ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η...

128
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΒΥΡΩΝ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ Βόλος, Απρίλιος 2009 Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Transcript of ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η...

Page 1: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΒΥΡΩΝ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ

Βόλος, Απρίλιος 2009

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 2: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 3: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................3

I.1 Το αντικείμενο της Δημογραφίας...............................................................................................3

Ι.2 Η εμφάνιση και η άνδρωση της δημογραφίας –ιστορική αναδρομή ......................................7

Ι.3 Η εμφάνιση της δημογραφίας στην Ελλάδα: Το χθες και το σήμερα...................................10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ.................................................14

ΙΙ.1 Οι μέθοδοι συλλογής δεδομένων στη δημογραφία ...............................................................14

ΙΙ.2 Οι κυριότερες πηγές πληροφοριών στη δημογραφία ...........................................................15

ΙΙ.3 Άλλες πηγές στοιχείων: Μητρώα, Δημοτολόγια, Εκλογικοί Κατάλογοι, κ.τ.λ. .................16

ΙΙ.4 Οι δειγματοληπτικές έρευνες ..................................................................................................16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΤΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ .................................................18

ΙΙΙ.1 Η αναφορά στο χρόνο .............................................................................................................18

ΙΙΙ.2 Το διάγραμμα του Lexis.........................................................................................................19 ΙΙΙ.2.1 Οι ροές των πληθυσμών στο διάγραμμα του Lexis ......................................................................... 22 ΙΙΙ.2.2 Το διάγραμμα του Lexis και τα δεδομένα φυσικής κίνησης του πληθυσμού .................................. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ......................................................33

ΙV.1 Τα χαρακτηριστικά της δημογραφικής ανάλυσης ..............................................................33

ΙV.2 Η δημογραφική μετάβαση .....................................................................................................35 ΙV.2.1 Οι φάσεις της δημογραφικής μετάβασης ......................................................................................... 35

IV.3 Η πληθυσμιακή ανάλυση .......................................................................................................36 IV.3.1 Η μέτρηση των ρυθμών μεταβολής ενός πληθυσμού: ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής ............ 36 IV.3.2 Οι ηλικιακές πυραμίδες ................................................................................................................... 39 IV.3.3 Οι δείκτες δομής του πληθυσμού..................................................................................................... 47 IV.3.4 Φυσικό ισοζύγιο, μεταναστευτικό ισοζύγιο και φαινόμενη μετανάστευση (απόλυτες και σχετικές

τιμές)............................................................................................................................................................ 48

IV.4 H μελέτη των δημογραφικών φαινομένων ...........................................................................49 IV.4.1 Η ανάλυση της θνησιμότητας .......................................................................................................... 49

IV.4.1.1 Αδρός δείκτης (ποσοστό) θνησιμότητας..................................................................................... 49 IV.4.1.2 Αδροί δείκτες και προτυποποίηση (standardisation) ................................................................. 49 IV.4.1.3 Πίνακες επιβίωσης ή πίνακες θνησιμότητας.............................................................................. 52 IV.4.1.3.1 Κατασκευή ενός αναλυτικού πίνακα επιβίωσης (συγχρονική ανάλυση) .................................. 53

IV.4.2 H γονιμότητα ................................................................................................................................... 60 IV.4.2.1 Δείκτες ...................................................................................................................................... 60 IV.4.2.2 Συγχρονική και διαγενεακή ανάλυση της γονιμότητας ................................................................ 67 IV.4.2.3 Οι οικονομικές προσεγγίσεις της γονιμότητας – κύρια θεωρητικά ρεύματα ............................... 70

IV.4.3 Η γαμηλιότητα ................................................................................................................................. 73

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 4: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

2

IV.4.4 Κινητικότητα στο χώρο (μετανάστευση)......................................................................................... 78

IV.5 Υποδείγματα πληθυσμού: στάσιμος και σταθερός πληθυσμός ..........................................83 IV.5.1 Στάσιμος πληθυσμός........................................................................................................................ 83 IV.5.2 Σταθερός πληθυσμός ....................................................................................................................... 86

IV.6 Γεωγραφικός χώρος και κατανομή του πληθυσμού ............................................................88

IV.7 Οι προβολές του πληθυσμού ..................................................................................................91 IV.7.1 Η χρήση της εκθετικής καμπύλης.................................................................................................... 91 IV.7.2 Η χρήση της μεθόδου των πληθυσμιακών συνιστωσών .................................................................. 91 IV.7.3 Η χρήση της μεθόδου των συνισταμένων κοορτών......................................................................... 92

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ .........................95

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ..................................................................................................................106

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΟ- ΑΓΓΛΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ..............108

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΔΕΛΤΙΑ ΑΠΟΓΡΑΦΩΝ 1951/2001.............................................................115

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ ΔΕΛΤΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ.................................117

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ...............119

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΕΣ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ...................................................................122

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ........................................................................................................................123

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 5: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

3

ΚΚΕΕΦΦΑΑΛΛΑΑΙΙΟΟ ΙΙ ΕΕΙΙΣΣΑΑΓΓΩΩΓΓΗΗ I.1 Το αντικείμενο της Δημογραφίας Η δημογραφία, η επιστήμη του “πληθυσμού”, συγκεκριμενοποίησε τις μεθόδους της και ανέπτυξε τα

πεδία αναφοράς της στη διάρκεια των τελευταίων μεταπολεμικών δεκαετιών, ελκύοντας ταυτόχρονα

έναν αυξανόμενο αριθμό ερευνητών οι οποίοι της αφιερώνουν αποκλειστικά ή μερικά το χρόνο τους.

Εχει πλεον οριστικά αποκτήσει την αυτονομία της, η οποία κατοχυρώθηκε με την εισαγωγή της στα

πανεπιστημιακά ιδρύματα, τη δημιουργία ερευνητικών κέντρων και την έκδοση πληθώρας

επιστημονικών περιοδικών σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας, ενώ,

ταυτόχρονα, τόσο οι μέθοδοί της όσο και τα αποτελέσματα αυτών χρησιμοποιούνται ευρύτατα από

συγγενείς επιστήμες αντικατοπτρίζοντας έτσι τη θέση που έχει πλέον κατακτήσει στον κόσμο του

σήμερα. Η ανάπτυξή της αυτή στηρίχθηκε τόσο στα κεκτημένα των θετικών (ιδιαίτερα της επιστήμης

των υπολογιστών) όσο και των ανθρωπιστικών επιστημών, με τις οποίες είναι αμφίδρομα

συνδεδεμένη. Έτσι, οι ίδιες αυτές συνθήκες οι οποίες, μέχρι πρό τινος, δεν επέτρεπαν την άνδρωση και

αυτονόμησή της, σήμερα, συμβάλλουν στη γρήγορη ανάπτυξή της.

Η καταγραφή, σε μια πρώτη φάση, των “δημογραφικών” γεγονότων (θανάτων, γεννήσεων, γάμων,

διαζυγίων κ.τ.λ.) και η καθιέρωση της διεξαγωγής τακτικών απογραφών του πληθυσμού, η γρήγορη

ανάπτυξη, στη συνέχεια, των μαθηματικών και της θεωρίας των πιθανοτήτων ήταν οι αναγκαίες

προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της δημογραφίας, προσφέροντάς της ένα υλικό αρκετά συγκεκριμένο

και ασφαλές για τις παρατηρήσεις της. Εξάλλου, η πραγματικότητα, η αναπαραγωγή του φυσικού

υπόβαθρου της ζωής, θέτουν “επί τάπητος” μια σειρά προβλήματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να

εξετασθούν χωρίς τη συμβολή της δημογραφίας. Η πτώση της θνησιμότητας και η αλματώδης αύξηση

του πληθυσμού, στην αρχή, ο ηθελημένος περιορισμός των γεννήσεων (με μια χρονική υστέρηση

λιγότερο ή περισσότερο σημαντική ανάλογα με τις χώρες αναφοράς) με τη βοήθεια της αλματώδους

διάδοσης αποτελεσματικών αντισυλληπτικών μεθόδων και η δημογραφική γήρανση στη συνέχεια

εισήγαγαν την ανθρωπότητα σε μια νέα φάση της ιστορίας της, κατά την οποία αναδεικνύεται -κατά

κάποιο τρόπο- απόλυτος κυρίαρχος του μέλλοντός της. Από μια φάση στασιμότητας ή περιορισμένης

αριθμητικά ανάπτυξης για ένα μακρύ διάστημα, από μια υπερχιλιόχρονη ισορροπία ο πλανήτης μας

πέρασε σε μια μεταβατική περίοδο, φορτωμένη με αβεβαιότητα και πληθώρα ερωτημάτων όπου

προέχει η αναζήτηση -όχι και τόσο απλή- μιας νέας δημογραφικής ισορροπίας φορτισμένης με

αντιφάσεις και συγκρούσεις.

Ωστόσο, πριν ακόμη ορισθεί και οριοθετηθεί η δημογραφία σαν επιστήμη στα τέλη του 19ου αιώνα (και

ως τέτοια να αναπτύξει τις μεθόδους της και στη συνέχεια τις θεωρίες της), στην υπερτριχιλιόχρονη

γραπτή ιστορία μας, ερωτήματα και ιδέες γύρω από τα πληθυσμιακά προβλήματα απασχόλησαν όλους

τους γνωστούς στοχαστές και φιλοσόφους της ανθρωπότητας1. Έτσι, ανατρέχοντας στην αρχαία

Ελλάδα, μπορούμε να αναφερθούμε στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, οι οποίοι είχαν σαν έμμονη

ιδέα και δημογραφικό ιδανικό το στάσιμο πληθυσμό, βασισμένοι σε λόγους διόλου μεταφυσικούς ή

θρησκευτικούς, αλλά κοινωνικούς και πολιτικούς, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί το μέτρο, η “χρυσή Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 6: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

4

τομή” και η αρμονία,2 καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος, ζώντας σε μια διαφορετική εποχή,

θα επιχειρήσει να ανατρέψει τις Σωκρατικές θεωρίες περί πληθυσμού3. Ανατρέχοντας στο Μεσαίωνα,

σε μια εποχή που δυναστεύεται από τη χριστιανική σκέψη και όπου κυριαρχεί η θεολογική και ηθική

θεώρηση των πραγμάτων βλέπουμε μια ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση των ίδιων προβλημάτων4.

Στην Αναγέννηση και στους δύο αιώνες που θα ακολουθήσουν, θα εμφανισθούν σαφώς

διαμορφωμένα ρεύματα, όπως:

(α) οι θεωρίες μερκαντιλιστικής έμπνευσης, κυρίως στην Ιταλία και Γαλλία, οι οποίες, στα

πλαίσια μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας, υποστηρίζουν την ταχεία πληθυσμιακή αύξηση ως

απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της παραγωγής προς όφελος των εμπόρων· μια

αύξηση που θεωρείται ότι οδηγεί και στην αύξηση της δύναμης της κεντρικής εξουσίας καθώς

δίνει συγκριτικά πλεονεκτήματα στους αντιπαρατιθέμενους κατά τους πολέμους ηγεμόνες της

εποχής εκείνης, όπου το πλήθος των στρατιωτών παίζει καίριο ρόλο. Οι θεωρίες αυτές, εν

συνεχεία, θα αποτελέσουν τη βάση για την ανάδυση των ποπουλασιονιστικών θέσεων του

ΧVIII αιώνα (θεωριών που αναπτύχθηκαν κυρίως στη Γαλλία με κύριους εκφραστές τους

Montesquieu, Cantillon, Mirabeu, Quesnay και Rousseau) και οι οποίες, όπως και οι

μερκαντιλιστικές, αποτελούν μια έκφραση του αναδυόμενου εθνικισμού στην Ευρώπη, ο

οποίος, την περίοδο αυτή, εκφράζεται με πολέμους, εμπορικούς και μη.

Την ίδια περίοδο, τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής και του πληθυσμού

προσεγγίζονται από κάθε κράτος σε στενά εθνικά πλαίσια. Το άτομο είναι ένα “μέσο” στην

υπηρεσία του Κράτους και η γρήγορη αναπαραγωγή του πληθυσμού μια έκφραση του εθνικού

πλούτου. Υπό το πρίσμα αυτό, επομένως, ο πλούτος εξαρτάται από τον πληθυσμό και η

επιστημονική εξέταση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο μεταβλητές δεν προβληματίζει τους

πολιτικούς, καθώς το κύριο μέλημά τους είναι η αύξηση του πληθυσμού που οδηγεί στην

αύξηση της δύναμης των κρατών και των φορολογικών τους εσόδων.

(β) Το αγγλικό προμαλθουσιανό ρεύμα, που παρουσιάζεται σχεδόν την ίδια περίοδο με το

προηγούμενο, πρεσβεύοντας διαμετρικά αντίθετες θέσεις (T. More, T. Hobbes, A. Smith, J.

Swift), για να φτάσουμε στον ΧΙΧ αιώνα, που σημαδεύεται από τις μαλθουσιανές θεωρίες, τη

νεοφιλελεύθερη Σχολή με τα δύο της ρεύματα, το προμαλθουσιανό και το αντιμαλθουσιανό

και, τέλος, τα πρώιμα σοσιαλιστικά ρεύματα (Proudhon, Fourier, Fichte) ακολοθούμενα από το

μαρξισμό (Marx, Engels, Lenin).

Έτσι, έχουν περάσει 150 σχεδόν χρόνια έντονων συζητήσεων και συγκρούσεων πάνω σε θέματα που

αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στον πληθυσμό κυρίως από τους εμπνευστές και θεμελιωτές των

οικονομικών ρευμάτων του 19ου αιώνα, συζητήσεις και προβληματισμοί που συμπορεύτηκαν

παράλληλα με την ανάπτυξη της στατιστικής, της θεωρίας των πιθανοτήτων και των συστημάτων

καταγραφής των γεγονότων εκείνων που συνθέτουν τη φυσική κίνηση του πληθυσμού. Όμως, πριν

αναφερθούμε στο πεδίο δράσης της δημογραφίας, ας προσπαθήσουμε να την ορίσουμε ως επιστήμη:

από τους πρώτους, το 1895, ο Βέλγος A. Guillard5 προσπάθησε να ορίσει τη Δημογραφία σαν τη

φυσική και κοινωνική ιστορία των ανθρώπων ή αλλιώς τη μαθηματική γνώση των πληθυσμών, των Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 7: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

5

γενικών αλλαγών τους και των φυσικών, πολιτικών, πνευματικών και ηθικών συνθηκών που τις

παράγουν, δίνοντας έναν ορισμό, φυσικά, ασαφή και επιστημονικά ανεπαρκή για σήμερα.

Μισό αιώνα αργότερα, τα Ηνωμένα Έθνη6, στο δημογραφικό πολύγλωσσο λεξικό που εκδίδουν,

συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τη δημογραφία σαν “την επιστήμη εκείνη που έχει σαν πεδίο αναφοράς

τη μελέτη των ανθρώπινων πληθυσμιακών συνόλων”, η οποία αναφέρεται στο μέγεθός τους, τη δομή,

την εξέλιξη και τα γενικά χαρακτηριστικά τους από μια περιγραφική ποσοτική σκοπιά. Ο ορισμός αυτός

περιορίζει προφανώς τη δημογραφία σε μια περιγραφική ποσοτική, στατική και δυναμική καταγραφή

των πληθυσμιακών συνόλων, αφού αναφέρεται τόσο στην εικόνα που αυτοί παρουσιάζουν σε μια

δεδομένη χρονική στιγμή όσο και στην εξέλιξή τους (βλ. μεταλλαγή, ανανέωση, αναπροσαρμογή).

Τέλος, ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η Διεθνής Ένωση για την επιστημονική μελέτη του

πληθυσμού7 πάλι ορίζει τη Δημογραφία σαν την επιστήμη που έχει στόχο τη μελέτη των

πληθυσμιακών συνόλων, του μεγέθους τους και της δομής τους, της εξέλιξής τους και των γενικών

χαρακτηριστικών τους, κυρίως από ποσοτική σκοπιά.

Ομως, η σαφής αυτή, επικράτηση του “ποσοτικού” στοιχείου στη δημογραφία, συχνά οδήγησε στην

αντιμετώπισή της όχι σαν μια αυτοτελή επιστήμη, αλλά σαν σύνολο τεχνικών ανάλυσης στην υπηρεσία

των ανθρωπιστικών επιστημών όπου και αξιωματικά ανήκει. Ταυτόχρονα, ακόμη και ο ορισμός της

Διεθνούς Ένωσης για την επιστημονική μελέτη του πληθυσμού ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου,

προσδιορίζοντας ένα πεδίο αναφοράς τα όρια του οποίου παραμένουν ασαφή και απροσδιόριστα. Για

παράδειγμα, η έννοια “δομή” εμπερικλείει όχι μόνον την ηλικία, το φύλο, την οικογενειακή κατάσταση

αλλά και την εθνικότητα, τη θρησκεία, τη γλώσσα, το επάγγελμα, το χρώμα κ.τ.λ. και τα “γενικά

χαρακτηριστικά του πληθυσμού”, ανάλογα με το σύστημα αναφοράς που υιοθετούμε, συσχετίζονται

εξίσου με την γενετική, τη βιομετρία, την ψυχομετρία κ.ο.κ.

Συνεπώς, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι, στον ορισμό της Διεθνούς Ένωσης, όλα τα χαρακτηριστικά

που αναφέρονται αφορούν άτομα που συνθέτουν ένα πληθυσμιακό σύνολο και μπορούν συνήθως να

παρουσιαστούν με τη μορφή στατιστικών σειρών, διαπιστώνουμε μια αδυναμία ανάδειξης ενός κοινού

παρονομαστή αναφοράς. Γίνεται, λοιπόν, ευνόητο ότι, ορίζοντας ως πεδίο μελέτης της δημογραφίας

οτιδήποτε αναφέρεται στα μετρήσιμα χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού ή και σε αυτά τα

χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την εφαρμογή των τεχνικών της δημογραφικής ανάλυσης, υιοθετούμε

μια ασαφή επιστημονικά οριοθέτηση του γνωστικού πεδίου της δημογραφίας.

Εντοπίζοντας αυτές τις αδυναμίες, διάφοροι δημογράφοι προσπάθησαν να άρουν τις προαναφερθείσες

ασάφειες είτε παραπλέοντας τον σκόπελο, είτε αντιμετωπίζοντάς τον μετωπιαία. Ο R. Pressat , π.χ.

στο Δημογραφικό Λεξικό του8, ορίζει τη Δημογραφία ως εξής: “Η δημογραφία ασχολείται με τη μελέτη

των πληθυσμών σε σχέση με την ανανέωσής τους δια των γεννήσεων, θανάτων και μεταναστευτικών

μετακινήσεων. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη αυτή αφορά (α) τη θέση των πληθυσμιακών συνόλων,

δηλ. το δυναμικό μεγέθός τους και τη σύνθεσή τους με βάση διάφορα κριτήρια (φύλο, ηλικία κ.τ.λ),

(β) τα διάφορα “φαινόμενα” που επιδρούν άμεσα στη σύνθεση και εξέλιξη των πληθυσμιακών

συνόλων (γεννητικότητα, θνησιμότητα, γαμηλιότητα, μετανάστευση κ.τ.λ) και τέλος (γ) τις

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 8: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

6

αμφίδρομες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις προηγούμενες πληθυσμιακές δομές και την εξέλιξή

τους αφ’ ενός και τα δημογραφικά φαινόμενα που αποτελούν το υπόβαθρό τους αφετέρου.

Τοιουτοτρόπως, μια τέτοιου τύπου μελέτη ολοκληρώνεται βασικά σε τρεις φάσεις: η πρώτη είναι αυτή

της συλλογής των απαραίτητων στοιχείων, η δεύτερη της ποσοτικής τους ανάλυσης (δημογραφική

ανάλυση) και, τέλος, αυτή της αναζήτησης των σχέσεων αιτίου - αιτιατού, όπου τα αποτελέσματα της

δημογραφικής ανάλυσης συνδιάζονται με τα κεκτημένα συναφών επιστημονικών πεδίων (βιολογία,

γενετική, δίκαιο, οικονομία, ιστορία, ψυχολογία, κοινωνιολογία κ.τ.λ), με στόχο την ερμηνεία της

πορείας των δημογραφικών φαινομένων ως αποτέλεσμα της δράσης πολλαπλών παραγόντων που

βρίσκονται πίσω από αυτά και, πιθανώς, την πρόβλεψη των εξελίξεων στο βραχύ και μέσο χρόνο.

Αυτή η τελευταία φάση, όπως είναι επόμενο, δίνει στη δημογραφία και την πολυεπιστημονική της

διάσταση.

Έτσι, σύμφωνα πάντοτε με τον R. Pressat, στο διευρυμένο αυτό πεδίο της δημογραφίας διακρίνουμε

μερικές υποενότητες: την οικονομική δημογραφία, που αναφέρεται στις αμφίδρομες σχέσεις

πληθυσμού και οικονομίας, την ιστορική δημογραφία, που επικεντρώνει τις παρατηρήσεις και την

ανάλυσή της στη μελέτη των πληθυσμών του παρελθόντος για τους οποίους δεν διατίθενται πλήρη

στατιστικά δεδομένα, την κοινωνική δημογραφία, που εξετάζει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στη

δομή και “κίνηση” των πληθυσμών και την κοινωνική ζωή, προσπαθώντας να συλλάβει τα αίτια και τις

συνέπειες των ποικίλων κοινωνικών φαινομένων και μετασχηματισμών επί των δημογραφικών

φαινομένων και αντίστροφα9.

Κάτω από την ίδια περίπου οπτική γωνία, δύο άλλοι γνωστοί δημογράφοι, οι A. Gerard και G.

Wunsch10, ορίζουν τους στόχους της δημογραφίας ως εξής: “η δημογραφία στοχεύει στη μελέτη της

μεταλλαγής των πληθυσμιακών ενοτήτων στα πλαίσια ενός χωρικά καθορισμένου και κοινωνικά

προσδιορισμένου συνόλου”. Κατ’ αυτούς, οι μεταλλαγές του πληθυσμού καθορίζονται από τρεις

βασικές συνιστώσες, τη γεννητικότητα, τη θνησιμότητα και τη γεωγραφική κινητικότητα (και κατ’

επέκταση τις γεννήσεις, τους θανάτους και τις μετακινήσεις στο χώρο), συνιστώσες που συνάμα

καθορίζουν και τη θετική ή αρνητική εξέλιξη των υπό εξέταση πληθυσμιακών ενοτήτων.

Όμως, κάθε ένα από τα προαναφερθέντα δημογραφικά γεγονότα είναι αποτέλεσμα δύο βασικών

συντελεστών: αφενός μιας πιθανότητας-τάσης (για αναπαραγωγή, θάνατο ή μετανάστευση) και

αφετέρου του πλήθους των ατόμων που υπόκεινται στους “κινδύνους” αυτούς (“κίνδυνο” με τη

μεταφορική έννοια του όρου). Φυσικά, η “πιθανότητα” αυτή δεν είναι ίδια για όλα τα άτομα.

Κατανέμοντας, επομένως, τον πληθυσμό με βάση ορισμένα κριτήρια, γίνεται δυνατή η δημιουργία και

η μελέτη ομοιογενών υποσυνόλων ως προς την πιθανότητα αναπαραγωγής, θανάτου ή μετανάστευσης

(υποσυνόλων που οφείλουν φυσικά να μην στερούνται “σημασίας” από δημογραφική σκοπιά, δηλ. να

έχουν σημαντική επίδραση στις μεταλλαγές των εξεταζόμενων πληθυσμιακών ενοτήτων).

Τα προαναφερθέντα υποσύνολα συνθέτουν τη δημογραφική δομή του πληθυσμού, που μεταβάλλεται

στο χώρο και το χρόνο (η έννοια αυτή της σχετικότητας της δημογραφικής δομής είναι δεδομένη από

τον ορισμό του πεδίου της δημογραφίας, -βλέπε ανωτέρω-). Τέλος, αν με κάποια κριτήρια,

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 9: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

7

προσδιορίζοντας τα επί μέρους πληθυσμιακά υποσύνολα, καθορίσουμε και τη δημογραφική δομή του

πληθυσμού, πρέπει να αποσαφηνίσουμε και την έννοια “πληθυσμός”, η οποία μπορεί να ορισθεί ως ένα

ανθρώπινο σύνολο, σαφώς καθορισμένο στο χώρο και κοινωνικά προσδιορισμένο. Έτσι, π.χ. μπορούμε

να μιλήσουμε για τον πληθυσμό μιας χώρας ή ακόμα για τον πληθυσμό ορισμένων περιοχών της οι

οποίες παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον (πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό): νομοί, αγροτικές ή

αστικές περιοχές, περιοχές γλωσσικά ή θρησκευτικά διαφοροποιημένες κ.τ.λ.

Σαν συμπέρασμα, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι στο πλαίσιο της ανάλυσης των πληθυσμιακών

μεταλλαγών η δημογραφία στοχεύει αφενός στον καθορισμό του ειδικού βάρους της κάθε συνιστώσας

(γεννητικότητα, θνησιμότητα, γεωγραφική κινητικότητα), αφ’ ετέρου στο διαχωρισμό των επιδράσεων

που ασκούν οι πληθυσμιακές δομές και η πιθανότητα εμφάνισης ή μη κάποιου δημογραφικού

γεγονότος σε κάθε μία από τις προαναφερθείσες συνιστώσες.

Στοχεύοντας στα παραπάνω, η δημογραφία θα πρέπει να είναι σε θέση να εξηγεί τόσο την

παρελθούσα ιστορία των εξεταζόμενων πληθυσμιακών συνόλων όσο και να προβλέπει – στο μέτρο του

δυνατού - τη μελλοντική τους πορεία. Φυσικά, η ερμηνεία αυτή είναι αδύνατη χωρίς τη βοήθεια

συγγενών επιστημών, εξού και ο διεπιστημονικός χαρακτήρας της.

Ι.2 Η εμφάνιση και η άνδρωση της δημογραφίας –ιστορική αναδρομή Η εμφάνιση της δημογραφίας και η άνδρωσή της συντελούνται τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Φυσικά,

καταμετρήσεις πληθυσμών γίνονται από πολύ νωρίτερα, αλλά χωρίς καμιά σύνδεση ή αναφορά στα

δημογραφικά φαινόμενα. Έναυσμα για τις πρώτες παρατηρήσεις στη δημογραφία έδωσαν, φυσικά, οι

καταγραφές των γεννήσεων, των θανάτων και των γάμων και η ύπαρξη ενοριακών βιβλίων,

υποχρεωτική σε τμήμα της Ευρώπης ήδη από τα 1563 (Concile de Trente). Προοδευτικά, από τον 17ο

αιώνα και εντεύθεν, η πολιτική εξουσία γενικεύει την υποχρέωση καταγραφής και, τέλος, παίρνει και

την ευθύνη της διεξαγωγής της. Έτσι, π.χ., στη Γαλλία, αν και η καταγραφή των γεγονότων αυτών

ισχύει για τους καθολικούς από τα τέλη του 16ου αιώνα, για τους μη καθολικούς γίνεται υποχρεωτική

για διοικητικούς λόγους μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα (1792). Το ίδιο ισχύει και για τις απογραφές

του πληθυσμού, που στην αρχή γίνονται για την κάλυψη αποκλειστικά διοικητικών αναγκών και

γενικεύονται πολύ αργότερα (η Σουηδία είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που κατέγραψε τον

πληθυσμό της κατά ηλικίες και φύλο στα μέσα του 18ου αιώνα).

Έτσι, για τις πρώτες παρατηρήσεις της η δημογραφία χρησιμοποιεί πηγές και στοιχεία που δεν

συλλέχθηκαν από αυτήν. Για παράδειγμα, για την ανάλυση της θνησιμότητας, που ήταν σημαντικό

πρόβλημα της εποχής του, ο J. Graunt (1620-1674) πρώτος χρησιμοποίησε τα δελτία των θανάτων

της πόλης του Λονδίνου, συνδυάζοντας τους θανάτους με τις αιτίες που τους προκάλεσαν, κάνοντας

τις πρώτες πινακοποιήσεις βιοτικών στοιχείων στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1662 με τίτλο “Natural

and Political Observations Mentioned in a Following Index and Made Upon the Bills of Mortality”.

Τριάντα χρόνια αργότερα, ο αστρονόμος E. Halley συνθέτει τον πρώτο πίνακα θνησιμότητας με βάση

τα στοιχεία ανα ηλικία θανάτου των ενοριών της πόλης Breslau (Γερμανία), και μόλις το 1776 ένας

άλλος αστρονόμος, ο P.W. Warqentin κατασκευάζει έναν πίνακα θνησιμότητας (της περιόδου 1755-

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 10: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

8

1763 για τη Σουηδία) συνδυάζοντας στοιχεία της φυσικής κίνησης του πληθυσμού και της γενικής

απογραφής.

Στην ίδια εκατονταετία (1660-1760), συγκεκριμενοποιούνται, αναπτύσσονται και συζητούνται, με

πάθος, διάφορες ιδέες που αφορούν τον πληθυσμό, την εξέλιξή του και τις επιδράσεις που ασκεί ή που

ασκούνται σε αυτόν.

O W. Petty, σύγχρονος του J. Graunt, αναπτύσσει την πολιτική αριθμητική ερευνώντας τις επιδράσεις

του πληθυσμού στις ανθρώπινες υποθέσεις, δίνοντας έτσι το έναυσμα για τη θεώρηση, από μια σειρά

κληρικούς τον 18ο αιώνα, των πληθυσμιακών προβλημάτων: έτσι ο ευαγγελικός J. Sussmilch (1707-

1769) υποστηρίζει την κανονικότητα των δημογραφικών φαινομένων σαν αποτέλεσμα της θείας

πρόνοιας που επεμβαίνει για να εναρμονίσει τους ρυθμούς ανάπτυξης πληθυσμού και αγαθών, ενώ

αντίθετα ο Βενετός G. Ortes αποδίδει τον έλεγχο της ζωής σε κοινωνικούς και οικονομικούς

παράγοντες και, λίγο αργότερα, ο αγγλικανός T. Malthus (1798) στο έργο του “An Essay on the

Principle of Population” ξεσηκώνει θύελλα συζητήσεων υποστηρίζοντας ότι στο ανθρώπινο γένος

υπάρχει έμφυτη η τάση να αυξάνεται πιο γρήγορα απο ότι αυξάνονται τα υλικά αγαθά, εξού και η

αναγκαιότητα περιορισμού των γεννήσεων στις κατώτερες τάξεις του πληθυσμού, οι οποίες κυρίως

υποφέρουν από αυτό τον “υπερπληθυσμό”11. Οι μαλθουσιανές αυτές θέσεις βρίσκουν υποστηρικτές

στους κύριους εκφραστές της φιλελεύθερης σχολής, J.B. Say, J. de Maistre, S. Mill κ.α., στο πρώτο

μισό του 19ου αιώνα, για να απορριφθούν, εν συνεχεία, προοδευτικά τόσο από τους οικονομολόγους

και κοινωνιολόγους της φιλελεύθερης σχολής όσο και από το σοσιαλιστικό ρεύμα που ανδρώνεται την

ίδια εποχή (P.R. Beaulieu, A. Dunont, E. Durkheim, J. Fichte, C. Fourrier, Proudhon, K. Marx, F.

Engels, Lenin).

Στην περίοδο αυτή (από τα μέσα δηλαδή του 19ου αιώνα και εντεύθεν), σε πολλές χώρες της Ευρώπης

ιδρύονται κεντρικές στατιστικές υπηρεσίες για να κατευθύνουν και να οργανώνουν τις γενικές

απογραφές του πληθυσμού και να αναλύουν τα στοιχεία της φυσικής κίνησής του: η δημογραφία

διαθέτει φερέγγυα στοιχεία για τις παρατηρήσεις της, που καμιά άλλη επιστήμη, εκτός της οικονομίας,

δεν έχει στη διάθεσή της. Βρισκόμαστε στη φάση της ώριμης εφηβείας της: οι δημογράφοι αρχίζουν

να αναπτύσσουν ένα εντυπωσιακό σύνολο τεχνικών που τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν ελλιπή

στατιστικά στοιχεία. Την τάση αυτή ενισχύει και η εξάπλωση της αποικιοκρατίας, με την ανάδυση

εκτεταμένων περιοχών του πλανήτη, για τις όποιες δεν διατίθεντο προηγούμενως δημογραφικά

δεδομένα

Προοδευτικά, γίνεται αισθητή και η ανάγκη της χρησιμοποίησης διακριτών μεθόδων για την

καταγραφή και συγκέντρωση στοιχείων για τις ανάγκες της δημογραφίας κυρίως στην Αγγλία με τους

J. Milne και W. Far. Παράλληλα, η εξέλιξη της δημογραφικής ανάλυσης, η οποία στηρίζεται κυρίως στη

συνεχή στο χρόνο παρατήρηση (δηλ. στην παρατήρηση των ατομικών γεγονότων στη διάρκεια του

χρόνου), δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στα στοιχεία των απογραφών και της φυσικής κίνησης του

πληθυσμού. Οι δύο αυτοί κυρίως λόγοι στους οποίους πρέπει να προστεθεί και η τεράστια πρόοδος

στις τεχνικές της δειγματοληψίας οδηγούν τους δημογράφους στο να ανατρέξουν προοδευτικά οι ίδιοι

σε δειγματοληπτικές εφαρμοσμένες έρευνες. Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 11: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

9

Με τον 20ο αιώνα έχουμε φτάσει πλέον στην “άνδρωση” της δημογραφίας: οι ποσοτικές θεωρίες του

πληθυσμού, που είχαν διατυπωθεί τουλάχιστον έναν αιώνα νωρίτερα από τους Euler και L. Maser (ο

πρώτος βάζει τις βάσεις για τη θεωρία των “σταθερών” πληθυσμών -population stables-),

αναπτύσσονται από τον Αμερικάνο δημογράφο Lotka (1880-1949)12 το έργο του οποίου αποτελεί και

τη βάση της σύγχρονης μαθηματικής δημογραφίας. Στο πρώτο μισό του ίδιου αιώνα, το ενδιαφέρον

των δημογράφων συγκεντρώνουν και οι δημογραφικές προβολές: ο Connan υπολογίζει το μέλλοντα

πληθυσμό λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά των φύλων και τη δομή ενός πληθυσμού κατά ομάδες

ηλικιών ενώ, γύρω στα 1920, οι Bowler και Pearl στην Αγγλία και ο Whelpton13 στις ΗΠΑ δίνουν με τις

εργασίες τους μια νέα ώθηση στην τεχνική των δημογραφικών προβολών.

Στη μεταπολεμική περίοδο, νέα πρόοδος επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη των “προτύπων πινάκων”

(tables types) οι όποιοι, αρχικά, αφορούν τη θνησιμότητα -Πρότυποι πίνακες των Ηνωμένων Εθνών,

1955- (A. Coale και Demeny/1961, Lederman-1969 και Brass/1971) και στη συνέχεια τη γαμηλιότητα

(A. Coale/1971) και τη γεννητικότητα (A. Coale,1974/75). Η ιστορική και η μαθηματική δημογραφία

αναπτύσσονται ραγδαία, οι πηγές πληροφοριών διευρύνονται και πολλαπλασιάζονται, ενώ αρχίζει η

χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών τόσο για τη γρήγορη επεξεργασία των στοιχείων των

απογραφών και των δειγματοληπτικών ερευνών όσο και για τις δημογραφικές προβολές. Ο

“υπερπληθυσμός” στις χώρες του λεγόμενου “Τρίτου Κόσμου”, αρχικά, και η υπογεννητικότητα στα

αναπτυγμένα κράτη, εν συνεχεία, συγκεντρώνουν την προσοχή τόσο των ειδικών όσο και του κοινού

και οι κυριότερες εργασίες της τελευταίας τριακονταετίας από την πλευρά των δημογράφων

εστιάζονται στα δύο αυτά θέματα.

Οι διεθνείς οργανισμοί, όπως τα Ηνωμένα Έθνη (τα οποία από τις αρχές του `50 προσφέρουν κυρίως

βοήθεια με την επιμόρφωση στελεχών για την πληρέστερη διοργάνωση απογραφών και καταγραφών),

το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, η Διεθνής

Οργάνωση Υγείας κ.α., δίνουν νέα ώθηση στη δημογραφική έρευνα: Δημιουργούνται επί μέρους

Διευθύνσεις οι οποίες ασχολούνται αποκλειστικά με τα δημογραφικά προβλήματα (βλέπε, για

παράδειγμα, το “Ταμείο του ΟΗΕ για δραστηριότητες που αφορούν τον Παγκόσμιο Πληθυσμό”, United

Nations Fund for Population Activities/ UNFPA-). Εκδίδονται συγκριτικές δημογραφικές στατιστικές

(ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή Κοινότητα/ EUROSTAT, Συμβούλιο της Ευρώπης)14, ενώ παράλληλα δημιουργούνται

Διεθνείς Ενώσεις που συγκεντρώνουν τη δημογραφική κοινότητα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση για

Πληθυσμιακές Μελέτες (EAPS), η Διεθνής Ένωση Γαλλόφωνων Δημογράφων (AIDELF) και η Διεθνής

Ένωση για την Επιστημονική Μελέτη του Πληθυσμού (International Union for Scientific Study of

Population) και συγκαλούνται τα πρώτα διεθνή Συνέδρια Πληθυσμού (ανάμεσα στο 1947 και 1985

διοργανώνονται 20 διεθνείς συναντήσεις έναντι μόλις 4 στην εικοσαετία 1927-1947).

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 12: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

10

Ι.3 Η εμφάνιση της δημογραφίας στην Ελλάδα: Το χθες και το σήμερα

Η δημογραφία στην Ελλάδα διανύει ακόμη τα πρώτα της βήματα. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται τόσο

σε ειδικούς όσο και σε γενικούς λόγους, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με την αργή ανάπτυξη των

ανθρωπιστικών επιστημών στη χώρα μας.

Περιοριζόμενοι στους ειδικούς λόγους, θα αναφερθούμε σε αυτούς εν συντομία και, παράλληλα, θα

σκιαγραφήσουμε συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη των δημογραφικών και συναφών στατιστικών στη

χώρα μας.

Θα πρέπει έτσι να αναφερθούμε αρχικά στη μακρόχρονη οθωμανική κατοχή και τις σημαντικές

καταστροφές που ακολούθησαν την ανακήρυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, συντελώντας

στην καθυστέρηση της διεξαγωγής γενικών καταγραφών ή ακόμη και την καταστροφή πηγών που θα

μπορούσαν ενδεχόμενα να χρησιμοποιηθούν από τη δημογραφική ανάλυση15. Έτσι, μόλις το 1834, το

ελληνικό κράτος, με τη σύσταση του Γραφείου Δημόσιας Οικονομίας στη Γραμματεία Εσωτερικών,

αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση στοιχείων της φυσικής κίνησης του πληθυσμού.

Το διάταγμα, όμως, του 1836 για την τήρηση ληξιαρχικών βιβλίων δεν μπόρεσε να εφαρμοσθεί

εξαιτίας της αδυναμίας των δημοτικών αρχών. Από το 1837 μέχρι και το 1856, τα καθήκοντα

καταγραφής ανατίθενται στους ιερείς, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ το 1857, με τον Αστικό Νόμο, η

αρμοδιότητα αυτή ανατίθεται πάλι, χωρίς αποτέλεσμα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το 1861

δημιουργείται ειδική Διεύθυνση στην ίδια Γραμματεία και από το 1860 αρχίζουν να δημοσιεύονται

στοιχεία για τη φυσική κίνηση του πληθυσμού σε ετήσια τεύχη μέχρι και το 1891 (εξαιρουμένων των

ετών 1863 και 1864). Ανάμεσα στα 1892 και 1922, παρ’ όλες τις διοικητικές ανακατατάξεις (οργάνωση

Διεύθυνσης Στατιστικής υπαγόμενης στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας), το σύστημα καταγραφής

είναι ελλιπέστατο και πραγματοποιούνται περιορισμένες εκδόσεις.

Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας υπάρχει πλήρης

αποδιοργάνωση, με αποτέλεσμα να διακοπεί η έκδοση των ετήσιων τευχών της στατιστικής της

φυσικής κίνησης του πληθυσμού για μια επταετία. Στην τετραετία που ακλουθεί (1921-1924), γίνεται

προσπάθεια για αναδιοργάνωση των δημογραφικών στατιστικών, ιδιαίτερα στους μεγάλους δήμους της

χώρας, με τον εφοδιασμό τους με ειδικά έντυπα πινάκων για την καταγραφή των “γεγονότων” από την

τότε Διεύθυνση Στατιστικής, ενώ παράλληλα αρχίζει η δημοσίευση της “Στατιστικής της Κινήσεως του

Πληθυσμού” ως και της “Στατιστικής των Αιτιών Θανάτου”. Από τα τέλη του 1924, με την εφαρμογή

του Νόμου 2430/1920 για τη σύσταση Ενιαίας “Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος” και τη

δημιουργία ξεχωριστού Τμήματος σε αυτήν, αρχίζει πλέον η συστηματική παρακολούθηση της φυσικής

κίνησης του ελληνικού πληθυσμού. Έτσι, α) εισάγεται ατομικό ονομαστικό δελτίο που συμπληρώνεται

με κάθε ληξιαρχική πράξη, β) από το 1928 , επιτυγχάνεται προοδευτικά η συγκέντρωση στοιχείων από

όλα τα Ληξιαρχεία της χώρας και γ) από το 1933, ο νόμος περί ληξιαρχικών πράξεων εφαρμόζεται στο

σύνολο της Επικράτειας. Η περίοδος όμως αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται και από τη ριζική βελτίωση

της ποιότητας των συλλεχθέντων στοιχείων στη χώρα μας, είναι πολύ σύντομη: ο πόλεμος και εν

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 13: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

11

συνεχεία η κατοχή αποδιοργανώνουν την ΓΣΥΕ και η ανόρθωση είναι ιδιαίτερα δύσκολη και ύστερη

(1956), με την ανασυγκρότηση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ). Η

συγκέντρωση των δεδομένων της φυσικής κίνησης γίνεται με νέα ατομικά στατιστικά δελτία που από

το 1955 και εντεύθεν δημοσιεύονται ανελλιπώς αναλυτικά στην “Στατιστική της Φυσικής Κινήσεως του

Πληθυσμού της Ελλάδος του έτους x”, και συνοπτικά στην ετήσια στατιστική επετηρίδα και στο

μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της ΕΣΥΕ.

Η απογραφική ιστορία της Ελλάδας16 δείχνει λιγότερους κλυδωνισμούς από αυτήν της φυσικής

κίνησης του πληθυσμού. Η πρώτη καταγραφή διεξάγεται με πρωτοβουλία των Βαυαρών το 1836 και

έκτοτε επαναλαμβάνεται μέχρι το 1845. Οι επόμενες καταγραφές μέχρι και το 1940 διεξάγονται σε μη

τακτές περιόδους, ενώ η απογραφή του 1861 θεωρείται η πρώτη πραγματική απογραφή του ελληνικού

πληθυσμού. Σε αυτήν του 1907 χρησιμοποιείται, για πρώτη φορά, ατομικό απογραφικό δελτίο

(προηγουμένως χρησιμοποιούνταν οικογενειακά απογραφικά δελτία), που περιέχει ερωτήσεις που

αφορούν το ονοματεπώνυμο, το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, την εκπαίδευση, τη

γλώσσα, το επάγγελμα, κ.ο.κ. Η απογραφή του 1928, που ακολουθεί τη Μικρασιατική καταστροφή και

τη μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, είναι η πληρέστερη από τις διεξαχθείσες

προπολεμικές απογραφές, υιοθετεί την έννοια του πραγματικού πληθυσμού (σύνολο των παρόντων

ατόμων στη χωρική μονάδα της απογραφής) και τα στοιχεία της έτυχαν αναλυτικής επεξεργασίας και

παρουσίασης. Τέλος, η τελευταία απογραφή του μεσοπολέμου (1940), που διενεργήθηκε -για πρώτη

φορά- με δύο απογραφικά δελτία (οικογενειακό/ ατομικό), παρόλη την επιτυχημένη διεξαγωγή της,

δεν έδωσε αναλυτικά αποτελέσματα στο βαθμό που, ενώ έγινε η πλήρης επεξεργασία των

απογραφικών δελτίων, συνολικά δημοσιεύθηκαν μόνο πληθυσμιακά δεδομένα για τις διοικητικές

διαιρέσεις της χώρας.

Το 1951, με τη λήξη του εμφυλίου, διεξάγεται η πρώτη μεταπολεμική απογραφή και έκτοτε

επαναλαμβάνεται ανά δεκαετία. Καθιερώνεται πλέον η χρησιμοποίηση οικογενειακού απογραφικού

δελτίου (βλ. Παράρτημα Β, απογραφικά δελτία 1951 και 2001) και τα αποτελέσματα των

απογραφών τυγχάνουν πλέον αναλυτικής επεξεργασίας και παρουσίασης. Η δημοσιοποίησή τους όμως

μέχρι το 1991 γίνεται με μεγάλες καθυστερήσεις (4-5 έτη), χάνοντας έτσι μερικώς την αξία τους, στο

βαθμό που σε περιόδους έντονων οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και δημογραφικών

ανακατατάξεων (όπως στην Ελλάδα του μεταπολέμου) στη διάρκεια των 4-5 ετών που ακολουθούν τις

απογραφές, σημειώνονται σημαντικές αλλαγές.

Η σύντομη αυτή περιγραφή μας επιτρέπει να καταγράψουμε τα σημαντικότερα εμπόδια που

συνάντησε στη χώρα μας η συλλογή στατιστικών στοιχείων, απαραίτητο υπόβαθρο για τη

δημογραφική έρευνα. Μέχρι το 1950, τις σύντομες περιόδους ομαλότητας όπου γίνονται και

σημαντικές προσπάθειες για οργάνωση των στατιστικών υπηρεσιών, διαδέχονται περίοδοι εσωτερικών

και εξωτερικών ανακατατάξεων (1912-1923)/(1940-1950) που αναιρούν ό,τι είχε γίνει πριν,

αποδιοργανώνοντας τους διοικητικούς (κρατικούς ή μη) φορείς συλλογής και ανάλυσης πληθυσμιακών

στοιχείων. Οι “ενδογενείς” αυτές δυσκολίες εν μέρει εξηγούν τη νηπιακή κατάσταση της δημογραφίας

στη χώρα μας.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 14: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

12

Παρόλα αυτά, τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, παρουσιάζονται σημαντικές εργασίες πάνω

στα πληθυσμιακά προβλήματα. Έτσι, ο Β. Βαλαώρας17, πρωτοπόρος για τη χώρα μας, μελετά την

επίδραση της εγκατάστασης των προσφύγων στη γεννητικότητα και θνησιμότητα και, την ίδια περίπου

εποχή, ο Ευάγ. Αβέρωφ18 εξετάζει αναδρομικά την εξέλιξη της φυσικής κίνησης του πληθυσμού της

Ελλάδας, ενώ ο Ν. Πολύζος19 μελετά το προπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα της χώρας μας.

Στην Ελλάδα, στη μετά το 1960 περίοδο, η δημογραφία και η έρευνα πάνω σε θέματα που άπτονται

του πληθυσμού διανύουν ακόμη τα πρώτα τους βήματα παρόλο το ενδιαφέρον που αρχίζουν να

συγκεντρώνουν τα δημογραφικά δρώμενα (η μετανάστευση, αργότερα η γεννητικότητα και η

γήρανση) στη διάρκεια της τελευταίας 35ετίας και παρά την πληθώρα παρεμβάσεων και άρθρων στον

τύπο, έργο συνήθως ευαισθητοποιημένων περί τα δημογραφικά επιστημόνων προερχόμενων από

συγγενή επιστημονικά πεδία20. Πού οφείλεται, όμως, το ύστερο αυτό ενδιαφέρον και η πρώτη αυτή

αντίφαση και ποιές οι επιπτώσεις τους;

Αναμφισβήτητα, η ύστερη ανάπτυξη των ανθρωπιστικών επιστημών και της κοινωνικής έρευνας στη

χώρα μας, για την πρώτη τουλάχιστον μεταπολεμική περίοδο (1946-1974), είχαν αρνητικές επιπτώσεις

και στην ανάπτυξη της δημογραφίας. Η δημογραφική παιδεία και έρευνα στην περίοδο αυτή είναι

σχεδόν ανύπαρκτες21 -μόλις αναδύονται στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας- και η δημογραφία

υπόκειται τις συνέπειες, αδυνατώντας να αντλήσει γνώσεις και να χρησιμοποιήσει κεκτημένα συγγενών

επιστημών για την αναζήτηση και διερεύνηση της εξέλιξης των δημογραφικών φαινομένων και για την

προσέγγιση των αιτιών και επιδράσεών τους. Έτσι, οι καθοριστικοί παράγοντες που επέδρασαν και

επιδρούν στην πορεία των βασικών δημογραφικών συνιστωσών εικάζονται συνήθως στη βάση της

διαθέσιμης διεθνώς βιβλιογραφίας22. Οι μέχρι σήμερα περιορισμένες έρευνες μερικώς μόνον

συμβάλλουν στη γνώση και τον προσδιορισμό των σύνθετων παραμέτρων που επηρέαζουν την πορεία

των δημογραφικών φαινομένων, καθώς συχνά χαρακτηρίζονται από εμπειρισμό και μηχανιστική

μεταφορά ερμηνευτικών σχημάτων και υποθέσεων -βλ. επίσης και την αποσπασματική αντιγραφή

ερωτημάτων που έχουν ήδη αρχίσει ήδη να αναιρούνται και να αμφισβητούνται στις ανεπτυγμένες

ευρωπαϊκές χώρες ενώ, κατά την ίδια περίοδο, υιοθετούνται από τους Έλληνες ερευνητές- 23.

Παράλληλα, η ένδεια στοιχείων στις κοινωνικές επιστήμες και η ελλιπής αυτών τεκμηρίωση, ιδιαίτερα

έντονη στον τομέα της δημογραφίας, έχει άμεσες συνέπειες τόσο στη διερεύνηση των δημογραφικών

φαινομένων όσο και στις μεθόδους προσέγγισής τους. Αφενός καθιστά προβληματική την αναδρομή

στο δημογραφικό παρελθόν της χώρας μας, λόγω της ανυπαρξίας φερέγγυων χρονολογικών σειρών

που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διαγενεακή /διαχρονική δημογραφική ανάλυση24,

αφετέρου ωθεί τους περισσότερους από τους ενασχολούμενους στη χώρα μας με τις δημογραφικές

εξελίξεις στην πρόκριση, συχνά, της επεξεργασίας ποσοτικών δεδομένων σε βάρος της κριτικής

αποστασιοποίησης από τον τρόπο συλλογής τους. Οι εγγενείς αυτές -αλλά όχι ανυπέρβλητες-

δυσκολίες, για όσους έχουν αποκτήσει μια σοβαρή δημογραφική παιδεία, συχνά οδηγούν στην

πρόταξη της στιγμιαίας ή συγχρονικής ανάλυσης σε βάρος της διαγενεακής- διαμήκους25 και,

κατ΄επέκταση, σε μια αποσπασματική ανάγνωση της δημογραφικής πραγματικότητας με σημαντικές

επιπτώσεις στην ερμηνεία των φαινομένων και στις προτάσεις για την αναστροφή της πορείας τους

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 15: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

13

(χαρακτηριστικό παράδειγμα η παρουσίαση του προβλήματος της υπογεννητικότητας στη χώρα μας

από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μετά) 26.

Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε τις επιπτώσεις της χωλής δημογραφικής παιδείας που παρέχεται

στη χώρα μας27 και, επομένως, τις ελλιπείς δημογραφικές γνώσεις από μεγάλο τμήμα των άμεσα ή

έμμεσα ενδιαφερομένων για τα δημογραφικά δρώμενα, ο αριθμός των οποίων διευρύνεται σημαντικά

σε αντίθεση με αυτόν των δημογράφων. Έτσι, ενώ στη μεταπολιτευτική περίοδο η νεοελληνική

κοινωνία προσπαθεί να υπερβεί τις αδυναμίες της και την αδύναμή της αυτογνωσία και ταυτόχρονα να

αναδείξει και να αναλύσει τα προβλήματα που ανακύπτουν και προσλαμβάνουν ιδιαίτερα επείγοντα

χαρακτήρα, αντ’ αυτού, έχουμε, λιγότερο στα επιστημονικά έντυπα και περισσότερο στον τύπο,

πληθώρα άρθρων, αναλύσεων και τοποθετήσεων που περιστρέφονται κυρίως γύρω από την

υπογεννητικότητα, την πρώιμη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού και τις άμεσες και απώτερες

επιπτώσεις τους, τοποθετήσεις όπου συχνότατα αναδεικνύεται μια στενή εθνικιστική αντίληψη για τα

δρώμενα και τα μέλλοντα. Μια παράδοξη, ιδιόμορφη κατάσταση τείνει να παγιωθεί: αντί της

ανάπτυξης του πολυεπιστημονικού χαρακτήρα της δημογραφικής έρευνας, του συγκερασμού των

αποτελεσμάτων της εφαρμοσμένης δημογραφικής ανάλυσης με τα κεκτημένα συγγενών γνωστικών

πεδίων (δίκαιο, οικονομία, ιστορία, κοινωνιολογία κ.τ.λ.), διαπιστώνουμε την εμβρυακή ανάπτυξη της

δημογραφίας και την ταυτόχρονη μονοπώληση του χώρου από προερχομένους από διαφορετικά πεδία

επιστήμονες οι οποίοι, κατά κανόνα, δεν διαθέτουν τα αναγκαία εφόδια για τη διείσδυση στη

δημογραφική πραγματικότητα και την προσέγγιση των δημογραφικών φαινομένων. Το status, όμως,

που μερίδα αυτών έχει κατακτήσει, προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκφραζόμενη κυρίως στα ΜΜΕ

γνώμη τους και τείνει να αναγάγει σε απόλυτη και αναμφισβήτητη επιστημονική αλήθεια σκέψεις και

αναλύσεις οι οποίες εύκολα θα μπορούσαν, σε αυστηρά επιστημονικά πλαίσια, να αμφισβητηθούν από

οιονδήποτε απόφοιτο πανεπιστημιακής δημογραφικής σχολής.

Οι αντιδράσεις της πλειονότητας των δημογράφων και των ελαχίστων επιστημονικών σωματείων και

φορέων έρευνας (Πανεπιστημιακών και μη) είναι άτονες και ταυτόχρονα η ένδεια των διαθέσιμων

πόρων συχνά δεν επιτρέπει στους έχοντες την ειδικότητα -ή και σε αυτούς που θα ήθελαν να

εξειδικευθούν και να ενασχοληθούν με τη δημογραφία- να διεξάγουν βασική και εφαρμοσμένη έρευνα.

Παράλληλα, η μικρή οιονεί «δημογραφική» ελληνική επιστημονική κοινότητα, όταν και όπως

παρεμβαίνει, συχνότατα, αντί να αποσαφηνίσει τους όρους, τις έννοιες και τα μεθοδολογικά εργαλεία

που διαθέτει, με τη στάση της συντείνει και αυτή, εν μέρει, στην ανάπτυξη και διάδοση μη

επιστημονικά τεκμηριωμένων θέσεων28, θέσεων που καταλήγουν με ιδιαίτερη ευκολία στη διαπίστωση

της “μεγαλύτερης δημογραφικής κρίσης” που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα με σημαντικότατες “εθνικές,

οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες” (συνέπειες που τείνουν να οδηγήσουν “στην εξαφάνιση του

ελληνισμού” και την “απώλεια” της γεωγραφικής του βάσης).

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 16: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

14

ΚΚΕΕΦΦΑΑΛΛΑΑΙΙΟΟ ΙΙΙΙ ΠΠΗΗΓΓΕΕΣΣ ΠΠΛΛΗΗΡΡΟΟΦΦΟΟΡΡΙΙΩΩΝΝ ΣΣΤΤΗΗ ΔΔΗΗΜΜΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΑΑ ΙΙ.1 Οι μέθοδοι συλλογής δεδομένων στη δημογραφία Από τις σημαντικότερες μεταβλητές που υπεισέρχονται στη μελέτη και ανάλυση των δημογραφικών

φαινομένων, είναι αυτή του χρόνου. Στο βαθμό που όλες οι πηγές πληροφοριών στη δημογραφία

λαμβάνουν υπόψη τους τη μεταβλητή αυτή, θα προσπαθήσουμε, εν συντομία, να αποσαφηνίσουμε

αφενός ορισμένα σημεία, αφετέρου να εξετάσουμε πώς η μεταβλητή αυτή επηρεάζει τις βασικές

μεθόδους παρατηρήσεων στη δημογραφία.

Σε άμεση σχέση με το χρόνο βρίσκονται και οι μέθοδοι συλλογής δεδομένων στη δημογραφία.

Ειδικότερα, δυνάμεθα να διακρίνουμε τρεις μεθόδους παρατηρήσεων (βλ. Σχήμα 1α/β/γ):

(α) Τη συνεχή στο χρόνο παρατήρηση, που παραμένει και η κύρια πηγή πληροφοριών στη

δημογραφία και στην οποία χρησιμοποιούνται τα καταγραφόμενα στη διάρκεια του χρόνου

γεγονότα. Έτσι, π.χ. όλα τα καταγραφέντα από τη στατιστική της φυσικής κίνησης του πληθυσμού

γεγονότα (γεννήσεις, θάνατοι, γάμοι) χρησιμοποιούνται για τη δημογραφική ανάλυση της

γονιμότητας, θνησιμότητας, γαμηλιότητας και διαζυγίων, στα πλαίσια της συνεχούς στο χρόνο

παρατήρησης.

(β) Την αναδρομική στο χρόνο παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία συλλέγονται στοιχεία που

αναφέρονται στο παρελθόν των ατόμων μιας δημογραφικής σειράς (π.χ. του συνόλου των

γυναικών που ήταν έγγαμες την 1.1.85, του συνόλου των ανδρών που έχουν περάσει το 55ο ή 60ο

έτος την ίδια ημερομηνία, κ.τ.λ). Με βάση αυτόν τον τύπο παρατήρησης, συλλέγεται πλήθος

πληροφοριών κυρίως στις δειγματοληπτικές δημογραφικές έρευνες, αλλά ερωτήσεις οι οποίες

παραπέμπουν στην αναδρομική στο χρόνο παρατήρηση μπορούμε να βρούμε ακόμη και στις

απογραφές πληθυσμού (στην απογραφή π.χ. του 2001 στη χώρα μας υπάρχουν ερωτήσεις για όλα

τα μέλη των άνω των 5 ετών απογραφέντων νοικοκυριών, για τον τόπο της κατοικίας τους 5

χρόνια πριν -βλ. Παράρτημα Α, Απογραφικό Δελτίο 2001).

(γ) Τη στιγμιαία στο χρόνο παρατήρηση, που αναφέρεται στη “φωτογραφική” αποτύπωση της

σύνθεσης και της δομής των πληθυσμιακών συνόλων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή t. Το

πιο απλό παράδειγμα αυτού του τύπου παρατήρησης είναι οι γενικές ή μερικές απογραφές, που μας

δίνουν μια ευδιάκριτη φωτογραφία ενός σώματος σε κίνηση, δηλ.του πληθυσμού μιας χώρας σε μια

συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Σχήμα 1: Οι τρεις τύποι παρατήρησης στη δημογραφία: (α) συνεχής, (β) αναδρομική και (γ) στιγμιαία

ΑΒ: Πληθυσμιακή ομάδα παρατήρησης Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 17: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

15

ΙΙ.2 Οι κυριότερες πηγές πληροφοριών στη δημογραφία Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται, εν συντομία, οι βασικές πηγές και τα δεδομένα που αξιοποιούνται

από την δημογραφία. Έτσι, κατ’αρχάς, γίνεται αναφορά στις απογραφές του πληθυσμού (γενικές ή

μερικές), εν συνεχεία στα στοιχεία που συλλέγονται από τα Ληξιαρχεία και αφορούν τη “Φυσική

Κίνηση του Πληθυσμού”, στις κυριότερες πηγές που έμμεσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη

δημογραφία (Μητρώα, Δημοτολόγια, Εκλογικοί Κατάλογοι, κ.τ.λ.) και, τέλος, στις δειγματοληπτικές

έρευνες.

α. Απογραφή πληθυσμού. Κατά τα Ηνωμένα Έθνη (Η.Ε), ως απογραφή πληθυσμού ορίζεται μια

συνολική λειτουργία συλλογής, επιλογής και δημοσίευσης δημογραφικών, οικονομικών και κοινωνικών

στοιχείων που αναφέρονται σε όλα τα άτομα μιας χώρας ή μιας περιοχής της, σε ένα ορισμένο χρόνο.

Κατά τα Η.Ε, βασικά συστατικά στοιχεία μιας απογραφής αποτελούν η καθολικότητά της, ο

συγχρονισμός και η περιοδικότητά της και, τέλος, η ολική γεωγραφική κάλυψη. Στην Ελλάδα, οι

μεταπολεμικές απογραφές πληρούν, αναμφισβήτητα, όλους τους προηγούμενους όρους. Τα

δημογραφικά στοιχεία που συλλέγονται στις απογραφές είναι στατικά. Συνήθως αφορούν τη σύνθεση

και δομή του απογραφέντος πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και, ειδικότερα, το

μέγεθός του ως και την κατανομή του κατά φύλο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, διοικητικές

υποδιαιρέσεις, επάγγελμα, οικονομική δραστηριότητα, επίπεδο εκπαίδευσης κ.λ.π. (βλ. απογραφικά

δελτία 1951 και 2001, Παράρτημα Β). Συμπληρωματικά, συλλέγονται και κάποια περιορισμένα

επιπλέον στοιχεία που αφορούν τη σύνθεση των νοικοκυριών, τον αριθμό των μελών τους, την

κινητικότητά τους, κ.τ.λ.

Μέχρι στιγμής, μόνον οι απογραφές επιτρέπουν την ακριβή μέτρηση του αριθμού και της δομής του

συνολικού πληθυσμού, και, συνεπώς, του κυρίως σώματος που έχει “υποστεί” ή θα “υποστεί” την

επίδραση των γεγονότων της δημογραφικής αλλαγής (θάνατοι, γεννήσεις, μεταναστευτικές κινήσεις

κ.τ.λ.)29.

β. Ληξιαρχικές πράξεις (Στατιστική της Φυσικής Κίνησης του Πληθυσμού). Τη συνεχή

καταγραφή των δημογραφικών γεγονότων (γεννήσεων, θανάτων, γάμων, διαζυγίων), στις

περισσότερες χώρες, έχει αναλάβει η δημόσια διοίκηση. Η δήλωσή τους έχει γίνει υποχρεωτική για τον

πολίτη και συνοδεύεται από την έκδοση αντίστοιχου πιστοποιητικού που βεβαιώνει την καταγραφή

του γεγονότος. Έτσι, γεννήσεις, θάνατοι και γάμοι (αλλά και τα διαζύγια, πρόσφατα στην Ελλάδα, βλ.

ΝΔ/1983) καταχωρούνται στα Ληξιαρχεία των Δήμων και Κοινοτήτων και αποτελούν τη βασική πηγή

πληροφοριών της στατιστικής της φυσικής κίνησης του πληθυσμού. Αντίθετα, η καταγραφή των

μεταναστευτικών κινήσεων παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Οι εσωτερικές μεταναστεύσεις

(μετακινήσεις, αλλαγές τόπου κατοικίας) καταχωρούνται στις περισσότερες χώρες στα δημοτολόγια,

παρουσιάζοντας όμως σοβαρά προβλήματα όταν η δήλωση δεν είναι υποχρεωτική δια του νόμου (ή

αυτός εφαρμόζεται ελλιπώς), με αποτέλεσμα η επεξεργασία και η δημοσίευση στοιχείων που τις αφορά

να είναι περιορισμένη.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 18: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

16

Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα Ληξιαρχεία αποτελούν και στη χώρα μας την πηγή των βασικών

πληροφοριών που αναφέρονται στη φυσική κίνηση του ελληνικού πληθυσμού. Η ληξιαρχική

περιφέρεια ταυτίζεται με τα διοικητικά όρια κάθε δήμου και κοινότητας με εξαίρεση τα ειδικά

Ληξιαρχεία Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, ως και του εξωτερικό (όπου καθήκοντα ληξιάρχου

εκτελούν υπάλληλοι των ελληνικών Προξενείων). Τα Ληξιαρχεία, που υπάγονται στο Υπουργείο

Δικαιοσύνης και επιθεωρούνται τακτικά από τον Εισαγγελέα ή Ειρηνοδίκη της περιοχής, τηρούν βιβλία

γάμων, γεννήσεων, θανάτων και διαζυγίων ενώ τα γεγονότα δηλώνονται στον τόπο που συνέβησαν

από τους κατά το νόμο υπόχρεους (βλ. Παράρτημα Γ, δελτία γάμου, γέννησης, θανάτου).

ΙΙ.3 Άλλες πηγές στοιχείων: Μητρώα, Δημοτολόγια, Εκλογικοί Κατάλογοι, κ.τ.λ. Οι πιο ενδιαφέρουσες πηγές, μετά τις γενικές ή μερικές απογραφές του πληθυσμού και τα στοιχεία των

ληξιαρχείων, είναι τα μητρώα. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Βέλγιο, Ολλανδία, Φιλανδία και

Σκανδιναβικές χώρες) τέτοια μητρώα τηρούνται ανελλιπώς: πρόκειται συνήθως για ονομαστικούς

καταλόγους των κατοίκων κάθε κοινότητας και δήμου όπου καταχωρούνται τα κυριότερα στοιχεία που

τους αφορούν (φύλο, έτος γεννήσεως, οικογενειακή κατάσταση, κ.τ.λ.) και που ενημερώνονται

συνεχώς με την ευκαιρία γεγονότων που μεταβάλλουν την υπάρχουσα κατάσταση. Στη χώρα μας, τα

δημοτολόγια τα οποία αποτελουν ένα τέτοιο είδος μητρώου, πάσχουν δυστυχώς από βασικές

ελλείψεις: κατ’ αρχάς, σε αυτά καταχωρούνται σε οικογενειακές μερίδες, όλα τα γεγονότα που

συμβαίνουν στα μέλη μιας οικογένειας στη διάρκεια του χρόνου, έχουμε δηλαδή το σχηματισμό

γενεαλογικών σειρών, των οποίων η μελέτη θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αν τα μητρώα ήταν

ενημερωμένα. Σε περίοδο όμως έντονων κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων, όπως αυτή που

γνώρισε η χώρα μας τον προηγούμενο αιώνα, με έντονα μεταναστευτικά ρεύματα (εσωτερικά και

εξωτερικά), οι ελλιπείς καταγραφές έχουν σαν αποτέλεσμα αλλού μεν τα δημοτολόγια να είναι

υπερφορτωμένα με πρώην δημότες που έχουν μονίμως μετακινηθεί, συχνά εδώ και δεκαετίες, αλλού

δε να φέρουν εγγεγραμμένο πολύ μικρότερο αριθμό ατόμων από αυτόν των μόνιμων κατοίκων.

Αντιθέτως, τα μητρώα αρρένων που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα από τα πρώτα μεταπελευθερωτικά

χρόνια, όπου και καταχωρούνται οι γεννήσεις αρρένων τέκνων, παρουσιάζουν περιορισμένο

ενδιαφέρον: έχοντας σαν κύριο στόχο τη στρατολογική ενημέρωση, υποεκτιμάται ο αριθμός των

γεννήσεων, στο βαθμό που μόνον οι ζώντες καταγράφονται (παραλείπεται ο αριθμός των γεννήσεων

νεκρών βρεφών). Τέλος, οι εκλογικοί κατάλογοι, αν ήταν πλήρως ενημερωμένοι, θα μπορούσαν να

αποτελέσουν μιαν αξιόλογη πηγή πληροφοριών, αλλά δυστυχώς κι εδώ η καταχώρηση των συμβάντων

είναι ελλιπής.·οι αλλαγές του τόπου κατοικίας συχνά δεν δηλώνονται, οι διαγραφές των θανόντων

καθυστερούν, μέρος των νέων ψηφοφόρων αργεί να εγγραφεί, κ.ο.κ.

ΙΙ.4 Οι δειγματοληπτικές έρευνες Εφαρμόζονται όλο και πιο συχνά στη μεταπολεμική περίοδο στο εξωτερικό, ενώ στη χώρα μας,

τουλάχιστον όσο αφορά τη δημογραφία, είναι περιορισμένες. Το βασικό τους πλεονέκτημα έγκειται

στο ότι με χαμηλό σχετικά κόστος, σε σύγκριση με τις απογραφές δίνουν τη δυνατότητα να

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 19: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

17

διερευνηθούν τα δημογραφικά φαινόμενα σε βάθος με τη συλλογή πληρέστερων και

πολυπληθέστερων πληροφοριών. Πραγματοποιούμενες σε τακτά ή ασύγχρονα χρονικά διαστήματα, με

επιλεγόμενα αντιπροσωπευτικά “δείγματα” πληθυσμού στο σύνολο της χώρας ή σε περιοχές αυτής, με

συγκεκριμένο θέμα ή δέσμη θεμάτων, χαρακτηρίζονται από όλα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία της

“αναδρομικής” στο χρόνο παρατήρησης. Στη χώρα μας, μέχρι στιγμής, έχουν διενεργηθεί ελάχιστες

τέτοιου τύπου μεγάλες δημογραφικές δειγματοληπτικές έρευνες σε εθνικό επίπεδο: μια από το

Ινστιτούτο Δημογραφικών και Βιομετρικών Μελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών στις αρχές του `70

με θέμα τις εκτρώσεις, και οι άλλες από το ΕΚΚΕ με θέμα τη γονιμότητα.30

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 20: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

18

ΚΚΕΕΦΦΑΑΛΛΑΑΙΙΟΟ ΙΙΙΙΙΙ ΤΤΑΑ ΔΔΗΗΜΜΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΚΚΑΑ ΔΔΡΡΩΩΜΜΕΕΝΝΑΑ ΣΣΤΤΟΟ ΧΧΡΡΟΟΝΝΟΟ

ΙΙΙ.1 Η αναφορά στο χρόνο Αναφερόμενοι στο “χρόνο”, θα πρέπει κατ’ αρχάς να τονίσουμε ότι αυτός μπορεί να είναι είτε το

ημερολογιακό έτος, είτε η διάρκεια που έχει παρέλθει από την έλευση ή πραγματοποίηση κάποιου

γεγονότος. Συνήθως, στο σύνολο σχεδόν των δημογραφικών στατιστικών οι δύο προηγούμενοι τύποι

συνυπάρχουν με αποτέλεσμα να φαίνεται αρκετά περίπλοκη η επεξεργασία των δημογραφικών

δεδομένων. Μπορούμε π.χ. να εξετάσουμε τη θνησιμότητα των ατόμων ηλικίας 64 ετών (γεγονός που

μας επιβάλει να ορίσουμε σαφώς τα άτομα που έχουν την ηλικία αυτή σε ένα δεδομένο έτος) ή ακόμη

να μελετήσουμε τα διαζύγια της ομάδας γάμων που έγιναν μετά την πάροδο 1, 2, 3 ή 10 ετών από τη

τέλεση του γαμου τους (ανατρέχοντας υποχρεωτικά στο σημείο αφετηρίας των γάμων αυτών στο

χρόνο, στο έτος δηλαδή που αυτοί τελέστηκαν).

Από την άλλη πλευρά, για να μελετήσουμε ένα οποιοδήποτε δημογραφικό φαινόμενο (θνησιμότητα,

γονιμότητα, γαμηλιότητα, μετανάστευση) είμαστε συνήθως υποχρεωμένοι να ανατρέξουμε σε

ομαδοποιήσεις, δημιουργώντας σειρές (ηλικιακές ή άλλες) για τις οποίες πρέπει να συγκεντρώσουμε

και τα απαραίτητα για τη μελέτη αυτών στατιστικά στοιχεία.

Η μεταβλητή “χρόνος”, επομένως, υπεισέρχεται στη μελέτη όλων των δημογραφικών φαινομένων. Στο

κεφάλαιο αυτό διευκρινίζονται ορισμένες έννοιες που θεωρούνται σημαντικές και στη συνέχεια

παρουσιάζεται το διάγραμμα του Lexis το οποίο μας επιτρέπει να απεικονίσουμε τη διάσταση «χρόνος»

σε γραφική παράσταση, εντοπίζοντας τις αντιστοιχίες ανάμεσα στο χρόνο παρατήρησης (ημερολογιακά

έτη) των δημογραφικών γεγονότων και την ιστορία των πληθυσμιακών συνόλων (γενεών και

κοορτών).

Ο χρόνος μπορεί να αναφέρεται είτε σε ημερολογιακά έτη (2001, 2002, 2003) είτε σε διάρκεια (π.χ. 0,

1, 2, 3, 4 έτη από την στιγμή που έλαβε χώρα ένα γεγονός: γάμος, διαζύγιο, γέννηση κ.τ.λ). Για την

καλύτερη κατανόηση των προηγουμένων θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μια απλούστατη

γραφική μέθοδο (Σχήματα 2α/β): αν θέσουμε το χρόνο t σε έναν οριζόντιο άξονα, ένα σημείο επί

του άξονα αυτού απεικονίζει μια στιγμή από τη ζωή ενός ατόμου, ενώ ένα διάνυσμα μια διάρκεια (μια

περίοδο ζωής του ιδίου ατόμου). Για παράδειγμα (Σχήμα 2α), στο σημείο 0 έχουμε τη γέννηση ενός

ατόμου και στο Π τη σημερινή του ηλικία. Το άτομο αυτό μπορεί να είναι π.χ. σήμερα 20 ετών, 9

μηνών και 7 ημερών ακριβώς. Στο Σχήμα 2β θέτουμε στο σημείο 0 τη στιγμή του γάμου του ιδίου

ατόμου και στο σημείο Δ τη στιγμή του διαζυγίου του. Κατ’ επέκταση, η διάρκεια του έγγαμου βίου

του ατόμου αυτού αποτυπώνεται γραφικά στο διάνυσμα ΟΔ και είναι 2 χρόνια, 9 μήνες και 7 ημέρες

ακριβώς. Όμως, όπως έχουμε τονίσει και προηγουμένως, στη δημογραφία μπορούμε να έχουμε

χιλιάδες εκατοντάδες γραμμές ζωής (άτομα) και είναι αδύνατον σε κάθε στιγμή να ορίζουμε κάθε

μέλος με την ακριβή του ηλικία ή ακόμη κάθε γεγονός με την ακριβή του διάρκεια. Συμβατικά, λοιπόν,

για να απλοποιήσουμε και να διευκολύνουμε τους υπολογισμούς μας, ομαδοποιούμε τις ηλικίες.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 21: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

19

Σχήμα 2: Η μεταβλητή χρόνος

Πηγή: R. Pressat (1973) ΙΙΙ.2 Το διάγραμμα του Lexis Το διάγραμμα του Lexis είναι ένα πολύ απλό διάγραμμα (Σχήμα 3) όπου στον οριζόντιο άξονα Οχ

έχουμε τα ημερολογιακά έτη (π.χ. 2000, 2001, 2003) και στον κάθετο άξονα Οψ τη διάρκεια των

διαφόρων γεγονότων της ζωής ενός ατόμου (γέννηση, γάμος, θάνατος, διαζύγιο) από την στιγμή που

αυτά συνέβησαν.

Ένα άτομο που γεννιέται μια οποιαδήποτε στιγμή (Σχήμα 3α - σημείο P) μετακινείται προοδευτικά

στο χρόνο επί της ευθείας PD, με κλίση 45ο από τον οριζόντιο άξονα, καθώς ο χρόνος κυλά με τον ίδιο

τρόπο είτε μετριέται σε ημερολογιακά έτη (άξονας Οχ) είτε σε διάρκεια (άξονας 0ψ). Έτσι, πάνω σε

αυτή τη γραμμή ζωής του συγκεκριμένου ατόμου μπορούμε να σημειώσουμε το γάμο του Μ, τη

γέννηση του πρώτου (Ν1) και δεύτερου (Ν2) παιδιού του, τη λύση του γάμου Di και τέλος το θάνατό

του D (Σχήμα 3α). Με την ίδια λογική μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη γονιμότητα μετά το γάμο

του ατόμου αυτού, θέτοντας στον άξονα Οχ τα ημερολογιακά έτη και στον άξονα Οψ τη διάρκεια του

γάμου του. Στο Σχήμα 3β π.χ. το σημείο Μ συμβολίζει το γάμο, τα σημεία Ν1 και Ν2 τα δύο παιδιά

που γεννήθηκαν μέσα σε αυτόν και το σημείο Di το διαζύγιο.

Σχήμα 3: Τα διάφορα γεγονότα της ζωής ενός ατόμου επί ενός διαγράμματος δύο αξόνων

Πηγή: R. Pressat, op.cit. Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 22: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

20

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να ορίσουμε και τις έννοιες γενεά και κοορτή: Γενεά ορίζεται το

σύνολο των ατόμων που γεννήθηκαν το ίδιο ημερολογιακό έτος ενώ κοορτή το σύνολο των ατόμων

στα οποία συνέβη το ίδιο γεγονός31 στη διάρκεια της ιδίας χρονικής περιόδου, στη διάρκεια δηλαδή

ενός ημερολογιακού έτους ή μιας ομάδας ημερολογιακών ετών (π.χ. τα άτομα που παντρεύτηκαν το

2000 αποτελούν την κοορτή γάμων του 2000, αυτά που χώρισαν το 2005 την κοορτή διαζυγίων του

2005, κ.ο.κ)

Τοιουτοτρόπως γίνεται κατανοητό (Σχήμα 4) ότι οι γραμμές ζωής t και u είναι και οι οριακές γραμμές

ζωής της γενεάς του 2000 (δηλ. των ατόμων που στο παράδειγμά μας γεννήθηκαν το 2000). Τα άτομα

της γενεάς αυτής συμπληρώνουν ένα έτος ζωής ακριβώς ανάμεσα στην 1/1/2001 και την 31/12/2001.

Τα ίδια “οριακά” άτομα της γενεάς αυτής θα έχουν συμπληρώσει ακριβώς 2 έτη ζωής, το πρώτο από

αυτά την 1/1/2002 και το τελευταίο την 31/12/2002, 3 έτη αντίστοιχα την 1/1/2003 και 31/12/2003,

κ.ο.κ. Αν από τον κάθετο άξονα, όπου έχουμε σημειώσει και τις διαδοχικές διάρκειες ζωής (δηλ. ηλικίες

0, 1, 2, 3...έτη), φέρουμε τις παράλληλες προς τον οριζόντιο άξονα και από τα σημεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ,

που αντιστοιχούν στην 1/1 κάθε ημερολογιακού έτους, τις καθέτους, το σχήμα που προκύπτει είναι το

διάγραμμα του Lexis. Με βάση τα προαναφερθέντα, μπορούμε να έχουμε δύο τύπους ταξινόμησης

των παρατηρήσεών μας ανάλογα με το αν αυτές αναφέρονται σε μια γενεά ή σε ένα ημερολογιακό

έτος παρατήρησης. Ειδικότερα, έχουμε:

α) Γεγονότα που ταξινομούνται σύμφωνα με το ημερολογιακό έτος στο οποίο συνέβησαν και

αφορούν άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας, τα οποία ανήκουν σε δύο διαδοχικές γενεές. Τα

γεγονότα αυτά τοποθετούνται γραφικά εντός του τετράγωνου ΙΛΜΚ. Για παράδειγμα, το 2002 τα

γεγονότα (π.χ. θάνατοι) που εμπεριέχονται στο τετράγωνο ΙΛΜΚ (Σχήμα 4) αφορούν άτομα ίδιας

ηλικίας που προέρχονται από διαφορετικές γενεές (γενεά του 2000 και του 2001). Τα άτομα αυτά,

κατά σύμβαση, έχουν ηλικία ενός έτους 1 σε συμπληρωμένα έτη (ή άλλως ένα έτος στα τελευταία

τους γενέθλια).

β) Γεγονότα που ταξινομούνται σύμφωνα με τη γενεά και χωρίζονται σε δυο κατηγορίες:

β1) Σε αυτά που καταγράφονται σε ένα ημερολογιακό έτος παρατήρησης. Για παράδειγμα (Σχήμα

4), τα γεγονότα που καταγράφονται κατά το 2002 και εμπεριέχονται στο παραλληλόγραμμο με

κάθετες διατομές ΙΛΚΝ αφορούν αποκλειστικά τα άτομα της γενεάς 2000. Όλα τα άτομα της γενεάς

αυτής την 1/1/2002 γραφικά βρίσκονται επί της διατομής ΙΛ και στις 31/12/2002 επί της ΝΚ. Η

ηλικία στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στο έτος παρατήρησης και στο

έτος γέννησης και τα άτομα αυτά έχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά σύμβαση, ηλικία δύο

συμπληρούμενα έτη.

β2) Σε αυτά που καταγράφονται σε δύο διαδοχικά ημερολογιακά έτη παρατήρησης. Για παράδειγμα

(Σχήμα 4), τα γεγονότα, που εμπεριέχονται στο παραλληλόγραμμο με πλάγιες διατομές ΘΙΚΛ στα

ημερολογιακά έτη παρατήρησης 2001 και 2002, αναφέρονται σε άτομα που ανήκουν όλα στη γενεά

του 2000 και έχουν συμπληρώσει όλα το 2001 και 2002 το πρώτο έτος από τη γέννησή τους. Τα

άτομα της γενεάς αυτής έχουν, κατά σύμβαση, ηλικία ένα συμπληρωμένο έτος.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 23: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

21

Σχήμα 4: Το διάγραμμα του Lexis

Οι ανωτέρω διευκρινήσεις θεωρούνται σημαντικές στο βαθμό που στη δημογραφική ανάλυση έχουμε

την αναγωγή των συμβάντων δηλαδή των γάμων, των γεννήσεων, των θανάτων και των διαζυγίων

κ.ο.κ σε γενεές (ή κοορτές) και σε ημερολογιακά έτη στη διάρκεια των οποίων αυτά συμβαίνουν.

Επομένως, το διάγραμμα του Lexis είναι, ένα χρήσιμο εργαλείο που μας επιτρέπει να αποφεύγουμε τα

ενδεχόμενα λάθη και να κατατάσσουμε τα στοιχεία μας με απόλυτη ακρίβεια. Για παράδειγμα, αν

διαθέτουμε τις γεννήσεις για το 1991-1995 ανά κοορτή γάμου και ανά διάρκεια γάμου σε

συμπληρωμένα έτη, θα προκύψει το Σχήμα 5. Αν, αντιθέτως, έχουμε τις γεννήσεις ετησίως στην

περίοδο 1976-1983 ανά διάρκεια γάμου (σε συμπληρωμένα έτη), γεννήσεις που προέρχονται κάθε

φορά από δύο διαδοχικές κοορτές γάμων, τα υπολογιζομενα ετησίως ανά διάρκεια γάμου ποσοστά

έγγαμης γονιμότητας σε συμπληρωμένα έτη θα τοποθετηθούν στο διάγραμμα του Lexis όπως φαίνεται

στο Σχήμα 6.

Σχήμα 5: Διάταξη των γεννήσεων ζώντων στις διαδοχικές κοορτές γάμων κατά διάρκεια γάμου σε συμπληρωμένα έτη στο διάγραμμα του Lexis

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 24: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

22

Σχήμα 6: Διάταξη των ποσοστών έγγαμης γονιμότητας ανά διάρκεια γάμου σε συμπληρωμένα έτη στις διαδοχικές κοορτές γάμων στο διάγραμμα του Lexis (1976-1983)

ΙΙΙ.2.1 Οι ροές των πληθυσμών στο διάγραμμα του Lexis Εκ των προαναφερθέντων, είναι προφανές ότι τα συμβάντα στο διάγραμμα του Lexis τοποθετούνται

στο εσωτερικό επιφανειών (τριγώνων, τετραγώνων, παραλληλόγραμμων), ενώ τα άτομα σε γραμμές οι

οποίες προσδιορίζουν ροές τέμνοντας διανύσματα. Για παράδειγμα (Σχήμα 7), οι επιβιώσαντες την

1/1/2000 ανεξαρτήτως ηλικίας (άτομα που ανήκουν σε περισσότερες από 100 γενεές) τοποθετούνται

επί μιας καθέτου ευθείας α, τα άτομα ηλικίας 3 ετών την 1/1/1998 τοποθετούνται σε τμήμα μιας

καθέτου ευθείας β, ενώ όλα τα άτομα που έχουν ακριβή ηλικία 3 έτη το 2003 τοποθετούνται σε μια

οριζόντια ευθεία γ. Κατ’ επέκταση, και τα άτομα που απογράφονται σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή

(π.χ τα άτομα που απεγράφησαν στη χώρα μας στην απογραφή του Απριλίου του 2001)

τοποθετούνται στο διάγραμμα του Lexis επί μιας καθέτου προς τον οριζόντιο άξονα ευθείας δ η οποία

έχει ως σημείο εκκίνησης την ημερομηνία διεξαγωγής της απογραφής του 2001.

Σχήμα 7: Οι ροές των πληθυσμών στο διάγραμμα του Lexis

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 25: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

23

Επομένως, το διάγραμμα του Lexis είναι μια γραφική παράσταση η οποία μας επιτρέπει να εντάσσουμε

τα δημογραφικά γεγονότα και τούς πληθυσμούς σε συνάρτηση με τη μεταβλητή «χρόνος».

Υπενθυμίζουμε ότι στο διάγραμμα αυτό, στον οριζόντιο άξονα x θέτουμε πάντα τα ημερολογιακά έτη

και στον άξονα y τις διάρκειες (ηλικία ή διάρκεια από την έλευση ενός γεγονότος) οι οποίες μετρούνται

με την ίδια χρονική μονάδα (συνήθως ένα έτος). Τα δημογραφικά γεγονότα που μπορούν να τεθούν

στο διάγραμμα του Lexis συνοψίζονται στον ακόλουθο πίνακα:

Δημογραφικές μονάδες

Δημογραφικό γεγονός

Φαινόμενο Πληθυσμός αναφοράς

Χρονική διάρκεια από το αρχικό

δημογραφικό γεγονός Γυναίκα/άνδρας Θάνατος Θνησιμότητα γενεά Από την γέννηση (έτη) Γυναίκα/άνδρας Έξοδος/είσοδος Μετανάστευση γενεά Από τη μετακίνηση (έτη) Γυναίκα/άνδρας Γάμος Γαμηλιότητα κοορτή Από το 15ο έως και το 49ο

έτος (ή ανά διάρκεια γάμου με σημείο εκκίνησης το έτος τέλεσης του γάμου)

Γυναίκα Γέννηση Γονιμότητα γενεά Από το 15ο έως και το 49ο έτος

Γυναίκα/άνδρας Διαζύγιο Διαζευγιμότητα Κοορτή εγγάμων

Από την τέλεση του γάμου (έτη)

Σχήμα 8: Γραφικές επεξηγήσεις του διαγράμματος Lexis

Ανακεφαλαιώνοντας, σε ένα διάγραμμα Lexis (Σχήμα 8) τα σημειούμενα εμβαδά, που αντιστοιχούν

σε μονάδες που ορίζονται από τα ημερολογιακά έτη και τα κλιμάκια ηλικιών (βλέπε ανωτέρω σχήμα),

περιέχουν τα ακόλουθα δεδομένα/ πληθυσμούς.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 26: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

24

• Πλάγιες διατομές (a): άτομα που γεννήθηκαν σε ένα ημερολογιακό έτος (άτομα που ανήκουν σε μια γενεά).

• Κατακόρυφες διατομές (b): γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια ενός έτους και αφορούν άτομα που έχουν διαφορετικές ηλικίες το έτος αυτό.

• Οριζόντιες διατομές (c): άτομα που έχουν την ίδια ηλικία σε διαφορετικά ημερολογιακά έτη (προφανώς τα άτομα αυτά ανήκουν σε διαφορετικές γενεές).

• Πλάγια παραλληλόγραμμα με κάθετες διατομές(d): γεγονότα που αφορούν τα άτομα μιας γενεάς και συμβαίνουν στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους.

• Τετράγωνα (e): γεγονότα που συμβαίνουν σε ένα ημερολογιακό έτος και αφορούν άτομα δύο διαδοχικών γενεών ή κοορτών

• Πλάγια παραλληλόγραμμα με οριζόντιες διατομές (f): γεγονότα που αφορούν άτομα μιας γενεάς και συμβαίνουν στη διάρκεια δύο συνεχόμενων ημερολογιακών ετών.

• Ορθογώνια τρίγωνα (g): γεγονότα που αφορούν άτομα ηλικίας x μιας γενεάς στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, ταξινομημένα αναλόγως της ηλικίας των ατόμων αυτών και του έτους γέννησής τους (διπλή κατανομή).

Ας δούμε κάποια παραδείγματα. Στο Σχήμα 9, έχουμε θέσει στον οριζόντιο άξονα την 1/1 των

διαδοχικών ημερολογιακών ετών αρχίζοντας από την 1/1/1950 και στον κάθετο άξονα τις ακριβείς

ηλικίες (1, 2, 3, 4,…). Η πρώτη γέννηση του έτους 1950 τίθεται στο σημείο Α και η τελευταία στο

σημείο Β. Είναι προφανές ότι όλες οι άλλες γεννήσεις που έγιναν στη διάρκεια του 1950 τοποθετούνται

στον οριζόντιο άξονα επί του διανύσματος ΑΒ. Επομένως, όλα τα άτομα της γενεάς του 1950 γραφικά

βρίσκονται επί του διανύσματος ΑΒ, ενώ οι γραμμές ζωής όλων αυτών των ατόμων εμπεριέχονται

ανάμεσα στη ζωή γραμμής του ατόμου που γεννήθηκε την 1/1/1950 Αt και στη γραμμή ζωής του

ατόμου που γεννήθηκε ακριβώς πριν την έλευση του 1951 Au. Ό,τι συνέβη στα άτομα της γενεάς του

1950 (θάνατος, μετακίνηση, γάμος, διαζύγιο κ.ο.κ.) γραφικά τοποθετείται εντός του “διαδρόμου” Αt –

Βu.

Σχήμα 9: H παρατήρηση μιας γενεάς στο διάγραμμα του LEXIS

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 27: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

25

Στο δεύτερο παράδειγμα (Σχήμα 10), παρακολουθούμε τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1820 στη

Γαλλία και των οποίων επιθυμούμε να μελετήσουμε τη θνησιμότητά βάσει των δεδομένων του Πίνακα

1. Ας υποθέσουμε ότι τη χρονιά αυτή γεννήθηκαν 100.000 γυναίκες.

Πίνακας 1: Απόσπασμα πίνακα θνησιμότητας των Γαλλίδων που γεννήθηκαν το 1820 Ηλικία Επιζώσες σε ακριβείς

ηλικίες Θάνατοι ανάμεσα σε διαδοχικές ακριβείς ηλικίες

Πιθανότητες θανάτου (‰)

0 100.000 15.270 152,701 84.730 5.253 62,02 79.477 2.941 37,03 76.536 1.929 25,24 74.607 1.440 19,3…. …. …. ….…. …. …. ….80 10.336 6.136 593,785 4.200 3.050 726,090 1.150 950 826,095 200 180 900100 20

Όσες από τις γυναίκες αυτές απεβίωσαν ανάμεσα στη γέννηση και τα πρώτα τους γενέθλια (15.270

στο παράδειγμά μας), γραφικά, στο διάγραμμα του Lexis τοποθετούνται στο παραλληλόγραμμο

Α0Β0Β1Α1. Στην επιφάνεια αυτή, επομένως, θα έχουμε, 15.270 διαφορετικά σημεία (θανάτους). Οι

επιζώσες και εορτάζουσες τα πρώτα τους γενέθλια (100.000 – 15.270= 84.730 γυναίκες)

τοποθετούνται επί του διανύσματος Α1Β1: Επομένως, έχουμε, 84.730 γραμμές ζωής που θα τέμνουν το

διάνυσμα αυτό. Όσες από τις 84.730 γυναίκες της γενεάς του 1820 απεβίωσαν ανάμεσα στα πρώτα και

δεύτερα γενέθλιά τους (5.253), ανάμεσα δηλ. στην ακριβή ηλικία 1 και στην ακριβή ηλικία 2,

τοποθετούνται γραφικά στην επιφάνεια Α1Β1Β2Α2 (5.253 σημεία). Οι 79.477 επιζώσες της γενεάς αυτής

και εορτάζουσες τα δεύτερά τους γενέθλια τοποθετούνται επί της ευθείας Α2Β2, κ.ο.κ.

Σχήμα 10: Τα δεδομένα του πίνακα θνησιμότητας των Γαλλίδων της γενεάς του 1820 στο διάγραμμα του LEXIS (απόσπασμα)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 28: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

26

ΙΙΙ.2.2 Το διάγραμμα του Lexis και τα δεδομένα φυσικής κίνησης του πληθυσμού Οι Στατιστικές Υπηρεσίες δημοσιεύουν ετησίως τα δεδομένα που αναφέρονται στη φυσική κίνηση του

πληθυσμού (γεννήσεις, θανάτους, γάμους, διαζύγια). Συνήθως, τα διάφορα δημογραφικής φύσεως

καταγραφέντα στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους γεγονότα ταξινομούνται με βάση την ηλικία (ή

τη διάρκεια) σε συμπληρωμένα έτη, όπως π.χ. την ηλικία της μητέρας κατά την γέννηση των παιδιών

της (Πίνακας 2 και Σχήμα 11), τη διάρκεια γάμου της μητέρας κατά τη γέννηση των παιδιών

(Σχήμα 12) ή ακόμη την ηλικία των ατόμων στο θάνατο (π.χ. την ηλικία των θανόντων σε

συμπληρωμένα έτη). Οι πίνακες δίδουν συνήθως τις κατανομές ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες (0,1, 2,

3, 4, 5, 6 έτη κ.ο.κ, Πίνακας 2, Σχήματα 11 και 12) ή ακόμη και ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες

(0-4, 5-9, 10-14, 15-19, κ.ο.κ, Πίνακας 3, Σχήμα 13), σπανίως δε, όπως στην Κροατία, σε μονοετείς

ηλικιακές ομάδες μέχρι τα 35 έτη και εν συνεχεία σε πενταετείς ηλικιακές ομάδες (Πίνακας 4 και

Σχήμα 14).

Πίνακας 2: Ελλάδα, σύνολο γεννήσεων ζώντων αναλόγως της ηλικίας της μητέρας (σε συμπληρωμένα έτη) ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες (1980-1985)

Έτη Ηλικία (σε συυμπληρωμέναέτη) 1980 1981 1982 1983 1984 1985

<15 188 156 172 149 117 9315 588 582 527 495 466 40916 1503 1490 1433 1370 1383 116717 3218 3037 2923 2902 2757 233318 5447 5056 4788 4696 4363 391919 7700 7060 6901 6592 6254 556820 10154 9444 8726 8395 7918 723321 10587 10409 9856 9314 8655 792522 11016 10594 10733 10013 9338 858823 11121 10530 10443 10619 9714 858624 11267 10192 10128 9868 9958 8973… … … … … … …

>=55 3 2 7 2 4 1ΣΥΝΟΛΟ 148134 140953 137275 132608 125724 116481

Πηγή: ΕΣΥΕ, Σταιστική της φυσικής κίνησης του πληθυσμού

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 29: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

27

Σχήμα 11: Ελλάδα, 1981-85, γεννήσεις ζώντων αναλόγως της ηλικίας της μητέρας(ηλικία σε συμπληρωμένα έτη, μονοετείς ηλικιακές ομάδες)

Σχήμα 12: Ελλάδα, 1981-85, γεννήσεις ζώντων κατά διάρκεια του γάμου (διάρκεια σε συμπληρωμένα έτη)

Πίνακας 3: Ελλάδα, γεννήσεις ζώντων αναλόγως της ηλικίας της μητέρας (σε συμπληρωμένα έτη) ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες (1980-1985)

Πηγή: ΕΣΥΕ, op.cit.

Έτη 1980 1981 1982 1983 1984 1985 Ηλικία <15 188 156 172 149 117 9315-19 18456 17225 16572 16055 15223 1339620-24 54145 51169 49886 48209 45583 4130525-29 43003 41134 40530 39481 37544 3597030-34 22044 21243 20388 19517 18583 1785335-39 7701 7705 7762 7489 7126 642140-44 2287 2038 1707 1513 1361 128645-49 270 241 219 163 163 13150-54 37 40 32 30 20 25

>=55 3 2 7 2 4 1ΣΥΝΟΛΟ 148134 140953 137275 132608 125724 116481

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 30: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

28

Πίνακας 4: Κροατία, γεννήσεις ζώντων αναλόγως της ηλικίας της μητέρας σε συμπληρωμένα έτη (απόσπασμα, 1980-1985) Έτη 1980 1981 1982 1983 1984 1985 Ηλικία <15 27 21 17 24 23 1815 89 81 91 69 91 8616 373 359 362 384 358 31617 1114 1061 973 973 957 85918 2168 1935 1790 1764 168419 3720 3488 3450 3178 3042 310320 5133 4948 4827 4510 4425 425021 5859 5759 5724 5456 5244 4670…. …. …. …. …. …. ….35-39 2379 2234 2215 2359 2416 262640-44 674 632 597 496 473 41545-49 36 34 32 47 30 27>=50 14 2 12 1 0 5

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 31: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

29

Σχήμα 13: Ελλάδα, 1990, γεννήσεις ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες της μητέρας (σε συμπληρωμένα έτη)

Σχήμα 14: Κροατία, γεννήσεις αναλόγως της ηλικίας της μητέρας (σε συμπληρωμένα έτη)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 32: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

30

Επίσης, είναι δυνατή και η κατάταξη των δημογραφικών γεγονότων ετησίως λαμβάνοντας υπόψη όχι

μόνον την ηλικία αλλά και το έτος γέννησης (Πίνακας 5). Στην περίπτωση αυτή ομιλούμε για “διπλή

ταξινόμηση” ή άλλως για “διπλή κατανομή” των γεγονότων, η οποία επιτρέπει τη δημιουργία όλων των

δυνατών τύπων ταξινόμησής τους στο βαθμό που τα γεγονότα τοποθετούνται γραφικά στο διάγραμμα

του LEXIS εντός τριγώνων.

Πίνακας 5: Βουλγαρία, γεννήσεις αναλόγως της ηλικίας της μητέρας και του έτους γέννησής της (διπλή κατανομή, απόσπασμα)

1990 1991 1992 1993

Ηλικία Έτος

γέννησης Σύνολο Ηλικία Έτος

γέννησης Σύνολο ΗλικίαΈτος

γέννησης Σύνολο Ηλικία Έτος

γέννησηςΣύνολο<15 <1975 503 <15 <1976 597 <15 <1977 603 <15 <1978 60615 1975 495 15 1976 558 15 1977 575 15 1978 53115 1974 617 15 1975 691 15 1976 710 15 1977 71916 1974 1049 16 1975 1095 16 1976 1147 16 1977 100516 1973 1280 16 1974 1333 16 1975 1292 16 1976 132517 1973 1740 17 1974 1895 17 1975 1804 17 1976 171517 1972 1902 17 1973 2071 17 1974 2034 17 1975 193418 1972 2256 18 1973 2560 18 1974 2498 18 1975 226218 1971 3444 18 1972 3342 18 1973 3416 18 1974 309519 1971 4144 19 1972 3775 19 1973 3665 19 1974 359419 1970 5088 19 1971 4632 19 1972 4219 19 1973 423920 1970 5244 20 1971 4922 20 1972 4204 20 1973 392420 1969 5614 20 1970 5226 20 1971 4382 20 1972 399821 1969 5599 21 1970 4947 21 1971 4495 21 1972 379121 1968 5935 21 1969 5058 21 1970 4508 21 1971 394922 1968 4980 22 1969 4879 22 1970 4234 22 1971 375922 1967 4528 22 1968 4855 22 1969 4207 22 1970 374223 1967 4036 23 1968 3961 23 1969 4003 23 1970 355723 1966 3956 23 1967 3497 23 1968 3689 23 1969 344224 1966 3532 24 1967 3065 24 1968 3232 24 1969 339224 1965 3448 24 1966 2927 24 1967 2784 24 1968 3041

Έχοντας μια τέτοια διπλή κατανομή των γεγονότων ετησίως διαπιστώνουμε ότι, ταξινομώντας τα

γεγονότα ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες σε συμπληρωμένα έτη, έχουμε για κάθε ημερολογιακό έτος

και για κάθε ηλικία γεγονότα που προέρχονται από δύο διαδοχικές γενεές και τα οποία στο διάγραμμα

του Lexis τοποθετούνται στις επιφάνειες τετραγώνων. Ετσι, π.χ. στη Βουλγαρία -(Σχήμα 15)-, το

1990, από τις 9.232 γεννήσεις που προήλθαν από γυναίκες ηλικίας 19 ετών σε συμπληρωμένα έτη, ένα

τμήμα τους προέρχεται από γυναίκες που ανήκουν στη γενεά του 1971 (κάτω τρίγωνο, 4.144

γεννήσεις) και ένα άλλο τμήμα τους από γυναίκες που ανήκουν στη γενεά του 1970 (άνω τρίγωνο,

5.088 γεννήσεις). Από τις 10.858 γεννήσεις που προήλθαν από γυναίκες ηλικίας 20 ετών σε

συμπληρωμένα έτη, ένα μέρος προέρχεται από γυναίκες που ανήκουν στη γενεά του 1970 (κάτω

τρίγωνο, 5.244 γεννήσεις) και ένα μέρος από γυναίκες που ανήκουν στη γενεά του 1969 (άνω

τρίγωνο, 5.614 γεννήσεις), κ.ο.κ.

Είναι προφανές ότι αν δεν διαθέτουμε τη διπλή ταξινόμηση των γεγονότων κατ’ έτος, αλλά μόνον την

ηλικία σε συμπληρωμένα έτη, δεν δυνάμεθα να παρακολουθήσουμε στο χρόνο τις διαδοχικές γενεές ή

κοορτές. Για το λόγο αυτό, είναι σαφώς προτιμότερη η ταξινόμηση των γεγονότων ανά γενεές ή

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 33: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

31

κοορτές, ταξινόμηση η οποία οδηγεί προφανώς και στην επιλογή της ηλικίας σε συμπληρούμενα (β) ή

ακόμη σε συμπληρωμένα έτη στις γενεές (γ), έναντι απλώς της ηλικίας σε συμπληρωμένα έτη (α).

