ALL-VOC

101
ALL_VOC abandon αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω abandoned εγκαταλλειμένος, έκθετος, παραδομένος, παρατημένος abandonment εγκατάλειψη abate κοπάζω, μετριάζω abbey aββαείο, ηγουμενείο, μοναστήρι, μονή abbreviate αποδίδω λέξη με συντομογραφία abduct απάγω abduction απαγωγή aberrant που παρεκκλίνει από το κοινωνικά αποδεκτό aberration εκτροπή, παρέκκλιση abet συνεργώ, υποκινώ (σε παρανομία) abhorrence απέχθεια abhorrent απεχθής abide αντέχω, υποφέρω abide by τηρώ, σέβομαι abnormal μη φυσιολογικός abolish ακυρώνω(νόμο/θεσμό κλπ), καταργώ abominate απεχθάνομαι, αποστρέφομαι aboriginal ιθαγενής, ντόπιος abort αποβάλλω abound αφθονώ, υπάρχω εν αφθονεία abound in βρίθω, είμαι πλούσιος above board τίμιος, ειλικρινής aboveboard τίμιος, καθαρός μτφ abrasive δύσκολος, τραχύς, λειαντικός abridge συντομεύω, περικόπτω βιβλίο/θεατρικό έργο abrupt απότομος, ξαφνικός, απότομος, αγενής absent-minded αφηρημένος absolute πλήρης και ολοκληρωμένος absolution αθώωση, απαλλαγή, συγχώρεση, άφεση, άφεση αμαρτιών absolve απαλλάσσω, αθωώνω abstain απέχω, αποφεύγω, συγκρατούμαι abstention αποχή abstinence εγκράτεια, αποχή abstract αφηρημένος abstruse δυσνόητος, ασαφής, ακαταλαβίστικος, πολύπλοκος absurd παράλογος absurdity ανοησία, μωρία, παραλογισμός abundance αφθονία, πληθώρα, πλούτος abundant άφθονος, πλούσιος accessibility δυνατότητα πρόσβασης accessible προσβάσιμος accessorize συνοδεύω (ρούχο) με αξεσουάρ acclaim επευφημώ, επαινώ acclaimed αναγνωρισμένος (για την αξία του) acclimatize εγκλιματίζομαι accolade τιμή, δημόσια αναγνώριση, έπαινος accommodate φιλοξενώ, εξυπηρετώ, προσαρμόζομαι, λαμβάνω υπόψη accommodation εξυπηρέτηση, ευκολία, κατάλυμα, κατοικία, στέγαση accomplice συνεργός accomplish κατορθώνω accomplished άξιος, μορφωμένος, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, επιδέξιος, ταλαντούχος, καταξιωμένος accomplishment εκπλήρωση, επίτευγμα, επιτυχία, ικανότητα, κατόρθωμα, πραγματοποίηση, 1

Transcript of ALL-VOC

Page 1: ALL-VOC

ALL_VOC

abandon αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω

abandoned εγκαταλλειµένος, έκθετος, παραδοµένος, παρατηµένος

abandonment εγκατάλειψηabate κοπάζω, µετριάζωabbey aββαείο, ηγουµενείο, µοναστήρι, µονή

abbreviate αποδίδω λέξη µε συντοµογραφία

abduct απάγωabduction απαγωγήaberrant που παρεκκλίνει από το κοινωνικά αποδεκτό

aberration εκτροπή, παρέκκλισηabet συνεργώ, υποκινώ (σε παρανοµία)

abhorrence απέχθειαabhorrent απεχθήςabide αντέχω, υποφέρωabide by τηρώ, σέβοµαιabnormal µη φυσιολογικόςabolish ακυρώνω(νόµο/θεσµό κλπ), καταργώ

abominate απεχθάνοµαι, αποστρέφοµαι

aboriginal ιθαγενής, ντόπιοςabort αποβάλλωabound αφθονώ, υπάρχω εν αφθονείαabound in βρίθω, είµαι πλούσιοςabove board τίµιος, ειλικρινήςaboveboard τίµιος, καθαρός µτφabrasive δύσκολος, τραχύς, λειαντικός

abridge συντοµεύω, περικόπτω βιβλίο/θεατρικό έργο

abrupt απότοµος, ξαφνικός, απότοµος, αγενής

absent-minded αφηρηµένοςabsolute πλήρης και ολοκληρωµένος

absolution αθώωση, απαλλαγή, συγχώρεση, άφεση, άφεση αµαρτιών

absolve απαλλάσσω, αθωώνωabstain απέχω, αποφεύγω, συγκρατούµαι

abstention αποχήabstinence εγκράτεια, αποχήabstract αφηρηµένοςabstruse δυσνόητος, ασαφής, ακαταλαβίστικος, πολύπλοκος

absurd παράλογοςabsurdity ανοησία, µωρία, παραλογισµός

abundance αφθονία, πληθώρα, πλούτος

abundant άφθονος, πλούσιοςaccessibility δυνατότητα πρόσβασηςaccessible προσβάσιµοςaccessorize συνοδεύω (ρούχο) µε αξεσουάρ

acclaim επευφηµώ, επαινώacclaimed αναγνωρισµένος (για την αξία του)

acclimatize εγκλιµατίζοµαιaccolade τιµή, δηµόσια αναγνώριση, έπαινος

accommodate φιλοξενώ, εξυπηρετώ, προσαρµόζοµαι, λαµβάνω υπόψη

accommodation εξυπηρέτηση, ευκολία, κατάλυµα, κατοικία, στέγαση

accomplice συνεργόςaccomplish κατορθώνωaccomplished άξιος, µορφωµένος, ολοκληρωµένος, τέλειος, τελειωµένος, επιδέξιος, ταλαντούχος, καταξιωµένος

accomplishment εκπλήρωση, επίτευγµα, επιτυχία, ικανότητα, κατόρθωµα, πραγµατοποίηση,

1

Page 2: ALL-VOC

προσόν, ταλέντοaccordingly ανάλογα, άρα, εποµένως, συµφώνως

account περιγραφή, δίνω λογαριασµό, εκτίµηση, λογαριάζω, λογαριασµός, υπολογίζω, υπολογισµός

account for αναλογώ, εξηγώ, αποτελώ, λογοδοτώ

accountable υπόλογοςaccredit αποδίδω (πχ µία πράξη)accrue αθροίζω, αυξάνω, προσθέτω, συσσωρεύω

accumulate µαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω-οµαι

accurate ακριβής, ορθός, σωστόςaccused κατηγορούµενοςachievement κατόρθωµαacknowledge αναγνωρίζω, παραδέχοµαι, βεβαιώνω παραλαβή επιστολής, δίνω σηµασία σε κπ (χαιρετώ)

acknowledged αναγνωρισµένοςacknowledgement παραδοχή, αναγνώριση / πληθ. ευχαριστίες (στην αρχή βιβλίου)

acquaint ενηµερώνω, κάνω γνωστό, εξοικειώνω

acquaint myself with sth εξοικειώνοµαι µε

acquaintance γνωριµία, γνωστός, εξοικείωση, οικειότητα

acquainted γνωρίζων, γνώριµος, γνωστός

acquiescence συναίνεσηacquire αποκτώ, παίρνωacquisition απόκτηση (κυρίως γνώσεων), απόκτηµα, αγορά

acquit αθωώνω, απαλλάσσωactivity απασχόληση, ασχολία, δράση, δραστηριότητα, δραστικότητα, ενεργητικότητα, εργασία, κίνηση

actually πράγµατι, πραγµατικά, στην πραγµατικότητα, στην πράξη

acute οξύς, έντονοςadamant ανένδοτος, ανυποχώρητοςadapt προσαρµόζωadaptation διασκευή, προσαρµογήaddict αφωσιώνοµαι, εθίζω-οµαιaddictive εθιστικόςadditive πρόσθετη ουσία, βελτιωτικό (συντηρητικά, χρωστικές κλπ)

adept επιδέξιος, ειδήµων, ικανόςadequate αρκετός, επαρκής, ικανοποιητικός

adhere to εµένω, τηρώ, κολλώ, προσκολλώ

adherent οπαδός κόµµατος κλπadhesive κολλώδης, κολλητικός, συγκολητικός

adjacent γειτονικός, διπλανός, συνορεύων, συνεχόµενος, παρακείµενος

adjoin γειτονεύω, εφάπτοµαιadjourn αναβάλλω, διακόπτω συνεδρίαση

adjust ρυθµίζωadjustment ρύθµιση, προσαρµογήadminister διαχειρίζοµαι, δίνω, διοικώ, παρέχω

administer διαχειρίζοµαι, διοικώ, δίνω, παρέχω, χορηγώ, απονέµω δικαιοσύνη, χορηγώ φάρµακο

admissible οµολογητός, παραδεκτόςadmission παραδοχή, είσοδοςadmit επιτρέπω είσοδο, παραδέχοµαιadmittance είσοδοςadmonish επιπλήττω, νουθετώadmonition επίπληξη, νουθεσίαadolescence εφηβείαadopt υιοθετώ, εφαρµόζωadoption υιοθεσία, υιοθέτησηadorn στολίζω, κοσµώadroit έξυπνος, επιδέξιοςadulate κολακεύω, καλοπιάνωadvancement προαγωγή, πρόοδος, προκαταβολή

advent ερχοµός, έλευση, εµφάνιση

2

Page 3: ALL-VOC

adverse ενάντιος, εχθρικός, δυσµενής, αντίθετος, αντίξοος

adversely δυσµενώς, αντίξοαadversity αντιπαλότητα, αντιξοότηταadvocate υποστηρικτής, υπέρµαχος, συνήγορος

affability φιλικότηταaffable καταδεκτικός, φιλικόςaffair υπόθεση, ζήτηµα, ερωτική σχέση

affiliate επηρεάζω, προσποιούµαιaffiliated που συνδέεται, που συνεργάζεται, που έχει σχέσεις µε

affinity έλξη, συµπάθεια, σχέση, συγγένεια, συνάφεια

affirm (επι)βεβαιώνωaffirmative καταφατικόςafflict πλήττω, προσβάλλω (πχ για ασθένεια)

affliction πλήγµα, βάσανο, συµφορά, κακό, θλίψη, οδύνη

affluence πλούτη, ευηµερίαaffluent εύπορος, ευηµερών, πλούσιος

afford ανέχοµαι το κόστος, µπορώ να φέρω βάρη, παρέχω

affront προσβολή, αντιµετωπίζω, προσβάλλω

afloat επιπλέωafresh εκ νέου, από την αρχήafter-effects παρενέργειες, συνέπειεςaftermath συνέπεια, απόηχος, επακόλουθα, συνέπειες

against all odds ενάντια σε όλες τις δυσκολίες

ageless αγέραστοςagent (χηµ.) ουσίαaggravate χειροτερεύω, επιδεινώνω, εκνευρίζω

aggregate ολικό άθροισµα, συναθροιστικός, συναθροίζω, υπολογίζω το σύνολο

aggression επιθετικότηταaghast εµβρόντητος, άναυδος,

σοκαρισµένος

agile ευκίνητος, ευέλικτος, σβέλτος, εύστροφος

aging γήρανσηagitated νευρικός, ταραγµένοςagonize αγωνιώ, βασανίζω, υποφέρωaground προσαραγµένοςail ενοχλώ, πάσχω, προκαλώ πόνοailment αδιαθεσίαairstrip διάδροµος προσγείωσηςairtight αεροστεγήςaisle διάδροµος ανάµεσα σε καθίσµατα/ράφια

akin παραπλήσιος, συγγενεύωakin to που µοιάζει µε, παραπλήσιος µε

alarmingly ανησυχητικάalbeit αν και, µολονότιalert άγρυπνος, έξυπνος, έτοιµος για δράση, καλώ σε ετοιµότητα, προειδοποιώ, ξύπνιος, σε εγρήγορση, επαγρυπνών

alibis άλλοθι, απολογίαalienate απαλλοτριώνω, αποξενώνω, προκαλώ υποχώρηση

alienate myself from αποξενώνοµαιalight αναµµένος, λάµπων, κατεβαίνω, προσγειώνοµαι

align eυθυγραµίζωalignment ευθυγράµµιση, συµµαχία, συµµόρφωση, κατά σειρά παράταξη, σειρά αντικειµένων

all along απ' την αρχήall but σχεδόν, περίπουall in εξαντληµένοςall in all λαµβανοµένων όλων υπόψηνall the same όµως, ωστόσο, παρόλα αυτά

all told εντελώς, καθ' ολοκληρίαallay κατευνάζω, µετριάζωallegation κατηγορία, ισχυρισµόςallege ισχυρίζοµαι, επικαλούµαιalleged φερόµενος ως, υποτιθέµενος, δήθεν, αποκαλούµενος,

3

Page 4: ALL-VOC

ισχυριζόµενος

alleviate ανακουφίζω πόνο, ανακουφίζω, καταπραϋνω

alleviate απαλύνωalley στενό δροµάκι ανάµεσα σε κτίριο, σοκάκι

alliance συµµαχίαallocate διαθέτω, κατανέµω, προσδιορίζω

allot διαθέτω, παραχωρώ, κατανέµωallowance επίδοµα, επιτρεπόµενο ποσό/βάρος κλπ, χαρτζιλίκι

alloy κράµα µετάλλω, µειγνύωallude to παραπέµπω σε, αναφέροµαι έµµεσα σε

allurement σαγήνευση, δέλεαρ, έλξηalluring σαγηνευτικόςally-(pl. allies) σύµµαχοςaloof απόµακρος, ψυχρόςalter αλλάζω, τροποποιώ, µεταποιώ ρούχο

alteration τροποποίηση, αλλαγήaltercation καβγάς, φιλονικίαalternately διαδοχικά, εναλλάξ, εκ περιτροπής

alternative εναλλακτικός, εναλλακτός, εναλλακτική λύση

alternatively εναλλακτικάaltitude ύψοςaltogether εντελώς, τελείως, συνολικά

amass συγκεντρώνω (χρήµατα/δύναµη κλπ), συσσωρεύω χρήµατα κλπ

ambidextrous αµφιδέξιος, αυτός που χρησιµοποιεί εξίσου καλά και τα δύο χέρια

ambience ατµόσφαιρα, κλίµα (µτφ)ambient περιβαλλοντολογικόςambiguous αµφιλεγόµενος, ασαφής, διφορούµενος

ambition φιλοδοξίαambivalent αναποφάσιστος, αβέβαιος, αβεβαιότητα, που

αµφιταλαντεύεται

ambush ενέδρα, καρτέρι, παρασύροµαι σε

amebic αµοιβαδοειδήςameliorate βελτιώνωamenable πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πρόθυµος να ακολουθήσει, επιδεκτικός

amenable πρόθυµος, πειθήνιος, δεικτικός

amendement διόρθωση, τροποποίηση, τροπολογία

amenities ανέσεις, ευκολίεςamiable ευχάριστος, φιλικός, καλοσυνάτος, συµπαθητικός

amicable φιλικόςamiss στραβός, εσφαλµένος, κακώς, απρεπώς, εσφαλµένως, λανθασµένα

amity οµόνοιαamorous ερωτικόςamount to ανέρχοµαι σεamplifier ενισχυτήςamplify αυξάνω, ενισχύω τον ήχο, αναπτύσσω ιδέα/δήλωση, επεκτείνω ιδέα/δήλωση, επεκτείνοµαι σε κάτι

amplitude πλάτοςamputate ακρωτηριάζωan unknown quantity πρόσωπο/πράγµα για το οποίο δεν γνωρίζουµε τίποτα

anagelsic αναλγητικό, παυσίπονοancestor πρόγονοςancestry καταγωγή, πρόγονοι, γενεαλογία

angina στηθάγχηangle άποψη, γωνία, δείχνω µε δική µου οπτική

anguish πόνος, οδύνη, στενοχωρώanimate έµψυχος, ζωντανός, ζωντανεύω

animosity έχθραannex προσαρτώ χώρα ή περιοχή (συν. βίαια), προσαρτώ εδάφη

annexation προσάρτηση

4

Page 5: ALL-VOC

annihilate εξοντώνω, εκµηδενίζω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω

annihililation εξολόθρευση, εξόντωση, αφανισµός

annotations σηµειώσεις, σχόλια (σε βιβλίο/κείµενο)

announce αγγέλλωannul ακυρώνω, ανακαλώ (γάµο/συµφωνία κλπ)

answerable υπόλογος, υπεύθυνοςanticipate επισπεύδω, προβλέπω, προεξοφλώ, προσδοκώ, περιµένω, προλαµβάνω

anticipation προσδοκία, αναµονήantidepressant αντικαταθλιπτικόantiquity αρχαιότηταantler κέρας ελαφιού/ταράνδουaperture άνοιγµα, διάφραγµα φακού, τρύπα

appall προκαλώ φρίκη, σοκάρωappalled σοκαρισµένος, συγκλονισµένος

appalling φοβερόςapparent εµφανήςapparently ξεκάθαρα, προφανώςappeall to έκκληση, καταµάχητη έλξη, απευθύνοµαι, συγκινώ, επικαλούµαι, ελκύω, κάνω έφεση, κάνω έκκληση

appease ικανοποιώ, καθησυχάζω, κατευνάζω, συµβιβάζοµαι, καλµάρω

append προσαρτώappendage µέλος/εξωτερικό όργανο σώµατος

appended προσαρτηθείςappendicitis σκωληκοειδίτιδαapplaud χειροκροτώ, επευφηµώappoint διορίζω, ορίζω ώρα/µέροςapportion διανέµω αναλογικά, καταµερίζω

appraisal αξιολόγηση, εκτίµησηappreciable υπολογίσιµος, αισθητόςapprehend αντιλαµβάνοµαι, καταλαβαίνω, κατανοώ,

καταλαµβάνω, συλλαµβάνω κπ, αντιλαµβάνοµαι

apprehension ανησυχίαapprehensive ανήσυχος, φοβισµένοςapprentice µαθητευόµενοςapprise ενηµερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώ

approach πλησίασµα, πλησιάζω, προσεγγίζω, προσέγγιση

appropriate οικειοποιούµαι, σφετερίζοµαι

approximate κατά προσέγγιση, προσεγγίζω

approximately περίπουapproximation προσέγγισηapt to αρµόζων, που έχει τάση να, που τείνει να

aptitude κλίση, ικανότηταaptitude for sth κλίση, ικανότηταaptly κατάλληλα, εύστοχαaquatic υδρόβιοςarbitrarily αυθαίρετα, τυχαία, απρογραµµάτιστα, δεσποτικά

arbitrary αυθαίρετος (για απόφαση/πράξη κλπ)

arbitrate ρυθµίζω, διαιτητεύω, µεσολαβώ

arch αψίδα, καµάρα, καµάρα του ποδιού (στην πατούσα)

archive αρχείοardent διακαής, ζεστός, λαµπρός, φλογερός, ένθερµος πχ υποστηρικτής

ardor διακαής πόθοςarduous απότοµος, δύσκολος, εντατικός, κοπιαστικός, επίπονος, κουραστικός

arguable αµφίβολος, αµφισβητήσιµοςargument διαφωνία, επιχείρηµα, όρισµα, συζήτηση

arid ξερός (για γη), ξηρός (για κλίµα/καιρό), άνυδρος, άγονος, ανιαρός

arise (arose-arisen) προκύπτω, απορρέω

5

Page 6: ALL-VOC

armament (πολεµικός) εξοπλισµόςarmistice ανακωχήarouse προκαλώ πχ ενδιαφέρον, εξάπτω, ξεσηκώνω

arrange διευθετώ, κανονίζωarray συλλογή, διάταξη, ποικιλία, παρατάσσοµαι, ενδύοµαι

arrears καθυστερηµένες οφειλέςarrest the spread of the disease περικόπτω τη διάδοση της αρρώστιας

arrive at a decision φτάνω σε µία απόφαση

arrogance αλαζονεία, υπεροψία, αυθάδεια

arrogant αλαζόνας, αυθάδης, υπερόπτης, φαντασµένος

arrogantly αλαζονικά, υπεροπτικάarson εµπρησµόςarticulate ευκρινής (για λόγο), που εκφράζεται µε σαφήνεια και ευκολία (για άνθρωπο), αρθρώνω, έναρθρος, µιλώ καθαρά

artifact αντικείµενο που έχει ιστορική αξία, τεχνούργηµα, χειροποίητο αντικείµενο

artificial τεχνητόςas a last resort σαν τελευταίο καταφύγιο (όταν όλα τα άλλα έχουν αποτύχει)

as one όλοι µαζί, σαν έναςascend ανεβαίνω, αναρριχώµαι, ανεβαίνω, καταλαµβάνω

ascertain διαπιστώνω, εξακριβώνωascribe to αποδίδωaspiration φιλοδοξία, βλέψη, επιδίωξη, αντικείµενο πόθου, λαχτάρα, φιλοδοξία

aspire επιδιώκω, φιλοδοξώ, αναρριχώµαι, ανέρχοµαι

aspiring που φιλοδοξούν (να γίνουν)assail επιτίθεµαι, προσβάλλωassailant επιτιθέµενοςassassination δολοφονία

(σηµαίνοντος προσώπου)assault επίθεση, σωµατική επίθεση, επιτίθεµαι βίαια, βιαιοπραγώ

assemble συναντιέµαι, συγκεντρώνω-οµαι (για κόσµο), συναρµολογώ

assembly line γραµµή/ζώνη/τράπεζα συναρµολόγησης προϊόντος σε εργοστάσιο

assent συγκατάθεση, εγκρίνωassert βεβαιώνω, διαµαρτύροµαι, διεκδικώ, ισχυρίζοµαι, δηλώνω, υποστηρίζω

assertion ισχυρισµός, δήλωσηassertive αποφασιστικός, γεµάτος αυτοπεποίθηση, κατηγορηµατικός, επιβλητικός, δυναµικός

asset ατού, περιουσιακό στοιχείοassets ενεργητικό εταιρείαςassign δίνω, ορίζω, παραχωρώ, αναθέτω

assignment (σχολ) εργασίαassimilate αφοµοιώνω-οµαιassociation σωµατείο, σύλλογος, σχέση, συνεργασία, συναναστροφή, συνειρµός

assorted διαφόρων ειδώνassume αναλαµβάνω καθήκοντα, υποθέτω

assumed υποτεθείςassumed name ψευδώνυµοassumption υπόθεση, εικασία, ανάληψη εξουσίας

assurance ασφάλεια, διαβεβαίωση, αυτοπεποίθηση, εγγύηση, υπόσχεση, σιγουριά

assured σίγουρος (µε αυτοπεποίθηση), σίγουρος (να συµβεί)

astonishing εκπληκτικόςastonishment έκπληξη, κατάπληξηastounded κατάπληκτοςastounding eκπληκτικόςastray εκτός ορθού δρόµου, σε

6

Page 7: ALL-VOC

σφάλµα

astringent δριµύς, οξύς, καυστικόςastute οξυδερκής, έξυπνοςat a loss τά 'χω χαµένα, είµαι σαστισµένος

at a standstill ακινητοποίησηat all costs πάσει θυσίαat all events εν πάσει περιπτώσειat any rate όπως και να έχει, τέλος πάντων, τουλάχιστον

at ease άνεταat hand διαθέσιµος (κοντά σε τόπο ή χρόνο)

at large ελεύθερος (για επικίνδυνους ανθρώπους/ζώα), γενικά, εν µέρει

at length λεπτοµερώς και για πολλή ώρα

at liberty ελεύθερος (για φυλακισµένο άνθρωπο/ζώο)

at random στην τύχη, απρογραµµάτιστα, χωρίς καθορισµένο στόχο, χωρίς εικόνες/µέθοδο, χωρίς κατεύθυνση

at sb's discretion στην κρίση κάποιουat stake σε κίνδυνο, που διακυβεύεταιat the expense of σε βάροςat the finale στο τέλοςat the forefront of sth στην πρώτη γραµµή

at the outset από την αρχήat will κατά βούλησηat your disposal στη διάθεσή σουat your disposal στη διάθεσή σουatoll κοραλιογενές νησίatrocity φρικτή πράξη, αγριότητα, φρικαλεότητα

attach επισυνάπτω, προσκολλώ, προσδίδω

attachment προσκόλληση, εξάρτηµα, έγγραφο που συνοδεύει ε-µαίλ

attack επίθεση, επιθετικός παίχτης, επιτίθεµαι

attain κατορθώνω, επιτυχαίνω, πραγµατοποιώ, αποκτώ

attainment επίτευγµα, κατόρθωµαattempt προσπάθειαattentive που παρακολουθεί µε προσοχή, περιποιητικός

attest αποδεικνύω, µαρτυρώ, πιστοποιώ, βεβαιώνω, ορκίζω, επιβεβαιώνω, επιµαρτυρώ

attic σοφίταattire ενδυµασία, αµφίεσηattitude to/towards διάθεση, θέση, νοοτροπία, στάση

attorney δικηγόροςattribute έµφυτο χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό γνώρισµα, ιδιότητα, επίθετο, αποδίδω σε

auction δηµοπρασία, πλειστηριασµός, πουλώ σε πλειστηριασµό

audacious απερίσκεπτος, αυθάδης, πρωτότυπος και ζωηρός, τολµηρός

audacity θράσος, αναίδεια, θρασύτητα

audibility ακουστότηταaudible που ακούγεταιaudition ακρόασηaugment αυξάνωaugur προµηνύωauspicious ευοίωνος, ελπιδοφόροςaustere λιτός, απέριττος, ασκητικός, αυστηρός, σκληρός (χωρίς ανέσεις)

austerity λιτότητα, αυστηρότηταausterly απέριτος, ασκητικός, αυστηρός

authoritarian απολυταρχικόςauthorivate επιτακτικόςauthorize εξουσία, εξουσιοδοτώauxiliary βοηθητικός, βοηθόςavail όφελοςavail yourself of sth επωφελούµαιavenge εκδικούµαι κπ, παίρνω εκδίκηση για

averse to ενάντιος, αντίθετοςaversion απέχθεια, αποστροφήavert αποτρέπω κτ κακό, αποφεύγω, αποστρέφω το βλέµµα

7

Page 8: ALL-VOC

avertive αποτρεπτικόςaviation αεροπλοίαavid ενθουσιώδης, πρόθυµος, φανατικός, ακόρεστος, άπληστος

avidly πρόθυµαawakening ξύπνηµαaware που έχει επίγνωση, ενήµεροςawareness ενηµερότητα, εξυπνάδαawe δέος, σέβας, τρόµος, φόβοςawesome φοβερός, που προκαλεί δέοςawestruck εντυπωσιασµένοςawkward δυσάρεστος, στενόχωρος, αµήχανος, που προκαλεί αµηχανία, δύσκολος, άβολος, αδέξιος

awry λοξόςbabble µουρµουρίζω, µιλώ ακατάληπτα, κελαρύζω

backdrop σκηνικό από ύφασµα στο βάθος σκηνής

backlash έντονη αντίδραση του κοινού

backlog σωρός καθυστερηµένης δουλειάς

backtrack επιστρέφω από τον ίδιο δρόµο, υπαναχωρώ (µτφ)

backup βοήθεια, υποστήριξη, εφεδρεία

backwash επακόλουθο συν. δυσάρεστο

badge διακριτικό σήµα, έµβληµαbaffle µπερδεύω, βρίσκοµαι σε σύγχυση, προκαλώ απορία

bail εγγύηση για αποφυλάκισηbail out βοηθώ σε άσχηµη κατάσταση, πέφτω µε αλεξίπτωτο

bait δόλωµαballot µυστική ψηφοφορία, συνολικός αριθµός ψήφων

bandage επίδεσµοςbandit ληστής, µέλος συµµορίας που επιτίθεται σε ταξιδιώτες

bandwidth εύρος ζώνης, εύρος φάσµατος

banish εξορίζω, διώχνω κπ/κτ,

διασκορπίζω

banner πανόbanquet επίσηµο γεύµα προς τιµή κπ, γιορτάζω µε επίσηµο γεύµα

barbed αγκαθωτόςbarely µόλις, σχεδόν καθόλουbargain καλή αγορά, παζάρι, συµφωνία, παζαρεύω, συµφωνώ

barge µαούνα, πέφτω πάνω σε κτ, παρεµβαίνω

barge in εισβάλλω, επεµβαίνωbark φλοιός δέντρου, γάβγισµα, γαβγίζω, µιλώ δυνατά και θυµωµένα

bark up the wrong tree κάνω λάθοςbarn αχυρώνας, κτίριο όπου παραµένουν λεωφορεία/φορτηγά όταν δεν χρησιµοποιούνται

barrage φράγµαbarren (για γη) άγονος, που δεν παράγει καρπούς/σπόρους

barricade οδόφραγµα, οχύρωµα, στήνω οδόφραγµα

barrier ύφαλος, φράγµα, εµπόδιοbarter ανταλλαγή εµπορική, υλικό ανταλλαγής, εµπορεύοµαι µε ανταλλαγή

base αγενής, βάση, βασίζωbash χτυπώ µε δύναµη, κριτικάρω έντονα

bashful ντροπαλός, δειλόςbasil βασιλικόςbasin κοιλάδαbask λιάζοµαι, απολαµβάνω πχ εύνοια

batch φουρνιά, οµάδα, σωρόςbatter βοµβαρδίζω, συντρίβω, χτυπώ, δέρνω, χτυπώ δυνατά

battle to δίνω µάχη για ναbay όρµος, κόλπος, οριοθετηµένος χώρος πχ στάθµεσης/αποθήκευσης

be alert to sth είµαι έτοιµος να αντιδράσω

be all ears είµαι όλος αυτιά, ανυποµονώ ν' ακούσω κάτι

8

Page 9: ALL-VOC

be at fault είµαι υπεύθυνος για κτbe at odds with sb διαφωνώbe at one with συµφωνώ απόλυτα µε, αισθάνοµαι ότι είµαι κοµµάτι από κτ

be backed up είµαι µπλοκαρισµένος εξαιτίας κυκλοφοριακής συµφόρησης

be beset with/by sth διακατέχοµαι, βασανίζοµαι από

be bound to που είναι βέβαιος (ότι θα συµβεί)

be conscious of έχω επίγνωσηbe contingent on εξαρτώµαι απόbe done for είµαι τελειωµένοςbe done up είµαι ντυµένος/στολισµένος

be done with έχω τελειώσει κτbe found in abudance βρίσκοµαι σε αφθονία

be head and shoulders (above sb) είµαι κλάσσεις ανώτερος από άλλους

be held responsible for θεωρούµαι υπαίτιος για κάτι

be in a tight spot είµαι σε δύσκολη θέση

be in arrears χρωστάω, οφείλωbe in awe of sb/sth κπ/κτ µου προκαλεί δέος

be in dire straits είµαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση

be in tune with συµφωνώ µεbe in two minds αµφιταλαντεύοµαιbe locked in είµαι εγκλωβισµένος σε (µτφ)

be on the alert είµαι προσεκτικός και προετοιµασµένος

be on the decline βρίκοµαι σε πτώσηbe on the nioght shift είµαι στη νυχτερινή βάρδια

be out and about ξαναστέκοµαι στα πόδια µου µετά από ασθένεια, ταξιδεύω από το ένα µέρος στο άλλο

be out for the count είµαι/βγαίνω νοκ άουτ, κοιµάµαι του καλού καιρού

be out of practice είµαι ντεφορµέbe out on your ear απολυµένος, αναγκασµένος να φύγω

be possessed of sth είµαι προικισµένος, έχω, νιώθω

be teeming with είµαι γεµάτος (µε ανθρώπους/ζώα κλπ)

be the apple of sb's eye είµαι πολύτιµος για κπ

be up in arms είµαι πολύ θυµωµένοςbe wary of είµαι επιφυλακτικός για κτbeacon φάροςbead χάντρα, σταγόνα, σταγονίδιοbeak ράµφοςbeam ακτίνα φωτός, δοκάρι, δοκόςbear down on sb/sth πλησιάζω απειλητικά

bear it in mind έχω υπ' όψη µου, θυµάµαι

bear out επιβεβαιώνω, στηρίζω (ισχυρισµούς)

bear up αντιµετωπίζω θαραλλέα, κάνω κουράγιο, αντέχω

bearing σχέση, επίπτωση, παράστηµαbeaver κάστοραςbeckon γνέφω, δελεάζω, προσκαλώbeggar ζητιάνοςbegrudge ζηλεύω, δίνω απρόθυµα, δυσανασχετώ επειδή πρέπει να κάνω κάτι

beguile απατώ, γοητεύω, εξαπατώ, εξαπατώµαι από τεχνάσµατα

behold βλέπω, παρατηρώ, προσέχω, πρόσεχε!

belated αργοπορηµένος πολύ, αργοπορών

belittle µειώνω, υποτιµώbellow µουγκρίζω σαν ταύροςbelt ζώνη, ζώνω, τραγουδώ δυνατάbemused µπερδεµένος, σαστισµένοςbenchmark σηµείο αναφοράςbenefactor ευεργέτης, δωρητήςbeneficiary δικαούχος, κληρονόµοςbenevolent αγαθοεργός,

9

Page 10: ALL-VOC

καλοκάγαθος, φιλανθρωπικός, γεµάτος καλοσύνη, φιλάνθρωπος

benign καλοκάγαθος, καλοσυνάτος, πράος

bent on αποφασισµένος να (κάνει κτ)bequeath κληροδοτώbequest κληροδότηµα, κληροδοτώbereaved τεθλιµµένοςbereft συντετριµµένοςberserk µαινόµενοςbeseech εκλιπαρώ, ικετεύω αγωνιωδώς, παρακαλώ

beset καταπονώ, περικυκλώνω, περιστοιχίζω

besiege πολιορκώbestow παρέχω, απονέµω, δίνωbet στοιχηµατίζωbetray προδίδωbetrayal προδοσίαbeverage ποτόbewildering που προκαλεί σύγχυσηbewitch µαγεύωbewitching µαγευτικός, γοητευτικόςbiased προκατειληµµένοςbicker λογοµαχώbid απόπειρα, προσπάθεια, προσφορά οικονοµική

bigot προκατειληµµένος, ρατσιστήςbigoted στενόµυαλος, αδιάλλακτοςbilateral διµερήςbillboards ταµπλό για διαφηµίσειςbillowing τεράστιοςbind δέσιµο, δεσµός, δένω, δεσµεύω, συνδέω, ενώνω, εµποδίζω, προσδένοµαι, υποχρεώνω

binocular διοπτρικός, χρησιµοποιών και τα δύο µάτια

biomass βιοµάζαbite δαγκώνωbiting καυστικόςbizarre παράξενος, αλλόκοτοςblackout γενική διακοπή ρεύµατος, προσωρινή απώλεια όρασης/µνήµης/αισθήσεων

blacksmith σιδεράςblade λεπίδα, πτερύγιο έλικα/προπέλας κλπ

bland χωρίς ενδιαφέρον, αδιάφορος, άγευστος

blandishment δόλωµα, θέλγητρο, κολακεία

blank κενός, άδειος, ανέκφραστος, άδειο διάστηµα σε κτ γραπτό, κενό

blare βγάζω διαπεραστικό ήχο πχ για σειρήνες

blast έκρηξη, ριπή ανέµου, σάλπισµα, ήχος κόρνας/σειρήνας/πνευστού οργάνου, ανατινάζω

blatant οφθαλµοφανής, κραυγαλέος, κατάφωρος, σκανδαλώδης, ολοφάνερος

bleach άσπρισµα, λεύκανση, λευκαντικό, αποχρωµατίζω, ασπρίζω,λευκαίνω, ξεθωριάζω, προκαλώ αποχρωµατισµό

bleak ζοφερός, µουντός, κρύος, παγερός (για καιρό), γυµνός (για τοπίο)

bleary θολός (για µάτια)bleed αιµορραγώ, κάνω αφαίµαξη, αποσπώ χρήµατα

bleeper τηλεειδοποίησηblemish ψεγάδιblend µείγµα, ταιριάζω, ανακατεύω, ανακατώνω, αναµιγνύω, συνδυάζω, ταιριάζω αρµονικά

blessed ευλογηµένος, µακάριοςblinder παρωπίδα, εµπόδιο όρασηςblinding εκτυφλωτικόςblink ανοιγοκλείνω τα µάτιαbliss τέλεια ευτυχία, παράδεισοςblissful πανευτυχήςblister φουσκάλα, φουσκαλιάζωblithe αδιάφορος, που αδιαφορεί για αυτό που κάνει

blitz περίοδος έντονης δραστηριότητας, ξαφνική επίθεση (συν. από αέρος)

10

Page 11: ALL-VOC

blizzard χιονοθύελλα, ισχυρός άνεµος µε χιόνι, µεγάλη χιονόπτωση

blob σταγόνα, κηλιδώνω, µουτζαλιάblock οικοδοµικό τετράγωνοblockade αποκλεισµόςblockbuster ταινία που σπάει τα ταµεία

blocked µπλοκαρισµένοςblood vessel αιµοφόρο αγγείοbloom άνθισµα, άνθος, ένδειξη φρεσκάδας και νεότητας, λουλούδι, περίοδος ανθίσµατος, ανθίζω

blossom ανθίζω, εξελίσσοµαι (κατά τρόπο θετικό)

blot µουτζούρα, κηλίδα, στίγµαblow my top γίνοµαι έξαλλοςblowout κλατάρισµα λάστιχου, γλέντι, πάρτι, εύκολη νίκη

blow-up µεγέθυνση (πχ φωτογραφίας), ξέσπασµα θυµού

bludgeon χτύπηµαblueprint κάνω προσχέδιο, σχεδιάγραµµα, κυανοτυπία

bluff µπλοφάρωblunder γκάφα, κάνω λάθος από άγνοια/βλακεία, κάνω γκάφα

blunt αµβλύς, απότοµος, απερίφραστος, ωµός, αµβλύνω, µετριάζω

bluntly καθαρά, χωρίς περιστροφέςblur αδιαφάνεια, συσκότιση, θαµπός, θολούρα, θολή εικόνα, θολώνω, θαµπώνω

blurt φωνάζω τραχιά και µε σκαιότητα

bluster βίαιη οχλαγωγία, βίαιος άνεµος, δρω µε θορυβώδεις απειλές, καυχώµαι αλαζονικά

blustering (για άνεµο) θυελλώδηςboast καυχιέµαι, περηφανεύοµαι, υπερηφανεύοµαι για κάτι που έχω, έχω (κτ αξιόλογο/αξιέπαινο), διαθέτω

boggle διστάζω, έχω ενδοιασµούς

bogus ψευδής, ψεύτικος, κάλπικοςboisterously βίαιαbold τολµηρός, απότοµος, ατρόµητος, άφοβος, παράτολµος, ριψοκίνδυνος, ευκρινής, ευδιάκριτος

boldness τόλµηbolster / bolster up υποστηρίζωbolt ορµώ, το σκάω, µανταλώνω, το βάζω στα πόδια, σταµατώ να υποστηρίζω κόµµα κλπ

bond δεσµός, οµόλογο, ποσό εγγύησης που καταβάλλεται για αποφυλάκιση

bony κοκκαλιάρης, ψάρι µε πολλά και µικρά κόκκαλα

book κλείνω δωµάτιο σε ξενοδοχείο, κανονίζω ταξίδι/ξενοδοχείο, κανονίζω κάτι εκ των προτέρων, προκρατώ θέση

boom κρότος, φράγµα, ανέρχοµαιboost αυξάνω, ενισχύω, βελτιώνω, προωθώ

boost the prestige of sb/sth ενισχύω το πρεστίζ κπ/κτ

booty λείαborder on πλησιάζω, αγγίζω (τα όρια), συνορεύω

bore προκαλώ πλήξη, ανοίγω τρύπαborough δήµος, διοικητικό διαµέρισµα

bottleneck σηµείο όπου στενεύει ο δρόµος, κώλυµα

botulism αλλαντίαση, είδος σοβαρής τροφικής δηλητηρίασης

bough κλαδί δέντρουboulder ογκόλιθοςbounce αναπήδηση, αναπηδώ, επιταγή χωρίς αντίκρισµα, επιστρέφει επιταγή (η τράπεζα), ζωντάνια, πηδώ ξαφνικά

bounce back συνέρχοµαι, επανέρχοµαι

bound βέβαιος, υποχρεωµένος, κατευθυνόµενος προς, αναπηδώ,

11

Page 12: ALL-VOC

καθορίζω τα όριαboundary όριο, σύνορο, περιοριστικό όριο, σύνορα

bourgeoisie µεσαία τάξηbow υποκλίνοµαι, γέρνω το κεφάλιboycott διαδικασία µποϊκοτάζ, µποϊκοτάρω

brace στηρίζω ταβάνι/τοίχο, προετοιµάζω-οµαι για κάτι δύσκολο/δυσάρεστο

brag καυχιέµαιbraid κοτσίδα, σιρίτιbrainstem εγκεφαλικό στέλεχοςbrainstorming άντληση ιδεών από οµάδα ανθρώπων, κατιδεασµός

brandish κουνώ, κραδαίνω απειλητικά (κυρίως όπλο), ανεµίζω απειλητικά

brash αυθάδηςbrass µπρούντζοςbrawl καυγάς, συµπλοκήbrazen θρασύς, αδιάντροπος, µπρούτζινος

breach παραβίαση, ρήγµα, ρήξη, διακοπή σχέσεων

break the news to sb λέω (άσχηµα) νέα σε κπ

breakaway αποµάκρυνση, απόσπασηbreakdown µηχανική βλάβη, διάλυση, αποτυχία, (νευρικός) κλονισµός

break-in διάρρηξηbreakout δραπέτευση (συν οµαδική)breakthrough εντυπωσιακή/σηµαντική ανακάλυψη/εφεύρεση, καινοτοµία

break-up διάλυση (πχ σχέσης/επιχείρησης)

breed ράτσα, αναπαράγοµαι, εκτρέφω, προκαλώ

breeding ground εστία κακούbrevity µικρή διάρκεια, λακωνισµός, συντοµία

bribe λάδωµα, ποσό δωροδοκίας,

λαδώνω, δωροδοκώbridle χαλινώνω (άλογο)brief ενηµερώνωbriliantly λαµπράbrim χείλος ποτηριού/φλυτζανιού κλπ, γύρος/γείσο καπέλου

brisk γρήγορος, ζωηρός, απότοµος, κοφτός (για τόνο φωνής/τρόπο)

bristle σκληρή τρίχα, τρίχα βούρτσαςbroadcast εκποµπή (ραδιοφώνου/τηλεόρασης), πρόγραµµα (ραφιόφώνου/τηλεόρασης), ευρέως, εκπεµπόµενος, εκπέµπω σήµα

broadly ευρέως, πλατειάbroil ψήνω στη σχάρα (του φούρνου), ψήνω στο γκριλ, ψήνοµαι (µτφ)

broker µεσίτης, πράκτοραςbrood τσούρµο, γενιά νεοσσών, µελαγχολώ

brood over συλλογίζοµαι, σκέφτοµαιbrow µέτωπο, φρύδι, κορυφή λόφουbrowridge η ράχη του µετώπουbrowse χαζεύω σε µαγαζί, κοιτάζω πεταχτά, ξεφυλλίζω, βόσκω

brush βούρτσα, πινέλο, βουρτσίζω, ξεσκονίζω

brush-off αγενής άρνηση/απόρριψηbrushwork (για ζωγράφο) τεχνικήbrusque (για τρόπους) απότοµος, κοφτός

brute ωµός, κτηνώδηςbrute force βίαbudge σαλεύω, µετακινώ-ούµαι ελαφρά, υπαναχωρώ, αλλάζω γνώµη

buffer ανακόπτω, αναχαιτίζω, µαλακώνω, προστατεύω, µειώνω τις δυσάρεστες επιπτώσεις που έχει κτ

buffet κυλικείο, ράπισµα, χαστούκι, γροθιά, γρονθοκοπώ, χτυπώ διαδοχικά, γρονθοκοπώ, χαστουκίζω, χτυπώ µε το χέρι

build-up βαθµιαία αύξησηbulb βολβός, λάµπα, λυχνία

12

Page 13: ALL-VOC

bulge εξέχω, είµαι φουσκωµένος µεbulk όγκος, το µεγαλύτερο µέρος από κάτι

bulky ογκώδηςbully εκφοβίζωbullying εκφοβισµόςbulwark προπύργιοbump γδούπος, καρούµπαλο, εξόγκωµα, µικρό τρακάρισµα, χτύπηµα, πρήξιµο, χτυπώ

bundle δέσµη, µάτσοbuoyant κεφάτος, αισιόδοξος, τιµές µε ανοδική τάση, που µπορεί να επιπλεύσει

burgeon ανθίζω, µπουµπουκιάζωburial site τόπος ταφήςburnout εξάντληση, µεγάλη κούρασηburrow λαγούµι, υπόγεια φωλιά, ανοίγω λαγούµι σκάβοντας, ψάχνω, σκαλίζω, ανασκαλεύω

bush αγριότοπος, θάµνος, χαµόκλαδο, µοιάζω µε θάµνο, φυτεύω θάµνους

bushel µπούσελ, µονάδα µέτρησης δηµητριακών ίση µε 36,4 λίτρα

bust σπάζω, κάνω αιφνιδιαστική επιδροµή µε σκοπό της έρευνα/σύλληψη (για αστυνοµία), υποβιβάζω σε βαθµό (στρατ.)

