Mythoi kai thryloi sample

7

description

 

Transcript of Mythoi kai thryloi sample

ΠEP IEXOMENAΠEP IEXOMENA

Πρόλογος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5

Ο γκιόνης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 6Του παπά τ’ αλώνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14Το λιοντάρι του Υµηττού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22Η κυρα-Ρήνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 32Ο γερο-Μήτρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 42Το βουλιαγµένο χωριό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 52Το «µαρµαρωµένο συµπεθεριό» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 60

Γλωσσάρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 70

ΠρόλογοςΠρόλογοςΣε τούτο το βιβλίο θα διαβάσετε 7 µικρές ιστορίες βασισµένες σε

θρύλους της πατρίδας µας. Σε θρύλους που έχουν σωθεί στο πέρασµατου καιρού, από στόµα σε στόµα, από γενιά σε γενιά, από παππού σεεγγόνι, και που αντικαθρεφτίζουν τα συναισθήµατα της καρδιάς τουλαού µας.

Μέσα από τις µικρές αυτές ιστορίες θα αντικρίσετε όλη την οµορφ-ιά, την απλότητα, την ψυχική ισορροπία, την ηθική, τη φαντασία, τηνποίηση και την αλήθεια της παράδοσής µας. Μιας παράδοσης πουαγαπά όλους εκείνους που µοχθούν και αξίζουν, και θαυµάζει και σέ-βεται όλους όσους καταφέρνουν να ξεπερνούν µε κουράγιο και δύναµητις δοκιµασίες τους, δίχως να χάνουν τις ηθικές τους αρχές.

Μικρές οι διηγήσεις, απλά τα µηνύµατα, αλλά στις λίγες αράδες το-υς θα ανακαλύψετε το γιατί οι θρύλοι µας, µε την άγραφη αλλά ζων-τανή ηθική παρουσία τους, διαπαιδαγωγούσαν για γενιές ολάκερες τονλαό µας. Τον λαό τούτο που φρόντισε την ιστορία του, τη θρησκεία του,τα κοινωνικά του βιώµατα και την ευαισθησία του να τα κάνει σύντο-µες ιστορίες, για να διδάσκεται, να διδάσκει και να µη λησµονάει.

Προσπάθησα µε τις ιστορίες αυτές να φέρω µε πιο ζωντανό, άµεσοκαι γλαφυρό τρόπο λίγους από τους θρύλους της νεοελληνικής παρά-δοσης κοντά στα παιδιά, για να τους γνωρίσουν, να τους αγαπήσουνκαι να τους αναζητήσουν.

ΑΝ∆ΡΕΑΣ ∆. ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ

6

7

Ο γκιόνηςΑντώνηηη! Ξύπνα, λεβέντη µου. Ο ήλιος ανέβηκε τρεις οργιές στον ουρανό!

Έλα ξύπνα!...Η γυναίκα, µαυροφορεµένη, µαντηλοδεµένη, ψηλή, ξερακιανή, µπήκε στη

µισοσκότεινη κάµαρη µε φούρια. Σκούντησε µε τα κοκαλιάρικα, αργασµένα απ’ τονµόχθο της γης, χέρια τον νιούτσικο γιο της που κοιµόταν βαθιά στο µικρό ξύλινο κρε-βάτι, µε τα στρίποδα.

―Άντε, λοιπόν! Ξύπνα πια, παιδάκι µου!―Καλά, µωρέ µάνα! Τι φωνάζεις; έκανε ο Αντώνης και µισοσηκώθηκε από το

στρώµα, ρίχνοντας το πλουµιστό, αραχοβίτικο χεράµι από πάνω του και τρίβοντας µετις γροθιές τα νυσταγµένα, γαλάζια µάτια του. Τα σγουρά κορακάτα µαλλιά του ανά-κατα στεφάνωναν το ροδοκόκκινο, όµορφο πρόσωπο του παιδιού. Ήταν δεν ήταν δε-καεννιά χρονών. Ψηλό, λυγερό και καλοφτιαγµένο.

―Έλα, Αντώνη µου, σήκω!... Ο Γιάννος έχει φύγει πολλή ώρα, είπε η γυναίκα καιτράβηξε φουριόζα για το παραθύρι.

Σήκωσε το σιδερένιο µάνταλο και σπρώχνοντας µε δύναµη άνοιξε διάπλατα ταπαντζούρια. Ο φθινοπωριάτικος ήλιος όρµησε µέσα στην κάµαρη, διώχνοντας τασκοτάδια στις πιο απόµερες γωνιές και κάτω απ’ το κρεβάτι.

Ο νέος πετάχτηκε απ’ τα στρωσίδια, ανακλαδίστηκε µπρος στο ανοιχτό παραθύρικι αποξεχάστηκε για λίγο, κοιτώντας τον Παρνασσό, που πύργωνε το βαθύσκιωτοµπόι του πάνω απ’ το χωριό, φύλακας κι αφέντης συνάµα της Αράχοβας, που στάλιζεόµοιο κατάλευκο κοπάδι στα δασωµένα του πλάγια. Ένα σµάρι κουρούνες σηκώθηκεαπ’ το αντικρινό φαράγγι και πέταξε κράζοντας προς τη δύση.

