Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

32

description

Μυθοπλασία στην ταραγμένη Αθήνα του 1843, με αληθινούς πρωταγωνιστές σε έναν αληθινό κόσμο, με αφορμή ένα αληθινό δημοσίευμα.

Transcript of Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Page 1: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως
Page 2: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

2 Μπάμπης Καββαδίας

Εικόνα εξωφύλλου: «Το εσωτερικό της αγοράς της Αθήνας»,

Εικόνα οπισθοφύλλου: «Πηγάδι και χωρικοί στην Αθήνα»

Γκραβούρες του M. A. Proust, που συνόδευε το άρθρο του “Un Hiver A Athènes”, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Le Tour Du Monde, Nouveau Journal des Voyages”, τόμος 5, Παρίσι, 1862.

Page 3: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 3

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Μπάμπης Καββαδίας

Μυθοπλασία στην ταραγμένη Αθήνα του 1843, με αληθινούς πρωταγωνιστές σε έναν αληθινό κόσμο, με αφορμή ένα αληθινό δημοσίευμα

Αίγιο, Δεκέμβρης 2012 – Γενάρης 2013

toufas.blogspot.com

Page 4: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

4 Μπάμπης Καββαδίας

Page 5: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 5

[ Ι ]

Το πρωί εκείνης της Τρίτης ο Αναστάσης Κονοφάος έκλεισε την πόρτα του σπιτιού του, δίπλα στο αρχοντικό του Σιρωκιάδη, καρσί στους Αέρηδες, και πήγε να κάνει το πρώτο βήμα -μεγάλο, περήφανο, ανάλογο του αξιώματος, ή καλύτερα, της νέας του στολής- στην άπλα των Αέρηδων. Μαζεύτηκε όμως απότομα. Προσπάθησε να τεντώσει το ύφασμα του πανταλονιού του τραβώντας το από τη μέσα μεριά του μπουτιού του.

«Αϊ σιχτίρ», πέταξε μέσα απ’ τα δόντια του και κίνησε με λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε στόμφο. Ο φρουρός στην πύλη των φυλακών του Μεντρεσέ τον χαιρέτησε στρατιωτικά κι αυτός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό φέρνοντας φιγουρατζίδικα το μπαστούνι του -το σύμβολο του αξιώματός του- στο γείσο του φανταχτερού του καπέλου. Κατηφόρισε τον δρόμο του Αιόλου περπατώντας νευρικά -το ύφασμα του πανταλονιού τού ‘σφιγγε γερά τα αχαμνά- και μοιράζοντας καλημέρες από ‘δω κι εκεί στον κόσμο που είτε κατευθυνόταν προς την Αγία Ειρήνη, είτε ερχόταν στο Πάνω Παζάρι.

«Α ρε κερατά φραγκοτερζή...» ψιθύρισε. «Τους μπαβαρέζους μου γαμώ και τα κωλοφορέματά τους...»

Λίγο πριν βγει στην Ερμού άνοιξε μια πόρτα κάτω από την επιγραφή «ΕΜΠΟΡΟΡΡΑΦΕΙΟΝ ΣΩΜΜΑΡΙΠΟΥ».

«Χαραμοταϊσμένε Σωμμαρίπα, φτιάχ’ το γρήγορα πριν μου χαλάσει τα καλαμπαλίκια!» φώναξε στο σκυμμένο στα σύνεργα της τέχνης του ράφτη.

Ο Κονοφάος ξεκούμπωσε με φούρια το πανταλόνι του και όταν τό ‘βγαλε, ο ράφτης κοίταξε εμβρόντητος τη χοντρή σκελέα που σκέπαζε τα μπούτια του, σαν αυτές που βάζανε το χειμώνα κάτου από τη φουστανέλα αντί για κάλτσες!

«Oh, mon dieu! Κύριε υπαστυνόμε μου, όταν σας έραβα δεν φορούσατε σκελέα. Πώς ήθελε η αφεντιά σας να την υπολογίσω;»

Page 6: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

6 Μπάμπης Καββαδίας

Ο ράφτης άρχισε να ξηλώνει την ραφή στον καβάλο του πανταλονιού, με τον υπαστυνόμο να του λέει:

«’σου χέσω τα Παρίσια σου και σένα και κείνου του στούρνου του Αστυνόμου που του τη βάρεσε να μας μασκαρέψει έτσι σα δικράνια!… Φτιάχ’ το τώρα πρόχειρα, ίσα για να μπορέσω να πάω στη Μητρόπολη. Θα σού ‘ρθω αύριο για να τ’ ανοίξεις σωστά.» Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο τον μουντό νοεμβριάτικο ουρανό. «Τι να φτουρήσει μια φλύδα φραγκοΰφασμα με το κρύο πού ‘ρχεται!»

Ο φραγκοράφτης έκανε μια υποτιμητική γκριμάτσα και έπιασε τη βελόνα. Ο Κονοφάος πήγε προς το παραθύρι. Παραμέρισε μια αρμαθιά μακριές κόκκινες υφασμάτινες λωρίδες, που κρέμονταν εκεί πέρα για να φαίνονται απ’ έξω, και κοίταξε τον κόσμο που ‘χε αρχίσει να γεμίζει τα καφενεία εκεί που σμίγαν οι δρόμοι του Ερμή και του Αιόλου, την «Ωραία Ελλάδα» και την «Ανατολή».

«Θέλετε και μια απ’ αυτές τις ταινίες για τη στολή σας, υπαστυνόμε;», έκανε ο ράφτης δείχνοντας στον Κονοφάο τα υφάσματα που είχε μόλις παραμερίσει. «Έγιναν ανάρπαστες από τους πληρεξούσιους που είχα την τιμή να ράψω για την Εθνοσυνέλευση.»

Ο Κονοφάος κοίταξε μια τις λουρίδες και μια τον ράφτη με σκοτεινιασμένο βλέμμα.

«Ήμουν υπηρεσία κείνο το βράδυ. Δεν ήμουνα με τους επαναστάτες.» Ο ράφτης χαχάνισε.

«Ω, μα τι λέτε! Η ερυθρά ταινία φέρεται από άπαντες!» Τον κοίταξε με νόημα. «Από όλους τους καλούς κυρίους, όπως κι αν αυτοί εκινήθησαν την 3ην Σεπτεμβρίου!» Έκανε μια μικρή παύση για να δει αν αντιδρούσε ο Κονοφάος. Θέλησε να τον τσιγκλήσει κι άλλο. «Δείτε για παράδειγμα τον αξιότιμο τότε προϊστάμενόν σας και πλέον υποδιοικητήν Θηβών!»

Ο Κονοφάος έμεινε σιωπηλός, αλλά ανάσανε μια δυο φορές πιο βαριά. Προς απογοήτευση του ράφτη που ψόφαγε για κουβεντούλα και που δε δίσταζε να ξύσει πρόσφατες πληγές για να την αρχινήσει, συνέχισε να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Στο δρόμο όλο και πύκνωνε το γνώριμο σμήνος των τεχνιτών, των παραγιών, των υπηρετριών, των

Page 7: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 7

χαμάληδων, των διακονιαρέων. Ανάμεσά τους όμως ξεχώριζαν και κάποιες πρωτόφαντες παρέες, καθώς προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο μέσα από το πλήθος των ανθρώπων της αγοράς και των ζωντανών τους και να μην λερωθούν τσαλαπατώντας στο λασπωμένο δρόμο. Κορδωμένοι πληρεξούσιοι, άλλοι με κολλαριστά φράγκικα ρούχα κι άλλοι με καλοπλυμένες φουστανέλες και χρυσοκεντημένα γελέκια, περιστοιχισμένοι από παλικάρια με αγριωπές φάτσες, μακριά καλολαδωμένα μαλλιά και ασημοκαπνισμένα κουμπούρια στα σελάχια τους, κατευθύνονταν προς τη Μητρόπολη, στη λειτουργία που θα βλόγαγε την έναρξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης.

Τη στιγμή που ο ράφτης περνούσε με μαστοριά τις τελευταίες βελονιές στο πανταλόνι, ακούστηκαν φωνές.

«Παναγιά μου, θα γίνει φονικό!» φώναζε μια κυρά που κατέβαινε τρέχοντας τον δρόμο απ’ την μεριά της Καπνικαρέας. Ο ράφτης πέταξε ένα «Oh la la!», έκοψε βιαστικά με τα δόντια την κλωστή κι έδωσε το παντελόνι στον υπαστυνόμο, που είχε ήδη φορέσει το ψηλό του πηλίκιο.

