ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi...

69
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ Β. ΠΕΤΟΥΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΚΚ 219 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 1 1 1 Οι σημειώσεις των παραδόσεων δεν υποκαθιστούν την υποχρεωτική ύλη. Η υποχρεωτική ύλη όπως αναφέρεται αναλυτικά στο περίγραμμα του μαθήματος, αποτελεί και την εξεταστέα ύλη. Οι σημειώσεις περιλαμβάνονται επίσης στην εξεταστέα ύλη.

Transcript of ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi...

Page 1: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ Β. ΠΕΤΟΥΣΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΚΚ 219

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ1

1

1 Οι σημειώσεις των παραδόσεων δεν υποκαθιστούν την υποχρεωτική ύλη. Η υποχρεωτική ύλη όπως αναφέρεται αναλυτικά στο περίγραμμα του μαθήματος, αποτελεί και την εξεταστέα ύλη. Οι σημειώσεις περιλαμβάνονται επίσης στην εξεταστέα ύλη.

Page 2: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ............ 4

Β. ΕΝΝΟΙΕΣ ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ .................... 7 ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ................................................................... 7 ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ......................................................................... 8 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ:.............................................................................. 11

Γ. ΔΟΜΗ, ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ............................................................................................. 13

ΔΟΜΗ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ......................................................................................................................... 13 α. Διάκριση του Δικαίου σε κλάδους................................................................................... 13 Εσωτερικό δίκαιο:.......................................................................................................... 13 Διεθνές δίκαιο: ............................................................................................................... 15 Ευρωπαϊκό Κοινοτικό:................................................................................................... 15 Μικτοί κλάδοι δικαίου: .................................................................................................. 16

β. Πηγές κανόνων δικαίου.................................................................................................. 16 Πρωτογενείς ή άμεσες πηγές δικαίου ............................................................................ 16 Δευτερογενείς ή έμμεσες πηγές του δικαίου ................................................................. 17

γ. Η τυπική ισχύς των κανόνων δικαίου ............................................................................. 17 Ιεραρχική κατάταξη των (γραπτών) κανόνων δικαίου- Η ‘πυραμίδα’ του δικαίου ...... 17 Η τήρηση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου.............................................................. 18 Δημοσίευση και ισχύς των κανόνων δικαίου ................................................................ 19 Τροποποίηση και κατάργηση κανόνων δικαίου ........................................................... 20 Άγραφο δίκαιο (έθιμο) και νομολογία.......................................................................... 20

δ. Δομή Συστήματος Απονομής Δικαιοσύνης ...................................................................... 21

Ε. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.................... 22 1. ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ .................... 22 Νομικός θετικισμός και θεωρίες κοινωνικής αρμονίας και τάξης. ..................................... 23 Κυρίαρχη θεωρία και δικαιική αυτονομία ..................................................................... 23 Κοινωνική και νομική αλλαγή: Ανταπόκριση του νόμου στις κοινωνικές ανάγκες. .... 25 Κριτική της κρατούσας περί δικαίου θεωρίας: .............................................................. 25

2. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ....................... 26 Θεωρίες της σύγκρουσης-γενικά χαρακτηριστικά. .............................................................. 26 Θεωρίες της σύγκρουσης και κοινωνική αλλαγή................................................................. 27 Θεωρίες της σύγκρουσης και νομική αλλαγή ...................................................................... 28 Νομική και κοινωνική αλλαγή: αμοιβαία σχέση ................................................................. 29

2.1. ΚΙΝΗΜΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (CRITICAL LEGAL STUDIES) ................. 29 Βασικές θεωρητικές προτάσεις του κινήματος κριτικής μελέτης του δικαίου...................... 30 Νομική απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα ............................................................. 30 Η διττή λειτουργία της νομικής απροσδιοριστίας και ενδεχομενικότητας.................... 31 Κριτική του ΚΚΜΔ ....................................................................................................... 32 Βασική συμβολή του ΚΚΜΔ: ....................................................................................... 33

2.2. ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ........... 34 Φεμινιστική θεωρία-Γενικές παρατηρήσεις και χαρακτηριστικά ........................................ 34 Φεμινιστική θεωρία του δικαίου......................................................................................... 36

2

Page 3: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Σχέση φεμινισμού και δικαίου ............................................................................................ 37 Φάσεις της φεμινιστικής θεωρίας εν γένει .......................................................................... 37 1η φάση: το στάδιο του φύλου του ενός............................................................................... 37 2η φάση: το στάδιο του φύλου των δύο ............................................................................... 38 3η φάση: το στάδιο της απεραντοσύνης ή του αχανούς των φύλων..................................... 39 Φάσεις της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου .................................................................... 40 Το στάδιο του φύλου του ενός-Πρώτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου ........... 40 Κριτική της πρώτης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου............................... 40

Το στάδιο του φύλου των δύο-Δεύτερη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου.......... 41 Κριτική της δεύτερης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου ............................ 42

Το στάδιο του αχανούς του φύλου-Τρίτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου ...... 42

ΣΤ. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΔΙΕΘΝΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ.................................................................................................................................................... 45

Παράγοντες γένεσης Συνταγμάτων ..................................................................................... 46 Κράτος δικαίου και Σύνταγμα ............................................................................................ 48 Ατομικά δικαιώματα και Σύνταγμα..................................................................................... 49 Η έννοια του Συντάγματος.................................................................................................. 50 Το Ελληνικό Σύνταγμα ....................................................................................................... 51 Οι συνιστώσες του Συντάγματος ................................................................................... 51 Το περιεχόμενο του ελληνικού Συντάγματος ................................................................ 55 Διάκριση δικαιωμάτων στο Σύνταγμα........................................................................... 55

Ζ. ΘΕΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ .................................... 57

Ορισμός ποινικού δικαίου (Sutherland and Cressey, 1974) .............................................. 57 Στοιχεία που συγκροτούν το ποινικό φαινόμενο και το τυποποιημένο ποινικό δίκαιο........ 57 Διαλεκτική σχέση στοιχείων του ποινικού φαινομένου και του ποινικού δικαίου ....... 60 Σχέση μεταξύ κοινωνικού και τυποποιημένου ποινικού φαινομένου ........................... 60 Είδη και διακρίσεις των κανόνων του ποινικού δικαίου ............................................... 61 Χρονικά και τοπικά όρια εφαρμογής των κανόνων του ποινικού δικαίου .................... 62

Κοινωνικοί παράγοντες δημιουργίας και εφαρμογής του ποινικού δικαίου ........................ 64

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ..................................................................................................................... 67

3

Page 4: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η κοινωνιολογία του δικαίου έχει διεπιστημονικό χαρακτήρα καθώς το αντικείμενο μελέτης

της επιβάλλει σε κάποια έκταση τη ‘συνομιλία’ μεταξύ της κοινωνιολογίας και της νομικής επιστήμης.

Η ‘συνομιλία’ όμως της κοινωνιολογίας και της νομικής επιστήμης είναι συχνά προβληματική και

δύσκολη καθώς:

1. Οι δύο επιστήμες έχουν διαφορά στις μεθόδους που εφαρμόζουν: η νομική επιστήμη έχει

έντονο ερμηνευτικό και επιτακτικό χαρακτήρα. Από την εφαρμογή των επιστημονικών

κανόνων και εργαλείων της νομικής επιστήμης προκύπτει ένα ‘δέον’ το νόημα του οποίου

μπορεί να βρεθεί μόνο μέσα από τη νομική ερμηνεία και εφαρμογή. Η κοινωνιολογία από την

άλλη έχει γενικότερα πιο κριτική, αναλυτική και ερμηνευτική προσέγγιση στα κοινωνικά

φαινόμενα. Παράλληλα, η νομική επιστήμη εμμένει σε μεγάλη έκταση στην εφαρμογή του

νομικού θετικισμού ως σχεδόν αποκλειστικής μεθόδου ανάγνωσης και ερμηνείας του δικαίου,

ενώ οι κοινωνιολόγοι υιοθετούν κριτική στάση υποστηρίζοντας ότι στο πλαίσιο του νομικού

θετικισμού οι βασικές αρχές της αντικειμενικότητας, ουδετερότητας και ισότητας μόνο κατ’

επίφαση εφαρμόζονται όταν δεν χρησιμοποιούνται ως νομιμοποίηση για τις αντίθετες

πρακτικές.

2. Οι δύο επιστήμες προσεγγίζουν το δικαιικό φαινόμενο από διαφορετική οπτική. Από τη μια

μεριά, η νομική επιστήμη, κυρίως εξαιτίας της εφαρμογής του νομικού θετικισμού, συχνά

καταλήγει να εγκλωβίζεται στο εσωτερικό του πλέγματος νομικών ρυθμίσεων και επιταγών.

Έτσι, ο δογματισμός του νομικού θετικισμού καθιστά τη νομική επιστήμη αυτοαναφερόμενη,

περιορίζοντας τη δυνατότητα θέσπισης και εφαρμογής δικαιικών κανόνων με βάση κοινωνικές

διαδικασίες (και πραγματικότητες). Αντίθετα, η κοινωνιολογία έχει τη δυνατότητα να

ερμηνεύσει τους παράγοντες, τις συνθήκες και τις διαδικασίες που καθορίζουν το δικαιικό

φαινόμενο κοινωνικά, ιστορικά και πολιτικά.

3. Παράλληλα, ισχύει έντονο συντεχνιακό πνεύμα μεταξύ των νομικών που συχνά θεωρούν τη

συνεργασία με άλλες επιστήμες ως ‘εισβολή’ των άλλων επιστημών στο δικό τους

επιστημονικό και συντεχνιακό χώρο.

4. Πολλές από τις παραπάνω διαφορές εκδηλώνονται και ως σημαντικές διαφορές στην ορολογία

των δύο επιστημών

Σε γενικές γραμμές μπορεί να υποστηριχθεί ότι η νομική προσέγγιση στο δίκαιο είναι δογματική

και το δίκαιο γίνεται αντιληπτό στην κανονιστική του διάσταση. Η νομική επιστήμη τείνει να

ασχολείται αποκλειστικά με το ισχύον, σε συγκεκριμένη κρατική οντότητα και σε συγκεκριμένο χρόνο,

νομικό σύστημα, του οποίου τους κανόνες επιχειρεί να συστηματοποιήσει και να ερμηνεύσει.

Πρόκειται, υπό την έννοια αυτή, για μια κανονιστική επιστήμη, μια επιστήμη των νομικών κανόνων.

Κατά συνέπεια, εκδηλώνει αυστηρή προσήλωση στο ‘δόγμα’ των κανόνων του ισχύοντος δικαίου ενώ

οι κανόνες δικαίου νοούνται ως σύμπλεγμα κανόνων με λογική συνοχή, η εφαρμογή των οποίων στις 4

Page 5: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

κατ’ ιδίαν πραγματικές περιπτώσεις θεωρείται ανεξάρτητη από κάθε εξωνομική εκτίμηση. Το νομικό

σύστημα έτσι, νοείται ως ένα κλειστό σύστημα αυτονομημένο από την κοινωνία.

Για την κοινωνιολογία, από την άλλη μεριά, το δίκαιο γίνεται αντιληπτό ως κοινωνικό φαινόμενο.

Αντικείμενο της κοινωνιολογίας του δικαίου είναι η μελέτη του συνόλου των σχέσεων που

διαμορφώνονται μεταξύ κανόνων δικαίου και λοιπών κοινωνικών φαινομένων κατά την παραγωγή,

εξέλιξη και εφαρμογή των κανόνων του δικαίου.

Συγκεκριμένα, στη μελέτη του τρόπου παραγωγής των κανόνων δικαίου, η κοινωνιολογία του

δικαίου ενδιαφέρεται περισσότερο να προσδιορίσει τις κοινωνικές ομάδες, τις ομάδες πίεσης, τα

πρόσωπα και τους παράγοντες γενικότερα που επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που

μεταφράζονται σε νομοσχέδια, προτάσεις νόμων και ισχύοντες κανόνες δικαίου.

Στο επίπεδο εφαρμογής των κανόνων δικαίου, το ενδιαφέρον της κοινωνιολογίας στρέφεται κυρίως

στις λειτουργίες:

1. κοινωνικού ελέγχου που ασκεί το δίκαιο μέσω των κυρώσεων που προβλέπει

2. αναπαραγωγής των κοινωνικών ιεραρχιών μέσω της υλοποίησης των προτύπων

συμπεριφοράς που περιέχονται στους κανόνες δικαίου

3. των επαγγελματικών ομάδων που επηρεάζουν μέσω επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους

έμμεσα και άμεσα την εφαρμογή των κανόνων δικαίου

4. της κοινής γνώμης και διαφόρων ομάδων πίεσης.

Στο ίδιο πλαίσιο, η κοινωνιολογία του δικαίου μπορεί, περαιτέρω, να ασχοληθεί με τη συλλογή

δεδομένων και στοιχείων που αφορούν ένα υπό ρύθμιση θέμα προκειμένου οι σχεδιαζόμενες για το

θέμα ρυθμίσεις να ανταποκρίνονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό στις αντίστοιχες κοινωνικές

πραγματικότητες. Μπορεί επίσης, να μελετήσει την έκταση, το περιεχόμενο και τις αιτίες αποδοχής ή

απόρριψης δικαιικών ρυθμίσεων από διάφορες κοινωνικές ομάδες. Έτσι, μπορούν να εκτιμηθούν οι

πιθανότητες αποτελεσματικότητας μιας νέας ρύθμισης ή ο βαθμός νομιμοποίησης παλαιών ή νέων

ρυθμίσεων ενώ με διαχρονικές μελέτες μπορεί να διαπιστωθεί η επίδραση της νομοθεσίας στην

‘κοινωνικοποίηση’ των πολιτών. Ακόμη, η κοινωνιολογία του δικαίου μπορεί να εστιάσει εμπειρικά

και ερευνητικά στις διάφορες συνισταμένες δικαστηριακής πρακτικής όπως αυτές σχετίζονται με τους

συντελεστές του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Σημαντικότατη είναι η συμβολή της κοινωνιολογίας του δικαίου στην κατανόηση του

περιεχομένου ασαφών νομικών εννοιών που ισχύουν κατά τη θέσπιση, την ερμηνεία και την εφαρμογή

κανόνων δικαίου. Τέτοιες έννοιες είναι για παράδειγμα ‘το συμφέρον του παιδιού’, ‘τα χρηστά ήθη’, τα

‘συναλλακτικά ήθη’, το ‘δημόσιο συμφέρον’ κλπ οι οποίες λειτουργούν ως κατευθυντήριες γραμμές

για τους δικαστές και τους νομοθέτες και οι οποίες είναι ανοιχτές σε διάφορες, διαφορετικές και

αντικρουόμενες ερμηνείες. Σε σχέση με αυτές τις έννοιες ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την

κοινωνιολογία του δικαίου αποτελεί η νοηματοδότησή τους. Πάντως, παραμένει ως ζήτημα ότι στο

πλαίσιο των νεωτερικών εθνικών κρατών, η κοινωνιολογία του δικαίου δεν μπορεί να αγνοήσει τον

κανονιστικό χαρακτήρα του δικαίου. 5

Page 6: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Η κοινωνιολογική ανάλυση του δικαίου υπήρξε αντικείμενο ενδιαφέροντος για σημαντικό

αριθμό θεωρητικών:

Emile Durkheim- δίκαιο: «σύμβολο κοινωνικής αλληλεγγύης»

Στην κοινωνιολογική ανάλυση του δικαίου που επιχειρεί ο Durkheim το δίκαιο είναι κεντρικό

θέμα ενδιαφέροντος, θεσμός εξαιρετικής σημασίας για την κοινωνική οργάνωση με σαφείς

επηρεασμούς από τη μακρά παράδοση νομικού φορμαλισμού που προηγήθηκε ιστορικά. Το

κύριο κοινωνιολογικό μέλημα για τη μελέτη του δικαίου έτσι, όπως την προσεγγίζει ο

Durkheim, είναι η ‘αντικειμενική’ καταγραφή της κοινωνικής οργάνωσης.

Το δίκαιο αποτελεί θεσμό που εξασφαλίζει κοινωνική συνοχή. Έτσι, μελετώντας το δίκαιο

μπορούμε να συνάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για το είδος της κοινωνικής συνοχής,

οργάνωσης και αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει μια κοινωνία καθώς το δίκαιο όχι μόνο

βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με άλλες μορφές ρυθμιστικών κανόνων αλλά αποτελεί και τη

βάση τους. Οι νομικοί κανόνες συνδέονται με οργανωμένες κυρώσεις (‘κατασταλτικές’ και

‘επανορθωτικές’) οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ κοινωνιών ‘μηχανικής αλληλεγγύης’ και

‘οργανικής αλληλεγγύης’.

Max Weber: Το δίκαιο «σύμπλεγμα κινήτρων της ανθρώπινης συμπεριφοράς»

Σύμφωνα με την αντίληψη του Weber, νομικοί είναι εκείνοι οι κανόνες με βάση τους οποίους

μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις από το ‘νομικό επιτελείο’. Ο Weber διακρίνει τη νομική

από την κοινωνιολογική προσέγγιση στο δίκαιο. Το ενδιαφέρον της κοινωνιολογικής

προσέγγισης επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο ο κανόνας δικαίου, έχοντας ορισμένο

κανονιστικό νόημα, εφαρμόζεται στην κοινωνική πραγματικότητα επηρεάζοντας και

κατευθύνοντας τη συμπεριφορά των ανθρώπων, αποτελεί δηλαδή ‘σύμπλεγμα κινήτρων».

Ο ‘ιδεατός τύπος’ δικαίου είναι το ‘ορθολογικό’ και ‘φορμαλιστικό’ δίκαιο, ένα δίκαιο που

μπορεί στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής και ανάπτυξης, να εξασφαλίσει δυνατότητα

πρόβλεψης.

Talcott Parsons: το δίκαιο «μέσο κοινωνικού ελέγχου»

Η έμφαση είναι στον τρόπο με τον οποίο το δίκαιο, υπό τη δεδομένη μορφή του σύγχρονου

δικαίου, επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά και εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Για

τον Parsons το δίκαιο αποτελεί θεσμό κοινωνικού ελέγχου που μετριάζει τα ενδεχόμενα

σύγκρουσης και διευκολύνει τη λειτουργία της κοινωνικής επικοινωνίας, εξασφαλίζοντας

κοινωνική συνοχή.

Ορισμός εργασίας της κοινωνιολογίας του δικαίου: Αντικείμενο της κοινωνιολογίας του δικαίου είναι

το σύνολο των σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ κανόνων δικαίου, κοινωνικών

δομών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων κατά τα στάδια της γένεσης, θεσμοθέτησης και εφαρμογής των

κανόνων δικαίου.

6

Page 7: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Β. ΕΝΝΟΙΕΣ ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ

Ο ορισμός της έννοιας του δικαίου γενικά και του νόμου ειδικότερα είναι προβληματικός και

δύσκολος. Στις δυτικές κοινωνίες η έννοια του δικαίου γενικά και του νόμου ειδικότερα τείνει να

συνδέεται με την κρατική εξουσία. Το δίκαιο, με άλλα λόγια, αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό φαινόμενο

που χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα της στενής σύνδεσής του με την κρατική εξουσία. Κατά

συνέπεια, σημαντικό χαρακτηριστικό του νόμου στις δυτικές κοινωνίες αποτελεί ο εξουσιαστικός

χαρακτήρας του.

Προσπάθεια ορισμού του νομικού κανόνα

Το δίκαιο στις δυτικές κοινωνίες τείνει να νοείται ως μέρος του γενικότερου κανονιστικού

πλαισίου κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Το κανονιστικό πλαίσιο όμως δεν είναι ενιαίο και οι

διάφοροι κανόνες που λειτουργούν μέσα σε αυτό έχουν διαφορετική βαρύτητα, διαφορετικές

λειτουργίες και διαφορετικές συνέπειες. Ως παράδειγμα σημειώνονται οι διαφορές μεταξύ ηθικών,

εθιμικών και νομικών κανόνων. Παράλληλα, τόσο ιστορικά όσο και συγκριτικά ακόμη και εσωτερικά

στον εκάστοτε κοινωνικό σχηματισμό όπως διαμορφώνεται σε κάθε ιστορικά δεδομένη συγκυρία

υφίστανται ή μπορεί να υφίστανται διαφορετικά δικαιικά συστήματα. Προκειμένου να προσεγγιστεί

αναλυτικά η ύπαρξη ή/και συνύπαρξη διαφόρων δικαιικών συστημάτων εφαρμόζεται η διάκριση

μεταξύ νομικού πλουραλισμού και νομικού μονισμού.

Ως νομικός πλουραλισμός νοείται η συνύπαρξη περισσότερων νομικών συστημάτων σε ενιαίο

κοινωνικό χώρο και σε δεδομένη ιστορική στιγμή. Κοινωνιολογικά το ενδιαφέρον για το νομικό

πλουραλισμό εστιάζει στην πλειονότητα των νομικών συστημάτων υποδεικνύοντας την

συγκειμενικότητα του δικαίου και δίνει έμφαση στη διαφορετικότητα πολιτιστικών συστημάτων, την

επικοινωνία διαφορετικών νομικών συστημάτων, τις μεταξύ τους συγκρούσεις, την αλληλοδιείσδυση

των συστημάτων.

Ως παραδείγματα νομικού πλουραλισμού τείνουν να αναφέρονται προ-νεωτερικές εποχές.

Έτσι, στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντική αυτοκρατορία το αυτοκρατορικό δίκαιο διασταυρώνεται με τα

γενικά και τοπικά νομικά έθιμα, τους όποιους νομικούς κανόνες αλλά και το εκκλησιαστικό δίκαιο.

Στη Μεσαιωνική Ευρώπη ο πολυκεντρισμός της εξουσίας που χαρακτηρίζει τη φεουδαρχική κοινωνία

συνεπάγεται και τη διαμόρφωση ενός πολύμορφου νομικού τοπίου (στρατιωτικοί κανόνες, κανονικό

δίκαιο, εκκλησιαστικές πηγές, κανόνες εμπορικών συναλλαγών, βασιλικό δίκαιο). Από την άλλη μεριά,

‘παραδοσιακές’ κοινωνίες τείνουν να στηρίζονται περισσότερο σε εθιμικούς κανόνες οι οποίοι έτσι ή

αλλιώς είναι πολύμορφοι. Το δίκαιο στις ‘παραδοσιακές’ κοινωνίες δεν είναι μονολιθικό και άκαμπτο

αλλά εκφράζει κατά τρόπο πολύμορφο την ετερογένεια των κοινωνιών αυτών και τη διαφορετικότητα

των ομάδων που τις συγκροτούν έτσι ώστε ο νομικός πλουραλισμός υπό την έννοια της

πολυπλοκότητας νομικών κανόνων να είναι σύμφυτος με τις κοινωνίες αυτές. 7

Page 8: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Ως νομικός μονισμός νοείται η ύπαρξη ενός μοναδικού νομικού συστήματος σε ενιαίο

κοινωνικό χώρο και σε δεδομένη ιστορική στιγμή. Στο πλαίσιο του νομικού μονισμού το δίκαιο

ταυτίζεται με το κρατικό δίκαιο, με το δίκαιο που θέτει (νόμος) ή αναγνωρίζει (νομικό έθιμο) η κρατική

εξουσία. Ως εκ τούτου πηγές του δικαίου κατά την αντίληψη του νομικού μονισμού είναι

αποκλειστικά ο νόμος και το αναγνωρισμένο από το νόμο έθιμο. Η δικαιική οργάνωση των

νεωτερικών, αστικών, φιλελεύθερων κοινωνιών δυτικού τύπου τείνει να θεωρείται ως παράδειγμα

νομικού μονισμού.

Σταδιακά ωστόσο, και στο πλαίσιο των νεωτερικών κοινωνιών αναπτύσσεται το φιλελεύθερο

αίτημα για ‘λιγότερο κράτος’ και λιγότερο ‘κρατικό δίκαιο’ με συνεπαγόμενο αίτημα τον περιορισμό

του κρατικού δικαίου και την ανάπτυξη νέων δικαιικών μορφωμάτων ενίοτε ακόμη και ερήμην του

κράτους. Στη σύγχρονη έκφραση του νομικού πλουραλισμού, δεν δημιουργούνται ανεξάρτητες τάξεις

δικαιικών συστημάτων αλλά μια ‘πορώδης’ νομικότητα μεταξύ διαφόρων συστημάτων κανόνων. Έτσι,

τα διάφορα νομικά συστήματα δεν υπάρχουν ανεξάρτητα ή σε σύγκρουση μεταξύ τους αλλά μάλλον σε

αλληλεπίδραση.

Χαρακτηριστικά νομικού πλουραλισμού εντοπίζονται τόσο σε δικαιοπαραγωγικό όσο και σε

δικαιοδοτικό επίπεδο. Στο δικαιοπαραγωγικό επίπεδο χαρακτηριστικά νομικού πλουραλισμού φέρει η

συνύπαρξη με το κρατικό δίκαιο δικαιικών/νομικών συστημάτων: υπερεθνικών (ΟΗΕ, Ε.Ε.),

ανεθνικών (κανόνες διεθνών συναλλαγών) και ιδιότυπων (εκκλησιαστικό, αθλητικό δίκαιο, κώδικες

δεοντολογίας). Στην πλειοψηφία τους, ωστόσο, αυτοί οι κανόνες τείνουν να αναγνωρίζονται από το

κρατικό δίκαιο. Στο δικαιοδοτικό επίπεδο χαρακτηριστικά νομικού πλουραλισμού φέρουν διαδικασίες

όπως: διαμεσολάβηση, εξωδικαϊκή λύση διαφορών, αθλητική δικαιοσύνη. Σε κάποιο βαθμό μπορεί να

υποστηριχθεί ότι το αίτημα για νομικό πλουραλισμό τείνει να αποκτήσει κανονιστική υφή. Έτσι, στις

σύγχρονες συνθήκες ο νομικός πλουραλισμός δεν εμφανίζεται μόνο ως αίτημα (μπορούν να υπάρχουν

περισσότερα από ένα—το κρατικό—νομικά συστήματα) αλλά ως απαίτηση (πρέπει να υπάρχουν

περισσότερα από ένα νομικά συστήματα). Σε κάθε περίπτωση πάντως το ζήτημα του πώς και με ποιο

τρόπο μπορούμε να ορίσουμε το νομικό κανόνα εξακολουθεί να είναι περίπλοκο.

Κριτήρια ορισμού του νομικού κανόνα

Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να οριστεί ένας κανόνας ως

νομικός.

1. Κριτήριο καταναγκασμού: νομικός είναι ο κανόνας που προβλέπει κυρώσεις που επιβάλλονται

από ειδικά θεσμοθετημένα προς το σκοπό αυτό όργανα.

Max Weber: ένας κανόνας θα ονομάζεται νομικός όταν υπάρχει εξωτερική εγγύηση

ότι η πιθανότητα καταναγκασμού (φυσικού ή ψυχικού) για την τήρηση της τάξης και

την τιμωρία των παραβάσεων, επιβάλλεται από προσωπικό ειδικά ορισμένο (και 8

Page 9: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

εκπαιδευμένο) για το σκοπό αυτό. Με άλλα λόγια, νομικός είναι εκείνος ο κανόνας, η

ισχύς του οποίου συνδέεται με την πιθανότητα χρήσης καταναγκασμού από ειδικά

θεσμοθετημένα και εκπαιδευμένα προς το σκοπό αυτό όργανα.

Βασικά χαρακτηριστικά αυτού του κριτηρίου:

1. Η πίεση για συμμόρφωση με τον κανόνα δικαίου επιβάλλεται εξωτερικά με τη

μορφή ενεργειών ή απειλής ενεργειών ανεξάρτητα από το αν η συμμόρφωση προς

το νόμο γίνεται από επιθυμία ή συνήθεια

2. Αυτές οι εξωτερικές πιέσεις πάντα εμπεριέχουν τη χρήση ή την απειλή

καταναγκασμού και βίας.

