Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

13

Click here to load reader

Transcript of Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

Page 1: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

Από το Μάρκο στον Μάνο

(Η ελληνική μουσική κατά τον 20ο αιώνα)

τάξη :Α΄

Page 2: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

Πρόλογος

Ως μουσική ορίζεται η τέχνη που βασίζεται στην οργάνωση ήχων με σκοπό τη

σύνθεση, εκτέλεση και ακρόαση/λήψη ενός μουσικού έργου. Με τον όρο εννοείται

επίσης και το σύνολο ήχων από το οποίο απαρτίζεται ένα μουσικό κομμάτι.

Έτσι σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η μουσική ως τέχνη, έρχεται να καλύψει την

ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει με τους ήχους, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και

τις ψυχικές του καταστάσεις.

Τόσο ο ορισμός της μουσικής, όσο και σχετικά με τη μουσική θέματα όπως η

εκτέλεση, η σύνθεση και η σπουδαιότητά της, διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό

και ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο. Η ερώτηση 'τί είναι μουσική;' έχει γίνει θέμα

συζητήσεων - μεταξύ λογίων και μη -, έχει δεχτεί πληθώρα απαντήσεων, όμως καμία

δεν ερμηνεύει το φαινόμενο της εν λόγω τέχνης σε καθολικό, διαπολιτισμικό

επίπεδο. Μεταξύ άλλων, λεξικοί ορισμοί ορίζουν τη μουσική ως 'τέχνη και επιστήμη

των ήχων' ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για "μια από τις καλές τέχνες

που ασχολείται με το συνδυασμό ήχων με σκοπό την ομορφιά ως προς τη φόρμα και

την έκφραση των σκέψεων και συναισθημάτων."

Η μουσική χρονολογεί και εξελίσσει την ιστορία της ως παράλληλη μ' εκείνη της

Γλώσσας κατ' ουσίαν ως παράλληλη με την ανθρώπινη εξέλιξη. Καθώς ο έναρθρος

λόγος ως ηχητικό μέσο δεν δύναται να αποδώσει το φάσμα των αποχρώσεων των

κειμενικών, προσωπικών ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων, ο άνθρωπος

ανέπτυξε ένα νέο ηχητικό μέσο έκφρασης: τον Μουσικό Λόγο.

Στην Ελλάδα η μουσική πέρασε από πολλές διακυμάνσεις ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο,

ροκ, αφού ο ελληνικός πολιτισμός φημίζεται για την παράδοση στο τραγούδι από τους

ύστατους χρόνους.

Page 3: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Όλοι οι ειδήμονες συμφωνούν ότι το επονομασθέν ρεμπέτικο τραγούδι είναι το

ελληνικό αστικό τραγούδι που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του

20ού αιώνα στα μεγάλα εμπορικά και κοινωνικά κέντρα, εκφράζοντας τους καημούς,

τους πόθους και τις αντιλήψεις των περιθωριακών ατόμων, τα οποία είχαν

αποκληθεί ή αυτοαποκληθεί, ρεμπέτες.

Το ρεμπέτικο είναι ένα είδος μουσικής που έχει τις ρίζες του από την εποχή του

Βυζαντίου. Αυτό το γνωρίζουμε κι από τον ίδιο τον Μάρκο Βαμβακάρη που σε μια

ζωντανή ηχογράφηση του αναφέρει πως τα τραγούδια του είναι βυζαντινά . Το

ρεμπέτικο αναπτύχθηκε κυρίως στα παράλια της Μικρά Ασίας , στα μέρη όπου

αναπτύχθηκε , κυρίως σύχναζαν άνθρωποι του υποκόσμου .Άνθρωποι που έκαναν

χρήση διάφορων ναρκωτικών ουσιών ,άνθρωποι που ήταν παραδείγματα προς

αποφυγήν. Παρόλα ταύτα οι περισσότεροι κάτοικοι σιγομουρμούριζαν διάφορους

σκοπούς από αυτά τα τραγούδια γιατί παρόλο που ήταν απαγορευμένα ο

περισσότερος κόσμος τα αγαπούσε. Το ρεμπέτικο μεταφέρθηκε στην κυρίως Ελλάδα

με την καταστροφή της Σμύρνης. Οι κάτοικοι της Σμύρνης μεταναστεύοντας στην

Ελλάδα μετάφεραν τα ήθη, έθιμα και τα ακούσματα τους, έτσι σε συνδυασμό με το

βαρύ μάγκικο του Πειραιά τραγούδι γεννήθηκε το ρεμπέτικο.

Πρώτος συστηματικός μελετητής του φαινομένου υπήρξε ο ερασιτέχνης λαογράφος

Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος την άνοιξη του 1968 εξέδωσε το βιβλίο "Ρεμπέτικα

τραγούδια", το οποίο του δημιούργησε πολλά προβλήματα με την τότε εξουσία

εξαιτίας της δημοσίευσης σε αυτό λέξεων και φράσεων που θεωρήθηκαν άσεμνες. O

Πετρόπουλος άρχιζε τα προλεγόμενα της λαογραφικής έρευνάς του ως εξής: " Tα

ρεμπέτικα είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδάνε απλοί άνθρωποι". Kαι

συνέχιζε: "Aν και κατ' αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι στο βάθος μάλλον

κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια". Λιμάνια της Μεσογείου, η Ερμούπολη, το

Ναύπλιο, ο Πειραιάς, η Σμύρνη, η Πόλη, η Αλεξάνδρεια, η Θεσσαλονίκη είναι οι

χώροι που γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.

