32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

56
presumably 170 presumably [pri'zju:m3bli] adv κατά τα φαινόμενα, ίσως, ενδεχομένως. presume [pri'zju:m] vti [προ]ϋποθέτω, παίρνω σα δεδομένο, θεωρώ II απο- τολμώ, παίρνω το θάρρος II ~ upon stJt, καταχρώμαι. presumption [pri'zAinpJn] η υπόθεση, έν- δειξη, τεκμήριο II έπαρση, τόλμη. presumptive [pri'zAmptiv] adj υποθετικός. presumptuous [pri'zAmpt/ss] adj προπέτης, αλαζονικός. presuppose [.prirsa'pouz] vt προϋποθέτω. pretence [pri'tens] π πρόσχημα, προσ- ποίηση, πρόφαση II αξίωση. pretend [pri'tend] vti παριστάνω, κάνω πως, προσποιούμαι II ~ to, διεκδικώ, εγείρω αξίωση εις 11 ~er, διεκδικητής, μνηστήρας (θρόνου). pretension [pri'tenjn] π αξίωση, φιλοδο- ξία II make ~s to, ισχυρίζομαι ότι έχω. pretentious [pri'tenfas] adj ξιππασμένος, κούφος, εξεζητημένος || ~ness, οίηση. preternatural [,pri:t3'naetjrl] adj υπερφυ- σικός. pretext ['prktekst] π πρόφαση. prettify ["pritifai] vt ωραιοποιώ (άνοστα). pretty ['priti] adj χαριτωμένος || ωραί- ος || σημαντικός II adv αρκετά || ~ much/nearly/well, σχεδόν, περίπου || prettily, χαριτωμένα II prettiness, χάρη. prevail [pri'veil] vi επικρατώ, κυριαρχώ II ~ over, υπερισχύω, [υπερ]νικώ II ~ upon sb to do stb, πείθω κπ να κάμει κτ || ~ing, επικρατών. prevalence fprevabns] η επικράτηση, γενίκευση. prevalent ['prevalant] adj επικρατών. prevaricate [pri'vasrikeit] vi υπεκφεύγω, ανακριβολογώ || prevarication, υπεκφυ- γή, ανακρίβεια, σοφιτεία. prevent [pri'vent] vt αποτρέπω, προλαμ- βάνω || ~ sb from doing stb, εμποδίζω κπ να κάμει κτ II ~able, αποτρέψιμος II ~ion, πρόληψη II ~ive, προληπτικός. previous ['prhvias] adj προηγούμενος II ~ to, προ, πριν από II ~ly, προη- γουμένως. prey [prei] η βορά, θύμα, λεία || vi ~ upon, κυνηγώ, λυμαίνομαι, βασανίζω II be a ~ to, βασανίζομαι. price [prais] η τιμή || vt τιμολογώ, δια- τιμώ II τιμώ, εκτιμώ || at a —, αρκετά ακριβά || put a ~ on sb's bead, επικη- ρύσσω κπ || beyond/above —, ανεκτί- μητος || ~-control, διατίμηση II ~less, αμίμητος, ανεκτίμητος II —list, τιμο- κατάλογος || ~y, ακριβός. prick [prik] π τρύπημα, τσίμπημα II vti τρυπώ 11 κεντώ, τσιμπώ, πονώ II ~ up one's ears, τεντώνω τ' αυτιά. prickle [prikl] η αγκάθι. prickly ['prikli] adj αγκαθωτός, ακαν- θώδης II ευερέθιστος, μυγιάγγιχτος II ~ pear, φραγκόσυκο, φραγκοσυκιά. pride [praid] π περηφάνεια II εγωισμός, φιλότιμο || αλαζονία, έπαρση II καμά- ρι II vt oneself upon sth, καμαρώνω για κτ II take in stb, περηφανεύομαι για κτ. priest [pri:st] η ιερεύς, παπάς || || —ess, ιέρεια || —hood, ιερωσύνη, κλήρος || ~ly adj ιερατικός. prig [prig] η ηθικολόγος, πουριτανός II —gish, πουριτανικός, σεμνότυφος II — gishness, σεμνοτυφία, πουριτανισμός. prim [prim] adj περιποιημένος, σχο- λαστικός, τυπικός, επιτηδευμένος II —ness, πάστρα, ευπρέπεια, σχολαστι- κότητα. primacy ['praimasi] π πρωτεία, πρωτο- καθεδρία II αρχιερατεία. primal [praiml] adj αρχικός, κύριος. primarily ["prainwrali] adv βασικά, κύρια. primary ['praimari] adj βασικός, πρω- ταρχικός || π US προκριματική εκλογή II ~ education, στοιχειώδης εκπαίδευση II — school, δημοτικό σχολείο. primate ['praimeit] η αρχιεπίσκοπος. prime [praim] adj πρώτος, αρχικός, πρω- ταρχικός || πρώτιστος, κύριος II εξαί- σιος, εκλεκτός || η ακμή, τελειότητα II αρχή II vt δασκαλεύω, κατατοπίζω II ασταρώνω II ετοιμάζω, γεμίζω (όπλο, κλπ.) II —r, αναγνωστικό, αλφαβητάρι, αστάρι, γόμωση (φυσιγγίου). primeval [prai'mi:vl] adj αρχέγονος. priming ['praimiq] n αστάρωμα II γέ- μιση, γόμωση, θρυαλλίδα. primitive ['primitiv] adj πρωτόγονος. primordial [prai'mo:di3l] adj αρχέγονος. primrose ['primrouz] η ηράνθεμο. primula ['primjub] η πασχαλούδα. primus ['praimas] η γκαζιέρα. prince [prins] η πρίγκηπας, ηγεμόνας II —dom, πριγκηπάτο || ss [prin'ses] πριγκήπισσα II ~ly, πριγκηπικός. principal ['prinsapl] η διευθυντής (κολ- λεγίου) || εντολέας || δράστης, αυτουρ- γός || τοκοφόρο κεφάλαιο II adj κυ- ριότερος || —ly, κυρίως II —ity, πρι- γκηπάτο. principle ['prinsspl] η αρχή || in —, κατ' αρχήν, γενικά. print [print] η τυπογραφικά στοιχεία, τυπωμένη ύλη II αποτύπωμα || (για ύφασμα) εμπριμέ || γκραβούρα || vti τυπώνω Ι -ομαι, εκτυπώνω, αποτυπώνω II σταμπάρω (ύφασμα) \\ ~ed matter, έντυπα II out of —, (βιβλίο) εξαντλη-

Transcript of 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

presumably 170

presumably [pri'zju:m3bli] adv κατά ταφαινόμενα, ίσως, ενδεχομένως.

presume [pri'zju:m] vti [προ]ϋποθέτω,παίρνω σα δεδομένο, θεωρώ II απο-τολμώ, παίρνω το θάρρος II ~ uponstJt, καταχρώμαι.

presumption [pri'zAinpJn] η υπόθεση, έν-δειξη, τεκμήριο II έπαρση, τόλμη.

presumptive [pri'zAmptiv] adj υποθετικός.presumptuous [pri'zAmpt/ss] adj προπέτης,

αλαζονικός.presuppose [.prirsa'pouz] vt προϋποθέτω.pretence [pri'tens] π πρόσχημα, προσ-

ποίηση, πρόφαση II αξίωση.pretend [pri'tend] vti παριστάνω, κάνω

πως, προσποιούμαι II ~ to, διεκδικώ,εγείρω αξίωση εις 11 ~er, διεκδικητής,μνηστήρας (θρόνου).

pretension [pri'tenjn] π αξίωση, φιλοδο-ξία II make ~s to, ισχυρίζομαι ότιέχω.

pretentious [pri'tenfas] adj ξιππασμένος,κούφος, εξεζητημένος || ~ness, οίηση.

preternatural [,pri:t3'naetjrl] adj υπερφυ-σικός.

pretext ['prktekst] π πρόφαση.prettify ["pritifai] vt ωραιοποιώ (άνοστα).pretty ['priti] adj χαριτωμένος || ωραί-

ος || σημαντικός II adv αρκετά || ~much/nearly/well, σχεδόν, περίπου ||prettily, χαριτωμένα II prettiness, χάρη.

prevail [pri'veil] vi επικρατώ, κυριαρχώII ~ over, υπερισχύω, [υπερ]νικώ II ~upon sb to do stb, πείθω κπ να κάμεικτ || ~ing, επικρατών.

prevalence fprevabns] η επικράτηση,γενίκευση.

prevalent ['prevalant] adj επικρατών.prevaricate [pri'vasrikeit] vi υπεκφεύγω,

ανακριβολογώ || prevarication, υπεκφυ-γή, ανακρίβεια, σοφιτεία.

prevent [pri'vent] vt αποτρέπω, προλαμ-βάνω || ~ sb from doing stb, εμποδίζωκπ να κάμει κτ II ~able, αποτρέψιμοςII ~ion, πρόληψη II ~ive, προληπτικός.

previous ['prhvias] adj προηγούμενος II~ to, προ, πριν από II ~ly, προη-γουμένως.

prey [prei] η βορά, θύμα, λεία || vi ~upon, κυνηγώ, λυμαίνομαι, βασανίζω IIbe a ~ to, βασανίζομαι.

price [prais] η τιμή || vt τιμολογώ, δια-τιμώ II τιμώ, εκτιμώ || at a —, αρκετάακριβά || put a ~ on sb's bead, επικη-ρύσσω κπ || beyond/above —, ανεκτί-μητος || ~-control, διατίμηση II ~less,αμίμητος, ανεκτίμητος II —list, τιμο-κατάλογος || ~y, ακριβός.

prick [prik] π τρύπημα, τσίμπημα II vtiτρυπώ 11 κεντώ, τσιμπώ, πονώ II ~ up

one's ears, τεντώνω τ' αυτιά.prickle [prikl] η αγκάθι.prickly ['prikli] adj αγκαθωτός, ακαν-

θώδης II ευερέθιστος, μυγιάγγιχτος II~ pear, φραγκόσυκο, φραγκοσυκιά.

pride [praid] π περηφάνεια II εγωισμός,φιλότιμο || αλαζονία, έπαρση II καμά-ρι II vt — oneself upon sth, καμαρώνωγια κτ II take — in stb, περηφανεύομαιγια κτ.

priest [pri:st] η ιερεύς, παπάς || || —ess,ιέρεια || —hood, ιερωσύνη, κλήρος ||~ly adj ιερατικός.

prig [prig] η ηθικολόγος, πουριτανός II—gish, πουριτανικός, σεμνότυφος II —gishness, σεμνοτυφία, πουριτανισμός.

prim [prim] adj περιποιημένος, σχο-λαστικός, τυπικός, επιτηδευμένος II—ness, πάστρα, ευπρέπεια, σχολαστι-κότητα.

primacy ['praimasi] π πρωτεία, πρωτο-καθεδρία II αρχιερατεία.

primal [praiml] adj αρχικός, κύριος.primarily ["prainwrali] adv βασικά, κύρια.primary ['praimari] adj βασικός, πρω-

ταρχικός || π US προκριματική εκλογήII ~ education, στοιχειώδης εκπαίδευσηII — school, δημοτικό σχολείο.

primate ['praimeit] η αρχιεπίσκοπος.prime [praim] adj πρώτος, αρχικός, πρω-

ταρχικός || πρώτιστος, κύριος II εξαί-σιος, εκλεκτός || η ακμή, τελειότητα IIαρχή II vt δασκαλεύω, κατατοπίζω IIασταρώνω II ετοιμάζω, γεμίζω (όπλο,κλπ.) II —r, αναγνωστικό, αλφαβητάρι,αστάρι, γόμωση (φυσιγγίου).

primeval [prai'mi:vl] adj αρχέγονος.priming ['praimiq] n αστάρωμα II γέ-

μιση, γόμωση, θρυαλλίδα.primitive ['primitiv] adj πρωτόγονος.primordial [prai'mo:di3l] adj αρχέγονος.primrose ['primrouz] η ηράνθεμο.primula ['primjub] η πασχαλούδα.primus ['praimas] η γκαζιέρα.prince [prins] η πρίγκηπας, ηγεμόνας II

—dom, πριγκηπάτο || —ss [prin'ses]πριγκήπισσα II ~ly, πριγκηπικός.

principal ['prinsapl] η διευθυντής (κολ-λεγίου) || εντολέας || δράστης, αυτουρ-γός || τοκοφόρο κεφάλαιο II adj κυ-ριότερος || —ly, κυρίως II —ity, πρι-γκηπάτο.

principle ['prinsspl] η αρχή || in —,κατ' αρχήν, γενικά.

print [print] η τυπογραφικά στοιχεία,τυπωμένη ύλη II αποτύπωμα || (γιαύφασμα) εμπριμέ || γκραβούρα || vtiτυπώνω Ι -ομαι, εκτυπώνω, αποτυπώνωII σταμπάρω (ύφασμα) \\ ~ed matter,έντυπα II out of —, (βιβλίο) εξαντλη-

171 profit

μένο || rush into —, τυπώνω βιαστικάII —able, δημοσιεύσιμος II —er, τυπο-γράφος || —ing, εκτύπωση II —ing-press, πιεστήριο II —ing-office, τυπο-γραφείο.

prior [praiar] η ηγούμενος || adj προ-γενέστερος || ~ to, πριν από || —ess,ηγουμένη II —ity, προτεραιότητα.

prism [prizm] η πρίσμα || — atic, πρισμα-τικός.

prison [prizn] η φυλακή II —er, φυλα-κισμένος, κρατούμενος, αιχμάλωτος IIbe taken —er, πιάνομαι αιχμάλωτος.

privacy fprivssi] η μοναξιά, [απομό-νωση || μυστικότητα.

private ['praivit] adj ιδιαίτερος, ατομι-κός II μυστικός, εμπιστευτικός II ανε-πίσημος, ιδιωτικός || — eye, ιδιωτικόςαστυνομικός II — property, ατομικήιδιοκτησία II — school, ιδιωτικό σχο-λείο II — parts, τα γεννητικά όργαναII in —, κατ* ιδίαν II retire into — life,ιδιωτεύω II — [soldier] απλός στρα-τιώτης || —Iy, ιδιαιτέρως.

privation [prai'vei/n] π στέρηση.privet Pprivit] η λιγούστρο.privilege ['privalidj] η προνόμιο || ασυ-

λία (βουλευτών) II —d, προνομιούχος.privy ['privi] η αποχωρητήριο II — to,

adj ενημερωμένος για II Ρ~ Council,ανακτοβούλιο, μυστικοσυμβούλιο.

prize [praiz] π βραβείο II λεία || vtεκτιμώ II ανοίγω [με μοχλό] II —Tighter, επαγγελματίας πυγμάχος II -—winner, βραβευμένος.

pro- [prou] prefix υπέρ.pro [prou] η επαγγελματίας (αθλητής) II

πόρνη || the —s and cons, τα υπέρ καιτα κατά.

probability [,proba"bibti] n πιθανότητα IIin all ~, κατά πάσαν πιθανότητα.

probable fprobabl] adj πιθανός || prob-ably, πιθανώς.

probate ['proubeit] vt νομ. επικυρώνω(διαθήκη).

probation [pra'beijh] n δοκιμασία IIαστυνομική επιτήρηση II on —, υπόδοκιμή, δόκιμος || ~ary, δοκιμαστικόςII ~er n δόκιμος, δόκιμη νοσοκόμα.

probe [proub] π καθετήρας )| έρευνα,ανάκριση II vt καθετηριάζω II διερευνώ.

probity ['proubati] π ακεραιότητα.problem ['probbm] n πρόβλημα || —atic,

προβληματικός.proboscis [prs'bosis] n προβοσκίδα.procedure [prs'si:d33r] n διαδικασία II

procedural, διαδικαστικός.proceed [pra'sird] vi προχωρώ || ενεργώ

[δικαστικώς] || — from, προέρχομαι,απορρέω || — with, συνεχίζω II —ing

n ενέργεια, πληθ. πρακτικά, πεπραγμέ-να (συνεδρίου, κλπ.) || proceeds n ρ!προϊόν, είσπραξη.

process ["prouses] n διαδικασία, πορεία,εξέλιξη || μέθοδος || δίκη, κλήση II vt[prs'ses] επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι.

procession [pra'sejh] π πομπή, παρέλασηII λιτανεία.

proclaim [prs' kleim] vt [δια]κηρύσσω IIφανερώνω II proclamation, διακήρυξη,προκήρυξη.

proclivity [pra'klivati] n τάση, κλίση.proconsul [proii konsl] π ανθύπατος.procrastination [prou, kraesti nei/n] n ανα-

βλητικότητα.procreate ['proukrieit] vt τεκνοποιώ.procure [pra'kju3r] vt προμηθεύω II

—ment, προμήθεια II —r, προαγωγός,μαστροπός.

prod [prod] vti — [at], κεντρίζω, τσι-γκλάω || παρακινώ II π κέντρισμα.

prodigal ["prodigl] adj σπάταλος, άσω-τος II —ity, σπατάλη, ασωτεία.

prodigious [pra'didjas] adj θαυμαστός,τεράστιος, πελώριος.

prodigy ['prodidji] n θαύμα, μτφ. τέρας.produce [prs'dju:s] vti παράγω II κατα-

σκευάζω || γεννώ II κάνω, δημιουργώ IIπαρουσιάζω, εμφανίζω II — Γ , παραγω-γός II π ['prodjurs] προϊόντα, εσοδεία.

product ['prodAkt] π προϊόν, μαθημ.γινόμενο II — ive [pra'dAktiv] παραγω-γικός II —ivity, παραγωγικότητα.

production [pr3%d\kjh] n παραγωγή, πα-ρουσίαση, εμφάνιση.

profane [pra'fein] adj βέβηλος, βλάσφη-μος II αμύητος II κοσμικός.

profanity [prs~ faensti] n βλαστήμια,αισχρολογία.

profess [pra'fes] vti προσποιούμαι, κάνωπως έχω || πρεσβεύω, ομολογώ, διακη-ρύσσω II επαγγέλομαι II παριστάνω,ισχυρίζομαι πως είμαι II —ed, δεδη-λωμένος, δήθεν || —edly, κατά τηνιδίαν ομολογίαν II ~ion, επάγγελμα,ομολογία, διακήρυξη || — ional, επαγ-γελματικός, n επαγγελματίας II — ional-ism, επαγγελματισμός II —or, καθηγη-τής, οπαδός.

proffer [*profV] vt προσφέρω.proficiency [pra'fifansi] n ικανότητα, επάρ-

κεια, μεγάλη επίδοση II proficient, ικα-νός, δόκιμος, πεπειραμένος, γνώστης.

profile [proufail] n προφίλ || πορτραί-το, σύντομη βιογραφία || vt σκιτσάρωπροφίλ, διαγράφω.

profit ['profit] π όφελος II κέρδος || vtiκερδίζω, επωφελούμαι II turn sth to —,επωφελούμαι από κτ, αξιοποιώ κτ II—able, επωφελής, προσοδοφόρος, επι-

profligate 172

κερδής II ~eer, κερδοσκόπος, vi κερ-δοσκοπώ II —less, ασύμφορος, χωρίςκέρδος.

profligate ['profligst] adj άσωτος.pro forma (invoice) εμπ. προτιμολόγιο.profound [prs'faund] adj βαθύς, εμβρι-

θής II απόκρυφος.profundity [pra'fAndati] η εμβρίθεια, βά-

θος.profuse [pra'fjurs] adj άφθονος, πολύς II

υπερβολικός, πλουσιοπάροχος.profusion [pra'fju^n] η αφθονία.progenitor [prou d3enity] n γεννήτορας.prognosis [pro'gnousis] n πρόγνωση.programme ['prougraem] η πρόγραμμα II

vt προγραμματίζω.progress ['prougres] η πρόοδος II in ~,

εν εξελίξει II vi [prs'gres] προοδεύω,προχωρώ II ~ion, μαθημ. πρόοδος,κίνηση II ~ive, προοδευτικός II ~ive-ness, προοδευτικότητα.

prohibit [pra'hibit] vt απαγορεύω II ~ive,απαγορευτικός.

prohibition [.proui'bifn] η απαγόρευση.project ["prod3ekt] n σχέδιο, επιχείρηση,

δουλειά II vti [pra'djekt] σχεδιάζω ||προβάλλω, προεξέχω II εκσφενδονίζω,εκτοξεύω II ψυχολ. επιρρίπτω II ~ile,βλήμα II ~ion, προβολή, εκτόξευση II~or, προβολέας.

proletarian [prouli'tearian] n προλετάρι-ος H adj προλεταριακός.

proletariat [.prouli'teariat] n προλεταριά-το.

proliferate [pre'lifsreit] vti πολλαπλασι-άζω /-ομαι, πληθύνομαι, εξαπλώνομαιII proliferation, πολλαπλασιασμός, εξά-πλωση.

prolific [pra'lifik] adj γόνιμος, παραγω-γικός, πολυγραφότατος.

prologue fproulog] n πρόλογος.prolong [pra'lor)] vt παρατείνω, προε-

κτείνω || —ation, παράταση, προέκτα-ση II ~ed, παρατεταμένος.

promenade [,prom3'na:d] n περίπατος,σεργιάνι II δρόμος περιπάτου II vtiβγάζω κπ/βγαίνω περίπατο.

prominence fprominans] n διάκριση,εξέχουσα θέση II προεξοχή.

prominent ['prominant] adj διαπρεπής,διακεκριμένος 11 περίβλεπτος, σημαντι-κός II προεξέχων, χαρακτηριστικός.

promiscuous [pra'miskjuas] adj ετερόκλη-τος, ανάμικτος II αδιάκριτος (=χωρίςεπιλογή) || ασύδοτος, έκδοτος II pro-miscuity [,promi'skju:ati] n συνονθύλευ-μα, σεξουαλική ασυδοσία.

promise ["promts] π υπόσχεση H επαγ-γελία, ελπίδα II vti υπόσχομαι II προ-μηνύω || promising adj φέρελπις, γεμά-

τος ελπίδες.promissory ['promisari] adj υποσχετικός

II ~ note, υποσχετικό, συναλλαγματική.promontory ['promantri] n ακρωτήριο.promote [pra'mout] vt προάγω || προβι-

βάζω || προωθώ II ~r , υποστηρικτής,διοργανωτής.

promotion [pra'moujh] n προαγωγή IIπροβιβασμός II προώθηση, διαφήμιση.

prompt [prompt] adj ταχύς, άμεσος IIadv ακριβώς II vt παρακινώ || κάνωτον υποβολέα II —box, υποβολείο II~er, υποβολέας 11 —ly, αμέσως 11~ness, ταχύτητα, προθυμία II ~itude,ταχύτητα, ετοιμότητα, προθυμάδα.

promulgate ['promlgeit] vt διακηρύσσωII promulgation, διακήρυξη, δημοσίευση.

prone [proun] adj επιρρεπής II πρηνής.prong [prorj] n δόντι (πηρουνιού).pronoun ["prounaun] n αντωνυμία.pronounce [pra'nauns] vti προφέρω II

δηλώνω II αποφαίνομαι II [ανα]κηρύσσωII ~d, έντονος, σαφής II —ment, διακή-ρυξη, ρήση.

pronunciation [prs.nAnsi'eiJn] n προφορά.proof [pru:f] n απόδειξη II δοκίμιο,

δοκιμασία II περιεκτικότητα ποτού σεοινόπνευμα II adj αδιαπέραστος, ανθε-κτικός || —-read vf διορθώνω (δοκίμια)II —-reader, διορθωτής II -—reading,διόρθωση.

prop [prop] n στύλος, στυλοβάτης, [υπο]-στήριγμα II vt — [up], στυλώνω, [υπο]-στηρίζω.

propaganda [.props'gasnda] π προπαγάν-δα II propagandist, προπαγανδιστής ||propagandize, προπαγανδίζω.

propagate ['propageit] vti πολλαπλασιά-ζομαι || διαδίδω, μεταδίδω, διασπείρωII propagation, πολλαπλασιασμός, διά-δοση, διασπορά.

propel [pra'pel] vt προωθώ, κινώ (προςτα εμπρός) II —ler, προπέλα.

propensity [prs'pensati] n τάση.proper fpro:p3 r] adj ορθός, σωστός,

κατάλληλος II πρέπων, ευπρεπής IIκαθαυτός II σωστός, τέλειος || — to,προσιδιάζων || ~ly, σωστά, τελείως.

property fpropati] n κυριότητα II ιδι-οκτησία, περιουσία || κτήμα || ιδιότη-τα || real/personal —, ακίνητη / κινητήπεριουσία.

prophecy ['profssi] n προφητεία.prophesy fprofisai] vt προφητεύω.prophet [profit] n προφήτης, μάντης ||

~ess, μάντισσα || ~ic [prs'fetik] προ-φητικός.

prophylactic [.profi'laektik] n προφυλα-κτικό || adj προφυλακτικός.

propitiate [pra'pijieit] vt εξευμενίζω ||

173 prude

propitiation, εξιλέωση II propitiatory,εξιλαστήριος, εξευμενιστικός.

propitious [pra'pijas] adj ευνοϊκός.proportion [pra'po:Jh] n αναλογία || μερί-

διο II πληθ. διαστάσεις || well—ed,συμμετρικός II ~al, ανάλογος || —a/representation, αναλογική (εκλογικόσύστημα).

proposal [pra'pouzl] n πρόταση.propose [pra,'pouz] vti προτείνω || κάνω

πρόταση (γάμου) II προτίθεμαι, σκο-πεύω || ~d, σχεδιαζόμενος, προτιθέ-μενος.

proposition [.props' zi/n] n πρόταση (ιδ.ανήθικη) || δήλωση II δουλειά, πρό-βλημα II νί ρίχνομαι (σε γυναίκα).

proprietor [pra'praiatar] n ιδιοκτήτης.propriety [pra" praiati] n ευπρέπεια, κο-

σμιότητα || ορθότητα.propulsion [pra'pAlJn] n [προ]ώθηση.prosaic [pra'zeik] adj πεζός, ανιαρός.prose [prouz] n πεζός λόγος.prosecute ['prosikjir.t] vt διώκω (δικαστι-

κώς), μηνύω II prosecutor, μηνυτής ||Public Prosecutor, Δημόσιος Κατήγο-ρος, Εισαγγελεύς.

prosecution [,prosi'kju:Jn] n δίωξη, μή-νυση || κατηγορία II συνέχιση.

proselyte ['prosalait] n προσήλυτος.proselytize ['prosslitaiz] vt προσηλυτίζω.prosody ['prosadi] n προσωδία.'prospect ['prospakt] n θέα, άποψη ||

προοπτική II ελπίδα, προσδοκία II πληθ.μέλλον || υποψήφιος [πελάτης, γαμ-πρός, κλπ.].

2prospect [pra'spekt] vt κάνω έρευνες II—ive, μελλοντικός, επίδοξος, υποψή-φιος || —or, μεταλλοδίφης II ~us,φυλλάδιο.

prosper ['prospar] vti ευημερώ, ακμάζω,προκόβω || ~ity, ευημερία || —ous,ακμάζων, επιτυχής.

prostate ['prosteit] n ανατ. προστάτης.prostitute ['prostitjvr.t] n πόρνη 11 νί

εκπορνεύω.prostitution [,prosti'tju:Jn] n πορνεία.prostrate ['prostreit] adj πρηνής, μπρού-

μυτα II συντετριμμένος II vt [pro'streit]ρίχνω χάμω II συντρίβω, εκμηδενίζω.

prostration [pro1 streijh] n πέσιμο μπρού-μυτα, προσκύνημα II τέλεια σωματικήεξάντληση.

prosy ['prouzi] adj πεζός, σαχλός.protagonist [pro1 taegonist] π πρωταγω-

νιστής.protean ['proutian] adj πρωτεϊκός.protect [pra'tekt] vf προφυλάσσω, προ-

στατεύω || ~ion, προστασία, άμυνα II—ionism, προστατευτισμός II ~ive, προ-στατευτικός || ~or, προστάτης ||

~ orate, προτεκτοράτο.protege ['proti3ei] n προστατευόμενος.protein ['prouti:n] π πρωτεΐνη.protest ['proutest] n διαμαρτυρία II vti

[pra'test] διαμαρτύρομαι |1 ισχυρίζομαιII ~ant, προτεστάντης, διαμαρτυρόμε-νος || ~antism, προτεσταντισμός II~ation, εκδήλωση, διακήρυξη 11 ~er,διαμαρτυρόμενος.

protocol ['proutakol] π πρωτόκολλο.proton ['proutonj n πρωτόνιο.prototype ['proutataip] π αρχέτυπο, πρω-

τότυπο.protract [pra'traekt] vt παρατείνω II —ion,

παράταση II —or, μοιρογνωμόνιο.protrude [pra'tru:d] vi προεξέχω.protuberance [pra'tju:barans] π εξόγκωμα.proud [praud] adj — [of], περήφανος

[για] II αγέρωχος, αλαζονικός II λα-μπρός.

prove [pru:v] vti αποδεικνύω/-ομαι.proverb [-prova:b] n παροιμία || — ial,

[pra' va:bial] παροιμιώδης.provide [pra~vaid] vti προνοώ, εξασφα-

λίζω, συντηρώ II προμηθεύω, εφοδιάζωΗ ορίζω, προβλέπω II —d, ή providing,υπό τον όρον ότι, αρκεί να, εφόσον.

providence ['providans] n [θεία] πρόνοια.provident ['provident] adj προνοητικός,

προβλεπτικός (Ι —ial, θεόσταλτος.province ['provins] π επαρχία II περι-

οχή, αρμοδιότητα.provincial [pra'vinjl] adj επαρχιακός II

επαρχιώτικος II —ism, επαρχιωτισμός.provision [pra'vijn] n πρόνοια, πρόβλεψη

II εφοδιασμός II ποσότητα II πληθ.εφόδια, τρόφιμα || όρος, διάταξη, άρ-θρο II vt εφοδιάζω, τροφοδοτώ || ~al,προσωρινός.

proviso [pra'vaizou] n όρος, επιφύλαξη,αίρεση || provisory adj υπό όρους.

provocation [.prova'keijn] n πρόκληση.provocative [pra'vokativ] adj προκλητι-

κός.provoke [pra'vouk] vt προκαλώ, ερεθίζω

II εξωθώ II provoking adj προκλητικός.prow [prau] n πλώρη.prowess ['prauis] n γενναιότητα.prowl [praul] n γύρα, παγανιά H vti

περιφέρομαι, τριγυρίζω II be on the —,έχω βγει παγανιά/στη γύρα || —er,τριγυριστής.

proxfimo] ['proks(imou)] adj προσεχής[μήνας].

proximity [pro' ksimati] n εγγύτητα.proxy ['proksi] n πληρεξούσιος || πλη-

ρεξούσιο II πληρεξουσιότητα II by —,δι ' αντιπροσώπου.

prude [pru:d] π σεμνότυφος || —ry,σεμνοτυφία II prudish, adj σεμνότυφος.

prudence 174

prudence fprutdans] α φρονιμάδα, σύνε-ση.

prudent [-pru:d3nt] adj συνετός, φρό-νιμος.

prune [pru:n] η ξερό δαμάσκηνο II vtκλαδεύω, καθαρίζω.

pruning [~pru:nirj] η κλάδεμα II —knife/-bill/-hook, κλαδευτήρι || —scissors/-shears, ψαλίδα.

prurient fpruariant] adj λάγνος, ασελγής.Prussian [prAjn] η Πρώσος II adj πρω-

σικός.pry [prai] vi — about/into, ψάχνω, κοι-

τάζω ερευνητικά II vt ανοίγω (με λο-στό), αποσπώ.

psalm [sa:m] η ψαλμός II ~ist, ψαλμω-δός II ~ody, ψαλμωδία, υμνωδία.

psalter [-so:lt3r] η ψαλτήρι.pseudo— fsju:dou] prefix ψευδό— II

—nym, ψευδώνυμο.psyche ['saiki] n ψυχή.psychedelic [,saik3'delik] adj παραισθη-

σιογόνος.psychiatry [sai'kaiatri] η ψυχιατρική ||

psychiatrist, ψυχίατρος.psychic ['saikik] adj ψυχικός.psycho— ['saikou] prefix ψυχο— II —ana-

lysis, ψυχανάλυση II ~ analyst, ψυχα-ναλυτής || ~analytic, ψυχαναλυτικός II—logy, ψυχολογία || —logist, ψυχολό-γος || ~logical, ψυχολογικός II —path,ψυχοπαθής II —sis, ψύχωση II —ther-apy, ψυχοθεραπεία II —therapist, ψυ-χίατρος.

pub [pAb] η μπαρ, μπυραρία.puberty ['pju:bati] η ήβη, εφηβεία.pubic [~pju:bik] adj ηβικός.public ['pAblik] n [το] κοινό || adj

δημόσιος, κοινός II in —, δημόσια,στα φανερά II —an, ταβερνιάρης II —house, ταβέρνα II ~ nuisance, ταραξί-ας, αδίκημα κατά της κοινωνίας || —relations, δημόσιες σχέσεις II — school,αριστοκρατικό ιδιωτικό σχολείο II —spirit, πατριωτισμός II — utilities, υπη-ρεσίες κοινής ωφέλειας.

publication [,pAbli'keifn] η δημοσίευσηII έκδοση, δημοσίευμα.

publicist ['pAblisist] η δημοσιολόγος.publicity [pA'blisati] η δημοσιότητα II

διαφήμηση.publicize ['pAblisaiz] vt κοινολογώ, δια-

φημίζω, προπαγανδίζω.publish ['pAbliJ] vt εκδίδω, δημοσιεύω II

—er, εκδότης.puck [pAk] η καλλικάντζαρος II — ish,

ζαβολιάρικος.pucker fpAk3r] η ζάρα, σούφρα || vti —

up, ζαρώνω, σουφρώνω.pudding ['pudirj] η πουτίγκα.

puddle [pAdl] α λακκούβα (με νερό) IIλάσπη, πηλός.

pudenda [pjufdenda] η αιδοίο.pudgy [-pAd3i] adj κοντόχοντρος.puerile fpjuarail] adj παιδαριώδης.

'puff [pAf) η πνοή, τολύπη, ανάσα IIμπουφάν II (γλυκό) σου II ρεκλάμα II[powder-]—, πομπόν || —box, πουδριέ-ρα || —y, φουσκωμένος.

2puff [pAf] vti προχωρώ ξεφυσώντας IIξεφυσώ, φυσώ II εκθειάζω, ρεκλαμάρωII — out, φουσκώνω, σβήνω / λέω φυσώ-ντας.

pugilist [-pju:d3ilist] η πυγμάχος.pugnacious [pAg'neiJss] adj φιλόνικος.puke [pju:k] vt ξερνώ.pull [pul] η τράβηγμα, ρουφηξιά II

ζόρισμα II επιρροή, μέσα II vti τραβώII έλκω II κωπηλατώ II si ληστεύω,κλέβω II — about, τραβολογάω II —apart, κομματιάζω, σκίζω II — at/on,ρουφώ, τραβώ Η — down, κατεδαφίζω,εξασθενίζω || —in, (για όχημα) μπαί-νω, προσελκύω, τραβώ μέσα (στηναστυνομία), κερδίζω II — off, (γιαόχημα) σταματώ στην άκρη, κατορ-θώνω, πετυχαίνω II — out, (για όχημα)φεύγω, αποχωρώ II — over, (για όχη-μα) τραβώ στην άκρη II — round,συνεφέρνω, συνέρχομαι II — through,επιζώ, τα βγάζω πέρα, πετυχαίνω II —oneself together, επιβάλλομαι στον εαυ-τό μου, συνέρχομαι II — up, (γιαόχημα) σταματώ II — to pieces, κομ-ματιάζω II — a fast one over sb, τησκάω σε κπ || — a muscle, παθαίνωνευροκαβαλίκεμα II —over, πουλόβερII —out, αποχώρηση.

pullet ["pulit] n πουλάδα.pulley [puli] n τροχαλία, καρούλι II —-

block, παλάγκο.pulmonary fpAlmanari] adj πνευμονικός.pulp [pAlp] n πολτός II — y, πολτώδης.pulpit [~pulpit] n άμβωνας.pulsate [pAFseit] vti πάλλω /-ομαι, σφύ-

ζω.pulse [pAls] n σφυγμός II vi πάλλομαι ||

feel sb's —, εξετάζω το σφυγμό κά-ποιου.

pulverize fpAlvaraiz] vti κονιορτοποιώ/-ούμαι.

puma [pjuims] n ζωολ. πούμα.pumice ['pAmis] n ελαφρόπετρα.pummel [pAmi] vt γρονθοκοπώ.pump [pAmp] n αντλία, τρόμπα II vt

αντλώ, τρομπάρω || — up, φουσκώνω.pumpkin fpAmkin] n γλυκοκολοκύθα.pun [pAti] n λογοπαίγνιο II —ster, ευφυο-

λόγος.punch [pAntJ] n τρυπητήρι, ζουμπάς ||

175 put

γροθιά, μπουνιά || (ποτό) πόντσι || vtτρυπώ, ανοίγω τρύπες || χτυπώ, δίνωγροθιά || pull one's ~es, κρατώ το χέ-ρι μου, δε χτυπώ δυνατά II —line,φράση-κλειδί || ~-up, γροθοπατινάδαII Ρ—, Φασουλής, Καραγκιόζης.

punctilious [pArjk'tilias] adj σχολαστικός,λεπτολόγος || ~ness, σχολαστικότητα.

punctual ['pArjktfual] adj ακριβής, στηνώρα του || ~ity, ακρίβεια.

punctuate ['pArjktfueit] vt βάζω σημείαστίξεως II μτψ. υπογραμμίζω.

punctuation [.pArjktJu'eifn] η στίξη.puncture ['pAqktJa'] η παρακέντηση,

σκάσιμο σε λάστιχο || vti παρακεντώII τρυπώ || ξεφουσκώνω || have a —,με πιάνει λάστιχο.

pundit ['pAndit] η χιουμ. σοφολογιό-τατος.

pungent ['pAndjsnt] adj οξύς, δριμύς IIπικάντικος, πιπεράτος II δηκτικός, καυ-στικός.

punish ['pAniJ] vt τιμωρώ II χτυπώ,δέρνω, μαστιγώνω II τιμώ δεόντως(φαγητό) II —able, τιμωρητέος, αξιό-ποινος || — merit, τιμωρία, ποινή.

punitive [-pju:nitiv] adj τιμωρητικός.punk [pArjk] n ανοησίες, βλακείες ||

ρεμάλι II adj σαχλός.punnet ['pAnit] n καλαθάκι.punt [pAnt] n επίπεδη βάρκα II vti

σπρώχνω βάρκα με σταλίκι || ποντάρω.puny [~pju:ni] adj ασήμαντος, μικρο-

καμωμένος, ασθενικός.pup [pAp] n κουτάβι.pupa [pju:pa] n χρυσαλλίδα, νύμφη.pupil ['pju:pil] n μαθητής II κόρη οφθαλ-

μού.puppy [ρΛρί] π κουταβάκι, σκυλάκι ||

~ love, παιδικός έρωτας.purblind ['pa:blaind] adj μισόστραβος.purchase ['partjss] n αγορά, ψώνισμα,

ψώνιο II vt αγοράζω, ψωνίζω II ~r,αγοραστής.

pure [pjuar] adj αγνός, καθαρός.puree fpjuarei] n πουρές.purgative fpsrgstiv] n καθαρτικό || adj

καθαρτικός, καθαρτήριος.purgatory ['psigstrij n καθαρτήριο.purge [pa:d3] n εκκαθάριση || καθαρ-

τικό II vt [εκ]καθαρίζω, αποπλύνω ||δίνω / παίρνω καθαρτικό.

purify ['pjuarifai] vt εξαγνίζω, καθαρίζωII purification, εξαγνισμός, καθαρισμός.

purist ["pjuarist] n καθαρολόγος.puritan ['pjusritan] n πουριτανός || —ism,

πουριτανισμός || —ical, πουριτανικός.purity ['pjuarati] n καθαρότητα, αγνό-

τητα.purl [pa:l] n κελάρυσμα || ανάποδη

βελονιά (1 vti κελαρύζω, πλέκω ανά-ποδες.

purple [ps:pl] n βυσσινί χρώμα II adjπορφυρένιος, βυσσινής, κατακόκκινος.

purport ['pa:po:t] vt σημαίνω, εμφανί-ζομαι.

purpose fpsipas] π σκοπός II πρόθεση IIon ~, επίτηδες, από σκοπού II of set~, εκ προθέσεως || to the —, εύστο-χος II to no ~, άσκοπα II to little/no ~, χωρίς (μεγάλο) αποτέλεσμα ||serve /answer one's —, εξυπηρετώ τοσκοπό μου II —ful, σκόπιμος, αποφασι-σμένος || ~less, άσκοπος.

purr [ps:r] π γουργούρισμα (γάτας) II viγουργουρίζω.

purse [ps:s] π πορτοφολάκι II US γυναι-κείο τσαντάκι || ταμείο II βραβείο II vt— the lips, σουφρώνω τα χείλη II — r,ταμίας / λογιστής πλοίου.

pursuance [pssjuans] n στη φρ. in —of, εις εκτέλεση || pursuant to, συμ-φώνως προς.

pursue [pa'sju:] vt καταδιώκω, κυνηγώ IIσυνεχίζω II επιδιώκω || ~r , διώκτης.

pursuit [ps'sjuit] n καταδίωξη, επιδίωξη,κυνήγι || ασχολία, εργασία || in ~ of,σε καταδίωξη, σε αναζήτηση.

purvey [pa:'vei] vt προμηθεύω II — for,εφοδιάζω II — ance, προμήθεια, εφοδι-ασμός || ~or, προμηθευτής.

purview ['pa:vju:] n πεδίον, όρια.pus [pAs] n πύον.'push [puj] n σπρωξιά, σπρώξιμο ||

εντατική προσπάθεια II θεληματικότη-τα II at a —, στην ανάγκη II givesb/get the —, απολύω κπ / απολύομαι,δίνω / τρώω κλωτσιά.

2push [puj] vti σπρώχνω || προωθώ ||πιέζω II — along, φεύγω II — sbaround, άγω και φέρω κπ, τον κάνωκουμάντο II — forward/on, προχωρώ/συνεχίζω δραστήρια II ~ oneself for-ward, αυτοπροβάλλομαι || — off, φεύγω,στρίβω, ξεκινώ II — out, (για βάρκα)ξανοίγομαι II — over, αναποδογυρίζω,ανατρέπω II — oneself, προβάλλομαι II— one's advantage, εκμεταλλεύομαι τοπλεονέκτημα μου II — one's claims,διεκδικώ τα δικαιώματα μου II be ~edfor sth, είμαι ζορισμένος, πιέζομαι γιακτ II be —ing 30, 40, SO etc, πλησιάζωτα 30, 40, 50 κλπ. || —cart, καρο-τσάκι || —chair, παιδικό αμαξάκι ||~er, καταφερτζής, αρριβίστας II —ing,δραστήριος II —-over, si παιχνιδάκι(=κτ πολύ εύκολο).

pussy fpusi] n γατούλα, ψιψίνα II μουνί.put [put] vti βάζω, θέτω II διατυπώνω,

λέω II — about, διαδίδω, (για πλοίο)

put 176

αλλάζω πορεία II — across/over, δίνωνα καταλάβουν κτ, εξαπατώ || ~ aside,παραμερίζω, βάζω στην μπάντα II ~at, υπολογίζω, λογαριάζω Η ~ away,αποταμιεύω, βάζω στην μπάντα, φυλάω,κλείνω μέσα (σε φυλακή, κλπ.), θα-νατώνω (ζώο) || — back, ρίχνω πίσω II~ by, βάζω στην άκρη || ~ down,προσγειώνω /-ομαι, απιθώνω, κατεβάζω,αποθηκεύω, αποστομώνω, καταστέλλω,σημειώνω II ~ down as, θεωρώ II ~down for, χρεώνω || ~ down to, απο-δίδω II ~ forth, βγάζω (φύλλα, κλπ.) ||~ forward, προτείνω, διατυπώνω, βάζωμπροστά (ρολόι) || ~ in/into, αφιε-ρώνω (δουλειά, χρόνο, κλπ.), (γιαπλοίο) πιάνω, υποβάλλω (αίτηση), δια-κόπτω II — off, σαλπάρω, αναβάλλω,απωθώ, αηδιάζω, αναστατώνω, ρίχνω(=αποκοιμίζω κπ), ξεφορτώνομαι ||~ on, φορώ, προσποιούμαι, υποκρί-νομαι, αυξάνω, ανεβάζω (έργο), κο-ροϊδεύω || ~ it on, το παρακάνω II ~out, βγάζω, απλώνω, σβήνω (φως),τοκίζω, αναστατώνω, ενοχλώ II ~through, υποβάλλω, φέρω εις πέρας,συνδέω (τηλεφωνικώς) II ~ sb throughit, βγάζω το λάδι σε κπ II ~ together,συγκεντρώνω, μαζεύω, συναρμολογώ ||

~ up, βάζω, υψώνω, στήνω, τοιχο-κολλώ, μαζεύω, προβάλλω, καταβάλλω,φιλοξενώ, μένω, ξεπετάω II ~ up for,προτείνω, εκθέτω υποψηφιότητα για II~ si up to sth, βάζω κπ να κάμει κτII ~ up with, ανέχομαι, υποφέρω 11 ~paid to stb, θέτω τελεία και παύλα σεκτ II ~ sb in mind of, θυμίζω κτ σεκπ Ι) —up job, στημένη δουλειά.

putative ['pjutstiv] adj υποτιθέμενος.putrefaction [,pju:tri'faekjn] n σήψη.putrid [*pju:trid] adj σάπιος Ι) άθλιος.putty ['pAti] n στόκος.puzzle [%pAzl] n αίνιγμα, γρίφος, σπαζο-

κεφαλιά II vti περιπλέκω, φέρω σεαμηχανία, ζαλίζω II ~ out, ξεδιαλύνωII —ment, αμηχανία, σάστισμα II ~ Γ ,σπαζοκεφαλιά.

pygmy, pigmy ['pigmi] adj πυγμαίος.pyjamas [pa^aimss] n pi πυτζάμες.pylon fpaitan] n πύργος διανομής

ηλεκτρικού ρεύματος.pyramid [piramid] n πυραμίδα.pyre [paia''] n [νεκρική] πυρά.pyrotechnics [.pairou'tekniks] n pi πυρο-

τεχνήματα, μτφ. ρητορικά εφφέ.python ['paiean] n πύθωνας.pyx, pix [piks] n εκκλ. αρτοφόριο.

