Ν · Web viewΗ παραγνώριση του γεγονότος ότι με την...

289
Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων Η΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΣΥΝΟΔΟΣ Α΄ Συνεδρίαση 23ης Ιανουαρίου 2002 (Ώρα έναρξης: 5.18 μ.μ.) (Αρ. 15) ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΑΣ) Καλό απόγευμα. Κηρύσσω την έναρξη της σημερινής συνεδρίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και παρακαλώ τους κυρίους γραμματείς να διαπιστώσουν αν υπάρχει απαρτία. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: (Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ) Υπάρχει απαρτία, έντιμε κύριε Πρόεδρε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προτού αρχίσουμε τις εργασίες της σημερινής μας συνεδρίας, θα ήθελα να σας ανακοινώσω ένα θλιβερό γεγονός: Έχει φύγει από τη ζωή ένα μέλος της κοινοβουλευτικής οικογένειας, βετεράνος της κοινοβουλευτικής 1

Transcript of Ν · Web viewΗ παραγνώριση του γεγονότος ότι με την...

Ν

PAGE

Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων

Η΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΣΥΝΟΔΟΣ Α΄

Συνεδρίαση 23ης Ιανουαρίου 2002

(Ώρα έναρξης: 5.18 μ.μ.)

(Αρ. 15)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ:

(Δ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΑΣ)

Καλό απόγευμα. Κηρύσσω την έναρξη της σημερινής συνεδρίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και παρακαλώ τους κυρίους γραμματείς να διαπιστώσουν αν υπάρχει απαρτία.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ:(Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ)

Υπάρχει απαρτία, έντιμε κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ:

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προτού αρχίσουμε τις εργασίες της σημερινής μας συνεδρίας, θα ήθελα να σας ανακοινώσω ένα θλιβερό γεγονός: Έχει φύγει από τη ζωή ένα μέλος της κοινοβουλευτικής οικογένειας, βετεράνος της κοινοβουλευτικής οικογένειας, ο Χρίστος Πέτας. Ο Χρίστος Πέτας, εργάτης στο επάγγελμα, από μικρός αναμείχθηκε στην κοινωνική και την πολιτική δράση. Μέλος του ΑΚΕΛ, καταξιώθηκε με τους αγώνες και την προσφορά του να ανέλθει στα ψηλά σκαλοπάτια της ηγεσίας αυτού του κόμματος, να εκλεγεί επαρχιακός γραμματέας και να υπηρετήσει από αυτό το αξίωμα στη Λευκωσία για πολλά χρόνια, να εκλεγεί μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος και από αυτό το αξίωμα να υπηρετήσει για αρκετά χρόνια τους εργαζόμενους και το λαό και να καταξιωθεί και ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Όσοι γνώριζαν το Χρίστο Πέτα έχουν να πουν τα καλύτερα λόγια για το πράο του χαρακτήρα του, για την ανθρωπιά του, για την προσήνεια την οποία είχε και γενικότερα για την αγωνιστική του δράση.

Προτείνω στο σώμα να τηρήσουμε μονόλεπτη σιγή στη μνήμη του Χρίστου Πέτα.

(Τηρείται μονόλεπτη σιγή.)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ:

Αιωνία η μνήμη του.

ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ:

Αιωνία η μνήμη του.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ:

Αρχίζουμε σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τη συζήτηση του Προϋπολογισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας για το 2002. Όπως έχει ήδη συμφωνηθεί, σήμερα, ύστερα από την κατάθεση, την περιληπτική κατάθεση της έκθεσης της επιτροπής Οικονομικών ή και των διαπιστώσεων της επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού από τον πρόεδρο της επιτροπής, θα μιλήσουν οι αρχηγοί ή οι εκπρόσωποι των τεσσάρων κομμάτων ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ και ΚΙΣΟΣ, που οι ομιλίες τους θα γίνει προσπάθεια να μην υπερβαίνουν τα σαράντα πέντε λεπτά. Επίσης έχει καθοριστεί και ο χρόνος που θα δοθεί σε κάθε κόμμα, θέμα για το οποίο είστε ενήμεροι.

Καλώ τώρα στο βήμα τον πρόεδρο της επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού, τον κ. Μάρκο Κυπριανού, να καταθέσει την περίληψη της έκθεσης.

Μ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ:

Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.

Κύριοι συνάδελφοι, προτού δημιουργηθεί κλίμα πανικού, θέλω να τονίσω -το ’πε και ο Πρόεδρος- ότι θα δοθούν περιληπτικά οι θέσεις και τα συμπεράσματα της επιτροπής Οικονομικών που περιέχονται στην έκθεση της επιτροπής. Η έκθεση, όπως είναι γνωστό, κυκλοφόρησε πριν ένα μήνα περίπου, έχει, ελπίζω, διαβαστεί από όλους τους συναδέλφους και έχει δημοσιοποιηθεί και προς την κοινωνία από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επομένως μπορούν να δοθούν στο σώμα περιληπτικά οι θέσεις.

Η έκθεση αποτελείται από εκατόν είκοσι τέσσερις σελίδες. Να ενημερώσω: πενήντα σελίδες περιέχουν τις θέσεις και απόψεις της επιτροπής, σαράντα τέσσερις τις θέσεις της κυβέρνησης και περίπου τριάντα σελίδες περιέχουν στοιχεία, πίνακες και άλλα δεδομένα για τον προϋπολογισμό και για την οικονομία της Κύπρου. Εκτός από τις γενικές παρατηρήσεις για τον προϋπολογισμό και την οικονομία, γίνεται και ειδική αναφορά σε οκτώ εξειδικευμένα θέματα. Βεβαίως, θα επικεντρωθώ στα πιο βασικά σημεία.

(Ο κ. Μ. Κυπριανού διαβάζει στη συνέχεια αποσπάσματα της έκθεσης που ακολουθεί μαζί με τα συμπεράσματα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού.)

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού για το νομοσχέδιο που τιτλοφορείται «Ο περί Προϋπολογισμού Νόμος του 2002»

Παρόντες:

Μάρκος Κυπριανού, πρόεδροςΠαναγιώτης Δημητρίου

Άριστος ΧρυσοστόμουΠρόδρομος Προδρόμου

Τάσσος ΠαπαδόπουλοςΡίκκος Ερωτοκρίτου

Γιώργος ΛιλλήκαςΜαρία Κυριακού

Σταύρος ΕυαγόρουΓιαννάκης Ομήρου

Σωτηρούλα ΧαραλάμπουςΔώρος Θεοδώρου

Γιάννος Λαμάρης

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

1. Εισαγωγή

Ο κρατικός προϋπολογισμός για το οικονομικό έτος 2002 υποβλήθηκε με επιστολή του Υπουργού Οικονομικών, ημερομηνίας 4 Οκτωβρίου 2001 προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Με την ίδια επιστολή υποβλήθηκαν τα επεξηγηματικά υπομνήματα για τις τακτικές και τις αναπτυξιακές δαπάνες του 2002, καθώς και κατάλογος πινάκων στους οποίους παρατίθενται οι δημοσιονομικοί δείκτες, τα μεγέθη των προϋπολογισμών για τα έτη 1999-2002, συγκριτικές αναλύσεις εσόδων, πληρωμών και δαπανών για την περίοδο 1999-2002 και τέλος συνοπτική κατάσταση κατάργησης/ίδρυσης θέσεων στη δημόσια υπηρεσία. Αυθημερόν ο κρατικός προϋπολογισμός του 2002 κατατέθηκε στην ολομέλεια του σώματος κατά την πρώτη του συνεδρία της παρούσας συνόδου και παραπέμφθηκε ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού προς εξέταση και υποβολή σχετικής έκθεσης προς το σώμα. Κατατέθηκε επίσης στη Βουλή σχετικό σημείωμα για τις οικονομικές εξελίξεις του 2001 και τις προοπτικές για το 2002 του Υπουργείου Οικονομικών και του Γραφείου Προγραμματισμού.

Στην ίδια συνεδρία ο Υπουργός Οικονομικών κ. Τάκης Κληρίδης ανέπτυξε τη φιλοσοφία της κοινωνικοοικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης προβαίνοντας σε παρουσίαση του εν λόγω προϋπολογισμού ενώπιον του σώματος. Η ομιλία του Υπουργού Οικονομικών, με βάση ειλημμένη απόφαση του σώματος, προηγήθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά της αναλυτικής εξέτασης του προϋπολογισμού, κατ’ αντίθεση προς πάγια διαδικασία προηγούμενων ετών με βάση την οποία η παρουσίαση του προϋπολογισμού εκ μέρους του Υπουργού Οικονομικών ακολουθούσε την ολοκλήρωση της εξέτασής του από την αρμόδια επιτροπή.