Τα τραγούδια λοιπόν που δημιουργούνται στο τέλος του 19ου και αρχές 20ου αιώνα,

είναι τραγούδια των κατώτερων κοινωνικών ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων-

λιμανιών. Μέσα σε αυτήν την αστικοποίηση, και την εισβολή των δυτικών

συμφερόντων στον Ελληνικό χώρο, αναπτύσσεται το ρεμπέτικο τραγούδι από τους

απλούς ανθρώπους των πόλεων, φτωχούς, κοινωνικά αδικημένους , φυλακισμένους,

παράνομους και ανθρώπους του "περιθωρίου όπως και άλλους ανθρώπους του

υποκόσμου ,που χαρακτηρίζονταν ως μάγκες ,βλάμηδες, τσίφτηδες , αλάνια και

ρεμπέτες, είχαν αναπτύξει ένα δικό του τρόπο ζωής (αργκό, τραγούδια , συνήθειες ,

ενδιαφέροντα) που δεν συμβάδιζε με τον νέο αστικό τρόπο ζωής, που εισήγαγε η νέα

ανερχόμενη αστική τάξη. Από αυτή την ομάδα ανθρώπων με τον εναλλακτικό τρόπο

ζωής γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.

Η θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών κινείται σε χώρους συνηθισμένους σε

κάθε είδος μουσικής, π.χ. έρωτας, αλλά και στο χώρο της μαγκιάς. Αρχικά

κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο και η θεματολογία ναρκωτικά - φυλακή -

Page 4: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

παρανομία. Σταδιακά και με την εξάπλωση του ρεμπέτικου σε ευρύτερες μάζες η τα

μάγκικα τραγούδια πέρασαν στο περιθώριο, και αναδεικνύονται πολλά κοινωνικά

θέματα χωρίς βέβαια να χάσει τη πρωτοκαθεδρία του ο έρωτας.

Έχουν γραφτεί ρεμπέτικα τραγούδια για θέματα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά

(χασίς, κοκαΐνη κ.α.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η

μητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά»

θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα,

για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και καημούς των

ανθρώπων, και άλλα.

Τα ονόματα που σου έρχονται στην μνήμη όταν ακούς τη λέξη ρεμπέτικο είναι

Μάρκος Βαμβακάρης ,ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου και

Μανώλης Χίωτης, που είναι οι κύριοι εκπρόσωποι του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Μάρκος Βαμβακάρης

. Στην αυτοβιογραφία του λέει ότι ήταν "στη μαγκιά", ανήκε δηλαδή στους

περιθωριακούς, εργαζόμενους όμως, αυτούς που αποκλήθηκαν ρεμπέτες και

διακρίνονταν για τη μεταξύ τους αλληλεγγύη: Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ'

αγαπούνε. Μόλις θα μ' αντικρίσουνε θυσία θα γενούνε. Mπήκε στη φυλακή κάμποσες

φορές (γιατί κάπνιζε χασίσι) και στα σφαγεία έμαθε μπουζούκι από έναν Aϊβαλιώτη,

τον μπάρμπα Nίκο. Αυτός ο Φραγκοσυριανός της Άνω Σύρας (γεννήθηκε το 1905),

που έμελλε να αποκληθεί ο "πατέρας του ρεμπέτικου", μαζί με άλλους τρεις

θεριακλήδες, τον Aνέστο Δελιά από τη Σμύρνη, τον Γιώργο Mπάτη από τον Πειραιά

και τον Στράτο Παγιουμτζή από τη Mικρά Aσία, υπήρξαν οι τυπικοί γεννήτορες του

ρεμπέτικου. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '30 έπαιζαν ως ομάδα ή κομπανία σε

τεκέδες και αργότερα σε καφενεία επ' αμοιβή. Eίχαν ήδη βγάλει δίσκους με

αποτέλεσμα να γίνουν γνωστοί και να έχουν τακτικούς θαμώνες και ακροατές της

μουσικής τους απ' όλη την Aθήνα και τα περίχωρά της. H δικτατορία του Iωάννη

Mεταξά προκάλεσε ρήγμα στο ρεμπέτικο τραγούδι, αφού έκλεισε τους τεκέδες και

έθεσε τους χασικλήδες υπό διωγμό - μερικοί εξορίστηκαν σε νησιά του Αιγαίου.

Βασίλης Τσιτσάνης

Ο Βασίλης Τσιτσάνης(Τρίκαλα Θεσσαλίας 18 Ιανουαρίου 1915-Λονδίνο 18

Ιανουαρίου 1984)ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες,

στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ου αιώνα(του οποίου τραγούδια ακούγονται

μέχρι και σήμερα). Ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου

και του λαϊκού τραγουδιού. Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης,

«έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα

αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια

κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος

παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων,

αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και

καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι

Page 5: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

απομακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το

ρόλο του ρεφρέν»

Γιάννης Παπαϊωάννου

Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1914 στην Κίο της Μικράς Ασίας και πέθανε στις

3 Αυγούστου του 1972 σε τροχαίο δυστύχημα, στην Αθήνα. Υπήρξε κουμπάρος του

Βασίλη Τσιτσάνη. Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη

και Στέλιο Κερομύτη το 1937. Πρώτο του τραγούδι ήταν η "Φαληριώτισσα" που

κυκλοφόρησε σε δίσκο και γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται

από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο

πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του

το λεγόμενο "πρίμο σεκόντο" (διφωνία), είχε τεράστια επιτυχία.

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε

στην Αμερική, το 1953, για να τραγουδήσει στους εκεί απόδημους Έλληνες. Μετά

την επιστροφή του έμεινε μόνιμος συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη. Στο χώρο του

είχε το παρατσούκλι "Ψηλός" ή "Πατσάς".