bustle φασαρία/ζωηράδα, κινούµαι ζωηρά

bustling γεµάτος ζωή/κίνηση πχ για πόλη

butcher εκδοροσφαγέας, κρεοπώλης, σφάζω ζώα για τροφή

butt γόπα, αποτσίγαροbutt γόπα, αποτσίγαροbuyout εξαγορά όλων/περισσότερων µετοχών επιχείρησης

buzz βουίζω, βοµβώ, είµαι γεµάτος κίνηση/δραστηριότητα

by and by σύντοµαby and large σε γενικές γραµµέςby common consent µε συναίνεση όλων

by degrees αργά και σταδιακάby dint of µέσω, χάρη σεby far κατά πολύby hand φτιαγµένος στο χέριby means of χρησιµοποιώντας, µέσωby rights κανονικά (δίκαια)by way of για να, µε την πρόθεση να, δίκην, εν είδει, µε την πρόθεση να

bygone περασµένος, παρελθώνbypass παράκαµψη, παρακάµπτωby-produt υποπροϊόνbystander παριστάµενος θεατήςcache κρύπτη, περιεχόµενο κρύπτης, κρύβω σε κρύπτη

cadaver πτώµαcadet µαθητής αστυνοµικής/στρατιωτικής σχολής

cajolery το να καλοπιάνεις κπcalamity συµφορά, καταστροφή, όλεθρος, συµφορά

calculable υπολογήσιµος, µετρήσιµοςcalculating υστερόβουλος, ιδιοτελής, συµφεροντολόγος

calculus λογισµόςcaliber διαµέτρηµα, ποιοτικό επίπεδο, ολκή, διαµέτρηµα πυροβόλου όπλου/ βληµάτων του

call a spade a spade λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη

call it a day σταµατώ τη δουλειά για σήµερα, φτάνει για σήµερα

call it quits πατσίζω, παραιτούµαι, παρατάω κτ

call the shots κάνω κουµάντο, παίρνω τις αποφάσεις

callous αναίσθητος, σκληρός, άσπλαχνος, ανηλεής

calve παράγω νέο κοµµάτιcamouflage καµουφλάζ, συγκάλυψη, καµουφλάρω, συγκαλύπτω

camper τροχόσπιτοcandid ειλικρινής, ντόµπροςcandidacy υποψηφιότηταcane καλάµι, βέργα, βίτσα, µπαστούνι

13

Page 14: ALL-VOC

canister µεταλλικό δοχείοcanola oil κραµβέλαιοcanopy κλινοσκέπασµα, τέντα σκιάς, υφασµάτινο κάλυµµα, επιφάνεια αλεξίπτωτου, θόλος δάσους, σκιάδα, προστέγασµα

cap καλύπτω, σκεπάζωcapability ικανότηταcapacious ευρύχωροςcapacity χωρητικότητα, ικανότητα, ιδιότητα, ρόλος, θέση

capillary action τριχοειδής έλξηcapital punishment θανατική ποινήcapricious ιδιότροπος, άστατοςcaptivate γοητεύω, αιχµαλωτίζωcaptivating σηαγηνευτικός, που ξελογιάζει

captive αιχµάλωτοςcarcass πτώµα, ψοφίµι, πλαίσιο λάστιχου αυτοκινήτου

cardiovascular καρδιοαγγειακόςcargo φορτίοcarnivore σαρκοφάγο ζώοcarnivorous σαρκοφάγος, σαρκοφόρος

carriage (of a typerwriter) κινητό τµήµα µηχανής (σαριό κλπ, ανάλογα µε το είδος της µηχανής)

carriage return αλλαγή σειράς κατά τη δαχτυλογράφηση

carry-on µικρή ταξιδιωτική τσάντα που µεταφέρει κπ µαζί του στο αεροπλάνο

carve σκαλίζω (πέτρα/ξύλο), χαράσσω, κόβω κρέας σε φέτες/κοµµάτια

cascade µικρός καταρράκτης, οτιδήποτε θυµίζει καταρράκτη

cash rebate έκπτωση, επιστροφή χρηµάτων

cast ρίχνω βλέµµα/χαµόγελο/φως/δίχτυ ψαρέµατος, πετώ, αποβάλλω δέρµα (για φίδι), επιλέγω ηθοποιό

castaway ναυαγόςcasual αβασάνιστος, αδιάφορος, απερίσκεπτος, πρόχειρος, ανεπίσηµος (για ρούχο), τυχαίος, επιπόλαιος, προσωρινός

casualty θύµα πολέµου/ατυχήµατος/µάχης, απώλεια

categorical κατηγορηµατικός, απόλυτος

cater for καλύπτω, ικανοποιώ ανάγκες

cater to καλύπτω, ικανοποιώ τις επιθυµίες κπ (συν. αποδοκιµαστικά)

cause a stir προκαλώ σάλο, αναταραχή

caution προσοχή, προφύλαξη, προειδοποίηση

cautionary που προεισοποιεί, που συµβουλεύει

cavity κοιλότητα, κοίλωµα, κουφάλα δοντιού

cease παύω, σταµατώceasefire κατάπαυση πυρόςcede εκχωρώ, παραχωρώ γη/δικαιώµατα

celebrated φηµισµένος, ξακουστόςcelibate αγνόςcellular κυτταρικόςcement ενώνω µε τσιµέντο, συγκολλώ, ενδυναµώνω, κατοχυρώνω, παγιώνω

censor λογοκριτής, λογοκρίνωcensorship λογοκρισίαcensure επίκριση, µοµφή, επικρίνω, αποδοκιµάζω

census απογραφή πληθυσµούcenter on εστιάζοµαιcerebral palsy εγκεφαλική παράλυσηcerebrospinal fluid εγκεφαλονωτιαίο υγρό

certification πιστοποίηση, βεβαίωσηcertify πιστοποιώcessation παύσηchamber αίθουσα σε δηµόσιο κτήριο,

14

Page 15: ALL-VOC

θάλαµος, κοιλότηταchangeover αλλαγή (από ένα σύστηµα/µέθοδο σε άλλο)

chant απαγγέλω ρυθµικά/τραγουδιστά, ψάλλω

char καρβουνιάζω, απανθρακώνω-οµαι

chariot άρµαcharred µαυρισµένος, καρβουνιασµένος

chastise επικρίνω, επιπλήττω, µαλώνω αυστηρά

chatter φλυαρώ, χτυπώ από το κρύο/φόβο δόντια

chatter φλυαρία, κελάρυσµα, τερέτισµα

checked µε καρό σχέδιοcheck-in χώρος ελέγχου εισιτηρίου/αποσκευών σε αεροδρόµιο, έλεγχος εισιτηρίου/αποσκευών σε αεροδρόµιο

checkout ταµείο (σε σούπερµάρκετ), ώρα αναχώρησης από ξενοδοχείο

check-up γενική ιατρική εξέτασηcheerless άκεφος, µελαγχολικός, ζοφερός

chemical compound χηµική ένωσηcherish αγαπώ, νοιάζοµαι, διατηρώ στη µνήµη µε αγάπη, τρέφω ελπίδες κλπ

chide επιπλήττω, µαλώνωchiefly κυρίωςchieftain αρχηγός φυλήςchiken pox ανεµοβλογιάchildish απλός, ξεµωραµένος, παιδικός

childlike σαν παιδίchilling ανατριχιαστικόςchime χτυπώ, σηµαίνω (για καµπάνα/ρολόι)

chimes µελωδός (κρεµαστά διακοσµητικά που κουδουνίζουν µε τον αέρα)

chip σπάω στην άκρηchoke πνίγοµαι από φαγητό/καπνό, πνίγω, στραγγαλίζω

chop µπριζόλα, φέτα, ποιότητα, σφραγίδα, σφραγίδα ποιότητας, κόβω σε κοµµάτια, χτύπηµα σαν µε τσεκούρι, κόβω, λιανίζω, αλλάζω κατεύθυνση

choppy (για θάλασσα) κυµατώδης, ταραγµένος

chore µικροδουλειά, αγγαρεία, βαρετή δουλειά

christen βαπτίζωchronicle χρονικό, εξιστορώ, καταγράφω γεγονότα

chubby στρουµπουλός, τροφαντόςchuckle κρυφογελώchunk µεγάλο κοµµάτι από ψωµί/ξύλο, µεγάλη ποσότητα από κτ

churn out παράγω σωρηδόνcinder θράκαcipher κρυπτογραφίαcirculate κυκλοφορώcircumspect επιφυλακτικός, προσεκτικός, συνετός

circumstances περιστάσεις, συνθήκεςcircumstantial συµπτωµατικός, περιστασιακός, συµπερασµατικός, έµµεσος (πχ για αποδέιξεις), ενδεικτικός, που υποδηλώνει κτ αλλά δεν το αποδεικνύει

circumvent παρακάµπτωcite αναφέρω, παρουσιάζω, παραθέτω απόσπασµα βιβλίου κλπ

civilian πολιτικός (µη στρατιωτικός)claim ισχυρισµόςclaimant διεκδικητήςclamber σκαρφαλώνω µε δυσκολίαclamor κατακραυγή, φασαρία, διαµαρτύροµαι έντονα, κατασιγάζω, φωνάζω

clamp σφίγγω, µαγκώνωclan σόι, οµάδα ανθρώπων (που έχουν κτ κοινό)

15

Page 16: ALL-VOC

clandestine κρυφός, µυστικός (συχνά παράνοµος), που γίνεται στα κρυφά

clang παράγω δυνατό µεταλλικό ήχοclank µεταλλικός ήχος αλυσίδας, χτυπώ (κάνοντας µεταλλικό ήχο)

clarify διευκρινίζω, αποσαφηνίζωclarity σαφήνεια, διαύγεια, καθαρότητα

clarity διαύγειαclash σύγκρουση, συµπλοκή, διαφωνία, ασυµφωνία, δυνατός µεταλλικός ήχος

clasp σφίγγω, κρατώ κτ σφιχτά, σφιχταγγαλιάζω

classification ταξινόµησηclassified απόρρητος, ταξινοµηµένος κατά κατηγορία

classify ταξινοµώclatter κρότος, κροτάλισµαclaw νύχι ζώου/πτηνού, δαγκάναclay πηλόςclean-up καθαρισµόςclear δίνω επίσηµη άδεια για κάτιclearance εκκαθάριση, άδεια, εξουσιοδότηση, ελεύθερος χώρος µεταξύ δύο αντικειµένων

clearing ξέφωτοcleft µερικώς διαχωρισµένος, σχισµήclement επιεικήςclench σφίγγω (γροθιές/δόντια/χέρια/σαγόνι πχ από θυµό), κρατώ γερά, σφίγγω

click χτυπώ, ηχώ (µ' ένα σύντοµο ξηρό κρότο)

climactic κρίσιµος (για γεγονός/χρονική στιγµή)

cling κρατώ σφιχτά, κολλάω, προσκολλώµαι σε

cling (clung-clung) κολλώ, πιάνοµαι, κρατιέµαι σφιχτά, εξαρτώµαι συναισθηµατικά

clink κουδουνίζω, τσουγγρίζωcloak µανδύας, κρύβω, µεταµφίεση, µεταµφιέζοµαι, σκεπάζω

clog επιβάρυνση, τσόκαρο, κλείνω, βουλώνω, φρακάρω, φράζω, εµποδίζω, συσσωµατώνοµαι

cloning κλωνοποίησηclose-down οριστικό κλείσιµο (πχ εργοστασίου)

clot θρόµβος αίµατος, θροµβώνω, πήζω

clump συστάδαclumsy αδέξιος, χοντροκοµµένος, άβολος, κακοφτιαγµένος

cluster οµάδα οµοειδών που εµφανίζονται/φυτρώνουν µαζί, δέσµη, σύµπλεγµα, συστάδα, συγκεντρώνοµαι σε οµάδα

clutch λαβή, άρπαγµα, πιάσιµο, συµπλέκτης αυτοκινήτου, κρατώ σφιχτά

clutter φορτώνω µε άχρηστα αντικείµενα

coalition συµµαχία, συνασπισµός κοµµάτων

coarse αγενής, τραχύς, χοντροκοµµένος, άτεχνος, κοινός, υνηθισµένος

coastguards ακτοφυλακήcoax καλοπιάνω, καταφέρνω κπ να κάνει κτ

cocoon κουκούλιcoerce sb into sth υποχρεώνω, εξαναγκάζω µε απειλές κπ να κάνει κτ

coercive εξαναγκαστικόςco-found συνιδρύωcognitive γνωστικός (που σχετίζεται µε την γνώση), διανοητικός, της κατανόησης, της αντίληψης

cognizant γνώστης, ενήµεροςcohabit συζώ, συνυπάρχωcohabitation το να συζεί κπ, συνύπαρξη

coherence συνοχήcoherent που έχει συνοχή/ειρµό, λογικός, κατανοητός, συνεπής

16

Page 17: ALL-VOC

λογικά, συναφής, συµφασικός, συνδεδεµένος, που έχει τις αισθήσεις του και µπορεί να µιλήσει (µε συνοχή)

cohesion ενότητα, συνοχήcoil σπείρα (από σκοινί/σύρµα κλπ.)coincide συµπίπτω, συµβαίνω την ίδια στιγµή

collaborate συνεργάζοµαιcollapse κατάπτωση, λιποθυµία, συντριβή, καταρρέω, λιποθυµώ, συντρίβοµαι

collateral παράπλευρος, δευτερεύωνcollateral damage παράπλευρη απώλεια

collision σύγκρουση, πρόσκρουσηcolony αποικίαcolumn κολόνα, στύλος, στήλη καπνού/εφηµερίδας κλπ

comb χτενίζω, ερευνώ παντούcombat µάχη, πολεµώ, καταπολεµώ, µάχοµαι

combust αναφλέγοµαιcombustible εύφλεκτοςcome close to - ing λίγο έλειψε ναcome down with αρρωσταίνω απόcome into force αρίζω να ισχύωcome to grief αποτυγχάνω, πηγαίνω στραβά, παθαίνω ατύχηµα

come to grips κατανοώ, αντιµετωπίζωcome to hand βρίσκοµαι πρόχειρος, είµαι διαθέσιµος

come to light έρχοµαι στο φως, αποκαλύπτοµαι

come to the point φτάνω στο κυριότερο σηµείο της συζήτησης

come up προκύπτωcomeback επιστροφή, επάνοδοςcomedown ξεπεσµός, κατάντιαcome-on πράξη που γίνεται για να δελεάσει κπ

commemorate υπενθυµίζω, καλώ σε ενθύµηση, γιορτάζω την µνήµη

commemoration τελετή/πράξη στη

µνήµη κάποιουcommemorative αναµνηστικός, εορταστικός, υπενθυµιστικός

commence αρχίζω, ξεκινώcommend επαινώ, εγκωµιάζω, προτείνω, συστήνω

commensurate ανάλογος, αντίστοιχοςcommentary περιγραφή, σχολιασµός αγώνα

commercialize εκµεταλεύοµαι εµπορικά

commission αναθέτω έργο, αναθέτω σε κπ να κάνει κτ

commit διαπράττω αδίκηµα, δεσµεύωcommitment αφοσίωση, αποστολή, διάπραξη, εγκλεισµός σε φυλακή/ψυχιατρείο, κατάθεση σε νοµοθετική επιτροπή, υποσχεση, υποχρέωση

committee επιτροπήcommodious ευρύχωρος, άνετος (χώρος)

commodity προϊόν, αγαθόcommon consent συναίνεση όλωνcommonplace συνηθισµένος, τετριµµένος, κοινός

commotion φασαρία, αναστάτωσηcommunal κοινός, κοινόχρηστοςcommute πηγαινοέρχοµαι καθηµερινά µε συγκοινωνία για τη δουλειά µου, (νοµ.) µετατρέπω ποινή

compact στριµωγµένος, συµπαγής, συνεπτυγµένος

companionship συντροφιάcompared with σε σύγκριση µε, συγκριτικά µε

compartment διαµέρισµα τρένου, ιδιαίτερος χώρος, χώρισµα, τµήµα

compass διαβήτης µετρήσεων, πυξίδα, διαβήτης (όργανο), όρια, φάσµα, περιοχή

compassion συµπόνιαcompassionate συµπονετικόςcompatibility αρµονία, συµβατότητα

17

Page 18: ALL-VOC

compatible συµβατόςcompel αναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, υποχρεώνω

compellable εξαναγκάσιµοςcompellation ονοµασία, προσφώνησηcompelling εξαναγκαστικός, ακαταµάχητος (για επιχειρήµατα)

compensate (for) αντισταθµίζω, αναπληρώνω

compensation αποζηµίωσηcompetence ικανότητα, δικαιοδοσίαcompetent αρµόδιος, διαγωβιζόµενος, ικανός

competition ανταγωνισµός, διαγωνισµός

competitive ανταγωνιστικόςcompetitor ανταγωνιστήςcompilation συλλογή, συµπίληµα, σύνταξη (πχ βιβλίου)

compile συντάσσω, συλλέγωcomplacent κοµπλίσιντ αυτάρεσκος, εφησυχασµένος, ικανοποιηµένος από τον εαυτό του

complaint παράπονο, γκρίνιαcomplement συµπλήρωµαcomplementary συµπληρωµατικόςcompletion αποτελείωση, τελειοποίηση

complexion επιδερµίδα, όψη, χαρακτήρας (µτφ.), µορφή, εικόνα (µτφ.)

compliance υπακοή, συµµόρφωσηcompliant υποχωρητικός, ενδοτικόςcomplication επιπλοκή, περιπλοκή, µπέρδεµα

complicity συνέργεια, συµµετοχή σε παράνοµη δραστηριότητα

compliment φιλοφρόνηση, τιµή, φιλοφρονώ

complimentary δωρεάν, φιλοφρονητικός

comply συµµορφώνοµαι, υπακούωcomponent µέρος, τµήµα, κοµµάτι, συστατικό, εξάρτηµα

composed αποτελούµενος από, ήρεµος, ψύχραιµος

compositing δηµιουργία σύνθετης εικόνας

composition σύνθεσηcomposure ψυχραιµία, αυτοκυριαρχίαcompound µείγµα, χηµική ένωση, επιδεινώνω, κάνω χειρότερο, αναµιγνύω

comprehensible κατανοητόςcompress συµπιέζω, συµπτύσσωcomprise αποτελούµαι από, αποτελώ, συνίσταµαι από, περιλαµβάνω, εµπεριέχω, απαρτίζοµαι από

compromise συµβιβασµός, συµβιβάζω-οµαι, εκθέτω, βάζω σε κίνδυνο

compulsive παθολογικός (για παρόρµηση που δεν ελέγχεται), που καθηλώνει

compulsory υποχρεωτικόςconbust αναφλέγοµαιconceal κρύβω, αποκρύπτωconcede παραδέχοµαι, αναγνωρίζω, παραχωρώ

conceit έπαρσηconceivable πιθανός, που µπορεί να φανταστεί/σκεφτεί κανείς

conceive συλλαµβάνω (ιδέα)conception επινόηση, σύλληψη ιδέας/σχεδίου, ιδέα, αντίληψη, (ιατρ.) σύλληψη

concerned ανήσυχος, ενδιαφερόµενοςconciliate συµφιλιώνω, κατευνάζωconciliatory συµφιλιωτικός, διαλλακτικός

concise συνοπτικός, µεστόςconcisely συνοπτικά, περιεκτικάconclusive αδιαµφισβήτητοςconclusively αδιαµφισβήτητα, πειστικά

concord οµόνοια, αρµονίαconcordance συµφωνία, αρµονίαconcrete απτός, συγκεκριµένος,

18

Page 19: ALL-VOC

τσιµεντένιος, χειροπιαστόςconcur (with) συµφωνώ, συµπίπτω, συγκλίνω, συναινώ

condemn καταδικάζω, αποδοκιµάζωcondense υγροποιούµαι (για αέρια/ατµούς), συµπυκνώνω-οµαι

condiment άρτυµα, αρωµατικό φαγητού, καρύκευµα

conditional υπό όρους, που εξαρτάται από κτ

condone ανέχοµαι, παραβλέπω, συγχωρώ

conducive συντελλών, συµβάλλων, συντελεστικός, που συµβάλλει σε, που επιτρέπει/ευνοεί κτ

conduct διεξάγω, διευθύνω ορχήστρα, οδηγώ κπ κάπου, είµαι αγωγός (φυσ.)

confer συσκέπτοµαιconference συνέδριο, συνδιάσκεψη, σύσκεψη

confession οµολογία, παραδοχή, εξοµολόγηση

confidant έµπιστο πρόσωπο, µυστικοσύµβουλος

configuration διαµόρφωση, διάταξηconfine to περιορίζω-οµαι σεconfined περιορισµένος (για χώρο)confirm επιβεβαιώνωconfirmation επιβεβαίωση, επαλήθευση

confiscate κατάσχωconflict αντίθεση (ιδεών), σύγκρουσηconform συµµορφώνοµαι, προσαρµόζοµαι, εναρµονίζοµαι

confrontation αντιπαράθεσηcongenial κοντζίνιαλ ευχάριστος, ταιριαστός, κατάλληλος για δουλειά

congested γεµάτος κόσµο, µε πολλή κίνηση, µε συνωστισµό/κυκλοφοριακή συµφόρηση, µπουκωµένη µύτη

conglomeration συνονθύλευµα, κοινοπραξία επιχειρήσεων

congregate συναθροίζοµαιcongress συνέδριοcongruence συµφωνία, οµοιότητα, αρµονία, αναλογία

conjoin συνδέω-οµαι, ενώνω-οµαιconjunction συνδυασµός, σύνδεσµος γραµµατικής, συνδυασµός γεγονότων

conjure up φέρνω στο νου, θυµίζωconnive κονάιβ συνεργώ (δι' ανοχής), δείχνω ανοχή, παραβλέπω, κάνω τα στραβά µάτια

connoisseur ειδήµονας, ειδικός, γνώστης

conscientious ευσυνείδητοςconscious που έχει επίγνωση, που έχι τις αισθήσεις του, συνειδητός, που ενδιαφέρεται πολύ για κτ

consecutive διαδοχικός, συνεχόµενος, συναπτός

consensus οµοφωνία, κοινή συναίνεση, σύµφωνη γνώµη

consent συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατατίθεµαι, συναινώ, συµφωνώ

consequence συνέπεια, αποτέλεσµα, απόρροια, επακόλουθο, σηµασία, σπουδαιότητα

consequence συνέπεια, σηµασίαconsequent που απορρέει, που οφείλεται, επακόλουθος

conservation προστασία, σώσιµο, διατήρηση

conservative συντηρητικόςconserve συντηρώ, διατηρώ, προστατεύω

considerable αξιοσηµείωτος, σηµαντικός σε αξία/σπουδαιότητα, σε µεγάλη ποσότητα

considerate που νοιάζεται για τους άλλους

consist of αποτελούµαι από, συνίσταµαι από, απαρτίζοµαι από

consistency συνέπεια, σταθερότητα, πυκνότητα, σύσταση

19

Page 20: ALL-VOC

consistenly σταθερά, συνεπώςconsistent with σύµφωνος µεconsole παρηγορώconsolidate εδραιώνω, σταθεροποιώ, ενισχύω, παγιώνω, ενσωµατώνω, ενοποιώ, συγχωνεύω

consolidation ένωση, συγχώνευση, ενοποίηση

conspicuous περίβλεπτος, εµφανής, ευδιάκριτος, που τραβά την προσοχή, που ξεχωρίζει

conspiracy συνωµοσία, σκευωρίαconspire συνωµοτώconstitute αποτελώ, συνιστώ, συγκροτώ

constitution σύνταγµαconstitutional συνταγµατικόςconstraint περιορισµόςconstrict στενεύω, περιορίζωconstruction κατασκευήconstructive εποικοδοµητικόςconstrue ερµηνεύω, εξηγώconsul πρόξενοςconsultant σύµβουλοςconsume καταναλώνωconsumerism καταναλωτισµόςconsumerist οπαδός καταναλωτισµούconsumptive φυµατικόςcontagious µεταδοτικός, µολυσµατικός

contain περιέχω, συγκρατώ, περιορίζω

contain αναχαιτίζω, συγκρατώcontaminant µολύνον υλικόcontaminate µολύνωcontaminated µολυσµένοςcontamination µόλυνσηcontemn περιφρονώ, καταφρονώcontemplate θεωρώ, µελετώcontemplation περισυλλογή, στοχασµός, προσήλωση του βλέµµατος σε κτ

contempt περιφρόνησηcontemptible άξιος περιφρόνησης

contemptuous περιφρονητικός, που περιφρονεί

contend ισχυρίζοµαι, διατείνοµαι, µάχοµαι, αγωνίζοµαι

contender υποψήφιος, διεκδικητήςcontent ικανοποιηµένος, που αρκείται σε, πρόθυµος να κάνει κτ

contention άµιλλα, ανταγωνισµός, καβγάς, σηµείο τριβής/διαφωνία

contentious αµφιλεγόµενοςcontest ανταγωνίζοµαι, διεκδικώ, αγωνίζοµαι για, προσβάλλω, αµφισβητώ (την εγκυρότητα)

contiguous που εφάπτεται, που συνορεύει

contingency ενδεχόµενο, απρόοπτη εξέλιξη

contingent που εξαρτάται από, αποστολή (οµάδα ανθρώπων πχ σε συνάντηση/συνέλευση)

contort στρίβω µε βία, συστρέφωcontour περίγραµµαcontract συστέλλοµαι, κολλώ ασθένεια, συνάπτω συµβόλαιο/σύµβαση

contraction σύσπασηcontradict αντιλέγω, αντιφάσκω, διαψεύδω

contradiction αντίφαση, διάψευσηcontrast αντιπαραβάλλω, έρχοµαι σε αντίθεση

contribution συνεισφοράcontrive καταφέρνω, κατορθώνω, επινοώ, προσχεδιάζω

controversial επίµαχος, αµφιλεγόµενος

controversy διένεξη, διαµάχη, συζήτηση

convenience ευκολία, άνεσηconvenient αναπαυτικός, βολικός, εύκολος, κατάλληλος, πλεονεκτικός

convention κοινωνική σύµβαση, συµβατικότητα, συνέδριο, συνθήκη πχ µεταξύ δύο κρατών

20

Page 21: ALL-VOC

conventional παραδοσιακός, συµβατικός, συνηθισµένος

conversion µετατροπήconvert µετατρέπω-οµαιconvertible µετατρέψιµοςconvey αποδίδω, µεταφέρω, εκφράζω, µεταδίδω πχ συναισθήµατα, µεταφέρω

conviction καταδίκη, καταδικαστική απόφαση, πεποίθηση

conviction πεποίθηση, βεβαιότηταcoordinate συντονίζωcope αντιµετωπίζω, τα βγάζω πέραcopious άφθονοςcop-out αποφυγή καθήκοντος/υποχρέωσης

copper χαλκόςcopulate with συνουσιάζοµαιcordial εγκάρδιοςcore πυρήνας, κέντρο καρπού, κεντρικό µέρος, το πιό σηµαντικό κοµµάτι

corn καλαµπόκι, κόκκος, διατηρώ σε αλάτι

corner παγιδεύω, στριµώχνωcoroner ιατροδικαστής, ανακριτής που διενεργεί έρευνα για φόνο

corporeal σωµατικός (σε αντιδιαστολή µε πνευµατικό/διανοητικό), υλικός

corpse πτώµα ανθρώπινο, σώµα ζωντανό/νεκρό

corpulent παχύσαρκοςcorrelation συσχέτιση, συσχετισµόςcorrespond αντιστοιχώ, συµπίπτω, αλληλογραφώ

corresponding αντίστοιχος, ανάλογοςcorroborate επιβεβαιώνω, στηρίζω (δήλωση/στοιχεία κλπ)

corrugate σχηµατίζω πτυχές και αυλάκια

corruption διαφθορά, γλωσσ. παρεκφορά

costly δαπανηρός, λαµπρός,

µεγαλοπρεπής

counsel συµβουλεύωcounselor σύµβουλος, συνήγοροςcountdown αντίστροφη µέτρησηcountenance όψη, ύφος, έκφρασηcounter αντεπίθεση, αντίθετος, ενάντιος, εχθρικός, ταµειακή µηχανή, αντιµετωπίζω, εκµηδενίζω

counteract εξουδετερώνω, προλαµβάνω, αναχαιτίζω, καταπολεµώ

counterattack αντεπίθεσηcounterbalance αντισταθµίζωcounterfeit ψεύτικος, πλαστόςcounterpart οµόλογοςcoup άθλος, εντυπωσιακό κατόρθωµαcourtecy ευγένεια, φιλοφρόνησηcourtier αυλικός, κόλακαςcovert µυστικός, συγκαλυµµένοςcover-up συγκάλυψηcowardice δειλίαcozy ζεστός, φιλικός, άνετοςcrack ραγίζω, σπάωcrackle τρίζω (για ξερόκλαδα/ξύλα που καίγονται), κροταλίζω

cracks γραµµέςcradle κούνια µωρού, λίκνο, κοιτίδαcraft χειροτεχνία, τέχνη, κατεργαριάcrafty πονηρός, πανούργος, δόλιοςcram παραγεµίζω, στριµώχνωcramp περιορίζω, εµποδίζωcramped στενόχωρος, περιορισµένοςcrash βροντή, ήχος σπασίµατος, συντριβή, εντατικός, συντρίβω, καθοδηγώ µε φωνές, ηχώ µε κρότο

crash course ταχύρρυθµο πρόγραµµα µαθηµάτων

crate κιβώτιο, καφάσιcrave λαχταρώ, ποθώcraving σφοδρή επιθυµία, λαχτάραcrawl αργή πρόοδος, µπουσουλώ, έρπω, σέρνοµαι, προχωρώ αργά/µε δυσκολία

crawl to sb σέρνοµαι µπροστά σε κπ

21

Page 22: ALL-VOC

(προσπαθώ να τον καλοπιάσω)creak τρίζωcrease ζάρα, τσαλάκωµα, τσάκιση πχ σε παντελόνι, ρυτίδα, ζαρώνω

credentials προσόντα, διαπιστευτήρια, πιστοποιητικά

credibility αξιοπιστίαcredibility gap έλλειψη αξιοπιστίαςcredible πιστευτός, αξιόπιστοςcredibly αξιόπισταcredit πίστωση, πιστωτικό υπόλοιπο λογαριασµού, αναγνώριση, επιδοκιµασία

creditor πιστωτήςcredo αρχές, πεποιθήσεις, τα πιστεύωcreep γλιστρώ αθόρυβα, έρπω, µπουσουλώ, αναρριχώµαι (για φυτό)

crescent το σχήµα της ηµισελήνουcrest κορυφή, λοφίο, έµβληµαcringe ζαρώνω, µαζεύοµαιcrinkle ζαρώνω, τσαλακώνω-οµαιcripple σακατεύωcrisscross δίκτυο, σταυρωτός, σταυρωτά, περνώ και ξαναπερνώ

crooked όχι ίσιος, µε στροφέςcross section εγκάρσια τοµή, αντιπροσωπευτικό δείγµα

cross-check επαληθεύω, διασταυρώνω

cross-current ρεύµα (νερού)crossover πέρασµα, αλλαγή (πχ από ένα µουσικό ρεύµα σε άλλο)

crouch µαζεύοµαι, ζαρώνω, λυγίζω τα γόνατα

crucial κρίσιµος, καθοριστικός, ζωτικής σηµασίας

crude πρόχειρος, άξεστος, πρωτόγονος, µη εξελιγµένος, χονδροειδής, ακατέργαστος, αργός

crumb ψίχουλο, µικρή ποσότηταcrumble καταρρέω, θρυµατίζω-οµαιcrumple καταρρέω, τσαλακώνωcrush συντριβή, συνωστισµός, συντρίβω-οµαι, συνωστίζοµαι

crust κόρα, κρούστα, φλοιός της γηςcuddle αγκαλιάζω τρυφεράcue σύνθηµα για να κάνω κτ, στέκα µπιλιάρδου, κάνω σινιάλο, δίνω σύνθηµα, κάνω νόηµα/νεύµα σε κπ να κάνει κτ

culinary µαγειρικός, γαστρονοµικόςculminate κορυφώνοµαι, καταλήγω, κλιµακώνοµαι

culpable (νοµ.) ένοχος, αξιόποινοςculprit ένοχος, φταίχτηςcult της µόδαςcultivate καλλιεργώcumbersome ογκώδης, βαρύς, βραδυκίνητος

cumulative αθροιστικόςcunning πονηρός, πανούργοςcurable θεραπεύσιµος, ιάσιµοςcurb χαλιναγωγώ, τιθασσεύωcurfew απαγόρευση κυκλοφορίαςcuriosity περιέργειαcurl έλικα, µπούκλα, κατσαρών, προχωρώ ελικοειδώς, συστρέφω, σγουραίνω

currency κυκλοφορία, νόµισµα (χώρας), πέραση, συνάλλαγµα, τρέχουσα χρήση

current τρέχων, τωρινός, διαδεδοµένος, που χρησιµοποιείται

curriculum πρόγραµµα µαθηµάτων/σπουδών, πρόγραµµα διδασκόµενης ύλης σχολείου/πανεπιστηµίου κλπ

cursory βιαστικός, πρόχειροςcurt απότοµος, κοφτόςcurtail περικόπτω, µειώνωcurtly απότοµα, κοφτάcurve σχηµατίζω καµπύλη, κυρτώνωcushion µαξιλάρι, προσκέφαλο, µετριάζω τα αποτελέσµατα, προστατεύω από δύναµη/τράνταγµα, καταστέλλω αγνόώντας

custody επιµέλεια, φύλαξη, προφυλάκιση

22

Page 23: ALL-VOC

customary που συνηθίζεται, συνηθισµένος, συνήθης

cutback µείωσηcut-off σηµείο/όριο όπου σταµατά κτcut-out φιούρα/σχέδιο κλπ που έχει κοπεί από χαρτί/ξύλο κλπ

cutting διαπεραστικός, κοφτερός, κόψιµο, προσβλητικός, σοδειά

dab πιέζω/σκουπίζω ελαφράdairy γαλακτοκοµικός, γαλακτοπαραγωγικός

dam φράγµαdamp υγρός, µελαγχολία, υγραίνω, µουσκεύω, αποθαρρύνω

dangle κρέµοµαι πχ για κλειδιά, κουνάω πέρα-δώθε

daring τολµηρός, ριψοκίνδυνοςdart ακόντιο, βλήµα, βελάκι, ορµώ, εκτοξεύοµαι, πετάγοµαι, εξακοντίζω

dash ορµώ, τρέχω γρήγορα, σπεύδω, τρέχω, εκφενδονίζω, χτυπώ / πετώ µε δύναµη

dated παλιοµοδίτικος, απαρχαιωµένοςdaunt πτοώ, τροµάζω, φοβίζω, αποθαρρύνω

daunted αποθαρρυµένοςdaunting αποθαρρυντικός, που πτοείdawdle χασοµερώ, χαζεύωdawn on συνειδητοποιώ, µου περνά από το µυαλό

daycare center παιδικός σταθµόςdazed ζαλισµένος, σαστισµένοςdazzle (για φως) τυφλώνω, θαµπώνω, στραβώνω, εντυπωσιάζω (µτφ)

dead end αδιέξοδοdead heat ισοπαλίαdeadline προθεσµία, χρονικό όριοdeadlock αδιέξοδο πχ σε διαπραγµατεύσεις

dean πρύτανηςdearth έλλειψη, ανεπάρκειαdebase υποτιµώ, υποβαθµίζωdebasement υποτίµηση, εξευτελισµόςdebatable αµφισβητήσιµος

debit χρέωση, ποσό ανάληψηςdebris συντρίµµια, χαλάσµαταdebtor χρεωστής, οφειλετηςdecay σαπίζω, χαλάω, παρακµάζωdecayed σάπιος (για δόντι), σαραβαλιασµένος

deceitful ανέντιµος, παραπλανητικόςdecent ευπρεπής, καθώσπρέπει, αρκετά καλός, της προκοπής

deception εξαπάτησηdeceptive απατηλός, παραπλανητικόςdecimate αποδεκατίζω, εξοντώνωdecipher αποκρυπτογραφώ, βγάζω νόηµα

decisive αποφαστικής σηµασίας, κρίσιµος, αποφασιστικός

declaration κήρυξη, διακύρηξη, δήλωση

declare αναγγέλλω, απευθύνοµαι, δηλώνω, διαβεβαιώνω, διακηρύσσω, εκφράζω, κηρύσσω, λέω

decline αρνούµαι ευγενικά (πρόσκληση κλπ)

decompose αποσυντίθεµαι, σαπίζωdecoy δόλωµα, κράχτης, δελεάζω, παγιδεύω

decree ψήφισµα, διάταγµα, νοµική απόφαση, βούλευµα, θεσπίζω

dedicate αφιερώνωdeduce συµπεραίνωdeduct αφαιρώdeductive συµπερασµατικόςdeed έργο, πράξη, κατόρθωµαdeem κρίνω, θεωρώdefect αποσκιρτώ, αυτοµολώ, αποστατώ, προσχωρώ σε άλλη παράταξη

defective ελλαττωµατικόςdefer αναβάλλω, µεταθέτω χρονικάdefiance περιφρόνηση, ανυπακοή, απείθεια

deficiency ατέλεια, µειονέκτηµα, έλλειψη

deficient ελλιπής

23

Page 24: ALL-VOC

deficit έλλειµµα προϋπολογισµού κλπdefile βεβηλώνωdefinitive οριστικός, απόλυτος, ο καλύτερος στον τοµέα του

deflate ξεφουσκώνω πχ λάστιχο, κλονίζω την αυτοπεποίθηση κλπ, µειώνω κπ/κτ, µειώνω τον πληθωρισµό

deflect αλλάζω κατεύθυνση, στρέφω αλλού, εκτρέπω

deft επιδέξιοςdefuse εκτονώνω (µία κατάσταση)defy δεν επιδέχοµαι, αψηφώdegenerate εκφυλισµένος, διεφθαρµένος, ξεπεσµένος, εκφυλίζοµαι, χειροτερεύω, επιδεινώνοµαι

degrading εξευτελιστικός, ταπεινωτικός

delay αναβάλλω, χρονοτριβώdelectable απολαυστικός, τερπνόςdelegate αντιπρόσωπος, αναθέτω, δίνω εντολή, εξουσιοδοτώ, µεταβιβάζω

delegation αντιπροσωπεία, αποστολή, οµάδα εκπροσώπων, ανάθεση, µεταβίβαση πχ ευθυνών, αρµοδιοτήτων

deleterious επιβλαβήςdeliberate σκόπιµος, εσκεµµένος, που γίνεται αργά και προσεκτικά, σκέφτοµαι/µελετώ προσεκτικά

delicacy λεπτότητα, ευπάθεια, ευγένεια, αβρότητα, λιχουδιά

delight απόλαυσηdelinquent παράνοµος, που εµφανίζει τάση για παρανοµία

delirious που παραληρεί (από χαρά/πυρετό)

delude εξαπατώdeluge κατακλυσµός, ραγδαία βροχή, κατακλύζω

delusion αυταπάτη, πλάνη, ψευδαίσθηση

delve ψάχνω (µέσα σε κτ), σκαλίζωdemarcation οριοθέτηση, διαχωρισµός, σύνορα

demeaning εξευτελιστικόςdemeanor συµπεριφορά, διαγωγήdemolish κατεδαφίζω, ανατρέπω, ανατρέπω επιχείρηµα, συντρίβω, νικώ µε µεγάλη διαφορά, διαλύω

demonstration διαδήλωση, επίδειξη, εκδήλωση πχ αγάπης

demoralizing αποθαρρυντικός, που ρίχνει το ηθικό

demote υποβιβάζωdenomination θρησκευτικό δόγµα, νοµισµατική αξία, µονάδα χρηµατική

denote σηµαίνω, δηλώνωdenounce καταδικάζω κπ/κτ δηµόσια, καταγγέλλω κπ στην αστυνοµία

dense κουτός, πυκνός, αργόστροφοςdensity πυκνότηταdent βαθούλωµα, βαθουλώνω, βουλιάζω

deodorant αποσµητικόdependable αξιόπιστοςdepict απεικονίζωdeplete εξαντλώ, αδειάζω, µειώνωdepletion µείωση, εξάντληση πχ αποθέµατος

deplore αποδοκιµάζω, επικρίνω, καταδικάζω, οικτίρω

depose εκθρονίζω, καθαιρώdeposit προκαταβολή, κατάθεση χρηµάτων, εγγύηση χρηµατική

depot αποθήκη, σταθµός τρένου/λεωφορείου

depreciation υποτίµηση χρηµατικής αξίας

depress αδυνατίζω, αποκαρδιώνω, θλίβω, καταστέλλω, ταπεινώνω, πιέζω, πατώ (πχ πλήκτρα)

depressant κατευναστικόςdepression µελαγχολία, κατάθλιψη, κατάπτωση, κατάπτωση ηθικού, αποθάρρυνση, θλίψη, χαµήλωµα