Προχωρώντας και φέτος κατά προτεραιότητα σε μελέτη του παραπεμφθέντος ενώπιόν της ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού, η επιτροπή πραγματοποίησε έντεκα συνολικά συνεδρίες στο διάστημα από 15 Οκτωβρίου μέχρι 23 Νοεμβρίου 2001. Σε δύο συνεδρίες επίσης, που πραγματοποιήθηκαν στις 12 και 19 Δεκεμβρίου 2001, συζήτησε και ενέκρινε την παρούσα έκθεση.

Πρωταρχικός στόχος της επιτροπής υπήρξε και φέτος η υποβολή έκθεσης προς την ολομέλεια του σώματος για έγκριση του υπό συζήτηση προϋπολογισμού πριν από την έναρξη του νέου οικονομικού έτους στο οποίο αυτός αναφέρεται.

Για δεύτερη συνεχή χρονιά η επιτροπή ακολούθησε την καθιερωθείσα από πέρυσι νέα διαδικασία εξέτασης του κρατικού προϋπολογισμού. Η διαδικασία αυτή συνίσταται αρχικά σε συζήτηση εφ’ όλης της ύλης επί θεμάτων που αφορούν την οικονομική πολιτική, τους οικονομικούς δείκτες και γενικά τον οικονομικό προγραμματισμό στην παρουσία του Υπουργού Οικονομικών και ακολούθως σε συζήτηση των επιμέρους προϋπολογισμών όλων των υπουργείων στην παρουσία των καθ’ ύλην αρμόδιων υπουργών. Να σημειωθεί ότι η επιτροπή, παρά το βεβαρημένο της πρόγραμμα, δε διέκοψε τον κανονικό ρυθμό εργασιών της. Αντίθετα αύξησε τις συνεδρίες της, όταν παρίστατο ανάγκη σε τρεις ή και τέσσερις εβδομαδιαίως, ενώ για πρώτη φορά καθιέρωσε την πρακτική να εξετάζει τον προϋπολογισμό ενός μόνο υπουργείου σε κάθε συνεδρία, έτσι που να δίδεται η ευκαιρία εξάντλησης όλων των θεμάτων αρμοδιότητας του κάθε υπουργείου. Κύριο στόχο της επιτροπής αποτέλεσε η επικέντρωση σε θέματα που αφορούν την προδιαγραφείσα μέσα από τον προϋπολογισμό κάθε υπουργείου πολιτική του, σε συνάρτηση με τις επιδράσεις της πολιτικής αυτής στο σύνολο της οικονομίας και κατ΄ επέκταση επί των δημόσιων οικονομικών.

Σημειώνεται ότι η παρουσία μεγάλου αριθμού τεχνοκρατών των υπουργείων στη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού, τακτική που ακολουθείτο για σειρά ετών, έχει από πέρυσι καταργηθεί αφού κρίθηκε χρονοβόρα, μη εποικοδομητική και ασύμφορη από πλευράς διοικητικού κόστους. Στη βάση της προσέγγισης αυτής, αναλήφθηκε η υποχρέωση από την επιτροπή όπως ειδικές ερωτήσεις εκ μέρους των βουλευτών ως προς επιμέρους κονδύλια, διαβιβάζονται γραπτώς στα αντίστοιχα υπουργεία με την παράκληση να απαντώνται επίσης γραπτώς μέσα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Η διαδικασία αυτή και φέτος, όπως και την προηγούμενη χρονιά, δεν αξιοποιήθηκε, γεγονός που θα προβληματίσει την Επιτροπή στο μέλλον, ώστε με βάση τις αποκτηθείσες στο μεταξύ εμπειρίες να εξευρεθούν άλλοι τρόποι άσκησης παράλληλου ελέγχου πάνω σε ειδικά κονδύλια του προϋπολογισμού.

Για όλες τις συνεδρίες της επιτροπής τηρήθηκαν πλήρη αποστενογραφημένα πρακτικά, τα οποία βρίσκονται στη διάθεση όλων των βουλευτών, και καθ’ όλη τη διάρκειά τους παρίσταντο, εκτός από τους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς, εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών και του Γραφείου Προγραμματισμού. Στην πρώτη συνεδρία παρέστησαν επίσης ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Γραφείου Προγραμματισμού. Εκ μέρους όλων των υπουργών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κατατέθηκαν εκ των προτέρων ή προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων σημειώματα για την πολιτική και τα προγράμματα των υπουργείων τους. Η εκ των προτέρων κατάθεση των σημειωμάτων αυτών συμβάλλει στην καλύτερη προετοιμασία των μελών της επιτροπής και σε πιο εποικοδομητική διεξαγωγή των συζητήσεων και για το λόγο αυτό επισημαίνεται η ανάγκη όπως στο μέλλον όλοι οι υπουργοί ανταποκρίνονται προς την καθιερωθείσα αυτή πρακτική έγκαιρα και με συνέπεια.

Να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση των επιμέρους προϋπολογισμών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, εκτός από τους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς, παρίστατο, σύμφωνα με απόφαση της επιτροπής, και ο Υπουργός Οικονομικών. Η εξέταση των πιο σημαντικών οικονομικών τομέων της γεωργίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου, της μεταποίησης, του τουρισμού και των κατασκευών, όπως επίσης και θεμάτων και ειδικότερα αναπτυξιακών έργων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή μιας πιο σφαιρικής συζήτησης στην παρουσία του Υπουργού Οικονομικών. Με την παρουσία του Υπουργού Οικονομικών είναι δυνατό να διαπιστώνονται οι επιδράσεις από την ακολουθούμενη στους τομείς αυτούς κυβερνητική πολιτική επί του συνόλου της οικονομίας και με την κατάθεση εκ μέρους του συγκεκριμένων στοιχείων πάνω σε ειδικά και επιμέρους ζητήματα να καθίσταται δυνατή η διακρίβωση της γενικότερης μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κυβερνητικής πολιτικής επί ζωτικών τομέων της οικονομίας.

Τέλος, η επιτροπή κάλεσε ενώπιόν της το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να ενημερωθεί σχετικά με την πορεία της εναρμονισιακής με το κοινοτικό κεκτημένο προσπάθειας, η οποία υλοποιείται κυρίως μέσα από το έργο της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς επίσης για θέματα που αφορούν την πάταξη του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και άλλων οικονομικών εγκλημάτων.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του υπό αναφορά προϋπολογισμού προσήλθαν επίσης και παρακολούθησαν τις εργασίες της επιτροπής οι βουλευτές μη μέλη της κ. Αριστοφάνης Γεωργίου, Χρίστος Μαυροκορδάτος, Τάκης Χατζηγεωργίου, Κυριάκος Τυρίμος, Γιώργος Χατζηγεωργίου, Κώστας Παπακώστας, Θάσος Μιχαηλίδης, Δώρος Χριστοδουλίδης, Λευτέρης Χριστοφόρου, Σοφοκλής Φυττής, Μάριος Ματσάκης, Γεώργιος Βαρνάβα και Ανδρούλα Βασιλείου. Το γεγονός αυτό σημειώνεται από την επιτροπή με ιδιαίτερη ευαρέσκεια, γιατί η παρουσία των βουλευτών αυτών με τις εξειδικευμένες γνώσεις και άλλες εμπειρίες που έχουν ως μέλη άλλων κοινοβουλευτικών επιτροπών, συνέβαλε ιδιαίτερα σε εποικοδομητικότερη διεξαγωγή των σχετικών συζητήσεων.

