Ιστορία Χωρίς Όνομα made by ΚΥΝ

9
O Resil από την Αίγυπτο Ιστορία χωρίς όνομα

description

 

Transcript of Ιστορία Χωρίς Όνομα made by ΚΥΝ

O Resil από την Αίγυπτο

Ιστορία χωρίς όνομα

Συντελεστές:

Η ομάδα εργάστηκε συλλογικά για να παράξει το υλικό και αποτελούνταν από 8 παιδιά και δύο

βοηθούς – εμψυχωτές.

Επιμέλεια έκδοσης:

Όλη η ομάδα

Εικονογράφηση:

Όλη η ομάδα

Έκδοση: Θεσσαλονίκη Δεκέμβριος 2014

Copyright

Ο Resil ήταν ένα αγόρι 13 χρονών που ζούσε στην Αίγυπτο μαζί με την οικογένεια του, τη μητέρα

του, τον πατέρα του και τη μικρότερη αδελφή του. Ζούσαν όλοι μαζί σε μια πολυκατοικία σε μια

πόλη της Αιγύπτου. Στον πίσω τοίχο της πολυκατοικίας είχε ένα μεγάλο γκράφιτι με έναν νέο άντρα

με ανοιχτά τα χέρια και έγραφε “Δεν υπάρχει μέλλον”.

Ο Resil πήγαινε στο σχολείο και είχε πολλούς φίλους με τους οποίους έπαιζε διάφορα παιχνίδια

όπως: κρυφτό, κυνηγητό, ποδόσφαιρο, μπάσκετ και άλλα παιχνίδια. Ο ίδιος αγαπούσε το μπάσκετ.

Μιλούσε αράβικα και στη θρησκεία ήταν μουσουλμάνος. Σα χόμπι του είχε τη συλλογή

νομισμάτων.

Στο σπίτι είχαν ένα τζάκι. Η οικογένεια του Resil κατάφερνε να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της από

την εργασία του πατέρα. Δεν ήταν πλούσιοι αλλά τα έβγαζαν πέρα. Ο πατέρας εργαζόταν σε μια

κατασκευαστική εταιρία κάποιες φορές ήταν στο γραφείο αλλά τις περισσότερες μέρες δούλευε σαν

οικοδόμος. Ο Resil είχε καλές σχέσεις με τον πατέρα του και περνούσαν χρόνο μαζί.

Ο Resil είχε πάντα το κλειδί του σπιτιού του μαζί,

τον έκανε να αισθάνεται ασφαλής. Η οικογένεια από

πολύ παλιά είχε ένα φυλαχτό από πέτρα που

περνούσε από τους γονείς στα παιδιά. Αυτό το

φυλαχτό θα τον φυλούσε από το κακό.

Μία μέρα που ο Resil έπαιζε στην αυλή της πολυκατοικίας ξέθαψε από το χώμα ένα παλιό πολύ

παλιό χαρτί ήταν ο κανόνες από ένα θρησκευτικό βιβλίο, κάτι σαν τις δέκα εντολές. Ο Resil

αποφάσισε να το παραδώσει σε κάποιο μουσείο αφού πρώτα έβγαλε αντίγραφο για να κρατήσει και

ο ίδιος. Από το μουσείο έμαθε ότι το χαρτί αυτό ήταν περίπου 2000 χρόνων.

Στο Resil δεν άρεζε η γειτονιά του γιατί φοβόταν τους ναρκομανείς που σύχναζαν εκεί. Κάποιοι από

αυτούς είχαν όπλα. Υπήρχε και η φήμη ότι αυτά τα άτομα είχαν σκοτώσει κάποιον έμπορο

ναρκωτικών. Ο Resil φοβόταν. Στο σπίτι τους ο πατέρας του είχε ένα όπλο για την προστασία της

οικογένειας, είχε άδεια για αυτό. Είναι φυσικό στη χώρα που ζει ο Resil να έχει μια οικογένεια σπίτι

στο σπίτι τους. Η αστυνομία δεν έκανε τίποτα για όλα αυτά.