Μανώλης Χιώτης

Ο Μανώλης Χιώτης ήταν ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες της

Λαϊκής μουσικής και σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Έφερε επανάσταση

στην ελληνική μουσική, και στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα επινοώντας τη

τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, αλλά και δημιουργώντας το πρώτο

"κοσμικό κέντρο". Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1921 στη Θεσσαλονίκη (κατ' άλλες

αναφορές στο Ναύπλιο). Μέχρι τον πόλεμο αλλά και μετά απ΄ αυτόν συνέχισε να

γράφει τραγούδια πλην όμως βλέποντας ότι με το «κλασικό» μπουζούκι δεν

μπορούσε να αποδώσει γρηγορότερες σε ρυθμό μουσικές εκτελέσεις, προχώρησε στη

μεγάλη καινοτομία προσθέτοντας άλλη μία χορδή στο όργανο δημιουργώντας έτσι το

«τετράχορδο μπουζούκι». Με το τετράχορδο πλέον μπουζούκι άνοιξε ο ορίζοντας

για ασύλληπτες σε ταχύτητα εκτελέσεις σε σχέση με το κλασικό μπουζούκι.

Ταυτόχρονα στη δεκαετία του 1950 πρώτος αυτός εφαρμόζει τη χρήση του ενισχυτή

σε λαϊκό όργανο. Έτσι καινοτομώντας αρχίζει η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου

όπου πλέον το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό και από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία για

χατίρι της οποίας άρχισε επιλέγοντας να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο

χαρακτήρα κυρίως του μάμπο. Αυτή η δεύτερη καινοτομία του, τον καθιέρωσε πλέον

ως ηγέτη ιδιαίτερης μουσικής σχολής και τραγουδιού από το κοινό της εποχής του.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο αθηναϊκός τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του

μπουζουκιού στα σαλόνια».

Σημαντικότεροι συνθέτες-στιχουργοί: Βασίλης Τσιτσάνης(Βλάχος, Τσίλιας),

Μάρκος Βαμβακάρης (Κόντρα μπάσο, Φράγκος), Σπύρος Περιστέρης, Απόστολος

Χατζηχρήστος(Σαμιωτάκι), Γιάννης Παπαϊωάννου(Ψηλός), Βαγγέλης

Παπάζογλου(Αγγούρι), Γιώργος Μητσάκης(Καραντουζένι), Δημήτρης Γκόγκος,

Μανώλης Χιώτης, Κώστας Σκαρβέλης(Παστουρμάς), Καλδάρας Χρήστος,

Απόστολος Χατζηχρήστος κα

Page 6: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

Σημαντικότεροι ερμηνευτές: Στράτος Παγιουμτζής, Αντώνης Διαμαντίδης-

Νταλγκάς, Γιώργος Κάβουρας, Στέλιος Καζαντζίδης, Πρόδρομος Μουταφίδης,

Απόστολος Χατζηχρήστος, Κώστας Ρούκουνας, Σταύρος Τζουανάκος, Οδυσσέας

Μοσχονάς, Μάρκος Βαμβακάρης, Μαρίκα Νίνου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Σωτηρία

Μπέλλου, Στέλλα Χασκίλ ή Χασκαγιέλ, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ, Πόλυ Πάνου,

Καίτη Γκρεϋ, Γιώτα Λύδια

ΛΑΙΚΟ

Η λαϊκή μας μουσική είναι βασικό μέρος της πολύτιμης και πλούσιας μουσικής μας

παράδοσης και κληρονομιάς και του λαϊκού μας πολιτισμού.

Λαϊκό είναι κάτι που προέρχεται από το λαό και απευθύνεται σ’αυτόν, γι’αυτό και ο

λαός το αγκαλιάζει.

Σε αντιδιαστολή και διάκριση προς τη λαϊκή μουσική και τραγούδια της αγροτικής

υπαίθρου, του βουνού και του κάμπου, του χωριού και των μικρών επαρχιακών

πόλεων (δημοτικά), το "λαϊκό" τραγούδι αναφέρεται στους κατοίκους των μεγάλων

πόλεων - αστικών κέντρων (αστικό λαϊκό τραγούδι). Είναι μουσική κλειστού χώρου

(ταβέρνα) ενώ το δημοτικό είναι ανοιχτού χώρου (γιορτές, γάμοι, πανηγύρια).

Και ενώ το δημοτικό παρουσιάζει τοπική (γεωγραφική) ποικιλομορφία, το λαϊκό έχει

πανελλήνια ομοιομορφία.

Παρ’ όλο που ο όρος λαϊκό περιλαμβάνει το αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίζεται

ήδη από τον 17Οαιώνα με καταβολές από το Βυζάντιο, καθώς και το ρεμπέτικο,

λαϊκό επικράτησε να λέγεται ειδικά το λαϊκά αστικό τραγούδι της περιόδου 1950 –

1970, που διαδέχτηκε το ρεμπέτικο.

Προέρχεται από το ρεμπέτικο, το Σμυρναίικο κλπ. , των οποίων αποτελεί συνέχεια.

Άκμασε κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ως το τέλος της δεκαετίας

του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Με τη μεταφορά και μετακόμιση του

ρεμπέτικου από τα μικρά φτωχικά κουτούκια και ταβερνάκια σε μεγάλα κοσμικά

κέντρα διασκέδασης, με φωτεινές επιγραφές και μεγάφωνα, στις φανταχτερές πίστες

και στα σαλόνια. Και από τον στενό κύκλο των φτωχών και περιθωριοποιημένων,

στα ευρύτερα λαϊκά –και όχι μόνο!- στρώματα. Πριν εμπορευματοποιηθεί και

"βιομηχανοποιηθεί" εντελώς, με τη μετατροπή της δισκογραφίας σε βιομηχανία ήδη

από το 1970.

