible (adj) πιθανός και πιστευτός

probe (n) ανιχνευτής

interstellar (adj) διαπλανητικός

credible (adj) πιστευτός

feasible (adj) (κάτι που) είναι δυνατό να γίνει

physical (adj) χειροπιαστός

terrestrial (adj) γήινος

kooks and cranks (phr) τρελοί

aspect (n) άποψη, οπτική γωνία

warrant (v) απαιτώ

consistency (n) συνέπεια, σταθερότητα

humanoid (n) ανθρωποειδές

prototypical (adj) αρχετυπικός

narcolepsy (n) ναρκοληψία

conscious (adj) αυτός που διατηρεί τις αισθήσεις του

hallucination (n) παραίσθηση

be prone to (adj) επιρρεπής

specific (adj) συγκεκριμένος

ListeningPart 4

hydroelectricity (n) υδροηλεκτρική ενέργεια

maintenance (n) συντήρηση

reservoir (n) ταμιευτήρας νερού

unique (adj) μοναδικός

moderate (v) μέτριος

carbon (n) άνθρακας

emission (n) εκπομπή

plant (n) εγκαταστάσεις, εργοστάσιο

expense (n) δαπάνη

infrastructure (n) υποδομή

resident (n) κάτοικος

relocation (n) μετεγκατάσταση

recreation (n) αναψυχή

flow rate (n) ρυθμός ροής

constant (adj) σταθερός

Transcript

fulfill (v) εκπληρώνω

even-handed (adj) αμερόληπτος

dam (n) φράγμα (ποταμού)

setup (n) οργάνωση

reinforced concrete (n) μπετόν αρμέ

turbine (n) τουρμπίνα

power plant (n) εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας

valve (n) βαλβίδα

conduit (n) αγωγός

peak (n) αιχμή χρήσης

basin (n) λεκάνη, κοιλάδα

convert (v) μετατρέπω

currently (adv) αυτόν τον καιρό

proportional (adj) αναλογικός, (σε αναλογία)

inflow (n) ρεύμα εισροής

outflow (n) ρεύμα εκροής

generation (n) παραγωγή (ενέργειας κλπ)

bypass (adj) παράκαμψη

installation (n) εγκατάσταση

outlay (n) έξοδο, δαπάνη

evaporate (v) εξατμίζομαι

stem (v) προκύπτω

Page 6: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

6© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 2

tribe (n) φυλή

spawning ground (n) περιοχή ωοτοκίας (για αβγά ψαριών)

aquatic (adj) υδρόβιος

trout (n) πέστροφα

interfere (v) παρεμβαίνω και εμποδίζω

escalating (adj) κλιμακωτός

optimize (v) βελτιστοποιώ

downstream (adv) καθοδικό ρεύμα ποταμού

variable (adj) μεταβλητός

erosion (n) διάβρωση

riverbank (n) όχθη ποταμού

Grammar agricultural (adj) αγροτικός

drought (n) ξηρασία

vehicle (n) όχημα

hydraulic fracturing (n) υδραυλική ρήξη

shale (n) σχιστόλιθος

formation (n) σχηματισμός, διάταξη (ένας σχηματισμός βράχων)

contain (v) περιέχω

reform (v) μεταρρυθμίζω

dietary (adj) διαιτητικός

supplement (n) συμπλήρωμα

anecdotal (adj) ανέκδοτος (που δεν βασίζεται σε επιστημονική έρευνα)

clinical (adj) κλινικός

solar (adj) ηλιακός

disease (n) ασθένεια

deadline (n) προθεσμία

interest rate (n) επιτόκιο

entry (n) εγγραφή, είσοδος

contest (n) διαγωνισμός

submission (n) υποβολή (αίτησης)

competent (adj) ικανός

range (n) πεδίο, εμβέλεια

evenly (adv) εξίσου

proposal (n) πρόταση (όταν προτείνουμε κάτι)

limit (v) περιορίζω

carbon dioxide (n) διοξείδιο του άνθρακα

fuel (v) πυροδοτώ

steel (n) ατσάλι

rod (n) ράβδος

embed (v) ενσωματώνω

surface (v) ανεβαίνω στην επιφάνεια

obsolete (adj) απαρχαιωμένος

approximately (adv) περίπου

turn out (phr v) αποδεικνύεται (ότι είμαι κάτι τελικά)

forgery (n) πλαστογραφία

habitat banking (n) αειφόρος ανάπτυξη

drain (v) αποστραγγίζω

hectare (n) εκτάριο

marshland (n) βαλτότοπος

restore (v) αποκαθιστώ

spike (v) αυξάνομαι πολύ απότομα

minimize (v) ελαχιστοποιώ

flaw (n) μειονέκτημα

overestimate (v) υπερεκτιμώ

cedar (n) κέδρος

mussel (n) μύδι

mollusk (n) οστρακόδερμο

hurricane (n) τυφώνας

enhance (v) βελτιώνω

carp (n) κυπρίνος

ravenously (adv) λαίμαργα

grit (n) θράσος

fossil (n) απολίθωμα

heal (v) θεραπεύω

wound (n) πληγή

treatment (n) θεραπευτική αγωγή

greenhouse (n) θερμοκήπιο

Vocabulary freshwater (adj) του γλυκού νερού

preservation (n) διαφύλαξη, διατήρηση

due to (conj) εξαιτίας

surplus (n) πλεόνασμα

constraint (n) περιορισμός

acquisition (n) απόκτηση

attainment (n) επίτευξη

petition (n) αίτηση διαμαρτυρίας

lawmaker (n) νομοθέτης

urge (v) προτρέπω

allege (v) ισχυρίζομαι

first-come, first-served (phr) σειρά προτεραιότητας

quote (v) παραθέτω

deposit (v) καταθέτω

register (v) εγγράφω

residency (n) κατοικία

custody (n) επιμέλεια (φροντίδα και ευθύνη)

detention (n) κράτηση (στη φυλακή)

vaccine (n) εμβόλιο

trial (n) δοκιμή

project (v) προβάλλω

entice (v) δελεάζω

enact (v) θεσπίζω

vague (adj) ασαφής

hesitant (adj) διστακτικός

concrete (adj) τσιμεντένιος

blockage (n) αποκλεισμός

submit (v) υποβάλλομαι

absenteeism (n) κατ’ εξακολούθηση αδικαιολόγητη απουσία

cite (v) αναφέρω

source (n) πηγή

diminish (v) μειώνομαι

distribute (v) μοιράζω

imitative (adj) μιμητικός

fabricated (adj) κατασκευασμένος, ψεύτικος

counterfeit (adj) κίβδηλος

resume (v) ξαναρχίζω, συνεχίζω από εκεί που σταμάτησα

take into account (phr) λαμβάνω υπόψη μου

consent (v) συγκατατίθεμαι

tolls (n) διόδια

airborne (adj) βρισκόμενος στον αέρα, ιπτάμενος

glide (v) γλιστρώ

stroke (v) χαΪδεύω

stride (v) διασκελίζω

propel (v) ωθώ

negotiation (n) διαπραγμάτευση

multiple (adj) πολλαπλός

sample (v) δειγματίζω, δοκιμάζω

Page 7: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

7© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 2

plentiful (adj) άφθονος

rigid (adj) άκαμπτος

deficient (adj) ελλιπής

cosmetic (n) καλλυντικό

alert (adj) σε εγρήγορση

intrigued (adj) είμαι περίεργος για κάτι που φαίνεται σαν γρίφος

soil (n) έδαφος

association (n) σχέση

consequence (n) συνέπεια (ως αποτέλεσμα μιας πράξης)

recommend (v) προτείνω, συνιστώ κάτι

receptor (n) υποδοχέας

distinct (adj) ξεχωριστός, διακριτός

delicate (adj) ευαίσθητος, ντελικάτος

receptive (adj) δεκτικός

vulnerable (adj) ευάλωτος

vigorous (adj) ζωηρός, σθεναρός

underfunded (adj) υποχρηματοδοτούμενος

overpower (v) υπερισχύω, καταβάλλω

overwhelm (v) συντρίβω, καταβάλλω

cabinet (n) υπουργικό συμβούλιο

strike (v) χτυπάω

tap (v) παγιδεύω (το τηλέφωνο), βάζω κοριό

tape (v) μαγνητοφωνώ

rule (v) βγάζω ετυμηγορία

liable (adj) υπόλογος, υπεύθυνος

countable (adj) μετρήσιμος

defective (adj) ελλατωματικός

gene (n) γονίδιο

stem (v) προέρχομαι

deduce (v) συμπεραίνω

precede (v) προηγούμαι

access (v) έχω πρόσβαση

holdover (n) συνεχιστής

administration (n) διοίκηση

merge (v) συνενώνω

devote (v) αφιερώνω

promote (v) προωθώ

contrast (v) αντιπαραθέτω

bank on (phr v) προεξοφλώ

skyrocket (v) αυξάνομαι πάρα πολύ και πάρα πολύ ξαφνικά

healthcare (n) υγειονομική περίθαλψη

spark (v) πυροδοτώ

alliance (n) συμμαχία

overhaul (n) αναμόρφωση

censorship (n) λογοκρισία

deterioration (n) χειροτέρευση

reserve (v) επιφυλάσσομαι

restricted (adj) περιορισμένος

marine (adj) θαλάσσιος

industrial-scale (adj) βιομηχανικής κλίμακας

supplement (v) συμπληρώνω, προσθέτω

devastate (v) καταστρέφω, ερημώνω

descend (v) κατεβαίνω

Reading Part 1

approach (n) προσέγγιση

authoritative (adj) αυτός που δείχνει να γνωρίζει καλά το αντικείμενο, να είναι αυθεντία

assert (v) υποστηρίζω με βεβαιότητα και αυτοπεποίθηση

conflicting (adj) αντικρουόμενος

din (n) φασαρία

nonetheless (adv) παρ’ όλα αυτά

compel (v) εξαναγκάζω

let someone down (phr v) απογοητεύω

universal (adj) παγκόσμιος

so-called (adj) δήθεν

minority (n) μειονότητα

reliable (adj) αξιόπιστος

set out (phr v) κάνω, θέτω

premise (n) υπόθεση

override (v) παρακάμπτω

take up (phr v) πιάνω τον περισσότερο χώρο

avoid (v) αποφεύγω

mislead (v) παραπληροφορώ

merely (adv) απλά και μόνο

proclaim (v) ισχυρίζομαι

swamp (n) έλος

by all means (phr) σε κάθε περίπτωση

reluctant (adj) διστακτικός

tailor (v) ράβω, φτιάχνω κάτι στα μέτρα μου

Reading Part 2

ancestor (n) πρόγονος

dwell (v) κατοικώ

predator (n) αρπακτικό

paleontologist (n) παλαιοντολόγος

missing link (phr) χαμένος κρίκος

feathered (adj) φτερωτός

genus (n) γένος (στη βιολογία)

in honor of (phr) προς τιμή (κάποιου)

specimen (n) είδος, δείγμα

remarkable (adj) αξιοσημείωτος

thus (conj) κατ’αυτόν τον τρόπο, επομένως

dub (v) ονομάζω, δίνω τίτλο

preserve (v) διατηρώ

extensive (adj) ευρύς, εκτεταμένος

limb (n) άκρο, μέλος (του σώματος)

flap (v) φτερουγίζω

vertically (adv) καθέτως

hip (n) γοφός

socket (n) η εσοχή της άρθρωσης

rotate (v) περιστρέφω

stabilize (v) σταθεροποιώ

intermediate (adj) ενδιάμεσος

evolution (n) εξέλιξη

dead-end (n) αδιέξοδο

adaptation (n) προσαρμογή

construct (v) δημιουργώ, φτιάχνω

oriented (adj) προσανατολισμένος

intermediary (adj) ενδιάμεσος

consensus (n) ομοφωνία

dangle (v) κρέμομαι και κουνιέμαι από κάπου

Page 8: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

8© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 3

Reading Part 3

hunter-gatherer (n) κυνηγός - τροφοσυλλέκτης

intimate (adj) οικείος, αυτός που έχει πολύ στενή σχέση

permeate (v) διαπερνώ, διαπνέω

disruption (n) διαταράσσω

comprise (v) αποτελώ, είμαι μέλος

suffer (v) υποφέρω

poverty (n) φτώχια

substandard (adj) κάτω από το όριο

prosperity (n) ευμάρεια

incorporate (v) ενσωματώνω

religious (adj) θρησκευτικός

depict (v) απεικονίζω

creation (n) δημιουργία

reinforce (v) ενισχύω

identity (n) ταυτότητα

spiritual (adj) πνευματικός

theme (n) θέμα, μοτίβο

mass (n) μάζα, όγκος

wisdom (n) σοφία

capture (v) συλλαμβάνω

authentically (adv) αυθεντικά

industry (n) βιομηχανία

annually (adv) ετησίως

isolated (adj) απομονωμένος

the Australian outback (n) η επαρχία, το μεγαλύτερο μέρος της Αυστραλίας που δεν είναι κατοικημένο

ancestral (adj) προγονικός

beneficial (adj) ευεργετικός

awareness (n) επίγνωση

ceremony (n) τελετή

influential (adj) αυτός που έχει μεγάλη επιρροή

appeal (v) έλκω, προσελκύω

roots (n) ρίζες, καταγωγή

fuse (v) συγχωνεύω, ενώνω

raise (v) θέτω (θέμα)

