INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

131
ΙΝΕ 101: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2013 ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Κ. ΜΑΝΤΑ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ

Transcript of INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

Page 1: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ

ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2013

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Κ. ΜΑΝΤΑ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ

Page 2: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 2

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1 Πότε αρχίζει η νέα εποχή στην ελληνική ιστορία;

α΄ απάντηση: Μετά την Δ΄ Σταυροφορία (1204).

Υπάρχουν τα δεδομένα που βεβαιώνουν τη γένεση του νέου ελληνισμού: ο λαός, το νεοελληνικό

έπος, η νέα ελληνική γλώσσα [Σπ. Ζαμπέλιος, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Απ. Βακαλόπουλος, Ν.

Σβορώνος].

i. Ήδη από το 10ο αι. λόγω των αραβικών επιδρομών οι Ρωμαίοι/Βυζαντινοί στα ανατολικά

σύνορα συσπειρώνονται αισθανόμενοι πως ανήκουν στην ίδια εθνική οικογένεια.

ii. Η ευρύτατη χρήση της ελληνικής γλώσσας στο ανατολικό τμήμα εδραιώνεται και στη

δημώδη ποίηση (ακριτικά τραγούδια/Διγενής).

iii. Η αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης που προκάλεσε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

από τους Φράγκους και η παρουσία τους στις ελληνικές περιοχές. Το ελληνικό στοιχείο

ξανάρχεται με κάποιους τρόπους, το 1204 αρχίζει να δημιουργείται κάτι που δεν είναι πια

Βυζάντιο, είναι το μεταβυζαντινό ή ‘προνεοελληνικό’. Ήδη από τον 11ο αι. επανέρχονται

οι ελληνικές ιδέες και οι Έλληνες ξαναποκτούν σταδιακά συνείδηση ως ξεχωριστή

οντότητα, που συνδέεται με την αρχαία.

iv. Η επαναφορά της χρήσης του ονόματος Έλληνες μέσω της αναζωογόνησης των

αρχαιοελληνικών επιδράσεων στις σπουδές, την τέχνη, τη φιλολογία (13ος αι.).

β΄ απάντηση: Μετά την Άλωση [Toynbee: εναλλακτικά, μετά το 1461, Άλωση της Αυτοκρατορίας

της Τραπεζούντας. Η περίοδος από το 1182 υπήρξε μεταβατική μεταξύ της βυζαντινής και της

νεότερης εποχής, στην οποία κατηγορηματικά ανήκει η Τουρκοκρατία]. Ως τους τελευταίους

αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξελίσσεται η μεγάλη διεύρυνση του περιεχομένου της

ελληνικής οντότητας, όταν η αυτοκρατορία αρχίζει να αλλάζει ποιότητα και να μεταλλάσσει τον

οικουμενικό χαρακτήρα της σε χαρακτήρα εθνικό και πλέον νεοελληνικό: το 1453 καταλύεται μια

ηγεμονία που είχε αρχίσει να αυτοκαθορίζεται και ως ελληνική [Σπ. Ασδραχάς].

Συμπίπτει χρονικά με το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την έναρξη της νέας

εποχής στη δυτική Ευρώπη (υπερπόντιες και επιστημονικές ανακαλύψεις, αναγέννηση

γραμμάτων και τεχνών).

γ΄ απάντηση: Οι Έλληνες, τόσο των παραδοσιακών ελληνικών χωρών όσο και της διασποράς

εισήλθαν στη νέα εποχή την περίοδο του ώριμου Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της κίνησης

για την απελευθέρωση, δηλαδή από τα τέλη του 18ου αι. ως την Επανάσταση. [Ιω. Κολιόπουλος]

Οι υποστηρικτές της άποψης απορρίπτουν τα προηγούμενα επιχειρήματα, ως στοιχεία που δεν

τεκμηριώνουν αλλαγή από μία εποχή σε άλλη, δεν πιστοποιούν μετάβαση από το παλιό στο νέο.

Δεν παρατηρήθηκε απομάκρυνση του ελληνικού κόσμου από το Μεσαίωνα ανάλογη με αυτή

που παρατηρήθηκε στη δυτική Ευρώπη το 15ο αι., οι ελληνικές χώρες εισήλθαν στη νέα εποχή με

καθυστέρηση τριών αιώνων.

i. Η εποχή των αλλαγών στη Δύση δεν είχε το ανάλογό της στις ελληνικές χώρες.

ii. Ο ελληνικός κόσμος υποδουλώθηκε σε έναν κατακτητή με αξίες, πολιτισμό, πολιτική και

κοινωνική οργάνωση αντίθετες προς τις δυτικές.

Page 3: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 3

iii. Στα γράμματα, τις τέχνες, τις επιστήμες, την οργάνωση του δημόσιου βίου παρατηρήθηκε

υποχώρηση. Η κρατική οργάνωση και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν

παρουσίασαν εξέλιξη.

iv. Δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στην ταυτότητα των Ελλήνων που να δικαιολογούν τον όρο

νέα, το καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας παρέμεινε η ορθόδοξη πίστη και οι

χριστιανικές παραδόσεις της Ανατολής τόσο πριν όσο και μετά την Άλωση.

v. Η Άλωση δεν αποτελεί ορόσημο στην πολιτική υπόσταση των Ελλήνων, αφού οι

περισσότερες ελληνικές χώρες είχαν ήδη κατακτηθεί.

Ποια στοιχεία προσδιορίζουν τη νεωτερικότητα;

i. Η εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης, τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας.

ii. Ο αγώνας του 1821 ήταν η πρώτη σοβαρή επανάσταση οργανωμένη από Έλληνες με

στόχο την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων και τη δημιουργία σύγχρονου εθνικού

κράτους.

iii. Ο ορισμός του ελληνικού έθνους με νέα σημασία, ως πολιτική και πολιτιστική κοινότητα,

με βάση νέα κριτήρια σε σχέση με το παρελθόν του και τους σύνοικους λαούς. Η πολιτική

πλευρά, σε συνδυασμό με τη γλώσσα, αποτέλεσε τη δύναμη που αποκόλλησε το

ελληνικό έθνος από τη μεσαιωνική του κατάσταση.

Τι θα απαντούσαμε εμείς;

Βασική τομή στην οθωμανική εξάπλωση, επομένως και στην τύχη του νέου ελληνισμού,

αποτέλεσε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Στη δυτική ιστοριογραφία, μάλιστα, η

Άλωση οριοθετεί σε πολλές περιπτώσεις την αρχή της νεότερης περιόδου ολόκληρης της

ευρωπαϊκής ιστορίας και γι’ αυτό αποδίδεται στο 1453 μεγαλύτερη σημασία σε σύγκριση ακόμη

και με το 1492 (ανακάλυψη της Αμερικής).

Η κατάλυση επομένως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτελεί ανυπέρβλητο όσο και

συμβολικό ορόσημο για το τέλος της βυζαντινής εποχής. Για τον ελληνορθόδοξο κόσμο,

ιδιαίτερα, η Άλωση και όσα επακολούθησαν αποτέλεσαν την πιο κρίσιμη φάση κατά τη

μετάβασή του από τη μεσαιωνική στη νεότερη περίοδο της ιστορίας του.

Όσο διαρκούσε η πολιορκία της βυζαντινής πρωτεύουσας, οι ελπίδες για μια ενδεχόμενη

αναζωπύρωση της αντίστασης κατά της τουρκικής πλημμυρίδας τόνωναν την αντοχή των

χριστιανικών πληθυσμών, ανακόπτοντας κάπως τις τάσεις για έναν άνευ όρων συμβιβασμό,

αλλά ως ένα βαθμό και το κύμα των μαζικών εξισλαμισμών. Μετά την Άλωση και τα κρούσματα

αλλαξοπιστίας πολλαπλασιάστηκαν και οι πιθανότητες ανακοπής της οθωμανικής επέκτασης

προς την Ευρώπη μειώθηκαν.

Με το ίδιο γεγονός επισημοποιήθηκε, κατά κάποιον τρόπο, η απώλεια για τους Έλληνες της

κεντρικής κρατικής εξουσίας και η μεταβίβασή της στους νέους κυρίαρχους. Ο ελληνικός κόσμος

αποκεφαλίστηκε από την πολιτική ηγεσία του.

Η Τουρκοκρατία μπορεί να θεωρηθεί ως το προοίμιο της νέας εποχής, αφού τότε

διαμορφώνονται πολλά από τα στοιχεία του νέου ελληνικού έθνους. Ανήκει στη νεότερη εποχή

ως φάση εκκόλαψής της, ως φάση διεργασιών/γέννησης και ανάδειξης ιδιαίτερων στοιχείων της

ελληνικής αυτοσυνειδησίας κυρίως μέσω της αντιδιαστολής προς τον άλλο/κατακτητή.

Page 4: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 4

Επομένως, το υποκείμενο της νέας ελληνικής ιστορίας είναι αρχικά η κατακτημένη ελληνική

εθνότητα και από το 19ο αι. και ύστερα οι πολίτες του ελληνικού κράτους, το ίδιο το κράτος,

χωρίς να εκφεύγουν από το πεδίο αναφοράς της οι εκτός του ελληνικού κράτους ‘αλύτρωτοι’.

1.2 Η κατάρρευση του Βυζαντίου

Ο θάνατος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μια αργή διαδικασία, η Άλωση ήταν η

ανεπιθύμητη αλλά αναπόδραστη κατάληξή της.

Τι συντέλεσε σ’ αυτήν;

i. Οι θρησκευτικές και πολιτικο-κοινωνικές ανωμαλίες [ενωτικοί-ανθενωτικοί], η ηθική

παρακμή του κράτους. Η ανομία και η διαφθορά των αρχόντων/προνοιαρίων. Ο 14ος αι.

χαρακτηρίστηκε από ενδοδυναστικές έριδες, που συνοδεύονταν από πολιτικές διαμάχες

και εσωτερική αναρχία. Από το 1438 η πολιτική και η εκκλησιαστική αρχή βρίσκονταν σε

διαμάχη. Η πολιτική εξουσία είχε επιλέξει τη συμφιλίωση με τη Δύση –από την οποία

υπολόγιζε βοήθεια− μέσω της ένωσης των Εκκλησιών. Η μεγάλη μερίδα της Ορθόδοξης

Εκκλησίας αντιδρούσε, ενώ δεν έλειπαν και εκείνοι που, αρνούμενοι την προσέγγιση με

τη Δύση, είχαν αρχίσει να προσανατολίζονται προς την προσωρινή –όπως πίστευαν−

συνεργασία με τους Οθωμανούς, τους αναπόφευκτους κατακτητές.

ii. Η ανάμιξη των Οθωμανών στις εσωτερικές βυζαντινές αντιπαλότητες όχι μόνο με τα όπλα

(ως μισθοφόρων των βυζαντινών αυτοκρατόρων) αλλά και μέσω της σύναψης γάμων με

βυζαντινές πριγκίπισσες και μέλη των βυζαντινών αριστοκρατικών οικογενειών.

iii. Η προέλαση των τουρκικών φύλων στη Μ. Ασία (Ματζικέρτ 1071), τον πνεύμονα του

Βυζαντίου, με συμπαγείς ελληνικούς και ορθόδοξους πληθυσμούς, συρρίκνωσε

δραματικά τη βυζαντινή επικράτεια και οδήγησε σε μαζικές εξωμοσίες.

iv. Ο δυναμισμός των Οθωμανών, ως νεαρού φύλου.

v. Οι ειρηνικές ή βίαιες διεισδύσεις αλλοφύλων από το βορρά και την ανατολή.

vi. Η εξουθένωση και δημογραφική συρρίκνωση του πληθυσμού από τις εχθρικές επιδρομές

και τις καταπιέσεις των δυνατών.

vii. Η αδυναμία των βαλκανικών λαών [Σέρβων, Αλβανών, Βουλγάρων] να συμπράξουν προς

αντιμετώπισή τους.

viii. Η πολιτική, θρησκευτική, οικονομική, στρατιωτική αντιπαλότητα με τη Δύση, το μοίρασμα

των βυζαντινών εδαφών υπό ξένους δυνάστες. Οι σχέσεις με τη Δύση κινούνταν σε δύο

πόλους:

α) προσπάθειες για ανακατάληψη και ανασύσταση της αυτοκρατορίας της

Κωνσταντινούπολης και η αντίδραση των Βυζαντινών, που δημιούργησε σχέσεις εχθρικές.

β) προσπάθειες για συνεργασία, που ήταν συνυφασμένες με την ένωση των Εκκλησιών

(Δ. Κυδώνης, Γ. Γεμιστός).

Μετά την Δ΄ Σταυροφορία (1204) και τις καταστροφές που προκάλεσε ήταν δύσκολο

ακόμη και για τους ‘ενωτικούς’ να πείσουν και να πειστούν πως οι δυτικοί ήθελαν τη

συμφιλίωση και όχι την υποταγή. Ήταν το μεγαλύτερο ‘θύμα’ της σταυροφορίας,

αποδυναμώθηκε η θέση τους.

Page 5: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 5

1.3 Η ιδεολογική κληρονομιά του Βυζαντίου

i. Η περιφρόνηση και το μίσος προς την αιρετική και αλαζόνα Δύση. Οι Οθωμανοί είχαν

αποσταλεί από τη Θεία Πρόνοια για να προστατεύσουν τους ορθόδοξους χριστιανούς

από τους ‘λύκους’ της Δύσης, τους ‘αιρετικούς’ Λατίνους.

ii. Η αποδοχή της υποταγής στους Οθωμανούς ως έργο της Θείας Πρόνοιας. Η τουρκική

κατάκτηση ήταν η επιβληθείσα τιμωρία για τις αμαρτίες των βασιλέων της και

ταυτόχρονα το μέσο για τον εξαγνισμό της. Εξάλλου, το ηθικό του λαού το είχε ήδη

υποσκάψει κύκλος ολόκληρος ‘προφητειών’ που προέβλεπε ως αναπότρεπτη την

επικράτηση των Τούρκων∙ χρησμοί και στίχοι σαν τον γνωστό «Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η

Πόλη να τουρκέψη» συναντώνται συχνά στη λαϊκή φιλολογία της εποχής.

iii. Η ανάκτηση της κληρονομιάς του πρώτου βυζαντινού αυτοκράτορα. Η Νέα Ρώμη ανέμενε

τη λύτρωσή της όταν θα έφθανε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτό έδωσε λαβή για τη

γέννηση θρύλων, προφητειών και χρησμών (‘μαρμαρωμένου βασιλιά’ , Κόκκινη Μηλιά,

το ‘ξανθό γένός’ κ.ά.) που ανθούσαν σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι

χρησμολογίες τόνωναν την ενδόμυχη πίστη για μια μελλοντική αποκατάσταση του Γένους

και τροφοδοτούσαν τις ελπίδες για απελευθέρωση.

2. ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

2.1 Η πρόοδος της τουρκικής κατάκτησης (15ος-16ος αι.)

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αποτέλεσε μεγάλη τομή στην ιστορία των οθωμανικών

κατακτήσεων, αλλά δεν ήταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος τους. Με την Άλωση όμως οι όροι τής

αναμέτρησης του χριστιανικού κόσμου με τον μουσουλμανικό αρχίζουν να διαφοροποιούνται:

στο εξής η ευθύνη για την ανακοπή του οθωμανικού επεκτατισμού μετατοπίζεται από το

Βυζάντιο στους ώμους της Δύσης. Οι ίδιοι οι Οθωμανοί, άλλωστε, υποχρέωσαν με τα όπλα τις

ευρωπαϊκές δυνάμεις να συνειδητοποιήσουν το πρόβλημα.

Μέσα σε έναν αιώνα κατάφεραν να αποσπάσουν –και με σχετική ευκολία− όλες σχεδόν τις

φραγκικές κτήσεις της ελληνικής χερσονήσου και του Αιγαίου∙ η κατάκτηση συνεχίστηκε και

μετά, ως το 17ο αι., με την κατάκτηση και των τελευταίων βενετικών κτήσεων (Κύπρος, Κρήτη,

νησιά του Αιγαίου). Τα τρία φρούρια (Σούδα, Σπιναλόγκα, Γραμβούσα) που είχαν απομείνει,

καθώς και η Τήνος, περιήλθαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1715.

Από τον τουρκικό εναγκαλισμό ξέφυγαν μόνο τα νησιά του Ιονίου (με εξαίρεση τη Λευκάδα που,

εκτός από ένα μεσοδιάστημα βενετικής κατοχής, παρέμεινε σταθερά στην οθωμανική

επικράτεια) και μερικά ηπειρωτικά τους εξαρτήματα (Βουθρωτό και Πάργα).

2.1.1 Οι τουρκοβενετικοί πόλεμοι

Μετά την επέκταση των Οθωμανών στις ηπειρωτικές χώρες ήταν φανερό ότι όλες οι κτήσεις των

δυτικών στην ελληνική Ανατολή (κυρίως βενετικές) θα δέχονταν ισχυρή επίθεση ως στρατηγικοί

στόχοι για τους Οθωμανούς: οι Βενετοί επιθυμούσαν πάση θυσία να διατηρήσουν τα κεκτημένα

στην Ανατολή∙ αντιθέτως για τους Οθωμανούς αποτελούσε ανάγκη να απωθήσουν αργά ή

γρήγορα τους ‘Φράγκους’ από τη ΝΑ Ευρώπη, καθώς επιθυμούσαν να αποκαταστήσουν

ομοιογενή πολιτική κυριαρχία στο χώρο, που θα ολοκλήρωνε τη διαδικασία υποκατάστασης της

Page 6: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 6

βυζαντινής εξουσίας. Έπαθλο θα ήταν ο έλεγχος του Αιγαίου και της ελληνικής χερσονήσου, των

εμπορικών δρόμων που βρίσκονταν στα χέρια των Βενετών.

Οι ελληνικοί πληθυσμοί υπέστησαν βαρύτατες απώλειες από την ανάμιξή τους στους πολέμους,

δημογραφικά και πολιτικά:

i. Οθωμανοί και Βενετοί χρησιμοποιούσαν ελληνικές δυνάμεις στις στρατιωτικές

επιχειρήσεις∙ οι δεύτεροι συγκέντρωναν τις μεγαλύτερες από αυτές, καθώς οι Έλληνες

έλπιζαν ότι ήττα των πρώτων πιθανόν να οδηγούσε σε αποχώρησή τους από τον

ελληνικό χώρο.

ii. Μετά το τέλος των συγκρούσεων οι Βενετοί μονίμως εγκατέλειπαν τον ντόπιο πληθυσμό

που συμμετείχε στον πόλεμο, ο οποίος υφίστατο τις συνέπειες. Οι καταστροφές, οι

λεηλασίες, οι βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, η έξαρση της παρανομίας αποτελούσαν

μόνιμο και επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Η κατάληξη ήταν πάντα η επιδείνωση της

θέσης του ελληνισμού και η εδραίωση της πεποίθησης ότι η οθωμανική κυριαρχία δεν

επρόκειτο να αποτιναχθεί.

Α΄ Τουρκοβενετικός πόλεμος (1463-1479)

Θέατρο του πολέμου ήταν κυρίως η πελοποννησιακή ύπαιθρος, που τη λεηλάτησαν άγρια και οι

δύο πλευρές, το Αιγαίο και οι ακτές της ανατολικής και νότιας Μικράς Ασίας.

Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε το 1479: απώλεια της Λήμνου και της Εύβοιας. Βαριές

συνέπειες, σφαγές, αιχμαλωσίες, καταστροφές της υπαίθρου, επιδείνωση της αγροτικής

παραγωγής, πάγωμα των εμπορικών ανταλλαγών, βίαιες μετακινήσεις, εκπατρισμοί,

εξισλαμισμοί.

Β΄ Τουρκοβενετικός πόλεμος (1499-1503)

Απώλεια Ναυπάκτου, Μεθώνης, Κορώνης και Πύλου. Για τους Οθωμανούς η ειρήνη του 1503

επισημοποίησε την οριστική επικράτησή τους στη νότια Βαλκανική και γενικότερα στην

ανατολική Μεσόγειο. Ήταν επίσης η επιβεβαίωση της ναυτικής τους υπεροχής, που τους

επέτρεψε στη συνέχεια να επεκτείνουν τις κατακτήσεις τους στην Εγγύς Ανατολή και τη βόρεια

Αφρική.

Η επικράτηση στην Πελοπόννησο ήταν τραγική για τον ελληνισμό: νέα δημογραφική

καταστροφή, πλήρης αποκοπή από τη Δύση με την αποχώρηση των Βενετών από τον ηπειρωτικό

κορμό, οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση.

Γ΄ Τουρκοβενετικός πόλεμος (1537-1540)

Απώλεια Ναυπλίου και Μονεμβασιάς, των τελευταίων βενετικών κτήσεων στην Πελοπόννησο,

και των νησιών των Βόρειων Σποράδων και των Κυκλάδων. Υπό λατινική κυριαρχία έμεναν

ελάχιστα νησιά (Κύπρος και Ιόνια νησιά υπό βενετική κυριαρχία και Χίος υπό γενουατική,

καταλήθφηκε όμως το 1566).

Χιλιάδες Έλληνες εγκατέλειψαν τις δύο πόλεις για την Ιταλία, το Ιόνιο και την Κρήτη.

Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (7-10-1571)

Παρά τη νίκη των Βενετών, οι απώλειες ήταν τεράστιες. 10.000 περίπου Έλληνες κωπηλάτες

πέρασαν με 117 τουρκικές γαλέρες στα χέρια των δυτικών συμμάχων.

Page 7: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 7

Η νίκη πανηγυρίστηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, σύγχρονοι παρατηρητές των γεγονότων την

χαρακτήρισαν ως αφορμή να διαλυθεί η ιδέα που είχε ο χριστιανικός κόσμος για το αήττητο των

Τούρκων στη θάλασσα.

Παρόλη τη σημασία της, η ναυμαχία δεν αξιοποιήθηκε τελικά από τους νικητές∙ έμεινε ‘νίκη

χωρίς αύριο’, αφού δεν οδήγησε σε μακρόχρονη επικράτηση των δυτικών επί των Οθωμανών

στην ανατολική Μεσόγειο. Πραγματοποιήθηκαν κάποιες απρογραμμάτιστες επιχειρήσεις στη

Θεσπρωτία και τη Χιμάρα, ενώ απέτυχε και η ναυτική εκστρατεία στο νότιο Ιόνιο (φθινόπωρο

1572). Η Βενετία, εξουθενωμένη από την οικονομική αιμορραγία που της προκαλούσαν οι

πολεμικές συγκρούσεις στην ελληνική χερσόνησο, επιζητούσε πια την ειρήνη.

Από τις σοβαρότερες συνέπειες υπήρξε η υπογραφή της συνθήκης του 1573: οριστική απώλεια

της Κύπρου. Έκτοτε οι Βενετοί εκτοπίστηκαν από τους εμπορικούς δρόμους της ανατολικής

Μεσογείου και έχασαν τη συμπάθεια των ελληνικών πληθυσμών.

2.2 Συνέπειες

Η αλλαγή κυρίαρχου και η μακρά διαδικασία επέκτασης του εξωτερικού οθωμανικού συνόρου

επέφεραν μεταβολές και τομές σε πολλά επίπεδα, κοινωνικά, πολιτισμικά, δημογραφικά.

i. Με τη σταδιακή ενσωμάτωση των ποικίλων ελληνικών κρατιδίων και των φραγκικών

κτήσεων, που είχαν δημιουργηθεί μετά το τέλος της Δ΄ Σταυροφορίας, επιτεύχθηκε η

πολιτική και οικονομική ενοποίηση των άλλοτε κατακερματισμένων εδαφών της

βυζαντινής επικράτειας. Έτσι, ο ελληνικός κόσμος ανέκτησε τη γεωγραφικο-πολιτική

ενότητά του με τη συμβίωση όλων των χωρισμένων τμημάτων του υπό ενιαία πολιτική

κυριαρχία, έστω και αλλόθρησκη ή εχθρική.

ii. Φυγή των λογίων προς τη Δύση που μπαίνει ήδη στην Αναγέννηση (Μ. Χρυσολωράς, Γ.

Γεμιστός, επ. Βησσαρίων, Λ. Χαλκοκονδύλης, Ιαν. Λάσκαρις). Το φαινόμενο ευνόησε, από

το ένα μέρος, τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων εκεί, απορφάνισε ωστόσο τον

ελληνορθόδοξο κόσμο από την πνευματική του ηγεσία.

iii. Πλήρης εκμηδένιση της βυζαντινής αριστοκρατίας, γεγονός που απάλλαξε τον

νεοελληνικό κόσμο από τη βαθιά ταξική διαίρεση των δυτικών κοινωνιών. Σε συνδυασμό

με τη φυγή προς τη Δύση και τον εξισλαμισμό ή την εξόντωση των αυτοκρατορικών και

αριστοκρατικών οίκων του Βυζαντίου, μπορεί να ερμηνεύσει την πλήρη έλλειψη της

‘ευγένειας’ και των δυναστικών παραδόσεων από τη νεότερη ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό

και η μοναρχία στην Ελλάδα ήταν πάντα θεσμός που επιβλήθηκε από έξω, χωρίς ρίζες.

iv. Μαζικές εγκαταστάσεις μουσουλμανικών πληθυσμών σε πεδινές και εύφορες περιοχές,

κυρίως στη Θεσσαλία και την κεντρική Μακεδονία. Οι εγκαταστάσεις των νεήλυδων δεν

γίνονταν αποκλειστικά στην ύπαιθρο∙ οι πόλεις που κατακτήθηκαν αναβαθμίζονταν

στρατιωτικά, διοικητικά και οικονομικά.

v. Συρρίκνωση του χριστιανικού/ελληνικού πληθυσμού, αλλαγή των δημογραφικών και

οικονομικο-κοινωνικών δεδομένων. Παλιές και ιστορικές πόλεις εξέπεσαν σε χωριά

(Μυστράς, Αθήνα), άλλες δημιουργήθηκαν από την αρχή (Γιαννιτσά), άλλες ερημώθηκαν

και εξαφανίστηκαν. Πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να αλλάξουν επάγγελμα. Ορεινές

και άγονες περιοχές, που ως τότε ήταν αραιοκατοικημένες, γέμισαν χριστιανικά χωριά και

κωμοπόλεις (στη Μάνη, την οροσειρά της Πίνδου, την κεντρική Στερεά Ελλάδα, τη δυτική

Μακεδονία).

Page 8: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 8

vi. Αλλαγή της πολιτισμικής φυσιογνωμίας του γεωγραφικού χώρου, κυρίως στις πόλεις: νέα

λατρευτικά εγκαθιδρύματα, αγορές (μπεζεστένια, παζάρια), τεκέδες, λουτρά κ.λπ.

2.3 Το οθωμανικό κράτος

Για τους Οθωμανούς, οι πρώτοι αιώνες της κυριαρχίας τους στις ελληνικές χώρες και ιδιαίτερα ο

15ος και ο 16ος, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η ‘χρυσή περίοδος’ της ιστορίας τους.

Η Άλωση αποτέλεσε τη νομιμοποίηση της επικράτησής τους σε βάρος του Βυζαντίου,

εξυπηρετούσε τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Μωάμεθ Β΄, το κύρος του οποίου ως Πορθητή

ακύρωνε τις αντιδράσεις των φανατικών της αυλής του. Αυτό που επιδιώχθηκε ήταν αφενός η

θεμελίωση της εικόνας της συνέχειας, αλλά και η εμβάθυνση του χάσματος και της καχυποψίας

προς τη Δύση. Επιπλέον, ο σουλτάνος απέκτησε μια πρωτεύουσα με παγκόσμια ακτινοβολία και

μοναδική στρατηγική και πολιτική σημασία.

Η ολοκλήρωση της κατάκτησης δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη σταθεροποίηση του

κράτους. Η σταδιακή ενσωμάτωση των βενετοκρατούμενων περιοχών, η επέκταση ως το

Δούναβη, η παγίωση της κατάκτησης στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή εξασφάλισαν τη

γεωγραφική και πολιτική ενότητα.

Πέρα από το στρατιωτικό πεδίο, την ίδια εποχή οι Οθωμανοί σημειώνουν και διπλωματικές

επιτυχίες: Στα 1535, με την υπογραφή των Διομολογήσεων κατορθώνουν να εξασφαλίσουν τη

συμμαχία της Γαλλίας στην αναμέτρησή τους με τους Αψβούργους, γεγονός που είχε σοβαρές

συνέπειες στην ιστορία της ανατολικής Μεσογείου, αφού άνοιγε το δρόμο στην ανάπτυξη

εμπορικών και πολιτικών σχέσεων των ενδιαφερόμενων ευρωπαϊκών δυνάμεων με την υπό

οθωμανική κυριαρχία Ανατολή.

Από οικονομική άποψη, ο έλεγχος των Στενών και των παραγωγικότερων περιοχών της

ανατολικής Μεσογείου έδωσε τη δυνατότητα στους Οθωμανούς να εκμεταλλευτούν αστείρευτες

πηγές αγαθών και ανθρώπινου δυναμικού.

2.3.1 Η οργάνωση του κράτους

Βασικό χαρακτηριστικό της οθωμανικής διοίκησης ήταν η στρατιωτική δομή της. Η οικοδόμηση,

η εξάπλωση και η διατήρηση της αυτοκρατορίας στηρίζονταν στους μηχανισμούς του πολέμου

και στη στρατοκρατική οργάνωση του κράτους. Γι’ αυτό και οι προσβάσεις στην εξουσία

περνούσαν μόνο μέσω της στρατιωτικής υπηρεσίας, η οποία ήταν αποκλειστικό προνόμιο των

μουσουλμάνων και των αρνησίθρησκων. Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα του αποκλεισμού των μη

μουσουλμάνων ήταν σποραδικές∙ αφορούσαν μερικές βυζαντινές οικογένειες τιμαριούχων

(προνοιάριοι) που συστρατεύονταν με τους Οθωμανούς, αρχικά ως χριστιανοί και αργότερα ως

εξισλαμισμένοι σπαχήδες (sipâhiler) ή ως απλοί πολεμιστές με στόχο τη διασφάλιση της εγγείου

περιουσίας τους.

Η επαγγελματική ενασχόληση με τη βιοτεχνία ή το εμπόριο θεωρούνταν υποτιμητική,

προορισμένη για τους υποταγμένους λαούς, τους ‘απίστους’. Μόνο η ενασχόληση με τη γεωργία

ήταν αποδεκτή για τις κατώτερες τάξεις. Τα δεδομένα αυτά αποτέλεσαν πάγιο χαρακτηριστικό

της οθωμανικής κοινωνίας και μπορούν να ερμηνεύσουν τη μικρή συμμετοχή των

μουσουλμανικών κυρίαρχων τάξεων σε σημαντικούς κλάδους της παραγωγής, της μεταποίησης

και της εμπορίας των αγαθών.

Page 9: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 9

Ιεραρχία

Σουλτάνος [περσ. πατισάχ]: ήταν ο ανώτατος θρησκευτικός, πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης.

Θεωρητικά η εξουσία του ήταν απεριόριστη, τα φιρμάνια του είχαν θέση νόμου του κράτους. Σ’

αυτόν ανήκε η γη και όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας. Διόριζε το Μεγάλο Βεζίρη.

Μέγας Βεζίρης: αρχικά ο ανώτατος διοικητής του στρατού, είχε υπό τον έλεγχό του τη

διακυβέρνηση του κράτους και τους διορισμούς αξιωματούχων στην κεντρική και επαρχιακή

διοίκηση, αντιπρόσωπος του σουλτάνου σε ζητήματα δικαίου και εντεταλμένος για την τήρηση

της τάξης στην πρωτεύουσα. Οι εκτεταμένες αρμοδιότητές του καθιστούσαν καίρια τη θέση

αυτή.

Γαζής (gâzi): γενναίος πολεμιστής του Ισλάμ, ιδιότητα που μπορούσε να έχει μόνο ένας άρρενας

μουσουλμάνος και, εκτός από τη δόξα, του εξασφάλιζε συμμετοχή στα υλικά κέρδη των

πολέμων.

Ακολουθούσαν οι κατώτεροι τοπικοί αξιωματούχοι και το ιερατείο, με σημαντικότερους τους

ουλεμάδες (ulemâ), τους επίσημους ερμηνευτές του μουσουλμανικού κανονικού δικαίου.

Διοικητική διάρθρωση

Εγιαλέτ (eyâlet): μεγάλο γεωγραφικό διαμέρισμα με ανώτατο διοικητή τον μπεηλέρ-μπεη

(beylerbeyi). Ως την Άλωση υπήραν δύο εγιαλέτια, του ευρωπαϊκού (Rumeli) και του ασιατικού

(Anadolu) τμήματος. Οι χώρες που κατακτήθηκαν αργότερα αποτέλεσαν νέα εγιαλέτια και

ονομάστηκαν πλέον βιλαέτια (vilayet) με διοικητή τον βαλή (vali).

Σαντζάκι (αργότερα και πασαλίκι): διοικητική υποδιαίρεση του εγιαλέτ∙ μεγάλη περιφέρεια με

διοικητή τον σαντζάκ-μπεη (sancakbeyiler−τίτλος που συνοδευόταν από το προσωνύμιο πασάς).

Μετά την κατάκτηση μιας περιοχής ο σουλτάνος διόριζε διοικητή της τον σαντζάκ-μπεη με

εξουσία που απέρρεε κατευθείαν από τον ίδιο. Στις παραμονές του 1821 τα σαντζάκια ήταν 163

περίπου.

Καζάς (kaza): υποδιαίρεση του σαντζακιού∙ ήταν διοικητική μονάδα αποτελούμενη από μία πόλη

και τα γύρω χωριά, μια επαρχία. Ανώτατος αξιωματούχος ο σούμπασης (subaşilar) ή βοεβόδας

(από το 17ο αι.), που προερχόταν από τον στρατιωτικό τιμαριωτισμό.

Η φύση της οθωμανικής διακυβέρνησης ήταν προσωποπαγής και αποκεντρωμένη, ποίκιλλε κατά

περιοχές και ανάλογα με τις επιλογές κάθε σουλτάνου ή τοπικού άρχοντα. Από το β΄μισό του

18ου αι., επειδή η κεντρική διοίκηση ήταν ανίσχυρη, δινόταν η ευκαιρία σε τοπικούς παράγοντες

και ηγεμόνες να παίξουν σημαντικό ρόλο.

Στα τέλη του 16ου αι. η αυτοκρατορία αριθμούσε περίπου 16 εκατομμύρια.

2.3.2 Η θέση των υπηκόων

Σε αντίθεση με τους Οθωμανούς, οι πρώτοι αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας χαρακτηρίζονται ως

‘σκοτεινοί’ για τους υποταγμένους χριστιανικούς λαούς.

Σύμφωνα με τη βασική αρχή της ισλαμικής παράδοσης, οι δύο μεγάλες διακρίσεις στους

πληθυσμούς της αυτοκρατορίας ήταν:

i. ανάμεσα στους στρατιωτικούς και διοικητικούς υπαλλήλους (askerî) και όλους τους

υπόλοιπους αγρότες, τεχνίτες και εμπόρους (reâya), δηλαδή τους φορολογούμενους, που

Page 10: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 10

πραγματοποιούσαν την παραγωγή και κατέβαλλαν τους φόρους με τους οποίους

συντηρούνταν ο στρατιωτικός και γραφειοκρατικός μηχανισμός και το ιερατείο∙

ii. ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους (=υποταγμένους λαούς ή

τζιμμήδες/zimmi ή dhimmî).

Οι λαοί της Βίβλου (χριστιανοί και εβραίοι) μπορούσαν να συνάψουν ένα είδος ‘εθιμικής’

συνθήκης (dimma) με τους μωαμεθανούς, με την οποία εξαγόραζαν τη ζωή τους και κάποιες

βασικές ελευθερίες έναντι ποικίλων υποχρεώσεων, βασικότερη από τις οποίες ήταν η καταβολή

του φόρου υποτέλειας. Η συνθήκη ίσχυε θεωρητικά επ’ άπειρον και καταλυόταν μόνο όταν οι

άπιστοι, είτε ως άτομα είτε ως κοινότητα, έπαυαν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.

Βάσει της συνθήκης, ο ηγεμόνας εγγυόταν:

i. τη ζωή του τζιμμή

ii. την ατομική ελευθερία με περιορισμούς που αφορούσαν τον τόπο εγκατάστασης, τη

μετακίνηση και την αμφίεση [δεν μπορούσαν να οπλοφορούν, να ιππεύουν, να ντύνονται

με ακριβά ρούχα και υφάσματα, να φοράνε κίτρινα παπούτσια κ.λπ.]

iii. την οικονομική ελευθερία, υπό περιορισμούς σχετικούς με τη φορολογία

iv. η θρησκεία των απίστων δεν ήταν ελεύθερη, ήταν απλώς ανεκτή. Θεωρητικά

απαγορεύονταν οι βίαιοι εξισλαμισμοί, επιτρέπονταν μόνο με άλλα μέσα. Όταν

εξισλαμιζόταν ένας χριστιανός, συνήθως οι οθωμανικές αρχές τον επιβράβευαν, αλλά

ποτέ δεν μπορούσε να ξαναγίνει χριστιανός. Επίσης, η ανέγερση εκκλησιών σε μεγάλες

πόλεις απαγορευόταν, οι χριστιανοί ήταν υποχρεωμένοι να μην τελούν δημόσια τη

λατρεία τους, να μην κτυπούν τις καμπάνες, να μην οργανώνουν δημόσιες λιτανείες των

Βαΐων και το Πάσχα. Οι μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι ναοί μετατράπηκαν σε τζαμιά

v. η συμμετοχή τους στο δημόσιο βίο ήταν περιορισμένη, δεν έπαιρναν διοικητικά

αξιώματα, δεν είχαν πρόσβαση στο στρατό, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε

βοηθητικές εργασίες ως υπηρέτες ή εργάτες

Γενικά, οι τζιμμήδες (αργότερα ραγιάδες) ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δεν ήταν ίσοι με

τους μουσουλμάνους, ήταν καταδικασμένοι σε κοινωνική ανισότητα όσο κι αν προόδευαν

ατομικά ή υλικά. Η υποβάθμιση ατονούσε συχνά στην καθημερινότητα, αλλά δεν έπαυε να είναι

ευκρινής σε εκδηλώσεις του δημόσιου βίου.

Πρόσθετη, και η πιο σκληρή, υποχρέωση που αφορούσε τους υπόδουλους ήταν το παιδομάζωμα

(devşirme), αρχικά τακτική (κάθε 3-7 χρόνια) και από τα μέσα του 17ου αι. περιστασιακή

υποχρεωτική στρατολόγηση αγοριών ηλικίας 8-15 ετών, κατά κανόνα από αγροτικές χριστιανικές

οικογένειες. Αφού εξισλαμίζονταν, τα αγόρια κατατάσσονταν υποχρεωτικά στα επίλεκτα

στρατιωτικά σώματα των γενιτσάρων ή στην αυλή των σουλτάνων. Για τους Οθωμανούς

κυρίαρχους το παιδομάζωμα υπηρετούσε διπλό σκοπό:

i. ανανέωνε το ανθρώπινο υλικό των στρατιωτικών δυνάμεων∙ οι γενίτσαροι αποτελούσαν

ως το 17ο αι. το πιο αξιόμαχο τμήμα του οθωμανικού στρατού

ii. διασπούσε και αποδυνάμωνε το αντίπαλο χριστιανικό στοιχείο

Για τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό, όμως, συνιστούσε όχι μόνο δημογραφική αιμορραγία, αλλά

και χαίνουσα ηθική πληγή που προκαλούσε ταπείνωση και δυστυχία.

Υποχρέωση επίσης των νησιωτών Ελλήνων και των κατοίκων των παραλίων ήταν να προσφέρουν

σε περιοδικές ναυτολογίες ανθρώπους για την επάνδρωση του οθωμανικού στόλου. Οι άνδρες

Page 11: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 11

αυτοί (λεβέντες) χρησιμοποιούνταν, τουλάχιστον ως το 17ο αι., ως κωπηλάτες στις γαλέρες υπό

συνθήκες που ισοδυναμούσαν με αργό θάνατο.

Τέλος, όσοι από τους κατοίκους και τις κοινωνικές ομάδες που συναντούσαν οι Οθωμανοί κατά

την επέκτασή τους δέχονταν με τη θέλησή τους να υπαχθούν στη νέα κυριαρχία, εξασφάλιζαν

υποφερτές συνθήκες τοπικής αυτονομίας και, υπό όρους, δικαιώματα γαιοκτησίας και

γαιοπροσόδων (Ιωάννινα, μοναστήρια Αγίου Όρους).

Στην οθωμανική επικράτεια ο σεβασμός των δικαιωμάτων των χριστιανών υπηκόων αποτελούσε

υποχρέωση των κατά τόπους ιεροδικαστών (kadî) και των στρατιωτικών διοικητών, υποχρέωση

που δεν ήταν πάντοτε δεδομένη. Στο ερώτημα αν οι Οθωμανοί εφάρμοσαν πιστά τις αρχές και

τις διατάξεις του ιερού νόμου (seriât), δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Οι γενικεύσεις είναι

παρακινδυνευμένες.

i. Τα προνόμια στηρίζονταν σε μονόπλευρη παραχώρηση, ανακλητή κάθε στιγμή με το

πρόσχημα ότι παραβιάστηκε η συνθήκη∙ όσοι τα παραχωρούσαν ή οι διάδοχοί τους δεν

δίσταζαν να τα ανακαλέσουν ανάλογα με τις εκάστοτε σκοπιμότητες.

ii. Η κατάκτηση Συρίας και Αιγύπτου (αρχές 16ου αι.) αποτέλεσε σημαντική καμπή για τη

θέση των ορθόδοξων, αφού σήμανε εδραίωση του κράτους, ενσωμάτωση μεγάλου

αριθμού μουσουλμάνων και σκλήρυνση της στάσης των σουλτάνων. Το χάσμα πιστών-

απίστων διευρύνθηκε (πολιτικές και οικονομικές καταπιέσεις, υπεροψία και

περιφρονητική συμπεριφορά των Οθωμανών). Ωστόσο, αυτό συνέβαλε και στην

αποτροπή της αφομοίωσης και της εθνικής αποσύνθεσης των κατακτημένων.

2.3.3 Οικονομικές συνθήκες

2.3.3.1 Σύστημα ιδιοκτησίας της γης

Η γη ανήκε θεωρητικά στο σουλτάνο (miri=ηγεμονική), την εκχωρούσε μετά από κάθε κατάκτηση

σε ιππείς, μουσουλμάνους πολεμιστές (σπαχήδες) για να τη νέμονται ή σε θρησκευτικά

ιδρύματα (βακούφια).

Τα κτήματα διακρίνονταν ανάλογα με τα εισοδήματά τους σε:

i. τιμάρια, με ετήσιο εισόδημα 2-20.000 άσπρα (akçe)

ii. ζιαμέτια (zeâmet), με ετήσιο εισόδημα ως 100 χιλ. άσπρα

iii. χάσια, ήταν τα μεγαλύτερα συνήθως σουλτανικά κτήματα∙ ο σουλτάνος τα παραχωρούσε

προς εκμετάλλευση είτε σε μέλη της οικογένειάς του είτε σε υψηλόβαθμους

αξιωματούχους

Τα τιμάρια αρχικά ήταν ανακλητά∙ οι τιμαριούχοι, μολονότι φέρονταν ως κύριοι νομείς της γης,

δεν ήταν ιδιοκτήτες της. Με κάθε αλλαγή σουλτάνου έπρεπε να νομιμοποιήσουν τα

παραχωρητήριά τους, εφόσον ανταποκρίνονταν στα καθήκοντά τους. Είχαν μόνο δικαίωμα και

υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης των φόρων στο δημόσιο ταμείο. Αργότερα έγιναν

κληρονομικά.

Υπήρχαν και περιπτώσεις απόλυτης κυριότητας, τα μούλκια και τα κοινοτικά κτήματα (σπίτια,

δέντρα, αμπέλια, κήποι).

Ιδανική καλλιεργητική μονάδα ήταν το ‘ζευγάρι’ (çift): μια έκταση γης, η οποία καλλιεργούμενη

από ένα ζεύγος βοδιών μπορούσε να θρέψει μια οικογένεια καλλιεργητών και να εξασφαλίσει

Page 12: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 12

σπόρο για την επόμενη χρονιά. Η έκτασή της ποίκιλλε ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους και

τις τοπικές προ-οθωμανικές συνήθειες.

Αργότερα (17ος αι.) και με διάφορους τρόπους επεκτάθηκε η μεγάλη ιδιοκτησία (çiftlik) σε

βάρος του τιμαριωτικού συστήματος. Ενώ δηλαδή ο σουλτάνος εξακολουθούσε να έχει την ψιλή

κυριότητα των γαιών, αυτές παραχωρούνταν πλέον σε διάφορους ευνοούμενους της αυλής και

όχι αποκλειστικά σε σπαχήδες. Εμφανίστηκε έτσι μια νέα τάξη γαιοκτημόνων, των τσιφλικούχων,

αλλαγή που υπήρξε εξουθενωτική για τους καλλιεργητές, αφού έχαναν κάθε προστατευτικό

πλαίσιο εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας. Ιδιοκτήτες ήταν πρωτίστως Οθωμανοί. Σ’ αυτά πολλές

φορές υπάχθηκαν και ολόκληρες οικιστικές μονάδες λόγω της υπερχρέωσής τους. Σε ορισμένες

ακραίες περιπτώσεις μεγάλες μάζες αγροτών μετατρέπονταν σε δουλοπάροικους εκτεθειμένους

σε μια ανεξέλεγκτη γαιοκτησία. Τέτοια τσιφλίκια έκαναν την εμφάνισή τους κυρίως στις

πεδιάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

2.3.3.2 Παραγωγοί και παραγωγή

Η μεγάλη μάζα των υπηκόων περιλάμβανε:

i. Ελεύθερους γεωργούς, που ήταν υποχρεωμένοι να καλλιεργούν τη γη που τους

αναλογούσε ως χρησικτησία (tassaruf) και να αποδίδουν τους φόρους. Εξαρτώνταν από

τους τιμαριούχους, ενώ η μετακίνησή τους απαγορευόταν.

ii. Δουλοπάροικους, προερχόμενους από αιχμαλώτους πολέμου ή χριστιανικούς

πληθυσμούς βίαια εκτοπισμένους, εργάζονταν στα κτήματα του σουλτάνου ή των

τιμαριούχων.

iii. Δούλους, στην απόλυτη διάθεση των κυρίων τους, χωρίς κανένα δικαίωμα. Εργάζονταν

στους αγρούς, τις βοσκές, τις καλλιέργειες, στα σουλτανικά κτήματα.

iv. Κτηνοτρόφους, κατά κανόνα νομάδες, υποχρεωμένους να μετακινούνται εποχιακά

ακολουθώντας τα κοπάδια.

v. Βιοτέχνες, χριστιανούς, εβραίους και λιγότερους μουσουλμάνους, στις πόλεις και τα

χωριά. Συνήθως ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες (εσνάφια), με κοινά οικονομικά

συμφέροντα. Πολλοί ταυτόχρονα εμπορεύονταν τα προϊόντα τους.

vi. Εμπόρους, που αναπτύσσονται ιδιαίτερα από το 15ο αι. με αφορμή την άφιξη των

εβραίων από τη δυτική Ευρώπη, οι οποίοι φέρνουν κεφάλαια και εξελίσσονται σε

οικονομική δύναμη της αυτοκρατορίας.

vii. Ναυτικούς και αλιείς, κυρίως στα νησιά, άλλοτε στην υπηρεσία του οθωμανικού στόλου,

άλλοτε σε εμπορικές ή αλιευτικές ασχολίες.

viii. Αγωγιάτες, οι οποίοι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη χερσαία μεταφορά τροφίμων

και εμπορευμάτων, αλλά και ειδήσεων και νέων ιδεών. Κάθε ομάδα που εξαρτιόταν

οικονομικά από αυτούς φρόντιζε να διατηρεί καλές σχέσεις μαζί τους.

Η παραγωγική βάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αγροτική και κατά δεύτερο λόγο

κτηνοτροφική και βιοτεχνική.

Ένα τμήμα των προϊόντων, πρωτίστως των δημητριακών, κατανάλωναν οι ίδιοι οι χωρικοί, ένα

άλλο το πουλούσαν για να εξασφαλίσουν χρήματα για την πληρωμή του φόρου ή το έπαιρνε ο

γαιοκτήμονας/τιμαριούχος και ό,τι απέμενε το εμπορεύονταν συνήθως στην πιο κοντική πόλη,

μαζί με το μερίδιο του τιμαριούχου. Υπήρχαν και ποσότητες δημητριακών που αγόραζε

Page 13: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 13

υποχρεωτικά το κράτος σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς, για τον εφοδιασμό του στρατού και

της πρωτεύουσας. Το ίδιο συνέβαινε και με ένα τμήμα της κτηνοτροφικής παραγωγής.

Προϊόντα: σιτηρά, λάδι, κρασί, κηπευτικά, αραβόσιτος, σταφίδα∙ ο καπνός και το βαμβάκι ήταν

κυρίως εμπορευματικές καλλιέργειες, προορίζονταν για το εξωτερικό, απέφεραν μεγαλύτερο

εισόδημα στον καλλιεργητή.

Οι πληροφορίες σχετικά με την κτηνοτροφία και τους κτηνοτρόφους είναι λιγότερες.

Καταλάμβανε, όμως, σημαντική θέση στην κοινοτική ζωή, μπορούσε να γίνει διέξοδος όταν η

παραγωγή βρισκόταν στο έλεος των καιρικών συνθηκών. Συνέβαλλε επίσης στον εκχρηματισμό

της οικονομίας, αφού η παραγωγή κατευθυνόταν στο εμπόριο.

Η κτηνοτροφία μπορούσε να ασκείται στο πλαίσιο του χωριού, τα απαραίτητα οικόσιτα ζώα που

είχε κάθε οικογένεια. Κυριαρχούσαν αιγοπρόβατα και χοίροι. Οι πραγματικοί κτηνοτρόφοι,

όμως, έπρεπε να μετακινούνται από την πεδιάδα το χειμώνα στο βουνό το καλοκαίρι,

ακολουθώντας συνήθως προκαθορισμένες πορείες, κατά μήκος των ποταμών. Κατά τις

μετακινήσεις πολλά κοπάδια συνενώνονταν σε ένα τσελιγκάτο.

Οι κτηνοτρόφοι ήταν είτε πραγματικοί νομάδες που έμεναν σε καλύβες που κατασκεύαζαν οι

ίδιοι (Σαρακατσάνοι), είτε είχαν μόνιμη κατοικία στα ορεινά και έμεναν σε καλύβες όταν

κατέβαιναν στις πεδιάδες, στα τέλη Οκτωβρίου (Αγ. Δημητρίου). Σ’ αυτήν την περίπτωση πολλοί

έμεναν πίσω και ασχολούνταν με τις καλλιέργειες. Αυτό συνεπαγόταν διάσπαρτες εγκαταστάσεις

και άστατο τρόπο ζωής, μια κοινωνία ξένη και εχθρική προς τα αστικά κέντρα. Αυτή η μορφή

κοινωνικής οργάνωσης ευνοούσε τη ζωοκλοπή, τη ληστεία και την οπλοφορία, που με τη σειρά

τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη της στρατιωτικής τάξης (κλέφτες, καπετάνιοι, αρματολοί).

Κατεξοχήν εστία των ποιμενικών οικογενειών ήταν τα βουνά της Πίνδου, της Μακεδονίας και της

Ρούμελης και οι πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας, της Άρτας, της Αιτωλίας, της Φθιώτιδας και της

Πιερίας.

Τα βιοτεχνικά προϊόντα που είχαν ανάγκη οι χωρικοί τα κατασκεύαζαν μόνοι τους ή τα

παράγγελναν στους τεχνίτες της περιοχής. Τα ρούχα κατασκευάζονταν στο σπίτι, η οικοτεχνία

ήταν ο κύριος τρόπος κάλυψης των οικογενειακών αναγκών. Σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα

προϊόντα γίνονταν αντικείμενο εμπορίου στις κοντινές πόλεις.

Στις πόλεις τα επαγγέλματα λειτουργούσαν μέσα στα πλαίσια των συντεχνιών, όπου έπαιξαν

κεντρικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή (16ος-19ος αι.). Στόχος ήταν να ελέγχεται η

παραγωγή ώστε να επιτυγχάνεται σταθερή τιμή και να αποτρέπεται η κερδοσκοπία και ο

ανταγωνισμός, να εξασφαλίζεται η κάλυψη των αναγκών της αγοράς και να προασπίζει τους

όρους εργασίας.

Οι συντεχνίες είχαν εσωτερική ιεραρχία, που κλιμακωνόταν: από το μαθητευόμενο τεχνίτη

(τσιράκι), στον ειδικευμένο τεχνίτη (κάλφα) και στον κύριο του εργαστηρίου (μάστορα). Υπήρχε

και εκπρόσωπος για τις εξωτερικές υποθέσεις.

Σε ένα τέτοιο αγροτικό οικονομικό σύστημα, οι κρίσεις μπορούσαν να προκληθούν από:

i. Την αποτυχία της σοδειάς λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Ήταν συχνές, αλλά συνήθως

τοπικές, έπλητταν περισσότερο τους ανθρώπους της υπαίθρου που δεν μπορούσαν να

αποθηκεύουν τρόφιμα. Σ’ αυτές τις περιπώσεις δεν έλειπαν οι θάνατοι από την πείνα.

Page 14: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 14

ii. Την αύξηση του μέρους της παραγωγής που αποσπούσε το κράτος ως φόρο.

iii. Τη γενίκευση της μεγάλης ιδιοκτησίας, που αύξαινε το μερίδιο της παραγωγής που

πήγαινε στις πόλεις ως εμπόρευμα. Το στοιχείο αυτό ενίσχυσε τα αστικά επαγγέλματα

από το 17ο-18ο αι., αλλά οδήγησε σε ερήμωση της υπαίθρου. Οι τοπικοί αξιωματούχοι

οικειοποιούνταν αυθαίρετα τις εγκαταλελειμμένες γαίες, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο

τις ιδιοκτησίες τους, ή εξαγόραζαν υπερχρεωμένες γαίες, ακόμη και χωριά.

2.3.3.3 Φορολογία

Οι φορολογικές διατάξεις του ιερού νόμου προστέθηκαν ή συνδυάστηκαν με το σύνολο των

παλαιών υποχρεώσεων των χριστιανών, το οποίο εμπλουτίστηκε και με έκτακτους φόρους

τουρκικής έμπνευσης.

Η φορολογία, σε χρήμα και είδος, ήταν γενικά το σύστημα μέσα από το οποίο ο Οθωμανός

κυρίαρχος (σουλτάνος) ιδιοποιούνταν το δικαίωμα συμμετοχής του στην παραγωγή που

πραγματοποιούνταν στις γαίες που του ανήκαν∙ όχι μόνο στην αγροτική ή κτηνοτροφική

παραγωγή, αλλά και σε όλες τις οικονομικές δοσοληψίες είτε αφορούσαν την αγορά είτε τη

διακίνηση των αγαθών [αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, εμπορεύματα βιοτεχνικής

προέλευσης].

Ο υπολογισμός του φόρου επί της γεωργικής παραγωγής γινόταν με βάση τα κτηματολόγια του

κράτους και κυμαινόταν ανάλογα με την περιοχή και τη γονιμότητα του εδάφους. Οι γεωργοί

έπρεπε να παραδίδουν στους κυρίους τους σε είδος τη δεκάτη από την παραγωγή της γης

(δημητριακά, οπωρικά, λαχανικά), οι δε χριστιανοί μεγαλύτερο μέρος. Οι φόροι αυτοί

πληρώνονταν στον τιμαριούχο όταν επρόκειτο για τιμαριωτικές γαίες ή στους διαχειριστές των

κτημάτων όταν επρόκειτο για βακουφικές ή σουλτανικές γαίες. Από το 17ο αι., όταν επεκτάθηκε

η μεγάλη ιδιοκτησία (çiftlik), αναπτύχθηκαν άλλου τύπου σχέσεις ανάμεσα στον κύριο της γης

και τον καλλιεργητή: αυτός υπόκειτο στο φόρο επί της παραγωγής και στην καταβολή στον

ιδιοκτήτη μέρους της συγκομιδής.

Υπήρχαν επίσης φόροι σε χρήμα: έγγειος φόρος (ispence) για κάθε ενήλικο μη μουσουλμάνο ή

χήρα που πληρωνόταν σε αυτούς που είχαν τους τίτλους κυριότητας ή γαιοχρησίας, δικαίωμα

βοσκής, φόρος για τους χοίρους, φόρος για τα μελίσσια, φόρος της εστίας, φόρος της αγοράς,

φόροι για κάθε είδους παραγωγή ή δραστηριότητα (κηποκαλλιέργειες, μύλοι, βαφικές ύλες).

Επιπλέον των θεσμοθετημένων φόρων υπήρχαν ποικίλα οικονομικά προνόμια για τους

μουσουλμάνους κυρίαρχους, αλλά και πολλές έκτακτες οικονομικές επιβαρύνσεις, αγγαρείες

που επιβάλλονταν για την επισκευή οχυρωματικών έργων ή την κατασκευή οδών και γεφυρών,

εισφορές για τις εκστρατείες κ.λπ. για τους μη μουσουλμάνους υπηκόους. Με την πάροδο του

χρόνου αυτές οι επιβαρύνσεις έτειναν να γίνονται επαχθέστερες από τους τακτικούς φόρους.

Φόροι που πήγαιναν κατευθείαν στο κρατικό ταμείο ή που πλήρωναν μόνο οι χριστιανοί:

Κεφαλικός φόρος (χαράτσι/haraç)∙ η επίσημη ονομασία του ήταν τζιζιέ (cizye). Μέχρι τα τέλη του

17ου αι. καταβαλλόταν συνήθως από κάθε οικογένεια, οι οποίες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες

ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα:

- στις εύπορες, που όφειλαν 154 γραμ. ασήμι ετησίως,

- σ’ αυτές με μεσαίο εισόδημα, που όφειλαν 77 γραμ. ασήμι ετησίως,

- στις φτωχές, που όφειλαν 38,5 γραμ. ασήμι ετησίως

Page 15: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 15

Απαλλάσσονταν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ανάπηροι. Με την αναδιοργάνωση του συστήματος

συλλογής του φόρου την τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα, πλήρωνε το φόρο αυτό κάθε μη

μουσουλμάνος Οθωμανός υπήκοος άνδρας άνω των 12 ετών. Το 1855 ο κεφαλικός φόρος

καταργήθηκε, στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε όμως από

άλλη φορολογική επιβάρυνση.

Ο κεφαλικός φόρος δημιουργούσε τρεις παρενέργειες:

Επειδή ήταν συλλογικός, σε περίπτωση μείωσης του πληθυσμού μιας περιοχής επιβάρυνε

όσους είχαν απομείνει, αυξάνοντας το φορολογικό βάρος.

Η πληρωμή του γινόταν σε νόμισμα∙ με δεδομένη τη νομισματική αστάθεια της

Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις συχνές υποτιμήσεις του άσπρου (akçe), χωρικοί,

έμποροι και τεχνίτες πολλές φορές επιβαρύνονταν με μεγαλύτερες καταβολές.

Οδηγούσε σε αναγκαστικό εκχρηματισμό της οικονομίας της υπαίθρου.

Οι φόροι που βάρυναν την αγροτική οικονομία, τα έσοδα από τα τελωνεία και τα μονοπώλια ή

άλλες πηγές πλουτισμού (ορυχεία, αλυκές) συχνά εκμισθώνονταν ή παραχωρούνταν με τη

μορφή τιμαρίου σε στρατιωτικούς αξιωματούχους έναντι προσφοράς υπηρεσιών, συνήθως

συντήρησης ιππικού. Με τον περιορισμό της στρατιωτικής επέκτασης και της σημασίας των

σπαχήδων (17ο αι.) το κράτος δήμευσε και δημοπράτησε εκ νέου πολλά τιμάρια. Αυτό δεν

σημαίνει ότι μεταβλήθηκε ο τρόπος παραγωγής∙ η διαφορά συνίστατο στην αλλαγή των

προσώπων που καρπώνονταν τις φορολογικές προσόδους, επομένως και στη δομή της

κατακτητικής κοινωνίας, αλλά όχι των αγροτικών παραγωγών. Οι πλειοδοτούντες νέοι δικαιούχοι

πολλές φορές καταπίεζαν περισσότερο τους καλλιεργητές και αυθαιρετούσαν σε βάρος τους

προκειμένου να αποζημιωθούν για τις δαπάνες τους και να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα κέρδη.

Γενικά, ο φορολογικός μηχανισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις αγροτικές

οικογένειες, τις καλές χρονιές, να έχουν μικρό πλεόνασμα 20-25% της συνολικής παραγωγής.

Οι λίγες εύφορες γαίες έδιναν τη δυνατότητα στον κάτοχό τους να τις ενοικιάζει παίρνοντας ως

αντάλλαγμα μέρος του προϊόντος (γαιοπρόσοδος). Οι φτωχότεροι αγρότες, όμως, έδιναν

δυσανάλογα μεγάλο μέρος των εσόδων τους για τη συντήρηση της πολύπλοκης οθωμανικής

διοίκησης.

2.4 Οργάνωση του ελληνικού πληθυσμού

Υπό την οθωμανική κυριαρχία οι βασικοί κοινωνικοί διαχωρισμοί ανάμεσα στους Έλληνες ήταν

οι ίδιοι με αυτούς που χαρακτήριζαν την οθωμανική κοινωνία στο σύνολό της: ο οριζόντιος

διαχωρισμός ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Θεωρητικά όλοι οι Έλληνες ανήκαν

στη δεύτερη κατηγορία∙ εντούτοις, χάρη στο οθωμανικό σύστημα, αναδείχθηκαν σταδιακά

ελληνικές ελίτ κυρίαρχες απέναντι σε άλλες ομάδες πληθυσμού, που διακρίνονταν εφόσον

επιτελούσαν κάποιο λειτούργημα στο πλαίσιο της κεντρικής διοίκησης: οι εκκλησιαστικοί

αρχηγοί (επίσκοποι) και οι κοσμικοί αρχηγοί (Φαναριώτες). Οι επαρχιακές ελίτ ήταν τρεις,

καθεμιά κυρίαρχη σε μια ιδιαίτερη περιοχή του χώρου που αποτέλεσε τελικά την ελεύθερη

Ελλάδα:

i. οι προεστοί ή γαιοκτήμονες, που ήταν κυρίαρχοι στην Πελοπόννησο

ii. οι αρματολοί ή στρατιωτικοί αρχηγοί, χαρακτηριστικό στοιχείο της Ρούμελης

Page 16: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 16

iii. οι καραβοκύρηδες και κεφαλαιούχοι, ιδιαίτερα στα νησιά

2.4.1 Εκκλησία

Τα γενικότερα προβλήματα ανασυνοικισμού της Κωνσταντινούπολης, η ανάγκη να ξαναβρεί η

πόλη το ρυθμό της ζωής της ήταν ικανά να οδηγήσουν τον Μωάμεθ Β΄ στην απόφαση να

επιτρέψει στους χριστιανούς κατοίκους την άσκηση της θρησκευτικής λατρείας,

παρακάμπτοντας τις μουσουλμανικές παραδόσεις που δεν επέτρεπαν τέτοια προνόμια σε μια

πόλη που δεν είχε παραδοθεί.

Η νέα εξουσία αναγνώρισε αρχικά τις δύο εθνοθρησκευτικές κοινότητες, των ελληνορθόδοξων

(Millet-i Rum) και των Αρμενίων (Ermeni millet) και επέτρεψε την ανασύσταση του Οικουμενικού

Πατριαρχείου επειδή αυτό εξυπηρετούσε τα σχέδιά της: τη νομιμοποίησή της στις συνειδήσεις

των χριστιανών υπηκόων. Ταυτόχρονα, εξασφάλιζε στο σουλτάνο έναν έτοιμο και

διαμορφωμένο διοικητικό μηχανισμό, ένα ‘instrumentum imperii’.

Πρώτο ζητούμενο: να δοθεί η εντύπωση ότι ο νέος κυρίαρχος όχι μόνο δεν θα πρόσβαλλε την

πίστη, αλλά θα την προστάτευε από τους αιρετικούς Λατίνους. Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε

σύντομα σχετικά η πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου (6 Ιανουαρίου 1454) που έμενε κενός από

το 1451 (μετά την αποχώρηση του ενωτικού Γρηγορίου Γ΄) από τον Γεννάδιο Σχολάριο,

επικεφαλής των ανθενωτικών πριν από την Άλωση. Προσεταιριζόμενοι οι Οθωμανοί τους

εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αντιτίθεντο με πάθος στα ιδεολογικά ανοίγματα

προς τη Δύση, εξουδετέρωναν τις πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες για την αυτοκρατορία

που θα μπορούσε να έχει μια αμοιβαία προσέγγιση.

Τα θρησκευτικά προνόμια είχαν στόχο την ομαλή συνέχεια, αποτέλεσαν το νομικό πλαίσιο της

δικαιοδοσίας του και των ευθυνών του, επέτρεψαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης να

αναδειχθεί ως το πρώτο (primus inter pares) και κύριο πνευματικό και διοικητικό κέντρο των

υπόδουλων λαών της ορθόδοξης Ανατολής έναντι των άλλων τριών Πατριαρχείων.

Τα προνόμια ήταν:

i. ειδικά, αναφέρονταν στο πρόσωπο και τις αρμοδιότητες του πατριάρχη

ii. γενικά, αφορούσαν την Εκκλησία ως σώμα και τους ορθόδοξους

Η Εκκλησία διατήρησε το δικαίωμα να έχει την ίδια διοικητική οργάνωση όπως στο παρελθόν.

Ο πατριάρχης ήταν ο θρησκευτικός ηγέτης (millet başi=αρχηγός θρησκευτικής κοινότητας) και

πολιτικός εκφραστής των ορθόδοξων υπηκόων. Εκλεγόταν από σύνοδο αρχιερέων, διόριζε και

έπαυε τους κληρικούς, ασκούσε πνευματική και διοικητική εποπτεία σε όλα τα θρησκευτικά

ιδρύματα. Ταυτόχρονα ήταν υπόλογος έναντι του σουλτάνου για τη νομιμοφροσύνη τους. Η

εκκλησιαστική ιεραρχία μόνο με αυτήν την έννοια ήταν χρήσιμη στους κυρίαρχους.

Ο πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει φόρους σε κλήρο και λαό και ήταν υποχρεωμένος να

καταβάλλει τακτικούς ή έκτακτους φόρους στην Πύλη (από το 1474).

Εκτός από τα προνόμια, η Εκκλησία είχε και υποχρεώσεις, που εντείνονταν σε περιόδους

πολέμου ή συγκρούσεων της Πύλης με άλλες χριστιανικές δυνάμεις. Τότε όχι μόνο επωμιζόταν

μέρος των πρόσθετων κρατικών δαπανών, αλλά όφειλε να αποδεικνύει τη νομμοφροσύνη της

απέναντι στο κράτος (π.χ. παραινετικές επιστολές του πατριάρχη Θεοδόσιου Β΄, το 1769, προς

τους χριστιανούς να μην επαναστατήσουν στο πλευρό των Ρώσων, ανάλογες καταδίκες του

Page 17: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 17

επαναστατικού πνεύματος, το 1798, κατά τους γαλλοτουρκικούς πολέμους). Αργότερα, της

ανατέθηκε το καθήκον στρατολόγησης χριστιανών για την επάνδρωση του οθωμανικού στόλου.

Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην οθωμανική εξουσία προσδιορίστηκε από την ιδέα της

‘τιμωρίας’, σκληρής και ανεπιθύμητης βέβαια, αλλά αναπόφευκτης και αναγκαίας για την

εξιλέωση ‘των αμαρτημάτων του Γένους’: η τακτική της απέβλεπε στην «περιεσκεμμένην και

νομιμόφρονα υποταγήν» προς την πολιτική εξουσία. Στο διάστημα που θα μεσολαβούσε από την

‘αιχμαλωσίαν της Βαβυλώνος’ ως τον καιρό που θα διάλεγε η Θεία Πρόνοια για το τέλος αυτής

της αναπόφευκτης περιόδου, το οθωμανικό καθεστώς φαινόταν προτιμότερο από οποιοδήποτε

‘δυτικό βασίλειο’. Επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την ορθότητα της στάσης αυτής:

i. Η θρησκευτική ανεκτικότητα των Οθωμανών έναντι των εσωτερικών ζητημάτων της

ορθόδοξης κοινότητας, η αποχή από παρεμβάσεις στη δογματική καθαρότητα και τις

αξίες του ‘ορθόδοξου πληρώματος’. Τα προνόμια της Εκκλησίας εξασφάλιζαν την

επιβίωση και τη συνέχιση του έργου της (περιφρούρηση της Ορθοδοξίας, σωτηρία των

ψυχών), γι’ αυτό και άξιζαν τις απαιτούμενες θυσίες και την υποχωρητικότητα.

ii. Η μισαλλοδοξία των Λατίνων κληρικών και ιεραποστόλων στις φραγκοκρατούμενες

περιοχές, σε αντιπαραβολή της θρησκευτικής ανοχής του Οθωμανών. Συνεπώς, η

πολιτική συνεργασία με τη Δύση αποτελούσε τυχοδιωκτισμό που εξυπηρετούσε μόνο

τους Φράγκους μονάρχες.

iii. Η έλλειψη άλλης επιλογής και η επίκληση των αρχών της χριστιανικής διδασκαλίας

[«απόδοτε τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»].

Η πνευματική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας έθεσε ως αποκλειστικό σκοπό την

υπεράσπιση της Ορθοδοξίας έναντι του Ισλάμ και του Καθολικισμού. Το μεγαλύτερο μέρος της

πνευματικής παραγωγής των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας είναι τα απολογητικά και

πολεμικά έργα εναντίον του Καθολικισμού και λιγότερο εναντίον του Ισλάμ. Μ’ αυτόν τον τρόπο

απομάκρυνε το λαό από τη δυτική ευρωπαϊκή σκέψη.

Οι ταπεινώσεις και οι δοκιμασίες της δουλείας, η παραβίαση των προνομίων από την εξουσία,

δεν παρέσυραν την Εκκλησία σε ενέργειες που θα μπορούσαν να την εκθέσουν ή να την

εκτρέψουν από την αρχική πολιτική της. Από την άλλη πλευρά, η τακτική αυτή είχε και τα θετικά

της αποτελέσματα: προφύλαξε τον ορθόδοξο πληθυσμό από άκαιρες και επικίνδυνες

αντιοθωμανικές πρωτοβουλίες, που κατά κανόνα οδηγούσαν στη φυσική του εξόντωση ή στον

εξαναγκασμό σε αλλαξοπιστία. Επίσης, η εκκλησιαστική ηγεσία δεν αποδέχθηκε ποτέ τη

μονιμότητα της οθωμανικής κυριαρχίας, αντιπαραθέτοντας με νοσταλγία «τους παλαιούς

χρόνους της ελευθερίας με τον καιρόν τούτον της δουλείας και της ταλαιπωρίας», ούτε έπαψε να

τη θεωρεί ως αλλότρια (έξω αρχήν).

Υπήρξαν βέβαια κατά τόπους εξαιρέσεις, περιπτώσεις αρχιερέων, μητροπολιτών, επισκόπων ή

και πατριαρχών (Μητροφάνη Γ΄, Ματθαίου Β΄, Νεόφυτου Β΄) που ευνόησαν επαναστατικές

κινήσεις ή συνεργάστηκαν μ’ αυτές (ιδίως το διάστημα 1565-1620), συνδέονταν όμως με το

γενικό επαναστατικό αναβρασμό που καλλιεργούσε η Δύση, η οποία τα χρόνια εκείνα ζούσε την

όψιμη περίοδο της Αναγέννησης. Πολλές φορές στο επαναστατικό κλίμα συνέπρατταν και

κληρικοί αψηφώντας τις εγκυκλίους του Πατριαρχείου (ιδίως κατά τους ρωσοτουρκικούς

πολέμους)∙ συνήθως αυτοί οι κληρικοί καθαιρούνταν.