Q qquack [kwask] n κραυγή πάπιας || τσαρ-

λατάνος, κομπογιαννίτης II vi κρώζω II~ery, τσαρλατανισμός.

quad [kwod] βραχ. για quadrangle,quadruplet.

quadrangle ['kwodraerjgl] n τετράπλευρο,αυλή.

quadrant ['kwodrant] n ναυτ. τετράς ||τεταρτημόριο.

quadratic [kwo' draetik] adj (για εξίσωση)δευτεροβάθμιος.

quadrille [kwa'dril] n καντρίλια.quadruped ['kwodruped] n τετράποδο.quadruple ['kwodru:pl] n τετραπλάσιο II

adj τετραπλάσιος II vti τετραπλασιάζω/-ομαι || ~ t , τετράδυμο.

quadruplicate [kwo'dru:plikst] adj τετρα-πλούς || ία ~, εις τετραπλούν.

quagmire ['kwaegmai3r] n τέλμα.quail [kweil] n ορτύκι II vi δειλιάζω,πτοούμαι, κιοτεύω

quaint [kweint] adj γραφικός, παλαιι-κός, ιδιόρρυθμος.

quake [kweik] n σεισμός 11 vi τρέμω.Quaker ['kweiksr] α Κουάκερος.qualification [,kwolifi'keijn] n επιφύλαξη,

όρος, περιορισμός II πληθ. προσόντα,τίτλος (σπουδών).

qualified ['kwolifaid] adj περιορισμένος,υπό επιφύλαξη || διπλωματούχος, μεπροσόντα.

qualify ['kwolifai] vti έχω τα προσόνταII δικαιούμαι, έχω το δικαίωμα || πε-ριορίζω, προσδιορίζω, τροποποιώ II ~sb as, χαρακτηρίζω κπ ως.

qualitative ['kwolitativ] adj ποιοτικός.quality ['kwobti] n ποιότητα II ιδιότη-

τα, χαρακτηριστικό.qualm [kwa:m] n τύψη, ενδοιασμός.quandary ['kwondari] n δίλημμα.quantitative ['kwontitativ] adj ποσοτικός.quantity PVwontatii n ποσότητα II an

177 quotation

unknown —, άγνωστος, αστάθμητος πα-ράγοντας.

quantum ['kwontamjn ποσοστό || φυσ.κβάντον || ~ leap, μτφ. άλμα.

quarantine ['kwor3nti:n] π καραντίνα,λοιμοκαθαρτήριο, απομόνωση.

quarrel f'kworal] α φιλονικία, καυγάς ||καυγαδίζω, διαφωνώ II pick a — [withsb], βρίσκω αφορμή για καυγά || —some, φιλόνικος, εριστικός.

quarry ["kwori] η θήραμα, λεία II λατο-μείο, νταμάρι, μτφ. πλούσια πηγή 11 vtψάχνω, αντλώ.

quart [kwo:t] η τέταρτο του γαλονιού.quarter [~kwo:t3r] π τέταρτο || συνοικία

II κατεύθυνση, κύκλος II οίκτος, έλεοςII πληθ. κατάλυμμα, στρατώνας, ναυτ.θέση μάχης II vt κόβω στα τέσσερα,στρατωνίζω || at close —s, από πολύκοντά || give no —, δε δείχνω λύπησηII —-final, προημιτελικά II ~ly, τριμη-νιαίος, ανά τρίμηνο || ~ master, στρατ.αξιωματικός επιμελητείας τάγματος,ναυτ. υποναύκληρος.

quartet [kwo:'tet] n κουαρτέτο.quartz [kwo:ts] n χαλαζίας.quash [kwoj] vt ακυρώνω, καταργώ,

καταπνίγω.quasi- ['kweisai, -zai] prefix οιονεί.quatercentenary [.kwotasen'tirnari] n 400ή

επέτειος.quatrain ['kwotrein] n τετράστιχο.quaver fkweivs'] π τρέμουλο, όγδοο

(φθόγγου) II vi (για φωνή) τρέμω.quay [ki:] n αποβάθρα, προκυμαία.queasy ['kwi:zi] adj μυγιάγγιαχτος, υπε-

ρευαίσθητος.queen [kwi:n] n βασίλισσα.queer [kwiar] adj αλλόκοτος || ύποπτος

II αδιάθετος II si τοιούτος, ομοφυ-λόφιλος.

quell [kwel] vt καταπνίγω.quench [kwentj] vt κρλ. και μτφ. σβήνω.querulous ['kwerubs] adj μεμψίμοιρος,

γκρινιάρικος.query [kwiari] n ερώτημα, ερωτηματι-

κό, απορία || vt διερωτώμαι, ζητώ ναμάθω II σημειώνω μ' ερωτηματικό IIαμφισβητώ, αμφιβάλλω.

quest [kwest] n αναζήτηση || in — of,σε αναζήτηση.

question ['kwestjsn] n ερώτηση / απορία,αμφισβήτηση || ζήτημα, πρόβλημα,θέμα II vt ερωτώ II εξετάζω, ανακρίνωH. αμφισβητώ, αμφιβάλλω, διερωτώμαιII out of the ~, εκτός συζητήσεως IIbeyond all —, πέραν πάσης αμφιβολί-ας || call sth into ~, αμφισβητώ κτ ||—able, αμφισβητήσιμος, προβληματι-κός || —er, εξεταστής II —ing adj ερω-

τηματικός, π ανάκριση II —mark,ερωτηματικό II — naire, ερωτηματολόγιο.

queue [kju:] n ουρά, σειρά II vi — (up),κάνω ουρά.

quibble [kwibl] n υπεκφυγή, σοφιστείαII vi λεπτολογώ II ~r, σοφιστής, στρε-ψόδικος.

quick [kwik] adj γρήγορος, ταχύς IIσβέλτος, έξυπνος II adv γρήγορα || cutto the —, πληγώνω βαθιά II —en vtiεπιταχύνω/-ομαι, ζωηρεύω, ζωντανεύω,κεντρίζω II -—freeze, καταψύχω II —ie,προχειροδουλειά II —lime, άσβηστοασβέστι II —sand, κινούμενη άμμος,βούρκος II —silver, υδράργυρος II —tempered, ευέξαπτος II —witted, πανέ-ξυπνος, σπιρτόζος.

quid [kwid] n si λίρα.quiet [kwaiat] π γαλήνη, ησυχία, σιγα-

λιά || adj ήσυχος || πράος, μαλακός ||απλός, σοβαρός II μυστικός II vti —(και quieten ['kwaiatn]) ηρεμώ, [καθη-συχάζω II on the —, στα κρυφά, στηζούλα II keep sth ~, κρατώ κτ μυ-στικό || —ism, ησυχασμός II —ude,ηρεμία.

quiff [kwif] n αφέλεια (μαλλιών).quill [kwil] π φτερό, πένα II αγκάθι

[σκατζόχοιρου].quilt [kwilt] π πάπλωμα || vt καπιτονάρω.quince [kwins] π κυδώνι.quincentenary [.kwinsan tv.nari] n 500ή

επέτειος.quinine [kwi~ni:n] n κινίνη.quintessence [kwin tesans] n πεμπτουσία.quintet [,kwin'tet] n κουϊντέτο.quintuplets ['kwintju:plets] n πεντάδυμα.quip [kwip] n ευφυολόγημα, σαρκασμός

II ευφυολογώ, πειράζω.quirk [kwa:k] n ιδιοτροπία, καπρίτσιο.quit [kwit] νί εγκαταλείπω, αφήνω ||

φεύγω || παραιτούμαι || σταματώ II—tance, εξοφλητική απόδειξη.

quite [kwait] adv εντελώς, απολύτως IIμάλλον, αρκετά II πραγματικά, πράγ-ματι.

quits [kwits] adj πάτσι.quiver [kwivar] n φαρέτρα || τρεμούλα,

ρίγος, σπαρτάρισμα, ανατρίχιασμα IIvti τρέμω, τρεμουλιάζω.

quixotic [kwik' sotik] adj δονκιχωτικός.quiz [kwiz] π διαγωνισμός γενικών γνώ-

σεων || vt κάνω ερωτήσεις II —zical,αινιγματώδης, περιπαιχτικός.

quod [kwod] n GB si ψειρού, στενή.quoit [kwoit] n κρίκος || πληθ. παιχνίδι

με κρίκους.quorum ['kworsm] n απαρτία.quota ['kwouta] n μερίδιο, ποσοστό.quotation [kwou'teijn] π περικοπή, ρητό,

quote 178

απόσπασμα II εμπ. τρέχουσα τιμή IIπροσφορά II ~ marks, εισαγωγικά.

quote [kwout] vt παραθέτω [απόσπα-σμα] II [ανα]φέρω II καθορίζω, δίνω

[τιμή] || η απόσπασμα II πληθ. εισα-γωγικά.

quotient ['kwoufant] n μαθημ. πηλίκονII intelligence — (JQ), δείκτης ευφυίας.

R rrabbi ['raebai] π ραββίνος.rabbit ['raebit] π κουνέλι II —hutch,

κλουβί κουνελιών.rabble [raebl] π όχλος.rabid ["rabid] adj μτφ. λυσσασμένος.rabies ['reibi:z] n ιατρ. λύσσα.race [reis] π κούρσα II αυλάκι II γένος,

φυλή, σόι II vti τρέχω, παραβγαίνωστο τρέξιμο || —card, πρόγραμμαιπποδρομιών II —course, ιπποδρόμιο ||—horse, άλογο ιπποδρομιών II —meeting; the ~s, ιπποδρομίες II racing,κούρσες.

racial [reijl] adj φυλετικός.racism [Veisizam] π ρατσισμός.racist freisist] π ρατσιστής.rack [rask] π σχάρα, καλαμωτή || ράφι

II τροχός βασανιστηρίων II vt βασανίζωII — one's brains, βασανίζω/ στίβω τομυαλό μου II on the ~, σε μαρτύριο ||go to — and ruin, καταστρέφομαι,ερειπώνομαι.

racket [raskit] n ρακέτα || φασαρία,σαματάς, βουή, τρεχάλα II κομπίνα,απάτες || kick up a —, κάνω φασαρίαII be in on a ~, είμαι στο κόλπο ||—eer [.raeka'tia''] κομπιναδόρος, απα-τεώνας.

raconteur [.raekon to:'] n ανεκδοτολόγος.racy [reisi] adj πικάντικος, πιπεράτος ||

ζωηρός, ρωμαλέος.radar ['reida:'] π ραντάρ.radial [reidial] adj ακτινωτός, ράντιαλ.radiance ['reidians] n ακτινοβολία.radiant [reidieit] adj ακτινοβόλος II

ακτινοβολών II ακτινοβολούμενος.radiate ['reidieit] vti ακτινοβολώ /-ούμαι,

εκπέμπω/-ομαι II απλώνομαι ακτινωτά.radiation [.reidi'eijn] π ακτινοβολία, ρα-

διενέργεια.radiator ['reidieita'·] π [σώμα του] καλο-

ριφέρ || ψυγείο [αυτοκινήτου].radical ["raedikl] π ριζοσπάστης II μαθημ.

ρίζα || adj ριζικός II ριζοσπαστικός ||~ism, ριζοσπαστισμός.

'radio ['reidiou] n ασύρματος, ραδιό-φωνο.

2radio— ['reidiou] prefix ράδιο— || —active, ραδιενεργός II —activity, ρα-διενέργεια || — beacon, ραδιοφάρος II—graph, ακτινογραφία II — grapher,ακτινολόγος || — graphy, ακτινολογία II—gram, ραδιογραμμόφωνο || — link,ραδιοσύνδεση II — station, ραδιοφωνι-κός σταθμός II ~ transmitter, ραδι-οφωνικός πομπός.

radish ['raedif] n ραπανάκι.radium ['reidiam] n φυσ. ράδιο.radius ['reidias] n ακτίνα (κύκλου).raffish ['raefij] adj μποέμικος.raffle [raefl] n λαχειοφόρος αγορά || vt

— sth off, πουλώ κτ σε λοταρία.raft [ra:ft] n σχεδία || — er, καδρόνι.rag [raeg] n κουρέλι || κομματάκι || (για

εφημερίδα) λαχανοφυλλάδα II καζούραII vt κάνω καζούρα, πειράζω II glad~s, si γιορτινά || wear sth to —s,φορώ κτ ώσπου να κουρελιαστεί.

ragamuffin ['raegamAfin] n μόρτης, γυ-φτάκι.

rage [reid3] π λύσσα, θυμός || νϊ μαίνο-μαι, λυσσομανώ II be in/fly into a —,είμαι / γίνομαι έξω φρενών II bare a ~for, έχω μανία με || be all the —,χαλάω κόσμο, είμαι η μόδα / η μανίατης στιγμής || put sb into a —, εξα-γριώνω κπ, κάνω κπ έξω φρενών.

ragged ['raegid] adj κουρελιασμένος ||τραχύς, ακανόνιστος II ~ness, τραχύ-τητα, κουρέλιασμα.

raglan ['raeglan] n, adj (μανίκι) ρεγκλάν.ragout ['raegu:] π μαγειρ. ραγκού.ragtag and bobtail φρ. η σάρα και η

μάρα, αληταριό.raid [reid] n επιδρομή, καταδρομή || vti

κάνω επιδρομή II —er, καταδρομέας.rail [reil] n κάγκελο II βέργα, κρεμά-

στρα || σιδηροτροχιά, ράγια, σιδηρό-δρομος II off the ~s, εκτροχιασμένοςII —car, ωτομοτρίς II —road/way,

179 rasberry

σιδηρόδρομος II ~ing, κιγκλίδωμα.rain [rein] π βροχή IL vti βρέχω, πέφτω

σα βροχή || it never —s but it pours,ενός κακού μύρια έπονται, όταν αρχί-σει το κακό δεν σταματάει || it rainsin sheets/buckets, βρέχει με το του-λούμι || ~ or shine, βρέχει-ξεβρέχει II~bow, ουράνιο τόξο II —coat, αδιάβρο-χο || —drop, στάλα || —fall, βροχό-πτωση || —gauge, βροχόμετρο ||—proof, αδιάβροχος || —y, βροχερός.

raise [reiz] π αύξηση μισθού II vtσηκώνω, υψώνω || προκαλώ || προ-βάλλω, εγείρω II καλλιεργώ, [ανα]-τρέφω || μαζεύω II αίρω || raise hell/theroof, χαλώ τον κόσμο, κάνω φασαρία.

raisin [reizn] η σταφίδα.rake [reik] η τσουγκράνα II στέκα II

άσωτος || vti τσουγκρανίζω II ψάχνω ||— out, ξεσκαλίζω II — up, σκαλίζω,ανασκαλεύω II στρατ. γαζώνω, πολυ-βολώ.

rakish ['reikij] adj έκλυτος II at a —angle, στραβά.

rally ['raeli] π ράλλυ II συγκέντρωση ||ανάρρωση || ανασύνταξη, συναγερμός,συσπείρωση II vti συνεγείρω, ανασυν-τάσσω/-ομαι, συγκεντρώνω/ -ομαι ||αναζωογονώ/-ούμαι, συνέρχομαι, επι-στρατεύω.

ram [raem] η κριάρι || έμβολο (πλοίου,κλπ) || vt εμβολίζω (πλοίο) II πατη-κώνω.

ramble [raembl] η περιπλάνηση, μακρι-νός περίπατος II vi περιπλανιέμαι, τρι-γυρίζω || φλυαρώ ασυνάρτητα II (γιαφυτό) θρασεύω.

ramify ['raemifai] vi διακλαδίζομαι, δια-κλαδώνομαι || ramification, διακλάδωση.

ramp [raemp] η ράμπα || —ant, φουντω-μένος, οργιαστικός, (για λιοντάρι)ανορθωμένος.

rampage [raem'peicl·;] vi αφηνιάζω || be/go on the —, αφηνιάζω II —ous, αφη-νιασμένος.

rampart ['raempa:t] η έπαλξη, ντάπια.ramrod fraemrod] η στρατ. εμβολέας.ramshackle ['raemjaekl] adj σαραβαλια-

σμένος.ranch [ra:ntj] η ράντσο.rancid ['raensid] adj ταγγός.rancour [<raerjkar] η έχθρα, μνησικακία

II rancorous, μοχθηρός.random [Yasndam] η τύχη II adj τυχαίος

II at —, στην τύχη.randy ['raendi] adj λάγνος.range [reind3] η σειρά, γραμμή II πεδί-

ον, περιοχή II ακτίνα II βεληνεκές(όπλου) || διακύμανση, ποικιλία, κλί-μακα II εστία (μαγειρείου), μεγάλη

κουζίνα II vti (για όπλο) έχω βεληνε-κές II παρατάσσω II περιφέρομαι, τρι-γυρίζω, απλώνομαι, εκτείνομαι || κυ-μαίνομαι, ποικίλλω, κλιμακώνομαι ||— Γ , καταδρομέας, λοκατζής, δασοφύ-λακας, έφιππος χωροφύλακας.

rank [raerjk] η πιάτσα (ταξί) II σειρά,γραμμή, στοίχος, ζυγός II στρατ. βαθ-μός II κοινωνική θέση, τάξη, κλάση ||vti κατατάσσω/-ομαι, έχω βαθμό ||adj ταγγός II (για βλάστηση) πυκνός,θρασεμένος II (για κτ άσχημο) από-λυτος, τέλειος, καθαρός II the —s, οιαπλοί στρατιώτες || the ~ and file οιαπλοί στρατιώτες, τα απλά μέλη (κόμ-ματος) \\ break/close —, λύνω/πυκνώνωτους ζυγούς II fall into —, ζυγίζομαι,στοιχίζομαι II pass down the —s, επι-θεωρώ παρατεταγμένους άνδρες || bereduced to the —s, (για υπαξιωματικό)υποβιβάζομαι σε απλό στρατιώτη.

rankle [rasrjkl] vi μτφ. καίω, πονώ.ransack ['raensaek] vt ψάχνω καλά, κά-

νω άνω-κάτω || διαρπάζω, λεηλατώ.ransom fraensam] n λύτρα, εξαγορά II

vt εξαγοράζω, ελευθερώνω έναντι λύ-τρων.

rant, [raent] n στόμφος, πομπώδη λόγιαII vti μιλώ με στόμφο, φωνάζω.

rap [raep] n χτύπος || vt χτυπώ ελαφράII — out, μιλώ κοφτά II take the — [forsth], μτφ. πληρώνω τη νύφη.

rapacious [ra'peijas] adj αρπακτικός.rape [reip] n βιασμός || vt βιάζω.rapid fraepid] adj ταχύς, ορμητικός,

απότομος || n pi καταρράχτης, ρεύμαποταμού || —ity [ra'pidati] ταχύτητα.

rapt [rapt] adj συνεπαρμένος, βυθισμέ-νος.

rapture ['raeptfar] n έκσταση II be in/gointo ~s [over sth], εκστασιάζομαι, μα-γεύομαι [με κτ] || throw sb into ~s,μαγεύω κπ II rapturous, εκστατικός.

rare [resr] adj σπάνιος || αραιός IIθαυμάσιος || μισοψημένος II —fy [rearifai]αραιώνω II ~ly, σπανίως.

rarity [rearati] n αραιότητα, σπανιότη-τα II κτ σπάνιο (γεγονός ή πράγμα).

rascal [ra:skl] n κουμάσι, κάθαρμα IIκατεργαράκος || —ly, adj άθλιος,αχρείος.

rash [raej] n εξάνθημα || adj απερίσκε-πτος, ορμητικός || —ness, κουτουράδα,απερισκεψία.

rasher ["rasja'] π φέτα μπέικον.rasp [ra:sp] n ράσπα, χοντρή λίμα || vti

λιμάρω II μτφ. γρατσουνίζω, ενοχλώ,ερεθίζω II — out, μιλώ με στριγκιάφωνή || —ing, στριγκός.

raspberry [-ra:zbri] n σμέουρο, βατό-

rat 180

μούρο.rat [raet] η αρουραίος, ποντικός || μτφ.

προδότης, σκεμπές II νί ~ on sb, που-λάω κπ, προδίδω κπ || smell a —, κά-ποιο λάκκο έχει η φάβα II the — race,σκυλοκαυγάς II ~s ! μπούρδες! || ~ty,τσαντισμένος.

ratch[et] ['raetf(it)] η τροχός με καστανιά.rate [reit] η αναλογία, ρυθμός, βαθμός,

ταχύτητα II τιμή II δημοτικός φόρος ||τάξη, κατηγορία II νί/ εκτιμώ, υπο-λογίζω, θεωρώ || φορολογώ II ναυτ.ταξινομώ II at any —, εν πάση περι-πτώσει II ~ of exchange, τιμή συναλ-λάγματος || ~ of interest, επιτόκιο IIdeath —, θνησιμότητα II birth —, γεν-νητικότητα.

rateable freitabl] adj φορολογήσιμος.rather ['ra:6ar] adv μάλλον II would —,

θα προτιμούσα.ratify ['raetifai] vf επικυρώ.ratification [.raetiffkeijn] η επικύρωση.rating ['reitirj] η εκτίμηση, φορολογι-

κός καταλογισμός II ναυτ. ταξινόμησηII κατσάδα || ακροαματικότητα.

ratio ['reijiou] η μαθημ. λόγος, ανα-λογία.

ration [raejn] n μερίδα II vt περιορίζω,βάζω δελτίο σε κτ.

rational ['raejnl] adj λογικός, ορθολογι-κός || —ism, ορθολογισμός II ~ist,ορθολογιστής || —-istic, ορθολογιστι-κός II ~ity, λογική, λογικότητα II~ize, δίνω λογική εξήγηση, οργανώνωορθολογικά II ~ization, ορθολογικήεξήγηση / οργάνωση.

rationale [,rae|a'na:l] n αιτιολογία, λο-γική εξήγηση, αποχρών λόγος, λογική.

rattle [rastl] π κρότος, κροτάλισμα, κου-δούνισμα || κουβεντολόι II κουδουνί-στρα μωρού, ροκάνα II vti κροτώ,κροταλίζω, κουδουνίζω II ~ off, λέωτροχάδην || ~ away, φλυαρώ II —snake, κροταλίας II death—, επιθανά-τιος ρόγχος.

raucous ['ro:kas] adj βραχνός, τραχύς.ravage ['raevid3] n λεηλασία, ερήμωση

II καταστροφή II vt λεηλατώ, ερημώνωII ρημάζω, καταστρέφω.

rave [reiv] n παραλήρημα II vi παρα-μιλώ, παραληρώ II μαίνομαι.

raving ['reiyirj] adj παραληρών II advεντελώς.

ravel [raevl] vti ξεφτίζω.raven [reivn] n κοράκι II adj κορακάτος.ravening ['raevanii)} ad; άγριος, λιμα-

σμένος.ravenous ['raevanas] adj αχόρταγος, λαί-

μαργος, πεινασμένος, λιμασμένος.ravine [ra'vr.n] n φαράγγι, λαγκάδα.

ravish ['raevij] vt συναρπάζω, γοητεύω ||—ing, γοητευτικός II —ment, γοητεία.

raw [ro:j adj ωμός, άβραστος, άψητος IIμτφ. άπειρος, αγύμναστος II ακατέρ-γαστος II (για καιρό) υγρός και ψυ-χρός || (για τραύμα) ανοιχτός || (ύφος)χοντροκομμένος, ωμός II άδικος, σκλη-ρός II a ~ deal, άδικη / σκληρή μετα-χείριση II touch sb on the —, θίγω κπεκεί που τον πονεί.

ray [rei] n ακτίνα, αχτίδα || ιχθ. σαλάχι.rayon freian] n ραιγιόν.raze, rase [reiz] vt ισοπεδώνω, ανα-

σκάπτω.razor freiza r] n ξυράφι II ~ blade,

ξυριστική λεπίδα || safety ~, ξυρι-στική μηχανή.

razzle ['raezl] n ξεφάντωμα.re [ri:] prep σχετικώς II prefix ξανά.reach [ri:tj] n άπλωμα, τέντωμα του

χεριού, απόσταση II έκταση, ευθείαποταμού || vti φθάνω || εκτείνομαι IIέρχομαι σ' επαφή [με κπ] | | ~ outfor, απλώνω το χέρι για II within ~,κοντά II out of/beyond ~, μακριά.

react [ri'aekt] vi αντιδρώ II ~ upon,επενεργώ, επιδρώ || —ion, αντίδραση II—ionary, αντιδραστικός II ~or, αντι-δραστήρας.

read [ri:d] n διάβασμα II vti irreg δια-βάζω II λέω, δείχνω, διαβάζομαι II—able, που διαβάζεται εύκολα ή ευχά-ριστα 11 —ability, αναγνωσιμότητα II—er, αναγνώστης, υφηγητής, αναγνω-στικό II —ership, αναγνωστικό κοινό,υφηγεσία.

readily ['redili] adv πρόθυμα, γρήγορα.readiness ['redinas] n ετοιμότητα, προ-

θυμία.reading [ri:dirj] n διάβασμα || ανάγνωση

II ένδειξη (σε όργανο) \\ ερμηνεία || ~desk, αναλόγιο II —lamp, πορτατίφ.

readjust [,ria"d3Ast] vt αναπροσαρμόζωII —ment, αναπροσαρμογή.

ready [*redi] adj έτοιμος II πρόθυμος IIπρόχειρος II σβέλτος, γρήγορος II atthe —, επί σκοπόν! έτοιμοι!

reaffirm [.ria'faim] vt επαναβεβαιώνω.reafforest [.ria'forist] vi αναδασώνω.real [rial] adj πραγματικός || — estate,

ακίνητη περιουσία II —ism, ρεαλισμόςII —ist, ρεαλιστής II —istic, ρεαλι-στικός.

reality [ri'aelati] n πραγματικότητα ||(crrijv τέχνη) αλήθεια, ζωντάνια II ιδ.πληθ. πραγματικό γεγονός || in —,στην πραγματικότητα.

realize ['rialaiz] vt αντιλαμβάνομαι, κα-τανοώ || πραγματοποιώ II πουλώ, ρευ-στοποιώ II επιτυγχάνω, πιάνω [τιμή] ||

181 reckon

realizable, πραγματοποιήσιμος, ρευστο-ποιήσιμος II realization, συναίσθηση,πραγματοποίηση, ρευστοποίηση.

realm [relm] π βασίλειο.reanimate [rifaenimeit] vt αναζωογονώ.reap [ri:p] vt θερίζω || μτφ. δρέπω ||

~er, θεριστής || ~ing-hook, δρεπάνι.reappear [,ri:3'pi3r] vi ξαναφαίνομαι ||

~ance, επανεμφάνιση.reappraisal [,ri:3*preizl] η επανεκτίμηση,

επανεξέταση.rear [riar] η νώτα, ουρά, μετόπισθεν,

πίσω μέρος II adj πισινός II vti ανε-γείρω || σηκώνω, ανορθώνω/-ομαι IIμεγαλώνω, [ανα]τρέφω II bring up the—, κλείνω την πομπή, έρχομαι τελευ-ταίος II fall to the ~, μένω πίσω II —admiral, αντιναύαρχος II —guard, οπι-σθοφυλακή II —most, έσχατος.

rearm [ri:"a:m] vti επανεξοπλίζω / -ομαιII —ment, επανεξοπλισμός.

reason [ri:zn] η λόγος, αίτιο, αιτία ||λογική, λογικό || vti σκέπτομαι λογικάII ~ with sb, προσπαθώ να πείσω κπ ||~ sb out of/into sth, πείθω κπ να μηνκάνει/να κάνει κτ II ~ sth out, βρίσκωδιά της λογικής || ~ that, ισχυρίζο-μαι/υποστηρίζω ότι || by ~ of, εξαι-τίας II give —s, δίνω εξηγήσεις || bringsb to ~, κάνω κπ να λογικευτεί Ι!listen to/hear ~, παίρνω από λόγια ||in/with —, μέσα σε λογικά όρια || outof all ~, εντελώς παράλογος || withgood ~, δικαιολογημένα || it stands to—, είναι αυτονόητο / λογικό || ~able,λογικός, μετρημένος, μετριοπαθής.

reassure [,ri:a'Ju3'"] vt καθησυχάζω ||reassurance, καθησύχαση II reassuringadj καθησυχαστικός.

rebate fri:beit] n έκπτωση.rebel [rebl] n επαναστάτης, αντάρτης II

vi [ri'bel] επαναστατώ || —lion, εξέ-γερση, ανταρσία II —lious, στασιαστι-κός, αντάρτικος, ανυπόταχτος.

rebirth [rir'barG] η αναγέννηση.reborn [ri:'bo:n] adj αναγεννημένος.rebound [ri'baund] vi αναπηδώ, χτυπώ

και γυρίζω πίσω || ['ri:baund] n on the—, στον αέρα (=μετά την αναπήδη-ση), μτφ. από αντίδραση.

rebuff [ri'bAf] n προσβλητική άρνηση ||vt αποκρούω, αρνούμαι.

rebuild [,ri:'bild] vt irreg ξαναχτίζω.rebuke [ri'bjuik] n μομφή II vt επι-

πλήττω.rebut [ri'bAt] vt αντικρούω, ανασκευάζω

II —tal, αντίκρουση, ανασκευή.recall [ri'ko:l] n ανάκληση, ανάμνηση,

μνημονικό II στρατ. ανακλητήριο II vtανακαλώ || θυμίζω, θυμάμαι, φέονω

στο νου || past/beyond —, αγύριστος.recant [ri'kasnt] vt αποκηρύσσω II

—ation, αποκήρυξη, δήλωση μετάνοιας.recapitulate [.rirka'pitjuleit] vt ανακεφα-

λαιώνω II recapitulation, ανακεφαλαί-ωση.

recapture [,ri:'kaspt|V] vt ξαναπιάνω IIξαναβρίσκω, αναπολώ.

recast [,ri:~ka:st] vt irreg ξαναφορμάρω.recede [ri'sird] w υποχωρώ || ξεμακραίνω.receipt [ri'si:t] n λήψη II απόδειξη (πα-

ραλαβής, κλπ.) II συνταγή (μαγειρικής)II πληθ. εισπράξεις || vt εξοφλώ.

receive [ri'si:v] vti λαμβάνω, παίρνω IIδέχομαι II — r, παραλήπτης, [απο]-δέκτης, ακουστικό (τηλεφώνου), νομ.σύνδικος πτωχεύσεως.

recent [,ri:snt] adj πρόσφατος II — ly,προσφάτως, τελευταία.

receptacle [ri'septskl] n δοχείο.reception [ri'sepjn] n λήψη (TV, ραδι-

οφώνου) II υποδοχή || δεξίωση || ρε-σεψιόν.

receptive [ri'septiv] adj δεκτικός.receptivity [.risap'tivsti] n δεκτικότητα.recess [ri'ses] n εσοχή, κοίλωμα II κρυφή

γωνιά II διακοπές (Βουλής) II —ion,υποχώρηση, οικον. ύφεση, κάμψη.

recherche [ra'Jes/ei] adj εξεζητημένος.recidivism [ri'sidavism] n υποτροπή ||

recidivist, εγκληματίας καθ' υποτροπήν.recipe ['resspi] n συνταγή (μαγειρικής).recipient [ri'sipiant] n [παρα]λήπτης.reciprocal [ri'siprakl] adj αμοιβαίος,

ανταποδοτικός || αντίστροφος II αλ-ληλοπαθής.

reciprocate [ri'siprakeit] vti ανταποδίδω,ανταποκρίνομαι II reciprocation, αντα-πόδοση, ανταπόκριση.

reciprocity [.resi'prosati] n αμοιβαιότητα.recital [ri'saitl] n ρεσιτάλ || εξιστόρηση,

αφήγηση.recitation [.resi'teijn] n απαγγελία || απα-

ρίθμηση II US αποστήθιση.recitative [.resits" ti:v] n ρετσιτατίβο.recite [ri'sait] vti απαγγέλλω || εξιστορώ,

απαριθμώ.reckless ["rekbs] adj παράτολμος, ασυλ-

λόγιστος, απερίσκεπτος II — of, αδιά-φορος προς.

reckon freksn] vti λογαριάζω, μετρώ IIυπολογίζω, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω II~ ι», συνυπολογίζω II ~ up, αθροίζωII — upon, βασίζομαι σε II ~ with sb,λογαριάζομαι με κπ II —er, υπολο-γιστής || —ing, υπολογισμός, λογαρια-σμός || day of —ing, ημέρα εκκαθαρί-σεως των λογαριασμών || be out inone's ~ing, πέφτω έξω στους λογαρια-

reclaim 182

reclaim [ri'kleim] vt αποξηραίνω, ξε-χερσώνω, αξιοποιώ (γή) II αξιώνω τηνεπιστροφή II reclamation [.rekta'meijn]εγγειοβελτίωση, επανόρθωση.

recline [ri'klain] vti μισογέρνω, μισο-ξαπλώνω, ακουμπώ.

recluse [ri'klu:s] π ερημίτης.recognition [-rekag'nijh] π αναγνώριση.recognize ['rekagnaiz] vt αναγνωρίζω II

ομολογώ, παραδέχομαι II recognizable,ευδιάκριτος, αναγνωρίσιμος.

recoil [ri'koil] vi αναπηδώ προς ταπίσω, οπισθοχωρώ II αρνούμαι (μεφρίκη ή αηδία) || n αναπήδηση.

recollect [.reks'lekt] vti θυμάμαι II ~ion,μνήμη, ανάμνηση || to the best of my~ion, απ' ό,τι θυμάμαι.

recommend [.reka'mend] vt συνιστώ IIσυσταίνω II συμβουλεύω || αναθέτω,εμπιστεύομαι II —ation, σύσταση IIεισήγηση, υπόδειξη II προσόν, προ-τέρημα II νομ. ευχή.

recompense ['rekampsns] π ανταμοιβή,αποζημίωση || vt ανταμείβω, αποζη-μιώνω.

reconciliation [,rek3n,sili'eijn] π συμφι-λίωση.

reconcile ['rekansail] vt συμφιλιώνω IIδιευθετώ, λύνω (διαφορά) II ~ oneselfto sth, προσαρμόζομαι σε κτ, συμβι-βάζομαι με κτ, αποδέχομαι κτ.

recondition [,ri:kan difn] vt κάνω ρεκτι-φιέ, επιδιορθώνω.

reconnaisance [ri'konisans] n στρατ. ανα-γνώριση.

reconnoitre [.reka'noita'] vti κάνω ανα-γνώριση.

reconsider [,ri:k3n~sid3r] vf επανεξετάζω,αναθεωρώ.

reconstruct [,ri:ksn strAkt] vt ξαναχτίζωII αναπαριστώ II —ion, ανοικοδόμηση,αναπαράσταση.

record ['rekad] n ρεκόρ || δίσκος (γραμ-μοφώνου) || μητρώο II καταγραφή,σημείωση, γραπτή μνεία || τεκμήριο,μνημείο II αρχείο, κατάλογος, πρα-κτικό || vt [ri'ko:d] καταγράφω, ανα-γράφω II ηχογραφώ, εγγράφω II on ~,γραπτώς || off the ~, εμπιστευτικά,ανεπίσημα || break the ~, καταρρίπτωτο ρεκόρ || bold the ~ for sth, έχω τορεκόρ σε κτ II —player, πικάπ || ~er,πλημμελειοδίκης || tape—er, μαγνητό-φωνο || ~ing n εγγραφή.

recount [,ri:'kaunt] n ξαναμέτρημα II νίξαναμετρώ.

recoup [ri'ku:p] vt αποζημιώνω.recourse [ri'ko'.s] n προσφυγή, διέξοδος,

καταφύγιο II have ~ to, προσφεύγω,καταφεύγω.

recover [ri'kAV3r] vti ανακτώ, ξαναβρί-σκω, ξαναπαίρνω, ξανακερδίζω II ~from, συνέρχομαι από II [,ri:'kAV3r]ξανασκεπάζω II ~able, ανακτήσιμος II~y, ανάκτηση, ανάρρωση II past ~y,ανεπανόρθωτος.

recreate [,ri:kri"eit] vt αναδημιουργώ.recreation [,rekri'eijh] π ψυχαγωγία, ανα-

ψυχή II ~al, ψυχαγωγικός.recrimination [ri.krimi'neijn] n αντέγκλη-

ση, αλληλοκατηγορία.recrudescence [.ri'.kru'dessns] n αναζω-

πύρωση, υποτροπή.recruit [ri'kru:t] n νεοσύλλεκτος, κλη-

ρωτός )| vt στρατολογώ II συνέρχομαιII ~ment, στρατολογία.

rectangle ['rektarjgl] n ορθογώνιο || rec-tangular [re~ktaeqgjubr], ορθογώνιος.

rectify f'rektifai] vt επανορθώνω, διορ-θώνω || ανακαθαίρω (οινόπνευμα).

rectilinear [.rekti'linia'] adj ευθύγραμμος.rector ['rektar] n εφημέριος II ~y,

πρεσβυτέριο.rectum ['rectam] n πρωκτός.recuperate [ri'ku:psreit] vti αναρρωνύω,

ανακτώ, αποθεραπεύομαι || recupera-tion, ανάρρωση.

recur [ri'ka/] vi επανεμφανίζομαι, επα-ναλαμβάνομαι II ~ to, επανέρχομαι ))~rence, επανάληψη, επανεμφάνιση ||~rent, επαναλαμβανόμενος, περιοδικός.

recycle [,ri:'saikl] νί ανακυκλώνω.red [red] n κόκκινο (χρώμα) || κόκκι-

νος, κομμουνιστής II παθητικό, έλ-λειμμα II adj κόκκινος, ερυθρός || bein the ~, έχω παθητικό II go/turn ~,κοκκινίζω II see ~, γίνομαι θηρίο ||paint the town ~, το ρίχνω έξω,ξεφαντώνω H catch sb —handed, πιάνωκπ επ' αυτοφώρω II like a ~ rag to abull, σαν κόκκινο πανί σε ταύρο || R~Cross, Ερυθρός Σταυρός II R~ Cres-cent, Ερυθρά Ημισέληνος ]| ~breast,ορνιθ. κοκκινολαίμης II —-letter day,σημαδιακή ημέρα II ~ tape, γραφειο-κρατία II ~den, κοκκινίζω II — dish,κοκκινωπός.

redeem [ri'dirm] vt εξοφλώ, εξαγοράζω ||λυτρώνω, απελευθερώνω II εκπληρώνωII αντισταθμίζω, σώζω || ~er, λυτρωτής,(the) R~er, ο Σωτήρ.

redemption [ri'dempjn] n εξαγορά II εκ-πλήρωση II λύτρωση, σωτηρία.

redeploy [,ri:diploi] νί ανασυντάσσω,αναδιαρθρώνω || —ment, ανασύνταξη,αναδιάρθρωση.

redolence ['redstarts] n ευωδιά, άρωμα ||redolent of, αποπνέων.

redouble [ri'dAbl] vti διπλασιάζω, εντεί-νω/ -ομαι.

183 regenerate

redoubt [ri'daut] π οχυρό II —able,φοβερός και τρομερός.

redress [ri'dres] n επανόρθωση, αποκα-τάσταση || vt επανορθώνω, αποκαθιστώ.

reduce [ri'dju:s] vti περιορίζω, μειώνω,αδυνατίζω II ~ to, περιάγω σε, φέρω,αναγκάζω.

reduction [ri'dAk/n] π μείωση II αναγωγή.redundancy [ri'dAndansi] η απόλυση

πλεοναζόντων II ~ pay, αποζημίωσηλόγω απολύσεως.

redundant [ri'dAndgnt] adj περιττός,πλεονάζων, υπεράριθμος.

reed [ri:d] η καλάμι.reef [ri:f] η ύφαλος, ξέρα II ~er, πατα-

τούκα, si τσιγαριλίκι.reek [ri:k] π μπόχα II vi — of, μυρίζω,

βρωμάω II ~ with, στάζω από.reel [ri:l] η καρούλι, μασούρι, μπομπί-

να || νί τυλίγω, ζαλίζω II ~ off,ξετυλίγω, μτφ. λέω, αραδιάζω II νί γυ-ρίζω σα σβούρα II παραπαίω, τρικλίζωII ζαλίζομαι.

re-entry [,ri:'entri] n επάνοδος, επανεί-σοδος.

refectory [ri'fektari] η τραπεζαρία.refer [riYa/] vti παραπέμπω, αφορώ ||

αναφέρομαι || καταφεύγω II αποδίδω II~able, αποδοτέος.

referee [.refs'ri:] η διαιτητής II vt διαι-τητεύω.

reference ['refrans] η μνεία, παραπομπήII σύσταση II σχέση, αναφορά II in/with— to, σχετικά με || without ~ to,άσχετα από || ~ book, βιβλίο πουσυμβουλεύεται κανείς || term of —,δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, εντολή.

referendum [refa'rendam] η δημοψήφι-σμα.

refill [,ri:'fil] vt ξαναγεμίζω.refine [ri'fain] vti διυλίζω/-ομαι || εκλε-

πτύνω, εξευγενίζω/-ομαι II ~ upon,βελτιώνω, ραφινάρω II —ment, διύ-λυση, ραφινάρισμα, ευγένεια, λεπτό-τητα || ~ry, διυλιστήριο.

refit [.rr.'fit] vt ναυτ. επισκευάζω, επανε-ξοπλίζω || η επισκευή.

reflate [,ri:fleit] vt αναθερμαίνω [τηνοικονομία] II reflation, αναθέρμανση.

reflect [ri'flekt] vti αντανακλώ, καθρε-φτίζω || συλλογίζομαι, σκέφτομαι II ~upon, θίγω, αμφισβητώ II ~ion, αντα-νάκλαση || είδωλο, εικόνα II σκέψη,στοχασμός II μομφή, ψόγος, αμφισβή-τηση || on ~ion, μετά από σκέψη ||~ive, αντανακλαστικός, στοχαστικόςII —or, καθρέφτης.

reflex [ri:fleks] η αντανακλαστικό II adjαντανακλαστικός || ~ion => REFLECTIONII —ive, γραμμ. αυτοπαθής.

refloat [,ri: 'flout] vt ανελκύω (πλοίο).reforest [,ri:'forist] vt αναδασώνω II

—ation, αναδάσωση.reform [ri'fo.m] n μεταρρύθμιση II vti

μεταρρυθμίζω / -ομαι, διορθώνω / -ομαιII [,ri:"fo:m] ανασχηματίζω/ -ομαι ||—ation, μεταρρύθμιση, αναμόρφωση,ανασχηματισμός II —atory, αναμορφω-τήριο, adj αναμορφωτικός, μεταρρυθ-μιστικός II —er, μεταρρυθμιστής.

refract [ri'frEekt] vt διαθλώ II —ion, διά-θλαση || —ory, ανυπότακτος, δύσκο-λος, επίμονος.

refrain [ri'frein] η ρεφραίν II —(from) viσυγκρατούμαι, απέχω, αποφεύγω.

refresh [ri'frej] vt φρεσκάρω, ξεκουράζω,δροσίζω II —ing, ζωογόνος, δροσιστι-κός II —ment, αναψυχή, φρεσκάρισμα,ξεκούραση, αναψυκτικό II —ment room,αναψυκτήριο.

refresher [ri~frej3r] η ποτό II — course,μετεκπαίδευση, επανάληψη.

refrigerate [ri'frid33reit] vt καταψύχω ||refrigeration, κατάψυξη II refrigerator,ψυγείο.

refuel [,ri:'fjual] vf/ ανεφοδιάζω/-ομαισε καύσιμα.

refuge [-refju:d3] η καταφύγιο, άσυλο.refugee [,refju~ dji:] η πρόσφυγας.refund [ΠΪΛΙΚΙ] η επιστροφή χρημάτων

II νί επιστρέφω [χρήματα].refurbish [,ri:-f3:bij] vt ξαναγυαλίζω.refusal [ri'fjurzl] n άρνηση, αποποίηση.'refuse ['refju:s] η σκουπίδια, απορρίμ-

ματα || — collector, σκουπιδιάρης II~ dump, σκουπιδότοπος.

