Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7....

19

Transcript of Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7....

Page 1: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που
Page 2: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

Η τελευταία μέρα

Page 3: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

Συλλογικό έργο, Η τελευταία μέρα

Επιμέλεια - Διόρθωση: Κωτόπουλος Η. Τριαντάφυλλος, Βακάλη Π. Άννα, Πάππου

Κλέλια, Γιώργος Σπυράκης

Σελιδοποίηση & Σχεδιασμός εξωφύλλου: Μιχάλης Ζούπας | www.zoupas.gr

Ακολουθήθηκαν οι υφολογικές, συντακτικές και ορθογραφικές προτιμήσεις

των συγγραφέων.

LIBRON Εκδοτική Ι.Κ.Ε.

Λουκιανού 25 & Χάρητος, 106–75 Αθήνα, Τ. 210–3314105

eMail: [email protected] • website: www.libron.gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής

νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως ο νόμος έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και

τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ

γραπτής αδείας του εκδότη η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό,

οπτικοακουστικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή,

εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, μετάδοση, αναμετάδοση στο κοινό σε

οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του

συνόλου ή μέρους του έργου.

πρώτη έκδοση, Ιανουάριος 2017

© Copyright 2017, LIBRON ΕΚΔΟΤΙΚΗ Ι.Κ.Ε.

Aθήνα, 2017

ISBN 978-618-82421-5-9

Page 4: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

Η τελευταία μέρα

LIBRONΕ Κ Δ Ο Τ Ι Κ Η

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ

Page 5: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ο παππούς έλεγε…

Ιωάννα Αντωνιάδου . . . . . . . . . . . . . . 9

Είναι κρυμμένη παντού

Βιβή Αντωνίου . . . . . . . . . . . . . . . . .13

Ένας ξένος

Βερόνικα-Στυλιανή Αποστόλου . . . .15

Από προξενιό

Ευγενία Βογόγια . . . . . . . . . . . . . . . .19

Η τελευταία μέρα

Στεργιανή Γεωργιάδου . . . . . . . . . . .23

Η τελευταία μέρα

Αναστασία Γεωργίου . . . . . . . . . . . .27

Η τελευταία μέρα

Ζωή Γκουντέλα . . . . . . . . . . . . . . . . . .31

Η τελευταία μέρα

Ευτέρπη Κελεμάνη . . . . . . . . . . . . . .35

Ένα τέλος, μία αρχή

Χρυσούλα Κολλήγα . . . . . . . . . . . . . .39

Η τελευταία μέρα

Μαρία Κυριλλίδου-Διαμαντίδου . . .43

Η τελευταία νύχτα

Σωτήρης Κωνσταντίνου . . . . . . . . .47

Η τελευταία νύχτα!

Καλλιρόη Κωστάρα . . . . . . . . . . . . . .49

Νέμεσις

Μαριλένα Μπουμπάρη . . . . . . . . . . .53

Ο τελευταίος χορός

Σταύρος Παπαδόπουλος . . . . . . . . . .57

Η τελευταία μέρα

Κυριακή Παπαδοπούλου . . . . . . . . .61

Η τελευταία μέρα

Αθανάσιος Παπανδρέου . . . . . . . . . .65

Η τελευταία μέρα

Ελένη Πλυτά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .69

Η προσμονή

Μαρία Πολίτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . .73

Η τελευταία νύχτα

Παναγιώτης Σεμασιώτης . . . . . . . . .77

Η εξομολόγηση

Ηλίας Στεργίου . . . . . . . . . . . . . . . . .81

Η τελευταία μέρα

Άρτεμις Συτιλίδου . . . . . . . . . . . . . . .85

Η τελευταία μέρα

Μάρθα Τοκατλίδου . . . . . . . . . . . . . .89

Ο πατέρας του Γιώργου

Ουρανία Φασουλή . . . . . . . . . . . . . .93

Η τελευταία μέρα

Μαρία Φωτίου . . . . . . . . . . . . . . . . .97

Page 6: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

9

Ο παππούς έλεγε…

Ιωάννα Αντωνιάδου

ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΦΟΒΟΜΟΥΝ ΠΑΝΤΑ τι θα γίνει όταν έρθει εκείνη η

ώρα, που έλεγαν οι παππούδες. Τι να ήταν άραγε; Στο μυαλό μου

είχε αποτυπωθεί σαν το περίβλημα ενός αβγού που προφυλάσσει

μια ζωή.

