Παναγοπουλου Χριστος Πιστος Κοσμος

20
#U fiftfiAfOflOYAOY ppizjoz plZTOZ «ΚΆν γάρ είς τόν Πατέρα τις και τόν Υιόν δρ&ώς ηιστε’όοη, και είς το ΙΙνενμα τό άγιον, βίον δε μη έχη, όρ&όν, ουδίν αντω κέρδος της οτίοτεως είς οωτηρίαν ». (Χρυβτ.)

Transcript of Παναγοπουλου Χριστος Πιστος Κοσμος

#U f i f t f iA fO flO Y A O Y

ppizjozplZ TOZ

«Κ Ά ν γά ρ ε ίς τ ό ν Π ατέρα τ ι ς κ α ι τ ό ν Υ ιό ν δρ&ώς η ι σ τ ε ’ό οη , κ α ι ε ίς τ ο Ι Ι ν ε ν μ α τ ό ά γ ιο ν , β ίο ν δε μ η έ χ η , όρ& όν, ο υ δ ίν α ν τω κ έρ δ ο ς τ η ς ο τ ίο τεω ς ε ίς ο ω τ η ρ ία ν » . (Χρυβτ.)

ΧΡΙΣΤΟΣ - ΠΙΣΤΟΣ · ΚΟΣΜΟΣ

Έ άν προβέξωμεν εΕς τήν 'Α γίαν Γραφήν θά εΰρωμεν τδν Κύριον νά κάμνη Ινα διαχωρισμόν μεταξύ τδν ίδικδν Του άνβρώπων καί των τοϋ κόσμου. Δεν παραδέχεται τόν κόσμον ώς ίδικόν Του, άλλ° έμιλεΐ διά μίαν μερίδα άν* θρώπων ξεχωρισμένην Ικ τοΟ κόσμον.

Ί π ί παραδείγματι, είς τήν προσευχήν Του τήν Μ. Πέμπτην τό βράδυ, σύν τοΐς άλλοις λ έγ ε ι: c 'Εγώ δέδωκα, αύτο ΐς τόν λόγον σου, κα ϊ ό κόσμος έμ ίσηαεν αύτούς, δτι βϋκ ε ΐα ϊν in τον κόσμου, κα ϋώ ς έγώ ούκ ε ίμ ϊ Ιη τον κόσμου, ούκ έρωτώ ϊνα Haris αύτονς έκ τοϋ κό­σμον, άλλ ’ ϊνα τηρήσης α ύ ιο νς έκ τοϋ κονηροϋ. Έ λ τον κόσμου ούκ ε ΐσ ί, χαϋώ ς έγώ έκ τοϋ κόσμου ούκ είμ ϊ» (Ίω άν. ΙΓ* 14— 16). Κο»ί πάλιν- «Εΐ ό κόσμος υ ­μάς μ ισ ε ί γ ινώ σκετε, δτι έμ£ πρώτον μεμίσ·ηκεν. E l έκ τβν κόσμον ·ητε, ό κόσμος &ν τό ίδ ιον έφ ίλε ι' δ π Sk έκ τοϋ κόσμου, ούκ έαχέ, άλλ° έγώ έξελεξάμην ϋμας έκ τοϋ κόσμον, διά το ντο μ ισ ε ί ύμ &c ό κόσμος!®» (Ίωάν. IS ' 13—19). Καί πάλιν διά τού Ιακώβου λέγει- «Μ οιχοί καί μοιχαλίδες, ούκ οϊδαχβ δτι ή φΆ Ια ταυ κόσμον έχΦβα τοΦ Θεα,ϋ έστιν ; δς Άν ουν βουΐη& ϋ φίλος ε ίνα ι τοϋ χύ ιμαυ, έχ&ρός τοϋ Θεοϋ καθΊστα- ται» (Ίωάν. Δ ’ 4).

Καί είς τά τρία αδιά έδάφια βλέπομεν, Χ ρ ισ τό ν μέ τούς ίδικούς Του είς τό Ινα μέρος καί κόσμον είς τό άλλο, ώς έχθρόν τοϋ Χρίστου καί τόν ίδικών Του. "Ωσ τε Μλο κόσμος καί Άλλο Χριστός ,

'Ο θεός Πατήρ κατά τήν Μεταμόρφωσιν τοϋ Κυρίου έφκνέρωσε έπισήμως, τίνος νά άκούωμεν, λ έγ ω ν : «Οϋτός έστιν ό υιός μου ό άγαπητός, έν φ εύδόκηοα' αϋτοϋ άκονετε». (Ματθ. ΙΖ' 5). "Ωστε Ιχομεν έντολήν, δσοι πι·

1

I

στεύομεν είς θεόν, νά άκοόωμεν τδν Χριστόν. Καί δ Χρι­στός, "Οστις έχει τήν Ιξουσίαν εν οδρανφ καί έπί τής γης (Ματθ. ΚΗ' 18}, λέγει είς ήμας· 5Ή μέ Έ με ή μέ τόν κόσμον, «ίΟύδεΙζ δύνατα ι δνσ ί κνρία ις δ ο νλ εύε ιν . . (Ματθ. στ' 23). Καί σάν συνέχεια τίθεται τδ έρώτημα Si' αύτούς πού φροντίζουν κατά ένα τρόπον νά συμβιβάζουν τά δύο αύτά άσυμβίβαστα, δηλαδή Χριστόν καί κόσμον ε ί­ναι χρ ιστιανο ί; Διότι ύπάρχουν δυστυχώς πολλοί πού έχουν τήν γνώμην δτι ή'νωσαν Χ ριστόν καί κόσμον. Δηλαδή Ε κ ­κλησίαν καί θέατρον, Ε κκλησίαν καί τράπουλαν, Ε κκλησίαν καί ταβέρναν, Ε κκλησίαν καί σινεμά, Ε κκλησίαν καί μα- γιώ μπικίνι, Ε κκλησίαν καί έρωτα, Ε κκλησίαν καί χορόν, Κήρυγμα καί μόδαν, θρησκεία καί μίνι κλπ.

Δέν γνωρίζουν, οί δυστυχείς, δτι αδτά δέν ήνώθησαν ποτέ, ούτε πρόκειται ποτέ νά ένωθοΰν. Τδ λυπηρόν δέ, είνα ι τδ έξης. “Οτι πολλοί πού έχουν πλανηθή καί έχουν τήν γνώμην δτι ε ίνα ι έφευρέται, κατορθώσαντες νά ένώσουΥ... Χρίστον καί κόσμον τδ λέγουν καί είς άλλους, καί έτσι άποκοιμίζουν καί άλλους.

“Ακούομεν πολλές φορές- «Μά δεν πειράξει αυτό, δεν ε ίν α ι τίποτε έκεϊνο, ίγ ώ γνωρίζω κα ί αλλονς πού ε ϊν α ι μεγάλοι χριστιανοί καί τό κάνουν αυτό, ί) τό φορούν έκεϊνο κ.τ.τ.Ί). Καί ούτω μέ βάσιν τήν ζωήν καί τήν συμπεριφοράν των πλανομένων χριστιανών άπονεκρώ- νονται καί άλλοι κ.ο.κ.