2refuse [ri'fju:z] vti αρνούμαι, δε δέχομαι.refute [ri'fjuit] vt αντικρούω, ανασκευ-

άζω.regain [ri'gein] νί ανακτώ II ξαναβρίσκω.regal [ri:gl] adj βασιλικός, ηγεμονικός.regale [ri'geil] vt ευωχώ, τέρπω.regalia [rfgeilia] n pi εμβλήματα, κοσμή-

ματα του στέμματος.'regard [ri'ga:d] η σεβασμός, υπόληψη,

εκτίμηση || προσοχή, έγνοια, φροντί-δα II πληθ. χαιρετίσματα II άποψη,έποψη || in /with ~ to, άπό τηνάποψη, σε σχέση με || hare — for,ενδιαφέρομαι για II pay — to, προ-σέχω, λαβαίνω υπόψη || out of — for,από σεβασμό για II ~Iess of, αδια-φορώντας για.

r̂egard [ri'gard] νί θεωρώ II λαβαίνωυπόψη II αφορώ II αντιμετωπίζω, προσ-βλέπω II ~ing; as —s, όσον αφορά,σχετικά με.

regatta [ri'gaeta] n λεμβοδρομία.regency ['riidjsnsi] n αντιβασιλεία.regenerate [ri~d3ensreit] vfi αναγεννώ/

regent 184

-ιέμαι II adj [ri^enaret] αναγεννημένος.regent ['rudjant] π αντιβασιλέας.regicide ['red3isaid] η βασιλοκτονία ||

βασιλοκτόνος.regime [rei"3i:m] π καθεστώς II δίαιτα.regimen ['red3im3n] π δίαιτα, αγωγή.regiment ['red3im3nt] η σύνταγμα ||

~ation, αυστηρή πειθάρχηση / οργάνω-ση της ζωής.

regimental [,red3i*mentl] adj του συν-τάγματος II η pi στρατιωτική στολή.

Regina [ r i^aina] η βασίλισσα.region ['ri:d3an] η περιοχή II in the —

of, περίπου, γύρω από || ~al, τοπικός.register [~red3istar] π κατάλογος, μητρώο,

πρωτόκολλο, ληξιαρχικό βιβλίο II λη-ξιαρχείο II μουσ. έκταση (φωνής, ορ-γάνου) || σύρτης, ρυθμιστής (καπνο-δόχου, κλπ.) || μετρητής II ιδίωμα IIvti δηλώνω/-ομαι, εγγράφω/-ομαι,απογράφω II (για όργανα) σημειώνω,καταγράφω \\ (για άνθρ.) δείχνω, προ-δίνω, μαρτυρώ II στέλνω συστημένο(γράμμα).

registrar [,red3ivstra:r] n ληξίαρχος, αρ-χειοφύλακας, υπεύθυνος μητρώου / πρω-τοκόλλου.

registration [,red3i'streifn] n δήλωση,εγγραφή, καταγραφή, ληξιαρχική πρά-ξη, κατάθεση, σύσταση (γράμματος).

registry [-red3istri] n ληξιαρχείο II νηο-λόγηση.

regress [ri'gres] vi παλινδρομώ, υποτρο-πιάζω, ξανακυλώ, οπισθοδρομώ II —ion,οπισθοδρόμηση 1) ~ive, οπισθοδρομι-κός.

regret [ri'gret] n λύπη II πληθ. συγγνώμη,τύψεις || vt λυπάμαι για, μετανιώνω II—table, αξιοθρήνητος, θλιβερός II — fill,θλιμμένος, περίλυπος, μετανιωμένος.

regroup [,ri:~gru:p] vti ανασυντάσσω/-ομαι.

regular ['regjubr] n τακτικός (στρατιώ-της, πελάτης) || adj κανονικός, τακτι-κός/ομαλός || συμμετρικός II συνη-θισμένος II τέλειος, σωστός || —ity,τακτικότητα, τάξη, κανονικότητα, ομα-λότητα II ~ize, τακτοποιώ, κανονίζω,συστηματοποιώ II — ization, τακτοποί-ηση, συστηματοποίηση.

regulate ['regjuleit] vt κανονίζω, ρυθμίζω,ρεγουλάρω II regulator, ρεγουλαδόρος.

regulation [.regju" leijh] n ρύθμιση, ρε-γουλάρισμα II πληθ. κανονισμός.

rehabilitate [.riha'biliteit] vt αποκαθιστώ,αναμορφώνω II rehabilitation, αποκα-τάσταση, αναμόρφωση.

rehash [,ri:'haej] vf διασκευάζω, ξανα-δουλεύω, ξαναμαγερεύω [κτ παλιό].

rehearsal [ri'ha:sl] α θέατρ. πρόβα ||

dress —, γενική πρόβα.rehearse [ri~hs:s] vti θέατρ. κάνω πρό-

βα.reign [rein] n βασιλεία II vi — [over],

βασιλεύω.reimburse [,ri:iirT ba:s] vt αποδίδω (δαπά-

νες), αποζημιώνω II —ment, απόδοση,αποζημίωση.

rein [rein] n χαλινάρι, ηνία II vt χαλι-ναγωγώ II give free — ίο, αφήνωελεύθερο.

reincarnate [.ri:in'ka:neit] vti μετεμψυ-χώνω /-ομαι || reincarnation, μετεμψύ-χωση.

reindeer ['reindiar] n τάρανδος.reinforce [,ri:in" fo:s] vt ενισχύω || —ment,

ενίσχυση II ~d concrete, μπετόν αρμέ.reinstate [,ri:in~steit] vt αποκαθιστώ, επα-

ναφέρω II —ment, αποκατάσταση.reinsure [,ri:in Jua r] νί αντασφαλίζω.reissue [,ri:*iju:] vt επανεκδίδω.reiterate [rifitareit] νί επαναλαμβάνω ||

reiteration, επανάληψη.reject [-ri:d33kt] n απόρριμμα, σκάρτο ||

vt [ri'd3ekt] απορρίπτω II —ion, απόρ-ριψη.

rejoice [ri'd3ois] vti — [at/over], χαί-ρομαι, αγαλλιώ, πανηγυρίζω.

rejoin [,rifd3oin] vti ξαναβρίσκω, ξανα-συναντώ, ανταπαντώ II ξαναενώνω.

rejuvenate [ri:'d3u:vaneit] vti ξανανιώνωII rejuvenation, ξανάνιωμα.

rekindle [,ri:'kindl] vti ξανανάβω.relapse [ri'laeps] n υποτροπή || vi υπο-

τροπιάζω, ξανακυλάω, ξαναπέφτω.relate [ri'leit] vti αφηγούμαι, ιστορώ ||

συνδέω, συσχετίζω II ~ to, αφορώ,σχετίζομαι II be ~d to, συγγενεύω με.

relation [ri'leijn] n αφήγηση, διήγηση ||σχέση, συνάφεια 11 συγγενής || —ship,συγγένεια, συνάφεια, σχέση.

relative ['rebtiv] n συγγενής || adj σχε-τικός, συγκριτικός Ιί γραμμ. αναφορι-κός || ~ly speaking, συγκριτικά.

relativity [,reb%tivsti] n σχετικότητα.relax [ri'laeks] vti χαλαρώνω, ηρεμώ,

μαλακώνω II ξεκουράζω / -ομαι H —ation,χαλάρωση, ξετέντωμα, ξεκούραση.

relay [ri:lei] n αναμετάδοση || — race,σκυταλοδρομία II νί [,ri:lei] ξαναβάζω,αναμεταδίδω.

release [ri'li:s] n απόλυση, απαλλαγή,κυκλοφορία, ανακοίνωση || απολύω,απαλλάσσω, ελευθερώνω II ανακοινώνω(ειδήσεις), κυκλοφορώ (δίσκο, φιλμ) ||press —, ανακοίνωση προς τον τύπο.

relegate fretogeit] vt παραπέμπω II εξα-ποστέλλω, υποβιβάζω.

relent [ri'lent] vi κάμπτομαι, μαλακώνωII —less, άκαμπτος, αμείλικτος.

185 reorganize

relevance ['relavans] π σχέση, σημασία.relevant ['relevant] adj — [to], σχετικός

[με].reliable [ri'laiabl] adj αξιόπιστος, θετι-

κός, σίγουρος || reliability, αξιοπιστία.relic [relik] η λείψανο, κειμήλιο, υπό-

λειμμα.relief [πΊκί] η ανακούφιση, ξαλάφρωμα

II ποικιλία || βοήθεια, περίθαλψη,αρωγή II στρατ. ενίσχυση 11 αντικατά-σταση (φρουράς), αντικαταστάτης IIανάγλυφο II μτφ. τονισμός, έξαρση IIbring/throw into —, προβάλλω, τονίζωII ~ fund, ταμείο αρωγής.

relieve [ri'li:v] vti ανακουφίζω, βοηθώ IIξεκουράζω, ποικίλλω II αντικαθιστώ(στην υπηρεσία) II τονίζω, προβάλλωII ~ sb of sth, ξαλαφρώνω, απαλλάσσω(από καθήκοντα),' απολύω II ~ sb'smind, καθησυχάζω κπ || ~ one's feel-ings, εκτονώνομαι, ξεθυμαίνω II ~oneself, ανακουφίζομαι, κάνω το νερόμου.

religion [ri'lio^an] n θρησκεία.religious [ri'lid^as] adj θρησκευτικός.relinquish [ri'linkwif] vt εγκαταλείπω II

~ one's hold of, αφήνω από τα χέριαμου.

reliquary ['relikwari] n λειψανοθήκη.relish [relij] n νοστιμιά, καρύκευμα ||

νοστιμάδα II ευχαρίστηση, απόλαυση[| vt απολαμβάνω, μου αρέσει πολύ.

relive [,ri:'liv] vt ξαναζώ.relocate [,ri:lou'keit] vti μεταφέρω και

εγκαθιστώ αλλού II relocation, μετεγκα-τάσταση.

reluctance [ri'Uktans] n απροθυμία.reluctant [ri'Uktant] adj απρόθυμος.rely [ri'lai] vi — [on], βασίζομαι [εις].remain [ri'mein] vi μένω, απομένω, πα-

ραμένω II ~der, υπόλοιπο II ~s n piυπολείμματα, λείψανα, λείψανο.

remake [,ri:'meik] vt irreg ξαναφτιάχνω.remand [ri'ma:nd] n προφυλάκιση || vt

παραπέμπω σε άλλη δικάσιμο II be~ed in custody, κρατούμαι ώς τηδίκη.

remark [ri'ma.k] n παρατήρηση, σχόλιοII vti παρατηρώ, λέω II ~ upon, σχο-λιάζω II pass rude ~s about, κάνωαγενή σχόλια για II —able, αξιόλογος,αξιοσημείωτος || —ably, πολύ.

remarry [,ri: 'ma;ri] vi ξαναπαντρεύομαι.remedy ['remadi] n θεραπεία, γιατρικό ||

vt θεραπεύω, γιατρεύω, διορθώνω.remember [ri'memba'] vti θυμάμαι II —

sb to sb, διαβιβάζω χαιρετίσματα σεκπ.

remembrance [ri'membrans] n μνήμη,ανάμνηση, θύμηση II ενθύμιο II πληθ.

χαιρετίσματα II to the best of my —,απ' ό,τι θυμάμαι.

remind [ri'maind] vt — sb of sth, θυμίζωκτ σε κπ || — er, υπενθύμιση, υπό-μνηση.

reminiscence [.remi'nisans] n αναπόλησηII πληθ. αναμνήσεις II reminiscent adjγεμάτος αναμνήσεις II reminiscent of,που θυμίζει.

remiss [ri'mis] adj αμελής, απρόσεκτοςII be — in, αμελώ II —ion [ri'mijh] nάφεση, χάρη, ύφεση.

remit [ri'mit] vti εμβάζω (ποσό) II παρα-πέμπω II χαρίζω (χρέος), συγχωρώ(αμαρτίες) || —tance, έμβασμα II —tent,διαλείπων.

remnant ['remnant] n υπόλειμμα, ρετάλι.remonstrate [Yemanstreit] vi διαμαρτύ-

ρομαι.remorse [ri'mo:s] n τύψη II μεταμέλεια,

ενδοιασμός || —ful, μετανιωμένος II—less, ανενδοίαστος.

remote [ri'mout] adj μακρυνός II από-μερος II ελάχιστος II (για τρόπο) ψυ-χρός, επιφυλακτικός II —ly, ελάχισταII —ness, ψυχρότητα.

remove [ri'mu.v] π σχολ. προαγωγή Hvti αφαιρώ, βγάζω, διώχνω, παίρνω,μεταφέρω || μεταθέτω, απολύω, απο-μακρύνω || μετακομίζω II removal, μετα-κόμιση, αφαίρεση.

remunerate [ri'mjunareit] vt αμείβω IIremuneration, αμοιβή II remunerative,επικερδής.

renaissance [ri'neisans] n αναγέννηση.rename [,ri:'neim] vt μετονομάζω.rend [rend] vt irreg ξεσκίζω II αποσπώ

βίαια.render ['rends'] vt ανταποδίδω, παραδίδω

II προσφέρω II καθιστώ II αποδίδω.rendezvous ['rondivu:] n ραντεβού.renegade ['renageid] n αποστάτης II vi

αποστατώ.renew ['ri:'nju:] vti ανανεώνω/ -ομαι ||

—al, ανανέωση.rennet ['renit] n πυτιά.renounce [ri'nauns] vt απαρνούμαι 11

αποποιούμαι, παραιτούμαι από || απο-κηρύσσω.

renovate [renaveit] vt ανακαινίζω II reno-vation, ανακαίνιση II renovator, ανα-καινιστής.

renown [ri'naun] n φήμη II —ed, φημι-σμένος.

rent [rent] n νοίκι || σκίσιμο || vtiνοικιάζω/ -ομαι.

renunciation [ri.nAnsieijn] n αποκήρυξη,απάρνηση, αποποίηση.

reopen [,ri:'oupn] vti ξανανοίγω.reorganize [,ri:'o:ganaiz] vt αναδιοργα-

reorientate 186

νωνω.reorientate [ri: oirianteit] vti επαναπρο-

σανατολίζω / -ομαι.rep [rep] η ρεπερτόριο II εμπ. αντιπρό-

σωπος.repair [ri'pey] η επισκευή 11 κατάσταση,

συντήρηση II vt επισκευάζω II επα-νορθώ II ία good —, σε καλή κατά-σταση, καλοσυντηρημένος II put sth in~, επισκευάζω κτ || —able, επισκευά-σιμος, επανορθώσιμος II ~er, επιδιορ-θωτής.

reparation [.repa'reijn] η επανόρθωση.repartee [,repa:'ti:] η ετοιμολογία, εύ-

στοχη απάντηση.repast [ri'parst] Ω ευωχία, γεύμα.repatriate [ri'paetrieit] vt επαναπατρίζω

II repatriation, επαναπατρισμός.repay [ri'pei] vti irreg εξοφλώ, επι-

στρέφω χρήματα II ανταποδίδω II~ment, ανταπόδοση, εξόφληση.

repeal [ri'pi:l] η ανάκληση, ακύρωση IIvt ανακαλώ, ακυρώνω (π.χ. νόμο).

repeat [ri'pi:t] η επανάληψη || επα-ναληπτικό όπλο || vti επαναλαμβάνω/-ομαι || εμπ. ξαναστέλνω II (φαΐ)προκαλώ ρέψιμο.

repel [ri "pel] vt αποκρούω II απωθώ,αποτροπιάζω II —lent adj απωθητικός,αποκρουστικός, n απωθητική αλοιφή.

repent [ri'pent] vti — [of] μετανοώ [για]II — ance, μετάνοια II —ant, μετανοών.

repercussion [,rips'Ιον/η] η αντήχηση ||πληθ. αντίκτυπος, επίπτωση.

repertoire ['repatwa:'] n ρεπερτόριο.repertory ['repatri] n δραματολόγιο, ρε-

περτόριο II μτφ. πηγή, θησαυρός.repetition [.repa'tijh] n επανάληψη.replace [ri'pleis] vf ξαναβάζω στη θέση

του II αντικαθιστώ II —able, αντικατα-στατός || —ment, αντικατάσταση, αντι-καταστάτης, πληθ. ανταλλακτικά.

replay [.rifplei] vt ξαναπαίζω II n ['ri:-plei] επαναληπτικός αγώνας.

replenish [ri'plenif] vt ανανεώνω, συμ-πληρώνω, εφοδιάζω/-ομαι || —ment,ανανέωση, συμπλήρωση, ανεφοδιασμός.

replete [ri'pli.t] adj υπερπλήρης.replica [replika] n αντίγραφο.reply [riplai] n απάντηση II vti απαντώ.report [ri'pott] n έκθεση, αναφορά, ειδη-

σεογραφία II φήμη, διάδοση || κρότος(όπλου) || vti αναφέρω, λέγω, εκθέτω ||~ sb to, καταγγέλλω κπ εις || — to sb,αναφέρομαι, παρουσιάζομαι σε κπ ||κάνω ρεπορτάζ H —ed speech, γραμμ.πλάγιος λόγος || school —, σχολικόςέλεγχος II weather —, μετεωρολογικόδελτίο || —age [,repo:*ta:3] ρεπορτάζ II—er, ρεπόρτερ.

repose [ri'pouz] n γαλήνη, ανάπαυση,άνεση || vti ακουμπώ, αναπαύω/ -ομαιII ~ in, εναποθέτω.

repository [ri'pozitri] n αποθήκη II μτφ.ταμείο, θησαυρός (γνώσεων, κλπ.).

reprehend [,repri'hend] vt επιτιμώ.reprehensible [,repri'hens3bl] adj επίμεμ-

πτος.represent [,repri"zent] vt παριστάνω II

συμβολίζω, απεικονίζω II παρουσιάζω,εμφανίζω II εκφράζω, διατυπώνω ||εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω II — ation,παράσταση, απεικόνιση, αντιπροσώ-πευση, διαμαρτυρία II — ative adj αντι-προσωπευτικός, τυπικός, n αντιπρό-σωπος.

repress [ri'pres] vt καταστέλλω, κατα-πνίγω || ψυχολ. απωθώ, συγκρατώ II—ion, καταστολή, κατάπνιξη II ψυχολ.απώθηση, απωθημένο ένστικτο II —ive,καταπιεστικός, κατασταλτικός.

reprieve [ri~pri:v] n αναστολή, αναβολή|| ανάπαυλα, διάλειμμα.

reprimand ['reprimand] n μομφή || vt[.repri'mamd] επιπλήττω.

reprint [.rr.print] n ανατύπωση, ανάτυποII vt [,ri:'print] ανατυπώνω.

reprisal [ri'praizl] n αντίποινα.reproach [ri'proutj] n ντροπή, όνειδος II

μομφή, κατηγόρια, ψόγος II vt κατη-γορώ, μέμφομαι II — fui, επιτιμητικός.

reprobate freprabeit] n παραλυμένος,διεφθαρμένος || vt καταδικάζω, απο-δοκιμάζω.

reproduce [,ri:pr3'dju:s] vti αναπαράγω IIαποδίδω || γεννώ, πολλαπλασιάζομαι.

reproduction [.rhpra'dAkfn] n αναπαρα-γωγή II reproductive, αναπαραγωγικός.

reproof [ri'pru:f] n μομφή.reprove [ri'pru.v] vt επιτιμώ.reptile ['reptail] n ερπετό.republic [ri'pAblik] n δημοκρατία II —an,

δημοκρατικός, ρεπουμπλικάνος.repudiate [ri'pjir.dieit] vt απαρνούμαι,

αποκηρύσσω II repudiation, αποκήρυξη.repugnance [ri'pAgnans] n αποστροφή.repugnant [ripAgnsnt] adj απεχθής.repulse [ri'pAls] vt απωθώ II αποκρούω.repulsion [ri'pMJn] n απώθηση II απέ-

χθεια.repulsive [ri'pAlsiv] adj απωθητικός, απο-

κρουστικός.reputable ['repjutabl] adj ευυπόληπτος.reputation [,repju" teijn] n φήμη, υπό-

ληψη, όνομα II have a — for, είμαιονομαστός / περιβόητος για II mate a— for oneself, αποκτώ φήμη.

repute [ri'pjir.t] n όνομα, φήμη, υπόληψηII be ~d, θεωρούμαι II — d, θεωρού-μενος II —dly, δήθεν, κατά τα λεγόμενα

187 response

του κόσμου.request [ri'kwest] n αίτηση, παράκληση,

αίτημα II ζήτηση | | " vt ζητώ, παρα-καλώ || at sb's —, κατά παράκλησηκάποιου II byVon ~, ύστερα από αίτη-ση.

requiem f'rekwiam] η ρέβκιεμ.require [ri'kwais'] vt χρειάζομαι || ~ of

sb, απαιτώ/ζητώ από κπ || be ~d,υποχρεώνομαι II ~ment, απαίτηση,αξίωση.

requisite f'rekwizit] π προϋπόθεση, ανα-γκαίος όρος II adj απαιτούμενος, ανα-γκαίος.

requisition [,rekwi'zijn] η επίταξη II ζή-τηση, εντολή.

rescue ['reskju:] νί [δια]σώζω, γλυτώνωII ~r, σωτήρας.

research [ri'ss.tjl π έρευνα, μελέτη II viερευνώ II ~er, ερευνητής.

resemblance [ri'zembbns] n ~ [to/be-tween], ομοιότητα [προς / μεταξύ].

resemble [ri'zembl] vt μοιάζω.resent [ri'zent] vt φέρω βαρέως, θίγομαι

από || ~ful, μνησίκακος, πικραμένος,χολωμένος || ~ment, μνησικακία, έχ-θρα.

reservation [.reza'veijn] η επιφύλαξη IIεξασφάλιση, κλείσιμο (θέσεων, κλπ.).

reserve [ri'za.v] η απόθεμα || στρατ.εφεδρεία II επιφύλαξη, επιφυλακτικό-τητα || επιφυλασσόμενη περιοχή II vtiκρατώ (τραπέζι, δωμάτιο, κλπ.) || επι-φυλάσσω/ -ομαι || be on the — //si,είμαι στην εφεδρεία II in —, ρεζέρβαII ~d, συγκρατημένος, επιφυλακτικόςII reservist, έφεδρος.

reservoir [-rez3vwa:rj η δεξαμενή.reset [,ri:'set] vti irreg ξαναμοντάρω,

ξαναδένω, ξαναβάζω.resettle [,ri:'setl] vti εγκαθιστώ / εγκαθί-

σταμαι εκ νέου II ~ment, επανεγκατά-σταση.

reshuffle [.rifJXfl] n ανασχηματισμός,ανακάτωμα || vt ανασχηματίζω (κυβέρ-νηση) || ξανανακατεύω (χαρτιά).

reside [ri'zaid] vi διαμένω II ~ in,ανήκω.

residence ['rezidans] n διαμονή || κατοι-κία, σπίτι || in —, εγκατεστημένος.

resident ['rezidant] π κάτοικος H adjδιαμένων II ~ial, κατοικημένος.

residue frezidju:] n κατάλοιπο, κατακά-θι II νομ. υπόλοιπο.

resign [ri'zain] vti παραιτούμαι από ||αφήνω II ~ oneself to; be ~ed to,αφήνομαι, αποδέχομαι, υποτάσσομαι ||—ed, καρτερικός II —edly, παθητικά.

resignation [,rezi 'gneifn] n παραίτηση,εγκαρτέρηση.

resilience [ri'zilisns] n ελαστικότητα, ευ-καμψία II ανθεκτικότητα, προσαρμο-στικότητα || resilient, ελαστικός, ανθε-κτικός.

resin f'rezin] n ρετσίνι II ~ated, ρετσι-νάτος |( ~ous, ρητινώδης.

resist [ri~zist] vti αντιστέκομαι II ~ance,αντίσταση || —ant, ανθεκτικός II —or,ηλεκτρ. αντίσταση.

resolute ['rezslu:t] adj αποφασιστικός II—ness, αποφασιστικότητα.

resolution [,rez3'lu:/n] n αποφασιστικό-τητα II απόφαση || πρόταση, ψήφισμαII χημ. ανάλυση.

resolve [ri'zolv] vti αποφασίζω II ψηφίζωII λύνω (διαφορές), διαλύω (αμφιβολί-ες) || ~ into, αναλύω.

resonant ['rezansnt] adj ηχηρός II αντη-χών || resonance, ηχηρότητα, αντήχησηII resonator, ηχείο.

resort [ri'zo:t] n προσφυγή, χρησιμο-ποίηση || καταφύγιο, μέσο II πολυ-σύχναστο μέρος II vi — to, προ-σφεύγω, καταφεύγω II συχνάζω II holi-day —, θέρετρο.

resound [ri'zaund] vti αντηχώ, αντη-λαλώ || —ing adj ηχηρός.

resource [ri'so:s] n καταφύγιο, διέξοδοςII επινοητικότητα, εφευρετικότητα IIπληθ. πόροι || — fill, επινοητικός, πο-λυμήχανος.

respect [ri'spekt] n σεβασμός II σχέση,άποψη II πληθ. χαιρετίσματα II vt σέ-βομαι, τιμώ II with all due ~, με όλοτον οφειλόμενο σεβασμό || with ~ to,σε σχέση με II in some/all —s, απόμερικές / όλες τις απόψεις II pay one's— to, υποβάλλω τα σέβη μου εις II—ing, σχετικά με II —able, σεβαστός,ευυπόληπτος, ευπρεπής, σημαντικός II— ably, καθώς πρέπει || —ability, ευπρέ-πεια, καθωσπρεπισμός II —ful, γεμάτοςσεβασμό II —fully, με σεβασμό |[ —ive,σχετικός, αντίστοιχος || — ively, αντι-στοίχως.

respiration [,resps'reijn] n αναπνοή.respirator [~respareit3r] n αναπνευστική

συσκευή / μάσκα.respiratory [ri'spaiaratri, respirstri] adj

αναπνευστικός.respire [ri'spai3r] vi αναπνέω.respite [respait, respit] n ανάπαυλα,

διακοπή || αναβολή, αναστολή.resplendent [ri'splendant] adj αστραφτε-

ρός, λαμπρός.respond [ri'spond] vi απαντώ, ανταπο-

κρίνομαι II ανταπαντώ, αντιδρώ II επη-ρεάζω, αντιδρώ θετικά.

response [ri'spons] π απάντηση || αντα-πόκριση, αντίδραση II εκκλ. αντίφωνο.

responsibility 188

responsibility [ri'sponsa'bitati] η ευθύνηII on one's own —, με δική μουευθύνη.

responsible [ri'sponssbl] adj υπεύθυνος ]|αίτιος, δράστης II ικανός, άξιος.

responsive [ri'sponsiv] adj απαντητικός ||ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, που ανταπο-κρίνεται.

rest [rest] η ανάπαυση II ακουμπιστήριII μουσ. παύση || vti ξεκουράζω /-ομαι,αναπαύω / -ομαι II [παρα]μένω || κάθο-μαι, ακουμπώ II ~ upon, στηρίζομαι,βασίζομαι II it —s with, εναπόκειταισε || ~ home, αναπαυτήριο, οίκος IIthe —, το υπόλοιπο, οι υπόλοιποι II—ful, ειρηνικός, ξεκουραστικός II—fulness, ηρεμία II —less, ανήσυχος,νευρικός, αεικίνητος II — lessness, ανη-συχία, ανυπομονησία, ταραχή.

restate [,ri:'steit] vt επαναδιατυπώνω.restaurant ['restront] n εστιατόριο.restitution [,resti'tju:Jh] η αποκατάσταση.restive ['restiv] adj ανήσυχος, νευρικός,

ατίθασος, δύστροπος.restock [,ri:'stok] vt επαναεφοδιάζω.restoration [,rests'reijn] η επιστροφή,

απόδοση || παλινόρθωση.restorative [ri'sto:retiv] η τονωτικό, δυ-

ναμωτικό II adj τονωτικός.restore [ri'sto:r] vt επιστρέφω, αποδίδω

II επαναφέρω, αποκαθιστώ II παλινορ-θώνω II επισκευάζω, αναστηλώνω, απο-καθιστώ | | ~ Γ , αναστηλωτής, ρεστορα-τέρ.

restrain [ri'strein] vt συγκρατώ II —ed,συγκρατημένος II —t η συγκράτηση,περιορισμός, χαλινός, δεσμός II without~ί, ελεύθερα.

restrict [ri'strikt] vt περιορίζω II ~ion,περιορισμός || ~ive, περιοριστικός.

result [ri'zAlt] η αποτέλεσμα, έκβαση IIνι — [from], προκύπτω, απορρέω || —in, καταλήγω, απολήγω II —ing adjσυνακόλουθος.

resume [ri'zju:m] vt συνεχίζω, ξαναρχίζωII ξαναπαίρνω.

resume ['rezju:mei] η σύνοψη II βιογρα-φικό σημείωμα.

resumption [ri'zAmpJn] η επανάληψη,συνέχιση, ξανάρχισμα.

resurface [ri:~S3:fis] vt ξαναστρώνω (δρό-μο) II (για υποβρύχιο) αναδύομαι.

resurgence [ri'sa:d33ns] η αναζωπύρωση,ξαναζωντάνεμα || resurgent adj αναζω-πυρούμενος.

resurrect [,reza'rekt] vti ανασταίνω/-ομαι || αναβιώνω II ~ion, ανάσταση,αναβίωση.

resuscitate [ri's\siteit] vti ξαναφέρνω στηζωή, νεκρανασταίνω/-ομαι.

retail ['ri:teil] η λιανική πώληση II adjλιανικός il adv λιανικώς 11 vt πουλώλιανικώς || διαδίδω (ειδήσεις) II ~er,λιανοπωλητής.

retain [ri'tein] vt [συγ]κρατώ II διατηρώΙ) προσλαμβάνω 11 —er, αμοιβή (δικη-γόρου).

retake [,ri:'teik] vt irreg ξαναπαίρνω.retaliate [ri'taslieit] vi αντεκδικούμαι, κά-

νω αντίποινα II retaliation, αντεκδί-κηση, αντίποινα II relatiatory, για αντί-ποινα.

retard [ri'ta:d] vt επιβραδύνω, καθυστερώII ~ation, επιβράδυνση.

retch [retj] n αναγούλα, αναγούλιασμαII vi μου έρχονται αναγούλες, αναγου-λιάζω.

retention [ri'tenjh] α κράτηση, επίσχεσηII μνημονικό.

retentive [rftentiv] adj που συγκρατεί.rethink [,ri:'6irjk] vt irreg ξανασκέφτο-

μαι, επανεξετάζω.reticent ['retisant] adj λιγόλογος, επιφυ-

λακτικός || reticence, ολιγολογία.retina ['retins] n αμφιβληστροειδής.retinue ['retinju:] n ακολουθία, συνοδεία.retire [ri'tai3r] vti αποσύρομαι || απο-

χωρώ, παίρνω σύνταξη, αποστρατεύο-μαι II υποχωρώ, συμπτύσσομαι || —into oneself, κλείνομαι στον εαυτό μουII —d, συνταξιούχος, απόστρατος II—ment, αποχώρηση, συνταξιοδότηση,απομόνωση I) retiring adj λιγομίλητος,συμπτυσσόμενος.

retort [ri'tort] n αντέγκληση, οξεία/έ-ξυπνη απάντηση || vti απαντώ έντο-να / εύστοχα.

retouch [,ri:'tAtJ] vt ρετουσάρω.retrace [ri'treis] vt ανατρέχω, αναπολώ

II ξαναγυρίζω. , •retract [ri'traskt] vti ανακαλώ, παίρνω

πίσω II συμμαζεύω/-ομαι II —ion, ανά-κληση, συμμάζεμα.

retread ['rktred) n αναγομωμένο λάστιχοII vt [,ri:'tred] αναγομώνω λάστιχο.

retreat [ri'trr.t] n υποχώρηση \[ καταφύ-γιο, άσυλο || vi υποχωρώ || beat ahasty —, το βάζω στα πόδια II makegood one's ~, υποχωρώ με τάξη.

retrench [ri'trentj") vt κάνω οικονομίες.retrial [.riftraial] n νέα δίκη.retribution [,retri'bju:Jn] n τιμωρία, αντα-

πόδοση.retrieve [rPtrirv] vti ξαναβρίσκω || επα-

νορθώνω II αποκαθιστώ II σώζω IIretrieval, ανάκτηση, επανόρθωση.

retroactive [,retrou'aektiv] adj αναδρομι-κός.

retrograde ['retragreid] adj παλινδρομι-κός II οπισθοδρομικός.

189 rhombus

retrogress [.retra'gres] vi σημειώνω οπι-σθοδρόμηση II ~ion, οπισθοδρόμησηII ~ive, οπισθοδρομικός.

retrospect fretraspekt] η αναδρομικήεξέταση |[ in ~, εκ των υστέρων II~ion, αναπόληση II ~ive, αναδρομι-κός.

return [ri'ta:n] η επιστροφή, επάνοδος ||ανταπόδοση II είσπραξη, απόδοση,κέρδος II έκθεση, δήλωση, στατιστικήII vti [ξανα]γυρίζω, επιστρέφω II αντα-ποδίδω II αποκρίνομαι || δηλώ, ανα-φέρω, εκθέτω [επίσημα] II αποφέρω(κέρδος) || by ~ of post, με το πρώτοταχυδρομείο II in ~ [for], σε ανταπό-δοση || (on) sale or ~, επί παρακα-ταθήκη || many happy ~s [of the day],χρόνια πολλά || be ~ed, εκλέγομαι(βουλευτής) \\ ~ match, αγώνας ρεβάνςII ~ [ticket], εισιτήριο μετ' επιστροφήςII ~able, επιστρεπτέος.

reunion [,ri: ju:nian] n συγκέντρωση, ξα-νασμίξιμο.

reunite [,ri:ju:'nait] vti ξανασμίγω.rev [rev] n [περι]στροφή || vti ~ up,

μαρσάρω, φουλάρω (μηχανή).revalue [ri:'vaelju:] vt επανεκτιμώ, ανα-

τιμώ II revaluation, ανατίμηση.revamp [,ri:'vaeinp] vt επιδιορθώνω, ανα-

καινίζω, ξαναφρεσκάρω.reveal [ri'vi:l] vt αποκαλύπτω.reveille [ri'vaeli] n στρατ. εγερτήριο.revel ['revl] vi γλεντοκοπώ II ~ in,

απολαμβάνω έντονα || ~ler, γλεντο-κόπος II ~ry, ξεφάντωμα, γλεντοκόπι.

revelation [,reva'leijh] n αποκάλυψη.revenge [ri'vend3] n εκδίκηση II vt ~

oneself on sb, εκδικούμαι κπ || take ~on sb, εκδικούμαι κπ || get one's ~ onsb, παίρνω την εκδίκηση μου από κπII in ~; out of ~, από εκδίκηση II—ful, εκδικητικός.

revenue ['revanju:] n πρόσοδος, έσοδο.reverberate [ri'va:bareit] vti ηχώ, αντηχώ,

αντανακλώ II reverberation, αντήχηση,πληθ. απόηχος, επιπτώσεις.

revere [riVia'j vt σέβομαι, τιμώ.reverence ["«varans] n σεβασμός, ευλά-

βεια || δέσποτας.reverend ['revarand] adj σεβάσμιος, αιδε-

σιμώτατος || π παπάς, δεσπότης.reverent ['revarant] adj ευλαβικός, γεμά-

τος σεβασμό II ~ly, με ευλάβεια/σε-βασμό.

reverie ['revari] n ονειροπόληση.revers [ri'viar] n ρεβέρ.reversal [ri'va'.sl] n αντιστροφή, μετα-

στροφή, ανατροπή (δικαστ. απόφασης).reverse [ri'vs-.s] n αντίθετο, αντίστροφο

II ανάποδη (πλευρά) II αυτοκ. όπισθεν

(ταχύτητα) II ατυχία, αναποδιά II adjαντίστροφος, ανάποδος II vti αντιστρέ-φω, γυρίζω [ανάποδα] II νομ. ανα-τρέπω, ανακαλώ, αναιρώ II αυτοκ. κάνωόπισθεν II put a car into ~, βάζω τηνόπισθεν || a ~d charge, τηλεφ. χρέωσητου καλουμένου.

reversible [ri'va:sabl] adj αναστρεφόμε-νος, ακυρώσιμος, Cyia ύφασμα) ντουμπλφας.

revert [ri'vs-.t] vi επανέρχομαι II ξαναγί-νομαι II παθαίνω υποτροπή.

review [ri'vju:] n επιθεώρηση II ανα-σκόπηση II κριτική (βιβλίου) II vtiεπιθεωρώ II ανασκοπώ II γράφω κρι-τική II ~er, κριτικός (βιβλίων).

revile [ri'vail] vt βρίζω, διασύρω.revise [riVaiz] vt αναθεωρώ, επανεξε-

τάζω II κάνω επανάληψη.revision [ri'vijn] n αναθεώρηση, επα-

νάληψη II —ism, αναθεωρητισμός II—ist, αναθεωρητής.

revitalize [ri'vaitalaiz] vt αναζωογονώ.revival [riVaivl] n αναγέννηση, ανα-

βίωση, αναζωογόνηση.revive [ri'vaiv] vti αναβιώνω || αναζωο-

γονώ /-ούμαι || συνεφέρνω, συνέρχομαι.revocable [Vevakabl] adj ανακλητός.revoke [ri'vouk] vt ανακαλώ.revolt [ri'voult] n εξέγερση II vti εξε-

γείρω, προκαλώ φρίκη / αποτροπιασμόII επαναστατώ, ξεσηκώνομαι, εξεγεί-ρομαι II ~ing, αποτροπιαστικός.

revolution [,reva~lu:Jh] n περιστροφή IIεπανάσταση II ~ary n επαναστάτης,adj επαναστατικός H ~ize vt επανα-στατικοποιώ.

revolve [ri'volv] vti γυρίζω, περιστρέφω/ -ομαι II ~τ, περίστροφο.

revue [ri'vju:] n ρεβύ, επιθεώρηση.revulsion [ri'vAlJn] n αποστροφή, έντονη

αντίδραση II μεταστροφή.reward [ri'wo:d] n [αντ]αμοιβή II vt

[αντ]αμείβω.reword [,ri:'ws:d] vt διατυπώνω εκ νέου.rewrite [,ri:'rait] vi ξαναγράφω.rhapsody ['raspsadi] π ραψωδία.rhetoric [retarik] n ρητορική || ρητο-

ρεία, στόμφος II ~al [ri'torikl] ρητο-ρικός, στομφώδης.

rheumatic [ru: 'maetic] n ρευματικός (άρ-ρωστος) II adj ρευματικός II πληθ.ρευματόπονοι.

rheumatism [1ru:matiz3m] n ρευματισμός.Rhine [rain] π Ρήνος.rhino[ceros] ["rainou(saras)] n ρινόκερως.Rhodes ['roudz] n Ρόδος.rhododendron [.rouda'dendran] n ροδό-

δενδρο.rhombus frombas] π ρόμβος.

rhubarb 190

rhubarb ['ru:ba:b] η ραβέντι.rhyme [raim] η ρίμα, ομοιοκαταληξία ||

ποίημα, στίχος II vti ομοιοκατάληκτο)II —ster, στιχοπλόκος, ριμαδόρος.

rhythm [ήδιη] η μέτρο, ρυθμός II ~ic[al],ρυθμικός.

rib [rib] η πλευρό, παΐδι II νεύρο (φύλ-λου), ράβδωση, ρυτίδωση (σε άμμο) \\vt US πειράζω κπ.

ribald ['ribald] adj αισχρός, πρόστυχος,σόκιν II ~ry, αισχρολογία.

ribbon ['riban] n κορδέλα, ταινία IIλουρίδα.

rice [rais] η ρύζι.rich [ritj] adj πλούσιος II (γη) γόνιμος ||

(φαΐ) λιπαρός || (ήχος) βαθύς II ~es,π pi πλούτη || ~ness, πλούτος, αφθο-νία, γονιμότητα.

rick [rik] π θημωνιά II vt θημωνιάζω.rickets ['rikits] n ραχίτις, ραχιτισμός.rickety ['rikati] adj ξεχαρβαλωμένος.rickshaw ['rikjo:] n δίτροχο αμαξάκι

συρόμενο από άνθρωπο.ricochet ['rikajei] n εποστρακισμός II vti

εποστρακίζω/-ομαι, αναπηδώ.rid [rid] vt irreg απαλλάσσω II be/get

~ of, απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι.riddance [Yidans] π απαλλαγή II good

~! στον αγύριστο!ridden [ridn] (ως β' συνθετικό) κυριαρ-

χούμενος από.riddle [ridl] n γρίφος, αίνιγμα II κόσκι-

νο II vt κοσκινίζω II ~ with, κάνωκόσκινο με (σφαίρες, κλπ.).

ride [raid] α διαδρομή, βόλτα (με άλο-γο, ποδήλατο, κλπ.) H take sb for a~, τη σκάω σε κπ, πιάνω κπ κορόιδοII vti irreg καβαλικεύω II πάω καβάλαII ταξιδεύω || (για πλοίο) διασχίζω,πλέω | | ~ Γ , αναβάτης, καβαλάρης,νομ. πρόσθετος όρος σε έγγραφο.

ridge [rid3] n κορυφογραμμή (βουνού),ράχη (μύτης), κορφιάς (στέγης), κο-ρυφή (κύματος), ζάρα (επιφάνειας).

ridicule ['ridikju.l] n γελοιοποίηση, σαρ-κασμός || vt σαρκάζω, περιγελώ.

ridiculous [ri'dikjulas] adj γελοίος.riding [raidirj] n ιππασία.rife [raif] adj διαδεδομένος || be ~ with,

βρίθω, είμαι γεμάτος.riff-raff ['rifrasf] n συρφετός, αληταριό.rifle [raifl] n τουφέκι, καραμπίνα || vt

ψάχνω, διαρπάζω, αδειάζω II —range,πεδίο βολής, σκοπευτήριο II ~man,τυφεκιοφόρος.

rift [rift] n σχισμή, χαραμάδα || ρήξη.rig [rig] π ξάρτια (πλοίου) || εφόδια II

ντύσιμο II vti στήνω ("δουλειά), κάνωμανούβρες / λαθροχειρίες || εξοπλίζω,αρματώνω (πλοίο) II ~ out, εφοδιάζω,

ντύνω II ~ up, ντύνω, μοντάρω, φτιά-χνω πρόχειρα II ~ging, ξάρτια.

'right [rait] Ω δίκαιο, σωστό, καλό II δι-καίωμα II πολιτ. δεξιά )| vt διορθώνω,ισιώνω II stand on one's ~s, διεκδικώτα δικαιώματα μου II be in the ~, έχωτο δίκιο με το μέρος μου II put/set to~s, διορθώνω / αποκαθιστώ κτ H by~[s], δικαιωματικώς, νομίμως II by. ~of, δικαίω, με το δικαίωμα II in one'sown ~, δικαιωματικά || ~ of way,προτεραιότητα.

