1lyk-alexandr.evr.sch.gr1lyk-alexandr.evr.sch.gr/myFiles/myDocs/ergasia-pd.docx · Web viewΣτα...

Click here to load reader

Transcript of 1lyk-alexandr.evr.sch.gr1lyk-alexandr.evr.sch.gr/myFiles/myDocs/ergasia-pd.docx · Web viewΣτα...

Τεχνικές λήψης

34

Ιστορία της φωτογραφίαςCamera obscura

Οι πρώτες φωτογραφίες αποτελούν ουσιαστικά απλές προβολές εικόνων πάνω σε κάποια επιφάνεια. Ως πρώτη φωτογραφική "μηχανή" μπορεί να θεωρηθεί ένα σκοτεινό δωμάτιο ή κουτί (camera obscura) που στη μία άκρη διαθέτει μια γυαλιστερή επιφάνεια και στην απέναντι άκρη μία πολύ μικρή οπή.

Τον  4ο π.Χ. αιώνα, ο Αριστοτέλης περιγράφει τον τρόπο που λειτουργεί η απλούστερη φωτογραφική μηχανή, η γνωστή ως camera obscura. Αργότερα, στον 11ο αιώνα, ο άραβας επιστήμονας Αλχαζέν περιγράφει το ίδιο φαινόμενο. Στα 1550 είχε ήδη συντελεστεί μια σημαντική τροποποίηση της camera obscura και συγκεκριμένα η προσθήκη ενός κοίλου φακού στην οπή εισόδου του φωτός, από τον Girolamo Gardano. Το 1568 ο Daniello Barbaro επινόησε επιπλέον ένα είδος διαφράγματος που επέτρεπε την εστίαση της εικόνας, ενώ το 1636 ο Daniel Schwenter εφεύρε ένα σύστημα πολλαπλών φακών, πρόδρομο του σημερινού ζουμ. Μπορούμε να πούμε πως η φωτογραφική μέθοδος του 16ου αιώνα λειτουργεί πάνω στις ίδιες αρχές με τις σύγχρονες φωτογραφικές μηχανές.

Οι μετέπειτα μεταβολές της πρωταρχικής camera οbscura οδήγησαν κυρίως σε περισσότερο ελαφρές μηχανές. Παράλληλα ξεκίνησαν οι προσπάθειες για την μόνιμη αποτύπωση της εικόνας σε μια φωτοευαίσθητη επιφάνεια, καθώς η απλή camera obscura δεν μπορούσε να διατηρήσει τα είδωλα των αντικειμένων.

Χημική φωτογραφία

Τα πρώτα πειράματα πάνω σε φωτοευαίσθητα υλικά χρονολογούνται περίπου στις αρχές του 18ου αιώνα και ανήκουν στον Γιόχαν Χάινριχ Σούλτσε (Johann Heinrich Schulze), ο οποίος είχε πετύχει την αποτύπωση του φωτός πάνω σε ένα φωτοευαισθητοποιημένο χαρτί αλλά στάθηκε αδύνατη η στερέωση της εικόνας.

Ο Γάλλος ερευνητής Νικηφόρος Νιέπς το 1826  κατάφερε να αποτυπώσει απευθείας σε "θετικό" την πρώτη φωτογραφία της ιστορίας. Για την αποτύπωση της φωτογραφίας αυτής απαιτήθηκε έκθεση στο φως για διάστημα οκτώ ωρών και το θέμα της ήταν οι στέγες των παραθύρων ενός χωριού της Γαλλίας. Ο ίδιος ο Νιέπς ονόμασε την τεχνική του ηλιογραφία και προσπάθησε - χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία - να την διαδώσει.

Παράλληλα με τον Niépce, ο αυτοαποκαλούμενος ζωγράφος Λουί Ζακ Μαντ Νταγκέρ (Louis Jacques Mande Daguerre), πειραματιζόταν επίσης με την τεχνική της φωτογραφίας και ήταν ο ίδιος που πρότεινε στον Νιέπς να συνεργαστούν εμπορικά. Αν και ο Νταγκέρ δεν είχε ιδιαίτερες επιστημονικές γνώσεις, μετά το θάνατο του Νιέπς, το1833, επιδόθηκε στην τελειοποίηση της μεθόδου του και τελικά τα κατάφερε, επινοώντας τη μέθοδο της νταγγεροτυπιας, την οποία ανακοίνωσε και επίσημα το1839. Η μέθοδος αυτή βασίστηκε στη δημιουργία μιας θετικής φωτογραφίας και ως τεχνική ήταν παραπλήσια αυτής που χρησιμοποιούν οι σύγχρονες μηχανές τύπου Πολαρόιντ.

Νωρίτερα ωστόσο από τον Νταγκέρ, ο Άγγλος λόγιος και επιστήμονας Ουίλιαμ Φοξ Τάλμποτ (William Fox Talbot) είχε ανακαλύψει μια άλλη αντίστοιχη μέθοδο, την οποία είχε κρατήσει μυστική. Μετά την γνωστοποίηση της δαγεροτυπίας, έσπευσε να την ανακοινώσει ερχόμενος και σε ρήξη με τον Νταγκέρ σχετικά με την πατρότητα της φωτογραφίας. Ο Τάλμποτ ονόμασε αρχικά την τεχνική του καλοτυπία αλλά αργότερα μετονομάστηκε σε ταλμποτυπία. Επρόκειτο ουσιαστικά για την δημιουργία μιας ενδιάμεσης αρνητικής εικόνας, που αργότερα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αναπαραγωγή της θετικής, πραγματικής εικόνας. Η καλοτυπία υστερούσε σε ποιότητα έναντι της νταγκεροτυπίας.

Από πολλούς ο Talbot θεωρείται πατέρας της σύγχρονης φωτογραφίας, κυρίως διότι συνέλαβε τη σχέση ανάμεσα στην αρνητική και θετική φωτογραφία. Οι όροι αρνητικό και θετικό χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον Τζον Χέρσελ (John Herschel), φίλο του Τάλμποτ. Επιπλέον ο Τάλμποτ ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε βιβλίο με συλλογή φωτογραφιών, ενώ λειτούργησε την πρώτη επιχείρηση μαζικής αναπαραγωγής και πώλησης φωτογραφιών.

 

Διάδοση της φωτογραφίας

Οι όποιες ατέλειες του αρνητικού της καλοτυπίας, σταδιακά περιορίστηκαν με την παράλληλη εξέλιξη της τεχνικής και ειδικότερα με τη χρήση ειδικών γυάλινων πλακών, αρχικά υγρών και αργότερα ξηρών, οι οποίες έπαιζαν το ρόλο των σύγχρονων φιλμ και υποκαθιστούσαν όλα τα χημικά που απαιτούνταν παλαιότερα. Οι πλάκες αυτές ωστόσο ζύγιζαν αρκετά, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να διαδοθεί η χρήση της φωτογραφικής μηχανής.

Τον Ιούλιο του 1888 πραγματοποιήθηκε η επαναστατική για την εποχή ανακάλυψη του φιλμ σε ρολό. Η ιδέα ανήκε στον Τζορτζ Ίστμαν (George Eastman), τραπεζικό υπάλληλο, ο οποίος κατασκεύασε έτσι την πρώτη φωτογραφική μηχανή-κουτί (box camera), την οποία και ονόμασε Kodak. Η μηχανή αυτή χαρακτηριζόταν από μικρό βάρος (περίπου ένα κιλό), είχε μικρές διαστάσεις και διέθετε ένα σταθερό διάφραγμα. Ήταν επιφορτωμένη με ένα ρολό φωτοευαίσθητου χαρτιού πάνω στο οποίο μπορούσαν να αποτυπωθούν πολλές φωτογραφίες, τις οποίες αναλάμβανε το εργοστάσιο της Kodak να εμφανίσει και να τυπώσει. Η ανακάλυψη αυτή αποτέλεσε ορόσημο για την μαζική χρήση της φωτογραφικής μηχανής, ενώ είχε συμβολή και στην εμπορική ανάπτυξη της φωτογραφίας. Από την περίοδο αυτή μέχρι σήμερα ελάχιστες σημαντικές τροποποιήσεις συντελέστηκαν στη χημική φωτογραφία, με κυριότερη ίσως την τεχνική της έγχρωμης φωτογραφίας.

Έγχρωμη φωτογραφία

Η τεχνική της φωτογραφίας χρώματος εξερευνήθηκε σε ολόκληρη τη διάρκεια του19ου αιώνα. Τα αρχικά πειράματα αποτύγχαναν να αποτρέψουν το χρώμα από την εξασθένιση. Η πρώτη φωτογραφία χρώματος αποτέλεσε γεγονός το 1861 χάρη στο φυσικό James Clerk Maxwell.

Το πρώτο έγχρωμο φιλμ (Autochrome) κυκλοφόρησε ως εμπορικό προϊόν το 1907 αλλά η σύσταση του ήταν διαφορετική από του μεταγενέστερου φιλμ Kodachrome, που κυκλοφόρησε το 1935 βασισμένο σε τρία επιχρωματισμένα στρώματα, το κάθε ένα ευαίσθητο σε ένα από τα τρία πρωτεύοντα χρώματα (μπλε, πράσινο και κόκκινο).

Τα έγχρωμα φιλμ διακρίνονται σε έγχρωμα αρνητικά ή έγχρωμα θετικά (ή διαφάνειες, slides).