Χωρίστηκε γρήγορα σε κατηγορίες όπως «ελαφρολαικό», «βαρύ λαϊκό» κλπ.

Η διάδοσή του βοηθήθηκε, εκτός από τις δισκογραφικές εταιρείες, από το

ραδιόφωνο, -που δεν αδιαφόρησε για το λαϊκό όσο είχε αδιαφορήσει για το

ρεμπέτικο- και από τον κινηματογράφο.

Η περίοδος 1955 –1975 χαρακτηρίστηκε σαν η «χρυσή δεκαετία» του λαϊκού μας

τραγουδιού. Όπως και το ρεμπέτικο, το λαϊκό υπήρξε «απαγορευμένος καρπός» για

πολλά χρόνια. Αντιμετώπισε μεγάλη εχθρότητα, κατασυκοφαντήθηκε και

περιφρονήθηκε και εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να είναι συστηματικά αγνοημένο

Page 7: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

και υποτιμημένο, όπως και ολόκληρη η μουσική μας παράδοση. Από μια

«καθωσπρέπει » νοοτροπία, που, προσανατολισμένη μονόπλευρα στην μουσική της

Δύσης, επιμένει να ντρέπεται για ότι ελληνικό.

Επίσης η αξία του υποτιμήθηκε και από τους φανατικούς «καθαρούς» υποστηρικτές

του ρεμπέτικου, που μένοντας αυστηρά προσηλωμένοι στην εποχή του, θεωρούν το

λαικό σαν «ξεπεσμό» του ρεμπέτικου.

Η θεματολογία του ξεφεύγει από το στενό περιθωριακό πλαίσιο του ρεμπέτικου,

διευρύνεται και αγκαλιάζει τον μέσο Έλληνα, προσαρμοζόμενη στη νέα

διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Με τον

δυτικό προσανατολισμό και το αστικό όνειρο. Επικρατεί το ερωτικό στοιχείο, αλλά

και θέματα από τα ζωντανά και καυτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνικής

πραγματικότητας: Εμφύλιος, μετανάστευση, ξενιτιά, φτώχεια, αδικία κλπ.

Η γλώσσα του είναι η απλή, ζωντανή, ομιλούμενη γλώσσα του λαού, χωρίς

επιτηδευμένες λέξεις και εκφράσεις, σε αντίθεση προς πολλά ελαφρά τραγούδια της

εποχής που επιδίωκαν επιδεικτικά τις ξένες λέξεις και την «ξενική» προφορά.

Συνήθως οφείλεται σε επώνυμους, ταλαντούχους, αυτοδίδακτους, εμπειρικούς

δημιουργούς, που προέρχονταν μέσα από τον λαό και ήταν συνεχιστές του

ρεμπέτικου. Τα έργα τους αγαπήθηκαν από το λαό, διότι βγήκαν μέσα από τα

σπλάχνα του και δεν του δόθηκαν «εκ των άνω».

Κύριος εκπρόσωπος ο Τσιτσάνης, αλλά και πολλοί άλλοι (Βαμβακάρης,

Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Μπακάλης, Τζουανάκος, Ζαμπέτας,

Κλουβάτος, Θόδωρος Δερβενιώτης, κ.ά.).

Στιχουργοί: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου , Χαράλ. Βασιλειάδης («Τσάντας»),

Κώστας Βίρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Κώστας Μάνεσης κ.ά.

Τραγουδιστές: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Ευάγγελος Περπινιάδης, Γαβαλάς,

Μανώλης Αγγελόπουλος, Μαρίκα Νίνου, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου,

Σωτηρία Μπέλλου, Μαίρη Λίντα κ.ά.

Page 8: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

ΤΤΟΟ ΕΕΝΝΤΤΕΕΧΧΝΝΟΟ ΤΤΡΡΑΑΓΓΟΟΥΥΔΔΙΙ

ΕΕμμφφααννίίζζεεττααιι σστταα ττέέλληη ττηηςς δδεεκκααεεττίίααςς ττοουυ 11995500 -- ααρρχχέέςς δδεεκκααεεττίίααςς ττοουυ 11996600 μμεε

ππρρωωττεερργγάάττεεςς ττοουυςς:: ΜΜάάννοο ΧΧααττζζιιδδάάκκιι ((ΟΟ ΚΚύύκκλλοοςς μμεε ττηηνν κκιιμμωωλλίίαα,, ΠΠααρρααμμύύθθιι χχωωρρίίςς

ΌΌννοομμαα)) κκααιι ΜΜίίκκηη ΘΘεεοοδδωωρράάκκηη ((ΕΕππιιττάάφφιιοοςς))..

ΟΟ ΜΜίίκκηηςς ΘΘεεοοδδωωρράάκκηηςς οορρίίζζεειι ττοο έέννττεεχχννοο ττρρααγγοούύδδιι ωωςς««έένναα σσύύγγχχρροοννοο σσύύννθθεεττοο μμοουυσσιικκόό

έέρργγοο ττέέχχννηηςς πποουυ θθαα μμπποορρεείί νναα ααφφοομμοοιιωωθθεείί δδηημμιιοουυρργγιικκάά ααππόό ττιιςς μμάάζζεεςς»».. ΑΑφφεεττηηρρίίαα ττηηςς

ππρροοσσππάάθθεειιααςς ααυυττήήςς εείίννααιι οο ««ΕΕππιιττάάφφιιοοςς»» ((11995588,, σσεε πποοίίηησσηη ΡΡίίττσσοουυ)),, γγιιαα ττοονν οοπποοίίοο οο

ΘΘεεοοδδωωρράάκκηηςς ααννααφφέέρρεειι:: ««δδεενν εείίννααιι ττίίπποοττεε άάλλλλοο ππααρράά ττοο ππάάννττρρεεμμαα ααννάάμμεεσσαα σσττηη

σσύύγγχχρροοννηη εελλλληηννιικκήή μμοουυσσιικκήή κκααιι σσττηη σσύύγγχχρροοννηη εελλλληηννιικκήή πποοίίηησσηη»»..