2right [rait] adj σωστός II ορθός IIακριβής II κατάλληλος || δεξιός || advδεξιά II ίσια || ακριβώς II εντελώς IIσωστά, καλά || be ~, έχω δίκιο II all~!/~ you are!/~ oh! εντάξει! σύμ-φωνοι! || be in one's ~ mind, είμαιστα λογικά μου II ~ now, επί τόπου II~ away/off, αμέσως II ~ angle, ορθήγωνία II —-hand man, μτφ. δεξί χέρι H—hand drive, με δεξί τιμόνι II ~-winger, πολιτ. δεξιός.

righteous ['rait/as] adj ενάρετος, δίκαιοςII δικαιολογημένος II —ness, δικαιο-σύνη, εντιμότητα, αρετή.

rightful [~raitfl] adj νόμιμος II δίκαιος IIδικαιολογημένος.

rigid ['ridjid] adj άκαμπτος, αλύγιστοςII αυστηρός II —ity [ri'd3ideti] n ακαμ-ψία, αυστηρότητα.

rigmarole ['rigmaroul] n ασυναρτησία.rigorous ['rigaras] adj άκαμπτος, αυστη-

ρός II τραχύς.rigour ['riga''] n ακαμψία, αυστηρότητα

II τραχύτητα, κακουχία II δριμύτητα.rile [rail] vt τσαντίζω.rim [rim] n ζάντα (τροχού) || σκελετός

(γναλών).rind [raind] n φλούδα (τυριού, πεπο-

νιού, κλπ.).'ring [rirj] n δαχτυλίδι II κρίκος, στε-

φάνη, δακτύλιος, κύκλος || σπείρα,συμμορία II παλαίστρα, ριγκ II vti πε-ρικυκλώνω, διαγράφω κύκλους II make/run/dance ~s round sb, είμαι πολύανώτερος/πιο σβέλτος από κπ || ~-finger, παράμεσος [δάκτυλος] || —leader, αρχηγός ανταρσίας/συμμορίαςII —-road, δακτύλιος [δρόμος],

2ring [rirj] n ήχος, τόνος II κουδούνισμαII τηλεφώνημα II vti irreg (για κουδού-νι) κτυπώ, σημαίνω || ηχώ, αντηχώ,βουίζω || ~ with, πάλλομαι από || ~up, τηλεφωνώ || ~ off, κλείνω τοτηλέφωνο 11 give sb a ~, τηλεφωνώ σεκπ.

ringlet ["right] n μπούκλα, βόστρυχος.rink [rirjk] π αίθουσα πατινάζ.rinse [rins] n ξέπλυμα II vt ξεπλένω,

191 roll

ξεβγάζω (με νερό).riot [raiat] η ταραχή, στάση, οχλοκρα-

τική εκδήλωση || νί οχλαγωγώ, χαλώτον κόσμο II πανηγυρίζω II ~ in,οργιάζω II a ~ of, μτφ. όργιο II be a~, μτφ. χαλάω κόσμο || run —, οργι-άζω, (για άνθρ.) αποχαλινώνομαι, (γιαφυτά) φουντώνω, θρασεύω II —er, τα-ραχοποιός || —ous, οχλαγωγικός.

rip [rip] n σκίσιμο II vti σκίζω, ξε-σκίζω/-ομαι II ~ off, αποσπώ βίαια.

ripe [raip] adj ώριμος II ~ness, ωρι-μότητα || ~n, ωριμάζω.

riposte [ri'post] n έξυπνη ανταπάντηση.ripple [ripl] η κυματισμός, ρυτίδωση

(νερού) || vti κυματίζω ελαφρά, ρυτι-δώνω.

rise η ύψωμα || [αν]ύψωση, αύξηση IIπηγή II ανέβασμα (ιδ. ψαριού), άνοδοςII ανατολή II vti irreg ανατέλλω IIσηκώνομαι II ανασταίνομαι II υψώνο-μαι, ανεβαίνω Ιί ανηφορίζω II ανέρχο-μαι II έρχομαι στην επιφάνεια II get a— in salary, παίρνω αύξηση μισθού IItake/get a — out of sb, τσαντίζω κπ IIgive — to, προκαλώ, δημιουργώ II ~to the occasion, φαίνομαι αντάξιος τωνπεριστάσεων || ~ [up] against, εξεγεί-ρομαι εναντίον II ~ to fame, γίνομαιδιάσημος || rising η εξέγερση.

risk [risk] π κίνδυνος II vt διακινδυνεύωII run/take —s, είμαι ριψοκίνδυνος ||run/take the — of, διακινδυνεύω να IIat ~, σε κίνδυνο II at one's own —,υπό ίδιον κίνδυνο II — one's neck,ριψοκινδυνεύω τη ζωή μου.

risque [~ri:skei] adj σκαμπρόζικος.rissole ['risoul] π κροκέτα.rite [rait] π τελετή, ιεροτελεστία.ritual ['ritfual] η τυπικό, τελετουργικό,

ιεροτελεστία || adj τελετουργικός, θρη-σκευτικός || —ism, τυπολατρία II ~ist,τυπολάτρης Γι — istic, μυσταγωγικός.

rival [raivl] η αντίζηλος, ανταγωνιστής,αντίπαλος II νί συναγωνίζομαι, αντα-γωνίζομαι II ~ry, αντιζηλία, ανταγω-νισμός, άμιλλα.

river [-riv3r] η ποτάμι, ποταμός II selisb down the —, πουλάω κπ, προδίδωκπ II —side, ακροποταμιά.

rivet ["rivit] η πλατυκέφαλο καρφί, πιρ-τσίνι || νί καρφώνω, μτφ. προσηλώνω.

road [roud] η δρόμος || take to the —,το ρίχνω στην αλητεία II —-block,οδόφραγμα, μπλόκο || -—hog, κακόςοδηγός || —house, μοτέλ II —metal,χαλίκι δρόμων || —sense, αίσθημακυκλοφορίας || —sign, ταμπέλα δρό-μου || ~side, το πλάι του δρόμου ||—way, κατάστρωμα δρόμου II —worthy,

(για όχημα) κατάλληλος να κυκλοφο-ρήσει.

roam [roum] νί τριγυρίζω, περιπλανιέμαι.roar [ro: r] n βρυχηθμός II μουγκρητό,

βουητό II νίί βρυχιέμαι II μουγκρίζω,ουρλιάζω II — out, λέω ουρλιάζονταςII —ing adj βρυχώμενος, φουρτουνια-σμένος, μτφ. πολύ καλός, γερός.

roast [roust] n ψητό, ψήσιμο || adj ψη-τός, ψημένος || vti ψήνω II ξεροψήνω/ -ομαι II καβουρντίζω II —er, ψήστης,ψηστιέρα, κάβουρντιστήρι II —ing nψήσιμο, μτφ. κατσάδα.

rob [rob] vti — sb of sth, ληστεύω κπ ||αποστερώ II —ber, ληστής || —bery,ληστεία.

robe [roub] n ρόμπα || τήβεννος, ράσο,εσθήτα || νί ενδύω.

'rock [rok] n βράχος II πέτρωμα ||σκληρή καραμέλα || on the — s, (γιαποτό) μόνο με πάγο II —-bottom,πάτος, κατώτατος II —ery, —garden,βραχόκηπος || —salmon, σκυλόψαροII —-salt, ορυκτό αλάτι II — y, βρα-χώδης, ετοιμόρροπος.

2rock [rok] νί/ λικνίζω/-ομαι || —ing-chair, κουνιστή πολυθρόνα II —ing-horse, παιδικό ξύλινο αλογάκι II —'ηroll, ροκ-εντ-ρολ || —er, ροκάς, sJμυαλό.

rocket [rokit] n ρουκέτα, πύραυλος ||φωτοβολίδα || si κατσάδα II — base/range, βάση / πεδίο εκτόξευσης πυ-ραύλων II ~ry, πυραυλική.

rod [rod] n ράβδος, μοχλός, βέργα.rodent ['roudant] n τρωκτικό.roe [rou] n αυγοτάραχο (ψαριών).roger [~rod3ar] στον ασύρμ. ελήφθη!rogue [roug] π παλιάνθρωπος, κάθαρμα

II μασκαράς, κατεργάρης II —ry, πα-λιανθρωπιά, ζαβολιά.

roguish ['rougij] adj ζαβολιάρικος, πει-ραχτικός.

roisterer ['roistara'] n γλεντοκόπος.role [roul] n ρόλος.roll [roul] n ρόλος, κύλινδρος, ρολό,

τόπι II κύλισμα, κούνημα H [συνεχήςκυλιστός] ήχος II κατάλογος (ονομά-των) || νίί κυλώ, τσουλάω, περνώ ||τυλίγω, στρίβω, στριφογυρίζω II στρώ-νω, απλώνω || [συγ]κυλιέμαι II κουνώ,κουνιέμαι || — in/up, καταφθάνω II be~ing in, μτφ. κολυμπάω εις || call the—, φωνάζω κατάλογο II ~-call, ονο-μαστικό προσκλητήριο^ εκφώνηση κα-ταλόγου II — and pitch, (για πλοίο)κλυδωνίζομαι II —ing-pin, μπλάστης(για ζύμη) \\ —er, κύλινδρος, ροδίτσα(πολυθρόνας), μπικουτί || —er-skate,τροχοπέδιλα.

rollicking 192

rollicking ['rolikirj] adj γλεντζέδικος.roly-poly [,rouli-'pouli] η μπουλούκος.Roman ['rouman] η Ρωμαίος II adj

ρωμαϊκός.romance [reu'maens] π ρομάντζο || ειδύλ-

λιο II μυστηριώδες θέλγητρο || μουσ.ρομάντζα 11 μύθος || vt μυθιστορη-ματοποιώ.

Romance [rau* maens] adj ρωμανικός.romantic [ra'maentik] n, adj ρομαντικός

II —ism, ρομαντισμός II ~ize, το ρίχνωστον ρομαντισμό.

romp [romp] η φασαρία, θορυβώδη παι-χνίδια II vi παίζω με θόρυβο, κάνωφασαρία 11 πετυχαίνω χωρίς προσπά-θεια II ~ers, ποδιά (παιδιών), φόρμα.

roof [ru:f] η σκέπη, στέγη, μτφ. οροφή11 vt στεγάζω, σκεπάζω H raise the —,κάνω σαματά, βάζω τις φωνές II —-garden, κήπος σε ταράτσα || ~less,χωρίς στέγη.

rook [ruk] η κοράκι || (στο σκάκι) πύρ-γος II vt κλέβω, γδύνω II ~ery, κορα-κοφωλιά.

room [ru:m] η δωμάτιο II πληθ. διαμέ-ρισμα II χώρος II περιθώριο II ~ withvi συγκατοικώ II ~y, ευρύχωρος.

roost [ru:st] n κούρνια || vi κουρνιάζω ||~er, κόκορας.

'root [ru:t] n ρίζα II μτφ. αιτία || vtiριζώνω, πιάνω ρίζες II μτφ. καθηλώνω,καρφώνω H ~ out, ξερριζώνω, εξο-λοθρεύω || take/strike ~, πιάνω ρίζαII ~ and branch, ολοκληρωτικά, απότη ρίζα.

root [ru.t] vti — about [for sth], ψάχνω,ανασκαλεύω || ~, rootle [ru:tl] (γου-ρούνι) ψάχνω με το ρύγχος || ~ out,ξετρυπώνω.

rope [roup] n σκοινί II πλεξούδα (σκόρ-δα, κλπ.) || vt δένω II ~ off, χωρίζωμε σκοινί II ~ sb in, μπλέκω / τυλίγωκπ (σε μια δουλειά) \\ know/show sb/learn the —s, ξέρω /δείχνω σε κπ/μαθαίνω τα μυστικά μιας δουλειάς ||give sb —, αφήνω σε κπ ελευθερίαενεργείας II —dancer /-walker, σχοι-νοβάτης || —ladder, ανεμόσκαλα.

rosary ['rouzari] n κομπολόι, κομπο-σκοίνι (για προσευχές).

rose [rouz] n τριαντάφυλλο, τριαντα-φυλλιά 11 (χρώμα) ροζ II ροζέτα II abed of —s, μτφ. εύκολη ζωή II not all—s, δεν είναι όλα ρόδινα II gatherlife's —s, τρυγώ τις χαρές της ζωής II~leaf, ροδοπέταλο || —water, ροδό-σταμο || —window, ροζέτα.

rosemary ['rouzmari] n δεντρολίβανο.rosette [roiTzet] n ροζέτα.rosin ['rozin] n κολοφώνιο.

rostrum ['rostram] n βήμα (ομιλητή).rosy ['rouzi] adj ρόδινος.rot [rot] n σαπίλα, σήψη, αποσύνθεση

H [dry] ~, σαράκι II [tommy-]—, βλα-κείες, τρίχες II vi σαπίζω.

rotary ['routari] adj περιστροφικός ||ροταριανός.

rotate [rou'teit] vti περιστρέφω/ -ομαι,εναλλάσσω / -ομαι.

rotation [rou'teijn] n περιστροφή II περι-τροπή, εναλλαγή.

rote [rout] στη φρ. by —, απέξω,παπαγαλίστικα.

rotisserie [roii ti:sari] n ψησταριά.rotten [rotn] adj σάπιος II χαλασμένος,

διεφθαρμένος || άσχημος, βρωμο—.rotund [rou Und] n ολοστρόγγυλος.rouble [ru:bl] π ρούβλι.rough [ΓΛί] adj τραχύς, χοντρός II (θά-

λασσα) φουρτουνιασμένος II ανώμαλος,ακατέργαστος II βίαιος, βάναυσος,άξεστος, σκληρός II πρόχειρος II advτρ,αχειά, σκληρά II vt ~ sth up, χαλώ,τραχύνω II — sb up, κακοποιώ κπ II —stli out, σκιαγραφώ II ~ it, περνώλίγο πρωτόγονα, κάνω χωρίς ανέσειςII give sb a — time, μεταχειρίζομαι κπσκληρά II have a — time, περνώάσχημα, ταλαιπωρούμαι || it is — onsb, είναι σκληρό /δοκιμασία για κπ ||cut up —, αγριεύω, εξαγριώνομαι 11live —, ζω αλήτικα II sleep —, κοιμά-μαι όπου τύχει || in ~, σε πρόχειρη/ αδούλευτη μορφή II —cast, χοντρόςσουβάς H — -and-tumble, μαλαβράσι,βίαιος, τυχοδιωκτικός II —and-ready,πρόχειρος, τσαπατσούλικος II ~en,αγριεύω, τραχύνω/-ομαι II —hewn,χοντροπελεκημένος II ~ house φασα-ρία, καυγάς II — luck, κακοτυχιά II~neck, καυγατζής, αληταράς II —shod,πεταλωμένος με χοντρά καρφιά || —-spoken, άξεστος, χυδαιολόγος.

roughage [VAfidj] π πίτουρα.roulette [nr.'let] n ρουλέτα.round [raund] π κτ στρογγυλό II συρτός

(χορός) II γύρος, περιοδεία, βόλτα,κύκλος || adj στρογγυλός II adv γύρωII prep γύρω από /εις || vti στρογγυ-λεύω || παίρνω (στροφή) II — off,ολοκληρώνω, στρογγυλεύω II — out,στρογγυλεύω, παχαίνω II — up, συγ-κεντρώνω, μαζεύω II — upon sb, γυρίζωκαι επιτίθεμαι σε κπ || all the year ~,ολοχρονίς || go — to sb, επισκέπτομαικπ II show sb —, γυρίζω κπ (σ' έναμέρος) II go the ~s, κάνω το γύρομου II go — the bend, τρελαίνομαι ||—the-clock, όλο το 24ωρο, εικοσιτε-τράωρος || —ly, ίσια, καθαρά H —ness,

193 run

στρογγυλάδα II ~sman, διανομέας (μα-γαζιού).

roundabout [raundabaut] π αλογάκια(σε λούνα-παρκ) || κυκλική διασταύ-ρωση δρόμων || adj περιφραστικός,κυκλικός.

rouse [rauz] vt ξυπνώ κπ || διεγείρω,εξάπτω, ξεσηκώνω.

rout [raut] η φυγή, πανωλεθρία || vtκατατροπώνω || ·— sb out of, τραβώ/ξεπετάω κπ από.

route [ru:t] η πορεία, δρόμος, διαδρομή.routine [ru:'ti:n] η ρουτίνα,rove [rouv] vti περιπλανιέμαι, περιφέρω,

στρέφω εδώ κι εκεί.'row [rou] η σειρά, γραμμή || κωπηλα-

σία || vti κωπηλατώ II ~ing-boat, βάρ-κα με κουπιά II ~er, .κωπηλάτης.

"row [rau] η φασαρία, σαματάς II καυγάςII vti καυγαδίζω || κατσαδιάζω II ~dy,θορυβοποιός, καυγατζής, ταραχώδης.

royal ['roial] adj βασιλικός || ηγεμονι-κός II —ist, βασιλόφρονας II ~ty,βασιλικό αξίωμα, βασιλική οικογένεια,πληθ. συγγραφικά δικαιώματα.

rub [ΓΛΟ] Π τρίψιμο II δυσκολία, μτφ.κόμπος II vti τρίβω/-ομαι || ~ along,τα φέρνω βόλτα II ~ along with sb, ταπάω καλά με κπ || ~ down, τρίβωγερά 11 ~ in, χώνω (διό τριβής) II ~off, τρίβω, ξεγδέρνω, ξεφτίζω II ~ out,σβήνω II ~ up, γυαλίζω || ~ sb up theright/wrong way, μαλακώνω / ερεθίζωκπ.

rubber [rAba^] n λάστιχο, καουτσούκ ||γομολάστιχα II US si προφυλακτικό IIπληθ. γαλότσες || —stamp, εγκρίνωανεξέταστα.

rubbish ['n\bij] n σκουπίδια || ανοησίεςII talk ~, λέω σαχλαμάρες Ι! —bin/-cart, ντενεκές / κάρο των σκουπιδιών.

rubble [rAbl] n χαλάσματα, μπάζα.ruby [~ru:bi] n ρουμπίνι.ruck [ΓΛΚ] n ζάρα, πυχή || κοσμάκης ||

vti ζαρώνω, τσαλακώνω /-ομαι.rucksack [rAkssk] n σακίδιο.ructions ['rAkfanz] n pi φασαρίες, καυγάς.rudder [rAdy] n πηδάλιο.ruddy frAdi] adj ροδοκόκκινος || (αντί

τον bloody) αναθεματισμένος, βρωμο—.rude [ru:d] adj αγενής, αγροίκος ||

τραχύς, ακατέργαστος πρωτόγονος IIαπότομος || —ness, αγένεια, τραχύτη-τα, βιαιότητα.

rudiment ['ruidimant] n υποτυπώδης μορ-φή II πληθ. στοιχεία, πρώτες γνώσεις.

rue [ru:] π απήγανος II vt μετανιώνω II—ful, μετανιωμένος, θλιμμένος.

ruff [rAf] n τραχηλιά, περιλαίμιο.ruffian ['ΓΛΓΙΒΠ] n κακοποιός, μαχαι-

ροβγάλτης, παλιάνθρωπος.ruffle [ΓΛΠ] n ανακάτωμα || [ανατα-

ραχή, εκνευρισμός II ρυτίδωση II τρα-χηλιά II vti ανακατεύω II αναστατώνω/-ομαι, πειράζομαι || ρυτιδώνω.

rug [rAg] n χαλάκι, κιλίμι II χράμι,κουβέρτα.

rugged ['rAgid] adj ανώμαλος, πετρώδης,βραχώδης II (πρόσωπο) αδρός, αυλακω-μένος || (άνθρ.) τραχύς αλλά καλό-καρδος II —ness, τραχύτητα.

ruin ['ru:in] n καταστροφή 11 ερείπιο,συντρίμμι || vt καταστρέφω II —ation,όλεθρος, ρήμαγμα || —ous, ολέθριος,καταστροφικός.

rule [ru:l] n ρίγα, χάρακας II κανόνας IIσυνήθεια II πληθ. κανονισμός εξουσία,κυριαρχία, αρχή II vti ριγώνω, χα-ρακώνω II — [over], κυβερνώ II εξου-σιάζω II αποφαίνομαι, ορίζω, βγάζωαπόφαση II ~r , κυβερνήτης, χάρακας.

ruling [ru:lirj] n απόφαση (ιδ. δικαστή)II adj κυβερνών, άρχων 11 δεσπόζων.

rum [ΓΛΓΠ] n ρούμι II adj αλλόκοτος,παράξενος.

rumba ['rAmbs] n ρούμπα (χορός).rumble [rAmbl] n υπόκωφη βροντή, βουή

II μπουμπούνισμα || γουργουρητό || vtiβροντώ υπόκωφα || μπουμπουνίζω IIγουργουρίζω.

rumbustious [ΓΛΓΠ' bAstias] adj θορυβώδης.ruminant [ruiminant] n μηρυκαστικό.ruminate ['ru:mineit] vi (ζώο) μηρυκάζω,

αναχαράζω || (άνθρ.) αναμασώ, ξανα-σκέπτομαι || rumination, σκέψεις, μηρυ-κασμός II ruminative, στοχαστικός.

rummage [rAmid3] n ψάξιμο, έρευνα IIφθαρμένα παλιοπράγματα || vti ψάχνω,ανασκαλεύω II ερευνώ.

rummy ["ΓΛΙΤΠ] n ραμί II adj αλλόκοτος.rumour ['ru:m3r] π φήμη, διάδοση || it

is ~ed, διαδίδεται II —monger, δια-δοσίας, σπερμολόγος.

rump [rAmp] n γλουτοί, καπούλια IIαπομεινάρι II — steak, κόντρα φιλέτο.

rumple [rAmpl] vt τσαλακώνω (φόρεμα)II ανακατώνω (μαλλιά).

rumpus [rAmpas] π φασαρία, σαματάς,καυγάς II kick up/make a ~, κάνωκαυγά/ φασαρία.

'run [ΓΛΠ] n τρέξιμο II διαδρομή, βόλτα(με όχημα) II (αδιάκοπη) σειρά II τοελεύθερο (να μπαίνω, να χρησιμοποιώ)II τάση, κατεύθυνση II μαντρί H at a—, τρέχοντας II on the ~, σε φυγή, σεδιαρκή κίνηση || break into a —,αρχίζω να τρέχω II in the long —,μακροπροθέσμως || the common —,συνηθισμένος.

2run [ΓΛΠ] vti irreg τρέχω, κινούμαι,

run 194

(πλοίο) πλέω, (τραίνο) κάνω δρομολό-γιο || πέφτω/ρίχνω πάνω σε II μετα-φέρω, πηγαίνω II εκθέτω υποψηφιότη-τα II διευθύνω II λειτουργώ II δια-τρέχω, [δια]περνώ II γίνομαι, περιέχο-μαι σε ωρισμένη κατάσταση || εκτεί-νομαι, απλώνομαι, διαρκώ II ρέπω,έχω την τάση να είμαι || (για αφή-γηση) λέω II (για πλεχτό) ξεπλέκομαι,χαλώ II ~ across, βρίσκω/συναντώτυχαία II ~ after, κυνηγώ II ~ againstsb, έχω κπ ως αντίπαλο (ιδ. σε εκ-λογές) II ~ along, φεύγω II ~ at sb,ορμώ εναντίον κάποιου II ~ away,φεύγω, στρίβω, το σκάω II ~ awaywith sb, απάγομαι με κπ, αφηνιάζω,ξεφεύγω από κάθε έλεγχο II ~ awaywith sth, βουτάω, κλέβω κτ || ~ awaywith the idea/notion, βαυκαλίζομαι μετην ιδέα οτι || ~ back [over sth],ξανατυλίγω, ξαναγυρίζω, ξαναφέρνωστο νου || ~ down, (για όχημα) χτυπώ[και ρίχνω κάτω], (για ρολόι) ξεκουρ-δίζομαι, (για μπαταρία) αδειάζω, (γιαάνθρ.) εξαντλούμαι II ~ sb down,κακολογώ, διασύρω κπ, πιάνω [ύστερααπό καταδίωξη] II ~ sth down, κόβω(την ένταση, τη δουλειά, κλπ.) \\ ~in, στρώνω (μηχανή), χώνω κπ μέσα(στη φυλακή) II ~ into, τρακάρω,ρίχνω/πέφτω πάνω σε, δημιουργώ(χρέη), (για ποσό) ανέρχομαι II ~ offwith sth, κλέβω, το σκάω με κτ II ~sth off, αδειάζω, γράφω ή τυπώνωγρήγορα II ~ on, μιλώ συνέχεια, περι-στρέφομαι εις, συνεχίζομαι, (για χρό-νο) περνώ II ~ out, (για παλίρροια)υποχωρώ, (για προθεσμία) λήγω, (γιαεφόδια) τελειώνω, εξαντλούμαι II ~out on sb, παρατάω κπ || ~ over, ξεχει-λίζω, πετάγομαι γρήγορα, διαβάζω σταπεταχτά, (για όχημα) πατώ, κόβω, χτυ-πώ || ~ round to, πετάγομαι, πάωγρήγορα II ~ through, τρυπώ, δια-περνώ, εξετάζω γρήγορα, εξαντλώ(εφόδια) || ~ to, (για ποσό) ανέρχο-μαι, φθάνω, ρέπω προς || ~ up,υψώνω, φτιάχνω στα γρήγορα, σκα-ρώνω, προσθέτω, ανεβάζω (λογαρια-σμό), (για τιμή) ανεβαίνω II ~ upagainst, πέφτω επάνω εις, βρίσκω II ~up to, (για ποσό) ανέρχομαι II ~ uponsth, (για σκέψεις) γυρίζω γύρω από II~ sb hard/close, συναγωνίζομαι κπ μεεπιτυχία II ~ sb off his feet/legs,ξεποδαριάζω κπ || ~ errands/messages,

κάνω θελήματα II ~ arms/liquor, κάνωλαθρεμπόριο όπλων/ποτών II ~ ablockade, διασπώ έναν αποκλεισμό ||cut and ~, το βάζω στα πόδια.

runaway ['rAnawei] n δραπέτης, φυγάς.rung [ΓΛΓ)] π σκαλί (κινητής σκάλας).runner [ ' Γ Λ Μ ' ] Π δρομέας || (ως β'

συνθ.) λαθρέμπορος || n λαθρέμποροςII παραβλάσταρο II στενό, μακρύ χαλί(για σκάλα) II ~-up, επιλαχών (σεαγώνα).

running [-ΓΛηίη] π τρέξιμο || adj τρε-χούμενος, τρέχων, ρέων II πυορροών IIσυνεχής, αδιάκοπος || κινητός II (μετάαπό χρονική φράση) συνέχεια II ~-board, μαρσπιέ (αυτοκινήτου) II ~costs, τρέχοντα έξοδα, έξοδα λειτουρ-γίας II —in, ροντάρισμα, στρώσιμο(μηχανής) II ~ mate, συνυποψήφιος(για το μικρότερο από δύο αξιώματα).

runny ['ΓΛΠΙ] adj ρευστός, που τρέχει.runt [r\nt] Π κοντοστούμπης.runway ["rAnwei] n διάδρομος (αεροδρο-

μίου).rupee [rufpi:] n ρουπία.rupture frAptJa1"] n ρήξη II ιατρ. κήλη

II vf; διακόπτω, διαρρηγνύω/ -ομαι.rural [ruaral] adj αγροτικός.ruse [ru:z] n πανουργία, κόλπο.rush [ΓΛ[] Π ψαθί, βούρλο II τρεχάλα,

ορμή, βιασύνη II συρροή, συνωστι-σμός || αιφνίδια μεγάλη ζήτηση || vtiορμώ, σπεύδω, μεταφέρω βιαστικά IIκαταλαμβάνω εξ εφόδου II αναγκάζωκπ ν' αποφασίσει βιαστικά || ~ toconclusions, σπεύδω να βγάλω συμπερά-σματα.

rusk [rAsk] n παξιμάδι.russet ['rAsit] adj κοκκινωπός.Russian ['ΓΑ/Π] n Ρώσος II adj ρωσικός.rust [rAst] n σκουριά II vti σκουριάζω II

~less, ανοξείδωτος II ~y, σκουρια-σμένος.

rustic ['rAstik] n χωριάτης II adj αγρο-τικός, χωριάτικος II χοντροφτιαγμένος.

rustle [rAsl] n θρόισμα, φρου-φρού || vtiθροΐζω II τρίζω.

rut [rAt] n βαρβατίλα (ζώου) II αυλάκι,ροδιά II ρουτίνα II be in/get into a ~,είμαι /πέφτω στη ρουτίνα II —ted, αυ-λακωμένος.

ruthless ['ru:0l3s] adj ανηλεής, άσπλα-χνος, σκληρός.

rye [rai] n σίκαλη II ουίσκυ [απόσίκαλη].

S sSabbath ['saebaG], π Σάββατο (των Ιου-

δαίων), Κυριακή (των Χριστιανών).sabbatical [sa'bastikl] adj σαββατικός II

~ year/leave, άδεια απουσίας (σε κα-θηγητή Πανεπιστημίου, για έρευνα,κλπ.).

sable [seibl] n (γούνα) ζιμπελίν.sabot ['saebou] n τσόκαρο.sabre ['seibar] n σπάθη ιππικού.sac [sask] n ανατ. κύστη, θύλακας.saccharin ['saskarin] n σακχαρίνη.sachet ['saejei] n σακουλάκι.sack [saek] n σακί, τσουβάλι || (φόρεμα)

σάκος || λεηλασία II vt λεηλατώ, δια-γουμίζω || απολύω (υπάλληλο) II givesb/get the —, δίνω σε κπ/μου δίνουντα παπούτσια στο χέρι.

sacrament ['saekramantj n εκκλ. μυστή-ριο II the Holy S~, τα άχραντα μυστή-ρια || ~al [saekra'mentl] μυσταγωγικός,καθαγιασμένος.

sacred ["seikridj adj ιερός II θρησκευτι-κός II ~ cow, ταμπού 11 ~ness, ιερό-τητα.

sacrifice ['saskrifais] n θυσία II πώλησημε ζημιά || vti θυσιάζω II sacrificial[,saekri'fijl] θυσιαστήριος.

sacrilege ['ssekrilid3] n ιεροσυλία IIsacrilegious, ιερόσυλος.

sacristan fsaekristan] n νεωκόρος.sacristy ["saekristi] n σκευοφυλάκιο.sacrosanct ['saekrousaerjkt] adj ιερός και

απαραβίαστος.sad [saed] adj θλιμμένος, λυπημένος,

περίλυπος || λυπηρός, θλιβερός || αξιο-θρήνητος, οικτρός || ~den, λυπώ, θλί-βω/-ομαι || —ness, θλίψη.

saddle [saedl] n σέλλα, σαμάρι || ράχη(ζώου) II αυχένας (βουνού) || vt σελ-λώνω, σαμαρώνω II ~ sb with stb,φορτώνω κτ σε κπ II in the ~, έφιπ-πος, μτφ. σε θέση ισχύος, καβάλα II~r, σαμαράς II —bag, δισάκι.

sadism f'seidizsm] π σαδισμός I sadist,σαδιστής.

sadistic [sa'distik] adj σαδιστικός.safari [sa'farri] n σαφάρι.safe [seif] n χρηματοκιβώτιο II φανάρι

(για τρόφιμα) II adj ασφαλής, σίγου-ρος, ακίνδυνος II ασφαλισμένος, προ-φυλαγμένος II προσεκτικός, σώφρων ||~ and sound, σώος και αβλαβής II tobe on the — side, καλού-κακού II be~ to, είναι βέβαιο ότι || —deposit,

θησαυροφυλάκιο / θυρίδα σε τράπεζα ||~guard, εγγύηση, προστασία, vt προ-στατεύω, περιφρουρώ, διασφαλίζω II—keeping, φύλαξη.

safety ['seifti] n ασφάλεια || —belt,ζώνη ασφαλείας || ~-pin, παραμάνα II— razor, ξυριστική μηχανή || —valve,βαλβίδα ασφαλείας.

saffron ['saefiran] n κρόκος, ζαφορά.sag [saeg] n βαθούλωμα, κρέμασμα, χα-

λάρωση || νι βαθουλώνω [στη μέση],υποχωρώ II κρεμάω, κρεμιέμαι χαλαρά.

saga [~sa:ga] n έπος, σάγκα.sagacious [ss'geijas] adj οξυδερκής, νοή-

μων || sagacity [sa'gaesati] οξύνοια,νοημοσύνη.

sage [seid3] n φασκομηλιά II adj σοφός.sail [seil] π ιστίο, πανί II πλους II ιστι-

οφόρο πλοίο II vti πλέω II αποπλέω,ταξιδεύω II διαπλέω II κάνω ιστοπλοΐαII αρμενίζω, γλιστρώ, κινούμαι απαλάII in full —, πλησίστιος II under —,αρμενίζοντας II set ~, κάνω πανιά.

sailor ['seibr] π ναύτης, ναυτικός II bea bad/good —, με πιάνει / δεν με πιά-νει η θάλασσα.

saint [seint] n άγιος II —hood; — liness,αγιότητα II —ly, σαν άγιος.

sake [seik] n χάρη II for one's ~, γιαχάρη μου, για το καλό μου II forGod's ~, για τ' όνομα του Θεού!

salacious [sa'leifas] adj λάγνος, αισχρός.salad ["saelad] n σαλάτα.salary [sasbri] n μισθός II salaried, έμ-

μισθος, μισθωτός.sale [seil] n πώληση, πούλημα || πληθ.

εκπτώσεις, ξεπούλημα, δημοπρασία ||for /on —, πωλούμενος II — s depart-ment, τμήμα πωλήσεων || ~sman, πω-λητής || —smanship, η τεχνική τωνπωλήσεων || — swoman, πωλήτρια.

salient ['seiliant] adj προεξέχων, περί-οπτος || σημαντικός.

saline fseilain] n καθαρτικό άλας II adjαλατούχος, αλμυρός.

saliva [salaiva] n σάλιο.sallow [~saslou] adj ωχρός, κιτρινιάρι-

κος II —ed, κιτρινιασμένος.sally ["saeli] n έξοδος (πολιορκουμένων),

εξόρμηση II ευφυολόγημα || νί επι-χειρώ έξοδο II — out, βγαίνω, πάωπερίπατο.

salmon ['saeman] n σολομός.salon ['saetan] n ζ(ογρ. σαλόνι || κομμωτή-

saloon 196

pvo II beauty —, ινστιτούτο καλλονής.saloon [sa'luin] η αίθουσα, σαλόνι

(πλοίου, κλπ.) || ~ car, αυτοκίνητοσεντάν.

salt [so:It] η αλάτι || μτφ. άλας || πληθ.καθαρτικό II adj αλατισμένος || vtαλατίζω || ~ [down], παστώνω II ~away, αποταμιεύω II not worth his —,χαραμοφάης II take sth with a grain of—, δεν πολυπιστεύω κτ II —cellar,αλατιέρα II —pan, αλυκή II —-works,αλατωρυχείο, αλυκή II ~y, αλμυρός.

salubrious [sa'lu:brias] adj υγιεινός.salutary ['sasljutri] adj ωφέλιμος.salutation [.saelju' teifn] n χαιρετισμός.salute [sa'lu:t] n στρατ. χαιρετισμός II

stand at the —, μένω σε στάση χαιρε-τισμού || take the —, είμαι το τιμώμε-νο πρόσωπο σε παρέλαση.

salvage ['saelvid3] n διάσωση, ναυαγιαί-ρεση II ναυαγοσωστικά II vt διασώζω.

salvation [sasl'veifn] π σωτηρία.salve [saslv] n αλοιφή (για πληγές),

βάλσαμο II vt γλυκαίνω (πόνους).salver ['saelvar] n δίσκος, τάσι.salvo ['saelvou] n ομοβροντία.same [seim] adj, pron ίδιος, όμοιος ||

all/just the —, παρ' όλα αυτά II the— to you, (σε ευχές) παρομοίως, επί-σης II —ness, ομοιότητα.

samovar ['sasmouva/] n σαμοβάρι.sample [sa:mpl] n δείγμα II vt δοκιμάζω,

μτφ. γεύομαι || ~r , κέντημα (τουτοίχου).

sanatorium [,sasna'to:riam] n σανατόριο.sanctify ["saerjktifai] vt [καθ]αγιάζω ||

καθιερώνω.sanctimonious [.saerjkti'mounias] adj ψευ-

τοθεοφοβούμενος, υποκριτικός, φαρι-σαϊκός.

sanction ['saerjkjh] n έγκριση || καθιέ-ρωση || κύρωση || vt εγκρίνω || καθιε-ρώνω || κυρώνω.

sanctity ['saeqktiti] n αγιότητα, ιερότητα.sanctuary fsaenktjuari] π άδυτο, ιερό ||

άσυλο, καταφύγιο.sanctum ['saeqktam] π ιερό, άδυτο.sand [saend] n άμμος II πληθ. αμμουδιά

II —bank, σύρτη, μπάγκος (στη θά-λασσα) || —bar, φράγμα άμμου II —bath, αμμόλουτρο II —dune, αμμό-λοφος II —-glass, ρολόι με άμμο II —paper, γυαλόχαρτο || —-pit, σκάμμαάμμου || —stone, αμμόπετρα, ψαμμίτηςII —storm, αμμοθύελλα II —y, αμμώδης,(για μαλλιά), πυρόξανθος.

sandal [saendl] n πέδιλο, σανδάλι.sandwich [-saenwid3] n σάντουιτς II vt

στριμώχνω.sane [sein] n λογικός, υγιής (στο νου).

sanguine ['saeqgwin] adj αισιόδοξος ||αιματώδης.

sanitary ['saenitri] adj υγιεινός II υγειο-νομικός.

sanitation [,sasni'tei/n] n υγιεινή, αποχέ-τευση.

sanity ['saenati] n λογική, υγεία (τουνου).

'sap [sasp] n στρατ. λαγούμι II vt υπο-σκάπτω, υπονομεύω II —per, σκαπανέ-ας, λαγουμιτζής.

2sap [sasp] n χυμός (δέντρου) II μτφ.σφρίγος II —ling, δενδρύλιο II — py,χυμώδης II —wood, σώφλουδα.

sapphire fssefaia'"] n σάπφειρος, ζαφείριII adj ζαφειρένιος.

Saracen fsasrasan] n Σαρακηνός.sarcasm [sa:kiezm] n σαρκασμός.sarcastic [sa:'kaestik] adj σαρκαστικός.sardine [sa:'di:n] n σαρδέλα.sardonic [sa.'donik] adj σαρδόνιος.sash [sasj] n πλατιά ζώνη, λουρίδα από

ύφασμα.Satan [seitn] n Σατανάς.satanic [sa'taenik] adj σατανικός.satchel [saetjl] n σχολική τσάντα.satellite ['sastalait] n δορυφόρος.satiate ["seifieit] vi παραχορταίνω.satiety [sa'taiati] n κορεσμός.satin [sastin] n σατέν.satire ['saetaia'] n σάτιρα.satirical [sa'tirikl] adj σατιρικός.satirist ['sastarist] n σατιρικός.satirize ['saetaraiz] vt σατιρίζω.satisfaction [.sasti'sfaekjn] n ικανοποίηση

II επανόρθωση, αποζημίωση.satisfactory f.sastis'faektari] adj ικανοποιη-

τικός.satisfy ['sastisfai] vt ικανοποιώ II πείθω '

II — the examiners, περνώ με σχεδόνκαλώς.

satrap [saetrap] n σατράπης.saturate ['saetjureit] vt χημ. κορεννύω II

διαποτίζω II saturation, κορεσμός.Saturday fsaetadi] n Σάββατο.Saturn [saetan] n Κρόνος II —alia,

[.saeta'neilia] σατουρνάλια, όργια.satyr fsaetar] n σάτυρος.sauce [so:s] n σάλτσα || χαριτωμένη

αναίδεια || —pan, κατσαρόλα || —r,πιατάκι || flying ~r, ιπτάμενος δίσκος.

saucy [~so:si] adj αναιδής, τσαχπίνικος.sauna [sauna] n ατμόλουτρο, σάουνα.saunter [so:nta r] n σουλάτσο, βόλτα H

vi σεργιανίζω, περιδιαβάζω, σουλατσά-ρω II —er, περιπατητής.

sausage [-sosid3] n λουκάνικο || —roll,πιροσκί.

savage [-saevid3] n άγριος, πρωτόγονοςII adj άγριος, απολίτιστος II σκληρός

197 scent

II εξαγριωμένος II νί (για ζώα) δαγκώ-νω, στραπατσάρω II ~ry, αγριότητα,σκληρότητα.

savanna[h] [sa'vaena] n σαβάννα.'save [seiv], saving [~seivirj] prep εκτός,

πλην.save [seiv] vti σώζω, γλυτώνω || ~ up,

αποταμιεύω, φυλάω II ~r, σωτήρας.saving [seivirj] η σωτηρία, εξοικονόμηση

II πληθ. αποταμιεύσεις || adj σωτήριοςII ~ clause, επιφύλαξη, όρος ασφα-λείας || ~s bank, ταμιευτήριο j| ~saccount, λογαριασμός ταμιευτηρίου.

saviour [~seivi3r] n λυτρωτής, Σωτήρας.savory ['seivarij n θροΰμπη.savour [~seiv3r] n νοστιμάδα, γεύση,

άρωμα II vti γεύομαι, απολαμβάνω ||~ of, έχω γεύση / μυρουδιά, προδίδω,δείχνω II ~y, νόστιμος, πικάντικος.

savvy ['saevi] n si νιονιό || ~ ? μπήκες( = κατάλαβες);

saw [so:] n πριόνι II vt πριονίζω II ~off, κόβω με πριόνι II ~ up, τεμαχίζωμε πριόνι H —dust, πριονίδι.

Saxon [saeksn] n Σάξωνας.saxophone ['sasksafoun] n σαξόφωνο.say [sei] n λόγος, κουβέντα II vti irreg

λέω II have one's ~, λέω το λόγο μουII that is to ~, δηλαδή II there is no~ing, δεν μπορεί να πει κανείς || itgoes without ~ing, δε θέλει συζήτηση,είναι αναμφισβήτητο || —ing, ρητό.

scab [skaeb] n ψώρα II κρούστα πληγήςII απεργοσπάστης, προδότης II —by,ψωριάρης.

scabbard fskasbad] n θηκάρι.scabies ['skeibi:z] n ψώρα.scabrous ['skeibras] adj σκαμπρόζικος.scaffold fskaefould] n σκαλωσιά || ικρίω-

μα, κρεμάλα II —ing, σκαλωσιά.scald [sko:ld] n ζεμάτισμα, έγκαυμα

(από καυτό υγρό) \\ vt ζεματίζω IIξεθερμίζω || ζεσταίνω πολύ.

'scale [skeil] n λέπι II φλούδα (σκουριάς,μπογιάς, κλπ.) II δίσκος (ζυγαριάς) IIπληθ. ζυγαριά, πλάστιγγα II vti ξελε-πιάζω, καθαρίζω II ζυγίζω.

'scale [skeil] n κλίμακα II vti αναρριχώ-μαι, σκαρφαλώνω II — up/down, αυξά-νω/μειώνω κατά την αυτή κλίμακα IIdraw to ~, σχεδιάζω υπό κλίμακα IIon a small/large —, σε μικρή / μεγάληκλίμακα.

scallywag [skaeliwasg] n αστειολ. αλι-τήριος.

scalp [skaelp] n τριχωτό μέρος τηςκεφαλής |( νί γδέρνω το κρανίο.

scalpel ['skaslpal] n νυστέρι.scamp [skaemp] n τιποτένιος, μασκαράς,

ζαβολιάρης || vt ψευτοφτιάχνω (δου-

λειά).scamper fskaempar] n τρεχάλα II ν;

τρέχω τρομαγμένα (σαν ποντικός).scampi ['skampi] n γαρίδες, καραβίδες.scan [skasn] vti ψάχνω / εξετάζω με τα

μάτια || ρίχνω βιαστική ματιά II ανι-χνεύω.

scandal [skasndl] n σκάνδαλο II κουτσο-μπολιό II ~ize, σκανδαλίζω II —monger, σκανδαλοθήρας II —monger-ing, σκανδαλοθηρία II ~ous, σκανδα-λώδης.