Page 18: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 18

2.4.2 Κοινότητες

Πρόκειται για την τοπική αυτοδιοίκηση χωριών, κωμοπόλεων ή συνομοσπονδιών οικισμών και

χωριών (Ζαγοροχώρια, Μαδεμοχώρια, Μαστιχοχώρια). Οι μαρτυρίες είναι περιορισμένες για

τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας. Οι συνθήκες για την ανάπτυξή τους ήταν

ευνοϊκότερες τη δεύτερη περίοδο, όταν η παρακμή του κράτους άφησε περιθώρια στην

αυτοδιοίκηση, ιδίως σε περιφέρειες με πυκνό ελληνικό πληθυσμό.

Το κοινοτικό σύστημα δεν επιβλήθηκε από τον κατακτητή, ανέκυψε από την ανάγκη των

υπόδουλων για αυτοδιοίκηση και από την ανοχή του κυρίαρχου καθεστώτος, αφού το

πολύπλοκο διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αδυνατούσε να ασκήσει άμεση

διοίκηση. Στην προαγωγή του συνέβαλε η εφαρμογή της αρχής της κοινοτικής ευθύνης και η

απόφαση για κατ’ αποκοπή καταβολή των φόρων (τέλη 15ου αι.), ιδίως του κεφαλικού.

Δεν υπήρχε ενιαίο και ομοιόμορφο σύστημα αυτοδιοίκησης, αλλά πολλές ιδιαιτερότητες και

ποικιλομορφία από τόπο σε τόπο, που οφείλονταν στις ποικίλες μορφές της κατάκτησης και της

δουλείας. Η λειτουργία των κοινοτήτων, άλλωστε, ήταν άτυπη, χωρίς γραπτούς κανόνες και

ειδικά καταστατικά.

Η αυτονομία των κοινοτήτων ούτε απόλυτη ήταν ούτε γενικευμένη και σταθερή, καθώς

λειτουργούσε μέσα σε πλαίσια καθοριζόμενα από τις δημόσιες αρχές, συνεπώς ευμετάβλητα.

Διαμορφωνόταν ανάλογα με το συμφέρον της δημόσιας διοίκησης και επηρεαζόταν από κάθε

συγκυριακή πολιτική εξέλιξη. Οι συνηθέστερες καταστρατηγήσεις της κοινοτικής αυτονομίας

παρατηρούνταν κατά τα διαστήματα των πολεμικών αναστατώσεων και των εσωτερικών

ταραχών.

Η μορφή του κοινοτικού συστήματος και ο βαθμός αυτονομίας μιας κοινότητας ήταν συνάρτηση

διαφόρων παραγόντων:

i. του χρόνου κατάκτησης, πριν ή μετά την Άλωση

ii. του τρόπου κατάκτησης, υποταγή ή αντίσταση

iii. της γεωγραφικής θέσης, στρατηγικής σημασίας ή μεθοριακή περιοχή

iv. του μεγέθους του πληθυσμού

v. της ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας του τόπου

vi. του καθεστώτος της έγγειας ιδιοκτησίας

Τα περισσότερα προνόμια είχαν χωριά ή περιοχές βακουφικές, η αυτοδιοίκηση γνώρισε άνθηση

από το 17ο αι και εξής. Περιθώρια ανάπτυξης υφίσταντο στα χωριά που κατοικούνταν από

ελεύθερους καλλιεργητές, στα κεφαλοχώρια. Κανένα περιθώριο δεν υφίστατο στα χωριά που

ήταν τσιφλίκια.

Κάθε χρόνο στις 23/4 ή του Αγ. Γεωργίου (σπάνια και στις 26/10) τα μέλη της κοινότητας

(ενήλικες άνδρες, κληρικοί και λαϊκοί, αυτόχθονες, μόνιμοι κάτοικοι του τόπου και εφόσον είχαν

πληρώσει τον κεφαλικό φόρο) συνέρχονταν σε κοινή μάζωξη, παρουσία του ιερέα, εξέλεγαν διά

βοής τους κοινοτικούς άρχοντες (δημογέροντες, προεστούς, επίτροπους, πρωτόγερους ή

προύχοντες)∙ ο αριθμός τους ποίκιλλε. Εκλέξιμοι ήταν όλοι οι αυτόχθονες άρρενες εφόσον

κατέβαλλαν τον κεφαλικό φόρο.

Ανήκαν συνήθως στις ανώτερες και ευπορότερες τάξεις ή τους εγγράμματους, ηλικιακά ώριμοι

με κύρος στην τοπική κοινωνία, με διοικητικές ικανότητες. Η ανάμιξη του κλήρου ήταν

συνηθισμένη, αρχιερείς υποδείκνυαν τους κατάλληλους, σε μερικές περιπτώσεις εκλέγονταν οι

Page 19: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 19

ίδιοι (οι προυχοντικές οικογένειες του Μοριά, με τα ιδιόκτητα χωριά των κολίγων, συνήθως

διεκδικούσαν και τις θέσεις των αρχιερέων για τα μέλη τους).

Η θητεία τους ήταν ενιαύσια, δεν έλειπαν όμως και οι περιπτώσεις (ιδίως προς το τέλος της

Τουρκοκρατίας) που παρατεινόταν σιωπηρά άλλοτε με τη συναίνεση του κοινού και άλλοτε με

εξωτερική παρέμβαση. Έτσι η θητεία πολλών παρατεινόταν για πολλά χρόνια, κάποτε έως και

ισόβια.

Οι δημογέροντες όλων των κοινοτήτων του καζά (επαρχίας) εξέλεγαν με πλειοψηφία τον

κοτζάμπαση, αντιπρόσωπο στην έδρα της επαρχίας, με ετήσια θητεία. Είχαν δικαίωμα

επανεκλογής και υποχρέωση λογοδοσίας. Η εκλογή επικυρωνόταν από τον πασά με ειδικό

διάταγμα (μπουγιουρδί).

Αρμοδιότητες-καθήκοντα:

i. Εκπροσωπούσαν την κοινότητα στις σχέσεις της και διαπραγματεύονταν με την εξουσία.

ii. Διαχείριση εσόδων-εξόδων της κοινότητας και η τήρηση κτηματολογίου (κατάρτιση,

ενημέρωση, φύλαξη).

iii. Είσπραξη φόρων: αποφάσιζαν για τη φορολογική υποχρέωση κάθε οικογένειας,

κατάρτιζαν κάθε χρόνο τα φορολογικά κατάστιχα. Αν ο καταβλητέος από την κοινότητα

φόρος ήταν υψηλός, ειδικοί απεσταλμένοι τους (επίτροποι ή απουκεχαγιάδες)

στέλνονταν στην έδρα της επαρχίας, στον κοτζάμπαση, για τη μείωση ή την αναβολή

πληρωμής του. Διαφορετικά, κατέφευγαν σε εσωτερικό ή εξωτερικό δανεισμό.

iv. Επέβαλλαν κοινοτικούς φόρους ή εράνους για την εκτέλεση έργων τοπικής ωφέλειας

(συντήρηση σχολείων, μισθό δασκάλων, κατασκευή κρηνών, οδών κ.λπ.). Εισέπρατταν τα

ενοίκια των κοινοτικών γαιών, μύλων κ.λπ.

v. Δικαστική εξουσία: την ασκούσαν εν ονόματι του επισκόπου, όταν η κοινότητα ήταν

απομακρυσμένη από την έδρα της επισκοπής. Εκδίκαση αστικού και οικονομικού

δικαίου. Είχαν δικαίωμα υπεράσπισης των μελών της κοινότητάς τους στα ποινικά

δικαστήρια.

vi. Ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση και την αποκατάσταση της τάξης.

vii. Διορισμός αγροφυλάκων και πολιτοφυλάκων, για την αποφυγή κλοπών και την ανεύρεση

δραστών και κλοπιμαίων.

viii. Μέριμνα για την οργάνωση και τη λειτουργία σχολείων, το διορισμό, την αμοιβή και την

επίβλεψη των κοινοτικών δασκάλων.

ix. Χορηγούσαν από το κοινοτικό ταμείο τρόφιμα και άλλα απαιτούμενα στα οθωμανικά

στρατεύματα.

x. Συγκαλούσαν σε γενική συνέλευση τα μέλη της κοινότητας σε έκτακτες περιστάσεις.

Όλες οι αρμοδιότητες εκχωρούνταν σταδιακά από το 18ο αι. όχι στο σύνολο των κοινοτήτων.

Για το αξίωμα του προεστού προβλεπόταν αμοιβή, όχι απαραίτητα συμβολική, με ποικίλο και

κυμαινόμενο ύψος που ρυθμιζόταν από τις τοπικές συνθήκες. Οι προεστοί αντλούσαν επιπλέον

εισοδήματα σε χρήματα και είδος από διάφορες πηγές ή «συνακόλουθα δικαιώματα»: ποσοστά

από πρόστιμα επιβαλλόμενα για ζημιές, μέρος από τα ναυάγια που ξεβράζονταν (τζακίσματα)

στις ακτές τους, από τελωνειακούς δασμούς, αμοιβές για εκδίκαση υποθέσεων, δώρα σε είδος

από βοσκούς, καραβοκύρηδες, ψαράδες και άλλους επαγγελματίες κ.λπ. Είχαν επίσης

φορολογικές ελαφρύνσεις, απαλλαγή από αγγαρείες και μειωμένη καταβολή τελωνειακών

Page 20: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 20

δασμών. Αυτό που καθιστούσε ζηλευτή τη θέση τους ήταν η αρμοδιότητα της είσπραξης των

φόρων και η δυνατότητά τους για ενοικίαση ή επινοικίαση των προσόδων, αυτή μετατράπηκε

σταδιακά στην κυριότερη πηγή κέρδους.

Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να εκβιάζουν τους ‘μη συνεργάσιμους’ επικεφαλής των κοινοτήτων,

οδηγώντας τους σε οικονομικό αφανισμό ή και στο θάνατο.

Κατά κανόνα οι κοινοτικοί άρχοντες στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και αντεπεξήλθαν στις

αντιξοότητες των καιρών. Υπήρξαν και αντίθετες περιπτώσεις, συχνές αδικίες και αυθαιρεσίες,

ιδιαίτερα κατά την όψιμη Τουρκοκρατία. Η συλλήβδην καταδίκη του θεσμού και των προσώπων

είναι άδικη.

Γενικά, παρόλα τα προβλήματα ο θεσμός των κοινοτήτων κατάφερε να επιβιώσει συχνά

αλλάζοντας μέσα στο διάβα του χρόνου δομές και προτεραιότητες. Οι αλλαγές δεν ακύρωναν τα

ευεργετικά αποτελέσματα που είχε η λειτουργία τους: το γεγονός ότι η κοινότητα μετρίαζε ως

ένα βαθμό τις εξωτερικές επεμβάσεις προσφέροντας μια ανάσα ελευθερίας βοήθησε το

ελληνορθόδοξο στοιχείο να έχει έναν υποτυπώδη πολιτικό βίο και τη δυνατότητα να

αντιμετωπίζει συλλογικά τα προβλήματα της καθημερινότητας και τις καταχρήσεις της εξουσίας.

2.4.3 Δίκαιο

Η οθωμανική κατάκτηση δεν έφερε βίαιη τομή στο νομικό βίο του ορθόδοξου κόσμου.

Στο πλαίσιο του οθωμανικού συστήματος, ο χώρος του δημόσιου δικαίου ανήκε στην

αυτοκρατορία, κυρίως το ποινικό δίκαιο και η απόδοση ποινικής δικαιοσύνης. Ασκούνταν από

τον καδή.

Η Εκκλησία είχε ευρύτατες αρμοδιότητες στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου διατηρώντας τις

διατάξεις του Βυζαντίου για οικογενειακές (γάμου), κληρονομικές, οικονομικές σχέσεις και

συναλλαγές. Η αρμοδιότητά της παγιώθηκε το 18ο αι. στην κοινή συνείδηση για όλες τις

πολιτικές/αστικές υποθέσεις, οδηγώντας στη δημιουργία πολιτικών (αστικών) δικαστηρίων, στο

κέντρο και στις επαρχίες, είτε με καθαρά εκκλησιαστική είτε με μικτή σύνθεση (συμμετοχή

προκρίτων, εκπροσώπων της κοινότητας κ.λπ.).

Τομέας του ιδιωτικού δικαίου που η οθωμανική νομοθεσία είχε ισχυρή ανάμιξη ήταν της

ιδιοκτησίας. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν και παρεμβάσεις σε θέματα γάμου: χριστιανοί

προσέφευγαν στον καδή για να παρακαμφθεί κώλυμα όπως η συγγένεια ή για γάμους

χριστιανού με ετερόδοξο [ο ιερός νόμος επέτρεπε μικτούς γάμους μεταξύ μουσουλμάνου και

χριστιανής, αλλά αποτελούσε έγκλημα ο γάμος μεταξύ χριστιανού και μωαμεθανής]. Η Εκκλησία

καταδίκαζε τέτοιες προσφυγές.

Αυτονόητη ήταν η αρμοδιότητα της Εκκλησίας στο κανονικό δίκαιο (σχέσεις με τους πιστούς,

τους ιερείς και μοναχούς, εκκλησιαστικές διαφορές, εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων).

Στις βενετοκρατούμενες περιοχές η δικαιοδοτική εξουσία της Εκκλησίας περιοριζόταν σε

ζητήματα γάμου και οικογένειας.

Για την εφαρμογή των αποφάσεών της η Εκκλησία δεν μπορούσε να καταφύγει στη βία ούτε

στον οθωμανικό μηχανισμό επιβολής ποινών∙ χρησιμοποίησε το δικό της σύστημα πνευματικού

καταναγκασμού: επιβολή πνευματικών ποινών, είτε ατομικών είτε συλλογικών, με μεγαλύτερη

αυτή του αφορισμού. Στα τέλη του 17ου αι., π.χ., το Πατριαρχείο εξέδωσε επιτίμιο σε βάρος των

Αθηναίων μετά από διαμάχη μεταξύ τους για εκκλησιαστικά ζητήματα. Μάλιστα, η πείνα και η

πανώλη που έπληξαν την πόλη τον ίδιο χρόνο εύλογα εκλήφθηκαν ως η ‘θεία τιμωρία’ για τη

Page 21: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 21

ρήξη με τον πατριάρχη, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να υποχωρήσουν τελικά και να

παρακαλέσουν το Πατριαρχείο για ανάκληση του επιτιμίου.

2.4.4 Αρματολισμός

Τρεις ήταν οι κύριοι τύποι στρατιωτικών σχηματισμών: οι κλέφτες, οι αρματολοί και οι κάποι.

Επικεφαλής κάθε σχηματισμού ήταν οι καπετάνιοι ή οπλαρχηγοί, που είχαν στις διαταγές τους

τα παλικάρια.

Οι κλέφτες ήταν συνήθως φυγόδικοι, εκτός νόμου, θύματα καταπίεσης τυραννικών

αξιωματούχων, άντρες χωρίς υποχρεώσεις που σχημάτιζαν συμμορίες και ζούσαν από τη

λεηλασία. Στις πηγές συναντώνται ως μεμονωμένοι ένοπλοι ραγιάδες που βγαίνουν στο βουνό∙ ο

εξοπλισμός και τα βουνά συνιστούν μόνιμο στοιχείο της ταυτότητάς τους.

Συχνότερη δραστηριότητά τους ήταν οι επιδρομές εναντίον των Τούρκων ή ακόμη και των

πλούσιων συμπατριωτών τους. Χάρη στο γεγονός ότι αψηφούσαν το κράτος και τις αρχές,

γοήτευσαν τη λαϊκή φαντασία∙ αντιπροσώπευαν για τις κοινότητες ταυτόχρονα ένα στοιχείο

αυτονομίας και περιφρόνησης προς την καθιερωμένη εξουσία και ένα αντίβαρο στις λεηλασίες

των κατακτητών, γι’ αυτό και εξυμνήθηκαν στα δημοτικά τραγούδια για τη γενναιότητα και τον

πατριωτισμό τους. Αυτό ωστόσο δεν αποδεικνύει αποδοχή της δράσης τους, γιατί η ληστεία

αποτελούσε μάστιγα για τους φτωχούς.

Η γεωγραφική διαμόρφωση της Ρούμελης ευνοούσε τη ληστεία και εκεί το φαινόμενο ήταν

ενδημικό. Στην Πελοπόννησο, όπου η καταστολή από τις αρχές ήταν ευκολότερη, οι ληστές

συγκεντρώνονταν σε ορισμένες περιοχές, την Καρύταινα, τη Λακωνία, τη Μάνη. Σε περίπτωση

ανάγκης η Μάνη και τα Επτάνησα ήταν τα ασφαλέστερα καταφύγιά τους.

Ελατήρια της δράσης τους ήταν η επιβίωση και η χορήγηση αμνηστίας από τις αρχές, που συχνά

είχε ως αντάλλαγμα τη στρατολόγησή τους σε σώματα αρματολών.

Οι αρματολοί ξεχώριζαν από τους κλέφτες κατά το ότι είχαν εξασφαλίσει από την οθωμανική

εξουσία επίσημη αναγνώριση. Ο αρματολισμός συνιστούσε ένα είδος τοπικού οργανισμού

ασφάλειας που σύστησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία για να διασφαλίσει τη στρατιωτική

παρουσία της σε δυσπρόσιτες περιοχές (ορεινούς όγκους και περάσματα) και να ελέγξει τις

ένοπλες ομάδες. Μην έχοντας τη δυνατότητα να εγκαταστήσει φρουρές σε στρατηγικά σημεία,

προσέλαβε σώματα χριστιανών ατάκτων και τους ανέθεσε την αποστολή να κρατούν τους

κλέφτες σε απόσταση από τα χωριά και τα περάσματα και να προστατεύουν τις συγκοινωνίες.

Αυτό επιτυγχανόταν είτε με την καταδίωξη είτε, συχνότερα, με τη στρατολόγηση των ληστών στις

τάξεις τους (η πρακτική να βάζεις έναν κλέφτη να πιάσει έναν άλλο ήταν άλλωστε συνηθισμένη).

Έτσι, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους κλέφτες και τους αρματολούς δεν ήταν πάντα

σαφής (εξ ου και ο όρος κλεφταρματολός). Από τη στιγμή που οι αρματολοί εξασφάλιζαν

αμνηστία και νομιμότητα, χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να τη διατηρήσουν∙ όταν την έχαναν,

επέστρεφαν στη ληστεία και επιχειρούσαν να επανακάμψουν στη νομιμότητα.

Η περιοχή όπου ασκούσε την εξουσία της μια ομάδα αρματολών ονομαζόταν αρματολίκι ή

καπετανάτο και αποτελούνταν συνήθως από ένα σύμπλεγμα κεφαλοχωρίων. Τα όριά τους

συνέπιπταν πολλές φορές με ορισμένες διοικητικές περιφέρειες. Οι αρμοδιότητες των

αρματολών ποίκιλλαν ανάλογα με τα γεωγραφικά όρια όπου εκτενόταν η εξουσία τους.

Page 22: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 22

Οι οθωμανικές αρχές εμπιστεύονταν κάθε αρματολίκι σε έναν καπετάνιο, τον οποίο επέλεγαν

συνήθως ανάμεσα στους πιο ικανούς και επικίνδυνους παράνομους. Αυτός δεσμευόταν να μένει

πιστός στο κράτος και είχε την υποχρέωση να διατηρεί έναν αριθμό ενόπλων ώστε να είναι σε

θέση να διαφυλάει την τάξη. Ο καπετάνιος περιπολούσε το αρματολίκι, συνέλεγε κρατικούς

φόρους και τον ειδικό φόρο για την κάλυψη της αμοιβής του.

Αρματολίκια συστάθηκαν από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης στις περιοχές των Αγράφων,

των Μεγάρων και του Ολύμπου, έγιναν όμως πολυαριθμότερα από το 18ο αι., ταυτόχρονα με την

αποσάθρωση του οθωμανικού συστήματος, τη διεύρυνση της τοπικής αυτονομίας των

περιφερειακών κέντρων εξουσίας, τις δημογραφικές εξελίξεις και τη ζήτηση ενόπλων από ξένους

στρατούς. Από το β΄μισό του 18ου αι. απλώθηκαν σε ευρύτατες περιοχές των ελληνικών εδαφών.

Τα δύο ονομαστότερα συγκροτήματα καπετανάτων ήταν το Σούλι και η Μάνη.

Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκαν δίκτυα επικοινωνίας και δεσμοί συμμαχίας ανάμεσα

στις αρματολικές ομάδες διαπερνώντας τα σύνορα των καζάδων. Τέτοιες αναφορές είναι πιο

συχνές στα χρόνια του Αλή πασά και πριν την Επανάσταση. Η ισχυροποίησή τους οδήγησε σε μια

δυναμική αυτονόμησης από την οθωμανική στρατιωτική μηχανή, που πολλές φορές

αντιμετωπίστηκε με εκτεταμένες εκκαθαρίσεις με βαρύ κόστος. Η προσπάθεια αντικατάστασής

τους από μουσουλμάνους Αλβανούς δεν πέτυχε, αντίθετα πρόσθεσε έναν ακόμη παράγοντα βίας

που ταλάνιζε την ύπαιθρο.

Οι αρματολοί προσπαθούσαν να αποκτήσουν ισχύ και να καταστούν υπολογίσιμος παράγοντας

για τις οθωμανικές αρχές. Για τη διασφάλιση της δύναμής τους επεκτάθηκαν σε οικονομικές

δραστηριότητες. Ήταν κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι. Ο μισθός τους δεν συνιστούσε αξιόλογο

έσοδο. Επένδυαν τα έσοδά τους κυρίως στην αγορά ζώων και το δανεισμό, σπανιότερα στην

καλλιέργεια της γης. Ορισμένες οικογένειες ισχυροποιήθηκαν τόσο ώστε να νέμονται τα

αρματολίκια κληρονομικά (Μπουκουβαλαίοι, Βλαχάβες, Στορνάρηδες, Κοντογιάννηδες,

Βαρνακιώτες).

Εξελίχθηκαν σε στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης. Επιδίωκαν να αποκτήσουν μεγάλα σπίτια

και οικογένειες και ενίσχυαν το κύρος τους μέσω κοινωνικών παροχών: τη χρηματοδότηση για

εικονογράφηση εκκλησιών, την κατασκευή κοινωφελών έργων (γέφυρες, κρήνες), αγόραζαν

πολυτελή ρούχα και όπλα. Η παλικαριά και η λεβεντιά ήταν σε εκτίμηση στον κόσμο τους.

Η ισχυροποίηση της εξουσίας τους έσπειρε τον ανταγωνισμό προς τους προκρίτους για τον

έλεγχο της κοινότητας, ο οποίος τροφοδοτήθηκε από το γεγονός ότι αντλούσαν τη δύναμή τους

από διαφορετικές πηγές: από τα όπλα και την ανυπακοή οι πρώτοι, από τις οικονομικές

δραστηριότητες και τη διοίκηση οι δεύτεροι. Κατά συνέπεια, οι πρόκριτοι ταυτίζονταν με το

φόρο και την εξουσία, δηλαδή με τις συνέπειες της υποταγής, και οι αρματολοί με την ανταρσία∙

αντιπροσώπευαν το άδικο και το δίκιο, τον φρόνιμο και τον ανυπότακτο, την ενσωμάτωση και

την εξέγερση. Η σύγκρουση γεννούσε εντάσεις στο εσωτερικό της κοινότητας, προκαλώντας

πολλές φορές παρεμβάσεις των Οθωμανών.

Τέλος, οι κάποι ήταν αυτοί που ανήκαν στην προσωπική ένοπλη δύναμη των πλούσιων

προεστών, ένα είδος τοπικής αστυνομίας στην υπηρεσία των τοπικών ή επαρχιακών αρχών.

Διέφεραν από τους αρματολούς ως προς τα αφεντικά, τα καθήκοντα και την έκταση της ισχύος

τους. Αφεντικό τους ήταν ο προεστός και όχι οι οθωμανικές αρχές και αυτού τη γη και το κύρος

περιφρουρούσαν. Σε ελάχιστες περιπτώσεις αναλάμβαναν το κύριο έργο του αρματολού,

Page 23: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 23

δηλαδή την καταδίωξη των κλεφτών. Δεν απέκτησαν προεπαναστατικά την οικονομική

ευμάρεια, την κοινωνικοπολιτική δύναμη και το κύρος των καπετάνιων της Ρούμελης και των

άλλων περιοχών, όπου αναπτύχθηκε το σύστημα του αρματολισμού. Πολλοί από τους

Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς που διακρίθηκαν στην Επανάσταση προέρχονταν από την ομάδα

αυτή.

2.4.5 Παιδεία

Η οθωμανική κατάκτηση προκάλεσε δραματική παρακμή της πολιτιστικής εξέλιξης και διακοπή

της οργανωμένης εκπαίδευσης ως τα μέσα 17ου αι., εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο

πνευματικής εξουθένωσης. Αίτια:

i. η καταστροφή των μεγάλων κέντρων, που προκάλεσε εξαφάνιση των μεσαίων και

ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων με τα οποία ήταν συνδεδεμένη η λειτουργία των

σχολείων

ii. η ελάττωση του ελληνικού πληθυσμού, που συνοδεύτηκε από την εγκατάσταση

επήλυδων Οθωμανών σε πόλεις και πεδιάδες

iii. η μετατόπιση των Ελλήνων στα ορεινά για ασφάλεια δημιουργώντας νέα δημογραφική

εικόνα

iv. η οικονομική πτώση και ο αγροτικός χαρακτήρας της κοινωνίας

v. η έλλειψη δασκάλων και η φυγή των λόγιων στη Δύση

vi. το χαμηλό επίπεδο των κληρικών, επισκόπων και ιερομονάχων που ανέλαβαν να

διατηρήσουν ζωντανή τη γλώσσα των γραφών

Στις πρώτες δεκαετίες υπήρξαν βραχύβιες εκπαιδευτικές εστίες, οι προσπάθειες δασκάλων ήταν

μεμονωμένες, θα πρέπει να θεωρηθούν ως υποτυπώδη ‘κοινά’ σχολεία: σε κάποιο ναό ή μονή ή

σε πρόχειρο διαθέσιμο χώρο ο εμπειρικός δάσκαλος, συνήθως ένας ημιμαθής ιερέας ή μοναχός,

παρέδιδε μαθήματα σε μικρό αριθμό μαθητών με ό,τι είχε στη διάθεσή του, συνήθως

λειτουργικά βιβλία (Ωρολόγιο, Ψαλτήρι, Οκτώηχος). Το επίπεδο περιοριζόταν στη στοιχειώδη

μόρφωση για τη διατήρηση της χριστιανικής παράδοσης και της ελληνικής γλώσσας μέσω της

ανάγνωσης και της γραφής (‘κολυβογράμματα’). Τα μαθήματα γίνονταν όταν είχε χρόνο ο

δάσκαλος (συνήθως πρωί) και πληρώνονταν από τους μαθητές ή την κοινότητα.

Πολλές περιοχές στερήθηκαν κι αυτή ακόμη τη διαδικασία για δύο αιώνες. Από τα μέσα του 16ου

αι. παρατηρήθηκαν πιο συντονισμένες προσπάθειες για εκπαίδευση, υπό την επήρεια δυτικών

πνευματικών και εκπαιδευτικών επιδράσεων, που έφτασαν στον ελληνορθόδοξο κόσμο μέσω

των βενετοκρατούμενων περιοχών και της ελληνικής διασποράς. Πληροφορίες για στοιχειώδη

σχολεία ως τα τέλη του αιώνα υπάρχουν για τη Μονεμβασιά, τα νησιά του Αιγαίου, τα Τρίκαλα,

τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, τα Ιωάννινα.

Η ευθύνη για την παιδεία ανήκε στο Πατριαρχείο, ως πνευματική αρχή, υπήρχαν όμως

αντικειμενικές δυσκολίες: έλλειψη πόρων και δασκάλων, δουλεία, απορφανισμός από μεγάλες

προσωπικότητες.

Απόφαση σταθμός του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄, 1593: κάθε επίσκοπος έπρεπε να φροντίζει για τη

διδασκαλία των ‘ιερών γραμμάτων’ στην επικράτεια της δικαιοδοσίας του. Η απόφαση

προβάλλει για πρώτη φορά το ενδιαφέρον και τη συναίσθηση του Πατριαρχείου για την άμεση

ανάγκη εξάπλωσης της εκπαίδευσης στον ελληνικό χώρο∙ η παιδεία απέκτησε άμεση

προτεραιότητα. Οι αλλαγές βέβαια δεν ήταν ούτε άμεσες ούτε θεαματικές.

Page 24: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 24

2.5 Οι δύο τελευταίοι αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας

Το οθωμανικό κράτος λειτούργησε εύρυθμα από τις αρχές του 15ου αι. ως τα μέσα του 16ου

(εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς). Κατόπιν η παρακμή του, αργή αλλά σταθερή, τόσο

στον στρατιωτικό όσο και στον διοικητικό τομέα έγινε έκδηλη και συνδυάστηκε με μακροχρόνιες

και σοβαρές οικονομικές κρίσεις. Αίτια:

i. Η ανικανότητα των σουλτάνων: η παλιά παράδοση, που απομάκρυνε με αδελφοκτονίες

τους διεκδικητές του θρόνου και άφηνε για τη θέση του σουλτάνου τον επιζώντα

εγκαταλείφθηκε∙ οι συγγενείς που αποτελούσαν ‘κίνδυνο’ για το σουλτάνο

απομονώνονταν στο παλάτι, στερούνταν κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο και

περιορίζονταν στη συντροφιά των ευνούχων και των γυναικών του χαρεμιού∙ αυτό

οδήγησε σε έλλειψη οποιασδήποτε πολιτικής ή στρατιωτικής εμπειρίας, ανικανότητα σε

θέματα διοίκησης, ανάδειξης σειράς ανάξιων μοναρχών.

ii. Η παρακμή και η εξασθένηση της εξουσίας, η διαφθορά, ο τυχοδιωκτισμός, η χαλάρωση

του διοικητικού συγκεντρωτισμού, η κερδοσκοπία των ηγετών και αξιωματούχων που

επιδεινώθηκε με την πρακτική της ανάθεσης των αξιωμάτων με κριτήριο το ύψος του

προσφερόμενου ποσού από τους ενδιαφερόμενους και το χρηματισμό των υπαλλήλων∙

αυτό οδηγούσε σε υπέρογκες επιβαρύνσεις για τον πληθυσμό και καταχρηστική

οικονομική εκμετάλλευσή του, σε επιδείνωση της θέσης των ραγιάδων.

iii. Η στρατιωτική δομή του οθωμανικού κράτους, που προϋπέθετε επιτυχή συνέχιση των

επιθετικών επεκτατικών πολέμων (ανάγκη για νέα λάφυρα, γαίες, αιχμαλώτους κ.λπ.). Η

ανάσχεση της πρώτης κατακτητικής ορμής επέφερε σημαντικές ανατροπές και επέτρεψε

να εμφανιστεί ένα νέο πολιτικό και οικονομικό προσωπικό σε βάρος του στρατιωτικού

μηχανισμού.

iv. Η διάβρωση του σώματος των γενιτσάρων με στρατολογήσεις μεταξύ του

μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο όμως δεν ανεχόταν τη σκληρή πειθαρχία και τους

κοινωνικούς περιορισμούς των προηγούμενων αιώνων (π.χ. απέκτησαν το δικαίωμα

δημιουργίας οικογένειας)∙ υπονομεύτηκε η μαχητικότητά τους και από εγγυητές της

τάξης έγιναν ταραξίες και συντηρητικοί αλαζονικοί προνομιούχοι.

v. Η πρόοδος της στρατιωτικής τεχνολογίας και η αναδιοργάνωση της πολεμικής τακτικής

των αντίπαλων δυτικών δυνάμεων.

vi. Η κατάρρευση του τιμαριωτικού συστήματος και μαζί του ιδιότυπου οθωμανικού ιππικού

των σπαχήδων, η ανάδειξη νέων αστικών ομάδων εμπόρων, βιοτεχνών, κεφαλαιούχων

Εβραίων κ.λπ., οι αλλεπάλληλες καταστροφές στη γεωργική παραγωγή που προκαλούσαν

οι πολεμικές αναστατώσεις και οδηγούσαν την ύπαιθρο σε μαρασμό, ο εκφυλισμός του

παραδοσιακού φορολογικού συστήματος και η ληστρική φορολογική τακτική των

κρατικών οργάνων.

vii. Οι αλλαγές στο διεθνές εμπόριο που έφεραν οι νέες ανακαλύψεις: διάνοιξη νέων

εμπορικών οδών, οικονομική πρόοδος της Ευρώπης, ανεύρεση φθηνών πρώτων υλών και

ιδιαίτερα χρυσού στις νέες χώρες.

Τα συμπτώματα της χρόνιας διοικητικής κακοδαιμονίας και της αλλοίωσης του χαρακτήρα του

οθωμανικού κράτους και του στρατού γίνονταν συχνά αισθητά και από τους ίδιους τους

Οθωμανούς και δεν έλειψαν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες: του Οσμάν Β΄ (1618-1623), του

Μουράτ Δ΄ (1623-1640), του Μουσταφά Γ΄ (1756-1763) κ.ά. Οι μεταρρυθμιστικές κινήσεις

Page 25: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 25

εμφανίστηκαν σε περιορισμένη κλίμακα και συχνά αναστέλλονταν από τις αντιδράσεις τής πιο

συντηρητικής στρατιωτικής και διοικητικής ολιγαρχίας που έβλεπε να απειλούνται τα προνόμιά

της.

2.5.1 Πολεμικά γεγονότα (17ος-18ος αι.)

Από την εποχή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου και εξής η ελληνική Ανατολή γνώρισε την πιο

μακρόχρονη περίοδο ειρήνης. Σημειώνονταν βέβαια αλλεπάλληλα ναυτικά επεισόδια, αλλά

κανένα από αυτά δεν εξελίχθηκε σε ανοιχτή ρήξη. Και η Οθωμανική Αυτοκρατορία όμως είχε

χάσει την παλιά της ορμητικότητα, με εμφανή τα συμπτώματα της κακοδιοίκησης. Οι εδαφικές

επεκτάσεις ανακόπηκαν, με σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική δομή του κράτους:

αλλεπάλληλα κρούσματα αναρχίας, καταχρήσεων και διαφθοράς υπογράμμιζαν τη διοικητική

αποδιοργάνωση∙ νοθεύσεις του νομίσματος και αδυναμία καταβολής των μισθών

πιστοποιούσαν την οικονομική δυσπραγία∙ εξεγέρσεις τοπαρχών (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μάνη) και

γενιτσαρικών ταγμάτων έθρεφαν το στασιαστικό πνεύμα και υπονόμευαν τη μαχητική ικανότητα

των άλλοτε ακατάβλητων οθωμανικών στρατευμάτων. Ο αναβρασμός και οι τοπικές εξεγέρσεις

συχνά κατέληγαν σε τρομοκρατία και εξισλαμισμούς στον ελληνικό χώρο, ενώ ανθούσαν η

ληστεία, η πειρατεία και οι αυθαιρεσίες.

Η άνοδος στο θρόνο του σουλτάνου Μουράτ Δ΄ ανέστειλε προσωρινά την παρακμή:

αποκατέστησε την πειθαρχία των στρατευμάτων, κατέστειλε τις εξεγέρσεις και προσπάθησε να

θεραπεύσει μερικές από τις αδυναμίες της αυτοκρατορίας, διώκοντας τους υπεύθυνους για τη

διαφθορά στη διοίκηση. Οι αλλαγές αυτές τόνωσαν την αυτοπεποίθηση της αυτοκρατορίας, η

οποία επανήλθε στις πρότερες προσπάθειες για κατακτήσεις στη χριστιανική Ευρώπη.

2.5.1.1 Η κατάκτηση της Κρήτης (1669)

Η μεγαλόνησος, από τα τελευταία σημαντικά στρατιωτικά προπύργια των Βενετών στο Αιγαίο, ο

‘προμαχώνας της χριστιανικής Ευρώπης’ στην Ανατολή, ορμητήριο επιθέσεων κατά των

τουρκικών καραβιών, προκαλούσε την κατακτητική διάθεση των Οθωμανών. Ήταν τοποθετημένη

σε αξιοζήλευτη στρατηγική θέση μεταξύ του Αιγαίου, της Μέσης Ανατολής και της βόρειας

Αφρικής, διέθετε εξαιρετικά λιμάνια/κόμβους του διαμετακομιστικού εμπορίου, ήταν πηγή

πλούσιων εσόδων από τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς και, κυρίως, φαινόταν

εύκολος στόχος.

Ωστόσο, ο αγώνας για την κατάκτησή της ήταν μακροχρόνιος (1645-1669), αιματηρός και

πολυδάπανος για τους Οθωμανούς και μακροπρόθεσμα συνέβαλε στην εξασθένησή τους.

Μετά την άλωση του Χάνδακα (Σεπτέμβριος 1669) ύστερα από μακρόχρονη και αιματηρή

πολιορκία, η Κρήτη πέρασε στους Οθωμανούς, εκτός από τα νησάκια/φρούρια Σπιναλόγκα και

Γραμβούσα και το λιμάνι της Σούδας που παρέμειναν στους Βενετούς, μαζί με την Τήνο, για

μερικές δεκαετίες ακόμη. Σύμφωνα με τη συνθήκη, όσοι από τους κατοίκους ήθελαν να

εγκαταλείψουν το νησί είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν μεταφέροντας και την κινητή τους

περιουσία. Οι Βενετοί επίσης μπορούσαν αποχωρώντας να πάρουν τα όπλα, τα κανόνια, τα

κειμήλια, τα αρχεία και τις αποσκευές τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διάσωση του

μεγαλύτερου τμήματος των επίσημων αρχείων της βενετικής διοίκησης στην Κρήτη.

Page 26: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 26

Έτσι έκλεισε ο κύκλος των τουρκικών προσπαθειών για την αποκατάσταση της γεωγραφικής και

οικονομικής ενότητας της αυτοκρατορίας σε ολόκληρο τον παραδοσιακό γεωπολιτικό χώρο της

ανατολικής Μεσογείου.

Οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές για τον ελληνισμό:

i. Ο μακροχρόνιος πόλεμος αποδεκάτισε τον πληθυσμό (από 290 σε 135 χιλ. περίπου),

αφού οι Κρητικοί είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή οχυρώσεων, στις πολεμικές

επιχειρήσεις είτε εθελοντικά είτε διά της βίας.

ii. Πολλοί λόγιοι και καλλιτέχνες και όσοι είχαν δεθεί με το κυρίαρχο βενετικό στοιχείο

έφυγαν στην Ιταλία παίρνοντας τις περιουσίες, τα κειμήλια και τα αρχεία τους. Ελάχιστοι

εγκαταστάθηκαν στα Επτάνησα, γονιμοποιώντας την τέχνη των νησιών, οι περισσότεροι

συνέχισαν το ταξίδι μέχρι την ιταλική χερσόνησο. Την έξοδο δεν ακολούθησαν οι

αγροτικοί πληθυσμοί, που παρέμειναν στις πατρίδες τους υποτελείς στο νέο κυρίαρχο.

iii. Το κρητικό εμπόριο κατέρρευσε και η αγροτική παραγωγή μειώθηκε, με αποτέλεσμα να

μην καλύπτονται οι φορολογικές υποχρεώσεις προς τους Οθωμανούς, γι’ αυτό και

παρατηρήθηκαν μαζικοί εξισλαμισμοί.

iv. Πτώση της παιδείας και της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής παράδοσης του νησιού. Η

σύνδεση του ελληνισμού με τον λατινικό κόσμο, που είχε δώσει σημαντικά στοιχεία στις

τέχνες, τη ζωγραφική και τα γράμματα, έληξε απότομα.

2.5.2 Τουρκοβενετικοί πόλεμοι (1684-1699 & 1715-1718)

Ξεκίνησαν από την προσπάθεια των Βενετών να ανακτήσουν –χωρίς επιτυχία– τμήματα του

ελληνικού χώρου που είχε χαθεί (κυρίως την Κρήτη και την Κύπρο). Το βάρος των συγκρούσεων

όμως έφερε ένας ευρύτερος ευρωπαϊκός συνασπισμός, που περιλάμβανε και την Αυστρία (η

οποία ήδη σημείωνε επιτυχίες στη βόρεια Βαλκανική), τη Γερμανία και την Πολωνία. Αργότερα

(από το 1687) εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον και των Ρώσων, που βρίσκονταν σε εποχή διαρκούς

ανάπτυξης. Μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων αφορούσε την ανακατάληψη εδαφών στη βόρεια

Βαλκανική.

Οι βενετικές προσπάθειες στράφηκαν κυρίως προς τον ελληνικό χώρο. Εξουδετερώθηκαν οι

τουρκικές βάσεις στο Ιόνιο με την κατάληψη της Λευκάδας (6-8-1684), της Πρέβεζας (29-9-1684)

και της Βόνιτσας και τον επόμενο χρόνο επεκτάθηκαν οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο:

Κορώνη, Καλαμάτα, Μάνη και οχυρά της νοτιοανατολικής Μεσσηνίας, Μεθώνη, Ναβαρίνο. Οι

επιτυχίες άνοιξαν το δρόμο για πρόσκαιρη επέκταση της εκστρατείας στη Στερεά Ελλάδα

(Αττική). Τότε σημειώθηκε η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι (26-9-1687) με θύμα

τον Παρθενώνα.

Η συνέχεια όμως δεν ήταν το ίδιο επιτυχής: ο βενετικός στόλος απέτυχε στο Αιγαίο και χάθηκε η

Γραμβούσα.

Ο πόλεμος έλαβε τέλος με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (26-1-1699). Το κείμενο που αφορούσε στη

Βενετία αναγνώριζε την κυριαρχία της στην Πελοπόννησο μέχρι τον Ισθμό, αλλά επέστρεφε

στους Οθωμανούς τις στερεοελλαδικές κτήσεις (Ναύπακτο, Πρέβεζα). Οι Βενετοί κράτησαν

επίσης τη Λευκάδα και την Τήνο (για δεκαπέντε ακόμη χρόνια), αλλά έχασαν τη Γραμβούσα.

Η συνθήκη επισημοποίησε την πρώτη μεγάλη ήττα των Οθωμανών, μετέτρεψε την Αυστρία σε

ηγεμονεύουσα δύναμη των παραδουνάβιων χωρών και της βόρειας Βαλκανικής, σε ρυθμιστικό

Page 27: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 27

παράγοντα του Ανατολικού Ζητήματος. Επίσης οδήγησε σε προσέγγιση της Ρωσίας με τη δυτική

Ευρώπη και σε πρόσκαιρη επιστροφή της Βενετίας στην ελληνική Ανατολή.

Σημασία για τον ελληνισμό:

i. μεγάλο τμήμα του ήρθε εκ νέου σε επαφή με τη Δύση μέσω της Βενετίας,

ii. ξεκίνησαν μαζικές μετακινήσεις Ελλήνων προς τις κτήσεις των Αψβούργων,

iii. εντάθηκε η εμπορική διείσδυση των Ευρωπαίων στην Ανατολή, δημιουργήθηκαν

ευρύτερα πεδία εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας,

iv. σύνδεση των προβλημάτων της Ανατολής με τη Ρωσία.

Ο έβδομος και τελευταίος τουρκοβενετικός πόλεμος ξεκίνησε με πρωτοβουλία της Υψηλής

Πύλης σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τα εδάφη της Πελοποννήσου, στόχο που πέτυχε

ολοκληρωτικά μέχρι το Σεπτέμβριο 1715 με την παράδοση της τελευταίας βενετικής φρουράς

στη Μονεμβασιά. Παρόμοιες επιτυχίες σημειώθηκαν και στη θάλασσα: κατάληψη Τήνου,

Λευκάδας, Κυθήρων, Σούδας, Σπιναλόγκας.

Οι ήττες σηματοδότησαν την πλήρη κατάρρευση της βενετικής παρουσίας στην ανατολική

Μεσόγειο με παράλληλη ισχυροποίηση των Αψβούργων στη βόρεια Βαλκανική, οι οποίοι πέραν

των επιτυχιών τους ανέλαβαν την πολιτική κηδεμονία ενός σημαντικού τμήματος του σλαβικού

στοιχείου της περιοχής.

Ο πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (21-7-1718), η οποία οριστικοποιούσε τις

βενετικές απώλειες, με εξαίρεση τα Κύθηρα, την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα, καθώς και τα

ηπειρωτικά εξαρτήματα των Ιόνιων νησιών (Βουθρωτός).

Συνέπειες για τον ελληνισμό:

i. οι κάτοικοι των νησιών του Ιονίου κατέφυγαν σε περιοχές της Δαλματίας, Βενετίας,

Σικελίας

ii. εκμηδένιση των επαφών με τη Βενετία και οριστική διάψευση των απελευθερωτικών

προτάσεών της∙ παύση της στρατολόγησης Ελλήνων αρματολών (stradioti), πρακτικής

που τους εξασφάλιζε πολεμική εμπειρία

iii. διατήρηση εκ μέρους των Οθωμανών των προνομίων αυτοδιοίκησης που είχαν

παραχωρήσει οι Βενετοί στην Πελοπόννησο

iv. πρόσθετες επιβαρύνσεις για τους κατοίκους στις εμπόλεμες περιοχές, πρακτική που

οδήγησε σε πληθυσμιακές μετακινήσεις και δημογραφική ισχνότητα, ιδίως στην

Πελοπόννησο

v. έξαρση της ληστείας και της αναρχίας, που οδήγησε σε κατάργηση του θεσμού των

αρματολών (1722), αν και στην πράξη διατηρήθηκε ως την Επανάσταση

vi. καταστροφές σε μοναστήρια, κειμήλια κ.λπ. και περαιτέρω κατάπτωση της παιδείας

vii. καθορισμός του καθεστώτος ναυσιπλοΐας στο Δούναβη για τις δύο αυτοκρατορίες,

ελεύθερη διακίνηση εμπόρων και εμπορευμάτων στην κοιλάδα του Αξιού και άλλων

ποταμών, χρησιμοποίηση λιμανιών όπως η Θεσσαλονίκη∙ οι εξελίξεις αυτές άνοιξαν

νέους ορίζοντες εμπορικής δραστηριότητας για τους Έλληνες.

2.5.3 Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι

Από τις αρχές του 18ου αι. το κέντρο βάρους των πολέμων εναντίον των Οθωμανών μεταφέρθηκε

από τη Δύση στη Ρωσία. Στόχος της ήταν η προσάρτηση των βόρειων παραλίων του Εύξεινου

Page 28: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 28

Πόντου και η πρόσβαση στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Κατά συνέπεια, το ομόδοξο

‘ξανθό’ γένος των Ρώσων συγκέντρωσε τις ελπίδες των υπόδουλων για απελευθέρωση,

μεγάλωσε το ρεύμα των μεταναστεύσεων προς τη Ρωσία.

Την ίδια εποχή επικρατούσε γενική αναταραχή μεταξύ των υπόδουλων. Αίτια:

i. η αποσύνθεση του οθωμανικού στρατού

ii. η παραλυσία της περιφερειακής διοίκησης, που χαρακτηριζόταν από διαφθορά των

διοικητικών οργάνων και απομύζηση των υπόδουλων

iii. οι αυθαιρεσίες του οθωμανικού στόλου και πειρατεία, που είχαν γίνει μάστιγα νησιών

και παραλίων

iv. η δράση των κλεφτών και Αλβανών μισθοφόρων

Επιδίωξη των Ρώσων, ο αναβρασμός και η εξέγερση των χριστιανών να λειτουργήσουν ως

αντιπερισπασμός στη ρωσική πολεμική προσπάθεια.

2.5.3.1 Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774 / ορλοφικά)

Ο πόλεμος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1768, με ένα από τα μέτωπά του στην Πελοπόννησο και

το Αιγαίο. Επρόκειτο για την πρώτη στην ιστορία εμφάνιση ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο. Η

επιχείρηση είχε στόχο να ξεσηκώσει τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων και να καταστρέψει τον

οθωμανικό στόλο.

Επομένως, η ελληνική εξέγερση στην Πελοπόννησο κυρίως ήταν απόρροια εξωτερικής

υποκίνησης και παρέμβασης. Οι ρωσικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος-Ιούνιος

1770) είχαν ως συνέπεια μεγάλες καταστροφές, αιματηρά αντίποινα σε βάρος του χριστιανικού

πληθυσμού και επέκταση της δράσης των Αλβανών μισθοφόρων με ενδυνάμωση της ληστείας.

Μοναστήρια, χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου λεηλατήθηκαν, ενώ ευρύτατοι εξισλαμισμοί

καταγράφηκαν και σε περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.

Οι καταστροφές επέφεραν σοβαρές δημογραφικές μεταβολές και μετακινήσεις, με φυγή

κατοίκων από την Πελοπόννησο και τα νησιά προς το εσωτερικό και τις κοντινές χώρες ή τη

Ρωσία.

Ο πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί (21-7-1774), η οποία θεωρείται η

πρώτη μεγάλη διπλωματική επιτυχία των Ρώσων στην ανατολική τους πολιτική. Πέραν των

εδαφικών ανακατατάξεων, προέβλεπε μεταξύ άλλων: αμνηστία για όλους όσοι συμμετείχαν στον

πόλεμο, ελευθερία πλεύσης στη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο για τα εμπορικά πλοία με

ρωσική σημαία, ελευθερία μετακίνησης των Ρώσων υπηκόων στην οθωμανική επικράτεια,

εμπορικά προνόμια ανάλογα ‘των μάλλον ευνοουμένων κρατών’, δικαίωμα για τη Ρωσία να

διορίζει προξένους και άλλους διπλωματικούς και εμπορικούς αντιπροσώπους και, τέλος,

δικαίωμα σε όλους τους ορθόδοξους υπηκόους της Πύλης να ασκούν ελεύθερα τη λατρεία τους

και να χτίζουν εκκλησίες. Το μέτρο αυτό θεωρήθηκε αργότερα από τους Ρώσους ως δικαίωμα

προστασίας των χριστιανών και των λατρευτικών χώρων τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,

δικαίωμα που χρησιμοποίησαν επανειλημμένα στο μέλλον.

Εκμεταλλευόμενοι τις νέες συνθήκες Έλληνες ναυτικοί κατακλύζουν σταδιακά τις αγορές του

Εύξεινου Πόντου, του Αιγαίου και του Ιονίου (προκειμένου να ανασχέσουν αυτή την εξέλιξη οι

Οθωμανοί γρήγορα παραχώρησαν οικονομικά προνόμια στα ελληνικά πλοία). Πολλοί πήραν και

τη ρωσική υπηκοότητα.

Page 29: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 29

Οι όροι της συνθήκης αυτής επαναβεβαιώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του

Ιασίου (1792), που έδωσε τέλος στον β΄ ρωσοτουρκικό πόλεμο.

2.6 Η ανάπτυξη της οικονομίας (18ος-19ος αι.)

Οι καινούριες συνθήκες προέκυψαν από την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, άρχισαν

δε σταδιακά να κάνουν την εμφάνισή τους από το 18ο αι. με γεωγραφικό κέντρο τον ελληνικό

χώρο.

Αφετηρία της ανάπτυξης: το ενδιαφέρον των μεγάλων ναυτικών και εμπορικών δυτικών

δυνάμεων (Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ισπανία) για την ανατολική Μεσόγειο και η

δραστηριοποίησή τους στην περιοχή, ιδίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι διομολογήσεις

των προηγούμενων αιώνων –συνθήκες που προέβλεπαν εμπορικές διευκολύνσεις, όπως

μειωμένους δασμούς, έναντι της πολιτικής φιλίας− είχαν δημιουργήσει ένα προνομιακό για τους

Ευρωπαίους πεδίο διεξαγωγής του εμπορίου στις οθωμανικές αγορές.

2.6.1 Εμπόριο

Από τις ποικίλες ευκαιρίες που δημιούργησαν οι εμπορικές δραστηριότητες των ξένων στην

ανατολική Μεσόγειο ευνοήθηκαν αρκετοί υπήκοοι του σουλτάνου.

Οι ενδιαφερόμενες χώρες οργανώνουν εμπορικές ‘βάσεις’ σε διάφορες πόλεις, προξενικές αρχές

και εμπόρους που διευκολύνουν τη συγκέντρωση των εμπορευμάτων προς εξαγωγή και τη

διανομή των εισαγόμενων προϊόντων.

Το ευρωπαϊκό εμπόριο ενδιαφερόταν για προϊόντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:

i. πρώτες ύλες: μαλλί, βαμβάκι, λάδι, σταφίδα, δέρματα, μετάξι, νήματα

ii. τρόφιμα: δημητριακά

Οι εισαγωγές προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία αφορούσαν βιομηχανικά και αποικιακά

προϊόντα: υφάσματα, είδη υαλουργίας, σιδηρουργίας, σχοινοποιίας, μπαχαρικά, καφέ, ζάχαρη,

βαφικές ύλες. Ο όγκος και η αξία των ανταλλαγών αύξαιναν συνεχώς ως το 1821. Το εμπορικό

ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό για τον ελληνικό χώρο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι ξένοι χρησιμοποίησαν τους ντόπιους για πολλές από τις σχετικές με το εμπόριο εργασίες:

μεσιτεία, διερεύνηση της αγοράς, προσωπικές επαφές, κοντινές μεταφορές. Μερικούς που

ήθελαν να τους χρησιμοποιήσουν ως πρόξενους ή υποπρόξενους ή γενικούς εμπορικούς

πράκτορες τους εφοδίαζαν με την υπηκοότητα και την προστασία τους (μπερατλήδες). Έτσι,

αρκετοί Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι, ενεργώντας αρχικά ως διαμεσολαβητές και μεσάζοντες

μεταξύ των ξένων εμπορικών οίκων και των ντόπιων παραγωγών, εξελίχθηκαν αργότερα σε

μεταπράτες και στη συνέχεια σε αυτόνομους επιχειρηματίες, αναπτύσσοντας αξιόλογη εμπορική

και ναυτιλιακή δραστηριότητα. Στον κύκλο των δραστηριοτήτων αυτών παρενέβη

αποτελεσματικά και το ελληνικό στοιχείο της διασποράς, το οποίο άλλωστε είχε εξοικειωθεί

νωρίτερα με τα δυτικά εμπορικά πρότυπα και τους οικονομικούς μηχανισμούς.

Η συγκέντρωση του ευρωπαϊκού εμπορικού ενδιαφέροντος σε ορισμένα προϊόντα οδήγησε την

αγροτική οικονομία προς την παραγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων, σε βάρος της παραγωγής

άλλων. Αυτό προκάλεσε μεγάλη αύξηση της αγροτικής παραγωγής μέσω της ένταξης και

ακαλλιέργητων εδαφών, αλλαγή της σύνθεσης των καλλιεργειών, απόλυτη εξάρτηση της

παραγωγής από τη ζήτηση. Επομένως, τυχόν μείωση ή διακοπή της ζήτησης οδηγούσε σε

καταστροφή.

Page 30: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 30

Επίσης, η αύξηση του ευρωπαϊκού εμπορικού ενδιαφέροντος:

i. οδήγησε σε εκχρηματισμό της αγροτικής παραγωγής και της οικονομίας, η λογική του

εκχρηματισμού κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο από τα τέλη 18ου αι.

ii. ανέδειξε τους Έλληνες εμπόρους των παροικιών σε συνδετικούς κρίκους της Ευρώπης με

την ελληνική, την εξωτερική με την εσωτερική αγορά

Σχεδόν στο σύνολό τους οι δρόμοι του εμπορίου από τον ελληνικό χώρο στην Ευρώπη ήταν

θαλασσινοί → αύξησε το ρόλο των λιμανιών και μετέτρεψε τις πόλεις σε εμπορικά κέντρα,

ανέδειξε το πλοίο σε κυρίαρχο μέσο μεταφοράς.

Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της ενδοχώρας συμπλήρωναν τα λιμάνια, δημιουργώντας ένα

πλήρες δίκτυο αγορών.

Η ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών έφερε θετικές αλλαγές στη βιοτεχνία/βιομηχανία,

κυρίως ναυπηγική, νηματουργία, σαπωνοποιία, βυρσοδεψία.

2.6.2 Ναυτιλία

Το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο ήταν συνδεδεμένο με τη δραστηριότητα της ναυτιλίας.

Ο αριθμός των πλοίων, η μεταφορική ικανότητα και τα κέρδη διαρκώς αυξάνονταν.

Σταθμοί στην πορεία αυτή στάθηκαν η Γαλλική Επανάσταση, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και,

κυρίως, οι ναυτικοί αποκλεισμοί της ηπειρωτικής Ευρώπης εκ μέρους των Βρετανών. Οι ρυθμοί

του ευρωπαϊκού εμπορίου μεταβλήθηκαν, η Γαλλία και η Βρετανία ενεπλάκησαν ως εχθροί

στους πολέμους εγκαταλείποντας το εμπόριο της Μεσογείου, ενώ ταυτόχρονα η ελληνική

ναυτιλία αναπλήρωσε το κενό. Κυριάρχησε στο εμπόριο σε όλη τη Μεσόγειο, κυρίως με την

τροφοδοσία των ευρωπαϊκών χωρών με σιτηρά της ανατολικής Μεσογείου μέσω των

γαλλοκρατούμενων λιμανιών της ιβηρικής χερσονήσου. Η εποχή αυτή συνέπεσε με το άνοιγμα

των αγορών της Ρωσίας και την ίδρυση του λιμανιού της Οδησσού. Από την άλλη πλευρά, οι

κάτοικοι των βορειότερων επαρχιών της ελληνικής χερσονήσου αξιοποίησαν τους μάλλον

ανεξέλεγκτους (από τους Βρετανούς) χερσαίους δρόμους της Βαλκανικής, μέσω των οποίων

διακινούσαν ανεμπόδιστοι ποικίλα προϊόντα από και προς την κεντρική Ευρώπη.

Έτσι, από τα τέλη 18ου-αρχές 19ου αι. παρατηρείται η χρυσή εποχή της ελληνικής εμπορικής

ναυτιλίας, με πάνω από 3.000 πλοία.

Μετά την ειρήνευση στην Ευρώπη, οι παλαιές ναυτικές εμπορικές δυνάμεις επέστρεψαν,

ανέκτησαν τις θέσεις τους οδηγώντας την ελληνική ναυτιλία σε γεωγραφική συρρίκνωση και

κρίση (β΄δεκαετία του 19ου αι.).

2.6.3 Αγροτική παραγωγή

Γνώρισε αλλαγές σε περιορισμένη έκταση, εξακολουθούσε ωστόσο να είναι η κυρίαρχη

παραγωγική δραστηριότητα της αυτοκρατορίας. Η αυτοκατανάλωση αποτελούσε τον κανόνα.

Η αυξημένη ζήτηση λόγω του εξαγωγικού εμπορίου έφερε, ωστόσο, περιορισμένη

αναδιάρθρωση των καλλιεργειών: κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής σταφίδας, καπνού,

μεταξιού κ.λπ. Τα δημητριακά παρέμειναν παραδοσιακό σταθερό είδος.

Την ίδια εποχή διευρύνεται το φαινόμενο της μεγάλης, ατομικής ιδιοκτησίας της γης κυρίως στην

πλευρά των κατακτητών, μέσω της συνένωσης ή εξαγοράς παλιών τιμαρίων ή της υποδούλωσης

χωριών ελεύθερων καλλιεργητών. Γνωστότερο παράδειγμα αποτελούν τα τσιφλίκια του Αλή

πασά στην Ήπειρο, που κατάφερε στις αρχές του 19ου αι. να έχει 935 χωριά. Η γη ήταν φθηνή, το

Page 31: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 31

ίδιο και η εργασία. Η δημιουργία μεγάλης ιδιοκτησίας δεν μεταβάλλει τον τρόπο και τις τεχνικές

παραγωγής, που παραμένουν εξίσου παραδοσιακές και αναποτελεσματικές.

Ανισοκατανομή της γης παρατηρείται ανάμεσα στην οθωμανική και τη χριστιανική κοινότητα,

αλλά και εντός της καθεμιάς. Π.χ., στην Πελοπόννησο οι χριστιανοί αντιπροσώπευαν το 85% του

πληθυσμού με 33% της γης (μ.ό. 3 στρ. κατά κεφαλή), ενώ οι Οθωμανοί είχαν 63 στρ. κατά

κεφαλή. Στην Εύβοια οι χριστιανοί ήταν το 92% του πληθυσμού με 57% της γης (μ.ό. 9 στρ. κατά

κεφαλή), ενώ οι Οθωμανοί είχαν 80 στρ. κατά κεφαλή.

2.7 Η άνθηση της παιδείας

Από τα μέσα του 17ου αι. η εκπαίδευση παρουσιάζει ποσοτική και ποιοτική ανοδική πορεία, η

ύπαρξη σχολείων θα γίνει κανόνας στα αστικά κέντρα και τις κωμοπόλεις. Στην πρόοδο αυτή

παίζουν ρόλο ο τοπικός παράγοντας και οι οικονομικές δυνατότητες της κάθε περιοχής/πόλης. Η

ίδρυση σχολείων ήταν αποτέλεσμα της προόδου του εμπορίου, η οικονομική άνοδος προκάλεσε

τη βαθμιαία συνειδητοποίηση της ευθύνης των κατοίκων για την πρόοδο της κοινότητας. Η

ίδρυση σχολείου ως επιλογή γίνεται κατανοητή από τη σημασία που αποδίδεται πλέον στην

παιδεία: η μόρφωση δεν είναι μόνο αυτοσκοπός ή μέσο διατήρησης της συνείδησης και της

πίστης, αλλά και απαραίτητο εφόδιο για οικονομική και κοινωνική άνοδο.

Παρατηρείται επίσης διοικητική αλλαγή: ενώ μέχρι τότε την ευθύνη οργάνωσης και λειτουργίας

των σχολείων είχε η Εκκλησία, απέκτησαν σταδιακά ρόλο οι κοινότητες και οι απόδημοι. Οι

πρωτοβουλίες για την ίδρυση κοινοτικών σχολείων προέρχονταν από ισχυρές οικογένειες

εμπόρων και κτηματιών, συνέβαλλαν όμως και οι απόδημοι με τη θέσπιση κληροδοτημάτων και

υποτροφιών. Σε όλες τις περιπτώσεις τα σχολεία ενισχύονταν και από τα έσοδα της τοπικής

εκκλησίας. Αυτό θα οδηγήσει σε διαφοροποίηση των σκοπών της εκπαίδευσης. Λειτουργικά τα

σχολεία ελέγχονταν από τους προεστούς, για τη λειτουργία τους όμως απαιτούνταν έγκριση από

το Πατριαρχείο. Οι ίδιοι φρόντιζαν για την επιλογή του δάσκαλου και την οικονομική διαχείριση.

Από τα μέσα του 18ου αι. η εκπαίδευση εμπλουτίζεται από το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, οι

εκπρόσωποι του οποίου πρότειναν ριζικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στόχος είναι πια

η λειτουργία σχολείων απαλλαγμένων από το σχολαστικισμό, η εξάλειψη των δεισιδαιμονιών, η

διδασκαλία των φυσικών επιστημών, η διαμόρφωση νεωτερικής συνείδησης, η αγωγή των

μαθητών, η εφαρμογή σύγχρονων εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών μεθόδων.

Στις αρχές του 19ου αι., υπό την επιρροή του Κοραή, παρατηρήθηκε στροφή προς την αρχαία

ελληνική φιλολογία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Η παιδεία συνδέεται πλέον με το όραμα της

αναγέννησης της Ελλάδας, που θα επιτευχθεί με τη διάχυση των φώτων σε όλα τα κοινωνικά

στρώματα.

Από τα μέσα του 17ου ως το 1821 λειτούργησαν τρεις κύκλοι γνώσεων:

i. «κοινόν σχολείον», «δημόσιον σχολείον», «σχολείον των κοινών γραμμάτων», «σχολείον

των ιερών γραμμάτων», παρείχαν κατώτερου επιπέδου μόρφωση,

ii. «ελληνικόν σχολείον», «σχολείον των ελληνικών μαθημάτων», «ελληνική σχολή»,

«φροντιστήριον», «εκπαιδευτήριον», «ελληνομουσείον», «ακαδημία», «γυμνάσιον»,

«λύκειον», παρείχαν μεσαίου και δυνητικά ανώτερου επιπέδου μόρφωση (έχουμε δύο

κύκλους σπουδών στο πλαίσιο ενός σχολείου)

Page 32: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 32

Παράλληλα με τα οργανωμένα σχολεία υπήρχε και ο θεσμός του οικοδιδάσκαλου, τους οποίους

προσλάμβαναν οι ευπορότερες οικογένειες.

Το κατώτερο επίπεδο περιλάμβανε: ανάγνωση, γραφή, χρηστομάθεια, αριθμητική. Από τα τέλη

του 18ου αι. άρχισαν να εκδίδονται μοντέρνα αλφαβητάρια, με μικρά και κατανοητά κείμενα για

την άσκηση των μαθητών στην ανάγνωση. Από τα 1816 εισάχθηκε σταδιακά η αλληλοδιδακτική

μέθοδος διδασκαλίας, που απέβλεπε στην παροχή στοιχειωδών γνώσεων σε μεγαλύτερο αριθμό

μαθητών.

Το μεσαίο επίπεδο περιλάμβανε: αρχαία ελληνικά, γραμματική, συντακτικό και μετάφραση, με

κείμενα προερχόμενα από την αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή γραμματεία. Όταν υπήρχε

δυνατότητα, διδάσκονταν και φιλοσοφικά ή επιστημονικά μαθήματα.

Στις ανώτερες σχολές των μεγάλων πόλεων διδάσκονταν λογική, φιλοσοφία, θεολογία και

μαθηματικά. Από τα μέσα του 18ου αι., υπό την επήρεια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού,

εισάχθηκαν οι φυσικές επιστήμες, κοσμογραφία, γεωγραφία.

Η διάρκεια των σπουδών εξαρτιόταν από τα διδασκόμενα μαθήματα. Σε σχολεία με υψηλές

προδιαγραφές, η συνολική φοίτηση μπορούσε να φτάσει ως και 15 χρόνια∙ σε ένα μέσο σχολείο

ως και 6 χρόνια. Ανεξάρτητα από τον προβλεπόμενο χρόνο, δεν ολοκλήρωναν όλοι τις σπουδές

τους: οικονομικοί ή άλλοι λόγοι υποχρέωναν τους περισσότερους μαθητές να περιορίζονται σε

ορισμένους μόνο κύκλους σπουδών.

Στις αρχές του 18ου αι. παρατηρήθηκε αύξηση της φοίτησης στα κοινά σχολεία, από 15-20

μαθητές περνούμε σε 120-300 μαθητές κατά τόπους. Αφορούσε μόνο αγόρια, η οργανωμένη

φοίτηση των κοριτσιών ξεκίνησε μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Η αύξηση των μαθητών και των μαθημάτων, η προσθήκη και επιστημονικών μαθημάτων

απαιτούσαν αύξηση του αριθμού των δασκάλων. Μέσα 17ου-μέσα 18ου αι. εμφανίζονται νέοι

λαϊκοί μορφωμένοι δάσκαλοι που είχαν μαθητεύσει κοντά σε παλαιότερους. Μετακινούνταν

συνήθως από σχολείο σε σχολείο για καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Δεν πληρώνονταν καλά

και εξαρτιόνταν από τις διαθέσεις των τοπικών παραγόντων.

Ο μισθός τους ποίκιλλε ανάλογα με τη φήμη και τις ικανότητές τους, το μέγεθος του σχολείου,

τις δυνατότητες της κοινότητας. Λάμβαναν επίσης τα ‘δευτεριάτικα’, μικρή αμοιβή σε χρήμα ή σε

είδος από τους γονείς των μαθητών, κάθε Δευτέρα.

Στα τέλη του 18ου αι. εμφανίστηκε νέα γενιά δασκάλων που γνώριζαν αρχαία ελληνική γλώσσα

και γραμματεία και οι γνώσεις τους τους προσέδιδαν κύρος. Οι μετακινήσεις άρχισαν να

περιορίζονται.

Με την ανάπτυξη της εκπαίδευσης αυξήθηκαν και οι ανάγκες για νέους χώρους. Στην αρχή

προκρίθηκαν παραδοσιακές λύσεις: οίκημα με μία τουλάχιστον αίθουσα διδασκαλίας, δωμάτιο

για το δάσκαλο, βιβλιοθήκη (απαραίτητο εξάρτημα κάθε σχολείου από τα τέλη του 18ου αι.),

κοντά στην εκκλησία της πόλης ή σε κελιά του περίβολου του ναού ή κάποιου μοναστηριού. Από

τα μέσα του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., οι επίτροποι επιλέγουν την ανακαίνιση κάποιου

παλιού σχολικού κτηρίου ή την αγορά ή την ανέγερση νέου διδακτηρίου. Η επιλογή της μιας ή

της άλλης λύσης εξαρτιόταν από τις οικονομικές δυνατότητες και τις φιλοδοξίες της κοινότητας ή

από τη συνδρομή των αποδήμων.

Τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν θετικά: γεωγραφική

επέκταση σε όλο τον ελληνικό χώρο, ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση, εμβάθυνση και

Page 33: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 33

εμπλουτισμός των διδασκόμενων αντικειμένων, εμπέδωση της αναγκαιότητας και ανανέωση της

στοχοθεσίας της εκπαίδευσης.

3. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αποτελεί κλάδο του μεγάλου κορμού του ευρωπαϊκού

Διαφωτισμού.

Διαφωτισμός: το μεγάλο ανατρεπτικό ρεύμα, που άντλησε μέρος της έμπνευσής του από τα έργα

των Άγγλων θεωρητικών του 17ου αι., αλλά άνθησε και έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή του στη

Γαλλία του 18ου αι., που εξακτινώθηκε σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Ο John Locke (1632-1704), με το έργο του Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση (1689), όπου

καθορίζονται οι γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος, δίκαια θεωρείται ‘πατέρας

του Διαφωτισμού’.

Κύρια χαρακτηριστικά του, η εκκοσμίκευση της γνώσης και των αξιών που εκπορεύθηκαν από

την πρόοδο στην παιδεία της ΒΔ Ευρώπης τον αιώνα πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (νέες

ανακαλύψεις, Αναγέννηση, πρόοδος στις επιστήμες).

Τι επαγγελλόταν:

i. την απαλλαγή της ανθρώπινης σκέψης από το σκότος της πλάνης, την άγνοια, τη

δεισιδαιμονία και την προκατάληψη, την απόρριψη της αυθεντίας

ii. την αντίθεση προς όλους τους τύπους του δογματισμού και τη μισαλλοδοξία

iii. τη λογική κρίση, την πίστη στην πρόοδο, τον προβληματισμό γύρω από τα όρια της

γνώσης

iv. την επιστημονική γνώση, τον προβληματισμό γύρω από τη φύση

v. το αναπαλλοτρίωτο των δικαιωμάτων του ατόμου ως ουσιαστικό περιεχόμενο της ιδέας

της ελευθερίας

vi. την ισότητα, την αδελφοσύνη ανθρώπων και λαών, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια

vii. τη σημασία της αγωγής για την καλλιέργεια της λογικής κρίσης και των γνωστικών

ικανοτήτων των ανθρώπων

viii. τη σημασία στην αγωγή των νέων, προήγαγε τις ζωντανές γλώσσες, τα εθνικά ιδιώματα

σε βάρος των νεκρών γλωσσών

ix. την τροπή προς την αρχαιότητα και το δημοκρατικό της παράδειγμα, με αντίστοιχη

απόρριψη του Βυζαντίου που θεωρείτο φορέας απολυταρχικής εξουσίας

x. τον περιορισμό των κοσμικών εξουσιών του κλήρου

Τα ‘θραύσματα’ αυτού ταξίδεψαν νότια και ανατολικά προς την ευρωπαϊκή περίμετρο, όπου

βρέθηκαν αντιμέτωπα με παγιωμένες πνευματικές παραδόσεις και νοοτροπίες.

Η σταδιακή διείσδυση των ιδεών του Διαφωτισμού στην ορθόδοξη κοινωνία της Ανατολής

συνεπαγόταν αναπροσδιορισμούς σε θεμελιώδεις τομείς της πνευματικής, κοινωνικής και εν

τέλει της πολιτικής ζωής, που συνέτειναν στη διαμόρφωση της ιστορικής φυσιογνωμίας του

νεότερου ελληνικού έθνους. Τα σημάδια της πνευματικής αλλαγής άρχισαν να

πολλαπλασιάζονται στον ελληνικό χώρο όσο προχωρούσε ο 18ος αι.