Ο υπαστυνόμος βγήκε στο δρόμο και άρχισε να τρέχει προς το μέρος που ακουγόταν ο σαματάς. Πάνω στην πιλάλα του δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει με ικανοποίηση ότι το πανταλόνι δεν τον πίεζε πλέον στα ευαίσθητα σημεία…

Έξω απ’ το παντοπωλείο στο ισόγειο του σπιτιού του Κυργούσιου δυο παλικαράδες - πρώτη φορά τους έβλεπε- είχανε βάλει κάτω και χτυπάγανε τον Ιωάννου, τον πραματευτή από τον Όλυμπο. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει το λόγο. Τέτοιοι σαματάδες εδώ και κάμποσο καιρό ήσαν πολύ συχνοί. Τι να έκανε όμως; Να τους ανάγκαζε να πληρώσουν στον έμπορα το κρασί και ό, τι άλλο του είχανε πάρει; Πώς; Θα κούναγε απειλητικά μπροστά τους το μπαστούνι του κι αυτοί θα βγάζανε γελώντας τα κουμπούρια τους. Ή έστω κανά χατζάρι ή κανά χαρμπί, αν ήταν τυχερός. Να τους συλλάμβανε; Και να τους πήγαινε πού; Όλες οι δυνάμεις της εξουσίας ήσαν απασχολημένες με την Εθνοσυνέλευση.

Page 8: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

8 Μπάμπης Καββαδίας

«Να μη σας ματαδώ μπροστά μου», τους είπε τσαμπουκαλίδικα όταν μπήκε ανάμεσά τους, για να γλιτώσει τουλάχιστον το χριστιανό απ’ τις κατραπακιές.

Στα εκατόν εξήντα βήματα που έκανε ως τον Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης προβάρισε στο μυαλό του την αναφορά του προς τον Δημαστυνόμο Πετροκόκκινο.

[ΙΙ]

Όταν ένα πιτσιρίκι τρεις μέρες μετά, έφερε τρέχοντας στην Αστυνομία την είδηση για το φονικό κοντά στην εκκλησία του Αη-Νικόλα του Ραγκαβά στην Πλάκα, ο Κονοφάος δεν έψαξε να βρει τον προϊστάμενό του για να τον ενημερώσει.

Η ευθύνη για την «διατήρηση της τάξης» περιελάμβανε μια ευρύτατη γκάμα καθηκόντων και υποχρεώσεων για τον εκάστοτε Δημαστυνόμο, ανάλογα με τις ορέξεις των ανωτέρων του, τόσο στον κρατικό μηχανισμό όσο και στο κόμμα το οποίο τον διόρισε σε αυτή τη θέση. Ο Δημαστυνόμος Πετροκόκκινος κατά την προηγούμενη θητεία του στη θέση αυτή είχε επιδείξει αξιοθαύμαστες ικανότητες στην εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθεντο από όλους ανεξαιρέτως τους ανωτέρους του, τόσες, που δεν υπήρξε Αθηναίος να μην εκπλαγεί όταν τον ξηλώσαν τον Ιούλη του ’43. Η Επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη δεν έδιωξε μόνο τους Βαυαρούς αλλά και τον παραλογισμό, με αποτέλεσμα όλες οι παρατάξεις να θεωρήσουν αυτονόητη την επαναφορά του Πετροκόκκινου στη θέση του Δημαστυνόμου και την ανάληψη από αυτόν όλων των καθηκόντων που απαιτούνταν για να επανέλθει η ησυχία στην πόλη.

Τώρα που ο Αντρέας Μεταξάς, αρχηγός του Ρούσικου Κόμματος, των Ναπαίων, στο οποίο ανήκε ο Πετροκόκκινος, ήταν και Πρωθυπουργός, οι κομματικές υποχρεώσεις του Δημαστυνόμου ταυτίζονταν με τις εθνικές. Εκείνη τη μέρα ο Πετροκόκκινος έπρεπε να συνοδέψει μέχρι τον Πειραιά τον Κατακάζη. Το πρωί είχε έρθει διαταγή με το ρούσικο ατμόπλοιο ότι τον παύανε από πρέσβη του Τσάρου στην Αθήνα, τον αποπέμπανε από κάθε δημόσια υπηρεσία και τον υποχρεώνανε να επιστρέψει με το ίδιο ατμόπλοιο στην Ρωσία. Τιμωρία,

Page 9: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 9

γιατί άφησε τους ναπαίους να κατεβούν στο δρόμο στις 3 του Σεπτέμβρη και να ζητήσουνε μαζί με τους άλλους Σύνταγμα.

Ο Κονοφάος ανηφόρισε λοιπόν βιαστικά τον δρόμο του Αιόλου ακολουθώντας τον πιτσιρικά. Λίγο πριν το σπίτι του στρίψανε ζερβά, στο δρόμο του χαμαμιού του Αμπίντ- Εφέντη. Συνεχίσανε ίσαμε τον πύργο του Τσωρτς κι εκεί στρίψανε δεξιά.

Ακούς εκεί, φονικό! σκεφτόταν ανηφορίζοντας προς τον Αη-Νικόλα τον Ραγκαβά και το συγκεντρωμένο εκεί κόσμο. Από πότε είχε να γίνει κάτι τέτοιο στην Αθήνα; Άσε τον νωματάρχη που σκότωσαν έξω από το σπίτι του Μακρυγιάννη το βράδυ της Επανάστασης. Από ασυνεννοησία τονε φάγανε εκείνον. Φονικό… και μάλιστα στην Πλάκα! Στην δικιά του περιοχή! Τέτοια πράματα γίνουνταν στις άκρες, εκεί που μένανε οι δημόσιες γυναίκες. Όχι και μέσα στην πόλη!

Το σκοτάδι είχε ήδη πέσει για τα καλά. Αυτό το σκοτάδι ήθελε να προφτάσει η Κρινιώ, η κυρά του Γιώργη του Φούντα, και περπατούσε βιαστικά στα σοκάκια της Πλάκας. Ερχότανε λέει απ’ τη σπηλιά του Μακρυγιάννη, απ’ την πίσω μεριά του Βράχου οπού ‘χε πάει ν’ αγοράσει ψωμί και τυρί απ’ τον παραγιό του Στρατηγού, το Σταμάτη. Κουβαλούσε -λέγανε- ένα ταγάρι, που μέσα του κουδουνάγανε κάτι νομίσματα καθώς χτυπάγανε μεταξύ τους και με τα ψώνια της. Δεν ήθελε -λέγανε- να ξύπναγε το άλλο πρωί ο άντρας της και να μην είχε να του δώσει λίγο ψωμοτύρι πριν φύγει για τ’ αργαστήρι.

Ανεπρόκοπη γυναίκα, σκέφτηκε ο Κονοφάος όταν είδε το σφαγμένο κουφάρι ξαπλωμένο στα σκαλάκια της στενωσιάς που πέρναγε πίσω απ’ το ιερό της εκκλησιάς. Ποια νοικοκυρά τρέχει τελευταία στιγμή για τα χρειαζούμενα τ’ αντρός της; Δεν ήξερε τι της έλειπε απ’ το κελάρι;

Έριξε μια ματιά στον άντρα της, που τρανταζόταν από τους λυγμούς πάνω από το άψυχο κορμί και προσπαθούσε με τα χέρια, σαν να μην καταλάβαινε τι είχε γίνει, να κλείσει την πληγή από το μαχαίρι.

Το ταγάρι που λέγαν οι γειτόνοι ότι κουβάλαγε τα χρήματα και τα πράματα η Κρινιώ δεν ήταν πουθενά. Κάποια γειτόνισσα πρόσεξε ότι έλειπε και το κεφαλομάντηλο της κοπελιάς, το προικιό της, το λουλουδοκεντημένο.

Page 10: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

10 Μπάμπης Καββαδίας

Ρώτησε ένα τυπικό «Ποιος είδε τι έγινε ‘δώ πέρα;» γνωρίζοντας από πριν τι θα του απαντούσανε. Μόλις είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους και ανάψει τα νυχτερινά λυχνάρια, όταν άκουσαν την Κρινιώ να σκούζει. Βοήθεια, χριστιανοί! Δε βιαστήκανε να βγούνε. Δυο βδομάδες τώρα, απ’ όταν μαζεύτηκε τόσος κόσμος στην Πρωτεύουσα -από τη μια οι πληρεξούσιοι κι οι κουμπουροφόρες συνοδειές τους και από την άλλη οι ακάματοι των επαρχιών που έλπιζαν ότι τώρα που διωχτήκανε οι Βαυαροί θα βολεύουνταν αυτοί- γίνεται το σώσε απ’ τις αταξίες, μέρα και νύχτα. Όχι όμως φονικά. Οι υπαστυνόμοι κι οι κλητήρες της Αστυνομίας πάντα φτάνανε αργά στους τόπους των επεισοδίων, ενώ οι στρατιώτες της φρουράς πάντοτε περιπολούσαν στα χαμηλά, μοναχά γύρω από το Βουλευτήριο και τα Ανάκτορα. Όταν λοιπόν καταλάγιασαν οι φωνές της δύσμοιρης Κρινιώς, οι νοικοκυραίοι βγήκαν απ’ τα σπίτια τους να δουν τι συνέβη. Και είδαν. Ένας κίνησε να φωνάξει τον άντρα της, ενώ ένας άλλος έστειλε το πιτσιρίκι του να ειδοποιήσει όποιον εκπρόσωπο της Αρχής πετύχαινε πρώτο.