Ψηφιακή φωτογραφία

Η ψηφιακή φωτογραφία αποτελεί ίσως την τελευταία σημαντική εξέλιξη σε ότι αφορά την τεχνική της φωτογραφίας. Σε αυτές αντί για το κοινό "χημικό" φιλμ χρησιμοποιούνται φωτοευαίσθητοι αισθητήρες. Το μέρος της φωτογραφικής μηχανής που βοηθά την εστίαση της εικόνας είναι το ίδιο. Βέβαια συνοδεύεται πια από πολλά

Τα μέσα αναπαραγωγής της εικόνας είναι οι ίδιες οι φωτογραφικές μηχανές, οι οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών αλλά και μυριάδες μέσα ψηφιακής απεικόνισης. Για κάθε ένα από αυτά χρειάζεται η προσαρμογή της μορφής καταγραφής στις απαιτήσεις του συστήματος.

Η πρώτη εμπορική ψηφιακή φωτογραφική μηχανή παρουσιάστηκε το 1990. Σήμερα οι ψηφιακές μηχανές αποτελούν ευρύτατα διαδεδομένα καταναλωτικά προϊόντα, ενώ συνεχίζουν να εξελίσσονται ενσωματώνοντας επιπλέον δυνατότητες, όπως και βιντεοσκόπηση, με ή χωρίς καταγραφή ήχου.

Εξοπλισμός

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ   1. Medium Format Digital     

2. Ψηφιακές Μηχανές SLR

3. Compact με Εναλλασσόμενους Φακούς

O Φακός

Ένα από τα σημαντικότερα τμήματα μιας φωτογραφικής μηχανής αποτελεί ο φακός της. Είναι ο μηχανισμός εκείνος που μετατρέπει τον τρισδιάστατο κόσμο που ζούμε σε ένα είδωλο δύο διαστάσεων που αποτυπώνεται πάνω στο φιλμ ή στο CCD. H ποιότητα του φακού καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, και την ποιότητα των φωτογραφιών μας. Ένας πολύ καλός φακός ακόμα και σε μια μέτρια μηχανή, θα βγάλει τεχνικά καλές φωτογραφίες. Αντίθετα, η τοποθέτηση ενός φακού χαμηλής ποιότητας σε μια καλή μηχανή, θα δίνει πάντα χαμηλότερης ποιότητας φωτογραφίες.

Λειτουργίες του φακού

Οι φακοί δημιουργούν τα είδωλα πάνω στο φιλμ ή στο CCD, με τον ίδιο τρόπο που ένας μεγεθυντικός φακός μαζεύει το φώς του ήλιου για να κάψει ένα κομμάτι χαρτί. Οι σύγχρονοί φακοί είναι πολύπλοκα μηχανικά εξαρτήματα, έχουν σχεδιαστεί από υπολογιστές και είναι κατασκευασμένοι να δίνουν εικόνες εξαιρετικής ακρίβειας και λεπτομέρειας. Παρόλη την πολυπλοκότητα και το πλήθος των οπτικών στοιχείων από τα οποία αποτελείται, είναι ελαφρύς και εύχρηστος.

Το διάφραγμα

Ένα σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει ένα φακό είναι το άνοιγμα του διαφράγματος. Το διάφραγμα είναι ένας από τους μηχανισμούς με τους οποίους μπορούμε να επέμβουμε σε μια φωτογραφία. Ο άλλος μηχανισμός είναι ο φωτοφράκτης. Όσο πιο μεγάλο το διάφραγμα, τόσο πιο πολύ φώς μπορεί να περάσει μέσα από το φακό. Οι τιμές του διαφράγματος (που συμβολίζεται με f) είναι συνήθως οι εξής: f/1, f/1.4, f/2, f/2.8, f/4, f/5.6, f/6.7 f/8, f9.5, f/11, f/13, f/16, f/19, f/22, f/27 και ανεβαίνει σε μερικά μοντέλα ακόμα πιο πολύ. Όπως βλέπουμε, όσο το διάφραγμα είναι ανοιχτό, τόσο μικρότερη τιμή παίρνει, και τόσο περισσότερο φώς αφήνει να περάσει. Όσο κλείνει το διάφραγμα ή μεγαλώνει η τιμή του, τόσο λιγότερο φώς αφήνει να περάσει μέσα από το φακό. Η μεταπήδηση από μια τιμή διαφράγματος σε μια επόμενη ή προηγούμενη τιμή αντιστοιχεί σε ένα “stop” (διαβάθμιση). Μεταξύ δύο διαδοχικών τιμών διαφράγματος της παραπάνω κλίμακας, αντιστοιχεί ένας διπλασιασμός ή υποδιπλασιασμός στην ποσότητα του φωτός που θα περάσει από το φακό. Αν π.χ. στο f/4 περνάει σε 1 sec μια X ποσότητα φωτός, στον ίδιο χρόνο με f/2.8 περνάει 2Χ και με f/5.6 περνάει Χ/2 αντίστοιχα. Όπως καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω, η μέγιστη τιμή του διαφράγματος ενός φακού είναι πολύ σημαντική σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, αφού ένας φωτεινός φακός μπορεί να επιτρέψει την διέλευση πολλαπλάσιας ποσότητας φωτός και άρα να αποτυπώσει την φωτογραφία σε πολύ μικρότερο χρόνο από ένα φακό με μικρότερο μέγιστο διάφραγμα. Για τον λόγο αυτό οι φακοί αυτοί ονομάζονται και “γρήγοροι” φακοί, αφού επιτρέπουν σε δεδομένες συνθήκες φωτισμού, την χρήση μεγάλων ταχυτήτων. Επίσης έχουν καλύτερη ευκρίνεια, ανεξάρτητα από το διάφραγμα που χρησιμοποιείται, γι αυτό το λόγο επιλέγονται από τους επαγγελματίες φωτογράφους. Λόγω της μεγαλύτερης πολυπλοκότητας κατασκευής τους, αλλά και της διαμέτρου των οπτικών κρυστάλλων τους (μεγάλη άρα και ακριβότερα), οι φωτεινοί φακοί είναι πολύ ακριβοί στην τιμή του.

  

                                                          

Εστιακή απόσταση

Ονομάζεται η απόσταση ανάμεσα στο οπτικό κέντρο του φακού και το φιλμ και ελέγχει πόσο θα μεγεθυνθεί το είδωλο του θέματος. Φακοί με μικρότερες εστιακές αποστάσεις από 50mm ονομάζονται ευρυγώνιοι γιατί μπορούν και συλλαμβάνουν μεγαλύτερο οπτικό πεδίο, εμφανίζουν όμως τα θέματα μικρότερα από ότι ένας φακός 50mm. Να αναφέρουμε εδώ ότι ο φακός των 50 mm ονομάζεται και νορμάλ φακός. Μέσα από αυτόν βλέπουμε περίπου την εικόνα που βλέπει ένας άνθρωπος με τα μάτια του. Φακοί με μεγαλύτερες εστιακές αποστάσεις από 50mm ονομάζονται τηλεφακοί. Οι φακοί αυτοί δημιουργούν μεγεθυμένα είδωλα αλλά μας δείχνουν μικρότερο οπτικό πεδίο.

Βάθος πεδίου

Από ολόκληρη την εικόνα που βλέπουμε μέσα από το σκόπευτρο μας, μόνο ένα επίπεδο του θέματος αποτυπώνεται πάνω στο φιλμ ή στο CCD με απόλυτη ευκρίνεια. Τα θέματα που βρίσκονται μπροστά ή πίσω από το σημείο απόλυτης ευκρίνειας και εστίασης εμφανίζονται με λιγότερη ευκρίνεια, και όσο απομακρύνεται το μάτι από αυτό το σημείο βλέπουμε ότι τα θέματα καταγράφονται με όλο και λιγότερη ευκρίνεια. Για την ακρίβεια, τα θέματα που είναι σε ευκρινή εστίαση δεν βρίσκονται σε ένα επίπεδο, αλλά καλύπτουν ένα φάσμα αποστάσεων μπροστά και πίσω από το σημείο εστίασης. Το εύρος ή βάθος αυτής της ζώνης ονομάζεται βάθος πεδίου. Το βάθος πεδίου εξαρτάται από το διάφραγμα και είναι ελάχιστό σε μεγάλα διαφράγματα (f/1, f/1.4, f/1.8). Όσο κλείνουμε το διάφραγμα, αυξάνει το βάθος πεδίου και μεγαλύτερο μέρος του θέματος έρχεται σε εστίαση. Για να επιτύχουμε ευκρίνεια σε όλο το θέμα μας (φωτογραφία ενός τοπίου, για παράδειγμα), πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πολύ μικρά διαφράγματα (f/11, f/16 κλπ). Το βάθος πεδίου καθορίζεται επίσης από την εστιακή απόσταση και την απόσταση του θέματος από εμάς.

Προοπτική

 Αν και είναι λίγο δύσκολο να περιγραφεί, είναι αυτό που κάνει ένα μακρινό αντικείμενο να φαίνεται πιο μακριά σε σχέση με ένα κοντινό αντικείμενο. Ένας μεγάλος τηλεφακός έχει την δυνατότητα να εμφανίζει δύο αντικείμενα, ένα κοντά και το άλλο μακριά, σε πιο κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Ένας δυνατός ευρυγώνιος κάνει το αντίθετο πράγμα. Η προοπτική εξαρτάται από την απόσταση μεταξύ φωτογραφικής μηχανής και του θέματος. Για παράδειγμα, πλησιάζοντας κοντά σε ένα πρόσωπο με ένα ευρυγώνιο φακό, γεμίζουμε όλο το κάδρο μας με τα πρόσωπο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα “διογκωμένη” προοπτική. Κάποιο αντικείμενο που είναι σε πρώτο πλάνο φαίνεται πολύ μεγαλύτερο από ότι είναι στην πραγματικότητα, ενώ τα πιο μακρινά αντικείμενα δείχνουν να απομακρύνονται στο βάθος.