Έτσι γεννήθηκε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όρο που έπλασε ο Κ. Θ. Δημαράς (1945).

Page 34: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 34

Προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού:

i. επανασύνδεση των πνευματικών δεσμών με τη Δύση μέσω των γαλλοκρατούμενων

περιοχών της ελληνικής Ανατολής (Επτάνησα) και των παροικιών,

ii. η κρίση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 17ο αιώνα,

iii. 1718-1774 δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης μέσω του

εμπορίου,

iv. από το 1750 δημογραφική ανάπτυξη και άνοδος των εμπορικών αστικών στρωμάτων.

Γεωγραφικός χώρος:

Έξαρση του φαινομένου παρατηρείται στα μέρη όπου δημιουργούνται ευνοϊκοί όροι, μεγάλα

κέντρα ακμής του ελληνικού στοιχείου: Ιωάννινα, νησιά του Αιγαίου, Επτάνησα, αργότερα

Θεσσαλία. Ωστόσο, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός ξεπέρασε τα ‘ελληνικά’ γεωγραφικά όρια:

επεκτάθηκε στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή στο βαλκανικό υπό οθωμανική

κυριαρχία χώρο, τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, τα παράλια της Μ. Ασίας (Σμύρνη).

Δυναμικοί πυρήνες παιδείας αναπτύσσονται λόγω των ευνοϊκών εμπορικών συγκυριών και στις

ελληνικές παροικίες της κεντρικής (Ουγγαρία) και δυτικής Ευρώπης (Βενετία, Βιέννη, Παρίσι) και

της νότιας Ρωσίας (Οδησσός).

Το ελληνικό φαινόμενο παρουσιάζει ιδιομορφίες/αποκλίσεις από το ευρωπαϊκό. Αίτια:

i. Ο ελληνικός κόσμος είναι κληρονόμος ενός αρχαίου πολιτισμού που βαραίνει

αποφασιστικά στην ιδιοσυγκρασία των μεταγενέστερων γενεών.

ii. Δέχεται την επίδραση του δυτικού Διαφωτισμού απαράσκευος. Εξαιτίας της αποξένωσης

από τις δυτικοευρωπαϊκές ιστορικέ εξελίξεις, δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τα μεγάλα

πολιτικά και κοινωνικά κινήματα της Δύσης, δεν γνώρισε τους καρπούς της ευρωπαϊκής

Αναγέννησης, παρά με ελάχιστες εξαιρέσεις (κυρίως στη βενετοκρατούμενη Κρήτη μέσα

στο 17ο αι., από όπου εξακτινώθηκε και σε άλλους πυρήνες ιταλικής παιδείας, και στα

Ιόνια νησιά).

iii. Βρίσκεται υπό δουλεία σε ασιάτη κυρίαρχο. Ο παλαιός ελληνικός κόσμος, μετά την

πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και μέσα από την τουρκοκρατία, έχει χάσει την

υπόσταση και τη συνοχή όπως συμβαίνει στα δυτικά καθεστώτα.

Περιοδολόγηση:

i. 1700-1750, εποχή ενός πρώιμου Διαφωτισμού. Συνδέεται στενά με τους Φαναριώτες,

χωρίς να είναι οι αποκλειστικοί εκπρόσωποί του.

ii. 1750-1800, φάση ωριμότητας με διάκριση σε δύο ‘γενιές’: 1750-1774, 1774-1800.

Διακρίνεται από την πυκνότητα των εκδηλώσεων του διαφωτιστικού ρεύματος.

iii. 1800-1821/1830, δυναμική φάση, ιδεολογική προετοιμασία του Αγώνα.

3.1 Προδρομική περίοδος (17ος αι.)

Από τα μέσα 17ου αι. παρατηρείται αλλαγή: η εκπαίδευση παρουσιάζει ποσοτική και ποιοτική

ανοδική πορεία, καθώς ξαναλειτούργησαν οι πνευματικοί δεσμοί με τη Δύση.

Κύριος δίαυλος της επανασύνδεσης: οι βενετοκρατούμενες περιοχές της ελληνικής Ανατολής

(Κρήτη ως το 1669, Ιόνια νησιά) και οι ελληνικές παροικίες των ιταλικών πόλεων, κυρίως της

Βενετίας, όπου υπήρχε ελληνική παροικία από τα τέλη του Μεσαίωνα. Από την εποχή μετά την

Page 35: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 35

Άλωση, η Βενετία και το πανεπιστήμιο της Πάδοβας είχαν δεχθεί Έλληνες σπουδαστές από τις

λατινοκρατούμενες περιοχές (Χίο, Κρήτη, Κύπρο, Ιόνια), βαθμιαία και από άλλες περιοχές του

ελληνικού κόσμου.

Αυτά τα πρώτα κύματα ανανεώνονταν συνεχώς από νέα κύματα προσφύγων που έφταναν στη

Βενετία όταν οι περιοχές έπεφταν στα χέρια των Οθωμανών (Χίος 1566, Κύπρος 1571, Κρήτη

1669). Η τοπική ελληνική αδελφότητα διατήρησε την παράδοση των ελληνικών γραμμάτων.

Διαμέσου των στενών εμπορικών δεσμών της με την Ανατολή, αποτέλεσε για τέσσερις αιώνες τη

γέφυρα του ελληνικού κόσμου με τη νεότερη Ευρώπη.

Επίσης, υπήρξε για αιώνες το κυριότερο κέντρο της ελληνικής τυπογραφίας, όταν η αντίστοιχη

στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είτε απαγορευόταν είτε ήταν επισφαλής.

Εκπρόσωποι:

Θεόφιλος Κορυδαλεύς (1570-1646)

3.2 Πρώτη περίοδος (1700-1750). ‘Πρώιμος Διαφωτισμός’

Συμβατικά ξεκινά από το 1709 –ανάθεση σε Φαναριώτες της εξουσίας στις παραδουνάβιες

ηγεμονίες.

Η εποχή τους χαρακτηρίστηκε από σημαντικές μεταρρυθμίσεις και διαμόρφωσε το πλαίσιο μιας

αξιοσημείωτης πολιτισμικής και πνευματικής εξέλιξης, που ανέδειξε τις ηγεμονίες σε πυρήνες

δεκτικότητας των δυτικών πολιτισμικών στοιχείων, στο κυριότερο κέντρο του Διαφωτισμού στη

ΝΑ Ευρώπη.

Πρωταγωνιστές της περιόδου, οι Φαναριώτες, που από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αι.

συγκεντρώθηκαν γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολη, μέλη των

παλιών αριστοκρατικών οικογενειών της βυζαντινής περιόδου. Με την πάροδο του χρόνου, με τη

δραστηριότητα, την παιδεία, τη γλωσσομάθεια, την πνευματική τους υπεροχή, την ενασχόληση

με τις επιστήμες και τα πνευματικά ρεύματα της εποχής τους, την πολιτική τους ευελιξία,

διείσδυσαν σε υπηρεσίες της Υψηλής Πύλης και κατόρθωσαν να διακριθούν, αποτελώντας την

ιθύνουσα τάξη των Ελλήνων της πόλης.

Οι Φαναριώτες σχετίζονταν άμεσα με τον τρόπο που είχε οργανωθεί και λειτουργούσε η κρατική

μηχανή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κάλυπταν ένα κενό, που αφορούσε την πολιτική

διαχείριση των πραγμάτων τόσο στο εσωτερικό όσο και στις σχέσεις με τα άλλα κράτη, έναν

τομέα που το οθωμανικό διοικητικό προσωπικό δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί με επάρκεια,

καθώς δεν διέθετε τις αναγκαίες δεξιότητες. Οι αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης και οι

αλλαγές που σημειώθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά το β΄ μισό του 17ου αι.

(αμβλυμένη επεκτατική ορμή και αναγκασμένη να αρχίσει σοβαρές διπλωματικές

διαπραγματεύσεις με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις) επέτρεψαν τη συγκρότηση των Φαναριωτών σε

διακριτή κοινωνική ομάδα, που προσδιοριζόταν από την ελληνική καταγωγή και γλώσσα και την

ορθόδοξη πίστη.

Από τα τέλη του 17ου αι. Φαναριώτες αναλάμβαναν τα αξιώματα του Μεγάλου Διερμηνέα ή

Δραγουμάνου της Πύλης (ένα είδος υπουργού των Εξωτερικών για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις)

και του Δραγουμάνου του Στόλου (αναπληρωτή του καπουδάν πασά, αρχηγού του οθωμανικού

ναυτικού και διοικητή των νησιών του Αιγαίου).

Page 36: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 36

Μετεξελίχθηκαν ως το ενδιάμεσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του δυτικού κόσμου: ως

ηγεμόνες είχαν σαν πρότυπα τους ηγεμόνες της Δύσης, κυρίως τον Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας

και την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας.

Φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν στις αυλές τους συνθήκες ανάλογες με τις δυτικές, να

αφιερώσουν δυνάμεις στην πρόοδο και άλλων κοινωνικών ομάδων, εξαρτημένων από αυτούς.

Οι Φαναριώτες ως διπλωμάτες, ηγεμόνες, συγγραφείς, βρέθηκαν αρχικά πρωτοπόροι του

Νεοελληνικού Διαφωτισμού, επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ίδρυση ή την οικονομική

ενίσχυση σχολείων και τη διάδοση της παιδείας στο λαό. Οι ακαδημίες του Βουκουρεστίου και

του Ιασίου αναδείχθηκαν στις σημαντικότερες εστίες του. Αργότερα όμως, κυρίως από τα πρώτα

χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, ο φαναριωτισμός θα εξουδετερωθεί κυρίως για λόγους

τοπικούς και ιστορικούς, η ανακαινιστική του ορμή θα επιβραδυνθεί ώσπου θα συμπλεύσει με

τις συντηρητικές μερίδες του ελληνισμού.

Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι Φαναριώτες δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα τόσο στην

Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (αποκεφαλισμοί, δολοφονίες,

διωγμοί κ.λπ.). Παρά τις κατά καιρούς κρίσεις που διατυπώθηκαν για τη στάση και τη γενικότερη

πολιτική τους τοποθέτηση, είναι γενικά παραδεκτό ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη

διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής πορείας του ελληνισμού.

Εκπρόσωποι:

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1680-1730) γιος του Αλέξανδρου

Παράλληλα λειτουργούσε και ο εμπορικός κόσμος. Ο τύπος του εμπόρου ασχολούμενου με την

παιδεία, με πνευματικές ανησυχίες, θα διακριθεί αισθητά. Οι έμποροι παρακολουθούσαν τη

βαθμιαία παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πιστοί οπαδοί του φιλελευθερισμού, έγιναν

εκφραστές ενός επαναστατικού ρεύματος κατά της οπισθοδρόμησης.

Εκπρόσωποι:

Ιωάννης Πρίγκος στο Άμστερνταμ, Γεώργιος Ζαβίρας στην Πέστη, Γεώργιος Κρομμύδας στη

Μόσχα, Αλέξανδρος Βασιλείου, Αθανάσιος Ψαλίδας στα Ιωάννινα, Πολυζώης Λαμπανιτζιώτης

στη Βενετία και Βιέννη, Κωνσταντίνος Μπέλλιος στη Βιέννη και κορυφαίος ο ίδιος ο Κοραής στο

Παρίσι.

Τέλος, σε πνευματικές μορφές της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συναντούμε επίσης πλειάδα

διακεκριμένων λόγιων κληρικών από το 17ο στο 18ο αι., που διατηρούσαν επαφές με την Ιταλία

και συνδύαζαν τα ιερά γράμματα με την κλασική παιδεία. Κήρυτταν την αξία της μόρφωσης και

της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Εκπρόσωποι:

Ιερομόναχος Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660-1749), Αντώνιος Κατήφορος (1685-1763), πρωθιερέας

της Ζακύνθου

3.3 Δεύτερη περίοδος (1750-1800)

3.3.1 ‘Πρώτη γενιά’ (1750-1774)

Οι πρώτες δεκαετίες διακρίνονται από την πυκνότητα των εκδηλώσεων και την αυξανόμενη

ένταση του διαφωτιστικού ρεύματος. Η επαφή με την ευρωπαϊκή σκέψη γίνεται περισσότερο

Page 37: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 37

συνεχής, οι αλλαγές στις νοοτροπίες αρχίζουν να γίνονται αισθητές στα αστικά κέντρα, το

ανανεωτικό πρόσωπο της εμπορικής τάξης αποκρυσταλλώνεται.

Αναπτύσσεται η νεοελληνική πολιτική σκέψη, εμφανίζεται κάποια κριτική προδιάθεση στην

πνευματική ζωή: Οι ιδέες της ελευθερίας, ισότητας, ιδιοκτησίας, κοινωνικής δικαιοσύνης

περνούν στα ελληνικά κείμενα. Εμπνευσμένοι από το υπόδειγμα της φωτισμένης δεσποτείας της

Δύσης, οι εκπρόσωποί του υπερτονίζουν το ρόλο του άριστου κυβερνήτη, του μεταρρυθμιστή

ηγεμόνα, που πρέπει να συνταιριάζει γνώσεις και ηθικές αρχές: η βελτίωση της διοίκησης, ο

εξορθολογισμός και εκσυγχρονισμός της παιδείας, η κατά το δυνατόν ανάδειξη μιας κοινωνίας

δικαιότερης επαφίενται στην αγαθή πρόθεση των ηγεμόνων.

Εκπρόσωποι:

Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800)

3.3.2 ‘Δεύτερη γενιά’ (1774-1800)

Χρόνια ακμής και ωριμότητας, η νέα γενιά των διαφωτιστών είναι διασκορπισμένη σε όλο το

εύρος του ελληνικού κόσμου, στην οθωμανική Ελλάδα και τη διασπορά.

Η επαφή με τη δυτική σκέψη γίνεται περισσότερο συνεχής. Κυριαρχεί η αίσθηση ότι στη Δύση η

πρόοδος του ανθρώπινου πνεύματος οδήγησε σε πιο εξελιγμένες μορφές εμπειρίας και γνώσης,

από τις οποίες μόνο κερδισμένη μπορούσε να βγει η ελληνική παιδεία.

Στη γενιά αυτή η ενασχόληση με το γενικότερο πρόβλημα της πολιτισμικής και κοινωνικής

ανανέωσης μετατράπηκε σε ενσυνείδητο ενδιαφέρον για πολιτική αλλαγή.

Αναπτύχθηκε παράλληλα έντονη εκδοτική και μεταφραστική δραστηριότητα. Από το α΄ στο β΄

μισό του 18ου αι. η εκδοτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε −εκδίδονται 2.500 βιβλία, στο

διάστημα 1780-1820 καταμετρήθηκαν 205 πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς.

Τα βιβλία θα ανατρέψουν τις προγενέστερες καταστάσεις, θα αναδειχθούν σε εργαλεία της

ανάπτυξης του Διαφωτισμού. Οι μεταφράσεις θα σταθούν τα αποτελεσματικότερα μέσα για τη

μετακένωση των αγαθών της δυτικοευρωπαϊκής παιδείας στην ελληνική πνευματική δημιουργία.

Από αυτές, πολλά ιστορικά και επιστημονικά βιβλία, μεταφράσεις του Βολταίρου και της

Εγκυκλοπαίδειας.

Παρατηρήθηκε υποχώρηση του εκκλησιαστικού και λειτουργικού βιβλίου, εκδίδονται βιβλία

φιλοσοφικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, ιστορικά, αρχαιογνωσίας, γραμματικές της αρχαίας

ελληνικής, εγχειρίδια διδασκαλίας ξένων γλωσσών.

Επίσης βιβλία που ασχολούνται με κοινωνικά θέματα: χαρακτήρες, οδηγοί καλής συμπεριφοράς,

χρηστοήθειες, επιστολάρια, διάλογοι για την εξυπηρέτηση όσων ταξιδεύουν σε ξένους τόπους.

Τα τυπογραφεία όπου παράγονται τα ελληνικά βιβλία βρίσκονται σε χώρες της δυτικής Ευρώπης

(Βενετία, Βιέννη, Λιψία, Παρίσι). Αυτό δυσχεραίνει τη διακίνησή τους, έχει όμως το πλεονέκτημα

ότι επιτρέπει σε συγγραφείς και εκδότες να κινούνται με μεγαλύτερη ελευθερία χωρίς την

παρέμβαση εκκλησιαστικών λογοκριτικών μηχανισμών.

Από το 1798 άρχισαν να λειτουργούν ελληνικά τυπογραφεία σε Κωνσταντινούπολη και Κέρκυρα.

Στο τέλος της περιόδου θα εμφανιστούν ελληνικά τυπογραφεία σε κέντρα του Νεοελλικού

Διαφωτισμού της Ανατολής: Ιάσιο, Βουκουρέστι, Κυδωνίες, Χίος.

Εκπρόσωποι:

Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1730-1800), Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807), Χριστόδουλος

Παμπλέκης (1733-1793)

Page 38: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 38

3.3.3 Χρόνια ριζοσπαστικοποίησης (1790-1800)

Μεσολάβησε η έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία επέτρεψε να αρθρωθεί ένα πιο

ριζοσπαστικό πνεύμα. Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (το 1797 οι Γάλλοι έφτασαν στα Επτάνησα)

καλλιέργησαν την απελευθερωτική ορμή.

Την εποχή αυτή ο διαφορισμός είναι έκδηλος. Παράλληλα με τις μετριοπαθείς τάσεις, τη ‘μέση

οδό’ που εκπροσωπεί ο Κοραής, εκδηλώνονται και οι πιο ακραίες:

i. οι τελείως συντηρητικές, αντίθετες προς το Διαφωτισμό [Αθανάσιος Πάριος],

ii. οι τελείως ριζοσπαστικές, σαφείς εικόνες των οποίων αποτελούν τέσσερα έργα:

Ανώνυμος του 1789, Ρωσοαγγλογάλλος, Ελληνική Νομαρχία, Κρίτωνος Στοχασμοί.

Χαρακτηριστικό: όλα εκδόθηκαν ανώνυμα.

Εκπρόσωποι:

Ιερομόναχος Δημήτριος-Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Ρήγας Βελεστινλής,

Κωνσταντίνος Σταμάτης.

3.4 Τρίτη περίοδος (1800-1821/30)

Το διαφωτιστικό ρεύμα ολοκληρώνει την καμπύλη του. Πρόκειται για την πιο δυναμική φάση,

συμπλέκεται με την ιδεολογική προετοιμασία του Αγώνα.

Υπάρχει ένας στόχος: ο φωτισμός του Γένους να οδηγήσει στην εθνική αφύπνιση και την

απελευθέρωση.

Ο προτρεπτικός και παιδαγωγικός χαρακτήρας του Νεοελληνικού Διαφωτισμού βρίσκεται στην

κορύφωσή του. Πληθαίνουν οι εκδόσεις με ηθικοδιδακτικό στόχο, πολλαπλασιάζονται τα

σχολεία και οι βιβλιοθήκες.

Η σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης, η προβολή του έθνους, η σύνδεση με την αρχαιότητα

και η μελέτη της ιστορίας κορυφώνονται.

Η περίοδος αυτή ταυτίζεται συμβολικά με την παρουσία του Αδαμάντιου Κοραή,

χαρακτηριστικότερου εκπροσώπου του πνεύματος των Ιδεολόγων, δηλαδή των διανοουμένων,

οι οποίοι σταθερά προσηλωμένοι στη διατήρηση της ελευθερίας και της ισότητας,

αποδοκίμαζαν τη βιαιότητα των τελευταίων χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης και κρατήθηκαν

μακριά από την πολιτική δράση στα χρόνια του Ναπολέοντα.

Εκπρόσωποι:

Νεόφυτος Δούκας, Άνθιμος Γαζής, Βενιαμίν Λέσβιος, Νεόφυτος Βάμβας, Κωνσταντίνος Κούμας,

Θεόφιλος Καΐρης, Γρηγόριος Παλιουρίτης, Ιωάννης Βηλαράς.

3.5 Αντιδράσεις

Το φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού δεν εισέδυσε στο ελληνικό σώμα χωρίς

αντιστάσεις. Η ορμητική προώθηση των βιβλίων και των ιδεών του προκάλεσε έντονες

αντιδράσεις από όσους ήταν συνδεδεμένοι με την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων και κυρίως με

τα ζητήματα παιδείας:

i. της Εκκλησίας απέναντι σε κινήματα τα οποία όλο και λιγότερο ήλεγχε∙ όσο οι ροπές του

ανακαινισμού γίνονται πιο ισχυρές τόσο εκείνη αντενεργεί

ii. των Φαναριωτών, ως τάξης, που έχαναν βαθμιαία το προβάδισμά τους στον ελληνικό

κοινωνικό χώρο, απέναντι σε κινήματα που τους αγνοούσαν είτε επιδίωκαν την ανατροπή

Page 39: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 39

τους. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις προσώπων όπου διαφαίνεται η μνήμη των

προοδευτικών τους ιδεών

iii. των προεστών, οι οποίοι όμως δεν αποτελούν ενιαίο σώμα, αλλά υφίστανται την κριτική

της εξουσίας τους∙ οι αντιδράσεις τους είναι ποικίλες, διαθέτουμε όμως λίγα τεκμήρια

Οι νέες πολιτικές ιδέες καταγγέλλονταν ως δυνάμεις καταστροφικές − καταδίκη της φιλοσοφίας

των Γάλλων Βολταίρου και Ρουσό, της Γαλλικής Επανάστασης, του κοραϊσμού, των σχολείων του

Διαφωτισμού.

Η Γαλλική Επανάσταση, που έδωσε πολιτική μορφή στις φιλοσοφικές και πολιτισμικές επιδιώξεις

του Διαφωτισμού, υπήρξε ο καταλύτης για την όξυνση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης.

Η Εκκλησία από τη μια πλευρά καλείται από την Πύλη να τηρήσει τα καθήκοντά της που

σχετίζονταν με τη νομιμοφροσύνη του λαού απέναντι στο επαναστατικό κλίμα και από την άλλη

επιχειρεί να ενισχύσει τις παραδοσιακές αξίες στην κοινωνία και την εκπαίδευση. Με μια σειρά

ποιμαντικών εγκυκλίων που απευθύνονταν στους κατοίκους της Πελοποννήσου, της Άρτας και

της Πάργας στην Ήπειρο, των νησιών του Αιγαίου και κυρίως στο λαό των Επτανήσων, όπου είχε

αφιχθεί ο γαλλικός στρατός του Ναπολέοντα το 1797, η Ιερά Σύνοδος τους παρότρυνε να

προστατεύουν την καθαρότητα της πίστης και να προφυλάσσονται από τις απατηλές

επαναστατικές υποσχέσεις των Γάλλων. Η εισαγωγή των νεότερων επιστημών και των

μαθηματικών θεωρείται επιζήμια για την αληθινή πίστη και τη σωτηρία της ψυχής.

Προτάθηκαν ριζικά μέτρα για την εξουδετέρωση των αντιφρονούντων, σε δύο περιπτώσεις

προκλήθηκαν μείζονες κρίσεις:

i. 1793-1800. Το Πατριαρχείο επιχείρησε να επιβάλει προληπτική λογοκρισία,

απαγορεύτηκε η ανάγνωση βιβλίων που θεωρούνταν ύποπτα και απειλήθηκαν με

αφορισμό όσοι τα διάβαζαν. Αφορίστηκαν για τα έργα τους οι Χριστόδουλος Παμπλέκης

(1793), Ρήγας Βελεστινλής (1798), Παναγιώτης Κοδρικάς. Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύτηκε

η Απολογία Χριστιανική, Κωνσταντινούπολη 1798, από τον Αθανάσιο Πάριο, τον πιο

μαχητικό εκφραστή του ‘αντιδιαφωτιστικού’ πνεύματος. Πρόκειται για πολεμικό

φυλλάδιο κατά της επαναστατικής Γαλλίας, το οποίο διευρύνθηκε το 1800 και 1805 και

μετατράπηκε σε συνειδητή καταγγελία τού Διαφωτισμού και διακήρυξη των

παραδοσιακών αξιών της ορθόδοξης κοσμοθεωρίας.

Την ίδια χρονιά (Κωνσταντινούπολη 1798) εκδόθηκε το φυλλάδιο Διδασκαλία Πατρική

του πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμου ΣΤ΄, που προειδοποιούσε για «τας νεοφανείς

ελπίδας της Ελευθερίας», που αποτελούσαν παγίδα του σατανά για τους ευσεβείς. Το

αντίδοτο στη φωνή της ελευθερίας ήταν η υποταγή στην ισχυρή βασιλεία των

Οθωμανών, το δώρο του Θεού στους χριστιανούς. Στην πρόκληση αυτή απάντησε ο

Αδαμάντιος Κοραής με την έκδοση της Αδελφικής Διδασκαλίας (Παρίσι 1798), στην οποία

εξυμνούσε το ιδεώδες της ελευθερίας και κατήγγελλε την οθωμανική τυραννία.

Στα 1803 καταδικάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Βενιαμίν Λέσβιος και του

ζητήθηκε να ανακαλέσει τις «κακοδοξίες» του ότι η Γη κινείται και ότι υπάρχει ζωή και σε

άλλους πλανήτες.

ii. 1819-1821. Εγκύκλιος του Πατριαρχείου (Μάρτιος 1819) αποδοκίμαζε τις γλωσσικές

θεωρίες για τη χρήση της ομιλούμενης γλώσσας σε βάρος της γλώσσας των Γραφών και

το βάπτισμα των παιδιών με αρχαιοελληνικά ονόματα. 1820, πατριαρχική προσταγή προς

Page 40: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 40

τους βιβλιοπώλες της Κωνσταντινούπολης να μην πωλούν βιβλία που δεν είχαν

προηγουμένως εγκριθεί από την Εκκλησία. Μάρτιος 1821, συνήλθε πατριαρχική σύνοδος,

η οποία προσπάθησε να κατευνάσει τη μανία των Τούρκων που προκάλεσε η έκρηξη της

επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες μέσω της «καθαιρέσεως μαθημάτων

φιλοσοφικών» και παύσης των προοδευτικών δασκάλων (Κ. Κούμα, Β. Λέσβιου, Θ. Καΐρη,

Ν. Βάμβα).

Παρά τη σκλήρυνση της στάσης της, η Εκκλησία δεν κατάφερε να στρατολογήσει αξιόλογο

αριθμό μεγάλων προσωπικοτήτων υπέρ του αγώνα της, η αντενέργειά της δεν υπήρξε

αποτελεσματική. Κινητοποίησε σώμα ιεροκηρύκων και καλλιεργημένων ιερέων για την προβολή

της υποχρέωσης υποταγής στους Τούρκους ως έργου της Θείας Πρόνοιας και διατήρησης της

αυθεντικότητας της πίστης.

Τα δυναμικότερα στοιχεία τής κοινωνίας όμως έλκονταν από τις δυνατότητες του Διαφωτισμού.

Οι καταδίκες ήταν πολυάριθμες, αλλά μάλλον χωρίς απήχηση. Π.χ., το 1793, όταν αφορίστηκε ο

Χρ. Παμπλέκης, οι οπαδοί του του έστησαν μνημείο σε δημόσιο χώρο στη Λιψία. Οι

απαγορεύσεις να βαπτίζονται παιδιά με αρχαιοελληνικά ονόματα αγνοήθηκαν. Η καταδίκη του

κινήματος του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, το 1821, δεν το εμπόδισε να

εξαπλωθεί.

Στην ουσία, επρόκειτο για μία διαμάχη γύρω από τη θέση της Εκκλησίας και της πολιτικής

εξουσίας της στην ελληνική κοινωνία και όχι για διαμάχη θρησκευτική ή δογματική. Το πολιτικό

περιεχόμενό της διαφαίνεται από το γεγονός ότι οι οπαδοί του Νεοελληνικού Διαφωτισμού

διακήρυτταν τη θρησκευτική τους ορθοδοξία, δεν ακολούθησαν το δρόμο της αθεΐας, όπως

συνέβη στη Γαλλία.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν υπήρξε ‘αντιχριστιανικός’: η Ορθοδοξία στο πλαίσιο της

Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεωρούνταν συνεκτικός κρίκος ενιαίας πολιτισμικής παράδοσης. Η

κριτική αφορούσε τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας, τη διαφθορά μερίδας του ανώτερου κλήρου,

τις δεισιδαιμονίες και τις καταχρήσεις, την υποταγή στην τυραννία.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός προέτρεπε για εξαγνισμό της πίστης και των λειτουργών της και

ανόρθωση των ηθών σε μια γενική προσπάθεια κοινωνικής αναμόρφωσης. Οι άνθρωποι του

Νεοελληνικού Διαφωτισμού διατείνονταν ότι επιδίωκαν να επαναφέρουν την Εκκλησία στην

αξιοπρέπεια που της ταίριαζε καταδεικνύοντας τις αναντιστοιχίες της ορθής αυθεντίας προς τις

ακολουθούμενες θρησκευτικές και εκκλησιαστικές πρακτικές. Ο Κοραής αναδείχθηκε μεγάλος

δάσκαλος του είδους.

Με την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους τελείωσε ο ιστορικός

κύκλος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όσο κι αν υπάρχουν επιβιώσεις ως τα μέσα 19ου αι.: τα

ιδεολογικά κινήματα δεν έχουν καθαυτό τέλος, το παλιό επιζεί μέσα στο καινούριο. Νέες

φροντίδες απορροφούσαν τις εθνικές δυνάμεις, το νέο κράτος αντιμετώπιζε προβλήματα που

χρειάζονταν άμεση επίλυση, υπηρεσίες έπρεπε να οργανωθούν και να επανδρωθούν, τα

ενδιαφέροντα της προηγούμενης περιόδου πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.

Page 41: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 41

3.6 Ρήγας Βελεστινλής

Γνήσιος επαναστάτης, από τη Θεσσαλία σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και τις

παραδουνάβιες ηγεμονίες, μαθητής του Μοισιόδακα, συνδέθηκε με τους Γρ. Κωνσταντά και Δ.

Φιλιππίδη, Π. Κοδρικά, Ν. Δούκα, Κ. Σταμάτη, Αθ. Χριστόπουλο.

Η εκδοτική δραστηριότητά του επιδίωκε να σπείρει το σπόρο μιας επαναστατικής προσπάθειας

που θα ανέτρεπε τον οθωμανικό δεσποτισμό και θα επιτύγχανε την απελευθέρωση των Ελλήνων

και των βαλκανικών λαών.

Δεν απέβλεπε μόνο στα εκσυγχρονισμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και τη φωτισμένη

διανόηση. Απευθυνόταν και στις πλατιές μάζες του πληθυσμού, μεταδίδοντας το μήνυμα της

εθνικής απολύτρωσης σε μια γλώσσα που ήταν οικεία σ’ αυτές, την ελληνική.

Χάρτα της Ελλάδος, Βιέννη 1791.

12 φύλλα, ο χάρτης του γεωγραφικού χώρου που θα απελευθέρωνε. Πρόκειται για ένα

πανόραμα του ελληνικού παρελθόντος, ένα όραμα για το μέλλον.

Δινόταν έμφαση στο μεγαλείο του αρχαίου ελληνισμού, τις νίκες των Περσικών Πολέμων,

καταλόγους μεγάλων ανδρών, χρονολογίες ηρωικών μαχών, αρχαία και νεότερα τοπωνύμια.

Το επαναστατικό κάλεσμα ήταν στο εξώφύλλο, στην αλληγορική παράσταση του Ηρακλή, το

ρόπαλο του οποίου συμβόλιζε την ελληνική δύναμη. Αντίστοιχη παράσταση στην Επιπεδογραφία

της Κωνσταντινούπολης.

Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων

και της Βλαχομπογδανίας, Βιέννη 1797.

Περιλάμβανε την επαναστατική προκήρυξη, τη διακήρυξη των δικαίων του ανθρώπου, το σχέδιο

πολιτεύματος για την Ελληνική Δημοκρατία και κατέληγε με το Θούριο. Σύνθημά του:

«ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη».

Στην επαναστατική προκήρυξη υποστήριζε ότι ο δεσποτισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

είχε φτάσει στο έσχατο σημείο παρακμής. Πίστευε ότι όλα τα δεινά των σκλαβωμένων

προέρχονταν από την «κακήν και αχρειεστάτην διοίκησιν από την στέρησιν καλών νόμων».

Οδηγημένοι από την απόγνωση οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αποφάσισαν να εξεγερθούν

κατά του τυράννου, καλώντας και τους άλλους βαλκανικούς λαούς να συνταχθούν.

Η ελευθερία που επρόκειτο να ανακτηθεί θα στηριζόταν στα θεμελιώδη δικαιώματα του

ανθρώπου, ακολουθώντας πιστά το γαλλικό πρότυπο του 1793, το πλέον ριζοσπαστικό της

εποχής του. Η απελευθέρωση ήταν η προϋπόθεση των θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών

αλλαγών.

Η «Ελληνική Δημοκρατία» επίσης θα στηριζόταν σε ένα ριζοσπαστικό σύνταγμα, προσαρμογή

του γαλλικού, θα ήταν η νέα πραγματικότητα βασισμένη στο δημοκρατικό πνεύμα, τη λαϊκή

κυριαρχία, την αντιπροσωπευτική πολιτεία:

ισότητα, φυσική και νομική

ατομική ελευθερία, βασισμένη στη φύση

ελευθερία έκφρασης των ιδεών, του λόγου, του συνέρχεσθαι, του τύπου

απαγόρευση των βασανιστηρίων

χωρίς διάκριση φυλής, εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή γλώσσας, ελευθερία των

θρησκευτικών πεποιθήσεων

Page 42: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 42

δικαίωμα της ιδιοκτησίας

κατάργηση της δουλείας

εθνική αντιπροσώπευση, η «εθνική παράστασις» του συνόλου του πληθυσμού όλων των

επαρχιών στη Βουλή μέσα από καθολικές εκλογές, κοινούς νόμους και κοινή

διακυβέρνηση

σεβασμός της γλώσσας και της πίστης κάθε λαού

ισότητα ανδρών και γυναικών, υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών,

το κράτος όφειλε να ιδρύσει σχολεία παντού: η εκπαίδευση ήταν η μητέρα της προόδου

Ο Ρήγας απέρριπτε το μοναρχικό πολίτευμα. Επέβαλλε τον πλήρη αποκλεισμό της Εκκλησίας από

το πολιτικό σύστημα.

Οι δημοκρατικοί πολίτες όφειλαν να συμμετέχουν στα κοινά και να υπερασπίζονται τους

δημοκρατικούς θεσμούς.

Η επανάσταση αποτελούσε το πιο ιερό από όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και το πιο

απαραίτητο από τα καθήκοντα του πολίτη.

Το πιο δύσκολο πρόβλημα ετίθετο από την εθνική ανομοιογένεια της νέας δημοκρατίας. Η κοινή

απόγνωση από την καταπίεση μπορεί να συνένωνε τους βαλκανικούς λαούς για την

επανάσταση, αλλά πώς θα συνυπήρχαν σε μια δημοκρατική πολιτεία;

Ο Ρήγας ξεπερνούσε το ζήτημα προβάλλοντας τον τεχνητό χαρακτήρα των διακρίσεων γλώσσας,

θρησκείας, φυλετικής καταγωγής. Η θεμελιακή αλήθεια ήταν η ισότητα και η αδελφοσύνη των

ανθρώπων. Ομοίως, η ισότητα και ο σεβασμός των εθνοτήτων και η αντιμετώπιση των

θρησκειών χωρίς προκατάληψη.

Το όραμά του φανερώνει ότι δεν είχε αντιληφθεί πως ενότητα βασισμένη στην ισότητα είχε ήδη

διαρραγεί. Δεν προέβλεψε ότι η επίδραση του Διαφωτισμού και το παράδειγμα της ελληνικής

εθνικής αφύπνισης θα προκαλούσαν παράλληλες εξελίξεις και στις άλλες βαλκανικές εθνότητες.

Σύντομα τα βαλκανικά εθνικά κινήματα θα αναζητήσουν διακριτή εθνική υπόσταση.

Τα σχέδιά του τα πρόλαβε ο θάνατος, αλλά η θυσία του αποτέλεσε παράδειγμα για

κινητοποίηση κατά της τυραννίας. Θεωρήθηε η πρώτη θυσία στο βωμό της ελευθερίας. Ο

Κοραής και η Ελληνική Νομαρχία απέτισαν φόρο τιμής στη μνήμη του.

3.7 Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833)

Μετριοπαθής, οραματιστής της εθνικής αναγέννησης, χάραξε τις κατευθυντήριες γραμμές του

προγράμματος πολιτικής και ηθικής αναμόρφωσης. Μέσα από τις διαδοχικές φάσεις της

πολιτικής του σκέψης, επεξεργάστηκε μια ώριμη πολιτική λύση του ελληνικού προβλήματος,

εμπνευσμένη από τα δημοκρατικά ιδεώδη του Διαφωτισμού και προσαρμοσμένη στις ελληνικές

πραγματικότητες.

Κατά των Κοραή, η αθλιότητα, η καταπίεση, η δουλεία των Ελλήνων ήταν αποτέλεσμα της

ιστορίας. Τα αποτελέσματά τους φαίνονταν στη συμπεριφορά του απαίδευτου κλήρου, των

αρχόντων που υπηρετούσαν το δεσποτισμό, του λαού που ακολουθούσε δεισιδαιμονίες.

Παράγοντες που θα ευνοούσαν την κοινωνική και πολιτισμική ανάκαμψη:

οι επιδράσεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού

οι οικονομικές δυνάμεις της κοινωνίας, η εμπορική τάξη, η τεχνολογική ανανέωση στα

μέσα της οικονομικής δραστηριότητας

Page 43: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 43

η ανάπτυξη και εξάπλωση της ναυτιλίας και η συνακόλουθη πύκνωση των επαφών με τη

Δύση

η εκσυγχρονισμένη παιδεία

η ανάγκη καλλιέργειας της μητρικής και εκμάθησης ξένων γλωσσών

Η πολιτισμική ανανέωση ως στόχος ήταν μεταβατικός, συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση της

πολιτικής ελευθερίας. Ο δρόμος προς την ελευθερία έπρεπε να περάσει από τη νίκη κατά της

αμάθειας. Η εκπαίδευση έπρεπε να εξαπλωθεί πλατιά μεταξύ των νεότερων.

Αφιέρωσε τις δυνάμεις του στη μετακένωση της δυτικής παιδείας στους Έλληνες και στην

επανασύνδεση του νέου ελληνισμού με τη γραμματεία των αρχαίων. Εκδόσεις αρχαίων

συγγραφέων, πατριωτικά φυλλάδια, παρεμβάσεις στη γλωσσική διαμάχη, στήριξη των

δασκάλων και των σχολείων του Διαφωτισμού συγκαταλέγονται στο έργο του.

Ως προς το πολιτικό του πρόγραμμα, θεωρούσε την επανάσταση άκαιρη.

Οι Έλληνες έπρεπε να αναβάλουν την εξέγερσή τους μέχρι τη δημιουργία των κατάλληλων

συνθηκών: πρώτα έπρεπε να εξουδετερωθεί η δύναμη των κυρίαρχων ομάδων (ευγενείς,

προύχοντες, κλήρος) και ύστερα να επιδιωχθεί ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό που

φοβόταν ήταν η εμφάνιση εσωτερικής διαμάχης μεταξύ των αντίπαλων μερίδων για τον έλεγχο

της απελευθερωμένης Ελλάδας.

Εδραία πεποίθησή του ήταν το ιδεώδες της οικοδόμησης μιας φιλελεύθερης πολιτείας στην

απελευθερωμένη Ελλάδα, με πολίτευμα απαλλαγμένο από μοναρχικά και αριστοκρατικά

στοιχεία, βασισμένο στις αβασίλευτες δημοκρατικές αρχές και την ισότητα. Βασική προϋπόθεση

ήταν η διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις αρετές του πολίτη και της δημοκρατίας.

Η δημοκρατική πολιτεία θα βασιζόταν στη μεσαία τάξη. Στόχος θα ήταν η ισότητα στα

περιουσιακά στοιχεία των πολιτών, αυτό θα παρείχε αρμονία της κοινότητας.

Καλύτερο κίνητρο για την πολιτική αρετή ήταν μια παραγωγή βασισμένη στη γεωργία, η επιλογή

δημόσιων λειτουργών διακεκριμένων για την αρετή τους, η

στρατιωτική θητεία όλων των πολιτών για να αποφεύγονται οι μισθοφόροι, η γενική δημόσια

εκπαίδευση στη βάση της φωτισμένης παιδείας.

Ο Κοραής άσκησε οξύτατη κριτική εναντίον του κλήρου, που είχε επιτρέψει στη διαφθορά να

εισχωρήσει στους κόλπους της Εκκλησίας. Ζητούσε την ηθική αναβίωσή της. Πρόβαλλε την

ανάγκη χειραφέτησης της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, όσο αυτό βρισκόταν υπό

οθωμανικό ζυγό, και τη μέριμνα για την επιλογή των κληρικών, την εκπαίδευση και τον

προσδιορισμό των αρμοδιοτήτων τους στο νέο κράτος.

Μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ζητούμενο πλέον ήταν η εδραίωση της ελευθερίας, έργο

δυσκολότερο, που προϋπέθετε δικαιοσύνη, σύνεση και αρετή. Με το έργο του ο Κοραής

εμψυχώνει τον αγώνα. Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις του για την τύχη της Επανάστασης, το

Σεπτέμβριο του 1821 σε επιστολή του προς το Νεόφυτο Βάμβα γράφει: «Δεν είναι πλέον καιρός

να εξετάσωμεν, εάν έγινε η επανάστασις εις αρμόδιον καιρόν ...Η μωρία της εξουσίας [των

Τούρκων] ... έδωσεν εθνικήν μορφήν εις την επανάστασιν και μας έθεσεν εις την ανάγκη τού, ή

να νικήσωμεν, ή να αποθάνωμεν».

Για τη συμβολή του στον Αγώνα η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) εξέφρασε την

ευγνωμοσύνη, το σεβασμό και την εκτίμηση του μαχόμενου έθνους.

Page 44: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 44

Συμπερασματικά:

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός καλλιέργησε στους νεότερους Έλληνες τη συνείδηση της εθνικής

και πολιτισμικής καταγωγής τους από την κλασική Ελλάδα∙ στις αρχές του 19ου αι. το εθνωνύμιο

Έλληνας είναι πλέον τίτλος τιμητικός αφού παραπέμπει στο μεγαλείο των ευκλεών προγόνων =

επαναστατική ανακάλυψη που διέσπασε την παραδοσιακή κοινή χριστιανική πολιτισμική

παράδοση και συνείδηση.

Ωστόσο, ήταν κίνημα που αφορούσε καλλιεργημένες και εγγράμματες ομάδες της ελληνικής

κοινωνίας. Οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι αγράμματοι της υπαίθρου και της πόλης, που

αποτελούσαν την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού, δεν μετείχαν παρά μόνο μέσα από τη

διάχυση της εκπαίδευσης.

Η έκρηξη της Επανάστασης ήταν μια πρόκληση για το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη. Οι

οπαδοί του Διαφωτισμού είχαν ήδη συμβάλει στη δημιουργία επαναστατικής προσμονής.

Πολλοί έσπευσαν στο ελληνικό έδαφος, άλλοι συνέβαλαν στην ενίσχυση του φιλελληνισμού

στην Ευρώπη. Αποτελούσαν μειοψηφία, πολλές φορές μη δημοφιλή. Χάρη στις γνώσεις, την

πολιτική πείρα και τη γνώση διπλωματικών θεμάτων η παρουσία τους έγινε έντονη κατά τις

πολιτικές και πολιτειακές ζυμώσεις που συνδέθηκαν με τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης

κράτους.

4. ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Η ίδρυσή της αποτελεί τη σπουδαιότερη πολιτική ενέργεια του ελληνισμού, όπως και η

Επανάσταση το κορύφωμα μιας μακράς σειράς εξεγέρσεων εναντίον της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας. Μέσω του έργου της Φιλικής Εταιρείας όχι μόνο οργανώθηκε με επιτυχία η

εθνική επανάσταση, αλλά κυρίως τέθηκε το ζήτημα της εθνικής αποκατάστασης με νέους όρους:

θεωρήθηκε ότι αυτή ήταν ζήτημα ευθύνης των Ελλήνων και όχι ζήτημα που θα λυνόταν στο

πλαίσιο μιας απελευθερωτικής δραστηριότητας κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης.

Το επίτευγμα της Φιλικής Εταιρείας ήταν η μετάδοση της αισιοδοξίας και του επαναστατικού

ενθουσιασμού στη νέα γενιά των Ελλήνων, η διάδοση της ιδέας της εξέγερσης, η συνεύρεση των

αποφασισμένων Ελλήνων κάθε τάξης, έχτισε και πρόσφερε τον κινητήριο μύθο για την

απελευθέρωση.

4.1 Το ιστορικό πλαίσιο

1812: λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-12) χωρίς καταφανή νίκη ενός των

αντιμαχόμενων, αλλά με την ανανέωση του αισθήματος των Ελλήνων ότι η Ρωσία ενδιαφερόταν

πάντα για τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον πόλεμο είχαν φανεί οι

στρατιωτικές αδυναμίες της αυτοκρατορίας.

1814: Έναρξη του Συνεδρίου της Βιέννης για την οριστική διευθέτηση της νέας ευρωπαϊκής

πολιτικής πραγματικότητας που είχε προκύψει μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Οι

Ευρωπαίοι ηγέτες προσπάθησαν να επιτύχουν μία συμφωνία που θα εγγυόταν στο μεγαλύτερο

δυνατό βαθμό την ευρωπαϊκή σταθερότητα.

Μετά την τελική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό (1815), οι Δυνάμεις επανεπιβεβαίωσαν το

διακανονισμό της Βιέννης με την ελπίδα ότι θα εξασφαλιζόταν ακόμη καλύτερα το τέλος των

επαναστατικών αναταραχών. Τότε σχηματίστηκε η Ιερή Συμμαχία ή Συναυλία της Ευρώπης, που

Page 45: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 45

συνεπαγόταν την κατίσχυση των συντηρητικών ιδεών, ενάντια σε κάθε επαναστατικό,

αποσχιστικό ή απελευθερωτικό κίνημα κατά της υπάρχουσας νομιμότητας και του εδαφικού

καθεστώτος, σε κάθε αλλαγή status quo. Αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας των

Δυνάμεων και της αρχής της νομιμότητας, η οποία ταυτιζόταν με τη νόμιμη εξουσία των

ηγεμόνων/μοναρχών της Ευρώπης.

Στον αντίποδα βρισκόταν η προβολή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών, βασισμένου στη

λαϊκή κυριαρχία. Γλώσσα, θρησκεία, καταγωγή από ελεύθερους προγόνους ήταν τα τεκμήρια

εθνικής ταυτότητας, που συνεπάγονταν το δικαίωμα της ανεξάρτητης πολιτικής ύπαρξης.

4.2 Η ίδρυση και οι ιδρυτές

Οδησσός, καλοκαίρι 1814, συμβολικά όμως οι Φιλικοί γιόρταζαν την 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρα

«υψώσεως του σταυρού επί της ημισελήνου».

Πρωταγωνιστές: Ν. Σκουφάς, Εμμ. Ξάνθος, Αθαν. Τσακάλωφ. Προέρχονταν από κοινωνικά

στρώματα μεσαίας οικονομικής εμβέλειας και κοινωνικού κύρους, τα οποία αποδείχθηκε ότι

ήταν τα καταλληλότερα να ξεκινήσουν μια εθνική επανάσταση.

Σκοπός της επανάστασης θα ήταν «η ανέγερση και απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους και της

Πατρίδος μας».

Για να επιτευχθεί ο στόχος χρειαζόταν να γίνουν μεγάλες οργανωτικές προσπάθειες, καθώς ο

ελληνισμός ήταν διάσπαρτος σε έναν ευρύ γεωγραφικό χώρο, με παράλληλη τήρηση της

μυστικότητας για προστασία από τις διωκτικές αρχές. Γι’ αυτό η Φιλική Εταιρεία λειτουργούσε

με βάση τα οργανωτικά πρότυπα μυστικών εταιρειών ή ομάδων που δρούσαν τότε στην Ευρώπη

(καρμπονάροι): τα υποψήφια μέλη της δοκιμάζονταν πρώτα για ένα διάστημα και στη συνέχεια

μυούνταν στην οργάνωση αφού ορκίζονταν πίστη και αφοσίωση σ’ αυτή. Για τις ανάγκες της

επικοινωνίας χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα και κρυπτογραφικό αλφάβητο. Μέσα από αυτό το

πνεύμα προέκυψε η δημιουργία του μύθου περί ‘Αόρατης Αρχής’, απαρτιζόμενης από ισχυρά

πρόσωπα, και περί στήριξης της προσπάθειας από τη Ρωσία.

Ως το 1817 οι προσχωρήσεις ήταν ελάχιστες (1816, 30 μέλη), το εγχείρημα αντιμετωπιζόταν

αρνητικά από τις ελληνικές παροικίες και τους πλούσιους Έλληνες εμπόρους στους οποίους

κυρίως απευθυνόταν. Γενικότερα, δεν ήταν εύκολο να ξεπεραστούν οι διασταγμοί όσων είχαν

δει αντίστοιχα επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος να αποτυγχάνουν ή να κινητοποιηθούν

άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά –και πολλές

φορές συγκρουόμενα− οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα.

Η μεταφορά της έδρας από την Οδησσό της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη (1817) αποτέλεσε

σταθμό που άλλαξε την πορεία και έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της Φιλικής Εταιρείας. Ο λόγος

της μεταφοράς ήταν πιθανώς να δημιουργηθεί ένα κέντρο πλησιέστερο στο χώρο της

μελλοντικής επανάστασης∙ άλλωστε η παρουσία των Ελλήνων εκεί ήταν πιο σημαντική και ήταν

γνωστό ότι η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε ποικίλα εσωτερικά προβλήματα. Ως

την άνοιξη του 1818 παρατηρήθηκε έντονη δραστηριότητα: μύηση του εμπόρου Παναγιώτη

Σέκερη, που χρηματοδότησε τη Φιλική Εταιρεία από το προσωπικό του ταμείο, οργάνωση του

συστήματος και των περιοδειών των αποστόλων (στα πρότυπα των Αποστόλων του

χριστιανισμού αλλά και των αποστόλων/κομισάριων της Γαλλικής Επανάστασης).

Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε στην ενεργοποίηση εμπόρων και πλοιάρχων, για να εξασφαλιστούν

πόροι για την επανάσταση.

Page 46: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 46

Σεπτέμβριος 1818-Απρίλιος 1820: περίοδος εντατικοποίησης της προσπάθειας και μαζικής

στρατολόγησης, οι μυήσεις προχώρησαν με γρήγορο ρυθμό. Προετοιμασία στρατιωτικού

σχεδίου για την εξέγερση. Επέκταση στον ελλαδικό χώρο (Πελοπόννησος, Ύδρα, Σπέτσες, νησιά

ανατολικού Αιγαίου) με συμμετοχή προεστών, κληρικών, εμπόρων, οπλαρχηγών.

Έκτοτε η οργάνωση άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστή στον κόσμο. Σε συνδυασμό με την

εκπαιδευτική πρόοδο και την επαναστατική φιλολογία που είχε καλλιεργηθεί από τη διάδοση

των ιδεών του Διαφωτισμού, δημιουργήθηκε κλίμα προσμονής. Αυτό γεννούσε τον διπλό

κίνδυνο της αποκάλυψης αφενός της συνωμοτικής δραστηριότητας στις οθωμανικές αρχές, με

συνέπειες βαριές όχι μόνο για τους πρωταίτιους του εγχειρήματος, αφετέρου του μύθου της

Αόρατης Αρχής. Το τελευταίο αυτό ενδεχόμενο κατέστησε προφανή την ανάγκη ανεύρεσης ενός

επικεφαλής που θα αναλάμβανε την ηγεσία της οργάνωσης. Πρώτη επιλογή ήταν ο Ιωάννης

Καποδίστριας, τότε υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, επιλογή που καταδεικνύει την ανάγκη να

αποκτήσει η Φιλική Εταιρεία ηγεσία ικανή και με υψηλό κύρος. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε (αρχές

1820), καθώς έκρινε ότι οι περιστάσεις δεν ήταν ακόμη κατάλληλες για τέτοιου είδους

προσπάθειες. Λόγω της θέσης του, εξάλλου, γνώριζε καλά τις κυρίαρχες απόψεις τόσο στην

τσαρική αυλή όσο και στις ευρωπαϊκές μοναρχίες ενάντια σε κάθε επαναστατικό ανατρεπτικό

κίνημα. Δίκαια επίσης φοβόταν ότι, αν αποδεχόταν την αρχηγία, θα καταδίκαζε εκ των προτέρων

τον ελληνικό αγώνα σε αποτυχία αφού θα εμφανιζόταν ως ρωσική επιχείρηση.

Δεύτερη επιλογή των Φιλικών ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ανώτερος αξιωματικός του

ρωσικού στρατού και υπασπιστής του τσάρου, που αποδέχθηκε την πρόταση (12-4-1820): ήταν

μια εξέλιξη αποφασιστικής σημασίας, γιατί έπεισε και τους πιο δύσπιστους ότι πίσω από τον

Υψηλάντη δεν μπορούσε παρά να βρίσκεται η τσαρική Ρωσία.

Ο ορισμός αρχηγού («Γενικού Εφόρου» σύμφωνα με την ορολογία της εποχής) της Φιλικής

Εταιρείας σηματοδότησε την είσοδο στη φάση της προετοιμασίας για πολεμική αναμέτρηση:

Στρατολόγηση ανθρώπων των όπλων (οπλαρχηγοί, παλιοί πολεμιστές, αρματολοί από τα Ιόνια).

Ο Υψηλάντης ταξίδεψε στη Μόσχα για επαφές με τους Φιλικούς, σύντομα οι εισφορές τους

έφτασαν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, που αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας της

«εθνικής κάσας», του ταμείου της επανάστασης. Σε κάθε περίπτωση πάντως η προετοιμασία δεν

κατάφερε σε κανένα χρονικό σημείο να είναι επαρκής προκειμένου να αντιμετωπίσει τις

σημαντικά υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις. Έτσι, η κήρυξη της Επανάστασης την άνοιξη του

1821 ήταν ασφαλώς μια πρόωρη πράξη

4.3 Το σχέδιο και η κήρυξη της Επανάστασης

Τα τελικά σχέδια και όλες οι οργανωτικές λεπτομέρειες αποφασίστηκε, με πρωτοβουλία του

Υψηλάντη, να συζητηθούν σε σύσκεψη των στελεχών της Φιλικής Εταιρείας στο Ισμαΐλιο της

Βεσσαραβίας, τον Οκτώβριο του 1820. Οι βασικές γραμμές του σχεδίου που αποφασίστηκε τότε

περιλάμβαναν:

i. Άμεση κήρυξη της επανάστασης, στα τέλη Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου 1820.

ii. Κέντρο της θα ήταν η Πελοπόννησος, όπου θα έφθανε και ο Υψηλάντης με πλοίο από την

Τεργέστη.

iii. Πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη.

iv. Εξέγερση των μισθοφορικών φρουρών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες για πρόκληση

αντιπερισπασμού.

Page 47: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 47

Κανένα όμως από τα σχέδια αυτά δεν υλοποιήθηκε τελικά. Οι αρχικές αποφάσεις ανατράπηκαν

από νέα δεδομένα ή και εσφαλμένες πληροφορίες και εκτιμήσεις που κυκλοφόρησαν

εντωμεταξύ, ενώ η κήρυξη της επανάστασης αναβλήθηκε, με πιθανότερο νέο χρονικό σημείο την

άνοιξη του 1821. Στο μεσοδιάστημα ο Υψηλάντης συνέχισε τις προσπάθειές του για τη βελτίωση

της κατάστασης, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην καλύτερη οργάνωση στη Μολδαβία και στην

προετοιμασία λαϊκής εξέγερσης στην Κωνσταντινούπολη με στόχο, εκτός από την πυρπόληση

του στόλου, την ανατίναξη των αποθηκών, την κατάληψη οχυρών και στρτώνων και την

πρόκληση χάους για την ανατροπή του σουλτάνου, σχέδιο μεγαλεπήβολο και γι’ αυτό

ανεφάρμοστο με τα δεδομένα της εποχής.

Το Φεβρουάριο του 1821 η κατάσταση στο Ιάσιο είχε γίνει πλέον πολύ επικίνδυνη για την

Εταιρεία, λόγω της φανερής σχεδόν στρατολόγησης εθελοντών για τα επαναστατικά σχέδια, ενώ

και ο σουλτάνος είχε στη διάθεσή του πληροφορίες για τη σχεδιαζόμενη δράση. Περιθώρια

άλλων αναβολών δεν υπήρχαν.

Υπό αυτές τις συνθήκες κηρύχθηκε η επανάσταση στο Ιάσιο, στις 24-2-1821, με την κυκλοφορία

της γνωστής Γενικής Προκήρυξης «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Σημειώθηκε αθρόα

άφιξη εθελοντών από τις ηγεμονίες, οι σπουδαστές της Ελληνικής Σχολής Οδησσού συγκρότησαν

τον Ιερό Λόχο, αλλά ήταν ανεπαρκείς τόσο η στρατιωτική τους εκπαίδευση όσο και τα

οικονομικά μέσα και τα εφόδια.

Η είδηση για την έκρηξη της Επανάστασης, που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Μαρτίου,

προκάλεσε την έντονη αντίδραση του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, ο οποίος έδωσε εντολή στον

πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄να αφορίσει τους πρωτεργάτες, όπως και έγινε. Ο πατριάρχης, μπροστά

στις σουλτανικές απελές και τον κίνδυνο γενικευμένης σφαγής, διαβεβαίωσε για την

αμετακίνητη υποταγή των Ρωμιών στην καλοκάγαθη οθωμανική εξουσία, αποκήρυξε το κίνημα

του Υψηλάντη ως «έργον απονοίας» και πρόσφερε τη συνδρομή του για την εφαρμογή των

φιρμανιών περί αμνηστίας και των όρων υποταγής (23-3-1821). Οι πρώτοι Φαναριώτες διέφυγαν

από την Κωνσταντινούπολη, ενώ πολλοί άλλοι εκτελέστηκαν. Η ίδια η Φιλική Εταιρεία στην

ουσία διαλύθηκε αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης.

Η στρατιωτική αντίδραση των Οθωμανών ήταν άμεση και αποτελεσματική. Με τη συγκατάθεση

της Ρωσίας, ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις εισήλθαν στα εδάφη της Βλαχίας και μετά τη μάχη στο

Δραγατσάνι (7-6-1821), κατά την οποία οι δυνάμεις των επαναστατών υπέστησαν συντριπτική

ήττα, η επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες καταπνίγηκε.

Η κατάληξη αυτή αποδείκνυε κατά πόσο η απόφαση ήταν παράτολμη για την εποχή της και

υποτιμούσε τις δυνάμεις του αντιπάλου. Οι επαναστάτες είχαν ελλιπή αντίληψη της ευρωπαϊκής

πραγματικότητας: Βρετανία, Γαλλία και Αυστρία θεωρούσαν ως υποκινητή της επανάστασης τη

Ρωσία, αφού τυχόν επιτυχία της θα ενίσχυε τη ρωσική θέση στην περιοχή. Γι’ αυτό και

πρόσφεραν διπλωματική υποστήριξη στο σουλτάνο. Όμως και η Ρωσία αρχικά επιθυμούσε να

παραμείνει πιστή στην Ιερή Συμμαχία και, μετά και από αυστριακές πιέσεις, αρνήθηκε

στρατιωτική βοήθεια στους επαναστάτες.

Page 48: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 48

5. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΩΣ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Παράγοντες που δυσχέραιναν την αυτοδιάθεση των Ελλήνων, ως σχέδιο ρεαλιστικό, ήταν:

i. η γεωπολιτική θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία στήριζαν

την ακεραιότητά της ενάντια στη Ρωσία)

ii. η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ζήτημα της ανεξαρτησίας των εθνών –

αναγνώριζε τη νομιμότητα του σουλτάνου, την υποταγή ως έργο της Θείας Πρόνοιας, ως

τιμωρία «διά τας αμαρτίας»

iii. η γεωγραφική διασπορά των Ελλήνων στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο

Στο ερώτημα πώς και πότε θα αποκτούσε η Ελλάδα την ελευθερία της, υπήρχαν τρεις

διαφορετικές προσεγγίσεις:

i. η Οθωμανική Αυτοκρατορία να αλωθεί εκ των έσω, να συνεχιστεί αδιατάρακτη η

νομιμοφροσύνη παράλληλα με την άνοδο στην οικονομία και την παιδεία

ii. απελευθέρωση με πρωτοβουλία της Ρωσίας

iii. επανάσταση

Οι απόψεις για το χρόνο έναρξης διίσταντο μεταξύ των πιο συντηρητικών και αναποφάσιστων

(προεστοί, ιερείς, καπετάνιοι των αρματολών) και των θερμών οπαδών της άμεσης δράσης

(Φιλικοί). Τα γεγονότα στη Μολδοβλαχία επέσπευσαν τις εξελίξεις.

Παράγοντες ευνοϊκοί για την έκρηξη και εδραίωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη

Στερεά Ελλάδα:

i. η μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση των Ελλήνων, η εθνική ομοιογένεια,

ii. η εξαιρετικά επιτυχής προεργασία των αποστόλων της Φιλικής Εταιρείας στην

Πελοπόννησο,

iii. η παρουσία ισχυρών και έμπειρων αρματολών στη Ρούμελη,

iv. η γεωγραφική διαμόρφωση των δύο περιοχών (ορεινά εδάφη) και η θέση τους μακριά

από τα μεγάλα διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα των Οθωμανών,

v. η μειωμένη οθωμανική στρατιωτική παρουσία, εξαιτίας και της εξέγερσης του Αλή πασά

Τεπελενλή στην Ήπειρο

vi. η αργοπορία στην αντίδραση του οθωμανικού στόλου, που ήταν επανδρωμένος κυρίως

από Ελληνες, οι οποίοι έπρεπε να αντικατασταθούν

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν κίνημα:

i. εθνικοαπελευθερωτικό,

ii. πολιτικό: στόχευε στη δημιουργία ευνομούμενης πολιτείας, χωρίς να είναι συνδεδεμένο

με τις στενές επιδιώξεις συγκεκριμένων οικονομικών ομάδων.

Συστατικά στοιχεία (της θεωρητικής θεμελίωσης) του ελληνικού εθνικού κινήματος:

i. Η προβολή των νεότερων Ελλήνων ως απόγονων των αρχαίων ήταν αναπόφευκτη∙ η

επαναστατική πρωτοβουλία ήταν αποτέλεσμα της συναρμογής της συνείδησης του

εθνικού παρελθόντος με το πνεύμα της ελευθερίας του Διαφωτισμού.

Page 49: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 49

ii. Η ταύτιση με τους Ευρωπαίους και η διάκριση από τους Οθωμανούς∙ το δεύτερο ήταν

εύκολο, το πρώτο ήταν δύσκολο λόγω της αντίδρασης της Εκκλησίας, άλλαξε όμως μετά

την Επανάσταση:

Διακήρυξη του Βουλευτικού (Δεκέμβριος 1823): οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει

όχι μόνο για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, αλλά και για να

‘ομοιωθώσιν’ με τα άλλα έθνη της Ευρώπης.

Ο Γ. Κουντουριώτης ευχόταν να μιμηθούν οι Έλληνες «τα φωτισμένα έθνη της

Ευρώπης εις την ευταξίαν».

Ο Γ. Τερτσέτης: η νίκη των Ελλήνων ήταν νίκη της Ευρώπης.

Η Ευρώπη απέκτησε απήχηση στην επαναστατημένη χώρα, χωρίς όμως να λείπουν οι

αντιδράσεις ή οι αδράνειες των μαζών.

iii. Η καταγγελία του ξένου κυρίαρχου ως παράνομου, αφού προηγήθηκε κατάκτηση διά της

βίας. Άλλωστε, η οθωμανική κυριαρχία δεν είχε αναγνωριστεί ποτέ ως νόμιμη από τους

Έλληνες ούτε είχε υπάρχει κανένας όρκος υποταγής στους Οθωμανούς, η βία και οι

αυθαιρεσίες των οποίων ήταν αυταπόδεικτες. Τέλος, η πείρα είχε δείξει ότι ο

εκσυγχρονισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δύσκολος.

iv. Η προβολή του δικαιώματος και της βούλησης για ελεύθερη και ευνομούμενη πολιτεία,

που στηριζόταν και στην εθνική ταυτότητα, διαφορετική από του κατακτητή.

Λόγω της δυσμενούς εξωτερικής συγκυρίας, οι Έλληνες όφειλαν να μετριάσουν τις υπέρμετρα

δημοκρατικές διακηρύξεις τους –λαϊκή κυριαρχία, αυτοδιάθεση των λαών (σχετικές ήταν και οι

υποδείξεις του Καποδίστρια). Οι Έλληνες ηγέτες τόνιζαν επανειλημμένα ότι η επανάστασή τους

δεν ήταν εμπνευσμένη από δημαγωγία ή ιακωβινισμό, δεν είχε σχέσεις με ‘καρμποναρικά’

κινήματα στην Ευρώπη. Ήταν προτιμότερο να μιλούν για μια σταυροφορία των χριστιανών

ηγετών εναντίον των μουσουλμάνων, για αγώνα «μεταξύ της βαρβαρότητος και του πολιτισμού,

μεταξύ του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, [ότι εγίνετο] προς όφελος των απογόνων του λαού

εις τον οποίον οφείλομεν τας πρώτας βάσεις της μαθήσεως, και τα τελειότατα των υποδειγμάτων

εις τας τέχνας». [Μπάιρον]

Και μέσα από τις διακηρύξεις της Επιδαύρου και του Άστρους θα προταχθεί το προγονικό κλέος

και η αντίθεση προς τον βάρβαρο δυνάστη. Η Διακήρυξη προς τους Ευρωπαίους της Α΄

Εθνοσυνέλευσης (15-1-1822) τόνιζε «ο κατά των Τούρκων πόλεμος, μακράν του να στηρίζηται εις

αρχάς τινας δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιωφελείς μερίδος τινός του σύμπαντος ελληνικού

έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η

ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής».

Ακόμη και κατά τις κρίσιμες στιγμές του εμφυλίου πολέμου, το 1824, ο συντάκτης της

Εφημερίδος των Αθηνών (10-12-1824) έγραφε: «Έλληνες, είσθε και ημπορείτε να γενήτε Έθνος

λαμπρόν ανάμεσα εις τα άλλα έθνη της Ευρώπης... διά την παλαιάν φήμην των προγόνων σας...

και διά τον λόγον ότι εσυστήσατε το ηθικόν σας κρέδιτον μεταξύ των πολιτευμένων λαών».

Επιπλέον, το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου θα καταργήσει τα σήματα της Φιλικής

Εταιρείας∙ αντικαταστάθηκαν από την Αθηνά «μετά των συμβόλων της φρονήσεως». Η

διακήρυξη της Τροιζήνας ανέφερε «Ο λαός ούτος έλαβεν εις χείρας τα όπλα όχι διά να

θεμελιώση την ύπαρξίν του εις δημαγωγικάς βάσεις, τας οποίας δεν αποδέχεται η βασιλευομένη

Page 50: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 50

Ευρώπη» και χαρακτήριζε τον Αγώνα της ανεξαρτησίας ως «πόλεμον της δικαιοσύνης κατά της

αδικίας, …της Χριστιανικής θρησκείας κατά του Κορανίου».

5.1 Η Ελληνική Επανάσταση ως ευρωπαϊκό γεγονός

Οι διεθνείς διπλωματικές συνθήκες ήταν δυσμενείς. Η Ελληνική Επανάσταση έβρισκε τις

Μεγάλες Δυνάμεις στο Λάιμπαχ (σημ. Λουμπλιάνα), όπου είχαν συναντηθεί για να

κατοχυρώσουν το καθεστώς της ειρήνης πάνω στις αρχές της νομιμότητας και της ισορροπίας

των δυνάμεων, συναποφασίζοντας επέμβαση για να καταπνίξουν τις επαναστατικές κινήσεις

που είχαν ξεσπάσει στην Ισπανία και τη Νάπολη. Από αυτές εξαρτιόταν η διατήρηση του

συστήματος της μοναρχικής, της ‘παλαιάς’ Ευρώπης.

Η Ελληνική Επανάσταση:

i. διατάρασσε το ευρωπαϊκό καθεστώς και την ισορροπία των δυνάμεων,

ii. πρόσβαλλε την υπάρχουσα ‘νόμιμη εξουσία’ του σουλτάνου,

iii. πρόβαλλε την αρχή των εθνοτήτων.

Ήταν επόμενο να αντιμετωπιστεί με καχυποψία και επιφυλακτικότητα.

Υπό το πρίσμα αυτό προσεγγίζεται η σημασία που έλαβε η Επανάσταση για την Ευρώπη:

i. Έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και ικανοποίηση από τους οραματιστές της δημοκρατικής

Ευρώπης και επέσυρε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Οι ελληνικές διεκδικήσεις

αποτέλεσαν πεδίο συζητήσεων κατά τη διαμόρφωση του φιλελευθερισμού και την

προσπάθεια επεξεργασίας νέων πολιτικών θεωριών.

ii. Διαίρεσε τους οπαδούς της μοναρχικής Ευρώπης, που αντιτάσσονταν σε κάθε

επαναστατική πρωτοβουλία, υπό το φόβο ότι θα αποτελούσε την απαρχή μιας τεράστιας

σε έκταση εξέγερσης. Απέναντι στο δικαίωμα των Ελλήνων να ανακτήσουν την ελευθερία

τους, πώς θα διαφυλλασσόταν η ισορροπία δυνάμεων και δεν θα παραβιαζόταν η

νομιμότητα;

Η επιτυχής πορεία του Αγώνα υπήρξε καταλύτης για τη διάρρηξη της ομοφωνίας των Δυνάμεων:

όσο κρινόταν ελάχιστα πιθανή η μακρά συντήρησή του και με δεδομένες τις διαβεβαιώσεις του

σουλτάνου ότι θα τον κατέπνιγε, δεν αναμενόταν απόκλιση των μελών της Ιεράς Συμμαχίας.

Η υπερίσχυση των επαναστατών στο πεδίο της μάχης, όμως, δημιούργησε τετελεσμένα.

Προκάλεσε διάρρηξη της ομοφωνίας, ανάληψη δράσης εκ μέρους της Βρετανίας, Γαλλίας και

Ρωσίας, που υποκινούνταν από τα εθνικά, αλλά και τα εμπορικά τους συμφέροντα, αφού οι

ελληνοτουρκικές ναυτικές εχθροπραξίες είχαν φέρει αναστάτωση στο εμπόριο της ανατολικής

Μεσογείου.

Την επαύριο της ελληνικής νίκης η Ευρώπη δεν ήταν πια η ίδια.

i. Η διασάλευση του καθεστώτος ισορροπίας των Δυνάμεων και η κατίσχυση στην πράξη

της αρχής των εθνοτήτων δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν ή να περιοριστούν στον

ελλαδικό χώρο.

ii. Η σύσταση της πρώτης ανεξάρτητης κρατικής οντότητας στη ΝΑ Ευρώπη ήταν η απαρχή

της αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

iii. Η σκληρή εφαρμογή των αποφάσεων της Βιέννης είχε αποδειχτεί αναποτελεσματική.

Page 51: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 51

Η παρέμβαση της Ελληνικής Επανάστασης στην ιδεολογική και πνευματική ζωή της Ευρώπης

συνδέεται άμεσα με το φιλελληνισμό, που ήταν ταυτόχρονα κίνημα ιδεών, λογοτεχνική και

καλλιτεχνική έκφραση, ιδεολογική-πολιτική θέση. Ως όρος απαντάται πρώτη φορά στο κείμενο

«Θεωρία της Γεωγραφίας» του Ιώσηπου Μοισιόδακα (Βιέννη, 1781).