3. Αυτοί οι οποίοι εφαρμόζουν πρακτικές καταναγκασμού (όπως προβλέπονται στο

νόμο) έχουν ως επίσημο (και θεσμοθετημένο) ρόλο την εφαρμογή του νόμου

Κριτική:

1. Δίνεται πολύ μεγάλη έμφαση στον καταναγκαστικό χαρακτήρα του νομικού

κανόνα και την απειλή χρήσης βίας. Ωστόσο, η συμμόρφωση προς τους κανόνες

δικαίου μπορεί να οφείλεται και σε λόγους άλλους εκτός της χρήσης ή της απειλής

χρήσης βίας και καταναγκασμού.

2. Η έμφαση στο θεσμοθετημένο, ειδικευμένο και ειδικά εξουσιοδοτημένο για την

επιβολή της τάξης και του νόμου οργάνου, περιορίζει την εφαρμογή του κριτηρίου

καταναγκασμού μόνο στο πλαίσιο νεωτερικών κοινωνιών (αποκλείοντας έτσι

άλλες κοινωνίες που δεν έχουν παρόμοια συγκρότηση)

3. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν και άλλοι κανόνες πέραν των νομικών που

επιβάλλουν κυρώσεις χωρίς απαραίτητα να είναι νομικοί, ενώ

4. υπάρχουν και νομικοί κανόνες που δεν επιβάλλουν άμεσα κυρώσεις π.χ. διεθνές

δίκαιο, Σύνταγμα αλλά δεν παύουν να είναι νομικοί.

2. Κριτήριο δικανικής φύσης: διακριτικό γνώρισμα η δικανικότητα, η δυνατότητα δικανικής

κρίσης, δικαστικής απόφασης.

Το κριτήριο αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου τρίτου ο οποίος έχοντας

επαυξημένο κύρος και δικαιοδοσία κρίνει, αποφαίνεται για τον τρόπο επίλυσης μιας

διαφοράς (ή ερμηνείας ενός κανόνα).

Carbonnier: «Η δίκη είναι η θεσμοποίηση της αμφιβολίας με μια απόφαση στο

τέλος.»

Αυτό το κριτήριο τείνει να διευρύνει υπερβολικά το πεδίο των νομικών κανόνων

καθώς εξαρτά το χαρακτηρισμό τους ως τέτοιους από τη δυνατότητα τους να

καταλήξουν σε επίλυση διαφορών από έναν οποιοδήποτε τρίτο που διαθέτει 9

Page 10: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

επαυξημένο κύρος (και όχι για παράδειγμα από ειδικά θεσμοθετημένο για το λόγο

αυτό όργανο).

3. Κριτήριο αναγνώρισης: (συναρτάται με τον τρόπο με τον οποίο αναγνωρίζεται.) Αν ένας

κανόνας έχει αυξημένη ισχύ τότε θεωρείται ότι είναι νομικός.

Το κριτήριο αυτό είναι προβληματικό καθώς υπάρχουν μη-νομικοί κανόνες που είναι

ιδιαίτερα δεσμευτικοί π.χ. θρησκευτικοί κανόνες). Από την άλλη υπάρχουν νομικοί

κανόνες οι οποίοι αν και έχουν αυξημένη ισχύ π.χ. κανόνες διεθνούς δικαίου, η ισχύς

τους σε επίπεδο εφαρμογής εξαρτάται από τη βούληση κρατών και κρατικών

μηχανισμών να συμμορφωθούν στις επιταγές τους και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν

έχουν αναγνωρίσει τους κανόνες αυτούς.

4. Κριτήριο νομικού τομέα και νομικής δεσμευτικότητας: Με βάση αυτό το κριτήριο, νομικός

θεωρείται ο κανόνας που αναφέρεται στο ‘νομικό τομέα’ ή με άλλα λόγια περιλαμβάνει θέματα

που λόγω της σοβαρότητάς τους ενδιαφέρουν το νομοθέτη και ρυθμίζονται σε μια δεδομένη

ιστορική περίοδο από το γραπτό δίκαιο ή από τη νομολογία των δικαστηρίων και των

διοικητικών αρχών. Ο νομικός χαρακτήρας του κανόνα εξαρτάται από την παραπομπή ή όχι σε

αυτόν από το νόμο. Αλλιώς, εξαρτάται από το αν τα μέλη της κοινωνικής οργάνωσης θεωρούν

ότι είναι δεσμευτικός.

5. Κριτήριο εξουσιαστικού χαρακτήρα: ο κανόνας δικαίου συνυφαίνεται με την εξουσία με τη

«νομιμοποιημένη δύναμη επιβολής», έχει δηλαδή εξουσιαστικό χαρακτήρα. Ο εξουσιαστικός

χαρακτήρας αναφέρεται/πηγάζει από τις συνθήκες θέσπισης του κανόνα. Κύρια πηγή εξουσίας

είναι το κράτος με τα θεσμοθετημένα όργανά του.

6. Κριτήριο δικαιοσύνης: νομικός είναι ένας κανόνας όταν αποδίδει δικαιοσύνη. Στον αντίποδα

αυτού του κριτηρίου βρίσκεται η κριτική ότι ο νομικός κανόνας αποτελεί θεσμοθετημένη

άρνηση δικαιοσύνης. Πρόκειται δηλαδή για μια μορφή τυραννίας χωρίς ηθική διάσταση.

Παρά το γεγονός ότι στις σύγχρονες κοινωνίες δυτικού τύπου ο νομικός κανόνας συνδέεται στενά

με την κρατική εξουσία και έχει εξουσιαστικό χαρακτήρα αυτός ο ορισμός δεν είναι αρκετός για την

κοινωνιολογία του δικαίου. Προκύπτει η ανάγκη ο ορισμός του νομικού κανόνα να ανταποκρίνεται στα

ζητούμενα της κοινωνιολογίας του δικαίου. Έτσι, για την κοινωνιολογία του δικαίου ο ορισμός του

νομικού κανόνα να μπορεί:

1. να επιτρέπει την ανάπτυξη του ερευνητικού ενδιαφέροντος και σε κοινωνίες εκτός των

σύγχρονων δυτικών ή αλλιώς σε κοινωνίες στις οποίες είναι δυνατόν:

1.1. να λείπει η κεντρική κρατική εξουσία με τα διαφοροποιημένα όργανα (όπως τα

γνωρίζουμε) και

1.2. να υπάρχουν και να λειτουργούν πολλαπλά κέντρα εξουσίας

2. να επιτρέπει την κατανόηση των φαινομένων της απόρριψης του κρατικού δικαίου από τα

μέλη κοινωνικών σχηματισμών.

10

Page 11: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2.1. Τέτοια απόρριψη μπορεί να εκφράζεται για παράδειγμα μέσα από την επιβίωση

κοινωνικών συμπεριφορών αντίθετων στο ‘επίσημο’ δίκαιο.

3. να επιτρέπει τη σφαιρικότερη προσέγγιση νομικών φαινομένων όπως στην περίπτωση που

υπάρχουν πηγές δικαίου παράλληλα με το κρατικό δίκαιο (π.χ. εκκλησιαστικοί κανόνες).

Ορισμός εργασίας νομικού κανόνα: νομικός είναι κάθε κανόνας που επιβάλλεται από κάποια

κυρίαρχη θέληση εμπεριέχει κάποιο βαθμό καταναγκασμού και προβλέπει τη δυνατότητα δικανικής

κρίσης.

Λειτουργίες των νομικών κανόνων:

Για αναλυτικούς λόγους, οι λειτουργίες των κανόνων δικαίου, των νομικών κανόνων μπορούν να

κατηγοριοποιηθούν ως ακολούθως:

1. Άσκηση θεσμοθετημένου κοινωνικού ελέγχου:

1.1. Η άσκηση κοινωνικού ελέγχου στο πλαίσιο κοινωνικών οργανώσεων γίνεται με

διάφορους τρόπους και από διάφορους φορείς. Η άσκηση θεσμοθετημένου

κοινωνικού ελέγχου με βάση νομικούς κανόνες όμως, προϋποθέτει:

1.1.1. την ύπαρξη συγκεκριμένων κανόνων

1.1.2. τη σχεδιασμένη χρήση κυρώσεων για την υποστήριξη των κανόνων

1.1.3. την ύπαρξη θεσμοθετημένων οργάνων που θεσπίζουν, ερμηνεύουν και

εφαρμόζουν τους κανόνες.

2. Επίλυση διαφορών: Στο πλαίσιο αυτής της προτεινόμενης λειτουργίας των κανόνων

δικαίου, το δίκαιο, επιβάλλει, διαχωρίζει, αποδίδει με τρόπο ‘αυθεντικό’ και δεσμευτικό

δικαιώματα και υποχρεώσεις σε αντιδίκους. Για την άσκηση αυτής της λειτουργίας:

2.1. Το δίκαιο επιλαμβάνεται διαφορών που έχουν λάβει νομικό χαρακτήρα

2.1.1. Η προσφυγή στη διαδικασία επίλυσης διαφορών ωστόσο, πολλές φορές αντί να

μειώνει αυξάνει την ένταση μεταξύ αντιδίκων.

2.2. Κοινωνική ρύθμιση: Θεωρείται από τις πλέον αμφισβητούμενες λειτουργίες του

δικαίου.

2.2.1. Το περιεχόμενο αυτής της λειτουργίας αναφέρεται σε σκόπιμη, σχεδιασμένη

και κατευθυνόμενη κοινωνική ρύθμιση που ξεκινάει, καθοδηγείται και

υποστηρίζεται από νομικούς κανόνες.

2.2.1.1. Ως παράδειγμα χρήσης νομικών κανόνων για την επιβολή κοινωνικών

αλλαγών προτείνονται συχνά πρακτικές που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του

κράτους πρόνοιας.

11

Page 12: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2.2.1.2. Ωστόσο, αυτή η λειτουργία του νόμου ενεργοποιείται συχνά και από

ομάδες συμφερόντων, ομάδες πίεσης αλλά και από ομάδες ενεργών

πολιτών (π.χ. το κίνημα των καταναλωτών).

3. Ιδεολογική λειτουργία: Θεωρείται ότι διατρέχει όλες τις λειτουργίες του δικαίου τόσο σε

επίπεδο θέσπισης όσο και σε επίπεδο δικαιοδοσίας.

3.1. Συνδέεται άμεσα με τον κανονιστικό χαρακτήρα του δικαίου και επομένως

3.1.1. επιβάλλει πρακτικές και συμπεριφορές που πρέπει να τηρούνται

3.1.2. η επιβολή υποστηρίζεται και καταναγκαστικά

3.2. Τα πρότυπα που επιβάλλονται αναπαρίστανται και νομιμοποιούνται ως:

3.2.1. μέρος της ‘φυσικής τάξης των πραγμάτων’

3.2.2. απαραίτητα για την κοινωνική συνοχή και συμβίωση

3.2.3. κοινά αποδεκτά στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνικών συγκροτήσεων

3.3. Τα επιβαλλόμενα, κανονικοποιημένα πρότυπα νομιμοποιούνται στη συνέχεια στο

βαθμό και την έκταση που γίνονται αποδεκτά και αναπαράγονται ως επιλογές και όχι

καταναγκαστικά.

12

Page 13: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Γ. ΔΟΜΗ, ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Δομή πηγές και διάρθρωση κανόνων δικαίου και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

α. Διάκριση του Δικαίου σε κλάδους

13

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ

∆ΗΜΟΣΙΟ Ι∆ΙΩΤΙΚΟ Μικτοί κλάδοι

∆ΙΕΘΝΕΣ ∆ΙΚΑΙΟ

∆ΗΜΟΣΙΟ ∆ΙΕΘΝΕΣ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ

• Αστικό • Εμπορικό • Πνευμ. Ιδιοκτησίας • Ατομικό εργατικό

• Εργατικό • Δίκαιο Περιβάλλοντος • Ιατρικό Δίκαιο • Δίκαιο Πληροφορικής • Βιοδίκαιο

• Συνταγματικό • Διοικητικό • Δημοσιονομικό • Ποινικό • Εκκλησιαστικό • Συλλογικό Εργατικό

Εσωτερικό δίκαιο: το σύνολο της εθνικής νομοθεσίας ενός κράτους που ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις που δημιουργούνται και

εκτυλίσσονται στο εσωτερικό ενός κράτους. Το εσωτερικό δίκαιο διακρίνεται σε δημόσιο και ιδιωτικό.

Το δημόσιο δίκαιο ρυθμίζει τις σχέσεις στις οποίες μετέχει το Κράτος ή άλλοι φορείς ή και

πρόσωπα που ασκούν δημόσια εξουσία υπό οποιαδήποτε μορφή με την ιδιότητά τους ως φορείς

δημόσιας εξουσίας. Οι σχέσεις ιδιωτών και φορέων πολιτικής εξουσίας στο πλαίσιο του δημοσίου

δικαίου χαρακτηρίζονται από ανισοτιμία. Καθώς ο κίνδυνος για την αυτονομία του ιδιώτη είναι πολύ

σοβαρός, το δημόσιο δίκαιο προβλέπει συγκεκριμένα όρια, τα οποία η δημόσια εξουσία δεν

επιτρέπεται να παραβιάζει. Το δημόσιο δίκαιο διακρίνεται περαιτέρω σε:

• Συνταγματικό δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη μορφή και τις οργανωτικές

βάσεις του πολιτεύματος ενός Κράτους, τη διάκριση των λειτουργιών, τα βασικά όργανα

της Πολιτείας, τη σχέση εξουσίας-κοινωνίας, τη θέση του ατόμου μέσα στο πολιτειακό

σύνολο, τα όρια της κρατικής εξουσίας στα δικαιώματα των ανθρώπων (ατομικές

ελευθερίες κλπ).

Page 14: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

• Διοικητικό δίκαιο: ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης

(Κεντρικών και Περιφερειακών οργάνων του Κράτους, Τοπικής Αυτοδιοίκησης,

Δημοσίων Νομικών Προσώπων Ειδικών Σκοπών), τις σχέσεις ανάμεσα στο Κράτος και

τους δημόσιους οργανισμούς, καθώς και ανάμεσα στο Κράτος και τους πολίτες (αστική

ευθύνη του δημοσίου).

• Δημοσιονομικό δίκαιο: συγκροτείται από κανόνες που αναφέρονται στην είσπραξη,

διαχείριση και διανομή των πόρων του Κράτους. Τμήμα του είναι το Φορολογικό δίκαιο.

• Ποινικό δίκαιο: καθορίζει τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινικές κυρώσεις που επιφέρουν

αυτές. Το ποινικό δίκαιο υπάγεται στο δημόσιο δίκαιο καθώς η δίωξη των αξιόποινων

πράξεων γίνεται από πολιτειακά όργανα που λειτουργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων

τους και ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Π.χ. στην ποινική δίκη ο Εισαγγελέας ασκεί

ποινική δίωξη ως Εισαγγελέας-φορέας δημόσιας εξουσίας και για λογαριασμό της

Πολιτείας.

• Δικονομικό δίκαιο (Αστικό, Ποινικό, Διοικητικό): είναι το σύνολο των κανόνων που

ρυθμίζουν τον τρόπο οργάνωσης και απονομής της δικαιοσύνης, δηλαδή ρυθμίζουν την

οργάνωση, τη δικαιοδοσία, την αρμοδιότητα και τη λειτουργία των δικαστηρίων.

• Εκκλησιαστικό δίκαιο: είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την οργάνωση και

λειτουργία της Εκκλησίας και τις σχέσεις της με την Πολιτεία και τους πολίτες.

• Συλλογικό εργατικό δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις των εργοδοτών με τους εργαζόμενους και

συγκεκριμένα τους κανονισμούς εργασίας, το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη κλπ

καθώς και τα συλλογικά εργατικά φαινόμενα (συνδικαλιστικές ελευθερίες, συλλογικές

συμβάσεις εργασίας, διαιτησία κλπ). Εντάσσεται στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο επειδή

μεγάλο μέρος των κανόνων του έχουν χαρακτήρα δημοσίου δικαίου.

Το ιδιωτικό δίκαιο ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ προσώπων που είναι ή ενεργούν ως ιδιώτες.

Στις σχέσεις αυτές τα πρόσωπα θεωρούνται ισότιμα υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στις

ρυθμίσεις του ιδιωτικού δικαίου υπάγονται και το Κράτος, πολιτειακοί φορείς, οργανώσεις κλπ όταν

συμμετέχουν ως ιδιώτες δηλαδή χωρίς την ιδιότητά τους ως φορείς δημόσιας εξουσίας (π.χ. το

Δημόσιο σε μια σύμβαση μίσθωσης ακινήτου έχει ακριβώς την ίδια θέση με έναν οποιοδήποτε ιδιώτη

μισθωτή ακινήτου). Το ιδιωτικό δίκαιο περιλαμβάνει:

• Το Αστικό δίκαιο (το κυριότερο τμήμα του Ιδιωτικού δίκαιου): ρυθμίζει το σύνολο σχεδόν

της δράσης των ιδιωτών (και του Κράτους και των οργάνων του όταν ενεργούν ως ιδιώτες).

Διακρίνεται περαιτέρω σε:

o Γενικές αρχές: το μέρος του αστικού δικαίου στο οποίο τίθενται οι γενικοί

κανόνες που ισχύουν για όλες τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις

14

Page 15: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

o Ενοχικό δίκαιο: ρυθμίζει τις ‘ενοχικές σχέσεις’. Ως ενοχική σχέση νοείται ο

νομικός δεσμός μεταξύ δύο προσώπων κατά τον οποίο ο ένας υποχρεούται και

ο άλλος δικαιούται σε παροχή π.χ. μίσθωση, πώληση κλπ.

o Εμπράγματο δίκαιο: περιέχει τους κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των

προσώπων προς τα πράγματα (π.χ. κυριότητα ακινήτου)

o Οικογενειακό δίκαιο: ρυθμίζει τις οικογενειακές ή οιονεί οικογενειακές σχέσεις

μεταξύ των προσώπων (π.χ. μνηστεία, γάμος, διαζύγιο, διατροφή τέκνων κλπ)

o Κληρονομικό δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις ενός προσώπου μετά το θάνατό του

(π.χ. είδη διαθηκών)

• Το Εμπορικό δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις εμπορικής φύσεως δηλαδή τις σχέσεις των

εμπόρων κατά την άσκηση της εμπορίας και τις εμπορικές πράξεις.

• Το Δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας: ρυθμίζει κυρίως τα δικαιώματα των δημιουργών ως

προς τα πνευματικά τους έργα

• Το Ατομικό Εργατικό δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή τους

κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και συγκεκριμένα την

ατομική σχέση εργασίας αυτή καθαυτή (σύσταση της σχέσης, δικαιώματα και υποχρεώσεις

των μερών, κατάλυση κλπ).

Διεθνές δίκαιο: το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών κρατών, τη λειτουργία των διεθνών

οργανισμών (ΟΗΕ, UNESCO, Συμβούλιο της Ευρώπης κλπ) και τη θέση των ατόμων στη διεθνή

κοινότητα (τις βιοτικές σχέσεις ανθρώπων που συνδέονται με κάποιο τρόπο με άλλο κράτος). Οι κανόνες

του δημοσίου διεθνούς δικαίου μπορούν να ενταχθούν στο εσωτερικό δίκαιο με ορισμένη διαδικασία

(κύρωση από τη Βουλή).

• Το Δημόσιο διεθνές δίκαιο ρυθμίζει τις σχέσεις των κρατών μεταξύ τους

• Το Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν ποιο εσωτερικό

δίκαιο θα ισχύσει σε μια έννομη σχέση μεταξύ ιδιωτών η οποία συνδέεται με περισσότερα

από ένα κράτη (π.χ. διαζύγιο και διατροφή τέκνων Γάλλου υπηκόου που έχει παντρευτεί

Ελληνίδα υπήκοο)

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό: διαφοροποιείται τόσο από το εσωτερικό όσο και από το διεθνές δίκαιο. Είναι αυτόνομο δίκαιο γιατί

έχει δημιουργήσει νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά όργανα με αυτόνομη εξουσία, τα οποία

λαμβάνουν αποφάσεις, τις επιβάλλουν και δικαιοδοτούν. Ορισμένοι κανόνες έχουν άμεση εφαρμογή ·

ισχύουν δηλαδή ως εσωτερικό δίκαιο της χώρας (Κανονισμοί). Άλλοι χρειάζεται να ενσωματωθούν, με

κατάλληλες διαδικασίες από κάθε κράτος, που όμως είναι υποχρεωμένο να το κάνει (Οδηγίες).

15

Page 16: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Μικτοί κλάδοι δικαίου: νεότεροι (κυρίως) κλάδοι δικαίου περιλαμβάνουν κανόνες δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, έχουν

δηλαδή, μικτό χαρακτήρα. Τέτοιοι κλάδοι είναι το Εργατικό δίκαιο, το Δίκαιο του Περιβάλλοντος, το

Ιατρικό Δίκαιο, το Δίκαιο της Πληροφορικής και το Βιοδίκαιο.

β. Πηγές κανόνων δικαίου

Ως πηγές των κανόνων δικαίου νοούνται οι ειδικότεροι τρόποι παραγωγής των κανόνων δικαίου.

Πηγές του ισχύοντος δικαίου είναι αυτές που η συγκεκριμένη Πολιτεία θεωρεί ως γενεσιουργούς λόγους

του δικαίου της.

Πηγές δικαίου

Δευτερογενείς: Πρωτογενείς

16

Πρωτογενείς ή άμεσες πηγές δικαίου είναι αυτές που αποτελούν γενεσιουργούς λόγους ισχύος των κανόνων δικαίου. Σε αυτούς

περιλαμβάνονται τόσο το γραπτό δίκαιο όσο και το άγραφο δίκαιο (το έθιμο) ως ενσωματωμένο και

αναγνωρισμένο από το δίκαιο. Οι (γενικά παραδεδεγμένοι) Κανόνες διεθνούς δικαίου και το

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο αποτελούν εξωτερικές πηγές δικαίου (προέρχονται από φορείς και

όργανα εκτός της εδαφικής επικράτειας της χώρας) οι οποίες όμως παρότι θεσπίζονται από διεθνή

Χρηστά ήθη Συναλλακτικά ήθη Διεθνείς συμβάσεις, συνθήκες, συμφωνίες Συλλογικές συμβάσεις εργασίαςΔιαιτητικές αποφάσεις

Γραπτό Δίκαιο Άγραφο Δίκαιο Έθιμο Νομολογία

Κανόνες διεθνούς δικαίου

Νόμοι (ευρεία και στενή έννοια)

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο

Page 17: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

όργανα, εισάγονται ή αναγνωρίζονται από την εσωτερική έννομη τάξη (το δίκαιο που ισχύει στο

εσωτερικό μιας χώρας).

Δευτερογενείς ή έμμεσες πηγές του δικαίου δεν έχουν το χαρακτήρα πρωτογενών παρά μόνο στην έκταση που παραπέμπουν σε αυτές οι

πρωτογενείς πηγές δικαίου.

γ. Η τυπική ισχύς των κανόνων δικαίου

Ιεραρχική κατάταξη των (γραπτών) κανόνων δικαίου- Η ‘πυραμίδα’ του δικαίου

Οι κανόνες του δικαίου δεν έχουν το ίδιο βάρος, την ίδια τυπική ισχύ. Ανάλογα με το όργανο

από το οποίο έχουν παραχθεί, κατατάσσονται σε ένα ιεραρχημένο σύστημα που έχει τη μορφή

πυραμίδας. Όσο προχωράμε προς τη βάση της πυραμίδας, οι κανόνες από τη μια πληθαίνουν και από

την άλλη η τυπική τους ισχύς μειώνεται.

17

Σύνταγμα-ΨηφίσματαΣυντακτικές Πράξεις

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο Γενικά παραδεδεγμένοι Κανόνες Διεθνούς

Δικαίου που έχουν ‘μεταφερθεί’ στην ελληνική νομοθεσία

Τυπικοί νόμοι (ψηφίζει η Βουλή, τυπικά υπογράφει ο Πρόεδρος της

Δημοκρατία, δημοσιεύονται στην ΕτΚ)

Κανονιστικά διατάγματα (θεσπίζει η κυβέρνηση-συνήθως ένας ή περισσότεροι υπουργοί-ελέγχει το Συμβούλιο της Επικρατείας και τυπικά υπογράφει ο Πρόεδρος της

Δημοκρατίας)

Υπουργικές αποφάσεις (θεσπίζει η κυβέρνηση-συνήθως ένας ή περισσότεροι υπουργοί-χωρίς άλλη

διαδικασία)

Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης (ανεξάρτητων αρχών, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, πανεπιστημίων, οργανισμών

κοινής ωφέλειας, αστυνομίας κλπ.)

Page 18: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

• Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος του Κράτους. Οι συνταγματικοί κανόνες είναι

ισοδύναμοι μεταξύ τους αλλά θα μπορούσαμε να τους ιεραρχήσουμε με βάση το θεμελιώδη

ή μη χαρακτήρα τους. Τα Ψηφίσματα προέρχονται από τη Συνελεύσεις ή Βουλές που έχουν

αρμοδιότητα να καταρτίσουν νέο Σύνταγμα ή να αναθεωρήσουν το ισχύον. Οι Συντακτικές

Πράξεις εκδίδονται από την εκτελεστική (διοικητική) λειτουργία σε εξαιρετικές

περιπτώσεις, μετά την παύση ανωμάλων περιόδων, όταν δεν υφίσταται αντιπροσωπεία του

λαού (π.χ. αμέσως μετά τη δικτατορία, η συντακτική πράξη της 1/8/74 «περί

αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητας και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου

βίου μέχρι οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου Συντάγματος

της χώρας.») Τα Ψηφίσματα και οι Συντακτικές Πράξεις είναι ιεραρχικά ισοδύναμα με το

Σύνταγμα. Έχουν όμως περιορισμένη χρονική ισχύ (μέχρι να ψηφιστεί νέο Σύνταγμα ή να

λήξει η περίοδος πολιτειακής ανωμαλίας), εκτός αν το νέο Σύνταγμα προβλέπει τη

διατήρησή τους σε ισχύ.

• Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο και Γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Υπάρχει έντονη αμφισβήτηση και διαμάχη ως προς την ιεραρχική θέση του Κοινοτικού

Δικαίου σε σχέση με το Σύνταγμα. Ως προς τους κανόνες διεθνούς δικαίου ισχύει ότι οι

κανόνες αυτοί υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου (άρθρο 28 παρ 1 Συντάγματος).

Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί ισχύουν μόνο και εφόσον έχουν κυρωθεί με νόμο.

• Τυπικοί νόμοι: ως τυπικός ορίζεται ο νόμος ο οποίος εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε κατά τη

διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα. Νόμος δηλαδή που ψηφίστηκε και εκδόθηκε από

τη Βουλή, υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δημοσιεύτηκε στην

Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τα παραπάνω ισχύουν ανεξάρτητα με το αν ο νόμος περιέχει

κανόνα δικαίου ή όχι2. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τυπικού νόμου που όμως δεν περιέχει

κανόνα δικαίου είναι ο προϋπολογισμός του κράτους. Ο τυπικός νόμος αντιπαραβάλλεται

με τον ουσιαστικό νόμο

o ουσιαστικός νόμος είναι πράξη της πολιτείας με την οποία τίθεται κανόνας

δικαίου άσχετα με τον τύπο και το νομοθετικό όργανο (π.χ. αστυνομική

διαταγή)

• Κανονιστικά Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, Κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης:

Αποτελούν πράξεις φορέων της εκτελεστικής εξουσίας που εκδίδονται στο πλαίσιο των

αρμοδιοτήτων των φορέων αυτών προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθούν βασικοί κανόνες

που θέτουν ιεραρχικά υπέρτεροι κανόνες δικαίου.

Η τήρηση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου

2 Ένας τυπικός νόμος θεωρείται ότι περιέχει κανόνα δικαίου όταν περιγράφει σαφώς πράξη ή συμπεριφορά που απαγορεύεται ή επιβάλλεται και προβλέπει συγκεκριμένη ποινή στην περίπτωση παράβασης της επιταγής του.