domestic violence (n) ενδοοικογενειακή βία

contemporary (adj) σύγχρονος

contributor (n) αυτός που συνεισφέρει

medium (n) μέσο, τρόπος

prior to (adj) πριν από, προτού

adverse (n) αντίξοος

constitute (v) συνιστώ, αποτελώ

unify (v) ενώνω, ενοποιώ

predominantly (adv) κυρίως

acclaimed (adj) που έχει μεγάλη φήμη

Writing Task A

maintain (v) ισχυρίζομαι

mature (adj) ώριμος

life-long learning (n) δια βίου μάθηση

Writing Task B

monitor (v) παρακολουθώ

surveillance (n) παρακολούθηση

invasion (n) εισβολή

privacy (n) ιδιωτικότητα

deterrent (adj) αποτρεπτικός

pedestrian (n) πεζός

ban (v) απαγορεύω

abuse (n) κατάχρηση, κακή χρήση

TesT 3

Listening Part 1

legislator (n) νομοθέτης

status quo (phr) το κατεστημένο

discrimination (n) διάκριση (εναντίον κάποιου κλπ)

conservative (adj) συντηρητικός

legal (adj) νόμιμος

hypnotist (n) υπνωτιστής

physical therapist (n) φυσικοθεραπευτής

skeptical (adj) δύσπιστος

cooperative (adj) συνεργάσιμος

sympathy (n) συμπόνια

Transcript

region (n) περιοχή

under-invest (v) υπο-επενδύω

backlash (n) σπασμωδική αντίδραση

framework (n) πλαίσιο

push through (phr v) προωθώ

agenda (n) ημερήσια διάταξη

lifelong (adj) που διαρκεί μια ζωή

snap (v) βγάζω φωτογραφίες

roll (n) ρολό φιλμ

location (n) τοποθεσία

spontaneous (adj) αυθόρμητος

learn the ropes (phr) μαθαίνω τα κόλπα

experiment (v) πειραματίζομαι

cover one’s tracks (phr) καλύπτω τα ίχνη μου

arrogant (adj) αλαζονικός

inconsiderate (adj) απερίσκεπτος, αδιάφορος στα συναισθήματα των άλλων

coincidence (n) σύμπτωση

inheritance (n) κληρονομιά

cut out of (phr v) αποκληρώνω

due (adj) αυτό που μου αξίζει, που μου ανήκει

sort out (phr v) ξεδιαλύνω

have one’s day in court (phr) βρίσκω το δίκιο μου στο δικαστήριο

light up (phr v) ανάβω τσιγάρω

muscle (n) μυς

eyelid (n) βλέφαρο

nonsense (n) ανοησίες

snap (v) χτυπώ (τα δάκτυλα μου να κάνουν ήχο)

emotionally (adv) συναισθηματικά

overall (adj) γενικός

tune in (phr v) συντονίζομαι (σε ραδιοφωνικό σταθμό)

decline (v) μειώνομαι, παρακμάζω

Page 9: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

9© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 3

Listening Part 2

conserve (v) διατηρώ

handle (v) αντιμετωπίζω, βρίσκω λύση

acquaintance (n) γνωστός (κάποιος που ξέρω αλλά όχι καλά)

tutoring (n) φροντιστηριακό μάθημα

urgent (adj) επείγον

term (n) όρος (ορολογίας)

Transcript

take (sb) by surprise (phr) ξαφνιάζω

reverse course (phr) ανακρούω πρύμνας, ακολουθώ αντίθετη κατεύθυνση από πριν

shoot (sth) down (phr v) καταρρίπτω, απορρίπτω

count on (phr v) βασίζομαι

wear out (phr v) εξαντλούμαι

burn out (phr v) παθαίνω υπερκόπωση

assignment (n) εργασία (στο σχολείο κλπ)

conference (n) συνέδριο

cross bridges when you come to them (phr) ασχολούμαι με κάτι όταν έρθει η ώρα του και όχι πιο πριν

motivate (v) δίνω κίνητρο

session (n) συνεδρία

graduate (v) αποφοιτώ (από το πανεπιστήμιο)

beats me (phr) δεν καταλαβαίνω, μου διαφεύγει

nail down (phr v) παίρνω κάτι στα σίγουρα, το καπαρώνω

contract (n) συμβόλαιο

finalize (v) οριστικοποιώ

outstanding (adj) εκκρεμής

have (my) work cut out for (me) (phr) έχω πολλή και δύσκολη δουλειά να κάνω μέχρι να τελειώσω κάτι

hand in (phr v) παραδίδω, υποβάλλω (εργασία, παραίτηση κλπ)

resignation (n) παραίτηση

fancy (adj) φανταχτερός

soften the blow (phr) μαλακώνω το χτύπημα, χρυσώνω το χάπι

double-speak (n) διγλωσσία

indefinite (adj) επ’ αόριστο

suspension (n) διακοπή, ανάπαυλα

merger (n) συγχώνευση

layoff (n) απόλυση

bear in mind (phr) θυμάμαι, έχω κατά νου

give (sb) the edge (phr) δίνω το πλεονέκτημα

Listening Part 3

alchemy (n) αλχημεία

inferior (adj) κατώτερος

metallurgy (n) μεταλλουργία

randomly (adv) τυχαία, χωρίς λογική σειρά

extract (v) εκχυλίζω

element (n) στοιχείο (χημικό)

distinctive (adj) ξεχωριστός

alkahest (n) ένα είδος αλχημικού στοιχείου

base (adj) βασικός (και κατώτερος)

antimony (n) αντιμόνιο

classify (v) κατηγοριοποιώ

Transcript

primarily (adv) κυρίως

goal (n) σκοπός

lead (n) μόλυβδος

mystical (adj) μυστικιστικός

immortal (adj) αθάνατος

redemption (n) συγχώρεση, λύτρωση ψυχής

ambitious (adj) φιλόδοξος

seek (v) προσπαθώ

perfect (v) τελειοποιώ

forerunner (n) πρόδρομος

ore (n) μετάλλευμα

folklore (n) παράδοση (έθιμο)

flourish (v) ανθίζω, ακμάζω

opus (n) έργο

combine (v) συνδυάζω

arbitrarily (adv) αυθαίρετα

principle (n) αρχή, αξία

link (v) συνδέω, ενώνω

sulfur (n) θειάφι

mercury (n) υδράργυρος

nonmaterial (adj) άυλος

tangible (adj) απτός

misdirected (adj) λανθασμένος (προς λάθος κατεύθυνση)

assumption (n) συμπέρασμα

futile (adj) μάταιος

accomplish (v) καταφέρνω

error (n) σφάλμα

arsenic (n) αρσενικό (το χημικό στοιχείο)

acid (n) οξύ

purely (adv) αγνά, ξεκάθαρα

objective (n) στόχος

investigate (v) ερευνώ

address (v) αντιμετωπίζω ένα θέμα, βρίσκω λύση

Listening Part 4

malaria (n) ελονοσία

anthropology (n) ανθρωπολογία

precaution (n) προληπτικό μέτρο

parasite (n) παράσιτο

infect (v) μολύνω

multiply (v) πολλαπλασιάζομαι

bloodstream (n) κυκλοφορία του αίματος

cell (n) κύτταρο

liver (n) συκώτι

diagnosis (n) διάγνωση

sample (n) δείγμα

quinine (n) κινίνο

insecticide (n) εντομοκτόνο

caution (n) προσοχή

limitation (n) περιορισμός

Transcript

infectious (adj) κολλητικός, μεταδοτικός

Page 10: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

10© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 3

recurring (adj) επαναλαμβανόμενος

chills (n) κρυάδες, τρέμουλο

fever (n) πυρετός

transmit (v) μεταδίδω (αρρώστια)

single-celled (adj) μονοκύτταρος

mosquito (n) κουνούπι

rodent (n) τρωκτικό

temperate (adj) εύκρατος

subtropical (adj) υποτροπικός

complex (adj) περίπλοκος

simplify (v) απλοποιώ

transfer (v) μεταφέρω

reproduce (v) αναπαράγομαι

course (n) διάρκεια

release (v) απελευθερώνω

toxin (n) τοξίνη

elevate (v) ανεβάζω

temperature (n) θερμοκρασία

enable (v) επιτρέπω, καθιστώ ικανό

speed up (phr v) επιταχύνω

defense (n) άμυνα

fluctuate (v) διακυμαίνομαι

interspersed (adj) διάσπαρτος

intense (adj) πολύ έντονος

sweat (v) ιδρώνω

anemia (n) αναιμία

reduction (n) μείωση

intermittent (adj) αδιάκοπος, ασταμάτητος

visible (adj) ορατός

interrupt (v) διακόπτω

cinchona tree (n) το δέντρο της κινίνης

side-effect (n) παρενέργεια

comprehensive (adj) περιεκτικός

promptly (adv) αμέσως, γρήγορα

prevalent (adj) επικρατών

stagnant (adj) στάσιμος (για νερά)

larvae (n) προνύμφη

resurgence (n) επανάκαμψη, αναζωπύρωση

urgency (n) επείγουσα κατάσταση

potential (n) δυναμικό, δυνατότητα

smallpox (n) ευλογιά

mosquito net (n) κουνουπιέρα

Grammar consumption (n) κατανάλωση

cholesterol (n) χοληστερόλη

city council (n) δημοτικό συμβούλιο

unanimously (adv) ομόφωνα

approve (v) εγκρίνω

construction (n) κατασκευή

fuel (n) καύσιμο

cereal (n) δημητριακό

corn (n) καλαμπόκι

wheat (n) σιτάρι

nutrition (n) διατροφή

alphanumeric (adj) αλφαριθμητικός

convincing (adj) πειστικός

jury (n) σώμα ενόρκων

animated film (n) ταινία κινουμένων σχεδίων

digital (adj) ψηφιακός

in the long run (phr) μακροπρόθεσμα

upgrade (v) αναβαθμίζω

in-depth (adj) εις βάθος, πολύ λεπτομερής

interpretation (n) ερμηνεία

stale (adj) μπαγιάτικος

individual (adj) ατομικός, προσωπικός

generate (v) παράγω, δημιουργώ

consecutive (adj) συνεχόμενος, διαδοχικός

current (adj) ισχύων, τωρινός

associate (v) συσχετίζω

vocal cord (n) φωνητική χορδή

signal (n) σήμα

socialization (n) κοινωνικοποίηση

factor (n) παράγοντας

workout machine (n) μηχάνημα γυμναστικής

on average (phr) κατά μέσο όρο

unveil (v) αποκαλύπτω

cadmium (n) κάδμιο

aside (adv) χώρια

despite (conj) παρ’ όλο

regardless (adv) ανεξάρτητα από

witness (v) γίνομαι μάρτυρας (ατυχήματος κλπ)

grade (n) βαθμός, κλάση

boom (v) ανθίζω, αυξάνομαι ραγδαία

growth (n) αύξηση

forestry (n) δασοκομία

agriculture (n) γεωργία

mining (n) εξόρυξη

essential (adj) βασικός, απαραίτητος

tool (n) εργαλείο

penetrate (v) διαπερνώ

nuclear plant (n) εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας

operate (v) λειτουργώ

site (n) τοποθεσία, μέρος

accompany (v) συνοδεύω

personnel (n) εργατικό προσωπικό

require (v) απαιτώ, είμαι αναγκαίος

mechanism (n) μηχανισμός

underlie (v) υπόκειμαι

hypnotic (adj) υπνωτικός

relief (n) ανακούφιση

poorly (adv) άσχημα, κακής ποιότητας

erupt (v) εκρήγνυμαι

Vocabulary homeland (n) πατρίδα

export (v) εξάγω

emigrate (v) μεταναστεύω (σε άλλη χώρα)

exclude (v) αποκλείω

further (v) προάγω, προωθώ

coastal (adj) παράκτιος

sediment (n) ίζημα

delta (n) δέλτα (εκβολές ποταμού)

detach (v) αποκολλούμαι

decipher (v) αποκωδικοποιώ

inscription (n) χαραγμένη επιγραφή

prescription (n) συνταγή γιατρού

municipality (n) κοινότητα

chlorine (n) χλώριο

prevent (v) αποτρέπω, εμποδίζω

bacterium (n) βακτήριο

nuisance (n) ενόχληση, μπελάς

purification (n) καθαρισμός

Page 11: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

11© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 3

disturbance (n) διατάραξη

contamination (n) μόλυνση

manuscript (n) χειρόγραφο

bear resemblance (phr) έχω ομοιότητα

version (n) εκδοχή

draft (n) πρόχειρο, προσχέδιο (πριν τις τελικές διορθώσεις)

score (n) μουσικό χειρόγραφο

tome (n) ογκώδης τόμος

volume (n) τόμος (εγκυκλοπαίδειας κλπ)

supervisory (adj) εποπτικός

applicant (n) υποψήψιος, αιτών

keep track of (phr) παρακολουθώ, ελέγχω

overdue (adj) καθυστερημένος

overjoyed (adj) περιχαρής

overturned (adj) ανεστραμμένος

route (n) διαδρομή

chore (n) αγγαρεία, μικροδουλειά

errand (n) θέλημα, μικροδουλειά εκτός γραφείου

various (adj) ποικίλος

scrutiny (n) εξονυχιστικός έλεγχος

regulator (n) ρυθμιστής

object (v) έχω αντιρρήσεις, αντιτίθεμαι

subject (v) υποβάλλω

postpone (v) αναβάλλω

cosmos (n) σύμπαν

persist (v) επιμένω πιεστικά

quarrel (v) τσακώνομαι

controversy (n) αμφισβήτηση

resumption (n) επανεκκίνηση, επανάληψη

presumption (n) υπόθεση

military (adj) στρατιωτικός

determine (v) αποφασίζω

highly-classified (adj) απόρρητος

leak (v) διαρρέω

soak (v) μουσκεύω

spill (v) χύνω (κατά λάθος)