Στην κορυφή ενός βουνού, σε μια μικρή καλύβα ζούσε ολομόνα-

χος ένας παππούς. Για μοναδική συντροφιά όλον τον χρόνο είχε

το κοπάδι του. Μόνη του παρηγοριά και ανακούφιση ήταν η προ-

σμονή των καλοκαιριών. Κάθε καλοκαίρι το βουνό αποκτούσε και

πάλι ζωή. Οι φωνές και τα γέλια του μικρού Πέτρου –που είχε το

ίδιο όνομα μ’ αυτόν– έκαναν τον παππού να γίνεται ξανά παιδί.

Τα πρωινά, παππούς και εγγονός πήγαιναν το κοπάδι για βοσκή.

Το αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν του ψεύτη βοσκού. Μια ιστορία

που ο Πέτρος ήθελε ν’ ακούει πάλι και πάλι.

«Παππού, λύκος! Θα φάει τα πρόβατα μας», φώναζε ο μικρός

με όλη του τη δύναμη.

«Έρχομαι, Πετράκη μου», του απαντούσε κι έπειτα ξεκαρδίζο-

νταν στα γέλια.

«Πετράκη μου, εσύ θέλω να θυμάσαι να λες στο τέλος πάντα

την αλήθεια!»

«Ναι, παππού», συμφωνούσε ο μικρός.

Ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι, το δικό τους παιχνίδι.

Page 7: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

10

ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

Τα βράδια ο μικρός Πέτρος αποκοιμιόταν στην αγκαλιά του

παππού, καθώς του διάβαζε για τον Πινόκιο. Ο Πέτρος έκανε ότι

κοιμάται και μόλις ο παππούς τον άφηνε κι έφευγε απ’ το δωμά-

τιο, ο Πέτρος έβγαινε από τα σκεπάσματα και περίμενε. Ο παπ-

πούς επέστρεφε στις μύτες των ποδιών του και έπαιζε μαζί του.

«Κοιτάχτε μια μεγάλη μύτη! Μεγάλωσε η μύτη σου από τα ψέ-

ματα!»

Ο Πέτρος έτρεχε γρήγορα στον καθρέφτη –να δει τη διαφορά

στη μύτη του–, μα γυρνούσε απογοητευμένος.

«Με κορόιδεψες, παππού, θα γίνεις σαν τον ψεύτη βοσκό!»

«Μπράβο, αγόρι μου. Είδες πόσο άσχημο είναι να λέμε ψέμα-

τα; Γι’ αυτό λοιπόν να θυμάσαι αυτές τις στιγμές μας και να λες

πάντα την αλήθεια, όσο δύσκολο κι αν σου είναι. Μόνο την αλή-

θεια και ο παππούς θα είναι πάντα χαρούμενος».

«Και που θα ξέρεις, παππού, ότι θα λέω την αλήθεια;»

«Θα το ξέρω… θα το ξέρω», έλεγε ο παππούς και τον αγκάλια-

ζε.

Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός Πέτρος έγινε δεκαπέντε χρονών

κι όλο σπανιότερα επισκεπτόταν την καλύβα του παππού. Όσες

φορές πήγαινε, καθόταν με τις ώρες κι έπαιζε με το κινητό. Ο

παππούς αναπολούσε τα παιχνίδια τους και μόνο ερωτήματα είχε

στον νου του.

«Θυμάσαι, Πετρή μου;» έλεγε, αλλά εκείνος αδιαφορούσε.

«Πού να τα θυμάμαι, βρε παππού; Τότε ήμουν παιδάκι».

«Θυμάσαι τουλάχιστον τι σου έλεγα πάντα;» συμπλήρωνε ο

παππούς μ’ έναν αναστεναγμό.

«Ναι, ναι, ξέρω. Να μη λέω ποτέ ψέματα», απαντούσε και συ-

νέχιζε να κοιτάει το κινητό του.

«Ας είναι. Μου αρκεί που έρχεσαι», έλεγε ο παππούς.

«Ε βρε παππού, έχουμε χρόνια μπροστά μας…»

«Έχουμε;» μονολογούσε εκείνος.

Page 8: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

11

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΕΛΕΓΕ…

Αργότερα μιλούσαν μόνο στο τηλέφωνο, με δικαιολογίες και

ψεματάκια, χάνονταν τα καλοκαίρια. Ο παππούς είχε μεγαλώσει

αρκετά πια. Τα πόδια του τον πρόδιδαν.