Στην πρώτη περίπτωση τα γεγονότα τοποθετούνται σε παραλληλόγραμμα με κάθετες διατομές (β) ενώ

στη δεύτερη τοποθετούνται σε παραλληλόγραμμα με πλάγιες διατομές (γ). Αντιθέτως, όταν η ηλικία

εκφράζεται σε συμπληρωμένα έτη, τα γεγονότα, τοποθετούνται πάντοτε στο εσωτερικό ενός

τετραγώνου (α) -Σχήμα 16- .

Σχήμα 15: Βουλγαρία, γεννήσεις αναλόγως της ηλικίας της μητέρας (15, 16, 17, 18, 19, 20 ετών) και του έτους γέννησής της (διπλή κατανομή)

Ο τρόπος ταξινόμησης των δημογραφικών γεγονότων σε σχέση με τη διάρκεια (χρόνο) οδηγεί σε ένα

ακόμη σημείο διαφοροποίησης στην ανάλυσή τους. Αφορά τις διάφορες αναλογίες (λόγους) που

χρησιμοποιούνται στη μελέτη των δημογραφικών φαινομένων με τη δημιουργία πινάκων έχοντας ως

αριθμητή τα γεγονότα και ως παρονομαστή τους υπο μελέτη πληθυσμούς. Ειδικότερα, όταν έχουμε ως

παρονομαστή τον πληθυσμό στη μέση του έτους (ή το μέσο πληθυσμό μιας περιόδου ετών) τότε η

αναλογία ορίζεται ως συντελεστής (ειδικός δείκτης ή ποσοστό γονιμότητας, θνησιμότητας κ.τ.λ), ενώ,

αντιθέτως, όταν στον παρονομαστή θέτουμε τον πληθυσμό που υπόκειται αποκλειστικά στον

«κίνδυνο» να αποβιώσει, να μεταναστεύσει, να τεκνοποιήσει, κ.ο.κ στη διάρκεια της περιόδου

παρατήρησης, τότε η αναλογία αυτή ορίζεται ως πιθανότητα. Επομένως, για τον υπολογισμό των

πιθανοτήτων στους διάφορους πίνακες (θνησιμότητας, γονιμότητας, γαμηλιότητας κ.ο.κ.) ανάγουμε το Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 34: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

32

πλήθος των δημογραφικών γεγονότων που συνέβησαν στη διάρκεια μιας περιόδου στους πληθυσμούς

στην αρχή της περιόδου και οι δείκτες που υπολογίζουμε δίδουν την πιθανότητα εμφάνισης των

γεγονότων σε πληθυσμούς οι οποίοι στην αρχή της περιόδου δεν έχουν υποστεί την επίδραση των

μελετώμενων δημογραφικών φαινομένων. Αντιθέτως, για τον υπολογισμό των ποσοστών

(συντελεστών ή δεικτών) ανάγουμε το πλήθος των δημογραφικών γεγονότων που συνέβησαν στη

διάρκεια μιας περιόδου στους πληθυσμούς στη μέση της περιόδου και οι δείκτες που υπολογίζουμε

στην περίπτωση αυτή δίδουν απλώς τη συχνότητα εμφάνισης των εξεταζόμενων φαινομένων στους

μελετώμενους πληθυσμούς.

Σχήμα 16: Ταξινόμηση των γεγονότων στο διάγραμμα αναλόγως της ηλικίας των ατόμων (συμπληρωμένα έτη, συμπληρούμενα έτη και συμπληρωμένα έτη σε μια γενεά)

Απτό παράδειγμα της διαφοράς ανάμεσα στα ποσοστά (συντελεστές ή κατά ηλικία δείκτες) και τις

πιθανότητες έχουμε στη μελέτη της θνησιμότητας. Όταν π.χ σε ένα δεδομένο έτος μας δίδονται οι

θάνατοι ηλικίας x σε συμπληρούμενα έτη (ΓΖΗΘ στο Σχήμα 16) και ο πληθυσμός ηλικίας x στην αρχή

του έτους (επί της ΓΖ) μπορούμε να υπολογίσουμε την πιθανότητα θανάτου για την ηλικία αυτή (ή

άλλως την αποκαλούμενη προβολική πιθανότητα θανάτου) καθώς ο πληθυσμός στην αρχή του έτους

είναι αυτός που υπόκειται αποκλειστικά και μόνον στον “‘κίνδυνο” του θανάτου (από τον πληθυσμό

αυτό και μόνον αυτόν προήλθαν όλοι οι θάνατοι που κατεγράφησαν εντός του παραλληλογράμμου με

κάθετες διατομές ΓΖΗΘ). Αντιθέτως, αν τα δεδομένα των θανάτων δίδονται για ένα ημερολογιακό έτος

σε συμπληρωμένα έτη (π.χ στο τετράγωνο ΑΒΓΔ) είναι δυνατός μεν ο υπολογισμός του ποσοστού

θνησιμότητας (λόγος των θανάτων του τετραγώνου / μέσο πληθυσμό του έτους) αλλά όχι και της

πιθανότητας θανάτου γιατί δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον πληθυσμό αναφοράς (δηλαδή τον ακριβή

πληθυσμό από τον οποίο προήλθαν οι θανόντες που γραφικά τοποθετούνται εντός του τετραγώνου

αυτού: ένα τμήμα τους προήλθε από τον πληθυσμό που βρίσκεται επί της διατομής ΑΒ και ένα άλλο

τμήμα τους από τον πληθυσμό που βρίσκεται επί της ΑΔ). Επομένως, πιθανότητες δυνάμεθα να

υπολογίσουμε μόνον όταν η ταξινόμηση των δεδομένων μας γίνεται στις γενεές, ενώ ποσοστά

(συντελεστές) δυνάμεθα να υπολογίσουμε σε όλες τις περιπτώσεις. Τα ποσοστά έχουν πάντοτε ετήσια

διάσταση και όταν υπολογίζονται για διάρκεια μεγαλύτερες του έτους, ο δημογράφος οφείλει να τους

προσδώσει ετήσια διάσταση. Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 35: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

33

ΚΚΕΕΦΦΑΑΛΛΑΑΙΙΟΟ IIVV ΣΣΤΤΟΟΙΙΧΧΕΕΙΙΑΑ ΔΔΗΗΜΜΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΚΚΗΗΣΣ ΑΑΝΝΑΑΛΛΥΥΣΣΗΗΣΣ

ΙV.1 Τα χαρακτηριστικά της δημογραφικής ανάλυσης H δημογραφική ανάλυση εξετάζει τις συνιστώσες της ανανέωσης των πληθυσμών καθώς και τις

σχέσεις ανάμεσα στις συνιστώσες αυτές, διαχωρίζοντας τις επιπτώσεις της δομής, του πλήθους και της

έντασης/ημερολογίου των δημογραφικών φαινομένων επι της ανανέωσης των πληθυσμών. Η

δημογραφική ανάλυση είναι επομένως ένας τύπος στατιστικής ανάλυσης προσαρμοσμένης στη μελέτη

των ανθρώπινων πληθυσμών. Χρησιμοποιεί αδρά δεδομένα και τα μετασχηματίζει για να δημιουργήσει,

εκτός των άλλων, πίνακες θνησιμότητας, γαμηλιότητας, γονιμότητας (ή ακόμη και τμήματα των

πινάκων αυτών) στοχεύοντας στον ακριβή ποσοτικό προσδιορισμό των τρόπων με τους οποίους

ανανεώνεται ένας πληθυσμός.

Στην ανάλυση των δημογραφικών συνιστωσών διακρίνουμε, όπως προαναφέρθηκε, δύο τύπους, τη

συγχρονική και τη διαγενεακή (Σχήμα 17).

• Στη διαγενεακή (διαχρονική/ διαμήκη/ γενεαλογική) ανάλυση εξετάζουμε την πορεία ενός

δημογραφικού φαινομένου στη διάρκεια του χρόνου στα πλαίσια μιας πραγματικής γενεάς

(σύνολο ατόμων που γεννήθηκαν το αυτό ημερολογιακό έτος) ή μιας κοορτής (σύνολο

ατόμων που τους συνέβη κάτι κοινό το αυτό ημερολογιακό έτος), ή ακόμη στα πλαίσια μιας

ομάδας γενεών ή κοορτών. Η διαγενεακή ανάλυση στηρίζεται στη δημιουργία πινάκων, βάσει

των οποίων «παρακολουθούμε» βήμα-βήμα την εξέλιξη του συγκεκριμένου δημογραφικού

φαινομένου σε μια γενεά/ κοορτή (ή σε μια ομάδα γενεών/ κοορτών). Στη διαγενεακή

ανάλυση της γονιμότητας π.χ. παρακολουθούμε την αναπαραγωγική πορεία μιας γενεάς από

το σημείο εκκίνησης (από τη στιγμή δηλ. που δύναται να αναπαραχθεί βιολογικά, συνήθως

από το 15ο έτος) μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής της ζωής (συνήθως μέχρι την ηλικία των

50 ετών).

• Στη συγχρονική (ή εγκάρσια) ανάλυση εξετάζουμε την ένταση και το ημερολόγιο ενός

δημογραφικού φαινομένου (γονιμότητα, θνησιμότητα, γαμηλιότητα) σε ένα συγκεκριμένο

ημερολογιακό έτος (ή ακόμη στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου που

αποτελείται από διαδοχικά ημερολογιακά έτη). H ανάλυση στην περίπτωση αυτή βασίζεται στη

δημιουργία των συγχρονικών ή εγκάρσιων πινάκων και τον υπολογισμό συναφών δεικτών. Στη

συγχρονική ανάλυση δεν παρακολουθούμε μια πραγματική γενεά στη διάρκεια του χρόνου,

αλλά μια πλασματική γενεά που δημιουργείται από τμήματα διαδοχικών πραγματικών γενεών

που «τέμνουν» το συγκεκριμένο έτος ή περίοδο σε διαφορετικές στιγμές της ζωής τους.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 36: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

34

Σχήμα 17: Διαμήκης (διαγενεακή) και εγκάρσια (συγχρονική) ανάλυση

Στα προηγούμενα κεφάλαια έγινε αναφορά τόσο στις πηγές πληροφοριών για τη δημογραφία, όσο και

στη σημασία της μεταβλητής “χρόνος”, εντοπίζοντας ακροθιγώς ορισμένες από τις δυσκολίες που θα

συναντήσουμε αν θελήσουμε να προχωρήσουμε πέρα από μια απλή περιγραφή και μια επιφανειακή

εξέταση των δημογραφικών προβλημάτων. Οι δυσκολίες που συναντούμε και η πολυπλοκότητα των

μεθόδων της δημογραφικής ανάλυσης οφείλονται σε πολλούς παράγοντες και χαρακτηριστικά των

δημογραφικών φαινομένων. Τα φαινόμενα αυτά δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα, καθώς

βρίσκονται σε μια αέναη αλληλεπίδραση: η θνησιμότητα π.χ μειώνει προοδευτικά τον αριθμό των

γυναικών μιας γενεάς, έχοντας επιπτώσεις και στη γεννητικότητα και στη γονιμότητά της (συνολικό

αριθμό παιδιών που αυτή θα φέρει στον κόσμο). Η θνησιμότητα, επομένως, υπεισέρχεται

“παρείσακτα” στη μελέτη της γονιμότητας και αν θέλουμε να προσδιορίσουμε επακριβώς την έντασή

της γονιμότητας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την θνησιμότητα (πιθανότατα δε και τη

μετανάστευση, αν δεν έχουμε “κλειστούς” πληθυσμούς), προσπαθώντας να “εξουδετερώσουμε” την

επίδραση των δύο αυτών “διαταρακτικών” παραγόντων επί της γονιμότητας. Τέλος, πρέπει να

επισημανθεί ότι κάποια δημογραφικά γεγονότα έχουν το χαρακτήρα του μοναδικού (βλ. θάνατος) σε

αντίθεση με άλλα τα οποία μπορούν να επαναληφθούν (γάμος, διαζύγιο) και η διαφορά αυτή επηρεάζει

τις μεθόδους και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη δημογραφία.

Κατ επέκταση, είναι προφανές ότι οι μέθοδοι και οι τεχνικές της δημογραφικής ανάλυσης πρέπει να

βρίσκονται σε αντιστοιχία με τα διαθέσιμα δεδομένα, να λαμβάνουν υπόψη όλες τις “ιδιομορφίες” και

“ιδιαιτερότητές” αυτών, αν και, συχνά, δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται κατά

προσέγγιση, στη βάση δηλαδή υποθέσεων που ισχύουν κατά το μάλλον ή ήττον. Έτσι, συνοψίζοντας

θα λέγαμε ότι το πεδίο της δημογραφικής ανάλυσης είναι αρκετά ευρύ και περίπλοκο και στα πλαίσια

αυτού του συγγράμματος είναι αδύνατον να εξετασθούν όλα τα τιθέμενα προβλήματα. Συνεπώς, θα

περιοριστούμε σε μια συνοπτική παρουσίαση της ανάλυσης των βασικών δημογραφικών συνιστωσών,

εκθέτοντας τους διάφορους δείκτες που συνήθως χρησιμοποιούνται και τα γενικά πλαίσια που ισχύουν

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 37: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

35

για κάθε δημογραφικό φαινόμενο, εξεταζόμενο σαν απομονωμένο από τα άλλα, στην ιδεατή “φυσική”

του κατάσταση.

ΙV.2 Η δημογραφική μετάβαση Πριν όμως εξετάσουμε τη γονιμότητα, θνησιμότητα και γεωγραφική κινητικότητα ως και το “φυσικό”

υπόβαθρό τους (τον πληθυσμό), θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε, εν συντομία, στη θεωρία της

δημογραφικής μετάβασης η οποία απετέλεσε ένα γενικό αναλυτικό εργαλείο για την περιγραφή των

μετασχηματισμών των δημογραφικών συμπεριφορών των πληθυσμών στη Δ. Ευρώπη του 19ου αιώνα

και στο σύνολο του πλανήτη μας εν συνεχεία. Ουσιαστικά, στη δημογραφική μετάβαση διακρίνονται

τέσσερις ή πέντε διαδοχικές φάσεις της γονιμότητας και της θνησιμότητας, οι οποίες θεωρείται ότι

προσδιορίζονται από εξωγενείς παράγοντες όπως η αστικοποίηση, η εκβιομηχάνιση, η αλλαγή του

ρόλου της γυναίκας κ.α. Το «μοντέλο» περιγράφει επομένως σε αδρές γραμμές το προοδευτικό

πέρασμα από ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα γεννητικότητας και θνησιμότητας σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα

και, παράλληλα, επιχειρεί να ερμηνεύσει τις προαναφερθείσες αλλαγές.

Η δημογραφική μετάβαση παρέμεινε κυρίαρχη θεωρητική τάση τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Όμως, οφείλουμε στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι με το κλείσιμο της μικρής παρένθεσης που

διήρκεσε μια εικοσαετία (baby-boom), από το 1970 και μετά στο σύνολο των ανεπτυγμένων περιοχών

του πλανήτη μας εμφανίζεται ταυτόχρονα και ανεξάρτητα από το επίπεδο και τους ρυθμούς ανάπτυξης

μια έντονη πτώση της γονιμότητας και η εν συνεχεία σταθεροποίησή της κάτω από το οριο ανανέωσης

των γενεών. Οι δημογραφικές αυτές εξελίξεις για πολλούς δημογράφους οριοθετούν μια νέα μη

προβλεπόμενη αρχικά φάση ή άλλως μια «δεύτερη δημογραφική μετάβαση» στο βαθμό που σε καμία

χώρα ο δείκτης γονιμότητας δεν ανέκαμψε σε επίπεδα που να επιτρέπουν την πλήρη αναπαραγωγή

των γενεών της32. Αντιθέτως, άλλοι δημογράφοι εστιάζουν αλλού την προσοχή τους και επιχειρούν μια

διαφορετική ερμηνεία: κατ’ αυτούς, η δημογραφική μετάβαση, αφού κάνει τον παραδοσιακό της κύκλο

οδηγώντας σε σταθεροποίηση των ρυθμών αύξησης του πληθυσμού (ή ακόμη και σε κοντινά στην

ανανέωση των γενεών επίπεδα), εισέρχεται σε ένα νέο (μετά τη μετάβαση) κύκλο, όπου υπερισχύουν

οι μακροχρόνιες διακυμάνσεις. Οι διακυμάνσεις αυτές προσδιορίζονται κυρίως από το κόστος που η

γέννηση/ανατροφή των παιδιών συνεπάγεται και που προκύπτει βασικά από: i) τα άμεσα κόστη

(κόστος διατροφής, ρουχισμού, εκπαίδευσης, κ.α) και ii) την έμμεση επίδραση -ή κόστος ευκαιρίας-,

δηλαδή το εισόδημα που «χάνεται» όταν ένα άτομο (συνήθως η μητέρα) «υποχρεούται» να μη

συμμετέχει για κάποιο διάστημα στην αγορά εργασίας. Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται αφενός μια

αμφισβητήσιμη ορθολογική ερμηνεία της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς στις ανεπτυγμένες χώρες του

πλανήτη μας, αφετέρου η «πρόβλεψη» των επερχόμενων αλλαγών στις περιοχές εκείνες οι οποίες

χαρακτηρίζονται από σχετική «υστέρηση» στη διαδικασία της δημογραφικής μετάβασης.

ΙV.2.1 Οι φάσεις της δημογραφικής μετάβασης Σχηματικά, δυνάμεθα να διακρίνουμε τέσσερις φάσεις (Σχήμα 18). Στην πρώτη, που αποκαλείται και

προ-μεταβατική, τα αδρά ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας είναι ιδιαίτερα υψηλά (45‰ για

τη γεννητικότητα και 40‰ για τη θνησιμότητα) και το φυσικό ισοζύγιο σχετικά χαμηλό (5 ‰ Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 38: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

36

ετησίως). Στη δεύτερη, με την εκκίνηση της δημογραφικής μετάβασης, η θνησιμότητα αρχίζει την

πτωτική της πορεία η οποία αρχικά οφείλεται στη βελτίωση των συνθηκών διατροφής (και όχι ακόμη

στις προόδους της ιατρικής και της δημόσιας υγείας), ενώ αντιθέτως η γονιμότητα δεν εμφανίζει

σημαντική κάμψη, με αποτέλεσμα τα ποσοστά φυσικής αύξησης να εκτινάσσονται στα ύψη. Στη

διάρκεια της τρίτης φάσης, η θνησιμότητα επιταχύνει την πτωτική της πορεία με τη συμβολή των

προόδων της ιατρικής και της δημόσιας υγιεινής ενώ, παράλληλα, η γεννητικότητα αρχίζει να

συρρικώνεται (όχι όμως ακόμη εξαιτίας της εμφάνισης και διάδοσης των σύγχρονων μεθόδων

αντισύλληψης). Οι συγκλίνουσες πλέον πορείες των δύο βασικών αυτών συντελεστών της φυσικής

κίνησης οδηγούν, προφανώς, στην ταχεία συρρίκνωση του ετήσιου ποσοστού φυσικής αύξησης.

Τέλος, στην τελευταία φάση, φάση που δύναται να χαρακτηρισθεί και ως μετα-μεταβατική, η

γεννητικότητα και η θνησιμότητα εξισορροπούνται πλέον σε χαμηλά επίπεδα (γύρω στο 10 ‰) και το

ποσοστό φυσικής αύξησης τείνει να μηδενισθεί.

Φάσεις Θνησιμότητα Γονιμότητα Φυσική αύξηση Πρώτη Υψηλή Υψηλή Χαμηλή Δεύτερη Σε πτώση Υψηλή Αυξάνουσα Τρίτη Σε πτώση Σε πτώση Αυξάνουσα Τέταρτη Χαμηλή Χαμηλή Χαμηλή

Σχήμα 18: Οι φάσεις της δημογραφικής μετάβασης

Πηγή: J. C. Chesnais (1986) IV.3 Η πληθυσμιακή ανάλυση IV.3.1 Η μέτρηση των ρυθμών μεταβολής ενός πληθυσμού: ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής

Ο δημογράφος συχνά χρησιμοποιεί δείκτες για τη μελέτη της μεταβολής του μεγέθους ενός

πληθυσμού. Ο κυριότερος εξ αυτών είναι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής ή άλλως η μέση ετήσια

Θνησιμότητα

Γεννητικότητ

Χρόνος

Φυσική Αύξηση

Φάση 1 Φάση 2

Δημογραφική μετάβαση

Φάση 3

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 39: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

37

μεταβολή του πληθυσμού (r), που δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ποσοστιαία μεταβολή του

πληθυσμού. Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται ως εξής: n

tnt rPP )1( +=+

όπου Pt είναι ο πληθυσμός στην αρχή της περιόδου t, n είναι ο αριθμός των ετών που πέρασαν από το

χρόνο εκκίνησης t , Pt+n είναι ο πληθυσμός στο τέλος της περιόδου και r είναι ο μέσος ετήσιος ρυθμός

μεταβολής.

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής δίδει την ένταση της μεταβολής ενός πληθυσμού ανάμεσα σε δύο

έτη. Η μεταβολή αυτή εκφράζεται και με το χρόνο που χρειάζεται ένας πληθυσμός για να διπλασιαστεί,

χρόνος που υπολογίζεται εύκολα για τις διάφορες τιμές του r αν στην προαναφερθείσα εξίσωση

θέσουμε το χρόνο ως άγνωστο x (Πίνακας 6 και Σχήμα 19):

Πίνακας 6: Αντιστοιχία του r σε απαιτούμενα έτη για το διπλασιασμό ενός πληθυσμού

r (ο/οο) Έτη r (ο/οο) Έτη r (ο/οο) Έτη 1 693,49 36 19,60 71 10,112 346,92 37 19,08 72 9,973 231,40 38 18,59 73 9,844 173,63 39 18,12 74 9,715 138,98 40 17,67 75 9,586 115,87 41 17,25 76 9,467 99,37 42 16,85 77 9,348 86,99 43 16,46 78 9,239 77,36 44 16,10 79 9,1210 69,66 45 15,75 80 9,0111 63,36 46 15,41 81 8,9012 58,11 47 15,09 82 8,8013 53,66 48 14,78 83 8,6914 49,86 49 14,49 84 8,5915 46,56 50 14,21 85 8,5016 43,67 51 13,93 86 8,4017 41,12 52 13,67 87 8,3118 38,85 53 13,42 88 8,2219 36,83 54 13,18 89 8,1320 35,00 55 12,95 90 8,0421 33,35 56 12,72 91 7,9622 31,85 57 12,50 92 7,8823 30,48 58 12,29 93 7,7924 29,23 59 12,09 94 7,7225 28,07 60 11,90 95 7,6426 27,00 61 11,71 96 7,5627 26,02 62 11,52 97 7,4928 25,10 63 11,35 98 7,4129 24,25 64 11,17 99 7,3430 23,45 65 11,01 100 7,2731 22,70 66 10,85 32 22,01 67 10,69 33 21,35 68 10,54 34 20,73 69 10,39 35 20,15 70 10,24

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 40: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

38

Σχήμα 19: Χρόνος διπλασιασμού του πληθυσμού με βάση το μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής (r, o/oo)

0

100

200

300

400

500

600

700

0 10 20 30 40 50

Βαθμιαία εξέλιξη του r

Έτη

απαραίτητα για το

διπλασιασμό

του

πληθυσμού

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 41: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

39

IV.3.2 Οι ηλικιακές πυραμίδες Στην ανάλυση των πληθυσμιακών δομών κεντρικό ρόλο έχουν οι πληθυσμιακές πυραμίδες και οι

αποκαλούμενοι δομικοί δείκτες. Η κατανομή του συνόλου των ατόμων ενός πληθυσμού κατά ηλικία και

φύλο οδηγεί στο σχεδιασμό μιας γραφικής παράστασης, της πυραμίδας των ηλικιών, η οποία κατανέμει

τον πληθυσμό σύμφωνα με τα κριτήρια ηλικία και φύλο. Στο ιδιότυπο αυτό περιγραφικό ιστόγραμμα

εμφανίζεται είτε η συχνότητα κάθε ηλικιακής ομάδας (σε απόλυτες τιμές) είτε η αναλογία (ποσοστά)

των ηλικιακών ομάδων ανά φύλο στο σύνολο του πληθυσμού.

Σε κάθε πληθυσμιακή πυραμίδα “διαβάζουμε”, επομένως, την πρότερη ιστορία του πληθυσμού καθώς

σε κάθε μια από αυτές αντικατοπτρίζεται η ιστορία των εκατό και πλέον γενεών που τον συνθέτουν.

Το γενικό σχήμα των πυραμίδων είναι τριγωνικό εξαιτίας της θνησιμότητας η οποία προοδευτικά

μειώνει τον αριθμό της κάθε ανερχόμενης προς την κορυφή γενεάς (ηλικιακής ομάδας). Έτσι, στις

κοινωνίες κυρίως του λεγόμενου “τρίτου κόσμου”, όπου υπάρχει έντονη γονιμότητα και έντονη

θνησιμότητα, η πυραμίδα των ηλικιών έχει πλήρη τριγωνικό χαρακτήρα (ιδιαίτερα “νεανικοί

πληθυσμοί” (Σχήμα 20α). Είναι προφανές ότι η μορφή της πυραμίδας μεταβάλλεται συνεχώς: σε

χώρες π.χ όπου η πτώση της θνησιμότητας υπήρξε ραγδαία, αλλά η γονιμότητα παρέμεινε σε υψηλά

επίπεδα, η πληθυσμιακή τους πυραμίδα έχει ωοειδή μορφή (Σχήμα 20β). Τέλος, σε βιομηχανικές

κοινωνίες όπου εδώ και μερικές δεκαετίες την πτώση της θνησιμότητας ακολούθησε η πτώση της

γονιμότητας, η μορφή της πυραμίδας τείνει να πάρει τη μορφή της «σβούρας» (Σχήμα 20γ). Η

πυραμίδα αυτή χαρακτηρίζει “γεροντικούς πληθυσμούς” (βλ. και παραδείγματα στο Παράρτημα

Δ). Οι μορφές που παίρνουν οι πυραμίδες, με τη σειρά που παρουσιάστηκαν, αντικατοπτρίζουν σε

αδρές γραμμές και τις βασικές φάσεις της δημογραφικής μετάβασης.33

Σχήμα 20: Τύποι πληθυσμιακών πυραμίδων

Η επιφάνεια της πυραμίδας δίδει το συνολικό πληθυσμό, η “μορφή” της (το προφίλ της) μας

πληροφορεί σχετικά με τη δομή του πληθυσμού αυτού κατά ηλικία, γεγονός που παραπέμπει στις

συνθήκες γονιμότητας και θνησιμότητας (και στη περίπτωση που ο πληθυσμός δεν είναι κλειστός και

στις μεταναστεύσεις). Όσο εντονότερη είναι η γονιμότητα τόσο η βάση της πυραμίδας είναι πιό

ευρεία, ενώ όσο χαμηλότερη είναι η θνησιμότητα είναι τόσο η κορυφή της είναι πιο επιμήκης. Οι

εσοχές και εξοχές της πυραμίδας αποτυπώνουν τις διακυμάνσεις της γονιμότητας και της θνησιμότητας

καθώς και τα ιστορικά “γεγονότα” που έθιξαν τον εξεταζόμενο πληθυσμό (στο παράδειγμά μας -

Σχήμα 21- τον πληθυσμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας). Είναι προφανές ότι στην

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 42: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

40

πυραμίδα του πληθυσμού αυτού για το 1960 αποτυπώνονται οι επιπτώσεις των δύο παγκοσμίων

πολέμων καθώς οι γυναίκες είναι σαφώς πολυπληθέστερες των ανδρών των αντίστοιχων ηλικιακών

ομάδων (1 και 2) στις «ώριμες» ηλικίες» (35-64 ετών, Β’ παγκόσμιος πόλεμος) και στις μεγάλες

ηλικίες (>65 ετών, Α’ παγκόσμιος πόλεμος) καθώς οι άνδρες, ως στρατεύσιμοι, είχαν μεγαλύτερες

απώλειες (στις μεγάλες όμως ηλικιακές ομάδες σημαντικό ρόλο παίζει και η διαφορική θνησιμότητα

μεταξύ ανδρών και γυναικών, που κάνει ακόμη εντονότερες τις διαφοροποιήσεις). Ταυτόχρονα, στη

δεκαετία 1940-49 οι γεννήσεις συρρικνώνονται σημαντικά, στο βαθμό που η περίοδος αυτή δεν είναι η

ευνοϊκότερη δυνατή για το σχηματισμό οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, με αποτέλεσμα οι

αντίστοιχες γενεές να είναι ιδιαίτερα ολιγοπληθείς (σχηματικά, παιδιά ηλικίας 10-19 ετών στην

πυραμίδα της Γερμανίας, 3).

Οι αντίστοιχες επιπτώσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (μείωση των γεννήσεων στη διάρκεια της

περιόδου 1914-1919) αποτυπώνονται επίσης στην πυραμίδα της Ο.Δ.Γ (4), στο βαθμό που οδηγούν

στην εμφάνιση ελλειμματικών γενεών (τα άτομα που γεννήθηκαν στην περίοδο 1914-1919, το 1960

έχουν ηλικία 41-46 ετών και ανήκουν σε αυτές τις «ελλειμματικές» γενεές). Στην ίδια πυραμίδα

αποτυπώνεται επίσης η αναπλήρωση των γεννήσεων του πολέμου (δηλαδή οι γεννήσεις που

εμποδίστηκαν από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και που συσσωρευτικά έγιναν στην αμέσως επόμενη

δεκαετία), με αποτέλεσμα οι γενεές 1950-1959 (άτομα ηλικίας 0-9 ετών το 1960,5) να είναι σαφώς

πολυπληθέστερες από αυτές της προηγούμενης πενταετίας (άτομα ηλικίας 10-14 ετών), 3). Τέλος,

στην πυραμίδα αποτυπώνεται και το mini-baby-boom (6) της πενταετίας που προηγήθηκε του

παγκοσμίου πολέμου, συνέπεια της ιδιαίτερα ενεργής παρεμβατικής πολιτικής ενίσχυσης των

γεννήσεων της «αρίας φυλής» από το χιτλερικό καθεστώς με αποτέλεσμα τα άτομα που γεννήθηκαν

το 1936-40 (σχηματικά ηλικίας 20-24 ετών την 1/1/1/1960) να είναι σαφώς πολυπληθέστερα από

αυτά που γεννήθηκαν προ του 1936.

Σχήμα 21: H πληθυσμιακή πυραμίδα της ΟΔ Γερμανίας το 1960 (%)

6,0 5,0 4,0 3,0 2,0 1,0 0,0 1,0 2,0 3,0 4,0 5,0 6,0

0-4

5-9

10-14

15-19

20-24

25-29

30-34

35-39

40-44

45-49

50-54

55-59

60-64

65-69

70-74

75-79

80-84

85+

Άνδρες Γυναίκες

1

1

1

1

1

1

1

1

1

1

1

1

2

22

22

2

2 2

2 2

3 3

33

5

55

5

44

66

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 43: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

41

Οι πληθυσμιακές πυραμίδες είναι δυνατόν να σχεδιασθούν, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνοντας ως

βάση είτε τα απόλυτα μεγέθη είτε τις αναλογίες (υπολογίζοντας δηλαδή το ειδικό βάρος -επί τοις % ή

τις ‰- κάθε ηλικιακής ομάδας για τους άνδρες και τις γυναίκες στο συνολικό πληθυσμό της

εξεταζόμενης χωρικής ενότητας). Σε μια ηλικιακή πυραμίδα το πλήθος ή οι αναλογίες (ποσοστά) κάθε

ηλικιακής ομάδας αναπαρίστανται από επιφάνειες με βάση:

• μια κοινή κλίμακα στον κατακόρυφο άξονα και για τα δύο φύλα, όπου τίθενται οι ηλικίες

• δύο κλίμακες στον οριζόντιο άξονα, πάνω σε ημιάξονες όπου σημειώνονται αντιστοίχως είτε οι

αντρικοί και γυναικείοι πληθυσμοί (αν πρόκειται για απόλυτα μεγέθη) είτε τα ποσοστά τους

(αν πρόκειται για αναλογίες). Συνήθως, οι άρρενες απεικονίζονται στην αριστερή πλευρά και οι

θήλεις στη δεξιά πλευρά του σχήματος. Οι κλίμακες αυτές έχουν κοινά διαστήματα και, αν

στραφούν κατά 180 μοίρες, θα έχουμε την πλήρη επίθεσή τους.

Κατά κανόνα, τα δεδομένα που διαθέτουμε για τον σχεδιασμό μιας πυραμίδας αναφέρονται σε

μονοετείς η πενταετείς ηλικιακές ομάδες, οπότε κάθε ομάδα ηλικιακής τάξης αποτυπώνεται σε ένα

οριζόντιο ορθογώνιο. Υπενθυμίζουμε ότι το σχήμα παραπέμπει συνήθως σε μια πυραμοειδή μορφή,

στην οποία και οφείλει το όνομα του (πυραμίδα), αναλόγως της κυρίαρχης επίδρασης που ασκούν η

θνησιμότητα και η γονιμότητα (και δευτερευόντως η μετανάστευση). Έτσι, για τον ακριβή

προσδιορισμό της επίδρασης της θνησιμότητας επί του πληθυσμού προστίθενται και εκείνες της

γονιμότητας και των μεταναστεύσεων: π.χ. η βάση της πυραμίδας θα είναι ιδιαίτερα διευρυμένη αν

πρόκειται για έναν νεανικό πληθυσμό ή αντιθέτως ιδιαίτερα στενή εάν ο πληθυσμός μας είναι

γερασμένος.

Στην ειδική περίπτωση ενός στάσιμου πληθυσμού το περίγραμμα της πυραμίδας θα ταυτίζεται με

εκείνο της καμπύλης επιβίωσης που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του πληθυσμού αυτού.

Τέλος, στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε την

απεικόνιση της πυραμίδας και για «ειδικούς πληθυσμούς» (σχολικό πληθυσμό, πληθυσμό μιας μεγάλης

επιχείρησης, αγροτικό πληθυσμό, κ.τ.λ…). Όταν, όμως, δημιουργούμε μια πυραμίδα ηλικιών για

ειδικούς “υπο-πληθυσμούς” (τον πληθυσμό των εκπαιδευτικών της μέσης εκπαίδευσης, τον πληθυσμό

των ενεργών γιατρών, τον πληθυσμό των απασχολούμενων σε μια μεγάλη επιχείρηση, κ.ο.κ) η εικόνα

μπορεί να αποκλίνει αισθητά από την πυραμοειδή μορφή της.

Σχηματικά, δυνάμεθα, να διακρίνουμε τρεις τύπους πυραμίδων που αντιστοιχούν σε αντίστοιχους

τύπους πληθυσμού (νεανικό, ώριμο, γερασμένο). Οι παρατιθέμενες πυραμίδες για τη Βόρεια Ευρώπη

(γερασμένος), την Αφρική (νεανικός) και την Ασία (ώριμος) -Σχήμα 22-, αντιστοιχούν κατά το μάλλον

η ήττον σε αυτούς τους ακραίους τύπους πληθυσμών που απαντώνται ακόμη και σήμερα στον

πλανήτη μας, ενώ αυτές που δίδονται στο Σχήμα 23 αντιστοιχούν σε δύο τύπους πληθυσμού

(νεανικό, γερασμένο) που συνυπήρχαν στη γειτονική μας Γιουγκοσλαβία πριν από την

ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου και του Κοσσυφοπεδίου και η οποία χαρακτηριζόταν από

σημαντικές διαφοροποιήσεις των δημογραφικών δομών στο εσωτερικό της.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 44: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

42

Σχήμα 22: Πληθυσμιακές πυραμίδες της Βορείου Ευρώπης, της Ανατολικής Ασίας και της Αφρικής (1995,%)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 45: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

43

Σχήμα 23: Πληθυσμιακές πυραμίδες Κοσσυφοπεδίου και Βοϊβοντίνας (1997,%)

Τέλος, στο Σχήμα 24 αποτυπώνονται οι δημογραφικές δομές σε δύο από τους νομούς της χώρας μας

που βρίσκονται στον αντίποδα όσον αφορά τη δημογραφική γήρανση (η Ξάνθη εντάσσεται στην

ομάδα των πλέον «νεανικών νομών» σε αντίθεση με την Φωκίδα που εντάσσεται στην ομάδα των

πλέον «γερασμένων»).

Σχήμα 24: Πληθυσμιακές πυραμίδες των νομών Ξάνθης και Φωκίδας κατά το 1991 (κοινή κλίμακα,%)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 46: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

44

Καθίσταται προφανές ότι η σύγκριση διαφορετικών χωρικών ενοτήτων σε ένα κοινό έτος (π.χ των

πληθυσμών του Λουξεμβούργου, της Ελλάδας και της Γερμανίας, 82.165.εκατομ., 10.543 και 0,436

εκατομ. κάτοικοι αντιστοίχως -Σχήμα 25-) ή ακόμη η σύγκριση διαχρονικά των δομών του

πληθυσμού μιας χωρικής ενότητας (π.χ του ΠΣ Πρωτευούσης το 1951 και 1991, με πληθυσμούς

αντιστοίχως 1,379 και 3.073 εκατομμύρια) δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επί τη βάσει πυραμίδων

που έχουν σχεδιασθεί λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή του πληθυσμού σε απόλυτες τιμές και σε

κοινές κλίμακες. Στην περίπτωση των τριών πρώτων προαναφερθεισών χωρών, με διαφορετικούς

πληθυσμιακούς όγκους, η σύγκριση είναι προφανώς ανέφικτη: η πυραμίδα του Λουξεμβούργου δίδει

μια γραμμή και της δε Ελλάδας έναν οβελία. Η σύγκριση αντιθέτως είναι εφικτή όταν οι πληθυσμιακές

πυραμίδες επανασχεδιασθούν, με αναγωγή του πληθυσμού των υπό σύγκριση χωρικών ενοτήτων σε

100 ή 1000 άτομα-όταν δηλαδή έχουν σχεδιασθεί με βάση το ειδικό βάρος (ποσοστιαία αναλογία %

στο συγκεκριμένο παράδειγμα) της κάθε ηλικιακής ομάδας στο συνολικό πληθυσμό- (Σχήμα 26).

Σχήμα 25: Πληθυσμιακές πυραμίδες της Γερμανίας, της Ελλάδας και του Λουξεμβούργου σε απόλυτες τιμές (κοινή κλίμακα, απόλυτες τιμές)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 47: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

45

Σχήματα 26: Πληθυσμιακές πυραμίδες της Γερμανίας, της Ελλάδας και του Λουξεμβούργου σε ποσοστιαίες αναλογίες (κοινή κλίμακα,%)

Όσον αφορά το δεύτερο παράδειγμα, είναι εξίσου προφανής η δυσκολία σύγκρισης των πληθυσμιακών

πυραμίδων των ιδίων χωρικών ενοτήτων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, όταν αυτές είναι

υπολογισμένες σε απόλυτες τιμές (Σχήμα 27). Ο πληθυσμός του ΠΣΠ αυξήθηκε κατά 2,3 φορές

ανάμεσα στο 1951 και το 1991. Η αλλαγή των πληθυσμιακών δομών ανάμεσα στο 1951 και το 1991

είναι σαφώς ευκρινέστερη όταν οι πυραμίδες μας σχεδιασθούν σε ποσοστιαίες αναλογίες (Σχήμα 28).

Διαπιστώνουμε, έτσι, ότι ο πληθυσμός του ΠΣΠ από νεανικός-ώριμος το 1951 τείνει να μεταβληθεί σε

ώριμο-γερασμένο το 1991 και η μετά το 1971 συρρίκνωση της γεννητικότητας αποτυπώνεται σαφώς

στη βάση της πυραμίδας του 1991 (ηλικιακές ομάδες 0-9 ετών). Στην πυραμίδα του 1951 οι εσοχές και

εξοχές μεταφράζουν τις διακυμάνσεις της θνησιμότητας καθώς και τα ιστορικά γεγονότα που Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 48: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

46

επέδρασαν στον εν λόγω πληθυσμό (Β’ παγκόσμιος πόλεμος και εμφύλιος). Οι επιπτώσεις π.χ του Β’

παγκοσμίου πολέμου είναι ιδιαίτερα εμφανείς και έντονες το 1951 αλλά έχουν αμβλυνθεί το 1991,

βοηθούσης και της ιδιαίτερα έντονης εσωτερικής μετανάστευσης προς την πρωτεύουσα στη διάρκεια

της πρώτης μεταπολεμικής εικοσιπενταετίας, με αποτέλεσμα η πυραμίδα του 1991 να είναι πολύ πιο

ομαλή από αυτήν του 1951.

Σχήμα 27: Πληθυσμιακές πυραμίδες του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Πρωτευούσης σε απόλυτες τιμές (κοινή κλίμακα), 1951 και 1991

Σχήμα 28: Πληθυσμιακές πυραμίδες του ΠΣΠ το1951 και 1991 σε ποσοστιαίες αναλογίες (κοινή κλίμακα,%)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 49: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

47

IV.3.3 Οι δείκτες δομής του πληθυσμού 1. Δείκτης αναλογίας φύλων

100P(f)P(h)

j

j× όπου P(h/f) ο συνολικός πληθυσμός ανδρών/ γυναικών στην αρχή ή τη μέση του

έτους αντίστοιχα και j αναφέρεται στο αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός,…)

2. Δείκτες συμμετοχής στο σύνολο του πληθυσμού των μεγάλων ηλικιακών ομάδων:

100PP

j

ij× όπου (όπως και για όλους τους δείκτες) το P αναφέρεται στο συνολικό πληθυσμό, το i

αναφέρεται στον πληθυσμό των αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων (0-14, 15-64, ≥65 ετών) και το j

αναφέρεται στο αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός,…)

3. Δείκτης εξάρτησης

100P

)P(P

j64),-(15

j65),(j14),-(0×

≥+ όπου P(0-14, 15-64, ≥65) ο πληθυσμός των αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων και

j το αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός,…)

4. Δείκτης γήρανσης

100PP

j14),-(0

j65),(×

≥ όπου P(0-14, ≥65) ο πληθυσμός των αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων και j το

αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός, ...)

5α. Δείκτης αντικατάστασης (i)

100PP

j64),-(60

j14),-(10× όπου P(10-14, 60-64) ο πληθυσμός των αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων και j το

αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός,…)

5β. Δείκτης αντικατάστασης (ii)

100PP

j69),-(65

j19),-(15× όπου P(15-19, 65-69) ο πληθυσμός των αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων και j το

αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός,…)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 50: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

48

6. Δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων ≥65/15-64 ετών

100PP

j64),-(15

j65),(×

≥ όπου P(≥65, 15-64) ο πληθυσμός των αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων και j το

αντίστοιχοχωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός,…)

IV.3.4 Φυσικό ισοζύγιο, μεταναστευτικό ισοζύγιο και φαινόμενη μετανάστευση (απόλυτες και σχετικές τιμές)

Εξετάζοντας την ανανέωση των πληθυσμιακών συνόλων, παρατηρούμε ότι κάθε έτος ένας νέος

αριθμός ατόμων προστίθεται (γεννήσεις παιδιών από γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία), ενώ αντίθετα

όλες οι γενεές χάνουν μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό μελών εξ αιτίας της θνησιμότητας. Αν,

επιπλέον, ο πληθυσμός μας δεν είναι “κλειστός” αλλά “ανοιχτός” (δέχεται δηλαδή άτομα άλλων

χωρικών ενοτήτων ή ακόμη χάνει μέλη του λόγω μεταναστεύσεων), τότε η συνολική μεταβολή του

(θετική ή αρνητική) είναι το αποτέλεσμα του ισοζυγίου γεννήσεις + εισερχόμενοι μετανάστες (είσοδοι)

– θάνατοι – εξερχόμενοι μετανάστες (έξοδοι). Αντίστοιχα, η φυσική μεταβολή του ή άλλως το φυσικό

του ισοζύγιο (Φ.Ι) είναι το αποτέλεσμα του ισοζυγίου γεννήσεις – θάνατοι, ενώ το Μεταναστευτικό

του ισοζύγιο (Μ.Ι) είναι το αποτέλεσμα του ισοζυγίου είσοδοι – έξοδοι.

Οι ίδιοι υπολογισμοί μπορούν να γίνουν λαμβάνοντας υπόψη όχι τους απόλυτους αριθμούς (πλήθη)

αλλά τους αδρούς δείκτες γεννητικότητας (ΑΔΓ), θνησιμότητας (ΑΔΘ), ΑΔ Εξόδου και ΑΔ Εισόδου. Οι αδροί αυτοί δείκτες είναι δείκτες που υπολογίζονται θέτοντας στον αριθμητή τα δημογραφικά

γεγονότα (γεννήσεις, θάνατοι, γάμοι, διαζύγια) που καταγράφονται στη διάρκεια ενός ή διαδοχικών

ημερολογιακών ετών και στον παρονομαστή το μέσο πληθυσμό του έτους ή της περιόδου (οι δείκτες

αυτοί συνήθως υπολογίζονται επί τοις χιλίοις).

1000Πληθυσμός Μέσος

ό

j

j ×ταεγονΓ

Στην περίπτωση αυτή, τα προηγούμενα ισοζύγια ανάγονται, το μεν συνολικό σε ΑΔΓ – ΑΔΘ +ΑΔ εισ -

ΑΔ εξ, το φυσικό σε ΑΔΓ – ΑΔΘ και το μεταναστευτικό σε ΑΔ Εισ - ΑΔ εξ. Στην περίπτωση που δεν

διαθέτουμε δεδομένα για τις εισόδους και τις εξόδους, αλλά αφενός τον πληθυσμό στην αρχή και στο

τέλος της περιόδου, αφετέρου τις γεννήσεις και τους θανάτους, υπολογίζουμε έμμεσα το

μεταναστευτικό ισοζύγιο (το οποίο καλείται φαινόμενη μετανάστευση) μέσω του τύπου:

)()( nttntttnt DNPP +−+−+ −−−=ΦΜ

όπου Pt ο πληθυσμός κατά το έτος εκκίνησης t, Pt+n ο πληθυσμός στο έτος κατάληξης (μετά την

πάροδο n ετών), n τα έτη ανάμεσα στο έτος εκκίνησης και στο έτος κατάληξης, Nt-t+n ο αριθμός των

γεννήσεων της περιόδου, Dt-t+n ο αριθμός των θανάτων της περιόδου και ΦΜ η φαινόμενη

μετανάστευση της περιόδου σε απόλυτες τιμές. Εάν η διαφορά ανάμεσα στο έτος t και το έτος t+n

είναι πολλαπλάσια του έτους, τότε τα μεγέθη Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 51: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

49

)()( nttntttnt DNPP +−+−+ −− και

διαιρούνται με το πλήθος των ετών της περιόδου και το αποτέλεσμα είναι η μέση ΦΜ της περιόδου σε

απόλυτες τιμές. Είναι, τέλος, προφανές ότι, εάν επιθυμούμε να υπολογήσουμε τον ίδιο δείκτη σε

σχετικές τιμές (συνήθως υπολογίζεται επί τοις ‰), οφείλουμε να διαιρέσουμε την υπολογιζόμενη σε

απόλυτες τιμές ΦΜ με το μέσο πληθυσμό της εξεταζόμενης περιόδου.

IV.4 H μελέτη των δημογραφικών φαινομένων IV.4.1 Η ανάλυση της θνησιμότητας IV.4.1.1 Αδρός δείκτης (ποσοστό) θνησιμότητας Όπως και για τα άλλα δημογραφικά γεγονότα, έτσι και για την θνησιμότητα δυνάμεθα να

υπολογίσουμε τον Αδρό Δείκτη Θνησιμότητας (ΑΔΘ/TBM/CDR) ως εξής:

1000PD

j

j×=TBM

Όπου, P ο συνολικός μέσος πληθυσμός στη διάρκεια ενός έτους, D ο αριθμός των θανάτων στο ίδιο

έτος και j το αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομός κ.ο.κ). Είναι προφανές όμως ότι ο

ΑΔΘ είναι ένας άκρως προβληματικός δείκτης, καθώς επηρεάζεται σημαντικά από τη δομή του

πληθυσμού ανά ηλικία. Κατ’ επέκταση δεν προσφέρεται για την εξαγωγή σαφών συμπερασμάτων όσον

αφορα την πορεία της γονιμότητας (την ένταση δηλ. του φαινομένου).

IV.4.1.2 Αδροί δείκτες και προτυποποίηση (standardisation)

Οι αδροί δείκτες (γεννητικότητας, θνησιμότητας, γαμηλιότητας, διαζευγιμότητας, κ.ο.κ) μας δίδουν μια

πρώτη εικόνα για την τάξη μεγέθους και τις εξελίξεις του εξεταζόμενου φαινομένου. Ωστόσο, επειδή

με τον τρόπο που υπολογίζονται δεν δίνουν παρά τη συχνότητα εμφανίσεως του φαινομένου στο

συνολικό πληθυσμό, επηρεάζονται από τις δομές αυτού (δηλαδή από το ειδικό βάρος των ατόμων

έκαστης ηλικιακής ομάδας στο συνολικό πληθυσμό). Για παράδειγμα, ο Αδρός Δείκτης Θνησιμότητας

εξομοιώνει τη θνησιμότητα μεταξύ των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού παρόλο που είναι γνωστό

ότι η πιθανότητα θανάτου εξαρτάται κυρίως από την ηλικία και το φύλο. Καθώς όμως για τον

υπολογισμό του αδρού αυτού δείκτη δεν λαμβάνεται υπόψη η κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του

πληθυσμού, μπορεί να εξαχθούν έως και εσφαλμένα συμπεράσματα για την ένταση της θνησιμότητας.

Εξου και η ανάγκη δημιουργίας δεικτών που δεν θα επηρεάζονται από τη δομή του πληθυσμού και θα

επιτρέπουν τη σύγκριση της έντασης κάθε φαινομένου είτε στον ίδιο χώρο στη διάρκεια του χρόνου,

είτε στον ίδιο χρόνο ανάμεσα σε διαφορετικές χωρικές ενότητες. Οι νέοι αυτοί δείκτες υπολογίζονται

με τη μέθοδο της προτυποποίησης (άμεσης ή έμμεσης).

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να ορίσουμε τους ειδικούς κατά ηλικιακή ομάδα συντελεστές, οι

οποίοι υπολογίζονται ως ο λόγος των γεγονότων (θανάτων, γεννήσεων, γάμων, διαζυγίων και

μεταναστεύσεων), ταξινομημένων κατά ηλικιακές ομάδες, προς το μέσο πληθυσμό των αντίστοιχων

ηλικιακών ομάδων (συνήθως μονοετών ή πενταετών). Έτσι, όταν υπολογίζουμε τους συντελεστές

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 52: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

50

αυτούς και θέλουμε να συγκρίνουμε την ένταση του φαινομένου ανάμεσα σε διαφορετικούς

πληθυσμούς, χρησιμοποιούμε την άμεση μέθοδο προτυποποίησης. Αντιθέτως, όταν δεν έχουμε τα

αναγκαία δεδομένα για να τους υπολογίσουμε και επιδιώκουμε τη σύγκριση χρησιμοποιούμε την

έμμεση μέθοδο προτυποποίησης.