ΩΩςς ααπποοττέέλλεεσσμμαα δδηημμιιοουυρργγεείίττααιι μμιιαα ππααρράάδδοοσσηη μμεελλοοπποοιιηημμέέννηηςς πποοίίηησσηηςς πποουυ

οοννοομμάάζζεεττααιι ««έέννττεεχχννοο ττρρααγγοούύδδιι»».. ΔΔιιααφφέέρρεειι ααππόό ττοο λλααϊϊκκόό κκυυρρίίωωςς σσττοο σσττίίχχοο,, ααλλλλάά κκααιι

σσττηη μμοουυσσιικκήή ((εεννοορρχχήήσσττρρωωσσηη,, ύύφφοοςς)).. ΟΟ χχααρραακκττήήρρααςς ττοουυ εείίννααιι ππεερριισσσσόόττεερροο δδυυττιικκόόςς

όόσσοονν ααφφοορράά σστταα σσυυννθθεεττιικκάά μμέέσσαα,, δδεενν έέχχεειι όόμμωωςς κκααμμίίαα σσχχέέσσηη μμεε ττηη φφόόρρμμαα ττοουυ

δδυυττιικκοοεευυρρωωππααϊϊκκοούύ ρροομμααννττιικκοούύ κκααιι μμεεττααρροομμααννττιικκοούύ έέννττεεχχννοουυ ττρρααγγοουυδδιιοούύ ΛΛηηννττ ((LLiieedd))..

ΤΤοο εελλλληηννιικκόό έέννττεεχχννοο ττρρααγγοούύδδιι ααπποοκκττάά γγρρήήγγοορραα μμεεγγάάλληη ααππήήχχηησσηη σσττιιςς ππλλααττιιέέςς μμάάζζεεςς,,

φφααιιννόόμμεεννοο ππρρααγγμμααττιικκάά σσππάάννιιοο γγιιαα τταα εευυρρωωππααϊϊκκάά δδεεδδοομμέένναα.. ΣΣεε ααυυττόό σσυυννέέββααλλεε κκααιι οο

εεννεερργγόόςς πποολλιιττιικκόόςς ρρόόλλοοςς ττοουυ σσυυγγκκεεκκρριιμμέέννοουυ εείίδδοουυςς κκααττάά ττηη ππεερρίίοοδδοο ττηηςς δδιικκττααττοορρίίααςς..

ΜΜεερριικκάά χχααρραακκττηηρριισσττιικκάά ττηηςς ππααρράάδδοοσσηηςς ααυυττήήςς ττοουυ έέννττεεχχννοουυ λλααϊϊκκοούύ ττρρααγγοουυδδιιοούύ εείίννααιι::

11.. ΟΟιι κκύύκκλλοοιι ττρρααγγοουυδδιιώώνν:: δδίίσσκκοοιι μμεε εεννόόττηηττεεςς ττρρααγγοουυδδιιώώνν πποουυ αακκοολλοουυθθοούύνν μμιιαα εεννιιααίίαα

κκεεννττρριικκήή ιιδδέέαα.. ΠΠρρόόκκεειιττααιι γγιιαα μμεελλοοπποοιιηημμέέννηη πποοίίηησσηη σσύύγγχχρροοννωωνν –– κκυυρρίίωωςς ΕΕλλλλήήννωωνν ––

πποοιιηηττώώνν ήή σσττιιχχοουυρργγώώνν..

22.. ΚΚααθθιιέέρρωωσσηη ττοουυ λλααϊϊκκοούύ ττρρααγγοουυδδιισσττήή κκααιι ττοουυ λλααϊϊκκοούύ μμοουυσσιικκοούύ οορργγάάννοουυ ((μμπποουυζζοούύκκιι))

ωωςς ααυυθθεεννττιικκώώνν εεκκφφρραασσττώώνν ττοουυ γγννήήσσιιοουυ πποοιιηηττιικκοούύ ππάάθθοουυςς..

33.. ΝΝέέαα μμοορρφφήή εεππιικκοοιιννωωννίίααςς μμεε ττοο κκοοιιννόό μμεε ττηηνν κκααθθιιέέρρωωσσηη ττηηςς λλααϊϊκκήήςς σσυυννααυυλλίίααςς σσεε

ααννοοιικκττοούύςς ήή εειιδδιικκάά δδιιααμμοορρφφωωμμέέννοουυςς χχώώρροουυςς,, μμεε μμααζζιικκήή σσυυμμμμεεττοοχχήή..

ΕΕννδδεειικκττιικκοοίί κκύύκκλλοοιι ττρρααγγοουυδδιιώώνν πποουυ θθεεωωρροούύννττααιι σσήήμμεερραα κκλλαασσιικκοοίί ττοουυ έέννττεεχχννοουυ

ττρρααγγοουυδδιιοούύ εείίννααιι::

** ΜΜίίκκηηςς ΘΘεεοοδδωωρράάκκηηςς:: ΆΆξξιιοονν ΕΕσσττίί ((««λλααϊϊκκόό οορρααττόόρριιοο»»,, ΕΕλλύύττηηςς))..

** ΜΜάάννοοςς ΧΧααττζζιιδδάάκκιιςς:: ΜΜεεγγάάλλοοςς ΕΕρρωωττιικκόόςς ((δδιιάάφφοορραα πποοιιήήμμαατταα μμεε κκοοιιννόό θθέέμμαα:: ΣΣααππφφώώ,,

ΕΕυυρριιππίίδδηηςς,, ΣΣοολλωωμμόόςς,, ΚΚααββάάφφηηςς,, ΕΕλλύύττηηςς,, ΓΓκκάάττσσοοςς κκ..άά..))..