Scandinavian [.skasndi'neivian] n Σκαν-διναβός || adj σκανδιναβικός.

scant [skaent] adj ανεπαρκής, πολύ λίγοςII vt τσιγγουνεύομαι II — y, λιγοστός II~ily, ανεπαρκώς II ~iness, ανεπάρκεια.

scapegoat ['skeipgout] n αποδιοπομπαίοςτράγος, εξιλαστήριο θύμα.

scar [ska:r] n ουλή, σημάδι II vti σημα-δεύω II — over, επουλώνομαι.

scarab fskasrab] n σκαραβαίος.scarce [skeas] adj σπάνιος II make one-

self —, εξαφανίζομαι || ~ly, μόλις καιμετά βίας, σχεδόν καθόλου.

scarcity ['skeasati] π σπάνις.scare [skesr] n φόβος, τρόμος, πανικός

II vt φοβίζω, τρομάζω II ~ sb stiff, πα-νικοβάλλω κπ || raise a —, δημιουργώπανικό II ~ headline, δημοσιογρ. πη-χυαίος τίτλος || —crow, σκιάχτρο II—monger, διαδοσίας.

scary ['skeari] adj τρομαχτικός, πουτρομάζει κπ.

scarf [ska:f] π κασκόλ, φουλάρι.scarlet [~ska:lat] n άλικο (χρώμα) || adj

άλικος, κατακόκκινος II — fever, οστρα-κιά.

scarp [ska:p] π γκρεμός.scathing [~skei6irj] adj καυστικός, δηκτι-

κός.scatter [~skastar] vti [δια]σκορπίζω/

-ομαι II —brain[ed], ελαφρόμυαλος.scatty ['skaeti] adj μουρλός, παλαβός.scavenger [~skaevind3ar] π σκουπιδιαρης,

ζώο ή όρνιο που τρώει ψοφίμια.scenario [si~na:riou] n σενάριο.scene [si:n] n σκηνή || τόπος, θέατρο

(ενός γεγονότος) || επεισόδιο || θέα,εικόνα, τοπίο, εντύπωση II σκηνικό \\make a ~, δημιουργώ σκηνή/επεισό-διο II behind the ~s, στα παρασκήνιαII —-painter, σκηνογράφος II —-shifter,μηχανικός θεάτρου II —ry ['si:nari]τοπίο, θέα, θέατρ. σκηνικά.

scenic [si:nik] adj σκηνικός, θεατρικόςII γραφικός II του τοπίου.

scent [sent] n ευωδιά, μυρουδιά || άρω-μα || ίχνος, ντορός (ζώου) II (ιδ. γιασκυλί) όσφρηση II νί αρωματίζω II

sceptic 198

μυρίζω, οσφραίνομαι II be on the —,είμαι στα ίχνη II be off the —, έχωχάσει τα ίχνη II throw sb off the ~,κάνω κπ να χάσει τα ίχνη μου ίι—less, άοσμος.

sceptic fskeptik] η σκεπτικιστής II ~al,σκεπτικιστικός II —ism, σκεπτικισμός.

sceptre ['septa'] η σκήπτρο.schedule ['jedju:l, US "sked3ul] n πρό-

γραμμα, χρονοδιάγραμμα II vt προ-γραμματίζω II on —, στην ώρα του IIbehind —, καθυστερημένος || accordingto —, σύμφωνα με το πρόγραμμα.

schematic [ski'rnaetik] adj σχηματικός,γραφικός || — ally, σχηματικά.

scheme [ski:m] η σχέδιο, διάγραμμα IIμηχανορραφία, δολοπλοκία II συνδυα-σμός, [διά]ταξη II vti μηχανορραφώ,σχεδιάζω II —r, δολοπλόκος II schem-ing η ραδιουργίες, κομπίνες, adj ρα-διούργος, μηχανορράφος.

scherzo ['skestsou] η μουσ. σκέρτσο.schism [sizam] η σχίσμα.schizophrenia [,skitsou'fri:nia] η σχιζο-

φρένεια II schizophrenic [-'frenik] adjσχιζοφρενής, σχιζοφρενικός.

scholar [-skolar] η σοφός, μελετητής ||υπότροφος II γραμματισμένος II ~ly,λόγιος, δόκιμος II -—ship, σοφία, ευρυ-μάθεια, υποτροφία.

scholastic [ska'lsestik] adj εκπαιδευτικός,σχολικός II σχολαστικός, δασκαλίστι-κος.

scholasticism [ska'laestisizm] η σχολαστι-κισμός.

school [sku:l] η σχολείο II σχολή IIκοπάδι (ψάρια) II vt διαπαιδαγωγώ,γυμνάζω, μορφώνω, μαθαίνω II ~ board,US σχολική εφορία II —boy, μαθητής ||—girl, μαθήτρια II —fellow/mate, συμ-μαθητής || —master, δάσκαλος ||— mistress, δασκάλα II —ing η εκπαί-δευση, σπουδές, μόρφωση, γύμνασμα.

schooner ['sku:nar] η σκούνα.sciatica [sai'aetika] η ισχιαλγία.science [saians] n επιστήμη II τεχνική.scientific [,saian~ tifik] adj επιστημονικός.scientist ['saiantist] η επιστήμονας.scimitar ['simitar] η γιαταγάνι.scintilla [sin'tib] η σπινθήρας, κόκκος.scintillate ['sintileit] vi σπινθηροβολώ.scion [saian] η βλαστός, γόνος.scissors ['sizaz] η ψαλίδι.sclerosis [skla'rousis] η σκλήρωση.scoff [skof] η χλευασμός Ι) περίγελως II

si φαΐ || vi — at, λοιδωρώ, χλευάζω,κοροϊδεύω || vt si χάφτω.

scold [skould] vti κατσαδιάζω, γκρινιάζω.sconce [skons] η απλίκα.scoop [sku:p] η σέσουλα, κοντόχερο

φτυάρι II κουταλιά, φτυαριά II δημοσι-ογραφική ή εμπορική επιτυχία, 'λαυ-ράκι' || vt κοιλώνω, κουφώνω || πετυ-χαίνω [καλή δουλειά] II — out/up,φτυαρίζω, αδειάζω (με τη σέσουλα) ||at one ~, μονοκοπανιά.

scooter [-sku:t3r] η βέσπα II πατίνι.scope [skoup] η περιθώριο, ευκαιρία,

ορίζοντας, πεδίο δράσεως.scorch [sko:tj] η κάψιμο, καψάλισμα II

vti καίω/-ομαι, καψαλίζω || ξεραίνω ||τρέχω σαν τρελλός || ~ed earth poli-cy, στρατ. τακτική ερήμωσης τωνπάντων || —er, πολύ ζεστή ημέρα,κάψα || —ing, καυτός.

score [sko:r] η σκορ II μουσ. παρτιτού-ρα || εικοσάδα || ρωγμή, χαρακιά,εγκοπή II λογαριασμός II λόγος, αιτίαII vti χαρακώνω, αυλακώνω, σημαδεύωII αθλ. κερδίζω || — out, διαγράφω II— sth up against sb, χρεώνω κτ σε κπII settle old ~s, κανονίζω παλιούςλογαριασμούς || ~ί of, ένα σωρό II~ Γ , σκορέρ.

scorn [sko.n] η περιφρόνηση, χλευα-σμός || περίγελως || περιφρονώ II θεωρώανάξιο, απαξιώ να || —ful, περιφρονη- ιτικός.

scorpion [sko:pian] η σκορπιός.Scot [skot] η Σκώτος, Σκωτσέζος.Scotch [skotj] adj σκωτσέζικος || η

ουίσκι.scot-free [.skot'fri:] adj ατιμώρητος,

σώος.Scots [skots] adj σκωτικός II —man,

Σκωτσέζος || —woman, Σκωτσέζα.Scottish ['skotijl adj σκωτσέζικος.scoundrel [skaundral] η αχρείος, μα-

σκαράς, παλιάνθρωπος.'scour [skauar] n τρίψιμο, καθάρισμα,

γυάλισμα, πλύσιμο || vti τρίβω II γυα-λίζω, καθαρίζω II ξεπλένω II — off/away, βγάζω τρίβοντας II — er, σύρμακαθαρισμού.

scour [skauar] vti [δια]τρέχω, ψάχνωπαντού.

scourge [ska:d3] η μτφ. μάστιγα, πληγήII vt μαστιγώνω, βασανίζω, τιμωρώ.

scout [skaut] η ανιχνευτής II περιπολικότης οδικής βοήθειας || κυνηγός ταλέ-ντων II vi ~ about, ανιχνεύω, ψάχνω,κάνω αναγνώριση || Boy S~, πρόσκο-πος || Girl S~, US οδηγός, προσκο-πίνα.

scowl [skaul] n κατσούφιασμα, βλοσυρόύφος II vi στραβοκοιτάζω, κοιτάζωβλοσυρά.

scrabble [srasbl] vi — (about) ψάχνω ψα-χουλευτά.

scraggy [skraegi] adj κοκκαλιάρης.

199 sea

scramble [skrambl] π σκαρφάλωμα ||σπρωξίδι || vti σκαρφαλώνω II ~ [forsth], αγωνίζομαι, παλεύω, σπρώχνομαιII ~d eggs, αυγά σφουγγάτο.

scrap [skrasp] η κομματάκι, θρύψαλο ||απορρίμματα II πληθ. υπολείμματα,απομεινάρια, αποφάγια II απόκομμα(εφημερίδας) || καυγάς II vti πετώ κτ(ως άχρηστο) II καυγαδίζω, τσακώνο-μαι || not care a ~, δε μου καίγεταικαρφί || throw sth on the —-heap,πετάω κτ στα σκουπίδια II —book,άλμπουμ (με αποκόμματα) |[ ~py, ετε-ρόκλητος, ασύνδετος.

scrape [skreip] n τρίψιμο, ξύσιμο, γρα-τσούνισμα, γδάρσιμο II μπλέξιμο, δύ-σκολη θέση || vti ξύνω, τρίβω, καθαρί-ζω || γρατσουνίζω II ~ along, περνώ ξυ-στά, μτφ. φυτοζωώ, μόλις τα βγάζωπέρα || ~ through, μόλις και μετάβίας περνώ II ~ together, μαζεύω μεπολλή δυσκολία II ~r, ξυστήρι ||scrapings n pi ξέσματα.

scratch [skrstfl n γρατσούνισμα II νυχιά,ξέγδαρμα || ξύσιμο II adj ετερόκλητος,πρόχειρος, αυτοσχέδιος II vti γρατσου-νίζω, [ξε]γδέρνω II ξύνω II τρίζω ||αποσύρω/-ομαι (από διαγωνισμό κλπ.)II σκαλίζω, βρίσκω (σκαλίζοντας) || ~out, διαγράφω, σβήνω || ~ up/togeth-er, μαζεύω με δυσκολία II start from~, αρχίζω από το μηδέν/το τίποτα ||i>e up to ~, είμαι στο ύψος των πε-ριστάσεων || ~y, πρόχειρος, απρόσε-χτος, (για πένα) που τρίζει.

scrawl [skro.l] n ορνιθοσκαλίσματα, βια-στικό γράψιμο /σημείωμα II vt κακο-γράφω, γράφω βιαστικά.

scrawny f skrcni] adj κοκκαλιάρικος.scream [skri:m] n κραυγή, σκουξιά || vti

σκούζω, ουρλιάζω, ξεφωνίζω, στριγ-γλίζω.

scree [skn:] n σάρα.screech [skri:tj] n κραυγή, στριγγλιά,

τσίριγμα II vti στριγγλίζω, τσιρίζω.screen [skri:n] n παραπέτασμα, παραβάν

II οθόνη || κόσκινο || vti προστατεύω,συγκαλύπτω, κρύβω || χωρίζω (με πα-ραβάν) || κοσκινίζω || εξετάζω, περνώαπό κόσκινο.

screw [skru:] n βίδα || έλικας, προπέλαII στρίψιμο, σφίξιμο, πίεση || χάρτινοχωνάκι || vti βιδώνω II στρίβω, στίβωII si κανονίζω (γυναίκα) II have a ~loose, μου'χει στρίψει II put the ~s onsb, ασκώ πίεση σε κπ II ~ up one'sface/eyes, στραβώνω το πρόσωπο, ζα-ρώνω τα μάτια || ~y, λοξός, παλαβός.

scribble [skribl] n ορνιθοσκαλίσματα,βιαστικό γράψιμο II vt γράφω βια-

στικά || ·~Γ, γραφιάς.scribe [skraib] n γραφέας, (στους Ιου-

δαίους) γραμματέας.scrimmage ['skrimidj] n συμπλοκή, ανα-

μπουμπούλα, στριμωξίδι, σπρωξίδι.script [skript] n γραφή II σενάριο 11 —

writer, σεναριογράφος.scripture ['skript/3r] n Γραφή II πληθ. η

Αγία Γραφή.scroll [skroul] n ρόλος περγαμηνής.scrounge [skraund3] vti κάνω τράκα,

σουφρώνω I! ~r, τρακαδόρος, σελέμης.'scrub [skrAb] n χαμόκλαδο II θαμνότο-

πος II —by, γεμάτος θάμνους κι αγκάθιαII κατσιασμένος II (γένια) άγριος IIάθλιος.

2scrub [strAb] n τρίψιμο || vti τρίβω,καθαρίζω (με βούρτσα) II αγνοώ, ακυ-ρώνω (π.χ. διαταγή).

scruff [skrAf] n δέρμα (του σβέρκου) II~y, λέτσος, βρώμικος.

scrumptious ['skrAmpJas] adj πεντανό-στιμος.

scruple [skru.pl] n ενδοιασμός, δισταγ-μός.

scrupulous [skru:pjutas] adj ευσυνείδη-τος, σχολαστικός.

scrutinize [skru:tinaiz] vt εξετάζω προ-σεκτικά, διερευνώ, περιεργάζομαι.

scrutiny ['sknr.tini] n εξονυχιστική έρευ-να II νέα καταμέτρηση [ψήφων].

scud [sL\d] vi γλιστρώ, τρέχω αθόρυβα.scuff [skAfj vti περπατώ σέρνοντας τα

πόδια || λυώνω, χαλώ.scuffle [skAfl] n συμπλοκή, καυγάς II vi

συμπλέκομαι.scullery ['skAbri] n λάντζα.sculpt [skAlpt] vt σκαλίζω, φιλοτεχνώ

γλυπτό II ~or, γλύπτης II —ress, γλύ-πτρια.

sculptural ['skAlptfarl] adj γλυπτός, γλυ-πτικός, πλαστικός, αγαλματένιος.

sculpture ['skAlptfa'"] n γλυπτική || γλυ-πτό || vt φιλοτεχνώ [γλυπτό].

scum [skAm] n απόβρασμα.scupper ['skApar] vt βουλιάζω [πλοίο].scurf [ska:f] n πιτυρίδα || ~y, κασίδης.scurrilous ['skAribsj adj υβριστικός, χυ-

δαίος || scurrility [sks'ribti] n υβρεο-λόγιο, βρισιά, χυδαιότητα.

scurry ['skAri] n τρεχάλα, φυγή || στρό-βιλος || vi τρέχω, σπεύδω.

scurvy fska:vi] n σκορβούτο II adjάτιμος, πρόστυχος, χυδαίος.

scuttle [skAtl] π φυγή, τρεχάλα II φινι-στρίνι II ~ (off/away) vti το βάζωστα πόδια, τρέπομαι σε φυγή II βου-λιάζω [πλοίο],

scythe [sai5] n δρεπάνι.sea [si:] π θάλασσα, ωκεανός II adj

seal 200

θαλασσινός II go to —, γίνομαι ναυτι-κός II put to —, σαλπάρω II be at —,είμαι πελαγωμένος, τα'χω χαμένα IIby —, διά θαλάσσης || the high ~s,τ'ανοιχτά, το πέλαγος II ~ bed, πάτοςτης θάλασσας II —-bird, θαλασσοπούλιII —board, αιγιαλός II —dog, φώκια,σκυλόψαρο, μτφ. θαλασσόλυκος II -—faring, ναυτικός II —food, θαλασσινά II— front, παραλία [πόλης] II —going,ποντοπόρος II —gull, γλάρος || —horse, ιππόκαμπος II —level, επιφά-νεια της θαλάσσης || —man, ναύτης,ναυτικός, θαλασσινός II —port, πόρτο,λιμάνι || —scape, θαλασσογραφία II—shore, ακτή || —sick, ναυτιών ||—sickness, ναυτία II —side, παραλία,ακτή II —-urchin, αχινός I! —-way,απόνερα, θαλασσιά οδός II —weed,φύκι || —worthy, (για πλοίο) ικανό ναπλεύσει.

seal [si:l] η φώκια II σφραγίδα II vtσφραγίζω, κλείνω (φάκελο) II —ing-wax,βουλοκέρι.

seam [si:m] η ραφή || ένωση, αρμός IIφλέβα (μετάλλου) II ουλή, ρυτίδα II— less, χωρίς ραφή || —stress, ράφτραII ~y, άσχημος.

sear [siar] vt καυτηριάζω (πληγή) \\καίω (με πυρακτωμένο σίδερο).

search [sa:tj] n έρευνα, αναζήτηση IIερευνώ, ψάχνω II — out/for, [ανα]ζητώII in — of, σε αναζήτηση || —light,προβολέας II —party, ομάδα έρευνας/αναζήτησης Ιί —-warrant, ένταλμαέρευνας II —ing, διεισδυτικός, ερευνη-τικός.

season [si:zn] n εποχή II περίοδος || vtiψήνω, σκληραίνω, εθίζω II καρυκεύω,νοστιμίζω II απαλύνω || in due —, ενκαιρώ || —[-ticket], εισιτήριο διαρ-κείας II —able, της εποχής, επίκαιρος,έγκαιρος II —al, εποχιακός.

seat [si:t] n κάθισμα, θέση II κέντρο,έδρα, εστία II πάτος (καθίσματος), κα-βάλος (παντελονιού) II (στη Βουλή)έδρα II τρόπος καθίσματος II vt καθίζωII χωράω, έχω θέσεις για.

secateurs ['sekat3:z] n pi ψαλίδα (τουκήπου).

secede [si"si:d] vi αποσχίζομαι, αποσκιρ-τώ.

secession [si'sejn] n απόσχιση, αποσκίρ-τιση.

seclude [si'klu:d] vt απομονώνω II —d,απομονωμένος, παράμερος, ήσυχος.

seclusion [si'klu^n] n [απο]μόνωση, μο-ναξιά.

'second ['seksnd] adj δεύτερος II ~ tonone, κατώτερος κανενός II — thoughts,

ωριμότερες σκέψεις II — in command,υπαρχηγός II S— Coming, ΔευτέραΠαρουσία || — ballot, επαναληπτικήψηφοφορία II — childhood, ξεμωράμα-τα II — lieutenant, ανθυπολοχαγός II —sight, διόραση || —class, δευτέραςκατηγορίας/ θέσεως II —-hand, μετα-χειρισμένος II —-rate, παρακατιανός.

2second ['sekand] n δεύτερος II πληθ.είδη δεύτερης διαλογής II (σε εξετά-σεις) λίαν καλώς II (σε μονομαχία)μάρτυρας II δευτερόλεπτο || —hand,δείκτης δευτερολέπτων II vt [si'kondjυποστηρίζω (πρόταση), σιγοντάρω II στρατ.αποσπώ II —ment, απόσπαση.

secondary ["seksndri] adj δευτερεύων,(εκπαίδευση) μέση.

secrecy fsi.-krasi] n εχεμύθεια, μυστικό-τητα.

secret ['si:krat] n μυστικό II adj κρυφός,μυστικός II an open —, κοινό μυστικόII keep a ~, κρατώ ένα μυστικό IImake no — οι, δεν κρύβω II in —,εμπιστευτικά.

secreterial [.sekrs'tesrial] adj (του) γραμ-ματέως II — school, σχολή γραμματέων.

secretariat [.sekra'teariset] n γραμματεία.secretary ['sekratri] n γραμματέας II MB

υπουργός II S—General, Γενικός Γραμ-ματέας.

secrete [si'kri:t] vt εκκρίνω (υγρό) ||αποκρύπτω.

secretion [si~kri:Jn] n έκκριση || από-κρυψη.

secretive ['sukrativ] adj κρυψίνους II—ness, κρυψίνοια.

sect [sekt] n αίρεση II — arian [-"tesrian]φατριαστικός, σεχταριστής || —arianism,σεχταρισμός.

section [~sekjn] n τμήμα, τομέας, τομή IIπαράγραφος || —al, τμηματικός, συν-τεχνιακός, τοπικιστικός II — alism, το-πικισμός.

sector ['sektar] n τομέας.secular [-sekjubr] adj κοσμικός, λαϊκός,

εγκόσμιος || —ism, λαϊκισμός, αντικλη-ρικισμός II — ize, κοσμικοποιώ.

secure [si'kju3r] adj ασφαλής || βέβαιος,σίγουρος || vt σιγουρεύω, στερεώνω IIασφαλίζω || εξασφαλίζω.

security [si'kjuarsti] n ασφάλεια || εγ-γύηση II πληθ. τίτλοι, αξίες, χρεώ-γραφα II public —, δημόσια ασφάλειαII social —, κοινωνικές ασφαλίσεις ||stand ~ for sb, εγγυούμαι για κπ.

sedan [si'daen] n λιμουζίνα II ατομικόφορείο.

sedate [si'deit] adj ήρεμος, γαλήνιος,νηφάλιος, σοβαρός II —ness, ηρεμία.

sedation [si'dei/n] π νάρκωση.

201 seminar

sedative ['secbtiv] π ηρεμιστικό || adjκαταπραϋντικός.

sedentary [sedantri] adj καθιστικός.sedge [sed3] η σπαθόχορτο.sediment [sedimant] η ίζημα, κατακάθι.sedition [si'dijn] η στάση, ανταρσία.seditious [sidifas] adj στασιαστικός.seduce [si'dju:s] vt παρασύρω, δελεάζω,

εκμαυλίζω II αποπλανώ, ξελογιάζω II~r, ξελογιαστής, διαφθορέας.

seduction [si'dAkjn] π αποπλάνηση, ξε-λόγιασμα || θέλγητρο, γοητεία.

seductive [si'dAktiv] adj δελεαστικός, σα-γηνευτικός.

sedulous ['sedjulas] adj επιμελής, φιλό-πονος, επίμονος.

see [si:] η επισκοπική έδρα II vti irregβλέπω II καταλαβαίνω II συναντώ IIφροντίζω II φαντάζομαι II ~ about,ασχολούμαι, φροντίζω II ~ sb back/out, συνοδεύω κπ πίσω/μέχρις έξω ||~ si off, ξεπροβοδίζω κπ II ~ throughsb, καταλαβαίνω κπ, δεν με ξεγελάει ||~ to, φροντίζω για || ~ stars, βλέπωτον ουρανό σφοντύλι || ~ the last ofsb, δεν ξαναβλέπω κπ στα μάτια μουII ~ the sights, επισκέπτομαι τ' αξιο-θέατα II —ing that, μιας και, επειδή ||~ you (soon); be ~ing you, ωρεβουάρ.

seed [si:d] η σπόρος II σπέρμα || σπειρίII κουκούτσι || vti (για φυτό) βγάζωσπόρους II σπέρνω II run/go to —,(φυτό) ξεσποριάζω, (άνθρ.) ρέβω II —bed, φυτώριο || —oil, σπορέλαιο ||~less, χωρίς κουκούτσια II ~ling, φυ-τάδι li ~y, μτφ. αδιάθετος, φθαρμένος.

seek [si:k] vt irreg [ανα]ζητώ, γυρεύω,ψάχνω || ~ for, επιζητώ, επιδιώκω.

seem [si:m] vi φαίνομαι || ~ing adjφαινομενικός || ~ingly, φαινομενικά.

seemly ['si:mli] adj κόσμιος, ευπρεπής.seep [si:p] vi διαποτίζω, στάζω, περνώ.seer [si:ar] n μάντης, προφήτης.seasaw ['si:so:j η τραμπάλα II vi τραμπα-

λίζομαι.seethe [si:5] vi — with, μτφ. βράζω,

κοχλάζω από, είμαι γεμάτος από.segment [segmant] η τμήμα, τεμάχιο.segregate fsegrigeit] vt [δια]χωρίζω,

απομονώνω II segregation, διαχωρισμός.seismic fsaizmik] adj σεισμικός.seismograph [saizmagra:f] π σεισμογρά-

φος || seismology [saiz'moladji] σει-σμολογία II seismologist, σεισμολόγος.

seize [si:z] vti συλλαμβάνω, πιάνω ||καταλαμβάνω, κυριεύω II κατάσχω II~ upon, αρπάζω, δράττομαι.

seizure [~si:3ar] π σύλληψη || κατάληψηII κατάσχεση II ιατρ. προσβολή.

seldom [seldam] adv σπάνια.

select [si'lekt] vt διαλέγω, επιλέγω II adjεκλεκτός II ~ion, εκλογή, επιλογή Ι!συλλογή, ποικιλία II ~ive, εκλεκτικός,επιλεκτικός II —ively, κατ' επιλογή.

self [self] η εαυτός II άτομο, εγώ II ίδιοςII prefix αυτό— II —-absorbed, εγω-παθής II —abuse, αυνανισμός || —acting, αυτόματος II —appointed, αυτό-κλητος II —-assertive, αυταρχικός II—-assurance, αυτοπεποίθηση II —centred, εγωκεντρικός II —collected,ψύχραιμος || —-command, αυτοκυριαρ-χία || —-complacent, αυτάρεσκος II-—confidence, αυτοπεποίθηση || —conscious, άτολμος, αμήχανος II —control, αυτοκυριαρχία II -—defence,αυτοάμυνα || —-denial, αυταπάρνηση II—-determination, αυτοδιάθεση || —educated, αυτοδίδακτος II —-effacing,σεμνός II —-evident, αυταπόδεικτος II

examination, αυτοέλεγχος II —im-portant, εγωιστής, φαντασμένος || —in-dulgence, τρυφηλότητα || —interest,ιδιοτέλεια || —made, αυτοδημιούργητοςII —-opinionated, ξεροκέφαλος, πεισμα-τάρης II —pity, μεμψιμοιρία II —pos-sessed, ατάραχος II —possession, αυτο-κυριαρχία II —-preservation, αυτοσυντή-ρηση II —-reliance, αυτοδυναμία II—respect, αυτοσεβασμός II —rule, αυτο-διοίκηση II —satisfied, αυτάρεσκος II—seeking, συμφεροντολογικός II —ser-vice, αυτοεξυπηρέτηση || —sown, αυτο-φυής II —starter, αυτοκ. μίζα II—-styled, αυτοκαλούμενος II —sufficien-cy, αυτάρκεια II —-sufficient, αυτάρκηςII —will, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη II—-willed, πεισματάρης, ισχυρογνώμων.

selfish f selfij] adj ιδιοτελής.sell [sel] vti irreg πουλώ /-ιέμαι || —

off, πουλώ σε χαμηλές τιμές, ξεκάνωII — out, ξεπουλώ II — oneself, προ-βάλλομαι, δείχνω τις ικανότητες μουII be sold on sth, πιστεύω κτ, γίνομαιοπαδός [μιας ιδέας] II —er, πωλητής.

selvage, selvedge [selvidj] η ούγια.semantic [sa" maentik] adj σημασιολογι-

κός || —s, σημαντική.semblance [semblans] π ομοιότητα.semen fsi:man] η σπέρμα.semester [si'mestar] η σχόλ. εξάμηνο.semi— [semi] prefix ημι— II —-auto-

matic, ημιαυτόματος II —circle, ημι-κύκλιο II —circular, ημικυκλικός II —colon, άνω τελεία || —final, ημιτελικόςII —official, ημιεπίσημος II —breve,μονσ. ολόκληρη νότα.

seminal [seminl] adj σπερματικός IIμτφ. γονιμοποιός, δημιουργικός.

seminar [semina/] η σεμινάριο II —y,

Semitic 202

ιεροδιδασκαλείο.Semitic [si'mitik] adj σημιτικός.senate ['senat] η σύγκλητος II γερουσία.senator ['senatar] η γερουσιαστής.send [send] vti irreg στέλνω II προκαλώ,

κάνω II ~ away, διώχνω II ~ down,ρίχνω (τιμές) || ~ for, στέλνω γιακπ / κτ II ~ in, υποβάλλω II ~ si» off,ξεπροβοδίζω κπ || ~ sth off, εξαπο-στέλλω II ~ on, στέλνω μπροστά II ~out /forth, εκπέμπω, εκ βάλλω II ~ up,ανεβάζω, παρωδώ, διακωμωδώ II ~er,αποστολέας.

senile fsi:nail] adj γεροντικός, ξεμω-ραμένος.

senility [si'nilati] η γεροντική άνοια.senior [-si:niar] adj πρεσβύτερος || πα-

λαιότερος, αρχαιότερος II ~ity, ταπρεσβεία, αρχαιότητα (βαθμού).

sensation [sen'seijn] η αίσθηση, αίσθη-μα, εντύπωση II cause a ~, προκαλώαίσθηση || ~al, εντυπωσιακός, πολύ-κροτος II ~alism, δημοσιογρ. κιτρινι-σμός.

sense n αίσθηση || πληθ. τα λογικά IIαίσθημα, συναίσθηση, συνείδηση IIλογική || έννοια, νόημα, σημασία II vt[διαισθάνομαι, έχω το αίσθημα || bein one's —s, είμαι στα λογικά μου Hbe out of one's ~s, έχω χάσει ταλογικά μου II take hare of one's ~s,μου στρίβει II have the — to, έχω τηνεξυπνάδα να II talk ~, μιλώ λογικά ||common ~, κοινή λογική II make ~,έχω νόημα || ~less, παράλογος, αναί-σθητος.

sensibility [,sens3~bilati] n ευαισθησία,αίσθημα, αισθαντικότητα.

sensible [sensabl] adj λογικός Ι! αισθη-τός.

sensitive fsensativ] adj ευαίσθητος ||εύθικτος, ευπαθής || sensitivity, ευαι-σθησία.

sensitize [sensataiz] vt ευαισθητοποιώ.sensory [sensari] adj αισθητήριος.sensual ['senjual] adj αισθησιακός, φιλή-

δονος || ~ism; ~ity, φιληδονία.sensuous ['senjuas] adj αισθησιακός.sentence ['sentans] n γραμμ. πρόταση ||

νομ. απόφαση (καταδικαστική), ποινήII vt καταδικάζω II pass ~ on sb, επι-βάλλω ποινή σε κπ II serve one's ~,εκτίω την ποινή μου.

sentiment [sentimant] n [συν]αίσθημα,συναισθηματισμός II άποψη, γνώμη II~al, [συν]αισθηματικός II —alist, αισθη-ματίας II —alky, αισθηματολογία 1!~alize, αισθηματολογώ.

sentinel ['seminal] n φρουρός.sentry ['sentri] n φρουρός, σκοπός II —-

box, σκοπιά II be on —go, είμαισκοπιά (υπηρεσία).

separable ['separabl] adj ευδιαχώριστος.'separate ['seprat] adj χωριστός, ιδιαί-

τερος.separate ['separeit] vti χωρίζω/ -ομαι.separation [.sepa'reijn] n χωρισμός.September [sa'ptembar] n Σεπτέμβριος.septic ['septik] adj σηπτικός.septuagenarian [,septjuad3i~nearian] n

εβδομηντάρης.sepulchre ['sepalkar] n τάφος, κιβούρι.sequel [si:kwal] n συνέπεια, επακόλουθο

II συνέχεια.sequence [si:kwans] n τάξη, σειρά, δια-

δοχή, αλληλουχία.sequestrate ["skkwestreit] vt κατάσχω.seraglio [sa'ra:liou] n σεράι.seraph ['seraf] n σεραφείμ.serenade [,sera neid] n σερενάτα.serene [si'ri:n] adj αίθριος, γαλήνιος.serenity [si'renati] n αιθρία, γαλήνη.serf [sa:f] n δουλοπάροικος.sergeant f s a ^ a n t ] n λοχίας, ενωμα-

τάρχης, αρχιφύλακας.serial ['siarisl] n σήριαλ II adj τμηματι-

κός II ~ize, δημοσιεύω σε συνέχειες.sericulture [,seri'kAltJar] n σηροτροφία.series ['siari:z] n σειρά.serious ['siarias] adj σοβαρός II —ness,

σοβαρότητα.sermon ['sa:man] n κήρυγμα, ομιλία ||

~ize, νουθετώ, κάνω κήρυγμα.serpent [-sa:pant] n όφις II ~ine, φι-

δίσιος.serum ['siaram] n ιατρ. ορός.servant [~S3:vant] n υπηρέτης || civil ~,

δημόσιος υπάλληλος.serve [sa:v] vti υπηρετώ II εξυπηρετώ ||

βοηθώ II σερβίρω II χρησιμεύω ||εκτελώ (υπηρεσία) II νομ. κοινοποιώ,επιδίδω II it ~s you right, καλά ναπάθεις! || ~ out/up, σερβίρω, μοιράζωII serving n σερβίρισμα, μερίδα.

service [-sa:vis] n υπηρεσία || εξυπη-ρέτηση, εκδούλευση || Θεία Λειτουρ-γία II σερβίτσιο || νομ. επίδοση, κοι-νοποίηση II σέρβις II vt κάνω σέρβιςII be of ~ to sb, φαίνομαι χρήσιμοςσε κπ II do sb a ~, προσφέρω υπηρε-σία σε κπ || do one's military ~, κάνωτη θητεία μου II be on active ~, είμαιεν ενεργεία || —able, χρήσιμος.

serviette [.S3:vi~et] n πετσέτα φαγητού.servile [~sa:vail] adj δουλικός, δουλο-

πρεπής.servitude ['sa.vitju.d] n δουλεία.sesame ['sesami] n σουσάμι.session [sejn] n συνεδρίαση, σύνοδος.

'set [set] n σειρά, σετ || κύκλος, συν-

203 shaggy

τροφιά, ομάδα, κόσμος II ραδιοφ., TVσυσκευή, δέκτης || κατεύθυνση, ρεύμαII στάση, διαμόρφωση, φόρμα || (στοτέννις) γύρος, σετ II (σε θέατρο) σκη-νικό || κηπουρ. φυτάδι, καταβολάδα,βολβός II μιζ-αν-πλι, χτένισμα II adjαποφασισμένος II υποχρεωτικός || κα-θορισμένος, άκαμπτος || ακίνητος, καρ-φωμένος || έτοιμος II στερεότυπος.

2set [set] vti irreg βάζω, θέτω || προ-ξενώ, κάνω || αναθέτω, ορίζω II δύω IIκινούμαι, στρέφομαι II δένω (κοσμή-ματα) II (για ρούχα) πέφτω, εφαρμόζωII (για άνθη, γλυκά) δένω II ~ aboutsth, καταπιάνομαι με κτ II ~ about sb,ρίχνομαι / επιτίθεμαι σε κπ || ~ sthabout, διαδίδω κτ II ~ against, στρέφωεναντίον II ~ aside/apart, θέτω κατάμέρος, νομ. απορρίπτω || ~ back,κοστίζω, ρίχνω πίσω, ανακόπτω || ~down, κατεβάζω (επιβάτες), αποδίδω,σημειώνω, γράφω, θεωρώ || ~ forth,ξεκινώ, εκθέτω II ~ in, αρχίζω γιακαλά || ~ off, ξεκινώ, αναδεικνύω,τονίζω, προβάλλω, αντισταθμίζω, συμ-ψηφίζω II ~ on, ρίχνομαι, επιτίθεμαιII ~ out, ξεκινώ, εκθέτω || ~ to,στρώνομαι (στη δουλειά, κλπ.), έρχο-μαι στα χέρια || ~ up, τοποθετώ,στήνω, ιδρύω, οργανώνω, σχηματίζω,προκαλώ II ~ sb up, αποκαθιστώ τηνυγεία κάποιου, βοηθώ κπ να αρχίσειδουλειά II be well — up with, είμαικαλά εφοδιασμένος με II be — upondoing sth, είμαι αποφασισμένος να κά-μω κτ || ~ right, διορθώνω II ~ [up]type, στοιχειοθετώ II —back, ατυχία,αναποδιά II —up, οργάνωση || -—square, γωνιά, ορθογώνιο II ~ter, σέτερ(ράτσα σκυλιών), τοποθετών || —tingπ δέσιμο (κοσμήματος, λουλουδιού),σκηνικό, περιβάλλον, δύση.

settle [setl] n πάγκος || vti εγκαθιστώ,εγκαθίσταμαι, αποικώ II κουρνιάζω,[κατα]κάθομαι || τακτοποιώ/-ούμαι IIκανονίζω, ρυθμίζω, λύνω, εξοφλώ IIκαταπραΰνω, καθησυχάζω II καταστα-λάζω, κατακαθίζω, κατακάθομαι, στρώ-νω II βουλιάζω II ~ down, στρώνω/-ομαι, βολεύομαι, καλοκάθομαι, ησυ-χάζω, ηρεμώ, φρονιμεύω, νοικοκυρεύ-ομαι || —for sth, δέχομαι, συμβιβάζο-μαι Η ~ in, τακτοποιούμαι σε νέοσπίτι || ~ sth upon sb, νομ. μεταβιβάζω,γράφω II — upon sth, διαλέγω, καθο-ρίζω || ~ [up] with sb, πληρώνω,εξοφλώ, λογαριάζομαι με κπ || ~d,σταθερός, μόνιμος, εξοφλημένος II~ment, εγκατάσταση, εποικισμός, κα-ταυλισμός, εξόφληση, διακανονισμός,

συμβιβασμός, ρύθμιση, συμφωνία, διευ-θέτηση, νομ. σύσταση II ~ Γ , άποικος.

seven [sevn] adj επτά II —fold, επταπλά-σιος, επταπλασίως II ~teen, δεκαεπτάII —teenth, δέκατος έβδομος II — ty,εβδομήντα II —-tieth, εβδομηκοστός.

sever ['sev3r] vti κόβω/-ομαι, [απο]-χωρίζω II διακόπτω, διαρρηγνύω.

several ['sevral] adj πολλοί, διάφοροι IIδιαφορετικός, χωριστός II ~ly, χω-ριστά.

severe [si'viar] adj αυστηρός II σοβαρόςII δριμύς, σφοδρός, σκληρός II (γιαύφος) λιτός, απέριττος II ~ly, αυστη-ρά, σοβαρά.

severity [sa'versti] n αυστηρότητα, σοβα-ρότητα, δριμύτητα.

sew [sou] vti irreg ράβω.sewage [~sju:id3] n βρωμόνερα.sewer [~sju:3r] n υπόνομος, οχετός ||

—age [sju:3rid3] n αποχέτευση.sex [seks] n φύλο || σεξ, γεννετήσια

ορμή II have — with, κάνω έρωτα με II— less, ουδέτερος, χωρίς φύλο || ~y,σέξυ, ελκυστικός σεξουαλικά II —ual,σεξουαλικός II — uality [,sek/u' aslati]σεξουαλικότητα.

sexagenarian [,seksad3i nearian] n εξη-ντάρης.

sextant fsekstant] n ναυτ. εξάς.sextet [seks'tet] n σεξτέτο.sexton ['sekstan] n νεωκόρος.shabby [Jasbi] adj φθαρμένος, κουρε-

λιάρικος, σαραβαλιασμένος, παλιός II(άνθρ.) πρόστυχος, αχρείος, τιποτένιος,άθλιος.

shack [faek] n καλυβόσπιτο, καλύβι.shackle [faekl] n pi δεσμά || vt αλυ-

σοδένω.shade [feid] n σκιά, ίσκιος || απόχρωση,

τόνος || λιγουλάκι || αλεξίφωτο, σκία-στρο || vti σκιάζω II βάζω σκιά σεσκίτσο II αλλάζω βαθμηδόν απόχρωσηII lamp—, αμπαζούρ II shading n σκία-ση, φωτοσκίαση, απόχρωση.

shadow ['jaedou] π ίσκιος, σκιά, σκο-τεινιά II μαυρίλα, γύρος (στα μάτια) IIίχνος || adj σκιώδης || vt [επι]σκιάζωII παρακολουθώ κπ παντού II be wornto a —, γίνομαι πετσί και κόκκαλο II—y, σκιερός, αόριστος, ασαφής, θα-μπός.

shady [ Jeidi] adj σκιερός || ύποπτος,σκοτεινός, αμφίβολης εντιμότητας.

shaft [fa:ft] n ακόντιο, βέλος || αχτίδα(φωτός), αστραπή (κεραυνού) II λαβή,στυλιάρι II κορμός (κολώνας) II φρέαρ(ορυχείου, ασανσέρ, κλπ.) || άξονας.

shaggy [Jaegi] adj μαλλιαρός, δασύτρι-

shah 204

shah [fa:] η σάχης.shake η κούνημα, τίναγμα, τρεμούλα 11

ποτό II στιγμή II vti irreg κουνώ,τινάζω, σείω II τρέμω II τραντάζω,[συγ]κλονίζω II ~ down, στρώνω (σεδουλειά) II ~ off, ξεφεύγω από, ξε-φορτώνομαι, γλυτώνω από II ~ out,σκορπίζω, απλώνω II ~ up, ανακατεύω(κουνώντας), αναφουφουλιάζω (μαξιλά-ρι), ταρακουνώ, αναδιοργανώνω II beall of a —, τρέμω ολόκληρος II in two—s, σε μια στιγμή II no great —s,τίποτα σπουδαίο.

shaky ['feiki] adj τρεμάμενος, κλονιζό-μενος II ασταθής, ετοιμόρροπος II επι-σφαλής, αναξιόπιστος II shakiness,αστάθεια.

shall [Jael] v aux βοηθητικό για τοσχηματισμό του μέλλοντα.

shallow [~J«lou] adj ρηχός II επιπόλαιος.sham n υποκρισία, ψευτιά, απάτη II

ψεύτης || adj ψεύτικος, υποκριτικός IIνί; προσποιούμαι, υποκρίνομαι.

shamble [fasmbl] vi περπατώ σέρνονταςτα πόδια.

shambles [faemblz] η pi σφαγείο || μακε-λειό II χάος, κυκεώνας.

shame Lfeim] η ντροπή, αίσχος || κρίμαII vt ντροπιάζω II ~ sb into doing sth,φέρνω κπ στο φιλότιμο να κάμει κτ ||for —! ντροπή! || ~ on you! ντροπήσου! || what a ~! τι κρίμα! || —faced,ντροπαλός, ντροπιασμένος II ~ful, επαί-σχυντος It —less, αναίσχυντος, ξεδιάν-τροπος || —lessness, ξεδιαντροπιά.

shammy ['Jasmi] n πετσί σαμουά.shampoo [faem'pu:] η λούσιμο.shandy ['jaendi] n μπύρα με λεμονάδα.shank [faerjk] η κνήμη, γάμπα || στέλε-

χος, μίσχος, κορμός (βίδας, κλπ.).shanty ['Jaenti] n παράγκα.shape [feip] η σχήμα, μορφή Η φόρμα,

κατάσταση || φιγούρα, σιλουέτα || vtiδιαμορφώνω/-ομαι, πλάθω, δίνω σχήμασε κτ II προχωρώ, εξελίσσομαι IIknock sth out of —, στραπατσάρω κτ ||in any — or form, οποιασδήποτε μορ-φής II be in good/bad —, είμαι /δενείμαι σε φόρμα II keep in —, διατηρώτη φόρμα μου II —less, άμορφος II—ly adj καλοφτιαγμένος, τορνευτός.

shard jja-.d] n θραύσμα αγγείου.share [Jt3r] η μερίδιο, μερίδα, συνει-

σφορά II μετοχή II υνί || vti μοιράζω/-ομαι || συμμερίζομαι, συμμετέχω IIthe lion's —, η μερίδα του λέοντος IIgo —s [with sb in sth], μοιράζομαι[κτ με κπ] || have one's full — of sth,έχω πλούσιο μερίδιο σε κτ || take a~ in sth, συμμετέχω σε κτ || —

cropper, κολίγος II —holder, μέτοχος ||\egal —, νόμιμη μοίρα.

shark [Ja:k] n καρχαρίας, σκυλόψαρο.sharp [Ja:p] adj κοφτερός, μυτερός II

οξύς (νους) II έξυπνος, οξύνους || (λό-για) αυστηρός, δηκτικός, σκληρός II(γεύση) δριμύς, πικάντικος II (αισθή-σεις) οξύς II (φωτογραφία) έντονος,καθαρός II (άνθρ.) πονηρός, ανέντιμος,κατεργάρης II (κλίση, στροφή) από-τομος || μουσ. με δίεση 11 adv ακριβώςII απότομα || γρήγορα, σβέλτα (Ι φάλτσαII ~en vt τροχίζω, ακονίζω, οξύνω II—ener, ξύστρα, ακόνι Η —er, απατεώ-νας II —ness, οξύτητα, σαφήνεια, σφο-δρότητα, αυστηρότητα II —shooter,δεινός σκοπευτής || —ly, κοφτερά,απότομα, ζωηρά.

shatter ['Jast3r] vti θρυμματίζω/-ομαι,γίνομαι κομμάτια.

shave Qfeiv] n ξύρισμα II vti iregg ξυρί-ζω/-ομαι || ψαύω, περνώ ξυστά II —off, κόβω || have a close/narrow —, τηγλυτώνω παρά τρίχα II ~r, ηλεκτρικήξυριστική μηχανή || shaven, ξυρισμένοςII shavings n pi πριονίδια, ροκανίδια,ρινίσματα.

shawl [fo:l] n σάλι, μαντήλα.she [jr.] pron αυτή II prefix θήλυ.sheaf [fi:f] n χερόβολο, δεμάτι, δέσμη.shear [[is1"] vt irreg κουρεύω (πρόβατα).shears [fbz] n pi ψαλίδι (για κούρεμα

ζώων).sheath [|ϊ:θ] n θήκη, θηκάρι II περίβλη-

μα, περικάλυμμα II adj εφαρμοστός.sheathe []Ί:δ] vt βάζω σε θήκη || επεν-

δύω.shed [Jed] n υπόστεγο, καλύβα, παρά-

γκα II vt irreg χύνω (αίμα, δάκρυα) IIαποβάλλω, χάνω, ρίχνω (φύλλα, δέρ-μα) II blood—, αιματοχυσία.

sheen [fi:n] n γυαλάδα, λαμποκόπημα.sheep [fi:p] n πρόβατο || —dog, τσοπα-

νόσκυλο || —fold, μαντρί II —skin,προβιά || — ish, αδέξιος, ντροπαλός,αμήχανος.

