Προ του λόγου λόγιαusers.sch.gr/gmpourogiannis/1-26.pdf · πολλή αγάπη...

23

Transcript of Προ του λόγου λόγιαusers.sch.gr/gmpourogiannis/1-26.pdf · πολλή αγάπη...

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

Προ του λόγου λόγια

«’Ενιπῆος θείοιο, ὅς πολύ κάλλιστοςποταμῶν ἐπί γαῖαν ἵησιν» ( Ὅμηρος)

Ο πολύς Νieduhr είχε πει ότι «ο συγγράφων την ιστορίαν της εαυτού πατρίδος

ιερόν προς αυτήν εκπληρώνει καθήκον». Ο Γιώργος Μπουρογιάννης έχει εκπληρώσει το

καθήκον αυτό με το παραπάνω, με τα βιβλία του: «Μαντασιά - ρίζες και κληρονομιά» και

«Ενιπέας - το θεϊκό ποτάμι».

O συγγραφέας Γ. Μ., καθηγητής Μαθηματικών, μπορεί από χρόνια το χωριό του

να το έχει αφήσει πίσω του και να μπήκε και αυτός στην τάξη των αστικά

καλλιεργημένων. Ευτύχησε όμως να μη χάσει κατά τη μετάσταση αυτή κάτι που συνήθως

χάνεται, το φυσικό δεσμό με τη γη και τη ζωή του χωριού. Κράτησε ρίζες εκεί· όσο και

αν απομακρύνθηκε δεν έπαψε να συζεί με τους συγχωριανούς του. Γι αυτό το χωριό δεν

το βλέπει απ’ έξω αλλά εκ των ένδον και σ’ αυτήν τη σπάνια και εντελώς ιδιαίτερη

τοποθέτηση βρίσκεται ο μυστικός μαγνήτης, που κρύβεται στις σελίδες αυτού του

βιβλίου. Συνεπώς το βιβλίο με τον απέριττο τίτλο «Ενιπέας - το θεϊκό ποτάμι» δεν είναι

απλώς μια περιγραφή καταστάσεων και γεγονότων ενός περιηγητή ή ενός επισκέπτη

αλλά μια ομολογία, μια κατάθεση ψυχής του συγγραφέα για το χθες και το σήμερα της

ευρύτερης γενέθλιας γης του και του Ενιπέα με την εύφορη κοιλάδα του.

O συγγραφέας έχοντας στο ενεργητικό του όλα αυτά τα εφόδια και εμποτισμένος

ως τα λεπτότατα κύτταρά του, από την παράδοση και ομορφιά της «Ευδαίμονος Χώρας»

του Ενιπέα παραπόταμου του Πηνειού, όπου έζησε γεγονότα και καταστάσεις, έγραψε με

πολλή αγάπη και ζήλο, με απλό και ρεαλιστικό τρόπο την ευσύνοπτη, μυθολογία,

ιστορία, παράδοση και λαογραφία του ποταμού.

Tο αξιόλογο βιβλίο του αποτελείται από τέσσερα μέρη: «Ενιπέας - Γενική

περιγραφή», «Πανίδα και Χλωρίδα», «Εκμετάλλευση γης - Υδάτινου πλούτου», και το

«Φωτογραφικό λεύκωμα».

Στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας μας δίνει μια συνοπτική αλλά ξεκάθαρη εικόνα

για την προϊστορία, ιστορία, παράδοση και λαογραφία του ποταμού με ευχάριστες

ιστορίες για φαντάσματα, νεράιδες και ξωτικά. Στο δεύτερο μέρος καταγράφεται με κάθε

5

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

δυνατή λεπτομέρεια η Πανίδα και η Χλωρίδα του Ενιπέα με την οργιώδη βλάστησή του

και την προσφορά του στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στο Τρίτο μέρος, αναφέρεται

στην «Εκμετάλλευση γης - Υδάτινου πλούτου» με τους νερόμυλους, τα μαντάνια, τις

νεροτριβές και την εύφορη και πανέμορφη κοιλάδα του Ενιπέα και στέκεται ευλαβικά για

λίγο μπροστά στον υδάτινο πλούτο της περιοχής και ιδιαίτερα στον «Άμπλα», που νεαρές

ονειρεμένες κοπέλες «με τις βαρέλες στους ώμους συνωστίζονταν στον άμπλα, κατά την

περίοδο του θερισμού για να τις γεμίσουν και να τις μεταφέρουν στο χωράφι. Με το νερό

αυτό οι θεριστάδες ξεδιψούσαν, έφτιαχναν το σκορδάρι για το μεσημεριανό γεύμα και ο

μπαγλατζής κατάβρεχε τα δεματικά» (σελ. 51).

Το τέταρτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τέσσερα 16/σέλιδα και καλύπτεται

από ένα υπέροχο φωτογραφικό υλικό, που αναμφίβολα οι καταπληκτικές έγχρωμες

φωτογραφίες του διευκολύνουν τον αναγνώστη να κατανοήσει όσα ο συγγραφέας στις 74

προηγούμενες σελίδες του βιβλίου του γράφει.

Γενικά το βιβλίο μας προσφέρει μια αναγνωστική και οπτική τέρψη αλλά και μια

πνευματική θρέψη. Ο συγγραφέας αναπολεί τα χθες και μας περιγράφει με γλαφυρότητα

την εναπομείνασα παραδεισένια ομορφιά της κοιλάδας του ποταμού Ενιπέα:

«Παράδεισος [...] ο τόπος γύρω από το ποτάμι, όπου καλλιέργειες και βλάστηση

δημιουργούσαν σπάνιους και ευφάνταστους χρωματικούς συνδυασμούς. Κελαρύσματα

τρεχούμενων νερών, τιτιβίσματα πουλιών, φωνές παιδιών και τραγούδια χαρούμενων

ανθρώπων συνέθεταν μια θεϊκή μελωδία» (σ.48).

Πέρασαν όμως εκείνα τα ευλογημένα και όμορφα χρόνια και:

«Η μικρή κοινωνία, που άλλοτε έδινε ζωή και κίνηση στο ποτάμι, υπέστη και αυτή τις

συνέπειες του εκσυγχρονισμού. Τα μεγάλα πλατάνια, που κάποτε φιλοξενούσαν κάτω

από τον ίσκιο τους χιλιάδες αιγοπρόβατα, έγιναν δυσεύρετα» (σ.55). Και κατά τον ποιητή

μας:

«Μιαν αυγινή τα κούρσεψαν - ανίδρωτοι λατόμοι, κι εκεί είναι τώρα δρόμοι -

διαβάτη αποσπερνέ» (Μαλακάσης).

