Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

36
Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής ονομάζεται ένα βιβλίο του φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ , γραμμένο στα γαλλικά το 1975. Συνιστά μία μελέτη της εξέλιξης του ποινικού συστήματος στην Ευρώπη κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, με αφορμή ντοκουμέντα από την προεπαναστατική και τη μετεπαναστατική Γαλλία . Ωστόσο τα περιεχόμενα του βιβλίου σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με αντίστοιχες εξελίξεις και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο , ενώ αποτελούν για τον συγγραφέα αφορμή στοχασμού περί του πραγματικού περιεχομένου του ποινικού εγκλεισμού. Θεωρείται εμβληματικό έργο το οποίο έχει επηρεάσει καλλιτέχνες, φιλοσόφους και πολιτικούς ακτιβιστές. Κύριο επιχείρημα του Φουκώ είναι πως η δημιουργία των σύγχρονων κολαστικών μεθόδων (π.χ. η φυλάκιση ύστερα από δημόσια δίκη, αντί για βασανιστήρια και εκτελέσεις) στις νεωτερικές κοινωνίες, δεν οφείλεται τόσο στον ανθρωπισμό των διαφωτιστών μεταρρυθμιστών της εποχής, όσο σε πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές που σχετίζονταν με την αντικατάσταση της μεσαιωνικής απόλυτης μοναρχίας από τον σύγχρονο φιλελεύθερο καπιταλισμό . Η φυλακή για τον Φουκώ αποτελεί προνομιακό χώρο εφαρμογής των «πειθαρχικών μεθόδων», μίας «πολιτικής τεχνολογίας» (κατά την ορολογία του) που εξαπλώνεται κατά τον 18ο-19ο αιώνα και σε στρατόπεδα , σχολεία , εργοστάσια κλπ, προκειμένου να διασφαλίσει την υποταγή της κοινωνίας στην εξουσία, τη συμμόρφωσή της με προκαθορισμένα πρότυπα και τον αποδοτικό πληθυσμιακό έλεγχο. Τεχνικές, μέθοδοι και θεσμοί διαφορετικών καταβολών, αναπτύχθηκαν στον πέρασμα δεκαετιών για να συγκλίνουν τελικά στη σημερινή «πειθαρχημένη κοινωνία». Για τον Φουκώ, μία «μικροφυσική της εξουσίας» διαπερνά το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων σαν ένα πλέγμα, μέσω αυτών των διάσπαρτων τεχνικών και μεθόδων, δίνοντας ως αποτέλεσμα μία «ολιστική μηχανοδομή» εξουσίας η οποία κατασκευάζει και κανονικοποιεί άτομα, εξοβελίζοντας τις αποκλίσεις. Το βιβλίο διαιρείται σε τέσσερα μέρη: «Το Βασανιστήριο», «Η Τιμωρία», «Η Πειθαρχία» και «Η Φυλακή». Discipline and Punish: The Birth of the Prison (French : Surveiller et punir: Naissance de la Prison) is a 1975 book by the French philosopher Michel Foucault . An analysis of the social

Transcript of Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Page 1: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής ονομάζεται ένα βιβλίο του φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ, γραμμένο στα γαλλικά το 1975. Συνιστά μία μελέτη της εξέλιξης του ποινικού συστήματος στην Ευρώπη κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, με αφορμή ντοκουμέντα από την προεπαναστατική και τη μετεπαναστατική Γαλλία. Ωστόσο τα περιεχόμενα του βιβλίου σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με αντίστοιχες εξελίξεις και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, ενώ αποτελούν για τον συγγραφέα αφορμή στοχασμού περί του πραγματικού περιεχομένου του ποινικού εγκλεισμού. Θεωρείται εμβληματικό έργο το οποίο έχει επηρεάσει καλλιτέχνες, φιλοσόφους και πολιτικούς ακτιβιστές.

Κύριο επιχείρημα του Φουκώ είναι πως η δημιουργία των σύγχρονων κολαστικών μεθόδων (π.χ. η φυλάκιση ύστερα από δημόσια δίκη, αντί για βασανιστήρια και εκτελέσεις) στις νεωτερικές κοινωνίες, δεν οφείλεται τόσο στον ανθρωπισμό των διαφωτιστών μεταρρυθμιστών της εποχής, όσο σε πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές που σχετίζονταν με την αντικατάσταση της μεσαιωνικής απόλυτης μοναρχίας από τον σύγχρονο φιλελεύθερο καπιταλισμό. Η φυλακή για τον Φουκώ αποτελεί προνομιακό χώρο εφαρμογής των «πειθαρχικών μεθόδων», μίας «πολιτικής τεχνολογίας» (κατά την ορολογία του) που εξαπλώνεται κατά τον 18ο-19ο αιώνα και σε στρατόπεδα, σχολεία, εργοστάσια κλπ, προκειμένου να διασφαλίσει την υποταγή της κοινωνίας στην εξουσία, τη συμμόρφωσή της με προκαθορισμένα πρότυπα και τον αποδοτικό πληθυσμιακό έλεγχο. Τεχνικές, μέθοδοι και θεσμοί διαφορετικών καταβολών, αναπτύχθηκαν στον πέρασμα δεκαετιών για να συγκλίνουν τελικά στη σημερινή «πειθαρχημένη κοινωνία». Για τον Φουκώ, μία «μικροφυσική της εξουσίας» διαπερνά το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων σαν ένα πλέγμα, μέσω αυτών των διάσπαρτων τεχνικών και μεθόδων, δίνοντας ως αποτέλεσμα μία «ολιστική μηχανοδομή» εξουσίας η οποία κατασκευάζει και κανονικοποιεί άτομα, εξοβελίζοντας τις αποκλίσεις.

Το βιβλίο διαιρείται σε τέσσερα μέρη: «Το Βασανιστήριο», «Η Τιμωρία», «Η Πειθαρχία» και «Η Φυλακή».

Discipline and Punish: The Birth of the Prison (French: Surveiller et punir: Naissance de la Prison) is a 1975 book by the French philosopher Michel Foucault. An analysis of the social and theoretical mechanisms behind the massive changes that occurred in Western penal systems during the modern age, it focuses on historical documents from France. Foucault argues against the idea that the prison became the consistent form of punishment due mainly to the humanitarian concerns of reformists. He traces the cultural shifts that led to the prison's dominance, focusing on the body and questions of power. Prison is a form used by the "disciplines", a new technological power, which can also be found, according to Foucault, in places such as schools, hospitals, and military barracks.

In a later work, Security, Territory, Population, Foucault admits that he was somewhat overzealous in his descriptions of how disciplinary power conditions society; he qualifies and develops his earlier ideas.[1]

Contents

 [hide] 

Page 2: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

1 Overview o 1.1 Torture o 1.2 Punishment o 1.3 Discipline o 1.4 Prison

2 Criticism 3 See also 4 References 5 External links

Overview[edit]

The main ideas of Discipline and Punish can be grouped according to its four parts: torture, punishment, discipline, and prison.

Torture[edit]

Foucault begins by contrasting two forms of penalty: the violent and chaotic public torture of Robert-François Damiens, who was convicted of attempted regicide in the mid-18th century, and the highly regimented daily schedule for inmates from an early 19th-century prison (Mettray). These examples provide a picture of just how profound the changes in western penal systems were after less than a century.

Foucault wants the reader to consider what led to these changes. How did western culture shift so radically?

He believes that the question of the nature of these changes is best asked by assuming that they weren't used to create a more humanitarian penal system, nor to more exactly punish or rehabilitate, but as part of a continuing trajectory of subjection. Foucault wants to tie scientific knowledge and technological development to the development of the prison to prove this point. He defines a "micro-physics" of power, which is constituted by a power that is strategic and tactical rather than acquired, preserved or possessed. He explains that power and knowledge imply one another, as opposed to the common belief that knowledge exists independently of power relations (knowledge is always contextualized in a framework which makes it intelligible, so the humanizing discourse of psychiatry is an expression of the tactics of oppression).[2] That is, the ground of the game of power isn't won by 'liberation', because liberation already exists as a facet of subjection. "The man described for us, whom we are invited to free, is already in himself the effect of a subjection much more profound than himself."[3] The problem for Foucault is in some sense a theoretical modelling which posits a soul, an identity (the use of soul being fortunate since 'identity' or 'name' would not properly express the method of subjection—e.g., if mere materiality were used as a way of tracking individuals then the method of punishment would not have switched from torture to psychiatry) which allows a whole materiality of prison to develop. In What is an Author? Foucault also deals with notion of identity, and its use as a method of control, regulation, and tracking.

He begins by examining public torture and execution. He argues that the public spectacle of torture and execution was a theatrical forum the original intentions of

Page 3: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

which eventually produced several unintended consequences. Foucault stresses the exactitude with which torture is carried out, and describes an extensive legal framework in which it operates to achieve specific purposes. Foucault describes public torture as ceremony.

The intended purposes were:

To make the secret public (according to Foucault the investigation was kept entirely secret even from the accused). The secret of the investigation and the conclusion of the magistrates was justified by the publicity of the torture.

To show the effect of investigation on confession. (According to Foucault torture could occur during the investigation, because partial proofs meant partial guilt. If the torture failed to elicit a confession then the investigation was stopped and innocence assumed. A confession legitimized the investigation and any torture that occurred.)

Reflecting the violence of the original crime onto the convict's body for all to see, in order for it to be manifested then annulled by reciprocating the violence of the crime on the criminal.

Enacting the revenge upon the convict's body, which the sovereign seeks for having been injured by the crime. Foucault argues that the law was considered an extension of the sovereign's body, and so the revenge must take the form of harming the convict's body.

"It [torture] assured the articulation of the written on the oral, the secret on the public, the procedure of investigation on the operation of the confession; it made it possible to reproduce the crime on the visible body of the criminal; in the same horror, the crime had to be manifested and annulled. It also made the body of the condemned man the place where the vengeance of the sovereign was applied, the anchoring point for a manifestation of power, an opportunity of affirming the dissymmetry of forces."[4]

Foucault looks at public torture as the outcome "of a certain mechanism of power" that views crime in a military schema. Crime and rebellion are akin to a declaration of war. The sovereign was not concerned with demonstrating the ground for the enforcement of its laws, but of identifying enemies and attacking them, the power of which was renewed by the ritual of investigation and the ceremony of public torture.[5]

Some unintended consequences were:

Providing a forum for the convict's body to become a focus of sympathy and admiration.

Redistributing blame: the executioner rather than the convict becomes the locus of shame.

Creating a site of conflict between the masses and the sovereign at the convict's body. Foucault notes that public executions often led to riots in support of the prisoner. Frustration for the inefficiency of this economy of power could be directed towards and coalesce around the site of torture and execution.

