Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ...

22
- 6 (2004), 43-64 Abstract The object of this study is the theoretical and methodologica\ investigation of the economic rationality concept as well as its meaning. Particular emphasis is given to the origin of this concept from the neoclassic theory and the position that it holds within this theory as wel\ as within other theoretical approaches. More specifically, the limits of the economic rationality are defined and the concepts and methods are examined, which allow the determination of its relationship with the broader economic and social procedures. Within this framework, a distinction is maken between the intentional behavior of the agents and the potential that it has, the one hand, and the unintentional function of the economic system and its impact the agents, the other hand. this very basis, the economic rationality is analyzed as an essential aspect of a broader rationality, which has social dimensions. JEL Classification: Economic theory and methodology. Ke words: Rationality, political economy, purpose, objectives, mean s, system, structure, function, behavior. & 43

Transcript of Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ...

Page 1: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΕΠΙΟΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Περίληψη

Αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι η θεωρητική, επιστημολογική

και μεθοδολογική διερεύνηση της έννοιας της οικονομικής ορθολογι­

κότητας καθώς και της σημασίας της. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στηv

κατασκευή της έννοιας αυτής από τη νεοκλασική θεωρία και στη θέση

που αυτή κατέχει στους κόλπους τόσο της ίδιας όσο και άλλων θεωρη­

τικών προσεγγίσεων. Ειδικότερα, προσδιορίζονται τα όρια της οικο­

νομικής ορθολογικότητας και εξετάζονται οι έννοιες και οι μέθοδοι

που επιτρέπουν να καθορίζεται η σχέση της με τις ευρύτερες οικονο­

μικές και κοινωνικές διαδικασίες. Στα πλαίσια αυτά γίνεται η διάκρι­

ση ανάμεσα, αφενός, στη σκόπιμη συμπεριφορά των δρώντων και στις

δυνατότητες που αυτή έχει και, αφετέρου, στη μη σκόπιμη λειτουργία

του οικονομικού συστήματος και στις επιπτώσεις της στους δρώντες.

Στη βάση ακριβώς αυτή αναλύεται η οικονομική ορθολογικότητα ως

ουσιώδης πλευρά μιας ευρύτερης ορθολογικότητας η οποία έχει κοι­

νωνική διάσταση.

Abstract

The object of this study is the theoretical and methodologica\ investigation of the economic rationality concept as well as its meaning. Particular emphasis is given to the origin of this concept from the neoclassic theory and the position that it holds within this theory as wel\ as within other theoretical approaches. More specifically, the limits of the economic rationality are defined and the concepts and methods are examined, which allow the determination of its relationship with the broader economic and social procedures. Within this framework, a distinction is maken between the intentional behavior of the agents and the potential that it has, οη the one hand, and the unintentional function of the economic system and its impact οη the agents, οη the other hand. Οη this very basis, the economic rationality is analyzed as an essential aspect of a broader rationality, which has social dimensions.

JEL Classification: Economic theory and methodology. Ke words: Rationality, political economy, purpose, objectives, means, system, structure, function, behavior.

• Το άρθρο αυτό αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή εισήγησης του συγγραφέα στο Διαρκές

Σεμινάριο Θεωρίας και Επιστημολογίας των Κοινωνικών Επιστημών, που διεξάγεται

στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών με διευθύνοντα τον καθηγητή

Κοσμά Ψυχοπαίδη στον οποίο εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας για τις παρατηρήσεις

και επισημάνσεις του όπως και στα άλλα μέλη του Διαρκούς Σεμιναρίου.

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Κοθηyητής ΤΕΙ Χαλκίδος

Τμήμα Διοίκησης

Επιχειρήσεων,

Διευθυντής Σχολής

Διοίκησης & Οικονομίας

43

Page 2: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

44

1. Εισαγωγικά

Το ζήτημα της ορθολογικότητας στην οικονομία συνιστά θεμελιώδες

αντικείμενο της οικονομικής επιστήμης. Το ζήτημα, όμως, αυτό παρουσιάζει

ιδιαίτερες δυσκολίες στην αποσαφήνιση του διότι προσεγγίζεται, συνήθως,

με τρόπο περισσότερο ιδεολογικό και λιγότερο επιστημονικό.

Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να διευκρινίσουμε τα

προβλήματα που συνδέονται με το κεντρικό αυτό ζήτημα ξεκινώντας από την

κατασκευή της έννοιας της ορθολογικότητας στην οικονομική επιστήμη.

Αμέσως μετά θα εξετάσουμε τους λόγους για τους οποίους η κυρίαρχη οικο­

νομική επιστήμη επιτρέπει στην ιδεολογία να εισέρχεται δυναμικά και να

επηρεάζει σημαντικά, ή ακόμη και να ορίζει, το περιεχόμενο της ορθολογι­

κότητας στην οικονομία. Στη συνέχεια διευρευνόνται τα όρια της ορθολογι­

κότητας στην οικονομία και προσδιορίζονται οι έννοιες και οι μέθοδοι οι

οποίες επιτρέπουν τη σύλληψη του οικονομικού στη σχέση του με το μη οικο­

νομικό και αναλύεται, ειδικότερα, η οικονομική ορθολογικότητα ως ουσιώ­

δης πλευρά μιας ευρύτερης ορθολογικότητας.

Στα πλαίσια της τοποθέτησης αυτής είναι επιβεβλημένο να διακρίνουμε

και να εξετάζουμε την ορθολογικότητα της συμπεριφοράς των δρώντων από

την ορθολογικότητα της λειτουργίας του κοινωνικοοικονομικού συστήματος

εντός του οποίου τα άτομα και οι φορείς δρουν. Από την άποψη δε αυτή μπο­

ρούμε να κάνουμε λόγο, αφενός, για τη σκόπιμη πλευρά της συμπεριφοράς

των δρώντων και, αφετέρου, για τη μη σκόπιμη λειτουργία του κοινωνικοοι­

κονομικού συστήματος.

2. Η ορθολογικότητα στην οικονομία: Ζήτημα ιδεολογικό ή πρόβλημα επιστημονικό;

Στο πεδίο το οποίο ορίζεται από τον όρο οικονομική ορθολογικότητα συ­

ναντάει κανείς πολλούς άλλους όρους οι οποίοι συνδέονται στενά μεταξύ

τους. Οι όροι αυτοί είναι: Αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, παραγωγι­

κότητα, ελαχιστοποίηση κόστους, μεγιστοποίηση κέρδους, άριστη απόφαση,

επιλογή, λογισμός, πρόβλεψη, διαχείριση, οργάνωση εργασίας, management, προγραμματισμός, ανάπτυξη, διανομή, δικαιοσύνη, ευημερία κ.α.

Εύκολα διακρίνεται, λοιπόν, ο δεσμός που υπάρχει ανάμεσα στους όρους

αυτούς και τα θέματα τα οποία εισάγουν. Μόλις, όμως, τεθεί το κρίσιμο ερώ­

τημα «προς όφελος τίνος επιδιώκεται η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότη­

τα, η μεγιστοποίηση του κέρδους κ.λπ.» τότε στο εσωτερικό της αλυσίδας αυ­

τής συγγενών όρων λαμβάνει χώρα μία ρήξη (Μ. Godelier, 1974, τομ. 1, σ. 15). Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι το ζήτημα της οικονομικής ορθολογικότητας

είναι δισυπόστατο και για το λόγο, άλλωστε, αυτόν επιδέχεται δύο προσεγγί­

σεις. Η πρώτη αφορά την επιλογή του σκοπού και τον προσδιορισμό των στό­

χων και έχει, κυρίως, αξιακή και ιδεολογική διάσταση, ενώ η δεύτερη αφορά

την επιλογή των μέσων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του σκοπού

και των στόχων και έχει, περισσότερο, επιστημονική και τεχνική διάσταση.

Page 3: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004), 43-64

Εάν τα προβλήματα που σχετίζονται με το ζήτημα της ορθολογικότητας

στην οικονομία είναι αυτής της τάξης τότε τίθεται υπό κρίση το θεωρητικό

καθεστώς της ίδιας της πολιτικής οικονομίας ως επιστήμης. Η εκτίμηση αυτή

αφορά την επιστημονική ισχύ των θέσεων των διαφόρων θεωριών, οι οποίες

αντιπαρατίθενται για να εξηγήσουν τη φύση του κέρδους, τη λειτουργία του

κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, τα προβλήματα και τη δυναμική της

συσσώρευσης, τις κρίσεις κ.λπ.

Συνεπώς, το ζήτημα της οικονομικής ορθολογικότητας, εκτός από ιδεολο­

γικό και επιστημονικό, είναι και ζήτημα επιστημολογικό της πολιτικής οικο­

νομίας. Το γενικότερο δε θέμα του ορθολογισμού στην οικονομία από το ίδιο

του το περιεχόμενο υπερβαίνει το πεδίο της πολιτικής οικονομίας και εμφα­

νίζεται σε τομείς σκέψης και πράξης, όπως και σε εποχές, που διαφέρουν αρ­

κετά μεταξύ τους.

3. Η ορθολογικότητα των δρώντων και η ορθολογικότητα των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων.

Το ζήτημα της οικονομικής ορθολογικότητας περιστρέφεται γύρω από

δύο κεφαλαιώδη ερωτήματα:

α) Πως σε ένα δεδομένο σύστημα οι δρώντες μπορούν να πραγματοποι­

ούν ορθολογικά τους σκοπούς τους;

β) Ποια είναι η ορθολογικότητα του ίδιου του κοινωνικοοικονομικού συ­

στήματος και πως μπορεί αυτή, ενδεχομένως, να συγκρίνεται με την ορθολο­

γικότητα άλλων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων;

Το πρώτο ερώτημα αποβλέπει στην αποσαφήνιση της σκόπιμης ορθολο­

γικότητας των δρώντων και το δεύτερο στη μη σκόπιμη ορθολογικότητα των

κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Στην προκειμένη, δηλαδή, περίπτωση

συγκρίνουμε, από τη μία, συμπεριφορές και διαμέσου αυτών δομές και λει­

τουργίες και, από την άλλη, δομές και λειτουργίες και διαμέσου αυτών συ­

μπεριφορές (Μ. Godelier, 1974, τομ. 1, σ. 17). Στην εποχή μας η θεμελιώδης σύγκριση και αντιπαράθεση, στο θεωρητι­

κό επίπεδο, τοποθετείται, κατά βάση, ανάμεσα στη νεοκλασική και τη μαρ­

ξιστική προσέγγιση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν πρέπει να διαφεύγει της

προσοχής μας ότι η κατασκευή και η χρήση μιας έννοιας απαιτεί την παρα­

γωγή μιας θεωρητικής προβλη~τικής, έτσι, ώστε τα προβλήματα, στην αντι­

μετώπιση των οποίων αποσκοπεί, αφενός, να καθίστανται ευκρινή και, αφε­

τέρου, να προσεγγίζονται με τρόπο ουσιαστικό και κριτικό.

4. Το ζήτημα της ορθολογικής συμπεριφοράς

Το ορθολογικό πράττειν, όπως είναι γνωστό, βασίζεται στην επιδίωξη συ­

νεκτικών μεταξύ τους σκοπών και στόχων όπως και στη χρησιμοποίηση των

κατάλληλων μέσων για την επιτυχία των επιδιωκόμενων σκοπών και στόχων.

