-Ένα-σεργιάνι-μέσα-στους-κόσμους-της-ύπαρξης-και-του-στοχασμού-ISBN-978-960-99881-5-5...

122
ΣΠΑΡΤΗ 1 9 8 9 —

description

by ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΑΤΕΑΣποιήματα...... ISBN 978-960-99881-5-5

Transcript of -Ένα-σεργιάνι-μέσα-στους-κόσμους-της-ύπαρξης-και-του-στοχασμού-ISBN-978-960-99881-5-5...

Σ Π Α Ρ Τ Η

— 1 9 8 9 —

Σ Π Α Ρ Τ Η

— 1 9 8 9 —

της ύπαρξης και του στοχασμού

Άνοιξε τη καρδιά σουστη καρδιά του κόσμου

και στοχάσου

ISBN 978-960-99881-5-5

Γιώργης Σωκρ. Καραμπατέας

Ενα σεργιάνι μέσα στους κόσμους

Έτσι γίνεσαι ποιητής

Επιτρέπεται η ανατύπωση και σε φωτοαντίγραφα

Κάθε γνήσιο αντίτυπο

φέρει την υπογραφή του συγγραφέα

Γεώργιος Σωκράτους Καραμπατέας Καθηγητής

Μπισκίνη 53 Ζωγράφου Αττικής

Τ.Κ. 157 71 Τηλ. 210 7783437, 27310 36218, 27210 98429

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Γεώργιος Σωκράτους Καραμπατέας, το τρίτο εκ των πέντε (3 άρρενα και 2 θήλεα) τέκνων του

Σωκράτους Παναγ. Καραμπατέα και της Ποτίτσας (Παναγιώτας) Σωκρ. Καραμπατέα (το γένος

Γεωργίου Καραμανέα), γεννήθηκε το έτος 1934 (16 Φεβρουαρίου) στον οικισμό Χώρα του Κέντρου

(Γαϊτσές), Δήμου Αβίας, Δυτικής Μάνης, του Νομού Μεσσηνίας.

Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο του χωριού του και στο Β' Δημοτικό σχολείο Καλαμάτας. Τέλει-

ωσε το οκτατάξιο Γυμνάσιο Καλαμάτας και σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα με υποτροφία της

Μητρόπολης Γυθείου, για το 1° έτος, του Συμβουλίου των Εκκλησιών, για το 2° έτος και του Ιδρύ-

ματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) για τα τρία έτη, ως αριστεύσας στις εξετάσεις του 1ου έτους

σπουδών. Υπηρέτησε κανονικά τη θητεία του (με εξαίρετον διαγωγήν) στο Ναύπλιο (Μηχανικό)

επί ένα έτος ως προστάτης της πατρικής του οικογένειας. Εργάσθηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαί-

δευση ως δάσκαλος των Θρησκευτικών και Ιστορικών μαθημάτων, ως σύμβουλος του σχολικού

επαγγελματικού προσανατολισμού (με ειδική εκπαίδευση σε εξάμηνο σεμινάριο) και ως μαθημα-

τικός στις Γυμνασιακές τάξεις (λόγω έλλειψης Μαθηματικού πτυχιούχου). Υπηρέτησε στα σχολεία:

Γυμνάσιο Σιδηροκάστρου Μεσσηνίας, Γυμνάσιο Γερακίου Λακωνίας, Λύκειο και Γυμνάσιο Ξηρο-

καμπίου Λακωνίας, Γυμνάσιο και Λύκειο Γαργαλιάνων Μεσσηνίας, Α', Β', Γ' Γυμνάσια Σπάρτης

και Α', Β' Λύκεια Σπάρτης. Με διακοπές (λόγω υπηρεσιακών αναγκών) από του έτους 1968 μέχρι

το έτος 1997, όπου έλαβε τη σύνταξή του, υπηρέτησε στο Α' Λύκειο Σπάρτης. Στο διάστημα της

υπηρεσίας του (1981) έλαβε το πτυχίο της Φιλοσοφίας (Τμήμα Φιλοσοφίας) από το Πανεπιστήμιο

Αθηνών. Στα έτη 1963-64 εργάσθηκε ως λαϊκός ιεροκήρυκας της Αποστολικής Διακονίας στη Μη-

τρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Με τη σύζυγο του Ποτούλα

(το γένος Πετρ. Πικάκη) δασκάλα, έγινε πατέρας δύο τέκνων: Σωκράτους και Φιλάνθης.

Έχει δημοσιεύσει: έξι ποιητικές συλλογές (σύνολον 872 ποιήματα), μία μελέτη (επισήμανση)

στον αθλητισμό (δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αριθ. 871934), τρία παιδικά βιβλία, ένα βιβλίο οδοιπορι-

κό στον Ταΰγετο και Πάρνωνα, ένα θεατρικό έργο, και δύο συλλογές διηγημάτων (άπαντα έχουν

κατατεθεί και φυλάσσονται στο συμβολαιογραφείο Χάρης Καλογερέα - Πειραιώς 1, Αθήνα). Έχει

δημοσιεύσει άρθρα πνευματικής καλλιέργειας, ηθικοθρησκευτικά, οδοιπορικά, φιλοσοφικά, οικο-

νομικής φύσεως, εκπαιδευτικά, κ.ά. γενικά, σε εφημερίδες του Ναυπλίου, της Σπάρτης και της Κα-

λαμάτας. Έχει καταθέσει προς φύλαξη το ιδιόχειρο ημερολόγιό του, χειρόγραφες ιδιόγραφες ερ-

γασίες προς επεξεργασία για δημοσίευση (Σκέψεις -Διδασκαλίες - Σχέδια αγωγής κ.ά.) σε δέκα πο-

λυσέλιδους τόμους και μεγάλο μέρος του προσωπικού του αρχείου στα Γενικά Αρχεία του Κρά-

τους Σπάρτης και ένα τόμο (φωτοαντίγραφο χειρογράφου) στην Εθνική Βιβλιοθήκη (Αθήνα), (ά-

παντα είναι στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου ερευνητού). Και τα δημοσιευμένα βιβλία του

(14) έχουν κατατεθεί στα Γενικά Κρατικά Αρχεία Σπάρτης.

Είναι μέλος: της «Πνευματικής Εστίας Σπάρτης», της «Υπαιθρίου Ζωής Σπάρτης», της «Πανελ-

ληνίου Ενώσεως Θεολόγων», του Πανελληνίου Συνδέσμου «Φίλοι των Ακριτών», του Συνδέσμου

των απανταχού Λακώνων «Ο Λυκούργος», του «Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου», του

συλλόγου «Κέντρου (Γαϊτσών) Αβίας Μάνης, Μεσσηνίας» και της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτε-

χνών» (ΠΕΛ).

Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με έπαινον για την παράδοση αρχαίων στο Μουσείο

Σπάρτης και από το Α' Λύκειο Σπάρτης με τιμητική πλακέτα και άλλα αναμνηστικά για την προ-

σφορά του ως εκπαιδευτικός.

Τα, ως παραπάνω, εκδοθέντα έργα του έχουν κυκλοφορήσει με τους τίτλους ως εξής:

1. Ο άνθρωπος και η φύση (ποιήματα) Β' Έκδ. Σπάρτη 1990, 2. Τρέχω για την υγεία μου (όχι για

πρωταθλητισμό) έρευνα στο αγώνισμα δρόμου σε βραδύ ρυθμό. (Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας Αρ.

871934). Β΄ Εκδ. Σπάρτη 2004, 3. Ένα σεργιάνι μέσα στους κόσμους της ύπαρξης και του στοχα-

σμού (ποιήματα). Σπάρτη 1989, 4. Με τη γλώσσα της αγάπης (ποιήματα-στίχοι).Σπάρτη 1990, 5.

Παιδικές Κουβεντούλες Α'. Β' Έκδοση Σπάρτη 2004, 6. Παιδικές Κουβεντούλες Β'. Β' Έκδοση Σπάρ-

τη 2004, 7. Ξεκίνημα από τα βάθη της σιωπής (ποιήματα). Σπάρτη 2001, 8. Όταν οι άνθρωποι αγα-

πάνε (και άλλα διηγήματα). Σπάρτη 2005, 9. Στα «γόνατα» του Ταΰγετου και του Πάρνωνα Σπάρ-

τη 2005, 10. Ο Χριστός Επιστρέφει στη Γη (φανταστική ιστορία. Θεατρικό έργο). Σπάρτη 2005, 11.

Στοχασμών ακούσματα (ποιήματα). Σπάρτη 2006, 12. Από την αιωνιότητα της ύπαρξης (ποιήματα)

Σπάρτη 2010, 13. Παιδικές Κουβεντούλες Γ' Σπάρτη 2010 και 14. Ανθρώπινη Επικοινωνία (διηγή-

ματα) Σπάρτη 2010.

5

Α.1. ΚΑΙ ΑΦΗΝΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ Ν ' ΑΠΛΩΝΕΙ

Θέλεις ν' αγκαλιάσεις το Σύμπαντό;Αν ναι, προπάθησε ν' αγκαλιάσεις

Το χαμόγελο του μικρού παιδιού,το ασπρολούλουδο του αγρού

το κελάρισμα του ρυακιούτο τραγούδι του δέντρου,

το τραγούδι του πουλιού,το παιχνίδιασμα του σκύμνου,

Το φλοίσβο της θάλασσας....και.... άφηνε τη καρδιά σου

ν' απλώνει.... ν' απλώνει...να γίνεται κάθε στιγμή απέραντος κόσμος.να γίνεται κάθε στιγμή απέραντη αγάπη...

6

2. ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΗΣ ΖΗΣΗΣ ΤΟ ΑΧΝΑΡΙ

Στο ύστερο της ζήσης το αχνάρι, που τρέμει με φλογίτσα απαλήτης Πίστης το Ουράνιο λυχνάρι, φωτίζει με μια γνώση μυστική.

Θεσπέσιοι οι κόσμοι των αγγέλων, σε ύμνους προς τον Πλάστη σιωπηλά,ανοίγουν τα αόρατα φτερά τους και στέλνουν της αγάπης τα φιλιά.

Πανέμορφα αθάνατα ανθίζουν τα λούλουδα στο κήπο της χαράςτα μάτια σιγοκλείνουν, ψιθυρίζουν τα χείλη, με χαμόγελα αγνά.

Την ύστατη υπόσχεση πασχίζω, με λέξεις κοσμικές να εκφραστώ,με δάκρυα ζεστά μου πλημμυρίζουν τα βλέφαρα, το πνεύμα, την ψυχή .

Ακούγονται απόκοσμα τραγούδια σε μέτρο και σε μέρος μυστικό,πλησιάζουνε αθόρυβ' αγγελούδια, προσφέρουν της ζωντάνειας τον παλμό.

Το δέος της στιγμής με αγκαλιάζει στου δρόμου τα στερνά ξεψυχητά,το είδωλό του είναι δεν φαντάζει, ο κόσμος των ονείρων δεν ζει πια.

Αντίκρυ μου το φέγγος της Αλήθειας, της Πλάσης της Αιώνιας, καθαρότη νύχτα της απάτης, της αδίκιας διαλύει, και της πλάνης κονιορτό.

Της κάκιας το είναι δεν το βλέπω, την άγνοια, το χάος, το χαμό,πλημμύρισαν τα Σύμπαντα με γέλια, με γλέντια, με χορούς, με προσευχές.

Οι άνθρωποι - παιδιά, γύρω μου παίζουν με σπίτια, με χωράφια, με λεφτά,ανόητοι μαλώνουν κλαψουρίζουν για ψεύτικα, για πλούτη, για ντουνιά.

Θυμάμαι που κι εγώ ανάμεσά τους, σαν ένας μασκαρότος στη σκηνή,που όλοι φλυαρούσαμε παρέα, το έρεβος θωρούσαμε μαζί.

Και ρώταγα φτωχό το λογισμό μου, που άστατα ξερνούσ' απελπισιά.Ξέρεις να πεις τι είν' ουσία μες το μηδέν και την ψευτιά;

Κι απάντηση δεν έπαιρνα καμμία στο άγχος της βιοπάλης, για να βρώμια θέση μες το κόσμο, να υπάρχω, να ζήσω, να δουλέψω, να σταθώ.

7

3. ΓΛΕΝΤΟΥΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ

Τα λούλουδα της άνοιξης δεν κρένουν, δεν μιλάνε,τα μυστικά τους όμορφα με τη σιωπή τα κρύβουν.

Σαν τα ζυγώνει δροσερό του δάσους το ρυάκι,απλώνουν τα φτερούγια τους, τα ροδοπέταλά τους,

στήνουν χορό στο άπειρο, γλεντούν με τους αγγέλους,στο μυστικό τους ιερό τον Πλάστη τους υμνούνε.

Στην καθ' αυγή χαμογελούν, σκορπάνε καλημέρεςσε μέλισσες, σε μπούρμπουνους, σε μύριες πασχαλίτσες.

Κοντά τους με χαμόγελα να τρέχεις και να μένεις.Λυπούνται στο μαράζωμα, ζαρώνουν στη κατήφεια,

χορεύουν όταν χαίρεσαι, φορούν τα γιορτινά τους.

4. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΒΗΚΑΝ ΓΟΡΓΑ

Τα χρόνια διάβηκαν γοργά, η ρούγα μας ρημώνει,φεύγουν σεμνές γειτόνισσες, φεύγουν γειτονοπούλες.

Η θειά Σοφιά σταμάτησε να λέει για νυφούλες,για δράκους, για πεντάμορφες και για βασιλοπούλες.

Της Σωτηρίτσας τα σκαλιά δεν τραγουδάνε, κλαίνε.Δεν κάθουνται πια όμορφες να πούν τα μυστικά τους.

Θλιμμένα σεργιανίζουνε κι αυτά τα αγριοπούλιαΔεν βλέπουν, δεν φογκράζουνται ανθρώπινες στρατούλες.

Δασώσανε τ'αγριόχορτα, δε φαίνεται το χώμα.Γατούλες, σκύλοι, άλογα δεν σκούζουν, βουβαθήκαν.

Το φαναράκι του λαδιού δεν λάμπει, δεν φωτάεικαι η τρελλή φλογίτσα του δεν παίζει, δεν χορεύει.

Όλα τα τύλιξε σφιχτά ο πέπλος της αφάνειας:τα γέλια, τα βελάσματα, τα πρόβατα τις γίδες.

Η φύση τώρα άπλωσε τ' απέραντα φτερά τηςκαι σαν μητέρα τρυφερά τα γλυκονανανουρίζει.

Στον ύπνο τους, που ήσυχα κοιμούνται, τον αιώνιοτα όνειρα τους δεν μπορούν τον πόνον τους να σβήσουν.

8

5. Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Σε φύτεψα μικρούτσικο στη μέση του πεζούλι,τα δυό σου πρασινόφυλλα, φτερούγες της ζωής σου,

φανήκανε, σαν βλάστησες, να βγαίνουν, σαν μυστήριοκι η μάνα γη σε έθρεψε ολόδροσ' αγγελούδι.

Μα τώρα βλέπε κι άκουγε δεντρί ποιά κρίματά μαςσκoτώνουνε την ύπαρξη, δική σου και δική μας.

Καπνοί μαυρίλας, σύννεφα μας δέρνουν στα κορμιά μας.Οι κλώνοι σου μαραίνουνται, τα άνθη σου ζαρώνουν,

τα πράσινα πνευμόνια σου δεν κλείνουν, δεν ανοίγουν,καθώς ο μαύρος θάνατος ολόκορμα μας σφίγγει.

Και οι καρποί σου, πριν γεννούν σ' αφήνουν κτυπημένοιμε τραύματα τριγύρω τους, με ρίγη στα ψαχνά τους.

Πλησιάζουμε, τους παίρνουμε, τους κάνουμε τροφή μας.

6. ΒΟΥΒΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Βουβά μπροστά στο θάνατο μ' ολάνοιχτα τα μάτιακοιτάζουνε ακίνητα, χωρίς σκέψη και κρίση.

Τα χέρια τους, τα πόδια τους κι αυτά τα δάκρυά τουςσταμάτησαν, νεκρώθηκαν, τα χτύπησε ο χάρος.

Ήταν μια νύχτα άσπλαχνη, πικρή, καταραμένηγι' αυτά, που τώρα έρημα εμείνανε στο κόσμο.

9

7. ΠΑΡΕ ΑΗΤΕ ΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΜΟΥ

Πάρε αητέ τις γνώσεις μου και δος μου τα φτερά σου,για να πετάξω στα ψηλά, στης Πίστης τα ουράνια,

να συναντήσω ήλιους, αστέρια, γαλαξίες,αγγέλους με χρυσόφτερα στους κόσμους της Αλήθειας.

Να δω θνητούς πως φαίνονται σαν είσαι μακριά τους,πως ανταμώνουν και πως ζούν μεσ' τις πτυχές τ' απείρου.

Τι κρύβεται στα σύννεφα; Στο χάος ποιός προστάζει;Ποιοί δραγουμάνοι κάθουνται στους θρόνους των αιθέρων;

Ποιοί φέρνουν την αφάνεια; Τους κόσμους ποιοί τους φτιάχνουν;Γιατί η μαύρη κόλαση, η φρίκη του πολέμου,

με πρόσωπο κοκκάλινο και δέρνει και λιανίζεικαι φτιάχνει νεκροκρέββατα τα έργα των ανθρώπων;

Τι στέκει μες το είναι μας σαν Μέγας Νομοθέτηςκαι δένει με τους νόμους του τον κάθε δυνατό μας;

Να δω από το άπειρο, το διάστημα του χάουςαν ο βαρύς ελέφαντας διαφέρει απ' το μερμήγκι,

τη χλόη, τ' αγριολούλουδα, τους γίγαντες των δένδρων,πως σαν το πράσινο χαλί φιλιούνται πλάι-πλάι.

Πως από κει θα φαίνουνται οι άρχοντες μεγάλοι,που σφίγγουνε στα δάχτυλα τον κάθε αδυνατούλη,

πως είναι οι πυραύλοι τους, που στήνουν και γκρεμίζουναρχές, θεσμούς, «Συντάγματα», κομπάρσους κι ελευθέρους.

Όλους τους βλέπω τόσους δα σαν ψύλου το ματάκι,ανίσχυρους να φύγουνε, κοντά κοντά ζεμμένους.

Κι' αν πάρουνε απόφαση και βάλουνε σε δράσητα όπλα, που στοχεύουνε το Σύμπαν στην καρδιά του

τροφή στις μυριόγλωσσες κι αχόρταγες τους φλόγεςθα γίνει ο καθένας μας μικρός και μεγιστάνας.

Να δω κι αυτούς, που έχουνε του κόσμου την ειρήνησαν τα κλειδιά στην τσέπη τους, και κλείνουν και ανοίγουν.

10

Τότε να δω πόσο φελά να νοιώθεις κλειδωμένοςαφού κι αυτοί που σ' έκλεισαν το ίδιο σκλάβοι είναι.

Κι όταν, σαν όνειρο ζεστό, τη ζήσω την ομόνοιακαι νοιώσω τους ανθρώπους μας σφιχτά αγκαλιασμένους,

τότε, πονόψυχο πουλί, έλα να πάρεις πίσωαυτά, που μου εδάνεισες, γοργόπετα φτερά σου

και δος μου τη σοφία μου, μου χρειάζεται πια τώρα.Θέλω να γίνω δάσκαλος στου κόσμου το σχολείο.

Νάχω τριγύρω μαθητές ζώα, φυτά κι ανθρώπους,φτωχούς, μικρούς κι ανήμπορους πλουσίους και «Λαζάρους»

και να τους πω πως, για να δείς όλα αυτά στ' αλήθεια,πρέπει να γίνεις αητός σε Πίστη κι Αγιωσύνη

Θα πέσεις τότε προύμυτα, προσκύνημα θα δώσειςσε μια μεγάλη λευτεριά, που μόν' αυτός τη ξέρει.

8. ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Αν είχα των αγγέλων τα φτερά, θα πέταγα στης Πίστης τα δασύλια,ν' ακούσω της Αγάπης μυστικά, να ζήσω της Αλήθειας τα Μυστήρια.

Αν είχα των αγγέλων τη λαλιά, θα έψελνα ουράνιες μελωδίεςκαι ύμνους σε μια γλώσσα ευλαβικιά, που διώχνουν της καρδιάς τις τρικυμίες

9. ΠΟΙΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΙ ΤΗ ΖΩΗ

Κι οι δύο τους εχαθήκανε στο τρέξιμο της ρόδας,αμούστακα στη νιότη τους, στη γνώση και στη πείρα.

Ποιό θέλω τους οδήγησε στου χάρου το στεφάνι;Για ποιό σκοπό στοχεύσανε τη μαύρη κείνη ώρα;

Κανείς ποτέ δεν φρόντισε κανείς δεν εστοχάστειγιατί το γκάζι πάτησαν σε τρέξιμο θανάτου.

Ποιός κουμαντάρει τη ζωή σε νιούς και γερασμένους;Η σκέψη ή η σύνεση; η πείρα ή η γνώση;

Αυτά πολλοί ασπάζονται οι λίγοι όμως τούτο:Της ύπαρξης το ένστικτο ρυθμίζει τη ζωή μας.

11

10. ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΕΛΩ

Στην ύπαρξη δεν έδωσε μεγάλη σημασία,δεν είδε και δεν ένοιωσε την ζήση σαν αξία.

Έτσι το πρώτο δίλημμα τον τύλιξε στα μαύρα.Είδε τον κόσμο άνοστο, με νόημα κανένα.

Στο δεύτερο του πρόβλημα βυθίστηκε στη πλήξη.Επάλαιψε απρόθυμα για άλλων το χατήρι.

Εσπούδασε, εδούλεψε χωρίς κανένα κέφι,στων άλλων την διασκέδαση ευρήκε τη δική του.

Κρατήθηκε στην ύπαρξη χωρίς αυτός να θέλει,αλλά γιατί το θέλησαν οι φίλοι του κι η φύση.

11. Ο ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΟΣ ΔΙΣΚΟΣ

Βλέπεις αυτόν, που σεργιανά σαν δίσκος φλογισμένος;Δεν έχει νούν και λογική, βιβλία δεν διαβάζει.

Βραβεία δεν νοστάλγησε και νόμους δεν συντάσσεικαι άψυχο τον θέλουνε οι πολυσπουδασμένοι.

Αυτός λοιπόν ο άψυχος ζεσταίνει και φωτίζειμε έξοδα της τσέπης του, με καύσιμα δικά του.

Χωρίς καμμιά του μηχανή ρυθμίζει, λογαριάζει,αλλάζει νόμους και θεσμούς, δίνει ζωή και παίρνει.

Με τη δική του συντροφιά, ζώα, φυτά κι ανθρώποιγεννιούνται και παντρεύουνται, γλεντάνε και πεθαίνουν.

Τού ήλιου είναι θρέμματα, παιδιά αναστημένα.

Γι αυτό και οι προπάτορες τον δίσκο αυτό της ζήσηςμε πίστη τον λατρεύσανε, Θεό τον προσκυνήσαν.

Μέσ' απ' τα έργα τ' ορατού ηλιού μου θέλω νάμαιειλικρινής και τίμιος προσκυνητής του Άλλου

12

12. ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΙ ΧΑΡΕΣ ΜΑΖΙ

Τι δίνει ευχαρίστηση στο δρόμο της θυσίας;Στις πίκρες και στα βάσανα, στο κάθε καρδιοχτύπι;

Πως συγχορεύουν και γλεντούν τα δάκρυα κι οι χαρές μας;Πως κουμαντάρουν στόχους μας, ζυγίζουν την ζωή μας.

Αυτά, που σαν αντίθετα νομίζεις πως υπάρχουν,πως τέλεια συνεργάζουνται στης μάχης την παλαίστρα;

Μήπως αυτά που φαίνουνται σαν πόνοι και σαν λύπες,σαν άσχημα και όμορφα, σαν άστοχα και νίκες,

είναι στη φύση τους σωστά και όμοια στην ουσίακαι μόνο μες τη σκέψη μας διαφέρουν μεταξύ τους;

Μήπως αυτό, που λέγουμε και νοιώθουμε σαν λύπηείναι απλά μι' αλλοιώτικη χαρά στην ύπαρξή μας;

‘Οταν καθάρια και σωστά δουλεύ' η λογική μαςκαι άψογα με σύνεση στοχάζεται και βλέπει,

διώχνει μακρυά τα αισθήματα, που φέρνουν αλλοιώσειςκαι ρίχνουνε τον άνθρωπο σε βάσανα και κόπους.

13. ΤΟΥ ΠΛΑΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΗΝΥΜΑ

Εσείς, που γονατίζετε μ' ευλάβεια μυστική,με Πίστη, σαν προσεύχεσθε στου κόσμου το μυστήριο,

και έχετε στη ζήση σας, για φίλο σας πιστό,τη θέληση ν' ανέβετε στα ύψη της Αλήθειας,

ακούτε μες το είναι σας αγγέλων μελωδίες.Του Πλάστη είναι μήνυμα, μαζί σας σιγοψέλνουν.

13

14. ΚΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΜΙΛΗΣΑΝΕ

Εσείς βουνά που ήρθατε προτήτερ' από μένακι ακούσατε και είδατε τις νύφες να χορεύουν,

εσείς κορφές, που γίνατε ο θρόνος τα λημέρια,σε κλέφτες που ατρόμητοι λεβέντες της Αλήθειας,

τους κάμπους περιφρόνησαν και πλούτη και καλά τουςκαι πήραν τον ανήφορο για λεύτερες ραχούλες.

Εσείς δενδρά περήφανα, οξυές, πεύκα κι ελάτια,που δώσατε τον ίσκιο σας καθάριο τ' οξυγόνο,

σε άνθρωπους, σε ήρωες, Θεούς και ημιθέους,τσοπάνους λεβεντόκορμους, πανώριες βοσκοπούλες.

Φωνάχτε όρη και βουνά το δίκιο της Αλήθειας,εσείς που πρώτα είδατε το φως της λευτεριάς μας.

Γι' αυτά που πρωτομάθατε σε χρόνους περασμένους,ανοίξατε το στόμα σας και γίνετε δασκάλοι.

Μιλήστε με τους βράχους σας, χαράρδες και σπηλιές σας,τρεχούμενα ποτάμια σας, διαμάντινες βρυσούλες.

Καλέστε σε πανσύναξη τις πέρδικες, τ' αγρίμιατα δένδρα π' απομείνανε, τους λίγους σας ξωμάχους.

Μιλήστε το παράπονο, που καίει την καρδιά σας,τις πίκρες τα στενάγματα, π' ολήμερα σας δέρνουν.

Μιλήστε και ας κλάψουνε αυτοί, που αγαπούνεεσάς και τους κατοίκους σας, την άσπιλη ζωή σας.

Και τα βουνά μιλήσανε κι' η βροντερή κραυγή τουςσαν ταύρου, που τον σφάζουνε, απλώθηκε στο Σύμπαν

–Μας καίνε, μας ντροπιάζουνε, μας σχίζουν, μας μολύνουν.Κομμάτια σαν τις πλεύρες μας, γυμνές τις παρατάνε.

–Σαν πεινασμένοι βέβηλοι, του κέρδους τυχοδιώκτεςψάχνουν βαθειά στα σπλάχνα μας, αρπάζουν θησαυρούς μας

κι ακάλυπτες αφήνουνε θεόρατες πληγές μας,παγίδες για ανήξερους, παιδάκια, ταξιδιώτες.

Ποιός άκουσε τον πόνο τους; Ποιός μπήκε στην καρδιά τους;Ποιά μάτια δεν δακρύσανε στο κλάμα της μιλιάς τους;

14

15. ΕΧΕΙ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΑΠΕΙΡΟ

Δεν με συντρέχει το μυαλό, ο νούς μου δεν κινείταιμπροστά στο μεγαλείο Σου.

Ασάλευτος μ' ευλάβεια, μαζεύω τις δυνάμεις μου στα μάτια και στ'αυτιά μου,να βλέπω, να μαγεύουμαι, ν' ακούω το μυστήριο.

Δεν τη ποθώ την μάθηση, δεν θέλω πια να ξέρωτι είναι τα βλεπούμενα, πως στέκουν, πως υπάρχουν.

Μωρός είμαι στη σκέψη μου, ανήξερος στο νού μου,δεν είναι η σοφία μου φτιαγμένη για τη γνώση.

Τα σταγονίδια του νερού που πέφτουν σαν βροχούλαστους δρόμους και στους κήπους μας, στις στέγες των σπιτιών μας,

χορεύουν τα τραγούδια τους, τα δέντρα μας ποτίζουντα ζώα και οι άνθρωποι ρουφούν και ξεδιψάνε.

Τι είναι αυτό το άχυρο, που σέρνει ο αγέρας;Πως ήρθε εις την ύπαρξη, ποιός δρόμος το προσμένει;

Τέτοιες εικόνες άπειρες, στου κόσμου τ' Άγιο Βήμα,τις ζούμε και τις νοιώθουμε, σαν φύση, σαν ουσία.

Μα ποιός μπορεί, περήφανα, να πει πως ερμηνεύειαυτά που βλέπει και ακού, αυτά π' απολαμβάνει;

Ποιός το κατόρθωσε ποτέ αυτό το Μέγα θαύμα,να βλέπει με αλήθεια στο είναι του ντουνιά μας;

Το Άγνωστο, που φαίνεται στην όψη του μονάχα,έχει το βάθος άπειρο, απέραντο το πλάτος.

16. ΔΥΟ ΞΕΝΟΙ

Ποτέ δεν ανταμώσανε στη γνώση, στη σοφία,στο γρήγορο ξεκίνημα, στης ζήσης το τροχάδι,

Ο καθ' ένας το δρόμο του τον παίρνει, τον βαδίζει,ποτέ δεν αναζήτησε δε ρώτησε τον άλλον

πως βλέπει, πως αισθάνεται τον κόσμο, τους ανθρώπους,τα δένδρα και τις θάλασσες, βουνά και πεδιάδες.

Ποθεί ο κάθε άνθρωπος μια στέγη να κουρνιάζειδουλειά, ψωμί, ασφάλεια, και λίγη «καλημέρα».

15

17. Η ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Όταν η θλίψη - γάγγραινα σε τρώγει λίγο-λίγο,και σου στενεύει μέσα σου το πιο στενό κελί σου,

πως θα μπορούσες, λεύτερος, να λες και να κομπάζειςπως είσαι, και πως στέκεσαι σωστά στα λογικά σου;

Πως γίνεται ο άνθρωπος την πίκρα όταν παίρνει;Ποιές είναι οι δυνάμεις του, που δεν τον απαρνούνται;

18. ΤΟ ΘΕΛΩ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

Που κελαηδάς καλύτερα μικρό μου καναρίνι,στο δάσος με συντρόφους σου ή στο μικρό κλουβί σου;

-Για ποιούς συντρόφους μου μιλάς; Για ποιό δάσος μου κρένεις;Εγώ ποτέ δεν πέταξα πιο πέρ' απ' το κλουβί μου.

-Δεν θάθελες να έφευγες, να βρείς τη λευτεριά σουνα σχίζεις με φτερούγες σου τον άνεμο στον λόγγο;

-Τι είν' αυτή η λευτεριά, ποτέ μου δεν την είδα.Δεν ξέρω κελαηδήματα, εκτός απ' τα δικά μου.

-Για κοίτα το πορτάκι σου, το διπλοκλειδωμένοκαι σκέψου τι θα έκανες αν κάποιος το ανοίξει.

-Θα πέταγα στο δένδρο μας, που είναι στην αυλή μαςκαι έπειτα, αν ήθελα, θα γύριζα ξοπίσω.

-Αυτό το ΘΕΛΩ φίλε μου, που συ εδώ στερείσαικλεισμένος μες τα κάγγελα, το λένε ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΟΥ

16

19. ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ

Χρόνια και χρόνια όρθιος, ακίνητος, δεμένοςστο τρίστρατο του διάβα σου, στα στείρα στενοδρόμια

μιλάς με τους διαβαίνοντας, που παίρνουν χωρίς κόποτο πρώτο, που συνάντησαν, γιδόστρατο μπροστά τους.

Μα συ δε το κατόρθωσες ποτέ στη ζήση μέσααστόχαστα, ανέμελα, το δρόμο σου να πάρεις.

‘Ετσι στητός, σαν άγαλμα κοιτάζεις με το βλέμματο άπιαστο, τ' αόρατο του Σύμπαντος να δεις.

Να αγναντέψεις τ' άφθαστο, το μόνιμο, το στέρεο,που έχει για ουσία του το άφθαρτο του είναι.

Βλέπεις τα δένδρα, τα πουλιά, τα ζώα, τους ανθρώπουςνα ζούνε, να πεθαίνουνε, να έρχουνται, να φεύγουν.

Βλέπεις τα μαύρα σύννεφα, τα χιόνια, τα χαλάζια,να χύνουν ζωοδότα τους νερά μέσα στη φύση.

Και σκέπτεσαι ολόμονος. Τι είναι αυτά που βλέπω;Ποιά είναι η ουσία τους, και ποιός γι αυτά φροντίζει;

Ποιός δρόμος, οδηγήτορας σ' αυτό το σταυροδρόμισε φέρνει στην απάντηση, σου δίνει την αλήθεια;

Εάν χωρίς αντίρρηση ακούεις τους κανόνεςτης γνώσης, της παράδοσης, καθώς σου τους διδάσκουν,

πως θα σου είναι μπορετό συνάμα να κρατήσειςελεύθερο το είναι σου, τη θέληση τη σκέψη;

Στέκεις μπροστά στις γνώσεις σου, ζητάς τη συνδρομή τους,μα κούφιες και αδιάφορες, σου δείχνουνε το χάος.