Page 4: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Public torture and execution was a method the sovereign deployed to express his or her power, and it did so through the ritual of investigation and the ceremony of execution—the reality and horror of which was supposed to express the omnipotence of the sovereign but actually revealed that the sovereign's power depended on the participation of the people. Torture was made public in order to create fear in the people, and to force them to participate in the method of control by agreeing with its verdicts. But problems arose in cases in which the people through their actions disagreed with the sovereign, by heroizing the victim (admiring the courage in facing death) or in moving to physically free the criminal or to redistribute the effects of the strategically deployed power. Thus, he argues, the public execution was ultimately an ineffective use of the body, qualified as non-economical. As well, it was applied non-uniformly and haphazardly. Hence, its political cost was too high. It was the antithesis of the more modern concerns of the state: order and generalization. So it had to be reformed to allow for greater stability of property for the bourgeoisie.

Punishment[edit]

The switch to prison was not immediate. There was a more graded change, though it ran its course rapidly. Prison was preceded by a different form of public spectacle. The theater of public torture gave way to public chain gangs. Punishment became "gentle", though not for humanitarian reasons, Foucault suggests. He argues that reformists were unhappy with the unpredictable, unevenly distributed nature of the violence the sovereign would inflict on the convict. The sovereign's right to punish was so disproportionate that it was ineffective and uncontrolled. Reformists felt the power to punish and judge should become more evenly distributed, the state's power must be a form of public power. This, according to Foucault, was of more concern to reformists than humanitarian arguments.

Out of this movement towards generalized punishment, a thousand "mini-theatres" of punishment would have been created wherein the convicts' bodies would have been put on display in a more ubiquitous, controlled, and effective spectacle. Prisoners would have been forced to do work that reflected their crime, thus repaying society for their infractions. This would have allowed the public to see the convicts' bodies enacting their punishment, and thus to reflect on the crime. But these experiments lasted less than twenty years.

Foucault argues that this theory of "gentle" punishment represented the first step away from the excessive force of the sovereign, and towards more generalized and controlled means of punishment. But he suggests that the shift towards prison that followed was the result of a new "technology" and ontology for the body being developed in the 18th century, the "technology" of discipline, and the ontology of "man as machine."

Discipline[edit]

The emergence of prison as the form of punishment for every crime grew out of the development of discipline in the 18th and 19th centuries, according to Foucault. He looks at the development of highly refined forms of discipline, of discipline concerned with the smallest and most precise aspects of a person's body. Discipline, he suggests, developed a new economy and politics for bodies. Modern institutions

Page 5: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

required that bodies must be individuated according to their tasks, as well as for training, observation, and control. Therefore, he argues, discipline created a whole new form of individuality for bodies, which enabled them to perform their duty within the new forms of economic, political, and military organizations emerging in the modern age and continuing to today.

The individuality that discipline constructs (for the bodies it controls) has four characteristics, namely it makes individuality which is:

Cellular—determining the spatial distribution of the bodies Organic—ensuring that the activities required of the bodies are "natural" for

them Genetic—controlling the evolution over time of the activities of the bodies Combinatory—allowing for the combination of the force of many bodies into

a single massive force

Foucault suggests this individuality can be implemented in systems that are officially egalitarian, but use discipline to construct non-egalitarian power relations:

Historically, the process by which the bourgeoisie became in the course of the eighteenth century the politically dominant class was masked by the establishment of an explicit, coded and formally egalitarian juridical framework, made possible by the organization of a parliamentary, representative regime. But the development and generalization of disciplinary mechanisms constituted the other, dark side of these processes. The general juridical form that guaranteed a system of rights that were egalitarian in principle was supported by these tiny, everyday, physical mechanisms, by all those systems of micro-power that are essentially non-egalitarian and asymmetrical that we call the disciplines. (222)

Foucault's argument is that discipline creates "docile bodies", ideal for the new economics, politics and warfare of the modern industrial age - bodies that function in factories, ordered military regiments, and school classrooms. But, to construct docile bodies the disciplinary institutions must be able to (a) constantly observe and record the bodies they control and (b) ensure the internalization of the disciplinary individuality within the bodies being controlled. That is, discipline must come about without excessive force through careful observation, and molding of the bodies into the correct form through this observation. This requires a particular form of institution, exemplified, Foucault argues, by Jeremy Bentham's Panopticon. This architectural model, though it was never adopted by architects according to Bentham's exact blueprint, becomes an important conceptualization of power relations for prison reformers of the 19th Century, and its general principle is a recurring theme in modern prison construction.

The Panopticon was the ultimate realization of a modern disciplinary institution. It allowed for constant observation characterized by an "unequal gaze"; the constant possibility of observation. Perhaps the most important feature of the panopticon was that it was specifically designed so that the prisoner could never be sure whether they were being observed at any moment. The unequal gaze caused the internalization of disciplinary individuality, and the docile body required of its inmates. This means one

Page 6: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

is less likely to break rules or laws if they believe they are being watched, even if they are not. Thus, prisons, and specifically those that follow the model of the Panopticon, provide the ideal form of modern punishment. Foucault argues that this is why the generalized, "gentle" punishment of public work gangs gave way to the prison. It was the ideal modernization of punishment, so its eventual dominance was natural.

Having laid out the emergence of the prison as the dominant form of punishment, Foucault devotes the rest of the book to examining its precise form and function in our society, laying bare the reasons for its continued use, and questioning the assumed results of its use.

Prison[edit]

In examining the construction of the prison as the central means of criminal punishment, Foucault builds a case for the idea that prison became part of a larger "carceral system" that has become an all-encompassing sovereign institution in modern society. Prison is one part of a vast network, including schools, military institutions, hospitals, and factories, which build a panoptic society for its members. This system creates "disciplinary careers"[6] for those locked within its corridors. It is operated under the scientific authority of medicine, psychology, and criminology. Moreover, it operates according to principles that ensure that it "cannot fail to produce delinquents."[7] Delinquency, indeed, is produced when social petty crime (such as taking wood from the lord's lands) is no longer tolerated, creating a class of specialized "delinquents" acting as the police's proxy in surveillance of society.

The structures Foucault chooses to use as his starting positions help highlight his conclusions. In particular, his choice as a perfect prison of the penal institution at Mettray helps personify the carceral system. Within it is included the Prison, the School, the Church, and the work-house (industry) - all of which feature heavily in his argument. The prisons at Neufchatel, Mettray, and Mettray Netherlands were perfect examples for Foucault, because they, even in their original state, began to show the traits Foucault was searching for. They showed the body of knowledge being developed about the prisoners, the creation of the 'delinquent' class, and the disciplinary careers emerging.[8]

Criticism[edit]

Theoretical arguments in favor of rejecting the Foucauldian model of Panopticism may be considered under five general headings:

1) Displacement of the Panoptical ideal by mechanisms of seduction,

2) Redundancy of the Panoptical impulse brought about by the evident durability of the self-surveillance functions which partly constitute the normal, socialized, ‘Western’ subject,3) Reduction in the number of occasions of any conceivable need for Panoptical surveillance on account of simulation, prediction and action before the fact,4) Supplementation of the Panopticon by the Synopticon,

Page 7: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

5) Failure of Panoptical control to produce reliably docile subjects.[9]

The first point concerns Zygmunt Bauman’s argument that the leading principle of social order has moved from Panopticism to seduction. This argument is elaborated in his 1998 essay ‘On postmodern uses of sex’.[10]

The second argument concerns surveillance redundance, and it is increasingly relevant in the age of Facebook and online self-disclosure. Is the metaphor of a panopticon appropriate for voluntary surrender of privacy?

The third argument for post-Panopticism, concerning action before the fact, is articulated by William Bogard:

The figure of the Panopticon is already haunted by a parallel figure of simulation. Surveillance, we are told, is discreet, unobtrusive, camouflaged, unverifiable – all elements of artifice designed into an architectural arrangement of spaces to produce real effects of discipline. Eventually this will lead, by its means of perfection, to the elimination of the Panopticon itself . . . surveillance as its own simulation. Now it is no longer a matter of the speed at which information is gained to defeat an enemy. . . . Now, one can simulate a space of control, project an indefinite number of courses of action, train for each possibility, and react immediately with pre-programmed responses to the actual course of events . . . with simulation, sight and foresight, actual and virtual begin to merge. . . . Increasingly the technological enlargement of the field of perceptual control, the erasure of distance in the speed of electronic information has pushed surveillance beyond the very limits of speed toward the purest forms of anticipation.[11]

This kind of anticipation is particularly evident in emergent surveillance technologies such as social network analysis.

The ‘Synopticon’ concerns the surveillance of the few by the many.[12] Examples of this kind of surveillance may include the theatre, the Coliseum, and celebrity tabloid reporting. This “reversal of the Panoptical polarity may have become so marked that it finally deconstructs the Panoptical metaphor altogether”.[9]

Finally, the fifth point concerns the self-defeating nature of Panoptical regimes. The failure of surveillance states is illustrated by examples such as “prison riots, asylum sub-cultures, ego survival in Gulag or concentration camp, [and] retribalization in the Balkans.”[9]

In their 2007 article, Dobson and Fisher[13] lay out an alternative model of post-panopticism as they identify three panoptic models. Panopticism I refers to Jeremy Bentham’s original conceptualization of the panopticon, and is it the model of panopticism that Foucault responds to in Discipline and Punish. Panopticism II refers to an Orwellian ‘Big Brother’ ideal of surveillance. Panopticism III, the final model of panopticism, refers to the high-technology human tracking systems that are emergent in this 21st century. These geographical information systems (GIS) include technologies such as cellphone GPS, RFIDs (radio-frequency identification tags), and geo-fences. Panopticism III is also distinguished by its costs:

Page 8: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Panopticon III is affordable, effective, and available to anyone who wants to use it. Initial purchase prices and monthly service fees are equivalent to cell-phone costs. In less than five years, the cost of continuous surveillance of a single individual has dropped from several hundred thousand dollars per year to less than $500 per year. Surveillance formerly justified solely for national security and high-stakes commerce is readily available to track a spouse, child, parent, employee, neighbor, or stranger.[13]

Surveiller et punirUn article de Wikipédia, l'encyclopédie libre.Aller à : navigation, rechercher

Surveiller et punirAuteur Michel Foucault

Éditeur Gallimard

Date de parution février 1975

modifier 

Sous-titré Naissance de la prison, Surveiller et punir est un ouvrage majeur de Michel Foucault paru aux éditions Gallimard en février 1975.

Sommaire

 [masquer] 

1 Contexte 2 Résumé

o 2.1 La disparition des exécutions publiques o 2.2 Le surgissement d'un regard culpabilisateur o 2.3 Le contrôle à distance des trafics et de la délinquance o 2.4 Le panoptisme et le redressement des morales

3 Notes et références 4 Articles connexes

Contexte[modifier | modifier le code]

Lorsque Surveiller et Punir paraît en 1975, Michel Foucault est un intellectuel reconnu, qui jouit d'une position éminente à la fois dans le monde académique – il a été nommé professeur au Collège de France en 1970– et médiatique où son avis est régulièrement sollicité par la presse nationale. Depuis le début des années 1970, son engagement politique s'est accru et Foucault entreprend dès 1972 de théoriser la position qu'il entend adopter à l'intersection du monde militant, du champ académique et de la sphère publique ; ce travail aboutit en 1976 à la formalisation du concept d' « intellectuel spécifique »1.