enforcement (n) επιβολή

intellectual property rights (n) πνευματικά δικαιώματα

privilege (n) προνόμιο

prevail (v) υπερισχύω, επικρατώ

subside (v) υποχωρώ, κοπάζω

impose (v) επιβάλλω

insomniac (n) αυτός που υποφέρει από αϋπνίες

tend (v) τείνω

incline (v) έχω κλίση

visionary (n) οραματιστής

opponent (n) αντίπαλος

adhere (v) προσκολλώ

adopt (v) υιοθετώ

advocate (v) συνηγορώ

loan (n) δάνειο

craft (n) τέχνη

disclosure (n) αποκάλυψη

legalization (n) νομιμοποίηση

deceive (v) εξαπατώ

trap (v) παγιδεύω

scheme (n) σχέδιο, πλάνο

campaign (v) κάνω καμπάνια

combating (adj) αντιμαχόμενος

competing (adj) ανταγωνιστικός

confronting (adj) αντιμέτωπος

prosecute (v) ασκώ δίωξη

unjustifiable (adj) αδικαιολόγητος

prescription pad (n) συνταγολόγιο

eligible (adj) επιλέξιμος, εκλέξιμος

tariff (n) δασμός, φόρος

spate (n) πλημμύρα, κατακλυσμός (μεταφορικά)

fundamental (adj) θεμελιώδης

building code (n) πολεοδομικός κώδικας

supervise (v) επιστατώ

necessitate (v) καθιστώ αναγκαίο

credentials (n) πιστοποιητικά, αποδεικτικά έγγραφα, δικαιολογητικά

division (n) τμήμα

console (n) κονσόλα

convention (n) συνέδριο

indirect (adj) έμμεσος

implicit (adj) σιωπηρός, υπονοούμενος

indulged (adj) ικανοποιημένος

daredevil (n) παράτολμος

jet-propelled (adj) αεριωθούμενο

lone (adj) μοναχικός

Reading Part 1

setting (n) σκηνικό

open (v) ανεβάζω (θεατρικό έργο)

squarely (adv) ξεκάθαρα

army (n) στρατός

victorious (adj) νικηφόρος

witch (n) μάγισσα

prophecy (n) προφητεία

encouragement (n) εμψύχωση

attain (v) καταφέρνω, κατακτώ

throne (n) θρόνος

desert (v) εγκαταλείπω

hamper (v) δυσκολεύω, εμποδίζω

guilt (n) ενοχή

cling (v) γαντζώνομαι

impending (adj) επικείμενος

doom (n) όλεθρος

eponymous (adj) γνωστός, επώνυμος

up-and-coming (adj) ανερχόμενος

think-tank (adj) ομάδα εργασίας που παράγει νέες ιδέες

financial (adj) οικονομικός

computerized (adj) αναλυμένα στον υπολογιστή, μηχανογραφημένα

plot (v) συνωμοτώ

chairman (n) πρόεδρος (εταιρίας)

downfall (n) πτώση (παρακμή)

tempt (v) βάζω σε πειρασμό

spectacularly (adv) θεαματικά

force (v) εξαναγκάζω

resign (v) παραιτούμαι

foul play (n) βρώμικο παιχνίδι

witty (adj) έξυπνος και αστείος μαζί

spot-on (adj) ακριβής, σωστός

anti-hero (n) αντιήρωας

sinister (adj) δυσοίωνος

sublimely (adv) εξαιρετικά, υπέροχα

callous (adj) σκληρός και αναίσθητος

Page 12: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

12© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 3

forecaster (n) αυτός που κάνει προβλέψεις (για τον καιρό κλπ)

faithful (adj) πιστός

suspicion (n) υποψία

manipulation (n) χειραγώγηση

moral (n) ηθικό δίδαγμα

humanize (v) εξανθρωπίζω

arcane (adj) απόκρυφος

insightful (adj) διορατικός

author (n) συγγραφέας

script (n) σενάριο

reviewer (n) κριτικός (κινηματογράφου κλπ)

loyal (adj) πιστός

adversity (n) αντιξοότητα

drive (n) κίνητρο

manipulative (adj) αυτός που χειραγωγεί

thought-provoking (adj) που προκαλεί σκέψη

indifferent (adj) αδιάφορος

Reading Part 2

labeling (adj) βάζω ετικέτα, κατηγοροποιώ

vested interest (n) έννομο συμφέρον

respond (v) αντιδρώ

sway (v) αλλάζω άποψη

reflect (v) απεικονίζω

contrast (n) αντιπαράθεση

hostile (adj) εχθρικός

stun (v) ξαφνιάζω, καταπλήσσω

major (adj) πολύ μεγάλος

ingredient (n) υλικό συστατικό (σε συνταγές)

conventional (adj) συμβατικός

famine (n) λιμός

developing country (n) αναπτυσσόμενη χώρα

flood (v) πλημμυρίζω

press (n) οι εφημερίδες

ignore (v) αγνοώ

moral (adj) ηθικός

imperative (n) αναγκαιότητα

variety (n) ποικιλία

adaptable (adj) προσαρμοστικός

extreme (adj) ακραίος

sufficient (adj) αρκετός

developed country (n) αναπτυγμένη χώρα

convenient (adj) βολικός

impact (n) επίπτωση

biodiversity (n) βιοποικιλότητα

farmland (n) αγροτικές εκτάσεις

wildlife (n) άγρια ζωή

rural (adj) αγροτικός

large-scale (adj) μεγάλης κλίμακας

field trial (n) επιτόπια δοκιμή

fervently (adv) ένθερμος

permission (n) άδεια

backer (n) υποστηρικτής

biotechnology (n) βιοτεχνολογία

bear out (phr v) αποδεικνύω

behave (v) συμπεριφέρομαι

unpredictably (adv) απρόβλεπτα

climate (n) κλίμα

soy (n) σόγια

brittleness (n) εύθραυστος, δυσπροσάρμοστος

incapable (adj) ανίκανος

heat wave (n) καύσωνας

seed (n) σπόρος

chemical (n) χημικός

hunger (n) πείνα

yield (n) (στρεμματική) απόδοση

resource (n) πόρος

distribution (n) διανομή

genetic engineering (n) γενετική μηχανική

species (n) είδος, γένος

makeup (n) υλικό (αυτό από το οποίο είμαι φτιαγμένος)

eventually (adv) τελικά

dismiss (v) απορρίπτω

evade (v) αποφεύγω

likelihood (n) πιθανότητα

pollen drift (n) παρασυρόμενη γύρη

unfounded (adj) ανυπόστατος

prohibit (v) απαγορεύω

concerted (adj) συντονισμένος

commercialization (n) εμπορευματοποίηση

restriction (n) περιορισμός

guarantee (n) εγγυώμαι

purity (n) αγνότητα, καθαρότητα

purchase (v) αγοράζω

regular (adj) κανονικός

extensively (adv) εκτενώς

herbicide (n) ζιζανιοκτόνο

contaminate (n) μολύνω

ensure (v) βεβαιώνω, σιγουρεύω

Reading Part 3

insane (adj) παράφρων

imprison (v) φυλακίζω

asylum (n) άσυλο (ανιάτων)

atrocious (adj) φρικαλέος

malicious (adj) κακός, μοχθηρός

mentally ill (n) πνευματικά άρρωστος

psychotherapy (n) ψυχοθεραπεία

diagnose (v) κάνω διάγνωση

stigmatize (v) στιγματίζω

prejudice (n) προκατάληψη

manifest (v) εκδηλώνομαι

verbally (adv) λεκτικά

harassment (n) παρενόχληση

ethnic (adj) εθνοτικός, εθνικός

disabled (n) ανάπηρος

ignorance (n) άγνοια

assume (v) υποθέτω

ticking time bomb (n) ωρολογιακή βόμβα

unprovoked (adj) απρόκλητος

homicidal (adj) αυτός που έχει τάσεις ανθρωποκτονίας

contrary to (adj) αντίθετα με

conception (n) αντίληψη

permanently (adv) μόνιμα

punctuate (v) τονίζω, ορίζω

enduring (adj) που αντέχει στο χρόνο

Page 13: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

13© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 4

reintegrate (v) επανεντάσσω

hurdle (n) εμπόδιο

deprive (v) στερώ

self-esteem (n) αυτοπεποίθηση

initiate (v) αρχίζω, εισάγω

attempt (n) προσπάθεια

inclusion (n) συμπερίληψη, ενσωμάτωση

community (n) κοινότητα

staffed (adj) στελεχωμένος

set up (phr v) οργανώνω, δημιουργώ

discharge (v) παίρνω εξιτήριο (από νοσοκομείο κλπ)

psychiatric (adj) ψυχιατρικός

air (v) δημοσιοποιώ, ανακοινώνω

needy (adj) αυτός που δεν είναι ανεξάρτητος, που έχει ανάγκες

discriminate (v) κάνω διάκριση εναντίον

entail (v) συνεπάγομαι

exclusion (n) αποκλεισμός

assist (v) βοηθώ

misunderstood (adj) παρεξηγημένος

Writing Task A

watchdog (n) άγρυπνος φρουρός

run up (phr v) δημιουργώ (χρέη, λογαριασμούς κλπ)

available (adj) διαθέσιμος

avoidance (n) αποφυγή

Writing Task B

proof (n) απόδειξη

critic (n) επικριτικός (ενάντιος σε κάτι)

drunk-driving (n) οδήγημα σε κατάσταση μέθης

alcohol-related (adj) αυτός που σχετίζεται με την κατανάλωση αλκοόλ

TesT 4

Listening Part 1

unskilled (adj) ανειδίκευτος

economist (n) οικονομολόγος

symphony orchestra (n) συμφωνική ορχήστρα

compose (v) συνθέτω

multi-tasking (n) το να κάνω πολλές δουλειές μαζί

process (v) κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι

expertise (n) εξειδίκευση

research (v) ερευνώ (επιστημονικά)

application (n) εφαρμογή

value (v) εκτιμώ

community spirit (n) ομαδικό πνεύμα

sculptor (n) γλύπτης

Transcript

labor force (n) εργατικό δυναμικό

midst (n) ανάμεσα, μέσα σε

acquire (v) αποκτώ

trend (n) ροπή, τάση

entire (adj) ολόκληρος

bass guitar (n) μπάσο

text (v) στέλνω μηνύματα με το κινητό

juggle (v) χειρίζομαι πολλά πράγματα μαζί

raise (v) μεγαλώνω, αναπτύσσομαι

the verdict is still out (phr) δεν έχει δοθεί απάντηση στο ερώτημα ακόμα

flashing (adj) αυτός που αναβοσβήνει

overexposure (n) υπερέκθεση (σε κάποιο ερέθισμα)

stimulus (n) ερέθισμα

tune out (phr v) αγνοώ

rewarding (adj) (κάτι) που προσφέρει ηθική ανταμοιβή

honorary (adj) τιμητικός

cultural center (n) πολιτισμικό κέντρο

commission (v) επιφορτίζω, προσλαμβάνω κάποιον να κάνει ένα έργο

dip (v) βουτώ (πινέλο, βούρτσα κλπ)

brush (n) πινέλο

creative (adj) δημιουργικός

raw (adj) ωμός, ακατέργαστος

superimpose (v) βάζω κάτι (συνήθως μια φωτογραφία) πάνω σε κάτι άλλο και τα προβάλλω μαζί

hang together (phr v) ταιριάζω καλά με κάτι

outcome (n) αποτέλεσμα

apparent (adj) εμφανής

go with the flow (phr) ακολουθώ το ρεύμα, πάω όπου με πάει

inspiration (n) έμπνευση

Listening Part 2

regarding (prep) σχετικά, αναφορικά

grader (n) βαθμολογητής

rapid (adj) ταχύς

administrator (n) διοικητικός υπάλληλος, διαχειριστής

family therapist (n) οικογενειακός (ψυχο)θεραπευτής

professor (n) καθηγητής πανεπιστημίου

academic (adj) ακαδημαϊκός

publication (n) δημοσίευση

Transcript

get on the wrong foot with someone (phr) ξεκινάω στραβά μια σχέση

in a row (phr) στη σειρά

overseas (adv) υπερπόντιος

profile (n) εικόνα, προφίλ

bottom line (phr) στο κάτω κάτω της γραφής

payoff (n) αποτέλεσμα (μεταφορικά)

make more out of a situation (phr) υπερβάλλω

Page 14: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

14© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 4

go behind someone’s back (phr) παρακάμπτω κάποιον και μιλάω στον ανώτερο του

cranky (adj) εκκεντρικός, ιδιότροπος

notoriously (adv) φημισμένος για κάτι κακό

freshman (n) πρωτοετής φοιτητής

midterm (n) οι εξετάσεις στο μέσο του εξαμήνου

final (n) τελικές εξετάσεις

brutal (adj) σκληρός, βάναυσος

top of the line (phr) τεχνολογία αιχμής

quit (v) παραιτούμαι

have some nerve (phr) έχω θράσος

leave someone in a pretty good jam (phr) αφήνω κάποιον να τα βγάλει πέρα με μια δύσκολη κατάσταση χωρίς βοήθεια