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η επιτέλεση του έργου της εξέτασης του κρατικού προϋπολογισμού από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή έγινε και πάλι με την υποστήριξη από την υποτυπωδώς μόνο στελεχωμένη Υπηρεσία Κοινοβουλευτικών Επιτροπών της Βουλής, χωρίς επαρκή τεχνοκρατική υποστήριξη. Οι επιπτώσεις που οι ελλείψεις αυτές συνεπάγονται στην ποιότητα των εργασιών της επιτροπής, σε συνδυασμό με το βεβαρημένο πρόγραμμα εργασιών της, είχαν ως αποτέλεσμα να μην έχει καταστεί δυνατή ούτε και φέτος η εις βάθος εξειδικευμένη τεχνική προεργασία και προετοιμασία της σχετικής εξέτασης του κρατικού προϋπολογισμού. Η επιτροπή ομόφωνα υποστηρίζει ότι χωρίς άλλη καθυστέρηση τόσο η εκτελεστική όσο και η νομοθετική εξουσία θα πρέπει να προβληματιστούν σε σχέση με τις ελλείψεις αυτές με στόχο να αρχίσει σύντομα ένας εποικοδομητικός διάλογος, στα πλαίσια του οποίου θα εξευρεθούν εκείνοι οι τρόποι που θα προσδώσουν στη λειτουργία των κοινοβουλευτικών επιτροπών το ουσιαστικό εκτόπισμα που το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προσδίδει σ’ αυτές.

Σημειώνεται με ευαρέσκεια το γεγονός ότι η κυβέρνηση, συνεπής προς τη συνταγματική της υποχρέωση, έχει καταθέσει και πάλι έγκαιρα τον κρατικό προϋπολογισμό στη Βουλή. Με ικανοποίηση σημειώνεται επίσης το άριστο πνεύμα συνεργασίας καθώς και η επίδειξη του δέοντος σεβασμού προς τη νομοθετική εξουσία εκ μέρους όλων των υπουργών, αλλά και όλων των άλλων λειτουργών της εκτελεστικής εξουσίας που συνεργάστηκαν με την επιτροπή, ενέργειες που αδιαμφισβήτητα συμβάλλουν στην προαγωγή του δημόσιου πνεύματος και στην περαιτέρω εμπέδωση των δημοκρατικών διαδικασιών.

(Παρένθεση του κ. Μ. Κυπριανού: Η επιτροπή με αυτή την ευκαιρία επιθυμεί να ευχαριστήσει για τη συνεργασία αυτή.)

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι στην παρούσα έκθεση κατεβλήθη κάθε προσπάθεια να περιληφθούν όλα εκείνα τα αναλυτικά στοιχεία και οι λεπτομέρειες, η παράθεση των οποίων κρίθηκε ότι θα εξυπηρετήσει καλύτερα όλους τους βουλευτές στο έργο της μελέτης του προϋπολογισμού και της προετοιμασίας της συζήτησής του ενώπιον της ολομέλειας του σώματος. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στα παραρτήματα που επισυνάπτονται στο Δεύτερο Μέρος της παρούσας έκθεσης.

2. Εκτιμήσεις της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού σχετικά με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, τις προοπτικές της κυπριακής οικονομίας και για άλλα ειδικότερα θέματα που σχετίζονται με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2002.

Η επιτροπή, προχωρώντας σε παράθεση των γενικών εκτιμήσεών της αναφορικά με την πορεία και τις προοπτικές της κυπριακής οικονομίας, τη δημοσιονομική κατάσταση, αλλά και την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική σε μακροοικονομικό επίπεδο και σε συνάρτηση με επιμέρους τομείς της κυπριακής οικονομίας, παραθέτοντας επίσης τις επιμέρους διαπιστώσεις, παρατηρήσεις και εισηγήσεις της σχετικά με τον υπό συζήτηση προϋπολογισμό, κρίνει και φέτος σκόπιμο να προβεί στην καθιερωμένη δήλωσή της, σύμφωνα με την οποία η έγκριση είτε του συνόλου είτε επιμέρους προνοιών του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού δε συνεπάγεται και έγκριση ή αποδοχή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής είτε στο σύνολό της είτε μερικώς.

Περαιτέρω διευκρινίζεται ότι πολλές από τις θέσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση διατυπώνονται κατά πλειοψηφία των μελών της επιτροπής και ανεξάρτητα από τις τελικές τους θέσεις όσον αφορά τον υπό συζήτηση προϋπολογισμό, όπως ενδεχομένως αυτές να διαμορφωθούν κατά τη συζήτησή του ενώπιον της ολομέλειας του σώματος.

Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι το έργο της μελέτης του υπό συζήτηση προϋπολογισμού από την επιτροπή έχει βασιστεί αποκλειστικά στα στοιχεία και τα δεδομένα που η κυβέρνηση έχει καταθέσει ενώπιόν της. Υπογραμμίζεται και πάλι ότι η ανεπαρκής στελέχωση της αντίστοιχης υπηρεσίας που υποστηρίζει το έργο των κοινοβουλευτικών επιτροπών δεν καθιστά δυνατή τη μελέτη και επεξεργασία του υπό συζήτηση προϋπολογισμού στον επιθυμητό βαθμό και έκταση. Συνακόλουθα, οι παρατηρήσεις και διαπιστώσεις της επιτροπής εξάγονται αποκλειστικά μέσα από τα στοιχεία αυτά.

Η επιτροπή, αφού άκουσε σε πρώτο στάδιο την ανάλυση της κυβερνητικής πολιτικής, όπως αυτή εκτέθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών και ακολούθως από τους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς σε σχέση με ειδικά θέματα και τομείς και αφού σε δεύτερο στάδιο διεξήλθε τα στοιχεία, το έγγραφο υλικό που κατατέθηκε ενώπιόν της, καθώς και όλα τα συμπληρωματικά στοιχεία και άλλες πληροφορίες που ζητήθηκαν και κατατέθηκαν, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιόν της, παραθέτει τις ακόλουθες διαπιστώσεις και παρατηρήσεις:

Η πορεία της κυπριακής οικονομίας για το 2001 και οι προοπτικές της για το 2002, καθώς και η όλη δημοσιονομική κατάσταση, όπως σκιαγραφούνται μέσα από τα κατατεθέντα στοιχεία και τις δοθείσες προβλέψεις μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, ημερομηνία κατά την οποία επεσυνέβησαν οι γνωστές τρομοκρατικές επιθέσεις, χαρακτηρίζονται ως ικανοποιητικές.

Η εικόνα, ειδικότερα της δημοσιονομικής κατάστασης σε σχέση με προηγούμενα έτη και σύμφωνα με τους δοθέντες δημοσιονομικούς δείκτες, διαγράφεται ως σταθερή, με το αναθεωρημένο ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος ως ποσοστού επί του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) για το 2001 στο 2,6% σε σύγκριση με 2,7% το 2000 και με πρόβλεψη για περαιτέρω μείωσή του στο 2,4% επί του ΑΕΠ για το 2002.

Το δημόσιο χρέος (εξαιρουμένου του ενδοκυβερνητικού), είναι σύμφωνα με το αναθεωρημένο ποσοστό για το 2001 της τάξης του 59,1% επί του ΑΕΠ σε σύγκριση με το αναθεωρημένο ποσοστό του 59,8% για το 2000, και με πρόβλεψη για περαιτέρω μείωσή του στο 59,6% επί του ΑΕΠ για το 2002.

Σχολιάζοντας τα μεγέθη του δημόσιου χρέους καθώς και την εξυπηρέτησή του, η επιτροπή παρατηρεί ότι παρά την κάμψη που παρατηρείται όσον αφορά το ποσοστό του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ, η διεύρυνσή του σε απόλυτους αριθμούς συνεχίζεται, γεγονός που εκτιμάται ως πολύ αρνητικό, δεδομένου ότι το κράτος είναι αναγκασμένο να συνεχίζει την προσφυγή του σε νέο δανεισμό για την αποπληρωμή του εν λόγω χρέους και των τόκων του. Επικροτείται μεν η πολιτική της σύναψης νέων δανείων με ευνοϊκότερους όρους ή με σκοπό την ενοποίηση υφιστάμενων δανείων, η επιτροπή όμως τάσσεται εναντίον οποιασδήποτε περαιτέρω διεύρυνσης των ορίων του επιτρεπόμενου εξωτερικού δανεισμού, εξ ου και έχει διαφωνήσει με πρόσφατη κυβερνητική πρόταση που είχε αχθεί ενώπιόν της για αύξηση των ορίων του εξωτερικού δανεισμού μέσω του γνωστού προγράμματος ΕΜΤΝ από $ΗΠΑ 1000 εκ. σε $ΗΠΑ 2000 εκ. Η επιτροπή, εκφράζοντας την ανησυχία της τόσο για το ύψος του δημόσιου χρέους όσο και για το χαμηλό ποσοστό εξυπηρέτησής του, καλεί την κυβέρνηση να ασκήσει πολιτική συνέπειας όσον αφορά το μείζον αυτό θέμα με μοναδικό γνώμονα την προσπάθεια περιορισμού του. Η παραγνώριση του γεγονότος ότι με την προσφυγή σε πρόσθετο εξωτερικό δανεισμό υποθηκεύεται ουσιαστικά και ανεπανόρθωτα το μέλλον των επόμενων γενεών, αυτό αποτελεί ασύγγνωστη τακτική από οποιαδήποτε κυβέρνηση κι αν ακολουθείται.