Οι γειτόνοι είχαν τυλίξει σε σεντόνια το πτώμα της Κρινιώς και το πηγαίναν στο σπίτι της, να το ετοιμάσουν για την κηδεία. Ο Κονοφάος σήκωσε τους ώμους και γύρισε να κατηφορίσει για την Αστυνομία. Πριν προλάβει να κατέβει δυο σκαλιά ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Γύρισε.

«Βρες τον πριν από μένα, υπαστυνόμε...» Η απειλή στη φωνή του Γιώργη ήταν καθαρή σαν κρούσταλλο.

Ο Κονοφάος ξεφύσηξε βαριά χωρίς να απαντήσει κάτι στον χήρο που έστριβε βιαστικά για να ακολουθήσει την πομπή των γειτόνων του.

Αποφάσισε να κάνει μια γύρα, μπας κι έβρισκε τίποτε χρήσιμο. Στην Αθήνα είχανε και το λέγανε για την παρατηρητικότητά του και το χάρισμά του να διακρίνει πράματα που σε άλλους δεν λέγανε τίποτα. Θυμήθηκε εκείνη την καλοκαιρινή μέρα, όταν τον ειδοποιήσαν ότι στου Αναστάση του Μακελλάρη, καρσί στο Θησείο, κρύβονταν κάποιοι νυχτοκλέφτες, που είχαν ρημάξει τα καλύτερα σπιτικά της Αθήνας. Είχε μπουκάρει στο σπίτι εκείνο με φούρια. Έψαξε από ‘δω, έψαξε από ‘κει, στην αυλή, στο στάβλο, μέχρι και κάτω απ’ τον απόπατο. Το γύρισ’ όλο ανάποδα. Τζίφος. Βγήκε τότε στο δρόμο κι άρχισε να κοιτάζει το σπίτι καλά καλά. Κάτι του φαινόταν λάθος. Ανάμεσα στο παράθυρο της σάλας

Page 11: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 11

και τον τοίχο της έπρεπε να υπήρχε κάποιος χώρος, που από μέσα δεν φαινόταν. Μπήκε ξανά μέσα, χτύπησε τον τοίχο, ακούστηκε ότι από πίσω του ήταν κούφιος κι άρχισε να τον γκρεμίζει με μιαν αξίνα. Στο κρυφό εκείνο δώμα βρήκε τους δυο κλέφτες: Κάτι λιανά ανθρωπάκια ήσαντε, ορφανά κάποιου αγωνιστή που σκοτώθηκε με τον Καραϊσκάκη στο Φάληρο, που προτίμησαν να ζούνε κλέφτες στην πόλη από διακονιαραίοι. Ληστές στα βουνά από κολίγοι στη δούλεψη κοτζαμπάσηδων που χαίρουνταν τις προσόδους των ματοκυλισμένων από τους συντρόφους του πατέρα τους εθνικών χτημάτων. Βρήκε και μπόλικα κλοπιμαία: Ασημοκαπνισμένα γιαταγάνια και χαρμπιά, κοσμήματα, μαστραπάδες –το μερτικό του Μακελλάρη- αλλά και κεφάλια τυρί, καπνιστά κρέατα και ρούχα. Το κατόρθωμά του αυτό το είχαν γράψει τότε όλες οι εφημερίδες.

Τι περίμενε να βρει απόψε; Τα αίματα που πήζανε στα πέτρινα σκαλιά και τα ντουβάρια ολόγυρα δεν ήσαν καθόλου ομιλητικά.

Φαίνουνταν όμως ομιλητικοί εκείνοι που είχαν ξεμείνει στις γύρω γωνιές. Στην άπλα κάτω απ’ τον Αη-Νικόλα στέκουνταν τέσσερις παληκαράδες, που δεν τους είχε προσέξει όταν ανέβαινε βιαστικά για να δει το πτώμα. Μασουλάγανε ψωμοτύρι και σκουντάγανε ο ένας τον άλλον περιπαιχτικά, δείχνοντας προς το μέρος του φονικού. Στο φως του φαναριού που κρεμόταν πάνω απ’ την πόρτα του ναού ο Κονοφάος τους αναγνώρισε: Οι συνοδοί του Λόντου του Αναστάση απ’ τη Βοστίτζα, σπουδαίου άντρα της αγγλικής μερίδας. Όταν είχαν φτάσει στην Αθήνα, πέρασαν -καταπώς όριζε το Υπουργείο για όλους τους ανθρώπους των πληρεξουσίων- απ’ την Αστυνομία να δηλώσουν ότι δεν κουβάλαγαν μαζί τους όπλα.

Όταν τους πλησίασε ο Κονοφάος, ο πιο νταής από την παρέα τον ρώτησε:

«Ψάχνεις τίποτις, υπαστυνόμε;»

Ο παλικαράς είχε βγάλει απ’ το σελάχι του ένα μεγάλο μαντήλι και έκανε ότι σκούπιζε το μέτωπό του. Στη λάμψη του φαναριού ο Κονοφάος ήταν σίγουρος ότι διέκρινε λουλούδια κεντημένα στο μαντήλι.

Page 12: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

12 Μπάμπης Καββαδίας

Δεν είπε τίποτα. Τους κοίταξε όλους καλά, από πάνω ως κάτω στρίβοντας αργά το μουστάκι του, έκανε μεταβολή και τράβηξε για το σπίτι του. Ήταν άλλωστε αργά για να γυρίσει στην Αστυνομία.

[ΙΙΙ]

Ούτε το Σαββάτο φάνηκε πουθενά ο Πετροκόκκινος, αφήνοντας τον Κονοφάο με δεμένα χέρια.

Τώρα, με την πόλη γεμάτη αντιπροσώπους και με τις συζητήσεις στην Εθνοσυνέλευση να έχουν κολλήσει στις κόντρες των πληρεξουσίων για το αν θα πρέπει οι ψηφοφορίες να είναι φανερές για μυστικές, ο Δημαστυνόμος έπρεπε να ξεροσταλιάζει με το τεφτέρι του πότε κάτου απ’ τό ‘να και πότε κάτου απ’ τ’ άλλο παραθύρι των σπιτιών που μαζεύουνταν σε μυστικοσυμβούλια οι πληρεξούσιοι και να ενημερώνει την Κυβέρνηση ποιοι ήταν με την μια και ποιοι με την άλλη γνώμη.

Ακόμα και ο Θεός όμως την Κυριακή ξεκουραζόταν, και ο δούλος του Δημαστυνόμος μπορούσε να κάνει αυτό που πιότερο τον ευχαριστούσε. Και ο Κονοφάος ήξερε καλά ποιο ήταν αυτό.

Αμέσως μετά το σχόλασμα της λειτουργίας στην Μητρόπολη, όλη η καλή κοινωνία κατευθυνόταν προς τους κήπους των νέων Ανακτόρων, όπου έκανε τον περίπατό του το βασιλικό ζεύγος. Οι άμαξες που θα τους μετέφεραν εκεί -όσους τουλάχιστον είχαν τέτοιες και δεν ήσαν αναγκασμένοι να τρέχουν πεζή τον δρόμο του Ερμή- ήσαν αραγμένες στον πλατύ δρόμο της Αθηνάς. Το αποτέλεσμα ήταν κάθε Κυριακή πρωί να επικρατεί εκεί πέρα το αδιαχώρητο και να είναι απαραίτητη η παρουσία των κλητήρων της Αστυνομίας, για να προγκάνε τους αμαξάδες να αφήνουν ανοιχτό το δρόμο.

Σιμά στους κλητήρες ήταν κι ο Πετροκόκκινος, σκορπώντας διαταγές από δω κι από ‘κεί και χαιρετώντας τις κυρίες και τους κυρίους, κορδωμένος σαν παγώνι στη φανταχτερή του στολή.

«Ευρισκόμεθα εις λίαν κρίσιμον συγκυρίαν, Αναστάσιε», είπε στον Κονοφάο.

Page 13: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 13

«Υποχθόνιες δυνάμεις απεργάζονται επίβουλα σχέδια κατά της Αυτού Μεγαλειότητος. Ο ελληνικός λαός, αδυνατών να σεβασθεί το θείο δώρο της Βασιλείας, ανυπομονεί όπως κυλισθεί εις νέαν περίοδον αναρχίας και οχλαγωγίας.»

Ο Κονοφάος ξεφύσηξε βαριεστημένα. Τά ‘χε ξανακούσει όλ’ αυτά.

«Η θέσις του Πρωθυπουργού είναι λεπτοτάτη. Η βασιλική πορφυρίς του Όθωνος, ανίκανος να βλαστήσει, θα ενδύσει ακόμη έναν άθεον, καθολικόν ή διαμαρτυρόμενον. Το κίνημα εις το οποίο παρεσύρθημεν, παρασταθέν ψευδώς εις ημάς ως έχον σκοπό όπως ο Βασιλεύς βαπτισθεί εις την αληθινήν ορθόδοξον πίστην, κατέληξεν εις κίνημα παρ’ ολίγον αιτούν την κατάλυσιν της ιδίας της Βασιλείας! Δεν ευρισκόμεθα όμως εις την Επίδαυρο ή το Άστρος, δια να αιτούμεθα δημοκρατία. Ο Έλλην, τοσαύτους αιώνας υπό βαρβαρικόν ζυγόν, δεν διήλθε πάντα τα στάδια της πνευματικής και ηθικής αυτού διαπαιδαγωγήσεως και ωριμάνσεως. Μετά κόπου κατορθώσαμεν...» -ο Κονοφάος άρχισε ν’ αμφιβάλλει αν αυτοί οι πρώτοι πληθυντικοί αφορούσαν μόνο τους ναπαίους- «…αλλά και με την αμέριστον συνδρομήν των εξοχοτάτων πρέσβεων των προστατιδών του Έθνους Δυνάμεων, όπως αι υπεύθυνοι πολιτικαί προσωπικότηται του τόπου συνεργασθώσιν και εξασφαλίσωσι την απρόσκοπτον συνέχιση της Βασιλείας του Όθωνος.»