take off (phr v) φεύγω, τα παρατάω

paycheck (n) επιταγή για να πληρωθεί κάποιος το μισθό του

take something for granted (phr) θεωρώ δεδομένο

overtime (n) υπερωρία

payroll (n) (υπηρεσία) μισθοδοσίας

measure up to (phr v) φτάνω τα στάνταρ κάποιου, είμαι αρκετά καλός για κάποιον

figure out (phr v) καταλαβαίνω, βγάζω άκρη

at the end of the day (phr) τελικά

dean (n) κοσμήτορας

drop the ball (phr) τα κάνω θάλασσα

Listening Part 3

ranking (n) αξιολόγηση, κατάταξη

illustrate (v) δείχνω, εξηγώ

limestone (n) ασβεστόλιθος

loot (v) συλώ (τάφο), λεηλατώ

tomb (n) τάφος

excavate (v) ανασκάπτω, κάνω ανασκαφή

resemble (v) μοιάζω

crane (n) γερανός

pulley (n) τροχαλία

rely (v) βασίζομαι

ramp (n) κεκλιμένο επίπεδο, ράμπα

slave (n) σκλάβος

sarcophagus (n) σαρκοφάγος

shaft (n) πολύ στενός και μακρύς διάδρομος σαν πηγάδι ή σαν φωταγωγός

chamber (n) δωμάτιο, θάλαμος

Transcript

countdown (n) αντίστροφη μέτρηση

destination (n) προορισμός

go backpacking (phr) πάω διακοπές με σακίδιο

bucket (n) κουβάς

offer someone a ride (n) προσφέρω σε κάποιον να τον πάω κάπου με το μεταφορικό μου μέσο

modesty (n) μετριοφροσύνη

inspire (v) εμπνέω

conquest (n) κατάκτηση

reputed (adj) φημισμένος

outer (adj) εξωτερικός

layer (n) στρώμα, επίπεδο

strip off (phr v) απογυμνώνω

topmost (adj) ο πιο ψηλός

retain (v) διατηρώ

magnificence (n) μεγαλοπρέπεια

pharaoh (n) φαραώ

archaeologist (n) αρχαιολόγος

wealthy (adj) πλούσιος

deity (n) θεότητα

symbolic (adj) συμβολικός

fascinate (v) συναρπάζω

supreme (adj) υπέρτατος

testament (n) απόδειξη

engineering (adj) μηχανικός

ingenuity (n) ιδιοφυ.ί.α

drag (v) σέρνω

historian (n) ιστορικός

stonemason (n) κτίστης, τεχνίτης της πέτρας

carpenter (n) μαραγκός, ξυλουργός

impress (v) εντυπωσιάζω

dry spell (n) περίοδος ξηρασίας

crawl (v) έρπω

beyond (prep) πέρα από

Listening Part 4

cane toad (n) φρύνος του ζαχαροκάλαμου

poisonous (adj) δηλητηριώδης

valuable (adj) πολύτιμος

population (n) πληθυσμός

breeding season (n) περίοδος αναπαραγωγής

spread (n) εξάπλωση

lay eggs (phr) γεννώ αυγά

track (v) παρακολουθώ

migration (n) αποδημία, μετανάστευση

welfare (n) ευημερία

expand (v) εξαπλώνομαι

run out of (phr v) ξεμένω, μου τελειώνει κάτι

Transcript

nightmare (n) εφιάλτης

palm (n) παλάμη

in someone’s wake (phr) στο πέρασμα κάποιου, αυτό που αφήνει πίσω του

beetle (n) σκαθάρι

insect (n) έντομο

the authorities (n) οι αρχές, η κυβέρνηση

short-sighted (adj) μυωπικός, που δεν έχει όραμα

native (adj) ιθαγενής

shipment (n) φορτίο

decimate (v) αποδεκατίζω

sac (n) θύλακας

secrete (v) εκκρίνω

lethal (adj) θανατηφόρος

ingest (v) καταπίνω

numerous (adj) πολυάριθμος

monitor lizard (n) είδος μεγάλης σαρκοφάγου σαύρας

dingo (n) είδος αυστραλιανού σκύλου

assortment (n) ποικιλία

whereas (conj) ενώ

acceleration (n) επιτάχυνση

outfit (v) εξοπλίζω, εφοδιάζω

Page 15: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

15© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 4

radio transmitter (n) ραδιοπομπός

outskirts (n) προάστια

range (v) κυμαίνομαι

loudspeaker (n) μεγάφωνο

lure (v) παρασέρνω, δελεάζω

cull (v) μειώνω τον πληθυσμό μιας ομάδας ζώων σκοτώνοντας ορισμένα

parliament (n) κοινοβούλιο

cricket bat (n) μπαστούνι του κρίκετ

golf club (n) μπαστούνι του γκολφ

air rifle (n) αεροβόλο όπλο

inhumane (adj) απάνθρωπος

freezer (n) καταψύκτης

sparsely (adv) αραιά

susceptible (adj) ευπαθής, ευαίσθητος σε κάτι

prey (n) λεία

decimation (n) αποδεκατισμός

long-term (adj) μακροπρόθεσμος

gain (v) αποκτώ

immunity (n) ανοσία

significantly (adv) σημαντικά

Grammar renewable (adj) ανανεώσιμος

transmission (n) αναμετάδοση

as-yet-unnamed (adj) προς το παρόν άγνωστο/ανώνυμο

pathogen (n) παθογόνος οργανισμός

figure (n) αριθμός, νούμερο

tax (n) φόρος

self-regulating (adj) αυτό-ρυθμιζόμενος

survey (n) γκάλοπ, έρευνα αγοράς

quality (n) ποιότητα

value (n) αξία

consistently (adv) σταθερά

rate (v) βαθμολογώ, εκτιμώ την αξία

unconscious (adj) υποσυνείδητος

loss (n) απώλεια

motivator (n) κίνητρο

server (n) πάροχος

critical (adj) πάρα πολύ σημαντικός

hardware (n) υλικό, μηχάνημα

failure (n) αστοχία (υλικού), βλάβη

roundtrip (n) ταξίδι μετ’ επιστροφής

sensor (n) αισθητήρας

onboard (adj) προσαρμοσμένος πάνω στο όχημα

brake (n) φρένο

detect (v) ανιχνεύω

schedule (n) πρόγραμμα

profound (adj) βαθύς, σημαντικός

aggression (n) επιθετικότητα

assurance (n) διαβεβαίωση

robust (adj) εύρωστος

boil (v) βράζω

citrus (n) εσπεριδοειδές

harvest (n) συγκομιδή

scan (n) σάρωση, απεικόνιση

perceive (v) αντιλαμβάνομαι

file (v) αρχειοθετώ

sprout (v) φυτρώνω, βλασταίνω

suspend (v) αναστέλλω, διακόπτω

deteriorate (v) χειροτερεύω

ape (n) πίθηκος

rainforest (n) τροπικό δάσος

rule of thumb (phr) γενικός κανόνας

tuition (n) δίδακτρο

vital (adj) ζωτικός

dirt (n) σκόνη, ακαθαρσία

gear (n) γρανάζι, μηχανισμός

assembly (n) συναρμολόγηση

countless (adj) αμέτρητος, πάρα πολύς

commercial (n) διαφήμιση στην τηλεόραση

dominant (adj) κυρίαρχος

diffusion (n) διάδοση

earthquake (n) σεισμός

profit (n) κέρδος

silicon (n) σιλικόνη

photovoltaic cell (n) φωτοβολταϊκό κύτταρο

relatively (adv) σε σχέση με, αναφορικά

cement (n) τσιμέντο

neuroscientist (n) νευροεπιστήμονας

assess (v) αξιολογώ

bison (n) βίσωνας

roam (v) περιπλανιέμαι

hillside (n) πλαγιά λόφου

lush (adj) πλούσιος σε βλάστηση

vegetation (n) βλάστηση

selective (adj) επιλεκτικός

breeding (n) αναπαραγωγή

desired (adj) επιθυμητός

inheritable (adj) κληρονομητός

trait (n) χαρακτηριστικό

Vocabulary senior (n) μεγαλύτερος σε ηλικία

availability (n) διαθεσιμότητα

ripe (adj) ώριμος

elderly (adj) ηλικιωμένος

authorization (n) εξουσιοδότηση

funding (n) χρηματοδότηση

adamant (adj) ανένδοτος

radio-carbon dating (n) χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα

proceed (v) προχωρώ, προβαίνω

plumbing (n) υδραυλική εγκατάσταση

antiseptic (adj) αντισηπτικός

unhygienic (adj) ανθυγιεινός

inhabitable (adj) κατοικήσιμος

dehydrated (adj) αφυδατωμένος

labor (v) κοπιάζω

harbor (v) προστατεύω

savor (v) γεύομαι

skepticism (n) σκεπτικισμός

beforehand (prep) πριν από

dense (adj) πυκνός

thesis (n) διατριβή

see through (phr v) αντιλαμβάνομαι

prompt (v) παρακινώ

anticipate (v) προσδοκώ, μαντεύω

undergo (v) υπομένω, υφίσταμαι

underline (v) υπογραμμίζω

undermine (v) υποσκάπτω

underscore (v) υπογραμμίζω

decline (n) παρακμή, εξασθένηση

Page 16: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

16© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 4

distress (v) καταθλίβω

hail (v) χαιρετίζω, αποκαλώ θριαμβευτικά

voyage (n) ταξίδι (με το πλοίο)

triumph (n) θρίαμβος

passage (n) πέρασμα

debate (n) δημόσια συζήτηση

spectator (n) θεατής (σε στάδιο)

viewer (n) τηλεθεατής

fiction (n) μυθιστόρημα

tension (n) ένταση

burden (n) βάρος, εμπόδιο

obscurity (n) αφάνεια, ασάφεια

peer (v) περιεργάζομαι, βλέπω με δυσκολία

emerge (v) εμφανίζομαι, αναδύομαι

distinguish (v) ξεχωρίζω, διακρίνω

globalization (n) παγκοσμιοποίηση

obesity (n) παχυσαρκία

materialize (v) υλοποιώ

output (n) παραγωγή, απόδοση

stall (v) καθυστερώ, σταματώ

define (v) ορίζω

be under fire (phr) δέχομαι κριτική

be under cover (phr) καλύπτομαι

corporate (adj) εταιρικός

ethics (n) δεοντολογία

governance (n) διακυβέρνηση

foundation (n) βάση, θεμέλιο

essence (n) ουσία

fact or fiction (phr) μύθος ή πραγματικότητα

live and learn (phr) μαθαίνω από τα λάθη μου

trial and error (phr) δοκιμή και λάθος

push or shove (phr) φτάνει το μαχαίρι στο κόκκαλο

juvenile (adj) νεαρός

locust (n) ακρίδα

march (v) περπατώ

swarm (n) σμήνος

foggy (adj) ομιχλώδης

composed (adj) αποτελούμενος

massive (adj) τεράστιος

sanitize (v) εξυγιαίνω

visualize (v) φαντάζομαι

scrutinize (v) εξετάζω λεπτομερώς

plagiarize (v) διαπράττω λογοκλοπή

consistent (adj) συνεπής

contradictory (adj) αντιφατικός

far-fetched (adj) παρατραβηγμένος

far-reaching (adj) εκτεταμένος

liberal (adj) φιλελεύθερος

synthesize (v) συνθέτω

discipline (n) επιστημονικός τομέας

retire (v) παραιτούμαι, παίρνω σύνταξη

tongue (n) γλώσσα

precise (v) ακριβής

prosecution (n) εισαγγελική αρχή

testimony (n) κατάθεση (στο δικαστήριο)