Ή Ε κκλησ ία βμως τού Χριστού παραδέχεται, Παλ. Διαθήκην, Εύαγγέλιον καί “Αποστολικούς καί Συνοδικούς κανόνας, καί δταν ό λεγόμενος χριστιανός ούδεμίαν σχέσιν έχει μέ τήν τήρησιν αύτών, πώς δύναται νά λέγεται ή νά είνα ι Χ ριστιανός;

Χριστιανοί, πού δέν έξομολογοΟνται, πού δέν πιστεύ- ο·ν, πού δέν κοινωνοΰν συχνά, πού χαρτοπαίζουν, πού πη- γ*Εν*υν είς τήν ταβέρνα, είς τδ θέατρον, είς τδν ιππόδρο­μον, είς τδν κινηματογράφον, πού καπνίζουν, πού γυρίζουν γυμνοί είς τδν δρόμον ή τήν πλάζ, πού ένδύονται μέ τήν

2

τελευταίαν λέξιν τής μόδας, πού φροντίζουν, τόσον τόν έ- ξωτερικόν καλλωπισμόν των, ώστε δέν διαφέρουν καθ’ δλου τοΰ κόσμου, αυτοί δέν ε ίνα ι τοΰ Χρίστου. Βλέπομεν γυνα ί­κας, φερ’ ε ίπ ε ΐν , χριστιανάς καί δέν δυνάμεθα νά §ι«κρί- νωμεν, άν άπό Ε κκλησίαν εξήλθον ή άπό κοσμικήν αϊίου- σαν, άν είς κήρυγμα πηγαίνουν ή είς κοσμικήν έσπερίδα.

Δυστυχώς διά τους τοιούτους χριστιανούς ή ’Ορθόδο­ξος θρησκεία δέν συνηγορεί υπέρ τής συμπεριφοράς των. Τούς καλεΐ πάντα νά έπιστρέψουν καί νά κυττάξουν τδν I- ξωτερικόν των κόσμον. 'Ο Παδλος π .χ . λέγει είς τάς γυ ­να ίκας' «Α ί γυνα ίκες μέ στολήν σεμνήν, μέ αιδώ κα ί σωφροσύνην νά σ το ίίζω β ιν έαυτάς, ονχϊ μέ πλέγμα­τα, ή χρυσόν ή μαργαρίτας, ή ένδυμασίαν πολυτελή...» (Α ' Τιμ. Β ' 9). Καί δ Πέτρος προσθέτει- «Των όποιων δ στολισμός fig εϊνοα ονχϊ ό έξωτερικός ό τον πλέγμα­τος τώ ν τριχών stal τής περιϋ'έαεως των χρυσίων, ή τής ένδύσεως Ιματίων, άλλ’ ό κρυπτός άν&ρωπος τής καρδίας... τδ όποιον ένώ π ιον τοϋ Θεοΰ ε ίν α ι π ο λ ύτ ι­μον®. (Α ' Ιϊέτρ. Γ' 3—4).

Πώς λοιπόν θά δικαιολογήση ή σημερινή μοντέρνα λε- γομένη χριστιανή τήν ένδυμασίαν της καί τήν συμπεριφο­ράν της Ιν γένει, άφοΟ ώς Ινδύεται ή τοδ κόσμου κυρία ή δεσποινίς, Ινδύεται καί α ύτή ; ΆφοΟ 8,τι καπέλλο, 8,τι πε- ριδέραιβν, 8,τι βραχιόλι (μέ καρδιές, άγκίστρια, τιμόνια, βέλη, πράσινα μάτια κλπ.) βάζει ή γυνα ίκα τοΰ κόσμου βάζει καί κύτη ; ΆφοΟ δσην ώραν χάνει εμπρός είς τόν κα- θρέπτη, μέ 8,τι φυγουρίνια ράβει, 8,τι περιοδικά διαβάζει, 8,τι καλλωπιστικά σύγχρονα μέσα διαθέτει διά τήν πκρα- ποίησιν τοΰ προσώπου της ή τοΰ κόσμου γυνή χρησιμοποιεί καί α ύ τή ; Άφ©8 8τι εδρίσκεται είς τήν τσάνταν (σιγάρα, άναπτήρ, ρουζ, καλλυντικά εν γένει), άφοΟ ώς βάζει στενή καί κοντή φούστα ή έχει ανοικτόν τό καρρέ της ή κυκλο­φορεί μέ βίρτς ή άνδρικό πανταλόνι ή μέ μαγιώ μπικίνι κ .τ .τ . ή γυναίκα τοΰ κόσμου, κυκλοφορεί καί α ύ τή ; ΆφοΟ ώς άποφεύγει τήν τεκνογονίαν (διά τήν διάτήρησιν τοΰ

3

κάλλους της) ή άπιστος ή κοσμική κυρία άποφεύγει καί αδτή ; κ .τ.ά .

Πώς λοιπόν θά διακρίνη & τρίτος τήν διαφοράν τοΟ χριστιανισμοί) καί τήν δύναμιν αδτοΰ, άφοΟ οί καρποί τοΰ βημερινβ® χριστιανού είναι μάλλον κατά κόσμον καί Διά­βολον καί ούχί κατά Χριστόν. 'Ο Χριστός δέν έχει δηλώ­σει 8τι έκ τών καρπών γνωρίζεται τδ δένδρον; Πώς λοι­πόν, Ινώ βί καρποί ε ίνα ι σαπροί τό δένδρσν δέν 0ά είνα ι σαπρόν ; Διότι, δύναται είς χλωμός, ξεματωμένβς φβιματι- κός, νά Ισχυρίζεται δτι πρέπει νά άδιαφορήσωμεν διά τά έξω, καθ’ δτι έσωθεν, δήθεν, είναι...θηρίον ; "Η δυνάμεθα ή- μείς νά άρνηβώμεν τήν όγείαν είς πρόσωπον πού τό μάγου­λό του κοκκινίζει φυσικότατα καί ε ίνα ι δλο σφρίγος καί ζω ή ; ’Ασφαλώς δχι... Οδτω λοιπόν δέν δυνάμεΐα νά π«- ραδεχθώμεν Οπαρξιν XptatoO καί είς αδτούς πού δεν ήλλα- ξαν ζωήν έξωιερικήν καί έσωτερικήν, τήν έποίαν ώς έπί τό πλεΐστον «ύτήν βλέπει έ τρίτος καί παρασύρεται, δσον καί δν π ιπιλίζωμεν, δτι δήθεν καί αύτό Ιχει σκοπιμότητα. Καί δ ι’ αδτό άς προσέξωμεν.

Γενικά ό χριστιανός καλείτα ι νά κάμη άγώνα. ’Αγώ­να μάλιστα σκληρόν, έναντίον τού κεκρυμμένου, δπίσω τού κόσμου, Διαβόλου. Καλείται νά άντιδράση καί νά μή δπο- χωρήση. Καλείται νά πολεμήση τόν Διάβολον είς δλας τάς ίκδηλώσεις του. Είτε ώς μόδα παρουσιάζεται, είτε ώς λεγόμενος πσλιτισμίς, ε ίτε ώς έξέλιξις, ε ίτε ώς εικοστός αίών, όπωσδήποτε καί άν καμουφλάρεται πρέπει νά πο- λεμηθή άπό τόν όπαδόν τού Χριστού. Ό χριστιανός κα­λείτα ι νά ύπερασπίση τδ σεμνόν καί άξιοπρεπές.