Page 9: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

La prison est son domaine d'intervention publique principal. À la suite de grèves de la faim de militants de la Gauche prolétarienne pour obtenir le statut de prisonniers politiques, il fonde en 1971 avec Jean-Marie Domenach et Pierre Vidal-Naquet le Groupe d'information sur les prisons (GIP). L'association ambitionne, notamment à travers l'élaboration d'un questionnaire, de permettre à la voix des prisonniers et des personnels impliqués dans le système carcéral d'accéder à l'espace public2. En 1973, Foucault préface l'essai De la prison à la révolte de Serge Livrozet qui a mis sur pied le Comité d'action des prisonniers (CAP) « dont l'action prend le relais du GIP, dans une logique un peu différente »3.

Sans être un ouvrage militant et sans aborder de manière directe l'actualité des prisons françaises, Surveiller et punir entre en résonance avec l'engagement de Foucault au moment de sa rédaction. « Que les punitions en général et que les prisons relèvent d'une technologie politique du corps, c'est peut-être moins l'histoire qui me l'a enseigné que le présent », peut-il ainsi affirmer en introduction4. Pour l'historienne Michelle Perrot, Surveiller et punir s'intègre à l'échelle de l'œuvre de Foucault dans un « cycle carcéral »5, entamé avec Moi, Pierre Rivière...(1973) et conclut avec Le Désordre des familles (1982), écrit avec Arlette Farge.

Résumé[modifier | modifier le code]

La disparition des exécutions publiques[modifier | modifier le code]

L'essai étudie l'apparition historique de la prison sous sa forme moderne en commençant par constater la disparition de l'application en public de la peine de mort au profit d'exécutions cachées par le secret des murs. Selon l'auteur, cette évolution est révélatrice d'une révolution de la façon selon laquelle le pouvoir se manifeste au peuple.

En effet, le supplice était l’élément central dans la manifestation de la vérité de la culpabilité du condamné. L'essai s'ouvre ainsi en introduction sur le supplice de Damiens. Le caractère public du supplice, la symbolique des condamnations (poing coupé des parricides, langue percée des blasphémateurs) permettait la démonstration du pouvoir royal face au crime, qui en plus de sa victime immédiate, attaquait le souverain dans son pouvoir de faire les lois (crimen majestatis).

Mais, alors que le monarque absolu ne concevait son autorité que visible et terriblement effrayante pour les tiers assistant à son affirmation, le pouvoir moderne préfère entretenir un mystère inquiétant quant aux peines qu'il exécute. Il découvre que le peuple n'a pas besoin d'assister au châtiment des siens pour s'en tenir à ce qu'il souhaite qu'il s'en tienne. De plus ce peuple peut s'avérer dangereux quand il soutient le châtié et dans l'aspect carnaval des exécutions publiques.

Ceux qui ne respectent pas la loi ne se voient plus condamnés à une sanction physique qui restera sur leur corps comme un témoignage offert au vu et au su de tous. Ils ne sont plus non plus condamnés à une réparation directe de leurs fautes en plein jour. Les peines ont dorénavant une visée correctrice. La publicité de la peine ne vise plus tant à montrer la souffrance mais plutôt à réaffirmer l'actualité de la Loi. Il y eut un

Page 10: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

modèle réformateur et un modèle carcéral (dont l'objectif était plus de dresser les corps que de réinsérer l'individu). C'est le second qui l'a emporté.

« Le châtiment est passé d’un art des sensations insupportables à une économie des droits suspendus »6

Le surgissement d'un regard culpabilisateur[modifier | modifier le code]

Désormais, les hors-la-loi sont simplement privés de leur liberté. Cela ne signifie pas pour autant un confinement des coupables dans des oubliettes ou au fond de quelque bagne. C'est plutôt le pouvoir qui disparaît derrière une architecture carcérale nouvelle capable de contraindre les captifs sans que le geôlier et l'autorité qu'il incarne n'aient à se manifester directement par quelque coup de fouet ou autres.

Rêve de Jeremy Bentham, le panoptique s'impose. Les prisons sont désormais construites selon des plans circulaires permettant au surveillant situé dans une tour centrale d'observer sans jamais être vu, les silhouettes des détenus se détachant à contre-jour sur des fenêtres extérieures via d'autres fenêtres donnant sur une cour intérieure.

Cette architecture permet éventuellement de se passer complètement de surveillant, le seul sentiment d'être observé étant susceptible d'obtenir des captifs une forme d'obéissance. Ainsi, en plus de n'être pas coûteux d'un point de vue économique, la prison moderne est d'abord une entreprise de culpabilisation travaillant les consciences individuelles à travers un regard tout-puissant.

La prison passe alors d'une fonction punitive à une visée « normalisatrice », visant indirectement par les corps l'« âme » des détenus qu'il s'agit de redresser7. L'institution carcérale et à travers elle la justice moderne détient par là même des pouvoirs d'une ampleur inédite jusqu'ici, le pouvoir n'étant désormais plus concevable selon Foucault sans la relation qu'il entretient avec la connaissance de l'individu. Loin de contribuer à l'"émancipation" de l'Humanité, idéal hérité des Lumières, la Société moderne s'apparente de plus en plus à de la surveillance organisée.

Le contrôle à distance des trafics et de la délinquance[modifier | modifier le code]

La prison moderne est également un monde comptable. Il produit des chiffres et construit des tableaux dans lesquels les cellules sont tout autant des cases tracées sur le papier que des pièces dans lesquelles sont visibles les prisonniers. Les parois les séparant les unes des autres sont suffisamment solides pour que cessent tous ces petits trafics qui hier rendaient impossible le contrôle strict des coupables sanctionnés.

La mise en place de ce système carcéral a plusieurs conséquences. La première, c'est l'apparition de la délinquance, forme de criminalité moderne préférable à l'ancienne en ce sens qu'elle est le fait d'individus déjà connus, fichés et travaillés par l'autorité et donc peu susceptibles d'une récidive beaucoup plus grave. (Colonie pénitentiaire de Mettray)

Page 11: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Mais aussi, ce dispositif rend perceptible un renversement essentiel  : alors qu'à travers le supplice il s'agissait pour le pouvoir d'être visible du plus grand nombre, avec le panoptisme la problématique s'inverse. Comment faire en sorte que le plus grand nombre soit visible du plus petit nombre. Foucault introduit ainsi à une problématique autour de la police et d'un quadrillage de la population sur le modèle de la surveillance au temps de la peste. Le mal social est conçu sur le modèle de l'épidémie.

Le panoptisme et le redressement des morales[modifier | modifier le code]

Le succès de ce système aidant, la seconde conséquence de sa mise en place est son adoption par d'autres institutions que la seule prison, à commencer par l'atelier, où quelques contremaîtres suffisent désormais à contrôler des centaines de travailleurs : ils déambulent à présent dans des allées rectilignes d'où ils dominent les employés assis à une table individuelle et tous visibles de loin. On retrouve également des méthodes carcérales dans les écoles, les pensionnats ou les casernes, où les lits sont peu à peu alignés, les emplois du temps plus stricts, l'exercice et la répétition valorisés.

Le redressement des corps humains auquel ces institutions procèdent chacune à leur façon conduit selon Michel Foucault au redressement des morales, chacun devenant son propre censeur une fois qu'il y a été corrigé par un concours d'organismes, tout au long de sa vie.

Par un fort maillage social, avec au centre la prison, ce n'est plus le souverain qui est isolé, mais bien l'individu

Ένα μεγάλο μέρος της δημοτικότητας του Foucault μπορεί να αποδοθεί στο κομβικής σημασίας έργο του Επιτήρηση και Τιμωρία που τείνει να συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα κείμενα του 20ου αιώνα. Ξεκινώντας από την τελετουργία του βασανιστηρίου, ενός φαινομένου που τον καιρό της συγγραφής του βιβλίου φαινόταν να αρμόζει μόνο σε καιρούς πολέμου και σε “υπανάπτυκτα” καθεστώτα, ο Foucault ανιχνεύει βήμα-βήμα τις μεταβολές των δικαστικών/ποινικών συστημάτων διαμέσου των αιώνων, τις κοινωνικές συνθήκες και πράξεις που τις παρήγαγαν και – με αξιοθαύμαστο τρόπο – τα αποτελέσματά τους έξω από τους χώρους απονομής δικαιοσύνης και τέλεσης των ποινών. Η σκιαγράφηση αυτής της πορείας έχει ως μελάνη μία αρνητικά φορτισμένη εκδοχή της νιτσεϊκής “Θέλησης για Δύναμη”, μία αόρατη τάση των απανταχού εξουσιών να επεκτείνουν το πεδίο της κυριαρχίας τους. Μέσω αυτής, ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον ως παθητικός δέκτης της εξουσίας αλλά ως το αποτέλεσμά της και όσο η εξουσία αυτή επιτυγχάνει, το ανθρώπινο σώμα επιστρατεύεται πληρέστερα ως εργαλείο της.

 

 

“[Το βιβλίο αυτό] πρέπει να χρησιμεύσει ως ιστορικό υπόβαθρο για διάφορες μελέτες πάνω στην εξουσία κανονικοποίησης και τη διαμόρφωση της γνώσης στη

Page 12: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

νεότερη κοινωνία”. Αυτή η κατακλείδα είναι το μυστικό της ανάγνωσης του βιβλίου, καθώς και του φουκοϊκού έργου στο σύνολό του. Η αντίληψη μιας εξουσίας που δημιουργεί και διαμορφώνει αντί να παρεμποδίζει ή να καταστέλλει, δεν αποτελεί ένα αυτοτελές συμπέρασμα. Ο Foucault εντοπίζει την παραγωγικότητα της εξουσίας σε μεθόδους που ξεκινούν από και επιστρέφουν σε ορισμούς του κανονικού και του μη-κανονικού, μίας γνώσης αυτού το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της εξουσίας ως χώρος προς διαμόρφωση και υποκείμενό της ως κατάφαση σ' αυτή. Η γνώση αυτή είναι που επιτρέπει στους πειθαρχικούς μηχανισμούς να ξεφύγουν από το δικαστικό πλέγμα και να διαχυθούν σε όλη την κοινωνία: ο “κανονικός” μαθητής του σχολείου σε αντίθεση με τον “μη-κανονικό”, τον απείθαρχο, αυτόν με τις χαμηλές επιδόσεις τον οποίον στοχεύει να αναδιαμορφώσει η παιδαγωγική• ο “κανονικός” υγιής άνθρωπος σε αντίθεση με τον “μη-κανονικό” ασθενή στον οποίον απευθύνεται η ιατρική. Και με την σειρά τους, αυτοί οι πειθαρχικοί μηχανισμοί επιστρέφουν τα συμπεράσματά τους για την κανονικότητα (του πολίτη, του μαθητή, του ασθενούς) στην αναδιαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού παραδείγματος, με μία – επιστημονική στην ουσία – διαδικασία που εγγράφει το κοινωνικό σώμα σε κάθε κύκλο της.