24

Page 25: ALL-VOC

deprivation στέρησηdeprive sb/sth of sth στερώdeprived στερηµένοςdeputy αναπληρωτής, αντικαταστάτης, βοηθός σερίφη

derision περίγελοςderive αποκοµίζω, αντλώderive from αποκοµίζω, αντλώ, προέρχοµαι από

derive from αποκοµίζω, αντλώ, προέρχοµαι

descend κατεβαίνω, κατέρχοµαιdescendant απόγονοςdescent καταγωγήdesert εγκαταλείπω, παρατώ, λιποτακτώ

designate ορίζω, ονοµάζω, ανακυρήσσω

desolate ερηµωµένο µέρος, µόνος και δυστυχισµένος άνθρωπος

despair απελπισίαdespair of απελπίζοµαιdesperate απεγνωσµένος, απελπισµένος

despicable απαίσιος, ποταπόςdespondent απελπισµένος, αποκαρδιωµένος

destitute άπορος, εξαθλιωµένος, πάµφτωχος, που στερείται

desultory αµεθόδευτος, ασυνάρτητος, χωρίς συνοχή

detach βγάζω, αποσπώdetached αδιάφορος, ψυχρός και απόµακρος, ανεπηρέαστος, αµερόληπτος, που δεν ενώνεται µε τα άλλα (για σπίτι)

detail αναφέρω λεπτοµερώςdetain θέτω υπό κράτηση, εµποδίζω κπ να φύγει πχ από αστυνοµικό τµήµα/νοσοκοµείο, καθυστερώ κπ

detect ανακαλύπτω, διακρίνω, ανιχνεύω, παρατηρώ

detect ανιχνεύω, παρατηρώdetention αναγκαστική παραµονή στο

σπίτι για τιµωρίαdeter αποθαρρύνω, αποτρέπωdeteriorate επιδεινώνοµαι, χειροτερεύω

determination καθορισµός. προσδιορισµός

deterrence αποτροπή, αποθάρρυνση, αναχαίτιση

deterrent αποτρεπτικός παράγονταςdetest απεχθάνοµαι, µισώdetonate εκρήγνυµαι, προκαλώ έκρηξη, πυροδοτώ, εκπυρσοκροτώ

detour παράκαµψη, λοξοδρόµησηdetractor συκοφάντηςdetriment ζηµιά, βλάβηdetrimental επιβλαβής, επιζήµιοςdevaluation υποτίµηση νοµίσµατοςdevastate (για µέρος) ρηµάζω, καταστρέφω, αφανίζω, ισοπεδώνω, (για άνθρωπο) συντρίβω, θλίβω

devastated συντετριµµένοςdeviate αποκλίνω, παρεκκλίνωdevious ύπουλος, ανέντιµοςdevise επινοώdevoid of άδειος, στερηµένος, στερούµενος, που του λείπει κτ

devoted αφοσιωµένοςdevotion αφοσίωσηdevour καταβροχθίζω, διαβάζω/κοιτάζω λαίµαργα, καταστρέφω, κατασπαράζω, αφανίζω

dew δροσιά του πρωινού, πάχνηdictate υπαγορεύω, διατάζω, προστάζω, ορίζω, επιβάλλω

dietary διαιτητικόςdiffident άτολµος, ντροπαλός, συνεσταλµένος

diffraction διάθλαση φωτόςdiffuse διάχυτος, φλύαρος, σχοινοτενής, µακρόσυρτος, διαχέω-οµαι, εξαπλώνω-οµαι

diffusion διάχυση, διάδοσηdigging σκάψιµοdignified αξιοπρεπής

25

Page 26: ALL-VOC

dilapidated ετοιµόρροπος, σαραβαλιασµένος, ερειπωµένος

dilate ευρύνω, διαστέλλοµαι, ανοίγω, διευρύνοµαι

diligence επιµέλεια, προσοχή, εργατικότητα

diligent επιµελής, εργατικόςdilute διαλύω, αραιώνω υγρό, µετριάζω, αλλοιώνω

dim αµυδρός (για φως, ανάµνηση κλπ), σκοτεινός (για µελλοντικές εξελίξεις), χωρίς αρκετό φως, δυσδιάκριτος (λόγω έλλειψης φωτός), θαµπός, θολός, ζοφερός

diminish µειώνω-οµαι, υποβιβάζω, υποτιµώ, λιγοστεύω

diminutive µικροσκοπικός, µικροκαµωµένος

dimple λακάκι στο µάγουλο/πιγούνι, µικρό κοίλωµα σε επιφάνεια

din βρόντος, θορυβώ, βροντώ, ξεκουφαίνω

dingy µουντός, σκοτεινός και βρώµικος

dip βουτώ κτ σε υγρό, χαµηλώνω πχ για τιµές, πέφτω

dire τροµερός, φοβερός (για κίνδυνο, ανάγκη κλπ)

dire strais δύσκολη κατάστασηdisapproval αποδοκιµασίαdisarming αφοπλιστικόςdisarray αποδιοργάνωση, σύγχυση, αναστάτωση

disband διαλύω-µαι (για οµάδα)discard πετώ, ξεφορτώνοµαιdiscern διακρίνω, παρατηρώdiscernible ορατός, αισθητός, ευδιάκριτιος

discerning οξυδερκής, που ξέρει να διακρίνει, που αναγνωρίζει την καλή ποιότητα

discharge δίνω εξιτήριο σε ασθενή, απαλλάσσω, απολύω, αφήνω ελεύθερο κρατούµενο, εκχύνω-οµαι

(για υγρό/αέριο), εκβάλλω (για ποταµό)

discipline επιβαλλω πειθαρχία σεdisclose αποκαλύπτωdisclosure αποκάλυψηdisconcerting που προκαλεί αµηχανία/αναστάτωση

discontent δυσαρέσκειαdiscount αντιπαρέρχοµαι, παραβλέπω, κάνω έκπτωση, πουλώ µε έκπτωση

discredit δυσφηµώ, κηλιδώνω, αµφισβητώ ότι κτ είναι αλήθεια

discreet διακριτικός, µε τακτdiscrepancy διαφορά, απόκλιση, ασυµφωνία, ανακολουθία

discrete χωριστός, διαχωρισµένοςdiscretion σύνεση, διακριτικότητα, ορθή κρίση, εχεµύθεια, ελευθερία βούλησης

discrimination διάκριση, µεροληψία, ορθή κρίση/επιλογή, διαφοροποίηση, διάκριση

discursive ασυνάρτητος, χωρίς συνοχή, που πηδά από το ένα θέµα στο άλλο

disdain περιφρόνησηdisembark αποβιβάζοµαι από πλοίο/αεροπλάνο

disengage αποδεσµεύω, αποσυνδέω, αποσυµπλέκω

disfigure παραµορφώνωdisfigured παραµορφωµένοςdisgrace ντροπή, εξευτελισµός, ατίµωση, οτιδήποτε προκαλεί ντροπή/ατίµωση

disguise µεταµφιέζοµαι, κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω

disgust αηδίαdisheartening αποθαρρυντικός, αποκαρδιωτικός

disinterested αµερόληπτος, ανιδιοτελής, αδιαάφορος, που δε δείχνει ενδιαφέρον για κτ

26

Page 27: ALL-VOC

disintergrate διασπώµαι, αποσυντίθεµαι, διαλύοµαι, συντρίβοµαι

dislocate εξαρθρώνω, χαλώdislodge αποπέµπω, εκτοπίζω, διώχνωdismantle αποσυναρµολογώ, ξεµοντάρω, διαλύω, λύνω, παροπλίζω

dismay απογοήτευση, κατάπληξη (συν. από κτ δυσάρεστο), φόβος, φοβίζω, απογοητεύω

dismayed απογοητευµένοςdismiss απολύω, διώχνω, βγάζω, απαλλάσσω, απορρίπτω (ιδέες/σκέψεις κλπ), παραβλέπω, (νόµ) σταµατώ την εκδίκαση µίας υπόθεσης

dismissal απόλυση, αγνόηση, το να αψηφά κπ κτ

dismissive υποτιµητικός, περιφρονητικός

disorganize αποδιοργανώνωdisown αποκηρύσσω, απαρνούµαι, αποποιούµαι

disparaging υποτιµητικός, µειωτικόςdisparate αταίριαστος, ανόµοιοςdisparity διαφορά, ανοµοιότητα, ανισότητα

dispatch αποστέλλω γράµµα/δέµα, στέλνω κπ/κτ κάπου, ξεµπερδεύω µε κπ/κτ γρήγορα

dispel διώχνω, διαλύω πχ φόβουςdispense δίνω, διανέµω, παρέχω, χορηγώ

disperse διασκορπίζω-οµαι, διαδίδω-οµαι, διαλύω-οµαι

displace αντικαθιστώ, εκτοπίζω, παίρνω τη θέση κπ, µετακινώ, παραγκωνίζω, µετατοπίζω, αναγκάζω κπ να γίνει πρόσφυγας

display έκθεση, επίδειξη, εκδήλωση συναισθηµάτων

disposable µίας χρήσης, διαθέσιµος προς χρήση (για χρήµατα/κεφάλαιο

κλπ)dispose τακτοποιώ, ταξινοµώdispose of πετώdisposed διατεθειµένοςdisposition χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, προδιάθεση, τάση, διάθεση

dispute αµφισβητώ, διεκδικώdisqualify αποκλείω παίχτη κλπ, απορρίπτω κπ

disregard αγνοώ, αψηφώdisreputable ανυπόληπτος, κακόφηµος

disrupt αποδιοργανώνω, διαταράσσω, διακόπτω (λειτουργία/ρυθµό κλπ)

disseminate διαδίδω (πχ φήµες), διασπείρω

dissemination διασποράdissent διαφωνώ, αντιτίθεµαιdissipate διαλύω-οµαι, εξανεµίζω-οµαι, σπαταλώ, χαραµίζω

dissolute έκλυτος, ακόλαστοςdissolve λειώνω, διαλύω-οµαι σε υγρό, διαλύω πχ γάµο/συµφωνία, διαλύω-οµαι πχ για πλήθος

dissolve διαλυµένος (για υγρά και συµφωνίες-οργανισµούς), υγροποιώ, αποσυνθέτω, καταλύω

dissuade αποτρέπωdistaste αποστροφήdistend πρήζω-οµαι, διογκώνω-οµαιdistill διυλίζω, αποστάζωdistinct ευδιάκριτος, διαφορετικόςdistinction διαφορά, διάκριση, τιµήdistinctive χαρακτηριστικόςdistinguished διαπρεπής, σεβάσµιος, που έχει κοµψή/αρχοντική εµφάνιση

distort παραµορφώνω, διαστρεβλώνω, παραποιώ

distract eκτρέπω την προσοχή, συγχύζω, τρελαίνω

distracted αφηρηµένος, που δεν µπορεί να συγκεντρωθεί σε κτ, που τον απασχολεί κάτι

27

Page 28: ALL-VOC

distraction περισπασµός, ενόχλησηdistress στενοχώρια, δυσκολίες, δυστυχία, κίνδυνος, επικίνδυνη κατάσταση

district περιοχή, διοικητική περιφέρεια, τµήµα

disturbance ενόχληση, αναστάτωση, φασαρία, επεισόδιο, διατάραξη, διαταραχή πχ ψυχική

ditch αυλάκι, χαντάκιdiverge αποκλίνω, αποµακρύνοµαι, χωρίζω, διίσταµαι, διαφέρω, περεκκλίνω, ξεφεύγω

diverge from αποκλίνω, διίσταµαιdivergence απόκλισηdivergent αποκλίνωνdiverse διάφοροιdiversify διαφοροποιώ, ποικίλλω, προσδίδω ποικιλία

diversion αλλαγή κατεύθυνσης, εκτροπή, αντιπερισπασµός, διασκέδαση, ψυχαγωγία

diversity ποικιλία, ποικιλοµορφίαdivert αποσπώ (την προσοχή), εκτρέπω, διασκεδάζω, στρέφω αλλού, διοχετεύω

divident µέρισµαdivine θεϊκόςdivisive που διχάζειdivulge αποκαλύπτω, κοινολογώdo away with καταργώdocile πειθήνιος, υπάκουοςdock αποβάθρα φορτοεκφόρτωσης, δεξαµενή επισκευής πλοίων, προβλήτα, εδώλιο κατηγορουµένου

documentation έγγραφα (που αποδεικνύουν κτ)

dodge πραγµατοποιώ ελιγµό για να αποφύγω κτ, αποφεύγω να κάνω κτ

domain τοµέας δραστηριότητας/αρµοδιότητας κλπ, αρµοδιότητα, δικαιοδοσία κπ/κτ, επικράτεια, τοµέας,πεδίο (γνώσης/δραστηριότητας/αρµοδιότητ

ας)dome θόλοςdomestic violence οικογενειακή βίαdomineer δυναστεύω, φέροµαι αυταρχικά

dominion εξουσία, κυριαρχία, επικράτεια

donation δωρεάdonor δωρητήςdon't mention it παρακαλώ, τίποταdoom καταστροφή, αφανισµόςdoomed καταδικασµένοςdormant λανθάνων, αδρανήςdormitory φοιτητική εστία, κοιτώναςdote on υπεραγαπώ κπdouble-barreled (για όπλο) δίκαννοdough ζύµηdown and out που δεν έχει χρήµατα και ζει στους δρόµους, απένταρος και άστεγος

down in the mouth θλιµµένοςdownfall καταστροφή, ξεπεσµόςdowngrade υποβαθµίζωdownhill κατηφορικόςdownplay µειώνω τη σηµασίαdownpour νεροποντήdownright φανερός, σκέτος, καθαρός, πλήρης

downright dunstable ντόµπροςdownside µειονέκτηµα, άσχηµη πλευρά, τα αρνητικά µιας κατάστασης

downsize (για εταιρεία) κάνω περικοπές, µειώνω το προσωπικό/εργατικό δυναµικό

downstream επακόλουθοςdownturn οικονοµική ύφεσηdraft προσχέδιο, συναλλαγµατική, ρεύµα αέρα, ρουφηξιά, γουλιά

drag σέρνω κπ/κτ, σέρνοµαι, κινούµαι αργά και µε κόπο, τραβολογώ, παραταβώ, κρατώ πολλή ώρα

drain σωλήνας αποχέτευσης, στραγγίζω, αποξηραίνω, πίνω,

28

Page 29: ALL-VOC

στραγγίζω, αδειάζω ποτήρι, φλυτζάνι, εξαντλώ/στραγγίζω µτφ

drainage αποχέτευση, αποστράγγισηdrained εξαντληµένοςdraw sb in παρασύρω, αναγκάζω κπ να πάρει µέρος σε κτ

draw up συντάσσω έγγραφο, σταµατώ (για όχηµα)

drawback µειονέκτηµα, ελλάττωµαdrawer συρτάριdrawer συρτάριdread φοβάµαι, τρέµωdreadful τροµερός, φριχτόςdreary µελαγχολικός, ανιαρόςdregde(s) βυθοκορώ, εµβαθύνωdregs κατακάθι, µούργαdrench µουσκεύωdribble βγάζω σάλια, στάζω, κάνω τρίπλες στο ποδόσφαιρο

drift παρασύροµαι από ρεύµα/νερό/αέρα, κινούµαι αργά προς µία κατεύθυνση

drill τρυπάνι, δοκιµαστική άσκηση, στρατιωτικά γυµνάσια, εκπαίδευση

drill (for oil) κάνω γεώτρησηdrip σταγόνα, στάζω, στάλαγµα, χάχας (αργκό)

drizzle ψιχαλίζει, ραντίζω, στάζω, ρίχνω υγρό

droll φαιδρός, κωµικός, αστείοςdrone κηφήνας, βοµβώ, βουίζωdroop γέρνω, λυγίζω, µελαγχολώ, χάνω το κέφι µου

droplet σταγονίδιοdropout κπ που παρατάει σχολείο/σπουδές του

drought ξηρασίαdrowback µειονέκτηµαdrowsiness νωθρότητα, υπνηλίαdrudgery αγγαρείαdrug treatment φαρµακευτική αγωγήdub αδέξιος, δίνω τίτλο, προσθέτω ήχο σε ταινία

dubious επιφυλακτικός, δύσπιστος,

αναποφάσιστος, αβέβαιος, αµφιλεγόµενος, ύποπτος, αµφίβολος, αµφισβητήσιµος

dump πετώ, ξεφορτώνοµαιdune αµµόλοφοςduplicate διπλός (για αντίγραφο), βγάζω αντίγραφο, αναπαράγω, ανατυπώνω

durable ανθεκτικός, γερόςdusk σούρουποdust σκόνη, ξεσκονίζωdutiful ευσυνείδητος, υπάκουος, µε αίσθηση καθήκοντος

duty-bound υποχρεωµένοςdwell on sth/sb σκέφτοµαι/µιλάω συνέχεια για κτ/κπ

dwelling κατοικίαdwindle φθίνω, λιγοστεύω, µειώνοµαι βαθµιαία

dye βάφω πχ µαλλιά/ύφασµαeager ένθερµος, ενθουσιώδης, που ανυποµονεί για κτ, πρόθυµος

earnest σοβαρός, ειλικρινής, ευσυνείδητος

ease ανακουφίζω/καταπραϋνω πόνο, χαλαρώνω, κινούµαι αργά, διευκολύνω

easygoing καλόβολος, βολικόςeavesdrop κρυφακούωebb άµπωτηeco-friendly φιλικός προς το περιβάλλον

economic οικονοµικός, σχετιζόµενος µε οικονοµία

economical όχι σπάταλος, συνετός µε διαχείριση χρηµάτων

economize εξοικονοµώedge out εκτοπίζω κπ σταδιακάedible φαγώσιµοςedict διάταγµαedifice µεγάλο και εντυπωσιακό κτήριο

eerie αλλόκοτος και τροµακτικός, απόκοσµος

29

Page 30: ALL-VOC

efface εξαλείφω, διαγράφω, σβήνω επιγραφές/αναµνήσεις κλπ

efficacious δραστικός, αποτελεσµατικός (για φάρµακο)

efficient αποδοτικόςeffort προσπάθειαeffusive διαχυτικόςegotistical που περιαυτολογεί, γεµάτος έπαρση

egregious στυγερόςeitorial κύριο άρθροeject διώχνω, βγάζω έξω, βγάζω, πετώ, εκτοξεύω (πχ για µηχανήµατα), εκδιώκω, κάνω έξωση, πετώ έξω, εκτοξεύω-οµαι, εκτινάσσοµαι

elaborate περίπλοκος, προσεγµένος, πολύπλοκος, περίτεχνος, λεπτοµερής, αναπτύσσω, επεξεργάζοµαι, περιγράφω λεπτοµερώς, παραθέτω λεπτοµέρειες

elaborate on περιγράφω λεπτοµερώς, αναπτύσσω

elapse παρέρχοµαι (για χρόνο), περνώ (για χρόνο)

elated περιχαρής, κατενθουσιασµένοςelective αιρετός, εκλεγόµενος, προαιρετικός (για θεραπευτική αγωγή/µάθηµα)

elevate προάγω, σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εξυψώνω

elicit αποσπώ (απάντηση), προκαλώ (αντίδραση), αποσπώ πληροφορίες, εκµαιεύω, προκαλώ αντίδραση/συναίσθηµα

eligible δικαιούµενος, που έχει τα προσόντα, που θεωρείται καλη επιλογή για σύζυγος

eliminate εξολοθρεύω, αφανίζω, βγάζω από τη µέση, αφαιρώ, αποκλείω, εξαλείφω, αποµακρύνω, αποβάλλω, αποκλείω από διαγωνισµό, σκοτώνω, καθαρίζω

elongate επιµηκύνω (-οµαι),

προεκτείνω (-οµαι)elongated επιµήκηςeloquence ευγλωττία, ευφράδειαeloquent εύγλωττος, ευφραδήςelucidate εξηγώ, διασαφηνίζωelude ξεφεύγω, διαφεύγωelusive δυσεύρετος, άπιαστος, φευγαλέος, (άνθρωπος/στόχος κλπ), απροσδιόριστος

emaciate αδυνατίζω πολύemaciated κοκαλιάρηςemancipation απελευθέρωση, χειραφέτηση

embankment ανάχωµαembarkation επιβίβαση (σε πλοίο)embed χώνω, ενσωµατώνω, σφηνώνωembedded σφηνωµένος, χωµένος, ριζωµένος (µτφ) (για αντιλήψεις)

embellish στολίζω, γαρνίρω, εµπλουτίζω, διανθίζω µε (ψεύτικες) λεπτοµέρειες

embezzle καταχρώµαι χρήµατα, υπεξαίρω

emblem έµβληµαembodiment προσωποποίηση, ενσάρκωση

embody ενσωµατώνω, ενσαρκώνω, ενσωµατώνω, περιλαµβάνω

embossed ανάγλυφος, διακοσµηµένος µε ανάγλυφα σχέδια

embrace αποδέχοµαι, αγκαλιάζω, ασπάζοµαι/ενστερνίζοµαι πχ ιδέες, περιλαµβάνω, υιοθετώ

emergence εµφάνιση, ανάδυσηemigrate µεταναστεύω, ξενιτεύοµαι, αποδηµώ

eminent διαπρεπής, επιφανής, εξαιρετική/αξιοσηµείωτη ικανότητα

emission εκποµπή φωτός/αερίων/ρύπων κλπ

emit εκπέµπω, εκφωνώemotive υποβλητικός, συγκινητικός, που προκαλεί δυνατά συναισθήµατα

empathize συπάσχω µε κπ, κατανοώ

30

Page 31: ALL-VOC

τα συναισθήµατα κλπ κπempower εξουσιοδοτώ, δίνω το δικαίωµα/τη δυνατότητα

empty άδειος, αδειάζωemulate εµιούλεϊτ µιµούµαι, αντιγράφω, ακολουθώ (κπ/κτ που θαυµάζω)

enable δίνω τη δυνατότητα σε κπ, καθιστώ δυνατό/ικανό

enact θεσπίζω νόµο, αναπαριστώ/παίζω ρόλο/έργο

enactment νοµοθεσία, νόµοςencapsulate συνοψίζω, εκφράζω συνοπτικά τα κύρια σηµεία

encase βάζω σε θήκη, περικλείωenchanted µαγεµένος, γοητευµένος, ενθουσιασµένος

encircle περικυκλώνω, περιβάλλω, περιστοιχίζω

enclose περιφράσσω, περιβάλλω πχ για φράχτη, εσωκλείω σε επιστολή

enclosed που περιβάλλεται από τοίχο, που εσωκλείεται σε γράµµα

encompass περιλαµβάνω, περιβάλλωencounter αντιµετωπίζω, συναντώencrypt κωδικοποιώencryption κωδικοποίηση στοιχείωνencumber παρεµποδίζω, παρακωλύωendanger θέτω σε κίνδυνοendangered απειλούµενοςendeavor έντονη προσπάθεια, απόπειρα, προσπαθώ

endorse υποστηρίζω, επιδοκιµάζω, οπισθογραφώ (για επιταγή), διαφηµίζω προϊόν

endow δωρίζω, κάνω δωρεά, προικίζωendowed προικισµένοςendurance αντοχήendure υποµένω, αντέχω (στο χρόνο)enduring που διαρκεί πολύ, που αντέχει

enfold αγκαλιάζω, κρατώ στην αγκαλιά µου, περιβάλλω, τυλίγω

enforce επιβάλλω

engage τραβώ την προσοχή, προσλαµβάνω/απασχολώ υπάλληλο, συµπλέκοµαι/εµπλέκοµαι σε µάχη

engage in µετέχω, ασχολούµαι, εµπλέκοµαι

engagement υποχρέωση πχ επαγγελµατική

engaging γοητευτικός, θελκτικόςengrave χαράσσωengrossed απορροφηµένοςengulf περιβάλλω, τυλίγω, ζώνω, κυριεύω

enhance βελτιώνω, αυξάνω, ενισχύωenlighten διαφωτίζω, κατατοπίζωenlightened ενήµερος, χωρίς προκαταλήψεις

enlightening διαφωτιστικόςenlightenment διαφώτιση, κατατοπισµός

enlist κατατάσσοµαι (στο στρατό), στρατολογώ-ούµαι, επιστρατεύω, κατατάσσοµαι

enlivened ζωηρεµένοςenormity τεράστια έκταση, µεγάλη σοβαρότητα πχ προβλήµατος, φρικαλεότητα, τραγωδία

enrage εξοργίζωenraged εξοργισµένοςenraptured συνεπαρµένος, καταγοητευµένος

enrollment εγγραφή σε σχολείο κλπensue έποµαι, ακολουθώensure εξασφαλίζωentail συνεπάγοµαι, καθιστώ αναγκαίο

entangle µπλέκω, µπερδεύωenterprise εγχείρηµα, τόλµηµα, επιχείρηση, επιχειρηµατικό πνεύµα

enthrall συναρπάζωenthralling συναρπαστικόςenthrone ενθρονίζοµαιenthuse µιλώ µε ενθουσιασµό για κπ/κτ, ενθουσιάζω κπ

entice παρασύρω, δελεάζω

31

Page 32: ALL-VOC

entirety πληρότηταentitle δίνω το δικαίωµα, επιτρέπω, δίνω τίτλο σε βιβλίο κλπ

entity οντότηταentrant αρχάριος σε ένα χώρο, υποψήφιος σε διαγωνισµό

entrenched καθιερωµένος, εδραιωµένος

entrepreneur επιχειρηµατίαςentrust αναθέτω, επιφορτίω κπ µε κτentwine τυλίγω, µπλέκωenumerate απαριθµώenunciate λέω, προφέρω καθαρά, διατυπώνω/εκφράζω ιδέες κλπ καθαρά και µε ακρίβεια

envelop τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζωenviable αξιοζήλευτοςenvious που ζηλεύει, που φθονείenvision οραµατίζοµαι, φαντάζοµαι, προβλέπω

envy ζήλια, ζηλεύω, φθονώepaulette επωµίδα (διακριτικό στρατιωτικής στολής)

epitomize είµαι προσωποποίηση, αποτελώ τυπικό παράδειγµα, εκφράζω

equal ίσος, εξισούµαι, εξισώνωequate εξισώνω, θεωρώ κτ ίσο/αντίστοιχο µε κτ άλλο

equip εξοπλίζω, εφοδιάζωequivalent ισοδύναµος, αντίστοιχοςequivocal διφορούµενος (για λέξη/δήλωση), µυστήριος, απροσδιόριστος, αµφίβολος (για πράξη/συµπεριφορά)

era εποχή, περίοδοςeradicate εξαλείφω, καταστρέφωeradication εξάλειψη, εκρίζωσηerase σβήνωerect ανεγείρω, χτίζω, στήνω όρθιο, ανορθώνω

erode διαβρώνω-οµαι, φθείρω-οµαιerrand θέληµα (προς εξυπηρέτηση άλλου)

errant που παραστρατεί, άπιστοςerratic αλλοπρόσαλος, άστατος, ασταθής, ακανόνιστος, άτακτος

erroneous λανθασµένος, εσφαλµένοςerroneously λανθασµένα, εσφαλµέναerudite πολυµαθής, µορφωµένοςerupt εκρήγνυµαι, ξεσπώeruption έκρηξη, ξέσπασµαescalate κλιµακώνω-οµαι, αυξάνω-οµαι (σε ένταση κλπ)

escort συνοδεύωespionage κατασκοπίαessence ουσία, κύριο χαρακτηριστικό, εκχύλισµα

establish ιδρύω, δηµιουργώ, καθιερώνω, εδραιώνω, δηµιουργώ σχέσεις, εξακριβώνω, διαπιστώνω

establish διαπιστώνωestate κτήµα, κοµµάτι γης που ανήκει σε κπ, περιουσία, περιουσιακά στοιχεία

esteem εκτίµηση, υπόληψη, σεβασµόςesteemed κύρους, µε υπόληψηestimate υπολογίζω, εκτιµώ, προϋπολογίζω

eternal αιώνιος, παντοτινός, ατελείωτος (µτφ)

evacuate εκκενώνωevade αποφεύγω κπ/κτ, ξεφεύγω από κπ/κτ, αποφεύγω υποχρέωση, υπεκφεύγω

evaluate εκτιµώ, αξιολογώevaporate εξατµίζω-οµαι, εξανεµίζοµαι

evaporation εξάτµισηevasive ασαφής, µε υπεκφυγέςevenly-lit οµοιόµορφα φωτισµένοςeventful επεισοδιακός, γεµάτος γεγονότα

eventual ενδεχόµενος, τελικόςeventually τελικάever so πάρα πολύeverlasting αιώνιος, παντοτινός, αδιάκοπος

32

Page 33: ALL-VOC

evict κάνω έξωση, διώχνωeviction έξωσηevident προφανής, ολοφάνεροςevince εκδηλώνω, δείχνω, φανερώνωevoke προκαλώ συναίσθηµα, φέρνω στο νου αναµνήσεις

evolve αναπτύσσω-οµαι, εξελίσσοµαιexacerbate επιδεινώνω, χειροτερεύω, παροξύνω

exaggerate υπερβάλλω, ξεπερνώ, υπερβαίνω

exalted υψηλός (για αξίωµα/θέση κλπ), πανευτυχής

exasperation αγανάκτηση, οργήexcavate ανασκάπτωexcavation ανασκαφή, µέρος όπου γίνεται ανασκαφή

exceed υπερβαίνω, υπερβάλλωexcel διαπρέπωexceptional εξαιρετικόςexcerpt περικοπή, απόσπασµα από βιβλίο κλπ

excessive υπερβολικός, υπέρµετροςexclaim αναφωνώexclude αποκλείωexclusive αποκλειστικός, µόνο για λίγους και εκλεκτούς, κλειστός/που δεν δέχεται εύκολα µέλη (για λέσχη κλπ)

excrete εκκρίνωexcruciating βασανιστικός, ανυπόφορος (για πόνο)

execution εκτέλεση, εφαρµογή σχεδίου, εκτέλεση εγκληµατία

exemplary υποδειγµατικός, παραδειγµατικός (για τιµωρία)

exempt απαλλάσσω, εξαιρώexemption απαλλαγήexeptional εξαιρετικός, ασύγκριτος, σπάνιος

exert ασκώ πχ επιρροήexhale εκπνέω, ξεφυσώexhausting εξαντλητικόςexhaustive πλήρης, εξαντλητικός,

λεπτοµερής (για έρευνα/λίστα κλπ), διεξοδικός (πχ για έρευνα), εξονυχιστικός

exhibit έκθεµα, πειστήριο σε δίκη, έκθεση

exhilarating απολαυστικός, ευχάριστος, συναρπαστικός

exhort προτρέπω, παροτρύννω (έντονα), παραινώ

exile εξορία, εξόριστος, εξορίζωexonerate απαλλάσσω (από κατηγορία), αθωώνω

exorbitant εξωφρενικός για τιµή, υπέρογκος

expand διαστέλλω, εκτείνω-οµαι, εξαπλώνω-οµαι

expansion επέκταση, διεύρυνσηexpansive εκτεταµένοςexpansively πυκνάexpatriate απόδηµος, οµογενής, εκπατρίζοµαι

expectant που περιµένει µε ανυποµονησία, που περιµένει παιδί

expedient σκόπιµος, πρόσφορος, αποτελεσµατικός

expedite ελεύθερος, από εµπόδια, επισπεύδω, καθαρίζω από εµπόδια

expedition αποστολήexpel αποβάλλω από σχολείο, διώχνω, εκδιώκω, αποπέµπω, απελαύνω

expend ξοδεύω, αναλώνω χρόνο/χρήµα κλπ

expendable ξοδευτέοςexpenditure δαπάνη, έξοδαexperimental πειραµατικός, δοκιµαστικός

expertise πείρα, ειδικευµένη γνώσηexpire λήγω, εκπνέω, πεθαίνωexplicit σαφής, ρητόςexploit ανδραγάθηµα, άθλος, εκµεταλλεύοµαι

explosive εκρηκτικόςexponent υποστηρικτής, υπέρµαχος ιδέας, άτοµο πολύ επιδέξιο σε κτ

33

Page 34: ALL-VOC

expose εκθέτωexposition παρουσίαση, ανάπτυξη απόψεων κλπ, έκθεση προϊόντων

exposure έκθεση πχ στον ήλιο, αποκάλυψη, προβολή στον τύπο, δηµοσιότητα

expulsion αποβολή µαθητή, αποποµπή, εκδίωξη, απέλαση

expunge εξαλείφω, σβήνωexquisite εξαιρετικός, εξαίσιος, οξύς, έντονος (για πόνο/συναίσθηµα)

extemporaneous αυτοσχέδιοςextend επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω-οµαι, απλώνω-οµαι, τεντώνω πχ το χέρι µου

extended εκτεταµένοςextensive εκτενής, εκτεταµένοςextensively εκτεταµέναextenuating ελαφρυντικόςexterior εξωτερικόςexterminate εξοντώνω, εξολοθρεύωexternal εξωτερικόςexternalize εξωτερικεύω (σκέψεις/συναισθήµατα κλπ)

extinguish σβήνω φωτιά, εξαλείφω, σβήνω πχ ελπίδες

extort αποσπώ, παίρνω δια της βίαςextract απόσπασµα (πχ από βιβλίο), απόσταγµα, εξάγω, βγάζω, αποσπώ

extrapolate εικάζω µε βάση υπάρχοντα στοιχεία

extravagance σπατάλη, πολυτέλειαextravagant υπερβολικός, σπάταλος, πολυδάπανος

extremely υπερβολικάextremities άκρα (σώµατος)extremity άκρο, απώτατο σηµείο, έπακρο

extricate ξεµπλέκωextrinsic εξωγενής, ξένοςextrovert εξωστρεφές άτοµοextrude εξωθώ, βγάζω µε πίεσηexuberant γεµάτος ζωντάνια/ενέργεια, πληθωρικός,

οργιαστικός (για βλάστηση)exult χαίροµαι, θριαµβεύωexultation αγαλλίαση, χαράeye socket κόγχη οφθαλµούeyelid βλέφαροfab υπερβολικά καλός, έξοχοςfable µύθοςfabric ύφασµα, δοµή, διάρθρωσηfabricate επινοώ, κατασκευάζω (ιστορία κλπ)

fabrication επινόηση, χάλκευση, κατασκεύασµα, µύθευµα, επινοηµένη ιστορία

fabulous καταπληκτικός, υπέροχος, εξαίσιος, έξοχος, πολύς, πολύ µεγάλος, αµύθητος

facade φασάντ πρόσοψη κτηρίου, προσωπείο, µάσκα

facet φάσιτ όψη προβλήµατος, έδρα πολύτιµου λίθου

facetious αστείος, περιπαικτικός, ευτράπελος

facile εύκολος, που γίνεται χωρίς πολλή σκέψη/προσπάθεια

facilitate διευκολύνωfactitious πλαστός, ψεύτικος, πλασµατικός

factual τεκµηριωµένος, πραγµατικόςfaculty ικανότητα, πανεπιστηµιακή σχολή, σύνολο µελών ∆ΕΠ

fad µανία, µόδαfade ξεθωριάζω, σβήνω, µειώνοµαιfailing ελάττωµαfaint αµυδρός, εξασθενηµένος, ανεπαίσθητος, πολύ µικρός (πχ για ελπίδα), µε τάση για λιποθυµία

faint-hearted λιγόψυχος, δειλόςfair δίκαιος, σωστός, αρκετά µεγάλος, ανοιχτόχρωµος, αίθριος

fairly αρκετάfake αποµίµηση, αντιγραφή, ψεύτικοςfall into place γίνοµαι σαφήςfall through αποτυγχάνωfallacious εσφαλµένος

34

Page 35: ALL-VOC

fallacy πλάνη, εσφαλµένη αντίληψη, εσφαλµένος συλλογισµός

fallible υποκείµενος σε λάθη/σφάλµατα, µη αλάθητος

fallout ραδιενεργός σκόνη στην ατµόσφαιρα µετά από πυρηνική έκρηξη, επιπτώσεις, άσχηµα αποτελέσµατα (πράξης κλπ)

falls καταρράκτηςfalsehood ψευτιά, ψέµµα, αναλήθειαfalsify πλαστογραφώ, παραποιώ, νοθεύω

falter παραπαίω, τρεκλίζω, παραπατώ, κοµπιάζω, τρέµω (για φωνή), διστάζω, κλονίζοµαι

famine λιµόςfamous ξακουστός, γνωστός, διάσηµος

fanciful φανταστικός, µη ρεαλιστικός, µε ιδιόρρυθµο στυλ, φανταχτερός

fang κυνόδοντας ζώου, δαγκάνα εντόµου

far be it from me to do sth δεν είναι δική µου δουλειά (να...)

farce κωµωδία, φάρσαfarcical γελοίος, φαιδρόςfare ναύλα, τιµή εισιτηρίου, επιβάτης ταξί, τα καταφέρνω/τα πάω (καλά, άσχηµα)

far-fetched παρατραβηγµένος, που δεν πείθει

far-off µακρινός (σε τόπο/χρόνο)far-reaching µεγάλης έκτασης, µεγάλης σηµασίας (πχ µεταρρυθµίσεις)

far-sighted διορατικός, πρεσβύωπαςfascinate γοητεύω, συναρπάζωfasten ασφαλίζω, δένω, προσδένω, στερεώνω

fastidious λεπτολόγος, σχολαστικός, δύσκολος (µτφ), ιδιότροπος µε την τάξη και την καθαριότητα

fasting period περίοδος νηστείαςfatal µοιραίος, θανατηφόρος

fatality βίαιος θάνατος (από ατύχηµα/πόλεµο κλπ), θύµα βίαιου θανάτου

fated προορισµένος από τη µοίραfateful µοιραίοςfathom οργή, κατανοώ, βυθοµετρώfatigue κόπωση, µεγάλη κούρασηfatten up παχαίνω (ζωό)faucet βρύσηfaulty (για µηχανήµατα) ελαττωµατικός, (για σκέψη) εσφαλµένος

fauna πανίδαfawn κολακεύω, γλείφω (µτφ)feasible εφικτός, πραγµατοποιήσιµοςfeast συµπόσιο, φαγοπότι, θρησκευτική γιορτή, πανδαισία

feat άθλος, κατόρθωµα, επίτευγµαfeature παρουσιάζω, προβάλλω/έχω ως κύριο χαρακτηριστικό

feces περιττώµαταfederal οµοσπονδιακόςfeeble άψυχος, διστακτικός, αδύναµος, ασθενικός, ασθενής, µη αποτελεσµατικός (πχ για επιχείρηµα/δικαιολογία)

feebly αδύναµα, εξασθενηµέναfeedback σχόλια, αντιδράσεις κλπ (πχ κοινού/αναγνωστών), ανταπόκριση (για την επιτυχία/χρησιµότητα πράγµατος)

feign προσποιούµαιfeisty δυναµικός, αποφασιστικόςfelicity ευτυχία, ευστοχία, καταλληλότητα

fellow όµοιος, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση

fellowship αλληλεγγύη, συντροφικότητα, σύλλογος, υποτροφία

felony κακούργηµαfeminine θηλυκόςfence περιφράσσω, ξιφοµαχώfend προστατεύω

35

Page 36: ALL-VOC

fend for oneself τα βγάζω πέρα µόνος, συντηρούµαι µόνος µου

fend off αποκρούω, αποφεύγωfender φτερό αυτοκινήτου/ποδηλάτου, κιγκλίδωµα τζακιού

ferment προκαλώ/υφίσταµαι ζύµωσηferocious φερόσας άγριος, σκληρόςfertile γόνιµος, παραγωγικόςfertilize γονιµοποιώ, λιπαίνωfervent ένθερµος, διακαήςfervently θερµά, διακαώςfervid φλογερός, σφοδρόςfervor θέρµη, πάθος, ζέσηfester κακοφορµίζω, µολύνοµαι (για πληγή), φουντώνω (για θυµό κλπ)

festive φέστιβ γιορτινόςfetch (πηγαίνω και) φέρνω, πιάνω τιµή

fetter εµοδίζω, περιορίζω κπ, δένω τα πόδια φυλακισµένου µε αλυσίδες

fetus φίτας έµβρυοfeud φεντ έχθρα, βεντέτα, µακροχρόνια έχθρα, φέουδο, τιµάριο

feverish µε πυρετό, πυρετώδηςfew and far between σπάνιοιfiber ίνα, ίνεςfickle άστατος, ευµετάβλητος, αναξιόπιστος, που αλλάζει εύκολα γνώµη

fictitious φανταστικός, πλασµατικός, ανύπαρκτος

fiddle φιντλ παίζω αφηρηµένα στα δάχτυλά µου, "µαγειρεύω" λογαριασµούς, κάνω κοµπίνα, παίζω µουσική µε βιολί

fidelity πίστη, αφοσίωση, ακρίβεια, πιστότητα

fidget στριφογυρίζω νευρικάfidgety ανήσυχος, νευρικόςfield hospital νοσοκοµείο στηµένο πρόχειρα κοντά στο πεδίο της µάχης

fiery φαϊερι εύφλεκτος, ευερέθιστος, πύρινος, κόκκινος, πυρώδης, σα

φλόγα, αψύς, οξύθυµος, φλογερός, παράφορος καυτερός (για φαγητό/ποτό)

figurative µεταφορική έκφραση, πίνακας που απεικονίζει κπ/κτ όπως πραγµατικά είναι

figure out καταλαβαίνω, βγάζω συµπέρασµα, υπολογίζω

filament νηµάτιο, ίνα (κυρ. νήµα πυράκτωσης λαµπτήρα)

file αρχειοθετώ, υποβάλλω, καταθέτω (πχ αίτηση), προχωρώ ένας-ένας προς µία κατεύθυνση (για οµάδα ανθρώπων), λιµάρω

filling σφράγισµα, γέµισηfilth βρωµιάfilthy βρόµικος, αισχρός, ανήθικοςfin πτερύγιο ψαριού, πτερύγιο σταθεροποίησης σε αεροπλάνο κλπ

finance οικονοµικά, δηµόσια οικονοµικά, οικονοµικοί πόροι, χρηµατοδοτώ

finance bill οικονοµικό νοµοσχέδιοfinding εύρηµα, πόρισµα, απόφαση δικαστή, ετυµηγορία ενόρκων

fine-tune βελτιώνω, διορθώνω κάνοντας µικροαλλαγές

finite πεπερασµένος, περιορισµένοςfirm σφιχτός, σκληρός, σταθερός, ακλόνητος, οριστικός, στέρεος, γερός, σταθερός

fiscal οικονοµικόςfistful χούφταfit κρίση αρρώστιας/θυµού/γέλιου κλπfitting εξάρτηµα πχ σε έπιπλο, πρόβα ρούχου

fixation εµµονήfixed ακίνητος, αµετάβλητος, πάγιος, σταθερός, στερεωµένος

fizz αφρίζω (για ποτό)flaccid πλαδαρός, χαλαρόςflack πράκτορας τύπουflagrant κατάφωρος, σκανδαλώδηςflair κλίση, ταλέντο

36

Page 37: ALL-VOC

flake λεπτό φύλλο από κτ, νιφάδαflamboyant επιδεικτικός, φανταχτερός

flameproof άκαυτοςflammable εύφλεκτοςflank βρίσκοµαι στη µία ή και στις δύο πλευρές αντικειµένου κλπ

flap φτερουγίζω, χτυπώ τα φτερά, κουνώ πάνω-κάτω, ανεµίζω (για πανιά)

flare τρεµοσβήνω, ξεσπώ, φουντώνω (πχ για θυµό), φαρδαίνω στο κάτω µέρος (για ρούχο)

flare-up ξέσπασµα (πχ θυµού), έκρηξη

flashback µέρος ταινίας κλπ που κάνει αναδροµή στο παρελθόν

flattery κολακείαflaunt επιδεικνύω µε αυταρέσκειαflaunting επιδεικτικόςflaw ελάττωµα, ψεγάδι, ατέλειαflawed ελαττωµατικός, αφελής, λανθασµένος

flawless άψογοςflawlessly άψογα, τέλειαflax λινάριflea ψύλλοςfleck στίγµα, κηλίδα, µικρή ποσότητα, πιτσιλιά

flee τρέποµαι σε φυγήfleece προβιά, τοµάρι, είδος µαλακού υφάσµατος

fleet στόλοςflex κάµπτω, λυγίζω, τεντώνωflick χτυπώ απότοµαι και γρήγορα (µε µαστίγιο/σχοινί κλπ), τινάζω (κυρ. µε το δάχτυλο), τινάζω χτυπώ ελαφρά, τινάζω/πετώ/διώχνω µε ελαφρύ χτύπηµα, κινώ-ούµαι µε γρήγορες και απότοµες κινήσεις

flicker τρεµοπαίζω, τρεµοφέγγωflight σειρά σκαλοπατιών ανάµεσα σε δύο ορόφους

flimsy ψεύτικος (µτφ), µικρής

αντοχής (για αντικείµενο), µη πειστικός (για επιχείρηµα)

flinch τινάζοµαι, τραβιέµαι από φόβο/πόνο κλπ

fling πετώ, ρίχνω, χυµώflip χτυπώ/τινάζω ελαφρά µε τα δάχτυλα, στρίβω νόµισµα, αναποδογυρίζω

flit πετώ/κινούµαι γρήγορα και ελαφρά από ένα σηµείο σε άλλο

float αποκριάτικο άρµαfloating κυµαινόµενος, µεταβλητόςflock κοπάδι, συρρέω, µαζεύοµαιfloodlight προβολέαςflop πέφτω βαριά/αδέξια, σωριάζοµαι, αποτυγχάνω παταγωδώς

flora χλωρίδαflounder φλάουντερ παραπαίω, έχω δυσκολίες, σαστίζω, κοµπιάζω, τα µπερδεύω, τσαλαβουτώ

flourish ανθώ, ευηµερώflow ροή, παροχή, εισροή, πληµµυρίδα

fluctuate διακυµαίνοµαι, αυξοµειώνοµαι, ανεβοκατεβαίνω

fluency in sth ευφράδεια στις γλώσσες

fluent που µιλά µε ευχέρεια µία ξένη γλώσσα, που µιλιέται µε ευχέρεια (για γλώσσα)

fluffy χνουδωτός, αφράτοςfluke ξαφνική επιτυχία, άγκιστρο άγκυρας

flurried αναστατωµένος, µπερδεµένος

flush µατσωµένος, κοκκινίζω (πχ από θυµό), καθαρίζω πχ σωλήνα αφήνοντας νερό να τρέξει µέσα του, τραβώ καζανάκι

flustered ανάστατος, αλαφιασµένοςflutter µικροστοίχηµα, φτερουγίζω, ανεµίζω, πεταρίζω, κινούµαι γρήγορα και ελαφρά, χτυπώ γρήγορα και ακανόνιστα (για καρδιά)