Δύναται π. χ. ό χριστιανός νά Ινδυθή, καθώς καί ή χριστιανή κατ’ άναλογίαν τής οικονομικής άνθηρότητος αύτών, καλά, σοβαρά καί σεμνά. Ποτέ δμως «πορφύραν ηο,Ι βύβαον» (Αουκ. ιστ' 19). Πρός τούτο θά φέρωμεν μάρτυρα ένα κανόνα τής ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, ίνα βεβαιώση τά δσα έχομεν γράψει μέχρις έδώ, διότι πολλοί

4

χριστιανοί καί χριστιαναί έχουν παρανοήσει τήν ’Ορθο­δοξίαν.

Κανών 96 ΣΤ'. Οίκ. Συνόδου.

«01 τόν Χριστόν διά του βαπτίσματος ένδυσάμενοι, τήν έν σαρκΐ αύτοΰ πολιτείαν μιμεΐσθαι, καΘωμολόγησαν. Τούς ουν έν κεφαλή τρίχας πρός λΰμην των δρώντων έν έπινοίαις έμπλοκής εΰθετίζοντας και διασκευάζοντας καί δέλε«ρ προ- τιθέντας έντεΰθεν, τα ΐς άστηρίκτοις ψυχα ΐς , έπιτιμίω προ- σφόρφ πατρικώς θεραπεύομεν, παιδαγωγοΰντες αυτούς καί σωφρόνως βιοΰν έκδιδάσκοντες, πρός τό, άφέντας τήν έκ τής ύλης άπάτην καί ματαιότητα, πρός τήν άνώλεθρον καί μακα- ρίαν ζωήν τόν νουν μετάγειν διηνεκώς, καί έν φόβω αγνήν έχειν άνατροφήν, καί θ εω πλησιάζειν κατά τό έφικτάν διά τής έν βίω καθάρσεως, καί τόν ένδον, ή τόν έξω άνθρωπον μάλλον κοσμεΐν άρεταΐς καί χρηστοΐς καί άμώμοις τβ ϊς ήθεσιν, ώστε μηδέν λείψανον φέρειν έν έαυτοΐς τής τοΰ έναν- τίου σκαιότητος. Ε ί δ έ τ ι ς π α ρ ά τ ό ν π α ρ ό ν τ α κ α ν ό ν α δ ι α γ ί ν ο ι τ ο , Α Φ Ο Ρ Ι Ζ Ε Σ Θ Ω».

"Ερμηνεία :

«"Οσοι είς Χριστόν έβαπτίσθητε Χριστόν ένεδόσα- σθε», (Γαλ. Γ ' 27) λέγει έ μέγας Ιΐαΰλος. "Οθεν δ παρών κανών προσθέτει, δτι οί τόν Χριστόν ένδυσάμενοι, πρέπει καί κατ’ Ε κείνον νά πολιτεύονται, καί νά μεταχειρίζωνται πάσαν αγνότητα καί καθαρότητα, καί όχι νά κοσμώσι τό σώμα περιτνώς τε καί π ε ρ ι έ ρ γ ω ς . Διά τοΰτο άφορί- ζει έκείνους τούς χριστιανούς, οί όποιοι πλέκουσι τάς τρί­χας τής κεφαλής των, κτενίζοντας αύτάς καί ίσιάζοντες καί προβάλλοντες αύτάς ώσάν ένα δόλωμα είς τάς άστη- ρίκτους καί εύκολοκρημνίστους είς τήν άμαρτίκν ψυχάς, τό σον τών άνδρών όσον καί τών γυναικών, καί μέ τό έπι- τίμιον αύτό τού άφορισμοδ παιδαγωγών τούς τοιούτους, διδάσκει «ύτούς νά άφήβουν μέν κάθε άπάτην καί ματαιό­

5

τητα, καί καλλωπισμόν τής Ολης καί τοΰ φθαρτού τούτου σώματος, νά αναβιβάσουν δέ τόν νοΟν των πρός τήν μακα· ρίαν έκείνην ζωήν καί άφθαρτον, πλησιάζοντες είς τόν θεόν κατά τό δυνατόν μέν τήν τής ζωής, καθαρότητα, καί στολίζοντες προτιμάτερον μέ άρετάς καί ήθη χρηστά τόν έσω άνθρωπον, δχι τό σώμα, μέ τοιαΟτα άπκτηλά καί μά­ταια καλλωπίσματα είς τρόπον ώ«τε νά μή φέρουβι πλέον είς τόν Ιαυτόν των κανένα σημάδι τής τβΟ δ ι α β ό λ ο υ κακίας, 8 άπετάξαντο διά τοΰ αγίου Β *πτί«μ «τ·ς .

Κάτω άπό τόν άφορισμόν τού κανόνβς τουτ®ss, κατά τόν Ζωναράν, είνα ι καί αί γυναίκες αί όποΐαι βάφουν τά μαλλιά των διά νά γίνωσι ξανθά, ή χρυσά, ή μαύρα κ .τ .τ . ή τά δένουν μέ τά καλάμια διά νά γίνουν βγ·υρά* καθώς, καί έκεΐνοι πού βάζουν περροΟκες καί ξένα μαλλιά είς τήν κεφαλήν των.

Είς τόν ίδιον δέ άφορισμόν όποπίπτουν καί έκεΐνοι πού μέ τσιμπίδια μικρά βγάζουν τάς τρίχας τού προσώπου των διά νά γίνωνται τρυφεροί, καί νά φαίνωνται εύμορφοί, ώς καί έκεΐνα ι πού βάζουν σουλμάΙες καί φτιασίδια είς τό πρίσωπόν των διά νά φαίνωνται ώραΐαι καί οΰτω νά τρα­βούν τούς όρώντας αύτάς άνδρας είς τόν σ α τ α ν ι κ ό ν α ύ τ ώ ν ε ρ ω τ α ' Ώ καί πώς αί δυστυχισμένα! άποτολμώ- σι νά άτιμάζουν τήν εικόνα πού έδωκεν ό ®εός είς αύτάς μέ τά μιαρά καλλωπίσματα ; αλλά καί πώς έ θεός νά τάς γνωρίση, άν είνα ι πλάσματα καί είκόνες είδικαί Τβυ, καθ’ ή'ν στιγμήν αύται φορούσιν άλλο πρόσωπον, δ ι α β ο λ ι ­κ ό ν καί άλλην ε ι κ ό ν α τ ο ΰ Σ α τ α ν ά ; Δι’ αύτό καί ό θεολόγος Γρηγόριος είς τά έπη του λέγει ταύτα :

«Μή κεφαλάς πυργούτε νόθοις πλοκάμβισι γυνα ίκες, θρύπτουσαι μαλακούς αδχένας έκ σκοπέλων.Μηδέ θεού μορφάς έπαλείφετε χρώμα®ιν αίσχροΐς,"Ως τε προσωπεία, κούχί πρόσωπα φέρειν.Μή σε θεός τοίοισιν άμείψηται χαλεπήνας.