Το συνολικό δημόσιο και ενδοκυβερνητικό χρέος παρουσιάζει διεύρυνση τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ και ανέρχεται σύμφωνα με τα αναθεωρημένα μεγέθη για το 2001 σε £5.694,4 ή στο 96,7% επί του ΑΕΠ σε σύγκριση με £5.288,5 ή με 96,4% για το 2000, και με πρόβλεψη για £6.200,7 ή με 98,3% επί του ΑΕΠ για το 2002.

Ειδικότερα όσον αφορά το ενδοκυβερνητικό χρέος, για το οποίο να σημειωθεί ότι επίσης παρουσιάζει διεύρυνση για το 2002 τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, η επιτροπή προβληματίζεται για το ύψος του δανεισμού από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ιδιαίτερα κατά πόσο το κράτος είναι δυνατό να συνεχίσει να προσφεύγει σε δανεισμό απ’ αυτό. Η επιτροπή θεωρεί ότι η συνέχιση της προσφυγής σε δανεισμό από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισοδυναμεί ουσιαστικά με επιστροφή της καταβλητέας κυβερνητικής εισφοράς για τους εργοδοτουμένους στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και για τους αυτοεργοδοτουμένους, στο ίδιο το κράτος. Παράλληλα εκφράζει αμφιβολίες για το κατά πόσο το χρέος αυτό είναι πράγματι ενδοκυβερνητικό. Θεωρώντας την αποπληρωμή του εν λόγω χρέους επίσης κρίσιμο ζήτημα, και ιδιαίτερα σε συνάρτηση με τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων μακροπρόθεσμα, η επιτροπή προτίθεται σε εύθετο χρόνο να επανέλθει ζητώντας από την κυβέρνηση ενημέρωση και ανάλυση της ακολουθούμενης πολιτικής στο θέμα αυτό στη βάση της διαφάνειας και της ανάγκης επανεκτίμησής της.

Αναφορικά με το ρυθμό ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, που σύμφωνα με τις επίσημες κυβερνητικές προβλέψεις θα ανερχόταν στο 4,5% σε πραγματικούς όρους μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και στο 4% ύστερα από την ημερομηνία αυτή, η επιτροπή εκτιμά ότι τα τελικά αναμενόμενα αποτελέσματα του τουρισμού και των υπηρεσιών για το 2001, συνυπολογιζόμενα με τα ποσοστά της ιδιωτικής κατανάλωσης και της μείωσης του τομέα της μεταποίησης, καταδεικνύουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2001 κυμαίνεται μεταξύ 3% και 3,5%.

Ως θετική θεωρεί περαιτέρω η επιτροπή τη συγκράτηση του πληθωρισμού γύρω στο 2%, αλλά και τη διατήρηση της ανεργίας στο 3,2%, παρά το γεγονός ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις και το παγκόσμιο κλίμα ύφεσης που ακολούθησε και οι συνακόλουθες επιπτώσεις στον τουριστικό τομέα αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά το δοθέν ποσοστό ανεργίας για το τέλος του 2001 και για το 2002.

Στο σημείο αυτό η επιτροπή επισημαίνει και πάλι την ανάγκη επαγρύπνησης της κυβέρνησης για πάταξη της παράνομης απασχόλησης, αλλά και την ανάγκη επανεξέτασης της πολιτικής της σε σχέση με τον αριθμό και τα κριτήρια παραχώρησης αδειών εργασίας σε αλλοδαπούς, ιδιαίτερα ενόψει της προοπτικής ένταξης στην Ε.Ε.

Αναφορικά με την πρόβλεψη σε σχέση με το μέγεθος του πληθωρισμού για το 2002, αυτή είναι δυνατό προς το παρόν να χαρακτηρισθεί ως αστάθμητη, ιδιαίτερα λόγω της επικείμενης αύξησης του επιβλητέου συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), αλλά και της αστάθειας που παρατηρείται διεθνώς σε σχέση με τους παράγοντες διαμόρφωσης της τιμής των καυσίμων.

Σχολιάζοντας τις εξελίξεις μετά τα διεθνή γεγονότα, η επιτροπή κρίνει ότι η ανάγκη επανεκτίμησης του ρυθμού ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας για το 2001 ύστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις έφερε την κυπριακή οικονομία αντιμέτωπη και πάλι με τη σκληρή πραγματικότητα που για σειρά ετών επισημαίνεται από την επιτροπή και που έγκειται στη σχεδόν απόλυτη εξάρτησή της από τον ευάλωτο τομέα του τουρισμού.

Οποιαδήποτε παγκόσμια αναταραχή και οι συνεπακόλουθες ανακατατάξεις στη διεθνή οικονομία επηρεάζουν άμεσα την κυπριακή οικονομία. Η επιτροπή είναι υποχρεωμένη να σχολιάσει την πραγματικότητα αυτή, παρά το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρώτη επανεκτίμηση του ρυθμού ανάπτυξης μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001 ανατρέπεται σήμερα σε κάποιο βαθμό, αφού οι πολεμικές επιχειρήσεις έχουν περιοριστεί πλέον σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο.

Η κυπριακή οικονομία όμως λόγω του μικρού της μεγέθους είναι εκτεθειμένη ακόμη περισσότερο σε εξωγενείς παράγοντες τέτοιας φύσης. Χωρίς αμφιβολία, σε ανάλογες περιπτώσεις πλήττεται πρώτιστα η τουριστική βιομηχανία που περιλαμβάνει τα ξενοδοχεία, τα τουριστικά γραφεία, τα κρουαζιερόπλοια και τις αερογραμμές, ο ασφαλιστικός κλάδος και δευτερευόντως το εξαγωγικό εμπόριο, η χρηματαγορά και το χρηματιστήριο. Συνεπώς, σε περιπτώσεις κρίσεως οι μελλοντικές αποφάσεις της κυβέρνησης και ο ανάλογος προγραμματισμός πρέπει να σχεδιάζονται προσεκτικά και να αναπροσαρμόζονται συνεχώς, λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του παράγοντα ότι η κυπριακή οικονομία σε ανάλογες περιπτώσεις πιθανόν να έχει μεγαλύτερη δυνατότητα γρήγορης ανάκαμψης λόγω του μικρού της μεγέθους.

Στο σημείο αυτό η επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα πολιτικά μηνύματα που δόθηκαν από την κυβέρνηση ευθύς αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, σχετικά με την ανάγκη επίδειξης πνεύματος αυτοσυγκράτησης εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων και άλλων κοινωνικών ομάδων όσον αφορά τις οποιεσδήποτε διεκδικήσεις τους, κατά την εκτίμησή της δεν ήταν ορθά. Οι σχετικές δηλώσεις κρίνονται ως βεβιασμένες, ενώ δύνανται επίσης να χαρακτηρισθούν ότι διέπονται από πνεύμα μονόπλευρης λιτότητας. Η δημιουργία κλίματος ύφεσης σε ανάλογες περιπτώσεις ως αποτέλεσμα τέτοιων δηλώσεων, κατά την κρίση της επιτροπής μόνο όξυνση των διεκδικήσεων και των πιέσεων από ομάδες συμφερόντων δύναται να επιφέρει με τις συνεπακόλουθες αλυσιδωτές επιπτώσεις επί όλων των εκφάνσεων της οικονομίας, γεγονός που η κυβέρνηση έπρεπε να είχε συνεκτιμήσει προτού προχωρήσει στις εν λόγω δηλώσεις.