37

Page 38: ALL-VOC

flutter µικροστοίχηµα, ανεµίζω, κυµατίζω

flux ροή, ρευστότηταfly into a rage θυµώνω ξαφνικάfocus συγκεντρώνοµαιfoliage φύλλωµαfolk παραδοσιακός, λαϊκόςfollow suit κάνω το ίδιο (όπως και οι άλλοι)

follow-up κτ που συνεχίζει/συµπληρώνει/αναπληρώνει κτ που έχει προηγηθεί

folly τρέλα, ανοησία, απερισκεψίαfoment υποδαυλίζωfond στοργικός, τρυφερός, που αγαπά/συµπαθεί κπ/κτ, που του αρέσει κπ/κτ

foolhardy βλακωδώς τολµηρός, παράτολµος, απερίσκεπτος

foolproof αλάνθαστος, που δεν µπορεί να παέι στραβά (για σχέδιο κλπ)

foothill λόφος στους πρόποδες οροσειράς

foothold στήριγµα του ποδιού σε αναρρίχηση, πάτηµα (µτφ), βάση, σταθερή θέση

footing πάτηµα, βάσηfootnote υποσηµείωση, κπ/κτ που θα το(ν) θυµούντα αλλά όχι ως κπ/κτ σηµαντικό

footwork ο τρόπος που κινεί κπ τα πόδια του σε χορό/άθληµα, ικανότητα να αντιδρά κπ γρήγορα και σωστά σε δυσκολία/κίνδυνο κλπ

for all ενάντια σε όλαfor all I care αδιαφορώfor all I know όσο γνωρίζωfor want of λόγω έλλειψηςforage ζωοτροφήforbear συγκρατούµαι, αποφεύγω να πω/κάνω κτ

forceful δυναµικός, επιβλητικός, ισχυρός, σθεναρός

forebear πρόγονοςforeboding κακό προαίσθηµαforecast προβλέπωforefather πρόγονος, προπάτοραςforefront πρώτη γραµµή, προσκήνιο, εξέχουσα θέση

foregoing προηγούµενος, που έχει προαναφερθεί

foreground πρώτο πλάνο (φωτογραφίας/εικόνας), προσκήνιο

foreman αρχιεργάτης, εργοδηγός, επιστάτης, επικεφαλής ενόρκων

foremost πρώτος, κύριοςforensic εγκληµατολογικός/ιατροδικαστικός

forerruner προάγγελος, πρόδροµοςforesake εγκαταλείπω, παρατάωforesee προβλέπωforeshadow προµηνύω, προαγγέλλωforesight προνοητικότηταforestall προλαµβάνωforetell προφητεύω, προβλέπω, προλέγω

forethought προνοητικότηταforewarning προειδοποίησηforfeit φόρφιτ ενέχυρο, πρόστιµο, στερούµαι, χάνω δικαίωµα

forge πλαστογραφία, πλαστογραφώ, σφυρηλατώ, κοπιάζω να δηµιουργήσω κτ επιτυχές και µε διάρκεια

format τρόπος σχεδίασης και παρουσίασης, σχήµα και µέγεθος βιβλίου/περιοδικού κλπ

formation σχηµατισµόςformative καθοριστικός, της διάπλασης, διαµορφωτικός

formative years τα χρόνια της ανάπτυξης/ διάπλασης, τα καθοριστικά χρόνια

formidable φοβερός, τροµερός, επιβλητικός, που εµπνέει φόβο/δέος/θαυµασµό

formulate διαµορφώνω, διατυπώνω

38

Page 39: ALL-VOC

forsaken εγκαταλειµµένοςforthcoming προσεχής, διαθέσιµος, που µπορεί να δοθεί αµέσως

forthright ειλικρινής, ευθύςfortify οχυρώνω, ενισχύω, δυναµώνωfortress οχυρό, οχυρό µεγάλο, φυσικό οχυρό

fortuitous τυχαίος, συµπτωµατικόςfortunate τυχερόςforward αποστέλλω, διαβιβάζω, στέλνω στην καινούρια διεύθυνση, προωθώ, προάγω

fossil απολίθωµαfossil fuel καύσιµο που προέρχεται από απολιθωµένη οργανική ύλη

foster θετός, ανατρέφω, καλλιεργώ, περιθάλπτω, τρέφω, υποδαυλίζω, υποθάλπτω

foul κάνω φάουλ, λερώνω, µπλέκοµαι (για σκοινί)

foundation θεµέλιο, βάση, ίδρυµα, ίδρυση

fraction µικρό κοµµάτι/µέρος από κτ, κλάσµα

fracture κάταγµα, ράγισµαfragile εύθραστος, αδύµανοςfragment θραύσµα, κοµµάτιfragmentary αποσπασµατικός, ατελής

fragrance άρωµα, ευχάριστη µυρωδιά, ευωδιά

frail αδύναµος, ασθενικός, εύθραστοςframe-up πλεκτάνη, σκευωρίαframework σκελετός, πλαίσιο, σύστηµα, δοµή

franchise εκώρηση δικαιώµατος πώλησης αγαθώνυπηρεσιών σε συγκεκριµένη περιοχή, δικαίωµα ψήφου

frank ειλικρινήςfrantic αλλόφρων, τρελός (από αγωνία/φόβο κλπ), ξέφρενος, φουριόζικος, µανιώδης

fraud απάτη, απατεώνας

fraudulent αθέµιτος, δόλιοςfraught with sth γεµάτος (δυσκολίες/κινδύνους κλπ)

fray ξεφτίζω (για ύφασµα), οξύνω-οµαι, ταράζω-οµαι (για νεύρα/θυµό)

freckle φακίδαfreelance ελεύθερος επαγγελµατίαςfreeway αυτοκινητόδροµοςfreight φορτίο, µεταφορά εµπορευµάτων

frenzied έξαλλος, αλλόφρων, µανιασµένος

frenzy παροξυσµόςfreshman πρωτοετής σε πανεπιστήµιο/κολέγιο

fret στενοχωριέµαι, είµαι ανήσυχοςfriction τριβή, προστριβή, διένεξηfrigid ψυχρός (αέρας/άνθρωπος)frills περιττά στολίδιαfringe κρόσσιfringe benefits πρόσθετες παροχές σε εργαζόµενο

frisky ζωηρός, παιχνιδιάρηςfrivolous επιπόλαιος, ανόητοςfrizzy πολύ κατσαρά µαλλιάfrontal lobe µετωπιαίος λωβόςfrontier σύνορο, µεθόριοςfrost παγετός, πάχνηfroth αφρός µπίρας κλπ, οτιδήποτε επουσιώδες ή ανάξιο λόγου

frown συνοφρυώνοµαιfrown (at) κατσουφιάζωfrugal οικονόµος, ολιγαρκής, λιτόςfruitless άκαρπος, που δεν έχει αποτέλεσµα

frustate αποθαρρύνω, εκµηδενίζω, καταβάλλω, µαταιώνω, νικώ

frustated απογοητευµένος, δυσαρεστηµένος

fudge υπεκφεύγωfuel τροφοδοτώ µε καύσιµα, δίνω τροφή σε φήµες κλπ, αυξάνω

fugitive φυγάς

39

Page 40: ALL-VOC

fulfill ικανοποιώ πχ ανάγκη, πραγµατοποιώ πχ όνειρο, εκπληρώνω πχ υπόσχεση/υποχρέωση

fulfilling που σε ικανοποιείfulsome υπερβολικά επαινετικός, γλοιώδης

fumble ψηλαφώ, ψαχουλεύω, πασπατεύω, δυσκολεύοµαι να µιλήσω καθαρά ή να βρω τις κατάλληλες λέξεις

fume εξοργίζοµαι, γίνοµαι έξω φρενών, βγάζω καπνό/ατµό

function λειτουργώ, δουλεύωfund χρηµατικό απόθεµα, κεφάλαιο χρηµάτων

fundamental βασικός, θεµελιώδηςfundamentals θεµελιώδεις αρχές, βασικά στοιχεία, βασικές αρχές

fungus µύκηταςfurnish επιπλώνω, προµηθεύω, εφοδιάζω

furnish (sb with sth) παρέχω, προµηθεύω

furrow αυλάκι, αυλακιά, ρυτίδαfurry µαλλιαρός, χνουδάτοςfurther προάγω, προωθώfurtive κλεφτός (για µατιά), κρυφός, ύπουλος, κρυψίνους

fury οργή, µανίαfuse ασφάλεια ηλεκτρική, φιτίλι (πχ σε βόµβα), µηχανισµός που κάνει βόµβα να εκραγεί (πχ σε συγκεκριµένη ώρα), συγχωνεύοµαι

fusion συγχώνευση µε τήξη, ανακάτεµα, σύνθεση

fuss αναστάτωση, σάλος, φασαρία, ντόρος

futile µάταιος, ανώφελοςfutility µαταιότητα, το ανώφελοfuzzy χνουδωτός, φουντωτός (για µαλλιά), θαµπός, ασαφής, συγκεχυµένος

gabble φλυαρώ, µιλώ µπερδεµέναgag φιµώνω, εµποδίζω κπ να πει τη

γνώµη του, στερώ σε κπ την ελευθερία του λόγου

gain κέρδος, πλεονέκτηµαgait βάδισµα, τρόπος βαδίσµατοςgale θύελλα, έκρηξη, ξέσπασµα γέλιου

gall αναίδεια, θράσος, χολήgallant ευγενικός, γενναίος, θαραλλέος, ιπποτικός

gamble ρίσκοgambling χαρτοπαιξία, τζόγος, στοιχήµατα

gangway σκάλα πλοίου (για επιβίβαση)

gape χάσκω, κοιτάζω µε το στόµα ανοιχτό

garbled µπερδεµένος, δυσνόητος (για ιστορία/µήνυµα κλπ)

garish χτυπητός, φανταχτερόςgarment ένδυµαgarnish γαρνίρω, διακοσµώgarrison φρουράgasp κενό, άνοιγµα, τρύπα, χάσµα, κτ που λείπει από πχ γνώσεις, µου κόβεται η ανάσα, ασθµαίνω, προσπαθώ να ανασάνω

gastrointestinal γαστρενετερικόςgather συγκεντρώνω-οµαι, µαζεύω-οµαι, συµπεραίνω, συνάγω, αυξάνω (πχ ταχύτητα)

gaudy φανταχτερός, κακόγουστοςgauge υπολογίζω, εκτιµώ, αξιολογώ, κρίνω

gauze γάζαgawk ηλίθιος, µπούφοςgaze προσηλωµένο βλέµµα, ατενίζωgeared ειδικά φτιαγµένος/τροποποιηµένος για ένα συγκεκριµένο σκοπό, προσαρµοσµένος σε ειδικές απαιτήσεις

gem πολύτιµος λίθος, διαµάντι, στολίδι, (µτφ) καµάρι

gene γονίδιο

40

Page 41: ALL-VOC

generalize γενικεύω, βγάζω γενικό συµπέρασµα (από λίγα γεγονότα)

generate γεννώ, προκαλώ, παράγωgeneration γενιάgeneric to χαρακτηριστικόςgenetically modified γενετικά µεταλλαγµένος

genial φιλικός, ευχάριστος, πρόσχαρος

genre είδος, στυλ (στην τέχνη)gentle ευγενικός, αβρός, πράος, απαλός, ήπιος, ήρεµος

geomancy γαιωµαντείαgerm µικρόβιο, σπόρος, σπέρµα, αρχή (πχ ιδέας)

gesticulate χειρονοµώ καθώς µιλάωgesture χειρονοµίαget improvements on the way of doing sth βελτιώνοµαι στον τρόπο που κάνω κάτι

get on sb's nerves µου τη δίνει στα νεύρα

get one's foot in the door καταφέρνω να µπω σ' έναν επαγγελµατικό χώρο

get the sack απολύοµαι από εργασίαget the wrong end of the stick δεν αντιλαµβάνοµαι τι έχει ειπωθεί

getaway απόδραση, διαφυγήget-together συγκέντρωσηghastly φρικτός, τροµερός, απαίσιοςgiddy που ζαλίζεται, που νιώθει ίλιγγο, (παρα)ζαλισµένος (από ευτυχία κλπ), που προκαλεί ζαλάδα/ίλιγγο

gifted χαρισµατικός, ταλαντούχος, προικισµένος

giggle χασκογελώgill βρόγχι, ψαρεύω µε κάθετο δίχτυ, κοπέλα

gimmick κόλπο, τέχνασµα (διαφηµιστικό)

gine sb a standing ovation χειροκροτώ κπ όρθιος (µε ενθουσιασµό)

gist νόηµα, ουσίαgive it a name πες µου τι θα γίνειgive sb a fair idea about sth δίνω µία καλή ιδέα για κτ

give sth a go κάνω προσπάθειαgiveaway δώρο που δίνεται µε κπ προϊόν, κτ που προδίδει/αποκαλύπτει

glacial παγετώδης, βραδυκίνητος, αργός

glacier παγετώναςglance βλέµµα, µατιάgland αδέναςglare αγριοκοιτάζω, λάµπω εκτυφλωτικά

glaring κατάφωρος, ολοφάνερος, εκτυφλωτικός, άγριος, θυµωµένος (πχ για βλέµµα)

glazed (για µάτια) απλανής, ανέκφραστος

gleam λάµψη, αναλαµπή, αχτίδα (µτφ)

glean from σταχυολογώ, µαζεύω πληροφορίες µία-µία, µαζεύω ένα-ένα, µαζεύω αυτά που αφήνουν οι θεριστές

glide γλιστρώ, κυλώ αθόρυβαglimmer τρεµοφέγγωglimmer τρεµολάµπωglimpse παίρνει το µάτι µου, βλέπω φευγαλέα, αρχίζω να καταλαβαίνω κτ

glint λαµπυρίζω, αστράφτωglitter αστράφτω, λαµποκοπώgloat δείχνω χαιρεκακία, καµαρώνω (εγωιστικά)

global warming αναθέρµανση του πλανήτη

gloomy µουντός, σκοτεινός, καταθλιπτικός, ζοφερός, σκυθρωπός, µελαγχολικός

glorify εκθειάζω, µεγαλοποιώ, εξυµνώ

glorious λαµπρός, ένδοξος, υπέροχος, απολαυστικός

41

Page 42: ALL-VOC

glossy στιλπνός, γυαλιστερός, που τυπώνεται σε ιλουστρασιόν χαρτί (για περιοδικό)

glow λάµπω, φεγγοβολώ, αναψοκοκκινίζω

glower βλέµµα βλοσυρό, βλέπω βλοσυρά

glowing ενθουσιώδης (πχ κριτική/περιγραφή κλπ)

glut πληθώρα, υπεραφθονία, κορεσµός

gluttonous λαίµαργοςgnarled ροζιασµένοςgnaw τραγανίζω, ροκανίζωgoad κίνητρο, κεντρίζω, προκαλώgo-ahead άδεια σε κπ για να κάνει κτ, "το πράσινο φως"

gobble καταβροχθίζωgo-between µεσάζωνgodly θεϊκόςgoing-over εξονυχιστικός έλεγχος, επιθεώρηση, ξυλοδαρµός

goings-on περίεργα γεγονότα/καµώµατα

golden opportunity η καλύτερη ευκαιρία

gorge τρώω λαίµαργα, περιδροµιάζωgorgeous υπέροχος, πανέµορφοςgospel ευαγγέλιοgouge σκάβω, ανοίγω (τρύπα/άνοιγµα µε αιχµηρό αντικείµενο)

govern κυβερνώ, ελέγχω, επηρεάζωgown τουαλέτα (φόρεµα), τήβεννοςgrab αρπάζω, παίρνω, τρώω κλπ κτ στα γρήγορα

graceful κοµψός, γεµάτος χάρη, ευγενικός, αβρός

gracious ευγενικός, καταδεκτικός, φιλεύσπλαχνος, καλοσυνάτος

gradation βαθµίδα, διαβάθµισηgraded βαθµολογηµένος, ταξινοµηµένος

gradual βαθµιαίος, σταδιακός, πλαγιά που δεν είναι απότοµη

gradually σταδιακάgraduation αποφοίτηση, τελετή αποφοίτησης/απονοµής πτυχίων

grain κόκκος, σπυρί (πχ ρυζιού), σιτηρά, πολύ µικρή ποσότητα, κόκκος µτφ

grandeur µεγαλείο, µεγαλοπρέπεια, ανωτερότητα

grandiose ποµπώδης, εξεζητηµένος, µεγαλοπρεπής, µεγαλεπήβολος

grant αναγνωρίζω, δίνω, παραχωρώ, παρέχω, ικανοποιώ αίτηµα/επιθυµία, παραδέχοµαι, χορηγώ

grant επίδοµα, επιχορήγηση, βοήθηµα

granule κόκκοςgraphic παραστατικός, γλαφυρός (ιδιαίτερα για κτ δυσάρεστο)

grasp κατανόηση, γνώση, αρπάζω, γραπώνω, κατανοώ, αντιλαµβάνοµαι

grate τρίβω τυρί κλπ, εκνευρίζωgratify ικανοποιώ, δίνω ευχαρίστηση, ικανοποιώ επιθυµία κλπ

gratifying που σε ικανοποιεί/ευχαριστεί

gratitude ευγνωµοσύνηgratuitous αδικαιολόγητος, αναίτιοςgrave σοβαρός, ανησυχητικός, σοβαρός, µε σοβαρό ύφος

gravely σοβαράgravity βαρύτητα, σοβαρότητα (πχ κατάστασης)

graze γρατζουνιά, βόσκω, γδέρνω, γρατζουνίζω

grease γράσο, λίποςgrease sb's palm δωροδοκώ κπ, λαδώνω κπ

greed απληστίαgreedy άπληστοςgreen άπειρος, αδαής, ανώριµος, αφελής, νέος, άωρος, πρασινάδα

green behind the ears αρχάριοςgreenhouse gas αέρια που εκλύονται λόγω του φαινόµενου του

42

Page 43: ALL-VOC

θερµοκηπίου

greet χαιρετώ, υποδέχοµαι, κάνω κπ/κτ δεκτό µε συγκεκριµένο τρόπο, αντιδρώ σε κπ/κτ

grid πλέγµα, σχάρα, δίκτυο, ηλεκτρικό δίκτυο

grievance παράπονοgrieve θρηνώ, θλίβωgrim πολύ σοβαρός, βλοσυρός, δυσάρεστος, δυσοίωνος, ζοφερός, (για µέρος) καταθλιπτικό

grin πλατύ µειδίαµα, χαµογελώ πλατιά, δείχνω τα δόντια χαµογελώντας

grind (ground-ground) αλέθω, κοπανίζω, κάνω σκόνη, τροχίζω, ακονίζω, τρίβω, τρίζω, πιέζω κτ µε δύναµη σε µία επιφάνεια

grip λαβή, έλεγχος, κρατώ σφιχτά, συναρπάζω, διακατέχω, κυριεύω (πχ για συναίσθηµα)

gripe γκρινιάζω, παραπονιέµαιgripping συναρπαστικόςgrit αµµοχάλικο, τσαγανό, κότσια, αποφασιστικότητα

groan βογγώgroom περιποιούµαι, καθαρίζω, βουρτσίζω ζώο, προετοιµάζω/εκπαιδεύω κπ για θέση κλπ

groove αυλάκι, αυλακιά, εγκοπήgrope ψηλαφίζω, ψαχουλέυω, κινούµαι/προχωρώ ψηλαφητά

gross ακαθάριστος πχ για εισόδηµα, κατάφωρος πχ για αδικία, απαίσιος, αηδιαστικός, αισχρός, χυδαίος

grotesque αφύσικος, αλλόκοτος, γελοίος, παράλογος, τερατώδης, αποκρουστικός

grounded προσγειωµένος, ρεαλιστήςgrounding βασικές γνώσειςgroundless αβάσιµοςgrounds κήπος, έκταση, λόγοι, αιτίεςgrow out of sth γίνοµαι πολύ µεγάλος

για κτgrowl γρυλίζωgrown-up ενήλικαςgrudge κακία, µνησικακίαgrudging απρόθυµος, που γίνεται µε το ζόρι

grueling επίπονος, εξαντλητικόςgrueling ξεθεωτικός, εξαντλητικός, επίµονος

grumble γκρινιάζωgrumpy γκρινιάρης, κακόκεφοςgrunt γρυλίζω, µουγκρίζω, βογγώguardian φρουρός, φύλακας, κηδεµόνας

guidelines κατευθυντήριες γραµµέςguilt ενοχή, αίσθηµα ενοχής, ευθύνη, υπαιτιότητα

guise επίφαση, προσωπείο, πρόσχηµα, αµφίεση, ενδυµασία

gulf κόλπος, αγεφύρωτο χάσµαgullible εύπιστος, αφελήςgulp γουλιά, ρουφηξιάgunponder µπαρούτιgunsmith οπλουργόςgurgle κελαρύζωgush αναβλύζω/ρέω/πετάγοµαι ορµητικά (για υγρό), υπερεκεθειάζω κπ/κτ, µιλώ µε υπερβολικό θαυµασµό/συναίσθηµα για κπ/κτ

gust ριπή ανέµου, δυνατό και ξαφνικό φύσηµα, ξαφνικό ξέσπασπα (πχ γέλιου), (για άνεµο) φυσώ δυνατά

habitable κατοικήσιµοςhabitat φυσική κατοικία, φυσικό περιβάλλον ζώου/φυτού, βιότοπος

habitation κατοίκηση, κατοικίαhabitual συνήθης, τυπικός, άνθρωπος που κάνει κτ από συνήθεια, καθ' έξιν

hack κόβω, πελεκώhaggle παζαρεύωhail χαλάζι, επευφηµώ, χαιρετίζω ως, σταµατώ ταξί/λεωφορείο, φωνάζω/καλώ κπ

hallmark ξεχωριστό χαρακτηριστικό,

43

Page 44: ALL-VOC

σφραγίδα ποιότητας, σταµπάρω µε στάµπα ποιότητας

hallucination παραίσθηση, ψευδαίσθηση

halt σταµάτηµα, παύση, σταµατώ, παύω

halting διστακτικός, που κοµπιάζειhalve µοιράζω στα δύοhamlet µικρό χωριόhammer σφυροκοπώ, κοπανάω, χτυπώ κατ' επανάληψη, διαλύω, νικώ πολύ εύκολα

hammock αιώραhamper εµποδίζω, παρακωλύωhand and foot που δεν µπορεί να ενεργήσει ελεύθερα

hand in παραδίδω (πχ εργασία)hand in glove που συνεργάζονται στενά (περνούν πολλές ώρες µαζί) συν. για κάτι παράνοµο

hand in hand χέρι-χέριhand over fist γρήγορα, σε µεγάλες ποσότητες για κτ που κερδίζεις/χάνεις

handcuffs χειροπέδεςhandful χούφτα, µικρός αριθµός ανθρώπων κλπ, χούφτα µτφ

handicap µειονέκτηµαhandle χειρίζοµαι, ασχολούµαι µε, αγγίζω, κρατώ, ακουµπώ µε τα χέρια

handout φυλλάδιο, ελεηµοσύνηhandover παράδοση (πχ ελέγχου σε κπ άλλο), µεταβίβαση, παράδοση (πχ κπ στην αστυνοµία)

handpicked επίλεκτοςhandrail στήριγµα (σε σκάλες κλπ)handshake χειραψία, βρίσκοµαι σε επικοινωνία

handy βολικός, εύχρηστος, χρήσιµος, επιδέξιος, ικανός στα χέρια

hangar υπόστεγοhang-out µέρος όπου ζει/συχνάζει κπhaphazard τυχαίος, χωρίς οργάνωσηharass ενοχλώ, παρενοχλώ,

εκνευρίζω, ταλαιπωρώ, βασανίζω, παρενοχλώ

harbor κρύβω πχ καταζητούµενο, τρέφωυποψίες κλπ

hard-and-fast απαράβατος, άκαµπτος κανόνας κλπ

hard-bitten σκληροτράχηλοςhardcover βιβλίο µε σκληρό εώφυλλο

harden σκληραίνωhardened που έχει σκληρύνει, αµετανόητος

hard-heated πρακτικός, ρεαλιστής, που δεν επηρεάζεται από συναισθήµατα

hard-line αδιάλλακτος, σκληροπυρηνικός

hardship κακουχίεςhardy ρωµαλέος, σκληραγωγηµένος, φυτό κλπ που αντέχει στο κρύο

harness ζεύω, τιθασσεύω, εκµεταλλεύοµαι ενέργεια/φυσική πηγή κλπ

harsh σκληρός, αυστηρός, τραχύς, δριµύς, άγριος (πχ για τον καιρό), πολύ έντονος (πχ για χρώµα/φως), εκτυφλωτικός

harvest σοδειά, θερισµόςhassle ενόχληση, δυσκολίαhasty βιαστικόςhatch εκκολάπτοµαιhatred µίσοςhaul τραβώ/σέρνω κτ βαρύhaunt στέκι, στοιχειώνω, βασανίζω (για ιδέα)

have a fit παθαίνω κρίση (από θυµό κλπ)

have a (lot of) nerve έχω πολύ θράσος

have feet of clay έχω αδυναµίες και ελαττώµατα που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως

have no option but πρέπει, δεν έχω επιλογή, δέν έχω άλλη επιλογή από

44

Page 45: ALL-VOC

το ναhave one foot in the grave έχω το ένα πόδι στον τάφο

have words with sb φιλονικώ, λογοφέρνω µε κπ

haven καταφύγιοhavoc ερήµωση, καταστροφή, χάος, καταστρέφω

hawk γεράκι, πολεµοχαρής πολιτικός, που υποστηρίζει βίαιες λύσεις

hay σανόςhazard κίνδυνος, αποτολµώ µία εικασία, θέτω σε κίνδυνο

hazardous επικίνδυνοςhaze θολούρα, καταχνιά, οµίχλη, παραζάλη, σύγχυση

head κατευθύνοµαι, ηγούµαι, είµαι επικεφαλής, χτυπώ µπάλα µε το κεφάλι

head over heels τρελά ερωτευµένος, ερωτευµένος ως τα µπούνια

headstrong ξεροκέφαλοςheal επουλώνω-οµαι, γιατρεύωheap σωρός, στοίβα, σαραβαλάκιhearing ακοή, ακρόαση, ακροαµατική διαδικασία

hearsay φήµες, διαδόσειςhearten εµψυχώνω, ενθαρρύνωhearth τζάκι, πυροστιάhearty εγκάρδιος, πολυ ευδιάθετος ή διαχυτικός, ρωµαλέος, εύρωστος, γενναίο/χορταστικό γεύµα, όρεξη µεγάλη

heave σηκώνω/σπρώχνω/πετώ κτ πολύ βαρύ, ανεβοκατεβαίνω ρυθµικά

heavy-handed αδέξιος, τραχύς στους τρόπους του, άξεστος

hedge υπεκφεύγω, φράζωheed προσοχή, δίνω προσοχήheedless απρόσεκτος, αδιάφορος, αλόγιστος

heighten ενισχύω-οµαι, εντείνω-οµαι, αυξάνω-οµαι

heinous απεχθής, αποτρόπαιος

heir κληρονόµος, διάδοχοςheirloom έαρλουµ οικογενειακό κειµήλιο

helping µερίδα φαγητούhence εξ ου, ως εκ τούτου, γι' αυτό το λόγο

henceforth στο εξής, από τώρα/τότε και στο εξής

herald (προ)αναγγέλω, κηρύσσω κπ ως κτ

herd αγέλη, κοπάδιherdivore χορτοφάγοςhereditary κληρονοµικόςheritage κληρονοµιά (συν. πολιτιστική)

hesitate διστάζωhesitation αναποφασιστικότητα, δισταγµός, διστακτικότητα

heyday αποκορύφωµα, ακµήhibernate πέφτω σε χειµέρια νάρκηhibernation χειµερία νάρκηhide δέρµα, τοµάριhideous απαίσιος, αποκρουστικόςhigh season υψηλή περίοδος (πχ σε ξενοδοχείο)

high-flier άτοµο µε φιλοδοξίες και την ικανότητα να πετύχει σε κτ

high-handed αυταρχικός, δεσποτικόςhighlight τονίζω, υπογραµµίζω, κάνω ανταύγειες στα µαλλιά

high-pitched τσιριχτός, οξύς (πχ για φωνή)

high-ranking υψηλόβαθµοςhigh-spirited ζωηρός, δραστήριος, κεφάτος

hike πεζοπορία, µεγάλη/ξαφνική άνοδος σε τιµές

hilarious ξεκαρδιστικόςhinder παρακωλύω, εµποδίζωhindrance εµπόδιο, κώλυµα, παρεµπόδιση, παρακώλυση

hindsight η εκ των υστέρων γνώσηhinge µεντεσές, άρθρωση, εξαρτώµαιhint υπαινίσσοµαι

45

Page 46: ALL-VOC

hiss σφυρίζω (σα φίδι/µέσα από τα δόντια/αποδοκιµαστικά)

hitch κάνω/ταξιδεύω µε ωτοστόπ, προσδένω, αγκιστρώνω

hive κυψέληhoard θησαυρός, απόθεµα χρηµάτων κλπ που κρατά κπ κρυµµένο, κοµπόδεµα, συσσωρεύω, αποθηκεύω, µαζεύω

hoarse βραχνόςhoax απάτη, φάρσαhobble κουτσαίνω, περπατώ κουτσαίνοντας

hoist σηκώνω, ανυψώνω, ανελκύωhollow κοίλος, κούφιος, βαθουλωµένος (πχ για µάτια), υπόκωφος, ψεύτικος, απατηλός

homely σπιτικός, απλός, οικείος, άνετος

homesick που νοσταλγεί το σπίτι του/την πατρίδα του

homicide ανθρωποκτονία από πρόθεση

homogeneous οµοιογενήςhonk κορνάρωhonorary τιµητικός, επίτιµοςhood κουκούλα, καπό αυτοκινήτουhook πιάνω µε αγκίστρι/γάτζο, κουµπώνω µε γατζάκια

hoot θορυβώδες γέλιο, κορνάρισµα, φωνή κουκουβάγιας

hop περνώ κτ πηδώντας, χοροπηδώhorde ορδή, πλήθοςhorrendous φοβερόςhorror τρόµος, φρίκη, φρικιαστικός, τροµακτικός

hospitable φιλόξενοςhost φιλοξενώ διοργάνωση, παρουσιάζω στην τηλεόραση/στο ραδίόφωνο

hostage όµηροςhostile εχθρικός, αφιλόξενοςhostility εχθρότητα, εχθρικότητα, εναντίωση

hot-tempered οξύθυµοςhound κυνηγόσκυλοhousehold appliances συσκευές οικιακής χρήσης

howl ουρλιάζω, σκούζωhuddle στριµώχνοµαι από κρύο/φόβο, κουλουριάζοµαι

hum µουρµουρίζω τραγούδι, σφύζω από ζωή/δράση

human rights advocate υποστηρικτής ανθρωπίνων δικαιωµάτων

humane ανθρώπινος, ευσπλαχνικός, συµπονετικός

humanistic ανθρωπιστικόςhumble ταπεινόςhumdrum πληκτικός, ανιαρόςhumid υγρός, νοτερόςhumidity (για καιρό/αέρα) υγρασία, νοτιά

humiliating εξευτελιστικόςhumiliation εξευτελισµόςhumor κάνω το κέφι κπ (συν. συµφωνώντας µαζί του παρά τις αντιρρήσεις µου ή ανεχόµενος τις παραξενιές του), ικανοποιώ τις ιδιοτροπίες κπ

hump εξόγκωµα εδάφους, καµπούραhunch διαίσθηση, προαίσθηµα, υποψία, καµπούρα, καµπουριάζω

hung-up πρόβληµα (συναισθηµατικό/ψυχολογικό), δυσκολία

hurdle εµπόδιο στον αθλητισµό, δυσκολία, εµπόδιο

hurdle φράχτης, εµπόδιοhurl εκτοξεύω, πετώhurting χτύπηµαhurtle τρέχω µε ορµήhush σιγήhusk φλοιός, φλούδα, τσόφλι οσπρίων/σιτηρών/ορισµένων ξηρών καρπών, κέλυφος

husk φλοιός, κέλυφος, τσόφλι

46

Page 47: ALL-VOC

husky βραχνόςhustle σπουδή, βιασύνη, σπρώχνω, κάνω κπ να κινηθεί γρήγορα, σκουντώ, βιάζοµαι

hut παράγκαhyperactive υπερκινητικόςiceberg παγόβουνοicon είδωλο, εκκλησιαστική εικόναidealize εξιδανικεύωidle άσκοπος, τεµπέλης, αδρανής, ένεργος

if I were in sb's shoes αν ήµουν κπ, αν ήµουν στη θέση κπ

ignite ανάβω, αναφλέγω-οµαι, πυροδοτώ

ignition ανάφλεξη αυτοκινήτου, πυροδότηση

ignorant ανίδεος, αµαθήςill-advised απερίσκεπτοςill-conceived που έχει σχεδιαστεί άσχηµα

ill-defined ασαφήςill-disposed µη φιλικός, αρνητικά διατεθειµένος

illegible δυσανάγνωστοςillegitimate παράνοµος, νόθος, εξώγαµος

ill-founded αβάσιµοςillicit παράνοµοςilliterate αγράµµατοςill-mannered κακότροπος, ανάγωγος, αγενής

illuminate φωτίζω, φωταγωγώ, διασαφηνίζω

illuminated φωτισµένος, (για χειρόγραφο) εικονογραφηµένος, διακοσµηµένος µε έγχρωµες µικρογραφίες

illuminating διαφωτιστικόςillusion ψευδαίσθησηillustrate εικονογραφώ, επεξηγώillustrious περίφηµος, επιφανής, διαπρεπής, ξακουστός

immeasurable ανυπολόγιστος

immense τεράστιοςimmerse βυθίζω, βουτώ κτ σεimmerse oneself in sth βυθίζοµαι, απορρόφώµαι

immersion βύθισηimmigrate µεταναστεύω, µετοικώ, εποικώ

imminent αναµενόµενος, επικείµενοςimmobile ακίνητοςimmobilize ακινητοποιώimmortal αθάνατοςimmune που έχει ανοσία σε, απρόσβλητος

immune system ανοσοποιητικό σύστηµα

immunity ανοσοποίησηimpact αντίκτυπος, σύγκρουση, επηρεάζω, έχω αντίκτυπο

impair βλάπτω, καταστρέφω, κλονίζω, διαταράσσω

impair βλάπτω, καταστρέφω, εξασθενίζω

impaired εξασθενηµένος, που έχει υποστεί βλάβη/φθορά

impale σουβλίζω, ανασκολοπίζωimpart µεταδίδωimpartial αµερόληπτος, απροκατάληπτος

impassable αδιάβατοςimpeccable άµεµπτος, άψογοςimpeccable άψογος, τέλειος, αψεγάδιαστος

impede παρακωλύω, εµποδίζω, παρεµποδίζω

impediment εµπόδιο, κώλυµα, (σωµατική/νευρική) δυσχέρεια, δυσκολια στην οµιλία

impel ωθώ, παρακινώimpending επικείµενοςimpenetrable αδιαπέραστος, ακατανόητος

imperative κτ που πρέπει να γίνει άµεσα, µέληµα

imperceptible ανεπαίσθητος,

47

Page 48: ALL-VOC

αµυδρός

imperceptibly ανεπαίσθηταimperial αυτοκρατορικόςimpersonate µιµούµαι, υποδύοµαιimpertinence αυθάδειαimpertinent αναιδής, αυθάδηςimpetuous επιπόλαιος, απερίσκεπτος, παρορµητικός

impetus ώθηση, κινητήρια δύναµηimpinge on έχω αντίκτυπο, επιδρώimplacable αδυσώπητος, ανυποχώρητος, αµείλικτος

implant εµφυτεύω, ενσταλάζω, εντυπώνω στο νου

implicate εµπλέκω, ενοχοποιώimplication υπονοούµενο, υπαινιγµός, ενοχοποίηση, επίπτωση, ανάµιξη, συµµετοχή

implicit υπονούµενος, έµµεσος, που εξυπακούεται, ανεπιφύλακτος, αµέριστος

implore εκλιπαρώimply υπονοώ, υποδηλώνω, συνεπάγοµαι

imponderable αστάθµητοςimport σηµασίαimportation εισαγωγή (προϊόντος)impose επιβάλλωimposing επιβλητικόςimposition επιβολή φόρου κλπ, κατάχρηση πχ καλοσύνης

impotent αδύναµος, ανίσχυροςimpoverish καθιστώ κπ φτωχό, αποδυναµώνω

impoverished φτωχός, εξασθενηµένος

impracticable ανέφικτος, ανεφάρµοστος

impressionable ευεπηρέαστος, δεκτικός

imprint αποτυπώνω, εντυπώνωimproper ανέντιµος, απρεπής, ανάρµοστος, ακατάλληλος, εσφαλµένος, αντικανονικός

improvement on βελτίωσηimprovise αυτοσχεδιάζωimpudent αναιδήςimpulse παρόρµηση, ώθησηimpulsive αυθόρµητος, παρορµητικόςin accordance with σύµφωνα µεin anticipation of σε αναµονήin conjunction with από κοινού, µαζί µε, σε συνεργασία µε

in due course όταν έρθει η ώρα, στην ώρα του

in duplicate σε δύο αντίγραφαin earnest σοβαρά (για τα καλά)in effect στην πραγµατικότητα, σε ισχύ

in hand διαθέσιµος (για χρόνο/χρήµατα), µε το οποίο ασχολείται κανείς, υπό έλεγχο, υπό εκτέλεση

in jeopardy σε κίνδυνοin length σε µήκοςin many respects από πολλές απόψειςin moderation µε µέτροin one's wake από πίσω, µετά από, στο πέρασµά του

in parallel with παράλληλαin peril σε κίνδυνοin public µπροστά σε άλλουςin respect of σχετικά µεin retrospect εκ των υστέρωνin revenge for σε αντίποιναin reverse όπισθενin terms of όσον αφορά, σε σχέση µεin the act of κατά τη διάρκεια της πράξης

in the air αβέβαιος, εκτεταµένοςin the flesh µε σάρκα και οστάin the hope that µε την ελπίδα ναin the line of duty στο βωµό του καθήκοντος

in the long run µακροπρόθεσµαin the midst of sth ενώ (κατά τη διάρκεια)

in the offing πιθανό να συµβεί

48

Page 49: ALL-VOC

in the soup σε µπελάδεςin the wake of µετά, ως επακόλουθοin the way of από την άποψηin this neck of the woods στην περιοχή

in view of λαµβάνοντας υπόψηinaccessible απρόσιτος, απλησίαστοςinadequacy ατέλειαinadvertent ακούσιος, αθέλητοςinadvertently αθέλητα, ακούσια, από απροσεξία

inane ανόητος, κενόςinanimate άψυχοςinappropriate ακατάλληλοςinaugural εναρκτήριοςinaugurate καθιστώ κπ σε αξίωµα, εγκαινιάζω

inauguration εγκατάσταση σε αξίωµα, ορκωµοσία (προέδρου), εγκαίνια

inborn έµφυτοςinbuilt ενσωµατωµένοςincapacitate καθιστώ κπ ανίκανο (πχ για δουλειά)

incapacitated ανίκανοςincarnation ενσάρκωσηincentive κίνητροinception ξεκίνηµα, έναρξηincessant αδιάκοπος, ακατάπαυστοςincessantly ασταµάτηταincidence συχνότητα εµφάνισης φαινοµένου

incident περιστατικό, γεγονόςincidental συµπτωµατικός, δευτερεύων

incidentally παρεµπιπτόντωςincite υποκινώ, υποδαυλίζω, ενθαρρύνω

inclination διάθεση, τάση, κλίσηinclined to που θέλει/τείνει ναinclusive συνολικός, που περιλαµβάνει

incoming εισερχόµενος, επερχόµενοςincompetency ανεπιτηδειότητα,

ανικανότητα

inconclusive µη τελεσίδικος, µη οριστικός, αµφισβητήσιµος, που δεν οδηγεί σε συµπέρασµα/αποτέλεσµα

inconsiderate αναίσθητος, αδιάφορος (ως προς τα συναισθήµατα των άλλων)

inconsistency ασυνέπεια, αντίφαση, ασυµφωνία

inconsolable απαρηγόρητοςinconspicuous που περνάει απαρατήρητος

incontrovertible αναµφισβήτητοςinconvenient άβολος, ακατάλληλοςincorporate ενσωµατώνω, συµπεριλαµβάνω

incorrigible αδιόρθωτος, που δε συµµορφώνεται

incredible απίστευτοςincredulity δυσπιστίαincriminate ενοχοποιώinculcate εµφυσώ, ενσταλλάζω, εντυπώνω στο νου

incur υφίσταµαι, επιβαρύνοµαι µε, επισύρω πχ οργή

indebted υπόχρεος, χρεωµένος (για χώρες κλπ)

indecency απρέπειαindecipherable δυσανάγνωστος, που δεν µπορεί να αποκρυπτογραφηθεί

indecisive αναποφάσιστος, µη αποφασιστικός, µη οριστικός

indefatigable ακούραστοςindefinite απροσδιόριστος (για χρόνο), αόριστος, ασαφής (για ιδέες κλπ)

indeterminate ακαθόριστος, απροσδιόριστος

index ευρετήριο, οικονοµικός δείκτης, συντάσσω ευρετήριο, αναπροσαρµόζω (µισθό/σύνταξη) τιµαριθµικά

indicate δείχνω, µαρτυρώ, δηλώνω έµµεσα, υποδεικνύω, µαρτυρώ,

49

Page 50: ALL-VOC

αποτελώ ένδειξη, υποδηλώνωindicative ενδεικτικός, δηλωτικόςindigenous αυτόχθωνας, εγχώριος, ντόπιος, γηγενής, ιθαγενής

indigestion δυσπεψία, βαρυστοµαχιάindignant αγανακτισµένοςindiscernible δυσδιάκριτοςindiscernible δυσδιάκριτοςindiscreet αδιάκριτος, χωρίς τακτindispensable απολύτως απαραίτητος, ουσιώδης

indisputable αδιαφιλονίκητος, αδιαµφισβήτητος

indistinct συγκεχυµένος, δυσδιάκριτος

indivisible αδιαίρετος, αδιαχώρητοςindolent αδρανής, οκνηρός, ράθυµος, τεµπέλης

induce παρακινώ, προτρέπω, προκαλώ, επιφέρω

induction εισαγωγή, µύηση σε επάγγελµα, οµάδα κλπ, τελετή µύησης

indulge ενδίδω σε, ικανοποιώ (επιθυµίες), κακοµαθαίνω, εντρυφώ, ικανοποιώ, κάνω τα χατήρια, παραδίδοµαι σε κπ

indulge yourself with sth ενδίδω σε, επιτρέπω στον εαυτό µου (συν. απόλαυση)

indulgence απόλαυσηindulgent που υποχωρεί, που κάνει τα χατήρια, επιεικής, ανεκτικός

industrious εργατικός, επιµελήςineptitude ανικανότητα, αδεξιότηταinert αδρανής, άτονος, ακίνητος, ανενεργός

inevitable αναπόφευκτοςinexhaustible ανεξάντλητοςinexorable που δεν µπορείς να το σταµατήσεις/αλλάξεις

inexplicable ανεξήγητοςinextricable αλληλένδετος. αδιαχώριστος

infallible αλάθητος, αλάνθαστος, που δεν αποτυγχάνει ποτέ

infamous διαβόητοςinfantile παιδαριώδης, παιδιάστικοςinfantry πεζικόinfatuated ξετρελαµένος, ξελογιασµένος

infect µολύνωinfection µόλυνση, λοίµωξηinfectious µεταδοτικόςinfer συνάγω, συµπεραίνωinferior κατώτερος, υποδεέστεροςinferiority κατωτερότηταinfertile άγονοςinfest κατακλύζω, µαστίζω, λυµαίνοµαι

infiltrate διεισδύω, κάνω να διεισδύσει

infinite άπειρος, απέραντος, απεριόριστος

infirmity ασθένεια, αδυναµία, πάθηση

inflame εξαγριώνω, εξάπτω, επιδεινώνω µία κατάσταση

inflamed ερεθισµένος, φλεγµονώδηςinflammation φλεγµονήinflate φουσκώνω (για λάστιχο/τιµές κλπ)

inflation πληθωρισµόςinflict καταφέρω, επιφέρω, υποβάλλω κπ σε κτ δυσάρεστο

inflow εισροήinfluential µε επιρροή, που ασκεί επιρροή

influx εισροή, συρροήinformative κατατοπιστικός, ενηµερωτικός

infrared υπέρυθροςinfrastructure υποδοµήinfringe καταπατώ πχ δικαιώµατα, παραβιάζω

infuriate εξοργίζωinfuse εµποτίζω, εµφυσώ, ενσταλάζω, αφήνω τσάι/βότανα κλπ σε ζεστό