Είδη φακών

Οι φακοί χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, ανάλογα με την χρήση τους. Υπάρχουν οι φακοί σταθερού εστιακού μήκους (π.χ. 50mm, 200mm) και οι φακοί μεταβλητού εστιακού μήκους ή φακοί zoom (π.χ. 28-80mm, 75-300mm). Η τιμή που έχουν δεν έχει να κάνει με το μήκος του φακού, είναι ένας αριθμός που μας δείχνει τι μπορεί να απεικονίσει ο συγκεκριμένος φακός. Ανάλογα, επίσης, με το πόσο περισσότερο ή λιγότερο θέμα μπορούν να καταγράψουν, δηλαδή ανάλογα την εστιακή τους απόσταση, χωρίζονται σε κανονικό φακό, ευρυγώνιο, τηλεφακό, ζουμ φακό, macro φακό και κάποιους άλλους φακούς για ειδικές εφαρμογές. Ας δούμε ένα-ένα φακό ξεχωριστά.

Κανονικός φακός

Ήταν ο πιο συνηθισμένος φακός για φωτογραφική μηχανή. Η ορατότητα που μας προσφέρει είναι σχεδόν ότι βλέπει το ανθρώπινο μάτι. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι γιατί εδώ δεν παίρνουμε υπόψη μας την περιφερειακή όραση του ανθρώπου. Δίνει φωτογραφίες με πολύ φυσική προοπτική, χωρίς παραμόρφωση. Η σκηνή σε μια φωτογραφία είναι όπως ακριβώς την θυμάστε. Είναι ένας φακός μικρού μεγέθους, ελαφρύς, με πολύ μεγάλα διαφράγματα (f/1, f/1.4, f1.8), άρα και εξαιρετικά φωτεινός και γρήγορος φακός. Πριν εξαπλωθούν οι φακοί zoom, ήταν ο βασικός φακός κάθε φωτογραφικής μηχανής.

Ευρυγώνιος φακός

Ονομάζονται οι φακοί με εστιακή απόσταση μικρότερη των 50mm και περιλαμβάνει όλους τους φακούς από 35-6mm, συμπεριλαμβανομένου και του φακού fish-eye, που καλύπτει οπτικό πεδίο 180ο. Οι φακοί με μικρότερη εστιακή απόσταση από 20mm ονομάζονται υπερευρυγώνιοι. Το μεγάλο πλεονέκτημα του είναι ότι μπορεί να καταγράψει μεγαλύτερο τμήμα μιας σκηνής και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε από το θέμα ή βρισκόμαστε μέσα σε ένα δωμάτιο. Έχουν μεγαλύτερο βάθος πεδίου και έτσι είναι πολύ καλή επιλογή όταν τα πάντα πρέπει να καταγραφούν με ευκρίνεια, από πολύ κοντά μέχρι το άπειρο. Στα αντικείμενα που βρίσκονται πολύ κοντά στον φακό δημιουργεί μια υπερτονισμένη προοπτική ή παραμόρφωση και αυτό μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε δημιουργικά στις φωτογραφίες μας. Τέλος δημιουργεί μια περιστασιακή παραμόρφωση γραμμών. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό όταν π.χ. φωτογραφίζουμε ένα κτίριο. Στρέφοντας τον φακό μας προς τα πάνω, βλέπουμε ότι οι άκρες του κτιρίου αρχίζουν να συγκλίνουν προς το κέντρο.

Τηλεφακός

Ονομάζουμε τους φακούς με εστιακή απόσταση μεγαλύτερη των 50mm οι οποίοι μπορούν να φτάσουν μέχρι και 2000mm. Είναι πολύ χρήσιμοι όταν θέλουμε να φωτογραφήσουμε κάποιο μακρινό θέμα ή δεν μπορούμε να πλησιάσουμε το θέμα μας. Προσφέρουν στενό οπτικό πεδίο και έτσι μπορούμε να απομονώσουμε το θέμα που μας ενδιαφέρει και να φωτογραφήσουμε μόνο αυτό. Παρουσιάζουν συμπιεσμένη προοπτική δηλαδή κάνουν τα αντικείμενα που βρίσκονται σε διαφορετικές αποστάσεις από τον φωτογράφο να φαίνονται πιο κοντά από ότι είναι στην πραγματικότητα. Τέλος πρέπει να αναφέρουμε ότι έχουν πολύ μικρό βάθος πεδίου δίνοντας μας την δυνατότητα να καταγράψουμε με ευκρίνεια μόνο το τμήμα εκείνο που μας ενδιαφέρει. Τα υπόλοιπα θα φαίνονται θολά. Πρέπει να αναφέρουμε ότι όσο πιο μεγάλη εστιακή απόσταση έχουν οι τηλεφακοί, τόσο πιο ογκώδεις και βαριοί γίνονται. Σε πολλοί μεγάλους τηλεφακούς υπάρχει ειδικό σημείο σύνδεσης για να τους στηρίζουμε στο έδαφος και να μην τους κρατάμε στο χέρι.

Κατοπτρικός φακός

Οι φακοί αυτοί, που ονομάζονται και “reflex”, έχουν μικρό βάρος και πολύ μικρό μέγεθος. Αυτό επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας κάτοπτρα για να συμπτύξουν την διαδρομή του φωτός καταφέρνοντας με αυτό το τρόπο να έχουμε ένα πολύ μικρό μήκος για το φακό. Έχουν όμως ένα αριθμό μειονεκτημάτων που μειώνουν το πλεονέκτημα του μικρού βάρους και μήκους. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το μικρό άνοιγμα διαφράγματος (συνήθως f/8) που είναι σταθερό, και έτσι δεν μπορούμε να αλλάξουμε f-στοπ. Αυτό μας υποχρεώνει να χρησιμοποιήσουμε μικρές ταχύτητες φωτοφράκτη με κίνδυνο να βγουν οι φωτογραφίες μας κουνημένες. Συνήθως χρησιμοποιούμε τρίποδα και γρήγορα φιλμ (ISO 400 και πάνω). Έχουν μικρότερο βάθος πεδίου και τα εκτός εστίασης σημεία έχουν το σχήμα κουλουριού, κάτι που πολλοί άνθρωποι δεν συμπαθούν.

Φακός zoom

Οι φακοί αυτοί έχουν μεταβλητές εστιακές αποστάσεις και αντικαθιστούν ένα εύρος φακών σταθερής εστιακής απόστασης π.χ. ένας φακός 75-300mm αντικαθιστεί όλους τους ενδιάμεσους. Τώρα πια δεν χρειάζεται να αλλάζουμε συνέχεια φακό και έτσι με αυτούς τους φακούς μπορούμε να έχουμε το θέμα μεγαλύτερο ή μικρότερο μέσα από το σκόπευτρο μας. Είναι συνήθως λίγο βαρύτεροι και μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους με μια εστιακή απόσταση. Τα διαφράγματα που έχουν κάνουν τους φακούς αυτούς λίγο αργούς. Τα συνηθέστερα διαφράγματα φτάνουν μέχρι f/4.5. Να εξηγήσουμε εδώ τα νούμερα που αναφέρει ο κάθε φακός ζουμ, και ας πάρουμε για παράδειγμα ένα φακό 70-200mm f4-5.6. Στην εστιακή απόσταση των 70mm το μέγιστο διάφραγμα αυτού του φακού είναι η πρώτη τιμή, δηλ. f/4. Όσο “ζουμάρουμε” τόσο πιο πολύ μικραίνει το διάφραγμα, ώστε στο μέγιστο εστιακό μήκος το μεγαλύτερο διάφραγμα παίρνει μέγιστη τιμή , την δεύτερη τιμή διαφράγματος που είναι f/5.6. Από το παραπάνω παράδειγμα βλέπουμε ότι οι φακοί ζουμ υπολείπονται σε άνοιγμα διαφράγματος από ότι οι φακοί μιας εστιακής απόστασης, είναι δηλ. πιο “αργοί” και όχι τόσο φωτεινοί. Είναι η πιο δημοφιλής κατηγορία φακών στην αγορά. Να αναφέρουμε ότι στην ψηφιακή φωτογραφία, το “οπτικό” ζουμ (2x,3x κλπ) δεν σημαίνει ότι βλέπουμε το αντικείμενο x φορές μεγαλύτερο, αλλά συμβολίζει την σχέση μεταξύ ελάχιστης και μέγιστης εστιακής απόστασης του φακού, για παράδειγμα ένας φακός 35-105mm είναι 3x οπτικό ζουμ.