Σήμερα η διαταραγμένη ισορροπία της βιόσφαιρας και εμφάνισης σοβαρών

προβλημάτων, που τείνουν να καταστρέψουν την αρμονία μεταξύ του περιβάλλοντος και

των ζωντανών οργανισμών, καθιστά επιτακτική την ορθολογική διαχείριση και

αξιοποίηση από τον άνθρωπο των φυτών, των ζώων και του εδάφους, όσο είναι καιρός,

πριν τα αιωνόβια πλατάνια παραδώσουν τη δροσιά τους και την ομορφιά στους

6

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

«ανίδρωτους λατόμους» και στην οικολογική κρίση, πριν «Πας ο χόρτος του αγρού

ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν τη γη» (Ιερεμίας.ιβ’.4, ΙΙ).

Αναμφίλεκτα όμως, ο Ενιπέας, ο μεγαλύτερος και κάλλιστος παραπόταμος του

θεσσαλικού Πηνειού είναι δεμένος με τις πιο μεγάλες περιπέτειες του αρχαίου, του

μεσαιωνικού και του σύγχρονου ελληνισμού. Αυτό, λοιπόν, το ποτάμι βρήκε στο

πρόσωπο του Γεωργίου Μπουρογιάννη έναν άξιο υ μ ν η τ ή.

Γιάννης Δημ. Παπαναγιώτου

Αθήνα 20/2/2004 Ειδικός Πάρεδρος

Ιωάννη Βαρβάκη 74 του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ε.τ.

Πρόεδρος

του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών & Συγγραφέων

7

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι 8

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

ΕΝΙΠΕΑΣ - ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Είναι ο μεγαλύτερος παραπόταμος του Πηνειού. Κατά τη μυθολογία ο Ενιπέας

ήταν ποτάμιος Θεός, που λατρευόταν στη Θεσσαλία κατά τον Απολλόδωρο και στην

Ήλιδα κατά το Στράβωνα. Το όνομά του συνδέεται με το μύθο για τη γέννηση των

«θείων διδύμων» Πηλέα και Νηλέα.

Αυτοί γεννήθηκαν από την Τυρώ και τον Ποσειδώνα, ο οποίος όμως για να ενωθεί

με την κoπέλα, πήρε τη μορφή του Ενιπέα, που ήταν ο αγαπημένος της.

Ο Όμηρος αναφέρει το σχετικό μύθο για τον Ενιπέα στη λ’ ραψωδία της

Οδύσσειας στ. 238 - 261 και μάλιστα λέει ότι ήταν το ομορφότερο ποτάμι απ’ όλα:

«……………………………………………………

τότε είδα πρώτη την Τυρώ την αρχοντοθρεμμένη

που μου ‘λεγε πατέρα της το Σαλμωνιό πως είχε

κι ήταν γυναίκα του Κρηθιά, λεβέντη γιού του Αιόλου.

Τον Ενιπέα 1 αγάπησε, το θεϊκό ποτάμι,

απ’ όλα τ’ ομορφότερο που βρέθηκαν στον κόσμο.

……………………………………………………»

Με το ίδιο όνομα αναφέρονται άλλα δύο ποτάμια: ένα στην Ηλεία κι ένα στην

Πιερία (κοντά στο Δίον).

Η αναγραφή του Ενιπέα με δύο «π», κυρίως σε πινακίδες δρόμων σε σημεία απ’

όπου διέρχεται το ποτάμι (φωτ. 24), δίνει αφορμή για λανθασμένες απόψεις όσον αφορά

την ετυμολογική προέλευση του ονόματος από το ενιππεύω ή ενιππάζομαι που

σημαίνουν ιππεύω σε έναν τόπο, κάνω ιππασία κάπου, χρησιμοποιώ ιππικό και όχι «εν

ίππω» (δηλ. πάνω σε ίππο) διέρχομαι τον ποταμό, όπως ισχυρίζονται μερικοί.

1) «Ενιπεύς» = επίθετο που συνόδευε τον Ποσειδώνα. Ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα ἐνιπάω -ῶ = είμαι βοερός, θορυβώδης. Στο συμπλήρωμα του λεξικού ΗΕΝRΥ G. LIDDELL – ROBERT SCOTT σελ. 160, βρίσκουμε τον τύπο ἐνιπῆσαι (ως εκ ρήματος ἐνιπάω), τον οποίο μεταφράζει ο Ησύχιος (σημαντικός Έλληνας λεξικογράφος του 5ου μ.Χ. αιώνα) ως ἀπειλῆσαι, βοῆσαι.

Ενιπεύς = αυτό (το ποτάμι) που είναι βοερό.

9

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

Ιστορικά το όνομα του ποταμού είναι συνδεδεμένο και με δύο μεγάλης σημασίας

μάχες.

Τον Αύγουστο του 50 π.Χ. κοντά στον Ενιπέα έγινε η αποφασιστική μάχη

ανάμεσα στον Ιούλιο Καίσαρα και στον Πομπήιο, γνωστή ως μάχη των Φαρσάλων.

Κατά τους νεότερους χρόνους, στις 23 Απριλίου 1897, έγινε και πάλι μάχη, κοντά

στον Ενιπέα, μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού στρατού.

Αξίζει εδώ να παρατεθεί απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του Ιωάννη

Μεταξά, ανθυπολοχαγού του Μηχανικού τότε, ο οποίος μαζί με άλλον αξιωματικό, το

Δούσμανη, πορεύτηκαν τις παραμονές της μάχης του ‘97 από το Δομοκό, όπου και το

αρχηγείο του ελληνικού στρατού, μέσω Αλχανί - Αβαρίτσας - Χιλιαδούς - Νεοχωρίου

προς Λογγίτσι προκειμένου να κρίνουν αν η οδός αυτή ήταν βατή για τη μεταφορά του

πυροβολικού νοτίως της Όθρυος.

Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται η αριστοτεχνική περιγραφή του πανέμορφου

τοπίου.

Δομοκός, 3 Μαΐου 1897

«...............................................

Έβρεχεν ήδη κατ’ αραιά διαλείμματα. Βλέποντες δε ότι ο Παπαβασιλείου δεν

ήρχετο, ιππεύσαμεν, περί τας 3 μ.μ. και, αφήσαντες παραγγελίαν δι’ αυτόν περί της

διευθύνσεώς μας, διηυθύναμεν προς το ΝΕΟΧΩΡΙ.

Η κλιτύς, δι’ ης διηρχόμεθα οδηγούμενοι υπό παιδίου χωρικού εκ ΧΙΛΙΑΔΟΥΣ, ήτο

λίαν δασώδης. Αι δρυς, οι πλάτανοι και άπειρα δένδρα συνεπλέκοντο εν θαυμαστή αρμονία.

Η αραιά βροχή, παύουσα από καιρού εις καιρόν, τοις έδιδε θαυμάσιον ποικίλον

χρωματισμόν. Σιωπή εβασίλευε πέριξ, διακοπτομένη από την μονότονον φωνήν του

κούκου, ολίγον δε πριν ή ίδωμεν το ΝΕΟΧΩΡΙ, διαβαίνοντες αραιωμά τι, αρκετά υψηλά

κείμενον, παρέστημεν προ εξαισίου θεάματος των κλιτύων της ΟΘΡΥΟΣ, καλυπτομένων

υπό δασών φωτιζομένων από ωχράς ακτίνας του ηλίου, διαπερώσας αραιόν εκ νεφών

παραπέτασμα.