45

Page 4: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004) , 43-64

46

Οι προϋποθέσεις, όμως, αυτές συμπίπτουν με το αντικείμενο της πολιτι­

κής οικονομίας , έτσι, όπως αυτό γίνεται δεκτό από την πλειοψηφία των ση­

μερινών οικονομολόγων οι οποίοι ασπάζονται τις αρχές της νεοκλασικής θε­

ωρίας, η οποία πρεσβεύει ότι πολιτική οικονομία, ή οικονομική κατά την

ορολογία τους, είναι «η επιστήμη η οποία μελετά την ανθρώπινη συμπεριφο­

ρά ως σχέση ανάμεσα σε σκοπούς και περιορισμένα μέσα, τα οποία επιδέ­

χονται εναλλακτικές χρήσεις» (Robbins). Ο γνωστός νεοκλασικός οικονομολόγος C.E. Ferguson αναφερόμενος

στα ζητήματα αυτά γράφει στο κλασικό του εγχειρίδιο Μικροοικονομική θε­

ωρία ότι: «Ως αναφέρουν τα πλείστα βιβλία περί "Αρχών της Οικονομικής",

αυτή ασχολείται με την μελέτη της οικονομικής κατανομής των εν στενότητι

φυσικών και ανθρωπίνων πόρων μεταξύ ανταγωνιστικών σκοπών-κατανο­

μής, η οποία επιτυγχάνει μίαν συμπεφωνημένην αριστοποιητικήν ή μεγιστο­

ποιητικήν επιδίωξιν ( ... ). Οι οικονομολόγοι π.χ. συχνά υποθέτουν ότι οι κα­ταναλωταί προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την ικανοποίησιν των και ότι οι

επιχειρηματίαι προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος των. Ούτως ορι­

ζόμενοι, οι σκοποί των οικονομικών συντελεστών παρέχουν εις τους οικονο­

μολόγους μίαν βάσιν αναφοράς, η οποία επιτρέπει την συστηματικήν ανάλυ­

σιν της ατομικής οικονομικής συμπεριφοράς . Η συμπεριφορά ενός συντελε­

στού έναντι ενός άλλου πιθανόν να είναι, υπό μίαν έννοιαν, ανταγωνιστική.

Αλλά, υπό μίαν ευρυτέραν έννοιαν η παραγωγή των οικονομικών αγαθών

και υπηρεσιών οφείλεται εν τελευταία αναλύσει εις την αμοιβαίαν συνεργα­

σίαν συντελεστών με συγκρουόμενους σκοπούς» (C.E. Ferguson, 1969, σ. 1-2, οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η νεοκλασική σχολή υποστηρίζει ότι

η οικονομική επιστήμη έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ανθρώπινης συμπε­

ριφοράς όπως αυτό εκφράζεται στην προσπάθεια να ικανοποιηθούν απεριό­

ριστες ανάγκες με περιορισμένα μέσα. Στη βάση δε αυτή η οικονομική ανά­

λυση αποσκοπεί να προσδιορίσει τα κίνητρα και τους τρόπους, με τους οποί­

ους συμπεριφέρονται τα άτομα, ώστε να μπορούν να ερμηνεύονται τα οικο­

νομικά φαινόμενα τα οποία είναι προϊόν της συμπεριφοράς των ατόμων (Θ.

Γεωργακόπουλου, Θ. Λιανού, Θ. Μπένου κ.α., 1998, σ. 18). Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας οριζόμενο με τον τρό­

πο αυτό συμπίπτει απόλυτα με το αντικείμενο της φορμαλιστικής θεωρίας

της σκόπιμης δράσης. Για το ζήτημα αυτό ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης υπογραμμί­

ζει ότι: «Το πράττειν που εκτυλίσσεται σύμφωνα με κριτήρια τυπικής ορθο­

λογικότητας προσανατολίζεται σε υπολογισμούς των πιθανοτήτων για την

επιβολή σκοπών μέσω της καλύτερης δυνατής χρήσης των μέσων, ( ... ενώ) το υλικά ορθολογικό οικονομικό πράττειν αναφέρεται σε προβλήματα εφοδια­

σμού δεδομένων ομάδων ανθρώπων με αγαθά και σε οικονομικές ανάγκες

της κοινωνία» (Κ.Ψυχοπαίδης, 1994, σ. 295). Από τα προηγούμενα προκύπτει, σαφώς, ότι η κυρίαρχη οικονομική επι­

διώκει να ερμηνεύσει τα οικονομικά φαινόμενα με βάση τις ατομικές συμπε­

ριφορές των δρώντων γεγονός που την εντάσσει στο ρεύμα του επιστημολο­

γικού και μεθοδολογικού ατομισμού (Β. Guerrien, 1999, τ.1 , σ. 6).

Page 5: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004) , 43-64

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την αντίληψη του επιστημολογικού και

μεθοδολογικού ατομισμού τα άτομα θεωρούνται ως αυθύπαρκτα και αυτοτε­

λή όντα τα οποία είναι ανεξάρτητα από κάθε κοινωνικό καθορισμό. Για την

πραγμάτωση των σκοπών και στόχων τους οι δρώντες καταρτίζουν προγράμ­

ματα εφικτών δραστηριοτήτων και έρχονται σε σχέσεις μεταξύ τους με την

επιδίωξη να πετύχουν την καλύτερη δυνατή υλοποίηση τους . Με βάση τις πα­

ραδοχές του επιστημολογικού ατομισμού η παραίτηση των δρώντων από ορι­

σμένες δραστηριότητες και η υπαγωγή τους σε θεσμικούς περιορισμούς και

δεσμεύσεις γίνεται σύμφωνα με υπολογισμούς από τους οποίους απορρέ ει

ότι τα αποτελέσματα της θεσμικής δραστηριότητας είναι περισσότερο επω­

φελή για τους δρώντες συγκρινόμενα με εκείνα από τα οποία παραιτούνται

όταν αποφασίζουν να τα μεταβιβάσουν στους θεσμικούς φορείς. Έτσι, σύμ­

φωνα με τον επιστημολογικό ατομισμό η κοινωνία δημιουργείται από τους

δρώντες προκειμένου να εξυπ.ηρετήσει τους σκοπούς τους (Ν . Πετραλιάς ,

1981, σ. 71-72 και Fr. Green, 1980, σ. 34-35) .

5. Οι επιπτώσεις από τη σύμπτωση των ορισμών μεταξύ ορθολογικής συμπεριφοράς και πολιτικής οικονομίας.

Είναι γνωστό ότι όλες οι οικονομικές θεωρίες δίνουν μεγάλη σημασία

στην αρχή της ορθολογικότητας. Για τη νεοκλασική θεωρία, ειδικότερα, η

αρχή της ορθολογικότητας αποτελεί την αφετηρία όλων των οικονομικών,

και όχι μόνον, αναλύσεων της . Το γνωστικό, όμως, αντικείμενο της πολιτικής

οικονομίας προσδιοριζόμενο με τον τρόπο αυτό από τους νεοκλασικούς

παύει να συνιστά ιδιαίτερο τομέα της πραγματικότητας και μετατρέπεται σε

πλευρά κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας η οποία επιδιώκει να εξοικονομή­

σει μέσα. Έτσι, κάθε σκόπιμη δραστηριότητα η συμπεριφορά γίνεται δικαι­

ωματικά οικονομική και η πολιτική οικονομία, ως επιστήμη, διαχέεται σε μια

θεωρία της σκόπιμης δράσης με αποτέλεσμα να μη διακρίνεται από άλλες

θεωρίες άλλων επιστημών πολιτικού , κοινωνιολογικού, θεολογικού κ.α. χα­

ρακτήρα (Μ. Godelier, 1974, Τομ. 1, σελ. 19). Διαπιστώνεται, δηλαδή , ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα φορμαλι­

στικό ορισμό της πολιτικής οικονομίας όπως και με μια γενική ορθολογική

αρχή από την οποία δεν μπορούμε να συνάγουμε με τρόπο αυστηρά καθορι­

σμένο το περιεχόμενο της πολιτικής οικονομίας ως διακριτής επιστήμης.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να διευκρινιστούν τα ζητήματα αυτά αποτε­

λούν τα ακόλόυθα: α) Η πολιτική οικονομία πρέπει να ορίζεται με όρους δομής και λειτουρ­

γίας και όχι μόνο συμπεριφοράς.

β) Για να μπορεί να αναλύεται η ορθολογικότητα της συμπεριφοράς των

δρώντων είναι αναγκαίο να είναι γνωστή η συγκεκριμένη δομή και λειτουρ­

γία ενός οικονομικού συστήματος.

γ) Η ιεράρχηση των αξιών, των σκοπών και στόχων όπως και των ανα­

γκών των μελών μιας κοινωνίας πρέπει να είναι δεδομένη και γνωστή.

47

Page 6: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

48

Οι υποστηρικτές του επιστημολογικού και μεθοδολογικού ατομισμού

αποφεύγουν να διερευνήσουν τα κρίσιμα αυτά ζητήματα εισάγοντας μια γε­

νική τυπική αρχή. Τι μπορεί, όμως, να αποκληθεί ορθολογική οικονομική συ­μπεριφορά στα πλαίσια της προβληματικής αυτής; Στα πλαίσια της κυρίαρχης

οικονομικής, η οποία δεσπόζεται από τη νεοκλασική θεωρία, πρόκειται για

μία συμπεριφορά η οποία ακολουθεί τη γενική αρχή της ορθολογικότητας σε

συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν την ποσοτικοποίηση των σκοπών-στόχων και

των μέσων. Δηλαδή, πως είναι δυνατό με δεδομένες δαπάνες να επιτύχουμε

το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα ή με δεδομένο αποτέλεσμα να έχουμε τη

μικρότερη δυνατή δαπάνη . Πρόκειται για δύο ισοδύναμες εκδοχές οι οποίες

αντιστοιχούν στην αρχή της οικονομικής ορθολογικότητας. Το κρίσιμο, όμως,

ερώτημα που τίθεται είναι από πού προκύπτει η γενική αρχή της οικονομικής

ορθολογικότητας.

6. Η προέλευση της γενικής αρχής της ορθολογικής δράσης και οι δύο βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις.

6.1. Η πρώτη προσέγγιση παρουσιάζει την αρχή της ορθολογικότητας ως αμετάβλητο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή, ως ένα καθημερινό και

σύνηθες φαινόμενο το οποίο παραπέμπει σε μια α-ιστορική ιδιότητα.

Με ποιο τρόπο, όμως, από μια τέτοια προσέγγιση μπορούμε να περάσου­

με στην ανάλυση ενός συγκεκριμένου οικονομικού συστήματος και στη συ­

μπεριφορά των δρώντων στο εσωτερικό του;

Η κυρίαρχη οικονομική, έχοντας ως βάση της τις αρχές του φιλελευθερι­

σμού, δίνει τη γνωστή απάντηση του laissez-faire και οδηγείται στην καταδίκη κάθε κρατικής παρέμβασης στην οικονομική ζωή ώστε να μην παρεμποδίζε­

ται η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού, το οποίο,

όπως υποστηρίζει, είναι πλεονεκτικό για ολόκληρη την κοινωνία (J. Marchal, 1951, σ. 426-427 και 432).