Παίρνεις τότε απόφαση να ζήσεις, να υπάρξειςσαν άγνωστος, σαν πλάνητας, απ' όλα σαν δραπέτης

.

17

20. ΜΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙΣ ΑΝΑΝΔΡΑ

Στο δρόμο, που σε έταξε, να παίρνεις νύχτα - μέρα,να είσαι οδοιπόρος του, χωρίς στάση κι ανάσα,

σαν φύλακας ανύστακτος, φρουρός στο μετερίζι,που σούλαχε ολήμερα, ακρίτας, να φυλάγεις,

μην δραπετεύσης άνανδρα, δειλά σαν λιποτάχτης,Πιστός μείνε στο χρέος σου. Μη φύγεις! Αγωνίσου!

Τα χρόνια, που περάσανε και σ' άφησαν ξοπίσω,σε βλέπουν να τρικλίζεσαι, να γέρνεις, να λυγίζεις.

Και σου φωνάζουν. Πρόσεχε! Θα πέσεις! Συγκρατήσου!Μην παραδίνεις άσπλαχνα τους τόπους, που σε θρέψαν.

Ρίχνε σωστά τους λόγους σου, σαν σπόρους βλογημένους,με σύνεση, με φρόνηση, απλόχερα χορτάτα.

Σαν δίχτυα σωτήρια, ν' απλώνουν τα ριζά τους,να παίρνουνε ουράνια ζωή και να βλαστήσουν

στις άδολες, ανέγγιχτες ψυχές, που περιμένουνμ' αθάνατη και γνήσια τροφή να μεγαλώσουν.

Μη σε κουράζει το κακό, π' απλώνεται μπροστά σουΑπάτη είναι και μηδέν, στο τίποτα σκοπεύει.

Θ' ακούσεις απ' το στόμα του πικρόλογα, βλασφήμιες,θα είσαι συ ο στόχος του σε ύβρεις, σ' ειρωνείες

μα μείν' ορθός αθόρυβα, στις άγιες ψυχές τους,τα θεία λόγια φύτευε βαθειά μες στην καρδιά τους.

Και τότε θα ανθίσουνε χαμόγελα αλήθειας,σαν άνοιξη στο πρόσωπο, σαν άγγελοι θα κρένουν.

Και θα μιλήσουν το σωστό με δέος στη σιωπή τους,ολόδροσα, ολάνθιστα θα έλθουν, θα πλησιάσουν.

Θα σ' αγκαλιάσουν πρόσχαρα, φιλιά θα σε γεμίσουνκαι μεσ' τα φιλοκάρδια σου θα στάξουν παρηγόρια

Και τότε θα γλυκάνει σου η στράτα σου δω κάτω,Παράδεισο στη ζήση σου δεν θα ζηλέψεις άλλον.

18

21. ΜΙΛΑΝΕ ΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Δεν είναι τα άστρα τ' ουρανού, που δείχνουν μου τον δρόμο,που λάμπουν σαν τρεμάμενες τρελλές φωτολαμπίδες.

Δεν είναι οι απέραντοι απλόχωροι πυθμένες,της γης τα βαθουλώματα, σαν γλυκομουρμουρίζουν

αμέτρητες στορίες τους, ταξίδια και ναυάγια,ενώ σφιχταγγαλιάζουνε στα σπλάχνα τους συντρίμμια.

Αυτά κι' όταν τα βλέπουμε αυτά κι όταν τ' ακούμε,ολίγο μας συντρέχουνε στο μέτριο θαυμασμό μας.

Εκείνα, που μ' ευλάβεια κινούν την προσοχή μου,και σέρνουνε τη σκέψη μου, σαν άδολο μωρούδι,

της φύσης είναι τ' άπιαστα, τ' αόρατα, που μένουνανέγγιχτα φαντάσματα, σωστές ιδέες – πνεύμα.

Πως τα μιλάνε οι πολλοί, οι λίγοι πως τα ορίζουν,ποιό όνομα τους φύλαξε η γνώσ' η επιστήμη;

Eίναι τραγούδι' ανθρώπινα, για ν' άχουμε να λέμεμε τύπους, με τεχνάσματα της φύσης τα μυστήρια.

22. Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ - ΜΗΝΥΜΑ

Έχει τ' ανθρώπου ο κορμός πολύπλοκες συνθέσεις,πολλά τα εξαρτήματα, λεπτότατες συνδέσεις.

Όταν τα πάντα λειτουργούν καλώς στη ρύθμισή τους,καθόλου δεν αισθάνεσαι κι' αυτήν την ύπαρξή τους.

Ευχάριστα, χαρούμενα την ζεις με ησυχίατην όλη σου υπόσταση και νοιώθεις ευεξία.

Μα σαν και το ελάχιστο της όλης σου ζωντάνιαςαρχίζει να κουράζεται ή παύσει να δουλεύει,

μηνύματα - πονέματα, μικρά, κοφτά, μεγάλασε ζώνουνε στο σώμα σου, σου λένε να προσέξεις.

Γιατρό καλείς για έρευνα να κάνει στο κορμί σουκαι γρήγορα για φάρμακα σου λέγει και διαίτες

και τότε επανέρχεται το άτακτό σου μέροςκαι πάλι στο καθήκον του χωρίς διαμαρτυρίες.

19

23. ΝΑ ΣΕΡΓΙΑΝΙΣΩ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ

Την άνοιξη, στα τρίστρατα να βγω, να συμπαντήσωνα δρέψω αγριολούλουδα, λευκάτες μαργαρίτες.

Να σεργιανίσω σαν παιδί, τις γίδες να βοσκήσω,τρελλές τούμπες, ανέμελα, να κάνω στο γρασίδι.

Να κάτσω παραμάσχαλα στης Χώρας το ποτάμι,στα γέρικα πλατάνια του με τις καβουρομάνες

Να σκύψω στις λιμνούλες του, στη γούβα του Λιακούνην' ακούσω το παράπονο του βάτραχου, του λεύκου.

Να πιω νερό κρυστάλλινο στου μύλου τη βρυσούλασαν τότε, που ξεδίψαγα γυρνώντας απ' το βράχο.

Το χέρι μου στο μέτωπο να βάλλω, ν' αγναντέψωεκεί ψηλά τον Κόμπιτσο* που στέκει γατζωμένος.

Να του μιλήσω μια φορά ακόμα κι όχι άλλη,να θυμηθώ να θυμηθή τις πρώτες μας κουβέντες

* όνομα βράχου

24. ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ

Μαζεύτηκα σαν κούρβουλο, οχτάχρονο παιδούλι,στην πέτρινη του χτήμα μας τη μάντρα και με δάκρυα

εκύταζα απέναντι θεόκλειστο σχολειό μαςκαι χίλιοι φόβοι άγνωστοι, βουβοί με συνεπήραν.

Ο πόλεμος που σάρωσε λεβέντες νιούς και γέρουςαρχίζει με αχόρταγες δαγκάνες να τραβάει

τους πόθους μας, τα όνειρα, που πλάθαμε μ' ελπίδεςμέσα σ' εκείνο το σχολειό, που τώρα αμπαρωμένο,

πεθαίνει μες στον πόνον του, ξεφτά λησμονημένοεδώ στην άκρη του χωριού, μουγγό, χωρίς φωνούλες.

Ψυχόγνωρο συμπάντημα, εγώ σχολιταρούδι,πως τάχατες σαλέψανε τα μύχια της καρδιάς μου

και κίνησα κι ανέβηκα σκαλί - σκαλί κοντά τουκαι πέρασα σαν άνεμος την πόρτα την κλεισμένη

κι αγκάλια αγκάλια κλάψαμε σαν μια ψυχή οι δύο μαςτο χτίρι που ζωντάνεψε, κι εγώ το μαθητούδι

20

25. ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΖΩΗ

Τα δέντρα, όταν βρέχουνται και στάζουνε τα φύλλα,και με περίσσια φρόνηση ποτίζουνε το χώμα,

ζωή δίνουν στην πλάση μας, χαρά και πανηγύριαγιομίζουνε τη ζήση μας, στολίζουν το ντουνιά μας.

Τα σπουργιτάκια πρόσχαρα, χωρίς κανένα φόβο,τσιμπάνε στην υγρόχλοη σποράκια ,σκουληκάκια.

Κι ο ζευγολάτης γελαστός μπροστά στο παραθύριβλέπει και χαίρεται διπλά για τη πολλή σοδιά του.

26. ΟΙ ΧΑΛΑΣΤΑΔΕΣ

Και μέσα στα χαλάσματα ακούγουνται ψιθύροι.οι γιοι είναι της ρήμωσης που γκρέμισαν το σπίτι.

Είχαν δουλέψει σκοτεινά, σε στέγη σε θεμέλια,ολόγυρα του σκάψανε, στους τοίχους, στις πλευρές του.

Γεμίσανε τα χρόνια τους με πόλεμο, με τρόμο.Μπουκώνανε αχόρταγα του θάνατου τις νύχτες

27. ΟΙ ΔΕΙΧΤΕΣ ΣΤΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΟΥ

Οι θρήνοι και τα βάσανα, που δέρνουν και κουράζουνστη ζήση την ανθρώπινη, ασκούνε την ψυχή μας,

Πολύτιμ' είναι δάσκαλοι στου βίου τα τερτίπια,στα τρίστρατα της σκέψης σου σου δείχνουν να περάσεις.

21

28. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ

Ποιό είναι το αθάνατο, που δεν γνωρίζει τάφο,που προσμονά ανάλλοιωτο σε ζέστες και σε κρύα;

Ή μήπως είναι άναρχο κι αιώνιο το ένακαι μέσα στα ανέγγιχτα γυρεύουμε να βρούμε

αυτό, που δε γεννήθηκε ποτέ του και δεν είδετου ήλιου τις ολόφωτες ακτίνες να το λούζουν

αυτό, που δε περπάτησε σε δάση, σε ρουμάνιαδεν άκουσε τις πέρδικες, τον κότσυφα να ψάλλουν,

της θάλασσας τα κύματα δεν χτύπησαν μπροστά του,ποτέ του δεν εμάζεψε πετράδια στ' ακρογιάλια.

Αυτό που είναι άπιαστο χωρίς ποτέ να τρέχεισ' αιθέρες με ανάλαφρες φτερούγες, πουπουλένιες.

Αυτό που μένει δίπλα μας, που ζει με μας, με όλους,που βλέπει με αιώνια, αόρατα τα μάτια

κάθε γωνιά στη σκέψη μας στα μύχια της καρδιάς μαςτο λίγο, το μικρούτσικο, που έχουμε δικό μας,

29. ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Είναι; Δεν είναι μπορετό να ξέρω πια τι λέωΒλέπω; Δεν βλέπω; Αγνοώ. Υπάρχω μόνο ξέρω.

Το χάος της αγνοίας μου, χωρίς Εσένα, τάφοςαόρατος, αχόρταγος, με σέρνει, με ρουφάει.

Μέσ' από Σένα γνώρισα τι είμαι, που ανήκω,το νόημα της ύπαρξης, της ζήσης μου το θέλω.

Όταν κινώ τα μάτια μου μακρυ' από τα δικά Σουσκοτάδι μαύρο, άσπλαχνο, σαν δράκος με φτερούγες

μ' αρπάζει, χωρίς λύπηση, στα πύθμενα του δέουςμε φέρνει και ο δύστυχος θρηνώ, χωρίς να ξέρω

Τι τώρα μου συνέβηκε; Ποιός σίφουνας με πήρε;Ποιός κεραυνός με χτύπησε; Σε ποιό κελί κλεισμένος;

22

Ποιάς φυλακής επέρασα πόρτες μικρές, μεγάλες,ποιές αλυσίδες έζωσα τριγύρω στο κορμί μου.

Αιχμάλωτος στη σκέψη μου ακούω της αβύσσουτο θρόϊσμα, που ύπουλα πλησιάζει να με πάρει

Έλα Εσύ Γαλήνιε, Πιστέ, Μεγάλε ΦίλεΠράος, Ευθύς, Απέραντος πλησιάζεις, ναι, με βλέπεις.

Γίνεσαι συ για μένα Ναι! Μεγάλα δύο μάτιακαι βλέπω στις απάτητες του κόσμου τις πεζούλες

Ανέσπερο, ολόφωτο, το φως των οφθαλμών Σου,καθώς το φως της πίστης μου τη λάμψη Τους σιμώνει.

30. ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Το φώς της γνώσης, της απλής, που βγαίνει χρυσαφένιο,αθάνατο, ανόθευτο, κοντά σε κάθε πλάσμα,

σε κάθε ρίζα και κλωνί, σε κάθε χορταράκι,που μεσ' από τα σπλάχνα της, της μάνας γης το φίλτρο

φυτρώνει η Αλήθεια, σαν Φως Σου και απλώνειτις ρίζες του, το φύλλωμα, παχείς καρπούς να φέρει

Και τρέφει ασταμάτητα με νάματα αιώνιακάθε παιδί της πρόθυμα φιλόστοργα κοντά της

Μεγάλο κι απλησίαστο, απύθμενο μυστήριοαυτό, που λένε βλάστηση κοινή, γνωστή σε όλους.

Μ' αυτά τα μάτια τα γνωστά, π΄ απλώχερα στη φύσηεσκόρπισε ο Πλάστης της βλέπω κι Αυτόν τον Ίδιο.

23

31. ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΟΣ

Είμαι μικρός στη δύναμη στο βάρος και στον όγκο.Μα, σαν το είναι μου γερά προσδέσω με το Σύμπαν

με μιας γιγάντιος γίνομαι, απέραντος, πληθώρας,σιμά στ' αστέρια τ' ουρανού ζυγώνω κι αγναντεύω.

Γυρεύω με το βλέμμα μου, την έρευνα, την σκέψη,τι είναι και πως κρύβεται «πιο περ' από τα άστρα».

Μ' άν λάχει κι αποκόβουμαι και μένω μόνος έρμοςχωρίς την τέλεια όψη Σου, χωρίς τη δύναμή Σου,

ζητιάνος περιφέρουμαι, γυμνός, παραδερμένοςστης σκέψης τους στενόδρομους να βρω λίγη Αλήθεια.

Τρέχω σε μέρη άγνωστα, μ' αγνώστους να μιλήσω,μην έτυχε κι αντάμωσαν εκείνοι την Αλήθεια.

Βουβοί κι αυτοί με βλέπουνε ανήμποροι μπροστά μου.Αυτό που είχα κι έχασα κι εκείνοι το γυρεύουν.

32. ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

Στα τρίστρατα, στους λόγγους μας γυρίζω, σεργιανίζω.Να βρω ψάχνω την Άνοιξη, που κρύβεται μονάχη.

Κρυστάλλινα ολόδροσα, καθάρια περπατάνεχιονόνερα στις πλεύρες μας, π' ο ήλιος καθρεφτίζει.

Δεν είναι τα μπουμπούκια της, τα πράσινα κλαδιά της,το λάλημα του κόσυφα, τ' αηδόνι μες τη νύχτα.

Είναι της νιότης η ζωή, που σφύζει ,που κοχλάζει,που θέλει και υπόσχεται να δώσει ευτυχία.

Ο γέρος καλοκάθησε στον ήλιο του χαγιάτι,χαϊδεύει το γενάκι του, γελά ευτυχισμένος.

Να παίζουν βλέπει πρόσχαρα εγγόνια, κοπελούδια,μ' αρνάκια να χορεύουνε στου κήπου το γρασίδι.

Αυτό είναι η Άνοιξη, και ζει μες΄ τη καρδιά μας.Απλότητα, αγνότητα, γέλιο, χαρά, παιχνίδια.

24

33. ΣΤΑ ΞΕΝΑ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙΣ ΘΥΜΙΣΟΥ

Διαβάτη π΄αρχίζεις ταξίδιμεγάλο, σε δρόμους τραχείς,

τα πόδια με πόνους θα γείρουνθα πέσεις στο τέλος πριν ρθείς.

Τι θέλεις στις ξένες πατρίδες;τι ψάχνεις με πόθο να βρείς;

και δέρνεις με έγνοιες το χρόνοτης νιότης σου, όπου σταθείς;

Ποιά χώρα σου είναι δική σου;Ποιά μάνα μωρό σου τραγούδα;

Σκέψου, θυμίσου, διαβάτη,μην άφησες φεύγοντας πίσω,

αδύνατα χέρια και πόδια, που τρέμουν,εκείνα τα ίδια, που δούλεψαν σβέλτα

για νάχεις συ τώρα δυο μπράτσα δεμένακαι πόδια ατσάλια να τρέχεις στα ξένα;

Θυμίσου, διαβάτη, μην άφησες πίσωπρισμένα απ' το κλάμα δυο μάτια δικά σου,

που μύριες και τόσες φορές με αγάπηφιλούσες μ' ευλάβεια και μ' όρκους πολλούς,

πως θάσαι για πάντα εσύ στο πλευρό τουςστη ζήση τους ήλιος, στον κόσμο τους φως.

34. ΕΥΡΗΚΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Απόκαμα ανήμπορος γιδόστρατα να σμίγωστους λόγγους στους πετρόλοφους, στους τρόχαλους ζητιάνος.

Γυρεύω της ανοίξεως να δω τα μυστικά της,να μάθω πως ανθίζουνε οι πούρναροι, οι κρίνοι,

πως σέρνουνται οι σκώληκες χωρίς να βαρυγγομάνεστους βούρκους, στα βαλτόνερα με σφρίγγος με ζωντάνεια,

25

τα χελιδόνια που πετούν σαν βέλη, πως σπαθίζουντους ουρανούς, τους άνεμους, χωρίς να αστοχάνε.

Τρέχω στις όχθες του ρυακιού ακώ τον ψίθυρό του,στούς βρόντους τρέμω τους τραχείς του άταχτου χειμάρου.

Γιατί στο ένα ηρεμιά, στο άλλο ατσαλλωσύνη.Το ίδιο σαν κι η θάλασσα η γη ανακυλιέται

Γιατί τα δένδρα τα ψηλά εφθάσανε κει πάνωκαι πως το καταφέρανε τον μέγα τούτο άθλο.

Γυρίζω τρέχω σε σπηλιές μήπως και δω αγρίμια,μα τίποτα δε φαίνεται. Ο φόβος των ανθρώπων

τα σφιχτοδέν' αναγκαλιά, τα κάνει ένα σώμαμε την νυχτιά της τρύπας τους, μέχρι να σκοτεινιάσει.

Χωρίς πνοή και ανασιά, χωρίς καμμιά καζάντιαβλέπω μεσόκοπο γιωργό να κάνει τον σταυρό του.

Πηγαίνω απ' το πλάγι του, του λέγω καλημέρακαι κείνος μ' ανταπέδωκε και μούγνεψε με γέλιο

Εκοίταζα αμίλητος τα πράσινα χωράφιακαι άκουσα μονόλογο απ' του γιωργού το στόμα.

-Μεγάλε Παντοδύναμε, δοξάζω τ' όνομά Σου.Φρόντισε Συ τους σπόρους μου να θρέψω τα παιδιά μου —.

Τον αγκαλιάζ' απανωτά, σαν άγουρο παιδούλι,του σφίγγω με τα χέρια μου τ' ατσάλινά του μπράτσα.

Εξήγησέ μου, να χαρείς, τι λέγεις, σε ποιόν κρένειςκαι ποιόν αφήνεις φροντιστή στους κόπους τους δικούς σου;

Χωρίς μιλιά, χωρίς λαλιά μ' ατένιζε χαμένος,λευτέρωσε τα χέρια του πισώστρατα ξεφεύγει.

Κι όταν ξεμάκρυν' αρκετά, φουχτώνει τις παλάμεςστ' αξύριστο κεφάλι του και με φωνή μεγάλη..

Θεέ μου και Πατέρα μας που μεν' αυτός ο ξένος,και δε Σε γνώρισε ποτέ, ποτέ του δε Σε είδε —;

26

35. ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΚΑΙ ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

Τρίζουν τα ξύλα στη γωνιά, χορεύουνε οι φλόγες,το παραμύθι της γιαγιάς αργόσυρτο τραβάει.

Και μέσα στα παιδόγγονα, που άναυδα ακούνε,χιονάτες, νάνοι ολόσωμοι μπερδεύουνται κοντά τους.

Είναι πιστοί και φρόνιμοι, απλοί καλωσυνάτοι,ποτέ δεν καυγαδίζουνε με μας ή μεταξύ τους.

Την όμορφη παρέα τους τη νιώθουμε δική μας,αγάπης δίδαγμα σωστό ειρήνης και θυσίας.

Ας μούγγριζε ο χείμαρος, εμείς σε κύκλο γύρω,μιμούμαστε βασίλισσες, πεντάμορφες νεράιδες.

Γιομάτο το κονάκι μας με χάχανα και γέλια,χαρά και πλούτη στην ψυχή μας φτιάγχνανε τη ζήση.

Μα να τώρα κατάχαμα και μισοπεθαμένοι,η Βάβω τα παιδόγγονα, οι νάνοι κι οι χιονάτες.

Όλα στενάζουν κατά γης, δεν χαίρουν, δεν γελάνε,ψεύτικοι κόσμοι σε κουτιά τους πήρανε τη θέση.

Οι ξένοι που μας έρχουνται, χωρίς να τους καλούμε,μιλάνε, κλαίνε, και γελούν, μα όλα μεταξύ τους.

Δεν μας ενώνει τίποτα κοινό μ' αυτούς τους «φίλους»που θορυβούν με σαματά κλεισμένοι στο κλουβί τους.

Κι ακόμη μας σφράγισανε το στόμα μας, τη σκέψη,δεν τραγουδάμε πια εμείς, αυτοί τα λένε όλα.

27

36. ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ

Και θα μπορέσεις καθαρά να πείς τι είναι Πίστη,χωρίς να πάρεις βοηθό το νού σου και τη σκέψη;

Ή θα τολμήσεις να μας πείς του Λόγου την ουσίαπετώντας απερίσκεπτα της Πίστης την βοήθεια;

Κανένας δε το τόλμησε το μέγα τούτο έργο,να σύρει όρια σίγουρα σε Πίστη και σε Λόγο.

Καθένας που στοχάζεται, στην ύπαρξη του πρώταπιστεύει, και σαν έπειτα δουλεύει το μυαλό του.

Και πως θα στοχαζότανε, αν πρώτα στο μυαλό του,δεν είχε την συνείδηση του ίδιου του του είναι;

Η σκέψη στους πιστεύοντας δίνει χαρά και σθένος,τους άπιστους αντίθετα γιομίζ' απελπισία.

Όποιος ξεχνάει το θεό στα μύχια της καρδιάς του,σημαίνει, πως προτήτερα ξεχάστηκε κι ο ίδιος.

37. ΣΕ ΣΑΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΙΑΣ

Σε σας λεβέντες της νυχτιάς, που ήρθατε κοντά μας,μαζί μας να δουλέψετε πριν μέρα καλοφέξει.

Τ' αστέρια σαν σας είδανε με μιας και χαμηλώσανκαι σαν σβησμένα φαίνονταν μπροστά στην ομορφιά σας.

Και το φεγγάρι άγρυπνο σας έδειχνε τον δρόμο,που πρέποτο να πάρετε, να βρήτε το λημέρι.

Τ' αγρίμια για χατήρι σας δεν βγήκαν στο κυνήγι,δεν σκούξανε δε σάλεψαν, μαρμάρωσαν στις τρύπες,

μη τύχα και αργέψουνε το βήμα το δικό σας,που πέταγε φτερούγδουπο στης νύχτας τη γαλήνη.

Και τώρα δω στο πρόναο τ' αφέντι Αγι-Λιά μαςψυχές και χέρια σμίγουμε για λεύτερη Πατρίδα.

28

38. ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΝΟΙΩΘΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ

Δε θα μπορέσεις να χαρείς το κήπο που ανθίζει,αν άξεστα κι ανέμελα κι αδιάφορα πλησιάζεις

τα λούλουδα, που γνέφουνε να σκύψεις να χαϊδέψεις,να δώσεις με χαμόγελα τα λόγια καλωσύνης

απλώχερη απέραντη περίσσια αρχοντιά σου,αγάπη και ευγένεια, λεπτότητα κι αλήθεια.

Όταν στα άνθη φέρεσαι με ήθος και τα νιώθεις,απλώνουν τα κλωνάρια τους, σε μοσχοχαιρετίζουν.

Όταν κατσούφης, άκεφος, νευριάζεις και φωνάζεις,χαμένα τα σκαλίσματα, το πότισμα, ο κλάδος.

Τα άνθη σου μαραίνουνται, τσακώνουνται, νευριάζουνσωπαίνουν και δεν χαίρουνται, δεν λένε καλημέρα.

39. ΟΛΑ ΝΟΟΥΝ ΟΛΑ ΜΙΛΟΥΝ

Θυμίσου όταν ήσουνα μικρός, αθώος μπέμπηςκαι μίλαγες με νεύματα σε φίλους και σε κούκλες,

και κάνατε πολύωρες συσκέψεις, συναντήσειςγια θέματα, που μείνανε για πάντα ξεχασμένα.

Τι τάχα να σου λέγανε τα άψυχα παιχνίδιακαι γέλαγες και φώναζες και σήκωνες τον κόσμο;

Πως ήξερες πως άκουγαν και πότε πειθαρχούσανοι ξύλινοι παλιάτσοι σου, σκυλίτσες και γατούλες,

Δεν σε ρωτώ για έμψυχα για άνθη και πουλάκια,όπου θαυμάσια συζητούν μ' αυτά και οι μεγάλοι.

Όλα νοούν όλα μιλούν, καθ' ένα μ' ένα τρόπο.Το Σύμπαν είναι μια ζωή, κι όπου ζωή και σκέψη.

29

40. ΤΟ ΕΓΩ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΦΥΛΑΚΗ ΜΑΣ

Εδιάλεξες για σπίτι σου μια τρύπα,που έφτιαξες επίτηδες εσύ,

σκοτάδι σε τυλίγει κάθε μέρα,τα μάτια σου δεν χρειάζονται πια κει.

Κι ενώ ο ήλιος έλαμψε και πάλιστον κόσμο και σκορπίζει τις χαρές,

μ' αμπάρες συ κλειδώνεις το κελί σου,πεθαίνεις χωρίς φίλους και στοργή.

Αν ήθελες για λίγο, θα μπορούσεςνα νιώσεις κάποιον δίπλα σου, που ζει,

ν' ακούσεις και τους χτύπους της καρδιάς του,κρυμμένος σε μια άλλη φυλακή.

Και κείνος θα χαιρότανε στη σκέψη,πως κάποιος ενδιαφέρθηκε γι΄ αυτόν

και ίσως θα τολμούσε να περάσειτα σύνορα της τρύπας του ευθύς.

Και νάρθει στο κατώφλι της δικής σου,να πει μια καλημέρα φιλική

και συ τότε να βγείς δειλά κοντά τουνα σπάσει το εγώ σου, να σωθείς.

30

41. ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΚΙ ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΟΝ

Τυλίξου στις φτερούγες σου, αητέ ουρανοπέτη.Σε μια ραχούλα έρημη μονάχος να καθίσεις

και με τ' αητήσιο μάτι σου αγνάντεψε τον κόσμο.Πως φαίνεται, σαν κάθεσαι σε βράχ' ακουμπισμένος;

Είσαι και συ ένας γήινος, που ζεις και ανασαίνειςστον κόσμο το φιλόξενο, που όλοι κατοικούμε.

Βλέπεις τις πέτρες τις γυμνές, τη χλόη παρα κάτω,τους θάμνους, τα πελώρια ελάτια και τα πεύκα;

Ακούεις τα κλαψιάρικα μικρόσωμα τσακάλια,του λύκου τα βραχνιάσματα της Μάρως μας τα νάζια;

Τώρα το ξέρεις πια καλά πως όλ' αυτά, που ήταν,για σένανε, ανύπαρκτα, στα ύψη σαν πετούσες,

είναι κι αυτά αδέρφια σου, έχουν ζωή, γελάνε,θυμώνουν, κλαίνε κι αγαπούν αρρωσταίνουν και πεθαίνουν.

Όποιος νομίζει πως θα δει τους άλλους, όπως είναι,ενώ περήφανα πετά στα σύννεφα μονάχος,

λαθεύει και στη σκέψη του και στα φερσίματά του.Τυφλός, κουφός και έρημος θα μένει μές στο κόσμο.

Περπάτα τώρα άφοβα, τρέξε να κουβεντιάσειςμ' ανθρώπους, ζώα και φυτά της γης του παραδείσου.

42. ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΖΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ

Μπροστά σε Σένα Κύριε, άγνωστε φίλε, στέκω.Σε βλέπω Σ' αφουγκράζουμε μιλάς, στα σωθικά μου.

Όλα για Σε είναι ζωή, ο θάνατος αφάνειαδεν φέρνει μεσ' τη Πλάση Σου. Τα πλάσματα σου ζούνε

αιώνια και χαίρουνται. Γι' αυτό κι όταν πλησιάζειο ψεύτικός τους θάνατος, με Σένα κουβεντιάζουν.

Μ' αγγέλους ανασαίνουνε στις ύστερες πνοές τουςστη γη, που συ επέτρεψες να ζήσουν διαβατάρια.

31

Δεν μας ενώνει η ζεστή της φύσεως αγάπη.Είναι της τύχης μπορετό, της τέχνης περηφάνεια

να δένουνται οι άνθρωποι με νόμους και με τύπους.Πολλοί να εγκλωβίζουνται, χωρίς να το αρνούνται,

υπάκουοι, σ' αόρατους κυρίους κι αφεντάδες,σε νόμους και σε έθιμα που δεν νοούν, δεν ξέρουν.

Γατζώνουνται οι άνθρωποι σε μάζες θεσπισμένες,αδύνατοι ν' αντείπουνε, ανίκανοι να φύγουν.

Έτσι χωρίς το θέλω τους εργάζονται, πιστεύουνσ' εφήμερα και άπιαστα του κόσμου μονοπάτια.

Κλείνουν σε χώρους σκοτεινούς πνεύμα, ζωή και χρόνο,κινούνται σαν τα άψυχα ρομπότ, σαν μαριονέτες.

Σαν τραγουδούν μοιράζουνται τον πόνο και γλεντάνε.Γλεντούν αντί για κλάματα, στενάζουν και βογγάνε.

Έρχονται μέρες γιορτινές και φεύγουν ξεχασμένες,στο πέρασμα τους άφησαν μονάχ'αποφαγούδια.

Δεν ανταμώνουν οι ψυχές, κι ας σμίγουνε τα χείλια.Στις Πασχαλιές για λιγοστές στιγμές αναδιπλούνται

τα μύχια φιλοκάρδια τους, μα πάλι αποσταμένοι,ξανά γυρίζουν σύγκορμοι στο δρόμο της ρουτίνας.

Δεν βλέπω τους ελεύθερους στο πνεύμα και στη ζήσηνα γυροφέρνουν το χορό, σαν άγγελοι φτεράτοι.

Τα νιάτα αργοκίνητα, πεσμένα μαραμένα,γεράματα δυσβάστακτα θυμίζουν, κουρασμένα.

Δέν συνταιριάζουν πρόθυμα σε βιό, σε καλημέρες,έχουν κλειστά τα σπίτια τους σε ξένους και φοβούνται

να προσκαλέσουν γνώριμους, να μοιραστούν φιλίεςκαι να προσφέρουν ζεστασιά σε έρμους διαβατάριους.

Δεν βλέπουνται στα μάτια τους δεν παίζουν στ' όνειρά τους,δεν αγκαλιάζουν δυνατά τους κόσμους της αγάπης.

32

Είναι μικρός ο κόσμος μας, μοιάζει σαν μία πόλη,οι δρόμοι οι ατέλειωτοι γενήκανε σεργιάνια

μπροστά στα ταχυκίνητα της γης και του αέρα,που σχίζουν σαν τον άνεμο του Σύμπαντος τα πλάτη.

Προσμένουν απλησίαστοι ακίνητοι σαν στύλοι.Ανέμελοι, αδιάφοροι, ψυχροί κοσμογυρίζουν.

44. Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Όλα κινούνται γύρω μας και γρήγορα αλλάζουντη θέση τους, την όψη τους, το κάθε σύμπτωμά τους.

Τα χτίρια στα σχέδια τους, η πρόοδος στις τέχνες,οι μέθοδοι στις μάθησες, οι τρόποι στα σχολεία.

Η γη προσφέρει άνετα ταξίδια μες το Σύμπαν,χωρίς ποτέ να νιώθουμε τουρίστες αστροναύτες.

Σε όλα κάποια εξήγηση μας δίν' η επιστήμη,για νάχει και η σκέψη μας με κάτι ν' ασχολείται.

Ο λόγος μας, η θέληση, το πνεύμα μας το ίδιο,στο έργο τους ελεύθερα κινούνται μες στη φύση.

Αυτός είναι ο άνθρωπος στη πλήρη ύπαρξή του,χωρίς κλουβιά στο βίο του, που δένουν και σκλαβώνουν.

45. ΜΕ ΜΑΣ ΤΟΥ ΝΩΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Στεριές, αέρας, θάλασσες, δεν είν' όλα δικά μας,είναι πολλοί συμμέτοχοι με μας να μοιραστούνε.

Οι άνθρωποι κι οι νόμοι τους δεν πρέπει ν' αδικούνεαυτούς, που με το βίο τους, την τίμια δουλειά τους,

ζωή σε όλους δίνουνε, χαρές και διασκεδάσεις.Φυτά, ζώα και έντομα και μύριοι άλλοι φίλοι,

φωλιάζουν και συντρέχουνε στην ίδια κιβωτό μαςμε μας «του Νώε, τα παιδιά» που ζούν με νουν και σκέψη..