Εκείθεν ηρχίσαμεν αναβαίνοντες απότομον κλιτύν, εφ’ ής κείται το ΝΕΟΧΩΡΙ, και,

μετά πολλούς ελιγμούς της ατραπού, εισήλθομεν εις το χωρίον, το οποίον ήτο πλήρες

κατοίκων, προσφυγόντων εκεί εκ των πλησιοχώρων μερών. Είδομεν πολλάς γυναίκας

ωραίας, διαβαίνοντες τας ατραπούς του χωρίου, μέσω φρακτών και οικιών, και, τέλος,

10

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

διαβάντες το χωρίον και καταλήξαντες εις το υψηλότερον αυτού άκρον, εισήλθομεν εις την

προς ΛΟΓΚΙΤΣΙ οδόν, την οποίαν μας έδειξεν ο οδηγός μας, όστις και μας αποχαιρέτησεν

εκεί

Η οδός, την οποίαν ηκολουθούμεν, διήρχετο επί των αποτόμων κλιτύων του όρους,

ήτο δε στενή και απότομος ατραπός. Προς τα δεξιά ημών κατήρχοντο αι κατάφυτοι

δειράδες της ΟΘΡΥΟΣ, θαυμάσιαι εις χρωματισμόν και μεγαλοπρέπειαν.

Βαίνοντες ούτω, εφθάσαμεν εις βαθυτάτην χαράδραν με λίαν αποτόμους όχθας, εις

το βάθος της οποίας έρρεε μικρόν ρυάκιον. Εδέησε να πεζεύσωμεν, ίνα κατέλθωμεν εις το

βάθος αυτής και ανέλθομεν εις το έτερον χείλος, μετά πολλής δυσχερείας.

Η οδός, ην μέχρι τούδε από ΧΙΛΙΑΔΟΥΣ διήλθομεν, ήτο ακαταλληλοτάτη διά

διάβασιν πυροβολικού· αγνοώ δε τι παθών ο Πάλλης μας έστειλεν εδώ.

Εισήλθομεν ήδη εις πυκνότατον δάσος δρυών και ηκολουθούμεν κοιλάδιόν τι, του

οποίου ου μόνον ο πυθμήν αλλ’ αμφότεραι αι κλιτύες ήσαν κατάφυτοι. Η οδός είχε

καταστεί πολύ καλή και ομαλωτάτη.

Το δάσος ήτο θαυμάσιον· τα δένδρα του ήσαν νέα ακόμη και που και που

διεκρίνοντο παμμέγισται δρυς παλαιαί. Ήσαν όμως υψηλά πλέον τα νέα δένδρα και εν

πλήρει ακμή.

Επί αρκετόν χρόνον διήλθομεν δια της εξαισίας ταύτης τοποθεσίας και όταν ήρχισε

να βραδιάζη, ανηρχόμεθα δια πλατείας, μεν αλλ’ αποτόμου και πλήρους χαλίκων οδού,

προς την κορυφογραμμήν της ΟΘΡΥΟΣ.

Το δάσος ήτο πλέον πυκνότατον και τα δένδρα μεγάλα και πολύκλαδα. Ο ήλιος θα

ήτο προς την δύσιν του, αλλά τα νέφη και το σκιερόν των ορέων μας απέκρυπτον τελείως

την θέαν του. Εφθάσαμεν, ούτω, εις αυχένα τινά της ΟΘΡΥΟΣ και διελθόντες τούτον,

εισήλθομεν εις την παλαιάν Ελλάδαν. Διήλθομεν τα παλαιά όρια. Και εφαντάσθην τότε τας

παρωχημένας εποχάς... Τις οίδε αν δεν μας υποχρεώσει να μείνωμεν εντός αυτού δια

παντός... Τέλος κατήλθομεν πεζεύσαντες, κατωφερεστάτην τινά ατραπόν, και, μετ’ ολίγον,

νύκτα πλέον, εισήλθομεν εις το ΛΟΓΚΙΤΣΙ».

Το απόσπασμα αυτό είναι παρμένο από τον 8ο τόμο των ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ

ΔΟΜΟΚΟΥ, επιμέλειας ΛΕΩΝΙΔΑ Δ. ΓΑΛΛΗ, 1997, όπου εκεί αναδημοσιεύθηκε από

την τοπική εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ, αρ. φύλλου 28, Σεπτέμβριος –

Οκτώβριος 1996.

11

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι 12

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

Ο Ενιπέας είναι γνωστός και ως Τσαναρλής 2 ή Χιλιαδιώτικος. Πηγάζει από τις

βόρειες πλαγιές της ‘Όθρυος, ανατολικά του Δομοκού, κοντά στα βουνά της Γούρας,

σημερινής Ανάβρας του νομού Μαγνησίας και έχει πολλές πηγές.

Κύρια πηγή του Ενιπέα είναι ο Κιτιός (φωτ. 1,2,3), που πηγάζει ανατολικά του

Νεοχωρίου. Στο ποτάμι αυτό ρίχνει τα νερά του ένα άλλο ρέμα, που έρχεται από τη θέση

«Μαύρη» (φωτ. 4) βορειοανατολικά των πηγών του Κιτιού. Λίγα μέτρα νοτιότερα είναι

οι πηγές του Κυδωνορρέματος (φωτ. 5), που συναντιέται σε σύντομη απόσταση με τον

Κιτιό.

Ο Κιτιός, αφού ενωθεί με το ρέμα από τη «Μαύρη» και το Κυδωνόρρεμα σμίγει

πιο κάτω, στον «Παλιόμυλο» (φωτ. 6,7,8,9), με το Βεργόρρεμα ή Σαββόρρεμα, που έχει

τις πηγές του πιο ψηλά και νοτιοανατολικά του Κιτιού, στη Λυκόρτσα Ράχη, και όλα

αυτά μαζί αποτελούν τον κύριο κορμό του Ενιπέα.

Στην πορεία του προς τον Πηνειό δέχεται τα νερά πολλών ρεμάτων και

ξερόλακκων.

Νοτιοανατολικά των Καρυών εκβάλλουν στον Ενιπέα το Αβαριτσόρρεμα (φωτ.

10), που πηγάζει νοτιοδυτικά της Μελιταίας και περνάει δυτικά του χωριού σε απόσταση

αναπνοής από αυτό, το Σκουρτσόρρεμα, που έχει τις πηγές του στην Αρχαία Μελιταία,

όπου και το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, και ρέει ανατολικά της Μελιταίας, καθώς

επίσης το Βαθύρρεμα και το Θανασόρρεμα, που ρέουν βόρεια της Χιλιαδούς.