Ο φιλελληνισμός στηρίχθηκε σε τρεις παράγοντες:

i. το θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα και τη συμβολή της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό,

ii. την ερμηνεία της επανάστασης ως εξέγερσης χριστιανών εναντίον του Ισλάμ, ως πάλη του

πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας

iii. την αρνητική εικόνα της Ευρώπης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που επιδεινώθηκε

περισσότερο από τη βίαιη αντίδραση του σουλτάνου στις πρώτες επαναστατικές κινήσεις

Το φιλελληνικό κίνημα, που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία και τη

Γερμανία, ενισχύθηκε και από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις περιηγητών από τις χώρες όπου

αναπτύχθηκε ο ρομαντισμός και ο κλασικισμός. Εκτός από το γεγονός ότι υποκίνησε τη

συγκέντρωση ιδιωτικών εισφορών σε χρήματα και υλικό, ξεσήκωσε τόσο την κοινή γνώμη, ώστε

ακόμη και οι διπλωμάτες ήταν δύσκολο να τον αγνοήσουν ολότελα.

Το φιλελληνικό ρεύμα φούντωσε μετά τις τουρκικές ωμότητες κατά την καταστροφή της Χίου

(1822) και στη συνέχεια του Μεσολογγίου (Ιούνιος 1826) και το θάνατο του λόρδου Βύρωνα. Στη

Ρωσία το αίσθημα συμπάθειας προς τους ομόθρησκους υποκατέστησε το ανύπαρκτο

φιλελληνικό κίνημα.

5.2 Α΄ φάση (1821-23)

Περίοδος εδραίωσης της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του

Αιγαίου, μέσα από τις στρατιωτικές επιτυχίες που απέτρεψαν μια πρόωρη καταστολή.

Επισφαλής παρέμενε η κατάσταση στη Μακεδονία, την Κρήτη και τη Σάμο.

Η γεωγραφική θέση καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο συνέβαλε κάθε περιοχή

στην Επανάσταση. Η Πελοπόννησος, προικισμένη με κοιλάδες και παράκτιες πεδιάδες, στάθηκε

ο σιτοβολώνας της επαναστατημένης Ελλάδας και η περιοχή από την οποία εισπράτονταν οι

περισσότεροι φόροι. Χάρη στο ανεπτυγμένο σύστημα τοπικής αυτονομίας που είχε ισχύσει την

περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι προεστοί της διέθεταν πολιτική πείρα. Επειδή ήταν λιγότερο

εκτεθειμένη στις εχθρικές επιθέσεις από ό,τι τα νησιά και η Ρούμελη, έγινε και έμεινε το κέντρο

της Επανάστασης.

Η Ρούμελη, όπου τα βουνά ήταν ψηλότερα, χωριζόταν σε ανατολική και δυτική, το δύσβατο

έδαφός της και η δυσκολία της επικοινωνίας την είχαν κάνει καταφύγιο των ληστών και κέντρο

του κλεφτοπόλεμου. Έχοντας μακριά παράδοση ηρωικών κατορθωμάτων οι Ρουμελιώτες

πρόσφεραν στον Αγώνα την πολεμική τους πείρα. Επειδή οι χερσαίοι δρόμοι που οδηγούσαν

από τις πηγές του τουρκικού ανεφοδιασμού στο κέντρο της Επανάστασης, την Πελοπόννησο,

περνούσαν από τις επαρχίες τους, οι Ρουμελιώτες σήκωναν κάθε χρόνο το βάρος των τουρκικών

εκστρατειών. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια έζησαν εντονότερα την ερήμωση.

Από τα νησιά του Αιγαίου, τρία συνέβαλαν σημαντικά στην πολεμική προσπάθεια: η Ύδρα, οι

Σπέτσες και τα Ψαρά. Χωρίς τη δική τους ναυτική και οικονομική συμβολή, η εξέλιξη της

Επανάστασης θα ήταν διαφορετική. Τα βραχώδη αυτά νησιά χρησίμευαν από παλιά ως

καταφύγιο για όσους προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον τουρκικό ζυγό. Την εποχή των

Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν οι διάφοροι ναυτικοί αποκλεισμοί ενθάρρυναν τη δράση των

Page 52: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 52

πειρατών, οι κάτοικοι των τριών νησιών απέκτησαν τον έλεγχο του διαμετακομιστικού εμπορίου

της Μεσογείου αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Αργότερα τα πλοία τους, εξοπλισμένα από

προσωπικά τους κεφάλαια, αποτέλεσαν την κύρια ναυτική δύναμη της Επανάστασης. Καπετάνιοι

όπως ο Μιαούλης και ο Κανάρης έγιναν ήρωες ύστερα από εντυπωσιακές νίκες σε βάρος του

οθωμανικού στόλου.

5.2.1 Εσωτερική οργάνωση

Μετά τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες ξεκίνησαν οι προσπάθειες διοικητικής συγκρότησης και

επιμελητείας. Η Επανάσταση έπρεπε μέσα σε λίγα χρόνια να συγκροτήσει συγκεντρωτικό

κράτος, ικανό να φορολογεί, να χρηματοδοτεί στρατό και να υπερασπιστεί την κυριαρχία του. Τα

προβλήματα αυτά γέννησαν ανταγωνισμούς ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες:

ποιος ή ποιοι θα αναγνωρίζονταν ως αρμόδιοι και ικανοί να διαχειριστούν τα νέα δεδομένα που

έφερε η Επανάσταση.

Η ηγεσία της επανάστασης ήταν ετερογενής, το κυριότερο πολιτικό χαρακτηριστικό της ήταν η

πολυαρχία, με αυτόνομα κέντρα εξουσίας:

1. Οι προεστοί

Οι προεστοί της Πελοποννήσου ήταν οι ισχυρότεροι και οι πιο επιφανείς, καθώς σ’ αυτήν την

περιοχή το σύστημα της τοπικής αυτονομίας είχε εξελιχθεί περισσότερο. Συνιστούσαν επίσης

ιδιαίτερη οικονομική ομάδα, καθώς ήταν στην πλειονότητά τους μεγαλογαιοκτήμονες και έτσι

είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν ένοπλα σώματα. Ορισμένοι από αυτούς είχαν

λάβει μέρος στις προηγούμενες προσπάθειες να οργανωθεί εξέγερση (με τη βοήθεια των Ρώσων

ή των Γάλλων), συχνά θέτοντας την ύπαρξή τους σε κίνδυνο. Ως παραδοσιακοί τοπικοί ηγέτες,

επιθυμούσαν τη διατήρηση των τοπικών διοικητικών δομών, ταυτόχρονα δε θεωρούσαν τους

εαυτούς τους ως τους αυτονόητους ηγέτες της Επανάστασης.

2. Οι οπλαρχηγοί (κλέφτες, αρματολοί και κάποι)

Οι οπλαρχηγοί, ηρωικοί πολεμιστές κατά των Τούρκων, επελέγησαν από την ελληνική

ιστοριογραφία ως το κατεξοχήν σύμβολο της Επανάστασης. Καθώς στήριζαν τη δύναμή τους

στην κατοχή των όπλων, η προσφορά τους στη διεξαγωγή του πολέμου ήταν απαραίτητη σ’

αυτήν την κοινωνία που είχε αποδυθεί σε αγώνα για την επιβίωσή της. Όμως, δεν ήταν

διατεθειμένοι να υποταχθούν σε ένα συγκεντρωτικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου.

3. Έμποροι, κεφαλαιούχοι

Τα μόνα μέρη στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου έμποροι κεφαλαιούχοι ναυτικοί, με πλούτο

και ναυτική ισχύ, αποτελούσαν κυρίαρχη ομάδα, ήταν η Ύδρα και οι Σπέτσες. Όπως και πολλά

άλλα νησιά του Αιγαίου, είχαν πλήρη αυτονομία, πλήρωναν έναν καθορισμένο ετήσιο φόρο

αλλά δεν επέτρεψαν στους Οθωμανούς να εγκατασταθούν στα μέρη τους. Είχαν επίσης

κοινοτική αυτοδιοίκηση και επιθυμούσαν να διατηρήσουν τις τοπικές ελευθερίες.

4. Οι Φαναριώτες, οι διαφωτιστές/λόγιοι και οι εκπρόσωποι των Ελλήνων της διασποράς

Οι Φαναριώτες,εκτός από τα νησιά, δεν είχαν ποτέ εξασκήσει άμεση επιρροή στον ελληνικό

χώρο, όπου μόνο μετά την έκρηξη της Επανάστασης έγιναν σημαντικοί, τότε δηλαδή που είτε ως

ενθουσιώδεις εθελοντές είτε ως ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες μετανάστευσαν στις

απελευθερωμένες περιοχές. Ανάμεσά τους ήταν οι φαναριώτικες οικογένειες Υψηλάντη,

Μαυροκορδάτου, Σούτσου, Καρατζά, Κατακουζηνού. Υπερείχαν σε παιδεία, διοικητικές

Page 53: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 53

ικανότητες και διεθνείς διασυνδέσεις, οραματίζονταν τη δημιουργία ενός ενιαίου

συγκεντρωτικού εθνικού κράτους κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, βασισμένου σε φιλελεύθερες

αρχές. Υπήρξαν εμπνευστές των επαναστατικών συνταγμάτων, αλλά στερούνταν πολιτικής

βάσης εντός της χώρας.

Ως μέλη μιας επίλεκτης ομάδας, πολλές φορές με συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους,

προσπαθούσαν να αντεπεξέλθουν στο νέο περιβάλλον τους, στο οποίο όμως δεν ήταν αγαπητοί,

καθώς οι ευρωπαϊκοί τρόποι τους και οι τίτλοι ευγενείας που έφεραν ήταν ξένοι και πρόσβαλλαν

το λαϊκό αίσθημα της ισότητας. Στον τύπο της εποχής η λέξη ‘Φαναριώτης’ πολλές φορές

περιείχε μια χροιά μομφής.

Αλλά και αυτές οι ομάδες πολλές φορές ήταν διασπασμένες εσωτερικά.

Μια πρώτη προσπάθεια συγκρότησης ενιαίας συντονιστικής αρχής του Αγώνα

πραγματοποιήθηκε στην Πελοπόννησο (αναφέρεται ως «Συνέλευση των Καλτετζών»), με τη

συμμετοχή ισχυρών προυχόντων, κληρικών και λίγων στρατιωτικών και Φιλικών. Από αυτήν

προέκυψε η Γερουσία της Πελοποννήσου (26-5-1821), ενός οργάνου που θα είχε την ευθύνη της

διεύθυνσης του Αγώνα στην περιοχή.

Η άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη (μιας από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες της Επανάστασης)

στην Πελοπόννησο (19-6-1821) ανέδειξε τις διαφωνίες με τους προκρίτους ως προς τα

οργανωτικά ζητήματα. Αντίθετα από τους άλλους Φαναριώτες, που εκπροσωπούσαν μόνο τον

εαυτό τους, ο Υψηλάντης έφθασε με την ιδιότητα του απεσταλμένου του αδελφού του

Αλέξανδρου και του εκπροσώπου της Φιλικής Εταιρείας. Έτσι, η απαίτησή του να αναλάβει την

αρχηγία των επαναστατημένων είχε νόμιμο έρεισμα. Ο ίδιος προωθούσε έναν συγκεντρωτικό

Γενικό Οργανισμό, με ιεραρχία και ισχυρές αρμοδιότητες για τον ίδιο, που θα αμφισβητούσε την

πρωτοκαθεδρία των προκρίτων και την επιρροή τους. Αντίθετα, οι πρόκριτοι επιθυμούσαν να

διατηρήσουν τον έλεγχο της εξουσίας μέσω της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Οι οπλαρχηγοί και

οι χωρικοί τάχθηκαν αρχικά με τον Υψηλάντη. Τελικά, λειτούργησε ένα καθεστώς δυαρχίας, με

τον Δ. Υψηλάντη εκλεγμένο αρχιστράτηγο από τους καπετάνιους της Πελοποννήσου και την

Πελοποννησιακή Γερουσία να αρνείται να τον αναγνωρίσει.

Με την κάθοδο το ίδιο διάστημα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Ελλάδα (και

ανταγωνιστικά προς τον Υψηλάντη) ξεκίνησαν οι οργανωτικές προσπάθειες στη δυτική Στερεά,

όπου η δύναμη των προκρίτων ήταν υποδεέστερη. Αντίθετα, εκεί υπήρχαν πολλοί αρματολοί,

κλέφτες και οπλαρχηγοί με στρατιωτική εκπαίδευση και φρόνημα. Συγκλήθηκε η συνέλευση του

Μεσολογγίου (4-11-1821), η οποία ψήφισε τον «Οργανισμό της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», τον

κανονισμό δηλαδή διοίκησης της περιοχής, που προέβλεπε σύσταση δεκαμελούς Γερουσίας από

αντιπροσώπους των επαρχιών. Πρόεδρος εκλέχθηκε ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος.

Αντίστοιχα, η συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος στα Σάλωνα (σημ. Άμφισσα), με

συμμετοχή αντιπροσώπων και από τη Θεσσαλία, το Σούλι και τη Μακεδονία, αλλά όχι από την

Αθήνα, ψήφισε τη «Νομικήν Διάταξιν της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» (19-11-1821), ένα

διοικητικό νόμο εμπνευσμένο από το φαναριώτη Θεόδωρο Νέγρη. Προέβλεπε τη σύσταση

δωδεκαμελούς Γερουσίας, του Αρείου Πάγου.

Page 54: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 54

5.2.2 Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (20-12-1821)

Από τα σημαντικότερα προϊόντα της επαναστατικής δεκαετίας ήταν η δημιουργία ισχυρής

συνταγματικής παράδοσης.

Πρόεδρος της Α΄ Εθνοσυνέλευσης ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Παρόντες ήταν

πληρεξούσιοι από όλες τις επαναστατημένες περιοχές, στην πλειονότητά τους πρόκριτοι και

κληρικοί από την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τα νησιά. Δίπλα τους οι Φαναριώτες και οι

διανοούμενοι, ενώ μειονεκτούσαν αριθμητικά οι στρατιωτικοί και απουσίαζαν ο Δ. Υψηλάντης, ο

Κολοκοτρώνης και ο Οδ. Ανδρούτσος.

Μετά από πολλές συζητήσεις και διαφωνίες εγκρίθηκε το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος»

(1/12-1-1822). Εμφανής σ’ αυτό το κείμενο η επίδραση των φιλελεύθερων ιδεών της Γαλλικής

Επανάστασης, πρότυπά του το αμερικανικό σύνταγμα του 1787 και τα γαλλικά του 1793 και

1795, με αντι-απολυταρχική διάθεση και πολυαρχικό σχήμα εξουσίας. Απουσίαζε κάθε μνεία ή

αναφορά στη Φιλική Εταιρεία. Η Διοίκηση αποτελείτο από δύο σώματα, το Βουλευτικό

(απαρτιζόμενο από εκλεγμένους πληρεξούσιους) και το Εκτελεστικό (πενταμελές, εκτός των

μελών του Βουλευτικού). Πρόεδρος του Εκτελεστικού εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

και του Βουλευτικού ο Δ. Υψηλάντης. Δημιουργήθηκε επίσης το Δικαστικόν, ενδεκαμελές

ανεξάρτητο σώμα για την απονομή της δικαιοσύνης. Τη διεύθυνση των υποθέσεων της

Διοίκησης θα ασκούσαν οκτώ υπουργεία. Η θητεία όλων ήταν ετήσια.

Καθιερώθηκαν βασικά ατομικά δικαιώματα (ιδιοκτησίας, τιμής, ασφάλειας, ελευθερίας της

θρησκευτικής συνείδησης) και η αρχή της ισότητας όλων των Ελλήνων και καταργούνταν διά

παντός τα βασανιστήρια.

Το πρώτο σύνταγμα της Ελλάδας λειτούργησε θετικά: στο εσωτερικό εθίζοντας τους

πρωταγωνιστές του Αγώνα στον πολιτικό διάλογο και την ανάγκη να αναζητούνται

συμβιβαστικές λύσεις σύμφωνα με τους κανόνες. Και στην Ευρώπη, ελκύοντας την προσοχή της

φιλελεύθερης κοινής γνώμης που πίστευε ότι το πνεύμα του 1789 δεν είχε χαθεί.

Το διάστημα μετά την Α΄ Εθνοσυνέλευση εντάθηκαν οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους

προκρίτους και τους οπλαρχηγούς, η ισχύς των οποίων είχε ενισχυθεί μετά τις στρατιωτικές

επιτυχίες.

5.2.3 Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (29/3-18/4/1823)

Διεξάχθηκε σε τεταμένο κλίμα. Κύριο έργο της ήταν η αναθεώρηση του Προσωρινού

Πολιτεύματος της Επιδαύρου. Συμμετείχαν, εκτός από τους βουλευτές και τους πληρεξούσιους,

και μέλη της Διοίκησης.

Ψηφίστηκε νέο αναθεωρημένο, αρτιότερο σύνταγμα, ο «Νόμος της Επιδαύρου», που

διατηρούσε το βασικό συλλογικό σχήμα διοίκησης, με ενίσχυση του Βουλευτικού. Πρόεδρός του

εκλέχθηκε ο Ι. Ορλάνδος (παραιτήθηκε στις 20 Μαΐου, το σώμα ελεγχόταν ουσιαστικά από τον

Μαυροκορδάτο, που πήρε και την προεδρία στις 11 Ιουλίου) και πρόεδρος του Εκτελεστικού ο

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Τα υπουργεία περιορίστηκαν σε επτά. Οι πολιτικές συνέπειες των

αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν ήταν η επικράτηση των προυχόντων και ο πλήρης

παραγκωνισμός του Υψηλάντη.

Βελτιώθηκε επίσης η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων με την κατάργηση της δουλείας και

την εγγύηση της ελευθερίας του τύπου.

Διαπιστώθηκε, τέλος, η επείγουσα ανάγκη σύναψης δανείου για την επιβίωση της Επανάστασης.

Page 55: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 55

Τα κείμενα της Επιδαύρου και του Άστρους, με όλες τις ατέλειές τους, δείχνουν ότι οι Έλληνες

ενδιαφέρονταν να θεμελιώσουν μια ευνομούμενη πολιτεία, την απόδειξη προς την Ευρώπη ότι

στόχος ήταν να μετατρέψουν την οθωμανική ανομία και αυθαιρεσία σε μια νέα κοινωνία

οργανωμένη από τη θέλησή της. Οι ηγέτες των Ελλήνων είχαν διαμορφώσει συγκεκριμένες

απόψεις για τους βασικούς στόχους των δικών τους συνταγμάτων: τη σύσταση ενός

συγκεντρωτικού κράτους, που θα συγκροτούσε τα ποικίλα στοιχεία σε ένα έθνος, και μιας

κεντρικής εξουσίας που θα έφερνε σε πέρας τη δοκιμασία της Επανάστασης∙ επίσης, τη λήψη

μέτρων για την προστασία της ατομικής ελευθερίας και το διαχωρισμό των εξουσιών. Η

συνταγματική παράδοση ρίζωσε τόσο βαθιά στην επαναστατημένη Ελλάδα, ώστε κανείς δεν

τολμούσε δημόσια να αμφισβητήσει το αντιπροσωπευτικό σύστημα ως το ιδεώδες πολίτευμα.

Η περίοδος που ακολούθησε δίχασε περισσότερο τους Έλληνες, τοπικιστικό και φατριαστικό

πνεύμα κυριάρχησαν, πολλά από τα διοικητικά μέτρα που αποφασίστηκαν έμειναν στα χαρτιά

και το πολίτευμα δεν λειτούργησε ομαλά. Ως το τέλος του 1823 η κατάσταση εκτραχύνθηκε: το

Δεκέμβριο το Εκτελεστικό ανατράπηκε από τα μέλη του Βουλευτικού και δημιουργήθηκε νέο

υπό τον Κουντουριώτη και η Διοίκηση διασπάστηκε. Το ξέσπασμα του εμφύλιου ήταν ζήτημα

χρόνου.

5.2.4 Διπλωματία-εξωτερικές συνθήκες

1822: η άνοδος του Τζορτζ Κάνινγκ ως υπουργού Εξωτερικών της Βρετανίας σηματοδότησε

μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής σε πιο ανεξάρτητη και φιλελεύθερη στάση. Έως τότε

στήριζε σταθερά την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αναχώματος στην κάθοδο

της Ρωσίας στην ανατολική Μεσόγειο.

Μάρτιος 1823: η Βρετανία αναγνώρισε την επαναστατημένη Ελλάδα ως τυπικά και νομικά

εμπόλεμο έθνος. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να αποκλείσουν με τα

καράβια τους τα τουρκικά παράλια για να εμποδίζουν τον ανεφοδιασμό των οθωμανικών

στρατευμάτων και να κατάσχουν όσα πλοία επιχειρούσαν να σπάσουν τον αποκλεισμό. Επίσης,

άνοιξε ο δρόμος για τη σύναψη δανείου. Στο τέλος της πρώτης τριετίας της Επανάστασης οι

ευρωπαϊκές δυνάμεις, πλην της Βρετανίας, εξακολουθούσαν να είναι εχθρικές προς την Ελλάδα,

πιστές στην Ιερή Συμμαχία. Η Ρωσία δεν επιθυμούσε να εγκαταλείψει εντελώς τους ομόδοξους

Έλληνες, αλλά παρέμενε για μεγάλο διάστημα αδρανής.

5.3 Β΄ φάση (1824-27)

Η τριετία αυτή συνιστά μια περίοδο κάμψης της Επανάστασης, ύστερα από την οθωμανική

αντεπίθεση με τη συνδρομή του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου. Ο γιος του Ιμπραΐμ αποβιβάστηκε

στις νοτιοδυτικές ακτές της Πελοποννήσου με δεκάδες χιλιάδες πεζικό και χίλιους ιππείς.

Μπορστά σ’ αυτόν τον οργανωμένο στρατό, οι Έλληνες άτακτοι αναγκάστηκαν να υποχωρούν

από μάχη σε μάχη. Στις καταστροφικές επιχειρήσεις του ο Ιμπραΐμ δεν λυπόταν ούτε τον άμαχο

πληθυσμό, σε σύντομο διάστημα κατέλαβε τα κυριότερα φρούρια της Πελοποννήσου

απωθώντας τους Έλληνες στις ορεινές περιοχές. Τη δεινή εικόνα της Πελοποννήσου ήρθαν να

συμπληρώσουν η πολιορκία των Αθηνών και η συνεχιζόμενη πολιορκία του Μεσολογγίου, αλλά

κυρίως η εσωτερική διαμάχη και το ξέσπασμα των πρώτων εμφύλιων συγκρούσεων.

Page 56: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 56

5.3.1 Εσωτερική κατάσταση

Σταδιακά από τα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης είχαν προκύψει δύο ισχυροί,

ανταγωνιστικοί πόλοι εξουσίας παρά την ύπαρξη κεντρική διοίκησης. Οι αντιζηλίες εξαιτίας

τοπικιστικών διαφορών έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική:

i. Ο πρώτος πόλος περιλάμβανε τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς, στρατιωτικούς και ένα

μέρος των προκρίτων, με ηγετική φυσιογνωμία τον Κολοκοτρώνη, που δεν απέδιδαν

νομιμοφροσύνη στη νέα εξουσία, δυσαρεστημένοι γιατί είχε αμφισβητηθεί ο ηγετικός

ρόλος τους στην Επανάσταση. Μαζί τους συντάσσονταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και

άλλοι οπλαρχηγοί από την ανατολική Ρούμελη, και ο Δημήτριος Υψηλάντης με τους

παραγκωνισμένους Φιλικούς.

ii. Ο δεύτερος πόλος περιλάμβανε όσους αποδέχονταν την ανάγκη ύπαρξης της κεντρικής

διοίκησης . Εδώ εντάσσονταν σημαντικοί προύχοντες της Πελοποννήσου, των νησιών και

Ρουμελιώτες, προσωπικότητες όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Ιωάννης

Κωλέττης, και άνθρωποι εμφορούμενοι από δυτικόστροφες ιδέες που υπηρετούσαν

γραφειοκρατικά τη διοίκηση.

Η εμπέδωση των νέων θεσμών της Επανάστασης και η πολιτική ενοποίηση του

επαναστατημένου χώρου ήταν μια δύσκολη διαδικασία.

Ο α΄ εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε το Μάρτιο του 1824 με πεδίο την Πελοπόννησο και επίκεντρο

τον έλεγχο του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Τρίπολης. Αντιμαχόμενες παρατάξεις: α)

στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με τον Κολοκοτρώνη επικεφαλής∙ β) ο κύκλος του

Μαυροκορδάτου με τους νησιώτες και τους υποστηρικτές της Γενικής Διοίκησης, οι οποίοι

κήρυξαν τους αντιπάλους ‘στασιαστές’ και ‘αντιπατριώτες’. Οι συγκρούσεις πολλαπλασίασαν τα

δεινά των κατοίκων της υπαίθρου, σκορπίζοντας το φόβο και την αναστάτωση. Την ανάγκη του

τερματισμού των εχθροπραξιών επέτειναν η δυσφήμηση της ελληνικής υπόθεσης στις

ευρωπαϊκές αυλές, το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσαν οι εξελίξεις και η διαφαινόμενη

αιγυπτιακή απειλή. Στα τέλη Μαΐου επιτεύχθηκε ο συμβιβασμός, με παράδοση του Ναυπλίου

από τον Π. Κολοκοτρώνη και παραχώρηση αμνηστίας στους ‘στασιαστές’, όμως σήμαινε και

αποκλεισμό των Πελοποννήσιων από την εξουσία. Συνέπεια της διαμάχης υπήρξε η υποχώρηση

της πολεμικής ετοιμότητας των Ελλήνων (καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών).

Ωστόσο, οι τοπικιστικές αντιζηλίες κορυφώθηκαν εκ νέου ως τα τέλη του 1824. Ο β΄ εμφύλιος

πόλεμος ξέσπασε το Νοέμβριο και βρήκε αντιμέτωπους: α) τους Πελοποννήσιους προύχοντες και

στρατιωτικούς∙ β) τους Υδραίους, Σπετσιώτες και Ρουμελιώτες προύχοντες και οπλαρχηγούς, των

οποίων η δύναμη είχε ενισχυθεί σημαντικά. Ήταν πιο σύντομος σε διάρκεια, αλλά πιο σκληρός

και καταστροφικός. Κερδισμένοι βγήκαν οι δεύτεροι, ως φορείς της Διοίκησης, αλλά οι συνέπειες

ήταν οδυνηρές: παραμέληση της άμυνας και κατά τόπους νίκες των τουρκικών στρατευμάτων,

διασπάθιση της πρώτης δόσης του δανείου από το εξωτερικό, λεηλασίες στην Πελοπόννησο και

πτώση του ηθικού των χωρικών, ενίσχυση της αντιπαράθεσης Ρουμελιωτών-Πελοποννήσιων,

περιορισμός και φυλάκιση των Πελοποννήσιων οπλαρχηγών (Θ. Κολοκοτρώνης, Δεληγιανναίοι,

Νοταράδες κ.ά.). Αποφυλακίστηκαν στις 18-5-1825, με τη χορήγηση γενικής αμνηστίας «στο

όνομα των συμφερόντων της πατρίδας», μπροστά στις καταστροφές που εντωμεταξύ υπέστη η

Πελοπόννησος από τον Ιμπραΐμ και την ανάγκη να ενισχυθεί η άμυνά της. Η κατοχή της

Page 57: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 57

Πελοποννήσου από τους Ρουμελιώτες άφησε πίσω της πικρές αναμνήσεις και ενίσχυσε

περισσότερο τις διχόνοιες ανάμεσα στις δύο περιοχές.

5.3.2 Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο/Τροιζήνα (6-4-1826/19-3-1827)

Τα στρατιωτικά γεγονότα και οι αποτυχίες του 1825 είχαν προκαλέσει την αναβολή σύγκλησης

νέας εθνοσυνέλευσης. Η πρώτη συνεδρίασή της έγινε τελικά στην Επίδαυρο, αλλά οι εργασίες

διακόπηκαν στις 16/4 λόγω της πτώσης του Μεσολογγίου, για να ξαναρχίσουν στην Ερμιόνη στις

18-1-1827 και να μεταφερθούν στην Τροιζήνα στις 19-3, ως τη λήξη τους στις 5-5-1827.

Οι στρατιωτικές εξελίξεις επέβαλλαν τη στροφή προς πιο συγκεντρωτικές μορφές διοίκησης. Οι

λειτουργίες του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού αντικαταστάθηκαν πρόσκαιρα από τη

Διοικητική Επιτροπή, με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη.

Από πολιτική άποψη, είχαν αρχίσει να σχηματίζονται τα κόμματα/σχηματισμοί μεταξύ των

αντιπροσώπων:

1. αγγλικό – Μαυροκορδάτος, Μαυρομιχάλης, Μιαούλης, Ζαΐμης (δόθηκε ώθηση και από

την αλλαγή της βρετανικής στάσης),

2. γαλλικό – Κωλέττης, Κουντουριώτης,

3. ρωσικό – Κολοκοτρώνης.

Οι συνεδριάσεις διεξάχθηκαν σε κλίμα έντασης, ωστόσο προέκυψαν εποικοδομητικοί

συμβιβασμοί για όλους.

Σημαντικότερα επιτεύγματα:

i. Με ψήφισμα στις 3-4-1827, εκλέχθηκε ο Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας με

επταετή θητεία.

ii. Διορίστηκαν δύο Άγγλοι, ο Ρίτσαρντ Τσορτς και ο Αλεξάντερ Κόχραν, ως διοικητές του

στρατού και του ναυτικού αντίστοιχα.

iii. Την 1 Μαΐου ψηφίστηκε το νέο «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το πρώτο κείμενο

όπου αναφέρεται η λέξη ‘σύνταγμα’ και δεν αυτοχαρακτηρίζεται ως ‘προσωρινόν’.

Καθόρισε ως θεμελιώδη βάση του πολιτεύματος το κοινοβουλευτικό σύστημα και

διατήρησε τη διάκριση των τριών εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία ανατέθηκε σε

μονομελές όργανο, τον Κυβερνήτη, καταργώντας το συλλογικό σύστημα του 1822. Ο

κυβερνήτης διόριζε τους έξι Γραμματείς της Επικρατείας (=υπουργούς). Η νομοθετική

εξουσία ανήκε στη Βουλή, με τριετή βουλευτική θητεία. Η δικαστική εξουσία ορίστηκε

ανεξάρτητη. Έδρα της κυβέρνησης ορίστηκε το Ναύπλιο.

Πρόκειται για έναν φιλελεύθερο και δημοκρατικό καταστατικό χάρτη, από τους πιο

προοδευτικούς της εποχής. Σε ό,τι αφορούσε τα ατομικά δικαιώματα, καθιέρωνε την αρχή της

ισότητας και της αναλογικής κατανομής των οικονομικών βαρών, την ελευθερία του τύπου και

της εκπαίδευσης, τη μη αναδρομικότητα ισχύος των νόμων κ.ά.

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας έμεινε πάνω απ’ όλα γνωστό επειδή καθιέρωνε ρητά την αρχή της

λαϊκής κυριαρχίας: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και

υπάρχει υπέρ αυτού» (άρθρ. 5). Με μικρές διαφοροποιήσεις αυτή η πανηγυρική διατύπωση

παρέμεινε σε όλα τα ελληνικά συντάγματα από το 1864 κ.εξ.

Σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αποφάσεις, η Τροιζήνα σηματοδοτούσε πλέον το δυτικό

προσανατολισμό της Ελλάδας σε ό,τι αφορούσε το μέλλον της.

Page 58: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 58

5.3.3 Οικονομικά

Οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν είχαν παράδοση ή εμπειρία στη διαχείριση δημόσιων εσόδων-

εξόδων. Η μόνη εμπειρία ήταν εκείνη των προεστών σχετικά με τα οικονομικά των κοινοτήτων

και την είσπραξη φόρων. Επίσης, είχε στερέψει κάθε πηγή πλούτου λόγω της ερήμωσης του

τόπου και της απορρόφησης των χωρικών από την πολεμική προσπάθεια, αλλά και της

κατάρρευσης της εμπορικής ναυτιλίας.

Αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης, καταργήθηκαν ο κεφαλικός φόρος και οι έκτακτες

οικονομικές επιβολές των τοπικών Οθωμανών αξιωματούχων, αλλά διατηρήθηκαν οι δασμοί

στις εισαγωγές και εξαγωγές (ελάχιστες πάντως) και ο έγγειος φόρος (δεκάτη). Από αυτόν

προερχόταν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων. Η οικονομική κατάσταση ήταν απελπιστική,

επομένως ο εξωτερικός δανεισμός ήταν αναπόφευκτος.

1824-1825: συνάφθηκαν δύο εξωτερικά δάνεια από την Αγγλία, χωρίς τα οποία πιθανώς η

Επανάσταση θα είχε καμφθεί. Ταυτόχρονα, σήμαιναν την οιονεί αναγνώριση της Ελλάδας ως

εμπόλεμου κράτους, αλλά και τη δέσμευση των δανειστών τραπεζιτών στην επιτυχία του Αγώνα.

Δίκαια χαρακτηρίστηκαν ως ληστρικά.

Α΄δάνειο (20-2-1824), ονομαστικού κεφαλαίου 800 χιλ. λιρών στερλινών. Η απόδοσή του ήταν

472 χιλ. λίρες, αλλά μόλις οι 308 χιλ. έφθασαν στην ελληνική κυβέρνηση.

Β΄δάνειο (1825), ονομαστικού κεφαλαίου 2 εκατ. λιρών στερλινών. Η απόδοσή του ήταν

1.100.000 στερλίνες και μόλις οι 232.558 έφθασαν στην ελληνική κυβέρνηση.

Το σύνολό τους αναλογούσε στο 30% των συνολικών επαναστατικών εσόδων για τα χρόνια 1821-

1830.

Η διαχείρισή τους ήταν σκανδαλώδης∙ ένα ασήμαντο ποσό διατέθηκε για τους επαναστατικούς

σκοπούς. Πώς χρησιμοποιήθηκαν: για την αντιμετώπιση των εσωτερικών αντιπάλων από τους

εκπροσώπους της Γενικής Διοίκησης κατά τους εμφύλιους, για την ενίσχυση του στόλου, τους

άτακτους στρατιώτες, αλλά και τη μισθοδοσία όλων των επαναστατημένων.

Άλλα έσοδα προήρθαν από αναγκαστικά εσωτερικά δάνεια, εράνους, εκούσιες εισφορές από

Έλληνες και φιλελληνικές επιτροπές, από λεία πολέμου και λάφυρα.

5.3.4 Διπλωματία−εξωτερικές συνθήκες

Η συνεχιζόμενη de facto ανεξαρτησία της Ελλάδας έπεισε τη Βρετανία του Τζορτζ Κάνινγκ να

εδραιώσει τη θέση της για να αποφύγει αποκλειστική προστασία από τη Ρωσία, χωρίς όμως

θεαματικές κινήσεις. Μια σύμπραξη των δύο Δυνάμεων ήταν επιθυμητή.

Η Αυστρία (Μέτερνιχ) επέμενε στη διατήρηση του Κονσέρτου της Ευρώπης, ήταν εναντίον κάθε

εθνικού κινήματος στα Βαλκάνια.

Η Γαλλία επιδίωκε περιορισμό της βρετανικής επιρροής και να μη βρεθεί η ίδια εκτός των

εξελίξεων.

Χώρα-κλειδί ήταν η Ρωσία του τσάρου Αλέξανδρου, η αδράνεια της οποίας έως τότε έθετε σε

κίνδυνο την επιρροή της στους ορθόδοξους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον

Ιανουάριο του 1824 πρότεινε το «σχέδιο των τριών τμημάτων», που προέβλεπε ίδρυση τριών

αυτόνομων ελληνικών ηγεμονιών (Ανατολική Στερεά-Θεσσαλία, Δυτική Στερεά-Ήπειρος,

Πελοπόννησος-Κρήτη) υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, και καθεστώς αυτοδιοίκησης για τα

νησιά του Αιγαίου. Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Μέτερνιχ (που τη θεωρούσε κακό

Page 59: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 59

προηγούμενο για την ακεραιότητα της δικής της αυτοκρατορίας) και από την ελληνική

επαναστατική ηγεσία.

Από τα μέσα του 1824 η βρετανική δραστηριότητα εντάθηκε: χορήγηση του πρώτου δανείου,

αναγνώριση του δικαιώματος των ελληνικών πλοίων να ενεργούν νηοψίες. Και ο νέος τσάρος

Νικόλαος Β΄ (Δεκέμβριος 1825) ήταν διατεθειμένος να αναλάβει περισσότερες πρωτοβουλίες

από τον προκάτοχό του. Η αμοιβαία αντιζηλία μεταξύ των δύο Δυνάμεων κατέληξε στην

υπογραφή, στις 23 Μαρτίου/4 Απριλίου 1826, του ρωσο-αγγλικού Πρωτοκόλλου της

Πετρούπολης, με το οποίο συμφώνησαν ότι η Βρετανία θα πρόσφερε τη μεσολάβησή της για τη

λύση του ελληνικού ζητήματος πάνω στη βάση της ίδρυσης ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους

φόρου υποτελούς στο σουλτάνο. Στο Πρωτόκολλο υπήρχε επίσης η πρόβλεψη για εξαγορά των

τουρκικών κτημάτων και αποχώρηση των Τούρκων από την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά. Για

πρώτη φορά σε διπλωματική πράξη δύο ευρωπαϊκών Δυνάμεων γινόταν λόγος για ελληνική

εθνότητα, για τη συγκρότηση κρατικής οντότητας με χερσαία σύνορα και νησιά, που θα

αναγνωριζόταν με το όνομα ‘Ελλάς’ (Grèce).

Το κείμενο της συμφωνίας υποβλήθηκε στη συνέχεια στις τρεις ευρωπαϊκές Δυνάμεις,

προκειμένου να το δεχθούν ή να το απορρίψουν. Η Αυστροουγγαρία και η Πρωσία αρνήθηκαν

χωρίς ενδοιασμούς να συναινέσουν, χάνοντας έτσι τη δυνατότητα να αποκτήσουν πραγματική

επιρροή στη μελλοντική Ελλάδα. Η Γαλλία, που δυσανασχετούσε με την αγγλο-ρωσική ανάμιξη

στην Εγγύς Ανατολή, αποφάσισε να προσχωρήσει στη συμφωνία προκειμένου να εμποδίσει τις

δύο αντίπαλές της χώρες να αποκτήσουν τον αποκλειστικό έλεγχο των πραγμάτων. Γεγονός

πάντως ήταν πως η Ιερή Συμμαχία είχε πλέον καταρρεύσει εφόσον δύο από τα μέρη της είχαν

διαφοροποιήσει τη θέση τους.

Στις 10 Απριλίου 1827 ο Τζορτζ Κάνινγκ έγινε πρωθυπουργός της Βρετανίας και το ελληνικό

ζήτημα μπήκε σε νέα φάση. Η επίδειξη αποφασιστικότητας εκ μέρους του τσάρου θορύβησε

Βρετανία και Γαλλία για το ενδεχόμενο μονομερούς ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης. Η επιλογή

δε του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας (3-4-1827) ενίσχυσε τους φόβους αυτούς.

Υπό αυτές τις συνθήκες υπογράφτηκε η νέα Συνθήκη του Λονδίνου, στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου

1827 από τις Βρετανία, Ρωσία και Γαλλία, κείμενο που αποτελεί το θεμέλιο για την ελληνική

απελευθέρωση. Στη Συνθήκη επαναλαμβάνονταν εν πολλοίς οι όροι της Πετρούπολης, με την

επιπλέον πρόβλεψη για επιβολή ανακωχής εκ μέρους των Δυνάμεων στη Μεσόγειο πριν την

έναρξη των διαπραγματεύσεων.

Η Πύλη, ενισχυμένη στρατιωτικά μετά την πτώση του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826 και της

Αθήνας τον Ιούνιο του 1827, απέρριψε την πρόταση μεσολάβησης, την οποία πρόθυμα δέχτηκαν

οι Έλληνες. Ως μέσο πίεσης και προκειμένου να πετύχουν κατάπαυση των εχθροπραξιών, οι τρεις

Δυνάμεις έδωσαν οδηγίες στους ναυάρχους των στόλων τους στη Μεσόγειο να επιβάλουν την

ανακωχή. Ο Βρετανός ναύαρχος Έντουαρντ Κόδριγκτον ανέλαβε την πρωτοβουλία να αποκλείσει

την επαναστατημένη Ελλάδα και καταδίωξε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στον κόλπο του

Ναβαρίνου. Φαινομενικά η ναυμαχία του Ναυαρίνου άρχισε τυχαία στις 8/20 Οκτωβρίου 1827,

προκάλεσε όμως την πλήρη καταστροφή του οθωμανικού στόλου.

Χάρη στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, η τύχη των Ελλήνων είχε αλλάξει πολύ γρήγορα. Μέσα σε έναν

χρόνο οι Αιγύπτιοι του Ιμπραΐμ εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, η οποία τέθηκε υπό τον έλεγχο

γαλλικών στρατευμάτων.

Page 60: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 60

5.4 Γ΄ φάση (1828-32)

5.4.1 Εσωτερική οργάνωση

Η κατάσταση της χώρας που ερχόταν να διευθύνει ο Καποδίστριας ήταν απελπιστική. Ο Ιμπραΐμ

έλεγχε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και σε όλη σχεδόν τη Στερεά οι Τούρκοι είχαν επιβάλει

την κυριαρχία τους μετά την πτώση της Ακρόπολης. Στις ελεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου

και τα νησιά, όπου συνωθούνταν οι πρόσφυγες και τα ρουμελιώτικα στρατεύματα, ο τρόπος

διαβίωσης των κατοίκων ήταν άθλιος. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι Έλληνες υποδέχθηκαν τον

Καποδίστρια με μεγάλες προσδοκίες. Έχαιρε γενικής αποδοχής, ως ξεχωριστή προσωπικότητα

με κύρος και επιδεξιότητα και διπλωμάτης με διεθνή φήμη.

Η άφιξη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο (8-1-1828) και μετά στην Αίγινα σήμανε την απαρχή της

τελευταίας φάσης της Ελληνικής Επανάστασης. Στόχος ήταν να διαπραγματευτεί την ειρήνη και

να οργανώσει το ελληνικό κράτος. Στο πρόσωπό του όλοι είδαν τον εγγυητή της τάξης και της

ασφάλειας, τον εκλεκτό των Δυνάμεων που θα εξασφάλιζε την ελληνική ανεξαρτησία, τον

κομιστή χρημάτων.

Ο Καποδίστριας ήταν προσηλωμένος στις αρχές της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Το είδος του

φιλελευθερισμού στο οποίο πίστευε συνδύαζε την εχθρότητα προς την επανάσταση με την

αντίθεση προς το ancien régime. Πίστευε στην ιδέα της Ελλάδας, αλλά θεωρούσε ότι οι Έλληνες

είχαν οδηγηθεί σε πρόωρη επανάσταση. Ήταν όμως εξίσου αντίθετος με το ριζοσπαστικό πνεύμα

των Φιλικών. Εργάστηκε για την αποφυγή της ρήξης μεταξύ των επαναστατών και του μετώπου

των συντηρητικών δυνάμεων της Ευρώπης. Πρότεινε παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων [βλ.

Ρωσίας] με τα όπλα ώστε να μην εγκαταλειφθούν οι Έλληνες «εις την αιμοβόρον μανίαν των

Τούρκων».

Το πολιτικό του ιδεώδες συνίστατο στη δημιουργία ενός ενιαίου γραφειοκρατικού κράτους κατά

τα δυτικά πρότυπα, ενός κράτους που θα εφάρμοζε μια φωτισμένη νομοθεσία. Προείχε όμως η

απελευθέρωση της χώρας, η διεθνής αναγνώρισή της και ο καθορισμός ασφαλών συνόρων, η

ηθική ανόρθωση των απλών Ελλήνων μέσα από την παιδεία και την οικονομική πρόοδο ώστε να

απαλλαγούν από την εξάρτησή τους από τους ισχυρούς. Τελικός στόχος, ο εκσυγχρονισμός της

παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας, ένα ενωμένο συγκεντρωτικό κράτος που θα απέβλεπε στην

εξυπηρέτηση των πολλών. Ο Καποδίστριας είχε την ελπίδα ότι, μόλις η Ελλάδα ελευθερωνόταν

και εξασφάλιζε την ανεξαρτησία και τα σύνορά της, θα δημιουργούσε, με τη διανομή των

εθνικών γαιών στους ακτήμονες χωρικούς, ένα συνταγματικό κράτος μικροϊδιοκτητών.

Θεωρούσε τη συνταγματική μοναρχία ως πολίτευμα κατάλληλο για την Ελλάδα μελλοντικά. Ο

ίδιος υπερηφανευόταν ότι είχε διαμορφώσει μια πολιτική προορισμένη να αντιμετωπίσει τις

συγκεκριμένες ελληνικές ανάγκες.

Πίστευε, όμως, ότι οι Έλληνες δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων∙ είχε αρνητική αντίληψη

για τις τοπικές ηγεσίες που είχαν ήδη δημιουργήσει κατεστημένο. Συχνά αποκαλούσε

χριστιανούς Τούρκους τους προύχοντες, ληστές τους καπετάνιους, ηλίθιους τους διανοούμενους

και παιδιά του Σατανά τους Φαναριώτες. Όλους τους θεωρούσε καταπιεστές του λαού,

πρωταίτιους της εσωτερικής διαμάχης, ικανούς να προδώσουν οποιονδήποτε κυβερνήτη θα

ενδιαφερόταν για το εθνικό και όχι για το κομματικό καλό. Επιζήτησε με κάθε τρόπο να

καταλύσει την ισχύ τους και να αντικαταστήσει ό,τι θεωρούσε σύστημα εγωιστικής ολιγαρχίας

με μια προσωπική εξουσία, που θα επικυρωνόταν αργότερα από τη λαϊκή εντολή και θα

δικαιωνόταν από την κρισιμότητα της κατάστασης.

Page 61: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 61

Το υπό διαμόρφωση κράτος ονομάστηκε «Ελληνική Πολιτεία», όπως είχε καθιερωθεί στην

Τροιζήνα.

Από τις πρώτες ενέργειές του υπήρξαν:

i. Αλλαγή στο κυβερνητικό σύστημα προς πιο συγκεντρωτική μορφή, για την προσωρινή

ενίσχυση της εξουσίας του («Προσωρινή Διοίκησις της Επικρατείας», Αίγινα 18-1-1828). Η

Βουλή ψήφισε την αναστολή του συντάγματος της Τροιζήνας και την αυτοδιάλυσή της.

Με ψήφισμα της 30ής Ιανουαρίου 1828 μεταβίβασε τις εξουσίες της στον κυβερνήτη, ο

οποίος ανέλαβε το νομοθετικό έργο, και διόρισε το «Πανελλήνιο», ένα 27μελές

γνωμοδοτικό όργανο, όπου τοποθετήθηκαν οι κορυφαίοι πολιτικοί και στρατιωτικοί

ηγέτες του Αγώνα.

ii. Συγκρότηση Επιτροπής Οικονομικών και αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης.

Επιβλήθηκε αυστηρός έλεγχος στα οικονομικά ώστε να παταχθούν οι καταχρήσεις των

ισχυρών.

iii. Ανασυγκρότηση του στρατού και του στόλου. Ο ίδιος ανέλαβε την ανώτατη ηγεσία, με

τοπικούς αρχηγούς τους Θ. Κολοκοτρώνη (Πελοπόννησο), Δ. Υψηλάντη (Ανατολικής

Ελλάδος) και στρατηγό Τσόρτς (Δυτικής Ελλάδος) [αργότερα θα χρησιμοποιήσει και τον

αδελφό του Αυγουστίνο]. Επιχείρησε να μετατρέψει τα σώματα των ατάκτων που

πληρώνονταν από τους οπλαρχηγούς σε εθνικό στρατό.

iv. Καταστολή της ληστείας, εξάλειψη της πειρατείας και δημιουργία αστυνομίας.

Επίσης, έλαβε μέτρα που απέβλεπαν στην κοινωνική αποκατάσταση των Ελλήνων, την

ενθάρρυνση της παραγωγής, του εμπορίου, της βιοτεχνίας, στην ανταμοιβή όσων είχαν υποστεί

θυσίες κατά τον Αγώνα και γενικά στην ανασυγκρότηση της χώρας.

i. απόκτηση ιδιοκτησίας με αναδιανομή της γης∙ στόχος η μετατροπή των

αγροτών/χωρικών σε ιδιοκτήτες,

ii. οι γεωργοί απαλλάχθηκαν από πολλά φορολογικά βάρη,

iii. παραχώρηση εθνικών κτημάτων με πολύχρονες ενοικιάσεις για καλλιέργεια,

iv. απαλλαγή των βοσκών από φόρους για τις βοσκές, σε αναγνώριση της προσφοράς τους

για τη σίτιση των στρατευμάτων,

v. εκποίηση σε ακτήμονες και άστεγους εθνικών σπιτιών, εργαστηρίων, φούρνων,

πανδοχείων, μύλων κ.λπ.,

vi. παραχώρηση δωρεάν έκτασης γης σε όσους ήθελαν να χτίσουν, όπου υπήρχαν ερείπια.

Στόχος ήταν η επανέναρξη των αγροτικών ασχολιών, που θα έφερνε αύξηση των φορολογικών

εσόδων.

Η διακυβέρνησή του δημιούργησε τις βασικές δομές της δημόσιας διοίκησης (παιδεία,

δικαιοσύνη, αστυνομία, αγροτική και δημοσιονομική πολιτική, τραπεζικό σύστημα).

5.4.2 Δ΄ Εθνική Συνέλευση στο Άργος (11-7-1829)

Από τις πιο σημαντικές ενέργειές της ήταν: επικύρωση της έως τότε πολιτείας και της εξωτερικής

πολιτικής του, παράταση των έκτακτων εξουσιών του, αντικατάσταση του Πανελληνίου με μια

πιο ελεγχόμενη Γερουσία (από την οποία αποκλείστηκαν μορφές της αντιπολίτευσης),

ψηφίσματα σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης του κράτους, τον έλεγχο των

οικονομικών, την αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου.

Οι αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης σήμαιναν εσωτερική επικράτηση του Καποδίστρια.

Page 62: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 62

Ωστόσο, η έλλειψη εμπιστοσύνης του κυβερνήτη προς πολλούς αγωνιστές και πολιτικούς, η

χρησιμοποίηση των αδελφών του σε υψηλά αξιώματα, ο έντονος συγκεντρωτισμός της εξουσίας

στο πρόσωπό του, ο δογματισμός με τον οποίο αντιμετώπισε την εσωτερική κατάσταση,

ενίσχυσαν την αντιπολίτευση. Στους μεγαλονοικοκυραίους της Ύδρας, τους οποίους είχε

εξαναγκάσει σε οικονομικές εισφορές υπέρ του Αγώνα, στους κοτσαμπάσηδες της

Πελοποννήσου, των οποίων τα τοπικιστικά προνόμια επιχείρησε να περιορίσει, και στους

πολιτικούς που τον εχθρεύονταν ως τότε προστέθηκαν οι φιλελεύθεροι (και οι Βρετανοί

φιλέλληνες) και αργότερα ο Κοραής, που ζητούσαν δημοκρατική νομιμότητα και επιστροφή στα

πιο δημοκρατικά συντάγματα.

Οι ταυτόχρονες συζητήσεις στην Ευρώπη για την εξεύρεση κληρονομικού μονάρχη για το

ελληνικό κράτος και οι διπλωματικές κινήσεις της εποχής (πρωτόκολλο του 1830 για

περιορισμένα σύνορα) αποδυνάμωσαν τη θέση του, ενώ η δυσχερής οικονομική κατάσταση

επέβαλε την επιβολή μη δημοφιλών φόρων.

Η αντιπολιτευτική διάθεση εκδηλώθηκε με τέσσερις ένοπλες εξεγέρσεις: στη Μάνη 1830-31 με

υποκίνηση των Μαυρομιχαλαίων, που κατέληξε σε σύλληψη του Πετρόμπεη∙ στην Ύδρα, το

καλοκαίρι του 1831, που οργανώθηκε από το αγγλικό κόμμα και τη φατρία των

Κουντουριώτηδων υπό τους Αντ. Κριεζή και Ανδ. Μιαούλη∙ στη Ρούμελη από τον Τσάμη

Καρατάσο∙ και στην Πελοπόννησο, όπου εισέβαλαν οι Ρουμελιώτες υπό τον Κωλέττη με σκοπό

την απομάκρυνση του αδελφού του κυβερνήτη Αυγουστίνου.

Μολονότι όλες αυτές οι εξεγέρσεις στηρίχθηκαν σε παράπονα που γεννήθηκαν από τοπικές

συνθήκες, οι οποίες επηρεάζονταν από την κυβερνητική πολιτική, είναι αναμφισβήτητο ότι

επιταχύνθηκαν από την απροσδόκητη άρνηση του Λεοπόλδου του Σαξ-Κόμπουργκ να αποδεχθεί

το ελληνικό στέμμα (17-5-1830): όσο η άφιξη ενός νέου βασιλιά ήταν επικείμενη, οι

δυσαρεστημένοι Έλληνες ανέχονταν το καθεστώς του Καποδίστρια ως προσωρινό, από τη στιγμή

όμως που η προσδοκία αυτή διαψεύστηκε εξαντλήθηκε και η υπομονή τους. Τον Αύγουστο του

1831 πραγματοποιήθηκε η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του.

Τελικά, στις 27-9-1831 δολοφονήθηκε από τους αδελφούς Κωνσταντίνο και Γεώργιο

Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο.

Γρήγορα το έργο του εξαφανίστηκε και το κράτος επέστρεψε στην αναρχία. Η διαμάχη

καποδιστριακών-συνταγματικών κατέληξε σε εμφύλιες συγκρούσεις (1832). Χρειάστηκε η

επέμβαση των γαλλικών στρατευμάτων για την ασφαλή άφιξη του Όθωνα.

Οι συνέπειες του εμφυλίου 1832:

i. Ολοκληρωτική αποσύνθεση κάθε κεντρικής εξουσίας, η διακυβέρνηση περιορίστηκε σε

τοπικό επίπεδο.

ii. Αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων, τον Οκτώβριο 1832, με αποτέλεσμα η βία να

αποτελεί το μοναδικό μέσο για επιβίωση.

iii. Διόγκωση του πεινασμένου και απειθάρχητου στρατού και των ατάκτων, οι οποίοι

εγκατέλειπαν αξιωματικούς και καπετάνιους και επιδίδονταν σε λεηλασίες προκειμένου

να επιβιώσουν.

iv. Συμπλήρωση της εικόνας καταστροφής: ερημωμένες πόλεις, κατεστραμμένα χωριά,

φθορά της κτηνοτροφίας, καταστροφή των αμπελώνων και των ελαιώνων που

απαιτούσαν πολλά χρόνια για να αποκατασταθούν, έλλειψη σπόρων και καλλιεργητών.

Page 63: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 63

v. Μείωση του εθνικού εισοδήματος λόγω της καταστροφής του παραγωγικού κεφαλαίου

και τις μέχρι τότε παραχωρήσεις εθνικών γαιών σε χαμηλές τιμές.

Οι πολιτικές επιπτώσεις του 1832 ήταν ποικίλες: η πικρία, η εχθρότητα, η καχυποψία και η

επιθυμία εκδίκησης για παλιές πληγές και προσβολές που δεν ήταν εύκολο να λησμονηθούν.

Αυτά τα συναισθήματα υποδαύλιζαν το φατριασμό, έφεραν κατάπτωση του ηθικού κύρους των

κομματικών μελών και των αξιωματούχων. Η ατμόσφαιρα έντασης που δημιουργούσαν έκανε

αδύνατη κάθε δυνατότητα συνεργασίας.

Τότε διαλύθηκαν οι αμφιβολίες και των τελευταίων δημοκρατών ότι μόνο μία ξένη μοναρχία θα

μπορούσε να σταματήσει την αυτοκαταστροφή που έφερνε ο εμφύλιος σπαραγμός. Ήταν πλέον

διατεθειμένοι να προτιμήσουν μια υπερβολικά ισχυρή κυβέρνηση και να δεχθούν ακόμη και την

απολυταρχία παρά να καταφύγουν πάλι στη βία, αλλαγή που ισοδυναμούσε με συμβιβασμό με

μια λύση που απείχε πολύ από τα αρχικά ιδεώδη και τις προσδοκίες τους. Η μοναρχία φαινόταν

ως η καλύτερη εγγύηση για εσωτερική ενότητα και σταθερότητα, ένας ουδέτερος παράγοντας

που θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο του διαιτητή ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες.

Όταν ο Όθων της Βαυαρίας επελέγη από τις Δυνάμεις, ο ενθουσιασμός που επικράτησε στην

Ελλάδα δεν είχε τόσο σχέση με το πρόσωπό του ή το θεσμό που εκπροσωπούσε∙ οι Έλληνες

χαιρέτιζαν τη λύτρωση από τον εμφύλιο πόλεμο, την αναρχία και την καταστροφή. Επομένως, η

εσωτερική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί το 1832 διαγραφόταν ευνοϊκή για μια εύκολη

επικράτηση της βασιλικής εξουσίας.

5.4.3 Η εκπαίδευση από το 1821 ως το 1832

Με την έναρξη σχεδόν του Αγώνα εκδηλώθηκε από την πλευρά της Διοίκησης, ως αποτέλεσμα

των αντιλήψεων για το ρόλο και τη σημασία της εκπαίδευσης, ενδιαφέρον για την ίδρυση

σχολείων και τη συστηματοποίηση της εκπαίδευσης. Από πολλές πλευρές, λόγιους, πολιτικούς,

τοπικές κοινότητες κ.λπ., διατυπωνόταν το αίτημα για το ‘φωτισμό’ και την ορθή αγωγή του

λαού.

Η πρώτη επίσημη εκδήλωση του ενδιαφέροντος για την εκπαίδευση προέρχεται από τη

Συνέλευση της Ανατολικής Στερεάς, που ανέθεσε την ευθύνη για την ίδρυση και εποπτεία

σχολείων στον Άρειο Πάγο, θεωρώντας τη σχολική εκπαίδευση μέρος της κοινωνικής πρόνοιας.

Η Πελοποννησιακή Γερουσία θεωρούσε επίσης, όπως φαίνεται από δύο διακηρύξεις του 1822,

ότι βασικές υποχρεώσεις κάθε «πεφωτισμένης Διοικήσεως» ήταν η σύσταση και εποπτεία

σχολείων και η αγωγή των νέων. Παράλληλα υπενθύμιζε στους γονείς το «ιερόν χρέος» τους για

την εκπαίδευση των παιδιών «αρρένων τε και θηλέων».

Με δεδομένη την πρώιμη εκδήλωση ενδιαφέροντος για την εκπαίδευση, γεννά απορίες το

γεγονός ότι στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος (1822) δεν συμπεριλαμβανόταν υπουργείο

Εκπαίδευσης μεταξύ των οκτώ ούτε υπήρχε κάποια σχετική διάταξη. Ως πιθανότερη εξήγηση

μπορούν να θεωρηθούν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής.

Στο Νόμο της Επιδαύρου (1823) οι παραλείψεις αντιμετωπίστηκαν εν μέρει: υπήρχαν δύο άρθρα

για την εκπαίδευση∙ το πρώτο ανέθετε στο Βουλευτικό την εποπτεία της «δημοσίου

εκπαιδεύσεως» και το δεύτερο όριζε ότι η Διοίκηση έπρεπε να μεριμνήσει για τη συστηματική

οργάνωσή της και την εισαγωγή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Λίγο μετά την ψήφιση του

Συντάγματος διορίστηκε (με πρόταση του Μαυροκορδάτου) ο λόγιος Θεόκλητος Φαρμακίδης ως

Page 64: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 64

«έφορος της παιδείας και της ηθικής ανατροφής των παιδιών», αλλά δεν ανέλαβε καθήκοντα. Το

1824 τον αντικατέστησε ο Γρηγόριος Κωνσταντάς. Το έργο που του ανατέθηκε ήταν φιλόδοξο,

αλλά έγιναν πολύ λίγα λόγω της τουρκοαιγυπτιακής εκστρατείας: ίδρυση σχολείων και

εγκατάσταση δασκάλων στα νησιά, βόρειες και ανατολικές Κυκλάδες.

Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος (1827) προέβλεπε:

i. ελευθερία της εκπαίδευσης, δικαίωμα των πολιτών να ιδρύουν εκπαιδευτήρια και να

επιλέγουν δασκάλους,

ii. προστασία και εποπτεία της δημόσιας εκπαίδευσης από τη Βουλή,

iii. θέση υπουργού «επί του Δικαίου και της Παιδείας». Πρώτος υπουργός ο Γεράσιμος

Κώπας, που αντικαταστάθηκε γρήγορα από τον Μιχαήλ Σούτσο.

Λόγω των πολεμικών συνθηκών και των πολιτικών διενέξεων, οι προσπάθειες είχαν μικρή

πρακτική σημασία∙ ωστόσο αποτελούν ενδείξεις για τις επικρατούσες τάσεις που θα

αποτελέσουν στη συνέχεια τα βασικά γνωρίσματα του κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Αυτές οι τάσεις ήταν:

i. Η οικοδόμηση εκπαιδευτικού συστήματος συνιστούσε βασική υποχρέωση της πολιτείας,

με παράλληλη αποδοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

ii. Η δημοκρατικότητα της εκπαίδευσης, χωρίς ταξικούς φραγμούς.

iii. Ο συγκεντρωτισμός και η ομοιομορφία, που αποσκοπούσαν στην κατά το δυνατόν

ομογενοποίηση της εκπαίδευσης.

iv. Η αποδοχή της ανωτερότητας των ευρωπαϊκών προτύπων, προς τα οποία έπρεπε να

κατατείνει η ελληνική εκπαίδευση.

v. Το αυξημένο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση, ακόμη και μεταξύ των χαμηλότερων

κοινωνικών στρωμάτων, όπως διαπιστώνεται από τις πληροφορίες ξένων και Ελλήνων

λογίων και δασκάλων για την αθρόα συρροή μαθητών ακόμη και μεγάλης ηλικίας. Παρά

τις δυσκολίες, υπολογίζεται ότι τα σχολεία της περιόδου 1821-27 έφταναν τα 60 περίπου,

με τα περισσότερα να βρίσκονται σε νησιά (Σποράδες, Κυκλάδες, Αργοσαρωνικός).

Οι ιδέες του Καποδίστρια για την εκπαίδευση συνοψίζονταν σε:

i. Προτεραιότητα στην ηθικο-θρησκευτική αγωγή∙ δήλωνε σαφώς την προτίμησή του στα

«χρηστά ήθη άνευ γραμμάτων» έναντι των «γραμμάτων άνευ χρηστών ηθών».

ii. Η εθνική εκπαίδευση και αγωγή προϋπέθεταν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.

iii. Η νεολαία έπρεπε να καταστεί εφάμιλλη της ευρωπαϊκής, αλλά η προσέγγιση έπρεπε να

είναι σταδιακή και προσεκτική, προσαρμοσμένη στις συνθήκες και τις ανάγκες της

ελληνικής κοινωνίας. Αλλιώς θα επρόκειτο για «ψιττακισμόν» και «πιθηκισμόν».

iv. Η πολιτική και κοινωνική αγωγή των νέων∙ βασική επιδίωξη ήταν να διαμορφωθούν

αγαθοί πολίτες, ωφέλιμοι στην κοινωνία.

v. Οι στοιχειώδεις γνώσεις έπρεπε να συνδυάζονται με τη δημιουργία ευκαιριών

απασχόλησης, ώστε να υπάρξει κοινωνική και οικονομική πρόοδος. Γι’ αυτό και

ενδιαφέρθηκε για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση.

vi. Η διάχυση της εκπαίδευσης, με προτεραιότητα στη στοιχειώδη για όλες τις κοινωνικές

τάξεις και τα γεωγραφικά διαμερίσματα∙ η ανάδειξη του δημόσιου χαρακτήρα των

σχολείων και η επίτευξη ομοιομορφίας. Η διάχυση της εκπαίδευσης στα κατώτερα

Page 65: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 65

κοινωνικά στρώματα συνδεόταν με τη χειραφέτησή τους από την παντοδυναμία των

ισχυρών τοπικών παραγόντων.

Για τον κυβερνήτη, η εκπαίδευση αποτελούσε «το ουσιωδέστερον μέρος της δημοσίου

υπηρεσίας» και «το υψηλότερον των χρεών» της πολιτείας.

Πρόσθετα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εκπαίδευση:

i. Η έλλειψη μόνιμων και σταθερών πόρων για τη χρηματοδότησή της.

ii. Η έλλειψη ικανών αλληλοδιδασκάλων, γεγονός που εμπόδιζε τη γρήγορη διάδοση της

μεθόδου. Αυτοί που ασκούσαν το επάγγελμα ήταν συχνά ακατάλληλοι για διάφορους

λόγους (κακή διαγωγή, μικρή ηλικία, χαμηλό επίπεδο γνώσεων). Σχετικά μεγάλος ήταν ο

αριθμός των ιερωμένων δασκάλων. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται μετά το 1830.

iii. Η κακή κατάσταση των κτηρίων γεννούσε την ανάγκη για κατασκευή νέων ή επισκευή των

παλαιότερων. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν παλιές εκκλησίες ή τζαμιά, κελιά

μοναστηριών, ιδιόκτητα ή μισθωμένα σπίτια και εργαστήρια.

iv. Η μεγάλη έλλειψη βιβλίων και διδακτικού υλικού (αναγνωστικά, αλφαβητάρια, πίνακες).

v. Το χαμηλό επίπεδο των μαθητών, που εκ των πραγμάτων περιόριζε τη διδιασκαλία στα

στοιχειώδη, αναβάλλοντας για αργότερα τη διδασκαλία άλλων αντικειμένων (ιστορία,

μαθηματικά, γαλλικά, φιλοσοφία κ.ά.) πέραν της γλώσσας.

Από τα πρώτα μέτρα που πήρε, ήταν η συγκέντρωση, περίθαλψη, εκπαίδευση και

διαπαιδαγώγηση των ορφανών και άπορων παιδιών. Για το σκοπό αυτό μερίμνησε να κτιστεί, με

δωρεές φιλελλήνων, το Ορφανοτροφείο στην Αίγινα (1829), όπου συγκεντρώθηκαν 500 περίπου

παιδιά. Σε συνάρτηση με αυτό, λειτούργησε από το 1830 και το Πρότυπον σχολείο

αλληλοδιδακτικής, για τη μετεκπαίδευση διδασκάλων.

Ιδρύθηκαν επίσης εκκλησιαστικό, γεωργικό και πολεμικό σχολείο∙ τα δύο πρώτα έκλεισαν μετά

το θάνατό του.

Η έντονη πολιτική ανωμαλία που επικράτησε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια προκάλεσε τη

συρρίκνωση ή την υπολειτουργία των σχολείων, κυρίως λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στην

καταβολή των μισθών, των αυθαίρετων απολύσεων και αντικαταστάσεων δασκάλων, του

σφετερισμού των σχολικών πόρων από τοπικούς παράγοντες κ.λπ.

5.4.4 Διπλωματία−εξωτερικές σχέσεις

Από τις Δυνάμεις της εποχής, η Αγγλία ήταν η δυσαρεστημένη με τη λύση της επιλογής

Καποδίστρια, αφού θεωρούσε ότι θα προωθούσε τα ρωσικά συμφέροντα. Την αντίθεσή της

εκδήλωσε όλο το διάστημα με ποικίλους τρόπους: άρνηση οικονομικής βοήθειας, ενίσχυση της

αντιπολίτευσης, αντίκρουση διπλωματικών κινήσεων που θα ενίσχυαν το κύρος του Κυβερνήτη

(αναγνώριση διευρυμένων συνόρων).

Αντίθετα, ο Καποδίστριας βρήκε πρόσκαιρη υποστήριξη από τη Γαλλία, που ήθελε να ενισχύσει

την παρουσία της στην Ανατολή και να εξισορροπήσει τη ρωσική επιρροή.

12 Δεκεμβρίου 1828: οι πρέσβεις των τριών Δυνάμεων υπεγραψαν στον Πόρο υπόμνημα, με το

οποίο πρότειναν αυτόνομο κράτος φόρου υποτελές στο σουλτάνο, συνοριακή γραμμή

Αμβρακικού-Παγασητικού και τα νησιά Εύβοια, Βόρειες Σποράδες, Κυκλάδες και τα νησιά του

Σαρωνικού. Το πολίτευμα θα ήταν μοναρχικό, με χριστιανό κληρονομικό ηγεμόνα.

Page 66: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 66

Ο Καποδίστριας επιδίωκε: Στερεά, μέρος της Ηπείρου, Θεσσαλία, μέρος της Μακεδονίας,

Εύβοια, Σποράδες, Κυκλάδες, Σάμο και Κρήτη.

22 Μαρτίου 1829: Πρωτόκολλο του Λονδίνου, υιοθέτησε τις πρεσβευτικές προτάσεις του

Δεκεμβρίου. Προβλεπόταν επίσης ετήσιος φόρος υποτέλειας 1,5 εκατ. γρόσια και αποζημίωση

των μουσουλμάνων για τις περιουσίες τους.

Αρχικά η Πύλη απέρριψε τους όρους του Πρωτοκόλλου, αλλά μετά τις ήττες στο ρωσοτουρκικό

πόλεμο (1828-29) αναγκάστηκε σε υποχώρηση. Η Συνθήκη της Αδριανούπολης (2/14

Σεπτεμβρίου 1829), με την οποία έληγε ο πόλεμος, περιλάμβανε όρους διαλλακτικούς και

μετριοπαθείς κι απογοήτευσε τους Έλληνες, αφού γινόταν λόγος για διατήρηση της οθωμανικής

επικυριαρχίας επί της Ελλάδας και όχι για ανεξαρτησία. Ως προς το ελληνικό ζήτημα, ο

σουλτάνος δήλωνε διατεθειμένος να δεχτεί τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1827 και το

Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1829, τα οποία συνεπάγονταν αναγνώριση της ελληνικής

αυτονομίας.

Ο φόβος της απόκτησης σοβαρού πλεονεκτήματος και της μονομερούς λύσης του ελληνικού

ζητήματος από τη Ρωσία έστρεψαν τη Βρετανία και τη Γαλλία προς νέα πολιτική. Για να

αποκατασταθεί η ευρωπαϊκή ισορροπία, η Ελλάδα έπρεπε να γίνει ανεξάρτητο κράτος, ώστε να

μην καταστεί έρμαιο των Ρώσων, αλλά με περιορισμένα σύνορα, ώστε να μην απειλεί τα

αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Με τις βρετανικές προτάσεις συμφώνησε εν τέλει και η Ρωσία από

φόβο μήπως τυχόν άρνησή της μειώσει την επιρροή της στην Ελλάδα.

Στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 η Διάσκεψη του Λονδίνου συνέταξε νέο Πρωτόκολλο,

με το οποίο η Ελλάδα συγκροτείτο ως ανεξάρτητο κράτος υπό την εγγύηση των Δυνάμεων, με

συνοριακή γραμμή Λαμίας-Αχελώου και τα νησιά Εύβοια, Σκύρο και Κυκλάδες. Παρέμενε η

προηγούμενη συμφωνία για κληρονομικό μονάρχη. Έτσι το ελληνικό κράτος αποκτούσε πλήρη

ανεξαρτησία, αλλά με περιορισμένα σύνορα. Η ελληνική αντίδραση για το εδαφικό ήταν

οργισμένη, αλλά η Πύλη δέχθηκε τις αποφάσεις. Το γεγονός ότι η Διάσκεψη του Λονδίνου

κατέληξε στις ρυθμίσεις αυτές χωρίς να ρωτηθούν οι Έλληνες δείχνει ότι η κυριαρχία των

Δυνάμεων αποτελούσε αναμφισβήτητη πραγματικότητα.