33

46. Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

Άκουσε γέρο να χαρείς, ακόμη και στις ρούγες.το μήνυμα της λύτρωσης μιλιέται στόμα - στόμα.

Χορεύουν οι ξανθόμαλλες, γλεντούν τα παλληκάρια,κι οι μαυρομάτες του χωριού τρεχάτες σιργιανάνε.

Εμπρός στα σκαλοπάτια σου, Αγ-Γιώργη καβαλάρη,προσκύνημα θα κάνουμε δοξάζοντας τον Πλάστη.

Οι χρόνοι, που περάσαμε, ποτέ μην ξαναρθούνε,σκλαβιά ποτέ στον τόπο μας, ποτέ μην ξαναδούμε.

Έλα μπροστά, πατέρα μας, που είσ' ο πιό μεγάλος,έλα να σύρεις το χορό, το τσάμικο λεβέντη.

Και μείς από κοντάκια σου τραγούδι θα σε πούμε,να ζήσεις χρόνους και καιρούς στη λεύτερη πατρίδα.

47. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΗ ΠΟΛΗ

Θέλει να φτάσει στα ψηλά, να δείξει κορμοστάσια,λάμπει με φύλλα, με κλωνιά, στο πράσινο λουσμένο.

Είναι ακόμη χαμηλά, πελώρια τα σπίτιαυψώνονται στο πλάι του στεγνά, ψυχρά, κουφάρια,

του φράζουνε τον ήλιο του, του κλείνουν τον αέρααυτά στητά στον τόπο τους, δεν ζουν δεν μεγαλώνουν.

Το δένδρο όμως σύγκορμο χοντραίνει, αψηλώνει,έχει ζωή, έχει χυμούς, και πλούσιο οξυγόνο,

Ασήμαντες φροντίδες μας πλουσιώτατα πληρώνει,δροσιά και ίσκιο στα παιδιά, να παίζουν, να χορεύουν,

να σιργιανάνε τα μωρά με γέλια οι μικρομάνεςκι αυτά με τα ματάκια τους να παίζουν το κρυφτούλι.

34

48. ΟΤΑΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Η ΦΩΝΗ

Όταν της φύσης η φωνή σε θέλει να μιλήσειβάλε αυτί και άκουσε αυτό που θα σε είπει.

Δεν αγκαλιάζει τρυφερά μ' αισθήματα και νάζια,είναι λιτή καθάρια, προστάζει, δεν προτρέπει.

Δεν νανουρίζει τα μωρά στις κούνιες, στα μπεσίκια.Απλά κινεί τα βλέφαρα στα μάτια τους, να κλείσουν.

Δεν σπούδασε συγγράμματα, δεν διάβασε βιβλία,δεν ασχολείται μ' ηθικές, με τρόπους και ευγένειες,

που φτιάχτηκαν με σύνεση, με κόπους με θυσίεςμες στις καρδιές του κόσμου μας, στους δρόμους της προόδου.

Η φύση δεν εγνοιάστηκε ποτέ για την αλήθειασε έργα και σε θέματα, σε λόγους κι επιστήμες.

Δεν άσκησε την έρευνα σε δέντρα και σε ζώα,σε άψυχα, σε έμψυχα, σε νιούς και σε γερόντους.

Είναι η ίδια γνήσια αλήθεια και ουσίαμε τέλειους νόμους και θεσμούς χωρίς πολλά στολίδια.

Οι νόμοι της δεν γράφουνται σε κώδικες, σε βίβλους,ορίζουν όμως άρχοντες, σοφούς και διδασκάλους.

Όποιος ετόλμησε ποτέ τη πάλη με τη φύση,εγνώρισε τη δύναμη στο είναι της, που κρύβει.

Ψυχές, κορμιά δε σμίγουνε σε έρωτες και ζήση,χωρίς της φύσης τη φωνή,·που δένει και στεριώνει.

Είναι το έργο του θεού η φύση μες στην τάξη,γι αυτό κι οι προσευχόμενοι τη ζούν και την ακούνε.

35

49. ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΜΑΡΑΖΩΝΟΥΝ

Δεν σκαρφαλώνω στα βουνά, οι κάμποι με τραβάνε.Οι θάλασσες μ' εκέρδισαν, η άμμος, τα βραχάκια.

Βρυσούλες πεντακάθαρες, κρυστάλλινα ρυάκια,διαβάτες λίγοι προσπερνούν, ξένοι δεν χαιρετάνε.

Τα διάσελα ξεχάστηκαν, τα πεύκα, τα ελάτιαδεν ανταλλάζουν γειτονιές με ζώα, με ανθρώπους.

Μαράζωσαν μονάχοι τους κι αυτοί οι άσπροι βράχοι,δεν παίζουν στις σπηλίτσες τους μικρόπαιδα κρυφτούλι.

Τα αγριοπούλια λιγοστά πετούν και φοβισμέναψάχνουν για μια πυκνόφυλλη κρυψώνα σκιαδάτη,

καθώς ακούνε ντουφεκιές βροντές των κυνηγών τους,που φευ! σκορπίζουν άπληστα το θάνατο και φεύγουν.

50. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΛΑΙΕΙ

Άκουσε φίλε, - άνθρωπε παράπονο του δάσους,που μένει μόνο κι έρημο και γίνεται το θύμα

απρόσεκτων, ανέμελων, που καίνε, πυρπολούνεαλύπητα και άπονα τα δένδρα, τα παιδιά του.

Και τ' άμοιρα τα ζώα του κλαίνε, φωνάζουν, τρέχουνκαθώς θεριό, το κόκκινο τα ζώνει, τα ζυγώνει.

Μαυρίλα μένει πίσω του, κάπνες, νεκρά κουφάρια.Επέρασε ο άνθρωπος και άφησε τα ίχνη.

36

51. ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΤΗ ΓΗ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Τα κύματα της θάλασσας, σαν τρέχουν καν αφρίζουνκι αντριώνουν μαυρογάλανα, τα πλοία φοβερίζουν,

δείχνουν αγριάδα περισσή και κάθε ταξιδιώτηςνιώθει στο είναι τους, βαθειά την ύπαρξη της φύσης,

που μαίνεται στα πέλαγα, στους κόλπους στ' ακρογιάλια,χτυπά τους βράχους σύγκορμα, τους λούζει, τους λειαίνει

και με μια γλώσσα μυστική κουβέντα αρχινάειμε τσόφλια, με πολύχρωμα πετράδια κι ακρωτήρια.

Φέρνει της γης μηνύματα, ανθρώπων σ' άλλα μέρη,π' απλώνουνται σ' απέραντα του κόσμου δρομοστέκια.

Δίνει αχνάρια περασμού πολιτισμών αρχαίων,που ζήσανε και λάμψανε σε χρόνους ξεχασμένους.

52. ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΝΤΑΜΩΝΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

Ποτέ δεν ανταμώνουνε βουνά και κορφοβούνια,ποτέ δε κουβεντιάσανε προβλήματα δικά τους.

Τα πεύκα και τα έλατα δεν γέρνουν, δεν λυγίζουνδεν ανταλλάζουν μυστικά στις πλεύρες στεριωμένα.

Βρυσούλες κρυσταλλόδροσες, παχύσκιωτα πλατάνια,που δίνετε ξεκούραση σε λιόκαυτους διαβάτες,

ακούστε τον αντίλαλο, που φέρνουν τα βατράχια,κοντά στο λιποσούρουπο, ο ήλιος σαν πλαγιάσει.

Ακούστε το παράπονο της πέρδικας, του σκιούρου,που, έρχεται καθάριο στη κοίτη του ρυακιού σας.

Μιλείστε σεις στις όμορφες, στους νιούς και στους λεβέντες,για τις κορφές, για τα ψηλά, τα διάσελα, τους πύργους,

που πια δεν καταδέχουνται θεοί να κατοικήσουν,να κεραστούν το νέκταρ τους, το θυμαρίσιο μέλι.

Εσείς ποτάμια του βουνού, σεις φλέβες της ζωής μας,που δίνετε στα σπίτια μας δροσιά, χαρά κι υγεία,

37

φωνάξετε βροντόφωνα μπροστά σε κάθε πόλη,σε κάθε μικρομέγαλο χωριό και συνοικία.

«Ανθρώποι, φίλοι κι αδερφοί σας φέρνουμε μαντάτααπό κορφές, από πλαγιές, από δεντρά και θάμνους.

Μη μας αφήνετε γυμνά, μη καίτε τα παιδιά μας,ελάτε να χορέψουμε διπλόχαροι, κεφάτοι.

Έτσι και μείς θα ζήσουμε και σεις και τα παιδιά σαςσ' αυτή τη γη, που έχουμε σπίτι κοινό για όλους.

Οι άνθρωποι ψυχώνουνε βουνά και ανταμώνουν.Όταν μαζί μας χαίρεστε, εμείς σας τραγουδάμε».

53. Ο ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ ΣΕ ΚΡΕΝΕΙ

Αδάμ! Στοχάσου κι άκουσε, ο φίλος σου σε κρένει.Κράτα ψηλά τ' ανάστημα, μη σκύβεις το κεφάλι.

Οι φίλοι, όταν βλέπουνται σαν ίσοι κουβεντιάζουν.Δεν είναι ο ένας κύριος κι ό άλλος υπηρέτης.

Μην αραδιάζεις δάκρυα μπροστά μου, λιποψύχιακαι κάθε άλλο άπρεπο σε φίλους π' αγαπιούνται.

Γέλα και μίλα άφοβα, μη τρέχεις σε προστάτες.Όσα γνωρίζουμε οι δυο, για άλλους είναι ξένα.

Μείνε στον τόπο σου Αδάμ, γερά στηρίξου, Βλέπετο άπειρο, π' απλώνεται πιο πάνω απ' το κορμί σου.

Περπάτα ίσα σταθερά, μη γέρνεις, μη λυγίζεις,κοίτα ψηλά στους ουρανούς τ' αστέρια, που φωτάνε.

Μη πεθυμάς τα όνειρα, που φεύγουν σαν τους ίσκιους,έχε σφιχτά και τίμια αυτό, που σου προσφέρει

η φύση, που σε γέννησε κι ανάστησε εσέναμαζί με ζώα και φυτά, με άνθη και μ' αγρίμια.

'Οσον ο νούς σου, άκαρπα, ψηλώνει και κομπάζει,τόσο σε δένουν δουλικά το ψέμα κι η χαμέρπεια.

38

55. Όποιος ειρήνη νοσταλγεί

'Οποιος ειρήνη νοσταλγεί, δεν εχ' εχτρούς, μα φίλους,δεν ξεχωρίζει τους δικούς δεν μάχεται τους άλλους.

Έχει το στήθος ανοιχτό για κάθε πονεμένο,για κάθε μαύρο, κίτρινο, λευκό, μιγάδα κι άλλο.

Αυτοί που πέσαν προύμητα στ' αυλάκι - στο ποτάμι,ήταν παιδιά της αγροτιάς γεννήματα του μόχθου.

με λιόκαυτο το μέτωπο, με χέρια ροζιασμένα,που τίμια κυλάγανε της μάνας γης το χώμα

κι αρμέγανε το γάλα της - ζωή για μας για όλουςκαι δίναν το χαμόγελο σε γέρους και παιδούλια.

Κι αυτοί που τους εσφράγισαν τα μάτια τους για πάντα,ήταν παιδιά, φεύ άτυχα, της πλάνης, της απάτης.

54. ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΤΕΙΛΩ ΜΗΝΥΜΑ

Θέλω να στείλω μήνυμα σε δύο λευκούς αγγέλους,που άκουσα τραγούδι τους σε ώρα χρυσαφένια.

Να τους μιλήσω ζωντανά, όπως ποθεί η ψυχή μου,να τους μιλήσω πρόσχαρα με λίγα λόγια αγάπης.

Μου δώσατε συγκίνηση, μου φέρατε και δάκρυα.Κοντά σας πάντα άνοιξη στους κόσμους του ωραίου.

Φτερώσατε τη ζήση σας μ' αθόρυβα σιργιάνια,στο διάβα σας ανθόσπαρτα δρομάκια να ανοίγουν.

Μ' ανάλαφρο κελάδημα σε νότες και τραγούδι,απλά να ανταμώνετε ψυχές, να ξαποσταίνουν

Κι από τα βάθη των καρδιών σαν απ' ουράνιους θόλουςνα εύχουνται στην ζήση σας χαρά και αρμονία.

39

56. ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Το πράσινο ξεχύθηκε στους κάμπους, στις πεζούλες,ντύνει μ' ολόδροσες πρασιές τους όχθους τα δρομάκια.

Παιδιά, κατσίκια, συντροφιά παίζουν, γελούν, βελάζουνστο φρέσκο γρασιδότοπο με τρέξιμο και τούμπες.

57. ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΑΔΥΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Το άγχος του τρεξίματος στους χώρους της αγνοίας,να βρούμε, ν' αγκαλιάσουμε της γνώσης το μυστήριο,

κορφές να κατακτήσουμε στη πρόοδο, στη τέχνη,γιγάντιοι να γίνουμε σε έργα, σε σοφία,

μας έφερε στο άδυτο κομμάτι του ανθρώπου,που θέλει μόνο ύπαρξη στης φύσης το παλάτι,

που δεν νοεί τα σίδερα, τους βρόντους, τις φευγάλες,που δεν το θέλει ζωντανός να ζει μέσα σε τάφους.

Θέλει τ' Απρίλη τους ανθούς, της Άνοιξης τα μάγιακαι τα πετράδια του γιαλού που λούζουνται κι αστράφτουν.

Θέλει χορούς, ξεφάντωμα με γέλια στα λαγκάδια,στις κορυφές, στα διάσελλα, στου φεγγαριού τη λάμψη,

ν' ακούει από στόματα τραγούδια γάμου, ρούγας,που φέρνουν την Ανάσταση και δένουν τις αγάπες.

58. ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΧΡΙΣΤΟ

Δεν ξέρω αν αντάμωσα Εσένα, Ξυλουργέ μου,στα διάβατα της ζήσης μου, ή κάποιον, που Σου μοιάζει

στην όψη, στην εμφάνιση στα λόγια Σου, στους τρόπους,μα όχι και στα βάθη Σου, στο είναι της ψυχής Σου.

Σαν τύχα κι ανταμώσουμε σε κάποια άλλη χώρα,νομίζεις πως θα γνώριζα το Θείο Πρόσωπό Σου;

40

59. ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΚΑΥΜΟΙ

Δεν μου ταιριάζουν οι καϋμοί, τα κλάματα, οι πίκρες.Δεν μ' αυλακώνουν δάκρυα, αντέχω και στους πόνους.

Βλέπω τη ζήση με στοργή, με χάρες κι ομορφάδες,σε κάθε δύσκολη στιγμή, υπάρχουν κι οι χαρές της.

Δεν με τρομάζουν τα στοιχειά, η κόλαση του Δάντη.Για λύπες και για βάσανα έχω δικά μου μάτια

60. ΟΛΑ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝΕ

Τα φασολάκια στις πρασιές μοιράζουνται το χώμαμε χίλια δυό αγριόχορτα, παιδιά της Γης κι εκείνα.

Όλα θέλουν να ζήσουνε, λάφια, λιοντάρια, τίγρειςρινόκεροι, ελέφαντες και κάθε Γης κλωνάρι.

61. ΤΟ ΟΧΙ ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ

Στ' αγκάθια περπατήσαμε γυρεύοντας το δρόμο,στα δάση ξενυχτήσαμε με σύντροφους τ' αγρίμια.

Της γης το χώμα είχαμε για στρώμα και κρεββάτι,λιθάρι για προσκέφαλο, για λάμπα το φεγγάρι.

Μια νύχτα μας επιάσανε, μας σύραν στο μπουντρούμι,Και τώρα από τα σίδερα κοιτάζουμε τους άλλους

62. ΣΑΝ ΝΥΧΤΑ ΜΑΡΑΜΕΝΗ

Του κήπου μας μικρή τριανταφυλλιά,με άνθη και μπουμπούκια φορτωμένη,

δεν νιώθεις τη μεγάλ' απελπισιά,που ζώνει μας σαν νύχτα μαραμένη;

41

63. ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Τ' ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ

Δέντρα και θάμνοι του βουνού, τριαντάφυλλα ροδάτα,κρατείστε τα αρώματα, τα πράσινα σας φύλλα.

Είναι της Μάνας Θησαυροί, της φύσης τ' άγιο Μύρο.Όποιος το θέλει βάλσαμο, ψυχή του να γιατρέψει,

σαν ευλαβής προσκυνητής μπροστά σας γονατίζειαπλώνει την αγάπη του με δέος και γιομίζει

το πνεύμα του μ' αγιότητα, σαν άγγελος ουράνιος,κι ύμνους γλυκούς, αθόρυβους στον Ύψιστο ψελλίζει.

64. ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ

Η Άνοιξη στον κήπο μας απλώνει τα φτερά της,τα δένδρα μπουμπουκιάζουνε, ανθίζουν κι ομορφαίνουν.

65. ΤΑ ΔΥΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΑ: Η ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ

Ποτέ μου δεν επρόσεξα της «μοίρας» την ορμήνεια.Ο λόγος της δεν ήτανε παρά σιωπή για μένα.

Παιδί της «τύχης», δεν νοώ και άνθρωπο της πλάνηςστον κόσμο δεν αντάμωσα, στη σκέψη μου δεν ήρθε.

Ανήμπορος επρόσμενα το «χάος» ν' αγκαλιάσωμα χάος είν' ανύπαρκτο, το είναι μόνο νιώθω.

«Μηδέν» τι είναι; Τι φρονείς; Υπάρχει; Δεν υπάρχει;Μα αν υπάρχει πως νοείς πως ύπαρξη δεν έχει;

Κάτι που είναι ύπαρξη έχει ποιόν και σχήμα,δεν είναι λέξη άψυχη, κενή, χωρίς ουσία...

42

66. ΔΩΣΑΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΗΡΑΝ

Τα δάκρυα, που έχυσες στου νιού το φρέσκο χώμα,ποτίσανε κι ανάστησαν δυό σπόρους, που κρυμμένοι

εζούσανε ολόχρονα ο ένας πλάι στον άλλον,χωρίς να ξέρουν το γιατί και πότε θα βλαστήσουν.

Τα δάκρυα σου σαν ένοιωσαν το σώμα τους να βρέχουν,λεπτά ριζιά ερίξανε, βλαστό, φύλλα και άνθη,

και χαίρονταν τα νειάτα τους την άξια λεβεντιά τους,μέχρι που ήρθες, κόρη μου, ξανά στού νιού το τάφο.

‘Οταν σε είδανε χλωμή, χλωμιάσανε και κείνα,— Κι όταν σταυρώσαν τη ματιά με μάτια σου — βρουσούλες,

αρνήθηκαν τη ζήση τους, μαράζωσαν στον πόνο,κι εχάθηκε η σύντομη μικρούλα ύπαρξη τους.

Κι έμεινες κόρη, μοναχή, εσύ με το νεκρό σου.Τα δυό γαλάζια μάτια σου δώσαν ζωή και πήραν.

67. ΑΝΟΙΓΜΑ ΘΕΛΕΙ Η ΖΩΗ

Άνοιγμα θέλει η ζωή πλατύ, καλωσυνάτο,χωρίς πορτοπαράθυρα να κλείνουν, ν' αμπαρώνουν.

Να μπαίνεις συ κι οι φίλοι σου, οι ξένοι κι οι γνωστοί σου.οι λίγοι και οι άσημοι, αδέρφια είναι όλοι.

68. ΔΕΝ Σ' ΑΝΤΑΜΩΝΟΥΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Δεν σ' ανταμώνουν οι καιροί, αν συ δεν τους καλέσεις.Όρμούν σαν άγριο στοιχειό, βουνήσιο ποτάμι

μέσα στο χρόνο άπιαστοι, αυτιά μάτια δεν έχουν.Δεν το ακούν το κλάμα σου δεν νιώθουν τους καϋμούς σου,

όταν στο χάος χάνεσαι και ζεις λησμονημένοςμέσα σε ίσκιους λογισμών και μ' άσκοπο το βλέμμα

βλέπεις το τραίνο, βιαστικό, της ζήσης σου να τρέχει,ν' αδειάζει από τις πόρτες του τους μόχθους της δουλειάς σου,

ν' αφήνει σκόρπι' ανέμελα τ' αξιώματα, τους τίτλους,τις παίνεψες του πλούτου σου, βραβεία και διακρίσεις,

43

μέχρι να μείνει άδειο κι ακίνητο το ίδιοκάπου στου χρόνου μια στιγμή, μικρή, Μεγάλη αιώνια….

Κι αν με ρωτήσεις γιόκα μου, πως δένονται οι μέρες,πως θα μπορέσεις οδηγός να γίνεις της ζωής σου,

Μίλα σαν φίλος στο Θεό, μη τρέμεις μη φοβάσαι.Αγκάλιασε τη ζήση σου αγάπα την σαν δώρο.

69. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΝΕΜΕΝΩΝ

Το σκιάχτρο της ερήμωσης εσκέπασε την πλάση,βουβάθηκαν οι άγγελοι στου κόσμου τ' άγιο βήμα.

Μια παραζάλη ξέφρενη αρπάζει τους ανθρώπους,τους δένει με τα βάσανα σαν ζώα τους μαντρώνει.

Κάθε πνοή, κάθε λαλιά, σαν ψίθυρος γκρικιέται,σαν μοιρολόγι θανατιού στης ύπαρξης το διάβα.

Άρματα, φευ, με δρέπανα αόρατων ταγμάτωνσε μύριες δυό κινήσεις τους σκορπίζουν την αφάνεια.

Άλλοτε δω, άλλοτε κει, σ' όλα του κόσμου πλάτη,φωτιές πολέμου ανάβουνε η πείνα και η βία.

Φωτιά και πλούτη σύμβουλοι στη πιο σκληρή παλαίστρα,με φλόγες, στάχτη και καπνούς γιομίζουνε τη φύση.

Όλοι στα σίδερα σφιχτά, λατρεύουν, προσκυνάνε,ο τρόμος είναι σύντροφος για όλους, καπετάνιος.

Τα σύνεργα τα άσπλαχνα, του χάρου οργανέτα,βροντούν, αστράφτουν, μαίνονται, ξερνάνε, κοκκινίζουν.

Θερίζουνε τα βόλια τους ζώα, φυτά, ανθρώπους,ανοίγουνε θεόρατους τους τάφους μες στη ζήση.

Μες στο μακάβριο χορό στις βόλτες του θανάτου,δε θα γλυτώσ' ο άοπλος, δέν ζει ο αρματωμένος.

Τυφλοί στης πλάνης τη δουλειά, σε σχέδια δαιμόνωνΚαι να! τα νεκροκρέββατα φριχτά, κοινά, δικά μας.

Σ' αυτό το φαύλο κύκλο της αθέλητα ρουφιέταιη όλη ανθρωπότητα, βυθίζεται, στενάζει.

44

Νεκρώνει τ' άγια μέλη της σκοτώνει τα παιδιά της,και μέσ' από τους τάφους τους ανοίγει πολεμίστρες.

Παιδιά της είναι οι θάλασσες, τα δένδρα, οι πηγές της,τα ζώα και τα δάση της, πουλιά, θεριά κι ανθρώποι,

που όλο στροβιλίζουνται στης ύπαρξης το δράμακαι θέλουνε να χαίρουνται χωρίς σπασμούς και φόβους,

να μη δηλητηριάζουνται στις ρίζες τους, στα φύλλακαι τα μωρά μες στις φωλιές να νιώθουν σφαλισμένα.

Ερχόμαστε σ' απόγνωση μπροστά στη μαύρη «μοίρα»,που δέρνει ασταμάτητα χρόνους, αιώνες τώρα.

Μα κάτι άλλο. δυνατό και πέρ' από τα πάθη,σαν από θαύμα συντηρεί και συγκρατεί τον κόσμο.

Όποιος το ξέρει, ας' το πει, όποιος το βλέπει ας κρένει,κι όποιος πιστεύει με ψυχή μην παύσει να πιστεύει.

70. ΚΟΠΕΛΙ Μ' ΕΞΙ ΜΑΗΔΕΣ

Με δάχτυλα ολόλευκα, περίσσεια φροντισμένα,πήρε της φύσης το ξανθό και δούλεψε, χορτάρι.

Το έσφιξε, το μάλαξε, σαν νάτανε χρυσάφι,μέσα στις χούφτες της τις δυό και πάλι το απλώνει.

Στο κόκκινο το φόρεμα το ταίριαξε λουσάτο,το πρώτο της το στόλισμα, απλό, φτωχό φιογγάκι.

Κοπέλι μ' έξι μάηδες, στρογγύλο προσωπάκι,όλα μιλούνε πρόσχαρα με το χαμόγελό της.

71. ΟΤΑΝ ΑΝΘΙΖΕΙ Η ΑΥΓΗ

Όταν ανθίζει η αυγή, ανθίζουν κι όλα τ' άνθηκι οι κόρες με χαμόγελα απλώνουν και διαλέγουν,

άλλες τα λούλουδα ροδά, άλλες τις πρασινάδες,άλλες τα κρινοβλάσταρα και τις περικοκλάδες.

45

72. ΑΓΝΟ ΛΙΒΑΝΙΣΤΗΡΙ ΣΩΣΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ

Είναι οι κάμποι πλούσιοι, μα τα βουνά γιομάτακαι το χορτάρι δροσερό, φυτρώνει μοναχό του.

Πάνω στις πλεύρες, στις κορφές, στα διάσελλα, στις ράχες,που χτίζουν τα κονάκια τους αρχόντοι και πληβάδες,

που ξεκινάνε τα νερά να γίνουνε ποτάμια,να δώσουνε το αίμα τους σε κάμπους διψασμένους

κρυφά φυλάν τ' αγίασμα στα σπλάχνα τους, στους κόρφους,κι όποιος μ' αυτό συντρόφεψε, εβγήκε αγιασμένος.

Μες στο Ναό του κόσμου μας, αυτά΄ναι τ' άγιο βήμα,ανέγγιχτο, αμόλυντο σωστό προσκυνητάρι.

Εκεί να ζω θα ήθελα, ψηλά στα κορφοβούνια,να βλέπω μες το άπειρο, το Σύμπαν ν' αντικρύζω.

Και νάχω για παρέα μου τη νύχτα, την ημέρα,τ' αγριόζωα, τα αγριόπουλια, συντρόφια στα μωρά τους.

73. ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Κυρά, μέσα στα σπλάχνα σου κρυμμένα τ' αγαθά σου,ποτέ δε σε ρωτήσανε, αν θέλεις να τα δώσεις.

Σε σχίζουνε αχόρταγα να βρούν, ψάχνουν, χρυσάφι,να γίνει η αντρεία τους, η δόξα, η δύναμή τους.

Να κλείσουνε στις τσέπες τους μαζί με θησαυρούς σου,τ' αδέρφια μας που δούλευαν με άδειο το στομάχι.

Γυρεύουν μες τα βάθη σου τη δύναμη της ύλης,για να τη κάνουν πόλεμο, ρημιά, στάχτη και τάφους

και μ' όλες τις δυνάμεις σου, που βίαια αρπάζουν,ταμπούρια στήνουν όλεθρου, για σένανε την ίδια.

Εσείς σκληρά, που κλέβετε της φύσης τις δυνάμεις,φωτιά για να τις κάνετε κι αφάνεια να σκορπίστε,

που δάκρυα της δεν βλέπετε και κλάμα δεν γρικάτε,θ' ακούστε την κατάρα της κι αλλοίμονο στους ζώντες.

46

74. ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

Τα ύστερα της άνοιξης βλαστάρια και λουλούδιασπέρνουν ευωδιά και βάλσαμο, δίνουν μορφιά στο θέρος.

Όταν γυρεύεις στα μακρυά να δεις, στα περασμένακαι λογαριάζεις με αυτά να στεριωθής στο μέλλον,

νομίζεις πως αιχμάλωτος, δεμένος με αλυσίδες,ριγμένος σε ανήλιο ντουβάρι, μαντρωμένος,

στεριώνεις τις ελπίδες σου σε λίγο φως ακτίνας,που κάποιος αγγελόγνωμος σου στέλν' απ' το φεγγίτι.

Τα γράμματα που μάθαινες σε μέρες, σε ξενύχτιαβαριά δεσμά γενήκανε στο νού και στην ψυχή σου

Βλέπεις το μέλλον άπιαστο, το παρελθόν φευγάτο,και του παρόντος τις στιγμές, σαν τύραννους, που δέρνουν.

Εδούλεψες και έσκαψες, θεμέλια να στεριώσεις,βαθειά τους λάκκους άνοιξες, μα άδειους τους αφήκες.

Να τους γιομίσεις τόλμησες με γνώσεις, με επιστήμες,με τέχνες, με δεξιότητες, με πράξεις εναρέτους.

Όλα τα τόλμησες σωστά κι ο πύργος σου υψώθη,μα κατ' από τα πόδια του εξέμεινε το χάος.

Και τώρα που το έργο σου γκρεμίζεται και πέφτει,θυμήθηκες πως ξέχασες να ρίξεις μες τους λάκκους

εκείνο, που αιώνια κρατάει τα σπιτικά μας,εκείνο, πούναι άγνωστο κι ανέγγιχτο για πάντα.

Δεν ήξερες πως τόλεγαν, ούτε που κατοικούσε,μα τώρα ανακάλυψες, πως είναι το κοντά μας...

Στης θάλασσας τα κύματα, στου πέλαγου τους φλοίσβους,στα γάργαρα κρυστάλλινα, που φεύγουν στα φαράγγια.

Εκεί που ψέλνουν πέρδικες, ψηλά στα κορφοβούνια,στις ρεματιές που ήσυχες, μυριάδες πεταλούδες

χορεύουν ασταμάτητα και γέρνουν και λυγάνεκαι των αρνιών βελάσματα σαν όργανα ηχούνε.

Αυτός είν' ο παράδεισος, που ζει ανάμεσά μαςπου χαίρουνται οι άνθρωποι στα μύχια της καρδιάς τους.

47

75. ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Όταν της πίστης τα φτερά σε φέρνουν στα ουράνιακαι βλέπεις με τα μάτια σου αόρατες δυνάμεις,

και με τους άγιους άγγελους λογιέσαι και συμψάλλειςμέσα σε άναστρ' ουρανό, π' Αλήθεια κουμαντάρει,

τότε του κόσμου οι χαρές παίρνουν αιώνια χάρη,γελάνε τα δρομάκια του, τα δένδρα τα πουλάκια.

Τα άγρια και ήμερα του δάσους και του κάμπουδεν ανταμώνουν άχαρα, δεν ζούνε χωρισμένα.

Όσ' αγκαλιάζ' η Πίστη μας χορεύουν και γλεντάνε,δεν αποκάμνουν στη ζωή, δεν νιώθουν κουρασμένα.

Αιώνια κι αλλιώτικα στέκουνται και κινούνται,ο χρόνος δεν τα στέρησε από τις ομορφιές τους.

76. ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Πως ανατέλλει της αυγής ολόχρυση ημέρα;Ποιός κυβερνά τον ήλιο μας, στο χάος, στους αιθέρες;

Τα γίδια και τα πρόβατα στους κάμπους, στις ραχούλες,μ' ευλάβεια προσεύχουνται στου κόσμου την εικόνα.

Βελάσματα ακούγουνται, κουδούνια τραγουδάνε,στις ρεματιές και στις πλαγιές γλυκόηχες φλογέρες.

Μελώδια αραδιάζουνε, συντρέχουνε τ' αηδόνια,βοηθάνε με τους ήχους τους στης φύσης το τραγούδι.

Όλα τα γιόμισε με φως, λάμπουν φεγγοβολάνε,τρέμουν, χορεύουν απαλά στις πράσινες λιμνούλες.

Ξεκίνησαν οι φάλαγγες απ' όλα τα μερμήγκια,κι ο τζίτζικας αρχίνησε μονότονο σκοπό του.

48

77. Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ

Της γνώσης μου τα φώτα μαραθήκαν,δεν δείχνουν πια κανένα σταυροδρόμι,

σκοτάδια και χειμώνες απλωθήκαν,μαυρίσανε για μένα όλ' οι δρόμοι

Ανοίγω και απλώνω τα φτερά μου,στο άπειρο να φτάσω νοσταλγώ,

μα λεύτερη δε νιώθω την αντρειά μου,δεμένος στους στενότοπους, βογγώ.

Ακούω μες το πνεύμα μου τραγούδια,αιώνιους, απόκοσμους σκοπούς,

τα μάτια μου δεν βλέπουν αγγελούδιασ' απέραντους, να ψέλνουν ουρανούς.

Κλεισμένος με τις μούχλες, στο κελί μουανθρώπους πια δεν νιώθω κοντινά,

αράχνες, κατσαρίδες - σύντροφοι μου,πολύτιμη μου δίνουν ζεστασιά.

78. ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Είναι γλυκό το σούρουπο, σε θέλγει, σε μαγεύει,σου δίνει το χαμόγελο σαν άνθος στις παρειές σου.

Απλώνει μ' απαλότητα τ' ανάλαυρα φτερά τουστον κόρφο του φιλόστοργα σε σφίγγει, σ' αγκαλιάζει.

Σου ψιθυρίζει άκακα θυμήματα της νιότης,καντάδες φεγγαρόλουστες τετράκρουνης πηγής μας.

Σου ψάλλει και με άγγελους θεσπέσιες μελωδίες:Έλα και συ μαζί με μας να πεις τη προσευχή σου.