6

Τις ; Πόθεν δ Πλάστης ; Iρρε μοτ άλλοτροίη.Ου σ’ έγραψα κύων, άλλ’ έπλασα είκόν’ Ιμεΐο,Πώς είδωλον έχω, εΐδεος άντί φίλου ;»

Καί δέν ήξεύρουν, αί άδλιαι, πίδς μέ αδτΙ που κά- μνουν, παρομοιάζουν μέ τήν μάγισσαν έκείνην καί πόρνην Ίεζάβελ, καί γίνονται καί «ύτα ί νέαι καί άλλαι ΊεζΙβελ ,. διότι καί έκείνη τοιαΰτα φτιασίδια μετεχειρίζετο, διά νά άρέση είς τούς ϋνδρχς, κα§ώς είνα ι γεγραμμένον: *ΚαΙ ήλΰ-εν “Ιού ίπ ϊ Ίεζράελ, nal άκούβαβα Ίεζά β ελ δβαψε ζούς όφϋ'αλμονς αύτης καί δ ιέκ νψ ε διά τοϋ παραθύρου» (Δ' Βασιλ. θ ' 30). “Οσοι λοιπόν άνδρες καί δσαι γυναίκες κάμνουσι τά τοιαΰτα, δλοι άφορίζονται άπό τήν έν λόγψ ΣΤ' Οικουμενικήν Σύνοδον. (Τερδν Πηϊάλιον σελ. 250—251).

Αδτά γράφουν τά δρθόδοξα βιβλία μας. Ά ς κνττάξη τώρα δ καθείς καί ή κάθε μία τήν δψιν του είς τόν κ«- θρέπτην καί άς ίδή καί στδ προσκυνητάρι τήν Παναγίαν, τόν Κύριον, τούς 'Αγίους καί τάς 'Α γίας, καί δν @έλη άς διορθωθή. Διότι νομίζομεν είνα ι πλέον καιρός ν’ άκουσθή ή άλήθεια. Πρέπει ό χριστιανός, κατ’ έξοχήν Ιέ ή χρι- στιανή, νά διαφέρη τοΰ κόσμου. Χριστιαναί γνναΐκες πού πράττουν τά ίδια, καί άκολουθοΰν τά ίδ ια μονοπάτια μέ τάς γυναίκας τοϋ κόσμου, δέν μπορεί yd είνα ι μά ούτε νά λέγωνται χριστιαναί.

Διότι ποια ή διαφορά τής χριστιανής γυναικές άπό τήν κοσμικήν γυνα ίκα άφοϋ κατά πάντα είνα ι έμβια μέ αύτήν, ώς προείπομεν ; άφοΰ είς τό ίδιον κέντρβν συχνά­ζουν, είς τό ίδιον κβμμωτήριον κουρεύονται, είς τούς ίδιους κινηματογράφους καί είς τά ίδ ια θέατρα ψυχαγωγοδνται καί είς τά ίδια κέντρα γλεντοΰν;

Ό Ευαγγελιστής ’Ιωάννης, είς τήν πρώτην καθολι­κήν του έπιστολήν, λέγει, δτι ό Γίός τοΰ ©εοΰ ήλθεν είς x0y κόσμον, Γνα λύση τά έργα τοΰ Διαβόλου. « Ό π ο ιώ ν τήν άμαρτίαν έκ τον Διαβόλου έατίν, δτι ά η ’ άρχής

7

δ Διάβολος άμαρτάνει' είς τοϋτο έφανερώΰ'η δ Ϋ£δς τον Θεοΰ, ΐνα λύοχι τά έργα τοϋ Διαβόλου» (Α '. Ίω . Γ '. 8). "Οταν λοιπόν δ Χριστός ήλθεν «Ϊνα λύαπ ϊά 8ργα τοϋ Διαβόλου» καί ήμεΐς συνεχίζομεν αδτά, τί βγαίνει άπ ’ αδτό ; Βγαίνει, δτι έφ ’ δσον ήμεΐς άκόμη πράτιωμεν τήν αμαρτίαν, τό άπηγορευμένον δηλαδή, άρ« είμεθα Ιρ- γάται τοϋ Σατανά καί συνεργάται κδτοΟ, καί δχι τοΰ Χριστοΰ.

“Οταν ήμεΐς πράττωμεν, β,τι δ Διάβολος διά τοΰ κό­σμου πράττει, καί δποδεικνδει, τότε τί χριστιανοί είμεθα ; "Οταν δ Χριστός ήλθεν « ΐνα λναχι τά έργα τοΰ Διαβό­λου» καί ήμεΐς έξαρτωμεν τήν ευτυχίαν μας άπό τήν πρά­σινη χάνδρα, ή τόν πράσινον Σταυρόν ή τήν πράσινη πέ τρα τοΰ δακτυλιδίου μας ή άπό τό λαχεϊον ή τόν έρωτά μας, τότε, δ μέν Χριστός ήλθεν « ϊνα καζαλύο'ΐΐ ιά §ργ® τοϋ Διαβόλου» δ δέ Διάβολος κατέλυσεν ήμδς.

"Οταν βλέπωμεν είς οικίαν, που θέλει νά λέγεται χρι­στιανική, δτι άπό τόν πολυέλαιόν της κρέμεται ένα «π έ­ταλο» καί κάτω άπό τόν πολυέλαιον αυτόν μέ τό « π έ­ταλο» ψάλλει κάθε μήνα ίερεύς όρ&όδοξος αγιασμόν, τί πρέπει νά ε ίπ ω μ εν ; . . . Δυνάμεθα νά είπωμεν, δτι στό σπίτι αότό δπάρχει Χριστός, άφοΟ τά έργα τοΰ Διαβόλου είνα ι τόσον έμφανή ; . .

"Οταν βλέπωμεν σπ ίτι, τό όποιον ώς λέγει θρησκεύε­ται, καί είς τό βπίτι αότό δ Διάβολος έχει έγκαταστήσει τά έργα του, τήν χαριοπα,ιξίαν κα ί μάλιατα έπ ΐ χρή - μααιν, άπαξ, δίς καί τρίς τής έβδομάδος, τ ί θά πρέπει νά είπωμεν δι’ αότό τό σ π ίτ ι ; Δυνάμεθα νά είπωμεν, ότι δ Χριστός όπάρχει έκ,εΐ μέσα ; “Αν δπήρχε δ Χριστός θά είχε καταλύσει τά έργα τοΰ Σατανά, τήν τράπουλαν κ .τ .τ . “Αρα δέν υπάρχει δ Χριστός καί είς μάτην κοπιάζουν οί άνθρωποι αότοΰ τοΰ σπιτιοΰ νά βαστάζουν τόν τίτλον τοΰ χρισιιανοΰ.

”Ας μή πλανώμεθα, λοιπόν, δτι είμεθα χριστιανοί έάν ταύτοχρόνως έργαζώμεθα τά έργα τοΰ Διαβόλου.