«Και τι σχέση έχουν αυτά με το φονικό της Κρινιώς;» ξέσπασε ο Κονοφάος. «Οι κάποι του Λόντου τη σκοτώσανε για χρήματα, όχι για το Σύνταγμα!»

Ο Πετροκόκκινος διάλεξε προσεχτικά τα λόγια του.

«Αφ’ ενός μεν, πρωταρχικό μέλημα ημών, της Δημοτικής της Πρωτευούσης Αστυνομίας, είναι η επαγρύπνησις -τόνισε την λέξη- εις την ευταξίαν και την ευνομίαν, αποτρέποντες παραβάσεις των ιδίων των συμπολιτών ημών.»

Μα... και τους Αθηναίους που, ζηλεύοντας τους νεοφερμένους, παρατήσαν τις δουλειές τους και κολλήσαν στην εξουσία πιάνοντας κι αυτοί τα κουμπούρια, απείραχτους τους αφήναν, σκέφτηκε ο Κονοφάος.

Page 14: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

14 Μπάμπης Καββαδίας

«Περί των συνοδών των πληρεξουσίων, απάντων των πολιτικών μερίδων», συνέχισε ο Πετροκόκκινος, «υπευθύνεται η φρουρά του Συνταγματάρχου Καλλέργη. Αφ’ ετέρου δε, θεωρώ...» κόμπιασε για να σκεφτεί πώς θα το έθετε, «...θεωρούμεν ιδιαζόντως χρήσιμα τα τοιαύτα... περιστατικά. Προειδοποιούν τους συμπολίτας μας περί των απείρως δεινοτέρων που τους αναμένουν... εάν επαληθευθώσι αι διασπειρόμεναι φήμαι περί νέων κινημάτων και ριζοσπαστικοτέρων αιτημάτων αλλά και απειλών προς το πρόσωπο του Βασιλέως, επ’ αφορμή των συνεδριάσεων της Εθνικής Αντιπροσωπείας.»

Καθαρό σαν κρούσταλλο: Δεν τους αγγίζουμε.

[IV]

«Τον βρήκα, υπαστυνόμε! Είναι στου Ψυρρή!»

Ήτανε η ώρα που έκανε την δεύτερη περιπολία στα μαγαζιά και τα εργαστήρια του δρόμου του Ερμή. Απ’ την Πύλη του Μοριά στα Γύφτικα, το Μεγάλο Μοναστήρι και το Κάτω Παζάρι ίσαμε τα Ανάκτορα. Το πρωί έλεγχε τις τιμές των ζαρζαβατικών και ζύγιζε στην τύχη φρατζόλες ψωμιού για να δει μην κλέβαν οι φουρνάρηδες. Τώρα, το γιόμα, κατσάδιαζε τους μαγαζάτορες για τα απόνερα που πετούσαν στο δρόμο και για τα γεμάτα σκουπίδια αυλάκια μπροστά στα μαγαζιά τους.

«Πώς τονε βρήκες, ωρε Γιώργη;» τον ρώτησε ξαφνιασμένος. Την επόμενη μέρα έκλεινε μια βδομάδα απ’ το φονικό.

«Χτες, εδώ σιμά, μια παστρικιά που κλωθογύρναγε στα καφενεία και στα ξενοδοχεία γύρω απ’ την Μητρόπολη, φόραγε το κεφαλομάντηλο της Κρινιώς. Συλλογίστηκα να τηνε πιάσω να τηνε σφάξω, μα βαστήχθηκα. Ρώτησα τριγύρω και μού ‘πανε το ποιόν της. Την πήρα στο κατόπι και όλη μέρα παραφύλαγα το σπίτι της, πίσω απ’ τον Αη-Θανάση, στη μεριά του Θεάτρου. Παράστησα κι όλας ότι ήθελα να πάω μέσα για…, αλλ’ οι γειτόνισσές της με προκάμανε, ότι την είχε αποκλειστική όλες αυτές τις μέρες ένας Βοστιτζάνος, κάπος των Λονταίων.»

«Και πού το ξέρεις Γιώργη ότι είναι τώρα εκεί αυτός;»

«Τον είδα, υπαστυνόμε. Πάμε γλήγορα να του στήσουμε καρτέρι κι όταν βγει να τονε πιάσεις! Δεν έχει ώρα που μπήκε. Θ’ αργήσει να ‘βγει!»

Page 15: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 15

«Στάσου, συφοριασμένε! Πώς θα πάμε οι δυό μας; Θα ‘χει και τους συντρόφους του σιμά!»

«Ε, τράβα μίλα του Αστυνόμου και του Καλλέργη να σου δώκουνε κλητήρες και στρατιώτες!»

«Δεν είναι εύκολα πράματα αυτά, Γιωργή. Δεν γίνονται έτζι οι δουλειές. Έχει κι άλλες σκοτούρες η Εξουσία. Δεν μπορεί να τις παρατήσει και να ασχοληθεί με έναν παλικαρά... Και του Ψυρρή και το Γεράνι δεν είν’ ευθύνη μου...»

«Δεν είσαι κιοτής, το ξέρω. Μα, υπαστυνόμε, σ’ το ορκίζουμαι. Τώρα πάω ‘κει χάμω και τονε χαλάω». Άνοιξε το γελέκι του και τού ‘δειξε ένα παλιό χατζάρι πού ‘χε κρυμμένο εκεί, περασμένο στο ζωνάρι του.

«Σα θες να με προλάβεις και να ‘πιβάλεις το δίκιο π’ αγωνιστήκαμε, έρχεσαι κι εσύ μαζί μου.»

Το ‘χε ξαναδεί αυτό το χατζάρι ο Κονοφάος. Ξεγυμνωμένο. Ήταν το βράδυ της 2ης προς την 3η του Σεπτέμβρη, όταν ο Γιώργης το είχε ακουμπήσει στον λαιμό του προηγούμενου Δημαστυνόμου, του Μιμίκου του Μισαραλιώτη. Κείνο το βράδυ τους είχε σηκώσει ο Μισαραλιώτης να πιάσουν τις εκκλησιές και να μην αφήσουν άνθρωπο να σημάνει τις καμπάνες. Μπας και δεν μάθει ο λαός ότι είχε ξεσπάσει κίνημα. Όσοι τουλάχιστον δεν είχαν ακούσει την μουσική που βάραγε όταν η φρουρά με τον Καλλέργη περικύκλωνε τα Ανάκτορα κι όσοι δεν είχαν πάρει χαμπάρι τις μπαταριές που πέφτανε έξω από το σπίτι του Μακρυγιάννη. Κείνο το βράδυ ο Γιώργης, δίπλα στην καμπανίτσα του Αη-Γιάννη του Θεολόγου, με κείνη τη χατζάρα, είχε πείσει τον Μισαραλιώτη ότι η ζωούλα του άξιζε πλιότερο απ’ το να κρατήσει τον κοσμάκη κοιμισμένο, κάτι που έτσι κι αλλιώς δε φέλαγε. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, στη θέα του χατζαριού ο Κονοφάος έμεινε ατάραχος. Ίσως –όπως και τότε, έτσι και τώρα- το ενδεχόμενο να βαφτεί τ’ ατσάλι του με αίμα, δεν του ‘θιγε το αίσθημα του καθήκοντος.

Ο Γιώργης κοίταξε ξανά, μια τον Κονοφάο και μια το χατζάρι, και χωρίς να πει άλλη κουβέντα έφυγε κατά του Ψυρρή.

Page 16: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

16 Μπάμπης Καββαδίας

Ο Κονοφάος έστριψε σκεφτικός το μουστάκι του κι ανηφόρισε κατά την Καπνικαρέα, ψάχνοντας να βρει γρήγορα καμιά παρατυπία κάποιου μαγαζάτορα, μια αφορμή για να ξεσπάσει σε κάποιον. Του Μιμίκου του Μισαραλιώτη, για την πρεμούρα του να κοπάσει την Επανάσταση, του δώκανε ρεγάλο τη θέση του Υποδιοικητή στη Θήβα. Του Γιώργη από την άλλη, του αρνούνται το νόμο για τον οποίο μάτωσε.