Υπό το φως των διαμορφωθέντων νέων δεδομένων, η επιτροπή δηλώνει ότι τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του προγραμματισμού και της λήψης σε δεδομένη στιγμή συγκεκριμένων αποφάσεων επεκτατικής πολιτικής και επιτάχυνσης των αναπτυξιακών προγραμμάτων της κυβέρνησης με τη συνεπαγόμενη επιβάρυνση επί των δημόσιων δαπανών για επενδυτικούς σκοπούς. Συναφώς όμως δηλώνει ότι στο μεταξύ δεν έχει εξακριβώσει την κυβερνητική πολιτική σε σχέση με την παραδεκτή ανάγκη μελέτης και εξαγγελίας συγκεκριμένων μέτρων για τη στήριξη των επενδύσεων. Η επιτροπή σχολιάζει όμως με ικανοποίηση τη μείωση των βασικών επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, ευθύς μετά τα διεθνή γεγονότα, η οποία αναμένεται να συμβάλει στην επιτάχυνση των επενδυτικών δραστηριοτήτων και στη στήριξη της κυπριακής οικονομίας, ενώ επισημαίνει ταυτόχρονα την ανάγκη περαιτέρω μείωσης των βασικών επιτοκίων, τάση που παρατηρήθηκε και στο διεθνή χώρο.

Με αφορμή τη διαμορφωθείσα διεθνώς εικόνα οικονομικής ύφεσης που πλήττει τον τουριστικό τομέα, η επιτροπή, χωρίς να έχει ταχθεί ούτε στο αρχικό στάδιο αλλά ούτε και τώρα εναντίον της στήριξης της τουριστικής βιομηχανίας με την περαιτέρω ενίσχυση της διαφήμισης και της προβολής του κυπριακού τουρισμού διεθνώς, αλλά και με άλλα ειδικότερα μέτρα*, επικρίνει ταυτόχρονα τη μεγάλη καθυστέρηση που υπήρξε και συνεχίζει να παρατηρείται για την κατάθεση στη Βουλή όλων των νομοσχεδίων που απαιτούνται για την έγκριση της διάθεσης των αναγκαίων συμπληρωματικών κονδυλίων που έχουν από καιρό εξαγγελθεί για την υλοποίηση τέτοιων μέτρων, ιδιαίτερα όσον αφορά την ενίσχυση της προβολής του τουρισμού. Η εξέλιξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, όταν τελικά αυτά θα εφαρμοστούν. Η επιτροπή σημειώνει τέλος την απουσία εξαγγελίας στο μεταξύ συγκεκριμένων μέτρων στήριξης εκτός από τον τουριστικό τομέα και όλων των άλλων ζωτικών τομέων της οικονομίας.

Κρίνοντας γενικότερα την εξάρτηση της κυπριακής οικονομίας αποκλειστικά σχεδόν από τον τουρισμό, η επιτροπή υπογραμμίζει και πάλι την ανάγκη επανεκτίμησης και αξιολόγησης της γεωοικονομικής θέσης της Κύπρου με την ενίσχυση της έρευνας σε διάφορα πεδία και την ανάπτυξη των εξαγωγικών υπηρεσιών στον τομέα της υγείας και της παιδείας, αλλά και του διαμετακομιστικού εμπορίου. Τονίζεται ιδιαίτερα ότι η ανάγκη αυτή επισημαίνεται από την επιτροπή κάθε χρόνο μέσα στα πλαίσια της εκάστοτε συζήτησης του ετήσιου προϋπολογισμού, πέραν όμως θεωρητικών εξαγγελιών εκ μέρους της κυβέρνησης, δεν υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός και δε διαφαίνεται πραγματική πολιτική βούληση προώθησης των τομέων αυτών, με αποτέλεσμα να έχει απολεσθεί πολύτιμος χρόνος. Τονίζεται περαιτέρω ότι ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει επίσης να προσδοθεί στην ανάγκη διατήρησης και αναβάθμισης της ήδη αξιόλογης θέσης που η Κύπρος κατέχει διεθνώς στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας, στον οποίο κατέχει την έκτη θέση.

Επιπρόσθετα επισημαίνεται ότι ύστερα από την έγκριση της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής, της οποίας η εξαγγελία έγινε από τον Ιούνιο του 1999, μέχρι σήμερα κανένα αντίστοιχο σχέδιο στήριξης δεν έχει ακόμη τεθεί σε εφαρμογή. Παρατηρείται σχετικά ότι μόνο δύο αναθεωρημένα προγράμματα του Πρώτου Κεφαλαίου της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής έχουν εγκριθεί πολύ πρόσφατα από το Υπουργικό Συμβούλιο που στόχο έχουν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας μέσω των εκκολαπτηρίων. Η επιτροπή, χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξη οποιωνδήποτε ειδικών λόγων, δεν μπορεί παρά να σχολιάσει αρνητικά τη βραδύτητα που παρατηρήθηκε στη λήψη της απόφασης αυτής και που είχε ως συνέπεια τέτοιου είδους επιχειρήσεις να έχουν ήδη προσελκυσθεί και αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό σε γειτονικές χώρες, όπως είναι το Ισραήλ, με αποτέλεσμα η Κύπρος να αντιμετωπίζει πλέον προβλήματα ανταγωνιστικότητας στον τομέα αυτό, έχοντας ουσιαστικά χάσει το προβάδισμα.

Συναφώς σημειώνεται ότι η επιτροπή θα ανέμενε την επίδειξη μεγαλύτερης ευελιξίας για έγκαιρη διαφοροποίηση της κυβερνητικής πολιτικής προς νεότερους και πιο σύγχρονους τομείς ή το λιγότερο προς πρόσθετη και ουσιαστική ενίσχυση υφιστάμενων παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας, όπως είναι για παράδειγμα οι επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες ζωτικής σημασίας με εξαγωγικό προσανατολισμό, οι οποίες αναμφίβολα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους.

Η επιτροπή δηλώνει ότι μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από το κοινοτικό κεκτημένο τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της διεύρυνσης των κινήτρων για συγχωνεύσεις και εξαγορές ιδιαίτερα των μη βιώσιμων επιχειρήσεων, έτσι που να καταστούν ικανές να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες εντεινόμενου ανταγωνισμού. Τάσσεται επίσης υπέρ της μείωσης του εταιρικού φόρου, της παροχής συγκεκριμένων φορολογικών κινήτρων για τις βιομηχανίες, της διαφοροποίησης της τιμής των καυσίμων που χρησιμοποιούνται για τη βιομηχανία, της τεχνολογικής αναβάθμισης και της κατάλληλης αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Ειδικότερα τάσσεται υπέρ της άμεσης στήριξης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με την άμεση εφαρμογή του Έκτου Κεφαλαίου της Νέας Βιομηχανικής Πολιτικής, το οποίο προνοεί για τη δανειοδότηση τέτοιων επιχειρήσεων με σκοπό την ανασυγκρότηση ή/και επέκταση των δραστηριοτήτων τους με άμεσο στόχο την πιο γρήγορη προσαρμογή τους στις συνθήκες που δημιουργούνται από την προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.

Επισημαίνεται τέλος η ανάγκη η κυβέρνηση, ενόψει της ορατής προοπτικής για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., να εγκύψει στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λεγόμενες οικογενειακές επιχειρήσεις, στηρίζοντάς τες από τώρα σε νέους προσανατολισμούς και σε βελτίωση ταυτόχρονα της ανταγωνιστικότητάς τους μέσα από πιο σύγχρονες και ευέλικτες μεθόδους διοίκησης και λήψης αποφάσεων.

Ως προς το θέμα της ανάγκης πιο αποδοτικής λειτουργίας των ημικρατικών οργανισμών, υπό το φως του παραδεκτού από όλες τις πλευρές αναγκαίου επαναπροσδιορισμού του ρόλου και του τρόπου λειτουργίας τους στη βάση σύγχρονων δεδομένων, η επιτροπή δηλώνει ότι δεν αντιτίθεται προς οποιαδήποτε ελευθεροποίηση που θα διασφαλίζει συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού της αγοράς με υπηρεσίες που θα προσφέρονται στην καλύτερη δυνατή ποιότητα και στο χαμηλότερο δυνατό κόστος. Σημειώνεται όμως ότι η πλειοψηφία της επιτροπής διαφωνεί με την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, σύμφωνα με την οποία η ελευθεροποίηση ζωτικών τομέων που τελούν υπό τη διαχείριση των ημικρατικών οργανισμών προωθείται στη βάση των μετοχοποιήσεων με αποκλειστικό μέτοχο το κράτος.