8

*0 Διάβολος, πού ώς γράφομεν άλλοΟ, γίνεται πολύ μικρός, ί'να είσέλθη, έκεϊ πού δέν δύναται κατ’ άλλον τρό­πον νά είσέλθη, καί φροντίζει πάντα νά δικαιολογώ τήν δπαρξίν του. Είς Ιπίρρωσιν δέ τούτων καταχωρώμεν κάτι πού μάς άπήντηαε, μιά ψυχή λεγομένη χριστιανή, είς φ ι­λικήν παρατήρησίν μας, δτι τά χαρτιά πρέπει νά φύγουν άπό τό σπ ίτι. Μάς είπε δτι είνα ι «ή μοναδική χαρά κα ί εύχαρίατηοις είς αϋτήν τδ χαρτοπαίξει* II Παρηγορεΐ- τα ι καί ξεχνά κατά τάς ώρας τής χαρτοπαιξίας. "Ας ση- μειωθή δέ δτι, &ν τής εί'πωμεν, δτι αύτό δέν ε ίν α ι Χ ριστιανισμός άλλά έμπαιγμός των Ιερών κα ί τών όσιων, ίσως λιθοβοληθώμεν. Τόσον πολύ έχει βιζββολήσει δ Διάβολος έκεϊ, καί παρουσιάζεται μέ τό πρβσωπεΐον τής τράπουλας ώς παρηγορητής!!! λίκεφθήτε τόν Διάβολον . . . νά παρηγορή νά . . . σκορπίζη χαράν . . . Καθ’ ήν μάλιβτα στιγμή» δ Χριστός φωνάζει’ «Δεντε οτρός με πάντες οί κσπ ιώ ντες καί πεφορτιαμένοι, κ ίγ ώ άναπαύσβο ύμ&ί» (Ματδ. ΙΑ ' 28), νά παρουσιάζεται ό Διάβολος καί νά λέγη, δχι, ψΙμματα σάς λέγει, έγώ λέγω άλήθεια, Ιδώ θά βρήτε άνακούφισιν. Καί παρ’ δτι ό Παΰλος διασαλπίζει « Χ α ί­ρετε έν ΚΥΡΙΩ πάντοτε· π ά λ ιν έρώ, χαίρετε» (Φιλιπ. Δ’ . 4), ό Αιάβολος νά λέγη, δχι, χαίρετε έν Δ I A - Β 0 Λ Ω , καί έν πράσινη τραπέζη !

Ά λλά ποιος γνωρίζει τόν Διάβολον κχί τά έργα του ; Δέν είνα ι «ύτός πού μέσα είς τόν Παράδεισον έκαμε τά ίδ ια ; 'Ο θεός δέν είχεν ε ίπ ε ι, τότε είς τούς Πρωτοπλά­στους, μή κάμετε αύτό, διότι θά πεθάνετε, καί δ Διάβολυς τούς λέγει κάμστέ τ® καί θά γ ίνετε θ εο ί. Γνωρίζομβν δέ τά Αποτελέσματα τής παρακοής είς τόν λόγον τοΟ ®εοΟ καί τής ύπακοής είς τόν λόγον τοΟ Διαβόλου.

’Απειλή θανάτου δπήρχεν έπάνω άπό τάς κεφαλάς των, καί δέν τήν έφοδήθησιιν οί πρωτόπλαστοι. Άφορι- σμοί καί άναβίματα ύπάρχουν καί σήμερον έπάνω άπό τάς κεφαλάς μας καί ήμεΐς άδιαφοροΟμεν. Άκολουθώμεν ίδι- κήν μας όδόν καί ούχί τοΰ θεοΟ.

9

Πάντως, έάν συνεχίσωμεν αυτήν τήν έδόν, ή έποία φαίνεται άκακος, άδολος, αθώα, καί δέν μετανοήσωμεν καί έξομολογηθώμεν καί έγκαταλείψωμεν αύτήν καί γίνωμεν, λόγψ καί Ιργφ χριστιανβί, θά κολααθώμεν.

Τά ΓΙνεΟμα 8έ τβΟ θεοΰ, διά Σολομώντος, Γνα προ- φυλάξη ήμάς άπά παρομοίας πλάνας λ έ γ ε ι : «"Eativ όδδς η δακεΐ ιζαρά άνϋ·ρώηοις όρ&ή ε ίνα ι, τά δέ τελευτα ία αύτής έρχεται είς πυ&μένα &δον» (Παρ. ι§ ' 12). Δι’ αύτό άς μή λέγωμεν, δέν πειράζει τά ένα καί δέν π ε ι­ράζει τά άλλο' δλα πειράζουν καί βλάπτβυν ήμάς.

Ά λ λ ’ άκούομεν ένστάσεις, διαμαρτυρίας καθ’ § πάντα στενά πανταχίθεν. Μάς λέγουσι· “Ωστε δέν πρέπει νά πάμε πουθενά, ούτε νά Ινδυθώμεν κατά κόσμον, ούτε ένα έργο καλά νά δούμε ; Βλάπτει τά κοντά μανίκι, τά μίνι φουστάνι μας, πειράζει τά τολμηρά καρρέ μας, ζημιώνει τά σιγάρο μας καί τά χαρτί μας, τότε γ ιατί δλα αύτά είς τάν κόσμον άν δχί δι’ ήμάς; Ποιον τέλος πειράζομεν κά* μνοντες αύτά ; νομίζομεν κανέναν.

Είς τάς εύλογοφανεΤς ταύτας, δήθεν άθώας, ένστάσεις δέν εχομεν νά προτάξωμεν τίποτε άλλο είμή τά τού Παύ­λου. «,ΙΙάντα Ε'ξεατιν ά λλ ’ ον π ά ν ια συμφέρει»(Δ ' Κορ. στ' 12). Δηλαδή τά πάντα είνα ι έλεύθερα καί τά πάντα δύνασθε, άλλά δέν σάς συμφέρει, καθ’ ήν στιγμήν θά βλάψετε έαυτούς καί άλλήλους.

"Ενα, δύο παραδείγματα πράς τοΰτο. Δύναται φερ’ είπεΐν ή γυνή καί έπιβάλλεται μάλιστα νά φέρη καπέλλο ί'να σκεπάζη τήν κεφαλήν της. Ά π ά τήν στιγμήν δμως πού θά φορέση αύτό, ούχί ί'να σκεπάση τήν κεφαλήν της άλλ’ ί'να έπιδείξη αύτήν, αμαρτάνει. Δύναται π. χ. ή γυνή καί έπιβάλλεται νά Ινδύεται, ί'να σκεπάση τά σβιμα της, αύτά άλλωστε είναι άρεστάν καί είς τόν Κύριον. Ά λ λ ’ άπά τήν στιγμήν δμως πού ή γυνή Ινδύεται, ί'να έπιδείξη τά σώμά της ε ΐν α ι «βδέλνγμα είς τδν Κύριον». Καθ’ δτι αί γυναίκες σήμερον δέν ένδύονται άλλ’ έκδύονται, δ,τι δη­λαδή τάς έπροίκησεν ό θεάς καί δ,τι τούς φόρεσε ή άμαρ-

10

τία . ’Ήτοι χάβουν τά μαλλιά που τούς Ιδωσεν & θ εές καί βγάζουν τά ροΰχα πού τάς ένέδυσεν ή αμαρτία, ή παρακοή.

Δύναται έπίσης δ άνήρ νά πάη είς τό σινεμά άλλά δέν συμφέρει, πρώτον διά τόν έαυτόν του (Ισον καί άν Ιχη διαλέξη τό Ιργον), ούτε διά τόν άδύνατον πλησίον του. Διότι, έάν μέν λέγη δτι εχει Ικλέξει τά ίργον πού είς τήν πραγματικότητα δέν έκλέγεται (διότι διά νά τό έκλέξη Ιά πρέπει νά τό ίδή) δέν θά δυνηθη δμως είς τήν συνέχεια νά άποφύγη τό ζευγαράκι πού θά χαϊδεύεται βτό πλά ϊ του ή ατό έμπροσθηνό του κάθισμα μέσα ατό σκοτάδι τού σι­νεμά. Δέν θά άποφύγη τά κομμάτια τοΟ έπομένου έργου πού προβάλλονται πρός διαφήμισιν, πού Ισως είναι αίσχρά, ούτε τό σκάνδαλον τών άδυνάτων πού θά τόν ίδοΰν καί πού Ιξαρτοΰν άπό αύτόν τήν πορείαν των.