 

Το πλέον πολυσυζητημένο τμήμα του βιβλίου, βέβαια, δεν είναι άλλο από την θεωρία του πανοπτισμού. Το Πανοπτικόν του Jeremy Bentham ήταν ένα αρχιτεκτονικό μοντέλο φυλακής, στο οποίο ένας κεντρικός πύργος τοποθετημένος στο κέντρο του κτίσματος, παρείχε στους δεσμοφύλακες ορατότητα σε έναν δακτύλιο στον οποίον βρίσκονταν τοποθετημένα τα κελιά των κρατουμένων. Το μοντέλο αυτό, αντιστοίχιζε σε κάθε κρατούμενο ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα που διευκόλυνε τον έλεγχο των πράξεών του, ενώ παράλληλα, δίνοντας μία μονόδρομη ορατότητα από τον πύργο στα κελιά, εξασφάλιζε την πειθαρχία μέσω της πιθανότητας της εποπτείας και όχι μέσω της εποπτείας καθ'εαυτής. Ο κρατούμενος δεν γνωρίζει πότε και αν παρακολουθείται. Σύμφωνα με τον Foucault, στην ιδέα του Πανοπτικού μπορούμε να αποδώσουμε τη μορφή των σύγχρονων μηχανισμών επιτήρησης, όπως είναι η αστυνομία, η εποπτεία στην εργασία και την εκπαίδευση και οποιαδήποτε άλλη ιεραρχική διάχυση των πειθαρχικών μηχανισμών. Το Πανοπτικόν παρουσιάζεται ως η αποτελεσματικότερη μέθοδος της εξουσίας, ο πληρέστερος τρόπος να παραχθεί το εκάστοτε κανονικό και να αναπαραχθεί το καθεστώς της.

 

 

Όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, το Επιτήρηση και Τιμωρία είναι αρκετά δύσκολο να συμπτυχθεί. Κάθε τέτοια προσπάθεια θα παραγκώνιζε αφ' ενός την εκπληκτικού μεγέθους και ποιότητας έρευνα που προηγείται των όποιων συμπερασμάτων και αφ' ετέρου τη διεπιστημονική προσέγγιση στην μελέτη που διαχέει την ιστορία και τη φιλοσοφία σε ένα κοινό θεωρητικό οπλοστάσιο. Αυτή η ριζοσπαστική μεθοδολογία, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα επέκτασής της

Page 13: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

προβληματικής της πειθαρχίας και των ποινών στα σημερινά πλαίσια καθιστά ικανό το παρόν βιβλίο, 40 χρόνια μετά τη συγγραφή του, να προβληματίζει την κοσμοαντίληψη του κάθε αναγνώστη. Ακόμα κι αν δεν ίσχυε αυτό, όμως, η εξαιρετική μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου θα δικαιολογούσε με χαρακτηριστική άνεση την έκδοσή του για αρχειακούς λόγους.

 

 Βέλτσος, Γιώργος, Κοινωνιολογία των θεσμών ΙΙ: Οικογένεια και φαντασιακές σχέσεις (από τις γενεαλογικές – γραμμικές στις κρατικές οργανώσεις), Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1979, σσ. 46-62.

Γεωργίου, Θεόδωρος, Στα υπόγεια της σκέψης και της Ιστορίας. Δοκίμιο για τον Michel Foucault, Εκδόσεις future, Αθήνα 2002.

Δεληβογιατζής, Σωκράτης, Προς μια ερμηνευτική κριτική: Η περίπτωση Foucault, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσ/νίκη 1989.

Δεληγιώργη, Αλεξάνδρα, Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, 2η έκδοση, Αλεξάνδρεια 1996 [Κεφάλαιο V. Το πέρασμα από την επιστήμη της Ιστορίας στην ιστορικοκριτική οντολογία ως στρατηγική της ελευθερίας, σσ. 251- 312.

Δοξιάδης, Κύρκος, Ανάλυση λόγου. Κοινωνικο-φιλοσοφική θεμελίωση, Πλέθρον, 2008.

———-, Υποκειμενικότητα και εξουσία. Για τη θεωρία της ιδεολογίας, Πλέθρον, Αθήνα 1992.

Καραχάλιος Μιχάλης, Έριδες μεταφιλοσοφίας: Ricoeur, Foucault, Derrida, Jankélévitch, Popper, Habermas, Πλέθρον, Αθήνα 2001.

Λάγιος, Θανάσης, Stirner, Nietzsche, Foucault. Ο θάνατος του Θεού και το τέλος του ανθρώπου, Εκδόσεις Futura, Αθήνα 2012.

Λαμπρέλης, Δημήτρης, Η ένταση, το υποκείμενο, η κοινωνία: Φιλοσοφικές παρατηρήσεις στη «Stultifera Navis» του Foucault, Δωδώνη, Αθήνα 0 Γιάννινα 2001.

Λέκκα, Βάσια, Ιστορία και θεωρία της ψυχιατρικής. Από τον Ιπποκράτη μέχρι το κίνημα της αντιψυχιατρικής και τον Michel Foucault, πρόλογος: Δ.Ν. Πλουμπίδης, Εκδόσεις Futura, Αθήνα 2012.

Νεχαμάς Αλέξανδρος, Η τέχνη του βίου, μτφρ. Β. Σπυροπούλου, εκδ. Νεφέλη 2001.

Νικολαϊδης Θ., (επιμ.), Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Νήσος, Αθήνα.

Τάσης, Θεοφάνης, Πολιτικές του βίου: Η ειρωνεία, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2012, σσ. 115-188 [ΙΙ. Αλήθεια, επιμέλεια εαυτού και αυτοδιακυβέρνηση στον Michel Foucault].

Page 14: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Balibar, Étienne, Ο φόβος των μαζών: Σπινόζα, Μαρξ, Φουκώ, πρόλ. Άρης Στυλιανού, μτγρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, 2010.

Deleuze, Gilles, Φουκώ, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2005.

Descombes, Vincent, Το ίδιο και το άλλο. 45 χρόνια γαλλικής φιλοσοφίας (1933-1978), μτφρ. Λένα Κασίμη, Praxis, Αθήνα 1984.

Γκρο, Φρεντερίκ [Gros, Frédéric], Μισέλ Φουκώ, μτφρ., Άντα Κλαμπατσέα, Νήσος, Αθήνα 2007.

Gutting, Gary, Φουκώ: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε [pdf] , μτφρ. Ν. Ταγκούλης, Το Βήμα/Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

Habermas J., Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, μτφρ. Λ. Αναγνώστου – Α. Καραστάθη, εκδ. Αλεξάνδρεια 1993 [9. Αφαίρεση του προσωπείου των επιστημών του ανθρώπου μέσω της κριτικής του Λόγου: Foucault, σσ. 295-328. 10. Απορίες μιας θεωρίας της εξουσίας, σσ. 329-362].

Macherey, Pierre, [Πιέρ Μασερέ] Από τον Κανγκιλέμ στον Φουκώ: Η δύναμη των κανόνων, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2010.

Macherey, Pierre, Φουκώ & Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Εκτός Γραμμής, Αθήνα 2013.

Merquior, J.G., Foucault, μτφρ. Δημήτρης Μέλλος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2002.

Βέν, Πωλ [Veyne, Paul], [2008] Φουκώ: Η σκέψη του, η προσωπικότητά του, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 2011.

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΦΟΥΚΩ

Derrida, J. & Roudinesco, E., Συνομιλίες για το αύριο, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, επιστημ. επιμέλεια. Άρης Στυλιανού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005 [Για Φουκώ, σσ. 38-40].

ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΦΟΥΚΩ

Ανδριόπουλος Θ., «Ν. Πουλαντζάς – Μ. Φουκώ: “Μονομάχοι” ή “Συνδαιτυμόνες”;», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 51-66.

Βέλτσος, Γιώργος: «Θεωρητικές αντιστοιχίες στη σκέψη του Μισέλ Φουκώ και του Νίκου Πουλαντζά». Αντί 185 (1981), σσ. 32-37.

———-, «Η αντίρρηση του Μισέλ Φουκώ», Αντί 268 (1984), σ. 47.

Βεργέτης Δ. «Φουκώ και Λακάν: Η επιστροφή του υποκειμένου στον ορίζοντα της βιο-εξουσίας», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 81-98.

Page 15: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Βίγκλας, Κατελής: «Μισελ Φουκώ: Προς μία Δομική Ιστορία», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 11 (1994), σσ. 199-211.

Βιστωνίτης Αναστάσης, «Τα σκοτάδια της λογικής: Μισέλ Φουκώ, Η ιστορία της τρέλας», Βήμα, Κυριακή 29-12-2002.

Βώκος, Γεράσιμος, «Μαρία Αντουανέττα: η μήτρα της ανωμαλίας», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 645-649.

Γαβριηλίδης, Άκης, «Η επικαιρότητα του Μισέλ Φουκώ», Θέσεις, τχ. 96, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006, σσ. 1-12.

Γράβαρης Διονύσιος, «Διαδρομές της ιστορικότητας στο πρώιμο έργο του Μ. Φουκώ. Η έννοια της πρωταρχικής εμπειρίας», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 99-130.

Δημητριάδου, Θεοδώρα, «Foucault – Magritte: Η αναπαράσταση μιας πίπας», Περιοδικό Φιλοσοφείν, τχ. 6, Ιανουάριος 2012, σσ. 211-230.

Δοξιάδης, Κύρκος, «Η μέθοδος του Φουκώ», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 630-637.

———, «Ο Foucault και η κριτική της σεξουαλικότητας», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 116, Ιανουάριος – Μάρτιος 2012, σσ. 80-88.

———, «Foucault, Ιδεολογία, Επικοινωνία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ. 71, 1988, σσ. 18-43.

Ζδούκου, Δέσποινα, «Γνώση, εξουσία, έμφυλα υποκείμενα και η δυνατότητα αντίστασης. Φεμινιστικές προσεγγίσεις στο έργο του Μ. Φουκώ (μεταπτυχιακή διατριβή, 2007)

Ζέη Ελευθερία, «Μισέλ Φουκώ και Πιέρ Βιλάρ: Σκέψεις πάνω στη διαλεκτική της διαφωνίας», στο Θεοδώσης Νικολαϊδης (επιμ.), Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Νήσος, Αθήνα 2008, σσ. 41-57.

Ζουμπουλάκης, Σταύρος, «Ο Φουκώ και η ιρανική εξέγερση, ξανά», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 706-715.

Κακολύρης Γεράσιμος, «Επίμετρο: Η ανάγνωση του αρχικού Προλόγου στην Ιστορία της τρέλας του Μ. Φουκώ από τον Ζ. Ντερριντά», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 589-597.

