ΠΑΡΑΜΥΘΙ

10
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ 7 ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΘΗΒΑΣ

Transcript of ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Page 1: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ

7 ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΘΗΒΑΣ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ

7 ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΘΗΒΑΣ

Page 2: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Κάποτε ανατολικά της Τουρκίας ,ζούσε ένας βασιλιάς μέσα στο

παλάτι του. Αυτός ο βασιλιάς ήταν πολύ τεμπέλης,καθόταν

συνέχεια.

Δεν έκανε καμία απολύτως δουλειά. Ήταν φυσικά βασιλιάς και

καθόταν σε ένα αναπαυτικό και πολύ μεγάλο στρώμα Το μόνο

που του άρεσε ήταν να ακούει παραμύθια. Μόνο έτσι ήταν

ευτυχισμένος. Άκουγε συνεχώς παραμύθια. Οι παραμυθάδες τον

ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε

Κι όλη την ημέρα ήταν υποχρεωμένοι να του διηγούνται

παραμύθια και σταματούσαν μόνο όταν ο βασιλιάς κοιμόταν.

Έτυχε λοιπόν μια μέρα που ο βασιλιάς αποκοιμήθηκε οι

παραμυθάδες σιγά σιγά έφυγαν από το παλάτι και

εξαφανίστηκαν.Κρύφτηκαν όλοι.O βασιλιάς ξαφνικά ξύπνησε

και είδε γύρω του ότι δεν υπήρχε κανείς και έψαχνε

απεγνωσμένα κάποιον να του διηγηθεί ένα παραμύθι.

Page 3: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Είχε μελαγχολήσει τόσο πολύ που αρρώστησε.Οι γιατροί που

τον εξέτασαν είπαν πως έχει σοβαρό πρόβλημα.Οι 12

σύμβουλοι του βασιλιά αποφάσισαν να στείλουν

αγγελιοφόρο στα γύρω χωριά να βγάλει ανακοίνωση ότι ο

βασιλιάς ζητάει κάποιον που να διηγείται παραμύθια.

Έτσι κι έγινε.Όλοι οι χωριανοί λοιπόν μαζεύτηκαν γύρω από

τον αγγελιοφόρο.

Η απόφαση του βασιλιά έλεγε ότι ο βασιλιάς επιθυμούσε

κάποιον να του λέει συνεχώς παραμύθια.Να μην σταματάει

όμως ποτέ!

Αν το κατάφερνε αυτό θα του έδινε ένα τσουβάλι με χρυσά

νομίσματα ,αλλά και θα παντρευόταν και την πολύ όμορφη

πριγκίπισσα,κόρη του βασιλίά.

Page 4: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Στο τέλος όμως της ανακοίνωσης έγραφε ότι όποιος δεν

μπορούσε να διηγείται συνέχεια παραμύθια θα

αποκεφαλιζόταν!

Όλοι τρόμαξαν και είπαν : «A δεν νομίζω,δεν νομίζω να πάει

κανείς»Ο Βασιλιάς περίμενε ,περίμενε και ερχόταν κανείς .

Μια μέρα ήρθαν τρεις χωρικοί για να του διηγηθούν

παραμύθια.

Page 5: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ο πρώτος άρχισε να διηγείται και επί τρεις μήνες δεν

σταματούσε.

Κάποια στιγμή όμως ο χωρικός κουράστηκε και σταμάτησε

να του διηγείται.Ο βασιλιάς εκνευρίστηκε και διέταξε να τον

αποκεφαλίσουν.

Οι άλλοι δύο χωρικοί τρόμαξαν κι έφυγαν.Ο βασιλιάς πάλι

έπεσε σε βαριά μελαγχολία.Έτυχε μια μέρα ένας ξένος

όμορφος που δεν τον ήξερε κανείς να έρθει στο παλάτι.

Εσύ είσαι ο βασιλιάς;τον ρώτησε.-Ναι.

Θέλω να σου διηγηθώ λοιπόν ένα παραμύθι.

-Μπορείς;

Page 6: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

-Bέβαια του είπε ο ξένος.Μπορώ να σου διηγηθώ ένα

παραμύθι μέχρι το τέλος.Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε.

Αλλά πρώτα,θέλω να μου δείξεις τα δώρα:τα φλουριά και

φυσικά την κόρη σου που θα την παντρευτώ.Του έδειξαν το

χρυσάφι και ήρθε και η όμορφη πριγκίπισσα.