Η διεθνής θέση και η εσωτερική πολιτική μορφή του ήδη ελεύθερου ελληνικού κράτους πήρε

την οριστική νομική της υπόσταση με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 7ης Μαΐου 1832. Οι

Δυνάμεις, ενεργώντας στο όνομα του ελληνικού έθνους, πρόσφεραν το στέμμα στον

δεκαπεντάχρονο Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου Α΄ βασιλιά της Βαυαρίας και

ένθερμου φιλέλληνα. Για μία ακόμη φορά το ελληνικό κράτος δεν έλαβε μέρος ούτε στην

υπογραφή της συνθήκης ούτε στις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί.

Το κείμενο όριζε τον πρίγκιπα Όθωνα κληρονομικό μονάρχη της Ελλάδας, με τον τίτλο του

βασιλιά. Εξουσιοδοτούσε τον Λουδοβίκο να ορίσει τριμελή αντιβασιλεία που θα ασκούσε τη

βασιλική εξουσία ως την ενιλικίωση του Όθωνα, την 1-6-1835. Προέβλεπε το σχηματισμό

στρατιωτικού σώματος 3.500 ανδρών που θα αντικαθιστούσε τα γαλλικά στρατεύματα που

βρίσκονταν στην Ελλάδα και επέτρεπε τη χρησιμοποίηση Βαυαρών αξιωματικών για την

οργάνωση του ελληνικού στρατού. Τέλος, παρείχε στο ελληνικό βασίλειο την εγγύηση των

Δυνάμεων και υποσχόταν την εγγύησή τους για τη σύναψη εξωτερικών δανείων ύψους 60 εκατ.

φράγκων. Ως προς το εδαφικό, η Ελλάδα επέστρεφε στη συνοριακή γραμμή Βόλου-Άρτας.

Page 67: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 67

Η ευρωπαϊκή ανάμιξη στο ελληνικό ζήτημα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είχε συνέπειες

μακράς διάρκειας. Επιβεβαίωσε τις υποψίες των Ελλήνων ότι η Ευρώπη μπορούσε και ήθελε να

διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις, καθιερώνοντας έτσι την κακή

συνήθεια των Ελλήνων να προσφεύγουν σε μία ή περισσότερες από αυτές για βοήθεια∙ η

συνήθεια δε αυτή έγινε μόνιμη. Η συλλογική παρέμβαση, που ήταν επινόηση των Δυνάμεων

προκειμένου να εξουδετερώνει η μία τις πράξεις της άλλης, είχε προκύψει από την αμοιβαία

καχυποψία και τον φόβο της καθεμιάς μήπως οι άλλες επέμβουν μονόπλευρα και επιβάλουν την

αποκλειστική επιρροή τους στην Ελλάδα.

Τα κύρια άρθρα της συμφωνίας του 1832 συντάχθηκαν προφανώς με σκοπό να παράσχουν στο

νέο ελληνικό κράτος την ασφάλεια που ήταν αναγκαία για την πρόοδό του και στον Όθωνα τα

απαραίτητα μέσα για να εδραιώσει την εξουσία του σε μια χώρα που δεν διακρινόταν για τα

φιλομοναρχικά της αισθήματα: χρήματα, στρατός, ‘εγγύηση των δυνάμεων’. Αλλά τα ίδια

ακριβώς άρθρα συνταλούσαν στην εγκαθίδρυση ενός ειδικού καθεστώτος για την Ελλάδα, ενός

είδους ευρωπαϊκής επικυριαρχίας (προτεκτοράτου). Ανεξαρτησία στο διπλωματικό λεξιλόγιο των

συμμάχων σήμαινε ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά όχι από το συλλογικό

τους έλεγχο.

Με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, στις 21 Ιουλίου 1832, ο σουλτάνος αναγνώριζε με τη

σειρά του τα σύνορα του νέου κράτους.

Η ανεξάρτητη Ελλάδα του 1832 [ένα «μικροσκοπικόν, σπιθαμιαίον Βασίλειον»] διαμορφώθηκε

υπό την επίδραση εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, σύμφωνα με τους όρους της εποχής.

Ήταν τόσο ανεξάρτητη όσο επέτρεπαν οι διεθνείς συγκυρίες και η γεωπολιτική της θέση και όσο

μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι πολιτικές και στρατιωτικές της δυνάμεις.

Αλλά ήταν μια χώρα ερημωμένη από τους πολέμους, η αποκατάσταση θα διαρκούσε χρόνια. Στη

διάρκεια του πολέμου οι Έλληνες έχασαν την επαφή με το εμπόριο, τα μεγαλύτερα πλοία είχαν

μετατραπεί σε πολεμικά και είχαν καταστραφεί, τα εμπορικά κεφάλαια είχαν δαπανηθεί για

εφόδια, χρειάστηκαν δεκαετίες για την ανάκαμψη του εμπορικού ναυτικού. Η Ελλάδα έμεινε για

χρόνια χώρα υπανάπτυκτη.

Η λύση του ελληνικού ζητήματος δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική από την τότε επαναστατική

ηγεσία. Τα όρια του ελληνικού κράτους δεν ικανοποιούσαν παρά ένα ελάχιστο εθνικών

διεκδικήσεων, δεν συνέπιπταν γεωγραφικά με καμία προγενέστερη φάση της ιστορίας του

Ελληνισμού, η δε απόσταση από το μέγιστο ήταν συντριπτική. Επιπλέον, ο όγκος του

εξωελλαδικού ελληνισμού έδινε στα σύνορα του 1832 τον τόνο της προσωρινότητας. Έτσι, το

αλυτρωτικό ζήτημα, που εξέφραζε την αμφίδρομη επιθυμία των αλύτρωτων για ένωση με την

Ελλάδα και του ελληνικού κράτους να απελευθερώσει τις υπόδουλες ελληνικές περιοχές,

αποτέλεσε κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθ’ όλο το 19ο αιώνα.

6. Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ

6.1 Η περίοδος της Αντιβασιλείας

6.1.1 Ο βασιλιάς

30-1-1833: άφιξη με την αγγλική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» στο Ναύπλιο του Όθωνα, της

Αντιβασιλείας και μελών της συνοδείας. Συνόδευαν 24 πολεμικά και 48 μεταγωγικά των

Page 68: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 68

Δυνάμεων με 3.500 Βαυαρούς στρατιώτες. Η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης, αφού οι Έλληνες είχαν

εναποθέσει σ’ αυτόν τις ελπίδες τους∙ είδαν σ’ αυτόν το τέλος της εποχής των εσωτερικών

συγκρούσεων. Γι’ αυτό και όλα έμοιαζαν ιδανικά εκείνη την ημέρα:

i. η νεαρή ηλικία του βασιλιά θα του επέτρεπε να γίνει πραγματικός Έλληνας

ii. τα βαυαρικά στρατεύματα θα πρόσθεταν λάμφη στο θρόνο και προστασία από την

αναρχία και την αυθαιρεσία

iii. οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν παρούσες και προστάτες του βασιλιά

Τίποτε δεν υποδήλωνε ότι ο λαός συνειδητοποιούσε τις αιχμές της πραγματικότητας που

περιείχε η σκηνή:

i. ως νέος ήταν ανίκανος να διοικεί, ενώ θα έπρεπε να αντέξει δοκιμασίες σκληρές ακόμη

και για έναν πιο έμπειρο άντρα

ii. οι Βαυαροί στρατιώτες ήταν πραιτωριανοί του θρόνου προορισμένοι να επιβάλλουν την

τάξη αν εκδηλωνόταν οποιαδήποτε αντίδραση

iii. η παρουσία των ξένων στόλων στο λιμάνι υποδήλωνε την ξένη κηδεμονία που είχε

αντικαταστήσει την οθωμανική κυριαρχία, οι Δυνάμεις ήταν εκεί για να εξασφαλίσουν ότι

το νέο κράτος θα ασκούσε συνετή εξωτερική πολιτική χωρίς ανεξέλεγκτες πρωτοβουλίες

6.1.2 Το πολίτευμα

Συντάγματα 1822-27: αποσκοπούσαν στην εμπέδωση δημοκρατικών αρχών.

i. 1822, Επιδαύρου → πολυαρχία: Βουλευτικό (εκλεγμένο) & Εκτελεστικό πενταμελές

ii. 1823, Άστρους → ενίσχυση του Βουλευτικού

iii. 1827, Τροιζήνας → κοινοβουλευτικό σύστημα, αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

Ο δημοκρατικός χαρακτήρας αμφισβητήθηκε επί Καποδίστρια, με αναστολή εφαρμογής του

Συντάγματος της Τροιζήνας, και από:

i. Tη Συνθήκη Λονδίνου 1827 – κράτος αυτόνομο, φόρου υποτελές στο σουλτάνο

ii. Τα πρωτόκολλα 1829, 1830, 1832 – κράτος ανεξάρτητο με κληρονομικό ηγεμόνα.

Η αλλαγή ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα παρέμβασης των Δυνάμεων, αντίθετα προς τη βούληση

του ελληνικού λαού.

Αρχικά υπήρχε ασάφεια ως προς τον τύπο της μοναρχίας: απόλυτη (που επιθυμούσαν οι

Δυνάμεις και οι Βαυαροί) ή συνταγματική (που προσδοκούσαν οι Έλληνες πολιτικοί). Ο Όθωνας

και η Αντιβασιλεία ήταν προσηλωμένοι στην απόλυτη μοναρχία.

6.1.3 Η Αντιβασιλεία

6.1.3.1 Η πρώτη Αντιβασιλεία

Μέλη είχαν οριστεί από τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας οι:

1. Κόμης Γιόζεφ φον Άρμανσμπεργκ, προϊστάμενος της Αντιβασιλείας, δεσποτικός,

ραδιούργος, φιλόδοξος, άνθρωπος του συμφέροντος, είχε τη γενική εποπτεία της

διακυβέρνησης, αργότερα ανέλαβε και τα οικονομικά

2. Καθηγητής Λούντβιχ φον Μάουρερ, άριστος νομικός, συνεπής, αλλά αυταρχικός,

επηρμένος, φιλάργυρος, χωρίς πολιτικές αρετές (μέχρι Ιούνιο 1834)∙ θα αναλάμβανε τα

θέματα της δικαιοσύνης, της παιδείας και της Εκκλησίας

3. Αντιστράτηγος Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ, γνωστός φιλέλληνας, απολάμβανε της

εμπιστοσύνης του βασιλιά∙ θα αναλάμβανε τα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα

Page 69: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 69

Σύμφωνα με το διάταγμα διορισμού τους, οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία και

θα επικυρώνονταν με την υπογραφή και των τριών.

Η πρώη κυβέρνηση διορίστηκε υπό τον Σπ. Τρικούπη. Στο διάστημα 1833-43 εναλλάχθηκαν οκτώ

κυβερνήσεις.

Με το διάταγμα της 15-3-1833 καθορίστηκαν οι εξουσίες του υπουργικού συμβουλίου. Οι

υπουργοί θα διορίζονται από την Αντιβασιλεία και ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου από

τον βασιλιά. Τα υπουργεία, ή ‘Γραμματείες της Επικρατείας’ ήταν επτά: Βασιλικού Οίκου και

Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως,

Οικονομικών, Στρατιωτικών, Ναυτικών.

Στόχος της Αντιβασιλείας ήταν η εγκαθίδρυση συγκεντρωτικής διοίκησης, παρόμοιας με εκείνη

της καποδιστριακής περιόδου. Απέβλεπε στην ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, στον έλεγχο της

περιφέρειας και τον περιορισμό των προνομίων της αυτοδιοίκησης: οι Έλληνες δεν θεωρούνταν

ώριμοι πολιτικά. Η προσπάθεια για τον περιορισμό της δύναμης των κομμάτων δεν απέδωσε, οι

παραδοσιακές ελίτ αντιστάθηκαν και τα κόμματα όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά σταδιακά και η

Αντιβασιλεία αναμίχθηκε στους ανταγωνισμούς τους∙ με την επιλεκτική χρήση του διορισμού

στο δημόσιο προσπάθησε να κερδίσει τους οπαδούς τους υπό το στέμμα.

Η στάση των κομμάτων:

i. Γαλλικό, του Ιωάννη Κωλέττη, υποστηριζόταν από Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και

πολιτικούς και Πελοποννήσιους πρόκριτους. Αρχικά τήρησε στάση αναμονής και πολιτική

διάβρωσης των άλλων κομμάτων.

ii. Αγγλικό, με ερείσματα στην Πελοπόννησο και τη δυτική Στερεά, υποστηριζόταν από

λόγιους της πρωτεύουσας. Συμμετείχε ενεργά στην εξουσία, με μέλη στο υπουργικό

συμβούλιο.

iii. Ρωσικό ή κόμμα των Ναπαίων, των Θ. Κολοκοτρώνη και Ανδ. Μεταξά, υποστηριζόταν από

την παλιά μερίδα του Κολοκοτρώνη, στη Στερεά και τις Σπέτσες∙ είχε ευρύτατα βάση και

υποστήριξη από τη συντηρητική, αντιδυτική, θρησκόληπτη λαϊκή πλειοψηφία.

Αποκλείστηκε αρχικά από τη συμμετοχή στην εξουσία. Άσκησε ανοικτή αντιπολίτευση

εναντίον όλων των μέτρων της Αντιβασιλείας.

Τα κόμματα δεν ήταν σταθεροί πολιτικοί σχηματισμοί, συχνά οι οπαδοί τους άλλαζαν

στρατόπεδο. Διέθεταν όμως το καθένα τον ιδιαίτερο προσανατολισμό του στην εξωτερική

πολιτική και στο συνταγματικό ζήτημα, καθώς και την ενθάρρυνση και υποστήριξη ενός από τους

τρεις πρέσβεις των Δυνάμεων. Η περίοδος της Αντιβασιλείας γνώρισε άγριες κομματικές

διαμάχες.

Σημαντικός πόλος δύναμης ήταν οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, με παρεμβάσεις στην

εσωτερική πολιτική και συνεχείς διακυμάνσεις στις σχέσεις τους.

Από πολύ νωρίς, ήδη από το 1833 ξεκίνησε αντιπολιτευτική δράση. Με όργανο την εφημερίδα

Χρόνος, που χρηματοδοτούνταν από τον Κολοκοτρώνη, το ρωσικό κόμμα προσπάθησε να

εξεγείρει το λαό κατά της Αντιβασιλείας. Στις αρχές Φεβρουαρίου ο Κολοκοτρώνης απέστειλε

επιστολή στον Ρώσο υπουργό των Εξωτερικών Νέσελροντ αναζητώντας υποστήριξη και

αργότερα το ίδιο έπραξαν και άλλα μέλη του κόμματος προς τον τσάρο προκειμένου να

επιτευχθεί ανάκληση της Αντιβασιλείας, χωρίς όμως επιτυχία. Αυτές οι ενέργειες θεωρήθηκαν

ως επικίνδυνες από την Αντιβασιλείας, γι’ αυτό και διατάχθηκε η σύλληψη των Θεόδωρου και

Page 70: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 70

Γενναίου Κολοκοτρώνη, Δημ. Πλαπούτα, Κ. Τζαβέλλα κ.ά., στις 18 Σεπτεμβρίου 1833. Στις 30

Απριλίου 1834 ξεκίνησε η γνωστή ως ‘δίκη Κολοκοτρώνη’ (δίκη στελεχών ρωσικού κόμματος) με

την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, η οποία απέκτησε μεγάλη πολιτική σημασία: τυχόν

ευνοϊκή για τους κατηγορούμενους ετυνηγορία θα αποτελούσε ηθικό πλήγμα για την

Αντιβασιλεία και θα εμφάνιζε τη σύλληψή τους ως άδικη και αυθαίρετη ενέργεια. Τελικά, το

δικαστήριο με πλειοψηφία τριών έναντι δύο αποφάσισε την καταδίκη των κατηγορούμενων σε

θάνατο, όμως οι δικαστικές παραβιάσεις και αυθαιρεσίες κατάφωρα αλλοίωσαν τις διαδικασίες.

Η άρνηση των δύο δικαστών (Πολυζωίδη και Τερτσέτη) να υπογράψουν την καταδίκη και η

επιμονή του Όθωνα μετέτρεψαν την ποινή αρχικά σε ισόβια δεσμά και στη συνέχεια σε 25

χρόνια φυλάκιση. Η κοινή γνώμη θεώρησε τους ήρωες του Αγώνα θύματα του αυταρχισμού της

βαυαροκρατίας. Τελικά, έλαβαν χάρη από τον Όθωνα το 1835.

6.1.3.2 Η δεύτερη Αντιβασιλεία

20 Μαΐου/1 Ιουνίου 1835: ενηλικίωση του Όθωνα και ανάρρησή του στο θρόνο. Ο

Άρμανσμπεργκ, παρά τις εγνωσμένες κακές του σχέσεις με τον Όθωνα, παρέμεινε στην εξουσία

ως αρχιγραμματέας της Επικράτειας ή αρχικαγκελάριος, όπως τον αποκαλούσαν καθημερινά.

Πιθανότατα, ο σημαντικότερος παράγοντας που συντέλεσε στην επιλογή του ήταν ο

διπλωματικός. Βρετανία και Αυστρία τον υποστήριζαν, ενώ Γαλλία και Ρωσία δεν ήταν εχθρικές.

Σύμφωνα με τις νέες αρμοδιότητές του, ο ρόλος του θα έπρεπε να είναι συμβουλευτικός και τις

αποφάσεις να λαμβάνει ο Όθωνας, σε συνεργασία με τον πατέρα του. Στην πράξη, όμως, ο

Άρμασμπεργκ διατήρησε ευρείες αρμοδιότητες. Την πραγματική εξουσία ασκούσε το

ανακτοβούλιο, μια μικρή κλειστή ομάδα που βοηθούσε τον αρχικαγκελάριο να διευθύνει με

αυθαίρετο τρόπο. Η αντιδημοφιλής και αντικοινωνική συμπεριφορά τους διόγκωσαν τη γενική

δυσφορία και πολλαπλασίασαν τις εσωτερικές αναταραχές και την αντίδραση Γαλλίας και

Ρωσίας. Η διακυβέρνηση της εποχής, εκτός από την αποτυχία στη διατήρηση της τάξης, την

ισοσκέλιση του προϋπολογισμού ή την αποτελεσματικότητα της διοίκησης, έγινε γρήγορα

διαβόητη για τη διαφθορά και την ανοχή της στις καταχρήσεις (καμαρίλα).

Επίσης, επιβεβαιώθηκαν και οι υπάρχουσες υπόνοιες των περισσότερων Ελλήνων ότι η

Αντιβασιλεία δεν επρόκειτο να προχωρήσει σε κανένα μέτρο προς την κατεύθυνση της

συνταγματικής διακυβέρνησης ή της αποκέντρωσης της εξουσίας. Η δυσαρέσκεια όμως δεν

αποκρυσταλλώθηκε σε οργανωμένη αντιπολίτευση πριν το 1836, όταν άρχισαν να γίνονται

ιδιαίτερα αισθητά τα αποτελέσματα των στενών οικονομικών του κράτους.

Η αποτυχία σύναψης νέου εξωτερικού δανείου, μετά την άρνηση Γαλλίας και Ρωσίας να

παράσχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις, υποχρέωσε τον αρχικαγκελάριο να εισαγάγει νέους φόρους

που έπληξαν μεγάλα τμήματα του ενεργού πληθυσμού. Η εξέγερση ξέσπασε τελικά στη δυτική

Ρούμελη το Φεβρουάριο 1836, η γρήγορη καταστολή της όμως κατέστησε τον Άρμανσμπεργκ

ισχυρότερο από πριν και σχεδόν ανεξέλεγκτο.

Η αύξηση της δύναμής του οφειλόταν εν μέρει και στην απουσία του Όθωνα, ο οποίος έφυγε

στις αρχές Μαΐου για παρατεταμένο ταξίδι στη Βαυαρία προκειμένου να αναζητήσει σύζυγο.

Ωστόσο, αυτή η αυξημένη δύναμη τον άφησε εκτεθειμένο στην ορμή της αντιπολίτευσης, η

οποία ζητούσε ως ελάχιστο μέτρο την απομάκρυνσή του.

Page 71: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 71

Στις 10-11-1836 ο Όθωνας παντρεύτηκε την Αμαλία του Όλντενμπουργκ, στο Μόναχο και στις

2/14-2-1837 το ζεύγος έφτασε στον Πειραιά. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς υπέγραψε τρία

διατάγματα:

i. την απόλυση του Άρμανσμπεργκ,

ii. την κατάργηση της θέσης του αρχιγραμματέα,

iii. το διορισμό του Ιγνάτιου φον Ρούντχαρντ ως αρχηγού του βασιλικού οίκου (=υπουργικό

συμβούλιο) και γραμματέα επί των Εξωτερικών.

Ο Ρούντχαρντ ήταν μετριοπαθής, φιλελεύθερος, με διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες,

επιδίωξε διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του και περιορισμό της απολυταρχικής εξουσίας του

μονάρχη.

Ο διορισμός του προκάλεσε την αντίδραση των Δυνάμεων και κυρίως της αγγλικής διπλωματίας,

αλλά και των Ελλήνων, που έβλεπαν και πάλι έναν ξένο σε ανώτατο αξίωμα. Σύντομα ο

Ρούντχαρντ συγκρούστηκε και με το βασιλιά, ο οποίος έδειχνε αποφασισμένος να ελέγχει τα

ηνία της εξουσίας, να βασιλεύει και να κυβερνά. Στις 8-12-1837 παραιτήθηκε, ύστερα από τις

συνεχείς αρνήσεις του Όθωνα νε δεχτεί διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του υπουργικού

συμβουλίου.

6.1.4 Μέτρα στο εσωτερικό

Ακολουθώντας προηγούμενες πρακτικές περιφερειακής διοίκησης, η Αντιβασιλεία διαίρεσε τη

χώρα σε 10 νομαρχίες και 47 επαρχίες. Την κατώτερη διοικητική βαθμίδα αποτελούσαν οι δήμοι.

Επικεφαλής βρίσκονταν ο νομάρχης, ο έπαρχος και ο δήμαρχος αντίστοιχα, πλαισιωμένοι από

ένα συμβούλιο που εκλεγόταν από το λαό.

Στις 30-9-1834 η Αθήνα ορίστηκε ως νέα πρωτεύουσα του βασιλείου, λόγω του παρελθόντος της

(έναντι της Κορίνθου). Υπέρ της πρότασης τάχθηκαν οι Στερεοελλαδίτες, η Αντιβασιλεία, Έλληνες

και ξένοι λόγιοι και αρχαιολόγοι και ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας. Στα 1840 η πόλη είχε

μόλις 26 χιλ. κατοίκους.

Στελέχωση του κράτους: Η πολιτική πρόσληψης Βαυαρών στις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες

ταυτιζόταν για την Αντιβασιλεία με την προσπάθεια να εξευρωπαϊστεί η Ελλάδα μέσω των

εξειδικευμένων διοικητικών και τεχνικών γνώσεων της Δύσης και να περιοριστεί η δύναμη των

κομμάτων. Αλλά και η Αυλή, ο βασιλικός οίκος και η υπαλληλία στελεχώθηκαν από Βαυαρούς. Η

κατάσταση αυτή, γνωστή ως Βαυαροκρατία, αποτέλεσε πηγή αντιδράσεων στο μέλλον.

Αναδιοργάνωση του στρατού: μετά το θάνατο του Καποδίστρια, οι προσπάθειές του για τη

δημιουργία αξιόμαχου και νομιμόφρονα στρατού δεν είχαν συνέχεια. Κατά την άφιξη του Όθωνα

υπήρχαν περίπου 5.000 άτακτοι και 700 τακτικοί ένοπλοι, χωρίς οικονομικούς πόρους, αφού δεν

πληρώνονταν πλέον από το κράτος και ζούσαν εις βάρος των χωρικών.

Η Αντιβασιλεία επιθυμούσε οργάνωση ενόπλων δυνάμεων πιστών στο στέμμα, που θα

εγγυόνταν εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια, με δυτικού τύπου ιεραρχία, οργάνωση, πειθαρχία

και κεντρική μισθοδοσία. Οι Βαυαροί θεωρούσαν τους Έλληνες ατάκτους ως ‘μηχανισμό

αναρχίας’, υπαίτιους των εμφύλιων συγκρούσεων, ανίκανους να πειθαρχήσουν στην πολιτική

εξουσία. Γι’ αυτό από τα πρώτα διατάγματα που εκδόθηκαν στις 25-2/9-3-1833 αναφέρονταν

στη διάλυση όλων των μονάδων των ατάκτων και του ‘τακτικού’ στρατού, στην πλήρη

αναδιοργάνωσή του με πεζικό, ιππικό, πυροβολικό και μηχανικό και στην εκπαίδευσή του στον

Page 72: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 72

οπλισμό, την τακτική και την πειθαρχία. Η απόφαση αυτή δημιούργησε μεγάλη ένταση και

αντίδραση των κομμάτων.

Η παρουσία των βαυαρικών στρατευμάτων (5.000 Βαυαροί στα τέλη 1834, αριθμός συντριπτικά

μεγαλύτερος από των Ελλήνων) που απορροφούσαν το μισό προϋπολογισμό του υπουργείου

Πολέμου δημιουργούσε δυσαρέσκεια στον κόσμο και τα κόμματα και αμοιβαία αντιπάθεια με

τους Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι αντιδρούσαν στην προνομιακή μισθολογική μεταχείριση των

Βαυαρών, τις υψηλές θέσεις τους στην ιεραρχία και τα επιτελεία και την αλαζονική

συμπεριφορά τους. Αναπόφευκτη συνέπεια: Ο στρατός συμμετείχε στις περισσότερες εξεγέρσεις

της οθωνικής περιόδου.

Το πολεμικό ναυτικό βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση από τις χερσαίες δυνάμεις. Το

Νοέμβριο 1833 αρχηγός του ναυτικού διορίστηκε ο Ανδ. Μιαούλης, που πήρε το βαθμό του

αντιναύαρχου, και ξεκίνησαν οι προσπάθειες αναδιοργάνωσης. Ένα χρόνο αργότερα η

κατάσταση είχε βελτιωθεί. Οι δραστηριότητές του σε όλη την οθωνική περίοδο περιορίστηκαν σε

αποκλεισμούς λιμένων ή στην καταπολέμηση της πειρατείας.

Επίσης με διάταγμα της 20-5/1-6-1833 δημιουργήθηκε η χωροφυλακή, ακολουθώντας τα

γαλλικά πρότυπα, ως βοηθητικός κλάδος του τακτικού στρατού με στόχο την τήρηση της τάξης

στο βασίλειο. Ήταν επανδρωμένη από 800 περίπου Έλληνες, επομένως συνιστούσε μια καλή

ευκαιρία αποκατάστασης των πολεμιστών της επαναστατικής και της καποδιστριακής περιόδου

που είχαν απομακρυνθεί από τον στρατό, με αξιοπρεπή αμοιβή. Ήταν επιτυχημένη ενέργεια του

οθωνικού καθεστώτος τόσο επειδή πρόσφερε έντιμη εργασία σε αρκετούς δυσαρεστημένους

αγωνιστές όσο και επειδή δημιουργούσε ένα θεσμό που αποδείχθηκε στήριγμα της μοναρχίας∙

τα μέλη τής χωροφυλακής εξελίχθηκαν σε πιστούς οπαδούς του στέμματος, ποτέ δεν

συμμετείχαν σε στασιαστικά αντιβασιλικά κινήματα, όπως ο στρατός και το ναυτικό.

Μέριμνα επιδείχθηκε και για την επισημοποίηση του Αγώνα: διακεκριμένοι αγωνιστές

διορίστηκαν στην αυλή του βασιλιά, ενώ το 1838 καθιερώθηκε ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου

ως εθνικής γιορτής.

Οικονομία: Η δημοσιονομική κατάσταση ήταν αποκαρδιωτική, αφού το χάος είχε πάρει

ολοκληρωτικές διαστάσεις. Πολλά ζωτικής σημασίας στοιχεία έλειπαν εντελώς, κανένας δεν

γνώριζε με ακρίβεια τα ετήσια έσοδα του κράτους ή την έκταση των εθνικών γαιών, μεγάλο

μέρος των οποίων είχε εκποιηθεί ή καταπατηθεί. Την εποχή που έφτασε η Αντιβασιλεία το

δημόσιο ταμείο ήταν σχεδόν κενό, ενώ υπήρχαν εξωτερικές υποχρεώσεις που έπρεπε να

αντιμετωπιστούν.

Κύριο ζητούμενο ήταν η αύξηση των κρατικών εσόδων ώστε να καλυφθούν το έλλειμμα του

προϋπολογισμού, οι τόκοι των δανείων που είχαν συναφθεί κατά την επαναστατική εποχή και η

αποζημίωση προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έγινε προσπάθεια αναμόρφωσης του

συστήματος συλλογής των φόρων και δημιουργήθηκε σώμα εποπτείας των δημόσιων

οικονομικών, το Ελεγκτικό Συνέδριο (27-9/9-10-1833), με σκοπό την αποτροπή της

φοροδιαφυγής και της κακοδιαχείρισης.

Οι Βαυαροί ήθελαν να δημιουργήσουν μια τάξη γαιοκτημόνων πιστών στο στέμμα, γι’ αυτό

έδειξαν ενδιαφέρον για το αγροτικό ζήτημα και ασπάστηκαν την αρχή ότι έπρεπε να δοθεί γη σε

Page 73: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 73

όσους είχαν προσφέρει υπηρεσίες στην πατρίαδα. Το 1833 μόλις το 1/6 των Ελλήνων είχε

ιδιόκτητα χωράφια και πλήρωνε τη δεκάτη. Οι υπόλοιποι ήταν απλοί μισθωτές γης.

Στις 26-5/7-6-1835 δημοσιεύτηκε ο νόμος ‘περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών’, από τις

πιο σημαντικές πράξεις της περιόδου, που έδινε το δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή κλήρων

(μέχρι 40 στρέμματα) από εθνικές γαίες σε όλους τους Έλληνες πολίτες που είχαν συμμετοχή

στον απελευθερωτικό Αγώνα είτε υπό στρατιωτική είτε υπό πολιτική ιδιότητα (αυτόχθονες,

ετερόχθονες και φιλέλληνες) έναντι ενός χρεωλυσίου. Οι στόχοι ήταν οικονομικοί και πολιτικοί

(δημιουργία τάξης μικροϊδιοκτητών πιστών στο στέμμα, αποκατάσταση πρώην αγωνιστών). Η

ανταπόκριση όμως ήταν μικρή.

Το 1833 καθιερώθηκε η ασημένια και η χρυσή δραχμή και το 1835 ξεκίνησε η κυκλοφορία της.

Τέλος, το 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με στόχο τη διοχέτευση δανείων για την

ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου.

Εκκλησία: η στάση του Πατριαρχείου κατά την Επανάσταση είχε επιφέρει ρήξη των σχέσεων με

τους επισκόπους των επαναστατημένων περιοχών∙ μετά το 1821 κανένας επίσκοπος διορισμένος

από το Πατριαρχείο δεν ανέλαβε καθήκοντα εκεί, εισφορές και εκκλησιαστικά τέλη έπαψαν να

αποστέλλονται στην Κωνσταντινούπολη και στις εκκλησίες δεν μνημονευόταν ο πατριάρχης,

αλλά υιοθετήθηκε το τυπικό των ανεξάρτητων εκκλησιών. Το ίδιο συνεχίστηκε και επί

Καποδίστρια.

Το τρίπτυχο των επιδιώξεων της Αντιβασιλείας για εθνική ανεξαρτησία, βασιλική απολυταρχία

και συγκεντρωτικό σύστημα προδίκασε τον τρόπο επίλυσης του εκκλησιαστικού.

Την εποχή αυτή επικρατούσαν δύο απόψεις:

1. Η απόσχιση της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο εμπόδιζε την εθνική

ολοκλήρωση και την ενότητα του ελληνικού έθνους, επομένως προτάθηκε προτεραιότητα

στους στενούς δεσμούς με το Πατριαρχείο – υποστηριζόταν από τις παραδοσιακές

συντηρητικές δυνάμεις.

2. Η Εκκλησία δεν μπορούσε να επιστρέψει στο παλαιό καθεστώς, δεν μπορούσε να

διατηρήσει τον ‘εθναρχικό’ ρόλο της, αλλά αποτελούσε τμήμα του δημόσιου βίου –

υποστηριζόταν από προοδευτικές φιλελεύθερες ομάδες.

Όταν ο Μάουρερ ανέλαβε να επιληφθεί του ζητήματος, το κύρος και η εξουσία της Εκκλησίας

είχαν σημαντικά τρωθεί.

Η Αντιβασιλεία υποστήριζε ότι ο κλήρος έπρεπε να τεθεί υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης.

Έτσι στις 23-7/4-8-1833 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα που προέβλεπε τη σύσταση της

αυτοκέφαλης και ανεξάρτητης «Ορθοδόξου Ανατολικής Αποστολικής Εκκλησίας του Βασιλείου

της Ελλάδος» [έργο των φον Μάουρερ, Σπ. Τρικούπη, Θεόκ. Φαρμακίδη]. Την ευθύνη και

εποπτεία αναλάμβανε το κράτος μέσω του υπουργείου (αρχηγός της Εκκλησίας αναγνωριζόταν ο

βασιλιάς) και ακυρώθηκε κάθε διοικητική παρέμβαση του Πατριαρχείου∙ μόνο η δογματική

ενότητα με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες θα διατηρούνταν. Πενταμελής Διαρκής Ιερά Σύνοδος,

διοριζόμενη από τη βασιλική κυβέρνηση, θα ασκούσε την εκκλησιαστική διακυβέρνηση.

Η λύση αυτή ήταν συμβατή με το κοσμικό κρατικό πρότυπο που ήθελε να επιβάλει η

Αντιβασιλεία. Επιπλέον, διαφύλασσε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας από τη ρωσική επιρροή,

ενώ η υπαγωγή της στην κρατική εξουσία σήμαινε ενδυνάμωση της βασιλικής απολυταρχίας.

Page 74: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 74

Οι αντίπαλοι [Κων. Οικονόμου] θεωρούσαν μεν το αυτοκέφαλο αναγκαίο κακό, που όμως θα

μπορούσε να πραγματοποιηθεί με ομαλότερο τρόπο.

Ο διακανονισμός του εκκλησιαστικού ζητήματος παρέμεινε σε όλη την περίοδο της

απολυταρχίας μία από τις κύριες πηγές διαμαρτυρίας του λαού. Τελικά, στις 29-6-1850 εκδόθηκε

ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος που ανακήρυσσε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος και

ικανοποιούσε διαδοχικά και τις δύο μερίδες της κοινής γνώμης: τους οπαδούς του Οικονόμου,

αφού αποκαθιστούσε τις σχέσεις ελλαδικής Εκκλησίας-Πατριαρχείου, και τους οπαδούς του

Φαρμακίδη, το 1852, με την έκδοση του Καταστατικού, που επαναλάμβανε τις διατάξεις του

1833.

Εκπαίδευση: το βασιλικό διάταγμα Φεβρουαρίου 1834 έθεσε τις βάσεις της δημόσιας

εκπαίδευσης. Η λαϊκή (μη θρησκευτική) στοιχειώδης εκπαίδευση γινόταν προσιτή σε όλους τους

πολίτες.

Προβλεπόταν ίδρυση δημοτικών σχολείων σε δήμους, πόλεις κωμοπόλεις και μεγάλα χωριά, με

δικά τους έξοδα. Φοίτηση υποχρεωτική, επταετής (τα περισσότερα λειτουργούσαν με 5-6

χρόνια) και αλληλοδιδακτική μέθοδο.

Πρόγραμμα: ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, στοιχειώδεις γνώσεις ελληνικής ιστορίας,

γεωγραφίας και φυσικής, θρησκευτική ιστορία και ορθόδοξη κατήχηση (διδασκόταν από ιερέα).

Γλώσσα η αρχαΐζουσα, γραμματική της αττικής διαλέκτου, καθιστούσε δύσκολη την κατανόηση

από τους μαθητές.

Μέση εκπαίδευση:

i. α΄ βαθμίδα – ελληνικό σχολείο, με τρεις τάξεις (κατά περίπτωση και 2). Πρόγραμμα:

ελληνική γλώσσα, κατήχηση και θρησκευτική ιστορία, γεωγραφία, γενική ιστορία,

αριθμητική, καλλιγραφία, αρχές φυσικής και φυσικής ιστορίας, μουσική και ζωγραφική.

Προαιρετικά γαλλική γλώσσα και στοιχεία λατινικών.

ii. β΄ βαθμίδα – γυμνάσιο, με τέσσερις τάξεις (κατά περίπτωση και 1-3). Πρόγραμμα:

μαθηματικά, φιλολογικά, γαλλικά, ιστορία, γεωγραφία, φυσική και φυσική ιστορία,

χημεία, ανθρωπολογία, λογική και φιλοσοφία.

Επαγγελματικές σχολές: Εμπορικές, Εκκλησιαστικές, Ναυτικές, Γεωργικές, Πολυτεχνικό Σχολείο

(Αθήνα), Διδασκαλεία.

Ανώτατη εκπαίδευση: Απρίλιος 1837, δημοσιεύτηκε ο οργανισμός του Πανεπιστημίου Αθηνών

[Ρούντχαρτ], με τέσσερις σχολές: Φιλοσοφία, Νομική, Θεολογία και Ιατρική. Εγκαινίασε μια νέα

εποχή, αφού δημιούργησε την πρώτη ντόπια γενιά διανοουμένων.

Περισσότερο προβληματική ήταν η εκπαίδευση των κοριτσιών. Θεσμικά δεν προβλέπονταν μικτά

σχολεία. Ως το τέλος της περιόδου τα δημοτικά σχολεία θηλέων ήταν ελάχιστα (το 1856-57 τα

κορίτσια ανέρχονταν στο 13,5% των μαθητών), τα ελληνικά λίγα (το 10,2% των μαθητών) και τα

γυμνάσια ανύπαρκτα∙ η πρώτη φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο έγινε δεκτή μόλις το 1890. Το κενό

στην εκπαίδευση των κοριτσιών κάλυψαν σε κάποιο βαθμό η ιδιωτική πρωτοβουλία και τα

φιλελληνικά σωματεία.

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της παιδείας γενικά ήταν οι θεωρητικές-κλασικιστικές τάσεις σε βάρος

των πρακτικών, γεγονός που καταδεικνύει ότι η εκπαίδευση ήταν μηχανισμός που στόχευε στην

παραγωγή ιδεολογίας και τη διαμόρφωση της ενιαίας εθνικής ταυτότητας των πολιτών.

Page 75: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 75

Γενικά, η Αντιβασιλεία υλοποίησε τα πρώτα μέτρα ανάπτυξης: δρόμους, αποστραγγιστικά έργα,

νοσοκομεία, αποθήκες, 14 στρατόπεδα και 30 της χωροφυλακής.

6.2 Η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα

Στις 20-12-1837 ο βασιλιάς ανέλαβε προσωπικά την άσκηση της εξουσίας, με τη συνδρομή του

βουλευτηρίου, θεσμού γνωστότερου ως ανακτοβούλιο (καμαρίλα), που αποτελούνταν από

Βαυαρούς. Γραμματέας επί των Εσωτερικών τοποθετήθηκε ο Γεώργιος Γλαράκης, ωστόσο το

υπουργικό συμβούλιο υποβαθμιζόταν διαρκώς. Από τότε έγινε πλέον φανερό ότι ο Όθωνας ήταν

αντίθετος στην αρχή του συνταγματισμού από προσωπική επιλογή και όχι γιατί κάποιοι άλλοι

του το επέβαλαν. Η προτίμησή του στην απολυταρχία οφειλόταν επίσης στις εκτιμήσεις του για

τις ελληνικές πολιτικές συνθήκες. Οι αντεγκλήσεις που ανταλλάσσονταν ανάμεσα στις αντίπαλες

μερίδες, η τάση των μελών των κομμάτων να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την αφοσίωσή

τους στο βασιλιά και να διατηρούν στενές σχέσεις με τις ξένες διπλωματικές αποστολές, οι

ταραχές που συνήθως συνόδευαν τους κοινωνικούς αγώνες, αυτοί και πολλοί άλλοι παράγοντες

δεν επέτρεπαν στο βασιλιά να τρέφει εκτίμηση για τις ελληνικές κυρίαρχες τάξεις.

Έχοντας επίγνωση της δημοτικότητάς του στο λαό θεωρούσε τον εαυτό του τον καλύτερο γνώστη

του λαϊκού συμφέροντος. Οι συχνές περιοδείες του τον έφερναν σε άμεση επαφή με τους

ανθρώπους, τα παράπονά τους πρέπει να του φαίνονταν ασφαλέστερος δείκτης της κοινής

γνώμης από οποιαδήποτε αντιπροσωπευτική συνέλευση. Η δημοτικότητά του, όμως, ελάχιστα

οφειλόταν στα προσωπικά του γνωρίσματα∙ περισσότερο στηριζόταν στο βασιλικό αξίωμα, που

είχε γίνει το αντικείμενο όλων των ελπίδων, η εγγύηση κατά της αναρχίας, πηγή εθνικής

ενότητας. Χάρη στην ύπαρξη της Αντιβασιλείας τα προηγούμενα χρόνια, που κρατούσε το

βασιλιά μακριά από το προσκήνιο, όλη η απέχθεια που προκαλούσαν η κακοδιοίκηση, η

σκληρότητα ή η κατάχρηση της εξουσίας, η βραδύτητα στην οικονομική πρόοδο, η εκτεταμένη

πενία, δεν είχε θίξει το θεσμό της μοναρχίας.

Αλλά το 1837 ακόμη δεν είχε γίνει αντιληπτό από την κοινή γνώμη το πρόβλημα της προσωπικής

απολυταρχίας. Η δυσφορία στρεφόταν κατά κύριο λόγο κατά της βαυαροκρατίας, που

εξακολουθούσε να εξάπτει την εχθρότητα των Ελλήνων. Και παρά το γεγονός ότι και ο

τελευταίος Βαυαρός στρατιώτης έφυγε το 1838, ο βασιλιάς διατήρησε μια μικρή ομάδα

αφοσιωμένων αξιωματικών, με μεγάλες αμοιβές και υψηλά αξιώματα. Τους είχε μάλιστα

προσεκτικά τοποθετήσει σε θέσεις τέτοιες, ώστε να ελέγχουν τα καίρια φρούρια της χώρας και

τα βασικά τμήματα του στρατού.

Στην προσπάθειά του να κερδίσει περαιτέρω τη λαϊκή εύνοια και κυρίως των ‘μεσαίων τάξεων’, ο

Όθωνας στράφηκε προς το ρωσικό κόμμα, το οποίο παρέμενε δημοφιλές λόγω του ορθόδοξου

προσανατολισμού του. Άλλωστε, ήταν η πολιτική δύναμη που λιγότερο από όλους ταυτιζόταν με

τις αρχές του συνταγματισμού. Η θέση του ρωσικού κόμματος ενισχύθηκε αισθητά ως το 1839,

κυρίως στην επαρχία και την περιφερειακή διοίκηση. Η αλλαγή ισορροπιών μεταξύ των

κομμάτων συσπείρωσε την αντιπολίτευση, με πρώτη την αντίδραση εκ μέρους του αγγλικού

κόμματος, στο οποίο προστέθηκε σταδιακά και η γαλλική υποστήριξη με κοινό σύνθημα την

παραχώρηση συντάγματος. Αλλά και στο εξωτερικό, η Βρετανία επέκρινε σχεδόν καθετί που είχε

σχέση με το καθεστώς της προσωπικής απολυταρχίας του βασιλιά.

Page 76: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 76

6.2.1 Διπλωματικές εξελίξεις − Μεγάλη Ιδέα

Η Ελλάδα του 1832 δεν θεωρήθηκε ως οριστική: περιλάμβανε Πελοπόννησο, Στερεά, Εύβοια,

Σκύρο, Κυκλάδες, ή 750 χιλ. Έλληνες, ενώ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διαβιούσαν ακόμη 2

εκατ. Η μονιμότητα των συνόρων δεν έχει συνειδητοποιηθεί.

Υπέρτατος στόχος: απελευθέρωση όλων των αλύτρωτων Ελλήνων και ένωση των ελληνικών

εδαφών με την Ελλάδα.

Ανάδοχος του όρου ‘Μεγάλη Ιδέα’ ο Ιωάννης Κωλέττης, σε ομιλία του στην Α΄ Εθνική Συνέλευση

14-1-1844: η «Αναγέννηση του Ελληνικού Έθνους, ενωμένου εις εν κράτος».

Οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η Μεγάλη Ιδέα: η εφαρμογή της ερχόταν σε αντίθεση με

τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Μεγάλων Δυνάμεων, όταν αυτές

υποστήριζαν την ακεραιότητά της.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν, έντεχνα υποκινούσαν αλυτρωτικές ενέργειες για να

καλλιεργείται η εντύπωση ότι προωθούσαν τη Μεγάλη Ιδέα. Η ελληνική αλυτρωτική πολιτική,

που ακολουθήθηκε από το 1833 και εξής, καθόριζε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Οθωμανική

Αυτοκρατορία και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ωστόσο, μεγάλη κρίση αποφεύχθηκε για τουλάχιστον

20 χρόνια.

6.2.2 Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος 1839-41

Η κρίση ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1839, όταν ξέπσασε τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος και οι

υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου έφεραν την Πύλη στα πρόθυα

της κατάρρευσης. Οι Δυνάμεις της Ευρώπης ανέλαβαν την προστασία της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας, δίνοντας έτσι τέλος στον πόλεμο, τον Αύγουστο του 1841. Ως απόροοια του

πολέμου, εξασφαλίστηκε η αποχώρηση των Αιγυπτίων από τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την

Κρήτη∙ σε αντάλλαγμα ο Μοχάμετ Άλι αναγνωρίστηκε κληρονομικός άρχοντας της Αιγύπτου και

διευρύνθηκαν τα προνόμια των Δυνάμεων για τη διέλευση από τα Στενά.

Η κρίση αναπτέρωσε τις ελληνικές ελπίδες για την πραγματοποίηση των εθνικών πόθων και

έθεσε το πρακτικό ερώτημα πώς θα εκμεταλλευόταν το ελληνικό κράτος την ευκαιρία αυτή για

να απελευθερώσει την πλειονότητα των Ελλήνων που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία.

Επικρατούσαν δύο απόψεις:

1. Το ελληνικό βασίλειο ήταν μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας και όργανο με στόχο να

εξασφαλίζει ευδαιμονία για τους πολίτες. Επομένως, το κράτος όφειλε να αποβλέπει σε

διακανονισμό των σχέσεών του με τους γείτονες, να επιδιώκει ειρηνικές διευθετήσεις, να

συγκεντρώνει τη φροντίδα του στις εσωτερικές υποθέσεις και να επιδιώκει την εσωτερική

ανάπτυξη.

2. Το κράτος ήταν η προσωρινή στρατιωτική βάση από όπου θα εξορμούσαν οι Έλληνες για

να απελευθερώσουν τους σκλαβωμένους αδελφούς. Επομένως, κάθε κυβέρνηση είχε το

απαράγραπτο ιστορικό δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες προς

απελευθέρωση και να επιδίδεται σε πολεμικές προετοιμασίες.

Σε αυτή την περίπτωση, ετίθεντο δύο υποερωτήματα:

Έπρεπε η Ελλάδα να βασίζεται στην ευρωπαϊκή στήριξη ή να περιμένει μια

ευρωπαϊκή σύρραξη για να επιτύχει το στόχο της και να ξεκινήσει έναν

απελευθερωτικό πόλεμο ή έπρεπε να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις;

Page 77: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 77

Στην πρώτη περίπτωση, ποια από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις είχε τη θέληση να

βοηθήσει αποτελεσματικότερα την Ελλάδα είτε διπλωματικά είτε στρατιωτικά;

Σε οποιαδήποτε από τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, η ελληνική πολιτική έθετε σε κίνδυνο το

σύστημα ασφάλειας που επιδίωκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, άρα γινόταν μέρος του Ανατολικού

Ζητήματος.

Στην περίπτωση της κρίσης του 1839, η Ελλάδα βρέθηκε σε αλυτρωτικό ενθουσιασμό λόγω της

αρχικής ήττας των Οθωμανών. Ο βασιλιάς βρισκόταν σε ιδιόρρυθμη θέση: επιθυμούσε μεν την

εκδήλωση αλυτρωτικών κινημάτων, αλλά όχι να έρθει σε σύγκρουση με την Ευρώπη, η οποία

σύσσωμη σχεδόν τέθηκε στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βρετανία τον πίεζε για

επίδειξη ψυχραιμίας και μετριοπάθεια. Η Ευρώπη, πιστή στο δόγμα της οθωμανικής εδαφικής

ακεραιότητας, ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε απόσχιση εδαφών από την Πύλη.

Το 1840 ήταν πλέον ορατός ο κίνδυνος μιας ένοπλης εξέγερσης στο εσωτερικό με σκοπό την

επιβολή πολεμικής πολιτικής. Η φιλοπόλεμη μερίδα της κοινής γνώμης, μαζί με Κρήτες

πρόσφυγες που βρίσκονταν από χρόνια στην Ελλάδα, ήλπιζαν ότι αν ξεκινούσαν αλυτρωτικές

εξεγέρσεις στη μεθοριακή γραμμή, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να μείνει αδρανής χωρίς

να φέρει το βάρος ότι πρόδιδε την πιο ‘ιερή’ απόστολή της. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Σειρά από

αποτυχημένες προσπάθειες για υποκίνηση εξεγέρσεων σημειώθηκαν στη Θεσσαλία, τη

Μακεδονία και την Κρήτη (Οκτώβριος 1840 έως 1841).

Ο βασιλιάς είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες υπέρ των αλύτρωτων

αποτελούσαν πιθανή απειλή για τι θρόνο του, θεώρησε λοιπόν ότι όφειλε να κάνει ορισμένες

υποχωρήσεις σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του άκρατου αλυτρωτισμού που επκρατούσε. Αυτό όμως

επέσυρε τη μήνιν της Βρετανίας, η οποία απείλησε με την επιβολή πειθαρχικών μέτρων εναντίον

της Ελλάδας για διατάραξη της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.

Οι απειλές αυτές στάθηκαν τελικά ικανές ώστε να εξαναγκάσουν τον Όθωνα σε υπαναχώρηση.

6.2.2.1 Επιπτώσεις στο εσωτερικό

Με το τέλος της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος το στέμμα βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αφού

τελικά φάνηκε ότι δεν πέτυχε τίποτα από αυτήν. Αφενός δεν είχε ανταποκριθεί στην ύψιστη

δοκιμασία του ελληνικού πατριωτισμού, αφετέρου είχε διαψεύσει τις ευρωπαϊκές προσδοκίες

ότι η ελληνική μοναρχία θα συνιστούσε παράγοντα μετριοπάθειας στην ανατολική Μεσόγειο.

Επιπλέον, είχε αποτύχει να αντιμετωπίσει την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας, να

δημιουργήσει μια αποτελεσματική και αμερόληπτη διοίκηση και να αποδυναμώσει τα πολιτικά

κόμματα στο εσωτερικό. Αντίθετα, η δύναμη των κομμάτων αυξανόταν, με αποτέλεσμα η

βασιλική εξουσία να εξαρτάται από τις αλληλοσυγκρουόμενες πιέσεις των ηγεσιών τους και των

ευρωπαϊκών πρεσβειών. Στελέχη των κομμάτων συζητούσαν σε μυστικές συναντήσεις το

ενδεχόμενο ακόμη και ένοπλης σύγκρουσης με το παλάτι. Δύο ήταν οι διακηρυγμένοι στόχοι:

γενική εκδίωξη των Βαυαρών και επιβολή συνταγματικής μοναρχίας.

Το αίτημα για το σύνταγμα γενικά ταυτιζόταν με το αίτημα για αλλαγή. Ακόμη και οι

προσπάθειες μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων (όπως εκείνων που πρότεινε η κυβέρνηση

Μαυροκορδάτου το 1841) απέτυχαν λόγω της ανυποχώρητης στάσης του Όθωνα, συντελώντας

στην εξασθένηση του στέμματος. Αγγλικό και γαλλικό κόμμα, αλλά και προσωπικότητες του

Αγώνα (όπως ο Μακρυγιάννης) και λόγιοι με δυτική παιδεία ήθελαν συνταγματική μοναρχία και

εκδίωξη των Βαυαρών και του ανακτοβουλίου, αλλά διατήρηση του Όθωνα. Από την άλλη

Page 78: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 78

πλευρά, το ρωσικό κόμμα, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι πολιτικοί υποστήριζαν ότι δεν είχε φτάσει

ακόμη η ώρα για την παραχώρηση συντάγματος. Στην πραγματικότητα, προτιμούσαν

αντικατάσταση της οθωνικής δυναστείας από άλλη ορθόδοξη.

Τελικά, ένα μέρος της αντιπολίτευσης κατέληξε ότι η χρήση βίας ήταν το μόνο μέσο για να

πετύχει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η συνωμοσία αυτή καθαυτή δεν αποτελούσε καινοτομία

στην ελληνική ζωή∙ αυτή η συγκεκριμένη όμως ήταν τρικομματική κατά μοναδικό τρόπο, αφού

τα μέλη της προέρχονταν από αντίπαλες μέχρι εκείνη τη στιγμή φατρίες. Κι επειδή είχε

χαρακτήρα συνασπισμού, οι ηγέτες τους κατέληξαν στη διεκδίκηση δύο στόχων: εκδίωξη των

Βαυαρών και παραχώρηση συντάγματος. Τα κίνητρα πίσω από το δεύτερο αίτημα ήταν ποικίλα:

άλλοι έλπιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζαν την εύνοια της βρετανικής διπλωματίας∙

άλλοι πίστευαν ότι ο Όθωνας ήταν ανίκανος να ασκήσει τις εξουσίες του απόλυτου μονάρχη∙

άλλοι ότι θα προτιμούσε να παραιτηθεί παρά να υποβληθεί σε συνταγματικούς περιορισμούς

και έτσι έλπιζαν ότι θα αποκτούσαν ορθόδοξο βασιλιά. Το ρωσικό κόμμα ενδιαφερόταν να

αποκτήσει ορθόδοξο μονάρχη, το αγγλικό και το γαλλικό συνταγματικό μονάρχη.

Δεν είναι γνωστό αν η συνωμοσία είχε την άμεση ενθάρρυνση των ξένων διπλωματικών

αποστολών. Η στάση τους όμως την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1843 δείχνει ότι διέθεταν

έμμεσους τρόπους για να υποκινήσουν την εξέγερση.

Η οικονομική κρίση του 1843 αποτέλεσε το κατάλληλο πλαίσιο για την εκδήλωση των

εσωτερικών αντιδράσεων. Τον Ιανουάριο η χώρα πληροφόρησε τις Δυνάμεις ότι αδυνατούσε

πλέον να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια των δανείων της και ζητούσε τη σύναψη νέου δανείου

προκειμένου να ανταποκριθεί στις οφειλές της, όμως οι Δυνάμεις αρνήθηκαν να τη

διευκολύνουν. Το Μάιο ξεκίνησαν συζητήσεις στο Λονδίνο, οι οποίες κατέληξαν στη συμφωνία

του Σεπτεμβρίου για την επιβολή οικονομικού ελέγχου και τη δέσμευση εσόδων του ελληνικού

κράτους για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων: υποχρεωτικά οι τελωνειακοί δασμοί και ο φόρος

χαρτοσήμου και εν ανάγκη οι εισπράξεις των έγγειων φόρων και ο φόρος του άλατος. Την

εφαρμογή της συμφωνίας θα επέβλεπε επιτροπή αποτελούμενη από τους τρεις πρέσβεις στην

Αθήνα και έναν αντιπρόσωπο του Οίκου Ρότσιλντ, ο οποίος θα φρόντιζε για τη μεταφορά των

χρημάτων από το ελληνικό δημόσιο ταμείο στους ξένους πιστωτές.

Έτσι, η συλλογική ενέργεια των Δυνάμεων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση της

επανάστασης. Το στέμμα που μέχρι τότε ήταν πολύτιμο ως πηγή ξένης συμπαράστασης, έγινε

τώρα εθνικό βάρος είτε επειδή ευθυνόταν για τη συνένωση των Δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας

είτε επειδή ήταν έκδηλα ανίκανο να αποτρέψει την εθνική ταπείνωση.

Η κακή οικονομική κατάσταση και η επιβολή του ελέγχου ενέτειναν την εσωτερική δυσαρέσκεια,

ενώ η κυβέρνηση εξαναγκάστηκε σε αιματηρές οικονομίες και δραστικά μέτρα: περικοπή του

προϋπολογισμού, απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και κατάργηση θέσεων, περικοπή μισθών και

συντάξεων, διακοπή δημοσίων έργων, κλείσιμο διπλωματικών αποστολών, μείωση του στρατού

κ.λπ. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια επέσπευσε την εξέγερση, αφού ο Όθωνας παρά το ότι είχε

κρατήσει στην υπηρεσία του τους Βαυαρούς που είχαν απομείνει, δεν κατόρθωσε να

αποκαταστήσει τη λαϊκή γαλήνη. Ο στρατός, από τα πρώτα θύματα των περικοπών, εναντιώθηκε

στον Όθωνα αφαιρώντας του έτσι ένα σημαντικό στήριγμα.

Page 79: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 79

6.2.3 Η επανάσταση της 3ης/15ης Σεπτεμβρίου 1843

Αρχικά οι συνωμότες είχαν ορίσει την 25η Μαρτίου 1844 ως ημερομηνία για να δράσουν. Αλλά η

εξέλιξη των γεγονότων το 1843 τους ανάγκασε να επισπεύσουν τα σχέδιά τους. Για όσους

θεωρούσαν την επανάσταση ως έναν τρόπο να εμποδίσουν την Ευρώπη να εγκαθιδρύσει τον

οικονομικό έλεγχο, η άμεση δράση ήταν ζωτικής σημασίας.

Ηγετική μορφή ο Δημήτριος Καλλέργης, αρχηγός του ιππικού, έφθασε με το τάγμα του στην

πλατεία μπροστά στα ανάκτορα. Ο Όθωνας αρχικά δεν είχε σαφή εικόνα της κατάστασης, την

οποία δεν μπόρεσε να ελέγξει. Όταν το πυροβολικό έστρεψε τα κανόνια στο παλάτι, το κίνημα

είχε πετύχει στρατιωτικά. Η απαίτηση ήταν Σύνταγμα.

Η συνεδρία που ακολούθησε μεταξύ πρωτεργατών και βασιλιά αποσκοπούσε στο σχηματισμό

προσωρινής κυβέρνησης και τη σύγκληση συντακτικής εθνοσυνέλευσης. Ο βασιλιάς συμφώνησε,

υπέγραψε τα διατάγματα και η κυβέρνηση ορκίστηκε: πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών

ο Ανδρέας Μεταξάς. Κύρια αποστολή της κυβέρνησης ήταν να οργανώσει εκλογές.

Η επανάσταση πέτυχε έτσι να εξαναγκάσει το βασιλιά να μοιραστεί την εξουσία με την ελληνική

ηγετική τάξη.

Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης τέθηκε και το ζήτημα της παρουσίας των

Βαυαρών στο δημόσιο βίο∙ τελικά αποφασίστηκε ότι έπρεπε να απομακρυνθούν, με εξαίρεση

ορισμένους φιλέλληνες. Όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, αναχώρησαν εντός του

Σεπτεμβρίου για Τεργέστη κι από εκεί για Μόναχο, ενώ οι ασθενέστεροι έφυγαν τους πρώτους

μήνες του 1844.

6.3 Η Συνταγματική Μοναρχία

Το Νοέμβριο ξεκίνησε η Α΄ Εθνική Συνέλευση για την προετοιμασία του συντάγματος και

ολοκληρώθηκε το Μάρτιο 1844. Η Ελλάδα έγινε συνταγματική μοναρχία.

Α΄ Σύνταγμα του Ελληνικού Βασιλείου

Κύριος συντάκτης-εισηγητής θεωρείται ο Λέων Μελάς. Ήταν συντηρητικό, βασισμένο στο

γαλλικό του 1830 και το βελγικό του 1831, εκχωρούσε μεγάλες αρμοδιότητες στο μονάρχη: ο

βασιλιάς ήταν ο ανώτατος αρχηγός του κράτους, πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο. Μαζί με τη

Βουλή (αιρετή, με τριετή θητεία) και τη Γερουσία (τα μέλη της διορίζονταν από το βασιλιά με

ισόβια θητεία) είχε το δικαίωμα πρότασης νόμων. Επίσης, του ανήκε η εκτελεστική εξουσία, την

οποία ασκούσε μέσω των υπουργών του που διόριζε και έπαυε ο ίδιος. Είχε δικαίωμα να διαλύει

τη Βουλή.

Περιείχε φιλελεύθερες διατάξεις για τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών (προσωπική ελευθερία

και ασφάλεια, μη αναδρομικότητα ισχύος των νόμων, απαγόρευση της δουλείας, άσυλο της

κατοικίας, απαγόρευση βασανιστηρίων, απόρρητο των επιστολών).

Ανακήρυξε την ορθόδοξη ως επίσημη θρησκεία του κράτους, η δε Εκκλησία της Ελλάδος

αυτοκέφαλη.

Επίσης, με τον εκλογικό νόμο της 18-3-1844, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα ψήφου για τους

άρρενες άνω των 25 ετών, εφόσον είχαν κινητή ή ακίνητη περιουσία που υπόκειτο σε φορολογία

ή ασκούσαν οποιοδήποτε επάγγελμα (αποκλείονταν μόνο οι υπηρέτες και οι μαθητευόμενοι

τεχνίτες, που αντιπροσώπευαν ελάχιστο ποσοστό).

Page 80: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 80

6.3.1 Κυβέρνηση Κωλέττη

Ο Κωλέττης, επικεφαλής ενός γαλλο-ρωσικού συνασπισμού, ηγήθηκε της πρώτης συνταγματικής

κυβέρνησης (Αύγουστος 1844).

Ήταν ρεαλιστής και φιλόδοξος, υπήρξε αδίστακτος στην επιλογή των μέσων της πολιτικής του,

ανεκτικός στις παρανομίες των πολιτικών πελατών του. Κυβέρνησε αυταρχικά αγνοώντας τη

Βουλή, περιφρονούσε τους νόμους και κάθε έννοια δικαιοσύνης και αμεροληψίας,

χρησιμοποίησε τους διορισμούς στο δημόσιο και τις κρατικές επιχορηγήσεις ως όπλο.

Ενδιαφερόταν για τη μακροβιότητα της κυβέρνησής του και όχι για μεταρρυθμίσεις ή

ανασυγκρότηση. Το τίμημα ήταν η πλήρης προσαρμογή του κράτους στο σύστημα της

προστασίας.

Είχε την εύνοια του Όθωνα και την αγάπη του λαού.

Για να κρατήσει τον έλεγχο των επαρχιών, χρησιμοποίησε τα άτακτα σώματα των ληστών

[«ελεγχόμενη παρανομία»]. Θεωρούσε τους στρατιωτικούς χρήσιμο όργανό του και τους

επέτρεπε να δημιουργούν ζητήματα. Το ότι η διεθνής κατάσταση δεν ευνοούσε αλυτρωτικές

περιπέτειες σήμαινε ότι ο Κωλέττης δεν μπορούσε να ακολουθήσει ανοιχτά τέτοια πολιτική,

όφειλε να επιδεικνύει καλή διαγωγή:

«Μετά λύπης είδον ότι υμείς φοβείσθε μη επί της κυβερνήσεώς μου γίνηταί τι κίνημα

εναντίον των οθωμανικών ορίων. Καθήκον μου θεωρώ να διαλύσω τους φόβους υμών

τούτους. …Ο προορισμός της Ελλάδος είναι ευρύτερος του διά του πρωτοκόλλου

ορισθέντος αυτή. Τοιαύτη είναι η πίστις μου∙ αλλ’ ουδέποτε διενοήθην ότι ο προορισμός

ούτος έδει να εκπληρωθεί δι’ εισβολής εις το οθωμανικόν κράτος ή διά προσηλυτισμού

ενόπλου».

[Από επιστολή-διαβεβαίωση προς τον Γκιζό, 1844].

Αλλά δεν απέτρεπε τέτοια επεισόδια, καθώς τα οφέλη ήταν πολλαπλά:

i. Ο αλυτρωτισμός εξασφάλιζε συνεκτικότητα και ενότητα στη διασπασμένη κοινωνία.

Αμβλυνόταν η προσοχή προς τα εσωτερικά.

ii. Η ταύτιση του βασιλικού ζεύγους με τον αλυτρωτισμό του εξασφάλιζε αίγλη και

σταθερότητα.

iii. Κατηύθυνε κοινωνικά επικίνδυνες ενέργειες έξω από την Ελλάδα και μέσα στην

Οθωμανική Αυτοκρατορία.

iv. Απάλλασσε τους χωρικούς από τις αρπακτικές διαθέσεις των ατάκτων.

v. Δεν επιβαρυνόταν ο κρατικός προϋπολογισμός, γιατί συνήθως κατέληγαν με λεηλασίες

όμορων περιοχών.

vi. Κρατούσε ζωντανή την εντύπωση στους Έλληνες ότι η κυβέρνηση εργαζόταν για την

απελευθέρωση των υπόδουλων.

Πέθανε στις 31-8-1847.

Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν ήταν όλες ‘αυλικές’ και με βραχύ βίο∙ οι διάδοχοι του Κωλέττη

(Τζαβέλλας, Κουντουριώτης, Κανάρης, Κριεζής) ήταν πολύ πιο αδύναμοι απ’ αυτόν ως

προσωπικότητες, συνεχίστηκαν οι ανωμαλίες στον πολιτικό βίο και το σύνταγμα δεν

εφαρμοζόταν, οι εκλογές χαρακτηρίζονταν από νοθεία και κατά κανόνα τις κέρδιζε η κυβέρνηση

που τις διοργάνωνε. Γενικά απουσίαζε κάθε μακρόπνοος σχεδιασμός.

Page 81: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 81

Το ίδιο το στέμμα εγκατέλειψε τη θέση του ως ένα από τα δύο σαφώς διαχωρισμένα στοιχεία

του πολιτικού συστήματος και κατήλθε στην καθημερινότητα της πολιτικής παίζοντας

ταυτόχρονα το ρόλο του αρχηγού της πολιτείας και της κυβέρνησης. Η εποχή χαρακτηρίστηκε

από αναταραχή στην ύπαιθρο και σειρά τοπικών εξεγέρσεων με περιορισμένο χαρακτήρα.

1847-48: εξεγέρσεις στη Στερεά, αλυτρωτικές επιδρομές σε Θεσσαλία και Ήπειρο από

ανεξέλεγκτα στοιχεία. Οι κινήσεις προκάλεσαν κρίση και διακοπή των σχέσεων με την

Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β΄ και των Δυνάμεων και

αποκατάσταση Φεβρουάριο 1848.

Ταυτόχρονα, εντάθηκε η βρετανική δυσαρέσκεια που είχε ξεκινήσει από την εποχή Κωλέττη, με

αφορμή τις απαιτούμενες εγγυήσεις για τα βρετανικά δάνεια του Αγώνα, απαιτήσεις στις οποίες

ο Όθωνας αντιστεκόταν. Γενικά η Αγγλία ασκούσε πιέσεις για ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των

θεμάτων που την ενδιέφεραν (παραχώρηση Ελαφονήσου και Σαπιέντζα που υποστήριζε ότι

ανήκαν στα Ιόνια νησιά, επεισόδιο Πατσίφικο). Επιδείνωση ελληνοβρετανικών σχέσεων.

Ιανουάριος 1850: βρετανικός αποκλεισμός των λιμανιών Σύρου, Πάτρας και Κορίνθου και του

Πειραιά για ενάμιση μήνα, ώστε να πιεστεί η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τα αγγλικά

αιτήματα∙ έληξε με γαλλική και ρωσική παρέμβαση. Η ενέργεια γενικά ήταν πλήγμα κατά της

βρετανικής εικόνας στη χώρα μείωση της βρετανικής και ενίσχυση της γαλλικής και ρωσικής

επιρροής. Ενίσχυση της δημοτικότητας του Όθωνα λόγω της αξιοπρεπούς στάσης του.

Το διάστημα από το 1850-55 υπήρξε δύσκολο: επιδείνωση της οικονομίας, καταστροφές της

αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, υποχώρηση εμπορικής και ναυτιλιακής

δραστηριότητας, έξαρση της ληστείας, επιδημία χολέρας στην ύπαιθρο, πτώση της

δημοτικότητας του βασιλιά.

6.4 Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856)

Ξέσπασε τον Οκτώβριο 1853 με αφορμή τον έλεγχο των Αγίων Τόπων, επηρέασε αποφασιστικά

τις εξελίξεις στο ελληνικό βασίλειο.

Σημαντικά στοιχεία:

i. Αγγλία και Γαλλία εναντίον Ρωσίας για να στηρίξουν την Οθωμανική

Αυτοκρατορία ως απαραίτητη για την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.

ii. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε για πρώτη φορά αποδεκτή ως ισότιμο μέλος

των Μεγάλων Δυνάμεων στο συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι (30-3-1856).

iii. Ήττα της Ρωσίας σήμαινε μείωση της επιρροής της στα εσωτερικά της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας και εγκατάλειψη του ρόλου της ως προστάτιδας των ορθόδοξων

(περιορίζεται στους Σλάβους).

Ως διευθέτηση του Ανατολικού Ζητήματος η Ρωσία πρότεινε το διαμελισμό της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας με τη δημιουργία χριστιανικών κρατών στη Βαλκανική και την παραχώρηση

Αιγύπτου και Κρήτης στη Βρετανία. Η Αγγλία την εποχή αυτή στήριζε την εδαφική ακεραιότητα

του ‘Μεγάλου Ασθενή’, ως αναχώματος στη ρωσική επέκταση, και ήταν υπέρμαχος των

οθωμανικών μεταρρυθμίσεων (Χάττ-ι-Χουμαγιούν).

Η Ελλάδα βρέθηκε σε αλυτρωτικό πυρετό και ρωσόφιλη προοπτική, πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα

πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Οι πολιτικοί ηγέτες και ο βασιλιάς παρέβλεψαν τα

Page 82: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 82

αντικειμενικά δεδομένα της συγκυρίας και τις πιθανές συνέπειες των ενεργειών τους και

παρακίνησαν ανεπίσημα αλυτρωτικές επιδρομές στις παραμεθόριες περιοχές, παρά τις προς το

αντίθετο συμβουλές Γαλλίας και Αγγλίας να απόσχει από κάθε εχθρική ενέργεια εναντίον της

Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στον αντίλογο, πολλοί υποστήριζαν ότι πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν τα ασφυκτικά σύνορά

της, αλλά η ανάγκη ανάπτυξης και η σωστή διακυβέρνηση ώστε να γίνει ευνομούμενο κράτος∙

υπό τον αλυτρωτικό ενθουσιασμό όμως αυτοί δεν εισακούονταν.

Αντικειμενικές συνθήκες:

i. Αγγλία και Γαλλία, με την υποστήριξη και της Αυστρίας, δεν ευνοούσαν το

διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,

ii. η Ρωσία επιθυμούσε το διαμελισμό, αλλά στους σχεδιασμούς της δεν

συμπεριλάμβανε την Ελλάδα,

iii. η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέθετε ικανές δυνάμεις σε Θεσσαλία, Ήπειρο,

Μακεδονία για να συντρίψει τις ελληνικές ενέργειες,

iv. ο ελληνικός στρατός ήταν ανεπαρκής και απροετοίμαστος,

v. τα άτακτα σώματα δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τακτικό στρατό.

Με τις πρώτες ρωσικές ενέργειες κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Οκτώβριος 1853),

ένοπλες ομάδες πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα σε Θεσσαλία και Ήπειρο. Οργανώθηκε η

‘επανάσταση του Ραδοβιτσίου’ (Άρτα, 15-1-1854) και επεκτάθηκε στη Θεσσαλία, με

διακηρυγμένο στόχο την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων και την επέκταση των

συνόρων.

Το βασιλικό ζεύγος, ενστερνιζόμενο τους πόθους των Ελλήνων, υποστήριξε με ενθουσιασμό τα

επαναστατικά κινήματα.