Ο Πέτρος δεκαοχτώ χρονών πια και να, στη Νομική Σχολή.

Ύστερα από απουσία τόσων καλοκαιρινών ραντεβού, αποφάσισε

να πάει στη μικρή καλύβα και ν’ ανακοινώσει ο ίδιος τα ευχάρι-

στα. Ο παππούς ένιωσε ξανά όπως τότε, που ο μικρός Πέτρος του

έλεγε τα κατορθώματά του με το ποδήλατο χωρίς τις βοηθητικές

ρόδες, και τόσες άλλες κατακτήσεις.

«Μπράβο, Πετράκη μου. Μ’ έκανες πολύ χαρούμενο και πε-

ρήφανο, μα είμαι λίγο κουρασμένος τώρα και θα πάω να ξαπλώ-

σω».

«Καλά, παππού, όπως θες. Έτσι κι αλλιώς έχουμε χρόνο».

Ο Πέτρος έπαιξε με το κινητό του και τον περίμενε να ξυπνή-

σει. Αρκετή ώρα πέρασε και ο παππούς δεν σηκώθηκε. Ήλπιζε να

ήταν ένα ακόμα παιχνίδι, από τα γνωστά τους, αυτά του ψεύτη

βοσκού και του Πινόκιο.

«Παππού, σήκω! Μεγάλωσε η μύτη σου, που κάνεις ψέματα

ότι δεν ξυπνάς».

Ο παππούς είχε μάθει να λέει πάντα την αλήθεια.

«Εκείνη την τελευταία μέρα μας, ο φόβος μου πήρε υπόσταση.

Εκείνη τη μέρα που έσπασε για πάντα το τσόφλι της αγνής παιδι-

κής ηλικίας μου».

Page 9: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

13

Είναι κρυμμένη παντού

Βιβή Αντωνίου

ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΠΟΙΟΣ ΤΕΛΙΚΑ ΝΑ ΗΤΑΝ Ο ΛΟΓΟΣ που αποφά-

σισα να πάω στη συνάντηση. Μπορεί να φταίει αυτό το μεγαλύ-

τερο, το φοβερότερό μου ελάττωμα. Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ σε

τίποτα καινούριο. Δεν γίνεται να μη δοκιμάσω κάτι για πρώτη

φορά, να δω πώς είναι τουλάχιστον. Μόνο στις γευστικές μου επι-

λογές είμαι λίγο περίεργη.

Έχω ήδη φτάσει τα τριάντα. Πέρασαν πέντε χρόνια που απο-

φοίτησα απ’ τη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα

έμενα χωρίς δουλειά. Και τώρα βρίσκομαι εδώ, σε μια αίθουσα γε-

μάτη αγνώστους που αγωνίζονται –όπως λένε– για τα δικαιώματά

μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι θέλει να πει ο ποιητής, ενώ μια

αίσθηση κοροϊδίας πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ο ένας μετά τον

άλλον παίρνουν τον λόγο με μοναδικό σκοπό να γκρεμίσουν τον

διπλανό τους. Ας μείνουν μόνο αυτοί όρθιοι.

Ακούω λέξεις που δεν έχω ξανακούσει· «εξουσιομανία» και

«καρεκλοκένταυροι». Δεν αντέχω άλλο και την αγανάκτησή μου

διαδέχεται η απογοήτευση. Μα πώς μπορούν, πώς τολμούν και

μιλούν για αλληλεγγύη και συλλογικότητα; Η απάντηση είναι

μία: Θράσος, και πάλι θράσος!

Ταξίδεψα με τον νου μου είκοσι χρόνια πίσω. Στην αίθουσα

αναμονής των χειρουργείων. Εκεί που γνώρισα τον πρώτο πραγ-

ματικά χαμογελαστό φίλο μου. Έτρεχε με το αναπηρικό του

Page 10: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

14

ΒΙΒΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

αμαξίδιο, έκανε σβούρες, χόρευε κι εγώ περίμενα να δω αν θα κά-

νει την ανάποδη τούμπα. Θυμάμαι ακόμα το πώς μιλήσαμε.

«Γεια, είμαι ο Δημήτρης».

«Εγώ η Μαρίνα».

«Είμαι δώδεκα και μένω εδώ πιο πάνω, στο ίδρυμα».

«Εγώ σ’ ένα χωριό στη Χίο».