sheer [fi3r] adj καθαρός, ολοσχερής IIαπότομος, κατακόρυφος II adv απότο-μα, κατακόρυφα || νί (για πλοίο) πα-ρεκκλίνω της πορείας μου, λοξοδρομώ.

sheet jji:t] n σεντόνι II φύλλο (χαρτιού,κλπ.) || στρώμα (νερού, πάγου) || —anchor, μτφ. άγκυρα σωτηρίας.

sheik[h] [feik] n σείχης 11 ~dom, σεϊ-χάτο.

shelf [Jelfj n ράφι || προεξοχή II υφαλο-κρηπίδα.

shell [fel] n όστρακο, κέλυφος, τσόφλι,καβούκι || σκελετός, κουφάρι (πλοίου,κτιρίου) || βλήμα, οβίδα II vfi ξεφλου-

205 shop

δίζω/-ομαι II βομβαρδίζω || si — out,ξηλώνομαι (πληρώνω) II come out ofone's —, βγαίνω από^το καβούκι μουII ~fish, θαλασσινά.

shelter ['/eltar] n καταφύγιο, άσυλο,σκέπαστρο || vti προφυλάσσω/-ομαι,προστατεύω, δίνω άσυλο || take —,προφυλάσσομαι.

shelve [felv] vti βάζω στο ράφι/στοχρονοντούλαπο || (για έδαφος) κατη-φορίζω.

shepherd Qepad] n τσοπάνης, ποιμέναςII vt ποιμαίνω, οδηγώ || ~ess [Jeps'des]τσοπάνα.

sherbet [\fs:b3t] n σερμπέτι.sheriff ['Jerif] n σερίφης.sherry [jeri] n σέρυ.shield jjl'.ld] n ασπίδα II vt προστατεύω,

προφυλάσσω II wind~, US παρμπρίζ.shift [fift] n μετατόπιση, μεταβολή 11

βάρδια II μέσο, τρόπος II αλλαγή τα-χυτήτων II vti μετατοπίζω/-ομαι, μετα-κινώ /-ούμαι II αλλάζω (θέση ή κατεύ-θυνση) II ~ for oneself, τα καταφέρνωμόνος μου II make —, τα βολεύω II~less, ανίκανος, νωθρός || ~y, ανει-λικρινής, ύπουλος.

shilling [jilirj] n σελίνι.shilly-shally ["jili'Jaeli] vi διστάζω, κλω-

θογυρίζω.shimmer ['Jims'] n λαμπύρισμα, μαρμα-

ρυγή II vi λαμπυρίζω, σπιθοβολώ, τρε-μοφέγγω.

shin [fin] n καλάμι (της κνήμης) II —-bone, κνημιαίο οστούν || vi — up,σκαρφαλώνω.

shindy [~Jlndi] n καυγάς, φασαρία II kickup a ~, στήνω καυγά, κάνω φασαρία.

shine [Jain] n γυάλισμα, γυαλάδα II vtiirreg λάμπω II διαπρέπω.

shiny ['Jaini] adj γυαλιστερός, γυαλι-σμένος.

shingle [firjgl] n βότσαλο || κούρεμα α-λα-γκαρσόν || πινακίδα II πληθ. ιατρ.έρπης ζωστήρ.

ship [fip] π πλοίο || σκάφος || αερό-πλοιο, διαστημόπλοιο II vti φορτώνω, •στέλνω, μεταφέρω II μπαρκάρω II ~'sarticles /papers, ναυτιλιακά έγγραφα II—-breaker, εργολάβος διαλύσεως πλοί-ων || —broker, ναυλομεσίτης, ναυτι-κός πράκτορας Κ —builder, ναυπηγόςII —building, ναυπηγική II —'s chandler,τροφοδότης πλοίων (I —load, καραβιάII —owner, πλοιοκτήτης, εφοπλιστής ||—per, φορτωτής, ναυλωτής, αποστο-λέας || —ping, ναυτιλία || —ping-agent,ναυτικός πράκτορας II —ping-office,ναυτικό γραφείο II —shape adj εντάξει,συγυρισμένος || —wreck, ναυάγιο,

ναυαγώ II —yard, ναυπηγείο.shire [jaiy] [ ως β' συνθ., Jar] n κομη-

τεία.shirk [fa:k] vt αποφεύγω (δουλειά} II

—er, φυγόπονος, κοπανατζής.shirt [fs:t] n πουκάμισο II μπλούζα II be

in one's ~-sJeeres, είμαι με το πουκά-μισο (χωρίς σακάκι) || — y, τσαντίλας,ζοχαδιακός.

shish kebab [-Jijka'baeb] n σουβλάκι,σισκεμπάπ.

shit [fit] n si σκατά || τρίχες, αηδίες IIποταπός, σκατάς II vi χέζω.

shiver [~Jiv3r] n ρίγος, τρεμούλα, τουρ-τούρισμα II πληθ. θρύψαλα || vi ριγώ,τρέμω, τουρτουρίζω II vti θρυμματίζω/ -ομαι || give sb/get the — s, φέρνωσε κπ / με πιάνει ρίγος.

shoal [foul] n ύφαλος, ξέρα || κοπάδι(ψαριών).

shock [fok] n δόνηση, τράνταγμα, κρού-ση II ηλεκτροπληξία II συγκλονισμός,πλήγμα || άγρια φουντωτά μαλλιά II vtσυγκλονίζω, καταπλήσσω II σοκάρω,σκανδαλίζω II ~ absorber, αμορτισέρII — wave, κύμα εκρήξεως II —treatment/therapy, ηλεκτροσόκ II —ing,σκανδαλιστικός, τρομερός, απαίσιος.

shoddy ['Jodi] adj σκάρτος.shoe [fu:] n παπούτσι II vt irreg ποδαίνω,

πεταλώνω II be in another man's —s,είμαι στη θέση άλλου || —horn, κόκ-καλο για τα παπούτσια II —lace/string,κορδόνι παπουτσιών II —maker, υπο-δηματοποιός || horse—, πέταλο.

shoot [fu:t] n βλαστάρι (φυτού) II vtiπυροβολώ, ρίχνω, σκοτώνω II κινώ/-ούμαι απότομα || κυνηγώ (( (για πό-νο) τρυπώ, σουβλίζω II (για φυτά)πετώ βλαστάρια II (για φιλμ) κινημα-τογραφώ, τραβώ || ~ away, πυροβολώσυνέχεια II — down, καταρρίπτω (μεόπλο) II — to kill, βαράω στο ψαχνό II— off, κόβω (με οβίδα).

shooting ['Jurtirj] n πυροβολισμός II κυ-νήγι II —-gallery, σκοπευτήριο II —range, πεδίο βολής (| — star, διάττωναστέρας.

shop [jop] n μαγαζί, κατάστημα, εργα-στήρι || vi κάνω ψώνια, αγοράζω II allover the —, άνω-κάτω, παντού II —around, γυρίζω τα μαγαζιά II go —ping,πάω για ψώνια || keep a —, έχω μαγα-ζί II set up —, ανοίγω μαγαζί II shutup —, κλείνω το μαγαζί, παύω νακάνω μια δουλειά II talk —, κουβεντιά-ζω επαγγελματικά II —per, αγοραστής,πελάτης || —ping, αγορές, ψώνια 11 —-front, προθήκη, μόστρα II — assistant,υπάλληλος (μαγαζιού) || —keeper, κα-

shore 206

ταστηματάρχης || —lift, κλέβω σε μα-γαζί II —lifter, κλέφτης μαγαζιών II—steward, συνδικαλιστικό στέλεχος !Ι~ window, βιτρίνα.

shore Qo:r] η ακτή, όχθη II υποστήριγ-μα II vt ~ up, στυλώνω, υποστηρίζω.

short [fo:t] adj βραχύς, σύντομος IIκοντός II λειψός, λιποβαρής II από-τομος, κοφτός II adv απότομα II λειψά|| be — with sb, φέρομαι απότομα σεκπ II be taken —, με πιάνει απότομοκόψιμο || take sb up/cut sb ~, δια-κόπτω κπ απότομα II be in — supply,(για εμπόρευμα) σπανίζω II come/fall—, υστερώ, υπολείπομαι II go —,στερούμαι II run —, λιγοστεύω II havea — temper, είμαι ευέξαπτος || for —,για συντομία || ~ cut, συντομότεροςτρόπος / δρόμος II ~-change, δίνω λειψάρέστα II —circuit, βραχυκύκλωμα II—lived, βραχύβιος, σύντομος || ~memory, αδύνατη μνήμη II ~ sight,μυωπία || —sighted, μύωπας || II—tempered, ευέξαπτος II —winded,ασθματικός.

shortage [~/o:tid3] η έλλειψη.shortcoming ['Jb:tkAmirj] n ελάττωμα,

αδυναμία.shorten ['Jb:tn] vti κονταίνω, μικραίνω.shorthand [~Jb:thaend] η στενογραφία II~ typist, στενοδακτυλογράφος.

shorts [Jo:ts] η ρ! σορτς.shot [Jot] η πυροβολισμός, τουφεκιά,

πιστολιά II βλήμα, σφαίρα, σκάγια IIσκοπευτής || βολή, ριξιά, εικασία,προσπάθεια II μερίδιο II US ένεση IIκινημ. πλάνο, σκηνή || be off like a—, φεύγω σα βολίδα II a ~ in thedark, εικασία στα τυφλά II a long —,τολμηρή εικασία II a big —, μέγας καιπολύς II hare a ~ at sth, κάνω μιαπροσπάθεια σε κτ.

should [Jud] n aux θα'πρεπε || θα +παρατατικός.

shoulder [~Jould9r] n ώμος || σπάλα(αρνιού) || έρεισμα (δρόμου) \\ vtεπωμίζομαι, φορτώνομαι II talk to sbstraight from the —, μιλώ σε κπ έξωαπό τα δόντια II —-blade, ωμοπλάτη II—strap, αορτή, επωμίδα.

shout [[aut] n κραυγή II vti κραυγάζω,φωνάζω || give a ~, βγάζω μια κραυγήII — at sb, βάζω τις φωνές σε κπ || ~down, γιουχαΐζω II ~ for help, φωνάζωβοήθεια || ~ing n φωνές, κραυγές.

shove [JAV] vti σπρώχνω II ~ off, κάνωαβάρα, φεύγω, στρίβω.

shovel Ολνΐ] π φτυάρι, φαράσι.'show [fou] n έκθεση II θέαμα II παρά-

σταση Η εμφάνιση, εντύπωση || δείξι-

μο II δουλειά, υπόθεση II επίδειξη,φιγούρα II επίφαση, προσποίηση IImake a good/poor ~, κάνω καλή/κακή εμφάνιση ή εντύπωση || stealthe ~, μτφ. κλέβω την παράσταση IIgive the — away, προδίνω τη δουλειά,τα βγάζω στη φόρα II run /boss the —,είμαι τ' αφεντικό, κάνω κουμάντο ||make a — of, κάνω τάχα πως... II for—, για φιγούρα || —boat, πλωτό θέα-τρο I! —biz, — business επιχείρησηθεαμάτων II —case, βιτρίνα II —-down, αποφασιστική αναμέτρηση ||—man, θεατρίνος || —room, έκθεση (οχώρος) II ~y, φανταχτερός, φιγου-ράτος.

2show [fou] vti irreg δείχνω II οδηγώ,συνοδεύω II εκθέτω || (φιλμ) προβάλλω,παίζω II αποκαλύπτω, αφήνω να φανείII φαίνομαι || — off, επιδεικνύω, κάνωεπίδειξη / φιγούρα || ~ up, αποκαλύπτω,κάνω την εμφάνιση μου, ξεχωρίζω ||— oneself, κάνω την εμφάνιση μου II~ sb to the door, βγάζω κπ έξω || —sb over/round, γυρίζω κπ κάπου, τουδείχνω κτ II ~ one's hand, φανερώνωτις προθέσεις μου || ~ing n εκδήλωση,εμφάνιση II —off n επιδειξίας.

shower [fau3r] π μπόρα II ντους II μτφ.βροχή, πλήθος, σωρός II vti — sbwith sth, μτφ. κατακλύζω, πνίγω κπ μεκτ 1! — [down] upon sb, πέφτω βροχη-δόν || ~y, βροχερός.

shrapnel fjraspnal] π σράπνελ.shred [fred] n κομματάκι II μτφ. ίχνος II

tear sth up to ~s, κομματιάζω κτ.shrew [fru:] n μέγαιρα, στρίγγλα ||

—ish adj δύστροπος, στρίγγλος.shrewd [fru:d] adj έξυπνος, καπάτσος,

πονηρός II —ness, εξυπνάδα, καπατσο-σύνη.

shriek [fri:k] n στριγγλιά, σκούξιμο IIvti στριγγλίζω, σκληρίζω, σκούζω.

shrill [frilj adj στριγγός, διαπεραστικός.shrimp [frimp] n γαρίδα.shrine [frain] n λειψανοθήκη || προ-

σκυνητάρι || ναός, ιερός τόπος.shrink [frirjk] vti irreg μικραίνω, μαζεύω,

συρρικνώνομαι, μπαίνω II ~ from/back, αποφεύγω, διστάζω, δεν απο-τολμώ, κάνω πίσω II —age, μπάσιμο(υφάσματος), συρρίκνωση.

shrivel [frivl] vti ζαρώνω, ξεραίνω/-ομαι, μαραίνομαι.

shroud [fraud] n σάβανο II πέπλος IIπληθ. ξάρτια 11 vt σαβανώνω, τυλίγω,κρύβω.

shrub [frAb] n θάμνος II — bery, λόγγος.shrug [frAg] n σήκωμα των ώμων || vt

σηκώνω τους ώμους (αδιάφορα) || —

207 significance

off, απορρίπτω.shuck [fAk] η φλούδα II ~ s ! US

ανοησίες!shudder ['JXdar] η ρίγος, φρικίαση II

τρέμω, ριγώ, φριιαώ, ανατριχιάζω II itgives me the —s, μου φέρνει ρίγος.

shuffle [/ΛΠ] Π συρτό περπάτημα || ανα-κάτωμα (τράπουλας) U (κυβερνητικός)ανασχηματισμός II τέχνασμα, υπεκφυγήII vti σέρνω τα πόδια II ανακατεύω(χαρτιά, κλπ.) || κάνω κτ ανέμελα IIτα στρίβω.

shun [fXn] vt αποφεύγω.shunt [JAnt] vt παραμερίζω, κάνω στην

μπάντα II μετακινώ (ιδ. τραίνο) IIμεταστρέφω (συζήτηση).

shut [[Xt] vt' 'rreS κλείνω II πιάνω,μαγγώνω II ~ down, κλείνω, παύω ναλειτουργώ II ~ in, περιβάλλω, εγκλείωII ~ off, κλείνω, κόβω (νερό, φως) II~ out, κλείνω έξω, αποκλείω II ~ up,κλειδώνω, ασφαλίζω, το βουλώνω.

shutter ['JXtar] n παντζούρι II φωτοφρά-κτης || put up the —s, κλείνω τομαγαζί.

shuttle [JAtl] n σαΐτα (αργαλειού) II viπηγαινοέρχομαι (σα σαΐτα).

shy Qfai] adj δειλός, ντροπαλός, άτολ-μος || n βολή, ριξιά II vti ρίχνω, πετώII ~ at, κωλώνω, κοντοστέκομαι (απόφόβο) || ~ness, ατολμία, συστολή ||~ster, κατεργάρης, λοβιτουρατζής.

sibilant ['sibalant] adj συριστικός.sick [sik] adj άρρωστος || με τάση για

εμετό II αηδιασμένος || be — of, είμαιαηδιασμένος από II be ~ for, νο-σταλγώ πολύ II fall ~, αρρωσταίνω II—bay, αναρρωτήριο (πλοίου) || —bed, κρεββάτι του πόνου II —benefit/-pay, επίδομα ασθενείας II ~ headache,ημικρανία || —leave, αναρρωτική άδειαII ~ish, λιγάκι άρρωστος II —ness,αρρώστεια, αηδία, ναυτία.

sicken ['sikan] vti αρρωσταίνω II αηδι-άζω || —of sth, μπουχτίζω II —ing,αηδιαστικός.

sickle [sikl] n δρεπάνι \\ the hammer and—, το σφυροδρέπανο.

sickly f'sikli] adj αρρωστιάρικος, φιλά-σθενος, κακεχτικός II νοσηρός, αηδι-αστικός Κ σαχλός.

side [said] n πλευρά II πλευρό || μεριά IIπαράταξη II όψη, άποψη II σόι || vi —with, συντάσσομαι με, παίρνω το μέ-ρος || — by —, πλάι-πλάι II by the —of, στο πλάι, σε σύγκριση με || on the—, συμπληρωματικά, στα κρυφά, στηζούλα || be on sb's —, είμαι με το μέ-ρος κάποιου || change ~s, αλλάζωπαράταξη / κόμμα II off —, ποδόσφ.

οφσάϊτ || put on —, κάνω το σπουδαίοII —board, μπουφές II —burns/boards,φαβορίτες || —-car, καλάθι (μοτοσυ-κλέττας) || —dish, δευτερεύον φαΐ ||—effect, παρενέργεια II — issue, δευ-τερεύον θέμα II —long, λοξός II —road,πάροδος || —-saddle, γυναικεία σέλλα\\ —slip, ντεραπάρισμα II —step nβήμα στο πλάι, vti παραμερίζω II— track, παρακαμπτήριος γραμμή II—walk, πεζοδρόμιο II —ways, λοξά, μετο πλάι.

sidle [saidl] vi προχωρώ λοξά / δειλά.siege [si:d3] n πολιορκία.siesta [siesta] n μεσημεριανός ύπνος.sieve [si:v] n κόσκινο, κρισάρα || κοσκι-

νίζω.sift [sift] vt κοσκινίζω, κρισαρίζω ||

μτφ. εξετάζω με πρ^οσοχή.sigh [sai] n αναστεναγμός || vi ανα-

στενάζω.sight [sait] n όραση |i θέα II αξιοθέατο

II θέαμα (= γελοία εμφάνιση) II σκό-πευση, στόχαστρο, κλισιοσκόπιο || (μεαόρ. αρθρ.) ένα σωρό II vt βλέπω,διακρίνω II σκοπεύω, σημαδεύω II keep~ of; keep in —, δεν χάνω από ταμάτια μου II lose — of, δε βλέπω || atthe — of, βλέποντας II at/on —, επίτη εμφανίσει II at first —, εκ πρώτηςόψεως, με την πρώτη ματιά II be with-in ~ of, βλέπω, φαίνομαι II be out of—, χάνομαι (από τα μάτια) || comeinto ~, εμφανίζομαι II go out of —,εξαφανίζομαι II catch — of, παίρνει τομάτι μου II know sb by —, γνωρίζω κπεξ όψεως || see the ~s, επισκέπτομαιτα αξιοθέατα II —seeing n επίσκεψηαξιοθέατων II —seer, περιηγητής II~ing π σκόπευση II —less, αόμματος II~ly, θελκτικός.

sign [sain] n σημείο, νεύμα || σύμβολοII πινακίδα, σήμα, ταμπέλα || σημάδι,ίχνος, ένδειξη II vti κάνω σήμα/νόη-μα II υπογράφω II — on/up, προσλαμ-βάνω / -ομαι εγγράφως II —post, πινακί-δα της τροχαίας || — painter, επιγρα-φοποιός || — language, γλώσσα μενεύματα || — and counter—, σύνθημακαι παρασύνθημα.

signal [signal] n σήμα, σινιάλο, σύνθη-μα II vti κάνω σήμα/σινιάλο II adjμοναδικός, εξαιρετικός.

signatory ['signatri] π υπογράφων, συμ-βαλλόμενος.

signature [~signatjar] n υπογραφή II τυπο-γραφικό φύλλο.

signet fsignit] n σφραγιδόλιθος.significance [sig'nifikans] π σημασία,

σπουδαιότητα.

significant 208

significant [sig'nifiksnt] adj σημαντικός.signify ['signifai] vti σημαίνω, φανερώνω

II έχω σημασία II εκδηλώνω.silence f'saitans] η σιωπή, σιγή, σιγαλιά

II vt επιβάλλω σιγή, αναγκάζω κπ νασιωπήσει.

silent ['saibnt] adj σιωπηλός II αθόρυ-βος II άφωνος, μη προφερόμενος.

silhouette [,silu:'et] π σιλουέττα || vtσκιαγραφώ.

silk [silk] η μετάξι II adj μεταξωτός II~en; ~y, μετάξινος, απαλός.

sill [sill η περβάζι.silly ['sili] adj ανόητος II η χαζός.silt [silt] η ιλύς, βούρκος [ποταμού].silver ["silv3r] η άργυρος, ασήμι II αργυ-

ρά σκεύη / νομίσματα II adj ασημένιοςII —plated, επάργυρος II ~smith, αργυ-ροχόος II ~ware, ασημικά II ~y, αργυ-ρόηχος.

similar ['simib'] adj — [to], όμοιος [με],παρόμοιος II ~ity, ομοιότητα.

simile ['simali] η γραμμ. παρομοίωση.simmer ['simy] vti σιγοβράζω || υπο-

βόσκω II ~ down, καλμάρω.simper ['simps''] π χαζός II ναζιάρικο χα-

μόγελο II νι χαμογελώ χαζά.simple [simpl] adj απλός, λιτός || απλοϊ-

κός, αφελής || καθαρός, σκέτος || pureand ~, απλά και καθαρά, ασυζητητί ||—minded, απονήρευτος, απλοϊκός.

simpleton ['simpltan] η χαζός.simplicity [sim' plisati] n απλότητα, αφέ-

λεια.simplify ['simplifai] vt απλοποιώ, απλου-

στεύω II simplification, απλοποίηση.simply ['simpli] adv απλά II μόνον,

απλώς || απλούστατα, τελείως.simulate ['simjuleit] vt υποκρίνομαι, προ-

σποιούμαι, απομιμούμαι.simultaneous [.simal'teinias] adj ταυτό-

χρονος.sin [sin] n αμαρτία, αμάρτημα, κρίμα ||

vi αμαρτάνω II ~ against, προσβάλλω,παραβαίνω || deadly/mortal ~, θανά-σιμο αμάρτημα II the original ~, τοπροπατορικό αμάρτημα || ~ful, αμαρ-τωλός || ~less, αναμάρτητος II —ner,αμαρτωλός.

since [sins] prep από II conj (χρον.)αφότου, από τότε που, (αιτιολ.) μιαςκαι || adv έκτοτε, πριν.

sincere [sin1 sis'] adj ειλικρινής.sincerity [sin'sereti] π ειλικρίνεια.sinecure [-sainikju3r] π αργομισθία.sinew ['sinju:] η νεύρο, τένων.sing [sirj] vti irreg τραγουδώ II κελαηδώ

II ψάλλω, εξυμνώ II σφυρίζω || ~ outfor, ζητώ φωναχτά II ~ sb's praises,ανεβάζω κπ στα ουράνια || ~er, τρα-

γουδιστής II —ing η τραγούδι II —ingmaster, καθηγητής της ωδικής.

singe [sind3] vti καψαλίζω, τσουρου-φλίζω/ -ομαι 11 η ελαφρό κάψιμο.

single [siqgl] π απλό εισιτήριο || adjμόνος, μοναδικός II μονός || άγαμος,ανύπαντρος II vt ~ out, ξεχωρίζω II—breasted, (σακάκι) μονόπετο II —combat, μονομαχία II -—handed, μό-νος, χωρίς βοήθεια άλλου II —minded,αφοσιωμένος II —ness, μοναδικότητα,αγαμία II singly, ένας-ένας.

singlet ['sirjglat] n φανελάκι.singsong ['sirjson] n ομαδικό τραγούδι II

in a ~, μονότονα, τραγουδιστά.singular ['singjubr] η ενικός II adj μονα-

δικός, εξαίρετος, σπάνιος || ιδιόμορ-φος II —ity [.singjiilasreti] μοναδικό-τητα, ιδιομορφία II —ize, ξεχωρίζω.

sinister [~sinistar] adj δυσοίωνος il μο-χθηρός, απαίσιος, απειλητικός.

sink [sink] n νεροχύτης II βόθρος, οχε-τός II vti irreg βυθίζω/-ομαι, βουλιά-ζω II παθαίνω καθίζηση II χαμηλώνω,πέφτω II σωριάζομαι, γέρνω II εξα-σθενίζω, ξεπέφτω II παραμερίζω II απο-σβήνω (χρέος) II ~ in/into, εισχωρώ,χώνομαι, διαποτίζω II ~ing fund, χρεω-λυτικό κεφάλαιο II a ~ing feeling,παράλυση, λίγωμα (από φόβο ή πείνα)II ~er, βαρίδι της πετονιάς.

Sino [sainou] prefix Κινέζο— II —logy,οινολογία II —logist, οινολόγος.

sinuous [sinjuas] adj ελικοειδής.sip [sip] n γουλιά, ρουφηξιά || vti

αργοπίνω, ρουφώ.siphon [saifsn] n σιφόνι || vti ~ out

/off, μεταγγίζω.sir [ss:r] n σερ || κύριος.siren ['saisran] n σειρήνα.sirloin [ss:loin] n κόντρα φιλέτο.sissy [sisi] n θηλυπρεπής άνδρας, 'αδελ-

φή'.sister ['sists'] n αδελφή || μοναχή, καλό-

γριά )) νοσοκόμα, προϊσταμένη II adjτου αυτού είδους || —in-law, κουνιά-δα || ~ly, αδελφικός II —hood, αδελ-φότητα II half—, ετεροθαλής αδερφή.

sit [sit] vti irreg κάθομαι II καθίζω IIσυνεδριάζω II ιππεύω II (για πουλιά)κουρνιάζω II (για κότα) κλωσσώ II(για ρούχα) εφαρμόζω, πέφτω II ~back, κάθομαι αναπαυτικά, παραμένωάπρακτος / αδρανής II — down under,ανέχομαι αδιαμαρτύρητα II ~ in, κάνωκατάληψη (εργοστασίου, κλπ.) II — inon, παρευρίσκομαι ως παρατηρητής(σε συνεδρίαση) II — on, είμαι μέλος(επιτροπής), παραμελώ κτ II — out,μένω μέχρι τέλους, μένω απέξω (=

209 slack

δεν συμμετέχω) II ~ up, ξαγρυπνώ,κοιμάμαι αργά, ανακάθομαι II ~ter,κλώσσα, μοντέλο (ζωγράφου), εύκολοςστόχος II —ting η συνεδρίαση, ποζά-ρισμα, καθισιά, κλώσσημα II —ting-room, καθιστικό.

site [sait] η θέση, τοποθεσία.situated [sitjueitid] adj κείμενος, ευρι-

σκόμενος II be —, κείμαι, ευρίσκομαι.situation [,sitfu" eijh] η θέση || τοποθεσία

II κατάσταση || δουλειά.six [siks] adj έξι || at ~es and sevens,

άνω-κάτω, κουλουβάχατα II ~fold, εξα-πλάσιος, εξαπλασίως II —teen, δεκάξιII —teenth, δέκατος έκτος Η ~ty, εξή-ντα II —tieth, εξηκοστός II the —ties,η δεκαετία του '60.

size [saiz] η μέγεθος, διάσταση, μπόι ||νούμερο (ρούχων, παπουτσιών, κλπ.) ||vt — up, μτφ. ζυγίζω II —able, αρκετάμεγάλος.

sizzle [sizl] η τσιτσίρισμα || vi τσιτσιρί-ζω.

skate [skeit] ουσ. παγοπέδιλο, πατίνι !Ιιχθ. σαλάχι || νί πατινάρω II ~ over/round, παρακάμπτω, (δυσκολία, πρό-βλημα) II — Γ , παγόδρομος, πατινέρ IIskating, παγοδρομία, πατινάζ II skatingrink, παγοδρόμιο, αίθουσα πατινάζ.

skein [skein] n κουβάρι, κούκλα (νή-ματος).

skeleton fskelitn] π σκελετός II κουφά-ρι, σκαρί || — key, πασπαρτού.

skep [skep] π πανέρι, καφάσι.sketch [sketj] π σκαρίφημα, σχέδιο,

σκίτσο || θεατρ. σκετς II γενικό διά-γραμμα || vti σκιτσάρω, σχεδιάζω II —out, διατυπώνω σε γενικές γραμμές ||~er, σκιτσογράφος, σχεδιαστής II —y,πρόχειρος, στοιχειώδης, ατελής ||—iness, προχειρότητα.

skew [skju:] adj λοξός, στραβός II onthe ~, skew-whiff, λοξά, στραβά.

skewer [skju:a] n σουβλάκι (για κρέας)II vt περνώ σε σούβλα, σουβλίζω.

ski [ski:] π σκι || νί κάνω σκι II —er,σκιέρ || —lift, τελεφερίκ για σκιέρ.

skid [skid] n ντεραπάρισμα Ιί vi ντερα-πάρω, γλιστρώ.

skiff [skif] π ελαφριά ατομική βάρκα.skilful ['skilfal] adj επιδέξιος.skill [skil] n επιδεξιότητα || —ed, ειδι-

κευμένος.skillet [skilit] n μαρμίτα || US τηγάνι.skim [skim] vti ξαφρίζω (υγρό), απο-

βουτυρώνω (γάλα) II περνώ ξυστά II —through, διαβάζω στα πεταχτά II — medmilk, αποβουτυρωμένο γάλα || —mer,τρυπητή κουτάλα, ξαφριστήρι.

skimp [skimp] vti τσιγκουνεύομαι, κάνω

οικονομίες II —y, τσιγκουνεμένος,τσουρούτικος, σφιχτοχέρης.

skin [skin] n πετσί, δέρμα, επιδερμίδα IIτομάρι (ζώου) II ασκί, τουλούμι IIπέτσα (σαλαμιού, γάλακτος, κλπ.), φλού-δα (φρούτου, φυτού) \\ vti γδέρνω(ζώο) || μτφ. γδέρνω, μαδώ, εξαπατώκπ || — over, (για πληγή) κλείνω,κάνω πέτσα, επουλώνομαι II — andbone, πετσί και κόκαλο II next to the—, κατάσαρκα II save one's ~, γλυτώνωτο τομάρι μου II keep one's eyes ~ned,έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα II —deep, επιφανειακός, ξώπετσος |i —flint,σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης II — game,απάτη, παπάς (παιχνίδι) II —graft,μεταμόσχευση δέρματος II —head, νεα-ρός ταραχοποιός II — ny, κοκκαλιά-ρικος· II —tight, εφαρμοστός IIthick—ned, χοντρόπετσος, αναίσθητοςII thin—ned, ευαίσθητος, εύθικτος.

skint [skint] adj si μπατίρης, αδέκαρος.skip [skip] n πήδημα, σκίρτημα II vti

πηδώ ανάλαφρα, χοροπηδώ II μτφ.πηδώ, παραλείπω II πετάγομαι II —ping-rope, σκοινάκι.

skipper [-skipar] n καραβοκύρης II αρχη-γός ομάδας.

skirmish ['skaimi/] n αψιμαχία II νί αψι-μαχώ II —er, ακροβολιστής.

skirt [sks:t] n φούστα II vti περιτρέχω,φέρνω γύρω II —ing-board, σοβατεπί.

skit [skit] n σατιρικό σκετς, νούμερο.skittish ['skitij] n (για γυναίκα) φιλά-

ρεσκη, ναζιάρα || —ness, φιλαρέσκεια.skittle [skitl] π τσούνι || beer and —s,

ψυχαγωγία, γλέντι.skivvy fskivi] n δουλικό.skulduggery [skAl'dAgari] n κατεργαριά,

απάτη, ματσαράγκα.skulk [skAlk] vi λουφάζω.skull [skAl] n κρανίο.skunk [skArjk] n είδος ασβού II si πα-

λιοτόμαρο.sky [skai] n ουρανός II praise sb to the

skies, ανεβάζω κπ στα ουράνια II—lark, κορυδαλλός II —light, φεγγίτηςII —line, γραμμή του ορίζοντα II—rocket, (χια τιμές) ανεβαίνω σταΰψη II —scraper, ουρανοξύστης ||—wards, προς τον ουρανό.

slab [slaeb] n πλάκα || χοντρή φέτα.slack [slask] adj χαλαρός, μπόσικος ||

άτονος, νωθρός II οκνηρός, αργοκίνη-τος II π κοιλιά (σκοινιού), μπόσικο IIκεσάτια, απραξία II πληθ. σπορ πα-ντελόνι II vi παραμελώ, τεμπελιάζω II— off, λασκάρω (σκοινί) H ~ up,κόβω ταχύτητα II —en vti ελαττώνω/ -ομαι, κόβω, εξασθενώ, χαλαρώνω,

slag 210

λασκάρω, ξεσφίγγω II —ness, χαλαρό-τητα, νωθρότητα, οκνηρία, απραξία,αναδουλειά.

slag [slaeg] η σκωρία (μεταλλεύματος).slake [sleik] vt σβήνω (δίψα, ασβέστη).slam [slaem] vti κλείνω με πάταγο ||

πετώ με ορμή \\ n απότομο κλείσιμο.slander ['slaends'] n δυσφήμηση, συκο-

φαντία II vt δυσφημώ, συκοφαντώ II~er, συκοφάντης II —ous, συκοφαντι-κός.

slang [slaeq] n αργκό.slant [slaent] n κλίση || [προκατειλημ-

μένη] άποψη || vti γέρνω, κλίνω ||διαστρέφω || on the ~, λοξά II —wise,λοξός, λοξά.

slap [slaep] π μπάτσος, σκαμπίλι, χα-στούκι II vt μπατσίζω, χαστουκίζω,ραπίζω II ~ down, πετώ κάτω με ορμήII adv στα ίσια II —-bang, βίαια,ορμητικά, απότομα II —dash, φουριό-ζος, τσαπατσούλης, adv τσαπατσούλι-κα, φουριόζικα || —happy, ανέμελος II—stick, χοντροκομμένη φάρσα || —up, 5/ (γεύμα) ακριβός και καλός.

slash [slsej] vti [πετσο]κόβω II χτυπώ 11μαστιγώνω || μτφ. περικόπτω, ψαλιδίζωδραστικά II n κόψιμο, κοψιά, καμτσικιάII —ed, (για ρούχα) σχιστός.

slate [sleit] n σχιστόλιθος II πλάκα II vtπλακοστρώνω II κριτικάρω αυστηρά ||US προτείνω ως υποψήφιο II a clean—, καθαρό μητρώο II sweep the ~ clean,μτφ. σβήνω τα παλιά II —-coloured,γκριζόμαυρος II slating, αυστηρή επί-κριση.

slattern ['slastsn] n (για γυναίκα) βρω-μιάρα, γύφτισσα II ~ly adj απεριποίη-τος, βρώμικος.

slaughter ["slo:t3r] π σφάξιμο II σφαγή,μακελειό || vt σφάζω II —-house,σφαγείο II —er, σφαγέας, μακελάρης.

Slav [slffiv] π Σλάβος II adj σλαβικός.slave [sleiv] n σκλάβος, δούλος || vi —

[away at sth], δουλεύω σα ραγιάς ||— driver, επιστάτης δούλων, σκληρόαφεντικό || — ry, δουλεία, σκλαβιά II —ship, δουλεμπορικό πλοίο II ~-trade/-traffic, δουλεμπόριο II slavish, δου-λικός.

slaver ['slaeva1"] n σάλιο II vi τρέχουν τασάλια μου.

Slavonic [sb'vonik] adj σλαβικός.slay [slei] vt irreg σκοτώνω.sleazy ['slr.zi] adj βρώμικος, απεριποί-

ητος.sled [sled], sledge [sled3] n έλκηθρο.sledge[-hammer] ['sled3(-haem3)j n βα-

ριά (γύφτου).sleek [sli:k] adj στιλπνός, λείος || (τρό-

πος) μελιστάλαχτος, γλοιώδης.sleep [sli:p] n ύπνος II vti irreg κοιμάμαι

II κοιμίζω 11 — around, πλαγιάζω μ'όποιον τύχει II — sth off, γιατρεύω κτμε τον ύπνο II — οα sth, αναβάλλωαπόφαση ως την επομένη II — throughsth, δεν ξυπνώ ενώ γίνεται κτ || —with sb, κάνω έρωτα με κπ || — like alog/top, κοιμάμαι σαν κούτσουρο IIgo to ~, αποκοιμιέμαι II get to ~,καταφέρνω να κοιμηθώ II not have awink of —, δεν κλείνω μάτι || haveone's — out, χορταίνω τον ύπνο μου ||pat sb to ~, αποκοιμίζω κπ II —less,άυπνος || — lessness, αϋπνία || —walker,υπνοβάτης.

sleeper ['sli:par] n κοιμώμενος, που κοι-μάται || κουκέτα, βαγκόν-λι II τραβέρ-σα (σιδηρ. γραμμής).

sleeping fsliipirj] adj κοιμισμένος || τουύπνου || για ύπνο II —bag, υπνόσακοςII —car, βαγκόν-λι 11 —draught/pill,υπνωτικό || — partner, ετερόρρυθμοςεταίρος II ~ sickness, ασθένεια τουύπνου.

sleepy ['slr.pi] adj νυσταλέος, νυσταγμέ-νος II (για μέρος) [απο]κοιμισμένος ||(για φρούτα) παραγινωμένος II —head,κοίμησης || sleepiness, νύστα.

sleet [sli.t] n χιονόνερο II it is —ing,ρίχνει χιονόνερο II —y, με χιονόνερο.

sleeve [sli:v] n μανίκι || θήκη (δίσκου) \\αεροπ. ανεμοδείκτης || have sth upone's —, έχω κρυφή ιδέα / κρυφό σχέδιοII —less, αμάνικος.

sleigh [slei] n έλκηθρο.sleight [slait] φρ. — of hand, ταχυδακτυ-

λουργία.slender [slends'] adj λεπτός II λυγερός

II λιγοστός, πενιχρός II ~ness, λεπτό-τητα, λυγεράδα.

sleuth [slu:0] n ντέτεκτιβ II vi ενεργώσα ντέτεκτιβ.

slice [slais] n φέτα, κομμάτι || μερίδιο ||αθλ. φάλτσο χτύπημα II vt κόβω φέ-τες, τεμαχίζω II χτυπώ τη μπάλα μεφάλτσο.

slick [slik] adj γλιστερός, λείος || επιδέ-ξιος || (city) —er, μαλαγάνας, κομπινα-δόρος II oil ~, κηλίδα πετρελαίου.

slide [slaid] n γλίστρημα, ολίσθηση Hτσουλήθρα || διαφάνεια, σλάιντ || vtiirreg γλιστρώ, ολισθαίνω H let things~, αφήνω τα πράγματα κι όπου βγουνII — over sth, μόλις που θίγω, παρα-κάμπτω II —-rule, λογαριθμικός κα-νόνας.

slight [slait] n προσβολή, ταπείνωση,μείωση II vt προσβάλλω, ταπεινώνω,μειώνω || adj λεπτός, αδύνατος, λε-

211 slur

πτοκαμωμενος || μικρός, ασήμαντος,ελαφρός || not in the ~est, καθόλου ||~ing adj προσβλητικός, μειωτικός ||~ly, λίγο, ελαφρώς || —ness, λεπτό-τητα.

slim [slim] adj λεπτός, αδύνατος, λυγε-ρός || πενιχρός, ελάχιστος || vi αδυ-νατίζω II grow/get —, αδυνατίζω ||keep —, διατηρώ τη σιλουέττα μου ||be on a ~ming diet, κάνω δίαιτα αδυ-νατίσματος II —ness, λυγεράδα.

slime [slaim] n λάσπη, βούρκος || γλοι-ώδες υγρό.

slimy f'slaimi] adj γλιτσιασμένος, γλοι-ώδης.

sling [slirj] π σφεντόνα || ποτό II κούνια(/ια χέρι σε γύψο) II λουρί (σακι-δίου), αορτήρας (όπλου), ζωστήρα (ξί-φους) || θηλειά (για ανύψωση) II vtiirreg εκσφενδονίζω, πετώ II αναρτώ,κρεμώ || — mud at sb, λασπολογώ ||~ sb out, πετώ κπ έξω II mud-~er,λασπολόγος.

slink [slirjk] vti irreg κινούμαι κρυφά/στη ζούλα.

'slip [slip] n γλίστρημα, ολίσθημα, πα-ραπάτημα II [pillow-]—, μαξιλαροθήκηII [gym-]—, αμάνικη ποδιά μαθήτριαςII παραφυάδα, κεντρί || πληθ. ναυπηγ.σκαριά || —-cover, σκέπασμα επίπλωνII —knot, βρόχος, συρτοθηλειά ||—-over, αμάνικο πουλόβερ || -—road,δρόμος εξόδου προς ή από αυτοκινη-τόδρομο II —up, σφάλμα, γκάφα ||— way, ναυπηγική κλίνη.

2slip [slip] vti γλιστρώ II ξεγλιστρώ IIκινούμαι κρυφά ή αθόρυβα || — onsth; — into sth, φορώ κτ στα γρήγοραII — off sth; — out of sth, βγάζω κτγρήγορα || ~ one's mind, ξεχνώ II —up, κάνω λάθος / γκάφα.

slipper ['slipa'] n παντόφλα.slippery ['slipari] adj γλιστερός, ολι-

σθηρός II (άνθρ.) πονηρός.slipshod ['slipjod] adj πρόχειρος, κακο-

φτιαγμένος.slit [slit] n σχισμή, χαραμάδα II adj

σχιστός II vti irreg σκίζω/-ομαι.slither ['sli6ar] vi γλιστρώ II έρπω (σα

φίδι) || ~y, γλιστερός.sliver ['sliv3r] n σκλήθρα, πελεκούδι ||

λεπτή μακρουλή φέτα.slobber ['slobs'] n σάλια II μτφ. σαλια-

ρίσματα II vti τρέχουν τα σάλια μου IIγεμίζω σάλια, σαλιαρίζω II — over sb,πολυχαϊδεύω κπ.

sloe [slou] n [αγριο]κορόμηλο.slog [slog] vti κοπανάω II δουλεύω σκλη-

ρά II βαδίζω σταθερά II ~ger, δουλευ-ταράς.

slogan [slougan] n σύνθημα.slop [slop] n νερόπλυμα II βρωμόνερα ||

(ρούχα) ετοιματζίδικα II στρωσίδια ||vti χύνω II (για υγρό) χύνομαι, ξε-χειλίζω II πασαλείφω II πλατσαρίζω,τσαλαβουτώ || — over sb, αναλύομαισε αισθηματολογίες, σαλιαρίζω ||—pail, βούτα (αποχωρητηρίου).

slope [sloup] n πλαγιά II κλίση (εδά-φους) \\ στρατ. θέση όπλου «επ' ώμου»II vti κλίνω, γέρνω, κατηφορίζω ||φέρω όπλο επ' ώμου II sloping adj κα-τηφορικός.

sloppy ['slopi] adj πρόχειρος, τσαπα-τσούλικος || γλυκανάλατος, σαχλός ||(για τροφή) ζουμερός II (για δρόμο)λασπερός, με νερά II (για τραπέζι)βρεγμένος (από χυμένα ποτά) II sloppi-ness, τσαπατσουλιά, σαχλή αισθημα-τολογία.

slosh [sloj] vti κοπανάω II — about,πλατσουρίζω, τσαλαβουτώ II ~ sthabout, περιχύνω.

slot [slot] n σχισμή, χαραμάδα || εγκοπή,εντομή, αυλακιά II θεσούλα || vt χώνω,βάζω, τοποθετώ.

sloth [slouG] n νωθρότητα, οκνηρία II—ful, νωθρός.

slouch [slautj] π βαρύ, συρτό βήμα || viκοπροσκυλιάζω.