50

Page 51: ALL-VOC

νερό για να φτιάξω ρόφηµαingenious ευφυής, πολυµήχανος, εφευρετικός, µεγαλοφυής, έξυπνος (για σχέδιο κλπ)

ingenuous ιντζένιουας αγαθός, αφελής

ingest ιντζέστ καταπίνω (τροφή/νερό κλπ)

ingot ράβδος (χρυσού κλπ)ingratiate προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κπ

ingratiate oneself with sb προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κπ

ingratitude αχαριστία, αγνωµοσύνηinhabit κατοικώ, ζω σεinhabited κατοικηµένοςinhale εισπνέωinherent εγγενής, έµφυτος, που ενυπάρχει

inherit κληρονοµώinheritance κληρονοµιάinhibit αναστέλλω, (παρ)εµποδίζω, δηµιουργώ αναστολές σε κπ

inhibited που νοιώθει αναστολές, συγκρατηµένος, ντροπαλός

inhibition αναστολή, συστολήinhibitor αναστολέαςinimitable αµίµητος, µοναδικόςinitial αρχικό γράµµα, αρχικός, µονογραφώ

initiate αρχίζω κτ, θέτω σε εφαρµογή, µυώ κπ σε κτ

initiative πρωτοβουλίαinlay τοποθετώ ενθετικό υλικό/ένθεση/ενθετική διακόσµηση/µαρκετερί

inmate τρόφιµος φυλακής κλπinnate έµφυτος, εγγενήςinnermost ενδόµυχος, εσώτατοςinnocuous άκακος, ακίνδυνοςinnovation καινοτοµίαinnovative καινοτόµοςinnumerable αµέτρητοςinput συνεισφορά

χρηµάτων/χρόνου/ιδεών κλπ, εισαγωγή δεδοµένων, εισάγω πληροφορίες/δεδοµένα σε υπολογιστή

inquest έρευνα για αιτία θανάτου, συζήτηση για αιτία ήττας/αποτυχίας

inquire ζητώ πληροφορίεςinquiry έρευνα, ζήτηση πληροφοριώνinquisitive αδιάκριτος, περίεργος, ερευνητικός, ανήσυχος

inquisitively µε περιέργεια, αδιάκριταinsane τρελός, παράφρων, παλαβόςinsatiable ακόρεστος, ανικανοποίητος, αχόρταγος

inscribe χαράσσωinscription επιγραφήinsensible απρόσβλητος, ασυγκίνητος, αναίσθητος, ανίδεος, ανυποψίαστος

insensitive χωρίς τακτinseparable αχώριστος, αναπόσπαστος

insert προσθήκη, βάζω µέσα, προσθέτω σε κείµενο

inset βάζω κτ σαν ένθετοinsidious ύπουλος πχ για ασθένειαinsidiously ύπουλαinsight ενόραση, γνώση, οξυδέρεκεια, διορατικότητα, εικόνα, αντίληψη, κατανόηση

insinuate υπαινίσσοµαιinsinuate oneself into sb χώνοµαι (µε πονηρό σκοπό), τρυπώνω, διεισδύω κρυφά/πονηρά

insipid (για τροφή) άνοστος, ανιαρός, αδιάφορος

insistence επιµονήinsole πάτος, εσωτερική σόλα παπουτσιού

insolent αναιδής, αυθάδης, θρασύςinsolvent αφερέγγυοςinsomnia αϋπνίαinspiration έµπνευση, κπ/κτ που εµπνέει

51

Page 52: ALL-VOC

install εγκαθιστώ, τοποθετώinstallment δόση πχ δανείουinstance περίπτωση, παράδειγµαinstant άµεσος, στιγµιαίος (για φαγητό)

instantaneous ακαριαίοςinstep καµάρα (ποδιού/παπουτσιού)instigate υποκινώ, υποδαυλίζω, βάζω µπρος, αρχίζω

instigation υποκίνηση, παρότρυνσηinstigator προβοκάτορας, υποκινητήςinstill ενσταλάζω (ιδέες κλπ), εµφυσώinstructive διδακτικός, µορφωτικόςinstrumental που συµβάλλει αποφασιστικά, ενόργανη µουσική

insulate µονώνω, αποµονώνω, προφυλλάσσω

insulate against µονώνω, αποµονώνωinsulation µόνωση, µονώνωinsupportable ανυπόφορος, αφόρητος

insurmountable ανυπέρβλητος (για δυσκολίες)

intact σώος, άθικτοςintake άθικτος, ανέπαφος, ποσότητα φαγητού/ποτού που καταναλώνεται από τον οργανισµό

intangible απροσδιόριστος, ακαθόριστος, άϋλος

integral αναπόσπαστος, απαραίτητος για να είναι κτ άρτιο/πλήρες

integrate ενσωµατώνω, εντάσσω, συνδυάζω

integration ενσωµάτωση, ένταξηintegrity ακεραιότηταintellect νοηµοσύνη, νόηση, διάνοια (για άνθρωπο)

intellectual πνευµατικός, διανοητικόςintelligible κατανοητόςintense έντονος, σφοδρόςintensely έντοναintensify εντείνω-οµαι, δυναµώνωintensity έντασηintensive εντατικός

intensively εντατικάintent on προσηλωµένος, αποφασισµένος

intentional σκόπιµοςinteraction αλληλεπίδραση, επικοινωνία, συνεργασία

interactive που αλληλεπιδρούνintercede επεµβαίνω, µεσολαβώ υπέρ τρίτου

intercept κόβω το δρόµο, εµποδίζω κπ/κτ να φτάσει κάπου, παρεµβάλλοµαι στην πορεία κπ

interconnectedness αλληλοσύνδεσηinterfere with εµποδίζω, παρακωλύωinterference ανάµειξη, µεσολάβηση, παρέµβαση

interim προσωρινόςinterject διακόπτω οµιλητή (µε επιφώνηµα/σχόλιο κλπ)

interlocutor συνοµιλητήςinterlude διάλειµµα, διακοπήintermediary µεσάζων, µεσολαβητήςintermingle αναµιγνύοµαιintermission διάλειµµα παράστασης κλπ

intern ειδικευόµενος γιατρόςinternal εσωτερικόςinterpret ερµηνεύωinterracial που γίνεται ανάµεσα σε διαφορετικές φυλές

interrogate ανακρίνωintersection διασταύρωσηinterval µεσοδιάστηµαintervene µεσολαβώ, παρεµβαίνω, επεµβαίνω, παρεµβάλλοµαι

intimacy οικειότητα, στενή σχέσηintimate στενός, ερωτικός (για σχέση), προσωπικός, ιδωτικός, ενδόµυχος

intimidate εκφοβίζωintimidated εκφοβισµένοςintolerable αφόρητοςintonation επιτονισµόςintoxicated υπό την επήρεια

52

Page 53: ALL-VOC

αλκοόλ/ναρκωτικώνintrepid ατρόµητοςintricate περίπλοκος, πολύπλοκοςintrigue εξάπτω την περιέργεια, ραδιουργώ

intriguing που κινεί το ενδιαφέρον/την περιέργεια

intrinsic εγγενής, ουσιαστικός, εσωτερικός

intrinsically εγγενώς, που ενυπάρχει, εσωτερικά

introverted εσωστρεφήςintrude on εισβάλλω, απρόσκλητοςintrusion ενόχληση, αυθαίρετη είσοδος

intrusive φορτικός, αδιάκριτος, ενοχλητικός

intrusively ενοχλητικά, αδιάφορα, φορτικά

intuition διαίσθησηinundate πληµµυρίζω, κατακλύζωinvade εισβάλλωinvalid άκυροςinvaluable ανεκτίµητοςinvariable αµετάβλητος, αναλλοίωτος, σταθερός, µόνιµος

invasion εισβολήinventory λεπτοµερής κατάλογος όλων των αντικειµένων που βρίσκονται κάπου, απόθεµα, στοκ

inverse αντίστροφος, ανάποδοςinvert αντιστρέφω, αναποδογυρίζωinvestment επένδυσηinveterate αδιόρθωτος, αθεράπευτοςinvigorate αναζωογονώ, τονώνωinvigorated αναζωογονηµένοςinvincible αήττητος, ακατανίκητοςinvoice τιµολόγιοinvoke επικαλούµαιinvoluntary ακούσιοςinvolve εµπλέκω, ανακατεύω, επιδρώ, περικλείω, περιλαµβάνω, συνδέω, συνεπάγοµαι, τυλίγω

inward εσωτερικός, εσώτερος, που

κινείται προς τα µέσαinward-looking εγωκεντρικόςirascible ευέξαπτος, οξύθυµοςirate εξαγριωµένοςirrational παράλογοςirreconcilable ασυµβίβαστος πχ για διάφορες απόψεις

irrecoverable ανεπαρνόθωτος, που δεν µπορείς να τον επανακτήσεις

irrefutable αδιάσειστος, αδιάψευστοςirrelevant άσχετοςirreparable ανεπαρνόθωτοςirreplaceable αναντικατάστατοςirreproachable άµεµπτος, άψογος (για άνθρωπο/τη συµπεριφορά του)

irresistible ακαταµάχητος, ακατακίνητος

irrespective of άσχετα µε, ανεξάρτητα

irreverent ασεβήςirreversible µη αναστρέψιµος, αµετάκλητος

irrevocable αµετάκλητοςirrigate αρδεύωirrigation άρδευσηirritable ευερέθιστοςirritate εκνευρίζω, εξαγριώνω, ερεθίζω

irritation ερεθισµόςisolate αποµονώνωisolated αποµονωµένος, αποκοµµένοςissue εκδίδωit stands to reason είναι προφανέςit strikes me that έχω την εντύπωση ότι

jabber µιλώ γρήγορα και ακατάληπταjagged µε µύτες (συν. αιχµηρές)jam στριµώχνω, χώνω, φρακάρω, εµποδίζω την κίνηση

jangle κουδουνίζω, παράγω δυνατό µεταλλικό ήχο

jargon επαγγελµατική φρασεολογίαjauntily κεφάτα, ζωηρά, µε αυτοπεποίθηση

53

Page 54: ALL-VOC

jaunty κεφάτος, καµαρωτός, γεµάτος σιγουριά

jeer γιουχάρω, αποδοκιµάζωjeopardize διακινδυνεύωjeopardy κίνδυνοςjerk τραντάζω-οµαι, τραβώ κτ απότοµα, τινάζω-οµαι

jig χοροπηδώ, αναπηδώ ζωηράjingle κουδουνίζωjingoistic σοβινιστικός, εθνικιστικόςjocular διασκεδαστικός, χιουµοριστικός

jog σπρώχνω, σκουντώjoint κοινός, συλλογικός, άρθρωση, κλείδωση

joist δοκάριjolly πρόσχαρος, κεφάτοςjolt απότοµο τράνταγµα/τίναγµα, τραντάζω

jubilation ενθουσιασµός (για µία νίκη κλπ)

judgemental που ασκεί υπερβολική κριτική

judicius διακριτικόςjuggle προσπαθώ να χειριστώ πολλά πράγµατα ταυτόχρονα

jumbled µπερδεµένος, ανακατεµένοςjunction διασταύρωση, συµβολήjuncture κρίσιµη στιγµήjurisdiction δικαιοδοσία, αρµοδιότητα

jury ένορκοιjust about σχεδόνjustifiable δικαιολογηµένοςjustifiably δικαιολογηµέναjustify δικαιολογώjustly δίκαια, δικαιολογηµέναjuvenile σχετικός µε ανηλίκους, παιδαριώδης

juvenile offender ανήλικος παραβάτης

keen κοφτερός (για µυαλό), οξύς (για αισθήσεις)

keenness ενθουσιασµός, ζήλος

keep an eye to the ground µαθαίνω τι γίνεται, ενηµερώνοµαι

keep myself aloof δεν εµπλέκοµαιkeepsake ενθύµιοkernel καρπός, κουκούτσιkernels µικρά κοµµάτιαkettle βραστήρας, τσαγερόkeynote κεντρική ιδέαkick-off εναρκτήριο λάκτισµαkin συγγενείς, σόιkindle καίω, ανάβω φωτιά, διεγείρω ενδιαφέρον κλπ

kit σετ εργαλείων, σύνεργαknack επιδεξιότητα, ικανότηταknapsack σακίδιοkneel γονατίζωknit πλέκω, συνδέω, ενώνωknob κουµπί ραδιοφώνου κλπ, στρογγυλό πόµολο

knockout (στην πυγµαχία) νοκ άουτ, κπ/κτ πολύ ελκυστικός/εντυπωσιακός

knot (ναυτ.) κόµβοςknotty µε κόµπους, δύσκολος, µπερδεµένος

knowing πονηρός, όλο σηµασία (για βλέµµα), συνωµοτικός

knowledgeable γνώστης, πληροφορηµένος

label ετικέτα, αυτοκόλλητο, περιγράφω/προσδιορίζω µε ετικέτα

laborious επίπονος, κοπιώδης, δύσκολος, κοπιαστικός, επίµονος

lace δαντέλα, κορδόνι παπουτσιού, δένω µε κορδόνι

ladder σκάλαlag µένω πίσω, καθυστερώlair φωλιά άγριου ζώου, ληµέριlame κουτσός, αστήρικτος, σαθρός, που χωλαίνει (πχ για επιχείρηµα κλπ)

lament θρηνώlampblack χρωστική ουσία από επεξεργασµένο κάρβουνο

lance λόγχη, εγχειρίζω, ανοίγω

54

Page 55: ALL-VOC

landfill (site) χωµατερήlanding προσγείωση, πλατύσκαλο, απόβαση

landmark ορόσηµοlandmine νάρκηlandscape τοπίοlandslide κατολίσθησηlane λουρίδα δρόµου, διάδροµος, αεροδιάδροµος

languid λάνγκουντ χαλαρός και κοµψός (για κίνηση), νωθρός

languish µαραζώνω, λειώνωlantern φανάριlap γόνατα, γύρος σε αγώνα δρόµουlapse ολίσθηµα, παράπτωµα, πάροδος χρόνου

larva (pl. larvae) κάµπιαlash µαστιγώνω, χτυπώ δυνατά, δένω σφιχτά µε σκοινί

latch µανταλώνωlatch on µανταλώνωlatent λανθάνων, αφανής, κρυφός, κρυµµένος, που υποβόσκει

latitude γεωγρ. πλάτοςlatter ο δε, ο τελευταίος, ο δεύτερος, ο έτερος

laudable αξιέπαινοςlaunch εκτόξευση, καθελκύω, προβάλλω

lavish γενναιόδωρος, σπάταλος, πλουσιοπάροχος, άφθονος

lavishly σπάταλαlax (για µυ) άτονος, χαλαρόςlay down θέτω ως αρχήlay (laid-laid) απλώνωlay to rest αποδεικνύω ότι κτ δεν είναι αλήθεια

layman µη ειδικόςlayout διαµόρφωση (πόλης, κτηρίου κλπ), χωροταξία

leach διυλίζω, αφαιρώlead προβάδισµα, παράδειγµα, στοιχείο/πληροφορία, καλώδιο

leafy µε πολλά φύλλα, καταπράσινη

περιοχή

league συµµαχώ (κυρ. για κακό σκοπό)

leak διαρροή, διαρρέω, αφήνω κτ να γωστοποιηθεί

lean on στηρίζοµαι σε κπ/κτleaning κλίση, τάσηleap πηδώ, σηµειώνω µεγάλη άνοδο/πρόοδο

leap year δίσεκτο έτοςlease µίσθωση, εκµίσθωση, µισθωτήριο συµβόλαιο

leash λουρί σκύλου, οµάδα από 3 ανθρώπους/ζώα

ledge περβάζι, προεξοχή βράχουleech βδέλλαleft-wing αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων

legacy κληροδότηµα, κληρονοµιάlegible ευανάγνωστοςlegibly ευανάγνωσταlegislator νοµοθέτηςlegislature νοµοθετικό σώµαlegitimate νόµιµος, εύλογος, ορθός, νόµιµο παιδί

leisurely άνετος, αργά, αργός, τεµπέλικος, χωρίς βιασύνη

lend an ear ακούω τον πόνο/το πρόβληµα κπ

lenient επιεικήςlessen µειώνωlet off stream βγάζω καπνούς (από θυµό)

lethal θανατηφόρος, φονικόςlethally θανάσιµα, θανατηφόρα, φονικά

lethargy ατονία, νωθρότηταlevel ισοπεδώνω, κάνω έδαφος επίπεδο, κατεδαφίζω, εξισώνω

level-headed ψύχραιµος και συνετόςlever µοχλός, λεβιές, µέσο πίεσηςlevy φόρος, είσπαξη, στρατολογία, εισπράττω

liability ευθύνη, εµπόδιο, µεινέκτηµα

55

Page 56: ALL-VOC

liable for / to υπεύθυνος, υπαίτιος, υποκείµενος σε, που έχει την τάση, που έχει τη προδιάθεση, επιρρεπής, υποκείµενος σε

liaison σχέση, συνεργασίαliberate απελευθερώνω, λυτρώνωlicense δίνω επίσηµη άδεια, επιτρέπωlid καπάκιlie (lay-lain) ξαπλώνωlie with sb (to do sth) είναι δικό του θέµα, αυτός ευθύνεται

lieutenant υπολοχαγόςlifespan διάρκεια ζωήςligament (ανάτ.) σύνδεσµοςlikeness οµοιότηταlikewise το ίδιο, επίσηςlikewise το ίδιο, επίσηςlimb µέλος, άκρο σώµατος, χοντρό κλαδί δέντρου

lime ασβέστηςlimelight προσκήνιο, δηµοσιότηταlimestone ασβεστόλιθοςlimp κουτσαίνωlimpid διαυγήςlined µε γραµµές, ρυτιδιασµένος, φοδραρισµένος

linen ασπρόρουχαliner επιβατικό πλοίο γραµµής, κρουαζιερόπλοιο

linger µένω, παραµένω, παρατείνω την παραµονή µου, χρονοτριβώ

liposuction λιποαναρρόφησηliquefied υγροποιηµένοςliquidated κεφάλαιο που έχει ρευστοποιηθεί

lisp ψευδίζωliteracy γνώση γραφής και ανάγνωσης

literal κυριολεκτικόςliterally κατά γράµµα, κυριολεκτικά, πιστά

literary λόγιος, λογοτεχνικός, που του αρέσει η λογοτεχνία

lithe ευκίνητος, λυγερός

litter γέννα, πετάω απορρίµµαταlivable κατοικήσιµος, υποφερτόςlivelihood βιοπορισµόςlivestock ζώα σε φάρµαloathe απεχθάνοµαι, σιχαίνοµαιlocale σκηνικό (όπου γίνεται κάτι)locality περιοχήlocker µικρό ντουλάπι µε κλειδαριά σε αποδυτήρια

locust ακρίδαlodge σπιτάκι, περίπτερο κυνηγετικό, θυρωρείο, υποβάλλω, στεγάζω

lodge an official protest υποβάλλω επίσηµη διαµαρτυρία

lodger νοικάρης, ξένος που διαµένει µε οικογένεια µε ενοίκιο

lofty πολύ ψηλό κτήριο/δάσος κλπ, υψηλή/ευγενής ιδέα κλπ

log ηµερολόγιο, καταγράφω, καταχωρίζω, κόβω δέντρα για ξυλεία

loiter χαζεύω, κοντοστέκοµαι/περιφέροµαι κπ άσκοπα, χασοµερώ

lonesome που νιώθει µοναξιά, ερηµικός

long for λαχταρώ, ποθώlongevity µακροζωίαloom προβάλλω, εµφανίζοµαι απειλητικά, διαγράφοµαι

looming επικείµενοςloosen χαλαρώνω, ξεσφίγγωloot λεηλατώlosing streak περίοδος ατυχίας, γκίνιαlousy απαίσιοςlower ταπεινώνω, χαµηλώνωlowly ταπεινός, κατώτεροςlozenge ρόµβος, παστίλιαlubricate λαδώνωlucid ευκρινής, σαφής, που χαρακτηρίζεται από διαύγεια πνεύµατος, καθαρός, διαυγής

lucrative επικερδήςludicrous γελοίοςlukewarm χλιαρός

56

Page 57: ALL-VOC

lull ανάπαυλα, νηνεµίαlumber ξυλείαluminance φωτισµόςluminous φωτεινός, που φωσφωρίζειlump σβώλος, άµορφη µάζα, κοµµάτι, εξόγκωµα

lurch κάνω απότοµη κίνηση, παραπατώ, τρικλίζω

lure δελεάζω, σαγηνεύω, παρασύρωlurk καραδοκώ, παραµονεύωlush οργιώδης βλάστηση, πολυτελής, γεµάτος χλιδή

lust πόθοςlymph gland λεµφαδέναςmace σκήπτροmadden εξαγριώνωmagistrate κατώτερος δικαστής, ειρηνοδίκης

magnanimous µεγαλόψυχοςmagnificent έξοχος, εξαίσιοςmagnifier µεγενθυντικός φακόςmagnify µεγεθύνω, µεγαλοποιώ, ενισχύω

magnitude µέγεθος, ποσότητα, σηµασία, σπουδαιότητα

maid υπηρέτρια, καµαριέραmaiden παρθενικός, πρώτοςmaimed σακατεµένοςmainland ηπειρωτική χώραmainstay στυλοβάτης, στήριγµαmainstream δεσπόζουσα τάσηmaintain διατηρώ, ισχυρίζοµαι, υποστηρίζω, βεβαιώνω

maintainance συντήρηση, διατήρησηmajesty µεγαλείοmake µάρκαmake a monkey of γελοιοποιώmake a try προσπαθώmake allowances for να λαµβάνω υπόψη µου την αδυναµία κπ κλπ

make amends for προσπαθώ να αντιµετωπίσω µία παρελθοντική κατάσταση

make do βολεύοµαι µε, αρκούµαι σε

make ends meet τα φέρνω βόλτα (οικονοµικά)

make good προκόβω, πετυχαίνωmake hay (while the sun shines) δράττοµαι της ευκαιρίας, εκµεταλλεύοµαι την κατάσταση, κάνω κτ όσο είναι οι κατάλληλες συνθήκες

make head(s) or tail(s) δε βγάζω άκρη

make light of αντιµετωπίζω µε ελαφρότητα, δε δίνω την ανάλογη σηµασία, παίρνω κτ αψήφιστα, δε δίνω σηµασία

makeshift πρόχειρος, προσωρινόςmaladjusted δυσπροσάρµοστοςmalady νοσηρότητα συστήµατος κλπ, πληγή µτφ, ασθένεια

malaise δυσφορία, αδιαθεσίαmalevolent µοχθηρός, κακόβουλοςmalformation δυσµορφία, δυσπλασίαmalicious κακεντρεχήςmalnourished που υποσιτίζεταιmalpractice αµέλεια καθήκοντος, απράβαση επαγγελµατικής δεοντολογίας

mammal θηλαστικόmandatory υποχρεωτικόςmaneuverability ευελιξία, ευκολία στις µανούβρες/µετακινήσεις

mangle κατακρεουργώ, συνθλίβωmanhood ανδρισµός, ενηλικίωση (για αγόρι)

manifest έκδηλος, φανερός, εµφανής, εκδηλώνω, φανερώνω, εµφανίζω, δείχνω καθαρά

manifestation ένδειξη, εκδήλωση, οτιδήποτε καθιστά κτ έκδηλο

manipulate εκµεταλλεύοµαι, χειραγωγώ, χειρίζοµαι επιδέξια

manipulative που χειραγωγεί, που µεταχειρίζεται, που εκµεταλλεύεται

manned επανδρωµένοςmanpower εργατικό δυναµικό

57

Page 58: ALL-VOC

mansion αρχοντικό, µέγαρο, έπαυληmantel ράφι τζακιούmantle µανδύας, στρώµα µτφ, καλύπτω

manual εγχειρίδιο, χειρωνακτικός, χειροκίνητος, που γίνεται µε το χέρι

manual labor χειρωνακτική εργασίαmanufacture παραγωγή, κατασκευήmanuscript χειρόγραφοmar αµαυρώνω, χαλώmarble µάρµαρο, βώλος (παιχνίδι)marbling κρέας µε καλή αναλογία λίπους, χρωµατισµός ή νερά σαν µαρµάρου

march πορείαmarginal οριακός, µικρού µεγέθους/βαθµού, περιθωριακός

marital συζυγικόςmark βαθµός, σηµαίνω, σηµειώνωmarked έντονος, αισθητόςmarkedly σαφώς, έντοναmarkings σηµάδια (σε ζώα/πουλιά/ξύλο)

marrow µεδούλι, ουσία, πυρήναςmarsch βάλτος, έλοςmart αγορά (τόπος)marvel θαύµαmason χτίστης, λιθοδόµοςmassacre ανθρωποσφαγή, µακελειό, σφαγή, σφάζω

massive ογκώδης, τεράστιος, πολύ µεγάλος/σοβαρός

mast κοντάρι (σηµαίας)masterful αυταρχικός, επιβλητικός, αριστοτεχνικός

masterly αριστοτεχνικά, αριστοτεχνικός, επιδέξιος

mastermind εγκέφαλος (πχ οργάνωσης)

masterpiece αριστούργηµαmat χαλάκι, στρώµα (για σκήσεις γυµναστικής)

matchless απαράµιλλοςmate ταίρι, σύντροφος

material βασικός, σηµαντικός, σχετικός, υλικός

material goods υλικά αγαθάmaterialism υλισµόςmaterialistic υλιστικόςmaterialize εµφανίζοµαι ξαφνικά, υλοποιούµαι, πραγµατοποιούµαι

maternal µητρικός, προερχόµενος από µητέρα

maternity µητρότηταmatrimony γάµος, έγγαµος βίοςmature student φοιτητής που πηγαίνει στο πανεπιστήµιο µερικά χρόνια αφού τελειώσει το σχολείο

maze λαβύρινθος, κυκεώναςmeager ισχνός, πενιχρόςmean κακός, µοχθηρός, πολύ ικανός, δεινός

meander ακολουθώ ελικοειδή πορεία, περιφέροµαι

meddle ανακατεύοµαι σε κτ που δεν µε αφορά

mediate µεσολαβώ, πετυχαίνω κτ µε µεσολάβηση

medication φαρµακευτική αγωγή, φάρµακα

medicinal θεραπευτικόςmediocre µέτριος, της σειράς, ασήµαντος

meditation διαλογισµόςmedium (pl. media) µέσοmeek πράος, πειθήνιοςmellow γλυκός, απαλός, ζεστός (για ήχους/χρώµατα/γεύση), µειλίχιος (για ανθρώπους), ωριµάζω, "µαλακώνω", ηρεµώ µε το πέρασµα του χρόνου, ξεθωριάζω

memento ενθύµιοmemorable αξιοµνηµόνευτοςmemorial µνηµείοmemorize αποστηθίζωmenace απειλή, µπελάς, ενοχλητικό άτοµο/πράγµα κτλ

menacing απειλητικός

58

Page 59: ALL-VOC

menial (για εργασία) ταπεινός, υποτιµητικός, που δεν απαιτεί ειδίκευση

mentality νοοτροπίαmerchandise εµπόρευµαmerciful φιλεύσπλαχνοςmerge ενώνω-οµαι, συγχωνεύω-οµαι, ανακατεύοµαι σταδιακά

merger συγχώνευση πχ εταιρειώνmeridian µεσηµβρινόςmerit αξία, προσόν, αξίζω, δικαιούµαιmeticulous σχολαστικός, λεπτολόγοςmiddleman µεσάζωνmighty ισχυρός, µέγας, µεγαλειώδης, επιβλητικός

migraine ηµικρανίαmigrate αποδηµώ, µεταναστεύω, µετοικώ

migration αποδηµία, µετανάστευσηmild ήπιος, πράος, ελαφρύςmileage απόσταση σε µίλιαmilepost ορόσηµο, σηµαντικός σταθµός

milieu κοινωνικό περιβάλλον, κοινωνικός περίγυρος

militant µαχητικός, αγωνιστικόςmilitia εθνοφρουρά, πολιτοφυλακήmillet δηµητριακόmimicry µίµησηmind-blowing συναρπατικόςmindful που έχει επίγνωση, που λαµβάνει υπόψη του κπ/κτ

mindless αλόγιστος, που δεν απαιτεί σκέψη

mind-numbing πολύ βαρετόςmindset νοοτροπίαmine ορυχείο, µεταλλείο, νάρκηmingle ανακατεύοµαι, ενώνοµαιminimal ελάχιστος, µηδαµινόςminute µικροσκοπικόςminutes πρακτικά (συνεδρίασης/δίκης κλπ)

miraculous ως εκ θαύµατοςmirage αντικατοπτρισµός,

οφθαλµαπάτη

mire βούρκος, τέλµαmisapprehension παρανόηση, πλάνηmisappropriate καταχρώµαι, σφετερίζοµαι, υπαιξερώ

miscellaneous ποικίλος, ετερόκλητοςmischief σκανταλιά, πειρακτική διάθεση, ζηµιά, βλάβη/υλική/ηθική

misconception λανθασµένη αντίληψη, αντίληψη

misconstrue παρερµηνεύωmiscreant αιρετικός, άπιστος, εγκληµατίας

miserly τσιγγούνηςmisgiving δισταγµός, ανησυχία, κακό προαίσθηµα

mishap αναποδιά, ατύχηµαmisinterpret παρερµηνεύωmislead παραπλανώ, εξαπατώmisleading παραπλανητικόςmisnomer εσφαλµένη/ακατάλληλη ονοµασία

misplaced αδικαιολόγητος, ανάρµοστος

missile πύραυλος, βλήµαmissionary ιεραπόστολοςmist οµίχλη, πούσι, καταχνιά, σύννεφο ψεκασµού, υδρατµοί από αεροζόλ

mist σύννεφο υδρατµού, υδρατµοί από αεροζόλ

mistletoe γκιmitigate µετριάζω, αµβλύνω (µτφ.)moan βογγώmob όχλοςmobilize κινητοποιώmock test εξέταση προσωµοίωσηςmockery γελοιοποίηση, εµπαιγµός, παρωδία, κοροϊδία

mode τρόπος, τρόπος λειτουργίας, µόδα

moderate µέτριος, µετριοπαθής, λογικός, προεδρεύω

moderation µέτρο

59

Page 60: ALL-VOC

modestly αξιοπρεπώς, µετριοπαθώς, σεµνά

modesty µετριοφροσύνη, σεµνότητα, µετριότητα

modification τροποποίησηmodify τροποποιώmoisten υγραίνωmoisture µόιστσουρ υγρασίαmoisturize ενυδατώνω µε κρέµαmold µούχλα, καλούπι, εκµαγείο, φόρµα πχ για κέϊκ

mole τυφλοπόντικας, µόλοςmolecule µόριοmollify κατευνάζω, ηρεµώmolt (για ζώο/πτηνό) µαδώ εποχιακά, αλλάζω φτέρωµα/τρίχωµα

molten λαµπρός, λιωµένος, χυτόςmomentary στιγµιαίοςmomentous ιστορικός, βαρυσήµαντοςmonetary νοµισµατικόςmonitor ελέγχω, παρακολουθώmonstrous τερατώδης πχ για ψέµα, τεράστιος, αποκρουστικός, τερατώδης

monumental µνηµειώδης, πολύ σηµαντικός, τεράστιος

moody κυκλοθυµικός, κακόκεφοςmooring αγκυροβόλιοmorale το ηθικόmorbid νοσηρός, µακάβριος, αρρωστηµένος

morgue νεκροτοµείοmorose µόροοζ σκυθρωπός, κακόκεφος, θλιµµένος

morsel µπουκιά, λιχουδιά, κόβω σε µικρά κοµµάτια

mortal θνητός, θανατηφόρος, θανάσιµος

mortality θνησιµότηταmortally θανάσιµα, πολύmortgage δάνειο µε υποθήκη για αγορά σπιτιού

mortified ταπεινωµένος, ντροπιασµένος

mortify απονεκρώνω, ταπεινώνω, ντροπιάζω, ντροπιάζοµαι

mortuary νεκροτοµείοmothball µόθµπαλ ναφθαλίνη σε βόλους, προφυλάσσω πλοίο

motion κίνηση, κίνηση του σώµατος, πρόταση σε συνεδρίαση κλπ

motivation κίνητροmotive κίνητρο, επαναλαµβανόµενο θέµα, κινώ, υποκινώ

motley ανοµοιογενής, ανοµοιόµορφος, αταίριαστος

motor κινητικόςmound βουναλάκι, σωρός από χώµατα

mount ανεβαίνω, αναρριχώµαιmounted έφιπποςmounting αυξανόµενοςmourn πενθώ, θρηνώmow κουρεύω γρασίδιmucus βλέννα, µύξαmuddle µπερδεύω, ανακατεύω, συγχέω

muddled συγχυσµένος, µπερδεµένοςmuffin τηγανίταmuffle πνίγω, σβήνω (ήχο)muffled πνιχτός (ήχος)mugger λαθρέµποροςmule µουλάριmultifaceted πολύπλευρος πχ για πρόβληµα

multilateral πολύπλευρος, πολυµερήςmultitude µεγάλος αριθµός, πλήθοςmumble µουρµουρίζω, ψελλίζωmunch µασουλώmundane εγκόσµιος, καθηµερινός, πεζός, τετριµµένος, ανιαρός, άχαρος

municipal δηµοτικός, του δήµουmural τοιχογραφίαmurky σκοτεινός, θολόςmutate προκάλώ/υφίσταµαι µετάλλαξη

mutation µετάλλαξηmute βουβός, άφωνος

60

Page 61: ALL-VOC

mutilate ακρωτηριάζω, καταστρέφωmutiny ανταρσίαmutter µουρµουρίζω, γκρινιάζωmutual αµοιβαίος, κοινόςmuzzle φιµώνωmystified σαστισµένος, που τα έχει χάσει

nag γκρινιάζω σε κπ, ενοχλώnagging επίµονοςnaive αφελής, εύπιστος, απλοϊκός, ανεπιτήδευτος

nameless ανώνυµος, ακατανόµαστοςnamely συγκεκριµένα, δηλαδή, κοινώς

nap υπνάκος, χνούδι, παίρνω έναν υπνάκο, σηκώνω το χνούδι

narrate διηγούµαι, αφηγούµαιnarration αφήγηση, διήγησηnarrowly µόλις που, ίσα-ίσαnasal ρινικός, έρρινοςnasty κακός, άσχηµος, δυσάρεστος, σοβαρός

native ντόπιος, ιθαγενής, γενέθλιοςnaughty άσεµνος, άτακτος, σκανδαλιστικός, τολµηρός

nauseous που νιώθει/προκαλεί αηδίαnautical ναυτικός, ναυτιλιακόςnaval ναυτικός (του πολεµικού ναυτικού)

navigable πλωτός (πχ για ποτάµια)navigation διακυβέρνηση σκάφους, ναυσιπλοϊα, σχεδιασµός πορείας

navy πολεµικό ναυτικό, στόλος, χρώµα µπλε-γκρι

near πλησιάζωnearly σχεδόνneat νοικοκυρεµένος, τακτοποιηµένος, ταχτικός

neat fuel καθαρό καύσιµοneatly έξυπνα, µε ακρίβειαnecessitate καθιστώ αναγκαίοneck and neck στήθος µε στήθος (σε αγώνα)

neckline ντεκολτέ

needless περιττός, άσκοποςneedlewok κέντηµα, εργόχειροnefarious αισχρός, φαύλοςnegate αναιρώ, ακυρώνω, εξουδετερώνω

neglectful αµελήςnegligence αµέλεια, απροσεξίαnegligent αµελήςnegligible αµελητέος, ασήµαντοςnegotiable διαπραγµατεύσιµοςneighborly γειτονικός, φιλικόςnerve θράσοςnerveless άτονος, άψυχος, γενναίοςnestle κουρνιάζω, φωλιάζωneurotransmitter νευροδιαβιβαστήςneutral ουδέτεροςnewly πρόσφατα, νεο-nibble τσιµπολογώ, τσιµπώ (για φαγητό)

niche κατάλληλη/ταιριαστή θέση, κοίλωµα (πχ σε τοίχο)

nimble ευκίνητος, σβέλτος, εύστροφος

nip δαγκώνω, τσιµπώno mean feat που δεν είναι εύκολο να πραγµατοποιηθεί

noble ευγενής, ανώτερος, αρχοντικός, αριστοκρατικός

nocturnal νυχτερινός, νυχτόβιοςnod κουνώ το κεφάλι για χαιρετισµό/επιδοκιµασία κλπ

nomadic νοµαδικόςnominal ονοµαστικός, κατ' όνοµα, συµβολικός (για χρηµατικό ποσό)

nominate προτείνω κπ ως υποψήιο, διορίζω

nominee υποψήφιοςnonchalant ατάραχος, αδιάφορος, αµέριµνος

nondescript βαρετός, αδιάφορος, πληκτικός, χωρίς κτ το ιδιαίτερο

nonetheless παρόλα αυτάnook γωνιά, ακρούλαnoose θηλιά

61

Page 62: ALL-VOC

norm κανόνας, πρότυποnostril ρουθούνιnosy αδιάκριτοςnot be out fo the woods δεν είµαι εκτός κινδύνου/δυσκολιών (ακόµα)

not lift a finger δε σηκώνω ούτε το δαχτυλάκι µου για να βοηθήσω

notable αξιοσηµείωτος, αξιόλογοςnotch εγκοπή, χαρακιά σε σχήµα βεnoted ξακουστόςnotewhorthy αξιοσηµειώτοςnoticeable αισθητός, εµφανήςnotification επίσηµη ειδοποίησηnotion ιδέα, έννοια, αντίληψηnotoriety διασηµότητα (µε κακή έννοια), κακή φήµη

notorious διαβόητοςnotoriously περιβόηταnotwithstanding παρόλο, παρά, παρόλα αυτά

noughts and crosses (tic-tac-toe) τρίλιζα (παιδικό παιχνίδι)

nourish τρέφω, καλλιεργώ µτφnovel πρωτοποριακόςnovelty το καινούριο, καινοτοµίαnovice αρχάριοςnoxious επιζήµιοςnozzle στόµιο, ακροφύσιοnub γροµπαλάκι, κόµπος, ουσία υπόθεσης

nucleous πυρηνικόςnucleus (pl. :nuclei) πυρήνας (ατόµου/κυτάρου/οργάνωσης)

nudge αγκωνίζω, σκουντάω απαλά µε τον αγκώνα, σπρώχνω απαλά και σιγά

nudity γύµνια, το γυµνόnuisance ενόχληση, µπελάςnullify καθιστώ άκυρο και χωρίς νοµική ισχύ, καθιστώ άχρηστο, εξουδετερώνω

numb µουδιασµένος, µουδιάζωnumerical αριθµητικόςnumerous πολυάριθµος

nurse περιθάλπτω, περιποιούµαι, τρέφω, καλλιεργώ (για συναίσθηµα κλπ)

nurture ανατρέφω, φροντίζω, καλλιεργώ, τρέφω (πχ ελπίδες)

nutrient θρεπτική ουσίαnutrients θρεπτικές ουσίεςnutrition διατροφή, θρέψηnutritious θρεπτικόςnuzzle τρίβοµαι (µε τη µύτη σε ένδειξη στοργής)

oath όρκοςobedient υπάκουοςobese παχύσαρκοςobesity παχυσαρκίαobituary νεκρολογία (σε εφηµερίδα)objecive σκοπός, στόχοςobjection αντίρρηση, ένστασηobjective αντικειµενικόςobligated υποχρεωµένος να κάνω κτ, αναγκασµένος

obligatory υποχρεωτικόςoblige υποχρεώνω, αναγκάζω, δεσµεύω

obliged υπόχρεοςobliging πρόθυµος, εξυπηρετικόςoblique έµµεσος, πλάγιοςobliterate εξαλείφω, απαλείφω, σβήνω

oblivion λήθη, λησµονιά, το να µην καταλαβαίνει/γνωρίζει κπ τι γίνεται γύρω του

oblivious ανίδεος, που δεν έχει επίγνωση, που δεν αντιλαµβάνεται κτ

obnoxious απεχθής, αντιπαθητικόςobscene αισχρός, πρόστυχοςobscure συγκεχυµένος, ασαφής, κρύβω, καλύπτω, συγχέω

obscurity ασηµότητα, αφάνεια, το να είναι κπ άγνωστος, ασάφεια

observable αισθητός (για αλλαγή κλπ), ορατός

observant παρατηρητικός

62

Page 63: ALL-VOC

observatory αστεροσκοπείοobsessive που έχει εµµονές/µανία µε κπ/κτ

obsessive-compulsive behavior ψυχαναγκαστική συµπεριφορά

obsolete απαρχαιωµένος, ξεπερασµένος

obstacle εµπόδιοobstinacy επιµονή, ισχυρογνωµοσύνη, ξεροκεφαλιά, πείσµα

obstinate ισχυρογνώµων, ξεροκέφαλος, επίµονος πχ για λεκέ, αδιάλλακτος

obstinate πεισµατάρηςobstruct φράζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω, µπλοκάρω πχ το δρόµο, παρεµποδίζω

obstruction παρεµπόδισηobtainable που µπορεί να αποκτηθείobtrusive φορτικός, ενοχλητικός, ενοχλητικά έντονος

occasion περιστασιακόςoccasionally περιστασιακάoccupant ένοικοςoccupation επάγγελµα, ασχολία, κατοχή χώρας

occurrence συµβάν, γεγονός, ύπαρξη, εµφάνιση (πχ αρρώστιας)

oddity αξιοπερίεργο (άτοµο/πράγµα), παραδοξότητα, εκκεντρικό άτοµο/πράγµα

odious απεχθής, απαίσιος, πολύ αντιπαθητικός

odor άσχηµη µυρωδιάof all people (χρησιµοποιείται για να εκφράσει) ενόχληση/έκπληξη

off the air µη µεταδιδόµενος από ΜΜΕ, εκτός αέρα

off the point άσχετος, άσχετοoffender παραβάτης, ένος, υπαίτιοςoffense παράπτωµα, αδίκηµα, προσβολή

offhand απροετοίµαστος, πρόχειρος,

χωρίς υποστήριγµαofficiate εκτελώ χρέη/καθήκοντα (πχ οικοδεσπότη/γραµµατέα κλπ), χοροστατώ

officious αυταρχικός, που θέλει να δείχνει ότι έχει εξουσία, που του αρέσει να δίνει διαταγές

offload ξεφορτώνοµαι κτ ανεπιθύµητο φορτώνοντάς το σε κπ άλλο

off-peak εκτός ωρών αιχµήςoffset αντισταθµίζωoffshoot κλάδος, παρακλάδιoffshore παραθαλάσσιος, σε απόσταση από την παραλία

offspring γόνος, απόγονος, απόγονοιointment αλοιφήomen οιωνόςominous δυσοίωνος, απειλητικόςomission παράλειψη, το να µην συµπεριλαµβάνεται κπ/κτ κάπου

on a par with ισάξιος, στο ίδιο επίπεδο

on a spree ξεφάντωµαon a whim αυθόρµητα, µε την έµπνευση της στιγµής

on account of εξαιτίαςon edge νευρικός, σε υπερέντασηon end ακατάπαυστα, ασταµάτηταon hand σε ετοιµότητα, διαθέσιµοςon impulse αυθόρµητα, µε την έµπνευση της στιγµής

on no account σε καµία περίπτωσηon patrol σε περιπολίαon principle για λόγους αρχήςon sight αµέσωςon the air µεταδιδόµενος, στον αέραon the assumption that µε την προϋπόθεση ότι

on the dot ακριβώς, στην ώραon the grounds of µε την αιτιολογία ότι

on the off chance µήπως τυχόνon the run σε φυγήon the tip of tongue στην άκρη της