«Πηγαίνεις σχολείο; Τι τάξη;»

«Πέμπτη δημοτικού. Εσύ;»

Δεν συνειδητοποίησα πόσο άστοχη ήταν η ερώτησή μου. Όχι

μόνο δεν έδωσε σημασία, αλλά μου μίλησε για τις τριάντα έξι ορ-

θοπεδικές επεμβάσεις του. Δεκαοχτώ σε κάθε πόδι. Αισθάνθηκα

άσχημα για όλο το παράπονο και τον πόνο μέσα μου. Το μόνο που

ήθελα ήταν να μάθω να περπατάω για τρίτη φορά στα έντεκά μου.

Έκτοτε, βρισκόμασταν κάθε μέρα. Εγώ περπατούσα και ο Δη-

μήτρης έκανε προπόνηση. Τον θυμάμαι να μου λέει: «Τώρα κάνω

προπόνηση. Αλλά σε δεκαπέντε χρόνια θα είμαι σπουδαίος χο-

ρευτής, θα δεις».

Μια μέρα οι γιατροί μου ανακοίνωσαν ότι είχα κάνει πρόοδο

και θα μπορούσα πλέον, στα δεκαπέντε μου, να έχω μια καλή συ-

νέχεια χωρίς επισκέψεις στο νοσοκομείο και χειρουργεία. Λίγο

πριν φύγουμε, ζήτησα απ’ τη μαμά μου να κάνω μια τελευταία

βόλτα. Περπάτησα όλους τους διαδρόμους, αλλά δεν τον συνά-

ντησα. Ήθελα μόνο να τον χαιρετίσω.

Ήθελα τόσο να ερχόταν εδώ το φιλαράκι μου. Να ανέβαινε

στο βήμα μόνο για να χορέψει, να κάνει την ανάποδη τούμπα. Να

δείξει σ’ όλους αυτούς πώς τελικά η μεγαλύτερη αναπηρία είναι

αυτή που δεν φαίνεται, που είναι κρυμμένη καλά. Γιατί αναπη-

ρία δεν είναι να μη χρησιμοποιείς τα πόδια σου, τα χεριά σου, τα

μάτια ή τ’ αυτιά σου. Η μεγαλύτερη αναπηρία είναι ο εγωκεντρι-

κός τρόπος σκέψης.

Μόνο κάποιος σαν τον φίλο μου θα τους έδειχνε πώς μπορείς

να τ’ αλλάξεις όλα· πώς να είσαι άνθρωπος.

Page 11: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

15

Ένας ξένος

Βερόνικα-Στυλιανή Αποστόλου

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, πηγαίνοντας στο σχολείο, περνούσα μπροστά από

εκείνο το μεγάλο πέτρινο σπίτι που έστεκε –θαρρείς– αγέρωχο

στον χρόνο και είχα την ίδια απορία: «Άραγε μένει κανείς;»

Κοίταζα πάντα τα κλειστά παντζούρια και την περιποιημένη

αυλή. Όταν ήμουν μικρός το ζήλευα, τώρα πια, αν με ρωτούσε

κανείς, δεν θ’ απαντούσα το ίδιο. Χαίρομαι για το φτωχικό μου,

γιατί είναι γεμάτο χαρά, γέλια, τραγούδια. Έχει ανθρώπους ζω-

ντανούς. Το καλοκαίρι, ο κήπος του γεμίζει λουλούδια και παιδι-

κές φωνές. Τον χειμώνα είναι όλο φώτα. Η καμινάδα βγάζει κα-

πνό και ο κόσμος μυρίζει σπιτικά κουλουράκια. Τα δέντρα έχουν

πλέον ξεραθεί και η αυλή γέμισε κιτρινισμένα και άγρια χορτάρια.

Φορτώθηκε ένα βράδυ ο ουρανός αστέρια. Θέλησα να περπα-

τήσω χέρι χέρι με τη γυναίκα μου και έτσι πήραμε τον δρόμο του

αγνώστου. Ξαφνικά, μες στη νύχτα, είδαμε έναν άντρα γύρω στα

εξήντα, ατημέλητο, με γκρίζα μαλλιά, πολλά γένια κι ένα τσε-

κούρι στο χέρι. Ένας άνθρωπος που δεν γνώριζα. Μου φάνηκε

απόμακρος, ψυχρός, επικίνδυνος. Τι συνέβαινε άραγε; Γιατί τόσο

μυστήριο; Γιατί δεν τον είδε ποτέ το φως του ήλιου; Τι τον βασά-

νιζε; Η γυναίκα μου τρόμαξε.