** ΓΓιιάάννννηηςς ΜΜααρρκκόόπποουυλλοοςς:: ΙΙθθααγγέέννεειιαα,, ΧΧρροοννιικκόό ((ΜΜύύρρηηςς))..

** ΘΘάάννοοςς ΜΜιικκρροούύττσσιικκοοςς:: ΟΟ ΣΣττααυυρρόόςς ττοουυ ΝΝόόττοουυ ((ΚΚααββββααδδίίααςς)).. * Σταύρoς Ξαρχάκoς: Κατά Μάρκον (Γκάτσος): Άλλοι σημαντικοί συνθέτες που υιοθέτησαν το τραγουδιστικό κλίμα του έντεχνου ήταν οι: Μάνος Λοΐζος, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Λεοντής, Δημήτρης Λάγιος, Νίκος Μαμαγκάκης και από πλευράς στιχουργών οι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Τάσος Λειβαδίτης κ.ά. Στην παράδοση του έντεχνου τραγουδιού προστέθηκαν αργότερα, μέσω της διάδοσης των μπουάτ, οι "τραγουδοποιοί", που γράφουν τη μουσική, το στίχο και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους . Πρωτεργάτης θεωρείται ο Διονύσης Σαββόπουλος, ενώ ανάμεσα στους σημερινούς εκπροσώπους του είδους είναι ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Ορφέας Περίδης

Ως "έντεχνο τραγούδι" ιστορικά ονομάστηκε εκείνο το σώμα της ελληνικής μουσικής που, με αφετηρία τη δεκαετία του '60, συνδύασε σύνθετες μουσικές φόρμες με τον

Page 9: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

λόγο ελλήνων αλλά και ξένων ποιητών. Κατά μία έννοια λοιπόν: έντεχνο = μουσική τέχνη + ποιητική τέχνη. Μουσικά, το "έντεχνο" ενσωμάτωσε δημιουργικά τη λαϊκή μουσική παράδοση και το Ρεμπέτικο, αλλά υπήρξε ανοιχτό στην επιλεκτική προσέγγιση κλασσικών και σύγχρονων μουσικών ρευμάτων. Στιχουργικά, το "έντεχνο" εμπνεύστηκε από την εγχώρια ποιητική παραγωγή που μπορεί να υπερηφανεύεται για τα δύο βραβεία Νόμπελ και τα δύο βραβεία Λένιν που έλαβε εκείνη την εποχή, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε και τον λόγο ξένων ποιητών, όπως ο Λόρκα, ο Νερούδα, ο Μπρεχτ, ο Χικμέτ κ.α. Οι αρχικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος υπήρξαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, με άξιους συνεχιστές δημιουργούς όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Δήμος Μούτσης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, η ιδιάζουσα - μουσικά και στιχουργικά - περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου, και άλλοι. Το ρεύμα αυτό κορυφώνεται τη δεκαετία του '70, αλλά σημαντικά έργα του εμφανίζονται και τη δεκαετία του '80. Αυτή - επιγραμματικά και απλουστευτικά για τις ανάγκες της συζήτησης - είναι η μία εκδοχή του τι σηματοδοτεί ο όρος "έντεχνο".

ποίηση + μελοποίηση =έντεχνος μουσικός λόγο ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΠΟΥΔΑΙΩΝ ΕΝΤΕΧΝΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη της μουσικής, ενώ έχει συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι "Ζορμπάς" (1964), βασισμένο σε παραδοσιακή κρητική μουσική. Ωστόσο, το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση, δηλαδή η σύνθεση λαϊκής μουσικής, χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιώργος Σεφέρης (Νόμπελ 1963), Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Νόμπελ 1979). Χάρη στην μελοποιημένη ποίηση του Θεοδωράκη, η Ελλάδα αποτελεί ίσως τη μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία μεγάλο ποσοστό ανθρώπων συνήθιζε να ακούει μελοποιημένη βραβευμένη ποίηση .Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, που σηματοδοτεί την στροφή του προς το λαϊκό τραγούδι. Συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση μέσα στον ελληνικό λαό, κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων τους. Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο Εμφύλιος. Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην Αρμονία. ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ Το έργο του θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική και περιλαμβάνει δεκάδες ηχογραφήσεις πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.

Page 10: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Γκάτσος, οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε και κείμενα, παιδικά ποιήματα και τραγούδια, που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Νέα Γενιά και σε άλλα έντυπα της ΕΠΟΝ. Μετά την Απελευθέρωση, μάλιστα έγραψε και τον ύμνο "ΕΠΟΝ, ΕΠΟΝ, είσαι ο εχθρός των φασιστών, καμάρι του λαού ΕΠΟΝ . Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά, από την ταινία του Ζυλ Ντασέν Ποτέ την Κυριακή, το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της. Τσαρούχης. Περίοδος 1967 - 1971 Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του Ποτέ την Κυριακή με τον τίτλο Illya Darling. Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Reflections σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble ενώ ηχογραφεί και Το Χαμόγελο της Τζοκόντας, ένα από τα περισσότερο γνωστά έργα του. Από αυτό το δίσκο, δέκα χρόνια μετά θάνατον, ο σκηνοθέτης της τελετής λήξεως των Ολυμπιακών αγώνων των Αθηνών, 2004, διάλεξε ν' ακουστεί το τραγούδι "Μητέρα κι αδελφή" κατά τη σβέση της ολυμπιακής φλόγας. Σε ελάχιστα έργα του ο Χατζιδάκις τραγουδά ο ίδιος. Ίσως γιατί δεν είχε και καλή άρθρωση του ρω. Λοϊζος Από μικρή ηλικία ασχολείται με τη μουσική: στην ηλικία των επτά ετών μελετά βιολί Ο Μάνος Λοΐζος φιλοξενείται στο σπίτι της πρώην συζύγου της καθηγήτριας των