18

Page 19: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Βασική αρχή και συνέπεια της ιεράρχησης των κανόνων δικαίου είναι ότι: κανόνες

υποδεέστερης τυπικής ισχύος πρέπει να είναι σύμφωνοι κατά το περιεχόμενό τους με τους

κανόνες υπέρτερης ισχύος που ρυθμίζουν το ίδιο θέμα. Αν αυτό δεν συμβαίνει τότε ο

κατώτερος κανόνας δικαίου δεν ισχύει. Η τήρηση της ιεραρχίας αυτής και η εφαρμογή της

παραπάνω αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ειδικότερα ως προς τον έλεγχο της

συνταγματικότητας των νόμων ισχύει ότι όλα τα δικαστήρια –ακόμη και τα κατώτερα—έχουν

την εξουσία να ελέγχουν τη συμφωνία των νόμων με το Σύνταγμα. Προκειμένου ένας νόμος

να κριθεί αντισυνταγματικός ή αντίθετος με το διεθνές δίκαιο πρέπει να ακολουθηθεί η

παρακάτω διαδικασία:

1. Ένα δικαστήριο, σε συγκεκριμένη υπόθεση που εξετάζει, διαπιστώνει σύγκρουση ενός νόμου

με τους ανώτερους κανόνες του Συντάγματος ή του διεθνούς δικαίου.

2. Το δικαστήριο αρνείται να εφαρμόσει το συγκεκριμένο νόμο στην υπόθεση που εξετάζει

επειδή κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικός

3. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου παραπέμπεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας,

τον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο

3.1. Ωστόσο ο νόμος δεν ακυρώνεται

4. Το μόνο δικαστήριο το οποίο μπορεί να ακυρώσει νόμος ως αντισυνταγματικό είναι το

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις ως

προς τη συνταγματικότητά του από τα παραπάνω τρία Δικαστήρια.

Δημοσίευση και ισχύς των κανόνων δικαίου

Οι πράξεις της Πολιτείας δημοσιεύονται στο επίσημο όργανό της, την Εφημερίδα της

Κυβερνήσεως (ΕτΚ). Η τυπική ισχύς του νόμου αρχίζει με τη δημοσίευσή του στο αντίστοιχο Φύλο της

ΕτΚ. Η ουσιαστική ισχύς του νόμου αρχίζει δέκα μέρες μετά τη δημοσίευση του εφόσον ο ίδιος δεν

ορίζει διαφορετικά.

Ως θέση, οι νόμοι, καταρχήν, δεν μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ. Ο νομοθέτης όμως

μπορεί να προσδώσει αναδρομική ισχύ σε ένα κανόνα δικαίου. Αναδρομικότητα ισχύος όμως μπορεί

να έχει ένας νόμος αν αυτό προκύπτει σαφώς από το όλο περιεχόμενό του. Χαρακτηριστική περίπτωση

αναδρομικότητας αποτελεί ο ερμηνευτικός νόμος· ο νόμος δηλαδή που έχει σκοπό να αποκαλύψει ή να

διευκρινίσει το περιεχόμενο ή να άρει ασάφειες και αμφισβητήσεις προηγούμενου νόμου ή διάταξης

νόμου. Δεν πρόκειται δηλαδή εδώ για νέο νόμο αλλά για παροχή διευκρίνισης σε προηγούμενο. Σε

κάθε περίπτωση όμως αναδρομικότητας ισχύουν τα παρακάτω:

1. Αποκλείεται προσβολή ή ανατροπή κεκτημένου δικαιώματος που προστατεύεται από το

Σύνταγμα

19

Page 20: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2. Αποκλείεται η αναδρομική ρύθμιση ατομικά ορισμένων δικαιωμάτων και σχέσεων για τις

οποίες έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ή

3. Έχουν λυθεί πριν την εισαγωγή του νέου νόμου με καταβολή, συμβιβασμό ή αναγνώριση.

Τροποποίηση και κατάργηση κανόνων δικαίου

Η μεταβολή των κανόνων δικαίου γίνεται με τον ίδιο τρόπο που έγινε η θέσπισή τους.

Δηλαδή, το Σύνταγμα τροποποιείται με την ψήφιση νέου Συντάγματος, ο νόμος με νεότερο νόμο κλπ.

Ο νόμος (με ευρεία έννοια) καταργείται ή τροποποιείται (ρητώς ή σιωπηρώς) με νεώτερο νόμο

μεγαλύτερης ή ίσης τυπικής ισχύος. Κατώτερη ιεραρχικά πηγή δεν μπορεί να καταργήσει ή να

τροποποιήσει ανώτερη.

Η τήρηση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, ο έλεγχος της τυπικότητας ως προς τις

προϋποθέσεις θέσπισής του και ο έλεγχος συνταγματικότητας είναι προϋποθέσεις που τίθενται

προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου. Επειδή όμως η πιθανότητα έκδοσης κανόνων

δικαίου με αντιφατικό περιεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί γίνονται τελικά δεκτά δύο αξιώματα:

1. ο νεώτερος νόμος καταργεί τον παλαιότερο

2. ο ειδικός κανόνας καταργεί τον γενικό

Άγραφο δίκαιο (έθιμο) και νομολογία

Το έθιμο είναι άγραφος κανόνας δικαίου που δημιουργείται με τη μακρά, ομοιόμορφη και

αδιάκοπη εκδήλωση ορισμένης συμπεριφοράς από τα μέλη μιας κοινωνίας με την πεποίθηση ότι

εκδηλώνοντας τη συμπεριφορά αυτή εφαρμόζουν κανόνα δικαίου. Το έθιμο καταργείται με νόμο ή

άλλο αντίθετο έθιμο. Το έθιμο δεν καταργεί νόμο. Καθώς η ρύθμιση από τους νόμους τείνει να είναι

εξαντλητική, το έθιμο εμφανίζεται ως πηγή δικαίου σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις.

Νομολογία είναι οι αποφάσεις των δικαστηρίων που συγκεκριμενοποιούν, ερμηνεύουν το

δίκαιο σε μια συγκεκριμένη δικαζόμενη υπόθεση. Η δικαστική απόφαση δεσμεύει μόνο τη

συγκεκριμένη περίπτωση και δεν παράγει κανόνα δικαίου για το μέλλον. Συνεπώς, τυπικά η νομολογία

δεν αποτελεί πηγή δικαίου. Καθώς όμως ερμηνεύει το νόμο αποτελεί σημείο αναφοράς για επόμενες

αποφάσεις.

20

Page 21: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

δ. Δομή Συστήματος Απονομής Δικαιοσύνης

21

Page 22: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Ε. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

1. Κυρίαρχη θεωρία και ανάγνωση της σχέσης δικαίου και κοινωνίας

Ως κυρίαρχη θεωρία της ανάγνωσης της σχέσης δικαίου και κοινωνίας –τουλάχιστον στο

βαθμό που αφορά τη νομική επιστήμη και τη νομοθετική λειτουργία—πρέπει να θεωρείται ο νομικός

θετικισμός που έχει τις βάσεις του στον αστικό φιλελευθερισμό ενώ μπορεί να παραλληλιστεί με την

κοινωνιολογική θεωρία του δομο-λειτουργισμού.

Βάση του νομικού θετικισμού αποτελεί η κατανόηση ότι υπάρχουν και μπορούν να

ανακαλυφθούν συγκεκριμένοι και διακριτοί κανόνες οι οποίοι διέπουν τη λειτουργία του δικαίου και

των νομικών κανόνων με την εφαρμογή της κατάλληλης μεθόδου (νομική σκέψη). Στο πλαίσιο του

νομικού θετικισμού το κράτος αποτελεί ρυθμιστή σχέσεων. Η λειτουργία του δικαίου αλλά και η

θεωρητική εξήγηση της σχέσης του με την κοινωνία στα σύγχρονα αστικά κοινωνικά συστήματα

περνάει μέσα από τη διαδικασία αναγόρευσης του κράτους σε ρυθμιστικό και κανονιστικό παράγοντα

‘εύρυθμης’ κοινωνικής ζωής. Στο σύγχρονο, αστικό, φιλελεύθερο κράτος, το δίκαιο θεωρείται

ειδικότερα μηχανισμός επιβολής και διατήρησης της ‘κοινωνικής τάξης,’ ‘ευημερίας’ και ‘ισορροπίας’

και συνακόλουθα μηχανισμός καταστολής (—ακόμη δε και τρομοκρατίας των πολιτών—υποστηρίζουν

οι κριτικοί θεωρητικοί αυτής της προσέγγισης). Ως τέτοιος μηχανισμός το δίκαιο έχει ιδιάζουσα

βαρύτητα και αυξημένες αρμοδιότητες που ανάγονται στο επίπεδο της νομικής αυθεντίας. Η

υποτιθέμενη αυθεντία του δικαίου να λειτουργεί ως μηχανισμός διατήρησης της τάξης και της

ευημερίας νομιμοποιείται μέσα από την ανάπτυξη γενικών αρχών και αφηρημένων εννοιών που

διέπουν τη θέσπιση και την εφαρμογή των νόμων.

Ως γενικές αρχές νομιμοποίησης της νομικής αυθεντίες προτείνονται οι αρχές της: α)

αντικειμενικότητας, β) ουδετερότητας και γενίκευσης και γ) ισότητας.

Η αρχή της αντικειμενικότητας αναφέρεται στον τρόπο θέσπισης των κανόνων δικαίου.

Υποστηρίζεται δηλαδή ότι οι νομικές κατασκευές θεσπίζονται μέσα από μια διακριτή, τυπική

επιστημονική διαδικασία, αδέσμευτη από τα συμφέροντα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων η οποία

ενσωματώνει και διατηρεί κοινωνικές σχέσεις με βάση δημοκρατικές αρχές.

Η αρχή της ουδετερότητας και γενίκευσης αναφέρεται κυρίως στην εφαρμογή και τη

διαχείριση της δικαιοσύνης. Δικηγόροι, δικαστές και νομοθέτες επιλέγουν και εφαρμόζουν νομικές

αρχές αδιάφορα από τα μέρη τα οποία μετέχουν σε κάθε περίπτωση (αδιάφορα δηλαδή από τους

εμπλεκόμενους και τους αντίδικους). Αυτές οι αρχές υποστηρίζεται ότι εκφράζονται με γενικούς όρους

χωρίς προτιμήσεις για κάποια συγκεκριμένη ομάδα και ως εκ τούτου μπορούν να γενικευτούν σε όλες

τις ίδιες περιπτώσεις. Κάτω από αυτή τη λογική η ουδετερότητα και η γενίκευση εγγυώνται

εφαρμογή των κανόνων δικαίου σε επόμενες ίδιες περιπτώσεις.

22

Page 23: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Η αρχή της ισότητας παρουσιάζεται ως η κορωνίδα των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων και

υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει την ικανότητα του δικαιικού συστήματος να εγγυάται ότι όμοιες

περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο.

Οι παραπάνω αρχές μπορεί να υποστηριχθεί ότι συνδέονται μεταξύ τους ως εξής:

αντικειμενικότητα κατά τον ορισμό των κανόνων και ουδετερότητα και γενίκευση κατά την

εφαρμογή τους εγγυώνται την ισότητα όλων απέναντι στο νόμο.

Νομικός θετικισμός και θεωρίες κοινωνικής αρμονίας και τάξης.

Η ερμηνεία και η λειτουργία των γενικών αρχών του δικαίου τουλάχιστον όσον αφορά την

εφαρμογή τους στη δικαιική πράξη των περισσότερων φιλελεύθερων αστικών κρατών δικαίου φαίνεται

να συμβαδίζει με θεωρίες κοινωνικής οργάνωσης που δίνουν έμφαση στην κοινωνική αρμονία και

τάξη. Ως πλέον χαρακτηριστική αυτής της τάσης πρέπει να θεωρείται η θεωρία του δομο-

λειτουργισμού με την έμφαση που δίνει στη λειτουργική συνεργασία μεταξύ των μερών των

κοινωνικών συστημάτων αλλά και στη διττή λειτουργία των κοινωνικών αναγκών που νοούνται: α) ως

δυνάμεις που καθοδηγούν τις κοινωνίες στην ανακάλυψη των μέσων που είναι απαραίτητα για την

ικανοποίησή τους και β) ως περιοριστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να κινείται η αναζήτηση των

τρόπων για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η αρμονική συνεργασία των μερών των

κοινωνικών συστημάτων με βάση κοινά αποδεκτές αξίες και πρότυπα θεωρείται ότι εξασφαλίζει την

επιθυμητή κατάσταση λειτουργικής ισορροπίας και σταθερότητας και ελαχιστοποιεί τη σύγκρουση

μεταξύ των μερών.

Κάτω από αυτή τη λογική η σύγκρουση θεωρείται ότι απειλεί την επιβίωση της κοινωνικής

ομάδας. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη μηχανισμών που θα απορροφούν και θα

ελαχιστοποιούν τη σύγκρουση και τα αποτελέσματά της. Για το νομικό θετικισμό και το δομο-

λειτουργισμό το δίκαιο νοείται ως ο κατεξοχήν μηχανισμός διάχυσης και διαχείρισης της

σύγκρουσης. Η ικανότητα του δικαίου να διαχέει και να διαχειρίζεται τη σύγκρουση θεωρείται ότι

οφείλεται στην υποτιθέμενη αυτονομία του από την υπόλοιπη κοινωνική δραστηριότητα. Έτσι,

σύμφωνα με αυτή τη θεωρητική αντίληψη, το δίκαιο υπάρχει όχι μόνο ξέχωρα από τον ιδιωτικό βίο,

τον οποίο έτσι ή αλλιώς θεωρείται ότι δεν ρυθμίζει άμεσα αλλά και από τον δημόσιο με την έννοια ότι

ανήκει σε αυτόνομη σφαίρα δράσης, ανεξάρτητη από τον λοιπό οικονομικό και γενικότερα δημόσιο

βίο.

Κυρίαρχη θεωρία και δικαιική αυτονομία

Η θετικιστική νομική άποψη όπως συγκεκριμενοποιείται στις θεωρίες που δίνουν έμφαση στην

κοινωνική αρμονία και τάξη υποστηρίζει ότι η αυτονομία του δικαίου εκδηλώνεται με τέσσερις

μορφές: οντολογική, θεσμική, μεθοδολογική, επαγγελματική.

23

Page 24: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

1. Οντολογική αυτονομία: Το δίκαιο, για την κυρίαρχη θεωρητική προσέγγιση, θεωρείται ότι

έχει οντολογική αυτονομία από το λοιπό κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό βίο καθώς όπως

υποστηρίζεται αναφέρεται στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα ευρέως οριζόμενων ομάδων

ατόμων. Ως τέτοιο, το δίκαιο και οι νομικοί κανόνες υποτίθεται ότι είναι γενικοί, αμέτοχοι και

αδιάφοροι ως προς τη διαδικασία θέσπισης και δόμησης ιεραρχικών σχέσεων. Περαιτέρω, η

γενικότητα και η ομοιομορφία του νόμου εγκαθιδρύει και εγγυάται μία εγγενώς ουδέτερη και

ελεύθερη από αξιολογήσεις διαδικασία.

2. Θεσμική αυτονομία: Οι νομικοί κανόνες εφαρμόζονται από ειδικευμένα θεσμικά όργανα των

οποίων ο ρόλος είναι η δικαστική κρίση. Υπ’ αυτή τη λογική τα θεσμικά όργανα εφαρμογής

του νόμου έχουν αυτονομία και από τα όργανα που θεσπίζουν νόμους. Αυτή η αυτονομία

απομονώνει και ανεξαρτητοποιεί τους νομοθέτες και τους εφαρμοστές των δικαιικών κανόνων

από οποιεσδήποτε κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διεργασίες είναι δυνατόν να

υπάρχουν σε μια κοινωνική οργάνωση. Πολιτικές, οικονομικές και άλλες διεργασίες κατά

συνέπεια θεωρούνται ότι δεν επηρεάζουν τη θέσπιση νόμων. Έτσι, η θεσμική αυτονομία του

δικαίου εγγυάται αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης. Επιπλέον στοιχειοθέτηση της θεσμικής

αυτονομίας του νόμου βρίσκεται στην πρακτική των δικαστηρίων να μην γνωμοδοτούν παρά

μόνο αφού προσφύγουν σε αυτά οι αντίδικοι (ακόμη και στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης

εισαγγελικής δίωξης τελικά τα δικαστήρια γνωμοδοτούν έναντι αντιδίκων). Τέλος, ακόμη και

όταν γνωμοδοτούν, οι δικαστές θεωρούνται ότι δεν εκφράζουν προσωπικές γνώμες αλλά

δεσμεύονται ως προς τις αποφάσεις τους με βάση τους νομικούς κανόνες, πρότυπα και

διαδικασίες καθώς και την υφιστάμενη νομολογία.

3. Μεθοδολογική αυτονομία: Η μεθοδολογική αυτονομία των νομικών κανόνων θεωρείται ότι

τεκμηριώνεται στους τρόπους με τους οποίους τα θεσμικά νομικά όργανα ερμηνεύουν και

αιτιολογούν τις πράξεις και τις αποφάσεις τους. Αυτοί οι τρόποι υποστηρίζεται ότι διαφέρουν

από τους τρόπους αιτιολόγησης που χρησιμοποιούνται σε άλλες επιστήμες. Κατά συνέπεια,

θεωρείται ότι υπάρχει μία μεθοδολογία –η νομική σκέψη—μοναδική για το νόμο και ξεχωριστή

από ηθικές, πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες αλλά και από την επίδραση άλλων

επιστημών. Ο ρόλος που κατέχει στο κυρίαρχο δόγμα για την νομική θεωρία η νομική σκέψη

καταδεικνύεται από την αναφορά στο δικαστικό προηγούμενο και τη νομολογία. Αυτή η

αναφορά θεωρείται ότι ελαχιστοποιεί αυθαιρεσίες και παρέχει σταθερότητα, προβλεψιμότητα

και συνέχεια στο δικαιικό σύστημα.

4. Επαγγελματική αυτονομία: Μία ξεχωριστή ομάδα, οι επαγγελματίες νομικοί, όπως ορίζεται

από τις δραστηριότητες της, τη θέση της, και την εκπαίδευση της έχει ως μοναδικό προνόμιο

να διαχειρίζεται τους κανόνες, να στελεχώνει τα νομικά θεσμικά όργανα και να εμπλέκεται

στην νομική πρακτική. Εκφράσεις της επαγγελματικής αυτονομίας βρίσκονται στη διαδικασία

εξετάσεων για την απόκτηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος που διεξάγονται και ελέγχονται 24

Page 25: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

από τους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα Δικαστήρια, την αντιπροσώπευση των συμφερόντων

των πελατών από τους δικηγόρους, την αναγνώριση της νομικής ως ξεχωριστού επιστημονικού

κλάδου αλλά και την εξειδικευμένη εκπαίδευση των σπουδαστών και σπουδαστριών στην

εφαρμογή της νομικής σκέψης, του νομικού συλλογισμού που υποτίθεται ότι είναι διαδικασία

διακριτή, μοναδική και απρόσιτη για τον/την αμύητο/αμύητη. Αυτή η διαδικασία θεωρείται ότι

έχει τη δυνατότητα να παρέχει τη ‘σωστή’ απάντηση σε πραγματικά ή κατασκευασμένα νομικά

προβλήματα.

Κοινωνική και νομική αλλαγή: Ανταπόκριση του νόμου στις κοινωνικές ανάγκες.

Παρόλο ότι για το νομικό θετικισμό το δίκαιο και η κοινωνική ζωή ανήκουν σε δύο

ανεξάρτητες σφαίρες υποστηρίζεται ότι κάποιου είδους σχέση υφίσταται μεταξύ τους. Συγκεκριμένα,

θεωρείται ότι το δίκαιο και η κοινωνική ζωή σχετίζονται κυρίως μέσω της ανταποκρισιμότητας του

δικαίου σε υπάρχουσες και μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες. Η κοινωνική αλλαγή με βάση το

δομο-λειτουργισμό, οι θέσεις του οποίου βρίσκονται σε πλήρη συνάφεια με το νομικό θετικισμό και

την αντίληψή του για τη σχέση μεταξύ δικαίου και κοινωνίας, θεωρείται μια αργή, εξελικτική

διαδικασία η οποία ενίοτε προκαλεί κοινωνικές αναταραχές, συνήθως βραχυπρόθεσμες, που

επηρεάζουν τμήματα μόνο του κοινωνικού συστήματος. Αλλαγές σε ένα μέρος της κοινωνικής

οργάνωσης εξομαλύνονται και αντιμετωπίζονται με λειτουργικές προσαρμογές σε άλλα τμήματα.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, υποστηρίζεται, οι κοινωνικές ανάγκες επαναπροσδιορίζονται και έτσι

επανέρχεται η διαταραγμένη κοινωνική ισορροπία. Το δίκαιο και οι νομικοί κανόνες αποτελούν

κατεξοχήν συστήματα που αναπροσαρμόζονται για να ανταποκριθούν στις υπάρχουσες αλλά και τις

νέες κοινωνικές συνθήκες. Επομένως, η νομική αλλαγή είναι στην ουσία μία λειτουργική προσαρμογή

ενός μέρους του κοινωνικού συστήματος σε αλλαγές που συμβαίνουν σε άλλα μέρη του κοινωνικού

συστήματος.

Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, στο πλαίσιο της κυρίαρχης αντίληψης για το δίκαιο και τη σχέση

του με την κοινωνική οργάνωση και τη νομική και κοινωνική αλλαγή το δίκαιο νοείται ως ένας

αυτόνομος, εσωτερικά συνεπής, αυτάρκης, αμερόληπτος, ουδέτερος, αντικειμενικός, ορθολογικός,

σταθερός, προβλέψιμος, γενικός, αμετάβλητος και κατά συνέπεια, δίκαιος και ορθός μηχανισμός

επίλυσης κοινωνικών διαφορών. Αυτός ο μηχανισμός υποστηρίζεται ότι είναι διακριτός και αυτόνομος

από την πολιτική, την ηθική, υπάρχουσες δοξασίες καθώς και κοινωνικο-οικονομικές διαδικασίες ενώ

ταυτόχρονα θεωρείται ότι ανταποκρίνεται λειτουργικά σε υπάρχουσες και εξελικτικά εμφανιζόμενες

κοινωνικές ανάγκες.

Κριτική της κρατούσας περί δικαίου θεωρίας: Η κριτική που ασκείται στο νομικό θετικισμό (και αντίστοιχα στο δομολειτουργισμό)

περιλαμβάνει τις ακόλουθες θέσεις: 25

Page 26: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

1. Η ιστορική ανάλυση και κατανόηση της διαδικασίας θέσπισης και λειτουργίας νόμων και

δικαιικών συστημάτων είναι ανύπαρκτη.

2. Ο νομικός θετικισμός αδυνατεί να αντιμετωπίσει θεωρητικά (να εξηγήσει) τις κοινωνικές

αλλαγές και κυρίως τις ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές.

3. Επίσης, αδυνατεί να εξηγήσει θεωρητικά την κοινωνική σύγκρουση

4. Η θεωρητικοποίηση της σχέσης μεταξύ δικαίου και κοινωνίας στο πλαίσιο του νομικού

θετικισμού (και αντίστοιχα του δομολειτουργισμού) τείνει να συγκαλύψει τις σχέσεις

δύναμης, εξουσίας και επιβολής που υφίστανται στις κοινωνικές οργανώσεις.

5. Αντίθετα με τις θέσεις της κυρίαρχης θεωρίας για τη σχέση δικαίου και κοινωνικής

οργάνωσης:

5.1. Μελέτες συγκεκριμένων δικαιικών ρυθμίσεων και νόμων καθώς και της ιστορικής

τους εξέλιξης δείχνουν ότι οι νόμοι δεν θεσπίζονται ουδέτερα, ανεξάρτητα και

αυτόνομα από τις σχέσεις δύναμης και εξουσίας που διαρθρώνουν και ιεραρχούν τις

κοινωνικές σχέσεις αλλά βρίσκονται σε αμοιβαία αλληλεξάρτηση και ενίσχυση.

5.2. Μελέτες έχουν δείξει επίσης ότι οι νόμοι δεν εφαρμόζονται αυτόνομα αλλά μάλλον σε

εξάρτηση με την κοινωνική ιεράρχηση και σε αλληλεπίδραση με τα κοινωνικά

χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ατόμων που αντιδικούν ή επιλύουν αντιδικίες.

Συχνά δηλαδή παρά την ύπαρξη ασφαλιστικών δικλείδων και διαδικασιών για την

ισότιμη αντιμετώπιση αντιδίκων αυτές παραβιάζονται ή παρακάμπτονται προς το

συμφέρον του ισχυρότερου.

2. Κριτική θεωρία και ανάγνωση της σχέσης δικαίου και κοινωνίας

Κριτικές θεωρήσεις της σχέσης δικαίου και κοινωνίας μπορούν να περιγραφούν με πολύ

γενικούς όρους ως θεωρίες της σύγκρουσης. Θεωρίες δηλαδή που δίνουν έμφαση στην κοινωνική

σύγκρουση και όχι στην ισορροπία. Ως τέτοιες εξετάζονται εδώ η κριτική θεωρία του δικαίου κυρίως

το κίνημα κριτικής μελέτης του δικαίου (critical legal studies) και οι φεμινιστικές θεωρίες δικαίου.

Θεωρίες της σύγκρουσης-γενικά χαρακτηριστικά.

Στο πλαίσιο των θεωριών σύγκρουσης, η έμφαση είναι στη διαφωνία, στην αντίθεση, στη

διαμάχη ή αλλιώς στη σύγκρουση μεταξύ κοινωνικών ομάδων και όχι στην αρμονία, τη συνεργασία και

την κοινωνική τάξη. Η σύγκρουση δεν θεωρείται ότι αποτελεί παροδική δυσλειτουργία αλλά

χαρακτηριστικό των κοινωνιών που είναι οργανωμένες στη βάση ανισοτήτων. Με άλλα λόγια, η

σύγκρουση, είναι συνεχώς παρούσα και αναπόφευκτη στις κοινωνίες που οργανώνονται στη βάση

26

Page 27: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

κοινωνικών ανισοτήτων καθώς οι διάφορες κοινωνικές ομάδες μάχονται για την πρόσβαση και τον

έλεγχο των αγαθών.

Τόσο οι έννοιες των αγαθών όσο και η έννοια της ανισότητας στην πρόσβαση, ωστόσο, δεν

είναι ούτε δεδομένες ούτε ενιαίες στο πλαίσιο των θεωριών σύγκρουσης. Αντίθετα, αποτελούν

ζητήματα προς εξέταση και βάση αντιπαραθέσεων μεταξύ θεωρητικών της σύγκρουσης. Παρόλα αυτά,

τείνουν να νοούνται και να ερμηνεύονται με βάση κοινωνικές θέσεις που με τη σειρά τους

καθορίζονται με βάση την κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνικότητα, τη φυλή κλπ ή/και τις πολλαπλές

συσχετίσεις και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ διαφόρων παραγόντων. Σε κάθε περίπτωση οι κοινωνικές

ανισότητες θεωρούνται ότι απορρέουν από συσχετισμούς δυνάμεων.

Σε γενικές γραμμές μπορεί να υποστηριχθεί ότι για τους θεωρητικούς της σύγκρουση, η

κοινωνική σύγκρουση:

1. βασίζεται στην ανισότητα πρόσβασης σε κοινωνικά καθοριζόμενα αγαθά,

2. συνεπάγεται δυναμικούς και μεταβαλλόμενους συσχετισμούς δυνάμεων,

3. συνεχώς διαπερνά και διαχέεται στην κοινωνική οργάνωση και

4. σε κοινωνίες ανισοτήτων έχει ως αποτέλεσμα μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης στην

οποία μία ή περισσότερες ομάδες κυριαρχούν σε άλλες ομάδες.

Θεωρίες της σύγκρουσης και κοινωνική αλλαγή

Για τις θεωρίες κοινωνικής σύγκρουσης, η κοινωνική διαμάχη και σύγκρουση καθορίζει το

συσχετισμό δυνάμεων και εξουσίας οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν την κοινωνική οργάνωση.