’Ακόμη ούτε νά καπνίσωμεν Ιχομεν δικαίωμα, ούτε χαρτί νά παίξωμεν, διότι τά χρήματα αύτά θά πρέπει νά διατεθούν διά τόν πόνον, τήν δρφάνια, τήν άνέχεια τήν ασθένεια τοΰ συνανθρώπου μας κ. ο. κ. "Ωστε ούδεμία δι­καιολογία ύπάρχει.

θ ά πρέπει δέ άκόμη νά γνωρίζωμεν δτι δ Χριστός, πληροί κατά πάντα τόν πιστόν του καί οΰτω δέν αισθάνε­ται καμμίαν άνάγκην άναψυχής καί μάλιστα άπό τά Ιργα τού Διαβόλου. Διότι δέν νομίζομεν νά πρεσβεύη κανείς δτι τό σινεμά, τό θέατρον, τά χαρτί, τόν χορό, τάς ταβέρνας, τό σι γάρο, τήν γύμνια, τό βάψιμο τών γυναικών, τό κόψι­μο τών μαλλιών αυτών κ .τ .τ . τά Ιφτιασε ί θεός. Α σ φ α ­λώς δλοι καί δλαι πιστεύομεν, δτι τά έφτιασε δ Διάβολος διά τόν ίδικόν του κόσμον, έναντιούμενος τφ θ εφ καί πρός διαφθοράν τοΰ άνθρώπου. Καί έν τούτοις, παρ’ δλα αύτά, έξακολουθοΰμε καί τοΰ είμεθα πιστοί.

Υπάρχει δμως καί μία άλλη τάξις λεγομένων χριστια­νών, οΓτινες λέγουσι, βτι ήμεΐς δέν κάμνομεν καί πολλά θρησκευτικά, άλλά δέν κάμνομεν καί τό κακόν; 'Ημείς γνω- ρίξοαεν πολλούς πού δέν παίζουν, δέν καπνίζουν, φορούν μακρύ μανίκι, έχουν μακρυά μαλλιά καί κάνουν άλλα χει­

11

ρότερα. Έ νώ ήμεΐς παίζουμε λίγο χαρτί, πηγαίνομε στό θέατρο, στόν σινεμά, δέν νηστεύομεν, δέν έκκλησιαζόμεθα, καπνίζομεν, άλλά δέν είμεθα φαρισαΐοι, ώσάν μερικούς. Δέν ε ίνα ι λοιπόν προτιμότερον αύτό πού κάμνβμεν ήμεΐς ;

Ά π αντώ μ εν Ό Χριστές, τόν πιστόν δέν τόν έβαλε νά έκλέξη μεταξύ δυο κακών. Δέν τού είπε δηλαδή, δταν ή έ· ξωτερική σου κατάστασις είνα ι καλή δύναβαι μέ τά έργα σου νά κρημνίσης τό παν, ή δταν είσαι Ιν τάξει έαωτερικώς, έξωτερικώς δύνασαι νά έκτροχιασβής. 'Όχι, δέν διδάσκει δ Χριστός καί ή Ε κκλησία Του τοιοΟτον τι. ‘Αλλά λέγει δτι θά κάμης καί τά δύο. Δηλαδή, αύ'ϊό πού έχεις έξω θά δγαίνη άπό μέσα, καί αύτά πού έχεις μέσα θά δεδαιοΟται καί άπ’ έξω.

Μέ όλίγας λέξεις <5 Χριστός ε ίπ ε : «Τ α ϋτα δό Sdei ποιήααι κ&κεϊνα μή ά φ ιένα ι» . (Μαχβ. κ γ ' 28). Δηλαδή, θά κάμης καί τά δύο. Έ άν είσαι ό χριστιανός, ώς θέλει ό Χριστός. Δέν θά διαφέρη τό έξωτερικόν οβυ το5 έβωτερικοΟ σου, καί τανάπαλιν. Διότι δέν υπάρχει περίπτωσις νά συν- υπάρχη η ίσ τ ις καί είδωλολατρεία... Δέν ταιριάζουν αύτά. “Οπου ύπάρχει τό ένα φεύγει τό άλλβ. Διότι τό μέν ένα είνα ι φώς, τό δέ άλλο είνα ι σκότος. Καί δπου ύπάρχει τό φ ω ς δέν ύπάρχει σκότος, καί δπου ύπάρχει τό σκότος, δέν ύπάρχει φως. ”Ά ς μή πλανώμεθα, λοιπόν, δτι δυνάμε­θα δήθεν ήμεΐς νά συμβιβάσωμεν φω ς καί σκότος, Χ ρι­στόν καί κόσμον. Διότι έάν είμεθα δπως μάς θέλει δ κό­σμος, δέν θά είμεθα δ πως μάς θέλει ό Χριστός. <χΕί γάρ έ'τι άν&ρώποις ήρεακον, Χριστού δνϋλος ούκ ά'ν ή- μην». (Γαλ. α '. 10).

ΜΕΡΙΚΟΙ Δ ΙΑΦ ΩΤΙΣΤίΚΟ Ι ΚΑΝΟΝΕΣ

Κ ανώ ν Ν', τής XT’. Οίκ. Συνόδου<ιΜηδένα τών άπάντω ν, ε ΐ ιε λα ϊκώ ν ι ϊ τ ε κληρι­

κών, κ νβεύε ιν άπό τον νυν" ε ί δέ τ ις το ιαΰτα φωρα- ΰ·είη ηράττων, ε ί μεν κληρικός ε ΐη , Ηαϋ·αιρείσ&ω, ε ί δέ λαϊκός άφοριζέσΦ ω».

12

Ε ρ μ η ν ε ί α

Έμποδίζουσιν οί Πατέρες ούτοι τό νά παίζη κύβους ή ­τοι ζάρια ή χαρτιά ή ντάμα, ή άλλα τοιαΰτα παιγνίδ ια κανένας λαϊκός ή κληρικός. "Οποιος δέ ύστερα άπό τόν Κανόνα τοΟτον ήθελε πα ίζει ταΟτα, έάν μέν είνα ι κληρι­κός νά καθαίρεται, έάν δέ λαϊκός νά άφορίζεται. ('Ιερόν Πηδάλιον σελ. 219).

Άφορίζουν οί Πατέρες τά ζάρια καί τά χαρτιά, πού δπήρχαν τότε, καί πού νά ζοΟσαν σήμερον νά ίδουν τήν πόκα, τόν πακαρά, τήν ρουλέττα, τό χαρακίρι, τήν σβούρα πάρτα δλα—βάλτε δλοι, ιό πόκερ, τό κογκάν κ .τ .τ . ! ! ! Εύτυχεϊς δπήρξαν πού δέν ζοΟν νά είδουν τήν σατανικήν έφευρετικότητα τών ήμερων μας.

Κ ανώ ν M B', τών ‘Α γίω ν "Αποστόλων

« ‘Επίσκοπος ί} Πρεσβύτερος $ Διάκονος, κύβοις αχολάζων, ή παναάαΰω , έ) καΰ'αίβείσϋ'ω » .