Τέλος, η επιτροπή, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην ανατροπή των υφιστάμενων μονοπωλίων και ολιγοπωλίων του ιδιωτικού τομέα που θεωρεί ότι επηρεάζουν ζωτικούς τομείς της οικονομίας, όπως είναι για παράδειγμα το σύστημα εμπορίας και διάθεσης των πετρελαιοειδών, αναμένει από την κυβέρνηση να ακολουθήσει δυναμική πολιτική ανατροπής των προνομιακών αυτών καταστάσεων. Ειδικότερα επισημαίνει την ανάγκη επανακαθορισμού του συστήματος εμπορίας και διάθεσης πετρελαιοειδών και σημειώνει ότι, παρά το γεγονός ότι είναι ενήμερη ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσιοδοτήσει με απόφασή* του τον Υπουργό Οικονομικών να προβεί σε διαβουλεύσεις με τα κοινοβουλευτικά κόμματα με σκοπό την κατάργηση του συστήματος επιχορήγησης των τιμών των πετρελαιοειδών, έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα η ολοκλήρωση των σχετικών διαβουλεύσεων, με μόνο αποτέλεσμα σε τελευταία ανάλυση να πλήττεται ο απλός καταναλωτής.

2.1 Δημοσιονομική κατάσταση

Παρά την ικανοποιητική εικόνα που παρουσιάζουν προς το παρόν οι δημοσιονομικοί δείκτες, η επιτροπή κρίνει ότι δε δικαιολογείται οποιοσδήποτε εφησυχασμός από καμιά πλευρά και ιδιαίτερα εκ μέρους της κυβέρνησης. Αντίθετα θεωρεί ότι τώρα επιβάλλεται η επαγρύπνηση και η εντατικοποίηση διάφορων μέτρων προς διατήρηση και ενδεχομένως περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, η οποία επήλθε μέσα από το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Εξυγίανσης που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια. Η διεθνής οικονομική ύφεση σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη επιβράδυνση του αναμενόμενου ρυθμού αύξησης των δημόσιων εσόδων, επιβάλλουν τώρα την ακόμη περαιτέρω επιτάχυνση του συστηματικού ελέγχου των δημόσιων δαπανών, την περαιτέρω ενίσχυση του συστήματος φορολογικής διαχείρισης και την πάταξη της φοροδιαφυγής σε συνδυασμό με τη φορολογική αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα. Η εντατικοποίηση των μέτρων αυτών είναι δυνατό να ανακόψει την επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης.

Ειδικότερα, όσον αφορά το θέμα της φοροδιαφυγής, η πάγια θέση της επιτροπής είναι ότι η πάταξή της είναι δυνατή, νοουμένου ότι υφίσταται πράγματι συγκεκριμένη πολιτική βούληση προς την κατεύθυνση αυτή με την επίλυση σε πρώτο στάδιο των υφιστάμενων δομικών αδυναμιών στο όλο σύστημα.

Στη βάση της προσέγγισης αυτής παρατηρούνται, ειδικότερα σε σχέση με τους παράγοντες διαμόρφωσης της δημοσιονομικής κατάστασης για το 2002, τα ακόλουθα:

Με βάση τα αναθεωρημένα μεγέθη για το 2001, το σύνολο των δημόσιων εσόδων ήταν £1.677.9, σημείωσε δηλαδή αύξηση κατά 3,9% σε σχέση με το 2000. Για το 2002, προϋπολογίζονται επίσης αυξημένα έσοδα που σε απόλυτους αριθμούς ανέρχονται στα £2.070,5, δηλαδή σημειώνουν αύξηση κατά 23,4%. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι εξαιρουμένων των εσόδων από τις εκδόσεις ονομαστικών χρεογράφων αναπτύξεως ύψους £309 εκατομ., τα οποία για πρώτη φορά συνυπολογίζονται στα έσοδα του προϋπολογισμού του 2002, η αύξηση των δημόσιων εσόδων θα είναι της τάξης του 5,0%.

Από την άλλη, οι δημόσιες δαπάνες για τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας δεν παρουσιάζουν προς το παρόν καμιά βελτίωση. Ειδικότερα οι τρέχουσες δαπάνες που αφορούν δαπάνες προσωπικού και δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας προβλέπεται το 2002 να παρουσιάσουν αυξητική μεταβολή κατά 7,4% και 5,8% αντίστοιχα.

Συνεπώς η λιτότητα που κατ’ επανάληψη επαγγέλλεται η κυβέρνηση και η προσπάθειά της για συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των δημόσιων καταναλωτικών δαπανών ανατρέπεται από τα ίδια τα δεδομένα του κατατεθέντος προϋπολογισμού. Η επιτροπή δηλώνει συναφώς ότι δεν έχει εξακριβώσει ποια είναι τα συγκεκριμένα μέτρα προς την κατεύθυνση συμπίεσης των πιο πάνω δαπανών, παρά το γεγονός ότι κατά την κρίση της είναι δυνατή η μείωση των εν λόγω δαπανών.

Συνεπακόλουθα η επιτροπή προβληματίζεται, αφού με βάση τα πιο πάνω στοιχεία αλλά και εξαιτίας της παρατηρηθείσας ύφεσης στα πραγματικά δεδομένα της κυπριακής οικονομίας διαβλέπεται τελικά επηρεασμός της πρόβλεψης για το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος. Συνεκτιμώντας τις διεθνείς εξελίξεις μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, οι οποίες ίσως να επέδρασαν αρνητικά στην ιδιωτική κατανάλωση, η επιτροπή θεωρεί αναμενόμενη την κάθετη μείωση των κυβερνητικών εσόδων, γεγονός που ενδεχομένως να ανατρέπει την πρόβλεψη για την εικόνα του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Η επιτροπή για σειρά ετών και χωρίς να εισακούεται τονίζει τη σοβαρότητα του ειδικότερου θέματος που συναρτάται άμεσα με τη διαμόρφωση του ύψους του δημοσιονομικού ελλείμματος και το οποίο είναι η δημόσια υπηρεσία, για τη λειτουργία της οποίας οι συνολικές δαπάνες απορροφούν τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και την ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης όλων των προβλημάτων που την ταλανίζουν. Επανειλημμένα, έχει επισημάνει το μεγάλο αριθμό νέων προσλήψεων, τη μειωμένη παραγωγικότητα, το διογκωμένο κρατικό μισθολόγιο και τις διογκωμένες λειτουργικές δαπάνες της δημόσιας υπηρεσίας.

Σημειώνεται ότι η πάγια θέση της κυβέρνησης για τη μη δημιουργία νέων ή αναβάθμιση υφιστάμενων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία ανατρέπεται συστηματικά τα τελευταία δύο χρόνια με την εκ των υστέρων κατάθεση στη Βουλή συμπληρωματικών προϋπολογισμών που προνοούν τη δημιουργία ή την αναβάθμιση μεγάλου αριθμού θέσεων.

Στις πλείστες των περιπτώσεων, η αιτιολογία που προτάσσεται από την κυβέρνηση για την κατάθεση των συμπληρωματικών αυτών προϋπολογισμών είναι ότι αποσκοπούν στην υλοποίηση συμφωνιών μεταξύ κυβέρνησης και συνδικαλιστικών οργανώσεων ή στην κάλυψη αναγκών που προκύπτουν λόγω της πορείας εναρμόνισης με το κοινοτικό κεκτημένο. Σε διάφορες υπηρεσίες σε ορισμένες περιπτώσεις προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η δημιουργία των νέων θέσεων προτείνεται έναντι κατάργησης αριθμού άλλων. Σημειώνεται ότι η δημιουργία νέων θέσεων με συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς συνεπάγεται ενσωμάτωσή τους στους επόμενους ετήσιους προϋπολογισμούς, με αποτέλεσμα στο σύνολό του το δημοσιονομικό έλλειμμα να επηρεάζεται σοβαρά και μακροπρόθεσμα.