———–, «Μισέλ Φουκώ: Υποκείμενο, Γνώση, Εξουσία», Τόμος Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης Φιλοσοφίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2009, σσ. 213-225.

———–, «Φουκώ και Ντεριντά: Η ανάγνωση ως αρχαιολογία ή/και ως αποδόμηση;», Περιοδικό Ποίηση, τεύχ. 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2005, σ. 48-62.

Page 16: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Καμπουρίδης, Θοδωρής, «Ο Φουκώ για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και την “ηθική του εαυτού”», Περιοδικό Αντι-λογος, τχ. 1, Άνοιξη 2012, σσ. 39-43.

Καραχάλιος, Μιχάλης, «Michel Foucault, Jacques Derrida: Cogito και Ιστορία της τρέλας», Έριδες Μεταφιλοσοφίας. Ricœur, Foucault, Derrida, Jankélévitch, Popper, Habermas, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001, σσ. 33-49.

————-, «Το διακύβευμα της εξουσίας στο Η βούληση για γνώση του Michel Foucault», Έριδες Μεταφιλοσοφίας. Ricœur, Foucault, Derrida, Jankélévitch, Popper, Habermas, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2001, σσ. 51-64.

Καρύτσας, Γιάννης, «Μισέλ Φουκώ: εξολόθευση του κοινωνικού υποκειμένου και προώθηση του μεταμοντέρνου μηδενισμού, Ελευθεριακή Κίνηση, τχ. 14, Φεβρουάριος 2002.

Κέη, Κατερίνα, «Η περιπέτεια της υποκειμενικότητας στο έργο του Μ. Φουκώ», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 159-168.

Κουβελάκης, Στάθης, «Η διακλάδωση της νεωτερικής πολιτικής», μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 29-42.

Κουμασίδης, Ιορδάνης, «Ο πολιτικός Φουκώ: όψεις του πολιτικού στην Αρχαιολογία της Γνώσης», Περιοδικό Φιλοσοφείν, τχ. 6, σσ. 89-95.

Λήμνου, Κ., «Μισέλ Φουκώ: Ο θεωρητικός του σκεπτικισμού», Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, τχ. 39 (1984), σσ. 53-57.

Μανδηλαρά, Τίνα, «Η “ιστορία της τρέλας” και η ηθική της καταστολής»

Μιχαήλ, Σάββας, «Βιοεξουσία ή διαρκής επανάσταση. Από τον Φουκώ στον Μαρξ», περιοδικό αληthεια, τχ. 7, Άνοιξη 2013, σσ. 178-185.

———–, «Μισέλ Φουκώ και μαρξιστική διαλεκτική: Σκέψεις πάνω σε μια επικίνδυνη σχέση», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 43-50.

Μουζέλης, Νίκος, «Εισαγωγή», στο R. Aron & Μ. Foucault, Διάλογος για την κοινωνιολογία και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ανάλυση: Jean-FrançoisBert, μτφρ.-επιστημ. επιμέλεια: Μιχάλης Κατσιμίτσης, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2013, σσ. 9-13.

Μπέτζελος, Τ. & Σωτήρης, Π., «Σώματα, λόγοι, εξουσίες: Ξαναγυρνώντας στην “περίπτωση Φουκώ”», Θέσεις, τεύχ. 99, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, σσ. 1- 34.

Μπουρλάκης, Πάρις, «Επίμετρο» στο Μ. Φουκώ, Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή, Εκδόσεις Καλέντη, Αθήνα 2007, σσ. 719-733.

Νικολαϊδης, Θεοδόσης, «Σκέψεις για την έννοια της ταυτότητας», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 674-680.

Page 17: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

————-, «Πωλ Βεν και Μισέλ Φουκώ: Η κατάργηση του ‘φυσικού αντικειμένου’ είναι η ολοκλήρωση της ιστοριογραφίας» στο Θ. Νικολαϊδης (επιμ.), Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Νήσος, Αθήνα 2008, σσ. 125-140.

Νικολακόπουλος, Παντελής, «Μισέλ Φουκώ», Δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 19 (1984), σσ. 33-34.

Πάνου, Σταύρος «Εξουσία και τρέλα. Η περίπτωση του Μισέλ Φουκώ», Διαβάζω, τχ. 125, 28 Αυγούστου 1985, σσ. 16-19.

Παρούσης, Μιχαήλ, «Μισέλ Φουκώ: αλήθεια και νομικές πρακτικές», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 638-644.

Περτσάς, Γιώργος, «Μπορούμε να σκεφτούμε τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις μαζί με τον Μισέλ Φουκώ;», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 124, Ιανουάριος – Μάρτιος 2014, σσ. 46-55.

Σιαμανδούρας, Σωτήρης, «Dispositif: γενεαλογία και μετάφραση», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 666-673.

Σταυρίδης Σταύρος, «Ο χώρος της τάξης και οι ετεροτοπίες: Ο Φουκώ ως γεωγράφος της ετερότητας», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 145-158.

Στυλιανού, Άρης, «Κανόνες και κανονιστικότητα: Φουκώ και Κανγκυλέμ», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 657-665.

Σωτήρης, Παναγιώτης, «Μορφές εμπειρισμού σε ριζοσπαστικά φιλοσοφικά ρεύματα: Ντελέζ, Φουκώ, Νέγκρι», Αριάδνη, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, τόμος 11, 2005, σσ. 301-325.

Σωτηρόπουλος Δημήτρης, «Ιστορία και κοινωνική κριτική στην φουκωική επιστημολογία» στο Θεοδόσης Νικολαϊδης (επιμ.), Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Νήσος, Αθήνα 2008, σσ. 141-157.

Τζαβάρας, Θανάσης, «Σχέση της ψυχανάλυσης με τις νόρμες και τις κανονικότητες», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 650-656.

Τζανάκης Μανόλης, «Τεχνικές του σώματος, τεχνικές του εαυτού: Η ηθική διάσταση της χρόνιας ασθένειας», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 67-80.

Τζιόβας, Δημήτρης, «Μισέλ Φουκώ: Ο φιλόσοφος της εξουσίας», Διαβάζω, τχ. 125, 28 Αυγούστου 1985, σσ. 12-15.

Τρουλινού, Λίλα, «Εξουσία και δίκαιο στον Φουκό» στο Μ. Φουκό, Η μικροφυσική της εξουσίας, μτφρ. Λ. Τρουλινού, εκδ. Ύψιλον 1991, σσ. 170-182.

Page 18: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Τσακιστράκη Χριστίνα, «Αλήθεια, εξομολόγηση, υποκείμενο. Στοιχεία για τη γενεαλογική κριτική της ψυχανάλυσης στον Φουκώ», Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 131-143.

Τσαμπούρας, Κώστας, «Το πολιτικό και η αλήθεια: Για την πολιτική φιλοσοφία του Φουκώ», Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 681-705.

Φουρτούνης, Γιώργος, «Ο ύστερος Φουκώ ξαναδιαβάζει τον Καντ: Τι είναι Διαφωτισμός;», Κριτική / Επιστήμη & Εκπαίδευση, Οκτώβριος 2010, σσ. 65-88.

Χρύσης, Αλέξανδρος, «Μεταμοντέρνα κατάσταση και απελευθερωτική προοπτική. Στιγμές μιας φιλοσοφικής περιπλάνησης στην Ιστορία», Ουτοπία, τεύχος 22, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1996, σσ. 87-99.

Badiou, Alain, «Michel Foucault, 1926-1984», A. Badiou, Μικρό φορητό πάνθεον, μτφρ. Β. Μπιτσώρης, Άγρα, Αθήνα 2010, σσ. 121-6.

Balibar, Étienne, «Φουκώ – Μαρξ. Παραλληλίες και παράδοξα», μτφρ. Μελέτης Λάμπρου, Περιοδικό Εκτός Γραμμής, τχ. 33, Ιούνιος 2013, σσ. 77-80.

———, «Φουκώ και Μαρξ. Το διακύβευμα του νομιναλισμού» στο Étienne Balibar, Ο φόβος των μαζών: Σπινόζα, Μαρξ, Φουκώ, πρόλ. Άρης Στυλιανού, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, 2010, σσ. 91-126.

Bensaïd Daniel, «(Α)Πολιτικές του Φουκώ», μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 21-28.

Bert, Jean-François, «Ανάλυση», στο R. Aron & M. Foucault, Διάλογος για την κοινωνιολογία και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, εισαγωγή: Νίκος Μουζέλης, ανάλυση: Jean-FrançoisBert, μτφρ.-επιστημ. επιμέλεια: Μιχάλης Κατσιμίτσης, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2013, σσ. 31-66.

Μπούκτσιν, Μάρραιη, «Ο μεταμοντέρνος σχετικισμός του Μισέλ Φουκώ», μτφρ. Γιάννης Κρανιδιώτης, Ελευθεριακή Κίνηση, τχ. 14, Φεβρουάριος 2002.

Deleuze, Gilles, «Για τον θάνατο του ανθρώπου και τον υπεράνθρωπο», στο Μ. Φουκώ, Τρία κείμενα για τον Νίτσε, μτφ. Δ. Γκινοσάτης, εκδ. Πλέθρον 2003, σσ. 133-155.

Ντελέζ, Ζύλ, «Επιθυμία και ηδονή» στο G. Deleuze, Φουκώ, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2005, σσ. 229-244.

Ντεριντά, Ζακ, «Το cogito και η ιστορία της τρέλας» στο Ζ. Ντεριντά, Η γραφή και η διαφορά, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σσ. 11-65. Επίσης στο Ζακ Ντεριντά – Μισέλ Φουκώ, Τρέλα και φιλοσοφία, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Ολκός, Αθήνα 1994, σσ. 15-76.

———-, «“Ας είμαστε δίκαιοι με τον Freud”: Η ιστορία της τρέλας στην εποχή της ψυχανάλυσης», στο J. Derrida, Αντιστάσεις της ψυχανάλυσης, μτφρ. E. Κοντονάσιου – Β. Νασούλη, Επίμετρο: Ε. Τζαβάρα, Πλέθρον, Αθήνα 1999, σσ. 134-197.

Page 19: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Dreyfus, H.L. & Rabinow, P., «Habermas και Foucault. Τι είναι η ηλικία της ωριμότητας;», μτφρ. Μυρτώ Ρήγου, στο Γιώργος Βέλτσος (επιμ.), Η διαμάχη. Κείμενα για την νεοτερικότητα, Πλέθρον, Αθήνα 1990, σσ. 151-169.

Εριμπόν, Ντιντιέ, «Το τοπικό και το παγκόσμιο: μορφές εξουσίας και τρόποι αντίστασης», μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 615-629.

Φαρζ, Αρλέτ, «Μπροστά στην ιστορία», μτφρ. Δ. Σερεμέτης, Διαβάζω, τχ. 125, 28 Αυγούστου 1985.