Καθώς η κοινωνική διαμάχη και σύγκρουση είναι πάντοτε παρούσες στο πλαίσιο των κοινωνιών

κοινωνικής ανισότητας, οι συσχετισμοί δυνάμεων και εξουσίας δεν είναι ούτε στατικοί ούτε μόνιμοι.

Είναι μάλλον ρευστοί, δυναμικοί και υποκείμενοι σε αλλαγή ανά πάσα στιγμή. Επομένως, στο βαθμό

που οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι υποκείμενα αλλαγής, η κοινωνική δομή και οργάνωση που

εγκαθιστούν είναι επίσης υποκείμενη σε αλλαγή. Δηλαδή, η κοινωνική αλλαγή για τους θεωρητικούς

της σύγκρουσης είναι αποτέλεσμα αλλαγών στους συσχετισμούς δυνάμεων σε κοινωνικό επίπεδο και

ως εκ τούτου, η κοινωνική αλλαγή επέρχεται ως αποτέλεσμα της δράσης κοινωνικών ομάδων.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, οι κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων με άνιση

δύναμη είναι δυναμικά στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της

σύγκρουσης, ο εκφρασμένος σε κάθε ιστορική στιγμή συσχετισμός δυνάμεων στον οποίο καταλήγει η

κοινωνική σύγκρουση μπορεί είτε να συμβάλλει στη διατήρηση της καθεστηκυίας κατάστασης (status

quo) είτε να οδηγήσει σε κοινωνική αλλαγή. Εφόσον το αποτέλεσμα της σύγκρουσης δεν είναι

προκαθορισμένο η κοινωνική δράση είναι όχι μόνο ανεκτή, επιθυμητή και δικαιολογημένη αλλά και

επιβεβλημένη για τις ομάδες εκείνες που καταπιέζονται.

27

Page 28: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Θεωρίες της σύγκρουσης και νομική αλλαγή

Το δίκαιο και οι λειτουργίες του στο πλαίσιο συγκεκριμένων μορφών κοινωνικής οργάνωσης

υπήρξε επί μακρόν αγαπημένο θέμα των θεωρητικών της σύγκρουσης. Από τους θεωρητικούς της

σύγκρουσης το δίκαιο αναλύθηκε τόσο ως μηχανισμός συντήρησης και αναπαραγωγής του status quo

όσο και ως μηχανισμός που μπορεί να επιφέρει κοινωνική αλλαγή προς όφελος κοινωνικά ανίσχυρων

και καταπιεσμένων ομάδων.

Για τους θεωρητικούς της σύγκρουσης οι νομικές κατασκευές και πρακτικές είναι πολιτικά

προϊόντα που γεννιούνται από τη σύγκρουση αντιπάλων κοινωνικών ομάδων. Έτσι, το δίκαιο και οι

νομικοί κανόνες είναι προϊόντα υπαρχόντων κοινωνικών συσχετισμών δύναμης και όχι λειτουργική

ανταπόκριση σε κοινωνικές ανάγκες. Επομένως, το δίκαιο για τους θεωρητικούς της σύγκρουσης

γεννά και διατηρεί μάλλον παρά διαχέει και ελαχιστοποιεί την κοινωνική σύγκρουση.

Σημαντικό στοιχείο της δύναμης του δικαίου να προωθεί και να στηρίζει τα συμφέροντα των

ισχυρών και παράλληλα να μπλοκάρει αλλαγές προς όφελος των αδυνάτων είναι η διαδικασία της

νομικής αναπαράστασης του αφηρημένου ως υλικού και συγκεκριμένου.

Επιγραμματικά η διαδικασία αυτή έχει ως εξής:

1. από συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και εμπειρίες εξάγονται αφηρημένες έννοιες

2. στη συνέχεια, οι αφηρημένες έννοιες υποκαθιστούν τις συγκεκριμένες κοινωνικές

σχέσεις και εμπειρίες.

3. μέσα από αυτή τη διαδικασία ο νόμος παρουσιάζεται ως έχων υλική υπόσταση ως

μοναδικό, ενοποιημένο, εσωτερικά συνεπές σώμα γνώσης επενδυμένο με τη

νομιμοποίηση και την αυθεντία να ορίζει γεγονότα και σχέσεις στην καθημερινή ζωή.

Κύριο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας –σημείο κεντρικότατο στην κατανόηση του ρόλου

του δικαίου στο πλαίσιο των θεωριών σύγκρουσης—είναι η δύναμη που αποκτά το δίκαιο να καλύπτει,

να συγχέει και να συσκοτίζει τις σχέσεις δύναμης και εξουσίας που υποστηρίζουν και καθοδηγούν τη

θέσπιση και την εφαρμογή του νόμου και της έννομης τάξης. Ειδικότερα, δίνοντας έμφαση στις

γενικές αρχές της ουδετερότητας, της αντικειμενικότητας και της ισότητας (οι οποίες υποστηρίζουν οι

θεωρητικοί της σύγκρουσης αποτελούν προφάσεις και όχι πραγματικές αρχές του δικαίου), ισχυρές

κοινωνικές ομάδες καταφέρνουν να θεσπίζουν νόμους που καταγράφουν συγκεκριμένα ταξικά,

φυλετικά, έμφυλα και λοιπά συμφέροντα με την επίφαση των αφηρημένων δικαιωμάτων και

υποχρεώσεων που θεωρητικά αφορούν όλα τα μέλη της κοινωνίας ομοιόμορφα και ισότιμα.

Έτσι, σε γενικές γραμμές, οι θεωρίες της σύγκρουσης κατανοούν το δίκαιο και τους νόμους ως

ένα προϊόν της κοινωνικής σύγκρουσης μεταξύ ομάδων με άνιση δύναμη που μάχονται είτε για τη

διατήρηση είτε για την απόκτηση ελέγχου σε αγαθά και διαδικασίες. Το δίκαιο και η δύναμη που έχει

να επιβάλλει και να υλοποιεί ορισμούς της πραγματικότητας χρησιμοποιούνται από τις κυρίαρχες

κοινωνικές ομάδες για να εγκαταστήσουν και να διατηρήσουν τον έλεγχο τους πάνω σε λιγότερο

28

Page 29: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ισχυρές κοινωνικές ομάδες. Με αυτό τον τρόπο ο νόμος παράγει, προωθεί και διατηρεί τη σύγκρουση

ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες3.

Νομική και κοινωνική αλλαγή: αμοιβαία σχέση

Για τους θεωρητικούς της σύγκρουσης:

1. Η κοινωνική οργάνωση και το δίκαιο αλληλοκαθορίζονται και αλληλοεπηρεάζονται

2. Αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων στη μία διάσταση αντανακλώνται αλλά και επιφέρουν

αλλαγές και στην άλλη.

2.1. Έτσι, αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων σε κοινωνικό επίπεδο, επιφέρουν αλλαγές

στο δικαιικό επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αλλαγές στο δίκαιο δεν

ανταποκρίνονται σε λειτουργικές κοινωνικές ανάγκες αλλά απορρέουν ως αποτέλεσμα

αλλαγών στο συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων.

2.2. Από την άλλη μεριά, αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων στο δικαιικό επίπεδο

μπορούν και επιφέρουν αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων στο κοινωνικό επίπεδο.

3. Ως κατασκευές κοινωνικών σχέσεων, το δίκαιο και οι νομικοί κανόνες, από τη μια δομούν

τη ζωή των ανθρώπων ενώ από την άλλη είναι υποκείμενα τόσο κριτικής όσο και

αναπροσδιορισμού.

4. Κάτω από αυτή την έννοια η σχέση μεταξύ δικαίου και κοινωνικής αλλαγής είναι

αμοιβαία εξαρτώμενη.

2.1. Κίνημα Κριτικής Μελέτης του Δικαίου (Critical Legal Studies)

Το Κίνημα Κριτικής Μελέτης του Δικαίου (ΚΚΜΔ) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες

θεωρητικές προσεγγίσεις στη μελέτη της σχέσης δικαίου και κοινωνίας. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι

έχει τις θεωρητικές του βάσεις στη μαρξιστική θεωρία και την κριτική Σχολή της Φρανκφούρτης.

Χρονικά και τοπικά εμφανίζεται στις ΗΠΑ, στην αρχή με μέσα της δεκαετίας του 1970, ενώ πολιτικά

σχετίζεται τόσο με τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ και την Ευρώπη όσο και

με το κίνημα αντίδρασης στον πόλεμο του Βιετνάμ κυρίως στις ΗΠΑ. Όπως συμβαίνει και με άλλα

κινήματα, το ΚΚΜΔ εμφανίζει ποικιλότητα στις θεωρητικές προσεγγίσεις που αναπτύσσονται στο

πλαίσιό του. Ωστόσο συγκλίνουσες του κινήματος είναι τα παρακάτω:

1. Η εξονυχιστική εξέταση των τρόπων με τους οποίους το δίκαιο:

1.1. διδάσκεται και ασκείται

1.2. διατηρεί το status quo και την υπάρχουσα κοινωνική δομή

29

2. Έμφαση στην κοινωνική δράση που θα επιφέρει κοινωνική αλλαγή και θα αναδιαρθρώσει την

παρούσα νομικο-κοινωνική δομή.

3 Η διαδικασία αυτή παραπέμπει άμεσα στην ιδεολογική λειτουργία του δικαίου

Page 30: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2.1. Η δράση στηρίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχει ανάγκη θεμελιωδών κοινωνικών αλλαγών

προκειμένου να φτάσουμε σε μία δίκαιη κοινωνία αλλά και στη σύλληψη ενός ουτοπικού

κόσμου με κοινοτικό χαρακτήρα και λιγότερο ιεραρχημένο από αυτόν τον οποίο

γνωρίζουμε.

Βασικές θεωρητικές προτάσεις του κινήματος κριτικής μελέτης του δικαίου

Νομική απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα

Το δίκαιο και η κοινωνική οργάνωση για τους θεωρητικούς του ΚΚΜΔ όπως άλλωστε και για

όλους τους θεωρητικούς της σύγκρουσης είναι αλληλένδετα και βρίσκονται σε συνεχή αλληλεξάρτηση

και αλληλεπίδραση. Επομένως, για τους θεωρητικούς του ΚΚΜΔ το δίκαιο και οι νομικοί κανόνες δεν

μπορούν να έχουν μια δική τους λογική η οποία μάλιστα, όπως υποστηρίζει η κυρίαρχη θεωρία για το

δίκαιο, εγγυάται την εσωτερική συνοχή του δικαίου και κατά συνέπεια προβλεψιμότητα. Αντίθετα,

υποστηρίζουν οι θεωρητικοί του ΚΚΜΔ, το δίκαιο δομείται στη βάση θεμελιωδών αντιφάσεων4 που

έχουν ως συνέπεια νομική απροσδιοριστία (αοριστία) και ενδεχομενικότητα (ασυνέπεια).

Η νομική απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα συνεπάγεται ότι:

1. Οι δικαιικές αρχές περιλαμβάνουν διαφορετικούς και αντικρουόμενους ισχυρισμούς

(απροσδιοριστία)

2. Αυτοί οι ισχυρισμοί μέσα από τη χρήση κατάλληλου λεξιλογίου και πρακτικών μπορούν να

χειραγωγηθούν έτσι ώστε να δικαιολογήσουν και να επιφέρουν έναν σχεδόν απεριόριστο

αριθμό διαφορετικών αποφάσεων για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το αποτέλεσμα δηλαδή της

δικαστικής διαμάχης δεν είναι προβλεπόμενο όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί του νομικού

θετικισμού αλλά ενδεχόμενο (ενδεχομενικότητα).

3. Σε ένα δεύτερο στάδιο η νομική απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα εντείνεται δια μέσου

της ερμηνείας των νομικών κανόνων. Δικαστές, δικηγόροι, νομικοί επιστήμονες κλπ έχουν

αρκετή διακριτική ευχέρεια για να προβούν σε διάφορους ορισμούς και ερμηνείες. Υπό αυτό

4 Η έννοια της θεμελιώδους αντίφασης (fundamental contradiction) όπως προτάθηκε αρχικά από τον Duncan Kennedy, κεντρικό θεωρητικό (από κάποιους χαρακτηρίζεται θεμελιωτής) του ΚΚΜΔ, αναφερόταν στη διάσταση που υποστήριξε ο Kennedy ότι υπάρχει ανάμεσα στην ατομική και τη συλλογική ζωή (Kennedy, D. 1979) (βλ για λεπτομέρειες Μουσταίρα, 2003:1522-1523). Για κάποιους θεωρητικούς η θέση αυτή του Kennedy έχει κάποια συγγένεια με τη μαρξιστική (και φεμινιστική) συζήτηση για τη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού ενώ παράλληλα φάνηκε να επικεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών θεωρητικών της κυρίαρχης θεωρίας δικαίου—πολλοί δηλαδή θεωρητικοί που προέρχονται από την κυρίαρχη θεωρία του δικαίου εμφάνισαν τη θέση αυτή του Kennedy ως καταλυτική στην ανάπτυξη των θεωρητικών προτάσεών του. Ο ίδιος ο Kennedy όμως απομακρύνθηκε πολύ νωρίς από τη θέση αυτή όπως υποστήριξε ο ίδιος σε κείμενο του 1984 (Gabel, P., Kennedy, D. 1984.). Έτσι, αντί να εστιάζει στην θεμελιώδη αντίφαση της φιλελεύθερης κοινωνικής οργάνωσης εστιάζει στις εσωτερικές αντιφάσεις του δικαίου και των νομικών κανόνων (Funokoshi, M.2009).

30

Page 31: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

το πρίσμα, η ερμηνεία των νομικών κανόνων και των αρχών του δικαίου αποτελεί σημείο

ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για το ΚΚΜΔ και της θεωρίας του δικαίου γενικότερα.

Η διττή λειτουργία της νομικής απροσδιοριστίας και ενδεχομενικότητας.

Για τους θεωρητικούς του ΚΚΜΔ η νομική απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα έχει διττή

λειτουργία καθώς από τη μια μεριά δρα καταπιεστικά στο βαθμό που χρησιμοποιείται για την

υποστήριξη των συμφερόντων των ισχυρών ενώ από την άλλη μπορεί να δρα απελευθερωτικά επειδή

ακριβώς μέσα από τους κατάλληλους χειρισμούς μπορεί να οδηγήσει σε αποφάσεις και πρακτικές που

να είναι προς όφελος αδυνάτων.

Καταπιεστική λειτουργία: Μέσα από τη διαδικασία των αφηρημένων ατομικών δικαιωμάτων

τα οποία θεωρούνται ότι αφορούν όλους το ίδιο, οι κυρίαρχες τάξεις μπορούν και καταφέρνουν να

συγκαλύψουν τις ταξικές ανισότητες αποκρύπτοντας υφιστάμενους συσχετισμούς δύναμης. Τα ατομικά

δικαιώματα σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται στην ύπαρξη και τη διατήρηση της διχοτόμησης της

ανθρώπινης εμπειρίας και πραγματικότητας επιβάλλοντας αντιθετικά δίπολα όπως

υποκειμενικό/αντικειμενικό, δημόσιο/ιδιωτικό, πλειοψηφία/μειοψηφία. Τέτοιου είδους διχοτομήσεις

περνούν μέσα από τη διαδικασία αναπαράστασης του αφηρημένου ως υλικού, κανονικοποιούνται και

θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Αυτή η διαδικασία διχοτόμησης

και αντικειμενικοποίησης της ανθρώπινης εμπειρίας ταυτόχρονα ενδυναμώνει τις ισχυρές ομάδες και

αποδυναμώνει ήδη ανίσχυρες κοινωνικές ομάδες.

Απελευθερωτική λειτουργία. Η απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα του δικαίου και των

νομικών κανόνων μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες (όχι απαραίτητα διαφορετικές από τις

διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι ισχυροί για την ενδυνάμωση της θέσης τους) και κάτω από

ευνοϊκούς συσχετισμούς δυνάμεων μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος λιγότερο ισχυρών

κοινωνικών ομάδων. Κάτω από αυτό το σκεπτικό το δίκαιο και οι νομικές διαδικασίες μπορούν να

χρησιμοποιηθούν ως μηχανισμός επιβολής και διασφάλισης κοινωνικών αλλαγών.

Διαδικασίες υλοποίησης της απελευθερωτικής δυνατότητας του νόμου. Προκειμένου να

επιτύχουν την ενδυνάμωση ανίσχυρων κοινωνικά ομάδων και να πραγματώσουν την απελευθερωτική

δυνατότητα του δικαίου, ακτιβιστές νομικοί, υποστηρίζουν οι θεωρητικοί του ΚΚΜΔ, μπορούν (και

επιβάλλεται) να δράσουν σε διάφορα πεδία που σχετίζονται με το δίκαιο και να επιφέρουν τις

επιθυμητές αλλαγές. Έτσι μπορούν να προβούν σε:

1. εκδίκαση στρατηγικά επιλεγμένων υποθέσεων

1.1. υποθέσεων που δημοσιοποιούν συγκεκριμένο κοινωνικό πρόβλημα αλλά και που

ταυτόχρονα εμπεριέχουν καλές πιθανότητες να καταλήξουν σε δικαστική νίκη

2. κοινωνική οργάνωση στη βάση

3. θεωρητική μελέτη και ανάλυση των αρχών του δικαίου αλλά και της νομικής επιστήμης και

πρακτικής 31

Page 32: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

4. ανάδειξη του τρόπου (μέσα από θεωρία και πολιτική δράση) με τον οποίο το δίκαιο και η

νομική επιστήμη και πρακτική υποστηρίζουν το status quo

Κριτική του ΚΚΜΔ

Στο ΚΚΜΔ ασκήθηκε έντονη και εκτεταμένη κριτική ακόμη και μέσα από το ίδιο το κίνημα.

Οι βασικές κριτικές θέσεις που αναπτύχθηκαν εναντίον του ΚΚΜΔ είναι οι παρακάτω:

1. Η μεγάλη θεωρητική έμφαση στην απροσδιοριστία και την ενδεχομενικότητα του δικαίου

και των νομικών κανόνων είναι ανακριβής καθώς υπάρχει κάποιος βαθμός βεβαιότητας ως

προς την έκβαση υποθέσεων

2. Η έμφαση στην απροσδιοριστία και την ενδεχομενικότητα του δικαίου και των νομικών

κανόνων ουσιαστικά ακυρώνει και καταργεί τις προσπάθειες νομικών να χρησιμοποιήσουν

το νόμο για να επιφέρουν αλλαγές

2.1. Σε αυτή την κριτική το ΚΚΜΔ απαντά ότι η έμφαση στην απροσδιοριστία και την

ενδεχομενικότητα όχι μόνο δεν περιορίζει τις προσπάθειες νομικών να επιφέρουν

αλλαγές αλλά αντίθετα, πολλοί νομικοί οι οποίοι κεφαλαιοποίησαν και στηρίχτηκαν

στη νομική απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα κατάφεραν να επηρεάσουν νομικές

αλλαγές.

3. Ασκείται κριτική στο ΚΚΜΔ ότι συχνά κάνει κριτική για την κριτική χωρίς να έχει

συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους

4. Κριτικοί του ΚΚΜΔ ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ένα κυνικό κατά βάση αντι-νομικό

κίνημα

5. Θεωρητικοί προερχόμενοι κυρίως από κριτικά παραδείγματα άσκησαν κριτική στο ΚΚΜΔ

ότι είναι:

5.1. ελιτιστικό με την έννοια ότι εμμένει σε αφαιρετικές θεωρητικές μελέτες και

προτάσεις, δίνει έμφαση στην αποδόμηση ενώ το λεξιλόγιο και η κριτική του είναι

τέτοια που συχνά απευθύνεται στους ίδιους τους κριτικούς στοχεύοντας σε εσωτερική

‘κατανάλωση’, και

5.2. αποκλειστικό με την έννοια ότι δεν ενσωματώνει στην κριτική του θέματα που

αφορούν την έμφυλη κοινωνική πραγματικότητα, τη φυλετική κοινωνική

πραγματικότητα, την πραγματικότητα των εθνικών διαφορών κλπ και σχεδόν

αποκλειστικά εμμένει να δίνει έμφαση στην ταξική ανισότητα ενώ παράλληλα

αποθαρρύνει τη συμμετοχή προσώπων που προέρχονται από τις ομάδες που αποκλείει

θεωρητικά.

5.3. Αυτού του είδους η κριτική επηρέασε σημαντικά το ΚΚΜΔ και σε μεγάλη έκταση

συνέβαλε σε επαναπροσδιορισμό των θεμάτων μελέτης και έρευνάς του.

32

Page 33: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Βασική συμβολή του ΚΚΜΔ:

1. Η εισαγωγή των εννοιών της κοινωνικής δομής, της τάξης και της ισχύος –των οποίων

ακόμη και την ύπαρξη φαίνεται να αρνείται η φιλελεύθερη νομική παράδοση—ως βάσεις

για την κατανόηση της λειτουργίας των νόμων, του δικαιικού συστήματος και της νομικής

επιστήμης όπως σχετίζονται και αλληλοπροσδιορίζονται με την κοινωνική οργάνωση

κοινωνιών ανισοτήτων.

2. Η αποδόμηση του κειμένου των νόμων αλλά και η αποκάλυψη της ύπαρξης και της διττής

λειτουργίας των γενικών αρχών του δικαίου έδωσαν καλό θεωρητικό, ερευνητικό και

πρακτικό υπόβαθρο στη γέννηση άλλων θεωρητικών προσεγγίσεων και κοινωνικών

κινημάτων που θέλουν και χρησιμοποιούν το νόμο για την βελτίωση της θέσης τους και

την υλοποίηση κοινωνικών αλλαγών.

33

Page 34: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2.2. Φεμινιστική θεωρία και ανάγνωση της σχέσης δικαίου και κοινωνίας

Φεμινιστική θεωρία-Γενικές παρατηρήσεις και χαρακτηριστικά

1. Η φεμινιστική θεωρία του δικαίου είναι κατά βάση φεμινιστική θεωρία που ερμηνεύει, αναλύει και

προσπαθεί να κατανοήσει και να εξηγήσει τη σχέση δικαίου και κοινωνικής οργάνωσης όπως

υλοποιείται μέσα στην έμφυλη κοινωνική πραγματικότητα.

1.1. (Ορισμός εργασίας της θεωρίας γενικά: συστηματική προσπάθεια καταγραφής, κατανόησης,

εξήγησης της κοινωνικής οργάνωσης.)

2. Η φεμινιστική θεωρία συνδέεται άμεσα και αλληλοπροσδιορίζεται με το φεμινιστικό κίνημα, το

φεμινισμό σε γενικότερες γραμμές.

2.1. Φεμινισμός: (ορισμός εργασίας, ούτε μοναδικός ούτε ομόφωνα αποδεκτός) πολιτικό κίνημα

για την επίτευξη ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε αντίθεση με την πατριαρχία και το

σεξισμό.

2.2. Πατριαρχία: (ορισμός εργασίας) το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο οι άνδρες

έχουν τον έλεγχο των γυναικών

2.3. Σεξισμός: (ορισμός εργασίας) ιδεολογία που σε συνάρτηση με την πατριαρχία αποδίδει

διαφορετικά χαρακτηριστικά στους άνδρες και τις γυναίκες και τα ιεραρχεί αποδίδοντας στο

ένα φύλο (αρσενικό, άνδρες) εγγενή ανωτερότητα απέναντι στο άλλο (θηλυκό, γυναίκες).

3. Φεμινιστική θεωρία (ορισμός εργασίας προτεινόμενος από την Janet Chafetz) Μία θεωρία είναι

φεμινιστική όταν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αμφισβητήσει και να αλλάξει την παρούσα

κατάσταση που υποτιμά και υποβαθμίζει τις γυναίκες.

3.1. Μεταγενέστεροι ορισμοί της φεμινιστικής θεωρίας την ορίζουν ως θεωρία που ενδιαφέρεται

να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και να εξηγήσει την έμφυλη οργάνωση της κοινωνικής

πραγματικότητας.

4. Χαρακτηριστικά στοιχεία της φεμινιστικής θεωρίας 4.1. Το φύλο είναι το κεντρικό σημείο της θεωρίας. Οι φεμινίστριες επιζητούν να κατανοήσουν

την έμφυλη οργάνωση της κοινωνίας.

4.2. Το φύλο αντιμετωπίζεται ως προβληματικό (όχι δηλαδή ‘δοσμένο από τη φύση’ και άρα

αναπόδραστο)

4.3. Οι σχέσεις των φύλων είναι κοινωνικά προϊόντα και όχι ‘φυσικές’ ή αμετάβλητες.

5. Επομένως: η φεμινιστική θεωρία είναι πολιτική θεωρία, πολιτικό κίνημα, που επιζητά αλλά και

αναγνωρίζει την ανάγκη για πολιτική αλλαγή με βάση το φύλο. Αυτή η στάση όχι μόνο δεν μειώνει

την εξηγητική δύναμη της θεωρίας αλλά αντίθετα την ενισχύει καθώς ξεκαθαρίζει την προέλευση

και τους στόχους της.

34

Page 35: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

6. Ποικιλότητα φεμινιστικών θεωριών: Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές φεμινιστικές

θεωρητικές προσεγγίσεις με βασική συναίνεση στην προβληματικότητα των σχέσεων των δύο

φύλων και στην αναγνώριση της δευτερεύουσας κοινωνικής θέσης των γυναικών.

6.1. Φιλελεύθερος φεμινισμός ή ισονομικός φεμινισμός: Βασική θέση η αναγκαιότητα της ισότητας

ευκαιριών και ισονομίας στην δημόσια σφαίρα. Σύμφωνα με αυτή τη φεμινιστική προσέγγιση,

το πρόβλημα της ανισότητας ανάμεσα στα φύλα βασίζεται στην λανθασμένη εφαρμογή των

γενικών αρχών της ισότητας και της ελευθερίας. Η ανισότητα των φύλων μπορεί να

εξαλειφθεί με διορθωτικές κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και λοιπές επεμβάσεις προς την

κατεύθυνση της ορθής εφαρμογής των γενικών αρχών της ισότητας και της ελευθερίας που θα

επιτρέψουν την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής

(πολιτική, οικονομία, εκπαίδευση, υγεία κλπ). Η βασική συμβολή αυτής της προσέγγισης

εντοπίζεται στην καταγραφή κοινωνικών ανισοτήτων με βάση το φύλο και τη θέσπιση

κανόνων και πολιτικών που επιδιώκουν και σε κάποιο βαθμό επιτρέπουν την απρόσκοπτη

συμμετοχή των γυναικών στο δημόσιο βίο.

6.2. Ριζοσπαστικός φεμινισμός: θεωρείται ως ένα από τα μαχητικότητα φεμινιστικά ρεύματα.

Βασική μονάδα ανάλυσης η πατριαρχία που θεωρητικοποιείται ως σύστημα διαχρονικό και

διαπολιτισμικό. Σύμφωνα με το ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα η ανισότητα των δύο φύλων

βασίζεται στην πατριαρχία η οποία με τη σειρά της βρίσκει –σε μεγάλη έκταση—την

ιδεολογική της βάση στις βιολογικές –πραγματικές ή υποτιθέμενες—διαφορές μεταξύ ανδρών

και γυναικών αλλά και την κοινωνική τους αξιολόγηση. Η βασική συμβολή του

ριζοσπαστικού φεμινισμού βρίσκεται στην εκτεταμένη μελέτη της πατριαρχίας ως κοινωνικό

σύστημα οργάνωσης.

6.3. Μαρξιστικός φεμινισμός: η ανισότητα των δύο φύλων εξηγείται βασικά ως απόρροια της

ταξικής ανισότητας και βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση με την οργάνωση της οικονομίας και

της παραγωγής. Οι ταξικές ανισότητες προηγούνται των έμφυλων σε σοβαρότητα και ανάγκη

επίλυσης. Αποκατάσταση της ταξικής ανισότητας υποστηρίζουν οι μαρξίστριες φεμινίστριες

συνεπάγεται σχεδόν υποχρεωτικά και εξάλειψη της έμφυλης ανισότητας. Η βασική συμβολή

του μαρξιστικού φεμινισμού βρίσκεται στην ανάλυση του ιδιωτικού βίου με όρους του

δημόσιου και στη σύνδεση του ιδιωτικού βίου με την οικονομία και την παραγωγή.