Συνεπώς, η συναγωγή του οικονομικού συστήματος του ελεύθερου αντα­

γωνισμού από τη γενική αρχή της ορθολογικότητας, θεωρούμενης ως αξίωμα

της ανθρώπινης φύσης, συνιστά ιδεολογικό διάβημα το οποίο έχει ως κατάλη­

ξη του τη δικαιολόγηση της ύπαρξης του κυρίαρχου κεφαλαιοκρατικού συ­

στήματος και των αξιών του. Από την άποψη δε αυτή ορθά τονίζεται από τον

Francis Green ότι «η αστική οικονομική αντανακλά υποχρεωτικά την αστική ιδεολογία - την ιδεολογία του ατομισμού , των ιδιωτικών κινήτρων και του

ανταγωνισμού, συνοπτικά την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς με την ατομι­

κή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» (Fr. Green, 1980, σ. 27). Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια υπάρχει η τάση οι προϋποθέσεις και οι πα­

ραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας, όπως η ορθολογικότητα και ο επιστημο­

λογικός και μεθοδολογικός ατομισμός, να χρησιμοποιούνται στη μελέτη και

άλλων προβλημάτων, εκτός των οικονομικών, και τα οποία αποτελούν αντι­

κείμενο των άλλων κοινωνικών επιστημών (Ar. Parienty, 2003, σ. 48). Το γεγονός αυτό επιτείνει τον αξιωματικό και ιδεολογικό χαρακτήρα των

Page 7: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004), 43-64

σύγχρονων προσεγγίσεων των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων

διότι αυτές στηρίζονται στο ρόλο του ορθολογικού ατόμου και του μηχανι­

σμού της αγοράς. Η ροπή δε προς τη μαθηματική μοντελοποίηση, με τις με­

γάλης έκτασης απλοποιήσεις που αυτή συνεπάγεται σε ότι αφορά τη συμπε­

ριφορά των δρώντων και τους παράγοντες που την προσδιορίζουν, οδηγεί σε

αμφισβητούμενα, από επιστημολογική και μεθοδολογική άποψη, αποτελέ­

σματα διότι αυτά συνήθως δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγμα­

τικότητα παρά τις εξεζητημένες τεχνικές που χρησιμοποιούνται< 1 ). Στα θέματα, όμως, αυτά θα μας δοθεί η δυνατότητα να επανέλθουμε όταν

θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο στο αντικείμενο της πολιτικής οικο­

νομίας και στην επιστημονική συγκρότηση της έννοιας της οικονομικής ορ­

θολογικότητας.

6.2. Η δεύτερη προσέγγιση δεν παρουσιάζει την ορθολογικότητα ως αμε­τάβλητο στοιχείο της ανθρώπινης δραστηριότητας και φύσης αλλά ως προϊόν

της ιστορίας.

Στη δεύτερη αυτή προσέγγιση η πιο συγκροτημένη απόπειρα είναι του

Oscar Lange, ο οποίος στο ζήτημα αυτό προεκτείνει σε ορισμένα σημεία τις θέσεις του Max Weber. Σύμφωνα με τον Ο. Lange η αρχή της οικονομικής ορ­θολογικότητας εμφανίζεται στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και

αποτελεί ιστορικό προϊόν του κεφαλαιοκρατικού τρόπου οργάνωσης της οι­

κονομίας. Αντίθετα, η προκεφαλαιοκρατική οικονομική δραστηριότητα

πραγματοποιεί τους καθιερωμένους από την παράδοση σκοπούς με τη βοή­

θεια καθιερωμένων από τη παράδοση μέσων δίχως να προχωράει σε λογική

ανάλυσή τους. Έτσι, τα ζητήματα αυτά τέθηκαν για πρώτη φορά με την εμφά­

νιση και ανάπτυξη του καπιταλισμού (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 173και191-194). Με ποιο συγκεκριμένο, όμως, τρόπο η αρχή της ορθολογικότητας εμφανί­

σrηκε στο κεφαλαιοκρατικό γίγνεσθαι;

Στην προκειμένη περίπτωση υποστηρίζεται ότι η ανάπτυξη των εμπορευ­

ματικών και χρηματικών σχέσεων κατέστησε απαραίτητη την επιδίωξη της

μεγιστοποίησης των κερδών και κατά προέκταση την πρακτική της λογιστικής

και του οικονομικού λογισμού. Έτσι, η «κερδοφόρα δραστηριότητα γίνεται

μια δραστηριότητα η οποία θεμελιώνεται στο λογισμό ή με άλλα λόγια μια

ορθολογική δραστηριότητα» (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 173). Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι η εμφάνιση της ορθολογικότητας συγχέεται

με τη γένεση της εμπορευματικής κεφαλαιοκρατικής παραγωγής οπότε οι

πρώτοι ορθολογικά δρώντες ήταν οι έμποροι, οι τραπεζίτες και γενικότερα,

(1) Ενδεικτικά ναφέρεται ότι η βασική υπόθεση της κυρίαρχης οικονομικής, σύμφωνα με την οποία το άτομο είναι ορθολογικό, απασχολεί συχνά τους ερεθνητές στα επιστημονικά πε­

ριοδικά. Έτσι, πρόσφατα δύο άρθρα εξετάζουν την ορθολογικότητα των παικτών του ... τέ­νις και των ποδοσφαιριστών όταν κτυπούν ... πέναλτι και ένα άλλο την ορθολογικότητα των παιδιών. Το άρθρο μάλιστα, αυτό διαπιστώνει ότι τα παιδιά είναι ορθολογικά από την ηλι­

κία των ... επτά ετών και πάνω (Ar. Parienty. 2003, σ. 49 και S. Moatti, 2003, σ. 44). 49

Page 8: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

50

οι επιχειρηματίες. Με τον τρόπο, όμως, αυτό προσέγγισης του θέματος της

οικονομικής ορθολογικότητας καταλήγουμε σε μία, μερική, απολογητική του

κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αλλά η φιλοδοξία του Ο. Lange, όπως τονί­ζει ο Maurice Godelier, πηγαίνει μακρύτερα διότι θέλει να καταδείξει ότι η αρχή της ορθολογικότητας, η οποία προέκυψε από την οικονομική κεφαλαι­

οκρατική πρακτική, διαδίδεται βαθμιαία σε όλους τους τομείς της κοινωνι­

κής ζωής, αν και ο τομέας της οικονομίας παραμένει το προνομιακό πεδίο

εφαρμογής της αρχής της ορθολογικότητας (Μ. Godelier, 1974, τομ. 1, σ. 25-26 και Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 214).

Με βάση την τοποθέτηση αυτή η οικονομική πρακτική θεωρείται από τον

Ο. Lange ως η μήτρα κάθε ορθολογικότητας, η οποία βαθμιαία κερδίζει όλες τις άλλες πλευρές της κοινωνικής πρακτικής. Το τέρμα της βαθμιαίας αυτής

ορθολογικής συγκρότησης της πραγματικότητας είναι η εγκαθίδρυση του

σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής. Και αυτό γιατί αν και η αρχή της ορθολο­

γικότητας βρίσκει τον πρώτο της ιστορικό θρίαμβο στα πλαίσια της κεφαλαι­

οκρατικής επιχείρησης πρόκειται, όπως υπογραμμίζεται από τον Ο.

Lange, για ένα θρίαμβο, αφενός, περιορισμένο διότι περιχαρακώνεται στα πλαίσια της επιχείρησης, η οποία αποτελεί ιδιοκτησία των κεφαλαιοκρατών

και μέσο μεγιστοποίησης των κερδών τους και, αφετέρου, παραμορφωμένο

διότι ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παρα­

γωγής οδηγεί στην αναζήτηση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους γεγονός

που κάνει αναπόφευκτη την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την κατα­

σπατάληση και καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων και της φύσης. Ο

περιορισμός και η παραμόρφωση αυτή της οικονομικής ορθολογικότητας

καθιστά αναγκαία την καθιέρωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα πα­

ραγωγής και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ.

197-198).

Συνεπώς, στο σοσιαλισμό προσφέρονται οι δυνατότητες στους δρώντες

να αναπτύξουν σε όλους τους τομείς ορθολογικές συμπεριφορές. Σύμφωνα

δε με τον Ο. Lange ο σχεδιασμός σε κοινωνική κλίμακα «ενδυναμώνει, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης, την τάση εξορθολογισμού της συ­

μπεριφοράς των δρώντων». Η σοσιαλιστική κοινωνία απαλλαγμένη στη δο­

μή της από την οικιακή οικονομία, τελευταία νησίδα αντίστασης της παρά­

δοσης, και στην υπερδομή της από το κράτος και τη θρησκεία «στο ιχεία

ανορθολογικά ή ακόμη και αντιορθολογικά» λόγω της εξαφάνισης των εκμε­

ταλλευτριών τάξεων θα πραγματοποιήσει τον οριστικό θρίαμβο της λογικής,

της ελευθερίας και της αλήθειας (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 215).

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η κατασκευή αυτή του Ο. Lange έχει διπλά απολογητικό χαρακτήρα διότι αποτελεί, αφενός, περιορισμένη δικαι­

ολόγηση της λογικής του καπιταλισμού και, αφετέρου, πλήρη δικαιολόγηση

της λογικής του σοσιαλισμού. Βρισκόμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με μια ευ­

ρεία ιδεολογική κατασκευή προορισμένη να επιβεβαιώνει την ανωτερότητα

ενός οικονομικού συστήματος έναντι των προηγηθέντων του ή σε σχέση με

τα ανταγωνιστικά του (Μ. Godelier, 1974, τομ. 1, σ. 27).

Page 9: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004), 43-64

6.3. Αντίθετα, όμως, από τις απόψεις αυτές τα πορίσματα των εθνολογι­κών και ιστορικών ερευνών καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυ­

τές μας δείχνουν ότι σε όλες τις κοινωνικές συγκροτήσεις άτομα και ομάδες

επιδιώκουν να μεγιστοποιούν προσδιορισμένους σκοπούς-στόχους το περιε­

χόμενο των οποίων όπως και η ιεράρχηση τους εκφράζουν την κυριαρχία

καθορισμένων σχέσεων (λ.χ. συγγένεια, θρησκεία, πολιτική) σε σχέση με

άλλες και η οποία θεμελιώνεται και στηρίζεται στη δομή και λειτουργία κά­

θε κοινωνίας.