«Πάμε να φύγουμε. Και μην αφήσουμε τα παιδιά να πλησιά-

ζουν. Θεέ μου, τι άνθρωπος είναι αυτός;»

Το επόμενο πρωί, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τους

Page 12: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

16

ΒΕΡΟΝΙΚΑ-ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

απαγορεύσω να περνούν από το σημείο εκείνο. Ούτε τη μέρα, μα

περισσότερο ούτε τη νύχτα. Η έμφυτη περιέργεια των παιδιών,

όμως, φούντωνε, παρά καταλάγιασε με την προειδοποίηση αυτή.

Πήγαιναν κρυφά και το παρακολουθούσαν. Το μάθαμε έπειτα από

καιρό, αφού μια μέρα αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθειά

μας τρομαγμένα.

Κατασκόπευαν καιρό. Έφευγαν απ’ το σπίτι, δήθεν να παίξουν

με την μπάλα, και κρύβονταν ανάμεσα στα κλαδιά και στα χορτά-

ρια. Περίμεναν μήπως και βρουν το μυστήριο που τρόμαξε τη μη-

τέρα τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Επέστρεφαν άπραγα.

Μια μέρα όμως, εκεί που παραμόνευαν αργά το σούρουπο,

αντίκρισαν τον ίδιο άντρα και πάλι με το τσεκούρι στο χέρι. Κρύ-

φτηκαν καλύτερα. Παρατηρούσαν με μάτια ορθάνοιχτα, μην τυ-

χόν και κάτι τους ξεφύγει. Εκείνος πήγε πίσω από το σπίτι και

ύστερα από ώρα γύρισε μ’ ένα τσουβάλι, γεμάτος αίματα στο πρό-

σωπο και στο χέρι. Μπήκε μέσα κι εκείνα τρομαγμένα επέστρε-

ψαν και μας τα είπαν όλα.

«Μπαμπά! Μαμά! Ένας κύριος σ’ εκείνο το πέτρινο σπίτι, με

τη μεγάλη αυλή, σκότωσε κάποιον. Τα χέρια του και το πρόσωπό

του ήταν γεμάτα αίματα! Κρατούσε κι ένα τσεκούρι!»

Το βλέμμα μου πάγωσε. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε. Με τρεμά-

μενα χέρια άρπαξα το παλτό και φόρεσα τις μπότες. Ξεκρέμασα

τ’ όπλο μου και κίνησα για το σπίτι, παρά τα παρακάλια της γυ-

ναίκας μου. Πλησίασα αποφασισμένος για τα πάντα. «Δεν μπορεί

να συμβαίνουν τέτοια πράγματα, έχουμε και παιδιά», σκέφτηκα

και μπήκα στην αυλή. Ανέβηκα τα σκαλιά και πλησίασα στο πα-

ράθυρο. Υπήρχε φως. Καθόταν σε μια παλιά πολυθρόνα. Φαινό-

ταν σκεφτικός και κρατούσε το κεφάλι με τα δυο του χέρια. Πήγα

προς την πόρτα κι έπιασα το πόμολο. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν

απ’ το μυαλό μου. Πήρα θάρρος και χτύπησα. Ακούστηκαν βα-

ριά βήματα.

«Ποιος;»

Η φωνή του με τρόμαξε. Με το δάχτυλό μου χάιδευα νευρικά

Page 13: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

17

ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ

τη σκανδάλη.

Εμφανίστηκε μπροστά μου πιο μεγάλος από ό,τι θυμόμουν.

Τον κοίταξα, μα δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη.

«Πέρασε μέσα», μου είπε, «πέρασε. Έχω καιρό να δεχτώ κό-

σμο». Η φωνή του ήταν απρόσμενα χαμηλόφωνη και φιλική.

Τον ρώτησα για τα αίματα. Χαμογέλασε και μου εξήγησε πως

όταν κάποιος κόβει καθημερινά ξύλα, συμβαίνουν και ατυχήμα-

τα.

«Παιδί μου, η μοναξιά ήρθε σε μένα νωρίς», μου απάντησε

όταν τον ρώτησα γιατί δεν εμφανίζεται και αν κάτι κρύβει.

Κάθισε και πάλι βαρύς στην πολυθρόνα. Το βλέμμα του χάθη-

κε στο κενό. Άρχισε να βήχει ακατάπαυστα.