γαλλικών που είχε στην Αλεξάνδρεια, της Διδοὐς Πετροπούλου, η οποία εργαζόταν στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Αυτή θα συστήσει τον νεαρό μουσικό στον Μίμη Πλέσσα ο οποίος μεσολαβεί στη δισκογραφική εταιρεία Φιντέλιτυ, αρχικ1970 Θαλασσογραφίες (MINOS)1971 Ευδοκία (MINOS) Soundtrack Πλεσσας Σε πολύ μικρή ηλικία έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Το 1952, σε ηλικία μόλις 27 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε επίσης την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 ως μαέστρος και συνθέτης Η καλλιτεχνική και συνθετική του δραστηριότητα καλύπτει, τα τελευταία 50 χρόνια, όλους τους τομείς της μουσικής, στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Έχει συνεργαστεί με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών, πολλούς από τους οποίους ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια του. Ασχολήθηκε επίσης με τη σύνθεση μουσικής για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, έχοντας στο ενεργητικό του 104 ταινίες και 70 παραστάσεις. Έγραψε επίσης τη μουσική και τα τραγούδια για την τηλεοπτική σειρά "Τα παιδιά της Νιόβης". Έχει διευθύνει πολλές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες στον κόσμο, σε έργα του και πρώτο-διακρίθηκε αφενός για τη θεατρική του προσφορά στο Παρίσι το 1958, και για την κινηματογραφική του στο Εδιμβούργο και τις ΗΠΑ το 1964 και 1965 αντίστοιχα. Αυτών ακολούθησαν πάμπολλες διακρίσεις ελληνικές και ξένες. 1951 Λαμβάνει το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα. Ο Πλέσσας έκανε πάρα πολλούς δίσκους. Ο πρώτος είναι Ο δρόμος, τον οποίο έκανε σε συνεργασία με το στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο. Όταν το 2001 ιδρύθηκε το παιδικό μουσικό συγκρότημα Ζουζούνια, ξανασυναντήθηκε με τον

Page 11: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

Παπαδόπουλο και μαζί έγραψαν πολλά τραγούδια τα οποία ερμήνευσε το συγκεκριμένο συγκρότημα με μεγάλη επιτυχία Μαλαμας Ο Σωκράτης Μάλαμας είναι τραγουδοποιός, τραγουδιστής και κιθαρίστας. Είναι ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες συνθέτες και ερμηνευτές και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού. Από τα 23 του αρχίζει την επαγγελματική του σταδιοδρομία, εργαζόμενος ως δάσκαλος κιθάρας καθώς και ως τραγουδιστής σε λαϊκά μαγαζιά. Μέχρι τη στιγμή που ο Νίκος Παπάζογλου τον άκουσε και διέκρινε το ταλέντο του, οπότε και τον έπεισε να μπει για ηχογράφηση στο στούντιο και να ετοιμάσει την πρώτη του δουλειά, με τίτλο «Ασπρόμαυρες Ιστορίες» το 1989. Σταδιακά η πορεία του καλλιτέχνη έγινε ευρύτερα γνωστή και αγαπήθηκε από το κοινό.

Έτσι απροκάλυπτα μπορούμε να πούμε πως η μουσική, αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι από την ζωή του ανθρώπου. Μέσα από αυτή ο άνθρωπος έμαθε να επικοινωνεί και να εκφράζει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και ιδέες. Δαμάζει την ψυχή του ανθρώπου και την γαληνεύει ακόμα και αν αυτός που την τραγουδά είναι παράφωνος, ακόμα και αν δεν συνοδεύεται από μουσικό όργανο, ακόμα και αν είναι σε άλλη γλώσσα….τίποτα από αυτά δεν είναι απαραίτητα. Το μυστικό για την σύνθεση και την εκτέλεσης ενός τραγουδιού είναι η ψυχή.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ROCK Για να γεννηθεί η ελληνική εκδοχή της ροκ, έπρεπε πρώτα να

κατεβεί με “Φορτηγό” από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα η

μουσική και στιχουργική ιδιοφυΐα του Νιόνιου. Ύστερα

εμφανίζονται ως διάττοντες αστέρες για να διαπρέψουν κατόπιν

στην ξενιτιά, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους ο καθένας,

κάποιες άλλες μουσικές πρωτοπορίες, όπως ο Βαγγέλης

Παπαθανασίου, ο Λουκάς Σιδεράς και ο Ντέμης Ρούσος που

έφτιαξαν τα “Παιδιά της Αφροδίτης” (Aphrodites’ Child) και

τον εκπληκτικό τους δίσκο “666”, το πρώτο πάντρεμα της ροκ με την ελληνική

δημοτική μουσική παράδοση. Την ίδια περίοδο ο Σαββόπουλος θα συναντηθεί με

άλλα ταλέντα, τα “Μπουρμπούλια” για να δώσει δύο από τους σημαντικότερους

ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών: “Το περιβόλι του τρελού” και τη “Μαύρη

Θάλασσα” ενώ λίγο αργότερα ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης της ηλεκτρικής κιθάρας

στην Ελλάδα, ο Γιάννης Σπάθας, θα συναντηθεί με τον Αντώνη Τουρκογιώργη για να

συστήσουν το πρώτο ελληνικό συγκρότημα της σκληρής ροκ, τους . Σαββόπουλος

και Σώκρατες θα συναντηθούν στο “Κύτταρο” της οδού Ηπείρου, για ν’ αποτελέσουν

Page 12: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

δύο διακριτές όσο και αντιπαρατιθέμενες δημιουργικές τάσεις: της πολιτικοποιημένης

συνέχειας του νέου κύματος ο πρώτος, της εκκωφαντικής δεξιοτεχνίας οι δεύτεροι.