Αυτόματη εστίαση (auto focus)

Αυτόματη εστίαση (Auto focus) Τα συστήματα αυτόματης εστίασης είναι σχετικά νέα στην φωτογραφία αφού εμφανίστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, με όχι και τόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα στην αρχή. Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα σε ορισμένα είδη φωτογράφησης (αθλητική φωτογραφία, φωτογραφίες δράσης) να κρίνεται απαραίτητη. Η βασική της αρχή είναι η εξής: όπως η εικόνα περνά από το φακό, ένα ειδικό πρίσμα την διασπά σε δύο όμοιες εικόνες. Αυτές κατευθύνονται σε 2 μικρούς αισθητήρες CCD οι οποίοι αναλύουν την σχετική θέση της κάθε εικόνας σε αυτούς. Με την βοήθεια του ανάλογου ηλεκτρονικού κυκλώματος, δίνεται εντολή στο μοτέρ του AF να κινεί το σύστημα αυτόματης εστίασης του φακού έως ότου η θέση των 2 εικόνων να ταυτιστεί στα 2 CCD. Η διαδικασία μοιάζει με αυτή της χειροκίνητης εστίασης, μόνο που τώρα την δουλειά την αναλαμβάνουν 2 ηλεκτρονικά ματάκια. Το AF εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό τόσο από το σώμα και την ποιότητα των ηλεκτρονικών του, όσο και από την φωτεινότητα του φακού και τις συνθήκες φωτισμού που επικρατούν γενικότερα. Όσο πιο σκοτεινό είναι το θέμα μας, τόσο πιο πολύ θα δυσκολευτεί το σύστημα να εστιάσει γρήγορα και με ακρίβεια (κάποια εταιρία διαφήμιζε ότι το σύστημα της μπορεί να εστιάσει μια μαύρη γάτα, μέσα σε ένα σκοτεινό και μαύρο δωμάτιο). Σημαντικό ρόλο παίζει και το μοτέρ που ενσωματώνει το AF, είτε αυτό είναι στο φακό είτε στο σώμα. Τα συστήματα εστίασης βασίζονται σε ένα πεπερασμένο αριθμό σημείων εστίασης που επιλέγονται πάντα από το σώμα και όχι από το φακό. Το σημείο εστίασης μπορεί να επιλεγεί αυτόματα από την μηχανή ή και να οριστεί από το χρήστη χειροκίνητα. Σχεδόν όλες οι σύγχρονες, σοβαρές φωτογραφικές μηχανές έχουν το σύστημα AF.

Αξίζει να αγοράσω φακό άλλης εταιρίας??

Βασικά αγοράζεις Nikon για την όποια αντοχή και τους καλούς φακούς της. Αγοράζεις Canon για τη γρήγορη εστίαση, την εύκολη (μέτρια) φωτογράφηση και τα ξεκούραστα ελαφριά σώματα. Αγοράζεις Minolta για την ικανότητά της στις πολύπλοκες φωτιστικές συνθήκες. Αγοράζεις Leica για την υπέρτατη ποιότητα αντοχή και αξιοπιστία. Αγοράζεις οτιδήποτε άλλο για... οικονομία!!!

Αυτά είναι ο κανόνας (με εξαιρέσεις βέβαια, πχ. Rolei, Contax etc.) στις τις κλασσικές 135-ρες μηχανές. Αν πάρεις Nikon με φακό Sigma πχ. ουσιαστικά δεν έχεις Nikon... Όχι πως οι Sigma είναι κακοί φακοί, αντιθέτως μάλιστα. Όμως Nikon δεν είναι!

Macro λέγεται η δυνατότητα ενός φακού να εστιάσει σε απόσταση μικρότερη από την ονομαστική του εστιακή x10. Δηλαδή ο 50mm φυσιολογικά εστιάζει (νετάρει) μέχρι τους 45-50 πόντους. Από εκεί και κάτω είναι λειτουργία macro, άσχετα με την μέθοδο που θα χρησιμοποιήσουμε (ειδικός φακός, δαχτυλίδια προέκτασης, τελεκονβέρτερ, φυσούνα, close-up φίλτρα//μεγεθυντικοί φακοί, ανάποδη άρμοση). Ομοίως ένας 80mm που έχει τη δυνατότητα να εστιάσει πιο κοντά από τους 75-80 πόντους ή ένας 200-ρης από τα 2 μέτρα και κάτω. Στους zoom το όριο παίζει ανάλογα με την κατασκευή του φακού.

Η φωτεινότητα ενός φακού εξαρτάται από 2 παράγοντες.

1)      Την διάμετρο των οπτικών του στοιχείων

2)      Την Εστιακή του απόσταση

Η φωτεινότητα υπολογίζεται αν διαιρέσεις την εστιακή απόσταση του φακού με την διάμετρό του εμπρόσθιου κρυστάλλου (όλες οι διαστάσεις σε χιλιοστά του μέτρου). 

Πέρα από την μέγιστη αυτή φυσική φωτεινότητα, οι φακοί μπορούν να δώσουν και άλλες φωτεινότητες, μέσα από μία ειδική διάταξη που αποτελεί τον μηχανισμό του διαφράγματος (Aperture). Το διάφραγμα είναι ένας μηχανισμός συνήθως από λεπτές μεταλλικές λάμες ο οποίος κατά την περιστροφή ενός μηχανικού δακτυλιδιού (ή στους νεότερους φακούς ηλεκτρομαγνητικά ή με ένα μικρό ηλεκτρικό κινητήρα) μπορεί και δίνει ομόκεντρους κύκλους, από έξω προς τα μέσα. Όσο το διάφραγμα είναι ανοιχτό (αφήνει μεγάλη «τρύπα» με λίγα λόγια), τόσο μικρότερη τιμή παίρνει. Όσο κλείνει το διάφραγμα ή μεγαλώνει η τιμή του, τόσο λιγότερο φως αφήνει να περάσει μέσα από το φακό.

   

Τεχνολογία φωτογραφικής μηχανής

Ψηφιακή Φωτογραφία

Η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή είναι συσκευή η οποία καταγράφει εικόνες με ηλεκτρονικό τρόπο, σε αντίθεση με την συμβατική φωτογραφική μηχανή, η οποία καταγράφει εικόνες με χημικές και μηχανικές διαδικασίες.

Οι περισσότερες ψηφιακές μηχανές μικρού μεγέθους (κόμπακτ) μπορούν, εκτός των φωτογραφιών, να καταγράψουν ήχο και ταινία βίντεο. Στο Δυτικό κόσμο, οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές έχουν ήδη ξεπεράσει σε πωλήσεις τις μηχανές με φιλμ, αναγκάζοντας τους περισσότερους κατασκευαστές να εγκαταλείψουν την παραγωγή των δεύτερων.[1]

Οπτικό σύστημα 

Η ψηφιακή και η συμβατική φωτογραφική μηχανή στηρίζονται εξ ίσου στις οπτικές ιδιότητες του φακού, με τον οποίο είναι εφοδιασμένες. Στην ψηφιακή μηχανή, χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνει το φως στον αισθητήρα της μηχανής, ο οποίος το μετατρέπει σε ηλεκτρικό σήμα. Ο φακός είναι από τα πλέον καθοριστικά στοιχεία τόσο για την ευκρίνεια της τελικής εικόνας όσο και για τις φωτογραφικές δυνατότητες κάθε συσκευής. Ο συνδυασμός του διαφράγματος και του κλείστρου ελέγχει το ποσό φωτός που θα δεχτεί ο αισθητήρας (ρύθμιση έκθεσης), όπως και στις μηχανές με φιλμ.

Αισθητήρας  

Ανάλογα με τον τρόπο μετατροπής του προσπίπτοντος φωτός σε ηλεκτρικό σήμα, οι αισθητήρες κατατάσσονται σε δύο τύπους: Αισθητήρες CMOS και αισθητήρες CCD.

Ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής της χρωματικής πληροφορίας, οι αισθητήρες των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών διακρίνονται σε:

· Αισθητήρες με φίλτρο Bayer, τύπου RGB. Χρησιμοποιείται στις περισσότερες ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Χαρακτηριστικό του είναι ότι μπροστά από κάθε υπό-αισθητήρα υπάρχει ένα κόκκινο ή πράσινο ή μπλε (στα αγγλικά, Red, Green, Blue) φίλτρο. Τα φίλτρα είναι έτσι διατεταγμένα, ώστε η πρώτη σειρά να σχηματίζει πλέγμα υποαισθητήρων RGRGRGRG, η επόμενη GBGBGBGB κ.ο.κ. Ο λόγος που τοποθετούνται περισσότεροι ανιχνευτές για το πράσινο χρώμα σε σχέση με το κόκκινο και το μπλε είναι η καλύτερη προσέγγιση της ευαισθησίας του ανθρώπινου ματιού. Οι τελικές τιμές RGB για κάθε πίξελ στο αρχείο εικόνας παράγονται από μαθηματικό υπολογισμό (παρεμβολή), ο οποίος χρησιμοποιεί την πληροφορία του αντίστοιχου υπό-αισθητήρα αλλά και των γειτονικών του. Έτσι, κάθε πίξελ της παραγόμενης εικόνας περιέχει πλήρη χρωματική πληροφορία, παρόλο που το οπτικό φίλτρο, εμπρός από τον αντίστοιχο υπό-αισθητήρα, είναι μονοχρωματικό. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι αισθητήρες Bayer χρησιμοποιούν πάντοτε και οπτικό φίλτρο anti-aliasing, το οποίο μειώνει ελαφρά την αναλυτικότητα.

· Αισθητήρες με φίλτρο Bayer, τύπου RGBE. Άλλες ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, προσπαθώντας να δημιουργήσουν καλύτερο χρωματικό αποτέλεσμα, χρησιμοποιούν διαφορετική συστοιχία από φίλτρα Bayer, ώστε να μην επαναλαμβάνεται τόσο συχνά το πράσινο. Ένα τέτοιο φίλτρο είναι το RGBE όπου, πέρα από τα βασικά χρώματα, χρησιμοποιείται και το κυανό ή σμαραγδί.