[V]

Την επόμενη μέρα στο Βουλευτήριο, μετά από μια δήθεν αυθόρμητη πρόταση ενός πληρεξούσιου, οι αρχηγοί των τριών παρατάξεων, ο Μεταξάς, ο Μαυροκορδάτος κι ο Κωλέττης, αποδέχονταν -συγκινημένοι για την τιμή που τους περιποιήτο- την από κοινού προεδρία της Εθνοσυνέλευσης. Μετά από δέκα μέρες ενασχόληση με τα διαδικαστικά ζητήματα της συνέλευσης, μπορούσε πλέον να αρχίσει η συζήτηση για ένα προαποφασισμένο Σύνταγμα.

Την ίδια μέρα στο πρωτοσέλιδο κάποιας εφημερίδας ήταν τυπωμένη η παρακάτω είδηση:

Page 17: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 17

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

I. Χάρτης της Αθήνας το 1852

ΙΙ. Δύο διαφορετικοί κόσμοι...

ΙΙΙ. Δημοσιεύματα

Page 18: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

18 Μπάμπης Καββαδίας

Page 19: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 19

Page 20: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

20 Μπάμπης Καββαδίας

[ΙΙ]

Δυο διαφορετικοί κόσμοι...

Από τη μια οι αγωνιστές:

«Πούναι τόσα μιλιούνια δάνεια, πούναι οι πρόσοδοι, πούναι οι καλύτερες γες, πούναι οι μύλοι, πούναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και τα σπίτια, πούναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Οι Μπαβαρέζοι τάδιναν των δικών μας χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν κι αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα… Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γη, την αγόρασαν απόνα γρόσι το στρέμμα και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμε το γενί και βγάνουμε των συγγενών μας τα κόκκαλα…»

(Στρ. Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», Βιβ. Γ΄, Κεφ. έκτο)

«Τότε άρχισε το ντουφέκι από τους αναντίους, κι’ αυτείνοι οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες όλοι, οι εικοσιπέντε, από μέσα απ’ ούλους τους αναντίους ρίχτηκαν ως λιοντάργια· τους ρίχτηκαν απάνου τους οι αναντίοι όλοι. Ρίξαν και σκότωσαν μόνον έναν νωματάρχη. Αυτός μόνον εσκοτώθη εις το Σύνταμα· ότι όσα ’νεργάγει η Θεία Πρόνοια έτζι γένονται. Τότε μπήκαν όλοι μέσα κι’ ανάψαμεν το ντουφέκι και οι μέσα και οι έξω. Όμως εμείς δεν θέλαμεν να ρίξωμεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί μας κι’ εκείνοι. Τότε ντουφεκισμούς εμείς κι’ εκείνοι, κι’ αρχίσαμεν εμείς· «Ζήτω το Σύνταμα κ’ η Εθνική Συνέλεψη!» Άρχισαν από το κάστρο εκείνοι οπού ’χα οδηγήση και οι φωτιές από τα βουνά. Της καμπάνες πήγε ο προδότης δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης κι’ ο αστυνόμος Μιμίκος Μισαραλιώτης και οι οπαδοί τους και δεν άφησαν να βαρέσουν. Μάλιστα ήρθαν εις το σπίτι μου, εις τον καφφενέ μου, και γύρευαν με προδοσιά, ως φίλοι, να με βγάλουν έξω να μιλήσωμεν, να με πιάσουν μ’ απιστιά να με δώσουν εις τους

Page 21: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 21

φίλους τους. Αυτό το σκέδιον τ’ απέτυχαν. Τότε κινήθη και το ταχτικόν και ιππικόν με τον Καλλέργη και Σκαρβέλη, ακούγοντας τους ντουφεκισμούς μας, και πήγαν εις το Παλάτι.»

(Στρ. Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», Βιβ. Γ΄, Κεφ. Έβδομο)

Κι από την άλλη οι σφουγγοκωλάριοι:

«Τα πάντα εν τω κόσμω τούτω εισί σχετικά, το γενικόν δε τούτον νόμον δεν αποφεύγουσι τα πολιτεύματα. Ό, τι εν τη τοιαύτη περιστάσει είν’ επωφελές, εν τη ετέρα είναι επιζήμιον. Ό, τι προσήκει μεγάλοις έθνεσιν ή λαοίς από μακρού έχουσιν ιδίαν πολιτικήν υπόστασιν, καταστρεπτικώς επιδρά επί μικρών εθνών μετά μακρούς αγώνας μόλις ίδιόν τι καθεστώς συμπηξάντων. Απολύτως εξεταζόμενον το συνταγματικόν πολίτευμα είναι καλλίτερον βεβαίως του μοναρχικού, ως το δημοκρατικόν είναι καλλίτερον έτι και του συνταγματικού, διότι το άριστον των πολιτευμάτων είναι το της απολύτου των ανθρώπων ισότητος. Αλλ’ ο κανών ούτος υπόκειται εις εξαιρέσεις: Το συνταγματικόν πολίτευμα καθίσταται ολιγαρχία τυραννική, η δε δημοκρατία μεταπίπτει εις οχλικήν τυραννίαν όταν ο λαός δεν διήλθε πάντα τα στάδια της πνευματικής και ηθικής αυτού διαπαιδαγωγήσεως, όταν το έθνος δεν εζυμώθη έτι δια της βαθμιαίας αυτού πολιτικής ανελίξεως. Το ιερόν όνομα της ελευθερίας εξυβρίζεται τότε. Η ιερά αυτής σημαία η αναγράφουσα τα αγιώτερα των δογμάτων, την αδελφότητα, την ισότητα, την ευνομίαν, μεταβάλλεται εις έμβλημα απαίσιον μικροσυμφερόντων, τοπικών επιρροών, συναλλαγής και διαφθοράς. Αυταί αύται αι φιλελεύθεραι ιδέαι ζημιούνται, διότι εκ της κακής αυτών χρήσεως δημιουργείται αντίδρασις και παρεμποδίζεται η επικράτησις αυτών. […] Ο ελληνικός λαός, ο κήρυξ της ελευθερίας, ο εκ φύσεως δημοκρατικός, αναμφιβόλως κέκτηται ακάθεκτόν τινα τάσιν προς πάν το φιλελεύθερον. Αι περιπέτειαι, αι αποστερήσασαι αυτόν του πνευματικού βίου, ουδαμώς επέτυχον να μειώσωσι την ενδιάθετον ταύτην ροπήν, ούτω δε το τμήμα του ελληνικού λαού το αποσείσαν τον τουρκικόν ζυγόν ως ορμεμφύτου έβαινε προς την απόκτησιν των πολιτικών

Page 22: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

22 Μπάμπης Καββαδίας

ελευθεριών. Το καθήκον όμως των πολιτικών ανδρών ήτο να περιορίσωσι την τάσιν ταύτην μέχρι της επουλώσεως των ηθικών πληγών άς επί του σώματος του ελληνικού λαού εγκατέλειψεν η μακροχρόνιος κατάκτησις.»

(Επαμ. Κυριακίδη, «Ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού», Αθήνα, 1892, σελ. 372-373)

[ΙΙΙ]

Τα δημοσιεύματα

Πρώτος διορισμός Πετροκόκκινου στη θέση του Αστυνόμου της Πρωτεύουσας

Οφείλομεν να εξηγηθώμεν τον έπαινον και την ευγνωμοσύνην των συμπολιτών μας εις τον άξιον Αστυνόμον της Καθέδρας, τον κ. Ν. Πετροκόκκινον. Οι κακούργοι παντός είδους και πάσης ποιότητος δεν διαφεύγουσι την δραστήριον και νουνεχή επαγρύπνησιν τούτου. Μέγα μέρος ή μάλλον πρώτιστον έχει εις την περίστασιν αυτήν ο άξιος Μοίραρχος κ. Τζήνος. Το όλον δε χρεωστείται εις την ακριβήν σύμπνοιαν και σύμπραξιν της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας.

(ΑΙΩΝ, φ. 216, 08/12/1840)

Υποδειγματική η λειτουργία της Αστυνομίας και η συνεργασία Πετροκόκκινου - Κονοφάου

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ

Δια την δραστηριότητα και τον ζήλον, τον οποίον δεικνύει εις την υπηρεσίαν ο Αστυνόμος της Πρωτευούσης μας κύριος Ν. Πετροκόκκινος είναι παντός επαίνου άξιος. Μικρά τινα εκ των προτάσεών του, αφορώντα την Αστυνομίαν, επραγματοποιήθησαν και είδομεν επαισθητήν μεταβολήν ως προς την ασφάλειαν και ευταξίαν της πόλεως, διαιρεθείσης

Page 23: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 23

εις τέσσαρα Τμήματα, διευθυνόμενα το μεν πρώτον παρά του Αστυνόμου κ. Ν. Πετροκκκίνου, το δεύτερον παρά του Υπαστυνόμου κυρίου Α. Κονοφάγου, το τρίτον παρά του Υπαστυνόμου Ι. Σ. Κυριακού, και το τέταρτον παρά του Υπαστυνόμου Α. Μπαλάνου. Οι κ.κ. Υπαστυνόμοι μιμούμενοι τον προϊστάμενον αυτών εκπληρούσι τα καθήκοντά των με πολλήν δραστηριότητα και ζήλον. Η σύμπνοια, ήτις υπάρχει μεταξύ του Ανωτάτου Φρουραρχείου της Πρωτευούσης, της Μοιραρχίας και της Αστυνομίας είναι παραδειγματική. Ευχαριστείται βλέπων τις τας Αρχάς ταύτας με πόσην προθυμίαν εκπληρούσι τα χρέη των ως προς την ασφάλειαν και την ευταξίαν της πόλεως. Εις όλα τα μέρη ταύτης βλέπει τις, και μάλιστα την νύκτα, περιφερομένους πανταχού τον Ταγματάρχην του Φρουραρχείου κύριον Ανάργυρον, τον υπασπιστήν κ. Ησαΐαν, τον Αστυνόμον, τους Υπαστυνόμους, τους Ενωμοτάρχας, Χωροφύλακας στρατιώτας, φύλακας της Αστυνομίας, πότε μερικώς και πότε ηνωμένοι με τον Αστυνόμον και Υπαστυνόμους, τους δε κ.κ. Φρούραρχον και Μοίραρχον παρατηρούντας τον μεν τας φυλακάς, τους δε τους περιπόλους.