6.4. Σοσιαλιστικός φεμινισμός: Η βασική θέση αυτής της φεμινιστικής προσέγγισης στην

ανισότητα των δύο φύλων ορίζει ότι η σχέση πατριαρχίας και καπιταλισμού είναι διαλεκτική

(εμπεριέχει τη θέση, την άρνηση και τη σύνθεση) και αλληλεξαρτώμενη. Το ένα κοινωνικό

σύστημα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς το άλλο. Η διαλεκτική σχέση των δύο συστημάτων

ορίζει τη γυναίκα ως το άτομο που θα έχει τη δευτερεύουσα κοινωνική θέση. Ο καπιταλισμός

ιεραρχεί θέσεις και ομάδες κοινωνικές και η πατριαρχία ορίζει ότι τις δευτερεύουσες θέσεις

τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο θα τις καταλάβουν οι γυναίκες. Η βασική

συμβολή αυτής της φεμινιστικής τάσης είναι η αναγνώριση και η ανάλυση της διαλεκτικής 35

Page 36: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

σχέσης καπιταλισμού και πατριαρχίας και κατά συνέπεια του συσχετισμού δυνάμεων που

ορίζει τις σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής.

6.5. Μεταμοντέρνος φεμινισμός: συνδέεται άμεσα με το μεταμοντέρνο κίνημα και δίνει βασική

έμφαση στην πολλαπλότητα, πολυπλοκότητα και πολλαπλή διάσταση της ανθρώπινης

εμπειρίας. Μέρος της δράσης του μεταμοντέρνου φεμινισμού αναφέρεται στην ανάλυση του

κειμένου ως διαδικασία δόμησης της ανθρώπινης εμπειρίας. Η βασική συμβολή του

μεταμοντέρνου φεμινισμού έγκειται στην ανάδειξη της διαφορετικότητας ως πρωταρχικού

στοιχείου της ανθρώπινης εμπειρίας και την αποδόμηση έμφυλων προτύπων.

7. Η φεμινιστική θεωρία γενικά θεωρείται από έναν αριθμό ερευνητών και ερευνητριών ότι:

7.1. εξελίσσεται, αναπτύσσεται σε στάδια ή φάσεις ή κύματα

7.2. η ανάπτυξη κάθε επόμενου σταδίου περνά από την κριτικά αλλά και την εμπειρία του

προηγούμενου

7.3. σε κάθε επόμενο στάδιο οι θεωρητικές εξηγήσεις γίνονται πιο ώριμες, πιο σύνθετες,

προχωράει με μεγαλύτερο βάθος και αμφισβητεί συνεχώς πιο κεντρικά σημεία της οργάνωσης

και της ιδεολογίας της κοινωνικής οργάνωσης

7.4. το κάθε στάδιο ανάπτυξης έχει συγκεκριμένα και διακριτά χαρακτηριστικά (υπάρχουν

διακριτές θεωρητικές και μεθοδολογικές διαφορές μεταξύ σταδίων)

7.4.1. η διάκριση όμως μεταξύ σταδίων είναι καταρχήν αναλυτική

7.4.2. δεν είναι ούτε ιεραρχικά ούτε χρονικά οργανωμένη

7.4.3. τα τρία στάδια συνυπάρχουν και παράγουν ταυτόχρονα

Φεμινιστική θεωρία του δικαίου

Οι φεμινίστριες, όπως και οι θεωρητικοί του ΚΚΜΔ, αναγνωρίζουν στο νόμο τόσο

καταπιεστική όσο και απελευθερωτική λειτουργία. Το φεμινιστικό κίνημα χρησιμοποιεί

εκτεταμένα την αλλαγή των νόμων για να επιφέρει κοινωνικές αλλαγές ενώ ταυτόχρονα αρθρώνει

την κριτική του για την καταπιεστική λειτουργία ακόμη και των ίδιων των νόμων που το κίνημα

προωθεί. Βιώνει αντικρουόμενες εμπειρίες σε σχέση με το νόμο οι οποίες βασίζονται στην

αντίφαση μεταξύ του ‘πνεύματος’ και του ‘γράμματος’ του νόμου αλλά και μεταξύ των σκοπών

και των τρόπων εφαρμογής πολλών νομικών διατάξεων. Η φεμινιστική θεωρία του δικαίου είναι

μία δυναμική και εξελισσόμενη θεωρία η οποία συνδέεται άμεσα τόσο με τη φεμινιστική θεωρία εν

γένει όσο και με το φεμινιστικό κίνημα. Στο βαθμό που συνδέεται με τη φεμινιστική θεωρία και

πράξη θεωρείται ότι και η φεμινιστική θεωρία του δικαίου αναπτύσσεται και εξελίσσεται σε

φάσεις, στάδια και κύματα.

36

Page 37: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Σχέση φεμινισμού και δικαίου

Η Carol Smart αναλύει τη σχέση φεμινισμού και δικαίου ως προβληματική σχέση και αναφέρει τα

παρακάτω πολιτικά και θεωρητικά προβλήματα σε αυτή τη σχέση:

1. αντίσταση (από την πλευρά των νομικών, κυρίως των θετικιστών) στην ιδέα ότι

οποιαδήποτε θεωρητική εξήγηση έξω από το πλαίσιο του νομικού θετικισμού είναι

σχετική/κατάλληλη για την ανάλυση του νόμου

2. αντίσταση στην ιδέα ότι ειδικότερα η φεμινιστική ανάλυση είναι σχετική με το νόμο γιατί

ο νόμος υποτίθεται ότι έχει ξεπεράσει την προκατάληψη εναντίον του φύλου

3. αντίσταση (από φεμινίστριες) στη θεωρητική ανάλυση γενικά με βάση το επιχείρημα ότι ο

νόμος είναι πράξη και μόνο με πράξη αντιμετωπίζεται. Πολλές φεμινίστριες θεωρούν ότι η

θεωρητική ανάλυση είναι μία κατεξοχήν ανδρική συνήθεια.

Φάσεις της φεμινιστικής θεωρίας εν γένει

1η φάση: το στάδιο του φύλου του ενός

Στο πρώτο στάδιο της φεμινιστικής θεωρίας κυριαρχεί ο φιλελεύθερος φεμινισμός. Σε αυτό το

στάδιο αναλυτικά περιλαμβάνεται συνήθως όλη η θεωρία και η ενασχόληση με το γυναικείο ζήτημα

από την αρχή της εμφάνισης του (παρόλο ότι όλα όσα γράφονται για το γυναικείο ζήτημα δεν είναι

απαραίτητο να στηρίζονται σε φιλελεύθερες αντιλήψεις). Η φιλελεύθερη προσέγγιση στο φεμινισμό

επαναδραστηριοποιείται στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του 1970 οπότε και τοποθετείται η επίσημη

χρονική έναρξη του στα νεώτερα χρόνια.

Σε αυτή τη φάση διαπιστώνονται οι αντιφατικές εμπειρίες των γυναικών τόσο στο δημόσιο όσο

και στον ιδιωτικό βίο. Στον ιδιωτικό χώρο τον ‘φυσικό’ χώρο της γυναίκας, σύμφωνα με τις κρατούσες

απόψεις, οι γυναίκες απομονώνονται και καταπιέζονται μάλλον παρά ‘ολοκληρώνονται’ ως άνθρωποι.

Στο δημόσιο χώρο από την άλλη μεριά βρίσκονται αντιμέτωπες είτε με ολική άρνηση συμμετοχής είτε

με υποβάθμιση και υποτίμηση της προσφοράς τους. Έτσι οι γυναίκες βρίσκονται στην ιστορική

συγκυρία να βιώνουν αντιθέσεις και αντιφάσεις τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο χώρο.

Ταυτόχρονα, γυναίκες ακτιβίστριες που συμμετείχαν στα κοινωνικά κινήματα της προηγούμενης

δεκαετίας (1960 κυρίως) συνειδητοποιούν ότι από τη μια, τα κοινωνικά κινήματα όπως εκφράζονται

δεν ανταποκρίνονται απαραίτητα και στις δικές τους ανάγκες και βιωματικές εμπειρίες ενώ από την

άλλη δεν τους επιτρέπουν να αρθρώσουν το δικό τους λόγο. Σταδιακά επέρχεται η συνειδητοποίηση

ότι υπάρχει η ανάγκη να αρθρώσουν το δικό τους λόγο ως γυναίκες. Αρχικά αρθρώνεται πιο έντονα η

γυναικεία απαίτηση για συμμετοχή στο δημόσιο χώρο (απαίτηση και λόγος που εκπορεύεται κυρίως

από μικρο- και μεσο-αστές).

37

Page 38: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Στο επιστημονικό επίπεδο οι γυναίκες που συμμετέχουν, χρησιμοποιούν τα επιστημονικά

εργαλεία του εμπειρισμού και του θετικισμού, χωρίς να τα αμφισβητούν, για να καταγράψουν την

έλλειψη γυναικών και ως φυσικές παρουσίες στους ακαδημαϊκούς χώρους αλλά και ως αντικείμενα

επιστημονικής έρευνας. Ανακαλύπτουν και αποδεικνύουν ότι η επιστήμη τείνει να εκφράζει αρνητική

προκατάληψη απέναντι στις γυναίκες αλλά και διαστρέβλωση της εμπειρίας τους. Η πρότασή τους

είναι η διόρθωση της επιστήμης και η συμπερίληψη των γυναικών. Κάνουν όμως και άλλες αναλυτικές

και μεθοδολογικές προτάσεις. Συγκεκριμένα, σε αναλυτικό επίπεδο προτείνουν την ανάλυση του

προσωπικού ως πολιτικού ενώ σε μεθοδολογικό επίπεδο προτείνουν την τεχνική της ανάπτυξης

συνείδησης.

Στην πλειοψηφία τους οι φεμινίστριες αυτής της φάσης δίνουν έμφαση στις ομοιότητες μεταξύ

ανδρών και γυναικών και ελαχιστοποιούν τις διαφορές. Σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο

υποστηρίζουν ότι διορθωτικές αλλαγές στο υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης (μέσα από την

ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στο δημόσιο βίο) μπορούν να εξαλείψουν τις ανισότητες των δυο

φύλων.

2η φάση: το στάδιο του φύλου των δύο

Η δεύτερη φάση της φεμινιστικής θεωρίας ξεκινάει με την κριτική εναντίον των

επιχειρημάτων ομοιότητας και της συμμετοχής στο υπάρχον σύστημα. Τα επιχειρήματα και η

πρακτική που εδραιώθηκαν κατά την πρώτη φάση ισχυρίζονται οι φεμινίστριες της δεύτερης φάσης

υπήρξαν προβληματικά. Μόλις οι θεσμοί άρχισαν να μεταχειρίζονται τις γυναίκες όπως και τους

άνδρες, τότε άρχισε να γίνεται εμφανές ότι οι γυναίκες δεν είναι όπως οι άνδρες και φεμινίστριες

θεωρητικοί άρχισαν να επιχειρηματολογούν προς την κατεύθυνση των διαφορών. Το βασικό

επιχείρημα είναι ότι οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών υπάρχουν και θα πρέπει να

αντιμετωπίζονται ως τέτοιες. Οι ξεχωριστές εμπειρίες των γυναικών και πρέπει να αναγνωρίζονται

αλλά και πρέπει να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά από τις εμπειρίες των ανδρών.

Στη δεύτερη φάση της φεμινιστικής θεωρίας, επιστήμονες γυναίκες εγκαταλείπουν τον

εμπειρισμό και εισάγουν τη μέθοδο της προοπτικής του παρατηρητή/της παρατηρήτριας και εκθέτουν

τον ανδροκρατισμό στην επιστήμη. Όταν το άτομο που παρατηρεί είναι γυναίκα λέει η Gilligan τότε η

αλήθεια μπορεί να είναι διαφορετική. Έτσι, οι φεμινίστριες προτείνουν την ανάλυση της κοινωνικής

πραγματικότητας από τη σκοπιά και την εμπειρία των γυναικών. Καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει

αντικειμενικότητα στην έρευνα και θεωρούν επιβεβλημένο να αναφέρεται και να γίνεται ξεκάθαρη η

θεωρητική προσέγγιση που ακολουθεί ο ερευνητής ή η ερευνήτρια. Σε αυτή τη φάση λοιπόν αναπτύσσεται ο διάλογος και η θέση για τη ‘διαφορετική φωνή’ των

γυναικών. Ορόσημα σε αυτό το στάδιο εξέλιξης της φεμινιστικής θεωρίες αποτελούν οι εργασίες των

Katharine MacKinnon και Carol Gilligan. Η MacKinnon χρησιμοποιεί στοιχεία μαρξιστικά,

σοσιαλιστικά φεμινιστικά και ριζοσπαστικά και συνθέτει φεμινιστική θεωρία για το κράτος, και τον 38

Page 39: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

έμφυλο χαρακτήρα του. Η Gilligan από την άλλη, στο βιβλίο της In a different voice διατυπώνει την

πρόταση ότι οι γυναίκες και οι άνδρες αναπτύσσουν διαφορετικές ‘φωνές’, διαφορετική ηθική,

διαφορετικά σημεία αναφοράς. Για τους άνδρες, σημείο αναφοράς είναι ο ορθολογισμός (η ηθική του

δίκαιου) ενώ για τις γυναίκες η σχέση με τους άλλους (η ηθική της φροντίδας).

Σε ευρύτερο επιστημονικό επίπεδο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίζονται

σημαντικές έρευνες για τις ανδροκρατικές και θετικιστικές συνισταμένες διαφόρων επιστημών.

3η φάση: το στάδιο της απεραντοσύνης ή του αχανούς των φύλων

Η τρίτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας χαρακτηρίζεται από μία αυστηρή και εμπεριστατωμένη

εσωτερική κριτική. Εμφανίζονται πλέον ξεκάθαρα οι πολλοί φεμινισμοί και οι απόψεις των

μειονοτικών γυναικών, των λεσβιών, των γυναικών του τρίτου κόσμου, των φτωχών γυναικών.

Εμφανίζονται δηλαδή οι πολλές, διαφορετικές και με διαφορετικές εμπειρίες γυναίκες οι οποίες

αρθρώνουν το δικό τους διαφορετικό λόγο. Διαφορετικό όμως όχι μόνο σε σχέση με τους άνδρες αλλά

και με τις γυναίκες και με τις φεμινίστριες.

Ταυτόχρονα, όμως, επέρχεται και η συνειδητοποίηση ότι η διαφορετικότητα η οποία θεωρείται

πλέον ο κανόνας για τις γυναίκες είναι και θα πρέπει να θεωρείται κανόνας και για τους άνδρες. Με

άλλα λόγια, στην τρίτη φάση του φεμινισμού, οι άνδρες και οι γυναίκες παύουν να είναι δύο

ομοιογενείς και συμπαγείς ομάδες και αναδεικνύονται ως φύλα με διαφοροποιήσεις τόσο οριζόντιες

όσο και κάθετες. Έτσι ο φεμινισμός στην τρίτη φάση υφίσταται ολοκληρωτική επιστημολογική

αναδιάρθρωση σε βαθμό που η εσωτερική κριτική, η θεωρία για τις διαδικασίες κλπ του φεμινισμού

και του φεμινιστικού κινήματος έγινε μέρος της δράσης του. Η θεωρία και η πράξη δέθηκαν

καθοριστικά και αδιάρρηκτα η μία με την άλλη.

Ο μεταμοντέρνος φεμινισμός είναι μέρος αυτής της φάσης. Το μεταμοντέρνο είναι ολόκληρο

κίνημα, τάση που αφορά πεδίο όπως η αρχιτεκτονική, η τέχνη κλπ. Η έμφαση στο μεταμοντέρνο είναι

στη δομή και στη δόμηση του κειμένου (καλύτερα στην αποδόμηση). Το κείμενο γίνεται πολύ

σημαντικό τόσο ως αναπαράσταση όσο και ως σύμβολο. Μερικές από τις μεταμοντέρνες φεμινίστριες

αμφισβητούν ακόμη και τη δυνατότητα της γνώσης αλλά οι περισσότερες συμφωνούν ότι η γνώση για

ομάδες ανθρώπων έρχεται μόνο μέσα από τη σχέση και το βίωμα τους, από την ανάλυση του

περιβάλλοντος στο οποίο ζουν, την ανάλυση της εμπραγμωμένης/συγκείμενης πραγματικότητας. Στο

πλαίσιο αυτής της προσέγγισης αμφισβητείται ή ύπαρξη αλήθειας ακόμη και ως δυνατότητα, δίνεται

ιδιαίτερη σημασία στο κείμενο και κατά συνέπεια στην αποδόμησή του, ασκείται κριτική στις δυαδικές

αντιθέσεις και τα αντιθετικά δίπολα (π.χ. άνδρας-γυναίκα, λευκός-μαύρος) και θεωρητικοποιείται η

ύπαρξη πολλαπλών ταυτοτήτων.

Στο τρίτο στάδιο ανάπτυξης της φεμινιστικής θεωρίες, οι φεμινίστριες ελέγχουν την

νομιμότητα επιστημονικών, κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών που ισχυρίζονται ότι κατέχουν

οποιοδήποτε ποσοστό αντικειμενικότητα και επαληθεύσιμης αλήθειας και γνώσης. Όλες οι θεωρητικές 39

Page 40: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

αναζητήσεις που εκφράζονται αφηρημένα και δεν είναι εμπραγμωμένες, δεν τοποθετούνται στον χώρο

και στο χρόνο, ελέγχονται από τις φεμινίστριες ανεξάρτητα με το αν είναι ανδροκεντρικές,

φεμινιστικές κλπ.

Φάσεις της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

Το στάδιο του φύλου του ενός-Πρώτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

Η βασική θέση της 1ης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου είναι ότι ο νόμος είναι

σεξιστικός και αυτό συμβαίνει επειδή:

1. Ορίζει μειονεξία για τις γυναίκες εισάγοντας διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών

2. Περιορίζει την πρόσβαση των γυναικών στα αγαθά (απαγόρευση συμμετοχής σε

επαγγέλματα, άρνηση δικαιώματος ψήφου κλπ)

3. Αρνείται να αναγνωρίσει τη μειονεκτική θέση των γυναικών που δίνει προβάδισμα στους

άνδρες

Η θέση ότι ο νόμος είναι σεξιστικός ορίζει την αναλυτική κατηγορία της πρώτης φάσης. Στην

πρώτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου, εκφράζεται πίστη στη δυνατότητα του νόμου και

ευρύτερα του δικαιικού συστήματος να επηρεάσουν κοινωνικές αλλαγές μέσα από νομικές αλλαγές.

Σε γενικές γραμμές οι φεμινίστριες αυτής της φάσης αποδέχονται τις γενικές αρχές δόμησης και

λειτουργίας του δικαιικού συστήματος και συνηγορούν υπέρ της ισότητας και της ισονομίας με την

αφαίρεση όλων των εμποδίων της συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα. Θεωρούν δηλαδή

ότι το υπάρχον δικαιικό σύστημα (αρχές, διαδικασίες κλπ) είναι επαρκές για την εξασφάλιση της

ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνο που χρειάζεται είναι κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις

σε νομοθετικό και πρακτικό επίπεδο που θα επιτρέπουν και θα εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των

γυναικών στη δημόσια σφαίρα με τους ίδιους όρους και συνθήκες που ισχύουν για τους άνδρες.

Σε επίπεδο πρακτικής κατά την 1η φάση ανάπτυξης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου,

επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η θέσπιση ουδέτερων (σε σχέση με το φύλο) νόμων ως απαραίτητη αν

και όχι αρκετή προϋπόθεση για την εξίσωση της κοινωνικής κατάστασης ανδρών και γυναικών

Κριτική της πρώτης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

1. Η φεμινιστική ανάλυση του νόμου κατά την πρώτη φάση ουσιαστικά αποδέχεται το νόμο

και το δικαιικό σύστημα όπως είναι.

1.1. Εκείνο που προτείνει είναι να ληφθούν υπόψη και οι γυναίκες.

2. Το δικαιικό σύστημα υποστηρίζεται έμμεσα ότι είναι ‘καλό,’ συγκεκριμένοι νόμοι είναι

‘κακοί’ αλλά μπορούν να διορθωθούν.

3. Ισονομία και ισότητα ανάμεσα στα φύλα είναι το κυρίαρχο θεωρητικό και πρακτικό

πλαίσιο δράσης. 40

Page 41: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

3.1. Έτσι λοιπόν σε αυτή τη φάση προτείνονται νόμοι που επιτρέπουν την είσοδο των

γυναικών σε όλα τα επαγγέλματα, επεκτείνουν ασφαλιστικά δικαιώματα, άδειες

μητρότητας, άδειες ασθενείας, ίση αμοιβή για ίση εργασία κλπ.

3.2. Ταυτόχρονα, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση ουδέτερων όρων για την περιγραφή

και τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τα φύλα.

Το στάδιο του φύλου των δύο-Δεύτερη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

Η βασική θέση της δεύτερης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου είναι ότι το δίκαιο

είναι ανδρικό και ότι λείπει από αυτό η γυναικεία άποψη. Έτσι, βασική ενασχόληση των θεωρητικών

της δεύτερης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου ήταν να δείξουν ότι λείπει η άποψη των

γυναικών από το νόμο και να καταδείξουν τον ανδρισμό του νόμου. Το δίκαιο είναι ανδρικό για τους

εξής λόγους:

1. Το δίκαιο είναι εκ κατασκευής στρεβλό και ευνοεί τους άνδρες

1.1. Σε ένα πρώτο απλό επίπεδο, ο νόμος ελέγχεται ως ανδρικός γιατί τον φτιάχνουν και

τον διαχειρίζονται άνδρες

1.2. Υπάρχουν για παράδειγμα περισσότεροι άνδρες στο δίκαιο (ως φυσικές παρουσίες και

ως στελέχη στα σχετικά κέντρα αποφάσεων)

2. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο όμως, ο νόμος θεωρείται ανδρικός γιατί είναι πατριαρχικός

2.1. ως τέτοιος αντικατοπτρίζει, ανταποκρίνεται και αναπαράγει σχέσεις που ωφελούν

τους άνδρες.

3. Ο ανδρισμός του νόμου φαίνεται επίσης και στις βασικές αρχές και αξίες του

3.1. Έτσι, οι βασικές αρχές της αντικειμενικότητας και ουδετερότητας που

θεωρητικοποιούνται ως ανδρικές ιδιότητες παρουσιάζονται ως χαρακτηριστικά του

δικαίου.

4. Κριτική άσκησαν οι θεωρητικοί της δεύτερης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

και στους ουδέτερους νόμους στους οποίους τόση σημασίας δόθηκε κατά την πρώτη φάση

της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου.

4.1. Οι ουδέτεροι νόμοι υποστηρίζουν οι θεωρητικοί της δεύτερης φάσης, οι οποίοι

υποτίθεται ότι αφορούν τους άνδρες και τις γυναίκες με τον ίδιο τρόπο, στην ουσία

επιβεβαιώνουν και ενισχύουν τον πατριαρχικό και ανδρικό χαρακτήρα του δικαίου

στο βαθμό που στηρίζονται σε στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά τα οποία

εμφανίζουν ως χαρακτηριστικά και των δύο φύλων.

4.2. Έτσι, οι ουδέτεροι νόμοι τελικά δεν συμβάλλουν στην ισότητα των δύο φύλων καθώς

δεν αμφισβητούν το δικαιικό σύστημα και τη συγκρότησή του

41

Page 42: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

5. Σε αυτή τη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου μεγάλη έμφαση δόθηκε σε θέματα

που αφορούσαν τη βία εναντίον των γυναικών, τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών καθώς

και θέματα που αφορούσαν την υγεία, τη μητρότητα αλλά την πορνογραφία.

Κριτική της δεύτερης φάσης της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

Η κριτική που ασκήθηκε στη δεύτερη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου εστιάζει στα

εξής:

1. Το δικαιικό σύστημα αντιμετωπίζεται ως ενότητα ενώ δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις

εσωτερικές αντιφάσεις του δικαίου

2. Οι άνδρες και οι γυναίκες τείνουν να θεωρούνται ως δύο διακριτές ομάδες, ξεχωριστές η

μία από την άλλη οι οποίες όμως είναι εσωτερικά ενιαίες.

2.1. Όλοι οι άνδρες αποτελούν μια ομάδα και όλες οι γυναίκες μία άλλη.

2.2. Συχνά αυτές οι ομάδες εμφανίζονται ως διπολικά αντίθετες ως προς τα συμφέροντα,

τα ενδιαφέροντα κλπ.

2.3. Αυτού του είδους η προσέγγιση όμως διευκολύνει την ιεράρχηση των δύο ομάδων με

τρόπο ώστε να υποβιβάζονται και υποβαθμίζονται οι εμπειρίες, τα ενδιαφέροντα, τα

συμφέροντα των γυναικών

2.4. Ως συνέπεια, χωρίς πάντα να αναγνωρίζεται ρητά θεωρείται ότι οποιοδήποτε σύστημα

στηρίζεται σε γενικές και αφηρημένες αρχές και προτείνει αντικειμενικότητα

αποφάσεων εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ανδρών ως ενιαία ομάδα.

3. Κατά συνέπεια, διακρίσεις με βάση την τάξη, την εθνικότητα, τη φυλή κλπ τείνουν να

παραμένουν απλές μεταβλητές που παρατίθενται στην εξίσωση και όχι αναλυτικές

κατηγορίες ερμηνείας της πραγματικότητας.

Το στάδιο του αχανούς του φύλου-Τρίτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

Η τρίτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου στηρίζεται σε κριτική που απευθύνεται και

στις δύο προηγούμενες φάσεις της θεωρίας:

1. Ο νόμος, υποστηρίζουν οι θεωρητικοί της τρίτης φάσης:

1.1. δεν είναι ούτε έκφραση σεξισμού όπως ισχυρίζονται οι φεμινίστριες της πρώτης

φάσης

1.2. ούτε έκφραση της αντρικής κουλτούρας και δομής όπως ισχυρίζονται οι φεμινίστριες

της δεύτερης φάσης.

2. Ο νόμος δεν έχει εσωτερική λογική και συνάφεια όπως υποστηρίζει η κυρίαρχη θεωρία για

το δίκαιο και όπως φαίνεται να αποδέχονται οι θεωρητικοί της πρώτης και της δεύτερης

φάσης.

42

Page 43: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2.1. Αντίθετα, είναι γεμάτος από αντιθέσεις, ασάφειες, ενδεχομενικότητα.

3. Ως τέτοιο σύστημα ο νόμος δεν αντιπροσωπεύει ούτε τις γυναίκες ως ομάδα ούτε τους

άνδρες ως ομάδα.

3.1. Δεν είναι οι άνδρες γενικά που ωφελούνται από το νόμο και το δικαιικό σύστημα.

Είναι μάλλον συγκεκριμένοι άνδρες σε σχέση με τη φυλή και την τάξη τους που

ωφελούνται περισσότερο.

3.2. Ούτε όμως όλες οι γυναίκες καταπιέζονται στον ίδιο βαθμό από το δικαιικό σύστημα.

Μερικές γυναίκες μπορεί μεν να καταπιέζονται με βάση το φύλο τους αλλά

απολαμβάνουν προνόμια και δύναμη με βάση την τάξη, τη φυλή την εθνικότητα τους.

Μερικές από τις φεμινίστριες της τρίτης φάσης αμφισβήτησαν ακόμη και τη δυνατότητα μιας

γενικής θεωρίας για το νόμο και υποστήριξαν ότι αυτή και μόνο η διαδικασία δίνει νομιμότητα και

αναπαράγει τη δύναμη του νόμου. Άλλες πάλι υποστήριξαν ότι είναι σημαντικό να καταδειχθεί αυτή η

πλευρά του νόμου. Είναι δύσκολη η πρακτική εφαρμογή, η πολιτική κινητοποίηση και η νομική

αλλαγή κάτω από το πρίσμα της τρίτης φάσης και ένας από τους λόγους είναι ότι η συνομιλία μεταξύ

αυτών των θεωρητικών και της κυρίαρχης αντίληψης για το νόμο είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Βέβαια για

τις θεωρητικούς της τρίτης φάσης είναι ιδιαίτερα σημαντική η αμφισβήτηση και η μελέτη του νόμου,

του κειμένου του νόμου.