'slough [slau] π τέλμα, βάτος.slough [sUf] n φιδοπουκάμισο.slovenly [sUvnli] adj απεριποίητος, τσα-

πατσούλικος, ατημέλητος.slow [slou] adj αργός, βραδύς II κουτός,

αργονόητος ||. adv αργά II vti —up/down, επιβραδύνω II be —, (γιαρολόι) πάω πίσω || be — to, αργώ ναII go ~, επιβραδύνω τη δουλειά ||— coach, αργοκίνητος, αργονόητος άν-θρωπος II —ness, βραδύτητα, βραδύ-νοια II go—; —down, επιβράδυνσητης παραγωγής II —worm, σαμιαμίδι.

sludge [sL\d3] n λάσπη, βούρκος, μι-σολυωμένο χιόνι || απόβλητα υπονό-μου II καμένα λάδια.

slug [skg] n γυμνοσάλιαγκας II — gish,αργοκίνητος, νωθρός, βραδύς.

sluice [slu:s] π υδροφράκτης, βάνα || vtξεπλένω || — [out], αδειάζω, ξεχύνομαι.

slum [sUm] n φτωχομαχαλάς.slumber ['sUmb3r] n (ιδ. πληθ.) ύπνος II

vi κοιμάμαι ήσυχα || —ous, νυσταλέος,μισοκοιμισμένος.

slump [sUmp] n οικονομική κρίση, από-τομη πτώση (τιμών) II vi σωριάζομαι,πέφτω απότομα.

slur [sb/] n μτφ. μουτζούρα, στίγμα,κηλίδα || κακή άρθρωση, μπέρδεμα(λόγων) || θολή εκτύπωση II μουσ.

slush 212

σύζευξη II vti τρώγω τα λόγια μου IIμπερδεύω (γράμματα, τυπωμένες αράδες)II μουσ. ενώνω δύο φθόγγους II ~over, θίγω επιτροχάδην.

slush [sUJ] η χιονόλασπη II μτφ. σα-χλός συναισθηματισμός, σιρόπια II ~y,λασπερός, μτφ. γλυκανάλατος.

slut [sUt] η απεριποίητη γυναίκα, γύ-φτισσα II σκρόφα || ~tish, απεριποίη-τος, τσαπατσούλικος.

sly [slai] adj πονηρός, πανούργος, ύπου-λος || ζαβολιάρικος, τσαχπίνικος II a~ dog, κρυφή σουπιά || —ness, πονη-ριά, τσαχπινιά.

smack [smaek] n πλατάγισμα (χειλιών),στράκα (μαστιγίου) II χαστούκι, μπά-τσος II χτύπημα II ελαφρή γεύση,ίχνος, δόση, χροιά II adv ακριβώς,ίσια II vt χαστουκίζω II vi ~ of, έχωμια γεύση / οσμή από, όζω, μυρίζω ||get a ~ in the eye, τρώω μια στο μά-τι, μτφ. μου'ρχεται κατραπακιά II harea — at sth, δοκιμάζω να κάμω κτ ||~er, σκαστό φιλί || ~ing η ξύλο.

small [smo:l] adj μικρός || ασήμαντος ||περιορισμένος II μικροπρεπής || λίγος,καθόλου II look/feel —, νιώθω γε-λοίος / ταπεινωμένος II in a — way,μέτρια, σε μικρή κλίμακα II ~ change,ψιλά || ~ talk, ψιλοκουβέντα \\ —arms, ελαφρά όπλα II —holder, μι-κροϊδιοκτήτης II —holding, μικρό αγρό-κτημα, κλήρος || —minded, στενόμυα-λος, ταπεινός || —ness, μικρότητα ||—pox, βλογιά \\ —-time, παρακατιανός.

smarmy ['sma:mi] adj υποκριτικός, κό-λακας.

smart [sma:t] η τσούξιμο (ματιών), πό-νος, αγωνία II adj τσουχτερός, δυνα-τός II σβέλτος, ζωηρός II US έξυπνος,δραστήριος II κομψός, ωραίος, μοντέρ-νος || vti τσούζω, πονώ, υποφέρω II —for sth, μτφ. πληρώνω για κτ II ~en[oneself] up, καλλωπίζω/-ομαι, κομ-ψαίνω || look ~! κάνε γρήγορα! ||—ness, εξυπνάδα, κομψότητα, γρηγο-ράδα.

smash [smaej] η σύγκρουση, συντριβή ||χρεωκοπία, κραχ II χτύπημα II vtiσυντρίβω, κομματιάζω/-ομαι || προ-σκρούω με ορμή, χτυπώ II εκμηδενίζω,διαλύω || χρεωκοπώ II —er, βίαιοχτύπημα, πλήγμα, si καταπληκτικόπράγμα, όμορφη γυναίκα || —ing adjπερίφημος, καταπληκτικός.

smattering ['smaetsritj] n πασάλειμμα,

ψευτογνώσεις.smear [simV] η μουτζούρα, κηλίδα II

vti [πασ]αλείφω/-ομαι || μουτζουρώνω/-ομαι, μουτζαλώνω || μτφ. δυσφημώ,

κατασπιλώνω, κηλιδώνω II — campaign,δυσφημιστική εκστρατεία.

smell [smel] η όσφρηση II μυρουδιά,οσμή II δυσοσμία II vti irreg μυρίζω/-ομαι II —ing salts, αμμωνία με λεβά-ντα II ~y, δύσοσμος.

smelt [smelt] vt λυώνω μέταλλα II —ingworks, χυτήριο.

smile [smail] η χαμόγελο II vi χαμογελώII εκφράζω με χαμόγελο.

smirch [sm3:tj] η κηλίδα II vt κηλιδώνω.smirk [sma:k] η χαζό χαμόγελο II vi

χαμογελάω χαζά ή αυτάρεσκα.smite [smait] vti irreg χτυπώ, τύπτω II

πλήττω.smith [smiO] η σιδεράς II black—, γύ-

φτος II gold—, χρυσοχόος Η —y, σιδη-ρουργείο.

smithereens [,smi63'ri:nz] η pi θρύψαλα,σμπαράλια.

smock [smok] η φόρμα, μπλούζα.smog [smog] η νέφος, αιθαλομίχλη.smoke [smouk] n καπνός II κάπνισμα II

vti καπνίζω II —bomb, καπνογόνοςβόμβα || —er, καπνιστής, βαγόνι κα-πνιζόντων II ~er's throat, φαρυγγίτιδακαπνιστών || —less, άκαπνος, καθαρόςII smoky adj που καπνίζει, γεμάτοςκαπνούς.

smooth [stnu:6] adj λείος, ομαλός, στρω-τός II απαλός || γλυκόπιοτος II γλυ-κομίλητος, ήρεμος, ευγενικός II vtiλειαίνω, ισιώνω, στρώνω, πλανίζω IIγαληνεύω, ηρεμώ II — down/over/a-way, εξομαλύνω II —ness, ομαλότητα,γλυκύτητα, υποκρισία.

smother [~smA6ar] vt πνίγω, προκαλώασφυξία II σβήνω II καταπνίγω.

smoulder ['smoulds'] vi σιγοκαίω, κρυ-φοκαίω, υποβόσκω.

smudge [smAd3] η μουτζαλιά, μουτζού-ρα \\ vt μουτζαλώνω, μουτζουρώνω.

smug [smAg] adj ανόητα αυτάρεσκος II—ness, αυταρέσκεια, μακαριότητα.

smuggle [smAgl] vt κάνω λαθρεμπόριο,περνώ λαθραία II — Γ, λαθρέμπορος.

smut [smAt] η λεκές, μουτζούρα II κα-πνιά (φυτών) || αισχρολογίες, βρωμιέςII vt μουτζουρώνω, λεκιάζω II —ty adjμουτζουρωμένος, λερός, αισχρός, σό-κιν.

snack [snjek] η μεζές, κολατσιό.snag [snaeg] η εμπόδιο, δυσκολία, μτφ.

κόμπος.snail [sneil] η σαλιγκάρι II at a —'s

pace, με βήμα χελώνας.snake [sneikj η φίδι || vi προχωρώ σα

φίδι II -—bite, δάγκωμα φιδιού II—charmer, γητευτής φιδιών.

snap [snaep] η βούτηγμα, άρπαγμα II

213 soap

κρότος, κρακ II μπισκοτάκι II ελατή-ριο, σούστα (βαλίτσας, κλπ.) II putsome — into it! κάνε γρήγορα! II adjαιφνιδιαστικός, γρήγορος II vti αρπά-ζω II σπάζω, κόβομαι II κροταλίζω,ανοίγω / κλείνω με κρακ II μιλώ από-τομα/κοφτά || τραβώ φωτογραφία II ~at sb, αγριομιλάω σε κπ || ~ into it,αρχίζω κτ μ' ενεργητικότητα II cold—, απότομη ψύχρα II (ginger/brandy)—, μπισκοτάκι II ~py, νευρώδης,ζωηρός, ζωντανός, σβέλτος II ~pish,οξύθυμος, απότομος.

snare [snear] η παγίδα, βρόχος, δίχτυ IIμτφ. δόλωμα II vt παγιδεύω, πιάνωστα βρόχια.

snarl [sna:l] η γρύλισμα II νί γρυλίζω IIμπλέκω / -ομαι, μπερδεύομαι.

snatch [snastf] η άρπαγμα, βούτηγμα ||διάστημα II κομμάτι, απόσπασμα II vtiαρπάζω, βουτώ II μτφ. κλέβω.

sneak [sni:k] η μαρτυριάρης II ύπουλοςάνθρωπος || vti κινούμαι κρυφά/ ύπο-πτα II ~ on sb, προδίνω, μαρτυρώ κπII σχολ. si σουφρώνω, κλέβω II ~ing,κρυφός, ανομολόγητος II ~ers, πάνιναή λαστιχένια παπούτσια II ~y, ύπου-λος, κρυφός II -—thief, λωποδυτάκος.

sneer [sniy] η χλευασμός, σαρκασμός IIνί χλευάζω, σαρκάζω.

sneeze [sni:z] π φτάρνισμα || νί φταρνί-ζομαι.

snick [snik] π χαρακιά, κοψιά.snicker ['sniksr] η χαχάνισμα || νί χα-

χανίζω.sniff [snif] η εισπνοή, ρουφηξιά, σου-

σούνισμα || vti ρουφώ με τη μύτη,εισπνέω || σουσουνίζω.

snigger ['snigsr] η χαχανητό, κρυφόγε-λο || νί χαχανίζω, κρυφογελώ, γελώνευρικά.

snip [snip] π ψαλίδισμα, ψαλιδιά II από-κομμα || νί ψαλιδίζω, κόβω.

sniper ['snaipar] n ελεύθερος σκοπευτής.snippet [snipit] π κομματάκι, ειδησούλα.snivel [snivl] vi μυξοκλαίω, κλαψουρίζω

II ~ler, κλαψούρης.snob [snob] η σνομπ II —bery, σνο-

μπισμός || —bish, ψωροπερήφανος.snood [snu:d] η φιλές (μαλλιών).snook [smr.k] στη φρ. cock a — at sb,

κοροϊδεύω κπ (με τον αντίχειρα στημύτη και τα δάχτυλα απλωμένα).

snooker ['snu:k3r] n είδος μπιλιάρδου.snoop [snu:p] vi — around, κατασκο-

πεύω, παραφυλάω II ~ into, χώνω τημύτη μου εις || ~er, αδιάκριτος.

snooty fsnir.ti] adj ψηλομύτης.snooze [snu:z] π υπνάκος II vi κοιμάμαι

λίγο, λαγοκοιμάμαι.

snore [sno:r] n ροχάλισμα II vi ροχαλίζω.snort [sno:t] n φρούμασμα, ξεφύσημα ||

vi φρουμάζω, ρουθουνίζω, ξεφυσώ IIγελάω κοροϊδευτικά.

snot [snot] π μύξα II ~ty, μυξιάρικος,ψηλομύτης.

snout [snaut] n ρύγχος, μουσούδα,μούτρο.

snow [snou] n χιόνι II vti χιονίζει ||πέφτω βροχηδόν, κατακλύζω II —-balln χιονόμπαλα, vti παίζω χιονοπόλεμο,αυξάνομαι γρήγορα II —blind, τυφλω-μένος (από το χιόνι) II —bound, απο-κλεισμένος από χιόνι II —capped/-clad, χιονοσκεπής || —drift, χιονοστι-βάδα || —fall, χιονόπτωση 11 —flake,νιφάδα χιονιού || —man, χιονάνθρωποςII -—plough, εκχιονιστήρας || —shoe,χιονοπέδιλο II —storm, χιονοθύελλα II—-white, χιονάτος, κατάλευκος II —y,χιονοσκεπής, χιονάτος, του χιονιού.

snub [snAb] n προσβολή, απότομο φέρ-σιμο, ταπεινωτική αποποίηση II vtαποπαίρνω, φέρνομαι απότομα, σνο-μπάρω H —-nosed adj πλατσομύτης.

snuff [snAf] n ταμπάκος (σκόνη) II vtiκόβω την κάφτρα (κεριού) II — out,σβήνω II — it, πεθαίνω II —ers, ψαλίδι(για την κάφτρα).

snuffle [snAfl] n σουσούνισμα II νί σου-σουνίζω.

snug [snAg] adj αναπαυτικός, ζεστός,άνετος, βολικός, εφαρμοστός || —ness,άνεση, χουζούρι, ζεστασιά.

snuggle [snAgl] vti μαζεύω/-ομαι [κοντάσε κπ], χώνω /-ομαι, σφίγγω/-ομαι[πάνω σε κπ].

so [sou] adv τόσο II έτσι, αυτό, το || τοίδιο II conj κι έτσι, γ ι ' αυτό, επο-μένως, λοιπόν || — far, μέχρις εδώ/τώρα || — long as, εφόσον, αρκεί να II— long, αντίο II — much, τόσο || —many, τόσοι || — much ~ that, σε τέ-τοιο σημείο που H — much for, αυτάγια II — that, ούτως ώστε || — as to,ώστε να || — what? και λοιπόν; || —to speak/say, τρόπος του λέγειν II and— on, και ούτω καθεξής II or —, περί-που II -—called, δήθεν.

soak [souk] n μούσκεμα, μούλιασμα IIvti διαποτίζω/-ομαι, μουσκεύω, μου-λιάζω || φορολογώ βαριά, γδέρνω IIμπεκρουλιάζω II — up, απορροφώ II be~ed to the skin, είμαι βρεγμένος ώςτο κόκκαλο II in —, στο μούσκιο IIold —, μπεκρούλιακας.

soap [soup] π σαπούνι II vt σαπουνίζωΗ —bubble, σαπουνόφουσκα II —(-opera), γλυκανάλατο σήριαλ || —powder, σαπούνι-σκόνη || —suds, σα-

soar 214

πουνάδες II ~y, γαλίφικος.soar [so/] vi πετώ, υψώνομαι πολύ,

ανεβαίνω σε ύψη.sob [sob] π λυγμός, αναφυλλητό || vi

κλαίω με λυγμούς II λέω μ' αναφυλ-λητά.

sober ['soubar] adj νηφάλιος, αμέθυ-στος II σοβαρός II vti — [down],σοβαρεύω, φρονιμεύω II ~ up, ξεμεθάω,συνεφέρνω, συνέρχομαι.

sobriety [sa'braiati] η σοβαρότητα, νηφα-λιότητα, εγκράτεια.

sobriquet ['soubrikei] π παρατσούκλι.soccer ['sokV] n ποδόσφαιρο.sociable ['soujabl] adj κοινωνικός, ομι-

λητικός.social [soujl] adj κοινωνικός II S~

Democrat, σοσιαλδημοκράτης II ~ se-curity, κοινωνική ασφάλιση II ~ work-er, κοινωνικός λειτουργός II ~ism,σοσιαλισμός || ~ist, σοσιαλιστής II~iie, κοινωνικοποιώ II ~ite, κοσμικόςάνθρωπος.

society [sa'saiati] π κοινωνία || υψηλήκοινωνία II συντροφιά, παρέα II εται-ρία, οργάνωση.

sociology [.sousi'otadji] η κοινωνιολο-γία II sociologist, κοινωνιολόγος || so-ciological, κοινωνιολογικός.

sock [sok] n κοντή κάλτσα || si χτύπη-μα || vt χτυπώ, κοπανάω II pull upone's —s, εντείνω τις προσπάθειες μουII put a — in it! βούλωσ' το!

socket ['sokit] η κόγχη (ματιού), ντουί(λάμπας), πρίζα, κοίλωμα.

sod [sod] η χορταριασμένο χώμα IIδύσκολη δουλειά II (βρισιά) κόπανοςII ~omite, αρσενοκοίτης || ~omy, σο-δομία, παρά φύσιν ασέλγεια.

soda ['soucb] n σόδα II —-fountain, ανα-ψυκτήριο II —-water, αεριούχο νερό.

sodden [sodn] adj βρεγμένος, μουσκεμέ-νος II [drink-]—, αποκτηνωμένος [απότο πιοτό].

sodium ["soudiam] η χημ. νάτριο.sofa [soufa] n καναπές.soft [soft] adj μαλακός, απαλός || πλα-

δαρός, μαλθακός || χαζός, λωλός ||θαμπός II have a — spot for sb, έχωαδυναμία σε κπ II —en vti μαλακώνωII —boiled, (αυγό) μελάτο II — drink,αναψυκτικό II — drug, μαλακό ναρκω-τικό II —headed, χαζός II —hearted,συμπονετικός II —ness, απαλότητα H —pedal, μετριάζω II ~ soap, κολακείες,μαλαγανιές II —soap, vt κολακεύω II—spoken, γλυκομίλητος II —y n χαζός,ξεκούτης.

soggy ['sogi] adj πολύ υγρός, λασπερός.soil [soil] n έδαφος, γη, χώμα II vti

λερώνω/ -ομαι.sojourn [-sod33n] n διαμονή H vi παρεπι-

δημώ.solace [solis] n παρηγοριά, ανακούφιση

II vt παρηγορώ, ανακουφίζω.solar f soub r ] adj ηλιακός.solder ['soukbr] n καλάι II vt συγκολλώ.soldier ['souldjs^] n στρατιώτης, στρα-

τιωτικός II vi υπηρετώ ως στρατιώτηςΗ — on, μτφ. συνεχίζω τολμηρά/απο-φασιστικά II — of fortune, μισθοφόρος,τυχοδιώκτης II —ly adj στρατιωτικός,ως στρατιώτης II —y n τα στρατό,φανταρία.

sole [soul] n ιχθ. γλώσσα II σόλα II vtσολιάζω II adj μόνος, μοναδικός, απο-κλειστικός.

solecism ['solisizam] n σολοικισμός.solemn ['sotam] adj επίσημος II σοβα-

ρός II — ity [sa'lemnati] επισημότητα,ιεροτελεστία II —ize ["sobmnaiz] vtτελώ μ' επισημότητα, εορτάζω, πανη-γυρίζω.

solicit [sa'lisit] vti ζητώ II (για πόρνη)ψωνίζω πελάτες II —or, δικηγόρος II—ous, ενδιαφερόμενος, περιποιητικός.

solid [solid] n στερεό σώμα || adj στε-ρεός II συμπαγής || ατόφιος, ακέραιοςII γερός II ομόφωνος, σύσσωμος II ολό-κληρος, αδιάκοπος, συνεχής II —ity[ss'lidsti] στερεότητα, αντοχή, εγκυ-ρότητα II —arity [.soli'daersti] αλλη-λεγγύη II ~ify, στερεοποιώ /-ούμαι.

solliloquy [ss'libkwi] n μονόλογος.solitaire [,soli-te3r] n μονόπετρο || πασιέ-

ντζα.solitary ["solitri] adj μοναχικός || από-

μερος, απομονωμένος II μοναδικός II— confinement, απομόνωση.

solitude fsolitju:d] n απομόνωση, μονα-ξιά II ερημιά.

solo [soulou] n μουσ. σόλο II —ist,σολίστ.

solstice ['solstis] n ηλιοστάσιο.soluble f soljubl] adj διαλυτός.solution [sa'lurjn] n λύση II διάλυση ||

διάλυμα.solve [solv] vt λύνω (αίνιγμα).solvent f solvant] n διαλυτικό II adj δια-

λυτικός II αξιόχρεος II solvency, τοαξιόχρεο.

sombre [~somb3r] adj σκούρος, σκοτει-νός, σοβαρός || —ness, μελαγχολία,σοβαρότητα.

some [SAITI] adj, pron μερικό, μερικοί ||λίγο, λίγοι, αρκετοί II κάποιος II κά-που, περίπου II —body; —one, κάποιοςII —how, οπωσδήποτε II —place, USκάπου || —thing, κάτι II —time, κά-ποτε, κάποια μέρα || —times, πότε-

215 soviet

πότε, μερικές φορές II ~way US οπωσ-δήποτε II ~where, κάπου.

somersault ['sAmasoiIt] η τούμπα II viπαίρνω τούμπα.

somnabulism [som' naebjulizm] η υπνο-βασία II somnabulist, υπνοβάτης.

somnolent ['somnabnt] adj νυσταλέος.son [SAII] n γιος || — in-law, γαμπρός.sonata [sa~na:ts] η σονάτα.song [sorj] η τραγούδι II κελάηδημα ||

ποίημα II for a —, σχεδόν τζάμπα ||make a — and dance about sth, χαλάωτον κόσμο για κτ II —bird, ωδικό πτη-

. νό II —ster, τραγουδιστής i| —stress['sorjstris] τραγουδίστρια.

sonic [sonik] adj ηχητικός.sonnet fsonit] η σονέτο.sonny ['sAni] η (προσαγορευτικά) παλ-

ληκάρι μου, μικρέ μου.sonorous ['sonarasj adj ηχηρός II βαρύγ-

δουπος.soon [su:n] adv σύντομα, σε λίγο II

νωρίς || how —, σε πόση ώρα || as —as, αμέσως μόλις II no ~er... than,πριν καλά-καλά... και || ~er or later,αργά ή γρήγορα II would just as —,δεν με πειράζει να, το ίδιο μου κάνεινα II —er than, προτιμότερο από II as~ as not, προτιμότερα, καλύτερα || no~er said than done, αμ' έπος αμ'έργον, το γοργό και χάρη έχει.

soot [sut] η καπνιά, κάπνα, φούμος ||~y, γεμάτος καπνιά.

soothsayer ['su:Gsei3r] η μάντης.soothe [βικδ] vt καλμάρω, καταπραΰνω.soothing ['su:6irj] adj καταπραϋντικός,

κατευναστικός.sop [sop] η παπάρα II δώρο (για δωρο-

δοκία) || vt παπαριάζω II ~ up, μαζεύω(υγρό) || ~ping, πολύ βρεγμένος II~py, γλυκανάλατος.

sophism ['sofizm] η σόφισμα, σοφιστείαII sophist, σοφιστής.

sophisticated [sa'fistikeitid] adj ραφινά-τος || τεχν. περίπλοκος, υπερμοντέρνοςII λεπτός, φίνος || sophistication, εκζή-τηση, περιπλοκότητα.

sophistry ['sofistri] η σοφιστεία, σοφι-στική.

sophomore [sofamo:] n US δευτεροετήςφοιτητής.

soporific f.sopa'rifik] η υπνωτικό || adjυπνωτικός.

sorbet ["so:bei, 'so:bat] η σερμπέτι.sorcerer ['so:s3rar] η μάγος || sorceress,

μάγισσα II sorcery, μαγεία, μάγια.sordid ["sordid] adj άθλιος, βρώμικος ||

ποταπός, πρόστυχος II ~ness, βρωμιά,αθλιότητα, χυδαιότητα.

sore [so:r] η έλκος, πληγή II adj πονε-

μένος, πληγιασμένος || πικραμένος IIχολωμένος || ~ly, πολύ, σκληρά II— ness, πόνος, χόλιασμα, πίκρα.

sorrow ['sorou] η λύπη, θλίψη II viθλίβομαι, θρηνώ II —ful, θλιμμένος,λυπητερός.

sorry ['sori] adj λυπημένος II αξιολύπη-τος II be —, λυπάμαι.

sort [so:t] η είδος || vti ~ (out), ξεχωρίζωξεδιαλέγω, ταξινομώ II of a ~; of —s,δήθεν, ψευτο— II — of, κάπως, κατάκάποιο τρόπο II a good ~, καλόςτύπος II out of —s, αδιάθετος || ~er,ταξινόμος.

sortie ['so:ti] η στρατ. έξοδος.sot [sot] η κτήνος (από το ποτό).soul [soul] η ψυχή II νεκρός II άνθρω-

πος 11 προσωποποίηση |[ All ~ s ' day,ψυχοσάββατο II —-destroying, ψυχο-φθόρος II —-searching, ενδοσκόπηση ||—stirring, συγκλονιστικός II —ful, πα-θιασμένος II —less, άψυχος.

'sound [saund] π ήχος II πορθμός II~ barrier, φράγμα του ήχου II —effects, ηχητικά εφφέ || — film, ομι-λούσα ταινία H —proof, ηχομονωτι-κός II —proofed, με ηχομόνωση II —-track, ηχητική ζώνη ταινίας II —-wave, ηχητικό κύμα.

sound [saund] adj υγιής, γερός II βά-σιμος, ορθός, φρόνιμος II (για ύπνο)βαθύς II a — mind in a — body, νουςυγιής εν σώματι υγιεί || — ly, γεράολοκληρωτικά, βαθειά || —ness, ορθό-τητα, υγεία.

sound [saund] vti ηχώ, σημαίνω II φαί-νομαι (στ' αυτί) \\ ναυτ. βυθομετρώ II— sb out [on sth], βολιδοσκοπώ κπ[για κτ] II —ing, βυθομέτρηση, βολιδο-σκόπηση.

soup [su:p] η σούπα II in the ~, σεδύσκολη θέση, μπλεγμένος.

sour ['sau3r] adj ξινός, ξινισμένος II(άνθρ.) ανάποδος, γκρινιάρης II turn~, ξινίζω || —ness, ξινίλα, στριφνό-τητα.

source [so:s] η πηγή.souse [saus] vt καταβρέχω II παστώνω,

βάζω σε άλμη II — α\ si σουρωμένος.south [sau9] η νότος, νοτιά || adj νότιος

II adv νότια.southern [~5Λδ3η] adj νότιος II —er, νό-

τιος, κάτοικος του νότου.souvenir [.suiva'nia1'] η ενθύμιο.sovereign fsovrin] η άρχοντας, ηγεμό-

νας II χρυσή λίρα || adj ύπατος, υπέρ-τατος II ανεξάρτητος II —ty, εθνικήκυριαρχία.

soviet [souviat] η συμβούλιο, σοβιέτ IIthe S— Union, η Σοβιετική Ένωση.

sow 216

'sow [sau] π γουρούνα.2sow [sou] vti irreg σπέρνω II ~er,

σπορέας.soya [soia] η σόγια.spa [spa:] η λουτρόπολη, ιαματική πηγή.space [speis] η χώρος II διάστημα II

κενό || απόσταση || θέση, τόπος IIπερίοδος II vt ~ sth out, αραιώνω κτ(τοπικά ή χρονικά) II ~ night, δια-στημική πτήση II single/double spac-ing, μονό /διπλό διάστημα.

spacious ["speifas] adj ευρύχωρος.spade [speid] n φτυάρι, τσάπα || χαρ-

τοπ. μπαστούνι, πίκα II vt — up,σκάβω (με τσάπα) II call a ~ a ~,λέω τα σύκα-σύκα II ~ful, φτυαριά II—work, προκαταρκτική χοντροδουλειά.

spaghetti [spa'geti] n μακαρόνια.Spain [spein] n Ισπανία.span [spaen] n σπιθαμή || απόσταση,

άνοιγμα (χεριών, φτερών, αψίδας) ||διάρκεια (ζωής) H νί ζευγνύω, καλύπτωII μετρώ (με σπιθαμές).

spangle [spaerjgl] n πούλια.Spaniard ['spaeniad] n Ισπανός.spaniel ['speenial] n (σκυλί) σπάνιελ.Spanish ['spaenij] adj ισπανικός.spank [spasqk] n ξύλο (στον πισινό) ||

vf δέρνω [παιδί στον πισινό].spanner ['spaena1"] n γαλλικό κλειδί.spar [spa:] vi προπονούμαι στην πυγ-

μαχία II λογομαχώ.spare [spear] π ανταλλακτικό || adj

διαθέσιμος, περίσσιος, εφεδρικός (| λι-τός || ξερακιανός || vti φείδομαι, λυπά-μαι, γλυτώνω II διαθέτω, δίνω || ~ sb'sfeelings, αποφεύγω να πληγώσω κπ ||enough and to ~, υπεραρκετός || spar-ing of, φειδωλός || ~ parts, ανταλλα-κτικά II ~ wheel, ρεζέρβα II —ness,αδυναμία, λιτότητα.

spark [spa:k] n σπινθήρας, σπίθα || vtiσπιθοβολώ, πετώ σπίθες II ~ off,προκαλώ, είμαι έναυσμα για || —ing-plug, τεχν. μπουζί.

sparkle [spa:kl] n σπινθηροβόλημα, λάμ-ψη, σπίθα II vi σπινθηροβολώ, σπι-θίζω II sparkling adj σπινθηροβόλος.

sparrow ['spaerou] n σπουργίτι.sparse [spa:s] adj αραιός, σποραδικός ||

—ly, αραιά II —ness, σπάνις, αραιότητα.Spartan [spa:tn] adj σπαρτιατικός, λιτός.spasm [spszam] π σπασμός, σύσπαση ||

κρίση, παροξυσμός 11 --odic, σπασμω-δικός.

spastic ['spaestik] adj σπαστικός.spat [spxt] n γκέτα II καυγαδάκι.spate [speit] n πλημμύρα.spatial [speifl] adj διαστημικός, του χώ-

ρου.

spatter fspastar] n πιτσίλισμα II ψιχάλαII vti πιτσιλίζω || πέφτω/χτυπώ στάλα-στάλα.

spatula fspaetjub] n σπάτουλα.spawn [spo:n] n αυγά/γόνος ψαριών ||

vti (για ψάρι) γεννώ II μτφ. γεννοβολώ.speak [spi.k] vti irreg μιλώ II προφέρω,

λέγω II βγάζω λόγο, αγορεύω II — forsb, μιλώ υπέρ κάποιου/για λογαρια-σμό του || — to sth, επιβεβαιώνω κτ ||~ up, μιλώ δυνατότερα II nothing to— of, τίποτα άξιο λόγου II —s volumesfor, λέει πολλά για II so to ~, ούτωςειπείν |] ~ one's mind, λέω τη γνώμημου II ~ well for, δείχνω, φανερώνω ||~er, ομιλητής, ρήτορας, μεγάφωνο ||S~er, GB Πρόεδρος της Βουλής.

spear [spiar] π δόρυ, ακόντιο, λόγχη,καμάκι || vt λογχίζω, καμακώνω ||—head n αιχμή (δόρατος, επίθεσης),vt αποτελώ την αιχμή.

spearmint ['spismint] n δυόσμος.special [spe/1] adj ειδικός, ιδιαίτερος,

ξεχωριστός II —ist, π ειδικός || —ity,ειδικότητα, ιδιαίτερο χαρακτηριστικόII — ize [in], ειδικεύομαι [εις] Π ~iza-tion, ειδίκευση || ~ly, ειδικώς.

species [~spi:Ji:z] n γίνος, είδος, τύπος.specific [spa'sifik] adj ειδικός, ιδιάζων,

ειδοποιός || συγκεκριμένος, ρητός, σα-φής II — gravity/weight, ειδικό βάροςII —ally, ειδικά, συγκεκριμένα.

specification [,spesifi'keijn] n [εξειδίκευ-ση || πληθ. τεχνική περιγραφή, προ-διαγραφές, χαρακτηριστικά.

specify ['spesifai] vt [καθ]ορίζω, προδια-γράφω, αναφέρω λεπτομερώς.

specimen fspesimsn] n δείγμα || (άνθρ.)τύπος.

specious [~spi:Jss] adj απατηλός, εύσχη-μος, κατ' επίφαση σωστός.

speck [spek] n κηλίδα II μόριο II ψήγμαII στίγμα, κουκίδα II —less, ακηλίδωτος.

speckle [spekl] n πιτσίλα, σημαδάκι,στίγμα II ~d, πιτσιλωτός, διάστικτος.

specs [speks] n pi ματογυάλια.spectacle ['spektakl] π θέαμα || πληθ.

γυαλιά || make a — of oneself, γίνομαιθέαμα, γελοιοποιούμαι || ~d, διοπτρο-φόρος.

spectacular [spek"taekjutar] adj θεαματι-κός.

spectator [spek1 teitar] n θεατής.spectral ['spektral] adj φασματικός || σα

φάντασμα.spectre ['spektar] n φάσμα || φάντασμα.spectrum ['spektram] n φυσ. φάσμα.speculate ['spekjuleit] vi διαλογίζομαι,

κάνω σκέψεις / υποθέσεις II κερδοσκο-πώ, σπεκουλάρω II speculation, διαλο-

217 splenetic

γισμός, σκέψη, εικοτολογία, υπόθεσηII κερδοσκοπία || on spec, στην τύχη,στα κουτουρού.

speculative ["spekjubtiv] adj θεωρητικός,υποθετικός, αναπόδεικτος II κερδοσκο-πικός.

speech [spi:tj] π μιλιά, λαλιά/ομιλία ||λόγος, αγόρευση || —less, άφωνος II— lessness, βουβαμάρα II ~ify, ρητο-ρεύω, βγάζω δεκάρικους.

speed [spi:d] η ταχύτητα, σπουδή, γρη-γοράδα || vti irreg σπεύδω, τρέχω II ~up, επιταχύνω 11 at full/top —, ολο-ταχώς II pick up —, αναπτύσσω τα-χύτητα 11 more haste less —, σπεύδεβραδέως II ~boat, ταχύπλοη βενζινά-κατος II -—cop, τροχαίος πολισμάνοςII ~ing η υπερβολική ταχύτητα !(—limit, όριο ταχύτητας || ~ merchant,τρελλός οδηγός || —ometer [spr.'do-mita r] η ταχύμετρο, κοντέρ || ~way,US αυτοκινητόδρομος.

spelaeology [,spili'ol3d3i] n σπηλαιολο-γία || spelaeologist, σπηλαιολόγος.

spell [spel] π ξόρκι, μάγια || γοητεία,μαγεία II (χρον.) περίοδος || vti αντι-καθιστώ κπ (στη δουλειά) || σημαίνω,συλλαβίζω, ορθογραφώ II ~ out, εξηγώκαθαρά II be under a ~, μου'χουνκάνει μάγια II break the —, λύνω ταμάγια || ~ binder, μάγος [του λόγου] II—bound, [σα] μαγεμένος.

spend [spend] vti irreg ξοδεύω II δαπανώII διαθέτω, αφιερώνω II περνώ [χρόνο]II spent, εξαντλημένος, χρησιμοποιημέ-νος || —er, άνθρωπος που ξοδεύει.

sperm [sp3:m] n σπέρμα.spew [spju:] vti ξερνώ.sphere [sfis1"] n σφαίρα || τομέας, κύ-

κλος, περιοχή δράσεως.spherical fsferikl] adj σφαιρικός.sphinx [sf^ks] n σφίγγα.spice [spais] n μπαχαρικό, καρύκευμα ||

μτφ. νοστιμιά || ίχνος, δόση II vtκαρυκεύω, νοστιμεύω II spicy, πικά-ντικος.

spick [spik] στη φρ. — and span, πε-ντακάθαρος, άψογος, στην τρίχα, τουκουτιού.

spider ['spaids'] n αράχνη.spigot fspigat] n πείρος (βαρελιού), κά-

νουλα.spike [spaik] n ακίδα, μύτη, καρφί (σε

αθλητ. παπούτσια), μυτερό τακούνι.spill [spil] n πτώση, τούμπα || vti irreg

χύνω/-ομαι II (για άλογο, όχημα)ρίχνω κάτω, πετώ, αδειάζω || —over,ξεχείλισμα, πλεόνασμα.

spin [spin] n σπινάρισμα, στρίψιμο,σβούρισμα II βόλτα (με όχημα) II vti

irreg γνέθω, κλώθω II υφαίνω || στρίβω,στροβιλίζω, σβουρίζω II γυρίζω από-τομα, κινούμαι ταχέως 11 — out, παρα-τείνω, τραβώ κτ σε μάκρος || — ayarn, αφηγούμαι ιστορίες II in a fiat—, σε πανικό.

spinach [~spinid3, -tj] n σπανάκι.spinal ['spainsl] adj σπονδυλικός II ~

column, σπονδυλική στήλη.spindle [spindl] n αδράχτι || spindly,

ψηλόλιγνος.spinster ["spinsts1"] n γεροντοκόρη.spiral [spaiaral] n σπείρα, έλιξ II adj

ελικοειδής II vi κινούμαι / ανεβαίνωελικοειδώς.

spire [spaisr] n οβελίσκος.spirit ["spirit] n πνεύμα II φάντασμα ||

προσωπικότητα || κουράγιο, ψυχή, καρ-διά || πληθ. διάθεση, κέφι II οινόπνευ-μα II vt — off/away, εξαφανίζω μυστη-ριωδώς/γρήγορα || the Holy S~, τοΆγιο Πνεύμα || take sth in the wrong—, παρεξηγώ κτ, παίρνω κτ στραβά ||that's the —/ έτσι μπράβο! II be inhigh —s, έχω κέφια II be in low/poor~s; be out of ~s, έχω ακεφιές II ~ed,τολμηρός, νευρώδης, πνευματώδης,ζωηρός II —less, άψυχος, άτολμος,άκεφος II —lamp/-stove, λάμπα / καμι-νέτο οινοπνεύματος || — uous, οινοπνευ-ματώδης.

spiritual ['spiritjusl] n νέγρικο θρησκευ-τικό τραγούδι II adj πνευματικός, ψυ-χικός, άυλος II —ism, πνευματισμός ||— ist, πνευματιστής || —ly, πνευματικά.

spit [spit] π σούβλα || φτύσιμο, σάλιο ||vt irreg φτύνω II — out, βγάζω φτύ-νοντας, πετώ (—λέω απότομα) II ψιχα-λίζω II the —ting image of; the dead —of, φτυστός, ολόιδιος.

spite [spait] n πείσμα, κακία, έχθρα ||out of —, από πείσμα || in — of, παράII ~ful, μοχθηρός, κακεντρεχής II —ful-ly, πεισματικά.

spittle [spitl] n φτυμα, ροχάλα, σάλιο.spittoon [spi~tu:n] n πτυελοδοχείο.spiv [spiv] n si κομπιναδόρος, αεριτζής.splash [splaej] n πιτσίλα II κηλίδα (χρώ-

ματος) II παφλασμός II λίγη σόδα II vtiπιτσιλίζω, πετώ (νερά) \\ τσαλαβουτώ,πέφτω με παφλασμό II — one's moneyabout, σκορπώ τα λεφτά μου II make a~, κάνω μπάμ/εντύπωση II —-down,προσθαλάσσωση διαστημοπλοίου.

spleen [splr.n] π σπλήνα II μτφ. οργή,μελαγχολία, κακοθυμία.

splendid [splendid] adj λαμπρός, έξοχος.splendour f'splendar] n λαμπρότητα ||

πληθ. μεγαλείο.splenetic [spli'netik] adj κακοδιάθετος,

splice 218

δύστροπος, οργίλος, χολερικός.splice [splais] vt ματίζω, συγκολλώ.splint [splint] n χειρουργ. νάρθηκας.splinter ['splinta'] π σκλήθρα, αγκίδα,

θραύσμα I! vti — off, κάνω / γίνομαικομμάτια.

split [split] η σκίσιμο, σκάσιμο (δέρ-ματος), ρωγμή || διάσπαση (κόμματος)II μικρό μπουκάλι (μπύρας, κλπ.) || vtiirreg σκίζω/ -ομαι II ~ [up/into], δια-σπώ, διαιρώ, μοιράζω II let's —, ας τοδιαλύσουμε τώρα (παρέα, πάρτυ, κλπ.)II ~ the cost, μοιράζομαι τα έξοδα II~ hairs, ψιλολογώ II ~ one's sideswith laughter, λύνομαι στα γέλια || a—ting headache, εξουθενωτικός πονο-κέφαλος || ~ personality, διχασμένηπροσωπικότητα.

splotch [splotj], splodge [splod3] n πασά-λειμμα, πιτσίλισμα.

splurge [spb:d3] η φιγούρα II νί κάνωφιγούρα.

splutter [-spUt3r] vti ψελλίζω, τραυλίζωII τσιρίζω, ρετάρω II πιτσιλίζω, πετώσάλια (μιλώντας).

spoil [spoil] n pi λεία, λάφυρα || κέρδη,ωφελήματα II vti irreg χαλώ, κατα-στρέφω II παραχαϊδεύω, χαλώ, κακομα-θαίνω.

spoke [spouk] η αχτίνα (τροχού).spokesman ['spouksman] n εκπρόσωπος.sponge [spAndj] n σπόγγος, σφουγγάρι

II vti σφογγίζω II ~ out, σβήνω II ~up, μαζεύω με σφουγγάρι || ~ on /offsb, ζω σε βάρος κάποιου, κάνωτράκα από κπ || ~r, τρακαδόρος,σελέμης, παράσιτο || spongy, πορώδης,ελαστικός.

sponsor fsponss'] n (ραδιόφ./TV) ανά-δοχος, εγγυητής II vt αναδέχομαι, εγ-γυούμαι.

spontaneity [,spont3'nei:ati] η αυθορμη-τισμός.

spontaneous [sporf teinias] adj αυθόρμη-τος || ~ness, αυθορμητισμός.

spoof [spu:f] n απάτη It vt ξεγελώ.spook [spu:k] η στοιχειό II ~y, στοιχει-

ωμένος.spool [spu:l] η μπομπίνα, καρούλι.spoon [spurn] η κουτάλι || vt — out/up,

σερβίρω.spoor [spusr] n αχνάρι (άγριου ζώου).sporadic [spa'raedik] adj σποραδικός II

—ally, σποραδικά.sport [spo:t] η σπορ, αθλοπαιδιά, άθλη-

μα, αγώνισμα || παιχνίδι, αστεϊσμός ||άνθρωπος με αθλητική νοοτροπία Ηπληθ. αθλητικοί αγώνες || vti παίζω,διασκεδάζω || φορώ επιδεικτικά, κοτσά-ρω II make — of, γελώ με, κοροϊδεύω

Η ~ive, παιχνιδιάρης, ευτράπελος ||—ing, φίλαθλος, ριψοκίνδυνος || —scar, αυτοκίνητο σπορ || —s-editor, α-θλητικός συντάκτης.

spot [spot] n κηλίδα, βούλα, λεκές IIστάλα, σταγόνα, μικρή ποσότητα IIδιαφημιστική σφήνα II τόπος, μέρος,θέση, σημείο || vti κηλιδώνω, λεκιάζωII διακρίνω II it's —ing, ψιχαλίζει || onthe —, επί τόπου II knock —s off sb,νικώ κπ εύκολα || put sb on the —,στριμώχνω κπ, τον φέρνω σε δύσκοληθέση II — check, αιφνιδιαστικός έλεγ-χος, αιφνιδιασμός II — cash, πληρωμήμε την παράδοση II — prices, τιμέςτοις μετρητοίς || —less, πεντακάθαροςII —light, προβολέας II — on, πολύσωστός II —ted, διάστικτος, πιτσιλωτόςII ~ty, λεκιασμένος, πιτσιλωτός.

spouse [spaus] n νομ. (ο / η) σύζυγος.spout [spaut] n σούελο || χοάνη, στόμιο

II κρουνός (νερού) II (για υγρό) ανα-πηδώ, εκτινάσσω/-ομαι II up the —,σε κακά χάλια, si αμανάτι, έγκυος.

sprain [sprein] n στραμπούλισμα, εξάρ-θρωση II vt στραμπουλίζω, εξαρ-θρώνω.

sprat [spraet] π ιχθ. γαύρος.sprawl [spro:l] π άπλωμα, ξάπλωμα, ξά-

πλα II νί ξαπλώνω/-ομαι φαρδύς-πλα-τύς II (για πόλη) απλώνομαι χωρίςσχέδιο II go —ing, πέφτω φαρδύς-πλα-τύς.

spray [sprei] n κλωνάρι II αλισάχνη,μπουχός || ψεκασμός, σπρέι || ψεκα-στήρι, βαποριζατέρ II vt ψεκάζω, ρα-ντίζω II —er, ψεκαστήρι.

spread [spred] n εξάπλωση, διάδοση IIάνοιγμα, πλάτος II κάλυμμα || (γιατροφή) κρέμα II vti irreg απλώνω/-ομαι II μεταδίδω /-ομαι, διαδίδω/-ομαι II κλιμακώνω /-ομαι II — oneself,απλώνομαι φαρδιά-πλατιά II — thetable, στρώνω το τραπέζι II — with,σκεπάζω, αλείφω || —eagle, απλώνομαιμε χέρια και πόδια ανοιγμένα.

spree [spri:] n γλέντι, ξεφάντωμα II harea —; go out on a ~, το ρίχνω έξω.

sprig [sprig] n κλαδάκι.sprightly fspraitli] adj σβέλτος, ζωηρός.spring [sprirj] n άνοιξη || πήδημα, άλμα

II πηγή, προέλευση II ελαστικότητα IIελατήριο, σούστα || vf/ irreg [ανα]πηδώ,[ανα]τινάσσομαι || — at sb, ορμώ/πηδώεναντίον κάποιου || — from, προέρχο-μαι, ξεφυτρώνω II ~ up, ξεπετάγομαι,φυτρώνω II — sth on sb, αιφνιδιάζω κπμε κτ II αποδεσμεύω (μηχανισμό), ανα-τινάσσω II (για ξύλο) ραγίζω, σκε-βρώνω, σπάζω II — a surprise on sb,

