λ

2
αναφιλητό ανέγγιχτος ανελλιπώς ανενδοίαστα ανεπιθύμητος ανεπίληπτος ανεξιθρησκία (αλλά θρησκεία) ανδρεία, ανανδρία ανιδιοτελής ανταλλάσσω αντενδείκνυται αντεπιστέλλον [μέλος] αντικρίζω, αντίκρισμα, αντίκρυ αντίρρηση ανυπερθέτως αόμματος απαθανατίζω απαλλοτριώνω απαρχαιωμένος απεκδύομαι αποδιοπομπαίος (προσοχή στη σειρά των γραμμάτων) αποθαρρυντικός αποκομμένος αποκύημα απολέσει [στον παρακ.:έχω απολέσει] απόρριμμα, απορρίπτω απόρροια απορροφώ αποσβολωμένος αποσόβηση απρόσκοπτος αράθυμος αρνησικυρία αρραβώνας αρραγής αρρενωπός άρρηκτος αρρώστια, άρρωστος αρχαιοκαπηλία

Transcript of λ

( ) , [] , , ( ) [ .: ] , ,