Ήταν τόσο φοβισμένος που έκλαιγε όλη μέρα. Ζήτησε από τους γονείς του να αλλάξουν περιοχή

αλλά αυτοί αρνούνταν γιατί αυτό το σπίτι βόλευε στο να είναι κοντά στη δουλειά του πατέρα του

και επίσης το ενοίκιο σε αυτή τη γειτονιά ήταν πολύ φθηνό. Η οικογένεια του Resil καταλάβαινε

πόσο σημαντικό ήταν να σέβονται την άποψη των παιδιών αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για

αυτό.

Ο Resil επειδή δε μπορούσε να πάρει απόφαση για το τι να κάνει και έτσι πήγε να μιλήσει με κάποιο

φίλο του για να μπορέσει να πάρει κάποια απόφαση. Αισθανόταν σα να μην μπορούσαν να τον

καταλάβουν. Αισθανόταν αβοήθητος. Μίλησε για όλα αυτά στο φίλο του αλλά και αυτός δε

μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Resil ήταν σε πολύ μεγάλο δίλημμα για το τι θα κάνει.

Μια βεντέτα που είχε ξεκινήσει πριν πολλά πολλά πολλά χρόνια μεταξύ της οικογένειας του και

μιας άλλης οικογένειας ήταν η αφορμή που μία μέρα ένας άγνωστος πήγε στο σπίτι τους. Η μητέρα

του Resil άνοιξε την πόρτα και τρόμαξε γιατί αυτός ο άντρας θα μπορούσε να κάνει κακό τόσο στον

άντρα της όσο και στα παιδιά τους. Η μητέρα του Resil ήταν πολύ αναστατωμένη και μίλησε στον

πατέρα του για αυτό. Ο Resil και η αδελφή του κρυφάκουγαν και έτσι τα έμαθαν όλα. Οι γονείς τους

είχαν αποφασίσει να φύγουν. Δεν είχαν χρόνο και δεν

μπορούσαν να βγάλουν χαρτιά για την Ευρώπη. Έτσι

αποφάσισαν να μπούνε παράνομα σε ένα εμπορικό

πλοίο. Δεν είχαν έγγραφα. Άρχισαν να μαζεύουν τα

πράγματα τους για να φύγουν. Ο πατέρας του Resil

προσπαθούσε να οργανώσει το ταξίδι,

χρησιμοποίησε ένα σημειωματάριο, ένα μολύβι και

τη βοήθεια του χάρτη, άλλωστε ήταν υπεύθυνος για όλους. Ο Resil έβαλε στην τσάντα του τη

συλλογή με τα νομίσματα του, λίγο φαγητό, το αντίγραφο από το παλιό έγγραφο με τις εντολές, το

φυλαχτό του, ένα λεξικό, ένα κινητό τηλέφωνο και ένα σφυρί. Στόχος της οικογένειας ήταν να πάνε

στη Αγγλία.

Ο Resil και η οικογένεια του έφυγαν από το σπίτι με τα πόδια. Περπάτησαν μέχρι την κοντινότερη

πόλη και από εκεί πήγανε με λεωφορείο στο πλησιέστερο λιμάνι. Δεν είχαν ταυτότητες ή άλλα

έγγραφα μαζί τους. Σκόπευαν να ταξιδέψουν παράνομα. Το μόνο που αγόρασαν ήταν εισιτήρια για

το λεωφορείο. Μπήκαν μέσα στο πλοίο κατά τη διάρκεια της νύχτας για να μην τους δει κανείς. Το

πλοίο ήταν ένα εμπορικό πλοίο και όχι ένα καράβι για μετανάστες. Αλλά ο καπετάνιος δε μετέφερε

μόνο εμπορεύματα αλλά καμιά φορά μετέφερε και μετανάστες.

Πριν να φύγει ο Resil με την οικογένεια του ανακάλυψε ότι δεν έχει παπούτσια τόσο δυνατά για να

περπατήσει. Έτσι ζήτησε τα παπούτσια ενός φίλου του. Με αυτά τα παπούτσια πέρασε πολλά ο

Resil. Περπάτησε και έφτασε μέχρι το λιμάνι για να φύγει. O Resil έκλαψε γιατί θα άφηνε τους

φίλους του και την πατρίδα του.