ultimately (adv) τελικά

judge (v) δικάζω

convict (v) καταδικάζω

evaluate (v) αξιολογώ

devastating (adj) καταστροφικός

blow (n) χτύπημα

hormone (n) ορμόνη

serotonin (n) σεροτονίνη

viable (adj) βιώσιμος

soaring (adj) διογκούμενος, που πετάει στα ύψη

reckless (adj) απερίσκεπτος και επικίνδυνος

underdone (adj) ψημένος λιγότερο απ΄όσο χρειάζεται

underway (adv) σε εξέλιξη

Reading Part 1

signature (n) υπογραφή

sweat (n) ιδρώτας

saliva (n) σάλιο

pattern (n) πρότυπο

brand (v) στιγματίζω

underclass (n) πολίτες β’ κατηγορίας

destined (adj) προορισμένος

uninspiring (adj) βαρετός, αδιάφορος

confine (v) περιορίζω

rosy (adj) αισιόδοξος

strap (v) δένω πάνω μου

pouch (v) μικρός σάκος

undertake (v) αναλαμβάνω

commit (v) αφιερώνω, αφοσιώνομαι

privileged (adj) προνομιούχος

march (n) γρήγορη πρόοδος

displace (v) εκτοπίζω

obstacle (n) εμπόδιο

stab (n) δοκιμάζω την τύχη μου με κάτι

token (n) συμβολικός, χωρίς πραγματική αξία

forthcoming (adj) προσεχής

disguise (v) μεταμφιέζομαι

plot (n) πλοκή

spin (v) περιστρέφομαι πολύ γρήγορα

launch (n) εκτόξευση

imminent (adj) επικείμενος, προ των πυλών

suspense (n) αγωνία

mantra (n) αγαπημένη φράση

fluid (n) υγρό

Reading Part 2

concur (v) συμφωνώ

simulation (n) εξομοίωση

formation (n) σχηματισμός, δημιουργία

comparable (adj) συγκρίσιμος

orbit (v) βρίσκομαι σε τροχιά

motion (n) κίνηση

scatter (v) σκορπίζω

technique (n) τεχνική

distant (adj) μακρινός

gravity (n) βαρύτητα

bend (v) καμπυλώνω

intervene (v) παρεμβαίνω

gigantic (adj) γιγαντιαίος

optical (adj) οπτικός

lens (n) φακός

concentrate (v) συγκεντρώνω

duration (n) διάρκεια

Page 17: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

17© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 5

calculate (v) υπολογίζω

train (v) κατευθύνω

observe (v) παρατηρώ

intensity (n) ένταση

considerable (adj) σημαντικός, πολύς

red dwarf star (n) ερυθρός νάνος αστέρας

liquid (n) υγρό

invariably (adv) κατά κανόνα

synchronize (v) συγχρονίζω

intensify (v) δυναμώνω, κάνω πιο έντονο

identical (adj) ακριβώς ο ίδιος

Reading Part 3

global warming (n) υπερθέρμανση του πλανήτη

depletion (n) μείωση

ozone layer (n) στρώμα του όζοντος

deforestation (n) αποψίλωση των δασών

alarming (adj) ανησυχητικός

rate (n) ρυθμός

waste (n) απόβλητα

knock-on effect (n) αλυσιδωτή αντίδραση

purpose (n) σκοπός

clear (v) καθαρίζω, αποψιλώνω

vast (adj) τεράστιος

equatorial (adj) που βρίσκεται στον ισημερινό

fossil fuel (n) ορυκτό καύσιμο

quantity (n) ποσότητα

greenhouse gases (n) αέρια του θερμοκηπίου

rubbish damp (n) χωματερή

critical (adj) δύσκολη, οριακή

nation (n) έθνος

birth control (n) περιορισμός γεννήσεων

contraceptive (n) αντισυλληπτικό

populous (adj) πολυάριθμος

stringent (adj) αυστηρός

pressure (v) πιέζω

administrative (adj) διοικητικός

fertility (n) γονιμότητα

estimate (v) υπολογίζω

forecast (n) πρόγνωση

correspondingly (adv) αντίστοιχα

heighten (v) αυξημένος

dictate (v) υπαγορεύω

discourage (v) αποθαρρύνω

worldwide (adj) παγκόσμιος

continual (adj) συνεχής

gradual (adj) βαθμιαίος

indefinitely (adv) επ’ αόριστον

Writing Task A

insanity plea (n) λόγω παραφροσύνης

whereby (adv) σύμφωνα με (τον οποίο)

claim (v) ισχυρίζομαι

mental (adj) πνευματική

imbalance (n) αστάθεια

court (n) δικαστήριο

defense (n) υπεράσπιση

kidnapping (n) απαγωγή

civilized (adj) πολιτισμένος

inability (n) ανικανότητα

access (n) πρόσβαση

unsuitability (n) ακαταλληλότητα

permit (v) επιτρέπω

irrelevant (adj) άσχετος

criminal (adj) εγκληματικός

psychiatry (n) ψυχιατρική επιστήμη

exact (n) ακριβής

deterrent (n) αποτρεπτικό

Writing Task B

pension (n) σύνταξη

twilight (n) λυκόφως

lifespan (n) διάρκεια ζωής

TesT 5

Listening Part 1

background (n) (οικογενειακό) υπόβαθρο

literature (n) λογοτεχνία

chemist (n) φαρμακοποιός

astronomer (n) αστρονόμος

gifted (adj) ταλαντούχος

neighborhood (n) γειτονιά

anxious (adj) αγχωμένος

nostalgic (adj) νοσταλγικός

male (n) άρρεν

psychologist (n) ψυχολόγος

presenter (n) παρουσιαστής

cookbook (n) βιβλίο μαγειρικής

recipe (n) συνταγή

Transcript

pun (n) λογοπαίγνιο

passion (n) πάθος

rehearsal (n) πρόβα

literary (adj) λογοτεχνικός

vary (v) ποικίλω, διαφέρω

streak (v) περνάω γρήγορα, σαν διάττοντας αστέρας

boast (v) καυχιέμαι

geometry (n) γεωμετρία

theory of relativity (n) θεωρία της σχετικότητας

junior high (n) γυμνάσιο

footstep (n) βήμα

professionally (adv) επαγγελματικά

sawmill (n) πριονιστήριο

scrap (n) θραύσμα, υπόλειμμα

hang out with (phr v) κάνω παρέα με

soccer (n) ποδόσφαιρο

coach (v) προπονητής

stand out (phr v) ξεχωρίζω, είμαι καλύτερος

field trip (n) σχολική εκδρομή

Page 18: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

18© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 5

hand (something) on a silver platter (phr) προσφέρω κάτι έτοιμο, χωρίς να χρειαστεί εκείνος να κάνει κάτι

row (n) καβγάς

convey (v) μεταφέρω, μεταδίδω

crowd (n) πλήθος

marital (adj) συζυγικός

revolve (v) περιστρέφομαι

household (n) νοικοκυριό

treat (n) λιχουδιά

legendary (adj) θρυλικός

heirloom (n) κληρονομιά, οικογενειακό κειμήλιο

yummy (n) νόστιμος

closely-guarded (adj) καλά φυλαγμένος

apron (n) ποδιά (κουζίνας)

Listening Part 2

netbook (n) μικρός φορητός υπολογιστής

union (n) συνδικάτο

fill in (phr v) αναπληρώνω

sociologist (n) κοινωνιολόγος

give up (phr v) παρατάω, σταματάω να κάνω κάτι

financial analyst (n) οικονομικός αναλυτής

investor (n) επενδυτής

stock (n) μετοχή

go up (phr v) αυξάνομαι, ανεβαίνω

profitable (adj) επικερδής

wage (n) ημερομίσθιο

fat (n) λίπος

saturated fat (n) κορεσμένο λίπος

lawyer (n) δικηγόρος

client (n) πελάτης

Transcript

shrink (v) συρρικνώνομαι

paperback (adj) βιβλίο τσέπης

downsize (v) μειώνομαι, συρρικνώνομαι

lightweight (adj) πολύ ελαφρύς και μικρός

come down to (phr v) καταλήγω

bargaining table (n) στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

work (sth) out (phr v) τα βρίσκω, καταλήγω σε συμφωνία

pass (sth) off to (phr v) δίνω σε κάποιον άλλο να κάνει κάτι (που έπρεπε να κάνω εγώ)

statistics (n) στατιστική

software (n) λογισμικό

throw in the towel (phr) τα παρατάω

(sth) is over (my) head (phr) δεν καταλαβαίνω τίποτα

gist (n) γενικό νόημα, κεντρική ιδέα

losing streak (n) περίοδος χασούρας

bounce back (phr v) επανέρχομαι

renew (v) ανανεώνω

domestic (adj) οικιακός

short-term (adj) βραχυπρόθεσμος

run up (n) κατάσταση

cut (my) losses (phr) μειώνω τις απώλειες

jump the gun (phr) κάνω βεβιασμένες κινήσεις

quarter (n) τρίμηνο (του οικονομικού έτους)

money down the drain (phr) πεταμένα λεφτά

hike (n) άνοδος (για οικονομικούς όρους)

put the brakes on (phr) σταματώ κάτι

olive oil (n) ελαιόλαδο

counter-intuitive (adj) αντίθετος προς τη λογική

unsaturated (adj) ακόρεστος (για λίπη)

monounsaturated (adj) μονοακόρεστος

heart-healthy (adj) καλό για την καρδιά

cut a deal (phr) κάνω μια συμφωνία

sentence (n) ποινή

stack (sth) up (phr v) μαζεύω, κάνω σωρό

put (sb) away (phr v) στέλνω φυλακή

Listening Part 3

approximate (adj) περίπου

treble (v) τριπλασιάζω

quadruple (v) τετραπλασιάζω

percentage (n) ποσοστό

get rid of (phr v) ξεφορτώνομαι

rate (n) ποσοστό

amount (n) ποσό

physiological (adj) φυσιολογικός, σωματικός

caution (v) συνιστώ προσοχή

snack (n) ελαφρύ γεύμα, δεκατιανό

punish (v) τιμωρώ

note (v) σημειώνω, προσέχω

junk food (n) πρόχειρο φαγητό

point out (phr v) επισημαίνω

reward (n) ανταμοιβή

Transcript

series (n) σειρά

adolescence (n) εφηβεία

feature (v) αναδεικνύω

distinguished (adj) ξεχωριστός, σπουδαίος

epidemic (n) επιδημία

global (adj) παγκόσμιος

proportion (n) ποσοστό

adolescent (n) έφηβος

triple (v) τριπλασιάζω

ratio (n) αναλογία, μερίδιο

skin fold (n) πτύχωση του δέρματος

suffice it to say (phr) αρκεί να πει κανείς

accumulation (n) συσσώρευση

tissue (n) ιστός

cushion (v) προστατεύω

internal (adj) εσωτερικός

organ (n) όργανο (του σώματος)

insulate (v) μονώνω

storage (n) αποθήκευση

hypertension (n) υπέρταση

diabetes (n) διαβήτης

arthritis (n) αρθρίτιδα

stroke (n) εγκεφαλικό

Page 19: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

19© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 5

divide (v) διχάζω

temporary (adj) παροδικός

conclusive (adj) τελειωτικός, αδιαμφισβήτητος

consume (v) καταναλώνω

processed (adj) κατεργασμένος

leading (adj) κύριος, βασικός

fault (n) σφάλμα

to a large extent (phr) σε μεγάλο βαθμό

provide (v) παρέχω

culprit (n) ένοχος

nutritional (adj) θρεπτικός

familial (adj) οικογενειακός

couch potato (phr) αυτός που κάθεται όλη μέρα και δεν κινείται καθόλου

high-calorie (adj) υψηλό θερμιδικό φορτίο

calorie-laden (adj) γεμάτος θερμίδες

inactivity (n) αδράνεια

norm (n) κανόνας, το φυσιολογικό

weight-loss (n) απώλεια βάρους

slow down (phr v) μειώνω, καθυστερώ

permanent (adj) μόνιμος

anyway (adv) τέλος πάντων

actively (adv) δραστήρια, ενεργητικά

commitment (n) δέσμευση

set an example (phr) δίνω το παράδειγμα

supportive (adj) υποστηρικτικός

forbid (v) απαγορεύω

punishment (n) τιμωρία

grade (n) βαθμός (σχολείου)

illuminating (adj) διαφωτιστικός

Listening Part 4

technically (adv) τεχνικά

advanced (adj) προηγμένος

sophisticated (adj) εξελιγμένος

compete (v) ανταγωνίζομαι

commercially (adv) εμπορικά

lucrative (adj) επικερδής

warship (n) πολεμικό πλοίο

rudder (n) τιμόνι πλοίου, πηδάλιο

novel (adj) νέος

sail (v) πιλοτάρω, κουμαντάρω πλοίο

maiden (adj) παρθενικός

refer (v) αναφέρομαι

sheer (adj) απόλυτος, ξεκάθαρος

lifeboat (n) ναυαγοσωστική λέμβος

iceberg (n) παγόβουνο

official (adj) επίσημος

enquiry (n) έρευνα, εξέταση

crew (n) πλήρωμα

boiler (n) καζάνι, καυστήρας

occur (v) συμβαίνω

inspect (v) επιθεωρώ

affect (v) επηρεάζω

hull (n) σκάφος, το ‘κέλυφος’ του πλοίου

crack (n) ρωγμή

tear (v) σχίζω

puncture (v) τρυπάω

break apart (phr v) σπάω σε κομμάτια

under stress (phr) κάτω από την πίεση

watertight (adj) υδατοστεγής

compartment (n) διαμέρισμα, θάλαμος

function (v) λειτουργώ

Transcript

sink (v) βυθίζω

indicator (n) ένδειξη

vessel (n) σκάφος

in that regard (phr) υπό αυτήν την έννοια

primitive (adj) πρωτόγονος

carrier (n) μεταφορέας

cargo (n) φορτίο

era (n) εποχή

maneuver (v) μανουβράρω

design flaw (n) σχεδιαστικό σφάλμα

unsinkable (adj) αβύθιστος

perish (v) πεθαίνω, χάνομαι

accommodate (v) φιλοξενώ

stipulate (v) θέτω ως όρο

disaster (n) καταστροφή

sight (v) βλέπω

dispute (v) αμφισβητώ

turn off (phr v) σβήνω

fateful (adj) μοιραίος

wreck (n) ναυάγιο

naval architect (n) ναυπηγός

testify (v) μαρτυρώ, καταθέτω (σε δίκη)