Η Βουλή βρίσκεται προ τετελεσμένων και μη αναστρέψιμων καταστάσεων. Η κυβέρνηση έμμεσα και συστηματικά μετατοπίζει το βάρος οποιωνδήποτε διεκδικήσεων στους ώμους της Βουλής. Το γεγονός αυτό είχε επισημανθεί από την επιτροπή και πέρυσι και είχε επικριθεί πολύ έντονα. Η από μέρους της κυβέρνησης τακτική των τελευταίων ετών να καταθέτει αριθμό συμπληρωματικών προϋπολογισμών( κατά τρόπο που να ανατρέπεται ενδεχομένως σε μικρό ή μεγάλο βαθμό η δημοσιονομική εικόνα που επίσημα σκιαγραφείται ενώπιον της Βουλής για το οικονομικό έτος στο οποίο αυτοί αναφέρονται, και παρά το γεγονός ότι μερικές από τις ζητούμενες συμπληρωματικές δαπάνες δυνατό να έχουν προβλεφθεί από προηγουμένως, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Δυνατό επίσης να εκληφθεί ότι αποσκοπεί στη δημιουργία πλασματικών εντυπώσεων στο αρχικό στάδιο της κατάθεσης του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού στη Βουλή ως προς την πραγματική επίδραση του συνόλου τελικά των δαπανών στο ΑΕΠ για το οικονομικό έτος στο οποίο αυτές αναφέρονται.

Η επιτροπή αναγνωρίζει ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στην ίδια με τις εκάστοτε εισηγήσεις της προς την ολομέλεια του σώματος για έγκριση τέτοιων συμπληρωματικών προϋπολογισμών. Τονίζει όμως ότι αρνείται τη συνέχιση της πιο πάνω ακολουθούμενης τακτικής εκ μέρους της κυβέρνησης και ότι για το λόγο αυτό εφεξής, ειδικά για το θέμα των οποιωνδήποτε αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας σε νέο προσωπικό, θα απαιτεί πλήρη και ολοκληρωμένη ενημέρωση στο αρχικό στάδιο της συζήτησης του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού.

Η ενημέρωση αυτή, για την οποία η επιτροπή προτίθεται να διαβουλευθεί με την κυβέρνηση αμέσως μετά τη συζήτηση και έγκριση του κρατικού προϋπολογισμού του 2002 για τη μορφή που δυνατό να λάβει, μπορεί μεταξύ άλλων να γίνει με τη συμπερίληψη της δημιουργίας νέων ή της αναβάθμισης άλλων θέσεων στον εκάστοτε κατατιθέμενο ετήσιο προϋπολογισμό -πρακτική που δεν ακολουθείται τα τελευταία έτη- που να συνοδεύεται με πλήρη αναλυτική κατάσταση στοιχείων που να δεικνύουν την πραγματική επίδραση των αντίστοιχων δαπανών επί των δημοσιονομικών δεικτών και των δημόσιων οικονομικών, τόσο σε βραχυπρόθεσμη όσο και σε μακροπρόθεσμη βάση.

Ταυτόχρονα η επιτροπή προβληματίζεται να ζητήσει από την κυβέρνηση τακτική ενημέρωση σχετικά με την πορεία εφαρμογής του δημοσιονομικού προγράμματος, καθώς και των ειδικότερων κυβερνητικών προγραμμάτων, τα οποία προτίθεται να υποβάλει με συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς κατά τη διάρκεια του έτους. Συναφές είναι και το ενδεχόμενο απόρριψης από την επιτροπή συμπληρωματικών προϋπολογισμών που θα κατατίθενται μετά το πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου ή εφόσον αυτοί δεν αφορούν πραγματικά μη προβλέψιμες δαπάνες ή δαπάνες συγκεκριμένου ποσοστού επί του συνόλου των κρατικών δαπανών, το οποίο ενδεχομένως να καθοριστεί ειδικά για το σκοπό αυτό.

Υπογραμμίζεται ότι εν πάση περιπτώσει η τακτική της κατάθεσης αριθμού συμπληρωματικών προϋπολογισμών, ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε λόγους και αν γίνεται, δυσχεραίνει την επιτροπή στο έργο της μελέτης του κρατικού προϋπολογισμού στο σύνολό του, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί αχρείαστη δημοσιονομική ακαταστασία στον προγραμματισμό των δημόσιων δαπανών.

Η επιτροπή κρίνει ότι στενά συνυφασμένο με το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι και το ζήτημα της χαμηλής παραγωγικότητας στη δημόσια υπηρεσία, πρόβλημα το οποίο θεωρεί ότι συναρτάται άμεσα με το ισχύον σύστημα αξιολόγησης και με το γενικότερο ζήτημα της αναδιάρθρωσης της δημόσιας υπηρεσίας. Η δημόσια υπηρεσία, κατά την κρίση της επιτροπής, πάσχει σε μεγάλο βαθμό από συντηρητισμό και ακαμψία, γραφειοκρατία, αναξιοκρατία, συγκεντρωτισμό και αυταρχισμό, έλλειψη αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας, έλλειψη αποτελεσματικής διοικητικής οργάνωσης, εξειδίκευσης και ποιότητας στην παραγωγή. Για τα σοβαρά αυτά προβλήματα που απασχολούν τη Βουλή για χρόνια και που πολλές φορές έχουν συζητηθεί διεξοδικά από αυτή, σημειώνεται η έλλειψη αποφασιστικότητας και η απροθυμία της κυβέρνησης για σειρά ετών να προχωρήσει σε ριζικές τομές για την αντιμετώπισή τους. Η στάση αυτή είχε ως αποτέλεσμα το όλο σύστημα αξιολόγησης των δημόσιων υπαλλήλων να πάσχει για τουλάχιστον δέκα χρόνια από την τελευταία αναθεώρησή του, καθ’ ην στιγμή επίσημα η ίδια η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα παραδεχθεί τόσο την αδυναμία αυτή, όσο και τις υπόλοιπες αδυναμίες της δημόσιας υπηρεσίας.

Σημειώνεται ότι ύστερα από επανειλημμένες επισημάνσεις της Βουλής, η κυβέρνηση μόλις τώρα έχει προχωρήσει σε συμπερίληψη στον υπό συζήτηση προϋπολογισμό κονδυλίων για μετάκληση ξένων εμπειρογνωμόνων με σκοπό τη διενέργεια αξιολόγησης που να καλύπτει το σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός νέου συστήματος αξιολόγησης στη δημόσια υπηρεσία. Αναμένεται ότι η κυβέρνηση στο εξής θα επιδείξει την ανάλογη σημασία που η Βουλή αποδίδει στα θέματα αυτά και με αποφασιστικότητα θα προωθήσει το ταχύτερο τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα.

Η επιτροπή συναφώς προβληματίζεται να προχωρήσει σε εισήγηση προς την ολομέλεια του σώματος κατά τη συζήτηση του υπό αναφορά προϋπολογισμού για τη θεσμοθέτηση υποχρέωσης της κυβέρνησης να προβαίνει με έκθεσή της προς τη Βουλή σε περιοδική ενημέρωση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών για οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνει ή προτίθεται να λάβει, καθώς και για τα συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα υλοποίησής τους σχετικά με όλα τα ζητήματα που συναρτώνται με τη δημόσια υπηρεσία, όπως είναι η παραγωγικότητα, το ισχύον σύστημα αξιολόγησης, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της και για όλα τα παρεπόμενα με το θέμα κεφάλαια που θα καθορισθούν ειδικά.

Αξίζει πάντως και φέτος όπως και πέρυσι να σημειωθεί η ευαρέσκεια της επιτροπής για την απλούστευση των διαδικασιών, την επιτάχυνση του ρυθμού εξυπηρέτησης του κοινού και την καθιέρωση ενημέρωσης του πολίτη με την εφαρμογή του Χάρτη Δικαιωμάτων του Πολίτη στα περισσότερα τμήματα και υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών.

Περαιτέρω και όσον αφορά το κόστος του κρατικού μισθολογίου και τη δεδηλωμένη εκ μέρους της κυβέρνησης απόφαση για μείωσή του, η επιτροπή επικρίνει την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων της κυβέρνησης με τη συνδικαλιστική πλευρά όσον αφορά το εξαγγελθέν ενιαίο κρατικό μισθολόγιο, θεωρώντας ανεπίτρεπτο το ζήτημα αυτό να διαιωνίζεται.