Canguilhem, Georges, «Θάνατος του ανθρώπου ή εξάντληση του cogito;» στο Μ. Foucault, Η Αρχαιολογία της γνώσης, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1987, σσ. 321-347.

Habermas, Jürgen, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, μτφρ. Λ. Αναγνώστου – Α. Καραστάθη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, [295-361].

Jambet, Christian, «Ο Μισέλ Φουκώ και οι φυλακές», Τομές, τχ. 4 (1975), σσ. 24-30.

Λαρντρό, Γκυ, «Μια πολιτική μορφή», μτφρ. Δ. Σερεμέτης, Διαβάζω, τχ. 125, 28 Αυγούστου 1985.

Macherey, Pierre, «Φουκώ: ηθική και υποκειμενικότητα» στο P. Macherey, Από τον Κανγκιλέμ στον Φουκώ: Η δύναμη των κανόνων, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2010.

Μασερέ, Πιέρ, «Ο Φουκώ με τον Ντελέζ. Η αιώνια επιστροφή του αληθούς» στο G. Deleuze, Φουκώ, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2005, σσ. 245-261.

Montag, Warren «“Ο Φουκώ και η προβληματική της προέλευσης”: Ο Αλτουσέρ διαβάζει την Ιστορία της τρέλας», μτφρ. Γιώργος Φουρτούνης, περιοδικό Θέσεις, τεύχος 88, Ιούλιος–Σεπτέμβριος 2004, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα .

Nancy, Jean-Luc, «Ipso facto cogitans ac demens: Ντερριντά και Φουκώ: Μια ιστορία τρελών», περιοδικό αληthεια, τεύχος 1, Άνοιξη 2007, σσ. 84-90.

Negri, Toni, «Ο Φουκώ μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος» (Συνέντευξη στην επιθεώρηση της Fédération Syndicale Unitaire Nouveaux Regard, 2004), μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Ουτοπία (Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ), τχ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 169-176.

Ρεβώ ντ’ Αλλόν, Μυριάμ, «Μισέλ Φουκώ: μια φιλοσοφία της επικαιρότητας», μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, Νέα Εστία, Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011, σσ. 598-614.

Ρουντό, Ζαν, «Φανταστική βιβλιοθήκη», μτφρ. Δ. Σερεμέτης, Διαβάζω, τχ. 125, 28 Αυγούστου 1985.

Page 20: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Smart, Barry, «Michel Foucault: κύρια θέματα και ζητήματα» στο Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία, τόμος ΙΙ, μτφρ. Γ. Μπαρουξής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, σσ. 135-166.

Smart, Barry, «Michel Foucault: υποκείμενα εξουσίας, αντικείμενα γνώσης» στο Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία, τόμος ΙΙ, μτφρ. Γ. Μπαρουξής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, σσ. 167-223.

Βεν, Πωλ [Veyne, Paul] «Ο Μ. Φουκώ φέρνει επανάσταση στην ιστοριογραφία», μτφρ. Θ. Νικολαϊδης, στο Θεοδώσης Νικολαϊδης (επιμ.), Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Νήσος, Αθήνα 2008, σσ. 59-124.

Βιλλάρ, Πιερ [Vilar, Pierre], «Οι λέξεις και τα πράγματα στην οικονομική σκέψη», μτφρ. Θ. Νικολαϊδης, στο Θεοδώσης Νικολαϊδης (επιμ.), Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί, Νήσος 2008, Αθήνα, σσ. 13-39.

ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΦΟΥΚΩ ΣΕ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Γιώργος Βέλτσος, «Ήμουν κι εγώ εκεί», Το Βήμα της Κυριακής, 26 Σεπτεμβρίου 2010 (αναδημοσιεύεται στο ιστολόγιο Ποιήματα και Κείμενα: Γιώργος Βέλτσος).

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ

Νέα Εστία, «Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ», Τόμος 169ος, Τεύχος 1843, Απρίλιος 2011.

Ουτοπία. «Αφιέρωμα στον Μ. Φουκώ», Τεύχος 72, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2006.

Διαβάζω, τχ. 125, 28 Αυγούστου 1985.

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ ΓΙΑ ΦΟΥΚΩ

Καββαθάς, Διονύσης, «Στον καθρέπτη της γραφής» (M. Foucault, Ο ωραίος κίνδυνος), Το Βήμα / «Βιβλία», 24 Νοεμβρίου 2013.

———-, «Το αόρατο χέρι της οικονομίας» (M. Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής), Το Βήμα / «Βιβλία», 28 Ιουλίου 2013.

———-, «Οι πτυχώσεις της επιφάνειας. Εικόνα και λόγος στο έργο του Γάλλου φιλοσόφου για τον Νίτσε και τον Μανέ», Το Βήμα, 11 Ιουλίου 2004.

———-, «Η βακτηρία των κρατούντων» (M. Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας), Το Βήμα, 9 Σεπτεμβρίου 2002.

Κοσυφολόγου, Αλίκη, «Βιοπολιτική ή Οδηγός Φουκώ στο σήμερα», (Μ. Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής: Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας, 1978 – 1979), Η Αυγή της Κυριακής / «Αναγνώσεις», 11 Μαΐου 2014.

Page 21: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Κουμασίδης, Ιορδάνης, «Μισέλ Φουκώ, Οι μη κανονικοί», Περιοδικό Φιλοσοφείν, τχ. 6, Ιανυάριος 2012, σσ. 231-258.

Μάτσα, Κατερίνα, «Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, μτφρ. Τ. Δημητρούλια, εκδ. Ψυχογιός 2002», Ουτοπία, τχ. 52, 2002, σσ. 191-196.

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΓΙΑ ΦΟΥΚΩ

Καββαθάς, Διονύσης, «Ο πλανήτης Φουκώ» (Πωλ Βέν, Φουκώ: Η σκέψη του, η προσωπικότητά του), Το Βήμα / «Βιβλία», 4 Μαρτίου 2012.

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ ΓΙΑ ΦΟΥΚΩ

Καραλής, Δημήτριος, «Η έννοια της ανθρώπινης φύσης: Βιοπολιτική, φύλο και επιστήμη στη νεωτερικότητα». Επιβλέπουσα: Αλεξάνδρα Χαλκιά, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειον Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2011.

Μετάφας, Πέτρος, «Η πολιτική του Μ. Foucault», επιβλέπων καθηγητής: Αριστείδης Μπαλτάς, ΕΜΠ και ΕΚΠΑ, Αθήνα 2010.

Η ιστορική στιγμή της πειθαρχίας είναι εκείνη όπου γεννιέται μια τέχνη του ανθρώπινου σώματος που το καθιστά τόσο πιο υπάκουο όσο είναι πιο χρήσιμο και αντιστρόφως.

Γεννιέται μια "πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας" που είναι συγχρόνως μια μηχανική της εξουσίας: η πειθαρχία κατασκευάζει σώματα εξασκημένα, σώματα "πειθήνια"... (το κείμενο, η ευθύνη δικά μου)

Michel Foucault: ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ

μέρος 1ο.

O Foucault, στα έργα του μέχρι και την Αρχαιολογία της Γνώσης, δίνει την κύρια έμφαση στον ίδιο το λόγο. Στις μετέπειτα μελέτες του για την γένεση της φυλακής και την σεξουαλικότητα, αυτό που εξετάζεται άμεσα είναι οι σχέσεις εξουσίας και γνώσης, η διαπλοκή των σχηματισμών του λόγου με τα πεδία εκτός λόγου. Η μεταστροφή της προσοχής στην «θέληση για γνώση» είναι που θα σηματοδοτήσει ακριβώς τη μετάβαση από την Αρχαιολογία της Γνώσης στην Επιτήρηση και Τιμωρία. Οι πολύπλοκες διασυνδέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις πρακτικές του λόγου και αυτές εκτός λόγου («μορφές παραγωγής, κοινωνικές σχέσεις, πολιτικοί θεσμοί») περιγράφονται από τον Foucault ως ανώνυμες, ως εκδηλώσεις μιας θέλησης για γνώση. Ο ίδιος θα χαρακτηρίσει την γνώση ως «ένα "επινόημα" πίσω από το οποίο βρίσκεται κάτι διαφορετικό από την ίδια: η δράση των ενστίκτων, παρορμήσεων, πόθων, φόβων και της επιθυμίας της οικειοποίησης. Η γνώση παράγεται στη σκηνή όπου αυτά τα στοιχεία παλεύουν το ένα ενάντια στο άλλο».[1]

Η πρώτη λοιπόν ουσιαστικά γενεαλογική ανάλυση του Foucault εμφανίζεται στο έργο Επιτήρηση και Τιμωρία.[2] Εδώ εξετάζεται ο μετασχηματισμός των μορφών τιμωρίας που συνδέεται με τη γέννηση της φυλακής, η διάκριση μεταξύ εγκληματιών και «καλών παιδιών». Αναλύονται οι σχέσεις ανάμεσα στην εξουσία, τη γνώση και το σώμα. Το σώμα προσδιορίζεται πλέον ρητά ως το άμεσο αντικείμενο της λειτουργίας των σχέσεων εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία: η προσοχή εστιάζεται «στις σχέσεις εξουσίας και γνώσης που περιβάλλουν τα ανθρώπινα σώματα και τα καθυποτάσσουν μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα γνώσης».[3] Στη συγκεκριμένη μελέτη, ο Foucault επιδιώκει να διατυπώσει μια «γενεαλογική ιστορία του σύγχρονου επιστημονικο-δικαστικού συμπλέγματος, όπου στηρίζεται η κολαστική εξουσία, από όπου αντλεί τη δικαιολόγησή της και τους κανόνες της», με στόχο τελικά να γίνει κατανοητό με ποιον τρόπο «μια εξειδικευμένη μέθοδος καθυπόταξης κατόρθωσε να δημιουργήσει τον άνθρωπο ως αντικείμενο γνώσης, κατάλληλο για μια πραγματεία με "επιστημονικό" χαρακτήρα».[4]

Το έργο ξεκινάει με δύο περιγραφές: η μια αφορά τον δημόσιο βασανισμό και την εκτέλεση ενός «βασιλοκτόνου», του Damiens, το 1757. Η δεύτερη αφορά τους κανόνες και το ημερήσιο πρόγραμμα

Page 22: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

δραστηριοτήτων (κανόνες πρωινής έγερσης, προσευχής, εργασίας, γευμάτων, μόρφωσης, ψυχαγωγίας, προσωπικής υγιεινής κλπ.) που ίσχυσαν στον «Οίκο νέων φυλακισμένων του Παρισιού». Τα δύο στιγμιότυπα έχουν απόσταση περίπου 80 χρόνων. Η έντονη αντίθεσή τους σημειοδοτεί έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό στις ποινικές πρακτικές: το δημόσιο θέαμα ενός πληθωρικού σωματικού βασανισμού θα δώσει τη θέση του σε μια λεπτολόγα μορφή σωφρονισμού. Τώρα, ο κύριος στόχος της τιμωρίας έχει μετατεθεί από το σώμα στην «ψυχή». Ωστόσο το σώμα, αν και δεν αποτελεί πλέον το άμεσο αντικείμενο των ποινικών πρακτικών, εξακολουθεί να υπόκειται στην ποινική δικαιοδοσία: εγκλείεται στη φυλακή, εξαναγκάζεται να εργαστεί, υποβάλλεται σε σεξουαλική στέρηση και σε μια σειρά άλλους περιορισμούς.