several (adj) αρκετοί, διάφοροι

settle (v) κανονίζω (ένα θέμα) για πάντα

sonar (n) υποβρύχιο ραντάρ

equipment (n) εξοπλισμός

damage (n) ζημιά

ocean floor (n) βυθός του ωκεανού

narrow (adj) στενός

significant (adj) σημαντικός

clear up (prh v) ξεκαθαρίζω

intact (adj) άθικτος

split apart (phr v) σπάω σε κομμάτια

pressure (n) πίεση

encounter (v) συναντώ, αντιμετωπίζω

brittle (adj) εύθραυστος

confirm (v) επιβεβαιώνω

seawater (n) θαλασσινό νερό

operational (adj) λειτουργικός

plain (adj) σκέτος, απλός

tragically (adv) τραγικά

Grammar build up (phr v) συγκεντρώνομαι

align (n) εναρμονίζομαι

effective (adj) αποτελεσματικός

relief organization (n) οργάνωση για την ανακούφιση και τη βοήθεια πληγέντων (από φυσική καταστροφή κλπ)

aid (n) βοήθεια

reduce (v) μειώνω

previous (adj) προηγούμενος

defendant (n) κατηγορούμενος

take place (phr) συμβαίνω

Page 20: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

20© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 5

mineral (adj) ορυκτός

deposit (n) εναπόθεση

attract (v) έλκω, προσελκύω

optimistic (adj) αισιόδοξος

prospect (n) προοπτική

shortfall (n) έλλειμμα

retail (n) λιανική πώληση

bargain-hunting (n) κυνήγι προσφορών

original (adj) πρωτότυπος

drop (v) παρατάω, απορρίπτω

in favor of (phr) για χάρη κάποιου

nuclear power station (n) πυρηνικός σταθμός

platform (n) πλατφόρμα

position (v) τοποθετώ

offshore (adv) στην ανοικτή θάλασσα, μακριά από τη στεριά

jobseeker (n) αυτός που ψάχνει για δουλειά

tax-free (adj) αφορολόγητος

income (n) εισόδημα

health club (n) ινστιτούτο υγιεινής

focus (v) επικεντρώνομαι

balance (n) ισορροπία

equip (v) εφοδιάζω

anti-lock brakes (n) φρένα που δεν μπλοκάρουν

culture (n) πολιτισμός

myth (n) μύθος

evidence (n) απόδειξη

news agency (n) πρακτορείο ειδήσεων

regulation (n) κανονισμός

motherhood (n) μητρότητα

virtually (adv) σχεδόν σε όλους

female (n) θήλυ

mammal (n) θηλαστικό ζώο

behavioral (adj) της συμπεριφοράς

commonly (adv) κοινά, γενικά

transparency (n) διαφάνεια

relationship (n) σχέση

addition (n) πρόσθεση, απόκτημα

couple with (adj) μαζί με

herbal (adj) φυτικό

manufacturer (n) κατασκευαστής

effectiveness (n) αποτελεσματικότητα

transportation (n) μεταφορά

demand (n) ζήτηση

chemical spill (n) διαρροή χημικού υγρού

outrage (n) κατακραυγή

pharmaceutical (n) φαρμακευτικός

memory (n) μνήμη

nerve cell (n) νευρικό κύτταρο

treat (v) συμπεριφέρομαι προς κάποιον

likely (adj) πιθανός

whitefish (n) λευκοκορέγονος (είδος ψαριού)

salmon (n) σολωμός

malnutrition (n) υποσιτισμός

food web (n) διατροφική αλυσίδα

probable (adj) πιθανός

lack (n) έλλειψη

poverty line (n) κατώτατο όριο φτώχιας

brand (n) μάρκα (ρούχων κλπ)

seemingly (adv) φαινομενικά

fossilized (adj) απολιθωμένος

reconstruct (v) ανακατασκευάζω

historic (adj) ιστορικός

misunderstanding (n) παρεξήγηση

identify (v) αναγνωρίζω, προσδιορίζω

exclusively (adv) αποκλειστικά

satisfy (v) ικανοποιώ

equivalent (n) ισοδύναμος

step (n) μέτρο

rein (sth) in (phr v) χαλιναγωγώ

exhibit (v) επιδεικνύω

claw (n) γαμψό νύχι ζώου

incisor (n) κοπτήρας (είδος δοντιού)

feline (n) αιλουροειδές

characteristic (n) χαρακτηριστικό

ripening (n) ωρίμανση

remain (v) παραμένω

vine (n) κλήμα, αναρριχώμενο φυτό

flavor (n) γεύση

Vocabulary consent (n) συγκατάθεση

admission (n) είσοδος

costumed (adj) κουστουμαρισμένος

accustomed (adj) συνηθισμένος (σε κάτι)

decrease (v) μειώνω

priority (n) προτεραιότητα

confess (v) παραδέχομαι

attach (v) επισυνάπτω

sponsor (n) χορηγός

regional (adj) τοπικός, που ανήκει σε μια περιοχή

pact (n) συμφωνία

improve (v) βελτιώνω

separate (v) χωρίζω, διαμοιράζω

affluence (n) πλούτος, αφθονία

attest (v) πιστοποιώ

enrich (v) εμπλουτίζω

compare (v) συγκρίνω

controversy (n) αντιπαράθεση

forecast (v) προβλέπω

propose (v) προτείνω

broadcast (v) αναμεταδίδω

commerce (n) εμπόριο

collaboration (n) συνεργασία

download (v) κατεβάζω (αρχεία στον υπολογιστή)

overview (n) περίληψη, επισκόπηση

plot (n) πλοκή (ταινίας κλπ)

summary (n) περίληψη

qualified (adj) αυτός που έχει τα προσόντα

repel (v) απωθώ

dishwasher (n) πλυντήριο πιάτων

detergent (n) απορρυπαντικό

detainment (n) κράτηση

determent (n) αυτό που αποτρέπει

relief effort (n) προσπάθεια ανακούφισης μετά από φυσική καταστροφή κλπ

complexity (n) πολυπλοκότητα

coordinate (v) συντονίζω

stricken (adj) χτυπημένος, πληγέντας

bothered (adj) ενοχλημένος

Page 21: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

21© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 5

hurried (adj) εσπευσμένος

wounded (adj) πληγωμένος, τραυματισμένος

found (v) ιδρύω

establish (v) καθιερώνω

ballot (n) ψήφος

cast (v) ρίχνω (για ψήφους, ζάρια κλπ)

interference (n) παρεμβολή

investigation (n) έρευνα (αστυνομική)

contend (v) ισχυρίζομαι

yield (v) αποδίδω, παράγω

argue (v) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω

spatial awareness (n) αίσθηση του χώρου

alertness (n) ετοιμότητα, βαθμός ανταπόκρισης

responsiveness (n) αποκριτικότητα

consciousness (n) συνείδηση, συναίσθηση

incidence (n) επίπτωση

increasingly (adv) αυξανόμενα

biological (adj) βιολογικός (όχι για τροφές κλπ)

sour (adj) ξινός

bitter (adj) πικρός

odor (n) μυρωδιά

aroma (n) ευωδιά

halve (v) μειώνω στο μισό

coal (n) κάρβουνο

natural gas (n) φυσικό αέριο

divert (v) μετατρέπω

switch (v) αλλάζω

substitute (v) αντικαθιστώ

trigger (v) πυροδοτώ

originate (v) προέρχομαι

prosecutor (n) δημόσιος κατήγορος, εισαγγελέας

arrest (v) συλλαμβάνω

insider trading (n) εσωτερική πληροφόρηση

jail (v) φυλακίζω

accuse (v) κατηγορώ

charge (v) απαγγέλω κατηγορία στο δικαστήριο

aisle (n) διάδρομος (μεταξύ σειρών καθισμάτων)

workhorse (n) κινητήριος δύναμη

addict (v) εθίζω

admit (v) παραδέχομαι

encircle (v) περικυκλώνω

surround (v) περιβάλλω, περιστοιχίζω

sensation (n) αίσθηση

demonstrate (v) δείχνω, εξηγώ

bear (v) φέρω

abide (v) συμμορφώνομαι, τηρώ

comply (v) συμμορφώνομαι

seismologist (n) σεισμολόγος

predict (v) προβλέπω

famed (adj) φημισμένος

entitled (adj) αυτός που έχει δικαίωμα να κάνει κάτι, αρμόδιος

specialized (adj) ειδικευμένος

flu (n) γρίπη

virus (n) ιός

halt (v) σταματώ, διακόπτω

advance (v) προχωρώ

administer (v) παρέχω, δίνω

currency (n) νόμισμα μιας χώρας

coin (n) κέρμα

supply (n) προμήθεια

utensil (n) σκεύος, μαγειρικό εργαλείο

compilation (n) συλλογή (τραγουδιών κλπ)

law (n) νόμος

energy efficient (adj) ενεργειακά αποδοτικός

proficient (adj) ειδήμων, πολύ καλός σε κάτι

resourceful (adj) εφευρετικός

plead (v) επικαλούμαι

oppress (v) καταπιέζω, καταδυναστεύω

insurance (n) ασφάλεια

coverage (n) κάλυψη

refusal (n) άρνηση

chauvinism (n) σωβινισμός, εθνικισμός

separation (n) διαχωρισμός

rainfall (n) βροχόπτωση

warning (n) προειδοποίηση

symptom (n) σύμπτωμα

cultivate (v) καλλιεργώ

display (v) εκθέτω, δείχνω

relieve (v) ανακουφίζω

ignite (v) ανάβω, πυροδοτώ

light (v) ανάβω (φωτιά κλπ)

trace (v) ανιχνεύω

neural (adj) νευρικός (του νευρικού συστήματος)

startle (n) ξάφνιασμα

instinct (n) ένστικτο

misleading (adj) παραπλανητικός

proverb (n) παροιμία

articulation (n) άρθρωση (ομιλία)

speech (n) ομιλία (που εκφωνείται σε εκδηλώσεις κλπ)

verbalization (n) φραστική απόδοση

crude (adj) άξεστος, ακατέργαστος

organic (adj) οργανικός (για τροφές, καλλιέργειες κλπ)

target (n) στόχος

assemble (v) συναρμολογώ

Reading Part 1

novel (n) μυθιστόρημα

accountancy (n) λογιστικά

partner (n) συνεργάτης

fall out (phr v) τσακώνομαι

mutual (adj) αμοιβαίος

scrape a living (phr) βγάζω τα προς το ζην

degenerate (v) εκφυλίζομαι

compromise (v) συμβιβάζομαι

condemn (v) καταδικάζω

roll (v) κυλώ

enormous (adj) τεράστιος

remission (n) απαλλαγή, άφεση

unashamedly (adv) αδιάντροπα

dominate (v) κυριαρχώ

strenuous (adj) επίπονος, κουραστικός

fortune (n) τύχη, το μέλλον ενός πράγματος

inhibit (v) δυσκολεύω, εμποδίζω

Page 22: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

22© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 5

disrupt (v) διαταράσσω, αναστατώνω

carry on (phr v) συνεχίζω

parallel (n) παραλληλισμός

mischief (n) αταξία, σκανταλιά

repetitious (adj) επαναλαμβανόμενος (και βαρετός)

leisure (n) ελεύθερος χρόνος

inadvisability (n) κάτι που είναι κακή ιδέα, δεν συνίσταται

undemanding (adj) εύκολος, μη απαιτητικός

amicable (adj) φιλικός

pessimistic (adj) απαισιόδοξος

content (adj) χαρούμενος, ευτυχής

reservation (n) επιφύλαξη

persevere (v) επιμένω να προσπαθώ για κάτι

shortcoming (n) μειονέκτημα

Reading Part 2

pelvis (n) λεκάνη (του σώματος)

hip (n) ισχίο, γοφός

dental (adj) οδοντικός

structure (n) δομή

skull (n) κρανίο

differentiate (v) διαφοροποιώ

hominid (n) ανθρωποειδές

appreciably (adv) αισθητά

calibrate (v) μετρώ (τη διάμετρο)

radiograph (n) ακτινογραφία

victim (n) θύμα

the Black Death (n) η Μαύρη Πανώλη (επιδημία πανούκλας το Μεσαίωνα)

plague pit (n) ομαδικός τάφος που πέταγαν τα θύματα της πανούκλας

shipwreck (n) ναυάγιο

measurement (n) μέτρηση

orthodontic (adj) ορθοδοντικός

facial (adj) του προσώπου

prominent (n) προεξέχων

cranial (adj) κρανιακός

vault (n) θόλος

capability (n) ικανότητα

brainstem (n) εγκεφαλικό στέλεχος

heartbeat (n) χτύπος της καρδιάς

cerebellum (n) παρεγκεφαλίδα

cerebrum (n) φλοιός του εγκεφάλου

sensory (adj) αισθητήριος

reasoning (n) λογική σκέψη

emotion (n) συναίσθημα

enlargement (n) μεγέθυνση

correspond (v) αντιστοιχώ

capacity (n) ικανότητα

evolutionary (adj) εξελικτικός

upright (adv) όρθιος

data (n) πληροφορίες, δεδομένα

remains (n) λείψανα

well-dated (adj) χρονολογημένος με ακρίβεια

context (n) γενικό πλαίσιο

dimension (n) διάσταση

pronounced (adj) έντονος

slightly (adv) ελαφρά

subdivided (adj) υποδιαιρούμενος

Reading Part 3

hunt (n) κυνήγι

tradition (n) παράδοση, έθιμο

animal rights movement (n) κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων

protest (n) διαμαρτύρομαι

mount (v) αυξάνομαι

clash (n) έρχομαι σε αντιπαράθεση

camp (n) στρατόπεδο

gentry (n) οι ευγενείς, οι ευπατρίδες

reverently (adv) ευλαβικά

custom (n) έθιμο

pack (n) αγέλη, κοπάδι

hound (n) κυνηγόσκυλο

decisive (adj) αποφασιστικός

activist (n) ακτιβιστής

limit (n) όριο

outmoded (adj) παλιομοδίτικος

persecute (v) κατατρέχω

vermin (n) βλαβερό ζώο

continuance (n) συνέχιση

broad (adj) ευρύς

ethical (adj) ηθικός

society (n) κοινωνία

savage (adj) άγριος

predatory (adj) αρπακτικός

persuasive (adj) πειστικός

threaten (v) απειλώ

integral (adj) αναπόσπαστος

unclear (adj) αδιευκρίνιστος

overwhelmingly (adv) υπερβολικά

in favor (phr) υπέρ

unabated (adj) αμείωτος

notable (adj) ευκρινής, αξιοσημείωτος

chase (n) κυνήγι

slaughter (v) σφαγή

vociferously (adv) κραυγαλέος, με δυνατές φωνές

launch (v) προωθώ, λανσάρω

unlawful (adj) παράνομος

breach (v) παραβιάζω

infringe (v) καταπατώ, παραβιάζω

constitutional (adj) συνταγματικός

trumpet (n) τρομπέτα

barbaric (adj) βάρβαρος

noble (adj) ευγενής

citizen (n) κάτοικος, πολίτης

societal (adj) κοινωνικός (που είναι της κοινωνίας)

invade (v) εισβάλλω

suburban (adj) προαστιακός

pose (v) θέτω, δημιουργώ (απειλή κλπ)

lamb (n) αρνάκι

abolish (v) καταργώ

disapproval (n) αποδοκιμασία

revise (v) αναθεωρώ

Writing Task A

patient (n) ασθενής

Page 23: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

23© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 6

Writing Task B

downtown (adj) κέντρο της πόλης

at stake (phr) σε κίνδυνο

fume (n) καπνός, αναθυμιάσεις

TesT 6

ListeningPart 1

anger management (n) διαχείριση θυμού

attitude (n) στάση απέναντι σε (κάποιον ή κάτι)

resentful (adj) θυμωμένος, μνησίκακος

race (v) τρέχω σε αγώνες ταχύτητας

satisfied (adj) ικανοποιημένος

consultant (n) σύμβουλος

profession (n) επάγγελμα

pharmacist (n) φαρμακοποιός

assistant (n) βοηθός

medicine (n) φάρμακο

worthy (adj) άξιος

overrated (adj) υπερεκτιμημένος

inconsistent (adj) ασυνεπής

Transcript

individually (adv) ατομικά

record (v) καταγράφω

factually (adv) αντικειμενικά

as opposed to (phr) σε αντίθεση με

impersonal (adj) απρόσωπος

dusty (adj) σκονισμένος

legend (n) θρύλος

pave over (phr v) στρώνω πάνω από

track (n) δρόμος, πίστα

bump (n) ανάχωμα, βουναλάκι (στο δρόμο)

rut (n) αυλακιά

wheel (n) τιμόνι

reflect (v) σκέφτομαι, συλλογίζομαι

qualify (v) προκρίνομαι

environmentally friendly (adj) περιβαλλοντικός ορθός

process (n) διαδικασία

relate (v) σχετίζομαι, με αφορά

ratings (n) τηλεθέαση

compound (n) μείγμα

scales (n) ζυγαριά

weigh (v) ζυγίζω

mortar and pestle (n) γουδί και γουδοχέρι

grind up (phr v) αλέθω

powder (n) σκόνη

soda fountain (n) μηχάνημα που έβγαζε ανθρακούχα ποτά

ointment (n) αλοιφή

tube (n) σωληνάριο

comprehend (v) καταλαβαίνω

shot (n) βολή

net (n) φιλέ, δίχτυ (στο τένις κλπ)

beat (v) κερδίζω (αντίπαλο, ομάδα κλπ)

weakness (n) αδυναμία

all-around (adj) καλός σε όλα, χωρίς αδυναμίες

ListeningPart 2

promotion (n) προαγωγή

raise (n) αύξηση

delay (v) καθυστερώ

telesales (n) τηλεπωλήσεις

commission (n) προμήθεια

town planner (n) πολεοδόμος

editor (n) εκδότης

publishing house (n) εκδοτικός οίκος

update (v) εκσυγχρονίζω

print (v) τυπώνω

amendment (n) τροπολογία

Transcript

bump into (phr v) συναντώ κάποιον κατά λάθος

have a long face (phr) είμαι στεναχωρημένος

slim chances (phr) ελάχιστες πιθανότητες

go under (phr v) στα όρια της χρεωκοπίας

be in the pipeline (phr) ράδιο αρβύλα

one’s hands are tied (phr) δεν μπορώ να κάνω τίποτα

on a shoestring (phr) με πάρα πολύ μικρό προϋπολογισμό

telemarketing (n) τηλεπωλήσεις

a hard sell (phr) σκληροπυρηνικός, επιθετικός τρόπος πώλησης

retrain (v) επανεκπαιδεύω

cold calling (n) πωλήσεις μέσω τηλεφώνου

on commission (n) πληρώνομαι με προμήθεια

tone down (phr v) ρίχνω τους τόνους

alienate (v) αποξενώνω

be up to (something) (phr v) είμαι μπλεγμένος σε κάτι

scandal (n) σκάνδαλο

embezzlement (n) υπεξαίρεση χρημάτων

put on a brave face (phr) παριστάνω τον γενναίο

put (sth) past (sb) (phr) θεωρώ ότι κάποιος είναι υπεράνω

get the green light (phr) παίρνω άδεια να κάνω κάτι

full-sized (adj) κανονικού μεγέθους

out of character (phr) που δεν ταιριάζει

out of date (phr) παλιομοδίτικος

fire (v) απολύω

bring about (phr v) επιφέρω

get out of here! (phr) τι λες τώρα!

be all for (phr v) είμαι υπέρ

copyright (n) πνευματικά δικαιώματα

go over (phr v) κοιτάζω, ελέγχω

loophole (n) παραθυράκι του νόμου

a done deal (phr) τελειωμένη υπόθεση

hearing (n) ακρόαση

tap into (phr v) αξιοποιώ

youth (n) νεολαία

reach out to (phr v) προσεγγίζω

Page 24: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

24© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 6

break new ground (phr) ανοίγω νέους δρόμους

database (n) βάση δεδομένων

be on the road to recovery (phr) βρίσκομαι σε ανάρρωση

give cause for concern (phr) δημιουργώ ανησυχία

be on the mend (phr) βρίσκομαι σε ανάρρωση

biopsy (n) βιοψία

be out of the woods (phr) βρίσκομαι εκτός κινδύνου

ListeningPart 3

popularity (n) δημοτικότητα

underestimated (adj) υποτιμώ

coincide (v) συμπίπτω

symbol (n) σύμβολο

emphasize (v) δίνω έμφαση

affordable (adj) σε προσιτή τιμή

designer (n) σχεδιαστής

immoral (adj) ανήθικός

blur (v) θολώνω

distinction (n) διάκριση

hierarchy (n) ιεραρχία

excessive (adj) υπερβολικός

material (adj) υλικός

revolution (v) επανάσταση

ideal (n) ιδεώδες

Transcript

runway (n) πασαρέλα

head of state (n) αρχηγός κράτους

senseless (adj) άσκοπος, παράλογος

blindly (adv) στα τυφλά

denounce (v) καταγγέλω, απορρίπτω

irrational (adj) παράλογος

tyrannical (adj) τυραννικός

at face value (phr) δέχομαι κάτι ως έχει χωρίς να το εξετάσω σε βάθος

harmless (adj) ακίνδυνος

date back to (phr v) χρονολογούμαι από

revival (n) αναβίωση

go hand in hand with (phr) συμβαδίζω

textile (n) υφαντουργία

intertwining (adj) διαπλοκή

city-state (n) πόλη-κράτος

concern (v) ανησυχώ, νοιάζομαι

authority (n) εξουσία

ruler (n) κυβερνήτης

subtle (adj) λεπτός, διακριτικός

show off (phr v) δείχνω, κάνω επίδειξη

wealth (n) πλούτος

prestige (n) γόητρο, κύρος

reign (v) βασιλεύω

court (n) αυλή παλατιού

aristocrat (n) αριστοκράτης

seat of power (n) έδρα της εξουσίας

prominence (n) μεγαλείο, σπουδαιότητα

outstanding (adj) εξαιρετικός

manufacturer (n) κατασκευαστής

eclipse (v) εξαφανίζω, σβήνω από το χάρτη

social class (n) κοινωνική τάξη

outfit (n) ρούχα, φορεσιά

status (n) θέση, κατάσταση

upper-class (n) ανώτερη (κοινωνική) τάξη

volume (n) όγκος

wardrobe (n) γκαρνταρόμπα

material (n) ύφασμα

strengthen (v) ενδυναμώνω

ordinarily (adv) κανονικά, υπό κανονικές συνθήκες

keep up with (phr v) συμβαδίζω

trade (n) εμπόριο

bring down (phr v) ρίχνω (τις τιμές)

second-hand (adv) χρησιμοποιημένος, από δεύτερο χέρι

provoke (v) προκαλώ

maintain (v) διατηρώ

safeguard (v) προστατεύω, περιφρουρώ

merchant (n) έμπορος

equality (n) ισότητα

tyranny (n) τυραννία

ListeningPart 4

research (n) επιστημονική έρευνα

elephant seal (n) θαλάσσιος ελέφαντας

maturity (n) ωριμότητα

current (n) (θαλάσσιο) ρεύμα

pure (adj) αγνός, καθαρός

map (v) χαρτογραφώ

nutrient-rich (adj) πλούσιος σε θρεπτικά συστατικά

requirement (n) απαίτηση

device (n) συσκευή, μηχάνημα

drop off (phr v) πέφτω

Transcript

fascinating (adj) συναρπαστικός

inhabit (v) κατοικώ

trunk-like (adj) αυτός που μοιάζει με προβοσκίδα

snout (n) μουσούδα, ρύγχος

polygamy (n) πολυγαμία

viciously (adv) άγρια, σκληρά

dominance (n) κυριαρχία

harem (n) χαρέμι

diver (n) δύτης

migrate (v) αποδημώ

bar (n) μονάδα ατμοσφαιρικής πίεσης

average (adj) μέσος όρος

submarine (n) υποβρύχιο

house (v) στεγάζω

salinity (n) αλμυρότητα

content (n) περιεχόμενο

resurface (v) ανεβαίνω στην επιφάνεια

satellite (n) δορυφόρος

redistribution (n) επαναδιανομή

straddle (v) διασκελίζω

minus (n) μείον

latitude (n) γεωγραφικό πλάτος

rotation (n) περιστροφή

adjacent (adj) παρακείμενος, γειτονικός

partial (adj) μερικός, όχι ολόκληρος

Page 25: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

25© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 6

salt (n) άλας

impurity (n) ακαθαρσία

dissolve (v) διαλύομαι

portion (n) μέρος, κομμάτι

northward (adv) προς το Βορρά

eastward (adv) προς Ανατολάς

plot (v) σχεδιάζω

shift (v) μετακινούμαι

tow (v) σέρνω πίσω μου, ρυμουλκώ

conservation (n) προστασία

extinction (n) εξαφάνιση, εξάλειψη

blubber (n) στρώμα λίπους

dwindling (adj) μειούμενος

composition (n) σύνθεση, από τι αποτελείται κάτι

squid (n) καλαμάρι

underwater (adv) υποβρύχιος

shut down (phr v) κλείνω, σβήνω

body function (n) σωματική λειτουργία

glue (v) κολλάω

Grammar file (n) αρχείο

hire (v) προσλαμβάνω

scarce (adj) σπάνιος, λίγος

routine maintenance (n) συντήρηση ρουτίνας

millennium (n) χιλιετία

origin (n) προέλευση

rebound (v) επανέρχομαι στην πρότερη κατάσταση

collapse (n) κατάρρευση

housing market (n) κτηματαγορά

asset (n) κεφάλαιο, πόρος

oil exploration (n) έρευνα για πετρέλαιο

candy (n) γλυκά

soft drinks (n) αναψυκτικά

challenging (adj) δύσκολος, απαιτητικός

physical exercise (n) γυμναστική

relaxation (n) χαλάρωση

council (n) συμβούλιο

glaucoma (n) γλαύκωμα

preventable (adj) αυτός που μπορεί να προληφθεί

afflict (v) πλήττω, προσβάλλω (για ασθένεια)

mimic (v) μιμούμαι

unwilling (adj) απρόθυμος

exhibition (n) έκθεση

election (n) εκλογή

defense contract (n) αμυντική σύμβαση

documentary (n) ντοκιμαντέρ

altitude (n) υψόμετρο

urban (adj) αστικός

preference (n) προτίμηση

fatty-acids (n) λιπαρά οξέα

cardiovascular (adj) καρδιαγγειακός

pectoral muscle (n) θωρακικός μυς

pigeon (n) περιστέρι

amnesia (n) αμνησία

obtain (v) αποκτώ

caloric (adj) θερμιδικός

intake (n) πρόσληψη (θερμίδων)