49

79. Ο ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ ΜΑΣ

Υπάρχεις στο στερέωμα, στα λούλουδα της φύσης,στη μελωδία τ' αηδονιού, στο γέλιο των παιδιών μας.

Δεν αποκάμνω να θωρώ το βλέμμα σου στο Σύμπανσαν βάλσαμο παρήγορο, σαν πρόνοια, σαν αγάπη.

Σε όλα τα τρεχούμενα κρυστάλλινα νερά σουυπάρχει η εικόνα σου με μάλαμα φτιαγμένη.

Όλα τα βλέπεις, με στοργή, συντρέχεις στη ζωή τους,σαν ίσος μ' ίσος φέρεσαι, σαν άνθρωπος, σαν φίλος.

Κι αν πέσουμε στα τάρταρα, μαζί μας συντροφεύεις,σωστά λόγια, χαμόγελα ακούμε στην ψυχή μας.

Σαν φίλος της παρέας μας ανοίγεις μας το διάβα,ξανά για να ανέβουμε ουράνια σκαλοπάτια.

80. Ο ΣΩΣΜΕΝΟΣ

Δύσκολα βρίσκεις πέρασμα με μάτια σφραγισμένα.Ακούς ηχούς, ακούς βροντές, μα τίποτα δε βλέπεις.

Σκοτάδι, πίσσα τύλιξε τα σύμπαντα, τον κόσμο,ο νούς σου εσταμάτησε, μόν' η καρδιά χτυπάει..

Σιγ' απαλά τα βήματα, με τρέμοντα τα πόδια,απλώνεις χέρια διάπλατα, να πιάσεις, ν' αγκαλιάσεις.

Μα το απέραντο κενό σε σφίγγει, δεν το σφίγγεις,το νιώθεις μαύρο πάπλωμα στα στήθη π' ανασαίνεις.

Ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ στο πέρασμά σου,οι γνώσεις σου δεν φώτισαν ποτέ την ύπαρξή σου.

Που σέρνεις το κουφάρι σου χλωμό, καμπουριασμένο,ποιά στράτα εξεκίνησες, ποιό τέρμα αγναντεύεις;

Χίλιες σπηλιές ορθάνοιχτες στο δρόμο σε καλούνεμέσ' απ' το στόμα τους να μπεις, να γείρεις, να κουρνιάσεις.

Να έχεις για κατώστρωμα της γης το σκέτο χώμα,να βάλλεις για προσκέφαλλο ένα ψυχρό λιθάρι.

50

Ν' αφήσεις νάχεις πάπλωμα της μούχλας τις νυφούλεςκαι γύρω σου νανούρισμα τις μύγες, τα μελίσσια.

Να ανασαίνεις άμελα αέρα δροσεράτο,όσο σου διν' απλόχερα η πόρτα της σπηλιάς σου.

Έτσι να κάνεις να σωθείς, ταλαίπωρ' οδοιπόρε.Σταμάτα πια να σέρνεσαι, σκεπάσου στη σπηλιά σου.

Όσο κι αν είναι άτεχνη, έχει σκεπή και τέλος.Δεν είναι άπιαστο κενό και δρόμος χωρίς τέρμα.

Αισθάνεσαι ολόγυρα υπάρξεις ν' ανταμώνουν,δεν νοιώθεις πια το είναι σου να πνίγεται στο χάος.

Άκου... Βροντές σε κύκλωσαν φωνές, χαμός απ' έξω,οι κόσμ' αρματοχάνονται και συ μες στη σπηλιά σου

στα γόνατα προσεύχεσαι με μάτια δαρκυσμέναστον Πλάστη για μια Λύτρωση ξανά ναρθεί, Σωτήρας.

81. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Όταν το φως τ' ανέσπερο, φλογίζει και θερμαίνεικαι δείχνει πεντακάθαρα το δρόμο σου στο χάος,

μη τα φοβάσαι τα στενά σοκάκια, μονοπάτιαποτέ τους δεν θα πάρουνε τα ίχνη τα δικά σου.

Σ' αυτό το φωτοστόλιστο, το σπίτι της Αλήθειας,θα φέρει σου τα βήματα ο δρόμος ο δικός σου.

Η λύτρωση Παράδεισος θα είναι η ζωή σουθα βλέπεις τα αόρατα, τα άρρητα θ' ακούεις.

Το βάρος της υπάρξεως, σαν ύλης και ουσίας,θα φύγει απ' τη ζήση σου θα νιώθεις σκέτο πνεύμα.

Έτσι οι μύριοι άγγελοι απλώνουν τις φτερούγεςκαι γρήγοροι σαν άνεμος διασχίζουνε το Σύμπαν.

51

82. ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ

Θέλω να είμαι λεύτερος, χωρίς δεσμά και κρίκους,χωρίς αλήθειες ψεύτικες, που δένουν και μαντρώνουν.

Θέλω σαν άγγελος - αητός, ν' απλώνω τις φτερούγεςτης σκέψης μου, της φρόνησης, σε ύψη σε ραχούλες.

Να ταξιδεύω, σαν το φως, σε λόγγους, σε φαράγγια,να βλέπω, να στοχάζουμαι, να κρένω, να μου κρένουν.

Ν' ακούω, ν' αφουγκράζουμαι της φύσης τα μυστήρια,τ' ανθρώπινα τα βάσανα, του δάσους τα σεκλέτια.

Θέλω ν' ακούσω πως βογγούν της θάλασσας τα σπλάχνα,σαν δέχουνται τ' απόβλητα της άσπλαχνης μας «μοίρας».

Μες τα κατάβαθα της γης σαν άκακο ζωάκι,να ζήσω τα κτυπήματα της άοκνης καρδιάς της.

Να δω μες τα κονάκια της τους μύριους θησαυρούς τηςπως είναι στη καθάρια τους, στην ίδια τους τη φύση.

Θέλω να φέρω μου το νού της ζήσης, της ψυχής μου,στο άγνωστο, στο άπειρο, που πλέει μες το χάος.

Να ανταμώσω άπιαστες υπάρξεις, πνεύμα, γνώσειςκαι να μιλήσω φιλικά, παρέα με το Σύμπαν.

Να ερευνήσω τις χαρές, που δίνουν οι ομορφιές τουκαι, σαν από παράθυρο, να δω τι είν' πιο πέρα.

Να προχωρήσ' αθέατος, σαν δύναμη, σαν άχναστα δόματα του άτομου, να ζήσω τους χορούς του.

Και μες στα φιλοκάρδια του, του δένδρου, που φλογιέται,ν' ακούσω πως το κλάμα του το κάνει μοιρολόγι.

Να μπω στου λύκου τη φωλιά στης λέαινας το σπήλιο,να ζήσω και απόκοντα το λάφι, το ζαρκάδι.

Να μάθω πως μαλώνουνε τα άτακτα μικρά τους,τούς βόγγους τους, τα δάκρυα τους, σαν βάρβαροι τα παίρνουν,

52

για να τα κλείσουν άσπλαχνα σε φράχτες, και σε κλούβες,με σύντροφο τον πόνο τους να δίνουν γέλιο σ' άλλους.

Θέλω να μπω απρόσκλητος μες τη καρδιά του κόσμου,να δω την αρμονία της, το άδυτο ιερό της.

Ν' ακούσω τα σκιρτήματα, τους ρόγχους τις λαχτάρεςκάθε λαού - μικρού λαού, που αδικοπεθαίνει.

Πως ζούνε οι ξεσπίτωτοι, που βρίσκουντ' οι χαμένοι,πως νοιώθουν οι μανάδες τους, τ' αδέρφια, τα παιδιά τους.

Να πάω μες στις εκκλησιές του κάθε διδασκάλουπου μίλησε για άπειρο, για θείο, για αιώνιο.

Να ζήσω μες στο πόνο του και μέσα στις χαρές του,τον άνθρωπο στη πίστη του, στη ίδια προσευχή του.

Θέλω να δω πως όλοι μας λατρεύουμε το ίδιο,χωρίς τα μύρια σύμβολα, που δένουν και χωρίζουν.

Ν' ακούσω πως προσεύχουνται οι άνθρωποι σαν ποίμνια,όπως το είπε ο Χριστός, χωρίς πολλά στολίδια.

Θέλω να ζήσω το βαρύ ζυγό που αργοσέρνεισαν όμηρος,ο άνθρωπος στ' αόρατα μπουντρούμια.

Σαν φτερωτός του σύντροφος, σαν φίλος, σαν δικός του,στου καναρίνι το κλουβί να μπω και ν' ανταμώσω

το κλάμα, το τραγούδι του, αν είναι τα δικά του,να μάθω με τη γλώσσα του τι λέει, τι τραγουδάει.

Στα άψυχα τα σίδερα, που πήραν την ψυχή μας,ν' ακούσω τους εργάτες τους, που στέκουνται βουβοί τους,

σαν ευλαβείς προσκυνητές μπροστά σε άγιο βήμα,χωρίς πολύ να χρειάζουνται τα χέρια, δάκτυλά τους

πως νιώθουν και πως σκέπτονται στην άχαρη σιωπή τους,εργάτες για αφέντες της μπροστά στη μηχανή τους.

Γι αυτούς αυτή εργάζεται, ή κείνοι για την ίδιαΠοιός απ' τους δυό στο μέλλον τους τον άλλον θα κηδεύει...

Θέλω να μάθω ποιός σοφός θα είπει την αλήθειαστον άνθρωπο π' αλύπητα σκλαβώνει τη ζωή του.

53

83. ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ

Σαν έμαθε πως άσπρισαν στο χτήμα οι μυγδαλιές του,επήρε τη μαγγούρα του, ψωμί τυρί για γιόμα,

κι ανέβηκε στα βράχια του, σκυφτός καμπουριασμένοςόταν ο γεναριάτικος, ολόλαμπρος, κεφάτος

αγνάντεψε στα τρίκορφα να δει και ν' ανταμώσειτους λόγγους τα ποτάμια του, τ' ολόδροσα λιβάδια.

Επήγε και ακούμπησε το γέρικο κορμί του,κοντά στη ρίζα πράσινης μικρής αμυγδαλίτσας

και κοίταζε τα άνθη της, τα φύλλα, τα κλωνιά της.Τα μάτια του εθόλωσαν στα δάκρυα βουτηγμένα.

καθώς γοργά η νιότη του εγύρισε στο νού του,τότε π' αυτό το δύσμορφο, στα χρόνια λυγισμένο

κορμί, που κατρακύλαγε σε πέτρες, σε ρουμάνια,που σαν σωστό πετούμενο μ' ολάνοιχτες φτερούγες

ανέβαινε-κατέβαινε, σαν νάταν αεράτο,ρυάκια που δρασκέλιζε με μια του μον' ανάσα.

Και μες στο μεσοσήμερο στ' αλώνι, στο λιοπύριμε κόκκινα τα μάγουλα, το σβέρκο, το μετώπι,

κυνήγαγε τα άλογα, το Μάρκο, τον Αράπη,που τρέχανε σβελτάδικα στα στάχυα τα ξανθάτα,

να δώσουνε στο σπίτι του αντρίκιο το ψωμί τους,το πρόσφορο στο γέροντα παπά της Παναγιάς μας.

Αυτά και άλλα ήρθανε, χαμένα, περασμένα,σαν κόσμος, που σκαπέτησε στο άλλο καταρράχι.

Και τα υγρά ματόφυλλα σιγάτα κατεβαίνουν,σαν δυό παραθυρόφυλλα π' ανοίγουν κι αργοκλείνουν.

Κι ευθύς τώρα, π' ανοίγουνε, βουρκώνουν, νοσταλγούνεεκείνο το σπαθένιο τους το βλέμμα σαν σαΐτα,

που πάνω κει στον τρόχαλο, στου Πύργου τις σκουφίτσεςξεχώριζαν, αλάθητα, ανθρώπους και αγρίμια.

Και τώρα, που η βλέψη του βαραίνει τους καϋμούς τουεζάρωσε το σώμα του και γέρνει το κεφάλι.

54

Βαριά τα μάτια έπεσαν στου ύπνου την αγκάληενώ τα χείλη ψέλιζαν σιγά την προσευχή τους.

— Δόξα σε Σένα Πλάστη μου, που μ' έφερες δω πάνωκαι βλέπω τις νυφούλες μου ολόλευκα ντυμένες.

84. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Αν είναι Σου το θέλημα να ζω σ' αυτό το κόσμο,χωρίς χαρά, χωρίς στοργή, χωρίς γνωστούς και φίλους,

αν είναι της Αγάπης Σου το δώρο ν' ανταμώσωκαι με αυτό την πίκρα μου να κάνω γλυκιασμένη,

αν πρέπει κάθε σούρουπο, που λέω τους καϋμούς μουκαι γράφω και λογάζομαι τους πόνους της ημέρας,

γιατί στον κόσμο τ'ουρανού, που ζούμ' αντάμα αντάμα,να μην ακούω ψίθυρους μακρυάς κάποιας ελπίδας,

και μέσα στο φεγγάρισμα της νύχτας, που γυαλίζει,να μην ακούω άσματα, αγγέλων ψαλμωδίες;

85. ΚΑΙ ΓΙΝΗΚΕ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Τι τάχα κατρακύλησε φωτιά στα σωθικά μου,που ζέστανε, που έκαψε τα μύχια της καρδιάς μου ,

Σαν κλάμα σαν παράπονο εθέριεψε γιγάντιοκαι γίνηκε απέραντο στοιχειό, μαύρη μαγεία.

Και τώρα σαν μωρούδικο, χωρίς αντρειά και σθένος,με σφίγγει στην αγκάλη του χορεύει με στις χούφτες.

Με φέρνει σε περίπατους, με πιάνει απ' το χέρι,με σέρνει σιργιανίζοντας σε δρόμους σε σοκκάκια,

με κάνει να λογίζουμαι μπροστά του τιποτένιος,να είναι μου η δύναμη στο θέλω το δικό του.

Είναι σκλαβιά, είναι χαμός το κάθε τι, που δένει,που κλείνει τις αλύσες του με κρίκους ατσαλένιους

και μέσα στα μπουντρούμια του κλεισμένος, μαντρωμένος,ακούω τα τρεξίματα, τους ρόγχους του θανάτου,

που άσπλαχνα γυμνώνουνε σε πνεύμα σε ουσίατα είναι της υπάρξεως του κάθε διαβατάρη.

55

86. Ο ΠΟΝΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΝΟ

Απόκαμα στη ζήση μου να βλέπω το σακάτηνα σέρνεται στους δρόμους του με χέρι απλωμένο,

τον άρρωστο στο στρώμα του, τη δύσκολη ανάσα,με πάθος ν' αγωνίζεται στής ύπαρξης το στίβο,

λίγο, ψωμί, λίγο λαρδί με λίγη καλωσύνη.Δυό μάτια ολογάλανα, στα δάκρυα βουτηγμένα,

κοιτάζουνε στη πόρτα μας, σαν πλούσιο κελάρι.Για μόνο θέλω έχουνε, να ζήσουν να χορτάσουν.

87. ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΑΣ ΔΗΜΙΟΙ

Είναι φωτιά, είναι λαυρός το κάθε πέρασμά τουςμαραίνουν το περπάτημα, μαράζωμα σκορπάνε.

Τα νειάτα στην ανάσα τους, σαν άγγελοι ζυγώνουντους δίνουν για παράδεισο της σάρκας την λατρεία.

Κι αυτά, όταν θελήσουνε ελεύθερα να ζήσουν,ζωσμένα μες τα πάθη τους με σύντροφο τη φτώχεια,

φωνάζουν, αλαλάζουνε, βρίζουν, αγκομαχούνεκαι άσπλαχν' οι δυνάστες τους γελούν ανάμεσά τους.

— Εμπρός παιδιά μη στέκεστε, τους λένε κάθε τόσοκαι πίσ' από τις πλάτες τους σχεδιάζουνε παγίδες.

Γκρεμός, αφάνεια, θάνατος, ανάθεμά σας δήμιοι,που πήρατε σφαχτάρια σας λεβέντες νιούς και νέες

88.ΛΕΥΤΕΡΟΣ

Μπροστά στη πόρτα της σπηλιάς τα βήματα μετράω.Δεν προχωρώ, δεν το τολμώ, σαν στύλος μαρμαρώνω.

Σαν άγαλμα σφηνώνουμαι, χωρίς σκέψη και γνώση,θωρώ χωρίς απόφαση, κοτρόνι φυτρωμένο.

— Τι καρτεράς; Δεν τους ακούς; σε κράζουν σε καλούνεΣκύψε στην τρύπα, σε χωρεί, να μπείς και συ σε στέγη.

Μα γω αγέρας έγινα, δε θέλω τη στοργή της,δεν το μπορώ να σέρνουμαι κλεισμένος μες στους βράχους.

56

Το χάος θέλω σπίτι μου, τους δρόμους για φωλιά μουκαι μέσα στα απέραντα της άβυσσου παλάτια,

να είμ' εγώ ο άρχοντας χωρίς κανένα νόμο,χωρίς σ' άλλους υπάκουος, παρά στο λογισμό μου.

Δε βλέπω μες το είναι μου στενάκια και χαντάκιαμισόφωτα, ολόμαυρα, σοκκάκια και δρομίσκους.

89. ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

Γυρίζουν στη φωλίτσα τους, καθώς τα περιμένει,καλόγνωρη, μικρούτσικη γερά αγκυστρωμένη,

σε μια γωνιά του χαγιατιού, τ' αυγά τους να κλωσάσουν,να φέρουν στους αιθέρες μας μικρούς σπαθάτους φίλους.

Χαρούμενα λαλίσματα, φτεράτα, γυροφέρνουνκύκλους πολλούς χορεύοντας προτού κοντά πλησιάσουν.

Μα όταν τα νυχάκια τους αδράξανε τις πλεύρεςκαι είδαν τα ματάκια τους τη κάπνα πούχαν μέσα,

θρήνων φωνούλες γοερές, κραυγές, βόγγους αφήνουν,γι αυτή την αναπάντεχη βεβήλωση που βρήκαν.

90. Ο ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ

Ποιός πάτησε χαλάσματα, μαυρίζοντα δοκάρια,π' απλώνουνται ακίνητα νεκρά, κουφαριασμένα;

Στο βλέμμα του ποιός έπιασε ανθρώπους να χυμάνε,να καίνε, να σκοτώνουνε γυναίκες, νιούς, παρθένες;

Ηταν της κάκιας οι καιροί, του μίσους και της τρέλλας,που άρπαξε αμούστακα παιδιά λεβεντομάνας.

Κι άλλοι νομίζουνε εχθρούς πως σφάζουν και σκοτώνουν.Κι άλλοι πως με ερείπια, που σκόρπαγαν τριγύρω,

νομίζανε πως λεύτερη, στα ίσια κοινωνία,ορθά, σωστά θα χτίζανε, για πάντα ευτυχισμένη.

Κι όταν τα πάθη λούφαξαν και ήρθε η γαλήνη,στο κάθε χωριατόσπιτο και μια μαυροφορούσα.

Βουνά, λαγκάδια γίνανε οι τάφοι σε λεβέντες,που όλοι τους παλαίψανε για κάποιο τους πιστεύω.

57

91. ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ

Είναι γιομάτος ψέματα της ζήσης μας ο κόσμος.Τραγούδια ξεφαντώματα και χίλιες δυό τρελλάδες,

δεν στέκουνται στους πιότερους, που έχουνε σεκλέτια,που βράζουν με τις έγνοιες τους και μέσα τους βογγάνε.

Κι όμως τα κάνουνε σωστά, κι ας είναι υποκρισία,το κλάμα και τα δάκρυα τους, αστεία, και γελάνε.

Κι οι θεατρίνοι, κωμικοί, μεγάλη προσφορά τους,που βάζουν να χορεύουνε γυμνούς και πεινασμένους,

ποιό θάτανε το κέρδος τους τον πόνο και την θλίψηαν άφηναν να φαίνεται σε λόγια πονεμένα;

Αυτά είναι τα ψέματα, που σώζουν και βαστάνετον κόσμο τον ταλαίπωρο και είν' αυτό αλήθεια.

92. Η ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΘΕΛΗΣΗΣ

Ποιός στις χαράδρες του βουνού στήνει χορούς τραγούδια;Ποιός αδερφώνει τα στοιχειά στις ποταμιές στους λόγγους;

Ποιός χρωματίζει τις πλαγιές, τη χλόη ποιός φυτεύει;Τα άγρια, τα ήμερα στους κάμπους και στα δάση,

πως θεμελιώνουν τις φωλιές στους βράχους, στις σπηλιές τουςκαι συνταιριάζουν στη ζωή μ' αγάπη και γαλήνη;

Είναι της φύσης ο θεσμός αδιάφθορος κι αιώνιος,Τάξη της θείας θέλησης, Στοργής, Σοφίας, Κόσμος.

93. ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΝΥΧΤΙΕΣ

Άκουσε ήλιε τ' ουρανού και συ χλωμό φεγγάρι,π' ακούραστοι σκορπίζετε το φως σας μέρα νύχτα

και όλα τα ανθρώπινα, οι θάλασσες τα όρη,φωτίζονται στη λάμψη σας, τους δρόμους τους να έχουν.

Εδώ στη γη, που έχουμε και μείς το σπιτικό μας,δεν βλέπουμε την όψη σας, τραγούδια να σας πούμε

Κρύβουν σας όγκοι σκιαδεροί, καπνοί, μαυρίλες, σκόνες.Οι μέρες μοιάζουν με νυχτιές οι νύχτες με τον Αδη.

58

94. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Πολύ κοντά μας στέκεται το σπίτι της Αλήθειας,μα, πως θα ξεκλειδώσουμε τη πόρτα του, να μπούμε;

Με τέχνες και με σύμβολα, με μύθους κι επιστήμες,κλειδιά κατασκευάζουμε σωστά, στη λογική μας.

Στεκόμαστε μ' ευλάβεια σε κάθε μας προσπάθεια,αγάλλονται τα μύχια μας βαθειά μες στη καρδιά μας

κάθε φορά π' ακίνητοι, σαν κάποιος την ανοίγει,περιμένουμε μαντάτα του, το πόθο μας να σβήσει.

Μα δεν το μπόρεσε κανείς, απ' όσους μέσα μπήκαν,ν' ανοίξει πάλι και να βγει να πει μέσα τι είδε.

Όποιος ποτέ κοιμήθηκε στο σπίτι της Αλήθειας,εξέχασε για πάντοτε τους κόσμους των ανθρώπων.

95. ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ Η ΖΩΗ

Μεγάλο δώρο η ζωή, το πρώτο μέσα σ' όλα,γι αυτό και να τη χαίρεσαι αγνά και μοναχή της.

Μην την αφήνεις να μπλεχτεί σε μάταιες βουλήσεις,αυτή μένει αιώνια, τα άλλα τελειώνουν.

Δόξα και γνώσεις και λεφτά ασκήμιες της προσθέτουν,είναι ωραία μοναχή, σαν το αγνό μωράκι.

96. ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΔΙΝΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ.Μπορείς, όταν οι δόξες σου, σαν δάφνες, μαραθούνε,να πεις μ' ένα χαμόγελο πως είσαι ευτυχής;

Μπορείς, όταν το χρήμα σου περάσει σ' άλλα χέριακαι μείνεις μες την έρημο, στο κρύο πεινασμένος,

μπορείς, όταν τις γνώσεις σου, σαν άχρηστες βλακείες,τις σέρνουν στο περίγελο και τις περιφρονούνε,

μπορείς, όταν η τέχνη σου κανένα δεν διαφέρει,να μένεις με γαλήνιο, καθάριο το βλέμμα,

σαν βλέπεις πως κι οι φίλοι σου γελάνε πια με σένα,τα μάτια χαμηλώνουνε, σιωπούν, όταν τους κρένεις,

μπορείς να είσαι ήρεμος, σαν όλοι διασκεδάζουνενώ εσύ παράμερα χλωμός και τσακισμένος;

59

Μπορείς, όταν σε βρίζουνε μ' εκείνο που λατρεύειςχωρίς εχτριά και κάκια ν' ακούεις δακρυσμένος;

Αν τα μπορείς όλα αυτά, σωστός είσαι κι ακόμη,αγνός σαν το μωρούδικο, που παίζει μοναχό του.

97. ΗΤΑΝ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΙΟΥ

Βρήκες στη στράτα σου το νιό, το Στράτη, το λεβέντη,γέρνει στο πλάι να σε δει και τον φιλάς στο στόμα.

Ήταν φιλί αλλιώτικο, δεν ήταν της αγάπης.Απρόσμενο, ανέλπιστο, σαν από άλλο κόσμο.

Ηταν φιλί του θανατιού, που φέρνει πόνους, δάκρυακαι σκίζει στα διάπλατα μανάδων φυλλοκάρδια.

Που παίρνει τα χαρούμενα τραγούδια από το στόμακαι με λυγμούς και κοπετούς τα φτιάχνει μοιρολόγια.

Ο πόνος ασταμάτητος, ποτάμι στη ψυχή μας,μας πνίγει τις κουβέντες μας πριν άλλοι τις ακούσουν.

Με κλάματα αντάμωσες τον κόσμο όταν ήλθες,χαράς έχυσε δάκρυα η μάνα σου σαν σ' είδε.

Μα τώρα συ ακίνητος, δεν κρένεις, δεν μας βλέπεις,το σώμα είναι άψυχο στο πλούσιο του σεντούκι.

Πήρες μαζί σου τις χαρές της νιότης, τ' όνειρά σου,το κόσμο, που περπάτησες, π' αντάμωσες, που είδες.

Τώρα που με το πνεύμα σου τον βλέπεις, τον αγγίζεις,για πες μας, όταν σ' είδαμε τη νύχτα στο όνειρό μας,

πως είμαστε του λόγου μας εμείς, που σε θρηνούμε,μήπως νεκροί μεις μείναμε και συ στη ζήση ήλθες,

Εμείς, που σε θρηνήσαμε σαν άφησες τον κόσμο,μήπως θρηνείς τώρα εσύ για μας που περιμένουν;

Άκου, Στρατή, λεβέντη μας που σήμερα γιορτάζεις,όταν σειρά μας θα φανεί, να έρθεις, μη ξεχάσεις.

60

98. ΜΗ ΠΑΖΑΡΕΥΕΙΣ ΤΑ ΑΓΝΑ

Μη παζαρεύεις τα αγνά, κρατήσου στην αλήθεια,δίνε τη μάχη σου σωστά στον στίβο, στην παλαίστρα.

Μην αποκάμεις δουλευτή να σκάβεις, να φυτεύεις,σκόρπα το σπόρο του καλού στο χώρο σου μ' αγάπη.

Και θα νικήσεις, βέβαιος να είσαι, μη δειλιάζεις,κατάστηθα της νιότης σου να κλείνεις την ελπίδα.

Κράτα ψηλά σημαία σου τη Πίστη, τη θυσία,τη πρόοδο στη πλάση μας, το Δίκαιο για όλους.

Μη το νομίζεις πως μπορούν με σχέδια και νόμουςγερά να θεμελιώσουνε ισότητα κι αγάπη.

Ειρήνη, που στεριώνεται με όπλα και με ψέμαείναι ειρήνη ψεύτικη και φέρνει δυστυχίες.

99. ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΗΔΕΝ

Μητέρα γη, που μούδωσες το χώμα σου για φίλοκαι μ' έκαμες να φαίνουμαι, να τρέχω, να δουλεύω,

πες μου τι είναι θάνατος στα σπλάχνα σου, σαν έρθω,σαν όλους με σκεπάσουνε με πάπλωμα το ίδιο;

Δεν το μπορώ να σκέπτουμαι, πως μέσα σ' ένα λάκκοθα κλείσεις μου την ύπαρξη με όλα τα καλά της.

Δεν το πιστεύω πως μπορεί για μια στιγμή μονάχαανύπαρκτα να γίνουνε αυτά, που τώρα είμαι.

Αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως είμαι, πως υπάρχω.Μη με ρωτάς για το μηδέν, δεν ξέρω, δεν το νοιώθω.

61

100. Η ΑΣΠΙΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Ορθός στάσου στα πόδια σου, μη τρέμεις, χαμογέλα.Μικρό σπουργίτι, άνθρωπε, κουράγιο, μη φοβάσαι.

Στρέψε αλλού το βλέμμα σου, μη βλέπεις τις αβύσσους,που άνοιξες αστόχαστα και θέλουν να σε φάνε.

Κράτα στα χέρια σου σφιχτά αυτό, που σε φροντίζει.Είναι η άμωμη αγνή, η άσπιλη αλήθεια.

Γεννήθηκε μωρούδικο σαν Βρέφος μες στη φάτνηκι αγάπησε κι εφώτισε εσένα, μένα, όλους.

Χωρίς Aυτόν, γκρεμίζουμαι, χωρίς Aυτόν, δεν ξέρω,είμαι, δεν είμαι, άγνωστο. Δεν βλέπω, δεν ακούω.

Άγρια στοιχειά, φαντάσματα, ολόμαυρ' εφιάλτεςσυντρόφευαν τη ζήση μου, προτού Αυτόν γνωρίσω.

101. ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΡΩΪΝΟ

Μικρό σπιντζούρι της αυγής, φτωχό μου, πεινασμένοψάχνεις, τσιμπάς, ελπίζοντας, το χιόνι της αυλής μας.

Μα τα σποράκια είναι βαθειά, δεν βγαίνουν σκουληκάκια,το πάπλωμα π' απλώθηκε, βουβό, βαρύ γεννήκε

για όλα τα ζωούμενα, που τρέφουνται και τρέφουν.Με χάδια κι απαλότητες, χωρίς τραχειές κινήσεις,

σωρεύτηκαν αθόρυβα η μια κοντά στην άλληνυφάδες μικρομέγαλες, κουκλίτσες στολισμένες.

Κι εφτιάξανε ολόλευκα κουστούμια για καθέναστύλο, δενδρί κι αυλόγυρο και τάπητες στο χώμα.

102. ΜΙΚΡΟΣ ΓΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Ο κόσμος που σαν άποικοιβρεθήκαμε κοντά του,

είναι μικρός, είναι στενόςγια μας και την Αλήθεια.

Σ' αυτόν όμως τον κόσμο μαςπροστρέχουμε με δίψα

για γνώσεις για στοχάσματα,που τρέφουν και αγάλλουν.

62

103. ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Βλέπεις το είναι σου αργό, νομίζεις πως πεθαίνειτα σπλάχνα γης-μητέρας σου διάπλατ' ανοιγμένα

καλούνε σένα για να πας, να σκύψεις, ν' αγκαλιάσειςτο χώμα αυτό, που σούδωσε στη ζήση σύντροφό σου

και να φιλήσεις βλαβικά τη δόξα σου την ίδια,τη δόξα, που σε ζέσταινε και σ' έτρεφε μ' ελπίδες.

Αυτή, που σε νανούριζε με γέλια και με χάδιακαι σούλεγε με ψίθυρους για άλλους κόσμους μύριους

και άκουγες σταυρώνοντας τα χέρια σου στο στήθοςκαι έλαμπαν τα μάτια σου και φτέρων' η ματιά σου

και πέταγες ανάλαφρα σ' αγγέλων μονοπάτιακαι έννοιωθες το στέφανο στο μέτωπο της νίκης.

Μα τώρα να, κιτρίνισες, σαν φύλλο φθινοπώρουξεκόβεσαι αθόρυβα και φεύγεις και πετάεις.

Γίνεσαι πνεύμα ουρανός, «δεν κλείνεσαι στα σκότη».Του τάφου το στενόμακρο, υγρό, πληχτό λακκάκι

δέχεται μόνο το φθαρτό, χωμάτινό σου μέρος,μέχρι να γίνει και αυτό ουράνιος πολίτης.

104. ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ... ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΠΡΗΣΜΕΝΑ

Το δρόμο, που πήρες, μικρό μου αγόρι,στην άγνωστη πόλη ξενόφερτο, μόνο,

στο διάβα σου είδες να σέρνουν με ζόρι,σαν κοίταζαν όλοι με θλίψη και πόνο,

γυμνά παλληκάρια με μάτια πρησμέναξυπόλητα πόδια, με σπάθινο βλέμμα.

Δεν ήταν μεινάρια, στο χάρο δοσμέναμε δίχως της ζήσης στις φλέβες και αίμα.

Λεβέντες με χάρη στο κόσμο γενναίοι,δουλέψαν με πείσμα, με ρόζια στα χέρια

σ' αγώνες μπροστάροι, αγνοί και ακμαίοι,στης κάκιας το νεύμα αρνήθηκαν στέρια.

63

105. ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ

Ήρθες στο χώρο της προσπάθειας,στο κόσμο του αγώνα τον τραχύ,

εδούλεψες, μελέτησες και είδεςπως φαίνουνται τα πράγματα στη γη.

Και τώρα σαν τον άνεμο περνάειςαμίλητος κι αθόρυβος γοργά,

σου κρένουν και τους κρένεις με το γέλιο,δεν γνώρισες, δεν είδες την χαρά.

Στο πέρασμα της ζήσης του μυστήριουαγκάλιασες και είδωλα πολλά,

ελάτρευσες με πίστη και μ'αγάπη,προσκύνησες γι’ Αλήθεια την ψευτιά.

Και τώρα λυτρωμένος ξενυχτάειςμε πόθο να γυρίσεις και να δεις

ποιό είναι το καλύτερο, ποιό πάει,να έχεις το για σύντροφο στη γη.

106. ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΟΥ

Δεν είμαι γεννημένος απ' τη «μοίρα»δεν κλώθει το κισμέτ την ύπαρξη μου.