Ο Τραχανής ρέμα ή Σαραντόρρεμα (φωτ. 11,12), που πηγάζει από το

Μακρολίβαδο, το Ρέμα της Αράπισσας ή Κληματόρρεμα (φωτ.13), που κατεβαίνει από

τα στενά «Δερβέν Φούρκα» (Αγία Αικατερίνη) και ο Κουδέλας Ρέμα ή Παλιοχωρίτικο,

που έρχεται από τον Άγιο Γεώργιο Ξυνιάδας εκβάλλουν στο Βουζιώτικο Ρέμα ή

Βουζιώρρεμα, που έχει τις πηγές του σε ένα μικρό ύψωμα νοτιοανατολικά του Δομοκού,

τις Γόλιανες. Όλα μαζί σχηματίζοντας ένα είδος φούρκας, «Τσιατάλι» (φωτ. 12)

ονομάζεται η τοποθεσία αυτή, χύνονται στον Ενιπέα βορειοανατολικά του Πολυδενδρίου.

Στη Μαντασιά, το ποτάμι, δέχεται τα νερά του Ξηρορρέματος (φωτ. 14), που

πηγάζει από την «Ιτίτσα», τοποθεσία νοτιοανατολικά του Καραχασάν και ρέει δυτικά

του χωριού.

2) Τσαναρλής= λέξη τούρκικης προέλευσης, που σημαίνει πλατανόρρεμα.

13

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

Στη συνέχεια, ο Ενιπέας, συλλέγει τα νερά των υψωμάτων του Χαλκοδονίου και

του Ναρθακίου και ρέει προς τα βορειοανατολικά, αφού στα νότια της Σκοπιάς

Φαρσάλων συναντηθεί και με ένα άλλο σπουδαίο ρέμα, το Γουργιωτόρρεμα (φωτ.

15,16), που πηγάζει από την Ανάβρα (Γούρα). Ο παραπόταμος αυτός του Ενιπέα, που

σημειωτέον δε στερεύει ποτέ, ρέει μέσα από εντυπωσιακές κι επιβλητικές χαράδρες,

κατάφυτες μεγάλων πλατανιών, δημιουργώντας σε πολλά σημεία μικρούς καταρράκτες.

Τα νερά του κρύα και καθαρά φιλοξενούν τα ψάρια κατά την ωοτοκία τους. Την άνοιξη,

που ανεβαίνουν από τον Ενιπέα για να «ρίξουν» τα αβγά τους, αν τύχει και ψαρευθούν,

είναι πολύ νόστιμα με σφιχτό κρέας. Οι πηγές του, μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, είναι

ιδανικές για τη λειτουργία μαντανιών και ντριστελών, που περιγράφονται παρακάτω στη

σελ. 57.

Ανατολικά του χωριού Καλλιθέα, το ποτάμι, στρέφεται προς τα βόρεια για ν’

ακολουθήσει, ανατολικά του χωριού Αμπελιά (φωτ. 21), βορειοδυτική κατεύθυνση.

Κατόπιν αποστραγγίζοντας την πεδιάδα των Φαρσάλων, αφού περάσει δυτικά του χωριού

Άγ. Δημήτριος, βγαίνει από τα όρια του νομού Λάρισας, διασχίζει το νομό Καρδίτσας

(φωτ. 22) και συμβάλλει στον Πηνειό (φωτ. 26), νότια της Φαρκαδώνας του νομού

Τρικάλων. Μέσα στο νομό Λάρισας δέχεται τα νερά του Φαρσαλίτη ή Απιδιανού ή

Κακάρα, που αποστραγγίζει το βορειοανατολικό τμήμα του νομού Καρδίτσας και των

βόρειων προσβάσεων του οροπεδίου Δομοκού. Ο παραπόταμος αυτός φημίζεται για τις

νόστιμες καραβίδες, που αφθονούν στα νερά του. Στο νομό Καρδίτσας ενώνεται με το

Σοφαδίτη για να συνεχίσει μαζί του την πορεία προς τον Πηνειό. Ο Σοφαδίτης πηγάζει

από το Σμόκοβο, κοντά στον Κέδρο, και, αφού ενωθεί με έναν παραπόταμο από το

Θραψίμι, περνάει από το χωριό Φίλια· στη συνέχεια διαρρέει την κωμόπολη των

Σοφάδων και τέλος χύνεται στον Ενιπέα ανατολικά του Βλοχού. Ένας άλλος

παραπόταμος του Ενιπέα, ο Καλέντζης (φωτ. 23) ρέει ανατολικά της Καρδίτσας και

εκβάλλει στον Ενιπέα δυτικά του Βλοχού.

Το μήκος του Ενιπέα με το οφιοειδές σχήμα του είναι 84 χιλιόμετρα· κατά τι

μακρύτερος από το Σπερχειό (80 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας και μικρότερος από τον

Άραχθο (110χλμ.) της Ηπείρου.

Το ποτάμι αποτελεί τον κύριο τροφοδότη πόσιμου νερού πολλών χωριών της

επαρχίας Δομοκού. Από τις πηγές του Κιτιού (φωτ. 31,32), στο Νεοχώρι, μέσω αγωγού

μήκους 30 χιλιομέτρων, με φυσική ροή, υδροδοτούνται τα χωριά Χιλιαδού, Καρυές,

Πολυδένδρι και Μαντασιά. Το μεγάλο αυτό έργο έγινε το 1968 και τρία χρόνια αργότερα,

14

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

από παράπλευρη πηγή, το Κυδωνόρρεμα (φωτ. 33), με άλλο δίκτυο, πήραν το νερό για

ύδρευση οι κάτοικοι των χωριών Λεύκας, Βουζίου και της κωμόπολης Δομοκού. Οι

κάτοικοι του Νεοχωρίου, τότε, αντέδρασαν για την υφαρπαγή των νερών, των τόσο

πολύτιμων γι’ αυτούς, αφού με αυτά πότιζαν τα τριφύλλια, τα καλαμπόκια και τα

φασόλια, που καλλιεργούσαν στα λιγοστά παραποτάμια χωράφια τους. Μπρος στην

αναγκαστική απαλλοτρίωση, όμως, και υποχρεωτική εκτέλεση του έργου υποχώρησαν

απαιτώντας από τη Νομαρχία να κατασκευαστεί και γι’ αυτούς ένα υδρευτικό. Αυτό

κατέστη αδύνατο, διότι, οι πηγές ήταν πολύ χαμηλά σε σχέση με το χωριό τους και με τα

τότε διαθέσιμα τεχνικά μέσα, το έργο ήταν μη εκτελέσιμο. ‘Έτσι στράφηκαν προς άλλες

πηγές ψηλότερα του Νεοχωρίου.