219 squint

κάνω έκπληξη II — a leak, (για πλοίο)κάνω νερά II ~-balance, κανταράκι ||—bed, κρεββάτι με σομιέ || —board,σανίδα καταδύσεων II —-clean, καθα-ρίζω απ' άκρη σ' άκρη | | —-cleaning,γενικό καθάρισμα (σπιτιού) II —less,χωρίς σούστες || —like [σαν] ανοιξι-άτικος || —time/tide, εποχή της άνοι-

ξης·sprinkle [sprirjkl] vti ραντίζω, καταβρέχω

II σκορπίζω II —r, καταβρεχτήρι, αγια-στούρα II a sprinkling of, λίγο, λίγοι.

sprint [sprint] η σπριντ, φουλάρισμα(στο τρέξιμο) || νί τρέχω ολοταχώς.

sprite [sprait] η ξωτικό, δαιμόνιο.sprocket ['sprokit] η δόντι (τροχού) II

—-wheel, οδοντωτός τροχός (με καδέ-να).

sprout [spraut] η βλαστάρι II vti — [up],ξεπετώ/ -ιέμαι, βλαστάνω, αναπτύσσο-μαι.

spruce [spru:s] η έλατο || adj κομψός,καλοντυμένος, περιποιημένος II vti —sb/oneself [up], ευπρεπίζω/ -ομαι, φτιά-χνομαι.

spry [sprai] adj σβέλτος, ζωηρός.spume [spju:m] n αφρός.spunk [spArjk] η θάρρος, λεβεντιά II — y,

ψυχωμένος.spur [spa:r] η σπιρούνι || μτφ. κέντρι-

σμα, κίνητρο, ελατήριο || vti σπηρου-νιάζω || κεντρίζω II on the — of themoment, ξαφνικά, στη στιγμή.

spurious ['spjuarias] adj νόθος, κίβδηλος.spurn [sps.n] νί αποκρούω περιφρονη-

τικά.spurt [sps:t] η ανάβλυση, αναπήδηση II

ξέσπασμα, έκρηξη || φορτσάρισμα, φου-λάρισμα, εντατική προσπάθεια II νί(για υγρό, φλόγα, κλπ.) ξεπετάγομαι,αναβλύζω ορμητικά II μτφ. φουλάρω,φορτσάρω II put on a —, βάζω ταδυνατά μου, φορτσάρω.

sputnik ['sputnik] η σπούτνικ.sputter ['spAtar] vti τσιρίζω II — out,

σβήνω τσιρίζοντας.sputum [spjutsm] η ιατρ. πτύελο.spy [spai] η κατάσκοπος || vti διακρίνω,

ανακαλύπτω II — on sb, κατασκοπεύωκπ II ~ into sth, προσπαθώ να ανα-καλύψω κτ II —glass, κανοκιάλι II—hole, τρύπα παρακολούθησης, μάτι.

squab [skwob] η πιτσούνι.squabble [skwobl] η καυγαδάκι || νί

καυγαδίζω.squad [skwod] η ουλαμός, ομάδα II

firing —, εκτελεστικό απόσπασμα.squadron fskwodran] η επιλαρχία (τανκς),

ίλη (ιππικού), μοίρα (ναυτ., αεροπ.) II— leader, επισμηναγός.

squalid [skwolid] adj βρώμικος, άθλιος.squall [skwo:l] η σκουξιά, στριγγλιά II

ριπή (ανέμου, βροχής), σπιλιάδα,μπουρίνι II νί σκούζω, στριγγλίζω IIlook out for ~s! τα μάτια σου τέσσερα!

squalor fskwota'] n βρώμα, αθλιότητα.squander [skwonda r] vt σπαταλώ, δια-

σπαθίζω II —er, σπάταλος.square [skwear] n τετράγωνο || πλατεία,

αυλή || εργαλ. γνώμονας, ορθογώνιο ||adj τετράγωνος, τετραγωνικός II ρητόςκατηγορηματικός II ευθύς, δίκαιος, έν-τιμος II adv ίσια ]) ξεκάθαρα, τίμια )]κατάντικρυ II vti τετραγωνίζω II — sthoff, χωρίζω σε τετράγωνα II — up withsb, λογαριάζομαι με κπ II — sth with,εναρμονίζω με || — up to sb, παίρνωθέση μάχης || a — meal, χορταστικόφαΐ II play —, παίζω τίμια II back to— one, πίσω πάλι από την αρχή 11 —the circle, επιχειρώ τα αδύνατα II onthe —, τίμια, ντόμπρα, καθαρά.

squash [skwoj] n κολοκυθάκια II χυμόςφρούτων II συνωστισμός, στριμωξίδι IIσύνθλιψη, ζούλισμα II vti στίβω, συν-θλίβω, ζουλώ/-ιέμαι || στριμώχνω/-ομαι, συνωστίζομαι II αποστομώνω IIκαταστέλλω, καταπνίγω || —y, χυμώδης,ζουμερός.

squat [skwot] adj κοντόχοντρος, πλα-τσουκωτός || νί κάθομαι (ιδ. οκλαδόν)II (για ζώο) ζαρώνω, μαζεύομαι || κάνωκατοχή (σε άδειο κτίριο) \\ — ter,τρωγλοδύτης.

squawk [skwo.k] n κραυγή || νί κρώζω.squeak [skwi:k] n σκούξιμο (ποντικού),

τρίξιμο (πόρτας) II vti στριγγλίζω,σκληρίζω, τσιρίζω II — out, ξεφωνίζω,λέω τσιριχτά II —y, που τρίζει/τσιρί-ζει.

squeal [skwi:l] n στρίγγλισμα, στριγ-γλιά II νί στριγγλίζω, σκληρίζω, σκού-ζω II si μαρτυράω || —er, καταδότης.

squeamish [skwi:mij] adj υπερευαίσθη-τος, που έχει αναγούλες, σιχασιάρηςII σεμνότυφος.

squeeze [skwi:z] n στίψιμο, ζούληγμα,σφίξιμο || συνωστισμός, στρίμωγμα,στριμωξίδι || vti σφίγγω, [συμ]πιέζω,ζουλώ/-ιέμαι II στίβω/-ομαι II στριμώ-χνω/-ομαι II a close/narrow/tight —,παρά τρίχα [διάσωση] II ~ Γ , στίφτης.

squelch [skweltf] n πλατσούρισμα, (ήχος)πλατς-πλουτς || vti πλατσουρίζω.

squib [skwib] n τρακατρούκα, κροτίδα IIσάτιρα.

squid [skwid] n ιχθ. καλαμαράκι.squiffy f'skwifi] adj λίγο πιωμένος.squiggle [skwigl] n καλλικαντζούρα.squint [skwint] n αλληθώρισμα, στρα-

squire 220

βισμός II vf αλληθωρίζω II —eyed,γκαβός, αλλήθωρος.

squire [skwai3r] n προύχοντας χωριού.squirm [skwaim] vi στριφογυρίζω, νιώ-

θω δυσφορία / αμηχανία.squirrel [skwirel] η σκίουρος.squirt [skws:t] η πίδακας (υγρού) II

vti (νγρό) εκτοξεύω/-ομαι.stab [staeb] η μαχαιριά II σουβλιά II

δοκιμή, απόπειρα II vt μαχαιρώνω.stability [sta'bibti] π σταθερότητα.stabilize ['steibalaiz] vti σταθεροποιώ II

~r, σταθεροποιητής, ζυγοσταθμιστήςII stabilization, σταθεροποίηση.

stable [steibl] η σταύλος || vt σταυλίζωII adj σταθερός.

staccato [sta'ka:tou] μουσ. κοφτά, στα-κάτο.

stack [staek] π θημωνιά II στήλη, στοί-βα || δέσμη καμινάδων II vti θημωνιά-ζω, στοιβάζω II ~ the cards, φτιάχνωτα χαρτιά.

stadium ['steidism] η στάδιο.staff [sta:f] η προσωπικό || στρατ. επι-

τελείο II ραβδί, ράβδος, γκλίτσα, πατε-ρίτσα, κοντάρι II μουσ. πεντάγραμμο IIvt επανδρώνω.

stag [stasg] π αρσενικό ελάφι II ~ par-ty, αντροπαρέα.

stage [steid3] π σκηνή (θεάτρου) IIφάση, στάδιο, βαθμίδα II τμήμα δια-δρομής II σκαλωσιά, εξέδρα || vti ανε-βάζω (έργο) || (για έργο) κάνω για τοθέατρο II οργανώνω, σκηνοθετώ II ~ acomeback, επανεμφανίζομαι επί σκηνήςII an old ~r, μτφ. παλιά καραβάνα/καραμπίνα || staging η σκαλωσιά, ικρί-ωμα, ανέβασμα (έργου).

stagger [-staeg3r] η τρίκλισμα || πληθ.ίλιγγος, ζάλη || vti τρεκλίζω, παρα-πατώ H ζαλίζω, καταπλήσσω, συγκλο-νίζω II κλιμακώνω.

stagnant ['stagnant] adj στάσιμος, λι-μνάζων.

stagnate [sts'gneit] vi λιμνάζω.s*agy [ steidji] adj θεατρινίστικος.staid [steid] adj σοβαρός, συντηρητικός.stain [stein] n κηλίδα, λεκές || μπογιά ||

vti κηλιδώνω, λεκιάζω II βάφω II —less,ακηλίδωτος, (ατσάλι) ανοξείδωτος ||~ed glass, βιτρώ.

stair [stear] n σκαλοπάτι || πληθ. σκά-λα || —case/way, σκάλα (με κάγκελα).

stake [steik] n παλούκι, πάσσαλος ||πυρά (μαρτυρίου) II (σε τυχερό παιχνί-δι) μίζα, ποντάρισμα, στοίχημα II συμ-φέρον, μερίδιο || νί στηρίζω με πασ-σάλους || ~ οΩ'/out, χωρίζω/οριοθετώμε πασσάλους II ~ [on], στοιχηματίζω[για] II go to/die on the ~, πεθαίνω

επί της πυράς II be at ~, διακυβεύομαι.stalactite fstaelsktait] n σταλακτίτης.stalagmite ['staelsgmait] n σταλαγμίτης.stale [steil] adj μπαγιάτικος II vi μπαγια-

τεύω II ~ness, μπαγιάτεμα II ~mate,αδιέξοδο, (σκάκι) ματ.

stalk [sto:k] n μίσχος, κοτσάνι II vtiπροχωρώ αμείλικτα / αγέρωχα || πλη-σιάζω [θήραμα] αθόρυβα, παραφυλάωαθέατος.

stall [sto:l] n πάγκος, υπαίθριο μαγαζί,περίπτερο II χώρισμα σταύλου IIfinger-~, ιατρ. δακτυλήθρα II πληθ.καθίσματα κοντά στη σκηνή (θεάτρου)II vti σταυλίζω II μπλοκάρω, σταματώII χρονοτριβώ, καθυστερώ.

stallion fstaslisn] n βαρβάτο άλογο.stalwart fstoilwst] n πρωτοπαλίκαρο,

ηρακλής || adj ρωμαλέος II πιστός,ακλόνητος.

stamina ['staemins] π ζωτικότητα, αντο-χή, σφρίγος.

stammer [-sta5m3r] n τραύλισμα, βρα-δυγλωσσία II vti τραυλίζω II ~ outψελλίζω || ~er, τραυλός, βραδύγλωσ-σος.

stamp [staemp] n γραμματόσημο, χαρ-τόσημο || στάμπα, σφραγίδα, αποτύ-πωμα II καλούπι II χτύπημα του ποδιούII νί; χτυπώ κάτω τα πόδια || χαρ-τοσημαίνω, γραμματοσημαίνω || σταμ-πάρω, μαρκάρω, σφραγίζω II αποτυπώ-νω/-ομαι, εκτυπώνω/-ομαι || ~ out,σβήνω, εξαλείφω.

stampede [staem' pi:d] n πανικός, φευγιόII νί; τρέπομαι σε άτακτη φυγή IIπανικοβάλλω / -ομαι.

stance [staens] π στάση, θέση.'stand [staend] n στάση, σταμάτημα II

στάση, θέση II στήριγμα, βάση, βάθροII πάγκος, υπαίθριο μαγαζί, περίπτερο(σε έκθεση) || εξέδρα (σε γήπεδο) IIσταθμός (οχημάτων) II US θέση εξε-ταζόμενου μάρτυρα || take one's ~,παίρνω θέση.

2stand [staend] vti irreg στέκομαι, είμαιόρθιος || ~ [up], σηκώνομαι όρθιος ||στήνω κπ/κτ όρθιο II βρίσκομαι, έχωII ανέχομαι, υποφέρω II ~ si» sth, κερνώκπ κτ || ~ aside, παραμερίζω II ~back, στέκω/τραβιέμαι πίσω, βρίσκο-μαι σε απόσταση II ~ by, παραμένωαπαθής θεατής, παραμένω σε επιφυ-λακή / ετοιμότητα, παραστέκομαι σε κπ,υποστηρίζω, μένω πιστός εις, τηρώ H~ down, αποσύρομαι, αποχωρώ II ~for, σημαίνω, αντιπροσωπεύω, συμβο-λίζω, είμαι υπέρ, υποστηρίζω, είμαιυποψήφιος II ~ in for sb, αντικαθιστώκπ || ~ in with sb, μοιράζομαι μια

221 statute

δαπάνη με κπ || ~ off, μένω παράμε-ρα, απομακρύνομαι II ~ out, ξεχω-ρίζω, συνεχίζω ν' αντιστέκομαι il ~over, εποπτεύω, παρακολουθώ, παρα-μένω σε εκκρεμότητα II ~ to, παρα-μένω σε επιφυλακή / σε συναγερμό II~ sb up, στήνω κπ (σε ραντεβού) || ~up for, υπερασπίζω, υποστηρίζω ]| ~up to, αντέχω II ~ [well] with sb, ταπηγαίνω [καλά] με κπ || ~ alone,ξεχωρίζω, είμαι ασυναγώνιστος II ~ agood/poor chance, έχω πολλές / λίγεςπιθανότητες || ~ clear of, δεν ακουμπώ,δεν έχω επαφή με II ~ trial, περνώαπό δίκη || ~ to win/lose, πρόκειταινα κερδίσω / να χάσω || —by, ετοι-μότητα, επιφυλακή, εφεδρεία, υποστη-ρικτής II — in, αντικαταστάτης II —-offish, ψυχρός, επιφυλακτικός II —offishness, επιφυλακτικότητα II —up,όρθιος, στο πόδι.

standard ['staendad] η λάβαρο, σημαία IIυπόδειγμα, επίπεδο, στάθμη, μέτρο IIadj κανονικός, συνηθισμένος II πρό-τυπος, κλασσικός || be up to/below —,είμαι/δεν είμαι ικανοποιητικός || — -bearer, σημαιοφόρος II ~ lamp, λαμ-πατέρ II ~ize, τυποποιώ II —ization[.staendsdai'zeijn] τυποποίηση.

standing [staendirj] π διάρκεια II υπό-ληψη, [κοινωνική] θέση || adj όρθιος,στεκάμενος \\ μόνιμος, σταθερός, αμε-τάβλητος || of long —, μακροχρόνιοςII ~ orders, κανονισμός.

stanza [staenza] η στροφή (ποιήματος).'staple [steipl] n καρφίτσα, συνδετήρας II

vt συνδέω II ~r, συνδετήρας τουχεριού.

2staple [steipl] n κύριο προϊόν, κύριοθέμα, βασικό υλικό II adj βασικός.

star [sta:] n αστέρι, άστρο II σταρ H vtiδιακοσμώ με αστέρια || πρωταγωνιστώII see —s, βλέπω τον ουρανό σφοντύλιII under the ~s, στο ύπαιθρο || theS~s and Stripes, η αστερόεσσα [ση-μαία των ΗΠΑ] || —board, δεξιά πλευ-ρά πλοίου ή αεροπλάνου II —dom, καλ-λιτεχνικό στερέωμα || —gazer, αστρο-λόγος, αστρονόμος, φαντασιοκόπος II—less, άναστρος || —let, στάρλετ II—ry, έναστρος II ~ry-eyed, ονειροπαρ-μένος.

starch [sta:tj] n άμυλο II κόλλα (τουκολλαρίσματος) II vt κολλαρίζω II — y,αμυλούχος, μτφ. τυπικός.

stare [stear] n βλέμμα, επίμονη ματιά ||vti ατενίζω, κοιτάζω επίμονα, καρφώνωτα μάτια.

stark [sta:k] adj έρημος και γυμνός,αυστηρός, λιτός 1,1 καθαρός, τέλειος ||

adv εντελώς II — naked, ολόγυμνος.starling ['sta:liq] n ψαρόνι.start [sta:t] n αρχή, ξεκίνημα II πλεο-

νέκτημα (στο ξεκίνημα) II ξάφνιασμα,[ανα]τίναγμα II vti αρχίζω II ξεκινώ IIκάνω αρχή σε κτ (on sth) II πετάγο-μαι, ανασκιρτώ, αναπηδώ, τινάζομαι II(για σανίδες) ξεκολλώ Ι) προκαλώ,προξενώ, βάζω εμπρός II — back,ξεκινώ για την επιστροφή II — in onsth, αρχίζω να κάνω κτ II — off,ξεκινώ II — out, ξεκινώ, κάνω ταπρώτα βήματα [σε κτ] II — up, ανα-πηδώ, βάζω μπρος || to — with, ενπρώτοις, στην αρχή || —er, αυτοκ.μίζα, το πρώτο πιάτο [σε γεύμα], αθλ.αφέτης || —ing gate/post, αφετηρία II— ing point, σημείο εκκίνησης.

startle [sta:tl] vt ξαφνιάζω; τρομάζω,αιφνιδιάζω II startling adj εντυπωσιακός.

starve [sta:v] vti λιμοκτονώ, πεθαίνωτης πείνας || starvation, λιμοκτονία.

state [steit] π κατάσταση II κράτος,πολιτεία || θέση, τάξη || επισημότηταII adj κρατικός || vt δηλώνω, εκθέτω IIbe in/get into a ~, είμαι / γίνομαιέξαλλος II lie in —, (για νεκρό) εκτί-θεμαι σε προσκύνημα II —craft, ητέχνη της πολιτικής || — liness, με-γαλοπρέπεια, επισημότητα, αρχοντιά II—less, άπατρις, χωρίς υπηκοότητα II—ly adj μεγαλοπρεπής, αρχοντικός II—room, καμπίνα πολυτελείας.

statement ['steitmant] n δήλωση, έκθεση,ανακοίνωση II κατάθεση (σε δικαστή-ριο) It εμπ. κατάσταση, αντίγραφολογαριασμού.

statesman [steitsman] n πολιτικός άν-δρας II —like, πολιτικά οξυδερκής II— ship, επιστήμη της πολιτικής, πολι-τική ικανότητα.

static ['staetik] adj στατικός II —s, στα-τική, παράσιτα.

station [steijn] n σταθμός II στρατ.βάση II κοινωνική θέση || vt τοποθετώII —ary, στάσιμος, ακίνητος II —er,χαρτοπώλης II — ery, γραφική ύλη II— master, σταθμάρχης || —-wagon,στέισον-βάγκον.

statistical [sta'tistikl] adj στατιστικός.statistician [,st£eti'sti/n] n στατιστικολό-

γος.statistics [sta'tistiks] π στατιστική.statuary ['staetfuari] n αγαλματοποιΐα.statue ['stastju:] n άγαλμα II —tte, αγαλ-

ματίδιο II —sque, αγαλματένιος.stature [~staetjar] n ανάστημα.status fsteitas] n κατάσταση II (κοινω-

νική) θέση.statute [vstaetju:t] π νομοθέτημα, θέσπι-

staunch 222

σμα, ψήφισμα || ~-book, κώδικας νό-μων || ~ law, γραπτό δίκαιο || statu-tory, νομοθετημένος, θεσμοθετημένος.

staunch [sto'.ntj] adj πιστός, αφοσιωμέ-νος.

stave [steiv] η πεντάγραμμο II vti irreg— in, τρυπώ, σπάζω II ~ off, απο-μακρύνω.

stay [stei] η διαμονή, παραμονή II νομ.αναστολή, αναβολή II στήριγμα, απο-κούμπι II στύλος |) πληθ. κορσές || vti[παρα]μένω II αναχαιτίζω II νομ. ανα-στέλλω, αναβάλλω || ικανοποιώ προ-σωρινά II αντέχω, κρατώ II σταματώ II~ up, ξαγρυπνώ, μένω αργά το βράδυII —at-home, μτφ. σπιτόγατος.

stead [sted] n θέση II stand sb in good—, εξυπηρετώ κπ.

steadfast [stedfa:st] adj σταθερός, ακλό-νητος, απτόητος II ~ness, σταθερότητα.

steady ['stedi] adj στερεός II σταθερός ||επιμελής II n γκόμενος, γκόμενα || vtiστερεώνω, σταθεροποιώ /-ούμαι || go—, τα'χω φτιάξει με κπ II steadily,σταθερά II steadiness, σταθερότητα.

steak [steik] n μπριτζόλα, φιλέτο.steal [sti:l] vti irreg κλέβω || παίρνω

κλεφτά || κινούμαι κλεφτά.stealth [stelO] στη φρ. by —, στα κρυφά

II ~ily, κλεφτά, κρυφά II ~y, κρυφός,φευγαλέος, κλεφτός.

steam [sti:m] n ατμός, αχνός II vtiβγάζω ατμούς, αχνίζω II κάνω κτχρησιμοποιώντας ατμό || — up, θολώνωαπό ατμούς || be/get ~ed up, γίνομαιμπαρούτι || get up —, βάζω όλα ταδυνατά μου, μτφ. μπαρουτιάζω || letoff —, ξεθυμαίνω II run out of —,χάνω την ορμή μου II get up/raise —,ανεβάζω την πίεση ατμομηχανής ||full — ahead! ναυτ. πρόσω ολοταχώς!II —boat/ship, ατμόπλοιο II —engine,ατμομηχανή II —heat, ατμοθέρμανσηII —roller, ατμοκίνητος οδοστρωτήραςII ~y adj γεμάτος ατμούς, μτφ.ερωτικός.

steel [stirl] n ατσάλι II σπαθί || vtατσαλώνω II —plated, θωρακισμένος II~ wool, σύρμα για τις κατσαρόλες ]]~y, ατσαλένιος II —yard, καντάρι.

steep [sti:p] adj απότομος, απόκρημνος,κατηφορικός II υπερβολικός, εξωφρε-νικός II vti μουσκεύω, βάζω (σε υγρό)II μτφ. εμποτίζω, διαποτίζω || ~en,κατηφορίζω II ~ish, λίγο απότομος,υπερβολικός II ~ly, απότομα II —ness,κατηφοριά, ανηφοριά, κλίση.

steeple [sti.pl] π οβελίσκος καμπανα-ριού II —chase αθλ. ανώμαλος δρόμος.

steer [stisr] vti πηδαλιουχώ, διευθύνω,

οδηγώ II —ing gear, μηχανισμός πηδα-λιουχήσεως.

stele [sti:li] n στήλη.stellar ['stebr] adj αστρικός.stem [stem] π μίσχος (λουλουδιού), πό-

δι (ποτηριού), ρίζα (λέξεως) II νί προέρ-χομαι || vt συγκρατώ, αναχαιτίζω,φράζω, πάω κόντρα.

stench [stentj] n βρώμα, μπόχα.stencil [stensl] n μεμβράνη πολυγράφου

II vt πολυγραφώ.stenography [sta~nogrsfi] n στενογραφία

II stenographer, US στενογράφος.stentorian [stsn'toirian] adj στεντόρειος.step [step] n βήμα, βηματισμός H (ήχος)

βήμα II ενέργεια, μέτρο II σκαλοπάτι,πάτημα II vti βηματίζω, βαδίζω || —aside, παραμερίζω II — down, παραι-τούμαι [χάριν άλλου] || — in, παρεμ-βαίνω || — off, μετράω με βήματα II— out, ανοίγω το βήμα, το ρίχνω έξωII — up, επιταχύνω, ανεβάζω, ζωηρεύωII — this way, περάστε από δω IIretrace one's —s, γυρίζω από τον ίδιοδρόμο II watch one's —, προσέχω ταβήματα μου/τις ενέργειες μου II take~s, λαμβάνω μέτρα II be in/keep —with, συμβαδίζω με II fall out of ~;break —, χάνω το βήμα μου || —ladder, μικρή πτυσσόμενη σκάλα II—son, προγονός II —daughter, προγονήII —brother/sister, ετεροθαλής αδερφός/αδερφή II —father, πατριός II —mother,μητρυιά.

steppe [step] n στέππα.stereo ["steriou] pref στερεό— II —phon-

ic, στερεοφωνικός II —scope, στερεο-σκόπιο II —type, στερεοτυπία, κλισέ,στερεότυπη φράση II —typed, στερεό-τυπος.

sterile ['sterail] adj στείρος, άγονος ||αποστειρωμένος II sterility, στειρότητα.

sterilize fsterslaiz] vt [απο]στειρώνω IIsterilization, [απο]στείρωση.

sterling ['stsilirj] n στερλίνα II adj γνή-σιος.

stern [sta:n] n πρύμνη || adj αυστηρός,βλοσυρός || —ness, αυστηρότητα.

stethoscope [steBaskoup] n στηθοσκόπιο.stevedore ['sti:vado:r] n λιμενεργάτης.stew [stju:] n γιαχνί H vti σιγοψήνω/

-ομαι, σιγοβράζω II — in one's ownjuice, μτφ. βράζω στο ζουμί μου II bein a —, είμαι ανάστατος II —ed,μεθυσμένος.

steward [stju:3d] n καμαρότος (πλοίου)II οικονόμος, διαχειριστής II επιμελητής/ επόπτης (συγκεντρώσεως), οργανωτής(χορού).

stick [stik] n κλαρί, βέργα || μπαστούνι,

223 stock

ραβδί II κομμάτι H μτφ. (άνθρ.) στυ-λιάρι II the big ~, απειλή προσφυγήςστη βία II out in the —s, μακριά απόπόλεις / πολιτισμό, στην ύπαιθρο || gethold of the wrong end of the —, ταέχω θαλασσωμένα, δεν ξέρω τι μουγίνεται.

2stick [stik] vti irreg κολλώ II μπήγω/-ομαι || χώνω/-ομαι II ανέχομαι, αντέ-χω II ~ around, δεν απομακρύνομαι,μένω κοντά II ~ at, αφοσιώνομαι,κολλώ || ~ down, αφήνω κάτω, σημει-ώνω, γράφω, κολλώ II ~ on, μένωεπάνω εις, επικολλώ II ~ out, βγάζωέξω, προεξέχω II ~ out for, επιμένωγια, ζητώ || ~ to, επιμένω, εμμένω,μένω πιστός σε II ~ together, παραμέ-νομε ενωμένοι II ~ up, υψώνομαι,ξεπροβάλλω || ~ up for, υπερασπίζω,υποστηρίζω II ~ up a bank, ληστεύωμια τράπεζα || ~ with, παραμένω πι-στός εις || be/get stuck with, φορτώνο-μαι κπ/κτ, δεν μπορώ να ξεφορτωθώκπ/κτ || ~ at nothing, δε διστάζωμπροστά σε τίποτα II ~ it out, αντέχω/κρατώ μέχρι τέλους II ~ to it! κου-ράγιο! μην εγκαταλείπεις! II ~ upyour hands! ψηλά τα χέρια! II — in-the-mud, οπισθοδρομικός II —ing-plas-ter, λευκοπλάστης II —up, ληστεία.

sticker ['stikar] η τοιχοκολλητής II δου-λευταράς II μτφ. βδέλλα, τσιμπούρι IIαυτοκόλλητη ετικέτα.

stickler fstikb r] π που απαιτεί / επιμένει.sticky fstiki] adj κολλώδης, γλοιώδης II

δύσκολος, δύστροπος, στριμμένος || beon a ~ wicket, τα 'χω σκούρα || cometo a ~ end, έχω άσχημο τέλος || harea — time, περνάω δύσκολες ώρες.

stiff [stif] adj άκαμπτος, αλύγιστος, δύ-σκαμπτος II ψυχρός, ακατάδεχτος, τυ-πικός II δύσκολος || σφιχτός, σκληρόςII δυνατός, υπερβολικός || adv πάραπολύ || ~en vti γίνομαι άκαμπτος,πιάνομαι (στο σώμα), σκληραίνω II~ening, κόλλα (υφασμάτων), καναβά-τσο || —-necked, σκληροτράχηλος, ξε-ροκέφαλος || ~ness, ακαμψία, ψυχρό-τητα.

stifle [staifl] vti [κατα]πνίγω.stigma ['stigma] η στίγμα || —tize, στιγ-

ματίζω.still [stil] π αποστακτήρας || adj γαλή-

νιος, ήσυχος || vt γαληνεύω, καθη-συχάζω II adv ακόμη || conj ωστόσο,παρ' όλα αυτά II ~born, θνησιγενήςII ~ life, ζωγραφ. νεκρή φύση ||~ness, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία.

stilt [stilt] η ξυλοπόδαρο H ~ed, επιτη-δευμένος, εξεζητημένος, δύσκαμπτος.

stimulant [stimjubnt] η διεγερτικό.stimulate [stimjuleit] vt διεγείρω, ερε-

θίζω, κεντρίζω, παρακινώ II stimulat-ing adj διεγερτικός, ενθαρρυντικός.

stimulus [stimjubs] η διεγερτικό, ερέ-θισμα, κέντρισμα, ώθηση.

sting [stir)] η κεντρί (σφήκας, τσουκνί-δας) II κέντρισμα, τσίμπημα II τσούξι-μο, οξύς πόνος II vti irreg κεντρίζω,τσιμπώ H τσούζω, πονώ, καίω II μτφ.μαδώ κπ, γδέρνω κπ II ~er, τσουχτερόχτύπημα.

stingy [stind3i] adj τσιγκούνης, σφι-χτοχέρης || stinginess, τσιγκουνιά.

stink [stirjic] n βρώμα II vti irreg βρωμάωII ~ out, φλομώνω, διώχνω με τηβρώμα II ~ of money, κολυμπάω στοχρήμα || kick up a —, κάνω φασαρία ||~er, βρωμιάρης, πανταχούσα, μτφ. πα-λούκι, μανίκι II ~ing adj βρωμο—,απαίσιος.

stint [stint] n νόρμα, καθήκον II vtiτσιγκουνεύομαι, στερώ, δίνω με τοσταγονόμετρο II without —, απεριόρι-στα, αλογάριαστα.

stipulate ["stipjuleit] vti συνομολογώ,ορίζω / συμφωνώ ρητώς II ~ for, βάζωόρο II stipulation [,stipju~ leijn] όρος.

stir [sts:r] n ταραχή, έξαψη, συγκίνησηII vti κινώ / -ούμαι, σαλεύω II ανακα-τεύω, αναδεύω II υποκινώ, κεντρίζω,προκαλώ, συγκινώ II not ~ an eyelid/a finger, δεν μου καίγεται καρφί / δενκουνάω το μικρό μου δαχτυλάκι ||~ring, συναρπαστικός, συνταρακτικός.

stirrup ['stirop] π αναβολέας.stitch [stitj] n βελονιά, πόντος It σου-

βλιά πόνου II vt ράβω II drop a —,μου φεύγει ένας πόντος II take up a~, πιάνω έναν πόντο || not have a —on, είμαι ολόγυμνος II have sb in ~es,κάνω κπ να λυθεί στα γέλια.

stoat [stout] n ζωολ. ερμίνα.stock [stok] π απόθεμα, στοκ || ζώα,

κοπάδι || χρεώγραφα, αξίες, τίτλοι IIγενιά, σόι II ζωμός, κονοομέ II κοντά-κι (όπλου), λαβή (μαστιγίου) II κού-τσουρο || σκαριά (ναυπηγείου) II vtεφοδιάζω, γεμίζω, στοκάρω II adj συ-νηθισμένος II take —, κάνω απογραφήII take ~ of sb/sth, εξετάζω, ζυγιάζωκπ/κτ || —s and stones, άψυχα πράγ-ματα II —broker, χρηματιστής II —breeder, κτηνοτρόφος II —car, βαγόνιζώων II —cube, κύβος ζωμού || S—Exchange, χρηματιστήριο || —farmer,κτηνοτρόφος II —fish, ψάρι ξεραμένοστον αέρα II —-jobber, χρηματιστής II—holder, μέτοχος II —list, δελτίο τιμώνχρηματιστηρίου II —market, χρηματι-

stockade 224

στήριο αξιών II —in-trade, συνηθισμέ-νο ρεπερτόριο, διαρκής παρακαταθήκηII —--still, εντελώς ακίνητος II —--taking,απογραφή II laughing—, περίγελως.

stockade [sto'keid] n πασσαλόπηγμα.stocking ['stokirj] n γυναικεία κάλτσα.stocky ['stoki] adj κοντόχοντρος.stodgy ['stod3i] adj (για φαΐ, βιβλίο)

δύσπεπτος || (για άνθρ.) ανιαρός, βα-ρύς, δυσκίνητος.

stoic [stoik] η στωικός II ~al, στωικόςII ~ism ['stouisizm] στωικισμός, στωι-κή φιλοσοφία.

stoke [stouk] vti τροφοδοτώ [φωτιά] ||την ταρατσώνω | | ~ Γ , θερμαστής.

stole [stoul] η πετραχήλι.stolid ['stolid] adj φλεγματικός, απαθής

II ~ity [sta'lidsti], —ness, φλέγμα,απάθεια.

stomach ["stomsk] η στομάχι, κοιλιά IIόρεξη, διάθεση, θάρρος II vt ανέχο-μαι, χωνεύω II have no — for, δεναντέχω || turn sb's ~, γυρίζω τασωθικά κάποιου, προκαλώ αηδία || onan empty —, με άδειο στομάχι II —-ache, στομαχόπονος.

stone [stoun] η πέτρα || πετράδι II κου-κούτσι II στόουν (μονάδα βάρους —6,25 κιλά) II vt λιθοβολώ II ξεκου-κουτσιάζω II leave no — unturned,κινώ γη και ουρανό || within a ~'sthrow of, πολύ κοντά εις || —cold,ξυλιασμένος II —-dead, τέζα II —-deaf,θεόκουφος II —mason, χτίστης || ~wallvti (στη Βουλή) κωλυσιεργώ II —less,χωρίς κουκούτσι.

stony [stouni] adj πετρώδης II μτφ.παγερός, σκληρός II —broke, πανί μεπανί.

stooge [stu:d3] η ανδρείκελο.stool [stu:l] η σκαμνί II ιατρ. κόπρανα Ι!

— -pigeon, μτφ. κράχτης, χαφιές, δό-λωμα.

stoop [stu:p] η σκύψιμο, καμπούριασμαII vti σκύβω, γέρνω II — to sth,ξεπέφτω, καταδέχομαι.

stop [stop] n σταμάτημα 11 στάση IIσφήνα, τάκος II vti σταματώ II εμποδίζωII διακόπτω, κόβω II παραμένω II τα-πώνω, βουλώνω, κλείνω, (δόντι) σφρα-γίζω II — off/over, διακόπτω [ένα ταξί-δι για λίγο], σταματώ II ~ up, μένωαργά, ξαγρυπνώ II — dead/short, στα-ματώ απότομα II bring sth to a —,σταματώ κτ II put a ~ to sth, θέτωτέρμα σε κτ || pull out all the ~s,βάζω τα μεγάλα μέσα / όλα τα δυνατάμου II —cock, απομονωτικός κρουνός II~gap, προσωρινή λύση II —over, δια-κοπή ταξιδιού, προσωρινή παραμονή

II —page ['stopidj] σταμάτημα, διακο-πή, στάση, παύση, απόφραξη, βούλωμαII —ping η σφράγιση (δοντιού) II— press, επί του πιεστηρίου II —per,τάπα.

storage [-storid3] η [εν]αποθήκευση.store [sto/] η απόθεμα II πληθ. υλικά,

εφόδια II αποθήκη II μαγαζί, κατάστη-μα II vt αποθηκεύω II εφοδιάζω, γεμίζωII — [up], εναποθηκεύω, συγκεντρώνω,μαζεύω II in —, μελλοντικός II have in—, επιφυλάσσω II put great/little ~by sth, αποδίδω μεγάλη / μικρή σημα-σία σε κτ II —room /-house, αποθήκηII —keeper, καταστηματάρχης, αποθη-κάριος II department —, πολυκατά-στημα II general — [s], (σε χωριό) μα-γαζί γενικού εμπορίου.

storey ['stori] n όροφος.storied ['storid] adj χιλιοτραγουδισμενος.stork [sto:k] n λελέκι, πελαργός.storm [sto:m] n θύελλα II καταιγίδα ||

στρατ. έφοδος II vti καταλαμβάνω εξεφόδου II — [at], μαίνομαι, λυσσο-μανώ [εναντίον] || bring a — aboutone's ears, μτφ. ξεσηκώνω θύελλα ||take by —, καταλαμβάνω εξ εφόδου ||a — in a teacup, πολύ κακό για τοτίποτε II —-bound, ναυτ. ποδισμένος II—lantern, φανός θυέλλης || —tossed,θαλασσοδαρμένος II —-troops, μονάδεςκαταδρομών || -—trooper, λοκατζής ||— y, θυελλώδης.

story ['stori] n ιστορία II —teller, αφη-γητής, παραμυθάς.

stout [staut] adj γερός, χοντρός, ανθε-κτικός II (άνθρ.) εύσωμος, παχύς IIρωμαλέος, θαρραλέος, αποφασιστικόςII n μαύρη μπύρα II —ness, αποφασι-στικότητα, αντοχή, παλικαριά.

stove [stouv] n θερμάστρα, σόμπα II —-pipe, μπουρί.

stow [stou] vt ναυτ. στοιβάζω || τακτο-ποιώ, φυλάω II ~ with, γεμίζω με ||—-away, λαθρεπιβάτης.

straddle [straedl] vti κάθομαι ή στέκομαιμε τα πόδια ανοιχτά/δρασκελιστά.

strafe [stra:f] vt σφυροκοπώ II κατσα-διάζω άγρια.

straggle [straegl] vi απλώνομαι άτακτα/ ακανόνιστα II ξεκόβω, μένω πίσω(σε πορεία) II —r, βραδυπορών, ξεκομ-μένος.

straight [streit] n ευθεία II ^αρτοπ. κέν-τα || adj ευθύς, ίσιος II κάθετος II (γιαποτό) σκέτο II τακτοποιημένος, συγυ-ρισμένος || τίμιος, ειλικρινής, ακέραι-ος II adv ίσια, κατευθείαν II ~ off/a-way, αμέσως, αυτοστιγμεί II ~ out,αδίσταχτα || go —, ζω τίμια, μπαίνω

225 strict

στον ίσιο δρόμο, διορθώνομαι || keepa ~ face, κρατιέμαι να μη γελάσω Ι)put the record —, βάζω τα πράγματαστη θέση τους II ~en, ισιώνω, τακτο-ποιώ, σιάζω II ~forward, ειλικρινής,τίμιος, απλός, ευθύς, καθαρός.

strain [strein] η τέντωμα, τάση, πίεση ||ένταση, κούραση, ζόρισμα II υπερέν-ταση, υπερκόπωση II τόνος, ύφος II[κληρονομική] τάση, ροπή, κλίση ||ιατρ. εξάρθρωση II πληθ. ήχοι, μελω-δία, μουσική II vti τεντώνω, -ομαι,τεζάρω II εντείνω, υπερτείνω II κατα-πονώ, κουράζω, ζορίζω II στραμπου-λίζω, εξαρθρώνω II βιάζω, διαστρέφω,παρατραβάω II σουρώνω, στραγγίζω II~ at, αγωνίζομαι, προσπαθώ II ~after, επιδιώκω, κυνηγώ II be under —,περνώ δοκιμασία, ζορίζομαι πολύ IIsuffer from over~, πάσχω από υπερκό-πωση || ~ed, τεταμένος, βεβιασμένος,καταπονημένος, στραγγιγμένος.

strait n (γεωγρ.) στενό II πληθ. δυσκολί-ες, στενοχώριες || —-jacket, ζουρλο-μανδύας || —-laced, πουριτανικός.

strand α ακτή II νήμα II κλωνί II πλε-ξούδα (μαλλιών) || vti εξοκέλλω, μτφ.ξεμένω II —ed, ξεμεινεσμένος, ξεπεσμέ-νος, μόνος κι έρημος.

strange [streind3] adj παράξενος II — ίοsth, ασυνήθιστος, άμαθος II —r, ξένος,άγνωστος || be no ~r to sth, κτ δενμου είναι άγνωστο, ξέρω από κτ.

strangle [straengl] vt στραγγαλίζω, πνίγωII —hold, ασφυκτική λαβή.

strangulation [,straengu'leijn] n στραγ-γαλισμός.

strap [straep] n λουρί, ιμάντας I! vtδένω, σφίγγω (με λουρί) II δέρνω (μελουρίδα) II ~ping, ψηλός, γεροδεμένος.

stratagem [straet3d33m] n στρατήγημα.strategical] [stra'ti:d3ik(l)] adj στρατη-

γικός.strategy ["straetsdji] n στρατηγική.stratify ['strsetifai] vti χωρίζω/ -ομαι σε

στρώματα || stratification, διάστρωση.stratum ['stra.tsm] n στρώμα (γεωλο-

γικό ή κοινωνικό).straw [stro:] n άχυρο II καλαμιά II

καλαμάκι || adj αχυρένιος II catch at a~; clutch at ~s, αρπάζομαι απ' όπουβρώ || a — vote, δειγματολειπτικήψηφοφορία || man of —, αχυράνθρω-πος, ανδρείκελο || not care a ~, δεδίνω φράγκο II not worth a ~, δεναξίζει τίποτα II the last ~, η τελευ-ταία σταγόνα [που κάνει το ποτήρι ναξεχειλίσει] II —berry, φράουλα \\ -—coloured, κιτρινωπός.

stray [strei] vi ξεστρατίζω, παραστρατώ,

ξεκόβω || adj αδέσποτος, σκόρπιος.streak [stri:k] n γραμμή, λωρίδα, ρίγα II

φλέβα (μεταλλεύματος) II δόση, τάσηII vti ριγώνω, σχηματίζω ραβδώσεις IIφεύγω σαν αστραπή II τρέχω γυμνός IIa ~ of good luck, ρέντα II — y,ριγωτός.

stream [stri:m] n χείμαρρος II ποτάμι,ρεύμα II ροή II vi κυλώ, τρέχω, ρέω IIκυματίζω II —line, οργανώνω πιο απο-δοτικά II —lined, αεροδυναμικός, απο-δοτικός, εκσυγχρονισμένος.

street [stri:t] n δρόμος, οδός II —sahead, σκάλες καλύτερος II not in thesame — as, όχι τόσο καλός όσο II[not] up my —, [όχι] της ειδικότηταςμου II the man in the —, ο κοινός/α-πλός άνθρωπος II —car, US τραμ II —door, εξώθυρα II —-walker, γυναίκατου πεζοδρομίου.

strength [streqe] n δύναμη, ισχύς, αριθ-μός II get back one's —, ξαναβρίσκωτις δυνάμεις μου II ~en, δυναμώνω,ενισχύω/ -ομαι.

strenuous [strenjuas] adj (για δουλειά)σκληρός, κουραστικός II (προσπάθεια)επίπονος, σύντονος II (άνθρ.) δραστή-ριος II —ness, επιμονή, ένταση, δρα-στηριότητα.

streptomycin [,streptou"maisin] n στρε-πτομυκίνη.

stress [stres] n τόνος, έμφαση II πίεση,ζόρι, ένταση, άγχος, στρες || vt τονί-ζω, υπογραμμίζω.

stretch [stretj] n τέντωμα, άπλωμα II έκ-ταση || περίοδος || ευθεία II vti τε-ντώνω, απλώνω II παρατεντώνω, παρα-βιάζω/υπερβαίνω τα όρια II εντείνω,χρησιμοποιώ πλήρως II εκτείνομαι,απλώνομαι II ~ [oneself] out, ξαπλώνω/-ομαι || — one's legs, ξεμουδιάζωπερπατώντας II — a point, κάνω εξαί-ρεση, παραβιάζω τον κανόνα II befully ~ed, αποδίδω το μάξιμουμ \\ atfull —, aco μάξιμουμ της απόδοσης IIat a —, συνέχεια, χωρίς διακοπή || bya — of language, βιάζοντας λίγο' τηγλώσσα II by no — of the imagination,μ' όση φαντασία κι αν βάλει κανείςII —er, φορείο || —er-bearer, τραυμα-τιοφορέας.

strew [stru:] vt irreg σκορπίζω II στρώνω.stricken [strikn] adj πληγείς, προσβε-

βλημένος, πάσχων.strict [strikt] adj αυστηρός II in — con-

fidence, υπό αυστηράν εχεμύθεια II be— with sb, είμαι αυστηρός σε κπ || inthe — sense of the word, με τηναυστηρή σημασία της λέξης II —ness,αυστηρότητα.