Δουλεύω νύχτα μέρα στης θυσίαςτους δρόμους, που με συμπάθεια μου δείχνουνε

το χάος της αγνοίας και απάτης,που άδραξα με σώμα και ψυχή

και τάζησα σαν νάταν η αλήθεια,που βλέπει πλανεμένος με στοργή.

Σηκώνω σταυρωμένος το σταυρό μου,δεν βλέπω πουθενά το λυτρωμό,

περπάτησα τον άγριο γολγοθά μουκανένας δεν γενήκε σταυρωτής μου.

64

Στα βάθη κάποιων γνώριμων στιγμών μου,που ζούσαμε αγκάλια ταιριασμένοι,

γυρίζω, ψαχουλεύω, νοσταλγώτο κάτι της αλήθειας, το δικό μου.

Απλώνω μέσα στ' άπειρο με δέοςτα χέρια μου φτερά των λογισμών μου

αφήνουμαι ανέμελα στο Σύμπανκαι άκουσα το φίλο στοχασμό μου,

π' αθόρυβα με έφερε στην άκρη,Εκείνου που κρατούσα γατζωμένος,

και μούπε με θεόσταλτους ψιθύρους«θάρρος διαβάτη! εγείρου αναστημένος».

Και τώρα που σαν πλάνητας δαρμένοςμε μόνο μου για στήριγμα τη δίψα

της αλήθειας, ν' αγκαλιάσω στη ζωή,αισθάνουμαι σαν άγιος Λυτρωμένος.

107. ΣΤΟ ΑΔΥΤΟ ΤΗΣ ΔΙΨΑΣ

Δεν περπατώ μονάχος μου στου ουρανού τους δρόμους,δεν συναντώ μόνον εγώ τους άφτερους αγγέλους.

Μύριες χιλιάδες πνεύματα στα ίδια σταυροδρόμιαστοχάζουνται τ' ανήξερα της πίστης και της γνώσης.

Είναι της Μούσας σύμπλωτοι, που θέλουνε ν' ακούνεμε άλλ' αυτιά τους θόρυβους, που φτάνουν απ' το Σύμπαν.

Είναι του άγχους τα παιδιά, π' αγκομαχούν να δέσουντις θλίψεις όλες, τις χαρές, του κόσμου τα μυστήρια,

μέσα στο δίχτυ της σιωπής κλεισμένοι ν' ανασαίνουντους πόθους τους ανέγγιχτους του λόγου και της πλάνης.

Μέρας και νύχτας στοχαστές, δεν βλέπουν χρόνο, ώρες.Ο τόπος, που στα πόδια τους στηρίζει το κορμί τους.

65

γίνεται άρμα φτερωτό στο πνεύμα της ορμής τουςκι ανοίγει τους διάπλατα τα μύχια της ψυχής τους.

Να ταξιδεύουν νοσταλγούν σε πόλεις χρυσαφένιεςμα τ' άγια της ζήσης τους δεν θέλουν συντροφιά τους

και έρημοι θα γίνουνται κάθε στιγμή του χρόνουκαι κάθε τους περπάτημα θα είναι μοναξιά τους.

Δεν τους ταιριάζουν όμορφα και πλούσια τραπέζιαχλιδές και καλοπέρασες και δόξες, που πεθαίνουν.

Οι κόσμοι τους απάτητοι, απέραντοι παρθένοιτραβούν σφιχτά το θέλω τους, τους νόστους της ζωής τους.

Δεν τους ταιριάζουν οι στεριές, οι θάλασσες, τα νέφη.Θέλουν να ξέρουν ποιός κινεί της ύπαρξης τις ρόδες.

χαμένοι σεργιανίζουνε, δεν βλέπουν δεν ακούνε.Το βήμα τους, αδύνατο περπάτημα της δίψας,

δίνει το σήμα της βουβής κλεισούρας της ζωής τους,σαν προχωρούν προσκυνητές στο άδυτο της γνώσης.

108. ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΑΙΡΙΑΞΕ Ο ΝΟΜΟΣ

Τους δυό μας δεν μας ταίριαξε ο νόμος,μα θεία η αγάπη η απλή,

κοινός σαν ξετυλίχτηκε ο δρόμοςκι αντίκρυσε η νιότη τη ζωή.

Η φύση, σαν της άνοιξης τα ρόδα,λουλούδιασε και άρωμα γλυκό

ξεχύθηκε ασύλληπτα, πληθώρακι αγκάλιασ' ένα κόσμο ακριβό.

Σαν άγιο φως, που λάμπει και ζεσταίνει,και δείχνει στο σκοτάδι να περνάς,

τα μύχια της ψυχής σου ανασαίνεικι ουράνιο τραγούδι αρχινάς.

Τραγούδι, που κανένας δεν τελειώνειστο δρόμο της ζωής, που ξεκινά,

66

αγνό, σαν μελωδία, ανταμώνειτο βλέμμα των παιδιών μας απαλά.

Ο νόμος, που ρυθμίζει τα κοινάπολύτιμος για όλους και προσφέρει,

μα μέσα στα ανήλιαστα βαθειά,π' αρχόντισσα η φύση βασιλεύει,

δεν έχει λόγο κι ούτε θέση να σταθεί,δεν χρειάζεται το κύρος κι η ισχύς του,

όπου η φύση είναι ακμαία ζωντανήδεν θέλει να υπάρχει η αρχή του.

109. ΣΤΗΡΙΞΟΥ ΣΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Πάρε το δρόμο σου σωστά,στηρίξου στης αγάπης το μυστήριο,

περπάτα με τα βήματα αγνά,φωτίζου με αιώνιο τον ήλιο.

Να λάμπει στη ζωή σου σταθερά,να χαίρεσαι την πλάση με ζωντάνια,

κρατήσου με την πίστη δυνατά,μη σέρνεσαι στού βούρκου τα σεργιάνια.

Του κόσμου της αγάπης δουλευτής,το έργο, σαν τελειώνεις, ανασαίνεις,

δεν είσαι της σαπίλας θαυμαστής,τους νέους και τους γέρους ανασταίνεις.

Με σύντροφο για πάντα το Χριστό,με δάσκαλο και φίλο σου Εκείνο,

θα έχεις στη ζωή σου οδηγό,θα λάμπει η ψυχή σου σαν το κρίνο.

Στο πόλεμο του μίσους νικητήςτου Λόφου της θυσίας τα αχνάρια

εδιάλεξες, και ήρως παλαιστήςδιάλυσες της κάκιας τα σκοτάδια.

67

Το μήνυμα του θείου λυτρωμούσκορπίζεις και σε χαίρεται η πλάση,

αλήθειας και ειρήνης ερχομούη φρίκη του πολέμου θα περάσει.

110. ΔΕΝ Σ' ΑΓΓΙΞΑΝΕ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

Χριστέ, Συ δεν εγκρέμισες το νόμο,συμπλήρωσες το γράμμα του σοφά.

Γιατί σταυρό Σου σήκωσες στο ώμοκι ανέβηκες το λόφο Γολγοθά;

Και άπλωσες το σώμα Σου στο ξύλοκαι άνοιξες τα χέρια σου απλά,

μα είδες κάθε άνθρωπο σαν φίλο,δεν σ' αγγίξαν του μίσους τα καρφιά.

111. ΑΦΗΣΕ ΜΟΙΡΑ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ

Άφησε «μοίρα» το σκοινί να ντώσει, να λασκάρεινα παρατήσει λεύτερο το δόλιο το κορμί μου.

Θέλω να σκίσω τα δεσμά, που μέσα κι έξω δένουντα σπλάχνα μου, τη ζήση μου, το πνεύμα, τη ψυχή μου.

Θέλω να τρέξω στο ντουνιά, να ζήσω σ' άλλους κόσμους,να νοιώσω λίγο λεύτερος στο χάος, στη λησμόνια.

Να περπατήσω σαν φτωχός, ρακέντητος, ζητιάνος,με φίλους μόνο τα πουλιά, τα δέντρα τα ποτάμια.

Ν' ακούσω χωρίς χόρταση το Θρόϊσμα στα δάση,στο ρέμα το κελάρισμα, που τρέχει το ρυάκι.

Να γονατίσω μοναχός μπροστά σε κάποιο θάμνοκαι μ' ένα αηδόνι συντροφιά να πω τη προσευχή μου.

Νάχω στα πόδια μου τη γη, τον ουρανό για στέγηκαι μια σπηλιά φιλόξενη στις βρόχινες ημέρες.

Στους λόγγους και στα διάσελα σαν έρημο αγρίμινα τριγυρνώ ατέλειωτα, ώσπου να βγει η ψυχή μου.

Χρόνους και χρόνους δέρνουμαι σε δρόμους σε σοκκάκια,χλευάζω, με χλευάζουνε, με βρίζουνε και βρίζω.

Άφησε μοίρα το σκοινί, μη μου το σφίγγεις άλλο,άφησε λίγο μου καιρό να ζήσω σαν δραπέτης.

68

112. ΤΟ ΘΕΛΩ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Όπου υπάρχει μια ζωή, υπάρχει κι ένα θέλω,στα ζώα, δέντρα και φυτά, στους γέρους και μωράκια.

Είναι το θέλω, που κινεί τη φύση στην καρδιά της,που δίνει κίνηση κι ορμή και δένει τα παιδιά της.

Το παιχνιδιάρικο μωρό κι ο νιός ο μπρατσωμένος,ο γέρος, που τα μάτια του υγραίνουν και θαμπώνουν,

θέλουν να είναι μέτοχοι στου κόσμου τα σενάρια,να τους καλούν να τους ακούν και νάχουν τ' όνομά τους.

113. ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΤΗΣ ΖΗΣΗΣ

Οι βράχοι, που δακρύζουνε, δεν κλαίνε, δεν στενάζουν.Δίνουν ζωής το μήνυμα, σαν κρύσταλλο, σταγόνες.

Για να κυλίσουν απαλά στο ρίζωμα της χλόης,του πεύκου και του έλατου, τη δίψα τους να σβήσουν.

Να βρει τροφή το πρόβατο, τον ίσκιο ο τσοπάνος.Καθάριο τ' οξυγόνο του και πλούσιο να δίνει

σε κάθε νιό και κοπελιά που ήρθαν να γλεντήσουνστις κορυφές, στα διάσελα να στήσουν πανηγύρια

και να χαρούν ανταμωτά με τα πουλιά του δάσους,να σεργιανίσουν αγκαλιά με το δροσάτ' αγέρι.

Να αντικρύσουν τ' ουρανού την πόρτα, που ανοίγεισε κάθε λάτρη του δεντριού, που λέει τη προσευχή του

μπροστά στης φύσης τ' ακριβά κονίσματα αγίων,που σιωπηλά υμνολογούν με μυστική τους γλώσσα

τον Πλάστη, που τεχνούργησε με πράσινο χρυσάφικαι δίνει για παράδεισο στους άνθρωπους, που ζούνε

σαν άγγελοι στη σκέψη τους, στους λόγους τους στα έργακαι χαίρουνται ανάλαφροι σαν νιόβγαλτα παιδούλια

κάθε κλωνάρι και θαμνί και κάθε ποταμάκι,της πέρδικας κελάδημα, το μούγρκισμα του λύκου

του τσακαλιού το κλάψιμο, της μέλισσας τον ύμνο,του κόρακα το κράξιμο, της γίδας το τραγούδι.

69

114. Ο ΛΥΤΡΩΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ

Σ' ένα χωριό πανέρημο με δέντρα στις αυλές του,πουρνάρια στα χωράφια του, χωρίς να σεργιανίζουν

κοπέλες και παιδόπουλα στις ρούγες ν' ανταμώνουν,να κελαρίζουν πρόσχαρα με γέλια και αστεία.

Σ' ένα χωριό χωρίς καπνοί να βγαίνουν απ' τα τζάκια,χωρίς αρνιών βελάσματα, μονάχο ξεχασμένο,

είναι της πίστης η σιωπή, το μέλλον της ελπίδας,ο λυτρωμός της συμφοράς, που ήρθε μες στη πλάση.

Είναι τα σπίτια της φυγής, σπηλιές για μας, για όλους,της βίας τα χαλάσματα, που σπέρνουνται στους δρόμους.

115. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Δεν κλαίνε, δεν χορεύουνε νεκροί στα κοιμητήρια.Χωρίς ζωής προβλήματα ακίνητοι στο χρόνο

υπάρχουν, σαν τα μάρμαρα, βαριά σκεπάσματά τουςψυχροί και ασυλλόγιστοι χωρίς του κόσμου έγνοιες;

Δεν έχουν φτώχειες και καϋμούς, αισθήματα και πίκρεςτα κρίματα της ζήσης τους ξεχάστηκαν χαθήκαν;

Οι ίδιοι είναι τάρταρα Ηλύσια και Άδης,κανένας δε προνόησε να φτιάξει σπιτικό του;

116. Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Πως να μιλήσω μοναχός της φύσης τη σοφία;Πως να υμνήσω με σιωπή της φύσης το μυστήριο;

Είμαι φτωχός στη γλώσσα μου, οι στίχοι μου - ζητιάνοιθέλουν να ψάλλουν λυτρωμούς στους κόσμους της ερήμιας.

Παίρνω φωνή απ' τ' άπειρο, στη σκέψη μου πεθαίνωσαν ύλη και σαν αίσθηση, σαν βίωμα επίγειο.

Ακούγω δεν ακούγομαι στο Σύμπαν του αγνώστου,γυρεύω σπίτι να σταθώ, κονάκι ν' ακουμπήσω.

70

Μέσα στ' αστέρια τ' ουρανού να στήσω πανηγύρι,η λάμψη τους - αγκάλιασμα, το φως τους νάναι φως μου.

Να σεργιανήσω λεύτερος, του φεγγαριού ο δρόμοςστο πρώτο μου ξεκίνημα λιχνάρι στο πλευρό μου.

Ν' απλώσω χέρι' απέραντα και μέσα στη καρδιά μουνα κλείσω γη και ουρανούς με του παιδιού τα μάτια.

Μα είμαι μικρός κι ανήμπορος βαριά τα πόδια δένουντο χώμα, που μ' ανάστησε με όλο το κορμί μου.

117. Η ΦΥΣΗ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ

Εξύπνησα και άκουσα το γρήγορο του σκέρτσο,στις χίλιες μέσα ομορφιές της φύσης που μιλάει.

Ήρθε ξανά ο φίλος μου, μου είπε καλημέρα,ετσίμπησε το τζάμι μου καλόγνωμα, με ύφος.

Εσκόρπισε απέραντους παράδεισους στο δρόμοκαι έφερε της άνοιξης τραγούδια στη ψυχή μου.

Με γλώσσα, που οι άγγελοι γνωρίζουν να μιλάνε,ακούγεται σαν ψίθυρος, σαν ύμνος λιτανείας.

Έτσι της φύσης τ' άδυτα μιλάνε στις καρδιές μας,έτσι μας αγκαλιάζουνε, μας σφίγγουν και μας δένουν.

118. ΑΚΟΥ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Άκου το κόσμο της ζωής, που ζει και ανασαίνεικι αλλάζει όψεις, πρόσωπα, σε κάθε στιγμοχρόνο.

Λέει πολλά και διάφορα χωρίς ποτέ να πάψειτο κλάμα, το κελάδημα, το γέλιο, τους θυμούς του.

Σαν γέρος με πολύξερο το νου και την ορμήνειασαν νιός, παιδούλι νιόβγαλτο, γερόδετη κοπέλλα,

απλώνει τα πλοκάμια του, σαν δίχτυα και μαζεύειτις σκέψεις, τα στοχάσματα, τις έννοιες μας, τους πόθους.

71

119. Ο ΑΔΟΥΛΩΤΟΣ

Ποτέ του δεν απόκαμε το βάρος να σηκώνει,να περπατά περήφανα με το κεφάλι όρθιο.

Ποτέ του δεν γονάτισε σε είδωλα χρυσάτα,προσκύνημα δεν έδωσε στο πλούτο και το ψέμα.

Το βλέμμα του καθάριο, στραμμένο στα ουράνια,φιλιώνεται μ' απλότητα στα μάτια των αγγέλων.

Ο ψίθυρος του είναι του - μυστήριο προσευχής του -σκίζει βουνά και θάλασσες σ' αντάμωση του Πλάστη.

120.ΠΩΣ Ν'ΑΡΝΗΘΩ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΜΟΥ

Πως ν' αρνηθώ το κόσμο μου, το είναι της ψυχής μου,αγκάλιασμα της νιότης μου, ελπίδα στα γεράτια;

Όπως και νάρθουν οι πληγές, τους πόνους κουβαλάνε.Μα τα φτωχά, τ' ανέσπερα είναι παιδιά του Άδη.

'Οταν σου λείπει το ψωμί, γυρεύεις, ζητιανεύεις,διαβάτης κάποιος συμπονά, συντρέχεις σου στη πείνα.

Μ' όταν η άδεια σου ψυχή είναι γεμάτη χάος,ποιός θα μπορέσει στοργικά μαζί σου να πονέσει;

121.ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

Βάλε τ' αυτί σου φιλητά στο χείλος της αβύσσου,το έρεβος της κόλασης ν' ακούσεις και το χάος.

Να ζήσεις μες στο είναι σου το άδικο, το κλάμα,το πόνο και τα δάκρυα αυτών π' αργοπεθαίνουν.

Ν' ακούσεις το ξεφάντωμα της άσωτης σπατάλης,της τρέλλας τα αχόρταγα στομάχια, που γλεντάνε.

Τότε θα μάθεις μόνος σου γιατί το αίμα τρέχειστους δρόμους, στις χαράδρες μας, στις θάλασσες, στα νέφη.

72

122. ΚΑΛΟΓΕΡΟ ΤΟΝ ΞΕΡΟΥΜΕ

Τα φεγγαρίσια μάτια του χουφτώνουν κι αγκαλιάζουντη πλάση με τα χρόνια της, τα βάσανα, τους πόνους.

Μιλάει με το βλέμμα του, ακούει με τη σιωπή του,το άδολο χαμόγελο δίνει φτερά και ζήση.

Σαν αητός γατζώθηκε στο βράχο του βουνού του,καλύβι χωρίς άνεσες στεριώνει στη κορυφή του.

Καλόγερο τον ξέρουμε και έτσι τον φωνάζουνόσοι νυχτώσουν ξώβεργα σε κρύα, σε χειμώνες.

123. ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ - ΛΑΟΣ ΤΗΣ

Σέρνεις τα πόδια σου αργά στις πέτρες και στο χώμα,ανοίγεις σε αγκάλιασμα το πνεύμα στη ψυχή σου,

στο μόχθο του μερόμισθου στα χέρια με τις κάπνες,στου ζευγολάτη τα ροζιά, παιδιά της γης - λαός της.

124. Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Βλέπεις αυτή τη ζωγραφιά στον τοίχο του ξωκκλήσιου;Είναι του Άγιου η σκιά, που πέρασε μπροστά του.

Δεν έχει όγκο και θωριά, μόνο γραμμές, σαν νήμα.Μιλάει όμως με λαλιά, με δύναμη, με βάθος.

Δεν έχει πάχος κι ομορφιά και πλούσια στολίδια.Είναι απλή και απαλή η γλώσσα της αλήθειας.

Κι αυτός ο γέρο ασκητής, που άφησε στο τοίχοτον ίσκιο του και έφυγε, την άκουσε, την είδε...

125. ΠΟΛΕΜΟΣ - ΦΡΙΚΗ

Κρότοι, ντουφέκια, χαλασμός, βόγγοι, φωνές, αντάρες.Ο πόλεμος ξανάσμιξε τα μίση και τα πάθη.

Δένει μυριάδες δύστυχους στου χάρου τη χορεύτρα,ποιός πρώτος και ποιός ύστερος θα σύρει το τραγούδι;

Γέροι γυναίκες και παιδιά, νιάτα, του μάη λεβέντες,σπρωγμένοι τρεμοσβήνουνε στις φλόγες του θανάτου.

73

126. ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΔΕΝ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ

Δεν με τρομάζουν της ζωής τα βάσανα, οι πόνοι.Με προσπερνούν σαν άνεμοι, σαν όνειρα της νύχτας.

Ποτέ δεν καταδέχτηκα μαζί τους να μαλώσω,ποτέ δεν καλοπίστεψα πως ήτανε αλήθειες.

Το φως της μέρας άπλωνε τριγύρω μου τη λάμψη,σκοτάδι δεν αντάμωσα, τους κόσμους του δεν ξέρω.

127. ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ

Εσύ ποτάμι του βουνού, που ροβολάς πηδώντας,που άκουσες τις πέρδικες και μίλησες με λύκους,

ποιό μυστικό στους κόρφους σου σφιχτά καλοβαλμένοτο κουβαλάς, σαν το παπά τ' αγιόψωμο, με ευλάβεια;

— Είναι των δέντρων οι ψυχές, του δάσους του καμμένου,που μάζεψα στο δρόμο μου, σκόρπιες, γιομάτες δάκρυα.

128.Ο ΔΟΥΛΟΣ ΣΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ

Όταν της σκέψης τα φτερά ανοίγουνται στο νου σουκαι έρχονται στη γέννηση ιδέες, που σε πνίγουν

και θέλουνε για σκλάβο τους να σ' έχουνε στη ζήση,αργό, τεμπέλη τους πιστό, χωρίς άλλο σου θέλω,

φύγε χωρίς ανάσαμα, πάρε τρελλά τους δρόμους.Καλύτερα ρακέντητος, δραπέτης και αλήτης,

παρά νεκρός στο τάφο τους με δώρα και στολίδια,με δάφνες που μαραίνουνται, με δόξες που σκοτώνουν.

129. ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΓΙΟΜΑΤΑ ΖΕΣΤΑΣΙΑ

Μπορείς να δεις το είναι σου «πιο πέρ' από τα άστρα»;Να αγκαλιάσεις σύγκορμα την ύπαρξη του κόσμου;

Μπορείς στο λούκι του ντουνιά να είπεις ένα όχι;Να μείνεις έξω, θεατής στον ρούν της ιστορίας;

Μην το λογιάζεις αστοχιά, τρελλό σαν σε φωνάζουνόσοι πουλάν τη σκέψη τους στου κόσμου τα κανάλια.

74

130. ΜΕ ΑΓΙΑ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ

Είν' η καρδιά σου πλούσια μ' αισθήματα αγάπης;Με άγια τη θέληση στις σκέψεις και στις πράξεις;

Έχεις μέσα στο είναι σου της θείας χάρης Πνεύμα;Και βλέπεις το αιώνιο να ζει σε κάθε πλάσμα;

Σε κάθε συναπάντημα του χώρου και του χρόνου,βλέπεις να συντροφεύουνται τ' ανθρώπινο και θείο;

Τότε μπορείς στη στράτα σου να δίνεις καλωσύνη,σε άψυχα και έμψυχα, ζώα, δεντρά κι ανθρώπους.

131. ΘΕΛΩ Ν' ΑΚΟΥΣΩ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

Παίρνω τις στράτες τις πλατειές, στους κάμπους σεργιανάωμονάχος, έρημος, τρελλός στους δρόμους ξεψυχάω.

Παίρνω τους λόγγους, τα βουνά, γιδόστρατα δρομάκια,χαράδρες ανταμώνουνε, κορφές καλημερίζουν

τα σκονισμένα πόδια μου, προσκυνητής λυγίζω— Τι θες να μάθεις και γυρνάς βουβός ανάμεσά μας;

Και με φωνή απόηχη σαν από άλλο κόσμοθέλω ν' ακούσω απαντώ κοντά σας τη σιωπή.

132. ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Όσοι τα μάτια τους κλειστά, τ' αυτιά τους σφραγισμένα,βλέπουν μηδέν στο άπειρο, ακούνε μόνο χάος.

Αν το μπορείς στάσου ορθός, μη προσκυνάς σαν δούλοςαυτούς, που σκλάβα τους θωρούν πως σέρνουν την αλήθεια.

Άκου σωστά μηνύματα, που φθάνουν απ' το Σύμπαν.Είναι γιομάτα ζεστασιά, το ψέμα δεν το ξέρουν

Θέλεις να ξέρεις στα σωστά τι είναι μες στο Σύμπαν;Ποιός νομοθέτης σταθερά τον κόσμο κυβερνάει;

Μη τυραννιέσαι περιττά σε μάταιες προσπάθειες,με σκέψεις και με έρευνες το Σύμπαν ν' αγκαλιάσεις

Αν νοιώθεις το χαμόγελο του βρέφους, της παιδούλας,και κλείνεις μες στο είναι σου το θρόισμα του δέντρου,

έχεις γνωρίσει τη ψυχή του Σύμπαντος του κόσμου,αφού καρδιά απέραντη ανοίγεις στις χαρές του.

75

133. ΚΑΙ ΓΕΛΑ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ

Είδες ποτέ στη στράτα σου ανθρώπους να γελάνε,με ήρεμα τα πρόσωπα να παίζουν, να χορεύουν,

σε χρόνους - μέρες δύσκολους να στήνουν πανηγύρια,να πίνουν και να χαίρουνται στού πόλεμου τη φρίκη;

Είναι σκηνές πασίγνωστες στο θέατρο της ζήσης.Μαζί κρατιούνται στο χορό το γέλιο και το κλάμα.

Μαζί στογγυλοκάθωνται τα νιάτα, τα γεράτια,οι πόνοι και τα βάσανα, τα πλούτη και οι φτώχειες.

Σκόρπα λοιπόν στο διάβα σου το γέλιο, το τραγούδι,στης «μοίρας» τα γυρίσματα μη στέργεις και κονέψεις.

Αν είχαν γλώσσα τα βουνά κι η θάλλασα μιλούσε,θάκουγες λόγια αληθινά για τα τρελλά των χρόνων.

Σιωπούν, όταν στις πλεύρες τους μουγγρίζουν τα κανόνια,σιωπούν κι όταν στολίζουνται με τρόπαια και δόξες.

Κι η θάλασσα αδιάκοπα τους κόλπους της ανοίγεισε μάχες, σε ναυάγια, σε νίκες και σ' ερείπια.

Γίνε βουνό και θάλασσα, σιωπή και καταβόθρακαι γέλα ασταμάτητα μ' ό,τι, ακούς και βλέπεις.

Έτσι θα ζήσεις άνετα, ζεστά καλωσυνάτα,φιλιά σε όλους μοίραζε, κεφάτα, παιχνιδιάτα.

Κι όταν μια νύχτ' απρόσκλητα θα σου χτυπήσ' ο χάροςδός του κι αυτού ένα φιλί και χαμογέλασέ του.

134. ΚΡΑΤΑ ΤΗ ΔΑΔΑ ΣΟΥ ΨΗΛΑ

Όταν τη πόρτα σου χτυπούν χειμώνες και λιοπύρια,και θέλουνε να σπάσουνε το είναι της ψυχής σου,

κράτα τη δάδα σου ψηλά, να καίει και να δείχνειτους δρόμους, τις στενόστρατες, κι αυτούς που διαβατάρες

στη ζήση και στο θάνατο στεριώνουν νέους κόσμουςκαι σύγκορμοι, παλεύουνε τις νύχτες να φωτίζουν.

76

135. Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΗ ΚΑΡΔΙΑ

Είναι της γνώσης μπορετό να παίρνει δρόμους μύριουςστ' απέραντα της ύπαρξης, στου θείου τα Μυστήρια.

Ποιός έζησε αντάμωση του θείου και τ' ανθρώπουστα δώματα της σκέψης του, χωρίς καρδιά καθάρια;.

136. ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Βλέπω ψυχές που λαχταρούν να ζήσουν την αγάπη,τ' αγκάλιασμα να νοιώσουνε του Τέλειου, του Μεγάλου.

Να περπατήσουν απαλά σ' ουράνια δρομάκια,να λάμπει φως στο διάβα τους, στα χέρια τους, στα πόδια.

Στα χείλια τους ν' ανθίζουνε χαμόγελα αγγέλων,το βήμα τους ν'ακούγεται σαν ύμνος παραδείσου.

Είναι παιδιά της Άνοιξης, χορεύουν και γελάνε,χειμώνες και φθινόπωρα δεν βλέπουν στη ζωή τους.

137. ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΩΣ... ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ

Αυτό το φως, αθάνατο, που λούζει κάθε πλάσμα,το βλέμμα θέλει άκακο, αγνό, απλό, αιθέριο,

ν' απλώνεται ανάλαφρα, με πλούτο, με αρχόντια,σε κάθε ζώο κι άνθρωπο, χορτάρι και δεντράκι.

Σε κάθε θάλασσας βυθό, σε όρη, βουναλάκια,συντρόφια με τις πέρδικες, με λύκους, με αρνάκια

να τραγουδά στα μύχια του τη φύση με αγάπη,και τότε το Θαβώρειο θα βλέπει φως, δικό του.

Β. ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Και άκουσα το βάθος της ύπαρξης να φωνάζειμέσα από τα Τάρταρα, μέσα από τα Ηλύσια.

Ζητούσε έλεος, ζητούσε βοήθεια.Βόγγοι και κλαυθμοί, χωρίς ανάσα, μέσα από την ουσία του Είναι.

Γιατί; Ποιός εδόνησε την ηρεμία του Αιώνιου Χρόνου;Ποιός πάτησε το πόδι του βέβηλα

77

στους χώρους της Αιώνιας Γαλήνης ;Άνθρωπε της Μεγάλης ζωής, πως τόλμησες να περάσεις το είναι σου;

Το Υπερπέραν ταράχτηκε με τη παρουσία του Πνεύματός σου.Το Σύμπαν δάκρυσε με την αγωνία σου.

Οι ουρανοί λυγίσανε μπροστά στον πόνο σου.Νεκροί πια δεν κοιμούνται.

Σηκώθηκαν, έφυγαν μέσα από τα σπλάχνα της γης. Κοίτα.Έρχονται να σ' ανταμώσουν. Άνοιξαν κι όλας τις αγκαλιές τους

Μη φοβάσαι, μη τρέμεις.Δεν έρχουνται να σε πάρουν.

Έρχουνται να μείνουν κοντά σου. Ναι κοντά σου. Για πάντα.Και συ το ίδιο... κοντά τους.

Πρόσεξε το χαμόγελο τους. Είναι γνήσιο. Αυτοί είναι χαρούμενοι.Γέλασε και συ μαζί τους.

Άνοιξε τα χέρια σου ακόμα πιο πολύ ακόμα πιο πολύ...Να γίνει η αγκαλιά σου μεγάλη, πλατειά, απέραντη...

Να σφίξεις εκεί στη θέση της καρδιάς σου όλους τους μύριουςαδελφούς σου, που τους νόμιζες πεθαμένους.

Να κοίτα, είναι γιομάτοι ζωή.Αγκαλιαστείτε, φιληθείτε. Πάρτε ειρήνη. Δόστε ειρήνη.

Ο θάνατος είναι ψέμα... η ζωή είναι ΑλήθειαΤο ψέμα δεν υπάρχει η αλήθεια είναι η ύπαρξη!

Σπάσε, σκλάβε, τις αλυσίδες σου!!Μη δένεσαι στα σκοτάδια της φαντασίας σου..

Γ. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Άφησε τα μάτια σου ελεύθερα να βλέπουν μέσα στο άπειροκαι τηκαρδιά σου να χτυπά τραγουδιστάμέσα στη Παγκόσμια αρμονία τουΣύμπαντος.

Τότε θα νοιώθεις σιγά - σιγά και απαλά να πλησιάζειςτην αλήθεια της ύπαρξης.

78

Τότε θα δεις το είναι σου ν' αγκαλιάζει και ν' αγκαλιάζεταιμε της Αγάπης τα φιλιά, μέσα στα λούλουδα της Άνοιξης....

στο κάθε βήμα σου.

Τότε θα δεις τους ανθρώπους, τα ζώα τα χορτάρια τα δένδρα τα βουνά,τους κάμπους, τις θάλασσες, τις λίμνες, τα ποτάμια,όλα τα όντα στη μεγάλη τους δύναμη, στην αληθινή τους αξία,στην υψηλή τους μεγαλωσύνη.

Τότε θα δεις το θεό... το ΔημιουργόΤότε θα νοιώσεις τα λόγια του Ναζωραίου ζεστά και... δικά σου.

«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».

Δ. ΑΚΟΥ ΤΩΡΑ…….

Άκου τώρα το κλάμα. Κοίταξε τα μαύρα μαντήλια..Τα πρόσωπα γέμισαν δάκρυα. Τα μάτια σκοτείνιασαν πάλι.

Ο πόλεμος φάνηκε μαύρος. Ο πόλεμος σβήνει τον ήλιο.Ο πόλεμος σκάβει τους τάφους. Η πείνα σκοτώνει τους πολλούς.

Ο πλούτος σκοτώνει τους άλλους.Μπορείς να μιλήσεις με άλλους; Μπορείς να δουλέψεις με άλλους;

Μπορείς να μένεις με άλλους;Τότε μη φοβάσαι το κλάμα. Τότε μη φοβάσαι τα δάκρυα.

Ο πόλεμος θα περάσει. Η πείνα θα σβήσει...

138. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΥΤΡΩΝΕΙ

Ρίξε βαθειά το βλέμμα σου, στο κέντρο της αλήθειας,και τότε το Παράδεισο της Λύτρωσης θα έχεις

στη σκέψη σου, στις πράξεις σου, στην όλη ύπαρξή σου,μακρυά από της κόλασης το ψέμα και τη πλάνη.

139. ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΣΤΗ

Και άπλωσε το βλέμμα του στα πλάτη των αστέρων,και μέσα στα απέραντα του Σύμπαντος τα βάθη,

ψάχνει να βρεί τα ίχνη Του, τον ίσκιο Του, το φως Του,μες στης ανάσας τη πνοή, τους χτύπους της καρδιάς Του.