' Ε ρ μ η ν ε ί α :

Οί ίερωμένοι πρέπει νά είνα ι έμπροσθεν είς δλους ζω- τανόν παράδειγμα καί είκών κάθε εύταξίας καί άρετής καί παρακίνησις πρός κάθε άγαθοεργίαν. Ά λ λ ’ έπειδή καί με­ρικοί άπό αύτεύς παραστρατούν άπό τό καλόν καί τήν άρε- τήν, καί καταγίνονται είς κύβους, ήτοι ζάρια (καί κοντά σ’ «ύτά έννοβΟνται καί τά χαρτιά καί άλλα παιγνίδ ια), άλλά καί είς μέθας καί φαγοπότια, διά τοΰτο έ παρών Άποστο- λικός κανών διορίζει, δτι δποιος ’Επίσκοπος ή Πρεσβύτε- ρος ή Διάκονος, καταγίνεται είς τά τοιαΰτα άσεμνα έργα, ή νά παύση άπό αύτά, ή νά καθαίρεται άπό τήν ίερω- σύνην.

Αύτά είνα ι διά τούς κληρικούς τούς χαρτοπαίζοντας ή μεθύοντας.

13

Κ ανώ ν ΜΓ'. τών Α γ ίω ν ’Αποστόλων

«Υ ποδιάκονος ή ‘Αναγνώστης η Ψάλτης, τά &· μοια no ιώ ν, % πανοάσΦω η άφοριζέσΦω. °Ωσαύτως καί λαϊκός».

Ε ρ μ η ν ε ί α :

Καί αύτος 6 Κανών διατάσσει, δτι δποιος Υποδιάκονος ή ’Αναγνώστης ή Ψ άλτη; κάμνει τά όμοια, πού έμποδίζει ό άνωτέρω MB'. Κανών, ήτοι παίζει ζάρια ή χαρτιά ή άλ­λα παιγνίδ ια , καί άκόμη καταγίνεται είς μέθας καί φαγο­πότια, η νά παύση άπό τά τοιαΰτα άσεμνα τοϋ Σκτανα, Ιρ- γα, ή μή παύων, νά άφορίζηται. 'Ομοίως καί οί λαϊκοί, πού είς βκύτά τά ίδια καταγίνονται ή νά παυσουν άπό αύ­τά ή νά άφορίζωνται άπό τήν σύναξιν τών πιστών, τήν θ . Κοινωνίαν δηλαδή. (Βλ. Ίερ, Πηδ. σελ. 51—52).

ΤΕς λοιπόν δύναται νά μάς εϊπη , δτι αύτά είνα ι αθώα πράγματα, πού δέν έχουν καμμίαν βαρυτέραν έννοιαν, καθ’ ήν στιγμήν ύπάρχούν άφορισμοί Άποστολικοί καί Συνοδι­κοί ; Τίς ϊύνατα ι νά λέγη πλέον, παίζω διά νά περνώ τήν ώραν μου, ή παίζω άθώα ;

ΤΕς δύναται νά λέγη πλέον, δτι τό χαρτοπαίγνιον ε ί­ναι άγγελικέν πράγμα, έφ’ δσον Ιπισύρει τούς άφορισμούς τών άνίρώπων τοΰ 'Αγίου Πνεύματος;

Δύο τινά δπάρχουν άγαπητοί" Θεός καί Διάβολος ή Χριστός καί Κόσμος, κα ί δυστυχώς δέν δυνάμεθα νά έρ- γ «ζώ μ ε ί« κκί είς τούς δύο. Καλούμεθα, λοιπόν, νά άκολου- θήβωμεν τόν μέν ή τόν δέ. ’Ακολουθώ δέ, σημαίνει, συμ- μ®ρφ®$μ*ι μέ αύτόν μέ τόν όποιον συντάσσομαι. Δηλαδή είμεθα Χ ριστιανοί; θά ζήσωμεν Χριστιανικά. Είμεθα « ε ί- δω λβλάτρα ι; θά ζήσωμεν κοσμικά. Αύτή είναι ή άλήθεια κ α ί : «8δ V&B ο ί » Μβτι; καϋ1’ ήμών, ϋπόρ ημών ία τ ίν» . (Ίωάν. θ ' 50) λέγει δ Χριστός, άποδεικνύων, δτι δύο πνεύ­ματα όπάρχουν : "ΑγαΦόν καί πονηρόν.

”Αν τά έργα μας καί ή βψις μας είνα ι πονηρά, άρα

είμεθα τοΟ πονηρού. “Αν τά έργα μας καί ή δψις μας είναι άγαθά, άρα είμεθα τοΰ άγαθοΰ, καί &ς μή πλανώμεθα.

Τελειώνοντες τάς παρατηρήσεις μας αύτάς έπί τ®0 ζητήματος «ΟύδεΙς δύνατα ι δνσ ΐ κνρίσ ις δονλεύειν», ζηχοΰμεν χριστιανικήν συγγνώμην άπό τούς άναγνώβτκς τοΰ μικροΰ τούτου πονηματΕου, πού τυχόν μέ τά γραφέμενά μας Ιπικράνθησαν. Τό πνεύμα τών παρατηρήσεων μας δέν Ιχει σκοπόν τόν έλεγχον άλλά τήν έν Χριστφ ύπενθύμισιν, τήν νουθεσίαν, τήν διαφώτισιν.

Έκάμαμεν μίαν ύπενθύμισιν είς τούς έπίλήσμονας καί μίαν διδαχήν είς τούς άγνοοΰντας, άπό χριστιανικόν ένδι«- φέρον καί καθήκον. "Οστις θέλει, δύναται νά Ιπιβτρέψη είς δ,τι διδάσκει ή Ε κκλησία καί τά γραπτά κείμενα αύ- τής. “Οστις δέν θέλει, άς άκολουθήση τόν κόσμον καί τά τοΰ κόσμου, μόνον νά μή πλανάται καί πλανά, διότι δέν ε ίνα ι τοΰ Χριστοΰ.

Ό έπιστρέφων, καλείτα ι έν μετανοί$ καί έξομολο- γήσει νά έπιστρέψη. θ ά έξομολογηθή, δτι μέχρι τοΰδε είρ- γάζετο τά εργα τοΰ Σατανά, ά· « Ό Υιός xtv Θεοΰ ήλ'&ε νά ηαταλύαχι». (Α '. Ίω άν. Γ '. 8) καί δτι μετανοεί δι’ αύτό καί ζητεί τήν συγχώρησιν καί τό έλεος τοΰ θεοΰ, πού δ Κύριος θά τό δώση, καί τό εύχόμεθα εκ βάθους καρδίας.

Δηλαδή θά πραγματοποίηση εκείνο πού διδάσκει δ άδελφόθεος- « Ό γέλως ύμώ ν ε ίς ατέν&ος μεταατρα- φ ή τω καί ή χαρά είς κατήφειαν», διότι άνευ «πένθους κατά Θεόν» δέν υπάρχει σωτηρία. Καί γνωρίζομεν πολύ καλά, δτι δ σύγχρονος χριστιανισμός ούτε κηρύττει ούτε έπιδιώκει τούτο. Πένθος διά τάς αμαρτίας μας δέν έχομεν ούτε δάκρυα δι’ αύτάς. Καί έν τούτοις δλοι πού αγίασαν έπένθησαν καί έκλαυσαν καί οΰτω ήγίασαν.