Άλλη εξ ίσου σπουδαία πηγή είναι το «Μάτι» κοντά στο χωριό Σκοπιά. Οι

κάτοικοι της πόλης των Φαρσάλων θέλησαν να εκμεταλλευτούν το νερό αυτό για την

ύδρευσή τους. Κατασκευάστηκε γι’ αυτό το σκοπό αγωγός 40 χιλιομέτρων. Η

κατασκευή, που άρχισε το 1985 και κράτησε γύρω στα τρία χρόνια, έγινε με

προχειρότητα και χωρίς τις απαιτούμενες εξαερώσεις. Η κακοτεχνία σε συνδυασμό με το

μεγάλο μήκος του δικτύου είχε σαν αποτέλεσμα την πρόκληση πολλών σπασιμάτων. Επί

πλέον δεν υπήρχε η αρκούμενη, για φυσική ροή, υψομετρική διαφορά της δεξαμενής

έναντι της πηγής (η δεξαμενή ήταν μόνο 7 μέτρα χαμηλότερα από την πηγή). Παρ’ όλα

αυτά γύρω στα 1987-88 το έργο τέθηκε σε λειτουργία. Λειτούργησε για περίπου δύο

χρόνια και τελικά έμεινε αχρησιμοποίητο ως ασύμφορο. Οι Φαρσαλινοί άνοιξαν

γεωτρήσεις, σε διάφορα σημεία, κοντά στην περιοχή τους και από ‘κει με άλλο δίκτυο

παίρνουν το πόσιμο νερό.

Σε όλο αυτό το μήκος, το ποτάμι, κατά διαστήματα παίρνει μαιανδρικές μορφές

(φωτ. 20) και αλλού γίνεται ορμητικό περνώντας μέσα από βαθιά φαράγγια, αλλού, σε

μέρη όπου δεν υπάρχουν βράχια και στενά περάσματα, απλώνεται και ρέει ήρεμα-ήρεμα

χωρίς να γίνεται αντιληπτή η κίνησή του και αλλού, πάλι, χάνεται σε καταβόθρες και

υπόγειες σήραγγες για να εμφανιστεί ξανά πολλά μέτρα πιο κάτω.

Τους καλοκαιρινούς μήνες, στα μέρη εκείνα, όπου υπάρχουν καλλιεργήσιμα

εδάφη, το ποτάμι στερεύει. Κύρια αιτία γι’ αυτό είναι η άντληση των επιφανειακών αλλά

και υπόγειων υδάτων για το πότισμα των χωραφιών. Πριν την εκμετάλλευση των

υπόγειων υδάτων με γεωτρήσεις και προτού ο Δομοκός και τα γύρω χωριά πάρουν το

νερό από τις πηγές του, το ποτάμι, είχε συνεχή ροή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

15

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

Τους χειμώνες, με τις πολλές βροχές και τα χιόνια, η στάθμη ανέβαινε πολύ. Το

ποτάμι «φούσκωνε» και ο κάμπος της Μαντασιάς, τότε, πλημμύριζε, σε μικρή έκταση

στις Θέσεις «Κρυοκάναλος» (φωτ. 27) και «Ξηρόκαμπος», με καταστρεπτικές για την

παραγωγή συνέπειες. Ήταν δε η ποσότητα του νερού τόση, που η στάθμη έφτανε να

«γλείφει» το δάπεδο της γέφυρας, που ενώνει τη Μαντασιά με το Δομοκό, η οποία είχε

ύψος 4 μέτρα. Η πλημμύρα, τότε, απειλούσε και τις κατοικίες των μυλωνάδων, που

έμεναν δίπλα στους μύλους τους, εκατέρωθεν της γέφυρας. Πλημμύρες, επίσης,

σημειώνονταν και στον κάμπο των Φαρσάλων από την Αμπελιά ως τη Βαμβακού, όπου

εκεί η ενδοποτάμια βλάστηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Μέχρι να κατασκευαστούν οι γέφυρες (φωτ. 34-46), οι κάτοικοι των ανατολικών

χωριών του νομού Φθιώτιδας και του νομού Λάρισας αποκόβονταν εντελώς και η

επικοινωνία με τους κατοίκους των απέναντι χωριών ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα

αδύνατη. Πολλοί βοσκοί, που είχαν τις στάνες τους πέρα από το ποτάμι, αποκλείονταν

για λίγες μέρες, ώσπου να «πέσουν» τα νερά. Σε μια απότομη «κατεβασιά» από μια

ξαφνική νεροποντή, αν δεν προλάβαιναν να περάσουν προς τη μεριά του χωριού τους,

επιχειρούσαν να διασχίσουν τα ορμητικά νερά με άλογο, το οποίο ως γνωστόν είναι

δεινός κολυμβητής. Η προσπάθεια αυτή, όμως, ήταν πολύ επικίνδυνη, καθώς το άλογο

μπορούσε να τρομάξει από κάποιο παρασυρμένο από τα νερά κορμό δέντρου και έτσι

υπήρχε φόβος να ρίξει τον αναβάτη του.

Σε μια τέτοια επιχείρηση διάβασης του «κατεβασμένου» ρέματος, πνίγηκε ένα

τετράχρονο κοριτσάκι, η Ευαγγελία Ζαγγανά, από τη Γούρα. Ήταν Φθινόπωρο του 1980,

Οκτώβριος μήνας, και το άτυχο κοριτσάκι αποκλείστηκε με τον πατέρα του, μετά από μια

δυνατή μπόρα, στη Θέση «Τσιατάλι» όπου είχαν τα πρόβατα. Η μοίρα θέλησε να παίξει

το άσχημο παιχνίδι της, προτρέποντας τον κτηνοτρόφο να περάσει απέναντι προς το

χωριό Μαντασιά, διασχίζοντας τα ορμητικά νερά καβάλα στο άλογο με το παιδί στην

αγκαλιά του. Όταν όμως το άλογο είδε κάποιο κούτσουρο τρόμαξε και με ένα τίναγμα

έριξε στο ποτάμι το κορίτσι, το οποίο χάθηκε μέσα στη δίνη του νερού. Βρέθηκε την

άλλη μέρα πνιγμένο λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω στη Θέση «Καλαμποκιές». Το ατύχημα

αυτό, με πνιγμό, είναι και το μοναδικό απ’ όσο γνωρίζω μέχρι σήμερα.

Εάν κάποιος τσοπάνης αποκλειόταν στη στάνη του και δεν επιχειρούσε να

περάσει απέναντι, «φρονίμως ποιών», σκαρφιζόταν έναν έξυπνο τρόπο για να

παραλαμβάνει τις προμήθειες για τη διατροφή και την ένδυσή του.

16

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

Είχε προνοήσει και έδενε ένα συρματόσχοινο, με μικρή κλίση, από δύο πλατάνια

των απέναντι όχθεων, εκεί που το ποτάμι στένευε. Πάνω στο συρματόσχοινο γλιστρούσε

προς την κατεύθυνση της κλίσης μια κρικέλα, πάνω στην οποία ήταν προσαρμοσμένο ένα

τσιγκέλι. Κρεμούσε, τότε, η γυναίκα του ή κάποιος άλλος συγγενής του, τον τροβά με

τα τρόφιμα και τα στεγνά ρούχα από το τσιγκέλι και γλιστρώντας αυτό πάνω στο

συρματόσχοινο, έφτανε στην απέναντι όχθη, όπου ήταν αποκλεισμένος ο τσοπάνης.