Η ανάλυση των λόγων που μια δομή και λειτουργία καταλαμβάνει κεντρι­

κή θέση σε σχέση με άλλες οδηγεί στον εντοπισμό της ύπαρξης μιας κοινωνι­

κής ορθολογικότητας στα πλαίσια της οποίας η οικονομική ορθολογικότητα

δεν αποτελεί παρά πλευρά της. Συνεπώς, όπως υποστηρίζεται ορθά από τον

Μ. Godelier, το να επικαλούμαστε την καθολικότητα της αρχής της οικονομι­κής ορθολογικότητας έχει ως αποτέλεσμα να διαπιστώνουμε απλά ένα γεγο­

νός το οποίο δεν μπορεί να εξηγήσει τη συνθετότητα του περιεχομένου της

ανθρώπινης δραστηριότητας όπως και τις αιτίες εμφάνισης και εξαφάνισης

των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων (Μ. Godelier, 1974, τομ. 1, σ. 29). Οι επιστημολογικές και μεθοδολογικές συνέπειες οι οποίες προκύπτουν

από την προηγούμενη θέση επικεντρώνονται στην εκτίμηση ότι για να δια­

μορφώσουμε επιστημονικές γνώσεις σχετικά με την οικονομική συμπεριφορά

των δρώντων δεν αρκεί η διαπίστωση της ύπαρξης της αρχής της ορθολογικό­

τητας αλλά απαιτείται να διευκρινιστεί και να οριστεί το πραγματικό αντικεί­

μενο της οικονομικής επιστήμης. Επίσης, πρέπει να είναι γνωστά, από τη μία,

τα χαρακτηριστικά των διαφόρων οικονομικών συστημάτων και οι αιτίες με­

ταβολής τους και, από την άλλη, οι παράγοντες που προσδιορίζουν την ιεράρ­

χηση των αξιών στο εσωτερικό τους.

7. Το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας και η επιστημονική συγκρότηση της έννοιας της οικονομικής ορθολογικότητας.

7.1. Η φορμαλιστική προσέγγιση

Ποιο δρόμο, όμως, πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου να ορίσουμε

το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας έχοντας ως δεδομένο ότι ο ορισμός

της οικονομικής ως μορφής εκδήλωσης συμπεριφορών με άξονα τη θέληση

εξοικονόμησης μέσων για την επίτευξη σκοπών και στόχων δεν προσφέρει ου­

σιαστικά καμία δυνατότητα και κανένα κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στο οι­

κονομικό, το κοινωνικό, το πολιτικό κ.α.;

Σύμφωνα με τη φορμαλιστική θεωρία η οικονομική επιστήμη μελετά την

ανθρώπινη συμπεριφορά ως σχέση μεταξύ σκοπών και περιορισμένων μέσων

τα οποία έχουν εναλλακτικές χρήσεις. Ο ορισμός αυτός προκύπτει από τη θε­

ωρία της οριακής χρησιμότητας (μαρζιναλισμός), η οποία επικρατεί στους

ακαδημαϊκούς κύκλους όπως και στην καθημερινή πρακτική και πολιτική των

κυρίαρχων κύκλων και συγκροτεί μαζί με τη θεωρία της γενικής ισορροπίας

51

Page 10: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004) , 43-64

52

τον πυρήνα του θεωρητικού οικοδομήματος της νεοκλασικής θεωρίας.

Βασικό μειονέκτημα του φορμαλιστικού ορισμού της πολιτικής οικονο­

μίας είναι ότι, αφενός, αποφεύγει να λάβει υπόψη της το περιεχόμενο των

σχέσεων παραγωγής και, αφετέρου, αδυνατεί να ερμηνεύσει και να χρησιμο­

ποιήσει την ιστορία τους. Έτσι, η φορμαλιστική προσέγγιση θεωρώντας ότι η

οικονομική επιστήμη μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με την

προσπάθεια της να συνδυάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δεδομένα και

περιορισμένα μέσα για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων σκοπών παύει

να έχει αντικείμενο αφού, τελικά, αναφέρεται σε όλες τις σκόπιμες ανθρώπι­

νες δραστηριότητες. Αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής είναι ότι η οικονομι­

κή επιστήμη χάνει την ενότητα της και ταυτίζεται με την πραξεολογία, η

οποία ασχολείται με τη σκόπιμη συμπεριφορά του ατόμου. Επισημαίνεται

σχετικά ότι η ανάλυση της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης ξεκινάει από

ορισμένους σκοπούς και αξιακά συστήματα των οποίων αδυνατεί να εξηγή­

σει την προέλευση όπως και να προχωρήσει σε θεμελίωση τους. Για το λόγον,

άλλωστε, αυτόν περιορίζεται στο να θεωρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς

καθώς και τα αξιακά συστήματα, που τους καθορίζουν , ως κάτι το δεδομένο

που δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Διαπιστώνεται, δηλαδή , ότι ο ορι­

σμός της παραδοσιακής οικονομικής είναι διαποτισμένος με όλη τη μυθολο­

γία του homo oeconomicus που εκφράζει και νομιμοποιεί την αστική αντίλη­ψη της κοινωνίας και της οικονομικής ορθολογικότητας, η οποία νοείται ως

μεγιστοποίηση του κέρδους των δρώντων σε συνθήκες ανταγωνισμού στα

πλαίσια μιας κοινωνίας που έχει αναχθεί σε αγορά αγαθών, αξιών, εξουσίας

κ.λπ. (Μ. Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 60-61). Υπενθυμίζεται σχετικά ότι το σύνολο σχεδόν της καθιερωμένης σήμερα

θεωρίας μεγιστοποίησης του κέρδους των επιχειρήσεων προέρχεται από τα

νεοκλασικά υποδείγματα που αναπτύχθηκαν κατά τις αρχές του εικοστού αι­

ώνα. Οι αναλύσεις του Alfred Marshall, της Joan Robinson και του Edward Chamberlin αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της σημερινής κυρίαρχης οικονο­μικής θεωρίας. Ήδη, ο Augustin Cournot από το 1838 έκανε χρήση του δια­φορικού λογισμού για να προσδιορίσει το οριακό κόστος και το οριακό έσο­

δο και να υποστηρίξει ότι προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το κέρδος πρέπει

να εξισώνονται τα μεγέθη αυτά. Την οριακή αυτή προσέγγιση χρησιμοποίη­

σαν στα υποδείγματα τους ο Chamberlin και η Robinson για να διατυπώσουν το γνωστό νόμο σύμφωνα με τον οποίο για να έχουμε μεγιστοποίηση του κέρ­

δους το οριακό έσοδο πρέπει να ισούται με το οριακό κόστος ανεξαρτήτως

των συνθηκών ανταγωνισμού εντός των οποίων δρα η επιχείρηση. Είναι χα­

ρακτηριστικό, πάντως, ότι ο Marshall στην ανάλυση του των επιχειρήσεων, αν

και ήταν ένας από τους λίγους που είχαν διαβάσει τον Cournot, δεν χρησιμο­ποιεί τις έννοιες αυτές (C. Hawkins, 1973, σ. 19 και 25-26).

Μετά την αναφορά μας στη νεοκλασική θεωρία της μεγιστοποίησης του

κέρδους των δρώντων θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι η φορμαλιστική θε­

ωρία της οικονομικής στην πραγματικότητα δεν ορίζει την οικονομία αλλά τη

μορφή οποιασδήποτε σκόπιμης συμπεριφοράς. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο

ότι αρκετοί παραδοσιακοί οικονομολόγοι οι οποίοι δέχονται το φορμαλιστι-

Page 11: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004) , 43-64

κό ορισμό της οικονομικής όταν μελετούν πρακτικές πλευρές της επιστήμης

τους ακολουθούν απόψεις και επεξεργασίες οι οποίες προσεγγίζουν περισ­

σότερο την πραγματική συμπεριφορά των δρώντων.

Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών διατυπώθηκε από τον Herbert Simon αρχικά η έννοια της περιορισμένης ορθολογικότητας και αργότερα η έν­

νοια της διαδικαστικής ορθολογικότητας με αιτιολογικό ότι η διαδικασία

του αποφασίζειν συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της ορθολογικότητας. Επίσης,

ο Η. Simon υποστήριξε ότι ο ορθολογικός χαρακτήρας μίας συμπεριφοράς συνδέεται άμεσα με τις προϋποθέσεις και τα δεδομένα του πλαισίου εντός

του οποίου εγγράφεται αυτή. Με αφετηρία τη διαπίστωση αυτή θα διαχωρί­

σει την κυρίαρχη νεοκλασική αντίληψη της ορθολογικότητας από την αντίλη­

ψη την οποία χρησιμοποιούν οι άλλες κοινωνικές επιστήμες .

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Η. Simon, η νεοκλασική αντίληψη για την ορθολογικότητα χωλαίνει στα ακόλουθα σημεία:

α) Αποφεύγει να ασχοληθεί με το περιεχόμενο των στόχων και αξιών .

β) Πρεσβεύει ότι η συμπεριφορά των δρώντων είναι ενιαία.

γ) Υποστηρίζει ότι η ορθολογική συμπεριφορά παραμένει αμετάβλητη

στο χρόνο και δεν επηρεάζεται από τις μεταβολές του περιβάλλοντος .

Αντίθετα, οι άλλες κοινωνικές επιστήμες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα

ακόλουθα σημεία:

α) Προσπαθούν να προσδιορίσουν εμπειρικά την προέλευση και τη φύση

των αξιών όπως και την εξέλιξη τους στο χρόνο.

β) Επιδιώκουν να καθορίσουν τις διαδικασίες , ατομικές ή συλλογικές , με

βάση τις οποίες επιλέγονται τα δεδομένα τα οποία προσδιορίζουν την

έλλογη δράση.

γ) Αναζητούν να εντοπίσουν τις στρατηγικές και τις τεχνικές που

χρησιμοποιούν οι δρώντες για να αντιμετωπίζουν σύνθετες καταστάσεις

με τις περιορισμένες δυνατότητες διαχείρισης των πληροφοριών που

διαθέτουν .

δ) Περιγράφουν και ερμηνεύουν τον τρόπο με τον οποίο ανορθολογικές

συμπεριφορές μπορούν να εστιάσουν την προσοχή των δρώντων σε

ορισμένα ζητήματα.

ε) Αποσαφηνίζουν τις καταστάσεις στις οποίες οι δρώντες ακολουθούν

ορθολογικές διαδικασίες.

Έχοντας ως βάση τις διαπιστώσεις και εκτιμήσεις αυτές ο Η. Simon δια-κρίνει δύο τρόπους προσέγγισης της ορθολογικότητας:

- Τη νεοκλασική , την οποία αποκαλεί «ουσιαστική» .

- Των άλλων κοινωνικών επιστημών, την οποία ονομάζει «διαδικαστική» .

Η πρώτη στηρίζεται στη δυνατότητα πραγματοποίησης προβλέψεων με

βάση τις παραδοχές και του περιορισμούς του νεοκλασικού οικονομικού υπο­

δείγματος της ορθολογικής συμπεριφοράς των δρώντων. Στη δεύτερη προ­

σέγγιση πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα, αφενός, στο υπόδειγμα και τον

υπαρκτό κόσμο και, αφετέρου , στην αντίληψη που έχουν οι δρώντες συμπερι-

53

Page 12: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

54

λαμβανομένου και του τρόπου με τον οποίο σκέπτονται λογικά. Η πρώτη προ­

σέγγιση είναι εμπειρική ενώ η δεύτερη απαιτεί την κατασκευή θεωρίας της

διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

Συνεπώς, ο ορθολογικά δ(>ών λαμβάνει τις αποφάσεις του με λογικό τρό­

πο βασιζόμενος στις γνώσεις και τις πληροφορίες που διαθέτει καθώς και

στις υπολογιστικές του ικανότητες. Για το λόγο, άλλωστε, αυτόν ο Η. Simon υποστηρίζει ότι η σχέση ανάμεσα στις εμπειρικές μελέτες και τις θεωρητικές

κατασκευές πρέπει να είναι πολύ στενή. Ιδιαίτερα, επιμένει στην ανάγκη της

μελέτης των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, έτσι, όπως αυτές λαμβάνουν

χώρα, οπότε στην ορθολογική διαδικασία λήψης αποφάσεων υπεισέρχονται

και άλλοι παράγοντες, όπως η έννοια της ισότητας, της εντιμότητας , της

εμπειρίας, της συνήθειας κ.α. Στη βάση δε αυτή ο Η. Simon επιδιώκει να εντοπίσει κανονικότητες στη συμπεριφορά των δρώντων και να ενσωματώ­

σει, στο μέτρο του δυνατού , σε ένα θεωρητικό σχήμα τόσο τους σκοπούς όσο

και τα μέσα. Το σχήμα αυτό όσο περιορισμένο και αν είναι δεν μπορεί να

αναχθεί σε μερικούς απλούς κανόνες και παραδοχές όπως συμβαίνει με το

νεοκλασικό υπόδειγμα της οικονομικής ορθολογικότητας.