Καθ’ όλας τας ημέρας των Αποκρέω διετηρήθη η μεγαλητέρα ευταξία. Ούτε εις τας στρατιωτικάς φυλακάς, ούτε εις την Μοιραρχίαν, ούτε εις την Αστυνομίαν εφυλακίσθη κανείς δια αταξίαν. Η περίστασις αύτη δείκνυσι την μεγαλητέραν δραστηριότητα και πρόνοιαν του Φρουραρχίου, της Μοιραρχίας και της Αστυνομίας. Ο κ. Αστυνόμος με απεριόριστον ευγνωμοσύνην ωμολόγησε πολλαχού την ετοιμότητα της συνδρομή, την οποίαν παρείχεν εις αυτόν, οσάκις εζήτει, το Φρουραρχείον και η Μοιραρχία, ένεκα της αγάπης και της υπολήψεως την οποίαν χαίρει ο τίμιος ούτος υπάλληλος ανεξαιρέτως και από τας Αρχάς και από τους πολίτας. Τον σέβονται και αυτοί οι εχθροί του. Οι δε στρατιώται και πολίται τον ονομάζουσι πατέρα.

Διάφοροι κλοπαί ενεργηθείσαι προ καιρού ανεκαλύφθησαν, και διάφορα κλοπιμαία είδη ευρέθησαν παρά της Αστυνομίας. Ηκούσαμεν τον Αστυνόμον ευγνωμονούντα δια την αξιότητα και ικανότητα των κ.κ. Υπαστυνόμων, οίτινες συνέπραξαν προς ανακάλυψιν των κλοπιμαίων ειδών. Υπό τους οφθαλμούς μας είδομεν τον κ. Αστυνόμον, τον Υπαστυνόμον κύριον Α. Κονοφάγον και τον Γραμματέα της Αστυνομίας

Page 24: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

24 Μπάμπης Καββαδίας

κ. Μπάρμπανον, σκάπτοντας εις τον απέναντι της οικίας μας κήπον, και εκθάπτοντες κλοπιμαία είδη. [...]

Η Αστυνομία γέμει ελλειπών σταθμών και στατύρων. Οι άρτοι υπάρχουσιν ήδη εις καλήν ποιότητα και σωστοί. Οι παραβάται των Αστυνομικών διατάξεων σωρηδόν καταδιώκονται, αι είσοδοι των υπογείων εις τας οδούς της πόλεως αφ’ ενός μεν δια της επιμονής της Διοικήσεως και αφ’ ετέρου της Αστυνομίας εκλείσθησαν και κλείονται, τα ερείπια περιφράττονται, και αισθάνεται τις, ότι υπάρχει Αστυνομία. Ο ευγενής τρόπος του Αστυνόμου έσειρεν εις τον εαυτόν του προσέτι την υπόληψιν και αγάπην των κυρίων Πρέσβεων.

(ΑΙΩΝ, φ. 339, 18/03/1842)

Παύση Πετροκόκκινου λόγω των συγκρούσεών του με τον Υπουργό Εσωτερικών και διαδοχή του από τον Μισσαραλιώτη.

Ο κ. Πετροκόκκινος επαύθη, ως είναι ήδη γνωστόν, της οποίας κατείχε προ χρόνων θέσεως του Αστυνόμου εν τη Πρωτευούση. Ο κ. Μεσσαραλιώτης, προεδρεύων το Δημοτικόν Συμβούλιον, τον διεδέχθη. Του κ. Μεσσαραλιώτου ομολογείται ο τίμιος χαρακτήρ και η ικανότης. Δεν προσεφέρθη βεβαίως εις την θέσιν του Αστυνόμου διάδοχος κατώτερος του κ. Πετροκοκκίνου κατά τον νουν, την ηθικήν και την πείραν. […] Αν [ο κ. Πετροκόκκινος] διετέλει εις σύγκρουσιν διηνεκήν μετά του υπουργείου των Εσωτερικών, διευθυνομένου παρά του κ. Χρηστίδου, εάν επομένως εγένετο θύμα χαρακτήρος τόσον αξιοτίμου όσον γενναίου, συνιστά μάλλον τον άνδρα η περίστασις αύτη εις την αγάπην όλων [κλπ].

(ΑΙΩΝ, φ. 452, 10/07/1843)

Άσχημη η κατάσταση στην Αθήνα λίγο μετά την Επανάσταση. Ξαναδιορισμός του Πετροκόκκινου στη θέση του Δημαστυνόμου

- Η αγορά μας κατήντησε ήδη εις την εσχάτην παραλυσίαν. Η αστυνομία μας δεν φροντίζει πλέον περί ουδενός πράγματος. Πανδήμως εν τω μέσω της αγοράς ενεργούνται και τα λαοφθόρα και γυμνόνοντα τον

Page 25: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 25

λαόν λαχεία και καμμία αρχή, κανείς άνθρωπος αρχής, οποίας δήποτε, δεν λαμβάνει περί της απαγορεύσεώς των καμμία φροντίδα.

- Πολλάκις αναφέραμεν περί των αταξιών αι οποίαι δεν ημπορούν να απαντηθούν όπου οι άνθρωποι δεν είναι αυστηρώς απηγορευμένοι του να φέρουν μαζή των οποιονδήποτε όπλον, ή όπου οι επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως δεν είναι κανονικώς γυμνασμένοι εις την τάξιν και πειθαρχίαν. Και μ’ όλα ταύτα ακόμη περιφέρονται άνθρωποι ωπλισμένοι εις την πόλιν επί λόγω ότι ανήκουν εις την νεοσυστηθείσαν από τους ατάκτους διλοχίαν, και εξ αυτών, εν καιρώ μάλιστα της νυκτός, ηκολούθησαν κατ’ αυτάς μικραί τινές αταξίαι.

- Ο κύριος Κωνσταντίνος Πετροκόκκινος διορίζεται, ως μανθάνομεν θετικώς, Αστυνόμος του Δήμου της πρωτευούσης. Εις την φρουράν δε της Αστυνομίας ταύτης προσθέτει και η Κυβέρνησις άλλους είκοσι ανθρώπους, και τοιουτοτρόπως από είκοσι κλητήρων η Αστυνομία θέλει έχει του λοιπού τεσσαράκοντα. Περιμένομεν όμως να ίδωμεν οποίαν ικανότητα θέλει δείξει εις την περίστασιν ταύτην ο κύριος Πετροκόκκινος, όταν μάλιστα του δίδεται ήδη η απαιτουμένη δια την ευταξίαν της πόλεως δύναμις, και όταν λείπη τώρα ο μεν και ο δε, δια να του επιβάλουν εναντίον της θελήσεώς του, υπαλλήλους, εις τους οποίους δεν ημπόρει, ως έλεγε, να δώση τα πιστά. Δεν αμφιβάλλομεν δε ότι ο κ. Πετροκόκκινος θέλει εύρει και εις τον Δήμον και εις την Διοίκησιν της πόλεως όλην την προθυμίαν, δια να συγκροτήση και διοργανίση την Αστυνομίαν συμφώνως με τας ευχάς τας οποίας πολλάκις εις μάτην εξέφρασε. Όθεν άλλο δεν μένει, ειμή η από μέρους του, επιθυμητή από όλους τους ησύχους πολίτας ενέργεια των χρεών του εις τα οποία θέλομεν τον ακολουθεί κατά ίχνος.