O Resil και η αδελφή του ήταν κρυμμένοι στο ψυγείο του πλοίου. Οι

γονείς τους δεν ήταν εκεί μαζί τους. Κάποια στιγμή ο καπετάνιος

ζήτησε από το σεφ – μάγειρα του πλοίου να μαγειρέψει και έτσι

έστειλε έναν από το πλήρωμα για να πάρει υλικά από το ψυγείο. Εκεί

ο βοηθός βρήκε τα δύο παιδιά, σοκαρίστηκε με την εικόνα των

παιδιών. Φοβήθηκε ότι μπορούσαν να είναι εγκληματίες ή κανίβαλοι.

Ο καπετάνιος ζήτησε χρήματα από τα παιδιά προκειμένου να τα αφήσει να μείνουν στο καράβι

αλλιώς θα τους έβαζε για βασανιστήρια στο ψυγείο. Ζήτησε από το βοηθό του να τους βγάλει από

το ψυγείο και να τους μιλήσει. Τα δύο παιδιά κατάφεραν να το σκάσουν και κρύφτηκαν σε άλλα

μέρη του πλοίου. Ο καπετάνιος ζήτησε από το πλήρωμα να ψάξει στο πλοίο για τα παιδιά. Όλο το

πλήρωμα προσπαθούσε να τους βρει. Κατάφεραν μετά από πολύ ψάξιμο να βρούνε τα παιδιά αλλά

όχι τους γονείς τους. Ο καπετάνιος με τη βοήθεια ενός μεταφραστή έμαθε τους λόγους που έφυγαν

από την Αίγυπτο.

Παρότι ο καπετάνιος ήταν ένας σκληρός άνθρωπος και δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Πρότεινε αν

δεν έχουν να πληρώσουν και το πλήρωμα δεν μπορεί να βρει τους γονείς του να τους ρίξουν στη

θάλασσα. Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε και να προσπαθούν να τον πείσουν να αλλάξει γνώμη. Μετά

από ώρα ο καπετάνιος δέχθηκε τα παιδιά να μείνουν σε ένα μικρό καμαράκι κοντά στον καπετάνιο.

Παρότι έψαξαν για τους γονείς δεν κατάφεραν να τους βρούνε.

Το πλοίο πήγαινε στην Αγγλία και μέχρι τώρα είχαν κάνει το μισό ταξίδι. Το πλοίο σταμάτησε στην

Ισπανία για κάποιες ώρες. Οι γονείς του Resil αποφάσισαν να κατέβουν από το καράβι γιατί νόμιζαν

ότι έφτασαν στην Αγγλία. Μόλις κατάλαβαν ότι δεν ήταν στην Αγγλία επέστρεψαν στο πλοίο. Ο

Resil και η αδελφή του έμειναν στο πλοίο.

Οι γονείς του Resil μόλις κατάλαβαν ότι δεν είναι στην Αγγλία και ότι τα παιδιά τους ήταν ακόμα

στο καράβι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να ανέβουν σ'αυτό. Πιάστηκαν από την αλυσίδα της

άγκυρας αλλά ο ένας από αυτούς τραυματίστηκε.

Ο καπετάνιος αφού μίλησε και με τους γονείς αποφάσισε να μη ζητήσει χρήματα. Ο καπετάνιος

τους δέχθηκε και συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Αγγλία όπου και έφτασαν μετά από μέρες. Δεν

τους έλεγξε η αστυνομία στο εμπορικό καράβι και πέρασαν το λιμάνι χωρίς πρόβλημα. Είχαν φτάσει

στο Λονδίνο.

Μόλις βγήκαν από το λιμάνι βρέθηκαν στο μεγάλο κεντρικό δρόμο με τις πολλές πινακίδες. Σε

αυτόν το δρόμο βρήκαν το γραφείο μιας μεγάλης κοινωνικής οργάνωσης. Εγγράφηκε σε αυτή όλη η

οικογένεια με τη βοήθεια μεταφραστών. Οι εργαζόμενοι της οργάνωσης τους έδωσαν κάτι να φάνε

και πληροφορίες για το πως θα πάνε στο νοσοκομείο για το τραυματισμένο χέρι του πατέρα. Επίσης

τους έδωσαν ένα κινητό για να έχουν επαφή μαζί τους.