«Έχασα γυναίκα και παιδιά σε δυστύχημα. Έφταιγα εγώ και

από τότε δεν μου μιλάει κανείς. Ποτέ δεν χτύπησε αυτή η πόρτα

να με ρωτήσει κάποιος αν είμαι καλά». Σκούπισε τα μάτια και πα-

ρατήρησα το τρέμουλο στα χέρια του.

«Κλείστηκα μέσα, μέχρι να μου χτυπήσει την πόρτα ο θάνα-

τος. Αν έχεις οικογένεια, να την αγαπάς, να τη φροντίζεις. Εί-

ναι ευλογία τα παιδιά, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό», μου είπε και

έσκυψε το κεφάλι του κοντά μου. «Ας μην έτρεχα σαν τρελός

εκείνα τα Χριστούγεννα», σχεδόν ψιθύρισε.

Την επόμενη μέρα, τον βρήκαν στην πολυθρόνα του κοκαλωμέ-

νο. Έτσι ακριβώς όπως τον είχα αφήσει. Είχε ηρεμήσει η καρδιά

του που εξομολογήθηκε τον πόνο του, έστω και σ’ έναν ξένο.

Page 14: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

19

Από προξενιό

Ευγενία Βογόγια

ΑΜΕΣΩΣ ΜΟΛΙΣ Ο ΗΛΙΟΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ απ΄ το μισάνοιχτο πα-

ντζούρι, σηκώθηκε μ’ ένα σάλτο από το κρεβάτι της. Όλο της το

σώμα ταράχτηκε. Ήθελε να είναι έτοιμη για τον γάμο της αύριο,

παρ’ όλο που μόνο αυτό έκανε τις τελευταίες μέρες.

Κινήθηκε προς το παράθυρο με αργά βήματα. Δεν ήθελε να

ξυπνήσει τη μεγαλύτερη αδερφή της. Ήθελε μόνο να δει την

πόλη της Καστοριάς να καθρεφτίζεται στη λίμνη. Μια πόλη γεμά-

τη αρχοντικά, με στενά σοκάκια και σε κάθε γειτονιά ένα βυζα-

ντινό εκκλησάκι.

Το λιγοστό φως αποτύπωνε την αδύνατη σιλουέτα της. Φο-

ρούσε το αγαπημένο της νυχτικό. Τα μαλλιά, ελαφρώς σπαστά,

κυμάτιζαν στους ώμους και μπορούσε κανείς να διακρίνει τα λε-

πτά χαρακτηριστικά του προσώπου της. Η μάνα πάντα έλεγε ότι

είναι καλοφτιαγμένη, κι ας μην ήταν και τόσο ψηλή.

Το μεσημεράκι, θα μαζεύονταν απ’ όλη την οικογένεια να

γιορτάσουν το γεγονός –δεν ήταν και λίγο από μόνο του αυτό που

θα συνέβαινε– και έπρεπε να στηθεί το καθιερωμένο εορταστικό

τραπέζι. Θα παντρευόταν η δεύτερη από τις πέντε θυγατέρες του

κυρ Χρήστου που έχει το εστιατόριο στην Ομόνοια.

Ήταν ακόμα στο παράθυρο και ταξίδευε με τον νου της. Έγι-

ναν τόσα πολλά τον τελευταίο καιρό – για την ακρίβεια πριν από

δεκαπέντε μέρες. Η ανάμνηση αυτή επέστρεφε στο μυαλό της

Page 15: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

20

ΕΥΓΕΝΙΑ ΒΟΓΟΓΙΑ

αρκετές φορές.

Καθόταν στο κάτω πάτωμα. Εκεί τους περίμεναν από το πρωί.

Τους υποδέχτηκαν οι γονείς της στο μεγάλο σαλόνι. Τα πέντε κο-

ρίτσια ήταν μαζί στη διπλανή κάμαρα. Ύστερα από λίγο η Ελένη

άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς τους καλεσμένους – άλ-

λωστε εκείνην αφορούσε. Έσκυψε στην κλειδαρότρυπα να δει.

Πρώτα αντίκρισε τον κύριο Μάρκο που έφερε το προξενιό και

μετά τον λεγάμενο. Αν και καθόταν στην καρέκλα, φαινόταν ότι

είναι ψηλός. Φορούσε μια τραγιάσκα, αλλά από κάτω είχε ωραία

καστανά μαλλιά και κάτι παράξενα γκρίζα ανοιχτά μάτια. Αναση-

κώθηκε γρήγορα κι απομακρύνθηκε καθώς είδε τη μάνα να έρ-

χεται. Η Ελένη ήρθε μαζί με τις άλλες. Η μάνα την ακολούθησε,

της είπε ότι την ήθελε μαζί της. Μπήκαν μέσα να γνωρίσει τον

γαμπρό. Ένα σπουργίτι στάθηκε στο περβάζι και την επανέφερε,

αφήνοντας τις σκέψεις για μετά.