Οι βασικές θέσεις που προτείνονται από την τρίτη φάση της φεμινιστικής θεωρία του δικαίου

έχουν ως εξής:

1. Ο νόμος δεν είναι ούτε σεξιστικός, ούτε ανδρικός. Είναι έμφυλος.

2. Αυτή η θέση αμφισβητεί στατικούς ορισμούς και κατηγορίες όπως άνδρες και γυναίκες,

λευκοί και μαύροι κλπ.

2.1. Οι θεωρητικοί της τρίτης φάσης υποστηρίζουν ότι η έμφαση στις διαφορές ανάμεσα

στα φύλα (και γενικότερα ανάμεσα σε κατηγορίες) επιβεβαιώνει την υποτιθέμενη

ύπαρξη αντίθετων πόλων (γυναίκες/άνδρες, αθώος/ένοχος, ημεδαπός/αλλοδαπός)

στην οποία στηρίζεται το δικαιικό σύστημα.

2.2. Παράλληλα, αγνοεί και συγκαλύπτει τις διαφορές τόσο ανάμεσα όσο και μέσα στα

φύλα (και τις όποιες άλλες κατηγορίες). Διαφορές οι οποίες μπορεί να στηρίζονται

στην κοινωνική τάξη, τη φυλή, την εθνικότητα, την ηλικία κλπ και οι οποίες

υφίστανται για τα μέλη των όποιων ομάδων αφορά το δίκαιο και συγκεκριμένοι νόμοι.

2.3. Η ομογενοποίηση των ομάδων υποστηρίζουν οι θεωρητικοί της τρίτης φάσης κάνει τη

διαφορά προβληματική επειδή το ένα είναι διαφορετικό από το άλλο. Αυτή η

σύγκριση όμως αυτόματα επιβάλλει τη μία ομάδα ως πρότυπο έναντι του οποίου

αξιολογείται η άλλη ομάδα.

3. Σε αντίθεση με τις ομαδοποιημένες και στερεότυπες αντιλήψεις, η τρίτη φάση της

φεμινιστικής θεωρίας αναγνωρίζει πολλαπλές και αλληλοσυνδεόμενες διαφορές

43

Page 44: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

3.1. Με την αναγνώριση πολλαπλών διαφορών η πολυπλοκότητα αναγνωρίζεται χωρίς να

χρειάζεται νομιμοποίηση από την εγγύτητα της με το πρότυπο.

4. Ειδικότερα αναφορικά με το φύλο, η τρίτη φάση της φεμινιστικής θεωρίας του δικαίου

4.1. Δεν προϋποθέτει στατικούς ορισμούς/κατηγορίες όπως άνδρες/γυναίκες. Προωθεί

ρευστές αντιλήψεις για τις έμφυλες θέσεις οι οποίες δεν είναι εξαρτώμενες από

βιολογικούς, ψυχολογικούς ή κοινωνικούς καθορισμούς του φύλου.

4.2. Έτσι η κριτική απευθύνεται στις προκαθορισμένες αντιλήψεις του φύλου που

προωθούνται και αναπαράγονται στο δίκαιο και τις νομοθετικές ρυθμίσεις.

5. Κατά συνέπεια, η όποια ανάλυση δεν καταλήγει απαραίτητα σε επιχειρήματα που

υποστηρίζουν ότι το δίκαιο υποβαθμίζει τις γυναίκες και προωθεί τα συμφέροντα των

ανδρών.

44

Page 45: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΤ. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΔΙΕΘΝΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Η έννοια και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων ή ελευθεριών αποτελούν ιστορικό

επίτευγμα των τελευταίων 3 αιώνων. Κατά τους νεώτερους χρόνους, προστατευτικές διατάξεις

ατομικών ελευθεριών θεσπίζονται στην Αγγλία:

• Magna Carta 1215

• Petition of rights 1629

• Habeas Corpus act 1679

• Bill of Rights 1689

Στα τέλη του 18ου αι ως αποτέλεσμα της Αμερικανικής Επανάστασης θεσπίζονται:

• Bill of rights της Βιρτζίνια 1776 (ακολουθούν και άλλες πολιτείες)

• Σύνταγμα των ΗΠΑ 1787

• Δέκα πρώτες τροποποιήσεις του Συντάγματος των ΗΠΑ (Amendments) 1791

Στη Γαλλία με τη Γαλλική Επανάσταση:

• Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη 1789 (κείμενο ευρύτερης

απήχησης)

• Διακηρύξεις 1793 και 1795

Η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων συνεχίστηκε και επεκτάθηκε στο πλαίσιο των

Συνταγμάτων των διαφόρων κρατών της Ευρώπης, κατά το 19ο και τον 20ο αι. Μετά το Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) η μέριμνα για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων από

αντικείμενο ρύθμισης του εσωτερικού δικαίου επεκτάθηκε στο διεθνές δίκαιο. Έτσι ψηφίζονται:

• Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων 1948

• (Ευρωπαϊκή) Σύμβαση για την προστασία του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών

(Σύμβαση της Ρώμης) 1950

• Πρόσθετο πρωτόκολλο 1952

• Σύμφωνο Ηνωμένων Εθνών για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα

(1966)

• Σύμφωνο Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (1966)

• Πράξη του Ελσίνκι (1975).

Στην Ελλάδα όλα τα Συντάγματα που ίσχυσαν κατά καιρούς, από το 1822 μέχρι σήμερα

περιείχαν διατάξεις προστατευτικές των ατομικών δικαιωμάτων.

Τα ατομικά δικαιώματα αποτελούν κατ’ αρχήν αντικείμενο μελέτης της επιστήμης του

Συνταγματικού Δικαίου. Προοδευτικά όμως όλο τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν αντικείμενο

μελέτης και άλλων επιστημών όπως της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης κλπ. Οι σχετικές 45

Page 46: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

διατάξεις βρίσκονται στο κείμενο του Συντάγματος και έχουν αυξημένη τυπική ισχύ: δεν είναι δυνατόν

να καταργηθούν από τους νόμους ή οποιεσδήποτε άλλες κρατικές πράξεις. Αντίθετα, θέτουν το νομικό

πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουν να κινούνται όλα τα όργανα του κράτους σε ότι αφορά ιδίως τις

σχέσεις τους με τους πολίτες. Πάντως, στο βαθμό που τα ατομικά δικαιώματα προστατεύονται και σε

διεθνές επίπεδο ενώ παράλληλα, το διεθνές δίκαιο αποτελεί και εσωτερικό δίκαιο των κρατών, η

μελέτη τους οφείλει να γίνεται και ενόψει των σχετικών διεθνών κειμένων (Μάνεσης, 1982:7-10).

Τα ατομικά δικαιώματα τα οποία αποτελούν μια σχετικά πρόσφατη ιστορικά έννοια και η

νομική προστασία τους αποτελεί δυτικοευρωπαϊκό, ιστορικό επίτευγμα των νεότερων χρόνων. Η

ανάπτυξη της έννοιας των ατομικών δικαιωμάτων συνδέεται με το διαχωρισμό του δημόσιου και του

ιδιωτικού βίου ενώ η προστασία τους διασφαλίζεται καταρχήν με συνταγματικά κείμενα (εσωτερικό

δίκαιο) αλλά και με διεθνή κείμενα τα οποία όμως ενσωματώνονται στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών.

Παράγοντες γένεσης Συνταγμάτων

Η διεκδίκηση της προστασίας των ατομικών ελευθεριών συνδέεται με τους αγώνες α) για τη

χειραφέτηση αρχικά από την καταθλιπτική επιρροή της Δυτικής Εκκλησίας και β) για την

προστασία των υπηκόων των μοναρχών από τις αυθαιρεσίες της απολυταρχικής εξουσίας. Η

τέτοιου είδους προστασία θεμελιώθηκε σε κείμενα που ονομάστηκαν Συντάγματα (μετάφραση του

λατινικού όρου contitutio: rem publicam constituere). Στα κείμενα αυτά καταγράφηκαν οι νομικοί

κανόνες βάσεις των οποίων είναι το ‘συντεταγμένο’ κράτος ή αλλιώς οι κανόνες δικαίου που

ρυθμίζουν κατά βάση τη συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας και κατ’ επέκταση την

προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Τα Συντάγματα έτσι αποτελούν το θεμελιώδη νόμο της

κρατικά οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης στον οποίο διατυπώνονται, εκ μέρους των φορέων της

κρατικής εξουσίας, γραπτά και ρητά οι βασικές αρχές της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών

και της ευρύτερης λειτουργίας της πολιτειακής εξουσίας (Μάνεσης, 1982:27).

Μέχρι τότε η κυρίαρχη εξουσία ήταν μάλλον προσωποπαγής (“l’ Etat c’ est moi”) και όχι

σαφώς θεσμοθετημένη. Ήταν δηλαδή νομικά αδέσμευτη καθώς, σχεδόν, δεν υπέκειτο σε γραπτούς

κανόνες δικαίου ή όπου υπήρχαν τέτοιοι κανόνες έτειναν να είναι υποτυπώδεις και άγραφοι (εθιμικοί)

(Μάνεσης, 1980:137-138). Η θέσπιση λοιπόν Συνταγμάτων και κατ’ επέκταση η προστασία των

ατομικών δικαιωμάτων είναι συνυφασμένη με την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη της αστικής τάξης η

οποία καθώς ανερχόταν κοινωνικά και πολιτικά διαπίστωνε ότι:

1. η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας των μοναρχών και των αριστοκρατών,

2. οι φραγμοί που υπήρχαν στις δομές της φεουδαρχικής κοινωνίας (κλειστά επαγγέλματα και

συντεχνίες) και στη διακίνηση των οικονομικών αγαθών,

3. τα προνόμια και οι νομικές ανισότητες,

παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη του εμπορίου και την οικονομική πρόοδο γενικά.

46

Page 47: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Από την άλλη μεριά, το κεφάλαιο που είχε αρχίσει να συσσωρεύεται, βρισκόταν ουσιαστικά

ανυπεράσπιστο απέναντι στις αυθαιρεσίες της απολυταρχικής εξουσίας (Μάνεσης, 1982:28).

Πρωταρχική, λοιπόν, επιδίωξη της αστικής τάξης, πριν τη διεκδίκηση της πολιτικής κυριαρχίας, ήταν η

οριοθέτηση της κρατικής (βασιλικής) εξουσίας ώστε η «ελευθερία και η ιδιοκτησία» που ήταν το

δίπτυχο των αστών να μην είναι εκτεθειμένες στην αυθαίρετη ή καταχρηστική άσκηση εξουσίας

(Μάνεσης, 1980:138).

Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, που άρχισε στην Αγγλία το 18ο αι., η αστική τάξη αποκτά

οικονομική δύναμη, ενώ η παρακμάζουσα φεουδαρχία και η μοναρχία διατηρούσαν ακόμη την

πολιτική δύναμη. Το ιστορικό αίτημα της εποχής λοιπόν ήταν διττό:

1. να οργανωθεί ορθολογικά η κρατική εξουσία και

2. να εξασφαλιστεί η συμμετοχή της αστικής τάξης στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσης της κρατικής εξουσίας έπρεπε:

1. Να θεσπιστούν νομικοί κανόνες που να ρυθμίζουν την άσκησή της

1.1. οι κανόνες να είναι καταγεγραμμένοι σε πάγια κείμενα ώστε να είναι σαφείς, σταθεροί

και εύκολα γνωστοί, τόσο στους άρχοντες όσο και στους αρχόμενους.

1.2. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς η κρατική εξουσία, αυτοδεσμευόμενη, έπρεπε να

απέχει από επεμβάσεις σε ορισμένη σφαίρα ελεύθερης ύπαρξης και δράσης του

ατόμου, δηλαδή να διασφαλίζει ατομικά δικαιώματα.

1.3. Ως κύρια σφαίρα ελεύθερης δράσης του ατόμου ορίστηκε η οικονομική

δραστηριότητα.

1.4. Έτσι, η οικονομία της αγοράς, διεπόμενη από την «ιδιωτική πρωτοβουλία» και την

«ελευθερία των συμβάσεων» μεταξύ «ιδιοκτητών εμπορευμάτων» (άσχετα αν από τη

μια μεριά είναι οι κύριοι των μέσων παραγωγής και από την άλλη οι κύριοι της

εργατικής τους δύναμης μόνο) θα μπορεί να λειτουργεί ανεμπόδιστα με «ελευθερία

και ισότητα.»

Το αίτημα συμμετοχής της αστικής τάξης στην άσκηση της κρατικής εξουσίας,

πραγματώθηκε με την καθιέρωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης και ιδίως μέσω

του θεσμού του Κοινοβουλίου. Στο Κοινοβούλιο οι κυρίαρχες τάξεις, κατ’ αρχήν, εξασφάλισαν το

μονοπώλιο της εκπροσώπησης με την καθιέρωση της «περιορισμένης ψήφου» (βάσει προσόντων

περιουσίας) κρατώντας στο περιθώριο του πολιτικού βίου τις λαϊκές τάξεις.

Επομένως, η ελευθερία καθιερώθηκε αφενός ως αυτονομία με την αποχή της κρατικής εξουσίας

από επεμβάσεις (ατομική ελευθερία) και αφετέρου ως συμμετοχή στην άσκηση της κρατικής εξουσίας

(πολιτική ελευθερία). Έτσι, η αστική τάξη που είχε γίνει οικονομικά κυρίαρχη, έγινε και πολιτικά

κυρίαρχη σε ένα συνασπισμό εξουσίας με την αριστοκρατία των παλαιών φεουδαρχών. Τελικά, τα

ατομικά δικαιώματα υπήρξαν κατάκτηση του αστικού φιλελευθερισμού (Μάνεσης, 1982:29-30).

Στο πλαίσιο αυτό και στο βαθμό που τα ατομικά δικαιώματα συνδέονται με την ανερχόμενη

αστική τάξη έχουν, κατ’ αρχήν αρνητικό και αμυντικό περιεχόμενο και, ως εκ τούτου, εξασφαλίζουν 47

Page 48: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

έναν ιδιωτικό χώρο όπου η ατομική ελευθερία και ιδιοκτησία παραμένουν ανενόχλητες από την κρατική

εξουσία. Θεμελιωμένος πάνω στην οικονομία της αγοράς ο κοινωνικός βίος έπρεπε να λειτουργεί με

τρόπο αυτορρυθμιζόμενο και οιονεί αυτόματο, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις που θεωρούνται ότι

παρακωλύουν την ομαλή εξέλιξή του (laissez faire, laissez passer). Αυτή η αντίληψη του αστικού

φιλελευθερισμού στηρίζεται και εκφράζει το χωρισμό κράτους και κοινωνίας ή αλλιώς της «πολιτικής

κοινωνίας» και της «ιδιωτικής κοινωνίας». Στο πλαίσιο της «πολιτικής κοινωνίας» η ελευθερία

κατοχυρωνόταν συνταγματικά με τα ατομικά δικαιώματα ως ελευθερία των πολιτών από το κράτος. Στο

πλαίσιο της «ιδιωτικής κοινωνίας» δηλαδή, βασικά των οικονομικών σχέσεων και συμφερόντων, η

εξασφάλιση της ελευθερίας ήταν κυρίως ατομική υπόθεση. Κατά συνέπεια, στη βάση των ατομικών

δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο του αστικού φιλελευθερισμού,

ορίζονται σαφώς οι χώροι επέμβασης και δράσης της κρατικής εξουσίας αλλά και οι χώροι αποχής της

κρατικής εξουσίας (Μάνεσης, 1986:13-14). Κατ’ αναλογία, και με βάση τη διάκριση μεταξύ δημόσιου

και ιδιωτικού βίου, κατ’ αρχήν, η όποια κρατική παρέμβαση επιτρέπεται να συμβαίνει στο δημόσιο βίο

(της οικονομίας, της πολιτικής, των τεχνών, των γραμμάτων κλπ) αφήνοντας αρρύθμιστο τον ιδιωτικό

βίο (της οικογενειακής ζωής, της αναπαραγωγής κλπ).

Κράτος δικαίου και Σύνταγμα

Το γεγονός ότι η νομική κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών συνδέθηκε σε μια ιστορική

φάση με τον αστικό φιλελευθερισμό και μάλιστα με την ατομικιστική μορφή του, καθόλου δεν μειώνει

τη σημασία τους καθώς κατ’ αρχήν, η αναγνώριση ατομικών δικαιωμάτων οδήγησε στην ανάπτυξη του

λεγόμενου κράτους δικαίου.

Το κράτος δικαίου (το οποίο δεν σημαίνει απαραίτητα δίκαιο κράτος):

1. συνεπάγεται νομικούς περιορισμούς στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, αποτρεπτικούς

της αυθαιρεσίας της (Μάνεσης, 1982:31, 1986:14).

2. Στο πλαίσιό του η εξουσία λειτουργεί ως αρμοδιότητα.

2.1. Ως κρατική θέληση δηλαδή ισχύει η θέληση των φορέων εξουσίας μόνο όταν και

μόνο εκείνη η οποία εκφράζεται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των φορέων

εξουσίας.

2.2. Αυτή η θέληση περαιτέρω, εκφράζεται (και διαμορφώνεται) με βάση τους κείμενους,

προκαθορισμένους και σταθερούς κανόνες δικαίου που την οριοθετούν ουσιαστικά

και διαδικαστικά, προβλέποντας και συναφείς ελέγχους και κυρώσεις.

2.3. Οι κανόνες δικαίου που διαμορφώνουν και καθορίζουν την κρατική θέληση

χαρακτηρίζονται από τη γενικότητα των ρυθμίσεών τους και ισχύουν για όλους

εξίσου.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το αίτημα για τη θέσπιση γενικών κανόνων

και για ισονομία ήταν συναρτημένο με την καθιέρωση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η κατάργηση

της νομικής ανισότητας και των προνομίων των ‘τάξεων’ και της ‘κλειστής οικονομίας’ που 48

Page 49: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

χαρακτήριζαν τις προαστικές κοινωνίες ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη των

παραγωγικών δυνάμεων. Κάτω από αυτή τη λογική και ιστορική συγκυρία το Σύνταγμα ορίζεται ως

κανόνες βάσει των οποίων ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας

(Μάνεσης, 1986:14).

Στη σύγχρονη πραγματικότητα χωρίς καθόλου να περιορίζεται η σημασία και η σημαντικότητα

του κράτους δικαίου η εννοιοδότησή του ως κράτος αποχής (μη εμπλοκής δηλαδή στην οικονομική

δραστηριότητα) είναι παρωχημένη. Η αλματώδης επιστημονική και τεχνική πρόοδος, η σύστοιχη

ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων, η συσσώρευση του κεφαλαίου και η ένταση των ταξικών

ανισοτήτων και ανταγωνισμών κατέστησαν αναγκαία την εμπλοκή του κράτους στη λειτουργία της

σύγχρονης οικονομίας. Έτσι, τα σύγχρονα Συντάγματα, και ως τέτοιο θα πρέπει να θεωρείται και το

δικό μας Σύνταγμα, απομακρύνονται από την ατομικιστική ιδεολογία του κλασσικού αστικού

φιλελευθερισμού (και του αντίστοιχου συνταγματικού). Ωστόσο, η ιδεολογική ταυτότητα των

σύγχρονων συνταγμάτων –του δικού μας συμπεριλαμβανομένου—δεν είναι εύκολη.

Έτσι, ως ορισμό εργασίας στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας του δικαίου μπορούμε να

υποστηρίξουμε ότι το Σύνταγμα τείνει να αποτελεί τη νομική-κανονιστική συνισταμένη του

συσχετισμού των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ο συσχετισμός

αυτός μορφοποιείται συνήθως ως συμβιβασμός και εξισορρόπηση μεταξύ διαφόρων ανταγωνιστικά

τοποθετημένων ταξικών δυνάμεων, συμφερόντων και ιδεολογιών (Μάνεσης, 1986:14-15).

Ατομικά δικαιώματα και Σύνταγμα

Στην ιστορική τους εξέλιξη, τα ατομικά δικαιώματα σταδιακά αποδεσμεύονται από την τάξη

που τα καθιέρωσε και τείνουν να αφορούν περισσότερες ομάδες. Αν και για κάποιους τα δικαιώματα

είναι συμφυή με τη ‘φύση’ του ανθρώπου, για κάποιους άλλους τα ατομικά δικαιώματα δεν υπάρχουν

πάνω, έξω ή πρίν από το Σύνταγμα (δίκαιο) που τα ορίζει.

Έτσι, τα δικαιώματα γίνονται αντιληπτά ως προϊόν του ισχύοντος (θετικού) δικαίου. Αυτό

ειδικότερα σημαίνει:

1. Το ισχύον δίκαιο, ρυθμίζοντας τις εκάστοτε υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις

1.1. αφενός μεν καθορίζει τους δικαιούχους και τα προστατευόμενα (έννομα) βιωτικά

συμφέροντα τους,

1.2. αφετέρου απονέμει σ’ αυτούς τις κατάλληλες εξουσίες για την ικανοποίησή τους.

2. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα καθίσταται ‘απονεμημένη’ έννομη ικανότητα γεγονός

που προϋποθέτει:

2.1. την ύπαρξη του δικαίου που απονέμει αυτή την ιδιότητα και ρυθμίζει την άσκησή της

2.2. την ύπαρξη κρατικής εξουσίας που προστατεύει τα δικαιώματα με καταναγκαστικούς

μηχανισμούς

49

Page 50: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

3. Τα ατομικά δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες δεν προστατεύουν ούτε δεσμεύουν

παρά στο βαθμό που γίνονται εσωτερική έννομη τάξη.

3.1. Η προστασία δηλαδή των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών εξαρτάται τελικά

από την κρατική εξουσία που έχει την ικανότητα αποτελεσματικής-καταναγκαστικής

επιβολής (Μάνεσης, 1982:39-40).

Η έννοια του Συντάγματος

Λέγοντας Σύνταγμα εννοούμε:

1. Ένα γραπτό κείμενο που περιλαμβάνει λίγους σχετικά κανόνες με γενικό περιεχόμενο

(«γραπτό» Σύνταγμα), οι οποίοι αποτελούν το θεμελιώδες πλαίσιο αξιών για την έννομη

ρύθμιση της όλης κοινωνικής συμβίωσης.

1.1. Οι λίγοι αυτοί κανόνες βρίσκονται από άποψη τυπικής ισχύος στην κορυφή της

πυραμίδας και κάθε άλλος κανόνας δικαίου πρέπει να συμμορφώνεται με το

περιεχόμενό τους («αυστηρό» Σύνταγμα).

1.2. Ο συνδυασμός γραπτού και αυστηρού Συντάγματος ονομάζεται τυπικό Σύνταγμα. Η

μεγάλη πλειονότητα των σύγχρονων κρατών έχουν τυπικό Σύνταγμα. Εξαίρεση

αποτελούν ορισμένα κράτη όπως, π.χ. στην Ευρώπη, η Μ. Βρετανία.

2. Το σύνολο των κανόνων της νομοθεσίας που ρυθμίζουν τη συγκρότηση, την οργάνωση και

την άσκηση της κρατικής εξουσίας, ανεξάρτητα από την τυπική τους ισχύ («ουσιαστικό»

Σύνταγμα).

2.1. Πρόκειται εδώ για μια πληθώρα κανόνων, που τους συναντάμε σε τυπικούς νόμους,

διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις κ.ο.κ. και έχουν ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό το

αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται.

2.2. Όλοι αυτοί οι κανόνες πρέπει, πάντως, να είναι συμβατοί με το τυπικό Σύνταγμα.

3. Ενώ όμως υπάρχουν κράτη που δεν έχουν τυπικό Σύνταγμα, κάθε κράτος έχει οπωσδήποτε

κάποιας μορφής ουσιαστικό Σύνταγμα έστω και υποτυπώδες (Παπαχρίστου, Βιδάλης,

2007:23-24)

Τα Συντάγματα όμως «…όσο τέλεια κι αν είναι…δεν…έχουν τη δύναμη, επειδή απλώς ισχύουν, να

δημιουργούν αρμονικές πολιτικές σχέσεις. Θέτουν τα κανονιστικά πλαίσια της συμπεριφοράς που

επιτρέπεται ή επιβάλλεται να ακολουθούν όσοι ασκούν ή διεκδικούν την εξουσία αποβλέποντας με

τους θεσμούς που ιδρύουν και την ιδεολογία που καλλιεργούν στην ειρηνική και έλλογη διευθέτηση

των πολιτικών διαφορών ή συγκρούσεων. Συμμετέχουν άρα στη διαδικασία του πολιτικού και

πολιτειακού γίγνεσθαι ως απλοί συντελεστές και όχι, όπως νομίζεται, ως πρωταγωνιστές του»

(Μανιτάκης, 1984:7-8). Κατά συνέπεια, «[η] κανονιστική δύναμη των συνταγματικών διατάξεων είναι

συνάρτηση της δυνατότητας αποτελεσματικής εφαρμογής τους. Στοιχείο ουσιώδες της

50

Page 51: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

αποτελεσματικότητάς τους αυτής είναι το ‘πολιτικά δυνατό’, η πολιτική δυνατότητα της εφαρμογής

τους» (Μανιτάκης, 1984:16).

Στην έννοια του πολιτικά δυνατού, της πολιτικής δυνατότητα εφαρμογής των συνταγματικών

διατάξεων εμπλέκονται ζητήματα ερμηνείας των διατάξεων αυτών. Και σε αυτό το πλαίσιο

αναδεικνύεται ο σύνδεσμος δικαίου και κοινωνικο-πολιτικών, οικονομικών και λοιπών συνισταμένων5

(Σούρλας, 2003/2004:16-17).

Το Ελληνικό Σύνταγμα

Αναφορικά με το ισχύον στη χώρα μας Σύνταγμα το οποίο ψηφίστηκε αρχικά το 1975 και

αναθεωρήθηκε (κάποιες διατάξεις) το 1986 και το 2001 μπορεί να υποστηριχθεί ότι «…η συμβολή του

στη διαμόρφωση της σημερινής συνταγματικής πραγματικότητας… υπήρξε καθοριστική» (Μανιτάκης,

1984:8) διότι σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα –η διαδικασία ψήφισής του διήρκεσε μόνον έξη

μήνες—επετεύχθησαν τα εξής:

1. ανασύνταξη της ελληνική δημοκρατικής νομιμότητας,

2. αποκατάσταση και στερέωση της δημοκρατικής νομιμότητας

3. καθιέρωση του αιρετού του αρχηγού του κράτους (έμμεση ψηφοφορία από τη Βουλή)

4. υιοθέτηση θεσμών και διαδικασιών που τείνουν στην εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού

συστήματος και στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας (αναπόδραστη συνέπεια των

λειτουργιών του σύγχρονου κράτους)

5. εκσυγχρονισμός των διατάξεων που εγγυώνται την προσωπική ελευθερία

6. αναγνώριση κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικών ελευθεριών (Μανιτάκης, 1984:8).

Οι συνιστώσες του Συντάγματος

Οι κύριες συνιστώσες του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος είναι οι εξής:

1. Ρητή καθιέρωση γενικών αρχών σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της

ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.