Στο νοσοκομείο ο πατέρας του Resil έκανε ακτινογραφία και έλαβε όλη τη φροντίδα από τους

γιατρούς. Και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας εξετάσθηκαν στο νοσοκομείο. Μόλις τελείωσαν

από το νοσοκομείο στη διαδρομή τους προς το γραφείο της κοινωνικής οργάνωσης βρήκαν ένα

τζαμί και πήγαν να προσευχηθούν.

Η κοινωνική οργάνωση τους είχε βρει ήδη μέρος για να μείνουν σε ένα ξενώνα με το όνομα “Το

σπίτι της αισιοδοξίας”. Ο Resil και η οικογένεια του είχαν πια ένα δωμάτιο με τουαλέτα και ήταν

ασφαλής μακριά από την Αίγυπτο.

Ο Resil και η οικογένεια του ζήτησαν άσυλο στο Λονδίνο και αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες. Λόγω

των οικονομικών και άλλων προβλημάτων της χώρας που επηρέαζαν και την οικογένεια η κοινωνική

οργάνωση συνέχιζε να τους στηρίζει. Μετά το ξενώνα έμειναν σε ένα μικρό διαμέρισμα 20τμ. Ο

Resil και η αδελφή του πήγαιναν σχολείο και ο πατέρας τους έκανε μαθήματα γλώσσας ενώ με τη

βοήθεια του γραφείου ευρέσεως εργασίας βρήκε εργασία σε μια εταιρία που έκανε ανακαινίσεις σε

κτίρια και διαμερίσματα. Η μητέρα του Resil δεν εργαζόταν.

Έμειναν στο διαμέρισμα για περίπου 5 χρόνια. Ο Resil συνέχισε το σχολείο και πήγε στο λύκειο.

Έκανε καινούργιους φίλους και είχε μια κανονική ζωή όπως τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.

Μόνο ορισμένες φορές κάποιοι συνομήλικοι του τον πείραζαν και του επιτίθονταν λεκτικά λόγω της

χώρας καταγωγής του, του χρώματος του δέρματος του κ.α. Κάποιες φορές καταλάβαινε ότι οι

άνθρωποι στο δρόμο τον κοιτούσαν περίεργα σαν να ήταν κάτι διαφορετικό σαν να μην είναι μέλος

της κοινωνίας.

Ο Resil ήταν καλό μαθητής και ήθελε να σπουδάσει θετικές επιστήμες. Του άρεσαν τα μαθηματικά

αλλά τον ενδιέφερε και η λογιστική. Δεν ήθελε να γίνει καθηγητής και να διδάσκει σε σχολείο.

Ο Resil νοσταλγούσε τη χώρα του και τους φίλους του, ήξερε ότι δε θα μπορούσε ποτέ η οικογένεια

να ταξιδέψει στην Αίγυπτο λόγω των προβλημάτων που είχαν εκεί. Μιλούσε στο skype με τους

φίλους του και του είχαν λείψει πολύ.

Στα γενέθλια του Resil, μόλις έγινε 18 χρονών οι γονείς του του έκαναν δώρο ένα tablet και ένα

εισιτήριο για την Αίγυπτο. Είχαν καταλάβει οι γονείς του πόσο έλειπε στο Resil η Αίγυπτος και οι

φίλοι του.

Πήγε για μία εβδομάδα στην Αίγυπτο, οι φίλοι του τον περίμεναν σοτ αεροδρόμιο. Του είχαν

ετοιμάσει και ένα πανό που έγραφε “Καλώς Όρισες στην παλιά σου γειτονιά”. Όσο ο Resil ήταν στο

αεροδρόμιο σκεφτόταν τους φίλους του και πως θα ήταν η συνάντηση μετά από τόσα χρόνια. Μόλις

συναντήθηκαν άρχισαν οι φίλοι του να του κάνουν ερωτήσεις για τη ζωή στο Λονδίνο. Η συνάντηση

αυτή ήταν η αρχή μιας όμορφης εβδομάδας.