Vocabulary creature (n) πλάσμα

acknowledged (adj) αναγνωρισμένος

populate (v) κατοικώ

prosper (v) ευημερώ, ακμάζω

ineligible (adj) μη επιλέξιμος, ακατάλληλος

graduate (n) απόφοιτος

entry-level salary (n) βασικός μισθός

usage (n) χρήση

shortage (n) έλλειψη

alarm (n) πανικός

extinct (adj) που έχει εκλείψει

detest (v) σιχαίνομαι, απεχθάνομαι

volcanic (adj) ηφαιστειακός

eruption (n) έκρηξη

emergency (n) επείγουσα κατάσταση

evacuation (n) εκκένωση (κτιρίου κλπ)

eminent (adj) διαπρεπής

reticent (adj) λιγόλογος

backup (adj) εφεδρικός

commuter (n) αυτός που διανύει αποστάσεις από το σπίτι του στη δουλειά του και πίσω

rail (n) σιδηρόδρομος

distil (v) αποστάζω

disassemble (v) διαλύω

vote (v) ψηφίζω

leave (sb) in the dark (phr) δεν εξηγώ

expansive (adj) επεκτατικός

unequivocal (adj) ξεκάθαρος

clarity (n) σαφήνεια

brevity (n) συντομία

reject (v) απορρίπτω

lengthen (v) μακραίνω

contestant (n) διαγωνιζόμενος

candidate (n) υποψήφιος

computer chip (n) τσιπ υπολογιστή

fuel (v) πυροδοτώ

target (v) σκοπεύω, βάζω ως στόχο

optimal (adj) βέλτιστος

premium (adj) άριστος

exceptional (adj) εξαιρετικός

appoint (v) διορίζω

engage (v) απασχολώ

vehicle (n) όχημα

registration (n) εγγραφή (για άδεια κυκλοφορίας)

reformer (n) αναμορφωτής

struggle (v) κοπιάζω, δυσκολεύομαι

drug company (n) φαρμακευτική εταιρεία

elude (v) διαφεύγω

genome (n) γονιδίωμα

resolve (v) βρίσκω λύση

discount (v) κάνω έκπτωση

reschedule (v) επαναπρογραμματίζω

inhabitant (n) κάτοικος

support (v) υποστηρίζω

purchase (n) αγοράζω

solar-powered (adj) αυτός που δουλεύει με ηλιακή ενέργεια

desalination (n) αφαλάτωση

bulk (n) όγκος, μέγεθος

Page 26: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

26© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 6

majority (n) πλειοψηφία

aggressively (adv) επιθετικά

recruit (v) στρατολογώ, εγγράφω

conscript (v) επιστρατεύω

incumbent (n) αξιωματούχος

equal (adj) ίσος

centralized (adj) συγκεντρωτικός

subdue (v) υποτονικός

submissive (adj) υποτακτικός, πειθήνιος

subsidize (v) επιχορηγώ, επιδοτώ

memoirs (n) απομνημονεύματα

remembrance (n) ανάμνηση

memorial (n) μνημείο

set up (phr v) εγκαθίσταμαι

expansion (n) επέκταση

demolition (n) κατεδάφιση

install (v) εγκαθιστώ

aggravate (v) επιδεινώνω

imitation (n) απομίμηση

strive (v) προσπαθώ, πασχίζω

accomplishment (n) κατόρθωμα

award (v) απονέμω

appraise (v) εκτιμώ

pronounce (v) ανακοινώνω

shelter (v) προφυλάσσω

secluded (adj) απομονωμένος

blanket law (n) καθολικός νόμος

consist (v) αποτελούμαι

contain (v) περιέχω

donor (n) δότης

expire (v) λήγω

liberate (v) απελευθερώνω

cooperation (n) συνεργασία

prolonged (adj) παρατεταμένος

immune system (n) ανοσιοποιητικό σύστημα

indulge (v) εντρυφώ, ικανοποιώ

dissuade (v) αποτρέπω, μεταπείθω

dose (n) δόση

demolish (v) κατεδαφίζω

spoil (v) χαλάω, καταστρέφω

defeat (v) νικώ

ruin (v) καταστρέφω, αφανίζω

Reading Part 1

embark (v) ξεκινώ, επιχειρώ κάτι δύσκολο

slip by (phr v) περνάω, φεύγω

endeavor (n) προσπάθεια

travelogue (n) οδοιπορικό

dive-bomb (v) ορμάω από ψηλά πάνω σε κάποιον

gull (n) γλάρος

barter (v) ανταλλάσσω

grizzly bear (n) γκρίζα αρκούδα της Βορείου Αμερικής

meander (v) περιφέρομαι άσκοπα

whim (n) καπρίτσιο

detour (n) παράκαμψη

scenery (n) τοπίο

drift by (phr v) περνάω, φεύγω

slog (v) προχωρώ αργά και με κόπο

prairie (n) λιβάδι

steppe (n) στέππα

traverse (v) διασχίζω

draw out (phr v) βγάζω

dedicated (adj) αφοσιωμένος

backdrop (n) υπόβαθρο, σκηνικό

roar (v) βρυχώμαι

come across (phr v) συναντώ

arrangement (n) συμφωνία, κάτι που έχω κανονίσει

shadow (n) σκιά

take (one’s) time (phr) δεν βιάζομαι

circumnavigation (n) περίπλους, γύρος της γης

flit (v) φτερουγίζω, ακουμπάω ελαφρά

pragmatics (n) πραγματικότητα

ludicrous (adj) αστείος

endearing (adj) αξιαγάπητος

pedal (n) πετάλι

mysticism (n) μυστικισμός

alluring (adj) θελκτικός

hypnotize (v) υπνωτίζω

narrative (n) αφήγημα, διήγηση

achievement (n) κατόρθωμα

on the spur of the moment (phr) παρόρμηση της στιγμής

far-off (adj) μακρινός

progressively (adv) σταδιακά

Reading Part 2

acupuncture (n) βελονισμός

insert (v) βάζω, εισάγω

needle (n) βελόνα

flow (v) ροή

meridian (n) μεσημβρινός

twirl (v) στριφογυρίζω

ailment (n) αδιαθεσία, ασθένεια

nausea (n) ναυτία

chemotherapy (n) χημειοθεραπεία

surgical (adj) χειρουργικός

analgesic (n) αναλγητικό

drug-induced (adj) αυτός που προκαλείται από φάρμακο

analgesia (n) αναλγησία, αναισθησία

physiology (n) φυσιολογία

skeptic (n) σκεπτικιστής

conclude (v) συμπεραίνω

experiment (n) πείραμα

rule out (phr v) αποκλείω

placebo (n) εικονικό φάρμακο, ψευδοφάρμακο

positron (n) ποζιτρόνιο

tomography (n) τομογραφία

employ (v) χρησιμοποιώ

blunt (adj) αμβλύς

activate (v) ενεργοποιώ

opiate (n) οπιούχα ουσία

modulation (n) μετρίαση

findings (n) ευρήματα

consistently (adv) με συνέπεια, διαρκώς τα ίδια

unhealthy (adj) μη υγιής

divert (v) εκτρέπω

post-operative (adj) μετεγχειρητικός

predisposed (adj) προδιαθετιμένος

Reading Part 3

racist (adj) ρατσιστής

Page 27: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

27© Hellenic American University & Hellenic American Union

s p e a k i n g T e s t s

somewhat (adv) κάπως, λίγο

unthinkable (adj) αδιανόητος

redefine (v) επαναπροσδιορίζω

perception (n) αντίληψη

immigration (n) μετανάστευση προς μια χώρα

mobility (n) κινητικότητα

ethnicity (n) εθνότητα

racial (adj) φυλετικός

by no means (phr) σε καμιά περίπτωση

stereotype (n) στερεότυπο

longstanding (adj) μακροχρόνιος

lie in (phr v) βρίσκομαι, υπάρχω

immigrant (n) μετανάστης

refugee (n) πρόσφυγας

outlook (n) πρόβλεψη, προοπτική

take up (phr v) παίρνω, αναλαμβάνω

cycle (n) κύκλος

marginalization (n) περιθωριοποίηση

frustration (n) αίσθημα ματαιότητας

persistently (adv) επίμονα

notion (n) ιδέα, έννοια

typecast (v) χαρακτηρίζω με βάση ένα στερεότυπο

multitude (n) πλήθος

constant (adj) διαρκής, συνεχής

take stock of (phr) αντιλαμβάνομαι, κάνω απολογισμό

competitive (adj) ανταγωνιστικός

multicultural (adj) πολυπολιτισμικός

globalized (adj) παγκοσμιοποιημένος

innovation (n) νεωτερισμός

formulate (v) διαμορφώνω

abstract (adj) αφηρημένος (ως έννοια)

embrace (v) αγκαλιάζω, δέχομαι

obey (v) υπακούω

Writing Task A

mutually (adv) αμοιβαία

degree (n) πτυχίο

proponent (n) υπέρμαχος

conform (v) συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι

recognition (n) αναγνώριση

qualification (n) προσόν

Writing Task B

rise (n) αύξηση

publicly (adv) δημοσίως, ευρέως

censor (v) λογοκρίνω

sPeAKING TesTs

speaking Test 1 official (n) υπεύθυνος, ανώτερος

δημόσιος υπάλληλος

pros and cons (phr) τα υπέρ και τα κατά

penalty (n) τιμωρία

impose (v) βάζω, επιβάλλω

participation (n) συμμετοχή

distrust (n) δυσπιστώ

issue (n) θέμα, πρόβλημα

mandatory (adj) υποχρεωτικός

retirement (n) συνταξιοδότηση

fatigue (n) κούραση

government (n) κυβέρνηση

coordinate (v) συντονίζω

recreational (adj) ψυχαγωγικός

involvement (n) συμμετοχή

appealing (adj) ελκυστικός

have a say (phr) έχω δικαίωμα λόγου

stimulation (n) ενδυνάμωση, διέγερση

speaking Test 2 transplant (n) μεταμόσχευση

recipient (n) δέκτης

organ donor (n) δότης οργάνου

terminal (adj) θανατηφόρος

deserve (v) μου αξίζει

deny (v) αρνούμαι

betray (v) προδίδω

take (something) for granted (phr) θεωρώ δεδομένο

imprisonment (n) φυλάκιση

isolation (n) απομόνωση

convicted (adj) καταδικασμένος

rehabilitation (n) επανένταξη

law-abiding (adj) νομοταγής

speaking Test 3 broaden (v) διευρύνω

horizon (n) ορίζοντας

creativity (n) δημιουργικότητα

appreciation (n) εκτίμηση

mind-broadening (adj) αυτός που διευρύνει τη σκέψη

accessibility (n) προσβασιμότητα

curiosity (n) περιέργεια

volunteer (n) εθελοντής

overcome (v) υπερπηδώ, ξεπερνώ

mentality (n) νοοτροπία

foreign (adj) ξένος, αλλοδαπός

adapt (v) προσαρμόζω

course (n) μάθημα

overload (v) υπερφορτώνω

anxiety (n) άγχος

physically (adv) σωματικά

intellectually (adv) πνευματικά

in moderation (phr) με μέτρο

speaking Test 4 destination (n) προορισμός

yield (v) παραδίδομαι

driving force (n) κινητήριος δύναμη

in what respects (phr) από ποια άποψη

exploration (n) εξερεύνηση

sentimental (adj) συναισθηματικός

journey down memory lane (phr) χάνομαι στις αναμνήσεις μου

reunion (n) επανένωση, συνάντηση μετά από καιρό

reminder (n) υπενθύμιση

quote (n) παράθεση, ρήση

Page 28: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

28© Hellenic American University & Hellenic American Union

s p e a k i n g T e s t s

vanish (v) εξαφανίζομαι

subjective (adj) υποκειμενικός

immerse (v) βουτώ, βυθίζομαι

feel out of place (phr) αισθάνομαι εκτός τόπου

all inclusive (adj) που συμπεριλαμβάνει τα πάντα

package tour (n) οργανωμένη εκδρομή, τουριστικό πακέτο

dig (v) σκάβω

beneath (prep) κάτω από

speaking Test 5 gender (n) γένος, φύλο

divide (v) χωρίζω

restrict (v) περιορίζω

interaction (n) αλληλεπίδραση

religion (n) θρησκεία

separate (adj) χωριστός

worship (n) λατρεία

temple (n) ναός

mosque (n) τζαμί

leadership (n) ηγεσία

role model (n) πρότυπο

parental (adj) γονικός

nurture (n) ανατροφή

childbearing (n) η ικανότητα του να κάνεις παιδιά

mass media (n) μέσα μαζικής ενημέρωσης

speaking Test 6 assessment (n) αξιολόγηση

wonder (v) αναρωτιέμαι, θαυμάζω

course (n) κοίτη ποταμού

pass by (phr v) προσπερνώ

realistic (adj) ρεαλιστικός

embarrassment (n) αμηχανία

humiliation (n) ταπείνωση

supervisor (n) επιστάτης

threatening (adj) απειλητικός

criterion (n) κριτήριο

dependability (n) αξιοπιστία

stability (n) σταθερότητα

inaccurate (adj) ανακριβής

label (v) βάζω ταμπέλες σε ανθρώπους, χαρακτηρίζω

exhibit (n) έκθεμα

have (little) to do with (phr) δεν έχω σχέση

reward (v) ανταμείβω

expectation (n) προσδοκία

blame (v) κατηγορώ

Page 29: Practice Tests for the ALCETM Exam - hau.gr · time-consuming (adj) χρονοβόρος commercial ... Reading Part 1 ... addiction (n) εθισμός

29© Hellenic American University & Hellenic American Union

T e s t 1