5 «Ένα προνομιακό παράδειγμα όπου γίνεται εναργέστατος αυτός ο βαθύς σύνδεσμος μεταξύ δικαίου και ηθικής [πολιτικής] αποτελεί η ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος. Πώς θα ήταν δυνατό να ερμηνεύσουμε το Σύνταγμα χωρίς να εγκαταλείψουμε το πεδίο των εμπειρικών διαπιστώσεων και να περάσουμε στο πεδίο των αξιολογήσεων; Πώς θα μπορούσαμε να συναγάγουμε λύσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα λ.χ. εφαρμογή της αρχής της ισότητας, προστασίας της ζωής, σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, τήρηση των κανόνων και των αρχών της δημοκρατίας, συμμόρφωσης με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, πραγμάτωσης του κράτους δικαίου, περιφρούρησης της αρχής της νομιμότητας της δημόσιας διοίκησης, κατοχύρωσης της δικαστικής ανεξαρτησίας κ.ο.κ., αν στεκόμασταν απλώς στην εμπειρική ανάλυση της κατεστημένης κοινωνικής πρακτικής χρήσης όλων αυτών των γλωσσικών εκφράσεων (αν υπάρχει καν μια τέτοια!), χωρίς να υπεισέλθουμε σε μια επιχειρηματολογία ως προς το ηθικοπολιτικό τους βάρος στην ατομική όσο και συλλογική μας ζωή; ¨Όλα αυτά όμως σημαίνουν ότι το έργο του εφαρμοστή του δικαίου και εκείνο του νομοθέτη περιέχουν μια κοινή αξιολογική παράμετρο και έτσι δεν αφορούν δύο εντελώς αποκομμένους μεταξύ τους κόσμους, αλλά πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως αποτελούντα μία συνέχεια. Το συμπέρασμα είναι λοιπόν ότι τόσο κατά τη θέσπιση όσο και κατά την εφαρμογή του δικαίου εμπλέκονται αναπότρεπτα ηθικής εκτιμήσεις και αξιολογήσεις.» (Σούρλας, 2003/2004:16-17).

51

Page 52: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2. Θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων και του λεγόμενου ‘κοινωνικού κράτους’

3. Θεσμοθέτηση κρατικού παρεμβατισμού στις οικονομικές σχέσεις

4. Σχετικότητα της προστασίας καθώς και των περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων.

Αναλυτικά τα κύρια στοιχεία των συνιστωσών έχουν ως εξής:

1. Γενικές αρχές σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της

προσωπικότητάς του (άρθ. 2 παρ. 1 και αρθ. 5 παρ. 1)

• Άρθρο 2 παρ. 1 «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την

πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»

• Άρθρο 5 παρ. 1 «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του

και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν

προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά

ήθη.»

Με τις δύο αυτές διατάξεις το ελληνικό Σύνταγμα ευθυγραμμίζεται με τον ανθρωποκεντρική

ιδεολογία που επικράτησε σε όλα τα διεθνή κείμενα και εθνικά Συντάγματα μετά το Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο οπότε και διακηρύχθηκε πανηγυρικά η ‘αξία του ανθρώπου’ και ειδικότερα η

‘αξιοπρέπειά’ του, δηλαδή η αξία που πρέπει να έχει ο άνθρωπος ως έλλογο και συνειδητό όν. Οι δύο

αυτές αρχές έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Γενικότητα ως προς τη διατύπωση

2. Καθολικότητα ως προς τη σημασία

3. Απευθύνουν συνταγματική εντολή προς τα όργανα του κράτους.

4. Είναι θεμελιώδεις, μη υποκείμενες σε μεταρρύθμιση (όπως επίσης και η αρχή της λαϊκής

κυριαρχίας και της ισότητας )

5. Είναι ιδεολογικά φορτισμένες.

Ως πανηγυρικές διακηρύξεις όμως, δεν αρκούν ούτε από νομική αλλά ούτε και από πολιτική

άποψη για τη μεταβολή της κατεστημένης έννομης τάξης η οποία στηρίζεται σε σχέσεις

κυριαρχίας/υποταγής. Δηλαδή από μόνη της η διακήρυξη ελευθεριών με τη μορφή γενικών αρχών και

η θέσπισή τους στο Σύνταγμα δεν αρκεί για το σεβασμό τους, την εφαρμογή τους και την προστασία

των πολιτών. Ούτε όμως αρκεί για να επιφέρει αλλαγές στο status quo (Μάνεσης, 1986:16-17).

2. Θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων και του λεγόμενου ‘κοινωνικού κράτους’ (αρθ. 25 παρ. 1, 2, 4)

• Άρθρο 25 παρ. 1 «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού

συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του

Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και

αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ

ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν….».

52

Page 53: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

• Άρθρο 25 παρ. 2. «Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαραγράπτων

δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της

κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.»

• Άρθρο 25 παρ. 4 «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους του πολίτες την εκπλήρωση

του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.»

Οι παραπάνω διατάξεις:

1. Εισάγουν την αντίληψη του υποκειμένου των συνταγματικών δικαιωμάτων όχι μόνο ως

‘ιδιώτη’ και ‘πολίτη’ αλλά και ως ‘μέλους του κοινωνικού συνόλου’, ως κοινωνικά

δρώντος υποκειμένου.

1.1. Ταυτόχρονα αναγνωρίζουν (έμμεσα) τη δυνατότητα κοινωνικού μετασχηματισμού

2. Θεσπίζουν υποχρέωση του κράτους όχι μόνο αρνητική: δηλαδή να μην προσβάλλει τα

ατομικά δικαιώματα αλλά και θετική: δηλαδή να μεριμνά για την προστασία των ατομικών

δικαιωμάτων από πιθανές παραβιάσεις από τρίτους (προστασία έναντι ιδιωτών)

3. Οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις δεν θεσπίζουν απλώς αντικρατικά δικαιώματα αλλά

ιδρύουν συναφείς θεσμικές εγγυήσεις. Η άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων εντάσσεται

στην όλη λειτουργία του πολιτεύματος. Έτσι, καθιερώνεται ‘δικαίωμα’ του κράτους να

αξιώνει την εκπλήρωση του χρέους τους στην κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη

εισάγοντας ουσιαστικά το κοινωνικό στοιχείο στο σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

4. Εισάγουν και αναγνωρίζουν ρητά την έννοια του κοινωνικού κράτους δικαίου και των

κοινωνικών δικαιωμάτων

4.1. Εξ ορισμού το αντικείμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι παροχές από το

κράτος. Κατά συνέπεια , τα κοινωνικά δικαιώματα δεν θεμελιώνουν δικαστική

αξίωση μέχρι την ενεργοποίηση και συγκεκριμενοποίησή των σχετικών διατάξεων του

Συντάγματος. Ελέγξιμα δικαστικά είναι ουσιαστικά μόνο η χειροτέρευση της

παρεχόμενης προστασίας.

4.2. Αποτελούν παραπληρωματικά δικαιώματα που προέρχονται από το συνδυασμό

κράτους δικαίου και κοινωνικού κράτους. Το κράτος δικαίου κατοχυρώνει νομική

ασφάλεια ή ασφάλεια δικαίου των εξουσιαζομένων έναντι των αυθαιρεσιών της

εξουσίας. Το κοινωνικό κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλεια.

3. Θεσμοθέτηση κρατικού παρεμβατισμού στις οικονομικές σχέσεις (αρθ. 106 παρ. 1, 3)

• Άρθρο 106 παρ. 1 «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του

γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική

δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη

όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας…»

53

Page 54: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

• Άρθρο 106 παρ. 3 «….μπορεί να ρυθμίζονται με νόμο τα σχετικά με την εξαγορά

επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συμμετοχή σ’ αυτές του Κράτους ή άλλων δημόσιων

φορέων, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική

σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό

την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο.»

Οι διατάξεις αυτές θεσμοθετούν την κρατική παρέμβαση σε τομείς της οικονομίας που

θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την ‘κοινωνική ειρήνη και την προστασία του γενικού συμφέροντος

του κράτους’. Έτσι, τα κατ’ εξοχήν αστικά ατομικά δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής

ελευθερίας σχετικοποιούνται και καθίστανται κοινωνικώς δεσμευμένα καθώς εντάσσονται σε ένα

γενικότερο πλαίσιο θεσμικών εγγυήσεων.

4. Σχετικότητα της προστασίας καθώς και των περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων.

Η σχετικότητα της προστασίας της άσκησης των ατομικών δικαιωμάτων θεωρείται απαραίτητη

για τη λειτουργία του κράτους. Υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει κράτος που να προστατεύει

την άσκηση των ατομικών ελευθεριών σε τέτοιο βαθμό που να οδηγηθεί στην αυτοαναίρεση. Η

σχετικότητα λοιπόν της προστασίας των ατομικών ελευθεριών δεν είναι καινοφανής στο Σύνταγμα του

1975. Εκδηλώνεται ως εξής:

1. Άμεση και ρητή εκδήλωση της προστασίας του ‘σκληρού πυρήνα’ της κρατικής εξουσίας.

1.1. Επίκληση γενικών αμυντικών ρητρών όπως ‘δημόσια τάξη και ασφάλεια’, ‘εθνική

ασφάλεια’ ή ‘δημόσιο συμφέρον’ κλπ. επιτρέπουν την αναστολή ή τον περιορισμό της

άσκησης ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως: της προσωπικής ελευθερίας,

του δικαιώματος συναθροίσεως, της θρησκευτικής λατρείας, του απορρήτου των

επιστολών κλπ.

2. Ο θεσμός της κήρυξης της χώρας σε ‘κατάσταση πολιορκίας’ αποτελεί το κορύφωμα της

σχετικότητας της συνταγματικής προστασίας των ατομικών ελευθεριών.

• Άρθρο 48 παρ. 1 «Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών

κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο

κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Βουλή, με απόφασή της,

που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, θέτει σε εφαρμογή, σε

ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας,

συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια και αναστέλλει την ισχύ του συνόλου ή μέρους των

διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 4, 6, 8, 9, 11, 12 παράγραφοι 1 έως και 4, 14,

19, 22 παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και 97. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας

δημοσιεύει την απόφαση της Βουλής. Με την απόφαση της Βουλής ορίζεται η 54

Page 55: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

3. Εκδήλωση της σχετικότητας της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί και η

γενική αμυντική ρήτρα της μη καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.

• Άρθρο 25 παρ. 3 «Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται.»

4. Τέλος, η σχετικότητα της προστασίας προκύπτει και από την πληθώρα των συνταγματικών

παραπομπών στον κοινό νομοθέτη.

4.1. Το Σύνταγμα δηλαδή περιορίζεται να θεσπίσει το συγκεκριμένο δικαίωμα ενώ

αναθέτει στον κοινό νομοθέτη με νόμο να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις και τους τρόπους

άσκησής καθώς και την επιβολή των σχετικών κυρώσεων.

Το περιεχόμενο του ελληνικού Συντάγματος

Το ελληνικό τυπικό Σύνταγμα περιλαμβάνει συνολικά 124 άρθρα, που ρυθμίζουν:

1. τη μορφή του πολιτεύματος

2. τις σχέσεις Κράτους / ατόμων (Ελλήνων και ξένων)

3. τις σχέσεις μεταξύ των κρατικών οργάνων (Βουλής / Προέδρου της Δημοκρατίας /

Κυβέρνησης / Δικαστηρίων / Ανεξάρτητων Αρχών / δημόσιων υπαλλήλων), καθώς και τις

σχέσεις κράτους / τοπικής αυτοδιοίκησης

4. τις σχέσεις του Κράτους με τη Διεθνή Κοινότητα και

5. τις σχέσεις Κράτους / Εκκλησίας

Διάκριση δικαιωμάτων στο Σύνταγμα

Τα δικαιώματα (θεμελιώδη) που αναγνωρίζονται στο πλαίσιο του Συντάγματος διακρίνονται σε

ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά.

Τα ατομικά δικαιώματα ορίζουν το πεδίο της αυτονομίας μας, στο οποίο δεν μπορεί να

επεμβαίνει ούτε η κρατική ούτε οποιαδήποτε άλλη εξουσία. Υπόκεινται, κατά το Σύνταγμα, σε

κάποιους περιορισμούς οι οποίοι όμως έχουν όρια.

Κυριότερα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι:

1. της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, 2. της προσωπικής ελευθερίας, 3. της προσωπικής ασφάλειας, 4. της συνείδησης, 5. της έκφρασης, 6. του οικιακού ασύλου, 7. της ιδιωτικής ζωής, 8. της εργασίας, 9. της ιδιοκτησίας, 10. της δημιουργίας οικογένειας, 11. της εκπαίδευσης, 12. της δικαστικής προστασίας.

55

Page 56: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

13. της επικοινωνίας, 14. της τέχνης, 15. της έρευνας, 16. των συναθροίσεων, 17. της δημιουργίας ενώσεων, 18. του συνδικαλισμού, 19. η θρησκευτική ελευθερία, που περιλαμβάνει και την ελευθερία της δημόσιας λατρείας.

Τα πολιτικά δικαιώματα είναι εκείνα που επιτρέπουν τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή.

Σημαντικότερα είναι τα δικαιώματα:

1. του εκλέγειν και 2. του εκλέγεσθαι.

Τέλος, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι,

1. το κοινωνικό δικαίωμα για την εξασφάλιση της απασχόλησης, 2. για την κοινωνική ασφάλιση, 3. για την προστασία της δημόσιας υγείας, 4. της οικογένειας, 5. των παιδιών, 6. των ηλικιωμένων, 7. των αναπήρων κ.λπ. (Παπαχρίστου, Βιδάλης, 2007)

56

Page 57: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Ζ. ΘΕΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ορισμός ποινικού δικαίου (Sutherland and Cressey, 1974)

Το ποινικό δίκαιο είναι δημόσιο, καταναγκαστικό δίκαιο που σύμφωνα με τους Sutherland και

Cressey (1974) έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

1. Στο ποινικό δίκαιο η πολιτεία έχει αυξημένη ισχύ.

1.1. Αναλαμβάνει το ρόλο του κατήγορου, απαγγέλλει κατηγορίες και εισάγει τον

κατηγορούμενο στο δικαστήριο προκειμένου να δικαστεί.

2. Οι ποινικοί νόμοι είναι συγκεκριμένοι και ορίζουν τόσο την πράξη όσο και την ποινή πριν

την τέλεση της πράξης.

3. Οι ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται ομοιόμορφα. Σκοπός τους δηλαδή, είναι η εφαρμογή ίσης

τιμωρίας και δικαιοσύνης σε όλους, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση.

4. Στους ποινικούς νόμους περιλαμβάνονται ποινικές κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται και

διαχειρίζονται από την πολιτεία.

Στοιχεία που συγκροτούν το ποινικό φαινόμενο και το τυποποιημένο ποινικό δίκαιο

Το ποινικό φαινόμενο αποτελεί καταρχήν κοινωνικό φαινόμενο το οποίο αναφέρεται σε μια ευρέως

νοούμενη αντίληψη για το έγκλημα και την αντιμετώπισή του και ακολουθεί την ιστορική κοινωνική

εξέλιξη. Σταδιακά το ποινικό φαινόμενο τυποποιείται. Ως τυποποίηση νοείται η ρύθμιση του

κοινωνικού ποινικού φαινομένου σε κανόνες δικαίου: στο ποινικό δίκαιο. Οι δύο έννοιες όμως, του

κοινωνικού ποινικού φαινομένου και του τυποποιημένου ποινικού δικαίου, δεν ταυτίζονται ούτε

βρίσκονται σε σχέση υπαλληλίας. Επειδή, δηλαδή ένα φαινόμενο μπορεί να θεωρείται με κοινωνικούς

όρους ως έγκλημα δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεται ως τέτοιο και από το ποινικό δίκαιο. Αντίστροφα,

ένα φαινόμενο μπορεί να ορίζεται ως νομικό έγκλημα αλλά να μην είναι κοινωνικά αποδεκτό ως

τέτοιο. Στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης η μόνη έννοια εγκλήματος είναι η έννοια του νομικού

εγκλήματος η οποία προκύπτει από την τυποποίηση του ποινικού φαινομένου.

Η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου έχει σημασία κοινωνική και πολιτική, η δε λειτουργία του

είναι διττή: αποτελεί και όργανο καταπίεσης αλλά και βασική εγγύηση ελευθερίας:

1. Στο μέτρο που το ποινικό δίκαιο καταφεύγει σε προστασία αφηρημένων ιδεολογικών

κατασκευών για το συμφέρον των κρατούντων αποτελεί και όπλο ιδεολογικού

προσανατολισμού και μέσο ιδεολογικής καταπίεσης ‘αντιφρονούντων’.

2. Από την άλλη μεριά, όμως, η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου –ιστορική κατάκτηση

λαών—αποτελεί βασικό αυτοπεριορισμό αλλά και προστασία από αυθαιρεσίες μέσω της

βεβαιότητας της ρύθμισης. 57

Page 58: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

3. Η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου είναι συνταγματική επιταγή.

4. Κατά τεκμήριο, στη ρύθμιση καταστάσεων στην οποία προβαίνει το ποινικό δίκαιο

εγκαθιδρύεται μια σχέση πολίτη-δικαιοδοτικού οργάνου στην οποία το δεύτερο συμμετέχει

ως φορέας της κρατικής εξουσίας.

Το κοινωνικό ποινικό φαινόμενο αλλά και το τυποποιημένο ποινικό δίκαιο δομούνται στη βάση

τριών στοιχείων:

1. Υλικά-έννομα αγαθά,

2. προσβολή-νομικό έγκλημα,

3. αντίδραση-ποινή.

1. Υλικά-έννομα αγαθά:

1. Ως υλικά αγαθά στο κοινωνικό ποινικό φαινόμενο νοούνται αντικείμενα του εξωτερικού

κόσμου που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις μας (υλικά) και ικανοποιούν βιοτικές

ανάγκες και εξυπηρετούν αντίστοιχα βιοτικά συμφέροντα των μελών της κοινωνίας

(αγαθά).

1.1. Ως αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις μας

νοούμε στο πλαίσιο του ποινικού φαινομένου οποιοδήποτε αντικείμενο έχει υλική

υπόσταση και κατά συνέπεια και τον ίδιο τον άνθρωπο στην υλική του υπόσταση.

2. Στο τυποποιημένο ποινικό φαινόμενο, στο ποινικό δίκαιο, κάποια από τα υλικά αγαθά

ορίζονται από την υπερέχουσα-κυρίαρχη θέληση (ομάδες συμφερόντων, κοινωνικές τάξεις

κλπ) ως άξια ιδιαίτερης προστασίας. Διαφορετικά διατυπωμένο, τα υλικά αγαθά και τα

συμφέροντα που εξυπηρετούν αξιολογούνται και ιεραρχούνται.

2.1. Εκείνα από τα υλικά αγαθά τα οποία ορίζονται από την υπερέχουσα βούληση

(πολιτειακή ή άλλη) ως άξια ιδιαίτερης προστασίας τυποποιούνται σε έννομα αγαθά.

Ή αλλιώς, ορίζονται από το ποινικό δίκαιο ως έννομα αγαθά.

2.2. Σε γενικές γραμμές, η επιλογή των υλικών αγαθών που ανάγονται σε έννομα αγαθά

γίνεται με βάση την αξιολόγηση και προώθηση συμφερόντων από την υπερέχουσα

βούληση.

2. Προσβολή αγαθών-νομικό έγκλημα:

1. Η προσβολή των υλικών αγαθών στο πλαίσιο του κοινωνικού ποινικού φαινομένου

συνίσταται στον αφανισμό ή στη φθορά της ύλης τους ή στην αλλαγή των ιδιοτήτων τους

σε τέτοια έκταση ώστε τα εν λόγω υλικά αγαθά δεν μπορούν πλέον να υπηρετήσουν το

βιοτικό συμφέρον το οποίο αφορούν.

1.1. Υπ’ αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβολή υλικών αγαθών αποτελεί

σύγκρουση αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου (επομένως μπορεί να αφορά μόνο 58

Page 59: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

αντικείμενα με υλική υπόσταση) που κατευθύνεται από την ανθρώπινη βούληση και

απορρέει από την ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων.

1.2. Από την παραδοχή ότι η προσβολή υλικών αγαθών αποτελεί σύγκρουση αντικειμένων

του εξωτερικού κόσμου που κατευθύνεται από την ανθρώπινη βούληση συνάγονται

ως κεντρικές έννοιες ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για το ποινικό φαινόμενο α) η

βούληση και β) το αποτέλεσμα της βούλησης.

2. Η βούληση είναι έννοια πρωταρχικής σημασίας για το ποινικό φαινόμενο τόσο στην

κοινωνική όσο και στην τυποποιημένη διάστασή του.

3. Στο τυποποιημένο ποινικό δίκαιο, οι πράξεις ή οι παραλείψεις εκείνες που προσβάλλουν

αγαθά που έχουν αναχθεί σε έννομα αγαθά ορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια.

3.1. Η τυποποιημένη αυτή προσβολή (με πράξεις ή παραλείψεις) εννόμων αγαθών

καλείται νομικό έγκλημα.

3.2. Αν το έννομο αγαθό έχει ιδιαίτερη αξία για την υπερέχουσα βούληση τότε όχι μόνο η

προσβολή αλλά και η διακύβευσή του μπορεί να αναχθεί σε νομικό έγκλημα

3. Αντίδραση στην προσβολή-Ποινή:

1. Στο κοινωνικό ποινικό φαινόμενο η αντίδραση κατά της προσβολής υλικών αγαθών (η αντίδραση,

η τιμωρία για την προσβολή) έχει και αυτή τη μορφή της προσβολής υλικών αγαθών του

προσβάλλοντος και χαρακτηρίζεται μερικά από κάποιας έκτασης αυτοματισμό.

1.1. Η απάντηση στην προσβολή, όντας και αυτή προσβολή έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και το

ίδιο αντικείμενο με αυτή. Καθώς όμως είναι ελεγχόμενη περιορίζεται κατά την έκτασή της ή

εντοπίζεται σε ορισμένες ιδιότητες του αντικειμένου.

2. Στο ποινικό δίκαιο, στο τυποποιημένο ποινικό φαινόμενο, ορίζεται σαφώς το είδος και η έκταση

της αντίδρασης στην προσβολή εννόμων αγαθών.

2.1. Ορίζεται, δηλαδή, σαφώς η τυποποιημένη αντίδραση στο νομικό έγκλημα.

2.2. Επιτρεπτή στο πλαίσιο του τυποποιημένου ποινικού δικαίου είναι η αντίδραση σε προσβολή

που χαρακτηρίζεται ως νομικό έγκλημα.

2.3. Αυτή η τυποποιημένη αντίδραση καλείται ποινή. Με άλλη διατύπωση: ποινή καλείται η

τυποποιημένη αντίδραση στο νομικό έγκλημα.

3. Το στοιχείο της ποινής στο τυποποιημένο ποινικό φαινόμενο είναι πρωταρχικής σημασίας γιατί:.

3.1. με την ποινή προστατεύονται τα έννομα αγαθά και αντιμετωπίζεται το έγκλημα

3.2. και γιατί η τυποποίηση του ποινής προσδίδει στην όλη τυποποίηση του ποινικού φαινομένου

την ιστορική σημασία της.

3.2.1. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο ελληνικό Ποινικό Δίκαιο οι αξιόποινες

πράξεις –αυτές δηλαδή τις οποίες τιμωρούν οι ποινικοί νόμοι—διακρίνονται σε

κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα με βάση το είδος της προβλεπόμενης

59

Page 60: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ποινής (κάθειρξη για τα κακουργήματα, φυλάκιση για τα πλημμελήματα και κράτηση ή

πρόστιμο για τα πταίσματα).

Διαλεκτική σχέση στοιχείων του ποινικού φαινομένου και του ποινικού δικαίου

Τα στοιχεία του κοινωνικού ποινικού φαινομένου—υλικά αγαθά, προσβολή και αντίδραση—

βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση. Τα υλικά αγαθά αποτελούν τη θέση, η προσβολή την αντίθεση και η

ποινή τη σύνθεση. Αντίστοιχα, τα στοιχεία του τυποποιημένου ποινικού δικαίου –έννομα αγαθά,

νομικό έγκλημα και ποινή—βρίσκονται επίσης σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Ο τρόπος όμως που

τα τρία στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους στο κοινωνικό ποινικό φαινόμενο και στο τυποποιημένο

ποινικό φαινόμενο είναι αντίστροφος.

Στο κοινωνικό ποινικό φαινόμενο ξεκινάμε από το υλικό αγαθό, περνάμε στην προσβολή και

καταλήγουμε στην άρνηση της προσβολής (στην αντίδραση στην προσβολή). Στο τυποποιημένο όμως

ποινικό φαινόμενο, στο ποινικό δίκαιο, πρώτα ορίζεται η ποινή (η σύνθεση) και μάλιστα στην

αφηρημένη γενικότητα-καθολικότητά της, μετά προχωράμε στην τυποποίηση της προσβολής (στην

αντίθεση) και πάλι ως γενική έννοια και καταλήγουμε στην τυποποίηση των εννόμων αγαθών (στη

θέση) τα οποία επίσης περιγράφονται με γενικούς όρους.

Για παράδειγμα, στο άρθρο 299 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) ορίζεται ότι: «όποιος με

πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.» Σε αυτό τον κανόνα λογικά πρωταρχική

σημασία έχει το είδος της ποινής ανεξάρτητα αν αυτή ορίζεται στο τέλος της λεκτικής διατύπωσης. Ο

ποινικός νόμος δεν ορίζει ρητά τι να κάνουμε αλλά τι και πώς τιμωρείται από όσα κάνουμε. Έτσι, το

συγκεκριμένο άρθρο δεν ορίζει «να μην σκοτώνουμε» αλλά τι θα πάθουμε αν σκοτώσουμε.

Επιπλέον, στο τυποποιημένο ποινικό φαινόμενο, στους ποινικούς νόμους, το νομικό έγκλημα

ορίζεται με την απειλή της ποινής για ορισμένη συμπεριφορά. Αν δεν υπήρχε η ποινή (σαφώς

ορισμένη και συγκεκριμένη) η συμπεριφορά του άρθρου 299 παρ 1 του ΠΚ, δηλαδή η ανθρωποκτονία,

δεν θα ήταν νομικό έγκλημα. Στο ποινικό δίκαιο, το (νομικό έγκλημα) ορίζεται από το αντίθετό του,

δηλαδή την ποινή.

Σχέση μεταξύ κοινωνικού και τυποποιημένου ποινικού φαινομένου

Η σχέση μεταξύ των δύο εκφάνσεων του ποινικού φαινομένου βρίσκεται στη διατύπωση ότι η

τυποποίηση είναι η ρύθμιση του ποινικού φαινομένου με κανόνες δικαίου: τους ποινικούς κανόνες.

Βασική αρχή που διέπει τους ποινικούς κανόνες και ουσιαστικά συγκροτεί την έννοια του ποινικού

δικαίου είναι η παρακάτω:

1. Ούτε έγκλημα, ούτε ποινή χωρίς νόμο (nullum crimen nulla poena sine lege) ο οποίος

προσδιορίζει σαφώς και τα στοιχεία του νομικού εγκλήματος και επαπειλεί συγκεκριμένη

ποινή για το δράστη.

60

Page 61: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

2. Στο ελληνικό Ποινικό Δίκαιο η αρχή αυτή διατυπώνεται στο πρώτο άρθρο του Ποινικού

Κώδικα (ΠΚ) το οποίο ορίζει: «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες

για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν την τέλεσή τους.»

3. Η αρχή αυτή εξειδικεύεται περαιτέρω στις αρχές:

3.1. Ούτε έγκλημα ούτε ποινή χωρίς δικαστική διαδικασία και απόφαση δηλαδή χωρίς δίκη

η οποία συγκεκριμενοποιεί και εξειδικεύει τον ποινικό νόμο και

3.2. Καμία ποινή χωρίς δικαστική εκτέλεση και νόμιμη έκτιση η οποία υλοποιεί τον ποινικό

νόμο και τη δικαστική απόφαση.

Με άλλη διατύπωση, οι αρχές αυτές σημαίνουν ότι καμία ποινή δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο ο

οποίος μάλιστα προϋπάρχει της τέλεσης της πράξης και ο οποίος εφαρμόζεται όχι αυθαίρετα σε κάθε

περίπτωση αλλά με δικαστική απόφαση. Η δικαστική αυτή απόφαση με τη σειρά της υλοποιείται όχι

αυθαίρετα αλλά με αυστηρά από πριν καθορισμένες υλικές ενέργειες. Έτσι, ο χαρακτηριζόμενος ως

‘εγκληματίας’ για κάποια πράξη που προβλέπεται στο νόμο ως νομικό έγκλημα αποκτά αυτή την

ιδιότητα ύστερα από διαδικασία προκαθορισμένη με κανόνες δικαίου και υποβάλλεται στην έκτιση της

ποινής του χάνοντας ορισμένα υλικά αγαθά του, που από πριν καθορίζονται ρητά με κανόνες δικαίου.