Χέρια σηκώνει ευλαβικά, θέλει να αγκαλιάσει,να σφίξει μες το είναι του, και το δικό Του είναι.

79

140. ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Διπλώνει τα φτερά του στο σκοτάδιο άγγελος της νύχτας, στη σιωπή,

σιμώνει με περπάτημα, σα χάδιαφήνει τα μηνύματα στη γη

141. Ο ΜΙΜΗΣ ΕΦΥΓΕ

(Αφιερωμένο στον αφανή ήρωα, αγωνιστή της ζωής, Δημήτριο Μαρτέα, από το Κέντρο Αβίας Μεσσηνίας.) Κοιμήθηκε.

Οι ουρανοί, φιλόξενοι, στο βλέμμα της ψυχής σουανοίγουν, και οι άγγελοι με γέλια και τραγούδια

χορεύουν μπρος στο διάβα σου, με πρόσωπα, που λάμπουν,σε κλείνουν στης αγάπης τους τους κόσμους, τους αιώνιους.

Το πνεύμα σου ενώνεται με το δικό τους πνεύμα,το θέλω σου, αγίασμα, σαν φως λάμπει, καθάριο.

Το άπειρο σ' αγκάλιασε και σ'έκανε δικό του,και συ γενήκες άγγελος, χωρίς πια πόνους τώρα.

Το θείο της ανέκφραστης ζωής σου μεγαλείο,σαν φάρος, που δε σβήνεται, ζεσταίνει και φωτίζει

κι εμάς, που απομείναμε με μάτια δακρυσμέναμπροστά στο τίμιο τρόπαιο της ζήσης σου Δημήτρη.

142. ΓΙΑ ΤΑΦΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

(Αφιερωμένο στους εφτά αστροναύτες που διαλύθηκαν στο διάστημα

με την έκρηξη του διαστημοπλοίου τους (1/1986)).

Χωρίς φωνές και βογγητά, χωρίς του τρόμου πίκρα,χαθήκατε στο διάστημα, εφτά γενναίοι, όλοι...

Για τάφους σας, το άπειρο του κόσμου το φαράγγι.Κανένας δεν κουράστηκε σε ύστερες φροντίδες,

να κάμει τα πρεπούμενα στις άψυχες σορούς σας.Ο ζήλος της ανθρώπινης σοφίας κι επιστήμης

εσκέπασε τα σώματα της ζήσης σας, με δόξα,τα δέχτηκε στους κόλπους του, σε μνήμη σας αιώνια.

Οι άγγελοι του Σύμπαντος σταθήκαν στο πλευρό σας,να ψάλλουν, να προσεύχουνται σαν μύστες των αστέρων...

80

143. ΜΟΥΓΓΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

(Έκρηξη ηφαίστειου στη Βολιβία σκόρπισε το θάνατο ,20 χιλ. νεκροί,φθινόπωρο 1985)

Πύρινες λάβες σέρνονται, λάσπη - νερά θολώνουν,σκεπάζουν σπίτια και δεντρά, το θάνατο σκορπάνε.

Μάτια με τρόμο ανοιχτά στις φλόγες, που θεριεύουνκι υψώνουνται στα ουράνια, γλώσσες καυτές θηρίου,

που στοίχειωσαν σαν όλεθρος στη σκέψη, στη ψυχή τουςαυτών, που απομείνανε να θάψουν τα κουφάρια.

Μουγγρίζει και στον ύπνο τους, εφιάλτες αρματώνει,ο φόβος παίρνει τη χαρά, το γέλιο απ' τα χείλια.

Σταυρώνουν χέρια στηθικά, ζητάνε παρηγόρια,ο πόνος ένωσε καρδιές, ξεχάστηκαν διχόνοιες

και ανταμώνουν ψυχικά στη φρίκη του θανάτουκαι στη μιζέρια της ζωής με πίστη την ελπίδα.

144. ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Διώξε μακρυά τον θάνατο, το άγχος και τον φόβο,το πόλεμο στα νεύρα σου, στο είναι της ψυχής σου.

Κλείσε σφιχτά στον κόρφο σου, σαν ιερό κειμήλιο,αυτό που είσαι άνθρωπε, το πλάσμα της Αγάπης.

Ε. ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Άκουσα το φλοίσβο της θάλασσας,δροσίστηκα και ήπια στα κρυσταλλένια νερά της πηγής,

ανηφόρισα στη πράσινη πλαγιά του δάσους,ευρήκα τη σιωπή στις μελωδίες των πουλιών

και έννοιωσα το μεγαλείο της ζωής.

81

Ζ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΓΑΠΟΥΝ

Βλέπεις αυτό το στενό; θα μπορεσεις να περάσεις; Ναι; Από κει;Μέσα από τα μάτια των ανθρώπων, χωρίς να σε δούν.Άκουσε τη φωνή του σκότους. Είναι λεπτός βρυχηθμός... Σε παρακολουθούν χίλιες σκέψεις σε κάθε λεπτό της ώρας.Και όμως θα μπορέσεις να περάσεις. Θα μπορέσεις ν'αντέξεις....Το στενό, η κοιλάδα του κλαυθμώνος, είναι μόνο στη φαντασία, σου....

Μη βασανίζεσαι μάταια... Παντού υπάρχει Αγάπη... όλοι οι άνθρωποι αγαπούν.Μόνο οι άρρωστοι δεν γνωρίζουν ότι αγαπούν...Αυτοί όμως οι άρρωστοι θέλουν, για να θεραπευτούν, πλούσια τηναγάπη σουόπως και συ. Ναι όπως και συ σε δύσκολες στιγμές....Άμα γιάνουν θα αισθανθούν τη φυσική ανάγκη ν' αγαπήσουν και τότε θα είναιευτυχισμένοι, θα είναι χαρούμενοι.... Στενά και κοιλάδες τουκλαυθμώνος δε θα υπάρχουν στο διάβα τους γιατί η φωνή του σκότους θα σωπάσει, θα σβήσει.Η φαντασία τους θα γίνει ένας αιώνιος αγγελικός ύμνος.... ο ύμνος της Αγάπης...

145. ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Άκουσα πόνους, βογγητά, είδα της θλίψης βάθη,το μοιρολόγι της καρδιάς το είπα στη σιωπή μου.

Στενάγματα συθέμελα ξερίζωσαν το στήθος,ο θρήνος μου εσπάραξε τις κλείδες του κορμιού μου.

146. ΤΟ ΜΑΡΑΖΩΜΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ

Δεν μαραζώνουν στις στεριές, στις θάλασσες, στα ξένα,στου κόσμου τα στρατήματα, οι άνθρωποι, σαν φεύγουν.

Δε θλίβουνται στα σύθαμπα σοκάκια και δρομάκια,στα πλάτη, που απέραντα απλώνουνται μπροστά τους.

Δεν ανταμώνουν μάγισσες σε μύθους και σ' αλήθειεςκαι δε φοβούνται τα στοιχειά, μη πάρουν τη λαλιά τους.

Στο διάβα τους δε βρίσκουνε τις πέτρες συμπληγάδες,ποτέ δεν καταδέχουνται τους μάντεις να ρωτήσουν,

όταν στη ζήση μάχουνται αντρίκια και στηθάτα,με μόνο τους για δάσκαλο, το φως του λογισμού τους.

Κι όμως αυτοί οι άπιαστοι αητοί της επιστήμης,λυγίζουν και μαραίνουνται, σαν άβγαλτα παιδούλια.

82

όταν ξεμείνουν μοναχοί στο άπειρο του χάους,χωρίς της Πίστης τα φτερά, χωρίς Ελπίδ' Αγάπης.

Τότε κι αυτά τ' απόρθητα της γνώσης τους τα κάστρα,τρέμουν, βογγούν συθέμελα, σωριάζουναι, πεθαίνουν,

και πάνω στα ερείπια τους απλώνουν τη ζωή τους,ανέμελοι, αδιάφοροι, οι άνθρωποι - κουφάρια.

147. ΣΤΗΝ ΑΝΙΨΙΑ ΜΟΥ ΖΕΤΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ ΤΟΣΟ ΝΕΑ †1986(ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΖΕΤΑ ΑΓΑΠΙΟΥ-ΝΙΚΑ)

Έφυγες νέα κι όμορφη τα ύψη ν' αγκαλιάσειςκι ευγενική σου αρχοντιά στο άπειρο να φτάσει.

Να ζεις μ' αγγέλους συντροφιά, στους κόσμους των αγίωνκαθάριο πνεύμα του Θεού να γίνει η ύπαρξή σου.

Κι αυτούς, που άφησες στη γη, το νιό, τα αγγελούδιαστα βάθη μέσα της αγνής ψυχής τους θα μιλάνε

με σένα, και στον ύπνο τους θα βλέπουν στ' όνειρά τουςτη τρυφερή αγάπη σου και θα χαμογελάνε.

Δεν έφυγες, αλήθεια, αφού η ζήση είναιαιώνια σαν ύπαρξη, σαν δύναμη κι ουσία.

Κι όμως μπροστά στο πρόσωπο, με τα κλεισμένα μάτια,κλαίμε βουβά κι αγάπη μας, η Πίστη μας δακρύζουν.

Αυτή η Άγια μυστική στιγμούλα της ζωής σουενώνει γη και ουρανούς, ανθρώπους και αγγέλους.

Η προσευχή μας ταπεινά ακούγεται στο Σύμπανμα οι ψυχές μας μένουνε πάντα κοντά σου Ζέτα.

Κι η Γη το μεγαλείο σου εθρήνησε με πόνο,όταν τα κρύα σπλάχνα της το σώμα σου δεχτήκαν.

Κι ο άγγελος π' αγκάλιασε μ' ευλάβεια τη ψυχή σου,δακρύζει με τον πόνο μας, ριγάει στους στεναγμούς μας.

Άγια μορφή, αθάνατη, αιώνια θα μείνειςστο πνεύμα μας, στο είναι μας στις πράξεις μας μαζί μας.

Δε μας χωρίζουν οι ψυχρές ταφόπετρες του κόσμου,στου Ουρανού το Άδυτο η ζήση μας ενώνει.

Ο θείος σου Γιώργης

83

148. ΠΑΡΗΓΟΡΕΣ ΠΑΡΕΕΣ

Όταν η νύχτα, σκοτεινή, απλώνει τα φτερά της,και μέσα στα ολόμαυρα σεντόνια της τυλίγει

τους κόσμους, τους ανθρώπους τους, τους γιούς τις θυγατέρεςτης μέρας, και τα όνειρα - παρήγορες ελπίδες

έρχουνται, μύριοι στεναγμοί σε δένουν με τους βρόγχουςτης θλίψης και της άρρωστης συνείδησης, που τρέμει.

Τότε γερμένος στη σιωπή, δε βλέπεις, δεν ακούειςτο χάος και την άβυσσο που παίζουνε μαζί σου.

Για συντροφιά σου έρχουνται τα όνειρα, οι σκέψεις,οι λογισμοί σαν άγγελοι, στο σπίτι της καρδιάς σου

κι αγκομαχάς αβάσταχτα στο βάρος της λησμόνιας,έρημος, ξένος στο ντουνιά, μιλάς μόνο τις νύχτες,

με πρόσωπα απρόσκλητα, που τρέχουν στο πλευρό σουν' ανοίξουν λόγους φιλικούς στους κόσμους της μονάξιας.

Νύχτα που φέρνεις Πασχαλιές, που λάμπεις στη ζωή μου,πόσα μου λέγεις απαλά, χωρίς ν' ακούει άλλος

και είναι σ' όλα τους σωστές αλήθειες, ουράνιεςπαιδιά της Μιας Ύπαρξης, Αγιότητας του θείου.

Ω άγγελοι της νύχτας μου, καθάριοι στοχασμοί μουτου ύπνου σείς αχώριστοι, πιστοί καλοί μου φίλοι,

σταθήτε μες στο είναι μου σαν στύλοι, που στηρίζουν,ζωές που σιγοτρέμουνε, χωρίς έν' αποκούμπι

στης ζήσης τα στενόμακρα σοκκάκια και καντούνιαπου θέλουνε για σκλάβο τους να σ' έχουν κρατημένο.

Η. ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Περπατάει με το βήμα του σπουργιτιού. Δε βλέπει το δρόμο στο τρέξιμο του.Νομίζεις πως πετάει. Είναι το τρέξιμο της ψυχής του, που σε παρασέρνει σε κόσμους ουράνιους. Τρέχεις και συ μαζί του. Παίρνεις φτερά από τα δικά του.Νοιώθεις ευτυχισμένος. Πόσο μυστήριο είναι η ευτυχία.Να ένα παιδί. Μπορεί να σε γεμίσει χαρά.Αρκεί να το αγκαλιάσεις ψυχικά σε όλο του το μεγαλείο, σε όλη του την ύπαρξη,σε όλη του τη ζωντάνεια. Είναι σαν το σπουργίτι με τα φτερά της αγνότητας,

84

της ειλικρίνειας, που δε σου λένε ποτέ ψέματα, και όταν σου δίνουν τον κόσμον τουςαισθάνεσαι να γιομίζεις, ζεις ολόκληρος.

Τίποτα πια δεν μένει κενό μέσα σου. Σα το σκοτεινό δωμάτιο που άξαφνα δέχεται το άναμμα ενός απαλού φωτός, κάποιου κεριού.Γίνεται για σένα το μικρό παιδί, το φως του εαυτού σου.Και φωτίζεσαι ολόκληρος. Βλέπεις πόσο αξιόλογος είναι ο εαυτός σου,αυτό το είναι της ύπαρξης σου, όπως βγήκε από το χέρι του δημιουργού.Μη μου πήτε, ότι τα μικρά παιδιά δεν ενεργούν στη ζωή μας σαν άγγελοι,που φέρνουν τα μηνύματα του ουρανού στους ανθρώπους της Γης;Αν δεν σκεφτείτε κάτι τέτοιο, θα είσαστε έξω από τη πραγματικότητα,έξω από την Αλήθεια.

Θ. ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Το φυσικό είναι βέβαια να βλέπουμε με ανοιχτά τα μάτια. Έτσι κάνουν όλοι.Με μένα όμως συμβαίνει κάτι το εντελώς αντίθετο. Μη πέσετε από τα σύννεφα.Σας παρακαλώ πιστέψετέ με. Βλέπω με κλειστά τα μάτια. Μη παραξενεύεστε.Είναι αλήθεια. Να τώρα κλείνω τα μάτια μου.Μια σκηνή ανοίγεται μπροστά μου, σαν μια μεγάλη εικόνα. Βλέπω έναν άνθρωπο,έχει μέτριο ανάστημα, μεγαλοπρέπεια στο βάδισμά του, το χαμόγελο απλώνεταιαπό τα χείλη του σε όλο του το πρόσωπο, στα χέρια, στα πόδια, σε όλο του το σώμαΌλα γελάνε σε κάθε στάση του, σε κάθε κίνησή του. Είναι το δικό τουχαμόγελο,το χαμόγελο της καρδιάς του, που χωρίς να περιμένει τίποτα, το δίνει γύρω του,

όπως ο ήλιος το φως του. Τώρα πλησιάζει στο περίπτερο. Μιλάει με τον άνθρωποπου είναι μέσα. Και κείνος χαμογελάει. Κάτι πολύ ευχάριστο του είπε. Φεύγει με μιαεφημερίδα κάτω από την αριστερή του μασχάλη.

Ένα μικρό παιδάκι μπερδεύτηκε στα πόδια του. Σκύβει και το σηκώνει ψηλάστην αγκαλιά του, το χορεύει στα χέρια του, του λέει μια σύντομη στροφήκάποιου

παιδιάστικου τραγουδιού. Το παιδάκι κουνάει τα χεράκια του ευτυχισμένο και αφήνεται να πέσει στην αγκαλιά της μαμάς του με το κεφάλι του και το αθώο του βλέμμα στραμμένο ακόμη στον ευγενικό σύντομο φίλο του.Τώρα περιμένει στη στάση. Στάθηκε δίπλα σε μια γριούλα, κι όταν φάνηκε απέναντι τους το πράσινο ανθρωπάκι, της δίνει το χέρι του με τόση καλωσύνη που η γριούλα φωτίστηκε ολόκληρη σαν να έβλεπε το γιό της, και πρόθυμα αφέθηκε στην προστασία του. Πέρασαν μαζί πλάι-πλάι γελαστοί και οι δυό στο απέναντι πεζοδρόμιο.Δεν χωριστήκανε αμέσως, φαίνεται κάτι τον ρωτάει. Ίσως τ' όνομά τουγιατί άκουσα τη λέξη Καλόκαρδος. Αυτό ήταν όλο. Ανοίγω τα μάτια.Λοιπόν, τι ήταν αυτό που είδα; Μόνο ένα όμορφο όνειρο; Όχι, είπα μέσα μου και το λέω και σε σας. Ηταν η αληθινή ζωή, οι αληθινοί άνθρωποι, που αλλοίμονο, μόνομε κλειστά τα μάτια μπορούμε να τους βλέπουμε. Αλήθεια πόσο ωραίο είναι εμείς οι άνθρωποι να ζούμε με την αληθινή μας ζωή!

85

149. Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

Βλέπεις αυτόν τον μπόμπιρα, που τρέχει που πετάει,που κάθε του χαμόγελο, γεμάτο ειλικρίνεια,

παιδούλι δύο Μάηδων, σκερτάτο σαν σπουργίτι,γιομίζει με το γέλιο του, το είναι της ψυχής μας;

Είναι το φως του ουρανού το μήνυμα της Πλάσης,το γλέντι μες στη ζήση μας, ο άγγελος της γης μας.

150. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΚΑΡΔΟΙ

Κλείσε τα μάτια σου μπροστά στο κόσμο της απάτης.Τότε θα δεις πραγματικά τους άνθρωπους στη φύση,

πως είναι μες στο είναι τους, στους τρόπους, στη ζωή τους,πως χαιρετούν ολόψυχα και πως χαμογελάνε.

Τότε θα δεις την άδολη αγνότητα, που δένειψυχές, που βασανίζουνται στο χάος και στο ψέμα.

Οι άνθρωποι στη φύση τους, καλόκαρδοι κεφάτοι,χορεύουν τα τραγούδια τους, γλεντάνε τις χαρές τους.

151. Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΛΥΤΡΩΣΗ

Η νύχτα είναι λύτρωση για κάθε κουρασμένο,για κάθε μόνο κι άρρωστο, για κάθε πονεμένο.

Παίρνει καϋμoύς με όνειρα, στενάγματα συντρεχει,δάκρυα σκουπίζει τρυφερά, σαν μάνα τα παιδιά της.

Σκεπάζει με τα πέπλα της, τους πόνους, τα σεκλέτια,και νανουρίζει απαλά στις κούνιες τα μωρά μας.

152. ΚΑΙ ΚΑΡΤΕΡΩ ΤΗΝ ΞΑΣΤΕΡΙΑ

Δεν με συνθλίβουν της δουλειάς οι κόποι, τα γρανάζια.Στο πέρασμα της ζήσης μου, ο χρόνος δίνει θάρρος.

Οι άνοιξες, που άνθισαν στη στράτα κάθε πόνου,ήταν σωστές, μα λιγοστές, σε χίλιους δυό χειμώνες.

Σαν του δεντριού το φύλλωμα, που στρώνεται στο χώμα,σαν το κερί το κίτρινο, στη μέση φθινοπώρου,

έτσι και μένα οι καϋμοί μαραίνουνται και πέφτουν,και στης ψυχής τα άδυτα μαζώνουνται, ζαρώνουν

86

και μέσα σε λιγόμερες περνάνε, λησμονούνται,και καρτερώ την ξαστεριά, για να χαρεί η καρδιά μου.

Ζωή πανώρια, αθάνατη με τα καμώματά σου,τις πίκρες και τα νάζια σου, πόση λατρεία κρύβεις.

153. ΓΕΝΗΚΑΝ ΑΔΕΛΦΑΤΑ

Ο γέρος δεν απόκαμε στο φύτεμα, στο κλάδο,δεν σταματά σαν δουλευτής στη γη δουλειά να έχει.

Τα ροζιασμένα δάχτυλα κλείνουν αργά κι ανοίγουνστα σύνεργα του κήπου του, που σφίγγει στις παλάμες,

σαν χέρια, που του έδωσε η τέχνη κι η επιστήμη,και τώρα με τα γνήσια του γενήκαν αδελφάτα.

154. ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Δεν ανταμώνουν στους Δελφούς τα σίδερα κι οι μπρούτζοι,τα όπλα δεν στεριώνουνε στο χώρο του Ιερού τους.

Η πίστη στο ανθρώπινο, που βγαίνει από τα σπλάχναόλης της γης, που συντροφιά ενώνει τα παιδιά της,

το άδυτο της σκέψης του, το πνεύμα στην ελπίδα,όλα εκεί, μες στη ψυχή του κόσμου λειτουργούνται.

Άγνωστοι ήλιοι, μυστικοί, που στέλνετε τα φώτα,από τα βάθη των καιρών και φαίνεστε σβησμένοι

στ' ανθρώπινα στοχάσματα, στα ράφια των βιβλίων,στις Μουσειακές σας σκαλωσιές με δάκρυα πονεμένοι,

βγάτε, Μεγάλοι Δάσκαλοι, «Νεκροί που κυβερνάτε»,ελάτε να ενώσουμε τους χρόνους της Αλήθειας,

το τώρα και το αύριο, τις μέρες που περάσαν,στον άγιο της ύπαρξης χορό και της Ειρήνης.

Σ' αυτή τη πέτρα στοργικά, της Μάνας Γης η αγάπηθέλει να κλείσει σύγκορμο τον άνθρωπο, τη φύση,

τα δέντρα και τις θάλασσες, τα ζώα, τους αιθέρεςκαι τις ψυχές μας απαλά να γλυκονανουρίσει.

87

Κουράστηκε στους κόρφους της να σφίγγει σκοτωμένα,κορμιά - παιδιά της, άψυχα, σε πνεύμα και σε ζήση.

Εδώ στους βράχους των Δελφών, πιαστείτε όλοι αντάμα,μαύροι, λευκοί και κίτρινοι, πυρόξανθοι, μιγάδες,

ν' ακούσει ο ένας τ' αλλουνού τραγούδια, προσευχές του,ν' ανθίσουν τα χαμόγελα, να σμίξουν οι καρδιές μας.

155. ΚΙ ΑΝΟΙΞΑΝΕ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΟΙ ΠΥΛΕΣ

Κι ανοίξαμε της κόλασης οι πύλες,στου δρόμου τα μισόφωτα στενάκια

και μέσα στης αντάρας τα συντρίμμιακλειδώσανε ελπίδες και χαρές.

Της ζήσης οι παράδεισοι χαθήκαν,οι άγγελοι δεν χαίρουν δεν γελάνε,

τα δάκρυα τους σκουπίζουν και βογγάνεκαι τρέχουν να βοηθήσουν να σταθούν.

Της τρέλλας μαύροι κόσμοι, ξεχασμένοι,γιατί γυρνάτε πάλι στη ζωή μας;

αφήστε πια τη δόλια ύπαρξή μας,στο διάβα της μη τρέχετ' οπλισμένοι.

Τι θέλετε να πάρετε ακόμη,τη δόξα τα καζάντια, τους καϋμούς μας;

Ελάτε στους πικρούς τους στεναγμούς μας,και δείξετε συμπάθεια, ανθρωπιά.

Οι φίλοι δεν ζημιώνουν, αγαπάνε.Πλησιάστε ν' ανταμώσουνε μαζί

οι σκέψεις μας, τα λόγια μας να βρούνετου πόνου, της Αγάπης το φιλί.

88

156. ΚΙ ΑΓΚΟΜΑΧΟΥΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ

Μπροστά ακούγουνται φωνές, αντάρες συγκρουστήκαν,οι κόσμοι πάλι πόλεμο αντάμωσαν, και φρίκη.

Μάχες, που λείπουν τ' άρματα ζώνουν και τυραννάνε,δύστυχους δένουν και χτυπούν, γελάνε και γλεντάνε.

Κι αγκομαχούν συντροφικά, πόνοι, ορφάνιες, θλίψειςσυντρέχουν να προφθάσουνε, στην πάλη να ριχτούνε.

Και θέλουν νίκες, τρόπαια να πάρουν, να κερδίσουνκαρδιές να σφιχτοκλείσουνε, ανθρώπους να μαντρώσουν.

Ρίχνουν με τέχνη με ορμή τα δίχτυα τους, με σκέψη,το πιο μεγάλο μοίρασμα το θέλει ο καθένας.

157. ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ

Τα μέτρια δεν τον θέλγουνε στής ζήσης τον αγώνα,στου κόσμου τις ανήξερες σπηλιές και σεργιανέτα.

τους στέριους Μαραθώνες του τους νιώθει στις στρατές τουδεν συμπαθεί ανάπαυλες στου δρόμου τις τρεχάλες.

158. ΟΡΜΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΑΙΝΟΥΝΤΑΙ

Όλοι μπροστά στον κίνδυνο, το τρόμο του θανάτου,γενήκαμε ισόπεδοι σε γνώση και σε πλούτη.

Ερήμωση και όλεθρος απλώνουνται στη φύση.ορμούν χωρίς να φαίνουνται του χάρου τα δρεπάνια.

Γαλήνια κι ασάλευτα τα δέντρα, τα χορτάρια,νομίζεις πως σαν άνθρωποι λογούνται και.... θρηνούνε.

89

159. ΣΑΝ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΟΥ ΚΑΜΑΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

Και βρέθηκα στο βάθος της ζωής,κι ανοίξανε οι πόρτες της αγάπης,

μου μίλησαν με γλώσσα καθαρή,της ύπαρξης τα τέκνα μ' ανταμώσαν.

Τα ζώα και τα δέντρα μ' αγκαλιάσανμου δώσανε ζωντάνεια, ζεστασιά,

μ' αγγίξανε στο σώμα, στην ψυχή μου,σαν άγγελοι μου κάμαν συντροφιά.

Κι ανάπνευσα της Γης του Παραδείσουτο μύρο, τη μορφάδα, τη χαρά,

βαφτίστηκα στο Πνεύμα το Αιώνιο,λυτρώθηκα, μου δώσανε φτερά.

160. ΕΛΑ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ

'Ελα μικρό μου αγγελούδινα παίξουμε στο κόσμο της ζωής,

ν' ακούσουμε μαζί γλυκό τραγούδι,να τρέξουμε στα βράχια της πηγής.

Να πιούμε το νερό το κρυσταλλένιο,την άνοιξη να νοιώσουμε κοντά

με φόρεμα ουράνιο, βελουδένιο,να ντύσουμε της γης κάθε γωνιά.

Και μήνυμα αιώνιο, καθάριονα γίνει της ψυχής μας ο παλμός,

να λύσει της ψευτιάς πικρό σενάριο,να έλθει της χαράς ο λυτρωμός..

90

161. ΞΕΜΑΚΡΥΜΑ ΣΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑ ΔΡΟΜΑΚΙΑ

Σαν διάβασα με ζήλο ιστορίες,που λένε για ανθρώπους, για φυτά,

για δέντρα και για ζώα θεωρίες,γραμμένες σε φυλλάδια σοβαρά,

ξεμάκρυνα στού δάσους τα δρομάκιαγια φίλους ν' ανταμώσω συντροφιά,

και άφησα της πόλης τα σοκάκια,κοντά τους να ζητήσω ζεστασιά.

Να μάθω και τα ζώα πως λυπούνται,πως τρέμουν μπρος στη μαύρη συμφορά

πως ζούνε τη χαρά, πως αγαπιούνται,πως βλέπουν τους ανθρώπους, τα δεσμά.

162. ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Μέσα στα βράχια, στις σχισμές, στα πούρναρα του λόγγου,ακούω μύρια στόματα, φωνές να τραγουδάνε.

Ακούω ύμνους μουσικούς αγγέλων μελωδίεςμέσα στο άδυτο ιερό της φύσης, να δοξάζουν.

Είναι η γλώσσα της ψυχής του κόσμου, που γρικιέται,που δίνει τόνο και παλμό στης ζήσης τα κανάλια.

163. ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΕΠΛΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Μέσα στα πέπλα της αυγής, θα φτιάσω ένα σπιτάκι,να χαίρουμαι της άνοιξης το φως και τον αγέρα.

Ν' ανοίγω τα παράθυρα στους κόσμους της αγάπης,και ν' αντικρύζω τη ζωή με της ψυχής τα μάτια.

Του ήλιου οι πυρόξανθες, τρισεύγενες παρθένες,να με κοιτάζουν γελαστές, να με γεμίζουν χάδια.

Να βλέπω και να χαίρουμε ανθρώπους να περνάνενα ξεμακραίνουν στις πλαγιές, να σαλαχάν τα γίδια.

Ν' ακούω το νανούρισμα των δέντρων στο λαγκάδικαι τα νερά καθάρια στο ρέμα να κυλάνε.

91

164. ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΤΟ ΑΠΛΩΜΑ

Μπροστά μου στέκουνται βουβοί οι κόσμοι του απείρουσιγάνε στις ανάσες μου, δεν στέργουν στους καϋμούς μου.

Τα μάτια μου στη θέα τους, θολώνουν, ερυθράνε,και το σκοτάδι ολόμαυρο απλώνει τους πλοκάμους,

κι αποκοιμίζει τη ζωή στη κούνια της αγάπης,και νανουρίζει τα πουλιά στο φύλλωμα των δέντρων.

Του άπειρου το άπλωμα μας δένει και μας σφίγγειμε της ψυχής τους κραδασμούς με του ντουνιά τους χτύπους.

165. ΣΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

Είναι το δείλι απαλό στ' αγκάλιασμα της νιότης,αργοσαλεύουν της ψυχής οι κόσμοι, κι αγαλιάζουν.

Δεν τρέμουν μπρος στο έρεβος, δεν δένουνται με τάφους,τους κόσμους σαν Ανάσταση φωτάνε κι αντικρύζουν.

166. ΑΝΟΙΞΑΝΕ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Χαμένος θησαυρός, ψυχορραγεί,στα βάθη περιμένει της καρδιάς μας,

για χρόνια κοιμισμένος καρτερείνα δώσει ομορφιά στην ανθρωπιά μας.

Κι ο κόσμος της αγάπης στο ντουνιάανοίγει τις φτερούγες να πετάξει,

να δώσει της αυγής την ξαστεριά,της νύχτας την σιωπή ν' αποτινάξει.

Κι ακούστηκαν οι θρήνοι απανωτοί,σεισμός και ταραχές στα σωθικά μας,

Ανάσταση αδέλφια, μια κραυγήη Λύτρωση ξανάρχεται κοντά μας.

Ανοίξανε οι πόρτες τ' Ουρανού,λαμπρόστολη ζεσταίνεται η ψυχή μας,

η κόλαση του χάους, του κενούξεμάκρυνε και χάθη απ' τη ζωή μας.

92

167. ΜΕ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Θέλω ν' ανοίξω διάβατα στης γης τους μεσοδρόμους,να χαιρετίσω βλαβικά τους κόσμους, που δουλεύουν

στα έγκατα, στα μύχια της, που κάνουν σεργιανέτα,και σέρνουν τις ζωούλες τους με χάρη και μ' ευγένεια.

Να συμμιλήσω φιλικά με τίμιους δουλευτάδες,π' ανάπαμα δεν ξέρουνε, που σκάβουν, που σωρώνουν,

τα χώματα στις τρύπες τους, που φτιάχνουνε κανάλια,να τρέχουν στα κονάκια τους, να σμίγουν, να γλεντάνε.

Κόσμε μεγάλε που μιλάς με της δουλειάς τη γλώσσα,που βλέπεις με τη θέληση, π' ακούεις με το πόνο!

168 Ο ΛΕΥΤΕΡΟΣ ΚΙ Ο ΣΚΛΑΒΟΣ

Τί προσμενάς μικρέ θνητέ να δεις στο πέρασμά σου;Την αρετή του αητού, που σκίζει τους αιθέρες,

που βλέπει με τα μάτια του το φέγγος της αγάπηςκαι στέλνει ύμνους προσευχής του σύμπαντος στον Κτίστη;

Δεν θα μπορέσεις, αν σωστά δεν βγεις απ' το καβούκι,που σέρνεις στα σεργιάνα σου, στης ζήσης τα δρομάκια.

Κι αν σε πλησιάσει ο αητός με δύναμη κι ευγένειανα σου μιλήσει, να σε δει, μαζί σου να δουλέψει,

και να καθίσει δίπλα σου, να παίξει να γελάσει,να τραγουδήσει πρόσχαρα, να σείρει ένα χορό σου,

εσύ θα σφίξεις πιότερο το χώμα της στρωμνής σου,δε θα δεχτείς τη λύτρωση, εμπόδιο του θα γίνεις

στο δρόμου του, που ξάστερα του δείχνει η τιμή του,και θα κολλήσεις με ορμή στην άψυχη σου λάσπη.

Κακόμοιρο... που δέθηκες, χωρίς ελπίδας μέραστης νύχτας τα καμώματα, στης άρνησης τη μπόρα,

έλα στο Φως της Ύπαρξης, Καντήλι, που ζεσταίνει,που λάμπει, ΦΩΣ ΑΝΕΣΠΕΡΟ στό θόλο τ' ουρανού σου.

93

169. ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Αντάμωσες της Άνοιξης τα άνθη στις αυγές τουςκαι μύρια κοκκινόλευκα τριαντάφυλλα σου δώσαν,

να σε φιλάνε τ' ουρανού η πούλια και τα ζώδια,με της Αγάπης τις χαρές να στήνεις πανηγύρια.

170. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΕ ΜΕΓΑΛΩΣΕ

Ο κόσμος δε μεγάλωσε. Σαν νάνος περπατάει,χέρια και πόδια μίζερα, με στράτες κοντοστούμπες.

Τ' αχνάρια του στη μάθηση τον φέρνουν στο χαμό του,του δίνουν διπλοκλείδωνα στις πόρτες της χαράς του.

Είναι μικρός κι ανήξερος, μωρό και μπουσουλάει.Ζημιές εδώ, ζημιές εκεί, στα μούτρα του μουτζούρες.

Κι έχει στα χέρια του φωτιές, καμίνια, που φλωγάνε,κλείνει στους κόρφους του πληγές, που στάζουν δάκρυα μ' αίμα.

Αυτός, μαθές, ο μπόμπιρας ο μικραναθρεμμένος,στ' αστέρια στέλνει μάντατα, σκορπά στη γη φοβέρες….

171. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τα μάτια της αγάπης δε μιλάνεστου ήλιου τις ανταύγιες δεν γλεντούν,

οι κόρες τους χορεύουν, τραγουδάνε,τα βάθη της καρδιάς σαν κινηθούν.

Με πίστη αγκαλιάζουνε το πόνο,σαν άγγελοι ζυγώνουν απαλά,

γνωρίζουνε της φύσης μόνο νόμο,σαν χύνουνε τα δάκρυα τους βουβά.

Τα μάτια, που μιλάνε μύριες γλώσσες,τις χάρες και τις λύπες απηχούν,

διαβάζεις στα βιβλία τους τις γνώσεις,και μόνο την Αλήθεια μαρτυρούν.

94

172.ΔΕ ΒΡΙΣΚΩ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΕΡΗΜΙΑ

Κι αν κράταγα στα χέρια μου κλειδιά,δεν ήξερα ποιές πόρτες να ανοίξω,

κι αν γύρευα σε σπίτια τη χαρά,τους δρόμους σεργιανούσα να ρουφήξω.

Σκοτάδι με φευγάτη αστροφεγγιά,στα πάρκα, στα παγκάκια να λουφάξω,

δε βρίσκω, παρά μόνο ερημιά,στου κόσμου τις γωνιές, όπου κι αν ψάξω.

173.ΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣ ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΟΥ

Μη παρατάς το έργο σου στη μέση της προσπάθειας,μάζεψε όλο το σκοινί στης ζήσης τον αγώνα.

Λυγίζεις, πέφτεις, σέρνεσαι, πληγώνεσαι, ματώνεις,μα μη γυρίσεις άκαρδα τις πλάτες σου και φύγεις

από το στάδιο της τιμής, που σ' έταξε ο Πλάστης,κι αφήσεις της αγάπης σου το δρόμο να στενέψει.

174.ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ

Πολλές γρικιούται κουβεντιές στου κόσμου τις παρέες,ποιά είναι όμως η δική; Ποιά είναι της αγάπης;

Ποιά περιμένει στο σκαλί το πέρασμα του Μάημ' αγκάλιασμα την άνοιξη να γλυκονανουρίσει;

Όταν μιλάνε οι καρδιές, τα μάτια τραγουδάνε,κι ανάμεσα στα δάκρυα, χαμόγελα ανθούνε.

175 Η ΠΟΡΦΥΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Θωρώ φωτιές στα μάτια σου, σαν φλόγα την Αλήθεια.Φέγγει, ζεσταίνει πόρφυρη, πυρόξανθη σαΐτα.

Θέλει σημάδι - στόχο της το ψέμμα, να χτυπήσει,που θρόνιασε στη ζήση μας και δένει τις καρδιές μας.

95

176. Η ΣΙΩΠΗ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ

Είδες ποτέ την άνοιξη με μάτια δακρυσμένα,αγκάλιασες το πόνο της, δοκίμασες τη θλίψη,

που μόνη της στον έρημο σταυρόδρομο, χαμένη,σηκώνει με απόγνωση τα χέρια της στον Πλάστη;

Γονάτισες απλόγνωμα, χωρίς του νου ορμήνειες,και είπες ικετήριες ευχές με τη σιωπή σου;

177. Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Άκου της γνώσης τη φωνή που κράζει, που προστάζειθέλει το Είναι του ντουνιά στους κόρφους της να κλείσει.

Το άπειρο της Πίστης σου, τους κόσμους της χαράς σου,να φτιάξει χρονοντούλαπα στους χτύπους της καρδιάς σου.

Θέλει κουμάντο να κρατεί στους πόθους σου, στις λύπες,να φυλακίσει σε γραμμές, σε λέξεις, σε φρασίδια

την κάθε σου ευλάβεια, το κάθε σκίρτημα σου,να δίνει λύση, εξήγηση, σαν μέγας δραγουμάνος,

και σύ απλό παιδούλι της, με χέρια σταυρωμένα,υπάκουο, ασάλευτο, ν' ακούς, να υπακούεις...

178. ΤΑ ΑΔΟΛΑ ΜΑΤΙΑ ΛΕΝΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Κοίταξε μέσα σταθερά και μη μιλάς, στοχάσουτα μάτια της γλυκόγνωμης, πυρόξανθης παιδούλας,

που σαν θωράνε άδολα ανθρώπους, αργοκλείνουν,κι απλώνουνται και χάνουνται στ' απέραντα βιοδρόμια.

Δικό της το χαμόγελο, δική της κι η αλήθεια,που τρέφει μες στους κόρφους της, στο είναι της ψυχής της.

Αυτήν θε νάβρεις σύνθρονη στις σκέψεις στους καϋμούς της,αντάμα περπατάγανε στους κόσμους των αγγέλων.

Τα δάκρυα της κυλίσανε στου πόνου τα αχνάρια,πιστά γοργοξεβρύσιζαν κι αστράφτανε στον ήλιο.

Αυτά θαβλέπεις σύγκορμα με το παιδίσιο βλέμμα,στη κόρη τη πρωτόγνωρη, συντρέξει κι αγαπήσεις.

96

179.Η ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Οι ράχες δε λογόφεραν ποτέ στα μεταξύ τους,τα δέντρα, τα πουρνάρια τους μεγάλωσαν μ' ομόνοια.

Και τα πουλιά πετούμενα τραγούδια μελοψέλνουν,μιλάνε με τη γλώσσα τους, πλησιάζει το 'να τ' άλλο.

180.ΣΤΟΥΣ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ

Σε σας, που γοργοφέρνετε ταξίδια στους αιθέρες,π' ανάλαφρα διασχίζετε κανάλια μέσα στ' άστρα,

μιλείστε στους ανήξερους, που μένουν μες το σύμπαν,ρωτείστε τους να μάθετε, αν έχουνε σεκλέτια,

Ρωτείστε για τις έγνοιες τους, τις λύπες τις χαρές τους,στους κόσμους τους αν φτάνουνε οι γνώσεις οι δικές μας.

181. Η ΑΓΑΠΗ ΔΙΩΧΝΕΙ ΤΟ ΠΟΝΟ

Θνητοί δεν ανταμώνουνε στα τάρταρα του πόνου,όταν στο στέρνος τους βαθειά φωλιάζει η αγάπη.

182. ΚΙ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΟΝΟΙΑΖΟΥΝ

Και όμοια συντρέχουνε, κι αντίθετα μονοιάζουν,πνεύμα και ύλη αγκαλιά στη φύση περπατάνε.

Σε κάθε τους περπάτημα, σε κάθε τους αχνάρι,στένουν χορούς αθάνατους, μορφώνουν κόσμους μύριους.

183 .ΚΙ Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ

Μείνε στη θέση σταθερά μή γέρνεις, μη δειλιάζεις.Είναι δικός σου ο σταυρός κι ο γολγοθάς δικός σου.

184. ΚΙ ΕΙΠΑ ΘΑ ΜΕΙΝΩ

Και άκουσα τη φωνή της ζωής μου, φωνή γιομάτη πόνο και δύναμη.Και ένοιωσα τη φυγή να με ζώνει, το δράμα της κόλασης στη ζήση μου.

Και είπα. Θα μείνω. Έστω κι αν πέσω.Και είπα. Θα μείνω. Έστω κι αν θρηνήσω.

Και είπα. Θα μείνω. Έστω κι αν σβήσω.Και είπα. Θα μείνω. Γιατί δω τουλάχιστον βλέπω.

97

185. ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΔΕ ΘΑΜΠΩΝΕΙ

Το φως της ζωής δε θαμπώνει, τα μάτια δε κλείνουν μπροστά του,σου δίνει κουράγιο, ζεσταίνει και βλέπεις αλήθειες στη ζήση.

Στη πάλη της δράσης αν πέσεις, μη μείνεις στο χώμα, δικός του,στα μπράτσα της Πίστης στηρίξου, στα πόδια σου στάσου κι ας γέρνεις.

Κι αν ίσως μια μέρα λυγίσουν κορμί και ψυχή και αντριά σου,στο τόπο σου μείνε, κρατήσου, κι ας είναι σταυρός η ζωή σου.

Στη δούλεψη τούτη, του κόσμου, αόρατοι άγιοι συντρέχουνκαι άγγελοι σέρνουν ουράνιους χορούς και σκοπούς σιγοψέλνουν.

Κι αν πρέπει για λάθη να δώσεις και λύτρα, ποινές και βασάνους,ορθός και γενναίος στεριώσου, μη φεύγεις δειλά σαν δραπέτης.

Τα βλέφαρα κρατ' ανοιγμένα στο φως της ζωής της αιώνιας,σε λύπες, σε πόνους, σ' αρρώστειες θα βλέπεις το δρόμο της γιάτριας.

186. ΚΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ

Είναι λεπτός στη θέληση κι ευγένεια προσφέρειστο κάθε του συντρόφεμα με φίλους με γνωστούς του.

Το γέλιο του, ξαπόσταμα στις στράτες, στις ερήμιες,και δίνει γιάτρα απαλή σε κάθε πονεμένο.

Στους δρόμους του συντρέχουνε η αγάπη κι η συμπόνια,τραγούδι είν' η γλώσσα του, τραγούδι κι η ψυχή του.

Οι άνθρωποι δεν έρχουνται στη ζήση και τη δράσημονάχοι ν' αργοσέρνουνται, σαν σκλάβοι κάποιας τύχης.

187. ΣΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΟΥΝΟΥ

Στις κορυφές του άπιαστου, νοστάλγησα ν' ανέβω,να κατοικήσω ψυχικά στων ουρανών τους θόλους.

Να συναντήσω σύνθρονους, στη Πίστη, με αγγέλουςκαι ν' αγκαλιάσω σύρριζα της ύπαρξης τα πλάτη.

Ο ήλιος, το ξημέρωμα στη πλάση όταν φέρνει,να δίνει φως και ζεστασιά και στης ψυχής τα βάθη.

98

Να τραγουδάνε τα πουλιά, η φύση να γλεντάει,χορούς να στένουν τ' άγρια και ήμερα στους λόγγους.

Στα βράχια τα οξύκορφα να δέσω σημαιούλεςμε γράμματα αθάνατα για λεύτερη ειρήνη.

Και βρέθηκα αντάμωτα με πλάσματα, που κρένουντη γλώσσα, που δεν άγγιξε η γνώση των ανθρώπων.

Μιλάνε με το άπειρο, στοχάζουνται, σιωπάνε.τα μάτια τους -μισόκλειστα- βλέπουν αιώνιους κόσμους.

Τα λόγια τους λιγόστρωτα, ψυχές τους συντροφεύουν,και με το βλέμμα στέλνουνε μηνύματα και σκέψεις.

Είν' οι κορφές, που έζησα στον Άθω, τ' Άγιο Όρος.Κορφές ψηλές, απάτητες, για τους κοινούς της ζήσης.

188.ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΔΕΝ ΚΛΕΙΝΟΥΝ

Τα μάτια δεν κλείνουν μπροστά στην αλήθεια,με βλέμμα καθάριο διαβάζουν και βλέπουν

της ζήσης τους δρόμους στ' απέραντα πλάτη,στου μόχθου τη πάλη, σε λύπες, σε πόνους,

και δείχνουν το διάβα σε δύσκολες ώρες,φωτίζουν το βήμα του νου και της γνώσης

189.ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Στο πανηγύρι της ζωής, π' αράδα ανταμώνουνλύπες, χαρές απανωτά στους ξέφρενους χορούς τους,

που σμίγουνε τα δάκρυα του θρήνου και του γέλιου,ο χρόνος στο δισάκκι του γυμνόκλαδα και άνθη,

μαζί χειμώνες κι άνοιξες κοντά του κουβαλάει,ψυχρός βουβός κι αγέλαστος δίνει χαρές και παίρνει,

θέλει και σένα χορευτή, χωρίς δική σου γνώμη,να σέρνεις και να σέρνεσαι σε βήματα και γύρους,

που στένει ο ίδιος άφωνα στο δρόμο της ζωής σου,και σε καλεί αρώτηγα να δείξεις τέχνη, τόλμη,

σε κάθε μικροπάτημα, σε κάθε μικρονότα,σ' όποιο τραγούδι κι αν σου πει, τροπάρι, μοιρολόι.

99

190. ΣΠΙΤΙ – ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΟΡΓΙΚΟ

Το λιμανάκι τη ζωής δυό κόσμους σφιχτοδένει,της θάλασσας τα κύματα και της στεριάς τους βράχους.

Οι κόσμοι του συντρόφγνωμοι, χωρίς να το στοχάζουν,μαζί τις γκρίνιες έχουνε, μαζί και τις αγάπες.

Και τις πνοές και τα χνοτά, τα σύθαμπα μπουρίνια,μαζί σε μέρες και νυχτιές τα ζουν αντάμα-αντάμα.

Σπίτι-λιμάνι στοργικό, βλογία τ'όνομά σου,που δεν μπορούν οι θύελλες να κλέψουν τις χαρές σου.

191. ΛΕΥΤΕΡΩΜΕΝΕ ΑΝΘΡΩΠΕ

Και άκουσες τη δύναμη την άγια στη καρδιά σουκαι είδες του Αόρατου το νου να συνεπαίρνει

το δρόμο σου στην ύπαρξη, τη μόνιμη της ζήσης,και να βογγάνε του ντουνιά θεοί και ημιθέοι,

στο μήνυμα του άγγελου, στο «Δόξα εν Υψίστοις»και στου τσοπάνη τη ματιά, πόγινε φάτνη αιώνια.

Και είδες τότε ξάστερα απλή τη θεία Αλήθεια,όχι σε γνώσεις άψυχες, την είδες σαν ουσία.

Και τότε στάθηκες ορθός, γεμάτος περηφάνεια,εσύ, μεγάλε άνθρωπε, παιδί του Παραδείσου,

και τέντωσες τα μπράτσα σαν Κείνον στο σταυρό σου,κι εκάλεσες, κι αγκάλιασες έναν προς έναν, όλους.

Και είδες τότε τη ζωή στη θεία λύτρωσή της,να σε φωνάζει μητρικά, το γέλιο της να λάμπει,

στα χείλια της στο μέτωπο ν' ανθίζουν μύρια ρόδακαι στων αγγέλων τα φτερά το θρόνο της να στήνει.

Έγινες τότε δυνατός, παιδί, Μεγάλης Μάνας,την ένοιωσες, την γνώρισες στο όλο της τη ζήση.

Και είπες μες στο είναι σου: Χαρά, ζωή, Αλήθειαελάτε να συντρέξουμε στης ύπαρξης τη γνώση.

Κι άκουσες τότε μυστική φωνή από το σύμπαν.Λευτερωμένε άνθρωπε, αθάνατε, αιώνιε.

100

192. ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Στοιχειά δεν κουβεντιάζουνε τις νύχτες με διαβάτες,μα τις δειλές και άκαρδες ψυχές σιγοπλησιάζουν.

193. ΕΧΩ ΚΑΙ ΚΕΦΙ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑ

Κοίτα γιαγιά τα μπράτσα μου, δυνάμωσαν, σφιχτήκαν,και θα μπορούσαν με σβελτιά και βάρη να σηκώσουν.

Έχω και κέφι και καρδιά, και δύναμη στη σκέψη,δε με φοβίζει η δουλειά, δε με τρομάζ' η έγνοια.

194. ΣΤΗ ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Διψώ στο πόνο τη γιατριά, στη δούλεψη το θάρρος,στης ζήσης τα λυγίσματα, λιμάνι αποκούμπι.

Βλέπω συντρόφια να περνούν λύπες, χαρές και έγνοιες,πασχίζω με λογίσματα ξεχώριση να βρίσκω

σε κάθε τους σεργιάνισμα στους κόσμους της ζωής μου,ν' ακούσω τα μηνύματα, που θέλουν να μου φέρουν.

195 .ΤΗΣ ΜΟΥΣΑΣ ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ

(ΣΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗ ΠΟΙΗΤΗ ΤΑΚΗ ΣΤΑΘΑΚΟ)

Της Μούσας το αγκάλιασμα εγνώρισες στη ζήση,μητέρα την ονόμασες, τη λάτρεψες με πίστη.

Κι επότισες τα άνθη σου - «Ζουμπούλια Ταϋγέτου».Ψυχής τραγούδια γίνανε τα δάκρυα, κι οι χαρές σου,

τα βήματα στο δρόμο σου, του βίου οι παλαίστρες,του έρωτα τα αισθήματα, της φύσης οι ομορφάδες.

Σαν τ' ουρανού πετούμενα με τα φτερά της τέχνης,δίνεις χαρά σε γνώριμους, σε φίλους περασμένους,

της Σπάρτης τέκνα άξια, που δώσαν τη ζωή τους,τα έχια τους, τη δόξα τους στη πόλη του Ευρώτα.

Υμνείς Θεό και άνθρωπο, Πατρίδα, φύση, κόσμο,σαν λειτουργός παράπλευρα σε άγιο θυσιαστήρι.

Ο πλούτος της αγάπης σου -το πιο ακριβό στολίδι-δίνει ζωντάνια κι ευωδιά στις λέξεις σου, στους στίχους.

101

Καρδιάς ζωγράφος ξάστερης με άπλωμα αιώνιοσε χρόνους, χώρους και ντουνιά, σ' αρχόντια και καλύβες.

Με τη πνοή της λύρας σου δροσίζεις, απαλαίνειςτο πόνο, το μαράζωμα, που τραύματα αφήνουν.

Λεπτή ψυχή π' απλώχερα δίνεις αγάπη σ' όλους,μικρούς, μεγάλους, άγνωστους, φίλους και στρατοκόπους.

Η φύση σε αγκάλιασε και συ στη θαλπωρή τηςσαν άρχοντας του πνεύματος εβρήκες το θρονί σου.

Σπάρτη 7.9.1986

196. Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΣΤΗ ΖΗΣΗ

Η σιγουριά δεν έρχεται στη ζήση μας μονάχη,θέλει θεμέλιο τη δουλειά, το θάρρος, τη προσπάθεια.

Σ' αγώνες και σ' ανήφορα, δεν κύπτει τον αυχένα,βλέπει ψηλά, βλέπει μακρυά, στο κάθε συναπάντι.

Και στη ψυχή θρονιάζεται του κάθε δουλευτάρημε μπράτσα και με σκέψη του, μονάχος και με άλλους.

Η σιγουριά δε κατοικεί σε φόβους και μιζέριες,θέλει μυαλό με ξάστερο το θέλω στους σκοπούς του.

Δεν τρεμοσβήνει το κερί της Πίστης της στο Θείο,οι ουρανοί συντρόφοι της στο κάθε πέρασμά της.

Θέλει το πνεύμα δύναμη, την ύλη υπηρέτη,μέσα στους κύκλους της ζωής στήνει χορούς και σέρνει.

197. ΧΑΜΟΓΕΛΑΝΕ ΟΙ ΠΗΓΕΣ

Χαμογελάνε οι πηγές, οι κάμποι πανηγύρια,γλέντια, χαρές συντροφικά, ολημερίς τραγούδια.

Ζωή μεγάλη κι όμορφη, που βλέπει την Αλήθειασαν άγγελο στους δρόμους της, μπροστάρη στους χορούς της.

102

198. ΕΙΝΑΙ Η ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Κι άκουσε γύρω του φωνές, παίρνει βαθειά ανάσα,ρίχνει ματιές ζερβά-δεξιά, δυό βήματα τολμάει.

Είναι βαρύς κι ανήπορος, χρόνια πολλά στη ράχησωριάστηκαν απάνω του, και φτιάξανε ραχούλα.

Μα της ψυχής οι λογισμοί, που νέοι πάντα μένουν,σπίθες ζωής πυρόξανθες δίνουν στα γέρικα μέλη.

Παίρνει της νιότης την ορμή, το πρόσωπο αστράφτει,τα χέρια του με δύναμη γοργά τα σφιχτοδένει,

και περιμένει ολόστητος τη δόξα να περάσεικαι με σιωπή λατρευτικά προσκύνηση να δώσει

στη ζήση, που με βήματα και γέλια χορευτάτατρέχει τρελλά, θεόσταλτη-τα πρόσχαρ' εγγονάκια

που με φωνές και με χαρές, ροδόχρωμα, κυκλώνουντο γέροντα κι απλόχερα του δίνουν ευτυχία.

Είναι η δόξα της ζωής, που χαίρεται ο γέρος,το τρόπαιο, που δούλεψε κι ο ίδιος να τελέψει.

Τα μάτια του βουρκώσανε, κυλούν μαργαριτάριαστα ροζιασμένα μάγουλα, κι αγάλλεται η ψυχή του.

199. ΚΙ ΕΠΕΣΕΣ ΚΟΡΗ ΜΠΡΟΥΜΗΤΑ

(Αφιερωμένο στη Καλαμάτα που γκρεμίστηκε με τους σεισμούς της13.9.86, ώρα 20.30' ημέρα Σάββατο και της 15.9.86, ημέρα Δευτέρα και ώρα 14.15

με δάκρυα, Σπάρτη 19.9.86, ώρα.19.00).

Κι έπεσες κόρη μπρούμητα με τσακισμένα πόδιακαι το στοιχειό αθέλητα προσκύνησες με δάκρυα.

Βρόντοι, βουές συθέμελα ταράξανε τη ζήσητης πόλης, που απλώνεται στης θάλασσας τα πλεύρια.

Σπίτια καινούργια κι εκκλησές λυγίσαν, σωριαστήκανστη μάνια της κόλασης, π' αρπάζει κι αφανίζει.

Αγκομαχούνε σύρριζα τα μύχια της καρδιά σουκαι τρέμουν σαν την κάλαμο οι στύλοι των σπιτιών σου.

103

Θρήνοι, βογγοί αβάστακτοι, πόνοι δονούν τα ερείπια,γέροι, παιδούλια νιόβγαλτα προσμένουν τους σωτήρες

στα σίδερα, στις κούνιες τους, δεμένοι, μαραμένοι,παίρνουν πνοές με κονιορτούς, παλεύουν με τον Αδη.

Και Σύ, Παρθένα, Δέσποινα, Μητέρα, Παρηγότρια,είδες μπροστά στα μάτια Σου να πέφτει, να διαλυέται

ο θόλος, που εσκέπαζε την Άγια σου εικόνα,κειμήλιο, προσκύνημα σ' οικειούς και διαβατάρες.

Το πόνο κάνω ποίημά μου και στίχους μου τη θλίψη,και της καρδιάς το βάθημα γλώσσα της προσευχής μου

να σταματήσει το κακό, να γιάνουν οι πληγές σου,που άφησε στο διάβα του, σκληρός ο Εγκελάος.

200. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΤΟΣΗ ΑΓΑΠΗ

(Αφιερωμένο στο κοριτσάκι των 10 ημερών και στο πυρονόμο Γιάννη Δημακογιάννηπου το έσωσε από τα χαλάσματα του σεισμού της Καλαμάτας στις 13.4.86 .

Ελευθεροτυπία» 16.9.86)

Μικρή σπηλίτσα φτιάξανε τριγύρω του στη κούνιαοι τσιμεντιές, τα σίδερα στο γκρέμισμα της πόλης.

Είναι μωρό, δέκα μερών, το φόβο δεν τον ξέρει,γελάει με τα χέρια του, παίζει στα δάχτυλά του.

Τι κι αν κοντά του στέκεται ο θάνατος να πάρειτη σύντομη ζωούλα του, αυτό χοροσκιρτάει.

Τι κι αν πλησιάζει ο άγγελος να πάρει τη ψυχή του,αυτό κοιτάζει ξένοιαχτο στη πόρτα της σπηλιάς του

το λίγο φως, που έρχεται, και χαίρεται, φωνάζει,κι ο άγγελος αμίλητος δε βιάζεται να φτάσει.

Μα!. Τι σερνιέται σύγκορμο στο δάπεδο της τρύπας,κι αγκομαχά στο πέρασμα τη κούνια του να πιάσει;

Άνθρωπος είναι. Άγγελος! της γης του Παραδείσου,και πρόλαβε το θάνατο, και πήρε το μωράκι,

το συρε όξω ζωντανό, στο στήθος του απάνω,κι ο άγγελος χαρούμενος μπροστά στη τόση αγάπη,

104

ανάβαλε το έργο του, γυρίζει στα ουράνιακαι λέει στον Αιώνιο και Πλάστη των ανθρώπων.

— Δεν χρειάστηκε Πατέρα μας να πάρω τη ψυχούλαεκείνου του μικρούτσικου αθώου παιδαρούλι,

γιατί ένας επίγειος δικός μας, άγγελός σουμου έγνεψε το δρόμο μου να κόψω, να επιστρέψω.

Όπως μας λέγεις έκανα σε τέτοιες περιστάσεις,και βόηθησα τον άνθρωπο να πάρει τη παιδούλα —.

201. ΦΕΥΓΑΤΕ ΓΟΛΓΟΘΑΔΕΣ

Κλαίνε του κόσμου τα δρομιά κι οι θάλασσες βογγάνε,τα σύννεφα στα αίθερα γοργά τρεχοδιαβαίνουν,

κι αναστενάζουν οι καιροί, και βαργγομούν οι χρόνοι,και των ανθρώπων οι καϋμοί πληθαίνουν και σωριάνε.

Κι οι πόνοι αγκαλιάζουνται και πνίγουνται στο κλάμα,τα δάκρυα γίνουνται πηγές, ποτάμια και ποτίζουν

κάθε ψυχή πρωτόβγαλτη στου κόσμου τη χορεύτρα,κι αντί τραγούδια πρόσχαρα, χορεύει μοιρολόγια.

— Ανάσταση απλόχερη! με γέλια, με Αγάπες,ας φτάσει μες στη ζήση μας... Φευγάτε γολγοθάδες!

202. ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΦΩΝΑΞΑΝΕ

Και τα δεντρά φωνάξανε στου δάσους τις πλευράδες,φωνές ψυχών σπαραχτικές, που μοιάζουν μοιρολόγια.

— Δεν το μπορούμε άλλο πλιό, τ' αδέρφια μας να καίνε,ο πόνος έγινε βαρύς, αβάσταχτος, αντριώνει,

κι απλώνει μες στα σπλάχνα μας και σφίγγει τις καρδιές μας,και με κοντά το θάνατο, συντρόφια στο πλευρό μας,

τις μέρες και τις νύχτες μας, περνάμε με τον τρόμοτου μαύρου χάρου της φωτιάς, με τις καυτές του γλώσσες.

105

203. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

Ζω την ανάγκη στην καρδιά, να κλάψω, να θρηνήσω,να τραγουδήσω τους καϋμούς, τα δάκρυα της ψυχής μου.

Ο κόσμος κρίνει με τον νού τους στίχους, τις στροφές μου.Θέλει να βλέπει δίδαγμα σε κάθε έκφρασή μου.

Μα γω κάνω τον πόνο μου λέξεις και στιχουργίες,και τις χαρές μου άγγελους, φτεράτους, που πετάνε.

Δεν γράφω για να γίνουνε οι στίχοι μου δασκάλοι,ξερίζωμα στις σκέψεις σας, τη γνώμη σας να κλέψω.

Δεν θέλω λύπη ή ζημιά να δώσω στη ζωή σας,η μούσα μου στο δρόμο της σαν φίλη σας πλησιάζει.

204. ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΤΑ ΔΡΟΜΙΑ

Δεν συναντάς περάσματα, παρά μες στις καρδιές μας.Κανάλια, που φωτίζουναι μ' ανέσπερα καντήλια.

Είναι της Πίστης τα δρομιά, που το μυαλό δε φτάνεινα κάνει σεργιανίσματα, το άπειρο να πιάσει,

μες στις πηγές της ύπαρξης, χαρούμενα να ζήσει,και χέρι-χέρι ανταμωτά, στη Λύτρωση να έρθει.

205. ΣΕ ΣΑΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Σε σας μεγάλους της ζωής, που σταθερά βαστάτετους ουρανούς της ύπαρξης, μύρια σεβάσμια στέλνω.

206. ΕΚΕΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΧΑΡΕΣ

Βλέπετε μέσα στις καρδιές τη Σκέψη; την Αλήθεια;που ανταμώνουν μυστικά στο άδυτο του Είναι;

Εκεί χορεύουν οι χαρές της άνοιξης, κι οι πίκρεςΚι ο χρόνος με ευλάβεια, προσκυνητά περνάει.

106

207. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ

Δε βλέπω στα απόμακρα το θέατρο του κόσμου,δε κάθουμαι νωχέλικα το θέαμα να κρίνω.

Είμαι μπροστάρης, το καυχώ, στη δράση και στις μάχες,πιάνω δουλειά στο σκάσιμο της μέρας και του ήλιου,

και στοχαστά αφουγκράζουμαι στους κόσμους της Αγάπης.Παράδεισους στους δρόμους μου δεν θέλω άλλους νάχω.

208. ΕΛΑ ΜΙΚΡΕ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΕ

Έλα μικρέ μου άγγελε, κοιμήσου, ξεκουράσου,κλείσε τα δυο ματάκια σου στου ύπνου την αγκάλια,

και άφησε τη σκέψη σου να γύρει να πλαγιάσειαντάμα στο προσκέφαλο μαζί με τ' όνειρά σου.

209. Ο ΑΓΙΟΣ

Ο λόγος του το γέλιο του, ακόμα κι η σιωπή του,αγγίζουν κάθε άνθρωπο, που έρχεται κοντά του.

Σε μυστική, ουράνια - αγγελική λατρεία,ενώνει κάθε σκέψη του και κάθε λογισμό του.

Και με το σώμα του μπροστά, στο θείο κονοστάσι,σα λειτουργός προσεύχεται στου κόσμου τ' άγιο Βήμα.

210. ΟΛΑ ΓΛΕΝΤΟΥΝ ΑΡΜΟΝΙΚΑ

Με τη σιωπή σιγομιλούν τα στέκια της ψυχής μας,προσκυνητές, σαν άγγελοι, στο άδυτο της Πλάσης.

Και της ζωής οι άνοιξες χορεύουν τραγουδάνε,με τάξη ανταμώνουνε στα άγια τους μυστήρια.Όλα γλεντούν αρμονικά στου Σύμπαντου τις ρίζες.

107

211. ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΑΔΕΡΦΕ

Έλα, Κουράγιο αδερφέ, άφησε τη ζωή σουνα πάρει πάλι τη τροχιά του θείου προορισμού της.

Χαλάρωσε το σφίξιμο τριγύρω στο εγώ σου,κοίτα ψηλά στους ουρανούς, οι άγγελοι σε κρένουν.

Σε θέλουνε στο δρόμο τους, τους ύμνους τους να ψάλλεις,στον Πλάστη να προσεύχεσαι, μαζί τους ν' ανασαίνεις

εκεί που είναι τ' άγια, του κόσμου οι ελπίδεςαιώνιες, αμάραντες, στα άδυτα της Πίστης.

Μη κλείνεσαι στο είναι σου, ανάπνευσε χορτάτατα χνώτα του συνάνθρωπου, κάμε τον αδερφό σου.

212. ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Βλέπεις με μάτια της ψυχής αιώνια μεγαλεία,στου κόσμου τα απέραντα δρομάκια, που βαδίζεις

με σύντροφο τις σκέψεις σου, τους ύμνους, τις ευχές σου,όταν αφήνεις της καρδιάς τη γλώσσα να μιλήσει.

Τότε απλώνεις βλαβικά το είναι σου στη φύση,χαμογελάς περίχαρα, χορεύεις μες το Σύμπαν,

και τους αγγέλους προσκαλείς, παρέα σου να γίνουνστις χάρες, στα παιχνίδια σου, μαζί να τραγουδείστε.

Νιώθεις σωστός κι ολόκληρος, αθάνατος, γιομάτος,με πνεύμα ολοζώντανο σε πέλαγα αγάπης.

Δε σε κρατάνε δέσμιο μικρόψυχες ασχόλειες,είσαι γενναίος, δυνατός, αθλόφορος εργάτης.

Και περπατάς αγέρωχα, δε ζεις σε λιποψύχια,περάσματα στους χρόνους σου αφήνουν πλούτη μύρια.

Δεν αγκιστρώνουν στοιχειωτά τα πάθη στην ζωή σου,γι' αυτό σοφός και λεύτερος μ' αγάπη ζεις και βλέπεις.

Κι όλα γλεντάνε γύρω σου και σύ χαρά γιομίζεις,τα περιβόλια τ' ουρανού μοσχοβολούν κοντά σου.

108

213. ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

Βλέπε μπροστά μ' ορθάνοιχτα τα μάτια της ψυχής σουστο βάθος, στα απέραντα της άβυσσου σκοτάδια.

Άκουσες χτύπους στη καρδιά, τραγούδησαν τα μύχια,ζυγοπιαστήκαν σε χορό τα είναι σου, το εγώ σου;

Ζωντάνεψε η σκέψη σου στ' αντίκρυσμα της φλόγαςφτωχού κεριού τρεμόλαμπου σε στοιχειωμένες νύχτες;

Θέλεις να φτάσεις, προσπαθείς, κοντά του, ξεκινάεις.Μα σκοτεινιά! στο δρόμο σου, στις πλεύρες, στις χαράδρες.