63

Page 64: ALL-VOC

γλώσσας µου (όταν προσπαθώ να θυµηθώ κτ)

on the verge of στα πρόθυραon this/that account εξαίτίας αυτού/εκείνου του λόγου

once and for all µια για πάνταoncoming επερχόµενος (πχ για όχηµα)

one by one ένας-έναςongoing συνεχιζόµενοςongoings συµβάντα (κυρ. περίεργα), καµώµατα

on-line tutorial ενισχυτική διδασκαλία µέσω διαδικτύου

onlooker παθητικός θεατήςonrush απότοµη κίνηση προς τα µπρος

onset αρχή, έναρξη (ιδιαίτερα για κάτι κακό)

onslaught σφοδρή επίθεσηooze ρέω, στάζωopaque αδιαφανής, δυσνόητος, ασαφής

opening άνοιγµα, αρχή πχ ταινίας, τελετή εγκαινίων, κενή θέση για δουλειά

operational λειτουργικός πχ για έξοδα, έτοιµος προς χρήση

operative σε ισχύ/χρήση/λειτουργίαopinionated ισχυρογνώµωνopportune κατάλληλος, πρόσφορος, καίριος

opportunist καιροσκοπικόςoppose εναντιώνοµαι, αντιτίθεµαιoppressed καταπιεσµένοςoppressive καταπιεστικός, τυραννικός, πνιγηρός (για τον καιρό)

opt επιλέγω να κάνω κτopt for επιλέγωoptical fiber οπτική ίναoptional προαιρετικόςopulent πλούσιος, πολυτελήςoracle µαντείο, µάντης, χρησµόςorator ρήτορας

orbit τροχιά, θέτω σε τροχιάordain χειροτονώ ιερέα, προστάζω/ορίζω (για Θεό/µοίρα)

ordeal δοκιµασία, βάσανο, µαρτύριοorderly νοικοκυρεµένος, τακτικός, φρόνιµος, πειθαρχηµένος

ordinance (κυβερνητικός κλπ) κανονισµός, διάταξη, διάταγµα, διαταγή

ore µετάλλευµαorientation θέση, προσανατολισµός, αρχική εκπαίδευση, κατατόπιση

originate προέρχοµαι, πηγάζω, πρωτοεµφανίζοµαι, επινοώ

ornament στολίδιornamental διακοσµητικόςornate πλούσια/υπερβολικά διακοσµηµένος, φορτωµένος

orphanage ορφανοτροφείοossification κατάσταση ακινησία/απολίθωσης, οστεοπλασία, οστέωση,

ostensible φαινοµενικός, δήθεν, υποτιθέµενος

ostracize εξοστρακίζω, αποµονώνω (κοινωνικά)

out and about (γυρίζω) από 'δω και από 'κει

out in the open (για µυστικά) αποκαλλυµένος

out of condition όχι σε φόρµαout of hand εκτός ελέγχουout of one's head τρελός, παλαβόςout of print (για βιβλία) µη προσφερόµενο πλέον

out of the frying pan into the fire από µία δύσκολη κατάσταση σε άλλη δυσκολότερη

out of the question αδύνατο, αποκλείεται

out-and-out λεπτοµερής, εντελής, ολοκληρωµένος

outbound που φεύγει/αναχωρεί/αποµακρύνεται από

64

Page 65: ALL-VOC

κάποιο µέροςoutbreak ξέσπασµα πχ πολέµου/επιδηµίας

outburst ξέσπασµα, έκρηξη αισθήµατος/δραστηριότητας

outcast απόκληρος, απόβλητοςoutcome έκβαση, αποτέλεσµαoutcry κατακραυγήoutdated ξεπερασµένοςoutdo υπερτερώ, ξεπερνώoutfit σύνολο ρούχων, στολή, οµάδα ατόµων που συνεργάζονται µαζί, σύνεργα, εξοπισµός

outflow εκροή, διαρροήoutgoing εξωτρεφής, απερχόµενοςoutgrow µεγαλώνω και δεν µου κάνει κτ, µεγαλώνω πιό γρήγορα από κπ

outing εκδροµήoutlandish αλλόκοτος, ασυνήθιστοςoutlast διαρκώ/αντέχω περισσότερο από κπ/κτ

outlaw κηρύσσω κπ/κτ παράνοµοoutlay δαπάνη, έξοδα, ξοδεύωoutlet διέξοδος µτφ, πρατήριο, πρίζαoutline περίληψη, γενικές γραµµές, περίγραµµα, σκιαγραφώ

outlook άποψη, αντίληψη, προοπτική, νοοτροπία, αντίληψη, θέα από ύψος, απόψεις, προοπτικές, πρόβλεψη καιρού

outnumber υπερτερώ αριθµητικάoutpace τρέχω/αυξάνοµαι/εξελίσσοµαι πιό γρήγορα από κπ/κτ άλλο

outpouring ξεχείλισµα/ξέσπασµα συναισθηµάτων κλπ

output παραγωγήoutrage οργή, αγανάκτηση, πράξη που προκαλεί οργή

outrageous εξοργιστικός, απαράδεκτος, σκανδαλώδης

outreach πρόγραµµα που προσφέρει συµβουλές/βοήθεια σε ειδικές µονάδες της κοινωνίας

outright αναµφισβήτητος, καθαρός, περίτρανος, απροκάλυπτος, απερίφραστος, κατηγορηµατικός

outrun ξεπερνώ, τρέχω πιό γρήγοραoutskirts περίχωραoutspoken ειλικρινής, ντόµπρος, σταράτος

outstanding εξαιρετικός, περίβλεπτος, κύριος, σηµαντικός, εκκρεµής

outstretched προτεταµένος, απλωµένος (πχ για χέρια)

outstrip ξεπερνώoutward εξωτερικόςoutweigh υπερτερώ, ξεπερνώ (πχ σε σπουδαιότητα)

ovation επευφηµία, χειροκρότηµαover the course of κατά τη διάρκειαoveraction υπερκινητικότηταoverbearing αυταρχικός, δεσποτικός, καταπιεστικός

overcast συννεφιασµένοςovercome νικώ, καταβάλλω, κυριεύωoverdraft υπέρβαση τραπεζικού λογαριασµού, ανάληψη µεγαλύτερη από καταθέσεις

overdue που έχει καθυστερήσει (για πληρωµή κλπ)

overflow ξεχειλίζω, πληµµυρίζωoverhear ακούω τυχαίαoverlap (για δύο ή περισσότερα πράγµατα) να είναι τοποθετηµένα έτσι ώστε µέρος του ενός να καλύπτει µέρος του άλλου, συµπίπτω εν µέρει

overlay επικαλύπτω, επιστρώνωoverlook παραβλέπω, έχω θέα σεoverly υπερβολικάoverpower κυριεύω, νικώ, εξουδετερώνω, υπερισχύω, κατασυγκινώ, κυριεύω

overrate υπερεκτιµώoverreact αντιδρώ µε υπερβολικό τρόπο

65

Page 66: ALL-VOC

override απορρίπτω (κάνοντας χρήση της εξουσίας µου), αψηφώ, αγνοώ (πχ αντιρρήσεις), υπερισχύω, υπερτερώ, προέχω, έχω προτεραιότητα

overrule απορρίπτω, ανατρέπω, ακυρώνω πχ απόφαση

overrun κατακλύζω, µαστίζω, λυµαίνοµαι, υπερβαίνω χρονικό / χρηµατικό όριο

oversee επιβλέπωovershadow επισκιάζωoversight παράλειψη, απροσεξίαovert φανερός, έκδηλοςovertake προσπερνώ, ξεπερνώ, καταλαµβάνω, κυριεύω

overtax εξαντλώ (τις δυνάµεις µου)overthrow ανατρέπω κπ από την εξουσία

overtones τόνος, χροιά, υπαινιγµόςoverview γενική επισκόπησηoverwhelm κατακυριεύω, κατακλύζω (για αισθήµατα), καταβάλλω, τσακίζω

overwhelming έντονος, ακατανίκητος, συντριπτικός

oxygenate οξυγονώνωozone layer οζοντόσφαιραpace βήµα, ρυθµόςpacify κατευνάζω, καλµάρω, αποκαθιστώ την ειρήνη

packed ασφυκτικά γεµάτοςpact σύµφωνο, συµφωνίαpad γεµίζω/καλύπτω µε µαλακό προστατευτικό υλικό

paddle κωπηλατώ, κουπίpadlock λουκέτοpageant πάζεντ διαγωνισµός οµορφιάς

pail κουβάςpainstaking που απαιτεί µεγάλη προσπάθεια και φροντίδα

palatable νόστιµος, εύγεστος, ευχάριστος, αρεστός

palate ουρανίσκος, γούστο, προτιµήσεις

palatial µεγαλοπρεπής (για χτίρια)pale χλωµός, ωχρόςpall σύννεφο σκόνης/καπνού, πέπλος, γίνοµαι βαρετός, παύω να προκαλώ το ενδιαφέρος

pallet κιβώτιο µεταφοράς βαρέων ειδών, αχυρόστρωµα

palliate απαλύνω, ανακουφίζωpalpable πάλπαµπολ απτός, χειροπιαστός, ολοφάνερος

palpitate πάλλοµαι, χτυπώ δυνατά (για καρδιά)

paltry περιφρονητέος, πενιχρός, ασήµαντος (για ποσό)

pamper κάνω όλα τα χατήρια, παραχαίδεύω, κακοµαθαίνω

panache στιλ, αέρας (µτφ), µεγαλοπρέπεια

pang σουβλιά, ξαφνικός οξύς πόνοςpant λαχανιάζωpantry κελάρι, αποθήκηpantyhose καλσόνpar ισάξιοςparade παρέλασηparamedics παραϊατρικό προσωπικό, µέλος παραϊατρικού προσωπικού

paramount ύψιστος, ανώτατος, υπέρτατος

paraphernalia σύνεργα, συµπράγκαλα

parch ξεραίνω, στεγνώνωpare περικόπτω, ξεφλουδίζωparentage καταγωγήparish ενορίαparity ισοτιµία, ενότηταparlor κατάστηµαparole απελευθέρωση/αποφυλάκιση κρατούµενου µε όρους

parsimonious φειδωλός, οικονόµοςparsley µαϊντανόςpart and parcel of βασικό συστατικόpartiality µεροληψία

66

Page 67: ALL-VOC

participation συµµετοχήparticle µόριοparting χωρισµός, αποχωρισµόςpartisan οπαδός (συν. µεροληπτικός/χωρίς κρίση), αντάρτης, φατριαστικός, φανατικός, κοµµατικός

partition χώρισµα, µεσότοιχος, διαµελισµός (γης/χώρας κλπ), χωρίζω, διχοτοµώ

passable πάσαµπολ βατός, διαβατός, µέτριος, καλούτσικος

passage διάβαση, δίοδος, εδάφιο, πέρασµα

passageway διάδροµοςpast one's prime κπ που γερνάειpaste πολτός, αλοιφή, αλευρόκολλαpastime ενασχόληση, χόµπιpastry ζύµη, γλύκισµαpasture βοσκοτόπι, λειβάδιpat χτυπώ χαϊδευτικάpatch µικρό κοµµάτι από κάτι, µπάλωµα, µπαλώνω, κάλλυµα µατιού, λευκοπλάστης, φερετζές, µπαλώνω

patchy ανοµοιογενής, ανοµοιόµορφοςpatent πατενταρισµένος, καταφανής, ολοφάνερος, παίρνω το προνόµιο ευρεσιτεχνίας

pathetic αξιολύπητος, θλιβερόςpathfinder ανιχνευτής, πρωτοπόροςpathos η δύναµη (µίας παράστασηςπεριγραφής κλπ) να συγκινήσει (κοινό/ακροατές κλπ)

patient ασθενής, υποµονετικόςpatrimony πατρική κληρονοµιά, περιουσία εκκλησίας/κράτους

patrol περιπολία, περιπολώpatron υποστηρικτής, αρωγός, τακτικός πελάτης, θαµώνας

patronage πελατεία, υποστήριξηpatronize είµαι τακτικός πελάτης, φέροµαι συγκαταβατικά, προστατεύω, πατρονάρω

patter χτυπώ ελαφρά, περπατώ µε ελαφρά βήµατα

pattern µορφή, καλούπι, τύπος, υπόδειγµα, αντιγράφω, µιµούµαι, φτιάχνω σύµφωνα µε πρότυπο

patterned µε µοτίβο/σχέδιο, εµπριµέpaucity έλλειψη, ανεπάρκειαpaunch µπάκα, µεγάλη κοιλιάpaved πλακόστρωτοςpavilion περίπτερο (σε κήπο/πάρκο/έκθεση κλπ), στάδιο

pay tribute to αποτίνω φόρο τιµής σεpayee δικαιούχος πληρωµήςpayroll µισθοδοσίαpeacock παγώνιpeal χτυπώ δυνατά (για καµπάνα), ξεσπώ σε δυνατά γέλια

peasant χωρικός, χωριάτηςpebble βότσαλοpeck πεταχτό φιλί, ράµφισµα, τσίµπηµα

peculiar παράξενος, εκκεντρικός, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος

pedantic σχολαστικόςpedantry σχολαστικότηταpeddle πουλώ από πόρτα σε πόρτα/στους δρόµους, πλασάρω, διαδίδω

pedestal βάθρο (πχ αγάλµατος)pedestrian για πεζούς, πεζός (µονότονος)

peek κρυφοκοιτάζω, ρίχνω µία κλεφτή µατιά

peel ξεφλουδίζωpeep κρυφοκοιτάζω, εµφανίζοµαι σιγά σιγά, προβάλλω, τιτιβίζω

peer ευγενής, ευπατρίδης, εφάµµιλος, ίσος, κοιτάζω ερευνητικά, παρατηρώ µε προσπάθεια, προσπαθώ να διακρίνω

peerless ασύγκριτος, απαράµιλλοςpeg κρεµαστάρι, πάσσαλος (για σκηνή), στερεώνω (µε πασσάλους), σταθεροποιώ (τιµές κλπ)

67

Page 68: ALL-VOC

pejorative πεζόρατιβ υποτιµητικός, µειωτικός (για λέξη/έκφραση κλπ)

pelt προβιά, τοµάρι, δέρµα ζώου µε τη γούνα του, χτυπώ κπ πετώντας του κτ, εκτοξεύω, πέφτω καταρρακτωδώς (για βροχή)

pen γράφω (πχ για εφηµερίδα)penal ποινικός, που διώκεται ποινικάpenalize τιµωρώ, επιβάλλω ποινή/κυρώσεις

pending εκκρεµής, επικείµενοςpenetrable διαπερατόςpenetrate διαπερνώ, διατρυπώ, διεισδύω, εισχωρώ

peninsula χερσόνησοςpenniless απένταροςpenny-pinching τσιγγούνηςpension σύνταξηpensive συλλογισµένος, σκεφτικός, σοβαρός, µελαγχολικός

pent-up καταπιεσµένος (για συναισθήµατα)

penultimate προτελευταίοςpenury πενία, φτώχεια µεγάλη, φιλαργυρία

perceive αντιλαµβάνοµαι, διακρίνωperceptible αισθητός, αντιληπτόςperceptive οξυδερκής, µε καλή αντίληψη, διορατικός

perch κουρνιάζω, κάθοµαι σε ψηλό µέρος

percolate διηθούµαι, φιλτράροµαι, διαπερνώ, διαδίδοµαι (για πληροφορία), φτιάχνω καφέ φίλτρου

percussion κρουστά (όργανα)perdition µετά θάνατον τιµωρία, αιώνια καταδίκη, όλεθρος, χαµός, καταστροφή

perennial µόνιµος, αιώνιος, πολυετές φυτό

perforate διατρυπώperform δρω, εκτελώ, εκπληρώνω, παρουσιάζω, πληρώ όρους, ερµηνεύω (ρόλο)

perfunctory τυπικός, για τους τύπουςperilous πολύ επικίνδυνοςperipheral βοηθητικός, περιφερειακός, εξωτερικός, επιφανειακός

perish χάνοµαι, πεθαίνω, χαλώ, φθείροµαι, χάνω, καταστρέφοµαι, χάνω

perjury ψευδορκίαperk "τυχερό" (µιας δουλειάς), έκτακτη απολαβή

permanence µονιµότηταpermeable διαπερατός (από υγρά/αέρια κλπ)

permeate διαπερνώ, διαποτίζω, διακατέχω, διαποτίζω (για ιδέες κλπ)

permissible επιτρεπτός, ανεκτός, θεµιτός

permit επίσηµη άδειαperpetrate διαπράττω (έγκληµα/αδίκηµα/αµάρτηµα κλπ)

perpetual αιώνιος, συνεχής, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, µόνιµος

perpetuate διαιωνίζω, παρατείνωperplex σαστίζω, µπερδεύωpersecute διώκω, κατατρέχω, ταλαιπωρώ

persevere εµµένω, επιµένω, συνεχίζω τις προσπάθειές µου

persistence επιµονή, εµµονήpersistent αδιάκοπος, επίµονοςpersonable ευπαρουσίαστος, εµφανίσιµος

personage προσωπικότητα, σπουδαίο πρόσωπο

personify προσωποποιώ, είµαι η προσωποποίηση

perspective άποψη, αντίληψη, προοπτική, θέα

perspire ιδρώνωpert αναιδής, αυθάδηςpertain αφορώ, ισχύωpertain to αφορώ σε, ισχύω γιαpertinent αρµόδιος, σχετικός,

68

Page 69: ALL-VOC

πρέπων, που αρµόζειperturb αναστατώνω, προκαλώ ανησυχία

peruse διαβάζω, µελετώpervade είµαι διάχυτος, διαποτίζωpervasive διάχυτος, που έχει διεισδύσει παντού

perversion δαιστροφή, διαστρέβλωση, παραποίηση

pervert διαστρέφω, διαστρεβλώνω, διαφθείρω

pesky ενοχλητικόςpest βλαβερό φυτό/έντοµο, παράσιτο, µπελάς, ενοχλητικό άτοµο/πράγµα

pester ενοχλώ, είµαι φορτικόςpestilential µολυσµατικός, λοιµώδηςpet name χαϊδευτικό, υποκοριστικόpetite λεπτοκαµωµένη (για γυναίκα)petition ενυπόγραφη αίτηση, υποβάλλω αίτηση/αγωγή

petrified πετρωµένος, µαρµαρωµένος από φόβο

petty ασήµαντος, µικρός, µικροπρεπής

pew στασίδι (σε εκκλησία)phlegmatic φλεγµατικός, απαθής, ατάραχος

phony ψεύτικος, πλαστόςphysician γιατρόςphysique σωµατική διάπλαση/κατασκευή

pick sb's brains κάνω ερωτήσεις για να πάρω ιδέες/πληροφορίες/συµβουλές

picky εκλεκτικός, δύσκολος (στην επίλογή µου)

pictorial εικονογραφηµένοςpier αποβάθρα, προβλήτα, µόλοςpierce τρυπώpiercing διαπεραστικός (για βλέµµα, κραγή κλπ)

piety ευσέβεια, ευλάβειαpigheaded ξεροκέφαλοςpigment πίγκµεντ µπογιά, χρωστική

ουσία, βαφήpike δόρυ, ακόντιοpile στοιβάζωpilgrim προσκυνητήςpillage λεηλατώpillar στύλος, κίονας, κολόναpimple σπυράκιpin καρφιτσώνω, στερεώνω, καθηλώνω, ακινητοποιώ

pinch τσιµπώ, πιέζω, µαγκώνω (µε τα δάχτυλα), µε χτυπάει (για παπούτσι)

pinched (για πρόσωπο) χλωµός, ωχρός, ταλαιπωρηµένος

pine µαραζώνωpink-collar (για εργασία/βιοµηχανία κλπ) χαµηλόµισθος, που συχνά απευθύνεται σε γυναίκς

pinnacle αποκορύφωµα, κολοφώναςpinpoint επισηµαίνω, υποδεικνύω, προσδιορίζω, εντοπίζω

pioneer πρωτοπόροςpious ευσεβής, ευλαβικόςpipe µεταφέρω µε σωλήνες, διοχετεύω

piping τσιριχτός (για φωνή), διαπεραστικός

pit λάκκος, ανθρακωρυχείο, κουκούτσι

pitch ύψος, βαθµός, τόνος ήχου, πίσσα, πετώ, ρίχνω, πέφτω µε δύναµη προς µία κατεύθυνση

pitcher κανάτα, καράφαpiteous αξιολύπητος, θλιβερόςpitfall παγίδα, κρυφός κίνδυνοςpitiable αξιοθρήνητος, κλαψιάρικοςpitiless άκαρδος, άσπλαχνοςpittance ψίχουλα, εξευτελιστική αµοιβή

pivot περιστρέφοµαιpivotal κεντρικός, βασικός, καίριοςplacate κατευνάζω θυµό, εξευµενίζω, ηρεµώ

placid πράος, ήρεµος, γαλήνιοςplague πανώλη, λοιµός, µάστιγα,

69

Page 70: ALL-VOC

πληγή

plain κάµπος, πεδιάδαplainly καθαρά, ξεκάθαραplaintive θρηνητικός, κλαψιάρικοςplane επίπεδοplank σανίδα, µαδέριplant µηχάνηµα, εγκατάσταση (βιοµηχ.)

plantation φυτείαplaster πλάστερ σοβάς, γύψοςplate επαργυρώνω, επιχρυσώνωplateau υψίπεδο, οροπέδιο, περίοδος στασιµότητας/σταθεροποίησης

platelet αιµοπετάλιοplates πινακίδες αυτοκινήτουplatoon διµοιρίαplatter πλάτερ πιατέλα, δίσκοςplaudits επιδοκιµασίες, επευφηµίεςplausibility άληθοφάνειαplausible αληθοφανής, πιστευτός, πειστικός, καπάτσος

play cat an mouse (with sb) παίζω τη γάτα µε το ποντίκι (µε κπ)

play hookey κάνω σκασιαρχείοplay the dummy κάνω το βλάκα (για να αποφύγω να κάνω κτ)

play truant κάνω κοπάναplea έκκληση, δήλωση κατηγορούµενου αν αποδέχεται ή όχι τις κατηγορίες

plead εκλιπαρώ, δηλώνω αθώος ή ένοχος (στο δικαστήριο), επικαλούµαι, προφασίζοµαι

pleasantries φιλοφρονήσεις, αβρότητες

pleat πιέταpledge υπόσχεση, δέσµευση, ενέχυροplenary απεριόριστος, απόλυτος, πλήρης, µε όλα τα µέλη παρόντα

plenitude αφθονία, πληθώραplentiful άφθονοςpliable εύκαµπτος, ευλύγιστος, ευεπηρέαστος, ελαστικός

pliant ευλύγιστος, εύκαµπτος,

ευεπηρέαστος

pliers πένσαplight σοβαρή κατάσταση, χάλιplod περπατώ βαριά, σέρνω τα πόδιαplonk γδούπος, βρόντοςplot συνωµοτώ, σηµειώνω σε χάρτη, φτιάχνω σχεδιάγραµµα

plow οργώνωploy τέχνασµα, πονηριάpluck µαδάω, (πιάνω και) τραβώpluck up (the) courage (to do sth) βρίσκω το κουράγιο (να κάνω κτ)

plug βουλώνω τρύπαplumage φτέρωµαplumb σταθµίζω, πλήρης, ζυγίζω µε βάρος, κάθετος

plume σύννεφο, τολύπη (καπνού), λοφίο, φτερό

plummet πέφτω κατακόρυφα, κάνω βουτιά

plunder λεηλατώ, διαρπάζωplunge βουτώ, πετώ/-ιέµαι απότοµα προς τα εµπρός/κάτω

ply εκτελώ δροµολόγιο, χειρίζοµαι εργαλείο

poach σιγοβράζω, κυνηγώ/ψαρεύω λαθραία

pocked γεµάτος τρύπες/βαθουλώµαταpod λουβί, περικάρπιο οσπρίωνpodium βήµα, βάθρο οµιλητήpoignant δηκτικός, δριµύς, οξύς, συγκινητικός, θλιβερός, σπαρακτικός, οδυνηρός

point out επισηµαίνω, τονίζωpoise νηφαλιότητα, αυτοκυριαρχίαpoised νηφάλιος, ήρεµος, αξιοπρεπής, πανέτοιµος

poke σπρώξιµο, σκούντηµα, τσυγκλιά, τσιγκλάω, σκαλίζω (µε κτ αιχµηρό)

poke sb in the eye βγάζω το µάτι κπpole στύλος, πάσσαλος, κοντάρι, πόλος

politic συνετός, φρόνιµος

70

Page 71: ALL-VOC

poll δηµοσκόπηση, ψηφοφορίαpollen γύρη (λουλουδιών)pollutant κάτι που µολύνειpompous ποµπώδηςponder καλοσκέφτοµαι, ζυγιάζω (µε το νου)

ponderous βαρύς, πληκτικός, ανιαρός (για λόγο/γραφή), βαρυσήµαντος, βραδυκίνητος, δυσκίνητος

pop the question κάνω πρόταση γάµου

populace ο κόσµος, ο λαόςpopulate κατοικώ, οικίζωpopulous πυκνοκατοικηµένοςporous πορώδηςportal πύλη, είσοδοςportent οιωνόςportion µερίδιο, τµήµα, µερίδα (φαγητού)

portray απεικονίζωportrayal απεικόνιση, περιγραφή, απόδοση (ρόλου)

pose αποτελώ (κίνδυνο), ποζάρω, θέτω προς συζήτηση, θέτω

posh κοµψός, σικ, πολυτελείαςpossessed δαιµονισµένος, τρελόςpossessive ζηλότυπος, κτητικόςpostage ταχυδροµικά τέληposterior οπίσθιοςposterity οι µέλλουσες γενιές, απόγονοι

posthumous µεταθανάτιος, µετά θάνατον

posthumously µετά θάνατονpostpone αναβάλλω, µεταθέτω (χρονικά)

postulate αποφαίνοµαι, θέτω ή δέχοµαι κτ ως αξίωµα

posture στάση (σώµατος), τρόπος αντιµετώπισης, στάση

potable πόσιµοςpotent δραστικός, αποτελεσµατικός (πχ για φάρµακο/επιχείρηµα), δυνατός (πχ για ποτό), ισχυρός

potential δυναµικό, πιθανός, ενδεχόµενος (στο µέλλον), δυνατός, δυνατότητα/-ες, προοπτική

potentially πιθανόν, ενδεχοµένωςpotion δόση φαρµάκου/δηλητήριου, µαγικό φίλτρο

pouch σάκος, σακούλι, µάρσιποςpoultry πουλερικάpounce on ορµώ, επιτίθεµαι αιφνιδιαστικά

pound on χτυπώ, κοπανάω, χτυπώ δυνατά (για την καρδιά), ψιλοκοπανίζω, κονιορτοποιώ

pout σούφρωµα των χειλιών, κατσουφιάζω

power failure διακοπή ρεύµατοςpracticable εφικτός, εφαρµόσιµοςpragmatic ρεαλιστικός, πρακτικόςprairie άδενδρο λιβάδιpraise έπαινος, επαινώprance περπατώ µε καµάριprank φάρσαpreach κηρύσσω, κάνω κήρυγµαprecarious πρικάριας επισφαλής, αβέβαιος

precaution προφύλαξηprecede προηγούµαι (γίνοµαι πριν από κτ άλλο), προπορεύοµαι

precedence προτεραιότητα, προβάδισµα

precedent προηγούµενο (παρόµοια πράξη)

precept κανόνας (συµπεριφοράς)precinct διοικητική περιφέρεια πόλης, περιφέρεια (εκλογική ή αστυνοµικού τµήµατος)

precipice πρισιπάις γκρεµόςprecipitate εσπευσµένος, βιαστικόςprecipitous απόκρηµνος, απότοµος, κατακόρυφος (κλίση/πτώση/αλλαγή κλπ), αιφνίδιος, απότοµος

precise ακριβής, λεπτολόγοςprecisely ακριβώς, µε ακρίβειαpreclude αποκλείω, εµποδίζω

71

Page 72: ALL-VOC

precocious πρόωρος, µε πρόωρη ανάπτυξη

preconceived γνώµη που έχει σχηµατιστεί εκ των προτέρων

preconception προκατάληψη, προϊδεασµός

predator άρπαγας, αρπακτικό ζώο, καταστροφέας

predatory αρπακτικός, ληστρικόςpredecessor προκάτοχος, που αντικαταστάθηκε από κπ άλλο

predestined προκαθορισµένος από Θεό/µοίρα

predetermined προκαθορισµένοςpredicament δύσκολη θέση, δυσχέρεια

predicate στοιχειοθετώ, βασίζω σε, δηλώνω, βεβαιώνω

predict αναµένω, προβλέπωpredictable αναµενόµενος, προβλέψιµος

predispose προδιαθέτωpredominant κυρίαρχος, που δεσπόζει

pre-eminent διαπρεπής, που ξεχωρίζει

pre-empt προλαβαίνω, εµποδίζωpreface πρόλογος βιβλίουpreferential προνοµιακός, που δείχνει/του δείχνεται προτίµηση

pregnable που µπορεί κπ να εκπορθήσει (για κάστρο/πόλη κλπ)

prejudice προκατάληψηpreliminary πρικαταρκτικός, προκριµατικός

preliminary to πριν απόprelude πρελούδιο, προοίµιοpremature πρόωρος, πρώιµοςpremeditated προσχεδιασµένος, εκ προµελέτης

premise βάση συλλογισµούpremises κτηριακές εγκαταστάσειςpremium κορυφαίος (για ποιότητα), πολύ υψηλός (για τιµή), ασφάλιστρα,

πρόσθετη αµοιβή, πριµpremonition προαίσθηµα (συν. κακό)preoccupation έγνοια, συνεχής ενασχόληση µε /ανησυχία για κτ

preordained προκαθορισµένος από Θεό /µοίρα

prepossessing ελκυστικός, ευχάριστος

preposterous παράλογος, εξωφρενικός

prerequisite απαιτούµενος, που είναι αναγκαία προϋπόθεση για κτ

prerogative προνόµιοprescribe υποδεικνύω αγωγή/φάρµακο, ορίζω ως θεραπεία, γράφω συνταγή

prescription συνταγή (γιατρού)prescriptive κατευθυντήριος, καθοδηγητικός

present sb with sth απονέµω (βραβείο κλπ) σε κπ

presentiment προαίσθηµα κακόpreservative συντηρητικόpreserve διαφυλάσσω, συντηρώ, διατηρώ

preside προεδρεύωpreside over προϊσταµαι, ηγούµαιprestige αίγλη, γόητροprestigious περίβλεπτος, που προσδίδει κύρος

presume υποθέτω, θεωρώ, προϋποθέτω, παίρνω ως δεδοµένο

presumptuous αλαζονικός, αυθάδηςpretense πρόσχηµα, προσποίησηpretension επιδεικτικότητα, εκζήτηση, αξίωση, βλέψη

pretentious εξεζητηµένος, επιτηδευµένος

pretext πρόφασηpretilly όµορφα, χαριτωµέναprevail υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ

prevalence επικράτηση, υπερίσχυσηprevalent πρέβαλεντ συνηθισµένος,

72

Page 73: ALL-VOC

ισχύων, που επικρατεί, διαδεδοµένοςpreventable που µπορεί να προληφθείprevention πρόληψηprey on sb εκµεταλλεύοµαι κπ, κυνηγώ λεία

prick τρυπώ, αγκυλώνω, τσιµπώprickle αγκάθι ζώου/φυτούpride of place εξέχουσα θέσηprim σεµνότυφος, υπερβολικά ευπρεπής

primary κύριοςprime κύριος, βασικός, πρωταρχικός, πολύ καλής ποιότητας, κατατοπίζω, δασκαλεύω

primitive πρωτόγονοςprincipal διευθυντής (σχολείου), κυριότερος

principally κυρίωςprinciple αρχή, κανόναςprinciples αρχέςprior προηγούµενος, που προηγείται, που έχει προτεραιότητα

prior to πριν απόpriority προτεραιότηταprismatic πρισµατικός, φωτεινός, λαµπερός (για χρώµα)

privation στέρησηprobation αναστολή και θέση υπό αστυνοµική επιτήρηση

probe διερευνώ, ρωτώ κπ για προσωπικά θέµατα/µυστικά

procedure διαδικασίαproceed συνεχίζω, προχωρώ (στο επόµενο στάδιο), µεταβαίνω, κάνω κτ στη συνέχεια

proceedings άσκηση δίωξης/αγωγής, νοµικές ενέργειες, τα δρώµενα, τα τεκταινόµενα

proceeds ειπράξεις, έσοδα, κέρδηprocession ποµπήprocessor επεξεργαστήςproclaim διακηρύσσω, δηλώνω, ανακοινώνω, αναγγέλλω δηµόσια

proclamation ανακοινωθέν, επίσηµη

ανακοίνωση, προκήρυξηprocrastinate χρονοτριβώprocure προµηθεύοµαι, εξασφαλίζω, βρίσκω (κυρ. µε δυσκολία), αποκτώ µε δυσκολία

prod σκουντώ, τσιγκλώ, παρακινώprodigal πρόντιγκαλ άσωτος, άφθονος, πλουσιοπάροχος, πολυτελής, σπάταλος

prodigy θαύµα, φαινόµενο, µεγαλοφυία, ιδιοφυία, νεαρό άτοµο µε εξαιρετικές ιδιότητες

profess ισχυρίζοµαι, εκφράζω ανοιχτά, δηλώνω

proffer προφέρωproficient ικανός, δεινός, έµπειροςprofitably επικερδώςprofound πολύ σηµαντικός, έντονος, βαθύς, βαθυστόχαστος

profuse άφθονος, απλόχεροςprofusely άφθοναprogression εξέλιξη, σειράprohibit απαγορεύω, εµποδίζωprohibition απαγόρευσηproject κατοικία για απόρους, σχεδιάζω, εκτιµώ, υπολογίζω

proliferate πολλαπλασιάζοµαιprolific γόνιµος, παραγωγικόςprolong παρατείνωpromenade περίπατος, σεργιάνιprominence εξέχουσα θέση, διάκρισηprominent χαρακτηριστικός, εξέχων, διακεκριµένος, που ξεχωρίζει, που προεξέχει

prompt γρήγορος, άµεσος, ταχύς, την κατάλληλη στιγµή, παρακινώ, παροτρύνω

prompt γρήγορος, άµεσος, την κατάλληλη στιγµή, προκαλώ, εξωθώ

prone to επιρρεπής σε, που έχει την τάση να, µε προδιάθεση για

prop (υπο)στήριγµα, στύλος, αποκούµπι

propagate αναπαράγω/-οµαι,

73

Page 74: ALL-VOC

πολλαπλασιάζω/-οµαι (για φυτά/ζώα), διαδίδω, εξαπλώνω (ιδέα/πίστη κλπ), διασπείρω

propagation αναπαραγωγή, πολλαπλασιασµός

propel προωθώ, δίνω ώθηση, εκτοξεύω, σπρώχνω, κινώ προς τα εµπρός

propel προωθώ, δίνω ώθηση σε κάτιpropensity τάσηproponent υποστηρικτής, υπέρµαχοςproportion αναλογία, συµµετρία, µερίδα, ρυθµίζω αναλογικά

proportionate ανάλογος, αναλογικός, σε αναλογία µε κτ

proposition πρόταση, εισήγηση, ποσφορά (συν. εµπορική), προτεινόµενο σχέδιο (συν. επιχειρηµατικό/πολιτικό), υπόθεση, ζήτηµα

proprietary που αφορά τον ιδιοκτήτη/την ιδιοκτησία

proprietor ιδιοκτήτηςpropriety ευπρέπειαpropulsion πρόωση, προώθησηprosaic κοινότοπος, ανιαρόςprosecute διώκω ποινικά, συνεχίζω, εµµένω

prospect ενδεχόµενο, προπτική, πιθανότητα εξέλιξης, θέα, ερευνώ, ψάχω χρυσάφι/πετρέλαιο

prospective υποψήφιος, επίδοξος, µελλοντικός

prospects µέλλον, προοπτικές, ελπίδες

prosper ευηµερώ, ακµάζω, ευηµερώprosperous που ευηµερείprostrate ξαπλωµένος µπρούµυτα, συντετριµµένος

protector φρουρός, φρουρά, προστατευτική διάταξη

protract παρατείνω, διαιωνίζωprotracted παρατεταµένοςprotrude προεξέχω

proverb παροιµίαprovidence θεία πρόνοιαprovident προνοητικόςprovince επαρχία, διοικητική περιφέρεια

provincial επαρχιακός, επαρχιώτικοςprovision παροχή, προµήθεια, πρόνοια, µέριµνα, όρος

provisional προσωρινός, µη οριστικόςprovocation πρόκληση, προκλητικότητα

provoke προκαλώprowl περιφέροµαι (συνήθως µε ύποπτο σκοπό)

proximity εγγύτητα, κοντινή απόσταση

prude σεµνότυφο άτοµοprudence σύνεση, φρόνηση, προσοχήprudent συνετός, φρόνιµοςprune κλαδεύω, περικόπτω, περιορίζω

pry ψάχνω αδιάκριτα, χώνω τη µύτη µου, αποσπώ δια της βίας

pry into sth χώνω τη µύτη µουpry sth open ανοίγω µε µοχλόpuberty εφηβείαpublic utility επιχείρηση κοινής ωφελείας (εταιρεία ηλεκτρισµού κλπ)

pudacity θρασύτηταpuddle λακούβα µε νεράpuff καπνίζω, βγάζω φυσώντας, ασθµαίνω

pull sb's leg κοροϊδεύω/δουλεύω κπpulp πολτόςpulsate πάλλοµαι, χτυπώ ρυθµικά, πάλλοµαι, σφύζω

pulse σφυγµόςpulverize κονιορτοποιώ, κάνω σκόνηpump τρόµπα, αντλία, γόβαpunch χτυπώ µε γροθιάpunctilious πανκτίλιας τυπικός, σχολαστικός (ως προς τη συµπεριφορά/εκτέλεση καθηκόντων)

74

Page 75: ALL-VOC

punctual ακριβής, συνεπής (χρονικά), στην ώρα µου

punctuality ακρίβεια, συνέπεια στην ώρα

puncture τρυπώ (για µικρή τρύπα)pungent πάντζεντ έντονος, αψύς (για γεύση κλπ), δηκτικός

punitive που γίνεται για τιµωρίαpunter τζογαδόρος, παίχτης, πελάτηςpurge εκκαθάριση (πολιτικού κόµµατος κλπ), κάνω εκκαθαρίσεις (πχ στο προσωπικό), εξαγνίζω

purification καθαρισµόςpurify καθαρίζω, εξαγνίζωpurport νόηµα, ευρύτερη έννοια, ισχυρίζοµαι, εµφανίζοµαι ως

purr γουργουρίζω (για γάτα), λειτουργώ κάνοντας απαλό βόµβο (για µηχανή)

pursue επιδιώκω, καταδιώκωpursuit αναζήτηση, επιδίωξη, καταδίωξη

put in a good word (for sb) λέω µία καλή κουβέντα για κπ

put it to sb θέτω, υποβάλλω (ερώτηµα/πρόταση κλπ)

put my best foot forward βάζω τα δύνατά µου

put sb through their paces δοκιµάζω τις ικανότητες/δυνατότητες κπ

put to rest αποδεικνύω ότι κτ δεν είναι αλήθεια

quail δειλιάζω, τροµάζω, πτοούµαιquaint γραφικός, ευχάριστα ιδιόρρυθµος

quake τρέµω (για τη γη, από φόβο, κρύο)

qualm τύψη, ενδοιασµόςquarrel καβγαδίζωquarry λατοµείο, νταµάρι, θήραµαquarter τέταρτο, τρίµηνο, περιοχή, συνοικία, νόµισµα 25 σεντς

quaver τρέµω (για φωνή)quay αποβάθρα

queer παράξενος, αλλόκοτοςquench σβήνω (για δίψα, φωτιά)querulous µεµψίµοιρος, παραπονιάρης

query απορία, ερώτηµα, ερωτηµατικόquest αναζήτηση, έρευναquestionable αµφισβητήσιµος, αµφίβολος, ύποπτος

questionably αµφίβολα, αναξιόπισταquibble υπεκφυγή, υπεκφεύγωquibble over/about ψιλολογώ, λεπτολογώ

quick-tempered ευέξαπτοςquick-witted εύστροφοςquill πένα από φτερό πτηνούquirk παραξενιά, ιδιοτροπίαquiver ανατριχίλα, τρέµουλο, ρίγος, τρέµω (ελαφρά)

quota επιτερπόµενο όριο, µερίδιο, ποσοστό

quotation απόσπασµα, µνηµόνευση αποσπάσµατος, προσφορά, υπολογισµός, παραποµπή

quote παραθέτω, αναφέρωquotient πηλίκο, δείκτηςrabble όχλοςrace ράτσα, γένος, συµµετέχω σε αγώνα, συναγωνίζοµαι

racer δροµέας, αυτοκίνητο/άλογο κούρσας

rack sb's brains σπάζω το κεφάλι µου

racket ρακέτα, φασαρία, σαµατάςradiance λάµψη, ακτινοβολίαradiant ακτινοβολών, εκπεµπόµενος µε ακτινοβολία, λάµπων

radiate εκπέµπω, ακτινοβολώ, απλώνοµαι ακτινωτά

radiation ραδιενέργεια, ακτινοβολίαradiator καλοριφέρradical ριζικός, ριζοσπαστικός, δραστικός

raft σχεδίαragged κουρελιασµένος, κουρελής,

75

Page 76: ALL-VOC

ρακένδυτος, τραχύς, απότοµοςraging φοβερός, πολύ έντονος (για συναίσθηµα), σφοδρός, που µαίνεται

rain cats and dogs βρέχει καρεκλοπόδαρα

raise συγκεντρώνω, µαζεύω, σηκώνω, ανεβάζω, αναφέρω, θίγω

rally πολιτική συγκέντρωση, µεγάλη συγκέντρωση, συλλαλητήριο

ramble φλυαρώ, πολυλογώ, περιπλανιέµαι, τριγυρίζω

ramification επίπτωση, συνέπειαramify διακλαδίζωµαι, διακλαδώνωrampant αχαλίνωτος, που οργιάζειrancid χαλασµένος, ταγγόςrancor έχθρα, µίσοςrandom τυχαίος, απρογραµµάτιστοςrange κυµαίνοµαιrank κατατάσσω, ιεραρχώrank ιεραρχώransom λύτραrap χτυπώ γρήγορα και πολλές φορέςrapid ραγδαίος, απότοµοςrapport στενή σχέση, καλή επικοινωνία

raptor αρπακτικό πουλίrapture έκσταση, αγαλλίασηrarity σπανιότητα, σπάνιο άτοµο/πράγµα

rash εξάνθηµαrasping βραχνός, ερεθισµένοςrate θεωρώ, αξιολογώ, υπολογίζω, κατατάσσω

ratify επικυρώνω, εγκρίνωratings ποσοστά τηλεθέασης/ακροαµατικότητας, δείκτης τηλεθέασης/ακροαµατικότητας

ratio αναλογίαration περιορίζω, καθορίζω ποσότητα, βάζω δελτίο

rational λογικόςrationale λογική, αιτιολογίαrattle κουδουνίζω, κροταλίζω

raucous δυνατός και τραχύς πχ για φωνή

ravage καταστρέφω, ρηµάζωravine χαράδρα, φαράγγιraw ωµός, ακατέργαστος, άψητοςray ακτίναreactor αντιδραστήραςreadership αναγνωστικό κοινόrealia αντικείµενα που ρησιµοποιούνται στην τάξη για εκπαιδευτικούς σκοπούς

realization συνειδητοποίηση, συναίσθηση

realtor κτηµατοµεσίτηςrealty ακίνητη περιουσία, ακίνηταreanimate αναζωογονώreap θερίζω, δρέπωrear ανατρέφω, µεγαλώνω, εκτρέφωrear up σηκώνωµαι στα πίσω πόδιαreasoning λογική, συλλογισµόςreassess επανεξετάζωreassure καθησυχάζωrebel επαναστάτης, αντάρτηςrebellion εξέγερση, επανάστασηrebellious επαναστικός, ανυπότακτοςrebound αναπηδώ, κάνω γκελrebuff αποκρούω, αρνούµαι, απορρίπτω

rebuke επιπλήττωrebut αντικρούω, διαψεύδωrebuttal ανασκευή, απόκρουση, απώθηση, διάψευση

recall θυµάµαι, ανακαλώ στην µνήµηrecapitulate ανακεφαλαιώνωrecede αποµακρύνοµαι, ξεµακραίνω, υποχωρώ

receiver ακουστικό τηλεφώνου, αποδέκτης παραλήπτης

recently πρόσφατα, τελευταίαreceptacle δοχείο, πρίζα, ρευµατοδότης

reception λήψηreceptive δεκτικός, επιδεκτικόςreceptor υποδοχέας νευρικός/χηµικός

76

Page 77: ALL-VOC

recess διακοπή, σχολικό διάλειµµα, εσοχή σε τοίχο, κάνω διάλειµµα

recession οικονοµική ύφεσηrechargable επαναφορτιζόµενοςreciprocal αµοιβαίοςrecite απαγγέλλωreckless απερίσκεπτος, παράτολµοςreckon υπολογίζω, εκτιµώ, θεωρώreclaim παίρνω πίσω κτ, ζητώ να µου επιστραφεί κτ

recline πλαγιάζω, ξαπλώνωrecluse ερηµίτηςreclusive ερµητικός, ασυντρόφευτος, µοναχικός

recoil (από)τραβιέµαι απότοµα (από φόβο/φρίκη κλπ)

recolonize ξαναδηµιουργώ αποικίαrecommend προτείνω, συνιστώ, συµβουλεύω, συστήνω

recompense ανταµοίβω, αποζηµιώνωreconciliation συµφιλίωσηreconstruct αναπλάθω, ανοικοδοµώ, ανασυνθέτω

recount αφηγούµαι, εξιστορώrecreation ψυχαγωγία, αναψυχήrecruit στρατολογώ, επιστρατεύω (µτφ)

rectal πρωκτικόςrectify επανορθώνω, διορθώνωrecumbent πλαγιασµένος, ξαπλωµένος

recuperative αναρρωτικός, που βοηθά στην ανάρρωση

recur επαναλαµβάνοµαι, ξανασυµβαίνω, επανεµφανίζοµαι

recurrence επανεµφάνιση φαινοµένου

redeem αποζηµιώνω, αντισταθµίζω, εξοφλώ

redemption λύτρωση, σωτηρίαredistribute ανακατανέµωredress επανορθώνω, αποκαθιστώredundancy πλεονασµόςredundant περιττός, πλεονάζων,