· Αισθητήρες με 3 CCD. Προκειμένου να έχουν καλύτερα αποτελέσματα, ορισμένες φωτογραφικές μηχανές χρησιμοποιούν 3 "μονόδρομους" CCD αισθητήρες. Αφού η εισερχόμενη στην μηχανή εικόνα διασπαστεί με την χρήση κάποιου πρίσματος, μετράται ξεχωριστά η ένταση κάθε βασικού χρώματος από τον καθορισμένο για αυτό το χρώμα αισθητήρα CCD.

· Αισθητήρας Foveon X3. Πρόκειται για μια ακόμη εναλλακτική μορφή αισθητήρα, ο οποίος χρησιμοποιεί έναν υπό-αισθητήρα τριών επιπέδων για το κάθε εικονοστοιχείο (πίξελ). Το κάθε επίπεδο παράγει ένα από τα τρία βασικά χρώματα RGB). Έτσι, ο υπό-αισθητήρας περιέχει ήδη την πλήρη χρωματική πληροφορία και δεν χρειάζεται η μαθηματική παρεμβολή που εφαρμόζεται στην έξοδο των αισθητήρων Bayer αλλά ούτε και το φίλτρο αντί-αλίασης.

Σε όλες τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές που δεν προορίζονται για αστρονομική χρήση, ο αισθητήρας διαθέτει και ισχυρό φίλτρο υπερύθρων ακτινών.

Από τα βασικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός αισθητήρα είναι ο αριθμός των υπό-αισθητήρων (και, επομένως, των πίξελ), που καλύπτουν την επιφάνειά του. Έτσι υπάρχουν, για παράδειγμα, CCD των 3 Mpixel και CCD των 7 Mpixel. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι ο αριθμός των πίξελ δεν είναι ποτέ, από μόνος του, ενδεικτικός της αναλυτικότητας (resolution) της παραγόμενης εικόνας, η οποία επηρεάζεται από το φακό, τον οπτικό θόρυβο (κόκκο) του αισθητήρα και την ποιότητα της επεξεργασίας που υφίσταται η εικόνα πριν την τελική αποθήκευσή της στην κάρτα μνήμης.

Οθόνη και σύστημα χειρισμού

Ενώ τα βασικότερα υποσυστήματα της ψηφιακής μηχανής είναι το οπτικό σύστημα και ο αισθητήρας της, δεν νοείται η έλλειψη οθόνης για την προεπισκόπηση (αγγλικά, preview) των φωτογραφιών και ενός δυνατού και εύχρηστου συστήματος χειρισμού της. Επίσης είναι απαραίτητες οι λειτουργίες επεξεργασίας της εικόνας και αυτόματης διόρθωσης προβλημάτων όπως ο οπτικός θόρυβος, καθώς και η δυνατότητα αποθήκευσης σε διάφορα φορμά εικόνας.

Η καρδιά όλων των παραπάνω λειτουργιών είναι ο μικροελεγκτής της μηχανής, ο οποίος περιέχει ισχυρό λογισμικό και δρα σε συνεργασία με κάποιο εξειδικευμένο ολοκληρωμένο (Application-Specific Integrated Circuit, ASIC) επεξεργασίας εικόνας. Οι εικόνες γράφονται προσωρινά σε πολύ γρήγορη μνήμη RAM, πριν τελικά αποθηκευτούν στην αφαιρούμενη κάρτα μνήμης, η οποία είναι σημαντικά πιο αργή. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται με σκοπό την αύξηση της ταχύτητας λήψης, η οποία φτάνει, στα επαγγελματικά μοντέλα DSLR, τις 5 φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο.

Οι οθόνες των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών βελτιώνονται συνεχώς, με αύξηση του μεγέθους τους και της ανάλυσης, ενώ στα φτηνά μοντέλα έχουν υποκαταστήσει τελείως το οπτικό σύστημα σκόπευσης.

Τελικό αποτέλεσμα

Όταν η εικόνα καταγραφεί στην ψηφιακή μηχανή, είτε μεταφέρεται σε ηλεκτρονικό μέσο αποθήκευσης (προκειμένου να ελευθερωθεί ο χώρος αποθήκευσης της συσκευής) είτε εκτυπώνεται, με χρήση εκτυπωτή ή άλλης ανάλογης συσκευής, όπως ακριβώς και η παλαιότερη φωτογραφία. Το μεγάλο πλεονέκτημα της ψηφιακής εικόνας είναι ότι επιδέχεται επεξεργασία πολύ πιο εύκολα από την κοινή, κάτι που επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικού λογισμικού.

Πλεονεκτήματα

Τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής είναι:

· Χωρίς αλλαγή εξαρτημάτων, η ψηφιακή μηχανή μπορεί να έχει διαφορετική ευαισθησία στο φώς, ανάλογα με τη στάθμη ευαισθησίας (κλίμακα ISO) που επιλέγουμε. Στις μηχανές με φιλμ, αλλαγή στην ευαισθησία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αλλαγή του φιλμ.

· Χωρίς αλλαγή εξαρτημάτων, η ψηφιακή μηχανή μπορεί να έχει διαφορετική χρωματική απόκριση (επιλογή white balance), ανάλογα με τη διαθέσιμη φωτεινή πηγή, ώστε το παραγόμενο αποτέλεσμα να είναι χρωματικά ουδέτερο ή να έχει την απόχρωση που επιθυμούμε. Στις μηχανές με φιλμ, δεν είναι δυνατή η τροποποίηση της χρωματικής απόκρισης παρά μόνο με ειδικά φιλμ ή, εν μέρει, μέσω πρόσθετων, και δύσχρηστων, οπτικών φίλτρων.

· Η κάρτα μνήμης μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές και δεν χρειάζεται ειδικές συνθήκες αποθήκευσης. Οι αποθηκευμένες εικόνες δεν επηρεάζονται από τα μηχανήματα ακτινών X στα αεροδρόμια.[2]

· Η χωρητικότητα των καρτών μνήμης, όπου αποθηκεύονται οι εικόνες είναι πάρα πολύ μεγάλη. Έτσι μια ψηφιακή μηχανή, εφοδιασμένη με κάρτα υψηλής χωρητικότητας, μπορεί να χωρά πολύ περισσότερες φωτογραφίες από ένα φιλμ 35mm. Επιπλέον, οποιαδήποτε αποθηκευμένη εικόνα μπορεί να διαγραφεί εκ των υστέρων, κάτι που στην κοινή φωτογραφική μηχανή είναι αδύνατο.

· Στις μηχανές με μεγάλο ψηφιακό αισθητήρα (όπως οι ψηφιακές ρεφλέξ ή αλλιώς DSLR, ακόμη και τα προσιτά μοντέλα), η ευκρίνεια της παραγόμενης εικόνας πλησιάζει πολύ ή ξεπερνά αυτή του έγχρωμου φιλμ 35mm. Ενδεικτικά, έχει υποστηριχθεί ότι μηχανή DSLR (κατασκευής 2004) των 6 megapixel δίνει εικόνες με ανάλυση που φτάνει το 75%-100% του φιλμ.[3] Η ανάλυση που δίνουν οι ψηφιακές μηχανές αυτού του είδους υπερβαίνει σημαντικά αυτήν του φιλμ, όταν χρησιμοποιείται μεγάλη ευαισθησία στο φως (υψηλή ευαισθησία ISO). Έτσι, στις μεγάλες τιμές ISO, το έγχρωμο φιλμ δεν μπορεί να συναγωνιστεί τις DSLR σε οπτικό θόρυβο (κόκκο).[2] Ενδεικτικά, σε τεστ που διεξάχθηκε το 2003, εικόνα από άριστης ποιότητας έγχρωμο φιλμ ευαισθησίας ISO 100 παρουσίαζε τον ίδιο κόκκο με αυτόν που έδωσε κορυφαία (εκείνη την εποχή) DSLR, ρυθμισμένη σε ευαισθησία ISO 800.[4]

· Η ψηφιακή φύση της εικόνας δίνει τεράστιες δυνατότητες μετάδοσης και μετέπειτα επεξεργασίας στον υπολογιστή, χωρίς την ανάγκη δύσχρηστων χημικών και σκοτεινού θαλάμου. Ειδικά στη διόρθωση της χρωματικής ισορροπίας, της αντίθεσης (κοντράστ) και των σφαλμάτων φακών και προοπτικής, καθώς και στην αφαίρεση ενοχλητικών λεπτομερειών, οι δυνατότητες είναι σχεδόν απεριόριστες. Επίσης, είναι δυνατή η επεξεργασία του βάθους πεδίου, η προσθήκη κόκκου, θολώματος, οξύτητας κ.α. Γι αυτό το λόγο, οι απαιτητικοί χρήστες αρνητικού και θετικού φιλμ (σλάιντ) ψηφιοποιούν τις φωτογραφίες τους με εξειδικευμένους σαρωτές (σκάνερ) υψηλής ποιότητας, προκειμένου να έχουν τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής επεξεργασίας και εκτύπωσης.

· Υπάρχουν αρκετοί σύγχρονοι οικιακοί εκτυπωτές οι οποίοι μπορούν να δώσουν από ικανοποιητική έως πολύ υψηλή ποιότητα τυπωμένης ψηφιακής φωτογραφίας. Αυτό είναι αδύνατο να γίνει με ερασιτεχνικό εξοπλισμό, για το έγχρωμο φιλμ τουλάχιστον.