Η μελετητές της ποινικής ιστορίας δίνουν συνήθως ιδιαίτερη έμφαση στην βαθμιαία ελάττωση της σοβαρότητας των ποινών τα τελευταία 200 χρόνια. Ο Foucault δεν διαφωνεί, θεωρεί όμως πως οι βασικοί μετασχηματισμοί δεν ήταν ποσοτικής φύσης – λιγότερη αυστηρότητα, πόνος ή σκληρότητα κλπ. – αλλά ποιοτικής: «μετατόπιση του ίδιου του αντικειμένου της κολαστικής πράξης» από το σώμα του παραβάτη στην «ψυχή» του ατόμου. Oι δικαστές δεν δικάζουν τα εγκλήματα αλλά το άτομο, το τι είναι και το τι μπορεί να είναι, πρόσθετοι φορείς εξουσίας έχουν αποκτήσει το δικαίωμα της κρίσης (γιατροί, κοινωνικοί λειτουργοί), ενώ πλέον μια ποινή στοχεύει τώρα περισσότερο στην «αγωγή» του εγκληματία.

Ο Foucault θεώρησε την τιμωρία και την φυλακή ως ανήκουσσες σε μια «πολιτική τεχνολογία του σώματος». Η εξέτασή του έλαβε ως αφετηρία της όχι κάποια ιστορία του θεσμού αλλά τις εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα σε διάφορες φυλακές από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.[5] Οι εξεργέσεις αυτές υπήρξαν αντιστάσεις ενάντια στην ίδια την υλικότητα της φυλακής και την τιμωρία των οργάνων εξουσίας. Σε μια πορεία, το σώμα δεν απελευθερώθηκε από τα δεσμά του, αλλά μάλλον εκτοπίστηκε σε δευτερεύουσα θέση από την εμφάνιση της νέας τεχνολογίας της εξουσίας, της πειθαρχίας.

Οι τρεις γενικά κύριοι ιστορικοί τρόποι οργάνωσης της εξουσίας για τιμωρία, υπήρξαν, ο ποινικός βασανισμός, η ανθρωπιστική αναμόρφωση και η ποινική εγκάθειρξη. Ο βασανισμός, ένα λεπτομερώς διαβαθμισμένο και διαφοροποιημένο σύνολο τεχνικών για πρόκληση πόνου, συνδέεται με την μοναρχικό νόμο και την ηγεμονική εξουσία: καταπάτηση του νόμου σήμαινε παραβίαση της θέλησης του ηγεμόνα. Πρόκειται για μια τιμωρία υπερβολικά βίαιη, δημόσια, τελετουργική, θεαματική. Η τεχνική αυτή συσχετίζει «το είδος του σωματικού πλήγματος, την ποιότητα, την ένταση, τη διάρκεια της οδύνης με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, την προσωπικότητα του εγκληματία, την κοινωνική τάξη των θυμάτων».[6] Ο βασανισμός αποτελούσε επίσης μέσο απόσπασης ομολογίας ενοχής, η οποία επικύρωνε και την αλήθεια της «μυστικής προκαταρκτικής εξέτασης» του αδικήματος. Οι σχέσεις εξουσίας και αλήθειας θα συναρθρωθούν, γράφει ο Foucault, πάνω στο σώμα.

Ο τελετουργικός χαρακτήρας των βασανιστηρίων αποτελούσε ένδειξη ηγεμονικής δύναμης, αποκάλυπτε «δημόσια τη σχέση εξουσίας από την οποία ο νόμος αντλούσε τη δύναμή του».[7] Ο στόχος εντούτοις του παραδειγματισμού μπορούσε να αντιστραφεί: το θέαμα, ειδικά στην οριακή μορφή της εκτέλεσης, ενδογενώς ασταθές, μπορούσε να προκαλέσει εξέγερση των μαζών, λόγω της συμπάθειάς τους στον παραβάτη. Λόγω συχνών κοινωνικών ταραχών ο δημόσιος βασανισμός συνδέθηκε με πολιτικούς κινδύνους. Οι ενδείξεις αλληλεγγύης σε μικροπαραβάτες («αλήτες, ψευδο-επαίτες, απόρους, πορτοφολάδες, κλεπταποδόχους και μεταπωλητές») και η διέγερση όχι φόβου αλλά αντίστασης από τον

Page 23: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

πληθυσμό, ανάγκασαν τους μεταρρυθμιστές τον 18ο αιώνα να επικρίνουν την υπερβολική βία και σταδιακά να καταργήσουν τις τελετουργίες αυτές.

Οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες κρίνονται συνήθως ως ενδείξεις επιείκειας, ανθρωπισμού και «προοδευτικότητας», για τον Foucault αποτελούν μέρος μιας γενικής «τάσης για μια δικαιοσύνη πιο ευέλικτη και πιο επιδέξια, για μια πιο αυστηρή ποινική αστυνόμευση του κοινωνικού σώματος».[8] Ο στόχος τους ήταν μια αποτελεσματικότερη, σταθερότερη, λεπτομερέστερη οικονομία της τιμωρίας. Τώρα δε, η παράβαση δεν θα θεωρείται πλέον πως στρέφεται ενάντια στη θέληση του ηγεμόνα αλλά ενάντια στην ίδια την κοινωνία, ενάντια στο κοινωνικό συμβόλαιο των ανθρώπων. Λεπτοί υπολογισμοί θα πρέπει να προσδιορίσουν την κατάλληλη, ελάχιστη απαραίτητη τιμωρία για την αποτροπή της επανάληψης της παράβασης. Οι ποινές πρέπει να επιλέγονται επίσης με κριτήριο την επίδραση που ασκούν στη σκέψη εκείνων οι οποίοι δεν έχουν διαπράξει κάτι αξιόποινο. Η «οικονομικά ιδανική ποινή είναι ελάχιστη για αυτόν που την υφίσταται [...] και υπέρμετρη για αυτόν που την φαντάζεται».[9] Η δικαστική και ποινική διαδικασία πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαύγεια και βεβαιότητα. Τέλος, η σωφρονιστική πρακτική, εγκαταλείποντας το «ιεροεξεταστικό» μοντέλο, υπόκειται πλέον σε «ένα περίπλοκο σύστημα όπου συμπλέκονται, για να σχηματίσουν την "εσωτερική" πεποίθηση του δικαστή, ετερογενή στοιχεία επιστημονικής απόδειξης, αισθητής σαφήνειας και κοινού νου».[10]

Είναι η στιγμή κατά την οποία πλήθος επιστημονικών μορφών λόγου θα αρχίσουν να διεισδύουν στην ποινική διαδικασία. Απαιτείται τώρα η ταξινόμηση και η κατηγοριοποίηση των παρανομιών και των τιμωριών. Η εξέταση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του εγκληματία θα έχει στόχο την ολοκληρωτική σύμπτωση ανάμεσα στις παραβάσεις και τις επιδράσεις της τιμωρίας. Πρόκειται για μια διαδικασία εξατομίκευσης των ποινών: εμφανίζεται ένα ενδιαφέρον για τον κατηγορούμενο, την φύση του, τον τρόπο ζωής του, τη βιογραφία του. Η εξατομίκευση αυτή θα οδηγήσει σε δύο ειδών αντικειμενοποιήσεις: σε αυτή του εγκλήματος (σύστημα κοινών κανόνων) και σ' αυτή του εγκληματία (ως άτομο «για το οποίο πρέπει να επιτευχθεί μια ορισμένη γνώση σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια»).[11]

Πολλοί από τους μεταρρυθμιστές έκριναν πως η ποινική φυλάκιση δεν μπορούσε να αντιστοιχιστεί στο έγκλημα. Δεν είχε επίδραση στο κοινό. Ήταν πολυδάπανη ή και επιβλαβής για την κοινωνία. Προκαλούσε την αύξηση της εγκληματικότητας των κρατουμένων. Δεδομένων όλων αυτών των αντιλήψεων, πώς ο ποινικός εγκλεισμός κατέληξε, μέσα σε ένα εξαιρετικά βραχύ χρονικό διάστημα, να αποτελέσει την κύρια, παραδειγματική μορφή τιμωρίας; Για τον Foucault, η εντυπωσιακή αυτή ανάδυση του θεσμού της φυλακής συνδέεται αναπόσπαστα με την ανάπτυξη της «πειθαρχικής τεχνολογίας της εξουσίας» και με τις σχετικές μορφές γνώσης για το άτομο. Οι πειθαρχικές μέθοδοι, πρακτικές από καιρό καθιερωμένες σε μοναστήρια, στρατούς και εργαστήρια, σε έναν επόμενο χρόνο θα μετατραπούν σε «γενικές φόρμουλες κυριαρχίας».

Θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω εκτενέστερα και πιο συγκεκριμένα στην πειθάρχηση, καθώς και στους βασικούς στόχους του Πανοπτικού σχήματος του Bentham: «ταυτόχρονη επιτήρηση και παρατήρηση, βεβαιότητα και γνώση, ατομικοποίηση και συνολικό άθροισμα, απομόνωση και διαφάνεια».[12] Οι στόχοι αυτοί όπως είδαμε, βρήκαν στο ίδρυμα της φυλακής τη βέλτιστη υλοποίησή τους. Εκτός από χώρος κράτησης και στέρησης της ατομικής ελευθερίας, η φυλακή αποτέλεσε και ένα μέρος όπου η γνώση συγκεντρώνεται και εφαρμόζεται με επιδίωξη την αναμόρφωση και την "ομαλοποίηση".