Μόλις ο βοσκός παραλάμβανε τα πράγματα, έστελνε στην άλλη μεριά τα λερωμένα

ρούχα και τους τενεκέδες με το γάλα, με τον ίδιο τρόπο, από άλλο παράλληλο προς το

προηγούμενο συρματόσχοινο και με αντίθετη κλίση, προς το χωριό.

17

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

Η διαδικασία αυτή μπορούσε να γίνει και με το ένα συρματόσχοινο χωρίς να είναι

απαραίτητη η κλίση προς το ένα ή το άλλο μέρος. Από δυο σημεία αντιδιαμετρικά της

κρικέλας έδεναν δύο ισόμετρα σχοινιά (τριχιές) 20 μέτρων περίπου το καθένα, όσο και το

πλάτος του ποταμού (συνήθως διάλεγαν το στενότερο μέρος). Η άκρη της μιας τριχιάς

ήταν δεμένη στο ένα πλατάνι και της άλλης στο απέναντι. Όταν ο τσοπάνης ήθελε να

παραλάβει τα πράγματα από απέναντι τραβούσε την τριχιά προς το μέρος του και η

κρικέλα γλιστρούσε πάνω στο σταθερό συρματόσχοινο. Το ίδιο έκανε και ο συγγενής του

από το άλλο μέρος για να πάρει το γάλα και τα πράγματα που ήθελε να στείλει προς το

χωριό ο αποκλεισμένος κτηνοτρόφος.

Το μειονέκτημα του ενός συρματόσχοινου έναντι των δύο ήταν ότι στην πρώτη

περίπτωση έπρεπε τσοπάνης και συγγενής να βρίσκονται στις απέναντι όχθες ταυτόχρονα

για να μπορέσουν να παραλάβουν και να στείλουν ο ένας στον άλλον τα πράγματα και

δεδομένου ότι δεν υπήρχαν ρολόγια, για να δώσουν ένα συγκεκριμένο χρόνο

συνάντησης, προτιμούσαν τη δεύτερη διαδικασία των δύο συρματόσχοινων, όπου ο ένας

έστελνε απέναντι τα πράγματα και ο άλλος πήγαινε και τα έπαιρνε οποιαδήποτε ώρα της

ημέρας.

18

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

Οι άνθρωποι της παλιάς εποχής πίστευαν σε ιστορίες σχετικές με φαντάσματα,

νεράιδες και ξωτικά ήταν δε η πίστη τους τόσο μεγάλη, που ακόμη και σήμερα αν

κάποιος ηλικιωμένος μετά την αφήγηση σχετικού με φαντάσματα περιστατικού ερωτηθεί:

- Πιστεύεις ακόμη σ’ αυτά;

απαντά:

- Βεβαίως.

- Τότε, γιατί εμείς σήμερα δε βλέπουμε τέτοια πράγματα;

- Επειδή ο κόσμος έχει γίνει πολύ αμαρτωλός·έχει «διαολέψει»!

Λες και τότε δεν υπήρχαν αμαρτωλοί άνθρωποι!

Ο θρύλος ήθελε στις ρεματιές να κατοικούν τα φανταστικά εκείνα πλάσματα με

τις γυναικείες μορφές, οι νεράιδες ή αλλιώς καλότυχες.

Η ωραιότητά τους είναι εξαιρετική. Ξανθές, με αμυγδαλωτά μάτια,

ασπροντυμένες, τραγουδούν και χορεύουν εξαίσια. Η ερεθισμένη από τη φαντασία λαϊκή

πίστη τις θέλει να πιάνουν την κουβέντα με το νυκτερινό διαβάτη, να τον περικυκλώνουν

και να μην τον αφήνουν να φύγει. Επειδή, όμως, κατά κανόνα κινούνταν σε

περιορισμένους χώρους, που δεν μπορούσαν να τους υπερβούν, ο τρομοκρατημένος

χωρικός κατάφερνε να ξεφύγει προσέχοντας να μην τις ενοχλήσει. Δεν έπρεπε να πατήσει

το αόρατο τραπέζι (τις νεράιδες έβλεπαν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι) που είχαν στρωμένο

κάτω από τα δέντρα γιατί τότε τον «λάβωναν» και αρρώσταινε και ήταν δύσκολο να

ξαναβρεί την υγειά του. Άλλοι πάλι έλεγαν στις διάφορες ιστορίες με αερικά ότι αν

αυτός, που τύχαινε να συναντήσει τέτοια πλάσματα, έπιανε την κουβέντα μαζί τους, τότε

αυτά του ...παίρναν τη λαλιά. Αν κάποιο μικρό παιδί, με την αφέλεια που το διακρίνει,

ρωτούσε τη μαμά του: «γιατί η γυναίκα αυτή δε μιλάει;» (επρόκειτο προφανώς για κάποιο

κωφάλαλο άτομο), έπαιρνε την απάντηση: «Μούτεψε γιατί μίλησε στις καλότ’χες».

Τα όμορφα αυτά, αλλά κακά πλάσματα, εμφανίζονταν πάντα νύκτα και χάνονταν

τα ξημερώματα με το λάλημα του πετεινού. Γι’ αυτό, εκείνος, που τα συναντούσε κοντά

στο χάραμα, περίμενε υπομονετικά το λάλημα κάποιου πετεινού για ν’ απαλλαγεί από

αυτά.

Κάποτε, σε ένα χωριό, ένας καλός και εργατικός άνθρωπος, ο μπάρμπα-Σταύρος,

έπεσε άρρωστος μέχρι πεθαμού στο κρεβάτι· είχε χάσει και τη λαλιά του. Ο γιατρός, που

19

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

τον επισκέφθηκε, παρ’ όλα τα φάρμακα και τα γιατρικά που του ‘δωσε δεν μπόρεσε να

τον κάνει καλά.

Τελευταία ελπίδα ήταν το «διάβασμα» του παπά. Σ’ αυτόν, ο άρρωστος,

εξομολογήθηκε γράφοντας σε ένα χαρτί, ότι αρρώστησε και έχασε τη φωνή του, γιατί,

καθώς πήγε να μαζέψει καρπούζια και πεπόνια στο μποστάνι, κάτω στο ποτάμι, βγήκαν

καλότυχες και τον «λάβωσαν».