(α) Άμεση μέθοδος προτυποποίησης Στην περίπτωση της άμεσης προτυποποίησης εφαρμόζουμε τους ειδικούς κατά ηλικιακή ομάδα

συντελεστές για κάθε χωρική ενότητα σε έναν πρότυπο πληθυσμό με δεδομένη την κατανομή του

κατά ηλικία. Με τη μέθοδο αυτή υπολογίζουμε τα γεγονότα που θα συνέβαιναν στον πρότυπο

πληθυσμό, εάν αυτός ακολουθούσε τους ειδικούς συντελεστές των χωρικών μας ενοτήτων. Εν

συνεχεία, υπολογίζουμε τον προτυποποιημένο δείκτη για την κάθε χωρική ενότητα, ο οποίος έχει

απαλλαγεί πλέον από την επίδραση της δομής των υπό σύγκριση πληθυσμών. Η μέθοδος αυτή είναι

ιδιαίτερα χρήσιμη όταν έχουμε να συγκρίνουμε πολλές περιοχές ή περιφέρειες (για παράδειγμα, το

επίπεδο θνησιμότητας ανάμεσα στους νομούς της χώρας)

Παράδειγμα άμεσης μεθόδου προτυποποίησης (Πίνακας 7).

Έστω ότι έχουμε τις πόλεις Α και Β και τη θνησιμότητα των πληθυσμών τους στη διάρκεια ενός έτους:

Παρατηρουμε ότι, αν και στην πόλη Β για κάθε μια από τις ηλικιακές ομάδες η θνησιμότητα είναι

υψηλότερη από ότι στην πόλη Α, ο ΑΔΘ στην πόλη αυτή είναι χαμηλότερος (19ο/οο στην πόλη Β έναντι

20,5ο/οο στην πόλη Α). Αν, για να εξάγουμε τα συμπεράσματά μας για την ένταση της θνησιμότητας,

στηριχθούμε στους αδρούς δείκτες, είναι προφανές ότι αυτά θα είναι λανθασμένα (θα συμπεράνουμε

δηλαδή ότι η θνησιμότητα στην πόλη Α είναι υψηλότερη από αυτήν της πόλης Β).

Πίνακας 7: Άμεση μέθοδος προτυποποίησης

Πόλη Α Πόλη Β Ηλικία Πληθυσμός Θάνατοι Θνησιμότητα

(ο/οο) Πληθυσμός Θάνατοι Θνησιμότητα

(ο/οο) 0-19 15.000 75 5 30.000 300 1020-39 15.000 150 10 10.000 150 1540+ 20.000 800 40 10.000 500 50Σύνολο

50.000 1025 20,5 50.000 950 19

Πηγή: Γ. Παπαευαγγέλου .,Κ. Τσίμπος (1992)

Για να αποφύγουμε το λάθος αυτό, θα πρέπει να τυποποιήσουμε τους αδρούς δείκτες

χρησιμοποιώντας έναν πρότυπο πληθυσμό και, εφόσον διαθέτουμε τους ειδικούς ανά ηλικιακή ομάδα

συντελεστές θνησιμότητας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο της άμεσης προτυποποίησης.

Ως πρότυπο πληθυσμό μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είτε τον πληθυσμό της πόλης Α είτε τον

πληθυσμό της πόλης Β ή ακόμη έναν τρίτο πληθυσμό Γ που προέρχεται από το ημια-άθροισμα των

πληθυσμών των δύο πόλεων.

Έστω ότι επιλέγουμε ως πρότυπο πληθυσμό τον πληθυσμό της πόλης Α. Αν εφαρμόσουμε τους

ειδικούς συντελεστές της πόλης Β στις ηλικιακές ομάδες της πόλης Α (πρότυπο πληθυσμό) θα έχουμε:

10 x 15.000=150 θάνατοι στην ομάδα 0-19, 15 x 15.000=225 θάνατοι στην ομάδα 20-39 ετών και Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 53: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

51

50 x 20.000=1.000 θάνατοι στην ομάδα άνω των 40 ετών.

Επομένως, συνολικά θα έχουμε 1.375 (150+225+1.000) θανάτους. Αν, τώρα, υπολογίσουμε το νέο

προτυποποιημένο δείκτη για την πόλη Β, αυτός είναι 1.375 x 1.000/50.000 = 27,5ο/οο (συγκρίσιμος

πλέον και μεγαλύτερος, όπως αναμενόταν, από τον αντίστοιχο δείκτη της πόλης Α).

Μπορούμε, τέλος, να υπολογίσουμε έναν επιπλέον συγκριτικό δείκτη ανάμεσα στις δύο πόλεις, ο

οποίος είναι απλά η αναλογία των δύο επιμέρους δεικτών, δηλ. (20,5 /27,5) x 100=74,5%. Ο δείκτης

αυτός παραστατικά εκφράζει τη σχέση της θνησιμότητας ανάμεσα στις δύο πόλεις: η πόλη Α έχει

θνησιμότητα κατά 25,5% χαμηλότερη από την πόλη Β.

(β) Έμμεση μέθοδος προτυποποίησης Η έμμεση μέθοδος προτυποποίησης χρησιμοποιείται όταν δεν γνωρίζουμε τους ειδικούς συντελεστές

και θέλουμε να συγκρίνουμε την ένταση των φαινομένων σε διαφορετικούς πληθυσμούς (με γνωστή

όμως την ηλικιακή τους σύνθεση). Στην περίπτωση αυτή ως πρότυπο χρησιμοποιούμε ένα γνωστό

πληθυσμό (δηλαδή έναν τρίτο πληθυσμό για τον οποίο γνωρίζουμε τους ειδικούς συντελεστές για το

συγκεκριμένο γεγονός) που να να έχει όσο το δυνατόν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με τους υπό

εξέταση πληθυσμούς. Έπειτα, εφαρμόζουμε τους ειδικούς συντελεστές του πρότυπου πληθυσμού σε

κάθε έναν από τους υπό εξέταση πληθυσμούς και υπολογίζουμε τον αναμενόμενο αριθμό των

γεγονότων, αν αυτά ακολουθούσαν το μοτίβο του πρότυπου πληθυσμού. Εν συνεχεία, υπολογίζουμε

τους προτυποποιημένους δείκτες για τους διαφορετικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είναι πλέον

συγκρίσιμοι.

Παράδειγμα έμμεσης μεθόδου προτυποποίησης:

Έστω ότι έχουμε δύο πόλεις Α και Β με γνωστή την κατανομή του πληθυσμού τους ανά ηλικία καθώς

και το σύνολο των θανάτων που έλαβαν χώρα σε αυτές στη διάρκεια ενός έτους (1025 και 950

αντίστοιχα). Επιλέγουμε μια τρίτη πόλη Γ με γνωστούς ειδικούς συντελεστές θνησιμότητας, την οποία

θα χρησιμοποιήσουμε ως πρότυπο για να υπολογίσουμε τους ανά ηλικιακή ομάδα θανάτους που θα

εμφάνιζαν οι πόλεις Α και Β αν ακολουθούσαν το πρότυπο θνησιμότητας του πληθυσμού της πόλης

αυτής (Πίνακας 8).

Πίνακας 8: Έμμεση μέθοδος προτυποποίησης

Πρότυπη Πόλη Γ

Πόλη Α Πόλη Β

Ηλικία Θνησιμότητα (ο/οο)

Πληθυσμός Αναμενόμενοι θάνατοι

Πληθυσμός Αναμενόμενοι θάνατοι

0-19 10 15.000 150 30.000 30020-39 20 15.000 300 10.000 20040+ 50 20.000 1.000 10.000 500Σύνολο 24,0 50.000 1.450 50.000 1.000Πηγή: Γ. Παπαευαγγέλου .,Κ. Τσίμπος,op.cit

Αν εφαρμόσουμε τους ειδικούς συντελεστές της πρότυπης πόλης Γ στον πληθυσμό της κάθε πόλης

που θέλουμε να συγκρίνουμε (πολλαπλασιάζοντάς τους με τον πληθυσμό κάθε ηλικιακής ομάδας),

τότε θα έχουμε τους αναμενόμενους θανάτους για τις δύο εξεταζόμενες πόλεις. Καθώς ήδη έχουμε το Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 54: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

52

σύνολο των πραγματικών θανάτων για κάθε πόλη, μετά την προτυποποίηση διαπιστώνουμε ότι οι

πραγματικοί θάνατοι στην πόλη Α είναι το 70,7% των αναμενόμενων (1025/1450) ενώ στην πόλη Β το

95,0% (950/1000).

Συνεπώς, και στις δύο πόλεις, οι Αδροί Δείκτες Θνησιμότητας είναι μικρότεροι του ΑΔΘ του πρότυπου

πληθυσμού και ίσοι με 70,7% και 95,0% αντίστοιχα. Δηλ. οι προτυποποιημένοι δείκτες θα είναι για την

πόλη Α: 70,7% x 24=17,0 και για την πόλη Β: 95,0% x 24 = 22,8. Τέλος, μπορούμε να υπολογίσουμε

το συγκριτικό δείκτη των δυο πόλεων, ο οποίος είναι η αναλογία των δύο επιμέρους δεικτών, δηλαδή,

17,0 x 100/22,8=74,4%.

Παρατηρούμε ότι και με τις δύο μεθόδους προτυποποίησης (άμεση ή έμμεση) καταλήγουμε στο

συμπέρασμα ότι η θνησιμότητα του πληθυμού της πόλης Α είναι μόνον το 74,4% ή 74,5%

(παρατηρούμε την ελάχιστη διαφορά ανάμεσα στις δύο μεθόδους) της συνολικής θνησιμότητας του

πληθυμού της πόλης Β, παρόλο που ο αδρός δείκτης δείχνει πλασματικά ότι η πόλη Β έχει μικρότερη

θνησιμότητα από την πόλη Α. Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί η σημασία επιλογής του πρότυπου

πληθυσμού έτσι ώστε αυτός να μην έχει σημαντικές δομικές διαφορές σε σχέση με τους υπό σύγκριση

πληθυσμούς - ιδιαίτερα στη μέθοδο της έμμεσης προτυποποίησης - για να αποφευχθούν περιπτώσεις

εσφαλμένων αποτελεσμάτων.

IV.4.1.3 Πίνακες επιβίωσης ή πίνακες θνησιμότητας Στην ενότητα αυτή θα επικεντρωθούμε στη μελέτη της θνησιμότητας μέσω της παρουσίασης ενός

ιδιότυπου πίνακα βιοτικών γεγονότων, του πίνακα επιβίωσης ή άλλως πίνακα θνησιμότητας, την ιδέα

δημιουργίας του οποίου πρώτος συνέλαβε ο J. Graunt. Ο πίνακας αυτός επιτρέπει την ακριβή

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο “εξαφανίζονται” προοδευτικά τα μέλη μιας γενεάς εξ αιτίας της

θνησιμότητας. Στη συγχρονική ανάλυση ο πίνακας αυτός παρουσιάζει την ιστορία της ζωής μιας

πλασματικής γενεάς μειούμενης βαθμιαίως λόγω των θανάτων, ενώ στην διαγενεακή ανάλυση την

ιστορία της ζωής μιας πραγματικής γενεάς μειούμενης βαθμιαίως λόγω των θανάτων.

Ο πίνακας επιβίωσης αποτελεί μια θεωρητική επινόηση με δεδομένες τις κάτωθι συμβάσεις: α) Έχουμε μια υποθετική αρχική γενεά 100.000 ή 10.000 ή ακόμη και 1.000 ατόμων (γεννήσεις

ζώντων). Ο πληθυσμός των ατόμων αυτών καλείται “ρίζα” του πίνακα

β) Σε κάθε ηλικία κάποια από τα μέλη της γενεάς αυτής αποβιώνουν (είναι δε προφανές ότι σε μια

ληκτική χρονολογία όλα τα μελη της θα αποβιώσουν)

γ) Ο υπό παρατήρηση πληθυσμός είναι «κλειστός» (δεν υπάρχουν έξοδοι και είσοδοι στον πληθυμό

αυτό) και επομένως οι όποιες μεταβολές του οφείλονται αποκλειστικά στους θανάτους

Οι πίνακες επιβίωσης διακρίνονται σε: α) Πίνακες επιβίωσης περιόδου (συγχρονική ανάλυση), οι οποίοι βασίζονται σε δεδομένα για τους

κατά ηλικιακή ομάδα θανάτους μιας περιόδου (έτους, πενταετίας κ.τ.λ) και στον κατά ηλικιακή

ομάδα πληθυσμό στο μέσον της περιόδου.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 55: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

53

β) Πίνακες επιβίωσης γενεάς (διαγενεακή ανάλυση), οι οποίοι βασίζονται στους συντελεστές

θνησιμότητας οι οποίοι προκύπτουν από τη διαχρονική παρακολούθηση των μελών μιας γενεάς. Το

είδος αυτό των πινάκων επιβίωσης προϋποθέτει ότι ειμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε τη

θνησιμότητα των ατόμων της συγκεκριμένης γενεάς από το σημείο εκκίνησης (γέννηση) μέχρι την

εξαφάνισή της με το θάνατο και του τελευταίου μέλους της. Έτσι, κατά συνέπεια, οι πίνακες

επιβίωσης μιας γενεάς αποτελούν κατά κάποιο τρόπο το μέσο για την ιστορική περιγραφή της

θνησιμότητας, αφού δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε τέτοιους πίνακες προτού η γενεά αυτή

εξαφανιστεί ολοκληρωτικά (δηλαδή 100 περίπου χρόνια από την γέννησή της).

Επιπλέον, οι πίνακες επιβίωσης διακρίνονται αναλόγως του εύρους των ηλικιακών ομάδων στις οποίες

αναφέρονται: α) σε αναλυτικούς, όπου τα δεδομένα των θανάτων και του πληθυσμού δίδονται κατά

μονοετείς ηλικιακές ομάδες και β) σε συνεπτυγμένους όπου τα δεδομένα δίδονται για ηλικιακές ομάδες

μεγαλύτερου εύρους (συνήθως πενταετείς).

Τέλος, πίνακες επιβίωσης (αναλυτικοί ή συνεπτυγμένοι) δύνανται να δημιουργηθούν και κατά φύλο και

αιτία θανάτου. Για την ταξινόμησή των θανάτων ανά αιτία χρησιμοποιείται το πρότυπο ταξινόμησης

του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Manual of the International Statistical Classification of Diseases,

Injuries and Causes of Death) το οποίο ταξινομεί τους θανάτους σε 50 μεγάλες ομάδες αιτιών.

IV.4.1.3.1 Κατασκευή ενός αναλυτικού πίνακα επιβίωσης (συγχρονική ανάλυση) Ο πίνακας αυτός (βλέπε πράδειγμα, Πίνακας 9)) δημιουργείται όταν διαθέτουμε τους πληθυσμούς και

τους καταγραφέντες θανάτους ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες (συνήθως θανάτους σε συμπληρωμένα

έτη προερχόμενους από δυο διαδοχικλες γενεές).

Πίνακας 9: Σλοβενία, 1990-1992, Αναλυτικός πίνακας επιβίωσης ανδρών ΗΛΙΚΙΕΣ

(x)

Px Dx mx qx q’x lx (Sx) dx Lx Tx ex

0 22570 217 9,614533 0,00961 0,00961 100000 961 6941550 69,4299183

1 23319 19 0,814786 0,00081 0,00081 99039 80 6842367 69,0998991

2 24774 4 0,161460 0,00076 0,00050 98959 49 6743376 68,1498935

3 25745 5 0,194212 0,00019 0,00040 98910 40 6644441 67,1898890

4 25648 12 0,467873 0,00047 0,00032 98870 32 6545551 66,2098854

5 26001 12 0,461521 0,00046 0,00027 98838 27 6446697 65,2298825

6 26736 6 0,224417 0,00022 0,00022 98811 22 6347872 64,24….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …..….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …..….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …..….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …..….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …..95 71 22 309,859155 0,30986 0,46299 462 214 695 1,50

35596 54 15 277,777778 0,27778 0,50453 248 125 340 1,36

18697 30 14 466,666667 0,46667 0,54775 123 67 154 1,24

9098 13 8 615,384615 0,61538 0,59219 56 33 64 1,13

4099 11 6 545,454545 0,54545 0,63731 23 15 24 1,02

16100 6 2 333,333333 0,33333 0,68244 8 5 8 1,00

q’x: εξομαλυμένες πιθανότητες θανάτου Πηγή: Statistical Office of Republic of Slovenia, Population of the Republic of Slovenia 1995, St./No 685, Ljubljana, 1997 Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 56: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

54

Στη συνέχεια, παρουσιάζονται τα στοιχεία που επιτρέπουν τη δημιουργία ενός αναλυτικού πίνακα

επιβίωσης (δεχόμενοι αξιωματικά ότι ο πληθυσμός μας είναι “κλειστός”) και δίδονται οι βασικοι

συμβολισμοί. Εχουμε ειδικότερα:

• n: η διαφορά ανάμεσα στις διαδοχικές ακριβείς ηλικίες (στη περίπτωση του αναλυτικού πίνακα η

διαφορα αυτή είναι 1 έτος)

• Dx: οι καταγραφένετες θάνατοι ατόμων ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες (ηλικία σε συμπληρωμένα

έτη)

• Px: ο μέσος πληθυσμός ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες (ηλικία σε συμπληρωμένα έτη)

• mx: οι ειδικοί συντελεστές θνησιμότητας ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες. Οι συντελεστές αυτοί

υπολογίζονται ως λόγος των καταγραφέντων θανάτων ηλικίας x σε συμπληρωμένα έτη (Dx) προς

το μέσο πληθυσμό Px της ιδίας ηλικίας (mx = Dx / Px) και αποτελουν την βάση για τον υπολογισμό

των των πιθανοτήτων θανάτου του πίνακα επιβίωσης,

• qx : οι πιθανότητες θανάτου ανάμεσα στην ακριβή ηλικία x και στην ακριβή ηλικία x+1 του πίνακα

επιβίωσης. Οι πιθανότητες αυτές υπολογίζονται με βάση τους πρότερα υπολογισθέντες ειδικούς

συντελεστές θνησιμότητας ανά ηλικία(mx), δεχόμενοι ότι οι θάνατοι είναι ισοκατανεμημένοι σε

κάθε ηλικία. Για τον υπολογισμό των πιθανοτήτων αυτών από τους ειδικούς συντελεστές

θνησιμότητας, για τις ομάδες 5-84 ετών χρησιμοποιούμε τον τύπο: x

xx m

mq+

22 (Παρατήρηση:

xx qm > ). Οτύπος αυτός είναι εξειδίκευση ενός γενικότερου τύπου ο οποίος ισχύει πάντοτε με

δεδομένη την προαναφεθείσα υπόθεση (ισοκατανομή των θανάτων σε κάθε ηλικία),

xn

xnxn mn

mnq×

××

+=

22

Στις πρώτες όμως ηλικίες της ζωής δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον προαναφερθέντα τύπο

γιατί η υπόθεση της ισοκατανομής των θανάτων δεν ισχύει. Στην περίπτωαση εφαρμόζουμε:

1) Για την ηλικία 0 τον τύπο34:

0

00 )1(1 mf

mq

×−+=

Όπου m0 η βρεφική θνησιμότητα και fο διαχωριστικός παράγοντας (separator factor) ο οποίος

στις ανεπτυγμένες χώρες εκτιμάται σε 0,1.

2) Για τον υπολογισμό των πιθανοτήτων ανάμεσα στις διαδοχικές ακριβείς ηλικίες 1-5 έτη τις εξισώσεις Reed-Merrell

)008.0( 23

1 xnxn mnmnxn eq ××−×−−=

οι οποίες, κατά περίπτωση ηλικιών, διαμορφώνονται ως εξής:

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 57: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

55

)008.0(31

231311 mmeq ×−−−=

)008.0(11

211111 mmeq ×−−−=

)008.0(21

221211 mmeq ×−−−=

)008.0(41

241411 mmeq ×−−−=

Τέλος, για τις ηλικίες 85 και άνω συνήθως δεν έχουμε δεδομένα ανά μονοετείς ηλικιακές ομάδες.

Για να “κλείσουμε” τον πίνακά μας έχουμε αρκετές επιλογές, αλλά συνήθως χρησιμοποιούμε τα

μοντέλα των Gompertz ή του Makeham35 στα οπία λανθάνει η παραδοχή ότι η θνησιμότητα είναι

εκθετική συνάρτηση της ηλικίας. Στην περίπτωση αυτή, εάν χρησιμοποίσουμε το μοντέλο του

Gompertz, θα έχουμε: x

xx mAm 1−×= , ενώ εάν χρησιμοποίσουμε το μοντέλο του Makeham θα

έχουμε x

xx mBAm 1−×+=

• px: οι πιθανότητες επιβίωσης ανάμεσα στην ακριβή ηλικία x και στην ακριβή ηλικία x+1. Οι

πιθανότητες αυτές είναι συμπληρωματικές των πιθανοτήτων θανάτου (qx ), δηλ. px= 1 - qx

• Sx ή lx: οι επιβιώσαντες της πλασματικής γενεάς (με “ρίζα” 100.000 άτομα) στα διαδοχικά τους

γενέθλια.Υπολογίζονται χρησιμοποιώντας τις πιθανότητες επιβιώσης του πίνακα, και επομένως :

0

.......................

.......................

000.100

221

11

001

0

=×=

×=

×==

−−−

−−

ω

ωωω

lpll

pll

plll

xxx

• dx: θάνατοι του πίνακα επιβίωσης ανάμεσα σε δυο διαδοχικές ακριβείς ηλικίες που υπολογίζονται

από τις πιθανότητες θνησιμότητας. Οι πιθανότητες αυτές πολλαπλασιάζονται με τους επιβιώσαντες

της υποτιθέμενης γενεάς στα διαδοχικά γενέθλια, ξεκινώντας από τη «ρίζα» της γενεάς αυτής

(δηλ. 100.000 άτομα) με τον εξής τρόπο:

0.......................

...............111

000

=

=

==

×

×

×

ωd

qld

qldqld

xxx

ή ακόμη ως:

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 58: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

56

0....................

...................

1

211

100

=

−=

−=−=

+

ωd

lld

lldlld

xxx

• Lx: αριθμός των επιζώντων του πίνακα στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις διαδοχικές επετείους.

Υπολογίζονται από την πλασματική γενεά σε συνδυασμό με τους θανάτους ως εξής:

111

111

000

5.0.......................

5.0.........................

65.075.0

−−− ×

×

×

×

−=

−=

−=−=

ωωω dlL

dlL

dlLdlL

xxx

• Τx: ανθρωποέτη ζωής από την ηλικία x και άνω. Υπολογίζονται ως η αθροιστική συχνότητα των Lx

από το τέλος της σειράς τους (από το τελευταίο Lx προς την αρχή), και επομένως

221

11

001

1

00

.......................

........................

−−−

−−

=

−=

−=

−=

= ∑

ωωω

ω

LTT

LTT

LTT

LT

xxx

x x

• ex: η προσδοκώμενη ζωή στην ηλικία x . Υπολογίζεται ως εξής:

1

11

1

11

0

00

.............

.............

−− =

=

=

=

ω

ωω l

Te

lT

e

lT

e

lT

e

x

xx

Με βάση τους πίνακες επιβίωσης δημιουργούμε συνήθως και τα διαγράμματα που δίδουν τις

πιθανότητες θανάτου ανά ηλικιακή ομάδα (Διάγραμμα 1) ή ακόμη την εξέλιξη της μέσης

προσδοκώμενης ζωής σε κάθε ηλικία (Διάγραμμα 2).

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 59: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

57

Διάγραμμα 1: Ελλάδα πιθανότητες θανάτου (‰) γυναικών (1957, 1970,1980, 1990 και 2000)

0,10

1,00

10,00

100,00

1000,00

0 10 20 30 40 50 60 70 80 90

Ηλικία (έτη)

Πιθανότητες

θανάτου

(‰)

19571970198019902000

Διάγραμμα 2: Ελλάδα, επιβιώσασες στις ακριβείς ηλικίες (1957, 1970,1980, 1990 και 2000)

0

20000

40000

60000

80000

100000

120000

0 1 5 10 15 20 25 30 35 40 45 50 55 60 65 70 75 80 85

Ηλικία (έτη)

Επιβιώσα

ντες

στην αρ

χή κάθε ηλ

ικίας

19571970198019902000

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 60: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

58

IV.4.1.3.2 Κατασκευή ενός συνεπτυγμένου πίνακα επιβίωσης (συγχρονική ανάλυση) Ο συνεπτυγμένος πίνακας επιβίωσης κατασκευάζεται σε αντιστοιχία με τον πλήρη (βλ. παράδειγμα,

Πίνακας 10). Στην περίπτωση του συνεπτυγμένου πίνακα τα διαθέσιμα δεδομένα για τους θανάτους

και τους πληθυσμούς δίδονται συνήθως ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες (σε συμπληρωμένα έτη). Σε

αντιστοιχία με τον ανεπτυγμένο πίνακα έχουμε:

• n: η διαφορά ανάμεσα στις διαδοχικές ακριβείς ηλικίες (συνήθωςι 5 έτη)

• Dx: οι καταγραφένετες θάνατοι ατόμων ανά πενατετείς ηλικιακές ομάδες (ηλικία σε συμπληρωμένα

έτη)

• Px: ο μέσος πληθυσμός ανά πενατετείς ηλικιακές ομάδες (ηλικία σε συμπληρωμένα έτη)

• 5mx: οι ειδικοί συντελεστές θνησιμότητας. Οι συντελεστές αυτοί υπολογίζονται ως λόγος των

καταγραφέντων θανάτων ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες σε ένα ημερολογιακό έτος προς το

μέσο πληθυσμό των αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων κατά το ίδιο έτος

• 5qx : οι πιθανότητες θανάτου ανάμεσα στην ακριβή ηλικία x και στην ακριβή ηλικία x+5. Οι δείκτες

αυτοί υπολογίζονται βάσει των ειδικών συντελεστών θνησιμότητας 5mx

Οι πιθανότητες θανάτου μπορούν να υπολογισθούν για όλες τις ηλικιακές ομάδες (αν δεχθούμε

ότι οι θάνατοι είναι ισοκατανεμημένοι στο εσωτερικό κάθε ηλικιακής ομάδας) με βαση τον κάτωθι

γενικό τύπο xn

xnxn mn

mnq×

××

+=

22 και επομένως, όταν εχουμε πενατετείς ηλικιακές ομάδες, βάσει

του τύπου: x

xx m

mq

5

55 52

52×

××

+= (Παρατήρηση: xx qm 55 > )

Για την τελευταία ηλικιακή ομάδα (85+) όμως, επιλέγουμε την μέθοδο υπολογισμού που

εκθέσαμε προηγουμένως (βλ. IV.4.1.2). Έτσι, έχουμε τις κάτωθι σειρές:

• 5dx: οι θάνατοι του πίνακα επιβίωσης. Υπολογίζονται με βάση τις πιθανότητες θανάτου,

πιθανότητες οι οποίες πολλαπλασιάζονται με τους επιβιώσαντες της πλασματικής γενεάς ακριβούς

ηλικίας x (ξεκινώντας πάντα από τη «ρίζα» της γενεάς, δηλ. 100.000 άτομα). Επομένως, εάν

έχουμε πενταετείς ηλιακές ομάδες, οι θάνατοι του πίνακα υπολγίζονται ως εξής:

xxx qld

qldqld

55

55555

05005

.......................×

×

×

=

==

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 61: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

59

• 5lx ή 5Sx : οι επιβιώσαντες του πίνακα επιβίωσης στις ακριβείς ηλικίες που υπολογίζονται ως εξής:

555

0505

0

.......................

000.100

−− −=

−==

xxx dll

dlll

5Lx: οι επιβιώσαντες στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις διαδοχικές επετείους γενεθλίων.

Υπολογίζονται για την πλασματική γενεά σε συνδυασμό με τους θανάτους βασει του γενικού

τύπου

)50.0(5 555 xxx dlL ×× += +

και, ειδικότερα, όταν εχουμε πεντατετείς ηλικιακές ομάδες, ως εξής:

)5.0(5.......................

)5.0(5)5.0(5

555

551055

05505

xxx dlL

dlLdlL

×

×

×

+×=

+×=+×=

+

• 5Τx: τα ανθρωποέτη ζωής από την ηλικία x και άνω. Υπολογίζονται ως η αθροιστική συχνότητα των

5Lx από το τέλος της σειράς προς την αρχή. Δηλαδή:

555

0505

0 50

.......................

−−

−=

−=

= ∑

xxx

x x

LTT

LTT

LT

• ex: προσδοκώμενη ζωή στην ακριβή ηλικία x. Υπολογίζεται ως εξής:

x

xx l

Te

lT

e

lT

e

=

=

=

.............5

55

0

00

Συνήθως, σε ένα συνεπτυγμένο πίνακα διαχωρίζουμε τη βρεφική θνησιμότητα (δηλαδή τη

θνησιμότητα ανάμεσα στη γέννηση και στα πρώτα γενέθλια) από τη θνησιμότητα ανάμεσα στα πρώτα

γενέθλια και τα πέμπτα γενέθλια (δηλαδή ανάμεσα στις ακριβείς ηλικίες 1 και 5). Για τον υπολογισμό

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 62: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

60

της βρεφικής θνησιμότητας χρησιμοποιούμε τον προαναφερθέντα τύπο: 0

00 )1(1 mf

mq×−+

= ,ενώ οι

πιθανότητες θανάτου ανάμεσα στις ακριβείς ηλικίες 1 και 5, υπολογίζονται βάσει του τύπου :

14

1414 42

42mmq

×

××

+= Στη περίπτωση αυτή επομένως θα έχουμε για τον υπολγισμό των δύο πρώτων Lx:

)50.0(425.0

14514

010

dlLdlL××

×

+=+=

Πίνακας 10: Ελλάδα, 1980, συνεπτυγμένος πίνακας επιβίωσης ανδρών Ηλικία Επιζώντες

στις διαδοχικές ακριβείς ηλικίες

Θάνατοι ανάμεσα στις διαδοχικές

ακριβείς ηλικίες

Πιθανότητες θανάτου

Επιζώντες σε κάθε ηλικία

Επιζώντες στο μέσο της ηλικίας και όλα τα

επόμενα έτη

Προσδοκώμενη ζωή στην αρχή της ηλικίας x

x lx (Sx) d(x,x+n) nqx Lx Tx ex 0 100.000 2.266 0,02266 98.413 7.213.784 72,14

1-4 97.734 276 0,00282 390.355 7.115.371 72,80 5-9 97.458 156 0,00160 486.900 6.725.016 69,00

10-14 97.302 212 0,00217 485.980 6.283.116 64,11

85+ 20.556 20.556 1,00000 88.661 106.145 5,16 Πηγή:Γ. Σιάμπος(1993) IV.4.2 H γονιμότητα36 IV.4.2.1 Δείκτες Για τη μελέτη της γονιμότητας χρησιμοποιούμε τους πίνακες γονιμότητας (μιας πραγματικής γενεάς

στη διαγενεακή ανάλυση, μιας πλασματικής στη συγχρονική ανάλυση). Οι πίνακες γονιμότητας

παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές από τους πίνακες επιβίωσης (θνησιμότητας), στο βαθμό που η

γέννηση δεν είναι μοναδικό αλλά επαναλαμβανόμενο γεγονός. Οι πίνακες γονιμότητας μπορούν να

δημιουργηθούν αρχής γενομένης από το 15ο έτος (ηλικία που είναι δυνατή η τεκνοποίηση), ή από την

επέτειο τέλεσης του γάμου (έγγαμη γονιμότητα). Αθροίζοντας, και στις δύο περιπτώσεις, τους ειδικούς

κατά ηλικία συντελεστές γονιμότητας βρίσκουμε τη συνολική γονιμότητα μιας γενεάς ή μιας κοορτής

που ορίζει και την ένταση του φαινομένου. Και στην περίπτωση αυτή δυνάμεθα να υπολογίσουμε τους

δείκτες κατανομής των γεννήσεων (μέση ηλικία στη γέννηση, διάμεση ηλικία και τυπική απόκλιση,

τόσο συνολικά όσο και κατά τάξη τεκνοποίησης).

Για να παρουσιάσουμε ένα περιγραφικό μοντέλο γονιμότητας, σχηματίζουμε συνήθως ένα σύνολο

1.000 ή 10.000 γυναικών οι οποίες έχουν συμπληρώσει το 50ο έτος (ανώτατο, κατά σύμβαση,

αποδεκτό όριο τεκνογονίας) στις οποίες θέτουμε ερωτήσεις για τον αριθμό των παιδιών που έφεραν

στον κόσμο, ρωτώντας ταυτόχρονα και το έτος γέννησης του κάθε παιδιού (παρατηρήση

“αναδρομικού” τύπου). Μερικές γυναίκες δεν έχουν καθόλου παιδιά και ως εκ τούτου διαφεύγουν του

φαινομένου. Άλλες έχουν ένα μόνον παιδί και έτσι εμφανίζονται μια και μόνον φορά, άλλες όμως έχουν

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 63: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

61

περισσότερα του ενός και συνεπώς εμφανίζονται περισσότερες από μια φορές στον πίνακά μας (βλ.

διαφορά από τους πίνακες επιβίωσης). Κατωτέρω, δίνουμε το παράδειγμα σύνθεσης (αναδρομικά) της

γονιμότητας της γενεάς του 1900 στη Γαλλία (Πίνακας 11).

Πίνακας 11: Γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν το 1900 στη Γαλλία (για 1.000 γυναίκες) Ηλικία

Αριθμός

γεννήσεων

Αθροιστική συχνότητα

Ηλικία

Αριθμός γεννήσεων

Αθροιστική συχνότητα

15 4 0 33 70 1689 16 10 4 34 62 1759 17 23 14 35 54 1821 18 43 37 36 47 1875 19 66 80 37 40 1922 20 92 146 38 33 1962 21 116 238 39 37 1995 22 136 354 40 21 2022 23 146 490 41 17 2043 24 148 636 42 12 2060 25 146 784 43 9 2072 26 140 930 44 6 2031 27 130 1070 45 3 2081 28 118 1200 46 2 2091 29 107 1318 47 1 2093 30 97 1425 48 2094 31 88 1522 49 2094 32 79 1610 50 2094

1. Αδρός Δείκτης (ποσοστό) γεννητικότητας

Όπως και για τα άλλα δημογραφικά γεγονότα, έτσι και για την γεννητικότητα δυνάμεθα να

υπολογίσουμε τον Αδρό Δείκτη Γενητικότητας (ΑΔΓ/TBΝ/CBR)

ως εξής:

1000PN

j

j×=TBN

Όπου, P ο συνολικός μέσος πληθυσμός στη διάρκεια ενός έτους, Ν ο αριθμός των γεννήσεων στο ίδιο

έτος και j το αντίστοιχο χωρικό επίπεδο (Χώρα, Περιφέρεια, Νομόςι κ.ο.κ). Η εξέλιξη του αδρού δείκτη

γεννητικότητας και των γεννήσεων στη χώρα μας δίδεται στο Διάγραμμα 3. Διαπιστώνουμε ότι τόσο

οι γεννήσεις όσο και ο ΑΔΓ ακολουθούν παράλληλες σχεδόν πορείες. Ειδικότερα, τα πρώτα

μεταπολεμικά χρόνια έχουν μια ελαφρά πτωτική πορεία και, εν συνεχεία, ταχύτατη μείωση κατά τη

δεύτερη περίοδο της μαζικής μετανάστευσης από τη χώρα μας προς το εξωτερικό (1966-1973). Οι

δείκτες ανορθώνονται μεν ελαφρώς την επόμενη πενταετία, αλλά η ανόρθωση αυτή είναι προσωρινή

καθώς θα καταρρεύσουν στο διάστημα 1980-90 για να σταθεροποιηθούν στη συνέχεια (100.000

περίπου γεννήσεις ετησίως, ΑΔΓ=10ο/οο) σε χαμηλά επίπεδα, αν και μια μικρή άνοδος καταγράφεται

την τελευταία πενταετία. Είναι προφανές όμως ότι ο ΑΔΓ είναι ένας άκρως προβληματικός δείκτης,

καθώς επηρεάζεται σημαντικά τόσο από τη δομή του πληθυσμού ανά ηλικία όσο και από την αναλογία

των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στο συνολικό πληθυσμό. Κατ’ επέκταση δεν προσφέρεται για Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 64: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

62

την εξαγωγή σαφών συμπερασμάτων όσον αφορα την πορεία της γονιμότητας (την ένταση δηλ. του

φαινομένου).

Διάγραμμα 3: Ελλάδα, γεννήσεις (απόλυτες τιμές) και ΑΔΓ (‰), 1956-2007

0

20000

40000

60000

80000

100000

120000

140000

160000

180000

1956

1961

1966

1971

1976

1981

1986

1991

1996

2001

2006

Έτη

Γεννήσ

εις

(σε

.000

)

0,00

5,00

10,00

15,00

20,00

25,00

Αδρ

ός Δείκτης

Γεννη

τικό

τητας

(‰)

Γεννήσεις

Αδρός ΔείκτηςΓεννητικότητας(‰)

Πηγή: Β. Κοτζαμάνης., Κ. Σοφιανοπούλου (2009) 2. Γενικός Δείκτης γονιμότητας Εκτός από τον αδρό δείκτη γεννητικότητας, υπολογίζεται και ο δείκτης ολικής γονιμότητας (TGF/GFR)

για κάθε ημερολογιακό έτος.

1000FN

49)-(15

49)-(15×=TGF

όπου 49)-(15F είναι οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (15-49 ετών) και Ν ο αριθμός των γεννήσεων

που προήλθαν από τις γυναίκες αυτές στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους.

Είναι προφανές ότι η διαφορά ανάμεσα στο δείκτη αυτό και τον προηγούμενο (ΑΔΓ) βρίσκεται στον

παρονομαστή: στην πρώτη περίπτωση έχουμε το σύνολο του πληθυσμού ενώ στη δεύτερη μόνον τις Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 65: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

63

γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (15-49 ετών). Ο δείκτης αυτός παρουσιάζει, επομένως, κάποιο

πλεονέκτημα: περιλαμβάνοντας στον παρονομαστή μόνον τα εκτιθέμενα άμεσα στον “κίνδυνο” άτομα,

περιορίζει σημαντικά τις διακυμάνσεις της γεννητικότητας που οφείλονται στη δομή του πληθυσμού.

Παρ’ όλα αυτά η επίδραση των πληθυσμιακών δομών δεν εξουδετερώνεται πλήρως, στο βαθμό που οι

γεννήσεις δεν προέρχονται ισομερώς από όλες τις ηλικιακές ομάδες των γυναικών αναπαραγωγικής

ηλικίας.

3. Ειδικοί κατά ηλικία δείκτες (ποσοστά ή συντελεστές) γονιμότητας\

Σε κάθε ημερολογιακό έτος, για κάθε ομάδα ηλικίας εύρους x και x+n ετών των γυναικών,

υπολογίζεται ένας συντελεστής γονιμότητας που είναι ο λόγος των γεννήσεων Ν (γεννήσεις που

προήλθαν από μητέρες που ανήκουν σε αυτή την ηλικιακή ομάδα) προς το συνολικό πληθυσμό

γυναικών (F) της ίδιας ηλικιακής ομάδας στο μέσο του έτους. Έτσι π.χ. f (15-19) είναι ο συντελεστής

ολικής γονιμότητας των γυναικών ηλικίας 15-19 ετών και προκύπτει διαιρώντας το σύνολο των

γεννήσεων που προέρχονται από γυναίκες ηλικίας 15-19 ετών στη διάρκεια ενός έτους με το μέσο

πληθυσμό των γυναικών της ιδίας ηλικιακής ομάδας το αυτό έτος.

1000]/2F [F

N

n)(x(x)

),( ),( ×

+

++ += nxx

nxxf

Στο Διάγραμμα 4 απεικονίζονται οι συντελεστές γονιμότητας στην Ελλάδα, σε δύο διαφορετικά

ημερολογιακά έτη, ανά ηλικία της μητέρας. Οι διαφορές είναι προφανείς: το 1961 οι συντελεστές

γονιμότητας ήταν σαφώς υψηλότεροι σε όλες τις ηλικιακές ομάδες των γυναικών από τους

αντίστοιχους του 2007, ενώ η κατανομή τους διαφέρει σημαντικά όχι μόνον ως προς την ένταση αλλά

και ως προς το “ημερολόγιο”, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στη μέση ηλικία στην τεκνογονία:

28,87 έτη το 1961, έναντι 29,96 ετών το 2007.

Διάγραμμα 4: Ελλάδα, 1961 και 2007 ειδικοί κατά ηλικία δείκτες ολικής γονιμότητας (‰) και μέση ηλικία στη τεκνογονία (έτη)

0

20

40

60

80

100

120

140

160

<15 15-19 20-24 25-29 30-34 35-39 40-44 45-49

Ηλικία

(‰)

19612007

28,87

29,96

Πηγή: Β. Κοτζαμάνης., Κ. Σοφιανοπούλου, op.cit Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 66: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

64

4. Συγχρονικός Δείκτης ολικής γονιμότητας Το άθροισμα των ειδικών κατά ηλικία συντελεστών ολικής γονιμότητας σε ένα ημερολογιακό έτος

πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των ετών (n) που κάθε ηλικιακή ομάδα αντιπροσωπεύει δίδει το

συγχρονικό δείκτη ολικής γονιμότητας (ΣΔΓ/ICF/TFR) στο συγκεκριμένο έτος. Επομένως, στη

συγχρονική ανάλυση ο δείκτης αυτός δίνει τον μέσο αριθμό των παιδιών που προσδοκάται να φέρει

στον κόσμο μια πλασματική γενεά 1000 γυναικών, αν ακολουθήσει το πρότυπο γονιμότητας ενός

ημερολογιακού έτους. Διαιρούμενος δια του 1000 μας δίνει το μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα στην

πλασματική αυτή γενεά.

1000ICF

49

15i ),(∑×=

+=

nxxfn

Όπου ),( nxxf + οι ειδικοί δείκτες γονιμότητας για κάθε ηλικιακή ομάδα και ICF o Συγχρονικός δείκτης

ολικής γονιμότητας. Είναι προφανές ότι όταν έχουμε γεννήσεις και πληθυσμούς σε μονοετείς ηλικιακές

ομάδες, n =1, ενώ όταν έχουμε γεννήσεις και πληθυσμούς σε πενταετείς ηλικιακές ομάδες n =5.

5. Μέση ηλικία στην τεκνοποίηση

Ο δείκτης αυτός στη μεν συγχρονική ανάλυση δίδει τη μέση ηλικία στην απόκτηση των παιδιών μιας

πλασματικής γενεάς 1.000 γυναικών, αν αυτές ακολουθούσαν το αναπαραγωγικό πρότυπο ενός έτους,

στη δε διαγενεακή ανάλυση δίδει τη μέση ηλικία στην τεκνοποίηση μιας πραγματικής γενεάς. Οταν οι

ειδικοί κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας δίνονται σε συμπληρωμένα έτη, υπολογίζεται βάσει του κάτωθι

τύπου:

∑ ×

=+

=++

= 49

15i ),(

49

15i ),())2

(( m

nxx

nxx

f

fnx

όπου x το κάτωτατο όριο της κάθε ηλικιακής ομάδας, n το εύρος της ηλικιακής ομάδας και ),( nxxf + οι

ειδικοί δείκτες γονιμότητας για κάθε ηλικιακή ομάδα.

Στην περίπτωση όμως που οι ειδικοί δείκτες έχουν υπολογισθεί σε συμπληρούμενα έτη, η μέση ηλικία

στην τεκνογονία υπολογίζεται βάσει του τύπου:

∑ ×

=+

=+

= 49

15i ),(

49

15i ),()( m

nxx

nxx

f

fx

Στο Διάγραμμα 5 απεικονίζονται οι μεταβολές του Συγχρονικού Δείκτη ολικής γονιμότητας και της

μέσης ηλικίας στην τεκνοποίηση στη χώρα μας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Καθώς ο ΣΔΓ δεν

επηρεάζεται, όπως ο Αδρός Δείκτης Γεννητικότητας, από την κατανομή του πληθυσμού ανά φύλο και

ηλικία, η πορεία του διαφοροποιείται σημαντικά της πορείας του ΑΔΓ. Έτσι, ο ΣΔΓ συγκρατείται σε

υψηλά σχετικά επίπεδα μέχρι το 1980-1981 (μέγιστη τιμή 2421 παιδιά /1000 γυναίκες το 1967, Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 67: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

65

ελάχιστη 2090 παιδιά /1000 γυναίκες το 1981), για να καταρρεύσει, εν συνεχεία, λαμβάνοντας τιμές

κάτω από το όριο αναπαραγωγής, φτάνοντας στα τέλη του ΄90 στο χαμηλότερό του σημείο (1246

παιδιά/ 1000 γυναίκες). Η ανάκαμψη του δείκτη τα τελευταία έτη, που πιθανότατα θα συνεχισθεί μέχρι

τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, αφήνει να φανεί το τέλος μιας μακράς περιόδου αλλαγής του

ημερολογίου της γονιμότητας (δηλαδή την ανακοπή της τάσης αύξησης της μέσης ηλικίας των

γυναικών στην τεκνοποίηση).

6. Τελική γονιμότητα ή διαγενεακός δείκτης ολικής γονιμότητας (μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα σε μια γενεά) Αθροίζοντας σε μια πραγματική γενεά τους ειδικούς κατά ηλικία δείκτες γονιμότητας ),( nxxf + και

πολλαπλασιάζοντας το άθροισμα αυτό με τον αριθμό των ετών που περιέχει κάθε ηλικιακή ομάδα (*n)

υπολογίζουμε την τελική γονιμότητά της (το διαγενεακό δείκτη ολικής γονιμότητας). Ο δείκτης αυτός

(Df) δίδει το πλήθος των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο 1.000 γυναίκες της εξεταζόμενης γενεάς

(και διαιρούμενος δια του 1.000 το μέσο αριθμό παιδιών/γυναίκα).

1000D

49

15i ),(

j

∑×=

+=

nxxfnf

Διάγραμμα 5: Ελλάδα, Συγχρονικός δείκτης ολικής γονιμότητας (μέσος αριθμός παιδιών/ γυναίκα) και μέση ηλικία στην τεκνογονία (έτη), 1956-2007

0,00

0,50

1,00

1,50

2,00

2,50

3,00

1956

1959

1962

1965

1968

1971

1974

1977

1980

1983

1986

1989

1992

1995

1998

2001

2004

2007

Έτη

Συνθετικός

Δείκτης

Γονιμότητας

(παιδιά ανά γυναίκα)

24,00

25,00

26,00

27,00

28,00

29,00

30,00

31,00

Μάσ

η ηλ

ικία

στην τεκνογον

ία (έτη

)

ΣΔΓΜέση ηλικία στην τεκνογονία

Πηγή: Β. Κοτζαμάνης., Κ. Σοφιανοπούλου, op.cit Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 68: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

66

7. Τα ποσοστά αναπαραγωγής

Στη συγχρονική ανάλυση, το ακαθάριστο ποσοστό αναπαραγωγής (R) δίδει τον αριθμό των θήλεων

τέκνων που προσδοκάται να φέρει στον κόσμο μια πλασματική γενεά 1000 γυναικών κατά τη διάρκεια

της αναπαραγωγικής ζωής της, αν ακολουθήσει το πρότυπο γονιμότητας ενός ημερολογιακού έτους

και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της θνησιμότητας, ενώ στη διαγενεακή ανάλυση τον

αριθμό των θήλεων τέκνων που έφερε στον κόσμο μια πραγματική γενεά γυναικών. Το ποσοστό αυτό

υπολογίζεται ως:

kICF ×=R στη συγχρονική ανάλυση,

και

kDf ×=R στη διαγενεακή ανάλυση όπου:ICF ο συνθετικός δείκτης γονιμότητας (στη συγχρονική

ανάλυση), Df η τελική γονιμότητα της εξεταζόμενης γενεάς (στη διαγενεακή ανάλυση) και κ η

αναλογία γεννήσεων θήλεων στο σύνολο των γεννήσεων (η παράμετρος k -105/100=0,488- είναι

συνήθως σταθερό μέγεθος).

Το καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής, κατά τη μέτρηση του οποίου λαμβάνεται υπόψη και η επίδραση

της θνησιμότητας, υπολογίζεται με τη χρήση των πινάκων επιβίωσης των μητέρων, υποθέτοντας ότι

για τα θήλεα τέκνα που θα γεννηθούν θα ισχύει μέχρι να φτάσουν στην αναπαραγωγική ηλικία (η

οποία επίσης λαμβάνεται ταυτόσηση με αυτήν των μητέρων τους και δίδεται από τη μέση ηλικία τους

στην τεκνογονία) το πρότυπο θνησιμότητας των μητέρων τους. Είναι προφανές ότι, επειδή ο

συγκεκριμένος δείκτης εκφράζει την προοπτική αντικατάστασης μιας κλειστής γενεάς εν απουσία

θνησιμότητας, αν R=1, η συνθήκη αυτή πληρούται. Το καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής υπολογίζεται

από το γινόμενο του ακαθάριστου ποσοστού επι την πιθανότητα επιβίωσης των γυναικών έως τη μέση

ηλικία στην τεκνογονία, δηλαδή:

00 l

lRR x×=

Όπου R το ακαθάριστο ποσοστό αναπαραγωγής, lx οι οι επιζώσες μητέρες μέχρι τη μέση ηλικία στην

τεκνογονία, x και l0 η ρίζα του πίνακα επιβίωσης των γυναικών. Επομένως το καθαρό ποσοστό

αναπαραγωγής μας δίνει, τον αριθμό των θήλεων τέκνων που θα αντικαταστήσουν κάθε μητέρα αν

αυτά ακολουθήσουν το πρότυπο θνησιμότητας των μητέρων τους μέχρι τη μέση ηλικία αυτών στην

τεκνογονία. Η υπόθεση αυτή είναι αφενός αναγκαία, δεδομένης της άγνοιας της μελλοντικής εξέλιξης

θνησιμότητας, αφετέρου αρκετά ακριβής αν δεν υπάρχουν συνταρακτικές αλλαγές στη θνησιμότητα.

Προφανώς, δεν ισχύει σε περιόδους σαν αυτήν που διένυσε η Ευρώπη τον προηγούμενο αιώνα, καθώς

καταγράφηκαν σημαντικές μεταβολές της μέσης προσδοκώμενης ζωής κατά τη γέννηση (διπλασιασμός

σχεδόν της e0). Με βάση τα προαναφερθέντα, αν το ακαθάριστο ποσοστό αναπαραγωγής ισούται με

τη μονάδα, ο πληθυσμός θα αυξηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η θνησιμότητα των γεννηθέντων

θήλεων τέκνων θα είναι μικρότερη της θνησιμότητας των μητέρων τους. Οι ίδιοι δείκτες μπορούν να

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 69: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

67

χαρακτηρίζουν είτε την αναπαραγωγικότητα του συνολικού γυναικείου πληθυσμού ηλικίας 15-49 ετών,

είτε ακόμη του έγγαμου γυναικείου πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας, οπότε ορίζονται και σαν

δείκτες της νόμιμης ή έγγαμης αναπαραγωγικότητας.

Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, οι ίδιοι δείκτες χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της

αναπαραγωγικότητας στην εγκάρσια (συγχρονική) ανάλυση. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να

επισημάνουμε ότι, καθώς η αναπαραγωγική ιστορία μιας γενεάς διαρκεί τουλάχιστον 35 χρόνια (από το

15ο έως και το 49ο έτος), ενώ οι ετήσιοι -“εγκάρσιοι” ή άλλως συγχρονικοί - δείκτες υπολογίζονται για

ένα μόνον διάστημα (συνήθως για ένα ημερολογιακό έτος), θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα

επιφυλακτικοί στην ερμηνεία τους.

IV.4.2.2 Συγχρονική και διαγενεακή ανάλυση της γονιμότητας Ποια όμως είναι, τελικά, η σχέση ανάμεσα στη συγχρονική και τη διαγενεακή γονιμότητα;

Υπενθυμίζουμε ότι, για να υπολογίσουμε τη διαγενεακή γονιμότητα, απαιτείται η συμπλήρωση του

πεντηκοστού έτους ηλικίας από τα άτομα της εξεταζόμενης γενεάς γυναικών. Αντιθέτως, στον

υπολογισμό του συνθετικού δείκτη γονιμότητας υπεισέρχονται ετησίως 35 γενεές γυναικών

αναπαραγωγικής ηλικίας που τέμνουν κάθε έτος, καθώς ο δείκτης αυτός προκύπτει από το άθροισμα

των 35 κατά ηλικία διαφορετικών ποσοστών γονιμότητας στη διάρκεια ενός έτους. Τίθεται, κατ’

επέκταση, το ερώτημα κατά πόσον οι δύο προαναφερθέντες τρόποι υπολογισμού παρουσιάζουν

αντιστοιχίες. Ή, διατυπώνοντας το ίδιο ερώτημα με διαφορετικό τρόπο, στην τελική γονιμότητα ποιάς

γενεάς αντιστοιχεί ο συνθετικός δείκτης γονιμότητας ενός ημερολογιακού έτους;

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε εννοιολογικά το «περιεχόμενο»

του συγχρονικού δείκτη γονιμότητας. οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι ο δείκτης αυτός δεν

αντικατοπτρίζει την πραγματική γονιμότητα ουδεμίας γενεάς ούτε και ομάδας γενεών). Είναι μια

θεωρητική «κατασκευή», ένας μέσος που δίδει τον αριθμό των παιδιών που «αναμένεται» να

γεννηθούν (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η θνησιμότητα) από μία πλασματική -μη υπαρκτή- γενεά 100

ή 1.000 γυναικών, αν αυτή ακολουθήσει το πρότυπο αναπαραγωγικής συμπεριφοράς ενός έτους

(δηλαδή αν οι γυναίκες της υποθετικής αυτής γενεάς ηλικίας 15 έως 49 ετών, έχουν σε κάθε ηλικία την

ίδια γονιμότητα με την προσμετρούμενη στη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους γονιμότητα των

διαφορετικών γενεών που το τέμνουν). Η τελική τιμή του δείκτη είναι το αποτέλεσμα μιας «λογικής»

κατασκευής (Σχήμα 29) που «στήνεται» θέτοντας, τον ένα μετά τον άλλο, «κύβους» που ο καθένας

από αυτούς αποτελεί τμήμα διαφορετικών οργανικών συνόλων (γενεών γυναικών). Ο δείκτης αυτός,

επομένως, αποκρυσταλλώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε χρονικής περιόδου, δίδοντάς του

πολλαπλασιαστική ισχύ, στο βαθμό που καμιά υπαρκτή γενεά γυναικών δεν αναμένεται στην

πραγματικότητα να έχει κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής (35 έτη) την ίδια «αντίδραση»

που έχουν οι 35 γενεές όταν τέμνουν ένα συγκεκριμένο έτος ή περίοδο.

Επομένως οι διακυμάνσεις, των τιμών της συγχρονικής γονιμότητας (ΣΔΓ) σε μια χωρική ενότητα

δύνανται να αποδοθούν είτε στην αλλαγή της έντασης της γονιμότητας των γενεών που τέμνουν ένα

ημερολογιακό έτος, είτε στη μεταβολή του ημερολογίου της γονιμότητάς τους (αύξηση ή μείωση της

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 70: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

68

μέσης ηλικίας τους στην απόκτηση των παιδιών), είτε σε αμφότερα. Πτώση πχ. του συνθετικού δείκτη

δύναται να οφείλεται είτε σε άνοδο της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία (χωρίς καμιά μεταβολή της

διαγενεακής γονιμότητας), είτε σε πτώση της έντασης της γονιμότητας των γενεών, χωρίς να υπάρχει

μεταβολή του ημερολογίου της γονιμότητας, είτε, τέλος, σε πτώση της έντασης της γονιμότητας των

γενεών και στην παράλληλη άνοδο της μέσης ηλικίας τους στην τεκνογονία.

Σχήμα 29: Συγχρονική και διαγενεακή ανάλυση της γονιμότητας

Ειδικότερα, οι αλλαγές στο ημερολόγιο της γονιμότητας (οι αυξομειώσεις δηλαδή της μέσης ηλικίας

στη γέννηση των παιδιών) επηρεάζουν τους συγχρονικούς δείκτες πολύ περισσότερο από τις

μεταβολές της έντασης του φαινομένου (τις μεταβολές δηλαδή του αριθμού των παιδιών που φέρνουν

στον κόσμο οι διαδοχικές γενεές γυναικών). Ας δώσουμε ένα απλό παράδειγμα: Ας φανταστούμε ότι

όλες οι γυναίκες που θα επιθυμούσαν να αποκτήσουν παιδί κατά τη διάρκεια ενός έτους x (ή μιας

περιόδου x) αποφάσιζαν, για κάποιο λόγο, να το αποκτήσουν το επόμενο έτος x+1 (ή την επόμενη

περίοδο x+1). Στη διάρκεια του έτους αυτού δεν θα είχαμε καθόλου γεννήσεις με αποτέλεσμα ο

συγχρονικός δείκτης γονιμότητας να έχει μηδενικές τιμές και, επομένως, όσοι βασίζονται σε αυτόν για

την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά την αναπαραγωγή των γυναικών, καταλαμβάνονται από μη

ελεγχόμενο πανικό. Όμως, εξ όσων έχουμε ήδη αναπτύξει, οι μηδενικές τιμές του δείκτη δεν μας

επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ο πληθυσμός μας αρνείται να αναπαραχθεί (αρνείται απλώς να κάνει

παιδιά το συγκεκριμένο έτος). Από το επόμενο έτος x+1, ο δείκτης θα πάρει ιδιαίτερα υψηλές τιμές

εφόσον θα έχουμε υπερ-πληθώρα γεννήσεων (γεννήσεις «εξ αναβολής»- δηλ. αυτές που δεν

πραγματοποιήθηκαν το έτος x - και ταυτόχρονα τις «αναμενόμενες» γεννήσεις του έτους x+1).

Εξαιτίας όμως αυτής της «καθυστέρησης» ή «αναβολής», οι 35 γενεές γυναικών σε αναπαραγωγική Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 71: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

69

ηλικία (15-49 ετών), που διατρέχουν τα διαδοχικά ημερολογιακά έτη, θα αποκτήσουν το έτος x+1 τα

παιδιά τους κατά μέσο όρο σε μεγαλύτερη ηλικία, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι ο τελικός

αριθμός παιδιών που θα φέρουν στη ζωή (η διαγενεακή δηλ. γονιμότητά τους) θα μεταβληθεί

σημαντικά. Είναι, επομένως, προφανές ότι ο ετήσιος δείκτης είναι ιδιαίτερα «ευαίσθητος» στις

μεταβολές της μέσης ηλικίας στη γέννηση των παιδιών και η σχέση που συνδέει τα δύο μεγέθη είναι

άμεση.

Εάν, αντιθέτως, η καθυστέρηση αυτή ήταν κατά 1 μόνο μήνα και όχι ένα χρόνο (εάν δηλ. σε ένα μήνα

δεν είχαμε καθόλου γεννήσεις ) και οι γεννήσεις των επόμενων 11 μηνών παρέμεναν οι ίδιες, θα μας

«υπολειπόταν» το 1/12 μόνον των αναμενόμενων γεννήσεων και η τιμή του δείκτη γονιμότητας για το

έτος αυτό θα «μειωνόταν» σχεδόν κατά το 1/12. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν τέτοιες

«μηχανικές» αλλαγές συμπεριφορών, αλλά συνήθως κάποια ζευγάρια αναβάλλουν την απόφασή τους

να αποκτήσουν παιδί για μερικούς μήνες. Έτσι, εάν π.χ. κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους το

1/12 των ζευγαριών καθυστερήσουν κατά μέσο όρο 12 μήνες τη γέννηση του παιδιού τους, η μέση

«καθυστέρηση» θα είναι ενός μηνός, και επομένως και το στατιστικά προσμετρούμενο αποτέλεσμα θα

είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που προαναφέρθηκε. Αυτή η αλλαγή, αν συνεχιστεί για σειρά ετών,

ουδαμώς συνεπάγεται την αμετάκλητη ματαίωση της έλευσης των παιδιών τους. Σημαίνει, απλά και

μόνον, ότι κάθε χρόνο το 1/12 των ζευγαριών (που δεν είναι υποχρεωτικά και τα ίδια ζευγάρια με αυτά

του προηγούμενου χρόνου που έλαβαν την ίδια απόφαση) καθυστερεί κατά ένα μήνα την έλευση του

επιθυμητού παιδιού. Επαγωγικά, με βάση το προηγούμενο παράδειγμα, στην προκειμένη περίπτωση θα

έχουμε:

α) μείωση των γεννήσεων κατά 1/12

β) πτώση της τιμής του συνθετικού δείκτη κατά 1/12 περίπου

γ) αύξηση της μέσης ηλικίας της μητέρας στην τεκνογονία κατά ένα μήνα

δ) μικρή μετακίνηση -προς τις μεγαλύτερες ηλικίες- της κατανομής των ειδικών κατά ηλικία δεικτών

γονιμότητας χωρίς μεταβολή της μορφής της καμπύλης κατανομής των δεικτών αυτών.

Το αντίστροφο ακριβώς των όσων εκθέσαμε θα συμβεί εάν κάθε έτος τα ζευγάρια αποφάσιζαν να

επιταχύνουν ένα μήνα κατά μέσο όρο την έλευση των παιδιών τους. Διαπιστώνουμε ότι αυτό το

υποθετικό σενάριο, με μικρές αποκλίσεις, ισχύει για τη χώρας μας κατά την πρώτη μεταπολεμική

περίοδο: Ενώ π.χ. η γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν το 1967 δεν διαφέρει συνταρακτικά

αυτών που γεννήθηκαν το 1927 (1,64 παιδιά κατά μέσο όρο οι πρώτες, 2,15 οι δεύτερες, ήτοι 0,5

παιδιά λιγότερα ανά γυναίκα), ο συγχρονικός δείκτης την περίοδο 1955-1985 παρουσιάζει πολύ πιο

έντονες αυξομειώσεις (Διάγραμμα 5), ενώ, παράλληλα, η μέση ηλικία στην τεκνογονία μειώνεται

κατά 2 σχεδόν έτη ανάμεσα στο 1963 και το 1981 (28,4 έτη έναντι 26,1 έτη) και αυξάνεται, στη

συνέχεια, ανάμεσα στο 1982 και 2007 (30,0 σχεδόν έτη το 2007). Επομένως, παρόλο που οι

διαδοχικές γενεές γυναικών που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1927 και το 1967 γεννούν ελάχιστα

λιγότερα παιδιά (αργή σταθερή πτωτική πορεία της διαγενεακής γονιμότητας), οι ετήσιοι δείκτες

αποκρύπτουν αρχικά (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70) την πτώση, δίδοντας την εντύπωση ότι Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 72: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

70

αναπαραγόμαστε πλήρως (στο βαθμό που οι τιμές που λαμβάνουν ανάμεσα στο 1963 και το 1980

υπερβαίνουν τα 2,2 παιδιά/γυναίκα) και, αντιθέτως, «υπερτονίζουν» την πτώση αυτή μετά το 1981-

1982, λαμβάνοντας ιδιαίτερα χαμηλές τιμές (1,3 παιδιά/ γυναίκα). Είναι προφανές, λοιπόν, ότι τα

«παιχνίδια» του συγχρονικού δείκτη στη χώρα μας για μια πεντηκονταετία (1956-2007) επηρεάζονται

περισσότερο από τις μεταβολές της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία και λιγότερο από τις μεταβολές της

γονιμότητας των γενεών που τέμνουν, στις πλέον «γόνιμες» ηλικίες τους, την περίοδο αυτή37.

Επομένως, ο ΣΔΓ δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ο ιδανικός δείκτης προσμέτρησης της

γονιμότητας. Φυσικά, από την άλλη πλευρά, όταν επιχειρούμε να αναλύσουμε τις άμεσες επιπτώσεις

της γονιμότητας, οι συγχρονικοί δείκτες (και επομένως και ο βασικότερος εξ αυτών, ο ΣΔΓ) είναι

απαραίτητοι.

IV.4.2.3 Οι οικονομικές προσεγγίσεις της γονιμότητας – κύρια θεωρητικά ρεύματα 1) Η προσέγγιση του G.S Becker38. Ο Becker προσεγγίζει τη γονιμότητα υιοθετώντας και

προσαρμόζοντας τη μικροοικονομική θεωρία στις αναπαραγωγικές επιλογές. Η «προσαρμογή»

συνίσταται στην εξομοίωση της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς με τη θεωρία της ζήτησης των

αγαθών. Το μοντέλο του βασίζεται σε δύο τύπους υποθέσεων:

α) μια «δημογραφική» καθαρά υπόθεση: θεωρείται ότι τα ζεύγη ελέγχουν πλήρως την αναπαραγωγή

τους (αριθμό παιδιών και χρόνο έλευσής τους), γεγονός που επιτρέπει την ταύτιση του

παρατηρούμενου – πραγματώμενου αριθμού παιδιών με τον επιθυμητό αριθμό παιδιών.

β) μια «αναλυτική» υπόθεση: τα παιδιά προσομοιώνονται με καταναλωτικά αγαθά, από τη στιγμή που,

για τους γονείς τους, το συνδεδεμένο με αυτά κόστος (αυτό που απορρέει από την έλευσή τους)

υπερβαίνει τα εισοδήματα τους (περίπτωση των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας).

Κατά τον G.S Becker, το άτομο και η οικογένεια επιζητούν τη μεγιστοποίηση της καμπύλης

ωφελιμότητας, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που τίθενται από τα εισοδήματά τους. Η

οικογένεια, επομένως, καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο αγαθό «παιδιά» (με τα ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά τους: αριθμό, κατανομή σε αγόρια-κορίτσια, κ.τ.λ.) και στα λοιπά αγαθά. Το

πρόβλημα, κατ’ επέκταση, που τίθεται είναι ο υπολογισμός της διακύμανσης της «ζήτησης» του

αγαθού «παιδιά» όταν το εισόδημα μεταβάλλεται (ζήτηση που θα εξαρτηθεί από την «τιμή» του

παιδιού και το εισόδημα των γονέων). Όπως τα παιδιά θεωρούνται «ανώτερα καταναλωτικά αγαθά», η

σχέση ανάμεσα στο εισόδημα και τη γονιμότητα δίδεται ως θετική (στο μακρύ χρονικό διάστημα

φυσικά): όταν το εισόδημα αυξάνει, ο αριθμός των παιδιών επίσης αυξάνει (επίδραση παράγοντα

«εισόδημα»). Αντίστροφα, σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, το κόστος (αξία)

των παιδιών είναι αρνητικά συνδεδεμένο με το πλήθος: όταν το κόστος των παιδιών αυξάνει, ο

αριθμός των επιθυμητών παιδιών μειώνεται (επίδραση του παράγοντα κόστος). Σε τελευταία ανάλυση,

ο προσδιορισμός της «ζήτησης» παιδιού, όταν το εισόδημα αυξάνεται, θα εξαρτηθεί από το «ειδικό

βάρος» του παράγοντα «κόστος παιδιού» σε σχέση με αυτό του παράγοντα «εισόδημα». Εάν το

πρώτο υπερτερεί, όπως φαίνεται να υιοθετεί ο Becker, δεν αποκλείεται μια αύξηση του εισοδήματος να

συνδεθεί και με μειωμένη «ζήτηση» παιδιών.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 73: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

71

Ο G.S Becker επιμένει ιδιαιτέρως στη διάκριση ανάμεσα στις δαπάνες των παιδιών και στο «κόστος»

ενός παιδιού. Όταν το εισόδημα αυξάνεται, οι δαπάνες που αφορούν τα παιδιά επίσης αυξάνονται,

αλλά αυτό δε σημαίνει, κατ’ αυτόν, ότι αυξάνεται επίσης το κόστος του παιδιού. Επαγωγικά, η αύξηση

του κόστους δύναται να ενσωματώνει την παράμετρο «βελτίωσης της ποιότητας» (π.χ μια αύξηση των

δαπανών εκπαίδευσης).

Εκτός των προαναφερθέντων, η σχέση ανάμεσα στο εισόδημα και τη γονιμότητα υπόκειται σε μια

«ποιότητα ιδιαίτερα σημαντική», δυνάμενη να τροποποιήσει το αρχικό μοντέλο και την ερμηνευτική

του αξία (την ικανότητά δηλαδή της «πρόβλεψης»): καθώς αναφερόμεθα σε ένα «ανώτερο προϊόν»

(παιδί) η αύξηση του εισοδήματος υποτίθεται ότι αυξάνει παράλληλα τον επιθυμητό αριθμό τέκνων και

την «ποιότητα ζωής» του κάθε παιδιού. Όμως, σύμφωνα με τη μικρο-οικονομική (κλασσική) ανάλυση

των «ανώτερων αγαθών», η ελαστικότητα του λόγου «ποσότητα/εισόδημα» είναι πιο ισχνή από την

ελαστικότητα του λόγου «ποιότητα/εισόδημα». Δηλ. όταν το εισόδημα αυξάνεται, οι δαπάνες για την

εκπαίδευση των παιδιών («ποιότητα») αυξάνονται περισσότερο από τον αριθμό τους («ποσότητα»).

Δεν αποκλείεται, κατ’ επέκταση, ο επιθυμητός αριθμός παιδιών να παραμένει σταθερός ακόμη και όταν

το εισόδημα αυξάνεται…..

2) Η προσέγγιση του R. Easterlin39, ο οποίος βασίστηκε στις εργασίες του J. Grauman40 για τις

δημογραφικές προοπτικές. Στις προβολές του πληθυσμού είναι δεδομένη η «ανεξαρτησία» ανάμεσα

στην αναπαραγωγική συμπεριφορά (γονιμότητα) και στον όγκο του πληθυσμού των γενεών, γεγονός

που σημαίνει την υιοθέτηση της υπόθεσης ύπαρξης θετικής σχέσης ανάμεσα στο πλήθος των ατόμων

μιας γενεάς και στο πλήθος των ατόμων της επόμενης γενεάς. Αντιστρόφως, αναφερόμενοι σ’ ένα

μηχανισμό εξισορρόπησης μαλθουσιανού τύπου, δυνάμεθα να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η

γονιμότητα μιας γενεάς είναι αρνητικά συνδεδεμένη με το πλήθος των ατόμων της γενεάς αυτής. Ο

αναλυτικός μηχανισμός είναι ιδιαίτερα απλός: εάν η γονιμότητα είναι υψηλή στο χρόνο t, στον t+1 οι

γενεές που ετοιμάζονται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας είναι πολυπληθείς. Ετσι, αφενός η μείωση

της οριακής τιμής του εργαζόμενου και αφετέρου ο αυξημένος ανταγωνισμός ανάμεσα στους

εργαζόμενους θα οδηγήσουν σε πτώση της αξίας (κόστους) της εργασίας και εν συνεχεία σε πτώση

της γονιμότητας. Στο χρόνο t+2, οι γενεές που θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας θα είναι επομένως

λιγότερο πολυπληθείς, εξ ού και, αντιστρόφως, αύξηση της τιμής της εργασίας, αύξηση της

γονιμότητας, κ.ο.κ

Για τον R. Easterlin, δεν είναι οι συγκυριακές οικονομικές συνθήκες που εξηγούν το επίπεδο της

γονιμότητας, αλλά η διαφορά ανάμεσα στις προσδοκίες και τα διαθέσιμα οικογενειακά εισοδήματα:

επομένως, το εισόδημα σε τρέχουσες τιμές είναι απρόσφορος δείκτης στο βαθμό που, όταν το προϊόν

αυξάνεται οι «αναμονές / προσδοκίες» αυξάνονται περισσότερο, γεγονός που μηδενίζει τις θετικές

επιπτώσεις της οικονομικής αύξησης επί της ατομικής «αντίληψης» για το «ευ ζην». Η γονιμότητα μιας

γενεάς θα εξαρτηθεί, επομένως, από τη σύγκριση ανάμεσα στο επίπεδο της ζωής αυτής και το επίπεδο

ζωής της γενεάς των γονιών της. Εάν -απλοποιώντας και σχηματικά- το επίπεδο ζωής των παιδιών είναι

ανώτερο αυτού των γονιών τους, η γονιμότητά τους αναμένεται να αυξηθεί. Η αύξηση αυτή όμως με

τη σειρά της θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα (μετά από μια γενεά) σε μια σημαντική αύξηση του αριθμού

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 74: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

72

των ζητούντων εργασία στον ενεργό πληθυσμό και, κατ’ επέκταση, με βάση τους νόμους της αγοράς

σε μείωση των εισοδημάτων τους, αύξηση της ανασφάλειας και πτώση της γονιμότητάς τους.

Η επιλογή των δεικτών αναφοράς που λαμβάνονται υπόψη για τον έλεγχο των πρότερων υποθέσεων

είναι άκρως σημαντική (πρακτικά οι συνήθως υιοθετούμενοι δείκτες εξαρτώνται από τα υπάρχοντα

στατιστικά στοιχεία). Για τις πρόσφατες περιόδους (μετά το 1950), ο R. Easterlin συγκρίνει το μέσο

τρέχον εισόδημα των νεόνυμφων (α) με το μέσο εισόδημα των γονιών τους, την εποχή που αυτοί

έμεναν με τους γονείς τους (β). Η σχετική οικονομική θέση προσμετράται με το ποσοστό Α/Β (οι δύο

σειρές των εισοδημάτων εκφράζονται σε σταθερές τιμές). Αυτό το ποσοστό συνδέεται, επομένως, με

την πορεία της εγκάρσιας γονιμότητας.

Για πλέον απομακρυσμένες στο χρόνο περιόδους, και ιδιαίτερα για την περίοδο του μεσοπολέμου, εν

απουσία στοιχείων, ο R. Easterlin χρησιμοποιεί τα ποσοστά ανεργίας. Η διαφορά ανάμεσα στα

εισοδήματα και τις προσδοκίες μετράται με τη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας της περιόδου

που οι γονείς ήταν ενεργοί (Β) και στο ποσοστο ανεργίας της περιόδου που τα παιδιά τους εισέρχονται

στην αγορά εργασίας (Α). Η διαφορά Β-Α συνδέεται με το ποσοστό γονιμότητας κατά ηλικία.

Μεταγενέστερα, ο R. Easterlin και ο G.A Condran 41 εισάγουν έναν τρίτο δείκτη: το πηλίκο άνδρες 35-

64 ετών / άνδρες 15-34 ετών. Ο δείκτης υποτίθεται ότι εκφράζει ικανοποιητικά τις υπάρχουσες

συνθήκες της αγοράς εργασίας και το ισοζύγιο ανάμεσα στις προσδοκίες -επιθυμίες και τα εισοδήματα,

καθώς η αύξηση της τιμής του σημαίνει βελτίωση των συνθηκών των νέων εισερχόμενων στην αγορά

εργασίας. Ο τελευταίος αυτός δείκτης παρουσιάζει το συγκριτικό πλεονέκτημα του ότι αποκλειστικά

χρησιμοποιεί δημογραφικές μεταβλητές (ενδογενείς στο σύστημα), γεγονός που διευκολύνει τους

υπολογισμούς. Η επιλογή όμως των ηλιακών ορίων (άνω και κάτω) είναι αυθαίρετη και με την ίδια

λογική θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει τις ομάδες 60-64/ 15-24 ετών ή οποιαδήποτε αναλογία του

ίδιου τύπου. Επιπλέον, η επιστροφή στη μηχανιστική θέση του Grauman μας απομακρύνει από την

υπόθεση βάσει της οποίας η γονιμότητα εξαρτάται από τη διαφορά ανάμεσα στις αποδοχές και τις

επιθυμίες / προσδοκίες και κινδυνεύει να θεωρηθεί ως μια παραδοχή ad hoc που απαιτεί θεωρητική

αιτιολόγηση.

3) Οι θέσεις όμως των G. Becker και R. Easterlin αναφέρονται αποκλειστικά στις ανεπτυγμένες χώρες.

Η προσέγγιση του J. Cadwel42 είναι κατά κάποιο τρόπο πιο φιλόδοξη, στο βαθμό που στοχεύει να

ερμηνεύσει τη μετάβαση από μια υψηλή σε μια χαμηλή γονιμότητα κατά τη διάρκεια της

δημογραφικής μετάβασης. Για τον Cadwel, το μέγεθος της οικογένειας σε κάθε κοινωνία εξαρτάται από

τα πλεονεκτήματα που οι γονείς (ή η διευρυμένη ομάδα) έχουν από τα παιδιά τους: στις προ της

μετάβασης κοινωνίες οι ανταλλαγές ανάμεσα στις γενεές γονέων – τέκνων γίνονται προς όφελος των

πρώτων και ο οικονομικός ορθολογισμός ωθεί σε υψηλή γονιμότητα. Η κατάσταση αυτή αναιρείται

στις σύγχρονες κοινωνίες. Το πρόβλημα, επομένως, που τίθεται είναι: ποιοί είναι οι παράγοντες -

παράμετροι που εξηγούν τη μεταστροφή των ροών παιδιά – γονείς; Ο Cadwel πιστεύει ότι οι αλλαγές

(πτωτική τάση) των αναπαραγωγικών συμπεριφορών πρέπει να συσχετισθούν αφενός με τη μετάβαση

από μια διευρυμένη αλληλεγγύη στην πυρηνική οικογένεια, αφετέρου με τις αλλαγές στον τρόπο

παραγωγής. Η πρωτοτυπία της θέσης του διαφαίνεται όταν εξετάζουμε τις επιπτώσεις της θεωρίας του Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 75: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

73

στο «δεδομένο» των σχέσεων ανάμεσα στις παραδοσιακές μεταβλητές, οι οποίες θεωρείται ότι

συσχετίζονται με τον «μοντερνισμό» (εκβιομηχάνιση, αστικοποίηση, εκπαίδευση), και την πτώση της

γονιμότητας: βάσει του σχήματος που προτείνει ο J. Cadwel, για να δώσουμε σαν παράδειγμα την

αστικοποίηση, όταν η δομή της οικογένειας δεν έχει ριζικά αλλάξει και οι ροές αγαθών από τα παδιά

προς τους γονείς είναι προς όφελος των δεύτερων, η γονιμότητα δύναται να παραμείνει σε υψηλά

επίπεδα, ακόμη και αν η αστικοποίηση βαίνει αύξουσα.

IV.4.3 Η γαμηλιότητα Η δημογραφική ανάλυση της γαμηλιότητας δύναται να γίνει αφενός με βάση το φύλο (άνδρες ή

γυναίκες), αφετέρου με βάση την πρότερη οικογενειακή κατάσταση των ατόμων (γαμηλιότητα

πρώτων γάμων ή ακόμη γαμηλιότητα ανεξαρτήτως της πρότερης οικογενειακής κατάστασης των

συζύγων). Ταυτόχρονα, όπως και στη γονιμότητα, εάν τα στοιχεία το επιτρέπουν, μπορούμε να

προχωρήσουμε τόσο στη συγχρονική όσο και στη διαγενεακή ανάλυση (την ανασύνθεση δηλ. της

γαμήλιας ιστορίας μιας ή περισσοτέρων γενεών).

Οι βασικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη του φαινομένου αυτού είναι οι εξής:

1. Ο Aδρός Δείκτης (ποσοστό) Γαμηλιότητας (ΑΔΓ/TBNupt/CMR): ο λόγος των γάμων (M)

ενός έτους προς το μέσο πληθυσμό (P) του ίδιου έτους και, γενικότερα, ο λόγος των γάμων μιας

περιόδου προς το μέσο πληθυσμό της ίδίας περιόδου (επομένως, ο αναλογών αριθμός γάμων σε μια

χωρική ενότητα στη διάρκεια ενός έτους επί 1.000 κατοίκων της ίδιας χωρικής ενότητας στη διάρκεια

του ίδιου έτους).

1000PM

×=TBNupt

2. Οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες (συντελεστές ή ποσοστά) γαμηλιότητας(‰): οι λόγοι

(πηλίκα) των γάμων ( f ήh M ) σε ένα ημερολογιακό έτος ανδρών (h) ή γυναικών (f) δεδομένης ηλικίας

προς τον πληθυσμό της ίδιας ηλικίας και φύλου (Ph ή Pf) στο μέσο του ιδίου ημερολογιακού έτους

(επομένως, ο αναλογών αριθμός γάμων σε 1.000 γυναίκες ή άνδρες της συγκεκριμένης ηλικιακής

ομάδας).

1000]/2 P [P n)(xf ήh (x)f ήh

),( f ήh ),( ×

+

++ += nxx

nxx

Mn

3. Οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες (συντελεστές ή ποσοστά) πρωτο-γαμηλιότητας: oi λόγοι

(πηλίκα) των πρώτων γάμων ( PM ) ανδρών (h) ή γυναικών (f) δεδομένης ομάδας ηλικιών ή ηλικίας

σε ένα ημερολογιακό έτος προς το πληθυσμό (Ph ή Pf) της αντίστοιχης ομάδας ηλικιών ή ηλικίας και

φύλου στο μέσο του ιδίου ημερολογιακού έτους (επομένως, ο αναλογών αριθμός πρώτων γάμων σε

1.000 γυναίκες ή άνδρες της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας).

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 76: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

74

1000]/2 P [P n)(xf ήh (x)f ήh

),( f ήh ),( ×

+

++ += nxx

nxx

PMn

4. Η μέση ηλικία στο γάμο (μέση ηλικία στη τέλεση του γάμου) Υπολογίζεται βάσει των ειδικών

κατά ηλικία του γαμβρού ή της νύφης συντελεστών γαμηλιότητας (και ποτέ με βάση τον αριθμό των

γάμων ανά ηλικιακή ομάδα). Είναι, επομένως, ο σταθμικός αριθμητικός μέσος των δεικτών του πίνακα

γαμηλιότητας και εκφράζεται σε έτη. Υπολογίζεται, όταν οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες γαμηλιότητας

δίνονται σε συμπληρωμένα έτη, βάσει του κάτωθι τύπου:

∑ ×

=+

=++

= 49

15i ),(

49

15i ),())2

(( m

nxx

nxx

n

nnx

όπου x το κάτωτατο όριο της κάθε ηλικιακής ομάδας, n το εύρος της ηλικιακής ομάδας και ),( nxxn + οι

ειδικοί συντελεστές γαμηλιότηατς για κάθε ηλικιακή ομάδα.

Στην περίπτωση όμως που οι ειδικοί δείκτες έχουν υπολογισθεί σε συμπληρούμενα έτη, η μέση ηλικία

στην γαμηλιότητα υπολογίζεται βάσει του τύπου:

∑ ×

=+

=+

= 49

15i ),(

49

15i ),()( m

nxx

nxx

n

nx

5. Η μέση ηλικία στον πρώτο γάμο: η ηλικία αυτή υπολογίζεται με βάση τον πίνακα

πρωτογαμηλιότητας. Είναι ο σταθμικός αριθμητικός μέσος των ποσοστών πρωτο-γαμηλιότητας του

πίνακα αυτού.

Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 6) δίδουμε την εξέλιξη των ειδικών κατά ηλικία δεικτών

πρωτο-γαμηλιότητας γυναικών στη χώρα μας για τα έτη 1957 και 2007. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο

αυτά έτη είναι προφανείς: Η πρωτο-γαμηλιότητα ήταν σαφώς εντονότερη στις νέες ηλικιακές ομάδες

των γυναικών (<25 ετών) το 1957 συγκρινόμενη με αυτή των ίδιων ηλικιών μια πεντηκονταετία

αργότερα και, αντίστροφα, πολύ χαμηλότερη στις ώριμες ηλικιακές ομάδες. Οι διαφορές αυτές,

προφανώς, αντικατοπτρίζονται και στη μέση ηλικία στη τέλεση του πρώτου γάμου (25,4 έτη το 1957,

28,47 έτη το 2007).

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 77: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

75

Διάγραμμα 6: Ελλάδα, 1957 και 2007, ειδικοί δείκτες γαμηλιότητας γυναικών ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες (πρώτοι γάμοι, ‰) και μέση ηλικία στον πρώτο γάμο (έτη)

0,00

10,00

20,00

30,00

40,00

50,00

60,00

70,00

80,00

10-14 15-19 20-24 25-29 30-34 35-39 40-44 45-49

Ηλικία

19572007

25,4

28,47

Πηγή: Β. Κοτζαμάνης (2009β) 6. Ο συγχρονικός δείκτης γαμηλιότητας (ανδρών ή γυναικών) σε ένα ημερολογιακό έτος (ή σε

μια σειρά διαδοχικών ημερολογιακών ετών): ο δείκτης αυτός δίδει, εν απουσία θανάτων, τον αριθμό

των γάμων που αναμένεται να συναφθούν από μια πλασματική γενεά 1.000 ανδρών ή γυναικών, αν η

πλασματική αυτή γενεά ακολουθήσει το πρότυπο γαμηλιότητας του συγκεκριμένου έτους. Δίνεται ως

το άθροισμα των διαδοχικών ειδικών κατά ηλικιά δεικτών γαμηλιότητας που προσμετρούνται στη

διάρκεια του συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Ο δείκτης αυτός μπορεί να λάβει, υπό ορισμένες

συνθήκες (όταν η μέση ηλικία στο γάμο μειώνεται ταχύτατα στα διαδοχικά ημερολογιακά έτη), τιμές

μεγαλύτερες της μονάδας.

1000ICNupt

49

15i ),(∑×=

+=

nxxnn

7. Ο συγχρονικός δείκτης πρωτο-γαμηλιότητας (ανδρών ή γυναικών) σε ένα ημερολογιακό

έτος (ή σε μια σειρά διαδοχικών ετών): ο δείκτης αυτός δίδει τον αριθμό πρώτων γάμων που

αναμένεται να συναφθούν, εν απουσία θανάτων, από μια πλασματική γενεά 1.000 ανδρών ή γυναικών,

αν η πλασματική αυτή γενεά ακολουθήσει το πρότυπο γαμηλιότητας του συγκεκριμένου έτους. Δίνεται

ως το άθροισμα των διαδοχικών ειδικών κατά ηλικιά δεικτών πρωτο-γαμηλιότητας που

προσμετρούνται στη διάρκεια του συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Ο δείκτης αυτός μπορεί να

λάβει, υπό ορισμένες συνθήκες (όταν η μέση ηλικία στον πρώτο γάμο μειώνεται ταχύτατα στα

διαδοχικά ημερολογιακά έτη), τιμές μεγαλύτερες της μονάδας.

Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 7) αποτυπώνεται η πορεία τόσο του συγχρονικού δείκτη

πρωτο-γαμηλιότητας γυναικών στη χώρα μας, όσο και της μέσης ηλικίας τους στη τέλεση του πρώτου

γάμου. Εξετάζοντας την πορεία του δείκτη στην περίοδο 1956-2007, η οποία δίδει και μια συνθετική

εικόνα των μεταπολεμικών εξελίξεων, διαπιστώνουμε ότι ο δείκτης αυτός λαμβάνει ιδιαίτερα υψηλές

τιμές μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Η ανοδική του πορεία στην πρώτη αυτή μεταπολεμική Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 78: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

76

0

200

400

600

800

1000

1200

1956

1960

1964

1968

1972

1976

1980

1984

1988

1992

1996

2000

2004

Έτη

ΣΔ Πρω

τογαμη

λιότητας

22.00

23.00

24.00

25.00

26.00

27.00

28.00

29.00

Μέση ηλικία

στον πρώ

το γάμ

ο (έτη

)

Συγχρονικός δείκτης πρωτογαμηλιότητας

Μέση ηλικία στον α' γάμο

περίοδο δύναται, εν μέρει, να αποδοθεί στην ταχύτατη άνοδο της έντασης της γαμηλιότητας στις

μικρές ηλικίες, η δε κατάρρευσή του μετά το 1983-84 στην ταχύτατη, εν συνεχεία, πτώση της.

Παράλληλα, είναι προφανές ότι οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές του δείκτη αυτού (άνω των 1.000 γάμων ανά

1.000 γυναίκες ετησίως) αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές του ημερολογίου της γαμηλιότητας (μείωση

της ηλικίας στον πρώτο γάμο) καθώς είναι πρακτικά αδύνατον να εχουμε περισσότερους από 1.000

πρώτους γάμους επί 1.000 γυναικών

Διάγραμμα 7: Ελλάδα, 1956-2007, Συγχρονικός δείκτης πρωτο-γαμηλιότητας γυναικών (πρώτοι γάμοι επί 1.000 γυναικών) και μέση ηλικία στον πρώτο γάμο

Πηγή: Β. Κοτζαμάνης, op.cit 8. Η τελική ένταση της γαμηλιότητας σε μια γενεά: ο δείκτης αυτός δίδει, εν απουσία θανάτων,

τον αριθμό των έγγαμων μελών μιας πραγματικής γενεάς 1.000 γυναικών ή ανδρών (μέχρι το 50ο έτος

της ηλικίας τους). Προκύπτει από το άθροισμα των διαδοχικών ειδικών κατά ηλικιά δεικτών

γαμηλιότητας στη συγκεκριμένη γενεά 1000

49

15i ),(∑×=

+nxxnnκαι προσμετράται ανάμεσα στο 15ο και 50ο έτος

(ηλικίες που διανύουν τα άτομα της γενεάς αυτής τέμνοντας διαδοχικά ημερολογιακά έτη). Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 79: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

77

9. Η τελική ένταση της πρωτο-γαμηλιότητας σε μια γενεά: ο αριθμός των έγγαμων για πρώτη

φορά σε μια πραγματική γενεά 1.000 γυναικών ή ανδρών μέχρι τα 50 τους έτη. Δίνεται ως το

άθροισμα των διαδοχικών ειδικών κατά ηλικιά δεικτών πρωτο-γαμηλιότητας στη συγκεκριμένη γενεά.

Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι όταν ένα από τα δύο φύλα (άντρες ή γυναίκες) στις

ίδιες η κοντινές ηλικίες χαρακτηρίζεται από υπερ-πληθώρα ή αντίθετα από έλλειψη ατόμων, αυτό έχει

άμεσες συνέπειες τόσο στη γαμηλιότητα του ίδιου όσο και στη γαμηλιότητα του άλλου φύλου. Εάν π.χ

οι γυναίκες είναι πολύ περισσότερες από τους άνδρες στις ηλικίες που συνήθως παντρεύονται

(χαρακτηριστική περίπτωση η περίοδος αμέσως μετά από έναν πόλεμο, π.χ. Α΄και Β΄παγκόσμιος

πόλεμος/Γερμανία), τότε θα έχουν σημαντικές δυσκολίες να παντρευτούν, ενώ οι άνδρες πολύ

περισσότερες επιλογές (και, επομένως, ιδαίτερη ευκολία να συνάψουν γάμο). Οι άμεσες επιπτώσεις

μιας τέτοιας κατάστασης είναι αλυσιδωτές, στο βαθμό που στην περίπτωση αυτή, σε μια κοινωνία που

οι εκτός γάμου γεννήσεις δεν είναι αποδεκτές, η προαναφερθείσα ανισορροπία στη «γαμήλια αγορά»

αναπόφευκτα οδηγεί αφενός στην πτώση της συγχρονικής γονιμότητας, αφετέρου στη συρρίκνωση

της τελικής γονιμότητας των γυναικών των γενεών αυτών: οι μεγάλες δυσκολίες, που αντιμετωπίζουν

οι γυναίκες στην προαναφερθείσα συγκυρία, υποχρεώνουν ένα τμήμα τους να μην συνάψει γάμο και,

κατ’ επέκταση, να μην φέρουν στον κόσμο παιδιά.

Ας εξετάσουμε αναλυτικότερα τις επιπτώσεις των ανισορροπιών αυτών. Είναι προφανές ότι η σύναψη

ενός δεσμού εμπλέκει δυο άτομα αντίθετου φύλου, γεγονός που υποθέτει, για το σύνολο μιας

ανθρώπινης κοινότητας, την ύπαρξη ανά πάσα στιγμή (σε ένα έτος για παράδειγμα) ισοδύναμου

περίπου αριθμού αντρών και γυναικών διαθέσιμων να ενωθούν. Κατ’ αναλογία, μπορούμε να

αναφερθούμε σε μια “γαμήλια αγορά ”, όπου αντιπαρατίθενται “προσφορά” και “ζήτηση” υποψηφίων

προς σύναψη γάμου και όπου η ισορροπία δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά υπό τον απαραίτητο αλλά

όχι επαρκή όρο ότι ο αριθμός των σε ηλικά γάμου ατόμων κάθε πλευράς είναι ισοδύναμος.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι κατά τη γέννηση υπάρχει ίσος αριθμός αγοριών και κοριτσιών και ότι η

παιδική και νεανική θνησιμότητα είναι ίδια και για τα δύο φύλα. Όταν έρθει η στιγμή του γάμου, οι

γυναίκες και οι άντρες θα μπορούν να επιλέξουν έναν εταίρο από έναν ισοδύναμο αριθμό ατόμων του

άλλου φύλου, αν το πλήθος των ατόμων των διαδοχικών αυτών γενεών είναι σταθερό και αν η μέση

ηλικία στο γάμο είναι η ίδια για τους άντρες και τις γυναίκες. Ας υποθέσουμε, εν συνεχεία, ότι οι

κοινωνικοί κανόνες ή τα έθιμα οδηγούν τους άντρες να παντρευτούν γυναίκες νεότερες από αυτούς

(όπως συνήθως γίνεται στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά κοινωνίες). Στην περίπτωση αυτή, αν η

διαφορά ανάμεσα στη μέση ηλικία γάμου των γυναικών και των αντρών παραμένει σταθερή και αν οι

διαδοχικές γενεές έχουν τον ίδιο αριθμό ατόμων, οι όροι ισορροπίας της αγοράς πληρούνται πάντα.

Αλλά, όπως γνωρίζουμε, συχνά ο ετήσιος αριθμός γεννήσεων ποικίλλει, είτε για ειδικούς ιστορικούς

λόγους είτε επειδή η γονιμότητα εμφανίζει κυκλικές κινήσεις. Το αποτέλεσμα, μακροχρόνια, είναι,

εκτός των άλλων, και μια ανισορροπία ανάμεσα στο προς γάμο δυναμικό των δυο φύλων. Ας

φανταστούμε π.χ ένα baby-boom (μια έκρηξη δηλ. των γεννήσεων), όπως συνέβη μετά τον Β΄

Παγκόσμιο Πόλεμο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες: οι γυναίκες με το να παντρεύονται άντρες

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 80: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

78

πιο ηλικιωμένους από αυτές, φτάνοντας στην ηλικία γάμου, θα βρεθούν μπροστά σε έναν «ανεπαρκή»

αριθμό αντρών, διότι οι αμέσως προηγούμενες γενεές από αυτές του baby-boom θα είναι μικρότερου

μεγέθους.

Ο γάλλος δημογράφος Louis Henry43μελέτησε σε βάθος τις διαταραχές της «αγοράς του γάμου» που

προκάλεσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και τους μηχανισμούς, που επέτρεψαν την προσαρμογή σε

αυτές (αύξηση της διαφοράς ηλικίας στο γάμο μεταξύ των συζύγων, μετανάστευση αντρών και

αύξηση της οριστικής αγαμίας των γυναικών). Στο παράδειγμα του L. Henry, η ανισορροπία προήρλθε

από ένα πλεόνασμα νέων κοριτσιών και ένα έλλειμμα νέων αντρών σε ηλικία γάμου. Η ισπανίδα

δημογράφος Ana Cabre44 εξέτασε το ίδιο πρόβλημα, ασχολούμενη με την ασυμμετρία στη γαμήλια

αγορά. H A. Cabre, από τη μελέτη της, καταλήγει σε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συμπεράσματα,

διαπιστώνοντας ότι όταν ευρισκόμεθα ενώπιον ενός γυναικείου πλεονάσματος (όπως είναι η περίπτωση

μετά από ένα baby-boom), η προσαρμογή επιτελείται με μια αύξηση της ηλικίας των γυναικών στο

γάμο, γεγονός που τείνει να μειώσει τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων. Όταν, αντιθέτως,

έχουμε ένα ανδρικό πλεόνασμα, οι άντρες παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία και η διαφορά ηλικίας

μεταξύ των συζύγων μεγαλώνει. Κατ’ επέκταση, υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στους

τρόπους προσαρμογής στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις. Ο πρώτος τείνει να αποκαταστήσει την

ισορροπία, δηλ. να “εξαφανίσει την αιτία του προβλήματος, που είναι ακριβώς το γεγονός ότι και οι

δύο σύζυγοι δεν ανήκουν στις ίδιες γενεές”. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η προσαρμογή έχει

ως συνέπεια “να μεταθέτει το πρόβλημα στις μέλλουσες γενεές ανδρών, γεγονός που καθιστά την

προσαρμογή ακόμα πιο δύσκολη, αν οι γενεές είναι οι ίδιες ελλειμματικές”. Το συμπερασμα στο οποίο

καταλήγει είναι ότι ένα έλλειμμα γυναικών προκαλεί πολύ πιο έντονες διαταραχές. Στην πράξη, το

ενδεχόμενο αυτό, αρκετά σπάνιο (στην Ισπανία όμως, για παράδειγμα, που είναι το αντικείμενο της

μελέτης της Ana Cabre, το πρόβλημα εμφανίστηκε ήδη δυο φορές), μπορεί να εμφανισθεί σε έναν

πληθυσμό που χαρακτηρίζεται είτε από υψηλή εξωτερική μετανάστευση γυναικών είτε από μαζική

είσοδο αντρών, είτε ακόμη και από το συνδυασμό των δύο αυτών φαινομένων.

IV.4.4 Κινητικότητα στο χώρο (μετανάστευση) Η κινητικότητα, το τελευταίο δημογραφικό φαινόμενο που θα εξετάσουμε, χαρακτηρίζεται από μια

ιδιομορφία: αφορά “συμβάντα” στη διάρκεια του χρόνου, όπου υπεισέρχεται υποχρεωτικά και μια νέα

διάσταση ο χώρος. Όπως και για τις δύο άλλες δημογραφικές συνιστώσες, για τη μελέτη της

κινητικότητας - μετανάστευσης, δημιουργούμε έναν πίνακα. Και εδώ όμως υπάρχουν ιδιομορφίες: ο

πίνακας είναι δυνατόν να συνταχθεί μόνο για τη μελέτη των “εξόδων” (emigration), ενώ αντίθετα για

τη μελέτη των “εισόδων” (immigration) είναι αδύνατη η δημιουργία του στο βαθμό που το φαινόμενο

είναι “εξωγενές” για την πληθυσμιακή υπό μελέτη ενότητα.

Θα περιοριστούμε, επομένως, στην παρουσίαση του πίνακα μετανάστευσης μιας γενεάς 100.000

γυναικών και τον υπολογισμό των πιθανοτήτων μετανάστευσης (εξόδου) κατά ηλικία (5eX),

λαμβάνοντας υπόψη -αναγκαστικά πλέον- τη θνησιμότητα που υπεισέρχεται “παρείσακτα” στη μελέτη

της γεωγραφικής κινητικότητας των μελών της (έχοντας δηλ. ως δεδομένο ότι τα άτομα της γενεάς

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 81: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

79

αυτής εκτός του “κινδύνου” της μετανάστευσης υπόκεινται και σε αυτόν του θανάτου). Στο

παράδειγμα που παραθέτουμε (Πίνακας 12 και Σχήμα 30) θα ακολουθήσουμε την πορεία της

γενεάς αυτής βήμα-βήμα, από το σημείο εκκίνησής της (γέννηση) μέχρι και τη συμπλήρωση του 85ου

έτους ηλικίας των μελών της και θα υπολογίσουμε τις πιθανότητες μετανάστευσής τους λαμβάνοντας

υπόψη κατά τον υπολογισμό τους και τη θνησιμότητά των γυναικών αυτώνς45 (δεχόμενοι ότι, στα

εξεταζόμενα διαστήματα, οι θανόντες κατανέμονται ισομερώς). Ετσι:

E(x,x+5) τα καταγραφέντα μέλη της εξεταζόμενης γενεάς που μετανάστευσαν ανάμεσα στις ακριβείς

επετείους x και x+5

D(x,x+5) οι καταγραφέντες θάνατοι των μελών της εξεταζόμενης γενεάς ανάμεσα στις ακριβείς

επετείους x και x+5

Px τα άτομα της γενεάς αυτής στις ακριβείς διαδοχικές ηλικίες x (5, 10, 15, 20 έτη…), άτομα που

απέφυγαν τον «κίνδυνο» του θανάτου και της μετανάστευσης ανάμεσα στις ακριβείς ηλικίες x και x+5,

Πίνακας 12: Μεταναστεύσεις (Ex,x+5), θάνατοι (Dx,x+5) γυναικών ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες και άτομα(Px) που απέφυγαν τον «κίνδυνο» του θανάτου και της μετανάστευσης ανάμεσα στις ακριβείς ηλικίες x και x+5 σε μια γενεά 100.000 γυναικών (πραγματικά δεδομένα).