(ΑΘΗΝΑ, φ. 1055, 06/10/1843)

Η Κυβέρνηση παίρνει μέτρα για τη διατήρηση της τάξης κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης

Το υπουργείον τέλος πάντων άρχισε να λαμβάνη την απαιτουμένην φροντίδα, όχι μόνον περί της ασφαλείας της ησυχίας της πρωτευούσης αλλά και της προσεχώς συγκροτηθησομένης εθνικής Συνόδου. Ως

Page 26: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

26 Μπάμπης Καββαδίας

επληροφορήθημεν όλον το πυροβολικόν διετάχθη να έλθη εις τας Αθήνας, καθώς και είς λόχος ακόμη του πεζικού. Την νεοσχηματισθείσαν διλοχίαν απεφάσισε να αποστείλη εις τα πέριξ της πόλεως χωρία δια να καταλάβη τας αναγκαίας θέσεις, έν μέρος εξ αυτής στέλλει εις Ελευσίνα, και άλλο εις Κηφισσίαν όπου θέλουν διαμείνει καθόλην την διάρκειαν της εθνικής Συνόδου. Το υπουργείον διέταξε δι’ εγκυκλίου του όλους τους Διοικητάς, να μη συγχωρήσουν εις κανένα πληρεξούσιον να φέρη μαζή του πλειοτέρους των δύω ανθρώπων, οίτινες φθάνοντες εις τας Αθήνας αν φέρουν όπλα χρεωστούν να τα παραδώσουν εις την Αστυνομίαν και να τα παραλάβουν όταν θέλουν αναχωρήσει απ’ εδώ. Εις την Αστυνομίαν προσετέθησαν ακόμη δύω υπαστυνόμοι οι οποίοι θέλουν καταλάβει διάφορα μέρη της πόλεως. Εις τα άκρα ταύτης και μάλιστα εις τας λεοφόρους οδούς θέλουν κατασκευασθή έως τριάκοντα έξ παραπήγματα, όπου θέλουν ίστασθαι στρατιώται δια να προφυλάττουν την πόλιν από την συρροήν των μη εχόντων έργον εις τας Αθήνας. Θέλουν δε προσέτι αποπέμψει εις τους δήμους των όλους τους αέργους και τους ζώντας όχι τιμίως εις την πόλιν των Αθηνών.

(ΑΘΗΝΑ, φ. 1056, 09/10/1843)

Εξοργισμένη η Ρώσικη κυβέρνηση για την επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη ανακαλεί στον Πρέσβη της στην Αθήνα

Αν δώσωμεν πίστιν εις τας Γερμανικάς εφημερίδας η κατά του έμφρονος κυρίου Γ. Α. Κατακάζη καταφορά της Ρωσσικής Κυβερνήσεως, δια το αναίμακτον της 3 Σεπτεμβρίου ένδοξον κίνημά μας είναι ακράτητος. Τόσον λέγουν εθυμώθη εναντίον μας ο κ. Νεσελρώδης, διότι εδείχθημεν φίλοι των ελευθεριών μας είτε του συντάγματος, ώστε απεφάσισε να καταργήση και αυτήν την εις την πολιτείαν μας Ρωσσικήν Πρεσβείαν.

(ΑΘΗΝΑ φ. 1065, 10/11/1843)

Η ανάκλησις του Ρωσικού Πρέσβεως κυρίου Γ. Α. Κατακάζη έφθασεν ήδη και εις τας Αθήνας. Η αργοπορία της ενταύθα αφίξεώς της προήλθεν από τον συμβάντα θάνατον εις τον έκτακτον Ρωσικόν ταχυδρόμον, κατά την διάβασίν του από τα στενά του Αίμου. Προχθές το

Page 27: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 27

πρωί είχε λάβει την πρώτην είδησιν της ανακλήσεώς του ο κύριος Κατακάζης, και την διαταγήν του να υπάγη εις Πετρούπολιν, και σιμά ταύτης και ο κ. Ιωάννης Περσιάνης τον διορισμόν του, ως επιτετραμμένος τας Ρωσικάς υποθέσεις εις την Ελλάδα.

Περί την μεσημβρίαν δε της αυτής ημέρας έφθασε και έν ατμόπλοιον Ρωσικόν, φέρον τον φάκελλον των επισήμων επιστολών επ’ ονόματι του επιτετραμμένου κυρίου Περσιάνου, και την προς τον Βασιλέα επιστολήν της ανακλήσεως του Ρωσικού πρέσβεως κ. Κατακάζη.

Το εσπέρας δε ο κ. Κατακάζης ανεχώρησε με το εις τον λιμένα μας Ρωσικόν βρίκιον, το οποίον φέρει τον πρέσβυν τούτον εις Σύρον, όπου θέλει περιμένει το ατμόπλοιον, επειδή είχε ανάγκην επιδιορθώσεως και καρβούνων, και δια τούτο έπρεπε να διατρίψη δύο ή τρεις ημέρας ακόμη εν Πειραιεί. Εις το αυτόν ατμόπλοιον λοιπόν θέλει επιβιβασθή ο κ. Κατακάζης από την Σύρον κ’ εκείθεν θέλει εξακολουθήσει το ταξείδιόν του.

(ΑΘΗΝΑ, φ. 1066, 13/11/1843)

Συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση για την αστυνόμευση

Πρακτικά Δ΄ τακτικής συνεδριάσεως της Εθνοσυνελεύσεως της Γ΄ Σεπτεμβρίου την 23 Νοεμβρίου 1843.

[Ο] Ρήγας Παλαμήδης, λέγει ότι όταν απεφασίσθη να αλλάξη ο Αστυνόμος της πόλεως δια να εισαχθή η απαιτουμένη ευταξία εντός της πρωτευούσης, η επί των Εσωτερικών Γραμματεία (σημ. Μπ.Κ.: στην οποία προΐστατο τότε ο ίδιος) δεν έμεινεν ελευθέρα δια να εκλέξη τον κατάλληλον κατ’ αυτήν Αστυνόμον, ότι τούτον τον απεφάσισε το υπουργείον όλον και ανέλαβε το βάρος να τον ενδυναμώση, δίδον εις αυτόν πλειοτέραν φρουράν είκοσι ανθρώπων, νόμιζον, ότι ούτοι μαζή με τους άλλους τους οποίους είχεν η Αστυνομία ήσαν ικανοί δια την επαγρύπνησιν της ευταξίας της πόλεως. Αν λοιπόν ο Αστυνόμος ήναι ανίκανος, κατά τούτο δεν σφάλλει μόνος ο επί των Εσωτερικών Γραμματεύς. Πλην αι οχλαγωγίαι ηκολούθησαν από ολίγα άτομα και αυτά πρέπει να κατασταλούν.

Page 28: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

28 Μπάμπης Καββαδίας

[Ο] Ι. Μακρυγιάννης, ακούει με λύπη του να αναφέρεται εις τας συμβάσας οχλαγωγίας ο λαός της πρωτευούσης, ενώ ο λαός ούτος είναι ενασχολημένος εις τα έργα του και ποσώς δεν ανακατώνεται εις αυτάς. Αι οχλαγωγίαι αύται γίνονται από τινας αργούς και όχι καλής διαγωγής ανθρώπους διατρίβοντας ήδη εις την πόλιν, κατά των οποίων η Κυβέρνησις έπρεπε να μεταχειρισθή όλα τα μέσα δια να απαλλάξη την πόλιν, και τώρα μάλιστα, ότε οι αντιπρόσωποι του Έθνους είναι συναγμένοι εις αυτήν δια να θέσουν τους θεσμούς της πολιτείας μας, των οποίων πληρεξουσίων το έργον όσον είναι σπουδαίον, τόσον απαιτεί και άκραν ησυχίαν δια να εκπληρωθή με την απαιτουμένην αταραξίαν του νοός των.

(ΑΘΗΝΑ, φ. 1071, 27/11/1843)

Παράπονα της αγγλικής μερίδας για την ελλιπή αστυνόμευση στην Πρωτεύουσα

Τον προκάτοχον του σημερινού Αστυνόμου προσεβάλαμεν πολλάκις πλαγίως, όχι δια καταχρήσεις, αλλά διότι δεν εβλέπαμεν εις αυτόν την απαιτουμένην εις τας σημερινάς περιστάσεις δραστηριότητα. Τον κύριον Πετροκόκκινον εσύστησαν διάφοροι. Εδιορίσθη Αστυνόμος. Αλλά, κατά δυστυχίαν, αντί να φιλοτιμηθή να δειχθή κατάλληλος των περιστάσεων, απεδείχθη πολύ κατώτερος και αυτού του προκατόχου του. Αι νυκτοκλοπαί εξακολουθούν κατά πάσαν σχεδόν εσπέραν, και μ’ όλον τούτο ουδέ Αστυνόμος φαίνεται αλλ’ ούτε κανείς εκ των υπαλλήλων και διπλασίων κλητήρων αυτού.

- Αλλ’ η χωροφυλακή, χρεωστούμεν να το ομολογήσωμεν, ήτο πάντοτε άγρυπνος και σχεδόν δεν έκαμνε τις δύω βήματα και να μην απαντήση χωροφύλακας. Ενώ την σήμερον κανείς σχεδόν χωροφύλαξ δεν φαίνεται την νύκτα. Είναι αληθές ότι η φρουρά της πόλεως περιφέρεται παντού καθ’ όλην την νύκτα, αλλ’ η φρουρά δεν γνωρίζει, ως οι χωροφύλακες, ούτε τους ανθρώπους τους οποίους πρέπει να προσέχη, αλλ’ ούτε τα μέρη εις τα οποία αυτοί συνειθίζουν να παραμονεύουν, απ’ όπου, αφού διαβή η φρουρά, οι καλοί ούτοι άνθρωποι ευρίσκουν ευκαιρίαν να ενεργούν τα έντιμα έργα των. Τοιουτοτρόπως λοιπόν η

Page 29: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 29

φρουρά ημπορεί κάλλιστα να επαγρυπνή δια την γενικήν ησυχίαν της πόλεως, αλλ’ όχι να εμποδίζη και να προκαταλαμβάνη τας εν σκότει γενομένας κλοπάς.