άνεργος λόγω µείωσης προσωπικούreed καλάµιreef ύφαλοςreference αναφορά, µνεία, αναφέρεω, κάνω µνεία

reference book βιβλίο αναφοράςreferendum δηµοψήφισµαrefine βελτιώνω κάνοντας µικροαλλαγές

refined ραφιναρισµένος, διυλισµένος, εκλεπτυσµένος

refinement µικροαλλαγή για βελτιωθεί κτ, βελτίωση

refinery διυλιστήριοreflective σκεπτικός, στοχαστικός, που αντικατοπτρίζει, που αντανακλα

reflex αντανακλαστικόreflexes αντανακλαστικάreform µεταρρύθµισηrefrain αποφεύγω, απέχωrefrain αποφεύγω, συγκρατούµαιrefuge άσυλοrefugee πρόσφυγαςrefurbishment ανακαίνισηrefusal άρνηση, σικαίωµα επιλογής/προτίµησης

refuse απορρίµµατα, απόβληταrefute ανατρέπω (επιχείρηµα), αντικρούω, διαψεύδω

regain ανακτώ, ξανακερδίζωregal εξαιρετικός, βασιλικόςregard σεβασµός, εκτίµηση, θεωρώ, κοιτάζω, ατενίζω

regarding όσον αφοράregardless of άσχετα µε, ανεξάρτητα από

regency αντιβασιλείαregeneration αναγέννησηregime καθεστώς, αγωγή, δίαιταregiment στρατ. σύνταγµαregister µητρώο, κατάλογοςregistration εγγραφή, καταγραφή, καταχώρηση

regress ξαναχειροτερεύω,

77

Page 78: ALL-VOC

υποτροπιάζω, ξανακυλώ (συν. για συµπεριφορά)

regression οπισθοδρόµησηregressive οπισθοδροµικόςregretful µετανιωµένος, θλιβερόςregrettable θλιβερός, λυπηρόςregulation κανονισµός, ρύθµιση, ορισµός, συντονισµό, προσαρµογή στους κανονισµούς

regulator ρυθµιστής, ελεγκτήςrehabilitate βοηθώ στην αποκατάσταση/επανένταξη φυλακισµένου

rehabilitation αναµόρφωση, αποκατάσταση

reign βασιλείαreimbursement αποζηµίωση, επιστροφή χρηµάτων

reincarnation µετεµψύχωση, µετενσάρκωση

reinforce ενισχύωreinforcements ενισχύσειςreins ηνία, γκέµιαreinstatement επαναφορά, αποκατάσταση

reiterate επαναλαµβάνω (για να δώσω έµφαση)

rejoicing αγαλλίαση, πανηγυρισµόςrejuvenation ανανέωση, ξανάνιωµαrelapse υποτροπή, υποτροπιάζωrelay διαβιβάζω, µεταβιβάζω πληροφορίες/µήνυµα, αναµεταδίδω

release απελευθερώνω, αφήνω, απαλλάσσω από καθήκοντα

relegate υποβιβάζω, υποβαθµίζω, ξαποστέλνω

relegation αποστολή, εξορία, υποβιβασµός θέσης

relent υποχωρώ, κάµπτοµαι, ενδίδω, εξασθενίζω, µαλακώνω, µειώνοµαι, ξεπέφτω

relentless αµείλικτος, αδυσώπητοςreliable αξιόπιστος, σίγουροςreliance εξάρτηση, στήριγµα

reliant εξαρτώµενος, βασιζόµενοςrelic κατάλοιπο, υπόλειµµαrelieve ανακουφίζω, εκτονώνωrelieved ανακουφισµένοςrelinquish εγκαταλείπω (συχνά παρά τη θέλησή µου), αφήνω, παραιτούµαι από κτ

relish απολαµβάνω, ευχαριστιέµαιreluctant απρόθυµος, διστακτικόςreluctantly απρόθυµαremainder το υπόλοιποremains υπολείµµατα, αποµεινάρια, ερείπια, κατάλοιπα, λείψανο, αδηµοσίευτο έργο συγγραφέα

remains κατάλοιπα, λείψανο, υπολλείµµατα, αδηµοσίευτο έργο συγγραφέα

remarkable αξιοσηµείωτοςremarkably αξιόλογαremedial θεραπευτικός, διορθωτικός, επανορθωτικός

remediation θεραπεία, γιατρικόremembrance ανάµνηση, θύµηση, µνήµη

remind sb of sth υπενθυµίζω σε κπ κτ, θυµίζω σε κπ κτ

reminisce αναπολώ, ξαναθυµάµαιreminiscence αναπόληση, ανάµνησηremission απαλλαγή φόρου, ύφεση αρρώστιας

remit απαλλάσσω, στέλνω µε έµβασµα

remittance έµβασµαremnant ρετάλι, απούλητο αγαθό, µικρό κατάλοιπο, ίχνος

remnants υπολείµµατα, αποµεινάριαremorse τύψεις, µεταµέλειαremote αποµακρυσµένος, απόµερος, µακρινός, απόµακρος, ψυχρός

removal αφαίρεση, µετακίνηση, µετακόµιση

remunerate αµοίβω, ανταµοίβωrenal νεφρικός, του νεφρούrender καθιστώ, κάνω

78

Page 79: ALL-VOC

renewal ανανέωση πχ συµβολαίου, αναζωπύρωση, επανάληψη

renounce παραιτούµαι, αποποιούµαι τίτλο, αποκηρύσσω, απαρνούµαι

renovation ανακαίνισηrenowned ξακουστός, φηµισµένοςreparation επανόρθωσηrepayment αποπληρωµή, εξόφλησηrepeal ανάκληση, ακύρωση, ανακαλώ, κατάργηση νόµου, ακυρώνω γάµο

repel αποκρούω, απωθώrepel προκαλώ αηδία, αποκρούω, απωθώ

repellent αποκρουστικός, απωθητικόςrepent µετανοώ, µετανιώνωrepentance µετάνοια, µεταµέλειαrepentant µετανοώνrepercussions αντίκτυπος, επιπτώσεις, συνέπειες

replacement αντικατάστάσηreplenish ανανεώνω, συµπληρώνω, ξαναγεµίζω

replete γεµάτος από κτreplicate αντιγράφω, αναπαράγωreportebly σύµφωνα µε αναφοράrepose αναπαύοµαι, κατακλίνοµαι, βρίσκοµαι, φυλάσσοµαι

reprehensible κατακριτέος, µεµπτόςrepress συγκρατώ (συναίσθηµα)repression απώθηση στο ασυνείδητο, κατάπνιξη, καταστολή

repressive καταπιεστικός, αυταρχικόςreprimand µοµφή, επίπληξη, επιπλήττω

reprisal αντεκδίκηση, αντίποιναreproach κατηγορία, µοµφήreproduction αναπαραγωγή, αντίγραφο έργου τέχνης

reprove επικρίνωreptile ερπετό, αµφίβιο, περιφρονηµένο και ταπεινό άτοµο

reptilian έρπωνrepudiate απαρνούµαι, αποκηρύσσω,

αρνούµαι αποδοχήγνώση/πληρωµή/οποιαδήποτε σχέση, παρεκλίνω

repulse απωθώ, αποκρούωrepulsion απέχθεια, αποστροφήrepulsive αποκρουστικός, σιχαµερόςreputable ευυπόληπτοςrequisite προϋπόθεση, αναγκαίο είδοςresemblance οµοιότηταresent µε πειράζει, µου κακοφαίνεται, δυσανασχετώ

resentful πικραµένοςreserve επιφυλακτικότητα, συστολήreserved επιφυλακτικός, συγκρατηµένος

reserves αποθέµαταreservoir τεχνητή λίµνη/δεξαµενή (παροχής υδάτων), αποθέµατα, ντεπόζιτο, ρεζερβουάρ

reshuffle ανασχηµατισµός πχ κυβέρνησης

reside κατοικώ, µένω, διαµένωresidence διαµονή, κατοικία, οικίαresidue υπόλειµµα, κατάλοιποresign παραιτούµαιresignation παραίτησηresinous ρητινώδηςresistance αντίστασηresolute αποφασιστικός, ανυποχώρητος, ακλόνητος

resolutely αποφασιστικά, ακλόνηταresolution λύση, διευθέτηση, απόφαση, ψήφισµα, επίλυση, αποφασιστικότητα, υπόσχεση (στον εαυτό µου)

resolve απόφαση, λύνω, επιλύω, αναλύω-οµαι, αποφασίζω να κάνω κτ, διαλύω-οµαι

resonate αντηχώresort to προσφεύγω, καταφεύγωresound ηχώ, αντηχώresource παρέχω την αναγκαία υποστήριξη/µέσα

resourceful ευρηµατικός,

79

Page 80: ALL-VOC

επινοητικός, εφευρετικός, πολυµήχανος

respectable αξιοπρεπής, αξιοσέβαστος, ευπρεπής

respectful γεµάτος µε σεβασµόrespective σχετικός, αντίστοιχοςrespiration αναπνοήrespite ανάπαυλαresponsive που δείχνει θετική αντίδραση, που αντιδρά µε ενδιαφέρον

restitution επιστροφή πράγµατος στον ιδιοκτήτη του

restless νευρικός, ανήσυχος (από πλήξη), αεικίνητος

restorative δυναµωτικός, τονωτικόςrestore αποκαθιστώ, επαναφέρω, ανακαινίζω, αναστηλώνω

restrain συγκρατώ, εµποδίζω, αναχαιτίζω

restrained συγκρατηµένος, µετρηµένος

restriction περιορισµόςresume ξαναρχίζω, συνεχίζω µετά από διακοπή

resumption ανάληψη, συνέχιση (µετά από διακοπή)

resurrect ανασταίνω, αναβιώνωresurrection ανάστασηresuscitate επαναφέρω στην ζωήretail πουλώ λιανικώςretain κρατώ, συγκρατώ, διατηρώretain συγκρατώ, διατηρώ, προσλαµβάνω, εξασφαλίζω

retake ανακαταλαµβάνωretaliate εκδικούµαι, κάνω αντίποιναretaliation αντίποινα, εκδίκησηretard καθυστερώ, επιβραδύνω, εµποδίζω (ανάπτυξη/εξέλιξη κλπ)

retell ξαναλέω ιστορία µε διαφορετικό τρόπο

retention παρακράτηση, µνηµονικόretentive που συγκρατεί εύκολα, ισχυρός (για µνήµη) οξεία, καλή

reticense µυστικοπάθεια, επιφυλακτικότητα

reticent λιγοµίλητος, απρόθυµος να µιλήσει, κουµπωµένος, µυστικοπαθής

reticulated δικτυωτός (στο σχέδιο)retort ανταπαντώretrace επιστρέφω κάπου από τον ίδιο δρόµο που ήρθα

retract ανακαλώ, παίρνω πίσωretreat καταφύγιο (µτφ), υποχωρώ, οπισθοχωρώ

retribution τιµωρία, δίκαιη ανταπόδοση

retrieve ξαναβρίσκω, ανακτώretrospective αναδροµικός, που δηµιουργείται εκ των υστέρων (για σκεψη/συναίσθηµα)

retrospectively αναδροµικάretrovert γυρίζω πίσω (σε πρότερη κατάσταση)

reveal αποκαλύπτω, φανερώνω, αφήνω να φανεί

revel in απολαµβάνω, χαίροµαιrevelant σχετικός, συναφής, σηµαντικός, ουσιαστικός

revelation αποκάλυψηrevengeful εκδικητικόςrevenue πρόσοδος, έσοδα κράτους/εταιρείας

reverence σεβασµός, βαθύς σεβασµός, θαυµασµός

reversal αντιστροφή, µεταστροφήrevert to επανέρχοµαι, ξαναγυρίζω σε προηγούµενη κατάσταση

revile διασύρω, καθυβρίζωrevival αναγέννηση, αναβίωσηrevoke ακυρώνω, καταργώ, ανακαλώ, αίρω

revolt against sb/sth επαναστατώrevolt sb αηδιάζω, προκαλώ αποτροπιασµό

revolting αποκρουστικόςrevolutionary εξελικτικός

80

Page 81: ALL-VOC

revolve περιστρέφοµαιrevulsion αποστροφή, απέχθειαrewarding που προσφέρει ικανοποίηση

ribbon κορδέλα, ταινία γραφοµηχανής

riddle αίνιγµα, γρίφοςridicule περίγελως, γελιοποίηση, σαρκασµός, γελιοποιώ

rift ρήξηrigid άκαµπτος, αυστηρός, αδιάλλακτος

rigidity αυστηρότητα, αδιαλλαξία, ακαµψία

rigorous σκληρός, αυστηρός, ενδελεχής, σχολαστικός, προσεκτικός, άκαµπτος

rinse ξεπλένω, ξεβγάζωriot ταραχές, οχλοκρατική εκδήλωση, θορυβώ

riotous ταραχώδηςrip σχίζω-οµαι, ξηλώνω-οµαιrip σκίζωripe ώριµος, γινοµένος, γίνοµαι, ωριµάζω

ripen ωριµάζωripple ελαφρός κυµατισµός, κυµατάκιrite ιεροτελεστία, µυσταγωγία, τελετή, τελετουργία, µυστήριο

rite of passage µυστήριο (γάµος, κηδεία κλπ)

ritual τελετουργία, τελετουργικόrival ανταγωνιστής, αντίπαλοςrivalry ανταγωνισµός, άµιλλα, συναγωνισµός

rivet καρφώνω, καθηλώνωroam περιπλανιέµαι, τριγυρίζωroar ουρλιάζω, βρυχώµαι, µουγκρίζωrod ράβδος, βέργαroost κουρνιάζωroster κατάλογος, λίστα µε ονόµατα και τη δουλειά που πρέπει να κάνουν

rostrum βήµα οµιλητή, εξέδρα, βάθρο

rot σαπίζωrotate περιστρέφω-οµαι, εναλλάσσω-οµαι (για θέση εργασίας)

rotating περιστρεφόµενοςrotten σάπιος, άσχηµος, πολύ κακόςrough άγριος, τραχύς, ανώµαλοςroundabout πλάγιος, έµµεσοςrousing που ξεσηκώνει, που διεγείρειroute πορεία, λεωφόρος, αποστέλλωrow φιλονικία, σειράrowdy θορυβώδης, ταραχοποιός, φασαριόζικος

rowing κωπηλασίαrub τρίβωrubbery σα λάστχο (για φαγητό), αδύναµος (για πόδια)

rubble χαλάσµατα, µπάζαrudder πηδάλιοrudimentary στοιχειώδης, υποτυπώδης

ruffle φραµπαλάς, ανακατεύω, αναταράζω, αναστατώνω, εκνευρίζω

rugged ανώµαλος, άγριος, τραχύςruler κυβερνήτης, χάρακαςruling απόφαση δικαστικήrumble µπουµπουνητό, βοήruminate about/on/over sth σκέφτοµαι και ξανασκέφτοµαι κτ, µυρηκάζω

rummage έρευνα, ψάξιµο, ερευνώ, ψάχνω

rummage ψάχνω, ανασκαλεύω, σκαλίζω

run one's eyes over sth ρίχνω µία µατιά σε κτ

run out on sb εγκαταλείπω, παρατάωrun rings around sb βάζω τα γυαλιά σε κπ, αποδεικνύοµαι καλύτερος από κπ

runaway φυγάς, κπ που το έχει σκάσει από κάπου

run-down παραµεληµένος, σε άψογη κατάσταση

rupture σπάζω (για δοχείο/σωλήνα

81

Page 82: ALL-VOC

κλπ), παθαίνω ρήξη, (ιάτρ.) σπάζωrural αγροτικόςrush βιασύνη, εφόρµησηrust σκουριάrustic χωριάτικος, αγροτικός, απλόςrustle ερευνώ για τροφή, θροίζωrustling θρόισµαrusty σκουριασµένοςrut αυλάκι, αυλακιά από ρόδα στο έδαφος, ρουτίνα

ruthless άσπλαχνος, ανηλεήςsacrifice θυσίαsalient (για χαρακτηριστικο/στοιχείο κλπ) προφανής, εξέχων, περίοπτος, εµφανής, βασικός

sallow ωχρόςsalubrious υγιεινός, καθαρός, ωφέλιµος

salutary ωφέλιµος, ευεργετικόςsalvage διάσωσηsalvation σωτηρίαsalvo χαιρετισµός, οµοβροντία, κανονιοβολισµός, ρίχνω οµοβροντίες

sanction έγκριση, επικύρωση, ποινή, κύρωση, επίσηµη έγκριση, συγκατάθεση

sanctuary άσυλο, καταφύγιοsand άµµοςsanitary υγιεινόςsanitation υγιεινήsap χυµός δέντρου, αποµυζώ, εξαντλώ, στερεύω

satiated µπουχτισµένος, κορεσµένοςsaturated πληµµυρισµένος, µουσκεµένος, χηµικά κεκορεσµένος

saunter περπατώ αργά, σεργιανίζω, σουλατσάρω, βαδίζω νωχελικά

savage βάρβαρος, άγριος, πρωτόγονοςsavory αλµυρός, πκάντικος, µε ωραία γεύση/µυρωδιά

saw πριόνιscaffold σκαλωσιάscald παθαίνω έγκαυµα από υγρό/χηµικό

scale σκαρφαλώνω, αναρριχώµαιscamper φεύγω τρεχάλα από φόβο/ενθουσιασµό

scan εξετάζω µε το βλέµµα µου, διαβάζω γρήγορα αλλά προσεκτικά, ανιχνεύω

scant λιγοστός, ελάχιστοςscanty ανεπαρκής, λιγοστόςscarce σπάνιοςscarcity σπανιότητα, ανάγκη αποθεµάτων για ζωή

scarred σηµαδεµένοςscathingly καυστικά, δηκτικά, µε οξύτητα

scatter σκορπίζω-οµαι, διασκορπίζω-οµαι, διασπείρω

scavenge καθαρίζω, εργάζοµαι ως καθαριστής, καθαρίζω από σκόνη/σκουπίδια, αποκτώ µέταλλο από απόβλητα

scavenger σκουπιδιάρης, ρακοσυλλέκτης, παλιατζής, ζώο που τρέφεται µε πτώµατα

scent άρωµα, ευωδιά, οσµήscholar υπότροφοςschoralry λόγιος, ακαδηµαϊκόςscoff χλευάζωscold κατσαδιάζωscoop φτυαρίζω, βγάζω µε σέσουλαscope περιθώρια, δυνατότητες, προοπτική, ευκαιρία, περιθώριο, πεδίο, φάσµα

scorch τσουρουφλίζω-οµαι, καψαλίζω-οµαι, καίω-οµαι πχ µε σίδερο ή από τον ήλιο

scorn περιφρόνηση, περιφρονώ, σνοµπάρω

scornful χλευαστικός, περιφρονητικόςscour τρίβω, διαβρώνω (µε συνεχή τριβή) ανοίγοντας τρύπα/άνοιγµα, ψάχνω παντού, τρίβω για να καθαρίσω, τρίβω, διαβρώνω µε συνεχή τριβή ανοίγοντας τρύπα/άνοιγµα

82

Page 83: ALL-VOC

scourge µάστιγα, πληγήscowl κατσουφιάζω, αγριοκοιτάζωscrabble ψαχουλεύω, σκαλίζωscramble σκαρφαλώνω, σπρώχνοµαι, παλεύω

scrap απόρριµα, πετώ κτ άχρηστο, απορρίπτω

scrape ξύνω, γδέρνωscrawl ορνιθοσκαλίσµατα, βιαστικό γράψιµο

scrawny κοκαλιάρης, κάτισχνοςscreech διαπεραστική καραυγή, τσίριγµα, στριγγλίζω (για φρένα/λάστιχα κλπ)

screech τσίριγµαscreen προφυλλάσσω, καλύπτω, εξετάζω προσεκτικά

scribble γράφω βιαστικά/πρόχειρα, µουτζουρώνω

scribe αντιγραφέαςscript γραφήscroll κύλινδροςscruffy βρόµικος, απεριποίητοςscruples ενδοιασµοί, ηθικοί φραγµοίscrupulous ευσυνείδητος, έντιµος, σχολαστικός, επιµελής

sculpture γλυπτόscurry τράχω µε µικρά βήµαταseafaring ναυτικόςseam ραφήseashell θαλασσίνό κοχύλιseasonable κανονικός/κατάλληλος για εποχή

seasonal εποχιακόςseasoned πεπειραµένοςseasoning καρύκευµαsecluded αποµονωµένος, απόµερος, µοναχικός

secrete εκκρίνωsector τοµέαςsedate ήρεµος, γαλήνιοςsedentary καθιστικόςsediment κατακάθι, ίζηµαsedition στάση, ανταρσία

seduction αποπλάνηση, θέλγητρο, γοητεία

see fit θεωρώ σωστό/κατάλληλοsee to sth φροντίζω, µεριµνώseed σπόροςseedy άθλιος, ελεεινόςseeming φαινοµενικόςseemingly φαινοµενικάseep διαρρέω, διαποτίζω, διαπερνώseer προφήτηςseethe βράζω από θυµόsegment τµήµα, κοµµάτι, φέτα λεµονιού/πορτοκαλιού

segregate διαχωρίζω (ανθρώπους ανάλογα µε τη φυλή/θρησκεία κλπ)

segregation διαχωρισµόςseize αρπάζω, πιάνω (βίαια), καταλαµβάνω, συλλαµβάνω, κατάσχω κτ παράνοµο

self-contained κλειστός, συγκρατηµένος, ανεξάρτητος, αυτάρκης

self-esteem αυτοεκτίµηση, αυτοσεβασµός

self-indulgent µαλθακός, που υποκύπτει σε πειρασµούς

self-possessed ήρεµος, ψύχραιµοςself-reliant στηριζόµενος στις δικές µου δυνάµεις, αυτοδύναµος

self-respect αυτοεκτίµηση, αυτοσεβασµός

selfsame (the/this etc) ίδιος, ολόιδιος, αυτός (µε κτ που προαναφέρθηκε)

seminary εκπαιδευτήριο, ιεροδιδασκαλείο

semi-transparent ηµιδιαφανήςsenator γερουσιαστήςsenile που πάσχει από γεροντική άνοια

sensation αίσθηση (ντόρος), εντύπωση

sensational συγκλονιστικός, συνταρακτικός

sensibility ευαισθησία

83

Page 84: ALL-VOC

sensible λογικός, συνετόςsensory αισθητήριοςsensual αισθησιακόςsentence ποινή, καταδίκη, καταδικάζω

sentiment αίσθηµα, γνώµη, άποψηsentimentality συναισθηµατικότηταsentry φρουρόςseptic tank σηπτικός βόθροςsequel αυτοτελής συνέχεια ταινίας/βιβλίου, επακόλουθο

sequence διαδοχή, αλληλουχία, σειράserenade κάνω καντάδαserene ήρεµος, γαλήνιοςserenity γαλήνη, ηρεµίαserial που σχηµατίζει σειρά, αλλεπάλληλος

sermon κήρυγµαserves your right καλά να πάθεις!servile δουλικός, δουλοπρεπήςsession χρονική περίοδος αφιερωµένη σε δραστηριότητα, συνεδρία, συνεδρίαση

setback αναποδιά, ατυχίαsetting περιβάλλον όπου συµβαίνει κάτι

setting περιβάλλον όπου συµβαίνει κτsettle the dilemma θέτω το δίληµµα\sever κόβω, αποκόβω, διακόπτω (τις σχέσεις µου µε κπ)

severe αυστηρός, σκληρός, σοβαρός, σφοδρός, έντονος

sew ράβωsewage λύµατα, ακαθαρσίες υπονόµων/αποχετεύσεων, απόβλητα

sewer υπόνοµοςshabby άθλιος, κουρελιάρης, φθαρµένος

shackle αλυσοδένωshady σκιερός, ύποπτοςshaky ασταθής, ετοιµόρροποςshallow ρηχόςshame αίσχος, ντροπή, ξεφτίλισµα, ντροπιάζω

shameful επαίσχυντος, ντροπιαστικόςshanty παράγκαsharecropping επίµορτη καλλιέργεια, καλλιέργεια ξένου κτήµατος και µοιρασιά του προιόντος µε τον ιδιοκτήτη, επίµορτη καλλιέργεια

sharp κοφτερός, απότοµος, οξύς, ευδιάκριτος

shatter θρυµµατίζοµαι, σπαώ σε κοµµάτια

shed σσεντ αποθήκη, υπόστεγο, αλλάζω, ρίχνω (φύλλα/δέρµα), χύνω, ξεφορτώνοµαι

shed light on ρίχνω φως σε (πρόβληµα/µυστήριο κλπ)

sheen γυαλάδαsheer καθαρός, πλήρης, απόλυτος, σκέτος, απότοµος, απόκρηµνος

shelter καταφύγιο, στέγη, άσυλοshield προστατεύω, προφυλάσσωshield προστατεύω, προφυλλάσσωshift βάρδια, µετακινώ - ούµαι, µετατοπίζω - οµαι

shimmer τρεµοφέγγωshingle βότσαλο, πινακίδα σε γραφείο (δικηγορικό/ιατρείο)

shiver τουρτουρίζω, ριγώ, τρέµω από φόβο/κρύο

shopping spree όργιο αγορώνshore ακτήshort and sweet σύντοµοςshort sight µυωπίαshortage έλλειψηshortcoming ελάττωµα, µειονέκτηµαshove σπρώξιµο, σπρώχνω, χώνω κτ κπ βιαστικά/απρόσεκτα, σπρώχνω µε δύναµη

shovel φτυαρίζω, καθαρίζω µε φτυάριshower ποτίζω βίαια, µπόραshred κοµµατάκι (πχ χαρτιού) που έχει σχιστεί/κοπεί από κτ

shrewd έξυπνος, εύστοχος, τετραπέρατος, πονηρός, διορατικός

shriek στριγγλίζω

84

Page 85: ALL-VOC

shrill οξύς, διαπεραστικός (για ήχο, φωνή)

shrine ιερός τόπος, τόπος προσκυνήµατος

shrink µπαίνω, µαζεύω (για ρούχο), κάνω ρούχο να µαζέψει, συρρικνώνω-οµαι

shrug σηκώνω τους ώµουςshudder ρίγος, ριγώ, τρέµωshuffle περπατώ σέρνοντας τα πόδια, ανακατεύω τράπουλα

shun αποφεύγω ηθεληµένα, κρατώ απόσταση από

shutter παραθυρόφυλλοshuttle διαστηµικό λεωφορείο, όχηµα που εκτελεί τακτικά δροµολόγια

sibling αδερφός/αδερφήsicken προκαλώ αηδία, ανακατεύωside-effects παρενέργειεςsideline πάρεργο, συµπηρωµατική εργασία, βγάζω εκτός δράσης

sidetrack παρακάµπτω, ξεστρατίζωsiege πολιορκίαsift διαλέγω, κοσκινίζω, ψιλοκοσκινίζω, εκλέγω, εξετάζω επισταµένως, ξεχωρίζω για τα καλά

sigh αναστεναγµόςsight βλέπω, αντικρίζω, διακρίνω, παρατηρώ

significance σπουδαιότητα, νόηµα, σηµασία

simmer σιγοβράζωsimper χαµογελώ χαζά, ναζιάρικαsimplification απλοποίηση, απλούστευση

simplistic υπεραπλουστευµένοςsimulate προσποιούµαι, αναπαριστάνω, αναπαριστάνω (µέσω υπολογιστή κλπ), αναπαράγω συνθήκες κλπ

simultaneous ταυτόχρονοςsin αµαρτίαsincere ειλικρινήςsinful αµαρτωλός

singe τσουρουφλίζωsinister µοχθηρός, δυσοίωνος, απειλητικός, σατανικός, καταχθόνιος

sinus ιγµόρειοsip γουλιάsizable αρκετά µεγάλοςsizzle τσιτσιρίζω (για φαγητό στο τηγάνι)

skeptical δύσπιστος, επιφυλακτικόςskid γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία µου, ντεραπάρω, γλιστρώ ανεξέλεγκτα (για όχηµα)

skim αφαιρώ λίπος κλπ από επιφάνεια υγρού, ξαφρίζω, διατρέχω, διαβάζω γρήγορα

skimpily ανεπαρκώςskin γδέρνω, αφαιρώ δέρµα/φλούδαskip πηδώ, χοροπηδώ, παραλείπωskipper καπετάνιος µικρού σκάφους/αλιευτικού

skittish ιδιότροπος, ντροπαλός, πολύ προσεκτικός, µεταβλητός, που φοβάται εύκολα

skull κρανίο, νουςskyrocket πετάγοµαι στα ύψη, αυξάνω ραγδαία

slack χαλαρός, άτονος, αδρανήςslacken χαλαρώνω, λασκάρω, µειώνω πχ ρυθµό/ταχύτητα

slam κλείνω µε πάταγοslander συκοφαντώ, δυσφηµώslant γέρνω, κλίνω, διαστρέβω, διαστρεβλώνω

slap χαστουκίζω, χτυπώ µε την παλάµη

slaughter σφάζω ζώο, σφαγιάζω, σκοτώνω οµαδικά

slavery δουλεία, σκλαβιάslay δολοφονώ, κατασφάζω, µακελεύω, επιδρώ υπερβολικά

slender λεπτός, λιγνός, µικρός, πενιχρός, λιγοστός, λυγερός

slice κόβω σε φέτες, κόβω, σχίζωslick επιδέξιος, έξυπνος, επιτήδειος

85

Page 86: ALL-VOC

slide γλιστρώ απαλά/αθόρυβα κλπ, διολισθαίνω/πέφτω για τιµές κλπ

slight ελαφρός, µικρός, ασήµαντοςsling πετώ, αναρτώ, κρεµώslink κινούµαι µυστικά/κρυφά, γλιστρώ

slip γλίστρηµα, λάθοςslip up διαπράττω ατόπηµα, κάνω λάθος

slippery γλιστερός, ολισθηρόςslither έρπω σα φίδι, γλιστρώslope πλαγιά, κεκλιµένη επιφάνειαslot σχίσµη, χαραµάδαslovenly ατηµέλητος, απεριποίητος, απρόσεκτος, αµελής

sluggish αργοκίνητος, νωθρόςsluggishly αργά, νωθράslum φτωχογειτονιάslump πτώση (σε πωλήσεις/τιµές κλπ), κρίση, ύφεση, σωριάζοµαι, σηµειώνω κάµψη, κατρακυλώ (για τιµές κλπ)

sly ύπουλος, πανούργοςsmack σκαστό φιλί, χαστούκιsmash θρυµµάτισµα, κρότος, ήχος από θρυµµάτισµα, σπάζω, χτυπώ βίαια

smear κηλίδα, µουτζούρα, λεκέςsmirk χαζό χαµόγελο αυταρέσκειας/υπεροψίας

smog αιθαλοµίχλη, νέφοςsmolder σιγοκαίω χωρίς φλόγα, υποβόσκω

smoothly οµαλάsmoothly οµαλάsmother πνίγω (και µτφ.), προκαλώ ασφυξία, καταπνίγω, πνίγω (πχ χασµουρητό)

smudge µουτζουρώνωsmuggle κάνω λαθρεµπόριο, εισάγω λαθραία

snap σπάζω απότοµα, µε κρότο, µιλώ κοφτά/απότοµα

snarl γρυλίζω, µιλώ θυµωµένα/µε

οργή

snatch βουτάω, αρπάζωsneak κινούµαι/γλιστρώ κπ κρυφά/αθόρυβα, κάνω κ ή παίρνω/δίνω κτ στα κρυφά

sneak out φεύγω, βγαίνω κρυφάsneer χλευάζω, σαρκάζωsniper ελεύθερος σκοπευτήςsnooze υπνάκοςsnorkel αναπνευστήρας κολυµβητήsnout ρύγχος, µουσούδαsnowball (για δουλειά/προβλήµατα κλπ) συσσωρεύοµαι, αυξάνοµαι ραγδαία

snub µάλωµα, κατασταλτικός, µαλώνω, περιφρονώ, καταστέλλω, φέροµαι απότοµα/ταπεινωτικά

soak µουσκεύω, ποτίζωsoar υψώνοµαι, πετώ ψηλά, φτάνω στα ύψη, υψώνοµαι γρήγορα, ανεβαίνω

sob κλαίω µε λυγµούς, λέω µε αναφιλητά

sober νηφάλιος, ξεµέθυστος, σοβαρός, εγκρατής

soil λερώνωsolar powered που λειτουργεί µε ηλιακή ενέργεια

solar year ηλιακό έτοςsolely µόνο, απλώς, αποκλειστικάsolemn σοβαρός, επίσηµοςsolicit επιδιώκω, ζητώ χρήµατα/βοήθεια

solicitation επίµονη αναζήτηση πελατών

solicitous που δείχνει ενδιαφέρον/φροντίδα/ανησυχία για κπ

solid στερεός, συµπαγής, γερός, στέρεος, βάσιµος

solid συµπαγής, στέρεος, γερός, βάσιµος, ακλόνητος (στοιχείο, πληροφορία)

solidarity αλληλεγγύη

86

Page 87: ALL-VOC

solidify στερεοποιώ, εδραιώνοµαιsolitary µοναχικόςsolitude αποµόνωση, µοναξιάsoluble διαλυτός, που µπορεί να επιλυθεί

somber σκούρος, φωτεινός, ζοφερός, µελαγχολικός, καταθλιπτικός

sonic ηχητικόςsoot καπνιά, αιθάλη, καλύπτω µε αιθάλη

soothe ηρεµώ, καθησυχάζω, καλµάρω, κατευνάζω, καταπραϋνω

soothing καταπραϋντικός, ηρεµιστικός

sorcery µαύρη µαγείαsordid άθλιος, ποταπός, άτιµος, πολύ βρόµικος,

sore πονεµένοςsought-after περιζήτητοςsound φρόνιµος, συνετός, γερός, υγιής, σώος

sour ξινόςsovereign ανεξάρτητη χώρα, κυρίαρχος

sovereignty (απόλυτη) κυριαρχίαsow σπέρνω, φυτεύω σπόρουςspacious ευρύχωροςspan άνοιγµα, απόσταση µεταξύ δύο σηµείων, εκτείνοµαι, καλύπτω (για χρόνο/χώρο)

spank δέρνω παιδί στον πισινόspare διαθέσιµος, ελεύθερος, ανταλλακτικό, ρεζέρβα, επιπλέον, έξτρα, διαθέτω, δίνω

spare a moment (for sb) διαθέτω λίγο χρόνο για κπ

spark σπινθήρας, σπίθα µτφsparkling αφρώδης, ανθρακούχος, σνινθηροβόλα µατιά, αστραφτερός

sparrow σπουργίτιsparse αραιός, σποραδικός, διεσπαρµένος, λιγοστός

sparsely αραιάspate βία, πληµµύρα, ξαφνικό/δυνατό

ξέσπασµα

spatial του χώρουspatter πιτσιλίζωspear καµάκι, δόρυ, λόγχηspecification προδιαγραφήspecify διευκρινίζω, υποδεικνύω, ορίζω

specimen δείγµα, αντιπροσωπευτικό δείγµα

speck κόκκος, κηλίδα, λεκές, ίχνος, µόριο

spectacle θέαµαspectacular θεαµατικόςspectate παρίσταµαι σα θεατήςspectator θεατής αθλητικού/άλλου γεγονότος

specter απειλή, φάντασµαspeculate εικάζω, συµπεραίνω, υποθέτω, πιθανολογώ, κάνω πρόγνωση

speculation εικασία, υπόθεση, κερδοσκοπία

speculative υποθετικόςspellbound µαγεµένοςspendthrift σπάταλοςspew εκποµπή αερίου/φωτός κλπspike λεπτό ραβδί από ξύλο, µέταλλο κλπ µε αιχµηρή απόληξη, καρφί αθλητικού παπουτσιού

spiked αγκαθωτός, µυτερόςspill χύνω-οµαιspin (spun-spun) στριφογυρίζω, γνέθω, υφαίνω (για αράχνη)

spina bifida δισχιδής ράχη (γενετική ανωµαλία στο νωτιαίο µυελό)

spirited ζωηρός, νευρώδης, δυναµικός

spiritual πνευµατικός, θρησκευτικόςspit φτύνω, εκστοµίζω, λέω θυµωµέναspiteful µοχθηρός, κακεντρεχήςsplash πέφτω µε πάφλασµα (για υγρό)splatter πιτσιλίζωsplendor µεγαλοπρέπειαsplinter θραύσµα, ακίδα, σχίζω-οµαι,