Η υποκίνηση των γεγονότων από Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς οδήγησε Αγγλία και

Γαλλία σε παρέμβαση: μετά τις πρώτες προειδοποιήσεις, προχώρησαν (13-5-1854) σε απόβαση

στρατιωτικών σωμάτων στον Πειραιά και ναυτικό αποκλεισμό των λιμανιών (του Πειραιά ως τον

Ιανουάριο 1857)∙ ο Όθωνας υποχρεώθηκε (14-5-1854) σε κήρυξη της ελληνικής ουδετερότητας,

διάλυση των επαναστατικών σωμάτων και κατάπαυση του ακήρυχτου πολέμου∙ αλλαγή της

φιλορωσικής κυβέρνησης και δημιουργία νέας υπό τον Αλ. Μαυροκορδάτο (Μάιος 1854),

«υπουργείον κατοχής» διασυρμός και ταπείνωση της χώρας.

Η Ελλάδα δεν αντιλήφθηκε ότι στον Κριμαϊκό πόλεμο, στρεφόμενη κατά της ακεραιότητας της

Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στρεφόταν κατά της Αγγλίας και Γαλλίας και εντασσόταν στο

εχθρικό στρατόπεδο. Η ανυπακοή τιμωρήθηκε σκληρά με την αγγλογαλλική κατοχή. Το Συνέδριο

των Παρισίων, στο οποίο η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί, επισφράγισε το δόγμα της

οθωμανικής ακεραιότητας.

Το δίδαγμα: Η Ελλάδα, ως χώρα μικρή που είχε δημιουργηθεί με την παρέμβαση των Μεγάλων

Δυνάμεων, ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πολιτική

που δεν θα συγκρουόταν με τα συμφέροντα των Δυνάμεων που ήλεγχαν τους θαλάσσιους

δρόμους της ανατολικής Μεσογείου δόγμα της εξωτερικής πολιτικής στο μέλλον.

Ως μακρά συνέπεια του Κριμαϊκού πολέμου μπορεί να θεωρηθεί η έξωση του Όθωνα και η

αλλαγή της δυναστείας. Η αποτυχία της αλυτρωτικής πολιτικής που είχε ακολουθηθεί κλόνισε τα

ιδεολογικά σχήματα που επικρατούσαν στα πρώτα 30 χρόνια ελεύθερου βίου του κράτους.

Page 83: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 83

Επιπλέον, η κατάληψη της πρωτεύουσας από δυνάμεις που έως τότε είχαν τη θέση προστάτη και

συμμάχου οδήγησε σε νέους προσανατολισμούς. Η οδυνηρή κρίση και οι συνέπειες του

Κριμαϊκού Πολέμου προκάλεσαν την ελληνική φιλοτιμία, με αποτέλεσμα να διαλυθεί ο μύθος

περί ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. Η αποστροφή αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για τον τύπο

των μέχρι τότε κυρίαρχων κομμάτων, που ήταν προσανατολισμένα προς την πολιτική των τριών

Δυνάμεων.

Ο ίδιος ο Όθωνας, εγκαταλελειμμένος από τις Δυνάμεις και την ομογένεια του εξωτερικού,

ανατράπηκε από την αντιδυναστική δίνη, που ούτε τα βίαια αστυνομικά μέτρα στα οποία

κατέφυγε κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν. Η αλλαγή σήμανε ενίσχυση της βρετανικής επιρροής

στην Ελλάδα.

6.5 Το τέλος της δυναστείας

Οι εξελίξεις που σημάδεψαν τα μέσα της δεκαετίας οδήγησαν και σε αναδιάταξη του

εσωτερικού πολιτικού βίου, με διαγραφή των ξενικών πολιτικών κομμάτων και την εμφάνιση

νέων πολιτικών προσανατολισμών. Στο ελληνικό κράτος εμφανίζονται πρόσωπα άγνωστα ή

σχεδόν άγνωστα μέχρι τότε, τα οποία σπάζουν την παράδοση και δημιουργούν νέες ομάδες στην

πολιτική σκηνή: Δ. Βούλγαρης, Επ. Δεληγιώργης, Μπ. Ρούφος, Θρ. Ζαΐμης, Αλ. Κουμουνδούρος,

Κ. Κανάρης.

Ο Δημ. Βούλγαρης γίνεται για πρώτη φορά πρωθυπουργός (4-10-1855) ως το Νοέμβριο 1857. Η

πρώτη περίοδος ήταν ήρεμη∙ κατασκευάστηκαν έργα υποδομής (εγγειοβελτιωτικά, δρόμοι,

λιμάνια), άνοδος της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και του εμπορίου. Οικοδομική

ανασυγκρότηση της Αθήνας.

Κυβέρνηση Αθαν. Μιαούλη: 25-11-1857. Ο νέος πρωθυπουργός εξελίχθηκε σε βασιλικό εντολέα.

Τα δημόσια έργα συνεχίστηκαν (διάνοιξη πορθμού του Ευρίπου, επέκταση του δικτύου της

Εθνικής Τράπεζας, διαπραγματεύσεις για την αποξήρανση της Κωπαΐδας, τηλεγραφική σύνδεση

με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Μετά τη λήξη του ναυτικού αποκλεισμού (1857) συγκροτήθηκε διεθνής επιτροπή οικονομικού

ελέγχου, με στόχο να εξετάσει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ώστε να διερευνηθεί η

δυνατότητα του δημοσίου να αποπληρώσει τα χρεωλύσια του δανείου του 1832 (60 εκατ.). Μετά

από εργασίες δύο χρόνων διαπίστωσε προβλήματα στην είσπραξη των εσόδων, φόρων και

δασμών, καταπατήσεις εθνικών γαιών και βοσκοτόπων, μη εφαρμογή των εισπρακτικών νόμων,

καταχρήσεις, κακοδιοίκηση, φοροδιαφυγή, διαφθορά, αδιαφάνεια στη διάθεση του δημόσιου

χρήματος 1859: η χώρα εξαναγκάστηκε σε διακανονισμό του χρέους της.

Από τότε η χώρα γνώρισε μια έντονη εσωτερική κρίση, που κατέληξε στο τέλος της δυναστείας

των Βίτελσμπαχ τρία χρόνια αργότερα.

Η επίδραση του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού το διάστημα 1859-62 προκάλεσε γενικευμένη

κριτική στο καθεστώς, που χαρακτηριζόταν από τον αυταρχικό και πατερναλιστικό τρόπο

άσκησης της εξουσίας από τον Όθωνα και από τις συνεχείς παραβιάσεις του συντάγματος. Το

πρόσωπο του βασιλιά έγινε ο κεντρικός στόχος όλων των επιθέσεων. Η εμμονή στην αυταρχική

πολιτική οδήγησε στον πρόσκαιρο αλλά αποτελεσματικό συνασπισμό των αντιπάλων του, οι

οποίοι από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 εξεγείρουν τον ελληνικό λαό εναντίον του. Καθώς η

μοναρχία στην Ελλάδα δεν είχε κοινωνικές ρίζες, οι υποστηρικτές του Όθωνα ήταν λίγοι και

περιστασιακοί. Αντίθετα, το αντίπαλο στρατόπεδο συγκέντρωνε διαρκώς νέες δυνάμεις, στις

Page 84: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 84

οποίες προστέθηκαν τα ελληνικά αστικά στρώματα της Κωνσταντινούπολης και της διασποράς,

που ζητούσαν ειρηνική συνύπαρξη με την Πύλη και φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Τα αιτήματα

αυτά συνεπικουρούνταν από την επικράτηση της βρετανικής πολιτικής στην ανατολική

Μεσόγειο.

Η αντιδυναστική πάλη ξεκίνησε με λαϊκές διαδηλώσεις το Μάιο-Ιούνιο 1859. Η μοναρχία

απάντησε με τους συνήθεις τρόπους: με αυταρχικά μέτρα και τη λογική της καταστολής. Την ίδια

εποχή αναπτύχθηκε επίσης μια έντονη εκστρατεία εναντίον του καθεστώτος μέσα από τον τύπο

ή τις επετειακές εκδηλώσεις.

Τον επόμενο χρόνο άρχισαν να οργανώνονται συνομωσίες με τη συμμετοχή στρατιωτών και

πολιτών. Ένα τέτοιο συνωμοτικό δίκτυο αποκαλύφθηκε το Μάιο του 1861.

6-9-1861: δολοφονική απόπειρα κατά της βασίλισσας. Η Αμαλία συγκέντρωνε τα βέλη της

αντιπολίτευσης, γιατί θεωρούνταν ότι ασκούσε την πραγματική εξουσία πίσω από τον Όθωνα. Η

έλλειψη διαδόχου ήταν ένα πρόσθετο πρόβλημα και δημιουργούσε απογοήτευση στον κόσμο.

Οι συνωμοσίες εξελίχθηκαν σε αλυσιδωτές εξεγέρσεις σε Ναύπλιο, Σύρα, Τρίπολη, Θήρα από τις

αρχές του 1862.

Αντιμέτωπος με την κρίση στο εσωτερικό και αντιλαμβανόμενος την απομόνωσή του, ο Όθωνας

ανέλαβε μια φιλόδοξη εξωτερική πολιτική, με άξονα την οργάνωση βαλκανικής συμμαχίας

ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τη βοήθεια της Ιταλίας και κατόπιν της Γαλλίας.

Ο πόλεμος της ιταλικής ενοποίησης (από την Αυστροουγγαρία) είχε προκαλέσει αλυτρωτικό

παροξυσμό∙ υπήρχε η πίστη ότι ο Ναπολέων Γ΄ −που είχε σπεύσει στο πλευρό των Ιταλών− θα

έκανε το ίδιο και για τους Έλληνες. Φήμες διαδίδονταν ότι ο Γκαριμπάλντι θα συνέχιζε προς τη

ΝΑ Ευρώπη.

Ο Όθωνας είχε ξεκινήσει σχετικές συζητήσεις με τη Σερβία ήδη από το καλοκαίρι του 1860,

υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα μιας ελληνοσερβικής συνεργασίας που θα συσπείρωνε τους

βαλκανικούς λαούς γύρω από μια απελευθερωτική προσπάθεια και θα ματαίωνε τις προθέσεις

των Δυνάμεων να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μάλιστα, σχεδίαζε για την άνοιξη

του 1863 την προετοιμασία μεγάλου απελευθερωτικού κινήματος, που θα συνδυαζόταν με την

κήρυξη βασιλικής δικτατορίας, ώστε να απαλλαγεί από τις εσωτερικές αντιδράσεις. Τα σχέδια

όμως δεν είχαν καμία επιτυχία. Επρόκειτο περισσότερο για ένα επεισόδιο στην απονενοημένη

εξωτερική πολιτική που ακολούθησε μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο συνταιριάζοντας το

μεγαλοϊδεατισμό του με μια προσπάθεια να σώσει το θρόνο του.

Για τη μεταβολή του αντιδυναστικού κλίματος η κυβέρνηση Γ. Κολοκοτρώνη (7-6-1862) πρότεινε

περιοδεία στο βασιλικό ζεύγος, που ξεκίνησε από τον Πειραιά στις 2-10-1862. Δύο μέρες μετά

ξέσπασε εξέγερση στη Βόνιτσα και επεκτάθηκε γρήγορα στη Στερεά, μέχρι και την Αθήνα.

Στις 10 προς 11-10-1862 υπογράφηκε το «Ψήφισμα του Έθνους» από 25 πολιτικούς

(Δεληγιώργη, Δηλιγιάννη, Κουμουνδούρο, Ζαΐμη, Βούλγαρη κ.ά.) που καταργούσε τη δυναστεία

του Όθωνα αλλά όχι το πολίτευμα, το οποίο παρέμενε συνταγματική μοναρχία, συγκροτούσε

προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Δημ. Βούλγαρη και συγκαλούσε εθνική συνέλευση για την

εκλογή νέου ηγεμόνα.

Page 85: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 85

Ο Όθωνας διέκοψε την περιοδεία και επέστρεψε στον Πειραιά στις 11-10-1862, αλλά του

απαγορεύθηκε η αποβίβαση. Αντιμέτωπος με τη λαϊκή οργή και την εχθρική αδιαφορία των

ξένων, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα.

Η έξωση συμβόλιζε το θρίαμβο της βρετανικής πολιτικής, θρίαμβο που επιβεβαιώθηκε από τις

εξελίξεις. Η προσωρινή κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα για την επιλογή ηγεμόνα, που

ανέδειξε τον Αλφρέδο, δευτερότοκο γιο της βασίλισσας Βικτωρίας της Βρετανίας. Με την

επίκληση του πρωτοκόλλου του Λονδίνου που απέκλειε την επιλογή προσώπου από τους

βασιλικούς οίκους των τριών προστάτιδων δυνάμεων, Γαλλία και Ρωσία ακύρωσαν την εκλογή.

Το μονάρχη έπρεπε να αναδείξει η εθνοσυνέλευση που θα συγκροτούνταν μετά από εκλογές.

Τελικά, στις 18-3-1863 αναγόρευσε το Δανό πρίγκιπα Γεώργιο Χριστιανό Γουλιέλμο του οίκου

Χόλσταϊν-Γλίξμπουργκ συνταγματικό βασιλέα, με το όνομα Γεώργιος Α΄, Βασιλεύς των Ελλήνων.

Με δεύτερο ψήφισμα, στις 15-6-1863, τον ανακήρυξε ενήλικο αν και δεν ήταν 18 χρονών.

7. Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄

7.1 Η προσάρτηση των Επτανήσων

Στις αρχές του 1862, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στο Ναύπλιο, η Αγγλία, προσηλωμένη στο

δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε προτείνει ανεπίσημα την

παραχώρηση των Ιόνιων νησιών στον Όθωνα με τον όρο της αποχής από κάθε επιθετική

ενέργεια εναντίον της αυτοκρατορίας. Ο Όθωνας τότε είχε απορρίψει την πρόταση: περισσότερο

ενδιαφερόταν να ελευθερώσει τους Έλληνες από τον τουρκικό ζυγό παρά εκείνους των Ιονίων

που μπορούσαν να αποδειχθούν το ίδιο ανυπότακτοι.

Η έξωσή του από την Ελλάδα, όμως, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την οριστική επίλυση

του ζητήματος. Στις 10-12-1862 ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο Χ. Τρικούπης πληροφόρησε την

ελληνική κυβέρνηση ότι η βασίλισσα της Βρετανίας ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει τα

Επτάνησα στην Ελλάδα, με τον όρο ότι το ελληνικό πολίτευμα θα ήταν σύμφωνο με τις αρχές

που είχε διακηρύξει η προσωρινή κυβέρνηση (δηλαδή συνταγματικό) και θα εκλεγόταν βασιλιάς

αρεστός στην Αγγλία. Η πλειοψηφία των Ελλήνων και των ίδιων των Επτανήσιων ήταν σύμφωνη

με τη δυνατότητα αυτή, ενώ η Βρετανία φαίνεται πως με τη χειρονομία αυτή θα διατήρησε την

ισχύ της στη χώρα.

Λόγοι της παραχώρησης:

i. θεωρείται πλέον ότι μια εδαφικά ενισχυμένη Ελλάδα αποτελεί ικανοποιητικό ανάχωμα

στη ρωσική επέκταση σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία

ii. δεν μπορεί πια να τα διοικήσει λόγω εσωτερικών αναταραχών

iii. δεν είχαν πια ουσιαστική σημασία για μια ναυτική δύναμη που έλεγχε τη Μάλτα

iv. ήταν σημαντικότερο να διαπνέεται η Ελλάδα από πνεύμα καλής θέλησης και η Βρετανία

να διατηρεί την επιρροή της παρά να κατέχει καταφανώς ελληνικά νησιά

Η επιλογή του Δανού πρίγκιπα Γουλιέλμου Γλίξμπουργκ ως βασιλιά των Ελλήνων ήταν αγγλική

πρόταση και άνοιξε το δρόμο για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.

1/13-7-1863: υπογράφηκε συνθήκη από τις τρεις Δυνάμεις περί αποδοχής του βασιλιά και

διεύρυνσης των συνόρων με προσάρτηση των Επτανήσων.

Page 86: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 86

Στις 14-11-1863 υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου από τις πέντε ευρωπαϊκές Δυνάμεις

(Βρετανία, Γαλλία,, Ρωσία, Πρωσία, Αυστροουγγαρία) μετά από τη συμφωνία και της Ιονίου

Βουλής. Γινόταν δεκτή η παραίτηση της Βρετανίας από την προστασία του Ιονίου κράτους και

αναγνωριζόταν η ένωσή του με το ελληνικό βασίλειο, με δύο όρους: το καθεστώς ουδετερότητας

και την κατεδάφιση των φρουρίων της Κέρκυρας. Με την ίδια συνθήκη ρυθμίζονταν ζητήματα

ναυτιλίας και εμπορίου της περιοχής και ατομικών ελευθεριών.

Σε αντάλλαγμα της συναίνεσή της η Ρωσία εξασφάλισε η Ορθόδοξη Εκκλησία να κηρυχθεί στα

Επτάνησα ως επικρατούσα εκκλησιαστική αρχή, η Γαλλία κατοχύρωσε τα δικαιώματα της

Καθολικής Εκκλησίας και η Αυστρία εμπορικά δικαιώματα των υπηκόων της.

Λόγω των επίμονων ελληνικών αντιδράσεων η συνθήκη του 1863 επανεξετάστηκε και στις

17/29-3-1864 υπογράφηκε νέα, οριστική συνθήκη μεταξύ Ελλάδας, Βρετανίας, Γαλλίας και

Ρωσίας, σαφώς ευνοϊκότερη από την προηγούμενη. Η ουδετερότητα, σύμφωνα μ’ αυτήν,

περιοριζόταν στην Κέρκυρα και τους Παξούς, ενώ καταργήθηκε ο περιορισμός του αριθμού των

στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων που μπορούσε η Ελλάδα να διατηρεί στα Επτάνησα.

Στις 2-6-1864 τα Επτάνησα προσαρτήθηκαν επίσημα στην Ελλάδα. Ένα μήνα αργότερα 66

βουλευτές εισήλθαν στην ελληνική Βουλή.

Επιβεβαιώθηκαν τότε όσοι υποστήριζαν τη διπλωματική οδό και την εκτίμηση των

αντικειμενικών περιστάσεων για εδαφική διεύρυνση έναντι των υποστηρικτών των αλυτρωτικών

επιδρομών. Γενικά, η άποψη που επικρατούσε ήταν ότι ο Γεώργιος ερχόταν στην Ελλάδα για να

βάλει τέρμα στο χάος και την αβεβαιότητα.

Το μήνυμα για την Ελλάδα: έπρεπε να κινείται εντός των ορίων της νομιμότητας των Μ.Δ. και

οποιαδήποτε αλλαγή να είναι αποτέλεσμα συνεννόησης και να έχει μορφή διεθνούς πράξης.

Πρώτη ευκαιρία να αποδείξει την προσήλωσή του στο δόγμα αυτό δόθηκε στον Γεώργιο με

αφορμή την Κρητική επανάσταση του 1866, που επηρέασε την κοινή γνώμη. Ο ενθουσιασμός

των Ελλήνων προκάλεσε τη βρετανική αντίδραση, για το Λονδίνο η Ελλάδα έπρεπε να είναι

σταθεροποιητικός παράγοντας στη Μεσόγειο και γι’ αυτό να μείνει ουδέτερη στα αιτήματα των

Κρητών. Η φιλοπόλεμη στροφή του Κουμουνδούρου οδήγησε στην απομάκρυνσή του από τον

Γεώργιο∙ η επόμενη κυβέρνηση ακολούθησε φιλειρηνική στάση.

7.2 Η εξέλιξη του πολιτεύματος

Η Β΄ Εθνική Συνέλευση ψήφισε στις 17/29-10-1864 (υπογράφηκε και δημοσιεύτηκε στην

Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 17-11-1864) το σύνταγμα που καθιέρωσε τη βασιλευομένη

δημοκρατία. Ήταν το μακροβιότερο ελληνικό σύνταγμα, αφού παρέμεινε σε ισχύ με

αναθεωρήσεις περίπου ως το 1967, με εξαίρεση το διάστημα 1924-35.

37 χρόνια μετά την Τροιζήνα επαναβεβαιώθηκε η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: πηγή και φορέας

των εξουσιών ήταν ο λαός.

Ο βασιλιάς έχασε τις υπερεξουσίες του (όπως το δικαίωμα αρνησικυρίας σε συνταγματικά

θέματα), αλλά παρέμεινε ο ανώτατος κληρονομικός άρχων, διατήρησε την εκτελεστική εξουσία

και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής, διορισμού και παύσης πρωθυπουργών και υπουργών.

Μόνο αρμόδιο όργανο για την αναθεώρηση του συντάγματος ήταν η Βουλή, αλλά δεν είχε το

δικαίωμα να αλλάξει το πολίτευμα.

Page 87: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 87

Το σύνταγμα κατοχύρωνε την καθολική ψηφοφορία για τις βουλευτικές και τις δημοτικές

εκλογές: δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι άνδρες άνω των 21. Κατοχυρώνονταν τα δικαιώματα του

συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι και καταργούνταν η ποινή του θανάτου.

Το πολίτευμα θα ολοκληρωθεί με την αρχή της δεδηλωμένης.

Ο εκλογικός νόμος του 1864, που θεσπίστηκε από την Εθνοσυνέλευση, επεξέτεινε το δικαίωμα

ψήφου στους Έλληνες το γένος εντός και εκτός της επικράτειας, που ψήφιζαν στα ελληνικά

προξενεία και αντιπροσωπεύουνταν από πληρεξούσιους.

Εισήγαγε την ψηφοφορία ‘διά σφαιριδίων’ (εισαγωγή από τα Επτάνησα): σε κάθε εκλογικό

τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι υποψήφιοι, ήταν χωρισμένες σε δύο μέρη (άσπρο = ΝΑΙ,

μαύρο = ΟΧΙ), οι πολίτες έριχναν το μολυβένιο σφαιρίδιο στην πλευρά που επιθυμούσαν.

18/30-10-1863: ο Γεώργιος έφθασε στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως επισκέφθηκε τις τρεις

Δυνάμεις. Μετά την ενθουσιώδη υποδοχή του, εξέδωσε προκήρυξη με την οποία υποσχόταν να

καταστήσει την Ελλάδα ‘πρότυπον βασιλείου εν τη Ανατολή’ και ορκίστηκε πίστη στο σύνταγμα.

Ο βασιλιάς θεωρούνταν ψύχραιμος, ρεαλιστής, γνώστης της θέσης του ως ‘τοποτηρητή’ της

διεθνούς τάξης. Διεκδικούσε άμεσο πολιτικό ρόλο, έστω και λιγότερο απροκάλυπτα από τον

Όθωνα, μέσω της αρμοδιότητάς του να διορίζει και να παύει φιλικές προς αυτόν κυβερνήσεις.

Επέλεγε πρωθυπουργούς αρεστούς στο στέμμα, ακόμη κι αν δεν είχαν την κοινοβουλευτική

πλειοψηφία, ιδίως όταν ήθελε να εφαρμόσει εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο που χάρασσαν οι

Μεγάλες Δυνάμεις. Δεν δίσταζε να εκβιάσει ακόμη και με παραίτηση προκειμένου να επιβάλει

τις επιλογές του. Η συνεχής και συχνά αντισυνταγματική ανάμιξή του στην πολιτική τον έφθειρε

σημαντικά.

Γενικά, η πρώτη 15ετία της βασιλευομένης δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από πολιτική αστάθεια,

με συχνές εκλογικές αναμετρήσεις∙ οι περισσότερες κυβερνήσεις ήταν βραχύβιες, με συνεχείς

μετακινήσεις βουλευτών από ένα κόμμα στο άλλο, πράγμα που δημιουργούσε συνεχείς

πολιτικές κρίσεις, μείωνε την αξιοπιστία τους και υπονόμευε την ταυτότητά τους. Για

παράδειγμα σε διάστημα 14 μηνών (14-10-1865 έως 18-12-1866) εναλλάχθηκαν στην εξουσία 7

κυβερνήσεις, ενώ 39 συνολικά κυβερνήσεις σχηματίστηκαν στα χρόνια 1863-1883. Η αιτία των

κρίσεων πρέπει να αποδοθεί στις εγγενείς αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, που

εντοπίζονταν τόσο στη Βουλή όσο και στη λειτουργία των κομμάτων. Εμφανής ήταν επίσης η

αδυναμία συνεννόησης των αρχηγών των κομμάτων (Δ. Βούλγαρης, Επ. Δεληγιώργης, Θρ.

Ζαΐμης, Αλ. Κουμουνδούρος), που διέθεταν συνήθως περιστασιακές πλειοψηφίες. Από την άλλη,

οι εκλογές συχνά αμαυρώνονταν από φαινόμενα εξαγοράς, βίας και νοθείας, ενώ ο λαός αγόταν

και φερόταν από λαϊκίστικες υποσχέσεις και το εκταταμένο πελατειακό σύστημα.

Δίπλα στους παλαιούς πολιτικούς σχηματισμούς και τα πρόσωπα, την εποχή αυτή

διαμορφώνεται μια νέα ομάδα (Κ. Λομβάρδος, Χ. Τρικούπης, Δ. Ράλλης, Π. Καλλιγάς), με κοινή

ιδεολογική συντεταγμένη την προάσπιση ενός φιλελεύθερου κοινοβουλευτικού συστήματος

βρετανικού τύπου, με καθορισμένη τη διάκριση των εξουσιών, που θα βασιζόταν στις εξής

αρχές:

i. σχηματισμό κυβέρνησης από την πλειοψηφία της Βουλής

ii. επιλογή των υπουργών από τον πρωθυπουργό

iii. δικομματικό σύστημα, άρα απόρριψη κυβερνήσεων συνεργασίας

iv. απόλυτη προσαρμογή της βασιλείας στις συνταγματικές επιταγές

Page 88: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 88

Στο πλαίσιο αυτό αντιμάχονταν την έκταση και το βαθμό χρήσης των βασιλικών προνομίων, το

σχηματισμό μειοψηφικών κυβερνήσεων, το βασιλικό δικαίωμα διάλυσης της Βουλής και

προκήρυξης εκλογών. Οι απόψεις τους έκλιναν προς την ανάγκη ενός συστήματος όπου ο νόμος

θα κυβερνούσε όλους, από τον ανώτατο άρχοντα μέχρι τον τελευταίο πολίτη. Ένα τέτοιο κράτος,

σύγχρονο και ευνομούμενο, θα εξασφάλιζε το σεβασμό φίλων και εχθρών και θα ήταν εγγύηση

για τους πολίτες. Παράλληλα, θα ήταν το ασφαλές θεμέλιο της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η

ατμόσφαιρα θα ήταν πρόσφορη για επενδύσεις.

Αφετηρία των εξελίξεων που κατέληξαν στην εφαρμογή αλλαγών και στην καθιέρωση της ‘αρχής

της δεδηλωμένης’ ήταν οι εκλογές της 22-6-1874, που χαρακτηρίστηκαν από απροκάλυπτη βία

και νοθεία. Αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης υπήρξε το γνωστό άρθρο του Χ. Τρικούπη «Τις

πταίει;» (εφημ. Καιροί, 29-6-1874), όπου ασκούνταν δριμύτατη κριτική στα πολιτικά πράγματα

της Ελλάδας και στιγματιζόταν η βασιλική αυθαιρεσία και ευνοιοκρατία, αφού η χώρα

κυβερνιόταν ως απόλυτη μοναρχία. Εκφράστηκε έτσι η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια των

φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων.

Ο καταγγελτικός λόγος του Τρικούπη προκάλεσε μεν την επιδοκιμασία του λαού και μεγάλης

μερίδας των πολιτευομένων Ελλήνων, αλλά και τη δίωξή του για δυσφήμιση του βασιλιά και την

κατάσχεση των φύλλων της εφημερίδας. Ο Τρικούπης φυλακίστηκε για 4 ημέρες, αλλά στη

συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.

Καθώς η χώρα βυθίστηκε κατά τους επόμενους μήνες σε παρατεταμένη κυβερνητική κρίση, ο

Γεώργιος Α΄, υιοθετώντας την πρόταση του Π. Κουντουριώτη, κάλεσε στις 25 Απριλίου 1875 τον

Τρικούπη να αναλάβει το σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης για την προετοιμασία ελεύθερων

εκλογών, που θα αποκαθιστούσαν το κύρος και τη γνησιότητα του κοινοβουλευτισμού. Τις

εκλογές, που διεξάχθηκαν στις 18/21-7-1875, κέρδισε ο πολιτικός αντίπαλος του Τρικούπη Αλ.

Κουμουνδούρος.

Στο λόγο του θρόνου, που εκφωνήθηκε στις 23-8-1875 από τον Γεώργιο Α΄ με την ευκαιρία της

έναρξης των εργασιών της νέας Βουλής και τον οποίο είχε συντάξει ο ίδιος ο Τρικούπης, ο

βασιλιάς διακήρυξε την πρόθεσή του να εφαρμόσει στο μέλλον την αρχή της δεδηλωμένης,

επιδεικνύοντας έτσι μια σωτήρια για το θρόνο του προσαρμοστικότητα.

Στο επόμενο διάστημα το πολιτικό σύστημα θα κυριαρχηθεί από το δικομματισμό.

7.3 Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος (1875-1878)

Αρχή: το καλοκαίρι 1875 με εξέγερση στην Ερζεγοβίνη. Αφορμή: η βαριά φορολογία που είχε

επιβάλει η Πύλη.

Το 1876 η εξέγερση επεκτάθηκε στις σερβικές και βουλγαρικές επαρχίες, ακολούθησε

σερβοτουρκικός πόλεμος με ανάμιξη και του Μαυροβουνίου.

Οι βουλγαρικές εξεγέρσεις κατεστάλησαν βίαια συμπάθεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και

των Άγγλων. Οι Βούλγαροι μετατρέπονται σε λαό που χρήζει βοήθειας. Η ήττα των Σέρβων

κινητοποιεί Ρωσία και Αυστρία.

Η αναστάτωση στα Βαλκάνια προκάλεσε έντονη κινητικότητα και επέτεινε τη σύγχυση που ήδη

επικρατούσε στο ελληνικό βασίλειο σχετικά με τις ενδεδειγμένες κατευθύνσεις της εξωτερικής

πολιτικής, καθώς το ενδεχόμενο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της

επικείμενης διανομής των εδαφών της ξεσήκωνε τους Έλληνες. Λιγότερο η κυβέρνηση του Αλ.

Κουμουνδούρου και περισσότερο ο Τρικούπης ευνοούσαν μια συγκρατημένη πολιτική

Page 89: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 89

‘σώφρονος αναμονής’: η Ελλάδα δεν έπρεπε να προκαλέσει ταραχές, με σκοπό να εξασφαλίσει

την υποστήριξη των Δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία

θεωρούνταν μικρότερος κίνδυνος εκείνη τη στιγμή σε σχέση με τον πανσλαβισμό. Γι’ αυτό και

ακολούθησαν λιγότερο περιπετειώδη πολιτική, με τη σύμφωνη γνώμη της Βρετανίας.

Ιούλιος 1876: Συμφωνία του Ράιχσταντ, μεταξύ Ρωσίας-Αυστρίας: σε περίπτωση διάλυσης της

Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα (Ήπειρο, Θεσσαλία, Κρήτη) θα

προσαρτούσαν κάποιες περιοχές, οι Βουλγαρία, Αλβανία, Ρωμυλία θα γίνονταν αυτόνομες, η

Κωνσταντινούπολη ελεύθερη πόλη, η Ρωσία θα προσαρτούσε τη Βεσσαραβία και η Αυστρία

μέρος της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης.

Όταν η μυστική συμφωνία άρχισε να διαρρέει στον τύπο, η ελληνική κοινή γνώμη

ενθουσιάστηκε, επικράτησε φιλοπόλεμο πνεύμα, οργανώθηκαν μεγάλα συλλαλητήρια και

εκφωνήθηκαν πατριωτικοί λόγοι που παρέσυραν τον Κουμουνδούρο. Ο πρωθυπουργός ζήτησε

από τη Βουλή την έγκριση κονδυλίων για την αναγκαία στρατιωτική προετοιμασία και

ετοιμότητα, χωρίς όμως επιτυχία. Η έλλειψη αποφασιστικότητας της κυβέρνησης έδωσε τη

δυνατότητα στους αντιπάλους της να την ανατρέψουν, προκαλώντας νέα κυβερνητική κρίση και

παρατεταμένη αστάθεια. Με δεδομένη την όξυνση της κρίσης στη Βαλκανική και την πίεση εκ

μέρους της Ρωσίας προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που οδήγησε στην έκρηξη του

ρωσοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1877, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα απαίτησε τη

σύμπραξη όλων των κομμάτων και το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης. Έτσι, στις 26-5-

1877 σχηματίστηκε πράγματι κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον γηραιό πλέον Κ. Κανάρη. Η

επιτυχία της όμως στην αντιμετώπιση της κρίσης δεν ήταν η αναμενόμενη.

Οι πρώτες ρωσικές νίκες έφεραν την Ελλάδα σε δύσκολη θέση: η οικουμενική κυβέρνηση και ο

βασιλιάς ήταν υπέρ της μη άμεσης εμπλοκής, ενάντια στους οπαδούς του αλυτρωτισμού.

Προκρίθηκε μόνο η απόφαση για στρατιωτική προετοιμασία, αλλά κι αυτή δυσχεραινόταν από

την οικονομική στενότητα του κράτους. Ως υπουργός Εξωτερικών ο Τρικούπης διαβεβαίωνε τη

Βρετανία σχετικά με τις αντιπολεμικές προθέσεις της κυβέρνησης, αφού έκρινε ότι το εθνικό

συμφέρον ήταν με τις δυτικές Δυνάμεις, αλλά δεν εγγυόταν ότι θα μπορούσε να εμποδίσει τους

Έλληνες να πάρουν τα όπλα και να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.

Όμως οι αλλεπάλληλες ήττες της Τουρκίας προκάλεσαν αγανάκτηση στην κοινή γνώμη, η οποία

αξίωνε πόλεμο. Υπέρ των αλυτρωτικών κινήσεων τάσσονταν μυστικές πατριωτικές εταιρείες

(Εθνική Άμυνα, Αδελφότης, Φεραίος), αξιωματικοί, καθηγητές του πανεπιστημίου (Κ.

Παπαρρηγόπουλος), δημόσια πρόσωπα που επηρέαζαν την κοινή γνώμη. Κατηγορούσαν την

κυβέρνηση ότι δεν έκανε καμία προπαρασκευή και από τις αρχές του 1878 άρχισαν από κοινού

και με δικές τους πρωτοβουλίες να οργανώνουν την πολεμική προσπάθεια, με στόχο την

οργάνωση εξεγέρσεων σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη.

Σταδιακά η κυβέρνηση και περισσότερο ο βασιλιάς, φοβούμενος ότι η διογκούμενη λαϊκή

αντίδραση θα είχε επιπτώσεις για το μέλλον του, παρασύρθηκαν στην άποψη ότι οι αλυτρωτικές

εξεγέρσεις, αν και καταδικασμένες, θα λειτουργούσαν ως επιχείρημα υπέρ της αυτοδιάθεσης

των αλύτρωτων Ελλήνων και του δικαιώματος της ένωσης, ως υπενθύμιση δηλαδή του

‘ελληνικού ζητήματος’. Έτσι, μετά από αλλεπάλληλες εσωτερικές πολιτικές αλλαγές η κυβέρνηση

Κουμουνδούρου πρότεινε το πρόγραμμα ‘της ενεργείας’ της, δηλαδή της άμεσης στρατιωτικής

εμπλοκής της Ελλάδας. Σύμφωνα με αυτό, ο ελληνικός στρατός θα εισέβαλλε στη Θεσσαλία για

Page 90: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 90

την προστασία των ελληνικών πληθυσμών, αφού θα είχαν ήδη προηγηθεί τοπικές αλυτρωτικές

εξεγέρσεις. Η είσοδος πραγματοποιήθηκε τελικά στις 21-1-1878, χωρίς την κήρυξη πολέμου.

Το σχέδιο όμως δεν πήγε όπως έπρεπε: στις αρχές Φεβρουαρίου 1878 ο ρωσοτουρκικός πόλεμος

έλαβε τέλος με την ανακωχή της Αδριανούπολης, αφήνοντας την ελληνική κυβέρνηση

εκτεθειμένη. Έτσι, σε τρεις ημέρες (25-1/6-2-1878) ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να

εγκαταλείψει τη Θεσσαλία.

Η Ελλάδα, ωστόσο, συνέχισε να ενθαρρύνει τη συγκέντρωση ατάκτων ενόπλων στην περιοχή.

Στα μεγάλα τσιφλίκια η επαναστατική δράση πήρε και κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά γρήγορα οι

κινήσεις κατπνίγηκαν από τα τουρκικά αντίποινα.

7.3.1 Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (18-2/3-3-1878)

Υπογράφηκε μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χωρίς προηγούμενη ενημέρωση

των Δυνάμεων. Ανέτρεπε την εις βάρος της Ρωσίας κατάσταση της Συνθήκης των Παρισίων

(1854).

Οι όροι προέβλεπαν ανεξαρτητοποίηση και εδαφική επέκταση Σερβίας, Μαυροβουνίου και

Ρουμανίας, η οποία θα προσαρτούσε τη Δοβρουτσά, ενώ και η Ρωσία θα προσαρτούσε τη

Βεσσαραβία. Το κυριότερο σημείο της, όμως, ήταν η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας (που

θα περιλάμβανε τη Μακεδονία και τη δυτική Θράκη ως την Ξάνθη, και θα έμεναν εκτός

Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, τμήμα της δυτικής και η ανατολική Θράκη).

Από τους όρους της συνθήκης προκλήθηκε ανησυχία των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της

Αυστρίας και της Αγγλίας, η οποία επιθυμούσε να διατηρήσει την Ελλάδα και την Οθωμανική

Αυτοκρατορία ως ανάχωμα κατά της επέκτασης της Ρωσίας στην ανατολική Μεσόγειο.

Στην Ελλάδα οι όροι της συνθήκης προκάλεσαν οργή και ανησυχία για το μέλλον. Η κοινή γνώμη

απογοητευμένη παραλλήλιζε τις εξελίξεις ακόμη και με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ενώ

βαριά ήταν η ατμόσφαιρα και στις περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης που προορίζονταν να

συμπεριληφθούν στη Βουλγαρία.

7.3.2 Συνέδριο του Βερολίνου (13-6 ως 13-7-1878)

Οι πολύπλευρες αντιδράσεις οδήγησαν στη σύγκληση συνεδρίου στο Βερολίνο με σκοπό την

αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχαν ανακύψει. Οι συζητήσεις κατέληξαν στην υπογραφή

της ομώνυμης συνθήκης. Μεταξύ άλλων, προβλέπονταν: αναθεώρηση των συνόρων της

Μεγάλης Βουλγαρίας (χωρισμός σε Βουλγαρική Ηγεμονία και Ανατολική Ρωμυλία), η Μακεδονία

και η Θράκη θα παρέμεναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκχώρηση της Κύπρου στην Αγγλία.

Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στις εργασίες του Συνεδρίου, της επιτράπηκε όμως να εκθέσει τις

διεκδικήσεις της (Θεσσαλία, Ήπειρος, Κρήτη, αυτονόμηση των υπόλοιπων περιοχών ελληνικού

ενδιαφέροντος). Τελικά, στις 1/13-7-1878 εγκρίθηκε η παραχώρηση της Θεσσαλίας και μέρους

της Ηπείρου στην Ελλάδα (με το 13ο πρωτόκολλο). Αυτό όμως θα γινόταν μετά από απευθείας

ελληνοτουρκική συνεννόηση. Σε περίπτωση που τα δύο μέρη αδυνατούσαν να συμφωνήσουν οι

Δυνάμεις θα μεσολαβούσαν για να διευκολύνουν τις διαπραγματεύσεις. Τέλος, η Κρήτη

παρέμενε υπό την κυριαρχία του σουλτάνου, ο οποίος όμως όφειλε να εφαρμόσει

αποτελεσματικά τον Οργανικό Νόμο.

Page 91: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 91

Οι αποφάσεις του συνεδρίου έγιναν κατ’ αρχάς δεκτές στην Αθήνα με ενθουσιασμό, καθώς

δόθηκε η εντύπωση ότι ήταν οριστικές. Όταν όμως έγινε αντιληπτή η πραγματικότητα, ο

ενθουσιασμός υποχώρησε και ακολούθησε έντονη κριτική για τους κυβερνητικούς χειρισμούς.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ασφαλώς, δεν ήταν διατεθειμένη να συμμορφωθεί με τους όρους

της συνθήκης και ανέβαλλε τις συζητήσεις επ' αόριστον. Οι διαπραγματεύσεις δεν σημείωναν

πρόοδο, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κηρύξει επιστράτευση (24-7-1880). Η Πύλη απάντησε με

συγκέντρωση στρατού, στα σύνορα επικρατούσε διαρκής αναταραχή και η κοινή γνώμη ήταν

οργισμένη. Η έλλειψη ασφάλειας στις θεσσαλικές περιοχές ήταν εμφανής, αφού οι Οθωμανοί

δεν ενδιαφέρονταν πια γι’ αυτές και οι Έλληνες αδυνατούσαν να παρέμβουν πριν από την

επίσημη παράδοση. Ευνοήθηκε έτσι η αναζωπύρωση της ληστείας και η μόνη λύση για τους

κατοίκους ήταν ο ελληνικός στρατός.

Η κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να παρέμβουν:

12/24-5-1881: Οθωμανική Αυτοκρατορία και Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν στα νέα χερσαία

σύνορα. Στην Ελλάδα περιερχόταν το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας ως τον Πλαταμώνα

(εκτός της Ελασσόνας) και μικρό τμήμα της Ηπείρου, στην Άρτα.

20-6/2-7-1881: υπογράφτηκε σχετική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας. Η είσοδος του ελληνικού στρατού ξεκίνησε στις 23 Ιουνίου από την Άρτα και

ολοκληρώθηκε στις 21 Οκτωβρίου στον Βόλο. Όλη η διαδικασία έλαβε πανηγυρικό και

συμβολικό τόνο: πραγματοποιήθηκε κοινή περιοδεία του βασιλιά και του πρωθυπουργού

Κουμουνδούρου, που γίνονταν δεκτοί με ενθουσιασμό.

Η προσάρτηση αύξησε την έκταση του ελληνικού κράτους κατά 26,7% και του πληθυσμού κατά

18%. Η επέκταση των συνόρων, το 1881, αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ελληνικής

εξωτερικής πολιτικής, καθώς σηματοδότησε τη μεταστροφή της Μεγάλης Ιδέας σε πιο

ρεαλιστικές βάσεις: επήλθε συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθεί με

συνδυασμένη βαλκανική εξέγερση ούτε χωρίς την υποστήριξη των ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

Είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο, του κλίματος του δικομματισμού που κυριαρχούσε ότι ο

επιρρεπής στον αλυτρωτισμό Κουμουνδούρος επικρίθηκε από τον Τρικούπη για ενδοτισμό.

Αργότερα ο πρώτος έχασε την πρωθυπουργία και τις εκλογές.

7.3.3 Η κρίση του 1885 − ο ‘ειρηνοπόλεμος’ (ένοπλος επαιτεία)

Αφορμή: υποκινούμενη εξέγερση στη Φιλιππούπολη (9 Σεπτεμβρίου 1885) και ένωση της

Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία, μετά από ένοπλη επέμβασή της (το ‘πραξικόπημα της

Φιλιππουπόλεως’).

Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης, που απαίτησε

επέμβαση στην Ήπειρο και την Κρήτη. Η κυβέρνηση του Θ. Δηλιγιάννη θεώρησε ότι η αλλαγή του

status quo της έδινε το δικαίωμα να προβάλει κι αυτή τις διεκδικήσεις της, μετά την προσάρτηση

της Θεσσαλίας. Έτσι η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση εθελοντών (12/25-9-1885) με στόχο την

άσκηση πίεσης για την προσάρτηση της Κρήτης και των Ιωαννίνων, παρά τις προς το αντίθετο

προειδοποιήσεις των Δυνάμεων, οι οποίες έδειχναν απρόθυμες για δυναμικές λύσεις σε βάρος

της Βουλγαρίας.

Στις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της Ευρώπης να άρει την επιστράτευση, ο Θ. Δηλιγιάννης

απάντησε αρνητικά, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα προκαλούσε μία υπέρ της Ελλάδας

Page 92: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 92

αλλαγή των δεδομένων. Οι αρνήσεις αυτές, αντιθέτως, προκάλεσαν τελικά, το ναυτικό

αποκλεισμό του Πειραιά εκ μέρους των Δυνάμεων (εκτός της Γαλλίας) στις 26-4/8-5-1886. Η

κίνηση αυτή σήμαινε ουσιαστικά τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης σε παραίτηση, με

αποτέλεσμα ο Δηλιγιάννης να θεωρηθεί ‘θύμα’ της ευρωπαϊκής επέμβασης. Λίγες ημέρες

αργότερα σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Χ. Τρικούπη, ο οποίος διέταξε την άρση της

επιστράτευσης και την απόλυση των στρατευμένων εθελοντών. Μόνο τότε (7-6-1886)

επιτεύχθηκε και η άρση του αποκλεισμού των ελληνικών λιμανιών.

Συνέπειες: το καταρρακωμένο κύρος της Ελλάδας, η διπλωματική της απομόνωση, η επιδείνωση

της οικονομικής κατάστασης (η κρίση κόστισε 133 εκατ. δραχμές, το έλλειμμα από 60 εκατ.

έφτασε τα 66 εκατ. δρχ.), η υποβάθμιση του ρόλου και του γοήτρου του στρατού, η ενίσχυση της

εξωστρατιωτικής δράσης.

7.4 Το έργο του Τρικούπη (1882-1895)

Αν στην πρώτη φάση της πολιτικής του καριέρας ο Χ. Τρικούπης (Νεωτεριστικό Κόμμα) υπήρξε

εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου, κατά τη δεύτερη φάση μεγάλος αντίπαλός

του ήταν ο Θ. Δηλιγιάννης (Εθνικό Κόμμα).

Η περίοδος 1881-95 ήταν αμιγής περίοδος δικομματισμού∙ χαρακτηρίστηκε από οξύτατες

πολιτικές αντιπαραθέσεις. Οι συγκρούσεις, τα συλλαλητήρια και τα επεισόδια μεταξύ των

οπαδών τους ήταν συχνά. Η εποχή χαρακτηρίστηκε επίσης από κυβερνητική σταθερότητα κατά

το μεγαλύτερο μέρος της, οι κοινοβουλευτικές ομάδες αποδείχθηκαν πιο σταθερές σε σχέση με

το παρελθόν και το φαινόμενο μετακίνησης βουλευτών περιορίστηκε. Μειώθηκαν οι

παρεμβάσεις του στέμματος στην πολιτική σκηνή και όλοι αποδείχθηκαν αφοσιωμένοι στο

σύνταγμα. Βελτιώθηκαν οι συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών και περιορίστηκε η χρήση βίας,

ενώ οι κυβερνήσεις που διεξήγαγαν τις εκλογές δεν τις κέρδιζαν πάντοτε.

Ο Δηλιγιάννης, όπως πριν ο Κουμουνδούρος, κράτησε την παράδοση των προσωποπαγών

κομμάτων και της εκμετάλλευσης του κρατικού μηχανισμού και των διορισμών σε δημόσια

αξιώματα για τους οπαδούς του, αλλά υπήρξε άνθρωπος του καθήκοντος και αναγνώριζε την

ανάγκη να αναπτυχθούν οι φυσικοί πόροι της χώρας και να οργανωθούν καλύτερα οι ένοπλες

δυνάμεις ώστε να κάνουν πραγματοποιήσιμη την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Αντλούσε τη

δύναμή του από τις πιο συντηρητικές τάξεις, τους προύχοντες της Πελοποννήσου και τα

κατώτερα αστικά στρώματα.

Ο Τρικούπης ήταν οπαδός του κοινοβουλευτισμού, εξοικειωμένος με τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις,

το έργο του στόχευε στο να γίνει η Ελλάδα κράτος ευνομούμενο. Διατέλεσε 7 φορές

πρωθυπουργός, με 10 χρόνια και 9 μήνες θητείας συνολικά. Επιδίωκε σκόπιμα τη δημιουργία

δικομματικού συστήματος και προσπάθησε να απομακρυνθεί από την παράδοση των

προσωποπαγών κομμάτων. Από τους οπαδούς του είχε την αξίωση να μην αγωνίζονται για

εύνοιες και αξιώματα, αλλά να δείχνουν αφοσίωση στα φιλελεύθερα ιδανικά. Κατόρθωσε να

προσελκύσει στο κόμμα του ανθρώπους από τις ανερχόμενες τάξεις των αστών, των

επαγγελματιών και των εμπόρων.

Στις μακροβιότερες κυβερνήσεις του (1882-85 & 1886-90) ανέπτυξε το μεταρρυθμιστικό του

έργο, προσπαθώντας να αναδιοργανώσει και να εκσυγχρονίσει το κράτος, να δημιουργήσει τις

προϋποθέσεις για την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας, να στηρίξει τα πρώτα βήματα

εκβιομηχάνισης, να βελτιώσει το δημόσιο βίο και τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Θεωρούσε την

Page 93: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 93

εσωτερική ανασυγκρότηση προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση και ήταν αντίθετος με τις

επεκτατικές περιπέτειες που προωθούσαν οι αντίπαλοί του.

Η αποχώρησή του από την πολιτική ζωή (1895) και ο θάνατός του έκλεισαν ένα κεφάλαιο της

πολιτικής ιστορίας.

Από το μεταρρυθμιστικό έργο του διακρίνεται εκείνο στο στρατιωτικό και το δημόσιο τομέα.

Ελάττωσε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία (από 2 σε 1 χρόνο), κάλεσε γαλλική αποστολή για

την εκπαίδευση του στρατεύματος, αναδιοργάνωσε τις Σχολές Δοκίμων και Ευελπίδων, βελτίωσε

την εκπαίδευση του ναυτικού και παρήγγειλε την κατασκευή τριών θωρηκτών. Με στόχο να

αποκαταστήσει καλύτερη πειθαρχία και μια τάξη αξιωματικών με υπηρεσιακή συνείδηση,

προσπάθησε να διαλύσει τις πατριωτικές οργανώσεις, τις οποίες θεωρούσε πηγή προβλημάτων.

Οι αλλαγές αυτές πέτυχαν κάποια μικρή βελτίωση, όμως δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα απέκτησε

καλά οργανωμένο στρατό και ναυτικό.

Για τις δημόσιες υπηρεσίες, καθιέρωσε προσόντα των δημοσίων υπαλλήλων για να

απομακρυνθούν οι ανίκανοι και όσοι είχαν διοριστεί χαριστικά, προσπάθησε να καταστείλει τη

διαφθορά στη δικαιοσύνη και να εξασφαλίσει μονιμότητα για τους δικαστές, να πατάξει τη

ληστεία στην ύπαιθρο και να οργανώσει αστυνομικές δυνάμεις.

Δίκαια, ωστόσο, ο Χ. Τρικούπης έχει συνδέσει το όνομά του με τα μεγάλα τεχνικά έργα, που

άλλαξαν το τοπίο της Ελλάδας και δημιούργησαν παραγωγικές υποδομές. Η πολιτική των

δημόσιων έργων απέκτησε συνολικό σχέδιο. Το σημαντικότερο έργο του ήταν η ανάπτυξη του

σιδηροδρομικού δικτύου, κυρίως στην Πελοπόννησο και τη Στερεά. Επίσης, η κατασκευή εθνικών

και επαρχιακών δρόμων, η αποξήρανση της Κωπαΐδας, η διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου, η

επέκταση των δικτύων τηλεγραφείων και ταχυδρομείων, καθώς και λιμενικά έργα. Ενισχύθηκε η

εσωτερική αγορά και δημιουργήθηκε ντόπιο επιστημονικό/τεχνικό δυναμικό.

Προώθησε επίσης την τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση, ίδρυσε εμποροναυτικές και γεωργικές

σχολές, εισήγαγε τη νέα ελληνική ώστε η εκπαίδευση να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του

κοινωνικού συνόλου.

Ο προγραμματισμός του όμως ήταν δαπανηρός, τα δημόσια έργα απορροφούσαν το μεγαλύτερο

μέρος των κρατικών εσόδων. Με δεδομένη τη στενότητα πόρων, κατέφυγε στον εξωτερικό

δανεισμό, μια συνηθισμένη πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο Τρικούπης ήταν

αισιόδοξος για τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις δυνατότητές της να

αποπληρώσει εν καιρώ τα δάνεια (1879-90, 630 εκατ. δρχ. Το μεγαλύτερο μέρος τους είχε

διατεθεί για κάλυψη των ελλειμάτων του προϋπολογισμού και πληρωμή δόσεων προηγούμενων

δανείων). Επρόκειτο για υπερβολική επιβάρυνση της χώρας, που συνεπαγόταν και αύξηση της

φορολογικής επιβάρυνσης, κυρίως μέσω νέων έμμεσων φόρων, που ήταν άδικοι και

αναποτελεσματικοί, ιδίως σε μια εποχή που δεν είχε εφαρμοστεί ακόμη η φορολογία

εισοδήματος. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των κατώτερων λαϊκών τάξεων. Η υποτίμηση της

δραχμής από το 1885 και κυρίως από το 1893 κατέστησε δυσβάστακτες τις τοκοχρεολυτικές

δόσεις, ενώ ο προϋπολογισμός έκλεινε με συνεχώς μεγαλύτερα ελλείμματα και η δραχμή έχανε

ολοένα και γρηγορότερα την αξία της. Παρά την πλούσια σοδειά των αγροτικών προϊόντων το

καλοκαίρι του 1891 και την αύξηση των τελωνειακών εσόδων, η οικονομική θέση του κράτους

χειροτέρευε διαρκώς.

Page 94: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 94

Από την άλλη πλευρά, η προσέλκυση ομογενειακών επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό

δεν διοχετεύτηκε σε παραγωγικές επενδύσεις (βιομηχανία), όπως ανέμενε. Τα χρήματα από το

εξωτερικό τοποθετήθηκαν κυρίως σε αγορά γης (εξαγορά τσιφλικιών στη Θεσσαλία από τους

Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους) και δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Το 1893 η οικονομία βρισκόταν πλέον σε ύφεση εξαιτίας και της σταφιδικής κρίσης, η αξιοπιστία

της είχε διεθνώς καταρρακωθεί. Το 1892 ο Τρικούπης είχε προσπαθήσει μάταια να συνάψει νέο

δάνειο για την αποπληρωμή των παλιών: το 1843 είχε διακοπεί για πρώτη φορά η εξυπηρέτηση

των δανείων της Επανάστασης, το 1850 τα δάνεια έγιναν μοχλός πίεσης της Αγγλίας, ενώ το

1873-78 η κυβέρνηση είχε διαπραγματευθεί νέα συμφωνία με τους πιστωτές, που ούτε αυτή

τηρήθηκε. Η όξυνση των οικονομικών προβλημάτων προκάλεσε νέα πολιτική κρίση και αλλαγή

της κυβέρνησης, ωστόσο ο Τρικούπης απενέκαμψε στην εξουσία τον Οκτώβριο.

Τελικά, στις 10-12-1893 ψηφίστηκε ο νόμος «Περί προσωρινού κανονισμού της υπηρεσίας

δημοσίου χρέους», που κήρυξε πρακτικά την Ελλάδα σε πτώχευση, ανέστειλε τις πληρωμές προς

το εξωτερικό χρέος και επέβαλε μείωση των τοκοχρεολυσίων των παλιών δανείων κατά 70%.

Προκλήθηκε θύελλα αντιδράσεων από τους ξένους δανειστές, που πίεζαν τις κυβερνήσεις τους

για την επιβολή διεθνούς ελέγχου και τη δέσμευση δημόσιων εσόδων για την εξυπηρέτηση των

δανείων, με αποτέλεσμα η χώρα να υφίσταται οικονομικές και πολιτικές πιέσεις.

Τα αποτελέσματα της πτώχευσης άρχισαν γρήγορα να διαφαίνονται σε όλους τους τομείς της

οικονομικής δραστηριότητας της χώρας. Οι εμπορικές συναλλαγές κλονίστηκαν και κρίση

ξέσπασε στη βιομηχανία. Οι τιμές των προϊόντων πρώτης ανάγκης αυξήθηκαν και το βιοτικό

επίπεδο του λαού χειροτέρεψε. Τα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας φούντωσαν, με ορατή την

απειλή επεισοδίων μεταξύ των αντιπάλων και των οπαδών του Τρικούπη. Τα γεγονότα οδήγησαν

τελικά σε παραίτηση της κυβέρνησης Τρικούπη, στις 10-1-1895. Ο ίδιος αναχώρησε για τη

Γαλλία, εγκαταλείποντας οριστικά την ελληνική πολιτική ζωή. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα,

στις 30-3-1896.

Τελικά, μόλις στις αρχές του 1897 ο Δηλιγιάννης κατόρθωσε να πετύχει συμβιβασμό με τους

ομολογιούχους. Μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, επιβλήθηκε διεθνής οικονομικός

έλεγχος μέσω μιας επιτροπής από αντιπροσώπους των Δυνάμεων, η οποία θα επέβλεπε την

είσπραξη των εσόδων για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Το ανορθωτικό έργο του δεν είχε άμεσα αποτελέσματα ανάλογα των προσπαθειών του,

επιπλέον ανακόπηκε το 1893 με την πτώχευση.

Αίτια: οι αντικειμενικές δυσκολίες και τα εμπόδια από το κατεστημένο και τους εκπροσώπους

τού παλαιοκομματισμού, οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η φοροδιαφυγή, η

χαμηλή παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, που δεν άντεξε το οικονομικό βάρος των μεγάλων

αναπτυξιακών έργων και τις στρατιωτικές δαπάνες που προκάλεσαν οι κρίσιμες καταστάσεις

στον εξωτερικό τομέα. Η Ελλάδα όμως είχε περάσει το κατώφλι του τεχνικού πολιτισμού, είχε

αρχίσει να αναπτύσει τη βιομηχανία, τη ναυτιλία και τη γεωργία πάνω σε νέες βάσεις.

1896: πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, παρά την κακή οικονομική κατάσταση, τις

αποτυχίες των προηγούμενων ετών και τη διάχυτη ανασφάλεια. Η διοργάνωση στηρίχθηκε σε

γηγενείς και ξένους χορηγούς. Τη διοργάνωση είχε υποστηρίξει σθεναρά ο βασιλιάς, ως μια

ευκαιρία για την Ελλάδα να διατρανώσει τη σύνδεσή της με την ελληνική αρχαιότητα, να

Page 95: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 95

προβάλει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, να αποδείξει ότι ανήκε στα πολιτισμένα κράτη της

Ευρώπης. Η αναβίωση των αγώνων μπορούσε να τονώσει την εθνική υπερηφάνεια. Η επιτυχία

των αγώνων ήταν το ίδιο το γεγονός της διοργάνωσης.

Χαρακτηριστικό της κατάστασης: για την ασφαλή διεξαγωγή των αγώνων η αστυνομία Αθηνών

ήρθε σε συμφωνία με τους ληστές της πόλης να μην προβούν σε παρανομίες και εκθέσουν τη

χώρα στους ξένους.

7.5 Η Εθνική Εταιρεία και ο ‘ατυχής’ πόλεμος του 1897

Ίδρυση της Εταιρείας, 1894.

Στρατιωτική οργάνωση, με στόχο να ‘σώσει’ την τιμή του στρατού και του έθνους, να ενισχύσει

το εθνικό φρόνημα και να προωθήσει την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων.

Πολιτική της: η έξαψη των πατριωτικών αισθημάτων μέσω του τύπου∙ δυσφήμηση της

αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης να προωθήσει τα εθνικά συμφέροντα∙ συλλογή χρημάτων

για την οργάνωση ανταρτικών σωμάτων∙ υποκίνηση αλυτρωτικών εξεγέρσεων.

Η απογοήτευση μετά την πτώχευση του 1893 διευκόλυνε την ίδρυσή της. Η εξωτερική πολιτική

της χώρας έγινε όμηρος στα χέρια της Εταιρείας.

Αρχικά είχε 60 μέλη, ως την άνοιξη του 1896 όμως απέκτησε 56 παραρτήματα και 3.000 μέλη.

Αφορμή του πολέμου: η κρητική εξέγερση (1896).

Καθώς η ανώμαλη κατάσταση στην Κρήτη διαρκούσε, η Πύλη υπό την παρακίνηση των Γερμανών

δεν αντιτίθετο σε έναν πόλεμο που θα έκλεινε τους λογαριασμούς με τους Έλληνες. Και στην

Ελλάδα πολλά στελέχη του στρατού και της Εταιρείας φιλοδοξούσαν να ξεκινήσουν τον πόλεμο

δρώντας ακόμη και ανεξάρτητα από την κυβερνητική πολιτική, αν αυτή δεν ανταποκρινόταν στον

αλυτρωτικό ενθουσιασμό της κοινής γνώμης.

Η ελληνική επιστράτευση ξεκίνησε κλιμακωτά, από τις 13 Φεβρουαρίου ως τις 20 Μαρτίου, και

συνεχίστηκε και αφού είχαν αναχωρήσει οι πρώτες μονάδες για τα σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν

η συνεχής ροή ανοργάνωτων ομάδων προς τη μεθοριακή γραμμή, συχνά χωρίς στολές,

ανάμικτες με ομάδες εθελοντών. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, που είχε ονομαστεί αρχηγός του

στρατού Θεσσαλίας, αναχώρησε στις 15/27 Μαρτίου για το στρατηγείο στη Λάρισα. Μια ημέρα

νωρίτερα ομάδες ατάκτων (2.500-3.000) οργανωμένες από την Εθνική Εταιρεία, πέρασαν τα

σύνορα και άρχισαν τις ενέργειες στη Μακεδονία.

Οι Δυνάμεις προειδοποίησαν Αθήνα και Κωνσταντινούπολη (25-3/6-4-1897) ότι δεν επρόκειτο να

έχουν όφελος από τυχόν έναρξη των εχθροπραξιών. Ο επιτιθέμενος θα υφίστατο τις συνέπειες.

Μετά τις πρώτες εχθροπραξίες στην περιοχή των συνόρων, η Υψηλή Πύλη κήρυξε τον πόλεμο

στην Ελλάδα (5/17-4-1897) και ο οθωμανικός στρατός εισέβαλε στη Θεσσαλία. Το μέτωπο

κατέρρευσε μετά από μάχη λίγων ωρών και τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα, υποδεέστερα σε

οργάνωση και εξοπλισμό από τα οθωμανικά, τράπηκαν σε άτακτη φυγή μέσα σε 5 ημέρες. Η

σύγχυση που επικράτησε ήταν μεγάλη, πλήθος μονάδων αποσυντέθηκαν, η διαρροή των

οπλιτών πήρε μαζικό χαρακτήρα. Βασική αιτία της εύκολης διάλυσης των στρατιωτικών

σχηματισμών ήταν η παντελής απουσία πνεύματος στρατιωτικής πειθαρχίας και συνοχής. Ο

στρατός του 1897 ήταν ένα άθροισμα άτακτων ομάδων, ξένων προς τις προδιαγραφές και τις

απαιτήσεις ενός σύγχρονου πολέμου.

Page 96: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 96

Οι Οθωμανοί του Ετέμ πασά κατέλαβαν τη Θεσσαλία και απείλησαν τη Φθιώτιδα και την Αττική.

Με νέα επίθεση που ξεκίνησε στις 5 Μαΐου κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη Λαμία.

Στο μεταξύ η κυβέρνηση Δηλιγιάννη αντικαταστάθηκε από το βασιλιά και σχηματίστηκε νέα υπό

τον Δ. Ράλλη. Με τους Οθωμανούς προ των πυλών, η νέα κυβέρνηση ζήτησε την παρέμβαση των

Δυνάμεων∙ ο τσάρος Νικόλαος Β΄ και η βασίλισσα Βικτωρία ήταν αποφασισμένοι να μην

επιτρέψουν τη συντριβή της Ελλάδας.

Η παρέμβασή τους, σε συνεννόηση με τον Γεώργιο, οδήγησε σε κατάπαυση των εχθροπραξιών

(7/19-5-1897), ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία της ανακωχής. Το σχετικό πρωτόκολλο

υπογράφηκε στο χωριό Ταράτσα (8/20-5-1897) και είχε διάρκεια 15 ημερών.

Για τη σύναψη της συνθήκης ειρήνης υπήρχαν δύο προβλήματα: τα νέα σύνορα και η πολεμική

αποζημίωση. Η Πύλη, με την υποστήριξη της Γερμανίας, διεκδικούσε επιστροφή των συνόρων

στα όρια του Συνεδρίου του Βερολίνου, μεγάλη αποζημίωση, άνοιγμα των λιμανιών Πρέβεζας

και Βόλου και απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών χωρίς τη μεσολάβηση των

Δυνάμεων.

Με παρέμβαση Αγγλίας και Ρωσίας, που υποστηρίζονταν εν μέρει και από τη Γαλλία,

υπογράφηκε τελικά προκαταρκτική συμφωνία (Σεπτέμβριος 1897) που προέβλεπε τη μη αλλαγή

των συνόρων∙ μόνο μια μικρή λωρίδα εδάφους παραχωρήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,

κατά το μεγαλύτερο μέρος της ακατοίκητη (με εξαίρεση το χωριό Κουτσούφλιανη). Η Ελλάδα

υποχρεώθηκε όμως να καταβάλει αποζημίωση, το ύψος της οποίας ορίστηκε στα 4 εκατ.

τουρκικές λίρες.

Μοναδικό διαπραγματευτικό χαρτί που διέθετε η Ελλάδα ήταν η απειλή παραίτησης του βασιλιά

Γεωργίου Α΄, πράγμα που θα προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση στο χώρο της ανατολικής

Μεσογείου.

Η οριστική συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22-11/4-12-1897. Η

Θεσσαλία εκκενώθηκε το Μάιο 1898, μετά τη χάραξη της νέας οριοθετικής γραμμής.

Η βαρύτερη κληρονομιά της εύκολης ήττας της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 ήταν η επιβολή

διεθνούς οικονομικού ελέγχου στα δημοσιονομικά της χώρας. Για το σκοπό αυτό συστάθηκε η

Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου (ΔΕΕ) και άρχισε να λειτουργεί στις 28-4-1898. Ένα χρόνο αργότερα

μετατράπηκε σε Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ), όνομα που ενοχλούσε λιγότερο την

ελληνική φιλοτιμία. Έργο της ήταν η παρακράτηση συγκεκριμένων εσόδων, όπως τα έσοδα των

μονοπωλίων, τα τέλη χαρτοσήμου, τα έσοδα των τελωνείων του Πειραιά, η φορολογία του

καπνού κ.λπ., και η διαχείριση των φόρων με όρους ευνοϊκούς για τους δανειστές. άμεσο

αποτέλεσμα της επιβολής του ελέγχου ήταν η παροχή εγγύησης των Δυνάμεων για τη

συνομολόγηση νέου δανείου με σκοπό την πληρωμή της αποζημίωσης προς την Οθωμανική

Αυτοκρατορία.

Αυτή η πολιτική ‘εξυγίανσης των ελληνικών δημοσιονομικών’, όπως ονομάστηκε, είχε και θετικές

συνέπειες για την οικονομία: συνέβαλε στην οικονομική σταθερότητα, στην επανάκτηση της

αξιοπιστίας της χώρας, στην ανατίμηση της δραχμής. Εξάλλου, το σύντομο των εχθροπραξιών και

ο γεωγραφικός περιορισμός τους στη Θεσσαλία προστάτευσαν τη γεωργική παραγωγή και τα

χωριά από εκτεταμένες καταστροφές∙ έτσι, η ανάκαμψη ήρθε γρήγορα. Ήδη από το 1899 ο

κρατικός προϋπολογισμός άρχισε να παρουσιάζει πλεόνασμα, το οποίο αυξήθηκε τα επόμενα

χρόνια.

Page 97: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 97

7.6 Η περίοδος 1897-1909

7.6.1 Εσωτερικός πολιτικός βίος

Η ήττα του 1897 προκάλεσε κρίση και οξύτατη δημόσια αντιπαράθεση με κύριο θέμα την

απόδοση ευθυνών για τον πόλεμο και την ήττα. Όσοι από παλαιότερα υποστήριζαν ότι μόνο με

την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και ιδιαίτερα του θρόνου θα επιλύονταν τα εθνικά

θέματα καταδίκασαν τη δημαγωγία των πολιτικών ως υπεύθυνη της ήττας και επιδίωξαν μια

απολυταρχική μεταστροφή του πολιτεύματος. Όσοι αντιτίθεντο στις μοναρχικές ιδέες θεώρησαν

το στέμμα ως υπεύθυνο της ήττας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εντάσσονται ενέργειες, όπως η

δολοφονική απόπειρα κατά του βασιλιά Γεώργιου Α΄ (14-2-1898) από δύο πολίτες, που

συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν τον Απρίλιο∙ τότε οι διώξεις σε

βάρος των αντιμοναρχικών διογκώθηκαν.

Η άμεση συμμετοχή του βασιλιά και του διαδόχου στην αποτυχία του 1897 είχε μειώσει

δραστικά το κύρος του στέμματος στην κοινωνία. Η συγκίνηση που προκάλεσε, όμως, η

απόπειρα χρησίμευσε για την αντιστροφή του πολιτικού κλίματος, πράγμα που ο Γεώργιος

γρήγορα εκμεταλλεύτηκε.

Η πολιτική ζωή χαρακτηρίστηκε από αστάθεια, με συχνές αλλαγές κυβερνήσεων (1897-1905: 10

κυβερνήσεις) και πληθώρα εκλογικών αναμετρήσεων. Τα κόμματα δεν διέθεταν σφιχτή

οργανωτική δομή ούτε κομματική πειθαρχία, αδυνατούσαν να προτείνουν μακροπρόθεσμα

προγράμματα και παρασύρονταν σε δημαγωγικές υποσχέσεις.

Μετά τον Τρικούπη εξέλιπαν οι μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες.

Τα κόμματα, το πολίτευμα και το σύνταγμα υφίσταντο συνεχή κριτική για φαυλοκρατία και

κακοδιοίκηση. Ο βασιλιάς διατηρούσε την κυρίαρχη θέση στο πολιτικό σκηνικό, ασκούσε

εσωτερική και εξωτερική πολιτική, αλλά θεωρείτο ανεύθυνος για τα σφάλματα της πολιτικής

του, τα οποία χρεώνονταν οι κυβερνήσεις.

Η εποχή δεν έχει σημαντικά επιτεύγματα να επιδείξει.

Εξαίρεση αποτέλεσαν οι κυβερνήσεις Γεώρ. Θεοτόκη (1899-01 και 1906-09), ο οποίος στηριζόταν

από τις πολιτικές δυνάμεις που είχαν αναδείξει τον Τρικούπη κατά την προηγούμενη δεκαετία.

Άσκησε σφιχτή και συγκροτημένη, αλλά αρκετά άτολμη πολιτική. Οι δυνατότητές του λόγω της

παρουσίας του ΔΟΕ ήταν περιορισμένες.

Α΄ κυβέρνηση: Παρόλο που αναδείχθηκε με σημαντική πλειοψηφία, δεν προσπάθησε να κάνει

μεγάλες μεταρρυθμίσεις αποφεύγοντας τις σφοδρές συγκρούσεις με τους αντιπάλους τους.

Στον οικονομικό τομέα καταγράφηκε ανάκαμψη ως το 1901 και τα δημοσιονομικά μεγέθη

βελτιώθηκαν. Τα αίτια της οικονομικής ανάκαμψης: η παρουσία του διεθνούς οικονομικού

ελέγχου∙ η βιομηχανική ανάπτυξη, τα μεγάλα έργα και οι υποδομές που είχαν προωθηθεί επί

Τρικούπη∙ η απομάκρυνση από πολεμικές ενέργειες και η μείωση των στρατιωτικών δαπανών.

Στον τομέα αυτό ο Θεοτόκης περιορίστηκε σε μετριοπαθείς ενέργειες: δημιούργησε το Γενικό

Επιτελείο Διοίκησης Στρατού, αλλά ανέθεσε στο διάδοχο Κωνσταντίνο την αναδιοργάνωση του

στρατού, πράξη που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων.