Ο παπάς, μετά το «διάβασμα», φρόντισε να μεταδοθεί το νέο στο χωριό με την

προσθήκη ότι ο μπάρμπα-Σταύρος θα γίνει καλά σε 40 μέρες. Όλα αυτά, όμως, στην

πραγματικότητα ήταν σκηνοθετημένα από τον πανέξυπνο χωρικό, ο οποίος για όλο αυτό

το διάστημα περιποιόταν το περιβόλι του, παίρνοντας και τις ανάλογες προφυλάξεις για

να μην τον δούνε, πάντα τη νύχτα. Μετά τις 40 μέρες και αφού πλέον το περιβόλι είχε

εξαντλήσει την παραγωγή του, ο μπάρμπα-Σταύρος έγινε τελείως καλά και το χαρήκανε

οι χωριανοί του. Στο περιβόλι, όμως, αυτό δεν ξαναπλησίασε ποτέ κανένας για να κλέψει

καρπούζια και καλαμπόκια. Έμεινε στην ιστορία ότι εκεί έβγαιναν καλότυχες.

Κάπως έτσι, λοιπόν, ο μυθοπλάστης λαός δημιούργησε όλες εκείνες τις ιστορίες

με τα φανταστικά αέρινα πλάσματα.

20

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

ΧΛΩΡΙΔΑ

ΚΑΙ

ΠΑΝΙΔΑ

21

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι 22

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

ΧΛΩΡΙΔΑ

Η βλάστηση του Ενιπέα πυκνή και οργιώδης, στο μεγαλύτερο διάστημα της

διαδρομής του, προσδίδει στο τοπίο μια σπάνια ομορφιά, μια ομορφιά μοναδική.

Θεόρατα αιωνόβια πλατάνια και ιτιές στολίζουν τις όχθες του ποταμού χαρίζοντας το

βαθύ ίσκιο τους σε κάθε αποσταμένο και διψασμένο περαστικό.

Οι γεροί κορμοί των πλατανιών αντιστέκονται επί χιλιάδες χρόνια στα ορμητικά

πολλές φορές νερά, προστατεύοντας έτσι τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις από τις πλημμύρες.

Εκεί οδηγεί ο τσοπάνης τα βοσκήματα για τη μεσημεριανή τους ανάπαυση.

Από ‘κει θα περάσουν και τα αποδημητικά πουλιά προερχόμενα από βόρειες

χώρες ψάχνοντας για ηπιότερους χειμώνες. Στις πυκνές φυλλωσιές των πλατανιών και

των ιτιών βρίσκουν καταφύγιο όλα τα πτηνά που συναντά κανείς στην περιοχή 3, γεννούν

και παραμένουν ένα διάστημα ώσπου και πάλι να πάρουν το δρόμο για δροσερότερα

καλοκαίρια προς το βορρά ή θερμότερους χειμώνες προς τα νότια.

Στις πηγές, σε υψόμετρο 600 μέτρων περίπου, συμπλέκονται σε θαυμαστή

αρμονία, ανάμεσα στις βελανιδιές, στις αγριοβελανιδιές και στα πλατάνια, οι κρανιές

(φωτ. 47) και οι λεπτοκαρυές (φουντουκιές) (φωτ. 48), ο κέδρος (φωτ. 49) και το

σφενδάμι (αγριοπλάτανος), οι φτελιές (καραγάτσια) (φωτ. 50), ο μέλιγος (φωτ. 51), ο

γαύρος (καρπίνος) (φωτ. 52), η κουτσουπιά (φωτ.135) και η κοκκορέτσα (πιστακία)

(φωτ.136).

Σε χαμηλότερο υψόμετρο η βλάστηση παίρνει άλλη μορφή, χωρίς τη μεγάλη

ποικιλία με τα σπάνια δέντρα που συναντάμε παραπάνω. Η δενδρώδης βλάστηση του

ποτάμιου τοπίου αποτελείται από χοντρόκορμα, πολύκλαδα πλατάνια (φωτ. 54) και

πυκνόφυλλες ιτιές (φωτ. 55)· ανάμεσά τους μπερδεύονται οι νεροϊτιές, οι καναπίτσες

(λυγαριές) (φωτ. 53) και τα νεόφυτα πλατάνια καθιστώντας το μέρος απροσπέλαστο. Όσο

πλησιάζουμε προς τις εκβολές οι όχθες καλύπτονται, κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν, από

τεράστιες κι επιβλητικές ιτιές.

Στους μεγάλους κορμούς των πλατανιών αναρριχώνται οι περικοκλάδες, οι

αγριοκληματαριές (φωτ. 56) και ο κισσός (φωτ. 57), ψάχνοντας τον ήλιο. Η καβαλαρού 3) με τον όρο περιοχή αναφέρομαι, κυρίως, σε όλη την παραποτάμια έκταση από τη Χιλιαδού ως τη Σκοπιά.

23

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

με τα πλατιά φύλλα και τα άσπρα λουλούδια, προσκολλάται πάνω στα μικρά πλατάνια

και ανεβαίνει ως δύο μέτρα, τα σκεπάζει και τα οδηγεί σε αργό θάνατο με ασφυξία.

Φυτά και λουλούδια της άμμου έρχονται να διανθίσουν και να εξωραΐσουν το

ενδοποτάμιο περιβάλλον.

Ο κοντός και ο ψηλός φλόμος (φωτ. 58,59) με το γαλακτώδη χυμό και τα κίτρινα

λουλούδια, οι γαλατσίδες με το κολλώδες υγρό και τα θαλασσιά τους άνθη, τα διάφορα

είδη γαϊδουράγκαθων (φωτ. 60) και κυρίως εκείνα τα ψηλά σαν κάκτοι με τα πανέμορφα

μωβ θυσανωτά λουλούδια δημιουργούν περιβάλλον απερίγραπτου φυσικού κάλλους.

Μελισσοχόρταρα (φωτ. 59), που με αυτά οι μελισσοκόμοι τρίβουν το εσωτερικό

του κουβούκλιου για να προσελκύσουν με το μεθυστικό άρωμα τις μέλισσες, συναντά

κανείς παντού μέσα στο ρέμα.

Μέντες, λεβάντες, αγριοδυόσμος και σπανορίγανη αναδίδουν σε όλο το τοπίο το

ευχάριστο άρωμά τους.

Τσουκνίδες, που ερεθίζουν το δέρμα, δίνουν και αυτές το παρόν τους

προσφέροντας ευχάριστο γεύμα στα γιδοπρόβατα.

Τα βάτα (φωτ. 61) με το όμορφο χρώμα των καρπών τους, τα γλυκύτατα μούρα,

και οι αγριοτριανταφυλλιές (φωτ. 62) με τα ευωδιαστά τριαντάφυλλα συμπληρώνουν το

όλο σκηνικό προσδίδοντας στο τοπίο μια μαγευτική εικόνα ζωγραφικού πίνακα.

Τέλος τα νεροκάλαμα (φωτ. 63), τα βούρλα και η αγριάδα αναφύονται μέσα από

το νερό διακοσμώντας, πυκνά-πυκνά τις όχθες του ποταμού.