Πιο συγκεκριμένα, τα όρια της νεοκλασικής αντίληψης , ακόμη και αν

αποδεχθούμε ότι οι δρώντες ενεργοποιούνται αποκλειστικά έχοντας ως βάση

αυστηρά το ατομικόν τους συμφέρον, επικεντρώνονται στα ακόλουθα σημεία:

α) Στο κόστος το οποίο συνεπάγεται η συγκέντρωση και η επεξεργασία

των πληροφοριών καθώς και η συνθετότητα των υπολογισμών και των

εκτιμήσεων για τη λήψη optimum αποφάσεων. β) Στη σύμφυτη με την οικονομική ζωή αβεβαιότητα διότι τα αποτελέσματα

των αποφάσεων του κάθε δρώντα εξαρτώνται από τα αποτελέσματα

των αποφάσεων των υπολοίπων.

Η δυσκολία των προβλημάτων που ανακύπτουν στην πράξη , παρά τη συμ­

βολή της θεωρίας των παιγνίων στα θέματα αυτά, καταδείχνει τις περιορι­

σμένες δυνατότητες που παρέχει το νεοκλασικό πρότυπο της οικονομικής ορ­

θολογικότητας. Έτσι, είναι προτιμότερο, εάν θέλουμε να παραμείνουμε στα

πλαίσια της παραδοσιακής οικονομικής να χρησιμοποιούμε το υπόδειγμα της

περιορισμένης ορθολογικότητας παρά τις όποιες σοβαρές του αδυναμίές (Β. Guerrien, 1996, σ. 408-409 και Η. Simon, 1983).

Για τους λόγους, άλλωστε, αυτούς νεώτερες προσεγγίσεις στην προσπά­

θεια τους να υπερβούν τις αδυναμίες και τα αδιέξοδα που προκαλούνται, τό­

σο από την ορθόδοξη αντίληψη για την οικονομική ορθολογικότητα όσο και

από την αντίληψη της περιορισμένης και διαδικαστικής ορθολογικότητας,

προσπαθούν να προσδώσουν στην έννοια της ορθολογικότητας κοινωνική

και θεσμική διάσταση. Χαρακτηριστικό, από την άποψη αυτή, είναι το ρεύμα

της συμβασιακής οικονομικής, που έχει τις ρίζες του στον κεϋνσιανισμό. Το

ρεύμα αυτό επικεντρώνει την ανάλυση του στην έννοια της σύμβασης επειδή

θεωρεί ότι οι συμβάσεις καθιστούν τη ζωή των δρώντων πιο εύκολη. Έτσι, η

σύμβαση, λόγω της δεσμευτικότητας της, διευκολύνει τις ανταλλαγές καθι­

στώντας τες πιο αποτελεσματικές και με χαμηλότερο κόστος .

Page 13: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004) , 43-64

Προσδιοριστικό παράγοντα της αυξημένης βαρύτητας των συμβάσεων

στην οικονομική διαδικασία αποτελεί το συμφέρον εκάστου διότι η διατήρη­

ση τους στο χρόνο το διασφαλίζει. Διασαφηνίζεται, σχετικά, ότι στις Η.Π.Α.

το ρεύμα αυτό, αντίθετα απ' ότι συμβαίνει στη Γαλλία όπου θεωρείται αυτό­

νομο, εντάσσεται στη θεσμική οικονομική. Πάντως, επιστημολογικά και με­

θοδολογικά η συμβασιακή οικονομική προσέγγιση δεν ξεφεύγει από τα πλαί­

σια του ατομισμού επειδή στηρίζεται στην άποψη ότι η συμπεριφορά των

δρώντων καθορίζεται από το συμφέρον εκάστου.

Το ρεύμα αυτό, όμως, διαφοροποιείται, ως ένα βαθμό, από την κυρίαρχη

νεοκλασική ανάλυση διότι στις αναλύσεις του χρησιμοποιεί στοιχεία κοινω­

νιολογικά, θεσμικά και νομικά . Έτσι, υποστηρίζει ότι με την υιοθέτηση των

συμβάσεων, ως βασικού μέσου στήριξης και ρύθμισης των οικονομικών σχέ­

σεων, αναδύεται μία συλλογική γνώση, η οποία μακροπρόθεσμα παράγει

αποτελεσματικότητα και κοινωνική συνοχή. Ειδικότερα, θεωρεί ότι η οικονο­

μική είναι ηθική επιστήμη, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται σε ωφελιμι­

στικούς υπολογισμούς άσχετα εάν τέτοιοι υπολογισμοί είναι αναγκαίο να

λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της (D. Clerc, 2003, σ. 19). Διευκρινίζεται, πάντως, ότι οι κριτικές παρατηρήσεις και αναφορές που

προηγήθηκαν δεν σημαίνουν ότι η ανάλυση της σκόπιμης οικονομικής συμπε­

ριφοράς των δρώντων δεν συνιστά ένα από τα βασικά αντικείμενα της οικο­

νομικής επιστήμης. Πρέπει να επισημανθεί, όμως, ότι με την επικράτηση της

νεοκλασικής θεωρίας παραμερίστηκε σχεδόν πλήρως η ανάλυση των διαδι­

κασιών της παραγωγής με αποτέλεσμα η παραγωγική διαδικασία, η οποία

βρισκόταν στο επίκεντρο των αναλύσεων των κλασικών της πολιτικής οικονο­

μίας, να θεωρείται περισσότερο ως η προϋπόθεση και το πλαίσιο εντός του

οποίου ενεργοποιούνται οι δρώντες, δηλαδή τα άτομα, τα νοικοκυριά και οι

επιχειρήσεις κατά τη νεοκλασική εκδοχή. Έτσι, η προσοχή επικεντρώθηκε

στην ανάλυση των σχέσεων των δρώντων στην αγορά και η οικονομική ανά­

λυση προσέλαβε στατικό χαρακτήρα με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να

ερμηνεύσει τη δυναμική των διαρθρωτικών μετασχηματισμών στην οικονομία

(Η. Grossmann, 1975, σ. 77). Θα κλείσουμε τις επισημάνσεις μας στην ενότητα αυτή με την παράθεση

των απόψεων του Κορνήλιου Καστοριάδη σχετικά με τα θέματα αυτά όχι μό­

νο λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν αλλά και επειδή μπορούν να

βοηθήσουν στην αποσαφήνιση τους. Σε αυτές τονίζεται ιδιαίτερα ότι: «0 κα­πιταλισμός είναι το πρώτο κοινωνικό καθεστώς που παράγει μια ιδεολογία,

σύμφωνα με την οποία το ίδιο αυτό καθεστώς είναι ''ορθολογικό". Η νομιμο­

ποίηση των άλλων τύπων θεσμίσεων της κοινωνίας ήταν μυθική , θρησκευτική

ή παραδοσιακή. Εν προκειμένω, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει μια

"ορθολογική" νομιμοποίηση. Βεβαίως, το κριτήριο αυτό , το ότι δηλαδή υπάρ­

χει κάτι ως ορθολογικό (και όχι ως καθιερωμένο από την πείρα ή την παρά­

δοση, ως δοσμένο από τους ήρωες ή τους θεούς κ.λπ.), είναι θεσμισμένο από

τον ίδιο τον καπιταλισμό. όμως( .. . ) τι είναι επιτέλους η ορθολογικότητα, και

περί τίνος ορθολογικότητος πρόκειται; Ο καπιταλισμός μπορεί να επικαλεί­

ται την εγγύηση ενός κάποιου εγελιανισμού: λόγος, είναι η πράξη η σύμφωνη

55

Page 14: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004) , 43-64

56

προς ένα σκοπό, έλεγε ο γερο-δάσκαλος του Marx. Η συμφωνία λοιπόν της πράξης με το σκοπό της αποτελεί το κριτήριο της ορθολογικότητος. Όμως αυ­

τό σε τίποτα δεν μας εμποδίζει να αναρωτηθούμε για την ορθολογικότητα του

ίδιου του σκοπού. Αυτή η ορθολογικότητα που περιορίζεται στα μέσα, και

που ο Max Weber αποκαλούσε περιέργως Zweckrationalitii.t, δηλαδή ορθολο­γικότητα σε σχέση με έναν υποτιθέμενο αποδεκτό σκοπό, ορθολογικότητα ερ­

γαλειακή, δεν έχει προφανώς καμία αξία καθ' εαυτήν( ... ). Η καπιταλιστική ιδεολογία, στις πιο φιλάνθρωπες στιγμές της, προβάλλει εν τούτοις τον ισχυ­

ρισμό, ότι σκοπός της "ορθολογικότητος" είναι η "ευημερία". Η ιδιαιτερότητα

της όμως προέρχεται από το ότι ταυτίζει την ευημερία με ένα οικονομικό μέ­

γιστο-ή άριστο ( ... ). Έτσι, άμεσα ή έμμεσα, η ορθολογικότητα συρρικνούται στην "οικονομική" ορθολογικότητα, η οποία και ορίζεται με τρόπο καθαρά

ποσοτικό ως μεγιστοποίηση / ελαχιστοποίηση - μεγιστοποίηση ενός "προϊό­

ντος" και ελαχιστοποίηση του "κόστους"'. Προφανώς το ίδιο το καθεστώς

αποφασίζει για το τι είναι ένα προϊόν - και πως αυτό το προϊόν θα εκτιμηθεί

- όπως αποφασίζει για το ποια θα είναι τα διάφορα "κόστη" και ποιο το ύψος

τους» (Κ. Καστοριάδης, 1998, σ. 12-14).

7 .2. Η ουσιοκρατική προσέγγιση

Η ουσιοκρατική προσέγγιση θεωρεί ως οικονομία μιας κοινωνίας τις κοι­

νωνικές μορφές και δομές της παραγωγής, διανομής και κυκλοφορίας των

αγαθών, οι οποίες χαρακτηρίζουν μία κοινωνία σε ορισμένο στάδιο της εξέ­

λιξης της. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται, ουσιαστικά, για τον ορι­

σμό της κλασικής σχολής της πολιτικής οικονομίας στον οποίο αναφέρονται

και άλλοι οικονομολόγοι, όπως λ.χ. ο Πιέρο Σράφφα (Ρ. Sraffa, 1970, σ. VII­IX και 116-119), οι οποίοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τη σχολή της ορια­κής χρησιμότητας.