Χαµόγελο πονηρό έσκασε στα χείλη του παιδιού. Παιχνιδιάρικο φως άστραψε στοβλέµµα του. Γύρισε µε ορµή, αγκάλιασε τη γυναίκα και σηκώνοντάς την, τη στριφ-ογύρισε γελώντας χαρούµενα.

―Όµορφη που ’ναι η ζωή, µάνα!...―Έλα, πάψε, τρελόπαιδο, άφησέ µε. Πάµε στην κουζίνα και σου ’χω ’τοιµάσει να

φας, έκαµε τάχα αυστηρά, γεµάτη κρυφή χαρά και καµάρι περίσσιο για το βλαστάριτης, εκείνη.

―Ναι, κυρα-Παγώνα! Πεινάω σαν λύκος!...Και µπρος η γυναίκα πίσω ο νιος βγήκαν από την κάµαρη και τράβηξαν στην κου-

ζίνα, που λουσµένη στον ήλιο τούς καρτερούσε.Το ξύλινο, µεγάλο τραπέζι ήταν στρωµένο µε υφαντό καρό ασπροκόκκινο τραπε-

ζοµάντιλο. Μια πήλινη γαβάθα γιοµάτη κατσικίσιο γάλα, ένα πανέρι µε κριθαρένιαπαξιµάδια, ανθότυρο και βούτυρο, ένα βάζο µε µέλι, απλωµένα πάνω του.

8

Ένας χρυσοµπάµπουρας, που είχε µπει απ’ το ανοιχτό παραθύρι, σιγοντάριζε µετο βουητό του τα τιτιβίσµατα των σπουργιτιών, που φώλιαζαν στη µουριά της αυλής.

Ο Αντώνης κάθισε και άρχισε να τρώει µε λαιµαργία, µιλώντας συνέχεια για χίλιαδυο πράγµατα µε τη µάνα του. Ποιανού η προβατίνα γέννησε, πόσα αβγά κάνανε οικότες, ποιο αµπέλι έχει τα καλύτερα σταφύλια, ποια παντρεύτηκε, ποια αρραβωνιά-στηκε...

Ήτανε ζωντανό παιδί ο Αντώνης, χαρούµενο, πειραχτήρι σωστό. ∆εν άφηνε τίποτανα πέσει κάτω, που λένε. Όλο πλάκες και σκανταλιές. Το άκρο αντίθετο µε τον Γιάν-νο, τον µεγαλύτερο, πέντ΄ έξι χρόνια, αδερφό του. Εκείνος ήτανε βαρύς, λιγοµίλητος,δε σήκωνε πολλά πολλά. Οληµέρα γυρνούσε στα χωράφια και τ’ αµπέλια. Φύλαγε τοβιος των χωριανών. Ήτανε, βλέπεις, ο δραγάτης του χωριού.

Σαν απόσωσε το πρωινό του ο Αντώνης έσκυψε, φίλησε την κυρα-Παγώνα, πουγερµένη στην πινακωτή ζύµωνε ψωµί, και µ’ ένα σάλτο πήδηξε το παράθυρο καιτράβηξε για την πλατεία του χωριού, σφυρίζοντας ξένοιαστα.

Η κυρα-Παγώνα κούνησε το κεφάλι χαµογελώντας και συνέχισε το ζύµωµα...Στο καφενεδάκι της µικρής πλατείας, κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο, τούτη την

9

ώρα, κοντοµεσήµερο, µαζεµένοι οι Αραχοβίτες έπιναν τσίπουρο ψιλοκουβεντιάζονταςγια δουλειές, για τα πολιτικά, για τον καιρό και περνώντας από «ψιλό κόσκινο» ό,τισυνέβαινε στη µικρή τους κοινωνία.

Ο Αντώνης ζύγωσε µια παρέα νεαρών και µε χωρατά και γέλια κάθισε κοντά τους.Όλοι τον καλοδέχτηκαν. Με τον πλακατζίδικο και χαρούµενο χαρακτήρα του ήτανε ηψυχή του χωριού. Όλοι τον αγαπούσαν. Η κουβέντα άναψε! Η παρέα ζωντάνεψε.

Με τούτα και µε κείνα η ώρα περνούσε. Κάποια στιγµή πλησίασε στην παρέα οΓιάννος. Βαρύς και µουρτζούφλης, µα µε καρδιά µάλαµα και τούτος, ξεκρέµασε απ’τον ώµο το δίκαννο και κάθισε δίπλα στον αδερφό του.

―Γεια σου, αδερφέ! Από πού µε το καλό µάς έρχεσαι; ρωτάει µε τον γνωστό πειρ-αχτικό του τρόπο ο µικρός.

―Από τ’ αµπέλια, απαντά ο δραγάτης.―Γενήκανε τα σταφύλια; Είναι έτοιµα για τρύγο; ξαναρωτάει ο Αντώνης.―Ναι! απαντά µονολεκτικά ο άλλος.Τότε, θες η κακιά η ώρα, θες της µοίρας γραφτό, έφερε τον λόγο στο στόµα του

Αντώνη.―Απόψε βράδυ, αδέρφι, θα ’ρθω και θα σου κλέψω σταφύλια!