-Δέχομαι είπε βασιλιά μου. «Θα σου διηγηθώ ένα

παραμύθι»

-Ο βασιλιάς είπε:Έλα λοιπόν να καθήσουμε να μου διηγηθείς

τώρα αμέσως.Έτσι ο ξένος πλησίασε τον βασιλιά κάθισε και

άρχισε να του διηγείται την ιστορία:

Page 7: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Kάποτε ένας βασιλιάς πολύ παλιά είχε μαζέψει από όλα τα

χωριά και από όλες τις πόλεις όλο το σιτάρι και το έβαζε

μέσα σε μια πολύ μεγάλη αποθήκη.

Ήταν τόσο μεγάλη η αποθήκη που για να την διασχίσεις με

τα πόδια χρειαζόσουν μια μέρα ολόκληρη.Από το πρωί μέχρι

το βράδυ.

Ήταν τόσο μεγάλη η αποθήκη και εκεί έβαζαν όλο το σιτάρι. Αυτή η

αποθήκη όμως δεν είχε πόρτα ούτε παράθυρα .Δεν είχε ούτε καν

καμινάδα, ήταν κλειστή από όλες τις μεριές για να μην μπορεί να μπει

τίποτα μέσα.

Μια μέρα έβρεξε αλλά δεν έπεσε νερό, έβρεξε ακρίδες κι έπεσαν

χιλιάδες ακρίδες πάνω στην γη. Οι ακρίδες άρχισαν να τρώνε τα

δέντρα ,το στάρι,τα σταφύλια τα φύλλα από όλα τα φυτά.Έφαγαν τα

πάντα ,δεν άφησαν τίποτα.

Page 8: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Έμεινε μόνο το χώμα στα χωράφια,τίποτα άλλο δεν έμεινε.Οι

ακρίδες μύρισαν το σιτάρι που ερχόταν μέσα από την

αποθήκη,αλλά δεν μπόρεσαν γιατί ήταν κλειστή.

Κι άρχισαν σιγά σιγά να ψάχνουν μήπως βρουν κάποιο άνοιγμα.

Ξαφνικά μια ακρίδα βρήκε ένα μικρό άνοιγμα και μπήκε μέσα.

Άρχισε σιγά σιγά να τρώει και έφυγε.

Η άλλη ακρίδα που την είδε με το σιτάρι στο στόμα να φεύγει

μπήκε μέσα και ξαφνικά άρχισε να μπαίνει κι η τρίτη κι η τέταρτη

κι η Πέμπτη κι άρχισαν να μπαινοβγαίνουν.

Ο ξένος συνέχισε να διηγείται αυτήν την ιστορία.Μια μια ακρίδα

έμπαινε κι έβγαινε.Ο βασιλιάς όμως ακούγοντας συνεχώς αυτήν

την ιστορία κουράστηκε γιατί είχε δημιουργηθεί μια ουρά από

ακρίδες που έμπαιναν μέσα στην αποθήκη και του είπε :

Page 9: ΠΑΡΑΜΥΘΙ

«Σταμάτα,σταμάτα .Πότε θα τελειώσει αυτή η ιστορία;-

«Περίμενε,περίμενε του είπε ο ξένος διότι αυτή την ιστορία δύο

χρόνια στην διηγούμαι και όλες οι ακρίδες δεν έχουν τελειώσει

ακόμα.»

Πότε θα τελειώσει; Pώτησε ο βασιλιάς.

–Σου έχω πει μόνο ένα μικρό κομμάτι της.Όλες αυτές οι ακρίδες για

να μπουν μέσα και να φάνε όλο το σιτάρι στην αποθήκη πρέπει να

περάσουν εξακόσια χρόνια.

Ο βασιλιάς είπε :θα περιμένω εξακόσια χρόνια; ‘Όχι ,σε παρακαλώ

σταμάτησε.Δεν μπορώ άλλο.Κέρδισες ,κέρδισες το στοίχημα.Δεν

μπορώ άλλο να ακούω αυτήν την ιστορία.Δεν μπορώ .Έχω εκνευριστεί

πάρα πολύ.Ο Ξένος λοιπόν χάρηκε και έτσι κέρδισε το χρυσάφι και

παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά.Ο βασιλιάς λοιπόν ήταν

ευτυχισμένος γιατί σταμάτησε να ακούει παραμύθια και έζησε έτσι

μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Page 10: ΠΑΡΑΜΥΘΙ