Η ουσιοκρατική προσέγγιση του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας

δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη αλλά είναι, όπως θα δούμε στην επόμενη

ενότητα, ανεπαρκής. Αξίζει, πάντως, να επισημανθεί ότι μόλις ασχοληθούμε

με την ανάλυση των προκαπιταλιστικών και καπιταλιστικών εμπορευματικών

σχέσεων αναδεικνύονται οι συμπτώσεις ανάμεσα στη φορμαλιστική και την

ουσίοκρατική προσέγγιση.

Πιο συγκεκριμένα, οι φορμαλιστές και οι ουσιοκράτες αποδέχονται την

άποψη ότι οι οικονομικές σχέσεις, και γενικότερα τα πράγματα, είναι όπως

ακριβώς φαίνονται και δεν αποτελούνται από περιεχόμενα τα οποία πρέπει

να εντοπίζονται, να αναλύονται και να ερμηνεύονται. Έτσι, οι δύο αυτές

προσεγγίσεις και τάσεις στο χώρο της οικονομικής επιστήμης συμπίπτουν σε

αρκετές θέσεις οι οποίες συγκροτούν το αντικείμενο της μη μαρξιστικής πο­

λιτικής οικονομίας και κυρίως στους εμπειρικούς ορισμούς κατηγοριών της

οικονομικής επιστήμης, όπως π.χ. της αξίας, της τιμής, του μισθού, του κέρ­

δους, της γαιοπροσόδου, του τόκου, της συσσώρευσης του κεφαλαίου κ.α.

(M.Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 59, 64 και 65). Ανάμεσα, όμως, στους ουσιοκράτες και τους φορμαλιστές υφίσταται μία

Page 15: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004) , 43-64

ουσιώδης διαφορά η οποία πρέπει να επισημανθεί. Οι ουσιοκράτες περιορί­

ζουν τη χρήση των εμπειρικών θεωρητικών κατηγοριών στη μελέτη και ανά­

λυση μόνο της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας σε αντίθεση με τους φορμαλι­

στές οι οποίοι τις εφαρμόζουν σε όλα τα οικονομικά συστήματα.

Στα πλαίσια αυτά ο Κάρλ Πολάνηι, κυριότερος εκπρόσωπος της ουσιο­

κρατικής σχολής, στηριζόμενος σε ορισμένα από τα έργα του Marx, διαφορο­ποιείται με ισχυρά επιχειρήματα και επικρίνει τους οικονομολόγους και τους

άλλους κοινωνικούς επιστήμονες οι οποίοι προβάλουν σε όλους τους κοινω­

νικοοικονομικούς σχηματισμούς μία εμπορευματική θεώρηση της κοινωνικο­

οικονομικής διαδικασίας (Κ. Polanyi, 1983). Ειδικότερα ο Πολάνηι διαμορφώνει μία γενική τυπολογία με βάση την

οποία ερμηνεύει την ποικιλία των οικονομικών μορφών και συστημάτων. Στη

γενική αυτή τυπολογία τα οικονομικά συστήματα κατατάσσονται σε τρία εί­

δη. Τα τρία αυτά είδη, διευκρινίζει ο Πολάνηι, μπορούν να συνυπάρχουν σε

διάφορες αναλογίες και δεν συνιστούν στάδια μιας γραμμικής εξέλιξης. Τα

είδη αυτά αφορούν σε οικονομίες οι οποίες θεμελιώνονται:

- Σε μηχανισμούς και λειτουργίες αμοιβαιότητας που χαρακτηρίζουν

αταξικές κοινωνίες.

- Σε μηχανισμούς και λειτουργίες ανακατανομής του συγκεντρωνόμενου

πλεονάσματος ή των συγκεντρωνόμενων αγαθών από ένα εξουσιαστικό

κέντρο.

- Στο μηχανισμό και λειτουργία της αγοράς.

Η περιγραφή, μάλιστα, της αγοράς και της λειτουργίας της που γίνεται από

τον Πολάνηι θεωρείται από τις πιο πετυχημένες και διεισδυτικές(2}_ Η τυπολο­γία, όμως, αυτή συνολικά κρινόμενη έχει το μειονέκτημα ότι περιορίζεται στην

καταγραφή και κατάταξη των ορατών πλευρών της λειτουργίας των διαφόρων

κοινωνικοοικονομικών συστημάτων σε κατηγορίες όχι μόνον εμπειρικών αλ­

λά και συγκεχυμένων κατηγοριών (Μ. Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 65).

7.3. Η μαρξιστική προσέγγιση

Η μαρξιστική προσέγγιση επιδιώκει να αναλύσει και να ερμηνεύσει τις

μορφές, δομές και λειτουργίες μιας οικονομίας και κοινωνίας με βάση τις έν­

νοιες του τρόπου παραγωγής και του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Με τον όρο τρόπος παραγωγής υποδηλώνεται ο συνδυασμός παραγωγι­

κών δυνάμεων και ειδικών σχέσεων παραγωγής ο οποίος καθορίζει τη μορφή,

τη δομή και τη λειτουργία της διαδικασίας παραγωγής, ανταλλαγής και δια­

νομής των αγαθών στα πλαίσια μιας ιστορικά καθορισμένης κοινωνίας.

(2) Όπως τονίζει ο Πολάνηι η ιστορία και η εθνογραφία γνωρίζουν την ύπαρξη διαφόρων τύπων οικονομίας οι περισσότεροι των οποίων περιλαμβάνουν το θεσμό της αγοράς αλλά

δεν γνωρίζουν κανέναν άλλο τύπο, πλην του κεφαλαιοκρατικού, ο οποίος να διευθύνεται

και να ρυθμίζεται από την αγορά. Το σύστημα δε της αγοράς, από τη στιγμή που επικρά­

τησε , παραμόρφωσε βίαια τον τρόπο θεώρησης του ανθρώπου και της φύσης (Κ. Palanyi, 1983, σ. 13, 72-73 και 86).

57

Page 16: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

58

Η προτεραιότητα στο συνδυασμό αυτό ανήκει στις σχέσεις παραγωγής επει­

δή αυτές διαμορφώνουν τη μορφή και το χαρακτήρα του τρόπου παραγωγής

αποτελώντας, έτσι, τη βάση ή το θεμελιωτικό του στοιχείο . Στις σχέσεις, μάλι­

στα, παραγωγής εδράζεται ο· τεχνικός και κοινωνικός καταμερισμός των με­

λών μιας κοινωνίας και στις ταξικές κοινωνικές συγκροτήσεις ο χωρισμός

τους σε τάξεις. Το κρυμμένο δε θεμέλιο κάθε κοινωνικού οικοδομήματος

πρέπει να αναζητείται στην άμεση σχέση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες των όρων

παραγωγής και των άμεσων παραγωγών (Κ. Marx, 1978, τομ. ΠΙ, σ. 972). Η κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής είναι περισσότερο ορατή στον κε­

φαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής όπου το οικονομικό κατέχει δεσπόζουσα

θέση σε σχέση με άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Η σχέση δε παραγωγι­

κών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής ενεργοποιείται μέσα από διαδικα­

σίες που απεικονίζονται από τις έννοιες της σχετικής υπεραξίας, της παρα­

γωγικότητας, της ορθολογικότητας κ.α.

Στο συνδυασμό, τώρα, παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής,

μέσα από σχέσεις δομικής και λειτουργικής αντιστοιχίας και αιτιότητας αντα­

ποκρίνονται καθορισμένες μορφές πολιτικών, νομικών, θρησκευτικών και

ιδεολογικών σχέσεων και θεσμών. Οι σχέσεις και οι θεσμοί αυτοί συνιστούν

την υπερδομή ή το εποικοδόμημα του συνδυασμού παραγωγικών δυνάμεων

και σχέσεων παραγωγής. Υποδομή και υπερδομή σχηματίζουν μία ολότητα τα

στοιχεία της οποίας επενεργούν αμοιβαία και αλληλοκαθορίζονται. Στις κοι­

νωνίες δε που αποτελούνται από τάξεις «Οι κοινωνικές σχέσεις και οι θεσμοί

συνδέονται μεθοδολογικά με τον ταξικό αγώνα και συγκροτούνται ως μορ­

φές του» (Κ. Ψυχοπαίδης, 2001, σ. 150). Η οργάνωση, όμως, μιας κοινωνίας αποτελείται, συχνά, από περισσότε­

ρους από έναν τρόπους παραγωγής, οι οποίοι συνιστούν μία ενότητα στην

οποία κυριαρχεί ένας συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής. Για να μελετηθεί

και αναλυθεί η διάρθρωση και η λειτουργία των σύνθετων αυτών οικονομι­

κών και κοινωνικών ολοτήτων χρησιμοποιείται η έννοια του κοινωνικοοικο­

νομικού σχηματισμού (Μ. Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 59 και Ηλ. Νικολόπου­λος, 1988, σ. 17).

Ειδικότερα, η έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού αποσκοπεί,

κατά κύριο λόγο, στην ανάλυση μιας συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότη­

τας σε μία καθορισμένη περίοδο της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, η έννοια

αυτή μπορεί να συμβάλλει με καθοριστικό τρόπο στη μελέτη και ανάλυση του

ιδιαίτερου χαρακτήρα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και θεσμών που

προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία μίας κοινωνίας σε μία καθορισμένη εποχή

(Μ. Godelier, τομ. Α', σ. 178-179 και Ηλ. Νικολόπουλος, 1988, σ. 17 επόμ.). Σε ότι αφορά, τώρα, το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας, αυτό στην

ευρύτερη του έννοια, ορίζεται ως εξής: Πολιτική οικονομία είναι η επιστήμη

η οποία μελετά τους όρους και τις μορφές με τις οποίες οι διάφορες ανθρώ­

πινες κοινωνίες παράγουν, ανταλλάσσουν και κατανέμουν τα αγαθά τους (Fr. Engels, 1963, σ. 219-226). Από στενότερη άποψη αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας είναι η ανάλυση της δομής και λειτουργίας ενός συγκεκριμένου

τρόπου παραγωγής (L. Seve, 1974, σ. 26-29).

Page 17: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004), 43-64

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, όπως και την κριτική ανάλυση των φορμαλι­

στικών και ουσιοκρατικών προσεγγίσεων, μπορούμε να προχωρήσουμε στη

διατύπωση των μεθοδολογικών προϋποθέσεων και αρχών που απαιτούνται

ώστε να γνωρίζουμε και να κατανοούμε την πραγματική φύση και λειτουργία

των οικονομικών συστημάτων (Μ. Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 66-68). Οι απαραίτητες αυτές μεθοδολογικές προϋποθέσεις και αρχές συνοψίζο­

νται στα ακόλουθα:

α) Η ανάλυση ενός οικονομικού συστήματος πρέπει να αρχίζει από την

ανάλυση της παραγωγής και όχι της κυκλοφορίας των αγαθών.

β) Η ανάλυση ενός οικονομικού συστήματος δεν πρέπει να συγχέεται με

την παρατήρηση των εξωτερικών πλευρών του.