87

Page 88: ALL-VOC

θρυµµατίζω-οµαιsplit χωρίζω, διαιρώ, σχίζω-οµαιsplutter ακατάληπτος θόρυβος, µιλώ µπερδεµέν/ακατάλυπτα

spoil βλάβη, αρπαγή, απογύµνωση, ζηµιά, καταστρέφω, παραχαϊδεύω, χαλώ

spokesman εκπρόσωποςsponge σφουγγάριspontaneity αυθορµητισµόςspontaneous αυθόρµητοςspooky ανατριχιαστικός, που θυµίζει φάντασµα

spouse ο/η σύζυγοςspout στόµιο, κρουνός, πίδακαςsprain στραµπουλίζωsprawl κάθοµαι/ξαπλώνω φαρδύς-πλατύς

sprawling που απλώνεται σε µεγάλη έκταση

spread απλώνω-οµαι, εξαπλώνοµαι, διαδίδοµαι

spree ξεφάντωµα, γλέντιsprightly δραστήριος, ενεργητικός, ζωηρός

spring ελατήριοsprinkle ραντίζω, πασπαλίζωsprinkler ψεκαστήραςspur κίνητρο, ελατήριο, θέτω ως κίνητρο

spurious κίβδηλος, πλαστός, βασισµένος σε λανθασµένες πληροφορίες

spurt αναβλύζω, ξεπηδώ, ξεχύνω-οµαι

squad οµάδα, ουλαµός, απόσπασµα, οµάδα αθλητών

squadron ίλη τεθωρακισµένων, µοίρα αεροπορική/ναυτική

squalor βροµιά, αθλιότηταsquander σπαταλώ, χαραµίζωsquash λειώνω, συνθλίβω, συνωστίζω-οµαι

squat κάθοµαι ανακούρκουδα

squeak στριγγλίζω, τρίζω, τσιρίζωsqueal στριγγλιά, ξεφωνητόsqueamishly υπερευαίσθητα, µυγιάγγιχτα

squeeze στύβω, πιέζω, ζουλώ, σφίγγωsquint αλληθώρισµα, αλλήθωρος, στραβισµός, συγκλίνων, συγκλίνων, στραβίζω, αλληθωρίζω, έχω έµµεσο στόχο

squirm συστρέφοµαι, στριφογυρνώsquirt εκτοξεύω-οµαι (για υγρό), πετυχαίνω/χτυπώ κπ µε υγρό

stab µαχαιρώνωstabbing σουβλιάstability σταθερότηταstack στοίβα, στήλη, στοιβάζωstage οργανώνω, στήνωstagger παραπατώ, τρεκλίζω, συγκλονίζω, σοκάρω

staggering απίστευτος, συγκλονιστικός, συναρπαστικός, συνταρακτικός

staggering απίστευτος, συγκλονιστικός, συνταρακτικός

stagnant στάσιµος, λιµνάζωνstain κηλίδα, λεκές, στίγµα, κηλίδα µτφ

stake πάσσαλος, παλούκιstale µπαγιάτικοςstalk κοτσάνι, µίσχος, περπατώ αγέρωχα, παρακολουθώ/κυνηγώ αθέατος

stall υπαίθριος πάγκος µικροπωλητή, καθυστερώ, αναβάλλω, χρονοτριβώ, κερδίζω χρόνο, σβήνω, σταµατώ απότοµα να λειτουργώ, χρονοτριβώ καθυστερηµένα

stammer τραυλίζωstamp χτυπώ τα πόδιαstampede τρέχω αφηνιασµένα/πανικόβλητα

stance στάση, θέση, άποψηstandpoint άποψη, σκοπιάstandstill ακινητοποίξση, τέλµα

88

Page 89: ALL-VOC

starch άµυλοstare βλέµµα, µατιά, κοιτάζω επίµοναstark σκληρός, έντονος, απόλυτοςstartle ξαφνιάζω, τροµάζωstarve λιµοκτονώstationary στάσιµος, ακίνητοςstationery γραφική ύληstature ανάστηµαstatus symbol ιδιοκτησία που δείχνει την υψηλή κοινωνική θέση κπ

staunch πιστός, αφοσιωµένοςsteadfast σταθερός, ακλόνητοςstealthy που κινείται ή κάνει κτ αθόρυβα/κλεφτά

steep απότοµος, απόκρηµνος, κάθετος, παράλογος, υπερβολικός (για τιµή/αξίωση), εξωφρενικός (για τιµή/απαιτήσεις)

steer οδηγώstem περιστέλλω, περιορίζωstem from απορρέω απόstench βρόµα απαίσια, δυσωδίαsterile στείρος, αποστειρωµένοςstern αυστηρός στην όψη, βλοσυρός, σκληρός

stew σιγοβράζωstiff άκαµπτος, αλύγιστος, πιασµένος (για µύες)

stiffness ακαµψίαstifle (κατα)πνίγω, συγκρατώ, καταστέλλω, πνίγω-οµαι, ασφυκτιώ

stilted επιτηδευµένος, στοµφώδηςstimulate διεγείρω, κεντρίζω, παρακινώ

stimulating ερεθιστικός, που προκαλεί το ενδιαφέρον, διεγερτικός, τονωτικός

stimulus ερέθισµα, κίνητροsting κεντρίstink βροµάωstipulate ορίζω, θέτω όρο/συνθήκη/ρήτρα

stir σάλος, αίσθηση, ταραχή, ανακατεύω, κινώ-ούµαι, σαλεύω

stir up προκαλώ (έντονα συναισθήµατα/µπέρδεµα/προβλήµατα κλπ)

stitch ράβωstock διαθέτω προς πώληση, εφοδιάζω

stock market χρηµατιστήριοstockpile συσσώρευση αποθεµάτωνstocky κοντός και γεροδεµένος, κοντόχοντρος

stoop σκύβω µπροστά, καµπουριάζωstoop to sth ξεπέφτω, πέφτω στο επίπεδο (να κάνω κτ)

stooped σκυφτός, καµπουριασµένοςstoppage στάση (εργασίας), διακοπή, φράξιµο (πχ αρτηρίας)

storage αποθήκευση, χώρος αποθήκευσης

stork πελαργόςstorm επιτίθεµαι, καταλαµβάνω µε έφοδο

stout εύσωµος, παχύς,θαραλλέος, παλικαρίσιος

strain ένταση, πίεση, τέντωµα, ζόρι, ποικιλία (µικροβίων κλπ), πασχίζω, καταβάλλω έντονη προσπάθεια, καταπονώ, ζορίζω

strained καταπονηµένος, τεταµένοςstrait στριτ πορθµόςstrand ένα λεπτό κοµµάτι από κτ (πχ µία τούφα/σύρµα κλπ), κλωστή

stranded µόνος και αβοήθητος, σύξυλος

strangulation στραγγαλισµόςstrap λουρί, λουράκι, τιράνταstraw άχυροstray αδέσποτος, ξεστρατίζω, παραστρατώ, ξεφεύγω, αποκλίνω από το θέµα

streak γραµµή, λωρίδα, ρίγα διαφορετικού χρώµατος/υφής

stream ποτάµι, ρυάκι, χείµαρρος, συρροή, ποτάµι µτφ, συνεχής ροή, τρέχω, ρέω, κυµατίζω (στον

89

Page 90: ALL-VOC

αέρα/νερό), ανεµίζωstreamline οργανώνω πιό αποδοτικάstrenuous επίπονος, κουραστικόςstretch απλώνοµαι, τεντώνω-οµαιstretcher-bearer τραυµατιοφορέαςstride βαδίζω µε µεγάλα βήµατα, δρασκελίζω

strife διαµάχη, τριβήstrike χτυπώ, επιτίθεµαι, πλήττω, απεργώ

strike a balance βρίσκω τη χρυσή τοµή

striking εντυπωσιακός, χτυπητός, που χτυπάει στο µάτι

string (strung-strung) κρεµώstringent αυστηρός, άκαµπτοςstripe ρίγα, ράβδωσηstrips µεγάλα κοµµάτιαstrive αγωνίζοµαι, πασχίζω, προσπαθώ, µοχθώ

strive for πασχίζωstroke χτύπηµα, πινελιά, µολυβιά, εγκεφαλικό επεισόδιο, χαϊδεύω

stroll περίπατος, βόλταstronghold προπύργιο, φρούριοstructure δοµή, κατασκευή, οικοδόµηµα

struggle αγωνίζοµαι, κοπιάζω, µοχθώ, παλεύω, µάχοµαι

strut περπατώ καµαρωτά, κορδώνοµαι

stub αποτσίγαρο, γόπα, στέλεχος επιταγής, απόκοµµα (εισιτηρίου/επιταγής κλπ)

studious µελετηρός, επιµελήςstuff υλικό, πράγµα, πράγµαταstuffed που έχει φάει πολύ και έχει σκάσει

stuffy αποπνικτικόςstumble σκοντάφτωstump µπερδεύω, συγχύζωstun ζαλίζω/ρίχνω κπ αναίσθητο (χτυπώντας τον συνήθ. στο κεφάλι), αφήνω άναυδο, κατάπληκτο

stunned άναυδος, σαστισµένος, εµβρόντητος

stunning καταπληκτικός, εντυπωσιακός, πανέµορφος

stunt αναχαιτίζω, εµποδίζω την ανάπτυξη

stupefied αποβλακωµένος, συγχυσµένος, εµβρόντητος

stupefy αφήνω εµβρόντητο, προκαλώ κατάπληξη, αποχαυνώνω

stupendous εντυπσιακός, φοβερόςsturdy γερός, ανθεκτικός,γεροδεµένοςstutter τραυλίζωsubcontract αναθέτω υπερεργολαβίαsubdue υπερνικώ, καταστέλλω, δαµάζω, καθυποτάσσω

subdued χαµηλός (για ήχο)subject υποτάσσω, υποδουλώνωsubject to υποκείµενος σε, που εξαρτάται από, ισχύων υπό τον όρο, υπαγόµενος σε

subjective υποκειµενικόςsubjectively υποκειµενικάsublet υπενοικιάζωsublime έξοχος, θεσπέσιος, µεγαλειώδης

sublimely εξαιρετικά, υπέροχα, περήφανα, απόλυτα, εκτυφλωτικά

submerge βυθίζω-οµαι, κρύβω/πνίγω (µτφ.) συναισθήµατα

submersion κατάδυση, βύθισηsubmission υποταγή, υποχώρηση, υποβολή π αιτήσεως

submissive υπάκουος, πειθήνιοςsubmit υποβάλλω (πχ έγγραφο)subordinate υφιστάµενος (υπάλ.), κατώτερος, υποδεέστερος

subscribe είµαι/γίνοµαι συνδροµητήςsubsequent επόµενος, επακόλουθοςsubsequently στη συνέχειαsubservient δουλικός, δουλοπρεπής, υποτακτικός, δευτερεύουσας σηµασίας, υποδεέστερος

subside υποχωρώ, καταλαγιάζω

90

Page 91: ALL-VOC

subsidiary σαµπσίντιαρι επικουρικός, δευτερεύων, κατώτερος

subsidize επιδοτώ, χορηγώsubsistence επιβίωση, στοιχειώδης διαβίωση

substance abuser χρήστης τοξικών ουσιών (ναρκωτικών, αλκοόλ κλπ)

substantial µεγάλος, σηµαντικός, ουσιώδης, υπολογίσιµος, ουσιαστικός, αξιόλογος, σηµαντικός

substantiate τεκµηριώνω, επαληθεύωsubstitute υποκατάστατο, αντικαθιστώ

subtle λεπτός, διακριτικός, ανεπαίσθητος, έξυπνος, ευφυής

subtract αφαιρώsuburban των προαστείωνsuburbs περίχωραsubversive ανατρεπτικός, υπονοµευτικός

succession σειρά, διαδοχήsuccession of σειρά, ακολουθία, διαδοχή

successive διαδοχικός, συνεχής, αλλεπάλληλος

succinct περιληπτικός, περιεκτικός, σύντοµος, λακωνικός

succulent χυµώδης, ζουµερόςsuccumb υποκύπτω, υποτάσσοµαι, ενδίδω

suction αναρρόφησηsue κάνω αγωγή/µήνυση, µηνύωsuffice επαρκώsufficient επαρκήςsugarcane ζαχαροκάλαµοsuited κατάλληλος για, που ταιριάζειsullen σκυθρωπός, βλοσυρόςsullenly σκυθρωπά, βλοσυράsully αµαυρώνω, κηλιδώνω, µολύνω, ρυπαίνω

summit κορυφή βουνούsummon συγκαλώ, κλητεύω, καλώ κπ να παρουσιαστεί

sumptuous πολυτελής, µεγαλοπρεπής

superb υπέροχος, εξαίσιοςsupercilious υπεροπτικόςsuperficial επιφανειακός, ρηχός, επιπόλαιος, φαινοµενικός, πρόχειρος

superfluous περιττός, πλεονάζωνsuperintendent επιθεωρητής, επόπτηςsuperiority ανωτερότηταsuperlatively υπερθετικά, εξαιρετικάsupersede αντικαθιστώ, διαδέχοµαιsuperstition δεισιδαιµονία, πρόληψηsupervise εποπτεύω, επιβλέπωsupple µαλακός, εύκαµπτος, ευλύγιστος, ελαστικός

supplement συµπλήρωµα, συµπληρώνω, προσθέτω

suppress καταπνίγω, καταστέλλω, αποσιωπώ, συγκαλύπτω

suppress καταστέλλω, καταπνίγω, συγκρατώ

supreme ανώτατος, υπέρτατοςsurface αναδύοµαι, βγάζω στην επιφάνεια

surge ξέσπασµα (συναισθηµάτων), κύµα θυµού/ενθουσιασµού, απότοµη αύξηση, αναβλύζω, πληµµυρίζω σαν κύµα, ξεχύνοµαι

surmise υποθέτω, εικάζω, µαντεύωsurmount υπερνικώ, ξεπερνώ (δυσκολία)

surpass ξεπερνώ, είµαι καλύτερος, υπερβαίνω

surplus πλεόνασµα, περίσσευµα, πλεονασµατικός

surrender παραδίδω-οµαιsurveillance επιτήρηση, στενή παρακολούθηση

survey στατισική έρευνα, γκάλοπsusceptible to ευάλωτος, ευαίσθητος, επιρρεπής, συναισθηµατικός, ευπαθής, είµαι επιρρεπής σε

suspend αναστέλλω, αναβάλλω, αναρτώ, κρεµώ, θέτω σε διαθεσιµότητα, διακόπτω

suspend in sth αιωρούµαι

91

Page 92: ALL-VOC

sustain συντηρώ, διατηρώ, στηρίζω, υφίσταµαι, αντέχω, συγκρατώ (σε σταθερά επίπεδα)

sustain συντηρώ, δυναµώνω, παθαίνωswagger κορδώνοµαι, περπατώ καµαρωτά

swallow καταπίνωswamp κατακλύζω, πληµµυρίζωswap ανταλλάσσωswarm σµήνοςsway επηρεάζω, πείθω, µεταπείθω, ταλαντεύοµαι, λικνίζοµαι, κουνώ-ιέµαι

sweep σκούπισµαsweeping σαρωτικός, εκτεταµένος, γενικός, καθολικός

sweetener γλυκαντικό, γλυκαντική ουσία

swell (swelled-swollen) πρήζοµαι, φουσκώνω

swerve στρίβω απότοµα, παρεκκλίνω απότοµα από την πορεία µου

swift άµεσος, γρήγορος, γοργός, ταχύς

swiftly γρήγορα, άµεσαswing κουνιέµαι, αιωρούµαι, ταλαντεύοµαι

swivel περιστρέφω, περιστρέφοµαιswoop εφορµώ, χυµώsynthesize συνθέτω, παράγωtablecloth τραπεζοµάντηλοtaciturn λιγοµίλητοςtackle αντιµετωπίζω αποφασιστικά, καταπιάνοµαι µε κατι, αντιµετωπίζω κπ, µιλώ µε κπ (για πρόβληµα κλπ)

tactile της αφήςtag βάζω ετικέτα ή αναγνωριστική ένδειξη

tail παρακολουθώ στενάtailor ράφτης, εξυπηρετώ ειδική ανάγκη, προσαρµόζω

taint µολύνω, κηλιδώνω, σπιλώνωtake a rain check on sth δεν µπορώ να δεχτώ κτ (πχ

πρόσκληση/πρόταση) τώρα, αλλα΄θα ήθελα να το κάνω άλλη φορά

take a second look at sb/sth ρίχνω µία δεύτερη µατιά σε κπ/κτ, ξαναεξετάζω

take effect τίθεµαι σε ισχύtake exception to έχω αντίρρηση, δυσαρεστούµαι, θίγοµαι, παρεξηγούµαι, προσβάλλοµαι µε κτ

take for granted θεωρώ δεδοµένοtake hold πιάνω για τα καλά, κυριεύω, καταλαµβάνω

take into account υπολογίζω κπtake out βγάζω/παίρνω (επίσηµο έγγραφο/δάνειο κλπ)

take place συµβαίνω, λαµβάνω χώρα, γίνοµαι

take sb/sth by storm συναρπάζω, κατακτώ (µτφ)

take things to pieces αποσυναρµολώtame ήµεροςtangible απτός, χειροπιαστός, αισθητός

tangle µπλέκω-οµαι, µπερδεύω-οµαιtantamount (για κτ αρνητικό) ισοδύναµος, αντίστοιχος, ανάλογος

tap χτυπώ ελαφράtapestry ταπισερίtatter θρύψαλο. κουρελιάζω-οµαιtaunt χλευασµός, προσβολή, χλευάζω, προσβάλλω

taut τεντωµένοςtaxon (βιόλ) τάξηtear up σχίζω (έγγραφο κλπ)teaser πειραχτήριtedious πληκτικός, µονότονος, κουραστικός, βαρετός

teeming γεµάτοςtell tales µαρτυράωtempestuous εκρηκτικός (για χαρακτήρα)

tempt βάζω σε πειρασµόtenacity επιµονή, αποφασιστικότητα, πείσµα

92

Page 93: ALL-VOC

tenancy agreement ενοικιαστήριοtenant τέναντ ένοικοςtenant (farmer) αγρολήπτης (γεωργός που καλλιεργεί µισθωµένο κτήµα)

tend φροντίζωtentative αβέβαιος, διστακτικός, µη πλήρως επεξεργασµένος

tentatively διστακτικάtenuous αδύναµος, αβέβαιος, ισχνόςtenure αγκάλιασµα, άρπαγµα, σφίξιµο, χρόνος θητείας, χρόνος µίσθωσης

terminal τελικός, ακραίος, τριµηνιαίος, συµπερασµατικός, τερµατικός

terse λακωνικός, σύντοµος, ξερός, απότοµος

testament απόδειξη, ∆ιαθήκηtestify µαρτυρώ, πιστοποιώ, καταθέτω, βεβαιώνω

tether σκοπός, όρια δύναµης/αντοχής, δένω, προσδένω

textiles υφαντουργίαthat is par for the course αυός είναι ο µέσος όρος κπ, η συνηθισµένη συµπεριφορά του

that very ακριβώς το ίδιοthe greenhouse effect το φαινόµενο του θερµοκηπίου

the powers that be οι ιθύνοντες(the) upshot αποτέλεσµα, κατάληξη(the) vicinity η γύρω περιοχήthink ahead προγραµµατίζω (για το µέλλον), προνοώ

think back αναπολώthorny αγκαθερός, αγκαθωτός, ακανθώδης και προβληµατικός

thorough λεπτοµερής, εξονυχιστικός, βαθύς, επιµελής

thoroughly λεπτοµερώς, επιµελώς, πάρα πολύ, εντελώς

thoughtful σκεπτικός, που νοιάζεται για τους άλλους

thoughtless που δεν νοιάζεται για τις συνέπειες των πράξεών του

thrifty οικονόµος, συνετός µε τη διαχείριση χρηµάτων

thrive on προκόβω, ευηµερώthriving ακµάζων, ευηµερώνthrow a party κάνω πάρτιthrow in the towel παραδέχοµαι την ήττα µου

thumb one's nose at sb κοροιδεύω µε το χέρι στη µύτη, συµπεριφέροµαι περιφρονητικά

ticker tape λωρίδες χαρτιού µε πληροφορίες/που πετάµε σε γιορτή

tickle γαργαλώtide παλίρροια, ρεύµα, εκκλησιαστική επέτειος, χρονική περίοδος

tilt γέρνωtimber ξυλείαtimely στην κατάλληλη ώρα, έγκαιροςtimescale χρονοδιάγραµµαtimid δειλός, άτολµος, συνεσταλµένος

tin κασσίτεροςtinker µαστορεύω, σκαλίζωtinkerer µάστοραςtinkle κουδουνίζωtiptoe περπατώ στις µύτες των ποδιώνtissue ιστός (βιόλ.)to an extent σε κάποιο βαθµόto my mind κατά την γνώµη µουto my way of thinking κατά την γνώµη µου

to put it mildly για να το πω µαλακάto sb's credit προς τιµήν τουto the full στο έπακροtoil δίχτυ, επίπονη δουλειά, µόχθος, παγίδα, εργάζοµαι επίπονα

tonnage βάρος φορτίου (σε τόννους)topple ρίχνω κάτωtorpedoing τορπιλισµόςtough σκληρός, δύσκολοςtower δεσπόζω, ορθώνοµαι, επισκιάζω

93

Page 94: ALL-VOC

track ανιχνεύω, ίχνη, πίστα, µονοπάτιtractable πειθήνιος, υπάκουος, εύκολος, αντιµετωπίσιµος

traction κράτηµα (για λάστιχα και ρόδες)

tradable εµπορευτέοςtrait άγγιγµα, γνώρισµα, ιδιαιτερότητα, κληρονοµηµένο χαρακτηριστικό

tranquil ήρεµος, ήσυχος, σταθερόςtranquility γαλήνη, ηρεµίαtranquilize τράνκουλάϊζ δίνω ηρεµιστικό

transaction συναλλαγήtranscendental υπερβατικόςtranscribe µεταγράφω, αντιγράφω (λέξη προς λέξη), καταγράφω, µεταφέρω

transference µεταφορά, µετάβαση, µεταβίβαση

transgress υπερβαίνω, παραβαίνωtransition µετάβαση, πέρασµαtransmission µετάδοση, εκποµπή, διαβίβαση (σήµατος/µηνύµατος κλπ)

transmit µεταδίδωtranspire αποδεικνύοµαιtransplant µεταµόσχευσηtranspose αντιστρέφωtransposition εναλλαγή, µετατόπιση, αλλαγή θέσης/σειράς

traumatize τραυµατίζω (ψυχολογικά)traverse διασχίζωtreacherous ύπουλοςtreason προδοσίαtreaty σύµφωνο, συνθήκηtrek µακρινό επίπονο ταξίδι, οργανωµένη µετανάστευση, ταξιδεύω µε δυσκολίες

trellis καφασωτό, ξύλινο πλέγµα για αναρριχώµενα φυτά

tremendously φοβερά, σε πολύ µεγάλο βαθµό

tremor τρέµουλοtrench τάφρος (στο βυθό της

θάλασσας)tribe φυλή, είδος (ταξονοµικό)trickle στάλα, σταλαγµατιά, λεπτή ροή, σταλάζω, στάζω

trigger έναυσµα, σκανδάλη, προκαλώ, αποτελώ έναυσµα για κτ, προξενώ

trivial ασήµαντος, ελαφρός, επιπόλαιος, µονότονος, συνηθισµένος

troops στρατεύµαταtruce ανακωχή, κάνω ανακωχήtuft τούφαtug τραβώ απότοµαtuition fees δίδακτραtumble κατρακυλώ, πέφτωtumor (ιάτρ.) όγκοςturbulent ταραχώδης, θυελλώδηςturmoil αναστάτωση, αναταραχή, σάλος, φασαρία

turn of phrase έκφραση, διατύπωσηtutelage διδασκαλία, καθοδήγησηtutor καθηγητής ιδιαιτέρου µαθήµατος, βοηθός καθηγητή πανεπιστηµίου

tutorial διδακτικόςtuxedo σµόκινtwerp βλάκας, σαχλαµάρας, τενεκές ξεγάνωτος

twig κλαράκιtwilight λυκόφως, σούρουποtwinge σουβλιά, ξαφνικός πόνοςtwinkle φευγαλέα λάµψη, τρεµούλιασµα φωτός

twirl στριφογυρίζω, στροβιλίζω-οµαιtwist sv's arms εξαναγκάζω/πιέζω κπtycoon µεγιστάναςtypical of sb χαρακτηριστικό γνώρισµα κπ

ultimate έσχατος, απώτατος, ύστατος, απόλυτος

ultimately τελικά, εν τέλει, σε τελευταία ανάλυση

umpire διαιτητής τένις/µπέϊζµπολ

94

Page 95: ALL-VOC

unabashed ατάραχος, ακλόνητος, απτόητος

unabated αµείωτος, ασταµάτητοςunabridged (για κείµενο/οµιλία) πλήρης, χωρίς περικοπές

unaltered αµετάβλητος, αναλλοίωτοςunanimous οµόφωνοςunassuming σεµνός, µετριόφρωνunattainable ανέφικτοςunattended ασυνόδευτος, που δεν τον προσέχει/επιτηρεί κανείς

unauthorized αναρµόδιος, χωρίς άδεια/έγκριση

unaware απληροφόρητος, ανήξερος, ανίδεος

unbearable ανυπόφοροςunbeatable αήττητος, ανίκητοςunbiased αµερόληπτος, αντικειµενικός

unbounded απεριόριστος, απέραντοςuncanny αλλόκοτος, απόκοσµος, µυστηριώδης, παράξενος

unceasing ακατάπαυστοςunchallengeable αδιαφιλονίκητοςuncharted ανεξερεύνητος, άγνωστος, µη χαρτογραφηµένος

unclassified που δεν είναι απόρρητοςuncompromising ανένδοτος, αδιάλλακτος, ασυµβίβαστος

unconcerned αδιάφορος, που δεν νοάζεται για κτ

unconditional ανεπιφύλακτος, άνευ όρων

unconscionable ανκονσάϊαµπολ υπέρµετρος, απράλογος, υπερβολικός

unconscious αναίσθητος, ασυναίσθητος, χωρίς επίγνωση

unconsidered απερίσκεπτοςunconventional ασυνήθιστος, µη συµβατικός, έξω από τα συµβατικά πρότυπα

uncurbed ανεξέλεγκτοςuncut άκοπος, πλήρης, χωρίς

περικοπές

undaunted απτόητοςundeniable αναµφισβήτητοςunder oath που έχει ορκιστεί να πει την αλήθεια στο δικαστήριο

underachiever κακός µαθητήςunderdeveloped υπανάπτυκτοςunderdog πρόσωπο/οµάδα µε τις λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας

underdone όχι καλά ψηµένος, µισοψηµένος

underestimate υποτιµώunderfed υποσιτιζόµενοςunderfunded (για επιχείρηση κλπ) που υπολειτουργεί (λόγω έλλειψης κεφαλαίου)

undergo υφίσταµαι, υποβάλλοµαι σε, περνώ, παθαίνω

undergraduate φοιτητής που σπουδάζει για το πρώτο του πτυχίο

underground αντιστασιακός, παράνοµος

undergrowth χαµηλή βλάστηση δάσους

underlying υποκρυπτόµενος, βαθύτερος

undermentioned κάτωθι αναφερόµενος, παρακάτω

undermine υποσκάπτω, υπονοµεύωundernourished που υποσιτίζεταιunderpass υπόγεια διάβασηunderrated υποβαθµισµένος, υποτιµηµένος

understaffed µε ανεπαρκές προσωπικό

understate περιγράφω κτ µε τρόπο που υπολείπεται της αλήθειας

understatement περιγραφή / ερµηνεία που υπολείπεται της αλήθειας

understudy αντικαταστάτης ηθοποιούundertake αναλαµβάνωundertaking έργο, δέσµευση, υπόσχεση, εγχείρηµα, τόλµηµα

95

Page 96: ALL-VOC

undiluted αµιγής, ανέρωτοςundiscerning που δεν ξέρει να διακρίνει, που δεν αναγνωρίζει την καλή ποιότητα

undisputed αδιαφιλονίκητος, αδιαµφισβήτητος

undo λύνω, ξεδένω, ξεκουµπώνω, αποκαθιστώ, επαναφέρω σε προγενέστερη κατάσταση

undue αντιού υπερβολικός, αδικαιολόγητος, ανάρµοστος

unearth ξεθάβω, φέρνω στην επιφάνεια

unearthly υπερφυσικός, απόκοσµοςuneasy ανήσυχος, ταραγµένοςunequivocal σαφής, κατηγορηµατικός, που δεν χωρά αµφιβολία

uneven ανώµαλος πχ για έδαφος, ακανόνιστος, άνισος

uneventful οµαλός, ήσυχος, αδιατάρακτος

unfounded αβάσιµος, ανυπόστατος, αστήρικτος

unfulfilled ανεκπλήρωτοςuniform οµοιόµορφος, ενιαίοςuniformed ένστολοςunilateral µονοµερήςuninitiated αµύητος, χωρίς γνώσεις/εµπειρία

unkempt ατηµέλητοςunmanned µη επανδρωµένος, αυτόµατος, που δεν χρειάζεται χειριστή

unmindful απρόσεκτος, απερίσκεπτοςunmistakable σαφής, ολοφάνερος, που δεν µπερδεύεται µε άλλον

unprecedented άνευ προηγουµένου, πρωτοφανής

unprocessed µη κατεργασµένος/µη επεξεργασµένος

unqualified ακατάλληος, χωρίς τα απαιτούµενα προσόντα

unquenchable που δεν µπορεί να

ικανοποιηθεί

unravel βρίσκω, λύνωunrehearsed χωρίς πρόβα, αυτοσχέδιος, πρόχειρος

unrelenting αµείλικτος, αδυσώπητος, αµείωτος, ανυποχώρητος

unrelieved (για κτ δυσάρεστο) συνεχής, που δεν βελτιώνεται

unremarkable συνηθισµένος (χωρίς κτ το ξεχωριστό)

unrest αναταραχή, αναβρασµόςunruly απείθαρχος, ανυπάκουοςunseemly απρεπήςunsettle αναστατώνω, ταράζωunsettled αβέβαιος, ανήσυχος, µη διευθετηµένος, ασταθής, ευµετάβλητος

unsettling που προκαλεί αναστάτωση/ταραχή

unsparing άτεγκτος, που δεν χαρίζεται εύκολα, απλόχερος, γενναιόδωρος

unspeakable ανείπωτος, απερίγραπτος

unsusceptible ανεπηρέαστος, µη επιρρεπής

untangle ξεµπερδεύωunveil αποκαλύπτω, κάνω τα αποκαλυπτήρια πχ αγάλµατος

unwilling απρόθυµοςunwind χαλαρώνω, ξετυλίγωup to one's neck πνιγµένος στη δουλειά

upbringing ανατροφήupdate ενηµέρωση, παράθεση νέων πληροφοριών

upend αναποδογυρίζωupgrade αναβάθµισηupheaval αναστάτωση, αιφνίδια µαταβολή, αλλαγή που προκαλεί αναταραχές

uphill ναηφορικός, δύσκολος, επίπονος

uphold υπεραµύνοµαι, στηρίζω,

96

Page 97: ALL-VOC

διατηρώ

upkeep συντήρησηuppermost που βρίσκεται στο πιο ψηλό σηµείο, που δεσπόζει, που υπερέχει

upright όρθιος, ευθυτενής, έντιµος, ακέραιος

uprising εξέργεσηuproar φασαρία, οχλαγωγίαuprush έξαρση συναισθηµάτωνupshot αποτέλεσµα, κατάληξηupstanding έντιµος, ακέραιοςupsurge κύµα (µτφ), απότοµη άνοδοςuptake λήψη, απορρόφησηupward ανοδικόςurbane ευγενής, αβρόςurge ορµή, παρόρµηση, ακατανίκητη τάση, επιθυµία, παροτρύνω

urgent επείγων, επιτακτικόςusage χρήση, τρόπος χρήσηςusher in ταξιθέτης, κλητήρας, προποµπός, υποδέχοµαι, αναγγέλλω, προαγγέλλω

usurp σφετερίζοµαιutensil εργαλείο, σύνεργο, µαγειρικό σκεύος

utility χρησιµότητα, κοινωφελής υπηρεσία

utility pole στύλος ηλεκτρικού ρεύµατος/τηλεφωνικών γραµµών

utilize χρησιµοποιώutmost µέγιστος, ύψιστος, έσχατοςutter απόλυτος, πλήρης, ξεστοµίζω, λέω

utterly τελείως, εντελώς, πέρα για πέρα

vacancy άδεια θέση εργασίας, κενό δωµάτιο, κενότητα

vacant άδειος, κενός (για χώρο/θέση)vacate εκκενώνω, αδειάζωvaccinate εµβολιάζωvaccine εµβόλιο,δαµαλίς, βατσίναvacillating που αµφιταλαντεύεται, αναποφάσιστος

vagabond αλήτης, άτοµο που γυρίζει στος δρόµους

vague ασαφής, ακαθόριστος, αόριστος

vaguely αόριστα, ακαθόριστα, ελαφρώς

vain µάταιος, µαταιόδοξοςvale κοιλάδαvaliant γενναίος, ηρωικόςvaliantly γενναίαvalid ισχύων, έγκυρος, βάσιµοςvalor γεναιότητα, ανδρεία, πολεµική αρετή

valuable πολύτιµοςvaluation εκτίµησηvanish εξαφανίζοµαιvanity µαταιοδοξία, µαταιότητα, έπαρση

vanquish κατατροπώνωvanquish υπερνικώvapor ατµός, αχνόςvaporize αξατµίζω-οµαιvariable ευµετάβλητος, άστατοςvariance διαφορά, αντίθεσηvariant παραλλαγή, διαφοροποίησηvariation παραλλαγή, διαφορά, µεταβολή

various ποικίλος, διάφοροςvarnish βερνίκιvast τεράστιος, απέραντος, αχανήςvastly σε µεγάλο βαθµό, πάρα πολύvault θόλος, θολωτή στέγη, θησαυροφυλάκιο τράπεζας, άλµα, πηδώ

vaulted (για οροφή/στέγη) θολωτός, αψιδωτός

veal µοσχαρίσιο κρέαςvegetation βλάστησηvehement σφοδρός, έντονος, βίαιος, παθιασµένος, ορµητικός, φλογερός

vehemently µε επιθετικότητα/σφοδρότητα

vehicle όχηµα, µέσοveil πέπλο, καλύπτω µε πέπλο,

97

Page 98: ALL-VOC

καλύπτω, κρύβω, σκεπάζωvein φλέβαvellum περγαµηνήvelocity ταχύτηταvendor πωλητής (συν υπαίθριος), πωλητής ακινήτου, µικροπωλητής

venerable σεβάσµιος, αξιοσέβαστοςvengeance εκδίκησηvengeful εκδικητικόςvenom δηλητήριο, φαρµάκιventilation εξαερισµόςventilator αεραγωγός, ανεµιστήρας, εξαερισµός

venture εγχείρηµα (κυρίως επιχειρησιακό), ριψοκινδυνεύω, αποτολµώ πχ να πάω κπ

venue τόπος/χώρος όπου θα γίνει κτ (πχ συναυλία), δωσιδικία, τοποθεσία, τόπος, τόπος εκδίκασης, τόπος συγκέντρωσης

veracity αλήθεια, ορθότηταverbal λεκτικός, προφορικόςverbose πολυλογάς, φλύαροςverdict πόρισµα, κρίση, ετυµηγορίαverification εξακρίβωση, επαλήθευσηverify εξακριβώνω, επαληθεύω, επιβεβαιώνω

verily αληθώς, όντως, πράγµατιveritable αληθινός, γνήσιοςversatile µε πολλές χρήσεις/εφαρµογές, πολύπλευρος, πολυτάλαντος

verse έµµετρος λόγος, στίχοι, στροφή ποιήµατος

version ερµηνεία, εκδοχή, έκδοση, παραλλαγή, µεταφορά/µετάφραση/εκδοχή (για ταινία/θεατρικό έργο κλπ)

vertical κάθετος, κατακόρυφοςvertigo ίλιγγοςvessel αγγείο, σκάφοςvest γιλέκοvestige κατάλοιπο, αποµεινάρι, ίχνος, µόριο

veto βέτο, αρνησικυρία, απόλυτη απαγόρεση, προβάλλω βέτο, απαγορεύω ρητά, αρνούµαι επικύρωση

vex εκνευρίζω, ενοχλώvexed ακανθώδης, επίµαχος, ενοχληµένος

via µέσωviable εφικτός, εφαρµόσιµος, πραγµατοποιήσιµος

vibrant που σφύζει από ζωή/ενέργεια, έντονος, ζωηρός (για χρώµα)

vibration δόνηση, κραδασµόςvicinity περιοχή κοντά σε κπ µέροςvicious ακόλαστος, διεφθαρµένος, εµπαθής, κακοήθης, οργίλος, φαύλος, µοχθηρός, άγριος, επιθετικός, επικίνδυνος

vicious cycle φαύλος κύκλοςvie with ανταγωνίζοµαι, συναγωνίζοµαι

viewer θεατής, τηλεθεατήςvigilant προσεκτικός, που επαγρυπνάvigor δύναµη, ρώµηvigorous ρωµαλέος, έντονος, ζωηρόςvile αηδής, αισχρός, ποταπός, χυδαίοςvillain ο κακός σε έργο, παλιάνθρωπος, κακούργος

vindicate δικαιώνω, δικαιολογώ, αποδεικνύω την αθωότητα κπ, απαλλάσσω

vine κλήµαvintage κρασί συγκεκριµένης σοδειάς, τρύγος

violate παραβιάζωviper οχιάvirile αντρικός, αρρενωπόςvirous ιόςvirtual ουσιαστικός, κατ' ουσίανvirtue αρετήvirtuosity δεξιοτεχνίαvirtuous αγνός, ενάρετος, ηθικός, χρηστός

virulent βίρουλεντ φαρµακερός,

98

Page 99: ALL-VOC

δηκτικός

visionary διορατικός, οξυδερκήςvital ζωτικός, κρίσιµος, ζωηρόςvivacious ζωηρός, κεφάτοςvivid έντονος (για χρώµα), ζωντανός, παραστατικός, ζωηρός

vocation κλίση, φυσική ικανότητα για συγκεκριµένη δουλειά, λειτούργηµα

vogue µόδα, συρµός, πέραση (κυρ. περαστική)

void κενό (άδειος χώρος/συναισθηµατικό), κενός, άδειος, που του λείπει κτ, άκυρος, που στερείται νοµικής ισχύος

volume όγκος, ένταση ήχου, τόµοςvoluminous φαρδύ ρούχο, πολύπτυχο, πολύ µεγάλος, ογκώδης

voluntary εθελοντικός, εκούσιος, οικειοθελής, προαιρετικός

vomit κάνω εµετόvoracious αδηφάγος, αχόρταγοςvoracity αδηφαγία, λαιµαργίαvote ψήφος, αριθµός ψηφοφόρωνvouch for επιβεβαιώνω, εγγυώµαιvow όρκος, υπόσχεση, ορκίζοµαιvulgar χυδαίος, πρόστυχος, φανταχτερός, κακόγουστος

vulnerable τρωτός, ευάλωτος, ευπρόσβλητος

wad δέσµη, µάτσοwade διασχίζω µε τα πόδια, διασχίζω έκταση µε νερά, προχωρώ µε κόπο

wag κουνώ ουρά σκύλου/δάχτυλο/κεφάλι

wage διεξάγωwager στοίχηµα, στοιχηµατίζωwail θρήνος, θρηνώ, κλαψουρίζω, ουρλιάζω

wait on σερβίρω, εξυπηρετώ κπ σε µαγαζί, υπηρετώ

walking stick µπαστούνιwalkout απεργίαwalkover εύκολη νίκηwan άτονος, αχνός, ασθενικός,

άχρωµος, σκούρος, χλωµός, ωχρόςwand µαγικό ραβδίwander περιφέροµαιwane ελαττώνοµαι, µειώνοµαι βαθµιαία

want έλειψη, ανάγκη, επιθυµίαwanting in sth που του λείπει κτwarcraft πόλεµος, πολεµικός, πολεµώ, συγκρούοµαι, αντιµάχοµαι, διεξάγω πόλεµο

warden δεσµοφύλακας, διευθυντής φυλακής

warehouse αποθήκη εµπορευµάτωνwarily επιφυλακτικά, προσεκτικάwarm-up ζέσταµα (στη γυµναστική)warp σκεβρώνω, στρεβλώνωwarrant ένταλµαwarranty εγγύηση προϊόντοςwary προσεκτικός, επιφυλακτικόςwary of επιφυλακτικόςwash up πλένω χέρια και πρόσωποwashout φιάσκο, πλήρης αποτυχίαwatchful παρατηρητικός, άγρυπνοςwater-soluble διαλυτός στο νερόwave χαιρετώ κουνώντας το χέρι, κουνώ χέρια/µαντήλι

wayward dύστροποςwear thin (για άποψη/δικαιολογία κλπ) παλιώνω, δεν πείθω πλέον, άποψη που δεν πείθει κανέναν

weary ουέαρι κουρασµένος, αποκαµωµένος

weather αλλοιώνω-οµαι λόγω των καιρικών συνθηκών, ανταπεξέρχοαµι, ξεπερνώ

weave υφαίνω (ύφασµα), πλέκω (καλάθι κλπ)

wed παντρεύοµαιwedge σφήναweed αγροχόρταροweep κλαίω, θρηνώweight βαρύτητα, κύρος, επιρροή, σπουδαιότητα, ζυγίζω, µελετώ προσεκτικά, σταθµίζω, ζυγίζω (µτφ)

99

Page 100: ALL-VOC

weighty βαρύνων, βαρύς, βαρυσήµαντος, σοβαρός, σπουδαίος, ογκώδης

weird αλλόκοτος, παράξενοςweld συγκολλώ µέταλλα µε τήξη/πίεση

welfare ευηµερία, κρατική επιδότηση σε ανέργους/αρρώστους κλπ

well in advance εκ των προτέρων, έγκαιρα

well-off ευκατάστατοςwharf αποβάθραwhatsoever καθόλουwheeze ασθµαίνωwhereabouts που, µέρος που πιθανώς βρίσκεται κπ/κτ

whereas ενώwhereby σύµφωνα µε το οποίοwhet sb's appetite κάνω κπ περίεργο να έχει/θέλει περισσότερο

whim καπρίτσιο, ξαφνική επιθυµίαwhimper κλαψουρίζωwhimsical εκκεντρικός, καπριτσιόζικος

whine κλαψούρισµα, σφύριγµα, ενοχλητικός ήχος µηχανής κλπ, κλαψουρίζω

whip µαστίγωµα, µαστιγώνω, χτυπώ κρέµα/αβγά

whir βοµβώwhirl στροβιλίζω-οµαι, κινώ-ούµαι ή στρέφω-οµαι γρήγορα

whisk χτυπώ αβγά/κρέµα κλπwhisper ψίθυροςwhistle σφυρίζωwhite elephant άχρηστη ιδιοκτησίαwholesaling χονδρεµπόριοwholesome υγιεινός, θρεπτικός, ωφέλιµος, ευεργετικός

wholly ολοκληρωτικά, τελείωςwhoop ξεφωνητό, κραυγή χαράςwick φιτίλιwicked γουίκεντ κακός, µοχθηρόςwidespread εκτεταµένος, ευρέως

διαδεδοµένος, γενικόςwilderness αγριότοπος, ερηµιά, ερηµότοπος

willful πεισµατάρης, σκόπιµος, εσκεµµένος

willow ιτιάwince µορφάζω από πόνο κλπwind chimes µελωδός (κρεµαστά διακοσµητικά που κουδουνίζουν µε τον αέρα)

wind (wound-wound) τυλίγωwindshield µπροστινό τζάµι αυτοκινήτου, παρπρίζ

windswept ανεµοδαρµένοςwinezed σταφιδιασµένος, ρυτιδιασµένος

wink κλείνω το µάτι πχ για σινιάλο, τρεµολάµπω (για φως κλπ)

winning streak περίοδος τύχης, ρένταwipe σκουπίζωwishful thinking ευσεβής πόθοςwistful νοσταλγικός, µελαγχολικόςwith a view to µε σκοπό/βλέψειςwith an eye to µε βλέψεις ναwith good cause δικαιολογηµέναwith regard to σχετικά µεwith respect to σχετικά µεwithdraw αποσύρω-οµαι, κάνω ανάληψη από τράπεζα

withdrawal στέρηση, απεξάρτηση από τα ναρκωτικά κλπ

wither µαραίνω-οµαιwithold κατακρατώ, παρακρατώ, αποκρύπτω αλήθεια

without fail οπωσδήποτεwithstand αντέχω, ανθίσταµαιwitless άµυαλος, ανόητοςwitness µαρτυρώ, δείχνωwobble ταλαντεύω-οµαι, κουνώ-ιέµαιwobbly ασταθής, τρεµουλιαστόςwoe θλίψηwoo προσπαθώ να κερδίσω την υποστήριξη κπ

wooded κατάφυτος, δασώδης

100

Page 101: ALL-VOC

workout άσκηση (γυµναστική)worrisome ανησυχητικόςworship λατρεία, λατρεύω, εκκλησιάζοµαι

worthwhile που αξίζει τον κόπο, που αξίζει χρήµατα/κόπο

woven υφασµένοςwrangle καβγάς, λογοµαχία, καβγαδίδω, λογοµαχώ

wrap τύλιγµα, κάλυµµα, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω

wrapped up αποφασισµένοςwrath οργήwreath στεφάνιwreck συντρίµµια, ναυάγιο, ερείπιο, σαράβαλο

wreckage συντρίµµιαwrench στραµπουλίζωwrestle παλεύωwretched άθλιος, πολύ άσχηµος, δυστυχισµένος, αξιολύπητος

wriggle ξεγλυστρώwrinkle ζάρα, ρυτίδα, ζαρώνωwrinkling ρυτίδιασµαwrite-off διαγραφή χρέουςwrite-up κριτική ταινίας/βιβλίου κλπ (σε εφηµερίδα/περιοδικό)

writhe σφαδάζω, σπαρταράωwrongdoing αδίκηµαwry ειρωνικός, σαρκαστικός, πικρόχολος

yarn νήµα, ιστορία υπερβολική/φανταστική

yawn χασµουριέµαιyearn ποθώ, λαχταρώyearn for ποθώ, λαχταρώ, επιθυµώ έντονα (συν. κτ δυσαπόκτητο)

yearning λαχτάρα, νοσταλγίαyeast µαγιάyell φωνάζω, ουρλιάζωyelp σύντοµο και οξύ γάβγισµα, τσίριγµα διαπεραστική κραυγή

yield αποφέρω, αποδίδω, αποδίδω οφέλη, αποφέρω σοδειά, υποχωρώ

yield παράγω, αποδίδω, αποφέρω(σοδειά/κέρδος/αποτέλεσµα κλπ), ενδίδω, υποχωρώ

yield to αντικαθίσταµαι απόzany γελοίος, γελωτοποιός, δουλικός ακόλουθος

zeal ζήλοςzealously όλο ζήλο, ενθουσιωδώς, ένθερµα

zest κέφι, ενθουσιασµός, "όρεξη"zinc ψευδάργυροςzipper φερµουάρ

101