«Ελένη, ακόμα κοιμάσαι; Ξύπνα και την αδελφή σου. Κατέβα

να στρώσουμε το τραπέζι».

«Μάλιστα, μητέρα».

«Έχουμε να κάνουμε πολλές ετοιμασίες, για να τα προλάβου-

με όλα. Έστειλα τη μικρή στον φούρνο να φέρει το ταψί με το φα-

γητό και μετά θα πάει για το κρασί».

Άρχισαν σιγά σιγά να καταφθάνουν οι πρώτοι καλεσμένοι από

το σόι του μπαμπά. Αμέσως μετά και οι υπόλοιποι. Καθίσαμε όλοι

μαζί στον οντά, όπου ο πατέρας απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις

για το νέο μέλος της οικογένειας.

«Για πες μας, Ελένη», είπε ο θείος, «είναι όμορφος ο γα-

μπρός;»

«Ναι, θείο! Όμως όταν έγινε η συνάντηση, φορούσε καπέλο

μετά το έβγαλε και αποκαλύφθηκε η γύμνια του κεφαλιού του».

«Καλά, πόσω χρονών είναι;»

«Τριάντα δύο! Δώδεκα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερος μου».

«Μια χαρά είναι, Ελένη. Μην ξεχνάς ότι έχεις και τέσσερις

αδελφές να σε ακολουθούν. Οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι και

Page 16: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

21

ΑΠΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ

στην πόλη μας ακόμα έχουμε Ιταλούς, Γερμανούς και άλλους».

«Ναι, το γνωρίζω καλά».

Το φαγοπότι τελείωσε ύστερα από ώρες. Όλοι πήγαν για ξε-

κούραση, γιατί την επόμενη θα ξημέρωνε μια δύσκολη μέρα. Η

Ελένη με τη σειρά της ανέβηκε στο πάνω δωμάτιο. Ήταν η τελευ-

ταία μέρα που θα το ζούσε. Μετά τον γάμο θα πήγαινε στο νέο

της σπίτι.

Page 17: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

23

Η τελευταία μέρα

Στεργιανή Γεωργιάδου

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ, νωρίς το απόγευμα, μαζί με τους

γονείς μου και τη μικρή μου αδερφή, τη Ρίμα, περιπλανιόμασταν

στους δρόμους της πόλης μας. Τελευταία μέρα του έτους και όλα

έμοιαζαν μ’ εφιάλτη. Η αγορά ερημωμένη, σπίτια γκρεμισμένα,

κόσμος έτρεχε πανικόβλητος. Μια μητέρα σαστισμένη στεκόταν

στην άκρη του δρόμου και κρατούσε το απανθρακωμένο πτώμα

του μωρού της. Οι παιδικές φωνούλες που έψαλλαν τα κάλαντα

είχαν πλέον καλυφθεί απ’ τους εκκωφαντικούς ήχους των ελικο-

πτέρων και των βομβών που ούρλιαζαν καθώς καρφώνονταν στο

έδαφος. Οι ευωδίες της βασιλόπιτας και των γλυκισμάτων, που

ξεχύνονταν απ’ τα παράθυρα των σπιτιών, είχαν αντικατασταθεί

απ’ την έντονη μυρωδιά της σκόνης και του καπνού. Σου έκοβαν

την ανάσα.

Τυλιγμένοι στα παλτά μας και παπουτσωμένοι με γαλότσες

προσπαθούσαμε να ακολουθήσουμε το γοργό βήμα του πατέρα.

Λίγο πριν φτάσουμε στην πλατεία, διέκρινα από μακριά δύο σω-

ματώδεις κυρίους, ντυμένους στα μαύρα, να γνέφουν καταφατι-

κά το κεφάλι τους.

«Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι, μπαμπά;»

«Προχωρήστε γρήγορα και αφήστε τις ερωτήσεις!» μου απά-

ντησε αγριεμένα.