(ΑΘΗΝΑ, φ. 1075, 11/12/1843)

Αι εις την πόλιν μας νυκτοκλοπαί ολονέν εξακολουθούν, χάρις εις την επαγρύπνησιν της δημοτικής μας Αρχής και προπάντων της Αστυνομίας μας. […] Μολονότι η φρουρά της αστυνομίας εδιπλασιάσθη, μολαταύτα ούτε φρουρά περισσοτέρα φαίνεται, αλλ’ ούτε η προτέρα της ενέργεια υπάρχει. Αλλά δεν εμάθαμεν περίεργόν τι κατά τύχην; Μόλις τρεις ή τέσσαρας, μας είπεν είς, από τους είκοσι περιπλέον κλητήρας, εδόθησαν υπό τας διαταγάς της αστυνομίας, οι δε λοιποί είτε δεν υπάρχουσιν, ή και αν υπάρχουν, φυλάττουν, λέγουν, τους υπουργούς, και οι φύλακες ούτοι των γενναίων υπουργών μας δεν φαίνονται.

(ΑΘΗΝΑ, φ. 1077, 15-12-1843)

Πανηγύρια για την λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης

Μετά την διάλυσιν της συνεδριάσεως της 19 Φεβρουαρίου, πλήθος διαφόρων Πληρεξουσίων και επισήμων ανδρών μετέβησαν εις την οικίαν του αξιοσεβάστου Αντιπροέδρου κ. Μεταξά και συγχαίροντες τον μέγαν τούτον άνδρα και καλόν πατριώτην, άλλοι ησπάζοντο την δεξιάν του και άλλοι εναγκαλίζοντες αυτόν εξέφραζον την ευχαρίστησίν των τόσον δια την οποίαν έκαμε σωτήριον μεταβολήν της 3 Σεπτεμβρ. καθώς και ευγνωμοσύνην των δια τας προσπαθείας και ενεργείας του υπέρ της αποπερατώσεως του ιερού έργου δια της μεγαλητέρας ησυχίας. Βεβαιόνοντές τον ότι οι λαοί των επαρχιών θέλουν ευγνωμονεί δια βίου δια την ειλικρίνειαν την οποίαν επέδειξεν προς αυτούς και τον Θρόνον της Α.Μ.

Τελειωθείσης της συζητήσεως του τελευταίου άρθρου του Συντάγματος οι Πληρεξούσιοι, οι Πρέσβεις των Δυνάμεων και όλον το Ακροατήριον εφώναξαν το ζήτω το Σύνταγμα με τας πλέον ζωηράς φωνάς παιανιζούσης της Στρατιωτικής μουσικής. Εις την περίστασιν ταύτην παρετηρήθησαν με μεγάλην προσοχήν τα πατριωτικά αισθήματα της

Page 30: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

30 Μπάμπης Καββαδίας

γενναίας κυρίας Καλλιόπης παπαλεξοπούλου, ήτις δακρυροούσα από τον υπέρ της πατρίδος ενθουσιασμόν, ησπάσθη τον Συνταγματάρχην κύριον Καλλέργην συγχαίρουσα αυτόν.

Εν τούτοις και ο Γραμ. των Στρατ. κλπ. κ. Α. Λόντος εξ ενθουσιασμού κινούμενος δια την αποπεράτωσιν του Συντάγματος, εζητοκραύγησε ζωηρότατα αναπίμπον τον πίλον του εντός του περιβόλου της Συνελεύσεως, ακολουθησάντων τα αυτά και των περισσοτέρων Πληρεξουσίων.

Την εσπέραν δε ταύτην ο Αστυνόμος Αθηνών κ. Ν. Πετροκόκκινος μετά των κυρίων υπαστυνόμων Α. Κονοφάου, Μπαλάνου και Κολοβού περιφερόμενοι εις όλην σχεδόν την πόλιν μετά πλήθους πολιτών και μετ’ οργάνων (βιολίων) εσυγχαίρετο άπαντας τους πολίτας της Πρωτευούσης δια την αισίαν αποπεράτωσιν του Ιερού της Ελλάδος Συντάγματος ζητωκραυγαζόντων των παρακολουθούντων αυτοίς πολιτών, Ζήτω το Σύνταγμα, Ζήτω η Πατρίς, Ζήτω ο Συνταγματικός Βασιλεύς. Εγένετο δε φωτοχυσία λαμπροτάτη εις το καφφενείον της Ωραίας Ελλάδος, έξωθεν του οποίου ίστατο έν μέγα πλήθος, συγχαιρόμενοι μεταξύ των μέχρι των μεσονύκτων, δια την τελείωσιν του Συντάγματος.

(Η ΤΑΧΥΠΤΕΡΟΣ ΦΗΜΗ, φ. 384, 21/02/1844)

Η μυστική αστυνομία του Πρωθυπουργού Κωλέττη και ο Αστυνόμος Πετροκόκκινος κατασκοπεύουν το σπίτι στελεχών της αντιπολίτευσης

Μας είχον πληροφορήσει τινές φίλοι, ότι κατάσκοποι περιφέρονται ακαταπαύστως περί την οικίαν του στρατηγού Λόντου πάσαν εσπέραν δια να κατασκοπεύωσι τους εισερχομένους, και να ωτακουστώσιν, ούσης χαμηλής της κατοικίας του στρατηγού. Δεν επιστεύσαμεν κατ’ αρχάς την τοιαύτην κακοήθειαν. Δύω εσπέρας κατά συνέχειαν, χθες και προχθές υπήγαμεν να επισκεφθώμεν τον στρατηγόν Λόντον, δια να πεισθώμεν ιδίοις όμμασι περί της καταμηνυθείσης ημίν αισχρότητος.

Εξ ιδίας λοιπόν αντιλήψεως πεισθέντες περί της αληθείας καταμηνύομεν εις το Κοινόν ότι πραγματικώς ενεργείται η αναιδεστέρα κατασκοπία.

Page 31: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως 31

Συγχαίρομεν τον Αστυνόμον μας κ. Πετρικόκκινον δια το έντιμον έργον, το οποίον τω ανετέθη. Ίσως μας απαντήση ο κ. Πετροκόκκινος, ότι άνωθι αυτού είναι και άλλη αστυνομία άγνωστος εις αυτόν, απόκρυφος, εισάγουσα ενόπλους εκ των επαρχιών εις την πρωτεύουσαν, και τροφοδοτούσα αυτούς.

(Η ΕΛΠΙΣ, φ. 180, 21/10/1844)

Παρασημοφόρηση Μισσαραλιώτη

Ο κ. Δ. Μισσαραλιώτης Υποδιοικητής Θηβών έλαβε τον αργυρούν σταυρόν των Ιπποτών δια τας προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του.

(Η ΤΑΧΥΠΤΕΡΟΣ ΦΗΜΗ, φ. 501, 26/06/1845)

Αγγελίες για τα κρασιά του Μακρυγιάννη και το ραφτάδικο του Σωμαρίππα

Εις την Σπηλιάν της οικίας του Στρατηγού κ. Μακρυγιάννη πωλείται οίνος εξαίρετος τριών ειδών. Ο μεν 5 ετών προς λεπτά 60, ο δε 4 ετών προς λ. 50, ο δε 3 ετών προς λ. 40 εκάστη οκά και όσοι επιθυμούν ας διευθυνθώσιν εις τον επί τούτω άνθρωπόν του Σταμάτιον δια να προμηθεύωνται, και θέλουν μείνει ευχάριστοι από την γεύσιν του.

(Η ΤΑΧΥΠΤΕΡΟΣ ΦΗΜΗ, φ. 510, 26/07/1845)

Απέναντι της Ωραίας Ελλάδος έχων το κατάστημά μου του Εμπορορράπτου, προσκαλώ τον θέλοντα να κάμη φορέματα και λοιπά, ότι θέλει δουλευθή από εμέ με 15 τους 0/0 ολιγώτερον αφ’ όσον κάμνουσιν οι άλλοι, και με πράγμα της καλητέρας ποιότητος, το οποίον ήθελεν ευρεθή εις τους άλλους. Εάν δε δεν ευχαριστηθή από την ποιότηταν του πράγματος, το κόψιμον κτλ θέλουσι μένει τα πράγματα εις βάρος μου. Ας δοκιμάση, και θέλει ίδη την ωφέλειαν. Πέτρος Σωμμαρίπας.

(Η ΤΑΧΥΠΤΕΡΟΣ ΦΗΜΗ, φ. 685, 06/11/1847)

Page 32: Επαγρυπνούντες εις την ευταξίαν της πόλεως

32 Μπάμπης Καββαδίας