· Η ψηφιακή φύση της εικόνας διευκολύνει σε τεράστιο βαθμό την παραγωγή φτηνών πανομοιότυπων αντιγράφων, σε μεγάλη ποικιλία μέσων αποθήκευσης (CD, DVD, σκληρούς δίσκους, κάρτες μνήμης, διαδικτυακές βάσεις δεδομένων κ.α.). Αντίθετα, το αρνητικό φιλμ ναι μεν διατηρείται, αν φυλάσσεται σωστά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά η ποιότητα υποβαθμίζεται σε κάθε παραγωγή αντιγράφου. Επίσης, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα χημικών και μηχανημάτων για την εμφάνισή του στο μέλλον, κάτι που είναι αβέβαιο.

· Η ενσωματωμένη οθόνη δίνει δυνατότητα στιγμιαίας προθέασης του αποτελέσματος. Αν ο φωτογράφος δεν είναι ικανοποιημένος, μπορεί να επαναλάβει τη φωτογράφιση, π.χ. με άλλες ρυθμίσεις έκθεσης, χρωματικής ισορροπίας, φλας κλπ. Αντίθετα στο φιλμ πρέπει να περιμένουμε την εμφάνισή του (εξαιρείται το φιλμ πολαρόιντ, το οποίο όμως δεν παρήγαγε υψηλής ποιότητας φωτογραφίες.[5] και το κόστος του ήταν υψηλό).

· Ο ψηφιακός αισθητήρας εικόνας μπορεί, με ανάλογη υποβάθμιση της ποιότητας της παραγόμενης εικόνας, να έχει πολύ μικρές διαστάσεις, διευκολύνοντας την ενσωμάτωση σε άλλες συσκευές, όπως, π.χ. κινητά τηλέφωνα.

· Εφόσον δεν υπάρχει φιλμ, δεν επηρεάζεται από την τυχαία είσοδο φωτός ή άλλης ακτινοβολίας στο εσωτερικό της.

· Μπορεί να δημιουργήσει, ηλεκτρονικά, μεγέθυνση (zoom) χωρίς να διαθέτει ανάλογο φακό. Αυτή η δυνατότητα υποβαθμίζει σημαντικά την ποιότητα εικόνας και πρέπει να αποφεύγεται εν γένει (το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί εκ των υστέρων, κατά την επεξεργασία της εικόνας σε υπολογιστή).

· Ο ίδιος αισθητήρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη λήψη ταινίας βίντεο.

Μειονεκτήματα

Τα μειονεκτήματα της ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής είναι:

· Ο αισθητήρας κορεννύεται πολύ γρήγορα σε υψηλές στάθμες φωτεινότητας, δίνοντας άχρηστη ("καμένη") εικόνα (δεν πρόκειται για βλάβη, απλά απώλεια δεδομένων για τη συγκεκριμένη φωτογραφία). Έτσι, η συμπεριφορά του μοιάζει με αυτή του θετικού φιλμ (slide). Αυτό σημαίνει πως ο φωτογράφος πρέπει είναι πολύ προσεκτικός ώστε να αποφεύγει την υπερέκθεση τμημάτων τις φωτογραφίας του. Ευτυχώς, οι σύγχρονες μηχανές δίνουν πολλά βοηθήματα για να αποφευχθεί η υπερέκθεση κατά τη φωτογράφιση, όμως απαιτείται σημαντική εξοικείωση με τη μηχανή και τις βασικές φωτογραφικές έννοιες, προκειμένου να αξιοποιηθούν. Αντίθετα, το αρνητικό φιλμ έχει, ακόμη κι όταν υπερεκτεθεί, σημαντικά περιθώρια αποτύπωσης πληροφορίας.[6]

· Πολλά από τα πλεονεκτήματα του ψηφιακού μέσου (όπως η επεξεργασία και η εύκολη παραγωγή αντιγράφων) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από όσους δεν έχουν εξοικείωση με τη χρήση προσωπικού υπολογιστή (PC).

· Στις μηχανές με μικρούς αισθητήρες (κατηγορίες κόμπακτ, σούπερ-κόμπακτ, καθώς και τα κινητά τηλέφωνα), η ποιότητα εικόνας (κόκκος, ευκρίνεια) είναι σημαντικά κατώτερη,[7] και η δυνατότητα περαιτέρω επεξεργασίας περιορίζεται αισθητά λόγω της απουσίας της δυνατότητας παραγωγής αρχείων σε πρωτογενή (raw) μορφή.

· Η οικιακή εκτύπωση είναι πάντοτε αρκετά ακριβή, αν συνυπολογιστεί το κόστος των μελανιών και του ειδικού χαρτιού, η δε διάρκεια ζωής της εκτυπωμένης φωτογραφίας δεν είναι μεγάλη, αν δεν ληφθούν μέτρα προφύλαξης, όπως η τοποθέτηση σε άλμπουμ. Η διάρκεια ζωής είναι σημαντικά μεγαλύτερη όταν ο εκτυπωτής είναι θερμικός ή χρησιμοποιεί μη υδατοδιαλυτές μελάνες (pigment-based).[8] Αυτά τα προβλήματα δεν υπάρχουν στην εκτύπωση από επαγγελματικά μηχανήματα, τα οποία συχνά χρησιμοποιούνται και για την εκτύπωση από φιλμ.

· Στις ψηφιακές μηχανές με εναλλάξιμους φακούς (όπως οι DSLR), συχνά επικάθεται σκόνη πάνω στον αισθητήρα, με ορατό αποτέλεσμα, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται μικρά διαφράγματα. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται εν μέρει με προσεκτικό χειρισμό κατά την αλλαγή φακού και περιστασιακό καθάρισμα του αισθητήρα (όποτε αυτό είναι αναγκαίο). Σε πολλά καινούρια μοντέλα, υπάρχει ενσωματωμένος μηχανισμός αυτόματου καθαρισμού του αισθητήρα.

  Τρόποι λειτουργίας ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής 

Το φως περνά μέσα από το φακό της ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής, ακριβώς όπως συμβαίνει και στη συμβατική φωτογραφική μηχανή. Αντί όμως να εστιαστεί σε φωτογραφικό φιλμ εστιάζεται σε ένα chip CCD. Πριν όμως φθάσει στο chip CCD, διέρχεται από σύστημα τριών φίλτρων: κόκκινου (R), πράσινου (G) και μπλε (Β). Έτσι, το φως που πέφτει στη συνέχεια σε κάθε ένα κύτταρο έχει πάντοτε τη συχνότητα που αντιστοιχεί σε ένα μόνο από τα χρώματα: R, G, Β. Κάθε ένα από τα κύτταρα CCD είναι ευαίσθητο, όπως είδαμε παραπάνω, σε ένα από τα τρία βασικά χρώματα του χρωματικού συστήματος RGB. Τα κύτταρα αυτά βρίσκονται τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο ισομοιρασμένα στην επιφάνεια του chip ή (συνηθέστερα) με περισσότερα τα κύτταρα που είναι ευαίσθητα στο πράσινο. Αυτό γίνεται γιατί το πράσινο χρώμα παρουσιάζει έναν εγγενή υποτονισμό της φωτεινής του απόδοσης. Κάθε φωτοευαίσθητο κύτταρο που είναι ένα pixel, αντιστοιχεί σ' ένα ακριβώς σημείο της εικόνας. Τα φωτοευαίσθητα κύτταρα είναι ημιαγωγοί διοξειδίου του πυριτίου (SiO2). Σαν βάση, επάνω στην οποία έχει "στρωθεί" το ημιαγώγιμο υλικό, υπάρχει στρώμα καθαρού πυριτίου. Το κάθε κύτταρο δέχεται μία συγκεκριμένη ποσότητα φωτός και παράγει ηλεκτρικό ρεύμα αντίστοιχης έντασης. Οι αισθητήρες CCD παράγουν, τελικά, ηλεκτρικό ρεύμα διαφορετικής έντασης για κάθε σημείο της φωτογραφίας. Θα δούμε, στη συνέχεια, πως ακριβώς γίνεται αυτό: Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία του φωτός, το φως διαδίδεται με μικρές ποσότητες ενέργειας που ονομάζονται φωτόνια. Τα φωτοευαίσθητα κύτταρα διεγείρονται από το φως, δηλαδή από τα φωτόνια. Η διέγερση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα, λόγω του φωτοηλεκτρικού φαινομένου, την απελευθέρωση ηλεκτρονίων από τα άτομα του διοξειδίου του πυριτίου. Ο αριθμός των ηλεκτρονίων που απελευθερώνονται σε κάθε κύτταρο είναι ανάλογος της ποσότητας φωτός που έχει δεχθεί το συγκεκριμένο κύτταρο. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αισθητήρες αντιλαμβάνονται μόνον την ένταση του φωτός και όχι το χρώμα. Η διέλευση του φωτός από το σύστημα των τριών φίλτρων: R, G, Β, αποσκοπεί ακριβώς στο να διαχωριστεί το φως στα τρία βασικά χρώματα που το συνθέτουν. Η τελική εντύπωση του χρώματος σε κάθε κύτταρο δίνεται μέσα από περίπλοκη λειτουργία με τη βοήθεια ειδικού αλγόριθμου. Το σύνολο των τελικών εντυπώσεων χρώματος σε όλα τα κύτταρα μας δίνει αυτό που ονομάζουμε στην κλασσική φωτογραφία "λανθάνουσα εικόνα". Δεν πρόκειται, βέβαια, εδώ, για "λανθάνουσα εικόνα" ακριβώς, αφού είναι ήδη θετική.