Η βλάστηση, δενδρώδης ή θαμνώδης, αραιή ή πυκνή, ανάλογα με τη μορφολογία

του εδάφους, χαρίζει στο ποτάμι μια μοναδική ομορφιά καθιστώντας το «απ’ όλα τ’

ομορφότερο», όπως εξυμνεί ο Όμηρος.

Εφάμιλλη της ομορφιάς είναι και η χρησιμότητα όλης της δενδρώδους και

ποώδους βλάστησης.

Οι κάτοικοι των χωριών κατασκεύαζαν τα σπίτια τους από υλικά που τους διέθετε

η φύση και υπήρχαν στο περιβάλλον που ζούσαν. Τα έχτιζαν με πέτρα, που ήταν άφθονη

στην περιοχή και την ξυλεία για τα πατώματα και τις στέγες την έπαιρναν από τα δέντρα

του δάσους και τα πλατάνια του ποταμού.

24

Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη

Τα νεαρά κλαδιά και τα νεόφυτα πλατάνια ήταν το απαραίτητο υλικό για τις

διαιρέσεις και το ταβάνιασμα των σπιτιών.

Τα ξυλάλετρα, οι μπορόνες (ξύλινες σβάρνες), οι κασόνες (ξύλινα καλούπια για

το μπαλάρισμα του τριφυλλιού) και πολλά άλλα εργαλεία, χρήσιμα για το γεωργό,

γίνονταν από το ξύλο των δέντρων του ποταμού.

Τα υλικά, για να φτιάξει ο κτηνοτρόφος την καλύβα του, το μαντρί και τις

ταΐστρες (φωτ.124) των αιγοπροβάτων του, ήταν προσφορά της ποτάμιας βλάστησης και

του δάσους.

Οι κορμοί των μεγάλων πλατανιών μετά από σχολαστικό πελέκημα έδιναν τις

σκάφες του ζυμώματος. Οι πινακωτές 4, οι σκάφες για το πλύσιμο των ρούχων και τα

σύνεργα της υφαντικής (αργαλειός, ρόκα, αδράχτι κλπ.) ήταν όλα ξύλινα.

Οι σοφράδες αντί τραπεζιών, όπου «άνοιγαν» με τον πλάστη και τα φύλλα για τις

πίτες και τον μπακλαβά, και τα σκαμνάκια αντί καθισμάτων γίνονταν και αυτά με το

πλατανίσιο ξύλο, όπως το μπισίκι 5 και διάφορα άλλα μικροέπιπλα του νοικοκυριού.

Το ξύλο της πλατανοειδούς σφενδάμου, που απαντάται στις ρεματιές είναι

λευκοκίτρινο κι ευκατέργαστο. Από αυτό οι τσοπάνηδες έφτιαχναν τα σκαλιστά

γκλοτσάρια 6 τις γκλίτσες τις έπαιρναν από ίσια κλαδιά κρανιάς, που είναι γνωστή για τη

μεγάλη σκληρότητα του ξύλου της.

Η φτελιά με τα ωοειδή, μυτερά με πριονωτά περιθώρια, φύλλα και άνθη που

μοιάζουν με μικρές καμπανούλες, πρόσφερε το περιζήτητο για την ελαφρότητα, τη

μέτρια σκληρότητα, την ελαστικότητα και την ανθεκτικότητα στην υγρασία και στο νερό

ξύλο, που χρησιμοποιούνταν στην Κατασκευή γεωργικών εργαλείων.

Από το γαύρο με το σκληρό, ανθετικό ξύλο έφτιαχναν τις λαβές γεωργικών

εργαλείων (στυλιάρια).

Το ξύλο της βελανιδιάς και του ρόμπολου (είδος πεύκης) ήταν κατάλληλα για την

κατασκευή περίφημων κρασοβάρελων.

Τα λούρα (νεαρά, λεπτά πλατανίσια κλαδιά) τα χρησιμοποιούσαν για στηρίγματα

στις ντοματιές και φασολιές.

4) Πινακωτή= ξύλινη στενόμακρη σκάφη με χωρίσματα για τη μεταφορά του ψωμιού στο φούρνο.5) Μπισίκι= κούνια μωρού, σαρμανίτσα. 6) Γκλοτσάρι= λαβή γκλίτσας.

25

ΕΝΙΠΕΑΣ: Το θεϊκό ποτάμι

Με τα κλαδιά της νεροΐτιάς, που είναι γερά και εύκαμπτα, έπλεκαν καλάθια

διαφόρων μεγεθών και σχημάτων: κάνιστρα, κοφίνια, γαλίκες κλπ. Στο πλέξιμο των

κοφινιών χρησιμοποιούσαν και σβέντζες (φωτ. 64), που ήταν άφθονες στο δάσος γύρω

από το ποτάμι.

Με μεγάλη δεξιοτεχνία και μεράκι, όσοι ασχολούνταν με το ψάρεμα, έφτιαχναν

τα ψαροκόφινα από λεπτά κλαδιά νεροΐτιάς ή από βέργες καναπίτσας.

Τα βούρλα αποτελούσαν τα δεματικά για το δέσιμο των δεματιών. Με αυτά,

επίσης, αρμάθιαζαν τα κρεμμύδια και τον καπνό.

Από τα φλομόχορτα, αφού τα έκοβαν όταν ήταν ανθισμένα και τα ξέραιναν στον

ήλιο, δημιουργούσαν τις φουκαλιές (πρόχειρα σάρωθρα). Τις κανονικές σκούπες τις

έφτιαχναν από τα φουκάλια (συγγενικά φυτά των καλαμποκιών), που τα καλλιεργούσαν

σε γραμμική διάταξη στα σύνορα των ποτιστικών χωραφιών.

Τα βάτα μαζί με τα παλιούρια του δάσους χρησιμοποιούνταν στους φράχτες των

κήπων για προστασία της παραγωγής από τα ζώα.

Οι μέντες και οι λεβάντες με το ευγενικό τους άρωμα αποτελούσαν σπουδαίο

σκωροκτόνο.

Τα κλωναράκια και ο φλοιός του μέλιγου ήταν πρακτικό φάρμακο για τις κότες.

Τα μελισσοχόρταρα ήταν χρήσιμα στους μελισσοκόμους και ο φλόμος

απαραίτητο υλικό ψαρέματος για τους ψαράδες.

Τέλος με τα φύλλα της καναπίτσας σε συνδυασμό με φύλλα μυρτιάς, καρυδιάς και

βασιλικού έβραζαν νερό, με το οποίο ζεμάτιζαν τα κρασοβάρελα για απολύμανση και

αρωμάτισμα (στυφάρισμα).

Η εκμετάλλευση, για όλες τις δουλειές, των δέντρων και των χορταριών γινόταν

με απόλυτο σεβασμό στη φύση, γιατί οι άνθρωποι οδηγούμενοι από ένστικτο και όχι από

τις γνώσεις, ήξεραν πολύ καλά ότι νεκρή φύση από την αλόγιστη χρήση, σημαίνει ζωή με

προβλήματα, ζωή χωρίς ποιότητα.

26