Πρωτότυπος, διεισδυτικός και δημιουργικός ο μεγαλύτερος ποιητής της

Μεταπολίτευσης, Νιόνιος, πιστοί στα ξένα πρότυπά τους, ακόμη και στον ξένο στίχο

στον οποίο εκφράζονται(;) οι δεύτεροι. Έτσι την ίδια ώρα που η Φαραντούρη γέμιζε

στάδια, τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα θα συνωστίζονται σε δωμάτια

πλακιώτικων σπιτιών, τα πρώτα ροκ στέκια. Με κυλιόμενες πέτρες λοιπόν θα

ροκάρουν ο Πουλικάκος, η Σπυριδούλα, ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα, ο

Σταύρος Λογαρίδης, ο Γιώργος Πιλάλας, κι ο Νικόλας Άσιμος, που μαζί με την

τρέλα τους θα διαμορφώσουν το χώρο συνάντησης μιας όλο και πιο απαιτητικής ροκ

νεολαίας. Κι αν οι παραπάνω αποτελούσαν την αθώα λίγο πολύ παιδική ηλικία της

ελληνικής ροκ, με το χιούμορ να την καθιστά ανατρεπτικά αυτοσαρκαζόμενη και

σαρκαστικά ανατρεπτική, ήρθε η τρυφερή φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου για να

θυμίσει πως το ροκ εκφράζει βαθύτερες ανάγκες και ανησυχίες μια σκεπτόμενης και

ευαίσθητης νεολαίας. Ο ήχος της ελληνικής ροκ από τη μια παρέμενε συντηρητικά

πιστός στα πιο καθαρόαιμα αμερικανικά πρότυπα και από την άλλη εμφανίζεται

συχνά παντρεμένος με στοιχεία από τη δημοτική και λαϊκή μουσική παράδοση. Δεν

είναι μόνο ο Σαββόπουλος, είναι και οι Σώκρατες με το “Φως”. Ακόμη και το πρώτο

ελληνικό συγκρότημα μεταλλικού ροκ, το εύγλωττο “Βαβούρα Μπαντ”, θα

παρουσιάσει στις συναρπαστικά καταστροφικές συναυλίες του, μικρά

αριστουργήματα ηπειρώτικης σκληρής μεταλλικής ροκ μουσικής!

Η νέα δεκαετία του 80 είναι η δεκαετία της ωριμότητας αλλά και των διλημμάτων για

την ελληνική ροκ: νέα συγκροτήματα με καλύτερο ήχο, καλύτερους στίχους,

καλύτερες συνθέσεις βρίσκουν ευκολότερα συναυλιακούς χώρους και στούντιο για

ηχογραφήσεις, που δεν κάνουν πια την ηλεκτρική κιθάρα ν’ ακούγεται σαν τενεκές

και το μπάσο σαν κομμένη εξάτμιση. Ταυτόχρονα παλιότεροι καλλιτέχνες υιοθετούν

τον όχι πια και τόσο νέο ήχο της ροκ και αναβαφτίζονται σ’ αυτήν: Οι “Φατμέ”, ο

Βαγγέλης Γερμανός, ο Λάκης (με τα Ψηλά Ρεβέρ) Παπαδόπουλος, ο Νίκος

Ζιώγαλας, οι αδελφοί Κατσιμίχα, οι “Τερμίτες” και οι “Μουσικές Ταξιαρχίες”,

ξεχωρίζουν ανάμεσα τους καινούργιους ενώ ο Παπακωνσταντίνου και ο Κηλαϊδόνης

ανάμεσα στους παλιούς διαμορφώνουν μια καινούργια σκηνή που φέρνει το ροκ από

τα υπόγεια και σκοτεινά δωμάτια στα μικροαστικά σαλόνια των μη προνομιούχων.

Έτσι ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε πως η μουσική, αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι από την ζωή του ανθρώπου. Μέσα από αυτή ο άνθρωπος έμαθε να επικοινωνεί και να εκφράζει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και ιδέες. Δαμάζει την ψυχή του ανθρώπου και την γαληνεύει ακόμα και αν αυτός που την τραγουδά είναι παράφωνος, ακόμα και αν δεν συνοδεύεται από μουσικό όργανο, ακόμα και αν είναι σε άλλη γλώσσα….τίποτα από αυτά δεν είναι απαραίτητα. Το μυστικό για την σύνθεση και την εκτέλεσης ενός τραγουδιού είναι η ψυχή.

Υπεύθυνος Καθηγητής: Αθανάσιος Οικονόμου

Μαθητές που εργάστηκαν:

Page 13: Από Το Μάρκο Στον Μάνο Oikonomou

Ρέκκας Χρήστος

Προύντζος Δημήτρης

Γεώργας Θάνος

Δημήτρης Γεωργαντάς

Μπαρουτσάκη Μάντυ

Παλλαδινός Αναστάσης

Μάρκου Θοδωρής

Μαρέτας Χρήστος

Ρογκάκου Κατερίνα

Μουντζούρη Εμμανουέλλα

Μουντζούρη Δέσποινα

Στέλλα Χατζηγεωργίου

Παπασαραντου Σταυρούλα

Πεπόνα Ειρήνη

Ρότσι Χυγκέρτα

Καρκαλάτου Κατερίνα

Παπασαραντου Αθανασία

Σάββα Έλλη

Μάρκου Ιωάννα