Λέγεται δέ, δτι ό μέγας ’Αρσένιος, είχε είς τό στήίός του ένα παληό κομμάτι πανί γιά νά σκουπίζη τά δάκρυά του πού διαρκώς έτρεχαν άπό τά μάτια του, ένώ ήτο σκυμμέ- ν®ς είς τό έργόχειρό του. Καί ό "Οσιος Ποιμήν πού τον είδε κάποτε, νά χύνη τόσα δάκρυα, του είπε μέ θαυμασμό’

15

« Τ ρ ι σ ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ς ε ί σ α ι , ‘Α ρ σ έ ν ι ε , δ ιότ ι έπ έν Φ ησ ε - τόσ ον π ο λ ύ σ' αύτόν τδν κόσμο, ώστε Φά βρβς παντός τε ινή χα ρ ά ατόν ά λλο ν» .

Τί έχει λοιπόν νά παρουσιάσω δ σύγχρονος μβντέρν»ς χριστιανός έναντι αύτοΟ; Χορόν, σινεμά, φαγοπότι, χαρτί, σιγάρον, ιππόδρομον, θέατρον, σπόρ, γέλωτας, ξεφαντώ- ματα, πάρτυ έσωρρούχου, μόδες, κ. τ. τ . , δι’ αύτό άλ- λείμονόν μας.

Ά λλά πδς νά πενθήσ-ξ] δ σύγχρονος χριστιανός, άφεΟ δέν γνωρίζει δτι ε ίνα ι ύπόδικος καί δτι τόν άναμένει κρί- σ ις ; Διότι δέν γνωρίζομεν δυστυχώς, καί δέν γνωρίζομεν, είτε διότι δέν μάς κηρύττουν τήν άλήθειαν ή διότι δέν έν- διαφερόμεθα ήμεΐς νά μάθωμεν αύτήν. Καθ’ δτι έάν Ιγνω- ρίζαμεν θά έρωτούσαμεν περί τοΟ τρόπου τής σωτηρίας μας, ώς έρώτησε είς νέος τόν Γέροντα του λ έγω ν «Γέροντα τί νά κάμω γιά νά σωθώ ; Καί ό γέρων τοΰ άπήντησε- «Β ίασε τδν έαυτόν σον, τέχνον, χαϊ κάμνε δτι χά- μνανν el χατάδικοι στή φυλακή».

— Μά τί κάμνουν οί κατάδικοι γέροντα;— Τ ί κ ά μ νο υν ; Νά, έρωτοϋν διαρκώς μέ Αγωνία

ζω γραφισμένη ατά πρόσωπά των. Hcv ε ίν α ι ό Β ασι­λ ε ύ ς ; Πότε δρχ ετα ι; Μ ήπφς δόϋηχε χάρ ις; Τρέ­μουν δέ καί κλαίουν, περιμένοντες τήν στιγμήν πού Φά τούς πάρουν διά νά τούς όδηγήσουν είς τόν τόπον τής έχτελέσεως. Αύτά λέγουν χαϊ αύτά κάμνουν τέχνον μου. Γ ι ’ αύτό πένΦησε καί κλά ψ ε δίν Φέλης νά οω·θ·ϋς$>·

Καί είνα ι άλήθε.α, δτι άνευ τής μνήμης των καθημε­ρινών αμαρτιών μαν καί τοΰ πένθους μας δ ι' αύτάς δέν ύπάρχει τρόπος σωτηρίας. Ά λλω στε ώς μάς έχουν περι­σώσει καί οί ιστορικοί, δ Κύριός μας «Ούδέπατε έΦεά&ει γελών, π ο λ λ ά χ ι ς δέ χ λ α ί ω ν » . Πώς λοιπόν ήμεΐς θά κα- τορβώσωμεν μέ τόν αντίθετον τρόπον νά σωθώμεν;

“Ωστε προσοχή, πιστέ, διότι Χριστός καί κόσμος, είνα ι δύο πράγματα πού ούδέποτε συνυπάρχουν καί πού τό ένα σώ ζει καί τό άλλο κολάζει.

16

Ε Ρ Γ Α Τ Ο Υ Ι Δ Ι Ο Υ1) Tb άντίδοτον ΐοϋ θανάτου Δρχ. IS,31 "Ινα μή άδικώμεν τούς 'νεκρούς μας * 18.8) ’Αληθώς άνέστη ό Χριστός » 8.4) Οι τρεις αστέρες τής Θεοτόκου » 6.5) Ή νηστεία εντολή τοϊ: Θεοΰ » 6.6) Διατί ό ’Ιούδας είναι Ινοχος » 3.7) Ό δεύτερος πρόδρομος τής παρουσίας Χριστοΰ » 3.8) Μοναχισμός—’Ασκητισμός—Άναχώρησις » 14.9) "Άλλο καλός άνθρωπος καί άλλο χριστιανός » 18.

10) ’Αμνός—Χριστός—Πάσχα » 3.11) Διά τούς άσεβούντας λαϊκούς καί Κληρικούς

εν τή Θείφ Λειτουργίφ. » 8.12) Τίμιος καί ζωοποιός ό 2ταυρός καί οΰχί

φονικόν όργανον » 8.13) Ποϋ ό Χριστός άπδ δώδεκα ετών εως τριάκοντα » 3.14) Ούχί δ Θεός Ινοχος τής αμαρτίας άλλ’ δ άνθρωπος » 4.15) Τίς δ σκοπός τής Προηγιασμένης » 3.16) Άδιαλβίπτως πρόσεΰχεσθε » 14.17) Νίκων <ό Μετανοείτε» (επιμέλεια! » 15.18) Επιστροφή είς την 'Εκκλησίαν » 3.19) Μέγα τό τής Μετανοίας καί έξομολογήσεως

Μυστήριον » 6.20) Ό ταν ή γυνή δέν φοβείται τδν θεόν » 3-21) Διά τούς άπορρίπτοντας τά είσόδεια τής Θεοτόκου » 3.22) Χριστός—Πιστός—Κόσμος » 3.23) Αίτια ενα γράμμα » 3.24) Έτέχθη ύμϊν σήμερον Σωτήρ » 3.25) Ό ταν ελθη δ Υιός τού ανθρώπου έν τή δόξη Αύτοΰ » 3.S6) "Εστω καί τήν ενδεκάτην » 3.27) Ή "Αγία Φωτεινή (επιμέλεια) » 3.28) Θανάσιμον αμάρτημα ή αποφυγή τής τεκνογονίας » 12.29) 'Υπό τήν είιλογίαν ταΰ Γολγοθά » 3.80) Ούδέν ανίατον διά τδν "Αγιον Νεκτάριον (άδετον) » 27.

» » » » » (δεμένον) » 35.81) Μυστήριον μέγα η θεία Ευχαριστία » 3.32) Περισσότερον σεβασμόν είς τήν Ίερωσύνην » 3.33) Περί Γάμου » 3.&4) Έγκόλπιον 'Ορθοδοξίας (δεμένον) » 50.35) ‘Ιστορία ακριβής τής σταυρώσεως καί άναστά-

σεως Ίησοϋ Χριστοΰ (επιμέλεια) » 6.36) Ή διά σαρκός απώλεια * 6.37) Διά νά μή ξεχνούμε » 12.38) Ό Υίός τοϋ Θεοΰ Υιός τής Παρθένου γίνεται » 6.39) Παράκλησις 'Αγίου Νεκταρίου (επιμέλεια) » 3.40) Άντιευαγγελικοί οί «Ευαγγελικοί» » > 15.

» » » (δεμένον) » 22.41) ΙΙερί Ταμάτων » 3.42) Όρθ)ξος Χ)νική ’Ανθολογία Βιβλίον Α'. (Δεμ.) » 35.48) » » » » Β'. » » 35.