Ασφαλώς πρόκειται για τη νεώτερη πηγή ψηφιακής εικόνας. Ουσιαστικές διαφορές με τις κλασσικές φωτογραφικές μηχανές δεν υπάρχουν, παρά μόνο ότι το φιλμ και οι μηχανισμοί διαχείρισης του έχει αντικατασταθεί από ένα αισθητήρα CCD (προς το παρόν) και με τα ηλεκτρονικά κυκλώματα που το υποστηρίζουν. Έτσι, από κατασκευαστικής άποψης, δεν θα βρείτε σε μία ψηφιακή μηχανή πλάτη που να ανοίγει για να τοποθετηθεί το φιλμ, τους μηχανισμούς αυτόματης προώθησης του, αλλά ούτε και το μηχανισμό αυτόματης αναγνώρισης ευαισθησίας σύμφωνα με το σύστημα DX. Αντίθετα θα βρείτε θύρες επικοινωνίας με υπολογιστές, σειριακή παλαιότερα, USB και firewire τώρα, καθώς και τις θύρες για τα κατά περίπτωση αποθηκευτικά μέσα. Αν συζητάμε για σύγχρονες reflex φωτογραφικές και όχι για τις παλαιότερες "manual", μικροεπεξεργαστές θα βρείτε και στις δύο περιπτώσεις, μόνο που στην περίπτωση των ψηφιακών μηχανών οι καταστάσεις είναι περισσότερο εξελιγμένες. Η φωτομέτρηση για παράδειγμα γίνεται και στις δύο περιπτώσεις από μικροεπεξεργαστές οι οποίοι τρέχουν κάποιο λογισμικό. Το λογισμικό ωστόσο των ψηφιακών αναλαμβάνει επιπλέον για παράδειγμα, τη συμπίεση των ψηφιακών αρχείων, την επικοινωνία με το υπολογιστή και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να μετατρέψει τη φωτογραφική σας σε απλή παιχνιδομηχανή (περίπτωση λειτουργικού digital).

Αυτό το οποίο θα πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι οι ψηφιακές μηχανές δεν κάνουν τη λήψη της φωτογραφίας ευκολότερη. Κάνουν ευκολότερη και οικονομικότερη τη διαχείριση της (και φέρνουν τα πάνω κάτω σε μία μάλλον συντηρητική βιομηχανία).

Τεχνικές λήψης Κανόνας των τρίτων

Επαγγελματίες φωτογράφοι, γραφίστες και καλλιτέχνες χρησιμοποιούν αυτό τον κανόνα  στις δημιουργίες τους. Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι όταν φωτογραφίζουν, φροντίζουν το αντικείμενο ενδιαφέροντος να βρίσκεται στο κέντρο, ο κανόνας των τρίτων έχει άλλη προσέγγιση. Φανταστείτε το πεδίο της εικόνας χωρισμένο σε 3 οριζόντιες και 3 κάθετες ζώνες. Σύμφωνα με αυτό τον κανόνα, τα σημεία που τέμνονται οι γραμμές είναι τα δυνατά σημεία της εικόνας όπου πρέπει να τοποθετηθεί το βασικό θέμα της φωτογραφίας. Για να τον εφαρμόσουμε, τραβάμε τέσσερις νοητές γραμμές (δύο οριζόντιες και δύο κάθετες) έτσι ώστε να χωρίζουμε την εικόνα σε εννιά ίσα μέρη, οριζοντίως και καθέτως. Καδράρουμε (ή κροπάρουμε κατά την επεξεργασία) τη φωτογραφία, έτσι ώστε τα κύρια αντικείμενα να βρίσκονται γύρω από τα τέσσερα σημεία τομής των γραμμών των τρίτων, παρά στο κέντρο της εικόνας. Τα σημεία που συναντώνται οι τρεις άξονες ονομάζονται σημεία ενδιαφέροντος. Σύμφωνα λοιπόν με τον κανόνα των τρίτων σε κάποιο από αυτά τα σημεία θα πρέπει να τοποθετήσετε το σημαντικότερο στοιχείο της φωτογραφίας σας.

Το κεφάλι στο κέντρο της εικόνας.

Είναι αλήθεια πως το κεφάλι του ανθρώπου είναι το πιο σημαντικό κομμάτι του σώματος μας. Είναι επίσης αλήθεια πως ο άπειρος φωτογράφος, τείνει να τοποθετεί το πιο σημαντικό κομμάτι της εικόνας στο κέντρο.

Έτσι , όταν φωτογραφίζουμε έναν άνθρωπο , αυτόματα βάζουμε το κεφάλι στο κέντρο του κάδρου.

Τα ιδανικά τοπία γίνονται πιο αρεστά στο μάτι αν εφαρμόζεται ο Κανόνας των Τρίτων κατά την τοποθέτηση του ορίζοντα. 

Σύμφωνα με τον κανόνα, αν το κύριο σημείο ενδιαφέροντος της εικόνας είναι η ξηρά ή το νερό, καλύτερα ο ορίζοντας να τοποθετηθεί στα δύο τρίτα προς τα επάνω, αφήνοντας τα κάτω δύο τρίτα για το κύριο θέμα. Στην επόμενη φωτογραφία ο ορίζοντας είναι ψηλά, γιατί θέλω να δώσω έμφαση στη θάλασσα, ενώ η κυρία που στέκεται όρθια στην αποβάθρα, έχει τοποθετηθεί στη δεξιά κατακόρυφη γραμμή.

Αντίθετα, αν ο ουρανός είναι η περιοχή που θέλουμε να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση, η γραμμή του ορίζοντα ίσως είναι καλύτερο να βρίσκεται στο ένα τρίτο από κάτω, αφήνοντας τον ουρανό να καταλάβει τα πάνω δύο τρίτα της εικόνας.

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία μιας φωτογραφίας είναι η σύνθεση, τα στοιχεία δηλαδή που θα επιλέξετε να συμπεριλάβετε στο "κάδρο" σας και αυτά που θα επιλέξετε να αφήσετε έξω. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος χρυσός κανόνας, κάθε φωτογραφία είναι διαφορετική, υπάρχει όμως μια γενική κατεύθυνση η οποία μπορεί να εφαρμοστεί όταν φωτογραφίζετε τοπία αλλά όχι μόνο σε αυτά.

Τα σημεία που συναντώνται οι τρεις άξονες ονομάζονται σημεία ενδιαφέροντος. Σύμφωνα λοιπόν με τον κανόνα των τρίτων σε κάποιο από αυτά τα σημεία θα πρέπει να τοποθετήσετε το σημαντικότερο στοιχείο της φωτογραφίας σας.

Ο κανόνας των τρίτων είναι σημαντικός για ένα καλό κάδρο. Πολλές μηχανές έχουν την δυνατότητα και εμφανίζουν αυτές τις γραμμές στην οθόνη ή στο Viewfinder ως βοήθημα.

 

wooz.gr/

http://blog.streetphotography.com.gr

www.dpgr.gρ

www.andzer.gr/

www.scrapbooking.gr

 

 

Πανοραμική φωτογραφία

    Στη συμβατική φωτογραφία γνωρίζουμε ότι ένας "νορμάλ" 45άρης φακός αντιστοιχεί σε οπτικό πεδίο ανάλογο με το μάτι (αναλογία διαστάσεων 1:1,5). Ξεφεύγοντας από τα όρια της αναλογίας αυτής, περνάμε στην πανοραμική φωτογραφία, με την αναλογία των διαστάσεων του καρέ να ξεκινάει από 1:2 και να μεγαλώνει. Η δυσκολία όμως είναι η σύνθεση του κάδρου, γιατί ουσιαστικά, το κάδρο δεν είναι η φυσική αποτύπωση της σκηνής που έχουμε μπροστά μας, όπως για παράδειγμα στην συμβατική φωτογραφία, αλλά η ένωση συνεχόμενων σκηνών.

Ο πιο απλός τρόπος για τη δημιουργία μιας πανοραμικής φωτογραφίας είναι η λήψη διαδοχικών καρέ με μια συμβατική φωτογραφική μηχανή, που φτάνει ως τις 360° και στη συνέχεια θα χρειαστεί επεξεργασία. Η ίδια διαδικασία, για καλύτερο αποτέλεσμα, μπορεί να γίνει με τη χρήση ευρυγωνίου φακού. Έτσι μειώνεται ο αριθμός των λήψεων για την κάλυψη μιας σκηνής και καλύπτει μεγαλύτερο πεδίο στον κάθετο άξονα.Υπάρχει και η επιλογή των Πανοραμικών μηχανών, σταθερές και περιστρεφόμενες πανοραμικές μηχανές.

http://www.photo.gr/v2/index.php?option=15&selector=10&id=122

 

Κοντράστ

Το κοντράστ είναι αυτό που ξεχωρίζει το κάθε αντικείμενο από το φόντο. Δηλαδή καθορίζεται από τη φωτεινότητα και το χρώμα του συγκεκριμένου αντικειμένου αλλά και όλων των άλλων αντικειμένων που βρίσκονται στο ίδιο οπτικό πεδίο.

Η φωτεινότητα καθορίζεται από το πόση φωτεινή ενέργεια ακτινοβολίας θα φτάσει στο μάτι το οποίο παρατηρεί ένα αντικείμενο ή μία επιφάνεια από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία.