Ηλικία x Px D(x,x+5) E(x,x+5) 0-4 100000 17939 1908 5-9 80153 1699 1114

10-14 77340 1278 539 15-19 75523 1697 848 20-24 72978 2091 2374 25-29 68513 2197 2434 30-34 63882 2345 1235 35-39 60302 2496 696 40-44 57110 2644 350 45-49 54116 2963 242 50-54 50911 3645 157 55-59 47109 4480 121 60-64 42508 9696 69 65-69 32743 7225 77 70-74 25441 8624 29 75-79 16788 8673 18 80-84 8097 12055 3

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 82: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

80

Σχήμα 30: Θάνατοι και μεταναστεύσεις γυναικών στη διάρκεια διαδοχικών πενταετών περιόδων και γυναίκες που δεν έχουν μεταναστεύσει στο τέλος κάθε πενταετίας στο διάγραμμα του Lexis

Tότε οι πιθανότητες μετανάστευσης υπολογίζονται ως )2D(

E

5)x(x,

5)x(x,5

+

+

−=

xx P

e

Έτσι, στο παράδειγμά μας, η πιθανότητα μετανάστευσης ανάμεσα στις επετείους 0 και 5 είναι:

02096,0217939100000

190805 =

−=e

ενώ για τα άτομα από 5 έως 10 ετών είναι:

014047,02169980153

111455 =

−=e κ.ο.κ

Ο πίνακας μετανάστευσης που θα δημιουργήσουμε εν συνεχεία (Πίνακας 13) με βάση τις ήδη

υπολογισθείσες πιθανότητες (πίνακας που θα δημιουργηθεί κατ’ αναλογία με τον πίνακα επιβίωσης, αν

θεωρήσουμε τις εξόδους των μεταναστών αντίστοιχες με τους θανάτους) θα περιέχει:

• Τις πιθανότητες μετανάστευσης (εξόδου) από τη χωρική ενότητα (5ex:)

• Τις πιθανότητες παραμονής στη χωρική ενότητα (1-5ex)

• Τους μετανάστες της υπό εξέταση γενεάς στις διαδοχικές χρονικές επετείους του πίνακα

(υπολογίζονται με τον ίδιο τρόπο που υπολογίζονται οι θάνατοι dx σε έναν πίνακα επιβίωσης)

• Τους παραμένοντες στην αρχή της κάθε ηλικίας του πίνακα (Sx )

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 83: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

81

Πίνακας 13: Πίνακας μετανάστευσης μιας γενεάς με μέση προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση 50 έτη

Πιθανότητα μετανάστευσης

Πιθανότητα μη

μετανάστευσης

Παραμένοντες στην χωρική ενότητα στην αρχή της κάθε

ηλικίας

Μετανάστες από την χωρική ενότητα (έξοδοι)

του πίνακα

Ηλικία

5ex 1-5ex Sx ε(χ,χ+5) 0 0,020960 0,979040 100000 2096 5 0,014047 0,985953 97904 1375 10 0,007027 0,992973 96529 678 15 0,011356 0,988644 95850 1088 20 0,033003 0,966997 94762 3127 25 0,036105 0,963895 91634 3308 30 0,019694 0,980306 88326 1739 … 70 0,001373 0,998627 83764 115 75 0,001446 0,998554 83649 121 80 0,001450 0,998550 83528 121 85

Πηγή: H. Gerard., G.Wunch (1973)

Τέλος, υπενθυμίζουμε, τέλος, ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα επιδρούν άμεσα ή έμμεσα στη δομή των

πληθυσμών “υποδοχής” ή “καταγωγής” καθώς και στις συνιστωσες της δημογραφικής κίνησης. Έτσι,

π.χ. αν υποθέσουμε ότι έχουμε μόνον εισόδους, αν P0, 4 είναι ο απογραφείς πληθυσμός σε μια στιγμή t

στην πενατετή ηλικιακή ομάδα 0-4 έτη και Ι ο αριθμός των εισόδων σε αυτή την ηλικιακή ομάδα στη

διάρκεια των 5 ετών που έπονται της απογραφής (t+5), η προκαλούμενη από τη μετανάστευση (δηλ.

από τις εισόδους) αύξηση του πληθυσμού της ηλικιακής αυτης ομάδας θα είναι P t0-4 t + Ι.. Αντίστοιχα,

αν στην ίδια χρονική περίοδο έχουμε και θανάτους (D) και εξόδους (E), τότε ο εναπομένων ζων

πληθυσμός στο χρόνο t+5 (βλ. και Σχήμα 31) θα είναι DIEPP tt −+−= −+− 40

595 όπου, όταν το

Μεταναστευτικό ισοζύγιο (I – Ε ) είναι θετικό οι είσοδοι υπερκαλύπτουν τις εξόδους και όταν είναι

αρνητικό οι έξοδοι υπερκαλύπτουν τις εισόδους. Είναι προφανές ότι ακόμη και αν το Μεταναστευτικό

ισοζύγιο λαμβάνει χαμηλές τιμές, επειδή προκύπτει από τη διαφορά εισόδων-εξόδων, είναι δυνατόν να

υποκρύπτονται σημαντικές μεταναστευτικές κινήσεις εκατέρωθεν.

Σχήμα 31

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 84: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

82

Ως εκ τούτου, η καθαρή μετανάστευση (MN) στη δεδομένη περίοδο θα προκύπτει ως DPP tt −−−

+− 40

595

Στη μεταπολεμική περίοδο, τα μεταναστευτικά ρεύματα τόσο προς το εξωτερικό όσο και στο

εσωτερικό (εσωτερική μετανάστευση) έθιξαν εκατομμύρια ατόμων στον πλανήτη μας. Η Ελλάδα ήταν

μια από τις χώρες που γνώρισε έντονες μεταναστευτικές κινήσεις 46 σαν αποτέλεσμα και συνέπεια

οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Φυσικά, εκτός των άμεσων και έμμεσων δημογραφικών

επιπτώσεων οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες υπήρξαν σημαντικότατες: οι γεωγραφικές αυτές

μετακινήσεις συνοδεύτηκαν από σημαντικές κοινωνικές ανακατατάξεις, στο βαθμό που συνδέθηκαν με

άρδην αλλαγή της οικονομικής θέσης των μεταναστών.Η Ελλάδα μεταβάλλεται και αυτή προοδευτικά -

όπως και άλλες χώρες της νοτίου Ευρώπης- από χώρα εξόδου σε χώρα εισόδου, γεγονός που το

επιβεβαιώνουν και τα δεδομένα των τελευταίων απογραφών: οι απογραφέντες αλλοδαποί (άτομα με

ξένη υπηκοότητα) στην απογραφή του 1981 ανέρχονται σε 180.000 άτομα (εκ των οποίων 65% από

τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες, και ειδικότερα 34% από τις χώρες της ΕΟΚ, 11% από την Κυπριακή

Δημοκρατία, 14% από τις ΗΠΑ και 6,5% από την Αυστραλία και τον Καναδά) αποτελώντας λιγότερο

από το 2% του συνολικού πληθυσμού. Μια δεκαετία αργότερα, στην απογραφή του 1991, ο

πληθυσμός τους δεν μεταβάλλεται σημαντικά, αν και οι προερχόμενοι από τις πλέον ανεπτυγμένες

χώρες αποτελούν λιγότερο από το 50% του συνόλου των μεταναστών. Στην τελευταία απογραφή

όμως ο αριθμός των αλλοδαπών υπερ-τετραπλασιάζεται, καθώς καταγράφονται πλέον 762.000 άτομα

μη έχοντα την ελληνική υπηκοότητα (7% του πληθυσμού της χώρας μας ο οποίος εγγίζει πλέον τα 11

εκ.)47. Η κατανομή τους, ανά χώρα προέλευσης, διαφέρει ριζικά αυτής του 1981, στο βαθμό που το

75% προέρχεται από 8 πρώην σοσιαλιστικές χώρες και το 9% από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία,

την Κύπρο και τις ΗΠΑ-Αυστραλία. 54 στους 100 εργάζονται και το 59% δηλώνει διάρκεια παραμονής

στη χώρα μας μικρότερη των 5 ετών.

Είναι προφανές ότι η πρόσφατη σχετικά μεταστροφή των μεταναστευτικών ρευμάτων στη χώρα μας

είχε άμεσες συνέπειες και στις δημογραφικές μας εξελίξεις48. Η μαζική είσοδος νέων κυρίως ατόμων σε

αναζήτηση εργασίας συνέτεινε εκτός των άλλων στη μικρή επιβράδυνση της γήρανσης του πληθυσμού

της Ελλάδας, στην αύξηση της γεννητικότητας και της γονιμότητας και στην τόνωση της

δημογραφικής δυναμικότητάς του, καθώς η αύξηση του πληθυσμού μας ανάμεσα στο 1991 και το

2007 αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών. Η μαζική

μετανάστευση, στη μετά το 1990 περίοδο, εκ των πραγμάτων αποτελεί μια από τις κύριες προκλήσεις

για την ελληνική κοινωνία (που τείνει να γίνει πολυ-πολιτισμική), αναδεικνυόμενη ως καθοριστικός

παράγοντας των συντελούμενων και επερχόμενων δημογραφικών, οικονομικών και κοινωνικών

αναδιαρθρώσεων. Έτσι, η ανθρωπογεωγραφία των αλλοδαπών παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερο

ενδιαφέρον και επιβάλλει, εκτός των άλλων, την αποτύπωση σε όλα τα επίπεδα του πλήθους του

ειδικού βάρους, της σύνθεσης και των χαρακτηριστικών τους (δημογραφικών, οικονομικών,

κοινωνικών, πολιτισμικών), στο βαθμό που ισόποσα «μεγέθη» έχουν ή αποκτούν διαφορετικό ειδικό

βάρος και συχνότατα διαφοροποιούνται «ποιοτικά». Ταυτόχρονα όμως, όλο και εντονότερο

ενδιαφέρον θα παρουσιάζει στο μέλλον η αδύνατη προς το παρόν -λόγω της έλλειψης χρονολογικών

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 85: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

83

σειρών και του προσφάτου χαρακτήρα της μετανάστευσης- διαχρονική εξέταση των μεταβολών στο

χώρο, στο βαθμό που τα συμπεράσματά της θα δώσουν σαφείς ενδείξεις για τις τάσεις και τις

προοπτικές των εμπλεκόμενων ένθεν και ένθεν πλευρών.

IV.5 Υποδείγματα πληθυσμού: στάσιμος και σταθερός πληθυσμός Η εξέταση των πολύπλοκων σχέσεων που συνδέουν τα δημογραφικά φαινόμενα με τους πληθυσμούς

στους οποίους αυτά συμβαίνουν και τους οποίους επηρεάζουν, διευκολύνεται σημαντικά με τη

δημιουργία ορισμένων υποδειγμάτων- μοντέλων πληθυσμού. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι το μοντέλο

του στάσιμου (J. Graunt, 1662 και E. Halley, 1693) και αυτό του σταθερού πληθυσμού (J. Lotka,

1907). Τα μοντέλα αυτά χρησιμεύουν στην επισήμανση και διερεύνηση των αποκλίσεων ανάμεσα στις

ιδανικές και τις πραγματικές καταστάσεις και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη της δομής των

πληθυσμών και των δημογραφικών φαινομένων, για τη συμπλήρωση ελλιπών στατιστικών σειρών, τη

βελτίωση σφαλμάτων των στατιστικών δεδομένων ως και για τις δημογραφικές προβολές που είναι

αναγκαίες για τη λήψη μέτρων πληθυσμιακής πολιτικής.

Ο στάσιμος και ο σταθερός πληθυσμός αποτελούν τα πιο σημαντικά υποδείγματα και είναι εξαιρετικά

ενδιαφέροντα τόσο όσον αφορά το θεωρητικό τους υπόβαθρο όσο και την ευρύτητα των εφαρμογών

τους στην ανάλυση και συμπλήρωση προβληματικών δημογραφικών σειρών, ιδιαίτερα στις

αναπτυσσόμενες χώρες. Η πιο γνωστή εφαρμογή, που στηρίζεται στη θεωρία του στάσιμου

πληθυσμού, είναι οι πίνακες επιβίωσης τους οποίους έχουμε ήδη παρουσιάσει.

IV.5.1 Στάσιμος πληθυσμός Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, με τη βοήθεια του διαγράμματος του Lexis, ότι έχουμε 10.000 άτομα

που γεννήθηκαν το 1928 (βλ. “ρίζα” του πίνακα επιβίωσης). Η διαχρονική πορεία των ατόμων της

γενεάς αυτής εμφανίζεται στο διαγώνιο διάδρομο (ΘΘ΄ΗΗ΄) του παρατιθέμενου διαγράμματος του

Lexis (Σχήμα 32). Οι επιζώντες στην αρχή κάθε ακριβούς ηλικίας εκτίθενται στον “κίνδυνο” να

αποβιώσουν, κίνδυνο που δίδεται από τις πιθανότητες θανάτου (qx) που τοποθετούνται κάτω από το

σχήμα. Στα οριζόντια διανύσματα (ΘΗ, α1α2, β1β2…) τοποθετείται ο πληθυσμός στις ακριβείς ηλικίες x

(lx), και στα κάθετα διανύσματα (Ηα1, α2β1, …) ο πληθυσμός σε συμπληρωμένα έτη x (Lx) στην1/1

κάθε ημερολογιακού έτους. Ας υποθέσουμε ότι αυτό που ισχύει για την γενεά του 1928 ισχύει και για

τις επόμενες γενεές (ο αριθμός των γεννήσεων και οι πιθανότητες θανάτου ανά ηλικιακή ομάδα

παραμένουν αμετάβλητες) και ότι μερικές δεκαετίες αργότερα (π.χ. την 1/1/2011) διεξάγεται μια

γενική απογραφή πληθυσμού. Ο απογραφόμενος πληθυσμός θα έχει προφανώς τα ίδια χαρακτηριστικά

με αυτά των γενεών που τον απαρτίζουν και, στην περίπτωση αυτή, τα δομικά χαρακτηριστικά του,

καθώς η θνησιμότητα και η γονιμότητα έχουν παραμείνει επί μακρόν σταθερές, θα ταυτίζονται με τα

συγχρονικά ενώ η κατά ηλικία δομή και το μέγεθός του θα μείνουν αμετάβλητα.

Ο στάσιμος πληθυσμός, επομένως, είναι ένας πληθυσμός που παραμένει διαχρονικά αμετάβλητος τόσο

όσον αφορά το μέγεθος όσο και την ηλικιακή του δομή, ένας πληθυσμός με σταθερά Αδρά ποσοστά

γεννητικότητας και γονιμότητας (και επομένως και σταθερό φυσικό ισοζύγιο). Ο πληθυσμός αυτός έχει

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 86: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

84

ορισμένα χαρακτηριστικά που τον συσχετίζουν τόσο με τις γεννήσεις όσο και με την εφαρμογή του

πίνακα θνησιμότητας κατά τη δημιουργία του.

Σχήμα 32: Σχηματισμός της κατά ηλικία δομής του στάσιμου πληθυσμού*

* Τα δεδομένα του γραφήματος έχουν ληφθεί από τον πίνακα θνησιμότητας αρρένων της Ελλάδα για το 1928 (ΕΣΥΕ, 1964) Ειδικότερα (Σχήμα 33), αν:

S0 (ή άλλως N)= ο διαχρονικά σταθερός ετήσιος αριθμός των γεννήσεων.

Dx = ο διαχρονικά σταθερός ετήσιος αριθμός των θανάτων σε κάθε ηλικία

D= ο διαχρονικά σταθερός συνολικός ετήσιος αριθμός των θανάτων

Sx= οι επιβιώσαντες στις διαδοχικές ακριβείς ηλικίες στα διαδοχικά ημερολογιακά έτη, το πλήθος των

οποίων παραμένει διαχρονικά σταθερό

Pχ (ή άλλως Lx)= οι επιβιώσαντες στις διαδοχικές ηλικίες την 1/1 των διαδοχικών ημερολογιακών ετών,

το πλήθος των οποίων παραμένει επίσης διαχρονικά σταθερό

Ν= ο συνολικός πληθυσμός (διαχρονικά σταθερός), και επομένως DSN == 0

P= ο διαχρονικά σταθερός συνολικός πληθυσμός

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 87: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

85

ΤΒΝ= ο Αδρός δείκτης γεννητικότητας που ισούται με το άθροισμα των γεννήσεων δια του πληθυσμού (

PS 0 =

PN =

PD )

Σχήμα 33: Διάγραμμα του Lexis ενός στάσιμου πληθυσμού

Τότε, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0 σε συμπληρωμένα έτη (P0) ισούται με

210 SS + , αυτός των

ατόμων ηλικίας ενός έτους (P1) σε συμπληρωμένα πάντοτε έτη με 2

21 SS + κ.ο.κ και ως εκ τούτου ο

συνολικός πληθυσμός (P) σε ένα οποιοδήποτε ημερολογιακό έτος ισούται προφανώς με το άθροισμα

του πληθυσμού των ατόμων ηλικίας 0, 1,2, …..w ετών (σε συμπληρωμένα έτη), ήτοι

∑=

=w

xxPP

0

και ∑=

− +=⇒++++

=+

+++

++

=w

xx

www SSPSSSSSSSSSSP1

021012110

22)....(2

2...

22

Επιδή ο Αδρός Δείκτης Γεννητικότητας

PS

TBN 0= , τότε

0

11

0

00

5,0

1

2S

SSS

SPS

TBN w

xx

w

xx ∑∑

== +

=+

==

Επειδή όμως ο διαιρέτης του κλάσματος ταυτίζεται με τη μέση προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση του

πληθυσμού μας έχουμε 0

1e

TBN = . Γνωρίζουμε όμως ότι PNTBN= και ως εκ τούτου

00

1 eNPPN

e×=⇒=

γνωρίζοντας επίσης ότι S0=N ⇒

00 eSP ×=

Επομένως, επειδή η γεννητικότητα και η θνησιμότητα (δηλαδή οι γεννήσεις και η μέση προσδοκώμενη

ζωή κατά τη γέννηση) στον στάσιμο πληθυσμό δεν μεταβάλλονται διαχρονικά, ο πληθυσμός αυτός

προκύπτει ως το γινόμενο των γεννήσεων επι τη μέση προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση (e0). Ως

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 88: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

86

εκ τούτου, η ηλικιακή πυραμίδα αυτού προκύπτει από την εφαρμογή ενός πίνακα επιβίωσης σε ένα

σταθερό αριθμό γεννήσεων.

Εκ των προαναφερθέντων, καθίσταται προφανές ότι, στην περίπτωση ελλιπών ή προβληματικών

δεδομένων οι πρότερες συσχετίσεις των βασικών δημογραφικών παραμέτρων (ΑΔΓ, ΑΔΘ, e0, ηλικιακή

σύνθεση του πληθυσμού) επιτρέπουν να εκτιμηθεί μια δημογραφική παράμετρος σε συνάρτηση με

κάποια άλλη. Είναι, επίσης, προφανές, ότι σε κάθε πίνακα θνησιμότητας μπορούμε να αντιστοιχίσουμε

και έναν στάσιμο πληθυσμό. Στον πίνακα θνησιμότητας π.χ. της Γαλλίας για το 1984-1986 αντιστοιχεί

ο στάσιμος πληθυσμός του παρατιθέμενου πίνακα (Πινάκας 14). Η ηλικιακή δομή του πληθυσμού

αυτού είναι ανεξάρτητη του πλήθους των γεννήσεων (740.000 κατά μέσο όρο ετησίως το 1984-1986)

και ένας τέτοιος πληθυσμός σταθεροποιούμενος θα έχει 28% νέους κάτω των 25 ετών, 50% ηλικίας

20-59 ετών και 22% 60 ετών και άνω. Τα δεδομένα του πίνακα αυτού προκύπτουν από τις κάτωθι

συναρτήσεις:

P(x και άνω)= Sx× ex

P(x, x+a) = Px+a- Px

P= N× e0=740.000×75=55.500.000

Πινάκας 14: Στάσιμος πληθυσμός που αντιστοιχεί στον πίνακα θνησιμότητας της Γαλλίας των ετών 1984-1986

Δεδομένα Υπολογισμοί Αποτελέσματα Ηλικία x Επιβιώσαντες

στην ακριβή ηλικία x

Μέση προσδοκώμενη ζωή στην ηλικία x

Πληθυσμός ηλικίας x και άνω

Πληθυσμός ανά

μεγάλες ηλικιακές ομάδες

Κατανομή του

πληθυσμού ανά ηλικία

(%)

Ηλικιακές ομάδες

0 100 75 7.500 2.100

28

0-19

20 98 55 5.400 3.700

50

20-59

60 85 20 1700 1.700

22

60+

7.500 100 Σύνολο Πηγή: a. Fouquet., A. Vinocur (1990) IV.5.2 Σταθερός πληθυσμός Ο σταθερός πληθυσμός είναι ένας κλειστός πληθυσμός με θετική ή αρνητική φυσική μεταβολή, που

βιώνει μεν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σταθερές συνθήκες θνησιμότητας και γονιμότητας, αλλά

του οποίου ο ετήσιος αριθμός των γεννήσεων μεταβάλλεται με σταθερό ρυθμό. Ο πληθυσμός αυτός

καταλήγει να αποκτήσει μια σταθερή ηλικιακή δομή (σταθερή ποσοστιαία κατανομή των ηλιακών του

ομάδων) αν και μεταβάλλεται ετησίως με έναν σταθερό ρυθμό. Όμως, ενώ ο στάσιμος πληθυσμός,

που αποτελεί μια ειδική περίπτωση του σταθερού πληθυσμού, δημιουργείται όταν σε ένα δεδομένο

σταθερό αριθμό γεννήσεων εφαρμόσουμε έναν πίνακα επιβίωσης, ο σταθερός πληθυσμός προκύπτει

από την εφαρμογή ενός πίνακα επιβίωσης σε ένα μεταβαλλόμενο με σταθερό ρυθμό αριθμό

γεννήσεων.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 89: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

87

Ειδικότερα, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι ο ρυθμός μεταβολής των γεννήσεων σε έναν τέτοιο

πληθυσμό ταυτίζεται με το συνολικό ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού αυτού. Ο ρυθμός αυτός

ονομάζεται από τον Lotka49 (που θεωρεί ότι η ηλικιακή δομή των ανθρώπινων πληθυσμών

μεταβάλλεται διαχρονικά, αλλά με συγκεκριμένο τρόπο, τείνοντας προς μια οριακά σταθερή δομή η

οποία συγκυριακά δύναται να διαταραχθεί από διάφορα γεγονότα), πραγματικό ή ενδογενές ποσοστό

φυσικής μεταβολής, συμβολίζεται με r, και υπολογίζεται ως:

10 −= a Rr

Όπου:

R0 = Το ακαθάριστο (αδρό) ποσοστό αναπαραγωγής

r= το ετήσιο ποσοστό φυσικής μεταβολής

a’= η μέση ηλικία των μητέρων στη γέννηση των παιδιών τους

τέλος, σε ένα σταθερό πληθυσμό η σχέση ανάμεσα στο συνολικό πληθυσμό την 1/1του έτους t και

την 1/1/ του ετους t+1 δίδεται ως tt PrP ×+=+ )1(1 και ο Αδρός δείκτης γεννητικότητας στο έτος t

υπολογίζεται ως: )2(

2rP

NTBNtt +

Συνοπτικά, τα χαρακτηριστικά ενός σταθερού πληθυσμού είναι:

α)Το ενδογενές ή πραγματικό ποσοστό φυσικής μεταβολής r και ο Αδρός δείκτης θνησιμότητας είναι

μεγέθη ανεξάρτητα από το χρόνο

β) Οι γεννήσεις και το μέγεθός του πληθυσμού μεταβάλλονται με τον ίδιο ρυθμό r

γ) Η σταθερή ποσοστιαία κατά ηλικία σύνθεσή του είναι ανεξάρτητη από το χρόνο, από το αρχικό

μέγεθος και την αρχική δομή του πληθυσμού

δ) ο πληθυσμός αυτός μεταβάλλεται διαχρονικά ως προς το μέγεθός του και διατηρεί αμετάβλητη

την ποσοστιαία κατά ηλικία δομή του (υπενθυμίζουμε ότι ο στάσιμος μένει αμετάβλητος και ως προς

τα δύο προαναφερθέντα μεγέθη)

Είναι προφανές ότι, με βάση τα προαναφερθέντα, εάν πληθυσμοί με διαφορετικές ηλικιακές δομές το

έτος εκκίνησης υπόκεινται επί μακρόθεν σε ταυτόσημες συνθήκες θνησιμότητας και γονιμότητας,

τείνουν να αποκτήσουν ταυτόσημη ηλικιακή δομή στην οποία πλέον δεν θα διακρίνεται κανένα ίχνος

των αρχικών τους ηλιακών δομών. Τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά θα είναι κοινά και σταθερά, η

μόνη μεταβλητή που θα «παίζει» είναι το ενδογενές ποσοστό φυσικής αύξησης. Τέλος, οφείλουμε να

υπενθυμίσουμε ότι στη δημογραφία η χρήση της «πλασματικής γενεάς» εντάσσεται στα πλαίσια της

υπόθεσης αυτής για τη διατήρηση και στο μέλλον των συνθηκών που ισχύουν για τη θνησιμότητα και

τη γονιμότητα το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος.

Οι εφαρμογές του σταθερού πληθυσμού προέρχονται από την ιδιότητα ότι κάθε ανθρώπινος

πληθυσμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ισοδύναμος προς κάποιον συγκεκριμένο σταθερό πληθυσμό

αν οι ανά ηλικία δείκτες γονιμότητας και θνησιμότητας παρέμεναν αμετάβλητες για ένα σχετικά μεγάλο

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 90: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

88

j

jj

PlatXP )(*

j

jj

PlongXP )(*

χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτόν σε κάθε κλειστό πληθυσμό σταθερών προτύπων γονιμότητας

και θνησιμότητας αντιστοιχεί και μια θεωρητική κατασκευή σταθερού πληθυσμού.

IV.6 Γεωγραφικός χώρος και κατανομή του πληθυσμού Ο χώρος αποτελεί το φυσικό υπόβαθρο ανάπτυξης κάθε πληθυσμού. Η κατανομή του πληθυσμού

όμως στο χώρο είναι συνήθως άνιση και το κέντρο βάρους του μπορεί να μετατοπίζεται διαχρονικά. Ο

πιο απλός δείκτης ανισοκατανομής είναι αυτός της μέσης πυκνότητας ανά μονάδα επιφανείας

(πληθυσμός/έκταση σε km2) ενώ αυτός που δίδει το κέντρο βάρους του πληθυσμού και επιτρέπει τη

σύγκριση των μετατοπίσεών του στο χρόνο είναι ο δείκτης βαρύτητας του κατανεμημένου σε μια

περιοχή πληθυσμού, δείκτης ο οποίος υπολογίζεται στη βάση του γεωγραφικού μήκους και πλάτους

των πληθυσμιακών χωρικών υπο-ενοτήτων της δεδομένης περιοχής (δηλ. είναι ο μέσος σταθμικός

δείκτης του γεωγραφικού μήκους και πλάτους τους). Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται βάσει του τύπου:

Γεωγραφικό μήκος του κέντρου βάρους

Γεωγραφικό πλάτος του κέντρου βάρους

Όπου:

Ρj ο πληθυσμός της χωρικής υπο-ενότητας Χj

(long)j το γεωγραφικό μήκος της χωρικής υπο-ενότητας Χj

(lat)j το γεωγραφικό πλάτος της χωρικής υπο-ενότητας Χj

ΣΡj ο συνολικός πληθυσμός της εξεταζόμενης γεωγραφικής ενότητας ο οποίος αποτελείται από το

άθροισμα των πληθυσμών των υποενοτήτων της Χj

Εκτός όμως της πυκνότητας και του κέντρου βάρους του πληθυσμού μιας περιοχής, ιδιαίτερο

ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή του πληθυσμού βάσει της καμπύλης του Lorenz (που είναι

δυνατόν να υπολογισθεί και κατά μέσο μέγεθος οικισμού, κατά υψομετρική ζώνη κ.ο.κ., βλ. Σχήμα

34). Η κλασσική αυτή γραφική παράσταση σχηματίζεται χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ορθογωνίων

συντεταγμένων όπου στον άξονα των τετμημένων έχουμε την αθροιστική σειρά της ποσοστιαίας

κατανομής του πληθυσμού και στον άξονα των τεταγμένων την αθροιστική σειρά της ποσοστιαίας

κατανομής της έκτασης ή της συχνότητας εμφάνισης των χωρικών ενοτήτων (το πλήθος τους κατά

κατηγορία). Αν ο πληθυσμός ήταν ισοκατανεμημένος, θα είχαμε μια γραμμή (καμπύλη του Lorenz) η

οποία θα ταυτιζόταν με τη διαγώνιο ΟΒ, ενώ όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση της ανισοκατανομής τόσο

περισσότερο η σχηματιζόμενη καμπύλη θα απομακρύνεται από τη διαγώνιο. Η αναλογία

συγκέντρωσης, που κατ΄ επέκταση μπορούμε να υπολογίσουμε, αντιστοιχεί στο σχήμα μας στην

επιφάνεια ανάμεσα στη διαγώνιο (πλήρης ισοκατανομή) και την καμπύλη που σχηματίζεται κάτω από

τη διαγώνιο. Η έκταση επομένως της επιφάνειας αυτής δίδει συμβατικά το ποσοστό του πληθυσμού

που θα πρέπει να ανακατανεμηθεί για να επιτύχουμε πλήρη ισοκατανομή του στο χώρο.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 91: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

89

Η αναλογία αυτή αντικατοπτρίζεται και στο δείκτη συγκέντρωσης του πληθυσμού ο οποίος και

υπολογίζεται βάσει του τύπου:

100

)( *1

*1

*1

1

*iii

i

ii NPNP

I++

=

−=∑

συγκ

Όπου:

Ν*= η αθροιστική σειρά της % κατανομής του πλήθους των γεωγραφικών ενοτήτων i (αντιστοιχεί

στην έκταση)

Ρ* = η αθροιστική σειρά της % κατανομής του πληθυσμού των γεωγραφικών ενοτήτων i

I = η σειρά των οικισμών της γεωγραφικής περιοχής κατά σειρά μεγέθους

Συμπληρωματικά προς το δείκτη συγκέντρωσης δυνάμεθα να υπολογίσουμε και το δείκτη

ανομοιογένειας. Ο δείκτης αυτός (ημι-άθροισμα των απόλυτων διαφορών των ποσοστιαίων κατανομών

ανά τάξη μεγέθους των χωρικών ενοτήτων και του πληθυσμού τους), υπολογίζεται βάσει του κάτωθι

τύπου:

ii

i i NPI −= ∑=12

1ανομ

Σχήμα 34: Η καμπύλη συγκέντρωσης του Lorenz. Οιικισμοί της Ελλάδας, 1981

0

25

50

75

100

0 25 50 75 100

Αθροιστική κατανομή πληθυσμού (P*i)

Αθροιστική κατανομή

οικισμώ

ν (Ν

*i)

Περιοχή αναλογίας συγκέντρωσης

O

B

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 92: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

90

Για να κατασκευάσουμε την καμπύλη του Lorenz στο παράδειγμα που παραθέτουμε χρησιμοποιούμε

τα δεδομένα του Πίνακα 15, όπου έχουμε: στη στήλη 1 την ταξινόμηση ανά ομάδες (με βάση τον

πληθυσμό) των οικισμών της Ελλάδας κατά το 1981, στη στήλη 2 το ειδικό βάρος της κάθε ομάδας

(το ποσοστό των οικισμών της κάθε ομάδας στο σύνολο των οικισμών της χώρας), στη στήλη 3 το

ειδικό βάρος του πληθυσμού της κάθε ομάδας (το ποσοστό δηλαδή του πληθυσμού της κάθε ομάδας

στον πληθυσμό της Ελλάδας) και στις στήλες 4 και 5 τις αθροιστικές συχνότητες των τιμών των

στηλών 2 και 3 (βάσει των οποίων υπολογίζονται και οι τιμές για τη δημιουργία της καμπύλης Lorenz).

Στη συνέχεια, στις στήλες 6 και 7 υπολογίζονται τα γινόμενα που δίδουν το δείκτη συγκέντρωσης, στη

στήλη 8 δημιουργείται η διαφορά τους και υπολογίζεται το σύνολο τους το οποίο δίδει (όταν διαιρεθεί

με το 100) το δείκτη συγκέντρωσης. Στη στήλη 9 δημιουργούνται οι απόλυτες διαφορές των στηλών 2

και 3 και το άθροισμά τους (διαιρούμενο με το 2) δίνει το δείκτη ανομοιογένειας.

Στη χώρα μας, όσον αφορά τη συγκέντρωση των οικισμών, οι δύο προαναφερθέντες δείκτες

λαμβάνουν αύξουσες τιμές στην περίοδο 1951-1981. Ενδεικτικά Ισυγκ.(1951)= 69% και 84% το 1981,

Ιανομ.(1951)=52% και 68% το 1981 (στη βάση της κατανομής των οικισμών κατά τάξη μεγέθους του

πληθυσμού τους).

Δυνάμεθα επίσης να υπολογίσουμε, βάσει των δεδομένων του Πίνακα 15, και έναν άλλο δείκτη (το

δείκτη Gini) που λαμβάνει τιμές από 0 (πλήρης ισοκατανομή του πληθυσμού) έως 1 (πλήρης

ανισοκατανομή του). Ο δείκτης αυτός (δείκτης ανομοιογένειας επίσης) υπολογίζεται βάσει του τύπου:

)()(1 ** 1*1

* 1 * NNPP iiii

iiG +−−= +

=+∑

Πίνακας 15: Κατανομή του πληθυσμού της Ελλάδας (1981) και προσδιορισμός του δείκτη και του συντελεστή συγκέντρωσης

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 Πληθυσμός οικισμών

Ni Pi N*i P*i (P * i)(N* i+1) (P*i+1)(N*i) Δ(6-7) |Pi-Ni| i

>500.000 0,0 9,1 0,0 9,1 - - - 9,1 1100.000-499.999 0,0 12,4 0,0 21,5 0,0 0,0 0,0 12,4 2

50.000-99.999 0,1 11,4 0,1 32,9 2,2 0,0 2,2 11,3 320.000-49.999 0,4 17,6 0,5 50,5 16,5 5,1 11,4 17,2 4

10.000-19.999 0,4 5,8 0,9 56,3 45,5 28,2 17,3 5,4 55.000-9.999 0,4 3,8 1,3 60,1 73,2 54,1 19,1 3,4 6

2.000-4.999 2,1 8,0 3,4 68,1 204,3 88,5 115,8 5,9 71.000-1.999 4,5 7,7 7,9 75,8 538,0 257,7 280,3 3,2 8

500-999 11,0 9,8 18,9 85,6 1432,6 676,2 756,4 1,2 9200-499 21,5 8,9 40,4 94,5 3458,2 1786,1 1672,2 12,6 10

50-199 32,8 4,7 73,2 99,2 6917,4 4007,7 2909,7 28,1 11<50 26,8 0,8 100,0 100,0 9920,0 7320,0 2600,0 26,0 12

Σύνολο 100,0 100,0 22607,8 14223,5 8384,3 135,8Ι συγκ=8384,3/100=83,8 Ι ανομ.=135,8/2=67,9

Πηγή: ΕΣΥΕ, Στοιχεία Απογραφών, ίδια επεξεργασία των δεδομένων

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 93: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

91

nr)1(PP tnt +=+

IV.7 Οι προβολές του πληθυσμού Οι προβολές του πληθυσμού είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για το σχεδιασμό και προγραμματισμό

σε όλα τα επίπεδα. Καθώς ο πληθυσμός αποτελεί ένα σημαντικό μέγεθος το οποίο καθορίζει τις

ανάγκες για υποδομές (Υγεία - Πρόνοια, κατοικία, μεταφορές, δίκτυα, κ.τ.λ.), είναι αναγκαίο για τους

ενασχολούμενους με το σχεδιασμό να μπορούν να εκτιμήσουν τόσο το μελλοντικό μέγεθός του όσο

και τη μελλοντική δομή του. Όσον αφορά τη δομή, θα μπορούσαμε να φέρουμε σαν παράδειγμα το

πόσο διαφορετικές είναι οι ανάγκες ενός πληθυσμού σε υποδομές όταν αναμένεται να διευρυνθεί η

βάση της ηλικιακής του πυραμίδας (αύξηση των παιδικών ηλικιών) ή όταν, αντιθέτως, αναμένεται η

αύξηση των ηλικιωμένων. Οι σύγχρονες μεθοδολογίες και η υποδομή σε Η/Υ επιτρέπουν μεγαλύτερη

ευελιξία στις προβλέψεις, δίδοντας τη δυνατότητα της δημιουργίας πολλαπλών εναλλακτικών σεναρίων

προβολών.

Η πρόβλεψη της μελλοντικής εξέλιξης του μεγέθους και της σύνθεσης ανα φύλο και ηλικία ενός

πληθυσμού μιας περιοχής είναι εφικτή, εάν αφενός γνωρίζουμε τις παρούσες και παρελθούσες

δημογραφικές του συμπεριφορές (θνησιμότητα – γονιμότητα – μετανάστευση) και αφετέρου

υποθέσουμε ότι δεν θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα (πολιτικές αναταραχές, φυσικές

καταστροφές). Οι πλέον χρησιμοποιούμενες μέθοδοι προβολών είναι: της εκθετικής καμπύλης, αυτή

που χρησιμοποιεί την ανάλυση κατά δημογραφικές συνιστώσες και η μέθοδος των «συνισταμένων

κοορτών».

IV.7.1 Η χρήση της εκθετικής καμπύλης Η χρήση της εκθετικής καμπύλης παραπέμπει στη χρήση του μέσου ετήσιου ρυθμού μεταβολής ως

σταθεράς για την πρόβλεψη στο μέλλον. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής δίνεται όπως

προαναφέρθηκε από το γνωστό τύπο:

όπου Pt είναι ο πληθυσμός στο έτος εκκινησης t της προβολής, n ο αριθμός των χρονικών περιόδων ή

ετών- πρόβλεψης, Pt+n ο πληθυσμός στο τέλος της περιόδου προβολής και r ο μέσος ετήσιος ρυθμός

μεταβολής του πληθυσμού (συντελεστής πρόβλεψης), ο οποίος μπορεί να ληφθεί και ως σταθερός για

όλη τη διάρκεια της προβολής.

Ως συντελεστή πρόβλεψης μπορούμε να επιλέξουμε είτε την τιμή του r για ένα έτος, είτε την τιμή του

για μια μεγαλύτερης διάρκειας περίοδο είτε ακόμη και την τάση εξέλιξής του η οποία μπορεί να

προκύψει αν εφαρμοστεί η μέθοδος των ελαχίστων τετραγώνων σε μια χρονοσειρά τιμών. Ωστόσο,

επειδή οι συντελεστές αυτοί είναι πιθανόν να μεταβληθούν μακροχρόνια, συνιστάται η με επιφύλαξη

χρήση του για την κατάρτιση μόνον βραχυχρόνιων προβολών.

IV.7.2 Η χρήση της μεθόδου των πληθυσμιακών συνιστωσών Για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής χρησιμοποιούμε τη βασική δημογραφική εξίσωση ως εξής:

Pt+n=Pt+(N-D)+(I-E) Pt+n=Pt+N-D+SM Pt+n=Pt+[(N/Pt)-(D/Pt)+(SM/Pt)] × P

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 94: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

92

Pt+n=Pt+(ΑΔΓ-ΑΔΘ+ΑΔΜ) × Pt

Όπου Ν= Γεννήσεις, D= Θάνατοι, Ι=Είσοδοι, Ε=Έξοδοι, SM=Καθαρή Μετανάστευση, ΑΔΓ= Αδρός

Δείκτης Γεννητικότητας, ΑΔΘ = Αδρός Δείκτης Θνησιμότητας, ΑΔΜ= Αδρός Δείκτης Μετανάστευσης.

Όπως και η προηγούμενη, η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται συνήθως για βραχυπρόθεσμες προβολές.

Βασίζεται σε προβλέψεις των αδρών δεικτών γεννητικότητας, θνησιμότητας και μετανάστευσης με

βάση την παρελθούσα τους πορεία και μια λογική πρόβλεψη για την εξέλιξή τους στο μέλλον.

Όμως. η πιο άρτια από δημογραφικής άποψης μέθοδος προβολών πληθυσμού είναι αυτή των

συνισταμένων κοορτών.

IV.7.3 Η χρήση της μεθόδου των συνισταμένων κοορτών Η χρήση αυτής της μεθόδου πρόβλεψης βασίζεται στη γνώση της κατανομής του πληθυσμού ανά

φύλο και ηλικία στο χρόνο εκκίνησης της προβολής και σε υποθέσεις για την εξέλιξη των βασικών

δημογραφικών συνιστωσών (γονιμότητας – θνησιμότητας – μετανάστευσης) έτσι ώστε να είναι

δυνατή η εκτίμηση της πληθυσμιακής πυραμίδας στο μέλλον.

Με βάση τα προαναφερθέντα, απαιτείται ο καθορισμός :

• του αρχικού και τελικού χρόνου προβολής (η προβολική δηλ. περίοδος)

• του πληθυσμού βάσης (ο οποίος ταυτίζεται με τον αρχικό πληθυσμό της προβολικής περιόδου)

• της κατανομής του πληθυσμού ανά φύλο και ηλικιακές ομάδες (συνήθως πενταετείς ή μονοετείς)

• των υποθέσεων για τις μέλλουσες εξελίξεις της γονιμότητας, της θνησιμότητας και της

μετανάστευσης (αρχικά, η προβολή γίνεται συνήθως θεωρώντας «κλειστό» τον πληθυσμό μας, εν

απουσία δηλαδή μετανάστευσεων) και, εν συνεχεία, δημιουργούμε σενάρια λαμβάνοντας υπόψη και

τις μεταναστεύσεις.

Είναι ευκταίο οι περίοδοι προβολής να ταυτίζονται με τα χρονικά διαστήματα της ηλικιακής κατανομής

του πληθυσμού μας κατά το έτος εκκίνησης (για παράδειγμα, εάν διαθέτουμε τον πληθυμό μας κατά

πενταετείς ομάδες ηλικιών, ευκταίο είναι η προβολή να γίνει με βήμα του 5, ήτοι κατά πενταετή

διαστήματα, οπότε οι επιζώντες στο τέλος της πενταετούς περιόδου θα έχουν προωθηθεί στην

επόμενη πενταετή ομάδα ηλικιών κ.ο.κ), ενώ πρέπει ταυτόχρονα να τονίσουμε ότι οι προβολές για τη

μεταβολή εκάστης εκ των δημογραφικών συνιστωσών γίνονται συνήθως βάσει τριών υποθέσεων

(υψηλή, μέση και χαμηλή). Στην περίπτωση αυτή καταλήγουμε σε 9 (κλειστός πληθυσμός) ή σε 27

σενάρια (προσθήκη μεταναστευτικής υπόθεσης), εκ των οποίων επιλέγουμε εκείνο ή εκείνα που

τείνουν να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ιστορικές και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της υπο

μελέτη περιοχής.

Η μέθοδος αυτή παρουσιάζεται κατωτέρω, διακρίνοντας τρία στάδια (Σχήμα 35). Έστω ότι έχουμε

τον πληθυσμό βάσης στην 1/1/ του έτους t ανά φύλο και πενταετείς ηλικιακές ομάδες και ότι θέλουμε

να προβλέψουμε τον αναμενόμενο πληθυσμό μια πενταετία αργότερα, το έτος t+5.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 95: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

93

Σχήμα 35: Τα βήματα υπολογισμού των δημογραφικών προβολών

• Στο πρώτο στάδιο οφείλουμε να υπολογίσουμε τους επιβιώσαντες ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα

ανάμεσα στο έτος t και το έτος t+x (εδώ t+5). Είναι προφανές ότι για τον υπολογισμό των

επιβιωσάντων μετά μια πενταετία απαιτείται ένας πίνακας θνησιμότητας (αφού προηγουμένως

προσθέσουμε και τις αναμενόμενες στη διάρκεια της επόμενης πενταετίας γεννήσεις). Αν

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 96: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

94

υποθέσουμε ότι η θνησιμότητα παραμένει σταθερή ανάμεσα στο έτος t και t+5 θα λάβουμε τον

υπολογισθέντα για το έτος βάσης t πίνακα επιβίωσης του πληθυσμού μας και θα

χρησιμοποιήσουμε τις προβολικές πιθανότητες επιβίωσης (nLx+n/nLx) της κάθε ηλικιακής ομάδας για

να εκτιμήσουμε τους άνδρες και τις γυναίκες που θα επιβιώσουν, μεγαλύτεροι κατά πέντε έτη στο

έτος t+5 (στο παράδειγμά μας, οι άνδρες ηλικίας 5-9 ετών το έτος εκκίνησης t πολλαπλασιάζονται

με την προβολική πιθανότητα επιβίωσής τους -από τον πίνακα θνησιμότητας- και όσοι εξ αυτών

έχουν επιβιώσει θα ευρεθούν στην ηλικία 10-14 στον χρόνο t +5. Ο ίδιος υπολογισμός θα γίνει για

την ηλικία 10-14 κ.ο.κ. ).

• Στο δεύτερο στάδιο εκτιμούμε τις αναμενόμενες γεννήσεις ανάμεσα στο έτος εκκίνησης t και στο

έτος t+5. Προς τούτο οφείλουμε να εκτιμήσουμε τα ποσοστά γονιμότητας (ή άλλως ειδικούς

συντελεστές) για την περίοδο προβολής. Αν υποθέσουμε ότι η γονιμότητα παραμένει σταθερή

στην περίοδο αυτή, θα χρησιμοποιήσουμε προφανώς τα ποσοστά γονιμότητας τα οποία

υπολογίσαμε για τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας στο έτος εκκίνησης t (όταν έχουμε

πενταετείς ηλικιακές ομάδες, δεν ξεχνάμε να πολλαπλασιάσουμε τα ποσοστά επί πέντε). Τις

εκτιμώμενες γεννήσεις οφείλουμε να τις επιμερίσουμε σε άνδρες και γυναίκες και, εν συνεχεία, να

εκτιμήσουμε πόσα από τα άτομα που γεννηθηκαν στο διαστημα t έως t +5 θα επιβιώσουν μια

πενατετία αργότερα. Για να το επιτύχουμε, από τον πίνακα θνησιμότητας εφαρμόζουμε την

προβολική πιθανότητα επιβίωσης των ηλικιών 0-4 η οποία θα μας δώσει τους επιβιώσαντες πέντε

έτη αργότερα, δηλ. όσους/ όσες θα έχουν ηλικία 0-4 ετών στην 1/1/ του έτους x +5.

• Τέλος, στο τρίτο στάδιο, συνυπολογίζουμε με την ίδια διαδικασία τη συμμετοχή της καθαρής

μετανάστευσης στην αύξηση ή μείωση του πληθυσμού.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 97: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

95

ΚΚΕΕΦΦΑΑΛΛΑΑΙΙΟΟ VV ΔΔΗΗΜΜΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΚΚΕΕΣΣ ΘΘΕΕΩΩΡΡΙΙΕΕΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΠΠΛΛΗΗΘΘΥΥΣΣΜΜΙΙΑΑΚΚΗΗ ΠΠΟΟΛΛΙΙΤΤΙΙΚΚΗΗ

Στην εισαγωγή, επιλεκτικά, έγινε αναφορά στις σχέσεις κοινωνίας - πληθυσμού, όπως αυτές

εκφράστηκαν από διάφορους διανοητές στη μακρόχρονη ιστορία μας. Από την ανάγνωση των

κειμένων τους διαπιστώνουμε ότι η ιδέα της “παρέμβασης” στα δημογραφικά δρώμενα με στόχο να

“προσαρμοστεί” ο πληθυσμός σε εκπεφρασμένους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους

είναι κατά πολύ προγενέστερη της εμφάνισης της δημογραφίας ως επιστήμης: ο Πλάτων π.χ στην

Αθήνα και ο Κομφούκιος στην Κίνα διατύπωσαν κατά το μάλλον ή ήττον σαφείς ιδέες για την

επιθυμητή σύνθεση και εξέλιξη του πληθυσμού. οι νόμοι του Αύγούστου στη Ρωμαϊκή εποχή

αποτελούν το πλέον εντυπωσιακό παράδειγμα ενεργούς παρέμβασης στις δημογραφικές εξελίξεις ενώ,

αργότερα, ο μουσουλμάνος στοχαστής Ibh Khaldum (14ος αιώνας) διατυπώνει τη θεωρία ότι οι

κυκλικές διακυμάνσεις του πληθυσμού συνδέονται άμεσα με τις διακυμάνσεις στην πολιτική,

οικονομική και κοινωνική ζωή.

Εν συνεχεία, τον XVII αιώνα στην Ευρώπη έχουμε την εμφάνιση των πρώτων θεωριών που

ενσωματώνουν τις απόψεις περί πληθυσμού σε ένα ενιαίο και συναφές σύνολο. Για τους εμποροκράτες

(μερκαντιλιστές) π.χ η αύξηση του πληθυσμού πρέπει να ενθαρρύνεται από το κράτος γιατί αυξάνει τη

δύναμή του και η προσφυγή στο εξωτερικό εμπόριο με την ανταλλαγή εργασίας σε αγαθά (δηλ.

εξαγωγή βιομηχανικών προϊόντων και εισαγωγή πρώτων υλών και ειδών διατροφής) δίνει λύση στο

πρόβλημα της αύξησης του πληθυσμού, αποφέροντας ταυτόχρονα σημαντικά κέρδη. Οι θεωρίες του

Malthus (αρχές του 19ου αιώνα) αποτελούν τομή και, μέχρι και πρόσφατα, οι πολυάριθμες συζητήσεις

και παρεμβάσεις στις δημογραφικές εξέλιξεις ταξινομούνται ακόμη σε σχέση με τις θέσεις του Άγγλου

ιερέα. Ακολουθούν οι απόψεις των κλασσικών οικονομολόγων του ίδιου αιώνα, προεκτείνοντας τη

μαλθουσιανή σκέψη καθώς επιμένουν στο ότι η αύξηση του πληθυσμού προκαλεί πτώση των μισθών

και κατά συνέπεια ανεργία και φτώχεια. Αντίθετα, οι σοσιαλιστές και κυρίως οι μαρξιστές του ΧΧ αιώνα

διαφοροποιούνται ριζικά και οι θεωρίες τους συνιστούν μια νέα τομή στη δημογραφική σκέψη:

κατ΄αυτούς σε όλα τα κοινωνικά συστήματα που χαρακτηρίζονται από έναν κυρίαρχο τρόπο

παραγωγής υπάρχουν κοινοί, συνολικοί δημογραφικοί νόμοι. Αρνούνται, επομένως, τις θέσεις του

Malthus και των μετέπειτα μαλθουσιανών, υποστηρίζοντας ότι ο χαρακτηριζόμενος ως

“υπερπληθυσμός” από τους αστούς οικονομολόγους είναι σχετική έννοια και η εμφάνισή του είναι

συνδεδεμένη άμεσα με την εδραίωση και κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Αργά ή γρήγορα οι ιδέες και θεωρίες αυτές δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν και τη δημογραφική -

πληθυσμιακή πολιτική των διαφόρων κρατών. Παρόλα αυτά διαπιστώνουμε ότι η προώθηση τέτοιων

εθνικών δημογραφικών πολιτικών είναι πολύ μεταγενέστερη και (εκτός σπάνιων εξαιρέσεων, βλ.