Μετά την πτώση Θεοτόκη η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε εκ νέου, γεγονός που

προκάλεσε αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και αναταραχή. Το μεσοδιάστημα

χαρακτηρίστηκε από κρίση του δικομματισμού και πολιτική αστάθεια, που επηρέαζε τις

δημόσιες υπηρεσίες, το δικαστικό σώμα και τη στρατιωτική ιεραρχία λόγω της ρουσφετολογίας.

Page 98: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 98

Δολοφονία Θ. Δηλιγιάννη, Μάιος 1905.

Β΄ κυβέρνηση: Βρέθηκε αντιμέτωπη με αλλαγή του διεθνούς σκηνικού και νέες προκλήσεις

(εξελίξεις στο Κρητικό ζήτημα και Μακεδονικός Αγώνας). Αλλαγή πολιτικής των Δυνάμεων και

μεταστροφή του ελληνικού εθνικισμού (Μεγάλης Ιδέας) προς πιο ρεαλιστικούς στόχους. Το

Ανατολικό Ζήτημα (η διάδοχη κατάσταση από τη διαφαινόμενη κατάρρευση της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας) παρέμενε το γενικό περίγραμμα, ωστόσο μετά την ήττα του 1897

επαναπροσδιορίστηκε ο σημαντικότερος εχθρός στον ‘μισητό’ Βούλγαρο, σε συνδυασμό με

αναμόχλευση του φόβου του πανσλαβισμού και του αφελληνισμού της Μακεδονίας.

Το σύνθημα έγινε η άσκηση ανεξάρτητης και αποτελεσματικής εθνικής πολιτικής. Ανάγκη

ανασυγκρότησης του στρατού και προπαρασκευής της χώρας, έργο που κατέστη δυνατό λόγω

και της οικονομικής ανάκαμψης των τελευταίων ετών. Η προσπάθεια θα φέρει καρπούς ως το

1909: ο στρατός εξοπλίστηκε επαρκώς, το ναυτικό ενισχύθηκε με 8 αντιτορπιλικά και

βελτιώθηκαν τα διοικητικά μέτρα για την επιστράτευση και την εκπαίδευση. Αυτή θεωρήθηκε

και η σημαντικότερη προσφορά της κυβέρνησης Θεοτόκη και προϋπόθεση για την ανάκτηση του

κύρους και της διεθνούς θέσης της χώρας.

Το στρατιωτικό πρόγραμμα όμως είχε επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική, επιβάρυνε τα

δημόσια οικονομικά, μετέτρεψε σε δημοσιονομικά ελλείμματα τα πλεονάσματα των

προηγούμενων ετών, περιόρισε την υλοποίηση έργων υποδομής και κοινωνικής πρόνοιας,

εξελίξεις που επέτειναν την ένταση στις λαϊκές τάξεις.

7.6.2 Το αγροτικό ζήτημα και οι κοινωνικές εξελίξεις

Οξύτατο εσωτερικό πρόβλημα συνιστούσε η μεγάλη γαιοκτησία, που επιτάθηκε μετά το 1881,

όταν ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και της Άρτας, που

καλλιεργούνταν από κολίγους (εξαρτημένους εργάτες γης). Οι ελληνοτουρκικές συμφωνίες της

παραχώρησης δεν επέτρεπαν στο ελληνικό κράτος να εθνικοποιήσει τα οθωμανικά κτήματα των

περιοχών αυτών ούτε εξασφάλιζαν τα προηγούμενα δικαιώματα των κολίγων, με αποτέλεσμα η

προσάρτηση να σημάνει σημαντική επιδείνωση της θέσης τους. Οι Τούρκοι δικαιούχοι πούλησαν

τους τίτλους ιδιοκτησίας σε ιδιώτες, ως επί το πλείστον, κυρίως Έλληνες κεφαλαιούχους. Οι

κολίγοι υποχρεώνονταν πλέον στην ετήσια ενοικίαση μικρών τμημάτων γης από τους νέους

ιδιοκτήτες με εξαντλητικούς όρους και εξαρτώνταν από την ετήσια σοδειά, απειλούμενοι

ταυτόχρονα με έξωση αν δεν εκπλήρωναν τους απαιτούμενους όρους. Καθώς διαβιούσαν σε

απαρχαιωμένες και άθλιες συνθήκες, διεκδικούσαν πλέον πιο συστηματικά και μαχητικά τη

χειραφέτησή τους, με βασικό αίτημα να προχωρήσει το κράτος σε αναδιανομή της γης.

Από την άλλη, οι τσιφλικάδες, με την υποστήριξη των κυβερνήσεων και της χωροφυλακής,

εκφόβιζαν τους κολίγους, όριζαν τις ζωές τους και κατηύθυναν τις ψήφους τους. Η βασική

προσπάθειά τους ήταν να υπερασπιστούν τις ιδιοκτησίες τους χρησιμοποιώντας το επιχείρημα

ότι η μεγάλη γαιοκτησία αποτελούσε φυσική αναγκαιότητα στη Θεσσαλία και παραδοσιακό

τρόπο εκμετάλλευσης της γης προς όφελος τόσο των ίδιων όσο και των κολίγων. Καθώς όμως –

με ελάχιστες εξαιρέσεις– οι γαιοκτήμονες δεν εισήγαγαν τεχνολογικές καινοτομίες στον τρόπο

καλλιέργειας ούτε επένδυαν σε εγγειοβελτιωτικά έργα, η παραγωγή παρέμενε χαμηλή και οι

ελπίδες που η Ελλάδα είχε εναποθέσει στη ‘σιτοφόρο’ Θεσσαλία διαψεύδονταν. Έτσι οι αστικοί

Page 99: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 99

πληθυσμοί και οι διανοούμενοι ολοένα και περισσότερο στήριζαν τα αιτήματα των κολίγων. Η

κοινωνική αφύπνιση πραγματοποιείται έτσι με δειλά βήματα.

Οι κοινωνικές αντιδράσεις ήταν συνεχείς και αρκετές υπήρξαν οι τοπικές συγκρούσεις, ιδίως από

το 1905 και μετά. Το 1906, η πρώτη προσπάθεια του Θεοτόκη να αντιμετωπίσει το ζήτημα

νομοθετικά απέτυχε.

Την ίδια χρονιά εκδηλώθηκε η μεγάλη εξέγερση των κολίγων με πρωτεργάτη τον Μαρίνο Αντύπα

από την Κεφαλλονιά, που διακήρυττε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και την απόδοσή τους

στους καλλιεργητές, με αντίστοιχη αποζημίωση των τσιφλικούχων. Δολοφονήθηκε το Μάρτιο

1907.

Νέα νομοθετική ρύθμιση του Θεοτόκη, το 1907, έδωσε κάποια ώθηση στην αποκατάσταση

μικροϊδιοκτητών αγροτών στη Θεσσαλία (3.067 οικογένειες ακτημόνων απέκτησαν γη).

Η δυναμική που θα απελευθερώσει αργότερα το κίνημα στου Γουδή θα οδηγήσει σε περαιτέρω

όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων, με αποκορύφωμα τα αιματηρά γεγονότα του Κιλελέρ (6-

3-1910), αλλά και στη συνειδητοποίηση εκ μέρους της ηγεσίας των Φιλελευθέρων ότι, με το

αγροτικό ζήτημα ανοιχτό, το εσωτερικό μέτωπο δεν θα ήταν ποτέ αρραγές και η απήχηση της

Ελλάδας μεταξύ των πληθυσμών της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου θα δεχόταν

σοβαρό πλήγμα. Έτσι, η κυβέρνηση Βενιζέλου θα απαγορεύσει (1911) τις εξώσεις των κολίγων,

γεγονός που άνοιξε το δρόμο για την απαλλοτρίωση μεγάλων γαιοκτησιών, με αποτέλεσμα ως το

1914 να έχει απαλλοτριωθεί το 1/6 της συνολικής έκτασης των τσιφλικιών.

Το αγροτικό ζήτημα και οι αλλεπάλληλες σταφιδικές κρίσεις, που εμφανίστηκαν από τη δεκαετία

1890, προκάλεσαν την ανάπτυξη νέων κοινωνικών φαινομένων:

α) Αλματώδης αύξηση της μετανάστευσης, κυρίως προς τις ΗΠΑ, στις αρχές 20ού αι. (από 3.770

μετανάστες το 1900 σε 36.580 το 1907). Το ρεύμα αυτό προερχόταν από περιοχές με μικρή

αγροτική ιδιοκτησία, πεδινές ή ορεινές, χωρίς όμως να απορροφά όλο το πλεονάζον εργατικό

δυναμικό. Όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο για το Νέο Κόσμο, κατεθύνονταν στα

γειτονικά αστικά κέντρα.

β) Αστικοποίηση. Η ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού, που την πρώιμη αυτή περίοδο

αποτελείται σε σημαντικό ποσοστό από γυναίκες και παιδιά, θα τροφοδοτήσει τις μικρές

βιομηχανικές μονάδες που λειτουργούν αυτή την εποχή στη χώρα ή τις οικογενειακές

επιχειρήσεις και τα μικρά εργαστήρια, που αποτελούν την κύρια μορφή απασχόλησης στις

πόλεις (τρόφιμα, επεξεργασία δέρματος, κλωστοϋφαντουργία, ενδύματα, βιομηχανία καπνού).

Η αργή εκβιομηχάνιση, η αστική ανάπτυξη και η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα

οδήγησαν στην εμφάνιση μιας κοινωνικής τάξης μισθωτών εργαζομένων και εργατών

γενικότερα, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: εξαρτημένη εργασία, χαμηλές αποδοχές,

συγκεκριμένο ωράριο (10-14 ώρες), υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας,

απουσία εργατικής ασφάλισης.

Ως τις αρχές 20ού αι. το εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμη οργανωθεί όπως στην Ευρώπη, ωστόσο

οι σχετικές πληροφορίες είναι ακόμη λίγες. Η απεργία είναι σπάνιο φαινόμενο ως το 1909, οι

κινητοποιήσεις υπήρξαν σποραδικές και ασυντόνιστες, ενώ η τακτική της ίδρυσης εργατικών

σωματείων αναπτύχθηκε μετά το 1905. Πάντως, ο συνδυασμός των αγροτικών εξεγέρσεων με τη

δράση του εργατικού κινήματος στις πόλεις ώθησε ορισμένους πολιτικούς να ασχοληθούν με τα

Page 100: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 100

κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Η κοινωνική αναταραχή των αρχών του 20ού αι.

προετοίμασε το έδαφος για το κίνημα του 1909 και τις μετέπειτα κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.

Την ίδια εποχή η αστική τάξη έχει ήδη εδραιώσει τη θέση της ως συμμέτοχος στην εξουσία και

στηρίζει τον κοινοβουλευτισμό.

8. ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Ο αγώνας των Κρητών για απαλλαγή από τους Οθωμανούς και ένωση με την Ελλάδα ήταν

συνεχής, από τα τέλη του 18ου (1770) και όλο το 19ο αι. Τις εξεγέρσεις συνήθως ακολουθούσαν

μεταρρυθμίσεις, που όμως εφαρμόζονταν για μικρά διαστήματα. Η Κρήτη παρέμενε μια από τις

πιο κακοδιοικούμενες επαρχίες της Αυτοκρατορίας.

Το 1821 η Φιλική Εταιρεία είχε μυήσει πολλούς Κρητικούς στον εθνικό αγώνα, η επανάσταση

επεκτάθηκε σε όλο το νησί, αλλά δεν συμπεριλήφθηκε στο νεότευκτο κράτος. Παραχωρήθηκε

στο Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου (1830-1840).

1840: Συνθήκη του Λονδίνου, η Κρήτη επιστρέφει στην εξουσία της Υψυλής Πύλης.

1858: εκδήλωση του κινήματος του Εμμ. Μαυρογένη, ως αντίδραση στην άρνηση του σουλτάνου

να εφαρμοστούν στην Κρήτη οι μεταρρυθμίσεις του Χάττ-ι-Χουμαγιούν. Το κίνημα έληξε με την

παραχώρηση προνομίων εσωτερικής διοίκησης.

8.1 Η εξέγερση του 1866

Έγινε με αφορμή την προσάρτηση των Επτανήσων.

Αίτημα της εξέγερσης: η ένωση με την Ελλάδα. Πίστευαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε

εξασθενήσει και η στιγμή ήταν κατάλληλη. Αντιθέτως, ο Γεώργιος δεν συμφωνούσε με την

έγερση του ζητήματος εκείνη την εποχή, αλλά η κυβέρνηση Βούλγαρη (με υπουργό Εξωτερικών

τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη και υπουργό Στρατιωτικών τον Κρητικό Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη)

έδειχνε ευνοϊκότερες διαθέσεις απέναντι στο κρητικό ζήτημα. Η σκλήρυνση της τουρκικής

στάσης υπήρξε καταλύτης για την εξέλιξη των γεγονότων: στις 21-8-1866 οι επαναστάτες,

συγκροτημένοι σε «Γενική Συνέλευση των Κρητών», συγκεντρώθηκαν στου Ασκύφου Σφακίων

και κήρυξαν την κατάλυση της τουρκικής εξουσίας. Γρήγορα συγκροτήθηκαν ένοπλα σώματα

οργανωμένα κατά επαρχίες.

Η «Μεγάλη Επανάσταση», όπως ονομάστηκε, συνήγειρε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Από τις

29 Ιουλίου είχε συγκροτηθεί στην Αθήνα η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή» με

πρωτοβουλία του υποδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας Μάρκου Ρενιέρη, η οποία ανέλαβε να

στέλνει εθελοντές (κυρίως αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ελληνικού στρατού που

υπέβαλλαν εικονική παραίτηση), όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα. Η ελληνική στάση προκάλεσε

εσωτερικούς κλυδωνισμούς και αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές, και οδήγησε σε διακοπή

των σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Δεκέμβριο 1868). Οι δύο χώρες έφτασαν στα

πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης.

Η συγκίνηση εντάθηκε στην Ελλάδα και διεθνώς εξαιτίας του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου

(9-11-1866), όπου έδρευε η επαναστατική επιτροπή και είχαν βρει καταφύγιο αρκετοί άμαχοι.

Γενικά, η τριετής επανάσταση γνώρισε βίαιη και αιματηρή καταστολή, με σφαγές στα Σφακιά, το

Ηράκλειο και το Λασίθι.

Page 101: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 101

Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν αρνητικές στον ακρωτηριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Γαλλία και Αγγλία είχαν υποδείξει στην ελληνική κυβέρνηση να απόσχει από κάθε εχθρική προς

την Οθωμανική Αυτοκρατορία ενέργεια ή κάθε υποστήριξη προς την Κρήτη.

Για τη διευθέτηση της κρίσης που δημιουργήθηκε και την αποτροπή ελληνοτουρκικής

σύγκρουσης συγκλήθηκε στο Παρίσι διεθνής διάσκεψη (28-12-1868/9-1-1869), η οποία κάλεσε

την Ελλάδα να απαγορεύσει τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων και τον εξοπλισμό πλοίων στο

έδαφός της, με σκοπό τη διενέργεια επιθέσεων ενάντια στην επικράτεια του σουλτάνου. Επίσης

αποφασίστηκε η διευκόλυνση της επιστροφής των μουσουλμάνων Κρητών προσφύγων και των

οικογενειών των επαναστατών και αποζημίωση των υπηκόων του σουλτάνου για τις ζημιές που

υπέστησαν.

Αποκλεισμένη από παντού, η επανάσταση έληξε αφήνοντας πίσω πολλά θύματα και ζημιές στον

τόπο. Ωστόσο, είχε προκαλέσει την έκδοση, το 1868, του Οργανικού Νόμου της Κρήτης που

προέβλεπε διοικητική αναδιάρθρωση του νησιού, συμμετοχή των χριστιανών στη διοικητική

ιεραρχία και τα δικαστήρια, ισότιμη χρήση της τουρκικής και της ελληνικής γλώσσας στη

διοίκηση και την εκλογή γενικής συνέλευσης με νομοθετικές αρμοδιότητες τοπικού χαρακτήρα.

Η εφαρμογή του άνοιξε νέα εποχή στην ιστορία του νησιού.

8.1.1 Η περίοδος της Ημιαυτονομίας

10 χρόνια αργότερα, μετά την κρίση του 1878, οι ρυθμίσεις διευρύνθηκαν προς όφελος των

Κρητών με την εφαρμογή της Συμφωνίας της Χαλέπας, τουλάχιστον ως το 1889. Η περίοδος αυτή

έμεινε γνωστή ως «περίοδος της ημιαυτονομίας». Διορίστηκε χριστιανός διοικητής και

δημιουργήθηκε κοινοβούλιο με χριστιανούς και μουσουλμάνους.

Συγκροτήθηκαν τα κόμματα των ‘καραβανάδων’ (συντηρητικό, περιλάμβανε τα μη επαναστατικά

στοιχεία του ελληνικού πληθυσμού και την πλειοψηφία των μουσουλμάνων και γαιοκτημόνων),

που υποστήριζαν ότι μόνο μέσα από το καθεστώς της Χαλέπας μπορούσε να ευημερήσει η

Κρήτη, και των ‘ξυπόλητων’ (ριζοσπαστικό, περιλάμβανε τα πιο επαναστατικά στοιχεία και την

πλειοψηφία των Ελλήνων που ήταν υπέρ της Ένωσης, των φτωχών ακτημόνων). Υπήρχε και μια

ομάδα μετριοπαθών φιλελευθέρων, η «ομάς των Λευκορειτών», στην οποία αργότερα

συμμετείχε και ο Ελ. Βενιζέλος.

1889: τις εκλογές κέρδισαν οι Ξυπόλητοι και ως αντίδραση οι Καραβανάδες, επικαλούμενοι

νοθεία, υπέβαλαν ψήφισμα στη Γενική Συνέλευση με το οποίο κήρυσσαν την Ένωση. Η Πύλη

ανακάλεσε αμέσως τη Συμφωνία της Χαλέπας και απέστειλε στρατό στην Κρήτη, ο οποίος

προχώρησε σε βιαιοπραγίες κατά του πληθυσμού.

Το αίτημα της Ένωσης έγινε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα. Ο Χ. Τρικούπης

θεωρούσε ότι η στιγμή ήταν ακατάλληλη για μια νέα κρητική επανάσταση, αφού η διεθνής

διπλωματική συγκυρία δεν επέτρεπε ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος και οι Δυνάμεις

αγνοούσαν τις εκκλήσεις του να παρέμβουν στο θέμα. Για τις επιλογές του αυτές ο

πρωθυπουργός κατακρίθηκε έντονα από την αντιπολίτευση και μερίδα του Τύπου.

8.2 Η εξέγερση του 1896 και η «Κρητική Πολιτεία»

Από τις αρχές της δεκαετίας 1890 η κατάσταση στην Κρήτη επιδεινώθηκε και η ένταση μεταξύ

χριστιανών και μουσουλμάνων κατοίκων οξύνθηκε. Ως τις αρχές του 1896 η αναταραχή πήρε

διαστάσεις εξέγερσης, με αίτημα την επαναφορά της Συμφωνίας της Χαλέπας και το διορισμό

Page 102: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 102

χριστιανού διοικητή στο νησί με 5ετή θητεία. Με την παρέβαση των Μεγάλων Δυνάμεων η Πύλη

δέχθηκε την παραχώρηση νέου Οργανικού Νόμου και το διορισμό χριστιανού γενικού διοικητή.

Η νέα συμφωνία υπονομεύθηκε από τους σκληροπυρηνικούς κύκλους των μουσουλμάνων

κατοίκων, με δολοφονίες χριστιανών παραγόντων, έως και σφαγές πληθυσμού στις πόλεις και

πυρπολήσεις κατοικιών. Οι χριστιανοί οργάνωσαν ένοπλα τμήματα για να αντιδράσουν και οι

Μεγάλες Δυνάμεις ετοιμάστηκαν να επέμβουν για να αποτρέψουν μία σφαγή.

Στις 2 προς 3 Φεβρουαρίου 1897 η Ελλάδα, προλαμβάνοντας τις Δυνάμεις, απέστειλε

εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη με σκοπό την προστασία των αμάχων και την παρεμπόδιση

αποστολής ενισχύσεων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε απάντηση, η Πύλη συγκέντρωσε

στρατό στα ελληνο-τουρκικά σύνορα στη Θεσσαλία.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν πολεμικά πλοία και αγήματα για την αποτροπή μεγαλύτερης

καταστροφής και έθεσαν το νησί υπό δική τους προσωρινή κατοχή, προειδοποίησαν την Αθήνα

να αποσύρει τις δυνάμεις της και πρότειναν ως λύση της κρίσης την παραχώρηση αυτονομίας

στην Κρήτη.

Η Αθήνα, υπό την επήρεια της ‘πολεμοχαρούς’ Εθνικής Εταιρείας και της κοινής γνώμης,

αδυνατούσε να συναινέσει στο συμβιβασμό που προτάθηκε Έκρηξη του ελληνο-τουρκικού

πολέμου 1897.

Παρά την αποτυχία, ο πόλεμος του 1897 επέσπευσε τις εξελίξεις γύρω από το Κρητικό Ζήτημα:

μετά το τέλος των εχθροπραξιών και την υπογραφή της ανακωχής, η Ελλάδα απέσυρε τις

δυνάμεις της από το νησί και η Κρήτη απέκτησε καθεστώς αυτόνομης ηγεμονίας. Ύπατος

Αρμοστής των Μεγάλων Δυνάμεων ορίστηκε ο πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος γιος του

βασιλιά Γεωργίου Α΄, με έδρα τα Χανιά και τριετή θητεία. Βασική αποστολή του ήταν η

ειρήνευση του νησιού.

Στις 9/21-12-1898 ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Σούδας, όπου έγινε δεκτός

με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς, ως γιος του βασιλιά των Ελλήνων. Δύο μήνες νωρίτερα

είχαν αποσυρθεί οι τουρκικές φρουρές.

Τον Ιανουάριο 1899 διενεργήθηκαν γενικές εκλογές για την εκλογή συνέλευσης (περιλάμβανε

138 χριστιανούς και 50 μουσουλμάνους) και δύο μήνες αργότερα ψηφίστηκε το Σύνταγμα της

Κρητικής Πολιτείας. Η Κρητική Πολιτεία διατηρούσε την αυτονομία της έναντι της οθωμανικής

κυβέρνησης ως προς τα εσωτερικά ζητήματα, αλλά η εξωτερική και αμυντική πολιτική υπαγόταν

στην κηδεμονία των Δυνάμεων, που διατηρούσαν στρατεύματα στο νησί.

Όλοι θεωρούσαν το καθεστώς αυτονομίας ως μεταβατικό στάδιο, ως ένδειξη της απόφασης των

Μεγάλων Δυνάμεων να παραχωρήσουν στο μέλλον την Κρήτη στην Ελλάδα.

Κατά το πρώτο διάστημα το κλίμα ήταν εποικοδομητικό, η Κρήτη γνώρισε περίοδο ηρεμίας και

ειρήνης και ο Γεώργιος διατηρούσε την εκτίμηση του λαού. Αργότερα φάνηκαν οι διαφωνίες

ανάμεσα στο Γεώργιο και το σύμβουλό του Ελ. Βενιζέλο σχετικά με την προοπτική της ένωσης με

την Ελλάδα.

Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι:

i. Το καθεστώς του ‘διεθνούς προτεκτοράτου’ ήταν τροχοπέδη για την ένωση. Έπρεπε να

προχωρήσει η αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων από το νησί αφού θα είχαν

ολοκληρωθεί οι ομαλές συνθήκες διοίκησης υπό τη μορφή ενός κοινοβουλευτικού

πολιτεύματος.

Page 103: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 103

ii. Η εκλογή του ύπατου αρμοστή από τις Δυνάμεις έκρυβε τον κίνδυνο επιλογής προσώπου

που δεν θα ανταποκρινόταν στις εθνικές απαιτήσεις. Ο αρμοστής θα έπρεπε να εκλέγεται

από το λαό.

iii. Η ανακίνηση του ζητήματος της ένωσης, το 1901, ήταν ακόμη πρόωρη και θα έπρεπε να

γίνει σταδιακά, με την ολοκλήρωση των προηγούμενων προϋποθέσεων.

Ο πρίγκιπας Γεώργιος διαφωνούσε με τις προτάσεις Βενιζέλου. Δεν επιθυμούσε περιορισμούς

στην προσωπική του εξουσία, ήλπιζε να εγκαθιδρύσει ένα είδος ισόβιου ηγεμονικού θρόνου στο

νησί και πίστευε ότι οι συγγενικοί δεσμοί του με τη Δύση ήταν αρκετοί για να επιτευχθεί το

αίτημα της Ένωσης. Η ευθύνη γι’ αυτό, πάντως, έπρεπε να ανήκει στις Μεγάλες Δυνάμεις και την

Ελλάδα, πρόταση με την οποία ο Βενιζέλος διαφωνούσε και διεκδικούσε η Κρήτη να έχει δική της

γνώμη για το μέλλον της. Για το Βενιζέλο, η λύση που προωθούσε ο Γεώργιος άνοιγε το δρόμο

για μια 'προσωπική' ένωση με την Ελλάδα και για την δημιουργία μόνιμης 'αντιβασιλείας' στην

Κρήτη, την οποία θα αναλάμβανε ένας από τους γιους του βασιλιά.

Χαρακτηριστικό για τις απόψεις του Γεωργίου είναι το ακόλουθο περιστατικό:

Σε συνεδρίαση του Εκτελεστικού, ο Γεώργιος διατύπωσε την άποψη ότι στη Χαλέπα έπρεπε να

κτιστεί ανάκτορο κατάλληλο για την παραμονή του ηγεμόνα. Ο Σφακιανάκης του απάντησε:

Με την πάροδο του χρόνου και καθώς ανανεώνονταν οι τριετείς θητείες χωρίς εσωτερικές

μεταρρυθμίσεις ούτε πρόοδο στο ζήτημα της Ένωσης, επήλθε ρήξη Βενιζέλου-Γεωργίου και ο

πρώτος απολύθηκε από τη θέση του συμβούλου Δικαιοσύνης (1901)

Ο Γεώργιος διατηρούσε τη στήριξη του λαού της υπαίθρου, που επιθυμούσε την ησυχία και την

ασφάλεια των τελευταίων χρόνων. Ο Βενιζέλος συγκέντρωνε την υποστήριξη της αστικής τάξης

και των δυσαρεστημένων από την αυταρχική διακυβέρνηση του πρίγκιπα. Συγκροτήθηκε γύρω

του η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», που κατήγγειλε το δεσποτισμό του πρίγκιπα Γεώργιου και

ζητούσε αναθεώρηση του συντάγματος.

8.2.1 Η εξέγερση στο Θέρισο

10-3-1905: ξεκίνησε η εξέγερση με πρωτεργάτη τον Βενιζέλο και με αίτημα την ένωση με την

Ελλάδα. Ο πρίγκιπας βρέθηκε στην παράδοξη ανάγκη να πρέπει να καταστείλει ένα κίνημα με

σημαία την Ένωση, στηριζόμενος στα όπλα των δυτικών δυνάμεων.

Αλλά και ο Βενιζέλος απέφυγε μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές συγκρούσεις με τη διεθνή

δύναμη, αναζητώντας δυνατότητες πολιτικής λύσης. Πίστευε ότι η Ένωση εξαρτιόταν από την

ευμένεια των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων αντιλαμβάνονταν ότι η θέση

του Γεωργίου ως Αρμοστή, ως προσώπου κοινής αποδοχής, είχε πλέον τερματιστεί και ήταν

διατεθειμένοι να συζητήσουν με τους εξεγερμένους.

2/15-11-1905: επιτεύχθηκε συμφωνία με τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων για τη λήξη

του ένοπλου αγώνα, με όρους:

i. Διεθνή επίβλεψη για αναθεώρηση του κρητικού συντάγματος και διεξαγωγή εκλογών.

ii. Άφιξη διεθνούς εξεταστικής επιτροπής (υπό τον Βρετανό Εδουάρδο Λο) για τη

διερεύνηση των αιτίων της κρίσης και την πρόταση μεταρρυθμίσεων.

iii. Κατάθεση των όπλων και γενική αμνηστία.

Ως συνέπεια της εξέγερσης και των διευθετήσεων που προέκυψαν από αυτήν, ο πρίγκιπας

Γεώργιος βρέθηκε απομονωμένος και τελικά έφυγε από την Κρήτη (12-9-1906). Στον Έλληνα

βασιλιά παραχωρήθηκε το δικαίωμα να ορίζει τον αρμοστή (18-9-1906 επιλέχθηκε ο Αλ. Ζαΐμης).

Page 104: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 104

Το 1907 η κρητική εθνοσυνέλευση ψήφισε νέο σύνταγμα, πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό από

το προηγούμενο, ενώ μέχρι το καλοκαίρι άρχισε η αποχώρηση της διεθνούς δύναμης από το

νησί, που ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα.

Οι αναστατώσεις και ανακατατάξεις που καταγράφηκαν στη Βαλκανική από το καλοκαίρι του

1908 οδήγησαν σε ανατροπές και στο ζήτημα της Κρήτης. Εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία η

Κρητική Βουλή κήρυξε μονομερώς την ένωση με την Ελλάδα (25-9-1908), φέρνοντας αντιμέτωπη

την ανένδοτη στάση και την αποφασιστικότητα των Κρητών με την ‘άψογον’ στάση της

κυβέρνησης Θεοτόκη. Συγκροτήθηκε στη συνέχεια πενταμελής Εκτελεστική Επιτροπή, που θα

κυβερνούσε το νησί στο όνομα του Έλληνα βασιλιά, σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα.

Επιπλέον, η αρχική άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων να αναγνωρίσουν το νέο καθεστώς, σε

αντιδιαστολή με την ευλυγισία που επέδειξαν απέναντι τόσο στη βουλγαρική κίνηση όσο και στο

κίνημα των Νεότουρκων, πυροδότησαν αισθήματα οργής και αδικίας. Παρά την αναταραχή που

επικράτησε στο νησί και την όξυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, ωστόσο, το Κρητικό Ζήτημα δεν

βρήκε τη λύση του παρά λίγα χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο των Βαλκανικών Πολέμων.

9. ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

27-2/11-3-1870: Ιδρύθηκε με σουλτανικό φιρμάνι η βουλγαρική Εξαρχία, εν αγνοία του

Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά με τη ρωσική υποστήριξη. Η Πύλη εμφανιζόταν ότι

ικανοποιούσε ένα δίκαιο αίτημα των Βουλγάρων και ταυτόχρονα τους απομάκρυνε από την

ελληνική επιρροή. Το 1872 η Εξαρχία ανακηρύχθηκε σχισματική.

Το πρόβλημα έγκειτο στη δυνατότητα που προέβλεπε το άρθρο 6 να προσχωρήσουν σ’ αυτήν και

άλλες μητροπόλεις της Μακεδονίας πέραν των πρώτων 13 εφόσον το ζητούσαν τα 2/3 του

ποιμνίου . Υπό το φως της ενίσχυσης του βουλγαρικού εθνικισμού, δεν επρόκειτο για απλή

γεωγραφική διαφορά.

Η ίδρυση της Εξαρχίας άνοιξε το δρόμο για τη διείσδυση του ‘βουλγαρισμού’ στη Μακεδονία και

τη Θράκη, την ίδρυση σχολείων, την αύξηση των μητροπόλεων που ήλεγχε, με στόχο την

επέκταση σε όλη την ευρωπαϊκή Τουρκία όπου κατοικούσαν ‘Βούλγαροι’ και, μακροπρόθεσμα,

την ίδρυση βουλγαρικού κράτους.

Η κατάσταση στην Ελλάδα μετά την ταπείνωση του 1897 έδωσε στη Βουλγαρία την ευκαιρία να

επεκτείνει και να ενισχύσει τη θέση της με τη δράση των κομιτάτων, ιδίως στη ‘μέση ζώνη’

(βόρεια Από το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα και το Μελένικο). Επιπλέον, οι σχέσεις της Ελλάδας

με τις άλλες χώρες της Βαλκανικής ήταν ανταγωνιστικές, οι σερβικές προτάσεις συνεργασίας

υπέκρυπταν επιθυμία αντικατάστασης της Βουλγαρίας στη Μακεδονία.

Η στάση των Δυνάμεων: θεωρούσαν ότι η Ελλάδα και η Βουλγαρία είχαν ίσα δικαιώματα επί της

Μακεδονίας, με βάση τη γλώσσα ως κριτήριο προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας. Η Ρωσία

στήριζε τη Βουλγαρία. Αλλά η Αυστροουγγαρία ενδιαφερόταν κυρίως για τους νοτιοσλάβους και

η Ιταλία για τους Αλβανούς. Αντιθέτως η Γερμανία ήταν πλέον υποστηρικτής της εδαφικής

ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλοι πάντως συμφωνούσαν ότι για τον

περιορισμό της δράσης των κομιτάτων και την ομαλοποίηση της κατάστασης ήταν απαραίτητες

εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, που θα βελτίωναν τη διοίκηση της περιοχής.

Page 105: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 105

9.1 Η εξέγερση του Ίλιντεν

Ήταν η αφορμή για την έκρηξη του Μακεδονικού Αγώνα.

VMRO (ΕΜΕΟ): βουλγαρική μυστική επαναστατική οργάνωση, ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη (3-11-

1893) με πρώτο και πιο εφικτό στόχο την αυτονόμηση της Μακεδονίας. Ο αγώνας της μέσω της

οργάνωσης κομιτάτων, του εξοπλισμού του πληθυσμού και της διάδοσης των επαναστατικών

ιδεών εντεινόταν σταδιακά και πριν ακόμη από την άνοιξη του 1902 οι συγκρούσεις με τα

οθωμανικά στρατεύματα κλιμακώθηκαν.

Ως τις αρχές καλοκαιριού του 1903 οι ενέργειες της ΕΜΕΟ (βομβιστικές επιθέσεις σε πόλεις και

δολοφονίες προσώπων) έδειχναν ότι η εξέγερση ήταν προ των πυλών∙ ξέσπασε τελικά στις 20

Ιουλίου, αλλά κατεστάλη από τους Οθωμανούς γρήγορα και με αγριότητα.

Η βίαιη καταστολή προκάλεσε την παρέμβαση Δυνάμεων. Το Σεπτέμβριο 1903 συμφωνήθηκε το

μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Mürsteg, που προέβλεπε:

i. την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής από ευρωπαίο διοικητή, με συμμετοχή και των

γηγενών,

ii. την αλλαγή των ορίων των τριών βιλαετίων της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκης, Μονστηρίου,

Σκοπίων) με εθνοτικά κριτήρια, ώστε να περικλείουν κατά το δυνατόν εθνολογικά

ομοιογενείς πληθυσμούς,

iii. την αναδιοργάνωση της διοίκησης και της δικαιοσύνης προς όφελος των χριστιανών,

iv. την τοποθέτηση ενός Ρώσου και ενός Αυστριακού επόπτη των μεταρρυθμίσεων στο

πλευρό του Οθωμανού γενικού διοικητή,

v. τον ορισμό εξεταστικών επιτροπών για τα πολιτικά εγκλήματα,

vi. τη διάλυση των ένοπλων σωμάτων,

vii. τον επαναπατρισμό των προσφύγων, την οικονομική ενίσχυσή τους και την

ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων σχολείων και εκκλησιών.

9.2 Ο Μακεδονικός Αγώνας

Την ίδια εποχή που οι Δυνάμεις εργάζονταν για την ειρήνευση στη Μακεδονία, η ελληνική

κυβέρνηση άρχισε να εξετάζει, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, την ενεργότερη ανάμιξή της για

την κατοχύρωση των ερεισμάτων των εθνικών της διεκδικήσεων. Ξεκίνησε έτσι η σύσταση

ελληνικών εθνικών επιτροπών, γνωστών ως «Άμυνα», η αποστολή όπλων και η οργάνωση

ένοπλων σωμάτων. Από το καλοκαίρι του 1904 η προσπάθεια πήρε οργανωμένη μορφή.

Το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα συνέπεσε με το κίνημα των Νεότουρκων (Ιούλιος 1908).

Το κίνημα ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, ευαγγελιζόταν επαναφορά του συντάγματος του 1876,

ισονομία και ισοπολιτεία, εκπροσώπηση των χριστιανών και όλων εθνοτήτων στην

εθνοσυνέλευση και αμνηστία για τους ένοπλους. Τα κηρύγματα οδήγησαν στη ‘συναδέλφωση’

των ανταρτικών ομάδων.

Ο αντίκτυπος στην Ελλάδα ήταν διττός: από την κυβέρνηση και μερίδα της κοινής γνώμης

χαιρετίστηκε η νέα συνταγματική πολιτεία. Από την άλλη, πολλοί πίστευαν ότι η νέα

συνταγματική τάξη θα ανέβαλλε την απελευθέρωση και ότι πραγματικός στόχος των

μουσουλμάνων ήταν η δημιουργία εθνικού κράτους και η αποτροπή της απώλειας άλλων

εδαφών.

Page 106: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 106

Σύντομα αποδείχθηκε ότι οι Νεότουρκοι δεν θα απεμπολούσαν τα κυριαρχικά δικαιώματά τους,

διέλυσαν τις αρχικές αυταπάτες και επέβαλαν ένα καθεστώς σκληρότερο κι από εκείνο του

Αβδούλ Χαμίτ.

10. ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟΥ ΓΟΥΔΗ

Πρόκειται για το πρώτο αμιγώς στρατιωτικό κίνημα από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους,

η πρώτη αυτόνομη επέμβαση των στρατιωτικών στην πολιτική. Οι εξελίξεις που πυροδότησε

παραμέρισαν όλα τα μέχρι τότε πολιτικά κόμματα, που ονομάστηκαν απαξιωτικά ‘παλαιά’ (

παλαιοκομματισμός), και οδήγησαν στην ανάληψη της εξουσίας από νέες πολιτικές και

κοινωνικές δυνάμεις, με εκφραστή τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το Κόμμα των Φιλελευθέρων.

Το κλίμα της εποχής ήταν βεβαρυμένο. Η δημόσια κριτική του πολιτικού βίου βρισκόταν στις

αρχές του 1909 στο απόγειό της. Η εσωτερική κοινωνική και οικονομική κατάσταση συνδυαζόταν

με τις εξωτερικές προκλήσεις κατά τρόπο εκρηκτικό. Κρητικό, Μακεδονικό, αλλεπάλληλες

εθνικές ταπεινώσεις, ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, όλα βρίσκονταν στην αιχμή της

επικαιρότητας και απαιτούσαν εθνικά ‘υπερήφανες’ λύσεις υπογραμμίζοντας την προτεραιότητα

της στρατιωτικής ετοιμότητας. Αυτό συνεπαγόταν άντληση επιπλέον πόρων για το ελληνικό

κράτος, ανάγκη που ερχόταν σε αντίθεση με την ορθολογική διαχείριση που είχε επιβάλει ο

Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος το 1898.

Πέρα από τη γενικότερη κοινωνική δυσαρέσκεια, το στράτευμα αποτελούσε μια πιο

συγκεκριμένη πηγή προβλημάτων, την ευθύνη των οποίων έφεραν οι πολιτικές ηγεσίες και ο

θρόνος. Η αναδιοργάνωση, ο εκσυγχρονισμός που υλοποίησαν οι θεοτοκικές κυβερνήσεις δεν

μπόρεσαν να καλύψουν τα φαινόμενα αναξιοκρατίας και απειθαρχίας που μάστιζαν το χώρο.

Στους αξιωματικούς κυριαρχούσε ένα αίσθημα κατωτερότητας και αδυναμίας, που πήγαζε από

ττην ήττα του 1897 και τροφοδότησε τη δημιουργία συνωμοτικών πυρήνων με τη συμμετοχή

κυρίως χαμηλόβαθμων αξιωματικών (ως το βαθμό του λοχαγού), πολλοί από τους οποίους είχαν

δοκιμαστεί στον ένδοξο Μακεδονικό Αγώνα. Από τους πυρήνες αυτούς θα σχηματιστεί ο

Στρατιωτικός Σύνδεσμος (Οκτώβριος 1908), με τη συμμετοχή και αποφοίτων της Σχολής

Ευελπίδων. Μόνο στο τέλος αναζητήθηκε αρχηγός ανώτερου βαθμού (ο στρατηγός Ν. Ζορμπάς).

Σενάρια πραξικοπήματος, βασιλικού ή στρατιωτικού, ή υποκίνησης μιας ‘ειρηνικής

επαναστάσεως’ φιλοξενούνταν τακτικά στον Τύπο. Υπό την απειλή του κινδύνου η κυβέρνηση

Θεοτόκη παραιτήθηκε (4-7-1909) και η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δόθηκε από τον

Γεώργιο Α΄ στο Δημήτριο Ράλλη, με την ελπίδα ότι θα απέτρεπε τέτοιες εξελίξεις. Κυβέρνηση και

βασιλιάς ήταν ήδη ενήμεροι για το Σύνδεσμο, με τον οποίο προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να

διαπραγματευθούν. Η αποτυχία οδήγησε και τον Ράλλη σε παραίτηση.

Το κίνημα εκδηλώθηκε τελικά στις 15-8-1909, από 450 αξιωματικούς και 2.500 στρατιώτες,

συναντώντας ελάχιστη αντίσταση. Τα αιτήματά του περιλάμβαναν :

i. πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση και αναδιοργάνωση των ενόπλων

δυνάμεων, στρατού και στόλου

ii. απομάκρυνση του διαδόχου Κωνσταντίνου και των βασιλοπαίδων από τη διοίκηση του

στρατεύματος, με ταυτόχρονη δήλωση σεβασμού στο πρόσωπο του βασιλιά

iii. ανάθεση στο εξής των υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών σε ανώτερους

αξιωματικούς και όχι σε πολιτικούς

Page 107: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 107

iv. μη διάλυση της Βουλής, μη κατάργηση της βασιλείας

v. αμνήστευση των αξιωματικών και υπαξιωματικών που συμμετείχαν, αίτημα που

αποδείκνυε το μέτρο του δέους που αισθάνονταν μπροστά στην εξουσία

vi. απόταξη των αξιωματικών που είχαν αντιταχθεί

Πέρα από τα στρατιωτικά αιτήματα, ο Σύνδεσμος περιοριζόταν σε ένα γενικόλογο ‘ευχολόγιο’

για βελτίωση της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της οικονομίας, της δημόσιας τάξης και της

παιδείας και την πάταξη της διαφθοράς («της απαισίας συναλλαγής»). Γενικά, το 1909

αποτέλεσε έκφραση της κατακραυγής εναντίον της διπλής αποτυχίας, στο στρατιωτικό και τον

οικονομικό τομέα.

Το κίνημα, καθώς εναρμονιζόταν με το καθολικό αίτημα για ανόρθωση που ασπαζόταν η

ελληνική κοινωνία, προκάλεσε λαϊκό ενθουσιασμό και υποστήριξη που εκδηλώθηκε ενεργά με

μεγάλο συλλαλητήριο (Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 1909), αλλά δεν το συμμερίστηκαν οι μεγάλοι και

μεσαίοι αστοί ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις, που εκδήλωσαν τη συμπαράστασή τους στον Γεώργιο

Α΄.

Η νέα κυβέρνηση Μαυρομιχάλη, που σχηματίστηκε εσπευσμένα μετά την παραίτηση Ράλλη,

αποδέχθηκε τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, υλοποιήθηκε δε αμέσως η απομάκρυνση

του διαδόχου Κωνσταντίνου και των πριγκίπων από τις θέσεις τους.

Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν επιθυμούσε επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας (αν και η επιλογή

αυτή έλκυε αρκετούς κατώτερους αξιωματικούς), καθώς δήλωνε την πίστη του στο σύνταγμα,

αλλά εφαρμογή των αλλαγών με συνεργασία και καθοδήγηση της κυβέρνησης. Την κατεύθυνση

των μεταρρυθμίσεων θα υποδείκνυε ο ίδιος ο Σύνδεσμος, ενώ αξίωνε την ψήφιση των

στρατιωτικών νομοσχεδίων με συνοπτικές διαδικασίες. Όμως το σύστημα ‘κατευθυνόμενης

κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης’ δεν μπορούσε να λειτουργήσει για πολύ, λόγω της διάστασης

απόψεων στρατιωτικών/Κοινοβουλίου, και ως το τέλος του χρόνου είχε εξαντλήσει τις

δυνατότητές του. Με δεδομένη την αδυναμία όλων των παραγόντων πλέον να αναλάβουν

πρωτοβουλίες, έγινε φανερή η ανάγκη εξεύρεσης ενός πολιτικού αρχηγού που θα πλήρωνε το

εξουσιαστικό κενό.

Στο σημείο αυτό αποφασιστικής σημασίας υπήρξαν η πρόσκληση που απηύθυνε ο Στρατιωτικός

Σύνδεσμος στον Ελευθέριο Βενιζέλο και η αποδοχή εκ μέρους του να έρθει στην Αθήνα (28-12-

1909) όχι ως ηγέτης αλλά ως «σύμβουλος της Επαναστάσεως», δηλαδή ως διαμεσολαβητής

μεταξύ Σύνδέσμου και πολιτικών.

Οι λόγοι της επιλογής του Βενιζέλου ήταν η σύμπτωση ιδεών και μεθόδων:

i. είχε εκφράσει τη διττή προσήλωσή του στην εθνική ιδέα και τους δημοκρατικούς

θεσμούς,

ii. ήταν φορέας δυναμικών αντιλήψεων και επιλογών,

iii. απέβλεπε στη δημιουργία σύγχρονου κράτους, ικανού να αντιμετωπίσει τις διεθνείς

προκλήσεις,

iv. ήταν άριστος γνώστης όλων των πτυχών του Ανατολικού Ζητήματος.

Ο Βενιζέλος δρομολόγησε σειρά συναντήσεων πρώτα με τα μέλη του Συνδέσμου, τους οποίους

κατήγγειλε για ατολμία και αναποφασιστικότητα κατά την πρώτη ζωτική στιγμή εκδήλωσης του

κινήματος. Από τη στιγμή όμως που νέες συνθήκες είχαν διαμορφωθεί, χρειαζόταν να βρεθεί μια

συμβιβαστική λύση για την αποκατάσταση της νομιμότητας. Η λύση που συμφωνήθηκε με την

Page 108: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 108

κυβέρνηση, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα (Ράλλη και Θεοτόκη) και το βασιλιά (16-1-1910)

περιλάμβανε:

i. Αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος.

ii. Παραίτηση της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη και σχηματισμό νέας, υπηρεσιακής, που θα

προωθούσε την προκήρυξη εκλογών για τη σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής.

iii. Διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου.

Η αναθεωρητική Βουλή, κατά τον Βενιζέλο, θα ήταν η αποτελεσματικότερη μέθοδος για την

άρση της συνταγματικής εκτροπής και την επαναφορά της πολιτικής ομαλότητας. Η νέα

κυβέρνηση Στέφανου Δραγούμη που σχηματίστηκε (18-1-1910) ανέλαβε να προωθήσει τις

εξελίξεις και ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Κρήτη. Πράγματι, η κυβέρνηση προχώρησε στην

επίσπευση του νομοθετικού έργου, υπέβαλε το νέο σχέδιο συντάγματος, που έγινε δεκτό το

Μάρτιο 1910, και τότε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε.

Η διαδικασία επιστροφής στην κοινοβουλευτική ομαλότητα ολοκληρώθηκε με την προκήρυξη

εκλογών για τις 8 Αυγούστου 1910.

Ακολούθησαν αλλεπάλληλλες εκλογικές αναμετρήσεις: στις 8 Αυγούστου ο Βενιζέλος εκλέχθηκε

πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας και δύο μήνες αργότερα ο Γεώργιος, ξεπερνώντας τους

διασταγμούς του, του ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης, αφού προηγουμένως ο Κρητικός

πολιτικός κατέστησε σαφές σε δημόσια ομιλία του πως στόχος του ήταν να ανορθώσει και να

υποστηρίξει το πολιτειακό καθεστώς και όχι να το ανατρέψει. Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν για

τις 28-11-1910, από τις οποίες απείχαν τα παλαιά κόμματα, οπότε ο Βενιζέλος κατήγαγε

θριαμβευτική νίκη (307 από τις 362 έδρες) και σχημάτισε κυβέρνηση (ανανεώθηκε το 87% των

βουλευτών).

Ενισχυμένος από την εκλογική επιτυχία, ο Βενιζέλος λειτούργησε ως συνεχιστής της πολιτικής

του Τρικούπη, από τον οποίο κληρονόμησε το δυτικοπρεπές μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα

ώστε να καταστεί η χώρα αξιόπιστη δύναμη στην περιοχή.

Στόχοι και μέτρα του προγράμματός του:

α) Αναθεώρηση του συντάγματος (δημοσιεύτηκε την 1-6-1911): τροποποιήθηκαν σχεδόν τα

μισά άρθρα του συντάγματος του 1864, αλλά δεν μεταβλήθηκε η μορφή του πολιτεύματος.

Αυτό που προείχε, για τον Βενιζέλο, ήταν όχι η μορφή, αλλά ο τρόπος λειτουργίας του

πολιτεύματος. Καθοριστικός γνώμονας ήταν η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και

ελευθεριών, ιδίως το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, η προστασία της ιδιοκτησίας και του

τύπου, η καθιέρωση της δωρεάν και υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης, η

απομάκρυνση των στρατιωτικών και των δημόσιων υπαλλήλων από την ενεργό πολιτική,

καθώς τους απαγορεύτηκε να εκλέγονται βουλευτές. Καθιερώθηκαν η μονιμότητα των

δημοσίων υπαλλήλων, η ισοβιότητα των δικαστικών και νέες εγγυήσεις για την ανεξαρτησία

της δικαιοσύνης. Αλλά προβλεπόταν και η νόμιμη αναστολή άρθρων του συντάγματος με την

επιβολή στρατιωτικού νόμου σε περίπτωση πολέμου.

Από τις νέες ρυθμίσεις πιο ριζοσπαστική θεωρήθηκε αυτή που προέβλεπε το άρθρο 17

σχετικά με την «αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών προς αποκατάστασιν ακτημόνων

γεωργών».

β) Ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, με επιτάχυνση του νομοθετικού έργου και

καταπολέμηση της κωλυσιεργίας στη Βουλή. Τέθηκαν οι βάσεις για την εξυγίανση της

Page 109: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 109

διοίκησης, την καλύτερη απόδοση των δημόσιων οικονομικών, την εμπέδωση της τάξης και

του νόμου, την περιστολή της αυθαιρεσίας.

γ) Αναδιοργάνωση του στρατού: υπήρχε ανάγκη για την ενίσχυση της αριθμητικής δύναμης,

της εκπαίδευσής του και για τη βελτίωση του εξοπλισμού. Μετάκληση αγγλικής στρατιωτικής

δύναμης για την οργάνωση του ναυτικού και γαλλικής για το στρατό. Επίσης, επάνοδος των

αξιωματικών στα αυστηρά στρατιωτικά τους καθήκοντα και αποκατάσταση αντικειμενικών

κριτηρίων αξιολόγησης για την προαγωγή τους. Ο Βενιζέλος είχε πλήρη επίγνωση ότι η

Ελλάδα, αν ήθελε να πραγματοποιήσει τις εθνικές βλέψεις της, σύντομα θα καλούνταν να

λάβει μέρος σε πολεμική σύρραξη. Γι’ αυτό κεντρική γραμμή της πολιτικής του μπορεί να

θεωρηθεί η ‘προετοιμασία για πόλεμο’. Επιδίωξε την αξιοποίηση όλων των ικανών

αξιωματικών, μη διστάζοντας να τοποθετήσει υπασπιστή του τον Ιωάννη Μεταξά και να

επαναφέρει το διάδοχο Κωνσταντίνο στην ηγεσία του στρατού, τον Ιούνιο 1911.

δ) Εξορθολογισμός των σχέσεων εργασίας, με άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων: ψήφιση

νόμων για τη μείωση και τη σταθεροποίηση του ωραρίου εργασίας, ιδίως των γυναικών και

των παιδιών∙ σύσταση της Επιθεώρησης Εργασίας∙ διατήρηση της αργίας της Κυριακής. Η

προετοιμασία για τη μεγάλη εθνική αποστολή που είχε μπροστά της η Ελλάδα απαιτούσε τη

μέγιστη εθνική ομοψυχία.

ε) Εξωτερική πολιτική: Επέλεξε αρχικά την αποφυγή κάθε έντασης προς τους γείτονες και την

Τουρκία, λόγω ανεπάρκειας των προϋποθέσεων για δυναμική πολιτική. Επιδίωκε την έξοδο

της χώρας από την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει τα προηγούμενα χρόνια.

Η Πύλη, υπό την επίδραση της έξαρσης του τουρκικού εθνικιστικού πνεύματος, αντέδρασε

έντονα στην παρουσία του Βενιζέλου στην ελληνική πολιτική ζωή λόγω του παρελθόντος του

στην Κρήτη. Από το 1910 ξεκίνησε εκστρατεία ενάντια στα ελληνικά εμπορικά συμφέροντα στην

Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αποκλεισμό των ελληνικών προϊόντων και εμπόρων.

Το 1911 ο Βενιζέλος έκανε έκκληση στις Δυνάμεις να μεσολαβήσουν. Θετική ήταν η

ανταπόκριση Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας, αρνητική Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας πρώτες

εκδηλώσεις διαχωρισμού των Δυνάμεων σε δύο στρατόπεδα. Ο αποκλεισμός άρθηκε μετά την

έκρηξη του ιταλοτουρκικού πολέμου (Οκτώβριος 1911). Αυτή, όπως και το θέμα της επιλογής

των αποστολών για την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού, υπήρξαν ευκαιρίες για

τον Βενιζέλο να εκφράσει σθεναρά την προσήλωσή του στη συμμαχία με τις δυνάμεις της

«Εγκάρδιας Συνεννόησης».

Η ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης και του κοινοβουλευτικού έργου επικυρώθηκε

με νέες εκλογές και νέα νίκη Βενιζέλου (12-3-1912).

11. ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι υπήρξαν το μεγαλύτερο πολεμικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους

από τη σύστασή του.

Αρχές 1912, προσέγγιση Σέρβων-Βουλγάρων υπό την αιγίδα της Ρωσίας, αρχικά με αντι-

αυστριακό χαρακτήρα, στη συνέχεια όμως στράφηκε ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,

Page 110: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 110

καθώς θεωρήθηκε ότι το κίνημα των Νεότουρκων είχε εξελιχθεί σε μεγάλο κίνδυνο, επαρκή να

κάνει τα δύο κράτη να παραμερίσουν πρόσκαιρα τις διαφορές τους.

13 Μαρτίου, υπογράφηκε μυστική αμυντική συμμαχία: σε περίπτωση αλλαγής του βαλκανικού

εδαφικού καθεστώτος, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε εδάφη ανατολικά της Ροδόπης και του

Στρυμόνα, η Σερβία εδάφη βόρεια και δυτικά του Σκάρδου. Στόχος της συμφωνίας, ο

αποκλεισμός της Ελλάδας από την περιοχή της Μακεδονίας και τη διανομή των εδαφών.

Ακολούθησε η υπογραφή συνθήκης Βουλγαρίας-Μαυροβουνίου.

Η Ελλάδα αντέδρασε προσεγγίζοντας τη Βουλγαρία ελληνοβουλγαρική συνθήκη Μαΐου 1912,

προέβλεπε αμοιβαία υποστήριξη σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης και κοινές ενέργειες για τη

στήριξη των ομοεθνών.

Η στάση των Δυνάμεων στο πλέγμα των διμερών συμμαχιών ήταν αρνητική, πλην της Ρωσίας.

11.1 Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Προϋποθέσεις νικητήριας έκβασής του για την Ελλάδα:

i. Άνοδος του κύρους και του ηθικού των στρατιωτικών (μετά το Μακεδονικό Αγώνα και το

κίνημα στου Γουδή). Προσέλκυε ακόμη και γόνους εύπορων οικογενειών.

ii. Άνοδος του επιπέδου στρατιωτικής εκπαίδευσης, αποστολή αξιωματικών στο εξωτερικό,

μετάκληση ξένων στρατιωτικών αποστολών.

iii. Απαλλαγή των στρατιωτικών από άλλα καθήκοντα: συλλογή φόρων, καταδίωξη ληστών

τόνισε τον εθνικό χαρακτήρα του στρατεύματος.

iv. Αύξηση των επενδύσεων στη στρατιωτική προπαρασκευή, με σχεδιασμό: σύγχρονο

πυροβολικό, μέσα επικοινωνιών, σύγχρονα τουφέκια και πυροβόλα, οργάνωση των

υπηρεσιών (193 εκατ. δρχ. 1905-11).

v. Εντυπωσιακές επενδύσεις στο ναυτικό με αντιτορπιλικά, θωρηκτά (Αβέρωφ=ό,τι

καλύτερο για την Ελλάδα). Παράλληλη εκπαίδευση του προσωπικού. Στο τέλος της α΄

δεκαετίας του 20ού αι. οι ένοπλες δυνάμεις ήταν ο πιο αξιόπιστος μηχανισμός.

vi. Ο ιταλοτουρκικός πόλεμος είχε καταπονήσει τις οθωμανικές δυνάμεις και εξαντλήσει τα

οικονομικά τους η βαθιά κρίση που διερχόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν για τα

βαλκανικά κράτη ευκαιρία, η καλύτερη συγκυρία.

Μέσα Σεπτεμβρίου 1912: η επιστράτευση ξεκίνησε μέσα σε γενικό ενθουσιασμό, πλήθος

εθελοντές από το εσωτερικό, το εξωτερικό και από τους μετανάστες έσπευσαν να καταταγούν

στον στρατό.

Έναρξη αρχές Οκτωβρίου, από το Μαυροβούνιο. Στις 13 επιδόθηκε διακοίνωση που διεκδικούσε

μεταρρυθμίσεις από τους Οθωμανούς∙ η Πύλη την απέρριψε.

Η Βουλγαρία κήρυξε τον πόλεμο και κάλεσε την Ελλάδα να συνδράμει. Ο Βενιζέλος αποδέχθηκε,

ώστε να μην μείνει η Ελλάδα εκτός διανομής των εδαφών.

Η Ελλάδα συγκριτικά διέθετε μικρό στρατό, ευνοήθηκε όμως από την ανάπτυξη των μετώπων: το

ελληνικό ήταν απομακρυσμένο, άρα λιγότερο απειλητικό − το βουλγαρικό στη Θράκη στόχευε

προς Αδριανούπολη και Κωνσταντινούπολη, αντιμετώπισε τον κύριο όγκο του οθωμανικού

στρατού − το σερβικό επεκτάθηκε στη βόρεια Μακεδονία, οι Οθωμανοί κάλυψαν τους

μουσουλμάνους της Μακεδονίας, Κοσόβου και Αλβανίας.

Page 111: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 111

Ο στρατός προέλασε στη Θεσσαλία (μάχη στο Σαραντάπορο 9/10), μόνο εμπόδιο οι αποστάσεις,

οι δύσβατοι δρόμοι, οι δυσκολίες στον ανεφοδιασμό. Ως τα μέσα του μήνα οι Οθωμανοί

υποχώρησαν στην κεντρική Μακεδονία και οργάνωσαν αμυντική γραμμή στα Γιαννιτσά. Η

ελληνική νίκη άνοιξε το δρόμο προς Θεσσαλονίκη.

Η πόλη ήταν χρήσιμη για πολιτικούς και πρακτικούς λόγους: ως λιμάνι και κέντρο

ανεφοδιασμού. Διαφωνία Βενιζέλου/Κωνσταντίνου. Μετά από προτροπή του Βενιζέλου, στις 26

Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Θεσσαλονίκη, παράδοση από τον Χασάν Ταχσίν

πασά. Η Ελλάδα κέρδισε το πλεονέκτημα. Μετά τη Θεσσαλονίκη, στράφηκε προς δυτική

Μακεδονία (Φλώρινα, Κορυτσά).

Η γρήγορη κατάκτηση των διαφιλονικούμενων εδαφών ανησύχησε τη Βουλγαρία, που είχε

καθηλωθεί στο σκληρό μέτωπο της Θράκης. Πολλοί στη Σόφια έβλεπαν ότι η Ελλάδα είχε ήδη

προχωρήσει στο μεγαλύτερο κομμάτι της Μακεδονίας. Τέλη Νοεμβρίου 1912: Σέρβοι–

Βούλγαροι–Μαυροβούνιοι συμφώνησαν για ανακωχή με τους Οθωμανούς, ώστε να ξεκινήσουν

διαπραγματεύσεις της ειρήνης. Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στη συμφωνία για να μη διακοπούν οι

επιχειρήσεις σε Ήπειρο και βόρειο Αιγαίο. Γρήγορα η ανακωχή ανεστάλη.

Επιχειρήσεις στην Ήπειρο: Στις αρχές του 1913 μεταφέρθηκαν δυνάμεις στο ηπειρωτικό μέτωπο

→ κατάληψη Πρέβεζας, που θα χρησιμοποιηθεί ως λιμάνι ανεφοδιασμού και μεταφοράς

ελληνικών δυνάμεων. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με την πολιορκία των Ιωαννίνων. Στις 21-2-

1913 η πόλη παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό από τον Εσάτ πασά. Οι επιτυχίες στην Ήπειρο

έφεραν την Ελλάδα αντιμέτωπη με τον αλβανικό εθνικισμό.

Επιχειρήσεις στη θάλασσα: ουσιαστική η ελληνική συμβολή, εμπόδισε τη μεταφορά εφοδίων

στον οθωμανικό στρατό. Το οθωμανικό ναυτικό ήταν καταπονημένο από τον ιταλοτουρκικό

πόλεμο και προσανατολισμένο στη στήριξη του μετώπου της Κωνσταντινούπολης. Ο ναύαρχος

Κουντουριώτης εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες για να εδραιώσει τις ελληνικές θέσεις, κατέλαβε τη

Λήμνο και τη μετέτρεψε σε βάση ελέγχου του βόρειου Αιγαίου και των Δαρδανελλίων.

Ακολούθησαν Θάσος, Σαμοθράκη, Ψαρά, Ικαρία, Ίμβρος, Τένεδος, Σάμος, Χίος.

11.1.1 Διπλωματικές εξελίξεις

Οι Μεγάλες Δυνάμεις εξεπλάγησαν από τη βαλκανική σύμπραξη και τις στρατιωτικές επιτυχίες.

Το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής Τουρκίας είχε απελευθερωθεί επιστροφή στο

προηγούμενο status quo ήταν αδύνατη.

Δύο ήταν τα μείζονα ζητήματα: ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης και η τύχη των Αλβανών.

α) Η Ρωσία ήθελε την Κων/πολη είτε υπό διεθνές καθεστώς είτε υπό το σουλτάνο.

β) Η Αυστρία στόχευε στον περιορισμό της σερβικής χώρας, η Ιταλία ήθελε ερείσματα στην

ανατολική Αδριατική, ενώ και οι Αλβανοί πρόσβλεπαν σ’ αυτήν. Οι δύο Δυνάμεις στήριξαν

τη δημιουργία αλβανικού κράτους, διεκδικώντας διευρυμένα σύνορα.

Η πτώση της Αδριανούπολης ανατολικά και της Σκόδρας δυτικά (άνοιξη 1913) άνοιξε το δρόμο

για την πλήρη υποχώρηση των Οθωμανών και την έναρξη διαπραγματεύσεων.

Οι Δυνάμεις αποφάσισαν τη διανομή των εδαφών στους νικητές –εκτός της Αλβανίας− και την

παραχώρηση της Κρήτης στην Ελλάδα. Τα Στενά παρέμεναν στην Αυτοκρατορία. Για το μέλλον

παραπέμφθηκαν το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και των αλβανικών συνόρων.

Page 112: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 112

30-5-1913: Συνθήκη του Λονδίνου, επιβεβαίωσε τα παραπάνω, όμως δεν γινόταν λόγος για την

κατανομή των εδαφών μεταξύ των συμμάχων, ούτε για το μέλλον των Δωδεκανήσων. Κανένας

από τους εμπλεκόμενους δεν θεώρησε το αποτέλεσμα ως τελικό.

11.2 Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου προκάλεσαν σοβαρές διαφωνίες. Αντίδραση της Βουλγαρίας

για τα πενιχρά εδαφικά κέρδη σε σχέση με το βάρος του πολέμου που σήκωσε. Η Θεσσαλονίκη ή

η Κωνσταντινούπολη θα ήταν μόνη άξια ανταμοιβή. Η απώλεια της Μακεδονίας αποτελούσε

πλήγμα, εθνική ταπείνωση και οδήγησε στην απόφαση για στροφή ενάντια στους πρώην

συμμάχους. Η Βουλγαρία θεωρούσε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αρκεστεί στην Κρήτη και τα

νησιά του ανατολικού Αιγαίου και να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη, ενώ η Σερβία θα έπρεπε να

τηρήσει επακριβώς τη συμφωνία του 1912.

Οι βουλγαρικές προκλήσεις (σε Θεσσαλονίκη, Νιγρίτα, βόρεια Μακεδονία) προκάλεσαν τις

ελληνοσερβικές επαφές. Η Σερβία αποζητούσε αναθεώρηση της συμμαχίας 1912 και η Ελλάδα

εδραίωση στα κεκτημένα εδάφη.

1-6-1913: υπογράφηκε η ελληνοσερβική Συνθήκη Αμοιβαίας Συνεργασίας, με αντικείμενο την

παροχή εγγυήσεων για διατήρηση των κεκτημένων και κοινά σύνορα.

Η Βουλγαρία προετοιμάστηκε για επιθετική ενέργεια: το στρατιωτικό σχέδιό της προέβλεπε

αιφνιδιασμό αρχικά των Σέρβων και στη συνέχεια στροφή εναντίον των Ελλήνων στη

Θεσσαλονίκη.

16/30-6-1913: έκρηξη του πολέμου. Γρήγορες ήττες των Βουλγάρων πρώτα από τους Σέρβους. Οι

Έλληνες αιχμαλώτισαν τις βουλγαρικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη, αντεπιτέθηκαν στο Λαχανά

και το Κιλκίς (προπύργιο του φιλοβουλγαρισμού) με τρόπο αιματηρό και εκτεταμένες

εκκαθαρίσεις. Ο χαρακτήρας του πολέμου ήταν πιο σκληρός, οι σλαβόφωνοι καταδιώχθηκαν,

χωριά πυρπολήθηκαν, καραβάνια προσφύγων εγκατέλειψαν την περιοχή. Οι ακρότητες

καταγράφηκαν από διεθνείς οργανισμούς της εποχής (έκθεση Κάρνεγκι).

Η προέλαση συνεχίστηκε βορειότερα (Δοϊράνη, Σιδηρόκαστρο/Δεμίρ Ισάρ, Στρώμνιτσα, Ρούπελ,

Νευροκόπι), αλλά η κατάσταση του ελληνικού στρατού επιδεινώθηκε: μεγάλες απώλειες,

ελλιπής και δύσκολος ανεφοδιασμός, επιδημία χολέρας, κόπωση, κρούσματα απειθαρχίας,

εφησυχασμός από τις ήττες των Βουλγάρων, που θεωρήθηκε ότι είχαν οριστικά ηττηθεί.

Στρατιωτικές επιτυχίες είχαν επίσης η Τουρκία από ανατολικά, η Ρουμανία (που θέλησε να

εκμεταλλευτεί τη βουλγαρική υποχώρηση) και η Σερβία.

Ενόψει των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη, που διαφαίνοταν υπό την πίεση των Δυνάμεων,

το βουλγαρικό επιτελείο αναζητούσε μια στρατιωτική επιτυχία για να βελτιώσει τη

διαπραγματευτική θέση του. Στα μέσα Ιουλίου εκδηλώθηκε βουλγαρική αντεπίθεση προς το

ελληνικό μέτωπο, με μικρές επιτυχίες. Στις 18 συμφωνήθηκε η ανακωχή.

10-8-1913: Συνθήκη του Βουκουρεστίου

Η Ελλάδα αποκτούσε την Καβάλα και την περιοχή της, επιβεβαίωνε την κυριαρχία της επί της

Κρήτης, αποκτούσε βόρεια σύνορα στη γραμμή Κορυτσάς–Φλώρινας–Δοϊράνης–Νευροκοπίου

ως τον ποταμό Νέστο.

Η Σερβία προσαρτούσε περιοχές που είχε κατακτήσει (περιοχή του Αξιού βόρεια της Γευγελής).

Εκκρεμούσαν η τύχη της Βόρειας Ηπείρου και η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά

Page 113: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 113

του ΒΑ Αιγαίου, θέματα των οποίων επιλαμβανόταν η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι.

Τελικά, το Δεκέμβριο 1913 η πρώτη επιδικάστηκε στην Αλβανία και το Φεβρουάριο 1914 ο

ελληνικός στρατός διατάχθηκε να την εγκαταλείψει. Αυτή ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για

την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εκτός της Ίμβρου

και της Τενέδου, που θεωρούνταν ότι ανήκαν στο αμυντικό σύστημα των Στενών.

Με δεδομένες τις ιταλικές και αυστριακές πιέσεις στο αλβανικό ζήτημα, ο Βενιζέλος προτίμησε

να ενισχύσει τις ελληνικές θέσεις στα νησιά, απέναντι σε μια χώρα υπολογίσιμη, που

εξακολουθούσε να αμφισβητεί τα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει από τους Βαλκανικούς

πολέμους. Θεωρώντας την ελληνική στρατιωτική παρουσία στα νησιά ως πηγή κινδύνου, η Πύλη

πίεζε για την απομάκρυνση του ελληνικού πληθυσμού της Μ. Ασίας και επιδόθηκε σε έναν

κλιμακούμενο ανταγωνισμό ναυτικών εξοπλισμών, που δεν απέκλειε την πιθανότητα ενός νέου

πολέμου.

Τα περισσότερα από τα άλυτα προβλήματα παρέμειναν σε εκκρεμότητα ως τον Α΄ Παγκόσμιο

Πόλεμο.

Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα αύξησε το έδαφός της κατά 68% και τον

πληθυσμό της από 2,7 σε 4,8 εκατ. Η επιτυχία προκάλεσε εύλογο ενθουσιασμό, οι μαχητές

τιμήθηκαν με διακρίσεις, στους ανάπηρους και τους τραυματίες εκφράστηκε η κρατική μέριμνα.

Πλήθος μνημείων άρχισαν να αποτυπώνουν σε κάθε γωνιά την ευγνωμοσύνη του έθνους.

Γεννήθηκαν όμως και προβλήματα:

α) Τα βόρεια σύνορα ήταν δύσκολο να προστατευθούν.

β) Ενσωματώθηκαν πολλοί μη ελληνικοί, μουσουλμανικοί ή σλαβόφωνοι, πληθυσμοί. Ο

εξελληνισμός ή προσεταιρισμός των σλαβόφωνων της Μακεδονίας κρίθηκε αναγκαίος. Επίσης,

το 1914 κατέφθασαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη και ταυτόχρονα

αναχώρησαν πολλοί μουσουλμάνοι από τη δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο.

γ) Ο τρόπος διανομής των μεγάλων ιδιοκτησιών των Οθωμανών τσιφλικούχων στις Νέες Χώρες,

που επέτεινε ένα ήδη υφιστάμενο πρόβλημα.

11.3 Τα ελληνοαλβανικά σύνορα

Η αντίδραση των Αλβανών κατά τους Βαλκανικούς πολέμους εκδηλώθηκε άμεσα: τον Οκτώβριο

1912 διακήρυξαν ότι δεν επρόκειτο να μείνουν απαθείς στις προσπάθειες Ελλήνων και Σέρβων

να διαμελίσουν όσα θεωρούσαν ‘αλβανικά εθνικά εδάφη’ και ότι θα μάχονταν για την εδαφική

ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Αλβανίας.

28-11-1912: ο Ισμαΐλ Κεμάλ μπέη Βλιόρα κήρυξε στην Αυλώνα την ανεξαρτησία της Αλβανίας και

ενημέρωσε σχετικά τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις και την Πύλη. Το αλβανικό ζήτημα είχε τη στήριξη

της Αυστρίας και της Ιταλίας.

Κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο η Ελλάδα απελευθέρωσε την Ήπειρο, φτάνοντας έως το

Αργυρόκαστρο, Άγιους Σαράντα, Τεπελένι και Κλεισούρα.