Ο όρος κοντράστ σημαίνει αντίθεση και υποδηλώνει τη διαφορά στη φωτεινότητα ανάμεσα σ' ένα μέρος της εικόνας και σ' ένα άλλο, είτε στο αρχικό θέμα που φωτογραφίζουμε, είτε στο είδωλό του όπως θα φαίνεται στο αρνητικό.

http://eu1.1host.gr/~aspromav/wordpress/

 

Η προοπτική στη φωτογραφία

Προοπτική είναι ένα μέρος της διδασκαλίας της γεωμετρίας που αποσκοπεί στην απεικόνιση ενός τρισδιάστατου σχήματος σε μια δισδιάστατη επιφάνεια, έτσι ώστε κοιτάζοντας το να έχουμε την ίδια εντύπωση που έχουμε με την πραγματική εικόνα.

Ο  εγκέφαλός  μας  βασίζεται  σε  δύο  δόγματα  για  να  αντιληφθεί  το  βάθος  και την απόσταση. Πρώτον   τα  πιο  κοντινά  αντικείμενα  στο  μάτι  φαίνονται  μεγαλύτερα  σε  σύγκριση   με  τα  πιο  απομακρυσμένα,  και  δεύτερον  οι  παράλληλες  γραμμές  φαίνονται   να  συγκλίνουν  προς  ένα  σημείο.

Ας  υποθέσουμε  ότι  θέλουμε  να  παράγουμε  μια  ισχυρή  αίσθηση  του  βάθους.  Μπορούμε  να  πετύχουμε  τον  στόχο  μας,  εισάγοντας  στην  εικόνα  μας  γραμμές  που συγκλίνουν.   Όσο  περισσότερο  συγκλίνουν,  τόσο  πιο   έντονη  είναι  η αίσθηση του βάθους.  Εναλλακτικά,  ή  μαζί   με  αυτό,  μπορούμε  να  βάλουμε  ένα  αντικείμενο  στο εγγύς  προσκήνιο  και  πολύ  παρασκήνιο  πίσω. Το  αντικείμενο  σε  πρώτο  πλάνο  θα εμφανιστεί  μεγαλύτερο  σε  σχέση  με το υπόβαθρο  και  πάλι,  αυτό  θα  βελτιώσει  την εικόνα  μας  ως  προς  το  βάθος. Όσο  πιο κοντά  είναι  το  αντικείμενο  σε  πρώτο  πλάνο, τόσο  υψηλότερη  είναι  η  αντίληψη  του  βάθους.  Για  παράδειγμα,  κατά  τη  λήψη  μιας φωτογραφίας  τοπίου,  υπάρχουν  μερικά   λουλούδια  σε  πρώτο  πλάνο   και  το  πανόραμα πίσω.

 

Αθλητική φωτογραφία

Αθλήματα κλειστού γηπέδου, όπως μπάσκετ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο σάλας, ενόργανη και ρυθμική γυμναστική όπως ακόμα αθλήματα  εξωτερικού χώρου που διεξάγονται  νύχτα   (μπιτς  βόλεϊ), δυσκολεύουν κάθε φωτογράφο.  

Αυτό όμως που τρομοκρατεί ακόμα και τον επαγγελματία φωτογράφο του αθλητικού ρεπορτάζ, είναι να προλάβει να  καταγράψει τη ΦΑΣΗ. Τη  δράση εκείνη του αθλητή που   μπορεί και μην επαναληφθεί ποτέ. Επαγρύπνηση λοιπόν και σωστή τοποθέτηση στον αγωνιστικό χώρο, αποτελούν το κλειδί της επιτυχημένης φωτογραφίας.

Η  σωστή  θέση  και  απόσταση

Ο φωτογράφος ανάλογα με το πώς θέλει να αποθανατίσει το θέμα του, μπορεί να στέκεται όρθιος, καθιστός, γονατιστός,  ή ακόμα και ξαπλωτός με την κοιλιά στο πάτωμα, για   καλύτερη γωνία λήψης.

Επίσης, η χρήση  τρίποδου, είναι συχνά απαραίτητη. Για τη λήψη από κερκίδα, θεωρείο   κλπ, καλό είναι να δουλεύεται ξεκούραστα έχοντας τη μηχανή σε ένα τρίποδο.   Αν   έχετε   άδεια για να βρίσκεστε μέσα στον αγωνιστικό χώρο η χρήση ενός μονόποδου είναι πρακτική   όχι μόνο για πρόσθετη σταθερότητα, αλλά και για πιο ξεκούραστες λήψης   χωρίς   να   υπάρχει δυσκολία στη μετακίνηση.  

 

 Νυχτερινή λήψη

Η νυχτερινή φωτογραφία χωρίς την χρήση flash κατά βάση είναι ένα είδος φωτογραφίας που απαιτεί εξοικείωση και ειδικό εξοπλισμό, πολλή υπομονή, και χρόνο διαθέσιμο προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ένα από τα πράγματα με τα οποία θα πρέπει να εφοδιαστεί κανείς εκτός από υπομονή είναι ένας σταθερός τρίποδας.

Στις νυχτερινές λήψεις είναι απαραίτητη η βαθιά γνώση και εξοικείωση με το διάφραγμα και τις ταχύτητες, καθώς και με την εστιακή απόσταση. Και τούτο διότι, η νυχτερινή φωτογράφιση απαιτεί ρυθμίσεις (Μ) Manual, στην φωτογραφική  μηχανή, μιας και οι ενδείξεις των ενσωματομένων φωτόμετρων των φωτογραφικών μηχανών μερικές φορές δεν είναι ακριβείς και ενδέχεται οι φωτογραφίες να βγουν υποφωτισμένες ή υπερφωτισμένες. Επίσης δεδομένου του χαμηλού φωτισμού ενδέχεται η μηχανή να δυσκολεύεται στην εστίαση, οπότε θα πρέπει να υπάρχουν γνώσεις για το βάθος πεδίου, αν χρειαστεί να ρυθμιστεί η εστίαση (manual focus).

Τη νύχτα οι φωτιστικές πηγές διαφέρουν και ως προς την ένταση, αλλά και ως προς την ποιότητα, π.χ. λάμπες πυρακτώσεως, φθορισμού, Νέον, Φεγγάρι, φωτιά, πυροτεχνήματα, αστραπές, κ.ο.κ. οπότε θα πρέπει η επιλογή του white balance (για της ψηφιακές μηχανές) να γίνει πολύ προσεκτικά 

http://photoleke.ning.com/group/phototech/forum/topics/nychterinhes-lhepseis

 

Φόντο φωτογραφίας

Το φόντο σε μια φωτογραφία και κυρίως σε ένα πορτραίτο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, αφού αυτό είναι που καθορίζει και το αν το πορτραίτο είναι «καλό» σαν φωτογραφία ή όχι. Αν το φόντο είναι σε έντονο χρώμα, έχει πολλά πράγματα ή μοτίβα και γενικότερα είναι «φορτωμένο» τραβάει την προσοχή μας και δεν παρατηρούμε το πρόσωπο που απεικονίζεται. Εάν πάλι το χρώμα του φόντου δεν σμίγει με το απεικονιζόμενο άτομο το αποτέλεσμα θα είναι κάθε άλλο παρά αρμονικό. Έτσι προτιμούμε φόντο σε ουδέτερα και όχι έντονα χρώματα, χωρίς μοτίβα, χωρίς πράγματα που θα κάνουν τη φωτογραφία μας να μοιάζει φορτωμένη και χωρίς πράγματα που θα τραβούσαν την προσοχή από το κυρίως θέμα η προσωπογραφία του ανθρώπου παραμένει ένα από τα αρχέγονα και παντοτινά δυνατά θέματα που απασχολούν τον φωτογράφο καλλιτέχνη και τη καλλιτεχνική φωτογραφική δημιουργία γενικότερα. Ο άνθρωπος μέσω της τέχνης ασχολείται με τις μεγάλες ιδέες όπως η ζωή, ο θάνατος, ο πόλεμος, η ειρήνη, η αγάπη, η ευτυχία, ο πόνος, η φύση και φυσικά ο ίδιος ο εαυτός του. Ο εαυτός του και σαν δρών ον μέσα στη φύση αλλά και σαν αυτόνομο ον με εσωτερικότητα και πολυπλοκότητα. Το χαρακτηριστικότερο φυσικά στοιχείο του ορισμού του ανθρώπου, σε σημειολογικό επίπεδο, είναι το πρόσωπο. Από τα παραπάνω ίσως καταδεικνύεται η σπουδαιότητα του φωτογραφικού θέματος «προσωπογραφία ή πορτρέτο».

Ο φωτογράφος πορτρέτου και στις τρεις περιπτώσεις προσωπογραφίας, δηλαδή όταν το μοντέλο δεν ξέρει ότι φωτογραφίζεται, όταν ξέρει και αδιαφορεί ή όταν ξέρει και συναινεί αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να γίνει ένας ξερός αντιγραφέας της πραγματικότητας και το αποτέλεσμα να είναι τελείως επίπεδο και αδιάφορο. Η γενικότερη παιδεία του φωτογράφου, η γενική παιδεία της τέχνης, η ειδική φωτογραφική παιδεία και η γνώση του μέσου δηλαδή της τεχνικής της φωτογραφίας είναι τα εφόδιά με τα οποία μπορεί να σταθεί πίσω από την κάμερα και απέναντι από το μοντέλο. Έτσι θα είναι σε θέση να αναπτύξει τους κώδικες επικοινωνίας με το πρόσωπο και να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια οπτική διαλεκτική μαζί του. Πρέπει να λειτουργήσει με το δίπολο σχήμα πομπός - δέκτης. Αποστέλλει τα κατάλληλα μηνύματα προς το μοντέλο, το ενεργοποιεί, και στη συνέχεια σαν δέκτης συλλα