Γαλλία προπολεμικά και Ολλανδία αμέσως μετά τον πόλεμο) συνδέεται αρχικά άμεσα με τη “σύλληψη”

του προβλήματος του “υπερπληθυσμού” στον τρίτο κόσμο και αργότερα, με τη ραγδαία πτώση της

γεννητικότητας και το φαινόμενο της γήρανσης στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 98: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

96

Πώς όμως ορίζεται η δημογραφική ή πληθυσμιακή πολιτική; Όσον αφορά τη διατύπωση και

διαμόρφωση μιας τέτοιας δημογραφικής πολιτικής, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ορισμένα

προαπαιτούμενα. Συγκεκριμμένα:

Μια πολιτική δύναται να χαρακτηρισθεί ως δημογραφική, όταν έχει ως στόχο να κατευθύνει ή να

αλλάξει την κίνηση του πληθυσμού ενός συνόλου χωρικά οριοθετημένου και εξαρτημένου στον τομέα

αυτό από μια οντότητα δυνάμενη να λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες είναι άμεσα εκτελεστές. Δεν

συνίσταται βασικά ούτε στη συνάθροιση μέτρων που έχουν ορατές μεν αλλά μη επιδιωκόμενες ή μη

αναμενόμενες επιπτώσεις στα δημογραφικά φαινόμενα, ούτε στη συνάθροιση προγραμμάτων, που

έχουν ως άμεσο στόχο να επιδράσουν σε μια από τις δημογραφικές συνιστώσες μη λαμβάνοντας

υπόψη τις λοιπές και δεδομένου ότι ο στόχος αυτός δεν εγγράφεται στα πλαίσια μιας ευρύτερης

προοπτικής “ελέγχου”`της κίνησης του πληθυσμού προς μια κατεύθυνση.

Ταυτόχρονα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο “επιθυμητός” πληθυσμός είναι εξωγενής της

δημογραφίας μεταβλητή, δεν αποτελεί ένα στόχο στην επίτευξη του οποίου θα πρέπει να συγκλίνουν

οι λοιποί τομεακοί στόχοι. Αποτελεί μια από τις μεταβλητές που δυνάμεθα να επηρεάσουμε για να

υλοποιήσουμε τους συλλογικούς τιθέμενους βασικούς στόχους ή ακόμη ένα μέσο για την υλοποίησή

τους. Κατ΄επέκταση, οι επιδιώξεις της δημογραφικής πολιτικής προσδιορίζονται από τους γενικότερους

οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους των κοινωνιών μας και από τα συλλογικά οράματα

για το άμεσο και απώτερο μέλλον. Επομένως, μια δημογραφική πολιτική οφείλει να είναι αναπόσπαστο

τμήμα μιας γενικότερης “πολιτικής”. Οι στόχοι της συγκεκριμενοποιούνται και προσδιορίζονται

λαμβάνοντας υπόψη τους γενικότερους στόχους των κοινωνιών μας, τα ληφθέντα μέτρα-δράσεις

οφείλουν να είναι συμβατά με τα γενικότερα πλαίσια και στόχους ενώ, παράλληλα, η

αποτελεσματικότητά τους θα πρέπει να αξιολογείται πάλι σε αναφορά με τους γενικούς αυτούς

στόχους. Με βάση τα προαναφερθέντα, η όποια παρέμβαση στον τομέα του πληθυσμού (που αποτελεί

τον ένα πόλο της σχέσης κοινωνία - πληθυσμός) προκύπτει από την ανάγκη η εξέλιξή του να

συμβαδίζει αρμονικά με τις εξελίξεις (επιθυμητές - επιδιωκόμενες) των κοινωνιών μας. Το αντίθετο θα

αποτελούσε μάλλον έναν παραλογισμό.

Ποιά είναι όμως τα αντικείμενα παρέμβασης στο πλαίσιο μιας οιασδήποτε δημογραφικής πολιτικής;

Είναι προφανές ότι οι βασικές συνιστώσες που καθορίζουν τις πληθυσμιακές εξελίξεις (γεννητικότητα,

θνησιμότητα, η μετανάστευση –εσωτερική και εξωτερική-) αποτελούν το αντικείμενο/στόχο της

πολιτικής αυτής. Ταυτόχρονα, κάθε μία από τις συνιστώσες αυτές εκφράζεται με γεγονότα (γεννήσεις,

θανάτους, εξόδους, εισόδους), το πλήθος των οποίων είναι το αποτέλεσμα μιας “πιθανότητας”

πραγμάτωσής τους στον πληθυσμό ο οποίος υπόκειται στους προαναφερθέντες “κινδύνους” (θανάτου,

γέννησης, μετανάστευσης). Επομένως, κάθε παρέμβαση στα πλαίσια της δημογραφικής πολιτικής

προϋποθέτει τη λήψη μέτρων και δράσεων που έχουν ως αντικείμενο το θάνατο, τη μετανάστευση και

την αναπαραγωγή και στοχεύουν στη μεταβολή της “πιθανότητας” να λάβουν χώρα τα γεγονότα αυτά

(τη μεταβολή δηλ. της έντασή τους ή/ και της κατανομής τους στο χρόνο και στο χώρο). Οι

παρεμβάσεις όμως αυτές προϋποθέτουν τη βασική γνώση των σύνθετων, προσδιοριστικών της

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 99: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

97

ανανέωσης των πληθυσμών παραμέτρων, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο αναφοράς,

καθώς οι πιθανότητες - κίνδυνοι θανάτου, μετανάστευσης και αναπαραγωγής έως ένα βαθμό

εξαρτώνται μεν από τη “θέλησή” και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μελών ενός πληθυσμού αλλά,

ταυτόχρονα, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από κοινωνικό-πολιτισμικούς παράγοντες, οι οποίοι

αφενός οριοθετούν το εύρος των ατομικών “δράσεων”, αφ΄ετέρου επηρεάζουν την εμβέλεια των

πρωτοβουλιών και τα χαρακτηριστικά των δρώντων φορέων. Είναι, επίσης, προφανές ότι ανάμεσα στα

δύο αυτά επίπεδα (ατομικό/συλλογικό) υπάρχουν διαδράσεις ιδιαίτερα δύσκολο να

αποκρυπτογραφηθούν, οι οποίες όμως θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο για την ερμηνεία των

φαινομένων όσο και στις πιθανές παρέμβασεις για την “εκτροπή” τους. Οι υπέυθυνοι για τη χάραξη

και υλοποίηση πολιτικών στον τομέα του πληθυσμού οφείλουν επομένως να λαμβάνουν σοβαρά

υπόψη τον ανωτέρω διαχωρισμό, στο βαθμό που αυτός προσδιορίζει την οριοθέτηση των πιθανών

“τόπων” παρέμβασης, τις άμεσες και απώτερες επιπτώσεις των ληφθέντων μέτρων καθώς και τις

ενδεχόμενες αναδράσεις.

Η δημογραφική πολιτική δεν πρέπει να ταυτίζεται με την οικογενειακή πολιτική και τον οικογενειακό

προγραμματισμό. Η οικογενεακή πολιτική, έτσι τουλάχιστον όπως εφαρμόζεται στις πλέον

ανεπτυγμένες χώρες, αφορά ένα πλέγμα μέτρων που στοχεύουν στη μείωση των διαφορών του

επιπέδου ζωής των νοικοκυριών, ανάλογα με την οικογενειακή τους κατάσταση και τα ληφθέντα στο

πλαίσιο αυτό μέτρα ποικίλουν από φορολογικές απαλλαγές έως διαφοροποιημένες κοινωνικές παροχές

(κατοικία, σχολείο, διακοπές κ.τ.λ.). Από την άλλη πλευρά, ο οικογενειακός προγραμματισμός έχει σαν

κύριο στόχο να δώσει τη δυνατότητα στις ήδη υπάρχουσες οικογένειες να αποφασίζουν “κυρίαρχα” για

την απόκτηση του αριθμού των παιδιών που επιθυμούν και το χρόνο που θα ήθελαν να τα

αποκτήσουν, χωρίς “φυσικούς” καταναγκασμούς. Οικογενειακός προγραμματισμός και οικογενειακή

πολιτική δεν είναι φυσικά αποσυνδεμένες από τη δημογραφική πολιτική (συχνότατα αναπτύσσονται

αμφίδρομες σχέσεις). Παρόλα αυτά οι στόχοι τους δεν ταυτίζονται αναγκαστικά και συχνά τα

αποτελέσματά τους είναι αντίθετα αντικατοπτρίζοντας την πολυπλοκότητα των υφιστάμενων

καταστάσεων (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών).

Τέλος, θα αναφερθούμε συνοπτικά και στις κύριες τάσεις που διαπερνούν σήμερα τις πληθυσμιακές

πολιτικές. Στο σύγχρονο κόσμο, είναι προφανές ότι οι βασικές κατευθύνσεις και τα περισσότερα μέτρα

που εντάσσονται στα πλαίσιά αυτών στοχεύουν στον έλεγχο των εξελίξεων εκείνων που θεωρούνται

“επικίνδυνες” η απευκταίες. Έτσι, από την μια πλευρα στις περισσότερες βιομηχανικά ανεπτυγμένες

χώρες, που γνώρισαν μεταπολεμικά μια ταχεία πτώση της γεννητικότητας, έχουμε την κατά μάλλον ή

ήττον εκπεφρασμένη θέληση για την ανακοπή της πτωτικής αυτής τάσης και τη σταθεροποίηση του

πληθυσμού σε ένα “ικανοποιητικό” επίπεδο παράλληλα με έναν έντονο προβληματισμό για τα μέτρα

που θα πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση του φαινομένου της δημογραφικής γήρανσης.

Αντίθετα, στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας, που χαρακτηρίζονται από ταχύτατους

ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης (συνέπεια αφενός της κάθετης πτώσης της θνησιμότητας με την

εισαγωγή και γενίκευση της ιατρικής περίθαλψης, αφετέρου της διατήρησης της γονιμότητας σε υψηλά

επίπεδα), η αύξηση του πληθυσμού θεωρείται αρνητική -έως επικίνδυνη- για την οικονομική ανάπτυξη, Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 100: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

98

εξ ου και το πλέγμα των μέτρων που λαμβάνονται με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία για τον

περιορισμό των γεννήσεων.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 101: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

99

ΒΒΙΙΒΒΛΛΙΙΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΑΑ ΑΑ.. ΒΒΟΟΗΗΘΘΗΗΤΤΙΙΚΚΑΑ ΣΣΥΥΓΓΓΓΡΡΑΑΜΜΑΑΤΤΑΑ ΚΚΑΑΙΙ ΛΛΕΕΞΞΙΙΚΚΑΑ Ελληνικά Καραδήμας, Π. (1978) Δημογραφία. Αθήνα. Κιόχος, Π. (1971) Στοιχεία Δημογραφικής Ανάλυσης. Αθήνα. Κονίάρης, Β. (1988) Δημογραφία (Εισαγωγικά Μαθήματα). Θεσσαλονίκη. Κονιδάρης, Δ. (1961) Εγχειρίδιο δημογραφικής ανάλυσης. Αθήνα. Μιχαλέας, Α. Κ. (2005) Δημογραφία. Θεσσαλονίκη, Ζυγός. Παπαδάκης, Μ. (1985) Στοιχεία δημογραφίας. Αθήνα, Σακκούλας. Παπαδάκης, Μ., Τσίμπος, Κ. (2004) Δημογραφική ανάλυση. Αθήνα, Σταμούλης Σιάμπος, Γ. (1993) Δημογραφία, Κ & Σ Σμπίλιας, Αθήνα. Ταπεινός, Γ. Φ. (1993) Στοιχεία δημογραφίας. Αθήνα, Παπαζήσης. Ταπεινός, Γ. Φ. (2002) Δημογραφία. Βόλος, Παν. Εκδόσεις Θεσσαλίας/ΕΔΚΑ. Τζιαφέτας, Γ. (1990) Πληθυσμιακή ανάλυση. Αθήνα, ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. Τσαούσης, Δ. (1974) Στοιχεία κοινωνιολογίας. Αθήνα, Gutenberg. Τσαούσης, Δ. (1990) Κοινωνική δημογραφία. Αθήνα, Gutenberg. Vallin, J. (1989) Ο πληθυσμός της γης: Εξελίξεις, Προβλήματα, Προοπτικές. Αθήνα, Gutenberg. Φράγκος, Δ. (1967) Ελληνοαγγλικόν Δημογραφικόν Λεξικόν, Αθήνα. Ξενόγλωσσα

Buquet, J. (1989) Démographie. Paris, Masson. Calot, G. (1984) La mesure des taux en démographie. Paris, éd. PUF. Cox, P. (1976) Demography. Cambridge, Cambridge Univ. Press. Chesnais, J.C. (1992) La démographie. Paris, Puf, 127 p. Council of Europe (1994) Population, French –English Glossary/Glossaire anglais-francais. Strasbourg, CE. Dittgen, A., Lamy-Festy, M. (1988) Travaux pratiques d’analyse démographique. Paris, ed. Masson. Dumont, G.F. (1992) Démographie, analyse des populations et démographie économique. Paris, Dunod. Dupaquier, J. Dupaquier, M. (1985), Histoire de la démographie. Paris, Perrin. Dupaquier, M. (2001) Démographie. Paris, PUF. EUROSTAT (2000) Glossary on Demographic Statistics Franck- Cadier, Ch. (1990) Démographie (Les phénomènes démographiques). Paris, éd. Economica. Franck- Cadier, Ch. (1990) Démographie (La population). Paris, éd. Economica. Fouquet, A., Vinocur, A. (1990) Démographie socio-économique. Paris, Dalloz. Gani, L., Simmat-Durand, L (2001) Démographie expliquée, méthodes d’analyse et études de cas. Paris, Nathan- Université. Gerard, H. Wunch, G. (1973) Histoire de la démographie. Paris, Perrin. Haupt, A., Kane, Th. (1998) Population Handbook (English version, 4th edition). Washington, Population Reference Bureau, Henry, L. (1984) Démographie, analyses et modèles, Paris, INED. Henry, L. (1972) Démographie, Analyse et Modèles. Paris, Larousse. International Union for the Scientific Study of Population (1982), Multilingual Demographic Dictionary, English section. Liege, Ordina editions. International Union for the Scientific Study of population Multilingual Demographic Dictionary, Volume francais, Liege,Ordina editions, INED Lexique des termes démographiques (hhtp://ined.fr/population-en-chiffres/lexique) Kotzamanis, B (2009) Multilingual dictionary of Demography, Volos, LDSA-University Press of Thessaly. Le Bras, H. (2005) La démographie. Paris, ed. Odile Jacob. Levy, M.L. (1990) Déchiffrer la démographie. Paris, Syros- Alternatives. Leridon, H., Toulemont, L. (1997) Démographie, approche statistique et dynamique des populations. Paris, Economica. Petersen, W., Petersen, R. (1985) Dictionary of Demography, London, Greenwwood Press. Murdock, St., Ellis, D. (1991) Applied Demography, An Introduction to basic Concepts, Methods and Data. Boulder-San Francisco-Oxford, Westview Press. Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 102: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

100

Pressat, R. (1971) Démographie sociale. Paris, PUF. Pressat, R. (1973) L` analyse démographique. Paris, PUF. Pressat, R. (1979) Dictionnaire de démographie. Paris, PUF. PRESSAT, R. (1980) Démographie statistique, Paris, PUF. Pressat, R. (1981) Les méthodes en démographie. Paris, PUF. Pressat, R. (1995) Eléments de dermographie mathématique, Paris, ed. AIDELF. Spieelman, M. (1980) Introduction to demography, Cambridge (Mass) – London, ed. Harvard University Press. Reinard M., Armengaud, A. Dupaquier, A. (1968) Histoire générale de la population mondiale. Paris, Montchrestien. Rogers, A. (1997) Multiregional Demography, Principles, Methods and Extensions. Chichester – New York – Brisbane – Toronto – Singapore, ed. John Wiley & Sons. Roussel, A. (1979) Histoire des doctrines démographiques illustrée par les textes. Paris, Nathan. Rowland, D. (2003) Demographic Methods and Concepts. Oxford, Oxford University Press. Rollet, C. (1995) Introduction a la démographie. Paris, Nathan- Université. Sauvy, A. (1966) Théorie Générale de la Population. Paris, Presses Universitaires de France. Sauvy, A. (1975) La population. Paris, PUF. Sauvy, A. (1976) Eléments de Démographie. Paris, Presses Universitaires de France. Shryock, H.S., Siegel, J.S. and Associates (1975) The Methods and Materials of Demography, Third Printing, Volumes I & II, U.S. Government Printing Office, Washington, U.S. Bureau of the Census. Tapinos, G. (1985) Eléments de démographie. Paris, A. Colin. United Nations (1958) Multilingual Demographic Dictionary, English Section, ST/SOA/Ser.A/29.Sales no: 58.XIII.4, Department of Economic and Social Affairs, New York. United Nations (1973) The Determinants and Consequences of Population Trends, Vol. I, ST/SOA/Ser.A/50.Sales no: 71.XIII.5. New York. Veron, J. (1991) Démographie. Paris, A. Collin. Vidal, A. (1994) Démographie, éléments d’analyse et évolution du peuplement humaine. Grenoble, Presses Universitaires de Grenoble. Vidal, A. (1994) Démographie. Grenoble, Presses Universitaires de Grenoble. Vidal, A. (2001) Démographie, les outils. Grenoble, Presses Universitaires de Grenoble. Vandeschrick, Ch. (1995) Analyse Démographique. Paris, éd. Academia-Bruylant- L’Harmattan. Veron, J. (1991) Démographie. Paris, A.Colin. Wunsch, G., Termote, M. (1978) Introduction to Demographic Analysis. New York, Plenum Press. ΕΕΠΠΕΕΤΤΗΗΡΡΙΙΔΔΕΕΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΑΑΠΠΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΕΕΣΣ ΕΛΛΑΔΑ ΕΣΥΕ Στατιστικές Επετηρίδες της Ελλάδας. ΕΣΥΕ Στατιστική της Φυσικής Κίνησης του Πληθυσμού της Ελλάδας. Αθήνα ΕΣΥΕ Αποτελέσματα απογραφών πληθυσμού, 1951-2001 ΕΥΡΩΠΗ COUNCIL OF EUROPE (->2007) Recent demographic development in Europe, Strasbourg. EUROSTAT (1986-2006) Statistiques démographiques, Luxembourg. EUROSTAT (2008) L’Europe en chiffres, Luxembourg. ΔΔΙΙΚΚΤΤΥΥΑΑΚΚΟΟΙΙ ΤΤΟΟΠΠΟΟΙΙ//ΔΔΕΕΔΔΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ Ε.Σ.Υ.Ε (2007), www.statistics.gr ΕΔΚΑ http://www.demography-lab.prd.uth.gr/Index-gr.asp EUROSTAT http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal INEDhttp://www.ined.fr/fr/pop_chiffres/pays_developpes/ http://www.ined.fr/fr/pop_chiffres/pays_du_monde/ Population Reference Βureau http://www.prb.org/ Population Reference Βureau, World Population Data Sheet http://www.prb.org/Publications/Datasheets/2008/2008wpds.aspx United Nations- Population Division. http://www.un.org/esa/population/unpop.htm United Nations- Population Division. World Population Prospects http://esa.un.org/unpp/ United Nations - Statistical division UNdata http://data.un.org/Default.aspx Fonds des Nations Unies pour la population (FNUAP): http://www.unfpa.org/sitemap/sitemap-fra.htm Διεθνής Οργανισμός Υγείας (OMS) http://www.who.int/about/en/

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 103: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

101

Vienna Institute of Demography, IIASA, PRB European Demographic Data Sheet 2088 (http://www.oeaw.ac.at/vid/datasheet/index.html) ΑΑΡΡΘΘΡΡΑΑ,, ΜΜΕΕΛΛΕΕΤΤΕΕΣΣ,, ΒΒΙΙΒΒΛΛΙΙΑΑ ΑΑΝΝΑΑΦΦΕΕΡΡΟΟΜΜΕΕΝΝΑΑ ΣΣΤΤΙΙΣΣ ΕΕΛΛΛΛΗΗΝΝΙΙΚΚΕΕΣΣ ΔΔΗΗΜΜΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΚΚΕΕΣΣ ΕΕΞΞΕΕΛΛΙΙΞΞΕΕΙΙΣΣ Αβέρωφ, Ε. (1937) Η φυσική κίνηση του πληθυσμού της Ελλάδος. Αθήνα Αβέρωφ, Ε. (1939) Συμβολή εις την έρευνα του πληθυσμιακού προβλήματος της Ελλάδος. Αθήνα. Ακαδημία Αθηνών (1970) Τα προβλήματα της δημογραφίας μας, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 55. Ακαδημία Αθηνών (εκδ, 1990) Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού. Αθήνα, Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Κοινωνίας. Αλιβιζάτος, Γ. (1953) Μνημόνιον Υγιεινής. Αθήνα. Αλιπράντη, Λ., Μπαγκαβός, Χ., Παπαδάκης, Μ., Παπλιάκου, Β. (2002) Πληθυσμός και εκπαίδευση στην Ελλάδα. Αθήνα, ΕΚΚΕ. Ανδρουλάκη, Ε. (2006) Οι χωρικές διαστάσεις των δημογραφικών εξελίξεων στην Ελλάδα, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ΤΜΧΠΠΑ/ΕΔΚΑ, Βόλος ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (1988) Το δημογραφικό μας πρόβλημα - Προτάσεις για τη λύση του. Πρακτικά του Πανελληνίου Συνεδρίου της ΑΣΠΕ, Λάρισα. Βαλαώρας, Β. (1939) Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδος και η επίδραση των προσφύγων. Διατριβή επ΄ υφηγεσία. Αθήνα. Βαλαώρας, Β. (1967) Υγιεινή του ανθρώπου, Αθήνα. Βαλαώρας, Β. (1969) Υπογεννητικότης των Ελλήνων και προκληταί εκτρώσεις. Αθήνα. Βαλαώρας, Β. (1980) Ο πληθυσμός της Ελλάδος κατά το δεύτερο ήμισυ το 20ου αιώνα. Αθήνα. Βαλαώρας, Β. (1984α) Οι δημογραφικές προβληματικές επαρχίες της Ελλάδος, Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τομ. 59. Βαλαώρας, Β. (1984β) Ελληνικοί Πίνακες Επιβιώσεως, 1980. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τομ. 59. Βαλαώρας, Β. (1986) Το παρόν και το μέλλον του πληθυσμού της Ελλάδος. Αθήνα. Βουλή των Ελλήνων (1993) Πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη μελέτη του δημογραφικού προβλήματος της χώρας και διατύπωση προτάσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Αθήνα. Δερμετζόπουλος, Α. (1977) Η αλήθεια γύρω από το πληθυσμιακό μας πρόβλημα. Αθήνα. Δοκορφίτη, Ε. (1985) Αμβλώσεις, ο αφανισμός του Έθνους. Αθήνα. Δρεττάκης, Μ. (1979) Επερώτηση σχετικώς με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας. Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρία ΟΓ΄. Δρεττάκης, Μ. (1986) Επερώτηση σχετικά με την πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρία. ΠΕ΄ Δρεττάκης, Μ. (1996) Δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα 1961-1990. Αθήνα, ΙΑΔΗΠ. ΕΔΗΜ (1985) Η δημογραφική κρίση στην Ελλάδα: Εθνικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Αθήνα. ΕΔΗΜ (1988) Ευρωπαϊκή δημογραφική κοινότητα: Η θέση της Ελλάδος. Αθήνα. ΕΔΗΜ (1990) Ελληνο-γαλλικο Συνέδριο Δημογραφίας. Αθήνα. Εμκε-Πουλοπούλου, Η. (1983) Δημογραφική γήρανση στην Ελλάδα. Επιθ. Κοινωνικών Ερευνών, 49. Εμκε-Πουλοπούλου, Η. (1987) Η δημογραφική κατάσταση στην Ελλάδα. Αθήνα. Εμκε-Πουλοπούλου, Η. (1988) Δεδομένα της μεταπολεμικής δημογραφικής εξέλιξης στην Ελλάδα και στην ΕΟΚ, στο: ΕΔΗΜ,1988. ΕΣΥΕ (1962) Έκθεσις δοκιμαστικής έρευνας επί των κινήτρων και των συνθηκών μετανάστευσης του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών. Αθήνα. ΕΣΥΕ (1964) Ελληνικοί πίνακες επιβιώσεως. Αθήνα. ΕΣΥΕ (1966) Δημογραφικαί ροπαί και μελλοντικαί προεκτάσεις του πληθυσμού της Ελλάδος, 1960-1985. Αθήνα. ΕΣΥΕ (1969) Πρότυποι πίνακες θνησιμότητας. Αθήνα. Κουτσουγιαννόπουλος, Β. (1970) Η γεννητικότητα εν Ελλάδι κατά τα έτη 1955-1960. Διατριβή επί υφηγεσία. Θεσσαλονίκη. Κουτσουγιαννόπουλος, Β. (1975) Βιομετρία της βρεφικής θνησιμότητας, η ελληνική πραγματικότης. Αθήνα. Κουτσουγιαννόπουλος, Β., Εδιπίδης, Θ. (1975) Σύγχροναι δημογραφικαί ροπαί της Ελλάδος, 1951-1971. Αθήνα. Kayser, B. (1968) Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος. Αθήνα, ΕΚΚΕ.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 104: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

102

Κοτζαμάνης, Β. (1986) Η Ελλάδα στον Ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο: Συγκριτικά στοιχεία για την δημογραφική εξέλιξη στη μεταπολεμική περίοδο. Επιθ. Κοινωνικών Ερευνών, 63. Κοτζαμάνης, Β. (1988α) Η αναπαραγωγή των Ελλήνων: Μύθοι και πραγματικότητα (Ι. Η πορεία της γεννητικότητας και της ολικής γονιμότητας στη μεταπολεμική περίοδο). Επιθ. Κοινωνικών Ερευνών, 70. Κοτζαμάνης, Β. (1988β) Η αναπαραγωγή των Ελλήνων: Μύθοι και πραγματικότητα (ΙΙ. Η πορεία της έγγαμης γονιμότητας στη μεταπολεμική περίοδο: Τάσεις, προοπτικές και ερωτήματα που ανακύπτουν από τα κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα της πτωτικής της πορείας). Επιθ. Κοινωνικών Ερευνών, 71. Κοτζαμάνης Β. (1990α) Δημογραφικές εξελίξεις και επεμβάσεις στο πληθυσμό στη μεταπολεμική περίοδο, σσ. 75-109 στο: ΕΔΗΜ,1990. Κοτζαμάνης, Β. (1990β) Η κινητικότητα του αγροτικού πληθυσμού στην κρίσιμη δεκαετία 1940-50 και η αναδιάρθρωση του κοινωνικο-δημογραφικού χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας:μία πρώτη προσέγγιση. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 77. Κοτζαμάνης, Β., Αλιπράντη, Λ. (επιμ,1994) Οι δημογραφικές αλλαγές στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αθήνα, Νέα Σύνορα. Κοτζαμάνης, Β., Μαράτου, Λ. κ.α (επιμ., 1996) Γήρανση και κοινωνία. Αθήνα, ΕΚΚΕ. Κοτζαμάνης, Β. (1997) Η σύσταση και η διάλυση των έγγαμων συμβιώσεων στην Ελλάδα, μια πρώτη προσέγγιση. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 1997, 94. Κοτζαμάνης, Β. (2000) Οι δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στις πρώην ανατολικές χώρες: μια πρώτη προσέγγιση. Αθήνα, ΕΚΚΕ. Κοτζαμάνης, Β., Ανδρουλάκη, Ε. (2000) Οι χωρικές διαστάσεις των δημογραφικών εξελίξεων της Ελλάδας, 1981 - 1991, σσ. 63-110 στο: Γ. Πετράκος (επιμ.)Χωροταξία, Πολεοδομία και Περιφερειακή ανάπτυξη, δεκαεπτά κείμενα για το σχεδιασμό της πόλης και την ανάπτυξη, Βόλος, Παν. Εκδόσεις Θεσσαλίας. Κοτζαμάνης,Β., Παππάς, Β. (επιμ, 2005) Χώρος και πληθυσμός. Βόλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Κοτζαμάνης, Β., Ανδρουλάκη, Ε. (2005) Η χωρική ανάλυση της διαγενεακής γονιμότητας, εναλλαγές προτύπων στον χώρο και χρόνο, σσ. 35-50, στο: Β. Κοτζαμάνης, Β. Παπάς (επιμ.), 2005. Κοτζαμάνης, Β., Αγοραστάκης, Μ., Πηλείδης, Α., Σταθάκης, Δ.(2006) Οι αλλοδαποί στην Ελλάδα: Χωρική ανάλυση των δημογραφικών τους χαρακτηριστικών και της συμβολής τους στις πληθυσμιακές μεταβολές (1991-2001). Βόλος, Ερευνητικές Εργασίες ΕΔΚΑ, 6. Κοτζαμάνης, Β., Σοφιανοπούλου, Κ. (2008α) Η συμβολή των αλλοδαπών στη γεννητικότητα και τη γονιμότητα του πληθυσμού της Ελλάδας, Δημογραφικά Νέα, 1. Κοτζαμάνης, Β., Σοφιανοπούλου, Κ. (2008β) Η δημογραφία των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τάσεις και προοπτικές, Δημογραφικά Νέα, 2. Κοτζαμάνης, Β., Σοφιανοπούλου, Κ. (2009) Η γαμηλιότητα των Ελληνίδων, Δημογραφικά Νέα, 3. Κοτζαμάνης, Β., Σοφιανοπούλου, Κ. (2009) Γονιμότητα και αναπαραγωγή στην μεταπολεμική Ελλάδα 9156-2006), συγχρονική και διαγενεακή προσέγγιση, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών. Κοτζαμάνης, B. (επιμ, 2009) Η δημογραφική πρόκληση, γεγονότα και διακυβεύματα., Βόλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας/ΕΔΚΑ. Κοτζαμάνης, B. (2009α) Οι προβληματισμοί για την πορεία της γεννητικότητας και της γονιμότητας στην Ελλάδα: λόγος και αντίλογος, στο: Β. Κοτζαμάνης (επιμ.), 2009. Κοτζαμάνης, B. (2009β) Η γαμηλιότητα στην Ελλάδα, τάσεις και προοπτικές, στο: Β. Κοτζαμάνης (επιμ., 2009). Λούρος, Ν. (1967) Η επίπτωσις των εκτρώσεων επί του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδος. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών. Λούρος, Ν. (1980) Τα προβλήματα της δημογραφίας μας. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών. Λώλης, Δ. (επιμ., 2001) Υπογεννητικότητα:Το σημαντικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Αθήνα, Παρισιανός. Ομάς Επιστημόνων (1947) Η επιβίωσης του ελληνικού λαού, Αθήνα. Μάος, Β. (1983) Οι οικονομικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού επί των παραγωγικών ηλικιών, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 50. Μπαλούρδος, Δ. (1988) Η γονιμότητα ως καταναλωτικό αγαθό, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών,69. Μπαλούρδος, Δ. (1989) Η αναπαραγωγική συμπεριφορά στο κατώφλι του 2000, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 75. Μπαλούρδος, Δ. (1997) Δημογραφική μετάβαση και δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 94.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 105: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

103

Μπαλούρδος, Δ., Ντόντης, Δ., Σπυροπούλου, Ν. (2006) Η δημογραφική κατάσταση στην Ελλάδα, ΕΚΚΕ-ΙΝΚΠΟ, Επίκαιρα Θέματα, 1. Παπαδάκης, Μ. (1979) Εξελίξεις και προοπτικαί της αναπαραγωγικότητας του Ελληνικού Πληθυσμού. Διδακτορική διατριβή, Αθήνα. Παπαδάκης, Μ., Τσίμπος, Κ. (1993) Περιφερειακοί πίνακες επιβίωσης του ελληνικού πληθυσμού. Αθήνα Εκδ. Βήτα. Παπαυεαυγγέλου Γ., Τσίμπος Κ. (1983) Κοινωνικές και υγειονομικές επιπτώσεις από τις δημογραφικές εξελίξεις του ελληνικού πληθυσμού, Αθήνα. Παπαευαγγέλου Γ., Τσίμπος, Κ. (1992) Ιατρική Δημογραφία και Οικογενειακός Προγραμματισμός, Αθήνα, Εκδ. Βήτα. Παμπούκης, Π. (1968) Το δημογραφικό μας ζήτημα. Αθήνα. Πατσούρος, Γ. (1981) Η ελληνοτουρκική διένεξη από δημογραφική άποψη. Ιωάννινα. Παναγιωτόπουλος, Β. (1985) Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας. Αθήνα. Πολύζος, Ν. (1981) Δημογραφική πρόκληση, υπογεννητικότητα, γήρανση της Ελλάδος. Αθήνα. Πολύζος, Ν., Τζιαφέτας, Γ., Εμκε-Παυλοπούλου, Η., Σιάμπος, Γ. (1988) Πρόσφατη Δημογραφική Κατάσταση της Ελλάδας. Αίτια, επιπτώσεις, πολιτική. Αθήνα. Σακέλλης, Γ (2004) Πληθυσμός και εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα. Αθήνα, εκδ. Μπένου. Σιάμπος, Γ. (1969) Δημογραφικαί εξελίξεις εν Ελλάδι, 1950-1980. Αθήνα, εκδ. Μπένου Σιάμπος, Γ. (1973. Δημογραφική εξέλιξις της νεωτέρας Ελλάδος (1921-1985). Αθήνα. Σιάμπος, Γ. (1985) Μια τριακονταετία δημογραφικών εξελίξεων στην Ελλάδα, στο: ΕΔΗΜ,1985 Σιάμπος, Γ. (επιμ., 2003) Πληθυσμός και Ανάπτυξη στην Ελλάδα. Αθήνα, Κορφή. Σιάμπος, Γ. (2003α) Ένας αιώνας μεγάλων δημογραφικών μεταβολών στην Ελλάδα, σσ. 25-62, στο: Πληθυσμός και Ανάπτυξη στην Ελλάδα. Συμεωνίδου, Χ. (1990) Απασχόληση και γονιμότητα των γυναικών στην Περιοχή της Πρωτεύουσας. Αθήνα, ΕΚΚΕ. Συμεωνίδου, Χ., Δουληγέρης, Β., Καππή, Χ., Μαγδαληνός, Μ., Μαράτου, Λ., Μπαλούρδος, Δ., Παππάς, Π., Σαμαρτζή,Μ. (1992). Κοινωνικο-οικονομικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της γονιμότητας στην Ελλάδα, ανάλυση για την Περιοχή της Πρωτεύουσας. Αθήνα, ΕΚΚΕ. Συμεωνίδου, Χ., Δουληγέρης, Β., Καππή, Χ., Μαγδαληνός, Μ., Μαράτου, Λ., Μπαλούρδος, Δ., Παππάς, Π., Σαμαρτζή, Μ. (1997). Κοινωνικο-οικονομικοί Προσδιοριστικοί Παράγοντες της Γονιμότητας στην Ελλάδα. ανάλυση κατά Περιοχές. Αθήνα, ΕΚΚΕ. Συμεωνίδου, Χ. (2006) Οικογένεια και Γονιμότητα στην Ελλάδα- ανάλυση κατά γενεές. Αθήνα, Εκδ. Σάκκουλα. Τζιαφέτας Γ. (1989α) Η Ελλάς γηράσκουσα. Αθήνα. Τζιαφέτας, Γ. (1989β) Η δημογραφική κατάσταση στην Ελλάδα, στο ΑΣΠΕ (εκδ.), 1989. Τσαούσης, Γ. (1971) Μορφολογία της νεοελληνικής κοινωνίας, Αθήνα. Τριχόπουλος, Δ. (1964) Η πρώιμη βρεφική θνησιμότητα στην Ελλάδα. Διατριβή επ΄υφηγεσία. Αθήνα. Υπουργείο Ανοικοδομήσεως (1947) Η επιβίωσις του ελληνικού λαού, εισήγησις εις τον Οργανισμόν Ανασυγκροτήσεως (τεύχη Α και Β, Α’ Τα δεδομένα, Β’ “Το σχέδιον”). Αθήνα. Υπουργείο Συντονισμού /Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (1978) Ο πληθυσμός της Ελλάδος, Εξελίξεις και Θεωρήσεις, Έκθεση Επιτροπής Πληθυσμού, Αθήνα. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (1988) Το δημογραφικό πρόβλημα: μια πρώτη προσέγγιση για την αντιμετώπισή του (Εκθεση της Επιτροπής για το Δημογραφικό Πρόβλημα), Αθήνα. Φράγκος, Δ. (1974) Η εσωτερική μετανάστευσις κατά την περίοδον 1966-1971. Επιθ. Κοινωνικών Ερευνών, 21-22 και 23. Φράγκος, Δ. (1987) Ο γεροντικός πληθυσμός της Ελλάδος. Αθήνα. Χουλιαράκης Μ. (1960) Στατιστική στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μ. Χουλιαράκης, M. (1970) Η Ιστορία των απογραφών πληθυσμού εις την Ελλάδα, 1921-1971. Αθήνα. Χουλιαράκης, Μ. (1972) Συμβολή εις την ιστορικήν δημογραφίαν της νεωτέρας Ελλάδος. Διατριβή επί διδακτορία. Αθήνα. Χουλιαράκης, Μ. (1975) Ιστορική απογραφική άποψις της Ελλάδος, 1900-1971. Αθήνα. Χουλιαράκης, Μ. (1973-76) Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971. Αθήνα, ΕΚΚΕ. Χουλιαράκης, Μ. (1988) Εξελίξεις του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών της Ελλάδος. 1920-1981, Αθήνα, ΕΚΚΕ. Ψαρουδάκης, Ν. (1985) Προτού είναι αργά: μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού θανάτου. Αθήνα.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 106: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

104

ΤΤΥΥΠΠΟΟΣΣ ((ΕΕΠΠΙΙΛΛΟΟΓΓΗΗ)) Αντωνίου, Θ., Μελίδου, Θ., Νικόπουλος, Χ..Τα παιδιά των Eλλήνων. Έθνος, 22.10.2008 Αγγελόπουλος, Α. Κοινωνία γερόντων: Η Ελλάδα στα πρόθυρα της δημογραφικής κατάρρευσης. Το Βήμα, 10.5.87. Βλάχος, Γ. Η υπογεννητικότητα οδηγεί σε απονεύρωση του ελληνικού πληθυσμού. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1.12.88. Γαλάνης, Δ. Χώρα συνταξιούχων η Ελλάδα. Το Βήμα 28.8.2008. Γλύστρα Ν. Κίνητρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού. Ελευθεροτυπία Δαμίγου Α. Γηροκομείο... η Ελλάς. Ελεύθερος Τύπος, 8.1.89. Δρεττάκης, Μ. Αυξανόμαστε μόνον χάρη στις γεννήσεις ξένων. Ελευθεροτυπία 24.8.1999 Δρεττάκης, Μ. Kαταρρέουμε... δημογραφικά. Καθημερινή, 9.9.2001. Δρεττάκης, Μ. Aλληλένδετα ασφαλιστικό και δημογραφικό. Καθημερινή 5.6.2005. Δρεττάκης, Μ. Δημογραφικός εφιάλτης. Ελευθεροτυπία, 26.11.2006 Δρεττάκης, Μ. Οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις των Ελλήνων. Καθημερινή, 17.12.2006. Δρεττάκης, Μ. 30 χρόνια μείωση γεννήσεων στις τρίτες και άνω γεννήσεις και σε εκείνες της υπαίθρου. Ελευθεροτυπία, 11.03.2006. Δρεττάκης, Μ. (2007) Μειώνεται ο ελληνικός πληθυσμός και αυξάνεται ο πληθυσμός των αλλοδαπών. Αυγή, 4.2.2007. Δρεττάκης, Μ.(2007) Κατακόρυφη πτώση γεννητικότητας στην Ελλάδα. Εξπρές, 4.2.2007. Δρεττάκης, Μ. (2007) Το έλλειμμα παιδιών, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας. Ελευθεροτυπία, 17.2.2007. Δρεττάκης, Μ. Οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις των Ελλήνων. Εξπρές, 16.12.2007 Ζάππα, Τ. Ελλάδα: Καλά γεράματα. Εβδόμη, 22.1.87. Καλλεργης, Κ. Η υπογεννητικότητα απειλεί την οικονομία. Καθημερινή, 13. 2. 2006. Καρανάτση, Ε. Χώρα γεμάτη... ρυτίδες η Ελλάδα. Καθημερινή, 13.5.2008. Καλλεργης, Κ Η υπογεννητικότητα απειλεί την οικονομία. Καθημερινή, 13. 2. 2006. Κοντογιάννης, Δ. Δώστε κίνητρα να κάνουν παιδιά. Ελευθεροτυπία, 20.02.2006. Κοντογιάννης, Δ. Το δημογραφικό, βραδυφλεγής βόμβα για την ανάπτυξη. Ελευθεροτυπία, 28.09.2005. Μάργαρης, Ν. (1986) Δεν υπάρχει δημογραφικό πρόβλημα. Το Βήμα, 9.7.86. Νέτα, Σ. Το δημογραφικό «καίει». Ελευθεροτυπία, 12.04.2005. Παπασταθοπούλου,Υ., Ξυνού, Α. Δημογραφικό. Ελευθεροτυπία,17.02.2007. Πολύζος, Ν. (1978). Κατακλυσμός γερόντων και γενοκτόνα υπογεννητικότητα στη χώρα μας. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16.5.78. Στρογγύλη Α. Η Ελλάδα μικραίνει. Εθνος, 1.1.89. Τζιαφέτας, Γ. Τι σημαίνει για τον τόπο η μείωση των γεννήσεων. Ελευθεροτυπία, 9.7.88. Τζιαφέτας, Γ. Δημογραφική αγωνία. Καθημερινή, 6.11.88. Τζιαφέτας, Γ. 60 δισ. το χρόνο για να μην χαθούμε. Ελευθεροτυπία, 24.12.88. Τζιαφέτας, Γ. Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας. Οικονομικός Ταχυδρόμος 14.1.1993 Τσίπηρα, Ο. Δημογραφική κρίση: λιγότερες γεννήσεις. Το Βήμα, 10.4.87. Υφαντόπουλος, Γ. (1988) Η Ελλάδα αργοπεθαίνει. 24 Ωρες, 27.10.88. Υφαντόπουλος, Γ. (1988) Μόνη σωτηρία οι γεννήσεις. 24 Ωρες, 28.10.88. Φίλιας, Β. (1985) Υπογεννητικότητα, ένα φαινόμενο που παίρνει δραματικές διαστάσεις. Ριζοσπάστης, 28.7.85. --- To δημογραφικό πρόβλημα. Ελευθεροτυπία, 17.02.2007. ΞΞΕΕΝΝΟΟΓΓΛΛΩΩΣΣΣΣΗΗ Collarou R., Moussourou L. (1978)The Return Home: Socioeconomics Aspects of re-integration of Greek Migrant Workers Returning from Germany. Athens. Dimitras, E., Vlachos E. (1971) Enquêtes sociologiques sur les émigrants Grecs, 3 vol. Αθήνα, Εθν. Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Hionidou, V. (1993) The demography of a Greek island, Mykonos 1859-1959: A family reconstitution study. PH Thesis, Dept of Geography, University of Liverpool. Kayser, B. et alii (1964) Atlas Economique et social de la Grèce. Athènes. ΕΚΚΕ. Kayser, B. (1968), P.Y. Pechoux, Exode rural et attraction urbaine en M. Sivignon (1971), Grèce. Athènes, ΕΚΚΕ.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 107: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

105

Kolodny, Μ. (1974) La population des îles de la Grèce, Aix-en-Provence, EDISUD-CNRS Kotzamanis, B. (1988) Le mouvement migratoire dans la Grèce de l` après guerre (Antécédents migratoires, mécanismes “libérateurs” et conditions permissives au départ durant les années cinquante/soixante dix). Thèsees Lettres, Université Paris X. Kotzamanis, B., Duquenne, M.N. (2004) Disparités démographiques régionales en Grèce: Convergence ou divergence? , pp. 641-664, Espace- Population- Societes, 3. Kostaki, A., Kotzamanis, Β., Agorastakis, M. (2008) Effects of immigration on population growth and structures in Greece – A spatial approach. Ανακοίνωση σε Διεθνές συνέδριο με θέμα “The Effects of Migration on Population Structures in Europe”, Vienna Institute of Demography / IIASA), Vienna.

Polyzos, N. (1947) Essai sur l`émigration grecque, Etude démographique, économique et sociale. Paris, SIREY. Siampos G., Valaoras V. (1969) Long Term Fertility Trends in Greece, International Population Conference, London. Serelea, G. (1977) Reconstitution des caractéristiques démographiques de la population feminine en Grèce pendant la seconde moitié du 19 siècle, Mémoire de Maitrise, U.C.L. Serelea, G. (1978) Regards sur la nuptialité et la fécondité en Grèce pendant la seconde moitié du XIX siècle, The Greek Review of Social Research, 32. Sivignon M., et alli (2003) Atlas de la Grèce. Paris, CNRS-Libergeo-La Documentation Française. Trichopoulos, D., Polychronopoulou A., Valaoras, V. (1965) Control of Family Size in Greece: The Results of a Field Survey, Population Studies, 18. Trichopoulos, D.,Papaevangelou, G. et alii (1974) The population of Greece. Paris, Cicred. Valaoras, V. (1959) Population Profiles as a Means for Reconstructing Demographic Histories. Congres Mondial de la Population, Vienne. Valaoras, V. (1960) A reconstruction of the Demographic History of Modern Greece. The Milbank Memorial fund, Quarterly, 38, 2. Valaoras, V. (1969) Changing Patterns of Fertility Differentials: The Case of Greece, pp. 2074-2081, in: IUSSP, International Population Conference, vol. I. London. Valaoras, V., Siampos, G. (1969) Long term fertility trends in Greece, pp. 598-611, in: IUSSP (ed.) International Population Conference, vol. I. London. Valaoras, V. (1974) Urban-rural population dynamics of Greece (1950-1995), Athens.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 108: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

106

ΠΠΑΑΡΡΑΑΡΡΤΤΗΗΜΜΑΑΤΤΑΑ Ερ

γαστ

ήριο

Δημο

γραφ

ικών &

Κοιν

ωνικώ

ν Ανα

λύσε

ων

Page 109: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

107

Ερ

γαστ

ήριο

Δημο

γραφ

ικών &

Κοιν

ωνικώ

ν Ανα

λύσε

ων

Page 110: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

108

ΠΠΑΑΡΡΑΑΡΡΤΤΗΗΜΜΑΑ ΑΑ ΕΕΛΛΛΛΗΗΝΝΟΟ--ΓΓΑΑΛΛΛΛΟΟ-- ΑΑΓΓΓΓΛΛΙΙΚΚΟΟ ΓΓΛΛΩΩΣΣΣΣΑΑΡΡΙΙ ΔΔΗΗΜΜΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΚΚΩΩΝΝ ΟΟΡΡΩΩΝΝ

Αγαμία Célibat, Celibacy

Άγαμος Célibataire, Single

Αδρός δείκτης(αδρό ποσοστό) Taux brut, Crude rate − γαμηλιότητας Taux brut de nuptialité (TBNupt), Crude marriage rate (CMR) − γεννητικότητας Taux brut de natalité (TBN), Crude birth rate (CBR) − διαζυγίων Taux brut de divortialité (TBD), Crude divorce rate − θνησιμότητας Taux brut de mortalité (TBM), Crude death rate (CDR) − μεταναστευτικών εισροών Taux brut d’immigration (TBI), Crude immigration rate (CIR) − μεταναστευτικών εκροών Taux brut d’émigration (TBE), Crude emigration rate (CER)

Αιτία θανάτου Cause de décès, Cause of death Αλλοδαπός Etranger, Foreigner

Αναλογία (λόγος) Rapport, Ratio

Ανάλυση δημογραφική Analyse démographique, Demographic analysis − διαγενεακή (διαχρονική/γενεαλογική) Analyse longitudinale, Cohort (Longitudinal) analysis − συγχρονική (εγκάρσια) Analyse transversale (analyse du moment/analyse conjoncturelle),

Period (Cross-section) analysis

Αναπαραγωγή Procréation, Reproduction (procreation / parenthood / childbearing)

Αναπηρία Handicap, Handicap

Ανικανότητα Incapacité (Invalidité), Disability (Invalidity)

Αντισύλληψη Contraception, Contraception

Απογραφή πληθυσμού Recensement, Census

Ασθένεια Maladie, Disease

Baby-boom Baby-boom, Baby-boom

Γαμηλιότητα Nuptialité, Nuptiality − πρώτων γάμων ( πρωτο-γαμηλιότα) Primo-nuptialité, First marriage nuptiality

Γάμος Mariage, Marriage

Επόμενος (σύναψη εκ νέου γάμου) Remariage, Remarriage − μικτός Mariage mixte, Mixed marriage − πρώτος Mariage de célibataire (Premier mariage), First marriage

Γενεά Génération, Generation (Birth cohort) - πλασματική Génération fictive, Generation (Birth cohort virtual) - πραγματικη Génération reelle, Generation (Birth cohort)

Γέννηση Naissance, Birth − ζώντος βρέφους Naissance vivante, Live birth − εκτός γάμου Naissance hors mariage, Illegitimate birth − εντός γάμου Naissance dans le mariage, Legitimate birth

Γεννητικότητα Natalité, Natality

Γήρανση δημογραφική (γήρανση πληθυσμού) Vieillissement de la population, Demographic ageing

Γονιμότητα Fécondité, Fertility Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 111: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

109

− αντικατάστασης (αναπαραγωγής) στην γένεση Fécondité de remplacement à la naissance, Replacement fertility at birth − γενική (ολική) Fécondité générale, Overall (total) fertility − ελεγχόμενη Fécondité dirigée, Controlled fertility − εκτός γάμου Fécondité hors du mariage, Non-marital fertility − εντός γάμου (έγγαμη γονιμότητα) Fécondité dans le mariage, Marital fertility − συμπληρωμένη στην ηλικία x Descendance atteinte à l'âge x, Completed fertility at age x − διαγενεακή τελική αδρή Descendance finale brute, Total completed fertility cohort rate − διαγενεακή τελική καθαρή Descendance finale nette (D'f), Completed cohort fertility (net) − φυσική Fécondité naturelle, Natural fertility

Δείκτης δημογραφικός Indicateur (Indice) démographique, Demographic (index) indicator − αντικατάστασης Indice de remplacement, Replacement(index) ratio − γενικός γονιμότητας Taux global de fécondité générale (TGF), General fertility rate (GFR) − γήρανσης Indice de vieillissement, Ageing index − εξάρτησης Rapport de dépendance, Total (Age) dependency ratio − συνθετικός γαμηλιότητας ανδρών ή γυναικών Indice synthétique de nuptialité

féminine/masculine (indice conjoncturel de nuptialité/somme des mariages réduits), Total period marriage rate (TPMR)

− συνθετικός γονιμότητας Indice synthétique de fécondité (indice conjoncturel de fécondité/ somme des naissances réduites, ICF/ ISF), Total period fertility rate (TFR)

− συνθετικός διαζυγίων Indice synthétique de divortialité (indice conjoncturel de divortialité/somme des divorces réduits), Total period divorce rate

− συνθετικός πρωτο-γαμηλιότητας ανδρών ή γυναικών Indice synthétique de primo-nuptialité (indice conjoncturel de primo-nuptialité/somme des premiers mariages réduits), Total period first marriage rate

Δημογραφία Démographie, Demography

Δημογραφική επανάσταση Révolution démographique, Demographic revolution

Δημογραφική μετάβαση Transition démographique, Demographic transition

Δημογραφική πολιτική Politique démographique (politique de population), Population policy

Δημογραφικό γεγονός Événement démographique, Demographic event − επαναλαμβανόμενο Evénement démographique renouvelable, Recurrent demographic event − μοναδικό (μη επαναλαμβανόμενο) Evénement démographique non renouvelable, Non

recurrent demographic event

Δια-γεννησιακό διάστημα (διάστημα ανάμεσα στις διαδοχικές γεννήσεις) Intervalle inter-génésique (intervalle entre les naissances), Birth interval

Διάγραμμα του Lexis Diagramme de Lexis, Lexis Diagram

Διαζύγιο Divorce, Divorce

Διαζευγιμότητα Divortialité, Divortiality

Δι-απογραφική εκτίμηση Estimation intercensitaire, Intercensal estimate

Διάστημα ανάμεσα στο γάμο και την πρώτη γέννηση Intervalle protogénésique, Protogenesic interval

Διπλή ταξινόμηση των δημογραφικών γεγονότων Double classement des événements démographiques, Double classification of demographic events

Δομή πληθυσμιακή Structure d'une population, Population structure

Ειδικός κατά διάρκεια δείκτης (ποσοστό) Taux par durée, Duration specific rate

Ειδικός κατά ηλικία δείκτης (ποσοστό) Taux par âge, Age-specific rate

0S

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 112: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

110

− γαμηλιότητας Taux de nuptialité par âge, Age-specific marriage (nuptiality) rate − ολικής γονιμότητας Taux de fécondité générale par âge, General age-specific birth rate − θνησιμότητας Taux de mortalité par âge, Age-specific death rate − πρωτο-γαμηλιότητας Taux de primo-nuptialité par âge, Age-specific first marriage rate

Έκτρωση Avortement, Αbortion − Ακούσια (αποβολή) Avortement spontané (fausse couche), Spontaneous abortion − Εκούσια (προκλητή αποβολή) Avortement provoqué, Induced abortion

Έλξη στις στρογγυλές ηλικίες Attraction pour les âges ronds, Rounding age preference

Ενδογαμία Endogamie, Endogamy

Ένταση Intensité, Intensity (Quantum)

Εξαρτώμενο άτομο Personne a charge, Dependent person

Εξωγαμία Exogamie, Exogamy

Επιπτώσεις Effet, Effects − γενεάς Effet de génération, Cohort effects − δομών Effet de structure, Demographic structures effects − ηλικίας Effet d’âge, Age effects − περιόδου Effet de période, Period effects

Επιβιώσας (Επιζών) Survivant, Survivor

Ηλικία Age, Age − διάμεσος Age median, Median age − μέση ενός πληθυσμού Age moyen d’une population, Mean age (average age) − σε ακριβή έτη Age exact, Exact age − σε συμπληρούμενα έτη Age atteint (âge en différence de millésimes), Age reached during the

year − σε συμπληρωμένα έτη (ηλικία στα τελευταία γενέθλια) Age au dernier anniversaire (âge

en années révolues), Age at last birthday (age in completed years)

Ηλικιακή δομή Structure par âge, Age structure

Ημερολόγιο ενός φαινομένου Calendrier, Tempo (timing / calendar)

Θάνατος Décès, Death

Θνησιμότητα Mortalité, Mortality − βρεφική Mortalité infantile, Infant mortality − ενδογενής Mortalité endogène, Endogenous mortality − ενδομήτρια (εμβρυακή) Mortalité intra-utérine (fœtale), Foetal (prenatal/in utero/intra-

uterine) mortality − εξωγενής Mortalité exogène, Exogenous mortality − μετα-νεογνική (όψιμη βρεφική) Mortalité post-néonatale, Post-neonatal mortality − νεογνική πρώιμη) βρεφική Mortalité néonatale, Neonatal mortality − περιγεννητική/ περινεογνική Mortalité périnatale, Perinatal mortality

Ικανότητα σύλληψης (βιολογική) Fertilité, Fecundity

Κατανομή αναλόγως της οικογενειακής κατάστασης Structure par état matrimonial, Marital status structure

Κατανομή κατά φύλο Structure par sexe, Sex structure

Κινητικότητα (γεωγραφική) Mobilité spatiale, Mobility

Κοορτή Cohorte, Cohort − πλασματική Cohorte fictive, Fictitious Cohort

2∑ x xS

∑ 0

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 113: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

111

− πραγματική Cohorte réelle, Real Cohort − γάμων Promotion de mariages (cohorte de mariages), Marriage cohort − πρώτων γάμων Promotion de premiers mariages (cohorte de premiers mariages), First

marriage cohort

Ληξιαρχικά δεδομένα/Ληξιαρχεία Etat civil, Vital statistics/Registry Office.