γ) Η ανάλυση ενός οικονομικού συστήματος δεν πρέπει να περιορίζεται

στην ερμηνεία των αυθόρμητων εκδηλώσεων, παραστάσεων και

αναπαραστάσεων που διαμορφώνουν τα οικονομικά υποκείμενα τα

οποία με τη δραστηριότητα τους το αναπαράγουν.

Διευκρινίζεται, ειδικότερα, ότι επειδή ένας τρόπος παραγωγής αποτελεί

μία σύνθετη πραγματικότητα η οποία πρέπει να ανακατασκευάζεται και να

αναπαράγεται στη σκέψη με επιστημονικό τρόπο<3) η ανάλυση των διαφόρων τρόπων παραγωγής και κυκλοφορίας των αγαθών πρέπει να γίνεται, έτσι,

ώστε να εξασφαλίζεται, αφενός, η ανάδειξη της εσωτερικής λογικής τους η

οποία δεν συμπίπτει συνήθως με τη φαινόμενη λογική τους και, αφετέρου, η

αποκάλυψη της δομής και λειτουργίας τους στη διαδικασία εμφάνισης, ανα­

παραγωγής και εξάλειψης τους στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Ας έρθουμε, όμως, τώρα στο κρίσιμο ζήτημα της μορφής που μπορούν να

προσλάβουν οι σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές ανάλογα με τη δομή και

τη λειτουργία ενός τρόπου παραγωγής μπορούν να προσλάβουν τη μορφή

σχέσεων συγγένειας, πολιτικών, διοικητικών ή θρησκευτικών σχέσεων οπότε

η αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής διέρχεται ή διαμεσολαβείται από

τις σχέσεις αυτές.

Συνεπώς, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι οικονομικές σχέσεις απο­

τελούν ένα τομέα ανεξάρτητο ή αυτόνομο από την κοινωνική οργάνωση όπως

υποστηρίζουν, κυρίως, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι.

Σε περίπτωση δε που η πολιτική οικονομία περιορίζεται σε περιγραφή

και ανάλυση των φαινομενικών όψεων των οικονομικών σχέσεων και δεν

υπεισέρχεται σε ανάλυση του περιεχομένου τους, όπως και στην διερεύνηση

της δομής και λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, τότε μετατρέπεται σε

ένα εκφετιχισμένο γνωστικό τομέα ο οποίος αδυνατεί να συλλάβει την πραγ­

ματική κίνηση και λειτουργία της πραγματικότητας την οποία αποσκοπεί να

ερμηνεύσει επιστημονικά.

(3) «Μία πραγματικότητα δεν υπάρχει σαν "επιστημονικό γεγονός", παρά μόνο όταν αναπλάθεται στα πλαίσια μιας επιστημονικής θεωρίας και της πρακτικής που αυτή

συνεπάγεται» (Μ. Godelier, 1988, τομ. Α', Σ. 69).

59

Page 18: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004) , 43-64

60

Δεν είναι, άλλωστε , τυχαίο ότι ο Marx, το έργο του οποίου αποτελεί το ση­μαντικότερο θεωρητικό εγχείρημα στην υπέρβαση της μυστικοποίησης των

οικονομικών κατηγοριών και σχέσεων που δημιουργεί η φαινομενικότητα

του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, υπογράμμισε το θετικό, αλλά όχι

επαρκή, ρόλο τον οποίο διαδραμάτισαν οι κλασικοί οικονομολόγοι με τις θε­

ωρητικές τους επεξεργασίες στην κατεύθυνση αυτή. Έτσι, αυτό που προέχει

στην ανάλυση των τρόπων παραγωγής, και γενικότερα των κοινωνικοοικονο­

μικών σχηματισμών, είναι το να μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τι ,

γιατί και πώς λειτουργεί ως σχέση παραγωγής κάι να προχωράμε σε επιστη­

μονική διερεύνηση τόσο της μορφής όσο και του περιεχομένου της. Στη βάση

δε αυτή ο τρόπος παραγωγής και γενικότερα οι κοινωνικοί θεσμοί καθορί­

ζουν τόσο το υποκειμενικό νόημα του ατομικού συμφέροντος των δρώντων

όσο και το περιεχόμενο της ατομικής σκοπιμότητας και συμπεριφοράς τους

στη διαμόρφωση και την έκφραση των οποίων καθοριστικό ρόλο παίζουν οι

κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής και ο ειδικός τρόπος με τον οποίο ο ιδεολογι­

κός, κυρίως , παράγοντας επιδρά στις συνειδήσεις των δρώντων.

8.Συμπεράσματα

Από όσα προηγήθηκαν προκύπτει ότι η οικονομική ορθολογικότητα δεν

μπορεί να καταδειχτεί παρά διαμέσου της επιστημολογικής και μεθοδολογι­

κής ορθολογικότητας της οικονομικής επιστήμης ή, με άλλα λόγια, διαμέσου

της αξιοπιστίας των θεωρητικών ερμηνειών που περιέχουν οι κατασκευές

της . Έτσι, η γνώση της οικονομικής ορθολογικότητας εξαρτάται ουσιαστικά

από το βαθμό σύμπτωσης των βασικών υποθέσεων που διατυπώνονται από

την πολιτική οικονομία και τις άλλες ειδικότητες των κοινωνικών επιστημών

με την πραγματικότητα.

Η ανάδειξη, κατά συνέπεια, της ορθολογικότητας τόσο των οικονομικών

συστημάτων όσο και των δρώντων απαιτεί την εκτίμηση της επιστημονικής

ορθότητας των προβαλλομένων υποθέσεων οι οποίες είναι αναγκαίες για τη

διερεύνηση της γένεσης, της διάρθρωσης, της λειτουργίας και της εξέλιξης

των συστημάτων αλλά και την ερμηνεία της συμπεριφοράς των δρώντων .

Το ζήτημα, για παράδειγμα, της ορθολογικότητας του κεφαλαιοκρατικού

συστήματος και της οικονομικής συμπεριφοράς των δρώντων στα πλαίσια του

εξαρτάται από την επεξεργασία και αποσαφήνιση από την οικονομική επιστή­

μη της φύσης και της προέλευσης θεμελιωδών κατηγοριών και εννοιών όπως:

Αξία, ανταλλακτική αξία, αξία χρήσης, τιμές, χρήμα, μισθός, κέρδος, γαιοπρό­

σοδος κ.α. Εξαρτάται, δηλαδή, από την επιστημονική αξιοπιστία του ορισμού

των βασικών κατηγοριών και εννοιών που αποτυπώνουν και εκφράζουν τα

βασικά χαρακτηριστικά και τις βασικές λειτουργίες του κεφαλαιοκρατικού

τρόπου παραγωγής όπως και από την επιστημονική γνώση των συνθηκών εμ­

φάνισης, διαμόρφωσης και εξέλιξης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος

και τη σύνθεση όλων αυτών, τέλος, σε συνεκτική οικονομική θεωρία.

Οι βασικές, όμως, αυτές κατηγορίες και έννοιες, στις μέρες μας, ορίζονται

και αναλύονται, κυρίως, στα πλαίσια δύο θεωρητικών προσεγγίσεων. Οι προ-

Page 19: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004) , 43-64

σεγγίσεις αυτές είναι η νεοκλασική και η μαρξιστική. Συνεπώς, το ζήτημα της

οικονομικής ορθολογικότητας συνδέεται άμεσα με την επιστημονική ορθότη­

τα των παραδοχών και επεξεργασιών της νεοκλασικής και μαρξιστικής θεω­

ρίας οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους τόσο από επιστημολογική και μεθοδο­

λογική άποψη όσο και από θεωρητική.

Βιβλιογραφία

Aglietta Michel (1997), Regulation et crises du capitalisme, Paris, Odile Jacob.

Althusser Louis, Balibar Έtienne (1971), Lire le Capital, τομ. 1-ΙΙ , Paris, Fr. Maspero.

Backhaus Georg-Hans (1993), «Το μαρξικό σχέδιο για μια "διαλεκτική μέθοδο ανάπτυξης" ως θεματοποίηση του εσωτερικού στοιχείου της πολιτικής οικονομίας»,

π. Αξιολογικά, τχ. 5, σ. 7-35.

Balandier Georges (1990), Πολιτική ανθρωπολογία, Αθήνα, Παπαζήσης.

Benetti Carlo (1974), Valeur et repartitίon , Grenoble, P.U. G.

Beraud Alain, Faccarello Gilbert (2000), επιμ., Nouνelle hίstoire de la pensee economique, τομ. 1-2-3, Paris, La Decouνerte.

Bettelheim Charles (1971), Calcul economίque et formes de propriete, Paris, Fr. Maspero.

Bettelheim Charles (1974), Problemes theoriques et pratίques de la planification, Paris, Fr. Maspero.

Bettelheim Charles, Linhart Robert (1980), Ιστορικότητα και επικαιρότητα του μαρξισμού,

Αθήνα, Ρηξίπυλον.

Bidet Jacques, Texier Jacques (1990), επιμ. , Le marxisme analytique anglo-saxon , Actuel Marx, Paris, P.U.F.

Boyer Robert (1988), Η θεωρία της ρύθμισης : Κριτική ανάλυση, Αθήνα, Εξάντας.

Bremond Janine (1989), Les economistes neo-classίques , Paris, Hatier.

Γεωργακόπουλος Θ., Λιανός Θ., Μπένος Θ . , κ .α.(1988) , Εισαγωγή στην πολιτική οικονομία ,

Αθήνα, Ευγ. Μπένου .

Γράβαρης Διονύσης (1991), «Θεμελίωση των κατηγοριών στον αναλυτικό μαρξισμό»,

π. Αξιολογικά, τχ. 2, σ. 78-125.

Γράβαρης Διονύσης (1992), «Τυπική ορθολογικότητα και συλλογικές σκοποθεσίες», π. Αξιολογικά, τχ. 3, σ. 146-161.

Calνet Jacques (1996) ,Analyse economίque. Les concepts de base, Grenoble, P.U. G.

Clerc Denis (2003), «Trafic d' influence» στο La Scίence economique aujourd' hui, π. Altematives Economiques, Ν0 57 (Hors-serie), σ. 19.

Coriat Benjamin, Weinstein Oliνier (1995), Les nouvelles theories de [' entreprise, Paris, Le Liνre de poche.

Δρόσος Διονύσης (1994),Αγορά και κράτος στον Α. Smith, Αθήνα, 1994.

Denis Henri (1999), Histoίre de la pensee economique, Paris, P.U.F.

Douerin Matthieu (2002), Liberalίsmes , Paris, Les Editions de la passion.

Dumenil Gerard, Levy Dominique (1996), «Mutation du capitalisme?» στoActualiser l' economίe de Marx, Paris, P.U.F.

Dumenil Gerard, Levy Dominique (2003), Economίe marxiste du capίtalisme, Paris, La Decouνerte.

61

Page 20: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

62

Dupuy Jean-Pierre (1990), Ordres et desordres, Paris, Seuil.

Echaudemaison D.-C. (1996), επιμ., Le Grands textes de /' economίe et de /α socίologίe, Paris, Nathan.

Engels Friedrich (1963),Άντι-Ντύρινγκ, Αθήνα, Αναγνωστίδης.

Engels Friedrich (1998), Esquίse d' une crίtίque de /' economίe politίque ( 1843-1844), Paris, Allia.

Ferguson E.C. (1973), Μικροοικονομική θεωρία, Αθήνα, Παπαζήσης.