Ταχύναμε το βήμα μας να τους προφτάσουμε. Εκείνοι, σχεδόν

Page 18: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

24

ΣΤΕΡΓΙΑΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

τρέχοντας, διέσχισαν τον κεντρικό δρόμο, έστριψαν αριστερά και

πλησίασαν το παντοπωλείο του Ασίμ. Εκεί ήταν παρκαρισμένο

ένα μπλε σκούρο βανάκι, κλειστό και χωρίς παράθυρα.

«Τρέξτε να προφτάσουμε!» φώναξε ο πατέρας.

Όλα ήταν τόσο σκοτεινά εκεί μέσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι

της αδερφής μου, η οποία έτρεμε απ’ το κρύο και τον φόβο. Αρ-

κετές ώρες μετά και το βανάκι σταμάτησε απότομα.

«Κατεβείτε γρήγορα και χωρίς φασαρία!» ακούστηκε μια βρο-

ντερή φωνή.

Η μητέρα χάιδεψε τα κεφάλια μας και μας έσφιξε στην αγκα-

λιά της.

«Μη φοβάστε», είπε τρεμάμενα. «Θα είμαι συνεχώς στο πλάι

σας!»

Είχε βραδιάσει για τα καλά. Βελόνες τρυπούσαν το κορμί μου.

Ο δυνατός ήχος των κυμάτων, που έσκαγαν αφρισμένα στην

ακτή, μου προκαλούσε ρίγος.

«Ήρθε η ώρα», είπε ο πατέρας και μας κοίταζε ανήσυχος με

βουρκωμένα μάτια, ενώ μια πορτοκαλί φουσκωτή βάρκα ερχόταν

προς το μέρος μας.

Δεν ήθελα να φύγω απ’ τη χώρα μου. Άκουγα ιστορίες για συ-

μπατριώτες μου που χάθηκαν ή κινδύνευσαν στη θάλασσα στην

προσπάθειά τους να βρουν καταφύγιο στην Ευρώπη. Δεν ήθελα

να πεθάνω σε μια βάρκα μες στη θάλασσα.

«Μου είχαν πει ότι θα ήταν μόνο τριάντα άτομα στη βάρκα!»

φώναζε εξαγριωμένος ο πατέρας.

Δυστυχώς οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Ένας σωματώδης

άντρας έσπρωξε βίαια τον πατέρα –με τη φοβισμένη Ρίμα στην

αγκαλιά του– μες στη βάρκα. Ακολουθήσαμε η μητέρα μου κι

εγώ. Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι.

«Θέλω να γυρίσουμε σπίτι μας!» ούρλιαζε η μικρή Ρίμα.

Κρατώντας το χέρι της μητέρας μου και τα λιγοστά πραγμα-

τάκια που πήραμε μαζί μας προσπαθούσα να ισορροπήσω. Ο κό-

σμος πλατσούριζε στον κιτρινωπό πολτό που είχε δημιουργηθεί,

Page 19: Η τελευταία μέραmedia.public.gr/Books-PDF/9786188242159-1220970.pdf · 2017. 7. 31. · Η τελευταία μέρα ... αυτή που δεν φαίνεται, που

25

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ

τυλιγμένος με χοντρά ρούχα που έσταζαν. Ήταν όλοι τους ξυπό-

λυτοι. Ο διαπεραστικός ήχος της βροντής, που έκανε τον ουρα-

νό να λάμπει, προκάλεσε τρόμο. Τα παιδάκια είχαν κουρνιάσει

στις αγκαλιές των γονιών τους. Κοίταξα τη μητέρα μου στα μάτια,

φαινόταν σαστισμένη. Ο πατέρας είχε στραμμένο το βλέμμα του

στον ουρανό και μονολογούσε.

Δεν άντεξα και ξέσπασα σε κλάματα. Φοβόμουν ότι δεν ξανά-

βλεπα τους δικούς μου ανθρώπους, τους φίλους μου, ούτε θα ξα-

ναδιαβάζαμε –κρυφά από τον πατέρα– το αγαπημένο μας περιο-

δικό με τις μυστηριώδεις αστυνομικές περιπέτειες που τόσο πολύ

μας άρεσαν.

«Δεν θέλω να πεθάνω!» φώναξα δυνατά.

Τώρα νιώθω καλύτερα, αν και ο λαιμός μου πονάει φριχτά. Ο και-

ρός μαλάκωσε. Το φως της ημέρας είναι λιγοστό, αλλά κάπου κά-

που ένας πολικός ήλιος διακρίνεται μέσα από την ομίχλη και φω-

τίζει τη μέρα· σημάδι ότι θα επέλθει βελτίωση.