Λόγος ανδρών επί 100 γυναικών Rapport de masculinité, Sex ratio

Λόγος γεννηθέντων αρρένων επί 100 γεννηθέντων θηλέων Rapport de masculinité des naissances, Sex ratio at birth

Μαλθουσιανισμός Malthusianisme, Malthusianism

Μέγιστη διάρκεια ζωής Durée de vie maximale, Life span (Maximum length of life/longevity)

Μέθοδος πρότυπης θνησιμότητας (έμμεση προτυποποίηση) Méthode de mortalité type (standardisation indirecte), Indirect standardization method

Μέθοδος πρότυπου πληθυσμού (άμεση προτυποποίηση) Méthode de population type (standardisation directe), Direct standardization method

Μέση διάρκεια γάμου στο διαζύγιο Durée moyenne du mariage au divorce, Average (mean) marriage duration at divorce

Μέση ηλικία Age moyen, Mean age − στον πρώτο γάμο Age moyen au premier mariage, Mean age at first marriage − στην τεκνογονία Age moyen à la maternité, Mean age at childbearing

Μέση προσδοκώμενη ζωή Espérance de vie, Life expectancy (Expectation of life) - κατά την γέννηση (e0) Espérance de vie à la naissance (vie moyenne), Life expectancy at birth

(Expectation of life at birth) - κατά την ηλικία x (ex) Espérance de vie à l'âge x, Life expectancy at exact age x (Expectation

of life at exact age x)

Μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής ενός πληθυσμού (r, ‰) Taux d’accroissement annuel moyen d’une population, Average annual population growth rate

Μετα-απογραφική εκτίμηση πληθυσμού Estimation post-censitaire, Post-census estimate

Μετανάστευση Migration, Migration − συνολική Migration totale, Total (Gross) migration − φαινόμενη Migration apparente, Net indirect migration

Μεταναστευτική εισροή Immigration, Immigration

Μεταναστευτική εκροή (αποδημία) Emigration, Emigration

Μεταναστευτική κίνηση Mouvement migratoire, Migration movement

Μεταναστευτικό ισοζύγιο Solde (balance) migratoire, Migration Balance

Μετανάστης (εξερχόμενος) Emigrant, Emigrant

Μετανάστης (εισερχόμενος) Immigrant, Immigrant

Νεκρογεννητικότητα Mortinatalité, Mortinatality (natimortality)

Νοικοκυριό Ménage, Household

Νοσηρότητα Morbidité, Morbidity

Οικογένεια Famille, Family − βιολογική Famille biologique, Biological family Ερ

γαστ

ήριο

Δημο

γραφ

ικών &

Κοιν

ωνικώ

ν Ανα

λύσε

ων

Page 114: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

112

− μονογονεϊκή Famille monoparentale, Single parent family − προερχόμενη από 2ο γάμο Famille recomposée, Remarried (blended) family − πυρηνική Famille nucléaire, Nuclear family

Οικογενειακή κατάσταση Etat matrimonial, Marital status

Οικογενειακή πολιτική Politique familiale, Family policy

Οικογενειακός προγραμματισμός Planification familiale, Family planning

Ολικό ποσοστό –δείκτης- γονιμότητας Taux global de fécondité, General fertility rate

Παρατήρηση Observation, observation - αναδρομική Observation rétrospective, Retrospective observation - συνεχής Observation continue, Current observation - διαδοχική Observation suivie, Continuous observation

Πιθανότητα Probabilité (Quotient), Probability − διεύρυνσης (an) Probabilité d’agrandissement des familles, Parity progression ratio − επιβίωσης (apx) Probabilité de survie, Probability of survival − θανάτου (aqx) Probabilité de décéder, Probability of death − προβολική Quotient perspectif, Perspective probability − σύναψης γάμου Quotient de nuptialité, Marriage probability − σύναψης ενός πρώτου γάμου Quotient de primo-nuptialité (de nuptialité des célibataires),

First marriage probability

Πίνακας Table, Table − αδρός Table brute, Crude Table − καθαρός Table nette, Net Table − γενεαλογικός (διαγενεακός/γενεάς-γενεών/κοορτής-κοορτών) Table de

génération(s)/Table de cohorte(s), Cohort (generation) table − συγχρονικός Table du moment, Period table − πρότυπος Table type, Type table − αναλυτικός Table complète, Complete (analytical) table − συνοπτικός Table abrégée, Abridged table − εξόδου -απλής, διπλής- Table à extinction, Attrition table − αποδημίας Table d'émigration, Emigration table − γαμηλιότητας αδρός Table brute de nuptialité, Nuptiality table − γαμηλιότητας καθαρός Table nette de nuptialité, Net nuptiality table − πρωτο-γαμηλιότητας αδρόςTable brute de primo-nuptialité, Primonuptiality table (Nuptiality

table of single persons) − πρωτο-γαμηλιότητας καθαρός Table nette de primo-nuptialité, Net primonuptiality table (Net

nuptiality table of single persons) − γονιμότητας αδρός Table brute de fécondité, Fertility table − γονιμότητας καθαρός Table nette de fécondité, Net fertility table − ολικής γονιμότητας διαγενεακός Table de fécondité générale en analyse longitudinale,

General (total) fertility table in cohort analysis − ολικής γονιμότητας συγχρονικός Table de fécondité générale du moment, Current (period)

total fertility table − ολικής γονιμότητας αδρός Table brute de fécondité générale, Total fertility table − ολικής γονιμότητας καθαρός Table nette de fécondité générale, Net total fertility table − έγγαμης γονιμότητας Table de fécondité des mariages, Marriage fertility table − θνησιμότητας διαγενεακός Table de mortalité en analyse longitudinale, Life cohort table θνησιμότητας στιγμιαίος (συγχρονικός) Table de mortalité du moment, Life period table

− μετανάστευσης αδρός Table de migration, Migration table\ − μετανάστευσης καθαρός Table nette de migration, Net migration table

Πληθυσμιακές προβολές (δημογραφικές προβολές) Perspective démographique (projection de population), Population prospects (Population projection/Population forecast)

Πληθυσμιακή πυκνότητα Densité de population, Population density

∑ 0

∑ 0

∑ 0

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 115: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

113

Πληθυσμιακή πυραμίδα (πυραμίδα ηλικιών) Pyramide de population (Pyramide des ages), Population pyramid

Πληθυσμιακή συρρίκνωση Dépopulation, Depopulation (population decline)

Πληθυσμιακό κέντρο Centre de population (Barycentre démographique), Population centre

Πληθυσμός Population, Population − μαλθουσιανός Population malthusienne, Malthusian population − ανοικτός Population ouverte, Open population − κλειστός Population fermée, Closed Population − σταθερός Population stable, Stable population − στάσιμος Population stationnaire, Stationary population − βέλτιστος Optimum de population (Population optimale), Optimum population − μέγιστος Population maximale, Maximum population − γερασμένος Population vieillie, Aged population − ενήλικος Population adulte, Adult population − νεανικός Population jeune, Young population − παραγωγικής (εργάσιμης) ηλικίας Population d’âge actif, Working-age population − αγροτικός Population rurale, Rural population − αστικός Population urbaine, Urban population − περι-αστικός Population périurbaine, Suburban population − εργαζομένων Population active occupée, Employed population − οικονομικά ενεργός Population active, Economically active population − μέσος Population moyenne, Mid-year (Mean) population − μόνιμος Population résidente, Resident population − νόμιμος Population de jure (de droit), De jure population − πραγματικός Population de fait, De facto population − πρότυπος Population-type, Standard population

Ποσοστιαία μεταβολή ενός πληθυσμού Taux d’accroissement d’une population (Taux de croissance d’une population), Population growth rate

Ποσοστό Taux, Rate − πρώτης κατηγορίας Taux de première catégorie, First class (hasard/occurrence-exposure) rate − δεύτερης κατηγορίας Taux de deuxième catégorie, Second kind (incidence/frequency) rate − ανά ηλικία σε συμπληρούμενα έτη Taux selon l’âge attaint, Age-specific rate by age reached

during the year − ανά ηλικία σε συμπληρωμένα έτη Taux en âge révolu, Age-specific rate by age at last

birthday − ακαθάριστο (αδρό) αναπαραγωγής μιας γενεάς Taux brut de reproduction des générations,

Gross reproduction cohort rate − ακαθάριστο (αδρό) αναπαραγωγής σε ένα ημερολογιακό έτος Taux brut de reproduction

du moment, Current gross period reproduction rate − καθαρό αναπαραγωγής μιας γενεάς κατά τη γέννηση Taux net de reproduction à la

naissance dans une génération (Descendance finale nette réduite aux filles dans une génération féminine), Net reproduction at birth cohort rate

− καθαρό αναπαραγωγής κατά τη γέννηση σε ένα ημερολογιακό έτος Taux net de reproduction du moment à la naissance, Current net at birth reproduction rate

− καθαρό αναπαραγωγής στη μέση ηλικία στην τεκνογονία σε ένα ημερολογιακό έτος Taux net de reproduction du moment à l’âge moyenne à la maternité, Current net at mean age at birth reproduction rate

− βρεφικής θνησιμότητας, Taux de mortalité infantile, Crude infant mortality rate

Σειρά έλευσης Rang, Order των γεννήσεων -πρώτη, δεύτερη, κτλ- Rang de naissance, Birth order των εκτρώσεων -πρώτη, δεύτερη, κτλ- Rang d’avortement, Abortion order

Στειρότητα Infécondité, Infertility

∑ 0

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 116: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

114

Συγγένεια εξ αίματος Parenté (consanguinité), Consanguinity (Blood relationship)

Σύζυγος Conjoint (Epoux), Conjointe-(Epouse), Spouse (Husband - Wife)

Σύλληψη Conception, Conception

Συμβίωση εκτός γάμου Union hors mariage (mariage consensuel / concibunage), Consensual union, concibunage (de facto marriage/union/relationship)

Συνολική μεταβολή του πληθυσμού (πληθυσμιακό ισοζύγιο) Accroissement (solde) de la population, Total population growth (balance)

Συχνότητα ισόβιας αγαμίας Célibat définitif, Proportion of never-married persons

Υπερ-θνησιμότητα ανδρών Surmortalité masculine, Excess male mortality

Φαινόμενο διαταρακτικό Phénomène perturbateur, Disturbance (disruptive) phenomenon

Φύλο Sexe, Sex

Φυσική αύξηση (κίνηση) του πληθυσμού Accroissement naturel (Mouvement naturel), Natural population increase (growth)

Χηρεία Veuvage, Widowhood

2∑ x xS

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 117: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

115

ΠΠΑΑΡΡΑΑΡΡΤΤΗΗΜΜΑΑ ΒΒ ΔΔΕΕΛΛΤΤΙΙΑΑ ΑΑΠΠΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΩΩΝΝ 11995511//22000011

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 118: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

116

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 119: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

117

ΠΠΑΑΡΡΑΑΡΡΤΤΗΗΜΜΑΑ ΓΓ ΔΔΕΕΛΛΤΤΙΙΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΣΣΤΤΑΑΤΤΙΙΣΣΤΤΙΙΚΚΗΗΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΦΦΥΥΣΣΙΙΚΚΗΗΣΣ ΚΚΙΙΝΝΗΗΣΣΗΗΣΣ Ερ

γαστ

ήριο

Δημο

γραφ

ικών &

Κοιν

ωνικώ

ν Ανα

λύσε

ων

Page 120: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

118

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 121: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

119

ΠΠΑΑΡΡΑΑΡΡΤΤΗΗΜΜΑΑ ΔΔ ΟΟΡΡΙΙΣΣΜΜΟΟΙΙ ΠΠΛΛΗΗΘΘΥΥΣΣΜΜΩΩΝΝ ΚΚΑΑΙΙ ΔΔΕΕΔΔΟΟΜΜΕΕΝΝΩΩΝΝ ΦΦΥΥΣΣΙΙΚΚΗΗΣΣ ΚΚΙΙΝΝΗΗΣΣΗΗΣΣ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Πραγματικός πληθυσμός: το σύνολο των, για οποιαδήποτε αιτία, παρόντων πρόσωπων σε μια περιφέρεια (δήμο, κοινότητα, δημοτικό / κοινοτικό διαμερίσματος ή οικισμό) κατά την ημέρα της απογραφής, είτε αυτά διαμένουν μονίμως στην περιφέρεια αυτή είτε βρέθηκαν να διαμένουν προσωρινώς ή τυχαίως. Μόνιμος πληθυσμός: το σύνολο των ατόμων μιας περιφέρειας (δήμου/ κοινότητας, δημοτικού/ κοινοτικού διαμερίσματος ή οικισμού) που έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε κάθε περιφέρεια, νομό, δήμο/ κοινότητα, δημοτικό/ κοινοτικό διαμέρισμα και αυτοτελή οικισμό. Νόμιμος πληθυσμός (δημότες): ο νόμιμος πληθυσμός αποτελείται από τον αριθμό των δημοτών, δηλαδή από το σύνολο των ατόμων κάθε ηλικίας και φύλου, που είναι καταχωρημένα στα αντίστοιχα δημοτολόγια και εφόσον κατά την ημέρα της απογραφής βρίσκονταν στη Χώρα και απογράφηκαν ως παρόντες ή απουσίαζαν προσωρινά στο εξωτερικό. Υπολογιζόμενος πληθυσμός στο μέσον κάθε έτους υπολογίζεται μετά από κάθε απογραφή, βάσει του πραγματικού πληθυσμού της απογραφής αυτής και των γεννήσεων ζώντων και θανάτων, που στο μεταξύ συνέβησαν, καθώς και της μεταναστευτικής κίνησης. Ειδικά για τα έτη 1968-1976 ο υπολογισμός στη μέση του έτους έγινε βάσει της απογραφής του 1971, για τα έτη 1977-1985 βάσει της απογραφής του 1981 και για τα έτη 1986-1990 βάσει της απογραφής του 1991. Τέλος, για τα έτη 1991-2005 ο υπολογισμός έγινε βάσει του μόνιμου πληθυσμού των απογραφών 1991 και 2001. Αστικός, ημιαστικός και αγροτικός πληθυσμός Απογραφές πρότερες του 2001 Αστικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 10.000 κατοίκους και άνω, καθώς, επίσης και τον πληθυσμό των 18 πολεοδομικών συγκροτημάτων στο σύνολό τους, ανεξάρτητα από το μέγεθος του πληθυσμού του πολυπληθέστερου οικισμού (δήμου ή κοινότητας) του συγκροτήματος. Ημιαστικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 2.000-9.999 κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα. Αγροτικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερους από 2.000 κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα. (Ο χαρακτηρισμός του συνόλου του πληθυσμού του δήμου ή της κοινότητας ως αστικού, ημιαστικού ή αγροτικού έγινε βάσει του συγκεντρωμένου πληθυσμού του πολυπληθέστερου οικισμού του δήμου ή της κοινότητας (δηλαδή δεν έχει ληφθεί υπόψη ο διασπαρμένος πληθυσμός). Πολεοδομικό συγκρότημα: ομάδα συνεχόμενων δήμων ή κοινοτήτων, που ο πολυπληθέστερος οικισμός ενός τουλάχιστον δήμου έχει πληθυσμό 10.000 κατοίκους και άνω και προς τον οποίο γειτνιάζουν (σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων), οι κατοικίες του πολυπληθέστερου οικισμού των άλλων δήμων ή κοινοτήτων, ώστε να θεωρούνται ως ένα ενιαίο σύνολο, ως μία πόλη. Κατ’ εξαίρεση δε θεωρήθηκε συγκρότημα ομάδα δήμων και κοινοτήτων, όταν οι πολυπληθέστεροι οικισμοί συνδέονται μεταξύ τους με μία μόνο σειρά κατοικίες, που έχουν κτιστεί κατά μήκος μιας οδού. Απογραφή 2001 Αστικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών και κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 2.000 κατοίκους και άνω. Αγροτικός πληθυσμός: περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δημοτικών και κοινοτικών διαμερισμάτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερους από 2.000 κατοίκους. Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 122: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

120

Ο χαρακτηρισμός του συνόλου του πληθυσμού των δημοτικών ή κοινοτικών διαμερισμάτων ως αστικού ή αγροτικού έγινε βάσει του συγκεντρωμένου πληθυσμού του πολυπληθέστερου οικισμού του δημοτικού ή κοινοτικού διαμερίσματος (δηλαδή δεν έχει ληφθεί υπόψη ο διασπαρμένος πληθυσμός). Συγκεντρωμένος και διάσπαρτος πληθυσμός: ο πληθυσμός που απογράφηκε σε κατοικίες ενός οικισμού, οι οποίες απείχαν μεταξύ τους λιγότερο από 200 μέτρα. Διασπαρμένος πληθυσμός οικισμού: Ο πληθυσμός που απογράφηκε σε διασπαρμένες κατοικίες αυτού, δηλαδή που απείχαν μεταξύ τους πάνω από 200 μέτρα. Πεδινός πληθυσμός: ο πληθυσμός των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων η εδαφική περιοχή βρίσκεται, ολόκληρη ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε επίπεδο ή ελαφρώς κεκλιμένο έδαφος και σε υψόμετρο κάτω από 800 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Ημιορεινός πληθυσμός: Ο πληθυσμός των κοινοτήτων, των οποίων η εδαφική περιοχή βρίσκεται στις υπώρειες των ορέων ή η έκτασή τους διαμοιράζεται κατά το ήμισυ περίπου στην πεδιάδα και κατά το άλλο ήμισυ στο όρος, αλλά πάντοτε με υψόμετρο κάτω από 800 μέτρα για το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της κοινότητας. Ορεινός πληθυσμός: Ο πληθυσμός των κοινοτήτων, των οποίων η επιφάνεια είναι κατεξοχήν κεκλιμένη και ανώμαλη, διακόπτεται από χαράδρες ή καλύπτεται από απότομους ορεινούς όγκους, οι οποίοι δημιουργούν στο έδαφος βαθιές και πολλαπλές πτυχώσεις με υψομετρικές διαφορές σημείων της κοινότητας πάνω από 400 μέτρα, καθώς, επίσης, και των κοινοτήτων των οποίων ολόκληρη η επιφάνεια ή μεγάλο μέρος αυτής βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 800 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ Νοικοκυριό: νοικοκυριό θεωρείται: α) δύο ή περισσότερα άτομα που διαμένουν μαζί, προμηθεύονται από κοινού τα απαραίτητα για την συντήρησή τους και τρώνε, κατά κανόνα, μαζί (πολυπρόσωπο νοικοκυριό). Η ομάδα του πολυπρόσωπου αυτού νοικοκυριού μπορεί να αποτελείται μόνο από συγγενή άτομα ή μόνο από μη συγγενή άτομα ή, τέλος, απ συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων, β) κάθε άτομο που μένει μόνο του σε μια χωριστή κατοικία ή διαμένει μαζί με άλλα άτομα σε μία κατοικία, αλλά δεν συνδέεται μαζί τους, δηλαδή δεν τρώει μαζί με αυτούς, ώστε να αποτελέσει μέρος του νοικοκυριού τους. Στο νοικοκυριό περιλαμβάνονται οι οικότροφοι και οι υπηρέτες, που τρώνε μαζί με τα άλλα μέλη του νοικοκυριού, χρησιμοποιούν όλες τις ανέσεις του νοικοκυριού κα εξαρτώνται από αυτό. ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ Γάμος: η αναγνωριζόμενη από το δίκαιο ένωση άνδρα και γυναίκας. Το έγκυρο του γάμου στην Ελλάδα εξασφαλίζεται, για μεν το θρησκευτικό γάμο, με ιερολόγηση αυτού, σύμφωνα με τους κανόνες του δόγματος ή θρησκεύματος των ερχόμενων σε γάμο, για δε τον πολιτικό γάμο με την τήρηση των διατάξεων του Ν. 1250/82 «Για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα». Γέννηση ζώντος: η πλήρης έξοδος από το σώμα της μητέρας προϊόντος σύλληψης, άσχετα με τη διάρκεια της κύησης, το οποίο μετά τον πλήρη αποχωρισμό αναπνέει ή εμφανίζει άλλα σημεία ζωής, όπως π.χ. παλμούς της καρδιάς, σπασμούς του ομφάλιου λώρου ή πλήρη και αβίαστη κίνηση των μυών, άσχετα να αποκόπηκε ή όχι ο ομφάλιος λώρος ή αν απέμεινε ή όχι προσκολλημένος ο πλακούντας. Κάθε βρέφος που γεννήθηκε ζων, καταγράφεται ως γέννηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περίοδος κυοφορία και άσχετα αν αυτό ζει ή όχι κατά το χρόνο της καταγραφής. Αν πεθάνει οποιοδήποτε χρόνο μετά τη γέννηση, καταγράφεται και υπολογίζεται και ως θάνατος. Θάνατος: η διαρκής και οριστική εξαφάνιση κάθε ένδειξης ζωής, η οποία επέρχεται σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μετά τη γέννηση ζώντος οργανισμού. Ο ορισμός εξαιρεί το θάνατο εμβρύου (γέννηση νεκρού)

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 123: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

121

Γέννηση νεκρού: η γέννηση νεογνού το οποίο δεν ανέπνευσε κατά την έξοδό από την κοιλιά της μητέρας του ούτε έδειξε άλλα σημεία ζωής, όπως ο καρδιακός κτύπος ή η έκδηλη κίνηση των ελεγχόμενων μυών, διότι επήλθε ο θάνατος του εμβρύου, μετά από κύηση 28 πλήρων εβδομάδων και άνω, πριν από την πλήρη έξοδο και τον αποχωρισμό του από τη μητέρα.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 124: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

122

ΠΠΑΑΡΡΑΑΡΡΤΤΗΗΜΜΑΑ ΕΕ ΠΠΛΛΗΗΘΘΥΥΣΣΜΜΙΙΑΑΚΚΕΕΣΣ ΠΠΥΥΡΡΑΑΜΜΙΙΔΔΕΕΣΣ

Πληθυσμιακές πυραμίδες της ΕΕ27 και επιλεγμένων κρατών-μελών (2007)

Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, 2007

1,0 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,0 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1,00

6

12

18

24

30

36

42

48

54

60

66

72

78

84

90

96

%

Ιταλία, 2007

1,0 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,0 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1,00

6

12

18

24

30

36

42

48

54

60

66

72

78

84

90

96

%

Ιρλανδία, 2007

1,0 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,0 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1,00

6

12

18

24

30

36

42

48

54

60

66

72

78

84

90

96

%

Ελλάδα, 2007

1,0 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,0 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1,00

6

12

18

24

30

36

42

48

54

60

66

72

78

84

90

96

%

Ιταλία, 2007

1,0 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,0 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1,00

6

12

18

24

30

36

42

48

54

60

66

72

78

84

90

96

%

Γερμανία, 2007

1,0 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,0 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1,00

6

12

18

24

30

36

42

48

54

60

66

72

78

84

90

96

%

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 125: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

123

ΑΑΝΝΑΑΦΦΟΟΡΡΕΕΣΣ

1 Βλέπε, αναλυτικότερα το βιβλίο του A. Roussel (1979). 2 Πλάτων, Πολιτεία, Οι Νόμοι (V & IV) και Αριστοτέλη, Η Πολιτική (VII, 4, VII, 16, II, 6).

3 Πολύβιος, Ιστορίες (XXXVI, 17).

4 Βλέπε π.χ. Augustin, Les moeurs de manichéens και St. Gregoire le Grand, Lettre à St. Augustin de Cantorbery, VIII. 5 Guillard A., Eléments de statistique humaine de démographie comparée, Bruxelles, 1895.

6 ONU, Dictionnaire démographique multilingue, 1958, New York, Etudes démographiques no.29, ST/SOA/serie A/29. 7 The International Union for Scientific Studies of Population, Dictionnaire démographique, Louvain, 1983. 8 R. Pressat, Dictionnaire de Démographie, P.U.F., 1979, σελ.39-45.

9 Βλέπε για την ενότητα αυτή, R. Pressat (1971) 10 G. Gerard., G. Wunsch (1973). 11 Malthus, An Essay on the Principle of Population, 1798.

12 LOTKA, Théorie essentielle des associations biologiques (+II), 1939. O LOTKA θεμελιώνει τη θεωρία των σταθερών πληθυσμών, τόσο στατικά όσο και δυναμικά. 13 O P. Whelpton (1863-1964) μελετά τη γεννητικότητα των γενεών των λευκών γυναικών στις ΗΠΑ, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της μέχρι τότε υποτυπώδους μελέτης των διαχρονικών σειρών (longitudinal). Ο ίδιος, από τους πρώτους, προσπαθεί να εξηγήσει πώς η ιστορία της γεννητικότητας συναφών στο χρόνο γενεών, επηρεάζει τους δείκτες γεννητικότητας που μετρώνται κάθε χρόνο (όπου υπεισέρχονται δεκάδες γενεών).

14 Βλέπε τις ετήσιες εκδόσεις των κυριότερων διεθνών οργανισμών: a) Nations Unies, Annuaire démographique, b) CEE-Eurostat, Statistiques démographiques, c) Conseil de l`Europe, Evolution démographique récente dans les Etats-membres du Conseil de l`Europe. 15 Για την περίοδο προ της ανεξαρτησίας, βλέπε Μ. Χουλιαράκης (1960). 16 Βλέπε Μ. Χουλιαράκης (1970). 17 Β. Βαλαώρας (1939). 18 Ευ. Αβέρωφ(1937).

19 Ν. Polyzos (1947). 20 Βλέπε ενδεικτικά στην επισυναπτόμενη βιβλιογραφία (ΤΥΠΟΣ) Α. Αγγελόπουλος (1987)., Γ. Βλάχος (1988)., Ν. Γλύστρας (1986), Α. Δεμερτόπουλος (1977)., Μ. Δρεττάκης (1979 και 1986), Ν. Λούρος (1980), Ν. Μάργαρης (1986)., Γ. Υφαντόπουλος (1988)., Β. Φίλιας (1985). 21 Η δημογραφία σαν αυτόνομο γνωστικό αντικείμενο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 δεν διδάσκεται παρά σε ελάχιστα από τα υπάρχοντα πανεπιστημιακά τμήματα. Τα διδακτικά συγγράμματα-βοηθήματα ακόμη και σήμερα είναι ελάχιστα (βλέπε την επισυναπτόμενη βιβλιογραφία) και μόλις το 1967 δημοσιεύεται το πρώτο συνοπτικό δημογραφικό λεξικό (Δ. Φράγκος, 1967). Οι μόνες άξιες μνείας μελέτες για τον πληθυσμό στην προ του 1985 περίοδο οφείλονται στους Γ. Σιάμπο, Β. Βαλαώρα, Γ. Τσαούση, Β. Κουτσουγιαννόπουλο, Μ. Παπαδάκη, Δ. Τριχόπουλο και Μ. Χουλιαράκη (βλ. βιβλιογραφία). Θα πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε τη δημοσίευση δύο ενδιαφέροντων μελετών από την ΕΣΥΕ (1966-1969), την μοναδική από τον προαναφερθέντα φορέα έρευνα “επί των κινήτρων και των συνθηκών μεταναστεύσεως του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών” (1962) και, τέλος, τις μελέτες/ έρευνες Γάλλων κυρίως ανθρωπογεωγράφων οι περισσότερες από τις οποίες διεξήχθησαν σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών βλ. ενδεικτικά B. Kayser et alii (1964)., B. Kayser (1968)., B. Kayser, P.V. Pechoux, M. Sivignon (1971)., Ε. Kolodny (1983). 22 Βλέπε, πχ. τα ερμηνευτικά σχήματα για την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση που υιοθετήθηκαν και αναπτύχθηκαν ίδια περίοδο καθώς τις σχέσεις με τον κυρίαρχο ιδεολογικά “μεταναστευτικό λόγο” και τις διακυμάνσεις τους (V. Kotzamanis. 1988). 23 Αναφορά, εδώ, γίνεται ενδεικτικά και μόνον στην διεξαχθείσα υπό του Β. Βαλαώρα έρευνα για την υπογεννητικότητα και το ρόλο των προκλητών εκτρώσεων στα μέσα της δεκαετίας του ’60 βλ. Β. Βαλαώρας (1969) και V. Valaoras et alii (1965), στις έρευνες που διεξήχθησαν από το ΕΚΚΕ στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’60 για την μετανάστευση και την παλιννόστηση E. Dimitras, E. Vlachos (1971) και Β. Φίλιας (1966) -τα στοιχεία της τελευταίας ουδέποτε επεξεργάστηκαν και παρουσιάστηκαν, στις έρευνες της Τ. Κολλάρου, Α. Μουσούρου (T.Kollaros, L. Moussourou, 1978) ως και του ΥΠΕΘΟ-ΓΓ Απόδημου Ελληνισμού - ΕΚΚΕ για την αποδημία - παλιννόστηση και στις

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 126: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

124

διεξαχθείσες υπό του ΕΚΚΕ έρευνες για τους “προσδιοριστικούς παράγοντες της γονιμότητας” (Χ. Συμεωνίδου 1992 και1997). 24 Ας υπενθυμίσουμε ότι η πρώτη προσπάθεια για τη συγκέντρωση στοιχείων της φυσικής κίνησης του πληθυσμού αρχίζει το 1834. Το πρώτο διάταγμα για την τήρηση ληξιαρχικών βιβλίων (1836) δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί εξ αιτίας της αδυναμίας των δημοτικών αρχών. Από το 1837 μέχρι και το 1856 τα καθήκοντα καταγραφής ανατίθενται στους ιερείς, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1857, με τον αστικό νόμο η αρμοδιότητα ανατίθεται εκ νέου αυτή στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, χωρίς αποτέλεσμα, εξ ου και η επιστροφή στο πρότερο σχήμα. Το 1860 δημιουργείται Διεύθυνση Στατιστικής και αρχίζει η ετήσια δημοσίευση των στοιχείων της φυσικής κίνησης μέχρι και το 1891. Ανάμεσα στα 1892 και 1897, παρ΄ όλες τις διοικητικές ανακατατάξεις, το σύστημα καταγραφής είναι ελλιπέστατο, και πραγματοποιούνται περιορισμένες εκδόσεις. Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας, υπάρχει πλήρης αποδιοργάνωση, με αποτέλεσμα να διακοπεί για μια εξαετία η έκδοση των ετησίων τευχών της στατιστικής της φυσικής κίνησης του πληθυσμού. Στην τετραετία 1921-1925 γίνεται προσπάθεια για αναδιοργάνωση, ιδιαίτερα στους μεγάλους δήμους της χώρας, με τον εφοδιασμό τους, από την τότε Διεύθυνση Στατιστικής, με ειδικά έντυπα πινάκων για καταγραφή των “γεγονότων”. Δημοσιεύονται η “Στατιστική της Κινήσεως του Πληθυσμού” και η “Στατιστική των Αιτιών Θανάτου”. Από τα τέλη του 1924, με την εφαρμογή του Νόμου 2430/1920, τη σύσταση Ενιαίας “Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος” και τη δημιουργία ξεχωριστού τμήματος σε αυτήν, αρχίζει η συστηματικότερη παρακολούθηση της φυσικής κίνησης του ελληνικού πληθυσμού. Εισάγεται ατομικό ονομαστικό δελτίο που συμπληρώνεται με κάθε ληξιαρχική πράξη, επιτυγχάνεται προοδευτικά (από το 1928) η συγκέντρωση στοιχείων από όλα τα ληξιαρχεία της χώρας, και, από το 1933 ο νόμος περί ληξιαρχικών πράξεων εφαρμόζεται στο σύνολο της Επικράτειας. Αυτή όμως η περίοδος, που χαρακτηρίζεται και από τη ριζική βελτίωση της ποιότητας των συλλεχθέντων στοιχείων, είναι πολύ σύντομη: ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος που θα ακολουθήσει, αποδιοργανώνουν τις στατιστικές υπηρεσίες της χώρας, και η ανόρθωση με την “αναδομημένη” Ε.Σ.Υ.Ε είναι ιδιαίτερα δύσκολη (1956). Η συγκέντρωση των στοιχείων γίνεται με νέα ατομικά στατιστικά δελτία, στοιχεία που δημοσιεύονται ανελλιπώς και αναλυτικά στη “Στατιστική της Φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού της Ελλάδος” του έτους x.” και συνοπτικά στην ετήσια στατιστική επετηρίδα και στο μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της ΕΣΥΕ. Παράλληλα, αν η περιγραφή της απογραφικής ιστορίας της νεωτέρας Ελλάδας (βλ. Μ. Χουλιαράκης, 1975) παρουσιάζει μικρότερους κλυδωνισμούς, εν τούτοις, τα προβλήματα που ανακύπτουν για μια διαχρονική παρακολούθηση των πληθυσμιακών ενοτήτων της χώρας μας και των ροών που τις χαρακτηρίζουν είναι σημαντικά. Οι προαναφερθείσες ελλείψεις και δυσκολίες αιτιολογούν έτσι εν μέρει και την περιορισμένη ανάπτυξη της ιστορικής δημογραφίας στη χώρα μας, καθώς ελάχιστες μελέτες διαθέτουμε για τις δημογραφικές εξελίξεις στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα ή ακόμη και για το απώτερο παρελθόν βλ. ενδεικτικά G. Serelea (1977), V. Valaoras, (1960), G. Siampos, V. Valaoras (1969), Β. Βαλαώρας (1939), Β. Παναγιωτόπούλος (1985), Ν. Polyzos (1949), Ε. Αβέρωφ (1939., Ομάς Επιστημόνων (1947), V. Hionidou1993). 25Βλέπε, αναλυτικότερα, για τις διαφορές ανάμεσα στην διαμήκη/ διαγενεακή και στη στιγμιαία ή εγκάρσια ανάλυση και τις επιπτώσεις της σύγχυσης που συνήθως επικρατεί στη μελέτη της γονιμότητας από ενασχολημένους με το θέμα αυτό μελετητές (Β. Κοτζαμάνης, 1988β, Β. Κοτζαμάνης, Κ. Σοφιανοπούλου, 2009, Β. Κοτζαμάνης , 2009α).

26 Βλέπε ειδικότερα Β. Κοτζαμάνης (2009a) 27 Στη διάρκεια της τελευταίας τριακονατετίας η δημογραφία εισάγεται, προοδευτικά αλλά αποσπασματικά, στις ανώτατες πανεπιστημιακές σχολές (ΑΒΣΠ/ΠΑΠΙ, ΑΣΟΕ, ΠΑΣΠΕΕ. Παν. Θεσσαλίας, Δημοκρίτειο, Παν. Αιγαίου). Διδάσκεται από νέους δημογράφους, η πλειοψηφία των όποιων έχει περατώσει συναφείς σπουδές στο εξωτερικό. Παραμένει παρόλα αυτά «περιθωριακή», τα διαθέσιμα διδακτικά συγγράμματα είναι ελάχιστα, ενώ δεν έχει μεταφραστεί ακόμη κανένα από τα “κλασσικά” έργα δημογραφικής ανάλυσης. 28 Αναφερόμαστε, ιδιαίτερα:α)στην αποσιώπηση των επιπτώσεων της παράτασης της μέσης προσδοκώμενης ζωής επί της γήρανσης, β) στο μύθο της “εξασφαλισμένης” αναπαραγωγής των γενεών μέχρι τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας (σε αντίθεση με την χωλή αναπαραγωγή τους από το 1981 και εντεύθεν), αποτέλεσμα της σύγχυσης που επικρατεί σε ευρείς κύκλους για το χαρακτήρα των χρησιμοποιούμενων για την προσμέτρηση της αναπαραγωγής δεικτών και τέλος γ)στα ιδιαίτερα επισφαλή συμπεράσματα για τις επιπτώσεις της οικονομικής συγκυρίας επί των δημογραφικών συνιστωσών. 29 Τα κυριότερα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής (2001) δίνονται στις τελευταίες δημοσιεύσεις της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) καθώς και στην ιστοσελίδα της (www.statistics.gr), όπου και εκτίθενται οι κυριότεροι ορισμοί και οι βασικές έννοιες που επιτρέπουν την κατανόηση των δημοσιευμένων στοιχείων (βλ. Παράρτημα Β). 30 Χ. Συμεωνίδου et al, 1992 και 1997, Χ. Συμεωνίδου, 2006

31 Τα βασικά δημογραφικά γεγονότα είναι η γέννηση, ο θάνατος, ο γάμος, το διαζύγιο και οι έξοδοι -είσοδοι. Τα γεγονότα αυτά εκφράζουν τα αντίστοιχα μελετώμενα από την δημογραφία φαινόμενα δηλ. την θνησιμότητα, την γονιμότητα, την γαμηλιότητα και την μετανάστευση. 32 Ως καθοριστικοί για την εξέλιξη αυτή αναφέρονται: η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, η οικονομική αβεβαιότητα και η διαρθρωτική ανεργία, η μεταβολή των αντιλήψεων για τους ρόλους των δύο φύλων, η αύξηση της ζήτησης των σύγχρονων μέσων αντισύλληψης, η αποτελεσματικότερη χρήση τους κ.α. 33 Τα γενικά αυτά σχήματα, όμως, δύνανται άρδην να αλλάξουν μορφή εάν υπάρχουν έντονες διακυμάνσεις της γονιμότητας και της θνησιμότητας ή ακόμα και της μετανάστευσης (βλ. παραδείγματα στο Παράρτημα Ε). 34 Είναι προφανές ότι αν: α) οι θάνατοι είναι ισοκατενεμημένοι στη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής, β) η βρεφική θνησιμότητα δεν μεταβάλλεται από έτος σε έτος και γ) ο αριθμός των γεννήσεων δεν διαφέρει από χρόνο σε χρόνο η πιθανότητα θανάτου στην ηλικία 0 ταυτίζεται με το δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών στη διάρκεια του έτους x / γεννήσεις ιδίου έτους), τότε το ποσοστό θνησιμότητας στην ηλικία 0 υπολογίζεται ως

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 127: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

125

0

00 N

dm =

35 Βλ. Robert L.; Brown, FSA, FCIA, ACAS, Introduction to the Mathematics of Demography, third edition, ACXTEL Publications, Winsted, Connecticut, 1997. 36 Στη δημογραφία ως γονιμότητα εννοούμε την εκδηλωμένη αναπαραγωγική ικανότητα μιας γυναίκας, ενώ, αντίθετα, με τον όρο “‘φυσική αναπαραγωγικότητα” (το αντίθετο της στειρότητας) εννοούμε την βιολογική ικανότητα για τεκνογονία. Με τον όρο “‘γεννητικότητα” την συχνότητα των γεννήσεων σε ένα πληθυσμό. Το πλήθος των γεννήσεων εξαρτάται από την εκδηλωμένη γονιμότητα και τη δομή του πληθυσμού. 37 Βλέπε ειδικότερα, Β. Κοτζαμάνης, op.cit.

38 G. S. Becker (1960). An Economic Analysis of Fertility. National Bureau of Economic Research (NBER), Princeton University Press. 39 R.A. Easterlin (1978) The Economics and Sociology of Fertility: A Synthesis, in: Charles Tilly (ed.) Historical Studies of Changing Fertility. Princeton, NJ: Princeton University Press. 40 J. Grauman (1960) Comments on a paper by F. Notestein, quoted in Demographic and Economic Change in Developed Countries, A Report of the National Bureau of Economic Research, Princeton University Press. 41 R.A. Easterlin., G.A Condran (1976) A note on the recent fertility swing in Australia, Canada, England and Walse and the United States, pp. 139-151 ιn: Richards H (ed) Population, factor movements in economic development: Studies presented to Bringly Thomas. University of Wales Press, Cardiff. 42 J. Caldwell (1982) Theory of Fertility Decline. New York, Academic Press 43 L. Henry (1966) Perturbations de la nuptialité, résultat de la guerre 1914-1918, Population, 2, σσ. 273-332 44 Α. Cabre (1993) Volveran tortolos y cigüenas”, in GARRIDO L., GIL CALVO E. (dir), Estraterias familiares, Madrid, Alianza Editorial, 1993, σσ. 113-131. 45Υπο την προυπόθεση ότι ισχύει η συνθήκη της ανεξαρτησίας. Η συνθήκη αυτή πληρείται όταν: α) ο πληθυσμός μιας κοορτής ή μιας γενεάς υπόκειται ταυτόχρονα την επίδραση δύο δημογραφικών φαινόμενων και β) τα μέλη της «βιώνουν» την επίδραση του ενός εξ’ αυτών με τον ίδιο τρόπο που θα την βίωναν αν υπόκειντο και στην επίδραση και του δεύτερου. Π.χ όταν τα μέλη μιας γενεάς υπόκεινται ταυτόχρονα την επίδραση της μετανάστευσης και της θνησιμότητας, η συνθήκη αυτή θα ισχύει εάν α) τα άτομα μιας γενεάς που απεβίωσαν, θα είχαν, αν δεν απεβίωναν, τις ίδιες πιθανότητες

να μεταναστεύσουν με τους επιβιώσαντες και β) μετανάστες της ίδιας γενεάς θα είχαν, αν δεν είχαν μεταναστεύσει, τις ίδιες πιθανότητες θανάτου με αυτούς που δεν μετανάστευσαν ποτέ. 46 Κατ΄εκτίμηση, οι μεταναστευτικές έξοδοι για την περίοδο 1946-1986 ανέρχονται σε 1,5 εκατομμύρια (συμπεριλαμβανομένης της εξόδου μερικών δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες). Εάν όμως υπολογισθούν οι πολλαπλές έξοδοι και η “παράνομη” μετανάστευση των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε πως 1 εκατομμύριο περίπου Έλληνες εγκατέλειψαν για ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα τη χώρα ανάμεσα στο 1946 και το 1986,ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό (αν αναλογισθούμε τον όγκο του ελληνικού πληθυσμού στα δύο ακραία έτη που οριοθετούν την χρονική περίοδο από το 1946 έως το 1986: 7,25 και 10 εκατ. αντίστοιχα), από τα υψηλότερα της μεσογειακής Ευρώπης μετά την Πορτογαλία. Ειδικότερα, για τις τρεις μεταπολεμικές δεκαετείς περιόδους, που οριοθετούνται από τις διαδοχικές απογραφές του πληθυσμού, η εκτιμώμενη καθαρή μετανάστευση ανέρχεται σε 207.000 και 397.000 αντίστοιχα για το 1951-61 και 1961-71, ενώ η παλιννόστηση υπερκαλύπτει τις εξόδους της δεκαετίας 1971-1981 κατά 267.000 περίπου. Η εξωτερική μεταπολεμική μετανάστευση υπήρξε διπλά επιλεκτική τόσο όσο αφορά την αφαίμαξη σε περιφερειακό επίπεδο, όσο και την αφαίμαξη των ηλικιών ομάδων. Εν συντομία υπενθυμίζουμε την διαφοροποιημένη γεωγραφική κατανομή της: στη διάρκεια της πρώτης περιόδου (1951-60) η Περιφέρεια Πρωτεύουσας, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου συμμετέχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι δυνητικά θα το «επέτρεπε» ο πληθυσμός τους, ενώ την επομένη δεκαπενταετία η εικόνα παρουσιάζεται ριζικά διαφοροποιημένη: η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη συμμετέχουν όλο και πιο δυναμικά στο ρεύμα της φυγής, ενώ η έξοδος περιορίζεται σημαντικά στη νότια Ελλάδα. Έτσι, όταν τα ποσοστά μετανάστευσης κυμαίνονται από 1,8 έως 3,8% στην περίοδο 1961-70, τα 15 γεωγραφικά διαμερίσματα που ξεπερνούν το 15% συγκεντρώνουν το 42% των εξόδων (ενώ ο πληθυσμός τους μόλις ξεπερνά το 25% του συνολικού πληθυσμού) και, αντίστοιχα, την περίοδο 1971-76 από τα 20 γεωγραφικά διαμερίσματα, με ποσοστά μετανάστευσης άνω του μέσου εθνικού ορίου (2,8%), προέρχεται πάνω από το ήμισυ των μεταναστών (ενώ ο πληθυσμός τους μόλις ξεπερνά το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας). Ταυτόχρονα, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών ανήκει στις πληθυσμιακές ομάδες <35 ετών (60% του συνόλου των εξερχόμενων, έναντι 35-40% του συνολικό πληθυσμό), ενώ οι > 45 ετών αποτελούν μόνο το 7,5% και οι κάτω των 15 μόλις το 11%. Ο δείκτης αναλογίας φύλων (άνδρες/ γυναίκες Χ 100) κυμαίνεται ανάμεσα στο 230 (1960, μέγιστο) και 144 (ελάχιστο, 1966) ενώ, το ευρωπαϊκό ρεύμα παρουσιάζει τις μεγαλύτερες διαφορές από το μέσο όρο:ακραίες τιμές του δείκτη αναλογίας φύλων 882 το 1957-122 το 1966 (V. Kotzamanis. 1988). 47 Είναι προφανές ότι στην τελευταία απογραφή, όπως και στις προηγούμενες, δεν κατεγράφη το σύνολο των αλλοδαπών στην χώρα μας, τα δε ποσοστά «διαφυγής» διαφοροποιούνται ανά χώρα προέλευσης. Οι μετανάστες από τις ασιατικές και αφρικανικές χώρες είναι σαφώς υπο-εκτιμημένοι και το αυτό ισχύει πιθανότατα -αν και σε μικρότερο βαθμό- για τους μετανάστες από ορισμένες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπως η Πολωνία. 48 Για μια αναλυτική παρουσίαση και ανάλυση των δεδομένων για τους απογραφέντες αλλοδαπούς το 2001 στη χώρα μας με έμφαση στην χωρική και δημογραφική διάσταση βλ. Β. Κοτζαμάνης κ.α, 2006 ως και A. Kostaki, B. Kotzamanis & M. Agorastakis, 2008.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων

Page 128: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ DEMO_3_7_2009_KAKIA.pdf · 4 τομή” και 2η αρμονία, καθώς και στον Πολύβιο αργότερα, ο οποίος,

126

49 Το θεωρητικό ερώτημα του Lotka μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: “Δεδομένων σε οποιαδήποτε αρχική χρονική στιγμή της ηλικιακής σύνθεσης ενός κλειστού πληθυσμού, του πίνακα επιβίωσής του, της πιθανότητας αναπαραγωγής του σε κάθε γόνιμη ηλικία και της αναλογίας φύλων κατά τη γέννηση, ζητείται να εκτιμηθεί το μέγεθος και η κατά ηλικία σύνθεση του πληθυσμού σε οποιοδήποτε επόμενο χρονικό σημείο με την υπόθεση ότι οι αρχικές συνθήκες θνησιμότητας και γονιμότητας θα παραμείνουν διαχρονικά σταθερές”.

Εργα

στήρ

ιο Δη

μογρ

αφικώ

ν & Κ

οινων

ικών Α

ναλύ

σεων