Fine Ben (1985), Οικονομική θεωρία και ιδεολογία, Αθήνα, Κάλβος.

Fine Ben, Harris Laurence (1986), Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο, Αθήνα, Gutenberg.

Fossaert Robert (1977), La socίete. Les structures economiques, τομ. 2, Paris, Seuil.

Fourgeaud Andre (1929), La Ratίonalίsatίon, Paris, Payot.

Friedman Milton (1976), lnjlatίon et systemes monetaίres, Paris, Calmann-Uvy.

Genereux Jacques (2001), Les Vraίes loίs de /' economίe, Paris, Seuil.

Godelier Maurice (1974), Ratίonalίte et ίratίonalίte en economίe, τομ. 1-ΙΙ, Paris, Fr. Maspero.

Godelier Maurice (1984), L ' ίdeel et /e materίel. Pensee, economίes, socίetes, Paris, Fayard.

Godelier Maurice (1987), Η θεωρία της μετάβασης στον Μάρξ, Αθήνα, Gutenberg.

Godelier Maurice (1998), Μαρξιστικοί οριΊ;οντες στην κοινωνική ανθρωπολογία ,

τομ . Α' , Αθήνα, Gutenberg.

Green Francis (1980), «0 μύθος της αντικειμενικότητας στη θετική οικονομική» στο Green Francis, Nore Petter, Τα οικονομικά χωρίς προσωπείο. Η ριζοσπαστική κριτική των δογμάτων της κλασικής και νεοκλασικής θεωρίας, Αθήνα, Κάλβος.

Grossman Henryk (1975), Marx, l' economίe polίtίque classique et le probleme de la dynamίque,

Paris, Champ libre.

Guerrien Bernard (1996), Dίctίonnaίre d' analyse economίque, Paris, La De -couνerte.

Guerrien Bernard (1999), La Theorίe economίque neoclassίque. Mίcroeconomίe, Paris, La Decouνerte.

Hammouda Ben Hakim (1997), Les Pensees unίques en economίe, Paris, L' Harmattan.

Hawkins J.C. (1973), Θεωρία της επιχείρησης , Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκουλας.

Hayek Friedrich (1953), Scίentίsme et scίences sociales, Paris, Plon.

Heller Agnes (χ.χ.), Η θεωρία των αναγκών στον Μάρξ, Αθήνα, Εξάντας .

Hobsbawm Eric (1983), «Εισαγωγή» στο Marx Karl, Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, Αθήνα, Κάλβος.

Horkheimer Max (1984), Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική, Αθήνα, Ύψιλον.

Ιωαννίδης Σταύρος (1993) , Ανταγωνισμός, αγορά και Δημοκρατία, Αθήνα, Ίδρυμα

Σάκη Καράγιωργα.

Τ ωαννίδης Σταύρος ( 1995), Σύγχρονες θεωρίες για την επιχείρηση, Αθήνα, Παπαζήσης.

Καστοριάδης Κορνήλιος (1998), Η «ορθολογικότητα>> τον καπιταλισμού, Αθήνα, Ύψιλον.

Κορς Κάρλ (1981), Μαρξισμός και φιλοσοφία, Αθήνα, Ύψιλον .

Κουζέλης Γεράσιμος, Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1996), επιμ., Επιστημολογία των κοινωνικών

επιστημών, Αθήνα, Νήσος.

Λιάκος Αντώνης (2003), «Γνωστική ή δεοντολογική ιστοριογραφία», π. Τα Ιστορικά,

τχ. 38, σ. 209-224.

Labica Georges, Bensussan Gerard (1985), Dίctionnaίre crίtίque du marxίsme, Paris, P.U.F.

Page 21: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ILIAS NIKOLAKOPOULOS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 6 (2004) , 43-64

Lange Oscar (1962), Economie politique, τομ. 1, Paris, P.U.F.

Lefebνre Henri (1985), Κοινωνιολογία τον Μάρξ, Αθήνα, Gutenberg.

Lefebνre Henri (2001), La Fίn de l' hίstoίre, Paris, Anthropos.

Lefebνre Henri (2002), La Survie du capitalisme. La reproduction des rapports de production, Paris, Anthropos.

Lienhardt Godfrey (1997), Κοινωνική ανθρωπολογία , Αθήνα, Gutenberg.

Lukacs Georg (1960), Histoire et conscience de classe, Paris, Minuit.

Μαρκής Δημήτρης (1995), «Περί αξίας. Η μεγάλη καριέρα μιας μοντέρνας έννοιας» π. Αξιολογικά, τχ . 8, σ. 7-47.

Μπαλιμπάρ Ετιέν (1996), Η φιλοσοφία τον Μάρξ, Αθήνα, Νήσος.

Μπουχάριν Νικολάϊ (1988), Η πολιτική οικονομία τον εισοδηματία, Αθήνα, Κριτική.

Machlup Fritz (1971), «Theories micro-economiques et macro-economiques. Leurs frontieres et leur place respectiνe» στο Miller Η. Merton, επιμ., Essais de semantique economique, Paris, Calmann-Levy.

Marchal J. (1951), Le Mecanisme des prix, Paris.

Marechal Jean-Paul (1997), Le rationnel et le raisonnable, Rennes, P.U.R.

Montousse Marc (2002), Nouvelles theories economίques, Paris, Breal.

Marx Karl, Engels Friedrich (1974), Textes sur la methode de la science economique, Paris, Editions sociales.

Marx Karl (1975), Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, Αθήνα, Γλάρος .

Marx Karl (χ.χ.) , Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, Αθήνα, Γερ. Αναγνωστίδης.

Marx Karl (1978), Κριτική της πολιτικής οικονομίας, Αθήνα, Θεμέλιο.

Marx Karl (1954,1956), Το Κεφάλαιο, τομ. 1-11, Εκδοτικό Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε.

Marx Karl (1978), Το Κεφάλαιο, τομ. 111, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Marx Karl (1978), Le Capital, livre premier, Paris, Editions sociales.

Marx Karl (χ.χ.) , Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, Αθήνα, Νσυνέχεια.

Marx Karl (1983), Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, Αθήνα, Κάλβος.

Marx Karl (1984), Θεωρίες για την υπεραξία , Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Marx Karl (1989), Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, Αθήνα, Στοχαστής.

Marx Karl (1998), Τρία κείμενα για τη θεωρία της αξίας, Αθήνα, Κριτική.

Mattick Paul (1978), Μάρξ και Κέννς, Αθήνα, Οδυσσέας.

Meikle Scott (2000), Η οικονομική σκέψη τον Αριστοτέλη, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

Moatti Sandra (2003), «Humaniser !' homo oeconomicus» στο La Science economique, Ν0 57 (Hors-serie), σ. 44-45.

Mouchot Claude (2003), Methodologie economique, Paris, Seuil.

Νικολόπουλος Ηλίας (1988), Δομές και θεσμοί στην τουρκοκρατία, Αθήνα, Κάλβος.

Νικολόπουλος Ηλίας (1989), «Μεθοδολογικά προβλήματα προσέγγισης της έννοιας του "ασιατικού" τρόπου παραγωγής», π. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ. 75, σ. 29-45.

Ντόμπ Μωρίς (1977), Θεωρίες της αξίας και της διανομής, Αθήνα, Gutenberg.

Ντόμπ Μ. , Σουήζυ Π. (1982), Η μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό, Αθήνα, Θεμέλιο.

Ντυρκαϊμ Εμιλ (1994), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, Αθήνα, Gutenberg.

63

Page 22: Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 6 (2004), 43-64

64

Πετραλιάς Νίκος (1981 ), Εισαγωγή στη θεωρητική οικονομική, Αθήνα.

Parienty Armand (2003), «L' economie a la conquete des sciences sociales» στο La Science economique aujourd' hui, π. Alternatiνes Economίques, Νο 57 (Hors-serie), σ. 48-49.

Polanyi Karl (1983), La Grande transfonnatίon, Paris, Gallimard.

Ricardo Daνid (2002), Αρχές πολιτικής οικονομίας και φορολογίας, Αθήνα, Παπαζήσης.

Rubin Ilych Isaak (1994), Ιστορία οικονομικών θεωριών, Αθήνα, Κριτική.

Σταμάτης Κώστας (1995),Αστική Κοινωνία, δικαιοσύνη και κοινωνική κριτική, Αθήνα,

Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.

Sadigh Elie (1998), La Theorίe economique dominante, Paris, L' Harmattan.

Sahlins Marshall (1976),Age de pieπe, ίige d' abodance. L' economίe des socίetes prίmίtίνes, Paris, Gallimard.

Salama Pierre, Hac Hai Tran (1992), Introductίon iι l' economίe de Marx, Paris, La Decouνerte.

Salort Marie-Martine, Katan Yνette (1988), Les economίstes classίques, Paris, Hatier.

Samir Amin (1978), Ο νόμος της αξίας και ο ιστορικός υλισμός, Αθήνα, Καρανάσης.

Seνe Lucien (1974), «lntroduction» στο Marx Κ., Engels Fr., Textes sur la methode de la scίence economίque, Paris, έditions sociales.

Seνe Lucien (1980), Εισαγωγή στη μαρξιστική φιλοσοφία, Αθήνα, 1. Ζαχαρόπουλος.

Smith Adam (2000), Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, Αθήνα,

Ελληνικά Γράμματα.

Sraffa Piero (1970), Productίon de marchandίses par des marchandίses. Prelude iι une crίtίque de la theorίe economique, Paris, Dunod.

Sweezy Paul (χ.χ.), Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, Αθήνα, Gutenberg.

Teboul Rene (1996), Introduction iι l' ceuνre de Marx, Paris, Ellipses.

Tipton Frank (1992), Hίstoίre economique, Paris, Mentha.

Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1990), «0 Adam Smith και η κριτική μέθοδος της πολιτικής οικονομίας» π. Αξιολογικά, τχ. 1, σ. 7-91.

Ψυχοπαίδης Κοσμάς, Αγγελίδης Μανώλης (1992), επιμ., Κείμενα πολιτικής οικονομίας και θεωρίας της πολιτικής, Αθήνα, Εξάντας.

Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1992), «Ιστοριστική θεμελίωση της πολιτικής οικονομίας», π. Αξιολογικά, τχ. 4, σ. 132-190.

Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1993), «Φορμαλιστική θεμελίωση της πολιτικής οικονομίας», π. Αξιολογικά, τχ. 5, σ. 145-240.

Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1993), Ο Μαχ Weber και η κατασκευή εννοιών στις κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα, Κένταυρος.

Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1994), Ιστορία και μέθοδος, Αθήνα, Σμίλη.

Ψυχοπαίδης Κοσμάς (2001), «0 Νίκος Πουλαντζάς και η πολιτική μέσα στη μέθοδο» στο Η πολιτική σήμερα, Αθήνα, θεμέλιο, σ. 142-151.

Vigezzi Michel (1996),Analyse economίque. Les faίts et les pensees, Grenoble, P.U.G.

Vilar Pierre (1960), «Croissance economique et analyse historique» στoActes du colloque d' hίstoίre economίque (Stockholm), Paris, Mouton, σ. 37-82.

Weber Max (1971), Economίe et socίete, Paris, Plon.

Weber Max (1971 ), Histoίre economique, Paris, Gallimard.