Η επιτροπή επισημαίνει ότι αναμένει πως το αποτέλεσμα των εν λόγω διαβουλεύσεων θα είναι αυτό που θα υπηρετεί πράγματι την ανάγκη διαρθρωτικής αλλαγής στο πολύ σοβαρό αυτό ζήτημα, το οποίο αποτελεί μια από τις βασικότερες αιτίες αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Για το λόγο αυτό προτίθεται να καλέσει την κυβέρνηση εντός του πρώτου τριμήνου του 2002 να την ενημερώσει σε σχέση με τα ενδεχόμενα προβλήματα που παρουσιάζονται, για το ακριβές στάδιο των διαβουλεύσεων και για το χρονοδιάγραμμα κατάληξης του όλου θέματος. Σχετικά σημειώνει ότι αναμένει πως κύρια επιδίωξη της κυβέρνησης θα είναι η ενσωμάτωση των τελικών αποφάσεων σχετικά με τις προτεινόμενες κλίμακες στον κρατικό προϋπολογισμό του 2003. Σε τελική ανάλυση η επίτευξη του στόχου αυτού θα συμβάλει μεταξύ άλλων αποφασιστικά και στην επιθυμητή σύγκλιση του όρων εργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Μέσα στα ίδια πλαίσια που έχουν διαγραφεί όσον αφορά την ανάγκη συγκράτησης των δημόσιων δαπανών και κατ’ επέκταση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η επιτροπή επικροτεί την απόφαση της κυβέρνησης για την ανάληψη της κατασκευής αριθμού δημόσιων έργων με νέες μεθόδους χρηματοδότησης που δεν επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά, νοουμένου όμως ότι πάντοτε τα συμφέροντα του κράτους θα διασφαλίζονται πλήρως μέσω των προνοιών των σχετικών συμβολαίων.

2.2. Άλλα σχετικά θέματα

α.Κεφαλαιαγορά

Η κεφαλαιαγορά παρουσίασε τα γνωστά συνεχιζόμενα προβλήματα. Τα προβλήματα που ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια το χρηματιστηριακό θεσμό συνίστανται, κατά την εκτίμηση της επιτροπής, εκτός από την ανεπάρκεια του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου και την κατά καιρούς παρατηρηθείσα έλλειψη αποτελεσματικής εποπτείας, στην έλλειψη εμπιστοσύνης στο θεσμό καθώς και στην έλλειψη ρευστότητας.

Σημειώνονται οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τη μετάκληση εμπειρογνώμονα για χρηματιστηριακά θέματα στον οποίο ανατέθηκε η επισκόπηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου για το χρηματιστήριο και η υποβολή εισηγήσεων για πλήρωση των παρατηρηθέντων νομοθετικών κενών. Η κυριότερη από τις εισηγήσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω μελέτη, η οποία να σημειωθεί ότι ολοκληρώθηκε από τον Απρίλιο του 2001, έγινε με τη μόλις πρόσφατη κατάθεση του νομοσχεδίου για τη ρύθμιση της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών(. Ολοκληρώθηκε επίσης και τέθηκε σε εφαρμογή από τον Απρίλιο του 2001 το νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς((, κατά τρόπο που υπό τη νέα στελέχωσή της και με βάση το εν λόγω πλαίσιο λειτουργίας της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να αναμένεται ότι θα συμβάλει στην αποτελεσματική εποπτεία του θεσμού και στη βελτίωση της όλης κατάστασης.

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι ενώ η κυβέρνηση κατά καιρούς προέβη σε δημόσιες επικρίσεις για το έργο της επιτροπής, οι οποίες απέδιδαν σ’ αυτήν καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της μελέτης σχετικών με το χρηματιστηριακό θεσμό νομοσχεδίων, την ίδια στιγμή και ενώ τα νομοσχέδια αυτά είχαν προ πολλού ψηφιστεί σε νόμους, η ίδια δεν έχει ακόμη καταθέσει στη Βουλή για μελέτη και έγκριση τους κανονισμούς που είναι αναγκαίοι για την αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω νομοθετημάτων, με αποτέλεσμα η νομοθεσία π.χ. για τα αμοιβαία κεφάλαια να μην έχει ακόμη καταστεί δυνατό να εφαρμοσθεί***.

Αναφορικά με την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε άμεση παρέμβαση στο χρηματιστήριο με τη σύσταση του λεγόμενου Σταθεροποιητικού Ταμείου για την τόνωση του χρηματιστηριακού δείκτη τιμών, είναι γνωστή η για λόγους αρχής διαφωνία της πλειοψηφίας της επιτροπής με τέτοιου είδους παρεμβάσεις, η οποία έχει ήδη εκφραστεί με πρόσφατη εισήγησή της για απόρριψη του σχετικού νομοσχεδίου που είχε κατατεθεί στη Βουλή(.

Η επιτροπή γενικότερα επισημαίνει την απουσία πολιτικής βούλησης εκ μέρους της κυβέρνησης να προχωρήσει με ευελιξία και αποφασιστικότητα σε σχεδιασμό βασικής στρατηγικής για αντιμετώπιση των τεκταινομένων της περιόδου 1999-2000, με αποτέλεσμα η δημιουργηθείσα κατάσταση να έχει αποβεί σε βάρος του απλού επενδυτή με ανεπανόρθωτα, κατά την κρίση της, αποτελέσματα. Η επιτροπή κρίνει ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ήδη μελετήσει και καταλήξει σε συγκεκριμένες αποφάσεις για ζητήματα καίριας σημασίας, όπως είναι η παροχή φορολογικών κινήτρων για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις και για εταιρείες με μερισματική πολιτική, η επίσπευση της θεσμοθέτησης ποιοτικών κριτηρίων για την εισδοχή εταιρειών στο Χρηματιστήριο, η μείωση του κόστους συναλλαγών και συνεπακόλουθα η κατάργηση του ειδικού τέλους( επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών και η επίλυση ταυτόχρονα των τεχνικών προβλημάτων που παρατηρούνται για την υιοθέτηση φόρου κεφαλαιουχικών κερδών για κέρδη που προκύπτουν από χρηματιστηριακές συναλλαγές. Θα έπρεπε ακόμη να είχε μελετηθεί σειρά ειδικών φορολογικών απαλλαγών για ανακούφιση του απλού επενδυτή. Η επιτροπή κρίνει, τέλος, αναγκαίο να επισημάνει την ανάγκη εξέτασης του θέματος του καθορισμού προϋποθέσεων για τη λειτουργία ενδεχομένως παράλληλης αγοράς, γεγονός που κατά την κρίση της θα συνέβαλλε στην καλύτερη εξυπηρέτηση του επενδυτικού κοινού.

Συναφώς αναφέρεται ότι η επιτροπή υπό τις δεδομένες επικρατούσες συνθήκες στα χρηματιστηριακά πράγματα θεωρεί ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα την ανάγκη αναστολής της είσπραξης χρεών που συνομολογήθηκαν για επενδυτικούς σκοπούς. Για το λόγο αυτό δηλώνει ότι αναμένει την επαγρύπνηση και δυναμική παρέμβαση της κυβέρνησης προς την Κεντρική Τράπεζα που είναι το αρμόδιο εποπτικό σώμα, αλλά και προς τις ίδιες τις εμπορικές τράπεζες και απαιτεί από αυτήν να την ενημερώνει σχετικά σε τακτά διαστήματα.

Τέλος, η επιτροπή επικρίνει την επίδειξη μη εποικοδομητικής στάσης της κυβέρνησης σε πλείστες όσες περιπτώσεις που βουλευτές είχαν την πρωτοβουλία να προχωρήσουν σε κατάθεση σχετικών προτάσεων νόμου, οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, θα συνέβαλλαν στην επίλυση προβλημάτων ή παρατηρηθέντων κενών στο χρηματιστηριακό θεσμό.

Η επιτροπή δηλώνει ότι δεν κρίνει σκόπιμο να ενδιατρίψει περαιτέρω σε θέματα που σχετίζονται με την απόλυτη ανάγκη για εξυγίανση του θεσμού. Η εξυγίανση αυτή αναμένει ότι θα γίνει με την απόδοση της ευθύνης, αλλά και με την ανάληψή της από όλους τους φορείς στους οποίους αυτή αναλογεί, γεγονός που αδιαμφισβήτητα θα συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το θεσμό και στην ανάκαμψή του. Δεδομένης όμως της έρευνας που διεξάγεται από την ειδικά διορισθείσα από την κυβέρνηση Ερευνητική Επιτροπή( για το Χρηματιστήριο, αλλά και της συνεχιζόμενης έρευνας που διενεργείται σε κοινοβουλευτικό επίπεδο από την ίδια την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού από κοινού με την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παρακολουθήσεως Σχεδί