pontiako lexiko - pontic dictionary

77
Α αγριόγατεσα άγριον αγροκόσαρον αγροτέρεμαν α (άτονο) το αβάπτιστεσα αβάπτιστη αβαράς χασομέρης αβάσιμεσα αβάσιμη άβαφεσα άβαφη άβγαλτεσα άβγαλτη άβολεσα άβολη αβούτα τούτα αβούτε τούτη αβούτεν τούτην αβούτο τούτο αβουτοίν τούτοι αβουτοίντς τούτους αβούτον τούτον αβούτος τούτος αγαθέσα αγαθή αγαπητικιέσα αγαπητικιά άγγιχτεσα άγγιχτη αγγούρ αγγούρι αγγούραι αγγούρια αγελώ θα γελάσω αγέννητεσα αγέννητη αγιάρ σέλα αγίασμαν αγίασμα αγιάτρευτεσα αγιάτρευτη άγιεσα άγια αγκαλέεις αγκαλιάζεις αγκαλέζ αγκαλιάζει αγκαλέζνε αγκαλιάζουν αγκαλέζω αγκαλιάζω αγκαλώ καταγγέλω αγλήγορα βιαστικά αγληγορεί βιάζεται αγληγορείς βιάζεσαι αγληγορούν βιάζονται αγληγορώ βιάζομαι αγνέσα αγνή, παράξενη αγνόν αγνός αγνός παράξενος αγούρ αγόρι αγούραι αγόρια άγουρομ άντρας μου άγουρον άντρας αγουρόπα παιδάκια αγουρόπον παιδάκι Άγουστον Αύγουστος άγριέσα άγρια αγριόγατη άγριος αγριόκοτα αγριοκοίταγμα

description

pontiako lexiko - pontic dictionary

Transcript of pontiako lexiko - pontic dictionary

  • () ,

  • , (.) (.)

  • , ,

  • , , , , ,

  • , , , , , ,

  • () () () () ! ! () () () () , , , ,

  • ,

  • - - , ,

  • , ,

  • ,

  • ,

  • , ,

  • , , , , ,

  • , ,, , ,

  • ()

  • ,

  • ,

  • -

    - , , ,

  • ()

    , , , , , , , , ,

  • , , , , , , , , , , , , , ,

  • , , , , , , , , (), , , ,

  • , , , ,

  • () , , , , , ,

  • , , , , , , ,

  • ()

    ()

    , , , , ,

  • ()

    , , , (), , , , , , , , ,

  • -,

  • ,

    ()

  • (,-,-)

  • , ,

  • , ,

  • ()

    ()

  • () ()

    (), ; ()

  • () () ()

    () () (), ()

  • , ( )

  • , , , , , ,

  • , , ,

  • (.)

  • , , , , ,

  • , ,

  • , ,

  • () ()

    , (),

  • , ,

  • , , ,

  • () () () ()

    , , ,

  • ()

    , ,

  • ,

  • , , , , , ,

  • ,

    ,

  • , , ()

  • , , ,

  • ,

  • , , , ,

  • ,

  • ,

  • , , , , , , ,