Δε ξεδιακρίνεις τίποτα, μόνο το φως εκείνο...Που άραγε να βρίσκεται, Κοντά σου, Μακρυά σου;...

Είναι το φως τ' Αληθινό και με καλεί κοντά του.Πως όμως φτάνω μοναχός, χωρίς ορμήνειας λόγο;...

— Τι κρύβεται στις νύχτες σου, ποιοί δρόμοι ποιά ρουμάνια.Μένεις στητός στο τόπο σου, μέχρι να φέξει η μέρα.

Τα κουρασμένα βλέφαρα πλαγιάσανε κλειστήκαν,κι όταν ανοίξανε ξανά, σε θάμπωσε ο ήλιος.Μα... κείνο το μικρούτσικο της νύχτας φως εχάθη;

214. Σ' ΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΟΝΑΚΙΑ

Ποιός δάσκαλος σου μίλησε γι' αξιώματα, για δόξες,και τρέχουνε οι σκέψεις σου, γοργόφτερα πετάνε

σε κόσμους, που τ' ανθρώπινα ποδάρια δεν πατάνε,σε μυστικά κι αβλέπωτα, αγγελικά κονάκια;

215. ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΔΕ ΠΗΡΑ

Γιατί οι άνθρωποι θρηνούν; Γιατί πεθαίνει ο κόσμος;Γιατί αρρώστιες και καϋμοί τη φύση ασχημίζουν;

Στους τάφους δίπλα των νεκρών πλησιάζω, γονατίζω.Να τους ρωτήσω θέλησα, μ' απόκριση δεν πήρα.

109

216. ΑΥΤΟ Τ' ΑΘΟΡΥΒΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Χιόνι, πουσφίγγει τις καρδιές στ' ανθρώπινα κονάκια,π' απλώνει το γαλήνεμα στους δρόμους στις πλατείες.

Κάνει μας όλους ταπεινούς, μπροστά του παιδαρούλια,.ίσους στην άσπρη του θωριά, π' ακίνητοι κοιτάμε.

Που έχει τόση δύναμη; Που κρύβει τόσο σθένος,αυτό τ’αθόρυβο στοιχειό, που όλα τα σκεπάζει;

Απλώνει τις νιφάδες του, στολίζει αγκαλιάζει,απρόσκλητα και ήρεμα αδιάκοπα δουλεύει.

Γνώμες δε παίρνει, δε γρικά, στ' ακούσματα δε στέργει.Ωραίος είναι μα ψυχρός, ο κόσμος, που μας δίνει.

217. ΜΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΣΕΙΣ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ

Μην ανταλλάσεις τις χαρές της ζήσης με τη θλίψη,όταν στο δρομο σου σταθούν εμπόδια να περάσεις.

Η αγωνιά στη δούλεψη φέρνει κρυφές τις λύπες,ανοίγει πόρτες συμφοράς στο σώμα, στη ψυχή σου.

Γέλα γιομάτα αληθινά, μπροστά σε κάθε βήμα.Στου κόσμου το σεργιάνισμα τριαντάφυλλα να σπέρνεις.

218. ΤΟ ΖΩΟΓΟΝΟ ΠΟΤΑΜΙ

Αν σταματήσεις να κυλάς τα θολερά νερά σου,θα πέσει πείνα, συμφορά σε ζώα, σε ανθρώπους.

Τρέχεις και δίνεις τη ζωή και τρέφεις το κουράγιο,ελπίδες μέσα στις ψυχές στεριώνεις και αυξάνεις.

Δεν κλαίνε πια τα μάτια μας, οι λύπες μας σκορπίσαν,σαν την θωριά σου είδαμε να έρχεται κοντά μας.

110

219. ΜΕΡΙΑΣΤΕ ΜΑΥΡΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Ποιός αρχοντεύει στο ντουνιά και ποιός τον δασκαλεύει;Ποιός δικαστής ζυγομετρά τους λόγους και τις πράξεις;

Μεριάστε μαύρα σύννεφα, ανοίχτε μου το δρόμο,θέλω να δω τους ουρανούς με τα δικά μου μάτια.

Τα μάτια μου, που βλέπουνε πιο πέρα κι από το κόσμοκαι αγκαλιάζουν σύγκορμα του σύμπαντος τα άστρα

που σφιχτοδένουν τις ψυχές και φτιάχνουν φως δικό τουςχωρίς του νου τα σύνεργα, της τέχνης και της γνώσης.

Μ' αυτά τα μάτια θα τον βρω το Δάσκαλο, που βλέπειτους πόθους μας τις έγνοιες μας, τους μύχιους λογισμούς μας.

Μεριάστε μαύρα σύννεφα της πλάνης και του ψεύδους,της μιζεριάς οι συμφορές, τα δείλιατα του τρόμου.

220. ΤΟ ΑΠΟΚΟΥΜΠΙ

Δεν αποφάσισα ποτέ το πέλαγος ν' αφήσω,της τρικυμιάς τα θεριατά μπουρίνια στη ζωή μου.

Παλεύω και ας δένουμαι με νιόπλεκτες αλύσες.Να φύγω θέλω μακρυά, να γύρω σ' αποκούμπι,

λιμάνι νάβρω απαγκιερό, χωρίς φουρτούνας φόβουςκαι να πλαγιάσω ολονυχτιά, ξεκούραση να πάρω.

Ψυχή και σώμα σύγχρονα ν' ακούσουν λόγια ζήσηςκαι ν' ανταλλάξουμε μαζί χαρές, λυγμούς και δάκρυα.

221. ΑΓΑΠΗΣ ΔΟΥΛΕΥΤΑΔΕΣ

Οι δρόμοι σας συντρέχουνε στους πόθους των καρδιών σας,στις φωταυγές της πίστης σας, στους στόχους των ματιών σας.

Τα σταυροδρόμια της ζωής σας προσκαλούν κοντά τους.Όπου φωνάζουν οι ψυχές, τα χέρια συναντιούνται.

Απέραντοι οι κόσμοι σας, αγάπης δουλευτάδες.Οι ουρανοί σας χαιρετούν, σας υμνωδούν αγγέλοι.

Από μακρυά γρικιώσαστε, πλάσης μεγάλης γέννες!Δεν σας χωρίζ' ο θάνατος, του κάτω κόσμου ο Άδης.

111

Στις συγνεφιές της συμφοράς τα μάτια σας δεν κλείνουνβλέμμα γαλήνιο, σταθερό στη στέρηση στη φτώχεια

με ηρεμιά σκορπίζετε, και στα μικρά σπιτάκιααργοσαλεύει η σκέψη σας, τον πόνο ν' αγκαλιάσει.

Να συντροφέψει μοναξούς, τα δάκρυα τους να πάρεικαι δυνατά τα μπράτσα σας γεράτια να στηρίξουν.

222. ΣΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟ ΑΔΥΤΟ

Στης Προσευχής το άδυτο προσέτρεξα το βράδυ,με δάκρυα μουσκέψανε τα μάτια κι οι παρειές μου.

— Παρθένα Μεγαλόχαρη, σ' εκάλεσα κοντά της,να δώσεις τ' άγιο στήριγμα, αγάπης καλωσύνης,

να δεις στα μάτια τα στεγνά πως λάμπει η αλήθεια,μετ' από το συμπάντημμα στο σπίτι του Κυρίου.

Κι έκαμες Συ Μητέρα μας τη χάρη της ευχής μας,και ήλθες μες στη ζήση μας και άπλωσες τα χέρια,

κ' έκλεισες Συ στους κόρφους Σου το πλάσμα Του με δάκρυαχαράς, που ξαναβρέθηκε στη στράτα του Υιού Σου.

233. ΟΡΘΑΝΟΙΧΤΕΣ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

Κράτα τις πόρτες της ψυχής ορθάνοιχτες σε όλους.Μη βαργγομάς στις δύσκολες στιγμές που σ' ανταμώνουν.

Δίνε το γέλιο πλούσιο, στα δάκρυα να δακρίζεις,ο πόνος σμίγει τους θνητούς, το γέλιο τους στολίζει.

224. Η ΑΝΤΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Δόσε την άντρια στην ψυχή και μη λυγιζογέρνεις.Αυτή θ' απλώσει στο κορμί το σφρίγος και τη δρόσο

και στα νογάτα του μυαλού, στα πεθυμιά της ζήσης,στρωτάτα και λεβέντικα θα κρίνεις τις θελήσες.

Θα βλέπεις στα ψηλότερα, τις στράτες θ' αγναντεύειςκαι με περπάτες σίγουρες θα κάνεις σεργιανάτα.

Θα προσπερνούν το μπόι σου οι σκέψεις σου κι οι στόχοικαι με κουβέντες της καρδιάς θα τρέφεις την αγάπη.

112

225. ΣΕ ΜΑΖΙΚΕΣ ΠΑΛΑΙΣΤΡΕΣ

Συντροφευμένοι οι καιροί με χαραυγές και λύπες,περνοδιαβαίνουν, σταματούν σ' ανθρώπινα λημέρια.

Στήνουν χορούς στις θάλασσες και τα βουνά σιμώνουν,σφιχταγκαλιάζουν τις ψυχές μ' αισθήματα και έγνοιες.

Οι δουλευτάδες των χεριών και του μυαλού οι σκέψειςσυντεριασμένα προχωρούν και ξεπερνούν το χάος.

Δίνουν τις μάχες μαζικές σε μαζικές παλαίστρες,σ' ένα στοχεύουν και ορμούν, στην ύπαρξη της ζήσης.

226. ΤΟ ΛΑΓΚΑΔΙ

Πράσινο πάπλωμα, πυκνό, απέραντο απλώνειτη ζουμερή του κορμοσιά στο δροσογόνο ρέμα.

227. ΠΟΝΟΣ - ΑΓΙΩΣΥΝΗ

Αργοσαλεύουν οι καρδιές στο άγιασμα του πόνου,πισωστρατούν τα σύμψυχα μπροστά στην αγιωσύνη.

228. ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΣΥ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥΣ

Πολλές φωνές ακούγονται... Ποιά είν' η δική σου;Μπορείς στους τόσους κροτασμούς, στις μύριες καταιγίδες,

ν' αφουγκραστείς μοναχικός τους χτύπους της καρδιάς σου,τότε θα βρεις το είναι σου, δεμένο μπερδεμένο,

με άλλα είναι του ντουνιά, μη ταραχτείς ,Στοχά σου.Είσαι και σύ ένα μέρος τους, αδερφικά πλασμένος

229. ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

Στα πανηγύρια της χαράς ακούγουνται τραγούδια,δένονται χέρια απαλά, μαντήλια ανεμίζουν,

γεμίζουν γέλια τα στενά, κι οι γειτονιές γλεντάνε,τα δάκρυα στεγνώνουνε κι οι πόνοι λησμονούνται.

Οι κοπελιές ροδόξανθες με φεγγαρίσια μάτια,ακροπατούν σαν πέρδικες σ' ατέλειωτα σεργιάνια.

113

230. Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΛΥΤΡΩΣΗΣ

Νιώθεις τις μύριες σκέψεις σου στα έργα των χειρών σουκαι γίνεσαι μικρότερος μπροστά στους στοχασμούς σου.

Βλέπεις στην έρευνα βαθειά, θαυμάζεις μεγαλεία,μα ξάφνου μηδενίζεσαι, το άγχος σ' αφανίζει.

Λύτρωση θέλεις, νοσταλγείς να βγεις από το χάος.Ποιός θα μπορέσει να σταθεί κοντά σου νιός σωτήρας;

231. ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΞΕΚΟΜΜΕΝΟ

Από τη φωλιά του ξεκομμένο, να φύγει θέλει να πετάξει μακρυά

στην έρημο το κόσμο ξεχασμένο - δεν έχει φίλο και κανένα συντροφιά.

Τα βήματα αργόσυρτα πατάνε, - δεν ξέρει πια που πάει στη φυγή του,

αδιάφοροι οι άγνωστοι περνάνε, δεν βλέπουν, δεν ακούνε την ψυχή του.

Μαζεύεται στο λίγο του κορμάκι, ανοίγει τα ματόκλαδα μ' ελπίδα,

σαν βλέπει στο απέναντι δρομάκι, γνωστή του, σαν σωτήρια σανίδα

και τρέχει με τα χέρια ανοιγμένα το γέλιο ζωγραφίζεται αργά, με δάκρυα

χαράς πλημμυρισμένα τα μάτια, κι η καρδιά χοροπηδά.

232. Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Ήρθα στο δρόμο της σιωπής, κουβέντιασα μ' αγνώστους,άκουσα πόνους στεναγμούς, ζωής ανατριχίλες.

Με δάκρυα τραγούδησα τις άκαρπες προσπάθειες,έστησα τρόπαια χαράς, μα πέσανε, χαθήκαν.

Λιμάνια αποκούμπημα για πλοία κουρασμένα,φτιάχνω σε κάθε στράτα μου, μα πάλι συντριμμένος,

ανοίγομαι στα πέλαγα, κοντράτα στις φουρτούνες,και με τη πίστη συντροφιά, στήνω καινούργι' απάγγια.

114

Θ. ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

- Ηταν ένας άγιος... Κάθε βράδυ ρωτούσε το Θεό....

— Χριστέ μου, μήπως έκανα σήμερα κανένα κακό; Και μετά σταύρωνε

τα χέρια του και έπεφτε να κοιμηθή σαν μικρό παιδί.

— Έτσι και πριν από δύο μήνες σταύρωσε τα χέρια του και κοιμήθηκε.

Αλλά δε ξαναξύπνησε. Η καλή του καρδιά είχε τελειώσει το έργο της...

Έφυγε για την αιωνιότητα....

— Ήταν γιατρός, εργαζόταν εδώ στο Δημοτικό Νοσοκομείο (τώρα είναι

το πολιτιστικό κέντρο). Τα παραπάνω είναι αναμνήσεις της συζύγου του.

Καθόταν με μία δεσποινίδα στο παγκάκι δίπλα στο πλάτανο με τη βρύση,

με το εκκλησάκι απέναντι, τα περιστέρια στα κλαδιά και στο δάπεδο να

τιτιβίζουν και να τσιμπούν τα ψίχουλα των φίλων τους.

Τι υπέροχη ζωντανή ζωγραφιά στο κέντρο της Αθήνας! ! !

Ήταν μια Αθηναία με κείνη τη ευγένεια του παληού καιρού. Με βουρκωμέ-

να μάτια σηκώθηκε, χαιρέτησε και με αργά αθόρυβα βήματα προχώρησε

προς την έξοδο του μικρού πάρκου. Σύγχρονα έφυγε και η κοπέλλα σε άλλη

κατεύθυνση.

Έμεινα πάλι μόνος με τις σκέψεις μου.

— Θεέ μου είπα... Πόση ομορφιά και αλήθεια υπάρχει μέσα στη ζωή, ακόμη κι

όταν πονάει...

115

Α.1. ΚΑΙ ΑΦΗΝΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ Ν' ΑΠΛΩΝΕΙ ........................... σελ. 5

2. ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΗΣ ΖΗΣΗΣ ΤΟ ΑΧΝΑΡΙ ........ . ..........................σελ. 6

3. ΓΛΕΝΤΟΥΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ ..............................................σελ. 7

4. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΒΗΚΑΝ ΓΟΡΓΑ ..................................................σελ. 7

5. Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ................................................................σελ. 8

6. ΒΟΥΒΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ..............................................σελ. 8

7. ΠΑΡΕ ΑΗΤΕ ΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΜΟΥ .................................................σελ. 9

8. ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ......................................................... σελ. 10

9. ΠΟΙΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΙ ΤΗ ΖΩΗ .............................................. σελ. 10

10. ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΕΛΩ .............................................................σελ. 11

11. Ο ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΟΣ ΔΙΣΚΟΣ ........................................................σελ. 11

12. ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΙ ΧΑΡΕΣ ΜΑΖΙ .......................................................σελ. 12

13. ΤΟΥ ΠΛΑΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΗΝΥΜΑ ...............................................σελ. 12

14. ΚΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΜΙΛΗΣΑΝΕ .................................................... σελ. 13

15. ΕΧΕΙ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΑΠΕΙΡΟ ...........................................................σελ. 14

16. ΔΥΟ ΞΕΝΟΙ ..................................................................................σελ. 14

17. Η ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ...................................................σελ. 15

18. ΤΟ ΘΕΛΩ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ........................................................σελ. 15

19. ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ..................................σελ. 16

20. ΜΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙΣ ΑΝΑΝΔΡΑ ...............................................σελ. 17

21. ΜΙΛΑΝΕ ΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ .......................................σελ. 18

22. Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ - ΜΗΝΥΜΑ ........................................σελ. 18

23. ΝΑ ΣΕΡΓΙΑΝΙΣΩ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ ....................................................σελ. 19

24. ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ .....................................................σελ. 19

25. ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΖΩΗ ...............................................................σελ. 20

26. ΟΙ ΧΑΛΑΣΤΑΔΕΣ ........................................................................σελ. 20

27. ΟΙ ΔΕΙΧΤΕΣ ΣΤΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΟΥ ...................σελ. 20

28. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ......................................................σελ. 21

29. ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ......................................................σελ. 21

30. ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ ΓΝΩΣΗΣ .................................................σελ. 22

31. ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΟΣ ...........................................................................σελ. 23

32. ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ .......................................................σελ. 23

33. ΣΤΑ ΞΕΝΑ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙΣ ΘΥΜΙΣΟΥ ........................................σελ. 24

34. ΕΥΡΗΚΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ................................σελ. 24

35. ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΚΑΙ ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ........................................σελ. 26

36. ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ ...................................................................σελ. 27

37. ΣΕ ΣΑΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΙΑΣ ...........................................σελ. 27

38. ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΝΟΙΩΘΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ .................. σελ. 28

39. ΟΛΑ ΝΟΟΥΝ ΟΛΑ ΜΙΛΟΥΝ .................................................... σελ. 28

40. ΤΟ ΕΓΩ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΦΥΛΑΚΗ ΜΑΣ ..................................... σελ. 29

116

41. ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΚΙ ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΟΝ ...... σελ. 30

42. ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΖΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ ............................ σελ. 30

43. Η ΑΓΑΠΗ .................................................................................... σελ. 31

44. Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ....................... σελ. 32

45. ΜΕ ΜΑΣ ΤΟΥ ΝΩΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ................................................. σελ. 32

46. Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ......................................................... σελ. 33

47. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΗ ΠΟΛΗ ............................................................ σελ. 33

48. ΟΤΑΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Η ΦΩΝΗ ..................................................... σελ. 34

49. ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΜΑΡΑΖΩΝΟΥΝ ...................................................... σελ. 35

50. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΛΑΙΕΙ ..................................................................... σελ. 35

51. ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΤΗ ΓΗ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ............................................. σελ. 36

52. ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΝΤΑΜΩΝΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ......... σελ. 36

53. Ο ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ ΣΕ ΚΡΕΝΕΙ ......................................................... σελ. 37

54. ΘΕΛΩ ΝΑΣΤΕΙΛΩ ΜΗΝΥΜΑ .................................................... σελ. 38

55. ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΡΗΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ ................................................. σελ. 38

56. ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ .............................................................. σελ. 39

57. ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΑΔΥΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ................. σελ. 39

58. ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΧΡΙΣΤΟ ................................. σελ. 39

59. ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΚΑΫΜΟΙ ....................................... σελ. 40

'60. ΟΛΑ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝΕ ...................................................σελ. 40

61. ΤΟ ΟΧΙ ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ .............................................................. σελ. 40

62. ΣΑΝ ΝΥΧΤΑ ΜΑΡΑΜΕΝΗ ........................................................ σελ. 40

63. ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Τ' ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ ....................................................... σελ. 41

64. ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ......................................................... σελ. 41

65. ΤΑ ΔΥΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΑ: Η ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ................. σελ. 41

66. ΔΩΣΑΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΗΡΑΝ ......................................................... σελ. 42

67. ΑΝΟΙΓΜΑ ΘΕΛΕΙ Η ΖΩΗ .......................................................... σελ. 42

68. ΔΕΝ Σ' ΑΝΤΑΜΩΝΟΥΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ .......................................... σελ. 42

69. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΝΕΜΕΝΩΝ................................................... σελ. 43

70. ΚΟΠΕΛΙ Μ' ΕΞΙ ΜΑΗΔΕΣ .......................................................... σελ. 44

71. ΟΤΑΝ ΑΝΘΙΖΕΙ Η ΑΥΓΗ. .......................................................... σελ. 44

72. ΑΓΝΟ ΛΙΒΑΝΙΣΤΗΡΙ ΣΩΣΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ .................... ^τελ. 45

73. ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ................................................................. σελ. 45

74. ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ ...... σελ. 46

75. ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ...................................................... σελ. 47

76. ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ................................................................ σελ. 47

77. Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ........................................................................ σελ. 48

78. ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ..................................................... σελ. 48

79. Ο ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ ΜΑΣ .................................................... σελ. 49

80. Ο ΣΩΣΜΕΝΟΣ ............................................................................ σελ. 49

117

81. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ .............................σελ. 50

82. ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ .................................................... σελ. 51

83. ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ............................................... σελ. 53

84. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ........................................................................ σελ. 54

85. ΚΑΙ ΓΙΝΗΚΕ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ....................................... σελ. 54

86. Ο ΠΟΝΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΝΟ .................................... σελ. 55

87. ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΑΣ ΔΗΜΙΟΙ .......................................................... σελ. 55

88. ΛΕΥΤΕΡΟΣ ................................................................................. σελ. 55

89. ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ....................................................... σελ. 56

90. Ο ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ .....................................................σελ. 56

91. ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ................................σελ. 57

92. Η ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΘΕΛΗΣΗΣ ................................................σελ. 57

93. ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΝΥΧΤΙΕΣ ........................................σελ. 57

94. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ..................................................... σελ. 58

95. ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ Η ΖΩΗ ..............................................................σελ. 58

96. ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΔΙΝΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ ...................σελ. 58

97. ΗΤΑΝ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΙΟΥ .....................................................σελ. 59

98. ΜΗ ΠΑΖΑΡΕΥΕΙΣ ΤΑ ΑΓΝΑ ..................................................... σελ. 60

99. ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ................................................σελ. 60

100. Η ΑΣΠΙΔΑ ΑΛΗΘΕΙΑ .............................................................. σελ. 61

101. ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΡΩ Ι ΝΟ ......................................................... σελ. 61

102. ΜΙΚΡΟΣ ΓΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ................................. σελ. 61

103. ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ..................................σελ. 62

104. ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ... ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΠΡΙΣΜΕΝΑ ........................ σελ. 62

105. ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ........................................ σελ. 63

106. ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΟΥ ......................σελ. 63

107. ΣΤΟ ΑΔΥΤΟ ΤΗΣ ΔΙΨΑΣ ......................................................... σελ. 64

108. ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΑΙΡΙΑΞΕ Ο ΝΟΜΟΣ ............................................. σελ. 65

109. ΣΤΗΡΙΞΟΥ ΣΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ........................... σελ. 66

110. ΔΕΝ Σ' ΑΓΓΙΞΑΝΕ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ ....................... σελ. 67

111. ΑΦΗΣΕ ΜΟΙΡΑ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ..................................................... σελ. 67

112. ΤΟ ΘΕΛΩ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ............................................................... σελ. 68

113. ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΤΗΣ ΖΗΣΗΣ .................................................... σελ. 68

114. Ο ΛΥΤΡΩΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ ............................................. σελ. 69

115. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ................................................... σελ. 69

116. Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ .......................................................... σελ. 69

117. Η ΦΥΣΗ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ............................................................. σελ. 70

118. ΑΚΟΥ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ................................................ σελ. 70

119. Ο ΑΔΟΥΛΩΤΟΣ ......................................................................... σελ. 71

120. ΠΩΣ Ν' ΑΡΝΗΘΩ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΜΟΥ ....................................... σελ. 71

118

121. ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ .................................................. σελ. 71

122. ΚΑΛΟΓΕΡΟ ΤΟΝ ΞΕΡΟΥΜΕ .....................................................σελ. 72

123. ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ - ΛΑΟΣ ΤΗΣ................................................σελ. 72

124. Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ....................................................σελ. 72

125. ΠΟΛΕΜΟΣ - ΦΡΙΚΗ ................................................................. σελ. 72

126. ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΔΕΝ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ .................................................σελ. 73

127. ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ............................................σελ. 73

128. Ο ΔΟΥΛΟΣ ΣΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ....................................................σελ. 73

129. ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΓΙΟΜΑΤΑ ΖΕΣΤΑΣΙΑ ........................................σελ. 73

130. ΜΕ ΑΓΙΑ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ..............................................................σελ. 74

131. ΘΕΛΩ Ν' ΑΚΟΥΣΩ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ......................... .......................σελ. 74

132. ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ............................................σελ. 74

133. ΚΑΙ ΓΕΛΑ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ ...................................................... σελ. 75

134. ΚΡΑΤΑ ΤΗ ΔΑΔΑ ΣΟΥ ΨΗΛΑ .................................................σελ. 75

135. Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΗ ΚΑΡΔΙΑ ........................................σελ. 76

136. ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ................................................σελ. 76

137. ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΩΣ... ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ ..................................................σελ. 76

Β. ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ........................ σελ. 76

Γ. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ........................... σελ. 77

Δ. ΑΚΟΥ ΤΩΡΑ ......................................................................... σελ. 78

138. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΥΤΡΩΝΕΙ ...........................................................σελ. 78

139. ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΣΤΗ ....................................................σελ. 78

140. ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ........................................................σελ. 79

141. Ο ΜΙΜΗΣ ΕΦΥΓΕ .......................................................................σελ. 79

142. ΓΙΑ ΤΑΦΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ..............................................σελ. 79

143. ΜΟΥΓΓΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ..................................................... σελ. 80

144. ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ....................................................σελ. 80

Ε. ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ................................................. σελ. 80

Ζ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΓΑΠΟΥΝ ....................................... σελ. 81

145. ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ .................................................σελ. 81

146. ΤΟ ΜΑΡΑΖΩΜΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ ................................................... σελ. 81

147. ΣΤΗΝ ΑΝΙΨΙΑ ΜΟΥ ΖΕΤΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ ΤΟΣΟ ΝΕΑ.. σελ. 82

148. ΠΑΡΗΓΟΡΕΣ ΠΑΡΕΕΣ ............................................................. σελ. 83

Η. ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ................... ......................... σελ. 83

Θ. ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ .................................................... σελ. 84

149. Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ...............................................................σελ. 85

150. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΚΑΡΔΟΙ .....................................σελ. 85

151. Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΛΥΤΡΩΣΗ .....................................................σελ. 85

152. ΚΑΙ ΚΑΡΤΕΡΩ ΤΗΝ ΞΑΣΤΕΡΙΑ .............................................. σελ. 85

119

153. ΓΕΝΗΚΑΝ ΑΔΕΛΦΑΤΑ ............................................................ σελ. 86154. ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗσελ. 86

155. ΚΙ ΑΝΟΙΞΑΝΕ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΟΙ ΠΥΑΕΣ ............................ σελ. 87

156. ΚΙ ΑΓΚΟΜΑΧΟΥΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ .......................................... σελ. 88

157. ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ .................................................. σελ. 88

158. ΟΡΜΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΑΙΝΟΥΝΤΑΙ ....................................... σελ. 88

159. ΣΑΝ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΟΥ ΚΑΜΑΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ........................... σελ. 89

160. ΕΛΑ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ .................................................σελ. 89

161. ΞΕΜΑΚΡΥΜΑ ΣΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑ ΔΡΟΜΑΚΙΑ .......................σελ. 90

162. ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ .............................................. σελ. 90

163. ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΕΠΛΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ .............................................σελ. 90

164. ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΤΟ ΑΠΛΩΜΑ .................................................. σελ. 91

165. ΣΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ .......................................... σελ. 91

166. ΑΝΟΙΞΑΝΕ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ...... . .......................σελ. 91

167. ΜΕ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ........................................... σελ. 92

168. Ο ΛΕΥΤΕΡΟΣ ΚΙ Ο ΣΚΛΑΒΟΣ ................................................. σελ. 92

169. ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ............................................................. σελ. 93

170. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΕ ΜΕΓΑΛΩΣΕ ..................................................... σελ. 93

171. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ........................................................ σελ. 93

172. ΔΕ ΒΡΙΣΚΩ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΕΡΗΜΙΑ ..........................................σελ. 94

173. ΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣ ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΟΥ.................................................. σελ. 94

174. ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ .................................................. σελ. 94

175. Η ΠΟΡΦΥΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. ......................................................... σελ. 94

176. Η ΣΙΩΠΗ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ......................................................... σελ. 95

177. Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ........................................................... σελ. 95

178. ΤΑ ΑΔΟΛΑ ΜΑΤΙΑ ΛΕΝΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ............................ σελ. 95

179. Η ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ............................................................. σελ. 96

180. ΣΤΟΥΣ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ ........................................................... σελ. 96

181. Η ΑΓΑΠΗ ΔΙΩΧΝΕΙ ΤΟ ΠΟΝΟ ............................................... σελ. 96

182. ΚΙ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΟΝΟΙΑΖΟΥΝ ............................................... σελ. 96

183. ΚΙ Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ ................................................. σελ. 96

184. ΚΙ ΕΙΠΑ ΘΑ ΜΕΙΝΩ ................................................................. σελ. 96

185. ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΛΕ ΘΑΜΠΩΝΕΙ ...................................... σελ. 97

186. ΚΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ...................................................... σελ. 97

187. ΣΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΟΥΝΟY................................ . .σελ. 97

188. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΔΕΝ ΚΛΕΙΝΟΥΝ ................................................... σελ. 98

189. ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ................................................... σελ. 98

190. ΣΠΙΤΙ - ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΟΡΓΙΚΟ .................................................... σελ. 99

191. ΛΕΥΤΕΡΩΜΕΝΕ ΑΝΘΡΩΠΕ.... ................................................ σελ. 99

192. ΣΤΟΙΧΕΙΑ σελ. 100

120

193..ΕΧΩ ΚΑΙ ΚΕΦΙ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑ σελ. 100

194. ΣΤΗ ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ σελ. 100195. ΤΗΣ ΜΟΥΣΑΣ ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ σελ. 100

196. Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΣΤΗ ΖΗΣΗ .................................................................σελ. 101197. ΧΑΜΟΓΕΛΑΝΕ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ..............................................................σελ. 101

198. ΕΙΝΑΙ Η ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ .............................................................σελ. 102

199. ΚΙ ΕΠΕΣΕΣ ΚΟΡΗ ΜΠΡΟΥΜΗΤΑ .......................... . .....................σελ. 102200. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΤΟΣΗ ΑΓΑΠΗ ...................................................... σελ. 103

201. ΦΕΥΓΑΤΕ ΓΟΛΓΟΘΑΔΕΣ ................................................................σελ. 104202. ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΦΩΝΑΞΑΝΕ ........................................................ σελ. 104

203. Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ .........................................................σελ. 105204. ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΤΑ ΔΡΟΜΙΑ ..................................................σελ. 105

205. ΣΕ ΣΑΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ....................................................σελ. 105206. ΕΚΕΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΧΑΡΕΣ ...........................................................σελ. 105

207. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ..................................................σελ. 106

208. ΕΛΑ ΜΙΚΡΕ ΜΟΥ ΑΓΓΕΛΕ.............................................................. σελ. 106209. Ο ΑΓΙΟΣ ........................................................................................... σελ. 106

210. ΟΛΑ ΓΛΕΝΤΟΥΝ ΑΡΜΟΝΙΚΑ .......................................................σελ. 106211. ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΑΔΕΡΦΕ ........................................................................σελ. 107

212. ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ................................... σελ. 107213. ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ............................................................σελ. 108214. Σ' ΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΟΝΑΚΙΑ σελ. 108

215. ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΔΕ ΠΗΡΑ ..................................................................... σελ. 108

216. ΑΥΤΟ Τ' ΑΘΟΡΥΒΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ....................................................... σελ. 109

217. ΜΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΣΕΙΣ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ .................................................σελ. 109218. ΤΟ ΖΩΟΓΟΝΟ ΠΟΤΑΜΙ ..................................................................σελ. 109

219. ΜΕΡΙΑΣΤΕ ΜΑΥΡΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ...................................................... σελ. 110220. ΤΟ ΑΠΟΚΟΥΜΠΙ ............................................................................σελ. 110

221. ΑΓΑΠΗΣ ΔΟΥΛΕΥΤΑΔΕΣ ............................................................... σελ. 110222. ΣΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟ ΑΔΥΤΟ .....................................................σελ. 111

223. ΟΡΘΑΝΟΙΧΤΕΣ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ....................................σελ. 111224. Η ΑΝΤΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ .................................................................σελ. 111

225. ΣΕ ΜΑΖΙΚΕΣ ΠΑΛΑΙΣΤΡΕΣ ...........................................................σελ. 112

226. ΤΟ ΛΑΓΚΑΔΙ....................................................................................σελ. 112227. ΠΟΝΟΣ - ΑΓΙΩΣΥΝΗ ......................................................................σελ. 112

228. ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΣΥ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥΣ ................................................. σελ. 112229. ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ............................................................................ σελ. 112

230. Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΛΥΤΡΩΣΗΣ ..................... , ............................σελ. 113231. ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΞΕΚΟΜΕΝΟ .................. ............................σελ. 113

232. Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ...........................................................σελ. 113Θ. ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ .........................................................σελ. 114