Αυτή η απώλεια υλικών αγαθών δεν μπορεί να φτάσει σε καμία περίπτωση μέχρι του σημείου να θιγεί

η ανθρώπινη αξιοπρέπεια του καταδίκου, η σωματική ακεραιότητα και η υγεία του.

Είδη και διακρίσεις των κανόνων του ποινικού δικαίου

Οι αρχές που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ κοινωνικού ποινικού φαινομένου και

τυποποιημένου ποινικού φαινομένου συγκεκριμενοποιούνται ειδικότερα στη διάκριση των κανόνων

του ποινικού δικαίου. Με βάση αυτό τα είδη των κανόνων του ποινικού δικαίου είναι οι εξής:

1. Κυρωτικοί κανόνες: Είναι οι κανόνες που προσδιορίζουν τα στοιχεία του νομικού

εγκλήματος και επαπειλούν ποινές κατά του δράστη.

1.1. Αποτελούν το βασικό κορμό του δικαίου, του τυποποιημένου ποινικού κανόνα.

1.2. Περιλαμβάνονται στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα και σε ειδικούς ποινικούς

νόμους.

1.3. Από τον κυρωτικό κανόνα συνάγεται έμμεσα μια απαγόρευση ή μια επιταγή

(απαγορεύεται συγκεκριμένη πράξη ή επιβάλλεται συγκεκριμένη ενέργεια)

2. Ποινικοί δικονομικοί κανόνες: ρυθμίζουν τα της εξειδικεύσεως και συγκεκριμενοποιήσεως

των κυρωτικών κανόνων στις δικαστικές αποφάσεις (περιλαμβάνονται στον Κώδικα

Ποινικής Δικονομίας και αποτελούν το δικονομικό ποινικό δίκαιο) ή αλλιώς:

2.1. ρυθμίζουν τα της ποινικής δίκης.

2.2. Ποινική δίκη είναι η διαδικασία που ακολουθείται από τη στιγμή που θα κινηθεί η

ποινική δίωξη για συγκεκριμένο έγκλημα μέχρι την έκδοση της ποινικής δικαστικής

απόφασης με την οποία εξειδικεύεται και συγκεκριμενοποιείται σε ορισμένο πρόσωπο

61

Page 62: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

για το συγκεκριμένο έγκλημα η γενικά και αφηρημένα επαπειλούμενη στους κυρωτικούς

κανόνες ποινή.

2.3. Οι ποινικοί δικονομικοί κανόνες ορίζουν ακόμη: τα της συγκρότησης και

αρμοδιότητας των ποινικών δικαστηρίων, τα της δικαστικής συνδρομής και τα της

αποζημίωσης αδίκως καταδικασθέντων ή προφυλακισθέντων.

3. Δίκαιο εκτελέσεως των ποινών: κανόνες που ρυθμίζουν τα της φροντίδας και του τρόπου

γενικά εκτελέσεως των δικαστικών ποινικών αποφάσεων και περιλαμβάνονται στον

Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Χρονικά και τοπικά όρια εφαρμογής των κανόνων του ποινικού δικαίου

Χρονικά όρια: 1. Οι ποινικοί νόμοι ισχύουν με την έναρξη της εφαρμογής τους (δημοσίευση στην Εφημερίδα

της Κυβερνήσεως μέχρι την κατάργησή τους)

2. Καταργούνται είτε ρητά με νεώτερο νόμο είτε με την ψήφιση νεώτερου ισόβαρου νόμου ή με

ιεραρχικά ανώτερο κανόνα δικαίου

3. Βασική αρχή που διέπει τη χρονική ισχύ των κανόνων ποινικού δικαίου είναι

3.1. η αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής κανόνων δικαίου

3.1.1. Ωστόσο επιτρέπεται η αναδρομική ισχύς κανόνα ποινικού δικαίου που

συνεπάγεται ελάφρυνση της θέσης του κατηγορούμενου (άρθρο 2 ΠΚ)

Τοπικά όρια:

Το δίκαιο ως ρύθμιση που επιβάλλεται από την κυρίαρχη βούληση μέσα σε μια κοινωνία είναι

αναπόδραστα συνυφασμένο με την εξουσία που το επιβάλλει.

1. Τα όρια μέσα στο χώρο που διαγράφουν την έκταση της πολιτειακής εξουσίας διαγράφουν

αναγκαία και την έκταση εφαρμογής των κανόνων δικαίου που αυτή επιβάλλει.

1.1. Τα σύνορα λοιπόν κάθε κράτους είναι και τα σύνορα της κατά τόπο εφαρμογής των

κανόνων του δικαίου.

1.2. Εξαιρέσεις αναγνωρίζονται από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τις

πλασματικές προεκτάσεις του εδάφους του κράτους σε πρεσβείες του σε ξένες χώρες,

στα πλοία και τα αεροσκάφη του που κινούνται έξω από τα όρια της επικράτειας κλπ.

2. Τα τοπικά όρια εφαρμογής των ελληνικών ποινικών κανόνων ορίζονται από την απάντηση

στην ερώτηση: ποιες πράξεις ενδιαφέρουν από ποινική άποψη το ελληνικό κράτος ώστε να

εφαρμόζονται σε αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι;

3. Αυτή η ερώτηση εξειδικεύεται σε άλλες ερωτήσεις:

3.1. ποια είναι τα κριτήρια για το ποινικό ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας;

62

Page 63: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

3.2. πώς ρυθμίζεται η συνάντηση ή η σύγκρουση της ελληνικής με τις ξένες έννομες τάξεις

όταν τα ενδιαφέροντά τους συμπίπτουν;

4. Το ποινικό ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας συναρτάται με τις ακόλουθες

αρχές/κριτήρια:

4.1. Αρχή εδαφικότητας: το ελληνικό ποινικό δίκαιο ενδιαφέρεται για (και κατά συνέπεια

εφαρμόζεται σε) όλες τις πράξεις που τελούνται μέσα στην ελληνική επικράτεια είτε

από ημεδαπούς είτε από αλλοδαπούς είτε εναντίον ημεδαπών είτε εναντίον

αλλοδαπών

4.1.1 άρθρο 5 ΠΚ «1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις

που τελέστηκαν στο έδαφος της επικράτεια ακόμη και από αλλοδαπούς. 2.

Πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά θεωρούνται έδαφος της επικράτειας οπουδήποτε

και αν βρίσκονται, εκτός αν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπόκεινται σε

αλλοδαπό νόμο.»

4.2. Αρχή-κριτήριο της παθητικής υπηκοότητας ή της προστασίας ή του αντικειμενικού

ενδιαφέροντος: η ελληνική πολιτεία ενδιαφέρεται για τα έννομα αγαθά των ελλήνων

πολιτών (ενδιαφέρεται να προστατεύσει τα έννομα αγαθά των ελλήνων πολιτών)

οπουδήποτε και να βρίσκονται (υπάρχει ελληνικό ποινικό ενδιαφέρον για την

προσβολή ελληνικών εννόμων αγαθών στο εξωτερικό είτε από ημεδαπούς είτε από

αλλοδαπούς)

4.2.1. Άρθρο 7 ΠΚ «1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και κατά

αλλοδαπού για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή και που χαρακτηρίζεται

από αυτούς (τους ελληνικούς ποινικούς νόμους) ως κακούργημα ή ως

πλημμέλημα, αν η πράξη αυτή στρέφεται κατά Έλληνα πολίτη και αν είναι

αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε

σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα.»

4.3. Αρχή-κριτήριο της ενεργητικής υπηκοότητας ή της προσωπικότητας ή του υποκειμενικού

ενδιαφέροντος. Υπάρχει ποινικό ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας και για την

προσβολή αλλοδαπών εννόμων αγαθών όταν το υποκείμενο της προσβολής είναι

έλληνας υπήκοος.

4.3.1 Άρθρο 6 ΠΚ 1. «Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που

χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε

στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους

νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχτηκε σε πολιτειακά

ασύντακτη χώρα. 2. Η ποινική δίωξη ασκείται και εναντίον αλλοδαπού ο

οποίος κατά την τέλεση της πράξης ήταν ημεδαπός. Επίσης ασκείται και

εναντίον εκείνου που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια μετά την τέλεση της

πράξης.» 63

Page 64: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

4.4 Αρχή παγκόσμιας δικαιοσύνης: Το ελληνικό ποινικό δίκαιο έχει ενδιαφέρον για

συγκεκριμένα έννομα αγαθά ανεξάρτητα αν ανήκουν σε έλληνα πολίτη ή ξένο,

ανεξάρτητα αν προσβάλλονται από ημεδαπό ή αλλοδαπό

4.4.1 Άρθρο 8 Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους

ελληνικούς νόμους

«Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς,

ανεξάρτητα από τους νόμους της τέλεσης, για τις εξής πράξεις που τελέστηκαν

στην αλλοδαπή: α) εσχάτη προδοσία και προδοσία της χώρας που στρέφεται

κατά του ελληνικού κράτους β) εγκλήματα που αφορούν τη στρατιωτική

υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης γ) αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως

υπάλληλοι του ελληνικού κράτους δ) πράξη εναντίον Ελληνα υπαλλήλου κατά

την άσκηση της υπηρεσίας του ή σχετικά με την υπηρεσία του ε) ψευδορκία σε

διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές στ) πειρατεία ζ) εγκλήματα

σχετικά με το νόμισμα η) πράξη δουλεμπορίου ή σωματεμπορίας με σκοπό την

ακολασία θ) παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων ι) παράνομη

κυκλοφορία και εμπόριο άσεμνων δημοσιευμάτων ια) κάθε άλλο έγκλημα για

το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραμμένες και

επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των

ελληνικών ποινικών νόμων.»

5. Για να εφαρμοστούν οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι σε εγκλήματα ημεδαπών στο εξωτερικό

που στρέφονται κατά ελληνικών ή ξένων εννόμων αγαθών (αρχή υποκειμενικού

ενδιαφέροντος) και αλλοδαπών στο εξωτερικό που στρέφονται κατά ελληνικών μόνο

έννομων αγαθών (αρχή αντικειμενικού ενδιαφέροντος) θα πρέπει:

5.1. η πράξη να χαρακτηρίζεται από τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ως κακούργημα ή

πλημμέλημα.

5.2. η πράξη να είναι αξιόποινη και σύμφωνα με τους νόμους της χώρας που τελέστηκε

5.3. αν πρόκειται για πλημμέλημα κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους να υποβληθεί

έγκληση του φορέα του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε με την πράξη ή αίτηση της

κυβέρνησης της χώρας στην οποία τελέστηκε το πλημμέλημα.

Κοινωνικοί παράγοντες δημιουργίας και εφαρμογής του ποινικού δικαίου 6

Στην κοινωνιολογική προσέγγιση του ποινικού δικαίου αναγνωρίζεται ως βασική θέση ότι η

ποινική διαδικασία σε όλες τις φάσεις της βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση και επηρεάζεται από άνισα

64

6 Επιγραμματική παρουσίαση των θέσεων της Λαμπροπούλου (1999) στη βάση της σχετικής εξεταστέας ύλης.

Page 65: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

κατανεμημένες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και άλλες δυνάμεις, οργανωμένα συμφέροντα,

ιδεολογίες και επιλεκτικούς μηχανισμούς αξιολόγησης απαιτήσεων.

1. Το ποινικό δίκαιο ως μέσο κοινωνικού ελέγχου και οι πρωταγωνιστές της ποινικής νομοθέτησης.

Το ποινικό δίκαιο είναι θετικό δίκαιο. Δηλαδή, οι κανόνες του έχουν τεθεί στη βάση μιας

συγκεκριμένης και τυπικά καθορισμένης διαδικασίας κατόπιν αποφάσεων των αρμόδιων φορέων.

Σε κοινωνικό επίπεδο το ποινικό δίκαιο λειτουργεί, αποκτά ισχύ εξαιτίας της κοινωνικοποίησης

(μέσω της διαδικασίας κοινωνικοποίησης). Σε πολιτικό επίπεδο απαιτούνται οι κυρώσεις και η

τυπική διαδικασία.

2. Συγκρούσεις συμφερόντων

Τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται/αντιπροσωπεύονται στον ποινικό νόμο είναι ποικίλα:

οικονομικά, ιδεολογικά, επαγγελματικά. Τα όρια μεταξύ σύγκρουσης και συναίνεσης είναι ρευστά

στο βαθμό που η θεσμοθέτηση των ποινικών νόμων αποτελεί διαδικασία συναίνεσης των

συγκρουόμενων συμφερόντων. Ουσιαστικά δηλαδή, η κυβέρνηση, η κρατική εξουσία,

παρεμβαίνει με τις ρυθμίσεις της και προσπαθεί να συμβιβάσει τις συγκρούσεις σε ρυθμίσεις που

είτε είναι είτε μοιάζουν να είναι γενικής παραδοχής.

3. Η δημιουργία των ποινικών νόμων ως κοινωνική κατασκευή της εγκληματικότητας.

Οι πράξεις που τιμωρούνται συνδέονται με συλλογικά συστήματα ερμηνείας του κόσμου και των

κοινωνικών καταστάσεων, δηλαδή με γενικότερες αντιλήψεις περί ηθικής, δικαιοσύνης, τάξης, με

κριτήρια απόκλισης από το φυσιολογικό και με θεωρίες για τον κοινωνικό έλεγχο και την

εγκληματικότητα. Τέτοιες συλλογικές ερμηνείες δεν έχουν μόνο οι δημιουργοί ή οι εφαρμοστές

αλλά και οι παραβάτες του νόμου.

4. Το οργανωτικό πλαίσιο της ποινικής νομοθεσίας

4.1. Προνομιακό πεδίο νομικών που κατέχουν ειδικές γνώσεις

4.2. Καθημερινές θεωρίες (απλουστευτικές θεωρίες, θέσεις περί ηθικής, δικαιοσύνης και τάξης,

κριτήρια απόκλισης από το φυσιολογικό με τα οποία οι νομοθέτες αξιολογούν τις κοινωνικές

εξελίξεις και αποφασίζουν για το αν υπάρχει ανάγκη ρύθμισης και ποιο είναι το περιεχόμενό

της).

4.3. Επιρροή γραφειοκρατίας. Η προπαρασκευή των νόμων γίνεται από το εκάστοτε αρμόδιο

Υπουργείο. Σε αυτό το πλαίσιο, νόμοι με χαμηλό πολιτικό προφίλ καθυστερούν ενώ αντίθετα,

νόμοι πολιτικού ενδιαφέροντος επισπεύδονται.

4.4. Εμπειρογνώμονες. Προέρχονται συνήθως από τον πολιτικό χώρο της κυβέρνησης ενώ συχνά

οι ειδικοί επιλέγονται έτσι ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι νομοθετικές πρωτοβουλίες

της κυβέρνησης (επιλεκτική χρήση εμπειρογνωμόνων αλλά και πληροφοριών). Π.χ. τα

θέματα αντεγκληματικής πολιτικής μετατρέπονται σε θέματα ισχύος και η επίλυση τους

εξαρτάται από το συσχετικό των πολιτικών δυνάμεων.

5. Συμφέροντα που επιδρούν στη δημιουργία ποινικών νόμων 65

Page 66: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

5.1. Εσωτερικοί ενδιαφερόμενοι. Πρόσωπα που ανήκουν στο νομοθετικό-διοικητικό σύστημα

λήψης αποφάσεων (εκπρόσωποι κυβέρνησης, κομμάτων, γραφειοκρατίας, υπουργείων)

5.2. Εξωτερικοί ενδιαφερόμενοι. Εκπρόσωποι του συστήματος απονομής δικαιοσύνης

(δικαστήρια, αστυνομία, φυλακτικό προσωπικό), επιστήμονες, οργανώσεις ενδιαφερομένων,

άμεσα ενδιαφερόμενοι, ΜΜΕ, κοινή γνώμη.

5.3. Είδη συμφερόντων:

• Ιδεολογικά (επιβεβαιωμένη επιρροή όπως για παράδειγμα φαίνεται στις ρυθμίσεις για

σεξουαλικά εγκλήματα)

• Οικονομικά

• Διατήρηση πολιτικής ισχύος και δομών εξουσίας. Η άσκηση φυσικής βίας

αντικαταστάθηκε από τη χρήση κυρωτικού επιτελείου και οι ποινικοί νόμοι θεωρήθηκαν το

κατάλληλο μέσο για τη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας. Η αξίωση για υποταγή

μετατράπηκε σταδιακά σε θέληση για υπακοή από τους εξουσιαζόμενους. Αυτή η θέληση

για υπακοή συνέβαλε στην αντιμετώπιση της ισχύος ως νόμιμης και στη δημιουργία

σχέσεων εξουσίας οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για τη δημιουργία ποινικών νόμων. Η

ποινική νομοθεσία συμβάλλει στη δημιουργία ενός ‘κανονιστικού’ κλίματος το οποίο

εξυπηρετεί τη διατήρηση των σχέσεων εξουσίας).

5.4. Ομάδες συμφερόντων:

• Πολίτες και ‘εργολάβοι’ ή ‘σταυροφόροι’ της ηθικής (Χρήση των νόμων από τα μεσαία

στρώματα για να επιβάλλουν το δικό τους τρόπο ζωής και να πλησιάσουν λίγο προς τον

τρόπο ζωής των ανωτέρων τάξεων και να περιθωριοποιήσουν συμπεριφορές κοινωνικών

ομάδων που θεωρούν ότι απειλούν τη θέση τους. Στο ποινικό δίκαιο εκφράζονται κυρίως

συμφέροντα ομάδων που είτε ανήκουν στα μικροαστικά στρώματα είτε μπορούν να

κινητοποιήσουν αυτά τα στρώματα προς ίδιον όφελος.)

• Άμεσα ενδιαφερόμενοι και υπερασπιστές των αδυνάτων

• Φορείς επίσημου κοινωνικού ελέγχου

66

Page 67: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ7

Στην ελληνική γλώσσα Cerroni, U. 1983. Ο Μαρξ και το Σύγχρονο Δίκαιο. Θες/νίκη: Παρατηρητής. Δουζίνας, Κ. και Warrington, R.1996. Ο Λόγος του Νόμου. Ερμηνεία, Αισθητική και Ηθική στο Δίκαιο.

Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Κάλφας, Β. 1983. Επιστημονική Πρόοδος και Ορθολογικότητα. Προς μια Ρεαλιστική ανασυγκρότηση της

Σύγχρονης Επιστημολογίας. Θες/νίκη: Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα. Μάνεσης, Α. 1982. Συνταγματικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας. Μάνεσης, Α. 1986. «Οι κύριες συνιστώσες του συστήματος θεμελιωδών

δικαιωμάτων του Συντάγματος του 1975». Στο Οι συνταγματικές ελευθερίες στην πράξη. Ενωση Ελλήνων Συνταγματολόγων Α Συνέδριο. Αθήνα: 13-15 Οκτωβρίου 1983. Αθήνα-Κομοτηνη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Μανιτάκης, Α. 1984. «Το Σύνταγμα του 1975 δέκα χρόνια μετά.» Στο Αναστασιάδης, Γ., Βενιζέλος, Β., Τσούρκας, Δ. Το Σύνταγμα της Ελλάδος. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Β. Γιαννόπουλος.

Miaille, M. 1983. Το Κράτος του Δικαίου. Εισαγωγή στην Κριτική του Συνταγματικού Δικαίου. Θες/νίκη: Παρατηρητής.

Miaille, M. 1988. Κριτική Εισαγωγή στο Δίκαιο. Θες/νίκη: Παρατηρητής. Παπαχρίστου, Θ., Βιδάλης, Τ. 2007. Σύντομος οδηγός στο δίκαιο για μη νομικούς. Αθήνα:χ.ε. Ρήγος, Γ. 1986. «Η συνταγματική προστασία της προσωπικής ελευθερίας.» Στο Οι

συνταγματικές ελευθερίες στην πράξη. Ενωση Ελλήνων Συνταγματολόγων Α Συνέδριο. Αθήνα: 13-15 Οκτωβρίου 1983. Αθήνα-Κομοτηνη: Εκδόσεις Σάκκουλα

Σούρλας, Π. 2003/2004. «Θεωρητική θεμελίωση» Στο Σούρλας, Π. και Βασιλόγιαννης Φ. Δίκαιο, ηθική, βιοηθική Παραδόσεις στο μεταπτυχιακό σεμινάριο Δίκαιο, Ηθική, Βιοηθική του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών ΒΙΟΗΘΙΚΗ, Πανεπιστήμιο Κρήτης, ακαδημαϊκό έτος 2003/2004.

Φίλιας, Β. 1988. Κοινωνικά Συστήματα στον 20ο αιώνα. Τόμος α.. Αθήνα: Εκδόσεις Guternberg. Weber, M. 1997. Βασικές Εννοιες Κοινωνιολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Κένταυρος. Στην αγγλική γλώσσα Abadinsky, H. 1988. Law and Justice. Chicago: Nelson-Hall Inc. Bartlett, K T. 1990. “Feminist Legal Methods.” Harvard Law Review 103:829-888. Bartlett, K. T. and Kennedy, R. eds. 1991. Feminist Legal Theory:Readings in Law and Gender.

Colorado: Westview Press. Berman, H. J. 1958. The Nature and Functions of Law. Brooklyn, New Yokr: Foundation Press. Black, D. 1989. Sociological Justice. New York: Oxford University Press. Cain, M. 1986. “Realism, Feminism, Methodology, and Law” International Journal of the Sociology of

Law 14:255267. Cain, P. A. 1989. “Feminist Jurisprudence: Grounding the Theories” Berkeley Women’sLaw Journal,

4(2): 191-214 Cardarelli, A. P. & Hicks, S. C. 1993. “Radicalism in Law and Criminology: A Retrospective View of

Critical Legal Studies and Radical Criminology.” The Journal of Criminal Law and Criminology 84:502-553.

Chafetz, J. S. 1988. Feminist Sociology: An Overview of Contemporary Theories. Ithaca, Illinois:Peacock.

Chambliss, W. J. 1964. “A Sociological Analysis of the Law of Vagrancy.” Social Problems 12:67-77.

67

7 Οι σημειώσεις στηρίχτηκαν στα κείμενα που παραπέμπονται εδώ

Page 68: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Coleman, J. W. 1985. “Law and Power: The Sherman Antitrust Act and its Enforcement in the Petroleum Industry.” Social Problems 32:264-274.

Dalton, C. 1988. “Where we Stand: Observations on the Situation of Feminist Legal Thought.” Berkeley Women’s Law Journal 3:1-13.

Delgado, R. 1993. “An Inward Turn in Outside Jurisprudence.” William and Mary Law Review 34:741-768.

Douglas, W. O. 1977. “Stare Decisis.” In Essays on Jurisprudence from the Columbia Law Review edited by Columbia Law Review. Westport, Connecticut: Greenwood Press.

Eisenstein, Z. R. 1979. Capitalism, Patriarchy and the Case for Socialist Feminism. New York, New York: Monthly Review Press.

Eisenstein, Z. R. 1988. The Female Body and the Law University of California Press. Eskridge, W. N. Jr. 1994. “Public Law from the Bottom Up.” West Virginia Law Review 97:141-180. Funokoshi, M.2009. “Taking Duncan Kennedy seriously: ironical liberal legalism”. Widener Law

Review 15:231-284 Gabel, P. 1982. “Reification in Legal Reasoning.” In Marxism and Law edited by Piers Beirne and

Richard Quinney. New York, New York: John Wiley & Sons Inc. Gabel, P., Kennedy, D. 1984. “Roll over Beethoven.” Stanford Law Review 36(1):1-55 Gabel, P. and Harris, P. 1989. “Building Power and Breaking Images: Critical Legal Theory and the

Practice of Law.” In Critical Legal Studies edited by Allan C. Hutchinson, Totowa, New Jersey: Rowman & Littlefield Publishers Inc.

Gordon, R. 1984. “Critical Legal Studies.” Stanford Law Review 36:57-125. Gilligan, C. 1982. In a Different Voice: Psychological Theory and Women’s Development.

Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. Hawkesworth, M. E. 1989. “Knowers, Knowing, Known: Feminist Theory and Claims of Truth.” Signs

14(3):533-557. Hutchinson, A. C. and Monahan, P. J. 1984. “Law, Politics, and the Critical Legal Scholars” Stanford

law Review 36:199-245. Kairys, D. 1990. The Politics of law: A Progressive Critique. New York, New York: Pantheon Books. Kelman, M. G. 1984. A Guide to Critical legal Studies Cambridge, Massachusetts: Harvard University

Press. Kennedy, D. 1979. “The structure of Blackstone’s Commentaries”. Buffalo Law Review 28:205-382 Kidder, R. L. 1983. Connecting Law and Society: An Introduction to Research and Theory Englewood

Cliffs, New Jersey: Prentice-Hall Inc. Levi, E. H. 1955. An Introduction to Legal Reasoning. Chicago, Illinois: University of Chicago Press. MacKinnon, C. A. 1982. “Feminism, Marxism, Method, and the State: An Agenda for Theory.” Signs

7:515-544. MacKinnon, C. A. 1983. “Feminism. Marxism, Method and the State: Toward Feminist Jurisprudence.”

Signs 8:635-658. Matsuda, M. 1986. “Liberal Jurisprudence and Abstracted Visions of Human Nature: A Feminist

Critique of Rawl’s Theory of Justice.” New Mexico Law Review 16:613-630. Matsuda, M. 1987. “Looking to the Bottom: Critical Legal Studies and Reparations.” Harvard Civil

Rights-Civil Liberties law Review 22:323-399. Naffine, N. 1990. Law and the Sexes: Explorations in Feminist Jurisprudence. Sydney, Australia: Allen

and Unwin. Parcons, T. 1951. The Social System New York, New York: The Free Press. Parsons, T. 1966. Societies: Evolutionary and Comparative Perspectives Englewood Cliffs, New

Jersey: Prentice Hall. Schur, E. M. 1968. Law and Society: A Sociological View. New York, New York: Random House. Smart, C. 1989. Feminism and the Power of Law. London: Routledge. Smart, C. 1995. Law, Crime and Sexuality:Essays in Feminism. London, Sage Publications. Stacey, Judith and Barrie Thorne. 1985. “The Missing Feminist Revolution in Sociology.” Social Problems 32:301-446. Sumner, C. 1982. “The Ideological Nature of Law.” In Marxism and Law edited by Piers Beirne and Richard Quinney. New York, New York: John Wiley & Sons Inc. Sutherland, E.H and Cressey, D. R. 1974. “Characteristics of Criminal Law” In Criminology 9th edition

68

Page 69: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ‘Ε09Κ/Petoussi Simeioseis... · Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

69

New York:Lippincott. Reprinted in Scarpitti, F. R. and Nielsen, A. L. (eds) Crime and Criminals: Contemporary and classic readings in criminology pp 11-17

Timasheff, N. S. 1974. An Introduction to the Sociology of Law. Westport, Connecticut: Greenwood Press. Turk, A. T. 1976. “Law as a Weapon in Social Conflict.” Social Problems 23:276-291. Tushnet, M. V. 1976. “Critical Legal Studies: An Introduction to its Origins and Underpinnings.” Journal of Legal Education 36:505-517. Tushnet, M. V. 1991. “Critical Legal Studies: A Political History.” Yale Law Journal 100:1515- 1544. Unger, R. M. 1976. Law in Modern Society: Toward a Criticism of Social Theory. New York, New York: The Free Press. Unger, R. M. 1989. “The Critical Legal Studies Movement.” In Critical Legal Studies edited by Allan C. Hutchinson. Totowa, New Jersey: Rowman & Littlefield Publishers Inc. Vago, S. 1994. Law and Society 4th edition Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice Hall.