Page 24: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Πολιτική τεχνολογία του σώματος και μικροφυσική της εξουσίας

Το σώμα ο Foucault θεωρεί πως υπάγεται άμεσα σε ένα πολιτικό πεδίο: "οι συσχετισμοί εξουσίας ασκούν πάνω του άμεσο έλεγχο. Το επενδύουν, το σημαδεύουν, το δαμάζουν, το βασανίζουν, το υποβάλλουν σε αναγκαστική εργασία, το υποχρεώνουν σε συμμετοχή σε τελετουργίες, απαιτούν από αυτό σήματα".[13] Η πολιτική επένδυση του σώματος συνδέεται με την οικονομική του χρησιμοποίηση: το σώμα μετατρέπεται σε χρήσιμη δύναμη μόνο αν γίνει σώμα παραγωγικό και σώμα καθυποταγμένο. Η καθυπόταξη αυτή δεν αποκτάται με μόνα εργαλεία τη βία ή την ιδεολογία. Μπορεί κάλλιστα να είναι άμεση, σωματική, να χρησιμοποιεί τη δύναμη ενάντια στη δύναμη και εντούτοις να μην είναι βίαιη. Μπορεί να είναι υπολογισμένη, οργανωμένη, να μην χρησιμοποιεί όπλα ή τρομοκρατία και εντούτοις να παραμένει σωματική. "Μπορεί, δηλαδή, γράφει ο Foucault, να υπάρχει εκεί μια ορισμένη "γνώση" του σώματος που δεν είναι ακριβώς η επιστήμη της λειτουργίας του, και μια κυριαρχία πάνω στις δυνάμεις του που είναι κάτι περισσότερο από την δυνατότητα να υπερνικηθούν: η γνώση αυτή και η κυριαρχία αποτελούν εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί πολιτική τεχνολογία του σώματος".[14]

Αυτήν την τεχνολογία δύσκολα θα μπορούσε κανείς να την εντοπίσει σε έναν καθορισμένο θεσμικό τύπο ή σε έναν κρατικό μηχανισμό. Αυτοί είναι εκείνοι που προσφεύγουν σε αυτήν: χρησιμοποιούν ορισμένες από τις μεθόδους της ενώ αυτή με τους μηχανισμούς και τις ενέργειές της βρίσκεται σε ένα ολότελα διαφορετικό επίπεδο. Πρόκειται για μια μικροφυσική της εξουσίας που ενεργοποιείται από τα συστήματα και τους θεσμούς, αλλά που η εγκυρότητά της τοποθετείται ανάμεσα στις τεράστιες αυτές λειτουργίες και στα ίδια τα σώματα με την υλικότητά τους και τις δυνάμεις τους. Η μελέτη της μικροφυσικής αυτής προϋποθέτει ότι η εξουσία "δεν εκλαμβάνεται ως ιδιοποίηση αλλά σαν στρατηγική, πως οι κυριαρχικές της ενέργειες δεν αποδίδονται σε έναν "σφετερισμό", αλλά σε μέτρα, σε ελιγμούς, σε τακτικές, σε τεχνικές, σε λειτουργίες. Πως αποκρυπτογραφείται σ' αυτήν μάλλον κάποιο πλέγμα από σχέσεις πάντοτε τεταμένες, πάντοτε σε δραστηριότητα, παρά σε κάποιο προνόμιο που κάποιος το κατέχει. Πως της δίνεται για πρότυπο μάλλον η αδιάκοπη διαμάχη, παρά το συμβόλαιο που διενεργεί μια παραχώρηση ή μια κατάκτηση που σφετερίζεται κάποιο πεδίο. Πρέπει, κοντολογίς, να δεχτούμε πως η εξουσία αυτή ασκείται, δεν κατέχεται, πως δεν είναι το αποκτημένο ή το διατηρημένο "προνόμιο" της κυρίαρχης τάξης, αλλά «το συνολικό αποτέλεσμα των στρατηγικών της θέσεων - αποτέλεσμα που φανερώνει, και μάλιστα κάποτε ανανεώνει τη θέση εκείνων που κυριαρχούνται».[15]

Από την άλλη μεριά η εξουσία αυτή δεν επιβάλλεται απλώς και μόνο σαν υποχρέωση ή σαν απαγόρευση σ' αυτούς που δεν την κατέχουν. Τους περιβάλλει, τους χρησιμοποιεί σαν διάμεσο, στηρίζεται πάνω τους ακριβώς όπως αυτοί, στον αγώνα τους εναντίον της, στηρίζονται με τη σειρά τους στη λαβή που ασκεί πάνω τους. Οι σχέσεις λοιπόν αυτές έχουν βαθιές ρίζες στα στρώματα της κοινωνίας, δεν εντοπίζονται στις σχέσεις Κράτους- πολίτη ή στα όρια των τάξεων, δεν αντιγράφουν στο επίπεδο των ατόμων, των σωμάτων, της συμπεριφοράς, τη γενικότερη μορφή του Νόμου ή της Κυβέρνησης. Τέλος, δεν είναι μονοσήμαντες: προσδιορίζουν αναρίθμητα σημεία αναμέτρησης, εστίες αστάθειας, που η καθεμιά τους ενέχει κινδύνους σύγκρουσης, πάλης ή τουλάχιστον αναστροφής των συσχετισμών δυνάμεων. Η ανατροπή των "μικροεξουσιών" αυτών δεν υπακούει λοιπόν στο νόμο του "όλα ή τίποτα". Δεν είναι κεκτημένη μια για πάντα από έναν καινούριο έλεγχο των μηχανισμών, ούτε και από μια νέα λειτουργία ή κατάλυση των θεσμών. Αντίθετα τα εντοπισμένα επεισόδιά της εγγράφονται στην ιστορία μονάχα εξαιτίας των αποτελεσμάτων που η ανατροπή αυτή επιφέρει σε ολόκληρο το πλέγμα όπου έχει παγιδευτεί.

Θα πρέπει επίσης, σύμφωνα με τον Foucault, να απαρνηθούμε εκείνη την παράδοση που θέλει τη γνώση να υπάρχει μονάχα εκεί όπου αναστέλλονται οι σχέσεις εξουσίας. Θα πρέπει αντί αυτού να δεχτούμε πως η εξουσία παράγει γνώση (και όχι μόνο ευνοώντας την επειδή την εξυπηρετεί, ή

Page 25: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

εφαρμόζοντάς την επειδή της είναι χρήσιμη). "Εξουσία και γνώση άμεσα αλληλοεξαρτιώνται. Δεν υπάρχει σχέση εξουσίας χωρίς συσχετισμένη σύσταση ενός πεδίου γνώσης, ούτε και γνώση που να μην προϋποθέτει και να μην αποτελεί ταυτόχρονα σχέσεις εξουσίας".[16] Οι σχέσεις λοιπόν εξουσίας-γνώσης δεν θα πρέπει να έχουν ως αφετηρία ανάλυσης ένα υποκείμενο γνώσης ελεύθερο ή μη σε σχέση με το σύστημα εξουσίας. Αντιθέτως, το υποκείμενο που κατέχει τη γνώση, τα αντικείμενα της γνώσης και οι διάφοροι τρόποι της είναι αποτελέσματα των αλληλεξαρτήσεων της εξουσίας-γνώσης και των ιστορικών τους μεταλλαγών. Οι σχέσεις εξουσίας και γνώσης "περιβάλλουν τα ανθρώπινα σώματα και τα καθυποτάσσουν μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα γνώσης".[17]

Η ανάλυση του Foucault για την μικροφυσική της εξουσίας προϋποθέτει την απάρνηση της αντίθεσης "βία-ιδεολογία", της μεταφορικής έννοιας της ιδιοκτησίας, του πρότυπου του συμβολαίου ή εκείνου της κατάκτησης, ενώ επίσης, όσον αφορά τη γνώση, προϋποθέτει την απάρνηση της προτεραιότητας του υποκειμένου.

Οι "πειθαρχίες"

Στην κλασική εποχή λοιπόν, το σώμα γίνεται αντικείμενο και στόχος της εξουσίας. Πάνω του ασκείται ένας πολύ λεπτομερής καταναγκασμός που εξασφαλίζει τον επιθυμητό έλεγχο στο ίδιο το επίπεδο της μηχανικής - κινήσεις, χειρονομίες, στάσεις, ταχύτητα: "εξουσία απειροελάχιστη πάνω στο ενεργό σώμα". Το αντικείμενο του ελέγχου δεν είναι πλέον τα σημαίνοντα στοιχεία της συμπεριφοράς αλλά η οικονομία, η αποτελεσματικότητα των κινήσεων: ο καταναγκασμός επιδρά περισσότερο πάνω στις δυνάμεις παρά στα σήματα. H πιο σημαντική τελετή είναι η άσκηση. Ο τρόπος τέλος, του ελέγχου ενέχει έναν αδιάλειπτο καταναγκασμό που δίνει περισσότερο βάρος στην ίδια τη διαδικασία παρά στα αποτελέσματά της και που αστυνομεύει το χώρο, τον χρόνο και τις κινήσεις. Τις μεθόδους αυτές, οι οποίες επιτρέπουν το σχολαστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του σώματος, εξασφαλίζουν την σταθερή καθυπόταξη των δυνάμεών του και επιβάλλουν μια σχέση υπακοής-χρησιμότητας, τις ονομάζει ο Foucault "πειθαρχίες".

Οι πειθαρχίες εξελίχτηκαν τον 18ο αιώνα σε γενικούς τύπους κυριαρχίας. Είναι διαφορετικές από τη δουλεία μια και δεν βασίζονται σε μια σχέση ιδιoποίησης των σωμάτων. Eίναι διαφορετικές επίσης από την υπηρετικότητα που είναι μια σχέση κυριαρχίας σταθερής, μαζικής, ολικής, μη-αναλυτικής, απεριόριστης και θεσπισμένης με την μορφή της βούλησης του αφέντη. Διαφορετικές ακόμη από την υποτέλεια που αποτελεί μια σχέση υποταγής κωδικοποιημένης στον μέγιστο βαθμό, αλλά απόμακρης και που αφορά όχι τόσο τις δραστηριότητες του σώματος όσο τα προϊόντα της εργασίας και τα τελετουργικά σημάδια της υποταγής στον ηγεμόνα. Είναι τέλος, διαφορετικές από τον ασκητισμό και τις "πειθαρχίες" μοναστικού τύπου που εξασφαλίζουν την εγκατάλειψη μάλλον παρά την αύξηση της χρησιμότητας.

Η ιστορική στιγμή της πειθαρχίας λέει ο Foucault είναι εκείνη όπου γεννιέται μια τέχνη του ανθρώπινου σώματος που το καθιστά τόσο πιο υπάκουο όσο είναι πιο χρήσιμο και αντιστρόφως. Γεννιέται μια πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας που είναι συγχρόνως μια μηχανική της εξουσίας: η πειθαρχία κατασκευάζει σώματα και εξασκημένα, σώματα "πειθήνια". Διασπά τη δύναμη του σώματος και από τη μια την μετατρέπει σε "επιδεξιότητα", σε "ικανότητα", ενώ από την άλλη αντιστρέφει την δύναμη και την μετατρέπει σε σχέση αυστηρής υποταγής. "Αν η οικονομική εκμετάλλευση διαχωρίζει την εργασιακή δύναμη από το προϊόν της εργασίας, ο πειθαρχικός καταναγκασμός στερεώνει μέσα στο σώμα τον τυραννικό δεσμό ανάμεσα σε μια αυξημένη επιδεξιότητα και σε μια μεγαλύτερη δυνάστευση".[18]

Page 26: Επιτήρηση και Τιμωρία.docx

Ο Foucault θα επιδιώξει να γράψει αυτή την "ιστορία της ωφελιμιστικής εκλογίκευσης της λεπτομέρειας στην ηθική λογιστική και στον πολιτικό έλεγχο".[19]