Η Συνθήκη του Λονδίνου αναγνώρισε αυτόνομο αλβανικό κράτος και στη συνέχεια η Συνθήκη

του Βουκουρεστίου ανεξάρτητο, αλλά το ζήτημα των συνόρων έμεινε ανοιχτό και συνδέθηκε με

την τύχη των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Οι απόψεις των Δυνάμεων διίσταντο:

i. Η Αγγλία επιθυμούσε να πάρει η Ελλάδα τα νησιά (πλην Ίμβρου και Τενέδου) και να

περάσει στην Αλβανία η Κορυτσά.

Page 114: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 114

ii. Οι Γαλλία, Αυστρία και Ιταλία ήθελαν για την Ελλάδα τα νησιά πλην των Δωδεκανήσων

και στην Αλβανία να περιέλθουν Κορυτσά και Αργυρόκαστρο.

iii. Η Γερμανία ζητούσε να παραμείνουν τα νησιά στους Οθωμανούς και στην Αλβανία

Κορυτσά και Αργυρόκαστρο.

Τελικά, η γραμμή των ελληνοαλβανικών συνόρων καθορίστηκε με το Πρωτόκολλο της

Φλωρεντίας, 17-12-1913, κατά τρόπο που δεν ικανοποιούσε την ελληνική πλευρά. Η κυβέρνηση

Βενιζέλου, όμως, αποδέχθηκε τη ρύθμιση αφού τακτοποιούσε το θέμα της ελληνικής κυριαρχίας

επί των νησιών του Αιγαίου. Η οριστική προσάρτησή τους στην Ελλάδα θα επιτυγχανόταν μόνο

όταν ο ελληνικός στρατός θα αποχωρούσε από τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, οι οποίες θα

παραχωρούνταν στο αλβανικό κράτος. Η αποχώρηση έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος

Μαρτίου 1914. Η Ελλάδα υποχρεωνόταν να μην προβάλει αντίσταση, να εγγυηθεί ότι δεν θα

ενθάρρυνε οποιασδήποτε μορφής αντίδραση εκ μέρους του τοπικού ελληνικού πληθυσμού στις

αποφάσεις αυτές ούτε θα προέβαινε σε ενέργειες που θα όξυναν την τεταμένη κατάσταση στην

περιοχή.

Η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε για την αποχώρηση του στρατού, εκφράζοντας

ταυτόχρονα τη λύπη της επειδή υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει περιοχές που είχαν ελληνικό

πληθυσμό και ζητώντας την παροχή εγγυήσεων για την προστασία της ζωής και της περιουσίας

τους, καθώς και του δικαιώματός τους για ελεύθερη χρήση της ελληνικής γλώσσας και άσκηση

της ορθόδοξης λατρείας. Για την απόφασή του να αποσύρει τον ελληνικό στρατό από τη Βόρεια

Ήπειρο ο Βενιζέλος δέχθηκε οξεία επίθεση από την αντιπολίτευση. Σε μια προσπάθεια να

υπερασπιστεί τις επιλογές του, απάντησε σε επερώτηση του Δημήτριου Ράλλη στη Βουλή, στις

20-2-1914, λέοντας πως «η Ελληνική Κυβέρνησις νομίζει ότι υπέρτατον έχει συμφέρον, όπως

συμμορφωθεί καθ’ ολοκληρίαν προς την διακοίνωσιν των Δυνάμεων» και τηρηθούν οι

καθορισμένες προθεσμίες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την πεποίθηση ότι και οι Δυνάμεις με τη

σειρά τους θα δέχονταν τα αιτήματά του για την προστασία των πληθυσμών.

Ο ελληνικός πληθυσμός της Βόρειας Ηπείρου δεν ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει την ίδια

με την ελληνική κυβέρνηση πειθήνια στάση προς τις διεθνείς αποφάσεις∙ αντιθέτως, είχε

προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ένοπλης αντίδρασης ώστε να επιτύχει με τη βία ανατροπή των

νέων δεδομένων και να αποτρέψει την ένταξή του στο αλβανικό κράτος.

Στις 5-2-1914 οι Ηπειρώτες αποφάσισαν να ανακηρύξουν την αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου

και να συγκροτήσουν Οργανωτική Επιτροπή. Πίστευαν ότι η ελληνική κυβέρνηση τους είχε

προδώσει αφού είχε αποδεχθεί να αποχωρήσει από την περιοχή και να την παραδώσει στους

Αλβανούς.

Οι κατοπινές εξελίξεις ήρθαν ραγδαία: Στις 10 Φεβρουαρίου η Βόρεια Ήπειρος ανακηρύχθηκε

Αυτόνομη Πολιτεία. Στις 15 Φεβρουαρίου ο Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος έφτασε στο

Αργυρόκαστρο, όπου τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, και σχημάτισε Προσωρινή Κυβέρνηση.

Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχθηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα η «Αυτόνομη Πολιτεία της

Βορείου Ηπείρου», με έδρα το Αργυρόκαστρο.

Το κίνημα της αυτονομίας δεν υποστηριζόταν από το επίσημο ελληνικό κράτος, καθώς η

κυβέρνηση Βενιζέλου ήταν ειλικρινής στην πρόθεσή της να τηρήσει τις διεθνείς αποφάσεις∙

ηθικά, ωστόσο, ήταν απόλυτα με το μέρος των Ελλήνων. Ο μόνος τρόπος να εμποδιστεί η

εκδήλωση του κινήματος θα ήταν η επιβολή στρατιωτικού νόμου, μια τέτοια ενέργεια όμως θα

Page 115: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 115

επέσυρε την κατακραυγή στο εσωτερικό της χώρας. Η ανακήρυξη της αυτονομίας έφερε την

ελληνική κυβέρνηση σε δύσκολη θέση.

Το αυτονομιστικό κίνημα θορύβησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, που θέλησαν να προλάβουν

τετελεσμένα σε βάρος των αλβανικών συμφερόντων, γι’ αυτό και άσκησαν πιέσεις για μερική

αποδοχή κάποιων αιτημάτων των εξεγερμένων. Το ίδιο και η κυβέρνηση Βενιζέλου υπέδειξε

στον Ζωγράφο να επιτευχθεί κατ’ αρχήν συμφωνία για τα ουσιώδη ζητήματα που ενδιέφεραν

τους Ηπειρώτες. Τυχόν συνέχιση των συγκρούσεων για μεγάλο διάστημα θα είχε αμφίβολα

αποτελέσματα και θα προκαλούσε επέμβαση της Ιταλίας και της Αυστρίας, οι οποίες στήριζαν

την αλβανική υπόθεση. Το βασικό σκεπτικό του Βενιζέλου ήταν ότι οι Ηπειρώτες θα μπορούσαν

να εξασφαλίσουν τα δικαιώματά τους βασιζόμενοι στις καλές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και

Αλβανίας.

Στις 17-5-1914, υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ουσιαστικά δημιουργούσε

καθεστώς αυτονομίας για τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, υπό την ηγεμονία του πρίγκιπα Βιντ,

ο οποίος όμως δεν θα είχε ουσιαστικές εξουσίες. Οι όροι της συμφωνίας περιλάμβαναν:

i. Θα σχηματιζόταν τοπική χωροφυλακή από πολίτες των δύο θρησκευμάτων, αναλόγως με

τον αριθμό τους στους νομούς Αργυροκάστρου και Κορυτσάς.

ii. Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου όφειλε να απομακρύνει όλες τις ξένες

(βλ. ελληνικές) ένοπλες ομάδες από τους δύο νομούς.

iii. Οι ορθόδοξες κοινότητες θα διατηρούσαν τις περιουσίες τους.

iv. Η εκπαίδευση θα ήταν ελεύθερη. Στα σχολεία των ορθόδοξων κοινοτήτων γλώσσα της

εκπαίδευσης θα ήταν η ελληνική, ενώ η αλβανική θα διδασκόταν συγχρόνως κατά τις

τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η θρησκευτική διδασκαλία θα γινόταν αποκλειστικά

στην ελληνική.

v. Η χρήση της ελληνικής και της αλβανικής γλώσσας εξασφαλιζόταν ενώπιον όλων των

αρχών, των δικαστηρίων και των τοπικών συμβουλίων.

Το κείμενο ικανοποιούσε πολλά από τα αιτήματα των εξεγερμένων Ηπειρωτών, καθώς και την

ελληνική κυβέρνηση. Τη συμφωνία επικύρωσαν οι Δυνάμεις το ίδιο καλοκαίρι, αλλά δεν

μπορούσαν να εγγυηθούν την εκτέλεσή της. Η κυβέρνηση του Βιντ, ανίσχυρη καθώς ήταν, δεν

διέθετε ούτε τα μέσα ούτε τη δύναμη να επιβάλει στους μουσουλμάνους Αλβανούς την ιδέα της

ύπαρξης ενός αυτόνομου ηπειρωτικού κράτους.

Τα γεγονότα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στάθηκαν καταλύτης των εξελίξεων: στις 16

Σεπτεμβρίου ο Βιντ εγκατέλειψε το Δυρράχιο αφήνοντας τη χώρα σε κατάσταση χειρότερη από

ποτέ και ο ελληνικός στρατός εισήλθε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ήπειρο.

12. Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η έκρηξη και η γενίκευση του πολέμου έθεσαν την Ελλάδα σε επιφυλακή: τη διατήρηση της

ουδετερότητάς της επιθυμούσαν αρχικά οι εμπόλεμες πλευρές:

α) οι δυνάμεις της Entente για να μην ωθήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη

Βουλγαρία στην Τριπλή Συμμαχία,

β) η Γερμανία, επειδή γνώριζε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να συμμετάσχει στον πόλεμο μόνο

με την Entente.

Στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν δύο κυρίαρχες απόψεις:

Page 116: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 116

α) Του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, στηριζόμενου από το Γενικό Επιτελείο, που επιθυμούσε διαρκή

ουδετερότητα. Τα επιχειρήματά τους:

i. Η Ελλάδα είχε μόλις βγει από δύο πολέμους και χρειαζόταν εσωτερική ανασυγκρότηση και

διασφάλιση των νέων εδαφών.

ii. Με την έξοδό της στον πόλεμο η Ελλάδα διακινδύνευε να δεχθεί επίθεση από την

Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία.

iii. Η Entente δεν διέθετε δυνάμεις στην περιοχή ικανές να προστατέψουν την εδαφική

ακεραιότητα της Ελλάδας.

iv. Η Γερμανία τελικά θα νικούσε επειδή ήταν πιο ισχυρή στρατιωτικά.

Οι σχέσεις του Κωνσταντίνου με τη Γερμανία ήταν γνωστές: το 1888 φοίτησε ως συνταγματάρχης

στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Ο θαυμασμός του για τις αξίες που διέτρεχαν τον

πρωσικό στρατό, σε συνδυασμό με την πίστη του στο μοναρχικό πολίτευμα είχαν διαμορφώσει

την πολιτική θεώρησή του. Παντρεμένος με τη Σοφία, αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα.

[Προσωπικά ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν ο πρώτος βασιλιάς που είχε κερδίσει μεγάλη δημοτικότητα,

είχε γίνει θρύλος και αντικείμενο λατρείας από μεγάλη μερίδα του κόσμου, ως θριαμβευτής των

Βαλκανικών πολέμων, ο ελευθερωτής της Θεσσαλονίκης, ο άνθρωπος που προοριζόταν

σύμφωνα με το θρύλο να μπει στην Πόλη επάνω σε άσπρο άλογο. Υπέγραφε ως Κωνσταντίνος

ΙΒ΄, ως συνεχιστής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου].

β) Του Βενιζέλου, που επιθυμούσε έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, επειδή:

i. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμμαχήσει με την Τριπλή Συμμαχία γιατί οι δυνάμεις της

στήριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία.

ii. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της έπρεπε να διατηρεί σχέσεις και να συμμαχεί με τις

ναυτικές δυνάμεις.

iii. Η συμμετοχή στον πόλεμο θα διασφάλιζε τα εδάφη που είχαν κατακτηθεί, θα έδινε στην

Ελλάδα τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και θα εξασφάλιζε τη συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις

της ειρήνης.

iv. Η Entente θα νικούσε τελικά στον πόλεμο.

Η προσχώρηση πρώτα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Οκτώβριος 1914) και έπειτα της

Βουλγαρίας (Σεπτέμβριος 1915) στην Τριπλή Συμμαχία (με στόχο να αποκαταστήσουν

προηγούμενες εδαφικές απώλειες) ήταν καθοριστική για τη θέση της Ελλάδας.

Φεβρουάριος 1915: η Αγγλία πρότεινε συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία των

Δαρδανελλίων με αντάλλαγμα εδάφη στη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος αποδέχθηκε, αλλά ο

Κωνσταντίνος εμπόδισε τη συμμετοχή παραίτηση Βενιζέλου, οδήγησε σε μακρά περίοδο

εσωτερικής πολιτικής κρίσης που έμεινε γνωστή ως «Εθνικός Διχασμός».

31-5/13-6-1915, νέες εκλογές με νίκη Βενιζέλου. Ο βασιλιάς διατηρεί την ίδια γραμμή στην

εξωτερική πολιτική.

21-9-1915: Η Βουλγαρία προσχώρησε στην Τριπλή Συμμαχία και κήρυξε επιστράτευση, θέτοντας

σε κίνδυνο την Ελλάδα. Ενόψει αυτού, ο Βενιζέλος δεν απέτρεψε την απόβαση συμμαχικών

στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη για το άνοιγμα Μακεδονικού Μετώπου και τη στήριξη των

Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος απέμπεμψε τον Βενιζέλο και αρνήθηκε είτε να συμπράξει με την

Entente είτε να στηρίξει τη Σερβία που ήδη δεχόταν επίθεση Αγγλία και Γαλλία επιθυμούσαν

Page 117: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 117

πλέον ανατροπή της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Σκουλούδη και απομάκρυνση του

Κωνσταντίνου, τον οποίο έβλεπαν με καχυποψία και εχθρότητα.

Ο βασιλιάς επιχείρησε προσέγγιση προς τη Γερμανία προτείνοντας εκδίωξη του στρατού της

Entente από τη Θεσσαλονίκη και παρέχοντας στρατιωτικές διευκολύνσεις.

Μάιος 1916: καταλαμβάνεται χωρίς αντίσταση το οχυρό Ρούπελ από βουλγαρική δύναμη ο

Βενιζέλος κατήγγειλε τον Κωνσταντίνο και οι στόλοι Αγγλίας και Γαλλίας επέβαλαν μερικό

αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών.

Αύγουστος 1916: βουλγαρικές δυνάμεις εισήρθαν στην Ανατολική Μακεδονία και εξαπέλυσαν

διωγμό εναντίον των Ελλήνων.

12.1 Εθνικός διχασμός

Ο εθνικός διχασμός και η εσωτερική κρίση βαθαίνουν. Μολονότι ο Διχασμός ξεκίνησε από μια

πολιτική σύγκρουση, δεν μπορεί να ερμηνευθεί αν αντιμετωπιστεί αποκλειστικά ως πολιτική

κρίση∙ πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με τα σύγχρονά του κοινωνικά, οικονομικά, ιδεολογικά

φαινόμενα. Ενώ ξεκίνησε από την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, δεν άργησε να αποκτήσει

διαστάσεις κοινωνικής σύγκρουσης. Προσπαθώντας με κάθε τρόπο να προσελκύσουν

υποστηρικτές τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα κινητοποιούσαν διαρκώς νέα στρώματα, αλλά

προέκριναν διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα:

α) Η βασιλική παράταξη καλλιεργούσε τα αντιβενιζελικά αισθήματα χρησιμοποιώντας το φόβο

του λαού μπροστά σε ένα νέο πόλεμο και τον αποκλεισμό των λιμανιών που σε πολλές περιοχές

προκάλεσε λιμό, επιδημίες και κακουχίες.

Χρησιμοποιώντας εκτεταμένο προπαγανδιστικό μηχανισμό διαβεβαίωνε ότι οι δυνάμεις της

Τριπλής Συμμαχίας ετοιμάζονταν να κατέβουν στη Θεσσαλονίκη για να διώξουν τον

αγγλογαλλικό στρατό.

Οι οπαδοί της εντοπίζονταν κυρίως στην προ του 1912 Ελλάδα: την Πελοπόννησο, Στερεά, Ιόνια

νησιά, Κυκλάδες.

Γενικά, οι μοναρχικοί συντάχθηκαν με τους λίγους, αλλά πολιτικά και οικονομικά ισχυρούς

γαιοκτήμονες, αρνούνταν την ύπαρξη εργατικού ζητήματος και επιδίωκαν την καταστολή των

εργατικών αιτημάτων.

β) Ο Βενιζέλος κατηγορούσε τη βασιλική πολιτική επειδή έθετε σε κίνδυνο τους Έλληνες της

Μακεδονίας και της Θράκης, κατέκρινε την παράδοση του Ρούπελ.

Η απήχησή του ήταν εντονότερη στην Κρήτη, τα νησιά του ανατ. Αιγαίου και τη Μακεδονία,

καθώς τον θεωρούσαν εγγύηση για την παραμονή τους στο ελληνικό κράτος. Γενικά τον Βενιζέλο

υποστήριζαν οι πρόσφυγες, που από το 1914 είχαν αρχίσει να διασπείρονται στη χώρα.

Γενικά, οι Φιλελεύθεροι υπόσχονταν διανομή των τσιφλικιών στους πολυάριθμους ακτήμονες.

Στις εργασιακές σχέσεις προωθούσαν τον κρατικό παρεμβατισμό με παραχωρήσεις υπέρ των

εργατών.

Τα επεισόδια και οι ταραχές μεταξύ οπαδών των δύο πλευρών γίνονταν καθημερινό φαινόμενο.

16/30-8-1916: εκδηλώθηκε το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη, από την ομώνυμη

Επιτροπή (Δ. Δίγκας, Π. Αργυρόπουλος, Αλέξ. Ζάννας, Ν. Πλαστήρας, Εμμ. Ζυμβρακάκης κ.ά.).

Page 118: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 118

12-9-1916: ο Βενιζέλος αναχώρησε για τα Χανιά, όπου με το ναύαρχο Κουντουριώτη

συγκρότησαν την «Προσωρινή Κυβέρνηση» [αργότερα η Τριανδρία συμπληρώθηκε με το

στρατηγό Δαγκλή].

26-9/10-10-1916: η Προσωρινή Κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνοντας

την ηγεσία του κινήματος της Εθνικής Άμυνας: η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο.

Άμεση προτεραιότητα του κινήματος ήταν να συγκεντρώσει στρατό από τις Νέες Χώρες για να

ενισχύσει τους συμμάχους στο Μακεδονικό μέτωπο. Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού

παρέμεινε στο αθηναϊκό κράτος και συνέχισε τις διώξεις σε βάρος των βενιζελικών.

Οι πιέσεις των συμμάχων προς την Αθήνα εντάθηκαν, αγγλογαλλικός στόλος εισήλθε στο

Φάληρο και συμμαχικά αγήματα αποβιβάστηκαν στην πρωτεύουσα.

Τα «Νοεμβριανά», 1916: αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των γαλλικών στρατευμάτων που είχαν

αποβιβαστεί στον Πειραιά για να παραλάβουν στρατιωτικό υλικό και ομάδων φιλοβασιλικών

εθελοντών και ‘επίστρατων’, παραστρατιωτικών βασιλικών οργανώσεων. Ακολούθησε μαζικός

διωγμός των βενιζελικών, φυλακίσεις, λεηλασίες, καταστροφές περιουσιών.

Τα Νοεμβριανά διεύρυναν το χάσμα μεταξύ βασιλιά και Προσωρινής Κυβέρνησης. Οι δυνάμεις

της Αντάντ την αναγνώρισαν πλέον επίσημα και επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό του ‘κράτους των

Αθηνών’.

29-5/11-6-1917: η Γαλλία απαίτησε και πέτυχε απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και

αντικατάστασή του στο θρόνο από το δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος επέστρεψε

στην Αθήνα, αποκατέστησε τη «Βουλή των Λαζάρων» και κήρυξε τον πόλεμο στην Τριπλή

Συμμαχία.

Παρά τον κοινοβουλευτικό του μανδύα, το βενιζελικό καθεστώς δεν συνιστούσε επάνοδο στη

συνταγματική ομαλότητα∙ μπορεί να επικαλούνταν την «ιστορική ευθύνη» του έθνους και την

αποκατάσταση των «δημοκρατικών συνταγματικών παραδόσεων» που είχε καταρρακώσει ο

Κωνσταντίνος, ωστόσο η ίδια κυβέρνηση συστηματοποίησε την καταστολή της αντιπολίτευσης.

Αμέσως εφαρμόστηκε ο στρατιωτικός νόμος, αυστηρή λογοκρισία και παρακολούθηση των

αντιπάλων. Υιοθετήθηκαν νομοθετικά μέτρα που κρίθηκαν αναγκαία για την εξουδετέρωση και

την τιμωρία τους, έγιναν απελάσεις των αντιβενιζελικών ηγετών, οι εκκαθαρίσεις του κρατικού

μηχανισμού πήραν πρωτοφανή έκταση, απολύθηκαν δικαστικοί και δημόσιοι υπάλληλοι,

καθαιρέθηκαν οι κληρικοί που είχαν αναθεματίσει τον Βενιζέλο, αποστρατεύτηκε περίπου το

40% των αξιωματικών και έγιναν ριζικές εκκαθαρίσεις στη χωροφυλακή. Διαρκή και έκτακτα

στρατοδικεία δίκαζαν σε όλη τη διάρκεια της επόμενης τριετίας όσους εκφράζονταν κατά του

καθεστώτος και επιτροπές δημόσιας ασφάλειας επέβαλλαν εκτοπίσεις. Κατά συνέπεια, η

κυβέρνηση Βενιζέλου βιώθηκε ως ‘τυραννικό’ καθεστώς από τα θύματά του και ιδιαίτερα από

τον πληθυσμό της Παλαιάς Ελλάδας, αυξάνοντας το φανατισμό και τη δίψα για εκδίκηση.

Στο στρατιωτικό τομέα, οι ελληνικές μονάδες που συγκεντρώθηκαν συμμετείχαν στις

επιχειρήσεις του Μακεδονικού μετώπου (μάχη του Σκρα).

Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1918: συνθηκολόγηση των δυνάμεων της Τριπλής Συμμαχίας και έναρξη

των διαπραγματεύσεων της ειρήνης.

Ανακωχή του Μούδρου (30-10-1918): σήμανε τον τερματισμό του Α΄ΠΠ στο ανατολικό μέτωπο

και την άνευ όρων παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Page 119: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 119

12.2 Το Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι

Οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας προβλήθηκαν επίσημα από τον Βενιζέλο, το Δεκέμβριο

1918. Περιλάμβαναν Θράκη, νησιά Ανατ. Αιγαίου (πλην των Δωδεκανήσων), παράλια Μικράς

Ασίας, Βόρεια Ήπειρο. Κεντρικό επιχείρημα, η εθνολογική σύνθεση των περιοχών στηριγμένη

στη βάση της εθνικής συνείδησης. Είχε την υποστήριξη Αγγλίας και Γαλλίας και αντιπάλους

Ιταλία και ΗΠΑ [ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση ενός τουρκικού κράτους με πρωτεύουσα την

Κωνσταντινούπολη].

Η επέκταση στη Θράκη και τη Μ. Ασία είχε την ενθουσιώδη υποστήριξη της κοινής γνώμης και,

εκτός από την προσάρτηση των εδαφών, αποσκοπούσε στην προστασία των εκεί ελληνικών

πληθυσμών.

Για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της η Ελλάδα συμμετείχε στην αμφιλεγόμενη και

αποτυχημένη εκστρατεία της Ουκρανίας, εναντίον του καθεστώτος των μπολσεβίκων, στις αρχές

του 1919. Η ελληνική συμμετοχή έστρεψε την οργή των μπολσεβίκων ενάντια στις ελληνικές

κοινότητες στη νότια Ρωσία. Αποτέλεσμα ήταν η εκδίωξη μεγάλου αριθμού Ελλήνων Ποντίων και

η άφιξή τους ως προσφύγων στη χώρα.

Τέλη Απριλίου 1919: η Ελλάδα εξασφάλισε τη συμμαχική εντολή για προσωρινή κατάληψη της

Σμύρνης και του βιλαετίου Αϊδινίου, εκμεταλλευόμενη τη δυσπιστία Αγγλίας και Γαλλίας

απέναντι στην Ιταλία και την ανησυχία τους για την προώθηση ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων

από τα Δωδεκάνησα στην Αττάλεια. Στην ουσία ο ελληνικός στρατός αποτελούσε τον ένοπλο

προστάτη των αποικιακών συμφερόντων της Βρετανίας στα Δαρδανέλλια και την Ανατ.

Μεσόγειο. Όπως το έθεσε κυνικά στα απομνημονεύματά του ο Ουίν. Τσόρτσιλ, τότε υπουργός

Πολέμου, η ελληνική πανστρατιά ήταν απλώς «ένας πόλεμος που έπρεπε να διεξαχθεί μέσω

εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου»∙ μόνο που «οι πόλεμοι που διεξάγονται κατ’ αυτόν τον τρόπο

από τα μεγάλα έθνη είναι συχνά πολύ επικίνδυνοι για τους αντιπροσώπους».

Ο ελληνικός στρατός, επομένως, δευτερευόντως βρισκόταν εκεί για την αποφυγή ταραχών μέχρι

την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης και την προστασία του ελληνικού πληθυσμού

από τις ανθελληνικές εκδηλώσεις των Τούρκων. Η οριστική τύχη της περιοχής θα κρινόταν με

δημοψήφισμα μετά από πέντε χρόνια ελληνικής διοίκησης.

Η εντολή δόθηκε σε ευνοϊκή για την Ελλάδα συγκυρία απόντος του Ιταλού αντιπροσώπου.

14/27-11-1919: Συνθήκη του Νεϊγί, η Βουλγαρία παραιτήθηκε από τη Δυτική Θράκη, η οποία

πέρασε σε προσωρινό συμμαχικό έλεγχο. Προβλεπόταν αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση

των Βουλγάρων της Ελλάδας και των Ελλήνων της Βουλγαρίας.

Με απόφαση της Διάσκεψης του Σαν Ρέμο (Απρίλιος 1920) τερματίστηκε η διασυμμαχική κατοχή

της Θράκης. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε το Μάιο και ως τον Ιούλιο είχε προχωρήσει στην

Ανατολική Θράκη, ως την Κωνσταντινούπολη.

12.3 Η Συνθήκη των Σεβρών

10-8-1920: επιβεβαίωσε την προσάρτηση της Θράκης, των νησιών του Ανατ. Αιγαίου

(συμπεριλαμβανομένης Ίμβρου και Τενέδου) και των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας στην

Ελλάδα. Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά έγιναν ουδέτερη ζώνη υπό τον έλεγχο συμμαχικής

επιτροπής. Πιστοποίησε την έξοδο της Ελλάδας στη Μαύρη Θάλασσα και κατέστησε το Αιγαίο

‘ελληνική λίμνη’.

Page 120: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 120

Θεωρήθηκε μεγαλειώδης στιγμή του ελληνισμού, δικαίωση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας και

εκπλήρωση της εθνικής ολοκλήρωσης, με την έννοια της διεύρυνσης των συνόρων εκεί όπου

υπήρχαν αλύτρωτοι Έλληνες. Ήταν προϊόν των επιδέξιων βενιζελικών χειρισμών, αλλά και των

συγκυριών της εποχής. Αντανακλούσε την Ελλάδα του 1920, που ήταν μέλος της νικήτριας

συμμαχίας.

Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι η Συνθήκη που εκλαμβάνεται ως κορωνίδα των επιτυχιών της

ελληνικής διπλωματίας δεν επικυρώθηκε από κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη πλην της

Ελλάδας, όπως επιτάσσει το διεθνές δίκαιο: μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Νοεμβρίου

1920, οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας δεν προώθησαν την επικύρωσή της. Επιπλέον,

ως αποτέλεσμα πρόσκαιρων ελιγμών και συγκυριακών ενδοσυμμαχικών ισορροπιών εμπεριείχε

το σπέρμα της προσωρινότητας.

Οι Φιλελεύθεροι, αμέσως μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην Ελλάδα και την πανηγυρική

παρουσίαση της Συνθήκης στη Βουλή προκήρυξαν εκλογές ελπίζοντας σε ενίσχυση της δύναμής

τους. Το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας και αισιοδοξίας που κυριαρχούσε στις τάξεις των

Φιλελευθέρων τους εμπόδιζε να διακρίνουν το υπόγειο ρεύμα λαϊκής δυσαρέσκειας που είχε

ήδη διαμορφωθεί. Οι διεθνείς θρίαμβοι δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα εσωτερικά

προβλήματα: αυταρχισμός των υπαρχηγών του Βενιζέλου, υψηλή φορολογία, κούραση του

στρατού που υπηρετούσε 8 χρόνια, ευνοιοκρατία.

Δύο φιλομοναρχικοί αξιωματικοί είχαν επιχειρήσει να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στο Παρίσι

(30-7-1920), ακολούθησαν ταραχές και διωγμός των αντιβενιζελικών σε όλη την Ελλάδα, με

αποκορύφωμα τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα (31-7-1920).

Η μοναρχική παράταξη, με προεκλογικό σύνθημα το τέλος του πολέμου στη Μικρά Ασία («εληά,

εληά, και Κώτσο βασιλιά»), κέρδισε τις εκλογές (1/14-11-1920) [οι βενιζελικοί πήραν το 52% των

ψήφων, αλλά μόλις τις 118 από τις 369 έδρες, με μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική

περιφέρεια], ο Βενιζέλος έφυγε για το Παρίσι. Η νέα κυβέρνηση Δημ. Ράλλη προχώρησε σε

αντίποινα κατά των βενιζελικών και εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό και το στράτευμα.

Με νόθο δημοψήφισμα (5-12-1920) επανήλθε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ (ο Αλέξανδρος είχε

πεθάνει λίγο πριν τις εκλογές από σηψαιμία, 25-10-1920), μέσα σε ατμόσφαιρα άκρατου

αντιβενιζελικού φανατισμού.

4-12-1920: είχε προηγηθεί διάβημα των συμμάχων προς την κυβέρνηση, που προειδοποιούσε

ότι τυχόν επαναφορά τού βασιλιά που είχε ταχθεί υπέρ των Γερμανών κατά τον πόλεμο θα

σήμαινε άρση της διπλωματικής στήριξης και κάθε οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, όπως

και έγινε. Είναι προφανές ότι τόσο ο Ράλλης όσο και η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» είχαν

επίγνωση των κινδύνων που έκρυβαν οι πολιτειακές τους επιλογές.

Ωστόσο, σήμερα πλέον το επιχείρημα ότι οι εκλογές και τα αποτελέσματα του Νοεμβρίου 1920

υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία των δεινών που επακολούθησαν, αποδεικνύεται ανεπαρκές. Οι

εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί εκτός ελληνικών συνόρων, η έμφαση που δίνεται στις αλλαγές

του 1920 εγκλωβίζει ένα διεθνές φαινόμενο στη λογική της ελληνικής μικροπολιτικής

αντιπαράθεσης.

Η διάσπαση του συμμαχικού μετώπου, η βαθμιαία δηλαδή απομάκρυνση της Γαλλίας από την

έγκριση ή την ανοχή της Συνθήκης των Σεβρών προς την 'ουδετερότητα' και από εκεί προς την

όλο και λιγότερο συγκαλυμμένη υποστήριξη του κεμαλισμού, εκδηλώθηκε μεν ανοιχτά μετά την

ήττα του Βενιζέλου και την άφιξη του Κωνσταντίνου στην Αθήνα, αλλά όχι εξαιτίας τους.

Page 121: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 121

Στο εσωτερικό, αμέσως μετά την επικράτησή τους, οι μοναρχικοί οργάνωσαν ισχυρούς

παρακρατικούς μηχανισμούς στηριγμένους στη μαζική κινητοποίηση και δρομολόγησαν μια

λευκή τρομοκρατία, κυρίως εναντίον των βενιζελικών. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν

αξιωματικοί που είχαν διωχθεί από τους Φιλελεύθερους και τώρα επέστρεφαν σε νευραλγικές

θέσεις του στρατού.

13. ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

13.1 Η άφιξη του στρατού στη Σμύρνη

Τέλη Απριλίου 1919: Συμμαχική εντολή για την αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος

στη Σμύρνη.

Η ελληνική απόβαση πραγματοποιήθηκε στις 2/15-5-1919. Συμμετείχαν περίπου 60.000 άνδρες,

αργότερα θα φτάσουν τις 100.000, όσοι και την εποχή του Α΄ Βαλκανικού πολέμου.

Ο στρατός έγινε δεκτός από τους Έλληνες με ενθουσιασμό, ως ‘λυτρωτής’. Οι μουσουλμάνοι της

πόλης −πολλοί πρόσφυγες από Κρήτη, Θεσσαλία και Μακεδονία− ένιωσαν απειλή και φόβο.

Τότε καταγράφηκαν και τα πρώτα επεισόδια/συμπλοκές, χωρίς να πάρουν μεγάλη έκταση.

Στην πόλη εγκαταστάθηκε η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης, με επικεφαλής τον Αριστείδη Στεργιάδη.

Διακρίνονται δύο φάσεις στη λειτουργία της:

i. από το Μάιο 1919 έως τον Αύγουστο 1920.

ii. από τη Συνθήκη των Σεβρών ως το Σεπτέμβριο 1922. Σ’ αυτή τη φάση η Ύπατη Αρμοστεία

μετονομάστηκε σε Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης, αν και ο Στεργιάδης εξακολουθούσε να

αναφέρεται ως Υπατος Αρμοστής.

Το έργο που έπρεπε να επιτελέσει η Ύπατη Αρμοστεία ήταν τριπλό:

i. διακριτικός έλεγχος και συνεργασία των τουρκικών αρχών (που αναγνωρίστηκαν αμέσως

μετά την άφιξη του στρατού), μέχρι να αναλάβει η Ελλάδα την πλήρη διοίκηση της

περιοχής με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.

ii. εκπροσώπηση των ελληνικών συμφερόντων έναντι των συμμάχων και των οθωμανικών

αρχών.

iii. προετοιμασία του εδάφους για τη μελλοντική προσάρτηση της δυτικής Μ. Ασίας στην

Ελλάδα.

Το ζητούμενο ήταν να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης και των

περιχώρων. Οι οδηγίες του Βενιζέλου μιλούσαν για σεβασμό όλων των εθνοτήτων και αποφυγή

κάθε παρεκτροπής, κάτι που δεν επιτεύχθηκε όμως απόλυτα.

Γρήγορα στήθηκε ένα σύστημα διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση των αναγκών που

προέκυπταν: η κεντρική διοίκηση οργάνωσε τη διαχείριση των εσόδων, τη χωροφυλακή, το

δικαστικό σώμα. Φρόντισε για τον επαναπατρισμό περίπου 120 χιλ. προσφύγων και

εκτοπισμένων και για την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων πόλεων (Αϊδίνι). Ίδρυσε πειραματικό

αγρόκτημα, χτίστηκε το Ιωνικό Πανεπιστήμιο (υπό τον Κωνστ. Καραθεοδωρή) και ιδρύθηκε

υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Η απόβαση και ο πόλεμος επικρίθηκαν αργότερα, υπό το φως της καταστροφής, επειδή η

Ελλάδα παρενεβλήθη στον επεκτατικό ανταγωνισμό των Δυνάμεων και υπέστη τις συνέπειες. Οι

επικρίσεις δεν λάμβαναν υπόψη ότι:

Page 122: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 122

i. Η τελική έκβαση δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί όταν ελήφθη η απόφαση. Η κυβέρνηση

χάραξε πολιτική σύμφωνα με τα ευνοϊκά δεδομένα της εποχής.

ii. Η εδαφική επέκταση της Ελλάδας στη Δ. Θράκη και τη Μ. Ασία είχε την ενθουσιώδη

υποστήριξη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Για δεκαετίες οι ελληνικές

κυβερνήσεις προσπαθούσαν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι το εθνικό συμφέρον

επέβαλλε την ενσωμάτωση των αλύτρωτων περιοχών, ιδίως της Θράκης και της Μ.

Ασίας, όπου ανθούσαν πολυπληθείς ελληνικές κοινότητες.

iii. Η παρουσία του στρατού είχε στόχο την προστασία του πληθυσμού, που τελούσε υπό

διωγμό από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων, και είχε τη μορφή συμμαχικής

παρουσίας στην περιοχή.

13.2 Οι πολεμικές επιχειρήσεις

Μέχρι το καλοκαίρι 1920 ο στρατός είχε επεκτείνει τις περιοχές που έλεγχε προς το εσωτερικό

και είχε σταθεροποιήσει σημαντικά την παρουσία του, αλλά αντιμετώπιζε διαρκώς επιθέσεις

από ομάδες ατάκτων και το μίσος των μουσουλμάνων κατοίκων [πολλοί κατέφευγαν σε περιοχές

που έλεγχαν οι Τούρκοι]. Με την πάροδο του χρόνου τα προβλήματα πλήθαιναν.

Ο στρατός της Σμύρνης αντιμετώπιζε κυρίως την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού, που

οφειλόταν:

i. Στην απόβαση ξένων εκστρατευτικών σωμάτων (Έλληνες, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί) στα

εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως στον πυρήνα της τουρκικής επικράτειας,

η οποία θεωρήθηκε ως ‘εθνική ντροπή’.

ii. Στις διαδοχικές προγενέστερες εδαφικές συρρικνώσεις της αυτοκρατορίας, την άφιξη

πολυάριθμων προσφύγων και τον κίνδυνο περαιτέρω μόνιμου κατατεμαχισμού.

iii. Στην παρακμή της σουλτανικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη, που ήταν υποχείριο

των δυτικών Δυνάμεων και δεν είχε καμία εξουσία.

Ο κεμαλισμός αντιπροσώπευε μια σύγχρονη δύναμη ικανή να συνενώσει τους τουρκικούς

πληθυσμούς της Μ. Ασίας και της Ανατολίας. Ως το 1920 όμως δεν είχε ακόμη κατορθώσει να

συγκεντρώσει δυνάμεις ανάλογες των ελληνικών.

Ενόψει της υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών, οι σύμμαχοι επιθυμούσαν αφενός να

αυξήσουν τις πιέσεις προς την οθωμανική κυβέρνηση για να γίνουν ευκολότερα αποδεκτοί οι

όροι της, αφετέρου να προασπίσουν τα συμφέροντά τους στην αυτοκρατορία:

i. Η Αγγλία ενδιαφερόταν για τον έλεγχο των Στενών, έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Κεμάλ

που αγωνιζόταν για «την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα» ενός νέου

τουρκικού κράτους.

ii. Η Γαλλία επιθυμούσε να αντιμετωπίσει τις κεμαλικές δυνάμεις που δημιουργούσαν

προβλήματα στο στρατό της στην Κιλικία, χωρίς κόστος.

‘Οπως επισημαίνεται σε υπόμνημα του F.O. (1920), η Ελλάδα προκρίθηκε από την κυβερνήση

του Λονδίνου ως ο βολικότερος αντικαταστάτης των Τούρκων στο ρόλο «της πρώτης γραμμής

άμυνας» των βρετανικών κτήσεων του Σουέζ και της Ινδίας: ήταν «αρκετά ισχυρή ώστε να μας

επιτρέψει να εξοικονομήσουμε έξοδα σε καιρό ειρήνης, κι αρκετά αδύναμη ώστε να μας είναι

απόλυτα υποτελής σε καιρό πολέμου».

Page 123: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 123

Ο πρόθυμος ελληνικός στρατός ήταν το κατάλληλο όπλο και δόθηκε τότε η άδεια να διευρυνθεί

η ελληνική ζώνη κατοχής. Τον Ιούνιο 1920 ξεκίνησε η ελληνική προέλαση προς το εσωτερικό,

ανατολικά και βόρεια, που έφτασε σε βάθος 100-150 χλμ. και μέτωπο 400 χλμ.

Η ελληνική προέλαση και η τελική υπογραφή της Συνθήκης θεωρήθηκαν ως νέα ταπείνωση της

σουλτανικής κυβέρνησης, που έφερε όλο το βάρος της ντροπιαστικής συνθηκολόγησης, και

αύξησαν περαιτέρω τη δύναμη του κεμαλισμού, που κυριάρχησε στην τουρκική πολιτική σκηνή.

Για τους Τούρκους, ο πόλεμος γινόταν πλέον αγώνας για τη σωτηρία της χώρας τους και την

απελευθέρωση από τους εισβολείς.

Ακόμη και μετά την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1920) ο πόλεμος

συνεχίστηκε, παρά τα προεκλογικά αντιπολεμικά συνθήματα, και ενισχύθηκε το μέτωπο με νέα

επιστράτευση, αλλά διέθετε λιγότερο έμπειρους αρχηγούς λόγω των συνεχών εκκαθαρίσεων.

Μεταξύ αυτών που αντικαταστάθηκαν ήταν και ο αρχιστράτηγος Λεων. Παρασκευόπουλος από

τον Αναστ. Παπούλα.

Ωστόσο, η προσπάθεια προέλασης ανατολικότερα, στις αρχές του 1921, απέτυχε θέτοντας το

δίλημμα: προέλαση για τη συντριβή του αντιπάλου ή άμυνα προς αξιοποίηση των κεκτημένων;

Τη δεύτερη επιλογή υποστήριζε ο Βενιζέλος από το εξωτερικό. Η κυβέρνηση όμως πίστευε ότι η

επέκταση των επιχειρήσεων θα οδηγούσε σε συντριβή του αντίπαλου και θα έδινε οριστικό

τέλος στο ζήτημα.

Την άνοιξη 1921, η ελληνική επιθετική στρατηγική προβλήθηκε ως το τελικό χτύπημα, το ‘καίριο

πλήγμα’ στην τουρκική πλευρά πριν από την οριστική συνθηκολόγηση. Οι προσδοκίες

διαψεύστηκαν λόγω της υπέρμετρης διεύρυνσης του μετώπου και της ικανής αντίστασης των

τουρκικών μονάδων που είχαν ισχυροποιηθεί. Η προέλαση στην εχθρική ενδοχώρα δημιούργησε

περισσότερα προβλήματα από όσα αναμένονταν.

Μάιος 1921: ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ έφτασε στη Σμύρνη για να διευθύνει τις μεγάλες

επιχειρήσεις.

Ιούλιος 1921: με την παρουσία του Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη και με

βάση την εκτίμηση ότι χρειαζόταν λίγο για την ήττα του τουρκικού στρατού, αποφασίστηκε η

προέλαση μέχρι την Άγκυρα, κέντρο ισχύος του Κεμάλ. Το πλήγμα θα ήταν στρατιωτικό και

πολιτικό: αφενός θα έπληττε τη δύναμη κρούσης, αλλά και το ηθικό του Κεμάλ, αφετέρου θα

αποκαθιστούσε την ενδοσυμμαχική ενότητα αναστέλλοντας τις γαλλοκεμαλικές

διαπραγματεύσεις προσέγγισης, που βρίσκονταν τότε σε εξέλιξη.

Οι ελληνική προέλαση ως το Σαγγάριο και οι ήττες στα τέλη Αυγούστου σήμαναν την

εγκατάλειψη του αρχικού σχεδίου και την υποχώρηση του στρατού στην προηγούμενη αμυντική

γραμμή του Ιουλίου. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν μεγάλες, τα πυρομαχικά είχαν εξαντληθεί, ο

ανεφοδιασμός ήταν ελλιπής, τα κρούσματα απειθαρχίας και λιποταξιών αυξάνονταν.

Το χειμώνα 1921-22 η ελληνική κυβέρνηση αναζήτησε πολιτική λύση για μία ‘έντιμη απεμπλοκή’

και διπλωματική στήριξη στο εξωτερικό, χωρίς όμως επιτυχία, καθώς τα δεδομένα είχαν

μεταβληθεί:

i. Η Αγγλία, αναγνωρίζοντας τα νέα δεδομένα, προσανατολιζόταν στη λύση μιας νέας

συνθήκης ειρήνης με τον Κεμάλ, που δεν θα έθιγε τον τουρκικό εθνικισμό και γι’ αυτό θα

ήταν οριστική.

ii. Η Γαλλία, δυσαρεστημένη από τη Συνθήκη των Σεβρών, μετά την επιστροφή του

Κωνσταντίνου και δύσπιστη απέναντι στην ικανότητα του ελληνικού στρατού να κερδίσει

Page 124: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 124

τον πόλεμο, είχε στραφεί προς την υποστήριξη των Τούρκων εθνικιστών και είχε

υπογράψει τη Συμφωνία της Άγκυρας (Franklin-Bouillon, Οκτώβριος 1921) για την

αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία και την παραχώρηση πολεμικού

υλικού στον Κεμάλ.

iii. Η Ιταλία είχε στραφεί από πολύ νωρίς σε μια φιλοκεμαλική τακτική που διασφάλιζε τα

οικονομικά συμφέροντά της στη Μ. Ασία.

iv. Το σοβιετικό καθεστώς είχε πρώτο συνάψει με τον Κεμάλ Σύμφωνο Φιλίας και

Συνεργασίας (Μάρτιος 1921) για την προστασία των νότιων συνόρων της χώρας,

συμβάλλοντας στην ανατροπή της στάσης και των άλλων δυνάμεων.

Μετά από τις συνεχείς εκκλήσεις της Αθήνας και το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε

περιέλθει, η Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι πρότεινε τελικά (Μάρτιος 1922) μια

συνθήκη ειρήνης που προέβλεπε αποχώρηση της Ελλάδας από τη Σμύρνη και τη μισή σχεδόν

ανατολική Θράκη [80 μίλια από την Κωνσταντινούπολη]. Την προστασία των χριστιανικών

μειονοτήτων θα αναλάμβανε η Κοινωνία των Εθνών. Οι Έλληνες φάνηκαν πρόθυμοι να δεχθούν

την ανακωχή και τους όρους.

Την πρόταση απέρριψε ο Κεμάλ (με γαλλική υποστήριξη), που απαιτούσε άνευ όρων αποχώρηση

του ελληνικού στρατού πριν από οποιαδήποτε συζήτηση.

13/26-8-1922: ξεκίνησε η γενική τουρκική αντεπίθεση, το ελληνικό μέτωπο (έκτασης 200 μιλίων)

διασπάστηκε χωρίς δυσκολία και η άμυνα κατέρρευσε, η ελληνική υποχώρηση μετατράπηκε σε

άτακτη φυγή συμπαρασύροντας και τον πληθυσμό. Η ολοκληρωτική επικράτηση του Κεμάλ στο

πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων του έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμόσει απρόσκοπτα το

πολιτικό του πρόγραμμα: να εξοστρακίσει από τα τουρκικά εδάφη κάθε αλλογενές εθνικό ή

θρησκευτικό πληθυσμικό στοιχείο.

26-8/8-9-1922: το Γενικό Επιτελείο (υπό τον νέο αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, ο οποίος είχε

αναλάβει μόλις στις 13 Μαΐου του ίδιου χρόνου) και ο Αρ. Στεργιάδης εγκατέλειψαν τη Σμύρνη.

Την επομένη το τουρκικό ιππικό και ομάδες ατάκτων μπήκαν στην πόλη. Ως τις 13 Σεπτεμβρίου

είχαν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες σφαγές και η πόλη πυρπολήθηκε.

Τα ίδια συνέβησαν και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας και του Πόντου, από όπου οι Έλληνες

εκδιώχθηκαν χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να τους επιτραπέι να συλλέξουν τα υπάρχοντά

τους. Οι φυγάδες από τον Πόντο συγκεντρώθηκαν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας

(Σαμψούντα, Κερασούντα) σε μια προσπάθεια να διαπεραιωθούν με πλοία προς την

Κωνσταντινούπολη και μετά στην Ελλάδα, υπό άθλιες συνθήκες. Με τη μεσολάβηση των

συμμαχικών αρχών στην Κωνσταντινούπολη επιτεύχθηκε ελληνοτουρκική συμφωνία για τη

μεταφορά τους, επιχείρηση που κράτησε μέχρι τα μέσα του 1923.

Η Μικρά Ασία είχε ολοκληρωτικά και οριστικά χαθεί.

13.3 Η τύχη της Ανατολικής Θράκης

Από τα τέλη Ιουλίου 1920 η Στρατιά Θράκης κατείχε όλη την περιοχή μέχρι την Τσατάλτζα,

δυτικά της Κωνσταντινούπολης. Η ελληνική κυριαρχία αναγνωρίστηκε από τη συνθήκη των

Σεβρών (1920), με δικαίωμα οικονομικής εξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο μέσω του λιμανιού

της Αλεξανδρούπολης. Ύπατος αρμοστής της περιοχής ορίστηκε ο Αντώνιος Σαχτούρης. Την

εποχή αυτή πολλοί από τους πρόσφυγες που είχαν εγκαταλείψει τη Θράκη λόγω των διωγμών

Page 125: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 125

που είχαν υποστεί από την τουρκική διοίηκηση επανέκαμψαν ενισχύοντας δημογραφικά τις

ερημωμένες κοινότητες.

Οι δυσμενείς εξελίξεις στο μέτωπο του ελληνοτουρκικού πολέμου (1921-22), όμως,

αναζωπύρωσαν τις βουλγαρικές προσπάθειες για ανατροπή της Συνθήκης των Σεβρών και

αυτονόμηση της περιοχής. Ταυτόχρονα δρούσαν τουρκικές εθνικιστικές οργανώσεις που πίεζαν

το ελληνικό στοιχείο. Πράγματι, στις 10-3-1922 υπογράφτηκε μυστική βουλγαροτουρκική

συμφωνία για διαμελισμό της Θράκης, η οποία όμως δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή (29-9/11-10-1922) της ολέθριας για τους

κατοίκους της Θράκης ανακωχής των Μουδανιών, ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να

αποχωρήσει από την ανατολική Θράκη εντός 15 ημερών και να περιοριστεί δυτικά του Έβρου

ποταμού. Η περιοχή θα περνούσε υπό συμμαχικό έλεγχο και εντός 30 ημερών οι πολιτικές

εξουσίες θα μεταβιβάζονταν στις τουρκικές αρχές. Εντός αυτού του διαστήματος ο ελληνικός

πληθυσμός όφειλε να εγκαταλείψει την περιοχή.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Κεμάλ, φτάνοντας στη Σμύρνη το Σεπτέμβριο, είχε ήδη θέσει ως

προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση περί ειρήνης την επιστροφή στη συνοριακή γραμμή

Αίνου-Μήδειας (δηλ. στο δυτικό τμήμα της Θράκης) και αποζημίωση από την Ελλάδα,

απειλώντας μάλιστα με πόλεμο τους Συμμάχους που ήλεγχαν ακόμη την Κωνσταντινούπολη και

τα Στενά. Μπροστά στην απειλή αυτή, οι συμμαχικές κυβερνήσεις συμφώνησαν και πίεσαν την

Ελλάδα να πράξει το ίδιο, παρά το γεγονός ότι η ανατολική Θράκη δεν μπορούσε να θεωρηθεί

‘χαμένη υπόθεση’ για την Ελλάδα: Το Δ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε υποστεί απώλειες αφού δεν είχε

ανάμιξη στον Μικρασιατικό Πόλεμο, απεναντίας είχε σημαντικά ενισχυθεί από τμήματα του

ελληνικού στρατού που διαπεραιώνονταν από τις απέναντι ακτές και είχε αναδιοργανωθεί. Η

περιοχή παραχωρήθηκε στην τουρκική διοίκηση προκειμένου να αποτραπεί η συνέχιση του

πολέμου μεταξύ των δυνάμεων του Κεμάλ και εκείνων της Αντάντ.

Έτσι, μέσα στον Οκτώβριο 1922 περίπου 200.000 πρόσφυγες πέρασαν υπό άθλιες συνθήκες στη

δυτική Θράκη και τη Μακεδονία, αρκετοί από αυτούς για δεύτερη φορά.

13.4 Εσωτερικές εξελίξεις

Μετά τις πρώτες ειδήσεις για την κατάρρευση του μετώπου η γενική κατακραυγή κατά της

κυβέρνησης πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, γεγονός που οδήγησε σε παραίτησή της, στις 28-

8/10-9-1922. Νέα κυβέρνηση ορκίστηκε υπό τον Νικ. Τριανταφυλλάκο, κορυφαίο αντιβενιζελικό

πολιτικό. Τα μεγάλα προβλήματα που καλούνταν να αντιμετωπίσει ήταν η επιστροφή των

στρατιωτών από το μέτωπο, το κύμα των προσφύγων που συνεχιζόταν και το δημόσιο ταμείο

που ήταν άδειο. Ο βίος της όμως αποδείχθηκε ιδιαίτερα βραχύς.

Στις 12/25-9-1922 εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα του στρατού με επικεφαλής τους

συνταγματάρχες Νικ. Πλαστήρα και Στ. Γονατά, οι δυνάμεις των οποίων ξεκίνησαν με πλοία από

τη Χίο και τη Μυτιλήνη προκειμένου να καταλάβουν την Αθήνα, να ανατρέψουν την κυβέρνηση

και να επιτύχουν την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνταντίνου από το θρόνο. Το κίνημα

ονομάστηκε επίσημα «Επανάστασις του Στρατού και του Στόλου». Το βράδυ της επομένης

έφτασαν στο Λαύριο. Ο Κωνσταντίνος σκέφθηκε προς στιγμήν να προβάλει αντίσταση, όμως

γρήγορα φάνηκε ότι υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Στις 14/27-9-1922 γνωστοποίησε

με διάγγελμα την παραίτησή του. Το κίνημα είχε επικρατήσει. Βασιλιάς αναγορεύθηκε ο

πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, Γεώργιος Β΄.

Page 126: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 126

Στις 29 Σεπτεμβρίου ορίστηκε πολιτική κυβέρνηση, προσωρινά υπό τον Σωτ. Κροκιδά, στην οποία

η επαναστατική επιτροπή παραχώρησε μέρος της εξουσίας.

Ο χαρακτήρας του κινήματος του 1922 καθορίστηκε ουσιαστικά από εκείνο που οι

πρωταγωνιστές του –εκφράζοντας το σύνολο σχεδόν του σώματος των αξιωματικών− θεώρησαν

ως βασικό λόγο της καταστροφής: την προδοσία. Η ανάγκη της πίστης ότι «ο ελληνικός στρατός

δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε» ήταν το βάθρο στο οποίο στηρίχθηκε η ιδεολογία και η πρακτική

του κινήματος. Έτσι οι επαναστάτες –και όχι μόνο αυτοί− θα αναζητήσουν τους «ολίγους

προδότες» που οδήγησαν την Ελλάδα να γίνει «εξουθένωμα Κράτους». Μέσα, λοιπόν, σε τόσο

έντονο κλίμα οργής για την καταστροφή και την ανάγκη αναζήτησης των υπαιτίων, έγινε η

σύλληψη των κορυφαίων στελεχών της αντιβενιζελικής κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη και η

παραπομπή τους σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Για την απόφαση του

έκτακτου στρατοδικείου, όμως, δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες ούτε πριν από την έναρξη της

δίκης ούτε κατά τη διάρκειά της. Παρά τις αναμφισβήτητες ευθύνες τους για τη Μικρασιατική

Καταστροφή, η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους

υπήρξαν πράξεις «εθνικής σκοπιμότητος», όπως παραδέχθηκε αργότερα και ο ίδιος ο Θεόδ.

Πάγκαλος, ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αναγκαιότητας της καταδίκης. Χωρίς

όμως το αιτιολογικό της εσχάτης προδοσίας δεν ήταν δυνατό να δοθεί απάντηση στο επιτακτικό

τις ημέρες εκείνες ερώτημα «τις πταίει;».

Η απόφαση του στρατοδικείου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρό του στις 15/28-11-1922∙ έκρινε

ένοχους όλους τους κατηγορούμενους και καταδίκαζε παμψηφεί σε θάνατο «τους Έξι». Οι

προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σωτηρία τους δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Εκτελέστηκαν μία μέρα αργότερα.

Τη νομιμότητα της δίκης και των εκτελέσεων ουδέποτε αναγνώρισαν οι αντιβενιζελικοί. Γι’

αυτούς, η εκτέλεση των έξι παρέμεινε εσαεί ‘τερατώδες έγκλημα’ που έμεινε ζωντανό στη

συλλογική μνήμη της παράταξης και καθόρισε τη μελλοντική στάση της απέναντι σε εκείνους

που θεωρούσε άμεσα υπεύθυνους.

Εντωμεταξύ, είχε ήδη παραιτηθεί η κυβέρνηση Κροκιδά υπό το βάρος των πιέσεων και στις

14/27 Νοεμβρίου ορκίστηκε νέα υπό τον Στ. Γονατά. Ο Νικ. Πλαστήρας έμεινε έξω από την

κυβέρνηση, παρέμενε όμως ως «Αρχηγός της Επαναστάσεως».

13.5 Οι διαπραγματεύσεις στη Λοζάνη

Η Συνδιάσκεψη της Λοζάνης ξεκίνησε στις 7/20-11-1922, με τη συμμετοχή της Αγγλίας, Γαλλίας,

Ιταλίας και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας τον Ελ. Βενιζέλο. Αντίπαλος της Ελλάδας

δεν ήταν πια η Οθωμανική Αυτοκρατορία (η κυβέρνηση του σουλτάνου είχε ήδη παραιτηθεί από

το Νοέμβριο 1922), αλλά η νικήτρια νέα Τουρκία του ισχυρού Κεμάλ, που είχε απαιτήσεις.

Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ήταν ο ικανός διπλωμάτης Ισμέτ Ινονού.

Στις 30-1-1923 υπογράφτηκε η Σύμβαση περί υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Το

μέτρο ήταν πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής, αντανακλούσε την επιθυμία όλων των

πλευρών −και των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και των ΗΠΑ− για αντιμετώπιση του ζητήματος των

μειονοτήτων. Για πρώτη φορά στα διεθνή δεδομένα καθιέρωνε μαζική μετακίνηση πληθυσμών

και είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα. Όταν έγινε γνωστή η υπογραφή της συμφωνίας οργανώθηκαν

μεγάλα συλλαλητήρια με τη συμμετοχή των προσφύγων σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και

κυρίως στην Αθήνα. Η πραγματικότητα όμως, όπως είχε διαμορφωθεί από τους βαλκανικούς

Page 127: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 127

πολέμους ακόμη, με την άφιξη χιλιάδων προσφύγων των οποίων την επιστροφή η Τουρκία

αρνιόταν να δεχτεί, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στην ελληνική αντιπροσωπεία. Από ελληνικής

πλευράς η αποχώρηση είχε ήδη συντελεστεί∙ αυτό που απέμενε ήταν η αναχώρηση από την

Ελλάδα των 350 χιλ. περίπου ανταλλάξιμων μουσουλμάνων. Παρέμειναν μόνο οι 106.000 μη

ανταλλάξιμοι της Θράκης. Με την ίδια σύμβαση αναγνωρίστηκε η παραμονή του Οικουμενικού

Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.

Από την άλλη πλευρά, η υπογραφή της σύμβασης διευκόλυνε τα σχέδια των ηγετών των δύο

χωρών για τη διασφάλιση και την αναγνώριση των συνόρων τους, την επίτευξη εθνικής

ομοιογένειας και την ενασχόληση με την εσωτερική ανάπτυξη, ενώ συγχρόνως έβρισκε σύμφωνη

και την Κοινωνία των Εθνών. Οι πρόσφυγες έμειναν με την πικρία ότι το δίκαιο και τα

συμφέροντά τους θυσιάστηκαν στο βωμό των επιδιώξεων του ελληνικού κράτους, συναίσθημα

που επιτάθηκε ιδιαίτερα μετά και την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930 για

το διακανονισμό των περιουσιακών ζητημάτων.

24-7-1923: Η Συνθήκη της Λοζάνης

Η Τουρκία ανέκτησε οριστικά από την Ελλάδα την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και Τένεδο και

την περιοχή της Σμύρνης. Η Ελλάδα οριστικοποίησε χωρίς προβλήματα την ενσωμάτωση των

νησιών του ΒΑ Αιγαίου. Τα σύνορα ορίστηκαν στον Έβρο. Τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό

ιταλική κυριαρχία.

Πολλοί τη χαρακτήρισαν ‘Ανταλκίδειο ειρήνη’, ήταν σκληρή και ταπεινωτική για τους Έλληνες.

Αντανακλούσε τα νέα δεδομένα και το συσχετισμό ισχύος που είχε προκύψει από την ήττα στον

ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Δίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί η πιο σημαντική τομή στη διαδρομή της νεότερης ελληνικής

ιστορίας. Οι επιπτώσεις της θα μεταλλάξουν ριζικά τις αναζητήσεις του έθνους στο εσωτερικό

και το διεθνές πεδίο.

Η Συνθήκη της Λοζάνης σηματοδότησε μια καθοριστική μεταβολή στους στόχους της ελληνικής

εξωτερικής πολιτικής. Από παράγοντας αστάθειας και πηγή αλυτρωτικών κινήσεων στα Βαλκάνια

του 19ου και των αρχών του 20ού αι. μετατράπηκε σε παράγοντα σταθερότητας. Βασικός στόχος

έγινε πλέον η εξασφάλιση του αμετάβλητου των συνόρων και η διατήρηση της ανεξαρτησίας και

της ακεραιότητας της χώρας.

Αιτία της ριζικής μεταβολής ήταν η διάψευση της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας, της ιθύνουσας

εθνικής ιδεολογίας για έναν περίπου αιώνα, και η ρεαλιστική αντιμετώπιση των συνεπειών που

προκάλεσε η ήττα.

Ο θεσμός, που κατά την εκτίμηση των Ελλήνων πολιτικών, ανταποκρινόταν καλύτερα στις νέες

ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής ήταν η Κοινωνία των Εθνών, που εγγυόταν το απαραβίαστο

των συνόρων. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θέλησε να τονίσει την προσήλωσή της στη διεθνή

νομιμότητα και την απομάκρυνσή της από παλαιότερες πρακτικές. Η διαφοροποίηση μάλιστα

της τελευταίας στρατηγικής από τις προηγούμενες υπήρξε τόσο ριζική, ώστε είναι δυνατό να

υποστηριχθεί ότι τέμνει κάθετα, ως διαχωριστικό σύνορο, σε δύο περιόδους τη νεότερη ιστορία

της Ελλάδας.

Page 128: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 128

13.6 Η άφιξη των προσφύγων

Στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ού αι. η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να δέχεται, κατά συχνά

διαστήματα, μαζικά προσφυγικά ρεύματα. Κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένη να μεθοδεύει και

ανάλογα προγράμματα αποκατάστασης των προσφύγων: Το 1906, το 1913 και το 1919 για τους

πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, το 1914 για τους Έλληνες που διώχτηκαν από τη Θράκη και

περιοχές της Μικράς Ασίας, το 1920 για όσους εγκατέλειψαν τη Ρωσία μετά την επικράτηση των

μπολσεβίκων. Το σύνολό τους υπολογίζεται σε 500 χιλ. περίπου.

Τα προηγούμενα προσφυγικά ρεύματα, ωστόσο, δεν μπορούν να συγκριθούν με την προσφυγιά

του 1922. Ως το Δεκέμβριο 1924 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.220.000 πρόσφυγες, ενώ

518.000 μουσουλμάνοι είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία και 92.000 Βούλγαροι για τη

Βουλγαρία. Τόσο μαζική μετατόπιση πληθυσμών δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία των

Ελλήνων.

Η κατάσταση που δημιούργησε η Μικρασιατική Καταστροφή εμπεριείχε τη μεγαλύτερη

οικονομική και κοινωνική πρόκληση που αντιμετώπισε η Ελλάδα∙ μέσα από αυτή κλήθηκε να

αντλήσει ερείσματα ικανά να συμβάλουν στην εθνική της ανασυγκρότηση.

Έτσι όπως κατακλύστηκε η χώρα από τα απανωτά κύματα των προσφύγων, ήταν αδύνατο να

προγραμματίσει κάποια ορθολογική προετοιμασία. Εξιατίας αυτής της κατάστασης, η αρχική

κατανομή στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα έγινε χωρίς κανένα κριτήριο και με μοναδικό

σκεπτικό να εξευρεθούν, βιαστικά και πρόχειρα, τα μέσα και οι τρόποι για τη στέγασή τους.

Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Πόντο έφθασαν σε τραγική κατάσταση, η

πρώτη επαφή με την Ελλάδα ήταν ο στρατωνισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες, σε

προσωρινά καταλύματα, εγκαταλελειμμένα σπίτια, εκκλησίες, σχολεία, σκηνές, δημόσια κτήρια

που εκκενώθηκαν γι’ αυτό το σκοπό.

Ως το Δεκέμβριο 1924 έφθασαν στην Ελλάδα 1.220.000 πρόσφυγες, 518.000 μουσουλμάνοι

είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία και 92.000 Βούλγαροι για τη Βουλγαρία.

Οι πρώτες ανάγκες (διατροφή, στέγαση, ρουχισμός) αντιμετωπίστηκαν στοιχειωδώς από το

Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, από ιδιώτες και φιλανθρωπικές οργανώσεις.

Το Νοέμβριο 1922 ιδρύθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, με κρατική επιχορήγηση.

Κύριο έργο του, η οργάνωση μονάδων ιατρικής περίθαλψης, η συγκέντρωση χρημάτων και

εφοδίων και η προσωρινή στέγαση στις πόλεις. Αργότερα το έργο της μόνιμης εγκατάστασής

τους και της παραγωγικής απασχόλησής τους ανέλαβε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων

(ΕΑΠ), που ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο 1923 με πρωτόκολλο που υπογράφηκε στη Γενεύη ύστερα

από προτροπή της Κοινωνίας των Εθνών.

Η Ελλάδα σύναψε δάνειο 10 εκατ. λιρών για τη χρηματοδότηση του έργου της αποκατάστασης.

Η διαχείρισή του ανατέθηκε στην ΕΑΠ υπό την προεδρία του Αμερικανού Χ. Μόργκενταου. Το

ελληνικό δημόσιο παραχώρησε για το σκοπό αυτό 5 εκατ. στρέμματα δημόσιας γης.

13.6.1 Προϋποθέσεις για τη μόνιμη εγκατάστασή τους

α) Η διαθεσιμότητα γης και στέγης. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες ανήκαν σε τσιφλίκια ή θρησκευτικά

ιδρύματα, μουσουλμανικά και χριστιανικά (π.χ. Χαλκιδική, Αττική, Εύβοια). Μετά το 1923

ολοκληρώθηκε το μεγαλύτερο πρόγραμμα αναδιανομής της γης και διανομής καλλιεργτικών

κλήρων σε ακτήμονες και πρόσφυγες. Χωράφια δημιουργήθηκαν επίσης από βοσκοτόπια και

από αποξηραντικά και εγγειοβελτιωτικά έργα (Μακεδονία, Θράκη, Βοιωτία).

Page 129: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 129

β) Η δυνατότητα απορρόφησης σε δημόσια έργα και βιομηχανικές εργασίες. Διευρύνθηκε η

αγορά φθηνής εργασίας στα αστικά και βιομηχανικά κέντρα (βυρσοδεψεία, σαπωνοποιεία,

κεραμεία) και στα κέντρα επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων (π.χ. καπνός): Αθήνα,

Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ξάνθη, Βόλος, Πάτρα, νησιά Αιγαίου κ.α.

Οι πρόσφυγες συνέβαλαν στην πληθυσμιακή αύξηση και –σε συνδυασμό με την ανταλλαγή των

πληθυσμών– στη μεταβολή των εθνολογικών δεδομένων υπέρ του ελληνικού στοιχείου

(Μακεδονία από 42,6% το 1913, σε 88% το 1928. Θράκη 17% και 62% αντίστοιχα).

Η μαζική εγκατάστασή τους έδωσε ώθηση στην αγροτική ανάπτυξη, με αύξηση των

καλλιεργούμενων εκτάσεων και της γεωργικής παραγωγής. Λόγω της καινοτόμου νοοτροπίας

τους, ήταν πιο δεκτικοί στην εισαγωγή νέων μεθόδων οργάνωσης και καλλιέργειας. Έτσι,

αξιοποιήθηκαν περιοχές που είχαν ερημωθεί από τους πολέμους.

Συνέβαλαν επίσης στη βιομηχανική ανάπτυξη λόγω της αύξησης του φθηνού εργατικού

δυναμικού και της ζήτησης αγαθών, κυρίως τροφίμων. Την εποχή της οικονομικής κρίσης,

ωστόσ, επλήγησαν ιδιαίτερα από την ανεργία.

Αρκετοί διατήρησαν την προηγούμενη επαγγελματική τους ιδιότητα (έμποροι που έσωσαν τις

περιουσίες τους, γιατροί, τραπεζικοί κ.ά.). Η εισροή προσφύγων έφερε αύξηση των

μικροεπιχειρηματιών και των εμπόρων.

Η κοινωνική ενσωμάτωση αποτέλεσε το ζητούμενο για πολλά χρόνια, οι εντάσεις με τους

γηγενείς δυσχέραιναν το συνολικό έργο.

Επίλογος

«Οι πιο ελπιδοφόρες στιγμές της πολιτικής ιστορίας του ελληνικού κράτους και της ελληνικής

πολιτικής σκέψης συνδέονται με την επιδίωξη της αυτοπραγμάτωσης του οράματος της

ελευθερίας».

[Π. Κιτρομηλίδης, Το όραμα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία]

Η θεώρηση της πορείας του έθνους υπό το πρίσμα της «ιστορίας της ελευθερίας» αποκαλύπτει

την αλληλουχία μεταξύ των πραγματώσεων της ελευθερίας και των επιτυχιών της εθνικής

ολοκλήρωσης, ενώ αντίστροφα υπογραμμίζει τις συμπτώσεις μεταξύ των εκδηλώσεων

αυταρχισμού, της περιστολής ή κατάργησης των ελευθεριών, με εθνικές καταστροφές και

τραγωδίες.

Οι τραγωδίες που συνέθεσαν τον κορμό της ελληνικής ιστορίας, ιδίως αυτή του 1922, δεν

επιβεβαιώνουν μόνο την αξία της ελευθερίας, αλλά και δικαιώνουν τις υποθήκες της πολιτικής

σκέψης της ελληνικής παλιγγενεσίας, έτσι όπως εκφράστηκαν με τον ωριμότερο τρόπο από τον

Αδαμάντιο Κοραή και κωδικοποιήθηκαν στα πολιτεύματα του Αγώνα.

Page 130: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 130

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βακαλόπουλος Απ. Ε., Νέα ελληνική ιστορία 1204-1985, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1987.

Βακαλόπουλος Κ. Α., Νεοελληνική ιστορία (1204-1940), Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993.

Βερέμης Θ.−Κολιόπουλος Γ., Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα,

Καστανιώτης, Αθήνα 2006.

Γιανουλόπουλος Γ. Ν., “Η ευγενής μας τύφλωσις...”. Εξωτερική πολιτική και ‘εθνικά θέματα’ από

την ήττα του 1897 έως τη μικρασιατική καταστροφή, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003.

Dakin D., Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983.

− Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1984.

Διβάνη Λ., Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947). Απόπειρα πατριδογνωσίας,

Καστανιώτης, Αθήνα 2000.

Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ. 10.

Κιτρομηλίδης Π. Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, ΜΙΕΤ, Αθήνα

1996.

Μαρωνίτη Ν., Το Κίνημα στο Γουδί εκατό χρόνια μετά. Παραδοχές, ερωτήματα, νέες προοπτικές,

Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.

Πετρόπουλος Γ. Α., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ,

Αθήνα 1985, τ. 2.

Σβορώνος Ν. Γ., Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1987.

Τζόκας Σπ., Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Οδοιπορικό στον

19ο αιώνα, Θεμέλιο, Αθήνα 1999.

Woodhouse C. M., Η ιστορία ενός λαού. Οι Έλληνες από το 324 έως σήμερα, Τουρίκης, Αθήνα

2008.

Χασιώτης Ι. Κ., Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης. Ο ελληνικός κόσμος

στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001.

− Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1976.

Page 131: INE_101.SIMEIOSEIS.pdf

ΙΝΕ 101: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία 131

Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